Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

Οικογένεια (θυσιάζεται καθημερινά στο βωμό της «προόδου»)

$
0
0

Οικογένεια
Η τεχνολογική πρόοδος, το καταναλωτικό πρότυπο ζωής, η εξαντλητική εργασία με (επιβαλλόμενες πολλές φορές) υπερωρίες, αποτελούν μικρά και ολιγάριθμα παραδείγματα, που φέρουν σοβαρό μερίδιο ευθύνης για την κρίση στον θεσμό της οικογένειας. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να εξαιρέσουμε και το κίνημα του φεμινισμού που πολλές φορές περιγράφει την οικογένεια ως το άντρο του σωβινισμού των αντρών!
Οι επιθέσεις αυτές έχουν καταφέρει να δώσουν ένα τεράστιο πλήγμα στις ηθικές και παραδοσιακές αξίες με αποτέλεσμα το μαύρο να έχει βαπτιστεί ως άσπρο και αντίθετα. 

Θέσεις εκκλησιαστικές, λόγοι αγίων πατέρων και θεολόγων, θυσιάζονται καθημερινά στο βωμό της «προόδου» και της Κοινωνιολογίας, ενώ χαρακτηρίζονται ως η «πηγή του κακού» για τους ανθρώπους του σήμερα. Πολλές φορές μάλιστα, δεν παραλείπουν οι οπαδοί της κοινωνιολογίας να χαρακτηρίσουν τους πιστούς ως «σκοταδιστές» και συνάμα «μεσαιωνιστές» όταν οι τελευταίοι εκφράζουν πεποιθήσεις θρησκευτικές.Στο νου μου έρχεται καθηγήτρια της φιλολογίας η οποία σε εργασία που είχε αναθέσει σε μαθητές Λυκείου ζητούσε να βρουν όλοι μαζί (θρησκευτικό) υλικό που να επιβεβαιώνει το «σκοταδισμό» των Πατέρων της Εκκλησίας. Μάλιστα, δεν έμεινε μόνο σε κείμενα Πατέρων αλλά και η Αγία Γραφή στο σύνολο της, καταδικάστηκε με έμμεσο τρόπο, καταδεικνύοντας και προβάλλοντας την έλλειψη ελευθερίας σε θρησκευτικά κείμενα και κατ'επέκταση στον εκκλησιαστικό χώρο.

Η οικογένεια λοιπόν έχει γίνει στόχοςκαι κατά ένα μεγάλο ποσοστό, έχει χάσει τον προσανατολισμό της. Φυσικά οι λόγοι και τα αίτια είναι πολλά, και αξιόλογοι ερευνητές έχουν εμπεριστατωμένα επισημάνει τις αστοχίες του σήμερα δίνοντας παράλληλα τις δικές τους λύσεις και προτάσεις. Σκοπός δεν είναι οι μεν να κατηγορήσουν τους δε, αλλά όλοι μαζί να βρεθούν σε διάλογο και αλληλοκατανόηση. Διότι όταν ασκείς κριτική χρειάζεται να γνωρίζεις με ακρίβεια το αντικείμενο που με περισσή εμπάθεια χαρακτηρίζεις.Η άγνοια και η αρνητική προδιάθεση αποτελούν ένα κακό σύμβουλο, ιδιαίτερα όταν διδάσκεις και μορφώνεις ψυχές και συνειδήσεις. Το θέμα είναι μεγάλο και δεν εξαντλείται σ' ένα blog. Για όσους θέλουν να μελετήσουν υφίσταται πλούσια βιβλιογραφία.

Ακολουθεί απόσπασμα ομιλίας ενός αγίου της Εκκλησίας μας (για όσους θεωρούν εαυτούς ως σκοταδιστές, ή, αναζητητές).

«Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με;... ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» (Ιησούς Χριστός).


 

 «Αυτό δεν ελέχθεί μόνο εις τους ιερείς, αλλά και εις τον καθένα από ημάς, εις τους οποίους έχει ανατεθεί η φροντίς και μικρού έστω ποιμνίου, μη τυχόν επειδή είναι μικρόν το περιφρονήσεις...Ο κάθε ένας από ημάς έχει ένα πρόβατο· ας οδηγήσει αυτό εις τας νομάς που πρέπει. Και ο άνδρας όταν εγερθεί από την κλίνην του, ας μή επιζητεί τίποτε άλλο, παρά πως θα κάνει και θα ειπή πράγματα με τα οποία ολόκληρον την οικίαν θα την κάμη περισσότερον ευλαβή. 

Η γυναίκα πάλιν, ας μένη να φυλάσση την οικίαν, αλλά πριν από την φροντίδα αυτήν ας έχει άλλη φροντίδα περισσότερον αναγκαία, πως ολόκληρος η οικία θα κάνει εκείνα με τα οποία θα κερδήσει τον ουρανόν. Διότι, εάν εις τα βιωτικά, πριν από την επιμέλειαν της οικίας, φροντίζωμεν να πληρώσωμεν τα δημόσια χρέη μας, δια να μη φθάσωμεν, από ασυνέπειαν εις αυτά, να δερώμεθα και να συρώμεθα εις την αγοράν και να υφιστάμεθα απείρους ταπεινώσεις, πολύ περισσότερον αυτό πρέπει να το κάνωμεν εις τα πνευματικά πράγματα, να εκπληρώσωμεν τα χρέη μας προς τον Βασιλέα των όλων Θεόν, δια να μη οδηγηθώμεν εκεί όπου είναι ο βρυγμός των οδόντων».

Ιωάννης Χρυσόστομος, ΕΠΕ 12,73

Συντάκτης κειμένου:Μονοπάτια που διασταυρώνονται

Ἡ δύναμη τῆς πίστης καὶ ἡ ἀδυναμία τῆς ἀπιστίας

$
0
0

Τοῦ Φώτη Κόντογλου

Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν στὴν καρδιὰ τοὺς μεγάλο φόβο μήπως ἀπομείνουν ἀπροστάτευτοι καὶ φτωχοὶ στὴ ζωή τους, καὶ γιὰ τοῦτο, ὁ νοῦς κι’ ὁ λογισμὸς τοὺς εἶναι στὸ νὰ μαζέψουν χρήματα, ἢ ν’ ἀποχτήσουν κτήματα κι’ ἄλλα πλούτη, γιὰ νὰ τὰ΄ χουνε στὴν ἀνάγκη τους.

