ΟΛΑ ΜΟΥ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙ' ΑΥΤΗΝ.
Του μακαριστού Γέροντος Ευσεβίου Βίττη
«Τὴν θείαν ταύτην καὶ πάντιμον τελοῦντες ἑορτὴν οἱ θεόφρονες» εἶναι μαζεμένοι στους Ἱεροὺς χώρους τῆς θείας λατρείας γιὰ νὰ ὑμνήσουν τὸ «κλέος τὸ ἄφθιτον», τῇ δόξᾳ τὴν ἀμαράντη, τὴν τιμὴ τὴν ὕψιστη τῆς Παναγίας μας στὶς λατρευτικὲς γι' αὐτὴν συνάξεις.
- Πῶς ὅμως τολμᾶς κι ἐσύ, ταλαίπωρε ψυχή μου, νὰ προστεθεῖς στοὺς εὐλαβικοὺς προσκυνητές; Ἤ ἁγνοεῖς τὸ βάθος τῆς ἀναξιότητάς σου;
- Δὲ θὰ τολμοῦσα, μοῦ ἀπαντᾶς, νὰ τὸ κάνω αὐτό, ἂν δὲν μοῦ ἀπευθυνόταν πρόσκληση γι' αὐτό.
- Προσκληση; Σ' ἐσένα; Εἶσαι μὲ τὰ καλά σου;
- Καὶ βέβαια. Δὲν τὴν ἄκουσες; «Ἅπας γηγενὴς σκιρτάτω τῷ πνεύματι», λέει ἡ πνευματόγραφη πρόσκληση. Νὰ μὴν ἀνταποκριθῶ σ' αὐτήν; Νά γιατὶ τολμῶ.
- Νὰ συμμετάσχεις κι ἐσὺ στὴ γιορτὴ τὸ δέχομαι ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ βλέπω, ψυχή μου, πὼς θέλεις καὶ νὰ μιλήσεις κιόλας. Ὅμως τί θὰ 'χες νὰ πεῖς ἐσύ, πάμφτωχη ψυχή μου, ὅταν «ἰλιγγιᾷ νοῦς καὶ ὑπερκόσμιος» «εὐφημεῖν πρὸς ἀξίαν» τὸ ὑπέροχο μεγαλεῖο τῆς Θεομήτορος; Δὲν ἀκοῦς πὼς καὶ γιὰ ὅσους μποροῦν κάτι σημαντικὸ νὰ ποῦν γιὰ ἄλλες περιπτώσεις δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ὑπόθεση αὐτή; Δὲν «ὁρῶμεν ῥήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους», ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν Ὑπέραγνη; Δὲν τὸ 'νοιωσες πὼς «Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων» μπρὸς στὴ δόξα της, ποὺ ξεπερνάει καὶ τῶν Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφεὶμ ὅλων τὴν ὑπέρλαμπρη δόξα; Δὲν πρόσεξες τὴν ὁμολογία τοῦ ἐπνευσμένου θείου ποιηταῆ, ὅτι «ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους ἐργῶδες ἐστίν»; Δὲν ἀντιλαμβάνεσαι πὼς γι' αὐτὸ «ῥᾷόν ἐστιν ἡμᾶς φόβῳ στέργειν σιωπήν»; Δὲν νοιώθεις δηλαδὴ πὼς εἶναι εὐκολότερο νὰ σωπάσεις ἀπὸ φόβο μὴ τυχὸν κάνεις ἀσεβεῖς ἀδεξιότητες, παρὰ νὰ μιλήσεις;
- Ναί, ἀλλὰ μιὰ ἀκατανίκητη λαχτάρα μὲ συνέχει κι ἐμένα τὴν τόσο ἀσημάντη ψυχὴ κάτι νὰ πρόσθετα κι ἐγὼ στὴν παγκόσμια ἁρμονία ποὺ συνθέτουν ὅλοι οἱ ὑμνητές της καθὼς ὑμνοῦν τὸ ἄῤῥητο κάλλος της, τὴν ἀσύγκριτη καλοσύνη της, τὴν ὑπέρτατη ἁγιοσύνη της. Κάτι μὲ ὠθεῖ νὰ πρόσθετα κι ἐγὼ ἕνα ταπεινὸ λουλούδι μπροστὰ στὸ θρόνο της.
