Η Υπαπαντή του Κυρίου (2 Φεβρουαρίου)
του Κων. Α. Οικονόμου, δασκάλου.
Ο “ΤΥΠΟΣ” ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: Στην Παλαιά Διαθήκη ((Εξ. ιγ', 9,Λευιτ. ιβ', 1-6), διαβάζουμε ότι ο Θεὸς ζήτησε απὸ το Μωυσή την καθιέρωση-προσφρορά κάθε πρωτότοκου αγοριού με τη συμπλήρωση των σαράντα ημερών, σαν μιὰ θυσία σε μνήμη του γεγονότος ότι ο Ισραὴλ σώθηκε απὸ τη δουλεία των Αιγυπτίων μέσω του θανάτου όλων των πρωτοτόκων της Αιγύπτου.
Η παρουσίαση αυτὴ του κάθε πρωτότοκου βρέφους στο Ναὸ σήμαινε την άφεσή τους στο Θείο θέλημα, σήμαινε ότι ο Θεὸς είχε πάνω τους δικαίωμα ζωής και θανάτου και το γεγονὸς αυτὸ αναγνωριζόταν απὸ το ότι οι γονείς πλήρωναν για το παιδὶ σαν λύτρα ένα αμνὸ ή ένα ζεύγος περιστεριών.
Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Η Υπαπαντή μπορεί να χαρακτηρισθεί και Δεσποτική εορτή, αφού αφορά τον Κύριο, αλλά και Θεομητορική, αφού αφορά και στη Θεοτόκο. Υπαπαντή θά πεί προϋπάντηση, (από τό ρήμα υπαπαντώ, υπό + απαντώ) καί έχει σχέση μέ δυό περιστατικά, πού βρίσκουν τήν εκπλήρωσή τους τήν μέρα αυτή. Μόλις πέρασαν σαράντα ημέρες από την γέννηση του Θεανθρώπου, προσεφέρθη ο Κύριος στο ιερό από τη μητέρα Του τη Θεοτόκο, και υπεδέχθη Αυτόν ο πρεσβύτης Συμεών. Όταν πήρε αυτός στα χέρια του τον Κύριο της δόξης είπε το «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη…». Τώρα, δηλαδή, “Κύριε, ας πεθάνω, αφού είδα το Σωτήρα του κόσμου”. Διότι αυτό περίμενε χρόνια ο δίκαιος Συμεών˙ να δει με τα μάτια του τον Κύριο και Θεό του. Και πλέον ευτυχισμένος μπορούσε να αναχωρήσει για το ουράνιο ταξίδι του. Ο σαραντισμός, ενώ είναι μια πανάρχαια λειτουργική πράξη της εκκλησίας μας κι έχει τις ρίζες της στον Μωσαϊκό νόμο, αυτός γίνεται σήμερα ως μίμηση της Υπαπαντής του Κυρίου.
Οι γυναίκες συμβολίζουν την Παναγία1, η οποία έφερε στις αγκάλες της τον Υιόν της και τον πρόσφερε στον ναό ως θυσίαν «ευπρόσδεκτη». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σχολιάζοντας την φράση «Αι ημέραι του καθαρισμού αυτών», λέγει ότι «ο λόγος του νόμου αφορά τους γονείς και τα παιδιά που γεννιούνται από την συζυγική ένωση τους, διότι χρειάζονται καθαρισμό. Στην περίπτωση όμως του Χριστού, όπου δεν υπήρχαν γεννήτορες, αλλά μόνο Μητέρα και αυτή Παρθένος, όπου συνέβη γέννηση παιδιού με άσπορη σύλληψη, οπωσδήποτε δεν υπήρχε ανάγκη καθαρισμού. Ήταν όμως και αυτό έργο υπακοής». Με την υπακοή Του στον νόμο του Θεού και Πατρός Του ο Κύριος, θεράπευσε τον άνθρωπο από την αρρώστια που προκάλεσε η ανυπακοή των πρωτοπλάστων. “Βέβαια, ή υπακοή έχει την έννοια της υπακοής στον νόμο του Θεού, αλλά και της υπακοής του νέου Αδάμ, εν αντιθέσει με την ανυπακοή του παλαιού Αδάμ.
Και εάν ή ανυπακοή του πρώτου Αδάμ είχε συνέπεια την πτώση και την φθορά, ή υπακοή του νέου Αδάμ, του Χριστού, επανέφερε την παρακούσασα ανθρώπινη φύση στον Θεό και θεράπευσε τον άνθρωπο από την ευθύνη της παρακοής.2”
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ:Και είναι πρωτότοκος με τρείς έννοιες: “Κατά την γέννηση Του από την Παναγία Μητέρα Του, κατά το άγιο Βάπτισμα που εγκαινίασε ο Ίδιος με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος και κατά την λαμπροφόρο Ανάσταση Του. Και με τους τρεις τρόπους που ζωοποιείται η ανθρώπινη φύση, δηλαδή την κατά σάρκα Γέννηση, το άγιο Βάπτισμα και την Ανάσταση, υπήρξε πρωτότοκος ο Χριστός, ώστε να ζωοποιηθεί η δική μας φύση.” (Γρηγόριος Νύσσης). Ό όρος πρωτότοκος αναφέρεται και στις δύο γεννήσεις του Χριστού, δηλαδή “στην προαιώνια από Παρθένο Πατέρα, χωρίς μητέρα, και την εν χρόνω γέννηση από Παρθένο Μητέρα, χωρίς πατέρα” (Γρηγόριος Παλαμάς). Ό Χριστός λέγεται ακόμη πρωτότοκος κατά τρεις τρόπους. Πρώτον, γιατί γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων «ος (ο Κύριος) εστίν εικών του θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. α' 15). Δεύτερον, λέγεται πρωτότοκος κατά την ανθρώπινη γέννηση, «και έτεκεν τον Υιόν αυτής τον πρωτότοκον» (Λουκ. β', 7). Και τρίτον, λέγεται πρωτότοκος εκ των νεκρών [«ος εστίν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ. α', 18)], γιατί πρώτος Αυτός αναστήθηκε, δίνοντας έτσι την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να αναστηθεί στον κατάλληλο καιρό. Ο χαρακτηρισμός «γέννηση» λέγεται και για την ανάσταση, γιατί η ανάσταση θεωρείται γέννηση.
Η ΠΤΩΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει ότι οι γονείς του Χριστού τον οδήγησαν στον Ναό «του δούναι θυσίαν κατά το ειρημένον εν νόμω Κυρίου, ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών» (Λουκ. β' 24). Οι γονείς του Χριστού δεν πρόσφεραν αμνό, όπως έδινε την δυνατότητα ο νόμος, επειδή ήταν πτωχοί. “Οι πλούσιοι προσέφεραν άμωμο αμνό, ενώ οι πτωχότερες τάξεις ένα ζευγάρι τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών” (Προκόπιος). Πραγματικά, ό Χριστός γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια και μεγάλωσε ως φτωχός. Τελικά, όμως, ή φτώχεια του Χριστού δεν έγκειται μόνο στο ότι γεννήθηκε και έζησε φτωχός, αλλά, κυρίως, στο ότι προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, “ενώ ήταν πλούσιος, επτώχευσε για να πλουτίσουμε εμείς με την θεότητα Του”.