Καὶ καλὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό, καὶ κρεμοῦνε τὴν ἐλπίδα τους στὰ χρήματα καὶ στ’ ἄλλα πλούτη. Ἀλλὰ τί νὰ πεῖ κανένας γιὰ ἐκείνους ποὺ λέγονται χριστιανοί, ποὺ πᾶνε στὴν ἐκκλησία καὶ παρακαλοῦνε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς βοηθήσει στὴ ζωή, καὶ ποὺ λένε πὼς ἔχουνε τὴν ἐλπίδα τους στὸν Χριστό, στὴν Παναγία καὶ στοὺς Ἁγίους, κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι φιλάργυροι, δὲν δίνουνε τίποτα στ’ ἀδέρφια τους, τοὺς φτωχούς, κι’ ὁλοένα μαζεύουνε χρήματα καὶ πλούτη;
Στὴ ζωή μου εἶδα πὼς οἱ τέτοιοι λεγόμενοι χριστιανοὶ εἶναι οἱ περισσότεροι, κι’ ἀπορεῖ κανένας πῶς μποροῦνε νὰ συμβιβάσουν μία ζωὴ συμφεροντολογική, μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λέει καὶ ξαναλέει: «Μὴ φροντίζετε γιὰ τὸ τί θὰ φᾶτε καὶ γιὰ τὸ τί θὰ πιεῖτε καὶ γιὰ τὸ τί θὰ ντυθεῖτε. Κοιτάξετε τὰ πουλιά, μήτε κοπιάζουν, μήτε μαζεύουν, καὶ ὅμως ὁ Πατέρας τοὺς ὁ οὐράνιος τα θρέφει. Κοιτάξετε μὲ πόση μεγαλοπρέπεια εἶναι ντυμένα τὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ κι’ ὁ ἴδιος ὁ Σολομώντας δὲν στολίσθηκε σὰν αὐτὰ τὰ τιποτένια λουλούδια…. Λοιπόν, ἂν γιὰ τὸ χορτάρι τοῦ χωραφιοῦ, ποῦ σήμερα λουλουδίζει κι’ αὔριο τὸ καίουνε στὸ φοῦρνο, φροντίζει ὁ Πατέρας σας ποῦ εἶναι στὸν οὐρανό, πόσο περισσότερο θὰ φροντίσει γιὰ σᾶς, ὀλιγόπιστοι;».

Αὐτὰ εἶναι λόγια καθαρά, ἁπλά, σίγουρα, καὶ δείχνουν πῶς πρέπει νὰ εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιό της διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Γιατί πῶς μπορεῖ νὰ ἔχει πίστη στὸν Χριστὸ ἕνας ἄνθρωπος, καὶ μαζὶ νὰ εἶναι κολλημένος στὰ χρήματα καὶ στὸ συμφέρον, πολλὲς φορὲς μάλιστα περισσότερο κι’ ἀπὸ τοὺς ἄθεους; Θὰ πεῖ πὼς νομίζει πὼς θὰ ξεγελάσει τὸν Θεό. Ἀλλὰ «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» δηλ., ὁ Θεὸς δὲν περιπαίζεται.

Καὶ ὅμως, ἡ πονηρὴ γνώμη τοῦ ἀνθρώπου ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ συμβιβάσει: Νὰ εἶναι γαντζωμένος καλὰ στὸ χρῆμα, δηλαδὴ στὸ διάβολο, ποὺ τὸν λέγει ὁ Χριστὸς μαμωνά, θεὸ τῆς φιλαργυρίας, καὶ τὸν ἴδιο καιρὸ νὰ παρουσιάζεται γιὰ χριστιανός, νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησιά, νὰ κάνει σταυροὺς καὶ μετάνοιες, νὰ κλαίει πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ξεγαντζωθεῖ ἀπὸ τὰ λεφτὰ κι’ ἀπὸ τὴ μανία τοῦ παρά. Λογικὴ δὲν χωρᾶ καθόλου σ’ αὐτούς. Εἶναι ὁλότελα ἀναίσθητοι καὶ πονηροί, κι’ ὅ,τι κάνουν τὸ κάνουν γιὰ νὰ τὸ ἔχουν δίπορτο, κι’ ὅ,τι κερδίζουν. «Βάστα γερά, σοὺ λέει, τὰ λεφτά, ποῦ εἶναι χειροπιαστά, ἄναβε καὶ κανένα κερί, κᾶνε καὶ καμιὰ μετάνοια, γιὰ νὰ΄ χεῖς τὸ μέσο καὶ μὲ τὸν Χριστό. Ἂν βγοῦνε ἀληθινά τα λόγια του γιὰ παράδεισο καὶ γιὰ κόλαση, ἔχουμε κι’ ἀπὸ κεῖ τὴ σιγουράντζα. Ὅ,τι καὶ νὰ γίνει, εἶναι κανένας κερδισμένος».

