ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ
ΙΗ ' ΜΕΡΟΣ - 18
Εζούσεν ο άνθρωπος αυτός με την κόρη του, που ήταν χήρα. Μετά ένα έτος ζωής κοντά του ενυμφεύθηκα την χήρα κόρη του, έπειτα δε από λίγο καιρό ο γέρος απέθανε. Δυστυχώς δεν ημπορέσαμε να συνεχίσουμε την επιχείρησι, κ’ εγώ άρχισα πάλι να πίνω. Η γυναίκα μου έκανε κι αυτή το ίδιο. Σε διάστημα ενός χρόνου εσπαταλήσαμε όσα μας είχεν άφησει ο γέρος πεθερός μου. Μετά από λίγο καιρό η σύζυγός μου αρρώστησε βαρειά και πέθανε. Τότε εγώ επούλησα ό,τι είχε απομείνει, τα έφαγα και έμεινα χωρίς πεντάρα. Άρχισα να πεινώ, οπότε ξαναγύρισα εις την παλιά μου τέχνη. Τώρα, όμως, έκανα τον κλεπταποδόχο, γιατί είχα πια χαρτιά και ταυτότητα. Με το ξαναγύρισμα εις το αμαρτωλό επάγγελμα, ξαναβρήκα και την παλιά μου αμαρτωλή ζωή. Οι επιτυχίες μου αυτές διήρκεσαν ένα χρόνο. Αργότερα, όμως, δεν επήγαν και τόσο καλά τα πράγματα. Έκλεψα ένα γέρικο άλογο από ένα ακτήμονα χωριάτη, ένα Μπόμπιλο, όπως τους λέμε, και το επούλησα για λίγα λεπτά.
»Με τα χρήματα που επήρα ήπια αρκετά σε μια μπυραρία κ’ ύστερα μου ήλθε η ιδέα να πάω σε ένα γειτονικό χωριό, όπου γινόταν ένας γάμος, με το σκοπό να επιδοθώ σε κλοπές, όταν μετά την διασκέδασι θα έπεφταν όλοι εις τον ύπνο. Πριν ακόμη δύση ο ήλιος εμπήκα μέσα σ’ ένα κοντινό δάσος για να νυκτώση. Εξάπλωσα εκεί κάπου για να περάση η ώρα, αλλά μ’ επήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω. Εις τον ύπνο μου αυτόν είδα ένα όνειρο. Είδα ότι εκαθόμουν σ’ ένα πλατύ και ωραίο χλοερό μέρος. Ξαφνικά παρετήρησα ότι ένα φοβερό σύννεφο άρχισε να ανεβαίνη εις τον ουρανό. Σε λίγο εξέφυγε μια τόσο τρομερή βροντή κεραυνού από το σύννεφο αυτό, ώστε εσείστηκε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου κ’ έτρεμε. Εγώ ενόμισα σαν κάποιος να με αναποδογύρισε και να με εκύλισε κάμποσες φορές επάνω εις το έδαφος. Έπειτα, το σύννεφο αυτό, εφάνηκε σαν να κατεβαίνη προς τα κάτω χαμηλά κι από μέσα επρόβαλλε σε λίγο η μορφή του πατέρα μου, που είχε πεθάνει πριν είκοσι χρόνια. Ήταν, εις την ζωή του, ο πατέρας μου, ένας εξαίρετος άνθρωπος κ’ είχεν υπηρετήσει τριάντα ολόκληρα χρόνια ως εκκλησιαστικός επίτροπος εις το χωριό μας.
