ΤΡΟΜΕΡΟ ΘΕΑΜΑ ΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Απο το Βιβλίον Μεγάλο Γεροντικόν
Οι δυο αυτοί αυτάδελφοι, στο ΕΙΝΝ της Αμερικής, όταν εργαζόντουσαν, ήταν μαζί με ένα αδελφικό τους φίλο από τη Δημητσάνα καταγόμενο Δημήτριο. Και οι τρεις αυτοί ευσεβείς νέοι και ευλαβείς χριστιανοί ,είχαν πάει στην Αμερική να εργαστούν, να βγάλουν μερικές οικονομικές υποχρεώσεις των οικείων τους και να επιστρέψουν στην πατρίδα για να ζήσουν κάπως πιο άνετη ζωή. Πλην όμως «άλλαι αι βουλαί των ανθρώπων και άλλα ό Θεός κελεύει», όπως λέγει και ή Αγία Γραφή.
Στην αμερικανική πολιτεία πού εργαζόντουσαν, μια μέρα σαν νέοι πού ήταν κι αυτοί, μετά από την καθημερινή εργασία τους θέλησαν κάπως να ψυχαγωγηθούν και απεφάσισαν να πάνε σε ένα μεγάλο θέατρο.
Το θέατρο αυτό, ήταν ένα μεγάλο κτίριο ολόκληρο τετράγωνο, έξω από την πολιτεία κτισμένο πάνω στη θάλασσα. Εκεί μέρα -νύχτα έπαιζαν διάφορα θεατρικά έργα, τα όποια διαρκούσαν όλο το 24ωρο. Ένα μεγάλο διάστημα από το όποιο, επί τέσσερες και πλέον ώρες έδειχναν μια παράσταση πολλή ζωντανή, πώς είναι ή Κόλαση με τους δαίμονες κι όλα τα κολαστήρια, και πήγαινε ό κόσμος να ιδεί όλα αυτά τα παράξενα πράγματα.
Όπως πήγαιναν, οι αγαθοί αυτοί φίλοι και θεοφοβούμενοι άνθρωποι, προς το κτίριο εκείνο, βλέπουν από μακριά, στο πάνω -πάνω μέρος του κτιρίου, πού ήταν και ή φωτεινή επιγραφή, να γυρίζουν χορεύοντας στον αέρα, γύρω - γύρω από το θέατρο, κατάμαυροι δαίμονες με κέρατα και τεράστιες ουρές, μαλλιαρά κατσικίσια πόδια και βουβαλίσια πρόσωπα. Είχαν πιασμένα χέρι το χέρι από μια κοπέλα θεόγυμνη, κι από έναν άντρα κουρελιάρη και μεθυσμένο. Από τα μάτια τους, οι δαίμονες, βγάζανε φωτιές και σε κάθε βόλτα πού κάνανε γύρω από το κτίριο, γκρέμιζαν κάτω σε μεγάλο βάραθρο πότε μια κοπέλα και πότε ένα άντρα και τη θέση τους παίρνανε άλλοι νέοι και νέες.
Το τρομερό αυτό θέαμα, πού συνέχεια γίνονταν με εναλλασσόμενα πρόσωπα, τους καθήλωσε περισσότερο από τρεις ώρες, κι. από το φόβο και την τρομάρα πού πήραν, δεν μπορούσαν να κάνουν βήμα.
Τότε σαν από λήθαργο ξύπνησαν, κι είπαν ό ένας στον άλλο: «Βρε αδελφέ, αυτό είναι το σπίτι των Δαιμόνων κι εμείς πάμε κει να διασκεδάσουμε; Γ ια κοιτάξτε πώς γκρεμίζουν τους ανθρώπους οι Δαίμονες και καταστρέφουν τη ζωή των νέων και των νεανίδων !»
Τούτο ήταν αρκετό και στάθηκε αφορμή, οι τρεις αυτοί νέοι, να πάρουν την απόφαση και να φύγουν από την Αμερική. Συμφώνησαν δε να πάνε στο Αγιον Όρος, να γίνουν Μοναχοί για να σώσουν την ψυχή τους και με το θέλημα του Θεού να ζήσουν εκεί σαν χριστιανοί ελεύθεροι από κάθε επήρεια των ψυχοφθόρων Δαιμόνων.
Τη σκέψη τους αυτή, την έκαναν απόφαση «άμ' έπος, άμ' έργον», «το γοργόν και χάριν έχει» είπαν τα φιλοσοφικά αυτά ρητά και συμφώνησαν να αναχωρήσουν και οί τρεις το συντομότερο.
Τα δυο αδέλφια, παιδιά του Γέρο - Κακουνη από το Καστόρια της Λακωνίας, έφυγαν αμέσως από την Αμερική, και αφού με αλληλογραφία τακτοποίησαν τις υποχρεώσεις με τους συγγενείς τους, -
ΠΗΓΑΝ ΚΑΤ' ευθείαν στο Αγιον Όρος και όπως είπαμε ανωτέρω, ό ένας έμεινε στη Σκήτη της Αγίας Τριάδος στα Καυσοκαλύβια με το όνομα Ιερόθεος κι ό άλλος με το όνομα Θεόδωρος έγινε ηγούμενος στην Ιερά Μονή Γρηγορίου.
Μετά από δυο χρόνια, ό Μοναχός Ιερόθεος, αφού γεύτηκε αυτός το μέλι της ησυχίας και της αρετής, σκέφτηκε πώς πρέπει να υπενθύμιση την υπόσχεση πού είχε δώσει κι ό φίλος του στην Αμερική και να τον καλέσει να έρθει κι εκείνος, για να δοκιμάσει και να μετέχει στα αγαθά και πνευματικά χαρίσματα της Μοναχικής ζωής, πού αυτός με ανέκφραστη χαρά και ευχαρίστηση γευότανε.
Έτσι κι αυτός υστέρα από λίγο άφησε την Αμερική και ήρθε στη συνοδεία του Γέροντα Διονυσίου, στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου» στο σπήλαιο του αγίου Ακάκιου.
Μετά τριετή δοκιμασία, έγινε κι ό Δημήτρης Μοναχός, κι έλαβε το όνομα Τιμόθεος. Ό Μοναχός Τιμόθεος έδειξε μεγάλη υπομονή στη σκληρή δοκιμασία της Καλογερικής ζωής, απεριόριστη εγκράτεια, τυφλή υπακοή και μέχρι θανάτου αυταπάρνηση. Φαγητό γευόταν τόσο λίγο, όσο χρειάζονταν για να διατηρείται στη ζωή και σχεδόν αλάδωτο.