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἄν, ἐλπίζουμε στὸν Χριστὸ μοναχὰ γιὰ τούτη τὴ ζωή, εἴμαστε οἱ πιὸ ἐλεεινοὶ ἄνθρωποι». Γιατί οἱ ψευτοχριστιανοί, παρακαλοῦνε τὸν Χριστὸ προπάντων γιὰ τὶς ὑποθέσεις τούτου τοῦ κόσμου, γιὰ τὶς δουλειές τους, γιὰ τὴ σωματικὴ ὑγεία τους, γιὰ τὰ παιδιά τους, καὶ μόλις σκοτεινιάσει ἡ κατάσταση, ἀρχίζουν τὰ παράπονα γιατί ὁ Χριστὸς κ’ ἡ Παναγία δὲν τρέξανε νὰ τοὺς βοηθήσουν στὶς δουλειές τους, πολλὲς φορὲς σὲ τέτοιες δουλειὲς ποὺ εἶναι ἀπάνθρωπες καὶ ποὺ τοὺς κάνουν νὰ κακουργοῦν καταπάνω στ’ ἀδέρφια τους.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει πάλι ἀλλοῦ: «Εἶναι καλό, νὰ στερεώνετε τὴν καρδιά σας μὲ τὴν ἐλπίδα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, κι’ ὄχι μὲ φαγητὰ (δηλαδὴ μὲ σαρκικὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα), ποὺ μ’ αὐτὰ δὲν ὠφεληθήκανε ὅσοι ἀφιερώσανε τὴ ζωὴ τοὺς σ’ αὐτά, δηλαδὴ στὸ νὰ μαζέψουν χρήματα, ξεγελώντας τὸν ἑαυτό τους πὼς μ’ αὐτὰ ἐξασφαλίζονται». Γιατί «ἐπελθῶν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται».

Δὲν ὑπάρχει κανένα πράγμα πιὸ σίγουρο ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, κανένα. Ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας φανερώνει αὐτὴ τὴν ἀπελπιστικὴ ματαιότητα. Καὶ ὅμως, πόσοι ἄνθρωποι στὸν κόσμο κάθισαν καὶ σκεφθήκανε πάνω σ’ αὐτὸ τὸ φανερότατο καὶ σιγουρότατο φαινόμενο, στὴ ματαιότητα, ποῦ θὰ ΄πρεπε ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ τὸ ΄χεῖ μέρα – νύχτα μπροστά του; Μὰ ἐμεῖς κάνουμε σὰν τὸ καμηλοπούλι (στρουθοκάμηλο), ποὺ χώνει τὸ κεφάλι του στὸν ἄμμο γιὰ νὰ μὴ βλέπει τὸν φονιά του, καὶ θαρρεῖ πὼς κρύφτηκε ἀπὸ αὐτόν.

Πόσο ἀξιολύπητοι σ’ αὐτὸ ἀπάνω εἶναι οἱ σπουδαῖοι ἄνθρωποι τῆς γῆς! Ἐνῶ βλέπουν καθαρὰ πὼς τὸ βάραθρο ποὺ κατάπιε ὅλους τους σπουδαίους ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, καὶ πὼς τ’ ἀνοιχτὸ στόμα τοῦ περιμένει νὰ τοὺς καταπιεῖ κι’ αὐτούς, ἐκεῖνοι δός του καὶ καταγίνονται μὲ «μάταια καὶ ψευδῆ», μὲ πολιτικὲς πονηριές, μὲ πολέμους, μὲ ψευτομεγαλεία παιδιακίσια, καὶ μὲ ἀνοησίες, ποὺ διαλαλιοῦνται σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ώ, ἀνοησία ἐκείνων ποὺ τοὺς λέει ὁ κόσμος σοβαρούς, μυαλωμένους, τετραπέρατους, μεγαλοφυεῖς! Τί φτώχεια ἀληθινὰ ἀπὸ κρίση κι’ ἀπὸ γνώση! Κι’ ἀπὸ τέτοιους κυβερνιέται, ὁ κόσμος. Ἢ οἱ ἄλλοι ποὺ καταγίνονται μὲ μανία στὶς μάταιες φιλοσοφίες καὶ στὶς τέχνες, καὶ τοὺς ἀποθεώνουν οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοὶ ποὺ δὲν ἔχουν κουκούτσι κρίση, ἐνῶ ξέρουν καλὰ πὼς δὲν θὰ περάσει πολὺς καιρὸς ποὺ θὰ σβήσουν ὅλοι ἀπὸ τὸν κόσμο!

Ἡ περηφάνια θολώνει τὴν κρίση. Κι’ ὅπου ὑπάρχει περηφάνια, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει πίστη! Κι’ ἂπ’ ὅπου λείπει ἡ πίστη, λείπει κ’ ἡ ἐλπίδα. Ἂν πιστεύανε οἱ ἄνθρωποι πῶς ἐκεῖνα ποὺ λέει ὁ Χριστὸς εἶναι ἀληθινά, δὲν θὰ κολλούσανε τόσο στὰ ἐπίγεια. Ἀλλά, κατὰ βάθος, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι καλὰ γι’ αὐτούς, γιὰ νὰ εὐχαριστιοῦνται τ’ αὐτιὰ τοὺς μοναχά. Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέει: «Ἂν πιστεύεις πὼς ὁ Θεὸς προνοεῖ γιὰ σένα, τί μεριμνᾶς καὶ φροντίζεις γιὰ τὰ πρόσκαιρα καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς σάρκας σου; Κι’ ἂν πάλι δὲν πιστεύεις πὼς ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ σένα, καὶ γιὰ τοῦτο φροντίζεις, χωρὶς ἐκεῖνον, γιὰ τὶς ἀνάγκες σου, εἶσαι ὁ πλέον ταλαίπωρος ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ρίξε τὴ μέριμνά σου στὸν Κύριο, κι’ ἐκεῖνος θὰ σὲ θρέψει. Καὶ δὲν θὰ φοβηθεῖς ἀπ’ ὅποιον κίνδυνο κι’ ἂν ἔρθει καταπάνω σου». Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος: «Ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ ἡ ψυχή σου σαλεύει μὲ φόβο, τόσο ποὺ νὰ δειλιάζει κι’ ἀπὸ ἕναν ἴσκιο. Γιατί ἡ πίστη εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμη ἡ νοητή, ποὺ στηρίζει τὴν καρδιὰ στὸ φῶς τῆς διάνοιας καὶ ποὺ μὲ τὴ μαρτυρία τῆς συνειδήσεως, δίνει στὴν ψυχὴ πολλὴ πεποίθηση, ὥστε νὰ μὴ φροντίζει ἡ ἴδια γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ νὰ κρεμάσει στὸν Θεὸ τὴ φροντίδα της γιὰ ὅλα, χωρὶς νὰ μεριμνᾶ γιὰ τίποτα».

