"Φωτισόν Μου Το Σκότος! Φωτισόν Μου Το Σκότος!"
Ήταν Άνοιξη του 1317, όταν έφτασε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον ποθούμενο σε αυτόν Άθωνα. Υποτάσσεται στον διάσημο ησυχαστή Νικόδημο, ο οποίος ζούσε τότε έξω από την Λαύρα του Βατοπεδίου. Ο Νικόδημος, ήταν γενναίος και θαυμαστός Μοναχός κατά την πράξη και θεωρία· γνωστός σ’ ολόκληρο το Άγιον Όρος για την αρετή του όταν ακόμη ασκούνταν ανατολικά της Χρυσούπολης, στο όρος το λεγόμενο «τοῦ Αὐξεντίου».
Ο θείος Γρηγόριος, κείρεται Μοναχός. Μετά την μοναχική του ομολογία, παραδίδεται ολοκληρωτικά στην άσκηση και τις πνευματικές θεωρίες, στην νίψη του νου και στην αδιάλειπτη νοερά προσευχή. Ο Πατριάρχης Φιλόθεος αφηγείται, ότι, άμεση προστάτιδά του είχε την Θεομήτορα. Πάντοτε σε Αυτήν απέβλεπε. Αυτήν, είχε προ των οφθαλμών του. Την δική Της βοήθεια επιζητούσε. Αυτήν, εξ αρχής, πρόφερε στους λόγους και τις προσευχές του. Και κάτω από την δική Της σκέπη και χειραγωγία, εμπιστεύθηκε ψυχή τε και σώματι τον εαυτό του.
Είχαν περάσει δύο χρόνια· χρόνια, δακρύων και πνευματικών στεναγμών. Μυστικά, στις προσευχές του, φώναζε από βαθέων:
–«Φώτισόν μου τὸ σκότος! Φώτισόν μου τὸ σκότος!».
Βαθύς και πνευματικός, ο λόγος αυτός! Όταν ο θείος Γρηγόριος κραύγαζε αλάλητα προς τον Ουρανό, τότε τον επισκεπτόταν ο Θεός. Από το ένα μέρος έβλεπε το φως του Θεού, και από το άλλο την ανθρώπινη ένδεια. Και έκλαιγε ζητώντας συνεχώς φως, μόνο φως. Για να φωτιστεί το «σκότος» του.
Ακόρεστη είναι η επιθυμία του θείου φωτός. Όσο κανείς το απολαμβάνει, τόσο περισσότερο διαφλέγεται από αυτό. Γιατί, αν και η ανθρώπινη ψυχή είναι πεπερασμένης φύσεως, όμως οι εφέσεις της είναι άπειρες. Και ενώ λούζεσαι μέσα στο φως, πάλι θρηνείς με τα συνταρακτικά αυτά ρήματα:
–«Φώτισόν μου τὸ σκότος! Φώτισόν μου τὸ σκότος!».
Κάποτε, όταν ήταν μόνος ο Γρηγόριος, έχοντας μέσα στην ιερή του ησυχία όλη του την προσοχή προς τον Θεό, είδε όχι στ’ όνειρό του αλλά στον ξύπνιο του, έναν θείο άνδρα να στέκεται μπροστά στα μάτια του, που, όπως λένε, ήταν ο κορυφαίος των Ευαγγελιστών, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Εξεπλάγη ο Γρηγόριος. Τον οποίον, βλέποντας ιλαρώς ο έμπιστος Φίλος και επιστήθιος Μαθητής του Χριστού, Ιωάννης, διέλυσε αμέσως τον φόβο του και του λέει: «Ήρθα σταλμένος από την Υπεραγία Δέσποινα να σε ρωτήσω το εξής· γιατί, νύχτα και μέρα και, σχεδόν όλες τις ώρες, δεν παύεις από του να φωνάζεις: