Στρατής Μυριβήλης: Στην Αητοφωλιά του Αυξεντίου
Ξεκινάμε από το μοναστήρι του Μαχαιρά για ένα προσκύνημα. Να επισκεφθούμε την αδειανή αετοφωληά του Αυξεντίου.
– Είναι μακρυά από ‘δώ; ρωτάω έναν νεαρό καλόγερο.
– Ένα τέταρτο…
Και μου δείχνει το κατηφορικό μονοπάτι. Το τεταρτάκι παίρνει απίθανες προεκτάσεις, το αγροτικό δρομάκι ανάμεσα στους άγριους θάμνους αποτελείται από θρυμματισμένους
κοφτερούς σχιστόλιθους που δυναστεύουν την αθηναϊκή υπόδηση. Κατόπι παύει να υπάρχει.
– Εδώ κοντά είναι, μας πληροφορεί πολύ επίκαιρα μια συντροφιά Κυπριώτες που γύριζαν από το μέρος.
Κουβέντες ακούγονταν από τη δασωμένη κατηφοριά χωρίς να βλέπω κανέναν. Είταν η παρέα των φίλων που είχε φτάσει κιόλας. Προσέχτε, φώναξαν. Είναι γλιστερό το πέρασμα.
Κατέβηκα κρατημένος από τα κλωνιά των θάμνων και βρέθηκα κοντά στους φίλους που προηγήθηκαν.
– Που είναι; ρωτάω γιατί δε βλέπω τίποτα από τη σπηλιά.
Γύρω μου είναι άγριοι θάμνοι με τα κλωνιά τραυματισμένα από σφαίρες. Χάμου είναι σκορπισμένα μαραμένα στεφάνια δάφνης. Μερικά κρέμονται ξερά από τα κουτσουρεμένα κλαδιά. Το αγεράκι τα σαλεύει και τρίζουν. Είναι πάλι η κατηφοριά, μια σάρα από τους σχιστόλιθους που κυλούν από το ψήλωμα. Είμαστε εδώ πάνω στη στέγη της αητοφωλιάς. Σ’ ένα σημείο είναι ανοιγμένη. Βλέπει κανείς απ’ αυτή την τρύπα τα χοντρά πουρναρόφυλλα που την υποστηρίζουν. Πάνω τους ακουμπούν λαμαρίνες, κι αυτές είναι σκεπασμένες με χώματα και πέτρες. Η σάρα που κυλά από πάνω τα κρύβει όλα.
Διαβάστε περισσότερα »
Ξεκινάμε από το μοναστήρι του Μαχαιρά για ένα προσκύνημα. Να επισκεφθούμε την αδειανή αετοφωληά του Αυξεντίου.
– Είναι μακρυά από ‘δώ; ρωτάω έναν νεαρό καλόγερο.
– Ένα τέταρτο…
Και μου δείχνει το κατηφορικό μονοπάτι. Το τεταρτάκι παίρνει απίθανες προεκτάσεις, το αγροτικό δρομάκι ανάμεσα στους άγριους θάμνους αποτελείται από θρυμματισμένους
κοφτερούς σχιστόλιθους που δυναστεύουν την αθηναϊκή υπόδηση. Κατόπι παύει να υπάρχει.
– Εδώ κοντά είναι, μας πληροφορεί πολύ επίκαιρα μια συντροφιά Κυπριώτες που γύριζαν από το μέρος.
Κουβέντες ακούγονταν από τη δασωμένη κατηφοριά χωρίς να βλέπω κανέναν. Είταν η παρέα των φίλων που είχε φτάσει κιόλας. Προσέχτε, φώναξαν. Είναι γλιστερό το πέρασμα.
Κατέβηκα κρατημένος από τα κλωνιά των θάμνων και βρέθηκα κοντά στους φίλους που προηγήθηκαν.
– Που είναι; ρωτάω γιατί δε βλέπω τίποτα από τη σπηλιά.
Γύρω μου είναι άγριοι θάμνοι με τα κλωνιά τραυματισμένα από σφαίρες. Χάμου είναι σκορπισμένα μαραμένα στεφάνια δάφνης. Μερικά κρέμονται ξερά από τα κουτσουρεμένα κλαδιά. Το αγεράκι τα σαλεύει και τρίζουν. Είναι πάλι η κατηφοριά, μια σάρα από τους σχιστόλιθους που κυλούν από το ψήλωμα. Είμαστε εδώ πάνω στη στέγη της αητοφωλιάς. Σ’ ένα σημείο είναι ανοιγμένη. Βλέπει κανείς απ’ αυτή την τρύπα τα χοντρά πουρναρόφυλλα που την υποστηρίζουν. Πάνω τους ακουμπούν λαμαρίνες, κι αυτές είναι σκεπασμένες με χώματα και πέτρες. Η σάρα που κυλά από πάνω τα κρύβει όλα.