Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
«Υπόδειγμα γάρ έδωκα ύμϊν» Ό Κύριος (Ίω. ιγ' 15)
Ai εύμενεϊς κρίσεις διά τό βιβλίον ή Ταπείνωσις άπό τόν πνευματικόν κόσμον καί ή υποδοχή του άπό τόν ’Ορθόδοξον λαόν τού Θεού είναι οί λόγοι οί όποιοι μάς παρεκίνησαν εις την έπανέκδοσίν του.
"Ας εύδοκήση ό άγιος Θεός νά καρποφορήση καί ή μικρή προσφορά αύτή εις δόξαν τού έν Τριάδι προσκυνητοΰ ονόματος Του καί εις οικοδομήν τοϋ σώματος τής Εκκλησίας.
Ή Επιτροπή
Ύπέδειξας Δέσποτα,
τοΐς οικείοις Μαθηταΐς,
νψοποιόν ταπείνωσιν,
τώ λεντίω ζωννύμενος την όσφύν,
τούς πόδας άπέπλυνας,
και τον τρόπον μιμεϊσθαι παρεσκενασας.
(Έκ τοΰ Κανόνος Κυριακής Τελώνου καί Φαρισαίου ώδή ΣΤ', Τροπάριον 4)
«ΕΝ ΑΡΧΗ,»
Επειδή έγίναμε νωθροί και πάλιν χρείαν εχομεν διδασκαλίας «τίνα τά στοιχεία τής αρχής» (Έβρ. ε'12), ας άρχίσωμεν διά βραχέων άπό τό ’Άλφα. Ή Γένεσις μάς πληροφορεί, δτι ό Θεός έποίησε πάντα «καλά λίαν» (κεφ. 6' 31). Τό κακόν δεν ήτο δυνατόν νά είναι έργον τοϋ Θεοϋ. <1> Πόθεν λοιπόν προήλθε; Πάλιν ή Αγία Γραφή μάς διαφωτίζει; Ό «έκ τοΰ ούρανοΰ έκπε-σών εωσφόρος» (Ήσ. ιδ' 12), «ό όφις ό άρχαΐος» (Άποκ. ιβ' 9) προσήλθε προς τούς πρωτοπλάστους έν τώ Παραδείσιο καί είπε:
<1> «οΟκ έστιν αίτιος τών κακών ό Θεός» (Μ. Βασίλειος).
- Διατί σάς είπεν ό Θεός νά μή φάγητε άπό δλα τά δένδρα τοΰ Παραδείσου;
- Διά νά μή άποθάνωμεν.
- ’Όχι, δεν θ’ άποθάνετε- άλλ’ έπειδή ήξευρεν ό Θεός, δτι τήν ήμέραν πού θά φάγητε άπ’ αύτοΰ (τοΰ άπηγορευμένου δένδρου), θ’ άνοίξουν τά μάτια σας καί θά είσθε ως Θεοί, δι αύτό σάς τον άπηγόρευσεν.
Άφοΰ δε έφαγον άπ’ αύτοΰ, διηνοίχθησαν μεν οί οφθαλμοί των, άλλά προς τό πονηρόν, καί κατησχύνθησαν (Γεν. γ' 1-7).
Οΰτω δέ «ή άμαρτία εις τον κόσμον είσήλθε καί διά τής αμαρτίας ό θάνατος», ώς λέγει ό άπόστολος Παύλος (Ρωμ. ε' 12). Διά τοΰτο ό Κύριος, είπε διά τον διάβολον, ότι «έκεΐνος άνθρωποκτόνος ήν άπ’ άρχής... δτι ψεύστης έστί» (Ίωάν. η' 44, 45). Ώς δέ λέγει καί ό ιερός Χρυσόστομος, τοΰτο άναφέρεται εις τον Άδάμ, τον όποιον έξαπατήσας ό διάβολος έγένετο άθρωπο-κτόνος εις γενικήν έννοιαν ολοκλήρου τοΰ άνθρωπίνου γένους. Αί συνέπειαι ύπήρξαν όδυνηραί. «Προσδοκή-σας γάρ έσεσθαι Θεός (= διότι ενώ έπερίμενε δτι θά είναι Θεός), καί δπερ είχεν άπώλεσεν» (Χρυσόστομος Γεν. γ' 22).
