Ἕνας ἡσυχαστὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν καρδιὰ τῆς πόλης: π. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (1906-1991)
Ἄρθρο τοῦ Θανάση Παπαθανασίου, περιοδικὸ Σύναξη τ.117 (2011), σσ. 50-67
Ἡ θεολογικὴ μελέτη τῆς ζωῆς καὶ τῆς διδασκαλίας συγχρόνων προσώπων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ στερεώματος εἶναι μιὰ ἰδιότυπη ἄσκηση[1]. Θὰ τὴν ὀνόμαζα «ἄσκηση στὴ συνάντηση μὲ τὸ σήμερα», ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι πασχίζεις νὰ διακρίνεις ποιὰ ρεύματα συνθέτουν τὴν τρέχουσα συγκυρία, νὰ ἀφουγκραστεῖς τί ἰδιαίτερο κομίζει κάθε παρουσία, νὰ διαγνώσεις συγκλίσεις καὶ ἀποκλίσεις, νὰ νοήσεις τὴ θεολογία ὡς ζωντανὴ πράξη. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν κόπο ἄσκησης στὴ μαθητεία καὶ στὴν εὐθυκρισία, κόπο στὸν ὁποῖον ὑποχρεοῦνται μὲν ὅλοι οἱ βαπτισμένοι, ἀλλὰ τὸν ὁποῖον ἀντιστρατεύεται ὁ μορφέας τῶν μονομερειῶν καὶ τῆς αὐτοδικαίωσης.
Ὁμολογῶ ὅτι τὴν πρόσκληση γιὰ πραγμάτευση τοῦ θέματος τὴν ἀποδέχτηκα μὲ ἀμφιθυμία: Ἀπὸ τὴ μιά, βλέπω τὸ ἐν λόγῳ θέμα ὡς πρόκληση γοητευτική, καθ᾿ ὅσον σχετίζεται μὲ διαχρονικὰ ζητήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ νιώθω ὡς διακινδύνευση, ὡς ψηλάφηση πραγμάτων ποὺ μὲ ξεπερνοῦν. Σχετίζεται, μάλιστα, μὲ μίαν ἐπὶ πλέον, ἰδιαίτερη δυσκολία. Ὁ γέροντας Πορφύριος δὲν δημοσιοποίησε σχεδὸν κανένα δικό του γραπτὸ κείμενο[2]. Στὴ διάθεσή μας ἔχουμε μαρτυρίες αὐτοπτῶν καὶ αὐτηκόων, οἱ ὁποῖες, ὅμως, φυσικῷ τῷ λόγῳ, ἐμφανίζουν ἐξαιρετικὴ ἀνομοιογένεια. Μιὰ σφαιρικὴ ἀνάγνωσή τους δίνει τὴν αἴσθηση ὅτι σὲ κάποιες ἐξ αὐτῶν ὄντως ἀποτυπώνεται ἡ ὀπτικὴ τοῦ γέροντα, σὲ ἄλλες, ὅμως, ὅτι γενικεύονται ἀδιάκριτα θέσεις, τὶς ὁποῖες ὁ ἴδιος διατύπωσε κατὰ περίπτωση ἢ (ἀκόμη χειρότερα) ὅτι τὰ λόγια του χρησιμοποιοῦνται ἔτσι ὥστε ἁπλῶς νὰ ἐπιβεβαιώνουν πεποιθήσεις τοῦ ἀφηγητῆ!
Προσώρας δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κάτι γι᾿ αὐτό, πέρα ἀπὸ σεβαστικὴ θεολογικὴ δουλειά, ἡ ὁποία θὰ μπορέσει, ἴσως, σὲ βάθος χρόνου, νὰ δείξει τί ἀντέχει καὶ τί ὄχι. Καὶ πάλι, δηλαδή, μὲ ἄσκηση ἔχουμε νὰ κάνουμε, γιὰ τὴν ὁποία καὶ εὐχόμαστε νὰ μὴν ἀστοχήσουμε δραματικά!
ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ Ή...ΑΦΙΞΗ;
Εἶναι πλῆθος οἱ ἅγιοι στοὺς ὁποίους ἀναφερόταν (σὲ διάφορες εὐκαιρίες καὶ μὲ ποικίλες ἀφορμὲς) ὁ γέροντας Πορφύριος. Νομίζω, ὅμως, ὅτι μποροῦμε νὰ σταθοῦμε εἰδικὰ σὲ τρεῖς: στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Καλυβίτη τοῦ 5ου αἰῶνα, τὸν ἅγιο Πορφύριο Γάζης τοῦ 5ου αἰῶνα καὶ τὸν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης τοῦ 8ου αἰῶνα. Στὴ σχέση τοῦ Πορφυρίου μαζί τους ἀποκαλύπτεται, ἴσως, ἡ λεπτὴ διελκυστίνδα συγκλίσεων καὶ ἀποκλίσεων, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, συμβάλλει στὴ διαμόρφωση τοῦ σήμερα.
Κατ᾿ ἐπανάληψη ὁ Πορφύριος ὁμολόγησε τὴ μεγάλη του ἀγάπη γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Καλυβίτη, ἡ ὁποία τοῦ γεννήθηκε ὅταν, σὲ ἡλικία δώδεκα περίπου ἐτῶν, πρωτοδιάβασε τὸν Βίο τοῦ ἁγίου. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀνέβηκε, καὶ μάλιστα σὲ ἄγουρη ἡλικία, ἀκριβῶς μὲ τὸν πόθο νὰ μιμηθεῖ τὸν ἅγιο[3]. Ἀλλά, ποιὰ ἦταν ἡ πολιτεία τοῦ Ἰωάννη τοῦ Καλυβίτη; Σύμφωνα μὲ τὸ συναξάρι του[4],