«Προχώρησε προς το μέρος μου με μια έκφρασι γεμάτη θυμό και αγανάκτησι που με έκαναν να με κυριεύση μεγάλος φόβος. Γύρω εκεί είδα ακόμα, διάφορους σωρούς από ποικίλα πράγματα που είχα κατά διάφορες εποχές κλέψει. Η θέα τους μ’ ετρομοκράτησεν ακόμη περισσότερο. Συγχρόνως εφάνηκε κι ο παππούς μου να έρχεται προς το μέρος μου, να δείχνη τον πρώτο σωρό και να λέη:
«Τι είναι αυτό; Τώρα θα το πληρώσης»! Τότε ξαφνικά το έδαφος εβούλιαξε κάμποσο γύρω μου κι άρχισε να με πιέζη απ’ όλες τις πλευρές, τόσο σκληρά, ώστε δεν ημπορούσα να υποφέρω τον πόνο και την λιποψυχία που με κατέλαβαν. Εφώναξα: «Λυπήσου με». Αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έπειτα, για δεύτερη φορά, ο παππούς μου δείχνοντάς μου έναν άλλο σωρό επανέλαβε λέγοντας: «Τι είναι αυτό; Δώστε του μια σκληρότερη πληρωμή». Τότε αισθάνθηκα τόσο βίαιο και μαρτυρικό πόνο κι αγωνία που δεν ημπορούν να συγκριθούν με τίποτε παρόμοιο εις την γη.
«Τέλος ο παππούς μου έφερε κοντά μου το άλογο, που είχα κλέψει την προηγούμενη βραδυά. Και μου φώναξε: «Κι αυτό εδώ τι είναι; Βασανίσου, λοιπόν, τώρα όσο πιο σκληρότερα παίρνει»!
«Αποτέλεσμα των λόγων αυτών ήτο ένας τόσο σκληρός, τραχύς κ’ εξαντλητικός πόνος, που είναι αδύνατον να περιγραφή. Ήταν σαν κάποιος να μου έβγαζε τους τένοντας απ’ τις σάρκες μου, πράγμα που με έκανε να κόβεται η αναπνοή μου, απ’ τον πόνο που ακολουθούσε. Αισθάνθηκα ότι δεν θα άντεχα πλέον κι ότι θα έμενα πια αναίσθητος εις τον λάκκον αυτό αλλά το άλογο την ίδια στιγμή μου έδωσε ένα λάκτισμα εις το μάγουλο, οπότε εξύπνησα τρέμοντας και σπαρταρώντας απ’ τον φόβο σαν το ψάρι.
«Εν τω μεταξύ είχεν όχι μόνον ξημερώσει αλλ’ είχε βγη και ο ήλιος δυο κοντάρια ψηλά εις τον ουρανό. Αυτόματα έκανα μια ακούσια κίνησι, πιάνοντας το μάγουλό μου, και είδα ότι ήτο πληγωμένο κ’ έτρεχεν αίμα από την πληγή. Όλα τα μέρη επίσης του σώματός μου, που είχα δη εις τον ύπνο μου πως είχαν υποφέρει, τα αισθανόμουν σκληρά και πονεμένα σαν να τα είχαν τρυπήσει χιλιάδες βελόνες. Ευρισκόμουν σε κατάστασι τέτοιου τρόμου που δεν ημπορούσα να σηκωθώ. Το κτυπημένο μάγουλό μου έκανε αρκετό καιρό να περάση κι ακόμα μέχρι τώρα μπορείς να δης το σημάδι που άφησε. Να, κοίταξέ το, δεν υπήρχε πριν από το περιστατικό αυτό.
«Έτσι μετά από το τρομακτικό αυτό όνειρο με κατελάμβαναν συχνά τύψεις και τρόμος Μόνον που το θυμόμουν έτρεμα και η αγωνία κατελάμβανε την ψυχή και την καρδιά μου. Δεν ήξευρα τι να κάνω, πώς να εύρισκα κάποια γαλήνη να ηρεμούσα. Το χειρότερο, όμως, όσο περνούσεν ο καιρός τόσον εμεγάλωνε κι ο φόβος μου κ’ η ταραχή. Άρχισα να αισθάνωμαι ένα φόβο για τους ανθρώπους, γιατί με κατελάμβανε μια ντροπή για όσα είχα κάμει, νομίζοντας πως όλοι εγνώριζαν το ελεεινό μου παρελθόν. Δεν ημπορούσα πια ούτε να φάω ούτε να κοιμηθώ από αυτή την συνεχή οδύνη της ψυχής μου. Είχα καταντήσει σαν ένα σκιάχτρο. Εσκέφθηκα να παραδοθώ εις την αστυνομία και να ομολογήσω όλες τις κλοπές και τις απάτες μου. Ενόμιζα ότι ο Θεός θα με συγχωρούσε αν ελάβαινα τις ανάλογες τιμωρίες. Δεν είχα το θάρρος, όμως, να το κάμω γιατί φοβώμουν τις ταλαιπωρίες της φυλακής. Έχασα ύστερα απ’ όλα αυτά κάθε είδος υπομονής και παρηγοριάς και εσκέφθηκα να αυτοκτονήσω, αλλ’ έπειτα είδα ότι θα ήταν περιττή η αυτοκτονία γιατί όσο περνούν οι ημέρες όλο και χάνω δυνάμεις, πιστεύω δε πως η ζωή που μου μένει είναι λίγη, επειδή οπωσδήποτε, έτσι όπως πάω, θα πεθάνω. Τώρα πηγαίνω εις το χωριό μου να ιδώ έναν ανεψιό μου και εκεί να πεθάνω εις το μέρος που εγεννήθηκα. Έχω έξη μήνες που ταξειδεύω, κάθε μέρα δε που περνά, με κάνει και περισσότερο αξιολύπητο. Τι λες εσύ, φίλε μου, για όλα αυτά; Τι πρέπει να κάνω; Αλήθεια! Είναι αδύνατο πια να υποφέρω περισσότερο»!
Ακούοντας όλην αυτή τη φοβερή και αληθινή ιστορία με κομμένη την αναπνοή μου, εδοξολόγησα του Θεού τη σοφία και την αγαθότητα που ενεργεί με τόσο ποικίλους και θαυμαστούς τρόπους για να φέρη τους αμαρτωλούς σε συναίσθησι. Του είπα, λοιπόν: «Αδελφέ μου, έπρεπε τις ώρες του φόβου, και του τρόμου και της αγωνίας σου, να προσηύχεσο θερμά προς τον Θεό. Αυτό θα ήτο η μεγάλη και αποτελεσματική θεραπεία των δεινών σου».
«Αλήθεια! Εις την ζωή μου, είπεν, εσκέφθηκα ότι θα ήταν καταστροφή για μένα να τολμήσω να προσευχηθώ απ’ ευθείας προς τον Θεό».
«Όχι, αδελφέ μου, όχι! Ο Σατανάς έβαλε εις το μυαλό σου τον φόβο και τις σκέψεις αυτές για την προσευχή. Αγαπητέ μου, δεν υπάρχει εις το έλεος του Θεού όριο και πραγματικά λυπάται ο Θεός όταν δεν συναισθάνωνται οι άνθρωποι και δεν καταλαβαίνουν να ζητήσουν το έλεός Του, για να τους συγχωρήση Εκείνος, όλες τις αμαρτίες τους.
»Ο Θεός συγχωρεί χωρίς όριο αυτούς που μετανοούν. Δεν ηξεύρουν οι δυστυχείς άνθρωποι να προσευχηθούν, δεν ηξεύρουν να πουν ούτε την προσευχή του Ιησού, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Εσύ θα κάνης άριστα ν’ αρχίσης να λες αυτή την προσευχή χωρίς διακοπή».
«Α! Μάλιστα, την ξεύρω αυτή την Προσευχή. Την έλεγα μερικές φορές που συνέβαινε να έχω ανάγκη από περισσότερο θάρρος, όταν επρόκειτο να κάνω κάποια κλεψιά».
«Άκουσε, λοιπόν. Ο Θεός δεν σε κατέστρεψε όταν επήγαινες να κάνης κάτι κακό κ’ έλεγες την Προσευχήν αυτή. Πώς θα μπορούσε να προβή εις την καταστροφή σου αφού η Προσευχή αυτή περιέχει τη λέξι του ελέους; Ο Σατανάς εφρόντισε να σε κάνη να μη την λες καθόλου, πρέπει δε να γνωρίζης ότι, άσχετα με τις σκέψεις που έρχονται εις το μυαλό σου, αν επιμείνης να λες την νοερά Προσευχή του Χριστού θα λυτρωθής πολύ γρήγορα από τους τρόμους και τα άλλα βάσανά σου κ’ η γαλήνη του Θεού θα βασιλεύση μέσα εις την ψυχή σου. Θα γίνης αφωσιωμένος του Θεού άνθρωπος και θ’ απαλλαγής απ’ όλες τις αμαρτωλές σου συνήθειες και τα πάθη. Σε βεβαιώνω γι’ αυτό, γιατί έχω ιδή πραγματικά θαύματα εις την ζωή μου από την Προσευχήν εκείνη».
