ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (1898)
Μου εφάνη πως δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ήμουν όλην την ημέραν κατηφής και λυπημένος. — Ακούς εκεί; Με τον ήλιον να σημάνουν αι εκκλησίαι; ημέρα πλέον;
Κατά το έθος, εκοιμήθην ενωρίς, την παραμονήν, και περί την δευτέραν ώραν, μετά τα μεσάνυκτα, εγερθείς, ανέμενα ν' ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού των Ταξιαρχών εις τους Αέρηδες — ένα γλυκύτατον, αργυρόηχον κώδωνα. Ενεδύθην, ητοιμάσθην, και ανέμενα. Και ήμουν όλος χαρά, αναλογιζόμενος την ιεράν, την θείαν, την ανεκλάλητον απόλαυσιν: «Όρθρου βαθέος. Οι πολυέλαιοι κατάφωτοι. — Το φως αναδίδει ιδιαιτέραν λάμψιν καιόμενον την νύκτα. Ο ναός απαστράπτων. Οι πιστοί συνηγμένοι πανηγυρικώς — Χριστός Γεννάται! — Οι ψάλται υπό ιδιαιτέρου ενθουσιασμού κατεχόμενοι. — Δεύτε ίδωμεν πιστοί. — Ο αχώρητος παντί — ήχοι καθ' εκάστην αδόμενοι εν ταις μοναίς, και σπανιώτατα ακουόμενοι εν τω κόσμω. — Παν σπάνιον επιθυμητόν. — Και να συρίζη ίσως ο βορράς. — Και να είνε σκοτία έξω. Και να πίπτη χιών. — Δόξα εν υψίστοις θεώ. — Ανατολή Ανατολών. — Επί γης ειρήνη. — Οποία ουράνιος απόλαυσις!
Και όμως η ώρα παρήρχετο χωρίς ν' ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού, ένα γλυκύλαλον, ένα αργυρόηχον κώδωνα. Είδον από του παραθύρου. Το άστρον της ανατολής, έκλαμπρον, μέγα, ο αστέρας, έφεγγε, καταυγάζων τον ουρανόν. Εχάραζε πλέον — μου εφάνη. — Εγεννήθη ο Χριστός. Ηκροαζόμην. Ούτε κώδων, ούτε ήχος. Η πόλις εκοιμάτο ως να μη εξημέρωνε χαράς ημέρα. Είχε χιονίσει προ δύο ημερών και ήδη προμηνύεται ημέρα ευήλιος. Αίθρία εν ουρανώ. Πώς λάμπει ο αστέρας, το άστρον της ανατολής! Προς στιγμήν μου εφάνη ότι είδον και τους τρεις μάγους, τρεις εφίππους Χαλδαίους με τα βασιλικά στέμματα, με τα σκήπτρα και τα δώρα, ελαύνοντας δρόμω εξ Ανατολών. Από την Ακρόπολιν τάχα. Είποντο του αστέρος. Ήσαν τρία μεγάλα νέφη, άτινα κατεδίωκεν ο απηλιώτης.
Είχον ακόμη ελπίδας. Ανεμέτρουν ακόμη τα επίλοιπα της χαράς. Μετά την θείαν λειτουργίαν θα είνε νύκτα ακόμα, έλεγα. Τότε θα χαράζη. Οι φούρνοι θα είνε ανοικτοί, θα έχουν έτοιμον την λιπαράν και γλυκείαν μπογάτσαν. Θα
έχουν λουκουμάδες. Πρόγευμα εωθινόν εν τω οίκω. Ανάπαυσις κατόπιν ψυχική και σωματική. Οποία τρυφή!
Διαβάστε περισσότερα »
Μου εφάνη πως δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ήμουν όλην την ημέραν κατηφής και λυπημένος. — Ακούς εκεί; Με τον ήλιον να σημάνουν αι εκκλησίαι; ημέρα πλέον;
Κατά το έθος, εκοιμήθην ενωρίς, την παραμονήν, και περί την δευτέραν ώραν, μετά τα μεσάνυκτα, εγερθείς, ανέμενα ν' ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού των Ταξιαρχών εις τους Αέρηδες — ένα γλυκύτατον, αργυρόηχον κώδωνα. Ενεδύθην, ητοιμάσθην, και ανέμενα. Και ήμουν όλος χαρά, αναλογιζόμενος την ιεράν, την θείαν, την ανεκλάλητον απόλαυσιν: «Όρθρου βαθέος. Οι πολυέλαιοι κατάφωτοι. — Το φως αναδίδει ιδιαιτέραν λάμψιν καιόμενον την νύκτα. Ο ναός απαστράπτων. Οι πιστοί συνηγμένοι πανηγυρικώς — Χριστός Γεννάται! — Οι ψάλται υπό ιδιαιτέρου ενθουσιασμού κατεχόμενοι. — Δεύτε ίδωμεν πιστοί. — Ο αχώρητος παντί — ήχοι καθ' εκάστην αδόμενοι εν ταις μοναίς, και σπανιώτατα ακουόμενοι εν τω κόσμω. — Παν σπάνιον επιθυμητόν. — Και να συρίζη ίσως ο βορράς. — Και να είνε σκοτία έξω. Και να πίπτη χιών. — Δόξα εν υψίστοις θεώ. — Ανατολή Ανατολών. — Επί γης ειρήνη. — Οποία ουράνιος απόλαυσις!
Και όμως η ώρα παρήρχετο χωρίς ν' ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού, ένα γλυκύλαλον, ένα αργυρόηχον κώδωνα. Είδον από του παραθύρου. Το άστρον της ανατολής, έκλαμπρον, μέγα, ο αστέρας, έφεγγε, καταυγάζων τον ουρανόν. Εχάραζε πλέον — μου εφάνη. — Εγεννήθη ο Χριστός. Ηκροαζόμην. Ούτε κώδων, ούτε ήχος. Η πόλις εκοιμάτο ως να μη εξημέρωνε χαράς ημέρα. Είχε χιονίσει προ δύο ημερών και ήδη προμηνύεται ημέρα ευήλιος. Αίθρία εν ουρανώ. Πώς λάμπει ο αστέρας, το άστρον της ανατολής! Προς στιγμήν μου εφάνη ότι είδον και τους τρεις μάγους, τρεις εφίππους Χαλδαίους με τα βασιλικά στέμματα, με τα σκήπτρα και τα δώρα, ελαύνοντας δρόμω εξ Ανατολών. Από την Ακρόπολιν τάχα. Είποντο του αστέρος. Ήσαν τρία μεγάλα νέφη, άτινα κατεδίωκεν ο απηλιώτης.
Είχον ακόμη ελπίδας. Ανεμέτρουν ακόμη τα επίλοιπα της χαράς. Μετά την θείαν λειτουργίαν θα είνε νύκτα ακόμα, έλεγα. Τότε θα χαράζη. Οι φούρνοι θα είνε ανοικτοί, θα έχουν έτοιμον την λιπαράν και γλυκείαν μπογάτσαν. Θα
έχουν λουκουμάδες. Πρόγευμα εωθινόν εν τω οίκω. Ανάπαυσις κατόπιν ψυχική και σωματική. Οποία τρυφή!