Η Αρετή της Διάκρισης - Μέρος 3
Κάθε πράξη του Ορθόδοξου Χριστιανού, για να είναι σωτηριώδης πρέπει να γίνεται με διάκριση καρποφόρας πνευματικής αναβίβασης [26]. Για παράδειγμα: Ο ίδιος ο Χριστός έθεσε αυτό το μέτρο ακόμα και για την μείζονα αρετή της αγάπης. Εντέλλεται «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν»[27]. Ακόμα δηλ. και η αγάπη δηλώνεται μέσα από τον κανόνα της διάκρισης του «ως σεαυτόν», μήτε λιγότερο, μήτε περισσότερο. Κατ’ αυτήν την λογική δεν μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει ασφαλώς στο μέτρο οποιασδήποτε αρετής, αν στην πνευματική του προσπάθεια απουσιάζει η διάκριση. Αντίθετα, κάθε πράξη που γίνεται αδιάκριτα, ακόμα και αν έχει καλό αποτέλεσμα δεν οδηγεί σε πνευματική ανάταση, γιατί στερείται του πραγματικού σκοπού, που είναι η δοξολογία του Θεού, μέσα από την ορθοπραξία της βιωματικής και ευσεβούς πίστης. Το ακόμα χειρότερο που μπορεί να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος, είναι να αποκτήσει το πάθος της μανιακής καταδίωξης της αγιότητας μέσα από την στέρηση της διάκρισης που υπαγορεύει ότι, κανένας δεν καθίσταται άγιος επειδή το θέλει ο ίδιος, αλλά επειδή το επιτρέπει ο Θεός.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η «πνευματική πορεία» γίνεται ατέρμονος δρόμος, χωρίς προορισμό ουσίας καθόσον το ψυχικό πάθος οδηγεί σε δαιμονική κατάσταση[28], εφόσον ο μη έχω διάκριση αδυνατεί να ξεχωρίσει την απόσταση μεταξύ του άκτιστου Θεού και της κτιστής πραγματικότητας που τον περιβάλλει, θεωρώντας πως τα πάντα βρίσκονται στο έλεγχο της άκρατης πνευματικής λογοκρατίας του. Τούτο ερμηνεύει και την φαυλότητα που παρατηρείται πολλές φορές από ανθρώπους που αυτοαναγνωρίζονται ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, αλλά δεν ανήκουν ουσιαστικά σε αυτήν, εφόσον λόγω ελλείψεως της αρετής της διάκρισης, παρουσιάζουν κατά περίπτωση, φθόνο, μνησικακία, πονηρία, αναισθησία και όλα τα λοιπά που τόσο όμορφα ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ Προς Τιμόθεον επιστολή του καταγράφει, μέσα από μια πλήρη ανυπακοή στην θεϊκή βούληση κατ’ αντίθεση προς την υπακοή που οφείλει ο Χριστιανός στις επιταγές του ευαγγελικού λόγου[29].
Όταν ο άνθρωπος καταπιέζεται να αγιάσει αγνοώντας την αρετή της διάκρισης, παράγει φθορά στον εαυτό του και στους άλλους. Γίνεται ακραίος, νευρικός, επιπόλαιος, ρηχός, πρόχειρος και σαφώς σε αυτή την κατάσταση το αποτέλεσμα της πνευματικής ζωής του δεν είναι αίσιο.
Στον άνθρωπο που απουσιάζει η διάκριση φανερώνεται μια ανεξέλεγκτη ζωή[30]. Αντιθέτως ο διακρίσεως κεκτημένος Ορθόδοξος Χριστιανός, αναβιβάζεται διαρκώς και ακάματα, στην οδό της κατά Θεόν τελείωσης, με καθαρή καρδιά, πάντα νικητής σε αυτό το δρόμο, σπουδάζοντας διαρκώς, και με επίγνωση Θεού, την δια της αγάπης εφαρμογή της Πίστεως στην κοινωνία Θεού και ανθρώπων. Αυτός ο Χριστιανός προγεύεται της Βασιλείας των Ουρανών διότι πορεύεται πρόθυμα και βιωματικά «εις το όρος Κυρίου· και εις τον οίκον του Θεού ημών»[31].