Ὁ Ἅγιος ποὺ τὰ λέει αὐτά, δὲν τὰ εἶπε μοναχά, ὅπως κάνουν οἱ περισσότεροι, ἀλλὰ τὰ ἔκανε στὴν πράξη, γιατί πῆγε κι’ ἀσκήτεψε ἀπὸ νέος στὴν ἔρημό της Μεσοποταμίας, χωρὶς νὰ φροντίσει ὁλότελα γιὰ τὴ συντήρησή του, κι’ ὅπως λέει ὁ ἴδιος, δὲν στερήθηκε τίποτα σ’ ὅλη τὴ ζωή του. Καὶ μάλιστα, σὰν τὸν πῆραν οἱ χριστιανοὶ μὲ τὸ στανιὸ καὶ τὸν κάνανε ἐπίσκοπό της Νινευῆ, δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ γύρισε πίσω στὴν ἀγαπημένη τοῦ ἔρημο, κ’ ἐκεῖ τελείωσε τὴ ζωή του καὶ «ἐκοιμήθη πλήρης ἡμερῶν».

Ἀλλά, θὰ μοῦ πεῖ κανεὶς πὼς αὐτὰ γίνονταν τὸν παλαιὸ καιρό, καὶ πὼς σήμερα δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι μὲ τέτοια πίστη. Λοιπὸν τὸν διαβεβαιώνω πὼς ναί. Ὑπάρχουν καὶ στὴ σημερινὴ ἁμαρτωλὴ καὶ σαρκικὴ ἐποχὴ κάποιοι γνήσιοι μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀναθέσανε τὴ φροντίδα τῆς ζωῆς τους στὸν Κύριο. Ἐγὼ γνωρίζω κάμποσους τέτοιους, κ’ ἔχω πληροφορηθεῖ καὶ γιὰ ἄλλους πολλούς. Εἶναι ἀπίστευτο, καὶ ὅμως εἶναι ἀληθινό.
. . .
Λέει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος. «Νὰ μὴν ἀδυνατίσει (νὰ μὴν κλονιστεῖ) ἡ πεποίθησή σου (ἡ ἐμπιστοσύνη σου) στὸν Προνοητή σου, στὸν Θεό. Γιατί τὰ οἰκονομεῖ ὁ Κύριος κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, γιὰ τοὺς δικούς του ἀνθρώπους. Ἐπειδὴ καὶ στὴν ἀκατοίκητη ἔρημο ἐξοικονομεῖ ἐκείνους ποῦ κάθονται μὲ τὴν πεποίθηση σ’ Αὐτόν, κι’ ὄχι στὴ βοήθεια ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους».

(Φώτης Κόντογλου, Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

ΠΗΓΗ 

Καθεδρικὸς Ἱερὸς Ναὸς Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης

Τόκοι, τοκογλυφία, καπιταλισμός (Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου)

$
0
0

Τόκοι, τοκογλυφία, καπιταλισμός
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Στην εποχή μας επικρατεί η θεοποίηση του χρήματος, της ηδονής και της ευμάρειας.

Η αξιοποίηση καί η εκμετάλλευση τού χρήματος αναπτύχθηκε μέσα σέ προτεσταντικούς κύκλους,μέσα σέ μιά ηθική ότι τό χρήμα είναι ευλογία Θεού, καί ο πλούσιος είναι από τόν Θεό ευλογημένος. Αυτό τό θέμα τό αναπτύσσει διεξοδικά ο Max Weber στό γνωστό του κλασσικό βιβλίο «η προτεσταντική ηθική καί τό πνεύμα τού καπιταλισμού». Υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός, η ορθολογιστική αξιοποίηση τού χρήματος καί τής ζωής είναι απόρροια όλων τών αρχών πού αναπτύχθηκαν από τίς διάφορες προτεσταντικές ομάδες στήν Ευρώπη.

Ειδικά γιά τήν αξία τού χρήματος ο Max Weber αναφέρεται στίς οδηγίες πού δίνει ο Benzamin Franklin, τίς οποίες συναντούμε στά βιβλία του «Αναγκαίες νύξεις σέ κείνους πού θά ήθελαν νά γίνουν πλούσιοι» καί «Συμβουλή σέ ένα νέο έμπορο». Στά βιβλία αυτά ο Franklin συμβουλεύει:

«Νά θυμάσαι ότι ο χρόνος είναι χρήμα… Νά θυμάσαι ότι η πίστωση είναι χρήμα… Νά θυμάσαι ότι τό χρήμα έχει αναπαραγωγική καί καρποφόρα φύση. Τό χρήμα μπορεί νά παράγει χρήμα καί τά γεννήματά του μπορούν νά παράγουν περισσότερα… Νά θυμάσαι ότι –κατά τό ρητό– ο καλός πληρωτής είναι ο κύριος τού πορτοφολιού τού άλλου. Όποιος είναι γνωστός ότι πληρώνει ακριβώς στόν χρόνο πού υποσχέθηκε, μπορεί οποιαδήποτε στιγμή νά σηκώσει όλο τό χρήμα πού οι φίλοι του μπορούν νά αποταμιεύσουν».

Αυτή είναι η βασική αρχή τής χρηματοπιστωτικής αγοράς πού σήμερα διέρχεται κρίση.

Ο Max Weber σχολιάζει ότι «ο άνθρωπος κυριαρχείται από τή δίψα γιά απόκτηση χρήματος, απόκτηση πού εκφράζεται σάν τελικός σκοπός τής ζωής του». Καί ρωτώντας ο Max Weber «γιατί πρέπει νά βγαίνουν λεφτά από τούς ανθρώπους;», σχολιάζει τήν συμβουλή πού έδωσε στόν Benzamin Franklin ο αυστηρός καλβινιστής πατέρας του, χρησιμοποιώντας τό χωρίο από τίς Παροιμίες «είδες άνθρωπον επιτήδειον εις τά έργα αυτού; αυτός θέλει εμφανισθεί ενώπιον βασιλέων» (Παροιμ. κβ', 29): «Η απόκτηση χρήματος μέσα στήν σύγχρονη οικονομική τάξη είναι –εφόσον γίνεται νόμιμα– τό αποτέλεσμα καί η έκφραση τής αρετής καί προκοπής σ' ένα επάγγελμα καί η αρετή καί η προκοπή αυτή είναι, όπως είναι εύκολο νά αντιληφθούμε, τό πραγματικό άλφα καί τό ωμέγα τής ηθικής τού Franklin».

