ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΧΙΟΠΟΛΙΤΟΥ,
Μαρτυρήσαντος έν Κυδωνίαις έν ετει αωζ', μηνός Νοεμβρίου κς'.
Συνεγράφη δέ παρά ΦΩΤΙΟΥ ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Κυδωνιέως, άγιογράφου.
«Γεωργίω μάχαιρα πρόξενος τέλους, αυτή δε τούτω πρόξενος και τοΰ στέφους.» «Γεωργίου έκκαι χάδι τάμεν αυχένα χαλκός.»
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ
«Ένδοξος εν μάρτυσιν ο κλεινός Γεώργιος ώφθη τοίς Αρχαίοις
Εωσφόρος έλαμψε ..Συ εί μαρχύριον Χριστέ αγαλλίασμα»
Ο Άγιος Γώργιος ό Χιοπολίτης. Δια χειρός Φωτίου.
ΠΙΑΝΩ ΠΑΛΕ ΣΗΜΕΡΑνά γράψω μιά παλιά ιστορία. Δεν φταίγω αν λϊγω ούλο παλιές ιστορίες. Σήμερα ό κόσμος άλλαξε όλότελα, πάνε πλιά κείνα τά χρόνια πού οί άνθρωποι είχανε άντρειοσύνη, φιλότιμο, μεράκια λογιώ-λογιώ. Κι άπό τέτοια-τέτοια χαρίσματα γίνουνται οί ιστορίες, καί διαλαλιοΰνται στό ντουνιά ονόματα καί πίθετα π’ ως τά τότες ήτανε σάν τό δικό μου καί σάν τό δικό σου.
Άπό δω πού κάθουμαι βλέπω βουνά, βλέπω πολιτείες, κάστρα, κάμπους, π’ άλλα ζαμάνια ματοχωθήκανε άπό μοβόρους παλληκαράδες καί τώρα τούς αύλακώνουνε τά ξυλάλετρα. Αντίκρυ άπ’ τό παραθύρι πού κάθουμαι φαίνουνται μέσα στό θολό πέλαγο τά βουνά τής Τουρκίας. Σέ κείνα τά μέρη γεννήθηκα κ’ εγώ, κι άν ήτανε κανένας παρών τώρα πού κοιτάζω κατά κεΐ, θάν έβλεπε πώς τά μάτια μου είναι δακρυσμένα. Μά κ’ έδώ, σέ τούτο τό νησί πού πατώ, καί πέρ’ άπό δώ, τά χώματα είναι βασανισμένα άπ’ τόν Τούρκο. Όπου πατήσεις καί δπου σταθείς, βλέπεις καί θυμάσαι τή σκληρότη αύτουνοΰ τού σκύλου, πού ξεπέζεψε σά μερμηγκιά άπάνου σέ τούτα τ’ άρχαΐα χώματα, μπήκε μέσ’ στά σπίτια μας, πατσαβούριασε τήν τιμή μας, ροΰφηξε τό αίμα μας. Χιλιάδες μέρες καί χιλιάδες νύχτες χτυποκάρδι πώς περάσανε καί βγάζει πάλε ξανά ή γης έτούτη νιοΰς καί κοπέλες! Πώς δέν ξεράθηκε γιά οϋλους τούς αιώνες τό δέντρο πού μαράθηκε άπ’ τό φαρμακερό χνώτο αύτουνοΰ τού φιδιού! Ρωτιέμαι μέσα μου καί κοιτάζω καί τά βουνά, ρωτώ τή γης πού ’δε τόσα καί τόσα, ρωτώ τή θάλασσα... Στά γκρεμνισμένα κάστρα κείτουνται άκόμα σά θρεμμένα γουρούνια τά κανόνια μέ τόν ντουρά τού σουλτάνου, πράσινα άπ’ τή σκουριά, τά μάσκουλα είναι παρατημένα δώ κ’ εκεί. Οί μαρμαρένιες μπάλες, τά διπλά τοπούζια [1] στέκουνε σωροί χωμένα μέσα στή