Μας λείπουν τὰ λεφτά;
Τὸ νὰ εἶσαι φτωχός, δὲν ἐμποδίζει νὰ εἶσαι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος. Σήμερα νομίζουμε, ὅτι γιὰ νὰ βοηθᾶς τὸν συνάνθρωπό σου, πρέπει νὰ ἔχεις. Τόσα πολλά, ποὺ νὰ σοῦ περισσεύουν. Ἀλλιῶς τί νὰ δώσεις;
Παλιότερα ὅμως οἱ Χριστιανοὶ ἦταν διαφορετικοί. Δὲν κοίταζαν ἂν περισσεύει κάτι γιὰ νὰ δώσουν. Ἀλλ’ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἶχαν, λίγο ἢ πολύ, βοηθοῦσαν καὶ τὸν φτωχό. Ἡ ἀγάπη, ἡ φιλανθρωπία, ἦταν πάντα ὑπόθεση καρδιᾶς, ὄχι χρημάτων.
Ὁ μεγάλος Ρῶσος συγγραφέας Μαξὶμ Γκόρκη, ποὺ ξεκίνησε τὴ ζωή του πάμφτωχος καὶ ὀρφανός, ἀναφέρει συχνὰ στὰ γραπτά του τὴ γιαγιά του.
Μιὰ φτωχειὰ θεοφοβούμενη γυναίκα, ποὺ τὸν μάθαινε ἔμπρακτα τὴ μυστικὴ φιλανθρωπία. Γράφει λοιπὸν ὁ Γκόρκη στὸ ἔργο του«Στὰ ξένα χέρια»:
«Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἡ γιαγιὰ μὲ ξύπνησε χαϊδευτικά.
- Πᾶμε; Ἅμα μοχθήσεις γιὰ τὸν κοσμάκη, τὰ χέρια σου θὰ γιάνουνε πιὸ γρήγορα (ὁ Γκόρκη εἶχε ζεματίσει τὰ χέρια του μὲ βραστὸ νερό).
Μὲ πῆρε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ μὲ ὁδήγησε μὲς στὸ σκοτάδι σὰν τυφλό. Ἡ νύχτα ἦταν μαύρη, ὑγρή, φύσαγε ἀσταμάτητα… Ἡ γιαγιὰ κοντοζύγωνε προσεχτικὰ στὰ σκοτεινὰ παράθυρα, στὰ φτωχόσπιτα, σταυροκοπιόταν τρεῖς φορές, ἄφηνε στὸ περβάζι πέντε
Μιὰ φτωχειὰ θεοφοβούμενη γυναίκα, ποὺ τὸν μάθαινε ἔμπρακτα τὴ μυστικὴ φιλανθρωπία. Γράφει λοιπὸν ὁ Γκόρκη στὸ ἔργο του«Στὰ ξένα χέρια»:
«Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἡ γιαγιὰ μὲ ξύπνησε χαϊδευτικά.
- Πᾶμε; Ἅμα μοχθήσεις γιὰ τὸν κοσμάκη, τὰ χέρια σου θὰ γιάνουνε πιὸ γρήγορα (ὁ Γκόρκη εἶχε ζεματίσει τὰ χέρια του μὲ βραστὸ νερό).
Μὲ πῆρε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ μὲ ὁδήγησε μὲς στὸ σκοτάδι σὰν τυφλό. Ἡ νύχτα ἦταν μαύρη, ὑγρή, φύσαγε ἀσταμάτητα… Ἡ γιαγιὰ κοντοζύγωνε προσεχτικὰ στὰ σκοτεινὰ παράθυρα, στὰ φτωχόσπιτα, σταυροκοπιόταν τρεῖς φορές, ἄφηνε στὸ περβάζι πέντε