Αυτή η νοοτροπία τού συγχρόνου ανθρώπου είναι καπιταλιστική καί παρατηρείται στήν Δύση καί επηρέασε πολλούς σέ όλον τόν πλανήτη. Αυτό βλέπουν σύγχρονοι ξένοι θεολόγοι καί αναλύουν τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας.

* * *

Η Καθηγήτρια στό Λουθηρανικό Πανεπιστήμιο τής Τακόμα Brenda Ihssen έγραψε δύο κείμενα στά οποία αναλύει αυτό τό θέμα.

Τό πρώτο έχει τίτλο:«Η τοκογλυφία, η ελληνική Πατρολογία καί η καθολική Κοινωνική διδασκαλία», στό οποίο θίγει θέματα όπως: «τί λένε οι πατερικοί συγγραφείς γιά τήν κοινωνική ηθική», «ποιοί είναι οι τοκογλύφοι», «ποιές είναι οι σημαντικές ερωτήσεις πού πρέπει νά τεθούν καί τίς οποίες πρέπει νά γνωρίζη ο ερευνητής όταν προσεγγίζει ένα πατερικό κοινωνικό-ηθικό κείμενο», «υπό ποιές προϋποθέσεις ή μέχρι ποιό όριο μπορούν οι πατερικές πηγές νά θεωρηθούν ότι συνεισφέρουν στήν δημιουργία τής Καθολικής Κοινωνικής διδασκαλίας». Μέσα στά κεντρικά αυτά κεφάλαια ανευρίσκουμε πολλές υποδιαιρέσεις, όπως «η απαγόρευση τής τοκογλυφίας στή Γραφή», «ο τοκογλύφος ως απειλή γιά τήν κοινότητα (κακός, άγριο θηρίο, ψεύτης, ακόμη καί φονιάς)», «η πνευματική πτωχεία τού τοκογλύφου», οι τοκογλύφοι ως «μέλη τής κοινότητας», «άν υπάρχουν εξαιρέσεις στόν δανεισμό». Επίσης, απαντά σέ τρία βασικά ερωτήματα όπως: «έχουν σχέση μέ τήν πραγματικότητα τά κείμενα τών Ελλήνων Πατέρων;». «Τούς ενδιαφέρει νά έχουν σχέση μέ τήν πραγματικότητα;», «άν η παρουσία τών ελληνορω-μαϊκών θεμάτων είναι αναμφισβήτητη».

Τό δεύτερο κείμενό της έχει τίτλο:«Τά κηρύγματα τού Βασιλείου καί τού Γρηγορίου (Νύσσης) γιά τήν τοκογλυφία».Σέ αυτό εξετάζει τά κίνητρά τους, νά ασχοληθούν μέ τό θέμα τής τοκογλυφίας, οι επιρροές πού δέχθηκαν από φιλοσόφους, η χρησιμοποίηση τής Αγίας Γραφής μέ αναφορά στούς τόκους, η τοκογλυφία ως κλοπή, η ταραχή πού δημιουργεί η τοκογλυφία, οι εικόνες πού χρησιμοποιούνται γιά νά περιγράψουν τόν τοκογλύφο καί τήν τοκογλυφία, καί γιά τόν ουράνιο τόκο.

Στό σημείο αυτό θά ήθελα νά παρουσιάσω τήν εισαγωγή τής Brenda Ihssen, τό συμπέρασμα τής πρώτης μελέτης της, καί ένα βασικό απόσπασμα από τό κεντρικό θέμα. Καί τό θεωρώ αυτό καλό γιατί είναι γεννημένη, μεγαλωμένη καί διδάσκει σέ Πανεπιστήμιο στήν Αμερική όπου η εκμετάλλευση τού χρήματος είναι μιά ολόκληρη επιστήμη. Θυμηθήτε όλη τήν ιστορία τών ομολόγων καί μάλιστα τών δομημένων ομολόγων.

Στήν εισαγωγή της γράφει:

«Αποτελεί αναμφισβήτητη διαπίστωση ότι η συζήτηση γιά τίς ηθικές επιπτώσεις τού τόκου ή τής τοκογλυφίας δέν προκαλεί πιά τό ενδιαφέρον τού μέσου πολίτη. Ο τόκος θεωρείται όχι πρόβλημα αλλά κανονικό στοιχείο τής ζωής. "Είμαστε ευτυχείς νά πληρώνουμε 4% αρκεί νά μπορούμε νά αγοράσουμε τά μαξιλάρια τών διακοπών τά οποία μάς λένε οι ειδικοί τού μάρκετινγκ ότι τά έχουμε ανάγκη". "Δυστυχώς, εκατομμύρια άνθρωποι στόν πλανήτη υποφέρουν στά χέρια άλλων πού ευχαρίστως τούς διατηρούν στή φτώχεια μέσω υπερβολικών καί εξοντωτικών επιτοκίων".

Στήν τάξη μου, οι φοιτητές αναρωτιούνται ποιό είναι τό πρόβλημα άν κάποιοι δανείζονται καί αποπληρώνουν μέ τόκο, εφόσον είναι ενήλικες καί γνωρίζουν τί κάνουν. Πιστεύω ότι τό πρόβλημα είναι ότι στόν 21ο αιώνα υπάρχει θλιβερή φτώχεια, πείνα, άστεγοι καί θάνατοι γιά τούς οφειλέτες καί τίς οικογένειές τους. Επίσης τό πρόβλημα είναι η σωτηρία τού τοκογλύφου, τού οποίου οι πράξεις τόν αποκόβουν από τή θέα τού Θεού.