Μετά απ’ αυτά, του διηγήθηκα διάφορα περιστατικά, που έδειχναν την εξαίσια δύναμι που η Προσευχή του Ιησού είχε φέρει σε διάφορους αμαρτωλούς. Τέλος τον έπεισα να έλθη μαζί μου εις την Παναγία του Ποτσαέβ, το καταφύγιο των αμαρτωλών, για να εξομολογηθή εκεί και να κοινωνήση πριν φθάση εις το χωριό του.
Ο στρατιώτης μου, άκουσε όλα όσα του είπα με πολλή προσοχή, όπως τουλάχιστο κατάλαβα, και με χαρά συμφώνησεν απόλυτα. Πήγαμε μαζί μέχρι το Ποτσαέβ χωρίς να μιλή ο ένας προς τον άλλο, επειδή ελέγαμε νοερά την προσευχή του Ιησού σ’ όλο το διάστημα. Μιαν ολόκληρην ημέρα εβαδίσαμε έτσι. Την επομένην αισθάνθηκε, όπως μου είπε, πολύ καλύτερα και για πρώτη φορά άρχισε να κυριαρχή η ηρεμία μέσα του, που ποτέ άλλοτε δεν την είχε αισθανθή. Την τρίτην ημέρα εφθάσαμεν εις το Ποτσαέβ και τον συνεβούλευσα να μη διακόψη την Προσευχήν ούτε κατά το διάστημα της ημέρας, ούτε την νύκτα, όταν ήταν ξύπνιος, τον εβεβαίωσα δε ακόμη ότι το Πανάγιον Όνομα του Ιησού, που ο αόρατος εχθρός δεν ημπορεί να το υποφέρη, θα τον ενδυνάμωνε για να σωθή. Εις αυτό το σημείο του εδιάβασα ένα κομμάτι από την «Φιλοκαλία» που έλεγεν ότι αν και οφείλουμε να λέμε πάντοτε την Προσευχή του Ιησού, είναι πολύ πιο απαραίτητο να την λέμε όταν προπαρασκευαζώμεθα για την Αγία Κοινωνία.
Έκαμε όπως του είπα και του εδιάβασα και εξωμολογήθηκε, κι ο πνευματικός του επέτρεψε να κοινωνήση. Μετά ταύτα από καιρού εις καιρόν οι παλαιές αμαρτωλές τάσεις και σκέψεις τον ενωχλούσαν, αλλά τις ενικούσεν εύκολα λέγοντας την Προσευχήν αυτή. Την Κυριακή για να σηκωθή πρωί και να προφθάση εις τον Όρθρο, έπεσε να κοιμηθή ενωρίτερα από βρα5ύς με την νοερά Προσευχή εις τα χείλη. Εγώ έμεινα αργότερα και μ’ ένα ισχνό φως εδιάβαζα απ’ την «Φιλοκαλία».
Είχε περάσει καμμιά ώρα όταν αντελήφθηκα πως τον είχε πάρει πια ο ύπνος. Ξαφνικά, όμως, είκοσι πέντε λεπτά περίπου αργότερα, έδωσε ένα τίναγμα κ’ εσηκώθηκεν ορθός, επήδησε κάτω απ’ το κρεβάτι και έτρεξε κατ’ επάνω μου με δάκρυα εις τα μάτια και λόγια ευτυχίας εις τα χείλη και μου είπεν: «Ω, αδελφέ μου. Τι είδαν τα μάτια μου. Πόσον ήρεμος και ευτυχής είμαι τώρα. Πιστεύω πια τέλεια, ότι ο Θεός επιθυμεί ζωηρά την σωτηρία των αμαρτωλών και προς αυτούς κατευθύνεται η θεία Του στοργή. Δόξα σοι, Θεέ μου, δόξα νάχη το Όνομά Σου».
Ετρόμαξα και εχάρηκα συγχρόνως, τον ερώτησα δε να μου πη τι ακριβώς του είχε συμβή.