γης, γιά κείτουνται άλάμ-ταρλάμ[2] στό κύμα τής άκρογιαλιάς. Στά ντουβάρια είναι χτισμένες οί πλάκες μέ τ’ άφορεσμένα ζερβοψήφια τού Μεμέτη. Άπό μέσ’ άπ’ τά όγρά κατώγια κι άπ’ τούς μπαρουτχανέδες, σά ν’ άκοΰς άκόμα τις φωνές πού βγάζανε οί μαύροι βασανισμένοι μέ τά δαρμένα κορμιά, μέ τα βουλιασμένα μάτια, σγουμποί, δίχως αίμα λές καί βλέπεις άκόμα τά ταγκαλάκια, τούς μπασιμποζούκηδες, σταυροπόδι μέ τις κάμες στά ζουνάρια, μέ τα θεόρατα μπασλίκια στά κεφάλια, νά βιγλίζουνε άπάνου στις ντάμπιες. Καί κάτ’ άπ’ τό κάστρο άρχινάνε τά σπίτια, τά τουρκόσπιτα, μ’ ένα σωρό μιναρέδες δώ κ’ έκεΐ. Οί χαραμοφάγοι πήρανε τά χωράφια, πήρανε τ’ αμπέλια, δέν αφήσανε γής μηδέ γιά μνημόρι. Κι ό νοικοκύρης πήγε καί λούφαξε κλωτσημένος μέσα στά λαγούμια, μέσα στά χαλάσματα, πεινασμένη λεμπεσουριά. Έτσ’ είναι ό νόμος τού πόλεμου γιά τόν Τούρκο.
Καί, μ’ όλο τούτο, ό ραγιάς καί σέ τούτη τήν καταντιά έθρεφε μέσα στό βερέμικο [3] κορμί αϊστημα κι άνθρωπιά. Άγάλι’-άγάλια άνεράγωσε. Περάσανε χρόνια καί χρόνια ώς νά ξεχλωμιάσει άπ’ τήν τρομάρα πού πήρε σάν έπεσ’ ή Πόλη. Στό τέλος τά κατάφερε νά μήν περνά τή ζωή του στραβοκωλιάζοντας σάν σκύλος μπρος στούς σκύλους. Είχανε κείνοι πασάδες, ντερεμπέηδες, άγάδες, μουφτήδες- είχανε κ’ οί χριστιανοί δημογερόντους, προεστούς καί δεσποτάδες. Μά οί άρχόντοι τους κ’ οί προεστοί τους δεν ήτανε καλοπερασμένοι άφεντάδες, μόνο είχανε ζωγραφισμένη άπάνου στά προσώπατά τους μιά πίκρα κ’ ένα μεράκι. Τό μάγουλό τους ήτανε δίχως αίμα, ή ματιά τους ταπεινή καί θλιμμένη, τό μουστάκι τους άστριφτο, τά γένια τους παρατημένα άπό χτένι κι άπό μπαρμπέρη, λές κ’ ήτανε τίποτις άσκητάδες γή άγιοί, κι όχι άρχόντοι άπό μεγάλα σόγια. Ό Τούρκος καμωνότανε τόν φίλο, μά οί ραγιάδες δέν τόν μπιστευόντανε. Οί άρχόντοι τους πεθαίνανε μέ τήν κρεμάλα καί μέ τό παλούκι, οί παπάδες τους άγιάζανε μέ τό χαντζάρι. Ή κουβέντα τους ήτανε σάν κλάψα, τό τραγούδι τους θρήνος, τό περπάτημά τους τεμενάς καί σελάμ άλέκιουμ. Φαρμάκι άπάνου στά φαρμάκια.
'Η ιστορία πού σκεδιάζω έγινε έκατό χρόνια πρί γεννηθώ. Μά στέκει τόσο ζωηρή μέσ’ στό μυαλό μου, πού μοϋ φαίνεται πώς ήμουνα κιόλας φερμένος στόν κόσμο, κ’ είδα μέ τά μάτια μου τά όσα ξιστορώ τόσο καλά μοΰ τά παραστήσανε κείνοι πού μ’ άναθρέψανε.