Στήν αρχαιότητα ο τόκος σέ δάνεια καταδικαζόταν στήν εβραϊκή κοινωνία, ενώ ήταν κανονικό μέρος τών συναλλαγών στό ελληνικό καί ρωμαϊκό σύστημα (άν καί στό ελληνικό σύστημα δέν είχε γίνει καθολικά αποδεκτός). Έτσι, παρ’ ό,τι καταδικαζόταν από τόν Πλάτωνα (πού τόν θεωρούσε «χυδαίο») καί τόν Αριστοτέλη (πού τόν θεωρούσε «παρά φύση»), ο τόκος εθεωρείτο δίκαιη αποζημίωση γιά τό χρόνο καί τό ρίσκο πού αναλάμβανε ο δανειστής. Καθώς ο δανειστής δέν μπορεί νά χρησιμοποιήση τά χρήματα πού έχει δανείσει, ο τόκος αποτελεί «ευγνωμοσύνη» γιά τό χρόνο πού χρειάζεται νά επιστραφούν. Τό ρίσκο σχετίζεται μέ τό ότι ο δανειστής μπορεί νά μή λάβει ποτέ πίσω τά χρήματά του, συνεπώς όσο μεγαλύτερος ήταν αυτός ο κίνδυνος τόσο μεγαλύτερο τό επιτόκιο.

Ωστόσο γιά τήν ελληνική πατρολογία, ο χρόνος καί τό ρίσκο δέν μετρούσαν. Οποιαδήποτε εγγύηση γιά χρήματα πού δανείστηκαν ήταν ασυνείδητη, οποιοδήποτε ποσοστό πάνω από τό κεφάλαιο δανεισμού αποτελούσε τοκογλυφία. Ακόμη καί ένα τοίς εκατό επιθυμία γιά κέρδος έβαζε σέ κίνδυνο τή σωτηρία».

Σέ ένα σημείο τού κειμένου της κάνει λόγο γιά τό κατά πόσον η διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας εναντίον τής τοκογλυφίας έχει σχέση μέ τήν πραγματικότητα. Γράφει:

«Τά αποσπάσματα πού δείχνουν ότι οι θεολόγοι μας απευθύνονται σέ γνωστούς ανθρώπους τής κοινότητάς τους μάς οδηγούν στό συμπέρασμα ότι αναφέρονται σέ ένα πρόβλημα τό οποίο έχει μεγάλη σχέση μέ τήν πραγματικότητα γύρω τους. Σέ ό,τι αφορά τήν εποχή μας, ομολογώ ότι πιστεύω πώς εξακολουθούν νά έχουν σχέση μέ τήν πραγματικότητα γιά τόν εξής λόγο: κάθε κοινότητα εξακολουθεί νά περιλαμβάνη ανθρώπους πού είναι διατεθειμένοι νά κερδίσουν σέ βάρος άλλων. Επομένως πιστεύω ότι μπορούμε νά μάθουμε από αυτούς τούς συγγραφείς τί είχαν νά πούν γιά τά αποτελέσματα τής απληστίας σέ μιά κοινότητα. Τά γραπτά τους επίσης αποτελούν αντανάκλαση τού ασκητικού ιδεώδους τών θεολόγων γιά τούς οποίους η κύρια σπουδαιότητα τού κειμένου ήταν η εξαγωγή ηθικού νοήματος γιά εφαρμογή στίς τρέχουσες καταστάσεις.

Τελικά όλοι αυτοί οι θεολόγοι πιστεύουν ότι τό χρήμα –είτε κάποιος τό έχει είτε δέν τό έχει, είτε τό δανείζει είτε τό χαρίζει– αποτελεί εμπόδιο γιά μιά αποτελεσματική σχέση μέ τό Θεό» (σελ. 5).

Στο συμπέρασμα γράφει:

«Η αρετή τής προσφοράς είναι μιά διαρκής πορεία πού ποτέ δέν τελειούται. Σύμφωνα μέ τούς θεολόγους μας, αυτός πού δίνει, αντί νά δανείζει, απομακρύνει εμπόδια πού δημιούργησε η αμαρτία, εμπόδια τά οποία δέν αφήνουν τούς ανθρώπους νά έχουν υγιείς καί διατηρήσιμες σχέσεις μεταξύ τους. Η αληθινή αγάπη επιθυμεί νά μοιράζεται τό δικό της, ενώ η αληθινή απληστία επιθυμεί μόνο τό συμφέρον της. Η τοκογλυφία αντιπροσωπεύει τό ακριβώς αντίθετο τής αγάπης, καί μάλιστα μέ αγαθό προσωπείο. Ο συμφεροντολόγος χριστιανός μπορεί νά ισχυρισθή ότι έχει δικαίωμα νά δανείζει μέ τόκο –ακόμη καί μέ υπερβολικό επιτόκιο– πρώτον διότι είναι νόμιμο καί δεύτερον διότι ο Χριστιανός έχει ελευθερωθή από τό νόμο. Τήν ίδια λογική συνάντησε ο Απ. Παύλος στήν Κόρινθο καί η απάντησή του ήταν ότι «όλα είναι νόμιμα γιά μένα, αλλά δέν είναι όλα ωφέλιμα».

Συνοψίζοντας, οι Έλληνες Πατέρες θεωρούσαν ότι η τοκογλυφία δέν είναι ηθική,δέν μπορεί νά δικαιολογηθή καί δέν είναι ωφέλιμη.Οι σύγχρονοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τό ζήτημα τής τοκογλυφίας είναι νεκρό στήν εποχή μας, καθώς όλοι δανείζουν καί δανείζονται μέ τόκο χωρίς νά τό σκέφτονται. Ελπίζω ότι κάνουν λάθος. Η παγκόσμια φτώχεια είναι τόση πού τό θέμα τής τοκογλυφίας είναι σημαντικό γιά όσους στοχάζονται γιά τίς σύγχρονες οικονομικές καταστροφές τίς οποίες επιφέρουν άδικες πρακτικές δανεισμού. Ο καπιταλισμός έχει υποτάξει γιά πάρα πολύ καιρό τήν ανθρώπινη υγεία καί αξιοπρέπεια σέ οικονομικούς σκοπούς. Ως θέμα η τοκογλυφία δέν προκαλεί συζητήσεις, αλλά η φτώχεια προκαλεί. Θά πρέπει νά προβληματιζόμαστε βαθιά γιά τό κακό πού επιφέρει ο τόκος τών δανείων σέ άτομα, σέ οικογένειες, σέ κοινότητες, σέ χώρες καί –άν οι θεολόγοι μας έχουν δίκαιο– ακόμη καί στή σωτηρία τού καθενός μας» (σελ. 8).