Τόσον ό Μέγας Βασίλειος, δσον καί ό ιερός Χρυσόστομος λέγουν, δτι συνέπεια τής παραβάσεως ύπήρξεν ή «άπό Θεοϋ άλλοτρίωσις (= άποξένωσις)». Τοιουτοτρόπως ό άνθρωπος αύτοϋπεβιβάσθη άπολέσας καί τό θεόσδοτον εξουσιαστικόν (Γεν. α' 28). Διό καί ό Χρυσόστομος άπευθυνόμενος προς τον έκπεσόν-τα άνθρωπον λέγει- «πώς σε καλέσω άνθρωπον; δτι ούκ έχεις τό διάδημα (= στέμμα), την πορφύραν (= τό βασιλικόν ένδυμα);... έλθέ καί γενοϋ άνθρωπος». ’Αλλαχού δέ όμιλών περί τής έκπτώσεως άνθρώπου καί διαβόλου λέγει- «οΰτω ό πρωτόπλαστος έξέπεσε τής μακαριας εκείνης διαγωγής, ουτω και ο τούτον άπατήσας διάβολος άπ’ εκείνου κατηνέχθη τοΰ τής άξίας ύψους... τή γάρ έπαγγελία τής ίσοθεΐας φυσήσας (ό διάβολος) αύτόν (τον Άδάμ), οΰτω κατέρρηξε... ούδέν γάρ οΰτω τής τοΰ Θεού φιλανθρωπίας άλλοτριοΐ, καί τώ τής γεέννης παραδίδωσι πυρί, ώς ή τής ύπερηφανείας τυραννίς...» (Όμιλ. θ' εις Εύαγ. Ίω.). Τά αύτά λέγει εις τον περί παρθενίας λόγον καί ό Μέγας ’Αθανάσιος, διά την έξ ύπερηφανείας πτώσιν τοΰ εωσφόρου, έφαρμόζων εις αυτόν τούς λόγους τοΰ προφήτου Ήσαΐου- «Πώς έξέπεσεν εκ τοΰ ούρανοΰ ό εωσφόρος, ό πρωί άνατέλλων;... συ εΐπας έν τή διανοία σου... άνα-βήσομαι επάνω των νεφών, έσομαι δμοιος τώ Ύψίστω» ('Ησ. ιδ' 12,14). Ό σατάν καί οι άκολουθήσαντες αύ-τόν «διά την ύπερηφάνειαν αυτών έξέπεσον».
Άξιον ιδιαιτέρας προσοχής είναι, ότι εις τό κεφάλαιον αύτό τοΰ προφήτου γίνεται λόγος περί τής ύπερηφανείας καί τής πτώσεως τοΰ βασιλέως Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορος, ό όποιος κατά την ακμήν τής δόξης του έπαρθείς, ένεστερνίσθη πλήρως τά φρονήματα τοΰ έωσφόρου, διεκδικήσας ίσοθεΐαν. Έκ τών άνωτέρω συνάγεται, ότι ό διά την ίσοθεΐαν άγων τοΰ έωσφόρου ό άρξάμενος τότε έν ούρανοΐς, συνεχίζεται τώρα έπί τής γής. Θά κορυφωθή δέ κατά τούς προ τής δευτέρας Παρουσίας χρόνους, δτε θά άποθρασυνθή έπί τοσοΰτον ό αντίχριστος, «ό άντικείμενος καί ύπεραιρόμενος έπί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε αύτόν είς τον ναόν τοΰ Θεοΰ ώς Θεόν καθίσαι, άποδεικνύοντα έαυτόν ότι έστί Θεός» (Β' Θεσ. 6' 4).
