Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

Γλυπτική τεχνοτροπίες

$
0
0

Γλυπτική 

α) ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΕΣ

   Μεσαίωνας: H χρονική περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας που διαδέχεται την περίοδο της Αρχαιότητας και τελειώνει με τη περίοδο της Αναγέννησης. Διήρκεσε περίπου 1000 χρόνια, από τη κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (476 μ.Χ.) και το θάνατο του Ιουστινιανού (565 μ.Χ.), του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα που διαπνεόταν από το όραμα της αναβίωσης της παλαιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της παγκόσμιας κυριαρχίας της, ως και την εποχή της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους (1453 μ.Χ.) και την ανακάλυψη της Αμερικής(1492 μ.Χ.) από τον Κολόμβο.

     Ο Μεσαίωνας έμεινε γνωστός ως οι Σκοτεινοί Αιώνες.


Ήταν μία περίοδος οπισθοδρόμησης, σκοταδισμού και θρησκευτικού φανατισμού, αλλά και ζυμώσεων για τη δημιουργία νέων εθνών και νέων ιδεών. Τα γεγονότα που σημάδεψαν αυτήν τη περίοδο ήταν η άνοδος της δύναμης της παπικής εκκλησίας στη δυτική Ευρώπη,η άνοδος κι η κυριαρχία του Ισλάμ στον χώρο της Μέσης Ανατολής, η δημιουργία των προγόνων των σημερινών κρατών, καθώς κι οι Σταυροφορίες, η σφοδρή πάλη μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
   Γοτθικό Στυλ: Τον όρο -πολύ αργότερα από τα ίδια τα έργα κι όταν πια είχεν εκλείψει το στυλ αυτό- τον έδωσε πρώτος, ο μαθητής του Μιχαήλ 'Αγγελου, ο Βαζάρι, που γράφοντας το 16ο αιώνα για τις καλές τέχνες, ονόμασε περιφρονητικά, γοτθικά τα δημιουργήματα του μεσαίωνα. Δηλαδή, της πιο βάρβαρης κι απολίτιστης γερμανικής φυλής, που για πολλά χρόνια, ερήμωσεν ολάκερη την Ευρώπη.
   


 Η τάση αυτή. περιφρονιόταν από τους μαθητές της ιταλικής αναγένησης, γιατί ήτανε χωρίς προοπτική, μονοδιάστατη και βαρυφορτωμένη, καταστόλιστη, σ' αντίθεση με τη λιτή, απλή κι εκλεπτυσμένη μορφή και γραμμή, της αρχαιοελληνικής τέχνης που 'χε σα πρότυπο της η αναγένηση.
     Κυριάρχησε πλήρως από το 12ο μέχρι το 14ο αιώνα, όπου αντικαταστάθηκε από την Αναγεννησιακή Τέχνη.