* * *

Ζούμε σέ μιά εποχή στήν οποία κυριαρχεί ο δανεισμός,ο επίσημος καί νόμιμος μέ τίς Τράπεζες καί κατά κάποιον τρόπο θεωρείται καί ηθικός. Πολλοί παίρνουν δάνεια γιά νά αποκτήσουν σπίτι, νά σπουδάσουν τά παιδιά τους, νά κάνουν τίς διακοπές τους κλπ. Σέ μερικές περιπτώσεις, όπως τήν απόκτηση οικίας, μπορεί κανείς νά πή ότι είναι ωφέλιμος ο δανεισμός. Σέ αυτές τίς περιπτώσεις μιά κοινωνία δίκαιη μπορεί νά ωφελήση τούς μή έχοντας, χωρίς, βέβαια, νά χάσουν καί οι κατέχοντες. Η επιστήμη τής πολιτικής οικονομίας μπορεί νά εξισορροπήση τά πράγματα, ώστε καί οι Τράπεζες νά ωφελούνται μέ μέτρο, νόμιμα, αλλά καί οι μή έχοντες νά βοηθούνται νά αντιμετωπίζουν τά προβλήματα τής ζωής τους, χωρίς νά χάνουν τήν ελευθερία τους. Άν αυτό λειτουργή μέ νόμιμο καί δίκαιο τρόπο, τότε μπορεί νά λειτουργήση μέ τήν αρχή τής φιλαδελφίας.

Όμως, ο δανεισμός όταν συνδέεται μέ τήν ηδονή, τήν ευδαιμονία, τήν καλοπέραση, τήν ευμάρεια, τήν προσπάθεια γιά πλουτισμό κλπ, δέν μπορεί νά γίνη αποδεκτός. Πρέπει νά αντιμετωπίζουμε τό θέμα καί στά πάθη πού καλλιεργεί, καθώς επίσης καί στήν όλη νοοτροπία πού αναπτύσσει, όταν ο νούς μας είναι κολλημένος μόνον στά χρήματα καί τά κτήματα, καί δέν τόν αφήνουμε νά ασχολήται καί μέ άλλα σοβαρότερα θέματα.

Πρέπει νά στιγματίζουμε καί νά καυτηριάζουμε τούς τοκογλύφους πού εκμεταλλεύονται τόν πόνο τών συνανθρώπων τους καί μένουν ασυγκίνητοι μπροστά στήν δυστυχία τους. Οι χαρακτηρισμοί τών Πατέρων γι’ αυτούς είναι πολύ βαρείς. Στίς περιπτώσεις αυτές, όσοι έχουν χρήματα πρέπει νά ασκούν φιλανθρωπία καί νά δίνουν άτοκο δανεισμό σέ αυτούς πού χρειάζονται χρήματα γιά νά αντιμετωπίσουν τίς δυσκολίες τής ζωής.

Επίσης, στά σύγχρονα δεδομένα η αποταμίευση τών χρημάτων στίς Τράπεζες θεωρείται κάτι τό απαραίτητο καί ο τόκος δίκαιος καί νόμιμος.Δέν μπορεί κανείς νά αρνηθή μιά τέτοια λελογισμένη δυνατότητα, ιδίως γιά τούς οικογενειάρχες, αλλά τό κρίσιμο θέμα είναι ότι η αποταμίευση όταν εντάσσεται μέσα στήν προοπτική τού πάθους τής φιλοκτημοσύνης καί τής φιλαργυρίας, καί μάλιστα όταν αναστέλλεται η ελεημοσύνη καί η φιλανθρωπία, καθώς επίσης όταν στηρίζεται η ελπίδα τού ανθρώπου στά χρήματα, καί αποβάλλεται η πίστη στήν Πρόνοια τού Θεού, τότε αυτό δέν μπορεί νά δικαιωθή από τήν εκκλησιαστική ηθική.

Γενικά, δέν πρέπει νά αυξάνουμε τίς ανάγκες μας, δέν πρέπει νά επιδιώκουμε νά ζούμε πλουσιαπάροχα, ώστε νά μήν εξαναγκαζόμαστε νά δανειζόμαστε χρήματα, γιατί έτσι χάνουμε τήν ελευθερία μας. Η ολιγαρκής ζωή είναι μιά αξιοπρεπής ζωή. Άλλωστε, πτωχός δέν είναι εκείνος πού δέν έχει χρήματα, αλλά κυρίως εκείνος πού δημιουργεί τήν ανάγκη τών πολλών αναγκών καί εξαναγκάζεται νά δανείζεται από Τράπεζες καί από ανθρώπους, μέ αποτέλεσμα νά χάνη τήν ελευθερία του. Έρχονται συχνά στήν Ιερά Μητρόπολη άνθρωποι πού έχασαν τίς περιουσίες τους, τά σπίτια τους από τέτοιους δανεισμούς.