- Κάτι νὰ πεῖς κι ἐσύ; Μὰ τὶ νὰ πεῖς ἐσύ, ψυχή μου; Τὶ νὰ πεῖς, ὅταν ψελλισμάτων ψελλίσματα εἶναι καὶ οἱ πιὸ ἔντεχνοι ὕμνοι καὶ λόγοι ποὺ ἀναφέρονται στὸ μεγαλεῖο της; Τί νὰ πεῖς ἀκριβῶς ἐσύ ποὺ καὶ ἡ πιὸ μεγάλη δυστοκία λόγου καταντάει ἀνυπερβλήτη ῥητορεία μπρὸς στὴ δική σου ἀνεκδιήγητη γλωσσικὴ πενία;
- Μὰ δὲν ἀκοῦς, πὼς «εὔλαλοι οἱ ἄλαλοι πρῴην χρηματίζουσι»; Ἐγὼ βέβαια δὲν ἔχω λόγο. Τὸ ξέρω. Ἐγὼ δὲν ἔχω τέχνη. Τὸ παραδέχομαι. Ἐγὼ δὲν ἔχω ἔμπνευση. Τὸ ὁμολογῶ. Ὅμως προχωρῶ μολοντοῦτο μὲ πίστη καὶ θάῤῥος, μὲ τὴν πιστὴ καὶ τὸ θάῤῥος ποὺ μοῦ δίνει ἡ γλυκύτατη Μάνα, ἡ Παναγία. Πέφτω μπροστά της γονατιστὸς καὶ τῆς λέω ταπεινά∙ «ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου μοι» ἔμπνευση καὶ λόγο, ἢ, ἂν ὄχι λόγον, πράξη ποὺ νὰ εἶναι σὰ λόγος. Τὸ ἴδιο κάνει. Ἐγώ, Μητέρα Παναγία μου, Σοῦ δίνω τὸ μέτρο, τὴν ὁλόψυχη διαθεσή μου νὰ Σὲ ὑμνήσω. Τώρα Ἐσὺ καταδέξου μὲ μέτρο αὐτή μου τὴ διάθεση νὰ μοῦ δώσεις τὸν τρόπο νὰ τὴ μορφοποιήσω...
Καί νά! «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος καὶ λόγον ἐρεύξομαι στῇ Βασιλίδι Μητρί. Καὶ ᾄσω γηθόμενος ταύτης» τὰ θαυμάσια! Ὄχι. Ἐγὼ δικά μου μέσα δὲν ἔχω. Ὅμως τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει ἀκὀμα καὶ τὸ δικό μου στόμα. Ἂν μίλησε μὲ τὸ στόμα τῆς ὄνου τοῦ Βαλαάμ, δὲν εἶναι θαυμαστό, ἂν μιλήσει καὶ μὲ τὸ δικό μου ἀκάθαρτο στόμα. Ὄχι πὼς τὸ δικό μου εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ ἀθώου ἐκείνου ζώου, ἀλλὰ γιατὶ ξέρει καὶ μπορεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀκόμη κι ἕνα ἀνάξιο στόμα σὰν τὸ δικό μου νὰ χρησιμοποιήσει γιὰ νὰ ὑμνηθεῖ ἡ Πάγκαλος Κόρη, ἡ ὑπέραγνος Μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ. Δὲν θὰ ἦταν κι αὐτὸ ἕνα ἐπὶ πλέον θαῦμα ποὺ θὰ ὑπογράμμιζε τὴ θεία της δόξα καὶ «τὸ ὑπὲρ νοῦν» μεγαλεῖο της;
- Καὶ λοιπόν, ψυχή μου, τί λὲς νὰ κάνεις ἀκριβῶς;