   Αναγεννησιακή Τέχνη: Με τον όρο αυτό, αναφερόμαστε στη καλλιτεχνική παραγωγή κατά την ιστορική περίοδο της Αναγέννησης. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η ανανέωση των θεμάτων και της αισθητικής στην Ευρώπη. Η καλλιτεχνική παραγωγή τη περίοδο αυτή είναι δύσκολο να οριοθετηθεί χρονικά, ωστόσο θεωρούμε πως ξεκίνησε στην Ιταλία, τον 15ο αιώνα και διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, με διαφορετικούς όμως ρυθμούς και σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή. Τον 16ο αιώνα έφθασε σε πολλές χώρες στο απόγειό της.
     Δε χαρακτηρίστηκε από επιστροφή στο παρελθόν, αντίθετα, οι νέες τεχνικές σε συνδυασμό με το νέο πολιτικό, κοινωνικό κι επιστημονικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε κείνη την εποχή, επέτρεψαν στους καλλιτέχνες να καινοτομήσουν. Επιπλέον, για πρώτη φορά, η τέχνη έγινε ιδιωτική, με την έννοια πως δε διαμορφωνόταν από τη θρησκευτική ή πολιτική εξουσία, αλλ' αποτελούσε προϊόν αποκλειστικά των ίδιων των καλλιτεχνών.
     Σ' αντίθεση με τη περίοδο του Μεσαίωνα που η καλλιτεχνική δημιουργία ήταν πρωτίστως στραμμένη σε θρησκευτικά θέματα, η Αναγέννηση χρησιμοποίησε ανθρωπιστικά και μυθολογικά θέματα. Η ανανέωση της φιλοσοφικής σκέψης παρέχει στους καλλιτέχνες νέες ιδέες κι ειδικότερα ο νεοπλατωνισμός θέτει τον άνθρωπο στο κέντρο του κόσμου. Η μελέτη των αρχαίων κειμένων κι η αναγέννηση της φιλολογίας, επέτρεψε ακόμα στους αρχιτέκτονες να εγκαταλείψουν τις γοτθικού τύπου φόρμες.
     Τα μεγάλα επιτεύγματα στη τυπογραφία δημιούργησαν τις συνθήκες γι' αναβίωση της αρχαιότητας μέσω των ελληνικών κειμένων κι η Αναγέννηση χαρακτηρίστηκε από έντονη πολιτισμική συνοχή με τον Αρχαίο κόσμο. Στο χώρο της τέχνης επιχειρήθηκε η ανάδειξη των αρχαίων μύθων, οι οποίοι με τη σειρά τους εμπλούτισαν σημαντικά τη θεματολογία της αναγεννησιακής τέχνης. Παράλληλα, αρχαιολογικές ανακαλύψεις ενέπνευσαν αρχιτέκτονες και γλύπτες της εποχής.
     Η Αναγεννησιακή Τέχνη ωφελήθηκε σημαντικά από την ανάπτυξη των επιστημών. Η εμφάνιση νέων τεχνικών, όπως για παράδειγμα η χρήση του λαδιού στην ζωγραφική, διευρύνει τις δυνατότητες των καλλιτεχνών. Η περίφημη "Μόνα Λίζα" του Ντα Βίντσι είναι αποτέλεσμα της τεχνικής του sfumato (βλ. ΤΕΧΝΙΚΕΣ). Επιπλέον η τυπογραφία στα μέσα του 15ου αιώνα καθώς επίσης κι οι νέες τεχνικές χάραξης όπως η ξυλογραφία (βλ. επίσης ΤΕΧΝΙΚΕΣ) επιτρέπουν την αναπαραγωγή κι εξάπλωση των καλλιτεχνικών έργων σ' όλη την Ευρώπη. Οι επιστήμονες κι οι γιατροί διεύρυναν σημαντικά τη γνώση γύρω από την ανθρώπινη ανατομία. Η γνώση αυτή μεταφέρθηκε και στο σχέδιο, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, όπως πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο ο "'Ανθρωπος Του Βιτρούβιου" του Ντα Βίντσι ή τα περίφημα χαρακτικά του Ντύρερ. Καθορίζεται ένα σύστημα ιδανικών αναλογιών κι έχουμε πιστές αναπαραστάσεις του ανθρώπινου σώματος.
     Η αρχιτεκτονική της Αναγέννησης χαρακτηρίζεται απ' αναβίωση Ρωμαϊκών προτύπων με κύρια στοιχεία τις μαθηματικές αναλογίες και την "καθαρότητα" στις γεωμετρικές μορφές. Οι σημαντικές αλλαγές στο αρχιτεκτονικό σχέδιο σημειώθηκαν αρχικά στη Φλωρεντία και γενικότερα στη κεντρική Ιταλία, στις αρχές του 15ου αιώνα. Σημαντικές μορφές στην αρχιτεκτονική της εποχής αποτελούν οι Leon Battista Alberti, Donato Angelo Bramante, Filippo Brunelleschi, Leonardo Da Vinci κι Andrea Palladio. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως οι αρχιτέκτονες της Aναγέννησης συνδέονται με τις δημιουργίες τους σ' αντίθεση με τη μεσαιωνική περίοδο, που οι αρχιτέκτονες είναι τις περισσότερες φορές άγνωστοι.
     Η αρχιτεκτονική γοτθικού ρυθμού του μεσαίωνα ευνοούσε περισσότερο κάθετες γραμμές κι αυστηρές κατασκευές. Στην Αναγέννηση, η αρχιτεκτονική δίνει έμφαση στις οριζόντιες γραμμές κι επιδιώκει την αρμονία στη τελική σύνθεση. Επιπλέον υπάρχει έντονο το στοιχείο της διακόσμησης, με θέματα δανεισμένα από την αρχαιότητα, που διανθίζουν τις προσόψεις και το εσωτερικό. Ίσως η πιο αξιοπρόσεκτη αρχιτεκτονική πρακτική είναι οι θόλοι των κτιρίων, εμπνευσμένοι πιθανά από το ρωμαϊκό Πάνθεον. Σημαντικά δείγματα αρχιτεκτονικής - κυρίως θρησκευτικών ναών - εντοπίζονται ως επί το πλείστον στην Ιταλία (για παράδειγμα ο Άγιος Πέτρος στη Ρώμη) και λιγότερο στο υπόλοιπο της Ευρώπης.
     Η ζωγραφική γνώρισε έναν μεγάλο αριθμό τεχνικών καινοτομιών κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, όπως η τεχνική του sfumato, η προοπτική στην οπτική γωνία, η διακόσμηση και ζωγραφική των θόλων των κτιρίων. Παράλληλα έγινε για πρώτη φορά εφικτή η ζωγραφική με λάδι, μέσω της ανάμιξης του λαδιού με κάποια χρωστική ουσία, που επέτρεψε μια λαμπρότητα κι ένα μεγαλύτερο βάθος στην απεικόνιση, ειδικότερα στη δημιουργία σκιών. Επιπλέον, κυρίως χάρη στις έρευνες του Ντα Βίντσι, η ζωγραφική στο ύφασμα αντικατέστησε τη ζωγραφική στο ξύλο.
     Ενώ κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η γλυπτική περιορίστηκε στα θρησκευτικά θέματα, η περίοδος της Αναγέννησης παρουσίασεν ανανέωση των θεμάτων κι εκεί. Κύριως στόχος είναι πλέον ο ρεαλισμός κι η πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Τα ανάγλυφα υϊοθετούν τα θέματα της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας. Τα αγάλματα αποδίδονται τις περισσότερες φορές με πραγματικές ανθρώπινες αναλογίες ή και με μεγαλύτερα μεγέθη, όπως το περίφημο έργο "Δαβίδ" του Μιχαήλ Άγγελου. Οι καλλιτέχνες προσπαθούν να μιμηθούν τα αρχαία πρότυπα, κυρίως σ' ότι αφορά την αναπαράσταση της κίνησης. Επιπλέον τα χάλκινα γλυπτά γνωρίζουν άνθηση. Τα γλυπτά έργα της εποχής δεν εξυπηρετούν αποκλειστικά διακοσμητικούς σκοπούς αλλ' αποκτούν τα ίδια, καλλιτεχνική οντότητα. Τέλος, οι αναπαραστάσεις του γυμνού ανθρώπινου σώματος δεν αποτελούν πλέον ταμπού όπως γινόταν στο Μεσαίωνα*.
   Μανιερισμός: Ο όρος προέρχεται από το ιταλικό mano=χέρι κι εν προκειμένω αφορά σ' αυλική τέχνη του 16ου αιώνα. Χαρακτηρίζεται ως ανάκλαση της περιόδου απογοήτευσης που επικράτησε σ' όλη την Ευρώπη, από τις λεηλασίες της Ρώμης, από Γερμανούς μισθοφόρους, μέχρι το τέλος της Συνόδου του Τριδέντο (Trento) το 1563.
     Η τάση αυτή χαρακτηρίζεται από "χειρισμό" των εκάστοτε καλλιτεχνών, των μορφών της τέχνης τους, μιας και πλάθανε με το νου τους εικόνες, παρά τις παίρναν από την άμεση παρατήρηση, με φυσική συνέπεια, αφύσικες αναλογίες και γενικά ... τραβηγμένες μορφές στο έπακρο, με απώτερο σκοπό να αποδώσουνε καλύτερα, αυτό που θέλανε να πούνε!
     Πρώτος τη διατύπωσε ο Λουΐτζι Λάντσι (1732-1810) από τη παράγωγη λέξη maniera=τεχνοτροπία -κυριολεκτικά-, προκειμένου να χαρακτηρίσει καλλιτεχνικές τάσεις που μετά το 1550, ακολουθήσανε το παράδειγμα των μεγάλων της Αναγέννησης.
     Πρώτον όμως χαρακτηρισμό επιχείρησε ο Τζιόρτζιο Βαζάρι (1511-1574) στο τρίτο μέρος του βιβλίου του με τίτλο "Οι Βίοι Των Επιφανέστερων Ιταλών Ζωγράφων Από Τον Τσιμαμπούε Ως & Σήμερα". Εκεί λοιπόν υποστήριξε, πως αυτή η τεχνοτροπία δεν έπρεπε να περιορίζεται στην απλή αναπαραγωγή της φυσικής ομορφιάς, αλλά όφειλε ν' αντλεί έμπνευση από τους 3 μεγάλους της Αναγέννησης: Ντα Βίντσι, Ραφαήλ και -κυρίως- Μιχαήλ 'Αγγελο, που αφού κατακτήσανε τη τέλεια απόδοση των φυσικών λεπτομερειών, κάνανε την υπέρβασή τους, αγγίζοντας τη τελειότητα της ιδανικής ομορφιάς.
     Αυτό λοιπόν το στυλ αναπτύχθηκε γύρω στο 1520 από τη Σχολή του Ραφαήλ στη Ρώμη. Το βιβλίο του Βαζάρι εκδόθηκε πρώτη φορά το 1550 κι αργότερα, αναθεωρημένο, επανεκδόθηκε το 1568. Η διάδοση του μανιερισμού, επιταχύνθηκε με τη κατάκτηση της Ρώμης, από τα στρατεύματα του Καρόλου Ε' το 1527, όταν οι καλλιτέχνες την εγκαταλείψαν σταδιακά. Η διασπορά τούτη, οδήγησε σε μεγάλες αλλαγές στις διάφορες πόλεις που καταφύγανε, γιατί οι φυγάδες που όμως ήτανε στενά συνδεδεμένοι με τις παραδόσεις του τόπου τους, αρχίσαν να ενσωματώνουνε το νέο στυλ, σ' έργα διαφορετικά, αλλά ομοιογενή, όσον αφορά σε μερικά χαρακτηριστικά, όπως οι υπερβολικά περίπλοκες φόρμες κι ή έντονη πνευματικότητα.
     Καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε κατά την τελευταία περίοδο της Αναγέννησης κι ειδικότερα το χρονικό διάστημα 1520-1600. Είχε ως καταγωγή την Ιταλία, με κέντρα τη Ρώμη και τη Φλωρεντία κι αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο μίαν αντίδραση στην αισθητική της ώριμης Αναγέννησης, σηματοδοτώντας παράλληλα την μετάβαση στη μπαρόκ εποχή. Ο όρος προέρχεται από το λατινικό manierus (=τρόπος) κι η χρήση του επικράτησε κατά την περίοδο του Α' Παγκ. Πολ. προκειμένου να περιγραφεί η τέχνη του 16ου αιώνα που δεν ανήκε απόλυτα ούτε στα αναγεννησιακά πρότυπα αλλά ούτε και στο μεταγενέστερο μπαρόκ.
     Ανάμεσα στα κυριότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του στη ζωγραφική είν' η πολυπλοκότητα στη σύνθεση, η επιτήδευση στην απόδοση της ανθρώπινης έκφρασης καθώς κι η κατάργηση των αρμονικών αναλογιών της Αναγέννησης, πολλές φορές μέσω της επιμήκυνσης των ανθρώπινων χαρακτηριστικών ή με τη χρήση εξεζητημένων στάσεων. Σ' αντίθεση με τα αναγενννησιακά ιδεώδη, που αναζητούσαν τη ρεαλιστική απεικόνιση των φυσικών αναλογιών, οι εκφραστές του μανιερισμού απεικονίζουν υπερβολικά παραμορφωμένες φιγούρες προκειμένου να καλλιεργηθεί συναισθηματική ένταση. Επιπλέον, οι "καθαρές" φόρμες της Αναγέννησης εγκαταλείπονται, καθώς συχνά το κυρίως θέμα προβάλλεται σε δεύτερο πλάνο μετατοπίζοντας τη δράση αλλού και δημιουργώντας την αίσθηση της σύγχυσης. Στην αρχιτεκτονική, επίσης η αισθητική παρεκλίνει από τα αναγεννησιακά πρότυπα ενσωματώνοντας διαφορετική λιθοδομή και συνήθως βαρείς αρμούς ανάμεσα στις πέτρες των κτισμάτων. Χαρακτηριστικό δείγμα μανιεριστικής αρχιτεκτονικής αποτελεί η Villa Farnese στην περιοχή Carparola, κοντά στη πόλη της Ρώμης.
     Κυριότεροι εκπρόσωποι είναι οι Ιταλοί ζωγράφοι Παρμιτζιανίνο (1503-1540), Ιάκωβος Ποντόρμο (1494-1557), Τζούλιο Ρομάνο (1492-1546) καθώς κι οι γλύπτες Μπενβενούτο Τσελίνι (1500-1571) και Τζιοβάνι Μπολόνια. Παράλληλα με τη ζωγραφική και τη γλυπτική, αποτυπώνεται και στην αρχιτεκτονική, έχοντας ως κυριότερο εκφραστή τον Τζιόρτζιο Βαζάρι (1511-1574). Στους καλλιτέχνες του ρεύματος κατατάσσεται από πολλούς και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος καθώς στοιχεία μανιερισμού είν' εμφανή σ' ορισμένα έργα του, κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου.
   Μπαρόκ: Καλλιτεχνική τάση -με πρώτο εμπνευστή κι εκφραστή τον Μιχαήλ 'Αγγελο- που προσδίδει ποικιλία και κίνηση. Έσβησε τον 18ο αιώνα, όπου κι αντικαταστάθηκε από το Ροκοκό. Κύρια χαρακτηριστικά είναι, ποικιλία, η τάση προς το παράδοξο κι ασυνήθιστο, μακριά από τα καθιερωμένα και φαίνονται ήδη τα πρώτα στοιχεία του νατουραλισμού.
     Αναφερόμαστε είτε στην ιστορική περίοδο 1600-1750 που ακολούθησε την Αναγέννηση (ειδικότερα τον Μανιερισμό), είτε στο συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ύφος που διαμορφώθηκε την περίοδο αυτή. Το ύφος του Μπαρόκ αποτέλεσε νέο τρόπο έκφρασης που γεννήθηκε στη Ρώμη της Ιταλίας, απ' όπου εξαπλώθηκε σχεδόν σ' ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηρίστηκε από έντονο δραματικό και συναισθηματικό στοιχείο, ενώ εφαρμόστηκε κυρίως στην αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη μουσική, αλλά συναντάται παράλληλα και στη λογοτεχνία ή τη ζωγραφική.
     Ο όρος προέρχεται πιθανότατα από την πορτογαλική λέξη barocco, που σημαίνει το ακανόνιστο μαργαριτάρι κι ως επίθετο δηλώνει γενικά την έννοια του ασυνήθιστου ή παράδοξου. Η επιτυχία του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη στήριξη της Καθολικής εκκλησίας, που χρησιμοποίησε τη τεχνοτροπία και το δραματικό του ύφος για την αναπαράσταση πολλών θρησκευτικών θεμάτων που προκαλούσαν την συναισθηματική συμμετοχή του θεατή. Επιπλέον, η αριστοκρατία της εποχής κι η βασιλική εξουσία ευνοήθηκε από το επιβλητικό ύφος του για τη κατασκευή ανάλογων κτιρίων ή παλατιών που ενίσχυαν το κύρος της. Σε χώρες μ' έντονη παρουσία του προτεσταντικού κινήματος, όπως η Ολλανδία ή η Αγγλία, το μπαρόκ δε κατάφερε να επικρατήσει.
     Σ' αντίθεση με το αναγεννησιακό ύφος που βασίστηκε κυρίως στη λογική, το ύφος του απευθύνεται περισσότερο στο συναίσθημα. Παράλληλα χαρακτηρίζεται σχεδόν σ' όλες τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις του από αίσθημα δέους και μεγαλείου καθώς κι υπερβολή στη διακόσμηση και τη πολυτέλεια που αναδεικνύουν επιβλητικό και πομπώδες ύφος. Τα κυριότερα μέσα που χρησιμοποίησε στις εικαστικές τέχνες είναι οι καμπύλες γραμμές, οι πολύπλοκοι διαπλεκόμενοι όγκοι, η αυστηρή ιεράρχηση των χώρων, η απόδοση της κίνησης, η εκμετάλλευση του φωτός κι η δημιουργία έντονων αντιθέσεων, είτε με τη μορφή εσοχών στην αρχιτεκτονική, είτε μέσω έντονων φωτοσκιάσεων στη ζωγραφική.
     Σκοπός του είναι πρωτίστως να εντυπωσιάσει καθώς και να εξυψώσει τον άνθρωπο μέσα από τα πάθη και τα συναισθήματα του. Σ' αντίθεση με τις ιδεολογικές αρχές του ρομαντισμού, ο άνθρωπος δεν εκλαμβάνεται ως μονάδα αλλά ως μέρος ενός συνόλου. Στο μπαρόκ ύφος, σε συμφωνία με το φιλοσοφικό ρεύμα της εποχής, υπάρχουν έντονα στοιχεία ορθολογισμού χωρίς όμως ν' αποκλείονται κι οι συμβολισμοί.
     Η νέα μπαρόκ αρχιτεκτονική έκανε την εμφάνιση της στην Ιταλία κι οι ιστορικοί προσδιορίζουν ως αφετηρία της το έργο του Κάρλο Μαντέρνο (1556-1603) στη Ρώμη κι ειδικότερα στους ναούς Αγίας Σουζάνας κι Αγίου Πέτρου. Πρόδρομοι της μπορούν να θεωρηθούν επίσης τα τελευταία αρχιτεκτονικά έργα του Μιχαήλ 'Αγγελου, όπως για παράδειγμα η Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Με επίκεντρο την Ιταλία, εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη καθώς και στη Λατινική Αμερική, κυρίως μέσω των Ιησουιτών. Οι ναοί, τα δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια, οι εσωτερικοί διάκοσμοι αλλά κι οι δημόσιοι χώροι εν γένει, αποπνέουν την αίσθηση του εξωπραγματικού, πέρα από τις ανθρώπινες διαστάσεις και κατ' επέκταση την παντοδυναμία του θεϊκού αλλά και της εκκλησιαστικής (παπικής) εξουσίας.
     Ως τυπικά χαρακτηριστικά της μπαρόκ αρχιτεκτονικής μπορούμε να αναφέρουμε:
 *δραματική χρήση του φωτισμού με έντονες αντιθέσεις
 *υπερβολική χρήση διακοσμητικών στοιχείων συμπεριλαμβανομένων και μεμονωμένων γλυπτών στο εξωτερικό
 *μεγάλης κλίμακας διακοσμητικές αναπαραστάσεις στις οροφές των κτιρίων
 *έντονη σύνδεση της αρχιτεκτονικής με τη ζωγραφική
 *χρήση τεχνικών οπτικής "απάτης" (trompe l' oeil)
     Το βασικό αρχιτεκτονικό μπαρόκ σχήμα προβλέπει την ύπαρξη ενός κεντρικού και κυρίαρχου οικοδομήματος στο οποίο προστίθενται δύο πλάγιες πτέρυγες και παράλληλα εμπλουτίζεται από ένα χαμηλότερο προεξέχον κτίσμα. Η μπαρόκ αρχιτεκτονική συνδέεται ουσιαστικά με μία βαθύτερη αλλαγή στην αντίληψη γύρω από το ρόλο των δημόσιων κτιρίων. Για τις πόλεις του 17ου αιώνα, το κτίριο εκλαμβάνεται ως μέρος ενός ευρύτερου συστήματος και όχι ως ένα απλό ανεξάρτητο οικοδομικό σύνολο. Κατά συνέπεια, οι δημόσιοι ελεύθεροι χώροι μεταξύ των κτισμάτων οφείλουν επίσης να σχεδιαστούν επιμελώς. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο νέοι τύποι πλατείας, η κυκλική και η τετραγωνική. Επιπλέον οι δρόμοι οργανώνονται πιο διεξοδικά και συχνά αποτελούν επίσης αντικείμενα διακόσμησης. Ο Claude Mignot σε κατάλογο έκθεσης για την Μπαρόκ αρχιτεκτονική αναφέρει χαρακτηριστικά:
    «Χώροι δοξαστικοί, χώροι θέασης και χώροι για τον ελεύθερο χρόνο δημιουργούν σημεία από τα οποία εξακτινώνονται οι αρτηρίες και τα οποία αναδομούν την πόλη η οποία αποκαλείται "μπαρόκ". Αναμνήσεις των εφήμερων αψίδων των βασιλικών εισόδων, οι πύλες της πόλης προσλαμβάνουν τη μορφή μόνιμων αψίδων θριάμβου (οι πύλες του Σεν Ντενί και του Σεν Μαρτέν στο Παρίσι, η πύλη ντι Πεϊρού στο Μονπελιέ), οι κρήνες καθίστανται μνημεία (η φοντάνα ντι Τρέβι στη Ρώμη), οι πλατείες εξισορροπούν τον χώρο για τη θέαση των όψεων των μεγάρων και των ναών, οι περίπατοι οργανώνονται στη θέση των οχυρώσεων και οι γέφυρες προβάλλονται ως εξώστες στους ποταμούς• τέλος, τα θέατρα, σημείο συνάντησης της πολεοδομίας του πρόσκαιρου εξωραϊσμού και της νέας πολεοδομίας του ελευθέρου χρόνου, ανεγείρονται στις δημόσιες πλατείες (Νάπολι)».
     Σημαντικά δείγματα μπαρόκ αρχιτεκτονικής έχουμε εκτός από την Ιταλία, σε χώρες όπως, Γαλλία, Ισπανία, Αυστρία, κεντρική Γερμανία και Ρωσία. Ανάμεσα στους σημαντικούς αρχιτέκτονες της εποχής μπορούμε ν' αναφέρουμε τους: Francesco Borromini (1599-1667) Calo Maderno (1556-1629) Gian Lorenzo Bernini (1598-1680)
     Το μπαρόκ ύφος δεν επηρέασε μόνο τις εικαστικές τέχνες αλλά επηρέασε σε μέγιστο βαθμό και τη μουσική. Οι μεγαλύτερες κατακτήσεις της Μπαρόκ μουσικής περιλαμβάνουν την ανάπτυξη του λυρικού θεάτρου, του μουσικού είδους της όπερας και του ορατόριου.
     Βασικά χαρακτηριστικά της είναι:
 *οι μείζονες και ελάσσονες κλίμακες που αντικαθιστούν τους εκκλησιαστικούς τρόπους
 *η σταδιακή μετάβαση από την πολυφωνία του μεσαίωνα και της Αναγέννησης στην ομοφωνική γραφή, η οποία ολοκληρώνεται την εποχή του κλασικισμού
 *η εμφάνιση νέων μουσικών μορφών, όπως η όπερα και το ορατόριο, η μπαρόκ σουίτα, η τριο-σονάτα και τα κοντσέρτα γκρόσο ή σόλο (concerto grosso, concerto solo)
 *η εξέλιξη αρκετών μουσικών οργάνων και η εγκατάλειψη άλλων
το basso continuo (συνεχές μπάσο ή βάσιμο)
     Η μπαρόκ μουσική είν' έντονα συνδεδεμένη και με το χορό. Ειδικότερα, ως τμήματα της μπαρόκ σουίτας, εντάσσονται πολλοί χοροί όπως η γκαβότ (gavotte) ή η μπουρέ (bure). Σημαντικοί συνθέτες θεωρούνται οι: Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685-1750) (ο θάνατος του σηματοδοτεί και το τέλος της μπαρόκ περιόδου), Γκεόργκ Φρήντριχ Χέντελ (1685-1759) Archangelo Corelli (1653-1713) Alessandro Scarlatti (1660-1725) Jean Baptiste Lulli (1632-1687) Francois Couperin (1668-1733) Jean Phιlippe Rameau (1683-1764) Henry Purcell (1659-1695)
   Ροκοκό: Είναι συνέχεια του Μπαρόκ αλλ' αποκτά αυτοτέλεια κι οργανικότητα. Δεν υπάρχει σ' έργα που 'χουνε χαρακτηριστικό τη σοβαρότητα ή την απλότητα. Αυτή δε η τάση, χαρακτηρίζεται από τ' ανοιχτά, ζωηρά χρώματα και το χαρούμενο, σύνθετο στυλ. Eμφανίστηκε στη Γαλλία γύρω στα 1715 σ' αντίδραση προς το βαρετό στιλ των διακοσμήσεων του παλατιού των Βερσαλλιών. Διάρκεσε μόνο λίγες 10ετίες. Είναι στιλ κυρίως εσωτερικής διακόσμησης σε τοίχους, ταβάνια, έπιπλα μ' ανάγλυφα φυτικά μοτίβα, κλωνάρια, φύλλα, άνθη σε σχηματισμούς C κι S, ανάλαφρο, χαριτωμένο, εύθυμο, χαρούμενο, ευφάνταστο, κομψό. Σ' αντίθεση προς το βαρύ Μπαρόκ, τα χρώματα του είναι πολύ φωτεινά, διάφανα, δίχως βαθειές φωτοσκιάσεις.
     Στη ζωγραφική παρατηρείται προτίμηση σε θέματα με κομψές φιγούρες σ' ειδυλλιακό περιβάλλον, σε δάση, κήπους, να περπατούν, να διασκεδάζουν, να παίζουν μουσικά όργανα κτλ, όλ' αυτά σ' ανέμελην ατμόσφαιρα που θυμίζει ή υποβάλλει θέατρο, αφού οι άνθρωποι στις εικόνες κινούνται και συμπεριφέρονται σα μαριονέτες ή ηθοποιοί σε σκηνή. Ποτέ δε κατόρθωσε να δώσει έργα μνημειακού χαρακτήρα και πνευματικής έξαρσης ή βαθειάς ψυχολογικής διείσδυσης. Μένει μόνο πάνω στην επιφάνεια της ζωής, στο επίπεδο του συναισθηματισμού και του εφήμερου, του πρόσκαιρου, του περιστασιακού.
     Κύριοι εκπρόσωποι στη ζωγραφική είναι οι Γάλλοι, Βατό, που στα έργα του διακρίνουμε μελαγχολική διάθεση, Μπουσέ, που διακρίνεται για τον ερωτισμό του, ο Ζαν Νατιέ (1685-1766) για τη κολακεία του, ο Φραγκονάρ για το συναισθηματισμό του. Στη γλυπτική, σημαντική είν' η εμφάνιση της πορσελάνης με συμπλέγματα συνήθως δύο φιγούρων (άνδρας-γυναίκα) ή και μία μόνο φιγούρα, με κύριους εκπρόσωπους στη Γαλλία τους, Λεμουά και Βουσαντόν και στη Γερμανία, τον Γκύντερ. Στην αρχιτεκτονική, βαρύτητα δίνεται στο αστικό σπίτι, μικρό σε διαστάσεις, διακοσμημένο εσωτερικά με καθρέφτες, τζάκια, ανάγλυφες διακοσμήσεις με επιχρυσώσεις και προτίμηση στ' άσπρα χρώματα, μ' έπιπλα σ' αυτό το στιλ. Διαδόθηκε εκτός από τη Γαλλία, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, κυρίως στη Βαυαρία. Επικράτησε μέχρι το 1770 περίπου.
   Νεοκλασικισμός: (1760-1840) εμφανίστηκε ως αντίδραση στην αυλική ζωγραφική με τη διακοσμητική κι ελαφρά διάθεση (π.χ. Watteau, Boucher). Ήταν μια προσπάθεια να ανυψωθεί η παιδεία του κοινού και ν' αναδειχθούν αρετές, όπως της φιλοπατρίας, της ενεργού συμμετοχής στη πολιτική ζωή, η αφοσίωση στην οικογένεια κλπ. Τα έργα χαρακτηρίζονται για τη ισόρροπη και συχνά γεωμετρική δομή των θεμάτων τους, για το ευδιάκριτο και ρωμαλέο σχέδιο, για την ευδιάκριτη τομή των κάθετων και των οριζόντιων αξόνων, για την αποφυγή των βίαιων χρωματικών αντιθέσεων.
     Γεννήθηκε στη Ρώμη, ρίζωσε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη. Ο πρώτος εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού στη Γαλλία είναι ο Vien. Μαθητής του και καλλιτέχνης που σφραγίζει με το έργο του το ρεύμα αυτό είν' ο David, ζωγράφος και βουλευτής της Convention, είν' αυτός που ανέλαβε το 1793 να διαλύσει και να επανιδρύσει την Ακαδημία των Καλών Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας (ιδρύθηκε από τον Mazarin το 1648). Στενός φίλος του Robespierre και Πρώτος Καλλιτέχνης του Ναπολέοντα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γαλλία μετά την Παλινόρθωση και την αναρρίχηση του Λουδοβίκου 18ου στο θρόνο, το 1815. Έζησε ως το 1825 αυτεξόριστος στις Βρυξέλλες. Εκεί συνέχισε να ζωγραφίζει και να διδάσκει. Μαθητές του David είν' οι ζωγράφοι Girodet, Gerard, Gros κι Ingres. Από αυτούς μόνον ο Ingres έμεινε πιστός στα διδάγματα και στις αισθητικές αρχές του νεοκλασικισμού. Ο Gros, για παράδειγμα, ενώ είχε την ίδια αγάπη για τα θέματα της ναπολεόντειας περιόδου με το δάσκαλό του τον David, εντούτοις εκφραζόταν στη ζωγραφική του με τόσο λυρισμό και πάθος, που φαίνεται να προαναγγέλλει και να συναντά τον Gericault και τον Delacroix.
   Ρομαντισμός: Είν' η αισθητική αντίληψη, που διέπεται από το συναίσθημα. Σύμφωνα μ' αυτή τη καλλιτεχνική τάση, η τέχνη πρέπει ν' απομακρύνεται από τα κλασσικά πρότυπα και ν' ασχολείται κυρίως με το αίσθημα και τη ποίηση περασμένων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό του ρομαντισμού αποτελεί η έμφαση στη πρόκληση ισχυρής συγκίνησης μέσω της τέχνης καθώς κι η μεγαλύτερη ελευθερία στη φόρμα, σε σχέση με τις περισσότερο κλασσικές αντιλήψεις (βλ. Κλασσικισμός). Στον ρομαντισμό, κυρίαρχο στοιχείο είναι το συναίσθημα αντί της λογικής. Στη ζωγραφική κύριοι εκπρόσωποί του, υπήρξαν οι Ζερικό και Ντελακρουά.
     Εμφανίστηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, διατηρήθηκε -κι ενισχύθηκε μάλιστα- το μεσαίωνα, εγκαταλήφθηκε κατά την αναγέννηση, για να επανέλθει το 18ο αιώνα και ν' ακμάσει το 19ο. Αναπτύχθηκε αρχικά στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία, για να εξαπλωθεί αργότερα κυρίως στη Γαλλία και την Ισπανία. Καταρχήν αποτέλεσε λογοτεχνικό ρεύμα, ωστόσο επεκτάθηκε τόσο στις εικαστικές τέχνες όσο και στη μουσική. Ακολούθησε ιστορικά την περίοδο του διαφωτισμού κι αντιτάχθηκε στην αριστοκρατία της εποχής. Συνδέθηκε μάλιστα ισχυρά, με τις ιδέες του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, που πρώτος χρησιμοποίησε τον όρο, για να περιγράψει αυτή τη τάση. Στο έργο του: "Ονειρογράμματα Ενός Μοναχικού Περιπατητή" αναφέρει πως, "ρομαντικό είν' ένα τοπίο, που δε παρουσιάζει κάτι που να μαρτυρά ή να δείχνει την ύπαρξη ανθρώπου και που η ομορφιά του προκαλεί έξαρση της λυρικής διάθεσης".
   Ρεαλισμός: ...ή πραγματισμός ή πραγματοκρατία. Ο όρος δόθηκε από τον Ανσέλμο της Κανταβρυγίας κι από άλλους σχολαστικιστές του μεσαίωνα, που υποστηρίζανε πως, οι γενικές έννοιες έχουνε πραγματική ύπαρξη και δεν είν' απλά υποκειμενικά πλάσματα ή ονόματα.
     Στη γνωσιολογία, ονομάζεται Αφελής Ρεαλισμός, ή θεωρία πώς ο εξωτερικός κόσμος είν' ακριβώς εκείνος που δύναται να γίνει αντιληπτός από τον άνθρωπο, μόνον από τα αισθητήρια όργανά του.
     Κριτικός Ρεαλισμός είν' η θεωρία πως τα αισθήματά μας από τον εξωτερικό κόσμο, είν' η συνισταμένη των ιδιοτήτων των αντικειμένων, απ' όπου έρχεται η εντύπωση, και των ιδιοτήτων του ατόμου που τη δέχεται.
     Στα εικαστικά και στη λογοτεχνία, ειδικότερα, είναι το αισθητικό δόγμα, πως ο εξωτερικός κι εσωτερικός κόσμος, πρέπει ν' αναπαρίστανται όπως ακριβώς είναι πραγματικά, χωρίς καμμιάν εξιδανίκευση.
     Ο ρεαλισμός αποτέλεσε καλλιτεχνικό ρεύμα της ζωγραφικής τη περίοδο 1850-1880. Στα μέσα του 19ου αιώνα ορισμένοι καλλιτέχνες αρχίζουν ν' απορρίπτουν τον αισθηματισμό του Ρομαντισμού κι επιδιώκουν ν' απεικονίσουν τη ζωή με ρεαλιστικό τρόπο. Στη Γαλλία ο ζωγράφος Κουρμπέ εξέφρασε τη βασική ιδέα αυτού του ρεύματος, που έγινε γνωστό με τον όρο "Ρεαλισμός", μ' αυτά τα λόγια:
   "Η ζωγραφική ... δεν είναι τίποτε άλλο απ' αναπαράσταση των πραγματικών και συγκεκριμένων πραγμάτων". Επίσης, όπως γράφει σε μια επιστολή του 1854:
  "Ελπίζω να κερδίζω πάντοτε τη ζωή μου ασκώντας τη τέχνη μου, χωρίς ν' απομακρυνθώ ούτε κατά μία τρίχα από τις αρχές μου, χωρίς να χρειαστεί να πω ψέμματα στην ίδια τη συνείδησή μου, χωρίς να χρειαστεί να ζωγραφίσω ούτε μια πιθαμή μόνο και μόνο για να φανώ ευχάριστος και ν' αυξήσω τις πωλήσεις μου". Οι ζωγράφοι κι οι λογοτέχνες του ρεαλισμού προσπαθούσαν ν' απεικονίσουν τη ζωή όπως ήταν, δεν επιδίωκαν να ξεφύγουν απ' τη πραγματικότητα.
   Κλασσικισμός: Καλλιτεχνική τάση με σαφή ροπή προς το ανυπέρβλητο, το τέλειο, το πρωταρχικό κι άξιο, το άφθαρτο στη καταλυτική δύναμη του πανδαμάτορα χρόνου. Υποδηλοί τη τάση προς το αρχαιοελληνικό ή λατινικό κι έχει σχέση με την ισορροπία των αισθήσεων, τη τελείωση και τη κανονικότητα. Η τάση να δημιουργηθεί κάτι, με πρότυπο αριστουργήματα της αρχαιοελληνικής ή λατινικής τέχνης και φυσικά δεν ανήκει σε μπαρόκ ή άλλου είδους μοντέρνα τεχνοτροπία.
     Μορφή της τέχνης, που θεωρεί ως ιδανικό την ελληνική ρωμαϊκή αρχαιότητα. Θέλει να ξαναγυρίσουμε στ' αρχαία πρότυπα κι ιδανικά, τη τελειότητα. Η λογική κυριαρχεί πάνω στο συναίσθημα και τη φαντασία. Η έκφραση έχει πάντα τη πληρότητα την αρτιότητα, τη κυριολεξία, το φυσικό και το απέριττο. Επιδιώκεται το τέλειο, το αρμονικό, το πλαστικό κι η ισορροπία. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη classicus που σημαίνει αυτός που κατατάσσεται σ' εξέχουσα τάξη (class), ο πλούσιος ρωμαίος, όταν κατέχει πάνω από 120.000 ασσάρια.
     Κλασικό ονομάζουμε έν' εξέχον έργο, κάθε τι που διαθέτει ανεξάντλητη δύναμη αντίστασης στη πάροδο και τη καταλυτική επίδραση του χρόνου, που αντέχει στη κριτική όλων των ανθρώπων κι αναγνωρίζεται ως τέλειο, έξοχο και πρότυπο, άξιο μεγάλης προσοχής και βαθύτατου σεβασμού, όπως π.χ. ο  Παρθενώνας, τα αγάλματα του Φειδία, του Πραξιτέλη κ.α., αλλά κι η μουσική του Μπετόβεν, τα έργα του Σαίξπηρ κ.α. Κλασσικοί Γάλλοι συγγραφείς: Ρονσάρ, Λαφονταίν, Μολιέρος, Ρακίνας κ.α.,  Γερμανοί: Γκαίτε, Σίλλερ, Λέσιγκ κ.α. Ελλάδα: Α. Κάλβος.
   Νατουραλισμός: Ξεκίνησε περί τα 1860-1880. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη natura που σημαίνει η φύση, naturalismus = φυσιοκρατία, φυσικότητα. Είναι κάτι πιο πάνω από τον ρεαλισμό. Οι νατουραλιστές παρατηρούν και περιγράφουν ανθρώπους ψυχρά, αμέτοχα, όπως ένα αντικείμενο, ένα ζώο ή μια μηχανή.
     Επηρεασμένοι από τη δαρβινική θεωρεία υποβιβάζουν τον άνθρωπο στην κατάσταση του ζώου. («Ανθρώπινο Κτήνος», Ζολά). Επιδιώκει την άμεση και πιστή εφαρμογή της φύσης και της πραγματικότητας, άσχετα αν τα πράγματα έχουν ατέλειες κι ασχήμιες. Έχει περιγραφικό χαρακτήρα, δηλαδή παρατηρεί και καταγράφει τα πράγματα όπως ακριβώς είναι κι όπως βρίσκονται. Απεικονίζει φωτογραφικά τα γεγονότα, μελετά την ανθρώπινη ψυχή και βρίσκει τα κίνητρα και τους κόσμους της. Προσέχει κυρίως τις κακές και παθολογικές στιγμές της ζωής τις οποίες παρακολουθεί και καταγράφει. Έχει όλα τα στοιχεία του ρεαλισμού, υπερτονισμένα όμως σε σημείο υπερβολής. Η όψη του κόσμου που παρουσιάζει είναι ζοφερή κι η εικόνα του ανθρώπου θλιβερή κι απογοητευτική, καθώς αυτός περιγράφεται σωματικά και ψυχικά ατελής κι αδύναμος, δημιούργημα της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος. Τάση που πρεσβεύει πως αρχή των πάντων είν' η φύση κι επιδρά στα πάντα, ακόμα και στη διαμόρφωση χαρακτήρα, καθώς και στη συλλογική συμπεριφορά των ανθρώπων. Έτσι, η απόδοσή της πρέπει να δίνεται μ' όλη τη πραγματικότητα, όσο κι αν αυτή είναι άσχημη!
     Στο πλαίσιο των μεγάλων εξελίξεων της τεχνολογίας, των φυσικών επιστημών και της ιατρικής δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ευρώπη το ρεύμα που στόχευε στην ακριβή αναπαράσταση της πραγματικότητας της εποχής εκείνης με βάση την επιστημονική μέθοδο της παρατήρησης, της ακρίβειας και της αυστηρής αντικειμενικότητας. Δε προσέβλεπε στην ωραιοποίηση, αλλά στη λεπτομερή περιγραφή των δυσχερών καταστάσεων κυρίως των ανθρώπων των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Έτσι δέσποζαν θέματα, που αντιμετώπιζαν οι προλετάριοι της εποχής, όπως η εργασιακή εκμετάλλευση, η φτώχεια, τα εγκλήματα, ο αλκοολισμός. Στόχος των καλλιτεχνών ήταν μέσω της συμπόνιας ν' ανακινήσουν συνειδήσεις, ώστε να καλυτερεύσει η ζωή των ανθρώπων. 
     Επηρεασμένος από το «θετικισμό» του Auguste Comte,  που έθετε την εμπειρία σα βάση για την ανθρώπινη γνώση,  ο Hippolyte Taine διατύπωσε τη φιλοσοφία της τέχνης «Philosophie De L' Art», που ασπάστηκαν οι νατουραλιστές. Σύμφωνα μ' αυτήν ο άνθρωπος εξαρτάται απ' τη κληρονομικότητα, τον κοινωνικό του περίγυρο και την ιστορική στιγμή. Οι εμπειρίες λοιπόν του ατόμου συσχετίζονται άμεσα μ' αυτούς τους παράγοντες (της φύσης), οπότε αυτός είναι ανελεύθερος, κινείται σύμφωνα με το ένστικτό του και δε φέρει ευθύνη για τις πράξεις του. Κι αφού δεν υπάρχει ηθική στη φύση, δε θα πρέπει να υπάρχει ούτε στη τέχνη. Θα πρέπει να παραμένει αντικειμενική και κάθε έργο να 'ναι σαν επιστημονικό πείραμα βασισμένο στη παρατήρηση της πραγματικότητας.
     Αλλά κι ο Γερμανός Arno Holz προσπάθησε να δημιουργήσει κανόνα για τη τέχνη με βάση την επιστημονική μέθοδο. Αφού κάθε πράγμα υπόκειται σε κάποιο κανόνα, έτσι κι η τέχνη. Για τον Holz: Τέχνη=φύση-Χ, όπου Χ είν' η υποκειμενικότητα του συγγραφέα, καθώς και το πώς ο θεατής/αναγνώστης αντιλαμβάνεται κι εκλαμβάνει τη τέχνη. Το σημαντικότερο πρότυπο νατουραλιστικής λογοτεχνίας το συναντάμε στο έργο του Zola. Ο ίδιος στο «Roman Experimental» έγραψε για το μεθοδικό τρόπο μέσω της παρατήρησης που χρειάζεται να 'χουν οι συγγραφείς, ώστε να πετύχουν να σκιαγραφήσουν μ' επιστημονική ακρίβεια την εικόνα της εποχής. Όσο περισσότερο παρατηρεί τον κοινωνικό περίγυρο και γίνεται ο εκφραστής του, τόσο περισσότερο γίνετ' ο ίδιος επιστημονικός παρατηρητής και το έργο του πείραμα. Παράδειγμα νατουραλιστικού μυθιστορήματος αποτελεί μία σειρά από 20 πειραματικά μυθιστορήματα του Zola με τίτλο "Les Rougon-Mac-Quart". Πρόκειται για τη κοινωνική ιστορία μιας οικογένειας για τέσσερις γενεές, που προσπάθησε να εξηγήσει όλες τις τροπές και μεταβολές που συνέβησαν σ' αυτή με βάση τη θεωρία της επιρροής του κοινωνικού περίγυρου στον άνθρωπο.
     Ο Guy de Maupassant, που 'δειχνε τον άνθρωπο ως ενστικτώδες ον, ο  Tolstoi κι ο Hauptmann με το κοινωνικό δράμα, ποy πρωταγωνιστεί η κατώτερη κοινωνική τάξη, ο Dostojewski με τη λογοτεχνία του προλεταριάτου, o Mπαλζάκ κι ο Φλωμπέρ και κυρίως ο Ibsen με το ρεαλιστικό ψυχολογικό δράμα αποτελούν τους σημαντικότερους εκφραστές του ευρωπαϊκού νατουραλισμού.
     Η τέχνη που δεν ωραιοποιεί, δεν ηρωοποιεί, προσπαθεί να 'ναι αντικειμενική στην αναπαραγωγή της πραγματικότητας της ζωής θέτοντας στο επίκεντρο σημαντικά κοινωνικά προβλήματα της εποχής. Ανοίγει τις πόρτες στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα χωρίς να δίνει λύσεις στα προβλήματα, αλλά προσπαθώντας με τη προβολή τους να ευαισθητοποιήσει, να κινήσει αλλαγές.
   Παρνασσισμός: είναι τεχνοτροπία, που πρωτογεννήθηκε στη Γαλλία και σήμερα είναι σε παρακμή. Παρνασσιακοί ονομάστηκαν οι νέοι ποιητές που ποιήματά τους δημοσιεύθηκαν σε μια κοινή συλλογή το 1886 στο Παρίσι με τον τίτλο «Σύγχρονος Παρνασσός». Η τεχνοτροπία αυτή επανέφερε στη τέχνη τη κλασσική ισορροπία, τη συμπύκνωση των νοημάτων, τη γαλήνη και την ακρίβεια, όπως ο κλασικισμός. Θέλει την αυστηρή τήρηση των στιχουργικών κανόνων κι αποδίδει μεγάλη σημασία στην εξωτερική μόρφωση της ποίησης. Κυριότεροι αντιπρόσωποι  της τεχνοτροπίας αυτής υπήρξαν οι: Λεκόντ Ντελίλ, Θεόφιλος Γκωτιέ.
   Συμβολισμός: Πρόκειται περί της τέχνης που εκφράζει ότι θέλει να δείξει με σύμβολα ή συμβολικές εικόνες. Οι συμβολισμοί είναι γνωστοί εκ των προτέρων κι αποτελούν ένα είδος "κώδικα". Αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, γαλλικής και βελγικής προέλευσης. Ο όρος προέρχεται από τη λέξη "σύμβολο". Αναπτύχθηκε κυρίως στη ποίηση, ωστόσο συναντάται και στις εικαστικές τέχνες.
     Ο γαλλικός συμβολισμός γεννήθηκε σε μεγάλο βαθμό ως αντίδραση απέναντι σε Νατουραλισμό και Ρεαλισμό, ρεύματα που προηγήθηκαν χρονικά και που προσπάθησαν να συλλάβουν τη πραγματικότητα με πιστό τρόπο. Ο συμβολισμός από την πλευρά του αντιπαρέβαλε την πνευματικότητα, τη φαντασία και τ' όνειρο ως αναπόσπαστο μέρος καλλιτεχνικής δημιουργίας.
     Το κίνημα του συμβολισμού στη λογοτεχνία έχει τις ρίζες του στα "'Ανθη του Κακού" του Κάρολου Μπωντλαίρ. Τα αισθητικά του χαρακτηριστικά εξελίχθηκαν κι αποσαφηνίστηκαν κυρίως από τους Στεφάν Μαλαρμέ και Πωλ Βερλαίν κατά την δεκαετία του 1870. Το 1880 μια σειρά από μανιφέστα των συμβολιστών εμφανίστηκαν δημόσια κι ενέπνευσαν πιότερους καλλιτέχνες.
     Στις υπόλοιπες μορφές της τέχνης, θα λέγαμε πως εμφανίζεται μ' ελαφρά διαφορετική μορφή, κυρίως ως κίνημα που αντιπροσωπεύει τη πιο σκοτεινή (μεσαιωνικής επίδρασης) πλευρά του Ρομαντισμού. Σ' αντίθεση όμως με τη ρομαντική τέχνη, ήταν λιγότερο επαναστατικός. Τα έργα του Έντγκαρ 'Αλαν Πόε θεωρούνται μία από τις σημαντικότερες επιρροές της συμβολικής τέχνης. Πίστευαν πως σκοπός της τέχνης είναι να συλλάβει και να εκφράσει περισσότερο απόλυτες αλήθειες, που μπορεί να προσεγγίσει μ' έμμεσους τρόπους. Γι' αυτό το λόγο, έγραφαν με μεταφορικό τρόπο, χρησιμοποιώντας εικόνες κι αντικείμενα με συμβολική έννοια. Έντονο ήταν το μεταφυσικό ή μυστικιστικό στοιχείο. Ο θάνατος, μυθολογικά αλλά και δραματικά στοιχεία, ήταν έντονα στη θεματολογία.
     Σημαντική συνεισφορά στον ιδεολογικό καθορισμό του κινήματος του συμβολισμού είχε ο Βερλαίν. Το μανιφέστο του συμβολισμού εκδόθηκε το 1886 από τον ελληνικής καταγωγής ποιητή Ζαν Μορεάς. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο συμβολισμός ήταν εχθρικός απέναντι στις σαφείς διακηρύξεις, τις ρητορείες και τον ψεύτικο συναισθηματισμό, ενώ στόχος του ήταν "να ντύσει το ιδεατό σ' αντιληπτή μορφή", μέσω των συμβόλων. Για τους συμβολιστές, καθημερινά θέματα ή φυσικά τοπία αντιμετωπίζονται ως επιφανειακές αναπραστάσεις αρχέγονων και βαθύτερων ιδανικών.
     Μπορούμε να πούμε πως οι φιλοσοφικές ιδέες του Σοπενάουερ περιέχουν κοινές ανησυχίες με το κίνημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κι οι δύο πλευρές πίστευαν στο ρόλο της τέχνης ως ένα καταφύγιο απέναντι στην σκληρότητα του κόσμου. Με βάση αυτή την επιθυμία ήταν που οι συμβολιστές δανείστηκαν και θέματα του μυστικισμού.
     Αποτέλεσε κυρίως καλλιτεχνικό ρεύμα στη ποίηση, όπου ήταν ευκολότερο να υϊοθετηθούν τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του. Πρόδρομοι του των συμβολικών ποιητών αποτελούν οι Μπωντλαίρ, Λωτρεαμόν & Ζεράρ ντε Νερβάλ. Βασικότεροι ποιητές, εκπρόσωποι του κινήματος του συμβολισμού είν' οι Βερλαίν, Ρεμπώ, Αλμπέρ Ζιρώ και Μαλλαρμέ. Στο μυθιστόρημα, ξεχωρίζει το έργο του Joris-Karl Huysmans, "A Rebours" (1884), το οποίο θεωρείται ότι μιμήθηκε αργότερα ο Όσκαρ Ουάιλντ στο "Πορτρέτο Του Ντόριαν Γκρέυ". Σημαντικός κι αντιπροσωπευτικός συγγραφέας είναι κι ο Πωλ 'Ανταμ, με κυριότερο ίσως έργο του το "Les Demoiselles Goubert", γραμμένο σε συνεργασία με τον Μορεάς το 1886.
     Στις εικαστικές τέχνες δε χαρακτηρίζεται απαραίτητα απ' ομοιογενές ύφος ή συγκεκριμένες τεχνικές. Υπήρξαν αρκετές ομάδες συμβολιστικών ζωγράφων και εικαστικών καλλιτεχνών, συχνά ετερόκλητων, μεταξύ των οποίων ο Μορώ, κι ο Μουνχ. Στη ζωγραφική είχε μεγαλύτερη απήχηση κι εξάπλωση σ' άλλες χώρες της Ευρώπης, σ' αντίθεση με τη ποίηση. Έτσι, έχουμε δείγματα συμβολισμού από Ρώσους καλλιτέχνες, καθώς επίσης κι από μορφές της αμερικανικής τέχνης, όπως τον Elihu Vedder. Στη γλυπτική, πολλές φορές ο Ροντέν θεωρείται συμβολιστικός.
     Είχε κάποια επιρροή στη μουσική επίσης. Πολλοί συμβολιστικοί συγγραφείς και κριτικοί ήταν ενθουσιώδεις για τη μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Η αισθητική του θεωρείται πως άσκησε βαθιά επίδραση στα έργα του Κλώντ Ντεμπυσύ. Ένα από τα γνωστότερα έργα του (Prelude a l'apres-midi d'un faune) είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο ποίημα του Μαλλαρμέ (L'apres-midi d'un faune). Ακόμα ένας συνθέτης, ο Arnold Schoenberg, δανείστηκε στοιχεία από συμβολικά ποιήματα του Ζιρώ.
     Είχε σημαντική επιρροή σε μεταγενέστερα καλλιτεχνικά κινήματα και τα ίχνη του είν' εμφανή σε διάφορους νεωτεριστικούς καλλιτέχνες. Στους ποιητές ή λογοτέχνες που επηρεάστηκαν, συγκαταλέγονται συχνά οι Πώλ Βαλερύ, Μαρσέλ Προύστ και Γκιγιώμ Απολλιναίρ (Γαλλία), Τ. Σ. Έλιοτ, Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς και Τζέημς Τζόυς (αγγλόφωνη λογοτεχνία).
     Οι ζωγράφοι ήταν επίσης σημαντική επιρροή για το κίνημα του Εξπρεσιονισμού αλλά και για τον Υπερρεαλισμό. Ακόμα, οι αρλεκίνοι, οι άποροι κι οι κλόουν της "μπλε περιόδου" του Πικάσο παρουσιάζουν την επιρροή του συμβολισμού. Στον κινηματογράφο, αρκετές ταινίες της περιόδου του γερμανικού εξπρεσιονισμού στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην αισθητική αυτή.
   Μοντέρνα Τέχνη (Modern Art): Με τον όρον αυτόν αναφερόμαστε κυρίως στη καλλιτεχνική παραγωγή που παρατηρήθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα έως περίπου το 1970. Πολλές φορές χρησιμοποιείται κι ο όρος σύγχρονη τέχνη, ωστόσο δηλώνει περισσότερο τη πλέον πρόσφατη καλλιτεχνική παραγωγή. χαρακτηρίζεται από μια νέα προσέγγιση στις τέχνες, τέτοια ώστε πλέον να μην έχει πρωτεύουσα σημασία η ακριβής αναπαράσταση των αντικειμένων (π.χ. στη ζωγραφική ή γλυπτική) όσο ο πειραματισμός με νέους και πρωτότυπους τρόπους απεικόνισης τους, συχνά αποδομώντας το αντικείμενο ή προβάλλοντας το αφαιρετικά. Η έννοια της μοντέρνας τέχνης ταυτίζεται συχνά και με τον όρο Μοντερνισμός.
     19ος αιώνας: Η Μοντέρνα Τέχνη ξεκίνησε ως ένα καλλιτεχνικό κίνημα της Δύσης, ειδικότερα στο χώρο της ζωγραφικής και κατόπιν στη γλυπτική και την αρχιτεκτονική. Στα τέλη του 19ου αιώνα, αρκετές τάσεις στις τέχνες άρχισαν να ξεπροβάλλουν, όπως ο Ιμπρεσιονισμός που αναπτύχθηκε στο Παρίσι κι ο Εξπρεσιονισμός που γεννήθηκε αργότερα στη Γερμανία. Οι επιρροές τους ήταν ποικίλες και συχνά ετερόκλητες, από τις ανατολικές διακοσμητικές τέχνες μέχρι τις καινοτομίες του Τζόζεφ Τέρνερ και του Ντελακρουά. Την εποχή εκείνη, η επικρατούσα αντίληψη για τη τέχνη ήταν πως θα 'πρεπε να 'ναι ακριβής στην απεικόνιση των αντικειμένων και να στοχεύει στην έκφραση του ιδανικού. Οι τάσεις της δε στόχευαν απαραίτητα σε κάποιου είδους πρωτοπορία ή πρόοδο της τέχνης.
     20ος αιώνας: Ανάμεσα στα κινήματα μοντέρνας τέχνης που άνθισαν στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ο Φωβισμός, ο Κυβισμός, ο Εξπρεσιονισμός κι ο Φουτουρισμός. Ο Α' Παγκ. Πόλ. έθεσε τέλος σ' αυτά τα καλλιτεχνικά ρεύματα, οδήγησεν ωστόσο παράλληλα στη δημιουργία αρκετών νεότερων κινημάτων (ή αντικινημάτων), όπως ο Ντανταϊσμός κι ο Υπερρεαλισμός. 'Αλλα ρεύματα όπως το Μπαουχάους (Bauhaus) ή το κίνημα του Νεοπλαστικισμού (κίνημα de Stijl) βοήθησαν επίσης σημαντικά στον ερχομό νέων ιδεών στην τέχνη κι ειδικότερα σ' ότι αφορά τη σύνδεση της με την αρχιτεκτονική και το σχέδιο.
     Η μοντέρνα τέχνη παρουσιάστηκε και στην Αμερική κατά τη διάρκεια του Α' παγκ. πολ., όταν ένας σημαντικός αριθμός καλλιτεχνών αναγκάστηκε να βρεί καταφύγιο στις Η.Π.Α. Ο Φράνσις Πικαμπιά είχεν ιδιαίτερα σημαντική συνεισφορά στην είσοδο της μοντέρνας τέχνης στη Νέα Υόρκη. Μετά και τον Β' παγκ. πόλ. η Αμερική έγινε το επίκεντρο της μοντέρνας τέχνης κι ο τόπος όπου αναπτύχθηκαν πολλές νέες τάσεις, όπως χαρακτηριστικά ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός κι η Ποπ Αρτ (Pop Art) στις δεκαετίες 50', 60' αντίστοιχα καθώς κι ο Φωτορεαλισμός στη δεκαετία του '70. Αυτή η περίοδος συνδέεται και με την αποκαλούμενη μετα-μοντέρνα τέχνη.
   Φουτουρισμός: ήταν καλλιτεχνικό κίνημα του 20ου αιώνα. Η ενάντια στον ακαδημαϊσμό, καλλιτεχνική τάση, που 'χει σαν αρχή την έκφραση του συγχρονισμού των αισθήσεων, με τις ιδέες που τις προκαλούνε. (π.χ. Έν' άλογο που τρέχει, δεν έχει πια -οπτικά- τέσσερα πόδια, αλλ' ...είκοσι)! Θεωρείται κυρίως ιταλική σχολή στο χώρο της τέχνης που ωστόσο υϊοθετήθηκε κι από καλλιτέχνες άλλων χωρών, ειδικότερα της Ρωσίας. Αναπτύχθηκε σχεδόν σ' όλες τις μορφές τέχνης: ζωγραφική, γλυπτική, ποίηση, μουσική & θέατρο. Τοποθετείται χρονικά την περίοδο 1909-1920.
     Βασική μορφή του φουτουριστικού κινήματος αποτέλεσε ο Ιταλός ποιητής Φίλιππο Τομάσο Μαρινέτι, που 'ναι κι ο δημιουργός του περίφημου ιδρυτικού μανιφέστο του. Αρχικά δημοσιεύτηκε στο Μιλάνο (1909) αλλά και στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro. Οι Φουτουριστές εισήγαγαν κάθε νέο μέσο στη καλλιτεχνική έκφραση και χαιρέτησαν τα νέα τεχνολογικά μέσα της εποχής ως ένα θρίαμβο του ανθρώπου απέναντι στη φύση. Αντιτάχθηκαν στο Ρομαντισμό κι ύμνησαν την ταχύτητα και τις βιομηχανικές πόλεις. Πρότειναν ακόμα τη χρήση ενός εναλλακτικού συντακτικού της γλώσσας στη τέχνη. Όπως θα γράψει κι ο ίδιος ο Μαρινέτι:
   «O Φουτουρισμός βασίζεται στη πλήρη ανανέωση της ανθρώπινης ευαισθησίας, που προκαλείται από τις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις. Oι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τον τηλέγραφο, το τηλέφωνο, το φωνόγραφο, το ποδήλατο, τη μοτοσικλέτα, το αυτοκίνητο, το υπερωκεάνιο, το πηδαλιοχούμενο, το αεροπλάνο, τον κινηματογράφο, τη μεγάλη εφημερίδα δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη πως αυτά τα μέσα επικοινωνίας, μεταφοράς και πληροφόρησης ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ψυχή τους».
     Ο Μαρινέτι κατάφερε γρήγορα να εμπνεύσει κι άλλους καλλιτέχνες, κυρίως νέους ζωγράφους από το Μιλάνο, όπως οι Ουμπέρτο Μποτσιόνι, Κάρλο Καρά και Τζιάκομο Μπάλα, που βοήθησαν σημαντικά στην επέκταση του φουτουρισμού στη ζωγραφική κι εν γένει στις εικαστικές τέχνες. Ο Μποτσιόνι έγραψε επίσης το μανιφέστο των φουτουριστών ζωγράφων το 1910.
     Στις μέρες μας, αναγνωρίζεται ίσως ολοένα και περισσότερο η πολιτική διάσταση του φουτουρισμού, πέρα από τη κάλυψη που προσέφερε, των όποιων αναγκών καλλιτεχνικής έκφρασης. Θεωρείται πως μεταξύ των ιδανικών του Μαρινέτι ήταν κι η είσοδος της υποβαθμισμένης κι αρκετά οπισθοδρομικής την εποχή εκείνη, Ιταλίας, στον 20ο αιώνα. Στα μελανά σημεία του Φουτουρισμού αναφέρεται επίσης συχνά, η σύνδεση του με τον φασισμό.
     Επηρέασε σημαντικά πολλά από τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα κι ειδικότερα τον ρώσικο Κονστρουκτιβισμό, το Ντανταϊσμό και τον Υπερρεαλισμό. Ως οργανωμένο κίνημα σταμάτησε να υφίσταται περίπου το 1920, γεγονός που συνδέεται και με τον χαμό πολλών εκφραστών του φουτουρισμού στη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων.
     Ορφισμός: αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στο Παρίσι τη σύντομη περίοδο 1912-1914 στη ζωγραφική. Ο όρος επινοήθηκε από τον Γάλλο ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ προκειμένου να περιγράψει το λυρισμό των έργων του ζωγράφου Robert Delaunay κι αποτελεί αναφορά στον Ορφέα της ελληνικής μυθολογίας. Ο Delaunay θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του μαζί με τους Frank Kupka, αδέλφια Ντυσάν και Roger de la Fresnaye. Το ρεύμα του συνδέθηκε με το κίνημα του Κυβισμού και μάλιστα συχνά χρησιμοποιείται κι ο όρος Ορφικός Κυβισμός. Το στοιχείο που διαφοροποιεί τα έργα της σχολής του ορφισμού από τα αντίστοιχα κυβιστικά, είν' η χρήση έντονων χρωμάτων και χρωματικών αντιθέσεων. Επιπλέον ο ορφισμός δε χαρακτηρίζεται από την αυστηρότητα της κυβιστικής φόρμας. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η αφαιρετική προσέγγιση των θεμάτων.
     Το ρεύμα του διακόπηκε περίπου την περίοδο του Α' Παγκ. Πολ. αλλά θεωρείται πως παρά τη πολύ μικρή διάρκεια, πρόλαβε να επηρεάσει αρκετούς καλλιτέχνες. Αρκετοί από τους Γερμανούς εξπρεσιονιστές ήρθαν σε επαφή με τα έργα των ορφιστών και υιοθέτησαν στοιχεία του ύφους τους. Ο ίδιος ο Paul Klee συνάντησε τον Delaunay στο Παρίσι το 1912.
   Suprematism: Αναπτύχθηκε από τον Kazimir Malevich το 1913 κι εισήχθη στην Έκθεση "0.10 The Last Futurist Exhibition", του 1915, στην Αγία Πετρούπολη. Μεταξύ άλλων εργασιών, ο Malevich εξέθεσε το διάσημο "Μαύρο Τετράπλευρο Σε Λευκό Φόντο", που συνέλαβε κατά τη διάρκεια της εργασίας του για την όπερα "Νίκη Πέρα Από Τον Ήλιο", 3 έτη νωρίτερα. Έγραψε για τη ζωγραφική και για το Suprematism στη πραγματεία του "Ο Mη Αντικειμενικός Κόσμος":
   «Όταν, στα 1913, στην απελπισμένη προσπάθειά μου για την απελευθέρωση της τέχνης από το έρμα της αντικειμενικότητας, κατέφυγα στη τετραγωνική φόρμα κι εξέθεσα μιαν εικόνα που απετελείτο από ένα μαύρο τετράγωνο σ' ένα λευκό φόντο, κριτικοί και κοινό κραύγασαν: "Όλα όσα αγαπήσαμε χάθηκαν! Είμαστε σε μιαν έρημο… Ενώπιον μας δεν είναι παρά ένα μαύρο τετράγωνο σ' ένα λευκό φόντο!" Ακόμη, καταλήφθηκα από ένα είδος δειλίας που συνορεύει με τον πανικό όταν ένιωσα την απώλεια 'του κόσμου των Θέλω και των Ιδεών' στον οποίον είχα ζήσει, είχα εργαστεί και που στην αληθινή του ύπαρξη κι υπόσταση είχα πιστέψει. Αλλά μια πανευτυχής συναίσθηση της Απελευθερωμένης μου Αναντικειμενικότητας, μ' έσυρε μπρός στην 'έρημο', που τίποτε δεν είναι πραγματικό εκτός από το Συναίσθημα κι έτσι, το να Αισθανόμαι, έγιν' η ουσία της ζωής μου. Αυτό που 'χα εκθέσει, δεν ήταν κανένα 'κενό τετράγωνο'  αλλά μάλλον η Συνειδητοποίηση της Αναντικειμενικότητας.
   »Το Suprematism είναι μια αναψηλάφηση της καθαρής τέχνης που, με τη πάροδο του χρόνου, είχε καλυφθεί από τη συσσώρευση 'πραγμάτων'. Το τετράγωνο λοιπόν εκείνο, ήταν η πρώτη μορφή, με την οποία βρήκε να εκφραστεί η συνειδητοποίηση μου, της αναντικειμενικότητας. Τετράγωνο=συναίσθημα, λευκό φόντο=το κενό περ' απ' αυτό το συναίσθημα. Ακόμη, το ευρύ κοινό είδε την αναντικειμενικότητα, σα παρουσίαση μετάβασης της τέχνης κι απέτυχε να συλλάβει το προφανές γεγονός, ότι το συναίσθημα κατείχεν εδώ το υποτιθέμενον εξωτερικό περίβλημα. Το τετράγωνο Suprematism κι οι μορφές που επιδρούν έξω απ' αυτό, μπορούν να παρομοιαστούν με πρωτόγονα σύμβολα αυτόχθονος ατόμου, που αντιπροσωπεύανε στον σύνολό τους, όχι στόλισμα, αλλά την αίσθηση του ρυθμού.
   »Το Suprematism δεν έφερε στην ύπαρξη, ένα νέο κόσμο συναισθημάτων, αλλά μάλλον, μια συνολική νέα κι άμεση μορφή παρουσίασης, του κόσμου του Συναισθήματος. Η νέα τέχνη που 'χει δημιουργήσει νέες φόρμες και μορφή σχέσεων, με προσφορά εξωτερικής έκφρασης στο εικονιζόμενο συναίσθημα, θα γίνει μια νέα αρχιτεκτονική: θα μεταφέρει αυτές τις μορφές από την επιφάνεια του καμβά, στο Διάστημα. Έχει ανοίξει νέες δυνατότητες στη δημιουργική τέχνη, δεδομένου ότι, δυνάμει της εγκατάλειψης της αποκαλούμενης 'πρακτικής εκτίμησης', το εύπλαστο συναίσθημα που δίνεται στον καμβά μπορεί να μεταφερθεί στο Διάστημα. Ο καλλιτέχνης δεν είναι πλέον 'δεμένος' στον καμβά ('όχημα' εικόνων) και μπορεί να μεταφέρει τις συνθέσεις του από τον καμβά στο Διάστημα».
     Όπως μπορούμε να δούμε, ο Malevich τονίζει σχεδόν ασταμάτητα πως τ' όνομα του νέου ύφους αναφέρεται στην υπεροχή του καθαρού συναισθήματος στη τέχνη, πέρα από την αντικειμενικότητα της τέχνης. Οι απλούστερες γεωμετρικές μορφές -ένα τετράγωνο, ένα τρίγωνο, ένας κύκλος και τεμνόμενες γραμμές- συντιθέμενες σε δυναμικές διατάξεις, στην επίπεδην επιφάνεια του καμβά ή στις χωρικές δομές ("αρχιτεκτονική"), είναι για να εκφράσουνε την αίσθηση της ταχύτητας, της πτήσης και του ρυθμού. Στη σύνθεση του, το 1918, "'Aσπρο Σε Λευκό Φόντο", -κάνοντας βήμα προς τα μπρος από το "Κίτρινο Τετράγωνο Σε Λευκό Φόντο" που 'χε ζωγραφίσει ένα έτος νωρίτερα-, ο Malevich προσπάθησε ν' αποβάλει όλα τα περιττά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου και του χρώματος, δεδομένου πως ουσιαστικά το 1918 σταμάτησε. Ίσως αυτά τα πειράματα τον πείσανε πως είχε πετύχει το στόχο του και δε θα μπορούσε ν' αναπτύξει παραπέρα τις Suprematism ιδέες του.
     Εντούτοις, οι ιδέες του Malevich ήτανε τόσο τολμηρές και καινοτόμες, που παρά τον αρχικό κλονισμό και το φόβο, το Suprematism έγινε γρήγορα κυρίαρχον ύφος, που υιοθετήθηκε από το κοινό κι από άλλους καλλιτέχνες, τους: Olga Rozanova, Aleksandr Rodchenko, Ivan Kliun, Ivan Puni, El Lissitzky, Liubov Popova, Nikolai Suetin, Ilya Chashnik και Nadezhda Udaltsova. Ακόμα κι όταν το 1919, ο "πατέρας" του Suprematism, ανήγγειλε το ξεπέρασμα του κινήματος, -το ξεπέρασμα της πραγματικότητας και της μη αντικειμενικής φύσης του Suprematism- είχαν ασκήσει μεγάλην επίδραση στη πορεία της μοντέρνας τέχνης.
     Το ύφος Suprematism στόχευε να εξαλείψει όλες τις φυσικές μορφές κι ευνόησε τα επίπεδα γεωμετρικά σχέδια που αντιπροσώπευαν τις συγκινήσεις πιότερο, παρά τ' αντικείμενα κι υποστήριξαν τη καθαρήν αισθητική δημιουργικότητα. Η τέχνη του Malevich παρήχθη με τις καθαρές γεωμετρικές μορφές που τοποθετήθηκαν για να "τσιγκλίσουν" μόνο το αισθητικό συναίσθημα και δεν άφηνε καμία νύξη σε κοινωνικό, πολιτικό ή άλλο τι. Αν και το κίνημα περιορίστηκε πλέρια στη ζωγραφική, οι Suprematists χρησιμοποίησαν τη θεωρία για να δημιουργήσουν κλωστοϋφαντουργικά, τυπογραφικά προϊόντα κι αρχιτεκτονικές δομές, εκτός από ζωγραφική και γλυπτική. Το 1918, το Suprematism αντικαταστάθηκε από τον κονστρουκτιβισμό.
   Ντανταϊσμός: ή Νταντά (Dada) είν' ένα καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε μετά τον Α' Παγκ. Πόλ. στις εικαστικές τέχνες καθώς και στη λογοτεχνία (κυρίως στη ποίηση), το θέατρο, τη τέχνη και τη γραφιστική. Μεταξύ άλλων, το κίνημα ήταν και διαμαρτυρία ενάντια στη βαρβαρότητα του Α' Παγκ. Πολ. κι αυτού που οι Ντανταϊστές πίστευαν ότι ήταν καταπιεστική διανοητική αγκύλωση, τόσο στη τέχνη όσο και στην καθημερινότητα. Χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό κι απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης. Επηρέασε μεταγενέστερα κινήματα, συμπεριλαμβανομένου του σουρρεαλισμού.
     Στη πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσει κανείς επακριβώς που και πότε ξεκίνησε το κίνημα. Χαρακτηριστικά, ο Ραούλ Χάουσμαν, αρχηγός του κινήματος στο Βερολίνο, επισημαίνει πως είναι τόσο δύσκολο, όσο ο προσδιορισμός της γενέτειρας του Ομήρου. Ο ίδιος ο Χάουσμαν θεωρεί τον εαυτό του ιδρυτή του, στα 1915. Αντίθετα, ο Κλώντ Ριβιέρ, σ' άρθρο του στο περιοδικό τέχνης Arts υποστηρίζει πως ο γεννήτορας είν' ο Φράνσις Πικαμπιά περί τα 1913. Σύμφωνα με τον 'Αλφρεντ Μπάρ, πρώην διευθυντή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, ξεκίνησε το 1916 στη Νέα Υόρκη και στη Ζυρίχη.
     Η αλήθεια είναι πως ντανταϊστικά έργα ήδη από το 1915 εμφανίζονται στη Ρωσία. Φυσικά, ακόμα και τα μανιφέστα των Ιταλών φουτουριστών που εκδίδονται το 1909 μοιάζουν υπερβολικά με τα αντίστοιχα του Νταντά. Δεν είν' επίσης τυχαίο πως και ο Αντρέ Ζίντ χαρακτηρίζεται από αρκετούς ως ο πρώτος ντανταϊστής. Αλλά και πώς μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ ή τον Αλφρέντ Ζαρύ και τον Μπρισέ. Ακόμα κι ο Ηρόστρατος της αρχαιότητας που 'βαλε φωτιά στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσσο απλώς για να ξεσηκώσει τους συμπολίτες του ενδεχομένως να μην είχε τίποτα να διδαχτεί από τους Ντανταϊστές της Ζυρίχης ή του Παρισιού. Ντανταϊστικές τάσεις κι εκδηλώσεις (ατομικές ως επί το πλείστον) μπορούν εύκολα ν' ανακαλυφθούν σ' αρκετές περιόδους του μακρινού ακόμα παρελθόντος. Το θέμα έγκειται λοιπόν στο πού μπορούμε να χαράξουμε τη διαχωριστική γραμμή.
     Είναι γεγονός πως μεταξύ στην περίοδο 1915-1916, εκδηλώνονται παρεμφερή καλλιτεχνικά γεγονότα, σε διαφορετικά σημεία ανά τον κόσμο, τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν με την γενική ονομασία Νταντά. Ωστόσο, η ουδέτερη τη περίοδο του Α' Παγκ. Πολ., Ελβετία, φαίνεται να προσφέρει το κατάλληλο υπόβαθρο για την κυοφορία του Ντανταϊστικού πνεύματος. Το ελβετικό Νταντά ξεκίνησε στη Ζυρίχη κι ειδικότερα καλλιεργήθηκε στο ιστορικό Καμπαρέ Βολταίρ (Cabaret Voltaire) στις αρχές του 1916. Εκεί θα σχηματιστεί μια ομάδα από εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες που αργότερα θα εξελιχθεί στο κίνημα του Ντανταϊσμού.
     Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει βεβαιότητα, ποιος ανακάλυψε τη λέξη νταντά ούτε σχετικά με την ακριβή προέλευση του όρου. Πολλοί θεωρούν ότι προέρχεται από τη διπλή ρουμανική κατάφαση (da da) που χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά οι Τριστάν Τζαρά και Μαρσέλ Γιανκό (ρουμανικής καταγωγής και σημαντικά στελέχη του Ντανταϊσμού) στις συνομιλίες τους. Ο ντανταϊστής Χάνς Ρίχτερ αναφέρει ότι κι ο ίδιος δε γνώριζε τη προέλευση της λέξης ή τον εμπνευστή της. Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή, η λέξη ανακαλύφθηκε ανοίγοντας ένα λεξικό στη τύχη (ο Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ αναφέρει σε γράμμα, πως ο ίδιος μαζί με τον Ούγκο Μπάλ την ανακάλυψαν ψάχνωντας σε ένα Γερμανο-Γαλλικό λεξικό, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο για τη τραγουδίστρια του Καμπαρέ Βολταίρ, Μαντάμ Λε Ρουά). Στα γαλλικά dada σημαίνει, "ξύλινο παιδικό αλογάκι" ενώ η έκφραση "c'est mon dada" (μφ. αυτό είναι το νταντά μου) σημαίνει αυτό είναι το χόμπυ μου. Στα ελληνικά, νταντά είν' η παραμάνα. Στα αφρικανικά Κρού νταντά λέγετ' η ουρά της ιερής αγελάδας.
     Ο Τριστάν Τζαρά έδωσε τη δική του εκδοχή λέγοντας: "Μία λέξη γεννήθηκε, κανείς δεν ξέρει πως". Το μοναδικό γεγονός γύρω από τον όρο Dada είναι πως πρωτοεμφανίστηκε τυπωμένος στο Καμπαρέ Βολταίρ στις 15 Ιουνίου 1916.
    Εξπρεσσιονισμός: Είν' ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει έργα τέχνης, στα οποία η πραγματικότητα παραμορφώνεται με σκοπό να εκφράσει τα συναισθήματα ή την ιδιαίτερη εσωτερική οπτική του καλλιτέχνη. Στη ζωγραφική ειδικά, χρησιμοποιούνται έντονα χρώματα και παραμόρφωση των μορφών. Ο όρος χρησιμοποιείται τα τελευταία εκατό περίπου χρόνια.
     Αποτελεί καλλιτεχνικό κίνημα της μοντέρνας τέχνης που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, περίπου την περίοδο 1905-1940 και κυρίως στο χώρο της ζωγραφικής. Βασικό χαρακτηριστικό των εξπρεσιονιστών καλλιτεχνών ήταν η τάση να παραμορφώνουν τη πραγματικότητα στα έργα τους, αδιαφορώντας απέναντι σε μια πιστή κι αντικειμενική αναπαράσταση της. Συχνά διακρίνεται και από μια έντονη συναισθηματική αγωνία, χαρακτηριστικά μάλιστα μπορούμε να πούμε πως ελάχιστα εξπρεσιονιστικά έργα έχουν χαρούμενη διάθεση. Ο όρος Εξπρεσιονισμός (expressionism, από το αγγλικό -expression δηλαδή -έκφραση) αποδίδεται στον Τσέχο ιστορικό τέχνης Antonin Matějček το 1910, που χρησιμοποίησε τον όρο αυτό περισσότερο για να δηλώσει τάση αντίθετη στον Ιμπρεσιονισμό. Χαρακτηριστικά αναφέρει:
  "...ένας Εξπρεσιονιστής επιθυμεί πάνω απ' όλα να εκφράσει τον εαυτό του".
     Αυτή η στάση του εξπρεσιονισμού ήταν ασφαλώς αντίθεση στις αξίες των Ιμπρεσιονιστών, που επεδίωκαν μιαν αντικειμενική αναπαράσταση της πραγματικότητας.
     Το ρεύμα αναπτύχθηκε κυρίως στη Γερμανία. Στη πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ κάποια ενιαία οργανωμένη ομάδα καλλιτεχνών που να αυτοαποκαλούνταν Εξπρεσιονιστές αλλά περισσότερο μικρές ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά και κυρίως οι ομάδες Blaue Reiter και Die Brucke μ' έδρα το Μόναχο και τη Δρέσδη αντίστοιχα. Οι εξπρεσιονιστές ζωγράφοι επηρεάστηκαν από διάφορους προγενέστερους ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Βαν Γκόγκ κι ο Μουνχ αλλά επίσης κι από έργα της αφρικανικής τέχνης. Θεωρείται πως οι Εξπρεσιονιστές ήρθαν σ' επαφή με το έργο των Φωβιστών στο Παρίσι.
     Τα δυο κινήματα διακρίνονται κι από ένα κοινό χαρακτηριστικό στη τεχνική τους, συγκεκριμένα τη χρήση έντονων χρωμάτων κι αντιθέσεων. Ωστόσο ενώ οι φωβιστές επεδίωκαν μ' αυτό το τρόπο να δημιουργήσουν όμορφες εικόνες, οι Εξπρεσιονιστές στόχευαν στη πρόκληση βαθύτερων συναισθημάτων. Για τους Εξπρεσιονιστές, το χρώμα αποτελούσε ένα σημαντικό μέσο έκφρασης από μόνο του, χωρίς απαραίτητα την ανάγκη ενός αντικειμένου. Ο Καντίνσκυ ήταν από τις ηγετικές μορφές που στήριξαν αυτή τη θέση κι οδήγησαν σταδιακά στη διαμόρφωση της σύγχρονης αφηρημένης τέχνης.
    Ιμπρεσσιονισμός: καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Αν και αρχικά καλλιεργήθηκε στο χώρο της ζωγραφικής, επηρέασε τόσο τη λογοτεχνία όσο και τη μουσική. Κύριο χαρακτηριστικό του ιμπρεσιονισμού στη ζωγραφική είναι τα ζωντανά χρώματα (κυρίως με χρήση των βασικών χρωμάτων), οι συνθέσεις σε εξωτερικούς χώρους, συχνά υπό ασυνήθιστες οπτικές γωνίες και η έμφαση στην αναπαράσταση του φωτός. Οι Ιμπρεσιονιστές θέλησαν ν' αποτυπώσουν την άμεση εντύπωση (impression) που προκαλεί ένα αντικείμενο ή μια καθημερινή εικόνα.
     Αναπτύχθηκε στη Γαλλία κι ειδικότερα στην περίοδο της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα Γ', σε μια εποχή που η Ακαδημία Καλών Τεχνών καθόριζε με τρόπο απόλυτο τα όρια της τέχνης. Συγκεκριμένα η Ακαδημία υπαγόρευε όχι μόνο τη θεματολογία (στη ζωγραφική κυρίως ιστορικά, θρησκευτικά θέματα και πορτραίτα) αλλά και τις τεχνικές που όφειλαν να ακολουθούν οι ζωγράφοι της εποχής (συντηρητικά χρώματα, αφανείς πινελιές), με απώτερο στόχο την απομόνωση του θέματος από την ιδιαίτερη προσωπικότητα και ιδιοσυγκρασία του δημιουργού. Θεωρείται πως ξεκίνησε ουσιαστικά από τρεις μαθητές του ζωγράφου Μαρκ Γκλαίρ (Mark Gleyre), τους Κλωντ Μονέ, Πιέρ Ογκύστ Ρενουάρ και 'Αλφρεντ Σίσλευ, που συνδέονταν μεταξύ τους φιλικά. Η μικρή αυτή αρχική ομάδα, επεκτάθηκε σταδιακά με την προσθήκη και άλλων ζωγράφων όπως του Εντουάρ Μανέ και του Έντγκαρ Ντεγκά. Ο Πωλ Σεζάν είχε επίσης επιδράσεις από τους Ιμπρεσιονιστές κι αργότερα ο ίδιος αποτέλεσε τον κορυφαίο ίσως εκπρόσωπο της αποκαλούμενης και μετα-ιμπρεσιονιστικής περιόδου.
     Η ομάδα αρνείτο τους περιορισμούς της Ακαδημίας αλλά ταυτόχρονα απέρριπτε και τον ρομαντισμό, που εστίαζε υπερβολικά στο συναίσθημα. Η πρώτη δημόσια έκθεση ιμπρεσιονιστικού έργου πρέπει ν' αποτέλεσε ετήσια έκθεση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Η Ακαδημία διοργάνωνε έκθεση έργων με απονομή βραβείων, στην οποία συμμετείχαν μόνο έργα που είχαν γίνει αποδεκτά από ειδική επιτροπή και τα οποία προφανώς ακολουθούσαν την επιβαλόμενη τεχνοτροπία. Το 1863 η επιτροπή αυτή απέριψε τον πίνακα "Le Dejeuner Sur L' Herbe" (Γεύμα Στη Χλόη) του Μανέ, με την αιτιολογία ότι περιείχε γυμνό γυναικείο σώμα, κάτι που 'ταν αποδεκτό μόνο σ' αλληγορίες, όχι όμως σε θέματα από τη καθημερινότητα. Την ίδια χρονιά ωστόσο καθιερώθηκε παράλληλη έκθεση που περιείχε όλα τα έργα που είχαν αποριφθεί από την επιτροπή, μ' αποτέλεσμα να εκτεθεί δημόσια και το έργο του Μανέ. Το γεγονός αυτό συνέβη έπειτα από παρέμβαση του ίδιου του Ναπολέοντα. Τα αποριφθέντα έργα μπορούσαν έτσι να τεθούν στη κρίση του κοινού, χωρίς ωστόσο να μπορούν να τιμηθούν με κάποιο έπαθλο. Την επόμενη χρονιά, το 1874 η ομάδα, διοργάνωσε δική της έκθεση, που αντιμετώπισε την αυστηρή και σκωπτική κριτική. Ο ζωγράφος και κριτικός Λουί Λερουά ονόμασε την έκθεση αυτή "Η Έκθεση Των Ιμπρεσιονιστών", γεγονός που πιθανόν καθιέρωσε και τον όρο. Παρά την αρνητική κριτική οι νέες τεχνικές των ιμπρεσιονιστών είχαν θετικό αντίκτυπο σ' άλλους καλλιτέχνες της εποχής, που ακολούθησαν το κίνημα.
     Το 1879 ο Μονέ, εξέθεσε έν' έργο που δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση στη μέχρι τότε καθεστηκυία νοοτροπία. Ένας κριτικός, ο Λουΐ Βοξέλ, για να ειρωνευτεί την ομάδα των ζωγράφων που ανήκε, τους ονόμασε "Ιμπρεσσιονιστές" από τον τίτλο του πίνακα (υπάρχει στο Στέκι κι είναι το "Εντύπωση: Δειλινό" -Impression: Sunrise) κι έκτοτε ο όρος έμεινε.
     Με τον όρο τούτο, τα στερεά αντικείμενα της φυσικής πραγματικότητας, διαλύονται και βυθίζονται μέσα στο φως. Ολόκληρος ο κόσμος διαλύεται σε κομμάτια χρώματος. Από κοντά, οι πίνακες της ομάδας, δε σημαίνανε τίποτε, για το Γαλλικό κοινό. Όταν όμως ο θεατής στεκόταν κι έβλεπε από απόσταση μερικών μέτρων, ο πίνακας έπαιρνε φωτιά και φαινότανε να σκιρτά και να πάλλεται, όπως το νερό, όπου καθρεφτίζεται ο ήλιος. Παρατηρώντας τις μεταλλαγές του φωτός από στιγμή σε στιγμή, οι Ιμπρεσσιονιστές, διαλύουνε το περίγραμμα των αντικειμένων, μέχρι το σημείο, να τους αφαιρούνε κάθε βάρος και κάθε φυσικήν υπόσταση. Πρέσβευαν για παράδειγμα πως οι άνθρωποι στη πραγματικότητα δε παρατηρούν τα υλικά αντικείμενα αλλά το φώς που ανακλάται σ' αυτά. Γι' αυτό το λόγο ζωγράφιζαν και σ' ανοιχτούς χώρους προσπαθώντας ν' αποτυπώσουν όσο το δυνατό καλύτερα τα ιδαίτερα χαρακτηριστικά του φωτός.
    Μετα-Ιμπρεσιονισμός: αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε περί τα τέλη του 19ου αιώνα, αμέσως μετά το κίνημα του Ιμπρεσιονισμού, του οποίου αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο προέκταση. Οι μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι εξακολουθούν να διατηρούν τις τεχνικές του Ιμπρεσιονισμού, ωστόσο επιδιώκουν να πρoσδώσουν μεγαλύτερο συναισθηματισμό στα έργα τους. Αν και πραγματοποιούσαν συλλογικές εκθέσεις, ουδέποτε αποτέλεσαν μια συμπαγή ομάδα με κοινό τόπο. Οι εξεζητημένες φόρμες που υϊοθέτησαν επηρέασαν σημαντικά τα μεταγένεστερα ρεύματα της τέχνης του 20ου αιώνα, όπως το Φωβισμό και τον Κυβισμό. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον κριτικό τέχνης Roger Fry.
   Σουρεαλισμός (Υπερρεαλισμός): Καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως στη Γαλλία στις αρχές του 20ου αιώνα κι ειδικότερα στη περίοδο μεταξύ του Α' και Β' Παγκ. Πολ. Φιλολογική, ποιητική και καλλιτεχνική κίνηση, που ενθαρρύνει τον αυτοματισμό -καταγόμενη από τον Ντανταϊσμό-, την υπαγόρευση δηλαδή του υποσυνειδήτου, γιατί πιστεύει πως μόνον έτσι είναι δυνατή η ανανέωση των αξιών ηθικής, φιλοσοφίας κι επιστήμης. Διακηρύσσει τη παντοδυναμία του ονείρου, του ενστίκτου και στρέφεται ενάντια σε κάθε λογική, ηθική και κοινωνική τάξη. Πολλοί από τους πρώιμους υπερρεαλιστές προήλθαν από το προγενέστερο κίνημα του Ντανταϊσμού. Στη φύση του επαναστατικό κίνημα, επιδίωξε πολλές ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της τέχνης αλλά και της σκέψης γενικότερα. Θεωρείται πως άσκησε (κι ασκεί ακόμη) επίδραση σε μεταγενέστερα καλλιτεχνικά ρεύματα.
     Ο όρος εμφανίζεται για πρώτη φορά στα 1917 κι ανήκει στον περίφημο Γάλλο ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζει το παράδοξο θεατρικό έργο του "Οι Μαστοί Του Τειρεσία" (Les Mamelles De Tiresias), ως "υπερρεαλιστικό δράμα" ("drame surrealiste"). Σύμφωνα με τον Απολλιναίρ, ο όρος αυτός δηλώνει τον αναλογικό τρόπο που μπορεί ν' αποδοθεί η πραγματικότητα. Όταν λ. χ. ο άνθρωπος θέλησε να μιμηθεί το βάδισμα δεν εφηύρε μηχανικά πόδια αλλά τροχό. Όμοια συμπεριφέρεται κι ο ποιητής: όταν θέλει να μεταδώσει κάποιες ιδέες, πρέπει να το κάνει όχι αντιγράφοντας τον κόσμο και τις καταστάσεις του στατικά και νατουραλιστικά, αλλά δυναμικά, με τρόπο αναλογικό και δημιουργική φαντασία.
     Φυσικά ο Απολλιναίρ δε χρησιμοποίησε τότε τον όρο έχοντας στο μυαλό του μια ολόκληρη καλλιτεχνική σχολή ή θεωρία και πραγματικά ο σουρρεαλισμός θα 'χε παραμείνει πολύ ειδικός κι ακαδημαϊκός όρος (όπως π.χ ο Γκονγκορισμός ή ο Ευφυϊσμός) αν ο Αντρέ Μπρετόν δεν είχε ενσωματώσει μετέπειτα στον υπερρεαλισμό όλα κείνα τα χαρακτηριστικά που θεμελίωσαν το υπερρεαλιστικό κίνημα (οι θεωρίες του Φρόυντ για τα όνειρα, το ασυνείδητο, ο αυτοματισμός κ.ο.κ).
     Με τον ίδιον όρο, περιγράφεται επίσης και κάθε καλλιτεχνική προσπάθεια που τείνει στην ανατροπή κι οριστική απαλλαγή, από κάθε αναγνωρισμένη αξία, είτε με το επαναστατικό της περιεχόμενο, είτε με τον υποσυνείδητο αυτοματισμό. Ο Αντρέ Μπρετόν, -ουσιαστικά, τυπικά κι οριστικά δημιουργός του- έγραψε:
     "Σουρρεαλισμός = καθαρός ψυχικός αυτοματισμός που εκφράζει προφορικά, γραπτά ή με κάθε άλλο τρόπο, τις πραγματικές παραστάσεις της ψυχής. Πρόκειται για υπαγόρευση της σκέψης, χωρίς έλεγχο ή μέριμνα λογικής και χωρίς καμμιάν αισθητική κι ηθική κρίση".
     Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται με διαφορετικούς τρόπους για να υποδηλώσει κάτι φανταστικό, αλλόκοτο, παράλογο ή τρελό. Η απλοϊκή αυτή χρήση του όρου είναι σαφώς ανεπαρκής στο χώρο της τέχνης -έχει παρόλα αυτά ενσωματωθεί στη καθομιλουμένη: (π.χ. "...ήταν μια εντελώς σουρρεαλιστική σκηνή!")
     Γεννήθηκε στο Παρίσι κι αναπτύχθηκε ως επί το πλείστον από νεαρούς ποιητές της εποχής, κυρίως την ομάδα που διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό "Litterature" στο διάστημα 1919-1924 -έτσι ξεκίνησε η τάση που αργότερα οδήγησε στη δημοσίευση του Μανιφέστου και τη δημιουργία ενός κινήματος. Βασικές επιρροές στη πρώιμη αυτή υπερρεαλιστική ομάδα αποτέλεσαν οι Ρεμπώ, Λωτρεαμόν και Μαλλαρμέ, αλλά κι οι σύχρονοι της εποχής, Απολλιναίρ και Πιέρ Ρεβερντύ. 'Αλλες σαφείς επιρροές προήλθαν από τον γερμανικό Ρομαντισμό αλλά και το αγγλικό γοτθικό μυθιστόρημα. Το περιοδικό "Litterature" ήταν αρχικά υπό την διεύθυνση των Λουί Αραγκόν, Αντρέ Μπρετόν και Φιλίπ Σουπώ (όλοι τους ήταν τότε ηλικίας μεταξύ 23-25 ετών) και συνεργάστηκε με πρωτοποριακούς αλλά και περισσότερο παραδοσιακούς καλλιτέχνες. Ωστόσο σε σύντομο χρονικό διάστημα, και με τον ερχομό στο Παρίσι του Τριστάν Τζαρά (από τους πρωτεργάτες του κινήματος του ντανταϊσμού, το περιοδικό θ' ακολουθήσει ένα δρόμο περισσότερο επαναστατικό, αντίθετα σ' όλα τα ρεύματα της τέχνης που προηγήθηκαν και κυρίως αντίθετα στο κατεστημένο της εποχής και την αδρανή αστική τάξη.
     Γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του ντανταϊσμού, ωστόσο οι υπερρεαλιστές, σε αντίθεση με τους ντανταϊστές, δεν ήταν τόσον ισοπεδωτικοί αλλ' αναζητούσαν κοινωνικό όραμα και κατεύθυνση έκφρασης απαλλαγμένη από κάθε είδους λογικά τεχνάσματα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η δυσπιστία απέναντι στον ορθολογισμό και τις τυπικές συμβάσεις (καλλιτεχνικές αξίες 'ιερές' για την εποχή αλλά και γι' αρκετούς από τους τότε καλλιτέχνες της πρωτοπορίας) αποτέλεσε τη βάση του κινήματος, μαζί με την εξερεύνηση του χώρου του ασυνείδητου και του ονείρου. Κάτω απ' αυτές τις επιρροές γεννήθηκε κι η μέθοδος της αυτόματης γραφής, που έδωσε το πρώτο γνήσια υπερρεαλιστικό έργο, "Τα Μαγνητικά Πεδία" (Les Champs Magnetiques) των Αντρέ Μπρετόν και Φιλίπ Σουπώ (1920).
     Τον Μάρτη του 1922, ο Αντρέ Μπρετόν μέσω της νέας σειράς του Litterature (που αποτελούσε πλέον όχημα του υπερρεαλισμού), έρχεται σ' οριστική ρήξη με τη πρωτοπορία της εποχής όπως επίσης και με τον ντανταϊσμό που αποκηρύσσει δημόσια. Κατά τη περίοδο αυτή, η ομάδα των υπερρεαλιστών εμπλουτίζεται με τη συμμετοχή καλλιτεχνών όπως ο φωτογράφος Μαν Ραίη από τη Νέα Υόρκη, ο ζωγράφος Φράνσις Πικαμπιά (που επιμελείται κι όλα τα εξώφυλλα της Litterature), ο ποιητής Πωλ Ελυάρ, ο Μαρσέλ Ντυσάν, ο Μάξ Ερνστ από τη Κολωνία κι άλλοι, που θ' αποτελέσουν τον πρώτο πολύ ισχυρό πυρήνα του. Η "Litterature" αποτυπώνει τα ιδεώδη του, δημοσιεύοντας ποικίλα κείμενα (κυρίως ποιήματα) που αποτελούν ως επί το πλείστον προϊόντα αυτόματης γραφής. Η ομάδα αρχίζει παράλληλα να κάνει τακτικές συγκεντρώσεις σε σπίτια μελών αλλά και να εμφανίζεται σε ομαδικές εκδηλώσεις.
     Τον Ιούνιο του 1924 το κίνημα περιλαμβάνει στους κόλπους του, εκτός από την αρχική τριανδρία, τους λογοτέχνες Πωλ Ελυάρ, Μπεντζαμέν Περέ, Ρομπέρ Ντεσνός, Ροζέ Βιτράκ, Μάξ Μορίζ, Ζωρζ Λεμπούρ, Ζοζέφ Ντελτέιγ, Ζάκ Μπαρόν, Ρενέ Κρεβέλ και τους ζωγράφους Φράνσις Πικαμπιά, Μάν Ραίη, Μαρσέλ Ντυσάν και Μάξ Ερνστ. Στη πορεία του χρόνου θα συμβούν κι άλλες ανακατατάξεις στα πρόσωπα. Κεντρική φυσιογνωμία του κινήματος αποτελεί πάντα ο Αντρέ Μπρετόν, ο μεγαλύτερος θεωρητικός, που δημοσιεύει πλήθος έργων αναλύοντας τις τεχνικές του. Επιπλέον όμως, είναι κι ηγετική φυσιογνωμία του λεγόμενου 'ορθόδοξου υπερρεαλισμού', συγκεντρώνοντας πολλές εξουσίες -δε διστάζει π. χ., να διώξει από το κίνημα άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες που, κατ' εκτίμησή του, αποκλίνουν από τα υπερρεαλιστικά ιδανικά.
     Η άνοδος του ναζισμού και τα γεγονότα της περιόδου 1939-1945 επισκίασαν κάθ' άλλη δραστηριότητα. Το 1941 ο Μπρετόν επισκέπτεται την Αμερική όπου δημιουργεί το περιοδικό VVV και προωθεί τον υπερρεαλισμό, κυρίως χάρη στη βοήθεια του Αμερικανού ποιητή Τσάρλς Χένρι Φόρντ που κείνο τον καιρό εκδίδει το περιοδικό View -σ' αυτό θα δημοσιευθούν κι εκτεταμένες αναφορές σ' έργα υπερρεαλιστών. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν πάντως αυτή τη περίοδο ως την αρχή της πτώσης του. Με τη λήξη του πολέμου, ο Μπρετόν επιστρέφει στο Παρίσι, που ξεκινά νέος κύκλος δραστηριοτήτων. Κύριος στόχος είναι, ν' αποσυνδεθεί από τον χαρακτήρα ενός απλώς αισθητικού κινήματος και να προβάλλει περισσότερο, ιδεολογικό περιεχόμενο. Συχνά επισημαίνει την ανάγκη, να ζεί κανείς τον υπερρεαλισμό.
     Αν κι είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τερματισμό του, καθώς η επίδραση σε μεταγενέστερες σχολές και κινήματα είναι συνεχής, πολλοί ιστορικοί θεωρούν την περίοδο του Β' Παγκ. Πολ. ως την αρχή του τέλους για τον υπερρεαλισμό. Ως οργανωμένο κίνημα εγκαταλείπεται οριστικά με το θάνατο του Αντρέ Μπρετόν το 1966.
     Ο υπερρεαλιστικός αυτοματισμός αποτελεί τη διαδικασία γραφής ή σχεδίασης που ο δημιουργός λειτουργεί αυθόρμητα, προβάλλοντας μ' αυτό τον τρόπο το ασυνείδητο, χωρίς κανένα στοιχείο αυτολογοκρισίας ή ήθικού κι αισθητικού περιορισμού. Στην Ελλάδα, η "Υψικάμινος" του Ανδρέα Εμπειρίκου αποτελεί ίσως το μοναδικό κείμενο αυτόματης γραφής. Στο σχέδιο, η αυτόματη μέθοδος συνίσταται σ' ένα είδος τυχαίας μετακίνησης του πινέλου πάνω στο χαρτί. Ο Αντρέ Μασόν φαίνεται πως ήταν από τους πρώτους χρήστες της μεθόδου, που επεκτάθηκε και στη ζωγραφική με κύριους εκφραστές τους Χουάν Μιρό και Ζαν Αρπ.
     Ο αυτοματισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη γραφή και τη ζωγραφική. Η αυτόματη γραφή προέρχεται από τον μυστικιστικό αυτοματισμό και ειδικότερα την πρακτική των μελλοντολόγων κατά την οποία, όπως ισχυρίζονται, καταγράφουν τα μηνύματα που λαμβάνουν από πνεύματα. Στη περίπτωση του υπερρεαλισμού ωστόσο, αποτελεί απλά μέσο έκφρασης του ασυνειδήτου, μέσω της χρήσης λέξεων με τυχαίο κι αυθόρμητο τρόπο, επιτυγχάνοντας έτσι τη δημιουργία παράλογων και φανταστικών εικόνων, χωρίς απαραίτητα λογική σύνδεση μεταξύ τους.
    Muralism Realism: Στο μετα-επαναστατικό Μεξικό της 10ετίας του '20 στάθηκε σα κατώφλι μιας νέας εποχής με σχετική πολιτική σταθερότητας. Υπό τη προεδρία του Alvaro Obregon (1920-24), η κυβέρνηση αποφάσισε πως η υπαίθρια δημόσια τέχνη ως οπτικό μέσο ιδιαίτερα προσιτό στο κοινό, θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εθνότητα που ξεπήδησε από τον εμφύλιο. Ανάθεσε στους Diego Rivera, Jose Clemente Orozco και David Alfaro Siqueiros, να φιλοτεχνήσουν σειρά τοιχογραφιών στα δημόσια κτήρια. Οι εργασίες τους επικύρωσαν το γηγενή πολιτισμό, προ της κατάκτησης, ως επαναστατικό συμβολισμό κι εισήγαγαν νέα οπτική γλώσσα που αντιπροσώπευσε τα κοινωνικά κι εθνικά θέματα, τα θρησκευτικά μοτίβα και μιαν υπέρ-ισπανική παγκόσμια άποψη.
     Γενικά, λειτουργούν απεικονισμένα κυβερνητικά εθνικιστικά συναισθήματα στο μονολιθικό καλλιτεχνικό ρεύμα, που 'γινε γνωστό ως μεξικάνικη mural αναγέννηση, που κατήγγειλε την ευρωπαϊκήν επιρροή και γιόρτασε, αντ' αυτής, τη μεξικάνικη κληρονομιά από την πρωτογενή αμερικάνικη επιρροή, μέσω της επανάστασης. Αντίστοιχα, οι μεξικάνικοι καλλιτέχνες ωθήθηκαν στο προσκήνιο, ζωγραφίζοντας για να εκφράσουν τις ιδέες τους σε μνημειακές μορφές τοιχογραφιών, προσιτές στις μάζες.
     Eίναι μια ψευδο-θρησκεία που διαμορφώνεται από μια ομάδα φίλων, ίσως και μόνο ως αστείο. Είναι κι ένας τρόπος σύνδεσης του ενός με τον άλλο, δεδομένου πως δεν αντικαθίσταται κανένα άλλο υπάρχον ρεύμα κι η μιμητική που αποτελεί το ρεύμα τούτο, φαίνεται κατάλληλη, ως χαρακτηρισμός. Μια ελαφρώς πιό σύνθετη προσέγγιση είναι, πως καθορίζει το φιλοσοφικό υπόβαθρο και τις πεποιθήσεις, δεδομένου ότι τις βλέπει κανείς πιο συγκεκριμένα και μέσα από κάποιο θρησκευτικό πρίσμα. Δε λέμε πως μπαίνει και καλά, κάποιος, κάτω από οιαδήποτε θρησκευτική τεχνοτροπία, αλλά πάντως έτσι δημιουργεί τον muralism του. Αυτό δε σημαίνει ότι λατρεύεται το "εγώ", αλλά μάλλον το σύνολο των θρησκευτικών πεποιθήσεων που το αποτελεί. Μια ακόμα πιο σύνθετη προσέγγιση είναι κείνη που περιγράφει τον muralism, ως τη νέα παγκόσμια τάξη, σχέδιο ή πολιτικό κόμμα, που έχει σαν βασική του πρόθεση να ενώσει όλο τον κόσμο ειρηνικά.
   Αφηρημένη Τέχνη (Abstract Figurative Art): Καλλιτεχνική σχολή που πιστεύει πως τα σχήματα, τα χρώματα κι η διάταξή τους, έχουνε μεγαλύτερη σπουδαιότητα κι ότι τα στοιχεία αυτά είν' ανεξάρτητα από το θέμα του έργου τέχνης, αν δηλαδή δεχτούμε πως υπάρχει καν θέμα. Αποκαλείται και μη αντικειμενική τέχνη, γιατί έχει δημιουργήσει έργα άσχετα από τις φυσικές μορφές. Πολύ συχνά διαστρεβλώνει τις μορφές ή τις υπεραπλουστεύει αλλά και τις αποβάλλει. Κυριαρχεί από το 1910 κι εντεύθεν, αυτούσια ή σε παρακλάδια όπως π.χ. ο κυβισμός. Σύγχρονο κίνημα στις εικαστικές τέχνες σύμφωνα με το οποίο αποκλείεται οποιαδήποτε αναφορά στην εξωτερική φυσική πραγματικότητα. Εναλλακτικά, μπορούμε να ορίσουμε ως αφηρημένη την μη παραστατική και μη αντικειμενική τέχνη.
     Στις αρχές του 20ου αιώνα ο όρος χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο ως αναφορά σε έργα του κυβισμού και του φουτουρισμού, που προσπάθησαν να περιγράψουν τη πραγματικότητα, όχι όμως μέσω της μίμησης ή της πιστής αναπαράστασης των εξωτερικών χαρακτηριστικών της αλλά μ' αντισυμβατικό κι αφηρημένο τρόπο μέσω των αμετάβλητων εγγενών ιδιοτήτων της. Ιστορικά, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας αφηρημένης αντίληψης γύρω από το καλλιτεχνικό έργο, θεωρείται πως διαδραμάτισε η ανάπτυξη της φωτογραφίας, καθώς κατέστησε σ' ένα βαθμό περιττή τη πιστή αντιγραφή των αντικειμένων στις υπόλοιπες εικαστικές τέχνες.
     Σύγχρονοι καλλιτέχνες, όπως ο Βασίλι Καντίνσκυ υποστήριξαν πως σ' αντίθεση με τη σύγχρονη επιστήμη, που αποκαλύπτει τον υλικό κόσμο και τη δομή του, ο ρόλος της τέχνης θα έπρεπε να είναι η ανάδειξη του πνευματικού χαρακτήρα της. Ο Καντίνσκυ θεωρείται ένας από τους πατέρες της αφηρημένης τέχνης ενώ επηρέασε σημαντικά και το μεταγενέστερο κίνημα του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού κατά τη δεκαετία του 1950.
    Αρ Νουβό (Art Nouveau) Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στο διεθνές καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ανάλογα με τον γεωγραφικο τόπο στον οποίο εξελίχθηκε, έλαβε διάφορες ονομασίες, όπως Stile Liberty στην Ιταλία, Μοντέρνο Στυλ στην Αμερική ή Μοντερνισμός στην Ισπανία, ενώ στη Γερμανία εμφανίστηκε με τον όρο Jugendstil. Ο γαλλικός όρος Αrt Νouveau χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία και το Βέλγιο κι αποδίδεται ως Νέα Τέχνη. Ως κίνημα δε διέθετε μεγάλη ομοιογένεια, εκδηλώθηκε κυρίως στο χώρο της διακόσμησης και της αρχιτεκτονικής, αγγίζοντας όμως κι όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής έκφρασης κι επηρέασε μεταγενέστερες τάσεις στη Μοντέρνα Τέχνη.
     Το ύφος της θεωρείται πως άρχισε να διαμορφώνεται στη δεκαετία του 1880 αλλά η περίοδος σημαντικής ακμής του τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 1892-1902. Μετά το 1905 συναντούμε περιορισμένες και μεμονωμένες εκφράσεις του. Αποτέλεσε κίνημα με διεθνή χαρακτηριστικά, καθώς αναπτύχθηκε σε πολλές διαφορετικές χώρες μεταξύ των οποίων η Αμερική, η Αγγλία, η Ολλανδία κι η Σκανδιναβία.
     Η ονομασία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από σύγχρονους κριτικούς τέχνης στο Βέλγιο και αργότερα αποτέλεσε την ονομασία της γκαλερί του Παρισιού Maison de l' Art Nouveau, υπό τη διεύθυνση του Samuel Bing και που ειδικευόταν σε σύγχρονα έργα Αρ Νουβό καλλιτεχνών. Εκεί εκτίθενται έργα καλλιτεχνών, που θεωρούνται σήμερα ως πατέρες του κινήματος, όπως ο Edvard Munch, ή o γλύπτης Ροντέν. Παρά τη καλλιτεχνική δραστηριότητα της πόλης του Παρισιού, φαίνεται πως εξελίχθηκε ακόμα περισσότερο στη Nancy, τόσο ώστε να δημιουργηθεί κι η αντίστοιχη Σχολή της. Καταλυτικό όμως ρόλο στην εξέλιξη της θεωρείται πως διαδραμάτισε η Διεθνής Έκθεση του 1900 στο Παρίσι, όπου το πρωτοποριακό νέο ύφος κυριάρχησε.
     Βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κινήματος είναι η επιτήδευση της μορφής, κυρίως για στοιχεία που αντλούνται από τη φύση καθώς κι η στενή συσχέτιση του με το κίνημα του συμβολισμού. Συνδέθηκε ακόμα με την ιαπωνική και τη γοτθική τέχνη. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι ιαπωνικές επιρροές εντείνονται διαρκώς, όπως το μαρτυρά δημοσίευση του περιοδικού Καλλιτεχνική Ιαπωνία (1881-1991) από τον Samuel Bing, καθώς κι οι εκθέσεις ιαπωνικής τέχνης που οργανώνονται από τη Κεντρική Ένωση Διακοσμητικών Τεχνών (1893) και Σχολή Καλών Τεχνών (1890). Η ιαπωνική τέχνη προσέφερε στην Αρ Νουβό μίμηση των φυσικών μορφών αλλά και την αναζήτηση περίπλοκων διακοσμητικών θεμάτων.
     Ένα άλλο χαρακτηριστικό της, είν' η διάθεση των καλλιτεχνών να καταργήσουν τις αποστάσεις μεταξύ των διαφορετικών μορφών της τέχνης, τις οποίες και προσπαθούν να ενοποιήσουν. Για το λόγο αυτό θεωρείται και συνολικό ύφος που συνδέθηκε με κάθε είδους σχέδιο, στην αρχιτεκτονική, στην εσωτερική διακόσμηση, στη γλυπτική, στην επιπλοποιΐα, στα κοσμήματα, στη βιοτεχνία και αλλού. Τα νέα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά της θεωρείται πως προετοίμασαν τα μεταγενέστερα πρωτοποριακά κινήματα του 20ου αιώνα, όπως, εξπρεσιονισμός, κυβισμός κι υπερρεαλισμός.
     'Αλλοι εκφραστές της είναι κι οι Henri de Toulouse-Lautrec, Pierre Bonnard, Gustav Klimt κ. ά.
   Κυβισμός: Τάση που αναπτύχθηκε από τους Μπρακ & Πικάσο, μετά το 1906 κι υπήρξεν η βάση όλης της μετέπειτα λεγόμενης αφηρημένης τέχνης. Τον όρον επινόησεν ο Γάλλος κριτικός τέχνης, Λουΐ Βοξέλ, του Gil Blas ενώ πιστεύεται πως ο Σεζάν ήταν ο πατέρας-εμπνευστής του, μιας κι απ' αυτόν αντλήσανε την ιδέα της ενότητας της επιφάνειας της εικόνας και την ανάλυση των διαφόρων μορφών, σε σχέση της μιας με την άλλη, με τελικό σκοπό, να μπορέσουνε να συλλάβουν νοητικά τη μορφή. Βοήθησε κι έπαιξε ρόλο επίσης κι η νέγρικη τέχνη, στις θεληματικές παραμορφώσεις και στο ενδιαφέρον, για τα πλάνα του κυβισμού.
     Καλλιτεχνικό ρεύμα της ζωγραφικής και της γλυπτικής, στην Ευρώπη του 20ου αιώνα. Στα έργα τέχνης κυβιστών, τα αντικείμενα χωρίζονται, αναλύονται, και συνθέτονται ξανά σε μια αφηρημένη μορφή -αντί οι καλλιτέχνες ν' αποδίδουν τ' αντικείμενα από συγκεκριμένη γωνία, τα διαιρούν σε πολλαπλές απόψεις, βλέποντας έτσι ταυτόχρονα πολλές διαφορετικές διαστάσεις ή όψεις των αντικειμένων. Συχνά οι επιφάνειες των όψεων, ή τα πλάνα, τέμνονται σε γωνίες που δεν έχουν κάποιο αναγνωρίσιμο βάθος.
     'Αρχισε στα μέσα του 1906 με τους Ζωρζ Μπρακ (Georges Braque) και Πάμπλο Πικάσο, που ζούσαν στη Μονμάρτη του Παρισιού. Γνωρίστηκαν το 1907 και δούλεψαν μαζί στενά μέχρι την έναρξη του Α' Παγκ. Πολ. το 1914. Το ρεύμα αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα αφενός χάρη στη συγκέντρωση πολλών καλλιτεχνών στη Μονμάρτη κι αφετέρου από τη προσπάθεια προώθησης του, από τον έμπορο τέχνης Χένρυ Κάνβαιλερ (Henry Kahnweiler). Ήδη το 1910 υπάρχουν αναφορές για σχολή. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως πολλοί αυτοαποκαλούμενοι κυβιστές καλλιτέχνες, κινήθηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις από τους εισηγητές, Μπρακ και Πικάσο. Επηρέασε βαθειά τον καλλιτεχνικό κόσμο, κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα και αποτέλεσε τον πρόδρομο μελλοντικών τάσεων όπως Φουτουρισμός, Κονστρουκτιβισμός κι Εξπρεσιονισμός.
     Οι όγκοι, ανάγονται σ' απλοποιημένα περιγράμματα και πολύ αδρά, παριστάνουνε το ίδιο αντικείμενο, άλλοτε προφίλ κι άλλοτε κατά μέτωπο. Οι μορφές είν' ολοένα και πιο δυσδιάκριτες κι ο πίνακας καταλήγει να γίνει, ένας συνδυασμός γραμμών κι επιπέδων. Το χρώμα γίνεται κι αυτό ολοένα και πιο λιτό -παρόλο που αρκετοί κυβιστές, κρατήσανε ζωηρά χρώματα και μερικές φορές την έκφραση κίνησης των μορφών τους- και περιορίζεται σ' ένα συνδυασμό γκρίζου και καφέ τόνων. Το στυλ αυτό επίσης, δίνει έμφαση στη δισδιάστατη επιφάνεια του πίνακα, εγκαταλείπει τις παραδοσιακές τεχνικές της προοπτικής και της φωτοσκίασης, απορρίπτοντας την επικρατούσα άποψη πως η τέχνη όφειλε ν' αναπαράγει τη πραγματικότητα και παρουσίασε, όχι τη χρηστική, ολοκληρωμένη όψη των αντικειμένων με τα οποία καταπιάστηκε, μα τα θραύσματά τους απο διαφορετικές οπτικές γωνίες.
     Ο πίνακας-μανιφέστο που έβαλε τις γερές βάσεις του κυβισμού, θεωρείται ο "Οι Δεσποινίδες Της Αβινιόν" του Πάμπλο Πικάσο!
   Βορτισισμός ή Βορτικισμός (Vorticism) αποτέλεσε καλλιτεχνικό κίνημα στις αρχές του 20ου αιώνα. Αν και διήρκησε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, περίπου τη 3ετία 1912-1915, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα οργανωμένα ρεύματα αφηρημένης τέχνης που αναπτύχθηκαν στην Αγγλία και συγγενεύει με τα κινήματα κυβισμού και φουτουρισμού. Ο όρος αποδίδεται στον ποιητή Έζρα Πάουντ, που τον χρησιμοποίησε το 1913. Κυρίαρχη φυσιογνωμία του κινήματος αποτέλεσε ο ζωγράφος και λογοτέχνης Wyndham Lewis. Ανάμεσα στους υπόλοιπους εκπροσώπους ανήκουν οι ζωγράφοι William Roberts, Edward Wadsworth, David Bomberg, Jessica Dismorr, Frederick Etchells, Cuthbert Hamilton, Lawrence Atkinson, CRW Nevinson, οι γλύπτες Jacob Epstein και Henri Gaudier-Brzeska καθώς κι οι συγγραφείς Έζρα Πάουντ και T. E. Hume.
     Το 1914, τα μέλη του δημοσίευσαν το πρώτο τεύχος του περιοδικού BLAST, που αποτυπώνονται δείγματα αισθητικής του βορτισισμού ενώ ακολούθησε και μια τελευταία δεύτερη κυκλοφορία το 1915. Το κίνημα αναπτύχθηκε κατά κύριο λόγο στο χώρο της ζωγραφικής και της γλυπτικής -μ' έντονες επιρροές και δάνεια από τα κινήματα κυβισμού και φουτουρισμού- καθώς επίσης και στη λογοτεχνία κυρίως λόγω της σημαντικής παρουσίας τoυ Πάουντ. Αξιοσημείωτη είναι κι η επίδρασή του στη φωτογραφία, καθώς ο βορτισιστής Alvin Langdon Coburn επινόησε τη πρώτη αμιγώς αφηρημένη φωτογραφία το 1917, που ονομάστηκε Vortograph. Οι φωτογραφίες αυτού του είδους απεικόνιζαν έν' αντικείμενο με τη βοήθεια καθρεφτών -τριγωνικής συνήθως διάταξης- κι είχαν τη μορφή καλειδοσκοπίου.
     Στην ιστορία του κινήματος καταγράφεται μόνο μία έκθεση, το 1915 στη Γκαλερί Doré. Το επόμενο διάστημα, κυρίως λόγω της έναρξης του Α' Παγκ. Πολ. το κίνημα διαλύθηκε. Τη περίοδο του 1920 προσπάθειες για την αναβίωσή του μέσω της καλλιτεχνικής ομάδας Group X απέτυχαν. Το 1956, η Tate Gallery φιλοξένησεν επίσης έκθεση για τον βορτισισμό. Αν κι ως καλλιτεχνικό ρεύμα δε κατατάσσεται στις κυρίαρχες τάσεις της μοντέρνας τέχνης, θεωρείται πως συνέβαλε γενικά στην διαμόρφωση μεταγενέστερων κινημάτων αφηρημένης τέχνης.
   Φωβισμός (Fauvismus):  Πάλι ο Λουΐ Βοξέλ ονομάτισε πρώτος τη τάση που, αντίθετα με το κυβισμό, τελικά θεωρήθηκε οργανωμένο κίνημα με σαφώς περιορισμένους και καθορισμένους στόχους, τούτη γεννήθηκε κι άνθισε μ' αυτοσχεδιαστικό, παρορμητικό τρόπο και κάπως συγκυριακά. Σε μιαν έκθεση όπου συμμετείχανε πολλοί ..."νέοι" υποστηρικτές της νέας ζωγραφικής, λοιπόν, υπήρχεν ανάμεσά τους κι ένας πίνακας του Donatelo. Ο Βοξέλ, περνώντας και βλέποντας τούτο, αναφώνησε: -"Τι δουλειά έχει ο Donatelo, μεταξύ τούτων των ...αγριμιών"; (Fauve=αγρίμι). Έτσι οι νέοι αυτοί δημιουργοί καθώς κι ζωγραφική τους, απέκτησαν όνομα.
     Αντιπροσωπεύει τη ζωηρή και χαρούμενη έκρηξη μιας τέχνης συνώνυμης με τη νεότητα, από καλλιτέχνες παθιασμένους για τον κόσμο και πρόθυμους να μεταφέρουνε στο μουσαμά, ένα ισχυρό φορτίο αισθήσεων, που υλοποιούνται με το χρώμα. Μέσα στη φρεσκάδα, στη τολμηρή σιγουριά που φαίνεται να θέλει ν' αποβάλλει όλες τις προηγούμενες εμπειρίες, εδρεύει η δύναμη της ξέφρενης ρήξης για την ανανέωση της παρόρμησης. Χρώματα, χρώματα και πάλι χρώματα μέσα σε χρώματα, έτσι που η μορφή πια να μην είναι το ζητούμενο αλλά τούτη η χρωματιστή φόρμα, σαν πανδαισία!
     Αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα της μοντέρνας τέχνης, στη ζωγραφική. Τοποθετείται χρονικά την περίοδο 1905-1908. Το κίνημα του φωβισμού αναπτύχθηκε στη Γαλλία κι ενώ είχε πολύ μικρή διάρκεια ζωής, θεωρείται έν' από τα πρώτα επαναστατικά κινήματα στη ζωγραφική και με σημαντικό αντίκτυπο στην εξέλιξη της τέχνης του 20ου αιώνα.
     Οι φωβιστές, αποτέλεσαν ουσιαστικά μια ομάδα Γάλλων ζωγράφων, μαθητών του Γκουστάβ Μορώ στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, ανάμεσα στους οποίους ο Ανρί Ματίς (ο οποίος αναφέρεται συχνά ως ο ηγέτης του φωβισμού), ο Αντρέ Ντεραίν και ο Ζωρζ Μπρακ, ο οποίος λίγο νωρίτερα αποτέλεσε κεντρική φυσιογνωμία του κινήματος του κυβισμού. Ο φωβισμός ως καλλιτεχνική τάση, βασίστηκε σε μία χαρακτηριστική ρήση του Πωλ Γκωγκέν σύμφωνα με την οποία θα 'πρεπε, αν ένας καλλιτέχνης φαντάζεται τα φύλλα των δέντρων να 'ναι κίτρινα, να τα ζωγραφίζει κατ' αυτό τον τρόπο. Τα έργα που ανήκουν στο ρεύμα, χαρακτηρίζονται από έντονα χρώματα, συχνά σκοτεινά και μ' έντονες αντιθέσεις, μ' έμφαση στο κόκκινο χρώμα και απλές γραμμές, πολλές φορές ελαφρά παραμορφωμένες. Σημαντική επίδραση στην τεχνοτροπία των φοβιστών είχε εκτός από τον Γκωγκέν και ο Βαν Γκόγκ.
     Παρουσιάστηκαν συνολικά μόλις τρεις εκθέσεις από την ομάδα. Ο κύριος εμπνευστής της, Ματίς, μα και μετέπειτα όλοι οι άλλοι που ...ακολουθήσανε, μέσα στη διάσπαρτη ποικιλομορφία, στο τέλος του 19ου αιώνα, καταφέρανε να δημιουργήσουν έν ιδιώμα ουσιαστικώς αυτόνομο και νέο, για να πετύχουν τους στόχους του. Με τον Ματίς λοιπόν και τους άλλους -που θεωρούν ήδη ξεπερασμένο τον Ιμπρεσσιονισμό (!!!), παρόλο που αυτός ακόμα αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, αμηχανία, φιλυποψία και σκεπτικισμό, απο κοινό και κριτικούς- γεννιέται μια καθαρή ζωγραφική που αποτελεί αυτοσκοπό. Μια ζωγραφική παράφορη, μες στην ευτυχία της ακαταπίεστης ύπαρξής της κι υποκειμενική μόνο, όχι στους επιστημονικούς αλλά στους ενστικτώδεις νόμους της αρμονίας των χρωμάτων, μέσα στον πίνακα! Δεν είναι τυχαίο που τελικά κι ο ίδιος ο Μπρακ, γρήγορα εντάχτηκε σ' αυτή τη τάση, εγκαταλείποντας τον Κυβισμό!
    Ναΐφ: Η λεπτομερής περιγραφή ρεαλιστικών στοιχείων, δίχως ιδιαίτερη έμφαση στη προοπτική, κινείται σε δισδιάστατους, που μαζί με τις φανταστικές συζυγείς αποχρώσεις, προσδίδει συμβολικό χαρακτήρα, στα θέματα που καταπιάνεται. Παρά την όποια ανακολουθία, η περίπου παραμυθένια ατμόσφαιρα των έργων αυτών, αποπνέει ένα ποιητικό μυστήριο, που προετοίμασε το έδαφος στον Σουρρεαλισμό.
     Στιλιζάρισμα, λιτότητα σύνθεσης, σχεδόν απόλυτη απουσία όγκου, πολλάκις διαρθρωμένη προοπτική σε κοντινά μεταξύ τους αντιστικτικά επίπεδα, αρμονία χρωμάτων, αποχρώσεων και νοημάτων, ποικιλία τόνων, μαγική ατμόσφαιρα παρόλη την επίπεδη σύνθεση, αναδεικνύουνε τόσο τα χρώματα, τα νοήματα αλλά και τους συμβολισμούς των συχνάκις ποικιλόμορφων στοιχείων, που περικλείονται σε μια τέτοια σύνθεση.
     Εκλεπτυσμένη στιλιστική ανάκτηση, που όμως είναι συχνά αποτέλεσμα μακράς επεξεργασίας, καθώς οι λεπτομέρειες που μεταφέρονται, επιτυγχάνονται και περιγράφονται, σε συνδυασμό με την επιλογή της χρωματικής γκάμας, μαρτυρούνε τη καθόλου επιτηδευμένη προοπτική.
     Κύριος εμπνευστής κι εξαιρετικός στο είδος του, θεωρείται ο "Απόλυτος Ζωγράφος" Ρουσώ.
    Κονστρουκτιβισμός: (Constructivism) αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα, κυρίως στη ζωγραφική και τη γλυπτική, που αναπτύχθηκε τη περίοδο 1913-1930 στη Ρωσία. Θεμελιωτής του κινήματος θεωρείται ο Ρώσος καλλιτέχνης Βλαντιμίρ Τάτλιν (Vladimir Tatlin). Ως πρόδρομοι του Ρωσικού κονστρουκτιβισμού αναφέρονται πολλές φορές τα κινήματα, Φουτουρισμού και Κυβισμού, που είναι γεγονός πως ήρθε σ' επαφή ο Τάτλιν στο Παρίσι. Το κίνημα συνδέθηκε όμως επίσης με τη σχολή του Μπαουχάους στη Γερμανία καθώς και με τον Νεοπλαστικισμό. Η καλλιτεχνική πρωτοπορία του Τάτλιν ένωσε και άλλους Ρώσους καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και οι γλύπτες Antoine Pevsner και Naum Gabo. Η πρώτη αυτή ομάδα δημοσίευσε και το Μανιφέστο της το 1920 (ή 1921). Θεωρείται ότι μέσα από αυτό το μανιφέστο γεννήθηκε κι ο όρος -κονστρουκτιβισμός (construct=κατασκευάζω) καθώς μία από τις διακηρύξεις του κινήματος ήταν πως η τέχνη "κατασκευάζεται". Ένα από τα συνθήματα του ήταν επίσης το "Η Τέχνη Στη Ζωή".
     Κύριο χαρακτηριστικό αποτελούν οι απολύτως αφηρημένες κατασκευές. Απουσιάζουν οι συμβατικές αναπαραστάσεις αντικειμένων ενώ δίνετ' έμφαση στην απεικόνιση γεωμετρικών μορφών. Η απόδοση των θεμάτων είναι τις περισσότερες φορές ακραιφνώς μινιμαλιστική και συχνά με διάθεση πειραματισμού. Οι κονστρουκτιβιστές θαύμαζαν τις μηχανές και τη τεχνολογία της εποχής σε βαθμό που χρησιμοποιούσαν πολλά βιομηχανικά υλικά (πλαστικό, γυαλί ή σίδερο) στη κατασκευή των έργων τους. Συνδέθηκε στενά και με την αρχιτεκτονική.
     Αρχικά το σοβιετικό καθεστώς είχε θετική στάση απέναντι στο κίνημα, ωστόσο μετά τη δημοσίευση του μανιφέστου εναντιώθηκε σ' αυτό μ' αποτέλεσμα τη σταδιακή φθορά του. Πολλοί εκπρόσωποι του αναγκάστηκαν για αυτό το λόγο να εγκαταλείψουν τη Ρωσία. Το κίνημα θεωρείται διεθνές, καθώς πέρα από τη Ρωσία εξαπλώθηκε και σε χώρες όπως Γερμανία κι Ολλανδία.
    Μπαουχάους: (Bauhaus ή "κτιστό κτίριο") Με τον όρο αυτό γίνεται αναφορά στη καλλιτεχνική κι αρχιτεκτονική σχολή που αναπτύχθηκε την περίοδο 1919-1933 στη Γερμανία. Το ύφος της σχολής Μπαουχάους επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης.
     Η σχολή λειτούργησε σε τρεις διαφορετικές γερμανικές πόλεις (Weimar από το 1919 ως το 1925, Dessau από το 1925 ως το 1932 και Βερολίνο από το 1932 ως το 1933) και κάτω από την διεύθυνση τριών διαφορετικών αρχιτεκτόνων (του Walter Gropius από το 1919 ως το 1928, του Hannes Meyer από το 1928 ως το 1930 και του Mies van der Rohe από το 1930 ως το 1933). Οι αλλαγές της έδρας της σχολής αλλά και της ηγεσίας της, συνδέονταν παράλληλα μ' αλλαγή και στη πολιτική, τη τεχνική και το ύφος του. Χαρακτηριστικά μπορούμε ν' αναφέρουμε πως κατά τη τελευταία περίοδο του, ο Mies van der Rohe το μετέτρεψε σ' ιδιωτική σχολή που απαγόρευε σε υποστηρικτές του Meyer να εγγραφούν.
     Η σχολή ιδρύθηκε από τον Walter Gropius στη συντηρητική πόλη της Βαϊμάρης το 1919 κι αρχικά αποτέλεσε ένα είδος συγχώνευση της σχολής Grand Ducal στις πλαστικές τέχνες με την Kunstgewerbeschule. Ο απώτερος σκοπός του ήταν ν' αποτελέσει ενιαία σχολή τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στις καλές τέχνες. Βασική αρχή της σχολής ήταν το ανοιχτό πνεύμα μπροστά στις νέες προκλήσεις της εποχής αλλά κι ειδικότερα η προσέγγισή τους περισσότερο από πρακτική άποψη και λιγότερο θεωρητικά. Ο Gropius ανέθεσε σε ζωγράφους τον ρόλο των καθηγητών καθώς πίστευε ότι η ζωγραφική οριοθετεί την αισθητική του κάθε αιώνα.
     Στη σχολή λειτουργούσαν συνολικά τρία εργαστήρια, μέσα στα οποία οι σπουδαστές διδάσκονταν από ελεύθερο σχέδιο κι ιστορία της τέχνης μέχρι μεταλλοτεχνία, υφαντουργική και καλλιγραφία. Κάθε σπουδαστής είχε την υποχρέωση να ολοκληρώσει μια σειρά μαθημάτων και μετά μπορούσε να επιλέξει έναν από τρεις κύκλους σπουδών, για σπουδαστές, βοηθούς κι αρχιτέκτονες αντίστοιχα. Όσοι αποφοιτούσαν δικαιούνταν είτε να μείνουν στη σχολή και να πειραματιστούν περαιτέρω με τα μέσα που προσέφερε η σχολή, είτε να μαθητεύσουν ακόμα περισσότερο δίπλα στους καθηγήτες. Στη σχολή δίδαξαν σημαντικά ονόματα της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, μεταξύ των οποίων ο Όσκαρ Σλέμερ, ο Βασίλι Καντίνσκυ, ο Πωλ Κλέε κι ο Marcel Breuer.
     Η θέση του Gropius ήταν πως μια νέα ιστορική περίοδος ξεκινούσε με το τέλος του πολέμου και πίστευε πως ένα νέο αρχιτεκτονικό ύφος θα 'πρεπε ν' απεικονίσει και να συμβολίσει αυτή την νέα εποχή. Το ύφος αυτό θα 'πρεπε να 'ναι λειτουργικό, φτηνό αλλά ταυτόχρονα και με καλλιτεχνικές αξιώσεις. Εκείνη την περίοδο, το Bauhaus εξέδιδε περιοδικό υπό τον τίτλο "Bauhaus" καθώς και σειρά βιβλίων αποκαλούμενων "Bauhausbucher". Επικεφαλής για την εκτύπωση και σχεδίαση του ήταν ο Herbert Bayer. Επιχορηγήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος από τη Α' Δημοκρατία Βαϊμάρης. Ωστόσο μετά απ' αλλαγή στη τοπική κυβέρνηση, η σχολή μεταφέρθηκε στο Dessau το 1925, που η ατμόσφαιρα ήταν περισσότερο προοδευτική και βιομηχανική. Το 1927, το ύφος του κι οι διασημότεροι αρχιτέκτονές του επηρέασαν σημαντικά την έκθεση "Die Wohnung" ("Η Κατοικία") που οργανώθηκε από την Deutscher Werkbund στη Στουτγκάρδη. Ένα σημαντικό συστατικό της έκθεσης αποτέλεσε το πρόγραμμα "Weissenhof Siedlung", ένα σχέδιο ανέγερσης κατοικιών.
     Μέσα στα επόμενα χρόνια ο Meyer διαδέχτηκε τον Gropius για ν' αφήσει με τη σειρά του τη θέση του στον Mies van der Rohe. Κάτω από έντονες πολιτικές πιέσεις, η σχολή οριστικά έπαψε να λειτουργεί μετά από εντολή του ναζιστικού καθεστώτος το 1933. Το ναζιστικό κόμμα είχε αντιταχθεί στο Bauhaus σ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '20. Θεωρήθηκε μέτωπο κομμουνιστών, ειδικά επειδή πολλοί Ρώσοι καλλιτέχνες αναμίχθηκαν με αυτό. Συγγραφείς όπως ο Wilhelm Frick και ο Alfred Rosenberg χαρακτήριζαν το Bauhaus "μη-γερμανικό" κι επέκριναν τις νεωτεριστικές τάσεις του.
   Νεοπλαστικισμός: ή de Stijl (το ύφος, το στυλ) είναι καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε περίπου τη περίοδο 1917-1920 στην Ολλανδία. Πολλές φορές αναφέρεται κι ως κίνημα. Οι νεοπλαστικιστές επιδίωξαν να εκφράσουν ένα νέο ουτοπικό ιδανικό, πνευματικής αρμονίας και τάξης. Βασικό χαρακτηριστικό του, είν' η αφαίρεση, σε βαθμό που χρησιμοποιούνται θεμελιώδεις φόρμες και σχήματα, κάθετες κι οριζόντες γραμμές ταυτόχρονα με τη χρήση σχεδόν αποκλειστικά βασικών χρωμάτων (κόκκινο, μπλε, κίτρινο, λευκό και μαύρο).
     Το κίνημα θεωρείται πως επηρεάστηκε σημαντικά από τη νεοπλατωνική φιλοσοφία του μαθηματικού M. H. J. Schoenmaekers, που μάλιστα επινόησε και τον όρο. Το 1920 ο Πιέρ Μοντριάν, ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος, δημοσίευσε το μανιφέστο της ομάδας υπό τον τίτλο "Νεο-πλαστικισμός". Ήδη όμως από το 1917 κι εως το 1928, ο ζωγράφος Theo Van Doesburg εξέδιδε το περιοδικό τέχνης de Stijl διαδίδωντας τη φιλοσοφία και τις τεχνικές των νεοπλαστικιστών.
     Θεωρείται πως επηρέασε σημαντικά το αρχιτεκτονικό σχέδιο, το σύγχρονο design καθώς και το ύφος του μεταγενέστερου κινήματος Μπαουχάους. Συχνά, ανάμεσα στους καλλιτέχνες που υπηρέτησαν το κίνημα αναφέρονται κι οι αρχιτέκτονες J. J. P. Oud και Gerrit Rietveld.
     Πέρα από την επίδραση του κινήματος στις εικαστικές τέχνες και το σχέδιο, καταγράφεται κι η (ασθενής) επιρροή του στη μουσική. Ο Δανός συνθέτης Jakob van Domselaer (1890-1960) συνδεόταν φιλικά με τον Μοντριάν και δημιούργησε σειρά μουσικών έργων βασισμένων στις αρχές του νεοπλαστικισμού.
     Θεωρείται πως έπαψε να υφίσταται περίπου το 1931.
   Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός: αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα στη ζωγραφική που αναπτύχθηκε με κέντρο τη Νέα Υόρκη μεταπολεμικά κι ειδικότερα στα μέσα της δεκαετίας του '40. Συχνά αναφέρεται κι ως Σχολή της Νέας Υόρκης. Ήταν ίσως το πρώτο σημαντικό κίνημα στην τέχνη που γεννήθηκε στην Αμερική, δηλώνοντας παράλληλα την ανεξαρτησία του από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ρεύματα στη μοντέρνα τέχνη.
     Ο όρος xρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 από τον κριτικό τέχνης Robert Coates. Η συγκεκριμένη ονομασία εμπεριέχει τα κύρια τεχνικά κι αισθητικά χαρακτηριστικά του κινήματος, καθώς συνδύαζε σε μεγάλο βαθμό τον γερμανικό εξπρεσιονισμό με τις καθαρά αφηρημένες τάσεις άλλων σύγχρονων κινημάτων όπως του φουτουρισμού ή του κυβισμού. Από πολλούς θεωρείται πως ο κύριος προκάτοχός του είναι ο υπερρεαλισμός, λόγω της έμφασής του στην αυθόρμητη, αυτόματη ή υποσυνείδητη έκφραση. Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο όρος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού χρησιμοποιήθηκε συχνά και για καλλιτέχνες αντιδιαμετρικά αντίθετων τεχνοτροπιών που απλά έτυχε να αποτελούν μέρος της καλλιτεχνικής παραγωγής στη Νέα Υόρκη την ίδια χρονική περίοδο.
     Χαρακτηριστικά, παρά το γεγονός ότι ο Τζάκσον Πόλοκ, ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ κι ο Μαρκ Ρόθκο θεωρούνται σημαντικές προσωπικότητες του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, τα έργα τους δε σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους σ' ότι αφορά τη τεχνική ή ακόμα και την αισθητική τους. Ενώ οι πίνακες του Ρόθκο διακρίνονται για την απλότητα τους, τα έργα του ντε Κούνινγκ χαρακτηρίζονται από έντονη δράση κι εκφραστικότητα. Από την άλλη πλευρά, ο Πόλοκ ανέπτυξε μια πολύ ιδιαίτερη τεχνική στη ζωγραφική th μέθοδος dripping (βλ. παρακάτω στις ΤΕΧΝΙΚΕΣ). Οι εκπρόσωποι του αφηρημένου εξπρεσιονισμού είχαν ασφαλώς και κοινά γνωρίσματα, όπως τον αυτοσχεδιασμό και την χρήση ελεύθερης φόρμας. Η τεχνική τους πολλές φορές περιγράφεται και με τον όρο action painting, που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως ζωγραφική της δράσης.
     Ο Καναδός καλλιτέχνης, Jean-Paul Riopelle (1923-2002), εισήγαγε τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και στο Παρίσι τη δεκαετία του '50. Τη περίοδο του '60, το κίνημα άρχισε να χάνει σε μεγάλο βαθμό την ακτινοβολία του κι έπαψε να επηρεάζει σημαντικά άλλους καλλιτέχνες.
     Το κίνημα που κατά κάποιο τρόπο τον διαδέχτηκε ήταν η Ποπ Αρτ.
    Ποπ Αρτ: (δημοφιλής τέχνη) Ο όρος αναφέρεται στο καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε αρχικά στην Αγγλία κι αργότερα στην Αμερική περί τα τέλη της δεκαετίας του '50. Γεννήθηκε ως μια αντίδραση στη σοβαρότητα του κινήματος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, προβάλλοντας κατά κύριο λόγο σύμβολα του καταναλωτισμού, απλά αντικείμενα που ανάγονταν σ' έργα τέχνης αλλά και θέματα δανεισμένα από τη κουλτούρα των κόμιξ. Μια από τις σημαντικότερες ίσως επιδράσεις της, ήταν το γεγονός πως περιόρισε τη διάκριση ανάμεσα στις έννοιες της εμπορικής κι υψηλής τέχνης.
     Γεννήθηκε στο Λονδίνο τη δεκετία του '50, κυρίως χάρη στις προσπάθειες του Richard Hamilton. Η ονομασία αποδίδεται στον Βρετανό κριτικό τέχνης Lawrence Alloway, που χρησιμοποίησε τον όρο για πρώτη φορά το 1958, αλλά καθιερώθηκε μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στη δεκαετία του '60, περίοδος που η Ποπ Αρτ γνώρισε και τη μεγαλύτερη απήχηση. Μέχρι τότε, συχνά οι Ποπ Αρτ καλλιτέχνες αποκαλούνταν και Νεο-Νταντά μ' αναφορά στο κίνημα του Ντανταϊσμού. Από αρκετούς, θεωρείται πρόδρομος της και σίγουρα αποτέλεσε ισχυρή επιρροή. Τα δύο κινήματα συνδέονται μεταξύ τους, κυρίως μέσω της κοινής διάθεσης να προκαλέσουν και να ανυψώσουν το καθημερινό και συνηθισμένο στη θέση του αντικειμένου της τέχνης.
     Στις αρχές της δεκαετίας του '60, άρχισε ν' αναπτύσσεται κυρίως στην Αμερική. Ως πρώτοι Ποπ Αρτ Αμερικανοί καλλιτέχνες αναγνωρίζονται οι Jasper Johns και Robert Rauschenberg, ωστόσο η προσωπικότητα του 'Αντυ Γουόρχωλ και του Ρόι Λίχτενσταϊν είναι που θα δώσουν τη μεγαλύτερη ώθηση. Αν κι η Βρετανία αποτελεί τον τόπο γέννησης της, στην Αμερική γνωρίζει πραγματική έξαρση, γεγονός που ευνοείται κι από την οικονομική ευρωστία της.
     Κύρια χαρακτηριστικά της αισθητικής της αποτέλεσαν ο αυθορμητισμός, η δημιουργική υπερβολή, η ανάλαφρη διάθεση, η σάτιρα, οι έντονες χρωματικές αντιθέσεις κι εν γένει η απόρριψη του παραδοσιακού. Υπηρέτησε την αποκαλούμενη μαζική κουλτούρα και συνδέθηκε μ' ένα είδος εμπορικής τέχνης που απευθύνεται σ' ευρύ κοινό. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια περίοδο γνωρίζει μεγάλη έξαρση στη Μεγάλη Βρετανία η Ποπ μουσική, που θεωρείται συχνά αισθητικά συγγενής. Σ' αντίθεση με πολλά προγενέστερα κινήματα της μοντέρνας τέχνης, η Ποπ Αρτ επέδειξε αδιαφορία σε δύσκολα, δυσνόητα ή περισσότερο εγκεφαλικά θέματα, που για τους καλλιτέχνες του κινήματος θεωρούνταν προϊόντα μιας διάθεσης ελιτισμού. Πίνακες με αναπαραστάσεις τενεκεδένιων κουτιών γνωστού αναψυκτικού, του Έλβις Πρίσλευ και της Μέριλυν Μονρόε ή ακόμα θέματα δανεισμένα από τα αμερικανικά κόμιξ και τη διαφήμιση αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της.
    Οπ Αρτ: (Op Art) είναι μια μορφή αφηρημένης, γεωμετρικής τέχνης που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1960. Σκοπός της είναι κυρίως η πρόκληση του θεατή μέσω φαινομένων οπτικής απάτης κι οπτικών ψευδαισθήσεων, συχνά σε ασπρόμαυρες συνθέσεις. Ως καλλιτεχνικό ρεύμα, θεωρείται σ' ένα βαθμό συγγενές των κινημάτων κονστρουκτιβισμού και νεοπλαστικισμού.
     Ο όρος (από το Optical Art) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβρη του 1964, στο περιδικό Time, ωστόσο έργα που ανήκουν σήμερα στο καλλιτεχνικό ύφος της, είχαν αρχίσει να δημιουργούνται μερικά χρόνια νωρίτερα. Ως πρώτα πρώιμα δείγματα του ρεύματος, θεωρούνται οι πίνακες του Victor Vasarely, κατά τη δεκαετία του 1930 και συγκεκριμένα έργα όπως η "Ζέβρα" (1938), μία ασπρόμαυρη σύνθεση που δίνει την αίσθηση μιας τρισδιάστατης εικόνας.
     Το 1965, μία έκθεση, υπό τον γενικό τίτλο The Responsive Eye, αποτελούμενη αποκλειστικά από έργα της Οπ Αρτ διοργανώθηκε στη πόλη της Νέας Υόρκης, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά τη θέση της και τη κατέστησε αρκετά δημοφιλή. Η Bridget Riley αποτελεί ίσως την σημαντικότερη εκπρόσωπο της, μαζί με τους Jesus-Rafael Soto, Cruz Diez, Youri Messen-Jaschin, Julio Leparque και Richard Anuszkiewicz.
    Φλούξους: (Fluxus) Με τον όρο αυτό εννοείται το διεθνές καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε κατά τη 10ετία του '60, που χαρακτηρίστηκε από την ανάμιξη πολλών διαφορετικών μορφών της τέχνης, από τις εικαστικές τέχνες μέχρι τη μουσική και τη λογοτεχνία. Το κίνημα γεννήθηκε στη Γερμανία μ' επίκεντρο τον Λιθουανό καλλιτέχνη Georges Maciunas, που το Σεπτέμβρη του 1962 οργάνωσε μία συναυλία σύγχρονης μουσικής υπό τον γενικό τίτλο Fluxus Internationale Festspiele neuester Musik. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αρχή ενός ευρύτερου πρωτοποριακού καλλιτεχνικού ρεύματος, που αναδείχθηκε μ' όλα τα διαθέσιμα εκφραστικά μέσα. Οι καλλιτέχνες της ομάδας δεν παρουσιάζουν κάποια κοινά υφολογικά στοιχεία αν και συνολικά το κίνημα θεωρείται πως συγγενεύει με τον ντανταϊσμό, κυρίως γιατί τα έργα του στοχεύουν κατά βάση στην πρόκληση του θεατή. Σημαντική επίδραση στους εκπροσώπους του, άσκησεν επίσης ο Μαρσέλ Ντυσάν.
     Οι περισσότερο ενεργές περίοδοι δράσης του κινήματος θεωρούνται οι δεκαετίες '60 & '70. Σ' αυτό το διάστημα, οι καλλιτέχνες του Φλούξους παράγουν πλήθος καινοτόμων έργων αλλά κι οργανώνουν δημόσιες εκδηλώσεις (Fluxus Events), σκοπός των οποίων είν' η κατάργηση της απόστασης μεταξύ κοινού κι ίδιων. Συχνά, ο αντισυμβατικός χαρακτήρας του κινήματος αποτελέσε αντικείμενο αρνητικής κριτικής. Ανάμεσα στους εκπροσώπους συγκαταλέγονται ο Γιόζεφ Μπόυς καθώς κι οι μουσικοί Τζον Κέιτζ και Γιόκο Όνο.

ΠΗΓΗ






Κυριακὴ τής συγχώρησης

$
0
0

Anthony Bloom

Metropolitan of Sourozh (1914- 2003


Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, καθὼς ἀπόψε ξεκινᾶ ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μᾶς μιλάει μὲ λόγια θείας ἐλπίδας ἀλλὰ καὶ προειδοποιεῖ: Συγχωρεῖτε ἐκείνους ποὺ σφάλουν ἐνώπιόν σας, συγχωρεῖτε, διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ συγχωρηθεῖτε. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ἀμοιβαίας ἀναγνώρισης, ἀμοιβαίας ἀποδοχῆς καὶ ἀγάπης, στοιχείων ποὺ συμπίπτουν μὲ τὴ χαρὰ τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑτοιμότητας νὰ σηκώνουμε ὁ ἕνας τὰ βάρη τοῦ ἄλλου.