Καί ό μέγας Παχώμιος, ό όποιος έγένετο περιβόητος είς την άρετήν, διά τής όποιας ένέπλησε την παρά τον Νείλον Ταβεννησίαν μοναστηρίων, ποιμαίνων ύπέρ τάς 11 χιλιάδας μοναχών, διδάσκων τούς μαθητάς του έλεγεν «οϊδατε πόθεν ή αρχή τών κακών είς τον κόσμον είσήλθεν; Έκ τής ύπερηφανείας, δι’ ής καί ό έω-σφόρος ό πρωί άνατέλλων έξέπεσεν έκ τοΰ ούρανοΰ καί συνετρίβη». ’Ιδού λοιπόν ή αρχή τοΰ κακοΰ, καί ή θύρα διά τής όποιας τοΰτο εϊσήλασεν εις τον κόσμον.
Ή ύπερηφάνεια! Αύτή είναι ή άρρώστεια, την όποιαν ο πανούργος οφις μας μετεδωκε. Αυτή είναι ή αίτια οι ην «ερρει τα καλα», ως θα ελεγεν ο άγιος Γρηγοριος, και ή γή μετεβλήθη «εις κοιλάδα κλαυθμώνος» (Ψαλ. πγ' 7).
Αλλά ποια είναι άκριβώς ή έννοια τής υπερηφάνειας; Μολονότι ή λέξις αύτή είναι πολύ γνωστή εις τήν Παλαιάν Διαθήκην, εν τούτοις συχνά πυκνά εναλλάσσεται με τήν λέξιν «ϋβρις». Οι 'Ιεροί δηλαδή συγγραφείς πολλάκις άντί τής λέξεως υπερηφάνεια χρησιμοποιούν τήν λέξιν ϋβρις προς δήλωσιν τής αύτής έννοιας (Παροιμ. ία' 2, ις' 18, καί 23, Λευϊτ. κς' 18, 19 κ.λπ). Άν άνοίξωμεν δε ένα λεξικόν τής άρχαίας Ελληνικής γλώσσης, θά ίδωμεν: ϋβρις = όγκος, έπαρσις, αύθάδεια, θρασύτης, άναισχυντία. 'Όλα αύτά είναι τό περιεχόμενον τής ύπερηφανείας. 'Όλα αύτά κάμνει ό ύπερήφανος. Όρθώς λοιπόν ώνομάσθη ϋβρις καί δικαία ή μεγάλη άποστροφή τού Θεού κατά τής ύπερβολικής αύτής κακοσμίας. «Καί συντρίψω τήν ΰβριν τής ύπερηφανείας ύμών» (Λευϊτ. κς' 18, 19).
