Άθληση της Αγίας ένδοξης Μάρτυρος του Χριστού Αναστασίας
Στα χρόνια που βασίλεψε ο ασεβέστατος Διοκλητιανός, στην ξακουστή Ρώμη ήταν ένα κορίτσι που λεγόταν Αναστασία. Όμορφη, με ωραία κορμοστασιά, από γένος πλούσιο και φημισμένο, με χαρακτήρα και τρόπους τέλειους. Η δε ευγένεια της ψυχής της ήταν μεγαλύτερη από το κάλλος του σώματός της. Ήταν θυγατέρα κάποιου ειδωλολάτρη Πραιτεξάτου και της μάθαινε γράμματα ένας ενάρετος άνθρωπος, ο Χρυσογόνος. Ευσεβέστατος, με πίστη στον αληθινό Θεό, δίδαξε την ευσέβεια και την πίστη του στην Αναστασία, που καταφρόνησε τα αναίσθητα είδωλα. Ο δε πατέρας της την πάντρεψε, παρά την θέλησή της, με τον ειδωλολάτρη και πλούσιο Ποπλίονα. Η Αναστασία τον μισούσε και δεν θέλησε ποτέ να κοιμηθεί μαζί του, γιατί αγαπούσε την παρθενία χάρη του Χριστού και προφασιζόταν συνεχώς πως ήταν άρρωστη. Καθημερινά προσευχόταν στον Χριστό, τηρούσε τις εντολές του και πάνω από όλα είχε μεγάλη ταπείνωση.
Για αυτόν τον λόγο, πολλές φορές έβγαζε τα πολύτιμα και λαμπρά φορέματά της και ντυνόταν φτωχικά, για να μην την γνωρίσουν, και πήγαινε με μια ευσεβέστατη δούλη της στις φυλακές, όπου περιποιούνταν τις πληγές και τα τραύματα των χριστιανών από τα βασανιστήρια. Σκούπιζε, καθάριζε τα αίματα και τις πληγές. Πρόσφερε κάθε άλλη υπηρεσία σαν δούλη του Χριστού. Καταφιλούσε τις πληγές τους από ευλάβεια για τα μαρτύριά τους και τους νουθετούσε να μη δειλιάσουν στα προσωρινά βασανιστήρια, αλλά να μένους σταθεροί στην πίστη και ευσέβειά τους. Τους έδινε τροφές, ρούχα και κάθε τι άλλο, που είχαν ανάγκη για το σώμα τους, όπως φάρμακα. Και όλα αυτά τα έκανε κρυφά, τις νύχτες, εξαγοράζοντας με χρήματα του φύλακες, για να την αφήνουν να μπαίνει στις φυλακές.
Όταν έμαθε αυτά από πληροφορίες δικών του ανθρώπων ο Ποπλίονας την φυλάκισε και δεν την άφησε ούτε να βγει αλλά και ούτε να την πλησιάσει κανένα άτομο. Αυτή στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι της, για να φροντίσει τους φυλακισμένους χριστιανούς, όπως πριν. Όμως είχε μεγαλύτερη στεναχώρια που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον διδάσκαλό της Χρυσόγονο, ο οποίος πριν την επισκεπτόταν τακτικά και έπαιρνε ο ένας από τον άλλο δύναμη στα έργα της αρετής. Και αυτό γιατί ο Χρυσόγονος ήταν φυλακισμένος από τον βασιλιά, όταν αυτός έμαθε για την πίστη που είχε προς τον Χριστό. Τότε η αγία Αναστασία έστειλε μια γριά γυναίκα ευσεβέστατη και έμπιστη να μιλήσει στον Χρυσόγονο, για να προσευχηθεί προς τον Θεό για χάρη της, να λυτρωθεί από την φυλακή και να θεραπεύει τους φυλακισμένους μάρτυρες. Ο Χρυσόγονος της έγραψε ότι πρέπει να έχει υπομονή, γιατί σε λίγες μέρες θα πεθάνει ο άντρας της και θα μείνει εντελώς ελεύθερη. Έτσι και έγινε. Ο βασιλιάς τον έστειλε ως πρέσβη στους Πέρσες και στον δρόμο τον σκότωσαν. Από τότε η αγία έμεινε ελεύθερη και χωρίς εμπόδια έκανε ό,τι ήθελε και παρακινούσε τους μάρτυρες να υπομένουν γενναίως τα βασανιστήρια.
Ο δυσεβής Διοκλητιανός βρισκόταν τότε στην Ηράκλεια και δεν φρόντιζε τόσο για τις δημόσιες υπηρεσίες και υποχρεώσεις του κράτους του, όσο για να μην γλιτώσει κανένας ευσεβής χριστιανός από τα χέρια του. Του ανέφεραν ότι στη Ρώμη είχαν πολλούς χριστιανούς φυλακισμένους και πως, ενώ τους βασάνιζαν με διάφορους τρόπους, κανένας δεν ήθελε να προσκυνήσει τα είδωλα, γιατί είχαν έναν διδάσκαλο, που λεγόταν Χρυσόγονος, ο οποίος τους εμψύχωνε στην πίστη και τους παρακινούσε προς το μαρτύριο.
Ο Διοκλητιανός πρόσταξε αμέσως τους μεν χριστιανούς φυλακισμένους να τους βασανίσουν και πολύ, αν δεν θυσιάσουν στα είδωλα, να τους σκοτώσουν, τον δε Χρυσόγονο να του τον φέρουν σαν κατάδικο. Πίσω από τους στρατιώτες και τον Χρυσόγονο, τον διδάσκαλό της, πήγαινε και η Αναστασία, νικώντας την αντοχή της γυναικείας φύσης με το γενναίο της φρόνημα. Όταν έφτασαν στον βασιλιά Διοκλητιανό, αυτός με ύφος καλοσυνάτο είπε στον Χρυσόγονο:
- Υπάκουσε στην εντολή μου. Θυσίασε στους Θεούς, για να λυτρωθείς από διάφορα βασανιστήρια και θα σε κάνω έπαρχο της Ρώμης.
Πίστευε ο ασεβής βασιλιάς πως η δύναμη της εξουσίας του θα νικούσε την ψυχή και την πίστη του καλοκάγαθου Χρυσόγονου. Όμως, οι απειλές και οι υποσχέσεις του δεν έπιασαν, για να αρνηθούν οι χριστιανοί την πίστη τους στον Χριστό. Έτσι και τώρα, ο άγιος απάντησε με μεγάλο θάρρος κοιτάζοντάς τον στα μάτια, για να αποδείξει πως η βασιλική του εξουσία και δύναμη δεν είχε αξία μπροστά στην βασιλεία του Θεού.
- Δεν θυσιάζω στα είδωλα, γιατί έναν και μόνο Θεό ξέρω, τον οποίο ομολογώ με τα χείλη, όλη την ψυχή και την καρδιά μου. Αυτόν λατρεύω, προσκυνώ και θεωρώ τον γλυκύτερο από όλα τα ευχάριστα πράγματα της ζωής και τον ποθώ από κάθε τι άλλο. Αποστρέφομαι τα πλήθη των θεών σου, τους μύθους και τους δαίμονες. Συμβουλεύω όμοια και την βασιλεία σου να τους μισήσεις, γιατί είναι ζημιά και απώλεια των ψυχών. Όσο για τις τιμές και τις υποσχέσεις που μου έταξες, τις θεωρώ σκιά και όνειρα.