Νὰ συγχωροῦμε, ἀλλὰ πῶς; Ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶ ἡ συγνώμη; Θὰ ἦταν τόσο εὔκολο, πραγματικὰ θαυμάσιο, ἂν ἡ συγνώμη μποροῦσε νὰ ἀρχίσει μὲ μία τέτοια ἀλλαγὴ τῆς καρδιᾶς, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς εἶναι ἀπεχθεῖς νὰ γίνουν ἀγαπητοί, αὐτὰ ποὺ μᾶς πόνεσαν νὰ ξεχαστοῦν καὶ νὰ μποροῦμε νὰ ἀρχίζουμε ἀπ' τὴν ἀρχὴ σὰν τίποτε νὰ μὴν ἔχει συμβεῖ.

Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει! Τὸν πόνο τοῦ παρελθόντος τὸν νιώθουμε, δὲν ξεχνιέται, δὲν μποροῦμε ἁπλῶς νὰ ξαναρχίσουμε σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξε τίποτε προηγουμένως. Ἀλλὰ τὸ νόημα τῆς συγνώμης δὲν εἶναι αὐτό. Συγνώμη δὲν σημαίνει λήθη· ἡ λήθη δὲν ὁδηγεῖ πουθενά. Ἂν ξεχάσουμε πώς, γιὰ ποιὸ λόγο, κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες, λόγω ποιᾶς ἀδυναμίας, σὲ ποιὸ σημεῖο ἦταν εὐάλωτος ἐκεῖνος ποὺ ἔσφαλε, τότε τὸν ἀφήνουμε ἀπροστάτευτο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τὸ λάθος πρέπει νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ ἐνδεχόμενη νέα πτώση. Αὐτὸ ποὺ ἔκανε, οἱ λόγοι καὶ οἱ συνθῆκες τῆς πτώσης του δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχαστοῦν, διότι ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική μας στοχαστική, ἀγαπητικὴ μέριμνα, ὥστε νὰ μὴ γλιστρήσει, νὰ μὴν ἁμαρτήσει καὶ πάλι.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ συγνώμη: τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία, ἀναγνωρίζοντας τὸ εὔθραυστο τῶν ἄλλων, ὅπως ἀναγνωρίζω καὶ τὸ δικό μου, τὴν ἀνάγκη τους γιὰ προστασία καὶ βοήθεια, γιὰ εὐσπλαχνία, εἶμαι προετοιμασμένος νὰ φέρω μαζί τους τὸ φορτίο τῆς ἀδυναμίας τους, τὸ εὐάλωτο τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. Ἡ συγνώμη ἀρχίζει τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφασίζω νὰ ἀνέχομαι τοὺς ἀδελφούς μου, χωρὶς νὰ περιμένω νὰ ἀλλάξουν, νὰ τοὺς ἀνέχομαι ὅπως εἶναι, νὰ κάνω ἐλαφρότερο τὸ φορτίο τους, ὥστε κάποτε ἡ ἀλλαγή τους νὰ καταστεῖ ἐφικτή.

Ἡ προϋπόθεση πάντως τῆς συγνώμης βρίσκεται μέσα μου: εἶναι ἡ προθυμία μου νὰ ἀναλάβω αὐτὸν τὸν σταυρό, αὐτὸ τὸ φορτίο, ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ θεραπευθοῦν ἢ τουλάχιστον νὰ προστατευθοῦν ἀπέναντι στὸ κακό. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ὁ καθένας, δὲν χρειάζεται παρὰ μία στιγμὴ κατανόησης, ἀποφασιστικότητα καὶ καλὴ θέληση. Ὅλοι μας ἔχουμε δίπλα μας ἀνθρώπους ποὺ δύσκολα ἀνεχόμαστε, ποὺ εἶναι αἰτία ταλαιπωρίας, δυστυχίας καὶ θυμοῦ· μποροῦμε νὰ ἀκυρώσουμε αὐτὸ τὸ θυμὸ καὶ νὰ ξεπεράσουμε τὴ δυστυχία ἂν κάνουμε τὸ καθῆκον μας, τὸ καθῆκον τῆς ζωῆς μας, τὸ ἔργο μας, ποὺ εἶναι νὰ κουβαλᾶμε μαζί τους τὸ φορτίο, νὰ εἴμαστε αὐτοὶ πού, πληγωμένοι καὶ προσβεβλημένοι καὶ ἀποδιωγμένοι, θὰ στραφοῦμε στὸν Κύριο καὶ θὰ ποῦμε: "Κύριε, συγχώρησε, γιατί δὲν μνησικακῶ, θέλω νὰ γίνω καὶ νὰ παραμείνω στέρεος μ' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀδυναμία του καὶ στὴν ἁμαρτωλότητά του. Δὲν θὰ σταθῶ κριτικὰ ἀπέναντί του, κι ἂν ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀκόμη ἱκανὸς νὰ τὸ κάνω, κάνε το Ἐσὺ γιὰ μένα: μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κρίση, μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κατάκριση ποὺ μὲ τραχύτητα πρόφερα, μὴν ὑποστηρίξεις τὸν θυμό μου. Στάσου δίπλα σ' αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε, ἐπειδὴ αὐτὸς ἢ αὐτὴ ἔχει ἀνάγκη βοήθειας, συγχώρησης καὶ θεραπείας γι' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο ".

Ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ συγνώμη, κι ἂν δὲν ἀρχίσει ἐκεῖ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ τίποτα ἄλλο. Σηκώνουμε τὸ φορτίο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ἀποδεχόμαστε τὴν ἀλληλεγγύη μὲ ἐκείνους ποὺ ἔσφαλαν καὶ σφάλλουν, τοὺς ἀγαποῦμε "ἐν καινότητι" ζωῆς καὶ μόνον τότε ἡ συγχώρηση γίνεται αὐτὴ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι: μία πράξη μεσιτείας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μία πράξη ποὺ γιατρεύει καὶ μεταμορφώνει. Αὐτὴ τὴν ἀρχὴ τῆς συγνώμης ὅλοι μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε, εἶναι μέσα στὶς δυνάμεις μας νὰ ἀναλάβουμε αὐτὸ τὸ ἔργο. Ἂς κάνουμε λοιπὸν ὅ,τι μποροῦμε, καὶ ἂς ἀφήσουμε τὸ Θεὸ νὰ πραγματοποιήσει μέσα μας, γιά μᾶς, καταμεσῆς τῆς ζωῆς μας, αὐτὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὴ καλή μας θέληση, ὥστε νὰ χτίσουμε σιγὰ-σιγὰ τὴ βασιλεία τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, μιὰ βασιλεία ποὺ εἶναι ἀληθινὰ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.




Πρωτότυπο Κείμενο


FORGIVENESS SUNDAY
11 March 1973


In the name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

Today's Gospel, in the beginning of our Lent that starts tonight, speaks to us divine words of hope and divine words of warning: Forgive those who trespass against you, forgive, because unless you do forgive you cannot be forgiven. The Kingdom of God is a Kingdom of mutual recognition, of mutual acceptance and of love, which is simultaneously the joy of communion, but also the readiness to carry one another's burdens.

Forgive — but how? Where does forgiveness begin? It would be so easy and so wonderful if forgiveness could begin by such a change of heart that those who are repellent to us should become dear, that things that have hurt us should be forgotten, that we could begin as if nothing had happened before.

But this is not what happens. We feel the pain of the past, we cannot forget, we cannot simply begin as though there had been nothing before. But this is not what forgiveness means. Forgiving is not forgetting, forgetting leads nowhere. When we forget how, for what reason, in what circumstances, because of what weakness, what frailty someone has done wrong, we leave him unprotected. Someone who has done wrong must be protected against another fall. What he has done, the reasons and circumstances of his fall should not be forgotten because he needs our thoughtful, loving care not to slip again, not to sin again.

And this is where forgiveness begins: forgiveness begins at the moment when, realising the frailty of others as I realize mine, the need of others for help, for mercy and for protection, I am prepared together with them to bear the burden of their weakness, their frailty or their sinfulness. Forgiveness begins at the moment when I take upon myself to put up with others, without waiting for them to change, to put up with them as they are in order to make lighter their burden and to make it possible for them eventually to change.

But the condition of forgiveness is in me: my readiness to take up this cross, this burden, that others should be healed or at least protected against evil. And this everyone can do, it takes a moment of understanding and it takes an act of determination and of goodwill. Everyone of us, side by side with them, have people who are difficult to bear, who are a cause of suffering, of misery or of anger; we can undo this anger and outgrow this misery if we make our task, the task of our life, our business, to carry their burden together with them, to be the person who, wounded and offended, and rejected will turn to God and say, ‘Lord, forgive, because I bear no grudge, I want to become and to remain solid with this person in his frailty and his sinfulness. I will not stand in judgement against him, and if I am not yet capable of doing this, You do it for me: do not endorse my judgement, do not endorse the condemnation I rashly have pronounced, do not stand by me in my anger. Stand by the person who has done wrong, because he, because she needs help, forgiveness and healing for that very reason.’

This is where forgiveness begins and unless it begins there, it will never develop into anything at all. Bear one another's burden, accept solidarity with those who have done and are doing wrong, love them into newness of life and then only will forgiveness become what it is to be: an act of intercession before God that heals, transforms. This beginning of forgiveness we all can make, it is within our power to take up this task. Let us then do what we can, and let us wait for God to do within us, for us, in our midst, more than we can out of goodwill to build gradually a kingdom of mutual love, a kingdom which is truly the Kingdom of God. Amen

SOURSE


http://www.agiazoni.gr/article.php?id=52970666306128905105

Νόμος της Εκκλησίας η υπέρ αλλήλων προσευχή

$
0
0


Οι νόμοι της Εκκλησίας προστάζουν να γίνωνται οι προσευχές έτσι, όχι μόνον εκείνες που γίνονται για τους πιστούς , αλλά και εκείνες που γίνονται για τους κατηχουμένους. Διότι ο νόμος διεγείρει τους πιστούς στην ικεσία για τους αμυήτους. Διότι όταν λέγη ο διάκονος “ας παρακαλέσουμε ολόθερμα τον Θεό για τους κατηχουμένους”, δεν παροτρύνει κανέναν άλλο, παρά το πλήθος των πιστών για τις ευχές υπέρ εκείνων. Αν και βέβαια οι κατηχούμενοι στη αρχή είναι ξένοι. Διότι δεν είναι ακόμη μέλη του σώματος του Χριστού , δεν έγιναν ακόμη κοινωνοί των μυστηρίων , αλλά είναι αποχωρισμένοι από το πνευματικό κοπάδι. Αν λοιπόν πρέπει να παρακαλούμε τον Θεό γι’ αυτούς , πολύ περισσότερο πρέπει να Τον παρακαλούμε για τα δικά μας μέλη.

Γι’ αυτό και λέγει∙ “Ας Τον παρακαλέσουμε ολόθερμα” για να μην τους απορρίψη σαν ξένους, για να μην τους αγνοήση σαν ξένους. Διότι ακόμη δεν έχουν την ωρισμένη και καθιερωμένη ευχή από τον Χριστό, δεν έχουν ακόμη το θάρρος να μιλήσουν μαζί Του, αλλά έχουν ανάγκη από τις προσευχές των πιστών. Διότι στέκονται έξω από τις βασιλικές πύλες, μακρυά από τους ιερούς περιβόλους. Γι’ αυτό και απομακρύνονται όταν εκφωνούνται οι φρικτές εκείνες ευχές. Γι’ αυτό και σε παρακαλή να προσευχηθής γι’ αυτούς, για να γίνουν δικά σου μέλη, για να μην είναι ακόμη ξένοι και αποχωρισμένοι. Διότι το «ας παρακαλέσουμε» , δεν λέγεται μόνο για τους ιερείς, αλλά και για εκείνους που αποτελούν το λαό. Διότι, όταν λέγη “ας σταθούμε σωστά, ας παρακαλέσουμε” ,παρακαλεί όλους να προσευχηθούν.
Κατόπιν αρχίζοντας την ευχή λέγει ∙ “Ώστε ο πανελεήμονας και πολυεύσπλαχνος Θεός να εισακούση τις παρακλήσεις τους”. Για να μη λες δηλαδή, “τί να Τον παρακαλέσουμε, αυτοί είναι αποξενωμένοι, δεν είναι ενωμένοι μαζί μας, από πού μπορώ να Τον πείσω να μεταδώση σε αυτούς το έλεός Του και τη συγνώμη;” ∙ για να μην απορής ζητώντας να εξηγήσης αυτά, πρόσεξε πώς σου λύνει την απορία, λέγοντας ∙ “είθε ο πανελεήμονας και εύσπλαχνος Θεός”. Άκουσες ότι ο Θεός είναι “πανελεήμονας και εύσπλαχνος”; Μην απορής πλέον. Διότι Αυτός που είναι πολυεύσπλαχνος όλους τους καλεί και αμαρτωλούς και φίλους.
Μη λες λοιπόν “πώς να προσέλθω και να Τον παρακαλέσω γι αυτούς; Αυτός θα εισακούση τις παρακλήσεις τους”. Ποια θα μπορούσε να είναι παράκλησις των κατηχουμένων παρά το να μη μείνουν κατηχούμενοι; Έπειτα λέγει και τον τρόπο της παρακλήσεως. Ποιος είναι αυτός ; “Για να ανοίξη τα αυτιά των καρδιών τους”. Διότι ακόμη είναι κλειστά και βουλωμένα. Αυτιά βέβαια δεν εννοεί αυτά τα εξωτερικά, αλλά τα αυτιά της διανοίας. “Ώστε να ακούσουν εκείνα που οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σε ανθρώπινη καρδιά δεν ανέβηκαν”. Διότι ακόμη δεν άκουσαν τα απόρρητα μυστήρια, αλλά στέκονται κάπου απόμερα και μακριά. Αλλά και αν τα ακούσουν, δε γνωρίζουν αυτά που λέγονται∙ διότι εκείνα χρειάζονται πολύ σύνεσι και όχι μόνον ακρόασι∙ την εσωτερική ακοή δεν την έχουν ακόμη . Γι’ αυτό και ζητά με ευχή προφητικό χάρισμα∙ διότι ο Προφήτης έλεγε τα εξής: “ Ο Θεός μου χαρίζει γλώσσα παιδευτική και διδακτική για να γνωρίζω να πω λόγο όταν πρέπη. Κάθε πρωί μου έδωσε την παίδευσι αυτή και μου πρόσθεσε οξύτητα ακοής για να ακούω και να υπακούω στις αποκαλύψεις Του. Και η παιδαγωγία με τις δοκιμασίες που μου έκανε ο Κύριος διέγειρε και κτύπησε βαθειά τα αυτιά μου” ( Ησ. 50, 4-5 ) . Διότι, όπως ακριβώς οι Προφήτες άκουγαν διαφορετικά από τους πολλούς , έτσι και οι πιστοί άκουγαν διαφορετικά από τους κατηχούμενους.  Από εδώ μαθαίνει και ο κατηχούμενος να μην τα μαθαίνη αυτά από τους ανθρώπους , ούτε ν’ ακούη άλλους (διότι λέγει «μην καλέσετε δάσκαλο πάνω στη γη» ( Ματθ. 23, 8 ) , αλλά πάνω από τους ουρανούς ∙ διότι λέγει «όλοι θα είναι διδακτοί του Θεού» ( Ησ. 54, 13 ) . Γι’ αυτό και λέγει «Θα τους διδάξη το λόγο της αληθείας», για να λάβουν εσωτερικά τη γνώσι. Διότι εφ’ όσον πρέπει να λάβουν τη γνώσι, ακόμη δεν γνωρίζουν το λόγο της αληθείας.
“Για να σπείρη μέσα τους το φόβο Του”. Αλλά δεν αρκεί αυτό, διότι ένα μέρος του σπόρου έπεσε δίπλα στον δρόμο, ενώ ένα άλλο πάνω στην πέτρα.
Εμείς όμως δε ζητάμε με τον τρόπο αυτό∙ αλλ’ όπως το άροτρο ανοίγει το αυλάκι σε γόνιμη γη, έτσι παρακαλούμε να συμβή και εδώ, ώστε μεταβαλλόμενοι μέσα στο βάθος της διανοίας τους , να δεχθούν εκείνα που σπέρνονται και ό,τι άκουσαν να το κρατήσουν με ακρίβεια. Γι’ αυτό προσθέτει και λέγει ∙ “Και να σταθεροποιήση την πίστι Του στη διάνοιά τους”. Δηλαδή για να μην υπάρχη αυτή μέσα τους επιπόλαια, αλλά για να βάλη βαθειά τη ρίζα…

Από το βιβλίο: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων
Ε΄
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τα νεύρα της ψυχής»
Έκδοσις
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους

Η ανάγκη της συγχώρησης και η ανακαίνιση της Εκκλησίας

$
0
0
π. Δημήτριος Στανιλοάε


Ο Κύριος μας συνέδεσε άρρηκτα τη συγχώρηση που παρέχει ο Θεός με αυτή που οφείλουμε να παρέχουμε σ’ όσους μας έχουν προκαλέσει κακό. Στην πραγματικότητα, τα αμαρτήματα για τα οποία ζητάμε συγχώρηση από τον Θεό αφορούν, τις περισσότερες φορές, κακά πουέχουμε προξενήσει, στους ανθρώπους. Συνεπώς, οφείλουμε να ζητάμε συγχώρηση γι’ αυτά όχι μόνο από τον Θεό άλλα και από όσους έχουμε βλάψει, με τις αμαρτίες μας. Σε διαφορετική περίπτωση ο Θεός δεν μας συγχωρεί.

Πίσω από τους ανθρώπους που έχουμε βλάψει συναντάμε πάντοτε τον Θεό, και πίσω από τις αμαρτίες που διαπράττουμε έναντι του Θεού βρίσκουμε πάντοτε τους ανθρώπους. Παραβαίνοντας το θέλημα του Θεού, κάμπτουμε τις ηθικές αντιστάσεις των ανθρώπων δίνοντάς τους ένα κακό παράδειγμα. Ο άνθρωπος που συμπεριφέρεται ανάρμοστα στον Θεό, κάνει το ίδιο και στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, ενώ συμβάλλει στην αύξηση της αδιαφορίας τους προς τον Θεό.

Έτσι, προκειμένου να μας συγχωρήσει για τα αμαρτήματα που έχουμε διαπράξει ενώπιον του, ο Θεός μας ζητά να αιτούμαστε πρώτα τη συγχώρηση από τους συνανθρώπους μας.  Αν όμως προκειμένου να λάβουμε τη Θεία συγχώρηση έχουμε ανάγκη την ανθρώπινη, τότε και οι άλλοι άνθρωποι έχουν ανάγκη τη δική μας προκειμένου να λάβουν τη συγχώρηση από τον Θεό.

Για να λάβουμε τη συγχώρηση από τον Θεό πρέπει συγχρόνως να συγχωρέσουμε τις αμαρτίες των συνανθρώπων μας και να ζητήσουμε συγγνώμη από αυτούς που έχουμε βλάψει. Δεν αρκεί να συγχωρούμε, χρειάζεται επιπλέον να ζητάμε τη συγχώρηση από τους άλλους. Τόσο η μία όσο και η άλλη πράξη μας είναι πολύ δύσκολες. Είναι πολύ πιο εύκολο να ζητάμε συγχώρηση από τον Θεό, διότι Εκείνος μας «επιβάλλεται» , κατά κάποιον τρόπο, λόγω της μεγαλοπρέπειάς Του και επειδή εύκολα αναγνωρίζουμε την εξάρτηση μας από Εκείνον, σε  θεωρητικό επίπεδο -δεν μιλώ για όσους δεν πιστεύουν αλλά για τους πιστούς. Αντιθέτως είναι πολύ δύσκολο ακόμα και για εμάς τους πιστούς να αποφύγουμε την περιφρόνηση προς τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν μας επιβάλλονται προβάλλοντας το μεγαλείο τους με τρόπο εμφανή. Ακόμα, ανάμεσα στις δύο πράξεις, τη συγχώρηση που οφείλουμε να δίνουμε στους άλλους ανθρώπους και την ανάγκη να ζητάμε τη δική τους συγχώρηση, η δεύτερη είναι η δυσκολότερη. Όταν οι άλλοι μ μας ζητούν τη συγχώρηση, μοιάζουν να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και αυτό αγγίζει την καρδιά μας καθώς τονώνει την έπαρσή μας. Όμως το να ζητάμε οι ίδιοι συγχώρηση μας υποχρεώνει να κατέλθουμε από το βάθρο της φαινομενικής ανωτερότητάς μας και να αναγνωρίσουμε την εξάρτησή μας από τους άλλους.

Η ίδια έπαρση κρύβεται τόσο πίσω από την άρνησή μας να συγχωρήσουμε όσο και από τη δυσκολία να ζητήσουμε συγχώρηση. Όμως δίνοντας άφεση δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι παραιτούμαστε από την έπαρσή μας· ενώ αν κάνουμε ένα βήμα παραπάνω φτάνοντας να ζητήσουμε εμείς συγχώρηση τότε έχουμε εξαλείψει κάθε ίχνος της έπαρσης μας. Σε αυτή μονάχα την περίπτωση η καρδιά μας συγκινείται ειλικρινά και ολοκληρωτικά χωρίς κανένα αμφιταλαντευόμενο κίνητρο.

Αρνούμενοι να δώσουμε ή να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών κάνουμε την ψυχή ολοένα και πιο σκληρή. Το κακό που μας έχει προξενήσει ο πλησίον και παραμένει στη μνήμη μας, αποτελεί μία ακαθαρσία που βρίσκεται μέσα μας και μας δηλητηριάζει συνεχώς, εξαπλώνοντας τη δυσοσμία της στην ύπαρξή μας. Η εκτυφλωτική λάμψη ή το σκότος που προέρχεται από αυτό το δηλητήριο, μας τυφλώνει εμποδίζοντάς μας να αντικρίσουμε τον άλλο καθαρά. Έτσι δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον Θεό ούτε να αγαπηθούμε από τους άλλους.

Μόνο η ειλικρινής συγχώρηση διαλύει αυτό το ξένο σώμα στην ψυχή μας και απομακρύνει το δοκάρι από τα μάτια μας. Επομένως μόνο η αγάπη του Θεού μπορεί να μας δώσει την άφεση. Ο άββάς Ησαΐας λέει: «Να μην έχεις μοχθηρότητα για τον άνθρωπο για να μην είναι μάταιοι οι κόποι σου. Κράτησε την καρδιά σου καθαρή προς όλους τους ανθρώπους για να δεις μέσα σου την ειρήνη του Θεού. Διότι, όπως ακριβώς το δηλητήριο διαχέεται σε όλο του το σώμα και φτάνει στην καρδιά, αν τύχει και τσιμπηθεί κάποιος από σκορπιό, έτσι και το δηλητήριο της μοχθηρίας πληγώνει την ψυχή του ανθρώπου και απειλεί να την καταστρέψει εξαιτίας του κακού που έχει υποστεί. Έτσι αυτός που δεν θέλει να ματαιοπονεί τινάζει αμέσως από πάνω του αυτό το σκορπιό , δηλαδή τη μοχθηρία και την κακοβουλία».

Το κακό που έχουμε κάνει στον άλλο αναστατώνει και αυτό ακόμα την ψυχή μας. Μας κάνει ανήσυχους. Μας εμποδίζει να κοιτάξουμε τον άλλο καθαρά στα μάτια. Κάθε φορά που τον συναντάμε νιώθουμε αμήχανα καθώς υποψιαζόμαστε ότι κρατάει μέσα του τη θύμηση από το κακό που του έχουμε κάνει. Η έπαρσή μου είναι και πάλι αυτή που με εμποδίζει να έχω καθαρές σχέσεις μαζί του. Αρκεί όμως να του ζητήσω συγχώρηση και αυτό θα οδηγήσει και τους δυο μας σε σχέσεις ανοικτές, άμεσες και ελεύθερες. Αν επιμείνω στην έπαρσή μου χωρίς να ζητήσω συγχώρηση , δεν μπορώ να σταθώ ενώπιον του Θεού και να τον αντικρίσω με το πρόσωπο και την καρδιά καθαρή. Πίσω από το αίτημα για συγχώρηση πρέπει να βρίσκεται ένα ειλικρινές αίσθημα μετανοίας. Η μετάνοια φέρνει θλίψη στα μάτια, μια θλίψη μετάνοιας, που όταν εκδηλώνεται, τα μάτια μας αποκτούν ένα βλέμμα άμεσο και διαυγές. Με αυτή την ευθύτητα της ειλικρινούς μετανοίας πρέπει να στέκομαι ενώπιον του Θεού ζητώντας την άφεση, που έχω προηγουμένως ζητήσει από τον πλησίον. Οι αμαρτίες μου προς τον Θεό είναι αναρίθμητες και συνεχείς. Όλα όσα έχω προέρχονται από τον Θεό και θα όφειλα να τα προσφέρω σε Εκείνον και στους ανθρώπους. Θα όφειλα να Τον δοξάζω συνεχώς για τις ευεργεσίες Του μέσω των λόγων και των έργων μου·  όμως δεν το κάνω. Γι’ αυτό λοιπόν η μετάνοιά μου πρέπει να είναι αδιάκοπη όπως και η παράκληση για τη συγχώρηση και το έλεος Του. Να γιατί ο μοναχός της Ανατολής επικαλείται το έλεος του Θεού προσευχόμενος αδιαλείπτως. Έτσι, βλέπουμε τον Μεγάλο Αντώνιο τη στιγμή που πεθαίνει να ζητά λίγο χρόνο ακόμα για να μετανοήσει. Καθώς λοιπόν τα αμαρτήματα προς τον Θεό αποτελούν ταυτοχρόνως αμαρτήματα προς τους ανθρώπους και αντιστρόφως, τα αμαρτήματα προς τους ανθρώπους είναι και αυτά συνεχή και πρέπει να ζητάμε διαρκώς συγχώρηση για αυτά.

Εν τέλει μου είναι δύσκολο, σε οποιαδήποτε στιγμή της σχέσης μου με τον πλησίον, να πω ότι έχω συμπεριφερθεί κατά τρόπο άψογο ή ότι έχω κάνει κάθε καλό που όφειλα ή μπορούσα να κάνω για τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστράφηκα. Όταν λοιπόν κάποιος μου καταλογίζει μία συμπεριφορά, την οποία δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν κακή, δεν θα πρέπει να την αρνηθώ αλλά να αναγνωρίσω την ενοχή μου. Α ν μη τί άλλο, το λάθος μου είναι ότι έδωσα (άθελα μου έστω) την εντύπωση αυτής της κακής συμπεριφοράς. Ο άββάς Ησαΐας λέει:«Αν από επιπολαιότητα ο αδερφός σου αποδώσει μία κατηγορία, δέξου τη με χαρά· και αν εξετάσεις τον συλλογισμό του σύμφωνα με την κρίση του Θεού θα διαπιστώσεις ότι έχεις αμαρτήσει». Είναι δύσκολο να διαβεβαιώσω ότι δεν έχω καμία ευθύνη για τη δημιουργία των αναπόφευκτων όσο και συνεχών κακών που αναφύονται μέσα στους ανθρώπους και πληγώνουν και εμένα τον ίδιο. Μου είναι δύσκολο να ομολογήσω ότι η συμπεριφορά μου, οι σκέψεις και τα λόγια μου προς τους άλλους είναι όλα άψογα· ακόμα, ότι έχω δώσει στους άλλους τη δέουσα προσοχή, ώστε να μην τους δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αδιαφορώ για αυτούς. Όλοι αμαρτάνουμε προς όλους. Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να μετανοούμε για τη συμπεριφορά μας προς τους άλλους. Αυτός είναι και ο λόγος που ζητάμε πάντοτε από τους ιερείς να μας μνημονεύουν κατά την προσκομιδή της Θείας Λειτουργίας, και από όλους τους ανθρώπους που γνωρίζουμε να προσεύχονται για εμάς· όπως ακριβώς οφείλουμε και εμείς να θυμόμαστε , όσο μπορούμε, στις προσευχές μας όσους γνωρίζουμε και γενικότερα όλους τους ανθρώπους. Η προσευχή μας για τους άλλους συνεπάγεται τη συγχώρηση προς εκείνους, και η παράκλησή μας να προσεύχονται για εμάς συνεπάγεται τη δική τους συγχώρηση προς εμάς.

Προσευχόμαστε για όσους γνωρίσαμε κι έχουν πεθάνει και διαμέσου της προσευχής μας τους συγχωρούμε, προσδοκώντας παράλληλα να εξασφαλίσουμε από όσους θα βρίσκονται στο μέλλον εν ζωή και ευρύτερα από ολόκληρη την Εκκλησία τη μετά θάνατον προσευχή για εμάς. Τους ζητάμε με αυτόν τον τρόπο να μας δίνουν συγχώρηση μετά τον θάνατό μας όχι στιγμιαία αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Προσευχόμαστε επίσης για τους προγόνους μας, για κάθε ψυχή εν πίστει κεκοιμημένου, επιθυμώντας να προσεύχονται μελλοντικά και για εμάς κάποιοι άλλοι, όσο θα διαρκεί το ανθρώπινο γένος. Η αδιαφορία προς τους νεκρούς αποτελεί και αυτή μια αμαρτία που μας βασανίζει.

Οι έμμεσες και οι άμεσες ανθρώπινες σχέσεις εμπεριέχουν τις αδυναμίες που έχουν όλοι οι άνθρωποι· αυτό που επιζητούμε, στον χώρο της Εκκλησίας τουλάχιστον, είναι να περικλείουν αυτές οι σχέσεις , οι οποίες δεν διακόπτονται με τον θάνατο, την αμοιβαία συγχώρηση, την προσευχή δηλαδή όλων προς όλους, έτσι ώστε ο Θεός να μας δώσει πλήρη άφεση αμαρτιών.

Αυτό ακριβώς αποτελεί μία σημαντική πτυχή της καθολικότητας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία εξαγνίζεται διαρκώς μέσα από αυτή την προσευχή όλων προς όλους, μέσα από τη συνεχή και αμοιβαία μετάνοια όλων. Η καθαρότητα ή η αγιότητα της Εκκλησίας αποτελούν δυναμικά στοιχεία της ζωής της. Οι αμαρτωλοί δεν απομακρύνονται από το σώμα της Εκκλησίας, αφού δεν υπάρχουν άλλωστε μέλη της που να μην αμαρτάνουν όλοι συμμετέχουν σε αυτήν την προσπάθεια εξαγνισμού μέσω της μετανοίας, της αμοιβαίας συγχώρησης και της προσευχής όλων προς όλους, την οποία απευθύνουμε στον Θεό για να μας δώσει άφεση αμαρτιών. Η Εκκλησία δεν είναι μία κοινωνία άκαμπτη και ακίνητη αλλά μία κοινότητα σε κίνηση, που αποτελείται από ανθρώπους που αμαρτάνουν και ταυτόχρονα εξαγνίζονται μέσω της αμοιβαίας προσευχής -όχι για κάποιες αόριστες αμαρτίες αλλά για τα αμαρτήματα , τις ατελείς πράξεις και την αδιαφορία που εκδηλώνουν προς συγκεκριμένα πρόσωπα.

Μέσα σε αυτή τη ζώσα οικογένεια, εμφανίζονται συνεχώς δυσχέρειες, οι οποίες όμως ξεπερνώνται καθώς εμβαπτίζονται μέσα στη θάλασσα της αγάπης καθενός από εμάς, μέσα στην αμοιβαία αγάπη των μελών της. Όλοι αμαρτάνουν και όλοι όμως συμβάλλουν στον εξαγνισμό: μέσω του αιτήματος της συγχώρησης, μέσω της απόδοσης της συγχώρησης, μέσω της κοινής και αμφίδρομης προσευχής υπέρ της δικής τους συγχώρησης. Η αμαρτία δεν είναι μία κατάσταση που παγιώνεται. Όσοι αμαρτάνουν δεν μπορούν να αφεθούν στην αδιαφορία αλλά ωθούνται να ζητήσουν συγχώρηση. Η συνείδηση τους, που κινητοποιείται από το Άγιο Πνεύμα, τους οδηγεί σε αυτό το αίτημα. Έτσι χάρη στη μετάνοια, η αμαρτία ήδη από την εμφάνισή της αρχίζει να διαλύεται. Διαλύεται από τα αλλεπάλληλα κύματα συγχώρησης, προσευχής και αγάπης τα οποία καθοδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα.

Κατ’ αυτό τον τρόπο όλοι παρακινούνται από το Άγιο Πνεύμα, που τους ενώνει. Το Άγιο Πνεύμα είναι ο παράγοντας αυτής της διαπροσωπικής ζωής που κατευθύνεται προς την αγνότητα και δεν μπορεί ποτέ να συμφιλιωθεί με την αδιαλλαξία ή την ακαμψία των σχέσεων εντός της Εκκλησίας. Είναι Πνεύμα ελευθερίας, διαπροσωπικής σχέσης, που αναπτύσσεται μέσα στην ελευθερία της αγάπης και δεν συμβιβάζεται με την αδιαλλαξία και τις άκαμπτες συμπεριφορές της δυσπιστίας και της αποστασιοποίησης. Τέτοιες συμπεριφορές δυσπιστίας και αποστασιοποίησης δημιουργούνται και συντηρούνται από την έπαρση, η οποία ούτε ζητά ούτε δίνει συγχώρηση. Εκεί που βασιλεύουν τα πάθη (παρότι τα πάθη μοιάζουν πολύ ευέλικτα) κυριαρχεί μια δυσκαμψία και μια έλλειψη ελευθερίας, που μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να κάμψει, καθώς Εκείνο δίνει στους ανθρώπους το χάρισμα να παραχωρούν και να ζητούν συγχώρηση, υπερπηδώντας την έπαρσή τους και τα υπόλοιπα εγωιστικά πάθη τους.

Η αμφίδρομη συγχώρηση και η προσευχή από όλους προς όλους δεν ακυρώνουν μόνο την αμαρτία· αντιπροσωπεύουν επίσης και την πνοή της αγάπης, που ανοίγει την ψυχή του ενός προς τον άλλο. Μιλώντας για την πνοή του Αγίου Πνεύματος εννοούμε ότι αυτό φέρνει την αγάπη, τη ζωή και την ελευθερία. Η πραγματική ελευθερία είναι συνδεδεμένη με την αγάπη και εκεί που υπάρχει αγάπη βρίσκεται κατεξοχήν το αγαθό, η πηγή κάθε καλού λογισμού, λόγου και πράξης. Εκεί βρίσκεται η ζωή, που είναι πλήρης δυναμισμού, διαθέσιμη σε όλους, απελευθερωμένη από κάθε έπαρση και εγωιστικό πάθος.

Με αυτόν τον τρόπο, η Εκκλησία ανανεώνεται χάρη στο Άγιο Πνεύμα, μέσω της αμφίδρομης συγχώρησης και προσευχής. Ανανεώνεται διαρκώς και επανασυνδέει τους εσωτερικούς δεσμούς της αγάπης μεταξύ των μελών της. Με άλλα λόγια ανασυγκροτεί την εσωτερική της ενότητα, αρμονία  και καθολικότητα.

Η αδυναμία της χριστιανικής ψυχής να αντέξει την αμαρτία και το κακό που προκαλεί στους άλλους, και η ανάγκη της να ζητήσει και να δώσει συγχώρηση, φανερώνουν την εγγενή ικανότητα της Εκκλησίας να εξαγνίζεται, να ανανεώνεται και να ανασυγκροτεί συνεχώς την ενότητα και τους εσωτερικούς δεσμούς της, προκειμένου να αποτελεί συνεχώς μια εν Χριστώ αρμονία. Με αυτό τον τρόπο εκδηλώνεται το μυστήριο της αντοχής της μέσα στον χρόνο και της αέναης ανανέωσής της.

(π. Δημήτριος Στανιλοάε, «Προσευχή και ελευθερία», εκδ. Εν πλω)



Τό νόημα τής χριστιανικής ἀσκήσεως

$
0
0

Κούτσας Συμεών Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης



Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἰσερχόμαστε ἀπό αὔριο στήν ἱερή περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. 'Oνομάζεται καί εἶναι πράγματι στάδιο πνευματικό. Καί οἱ πιστοί, πού καλούμαστε νά εἰσέλθουμε σ' αὐτό γιά νά ἀγωνιστοῦμε, εἴμαστε οἱ ἀγωνιστές «τοῦ καλοῦ ἀγῶνος τῆς πίστεως» (Α΄ Τιμ. 6,12). Οἱ ἀθλητές τοῦ πνεύματος. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ( Β΄ Τιμ. 2,3,5).

Πάντοτε ἀγωνιζόμαστε οἱ χριστιανοί. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ἕνας συνεχής καί ἀδιάκοπος ἀγώνας. Ὡστόσο, ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χρόνος προετοιμασίας μας γιά τόν ἑορτασμό τῆς κορυφαίας ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, προϋποθέτει ἐντατικότερη προσπάθεια, θερμότερο ζῆλο, μεθοδικότερον ἀγώνα.

Σέ τί ἀκριβῶς συνίσταται ὁ πνευματικός ἀγώνας αὐτῆς τῆς περιόδου, τόν ὁποῖο καλούμαστε νά ἀναλάβουμε; Τόν καθορίζει μέ σαφήνεια τό τρίτο Προσόμοιο τοῦ Τριωδίου, πού ἀκούσαμε νά ψάλλεται πρίν ἀπό λίγο -ποίημα, καθώς φαίνεται ἀπό τήν ἐπιγραφή του, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.

«Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγώνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες· ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκαν καθάρωμεν· νηστεύσομεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος· ἐν αἷς διατελοῦντες πόθῳ, ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι».

Δηλαδή: «Ἄς ξεκινήσουμε χαρούμενα τήν περίοδο τῆς νηστείας, ὑποβάλλοντας τόν ἑαυτό μας σέ πνευματικούς ἀγῶνες. Νά ἐξαγνίσουμε τήν ψυχή. Νά καθαρίσουμε τήν σάρκα. Ὅπως νηστεύουμε μέ τίς τροφές, νά ἀπέχουμε ἀπό κάθε πάθος, ἐντρυφώντας στίς ἀρετές τοῦ Πνεύματος. Καί παραμένοντας μέ πόθο στήν ἐνάρετη ζωή, εἴθε ν' ἀξιωθοῦμε, γεμάτοι πνευματικοί χαρά, ν' ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος καί τό ἅγιο Πάσχα τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας».

1. Τό πρῶτο πού μᾶς συνιστᾶ ὁ ἱ. ὑμνογράφος εἶναι νά ἀγνίσουμε τήν ψυχή μας. Τί εἶναι ἡ ψυχή; Ὁ ἔσω ἄνθρωπος. Ἡ πνευματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ κρυπτός της καρδίας ἄνθρωπος», καθώς γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α΄ Πέτρ., 3,4).

«Ψυχή ἐστιν » γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐσία νοερά, ἀσώματος, ἀπαθής, ἀθάνατος » (1). Καί ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος διευκρινίζει ἀναλυτικότερα:
«Ὥσπερ τά μέλη τοῦ σώματος πολλά ὄντα εἷς ἄνθρωπος λέγεται, οὕτω καί τά μέλη ψυχῆς εἰσι πολλά, νοῦς, συνείδησις, θέλημα, λογισμοί κατηγοροῦντες καί ἀπολογούμενοι· ἀλλά ταῦτα πάντα εἰς ἕνα λογισμόν εἰσιν ἀποδεδεμένα καί μέλη ἐστι ψυχῆς· μία δέ ἐστι ψυχή, ὁ ἔσω ἄνθρωπος » (2).
Δηλαδή, «Ὅπως ἀκριβῶς λογίζεται ἕνας ἄνθρωπος, ἄν καί εἶναι πολλά τά μέλη τοῦ σώματός του, ἔτσι πολλά εἶναι καί τά μέλη τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς, ἡ συνείδηση, τό θέλημα, οἱ λογισμοί πού κατηγοροῦν καί πού ἀπολογοῦνται. Ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι καλά δεμένα σέ ἕνα λογισμό καί εἶναι μέλη τῆς ψυχῆς. Καί ἡ ψυχή εἶναι μία, ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος τῆς καρδιᾶς».

Καί ἡ ψυχή μας, ὅταν παύσει νά ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός, τότε ἀσθενεῖ. Ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Τά πάθη εἶναι «ψυχῆς νόσοι» (3). Τή μολύνουν καί τήν καθιστοῦν ἀκάθαρτη.
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
««Ψυχῆς ἐστιν ἀκαθαρσία τό μή ἐνεργεῖν κατά φύσιν. Ἐκ τούτου γάρ τίκτονται τῷ νῷ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε γάρ κατά φύσιν ἐνεργεῖ, ὅταν αἱ παθητικαί αὐτῆς δυνάμεις, ὁ θυμός, λέγω, καί ἡ ἐπιθυμία ἐν τῇ τῶν πραγμάτων καί τῶν ἐν αὐτοῖς νοημάτων προσβολή ἀπαθεῖς διαμένωσι» (4).

Δηλαδή: «Ἀποτελεῖ ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς τό νά μήν ἐνεργεῖ κατά φύσιν. Διότι ἀπό αὐτό γεννιοῦνται στόν νοῦ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε πράγματι ἡ ψυχή ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅταν οἱ παθητικές της δυνάμεις-ἐννοῶ τό θυμικό καί ἡ ἐπιθυμία- στήν προσβολή πού δέχονται ἀπό τά πράγματα καί ἀπό τούς λογισμούς, πού σχετίζονται μ' αὐτά, παραμένουν ἀπαθεῖς.

Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε νά ἁγνίσουμε τήν ψυχή μας; Νά τήν ἐλευθερώσουμε ἀπό τήν δυναστεία τῶν παθῶν; Νά τήν κρατήσουμε ἔτσι, ὥστε νά ἐνεργεῖ πάντοτε κατά φύσιν ;

Ἡ ἀπάντηση πού δίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας σχετίζεται μέ τήν τριμερῆ διαίρεση τῆς ψυχῆς πού διδάσκουν ὁμόφωνα. Τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς εἶναι τό λογιστικόν, τό θυμικόν καί τό ἐπιθυμητικόν.

«Ὥσπερ τό σῶμα » ὑπογραμμίζει καί πάλι ὁ ἅγιος Μάξιμος, «διά τῶν πραγμάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει πρός παιδαγωγίαν τάς σωματικὰς ἀρετὰς, ἵνα σωφρονῇ· οὕτω καί ὁ νοῦς διά τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει ὡσαύτως πρός παιδαγωγίαν τάς ψυχικὰς ἀρετὰς, ἵνα, καθαρῶς καί ἀπαθῶς ὁρῶν τά πράγματα, σωφρονῇ » (5).

Δηλαδή: «Ὅπως τό σῶμα ἁμαρτάνει μέσω τῶν πραγμάτων καί γιά νά σωφρονεῖ ἔχει γιά παιδαγωγία τίς σωματικές ἀρετές, ἔτσι καί ὁ νοῦς πού ἁμαρτάνει μέσω τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων, γιά νά βλέπει καθαρά καί ἀπαθῶς τά πράγματα καί νά σωφρονεῖ, ἔχει ὁμοίως γιά παιδαγωγία τίς ψυχικές ἀρετές».

Μέ ποιές ἀρετές θά ἐξαγνίσουμε τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς; Τό λογιστικό μέ τήν ἀνάγνωση, τήν πνευματική θεωρία καί τήν προσευχή. Τό θυμικό μέ τήν ἀγάπη πού ἀντίκειται στό μῖσος. Καί τό ἐπιθυμητικό μέ τή σωφροσύνη καί τήν ἐγκράτεια. «Τό θυμικόν τῆς ψυχῆς ἀγάπῃ χαλίνωσον· καί τό ἐπιθυμητικόν αὐτῆς ἐγκρατείᾳ καταμάρανον· καί τό λογιστικόν αὐτῆς προσευχῇ πτέρωσον ...» (6).

Δηλαδή: «Μέ τήν ἀγάπη χαλιναγώγησε τό θυμικό τῆς ψυχῆς. Καί μέ τήν ἐγκράτεια μάρανε ὁλότελα τό ἐπιθυμητικό της. Καί μέ τήν προσευχή δῶσε φτερά στό λογιστικό μέρος της».

Κάθαρση ψυχῆς σημαίνει ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη (7) καί ἐλευθερία ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς. Κι αὐτό ἐπιτυγχάνεται, προσθέτει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ (8).

Ἄς ἀναφέρουμε ἀκόμη τήν γνώμη καί ἑνός ἄλλου πνευματικοῦ διδασκάλου: «Ἀνάγνωσις καί προσευχή νοῦν καθαίρουσιν, ἀγάπη δέ καί ἐγκράτεια τό παθητικόν τῆς ψυχῆς » (9).

Δηλαδή: «Ἡ πνευματική μελέτη καί ἡ προσευχή καθαρίζουν τόν νοῦ. Καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια τό ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς».


2. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν ἔχει μόνο ψυχή. Διαθέτει καί σῶμα. Ψυχή καί σῶμα ἀπαρτίζουν τήν ἑνιαία καί ἀδιαίρετη ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ σωτηρία δέν εἶναι μόνο ὑπόθεση τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται ὁλόκληρος, ἡ ψυχή καί τό σῶμα του. Καί ἐπιτυγχάνει τή σωτηρία του μ' ἕναν ἑνιαῖο ἀγώνα πού διεξάγει μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα του μαζί. Ἡ ψυχή ἀγωνίζεται. Καί τό σῶμα συναγωνίζεται μέ τήν ψυχή.
Εἶναι ἀπαραίτητο, λοιπόν, μαζί μέ τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς νά ἐπιδιώξουμε τήν κάθαρση τῆς σαρκός. «Τήν σάρκαν καθάρωμεν » προσθέτει ὁ ὑμνογράφος. Ἐξαγνισμός τῆς ψυχῆς καί κάθαρση τοῦ σώματος συνδέονται ἄρρηκτα. Συμπορεύονται. «Τό σῶμα » διδάσκει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, «οὐχ ἁμαρτάνει καθ' ἑαυτό, ἀλλά διά τοῦ σώματος ἡ ψυχή» (10). Δηλαδή: «Τό σῶμα δέν ἁμαρτάνει ἀπό μόνο του, ἀλλά ἡ ψυχή διαμέσου τοῦ σώματος».
Ἑπομένως, ὅπως ὀφείλουμε νά ἐπιδιώξουμε τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς, ἔτσι θά πρέπει νά καθάρουμε καί τό σῶμα ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας, διότι, καθώς διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «Ἡ κατ' ἐνέργειαν ἀμαρτία τοῦ σώματος ἐστιν ἀκαθαρσία» (11). Δηλαδή, «ἡ ἁμαρτία μέ συγκεκριμένες ἐνέργειες καί πράξεις καθιστᾶ ἀκάθαρτο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου».

Οἱ ψυχικές ἀρετές, ὅπως εἴδαμε, συντείνουν στόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς. Καί οἱ σωματικές ἀρετές συντελοῦν στήν κάθαρση τοῦ σώματος. Κορυφαία ἀρετή εἶναι καί ἡ νηστεία. Καί μαζί μέ τήν νηστεία, οἱ Πατέρες μας συντάσσουν τήν ἀγρυπνία, τήν ψαλμωδία, τήν προσευχή καί τήν φυλακή τῶν αἰσθήσεων.

Τό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἀσκητικό. Πνευματική ζωή χωρίς σωματική κακοπάθεια δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει. Αὐτή τή διαλεκτική σχέση μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος:
«Ἀδύνατον καί τήν σάρκαν τῷ κόρῳ τῶν βρωμάτων κατεμπιπλᾶν καί πνευματικῶς τῆς νοερᾶς καί θείας ἐπαπολαύειν χρηστότητος. Ὅσῳ γάρ τήν γαστέρα τις θεραπεύσει, κατά τοσοῦτον ἐκείνης ἑαυτόν ἀποστερήσει· καθόσον δέ τό σῶμα ὑπωπιάσει, ἀναλόγως καί τῆς πνευματικῆς τροφῆς τε καί παρακλήσεως ἐμπλησθήσεται» (12).

Δηλαδή: «Εἶναι ἀδύνατον καί τή σάρκα νά παραγεμίζουμε μέ τόν κόρο τῶν βρωμάτων καί ταυτόχρονα ἀπολαμβάνουμε πνευματικά τή νοερή καί θεία γλυκύτητα. Γιατί ὅσο κανείς περιποιεῖται τήν κοιλιά, τόσο καί ἀποστερεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό τή θεία χάρη. Καί ὅσο μέ τήν ἄσκηση ταλαιπωρεῖ τό σῶμα του, ἀνάλογα γεμίζει καί ἀπό τήν πνευματική τροφή καί παράκληση».


3. Νηστεία καί ἄσκηση, ὡστόσο, δέν σημαίνει ἀποχή μόνο ἀπό ὁρισμένες τροφές. Σημαίνει ἀπαραιτήτως καί ἀγώνα ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη μας καί προσπάθεια ἀπόκτησης τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν.

Προσθέτει ὁ ἱ. ὑμνογράφος: «Νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος».

Ἡ ἀληθής νηστεία, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ Μ. Βασίλειος, δέν ἀρκεῖται μόνο στήν ἀποχή ἀπό τίς τροφές, προχωρεῖ καί στήν ἀποδέσμευση τοῦ πιστοῦ ἀπό κάθε εἴδους πάθος.

«Οὐ μέντοι ἑξαρκεῖ καθ' ἑαυτήν ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῶ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστίν ἀληθής. Ἐν τούτοις μέν οὖν ἡ νηστεία καλόν» (13).

Δηλαδή: «Δέν φτάνει ἡ ἀποχή καί μόνο ἀπό τίς τροφές γιά νά εἶναι ἄξια ἐπαίνου ἡ νηστεία μας. Ἄς νηστέψουμε νηστεία εὐπρόσδεκτη καί εὐάρεστη στόν Θεό. Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό ὁτιδήποτε τό κακό καί ἐφάμαρτο. Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τόν θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς αἰσχρές ἐπιθυμίες, τήν καταλαλιά, τό ψέμμα καί τήν ἐπιορκία. Ἡ ἀπουσία καί ἡ στέρηση ἀπό αὐτά εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ὅταν ἀγωνιζόμαστε γιά ὅλα αὐτά τότε ἡ νηστεία μᾶς εἶναι καλή καί ὠφέλιμη».

Ἀλλά ἡ κατά Χριστόν ζωή ἔχει καί τήν θετική της ὄψη. Παράλληλα μέ τόν ἀγώνα γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τά διάφορα πάθη, ἐπιδιώκει καί τήν ἀπόκτηση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. «Δεῖ δέ», παρατηρεῖ ἕνας ἀπό τούς πνευματικούς διδασκάλους τῆς Φιλοκαλίας, «πρός τῇ καθάρσει τῶν μοχθηρῶν ἕξεων, καί τῆς κτήσεως τῶν ἀρετῶν» (14). Πέρα, δηλαδή, ἀπό τήν κάθαρσή μας ἀπό τίς κακές συνήθειες-τά πάθη ἀπό τά ὁποῖα αἰχμαλωτιζόμαστε-, ὀφείλουμε νά ἀποκτήσουμε καί τίς ἀρετές πού κοσμοῦν τόν εὐαγγελικό βίο. Εἶναι αὐτό πού διατυπώνει πολύ ἐπιγραμματικά ὁ προφήτης Δαβίδ: «Ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν » ( Ψαλμ. 33, 14, 36, 27).

Κατά τόν θεόσοφο Ἱεράρχη τῆς Καισαρείας ἀποτελεῖ «ἀρχήν »- θεμελιώδη δηλαδή προϋπόθεση- «πρός τήν ἀνάληψιν τῶν καλῶν » «ἡ ἀναχώρησις τῶν κακῶν ». Καί συνεχίζει, σχολιάζοντας τόν παραπάνω λόγο τῶν Ψαλμῶν:

«Σοφῶς οὖν καί ἐντέχνως προσάγων ἡμᾶς εἰς τήν ἀρετήν, τήν ἀναχώρησιν τῆς κακίας ἀρχήν ἐποιήσατο τῶν καλῶν. Εἰ γάρ εὐθύς προέβαλέ σοι τά τέλεια, ἀπώκνησας ἄν πρός τήν ἐγχείρησιν· νῦν δέ τοῖς εὐληπτοτέροις σέ προσεθίζει, ἵνα κατατολμήσῃς τῶν ἐφεξῆς. Κλίμακι γάρ προσεοικέναι φαίην ἄν ἔγωγε τῆς εὐσεβεάις τήν ἄσκησιν ... Ὥστε δεῖ τούς εἰσαγομένους πρός τόν κατ' ἀρετήν βίον τοῖς πρώτοις βαθμοῖς ἐπιβάλλειν τό ἴχνος, κακεῖθεν ἀεί τῶν ἐφεξῆς ἐπιβαίνειν, ἕως ἄν πρός τό ἐφικτόν ὕψος τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει διά τῆς κατ' ὀλίγον διακοπῆς ἀναβῶσιν. Ὥσπερ οὖν ἐπί τῆς κλίμακος πρώτη ἀνάβασις ἡ τῆς γῆς ἀναχώρησις, οὕτως ἐπί τῆς κατά Θεόν πολιτείας, ἀρχή προκοπῆς ὁ χωρισμός τοῦ κακοῦ » (15).

Δηλαδή: «Ὁδηγώντας μας (ὁ Ψαλμωδός) μέ σοφία καί τέχνη στήν ἀρετή, κατέστησε ἀρχή τῶν καλῶν τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κακία. Διότι, ἄν εὐθύς ἀμέσως σοῦ προέβαλε τά τέλεια, θά δίσταζες νά ἐπιχειρήσεις νά τά ἐπιτύχεις. Τώρα ὅμως σέ ἐξοικειώνει μέ τά πιό εὐκολοκατόρθωτα γιά νά τολμήσεις νά ἐπιδιώξεις καί τά ἑπόμενα. Καί θά ἔλεγα ἐγώ ὅτι ἡ ἄσκηση εὐσεβείας μοιάζει μέ κλίμακα... Θά πρέπει, λοιπόν, οἱ ἀρχάριοι στόν ἐνάρετο βίο νά ξεκινοῦν ἀπό τά πρῶτα σκαλοπάτια καί ἀπό ἐκεῖ πάντοτε νά προχωροῦν καί στά ἑπόμενα, ἴσαμε νά μπορέσουν νά ἀνεβοῦν προοδευτικά στό ὕψος πού εἶναι μπορετό γιά τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως ἀκριβῶς στήν κλίμακα στό πρῶτο σκαλοπάτι συνιστᾶ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τό ἔδαφος, ἔτσι καί στήν κατά Θεόν πολιτεία ἀρχή τῆς πνευματικῆς προκοπῆς εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τό κακό».

Ὁ ἐν Χριστῷ ἀγώνας τοῦ πιστοῦ, ὅπως διδάσκει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, συνίσταται ἀφ' ἑνός στό νά ἐξαλείψει καί νά ἐξαφανίσει «τέλεον ἐκ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς » τά πάθη καί ἀφ' ἑτέρου νά θησαυρίσει «ἐν ἑαυτῷ πάσῃ δυνάμει ψυχῆς τάς ἀρετὰς ἀντ' αὐτῶν».
Καί συνεχίζει ὁ θεοφόρος Πατέρας: «Εἰ γάρ μή οὕτω γένηται παρ' αὐτοῦ καί οὕτω τά τῶν ἀγώνων ἔξει καλῶς ἐν αὐτῷ, οὐδέν ἔσται ὄφελος αὐτῷ ἐκ μόνης τῆς τῶν παθῶν ἀλλοτριώσεως· οὐ γάρ ὁ μή πλεονεκτῶν ἀλλ' ὁ ἐλεῶν ἐπαινεῖται, οὐδέ ὁ τό δοθέν τάλαντον σῶον φυλάξας ἀλλ' ὁ διπλασιάσας ἐσώθη, οὐδέ ὁ ἐκκλίνας ἀπό κακοῦ ἀλλ' ὁ ποιήσας τό ἀγαθόν μακαρίζεται» (16).
Δηλαδή: «Ἄν αὐτός (ὁ χριστιανός) δέν ἀγωνιστεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο καί ὁ ἀγώνας του δέν ἔχει τήν ἀγαθή κατάληξη, τίποτα δέν ἔχει νά ὠφεληθεῖ ἀπό τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τά πάθη καί μόνο. Διότι δέν ἐπαινεῖται αὐτός πού δέν εἶναι πλεονέκτης ἀλλά ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ ( Ματθ. 5, 7). Οὔτε σώθηκε αὐτός πού φύλαξε ἀκέραιο τό τάλαντο πού τοῦ δόθηκε, ἀλλά ἐκεῖνος πού τό διπλασίασε ( Ματθ. 25, 15-28). Οὔτε μακαρίζεται αὐτός πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό κακό, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἔπραξε τό ἀγαθό ( Ψαλμ. 36, 27).

Ἡ χριστιανική ζωή δέν εἶναι χωρίς σκοπό καί ὁ πνευματικός μας ἀγώνας χωρίς νόημα. Ὕψιστος σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ κοινωνία καί ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Τό νόημα τοῦ ἀγώνα πού διεξάγουμε εἶναι νά γίνουμε μέτοχοι της ἐν Χριστῷ σωτηρίας.

Στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας ἕνα ξεχωριστό σκοπό ὑπηρετεῖ καί ὁ ἰδιαίτερος ἀγώνας τῆς ἱερῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς πού ἐγκαινιάζει ὁ ἀποψινός ἑσπερινός. Μᾶς τό ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος τοῦ τροπαρίου πού σχολιάζουμε: «ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό ἅγιον Πάσχα...».

Ὁ σκοπός πρός τόν ὁποῖο ὁδηγεῖ ἡ πνευματική προετοιμασία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία μᾶς προσκαλεῖ ἀπόψε ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία, εἶναι ν' ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας νά ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος τοῦ Κυρίου. Νά γίνουμε κοινωνοί τῆς πασχαλινῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδας τῆς Ἀναστάσεως.

Νά δώσει ὁ Θεός ἀγαπητοί ἀδελφοί!



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Πρός Ἀντίοχον 16: ΒΕΠΕΣ 35, 104.
2. Ὁμιλ. 7,8: PG 34, 528 b.
3. Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικός 11: ΒΕΠΕΣ 7, 74.
4. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 35: Φιλοκαλία τόμ. Β΄ σελ. 32.
5. Ὅπ. π. 2,64, σ. 22
6. Ὅπ. π. 4,42, 80, σ. 45, 49.
7. Θαλάσσιος 2, 79: Φιλοκαλία, τόμ. Β. σ. 215
8. Ἐπιστολή δ΄: Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά ..., ἔκδ. Ἰωακείμ Σπετσιέρη, Ἀθήνα 1895, σ. 381. Πρβλ. καί τόν ὅσιο Θαλάσσιο: «Τήρησις ἐντολῶν τίκτει μετάνοιαν· ἡ δέ τῶν ἐντολῶν τήρησις ψυχῆς ποιεῖ κάθαρσιν » (2, 77: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215).
9. Θαλάσσιος 2, 84: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215.
10. Κατήχησις 4, 23: ΒΕΠΕΣ 39, 74.
11. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 36: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 32.
12. Κεφάλαια 1,42: ΛΛ 51,51.
13. Περί νηστείας λόγ. 2, 7: ΒΕΠΕΣ 54, 26.
14. Θεοδώρου Ἐδέσσης, Θεωρητικόν: Φιλοκαλία, τόμ. Α΄, σ. 325.
15. Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τούς Ψαλμούς 1, 3-4: ΒΕΠΕΣ 52, 14-15.
16. Ἠθικός 7: SC 129, 160-162.


http://www.agiazoni.gr/article.php?id=10418175386774081908

Λόγοι περί Νηστείας

$
0
0
Ἀρχιμανδρίτης Κοσμᾶς Λαμπρινός, 
Ἱεροκήρυξ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φλωρίνης

Λόγοι περὶ Νηστείας

01. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ἀναμφίβολα, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κυριευμένος ἀπὸ τὸν ὑπέρμετρο καταναλωτισμό, θεωρεῖ τὸ θεσμὸ τῆς νηστείας ὡς μεγάλη στέρηση στὴ ζωή του. Στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅμως, λέει ἡ Γραφὴ καὶ ὑποστηρίζει καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, δὲν εἰσερχόμαστε τρώγοντας καὶ πίνοντας. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἀποτελεῖ ἡ τροφὴ αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν εἰσιτήριο εἰσόδου μας στὸν Παράδεισο, ἐπειδὴ «βρῶμα ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ». Ποὺ σημαίνει, ὅπως λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅτι ἂν δὲν φᾶμε στερούμεθα κάτι ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς εἰσάγουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. (Α´ Κορ. 8,8)


Στὰ λόγια αὐτὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς στηρίζει ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς γνωστόν, τὴν θεωρία τῆς περὶ νηστείας. Σὲ καμμία περίπτωση ὅμως δὲν βάζει ἡ Ἐκκλησία τὴ νηστεία ὑπεράνω τῆς πίστεως. Ἁπλὰ ἡ νηστεία ἀποδεικνύει μαζὶ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη ἐμπράκτως τὴν πίστη μας στὸ Θεό. Ἀλλά, ὅπως θὰ δοῦμε καὶ μὲ παραδείγματα λαμβανόμενα τόσο ἀπὸ τὴν Γραφή, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ἡ νηστεία εἶναι πολὺ εὐεργετικὴ γιὰ ὅλους μας.

Ἡ νηστεία δὲν εἶναι θεσμὸς τῆς ἐποχῆς μας. Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὅλοι οἱ πατέρες, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἔχουν τὴν γνώμη ὅτι ἡ νηστεία εἶναι θεσμὸς ἐκκλησιαστικός. Ἄλλωστε, τὸ νόμο τῆς νηστείας τὸν τήρησε κι Αὐτὸς ἀκόμα ὁ Κύριος. Ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς, ἑπομένως νὰ τὸν καταστρατηγοῦμε;

Ὁ ἀρχιμ. Θεολόγος Παρασκευαΐδης, στὴν πραγματεία του περὶ τοῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας γράφει σχετικά: «Μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καθωρίσθηκε ἡ νηστεία καὶ ἔτσι δόθηκε στὸν ἄνθρωπο ὁ νόμος τῆς νηστείας».

Μετὰ τὸ Χριστὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία διετύπωσε ὁρισμένες διατάξεις περὶ νηστείας· καὶ ὅταν τὸν Δ´ αἰώνα ὁ αἱρετικὸς Ἀέριος ἰσχυρίσθηκε ὅτι δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ τήρηση τῆς νηστείας, ἡ Ἐκκλησία κατεδίκασε τὴν ἀντίληψη αὐτή, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος καὶ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, ἀλλὰ καὶ ἡ Τοπικὴ Σύνοδος τῆς Γάγγρα.

Τὸν νόμο τῆς νηστείας τὸν διατύπωσε ἡ Ἐκκλησία διατυπώνοντας παράλληλα ὠρισμένες διατάξεις περὶ νηστείας. Ἄλλωστε, πρῶτοι οἱ Ἀποστολικοὶ Κανόνες ὁμιλοῦν γιὰ τὸ ὑποχρεωτικόν της νηστείας. Ὅταν τὸν Δ´ αἰώνα μ.Χ. ὁ αἱρετικὸς Ἀέριος ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ νηστεία δὲν εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὸ χριστιανὸ ἡ Ἐκκλησία καταδίκασε τὴ γνώμη του, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος καὶ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος.

Οἱ Τερτυλλιανός, Αὐγουστίνος, Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων, Ἱερώνυμος, Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Ἱ. Χρυσόστομος καὶ ἄλλοι πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, Ἀσία, Εὐρώπη καὶ Ἀφρική, μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα τοὺς ἐπισημαίνουν τὴν ἀναγκαιότητα τῆς νηστείας.

Στὴ συνείδηση τῶν πρώτων χριστιανῶν ἡ νηστεία, ἂν καὶ εἶχε προαιρετικὸ χαρακτήρα, ἐν τούτοις θεωροῦνταν ὑποχρεωτική. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μαρτυρεῖ καὶ λέει ὅτι στὴν ἐποχή του ἡ νηστεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ἦταν γενική. Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ νήστευαν καὶ δὲν ἦσαν ῥᾴθυμοι καὶ χλιαροί. Ο Μ. Ἀθανάσιος λέει ὅτι «ὅστις ἐκμειοῖ τὴν ἀξίαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, οὗτος δὲν ἑορτάζει τὸ Πάσχα». Ὁμοίως καὶ οἱ Ἀμβρόσιος, Τερτυλλιανὸς καὶ Αὐγουστίνος.

Ἔτσι οἱ χριστιανοί, καταλάβαιναν τὸ νόημα τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, νήστευαν κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Δὲν παρέλειπαν δὲ νὰ νηστεύουν πρὸ τῆς μεταλήψεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πλὴν ὅμως τῶν νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς οἱ χριστιανοὶ νήστευαν καὶ κατὰ τὶς 40 ἡμέρες πρὶν τὰ Χριστούγεννα γιὰ νὰ ἑτοιμαστοῦν γιὰ τὰ Χριστούγεννα.

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ὡς φιλόστοργος Μήτηρ, προβλέπει ἀκόμα καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν δυνατότητα νὰ νηστεύσουν. Ἂν ὑπάρχουν σοβαροὶ λόγοι ὑγείας ἁπαλλάσεται ὁ πιστὸς ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση τῆς νηστείας. Αὐτὸ ὅμως ἰσχύει μόνο ἂν ὁ χριστιανὸς εἶναι ἀσθενής. Ἀπεναντίας κάθε ἄλλη αἰτία δὲν ἑξαιρεῖ τὸν χριστιανὸ ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση τῆς νηστείας. Οὔτε οἱ στρατιῶτες, οὔτε οἱ ὁδοιπόροι, οὔτε οἱ θαλασσοπόροι, οὔτε οἱ ἔμποροι κ.λ.π. ἑξαιροῦνται, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, ἀλλὰ ὁ κάθε ἕνας ἔχει ὑποχρέωση νὰ νηστεύει «εἰ μὴ δι᾿ ἀσθένειαν σωματικήν».

Σωματικὰ ἀσθενεῖς θεωροῦνται ὅλοι ὅσοι πάσχουν, οἱ γέροντες καὶ ὅσοι ἔχουν ἐξασθενημένο ὀργανισμό, τὰ νήπια καὶ τὰ παιδιὰ μέχρι ὠρισμένης ἡλικίας. Τὰ μεγάλα παιδιὰ δὲν ἑξαιροῦνται ἀπὸ τὴ νηστεία. Μᾶς τὸ λέγουν οἱ ἅγιοι Χρυσόστομος καὶ Γρηγόριος, Ἀμβρόσιος καὶ Λέων Ρώμης. Ὁ δὲ μέγας Βασίλειος λέγει: «Μηδεὶς ἑαυτὸν ἔξω ποιείτω τοῦ καταλόγου τῶν νηστευόντων, ἐν ᾧ πάντα γένη, καὶ πᾶσα ἡλικία, καὶ ἀξιωμάτων διαφοραὶ πᾶσαι καταλέγονται». καὶ ὁ Τιμόθεος Ἀλεξανδρείας ὅταν ρωτήθηκε ἂν ἕνας ἀσθενὴς εἶναι ὑποχρεωμένος τὸ Πάσχα νὰ νηστεύσει, ἀπάντησε ὅτι «ἀπολύεσθαι ὀφείλει μεταλαμβάνειν καὶ τῆς τροφῆς καὶ τοῦ ποτοῦ...» Ὁμοίως καὶ γιὰ τὴν λεχώνα. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἐπιτρέπεται στὸν ἀσθενῆ νὰ κοινωνᾶ χωρὶς νηστεία.

Ἐὰν τώρα ὑπάρχουν περιπτώσεις ἀνθρώπων ποὺ δὲν δύνανται νὰ νηστεύσουν, αὐτοί, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ὀφείλουν νὰ πράττουν περισσότερες ἀγαθοεργίες. Τὸ ἴδιο λέγει καὶ ὁ Ρώμης Λέων.

Ἔτσι ἡ νηστεία σὺν τῷ χρόνῳ ἔλαβε τὴν τελική της μορφή. Διακρίθηκε ἀπὸ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο καὶ ἔγινε διάθεση ψυχική. Στὸ Χριστιανισμὸ ἡ νηστεία εἶναι συνδυασμὸς ἐγκρατείας καὶ προσευχῆς, φιλανθρωπίας καὶ πίστεως, ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας. «Τιμὴ γὰρ νηστείας οὐχὶ σιτίων ἀποχή, ἀλλὰ ἁμαρτημάτων ἀναχώρησις», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Σὺ δὲ ὅταν νηστεύῃς, δεῖξόν μοι τὴν νηστείαν σου ἐκ τῶν ἔργων σου. Ποίων ἔργων, φησίν; Ἐὰν ἴδης πένητα, ἐλέησον. Ἐὰν ἴδης ἐχθρόν, καταλλάγηθι. Ἐὰν ἴδης φίλον εὐδοκιμοῦντα, μὴ βασκάνῃς... Μὴ γὰρ δὴ στόμα νηστευέτω μόνον, ἀλλὰ καὶ ὀφθαλμός, καὶ ἀκοή, καὶ πόδες, καὶ χεῖρες, καὶ πάντα τὰ τοῦ σώματος ἡμῶν μέλη. Νηστευέτωσαν χεῖρες, ἁρπαγῆς καὶ πλεονεξίας καθαρεύουσαι. Νηστευέτωσαν πόδες, δρόμων τῶν ἐπὶ τὰ παράνομα θέατρα ἀφιστάμενοι. Νηστευέτωσαν ὀφθαλμοί, παιδευόμενοι μηδέποτε εὐμόρφοις ἐπιπηδᾶν, μηδὲ ἀλλότρια περιεργαζόμεθα κάλλη...

Νηστευέτω καὶ ἀκοή. Νηστεία δὲ ἀκοῆς, μὴ δέχεσθαι κατηγορίας. Νηστευέτω καὶ στόμα ἀπὸ ρημάτων αἰσχρῶν καὶ λοιδορίας. Τί γὰρ ὄφελος, ὅταν μὲν ὀρνίθων καὶ ἰχθύων ἀπεχώμεθα, τοὺς ἀδελφοὺς δάκνωμεν καὶ κατεσθίωμεν; Ὁ κατηγορῶν ἀδελφικὰ κρέα ἔφαγε, τὴν σάρκα τοῦ πλησίον ἔδακε· διὰ τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος ἐφόβησεν εἰπών· «Εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ᾿ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (Γαλ. 5, 15) καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει: «Ἂν ταῦτα κατορθοῦν βούληται (ὁ πιστός), τὴν ἀληθῆ νηστείαν ἐπεδείξατο, καὶ ἣν μάλιστα πάντων ἀπαιτεῖ παρ᾿ ἡμῶν ὁ Δεσπότης. Ἐπεὶ εἰ καὶ ταύτην τὴν ἀποχὴν τῶν βρωμάτων διὰ τοῦτο κελεύει γίνεσθαι, ἵνα χαλινοῦντες τὰ σκιρτήματα τῆς σαρκός, εὐήνιον αὐτὴν ἐργαζώμεθα πρὸς τὴν τῶν ἐντολῶν ἐκπλήρωσιν».

Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἐποχή μας εἶναι λίγο ὡς πολὺ ἀντίθετος μὲ τὶς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας περὶ νηστείας εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου, πρὶν εἰσέλθουμε στὴ μελέτη τοῦ θέματος τῆς νηστείας σὲ σχέση μὲ τὴν Ἐξομολόγηση κατὰ τὴ Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀνάγκη νὰ δοῦμε σὲ γενικὲς γραμμὲς τὸ νόημα τῆς ἀληθινῆς νηστείας. Ἡ νηστεία, ὅπως προείπαμε, εἶναι κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο συνισταμένη πολλῶν παραγόντων. Ὁ νηστεύων πρέπει νὰ ἀποδεικνύει τὴ καθαρότητα τῆς νηστείας μὲ καλὰ ἔργα. Γιατί ποιὸ τὸ ὄφελος σὲ ἕνα ἄνθρωπο ὅταν νηστεύει ἀπὸ κρέας καὶ ψάρια καὶ κατηγορεῖ τοὺς συνανθρώπους του; Ἡ νηστεία ἀκόμη ἔχει σχέση μὲ τὴ χαλιναγώγηση τῶν παθῶν.

1. Ἐπιφανίου, αἱρέσ. 75,3. καὶ Κανὼν 19 τῆς ἐν Γάγγρᾳ, Αὐγουστ. Aaeres //, 53 κλπ.

2. Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία β´ περὶ νηστείας. Ἀποστ. Κανὼν 61 καὶ 69, τῆς ἐν Γάγγρᾳ 19 κλπ

3. Θ. Παρασκευαΐδου, μνήμ. ἔργ. σελ. 116 καὶ Ράλλη-Ποτλὴ μνήμ. ἔργ. Α´, 140, Δ´, 335-336 καὶ ΣΤ´, 198.

4. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, 3η καὶ εἰς τὴν Γένεσιν 10η.

02. ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ

Κι ἐπειδή, πιστεύω, πὼς ὁ χριστιανὸς ἔχει ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ κερδίσει μία θέση στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι φαγοπότια, ἀλλὰ δικαιοσύνη (ποὺ σημαίνει ἐλεημοσύνη, προσευχὴ καὶ νηστεία).

Ἡ νηστεία, ὅμως, ἀπὸ μόνη της εἶναι ἕνας στεῖρος εὐσεβισμός. Ἂν ὅμως συνδυαστεῖ μὲ προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη ἐπιτυγχάνει τὴν ἐξαύλωση τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ ἀνεβάζει σὲ πνευματικότερες καὶ τελειότερες σφαῖρες.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸν ὄρθρο τῆς Δ´ Κυριακῆς τῶν νηστειῶν, θέλοντας νὰ δείξει στὸν ἄνθρωπο ὅτι ἡ νηστεία καὶ ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὴν λύτρωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία λέει:

«Δεῦτε ἐργασώμεθα ἐν τῷ μυστικῷ ἀμπελῶνι,
καρποὺς μετανοίας ἐν τούτῳ ποιούμενοι,
οὐκ ἐν βρώμασι καὶ πόμασι κοπιῶντες,
ἀλλ᾿ ἐν προσευχαῖς καὶ νηστείαις,
τὰς ἀρετὰς κατορθοῦντες.
Τούτοις ἀρεσκόμενος ὁ Κύριος του ἔργου
Δηνάριον παρέχει, δι᾿ οὗ ψυχὰς λυτροῦται.
Χρέους ἁμαρτίας ὁ μόνος πολυέλεος»
(βλ. ὄρθρος Δ´ Κυρ. τῶν Νηστειῶν)

03. Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΕΙΣΑΓΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

«σαλπίσατε ἐν νουμηνίᾳ σάλπιγγι, ἐν εὐσήμῳ ἡμέρᾳ ἑορτῆς ἡμῶν» (Ψαλμ. 80, 4)

Ὁ Δαυὶδ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους νὰ σαλπίζουν κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ μήνα μὲ τὴν σάλπιγγα, καθὼς καὶ κατὰ τὴν ἐπίσημη ἡμέρα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τους.

