Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 1937

Η νύχτα των Χριστουγέννων - Ν.Γκογκόλ

$
0
0


Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ - Ν.ΓΚΟΓΚΟΛ
Έφυγε κι η τελευταία πριν από τα Χριστούγεννα μέρα. Μπήκε η χειμωνιάτικη, ξάστερη νύχτα. Φάνηκαν τα αστέρια. Το φεγγάρι υψώθηκε μεγαλόπρεπο στον ουρανό, φωτίζοντας τους ευσεβείς ανθρώπους κι όλο τον κόσμο, κι έτσι θα πούν όλοι χαρούμενοι τα κάλαντα (1) και θα δοξάσουν τον Χριστό. Η παγωνιά ήταν δυνατότερη απ’ ό,τι το πρωί κι η ησυχία τόσο απόλυτη, που το τρίξιμο του χιονιού κάτω από τις μπότες ακουγόταν μισό χιλιόμετρο μακριά. Οι παρέες των παλικαριών δεν είχαν φανεί ακόμα έξω από τα παράθυρα των χωριατόσπιτων. Μόνο το φεγγάρι έριχνε κρυφές ματιές, σαν να καλούσε τις κοπέλες, που εκείνη την ώρα στολίζονταν, να βγουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο τριζάτο χιόνι. Και κάπου εκεί, μέσα από την καμινάδα μιας καλύβας, ανέβαινε στον ουρανό τούφες τούφες ο καπνός, σύννεφο ολόκληρο, και μαζί με τον καπνό σηκωνόταν κι η μάγισσα καβάλα στο σκουπόξυλο.
Αν τη στιγμή εκείνη περνούσε από εκεί ο κύριος ληξίαρχος πάνω στην τρόικα των μικροαστικών του αλόγων, φορώντας τον τετράκοχο σκούφο με το προβάτινο μπορ, στο στιλ που συνήθιζαν οι ουλάνοι, καθώς και τη γαλάζια κάπα του, τη φοδραρισμένη με μαύρη γούνα νεογέννητου αρνιού, και κρατώντας το σατανικά πλεγμένο μαστίγιό του, με το οποίο έχει τη συνήθεια να εξαναγκάζει τον αμαξά του να τρέχει, τότε σίγουρα θα την είχε προσέξει, διότι από το ληξίαρ-χο δεν μπορεί να ξεφύγει στον κόσμο ούτε μύγα, όχι ολόκληρη μάγισσα. Ξέρει λεπτομερώς πόσα γουρου-νάκια θηλάζει κάθε γουρούνα σε κάθε σπίτι, και πόσα σκουτιά υπάρχουν σε κάθε μπαούλο, και τι καταβάλλει κάθε χρηστός άνθρωπος μια γιορτινή μέρα στο καπηλειό. Αλλά ο ληξίαρχος δεν περνούσε, γιατί τι δουλειά είχε με τους ξένους, αυτός έχει τη δική του επαρχία. Και η μάγισσα, στο μεταξύ, είχε ανέβει τόσο ψηλά, που δεν ήταν πια παρά μια μαυριδερή σκιά εκεί πάνω. Όμως, απ’ όπου περνούσε εκείνη η σκιά, τα αστέρια, το ένα μετά το άλλο, χάνονταν από τον ουρανό. Σύντομα η μάγισσα μάζεψε ολόκληρο σακούλι από αυτά. Τρία ή τέσσερα μόνο έλαμπαν ακόμη.
Ξαφνικά, από την άλλη άκρη, εμφανίστηκε μια άλλη σκιούλα, που μεγάλωσε, άρχισε ν’ απλώνεται και έπαψε να είναι πια μια τόση δα σκιούλα. Από μπροστά ήταν εντελώς «Γερμανός»(2): είχε στενούτσικο μουσούδι, που τελείωνε, όπως και στα γουρούνια μας, με ένα στρογγυλό πενηνταράκι, και τρύπωνε ασταμάτητα παντού και μύριζε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Τα πόδια του ήταν τόσο λεπτά, που, αν τα είχε ο αρχηγός των κοζάκων, θα τα έσπαγε με το πρώτο καζατσόκ. Από πίσω όμως ήταν αυθεντικός νομαρχιακός δικαστικός επόπτης με στολή, γιατί του κρεμόταν μια ουρά τόσο μυτερή και μακριά, όπως οι σημερινές ουρές των στρατιωτικών στολών. Μόνο από το τραγίσιο γενάκι στο μουσούδι, από τα μικρά κέρατα, που προεξείχαν στο κεφάλι του κι από το ότι δεν ήταν πιο άσπρος από καπνοδοχοκαθαριστή, μπορούσες να μαντέψεις ότι δεν ήταν «Γερμανός(2)», ούτε νομαρχιακός δικαστικός επίτροπος, αλλά ήταν απλώς ο διάβολος, που του απέμενε μια τελευταία νύχτα για να περιφέρεται στο φως του κόσμου και να μετράει τις αμαρτίες των ευσεβών ανθρώπων. Αύριο κιόλας, με τις πρώτες καμπάνες του όρθρου, θα ’πρεπε να πάρει των οματιών του και, μαζεύοντας την ουρά κάτω από τα σκέλια, να τρέξει στη φωλιά του.
Στο μεταξύ, ο διάβολος είχε πλησιάσει στα κλεφτά το φεγγάρι και είχε απλώσει το χέρι του να το αρπάξει, όταν ξάφνου ένιωσε να καίγεται. Το τράβηξε πίσω γρήγορα, πιπίλισε τα δάχτυλά του, ταλαντεύτηκε πάνω στο ένα του πόδι και έτρεξε από την άλλη μεριά- αναπήδησε όμως και πάλι, τραβώντας το χέρι του. Ωστόσο, παρά την αποτυχία, ο πονηρός διαβολάκος δεν παράτησε τις σκανταλιές του. Πλησιάζοντας γρήγορα, άρπαξε μεμιάς το φεγγάρι και με τα δυο του χέρια, και μορφάζοντας και φυσώντας, βάλθηκε να το πετάει από το ένα χέρι στο άλλο, σαν μουζίκος που έπιασε με γυμνά δάχτυλα το καρβουνάκι για το τσιμπούκι του. Τέλος, το έχωσε αστραπιαία στην τσέπη του και, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, συνέχισε το δρόμο του. Στην Ντικάνκα κανείς δεν άκουσε ότι ο διάβολος έκλεψε το φεγγάρι. Είναι αλήθεια ότι ο γραμματέας της κοινότητας, βγαίνοντας με τα τέσσερα από το καπηλειό, είδε ούτε λίγο ούτε πολύ το φεγγάρι να χορεύει πάνω στον ουρανό, και, παίρνοντας όρκο, διαβεβαίωνε περί αυτού όλο το χωριό. Ο κόσμος όμως κούναγε το κεφάλι απο-δοκιμαστικά, κάποιοι μάλιστα τον πήραν στο ψιλό.

Όμως, για ποιο λόγο ο διάβολος αποφάσισε μια τόσο άνομη κίνηση; Θα σας πω: ήξερε ότι ο πλούσιος κοζάκος Τσουμπ ήταν προσκεκλημένος του διάκου για κουτιά (3), κι ότι στο γεύμα θα συμμετείχαν: ο κοινοτάρχης, ένας συγγενής του διάκου από την αρχιερατική σχολή ψαλτών, που μπορούσε να πιάσει τα πιο χαμηλά μπάσα και φορούσε γαλάζια ρεντιγκότα, ο κοζάκος
Διαβάστε περισσότερα »

Viewing all articles
Browse latest Browse all 1937

Trending Articles