Ο ιερός Χρυσόστομος μάς κηρύττει για το Προσφυγικό
Λένε ότι αυτοί (οι πρόσφυγες) είναι φυγάδες, ξένοι και ελεεινοί. Ότι άφησαν τις πατρίδες τους για να μαζευτούν στην πόλη μας. Πες μου λοιπόν, γι’ αυτό αγανακτείς και μαδάς το στεφάνι της πόλης [δηλ. καταστρέφεις τη δόξα της], επειδή όλοι τη θεωρούν δικό τους λιμάνι και την προτιμούν από τη δική τους γη; Γι΄αυτό ακριβώς όμως, θα έπρεπε να αγάλλεσαι και να χαίρεσαι, γιατί όπως για ένα καλό προϊόν όλοι σπεύδουν να το αγοράσουν απ’ τα χέρια σας, έτσι και όλα τα έθνη βλέπουν την πόλη μας σαν δική τους μητέρα. Ας μην καταστρέφετε λοιπόν την τιμή που της κάνουν και μην πετσοκόβετε αυτόν τον έπαινο που της προσφέρουν από τα παλιά τα χρόνια.
Και όπως κάποτε είχε πέσει μεγάλη πείνα, οι κάτοικοι αυτής της πόλης έστειλαν πολλά χρήματα στους κατοίκους των Ιεροσολύμων μέσω του Βαρνάβα και του Παύλου, από τους οποίους ξεκινήσαμε την ομιλία μας [σ.σ. έγινε προηγουμένως λόγος]. Από ποιον εμείς θα είμαστε άξιοι συγγνώμης, και τι είδους απολογία θα δώσουμε, όταν οι πρόγονοί μας έτρεφαν με τα χρήματά τους αυτούς που ζούσαν μακριά και έτρεχαν να τους βοηθήσουν – ενώ εμείς θέλουμε να απελάσουμε αυτούς που έρχονται από μακριά, και απαιτούμε ευθύνες με ακρίβεια; Και μάλιστα ενώ γνωρίζουμε ότι εμείς είμαστε οι υπεύθυνοι μυριάδων κακών…. Ας σκεφτούμε δε, ότι αν ο Θεός θελήσει να μας εξετάσει, όπως ακριβώς κάνουμε εμείς με τους φτωχούς, δεν θα τύχουμε καμία συγγνώμη και κανένα έλεος. Γιατί ειπώθηκε: «Όπως εσείς κρίνετε, έτσι