Οἱ προφῆτες, μὲ πρῶτο καὶ καλύτερο τὸν Ἡσαΐα μᾶς ζητοῦν νὰ νηστεύουμε. Γνωρίσαμε, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, τὴν χάρη τῶν νηστειῶν ἀπὸ τὸν Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε μὲν τὸν Ἰουδαϊκὸ τρόπο τῆς νηστείας, δείχνοντάς μας ὅμως τὴν ἀληθινὴ νηστεία. Ὁ προφήτης Ἡσαΐας λέγει ὅταν νηστεύουμε νὰ ἀποφεύγουμε κάθε διαμάχη καὶ ἔριδα καὶ νὰ καταργήσουμε κάθε σύνδεσμο ἀδικίας. (Ἡσ. 63, 6). καὶ ὁ Κύριος, δείχνοντάς μας τὴν ἀληθινὴ νηστεία, μᾶς λέγει: «νὰ μὴ γίνεσθε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριταί, ἀλλὰ νὰ νίψεις τὸ πρόσωπό σου, καὶ νὰ ἀλείψεις τὸ κεφάλι σου νηστεύων» (Ματθ. 6, 16-17). Νὰ μὴ νηστεύουμε δηλαδὴ σὰν τοὺς φαρισαίους, ποὺ ἡ νηστεία τους γινόταν ἐντελῶς τυπικά, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ καὶ νὰ συνδέεται μὲ τὴν προσευχή. Ἡ νηστεία ἐπακολουθεῖ τῆς προσευχῆς γιατί, ἀκόμα καὶ στοὺς Ἰουδαίους ἡ νηστεία χρησιμοποιοῦνταν ὡς μέσον γιὰ νὰ καταστεῖ ἡ προσευχὴ ἀποτελεσματικότερη. Μπορεῖ ὅμως κανείς, ἴσως, νὰ ἀναρωτηθεῖ γιατί οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου δὲν νήστευαν. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Γιατί ὁ Κύριος γνώριζε ὅτι μετὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή Του θὰ νήστευαν.

Πῶς ὅμως πρέπει νὰ γίνεται ἡ νηστεία; Ἡ νηστεία, ἀσφαλῶς, δὲν πρέπει νὰ γίνεται πρὸς ἐπίδειξιν. Ὁ Χριστὸς δὲν κατηγορεῖ τοὺς φαρισαίους ποὺ νηστεύουν δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀλλὰ ἐπειδὴ νήστευαν πρὸς ἐπίδειξιν. «Νηστεύοντες μὴ ἐπιτηδεύετε τὴν σκυθρωπότητα, καθάπερ οἱ σπουδάζοντες ὠχριᾶν δι᾿ ἀνθρωπίνην ἀρέσκειαν» λέγει ὁ Ζηγαβηνός. Ἂς συμπεριφερθοῦμε λοιπόν, ὅπως διδαχθήκαμε, νὰ μὴ φαινόμαστε σκυθρωποὶ γιὰ τὶς ἡμέρες ποὺ ἔρχονται, ἀλλὰ νὰ συμπεριφερόμαστε μὲ φαιδρὸ πρόσωπο πρὸς αὐτές, ὅπως πρέπει στοὺς ἁγίους. Κανεὶς ἄκαρδος δὲν στεφανώνεται, κανεὶς κατηφὴς δὲν στήνει τρόπαιο. Ἐὰν φροντίζουμε τὸ σῶμα μας, καὶ καλὰ κάνουμε, -ἀφοῦ κατὰ τὸν Ἀπ. Παῦλο εἶναι ναὸς Θεοῦ-, γιατί νὰ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας; Εἶναι παράλογο νὰ λυπόμαστε μὲ τὴν ἀλλαγὴ τῶν τροφῶν καὶ νὰ φαινόμαστε ὅτι χαριζόμαστε στὴν ἡδονὴ τῆς σάρκας, παρὰ στὴν ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς. Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὁ μὲν κορεσμὸς σταματᾶ στὴν εὐχαρίστηση τῆς κοιλιᾶς, ἡ δὲ νηστεία ἀνεβάζει τὸ κέρδος στὴ ψυχή. Ἡ νηστεία δίδει στὸν χριστιανὸ τὸ φάρμακο ποὺ σκοτώνει τὴν ἁμαρτία. καὶ ὅπως τὰ φάρμακα σκοτώνουν στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ τὰ μικρόβια, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία λυτρώνει τὴ ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ δηλητήριο μὲ τὸ ὁποῖο δηλητηριάζεται ἀπὸ τὸ διάβολο ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἶπε ὁ διάβολος στοὺς πρωτοπλάστους νὰ φᾶνε τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ τοῦ παραδείσου ἔχασαν τὰ πάντα. Γι᾿ αὐτὸ ἡ νηστεία μας ἀνοίγει τὸ δρόμο πρὸς τὸν παράδεισο.

Ὄχι, ὅμως ὁποιαδήποτε νηστεία. Ἡ νηστεία, δηλαδὴ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ὑπερήφανο πνεῦμα καὶ ὑποκρισία εἶναι πράξη ἀνωφελής. «Ἄλειψε τὸ κεφάλι σου καὶ πλύνε τὸ πρόσωπό σου» (Ματθ. 6,17), λέει ὁ Κύριος. Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας καλεῖ σὲ μυστήρια. Γιατί αὐτὸς ποὺ ἀλείφθηκε μυρώθηκε καὶ αὐτὸς ποὺ νίφθηκε καθαρίσθηκε. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, καὶ χριστιανοὶ ἀκόμα, ποὺ παίζουν θέατρο στὴ ζωή τους. Ὑποδύονται τὸν καλὸ ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι ἄνθρωποι ποὺ κρύβουν μέσα τοὺς μεγάλη κακία. Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅποιος εἶσαι τέτοιος καὶ νὰ φαίνεσαι. Νὰ μὴν ὑποκρίνεσαι τὸν σκυθρωπό, ἐπιδιώκοντας τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ νὰ εἶσαι ἐγκρατής. Δὲν προέρχεται κανένα ὄφελος ἀπὸ εὐεργεσία ποὺ διατυμπανίζεται καὶ κανένα κέρδος δὲν προέρχεται ἀπὸ νηστεία ποὺ δημοσιεύεται.

04. Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΧΑΙΟΣ ΘΕΣΜΟΣ

Καὶ ἂν μερικοὶ χριστιανοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἀρχαία διάταξη ποὺ ὅμως στὶς μέρες μας δὲν ἔχει καμμία ἰσχὺ τοὺς λέμε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἀρχαῖο δῶρο ποὺ δὲν παλιώνει καὶ δὲν γηράσκει. Εἶναι ἕνας νόμος ποὺ συνεχῶς ἀνανεώνεται, ἀνθίζει πάντοτε γιὰ νὰ φέρει ὥριμους καρπούς.

Πότε ὅμως ἡ ἐντολὴ τῆς νηστείας δόθηκε στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό; Ἡ νηστεία εἶναι ἡ πρώτη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀδάμ. Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Θεὸς εἶπε στοὺς πρωτοπλάστους τὰ ἀθάνατα λόγια «Ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως καλοῦ καὶ κακοῦ οὗ μὴ φάγητε» (Γεν. 2,17) μπῆκε στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ νηστεία. Αὐτό, «τὸ δὲν θὰ φάγετε» εἶναι νομοθεσία νηστείας καὶ ἐγκρατείας. Ἄρα δὲν εἶναι, ὅπως ἴσως νομίζουν πολλοὶ ἀρχὴ τῆς νηστείας ἡ δεκάτη μέρα τοῦ ἕβδομου μήνα τῶν Ἑβραίων, δὲν εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ. Ἡ ἀρχὴ τῆς νηστείας ἀνάγεται στὸν παράδεισο. Ἂν ἡ Εὕα εἶχε νηστεύσει καμμία ἀνάγκη δὲν θὰ εἴχαμε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ νηστεία. «Διότι δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἰατροῦ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλὰ οἱ ἄρρωστοι» (Ματθ. 9,12). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων γνωρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία χωρὶς δυὸ ὅπλα. Τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. «Τοῦτο τὸ γένος, εἶπε ἄλλοτε ὁ Κύριος, οὐκ ἐκπορεύεται εἰμὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Οἱ φαρισαῖοι κατηγοροῦσαν τὸ Χριστὸ ὅτι συναναστρέφεται τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς ἄλλους ἁμαρτωλούς. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς λέει ὅτι κανεὶς ἰατρὸς δὲν θεραπεύει ὑγιεῖς, ἀλλὰ τοὺς ἀρρώστους. Ὁ λόγος ἄλλωστε ποὺ ἐνηνθρώπησε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Χριστός, εἶναι γιὰ νὰ λυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ σατανᾶ. (Ἰδὲ καὶ Γαλ. 4, 4-5, Φιλιπ. 2, 5-8).

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀσεβεῖ καὶ ἀπειθεῖ στὸ Θεὸ καὶ δὲν θέλει νὰ μετανοήσει, τὸν ἐγκαταλείπει ἡ χάρις τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἀφήνει μόνο του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως βλέπουμε στὸν προφήτη Ἡσαΐα, ἱκετεύουν τὸν Κύριο λέγοντας: «Ἐπίστρεψον διὰ τοὺς δούλους σου...». Γύρισε καὶ πάλι κοντά μας, Κύριε. Ἐξακολουθοῦμε νὰ εἴμαστε δοῦλοι Σου καὶ οἱ φυλές μας ἀποτελοῦν τὴν ἰδιαίτερη κληρονομιά Σου. Στρέψε τὸ βλέμμα Σου σ᾿ ἐμᾶς γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσεις. Ἡ ἱκεσία αὐτή μας ὑπενθυμίζει τὴν ὡραιότατη ἐκείνη φράση τῆς Γ´ Εὐχῆς τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας τῆς Γονυκλισίας, ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται στοὺς ἱεροὺς Ναούς μας κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Σοὶ μόνῳ ἁμαρτάνομεν, ἀλλὰ καὶ σοὶ μόνῳ λατρεύομεν. Οὐκ οἴδαμεν προσκυνεῖν Θεῷ ἀλλοτρίω...». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Δαυὶδ προσευχόμενος στὸ Θεὸ λέει: Ὢ Κύριε, μὴ ἐπιτρέψεις ποτὲ νὰ ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ σένα. Μή μας ἀφήσεις νὰ φύγουμε μακριά σου καὶ νὰ γίνουμε ἀλλότριοι καὶ ξένοι πρὸς ἐσένα. Δὲν ὑπάρχει δυστυχέστερο ἀλλὰ καὶ περισσότερο ἐκφυλισμένο πλάσμα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ ἐξάλειψε ἀπὸ μέσα τοῦ κάθε ἴχνος ὁμοιότητας καὶ συγγενείας μὲ τὸ Θεό. Κύριε, φύλαξέ μας ἀπὸ τὴν ἄβυσσο αὐτὴ τῆς δυστυχίας καὶ ἀθλιότητος καὶ κράτησέ μας πάντοτε πλησίον σου, ὄχι μόνο κάτω ἀπὸ τὶς πτέρυγες τῆς προστασίας καὶ βοηθείας σου, ἀλλὰ καὶ κάτω ἀπὸ τὸ κράτος καὶ τὴ κυριαρχία τοῦ φόβου σου.
05. Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΩΣ ΜΕΣΟΝ ΕΙΣΟΔΟΥ ΜΑΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς θέλοντας, διὰ τῆς Παραβολῆς τοῦ πλουσίου καὶ πτωχοῦ Λαζάρου, νὰ μᾶς διδάξει περὶ τῆς καλῆς διαχείρισης τοῦ πλούτου, λέει ὅτι ὁ μόνος τρόπος εἶναι ἡ νηστεία. Νὰ χρησιμοποιεῖ δηλαδὴ ὁ πλούσιος τὴ νηστεία ὡς μέσον ἐλεημοσύνης, γιὰ νὰ εἰσέλθει στὸν παράδεισο. Ὁ παράδεισος δὲν ἀνοίγει ἀλλιῶς, Ὅσοι ἔχουν πλοῦτο δύνανται νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ χρήματα τοὺς ὄχι γιὰ περιττὲς καὶ ἄσκοπες διασκεδάσεις. Νὰ τὰ ξοδεύει γιὰ τὴ συντήρηση τῶν πτωχῶν. Ὁ πλούσιος της παραβολῆς μας ἐξέλεξε τὰ φθαρτὰ ἀγαθὰ ὡς τὰ ἄριστα, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν πλήρως ἱκανοποιημένος καὶ ἦταν γι᾿ αὐτὸν ἡ μόνη φροντίδα τῆς ζωῆς του. Στὰ φαγητὰ καὶ τὰ ποτά, στὰ πλουσιώτατα ἐνδύματα τοποθέτησε τὴν ὅλη εὐτυχία του. Αὐτὰ ὑπῆρξαν ἡ παράκλησίς του καὶ ἡ ἀμοιβή του καὶ ποτέ του δὲν σκέφτηκε ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλα καλύτερα ἀγαθά. Τὰ τελευταῖα αὐτά, δηλαδὴ τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς, δὲν εἶχε λόγο ποτέ του νὰ τὰ περιμένει.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἴσως κάποιος ἀναρωτηθεῖ. Καλά, ἂν κάποιος εἶναι ἀσθενὴς πῶς θὰ νηστεύσει; Τί θὰ τοὺς ποῦμε; Κατ᾿ ἀρχὰς πρέπει νὰ δοῦμε ποιοὶ εἶναι οἱ ἀληθινὰ ἄρρωστοι. Γιατί πολλοὶ προφασίζονται ἀρρώστια σωματικὴ καὶ ἀδυναμία προκειμένου νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴ νηστεία. Γνωρίζουμε ὅτι πολλοὶ ἰατροὶ συστήνουν δίαιτα στοὺς ἀσθενεῖς προκειμένου νὰ θεραπευτοῦν. Ἔ, λοιπόν, αὐτὸ ποὺ προτείνει ἐκ τῶν ὑστέρων ἡ ἐπιστήμη τὸ ἔχει ἤδη προτείνει ἀπὸ καιρὸ ἡ Ἐκκλησία. Τί εἶναι εὐκολότερο γιὰ τὴν κοιλιά, νὰ περάσει τὴ νύκτα μὲ τὴ λιτότητα τῆς δίαιτας, ἢ νὰ κείτεται βαρειὰ μὲ τὴν ἀφθονία τῶν φαγητῶν; *

Ὅπως γιὰ νὰ σώσουμε ἀπὸ τὴ τρικυμία ἕνα γεμάτο ἀπὸ φορτίο πλοῖο ρίχνουμε ἕνα μέγα μέρος αὐτοῦ, ἔτσι καὶ μὲ τὴ νηστεία ἐλαφρώνουμε τὴ ψυχή μας προκειμένου νὰ σκέφτεται τὸ Θεό. «Ο Μ. Βασίλειος, γνώστης μεγάλος της ἰατρικῆς ἐπιστήμης, μᾶς λέει ὅτι τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων ὅταν παραφορτώνονται μὲ τὸν συνεχῆ χορτασμό, εὔκολα ὑποκύπτουν στὶς ἀσθένειες. Ὅταν ὅμως κάνουν χρήση στερεᾶς καὶ ἐλαφρᾶς τροφῆς, καὶ τὸ ἀναμενόμενο ἀπὸ τὴ νόσο κακὸ ξεφεύγουν, ὅπως τὴν κακοκαιρία τὸ πλοῖο καὶ τὸ ἤδη παρὸν ἐνοχλητικὸ τὸ ξεπερνοῦν, σὰν κάποια ἕφοδο δίνης. Ὅμως ἡ ἡσυχία κατὰ τὴ γνώμη τῶν περισσοτέρων εἶναι πιὸ κουραστικὴ ἀπὸ τὸ τρέξιμο καὶ ἡ ἠρεμία ἀπὸ τὴν πάλη, ἐὰν ἰσχυριζόμαστε ὅτι καὶ ἡ τρυφὴ εἶναι καταλληλότερη ἀπὸ τὴν δίαιτα γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς».*

*. Μ. Βασιλείου, Λόγος Α´ περὶ νηστείας, Δημ. Ἀθανασοπούλου, ἔκδ. Νεκτ. Παναγοπούλου

06. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

Πολλοὶ χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς μας περιφρονοῦν τὴ νηστεία. Κι αὐτὸ τὸ κάνουν ἐπειδὴ ἔχουν μάθει στὸν ὑλιστικὸ τρόπο ζωῆς. Ἔχουν τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ ζωή μας ἔχει περιορισμένο χρονικὸ ὁρίζοντα. Σύνθημα τοὺς εἶναι αὐτὸ τῶν ἀρχαίων Στωϊκῶν φιλοσόφων: «Φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκωμεν». Δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει παράδεισος καὶ κόλασις. Εἰρωνεύονται κάθε τί τὸ ἐκκλησιαστικό. Εἰρωνεύονται ὅσους πηγαίνουν ἐκκλησία, ὅσους κάνουν τὸ σταυρό τους, ὅσους φέρνουν ἱερέα στὸ σπίτι τους, ἰδίᾳ δὲ κοροϊδεύουν ὅσους νηστεύουν. Ἡ νηστεία λένε εἶναι γιὰ τοὺς ἀφελεῖς. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυσίνθετος. Ἔχει σῶμα καὶ ψυχή. καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶμα ἔχει ἀνάγκη γιὰ νὰ ζήσει ὁρισμένων τροφῶν, ὡς πρὸς δὲ τὴν ψυχὴ ἔχει ἀνάγκη τῆς προσευχῆς ποὺ τὸν ἑνώνει μὲ τὸν ἀθάνατο Θεό. Ἡ ψυχὴ εἶναι αἰώνιος, δὲν πεθαίνει. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ἡ δύναμη ποὺ κυβερνᾶ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ λιτότητα καὶ ἡ αὐτάρκεια. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ στηρίζεται στὸν πολυτελῆ τρόπο διαβιώσεως καὶ στὰ πολλὰ φαγητά, δύσκολα ἀντέχει τὶς ἀσθένειες ποὺ τοῦ ἔρχονται.
07. Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ ὅλα τὰ θέματα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, κι αὐτὸ ἑπομένως τῆς νηστείας, ὑπάρχει μία ἑνότης. Τὴν νηστεία τὴν πῆραν οἱ προφῆτες, μετεδόθη διὰ τοῦ Χριστοῦ σ᾿ ὅλους τοὺς ἁγίους, καὶ αὐτοὶ μὲ τὴ σειρά τους σὲ ὅλους ἐμᾶς. Ὅπως ὁ πατέρας, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ἀφήνει στὸ παιδί τοθ κληρονομιὰ τὰ κτήματά του, ἔτσι καὶ οἱ προφῆτες ἄφησαν σὲ μᾶς κληρονομιὰ τὸ θεσμὸ τῆς νηστείας.
08. ΤΑ ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Ἀκοῦμε πολλοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας ὅτι ἡ νηστεία δὲν προσφέρει τίποτα στὸν ἄνθρωπο. Τί θὰ τοὺς ἀπαντήσουμε; Δὲν θὰ τοὺς ποῦμε δικά μας λόγια. Θὰ τοὺς ἀναφέρουμε λόγια της Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων γιὰ νὰ τοὺς πείσουμε- ἂν βεβαίως τοῦτο εἶναι δυνατόν- ὅτι ἡ νηστεία εἶναι εὐεργετικὸς θεσμὸς στὸν ἄνθρωπο.

Τί βεβήλωσε, ρωτᾶ ὁ Μέγας Φωστὴρ τῆς Καισαρείας, ἅγιος Βασίλειος, τὸν Ἠσαῦ καὶ τὸν ἔκανε δοῦλο τοῦ ἀδελφοῦ του; Μὰ τί ἄλλο παρὰ ἕνα φαγητὸ ποὺ ἔφαγε ἀπὸ λαιμαργία πουλώντας τὰ πρωτοτόκια; (Γεν. 25, 30-34). Ἡ λαιμαργία κάνει τὸν ἄνθρωπο ἄπληστο κάνοντάς τον νὰ λέει τὸ ρητὸ τῶν Στωϊκῶν φιλοσόφων, «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκωμεν».

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο αὐτὸ τὸ παράδειγμα. Αὐτὸ δείχνει τί παθαίνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἐγκρατεύεται. Δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ξεχνοῦμε τὸ πῶς γεννήθηκε ὁ Προφήτης Σαμουήλ. Ἡ νηστεία τῆς μητέρας του σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ θερμή της προσευχὴ πρὸς τὸν Κύριο ἔδωσαν στὴν ἀνθρωπότητα αὐτὸν τὸν μεγάλο προφήτη (Α´ Βασιλ. α´, 13-16). Διαβάζοντας πάλι στοὺς Κριτὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης βλέπουμε καὶ τὸ ἄλλο θαῦμα. Ὁ Σαμψῶν μὲ τὴ νηστεία γίνεται ἀκαταμάχητος ἀκόμα ἀπὸ τὴ κοιλιὰ τῆς μητέρας του. Ἡ νηστεία, λέει ὁ ἅγιος Βασίλειος, τὸν γέννησε, τὸν θήλασε, τὸν ἔκανε ἄνδρα. Ἡ νηστεία γεννᾶ προφῆτες, δυναμώνει δυνατούς, δίνει φώτιση σοφίας στοὺς νομοθέτες νὰ νομοθετοῦν σωστά, προφυλάσσει τὸν ἄνθρωπο νὰ στέκει μακριὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν προετοιμάζει νὰ εἶναι εὐσεβής, νηφάλιος, σώφρων.

Καὶ τὸ ὅτι οἱ προφῆτες μετὰ ἀπὸ αὐστηρὰ νηστεία ἔκαναν μεγάλα θαύματα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ ἅγιος Προφήτης Ἠλίας ποὺ ἔκλεισε τοὺς οὐρανοὺς γιὰ τριάμισυ χρόνια καὶ δὲν ἔβρεξε, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ νηστεία συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν προσευχή. Ὁ προσευχόμενος πρέπει νὰ εἶναι καὶ νηστευτής. Ἀλλὰ καὶ ὁ νηστευτὴς γιὰ νὰ ἔχει εὐεργετικὴ ἐπίδραση πάνω του ἡ νηστεία, ὅπως ἄλλωστε εἴπαμε, δὲν πρέπει νὰ μὴν εἶναι ὑποκριτής, φιλάργυρος καὶ ἄνθρωπος μίσους ἀλλὰ ἀγάπης. καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ προφήτη Ἠλία φαίνεται ἡ ἀγάπη τοῦ νηστευτῆ προφήτη ποὺ παρακάλεσε μετὰ ἀπὸ νηστεία τὸ Κύριο νὰ βρέξει γιὰ νὰ πάψει ἡ ξηρασία στὴ γῆ. Ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς Παῖδες ποὺ ρίχτηκαν ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα στὴν κάμινο τοῦ πυρὸς καὶ δὲν κάηκε οὔτε τρίχα ἀπὸ τὸ δέρμα τους ποῦ νομίζετε ὅτι ὀφείλεται τὸ θαῦμα αὐτό; Μὰ ποῦ ἀλλοῦ· στὴ νηστεία τους. Στὸ παλάτι ὁ βασιλιὰς τοὺς ἔδιδε τὰ πάντα ἀλλὰ αὐτοὶ τηρώντας τὴν ἐντολὴ τῆς νηστείας ἐνήστευαν. Ἔτσι ὁ Θεὸς τοὺς κράτησε ἀβλαβεῖς μέσα στὸ καμίνι.

Καὶ ἂν ἡ νηστεία εἶναι τόσο ὠφέλιμος στὴ Παλαιὰ Διαθήκη, τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴ νηστεία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ μετά, τὴ νηστεία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πρῶτος νήστευσε ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο γιὰ νὰ διδάξει καὶ μᾶς ὅλους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ὅτι ἡ νηστεία χρειάζεται στὴ ζωή μας γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἐλεοῦμε καὶ νὰ τηροῦμε τὴν σύσταση τοῦ Ἀπ. Παύλου «ἔχοντες διατροφὰς καὶ σκεπάσματα τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α´ Τιμ. 6,8) τὴ σύσταση τῆς λιτότητας.

Ἡ νηστεία ἀνεβάζει τὴν προσευχή μας στὸν οὐρανό. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἱερέας ποὺ τελεῖ τὴν ἀναίμακτη Λατρεία ἐμπρὸς στὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο, πρὶν τὴν τελέσει, πρέπει νὰ ἔχει νηστεύσει. Ἕνα σπίτι, λέει ὁ ἅγιος Βασίλειος, εἶναι πιὸ ἀσφαλὲς μὲ τὴ νηστεία, διότι οἱ σύζυγοι κρατοῦν διὰ τῆς νηστείας καλὰ τὰ χαλινάρια τῆς οἰκονομίας τοῦ οἴκου. Μὲ ἕνα λόγο τὰ αἰτήματά μας φτάνουν καλύτερα στὸ Θρόνο τοῦ Θεοῦ ἂν νηστεύουμε καὶ ἀγαθοεργοῦμε.
09. ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΤΡΕΠΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΝΑ ΝΗΣΤΕΥΟΥΝ

«Παρηγορεῖτε, ἱερεῖς τὸν λαό, λέγει ὁ Ἡσαΐας, ὁμιλήσατε στὰ αὐτιὰ τῆς Ἱερουσαλήμ» (Ἡσ. 40, 1-2). Ἂν δοῦμε, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, πότε ἕνας στρατιώτης φέρνει καλύτερα ἀποτελέσματα στὶς μάχες εἶναι ὅταν δέχεται ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς τὶς προτροπὲς ποὺ τοῦ ἀπευθύνουν. Οἱ γυμναστές, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, λέει ὁ ἅγιος, ὁδηγώντας τοὺς ἀθλητὰς στοὺς ἀγῶνες τῶν σταδίων, κάνουν πολλὲς προτροπὲς περὶ τοῦ πῶς πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦν, προκειμένουν νὰ λάβουν τὰ στεφάνια τῆς νίκης. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μηδενὸς ἑξαιρουμένου, θέλοντας νὰ μᾶς ἑτοιμάσουν γιὰ τὶς μεγάλες μάχες μας ἐναντίον τοῦ διαβόλου, μᾶς δίνουν μία μεγάλη συμβουλή. Νὰ νηστεύουμε. Οἱ ἐχθροί μας εἶναι ἀόρατοι. Ἔχουμε νὰ παλαίψουμε, «ὄχι μὲ αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ μὲ τὶς ἀρχές, μὲ τὶς ἐξουσίες, μὲ τοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τούτου, μὲ τὰ πνευματικά της πονηρίας», ὅπως λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος. (Ἐφ. 6,12) Γι᾿ αὐτὸ χρειαζόμαστε τὴ νηστεία καὶ τὴν ἐγκράτεια. καὶ ἂν παλαιότερα οἱ ἀθλητές, ἰδιαίτερά της πάλης, ἔτρωγαν γιὰ νὰ εἶναι πιὸ παχεῖς καὶ δυνατοί, οἱ Χριστιανοὶ ἀγωνιστὲς τοῦ πνεύματος πρέπει νὰ νηστεύουν γιὰ νὰ εἶναι πιὸ ἰσχυροὶ στὸ τομέα τῆς εὐσεβείας. Ἔτσι, ἐπανερχόμαστε στὸ αὐτὸ ἐρώτημα τοῦ κόσμου: «Γιατὶ νὰ νηστεύω;», στὸ ὁποῖο ἀπαντᾶ ὁ Μ. Βασίλειος, λέγοντας ὅτι ὅσο ἀφαιρεῖς ἀπὸ τὴ σάρκα σου, τόσο θὰ κάνεις νὰ ἀπαστράπτει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ λαμπρότητα. Διότι ὄχι μὲ σωματικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ μὲ τὴν καρτερία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ὑπομονὴ στὶς θλίψεις ἐπιτυγχάνεται ἡ κυριαρχία πρὸς τὶς ἀόρατες δυνάμεις. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ κάνουμε ὁρισμένες ἐπισημάνσεις πάνω στὸ λόγο τοῦτο τοῦ ἁγίου. Κατ᾿ ἀρχὰς λίγοι δίνουμε σημασία στὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς. Λίγοι παλεύουμε νὰ κόψουμε τὰ πάθη μας. Λίγοι ἀγωνιζόμαστε νὰ κάνουμε τὴ ψυχή μας ἕνα πνευματικὸ περιβόλι καὶ ἕναν ὡραῖο κῆπο μὲ πολύχρωμα ἄνθη ἀρετῶν. Ἡ ἐποχή μας ἄλλωστε δὲν ἐνδείκνυται γιὰ κάτι τέτοιο. Εἶναι ἐποχὴ τεχνολογίας, φιλοπλουτισμοῦ καὶ μόδας. Καὶ δεύτερον λίγοι ὑπομένουμε στὶς θλίψεις, λίγοι περιμένουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιατί, δυστυχῶς, καὶ λίγοι ἔχουμε σταθερὴ πίστη καὶ ἐλπίδα στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ ἡ νηστεία, ἰδιαίτερα τώρα ποὺ ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, εἶναι ἕνα μεγάλο ὅπλο ἐναντίον τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν ποὺ μᾶς περιβάλουν στὴ ζωή μας.

10. ΝΗΣΤΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΙΝΟΠΟΣΙΑ, ΧΩΡΙΣ ΜΕΘΗ

Πολλοὶ ἄνθρωποι, καὶ χριστιανοὶ δυστυχῶς, λένε: Ἀφοῦ ἀπὸ αὔριο ἀρχίζει αὐστηρὰ νηστεία, σήμερα ἂς μεθύσω. Τοῦτο ὅμως, λέει ὁ ἅγιος Βασίλειος, δὲν εἶναι ὀρθό. Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ ἡ νηστεία καὶ ἡ προσευχὴ σὲ μία ψυχὴ ποὺ λερώθηκε πρὶν ἀπὸ τὴ μέθη. Ὁ Θεὸς δὲν ὑποδέχεται στὶς ἱερὲς αὐλὲς τοῦ Παραδείσου τοὺς μέθυσους ἀλλὰ τοὺς ἐγκρατεῖς καὶ νηστευτάς. Πράγματι! Πῶς μπορεῖ νὰ λογιστεῖ νηστεία σ᾿ ἕναν χριστιανὸ ποὺ μυρίζει κρασὶ ἀπὸ τὴν προηγούμενη μέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔπινε; Ἄλλωστε, ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ μέθη εἶναι πάθος ποὺ δύσκολα θεραπεύεται. Ἑπομένως καὶ στὶς ἡμέρες τῆς νηστείας ἐνδέχεται νὰ μεθύσεις. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅμως, λέει ὅτι «μέθυσοι δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 6,10). Ἔτσι, σημειώνει ὁ Μ. Βασίλειος, ἂν ἔρχεσαι μεθυσμένος στὴ νηστεία ποιὸ τὸ ὄφελος; Πράγματι! Ὁ ἄνθρωπος πολλὲς φορὲς δὲν γνωρίζει τί ζητᾶ. Θέλει καὶ μὲ τὸ Χριστὸ νὰ εἶναι καὶ τὰ παιχνίδια τοῦ διαβόλου νὰ παίζει. Θέλει δηλαδὴ καὶ νὰ ζεῖ κοσμικά, ἀλλὰ παραλλήλως νὰ νηστεύει, ὅσο μπορεῖ-ὅπως λέει-, νὰ ἐκκλησιάζεται, νὰ κοινωνᾶ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀδιανόητο γιατί δὲν μποροῦμε νὰ δουλεύουμε δυὸ κυρίους. Συμμαχία μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο μὲ τὸν ἐχθρό μας διάβολο δὲν κάνουμε. Γι᾿ αὐτὸ ἡ νηστεία μας πρέπει νὰ εἶναι καθαρά, ἀποβάλλοντας ἀπὸ πάνω μας τὸ πάθος τῆς μέθης.

11. ΑΛΗΘΙΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΚΑ

Ἂς μὴ νομίζουμε ὅτι ἡ νηστεία περιορίζεται μόνο στὴν ἀποχή μας ἀπὸ ὁρισμένες τροφές. Κι αὐτὸ εἶναι καλό, βέβαια, ἀλλὰ τὸ καλύτερο εἶναι κοντὰ σ᾿ αὐτὸ νὰ προσθέσουμε καὶ τὴν ἀποξένωσή μας ἀπὸ κάθε τί ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Μὲ ἕνα λόγο νὰ ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀγαθοεργοῦμε στὴ ζωή μας. Ὁ Μ. Βασίλειος ἦταν δεινὸς ρήτωρ στὴν πατρίδα του τὴν Καισάρεια, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν εὐχαριστοῦσε. Ἐκεῖνο ποὺ τοῦ γέμισε τὴν καρδιὰ ἦταν ὅταν νήστευε καὶ παραλλήλως ἔκανε ἐλεημοσύνες γιὰ νὰ γλυκάνει τὸν πόνο τῶν δυστυχισμένων ὑπάρξεων τῆς ἐπαρχίας του. καὶ αὐτὲς εἶναι πάρα πολλές. Πλῆθος ἱδρυμάτων βγῆκαν ἀπὸ τὰ ἅγια χέρια του. Τὸ νὰ μιλήσουμε ὅμως, τώρα, στὴ δεδομένη στιγμή, γιὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο ὡς ἅγιο τῆς ἀγάπης, δὲν γίνεται. Κάποια ἄλλη στιγμὴ ἴσως γίνει δυνατό. «Νὰ λύσεις τὰ δεσμὰ τῆς ἀδικίας» (Ἡσ. 63,6) λέει ὁ προφήτης, συγχωρώντας τὸν πλησίον σου γιὰ τὴ λύπη ποὺ τυχόν σου προξένησε. «Νὰ μὴ νηστεύετε χάριν διαμάχης καὶ φιλονικίας» (Ἡσ. 63,4) λέει ὁ αὐτὸς προφήτης. Γιατί ἔτσι, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, μπορεῖ νὰ μὴν τρῶς κρέατα, τρῶς ὅμως τὸν ἀδελφό σου μὲ τὰ λόγια σου καὶ μὲ τὴν ὅλη συμπεριφορὰ τῆς ζωῆς σου. Μπορεῖ νὰ μὴν πίνεις κρασί, δὲν εἶσαι ὅμως καὶ ἐγκρατὴς στὶς ὕβρεις. Περιμένεις νὰ νυχτώσει γιὰ νὰ φᾶς, ἀλλὰ ξοδεύεις ὅλη τὴν ἡμέρα στὰ δικαστήρια. Πράγματι! Στὴν ἐποχή μας, πολλοὶ εἶναι οἱ νηστεύοντες χριστιανοί. Πόσοι ὅμως ἐξ αὐτῶν νηστεύουν ὅπως θέλει ὁ Χριστός, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ἡ χορεία ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων; Πόσοι νηστεύουν καὶ ἔχουν μέσα στὴ καρδιὰ τοὺς ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον; Λίγοι. Εὔχομαι νὰ ἀκούσουν τὴν ἔκκληση τοῦ ἁγίου πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας Μ. Βασιλείου καὶ νὰ νηστεύουν ἀληθινά. Γιατί, ὅπως θὰ δοῦμε καὶ στὴ συνέχεια, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ Χριστός, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι κ.ἄ. νήστευαν. Ἀλλὰ πῶς; Ἐφαρμόζοντας ὅλο τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ χωρὶς νὰ κάνουν περικοπές.

12. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

Ἂν θέλαμε νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ παραδείγματα ἀνθρώπων, τόσο τῆς Παλαιᾶς, ὅσο καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι νήστευαν, θὰ ἔπρεπε νὰ ξοδέψουμε τόνους μελάνης καὶ χάρτου καὶ δὲν θὰ ἔφτανε. Ἀναφέραμε σὲ προηγούμενο ἄρθρο μας σχετικὰ μὲ τὴν νηστεία τοῦ προφήτη Ἠλία. Δὲν εἶναι ὅμως μόνον αὐτοῦ τοῦ προφήτη ἡ νηστεία ποὺ τὸν κατέταξε, ἄλλωστε, ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους της Ἐκκλησίας καὶ τὸν ἀξίωσε νὰ μὴν δοκιμάσει –γιὰ τὴν ὥρα πάντα- τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν περιμένοντας τὴν Κρίση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ.

Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶναι τὸ καλύτερο παράδειγμα νηστευτοῦ ἀνθρώπου· διότι διδάσκει τὴ νηστεία, ὄχι μόνο μὲ τὸ δικό του παράδειγμα, ἀλλὰ καὶ δείχνοντας μὲ παραβολὲς τὸ πόσο κακὸ κάνει στὸν ἄνθρωπο τὸ φαγοπότι. Τί ἀνέπαυσε τὸν Λάζαρο, ρωτᾶ ὁ ἅγιος Βασίλειος, στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ; Τί ἄλλο, ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος, ἀπὸ τὴ νηστεία; Ἂν ὁ πλούσιος της παραβολῆς τοῦ πλουσίου καὶ πτωχοῦ Λαζάρου δὲν ἔδινε ἔμφαση στὴ σπατάλη τῶν βιωτικῶν τοῦ ἀγαθῶν καὶ νήστευε ἐλεώντας τὸν πτωχὸ Λάζαρο θὰ κέρδιζε μία θέση στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὅμως ποὺ ἦταν δοῦλος τῆς σαρκός του δὲν σκεπτόταν τὸ θάνατο καὶ στὸν ᾍδη λυπόταν ἐνῷ ὁ πτωχὸς εὐφραινόταν στὸν Παράδεισο.

Δὲν ἦταν μόνο ὁ Χριστὸς ποὺ νήστευε. Εἶναι καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ἡ ζωὴ τοῦ Ἰωάννου ὑπῆρξε μία συνεχὴς νηστεία. Ὁ Ἰωάννης, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν διέθετε κρεββάτι, οὔτε τραπέζι, ἀλλὰ οὔτε καὶ καλλιεργήσιμη γῆ γιὰ νὰ βγάζει τὰ πρὸς τὸ ζῆν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «οὐκ ἐγήγερται ἐκ γεννητοῖς γυναικῖν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ» (Ματθ. 11,11). Ὁ Ἰωάννης εἶναι πράγματι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἀσκητὰς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος ποὺ δὲν πέρασε μόνο πολλοὺς διωγμοὺς καὶ διώξεις, ἐπειδὴ δίδασκε τὸ Εὐαγγέλιο ἀλλὰ καὶ κράτησε αὐστηρὰ νηστεία ἀνέβηκε ἕως τρίτου οὐρανοῦ (Β´ Κορ. 11,27, 12,2). Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ νηστεία δέχθηκε τὶς προσβολὲς τοῦ διαβόλου καὶ δὲν πειράχθηκε. καὶ ὁ Χριστὸς μὲν νήστεψε, ἐμεῖς ὅμως τί κάνουμε; Δυστυχῶς ἐμεῖς τρώγοντας καὶ πίνοντας παραπαχαίνουμε τὴ σάρκα καὶ γινόμαστε μαλθακοί. Ἐξασθενίζοντας δὲ τὸ νοῦ μὲ ἀτροφία, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, γιὰ τὰ σωτήρια καὶ ζωοποιὰ διδάγματα μπορεῖς νὰ μιλήσεις; Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι, ὅπως σὲ πολεμικὴ παράταξη, ἡ συμμαχία μὲ τὸν ἐχθρὸ φέρνει τὴν ἥττα μας, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ συμμαχεῖ μὲ τὴ σάρκα, ἀνταγωνίζεται τὸ πνεῦμα καὶ αὐτὸς ποὺ πηγαίνει μὲ τὴ παράταξη τοῦ πνεύματος ὑποδουλώνει τὴ σάρκα. «Διότι αὐτὰ μεταξύ τους, (δηλ. σάρκα καὶ πνεῦμα) εἶναι ἀντίθετα», λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος (Γαλ. 5,17). Ἔτσι ἂν θέλουμε νὰ ἰσχυροποιήσουμε τὸ νοῦ μας νὰ δαμάσουμε τὴ σάρκα μὲ τὴ νηστεία. Κι αὐτὸ γιατί, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὅσο ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος φθείρεται, τόσο ὁ ἐσωτερικὸς ἀνακαινίζεται» (Β´ Κορ. 4,16). Ἀλλὰ καὶ τὸ ἄλλο, «ὅταν ἀσθενῶ, τότε εἶμαι δυνατός» (Β´ Κορ. 12,10). Τί θὰ προτιμήσουμε, χριστιανοί μου, τὰ ἀγαθά της γῆς ποὺ ἔρχονται καὶ παρέρχονται ἢ τὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι αἰώνια; Ἂν θέλουμε νὰ γευόμαστε αἰωνίως τὰ ἀγαθὰ ποὺ χαρίζει ὁ Κύριος στοὺς πιστοὺς ποὺ ζοῦν λιτὰ καὶ ταπεινὰ στὴ ζωὴ αὐτὴ ἕνα νὰ κάνουμε. Νὰ νηστεύουμε. Δὲν ξέρεις, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅτι μὲ τὴν ἀμετρία τοῦ χορτασμοῦ ἑτοιμάζεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου παχὺ τὸν βασανιστὴ σκώληκα; Γιατί ποιὸς ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μὲ πλούσια τροφὴ καὶ διαρκῆ τρυφὴ δέχθηκε κάποια κοινωνία πνευματικοῦ χαρίσματος; Πρὶν ἀνεβεῖ ὁ Μωϋσῆς στὸ ὄρος Σινᾶ γιὰ νὰ παραλάβει τὸ Δεκάλογο ἀπὸ τὸ Θεὸ χρειάσθηκε νὰ νηστεύσει ἐπὶ 40 ἡμέρες. Οἱ Νινευίτες γιὰ νὰ δείξουν τὴ μετάνοιά τους καὶ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὴ καταστροφὴ ποὺ περίμενε τὴ πόλη τους ἀπὸ τὸ Θεὸ λόγω τῶν ἁμαρτιῶν τους, νήστευσαν. Κι ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ τὰ ζῷα τους. (Ἰωνᾶ 3, 4-10). Κατὰ τὴν ἔξοδο δὲ τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο πρὸς τὴ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας συνέβη νὰ μὴν γυρίσουν ζωντανοὶ αὐτοὶ ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὴ κρεοφαγία (Ἀριθμ. 11,33) ἀλλὰ ὅσοι νήστευαν. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀρκέσθηκαν στὸ μάννα ποὺ ἔριξε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ στὸ νερὸ ποὺ ἀνέβλυσε ἐκ θαύματος ἀπὸ τὴ πέτρα ποὺ χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του ὁ Μωϋσῆς, νικοῦσαν τοὺς Αἰγυπτίους καὶ περπάτησαν μέσα ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. «Δὲν ὑπῆρχε στὶς φυλές τους κανένας ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ περπατήσει» (Ψαλμ. 104, 37) λέει ὁ Δαυίδ. Ὅσοι νοστάλγησαν τὰ κρέατα ποὺ ἔτρωγαν στὴν Αἴγυπτο (Ἐξοδ. 16,3) καὶ ἐπιθυμοῦσαν τὴ σκλαβιὰ τῆς Αἰγύπτου μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουν, δὲν ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὴ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.

Ἐμεῖς οἱ ἐκμοντερνισμένοι χριστιανοὶ νομίζουμε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι μόνο γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἀσκητάς. Δὲν εἶναι ὅμως μόνο γι᾿ αὐτούς. Ἀλλοίμονο ἂν ὁ Χριστὸς διδάσκει τὴ νηστεία μόνο στοὺς ἀσκητάς. Ἀλλοίμονο ἂν εἶναι ἡ νηστεία μόνο γιὰ τὸν Μ. Ἀντώνιο καὶ τοὺς λοιποὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Ἡ νηστεία εἶναι ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ ὁ διάβολος πολεμᾶ ὅλους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Προσοχή, λοιπόν! Ἄλλωστε ἡ πολυφαγία, ὅπως λένε καὶ οἱ γιατροὶ δὲν κάνει καλὸ οὔτε καὶ γιὰ τὸ σῶμα μας. Ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀκούσουμε τὴν Ἐκκλησία ἂς ἀκούσουμε τὴν ἐπιστήμη· καὶ ἂς νηστεύουμε γιὰ τὸ καλὸ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μας.


Ομιλία προτρεπτική προς νηστεία

$
0
0
 Γρηγόριος ο Παλαμάς: Ομιλία προτρεπτική προς νηστεία (όπου γίνεται σύντομος λόγος και περί της γενέσεως του κόσμου)


1. Πολυμήχανος καν πολυτροπώτατος για την κακία, μάλλον δε παμμήχανος είναι ο νοητός όφις, ο πρωταίτιος του κακού. Έχει τα μέσα να εμποδίσει την αγαθή πρόθεσή μας και πράξη, μόλις αρχίζει. Κι αν δεν μπορέσει να την εμποδίσει στην αρχή, γνωρίζει άλλες μηχανές, με τις οποίες την αχρηστεύει όταν ευρίσκεται σ' ενέργεια· κι αν δεν μπορέσει να την αχρηστεύσει, όταν τελείται κάπου στη μέση, πάλι γνωρίζει άλλα σοφίσματα και άλλους τρόπους για να την αφανίσει όταν τελειωθεί και να την καταστήσει ανωφελή, μάλλον δε και επιζήμια για όσους δεν προσέχουν πολύ. Και πρώτα μεν υποδεικνύει το επίπονο και δυσκατόρθωτο της αρετής, ώστε με αυτό να μας εμβάλει ραθυμία και ανελπισία, με την σκέψη ότι επιχειρούμε δύσκολα και αδύνατα, κι έτσι ότι δεν θα μπορέσωμε να φέρωμε σε έργο την πρόθεση· προσέτι δε γεννά στους αγωνιζομένους και απιστία στα υπεσχημένα από τον Θεό βραβεία.

2. Αλλά εμείς, αδελφοί, πρέπει να υπερπηδήσωμε αυτήν την παγίδα με την ψυχική ανδρεία, την προθυμία και την πίστι, λαμβάνοντας υπ' όψι ότι ούτε γη αποδίδει χρησίμους καρπούς χωρίς κόπους ούτε η ψυχή θ' αποκτήσει τίποτε θεοφιλές και σωτήριο χωρίς πνευματικούς αγώνες. Και γη μεν ακατάλληλη για καλλιέργεια μπορείς να εύρεις, ενώ κάθε λογική ψυχή είναι επιδεκτική αρετής. Επειδή δε εξ αιτίας της προγονικής ενοχής κατακριθήκαμε να ζούμε με κόπο και μόχθο, και δεν είναι δυνατό να το αποφύγωμε αυτό, ας κάμωμε την ανάγκη φιλοτιμία· το ακουσίως προσόν ας το προσφέρωμε στον Θεό ως εκούσιο, ας δώσωμε αντί των μονίμων τα πρόσκαιρα και ας λάβωμε αντί των δεινών τα χρηστά, καθιστώντας τον πρόσκαιρο κόπο μέσο πορισμού αιωνίας ανέσεως. Διότι κοπιάζοντας εδώ για την αρετή ασφαλώς θα επιτύχωμε την αναψυχή που μας έχει επαγγελθή για τον μέλλοντα αιώνα. Είναι βεβαίως αξιόπιστος αυτός που επαγγέλθηκε, που είναι επίσης βοηθός έτοιμος σε όσους εξεκίνησαν έτοιμοι τον αγώνα της αρετής. Όταν δε βοηθή αυτός, που μπορεί τα πάντα, ποιό πράγμα·θα είναι ακατόρθωτο;

3. Αλλά όταν, ενθυμούμενοι αυτά, αναλάβωμε προθύμως τα έργα της αρετής, γνωρίζοντας εκείνος ο πονηρός ότι το καλό δεν είναι καλό, αν δεν γίνη καλώς, προσπαθεί να μας πείση να μη εκτελούμε κατά θεάρεστο τρόπο την εργασία του καλού ούτε προς τον έπαινο εκ μέρους του Θεού, αλλά προς τον εκ μερους των ανθρώπων, για να μας αποστερήσει κι έτσι την μισθαποδοσία από τον Θεό και τα πνευματικά και ουράνια. Εμείς δε ας αποδείξωμε κι αυτήν την προσπάθειά του άπρακτη υπολογίζοντας άφ' ενός μεν το μέγεθος των αμοιβών που περιμένουν τους θεαρέστως ζώντας, αφ' ετέρου δε την μηδαμινότητα της ανθρωπαρεσκείας, η οποία δεν είναι αξιόλογη όχι μόνο σε σύγκρισι προς εκείνο το μελλοντικό μέγεθος της θείας δόξας, αλλ' ούτε για την κάκωσι και την τηξη της σαρκός.

4.  Αλλά και μετά την εναντίον του αυτή νίκη ο αρχέκακος εκείνος όφις μας προκαλεί υπούλως την υπερηφάνεια, σαν τελευταίο και πονηρότατο βάραθρο, υποβάλλοντάς μας λογισμούς υπεροψίας και πείθοντάς μας να καυχώμαστε ότι τάχα κατακτήσαμε την αρετή με την δική μας δύναμι και σύνεσι. Αλλά εμείς ας ενθυμηθούμε την αυτοαλήθεια που λέγει ότι «χωρίς έμενα δεν μπορείτε να κάμετε τίποτε»· και έτσι ας αποκρούωμε τις πολυειδείς μηχανές του πονηρού, εκτελώντας και μάλιστα εκτελώντας καλώς το καλό και με την αρμόζουσα ταπείνωση γνωρίζοντας ότι, όπως, όταν κάποιος έχει σε αγγείο πολύτιμο μύρο, είτε σε κόπρο το χύση είτε την κόπρο βάλη στο αγγείο, ομοίως αχρειώνει και καταστρέφει το μύρο, έτσι και την αρετή, είτε την απωθήσει κανείς και την απορρίψει από τον εαυτό του με την απραξία είτε αναμίξει με την εκτέλεσή της την πονηρία, και με τους δύο τρόπους την αχρειώνει και την καταστρέφει ομοίως.

5. Κι' αυτά τα λέγω τώρα προς την αγάπη σας με την ευκαιρία της νηστείας, για να την φυλάξωμε αμιγή από κάθε κακία για χάρι μας. Πραγματικά τον Φαρισαίο εκείνον του ευαγγελίου, αν και ενήστευε πάντοτε δύο ημέρες την εβδομάδα, δεν τον ωφέλησε καθόλου η νηστεία, διότι είχε αναμιγμένη με αυτήν την υπερηφάνεια και την κατάκρισι προς τον πλησίον. Αλλ' αυτό δεν σημαίνει ότι η νηστεία δεν είναι ωφέλιμη· διότι πόσο είναι το όφελος σ' αυτούς που την τελούν θεαρέστως κι' όπως αρμόζει, το έδειξαν ο Μωϋσης, ο Ηλίας, ο ίδιος ο Κύριος.

6. Πραγματικά ο Μωϋσης, κρατώντας πολυήμερη νηστεία (αλλά, παρακαλώ, εντείνατε τη διάνοιά σας και ανυψώσατέ την τώρα, που είναι η ευκαιρία, μαζί με τις αναβάσεις του Μωϋσέως επάνω στο όρος προς τον Θεό, ώστε δια μέσου αυτών, ξαναρχίζοντας πάλι την ανάβαση στο δρόμο, να συνανυψωθείτε με τον Χριστό, που ανεβαίνει όχι στο όρος πλέον αλλά στον ουρανό και μας παίρνει μαζί του)· ο Μωϋσης λοιπόν, κρατώντας τεσσαρακονταήμερη νηστεία επάνω στο όρος, βλέπει τον Θεό, σύμφωνα με την Γραφή κατά πρόσωπο και όχι αινιγματικώς· και ομιλεί προς αυτόν, όπως ομιλεί κανείς προς τον φίλο του, μαθαίνει από τον Θεό και διδάσκει γι' αυτόν όλους, ότι αυτός είναι ο παντοτινά ών, που δεν μεταβαίνει στο μη ον, αλλά και καλεί τα μη όντα ως όντα και παρήγαγε τα πάντα εκ μη όντων και δεν αφήνει να εκπέσουν προς το μη ον. Αυτός πρώτα μόνο με το νεύμα και το θέλημα παρήγαγε όλη την αισθητή κτήση μεμιάς εκ μη όντων, διότι «στην αρχή», λέγει, «κατεσκεύασε ο Θεός τον ουρανό και τη γη»· όχι πάντως αδειανά ούτε χωρίς όλα τα ενδιάμεσα μεταξύ τους· η γη ήταν ανάμικτη με το ύδωρ, το κάθε μέρος ήταν γεμάτο με αέρα και ζώα και φυτά όλων των ειδών, ο δε ουρανός ήταν γεμάτος διάφορα φώτα και λάμψεις, από τα οποία συνίσταται το σύμπαν.

7. Έτσι λοιπόν εδημιούργησε ο Θεός στην αρχή τον ουρανό και τη γη, σαν ύλη που δέχεται τα πάντα και δυνάμει φέρει τα πάντα, καλώς ραπίζοντας από μακριά εκείνους που κακώς νομίζουν ότι η ύλη προϋπήρχε αυτοτελώς. Έπειτα καλλιεργώντας και στολίζοντας τον κόσμο κατένειμε σε έξι ημέρες την κατάλληλη και αρμοδία στο καθένα τάξη από τα προσόντα του που συμπληρώνουν τον κόσμο του· εξεχώριζε το καθένα με το πρόσταγμα μόνο και σαν να εξήγε από κρυφό θησαυροφυλάκιο κατά είδος τα φυλαγμένα, διέθετε και συνέθετε με άκρα αρμονία και προσαρμογή το ένα προς το άλλο, το καθένα προς το σύνολο και τα πάντα προς το καθένα. Στην ακίνητη γη, σαν σε κέντρο, περιέθετε σ' ένα ανώτατο κύκλο τον αεικίνητο ουρανό, και τον συνέδεε πανσόφως με τα ενδιάμεσα για να διατηρείται ο ίδιος κόσμος ακίνητος μαζί και κινούμενος· διότι, αφού τα αεικίνητα και πολύ ταχυκίνητα σώματα ετοποθετήθηκαν εντελώς τριγύρω, αναγκαστικώς το ακίνητο έλαβε τον μέσο χώρο, έχοντας τη στάση ως αντίρροπη στην κίνησι, ώστε η παγκόσμια σφαίρα να μη μετακινείται σαν κύλινδρος.

8. Κατανέμοντας ο αριστοτέχνης Θεός την κατάλληλη θέση στο καθένα από τα δύο πέρατα του σύμπαντος, εστερέωσε κι εκίνησε ευκόσμως, θα ελέγαμε, τούτον τον κόσμο. Στα ενδιάμεσα δε των περάτων τούτων διανέμει πάλι ό,τι ανήκει στο καθένα· άλλα τοποθετεί επάνω και τα διατάσσει να μετεωροπολούν και να κινούνται μαζί με το ανώτατο όριό του παντός ταυτοχρόνως και πολύ κοσμίως όλον τον χρόνο, όσα είναι ελαφρά και ενεργητικά και μετασκευαστικά προς όφελος των χαμηλοτέρων· είναι δε τόσο υψηλότερα από το μέσο, ώστε προσαρτημένα γύρω να μπορούν αφ' ενός μεν να μετριάζουν την υπερβολή του ψύχους των ανωτάτων περάτων κινούμενα αυτά αντιστρόφως και να κρατούν επιτοπίως κι εκείνα δια της αντίστροφης περιστροφής, να παρέχουν δε σ' εμάς ωφελιμώτατες διαφορές ετησίων εποχών και μέτρα χρονικών διαστημάτων, καθώς και γνώσι για τους νοήμονες του Θεού που τα έκτισε, τα διέταξε και τα διεκόσμησε.

9. Άλλα λοιπόν επέβαλε άνω σε μετέωρο να περιχορεύουν διπλά κατ' αυτόν τον τρόπο, για χάρι παγκοσμίου κάλλους και πολυειδούς ωφελείας· τα δε άλλα ετοποθέτησε κάτω και γύρω από το μέσο, όσα έχουν βάρος και είναι παθητής φύσεως, όσα είναι καμωμένα να γίνωνται και να ξεγίνωνται, διακρινόμενα και συγκρινόμενα, και όταν πάσχουν να μεταβάλλωνται περισσότερο προς ευχρηστία, θέτοντας για διάκοσμο και αυτά και τον μεταξύ τους λόγο, για να μπορεί το σύμπαν να καλήται κυριολεκτικώς κόσμος.

10. Έτσι λοιπόν παρήχθηκε ένα πρώτο από τα όντα στην κτίσι και μετά το πρώτο άλλο και μετά από αυτό άλλο και έτσι στη συνέχεια, έπειτα δε από όλα ο άνθρωπος, ο οποίος αξιώθηκε μεγαλύτερος τιμής από τον Θεό και προνοίας, και πριν πλασθεί και μετά την πλάση, ώστε και ο αισθητός τούτος κόσμος όλος να γίνει γι' αυτόν πριν απ' αυτόν και η βασιλεία των ουρανών να ετοιμασθεί γι' αυτόν πριν από αυτόν, από την θεμελίωση του κόσμου, ώστε να προηγηθεί γι' αυτόν βουλή, να πλασθεί με το χέρι του Θεού και κατ' εικόνα Θεού και να μη πάρει το σύνολό του από την ύλη αυτή και από τον κόσμο κατ' αίσθησι, όπως στα άλλα ζώα, αλλά μόνο το σώμα, ενώ την ψυχή έλαβε από τα υπερκόσμια, μάλλον δε από τον ίδιο τον Θεό με απόρρητο εμφύσημα, σαν κάτι μεγάλο και θαυμαστό, που υπερέχει όλων των άλλων και εποπτεύει στο σύνολο κι επιστατεί σε όλα, σαν κάτι που είναι γνωστικό και συγχρόνως δεκτικό και αποδεικτικό του Θεού· εξοχώτερο από κάθε άλλο αποτέλεσμα της υπερβατικής μεγαλειότητος του τεχνίτη. Γι' αυτό ως κατοικία έλαβε τον παράδεισο, φυτευμένον κι' αυτόν κατά εξαίρετο τρόπο από τον Θεό, για να έχει εκεί θεία θέα και ομιλία αυτοπροσώπως και λάβει σ' αυτόν συμβουλή και εντολή από τον Θεό, που ώριζε την αρμόζουσα εκεί νηστεία, με την έννοια ότι, αν την εκρατούσε και την διατηρούσε, θα παρέμενε διαπαντός αθάνατος και ακούραστος και άλυπος.

11. Αυτός όμως, προτιμήσας από αυτήν την εντολή και συμβουλή την επιβουλή, αλλοίμονο, του αρχεκάκου όφεως εκουσίως, κατέλυσε την εντεταλμένη νηστεία· έτσι αντί της αειζωίας λαμβάνει τον θάνατο και αντί του τόπου της άφθαρτης τρυφής τον πολύπαθο και γεμάτο συμφορές τούτον τόπο της αμαρτίας, μάλλον δε τον Άδη, καταδικαζόμενος στο εκεί σκότος. Και θα διέμενε η φύσις μας στα καταχθόνια κάτω από τα κρησφύγετα του όφεως εκείνου που τον εξαπάτησε στην αρχή, αν δεν ερχόταν ο Χριστός, που αρχίζοντας από νηστεία κατήργησε στο τέλος την τυραννίδα του, εμάς δε ελευθέρωσε και, αναζωοποίησε, πράγμα που προείπε και ο Μωϋσής· διότι αυτός, νηστεύοντας επάνω εκεί στο όρος, δέχεται τις θεότευκτες πλάκες και τον νόμο πάλι γραμμένο με το δάκτυλο του Θεού σε δεύτερες πλάκες, σύμφωνα με τον οποίο εκπαιδεύοντας τότε τον ιερό λαό προετύπωσε και προϋπέδειξε εμπράκτως όλα τα του Χριστού, αναδειχθείς ελευθερωτής και σωτήρ του Αβραμιαίου γένους, όπως ο Χριστός ύστερα του ανθρωπίνου γένους.

12. Ο δε Ηλίας, που κι αυτός ενήστευσε σαράντα ημέρες, βλέπει τον Θεό επάνω στο όρος όχι σε πυρ, όπως πρωτύτερα η γερουσία του Ισραήλ, αλλά, υπερβαίνοντας την θέα σε πυρ δια της θεάρεστης νηστείας, βλέπει τον Κύριο σε φωνή διερχόμενης λεπτής αύρας, αφού ήλθε πλησιέστερα στη δεσποτική φωνή που λέγει, «ο Θεός είναι Πνεύμα κι oι προσκυνηταί του πρέπει να τον προσκυνούν κατά Πνεύμα και αλήθεια». Η μεν φωνή προδιετύπωσε την αλήθεια και το κήρυγμα της αυτοαληθείας που αντήχησε σε όλα τα πέρατα της οικουμένης, η δε διερχομένη αύρα το Πνεύμα και τη χάρι.

13. Αλλά από την θέα δια της νηστείας ο Ηλίας λαμβάνει και δύναμι να χρίσει αντί αυτού προφήτην και να παράσχει σ' αυτόν διπλή τη χάρη που κατείχε ο ίδιος και να υψωθεί μετέωρος από τη γη, που ήταν σαφής προτύπωσις της γενομένης ύστερα αναλήψεως του Χριστού από την γη στον ουρανό. Ο δε Χριστός ο ίδιος νηστεύοντας στην έρημο νικά κατά κράτος τον κοινό πειραστή και, αφού κατέλυσε τη δύναμη τούτου κατά των ανθρώπων και καθήρεσε τελείως την τυραννίδα του, ελευθερώνει την φύση μας και προβάλλει τούτον σαν παιγνίδι σ' όλους όσοι θέλουν να ζουν κατά το ευαγγέλιό του, εκπληρώνει τις προρρήσεις των προφητών και στα από εκείνους προτυπωτικώς γενόμενα επιγράφει με έργα την χάρι και την αλήθεια.

14. Βλέπετε τα δώρα της νηστείας και δια ποιων μέσων και ποιων και όσων αγαθών μας αξίωσε; 'Αλλά και από το αντίθετό της, δηλαδή την αδηφαγία και την ακρασία, είναι δυνατό να φανεί η ωφέλειά της. Πραγματικά κατά τις δύο περασμένες εβδομάδες εκυριαρχούσε στην πόλι η αδηφαγία και η ακρασία, κι έπονταν ευθύς ταραχές και κραυγές, μάχες και θόρυβοι, άσματα πορνικά και χορεύματα σατανικά και άσεμνοι γέλωτες. Τώρα όμως εμφανίσθηκε η νηστεία και μετέτρεψε τα πάντα προς το σεμνότερο· εκβάλλοντάς μας από τις πολυδάπανες φροντίδες της ματαιότητος και παύοντας τον μόχθο υπέρ της καταργούμενης κοιλίας, μας μετέστησε στα έργα της μετανοίας και μας έπεισε να μη εργαζώμαστε την βρώση που χάνεται, αλλά την βρώση που παραμένει στην αιώνια ζωή.

15. Που είναι τώρα οι σφαγές των αλόγων ζώων και οι κνίσσες, τα παντοειδή καρυκεύματα και τα ευρήματα των μαγείρων; Που είναι αυτοί που τριγυρίζουν τους δρόμους και μιαίνουν τον αέρα με ανόσιες φωνές; Που είναι αυτοί που γυροκτυπούν και αυλίζονται σε οίκους και τράπεζες, αυτοί που παρακάθηνται και συνθορυβούν και γεμίζουν την κοιλιά τους από τα προκείμενα με τύμπανα και αυλούς ακρατώς; Που είναι αυτοί που διημερεύουν και διανυκτερεύουν σε συμπόσια, που διερευνούν που γίνεται πότος, που παίρνουν ο ένας τον άλλον σε μεθύσια και στις αισχρουργίες που προκαλούνται από τη μέθη; Όλα τα κακά έχουν φύγει, όλα τα αγαθά ήλθαν αντί αυτών, μόλις έφθασε η νηστεία. Αντί των βδελυρών ασμάτων τώρα μελωδείται με το στόμα ιερός ψαλμός· αντί των ασέμνων γελώτων τώρα επικρατούν σωτηριώδης κατήφεια και δάκρυα· αντί των ατάκτων δρόμων και περιδρόμων τώρα υπάρχει ένας κοινός δρόμος προς την ιερά Εκκλησία του Χριστού. Όπως δηλαδή η γαστριμαργία βλαστάνει τον πολυπληθή εσμό των αμαρτημάτων, έτσι η νηστεία είναι ρίζα όλων των αρετών και αρχή των θείων εντολών.

16. Πραγματικά η ακρασία είναι μαζί παλαιό και νέο κακό, αν και δεν προηγείται της αντίστοιχης νηστείας ούτε κατά χρόνο. Εξ αιτίας της ακρασίας των προπατόρων στον παράδεισο και της εκεί υπεροψίας από την προγενέστερη νηστεία εισήλθε στον κόσμο ο θάνατος κι εβασίλευσε η αμαρτία που επέφερε την καταδίκη της φύσεώς μας από του Αδάμ μέχρι του Χριστού. Εξ αιτίας της ακρασίας των απογόνων του Αδάμ στην οικουμένη μας και της υπεροψίας από την προηγούμενη σοφροσύνη επήλθε σ' όλη τη γη ο κατακλυσμός· διότι τι λέγει τότε προς τον Νώε ο Θεός; «Δεν θα παραμείνει το πνεύμα μου σ' αυτούς τους ανθρώπους, εξ αιτίας του ότι είναι σάρκες». Ποιο δε είναι το έργο των κατασαρκωμένων; Δεν είναι η γαστριμαργία και μέθη και τρυφή και τα κακά που προέρχονται από αυτά; Εξ αιτίας της ανοσίας σπατάλης και ακρασίας στα Σόδομα έπεσε σ' αυτούς από τον ουρανό ο εμπρησμός· τούτο πραγματικά, λέγει ο προφήτης Ιεζεκιήλ, ήταν το ανόμημα των Σοδόμων, ότι εσπαταλούσαν πλήθος τροφών. Έχοντας αγνοήσει την φύση λόγω αυτής της σπατάλης εγλύστρησαν στις παρά φύση μίξεις. Τι είναι αυτό που εστέρησε τον πρωτότοκο υιό του Ιακώβ των πρωτοτοκίων και τον εξέβαλε από την πατρική ευχή; Δεν είναι η λαγνεία και η παράλογη απαίτησις τροφών; Τι είναι αυτό που κατεδίκασε σε θάνατο τους υιούς του αρχιερέως Ηλεί και τον έκανε να χάσει τη ζωή του βιαίως μαζί με την αγγελία του θανάτου των παιδιών του, τα οποία δεν εξεπαίδευσε με την προσήκουσα επιμέλεια; Δεν είναι η άκαιρη αφαίρεσις των κρεάτων από τους λέβητες και χρησιμοποίησίς των; Αλλά και όλο το γένος των Εβραίων, όταν ο Μωυσής ενήστευε για χάρη τους επάνω στο όρος, διασκεδάζοντας σε βάρος εαυτών, τρώγοντας και πίνοντας, άρχισαν να παίζουν, κατά το γεγραμμένο, και το παιγνίδι τους ήταν η προσκύνησις ειδώλου· διότι τότε συνέβη σ' αυτούς η κατασκευή του μόσχου.

17. Έτσι η τρυφή δεν είναι αίτιο μόνο της αμαρτίας, αλλά και της ασεβείας. Επομένως και η νηστεία και η εγκράτεια συντελούν όχι μόνο προς την αρετή, αλλά και προς την θεοσέβεια. Διότι πρέπει να υπάρχει μαζί με τη νηστεία η εγκράτεια. Γιατί; Διότι και ο κόρος των ευτελών τροφών εμποδίζει το καθάρσιο πένθος και την κατά Θεό λύπη στην ψυχή και την κατάνυξη, η οποία κατεργάζεται την σταθερή μετάνοια για την σωτηρία· διότι χωρίς συντετριμμένη καρδιά δεν είναι δυνατό να επυληφθεί κανείς αληθώς της μετανοίας. Συντρίβει δε την καρδία και την φέρει να πενθεί τις αμαρτίες της η κατά το θέλημα του Θεού μείωσις της τροφής και του ύπνου και των αισθήσεων.

18. Όπως λοιπόν ο πλούσιος εκείνος στο ευαγγέλιο, λέγοντας στον εαυτό του, φάγε, πίε, ευφραίνου, κατέστησε τον εαυτό του ο άθλιος άξιο της αιωνίας φλόγας, ανάξιον δε και της παρούσης ζωής, έτσι εμείς, αδελφοί, ας ειπούμε αντιστρόφως στους εαυτούς μας να εγκρατευώμαστε και να νηστεύωμε, να γρηγορούμε και να συμμαζευώμαστε, να ταπεινωνώμαστε και να κακοπαθούμε χάρη της σωτηρίας μας· διότι έτσι και την παρούσα ζωή θα διανύσωμε καλώς και θεοφιλώς και την αιωνία ευζωία θα κληρονομήσωμε.

19. Αυτήν είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού στον οποίο πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε, και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

πηγή: Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 9, Πατερικαί εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", μτφρ. Παναγιώτης Κ. Χρήστου

Εἰσαγωγὴ στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ

$
0
0

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ πολλοὶ νομίζουν ἢ αἰσθάνονται, ἡ Σαρακοστὴ τοῦ Πάσχα εἶναι περίοδος χαρᾶς. Εἶναι ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποτινάξουμε κάθε τί ἄσχημο καὶ θανατηφόρο ἀπὸ μέσα μας γιὰ νὰ βροῦμε πάλι τὴ δύναμη νὰ ζήσουμε, νὰ βιώσουμε σὲ ὅλο τὸ βάθος του τὸ μυστήριο στὸ ὁποῖο εἴμαστε καλεσμένοι. Ἂν δὲν κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ποιότητα τῆς χαρᾶς στὴ νηστεία, θὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μιὰ καρικατούρα, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ θὰ κάνουμε τὴ ζωὴ μας μίζερη.

Μπορεῖ, πράγματι, αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς χαρᾶς ποὺ πλέκεται μὲ τὴν ἐπίπονη προσπάθεια καὶ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα νὰ φαίνεται περίεργη, ὅμως ἀγκαλιάζει μὲ καθολικὸ τρόπο τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κατάκτηση. Δὲν χαρίζεται ἁπλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀδιάφορα καὶ τεμπέλικα τὴν περιμένουν νὰ ἔρθει. Γιὰ ὅσους τὴν ἀναμένουν μὲ τέτοιο πνεῦμα, θὰ ἔρθει, ἀλλὰ στὸ μέσον της νύχτας, σὰν τὴν Ἡμέρα τῆς Κρίσης. Σὰν τὸν κλέφτη ποὺ τρυπώνει ὅταν δὲν τὸν περιμένεις, σὰν τὸ Νυμφίο ποὺ φθάνει ἐνῶ οἱ μωρὲς παρθένες κοιμοῦνται. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσμένουμε τὴν Κρίση καὶ τὴ Βασιλεία.

Χρειάζεται νὰ ἀλλάξουμε τὴ νοοτροπία μας σὲ μιὰ νέα κατανόηση ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ξαναβροῦμε μέσα μας αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιέργως ἔχουμε ἀποξενωθεῖ: τὴ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου –κι ἂς ξέρουμε ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἴσως μᾶς ξενίζει τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἐκκλησία κηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο – δηλαδὴ “καλὸ ἄγγελμα” - αὐτὸ τῆς Κρίσεως· κι ὅμως ἀναφωνοῦμε: “Ἔρχου Κύριε, ταχύ”, γιατί ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι φόβος ἀλλὰ ἐλπίδα.

Ὅσο ἀδυνατοῦμε νὰ ἀρθρώσουμε αὐτὰ τὰ λόγια, κάτι σημαντικὸ διαφεύγει ἀπὸ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Παραμένουμε, ὅ,τι κι ἂν προφασιστοῦμε, παγανιστὲς ἐνδεδυμένοι ροῦχα εὖ-ἀγγελιαφόρων. Συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ὁποίων λείπει ὁ Θεός. Ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἐρχομὸς Του εἶναι σκοτάδι καὶ φόβος καὶ ἡ κρίση Του δὲν εἶναι λύτρωση ἀλλὰ καταδίκη. Τὸ ἀντάμωμά μας μὲ τὸν Κύριο φαντάζει σὰν ἕνα τρομερὸ γεγονὸς κι ὄχι σὰν αὐτὸ ποὺ λαχταροῦμε καὶ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ζοῦμε. Ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιήσουμε, ἡ περίοδος τῆς νηστείας δὲν θὰ γίνει ποτὲ γιὰ μᾶς χαρά, ἀφοῦ εἶναι μιὰ περίοδος ποὺ ἐνσωματώνει ταυτόχρονα κρίση καὶ εὐθύνη: χρειάζεται νὰ προηγηθεῖ αὐτοκριτικὴ γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦμε τὴν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τὴν Ἀνάσταση, μὲ ἀνοιχτὴ καρδιὰ καὶ πίστη, σὰν γιορτή.

Ἡ κρίση δὲν μᾶς ἐπιβάλλεται ἔξωθεν. Ναί, πράγματι θὰ ἔρθει ἡ μέρα ποὺ θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ θὰ κριθοῦμε· ἀλλά, πρὸς τὸ παρόν, ἐφόσον τὸ προσκύνημα συνεχίζεται, ὅσο τὸ τέλος ἐκκρεμεῖ καὶ ὁ δρόμος ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ ἁπλώνεται μπροστὰ μας ἀδιάβατος, κρινόμαστε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου “ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ’ αὐτοῦ” (Ματθ. 5.25). Ὁρισμένοι Πατέρες βλέπουν στὸ πρόσωπο τοῦ “ἀντιδίκου” ὄχι τὸν διάβολο (μὲ τὸν ὁποῖο κανεὶς οὔτε εἰρηνεύει οὔτε συνδιαλέγεται), ἀλλὰ τὴ συνείδηση ποὺ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς γρηγορεῖ στὸ πλευρό μας καὶ οὐδέποτε ἡσυχάζει. Μὲ τὴ συνείδησή μας διαλεγόμαστε συνεχῶς, μᾶς ἀμφισβητεῖ κάθε στιγμὴ καὶ ὀφείλουμε νὰ συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Ἀλλιῶς θὰ φτάσει κάποτε ἡ στιγμὴ τῆς Κρίσης καὶ τότε ὁ “ἀντίδικος” θὰ μεταμορφωθεῖ σὲ κατήγορο. Ἐνόσῳ, λοιπόν, ἀκόμα πορευόμαστε ἡ κρίση λαμβάνει χώρα διαρκῶς μέσα μας σὰν ἕνας διάλογος μὲ τὶς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς πράξεις μας· ὅλα αὐτὰ ποὺ τίθενται ἐνώπιόν μας νὰ κρίνουμε καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κρινόμαστε.