Καί ή χριστιανική ηθική έξ όλων των άμαρτιών ξεχωρίζει επτά, τάς όποιας λόγω τής βαρύτητάς των χαρακτηρίζει ώς θανάσιμους. Πρώτη εις τον κατάλογον αύτόν άναφέρεται ή ύπερηφάνεια! «Αϋτη των κακών ή ακροπολις ην και η ρίζα και ή πηγή τής πονηριάς απάσης» (Χρυσόστομος). 'Όλα τά άλλα κακά δεν είναι διάφοροι άσθένειαι, άλλ’ εκδηλώσεις τής μιας ταύτης άσθενείας. Ό άπόστολος Παύλος άπαριθμών δλας τάς εκδηλώσεις ή μορφας τής αμαρτίας χαρακτηρίζει τους δουλεύοντας εις αύτάς ώς «υιούς τής απείθειας» (Κολ. γ' 5-10). Έρμηνεύων δε τούς λόγους αύτούς ό ιερός
Χρυσόστομος λέγει ότι ό απειθής άνθρωπος είναι πηλός (= λάσπη) αυθάδης, τέφρα στασιώδης (= στάχτη στασιάζουσα, επαναστατούσα), πεφυσιωμένη (εξ υπερηφάνειας)». Τον τοιοϋτον άνθρωπον χαρακτηρίζει ό Παύλος ώς «παλαιόν άνθρωπον», δηλαδή ως Άδαμιαϊον, διότι και αύτός μιμείται τον γενάρχην Άδάμ, ό όποιος έξ υπερηφάνειας ήπείθησε καί έπανεστάτησε. Αυτή λοιπον είναι εν τελευταία αναλύσει η ουσία τής οίασδήποτε αμαρτίας. "Ολοι δε οί άνθρωποι φέρομεν τον φοβερόν βάκιλλον τής θανατηφόρου αύτής άσθενείας. «Παραβόσκεται γάρ ή τοιάδε νόσος, ώς έπί πάντας άνθρώπους» ("Αγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας). Κοινός πειρασμός των άνθρώπων είναι να σκέπτωνται ύψηλά καί να τρέφουν ιδέας μεγάλας περί έαυτών. Τό τοιοϋτον φρόνημά μας θέτει άνεπαισθήτως τήν σφραγίδα του είς όλας τάς πράξεις μας καί τούς λόγους μας, οϋτω δε διαμορφοΰμεν χαρακτήρα άκα-τάλληλον, ϊνα τεθή ύπό τάς διαταγάς τοΰ Κυρίου.
Μέγα κακόν ή ύπερηφάνεια, ρίζα καί τροφός πάσης κακίας. Ό άγιος ’Ιωάννης ό Σιναΐτης παρατηρεί οτι ή υπερηφάνεια είναι «Θεού αρνησις, πτωσεων πρόξενός, θυμού πηγή, ύποκρίσεως θύρα, άκαρπίας τεκμήριον, βλασφημίας ρίζα» <2>. Ένω τουναντίον: ή ταπείνωσις —διά νά χρησιμοποιήσωμεν ένα ώραΐον ορισμόν τοΰ Μεγάλου Βασιλείου— «είναι ή άπόθεσις τοΰ μα-ταιου φρονήματος και η απο του επαρματος και υψους άλαζονικοΰ καί οίήματος διακένου προς τήν οίκείαν άξίαν έπάνοδος». Είναι έπιστροφή είς τήν πραγματικήν άξίαν μας καί άποκατάστασις είς τήν άλήθειαν.
<2> Σιναίτου Ίωάννου: Κλϊμαξ μετάφρασις ύπό Άρχιμ. Ιγνατίου. ’Έκδοσις Ίεράς Μονής Παρακλήτου. Ώρωπός ’Αττικής 1978 σελ. 246.
Είναι άναμόρφωσις εις τό άρχαΐον κάλλος, τό όποιον είχαν οί πρωτόπλαστοι πρό τής παρακοής. Είναι ή πνευματική εκείνη τοΰ ανθρώπου συνείδησις και αύτογνωσία, την όποιαν ό Θεός διά στόματος τοΰ Σολομώντος έχαρακτήρισεν ώς σοφίαν όταν εΐπεν: «οί έαυτών έπιγνώμονες σοφοί» (Παροιμ. ιγ' 10). Είναι τό «γνώθι σαύτόν», τό όποιον οί άρχαΐοι σοφοί, καί μάλιστα πάντων ό Σωκράτης, έθεσαν ώς βάσιν τής ήθικής προόδου τοΰ άνθρώπου. Ή μεγάλη άξια τής αρετής τής ταπεινοφροσύνης καί τής ύπακοής είς τό θέλημα τοΰ Θεοΰ μαρτυροΰν τό μέγεθος τοΰ κακοΰ, τό όποιον έπροξένησαν είς τό άνθρώπινον γένος ή εξ ύπερηφανείας παράβασις καί παρακοή των πρωτοπλάστων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