«Μόλις μ’ επήρεν ο ύπνος, μου είπεν, είδα πως ήμουν εις αυτό το χλοερό λιβάδι που υπέφερα τα μαρτύρια. Εις την αρχήν ετρομοκρατήθηκα αλλά είδα τώρα αντί για το σύννεφο, ένα λαμπρόν ήλιο να ανατέλλη και ένα λαμπρότατο φως να φωτίζη γλυκά το λιβάδι. Τώρα υπήρχαν ακόμη μέσα εις το λιβάδι κόκκινα τριαντάφυλλα κι άλλα όμορφα λουλούδια. Ξαφνικά πάλι παρουσιάστηκεν ο παππούς μου και μ’ εκοίταξε με τόσο γλυκό βλέμμα, που ποτέ πριν δεν με είχε κοιτάξει άνθρωπος. Με εχαιρέτησε και μου είπε: «Πήγαινε εις το Ζιτομίρ εις την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Θα σε προστατεύσουν εκεί εις την εκκλησία. Κάθησε, λοιπόν, εκεί μέχρι το τέλος της ζωής σου και προσεύχου χωρίς ποτέ να σταματήσης κι ο Θεός θα είναι μαζί σου». Αυτά μου είπε, κι αμέσως με έσταύρωσε με το σημείον του σταυρού κ’ εξαφανίστηκε. Δεν ημπορώ να εκφράσω πόσον ευτυχής είμαι τώρα. Αισθάνομαι σαν να ελαφρώθηκα από ένα φοβερό βάρος που είχα εις την ψυχή μου.
Τώρα μου φαίνεται πως ημπορώ να πετάξω μέχρι τον ουρανό. την στιγμή που εξύπνησα, τώρα πριν λίγες στιγμές, αισθάνθηκα τέτοια ειρήνη, εις την καρδιά και το μυαλό μου, που ποτέ πριν δεν είχα εις την ζωή μου αισθανθή. Τώρα τι πρέπει να κάνω; Δεν πρέπει να φύγω αμέσως για το Ζιτομίρ, όπως μου είπεν ο παππούς μου; Θα φύγω, λοιπόν, αμέσως αφού εξασφάλισα την εσωτερική μου γαλήνη με την νοερά προσευχή».
«Μα, αδελφέ μου, στάσου, του είπα, ακόμη είναι νύκτα. Πώς ημπορείς αμέσως να ξεκινήσης, νύκτα καιρό; Κάθησε μέχρι το πρωί να πάμε εις τον Όρθρο να προσευχηθούμε κ’ έπειτα φεύγεις, με του Θεού την δύναμι».
Έτσι, μετά απ’ αυτήν την συνομιλία, δεν εκοιμηθήκαμε πια, αλλά πήγαμε εις την εκκλησία όπου κατά τη διάρκεια του Όρθρου, προσευχηθήκαμε με δάκρυα εις τα μάτια κι όπως με εβεβαίωσεν αισθανόταν άρρητη γαλήνη και προώδευε ειρηνικά εις την Προσευχή του Ιησού. Μετά την θεία Λειτουργίαν εκοινώνησε κ’ έπειτα έφαγε λίγο κ’ εξεκίνησε για το Ζιτομίρ. Τον συνώδευσα μέχρι το δρόμο, που αρχίζει για την πόλιν αυτή και τον κατευώδωσα με χριστιανική χαρά και αγάπη.