Συχνὰ πορευόμαστε μέσα στὸ σκοτάδι, ἀφοῦ σκοτισμένα εἶναι καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ καὶ τὰ μάτια μας. Μόνο ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φωτίσει τὴ ζωὴ μας ὑπάρχει δυνατότητα ν’ ἀρχίσουμε νὰ διακρίνουμε μέσα μας τὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος. Σ’ ἕνα ἀξιοσημείωτο κείμενό του ὁ Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης γράφει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτει τὴν ἀσχήμια τῆς ψυχῆς μας παρὰ μόνο ἐὰν δεῖ μέσα μας ἀρκετὴ πίστη καὶ ἐλπίδα ἱκανὴ ὥστε νὰ μὴν καταρρεύσουμε στὸ ἀντίκρισμα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅποτε εἴμαστε σὲ θέση ν’ ἀναγνωρίσουμε τὴ σκοτεινὴ πλευρὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νὰ κάνουμε κάποια βήματα αὐτογνωσίας κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τῆς Θείας δικαιοσύνης. Δύο τινὰ συμβαίνουν τότε: ἀφενὸς μᾶς ξενίζει ἡ ἀσχήμια ποὺ φανερώνεται μπροστά μας, ἀφετέρου αἰσθανόμαστε χαρὰ γιατί ἀναγνωρίζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἐμπιστεύεται μιὰ νέα γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ ἄλλοτε δὲν τὴν ἐπέτρεπε γιατί δὲν εἴχαμε τὴ δύναμη νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν ἀλήθεια. Κι ἔτσι, ἡ κρίση μετατρέπεται σὲ χαρὰ γιατί ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἀστοχιῶν μας συνοδεύεται ἀπὸ τὴ γνώση ὅτι ὁ Θεὸς εἶδε μέσα μας πίστη καὶ ἐλπίδα καὶ καρτερία ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν ὄχι μόνο νὰ δοῦμε πιὸ καθαρὰ ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνεργήσουμε.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι σημαντικὰ ἐὰν θέλουμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ἡ νηστεία καὶ ἡ χαρὰ πᾶνε μαζί. Ἀλλιῶς, ἡ διαρκής, ἐπίμονη προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς φέρει σὲ ἐπίγνωση, μπορεῖ νὰ μᾶς βαρύνει ἀντὶ νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ὥστε δὲν θὰ εἴμαστε πιὰ σὲ θέση νὰ φτάσουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ χαρά, γιατί θὰ φανταζόμαστε ὅτι ἡ Ἀνάσταση δὲν μᾶς ἀφορᾶ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἰσάγει τοὺς πιστοὺς στὴ Σαρακοστὴ μὲ μία σειρὰ προκαταρκτικῶν ἑβδομάδων κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ὁδηγεῖ βῆμα πρὸς βῆμα ἀπὸ τὸ σκοτάδι πρὸς τὸ φῶς τῆς κρίσεως.

Τὸ πρῶτο, δραματικὸ στάδιο συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τυφλοί, κι ὅμως ἀνίδεοι γιὰ τὴν τυφλότητά μας. Ἐνῶ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι δὲν συνειδητοποιοῦμε ὅτι τὸ σκοτάδι εἶναι γύρω καὶ μέσα μας. Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ μᾶς μιλᾶ σχετικὰ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Βαρτίμαιου, τοῦ τυφλοῦ ἐπαίτη στὴν πύλη τῆς Ἱεριχοῦ, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἢ ἔχασε τὸ φῶς του ἢ ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση ζοῦσε στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι. Δὲν ὑπῆρχε ζωή, οὔτε φῶς, οὔτε χαρὰ γι’ αὐτόν. Πιθανὸν νὰ εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ δυστυχία του. Συνέχιζε νὰ ἐπιβιώνει μέρα μὲ τὴ μέρα, χάρη στὴν ψυχρή, ἀδιάφορη ἐλεημοσύνη τῶν περαστικῶν. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα ἔκανε τὴ δυστυχία του τραγική: Ζοῦσε τὸν καιρὸ τοῦ Ἰησοῦ. Πρέπει νὰ ἄκουσε πολλὲς φορὲς νὰ μιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ γιάτρευε ἀνθρώπους καὶ ἀνακαίνιζε τὰ πράγματα, ποὺ ἔδινε φῶς σὲ τυφλοὺς καὶ θεράπευσε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἡ λαχτάρα τῆς ἀνέλπιστης γιατρειᾶς, ἔκανε τὸ σκοτάδι του ἀκόμα πιὸ πυκνό. Θὰ ἦταν ἀπίθανο ὁ Θεὸς νὰ βρεθεῖ στὸ δρόμο του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο δὲν θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ καταφέρει νὰ συναντήσει αὐτὸν τὸν ἀκούραστο κήρυκα καὶ ἰατρὸ ποὺ ἀδιάκοπα περιόδευε. Πῶς θὰ μποροῦσε ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος ν’ ἀκολουθήσει ἕναν περιοδεύοντα; Συνειδητοποίησε τὸ μέγεθος τῆς τυφλότητάς του μπροστὰ στὴ δυνατότητα ποὺ ὑπῆρχε νὰ ἀναβλέψει. Ἡ ἀπελπισία του μεγάλωσε ἀφότου γεννήθηκε μέσα του ἡ ἐλπίδα. Κι ἔτσι, ὅταν ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ πλησιάζει ἱκέτευσε γιὰ τὴν θεραπεία του ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς φλογερῆς ἐπιθυμίας του νὰ σωθεῖ.

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ συχνά μᾶς φαίνεται τόσο δύσκολο: νὰ ἔρθουμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν πραγματική μας κατάσταση, κι ὄχι νὰ παρηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας ὅτι διάγουμε ἕνα εἶδος ζωῆς ποὺ εἶναι ἱκανὸ ν’ ἀντικαταστήσει τὴ θεία ζωή. Ὀφείλουμε νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι. Καὶ νὰ σκεφτοῦμε ὅτι χωρὶς φῶς εἴμαστε χαμένοι, γιατί τὸ σκοτάδι στὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀφεθεῖ εἶναι ὁ θάνατος, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξουμε στάση ἂν δὲν καταλάβουμε ὅτι ἡ κατάστασή μας εἶναι ἀπελπιστικὴ· ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου, τὸ μόνο ποὺ ἔχει νόημα. Τότε θὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸ Θεό, ἐλπίζοντας ὅτι ἐκεῖνος θὰ ἐνεργήσει. Μόνο αὐτὴ ἡ θανάσιμη ἀγωνία μπορεῖ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει, σὰν τοῦ Βαρτίμαιου, ποὺ κανεὶς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταματήσει τὶς κραυγές του γιὰ βοήθεια ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦρθε ἡ ἀποφασιστικὴ στιγμή. Περνοῦσε ὁ Χριστός. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ θὰ εἶχε προσπεράσει καὶ τὸ σκοτάδι του θὰ γινόταν μόνιμο, ἀθεράπευτο.

Ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ μᾶς κρατάει συνήθως σὲ ἀδράνεια εἶναι ὁ φόβος μας γιὰ τὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων. Ὅσο πιστεύουμε πὼς πρέπει νὰ συντηροῦμε μία συγκεκριμένη εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας πρὸς τὰ ἔξω εἶναι φοβερὰ δύσκολο νὰ ἀλλάξουμε, κι αὐτὸ μᾶς φανερώνει ἡ παραβολὴ τοῦ Ζακχαίου, ποὺ ἀκολουθεῖ. Τὸ πρόβλημα τοῦ Ζακχαίου ἦταν τὸ ἑξῆς: Ἤθελε ἀπεγνωσμένα νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Θὰ ἔπαιρνε τὸ ρίσκο νὰ ἐξευτελίσει τὸν ἑαυτό του; Τὸ νὰ φθάσει κανεὶς νὰ γίνει γελοῖος διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπόρριψη ποὺ συνήθως βιώνουμε καὶ καταφέρνουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε χρησιμοποιώντας ὡς προκάλυμμα τὴν ὑπερηφάνειά μας. Ἡ γελοιοποίηση ξεπερνᾶ τὸ κουράγιο τῶν περισσοτέρων ἀπό μᾶς. Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε ἕναν τραπεζικὸ διευθυντὴ μιᾶς μικρῆς πόλης νὰ σκαρφαλώνει σ’ ἕνα δέντρο ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ νὰ δέχεται τὶς κοροϊδίες καὶ τὰ ἐπιφωνήματα τῶν μικρῶν παιδιῶν, χάριν μιᾶς συνάντησης μὲ τὸν Χριστό; Αὐτὴ ἦταν ἡ θέση τοῦ Ζακχαίου, τοῦ ἰσχυροῦ καὶ πλούσιου ἄνδρα. Ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ εἶχε τόση σημασία –ἦταν ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου- ποὺ βρῆκε τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀγνοήσει τὴν γελοιότητα καὶ τὴν ταπείνωση, προσηλωμένος στὴν ἐπιθυμία του. Καὶ εἶδε τὸν Χριστό.

Ὑπάρχουν δύο τρόποι γιὰ νὰ πάψουμε νὰ ἑξαρτώμαστε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Εἴτε θὰ πράξουμε ὅπως ὁ Ζακχαῖος, ἀποδεχόμενοι τὴν ταπείνωση ὡς οὐσιῶδες μέρος τῆς σωτηρίας μας, εἴτε θὰ ἐπιτρέψουμε στὴν καρδιά μας νὰ σκληρύνει καὶ μὲ τὴν ὑπερηφάνειά μας θὰ ἀκυρώσουμε τὴν κρίση τῶν ἄλλων. Δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐπιλογή. Ὑπάρχει μόνο ἡ αὐθόρμητη ταλάντευση καὶ ἡ ἀδυναμία ποὺ ὅλοι βιώνουμε πρὶν ἀποφασίσουμε ἀνάμεσα στὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος, γιατί κάθε φορὰ ποὺ κλείνουμε πρὸς τὸ λάθος φοβόμαστε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ ὅποτε ἀναζητοῦμε τὸ σωστὸ βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑπερηφάνεια ἢ ἡ ταπείνωση εἶναι οἱ μόνοι δρόμοι ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὸ δίλημμα.

Ἡ ἑπόμενη παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου εἶναι ἐνδεικτική τῆς πρώτης, αἰχμηρῆς κρίσης ποὺ εἶναι συνάμα ἀνθρώπινη καὶ θεϊκή. Ἐὰν ἀναρωτηθοῦμε πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Φαρισαῖος νὰ εἶναι τόσο ὑψιπετὴς παρὰ τὶς ὑψηλές του γνώσεις γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Τελώνης τόσο ταπεινὸς παρὰ τὴν ἁπλότητά του, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε ὡς ἑξῆς: οἱ ἀναφορὲς τοῦ Φαρισαίου βρίσκονται στὸ γράμμα τοῦ νόμου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὔκολο νὰ αἰσθάνεται ὅτι δικαιώνεται μὲ νομικὸ τρόπο, μὲ βάση τὸ νόμο καὶ τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Μπορεῖ πάντοτε νὰ πληροῖ τοὺς κανόνες καὶ νὰ αἰσθάνεται ἀνεπίληπτος. Ἀλλὰ οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη διαφέρουν. Δὲν ἦταν νομοταγής. Ὅ,τι γνώριζε ἀπὸ τὸ νόμο συνοψίζονταν στὰ ἑξῆς: συγκεκριμένα χωρία τοῦ νόμου ἔθεταν τὶς πράξεις καὶ τὴ ζωή του στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ· κι ἄλλα πάλι χωρία τὰ χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος γιὰ νὰ διεκδικήσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Ὁ νόμος ἦταν ἕνα δυνατό, βάναυσο καὶ σκληρὸ ἐργαλεῖο ἄλλοτε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κι ἄλλοτε στὰ δικά του. Καὶ καθὼς ἦταν γνώστης τῆς ζωῆς, ἤξερε καλὰ ὅτι ἡ μόνη σωτηρία ἀπὸ τὸ νόμο ἦταν ἡ ἀνθρώπινη εὐσπλαχνία καὶ ἡ ἀνθρώπινη συμπόνια. Μόνο ἡ ἀνθρώπινη σχέση ἦταν δυνατὸ νὰ σώσει τὸν χρεωμένο ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὸν αἰσχροκερδῆ ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ δικαστῆ. Ἔτσι οἱ ἀναφορὲς του βρίσκονταν σὲ σύγκρουση ἀνάμεσα σὲ δύο πράγματα: Ἀπὸ τὴ μιὰ ἦταν ὁ νόμος, ἀδυσώπητος καὶ ἀμείλικτος, ποὺ ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν ἔβρισκε τὴ δύναμη νὰ ὑπακούσει, ἀλλὰ ποὺ ἦταν σὲ θέση νὰ χρησιμοποιεῖ μὲ ὠμότητα ἀπέναντι σὲ ἄλλους. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη σχέση, ποὺ ἦταν ἱκανὴ νὰ ἐξομαλύνει καὶ νὰ θεραπεύσει τὰ πάντα. Οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη ἦταν οἱ συνάνθρωποί του, οἱ γείτονές του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἀόρατου γείτονα, τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ βρῆκε τὴ δύναμη καὶ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ ναοῦ καὶ ἔτυπτε τὸ στῆθος του, μὲ ἀπελπισία: Σὲ πεῖσμα κάθε λογικῆς, γνώριζε πὼς στὸν κόσμο τῶν σκληρῶν καὶ ἀμείλικτων ἀνθρώπων ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ὅλα εἶναι δυνατά, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος ἀκόμα καὶ μέσα στὴ σκληρότητά του. Τὸ ἴδιο πίστευε καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ὁ νόμος τὸν καταδίκαζε ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν μόνο νομοθέτης οὔτε μόνο ἐπιτηρητὴς τοῦ νόμου. Ἦταν ἐλεύθερος νὰ ἐνεργήσει μὲ φιλανθρωπία μέσα στὰ πλαίσια τοῦ νόμου Του. Αὐτὴ ἡ γνώση ταπείνωσε τὸν Τελώνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί οἱ ὅροι τῆς ἀναφορᾶς του περιεῖχαν ἐλπίδα καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐλπίδας του ἦταν τὸ ἔλεος, ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ ἀγάπη.

Ἡ ἴδια ἀλήθεια ἐμφανίζεται καὶ στὴν ἑπόμενη παραβολή, τοῦ Ἄσωτου Γιοῦ. Κι ἐδῶ βρίσκουμε δύο πρόσωπα, τὸν δίκαιο καὶ τὸν φαῦλο. Ὁ ἄσωτος γιὸς κατὰ μία ἔννοια εἶναι μία ἄλλη ὄψη τοῦ Τελώνη καὶ ὁ μεγάλος ἀδελφὸς μοιάζει μὲ τὸν Φαρισαῖο. Ἀλλὰ ἐδῶ δὲν εἴμαστε ἀντιμέτωποι μόνο μὲ τὴ σύγκρουση ἀνάμεσα στὸ νόμο ποὺ εἶναι ἀντικειμενικὸς καὶ γι’ αὐτὸ νεκρὸς καὶ τὸ ἔλεος ποὺ εἶναι ὑποκειμενικὸ γιατί εἶναι ζωντανὸ καὶ προσωπικό. Ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία. Τί εἶναι ἁμαρτία; Ὁρίζεται καθαρά, θὰ ἔλεγε κανείς, στὸ σύντομο διάλογο ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν γιὸ στὴν ἀρχὴ τῆς παραβολῆς. Κι ἂν θελήσουμε νὰ τὸν μεταφέρουμε στὴ σύγχρονη ἐποχὴ μὲ ἕναν ὄχι τόσο κομψὸ τρόπο σὰν τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ τὸν συνοψίζαμε σὲ λόγια ὅπως αὐτά: “Πατέρα θέλω νὰ ζήσω ἀλλὰ στέκεσαι ἐμπόδιο στὸ δρόμο μου. Ὅσο ζεῖς ἡ περιουσία σοῦ ἀνήκει. Πρέπει, λοιπόν, νὰ φύγεις ἀπὸ τὴ μέση. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι ἤδη νεκρός. Δὲν μπορῶ νὰ περιμένω μέχρι νὰ πεθάνεις στ’ ἀλήθεια. Ἂς συμφωνήσουμε ὅτι ὅσο τουλάχιστον μὲ ἀφορᾶ δὲν ἔχω πιὰ πατέρα, ἀλλὰ κατέχω τὴν περιουσία του γιατί τὸν ἔχω κληρονομήσει”. Αὐτὸ εἶναι λίγο ἕως πολὺ τὸ περιεχόμενο τοῦ διαλόγου ποὺ συχνὰ διαμείβεται ἀνάμεσα σὲ γονεῖς καὶ παιδιὰ ἀλλὰ κι ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο. Μὲ ἄλλα λόγια: “Δὲν σὲ ὑπολογίζω σὰν πρόσωπο. Στέκεσαι στὸ δρόμο μου. Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ἀξία γιὰ μένα εἶναι ὅ,τι μπορῶ νὰ ἁρπάξω ἀπὸ σένα. Κι ἀφοῦ πάρω αὐτὸ ποὺ θέλω μπορεῖς νὰ ἐξαφανιστεῖς. Πρέπει νὰ ἀποδεχτεῖς ὅτι δὲν ὑπάρχεις”. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦμε ὅσα μᾶς προσφέρει καὶ κατόπιν νὰ τὸν ἐξορίσουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας, μὲ τὸν ἴδιο ἀδίστακτο τρόπο ποὺ ὁ Ἄσωτος λησμόνησε τὸν Πατέρα του στὴν ξένη γῆ. Ἀλλὰ καὶ τὸν συνάνθρωπό μας πρόθυμα τὸν παραμερίζουμε καὶ τὸν ἀποκλείουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας γιατί δὲν μετράει. Αὐτὸ ποὺ μετράει εἶναι τὰ ἀντικείμενα καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή τους.

Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ μία ἄλλη ὄψη τῆς παραβολῆς: ἡ πείνα, ἡ δυστυχία καὶ ἡ μοναξιά, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποστρεφόμαστε στὴ ζωὴ κι ὅμως ἀποτελοῦν συχνὰ τὴ μόνη ἐλπίδα μας νὰ σωθοῦμε. Ὅσο διάγουμε στὴν ἄνεση τοῦ βίου ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν πραγματική μας κατάσταση. Ἀποδεικνυόμαστε ἀνίκανοι νὰ σκύψουμε μέσα μας καὶ νὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε μόνοι στὴ μέση του πλήθους καὶ πάμφτωχοι στὸ κέντρο τοῦ πλούτου. Εἶναι σημαντικὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλα τὰ πικρὰ καὶ δύσκολα ποὺ ἀνταμώνουμε στὸ δρόμο μας, ὅλα αὐτὰ ποὺ μισοῦμε καὶ φοβόμαστε, εἶναι ἡ σωτηρία μας. Γιὰ μᾶς ἡ στέρηση εἶναι ὅρος οὐσιώδης. Κι ἂν δὲν ἔχουμε στερηθεῖ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ στερούμαστε στὸ σημεῖο ποὺ ἡ ἔλλειψη θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἐπίγνωση ὅτι ἀντικρίζουμε τὸν Θεὸ σὲ κατάσταση ὁλοκληρωτικῆς γύμνιας καὶ ἀνέχειας –τὴ μόνη κατάσταση ποὺ μᾶς ἀνήκει.

Ἕνας ὄμορφος μύθος διηγεῖται τὴ ζωὴ ἑνὸς πάμφτωχου ραβίνου ποὺ πρωΐ-βράδυ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ γενναιοδωρία Του. Κάποιος ποὺ ἄκουσε τὴν προσευχὴ του ἀναρωτήθηκε: “Πῶς μπορεῖς νὰ εἶσαι τόσο ὑποκριτής; Δὲν βλέπεις ὅτι ὁ Θεός σοῦ ἔχει στερήσει τὰ πάντα;” Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: “Κάνεις λάθος. Ὁ Θεὸς μὲ κοίταξε καὶ σκέφτηκε, “αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ σωθεῖ ἔχει ἀνάγκη τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, τὸ κρύο καὶ τὴ μοναξιά, τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ἐγκατάλειψη.” Καὶ μοῦ τὰ ἔδωσε σὲ ἀφθονία”. Νὰ τὸ ἀληθινὸ χριστιανικὸ ἦθος, ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς πιστοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ μόνο ποὺ ἔχει πραγματικὴ σημασία εἶναι ἡ ψυχή του. Τὸ ἴδιο μᾶς φανερώνει καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἀσώτου.

Ὁ ἄσωτος γιὸς μᾶς διδάσκει καὶ κάτι ἀκόμα. Ἐπιστρέφει ἔχοντας προετοιμάσει τὴν ὁμολογία του: “Πατέρα ἁμάρτησα. Δὲν ἀξίζω πλέον νὰ καλοῦμαι υἱός σου. Συγκατέλεξέ με ἀνάμεσα στοὺς δούλους σου”. Ἀλλὰ ὁ Πατέρας δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ συνεχίσει. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ξεστρατισμένος γιός, μία ἄσωτη θυγατέρα, ἕνας ἀνάξιος φίλος. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ξεπερνάει τὶς δυνατότητές μας εἶναι νὰ ὑποβιβάσουμε τὴν ποιότητα τῆς σχέσης μας. Ἕνας ἀνάξιος γιὸς δὲν μπορεῖ νὰ μετατραπεῖ σὲ ἄξιο μισθοφόρο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποτιμήσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὴ γέννησή μας, τὸ δικαίωμα ποὺ μᾶς χάρισε ἡ ἀγάπη. Δὲν γίνεται, δηλαδή, νὰ ψάχνουμε γιὰ συμβιβασμοὺς καὶ γιὰ νομικὲς ὁριοθετήσεις στὶς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ λέμε: “Ἀδυνατῶ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν καρδιά μου, ἀλλὰ θὰ σοῦ φερθῶ καλά. Δυσκολεύομαι νὰ σὲ ἀγαπήσω, ἀλλὰ θὰ σὲ ὑπηρετήσω”. Εἶναι μία ψεύτικη σχέση ποὺ ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ δεχθεῖ.

Τὸ τελευταῖο βῆμα στὸ δρόμο γιὰ τὴ Σαρακοστὴ μᾶς δίνεται μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν ἀμνῶν καὶ τῶν ἐριφίων ποὺ θέτει ἐνώπιόν μας τὸν ἑξῆς προβληματισμό: Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀφείλουμε νὰ κρίνουμε κι αὐτὸ ποὺ τελικά μᾶς κρίνει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ξεκάθαρη. Εἶναι πιθανὸν νὰ νομίζουμε ὅτι κρινόμαστε μὲ βάση τὴν ἱκανότητά μας νὰ θεολογοῦμε ἢ νὰ μετέχουμε μὲ τὴν ὑψηλὴ θεωρία σ’ ἕναν κόσμο ὑπερβατικό. Ὡστόσο, ἡ παραβολὴ μᾶς ξεκαθαρίζει ὅτι ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ πρὶν εἰσέλθουμε στὴ Θεία πραγματικότητα εἶναι πιὸ ἁπλή: Ἔχετε γίνει ἄνθρωποι; Ἐὰν ὄχι, μὴν φαντάζεστε ὅτι θὰ μπορέσετε ποτὲ νὰ ὁμοιάσετε τὸν Θεό, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι τὸ μέτρο γιὰ κάθε τι.

Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι σημαντικό, γιατί μόνιμα πέφτουμε σὲ μία λανθασμένου τύπου κρίση. Μετρᾶμε τὴν ἀτομική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, πόσο πιστοὶ εἴμαστε ἢ πόσα γνωρίζουμε γιὰ τὸν Θεό, ζητήματα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε “πιετισμό”, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν χριστιανισμό. Ἀλλὰ ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἑξῆς: Εἶστε ἄνθρωποι ἢ μήπως ὑπ-άνθρωποι; Μὲ ἄλλα λόγια, εἶστε ἱκανοὶ ν’ ἀγαπήσετε ἢ ὄχι; Ἤμουν νηστικός, διψασμένος, γυμνός, φυλακισμένος, ἄρρωστος. Ἤσασταν σὲ θέση ν’ ἀνταποκριθεῖτε στὴ δυστυχία μου μὲ ὁποιοδήποτε κόστος καὶ μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, ἢ ὄχι;

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἂς θυμηθοῦμε ὅσα εἴπαμε γιὰ τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ζητᾶ νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ νόμο. Δὲν πρόκειται νὰ ζυγίσει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερὸ ποὺ προσφέραμε, οὔτε θὰ ἀριθμήσει τὶς ἐπισκέψεις μας σὲ ἀσθενεῖς καὶ τὰ παρόμοια. Αὐτὸ ποὺ θὰ μετρήσει εἶναι ἡ ἀνταπόκριση τῆς καρδιᾶς μας. Ἡ πράξη συχνὰ καθ’ αὐτὴ δὲν σημαίνει τίποτα. Γινόμαστε ἄνθρωποι τὴ στιγμὴ πού, σὰν τὸν Τελώνη καὶ τὸν Ἄσωτο γιό, θὰ ἔχουμε φτάσει στὴν ἀγάπη καὶ ἡ καρδιά μας θὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ἔχοντας αὐτὸ κατὰ νοῦ δὲν θὰ μποῦμε ποτὲ στὴ διαδικασία νὰ αἰσθανθοῦμε δικαιωμένοι γιατί δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἐκπλήρωση τοῦ νόμου ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον ἀφομοιώσαμε τὸ νόμο ὥστε αὐτὸς νὰ δώσει καρπὸ μέσα μας τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης.

Ἔτσι θὰ ἀρχίσουμε νὰ κατανοοῦμε τὸν ἀνακαινιστικὸ ρόλο ποὺ μπορεῖ νὰ παίξει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς. Θὰ ἔχουμε περάσει ἀπὸ ὅλα τὰ στάδια τῆς κρίσης καὶ θὰ ἔχουμε ἀφήσει πίσω μας τὸ σκοτάδι καὶ τὸ νόμο, ἐνῶ μπροστὰ μας θὰ ἀντικρίζουμε τὸ μυστήριο τῆς σχέσης ποὺ καλεῖται “ἔλεος” ἢ “Χάρη”. Καὶ θὰ εἴμαστε πλέον ἀντιμέτωποι πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρωπιᾶς μας, ποὺ ἀξίζει νὰ θυμόμαστε πὼς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Χριστό.

Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἂς πορευτοῦμε στὸν καιρὸ τῆς νηστείας. Ἂς ξεκινήσουμε μέσα ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα καὶ τὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ βαδίσουμε τὴ μακριὰ πορεία τῆς μετά-νοιας. Ἔτσι, θὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας χάρης ποὺ μόνον αὐτὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ μοιάσουμε μὲ τὸν Χριστό.


Όταν κάνεις τον Σταυρό σου (Ιερός Χρυσόστομος)

$
0
0

«Κανείς λοιπόν ας μη εντρέπεται δια τα σεμνά σύμβολα της σωτηρίας μας και δια το αποκορύφωμα των αγαθών, δια το οποίον και ζώμεν και υπάρχομεν, αλλά όπως ακριβώς τον στέφανον, έτσι ας περιφέρωμεν τον Σταυρό του Χριστού. Δια τούτο και εις τας οικίας μας και εις τους τοίχους και εις τας θύρας και εις το μέτωπον μας χαράσσομεν με πολύ προθυμία και προσοχήν τον Σταυρόν. Διότι αυτό είναι το σύμβολον της σωτηρίας μας και της ελευθερίας όλων των ανθρώπων και της επιείκειας του Κυρίου μας προς ημάς. Διότι ως πρόβατον ωδηγήθη εις την σφαγήν.

Όταν λοιπόν κάνεις τον Σταυρόν σου να σκέφτεσαιόλα τα σχετικά με τον Σταυρόν και σβήσε τον θυμόν και όλα τα άλλα πάθη. Όταν κάνεις τον Σταυρόν σου γέμισε το μέτωπο σου με πολλήν παρρησία και ελευθέρωσε την ψυχήν σου από τα πάθη. Οπωσδήποτε δεν γνωρίζετε ποιά είναι εκείνα που παρέχουν ελευθερία. Δια τούτο και ο Παύλος δια να μας οδηγήσει εις αυτό, δηλαδή εις την πρέπουσαν δι ημάς ελευθερίαν, έτσι μας οδηγεί, υπενθυμίζων εις ημάς τον Σταυρόν και το δεσποτικό αίμα.

Διότι, λέγει, έχετε αγορασθεί έναντι μεγάλης τιμής, μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων Σκέψου, λέγει, το τίμημα που κατεβλήθη δι' εσένα, και τότε εις κανένα απο τους ανθρώπους δεν θα γίνεις δούλος. Λέγων τιμή εννοώ τον Σταυρόν. Ούτε βέβαια πρέπει να κάνουμε τον Σταυρόν μας απλώς με τα δάκτυλα μας, αλλά προηγουμένως δια της προαιρέσεως και με πολλήν πίστιν.

Εάν λοιπόν κατ'αυτόν τον τρόπον κάνεις τον Σταυρόν σου εις το πρόσωπον σου, κανείς από τους ακαθάρτους δαίμονες δεν θα μπορέσει να σταθεί κοντά σου, βλέπων την μάχαιραν, με την οποίαν επληγώθη, βλέπων το ξίφος με το οποίον εδέχθει την θανατηφόρον πληγήν. Διότι, εάν ημείς, βλέποντες τους τόπους εις τους οποίους εκτελούνται οι κατάδικοι, φρίττωμεν, σκέψου τι θα πάθει ο διάβολος, βλέπων το όπλον με το οποίον ο Χριστός κατήργησεν όλην την δύναμην του και απέκοψε την κεφαλήν του δράκοντος».

Ιερός Χρυσόστομος

The Veneration of the Virgin Mary in the Orthodox Church

$
0
0

From The Dawn
Newspaper of the Diocese of the South
Orthodox Church in America


Archbishop Dmitri (Royster)


Because of recent discussions about the Catholic Church's considering defining a new dogma concerning the Virgin Mary it might be of interest to Christians of other Churches to have some explanation of the Orthodox Church's position concerning her.

The Orthodox Church honors and venerates the Virgin Mary as "more honourable than the Cherubim and more glorious without compare than the Seraphim …" Her name is mentioned in every service, and her intercession before the throne of God is asked. She is given the title of "Theotokos" (Greek for "Birth-giver-of-God), as well as "Mother of God". She has a definite role in Orthodox Christianity, and can in no way be considered an instrument which, once used, was laid aside and forgotten.

Objections to the veneration of the Theotokos are based primarily on what is called "a lack of scriptural evidence to support such a practice." While it is true that the Church depends heavily on her Tradition other than Holy Scripture (Ecumenical Councils, liturgical books, and the writings of the Fathers) for details and the precise definition of the nature of the veneration of the Virgin Mary, there are several passages of the New Testament that really form the basis for our practice.

The angel Gabriel was sent by God to announce to the Virgin the birth of the Saviour: "Hail, full of grace, the Lord is with thee. Blessed art thou among women." (Luke 1:28) This angelic salutation forms a part of the hymn of the Church most frequently sung in her honor. Could we be wrong in repeating the words of the very messenger of God? Elizabeth, the Virgin's cousin, considered it an honor for the Mother of her Lord to visit her. "And whence is this to me that the Mother of my Lord should come to me?" (Luke 1:43) Is there any real difference between saying "Mother of God" and "Mother of the Lord"? Surely, God is the Lord! (Psalm 118:27) In the course of her visit to Elizabeth, the Blessed Virgin spoke the words that form the principal hymn sung in her honor at the Matins service.

My soul doth magnify the Lord, and my spirit hath rejoiced in God my Saviour. For He hath regarded the low estate of His handmaiden, for, behold, from henceforth all generations shall call me blessed." (Luke 1: 47-48)

Elizabeth had already been "filled with the Holy Spirit", precisely that she might cry out: "Blessed art thou among women, and blessed is the fruit of thy womb." (Luke 1:41, 42) This honor given the Theotokos by her cousin is exactly what all generations of the Church do when they call her blessed. Finally, when Jesus saw His mother and the disciple John standing by the cross, He entrusted him with her care, but He also established a new spiritual relationship between them in saying to the disciple: "Behold thy Mother!" (John 19:27) What possible significance could this declaration of our Lord have except to make His Mother the Mother of all Christians? If she really had other children would she be in need of an outsider's home?

The Incarnation of God was foretold in the Old Testament. A race was chosen for a specific purpose: to produce a holy humanity from which God could take flesh. Mary is the one who, in the Lord's words, "heard the word of God and kept it." (Luke 11:28) Through her personal sinlessness she fulfilled all the hopes and prophecies of Israel. She figured greatly in the very prophecies, the most important of which is that of Isaiah: "Behold, a virgin shall conceive, and bear a son, and shall call his name Emmanuel." (Isaiah 7:14) The Church has always considered the following as prefigures or symbols of the role of the Theotokos in the Divine plan, and appoints them to be read on the eves of three of the feasts dedicated to her memory. The first is the story of Jacob's ladder, which refers to her being the means by which God chose to enter into the world physically. "He saw in his sleep a ladder standing upon the earth, and the top thereof touching heaven, the angels also of God ascending and descending by it". (Genesis 28:12) Then from the Prophecy of Ezekiel are the words concerning her perpetual virginity: "And the Lord said unto me: This gate shall be shut, it shall not be opened, and no man shall pass through it; because the Lord God of Israel hath entered in by it, and it shall be shut." (Ezekiel 44:2) The same is true of the burning bush seen by Moses: Mary contained in her womb the God-man, Jesus Christ, the God who is a consuming fire, and was not consumed.

The consequences of denying the Theotokos a part in the life of Christians are more serious than one may think in view of all its implications. Orthodox theology insists upon the two perfect natures of our Lord Jesus Christ; He was perfect God and perfect Man. The Virgin Mary communicated the humanity of the Incarnate God. The redemption of the human race was possible through the union of God and man in Christ. De-emphasis of the sinlessness of Christ's Mother, insistence upon her having other children by Joseph (which cannot be demonstrated by the New Testament), and failure to remember her part in the history of the salvation of mankind have contributed to a general misunderstanding in some churches of the Incarnation in all its fullness and power. Very closely related to the above-mentioned things is the denial of the virgin birth of Christ, a rather popular feature of present-day liberal theology. After the virgin birth, the next basic teaching under attack is the divinity of Christ, and His resurrection, and with that, the Holy Trinity Itself.

The Virgin Mary in the Orthodox view is not regarded as a mediatrix or co-redemptress. She is an intercessor for us, and the content of prayer addressed to her is a request for her intercession. The Orthodox concept of the Church is the basic reason for the invocation of the Theotokos and all the saints. The Militant Church on earth and the Victorious Church in heaven are intimately bound together in love. If it is proper for one sinner to ask another sinner to pray for him, how much more fitting it must be to ask the saints already glorified and near the throne of God to pray for us. Surely, they know something of what goes on here, for else how could there be rejoicing in heaven over the conversion of one sinner? (Luke 15:10) The saints in heaven are equals of the angels (Luke 20:36), who are used by God in the accomplishment of His purpose (Acts 12:7)

There is scriptural evidence to support the traditional Orthodox attitude toward the Virgin Mary and the saints. The other equally valid parts of Tradition also afford abundant evidence of its soundness and importance.

From The Dawn
Newspaper of the Diocese of the South
Orthodox Church in America
Archbishop Dmitri (Royster)


SOURSE

http://www.pravoslavie.ru/english/58526.htm

A Homily on the dormition of our supremely pure lady Theotokos

$
0
0

A Homily on the Dormition of Our Supremely Pure Lady Theotokos and Ever-Virgin Mary
By St. Gregory Palamas


Both love and duty today fashion my homily for your charity. It is not only that I wish, because of my love for you, and because I am obliged by the sacred canons, to bring to your God-loving ears a saving word and thus to nourish your souls, but if there be any among those things that bind by obligation and love and can be narrated with praise for the Church, it is the great deed of the Ever-Virgin Mother of God. The desire is double, not single, since it induces me, entreats and persuades me, whereas the inexorable duty constrains me, though speech cannot attain to what surpasses it, just as the eye is unable to look fixedly upon the sun. One cannot utter things which surpass speech, yet it is within our power by the love for mankind of those hymned, to compose a song of praise and all at once both to leave untouched intangible things, to satisfy the debt with words and to offer up the first fruits of our love for the Mother of God in hymns composed according to our abilities.

If, then, "death of the righteous man is honorable" (cf. Ps. 115:6) and the "memory of the just man is celebrated with songs of praise" (Prov. 10:7), how much more ought we to honor with great praises the memory of the holiest of the saints, she by whom all holiness is afforded to the saints, I mean the Ever-Virgin. Mother of God! Even so we celebrate today her holy dormition or translation to another life, whereby, while being "a little lower than angels" (Ps. 8:6), by her proximity to the God of all, and in the wondrous deeds which from the beginning of time were written down and accomplished with respect to her, she has ascended incomparably higher than the angels and the archangels and all the super-celestial hosts that are found beyond them. For her sake the God-possessed prophets pronounce prophecies, miracles are wrought to foreshow that future Marvel of the whole world, the Ever-Virgin Mother of God. The flow of generations and circumstances journeys to the destination of that new mystery wrought in her; the statutes of the Spirit provide beforehand types of the future truth. The end, or rather the beginning and root, of those divine wonders and deeds is the annunciation to the supremely virtuous Joachim and Anna of what was to be accomplished: namely, that they who were barren from youth would beget in deep old age her that would bring forth without seed Him that was timelessly begotten of God the Father before the ages. A vow was given by those who marvelously begot her to return her that was given to the Giver; so accordingly the Mother of God strangely changed her dwelling from the house of her father to the house of God while still an infant . She passed not a few years in the Holy of Holies itself, wherein under the care of an angel she enjoyed ineffable nourishment such as even Adam did not succeed in tasting; for indeed if he had, like this immaculate one, he would not have fallen away from life, even though it was because of Adam and so that she might prove to be his daughter, that she yielded a little to nature, as did her Son, Who has now ascended from earth into heaven.

But after that unutterable nourishment, a most mystical economy of courtship came to pass as regards the Virgin, a strange greeting surpassing speech which the Archangel, descended from above, addressed to her, and disclosures and salutations from God which overturn the condemnation of Eve and Adam and remedy the curse laid on them, transforming it into a blessing. The King of all "hath desired a mystic beauty" of the Ever-Virgin, as David foretold (Ps. 44:11) and, "He bowed the heavens and came down" (Ps. 17:9) and overshadowed her, or rather, the enhypostatic Power of the Most High dwelt in her. Not through darkness and fire, as with Moses the God-seer, nor through tempest and cloud, as with Elias the prophet, did He manifest His presence, but without mediation, without a veil, the Power of the Most High overshadowed the sublimely chaste and virginal womb, separated by nothing, neither air nor aether nor anything sensible, nor anything supra-sensible: this was not an overshadowing but a complete union. Since what overshadows is always wont to produce its own form and figure in whatever is overshadowed, there came to pass in the womb not a union only, but further, a formation, and that thing formed from the Power of the Most High and the all-holy virginal womb was the incarnate Word of God. Thus the Word of God took up His dwelling in the Theotokos in an inexpressible manner and proceeded from her, bearing flesh . He appeared upon the earth and lived among men, deifying our nature and granting us, after the words of the divine Apostle, "things which angels desire to look into" (1 Pet. 1:12). This is the encomium which transcends nature and the surpassingly glorious glory of the Ever-Virgin, glory for which all mind and word suffice not, though they be angelic. But who can relate those things which came to pass after His ineffable birth? For, as she co-operated and suffered with that exalting condescension (kenosis) of the Word of God, she was also rightly glorified and exalted together with Him, ever adding thereto the supernatural increase of mighty deeds. And after the ascent into the heavens of Him that was incarnate of her, she rivaled, as it were, those great works, surpassing mind and speech, which through Him were her own, with a most valiant and diverse asceticism, and with her prayers and care for the entire world, her precepts and encouragements which she gave to God's heralds sent throughout the whole world; thus she was herself both a support and a comfort while she was both heard and seen, and while she labored with the rest in every way for the preaching of the Gospel. In such wise she led a most strenuous manner of life proclaimed in mind and speech.


SOURSE  :


http://www.pravoslavie.ru/english/38894.htm

I Believe

$
0
0

A Short Exposition of Orthodox Doctrine


Concerning God the Father.

I believe in God the Father, Who is without beginning, indescribable, incomprehensible, Who is beyond every created essence, Whose essence is known only to Himself, to His Son and the Holy Spirit; as it says in the Holy Scriptures, upon Him even the Seraphim dare not gaze.

I believe and confess that God the Father never became the likeness of any material form nor was He ever incarnate. In the theophanies (appearances of God) of the Old Testament, as our Holy Fathers bear witness, it was not God the Father Who appeared, but rather it was always our Saviour, the Second Person of the Holy Trinity (i.e., the Word or Logos, the Angel of the Lord, the Lord God of Sabaoth, the Angel of Great Counsel, the Ancient of Days) Who revealed Himself to the prophets and seers of the Old Testament. Likewise,
in the New Testament, God the Father never appeared but bore witness to His Son on several occasions solely by a voice that was heard from Heaven. It is for this reason that our Saviour said, "No man hath seen God at any time; the Only-begotten Son, Who is in the bosom of the Father, He hath declared Him," (John 1:18) and "Not that any man hath seen the Father, save He Who is of God, He hath seen the Father" (John 6:46). In addition, Acts Four, Five and Six of the Seventh Ecumenical Council state that the Holy Trinity cannot be portrayed iconographically since He is without from and invisible. Therefore, God the Father is not depicted in the holy icons.

I believe that He is the cause of all things as well as the end purpose of all things. From Him all visible and invisible creatures have their beginning and there was a time when they did not exist. He created the universe out of absolutely nothing. The earth too had a beginning and man was created by God's love. The creation of man and of the universe was not out of necessity. Creation is the work of the free and unconditional will of the Creator. If He had so wished, He need not have created us; the absence of creation would not have been a privation for Him. The creature's love is not one which gives Him satisfaction. God has no need to be satisfied. He needs nothing. God's love cannot be compared to human love, even as His other attributes such as paternity, justice, goodness cannot be compared to their human counterparts. God's love is a love which constitutes a mystery unfathomable to man's reason or intellect. God has no "emotions" which might create passion, suffering, need or necessity in Him. Nevertheless, although the nature of divine love remains incomprehensible and inexplicable to human reason, this love is real and genuine and I confess, in agreement with Scripture, that God is love.

Concerning the Holy Trinity.

I believe, confess and worship the Holy Trinity. I worship the One, Holy, Indivisible, Consubstantial, Life-Creating and Most Holy Trinity. In the Trinity I worship three persons — three hypostases — that of the Father, that of the Son and that of the Holy Spirit. I do not confuse the persons of the Most Holy Trinity. I do not believe that the Father, the Son, and the Holy Spirit are, as it were, three masks of a single person. None of the persons is alienated from the others, but each has the fulness of the Three together.

Concerning the Incarnation.

I believe that from the moment of His conception in the virginal womb, Jesus Christ was one person, yet having two natures. From His conception, He was God and Man before birth, during birth and after birth.

I believe and confess that the Most Holy Virgin Mary, after the image of the bush which burned and was not consumed, truly received the fire of the Godhead in Herself without being consumed thereby. I believe and confess that She truly gave of Her own blood and of Her own flesh to the Incarnate Word and that She fed Him with Her own milk.

I confess that Jesus Christ was, in His Godhead, begotten of the Father outside of time without assistance of a father. He is without mother in His divinity, and without father in His manhood.

I believe that through the Incarnation, the Most Holy Virgin Mary became truly the Theotokos — the Mother of God — in time. She was a Virgin before, during and after birth. Even as Jesus Christ arose from the dead despite the fact that the Jews had sealed His tomb with a stone, and even as He entered into the midst of His disciples while the doors were shut, so also did He pass through the virginal womb without destroying the virginity of Mary or causing Her the travail of birth. Even as the Red Sea remained untrodden after the passage of Israel, so also did the Virgin remain undefiled after giving birth to Emmanuel. She is the gate proclaimed by the Prophet Ezekiel through which God entered into the world "while remaining shut" (Ezekiel 44:2).

Concerning Creation.

I believe that matter is not co-eternal with the Creator, and there was a time when it did not exist, and that it was created out of nothing and in time by the will and the Word of God. I believe that matter was created good but drawn into sin and corruption because of man, who was established initially as the ruler of the material world. Even though the creation "lieth in evil" and corruption, yet it is God's creation and therefore good; only through man's will in using creation evilly can sin be joined to creation. I believe that creation will be purified by the fire of the Last Judgment at the moment of the glorious Advent of our Saviour Jesus Christ and that it will be restored and regenerated and that it will constitute a New Creation, according to the promise of the Lord: "Behold, I make all things new" (Rev. 21.5). "New heavens and a new earth wherein dwelleth righteousness" (II Peter 3:13).

Concerning the Spiritual Hosts.

I believe that the angels are not mythical but noetic beings created by God, that they had a beginning in time and that they are not eternal or immortal by nature, but only by Divine Grace. Although they possess a different nature than ours, their spiritual and incorporeal nature is nonetheless real and is subject to other laws and other dimensions foreign to human nature. They are conscious persons. In the beginning they were created perfectly good, perfectly free, having the faculty of will and choice. Some angels made a good choice by remaining faithful to their Creator, whereas others used their liberty in an evil manner and estranged themselves from their Creator and rose up against Him and, becoming darkened and wicked, fell from God and turned into demons.

The demons are envious of man because of the glory of the eternal destiny for which he was created, and they seek his ruin and utter destruction. They have no real power over those who have received Baptism, yet they tempt us so that we ourselves might make ill use of our freedom. But the angels, because of their loyalty and their communion with God, know no envy and are not jealous of man's destiny. Rather, they have been endowed with a nature superior to man's so that they might help man realize his purpose through the aid of Divine Grace; they rejoice when a man succeeds in realizing the aim of his existence. The angles are humble, they are instructed by the Church, they belong to the Church and celebrate with us in glorifying the Creator; they pray for us and attend to our prayers. All beings created by God's wisdom, will, and love are fashioned on a hierarchical principle and not on an egalitarian principle. Even as men on earth differ according to what gift each has received, so also do the angels have distinctions among themselves in accordance with their rank and their ministry.

Concerning Immortality.

I believe that only God is eternal and immortal by nature and in essence. The angels and the souls of men are immortal only because God bestows this immortality upon them by grace. If if were not for the immortality which God bestows by His divine will, neither the angels nor the souls of men would be immortal of themselves.

Men's souls have no pre-existence. The how of the soul's birth, as well as separation from the body at the moment of the latter's biological death that it might be reunited to the body when the dead are raised at the Second and glorious Coming of our Saviour is a mystery which has not been revealed to us.

Concerning Evil.

I believe that God created neither death nor suffering nor evil. Evil has no hypostasis or existence as such. Evil is the absence of good; death is the absence of life. Evil is the alienation of the created being who has estranged himself from God; it is the degeneration of an essence which was created good. The sinner dies, not because God slays him in punishment so that He might revenge Himself on him — for man cannot offend God, nor does God experience any satisfaction at the death of a man — the sinner dies because he has alienated himself from the Source of Life. God is not responsible for evil, nor is He its cause. Neither is God blameworthy because He created man's nature with the possibility of alienating itself. If He had created human nature without free will, by this imposed condition He would have rendered the created intelligent being purely passive in nature; the creature would simply submit, not having the possibility of doing otherwise, since it would not be free.

However, God wished that, after a fashion, we too should be His co-workers in His creation and be responsible for our own eternal destiny. God knows in His infinite wisdom how to transform the causes of evil into that which is profitable for man's salvation. Thus God uses the consequences of evil so as to make roses bloom forth from the thorns; although He never desired the thorns, nor did He create them in order to use them as instruments. He permitted these things to exist out of respect for our freedom. Thus God permits trials and sufferings without having created them. When suffering comes upon me, I must receive this as an unfathomable proof of His love, as a blessing in disguise and without feeling indignant, I must seek out its significance. As for temptations, I must avoid them, and for the sake of humility, beseech God to spare me from them, even as our Saviour teaches us in the Lord's Prayer: "And lead us not into temptation, but deliver us from the evil one." Yet, in all trials, temptations, and sufferings, we conclude our prayer as did the Saviour in the garden of Gethsemane: "Not My will, but Thine be done" (Luke 22:42).

Concerning Sin.

I believe and I confess that God created man neither mortal nor immortal, but capable of choosing between two states, as St. John of Damascus teaches us (Exposition of the Orthodox Faith, Book II, chap. 30). Man's bad choice and ill use of his free will caused his nature to be defiled by sin and become mortal. Human nature's defilement and alienation from God are caused by sin which entered into the world through a single man, Adam. Baptism in the true Church liberates us from the effects of sin and enables us to "work" for our salvation. Yet, even as after the Lord's Resurrection both the memory of His sufferings and also the marks of these sufferings were preserved in a material manner, so also after our Baptism does our nature preserve our weakness, in that it has received only the betrothal of the Divine adoption which shall be realized only at the glorious coming of our Lord Jesus Christ. Nevertheless, our regeneration by Baptism is just as real as our Saviour's Resurrection. The Most Holy Virgin Mary was born with the same nature as ours. She could not of Herself have maintained the state in which the Archangel found Her on the day of the Annunciation, because She also, like all of us, had need of God's Grace. God is the Saviour of the Virgin not only because He purified Her, but also because by Divine Grace and Her will She was protected from a state of personal sin.

Concerning Man’s Free Will.

I believe that man "works" for his salvation. Salvation is not imposed upon him in spite of himself as Augustine of Hippo's and John Calvin's doctrine of predestination would have it, nor is it obtained solely by the endeavors of human will, as Pelagius taught. Salvation is synergetic, that is, man co-operates in the work of his salvation. God does not take upon Himself the role which belongs to man; likewise, man can attain to nothing by his own efforts alone, neither by his virtue, nor by observing the commandments, nor by a good disposition. None of these things have any value for salvation except in the contest of Divine Grace, for salvation can not be purchased. Man's labors and the keeping of the commandments only demonstrate his will and resolve to be with God, his desire and love for God. Man cannot accomlish his part of co-operation in his salvation by his own power, however small this part may be, and he must entreat God to grant him the strength and grace necessary to accomplish it. If he perceives that he does not even wish his own salvation, he must ask to receive this desire from God "Who gives to all men and disregards none." For this reason, without despising man's role, we say that we receive "grace for grace" (John 1:16) and that to approach and enter the Church is according to the Fathers, "the grace given before grace," since in reality all is grace. This is the true meaning of the words of the Holy Fathers, "although it be a question of grace, yet grace is granted only to those who are worthy of it" indicating by the word "worthy" the exercise of our freedom of will to ask all things from God.

Concerning Faith and Works.

I believe that man's natural virtue — whatever its degree — cannot save a man and bring him to eternal life. The Scriptures teach: "All our righteousness is like unto a menstrual rag" (Isaiah 64:6). The fulfillment of the works of the Law does not permit us to demand or to merit something from God. Not only do we have no merits or supererogatory works, but Jesus Christ enjoins us that when we have fulfilled all the works of the Law, we should esteem ourselves as nothing but "unprofitable servants" (Luke 17:10). Without Jesus Christ, a man's personal virtue, his repute, his personal value, his work, his talents and his faculties matter but little; they matter only insofar as they test his devotion and faith in God. Our faith in Jesus Christ is not an abstraction but rather a communion with Him. This communion fills us with the power of the Holy Spirit and our faith becomes a fertile reality which engenders good works in us as the Scriptures attest "which God prepared beforehand that we should walk in them" (Eph. 2:10).

Thus, according to the Apostles, faith engenders true works; and true works, which are the fruit of the Holy Spirit, bear witness and prove the existence of a true faith. Since faith is neither abstract nor sterile, it is impossible to dissociate it from good works. It was by this same faith in the same Jesus Christ that the righteous of the Old Testament (who are venerated to the same degree as the other saints in the Orthodox Church) were saved, and not because of their legalistic or disciplinary observance of the Law. Faith is also a gift of God, and a man relying on his own efforts, his own piety, or his own spirituality, cannot of himself possess this faith. Yet faith is not imposed: to those who desire it, God grants it, not because of a fatalistic predestination, but because of His Divine foreknowledge and His disposition to co-operate with man's free will. If God has given us faith, we must not think ourselves better than others, nor superior or more worthy than them, nor should we think that we have received it because of our own merits, but we should attribute this favor to the goodness of God Whose reasons escape us. We must thank Him by bowing down before the mystery of this privilege and be conscious that one of the attributes of faith is the "lack of curiousity." It is neither works nor faith, but only the Living God Who saves us.

Concerning the Virgin Mary (Theotokos).

I believe that the nature of the Most Holy Virgin Mary is identical to our own. After Her free and conscious acceptance of the plan of salvation offered to man by God, the Holy Spirit overshadowed Her and the power of the Most High covered Her, and "at the voice of the Archangel, the Master of all became incarnate in Her." Thus our Lord Jesus Christ, the New Adam, partook of our nature in all things save sin, through the Theotokos, the New Eve. The nature of fallen man, the nature of Adam, which bore the wounds of sin, of degeneration, and of corruption, was restored to its former beauty, and now it partakes of the Divine nature. Man's nature, restored and regenerated by grace, surpasses Adam's state of innocence previous to the fall, since as the Fathers say, "God became man so that man could become God."

Thus St. Gregory the Theologian writes: "O marvelous fall that brought about such a salvation for us!" man, created "a little lower than the angels" (Ps. 8:5), can, by God's grace, surpass even the angelic state, and so we praise the Most Holy Virgin Mary, as: "More honourable than the Cherubim and beyond compare more glorious than the Seraphim." I reject all the doctrines, which are alien to the teachings of the Fathers, concerning original sin and the "immaculate conception of Mary." Likewise, I reject every doctrine which endeavors to distort the position of the Theotokos, Who, with a nature identical to ours, represented all humanity when she accepted the salvation offered Her by God. Thus, God is the Saviour of the Most Holy Virgin as well and She is saved by the same grace whereby all those who are redeemed are saved. She is not the "Mother of the Church," as though She were dissociated from the Church or superior to It., but rather She is the Mother of all the faithful of the Church, of Which She also is a part.

Concerning the Saints.

I believe that God "glorified those who glorify Him" (I Kings 2:30), that He is "wondrous in His saints" (Ps. 67:35), and that He is the "Saviour of the body" of the Church (Eph. 5:23). I believe that we are saved insofar as we are members of the Body, but that we cannot be saved by any individual relation with God outside of the Church. For the Lord said, "I am the true vine... As the branch cannot bear fruit of itself, except it abide in the vine, no more can ye, except ye abide in Me. If a man abide not in Me, he is cast forth as a branch, and is withered; and men gather them and cast them into the fire, and they are burned." (John 15:1, 4, 6). The saints are those members of the Church, the Body of Christ, who have achieved great sanctity and perfection. I believe that our God is the "God of our Fathers" and that He has mercy upon us because we are the children of our Fathers, who were and are His saints and His servants, as the Holy Scripture attests in many places. I believe that, even as St. James the Apostle says, "the prayer of a righteous man availeth much" (James 5:16), even as the Three Youths who prayed in the fiery furnace attest: "Cause not Thy mercy to depart from us for Abraham's sake, Thy beloved, for Isaac's sake, Thy servant, and for Israel's, Thy holy one" (Dan 3:34).

Those whom God has glorified, I also glorify. Because of Him Who glorifies them, I entrust myself to their prayers and intercessions, even as the Scriptures require, for the angel of the Lord appeared to Abimelich and counseled him to seek Abrahams's prayers, saying: "He shall pray for thee and thou shalt live" (Gen. 20:7). I believe that my worship and veneration of the saints is a well-pleasing worship offered of God since it is because of Him and for His sake that I worship them. I give adoration to no created thing, no other being, be it visible or invisible. I venerate no man for his own virtue's sake but "for the grace of God which is given" him (I Cor.1:4). In celebrating the feast of a saint, it is God Who is always worshipped, the saint's contest and victory being the occasion for God to be worshipped. Indeed, He is worshipped and glorified in His saints; He "is wondrous in His saints" (Ps 67:35). As He said, "I will dwell in them" (II Cor. 6:16) and, by grace and adoption, they shall be called gods (John 10:34-35). God Himself has granted His saints their ministry of interceding on our behalf. I supplicate them and I am in communion with them, even after their death in the flesh, since this death, according to the Apostle, cannot separate us from the love of Christ which unites us. According to the Lord's promise, they who believe in Him "shall never die... but are passed from death into life" (John 11:26, 5:24).

Concerning the Holy Icons.

I venerate holy icons in perfect accord with the second commandment of the Decalogue [Ten Commandments] and not in contradiction to it. For, before the Incarnation of God, before the Nativity of Jesus Christ, any representation of Him would have been the fruit of man's imagination, a conception of man's reasoning concerning God Who is by nature and in His essence incomprehensible, indescribable, immaterial, inexpressible and unfathomable. Every conception or imagination concerning God will, by necessity, be alien to His nature; it will be false, unreal, an idol. But when the time was fulfilled, the Indepictable One became depictable for my salvation. As theApostle says, "we have heard Him, we have seen Him with our eyes, we have looked upon Him and have handled Him with our hands" (I John 1:1). When I venerate the holy icons I do not worship matter, but I confess that God Who is immaterial by nature has become material for our sakes so that He might dwell among us, die for us, be raised from the dead in His flesh and cause our human nature, which He took upon Himself, to sit at the right hand of the Father in the Heavens. When I kiss His venerable icon, I confess the relatively describable and absolutely historical reality of His Incarnation, His Death, His Resurrection, His Ascension into the Heavens, and His Second and Glorious Coming.

I venerate the holy icons by prostrating myself before them, by kissing them, by showing them a "relative worship" (as the definition of the Seventh Ecumenical Council says) while confessing that only the Most Holy Trinity is to be offered adoration. By the words "relative worship" I do not mean a second rate worship, but that they are worshipped because of their relation to God. God alone, Who is the cause and the final goal of all things, deserves our worship; Him alone must we worship. We worship the saints, their holy relics and their icons only because He dwells in them. Thus, the creatures which are sanctified by God are venerated and worshipped because of their relation to Him and on account of Him. This has always been the teaching of the Church: "The worship of the icon is directed to the prototype." Not to venerate the saints is to deny the reality of their communion with God, the effects of Divine sanctification and the grace which works in them; it is to deny the words of the Apostle who said, "I no longer live, but Christ liveth in me." (Gal. 2:20). I believe that icons are a consequence of and a witness to the Incarnation of Our Saviour and an integral part of Christianity; thus there is no question of a human custom or doctrine having been superimposed upon the Tradition of the Church, as though it were an afterthought. I believe and I confess that the holy icons are not only decorative and didactic objects which are found in Church, but also holy and sanctifying, being the shadows of heavenly realities; and even as the shadow of the Apostle Peter once cured the sick — as it is related in the Acts of the Apostles — so in like manner do the holy icons, being shadows of celestial realities, sanctify us.

Concerning the Holy Relics of the Saints.

I believe and I confess that when we venerate and kiss the holy relics, the grace of God acts upon our total being, that is, body and soul, and that the bodies of the saints, since they are the temples of the Holy Spirit (I Cor. 6:9), participate in and are endued with this totally sanctifying grace of the Holy Spirit. Thus, God can act through the holy relics of His saints, as the Old Testament bears witness; for there we see that a man was resurrected by touching the bones of the Prophet Elisseus (II Kings 13:21). Therefore, I neither venerate holy relics for some sentimental reason, nor do I honour them as merely historical remains but acknowledge them as being, by the grace of God, endowed with intrinsic holiness, as being vessels of grace. Indeed, in the Acts of the Apostles we see that the faithful were healed by touching the Apostles' "handkerchiefs" and "aprons" (Acts 19:12).

Concerning the Holy Scriptures.

I believe that all the Scriptures are inspired by God and that, as St. John Chrysostom says, "It is impossible for a man to be saved if he does not read the Scriptures." However, the Holy Scriptures cannot be dissociated from the Church, for She wrote them. The Scriptures were written in the Church, by the Church and for the Church. Outside the Church, the Scriptures cannot be understood. One trying to comprehend the Scriptures though outside the Church is like a stranger trying to comprehend the correspondence between two members of the same family. The Holy Scriptures lose their meaning, the sense of their expression and their content for the man who is a stranger to the Church, to Her life, to Her Mysteries and to Her Traditions, since they were not written for him. I believe and I confess that there is no contradiction whatsoever between the Sacred Scriptures and the Tradition of the Church. By the word "Tradition," I do not mean an accumulation of human customs and practices which have been added to the Church. According to the holy Apostle Paul, the written and oral Traditions are of equal value; for it is not the means of transmission that saves us, but the authenticity of the content of what has been transmitted to us. Furthermore, the teaching of the Old Testament as well as that of the New Testament were transmitted orally to God's people before they were written down.

Therefore, the Holy Scriptures themselves are a part of Holy Tradition which is a unified whole and we must accept it as a whole, and not choose bits and parts according to our private opinions or interpretations. The official versions and texts of the Orthodox Church are the Septuagint version of the Old Testament (which was used by the Apostles when they recorded the New Testament) and the Greek text of the New Testament. Translations into the various languages have also been approved by the Church and are extensively used. I acknowledge that there are a plurality of meanings for each verse of the Bible, provided that each interpretation be justified by the teachings of the Holy Fathers who are glorified by God. I reject all human systems of interpretation of the Holy Scriptures, whether they be allegorical, literalistic, or otherwise. I confess that the Holy Scripture was written through the inspiration of the Holy Spirit, and that it is solely through the Holy Spirit that we can read and understand It. I acknowledge that I cannot read or understand the Scriptures without the assistance of the Holy Spirit and the illumination of the Tradition of the Church, even as the eunuch of Candice could not understand the prophets without the aid of St. Philip, who was sent to him by the Holy Spirit (Acts 8). I denounce as blasphemous every attempt to correct, re-adapt or "de-mythologize" the sacred texts of the Bible. I confess that Tradition alone is competent to extablish the Canon of the Holy Scriptures since only Tradition can declare what belongs to it and what is foreign to it. Moveover, I confess that the "foolishness of preaching" (I Cor. 1:21) is superior to the wisdom of man or his rationalistic systems.

Concerning the Church.

I believe that the Church of Jesus Christ is One, Holy, Catholic and Apostolic, and that It was instituted by God through the power of the Holy Spirit and by revelation. I reject the idea that the Church is a form of piety which is the fruit of a philosophical or historical evolution, or the fruit of human reason and ingenuity. The Church is instituted by God and is a tree which is rooted in the Heavens. We receive nourishment of its fruits, although the planting remains supernatural. I believe that no other Name under heaven has been given us by which we can be saved, besides that of Jesus Christ. I believe that one can not dissociate Jesus Christ from His Church, which is His Body. I believe with St. Cyprian of Carthage that the man who does not have the Church for his Mother cannot have God as his Father, and that outside the Church there is no salvation.

I believe that neither ignorance, nor lack of awareness, or even the best intentions, can excuse one and justify him or her for salvation; for if even in the true Church, "the righteous will scarcely be saved" (I Peter 4:18) as the Scriptures say, how can one conclude that ignorance or error — even if it be inherited — can excuse one or that good intentions can lead us with certainty into the Kingdom of Heaven? According to His boundless mercy and righteousness God deals with those who are outside the Church, and the Apostle forbids us to concern ourselves with the judgements of God concerning such people. God did not institute schismatic and heretical assemblies that they might work in parallel with the Church for the salvation of men. For this reason, schismatic and heretical assemblies ("churches") are not workshops of salvation; rather, they are obstacles created by the devil, wherein error and truth are mingled in different proportions so that the true Church may not be recognized. Therefore, with the Holy Fathers I confess that: "The martyrdom of heretics is suicide and the virginity of heretics is fornication." Outside of the Church there is no true Baptism, nor any other Mystery. Hence, the Apostolic Canons and the canons of the Ecumenical Councils forbid us to pray with schismatics and heretics, be it in private or in Church, as they forbid us, under the penalty of defrockment and excommunication, to permit them to function as clergymen.

Concerning How the Church's Organization

is Superior to Ethnic Considerations.

I believe and I confess that the Church makes no distinction in the race of Her believers or their nationality or their language. The sister and autocephalous Orthodox Churches have been historically delimited by national, geographic, and jurisdictional boundaries, but not as if these had any scriptural or messianic significance. Thus, according to Canon Law, there can not be two bishops named for the same area. The Church's brotherhood and unity is enacted by God and permeates the very essence and nature of God. This unity is not subject to racial, familial, national, political, economic, cultural or social considerations, which are of this world ("The things which are Caesar's," Matt. 22:21). The brotherhood of the Church is one of "the things which are of God," and the "world has no part in it." (In 1872, the Ecumenical Patriarchate condemned as heresy the concept of "phyletism" which places a particular nationality and its interest, goals and aspirations above the Church.)

Concerning the Head of the Church.

I believe that the only Head of the Orthodox Church is our Lord Jesus Christ. The Orthodox Church has never had, nor shall ever have a "universal" bishop. A "primate" or an "Ecumenical Patriarch" is not a prelate with universal jurisidiction over the Church, nor was the Pope of Rome, nor the Pope of Alexandria, for that matter, ever so considered in the early centuries before the rise of Papal pretensions, expecially from the ninth century on. The titles "patriarch," "archbishop," "metropolitan," and so forth, do not denote a difference of episcopal grace. The unity of the Orthodox Church is expressed by the harmony of Her bishops, by Her common Faith, common Law, and common spiritual life. Every bishop (the visible head) and his flock (the visible body) constitute the fulness of the Body of Christ. There can be no Church without a bishop, even as a body cannot exist without a head. Since He is God, our Lord Jesus Christ, despite His Ascension into the Heavens, remains with us until the end of time in accordance with His promise (Matt. 28:20); therefore, since He is not absent, He does not require a "vicar," in the Papal sense, to rule over His Body. The Holy Spirit directs the Church and accomplishes that incomprehensible identification in which our incarnate Lord Jesus, and the Holy Eucharist, and the assembly of the Church are one and the same and are called the Body of Christ.

The Ecumenical and Local Councils do not invent symbols of faith, but, guided by the Holy Spirit, bear witness to what has been delivered by the Church at every time, in every place, and by every one; and they promulgate the canons necessary to put the Faith into practice as it has been lived and professed from the beginning. Infallibility is an attribute of the Catholicity of the Church of Christ, and not an attribute of a single person or, de facto, of an hierarchical assembly. A council is not "ecumenical" because of the exterior legality of its composition (since this factor does not oblige the Holy Spirit to speak through a council), but because of the purity of the Faith of the Gospels which it professes. "Truth (i.e. conformity to the Apostolic Tradition) judges the Councils," says St. Maximus the Confessor. There is no "pope," superior to the Councils who must ratify them, but rather it is the conscience of the Church, which, being infallible, does or does not recognize the authenticity of a Council, and which does or does not acknowledge that the voice of the Holy Spirit has spoken. Hence, there have been councils which, though fulfilling the exterior conditions of ecumenicity, were nonethless rejected by the Church. The Church's criterion, according to St. Vincent of Lerins, is the Church.

Concerning the Church and Holy Tradition.

I believe that the Church is directed by the Holy Spirit. I believe that, in the Church, man cannot invent anything to take the place of revelation, and that the details of the Church's life bear the imprint of the Holy Spirit. Hence, I refuse human reason the right to make clear distinctions between what it thinks to be primary and what secondary. A Christian's moral life can not be dissociated from his piety and his doctrinal confession of faith. I denounce as being contrary to Tradition the dissociation of the Church's profession of Faith from Her administration. By the same token, the Church's disciplinary canons are a direct reflection of Her Faith and Doctrine. I reject any attempt to revise or "purge," "renovate," or "make relevant" Orthodoxy's canonical rules or liturgical texts.

Concerning the Life That is to Come.

I believe in the existence of eternal life. I believe in the Second Coming, that is, the glorious return of the Lord, when He sahll come to judge the living and the dead, and render to each man according to the works that he did while living in the body. I believe in the extablishment of the Kingdom of His righteousness. I look for the resurrection of the dead, and I believe that we will be resurrected in the body. I believe that both the Kingdom of God and Hell shall be eternal. I do not transgress the Fourth Commandment when I observe Sunday, the eighth day, the day which prefigures the "new creation," since formerly, before the Incarnation, the primordial perfection of the creation of the world was commemorated by the Sabbath day of rest. By observing Sunday, I confess the new creation in Jesus Christ, which is of greater import and more real than the existing creation which yet bears the wounds of sin.

I believe also that both the righteous and the sinners who are departed now enjoy a foretaste of their final destiny, but that each man shall receive the entirety of what he deserves only at the Last Judgement. God loves not only those who dwell in Paradise, but also those who are in Hell; in Hell, however, the Divine love constitutes a cause of suffering for the wicked. This is not due to God's love but to their own wickedness, which resents this love and experiences it as a torment. I believe that, as yet, neither Paradise nor Hell has commenced in a complete and perfect sense. What the reposed undergo now is the partial judgment, and partial reward and punishment. Hence, for the present, there is also no resurrection of the bodies of the dead. The saints, too, await this eternal and perfect state (even as a "perfect" and everlasting Hell awaits the sinners), for, in his Epistle to the Hebrews, St. Paul states, "and these all (i.e., all the saints), having obtained a good report through faith, received not the promise, since God has provided some better thing for us, so that they without us should not be made perfect" (Heb. 14:40).

Therefore, all the saints await this resurrection of their bodies and the commencement of Paradise in its perfect and complete sense, as St. Paul declares in the Acts of the Apostles, "I believe all things which are written in the law and in the prophets, and have hope in God, which they themselves also accept, that there shall be a resurrection of the dead, both of the just and the unjust" (Acts 24:14-15). But even though they do not yet partake of their glory fully, the intercessions of the saints are nonetheless efficacious even now, for St. James in his Catholic Epistle, did not say "the effectual prayer of a righteous man shall avail much," but rather, "availeth much" (James 5:16) even now. I believe that Paradise and Hell will be twofold in nature, spiritual and physical. At present, because the body is still in the grave, both the reward and the punishment are spiritual. Therefore, we speak of Hades (i.e., the place of the souls of the dead) because, as such, Hell (i.e., the place of everlasting spiritual and physical torment) has not yet commenced. Hades was despoiled by our Saviour by His descent thither and by His Resurrection, but Hell, on the contrary, shall be eternal. In that day, Christ shall say unto those on the left, "Depart from Me, ye cursed, into everlasting fire, prepared for the Devil and his angels" (Matt. 25:41).

This is attested to in the Gospels by the demons also, in the miracle of the healing of the demoniac who lived in the district of the Gadarenes. For, at the approach of our Saviour, the demons cried out, "What have we to do with Thee, Jesus, Thou Son of God? Art Thou come hither to torment us before the time?" Thus, they are not yet in Hell, but they do know that a Day has been appointed when Hell shall commence. I do not believe in "purgatory," but I believe, as the Scriptures attest, that the prayers and fasts made by the living for the sake of the dead have a beneficial effect on the souls of the dead and upon us, and that even the souls that are in darkness are benefited by our prayers and fasts. The public prayers of the Church, however, are reserved exclusively for those who have reposed in the Church. Insofar as it depends upon my own wish, I shall not permit my body to be cremated, but shall specify in my Will that my body be clothed, if possible, in my Baptismal tunic and be buried in the earth from which my Creator took me and to which I must return until the Saviour's glorious Coming and the Resurrection from the dead.

Father Alexander.org


SOURSE  :

http://www.pravoslavie.ru/english/55141.htm

Η πνευματικότητα τής Μ. Τεσσαρακοστής

$
0
0
Τζέρπος Δημήτριος  Πρωτοπρεσβύτερος


Ἡ πνευματικότητα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καὶ ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ κύριος λόγος πού συνετέλεσε στή διαμόρφωση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς τῆς τεσσαρακονθήμερης περιόδου νηστείας καί γενικῆς πνευματικῆς προπαρασκευῆς γιά τή μεγάλη ἑορτή τοῦ Σταυραναστάσιμου Πάσχα πού ἀκολουθεῖ, εἶναι τό παράδειγμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος πρίν ἀρχίσει τή δημόσια δράση Του προετοιμάστηκε στήν ἔρημο "νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καί νύκτας τεσσαράκοντα" γιά νά ἀντιμετωπίσει τούς γνωστούς τρεῖς πειρασμούς τοῦ διαβόλου (Ματθ. δ´ 11). Πρός μιά τέτοια πνευματική ἔρημο παρομοιάζεται ἀπό τούς ἁγίους πατέρες καί ἡ Μ. Τεσσαρακοστή, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ χριστιανός, μιμούμενος τόν Κύριο, ἀποδύεται σ' ἕναν ἀνάλογο πνευματικό ἀγώνα, ἀντιτάσσοντας στόν πρῶτο πειρασμό αὐτή καθαυτή τή νηστεία, στόν δεύτερο τήν ἀδιάλειπτο λατρεία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί στόν τρίτο τήν ταπείνωση ὡς μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν.

Ὅμως, ἡ χριστοκεντρική αὐτή θεμελίωση τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ σωτηριολογική θεώρησή της, ὡς μιᾶς ξεχωριστῆς εὐκαιρίας μίμησης τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται ἰδιαίτερα στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διοργανώνεται καί νοηματίζεται κατά τήν περίοδο αὐτή ἡ κοινή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας. Καί δέν ἀναφερόμαστε ἐδῶ στήν πνευματική πανδαισία πού προσφέρουν στούς πιστούς οἱ δοξολογικές ἀκολουθίες τῶν πέντε Κυριακῶν τῶν Νηστειῶν ἤ ἡ τόσο λαοφιλής καί πανηγυρική ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, πού ψάλλεται κατά τίς ἑσπερινές λατρευτικές συνάξεις κάθε Παρασκευῆς, ὡς προεόρτιος ἤ μεθεόρτιος ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἐννοοῦμε κυρίως τόν κύκλο τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Νηχθημέρου (Μεσονυκτικό, Ὄρθρος, Ὧρες, Ἑσπερινός, Μέγα Ἀπόδειπνο), στίς ὁποῖες καί ἐγκρύπτεται κυρίως τό ἐσώτερο νόημα τῆς πνευματικότητας τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Διότι ἐμπλουτισμένες, κατά τήν περίοδο αὐτή, μ' ἕνα πλῆθος ἐκλεκτῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων καί κατανυκτικῶν ὕμνων, καί σέ συνδυασμό μέ τή νηστεία καί τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, οἱ ἀκολουθίες αὐτές ἀποτελοῦν μιά θαυμάσια ἔκφραση τοῦ ἰδανικοῦ καί τῆς ἀδιάλειπτης δοξολογίας τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα τό πλαίσιο μιᾶς καθημερινῆς πνευματικῆς "ἀποδεκάτωσης" τῆς ζωῆς μας, ὅπως ὁρίζει τήν πνευματικότητα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης.

Ὅσο, ὅμως, κι ἄν οἱ ἀκολουθίες αὐτές ἀποτελοῦν τά εὔοσμα ἐκεῖνα ἄνθη, πού φαιδρύνουν μέ τήν παρουσία τους τήν πνευματική ἔρημο τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας, εἶναι ἐπίσης γεγονός ὅτι, ἐξ αἰτίας ἱστορικῶν συγκυριῶν καί τῆς προοδευτικῆς ἀλλαγῆς τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πρόσβαση σ' αὐτές ἀποτελεῖ σήμερα προνόμιο μόνο τῶν μοναχῶν καί ὁρισμένων ἄλλων φιλακόλουθων χριστιανῶν. Γι' αὐτό καί εἶναι εὔλογο τό ἀπό πολλές πλευρές διατυπούμενο αἴτημα τῆς ἀναπροσαρμογῆς τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν στά δεδομένα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Κάτω ἀπό τίς προϋποθέσεις αὐτές ἡ περισσότερο ἀξιοποιήσιμη ποιμαντικά εἶναι ἀναμφισβήτητα ἡ Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, πού ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα τῆς καθημερινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν περίοδο αὐτή.