Κάθε χρόνο στις 26 τού Νοέβρη άποβραδίς χτυπούσανε θλιβερά οί καμπάνες στά δώδεκα καμπαναριά τής πολιτείας, κι ούλος ό κόσμος φορεμένος τά καλά του πάγαινε στό παζάρι κι άναβε κεριά καί τά κολλούσε άπάνω σέ μιά ματωμένη πέτρα, κι άνεσπαζότανε τ’ άσημωμένο κεφάλι τ’ 'Άγιου Γιώργη τού Χιοπολίτη, πού ’χε μαρτυρήσει σέ κείνο τό μέρος κι άπάνου σέ κείνη τήν πλάκα. Οί καμπάνες χτυπούσανε ίσαμε τά μεσάνυχχα, κι ό πιό πολύς ό κόσμος δέν κοιμότανε, μόνο διαβάζανε μέσα στά σπίτια τό συναξάρι τ’ Άγιου Γιώργη, κ’ οί γέροι διηγόντουσαν τό τί θυμόντανε άπ’ τή σφαγή του, εϊτε τό τί είχανε άκουστά άπ’ τούς γεροντότερους. Κ’ έτσι στην καρδιά μας, έμάς των μικρών, άπόμνησκε μιά θλίψη, πού βαστοΰσε δυό καί τρεις μέρες, κατά τό αϊστημα τού καθενούς. Κ’ έγώ από μικρός είχα πιθυμιά νά γράψω τήν ιστορία του γιά ν’ άπο μείνει άπ’ τό χέρι μου.
Τώρα πού ’λειψε άπ’ τό πρόσωπο τής γης ή βασανισμένη πολιτεία πού γεννήθηκα, κ’ οί έκκλησιές γενήκανε τζαμιά καί τάβλες [4], ποιος ξέρει ποιος άνεμος άραγε πήρε τό λείψανο τ’ Άγιου Γιώργη τού Χιοπολίτη. Έμαθα πώς ό δεσπότης τό ’χε κατεβασμένο σέ κρυψώνα, μαζί μέ τά θαματουργά κονίσματα καί μέ τούς κώντικες. Μά κι αυτός κι ούλοι οί παπάδες περάσανε άπ’ τό μαχαίρι, καί δέν μπορεί πλιά κανένας νά μάς πει μηδέ πού βρίσκεται ή ματωμένη πέτρα τού παζαριού.
Ή πολιτεία πού λέγω, άναγνώστη πικραμένε, δέν είναι καμιά άπό κείνες πδχουνε παλιά δόξα κι όνομα ξακουσμένο. Μηδέ Ρώμη είναι, μηδέ Αθήνα, μηδέ Τρωάδα, μηδέ καμιά άπ’ τις άλλες ξακουσμένες πολιτείες. Τ’ όνομά της είναι σβησμένο κιόλας άπ’ τή θύμηση τού κόσμου, ή στορία της σκοτεινή, ή τοποθεσία της παράμερη, μ’ έναν λόγο καί κείνη κι ό ιστορικός της βρίσκουνται κ’ οί δυό τους σέ όμοια άφάνεια, ώστε νά μή μπορεί ό ένας μας νά δώσει τ’ άλλουνοΰ κείνο πού τ’ άρνήστηκε ή ιστορία, τή φήμη.Άν λάχει νά περάσεις μέ καράβι άπ’ τό μπουγάζι τής Μυτιλήνης, θά δεις κατά κεΐ πού βγαίνει ό ήλιος κάτι χαμηλά βουνά άπάνου στή στεριά τής Ανατολής. Κατά τόν βοριά στέκει τό Κάζ Ντάγ, τό μεγάλο βουνό πού τό λέει Ίδη ό Όμηρος καί πώς στήν κορφή τουτουνοΰ τού βουνού καθόντανε τάχα οί Δώδέκα Θεοί καί σεργιανίζανε τόν πόλεμο τής Τρωάδας. ’Άν σιμώσεις περσότερο στή στεριά, θέλεις άπορέσει πώς δε φαίνεται πουθενά ή πολιτεία. "Ενα σωρό ρημονήσια μικρά καί μεγάλα είναι σκόρπια γύρου-τριγύρου. Τότε μπαίνεις μέσα σ’ ένα στενό μπάσιμο, τό Ταλιάνι λεγόμενο καί, σάν τραβήξεις παραμέσα, θά δεις άνέλπιστα ν’ απλώνει μπροστά σου ένας μεγάλος κόρφος ίδιος λίμνη, πού δέν τόν ύπόπτευες πίσ’ άπ’ τά βουνά.