Μετά από τα γεγονότα αυτά με τον φίλο μου, άρχισα να σκέπτωμαι για τον εαυτό μου. Πού θα πήγαινα τώρα; Τέλος απεφάσισα να πάω πάλιν εις το Κίεβο. Η σοφή διδασκαλία του πνευματικού που με εξωμολόγησε με ετραβούσε προς τα εκεί, αλλ’ επί πλέον μένοντας λίγο εις το μέρος αυτό θα είχα ίσως κάποια ευκαιρία να βρω κανέναν ευσεβή και φιλάνθρωπο να με βοηθήση να πάω εις την Ιερουσαλήμ, ή τουλάχιστον εις το Άγιον Όρος του Άθω. Έμεινα, λοιπόν, άλλη μιαν εβδομάδα εις το Ποτσαέβ χρησιμοποιώντας τον χρόνο μου αυτόν σε αναμνήσεις και συλλογισμούς όλων αυτών τα οποία είχα ιδή και είχα συναντήσει εις το διάστημα του τελευταίου ταξειδιού μου. Επί πλέον έγραψα και σημειώσεις πολλών και διαφόρων ωφελίμων πραγμάτων. Έπειτα ετοιμάστηκα για το ταξείδι, επήρα το σακκίδιό μου, κ’ επήγα εις την εκκλησία για ν’ αφιερώσω το ταξείδι μου αυτό εις την Μητέρα του Χριστού. Όταν ετελείωσεν η Λειτουργία είπα τις ιδιαίτερές μου προσευχές κ’ ετοιμαζόμουν ν’ αναχωρήσω, όταν καθ’ όν χρόνον ευρισκόμουν έξω απ’ την εκκλησία, ένας άγνωστος μπαίνοντας μέσα μ’ ερώτησε πού θα μπορούσε ν’ αγοράση μια λαμπάδα. Τον οδήγησα σύμφωνα με την ερώτησί του. Δεν ήταν πλούσια ντυμένος, αλλά τα ρούχα του ήταν πολύ καθαρά κ’ ευπρεπή.
Επήγα κ’ επροσκύνησα το άγιον αποτύπωμα του ποδιού της Παναγίας, προσευχήθηκα κάμποσην ώραν κ’ εξεκίνησα. Είχα αρκετά προχωρήσει όταν εις τον δρόμο μου είδα σ’ ένα σπίτι ένα ανοιχτό παράθυρο όπου παρετήρησα πως εστέκετο κ’ εδιάβαζε ο άνθρωπος που με είχε ερωτήσει στην εκκλησία για την λαμπάδα. Όπως επερνούσα δίπλα του, έβγαλα το καπέλλο μου και τον εχαιρέτησα, εκείνος δε αντιχαιρετώντας με μιαν υπόκλισι και κάνοντάς μου νεύμα να πάω μέσα, μου είπεν:
«Αν δεν απατώμαι είσαι προσκυνητής· δεν είναι έτσι»;
«Μάλιστα», απήντησα.
Όταν εμπήκα μέσα, ηθέλησε να μ’ ερωτήση ποιος ήμουν και πού επήγαινα. Του τα είπα όλα χωρίς να του κρύψω τίποτα. Μου προσέφερεν ωραίο τσάϊ κι άρχισε να μου μιλή: «Άκουσε, περιστέρι μου, μου είπε, σε συμβουλεύω να πας να προσκυνήσης εις το μοναστήρι του Σολοβέσκυ. Υπάρχει εκεί μια πολύ απομεμονωμένη και ήσυχη Σκήτη, που ονομάζεται Ανζέρσκυ. Είναι σαν ένας δεύτερος Άθως, δέχονται δε τον καθένα εκεί, με καλωσύνη και στοργή. Η δοκιμασία για τους δοκίμους για το μοναχικό σχήμα, συνίσταται σε διάβασμα, κατά σειράν, του Ψαλτηρίου, τέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο. Σκοπεύω να πάω και εγώ για να προσκυνήσω, επειδή τόχω τάξει να πάω μια φορά με τα πόδια. Δεν τολμώ, όμως, να ταξειδεύσω έτσι μονάχος, επειδή ο δρόμος είναι πολύ ερημικός. Τι θάλεγες να πηγαίναμε παρέα οι δυό μας; Εγώ θα έχω χρήματα και θ’ αγοράζω τρόφιμα και για τους δυό μας εις το διάστημα του ταξειδιού. Έχω κι ακόμη μια πρότασιν. Εις τον δρόμο θα βαδίζουμε σε απόστασιν ολίγων μέτρων ο ένας από τον άλλον, για να μπορούμε έτσι να προσευχώμεθα νοερά ή θάχουμε από ένα μικρό βιβλίο να διαβάζουμε, ή τέλος θα απασχολούμε το μυαλό μας με ιερές και πνευματικές σκέψεις. Σκέψου το αυτό, αδελφέ μου, και μη μου αρνηθής την παρέα αυτή, που θα είναι ωφέλιμη πνευματικά και για τους δυο μας».