Πράγματι, ἡ ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων εἶναι μιά ἰδιαίτερη ἑσπερινή ἀκολουθία, πού ψάλλεται κατά τίς Τετάρτες καί Παρασκευές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί τά ἰδιάζοντα στοιχεῖα τῆς ὁποίας νοηματίζουν κατά ἕνα ξεχωριστό τρόπο τήν ἑσπερινή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν περίοδο αὐτή. Ἔτσι, Τά πρός Κύριον (Ψαλμ. 119-133) εἶναι οἱ λεγόμενες Ὠδές τῶν Ἀναβαθμῶν, πού ἔψαλλαν οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι, καθώς ἀνέβαιναν λιτανεύοντας τά σκαλιά τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καί διά μέσου τῶν ὁποίων ἐκφράζεται καί σήμερα κατά ἕνα μοναδικό τρόπο ὁ πόθος τοῦ λατρεύοντος χριστιανοῦ γι' αὐτή τήν ἑσπερινή του συνάντηση μέ τόν Κύριο. Ἡ εὐλογία τοῦ λαοῦ μέ τήν ἀναμμένη λαμπάδα καί ἡ ἱερατική ἀναφώνηση "Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι" ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό τήν ἀρχαία χριστιανική συνήθεια τῆς εὐλογίας τοῦ ἑσπερινοῦ φωτός καί ἀποτελοῦν μιά συμβολική ἀναγωγή στήν ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ φωτός τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. η´ 12· Ματθ. ιδ´ 20), πού συνδέεται ἄμεσα καί πρός τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα πού ἀκολουθοῦν. Πρόκειται γιά τά ἴδια περίπου ἀναγνώσματα, πού διαβάζονταν στίς ἀντίστοιχες ἑσπερινές κατηχητικές συνάξεις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί μᾶς μεταφέρουν στήν ἀτμόσφαιρα τῆς πνευματικῆς προετοιμασίας τῶν πρός τό Ἅγιο Φώτισμα (Βάπτισμα) εὐτρεπιζομένων ἀδελφῶν, πού γινόταν κατά τήν περίοδο αὐτή, καί ὑπέρ τῶν ὁποίων ὥς σήμερα γίνονται εἰδικές δεήσεις στά πλαίσια τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς. Χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς εἶναι ἀκόμη ἡ ἀσματική ψαλμώδηση τοῦ ἀναδιπλούμενου 140 ψαλμοῦ τοῦ λυχνικοῦ, μέ ἐφύμνιο τόν β´ στίχο τοῦ "Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου...", πού ἐπέχει θέση προκειμένου ἤ ἀλληλουαρίου τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων καί τή λειτουργικότητα τοῦ ὁποίου, ὡς ψαλμοῦ μετανοίας στά πλαίσια τῆς ἑσπερινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαίρει ἰδιαίτερα ὁ ἱερός Χρυσόστομος.

Ἐκεῖνο, ὅμως, τό ὁποῖο διαφοροποιεῖ οὐσιαστικά τήν ἀκολουθία αὐτή ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη ἑσπερινή ἀκολουθία εἶναι κυρίως τό γεγονός ὅτι κατά τήν τέλεσή της δίδεται στούς πιστούς ἡ δυνατότητα μιᾶς πραγματικῆς συνάντησης καί κοινωνίας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ἀφοῦ μποροῦν νά μεταλάβουν ἀπό τά Τίμια Δῶρα, πού καθαγιάστηκαν κατά τή Θεία Λειτουργία τῆς προηγούμενης Κυριακῆς. Καί αὐτό, διότι κατά τίς ἡμέρες αὐτές ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε νά μήν τελεῖται ἡ κανονική Θεία Λειτουργία, γιά νά μήν διαταράσσεται ἀπό τόν δοξολογικό της χαρακτήρα ἡ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν. "Ὁμοῦ δέ χαίρειν καί πενθεῖν ἀσύμβατόν τε καί ἀνακόλουθον", ὅπως λέγει ἕνα ἀρχαῖο κείμενο.

Ὡστόσο αὐτό τό "συνεσκιασμένον καί πενθηρόν καί μυστικόν" τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς τελετῆς δέν ἔχει καμιά σχέση πρός τό κραυγαλέο πένθος τῆς δυτικῆς πνευματικότητας ἤ τά μελαμβαφῆ ἄμφια, πού κατέκλυσαν τά τελευταῖα χρόνια καί τούς δικούς μας ναούς. Ἀλλά ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τό χαροποιόν πένθος τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, μ' αὐτό τό θρηναγάλλιασμα τῆς ψυχῆς, πού ἐκφράζεται κατά ξεχωριστό τρόπο στόν εἰδικό χερουβικό ὕμνο τῆς ἀκολουθίας, "Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν...". Πρόκειται γιά τόν ὕμνο πού ψάλλεται κατά τήν εἰσόδευση τῶν Προηγιασμένων Δώρων ἀπό τήν πρόθεση στήν ἁγία τράπεζα καί προσδίδει στήν ὅλη στιγμή μιά μυστική καί ὑπερκόσμια μεγαλοπρέπεια, "γιατί ἐκφράζει λειτουργικά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τό τέλος μιᾶς μακρᾶς νηστείας, προσευχῆς καί ἀναμονῆς· τόν ἐρχομό τῆς βοήθειας, τῆς ἀνακούφισης καί τῆς χαρᾶς πού περιμένουμε".

Ὄντας, λοιπόν, ἀπό τή φύση της ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων μιά ἑσπερινή ἀκολουθία, συνδυασμένη μέ προσέλευση στή Θεία Κοινωνία, ἀποτελεῖ τό καλύτερο ἐφαλτήριο ἐκκίνησης σ' αὐτό τό μεῖζον ἀγώνισμα χρησιμοποίησης τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, στό ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἰδιαίτερα κατ' αὐτή τήν ἱερή περίοδο ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐκεῖνο πού μᾶς σώζει τελικά δέν εἶναι οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ ψαλμωδία, οὔτε ἡ προσευχή ἀπό μόνα τους, ἀλλά "τό ἐκτελεῖσθαι ταῦτα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ... ὅταν ἀτενῶς ἡ διάνοια ἐκείνῳ ἐνορᾶ, καί διά τό πρός αὐτόν ὁρᾶν καί νηστεύῃ καί ψάλλῃ καί προσεύχηται". Αὐτή δέ ἡ "ἀτενής ἐνόραση" τοῦ Θεοῦ καί ἡ καύση τῆς καρδίας (Λουκ. κβ´ 32) ἐν ὄψει τῆς βραδυνῆς Θείας Κοινωνίας εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού δίνει ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό νόημα σέ κάθε στιγμή τῆς ἡμέρας πού πέρασε καί ἀποτελεῖ τήν σταυραναστάσιμη ἐκείνη γεύση πού αὐξάνει τόν πόθο τῶν χριστιανῶν γιά περισσότερη χριστοποίηση τῆς ζωῆς τους "ὅτι χρηστός ὁ Κύριος" (Ψαλ. λγ´ 9).




http://www.agiazoni.gr/

Εἰς τὸ, Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ

$
0
0


 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ


Εἰς τὸ, Πάτερ,
Eἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ. 

Τῇ μεγάλῃ Παρασκευῇ.

In illud: Pater si possibile est 


61.751

Οὐδὲν ἀπεοίκασιν οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι μητρὶ φιλοτέκνῳ,  πάντα πόνον καὶ κάματον ὑπομενούσῃ διὰ τὴν τῶν φιλτάτων  τέκνων ἀνατροφήν. Ὡς γὰρ ἐκείνη τὸν μασθὸν προΐσχουσα, τὴν τοῦ γάλακτος ἀκάματον τροφὴν  τῷ φιλτάτῳ παρέχει, ὡσαύτως καὶ ὁ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλος τὴν θηλὴν τῆς διανοίας προβαλλόμενος τοῖς παισὶ τῆς Ἐκκλησίας, πόθῳ ψυχῆς ὑφέλκειν τὸ γάλα τοῦ λόγου παρακαλεῖ. Καὶ ὥσπερ ἡ μήτηρ μετὰ τὴν ἐκ τοῦ γάλακτος ἀνατροφῆς διαγωγὴν, καὶ τὸν δύσθρυπτον ἄρτον διαλύει, καὶ τὰ λαχανικὰ βρώματα ἀρτύμασι νοστήσασα, καὶ πυρὶ  περιλειώσασα, ὑπηρέτις  τῆς  ζωῆς  τῶν  οἰκείων  τέκνων  γίνεται·  τὸν  αὐτὸν τρόπον καὶ ὁ διδάσκαλος μετὰ τὴν κατήχησιν τῶν θείων λογίων, καὶ οἱονεὶ μετὰ τὴν γαλακτοτροφίαν,   καὶ  τὸν   δυσερμήνευτον   ἄρτον  τοῦ  λόγου   τῇ  μαχαίρᾳ  τοῦ πνεύματος διαλύσας, καὶ τῶν ποικίλων καὶ διαφόρων ἑρμηνειῶν καὶ θεωριῶν Γραφικῶν εἰς μίαν κρᾶσιν διδασκαλίας συναγαγὼν,  νόστιμον τὸν λόγον  τοῖς ὑπ' αὐτοῦ τρεφομένοις παισὶ μεταδίδωσι.

∆ιὸ δὴ καὶ ἡμεῖς, ἀγαπητοὶ, ἐν ταῖς προλαβούσαις ἡμέραις τοῖς εὐθυλύτοις λόγοις  ὑμᾶς  γαλακτοτροφήσαντες,  νῦν  πρὸς  διδαγμάτων  θεωρίαν  ἄγωμεν,  τοῦ ἁγίου Πνεύματος νόστιμον ὑμῖν τὸν λόγον τῆς διδασκαλίας ἀρτύοντος. Ἔστι δὲ ἡμῖν προκείμενος ἐπὶ τῆς τῶν Γραφῶν τραπέζης, ὁ ἄρτος τοῦ λόγου τοιοῦτος· ∆ιὰ τί ὁ Κύριος ἡμῶν  Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπὲρ τῆς  πάντων  ζωῆς  ἐληλυθὼς  ἀναδέξασθαι τὸ παθεῖν  καὶ θανεῖν,  ἐλθὼν  ἐπὶ τὸν ἀοίδιμον  σταυρὸν λέγει· Πάτερ, εἰ δυνατὸν,  τὸ ποτήριον  τοῦτο παρελθέτω  ἀπ' ἐμοῦ. Πολλοὶ γὰρ μὴ νοήσαντες  τὸν  σκοπὸν τῆς σοφίας, καὶ τὸν κεκρυμμένον θησαυρὸν ἐν τῷ ῥήματι, μὴ προσεσχηκότες, δειλίας αὐτοῦ καταγγέλλουσιν.
Ἀλλὰ   δεῦρο   καὶ   ἡμεῖς,   ἀγαπητοὶ,   τέως   πρὸς   αὐτὸν,   ὥσπερ   νήπιοι διαλεχθῶμεν,  ἵνα  τὰ  ὑπ'  ἐκείνου  ἡμῖν  νοήματα  ὡς  νηπίοις  διαπορθμεύσωμεν.
Εἴπωμεν τοίνυν πρὸς αὐτὸν, οὐχ ὥσπερ τέλειοι, ἀλλ' ὡς νήπιοι· Τίνος ἕνεκεν, Κύριε, ἐλθὼν  τοῦ παθεῖν  ὑπὲρ ἡμῶν, ἐλθὼν  τοῦ σταυρωθῆναι, δειλιᾷς  καὶ εὔχῃ λέγων· Πάτερ, εἰ δυνατὸν,  τὸ ποτήριον  τοῦτο παρελθέτω  ἀπ'  ἐμοῦ; Εἰ ἑαυτὸν  ἐκένωσας
μορφὴν δούλου λαβὼν, μηδενός σε ἀναγκάσαντος, τί νῦν ἄλλον ἀξιοῖς καὶ λέγεις· Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω; Καὶ μὴν συνείχου καὶ ἔσπευδες τοῦ  πιεῖν  τὸ  ποτήριον  τοῦτο.  Ἔλεγες γὰρ, Βάπτισμα ἔχω  βαπτισθῆναι·  καὶ  πῶς
συνέχομαι,  ἕως  οὗ  πίω  αὐτό; καὶ  ὁ  συνεχόμενος  καὶ  σπεύδων  τοῦ  πιεῖν  αὐτὸ, παραιτεῖς  καὶ λέγεις· Πάτερ, εἰ δυνατὸν,  τὸ ποτήριον  τοῦτο παρελθέτω.  Μὴ γὰρ ἠγνόεις, ὅτι ἤμελλες ὑπὲρ ἡμῶν θάνατον ὑπομένειν; Καὶ μὴν σὺ ἔλεγες, ὅτι· ∆εῖ τὸν
Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι καὶ σταυρωθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. Τί οὖν ἐλθὼν  ἐγγὺς τοῦ σταυροῦ παραιτῇ καὶ λέγεις· Εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω; Καὶ εἰ τοῦτο ἐβούλου, τί τῷ σῷ μαθητῇ Πέτρῳ κωλύοντί σε ἐπετίμησας;
ἔλεγες  γὰρ, ∆εῖ τὸν  Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου  σταυρωθῆναι  καὶ ταφῆναι  καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. Ἔλεγε δὲ καὶ Πέτρος· Ἵλεώς σοι, Κύριε, οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο·
πρὸς ὃν ἀγανακτήσας ἔφης, 61.752 Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων.
Εἰ οὖν ἐκείνῳ ἐπετίμησας τότε, ὡς ἀνθρώπινα φθεγγομένῳ, τί νῦν ἐπιζητεῖς
ὃ τότε ἐκεῖνος ἐκώλυε, καὶ λέγεις· Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω;
Σὲ κτιστὴν τῶν ὁρωμένων καὶ μὴ ὁρωμένων μανθάνομεν εἶναι· καὶ γὰρ νόσους ἁφῇ χειρὸς ἐθεράπευσας, καὶ νεκρῶν λελυμένα σώματα διὰ ῥήματος ἔπηξας, καὶ πηγὰς αἱμάτων κρασπέδοις ἱματίων ἐξήρανας, ἐκ πέντε ἄρτων πεντακισχιλίους ἄνδρας εἰς κόρον διέθρεψας, ἀνέμοις καὶ θαλάσσῃ ἐπετίμησας, καὶ πάντα σοι ὑπήκουσαν τρόμῳ· καὶ ὁ τοσούτων θαυμάτων  δημιουργὸς, καὶ θανάτων  λυτήριος νῦν θάνατον φοβῇ, καὶ λέγεις· Πάτερ, εἰ δυνατὸν,  τὸ ποτήριον  τοῦτο παρελθέτω; Καὶ εἰ σὺ θάνατον φοβῇ, ἐν τίνι λοιπὸν ἕξομεν τῆς ζωῆς τὰς ἐλπίδας; καὶ εἰ φοβῇ θάνατον, πῶς λέγεις, Ἐγώ εἰμι ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις; ζωὴ γὰρ καὶ ἀνάστασις θάνατον οὐδέποτε φοβεῖται. Τί δέ ἐστι καὶ ὃ λέγεις· Πάτερ, εἰ δυνατὸν,  τὸ ποτήριον  τοῦτο  παρελθέτω;  Ἆρα ἀγνοεῖς, ὁ εἰδὼς τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν, ἀγνοεῖς πότερον δυνατόν ἐστιν, ἢ ἀδύνατον παρελθεῖν τὸ ποτήριον;
Καὶ πῶς  ἔλεγες· Οὐδεὶς γινώσκει  τὸν  Πατέρα, εἰ μὴ ὁ Υἱός; καὶ τὸν  μὲν Πατέρα ἐπιγινώσκεις,  οὗ  μεῖζον  οὐδέν  ἐστι,  τὸ  δὲ  ποτήριον,  εἰ  δυνατόν  ἐστι παρελθεῖν, οὐ γινώσκεις; Πῶς δὲ καὶ ὁ Παῦλός φησιν, ὅτι· Οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον  αὐτοῦ, πάντα  δὲ γυμνὰ  καὶ τετραχηλισμένα  τοῖς  ὀφθαλμοῖς  αὐτοῦ; καὶ πάλιν, Ζωὴ γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐνεργὴς, καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον, καὶ διικνούμενος  ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν,  καὶ  κριτικὸς  ἐνθυμήσεων  καὶ  ἐννοιῶν  καρδίας. Εἰ οὖν  οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ, πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, πῶς σὺ νῦν, ὡς ἀγνοῶν, λέγεις, Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ, ἐὰν μή τι ᾖ ἀποκεκρυμμένον μυστήριον ἐν τῷ λόγῳ; Οὐ πρέπει σοι, Κύριε, ὁ λόγος οὗτος· Θεὸς γὰρ εἶ, Θεοῦ Υἱὸς, Λόγος, σοφία, δύναμις, φῶς, ἥλιος δικαιοσύνης, πηγὴ  ἀθάνατος,  ζωὴ αἰώνιος,  ἀνάστασις ἡμῶν  τῶν  τῇ ἁμαρτίᾳ τεθανατωμένων. Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω. Ὢ πῶς δυσέφικτός ἐστιν ὁ λόγος καὶ δυσθεώρητος καὶ δυσδιάκριτος; ὢ πῶς στενός ἐστι καὶ τεθλιμμένος παρὰ πολλοῖς ἀνθρώποις; ∆ίδαξον ἡμᾶς, Κύριε, τὸ μυστήριον τοῦτο τοῦ λόγου σου· σοῦ γάρ ἐσμεν, καὶ σοὶ ἐπιστεύσαμεν.
Μὴ ἐπαιρέσθω ὁ γίγας  ἐν τῇ βλασφημίᾳ αὐτοῦ Εὐνόμιος, μηδὲ ὀνειδιζέτω παρεμβολὴν Κυρίου Ἰσραήλ· ἐκεῖνος μὲν γὰρ ἡμᾶς ὀνειδίζει, εἰς σὲ δὲ τὸν ∆εσπότην
ἡμῶν  ἀνατρέχει  ἡ  ὕβρις.  Ἐξέγειρον  τὸν  ἐν  τῇ  καρδίᾳ  ἡμῶν  ἐγκείμενον  νοῦν,
καθάπερ τὸν πραότατον ∆αυΐδ· δὸς ἡμῖν ἕνα λόγου λίθον, ἵνα δι' αὐτοῦ σφενδονήσαντες, τὸ κεφάλαιον τῆς δυσσεβείας αὐτῶν διαλύσωμεν, ἵνα γνῷ πᾶσα ἡ παρεμβολὴ σήμερον, Ὅτι σὺ εἶ Κύριος ὕψιστος, μόνος ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν. Πολὺς ἡμῖν ὁ αἱρετικῶν ἐπίκειται σύλλογος, τί λέγων; Ὁρᾷς πῶς φοβεῖται καὶ δειλιᾷ; ὁρᾷς πῶς εὔχεται τῷ 61.753 Πατρὶ λέγων· Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω; Νῦν Εὐνόμιος χαίρει,  νῦν  Ἄρειος εὐφραίνεται,  ὡς  εὑρηκότες  ῥήματα βλάσφημα κατὰ  τῆς  ἀληθείας  συρίζοντα.  Ἀλλὰ  μὴ  εὐφρανθείητε,   πάντες  οἱ  ἀλλόφυλοι· συνετρίβη γὰρ ὁ ζυγὸς τοῦ παίοντος  ἡμᾶς. Μεθ' ἡμῶν  ὁ Θεός. Γνῶτε, ἔθνη, καὶ ἡττᾶσθε. Ἐὰν γὰρ πάλιν ἰσχύσητε, πάλιν ἡττηθήσεσθε, καὶ ἣν ἂν βουλὴν βουλεύσησθε, διασκεδάσει Κύριος. Τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα· Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω. Ὢ ποτήριον ζωῆς καὶ ἀθανασίας μεμεστωμένον! ὃ λαβόντες Εὐνόμιος καὶ Ἄρειος, τῇ οἰκείᾳ κακοπιστίᾳ ἐπιθολώσαντες, ποτίζουσι τῷ πλησίον ἀνατροπὴν δολερὰν, οἱ τὴν ἐν αὐτῷ γλυκεῖαν κρᾶσιν τῶν νοημάτων  πικρὰν εἶναι νομίζοντες, καὶ μήτε τὴν, Οὐαὶ, φωνὴν φοβούμενοι, λεγούσης τῆς Γραφῆς· Οὐαὶ τῷ ποτίζοντι τῷ πλησίον αὐτοῦ ἀνατροπὴν δολεράν! Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πικρὸν γλυκὺ, καὶ τὸ γλυκὺ πικρόν· οἱ τιθέντες τὸ φῶς σκότος, καὶ  τὸ  σκότος  φῶς!  Οὐαὶ οἱ  συνετοὶ  ἐν  ἑαυτοῖς,  καὶ  ἐνώπιον  ἑαυτῶν ἐπιστήμονες!

Ἡμεῖς δὲ, ἀγαπητοὶ, λαβόντες τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν, τὴν ἐν αὐτῷ γέμουσαν διδασκαλίαν πόθῳ ψυχῆς ἀρυσώμεθα. Πάτερ, εἰ δυνατόν ἐστι, τὸ ποτήριον τοῦτο  παρελθέτω.  Οὐχ  ὡς  σὺ  νομίζεις,  Ἄρειε,  ἄρα  δειλιᾷ  ὁ  Κύριος ἡμῶν,  ἢ φοβούμενος τὸν θάνατον ταῦτα λέγει· πῶς γὰρ ἂν ἐφοβήθη ὁ ἐξουσίαν ἔχων θανεῖν καὶ μὴ θανεῖν; λέγει γάρ· Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν  μου, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν. Εἰ μὲν γὰρ ἠναγκάζετο ὑπό τινος, καλῶς ἔλεγες αὐτὸν δειλιᾷν· νῦν δὲ αὐτὸς λέγει, Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· τοῦτ' ἔστιν. Οὐκ ἀναγκάζομαι ὑπό τινος, ἐπεὶ καὶ ἔλεγεν· Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι  τὴν ψυχήν  μου, καὶ ἐξουσίαν ἔχω λαβεῖν αὐτήν· ἀλλ' ὥσπερ ἐμαυτὸν ἐκένωσα, μορφὴν δούλου λαβὼν, μηδενός με ἀναγκάζοντος, καὶ ἐμαυτοῦ τὸ σῶμα ᾠκοδόμησα. Ἡ γὰρ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον· τὸν αὐτὸν τρόπον δύναμαι καὶ λυθέν μου τὸ σῶμα θανάτῳ διὰ τῆς ζωῆς ἐγεῖραι. Ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ λέγων, Λύσατε τὸν ναὸν  τοῦτον,  καὶ  ἐν  τρισὶν  ἡμέραις  ἐγερῶ  αὐτόν.  Ὥστε οὖν  οὐ  δειλιῶν,  οὐδὲ φοβούμενος  τὸν  θάνατον  ταῦτα  λέγω,  Πάτερ, εἰ  δυνατὸν,  τὸ  ποτήριον  τοῦτο παρελθέτω,  ἀλλ'  ἀποκρύφου  μυστηρίου  λόγον  προβαλλόμενος.  Τοῦτο  τὸ  ῥῆμα δέλεάρ ἐστι τῷ διαβόλῳ· δεῖ με αὐτὸν τούτοις τοῖς ῥήμασιν ἀγκιστρεῦσαι. Εἶδέ με ὁ διάβολος  πολλὰ  σημεῖα  πεποιηκότα,  ὅτι  νόσους  ἁφῇ  χειρὸς  ἐθεράπευσα,  ὅτι λεγεῶνας  δαιμόνων  ῥήματι ἐφυγάδευσα, ὅτι λεπρῶν χαλαζώματα δίκην πτύου τῷ λόγῳ  ἀπέξεσα, ὅτι παραλελυμένα  γόνατα  φωνῇ  ἔπηξα, ὅτι ἀνέμοις  καὶ θαλάσσῃ ἐπετίμησα,  καὶ  πάντα  μοι  ὑπήκουσαν  τρόμῳ·  καὶ  ἐξ  αὐτῶν   τῶν   πραγμάτων θεωρήσας με εἶναι Υἱὸν Θεοῦ, ἐνόησεν ὅτι, Ἐὰν ἐγὼ σταυρωθῶ, ἐκεῖνος ἀπώλετο· ἐὰν ἐγὼ κατέλθω εἰς τὰ καταχθόνια, τοὺς μοχλοὺς αὐτοῦ τοὺς σιδηροῦς συντρίψω, καὶ  τὰς  πύλας  αὐτοῦ  τὰς  χαλκᾶς  συνθλάσω.  Καὶ ταῦτα  θεωρήσας, φοβούμενος φεύγει στῆσαι τὸ πολυτίμητόν μοι [τὸ] τρόπαιον τοῦ σταυροῦ. Τί οὖν ἐγὼ ποιῶ; Ὡς σοφὸς ἁλιεὺς ὑποκρίνομαι δειλιᾷν, ὑποκρίνομαι φοβεῖσθαι τὸν θάνατον, καὶ λέγω· Πάτερ, εἰ δυνατὸν,  τὸ ποτήριον  τοῦτο παρελθέτω· ἵνα  ἐκεῖνος  ἐκ τῶν  τοιούτων ταπεινῶν  μου ῥημάτων νομίσας με ἄνθρωπον εἶναι δειλὸν, φεύγοντα τὸν θάνατον, σπεύσῃ ἐν μέσῃ τῇ γῇ στῆσαι τὸ ξυλοπαγὲς μυστήριον τοῦ σταυροῦ, ὡς νομίζει, κατ' ἐμοῦ. ∆εῖ με οὖν ὡς σοφὸν ἁλιέα τεχνάσασθαι κατ' αὐτοῦ, δεῖ με πάντα ὑπομεῖναι ὑπὲρ τῆς πάντων  ζωῆς. Εἰ γὰρ ἐκεῖνος  ἐτεχνάσατο  ἐξ ἀρχῆς κατὰ τῆς τοῦ Ἀδὰμ ἀπωλείας, πολλῷ μᾶλλον ἐγὼ τεχνάσομαι ὑπὲρ τῆς πάντων σωτηρίας. Ῥήμασι δολεροῖς  ἠπάτησε τὸν  Ἀδὰμ, ῥήμασι θεϊκοῖς  ἀπατηθήσεται  ὁ δολερός. Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ.
Ἐὰν μὴ ὁ ἁλιεὺς, ὅτε χαλάσει τὸ ἄγκιστρον εἰς τὴν θάλασσαν, ποτὲ μὲν ἐνδῷ τῷ ἀγκίστρῳ, ποτὲ δὲ ὡς φεύγοντα δείξῃ τὸν σκώληκα, τῇ χειρὶ ὑφέλκων, οἱ ἰχθύες
οὐκ  ἐφάλλονται.  Περιέθηκα τῷ  ἀγκίστρῳ  μου  τῆς  θεότητος  τὸν  σκώληκα  τοῦ
σώματος· ἐχάλασα τὸ ἄγκιστρον κεκρυμμένον ἐν τῷ σκώληκι τοῦ σώματος εἰς τὸν βυθὸν τοῦ βίου τούτου· ἐὰν μὴ ὁ σκώληξ ὡς σκώληξ κινηθῇ, ὁ ὀφείλων ἀγκιστρευθῆναι οὐκ ἐπέρχεται τῷ ἀγκίστρῳ. ∆εῖ με τοίνυν ὡς σκώληκα σχηματίσασθαι, καὶ λαλῆσαι· Ἐγὼ γάρ εἰμι σκώληξ, καὶ οὐκ ἄνθρωπος· ἵν' ἐκεῖνος
61.754 ἐπιδράμῃ καὶ ἅψηται τῷ ἀγκίστρῳ, καὶ ἑλκυσθῇ ὑπ' ἐμοῦ, καὶ πληρωθῇ τὸ γεγραμμένον  ἐν τῷ Ἰώβ· Ἄξεις δὲ δράκοντα ἐν ἀγκίστρῳ. Γίνομαι ὡς ἄνθρωπος
δειλιῶν,  γίνομαι ὡς φεύγων  τὸν θάνατον· εἴπω, Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· εἴπω, Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω. Ἀκούων ἐκεῖνος τούτων τῶν ῥημάτων, χαίρει καὶ εὐφραίνεται· σπεύδει γὰρ τὰ ἐναντία μου πράττειν.
Ὅταν ἀκούσῃ, Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω, εὐφραίνεται· καὶ τί λέγει ἐν ἑαυτῷ; Καὶ οὗτος ἄνθρωπός  ἐστι. Κατέπιον τὸν Ἀβραὰμ, τὸν Ἰσαὰκ, τὸν Ἰακὼβ, τοὺς πατριάρχας  καὶ τοὺς προφήτας·  καταπίω  καὶ τοῦτον.  Ἰδοὺ γὰρ, ὡς
ἄνθρωπος, δειλιᾷ· ἄνθρωπός  ἐστι· καταπίω  αὐτόν. Καταπίῃ με ὡς ἄνθρωπον,  καὶ
εὑρήσει με ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτοῦ ὡς Θεὸν ἐργαζόμενον. Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω. Καταπίῃ τὴν ζύμην τοῦ σώματος, καὶ εὑρήσει τὸν ἄνθρακα τὸν ἄσβεστον τῆς θεότητος, δεινῶς αὐτὸν ἔνδοθεν κατακαίοντα· Πῦρ γὰρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν. Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω. Λαλήσω ὡς ἀρνίον, οὐ θέλω  βλέπειν  αὐτὸν  τὴν  στίλβουσαν μάχαιραν  τῆς θεότητος, ἵνα  μὴ φύγῃ  ὁ λύκος. Καταπίῃ με ὡς ἀρνίον, καὶ ὑπὸ τῆς ἔνδοθεν τῆς τριστόμου μαχαίρας κατακεντηθήσεται· Οὐκ ἦλθον γὰρ εἰρήνην βαλεῖν αὐτῷ, ἀλλὰ μάχαιραν. Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω.
Κρύπτω τὸν ποιμένα Θεὸν ἐν τῷ ἀρνίῳ τοῦ σώματος· οὐ θέλω φανερῶσαι τὸν ποιμένα Θεὸν, ἵνα μὴ φύγῃ ὁ λύκος· ἐὰν ἴδῃ τὸν ποιμένα, ἀφίσταται ὁ λύκος. Λαλήσω ὡς ἀρνίον. Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω. Λαλήσω ὡς ἀρνίον μὴ ἔχον ποιμένα· ἐγενόμην γὰρ ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος. Καταπίῃ με ὡς ἀρνίον, καὶ ὑπὸ τοῦ ἔνδοθεν  ποιμένος τῇ βακτηρίᾳ τοῦ σταυροῦ συνθλασθήσεται. Μασήσεται τὸν  κόκκον  τοῦ  σινάπεως,  καὶ  εὑρήσει τὴν  δριμύτητα  τῆς  θεότητος δεινῶς αὐτὸν βασανίζουσαν· μασήσεταί με ὡς ἄνθρωπον, καὶ εὑρήσει τὴν στεῤῥὰν πέτραν σφοδρῶς τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ συγκλῶσαν· ἵνα μάθῃ μηκέτι ἀνθρώπους μασᾶσθαι· καὶ πληρωθήσεται τὸ γεγραμμένον, Ὁ δὲ Θεὸς συνθλάσει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ. Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω. Εἰ ᾔδει  ὁποῖόν  ἐστι τὸ  ποτήριον  τοῦτο,  ὅπερ ἐγὼ  εἰρωνείᾳ  ἀπεύχομαι,  ἐκεῖνος  ἂν ηὔξατο παρελθεῖν· κατ' ἐκείνου γάρ ἐστι κεντητήριον, τοῖς δὲ ἐμοῖς σωτήριον. Ὅταν με καταπίῃ,  τότε αἰσθήσεται ὃν κατέπιεν·  ὅταν  ἴδῃ δι' ἐμὲ ἥλιον  ἀφανιζόμενον, ἡμέραν σκοτιζομένην, τότε καὶ αὐτὸς πικρανθήσεται· καὶ πληρωθήσεται τὸ γεγραμμένον·  Ὁ ᾅδης κάτωθεν  ἐπικράνθη συναντήσας σοι. Πάτερ, εἰ δυνατὸν,  τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω.
Μὴ  οὖν   σκανδαλιζέτω   ὑμᾶς  τὰ  τοιαῦτα   ῥήματα  ἐν   σοφίᾳ  λεγόμενα·
ἐκδέξασθε καὶ ὄψεσθε τὴν ἔκβασιν τῶν λόγων μου, καὶ τότε θαυμάσετε τὴν σοφίαν τῶν  ῥημάτων  μου. Νομίζει μωρόν μου τὸ τέχνασμα εἶναι· καὶ οὐκ οἶδεν  ὅτι Τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων  ἐστί· νομίζει ἐκ τῶν τοιούτων ἀσθενέστατόν με εἶναι, καὶ οὐκ οἶδεν ὅτι Τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστίν· οὐκ οἶδεν, ὅτι ἐγὼ μὲν πίνω τὸ ποτήριον, ἐκεῖνος δὲ μεθυσθήσεται καὶ σκοτισθήσεται, οἱ δὲ ἐμοὶ ἐξυπνισθήσονται καὶ ἐγερθήσονται. Νῦν χαίρει ἀκούων τῶν τοιούτων μου ῥημάτων, Πάτερ, εἰ δυνατὸν, τὸ ποτήριον τοῦτο παρελθέτω· ὅταν μέντοι καταπίῃ με, ὅταν ἴδῃ πέτρας σχιζομένας, καὶ τὰ μνημεῖα καὶ τοὺς τάφους ἀναῤῥηγνυμένους, κἀκεῖνον αὐτὸν ῥαχιζόμενον, καὶ τοὺς νεκροὺς ἀναπηδῶντας καὶ εἰς οὐρανοὺς ἁλλομένους,  τότε μετανοήσει καὶ πενθήσει ἐφ' οἷς νῦν  χαίρει. Οὐκ οἶδεν ὅτι, ἣν ἱστᾷ παγίδα, ἑαυτῷ ἱστᾷ, καὶ αὐτὸς ἐμπεσεῖται, κατὰ τὸ γεγραμμένον· Λάκκον ὤρυξε, καὶ ἀνέσκαψεν αὐτὸν, καὶ ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὃν εἰργάσατο· οὐκ οἶδεν ὅτι ὃν μέλλει ἱστᾷν σταυρὸν, ἐμοὶ μέν ἐστι παστὸς, ἐκείνῳ δὲ σταυρός· ἐμοὶ μέν   ἐστι  θάλαμος,  ἐκείνῳ   δὲ  θάνατος.   Ὢ  ποτήριον,   διαβόλου   κεντητήριον, δαιμόνων  φυγαδευτήριον,  ἁμαρτιῶν  λικμητήριον,  ζωῆς ἐργαστήριον, ἁμαρτωλῶν ἱλαστήριον,  ἀθανασίας ποτήριον! Πλὴν, οὐχ ὡς ἐγὼ  θέλω,  ἀλλ' ὡς σύ. Ἔγνω ὁ δύστηνος ὅτι, ὅσα εἶπον, ἐγένετο· ἤκουσέ μου λέγοντος· Εὐχαριστῶ σοι, Πάτερ, ὅτι ἤκουσάς μου·  ἐγὼ  δὲ  ᾔδειν,  ὅτι  πάντοτέ  μου  ἀκούεις.  Νῦν δὲ  ἐπειδὴ  ηὐξάμην παρελθεῖν  τὸ ποτήριον  τοῦ θανάτου, ἵνα μὴ νομίσας διὰ τῆς εὐχῆς μου παρέρχε
61.755 σθαι τὸ ποτήριον, χαῦνος γένηται περὶ τὸ πρᾶγμα τοῦ σταυροῦ, τῆς εὐχῆς μου τὴν ἔκβασιν ἀμφίβολον  ποιῶ, καὶ λέγω, Πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ'  ὡς σύ. Τῷ
Πατρί μου προσάπτω τοῦ θανάτου τὴν ἐξουσίαν· καίτοι αὐτὸς ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν  ψυχήν  μου, καὶ  ἐξουσίαν ἔχω  πάλιν  λαβεῖν  αὐτήν.  Κρύπτω τὸ θεϊκόν  μου
ἀξίωμα  πετάλοις  λογικοῖς·  κρύπτω  τὸ  ἐξουσιαστικόν  μου  τῆς  θεότητος  λόγοις

ἀνθρωπίνοις· λέγω, Οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ' ὡς σύ. Οὐκ οἶδεν ὁ τυφλὸς, ὅτι τὸ ἐμὸν θέλημα καὶ τὸ τοῦ Πατρός μου ἕν ἐστι. Πάντα γὰρ ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ, ἐμά ἐστι· καὶ, Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν. Πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ' ὡς σύ. Κρεμάσει τὸν κόκκον τοῦ  σίτου, καὶ ὅταν  καταπίῃ  με, ὄψει  αὐτὸν  ὑπὸ  τοῦ  ἐντρίτου  σχοινίου  δεινῶς ἀπαγχόμενον. Ἀλλ' ἴσως ἐρεῖ τις τῶν ἀκουόντων· Καὶ ἆρά γε ὁ Χριστὸς ἐνέπαιξε τῷ διαβόλῳ; ἢ ἐξὸν ἦν ἐμπαίζειν αὐτῷ; Πρὸς ὃν ἐροῦμεν, ὅτι Ἀνάγνωθι τὰς Γραφὰς, καὶ εὑρήσεις αὐτὸν  τὸν  Πατέρα λέγοντα  πρὸς  Μωϋσέα·  Ὁρᾷς πόσα ἐμπέπαιχα  τοῖς Αἰγυπτίοις; Τοιγαροῦν καὶ ὁ Κύριος ἐνέπαιξε τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς δαίμοσιν. Ἔδει γὰρ αὐτὸν ὡς ἀνόητον χλευασθῆναι  τὸν μεγαλοῤῥημονοῦντα, καὶ λέγοντα· Ἐν τῇ ἰσχύι μου ποιήσω, καὶ ἐν τῇ συνέσει τῶν χειρῶν  μου ἀφελῶ  ὅρια ἐθνῶν,  καὶ τὴν οἰκουμένην  ὅλην,  ὡς νοσσιὰν κατα 61.756 λήψομαι,  καὶ ὡς καταλελειμμένα  ὠὰ ἀρῶ, καὶ οὐδεὶς ἔσται, ὃς ἀντείπῃ μοι.
Ἔδει αὐτὸν  τοίνυν  ἐμπαιχθῆναι  καὶ τοὺς δαίμονας, ἵνα ἀποδείξῃ τοὺς τὰ τοιαῦτα καυχωμένους καὶ παιδίων εἶναι ἀνοητοτέρους. ∆ιὸ οὔτε ἔγνωσαν ὃ ἐποίουν·
Εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν. Προανεφώνει δὲ καὶ ὁ προφήτης περὶ τοῦ δράκοντος τούτου, ὅτι ἐμπαιχθήσεται, λέγων· ∆ράκων οὗτος, ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν  αὐτῷ. Ἀλλ' ἵνα μὴ ἐπὶ πολὺ μηκύνοντες  τὸν λόγον,  δόξωμεν ἐμποδίζειν τοῖς μεθ' ἡμᾶς βουλομένοις φαιδρότερον τῆς Γραφῆς τὸ νόημα παραδοῦναι, ἐνθάδε σιωπῇ τὸν λόγον ἡμῶν στείλωμεν.
Προήχθημεν γὰρ εἰπεῖν  εἰς αὐτὸ  τοῦτο  τὸ κεφάλαιον,  οὐχ  ὡς  δυνάμενοι ἀπαραλείπτως  εἰπεῖν, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἑαυτῶν  δύναμιν  διηγήσασθαι, καὶ ἀφορμὴν διδόναι τοῖς φιλομαθέσι· ∆ίδου γὰρ σοφῷ ἀφορμὴν, καὶ σοφώτερος ἔσται. Καὶ ὑμεῖς δὲ,  ἀγαπητοὶ,   ἐκ  τῶν   Γραφῶν  ἀναλεξάμενοι   πρὸς  σύστασιν  τῶν   εἰρημένων,μειζόνως λευκάνατε τὸ δυσθεώρητον νόημα.
Οὐ γὰρ  δειλίας  ἕνεκα  ὁ  Κύριος ἡμῶν,  καθὼς  προείπαμεν,  ἀπεύχεται  τὸ ποτήριον τοῦ θανάτου, ἀλλ' οἰκονομίᾳ θεϊκῇ· ἵνα ἐκ τῶν ἐμῶν ἐλαχίστων ῥημάτων τε καὶ νοημάτων καὶ ἐκ τῶν ὑμετέρων πόνων δόξα Χριστῷ ἀναπεμφθῇ, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ομοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως."

$
0
0

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ
In illud: Simile est regnum caelorum grano sinapis

Ζʹ. Τοῦ αὐτοῦ εἰς τὸ,

"Ομοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως."

64.21

Τί μεῖζον βασιλείας οὐρανῶν, καὶ τί μικρότερον κόκκου σινάπεως; πῶς τὴν ἀμέτρητον βασιλείαν τῶν οὐρανῶν τῷ εὐμετρήτῳ καὶ βραχυτάτῳ κόκκῳ σινά πεως παρείκασεν; Ἀλλ' ἐὰν ἐννοήσωμεν τίς ἐστιν ἡ τῶν οὐρανῶν βασιλεία, καὶ τίς ἐστιν ὁ κόκκος τοῦ σινάπεως, εὑρήσομεν πῶς καλῶς καὶ εὐφυῶς ἕκαστον ἑκάστῳ παρείκασται. Τίς ἐστιν ἡ τῶν οὐρανῶν βασι λεία, ἢ πάντως Χριστός; λέγει γὰρ περὶ ἑαυτοῦ· Ἰδοὺ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν. Τί δὲ μεῖ 64.22 ζον Χριστοῦ κατὰ τὴν θεότητα; ὡς ἔστι τοῦ προφήτου ἀκοῦσαι λέγοντος· Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσε ται ἕτερος πρὸς αὐτόν.


Ἐξεῦρε πᾶσαν  ὁδὸν  ἐπιστή  μης, καὶ  ἔδωκεν  Ἰακὼβ  τῷ  παιδὶ  αὐτοῦ  καὶ  Ἰσραὴλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ' αὐτοῦ. Μετὰ ταῦτα ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη. Λέγει περὶ αὐτοῦ καὶ Ἡσαΐας, ὁμογνώμονι φωνῇ χρησάμενος. Τί γάρ φησιν; Ἐκοπίασεν Αἴγυπτος καὶ αἱ ἐμπορίαι τῶν Αἰθιόπων, καὶ οἱ Σαβαεὶν ἄνδρες ὑψηλοὶ  ἐπὶ σὲ δια 64.23 βήσονται, καὶ σοὶ ἔσονται δοῦλοι, καὶ ὀπίσω σου ἀκολουθήσουσι δεδεμένοι χειροπέδαις καὶ προσκυνή σουσί σοι, ὅτι ἐν σοὶ Κύριος ὁ Θεὸς, καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν  σοῦ. Σὺ γὰρ εἶ ὁ Θεὸς, καὶ οὐκ ᾔδειμεν, Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ Σωτήρ. Τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχουσαν φωνὴν  καὶ ὁ μακάριος Πέτρος ῥήγνυσι λέγων· Ἀδελφοί· καὶ γὰρ οὐκ ἔστιν ἕτερον ὄνομα, φησὶν, ὑπὸ τὸν οὐρανὸν, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς. Τί δὲ βραχύ τερον Χριστοῦ κατὰ τὴν οἰκονομίαν τῆς σαρκώσεως, ὃς γεγένηται καὶ ἀγγέλων  μικρότερος καὶ ἀνθρώπων; Ἄκουε τοῦ ∆αυῒδ λέγοντος πῶς ἀγγέλων  γέγονε  βρα χύτερος· Τίς ἐστιν  ἄνθρωπος,  ὅτι  μιμνήσκῃ  αὐτοῦ,  ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; ἠλάττω σας αὐτὸν βραχύ τι παρ' ἀγγέλους. Ὅτι δὲ περὶ Χριστοῦ λέγει ταῦτα ∆αυῒδ, Παῦλός σοι ἑρμηνεύει λέ γων· Τὸν δὲ βραχύ τι παρ' ἀγγέλους  ἠλαττωμένον  βλέπομεν Ἰησοῦν, διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου. Οὕτω καὶ ἀνθρώπων γέγονεν βραχύτερος.

Τί γάρ φησιν Ἡσαΐας; Εἴδομεν αὐτὸν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὔτε κάλλος, ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· διὰ τοῦτο καὶ σκώληκα ἑαυτὸν προσηγόρευσεν. Τί γάρ φησιν; Ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος. Καὶ ἐν τῷ Ἡσαΐᾳ ὁ Πατὴρ πρὸς αὐτόν· Μὴ φοβοῦ σκώληξ Ἰακώβ. Εἶτα καὶ τῆς ἀοιδίμου αὐτοῦ τελευτῆς  μεμνημένος  ἔλεγε· Καὶ τὸ κατάλειμμά σου σκώληξ. Ἔδει γὰρ  αὐτὸν  καθάπερ  ἁλιέα  σοφὸν  τῷ  ἀστράπτοντι  ἀγκίστρῳ  τῆς  θεότητος περιθεῖναι τὸν σκώληκα τῆς σαρκὸς καὶ χαλάσαι εἰς τὸν βυθὸν τοῦ βίου τούτου, καὶ οὕτω  τὸν  δράκοντα  ἀγκι  στρεῦσαι, ἵνα  καὶ  ὄντως  τὸ  γεγραμμένον  ἐν  τῷ  Ἰὼβ πληρωθῇ·  Ἄξεις  δὲ  δράκοντα  ἐν  ἀγκίστρῳ;  Ὁμοία  οὖν  ἐστιν  ἡ  βασιλεία  τῶν οὐρανῶν  κόκκῳ σινά πεως. Ἐρεῖ οὖν τις τῶν ἀκουόντων·  πῶς ὁ αὐτὸς βα σιλεία οὐρανῶν καὶ κόκκος γεγένηται, καὶ μέγας καὶ μικρὸς πρὸς αὐτόν; Ὅτι δι' ὑπερβολὴν εὐσπλαγχνίας περὶ τὸ ἴδιον πλάσμα τοῖς πᾶσι τὰ πάντα γεγένηται, ἵνα τοὺς πάντας κερδήσῃ. Θεὸς ἦν, ὡς οὖν καὶ ἔστι καὶ ἔσται διὰ τὴν ἰδίαν  φύσιν, καὶ ἄνθρωπος γεγένηται διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν.

Ὦ βάθος πλούτου καὶ σο φίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρί ματα αὐτοῦ, καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! Ὦ κόκκος, δι' οὗ γεγένηται κόσμος, δι' οὗ σκότος ἐσκέ δασται καὶ Ἐκκλησία κεκαίνηται! Οὗτος ὁ κόκκος ἐπὶ τοῦ σταυροῦ κρεμασθεὶς τοσοῦτον ἔσχεν ἰσχύος μέγε θος, ὥστε καὶ δεδεμένον αὐτὸν ὄντα, ῥήματι

μόνον  τὸν  λῃστὴν  ἀπὸ τοῦ ξύλου ἁρπάσαι, καὶ εἰς παραδείσου τρυφὴν  κυλῖσαι· οὗτος  ὁ  κόκκος  τὴν  πλευρὰν  λόγχῃ  νυχθεὶς,  ποτὸν  ἀθανασίας  τοῖς  διψῶσιν ἐπήγασεν· οὗτος ὁ κόκκος τοῦ σινάπεως ἀπὸ τοῦ ξύλου κατενεχθεὶς  καὶ εἰς κῆπον τεθεὶς, πᾶσαν τὴν ὑπουράνιον τοῖς κλάδοις ἐσκέπασεν· οὗτος ὁ κόκκος τοῦ σινάπεως ἐν  κήπῳ  τε  θεὶς, καὶ  τὰς  ἑαυτοῦ  ῥίζας εἰς  ᾅδην  ἐκπέμψας,  καὶ  τὰς  ἐκεῖ  ψυχὰς συλλαβόμενος, ἐν τριημέρῳ εἰς οὐρανὸν ἀνεκόμιζεν· οὗτος ὁ κόκκος τοῦ σινάπεως ἐπὶ ξύλου συντριβεὶς τὸν ἀντίδικον  ἡμῶν ὄφιν δριμύξας ἐσκό τωσε, καὶ τὸν ᾅδην ἐξυπνίσας εἰς τὸν ὅθεν ἀπελείπετο τόπον πάλιν ἀπέστρεψεν. Ὁμοία οὖν ἡ βασιλεία τῶν  οὐρανῶν  κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν  ἄνθρωπος  ἔσπειρεν ἐν τῷ ἰδίῳ  κήπῳ. Σπεῖρον τοῦτον τὸν κόκκον τοῦ σινάπεως ἐν τῷ κήπῳ τῆς ψυχῆς σου, ἵνα λέγῃς καὶ σύ· Ἐξέγειρον, βοῤῥᾶ, καὶ ἔρχου, νότε,  διάπνευσον  κῆπόν  μου, καὶ ῥευσάτωσαν ἀρώματά μου.

Ἐὰν ἔχῃς τοῦτον τὸν κόκκον τοῦ σινάπεως ἐν τῷ κήπῳ τῆς ψυχῆς σου, ἐρεῖ καὶ σοὶ ὁ προφήτης· Καὶ ἔσται ὡς κῆπος μεθύων, καὶ ὡς πηγὴ ἧς μὴ ἐξέλιπεν ὕδωρ·

ἐὰν  ἔχῃς τοῦτον  τὸν  κόκκον  ἐν τῷ  κήπῳ  τῆς ψυχῆς  σου, καὶ τοῦ μύρου αὐτοῦ μεταλάβῃς,  λέγεται  καὶ σοί· Ὀσμὴ ἱματίων  σου ὡς  ὀσμὴ λιβάνου·  τουτέστι  τῶν

σαρκικῶν σου ὀσμὴ ὡς ὀσμὴ λιβάνου. Κῆπος κε κλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη, αἱ ἀποστολαί  σου. Οὗτος ὁ  κόκκος  τοῦ  σινάπεως  ἐπὶ  ξύλου  συντριβεὶς,  καὶ  ζύμη γεγονὼς  ὑπὸ τῆς παντέχνου  καὶ ἀθανάτου  σοφίας, μιγεὶς εἰς σάτα τρία ἀλεύρου,

τουτέστιν εἰς ψυχὴν καὶ σῶμα καὶ πνεῦμα, τὴν πᾶσαν ἀνθρωπότητα εἰς μίαν πίστιν ἐζύμωσε. Τούτου τοῦ μυστηρίου τὴν εἰκόνα Ἀβραὰμ καὶ ἡ τούτου σύνευνος Σάῤῥα, οἰκοῦν τες ἐν τῇ σκηνῇ ὑπὸ τὴν δρῦν τῆς Μαμβρὴ, οἰκείαις χερσὶν ἐζωγράφησαν.

Ἀναγκαζόμεθα γὰρ, ἀγα πητοὶ, παρεκβαίνειν τὸν λόγον· τίς ὁ Ἀβραὰμ, τίς ἡ Σάῤῥα, τίς ἡ δρῦς, τίς ἡ σκηνὴ, ἢ τίνες οἱ ἐγκρυ 64.24 φίαι, διὰ τί ἐκεῖ τρία μέτρα σεμιδάλεως καὶ ὧδε ἀλεύρου, ἀναγκαῖον δι' ἀκριβείας διελθεῖν τὸν λόγον.

Τίς ἂν εἴη Ἀβραάμ; ἑρμηνεύεται,  πατὴρ ἐκλεκτὸς  πλήθους.  Τίς δὲ ἂν εἴη πατὴρ ἐκλεκτὸς, εἰ μὴ ὁ Θεός; περὶ οὗ, Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτοῦ, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτοῦ. Τί δὲ ἡ Σάῤῥα; ἑρμηνεύεται,

ἄρχουσα καὶ ἡγεμονίς. Τίς δ' ἂν εἴη ἄρχουσα καὶ ἡγεμονεύουσα ἡμᾶς, εἰ μὴ πάντως ἡ τοῦ Πατρὸς σοφία; ἢ τίς ἡ σκηνὴ ὑπὸ τὴν δρῦν τὴν Μαμβρή; πάντως ἡ Ἐκκλησία ὑπὸ τοῦ σταυροῦ σκεπομένη. Τῇ δρυῒ παρείκασται ὁ σταυρὸς διὰ τὸ ἰσχυρὸν εἶναι  τὸ

ξύλον καὶ ἀνένδοτον. Τί τὰ τρία μέτρα τῆς σεμιδάλεως; ἦ πάντως καθὼς προεῖπον ἡ ἀνθρωπότης,  ἡ  ἐκ  ψυχῆς  καὶ  πνεύματος  καὶ  σώματος  συγκειμένη.  Οὕτω  γὰρ ἐδίδαξεν  ἡμᾶς ὁ Ἀπόστολος λέγων·  Ὁ δὲ Θεὸς φυλάξει  ὑμῶν  τὸ σῶμα, καὶ τὴν

ψυχὴν, καὶ τὸ πνεῦμα.

Λαμβάνει οὖν ἡ τοῦ Θεοῦ σοφία Σάῤῥα, ἡγεμόνισσα ἢ ἄρχουσα, λαμβάνει σῶμα, ψυχὴν  καὶ πνεῦμα,  καὶ ἐγκρύπτει  τῷ  πυρὶ, τουτέστι  τῇ  ἀσβέστῳ θεότητι λαμπαδουχοῦσα, καὶ ποιεῖ  τρεῖς ἐγκρυφίας,  τουτέστιν  ἐν τῷ  κρυπτῷ τῆς σαρκὸς ἡμῶν,  τὴν  εἰς  Πατέρα, Υἱὸν  καὶ  ἅγιον  Πνεῦμα  ὁμολογίαν.  Ἁρμοζόντως  ὑμῖν, ἀγαπητοὶ, ἀνεγνώσθη τὸ Εὐαγγέλιον. Κόκκος σινάπεως, καὶ ζύμη· ἡ ζύμη εἰς ἄρτους μεταλλεύεται, ὁ κόκκος εἰς λάχανα· ἄρτοι δὲ καὶ λάχανα ἐφόδια νηστειῶν, ἐφ' ἃς ὁ Ἰησοῦς   ὁ   Κύριος  ἡμᾶς   ὁδηγήσειεν   ἀμέμπτως,   τὸν   τῆς   νηστείας   δρόμον ἐκπληροῦντας. Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως. Οὐκ ἄλλως πως δυνησόμεθα νοῆσαι τὴν δύναμιν  τῆς παραβολῆς, ἐὰν μὴ πρῶτον τὴν οὐσίαν, τὴν χρόαν καὶ τὸ μέγεθος κατανοήσωμεν. Ἔστι γὰρ τὸ σίναπι μεγέθει μὲν μικρὸν, σπαρὲν  δὲ  καὶ  φυόμενον   ὑπερβάλλει  πᾶσαν  λαχάνων   αὔξησιν,  καὶ  τῷ  ὕψει ὑπερφέρον,  καὶ τῷ  πλήθει  τῶν  κλάδων  ὑπερνικᾷ  τὰ ἄλλα,  καὶ τῇ τῶν  φύλλων πολυπληθίᾳ·   ἔστι  γὰρ  σκιᾶς  ἐργαστικὸν,  ὡς  καὶ  ὄρνεα  ἐφιπτάμενα   δύνασθαι ἐφιζάνειν ἐπ' αὐτὸ, καὶ ἀναπαύεσθαι.

Ἔστι δὲ καὶ τῇ γεύσει πάνυ καλὸν, καὶ τῇ ποιότητι  θερμαντικὸν,  καὶ τῶν ἔνδον  ἰατικόν.  Τοῦ  δὲ  ἄλλου  μὲν  οὐδενὸς  πετεινοῦ  βρῶμα  γίνεται,  μόνον  δὲ ἀνθρώπου. Καὶ ἔξωθεν μέν ἐστι πυῤῥὸν, ἔσωθεν δὲ φαίνεται λευκόν. Καὶ αὕτη μὲν ἡ τοῦ λαχάνου  φύσις, καὶ τοῦ σπέρματος ἐγκώμιον.  Εἰ δὲ μετ' ἀκριβείας ἐξετάσαι θελήσωμεν εὕροιμεν ἂν τὴν παραβολὴν ἁρμόζουσαν ἐπ' αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος. Οὗτος γάρ ἐστιν ὁ μικρὸς μὲν τῇ ὄψει· οὗτος ὁ βραχὺς ἐν κόσμῳ, καὶ ἐν οὐρανῷ μέγας· οὗτος καὶ υἱὸς ἀνθρώπου καὶ Θεὸς, ὢν δὲ υἱὸς Θεοῦ, οὗτος ὁ ἀναρίθμητος, ὁ ἀΐδιος· οὗτος ὁ ἀόρατος, ὁ ἐπουράνιος, ὁ ὑπὸ μόνων πιστῶν ἀνθρώπων ἐσθιόμενος· οὗτος ὁ συντριβεὶς, καὶ μετὰ τὸ πάθος γενόμενος λευκὸς ὡς γάλα· οὗτος ὁ μείζων πάντων λαχάνων τῶν ἄλλων· οὗτος ὁ ἀδιαίρετος τοῦ Πατρὸς Λόγος· οὗτος εἰς ὃν τὰ πετεινὰ τοῦ  οὐρανοῦ  κατασκηνοῖ,  τουτέστι  προφῆται  καὶ  ἀπόστολοι  καὶ  πάντες  κλητοί· οὗτος ὁ τὰ τῆς ψυχῆς πάθη διὰ τῆς ἰδίας αὐτοῦ θερμότητος ἀνακαθαίρων, ὑφ' ὃν δροσιζόμεθα, ὑφ' ὃν ἐκ τοῦ κοσμικοῦ καύσωνος σκεπόμεθα· οὗτος ὁ διὰ θανάτου εἰς γῆν  σπαρεὶς, κἀκεῖ καρποφορήσας, τριήμερος τοὺς ἁγίους ἀναστήσας ἐκ τῆς τῶν νεκρῶν ταφῆς· οὗτος ὁ δι' ἀναστάσεως μείζων παντὸς προφήτου φανείς· οὗτος ὁ τῇ τοῦ Πατρὸς ἀποῤῥοίᾳ σώζων τὰ πάντα· οὗτος ὁ ἀπὸ γῆς ἀνθήσας εἰς οὐρανοὺς, ὁ ἐν τῷ ἰδίῳ ἀγρῷ σπαρεὶς, ὁ ἐν τῷ κόσμῳ καὶ τοὺς ἐπ' αὐτῷ πιστεύοντας προσάγων τῷ Πατρί. Ὦ ζωῆς σπέρμα ὑπὸ Θεοῦ Πατρὸς εἰς γῆν σπαρέν! ὦ ἀθανασίας φυτὸν τοὺς ὑπὸ σοῦ τρεφομένους εἰς Θεὸν καταλλάσσων! ὦ δένδρον ὑψηλὸν, ὑπὸ μόνου Πατρὸς γεωργούμενον!

Τοῦτο τὸ δένδρον ἐκ πατρικῆς ἀνέτειλε καρδίας· τοῦτο τὸ φυτὸν ἐν οὐρανοῖς μὲν τὰς ῥίζας ἔχει, φανὲν δὲ ἐν κόσμῳ ὑπὸ ἀνθρώπων  τρυγᾶται. Ὦ φυτεία ὀφθεῖσα

εἰς γῆν, καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀνθήσασα! ὦ σπέρμα μικρὸν μὲν ὁραθὲν, παρὰ δὲ τῷ Πατρὶ μείζω τῶν ἁπάντων! Τοῦτο τὸ φυτὸν καὶ τοῖς εἰς ᾅδου ἀνέτειλε νεκροῖς· τούτου ὁ καρπὸς ἀνάστασις ἀνθρώπων  γέγονε· τοῦτο τῷ θανάτῳ  θανατηφόρον  κατήνεγκε

βέλος· τούτῳ ταρτάρου τοῖχοι κλίναντες  δυσκαμπὲς γόνυ προσεκύνησαν· τούτου οἱ κλάδοι πάντα τὸν κόσμον ἐσκέπασαν· τοῦτο ὑπὸ ἁγίου 64.25 Πνεύματος κινεῖται· τούτου  οὐχ  ἅπτεται  καύσων·  ὑπὸ  τούτῳ  τῷ  φυτῷ  εὐφραίνου  καὶ  χόρευε  μετ'

ἀγγέλων, 64.26 δοξάζων τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, νῦν καὶ ἀεὶ,

καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

 Ἀμήν.

∆εῖ δὲ καὶ αἱρέσεις εἶναι ἐν ὑμῖν, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται

$
0
0

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΡΗΤΟΝ Τὸ λέγον·

"∆εῖ δὲ καὶ αἱρέσεις εἶναι ἐν ὑμῖν, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται."

In dictum Pauli: Oportet haereses esse



51.251
αʹ. Ἱκανῶς πρώην ἡμῖν διεθερμάνθη τὸ πνευματικὸν τοῦτο θέατρον, ὅτε τὴν
Ἱερουσαλὴμ εἰσήγαγον ὑμῖν τῷ λόγῳ θρηνοῦσαν, καὶ τὰς οἰκείας ἐξαγγέλλουσαν
51.252 συμφοράς. Καὶ γὰρ  εἶδον  ὑμῶν  τοὺς  ὀφθαλμοὺς  τότε  ὠδίνοντας  πηγὰς ἀφιέναι   δακρύων·  εἶδον,  ἐξ  ὧν  ἔπασχον,  τὴν  ἑκάστου  διάνοιαν   ὀλοφυρμῶν γέμουσαν  καὶ 51.253 συγκεχυμένην.  ∆ιὸ καὶ ταχέως  αἰσθόμενος  συνέστειλα  τὴν τραγῳδίαν, ἥρπασα ἐκ τοῦ μέσου τὸν λόγον, ὥστε τὸν θρῆνον ἐκεῖνον τῆς ἑκάστου καρδίας ἐκρήγνυσθαι μέλλοντα προκατασχεῖν.
Ψυχὴ γὰρ πένθει κατασχεθεῖσα, οὔτε εἰπεῖν, οὔτε ἀκοῦσαί τι δύναιτ' ἂν ὑγιές. Τίνος οὖν ἕνεκεν ἐκείνων ὑμᾶς ἀνέμνησα νῦν; Ὅτι καὶ τὰ σήμερον ῥηθήσεσθαι μέλλοντα συγγενῆ τῶν τότε εἰρημένων ἐστίν. Ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνα τὴν ἐν τῷ βίῳ ῥᾳθυμίαν ἡμῶν ἀνέστελλε, καὶ τὴν ὀλιγωρίαν τὴν περὶ τὰ πρακτέα διώρθου, οὕτω δὴ τὰ ῥηθησόμενα νῦν  περὶ τὴν  τῶν  δογμάτων ἀκριβῆ παρατήρησιν ἀσφαλεστέρους ἡμᾶς ἐργάσασθαι δύναιτ' ἄν· ὥστε ἐξ ἁπάντων ἀπηρτισμένους εἶναι, εἰς ἄνδρα τέλειον,  εἰς μέτρον ἡλικίας  φθάνοντας  κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον.
Τότε τὸ σῶμα ὑμῖν ἐθεραπεύσαμεν, νῦν τὴν κεφαλὴν  ἰατρεύομεν· τότε διὰ τῶν Ἱερεμίου λόγων, νῦν διὰ τῶν τοῦ Παύλου ῥημάτων. Τίνα οὖν ἐστι τὰ Παύλου
ῥήματα, ἃ σήμερον ἡμῖν ἐξεργάσασθαι πρόκειται; ∆εῖ δὲ καὶ αἱρέσεις εἶναι, φησὶν, ἐν ὑμῖν, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται  ἐν ὑμῖν. Οὐ μικρὸν τὸ ζητούμενον. Εἰ γὰρ
συμβουλεύων τοῦτό φησιν ὁ Παῦλος, καὶ δεῖ αἱρέσεις εἶναι, ἀναίτιοι οἱ τὰς αἱρέσεις εἰσάγοντες. Ἀλλ' οὐκ ἔστι τοῦτο, οὐκ ἔστιν· οὐ γὰρ συμβουλεύοντος τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἀλλὰ τὸ μέλλον προλέγοντος. Ὥσπερ γὰρ ἰατρὸς, ὁρῶν τὸν κάμνοντα ἀδηφαγίᾳ καὶ
μέθῃ  προσέχοντα  καὶ  ἑτέροις  κεκωλυμένοις,  φησὶν  ὅτι  τὴν  ἀταξίαν  ταύτην  δεῖ πυρετὸν  τεκεῖν,  οὐχὶ  νομοθετῶν,  οὐδὲ συμβουλεύων,  ἀλλ' ἐκ τῶν  παρόντων  τὸ μέλλον  μετὰ σκέψεως προλέγων· καὶ γεωργὸς  πάλιν,  ἢ κυβερνήτης ὁρῶν νεφῶν
συνδρομὰς καὶ βροντὰς καταῤῥηγνυμένας  μετὰ ἀστραπῶν, φησὶν ὅτι δεῖ τὰ νέφη ταῦτα τεκεῖν ὑετὸν καὶ ὄμβρον σφοδρὸν, οὐδὲ οὗτος παραινῶν, ἀλλὰ τὸ ἐσόμενον προαναφωνῶν·  οὕτω καὶ Παῦλος τὸ, ∆εῖ, τέθεικε. Πολλάκις γοῦν καὶ ἡμεῖς ὁρῶντες
ἀνθρώπους ἀλλήλοις συῤῥηγνυμένους καὶ χαλεπαῖς ἑαυτοὺς πλύνοντας λοιδορίαις, λέγομεν, ∆εῖ συμπληγάδας γενέσθαι τούτους καὶ φυλακίζεσθαι, οὐ συμβουλεύοντες οὐδὲ  ἡμεῖς,  οὐδὲ  παραινοῦντες  ἐκείνοις,  (πῶς  γάρ;) ἀλλ'  ἀπὸ  τοῦ  παρόντος  τὸ
μέλλον στοχαζόμενοι. Οὕτω δὴ καὶ ὁ Παῦλος οὐχὶ συμβουλεύων ταῦτά φησιν, ὅτι
∆εῖ καὶ αἱρέσεις ἐν ὑμῖν  εἶναι,  ἀλλὰ  προαναφωνῶν  καὶ προφητεύων  τὸ μέλλον ἔσεσθαι Ὅτι γὰρ  οὐ  συμβουλεύει  αἱρέσεις εἶναι,  αὐτός  ἐστιν  ὁ λέγων,  ὅτι  Κἂν ἄγγελος ὑμᾶς εὐαγγελίζηται  παρ' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω. Αὐτός ἐστιν ὁ τὴν περιτομὴν, ἐπειδὴ παρὰ καιρὸν παρελαμβάνετο, καὶ ἐθόλου τὸ καθαρὸν τοῦ κηρύγματος,   ἐκβάλλων   καὶ   λέγων,   Ἐὰν  περιτέμνησθε,   Χριστὸς  ὑμᾶς   οὐδὲν ὠφελήσει.
Πῶς  οὖν,  φησὶ,  καὶ  αἰτίαν  προσέθηκεν  εἰπὼν,  Ἵνα  οἱ  δόκιμοι  φανεροὶ γένωνται; Τὸ, Ἵνα, πολλαχοῦ ἐν ταῖς Γραφαῖς οὐκ ἔστιν αἰτιολογίας, ἀλλὰ τῆς τῶν
πραγμάτων ἐκβάσεως. Οἷον, ἦλθεν ὁ Χριστὸς, καὶ τὸν τυφλὸν  ἀναβλέψαι ἐποίησε·
κἀκεῖνος  μὲν αὐτὸν προσεκύνησεν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, τούτου θεραπευθέντος, πάντα ἐποίουν, ὥστε συσκιάσαι τὸ θαῦμα, καὶ τὸν Χριστὸν ἤλαυνον. Τότε τοίνυν φησίν· Εἰς

κρῖμα ἐγὼ  ἦλθον  εἰς  τὸν  κόσμον τοῦτον,  ἵνα  οἱ μὴ βλέποντες  βλέπωσι,  καὶ  οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. Ἆρα οὖν διὰ τοῦτο ἦλθεν, ἵνα ἐκεῖνοι τυφλοὶ γένωνται; Οὐ διὰ τοῦτο ἦλθε, τοῦτο δὲ ἐξέβη, καὶ τὴν ἔκβασιν ἐν σχήματι αἰτιολογίας τέθεικε. Πάλιν,  νόμος  ἐδόθη,  ἵνα  51.254 κωλύσῃ  τὴν  τῶν   ἁμαρτημάτων   φορὰν,  ἵνα ἐπιεικεστέρους ποιήσῃ τοὺς δεχομένους. Ἀλλὰ τοὐναντίον ἐξέβη παρὰ τὴν ῥᾳθυμίαν ἐκείνων· ηὔξησαν γὰρ τὰ ἁμαρτήματα· καὶ φησὶν ὁ Παῦλος, Νόμος δὲ παρεισῆλθεν, ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα· καὶ μὴν οὐ διὰ τοῦτο ἐπεισῆλθεν, ἀλλ' ἵνα ἐλαττώσῃ τὸ παράπτωμα. Τοῦτο δὲ ἐξέβη παρὰ τὴν ἀγνωμοσύνην τῶν δεξαμένων αὐτόν. Οὕτω δὴ καὶ ἐνταῦθα, τὸ, Ἵνα, οὐχὶ αἰτιολογίας ἐστὶν, ἀλλὰ ἐκβάσεως. Ὅτι γὰρ ἄλλη τίς ἐστιν  αἰτία  τῶν  αἱρέσεων,  καὶ  οὐ  διὰ  τοῦτο  ἐγένοντο  αἱρέσεις, ἵνα  οἱ  δόκιμοι φανεροὶ  γένωνται,  ἀλλ' ἑτέρωθεν  ἔλαβον  τὰς  προφάσεις, ἄκουσον τοῦ  Χριστοῦ δῆλον τοῦτο ποιοῦντος ἡμῖν· Ὡμοιώθη, φησὶν, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπείροντι καλὸν σπέρμα ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ· καὶ ἐν τῷ καθεύδειν τοὺς ἀνθρώπους, ἦλθεν ἐχθρὸς ἄνθρωπος, καὶ ἔσπειρε τὰ ζιζάνια. Ὁρᾷς, ὅτι διὰ τοῦτο αἱρέσεις, ἐπειδὴ ἐκαθεύδησαν   οἱ  ἄνθρωποι,   ἐπειδὴ   ἐῤῥᾳθύμησαν;  ἐπειδὴ   οὐ  προσέσχον  μετὰ ἀκριβείας  τοῖς  λεγομένοις;  Ἵν'  οὖν  μὴ  λέγῃ  τις,  Τίνος  ἕνεκεν  συνεχώρησεν  ὁ Χριστός; φησὶν ὁ Παῦλος, ὅτι Οὐδέν σε βλάπτει ἡ συγχώρησις αὕτη· ἐὰν ᾖς δόκιμος, φανερώτερος  ἔσῃ  μᾶλλον.  Οὐ γάρ  ἐστιν  ἴσον,  μηδενὸς  ὑποσκελίζοντος,  μηδὲ ἀπατῶντος, ἐπὶ τῆς ὀρθῆς στῆναι πίστεως, καὶ μυρίων προσρηγνυμένων κυμάτων, ἄσειστον  καὶ  ἀπερίτρεπτον   μεῖναι.  Καθάπερ  οὖν  τὰ  δένδρα  αἱ  τῶν   ἀνέμων προσβολαὶ πάντοθεν  ῥιπίζουσαι ἰσχυρότερα ποιοῦσιν, ἂν ᾖ καλῶς ἐῤῥιζωμένα καὶ μετὰ ἀκριβείας· οὕτω δὴ καὶ τὰς ψυχὰς τὰς πεπηγυίας  ἐν τῷ θεμελίῳ  τῆς ὀρθῆς πίστεως, ὅσαι ἂν προσβάλωσιν αἱρέσεις, οὐ περιτρέπουσιν, ἀλλὰ καὶ ἰσχυροτέρας ποιοῦσι. Τί οὖν πρὸς τοὺς ἀσθενοῦντας, φησὶ, καὶ περιτρεπομένους καὶ ὑποσκελιζομένους ῥᾳδίως; Οὐδὲ ἐκεῖνοι παρὰ τὴν τῆς αἱρέσεως προσβολὴν, ἀλλὰ παρὰ τὴν οἰκείαν ἀσθένειαν τοῦτο πάσχουσιν. Ἀσθένειαν δὲ οὐ φυσικὴν λέγω, ἀλλὰ τὴν  ἐκ προαιρέσεως, τὴν  καὶ ἐκγλημάτων  ἀξίαν  καὶ ὑπὸ κόλασιν  καὶ τιμωρίαν κειμένην, ἣν καὶ ἡμεῖς κύριοι διορθῶσαι. ∆ιὸ κατορθοῦντές τε ἐπαινούμεθα, καὶ μὴ κατορθοῦντες κολαζόμεθα.