Διαβάστε περισσότερα »
Κάθε πράξη του Ορθόδοξου Χριστιανού, για να είναι σωτηριώδης πρέπει να γίνεται με διάκριση καρποφόρας πνευματικής αναβίβασης [26]. Για παράδειγμα: Ο ίδιος ο Χριστός έθεσε αυτό το μέτρο ακόμα και για την μείζονα αρετή της αγάπης. Εντέλλεται «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν»[27]. Ακόμα δηλ. και η αγάπη δηλώνεται μέσα από τον κανόνα της διάκρισης του «ως σεαυτόν», μήτε λιγότερο, μήτε περισσότερο. Κατ’ αυτήν την λογική δεν μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει ασφαλώς στο μέτρο οποιασδήποτε αρετής, αν στην πνευματική του προσπάθεια απουσιάζει η διάκριση. Αντίθετα, κάθε πράξη που γίνεται αδιάκριτα, ακόμα και αν έχει καλό αποτέλεσμα δεν οδηγεί σε πνευματική ανάταση, γιατί στερείται του πραγματικού σκοπού, που είναι η δοξολογία του Θεού, μέσα από την ορθοπραξία της βιωματικής και ευσεβούς πίστης. Το ακόμα χειρότερο που μπορεί να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος, είναι να αποκτήσει το πάθος της μανιακής καταδίωξης της αγιότητας μέσα από την στέρηση της διάκρισης που υπαγορεύει ότι, κανένας δεν καθίσταται άγιος επειδή το θέλει ο ίδιος, αλλά επειδή το επιτρέπει ο Θεός.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η «πνευματική πορεία» γίνεται ατέρμονος δρόμος, χωρίς προορισμό ουσίας καθόσον το ψυχικό πάθος οδηγεί σε δαιμονική κατάσταση[28], εφόσον ο μη έχω διάκριση αδυνατεί να ξεχωρίσει την απόσταση μεταξύ του άκτιστου Θεού και της κτιστής πραγματικότητας που τον περιβάλλει, θεωρώντας πως τα πάντα βρίσκονται στο έλεγχο της άκρατης πνευματικής λογοκρατίας του. Τούτο ερμηνεύει και την φαυλότητα που παρατηρείται πολλές φορές από ανθρώπους που αυτοαναγνωρίζονται ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, αλλά δεν ανήκουν ουσιαστικά σε αυτήν, εφόσον λόγω ελλείψεως της αρετής της διάκρισης, παρουσιάζουν κατά περίπτωση, φθόνο, μνησικακία, πονηρία, αναισθησία και όλα τα λοιπά που τόσο όμορφα ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ Προς Τιμόθεον επιστολή του καταγράφει, μέσα από μια πλήρη ανυπακοή στην θεϊκή βούληση κατ’ αντίθεση προς την υπακοή που οφείλει ο Χριστιανός στις επιταγές του ευαγγελικού λόγου[29].
Όταν ο άνθρωπος καταπιέζεται να αγιάσει αγνοώντας την αρετή της διάκρισης, παράγει φθορά στον εαυτό του και στους άλλους. Γίνεται ακραίος, νευρικός, επιπόλαιος, ρηχός, πρόχειρος και σαφώς σε αυτή την κατάσταση το αποτέλεσμα της πνευματικής ζωής του δεν είναι αίσιο.
Στον άνθρωπο που απουσιάζει η διάκριση φανερώνεται μια ανεξέλεγκτη ζωή[30]. Αντιθέτως ο διακρίσεως κεκτημένος Ορθόδοξος Χριστιανός, αναβιβάζεται διαρκώς και ακάματα, στην οδό της κατά Θεόν τελείωσης, με καθαρή καρδιά, πάντα νικητής σε αυτό το δρόμο, σπουδάζοντας διαρκώς, και με επίγνωση Θεού, την δια της αγάπης εφαρμογή της Πίστεως στην κοινωνία Θεού και ανθρώπων. Αυτός ο Χριστιανός προγεύεται της Βασιλείας των Ουρανών διότι πορεύεται πρόθυμα και βιωματικά «εις το όρος Κυρίου· και εις τον οίκον του Θεού ημών»[31].