Όταν άκουσα την ανεπάντεχην εκείνη πρόσκλησι την επίστευσα ότι ήταν σημείο της Παναγίας εις την οποίαν είχα αφιερώσει το ταξείδι μου αυτό. Χωρίς περισσότερη σκέψι συμφώνησα αμέσως. Έτσι αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε την επομένην. Περπατήσαμε τρεις ολόκληρες ήμερες ο ένας πίσω από τον άλλο, σύμφωνα με την επιθυμία του πνευματικού φίλου. Εκείνος εδιάβαζεν ένα βιβλίο σ’ όλο το διάστημα χωρίς να το αποχωρισθή απ’ τα χέρια του, ούτε νύκτα ούτε ημέρα. Μερικές φορές έκλεινε το βιβλίο για να παραδίδεται σε θείες και ιερές σκέψεις. Το πρώτο βράδυ έσταματήσαμε σ’ ένα μέρος για να φάμε. Την ώρα που ετρώγαμε, ο σύντροφός μου και πάλιν είχεν ανοικτό το βιβλίο εμπρός του και έρριχνε ματιές μέσα του. Είδα και εγώ το βιβλίο και αντελήφθην ότι ήταν Ευαγγέλιο. Τότε του είπα: «Επιτρέπεται να σε ερωτήσω γιατί ούτε μια στιγμή δεν αφήνεις το Ευαγγέλιον από το χέρι σου, μέρα και νύκτα; Γιατί συνεχώς το βαστάς και τόχεις μαζί σου»;
«Διότι, απήντησεν, απ’ αυτό και μόνον απ’ αυτό, διδάσκομαι συνεχώς».
«Και τι διδάσκεσαι ακριβώς»; συνέχισα.
«Την χριστιανική ζωή, αυτή που συνοψίζεται εις την προσευχή. Θεωρώ ότι η προσευχή είναι το πιο ενδιαφέρον και το πιο απαραίτητο πράγμα για την σωτηρία και το πρώτο καθήκον για τον κάθε χριστιανό. Η προσευχή είναι το πρώτο βήμα εις την αφωσιωμένην εις τον Θεό ζωή. Είναι το στέμμα της. Για τον λόγο δε αυτόν το Ευαγγέλιο ορίζει την αδιάλειπτη προσευχή. Οι διάφορες πράξεις ευσέβειας έχουν η κάθε μια τον καιρό της, αλλά όσον άφορα εις την προσευχή, εκείνη έχει ιδικό της τον κάθε είδους χρόνο. Χωρίς προσευχή κανείς δεν ημπορεί να πράξη κανένα καλό και χωρίς το Ευαγγέλιο κανείς δεν ημπορεί να μάθη τέλεια αυτό που είναι σχετικό με την προσευχή. Όλοι όσοι εγεύθηκαν της σωτηρίας με τον τρόπο της εσωτερικής πνευματικής ζωής, οι άγιοι διάκονοι του Λόγου του Θεού οι ερημίται και οι ασκηταί κι όλοι οι θεοφοβούμενοι χριστιανοί, εδιδάχθησαν από την συνεχή και αλάνθαστην απασχόλησιν με τα βάθη του θείου Λόγου και από την αγιαστικήν ανάγνωσι του αγίου Ευαγγελίου. Οι πλείστοι απ’ αυτούς είχαν το Ευαγγέλιο συνεχώς εις τα χέρια τους και η διδασκαλία του για την σωτηρία, τους επότισε με το δίδαγμα που συνοψίζεται εις το: κάθησε κάτω εις την σιωπή του κελλιού σου και διάβαζε και ξαναδιάβαζε συνεχώς το άγιον Ευαγγέλιο. Αυτός είναι ο λόγος που και εγώ όπως αυτοί δεν το αποχωρίζομαι ποτέ από τα χέρια μου».