βʹ. Καὶ ἵνα  μάθῃς,  ὅτι  τοὺς  νήφοντας   οὐδὲν  δύναται  παραβλάψαι,  καὶ ἑτέρωθεν τοῦτο ἀποδεῖξαι πειράσομαι. Τί τοῦ διαβόλου γένοιτ' ἂν πονηρότερον, τί δὲ μιαρώτερον; Ἀλλ' ὅμως οὗτος ὁ πονηρὸς καὶ κακοῦργος καὶ πολλὴν ἔχων ἰσχὺν, μετὰ πάντων  αὐτοῦ τῶν μηχανημάτων  προσβαλὼν τῷ Ἰὼβ, καὶ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν βελοθήκην  εἰς τὴν οἰκίαν καὶ τὸ σῶμα τοῦ δικαίου κενώσας, οὐ μόνον αὐτὸν οὐ περιέτρεψεν, ἀλλὰ καὶ λαμπρότερον ἐποίησε. Καὶ οὗτος μὲν οὐδὲ παρὰ τοῦ διαβόλου τότε ἐβλάπτετο· ὁ δὲ Ἰούδας, ἐπειδὴ ἠμελημένος καὶ ῥᾴθυμος ἦν, οὐδὲν παρὰ τῆς τοῦ  Χριστοῦ συνουσίας ἐκέρδανεν,  ἀλλ' ἔμεινεν  ὢν  προδότης  μετὰ  τὰς  πολλὰς παραινέσεις  ἐκείνας  καὶ  συμβουλάς· τὸ  δὲ  αἴτιον,  ὅτι  μὴ  βουλόμενόν  τινα  οὐκ ἀναγκάζει, οὐδὲ βιάζεται ὁ Θεός· ὥσπερ οὖν οὐδὲ ἐκεῖνον. Οὕτως ἐὰν νήφωμεν  καὶ ἡμεῖς, οὐδὲ ὁ διάβολος ἡμᾶς βλάψαι δύναται· ἂν δὲ μὴ νήφωμεν, ἀλλὰ ῥᾳθυμῶμεν, οὐδὲ παρὰ τῶν  ὠφελούντων κερδανοῦμεν  51.255 ποτε, ἀλλὰ  καὶ ζημίαν ὑποστησόμεθα τὴν  ἐσχάτην. τοσοῦτόν ἐστι ῥᾳθυμία κακόν. Οἱ γοῦν  Ἰουδαῖοι  οὐ μόνον οὐκ ὠφελήθησαν, τοῦ Χριστοῦ παραγενομένου, ἀλλὰ καὶ ἐβλάβησαν· ἀλλ' οὐ παρὰ τὸν Χριστὸν, ἀλλὰ παρὰ τὴν οἰκείαν αὐτῶν ῥᾳθυμίαν καὶ ἀγνωμοσύνην. Καὶ τοῦτο ἄκουσον αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Εἰ μὴ ἦλθον, φησὶ, καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ὁρᾷς, ὅτι ἡ παρουσία αὐτοῦ καὶ συγγνώμης  αὐτοὺς ἀπεστέρησε, καὶ τὴν ἀπολογίαν  αὐτῶν ἐξέκοψε;

Τοσοῦτόν ἐστι κακὸν μὴ συγκροτεῖν ἑαυτὸν, μηδὲ τὰ καθ' ἑαυτὸν οἰκονομεῖν ὡς χρή. Τοῦτο καὶ ἐπὶ σωμάτων συμβαῖνον ἴδοι τις ἄν· τὸν μὲν γὰρ νοσοῦντα τὰς ὄψεις καὶ αὐτὸς ὁ ἥλιος σκοτίζειν εἴωθε, τὸν δὲ ὑγιῆ οὐδὲ τὸ σκότος παραβλάψαι δύναται. Καὶ τοῦτον οὐχ ἁπλῶς μηκύνω τὸν λόγον· ἀλλ' ἐπειδὴ πολλοὶ τὰς ἑαυτῶν ἀφέντες  ῥᾳθυμίας  αἰτιᾶσθαι, καὶ τὴν  ἀγνωμοσύνην  αὐτῶν  καὶ τὴν  ἀναισθησίαν διορθοῦν,  τοῦτο  μὲν  οὐ  ποιοῦσι,  περιέρχονται   δὲ  ζητοῦντες   ἑαυτοῖς  ψυχρὰς ἀπολογίας, καὶ λέγοντες· Εἰ μὴ ὁ διάβολος ἦν, οὐκ ἂν ἀπωλόμεθα· εἰ μὴ νόμος ἦν, οὐκ ἂν ἡμάρτομεν· εἰ μὴ αἱρέσεις ἦσαν, οὐκ ἂν ὑπεσκελίσθημεν. Σκήψεις ταῦτα καὶ προφάσεις, ἄνθρωπε· τὸν γὰρ νήφοντα οὐδὲν βλάπτει ποτὲ, ὥσπερ οὖν τὸν καθεύδοντα καὶ ῥᾳθυμοῦντα καὶ τὴν ἑαυτοῦ προδιδόντα σωτηρίαν οὐδὲν ὠφελεῖ. Τοῦτο  γοῦν  αὐτὸ  καὶ  ὁ  Παῦλος  αἰνιττόμενος  ἔλεγεν,  Ἵνα  οἱ  δόκιμοι  φανεροὶ γένωνται  ἐν ὑμῖν· τουτέστι, μὴ θορυβεῖσθε, μηδὲ ἀλύετε· οὐδὲν ὑμᾶς αἱ αἱρέσεις παραβλάψαι δύνανται.
Ὅτι μὲν οὖν, εἰ καὶ περὶ αἱρέσεων ἦν ὁ λόγος, οὐδὲ οὕτως ἔχει ζήτημα τὸ εἰρημένον,  ἐκ τούτων  δῆλον.  Προφητεία γάρ ἐστιν, οὐ συμβουλή· πρόῤῥησις, οὐ παραίνεσις· καὶ τὸ, Ἵνα, ἐκβάσεως, οὐκ αἰτιολογίας.  Ὅτι δὲ οὐδὲ περὶ δογμάτων ἐστὶν ὁ λόγος αὐτῷ νῦν, ἀλλὰ περὶ πενήτων  καὶ πλουσίων, περὶ τοῦ φαγεῖν καὶ μὴ φαγεῖν,  περὶ  τῆς  τῶν  εὐπόρων  ἀσωτίας  καὶ  λαιμαργίας,  περὶ τῆς  τῶν  πενήτων ἐγκαταλείψεως τῆς παρ' αὐτῶν γενομένης, ἀνάσχεσθε μικρὸν ἄνωθεν διηγουμένου· οὐδὲ γὰρ ἂν ἄλλως ὑμῖν γένοιτο σαφὲς τὸ λεγόμενον. Ἐπειδὴ γὰρ ἤρξαντο σπείρειν τὸν  λόγον  τῆς  εὐσεβείας οἱ ἀπόστολοι, προσῆλθον εὐθέως  τρισχίλιοι,  καὶ πάλιν πεντακισχίλιοι, καὶ πάντων αὐτῶν ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία. Τὸ δὲ τῆς ὁμονοίας αἴτιον, καὶ συνδῆσαν αὐτῶν τὴν ἀγάπην, καὶ τοσαύτας ψυχὰς εἰς ἓν συναγαγὸν, ἡ τῶν  χρημάτων  ὑπεροψία ἦν. Οὐδεὶς γάρ τι τῶν ὑπαρχόντων,  φησὶν, ἴδιον ἔλεγεν εἶναι, ἀλλ' ἦν αὐτῶν  ἅπαντα κοινά. Ἐπειδὴ γὰρ ἀνῃρέθη ἡ ῥίζα τῶν  κακῶν, τὴν φιλαργυρίαν λέγω, πάντα ἐπεισῆλθε τὰ ἀγαθὰ, καὶ λοιπὸν συνεσφίγγοντο πρὸς ἀλλήλους, οὐδενὸς ὄντος τοῦ διαιροῦντος αὐτούς. Τὸ γὰρ ἐμὸν, καὶ τὸ σὸν, τοῦτο τὸ ψυχρὸν  ῥῆμα καὶ μυρίους πολέμους εἰς τὴν οἰκουμένην  εἰσαγαγὸν, ἐκ τῆς ἁγίας ἐκείνης Ἐκκλησίας ἐξώριστο, καὶ τὴν γῆν ᾤκουν, καθάπερ οἱ ἄγγελοι τὸν οὐρανὸν, καὶ οὔτε ἐφθόνουν οἱ πένητες τοῖς πλουτοῦσιν· οὐδὲ γὰρ ἦσαν πλούσιοι· οὔτε ὑπερεώρων οἱ πλούσιοι τῶν πενήτων· οὐδὲ γὰρ ἦσαν πένητες· ἀλλὰ πάντα ἦν κοινά. Καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων  ἴδιον ἔλεγεν εἶναι· οὐ γὰρ, καθάπερ νῦν γίνεται, οὕτω καὶ τότε συνέβαινε. Νῦν μὲν γὰρ ἔχοντες τὰ ἑαυτῶν, διδόασι τοῖς δεομένοις· τότε δὲ οὐδὲ τοῦτο ἦν, ἀλλ' ἀποστάντες τῆς δεσποτείας τῶν οἰκείων χρημάτων, καὶ εἰς μέσον αὐτὰ καταθέντες  καὶ ἀνα 51.256 μίξαντες,  οὐδὲ δῆλοι  λοιπὸν  ἦσαν οἱ πρώην  ὄντες  εὔποροι· ὥστε καὶ εἴ τις  ἐκ τῆς ὑπεροψίας  τῶν  χρημάτων  ἐγένετο τῦφος,  καὶ  οὗτος  ἀνῄρητο  παντάπασι,  πάντων  ὄντων  ἐν  ἰσότητι  μιᾷ,  καὶ  τῶν χρημάτων ἀναμιχθέντων  ἁπάντων. Οὐκ ἐκ τούτου δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τῆς καταβολῆς ἔστιν αὐτῶν ἰδεῖν τὴν εὐλάβειαν. Ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες  ἔφερον τὰς τιμὰς, καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων. Οὐκ εἶπεν, ὅτι εἰς τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐνέβαλλον, ἀλλὰ, Παρὰ τοὺς πόδας αὐτῶν   ἐτίθεσαν,  τὴν  αἰδῶ  καὶ  τὴν  εὐλάβειαν   καὶ  τὸν  φόβον,  ὃν  περὶ  τοὺς ἀποστόλους  εἶχον,  διὰ τούτου  δεικνύντες· οὐ γὰρ διδόναι  μᾶλλον,  ἢ λαμβάνειν ἐνόμιζον. Καὶ τοῦτο γὰρ μάλιστά ἐστιν ὑπεριδεῖν χρημάτων· τοῦτο θρέψαι γνησίως ἐστὶ Χριστὸν, ὅταν  μὴ  μετὰ  ἀπονοίας  καὶ  τύφου  τοῦτο  ποιῇς,  ὅταν  ὡς  σαυτὸν μᾶλλον, ἣ τὸν λαμβάνοντα εὐεργετῶν, οὕτω παρέχῃς.
Εἰ γὰρ μὴ οὕτω διάκεισαι, μηδὲ δῷς· εἰ μὴ νομίζεις  λαμβάνειν  μᾶλλον  ἢ διδόναι,  μὴ  παράσχῃς. Τοῦτο καὶ  ἑτέροις  λοιπὸν  ὁ  Παῦλος ἐμαρτύρησεν, οὕτω
λέγων·  Γνωρίζω δὲ ὑμῖν,  ἀδελφοὶ,  τὴν  χάριν  τοῦ  Θεοῦ, τὴν  δεδομένην  ἐν  ταῖς

Ἐκκλησίαις τῆς Μακεδονίας, ὅτι ἡ κατὰ βάθος πτωχεία αὐτῶν ἐπερίσσευσεν εἰς τὸν πλοῦτον  τῆς  ἁπλότητος  αὐτῶν,  ὅτι  κατὰ  δύναμιν,  μαρτυρῶ, καὶ  ὑπὲρ δύναμιν, αὐθαίρετοι μετὰ πολλῆς παρακλήσεως δεόμενοι ἡμῶν, τὴν χάριν καὶ τὴν κοινωνίαν τῆς διακονίας τῆς εἰς τοὺς ἁγίους ἐπλήρωσαν. Ὁρᾷς πῶς αὐτοὺς ἐπὶ τούτῳ μᾶλλον θαυμάζει, ὅτι χάριν εἰδότες, καὶ δεόμενοι, καὶ παρακαλοῦντες, οὕτω τὴν ἐπὶ τῶν χρημάτων δαψίλειαν ἐπεδείκνυντο;

γʹ. ∆ιὰ τοῦτο καὶ τὸν Ἀβραὰμ θαυμάζομεν, οὐχ ὅτι μόσχον ἔθυσε μόνον, οὐδὲ ὅτι  ἄλευρα  ἐφύρασεν, ἀλλ' ὅτι  μετὰ πολλῆς  ἡδονῆς  καὶ  ταπεινοφροσύνης  τοὺς ξένους ὑπεδέχετο, προστρέχων, θεραπεύων, κυρίους. καλῶν, θησαυρὸν μυρίων ἀγαθῶν   εὑρηκέναι   νομίζων,   εἴ  ποτε  ἴδοι  παριόντα   ξένον.   Οὕτω  γὰρ  διπλῆ ἐλεημοσύνη γίνεται,  ὅταν καὶ διδῶμεν,  καὶ διδόντες  μετὰ προθυμίας παρέχωμεν. Ἱλαρὸν γὰρ δότην, φησὶν, ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Ἐπεὶ κἂν μυρία καταβάλῃς τάλαντα μετὰ ἀπονοίας καὶ τύφου καὶ κενοδοξίας, τὰ πάντα ἀπώλεσας· καθάπερ ἐκεῖνος ὁ Φαρισαῖος, ὃς  ἀποδεκατῶν  αὐτοῦ  τὰ  ὑπάρχοντα,  ἐπειδὴ  καὶ  μέγα  ἐφρόνει  καὶ ἐφυσᾶτο, πάντα ἀπολέσας, οὕτω κατῆλθεν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ. Οὐκ ἐπὶ τῶν ἀποστόλων δὲ οὕτως· ἀλλὰ χαίροντες, ἀγαλλόμενοι,  κερδαίνειν τὰ μέγιστα νομίζοντες, οὕτως ἔφερον  τὰ χρήματα, καὶ ἀγαπητὸν  εἶναι  ἐνόμιζον,  εἰ καταξιώσειεν  οἱ ἀπόστολοι δέξασθαι. Καὶ καθάπερ πρὸς τὰς μεγάλας τινὲς ἀρχὰς καλούμενοι, καὶ τὰς βασιλικωτέρας τῶν πόλεων μέλλοντες οἰκεῖν, διαπαντὸς τὴν οὐσίαν αὐτῶν πᾶσαν ἐξαργυρίσαντες, οὕτω μεθίστανται· οὕτω δὴ καὶ οἱ ἄνθρωποι τότε ἐποίουν ἐκεῖνοι, πρὸς τὸν οὐρανὸν κληθέντες, εἰς τὴν ἄνω μητρόπολιν καὶ τὴν ἐκεῖ βασιλείαν.
Ἐπειδὴ γὰρ ᾔδεσαν, ὅτι ἐκείνη ὄντως αὐτῶν ἐστιν ἡ πατρὶς, ἐξαργυρίσαντες τὴν ἑαυτῶν οὐσίαν, διὰ τῶν ἀποστολικῶν αὐτὴν χειρῶν ἐκεῖ προέπεμπον. Καὶ γὰρ ἐσχάτης ἀνοίας ἐστὶν ἀφεῖναί τι τῶν ἡμετέρων ἐναπομεῖναι ἐνταῦθα, ἡμῶν μικρὸν ὕστερον μελλόντων  ἐντεῦθεν  ἀποδημεῖν· καὶ γὰρ ὅπερ ἀπολειφθῇ,  ζημία 51.257 γίνεται.  Πάντα τοίνυν  ἐκεῖ  προπεμπέσθω, ἔνθα  καὶ  ἡμεῖς  διαπαντὸς  διατρίβειν μέλλομεν λοιπόν. Ταῦτα γὰρ καὶ αὐτοὶ λογισάμενοι, πᾶσαν ἀπεδύσαντο τὴν οὐσίαν, καὶ διπλοῦν ἐγίνετο τὸ κατόρθωμα· καὶ γὰρ τοῖς δεομένοις τὴν πενίαν διώρθουν, καὶ πλείω καὶ ἀσφαλεστέραν τὴν αὐτῶν οὐσίαν ἐποίουν, εἰς τὸν οὐρανὸν τοὺς ἑαυτῶν μετατιθέντες  θησαυρούς. Ἐκ τούτου τοίνυν  τοῦ νόμου καὶ τοῦ ἔθους ἐγένετό τις συνήθεια θαυμαστὴ τότε ἐν ταῖς ἐκκλησίαις· συνιόντες γὰρ οἱ πιστοὶ πάντες μετὰ τὴν τῆς διδασκαλίας ἀκρόασιν, μετὰ τὰς εὐχὰς, μετὰ τὴν τῶν μυστηρίων κοινωνίαν, τῆς συνάξεως λυθείσης, οὐκ ἀνεχώρουν εὐθέως οἴκαδε, ἀλλ' οἱ πλούσιοι καὶ εὐπορώτεροι φέροντες  οἴκοθεν  τροφὰς καὶ ἐδέσματα, τοὺς πένητας  ἐκάλουν, καὶ κοινὰς ἐποιοῦντο τραπέζας, κοινὰς ἑστιάσεις, κοινὰ συμπόσια ἐν αὐτῇ τῇ ἐκκλησίᾳ· ὥστε καὶ ἀπὸ τῆς κοινωνίας τῆς κατὰ τὴν τράπεζαν, καὶ ἀπὸ τῆς εὐλαβείας τῆς ἀπὸ τοῦ τόπου, καὶ πανταχόθεν  τὴν ἀγάπην αὐτοῖς ἐπισφίγγεσθαι, καὶ πολλὴν μὲν τὴν ἡδονὴν, πολλὴν  δὲ αὐτοῖς γίνεσθαι τὴν ὠφέλειαν.  Οἵ τε γὰρ πένητες παραμυθίας ἀπέλαυον  οὐ τῆς  τυχούσης, καὶ  οἱ  πλουτοῦντες  πολλὴν  εὔνοιαν  καὶ  παρὰ τῶν τρεφομένων,  καὶ παρὰ τοῦ Θεοῦ, δι' ὃν ταῦτα ἐποίουν, καρπωσάμενοι πολλὴν τὴν χάριν, οὕτως ἀπῄεσαν οἴκαδε. Καὶ μυρία ἐκ τοῦ πράγματος τούτου ἐγίνετο τὰ ἀγαθὰ, καὶ  τὸ  πάντων  κεφάλαιον,  ἡ  φιλία  θερμοτέρα  ἦν  καθ'  ἑκάστην  σύναξιν,  μετὰ τοσαύτης φιλοφροσύνης  ἀλλήλοις  συνηνωμένων  αὐτῶν εὐεργετούντων  τε αὐτῶν καὶ εὐεργετουμένων. Τοῦτο τοίνυν τὸ ἔθος Κορίνθιοι, τοῦ χρόνου προϊόντος, διέφθειρον, καὶ καθ' ἑαυτοὺς ἑστιώμενοι οἱ εὐπορώτεροι τοὺς πένητας παρεώρων, καὶ οὐκ ἀνέμενον  ὑστερίζοντας πολλάκις,  καὶ ὑπὸ βιωτικῶν  χρειῶν,  οἷα τὰ τῶν πενήτων, κατεχομένους καὶ βραδύνοντας. Ἐκ δὲ τούτου συνέβαινε παραγενομένους αὐτοὺς ὕστερον μετὰ αἰσχύνης ἀναχωρεῖν, τῆς τραπέζης ἀναιρεθείσης, φθανόντων

τούτων, κἀκείνων ὑστεριζόντων. Ὁρῶν τοίνυν ὁ Παῦλος ἐκ τοῦ πράγματος τούτου πολλὰ κακὰ, τὰ μὲν γινόμενα, τὰ δὲ μέλλοντα (καὶ γὰρ καταφρόνησις τῶν πενήτων τοῖς πλουσίοις ἐγίνετο καὶ ὑπεροψία πλείων, καὶ τοῖς πένησιν ἀθυμία καὶ ἀπέχθεια πρὸς τοὺς πλουτοῦντας, καὶ ὅσα ἄλλα εἰκὸς ἦν ἀπὸ τούτων τεχθῆναι τῶν κακῶν), διορθοῦται τὴν πονηρὰν ταύτην καὶ πικρὰν συνήθειαν. Καὶ ὅρα μεθ' ὅσης συνέσεως καὶ ἐπιεικείας  εἰς τὴν διόρθωσιν ἐνέβαλεν.  Ἀρχόμενος γὰρ οὕτω φησί· Τοῦτο δὲ παραγγέλλων οὐκ ἐπαινῶ, ὅτι οὐκ εἰς τὸ κρεῖττον, ἀλλ' εἰς τὸ ἧττον συνέρχεσθε. Τί δέ ἐστιν, Οὐκ εἰς τὸ κρεῖττον; Οἱ πρόγονοι, φησὶν, οἱ ὑμέτεροι καὶ οἱ πατέρες καὶ τὰς ἑαυτῶν οὐσίας ἐπώλουν καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις, καὶ κοινὰ πάντα εἶχον, καὶ πολλὴν  πρὸς ἀλλήλους τὴν ἀγάπην· ὑμεῖς δὲ ὀφείλοντες  ἐκείνους ζηλοῦν, οὐ μόνον οὐδὲν ἐποιήσατε τοιοῦτον, ἀλλὰ καὶ ὅπερ εἴχετε μόνον, καὶ τοῦτο ἀπωλέσατε, τὰ συμπόσια τὰ κατὰ σύναξιν γινόμενα· διὰ τοῦτό φησιν, Ὅτι οὐκ εἰς τὸ κρεῖττον, ἀλλ' εἰς τὸ ἧττον  συνέρχεσθε. Καὶ ἐκεῖνοι  μὲν καὶ τῶν  κτημάτων  ἁπάντων  τοῖς πένησι παρεχώρησαν· ὑμεῖς δὲ τραπέζης αὐτοῖς μεταδιδόντες, καὶ ταύτης ἀπεστερήσατε. Πρῶτον μὲν γὰρ, συνερχομένων ὑμῶν ἐν ἐκκλησίᾳ, ἀκούω σχίσματα ἐν ὑμῖν ὑπάρχειν, καὶ μέρος τι πιστεύω.

δʹ. Ὅρα πῶς πάλιν συνετῶς ποιεῖται τὴν διόρθωσιν. Οὐκ εἶπεν, οὔτε Ἀπιστῶ, οὔτε Πιστεύω· ἀλλὰ μέσον ἀφῆκε τὸ ῥῆμα, ὅτι Μέρος τι καὶ πιστεύω· οὐ πι 51.258 στεύω  τέλεον,  ἀλλ'  οὐδὲ  ἀπιστῶ  τέλεον·  τοῦ  δὲ  ἢ  τοῦτο,  ἢ  ἐκεῖνο  συμβῆναι παντελῶς ὑμεῖς κύριοι. Ἂν μὲν γὰρ διορθώσησθε, οὐ πιστεύω· ἂν δὲ ἐπὶ τῶν αὐτῶν μείνητε, πιστεύω. Οὔτε οὖν κατηγόρησε, καὶ κατηγόρησεν. Οὐ κατηγόρησεν ἀπηρτισμένως, ἵνα αὐτοῖς ἐλπίδα δῷ διορθώσεως καὶ προθεσμίαν μετανοίας· οὐκ ἀφῆκεν  ἀνεγκλήτους,   ἵνα  μὴ  ἐπὶ  τῆς  αὐτῆς  μείνωσι  ῥᾳθυμίας.  Οὕτω  τέλεον ἐπίστευσα, φησί·  τοῦτο  γάρ  ἐστι  τὸ  εἰπεῖν,  Μέρος τι  πιστεύω.  Τοῦτο  δὲ  ἔλεγε προτρέπων μεταβαλέσθαι καὶ διορθώσασθαι καὶ ἀπαγαγεῖν αὐτὸν τοῦ κἂν ἐκ μέρους πιστεῦσαί τι κατ' αὐτῶν τοιοῦτον. ∆εῖ γὰρ καὶ αἱρέσεις εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται  ἐν ὑμῖν. Εἶπε οὖν τὰς αἱρέσεις. Ἐνταῦθα προσέχετε, ὅτι οὐ περὶ δογμάτων ἐστὶ τὸ, ∆εῖ αἱρέσεις ἐν ὑμῖν εἶναι· ἀλλὰ περὶ τῆς διχονοίας τῆς κατὰ τὰς τραπέζας. Εἰπὼν γὰρ, ∆εῖ δὲ καὶ αἱρέσεις εἶναι, ἐπήγαγε καὶ τὸν τρόπον τῶν αἱρέσεων· Συνερχομένων  γὰρ ὑμῶν ἐπὶ τὸ αὐτὸ, οὐκ ἔστι κυριακὸν δεῖπνον  φαγεῖν.  Τί ἐστι, Κυριακὸν δεῖπνον  φαγεῖν;  ∆εσποτικὸν  δεῖπνον,  φησὶν,  οὐκ  ἔστι φαγεῖν·  ἐκεῖνο λέγων  τὸ δεῖπνον,  ὃ τῇ ἐσχάτῃ νυκτὶ  παρέδωκεν  ὁ Χριστὸς, ὅτε οἱ μαθηταὶ μετ' αὐτοῦ πάντες ἦσαν. Ἐν ἐκείνῳ γὰρ τῷ δείπνῳ καὶ ∆εσπότης καὶ δοῦλοι πάντες ὁμοῦ κατέκειντο·   ὑμεῖς  δὲ  σύνδουλοι   ὄντες   ἀλλήλους   διεστήσατε  καὶ  ἀπεσχίσατε. Κἀκεῖνος μὲν οὐδὲ τὸν προδότην ἀπήλασε· καὶ γὰρ ὁ Ἰούδας μετ' αὐτῶν ἦν τότε· σὺ δὲ τὸν  ἀδελφὸν  διακρούῃ. ∆ιὰ τοῦτό φησιν, Οὐκ ἔστι κυριακὸν  δεῖπνον  φαγεῖν, κυριακὸν δεῖπνον καλῶν, τὸ μεθ' ὁμονοίας, τὸ κοινῇ πάντων συγκεκλημένων. Ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον δεῖπνον προλαμβάνει φαγεῖν· καὶ ὃς μὲν πεινᾷ, ὃς δὲ μεθύει. Καὶ οὐκ εἶπεν, Ὃς μὲν πεινᾷ, ὃς δὲ ἐσθίει, ἀλλὰ τῷ τῆς μέθης ὀνόματι μᾶλλον αὐτῶν καθήψατο. Κἀκεῖ καὶ ἐνταῦθα ἀμετρία, φησί. Σὺ μὲν ὑπὸ τῆς ἀδηφαγίας διαῤῥήγνυσαι,  ἐκεῖνος  δὲ  ὑπὸ  τοῦ  λιμοῦ  τήκεται·  σὺ καὶ  τῶν  ὑπὲρ  τὴν  χρείαν μετέχεις, ἐκεῖνος δὲ οὐδὲ τῶν ἀναγκαίων ἀπέλαυσε. ∆ιπλοῦν τὸ δεινὸν, τῆς ἰσότητος διαφθαρείσης, τοῦτο αἱρέσεις καλεῖ· ἐπειδὴ φιλονείκως  πρὸς ἀλλήλους  διέκειντο καὶ διεστασίαζον, καὶ ὃς μὲν ἐπείνα, ὃς δὲ ἐμέθυε. Καὶ καλῶς εἶπε, Συνερχομένων ὑμῶν ἐπὶ τὸ αὐτό.
Τίνος γὰρ ἕνεκεν συνέρχεσθε; φησί· τί βούλεται ἡ σύνοδος; τίνος ἕνεκεν ἡ συλλογὴ κοινὴ, ὅταν ἡ τράπεζα μὴ γίνεται κοινή; ∆εσποτικά ἐστι τὰ χρήματα, ἅπερ
ἐλάβομεν· κοινὰ προκείσθω τοίνυν τοῖς συνδούλοις τοῖς ἡμετέροις. Μὴ γὰρ οἰκίας

οὐκ ἔχετε εἰς τὸ ἐσθίειν, καὶ πίνειν; ἢ τῆς ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ καταφρονεῖτε, φησὶ, καὶ καταισχύνετε  τοὺς μὴ ἔχοντας; Σὺ μὲν νομίζεις, φησὶ, τὸν  ἀδελφὸν  ὑβρίζειν μόνον,   κοινωνεῖ   δὲ   καὶ   ὁ   τόπος   τῆς   ὕβρεως.   Ἐκκλησίας   γὰρ   ὁλοκλήρου καταφρονεῖς.  Ἐκκλησία γὰρ διὰ τοῦτο λέγεται,  ὅτι κοινῇ  πάντας  ὑποδέχεται.  Τί τοίνυν τῆς οἰκίας σου τὴν εὐτέλειαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰσάγεις; Εἰ γὰρ καταφρονεῖς τοῦ ἀδελφοῦ, αἰδέσθητι τὸν τόπον· καὶ γὰρ ἡ ἐκκλησία ὑβρίζεται. Καὶ οὐκ εἶπεν, Ἀποστερεῖτε τοὺς μὴ ἔχοντας, ἢ, Οὐκ ἐλεεῖτε τοὺς μὴ ἔχοντας, ἀλλὰ τί; Καταισχύνετε τοὺς μὴ ἔχοντας. Ἐντρεπτικώτατα τὴν ἀσωτίαν αὐτῶν ἐτραγῴδησεν. Οὐ γὰρ οὕτω μέλει τῷ πένητι, φησὶν, ὑπὲρ τῆς τροφῆς, ὡς ὑπὲρ τῆς ὕβρεως. Ὅρα πῶς καὶ ὑπὲρ τούτου σεμνῶς ἀπελογήσατο, κἀκείνων σφοδρότερον καθήψατο. Τί ὑμῖν εἴπω; ἐπαινέσω ὑμᾶς; Ἐν τούτῳ οὐκ ἐπαινῶ. Τί τοῦτο; Μετὰ τὴν ἀπόδειξιν τῆς ἀτοπίας ὑφειμένη ἡ 51.259 κατηγορία, καὶ μάλα εἰκότως, ἵνα μὴ ἀναισχυντότεροι γένωνται. Πρὶν ἢ μὲν γὰρ ἀποδεῖξαι τὸ πρᾶγμα ἄτοπον, ἀπηρτισμένην ἐξήνεγκε τὴν ἀπόφασιν, εἰπών· Τοῦτο δὲ παραγγέλλων οὐκ ἐπαινῶ· ὅτε δὲ ἀπέδειξεν ἀκριβῶς πολλῶν ὄντας ἐγκλημάτων  ἀξίους, ὑφειμένῃ κέχρηται τῇ διαβολῇ, τῇ τῶν εἰρημένων  κατασκευῇ καὶ ἀποδείξει τὸ σφοδρότερον τῆς  κατηγορίας  ἀφεὶς  ἐναποκεῖσθαι. Εἶτα ἐπὶ  τὴν μυστικὴν τράπεζαν ἐξάγει τὸν λόγον, μειζόνως αὐτοὺς φοβῆσαι βουλόμενος. Ἐγὼ γὰρ, φησὶ, παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου, ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν. Ποία ἀκολουθία αὕτη; Περὶ ἀρίστου διαλέγῃ κοινοῦ, καὶ μυστηρίων φρικτῶν μέμνησαι; Ναὶ, φησίν. Εἰ γὰρ τὰ πνευματικὰ  ἐκεῖνα,  εἰ γὰρ ἡ τράπεζα ἡ φρικώδης  κοινὴ  πᾶσι πρόκειται,  καὶ πλουσίῳ  καὶ  πένητι,  καὶ  οὐχὶ  δαψιλέστερον  ἀπολαύει  ταύτης  ὁ πλούσιος,  οὐδὲ ἔλαττον ὁ πένης, ἀλλὰ μία τιμὴ, καὶ πρόσοδος μία· καὶ ἕως ἂν πάντες μετασχῶσι καὶ κοινωνήσωσι τῆς πνευματικῆς καὶ ἱερᾶς ταύτης τραπέζης, οὐ συστέλλεται τὰ προκείμενα,  ἀλλ' ἑστήκασιν  οἱ  ἱερεῖς  ἅπαντες,  καὶ  τὸν  πάντων  πενέστερον  καὶ εὐτελέστερον ἀναμένοντες· πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ τῆς αἰσθητῆς τοῦτο χρὴ ποιεῖν. ∆ιὰ τοῦτο  ἐμνήσθην  ἐκείνου  τοῦ  κυριακοῦ  δείπνου.  Ἐγὼ  γὰρ  παρέλαβον  ἀπὸ  τοῦ Κυρίου, ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτὶ, ᾗ παρεδίδοτο, ἔλαβεν ἄρτον, καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε, καὶ εἶπε· Τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ πολλῶν κλώμενον  εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι, λέγων· Τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι.

εʹ. Εἶτα πολλὰ διαλεχθεὶς περὶ τῶν ἀναξίως κοινωνούντων τοῖς μυστηρίοις, καὶ σφόδρα αὐτῶν  καθαψάμενος  καὶ διελέγξας,  διδάξας τε ὅτι τοῖς τὸν  Χριστὸν ἀποκτείνασι τὴν αὐτὴν ὑποστήσονται τιμωρίαν οἱ τὸ αἷμα αὐτοῦ καὶ τὸ σῶμα ἁπλῶς καὶ  ὡς  ἔτυχε  λαμβάνοντες,   πάλιν   εἰς  τὴν  προκειμένην   ὑπόθεσιν  τὸν  λόγον ἐξήγαγεν, εἰπών· Ὥστε, ἀδελφοὶ, συνερχόμενοι εἰς τὸ φαγεῖν, ἀλλήλους ἐκδέχεσθε. Εἰ  δέ  τις  πεινᾷ,  ἐν  οἴκῳ  ἐσθιέτω,  ἵνα  μὴ  εἰς  κρίμα  συνέρχησθε.  Ὅρα  πῶς λανθανόντως καὶ λαιμαργίαν αὐτῶν κατέγνω, καὶ οὐκ εἶπεν, Εἰ δὲ πεινᾶτε, ἀλλ', Εἰ δέ τις πεινᾷ, ἵνα ἕκαστος αἰσχυνόμενος αὐτὸς ὑπεύθυνος φανῆναι  τοῖς ἐγκλήμασι, προλαβὼν διορθώσηται. Καὶ εἰς κολάσεως δὲ φόβον τὸν λόγον κατέκλεισεν, 51.260 εἰπών· Ἵνα μὴ εἰς κρίμα συνέρχησθε, τουτέστιν, εἰς κατάκριμα καὶ εἰς ὀνειδισμόν. Οὐ γάρ ἐστι τροφὴ, φησὶν, οὐδὲ τράπεζα ἡ μετὰ αἰσχύνης τοῦ ἀδελφοῦ, ἡ μετὰ καταφρονήσεως τῆς ἐκκλησίας, ἡ μετὰ λαιμαργίας ἢ ἀσωτίας γινομένη. Οὐκ ἔστιν εὐφροσύνη ταῦτα, ἀλλὰ κόλασις καὶ τιμωρία. Μεγάλην γὰρ ἐπισπᾶσθε καθ' ἑαυτῶν δίκην τοὺς ἀδελφοὺς ὑβρίζοντες, τῆς ἐκκλησίας καταφρονοῦντες, οἰκίαν ἰδιωτικὴν τὸν ἅγιον τόπον ποιοῦντες διὰ τὸ καθ' ἑαυτοὺς ἐσθίειν. Ταῦτα καὶ ὑμεῖς ἀκούσαντες, ἀγαπητοὶ,   ἐπιστομίζετε   τοὺς   ἁπλῶς   τῇ   ἀποστολικῇ   κεχρημένους   ῥήσει  καὶ

διδασκαλίᾳ·  διορθοῦτε  τοὺς  ἐπὶ  βλάβῃ  τῇ  ἑαυτῶν  καὶ  τῇ  ἑτέρων  ταῖς  Γραφαῖς κεχρημένους.
Ἔγνωτε γὰρ περὶ τίνος φησὶ τὸ, ∆εῖ δὲ καὶ αἱρέσεις εἶναι ἐν ὑμῖν, περὶ τῆς διχοστασίας τῆς ἐν ταῖς τραπέζαις γινομένης, ἐπειδὴ Ὁ μὲν πεινᾷ, ὁ δὲ μεθύει. Καὶ μετὰ τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ πολιτείαν  συμβαίνουσαν τοῖς δόγμασιν ἐπιδειξώμεθα, πολλὴν περὶ τοὺς πένητας φιλοφροσύνην,  πολλὴν ὑπὲρ τῶν δεομένων ποιούμενοι πρόνοιαν· ἐμπορίαν πνευματικὴν ἐμπορευσώμεθα, μηδὲν πλέον τῆς χρείας ἐπιζητῶμεν. Τοῦτο πλοῦτος, τοῦτο ἐμπορία, τοῦτο θησαυρὸς ἀνελλιπὴς, τὸ πάντα τὰ ὄντα εἰς τὸν οὐρανὸν μετατιθέναι, καὶ θαῤῥεῖν λοιπὸν ὑπὲρ τῆς φυλακῆς τῶν ἀποκειμένων. ∆ιπλοῦν γὰρ ἡμῖν ἀπὸ τῆς ἐλεημοσύνης ἔσται τὸ κέρδος, ὅτι τε οὐκέτι δεδοίκαμεν ὑπὲρ τῶν καταβληθέντων χρημάτων, μήποτε λῃσταὶ καὶ τοιχωρύχοι καὶ οἰκετῶν κακουργία αὐτὰ λυμήνηται, καὶ ὅτι κείμενα οὐχ ἁπλῶς κατορώρυκται ἄκαρπα· ἀλλ' ὥσπερ ῥίζα ἐν  λιπαρῷ  φυτευθεῖσα  χωρίῳ,  καθ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ὡρίμους  φέρει  τοὺς  καρποὺς,  οὕτω  καὶ  ἀργύριον  ἐν  ταῖς  τῶν  πενήτων   χερσὶ φυτευθὲν, οὐ καθ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ καθ' ἑκάστην ἡμέραν πνευματικοὺς  ἡμῖν φέρει τοὺς καρποὺς, παῤῥησίαν πρὸς τὸν Θεὸν, ἁμαρτημάτων συγχώρησιν, ἀγγέλων ἐγγύτητα, συνειδὸς ἀγαθὸν, εὐφροσύνην πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως,  ἐλπίδα  ἀκαταίσχυντον,  τὰ  θαυμαζόμενα  ἀγαθὰ, ἅπερ ἡτοίμασεν  ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν, καὶ τοῖς ἐν θερμῇ καὶ ζεούσῃ ψυχῇ ἐκζητοῦσι τὸ ἔλεος τῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ· ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς τὸν παρόντα βίον εὐαρέστως διανύσαντας  ἐπιτυχεῖν,  τῆς αἰωνίου  τῶν  σωζομένων χαρᾶς, χάριτι καὶ οἰκτιρμοῖς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ αὐτοῦ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

"Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ἐποίησα φῶς καὶ σκότος, ποιῶν εἰρήνην, καὶ κτίζων κακά."

$
0
0




ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ 

Εις τήν προφητικήν ρήσιν τήν λέγουσαν 

"Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ἐποίησα φῶς καὶ σκότος, ποιῶν εἰρήνην, καὶ κτίζων κακά."

In illud Isaiae: Ego dominus deus feci lumen

56.141
αʹ. Ὀλίγα μὲν τὰ εἰρημένα, γλυκεῖα δὲ τοῦ μέλιτος ἡ πηγὴ, μέλιτος κόρον οὐκ ἔχοντος. Τοῦτο μὲν γὰρ τὸ αἰσθητὸν μέλι ἐν τῇ γλώττῃ  καταλύει τὴν ἡδονὴν, καὶ εἰς φθορὰν χωρεῖ· τὸ δὲ τῆς διδασκαλίας μέλι ἐγκεύθεται τῷ συνειδότι, διηνεκῆ τὴν εὐφροσύνην παρασχὸν, καὶ πρὸς ἀφθαρσίαν ἡμᾶς χειραγωγοῦν. Καὶ τὸ μὲν ἀπὸ βοτανῶν συντίθεται, τὸ δὲ ἀπὸ τῶν θείων Γραφῶν ὑφαίνεται. Τοῦτο σήμερον ὑμᾶς ἐν έπλησεν ὁ καλῶς εἰρηκὼς, καὶ τῆς ὑπακοῆς τὸ βρα βεῖον ἥρπασε, καὶ τῆς ἀγάπης τὴν ἰσχὺν ὑπέδειξε καὶ τῆς πίστεως τὴν εὐγένειαν.


Φέρε δὴ  καὶ  ἡμεῖς  τὴν  εἰωθυῖαν  πάλιν  ὑμῖν  παραθῶμεν  τράπεζαν  μετὰ πολλῆς τῆς προθυμίας· καὶ γὰρ σφόδρα χαίρομεν, ὅτι ἱπποδρομίας οὔσης λαμπρᾶς,
τοσοῦτον ἐνταῦθα πλῆ θος ἀφῖκται τῆς ἐκεῖ καταφρονῆσαν διατριβῆς. ∆ιὸ δὴ καὶ αὐτοὶ  μετὰ  πολλῆς   τῆς  δαψιλείας   τὸν  κρατῆρα  ἱστῶμεν,  κρατῆρα  οὐ  μέθην
ποιοῦντα, ἀλλὰ σωφρο σύνην κατασκευάζοντα. Τοιοῦτος γὰρ ὁ τῶν Γραφῶν οἶνος, τοιαῦτα τῆς τραπέζης ταύτης τὰ ὄψα· οὐ πιαί 56.142 νει σάρκα. Καὶ ταῦτα λέγομεν οὐκ ἀτιμάζοντες τῆς σαρκὸς τὴν φύσιν, ἀλλὰ προτιμῶντες τῆς ψυχῆς τὴν εὐγένειαν·
οὐδὲ   τὴν   χρῆσιν   ἐκβάλλοντες,   ἀλλὰ   τὴν   ἀμετρίαν   κολάζοντες.   Κἂν  γὰρ φιλοσοφῶμεν, οὕτω δεῖ φιλοσοφεῖν, ὥστε μὴ διδόναι τοῖς τῶν αἱρετικῶν στό μασι λαβήν. Καὶ γὰρ τὸ σῶμα τοῦτο ἔλαττον  μὲν τῆς ψυχῆς, οὐκ ἐναντίον  δὲ τῇ ψυχῇ·
ἀλλ' ἁπλῆ μὲν αὐτὴ, διακονεῖται  δὲ ταῖς ἐπιθυμίαις ταῖς ἐκείνου. Ὁ ἀριστοτέχνης Θεὸς οὐκ ἐκ μιᾶς καὶ δύο καὶ τριῶν οὐσιῶν τόδε τὸ πᾶν συνεστήσατο, ἀλλὰ ποικίλας καὶ διαφόρους φύσεις εἰσήγαγε, τῆς οἰκείας σοφίας τὴν περιουσίαν ἐν τῇ διαφορᾷ
τῶν γινομένων  ἐπιδεικνύ μενος. Οὐ γὰρ οὐρανὸν ἐποίησε μόνον, ἀλλὰ καὶ γῆν· οὐ γῆν μόνον, ἀλλὰ καὶ ἥλιον· οὐχ ἥλιον μόνον, ἀλλὰ καὶ σελήνην· οὐ σελήνην μόνον,
ἀλλὰ καὶ ἀστέρας· οὐκ ἀστέρας μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀέρα· οὐκ ἀέρα μόνον, ἀλλὰ καὶ νεφέλας· οὐ νεφέλας μόνον, ἀλλὰ καὶ αἰθέρα· οὐκ αἰθέρα μόνον, ἀλλὰ καὶ λίμνας, καὶ πηγὰς, καὶ ποτα μοὺς, καὶ ὄρη, καὶ νάπας, καὶ βουνοὺς, καὶ λειμῶνας,  56.143 καὶ
παραδείσους, καὶ σπέρματα, καὶ φυτὰ, βοτανῶν εἴδη ποικίλα, καὶ διάφορα σχήματα, καὶ διαφόρους ἐνεργείας, καὶ διαφόρους φύσεις, ἃ πανταχοῦ τῷ κό σμῳ περιιὼν ἴδοι τις  ἄν·  καὶ  τὸ  σῶμα  τῆς  οἰκουμέ  νης  ἐπιτρέχων  τῷ  λογισμῷ,  ἐρεῖ  μετὰ  τοῦ
Προφήτου· Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε. Πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας.
Ὥστε εἰ βούλει  θέατρον  ἰδεῖν,  καταλιπὼν  ἐκεῖνο  τὸ σατανικὸν,  ἐλθὲ  ἐπὶ τοῦτο τὸ πνευματικόν· εἰ βούλει λύρας ἀκοῦσαι, ἀφεὶς ἐκείνην τὴν μελῳδίαν, καὶ τὸ εὔτονον τῆς διανοίας συντείνας, ἐλθὲ ἐπὶ ταύτην τὴν διεγείρουσάν σου τὸ φρόνημα, νευροῦσάν σου τὴν διάνοιαν. Ὅρα φθόγγους διαφόρους καὶ νευρὰς ἐνηλλαγμένας, μίαν καὶ παναρ μόνιον τῷ ἀριστοτέχνῃ Θεῷ πανταχόθεν ἀναπεμ πούσας [μελῳδίαν. Ὡσεὶ] γάρ τις [φθόγγος τοῦ πνεύ ματος] ἐκ διαφόρων  φθόγγων  συγκείμενος μίαν ἔχει μελῳδίαν, τὴν εἰς τὸν ποιήσαντα δοξολογίαν· καὶ ἠχοῦσι μὲν καθ' ἑαυτὰς αἱ νευραὶ, ἠχοῦσι δὲ καὶ μετ' ἀλλήλων. Καὶ ἵνα μάθῃς πῶς καθ' ἑαυτὰς ἠχοῦσι, κροῦσον τῷ λογισμῷ τὴν  νευρὰν  τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἀκούσῃ μεγάλα ἠχούσης, καὶ τῷ Θεῷ δόξαν ἀναπεμ πούσης.
Ὅπερ οὖν καὶ ὁ Προφήτης συνιδὼν,  ἔλεγεν· Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται  δόξαν
Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν  αὐτοῦ ἀναγγέλλει  τὸ στερέωμα. Ἀπὸ τῆς νευρᾶς ἐκείνης μετάβηθι ἐπὶ τὴν  νευρὰν  τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς,  καὶ ὄψει καὶ τούτους τοὺς

φθόγγους λύρας ἁπάσης καὶ κιθάρας ἡδίω φθεγγομένους· καὶ μάλιστα, ὅταν ᾖ τις ὁ τὰς  νευρὰς  ταύτας  ἀνακρού  σασθαι ἐπιστάμενος.  Καὶ πῶς  ἠχοῦσι; φησί.  Στόμα οὐρανὸς οὐ κινεῖ, οὔτε γλῶτταν, οὐδὲ ὑπερῴαν, οὐδὲ ὀδόντας, οὐδὲ χείλη· πῶς οὖν ἡ φωνὴ πρόεισι; πῶς δὲ ἡ ἡμέρα φθέγγεται; Οὐδὲ γὰρ ταῦτα ὄργανα φω νητικά ἐστιν, ἀλλὰ δρόμος ἐστὶν ἡλίου καὶ σελήνης, ἡμέρα καὶ νὺξ, καιροῦ πάροδος. Ἵν' οὖν μή τις τῶν παχυτέρων ταῦτα ἀκούων θορυβῆται καὶ ταράττηται, ἄκουσον πῶς ὁ Προφήτης ἐπαγωνίζεται  τῷ εἰρημένῳ. Εἰπὼν γὰρ, ὅτι Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, καὶ ὅτι Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα, καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλει  γνῶσιν, οὐκ  ἔστη  μέχρι  τούτου,  ἀλλ'  ἐπήγαγεν·  Οὐκ εἰσὶ  λαλιαὶ,  οὐδὲ  λόγοι,  ὧν  οὐχὶ ἀκούονται αἱ φωναὶ αὐτῶν.
Ὃ δὲ λέγει, τοιοῦ τόν ἐστι· οὐ μόνον  φωνὴν  ἔχουσιν ἡμέρα καὶ νὺξ, καὶ οὐρανὸς, ἀλλὰ  καὶ  τοιαύτην  φωνὴν,  ἣ τῆς  ἀνθρωπί  νης  ἐστὶν  εὐσημοτέρα, καὶ
σαφεστέρα, καὶ εὐτονω τέρα. Πῶς καὶ τίνι τρόπῳ; Ἄκουσον τῆς ῥήσεως αὐτῆς. Οὐκ
εἰσὶ λαλιαὶ,  οὐδὲ λόγοι, ὧν οὐχὶ ἀκού ονται  αἱ φωναὶ  αὐτῶν.  Τί ποτ' οὖν τοῦτό ἐστιν;  Ἐγκώμιον  τῆς  φωνῆς,  ἔπαινος  τῆς  ἠχῆς.  Ἡ μὲν  γὰρ  ἐμὴ  φωνὴ  τῷ  ἐμῷ ὁμοφώνῳ γνώριμος, ἑτερογλώσσῳ δὲ οὐκέτι. Οἷόν τι λέγω, Ἑλλάδι διαλεγομένῳ μοι γλώττῃ, ἂν τοίνυν τὴν φωνὴν  εἰδῇ τις, ἐκεῖνος ἀκούσεταί μου· ὁ δὲ Σκύθης, καὶ ὁ Θρᾷξ, καὶ ὁ Μαῦ ρος, καὶ ὁ Ἰνδὸς οὐκέτι· ἡ γὰρ διαφορὰ τῆς γλώττης  οὐκ ἀφίησιν εὔσημον αὐτῷ γενέσθαι τὴν ἐμὴν διά λεξιν.

βʹ. Πάλιν ἐγὼ  τοῦ Σκύθου καὶ τοῦ Θρᾳκὸς διαλεγο  μένου  οὐ δυνήσομαι ἀκούειν, οὐδὲ ἕτερος τῆς ἑτέρου γλώττης· ἐπὶ δὲ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ νυκτὸς, καὶ τῆς ἡμέρας οὐκ ἔστι τοῦτο, ἀλλὰ τοιαύτη αὐτῶν ἐστιν ἡ φωνὴ, ὡς πάσῃ γλώττῃ, πάσῃ λαλιᾷ, παντὶ ἔθνει ἀκούεσθαι, καὶ εὔδηλον εἶναι καὶ σαφῆ. ∆ιὰ τοῦτο εἰ πὼν, ὅτι Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται  δόξαν Θεοῦ, καὶ, Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα, ἐπήγαγεν· Οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ,  οὐδὲ λόγοι,  ὧν  οὐχὶ  ἀκούονται  αἱ  φωναὶ  αὐτῶν.  Ὃ δὲ λέγει, τοιοῦτόν ἐστι· τοιαύτην ἔχουσι λαλιὰν, καὶ τοιαύτην ἔχουσι φωνὴν  ἡ ἡμέρα, καὶ ἡ νὺξ, καὶ ὁ οὐρανὸς, καὶ τὰ κτίσματα ἅπαντα, ὡς πά σαις ταῖς λαλιαῖς,  τουτέστι, πάσαις ταῖς γλώτταις,  πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ἀκούεσθαι αὐτῶν τὴν φωνήν.  Οὐ γάρ ἐστι λαλιὰ, φησὶ, τουτέστιν, οὐκ ἔστιν ἔθνος, οὐκ ἔστι φωνὴ, ἔνθα μὴ ἀκούεται ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανοῦ· ἀλλὰ καὶ ὁ Σκύθης, καὶ ὁ Θρᾷξ, καὶ ὁ Μαῦρος, καὶ ὁ Ἰνδὸς, καὶ ὁ Σαυρομάτης, καὶ πᾶσα λαλιὰ, καὶ πᾶσα γλῶττα,  καὶ πᾶν ἔθνος δυνήσεται ταύτης ὑπακούειν  τῆς φωνῆς.  Πῶς καὶ τίνι  τρόπῳ; Τοῦτο λοιπὸν  ἄκουε, ἵνα μάθῃς πῶς σιγῶν ὁ οὐρανὸς φθέγγεται.
Ὅταν γὰρ ἴδῃς αὐτοῦ τὸ κάλλος, τὸ μέγεθος, τὴν  θέσιν, τὸ διαρκὲς, τὴν φαιδρότητα,  καὶ ταῦτα πάντα  συναγαγὼν  παρὰ σαυτῷ, δοξάσῃς τὸν ∆ημιουργὸν, εὐφημήσῃς τὸν ποιήσαντα, ὁ οὐρανὸς φωνὴν  ἀφῆκε, διὰ τῆς γλώττης  ἀναπέμψας τῷ Θεῷ δόξαν. Καὶ τοῦτό ἐστι τὸ εἰρημένον, ὅτι Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ. Πῶς καὶ τίνι  τρόπῳ; Τὸν θεατὴν  τῷ  κάλλει  τῆς  οἰκείας  φαιδρότητος  εἰς θαῦμα παραπέμ ποντες τοῦ ∆ημιουργοῦ. Ὅταν γὰρ ἰδὼν τὸ τοιοῦτον ἔργον, εἴπῃς, ∆όξα σοι, ὁ Θεὸς, ἡλίκον  σῶμα εἰργάσω, καὶ ἐν  τῷ  μέσῳ τέθεικας· οἱ οὐρανοῖ  τὴν  δόξαν ταύτην ἀνήνεγκαν, τῇ σῇ γλώττῃ χρησάμενοι, καὶ διὰ τῆς ὄψεως τὸ θαῦμα παραπέμποντες. Οὕτω σι γῶντες ἀναφέρουσι δόξαν τῷ Θεῷ, καὶ ταύτης τῆς φωνῆς πάντες ἀκούουσιν. Ἐπειδὴ γὰρ οὐκ ἔστιν ἀκοῇ ταῦτα μαθεῖν, ἀλλ' ὄψει καὶ θεωρίᾳ, ὄψις δὲ πᾶσι μία, εἰ καὶ ἡ γλῶττα διάφορος, καὶ Βάρβαρος, καὶ Σκύθαι, καὶ Θρᾷκες, καὶ Μαῦροι, καὶ Ἰνδοὶ ταύτης ἀκούουσι τῆς φωνῆς, τουτέστι, τὸ θαῦμα βλέποντες, τὸ κάλλος ἐκπληττόμενοι, τὴν φαιδρότητα, τὸ μέγε θος, τὰ ἄλλα ἅπαντα τὰ πρὸς τὸν οὐρανὸν, δόξαν ἀνα φέρουσι τῷ ∆ημιουργῷ οἱ καλῶς φρονοῦντες. Τὸ αὐτὸ καὶ περὶ τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς  ἔστιν εἰ πεῖν.  Ὥσπερ οὗτος τῷ  κάλλει,  τῇ θέσει, τῷ

μεγέθει, τῇ φαιδρότητι, τῷ διαρκεῖ τοῦ χρόνου, τῇ χρείᾳ, τῇ ἐνεργείᾳ, τοῖς ἄλλοις ἅπασιν εἰς θαῦμα παραπέμπων τὸν θεατὴν, ποιεῖ δόξαν ἀναφέρειν  τῷ ∆ημιουργῷ· οὕτω νὺξ καὶ ἡμέρα.
Ὅταν γὰρ ἴδῃς τὴν εὐταξίαν τῶν καιρῶν τούτων, καὶ πῶς τὸ οἰκεῖον ἀπαρτίσασα μέτρον ἡ ἡμέρα, οὐ φιλονεικεῖ  τὴν νύκτα ἐξῶσαι τῶν  οἰκείων  ὅρων,
οὐδὲ  πλεονεξίαν  τινὰ  ἐπιδείκνυται,  οὐδὲ,  ἐπειδὴ  φαιδροτέρα  ἐστὶν  αὐτῆς,  τὸν ἅπαντα βιάζεται κατασχεῖν χρόνον, ἀλλ' ἀναχωρεῖ· καὶ ἡ νὺξ τὸ αὐτὸ πάλιν, ἀπαρτίσασα τὸν αὐτῆς δρόμον, πα ραχωρεῖ τῇ ἡμέρᾳ, καὶ τοῦτο ἐπὶ τοσούτοις ἔτεσι
γέγονε, καὶ οὐδεμία σύγχυσις, οὐδὲ ταραχὴ, καὶ οὔτε αὕτη ἐξώθησεν ἐκείνην, οὔτε ἐκείνη ἐπλεονέκτησε ταύτην, καίτοι ἡ μὲν φαιδροτέρα, ἡ δὲ ζοφωδεστέρα· πάλιν τὴν εὐταξίαν θαυμάσας, οὐ δόξαν ἀναπέμψεις Θεῷ; Καὶ καθάπερ ἀδελφαὶ δύο οἰκείως
πρὸς ἀλλή λας διακείμεναι, πατρῷον διανειμάμεναι κλῆ ρον ἐν σταθμοῖς καὶ ζυγοῖς,
οὐδὲ τὸ τυχὸν ἑτέρα τὴν  56.145 ἑτέραν πλεονεκτεῖ· οὕτω δὴ καὶ νὺξ καὶ ἡμέρα τὸν χρόνον ἅπαντα διελόμεναι, τοσαύτην διατηροῦσιν ἰσότητα, οὐδὲ τὸ τυχὸν ἀλλήλας πλεονεκτοῦσαι,   ὅσην  ἴστε  διὰ   τῆς   πείρας   αὐτῆς   μαθόντες.   Ἀκουέτωσαν   οἱ πλεονέκται, καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ἐξωθούμενοι τοῦ κλή ρου· αἰδείσθωσαν τῶν καιρῶν τὴν  εὐταξίαν,  νυκτὸς  καὶ ἡμέρας τὴν  ἰσηγορίαν, καὶ καταλυέτωσαν  τὸ ἑαυ τῶν νόσημα. Οὕτω τοίνυν Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγε ται ῥῆμα, καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλει γνῶσιν,  οὐ  φωνὴν  ἀφιεῖσαι,  ἀλλὰ  διὰ  τῆς  εὐταξίας,  καὶ  τοῦ  ῥυθ μοῦ, καὶ  τῆς ἰσότητος,   καὶ   τῶν   ἀπαρεμποδίστων   μέ   τρων,   σάλπιγγος   λαμπρότερον   τὸν
∆ημιουργὸν ἀνα κηρύττουσαι, οὐκ ἐν μιᾷ τῆς οἰκουμένης γωνίᾳ, ἀλλ' ὅσην ὁ ἥλιος ἐφορᾷ γῆν.
Αὗται γὰρ αἱ φωναὶ παντα χοῦ τῆς οἰκουμένης φέρονται, ἐπειδὴ πανταχοῦ ὁ οὐρανὸς,  καὶ  πανταχοῦ  ἡμέρα, καὶ  πανταχοῦ  νὺξ,  καὶ  τὴν  διδασκαλίαν  αὐτῶν ἐκτείνουσι καὶ ἐν γῇ, καὶ ἐν θαλάττῃ. ∆ιὰ τοῦτο ὁ Προφήτης οὐκ εἶπεν ἁπλῶς, ὅτι οἱ
οὐρανοὶ   φθέγγονται   δόξαν   Θεοῦ,  ἀλλὰ,   ∆ιη  γοῦνται,   τουτέστι,  καὶ  ἑτέρους παιδεύουσι,  καὶ  μα  θητὰς  ἔχουσι  τὸ  τῶν  ἀνθρώπων   γένος,  καὶ  διδασκα  λεῖον μέγιστον εἰς τὸ μέσον εἰσὶ προβαλλόμενοι, ἀντὶ βιβλίων, καὶ γραμμάτων, τῆς οἰκείας
φύσεως τὸ κάλλος καὶ ἰδιώταις, καὶ σοφοῖς, καὶ πᾶσι παρ έχοντες ἐπιέναι, καθάπερ ἐν  βιβλίῳ  τὴν  ἐγκειμένην  αὐτοῖς  περὶ τῆς  τοῦ Θεοῦ σοφίας καὶ δυνάμεως  διδα σκαλίαν.  Οὕτω καὶ  ἄνθρωποι  οὐχὶ  φθεγγόμενοι,  ἀλλὰ  καὶ  σιγῶντες  δι'  ἑτέρων
δοξάζουσι τὸν Θεόν· διὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἔλεγε· Λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπρο σθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσι τὰ καλὰ ἔργα ὑμῶν, καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν, τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
Ὥσπερ οὖν  τις  ὁρῶν  βίον  λάμποντα,  καὶ  σιγῶντος  τοῦ  βιοῦντος,  δόξαν ἀναφέρει τῷ Θεῷ· οὕτω δὴ καὶ τὸ κάλλος ὁρῶν τοῦ οὐρανοῦ, δοξάζει τὸν ποιήσαντα.
∆ιὰ τοῦτο ἔλεγεν· Οἱ οὐρανοὶ διη γοῦνται δόξαν Θεοῦ, διὰ τῶν θεατῶν· Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα, καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλει  γνῶσιν. Γνῶσιν· ποίαν; Τὴν περὶ τοῦ ποιήσαντος. Ὥσπερ γὰρ ἡ ἡμέρα εἰς ἐργασίαν ἐξάγει τὸν ἄνθρω πον, οὕτως ἡ νὺξ
διαδεχομένη, ἀπὸ τῶν μυρίων ἀνα παύει μόχθων, καὶ τῶν φροντίδων ἀφίησι, καὶ κά μνουσαν τὴν  κόρην κοιμίζουσα, καὶ τὰ βλέφαρα κατα στέλλουσα, ἀκμαζούσῃ τῇ δυνάμει παρασκευάζει τὴν ἀκτῖνα δέχεσθαι πάλιν. Ὥστε καὶ ταύτης οὐκ ὀλίγον τὸ
χρήσιμον, ἀλλὰ  καὶ σφόδρα πολύ. Εἰ γὰρ μὴ διανέπαυε  τὸν  ἄνθρωπον  ἀπὸ τῶν μυρίων  μόχθων  ὑποδεχομένη,  οὐδὲν  ὄφελος  ἦν τῆς ἡμέρας εἰς ἐργα σίαν αὐτὸν εἰσαγαγούσης· τῆς γὰρ φύσεως ἀπαγορευ ούσης τῷ διηνεκεῖ πόνῳ, διεφθάρη ἂν, καὶ
ἀπώλετο τὸ ζῶον, καὶ οὐδὲν αὐτῷ πλέον ἐκ τῆς ἀκτῖνος ἐγέ νετο. Ἡ τοίνυν ποιοῦσα τὴν ἡμέραν χρήσιμον τῷ ἀν θρώπῳ, αὕτη μάλιστά ἐστιν ἡ διὰ τῆς οἰκείας διακο νίας τὸν ἀπολαύοντα τῆς χορείας αὐτῆς πρὸς τὴν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν χειραγωγοῦσα. Ὅταν
γὰρ ἐννοήσῃ τις, πόσον μὲν τὸ χρήσιμον τῆς ἡμέρας, πόσον δὲ τὸ τῆς νυκτὸς, καὶ

πῶς αὕτη διαδέχεται ἐκείνην, καὶ ἐναλλὰξ, ὥσπερ ἔν τινι χορῷ, τὸ γένος ἡμῶν ἀμοι βαδὸν διαδεχόμεναι διατηροῦσι, κἂν ἁπάντων ἀνθρώ πων νωθέστερος ᾖ, δυνήσεται τὸν οἰκεῖον λογισμὸν ἀνακινῶν  εἰδέναι τοῦ ἀριστοτέχνου Θεοῦ τὴν σοφίαν, ἣν διὰ τῆς  ἡμέρας καὶ τῆς  νυκτὸς  ἐπεδείξατο, ἐκείνην  μὲν  εἰς ἐργασίαν, ταύτην  δὲ εἰς ἄνεσιν τῶν πόνων ἀποκληρώσας ἡμῖν.

γʹ. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐκ τῶν προοιμίων ἅπαντα εἰπεῖν ἐξέβημεν· ἐπειδὴ δὲ τῶν σήμερον ἡμῖν ἀναγνωσθέν  των  τινὰ πολλοὺς τῶν  οὐ προσεχόντων ἴσως ἐθορύβη
56.146 σε, καὶ τῶν ἀπείρως Γραφὰς ἐχόντων,  φέρε δὴ, πολλῇ τῇ ῥύμῃ πρὸς ταῦτα χωρήσωμεν.  Ἀνεγνώσθη  μὲν  γὰρ καὶ  ἡ αἱμοῤῥοοῦσα, ἡ τῇ  ἁφῇ  τὰς  πηγὰς  τῶν αἱμάτων στήσασα, καὶ τῇ τῆς πίστεως δυνάμει τοσ οῦτον συλήσασα θησαυρόν· καὶ γὰρ ἦν κλοπὴ τὸ γινόμενον· ἀλλὰ καὶ κλοπὴ εὐδοκιμοῦσα, καὶ ἡ συ λήσασα μετὰ τὸν ἔλεγχον  ἐπαινουμένη.  Αὐτὸς γὰρ  ὁ  συληθεὶς  Ἰησοῦς  ἀνακηρύττει  τὸ  γύναιον. Ἀνεγνώσθη καὶ τὰ στίγματα Παύλου, τὰ τραύματα, τὰ δεσμωτή ρια, αἱ ἀπαγωγαὶ, τὰ ναυάγια, τὰ δεσμὰ, αἱ ἁλύσεις, αἱ ἐπιβουλαὶ αἱ ποικίλαι καὶ διηνεκεῖς, οἱ θάνατοι οἱ καθημερινοὶ, ὁ λιμὸς, τὸ δίψος, ἡ γυμνότης, ἡ ἐπι σύστασις ἡ καθημέραν. Ἀλλὰ τί πάθω; Ἀνάγκη φυγεῖν πολλῇ τῇ σφοδρότητι χρησάμενον, μὴ πάλιν ὁ Παῦλος κατασχὼν, ἀπαγάγῃ τοῦ προκειμένου.
Καὶ γὰρ ἴστε, πολλάκις ἑτέρωθί με βαδίζοντα καὶ τε τραμμένον ἀπαντήσας ἐν μέσῳ τῷ λόγῳ κατέσχε, καὶ οὕτως εἷλεν, ὡς ἐν αὐτῷ πεῖσαι καταλῦσαι τὸν λόγον.
Ἵν' οὖν μὴ καὶ σήμερον τοῦτο πάθωμεν,  κα θάπερ χαλινὸν  ἐκεῖσε φερομένῳ  τῷ λόγῳ μετὰ πολ λῆς τῆς σφοδρότητος ἐμβαλόντες, οὕτως αὐτὸν ἑλκύ σωμεν, καὶ ἐπὶ
τὴν  προφητικὴν  ἀγάγωμεν  ῥῆσιν. Τίς οὖν  ἐστιν  ἡ ῥῆσις; Ἐγὼ Κύριος, φησὶν,  ὁ ποιήσας φῶς καὶ σκότος, ὁ ποιῶν εἰρήνην, καὶ κτί ζων κακά. Ὁρᾶτε ὡς οὐκ εἰκῆ οὐδὲ μάτην  ἐπὶ τὸ χωρίον  τοῦτο τὸν δρόμον ἐποιησάμεθα, ἀλλὰ  πάντα  τὰ ἄλλα
παρατρέχοντες,   ἐνταῦθα   ἀπαντῆσαι   ἐσπουδά  ζομεν.   Καὶ  γὰρ   πολὺν   τῷ   μὴ προσέχοντι τὸν θόρυβον ἐμποιεῖ τὸ εἰρημένον.
∆ιανάστητε τοίνυν, καὶ συντεί νατε τὴν ἀκοὴν, καὶ πᾶσαν βιωτικὴν φροντίδα
ἐκβα λόντες,  προσέχετε τοῖς λεγομένοις.  Καὶ γὰρ βούλομαι τοῦτον  νῦν  ὑμῖν  τῆς ἐνταῦθα παρουσίας τὸν μισθὸν ἀποδοῦναι, καὶ τῶν πνευματικῶν  ἐμπλήσας ἐδεσμά των, οὕτως ἐκπέμψαι, ὥστε καὶ τοὺς ἀπολειφθέντας  ἔργῳ μαθεῖν ἡλίκην ὑπέμειναν ζημίαν· εἴσονται δὲ, εἰ μετὰ ἀκριβείας ὑποδεξάμενοι τὰ λεγόμενα, καὶ πρὸς ἐκείνους διαβιβάσαι δυνηθείητε. Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς, ὁ ποιήσας φῶς καὶ σκότος, ὁ ποιῶν εἰ ρήνην,  καὶ  κτίζων  κακά.  Συνεχῶς  αὐτὸ  περιστρέφω,  ὥστε  ἐντεθῆναι  ὑμῶν  τῇ διανοίᾳ, καὶ τότε τὴν λύσιν ἐπαγαγεῖν. Οὐδὲ γὰρ οὗτος μόνος τοῦτό φησιν, ἀλλὰ καὶ ἕτερος προφήτης συνῳδὰ ἀποφθεγγόμενος ἔλεγεν· Εἰ ἔστι κακία ἐν πόλει, ἣν Κύριος οὐκ ἐποίησε; Τί οὖν ἐστι τὸ εἰρημένον; Ἅπασι γὰρ δεῖ μίαν λύσιν ἐπαγαγεῖν. Τίς οὖν ἐστιν ἡ λύσις; Εἰ μά θοιμεν τῶν λέξεων τούτων τὴν δύναμιν. Ἀλλὰ προσ έχετε μετὰ ἀκριβείας· οὐ γὰρ εἰκῆ οὐδὲ μάτην συν εχῶς τοῦτο ὑμῖν παραγγέλλομεν, ἀλλ' ἐπειδὴ πρὸς τὸ βάθος τῶν νοημάτων λοιπὸν χωροῦμεν. Τῶν πραγμά των τὰ μέν ἐστι καλὰ, τὰ δὲ κακὰ, τὰ δὲ μέσα· ὧν ἔνια πολλοῖς μὲν εἶναι δοκεῖ κακὰ, οὐκ ἔστι δὲ, ἀλλὰ λέγεται μόνον καὶ ὑποπτεύεται. Ἀλλ' ἵνα σαφέστερον ὃ λέγω ποιήσω, φέρε καὶ ἐπὶ παραδειγμάτων  τὸν λόγον  γυμνάσωμεν. Ἡ πενία δοκεῖ μὲν πολλοῖς  εἶναι κακὸν, οὐκ ἔστι δέ· ἀλλ' εἴ τις νήφει  καὶ φιλοσοφεῖ, καὶ κακῶν  ἀναιρετικόν.  Ὁ   56.147 πλοῦτος πάλιν δοκεῖ μὲν πολλοῖς εἶναι καλὸν, οὐκ ἔστι δὲ ἁπλῶς καλὸν, εἰ μή τις εἰς δέον αὐτῷ χρώμενος εἴη.
Εἰ γὰρ ἁπλῶς καλὸν ἦν ὁ πλοῦτος, ἔδει καὶ τοὺς ἔχοντας αὐτὸν εἶναι καλούς·
εἰ δὲ οὐ πάντες οἱ πλου τοῦντες ἐνάρετοι, ἀλλ' οἱ καλῶς τῷ πλούτῳ κεχρη μένοι,
εὔδηλον ὅτι οὐχ ἁπλῶς αὐτὸ καθ' ἑαυτὸ ὁ πλοῦ τος καλὸν, ἀλλ' ὕλη τίς ἐστιν ἀρετῆς

ἐν τῷ μέσῳ κειμένῃ. Σκόπει δέ. Εἰσὶν ἐν τῷ σώματι ποιότητες, ἃς οἱ ἔχοντες  ἀπ' αὐτῶν  καλοῦνται.  Οἷόν τι  λέγω·  τὸ λευκὸν  οὐκ ἔστιν οὐσία, ἀλλὰ  ποιότης,  καὶ συμβεβη κὸς ἐπιγινόμενον  τῇ οὐσίᾳ· ἂν οὖν τινι  προσγένηται τοῦτο, λευκὸν  τὸν τοιοῦτον καλοῦμεν. Ἔστιν ἀῤῥωστία πάλιν καὶ αὐτὴ ποιότης τις οὖσα καὶ συμβεβηκός· κἄν τινι προσγένηται, ἄῤῥωστον τὸν τοιοῦτον κα λοῦμεν. Εἰ τοίνυν καὶ ὁ πλοῦτος ἦν ἀρετὴ, ἔδει τὸν ἔχοντα τὸν πλοῦτον ἐνάρετον εἶναι καὶ λέγεσθαι· εἰ δὲ οὐ πάντως  ὁ πλούσιος ἐνάρετος, οὐκ ἀρετὴ, οὐδὲ καλὸν ὁ πλοῦτος  ἁπλῶς, ἀλλὰ παρὰ τὴν γνώμην τοῦ χρωμένου τοῦτο γίνεται. Πάλιν ἡ πενία εἰ κακὸν ἦν, ἔδει τοὺς ἐν πενίᾳ ἅπαντας εἶναι κακούς· εἰ δὲ πολ λοὶ τῶν  ἐν πενίᾳ ὄντων  τῶν  οὐρανῶν ἐπελάβοντο οὐκ ἄρα ἡ πενία κακόν.

δʹ. Τί οὖν, ὅτι πολλοὶ βλασφημοῦσι διὰ τὴν πενίαν; φησίν. Οὐ διὰ τὴν πενίαν, ἀλλὰ διὰ τὴν οἰκείαν ἀφρο σύνην τε καὶ μικροψυχίαν  τοῦτο ποιοῦσι. Καὶ τούτων ἀπόδειξις ὁ μακάριος Ἰὼβ, ὃς ἐν ἐσχάτῃ πενίᾳ ὢν, καὶ πρὸς αὐτὸ τῆς πενίας κατενεχθεὶς τὸ βάραθρον, οὐ μόνον οὐκ ἐβλασφήμησεν, ἀλλ' εὐλογῶν τὸν Θεὸν διε τέλει, λέγων· Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφεί λετο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο·  εἴη  τὸ ὄνομα  Κυρίου εὐλογημένον  εἰς  τοὺς  αἰῶνας.  Ἀλλὰ καὶ  διὰ  τὸν πλοῦτον  πολλοὶ, φησὶν, ἁρπάζουσι καὶ πλεονεκτοῦσιν.  Ἀλλ' οὐ διὰ τὸν πλοῦτον, ἀλλὰ διὰ τὴν οἰκείαν ἀφροσύνην· καὶ τούτου μάρτυς πάλιν ὁ αὐτὸς ἄνθρωπος οὗτος, ὃς ἐν τοσούτῳ πλούτῳ οὐ μόνον οὐχ ἥρπασε τὰ ἑτέρων, ἀλλὰ καὶ τὰ οἰκεῖα [ἐδίδου], καὶ λιμένα τοῖς ξένοις κατεσκεύαζεν, οὕτω λέγων· Ἡ οἰκία μου παντὶ ξένῳ ἐλθόντι ἠνέῳκτο.
Καὶ ὁ Ἀβραὰμ πλοῦτον  τοσοῦτον ἔχων,  τοῖς παριοῦσι πάντα ἐδαπάνα· καὶ οὔτε τοῦτον, οὔτε ἐκεῖνον πλεονέκτην ὁ πλοῦτος ἐποίησεν, ὥσπερ οὐδὲ βλάσφημον οὔτε ἐκεῖνον, οὔτε τὸν Λάζαρον ἡ πενία· ἀλλ' οὕτω διέλαμψαν ἑκάτεροι, μηδὲ τῆς ἀναγκαίας εὐποροῦντες τροφῆς, ὡς τὸν μὲν παρὰ τοῦ Θεοῦ δέ ξασθαι τὴν μαρτυρίαν, τοῦ τὰ ἀπόῤῥητα σαφῶς εἰδό τος· τὸν δὲ ὑπὸ τῶν ἀγγέλων  προηγουμένων  οὕτως ἐντεῦθεν  ἀπενεχθῆναι,  καὶ ὁμόσκηνον τῷ  πατριάρχῃ  γενέσθαι, καὶ τῶν  ἀγαθῶν ἀπολαύειν, ὧν ἐκεῖνος. Ἄρα τῶν μέσων ταῦτά ἐστι, πενία καὶ πλοῦτος, ὑγίεια καὶ νόσος, καὶ ζωὴ καὶ θάνατος, δόξα καὶ τιμὴ, δουλεία καὶ ἐλευθερία, καὶ ὅσα τοιαῦτα· οὐ γὰρ δεῖ πάντα ἐπιέναι, ὥστε μὴ μηκύνειν τὸν λόγον, ἀλλὰ ἐν τούτοις παρέχοντα ὑμῖν ἀφορμὰς, ἐπὶ τὰ κατεπεί γοντα βαδίζειν. ∆ίδου γὰρ, φησὶ, σοφῷ ἀφορμὴν, καὶ σοφώτερος ἔσται.
Ἄρα τῶν μέσων ταῦτά ἐστι πάντα, ὡς τούτοις καὶ εἰς καλὸν, καὶ εἰς κακὸν, οἱ χρώμενοι  δύναιντ'  ἄν. Ὅτι γὰρ τῶν  μέσων ἐστὶ ταῦτα, ὧν  ὁ πλοῦτος, ἔδειξεν ὁ
Ἀβραὰμ, εἰς  δέον    56.148 αὐτῷ  χρησάμενος. Ἔδειξε δὲ  καὶ  ἐπὶ  τοῦ  Λαζάρου ὁ
πλούσιος, ἐπὶ ἀπωλείᾳ  τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς  τὰ ὄντα δαπανήσας. Οὔτε οὖν καλὸν ἁπλῶς ὁ πλοῦτος, οὔτε κακόν. Εἰ καλὸν ἦν ἁπλῶς, ἀλλ' οὐχὶ μέσον, οὐκ ἂν ὁ ἐπὶ τοῦ Λαζάρου πλούσιος  τοιαῦτα   ἐκολάζετο·  εἰ  κακὸν  ἦν,  οὐκ  ἂν  Ἀβραὰμ  οὕτως εὐδοκίμησε πλού σιος ὤν. Τοιοῦτόν τι καὶ ἡ νόσος ἐστίν. Εἰ γὰρ κακὸν ἦν ἡ νόσος, ἔδει καὶ τοῦτον κακὸν εἶναι τὸν ἔχοντα. Ἄρα καὶ Τιμόθεος ἔμελλεν εἶναι κατὰ τοῦτο κακὸς, ἐσχάτῃ νόσῳ παλαίων. Οἴνῳ γὰρ ὀλίγῳ χρῶ, φησὶ, διὰ τὸν στόμαχόν σου, καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθε νείας. Εἰ δὲ οὐ μόνον κακὸς οὐκ ἦν ἐντεῦθεν, ἀλλὰ καὶ πολλοῦ μισθοῦ προσθήκην ἐλάμβανε,  γενναίως  τὴν  ἀῤῥωστίαν  ἐνέγκας,  εὔδηλον  ὅτι  οὐ κακὸν ἡ νόσος. Καὶ ἕτερος δὲ προφήτης τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσῶν διετέ λει· ἀλλ' οὐ κατὰ τοῦτο κακὸς, ἀλλὰ καὶ προεφήτευε, καὶ τὰ μέλλοντα  προεώρα, καὶ οὐδὲν ἡ νόσος εἰς τὴν ἀρετὴν ἐγένετο κώλυμα. Ἀλλ' οὐδὲ ἡ ὑγίεια ἁπλῶς καλὸν, ἂν μή τις εἰς δέον κεχρημένος αὐτῇ εἴη, ἀλλ'  εἰς ἐργασίαν πονηρὰν, ἢ εἰς ἀργίαν ἀνόητον· οὐδὲ γὰρ τοῦτο ἀνεύθυνον.  ∆ιὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγεν· Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι,

μηδὲ ἐσθιέτω. Ἀλλὰ ταῦτα τῶν μέσων ἐστὶ, παρὰ τοὺς χρωμένους ποτὲ μὲν τοῦτο,
ποτὲ δὲ ἐκεῖνο γινόμενα.
Καὶ τί  δεῖ λέγειν  ὑγίειαν,  καὶ νόσον, καὶ πλοῦτον,  καὶ πενίαν;  Αὐτὸ γὰρ τοῦτο,  ὃ  δοκεῖ  τοῖς  πολλοῖς  εἶναι  τῶν  ἀγαθῶν  κε  φάλαιον,  καὶ  τῶν  κακῶν  ὁ κολοφὼν, ὁ θάνατος, λέγω, καὶ ἡ ζωὴ, οὐδὲ ταῦτα ἁπλῶς ἔσται, ἀλλὰ καὶ ταῦτα τῶν μέσων, παρὰ τὴν γνώμην τῶν χρωμένων ἑκάτερα ταῦτα γινόμενα. Οἷόν τι λέγω· τὸ ζῇν  καλὸν,  ὅταν  εἰς  δέον  χρώμενος  αὐτῷ  τις  εἴη· ὅταν  δὲ εἰς  ἁμαρτήματα  καὶ παρανομίας, οὐκέτι ἂν εἴη καλὸν, ἀλλὰ βέλτιον τὸν τοιοῦτον τελευτῆσαι. Πάλιν ὃ πολλοῖς φευκτὸν εἶναι δοκεῖ, μυρίων ἀγαθῶν γένοιτ' ἂν αἴτιον, ὅταν αἰτίαν ἔχῃ τὴν προσήκουσαν. Καὶ δηλοῦσιν οἱ μάρτυρες, οἳ πάντων εἰσὶ διὰ τὴν τελευτὴν μακαριώ τεροι. ∆ιὰ δὴ τοῦτο ὁ Παῦλος οὐχ ἁπλῶς ἐπεθύμει ζῇν ἐν Χριστῷ, ἀλλ' ἐπειδὴ τοῦτο αὐτῷ καρπὸς ἔργου.
Καὶ τί αἱρήσομαι γὰρ, φησὶν, οὐ γνωρίζω· συν έχομαι δὲ ἐκ τῶν  δύο, τὴν ἐπιθυμίαν ἔχων τοῦ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι· πολλῷ γὰρ μᾶλ λον κρεῖσσον·
τὸ δὲ ἐπιμεῖναι τῇ σαρκὶ ἀναγκαι ότερον δι' ὑμᾶς. ∆ιὰ δὴ τοῦτο καὶ ὁ Προφήτης, Τί μιος ἐναντίον  Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων αὐ τοῦ· οὐχ ἁπλῶς ὁ θάνατος, ἀλλ' ὁ
τοιόσδε θάνατος. Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ, Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός. Ὁρᾷς καὶ τοῦτο τῶν μέσων, οὐχ ἁπλῶς καλὸν, οὐδὲ ἁπλῶς κακὸν, ἀλλ' ἀπὸ τῆς γνώμης τῶν ὑποδεχομέ νων αὐτό; ∆ιὰ δὴ τοῦτο καὶ ὁ σοφώτατος Σολομὼν, τὸ μέσον τούτων τὸ
χρήσιμον καταλέγων, καὶ φιλο σοφῶν ὑπὲρ αὐτῶν, καὶ δεικνὺς ὅτι οὐχ ἁπλῶς τοῦτο καλὸν,  κἀκεῖνο  κακὸν,  ἀλλὰ  μετὰ  καιροῦ τοῦ  προσ ήκοντος  γίνεται  καλὰ, κἂν φορτικὰ εἶναι δοκῇ, ὅταν τὸν καιρὸν μὴ ἔχῃ τὸν προσήκοντα, Καιρὸς τοῦ κλαῦσαι,
καὶ καιρὸς τοῦ γελάσαι, ἔλεγε, καιρὸς τοῦ ζῆσαι, καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν. Οὐδὲ γὰρ παντα χοῦ τὸ χαίρειν καλὸν, ἀλλ' ἔστιν ὅπου καὶ βλαβερόν·  56.149 οὖτε πανταχοῦ τὸ ἀλγεῖν καλὸν, ἀλλ' ἔστιν ὅπου καὶ θανάσιμον καὶ ὀλέθριον. Καὶ τοῦτο αὐτὸ πάλιν
δει  κνὺς   ὁ  Παῦλος  ἔλεγεν·   Ἡ  κατὰ   Θεὸν  λύπη   μετά  νοιαν   εἰς   σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται.

εʹ. Ὁρᾷς καὶ τοῦτο τῶν μέσων ὄν; Οὐκοῦν καὶ τὸ ἐναντίον αὐτοῦ τῶν μέσων, τὸ χαίρειν λέγω. ∆ιόπερ οὐχ ἁπλῶς χαίρειν ἐκέλευσεν, ἀλλὰ χαίρειν ἐν Κυρίῳ. Ἀλλ' ὁ μὲν τῶν μέσων λόγος ἱκανῶς ἡμῖν διευκρίνη ται, εἴγε ἀκροατὰς ἔχει προσέχοντας· ἰτέον δὲ λοιπὸν ἐπὶ τὰ μὴ μέσα, ἀλλὰ ἐπὶ τὰ καλὰ, ἃ οὐκ ἂν γένοιτο κακὰ, καὶ ἐπὶ τὰ κακὰ, ἃ οὐκ ἂν γένοιτο καλά.
Ταῦτα μὲν γὰρ τὰ εἰρημένα ποτὲ μὲν τοῦτο, ποτὲ δὲ ἐκεῖνο γίνεται· οἷον ὁ πλοῦτος ποτὲ μὲν κακὸν, ὅταν εἰς πλεονεξίαν  δαπανᾶται, ποτὲ δὲ καλὸν, ὅταν εἰς
ἐλεη μοσύνην ἀναλίσκηται· καὶ τὰ ἄλλα τοιαῦτα κατὰ τὸν κανόνα τοῦτον. Ἔστι δέ
τινα, ἃ οὐκ ἄν ποτε γένοιτο κακά· τὰ δὲ, ἐναντία τούτοις, ἀεὶ κακὰ, καὶ οὐκ ἄν ποτε γένοιτο καλά· οἷον ἀσέβεια, βλασφημία, ἀσέλ γεια, ὠμότης, ἀπανθρωπία, γαστριμαργία, καὶ ὅσα τοιαῦτα. Οὐ λέγω ὅτι ἄνθρωπος κακὸς οὐκ ἄν ποτε γένοιτο καλὸς, οὔτε καλὸς οὐκ ἄν ποτε γένοιτο κακός· ἀλλ' ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα οὐκ ἄν ποτε γένοιτο. Ταῦτα μὲν γὰρ εἴη ἐπὶ τῆς οἰκείας τάξεως, τά τε καλὰ, καὶ τὰ κακά· ὁ δὲ ἄνθρωπος, ὅταν μὲν ἐκεῖνα ἕλη ται, καλὸς, ὅταν δὲ ἐναντία, κακός. Οὐκοῦν τρεῖς αὗται μοῖραι· τὰ μὲν γὰρ καλὰ οὐκ ἂν γένοιτο κακὰ, οἷον σωφροσύνη, ἐλεημοσύνη, καὶ ὅσα τοιαῦτα· τὰ δὲ κακὰ οὐκ ἄν ποτε γένοιτο καλὰ, οἷον ἀσέλγεια, ἀπαν θρωπία, ὠμότης· τὰ δὲ ποτὲ μὲν τοῦτο, ποτὲ δὲ ἐκεῖνο  γινόμενα,  παρὰ τὴν  γνώμην  τῶν χρωμένων.
Ὁ   πλοῦτος   ποτὲ   μὲν   γὰρ   εἰς   πλεονεξίαν   ὑπηρετεῖται.   ποτὲ   δὲ   εἰς ἐλεημοσύνην·   ἀλλὰ   παρὰ  τὴν   γνώμην   τοῦ   χρωμένου.   Πενία  ποτὲ   μὲν   εἰς
βλασφημίαν, ποτὲ δὲ εἰς εὐφημίαν  καὶ φιλοσοφίαν  ὑπηρετεῖται. Ἐπεὶ οὖν πολλοὶ

τῶν ἀλογωτέρων (ἐπὶ γὰρ τὴν λύσιν ἰτέον λοι πὸν) οὐ τὰ κακὰ μόνον, ἃ οὐκ ἄν ποτε γένοιτο καλὰ, ἀλλὰ καὶ τῶν μέσων ἔνια κακὰ καλοῦσιν, οἷον πενίαν, αἰχμαλωσίαν, δουλείαν, ἅπερ ἐδείξαμεν οὐ τῶν κα κῶν, ἀλλὰ τῶν μέσων ὄντα· πολλοὶ δὲ, ὅπερ ἔφθην εἰπὼν, ταῦτα κακὰ καλοῦσιν, οὐκ ὄντα κακά· περὶ ὧν ὁ προφήτης φησὶ, τῶν κατὰ  τὴν   τῶν   πολλῶν   ὑπόνοιαν   καλουμένων,   οὐ  τῶν   ὄντως   κακῶν·   περὶ αἰχμαλωσίας, περὶ δουλείας, περὶ λιμοῦ, καὶ ὅσα τοιαῦτα. Ὅτι γὰρ ταῦτα οὐ κακὰ, ἀλλὰ  καὶ κακῶν  ἀναιρετικὰ,  τὸν  λιμὸν  πρότερον εἰς μέσον ἀγάγωμεν,  τὸν  πᾶσι φρικτὸν  καὶ φοβερὸν εἶναι δοκοῦντα. Πῶς οὖν οὐ κακὸν, μάνθανε,  καὶ παιδεύου φιλοσοφεῖν. Ἡνίκα τῶν Ἑβραίων ὁ δῆμος εἰς ἔσχατον ἐξώκειλε παρανομίας, τότε δὴ ὁ μέγας Ἠλίας, καὶ τῶν οὐρα νῶν ἄξιος, ὁ βουλόμενος τὴν ἐκ τῆς ῥᾳθυμίας νόσον ἀνελεῖν,  καὶ διορθῶσαι ταύτην,  ἐπήγαγε  λέγων·  Ζῇ Κύριος, ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ, εἰ ἔσται ὑετὸς, εἰ μὴ διὰ στόματός μου· καὶ ὁ μηλωτὴν  μό νην κεκτημένος, τὸν οὐρανὸν ἀπέκλεισε· τοσαύτη παῤῥησία αὐτῷ πρὸς τὸν Θεόν. Ὁρᾷς ὅτι οὐ κακὸν ἡ πενία; Οὐκ ἂν ὁ πάντων ἀνθρώπων πενέστερος τοσαύτης ἀπέλαυσε παῤῥησίας, ὡς χαμαὶ βαδίζων, ἑνὶ μόνῳ λόγῳ τοσαύτην ἰσχὺν ἐπιδείξασθαι.
Εἰπὼν  56.150 τοίνυν  τοῦτο, ἐπήγαγε λιμὸν, καθάπερ παιδαγωγὸν  ἄριστον,
καὶ διορθωτὴν τῶν γινομένων  κακῶν· καὶ καθάπερ πυρετοῦ λάβρου εἰς σῶμα ἐμπεσόντος, καὶ αὐταὶ τῆς γῆς αἱ φλέβες ἀνεξηράνθησαν, καὶ χείμαῤ ῥοι ἐπέλιπον, καὶ βοτάναι, καὶ τῆς γῆς αἱ λαγόνες ἄγονοι λοιπὸν ἦσαν. Καὶ οὐ μικρὰ τότε ὁ δῆμος ἐκαρ πώσατο, τῆς ῥύμης τῆς ἐπὶ τὴν παρανομίαν ἀπαλλα γεὶς, καὶ συσταλεὶς, καὶ γενόμενος  ἐπιεικέστερος,  καὶ  τῷ  προφήτῃ  χειροήθης.  Οἱ γὰρ  πρὸς  τὰ  εἴδωλα τρέχοντες, καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν κατασφάττοντες τοῖς δαιμονίοις, οὗτοι τοσούτων ἱερέων τῆς Βάαλ ἀναιρου μένων, οὐκ ἐδυσχέραναν, οὐκ ἠγανάκτησαν, ἀλλ' ἤνεγκαν σιγῇ καὶ φόβῳ τὸ γινόμενον, ἀπὸ τοῦ λιμοῦ βελτίους γενόμενοι.

ςʹ. Ὁρᾷς ὡς οὐ μόνον [οὐ] κακὸν ὁ λιμὸς, ἀλλὰ καὶ κακῶν ἀναιρετικὸς, ἐν τάξει φαρμάκου τὰ νοσήματα διορθωσάμενος; Εἰ καὶ τὴν αἰχμαλωσίαν αὐτὴν βού λει ἰδεῖν   οὐ  τῶν   κακῶν   οὖσαν,  ἐννόησον  τίνες   μὲν  ἦσαν  οἱ  Ἰουδαῖοι  πρὸ  τῆς αἰχμαλωσίας, τίνες  δὲ ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ, ἵνα μάθῃς ὅτι οὔτε ἡ ἐλευθερία ἁπλῶς καλὸν, οὔτε ἡ αἰχμαλωσία κακόν. Ὅταν μὲν γὰρ ἦσαν ἐν ἐλευθερίᾳ, καὶ τὴν πατρίδα εἶχον τὴν ἑαυτῶν, τοιαῦτα ἔπραττον, ὡς καθ' ἑκάστην ἡμέραν τοὺς προφήτας αὐτῶν καταβοᾷν, τῶν νόμων πατουμέ νων, καὶ τῶν εἰδώλων προσκυνουμένων, καὶ τῶν ἐν τολῶν τοῦ Θεοῦ παραβαθεισῶν· ἐπειδὴ δὲ ἀπηνέ χθησαν εἰς γῆν ἀλλοτρίαν, καὶ ἐν τῇ τῶν βαρβάρων χώρᾳ διέτριβον, οὕτω συνεστάλησαν, καὶ βελτίους ἐγένοντο, καὶ τοῦ νόμου φύλακες, ὥς ἔστιν ἐκ τοῦ ψαλμοῦ τοῦτο μαθεῖν, ὃν ἀναγκαῖον εἰς μέσον ἀγαγεῖν σήμερον, ἵνα μάθητε τῆς αἰχμαλωσίας τὸν καρπόν.
Τίς δέ ἐστιν ὁ ψαλμός; Ἐπὶ τῶν ποταμῶν  Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν, καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών. Ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν.  Ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν  ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους  ᾠδῶν,  λέγοντες·  Ἄσατε ἡμῖν  ἐκ τῶν  ᾠδῶν  Σιών. Πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλ λοτρίας; Εἶδες πῶς αὐτοὺς συνέστειλεν ἡ αἰχμαλω σία; Πρὸ μὲν γὰρ ταύτης καὶ τῶν  προφητῶν  ἐν ηχούντων  μὴ παραβαίνειν  τὸν νόμον, οὐκ ἠνέσχοντο· μετὰ δὲ ταύτην, καὶ τῶν βαρβάρων ἐπικειμένων, καὶ τῶν κυριευόντων καταναγκαζόντων  καὶ κατεπειγόν  των  παραβαίνειν,  οὐχ ὑπήκουον, ἀλλ' ἔλεγον· Οὐκ ᾄσομεν  τὴν  ᾠδὴν  Κυρίου ἐπὶ  γῆς  ἀλλοτρίας,  ἐπειδὴ  ὁ  νόμος  τοῦτο  οὐκ ἐπέτρεπεν. Ὅρα δὲ καὶ τοὺς παῖ δας τοὺς τρεῖς οὐ μόνον οὐδὲν βλαπτομένους ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας, ἀλλὰ καὶ λαμπροτέρους ἀπ' αὐτῆς γε νομένους· καὶ τὸν ∆ανιὴλ ὁμοίως.  Τί δὲ ὁ Ἰωσήφ; τί  κακὸν  ἔπαθε, καὶ ξένος, καὶ δοῦλος,  καὶ δέσμιος γε νόμενος; οὐχὶ διὰ τοῦτο μόνον εὐδοκίμει καὶ ἔλαμπε; Τί δὲ ἡ βάρβαρος ἐκείνη γυνὴ,

καὶ ἐν πλούτῳ καὶ ὑπερηφανίᾳ  καὶ ἐν ἐλευθερίᾳ διατρίβουσα, ἐντεῦθεν  ἀπώνατο;
οὐχὶ πάντων ἦν ἀθλιωτέρα, ἐπειδὴ τούτοις εἰς δέον χρήσασθαι οὐκ ἠθέλησεν;
Οὐκοῦν ταῦτα μὲν ἡμῖν ἀποδέδεικται σαφῶς, τίνα μὲν κακὰ, τίνα δὲ καλὰ, τίνα δὲ μέσα· καὶ ὅτι περὶ τῶν μέσων ὁ προφή της φησὶν, οὐ τῶν ὄντως κακῶν, ἀλλὰ τῶν δοκούντων  56.151 εἶναι τοῖς πολλοῖς, αἰχμαλωσίας, δουλείας, ἀπαγωγῆς. Τίνος δὲ ἕνεκεν  ταῦτα εἴρηται, ἀναγκαῖον  εἰπεῖν  Φιλάνθρωπος ὢν  ὁ Θεὸς, καὶ περὶ τὸ ἐλεεῖν  ὀξὺς, πρὸς  δὲ  τὸ  τιμωρεῖσθαι  καὶ  κολάζειν  ἀναδυόμενος,  ὥστε  μὴ  τοὺς Ἰουδαίους   παραδοῦναι   τιμωρίαις,   προφήτας   ἔπεμψε,  φοβῶν   αὐτοὺς  διὰ  τῶν ῥημάτων, ὥστε μὴ κολάσαι διὰ τῶν πραγμάτων, ὅπερ καὶ ἐπὶ τῶν Νινευιτῶν ἐποίει. Καὶ γὰρ ἐκεῖ τότε τὴν πόλιν καταστρέψαι ἠπείλησεν, οὐχ ἵνα καταστρέψῃ, ἀλλ' ἵνα μὴ καταστρέψῃ· ὅπερ οὖν καὶ ἐγένετο. Τοῦτο δὴ καὶ τότε ἔπραττε, καὶ προφήτας ἔπεμπεν, ἀπειλῶν βαρβάρων ἔφοδον, πολέμους, αἰχμαλωσίας, δουλείας, ἀπαγωγὴν, τὴν ἐν ἀλλοτρίᾳ διατριβήν. Καὶ καθάπερ πατὴρ φιλόστοργος παῖδα ἀκόλαστον ἔχων καὶ ῥᾴθυ μον, σωφρονίσαι θέλων, ἱμάντας ἐπιζητεῖ, σχοίνους ἀπειλεῖ, λέγων· ∆ήσω, μαστίξω, ἀναιρήσω, καὶ γί νεται ἐν τοῖς ῥήμασι φοβερὸς, ὥστε ταύτῃ τὴν κακίαν ἀναστεῖλαι  τοῦ  νέου· οὕτω  δὴ καὶ  ὁ Θεὸς ἠπείλει  συν εχῶς,  τῷ  φόβῳ  ποιῆσαι βελτίους βουλόμενος.
Ταῦτα  ὁρῶν  ὁ  διάβολος,  καὶ  βουλόμενος  ἐκλῦσαι  τὴν  ἐκ  τῆς  τοιαύτης ἀπειλῆς   διόρθωσιν   γινομένην,   καθῆκε  ψευ  δοπροφήτας,   καὶ  τῶν   προφητῶν
ἀπειλούντων  αἰχμα λωσίαν, καὶ δουλείαν, καὶ λιμοὺς, ἐκεῖνοι τὰ ἐναντία  ἔλεγον, εἰρήνην, εὐετηρίαν, καὶ μυρίων ἀγαθῶν ἀπό λαυσιν. ∆ιὸ καὶ ὀνειδίζοντες αὐτοῖς οἱ προφῆται ἔλε γον· Εἰρήνη, εἰρήνη· καὶ ποῦ ἔστιν εἰρήνη; Καὶ ὅσοι τῶν φιλολόγων,
τοῦτο  ἴσασιν, ὡς  ἅπαντα  κρα τεῖν,  ἃ τοῖς  προφήταις  πρὸς τοὺς ψευδοπροφήτας ἐγένοντο, ἐκλύοντας τοῦ λαοῦ τὴν σπουδήν. Ἐπεὶ οὖν οὕτως ἐκλύοντες διέφθειραν τὸν λαὸν, φησὶν ὁ Θεὸς διὰ τῶν προφητῶν· Ἐγὼ ὁ Θεὸς ποιῶν εἰρήνην, καὶ κτίζων
κακά. Καὶ ποῖα κακά; Ταῦτα τὰ εἰρημένα, αἰχμαλωσίαν, δουλείαν, καὶ ὅσα τοιαῦτα· οὐ πορνείαν, καὶ ἀσέλγειαν, καὶ πλεονεξίαν,  οὐδὲ ἄλλο τῶν τοιού των οὐδέν. ∆ιὰ τοῦτο καὶ ὁ ἕτερος προφήτης εἰπὼν, Εἰ ἔστι κακία ἐν πόλει, ἣν Κύριος οὐκ ἐποίησε,
ταύτην λέγει τὴν κακίαν, τοὺς λιμοὺς, τὰς νόσους, τὰς θεηλάτους πληγάς. Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς, ὅταν λέγῃ, Ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς, τοὺς ἱδρῶτας, τὸν μόχθον, τὴν ταλαιπωρίαν φησί.

ζʹ. Τοῦτο οὖν φησιν ὁ προφήτης· Μὴ ὑμᾶς ἐκλυέτω σαν οἱ ψευδοπροφῆται· ὁ γὰρ Θεὸς ὑμῖν εἰρήνην δοῦ ναι δύναται, καὶ αἰχμαλωσίᾳ παραδοῦναι· τουτ έστιν, Ὁ ποιῶν εἰρήνην, καὶ κτίζων κακά. Καὶ ἵνα μάθῃς ὅτι τοῦτό ἐστιν ἀληθὲς, αὐτὰς τὰς λέξεις βασανίσωμεν μετὰ ἀκριβείας. Εἰπὼν γὰρ ἄνω, Ἐγώ εἰμι ὁ ποιήσας φῶς καὶ σκότος, τότε ἐπήγαγε, Ποιῶν εἰρήνην, καὶ κτίζων κακά. ∆ύο ἐναντία  ἄνω τέθεικε, καὶ δύο ἐναντία μετὰ ταῦτα, ἵνα μάθῃς ὅτι οὐ περὶ πορνείας λέγει, ἀλλὰ περὶ συμφορῶν. Τί γὰρ ἀντιδιαστέλλεται τῇ εἰρήνῃ; Εὔδηλον ὅτι αἰχμαλωσία, οὐκ ἀσέλγεια, οὐδὲ πορνεία, οὐδὲ πλεονεξία. Ὥσπερ οὖν ἀνωτέρω ἐναντία δύο τέθεικεν, οὕτω δὴ καὶ ἐν 56.152 ταῦθα· ἐναντίον δὲ τῇ εἰρήνῃ οὐ πορνεία, οὐδὲ μοι χεία, οὐδὲ ἀσέλγεια, οὐδὲ αἱ λοιπαὶ κακίαι, ἀλλ' αἰχμαλωσία καὶ δουλεία. Ἀλλ' ὅπερ ἐπὶ τῶν στοι χείων  πάσχουσι, τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων. Οἷόν τι λέγω· ὥσπερ ἐποίησε φῶς καὶ σκότος, καὶ πολλοῖς τὸ μὲν φῶς ἡδὺ δοκεῖ εἶναι, τὸ δὲ σκότος ἐπαχθὲς, καὶ διαβάλλουσι τὴν νύκτα ὡς πονηράν τινα οὖσαν· οὕτω δὲ καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων. Ἀλλ' οὔτε τὴν νύκτα διαβλητέον, οὐδὲ τὸ σκότος, οὐδὲ ἁπλῶς τὴν δουλείαν, καὶ τὴν αἰχμαλωσίαν.
Τί γὰρ, εἰπέ μοι, φαῦλον ἔχει τὸ σκότος; οὐχὶ πόνων ἐστὶν ἀνάπαυσις; οὐχὶ φροντίδων ἄνεσις; οὐχὶ λύπης ἀναί ρεσις; οὐχὶ ἰσχύος προσθήκη; Εἰ δὲ μὴ σκότος ἦν

καὶ νὺξ, πότε ἂν ἀπελαύσαμεν τοῦ φωτός; οὐκ ἂν διεφθάρη καὶ ἀπώλετο τοῦτο τὸ ζῶον ὁ ἄνθρωπος; Ὥσπερ δὲ τὸ σκότος δοκεῖ μὲν τοῖς ἀνοήτοις εἶναι κακὸν, οὐκ ἔστι δὲ, ἀλλὰ  πρὸς τὴν  ἡμέραν ἡμῖν  συν τελεῖ,  καὶ πρὸς τὰς ἐργασίας ἐν  αὐτῇ τοὺς ἀναπαυ σαμένους ἐπιτηδειοτέρους  κατασκευάζει· οὕτω οὐδὲ αἰχμαλωσία φαῦλον· περὶ ἧς ὁ προφήτης  διελέγετο  λέγων,  Ὁ ποιῶν  εἰρήνην,  καὶ κτίζων  κακά· ἀλλὰ χρησιμώτερον τοῖς εἰς δέον χρωμένοις· σωφρονεστέ ρους δὲ καὶ ἐπιεικεστέρους ποιεῖ περικόπτουσα ἀπό νοιαν. Ἀδούλωτον γὰρ ἡ ἀρετή, καὶ οὐδὲν αὐτῆς περι γενέσθαι δύναιτ' ἂν, οὐ δουλεία, οὐκ αἰχμαλωσία, οὐ πενία, οὐ νόσος, οὐκ αὐτὸ, ὃ πάντων τυραννικώτε ρον, ὁ θάνατος. Καὶ δηλοῦσιν ἅπαντες οἱ ταῦτα ὑπο μείναντες ἅπαντα, καὶ δι' αὐτῶν μειζόνως λάμψαν τες. Τί γὰρ τὸν Ἰωσὴφ ἔβλαψεν ἡ δουλεία· (οὐδὲν γὰρ κωλύει πάλιν  τὸν αὐτὸν ἄνδρα εἰς μέσον ἀγα γεῖν·) τί γὰρ τὰ δεσμά; τί δὲ αἱ ἁλύσεις; τί δὲ ἡ συκοφαντία; τί δὲ ἡ ἐπιβουλή; τί δὲ ἡ ἐπὶ τῆς ἀλλο τρίας διατριβή; Τί τὸν Ἰὼβ ἡ τῶν  βουκολίων  καὶ τῶν  ποιμνίων  ἀναίρεσις, ὁ βίαιος καὶ ἄωρος τῶν παίδων  θάνατος,  ἡ  πληγὴ  τοῦ  σώματος, αἱ  πηγαὶ  τῶν  σκω λήκων,  ἡ  ὀδύνη  ἡ ἀκαρτέρητος, ἡ ἐπὶ τῆς κοπρίας καθέδρα, ἡ ἐπιβουλὴ τῆς γυναικὸς, τὰ ὀνείδη τῶν φίλων,  αἱ λοιδορίαι τῶν οἰκετῶν; Τί δὲ τὸν Λάζαρον τὸ ἐν τῷ πυλῶνι κεῖσθαι, καὶ ταῖς γλώσσαις τῶν κυ νῶν περιλείχεσθαι, καὶ ὁ λιμὸς ὁ διηνεκὴς, καὶ ἡ ὑπεροψία τοῦ πλουσίου, καὶ τὰ τραύματα, καὶ ἡ νόσος ἡ ἀφόρητος, καὶ ἡ ἐρημία τῶν προϊσταμένων,  καὶ ἡ ὑπεροψία  τῶν  βοηθούντων;  Τί δὲ τὸν  Παῦλον αἱ νιφάδες ἐκείνων  τῶν  δεσμωτηρίων,  τῶν  ἀπαγωγῶν,  τῶν  θανάτων,  τῶν  καταποντισμῶν, τῶν λοιπῶν πει ρασμῶν, ἃς οὐδὲ λόγῳ ἐξαριθμῆσαι ἔνι; Ταῦτα ἅπαντα ἀναλογισάμενοι,   κακίαν  φεύγωμεν,   ἀρετὴν  διώκωμεν·   καὶ  εὐχώμεθα   μὲν  μὴ εἰσελθεῖν εἰς πει ρασμόν· εἰ δέ ποτε ἐμπέσωμεν, μὴ ἀλύωμεν, μηδὲ δυσχεραίνωμεν· καὶ  γὰρ  ὅπλα  ἐστὶ ταῦτα  ἀρετῆς  τοῖς  εἰς  δέον  χρωμένοις,  καὶ  δυνησόμεθα  διὰ πάντων εὐδοκιμεῖν ἐὰν νήφωμεν, καὶ τῶν αἰωνίων  ἀγαθῶν ἀπολαῦσαι· ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα

$
0
0

π. Λεβ Ζιλέ

Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος, τοις αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ· ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και παραδοθήσεται ο Υιός του ανθρώπου, καθώς γέγραπται περί αυτού. Δεύτε ουν και ημείς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι’ αυτόν ταις του βίου ηδοναίς, ίνα και συζήσωμεν αυτώ, και ακούσωμεν βοώντος αυτού, ουκέτι εις την επίγειον Ιερουσαλήμ δια το παθείν, αλλά αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών και Θεόν μου και Θεόν υμών, και συνανυψώ υμάς εις την άνω Ιερουσαλήμ, εν τη Βασιλεία των ουρανών.

Ο Ιησούς παίρνει παράμερα τους δώδεκα και τους λέει: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται» (Ματθ. 20, 18).

Το Ευαγγέλιο υποδηλώνει ότι τα λόγια αυτά ελέχθησαν ιδιαιτέρως. Ο Ιησούς εμπιστεύθηκε το μυστικό του ταξιδιού στους Αποστόλους κι όχι σε όλους τους μαθητές. Το εμπιστεύθηκε καθώς προχωρούσαν στον ανηφορικό δρόμο.


Ασφαλώς ο Ιησούς περιμένει από κάθε χριστιανό να συμφιλιωθεί με το αποφασιστικό γεγονός πού έλαβε χώρα στην Ιερουσαλήμ. Αλλα ο Ιησούς παραμένει ο Κύριος του χρόνου και των ατομικών κλήσεων. Διαλέγει την ώρα πού προσκαλεί το μαθητή του να γίνει κοινωνός του προνομίου των Αποστόλων και ν’ ανεβή μαζί του στα Ιεροσόλυμα εν όψει του οδυνηρού τέλους. Πόσοι χριστιανοί έχουν ανοίξει τ’ αυτιά τους σ’ αυτήν την πρόσκληση; Πόσοι έχουν συλλάβει την αλήθεια πώς εκείνο που έγινε τότε στην Ιερουσαλήμ, αυτό που εξακολουθεί να γίνεται στην αιώνια, την αόρατη Ιερουσαλήμ, είναι το σπουδαιότερο που υπάρχει στον κόσμο;
Κύριε Ιησού, έχω ακούσει την πρόσκληση. Με πήρες παράμερα στο δρόμο. Θέλεις ν’ απομονωθώ από τους άλλους ανθρώπους (για να τους συναντήσω καλύτερα) και να σε συνοδεύσω στο τέρμα του ταξιδιού σου. Του ταξιδιού σου του οποίου μου αποκαλύπτεις – και θα μου αποκαλύπτεις όλο και πιο πολύ – το νόημα και τις διάφορες πλευρές.

Κύριε, από σήμερα και πέρα θέλω – με τη χάρη σου – η άνοδος στην Ιερουσαλήμ κι αυτά που θα δω και θ’ ακούσω για σένα κατά τη διάρκεια της υπέρτα της και τελευταίας εβδομάδος ν’ αποτελέσουν το κυρίαρχο ενδιαφέρον της ζωής μου. Τον τύπο όλου του υπολοίπου. Τον κύκλο τον κλειστό και ταυτόχρονα απέραντο οπού κλείνονται όλα τα’ άλλα και του οποίου συ είσαι το κέντρο.

Ιδού! Εγκαταλείπω πίσω μου κάθε τι που αναζήτησα και ακολούθησα. Κοίταξε! Πετάω σαν άχρηστο στο παρελθόν κάθε τι που δεν μπορεί να ενσωματωθεί στο μεγάλο μυστήριο του Πάσχα, όπου θέλεις να φθάσω. Ιδού ανεβαίνω μαζί σου στην Ιερουσαλήμ. Τώρα πλέον «σιγησάτω πάσα σαρξ».

Η διήγηση του τελευταίου Πάσχα και του Πάθους εισάγεται στο τέταρτο Ευαγγέλιο μ’ αυτές τις λέξεις: «ο Ιησούς αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κοσμώ εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιωάν. 13, 1). Εις τέλος. Ο Ιησούς δεν αγάπησε απλώς τους ανθρώπους μέχρι την τελευταία στιγμή της επίγειας ζωής του. Άλλα τους αγάπησε μ’ έναν τρόπο τέλειο, πλήρη, ολοκληρωτικό, οριστικό. Τους αγάπησε στο μέγιστο, στο maximum. Στο Πάθος του έδωσε όλο το πλήρωμα της αγάπης του. Εκεί ακριβώς και η αναζήτηση του Ιησού από το μαθητή του είναι ή πιο βαθειά κι η πιο καρποφόρα. Εκεί ανακαλύπτω πόσο -και έναντι ποιου τιμήματος- έχω αγαπηθεί. Στη θυσία του ο Αμνός του Θεού είναι αμνός στον ύψιστο βαθμό και φανερώνεται σαν αμνός.

Κύριε, δείξε μου τον Αμνό.

Η Ανατρεπτική Αγάπη του Θεού

$
0
0


Ομιλία Ιω. Χρυσοστόμου : « Ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος …»
Πόρνη επιθυμούσε ο Θεός; Ναι πόρνη. Εννοώ τη δική μας φύση. Ήταν τρανός και αυτή ταπεινή. Τρανός όχι στη θέση αλλά στη φύση. Πεντακάθαρος ήταν, ακατάστρευτη η ουσία του, άφθαρτη η φύση του. Αχώρητος στο νου, αόρατος, άπιαστος από τη σκέψη, υπάρχοντας παντοτεινά, μένοντας απαράλλακτος. Πάνω από τους αγγέλους, ανώτερος από τις δυνάμεις των ουρανών. Νικώντας τη λογική σκέψη, ξεπερνώντας τη δύναμη του μυαλού, αδύνατο να τον δεις, μόνο να τον πιστέψεις …

Έριχνε το βλέμμα του στη Γη και την έκανε να τρέμει … Ποτάμια έβγαζε στην έρημο … Κι αυτός ο τόσο μέγας και τρανός πεθύμησε πόρνη. Γιατί; Για να την αναπλάσει από πόρνη σε παρθένα. Για να γίνει ο νυμφίος της. Τι κάνει; Δεν της στέλνει κάποιον από τους δούλους του, δεν στέλνει άγγελο στην πόρνη, δεν στέλνει αρχάγγελο, δεν στέλνει τα χερουβείμ, δεν στέλνει τα σεραφείμ. Αλλά καταφθάνει αυτός ο ίδιος ο ερωτευμένος.

Επεθύμησε πόρνη. Και τι κάνει; Επειδή δεν μπορούσε να ανέβει εκείνη στα ψηλά, κατέβηκε στα χαμηλά. Έρχεται στην καλύβα της. Τη βλέπει μεθυσμένη. Και με ποιό τρόπο έρχεται; Όχι με ολοφάνερη τη θεότητά του, αλλά γίνεται εντελώς ίδιος μαζί της, μήπως βλέποντάς τον τρομοκρατηθεί, μήπως λαχταρήσει και του φύγει. Τη βρίσκει καταπληγωμένη, εξαγριωμένη, από δαίμονες κυριευμένη. Και τι κάνει; Την παίρνει και την κάνει γυναίκα του. Και τι δώρα της χαρίζει; Δαχτυλίδι. Ποιο δαχτυλίδι; Το Άγιο Πνεύμα.

Έπειτα λέγει. Δεν σε φύτεψα στον Παράδεισο;

- Του λέγει, ναι.

- Και πώς ξέπεσες από εκεί;

- Ήλθε και με πήρε ο Διάβολος από τον Παράδεισο.

- Φυτεύτηκες στον Παράδεισο και σε έβγαλε έξω. Να, σε φυτεύω μέσα μου. Δεν τολμά να με πλησιάσει εμένα. Ο ποιμένας σε κρατάει και ο λύκος δεν έρχεται πια.

- Αλλά είμαι, λέγει, αμαρτωλή και βρώμικη.

- Μη μου σκοτίζεσαι, είμαι γιατρός.

Δώσε μεγάλη προσοχή. Κοίταξε τι κάνει. Ήλθε να πάρει την πόρνη, όπως αυτή – το τονίζω – ήταν βουτηγμένη στη βρώμα. Για να μάθεις τον έρωτα του Νυμφίου. Αυτό χαρακτηρίζει τον ερωτευμένο: το να μη ζητάει ευθύνες για αμαρτήματα, αλλά να συγχωρεί λάθη και παραπατήματα.

Πιο πριν ήταν κόρη των δαιμόνων, κόρη της Γης, ανάξια για τη Γη. Και τώρα έγινε κόρη του βασιλιά. Και αυτό γιατί έτσι θέλησε ο ερωτευμένος μαζί της. Γιατί ο ερωτευμένος δεν πολυνοιάζεται για τη συμπεριφορά του. Ο έρωτας δεν βλέπει ασχήμια. Γι’ αυτό και ονομάζεται έρωτας, επειδή πολλές φορές αγαπά και την άσχημη. Έτσι έκανε και ο Χριστός. Άσχημη είδε και την ερωτεύτηκε και την ανακαινίζει.

Την πήρε ως γυναίκα, και ως κόρη του την αγαπά, και ως δούλα του την φροντίζει, και ως παρθένα την προστατεύει, και ως παράδεισο την τειχίζει, και ως μέλος του σώματός του την περιποιείται. Τη φροντίζει ως κεφαλή της που είναι, τη φυτεύει ως ρίζα, την ποιμαίνει ως ποιμένας. Ως νυμφίος την παίρνει γυναίκα του, και ως εξιλαστήριο θύμα την συγχωρεί, ως πρόβατο θυσιάζεται, ως νυμφίος τη διατηρεί μέσα στην ομορφιά, ως σύζυγος φροντίζει να μην της λείψει τίποτα.

Ώ, Συ Νυμφίε, που ομορφαίνεις την ασχήμια της νύφης!

—-

Ἀλλ᾿ ὅπερ ἔλεγον, ὁ τοσοῦτος καὶ τηλικοῦτος ἐπεθύμησε πόρνης. Πόρνης ἐπεθύμει ὁ Θεός; Ναί, πόρνης· τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας λέγω. Πόρνης ἐπεθύμει ὁ Θεός; Καὶ ἄνθρωπος μέν, ἐὰν ἐπιθυμήσῃ πόρνης καταδικάζεται, Θεός δὲ πόρνης ἐπιθυμεῖ; Καὶ πάνυ. Πάλιν ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ πόρνης, ἵνα γένηται πόρνος· Θεὸς δὲ ἐπιθυμεῖ πόρνης, ἵνα τὴν πόρνην παρθένον ἐργάσηται· ὥστε ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου, ἀπώλεια τῆς ἐπιθυμουμένης· ἡ δὲ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, σωτηρία τῇ ἐπιθυμουμένῃ. Ὁ τοσοῦτος καὶ τηλικοῦτος ἐπεθύμησε πόρνης; Καὶ τί; Ἵνα γένηται νυμφίος. Τί ποεῖ; Οὐ πέμπει πρὸς αὐτὴν οὐδένα τῶν δούλων, οὐ πέμπει ἀρχάγγελον, οὐ πέμπει τὰ Χερουβίμ, οὐ πέμπει τὰ Σεραφίμ· ἀλλ᾿ αὐτὸς παραγίνεται ὁ ἐρῶν. Πάλιν ἔρωτα ἀκούσας, μὴ αἰσθητὸν νόμιζε. Ἔκλεγε τὰ νοήματα ἀπὸ τῶν λέξεων, καθάπερ ἀρίστη μέλιττα ἐφιπταμένη τοῖς ἄνθεσι, καὶ τὸ κηρίον λαμβάνουσα, τὰς δὲ βοτάνας ἐῶσα.

Ἐπεθύνησε πόρνης· καὶ τί ποεῖ; Οὐκ ἀνάγει αὐτὴν ἄνω· οὐ γὰρ ἐβούλετο πόρνην εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναγαγεῖν, ἀλλὰ καταβαίνει αὐτὸς κάτω. Ἐπειδὴ αὐτὴ οὐκ ἠδύνατο ἀναβῆναι ἄνω, αὐτὸς κατέβη κάτω. Πρὸς τὴν πόρνην ἔρχεται καὶ οὐκ αἰσχύνεται· ἔρχεται εἰς τὴν καλύβην αὐτῆς. Ὁρᾷ αὐτὴν μεθύουσαν. Καὶ πῶς ἔρχεται; Οὐ γυμνῇ τῇ οὐσίᾳ, ἀλλὰ γίνεται, ὅπερ ἦν ἡ πόρνη, οὐ τῇ γνώμῃ, ἀλλὰ τῇ φύσει γίνεται τοῦτο ἵνα μὴ ἰδοῦσα αὐτὸν πτοηθῇ, ἵνα μὴ ἀποπηδήσῃ, ἵνα μὴ φύγῃ. Ἔρχεται πρὸς τὴν πόρνην καὶ γίνεται ἄνθρωπος. Καὶ πῶς γίνεται; Εἰς μήτραν κυοφορεῖται, αὔξεται κατὰ μικρὸν καὶ ἔρχεται τὴν ὁδὸν τῆς ἡλικίας τῆς ἐμῆς. Τίς; Ἡ οἰκονομία, οὐχ ἡ θεότης· ἡ τοῦ δούλου μορφή, οὐχ ἡ τοῦ Δεσπότου· ἡ σὰρξ ἡ ἐμὴ, οὐχ ἡ οὐσία ἐκείνου· αὔξεται κατὰ μικρόν, καὶ μίγνυται ἀνθρώποις· καίτοι εὑρίσκει αὐτὴν ἐλκῶν γέμουσαν, ἐκτεθηριωμένην, ὑπὸ δαιμόνων πεφορτισμένην· καὶ τί ποιεῖ; Προσέρχεται αὐτῇ. Εἶδεν ἐκείνη καὶ ἔφυγε.

Καλεῖ μάγους. Τί φοβεῖσθε; Οὔκ εἰμι κριτής, ἀλλ᾿ ἰατρός· «οὐκ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ ἵνα σώσω τὸν κόσμον» (Ιω 12, 47). Καλεῖ εὐθέως μάγους. Ὠ καινῶν καὶ παραδόξων πραγμάτων. Αἱ ἀπαρχαὶ εὐθέως μάγοι. Κεῖται ἐν φάτνῃ ὁ τὴν οἰκουμένην βαστάζων, καὶ ἐσπαργάνωται ὁ πάντα περιέπων. Κεῖται ὁ ναός καὶ ἐνοκεῖ ὁ Θεός. Καὶ ἔρχονται μάγοι, καὶ προσκυνοῦσιν εὐθέως· ἔρχεται τελώνης καὶ γίνεται εὐαγγελιστής· ἔρχεται πόρνη καὶ γίνεται παρθένος· ἔρχεται Χαναναία καὶ ἀπολαύει φιλανθρωπίας. Τοῦτο ἐρῶντος, τὸ μὴ ἀπαιτῆσαι εὐθύνας ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ συγχωρῆσαι παρανομήματα πλημμελημάτων. Καὶ τί ποιεῖ; Λαμβάνει αὐτήν, ἀρμόζεται αὐτήν. Καὶ τί αὐτῇ δίδωσι; Δακτύλιον. Ποῖον; Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Λέγει Παῦλος· «ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν Θεός, ὁ σφραγισάμενος ἡμᾶς, καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος» (Β´ Κορ. 1, 21-22). Πνεῦμα αὐτῇ δίδωσιν.

Εἶτα φησίν· οὐκ εἰς παράδεισόν σε ἐφύτευσα; Λέγει, ναί. Καὶ πῶς ἐξέπεσες ἐκεῖθεν; Ἦλθεν ὁ διάβολος καὶ ἔλαβέ με ἀπὸ τοῦ παραδείσου. Ἐφυτεύθης ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἔβαλέ σε ἔξω· ἰδοὺ φυτεύω σε ἐν ἐμαυτῷ, ἐγὼ σε βαστάζω. Πῶς; Οὐ τολμᾷ ἐμοὶ προσελθεῖν. Οὐδὲ εἰς τὸν οὐρανόν σε ἀνάγω· ἀλλὰ μεῖζον ἐνταῦθα τοῦ οὐρανοῦ· ἐν ἐμαυτῷ τῷ Δεσπότῃ τοῦ οὐρανοῦ βαστάζω σε. Ποιμὴν βαστάζει καὶ ὁ λύκος οὐκέτι ἔρχεται· μᾶλλον δὲ ἀφῶ αὐτὸν καὶ προσελθεῖν. Καὶ βαστάζει τὴν ἡμετέραν φύσιν· καὶ προσέρχεται ὁ διάβολος καὶ ἡττᾶται. Ἐφύτευσά σε ἐν ἐμαυτῷ. Διὰ τοῦτο λέγει «ἐγὼ ἡ ρίζα καὶ ἡμεῖς τὰ κλήματα»· καὶ ἐφύτευσεν αὐτὴν ἐν ἑαυτῷ. Καὶ τὶ λοιπόν; Ἀλλὰ ἁμαρτωλός εἰμι καὶ ἀκάθαρτος. Μὴ σοι μελέτω, ἰατρός εἰμι. Οἶδα τὸ σκεῦος τὸ ἐμὸν, οἶδα πῶς διεστράφη. Πήλινον ἦν πρὸ τούτου καὶ διεστράφη. Ἀναπλάττω αὐτὸ διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ παραδίδωμι τῷ πυρί.

Ομιλία Ιω. Χρυσοστόμου : « Ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος …»
Επιλογή (από P.G. 52, 404 Α-411 Β): +Παναγιώτης Νέλλας. Μετάφραση: Ελ. Μαϊνάς.


Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας

$
0
0

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Ο Κύριος, ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος (Δευτ. 6, 4), που αναγνωρίζεται ως Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας είναι αγέννητος. Ο Υιός έχει γεννηθεί από τον Πατέρα ανάρχως, αχρόνως και απαθώς, ως Λόγος. Αυτός, επειδή έχρισε από τον εαυτό Του την ανθρώπινη φύση που έλαβε από εμάς, ονομάστηκε Χριστός. Το Άγιο Πνεύμα προέρχεται από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση, αλλά με εκπόρευση. Αυτός είναι ο μόνος Θεός.

Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, ο ένας Κύριος σε τρεις υποστάσεις, Πατέρα, Υιού και Αγίου Πνεύματος, που δε διαιρείται κατά τη φύση και τη βουλή και τη δόξα, τη δύναμη και την ενέργεια και όλα τα γνωρίσματα της θεότητας. Αυτόν μόνο θα αγαπήσεις και Αυτόν μόνο θα λατρέψεις με όλη τη διάνοιά σου και με όλη την καρδιά σου και με όλη τη δύναμή σου(Δευτ. 6, 5).

Και θα είναι τα λόγια Του και τα προστάγματά Του μέσα στην καρδιά σου για να τα πράττεις και να τα μελετάς και να τα λες όταν κάθεσαι και όταν βαδίζεις και όταν είσαι στο κρεβάτι και όταν ξυπνάς και σηκώνεσαι(Δευτ. 6, 6-7). Να θυμάσαι αδιάκοπα τον Κύριο, το Θεό σου(Δευτ. 8, 18), και να φοβάσαι Αυτόν μονάχα(Δευτ. 6, 13), και να μη λησμονήσεις ούτε Αυτόν, ούτε τις εντολές Του. Έτσι θα σου δώσει Εκείνος δύναμη να κάνεις το θέλημά Του.

Γιατί τίποτε άλλο δε ζητά από σένα ο Θεός, παρά να τον φοβάσαι και να τον αγαπάς και να πορεύεσαι σ' όλους τους δρόμους Του(Δευτ. 10, 12). Αυτός είναι το καύχημά σου και Αυτός ο Θεός σου(Δευτ. 10, 21). Μαθαίνοντας για τους υπερκόσμιους Αγγέλους ότι είναι απαθείς και αόρατοι, και για το διάβολο που ξέπεσε από εκεί ότι είναι πολύ κακός και σοφός, ορμητικός και πολυμήχανος στο να πλανά τον άνθρωπο, μη νομίσεις ότι είναι κάποιος από αυτούς ομότιμος με το Θεό.

Βλέποντας το μέγεθος του ουρανού και την πολύπλοκη κίνησή του, τον ολόλαμπρο ήλιο, τη φωτεινή σελήνη, την καθαρότητα των άλλων άστρων, τον απαραίτητο στην αναπνοή αέρα, τη θάλασσα και τη γη που παράγουν κάθε προϊόν, μη θεοποιήσεις κανένα απ' αυτά. Όλα αυτά είναι δούλα και κτίσματα του μόνου Θεού που τα δημιούργησε από το μηδέν με το λόγο Του. Γιατί Αυτός είπε κι έγιναν, Αυτός πρόσταξε και δημιουργήθηκαν(Ψαλμ. 32, 9).

Αυτόν λοιπόν μόνο, τον Κύριο και Δημιουργό του παντός θα δοξάσεις και σ' Αυτόν θα προσκολληθείς με αγάπη και σ' Αυτόν θα μετανοείς ημέρα και νύχτα για τις εκούσιες και ακούσιες αμαρτίες σου. Γιατί Αυτός είναι σπλαχνικός και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυεύσπλαχνος(Ψαλμ. 102, 8) και αιώνιος αγαθοποιός. Αυτός έχει υποσχεθεί και δίνει τη βασιλεία την ουράνια και χωρίς διαδοχή, τον ανώδυνο βίο, την αθάνατη ζωή και το ανέσπερο φως για να το απολαμβάνουν όσοι τον σέβονται και τον προσκυνούν και τον αγαπούν και τηρούν τα προστάγματά Του.

Αλλά ο ίδιος είναι και Θεός ζηλωτής(Εξ. 20, 5) και δίκαιος κριτής και φρικτός εκδικητής. Και σ' εκείνους που ασεβούν και απειθούν σ' Αυτόν και παραβαίνουν τα προστάγματά Του, επιβάλλει κόλαση αιώνια, φωτιά άσβηστη, οδύνη ακατάπαυστη, θλίψη απαρηγόρητη, ένδυμα άφωτου ζόφου, χώρα σκοτεινή και θλιμμένη, τρίξιμο ελεεινό των δοντιών, ακοίμητα φαρμακερά σκουλήκια, τα οποία έχει ετοιμάσει για τον πρώτο αντάρτη, το διάβολο(Ματθ. 25, 41), και μαζί για όλους όσους πλανήθηκαν από αυτόν και τον ακολούθησαν και αθέτησαν τον Ποιητή τους με τα έργα, τα λόγια και τα νοήματά τους.

Να μην κατασκευάσεις ποτέ ομοίωμα κάποιου απ' όσα είναι στον ουρανό πάνω ή στη γη κάτω ή μέσα στα νερά ώστε να τα λατρεύεις και να τα δοξάζεις σαν θεούς(Εξ. 20, 4-5). Όλα αυτά είναι κτίσματα του μόνου Θεού, ο οποίος, στις έσχατες ημέρες, αφού σαρκώθηκε σε παρθενική μήτρα, παρουσιάστηκε στη γη και συναναστράφηκε τους ανθρώπους(Βαρ. 3, 38), κι αφού έπαθε και πέθανε και αναστήθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων, ανέβηκε με το σώμα Του στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Υψίστου Θεού(Εβρ. 1, 3), με το οποίο σώμα θα έρθει πάλι με δόξα για να κρίνει ζώντες και νεκρούς.

Θα κάνεις λοιπόν την εικόνα Αυτού που έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία μας, από αγάπη σ' Αυτόν, και μέσω της εικόνας θα θυμάσαι και θα προσκυνήσεις Εκείνον, ανυψώνοντας το νου σου μέσω αυτής στο άξιο προσκυνήσεως εκείνο σώμα του Σωτήρα, το οποίο κάθεται στα δεξιά του Πατέρα στον ουρανό. Θα κάνεις επίσης και τις απεικονίσεις των Αγίων και θα τις προσκυνήσεις, όχι σαν θεούς, γιατί αυτό είναι απαγορευμένο, αλλά εξαιτίας της σχέσεως και της διαθέσεως και της υπερβολικής τιμής πρός αυτούς, καθώς ανυψώνεται ο νους μέσω των εικόνων σ' αυτούς.

Όπως κι ο Μωυσής έκανε τις εικόνες των Χερουβείμ και τις τοποθέτησε μέσα στα Άγια(Εξ. 25, 17). Επίσης, τα Άγια των Αγίων ήταν εικόνα των υπερουρανίων, ενώ το "κοσμικό Άγιο"(Εβρ. 9, 1), ήταν εικόνα όλου του κόσμου. Όλα αυτά τα ονόμασε άγια ο Μωυσής, όχι για να δοξάσει τα κτίσματα, αλλά για να δοξάσει μέσω αυτών τον κοσμοποιό Θεό. Και συ λοιπόν δε θα θεοποιήσεις τις εικόνες του Δεσπότη Χριστού και των Αγίων, αλλά μέσω αυτών θα προσκυνήσεις Εκείνον που μας έπλασε πρώτα κατ' εικόνα Του, κι υστέρα ευδόκησε από ανέκφραστη φιλανθρωπία να πάρει ο ίδιος την ανθρώπινη εικόνα Του και με αυτήν να γίνει περιγραπτός.

Και δε θα προσκυνήσεις μόνο την εικόνα του Χριστού, αλλά και τον τύπο του Σταυρού Του. Γιατί είναι σημείο πάρα πολύ μεγάλο και το τρόπαιό Του κατά του διαβόλου και όλης της διαβολικής παρατάξεως.

Γι' αυτό και τους πιάνει φρίκη και τρέπονται σε φυγή, όταν βλέπουν να γίνεται ο τύπος του Σταυρού. Αυτός ο τύπος, και πριν ακόμη γίνει η Σταύρωση, δοξάστηκε πολύ από τους Προφήτες κι έκανε μεγάλα θαύματα. Αλλά και στη Δευτέρα Παρουσία Εκείνου που καρφώθηκε πάνω σ' αυτόν, του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος μέλλει να έρθει για να κρίνει ζώντες και νεκρούς, θα προπορεύεται το μεγάλο και φοβερό αυτό σημείο του Σταυρού με πολλή δύναμη και δόξα(Ματθ. 24, 30). Δόξασέ τον λοιπόν τώρα για να τον κοιτάξεις τότε με θάρρος και να δοξαστείς μαζί του.

Και τις εικόνες των Αγίων θα προσκυνήσεις, γιατί αυτοί συσταυρώθηκαν με τον Κύριο, κάνοντας στο πρόσωπό σου το σημείο του σταυρού και φέρνοντας στη μνήμη σου τη συμμετοχή τους στα παθήματα του Χριστού. Επίσης και τα άγια σκηνώματά τους και όποιο λείψανο των οστών τους, γιατί δε χωρίστηκε από αυτά η χάρη του Θεού, όπως και από το προσκυνητό σώμα του Χριστού δε χωρίστηκε η θεότητα κατά το ζωοποιό Του θάνατο. Κάνοντας έτσι και δοξάζοντας εκείνους που δόξασαν το Θεό, γιατί φάνηκαν με τα έργα τους τέλειοι στην αγάπη του Θεού, θα δοξαστείς κι εσύ μαζί από το Θεό και θα ψάλλεις σαν τον Δαβίδ: «Τίμησα πάρα πολύ τους φίλους Σου, Θεέ μου»(Ψαλμ. 138, 17).

Δε θα χρησιμοποιήσεις μάταια το όνομα του Κυρίου και Θεού σου(Εξ. 20, 7), κάνοντας ψεύτικο όρκο για κανένα γήινο πράγμα, από φόβο ανθρώπου ή από ντροπή ή για δικό σου κέρδος. Γιατί η επιορκία είναι άρνηση του Θεού. Γι' αυτό μην ορκιστείς διόλου(Ματθ. 5, 34), αλλά ν' αποφεύγεις τελείως τον όρκο, γιατί από αυτόν έρχεται η επιορκία που αποξενώνει τον άνθρωπο από το Θεό και κατατάσσει τον επίορκο με τους παράνομους.

Αν αληθεύεις σ' όλους τους λόγους σου, θα σε πιστεύουν σαν να παίρνεις όρκο. Κι αν ποτέ συμβεί να υποβάλλεις τον εαυτό σου σε όρκο —πράγμα που πρέπει να απευχόμαστε—, αν μεν πρόκειται για κάτι σύμφωνο με το θείο νόμο, θα το εκτελέσεις ως νόμιμο, αλλά θα ζητήσεις ευθύνη από τον εαυτό σου που ορκίστηκες, και με ελεημοσύνη, ικεσία, πένθος και κακοπάθεια του σώματος, θα ζητήσεις το έλεος του Χριστού που είπε να μην ορκιστείς διόλου(Ματθ. 5, 34).

Αν όμως ορκίστηκες για κάτι παράνομο, πρόσεξε μην τυχόν κάνεις για χάρη του όρκου την παρανομία, για να μη συγκαταλεχθείς με τον προφητοκτόνο Ηρώδη(Ματθ. 14, 9-10). Κι όταν αθετήσεις εκείνο τον παράνομο όρκο, βάλε νόμο στον εαυτό σου να μην ορκιστείς ποτέ πια, και να ζητάς το έλεος του Θεού χρησιμοποιώντας με δάκρυα τα παραπάνω φάρμακα πιο επίπονα.

Μια ημέρα της εβδομάδας, η οποία ονομάζεται και Κυριακή, επειδή είναι αφιερωμένη στον Κύριο που αυτήν την ημέρα αναστήθηκε εκ νεκρών, δείχνοντας και πιστοποιώντας από πριν την κοινή ανάσταση όλων των ανθρώπων, οπότε θα σταματήσει κάθε γήινο έργο, αυτή την ημέρα θα την αφιερώσεις στο Θεό(Εξ. 20, 8).

Δε θα κάνεις κανένα έργο βιοτικό, εκτός από τα αναγκαία, ενώ θ' αφήσεις ν' αναπαυθούν όσοι εργάζονται για σένα ή μένουν μαζί σου, για να δοξάσετε όλοι μαζί Εκείνον που μας αγόρασε με το θάνατό Του και αναστήθηκε και μαζί Του ανέστησε και την ανθρώπινη φύση. Θα φέρεις στη μνήμη σου τη μέλλουσα ζωή και θα μελετήσεις όλες τις εντολές και τις διατάξεις του Κυρίου και θα εξετάσεις τον εαυτό σου μην τυχόν έχεις παραβεί ή παρέλειψες τίποτε και θα τον διορθώσεις σε όλα.

Επίσης την ημέρα αυτή θα συχνάζεις στο ναό του Θεού και θα παραμείνεις στις ιερές συνάξεις και θα κοινωνήσεις με ειλικρινή πίστη και ακατάκριτη συνείδηση το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Και θα βάλεις αρχή μιας ζωής πιο αγίας και θα ανακαινίσεις τον εαυτό σου και θα τον ετοιμάσεις να υποδεχτεί τα μέλλοντα αγαθά.

Για χάρη αυτών των αγαθών, ούτε τις άλλες ημέρες θα κάνεις κατάχρηση των γηίνων· τη δε Κυριακή, θα απέχεις από όλα, επειδή θα κάθεσαι κοντά στο Θεό, εκτός από τα αναγκαιότατα, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ζήσεις. Κι έτσι έχοντας το Θεό καταφύγιό σου, δε θα μετακινηθείς από τον τόπο σου και δε θ' ανάψεις τη φωτιά των παθών και δε θα σηκώσεις το φορτίο της αμαρτίας.

Έτσι την ημέρα των σαββάτων"(Εξ. 20, 8), δηλαδή την Κυριακή, θα την αφιερώσεις στο Θεό, σαββατίζοντας με την απραξία των κακών. Στις Κυριακές να συνάψεις και τις καθιερωμένες μεγάλες εορτές, κάνοντας τα ίδια και απέχοντας από τα ίδια.

Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου(Εξ. 20, 12), γιατί μέσω αυτών ο Θεός σε έφερε στη ζωή, και αυτοί —ύστερα από το Θεό— είναι οι αίτιοι της ζωής σου. Λοιπόν και συ, μετά το Θεό, αυτούς θα τιμήσεις και θα αγαπήσεις, αν η προς αυτούς αγάπη συντελεί στην αγάπη του Θεού. Αν όμως δε συντελεί, θα φύγεις από αυτούς αμέσως.

Αν επιπλέον σου είναι και εμπόδιο, και μάλιστα στην αληθινή και σωτήρια πίστη, επειδή έχουν διαφορετική πίστη, δε θα φύγεις μονάχα, αλλά και θα μισήσεις όχι μόνον αυτούς, αλλά και όλους, με όσους συνδέεσαι με συγγένεια ή με κάποια φιλία ή άλλη σχέση, και τα ίδια τα μέλη σου και τις ορέξεις τους και αυτό το σώμα σου ολόκληρο και την μέσω του σώματος σχέση με τα πάθη. «Όποιος δε μισεί τον πατέρα και την μητέρα του και τη γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς, ακόμη και τη ζωή του, και δε σηκώνει το σταυρό του και δε με ακολουθεί, δεν είναι άξιός μου»(Λουκ. 14, 26-27), είπε ο Χριστός.

Αυτά για τους κατά σάρκα γονείς και φίλους και αδελφούς. Εκείνους όμως που σου είναι οικείοι κατά την πίστη και δε σ' εμποδίζουν από τη σωτηρία, και θα τους τιμήσεις και θα τους αγαπήσεις. Αν πρέπει να τιμάς έτσι τους κατά σάρκα γονείς σου, πόσο περισσότερο θα τιμήσεις και θα αγαπήσεις τους πνευματικούς σου πατέρες; Αυτοί σε μετέφεραν από την απλή ζωή στη ζωή της αρετής, σου μετέδωσαν τον φωτισμό της γνώσεως, σου δίδαξαν την αλήθεια, σε αναγέννησαν με το λουτρό της παλιγγενεσίας, έβαλαν μέσα σου την ελπίδα της αναστάσεως και της αθανασίας και της αδιάδοχης βασιλείας και κληρονομίας, και από ανάξιο σ' έκαναν άξιο των αιωνίων αγαθών.

Σ' έκαναν ακόμη ουράνιο και αιώνιο, από επίγειος και πρόσκαιρος που ήσουν, και υιό και μαθητή όχι ανθρώπου, αλλά του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού που σου χάρισε το Πνεύμα της υιοθεσίας(Ρωμ. 8, 15) και που είπε: «Μην ονομάσετε κανένα "πατέρα" ή "καθηγητή" σας στη γη, γιατί ένας είναι ο πατέρας και ο καθηγητής σας, ο Χριστός»(Ματθ. 23, 9-10).

Οφείλεις λοιπόν κάθε τιμή και αγάπη στους πνευματικούς σου πατέρες, γιατί η τιμή σ' αυτούς αναφέρεται στο Χριστό και στο Πανάγιο Πνεύμα, από το οποίο πήρες την υιοθεσία, και στον επουράνιο Πατέρα, από τον οποίο παίρνει το όνομά της κάθε πατρική ιδιότητα ουράνια ή επίγεια(Εφ. 3, 15). Θα φροντίσεις δε να έχεις σε όλη σου τη ζωή πνευματικό πατέρα, για να του εξομολογείσαι κάθε αμαρτία και κάθε λογισμό και να παίρνεις από αυτόν τη θεραπεία και την άφεση.

Γιατί στους πνευματικούς πατέρες έχει δοθεί η εξουσία να λύνουν και να δεσμεύουν τις ψυχές. Και όσα δέσουν στη γη θα είναι δεμένα και στον ουρανό, ενώ όσα λύσουν στη γη θα είναι λυμένα και στον ουρανό(Ματθ. 18, 18). Αυτή τη χάρη και τη δύναμη έλαβαν από το Χριστό. Γι' αυτό θα υπακούσεις σ' αυτούς χωρίς καμία αντιλογία, για να μη χαθεί η ψυχή σου. Αν εκείνος που αντιλέγει στους κατά σάρκα γονείς του, σε πράγματα που δεν απαγορεύει ο νόμος του Θεού, θανατώνεται σύμφωνα με το νόμο(Εξ. 21, 16· Ματθ. 15, 4), όποιος αντιλέγει στους πνευματικούς πατέρες, πώς είναι δυνατό να μη διώχνει το Πνεύμα του Θεού και να μη χάνει την ψυχή του; Γι' αυτό να συμβουλεύεσαι και να υπακούς μέχρι τέλους στους πνευματικούς σου πατέρες, για να σωθεί η ψυχή σου και να γίνεις κληρονόμος των αιωνίων και αφθάρτων αγαθών.

Δε θα πορνεύσεις(Εξ. 20, 13), για να μη γίνεις αντί μέλος Χριστού πόρνης μέλος(Α΄ Κορ. 6, 15) και αποκοπείς από το θεϊκό σώμα και ξεπέσεις από τη θεϊκή κληρονομιά και ριχτείς στη γέεννα. Σύμφωνα με το νόμο(Λευϊτ. 21, 9), κόρη ιερέως που θα πιαστεί να πορνεύει, καίγεται, γιατί καταντρόπιασε τον πατέρα της· πολύ περισσότερο εκείνος που πάνω στο σώμα του Χριστού κόλλησε τέτοιο μόλυσμα, θα είναι υπόδικος για αιώνια κόλαση.

Αν μπορείς, άσκησε την παρθενία, για να μπορέσεις να γίνεις ολοκληρωτικά του Θεού και να προσκολληθείς σ' Αυτόν με τέλεια αγάπη, παραμένοντας πάντοτε κοντά Του σ' όλη σου τη ζωή και φροντίζοντας διαρκώς χωρίς περισπασμό τα του Κυρίου(Α΄ Κορ. 7, 34), προαπολαμβάνοντας τη μέλλουσα ζωή και ζώντας σαν άγγελος Θεού πάνω στη γή.

Γιατί η παρθενία είναι γνώρισμα των Αγγέλων και με αυτούς ομοιώνεται όσο είναι δυνατό, ενώ έχει σώμα, εκείνος που επιδιώκει την παρθενία. Ή μάλλον, πριν από αυτούς, εξομοιώνεται με τον Πατέρα που γέννησε με παρθενία τον Υιό προ πάντων των αιώνων, και με τον παρθένο Υιό που προήλθε στην αρχή με γέννηση από παρθένο Πατέρα και που γεννήθηκε σωματικά τον κατάλληλο καιρό από Παρθένο Μητέρα, και με το Άγιο Πνεύμα που προβάλλεται μόνο από τον Πατέρα, όχι με γέννηση, αλλά με εκπόρευση, με τρόπο ανείπωτο.

Με αυτόν το Θεό εξομοιώνεται και ενώνεται με άφθαρτο γάμο εκείνος που διάλεξε την αληθινή παρθενία και παρθενεύει στην ψυχή και στο σώμα και ομορφαίνει όλες τις αισθήσεις και το λόγο και τη διάνοια με τα κάλλη της παρθενίας. Αν πάλι δεν προτιμάς να παρθενεύεις κι ούτε το υποσχέθηκες αυτό στο Θεό, σου επιτρέπεται να πάρεις με γάμο μια γυναίκα σύμφωνα με τους νόμους του Κυρίου και μόνον με αυτήν να συγκατοικείς και να την έχεις δική σου με αγιασμό(Α΄ Θεσ. 4, 4). από άλλες γυναίκες να απέχεις με όλη σου τη δύναμη.

Και θα μπορέσεις να φυλαχτείς από αυτές, αν αποφύγεις τις άκαιρες συνομιλίες μαζί τους, αν δεν ευχαριστείσαι στα πορνικά λόγια και τραγούδια κι αν γυρίσεις αλλού τα μάτια της ψυχής και του σώματος από αυτές, όσο είναι δυνατό, και συνηθίσεις να μη βλέπεις με περιέργεια την ομορφιά των προσώπων.

Γιατί όποιος κοιτάξει μία γυναίκα και την επιθυμήσει, έχει κιόλας διαπράξει μέσα του μοιχεία μ' αυτήν(Ματθ. 5, 28), και γι' αυτό είναι ακάθαρτος ενώπιον του Χριστού που βλέπει μέσα στην καρδιά, και από αυτό καταντά και στη σωματική αισχρή πράξη ο άθλιος. Και γιατί λέω για πορνείες και μοιχείες και για όλα τα μολύσματα που συνδέονται με τη φυσική λειτουργία, αφού και στις παρά φύση ασέλγειες σέρνεται ακόλαστα ο άνθρωπος παρατηρώντας με περιέργεια τα κάλλη των σωμάτων. Αν λοιπόν εσύ κόψεις από τον εαυτό σου τις πικρές ρίζες, δε θα μαζέψεις θανατηφόρους καρπούς, αλλά θα καρπωθείς την αγνεία και τον αγιασμό που αυτή προσφέρει και που χωρίς αυτόν κανείς δε θ' αντικρύσει τον Κύριο(Εβρ. 12, 14).

Δε θα διαπράξεις φόνο(Εξ. 20, 15), για να μη χάσεις την υιοθεσία Εκείνου που και τους νεκρούς ζωοποιεί, και με τα έργα σου γίνεις γιος του διαβόλου, του εξαρχής ανθρωποκτόνου(Ιω. 8, 44). Επειδή τώρα ο φόνος προέρχεται από χτύπημα, το χτύπημα από κάποια προσβολή, η προσβολή από οργή, κι η οργή προξενείται σ' εμάς από ζημία ή χτύπημα ή προσβολή άλλου, γι' αυτό είπε ο Χριστός: «Εκείνον που θέλει να σου πάρει το πανωφόρι, μην τον εμποδίσεις να σου πάρει και το πουκάμισο»(Λουκ. 6, 29).

Επίσης εκείνον που σε χτυπά μην τον χτυπήσεις, κι εκείνον που σε υβρίζει, μην τον υβρίσεις. Έτσι, τόσο τον εαυτό σου, όσο κι εκείνον που σε κακοποιεί, θα ελευθερώσεις από το αμάρτημα του φόνου. Εσύ επιπλέον θα λάβεις από το Θεό και τη συγχώρηση των αμαρτιών σου, γιατί λέει: «Συγχωρείστε, και θα συγχωρηθείτε»(Ματθ. 6, 14). Εκείνος όμως που κακολογεί και κακοποιεί, θα καταδικαστεί στην αιώνια κόλαση. Γιατί ο Χριστός είπε: «Όποιος πει στον αδελφό του "μωρέ", είναι ένοχος για τη γέεννα του πυρός»(Ματθ. 5, 22).

Αν λοιπόν μπορέσεις να αποσπάσεις μαζί με τις ρίζες του το κακό, εξασφαλίζοντας στην ψυχή σου τη μακαριότητα της πραότητας, δόξασε το Χριστό, το διδάσκαλο και συνεργό στην κατόρθωση των αρετών, χωρίς τον οποίο, όπως έχεις μάθει, δεν μπορούμε να κάνομε κανένα καλό(Ιω. 15, 5). Αν όμως δεν μπορέσεις να κρατηθείς χωρίς να οργιστείς, να μέμφεσαι τον εαυτό σου που οργίζεσαι και να ζητάς συγχώρηση από το Θεό και από εκείνον που κακολόγησες ή κακοποίησες. Εκείνος που μετανοεί στην αρχή της αμαρτίας, δε φτάνει στο τέλος της. Ενώ εκείνος που δεν αισθάνεται τα μικρά, θα πέσει και στα μεγάλα.

Δε θα κλέψεις(Εξ. 6, 14), για να μη σου ανταποδώσει ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα κρυφά, πολλαπλάσια τιμωρία. Ή μάλλον, να δώσεις κρυφά σ' εκείνους που έχουν ανάγκη και από τα υπάρχοντά σου, για να σου αποδώσει ο Θεός, που βλέπει τα κρυφά(Ματθ. 6, 4), εκατό φορές περισσότερα και ζωή αιώνια στον μέλλοντα αιώνα.

Δε θα συκοφαντήσεις, για να μην εξομοιωθείς με το διάβολο που συκοφάντησε το Θεό στην Εύα, και γίνεις καταραμένος σαν αυτόν(Γεν. 3, 14). Ή μάλλον —εκτός αν πρόκειται να προξενηθεί κάποια βλάβη στους πολλούς—, ακόμη και θα σκεπάσεις το σφάλμα του πλησίον, για να μην εξομοιωθείς με τον Χαμ, αλλά με τον Σημ και τον Ιάφεθ και να επιτύχεις την ευλογία, όπως αυτοί(Γεν. 9, 25).

Δε θα επιθυμήσεις τίποτε του πλησίον σου(Εξ. 20, 17)· ούτε κτήμα, ούτε χρήματα, ούτε δόξα, ούτε τίποτε γενικά από όσα ανήκουν στον πλησίον σου. Γιατί η επιθυμία, όταν συλληφθεί στην ψυχή, γεννά την αμαρτία· κι η αμαρτία, όταν ολοκληρωθεί, γεννά το θάνατο(Ιάκ. 1, 15). Αν λοιπόν εσύ δεν επιθυμείς τα ξένα, θα μείνεις μακριά, αν μπορείς, κι από τη λόγω πλεονεξίας αρπαγή των ξένων. Ή μάλλον, να δώσεις και από τα δικά σου σ' εκείνον που σου ζητά και να ελεήσεις όσο μπορείς εκείνον που έχει ανάγκη. Να μην αρνηθείς να δανείσεις σ' εκείνον που σου το ζητά(Ματθ. 5, 42). Αν βρεις κάτι που έχει χαθεί, να το δώσεις στον ιδιοκτήτη του, ακόμη κι αν είναι εχθρός σου(Εξ. 23, 4). Έτσι και θα συμφιλιωθείς μαζί του, και θα νικήσεις με το καλό το κακό(Ρωμ. 12, 21), όπως σε διατάζει ο Χριστός.

Αν τηρείς με όλη σου τη δύναμη τα παραπάνω κι αν ζεις με αυτά, θ' αποθηκεύσεις στην ψυχή σου το θησαυρό της ευσέβειας και θα ευαρεστήσεις το Θεό και θα σου δώσει αγαθά και ο Θεός και οι άνθρωποι του Θεού και θα γίνεις κληρονόμος των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να τα επιτύχομε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Σ' Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.


Αμήν. +++


ΠΗΓΗ


Viewing all 1937 articles
Browse latest View live




Latest Images