Ευφράνθηκα πραγματικά με τα τόσο λογικά πράγματα που άκουσα από τον άνθρωπον αυτό και με την πρόοδο που αντελήφθηκα πως είχεν εις την προσευχή. Τον ερώτησα σε ποιό απ’ τα τέσσερα Ευαγγέλια ευρήκε την διδασκαλία περί της προσευχής. «Και εις τους τέσσερεις Ευαγγελιστάς, απήντησεν, σε κάθε λέξι όλης της Καινής Διαθήκης, διαβάζοντάς την με την σειρά. Έχω που διαβάζω πολύν καιρό και φροντίζω να εμβαθύνω εις την έννοιαν, αλλ’ έχω ακόμη καταλάβει ότι υπάρχει κάποια προοδευτική γραμμή, κάποια αλυσίδα, εις την διδασκαλία περί προσευχής, που αρχίζει από τον πρώτον Ευαγγελιστή και προχωρεί συστηματικά μέσα σε πλαίσια μιας ωρισμένης σειράς. Επί παραδείγματι εις την αρχή – αρχή, τίθεται η προσέγγισις, η εισαγωγή, όπως θα ελέγαμε, εις την διδασκαλία περί προσευχής και ακολουθεί ο τύπος, δηλαδή η εξωτερίκευσίς της με λόγια.
Έπειτα έχουμε τις απαραίτητες προϋποθέσεις υπό τις οποίες προσφέρεται η προσευχή, έχουμε τον τρόπο της διδασκαλίας της, διάφορα παραδείγματα γι’ αυτήν, και τέλος την μυστικιστική διδασκαλία περί εσωτερικής, πνευματικής και αδιαλείπτου προσευχής, εις το ευλογημένον όνομα του Ιησού. Η προσευχή αυτή αποτελεί το υψηλότερον είδος προσευχής που είναι πολύ καλυτέρας μορφής από τον συνηθισμένο τύπο. Ακολουθούν τα περί αναγκαιότητος του είδους της νοεράς προσευχής, οι ευλογημένοι καρποί της κ.λ.π. Μ’ ένα λόγο ευρίσκεται εις το Ιερόν Ευαγγέλιον πλήρης και λεπτομερής γνώσις για την εφαρμογή της προσευχής, με σύστημα και συνέπεια απ’ την αρχήν ως το τέλος».
Ακούοντας αυτά, απεφάσισα να τον ερωτήσω να μου δείξη όσα μου είπε με περισσότερην ακρίβεια. Του είπα, λοιπόν: «Επειδή ενδιαφέρομαι να ακούω και να μιλώ για την προσευχή, περισσότερον από ο,τιδήποτε άλλο εις αυτόν τον κόσμο, θα ήμουν πολύ ευτυχής εάν θα μπορούσα να μάθω από σένα με λεπτομέρειες αν είναι δυνατόν, την μυστικήν αυτήν αλυσίδα της διδασκαλίας περί προσευχής. Για την αγάπη του Θεού, σε ικετεύω δίδαξέ μου την απ’ το άγιον Ευαγγέλιο».
Συνεφώνησε με την παράκλησί μου και είπε: «Άνοιξε το Ευαγγέλιό σου, κοίταξέ το και σημείωσε ό,τι θα σου πω». Μου έδωσεν ένα μολύβι και εξακολούθησε: «Λάβε την καλωσύνη και άρχισε να κρατής σημειώσεις, προσέθεσε. Άνοιξε το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστού Ματθαίου πρώτα και διάβασε εις το έκτο κεφάλαιον από τον έκτο στίχο μέχρι τον ένατο. Βλέπεις ότι εδώ έχουμε την προπαρασκευή ή την εισαγωγή που μας διδάσκει να μη κάνουμε την προσευχή προς χάριν της ματαιοδοξίας και κατά επιδεικτικό τρόπον, αλλά να την αρχίζουμε σε μοναχικό μέρος και ήσυχο, και να προσευχώμεθα μόνον για την συγχώρησι των αμαρτιών μας και την καλή μας επικοινωνία με τον Θεό κι όχι να την μετατρέπουμε σ’ ένα σωρό ανωφελή αιτήματα για κοσμικές επιδιώξεις, όπως κάνουν οι εθνικοί».
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με την σαφή προυπόθεση της αναφοράς της πηγης του κειμενου της ανάρτησης :
ΠΗΓΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΠΗΓΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