Η ασκητική ζωή, πού συνίσταται καί στήν αποφυγή τής πολυτέλειας καί τής ευδαιμονίας μπορεί νά μάς ωφελήση καί στό θέμα αυτό, γιά νά διαφυλάττουμε τήν πνευματική μας ελευθερία καί τήν ανεξαρτησία μας από καταστάσεις πού μάς υποδουλώνουν κυριολεκτικά. Σέ μιά καπιταλιστική κοινωνία πού όλοι ζούν μέ τό όνειρο τού χρήματος καί τά τηλεοπτικά παιχνίδια, καθώς επίσης εκεί αποβλέπουν καί τά ποικίλης φύσεως λαχεία, έχουμε καθήκον νά ζούμε ασκητικά καί νά εργαζόμαστε τίμια καί μέ αυτόν τόν τρόπο εφαρμόζουμε τόν ευαγγελικό λόγο. Καί πάντοτε ο νούς μας πρέπει νά είναι εστραμμένος στήν προπτωτική ζωή τών Πρωτοπλάστων καί τήν εσχατολογική ζωή, νά αποβλέπουμε, κατά τόν λόγο τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, όχι στήν μετέπειτα διαίρεση, αλλά στήν αρχική ισονομία-ισότητα.

Θαυματουργία δια της ύλης

$
0
0


Θαυματουργία δια της ύλης

Πρόλογος
Το άρθρο αυτό αποτελεί απάντηση σε όσους μας μέμφονται επειδή πιστεύουμε ότι ο Θεός ενεργεί ΚΑΙ δια της ύλης, που ο Ίδιος έφτιαξε εκ του μηδενός, όταν Εκείνος το θελήσει. Κατ’ επέκταση, αρνούνται την θαυματουργία των ιερών εικόνων, των αγίων λειψάνων, και γενικά οτιδήποτε έχει να κάνει με την ύλη.

Μάλιστα, μας κατηγορούν ως «ειδωλολάτρες»επειδή προσφέρουμε τιμή στον Θεό δια των υλικών αυτών αντικειμένων. Παρακάτω θα αναφερθούμε:


α)στο ότι η τιμή έχει αποδέκτη τον Θεό και όχι την ύλη αυτήν καθεαυτή,
β)την Ορθόδοξη θέση για την ύλη,
γ)ότι η άρνηση αυτή έχει τις ρίζες της στην ειδωλολατρία, και
δ) θα στηρίζουμε αγιογραφικά ότι ο Θεός ΟΤΑΝ θέλει ενεργεί ΚΑΙ ΔΙΑ της ύλης, αποδεικνύοντας το εσφαλμένο και αντιβιβλικό της Προτεσταντικής αυτής θεώρησης των πραγμάτων.



Α)Η τιμή έχει αποδέκτη τον ίδιο τον Θεό και όχι την ουσία της κτίσης.

Βέβαια, εμείς ξέρουμε ότι η τιμή αυτή έχει αποδέκτη τον ίδιο τον Θεό, μιας και ΔΕΝ πιστεύουμε ότι αυτά καθ’ αυτά τα αντικείμενα έχουν την δύναμη, αλλά ο αιώνιος Τριαδικός Θεός. Δεν είμαστε «ειδωλολάτρες», διότι πρώτον δεν λατρεύουμε τίποτα άλλο και κανένα άλλο πρόσωπο πέρα από τον Θεό, και δεύτερον διότι δεν πιστεύουμε ότι το υλικό αντικείμενο είναι θεός. Η Εκκλησία ξεχωρίζει την ουσία του Θεού από την ουσία του κόσμου. Υπάρχει διάκριση μεταξύ κτιστού και Άκτιστου. Το αντίθετο συμβαίνει στις φυσικές ειδωλολατρικές θρησκείες όπου η ουσία του κόσμου ταυτίζεται με τον απρόσωπο (για αυτούς) θεό, κάτι που οδηγεί στον πανθεϊσμό που είναι ειδωλολατρία. Κατά τους πανθεϊστές, ο κόσμος προέκυψε από την ουσία του θεού με απορροή. Κατά την χριστιανική πίστη, ο κόσμος (ορατός και αόρατος) ΔΕΝ προέκυψε από την ουσία του Θεού. 


Αυτό γίνεται φανερό ήδη από το πρώτο χωρίο της Αγίας Γραφής, όταν διαχωρίζεται ο Άκτιστος Θεός ως πρόσωπο από όλη την κτίση.«Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γένεση α 1). Επομένως, άλλο πράγμα ο Θεός και άλλο η κτίση η οποία δημιουργείται «εν αρχή». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στα «Εκατόν πεντήκοντα κεφάλαια», ένα έργο βαθειάς θεολογίας, αναφέρει: «Κάθε φύσις είναι πολύ απομακρυσμένη και εντελώς ξένη από τη θεία φύση. Διότι, αν ο Θεός είναι φύσις, τα άλλα δεν είναι φύσις. Και αν το καθένα από τα άλλα είναι φύσις, Εκείνος δεν είναι φύσις […]», ενώ όλα τα όντα μετέχουν στον Θεό με την μέθεξη της ενέργειας και όχι της απρόσιτης φύσης του Θεού, «[…] όλα μετέχουν σε Αυτόν και συγκροτούνται με τη μέθεξη Αυτού· όχι με τη μέθεξη της φύσεώς Του, μακριά μια τέτοια σκέψις, αλλά με τη μέθεξη της ενέργειάς Του […]», ενώ ο άγιος μας διαβεβαιώνει ότι «[…] δεν έχει ούτε θα έχει καμία κοινωνία ή εγγύτητα προς την ανώτατη φύση κανένα από όλα τα κτιστά» (ΕΠΕ 8, κεφάλαιο 78, σελ. 171-173).


Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο μέγας δογματολόγος της Ορθοδοξίας, αναφέρει σαφέστατα ότι λατρεία δίνουμε μόνο στον Ένα Τριαδικό Θεό: «[…] μία ουσία υπερούσια, υπέρθεη θεότητα, σε τρείς υποστάσεις, σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και αυτόν μόνο λατρεύω και σε αυτόν μόνο προσφέρω τη λατρευτική προσκύνηση. Ένα Θεό προσκυνώ, μία θεότητα αλλά λατρεύω και τρείς υποστάσεις, Θεό Πατέρα και Θεό Υιό σαρκωμένο και Θεό άγιο Πνεύμα, ένα Θεό […]. (ΕΠΕ 3, Α’ Λόγος Περί των Εικόνων, κεφάλαιο 4, σελ. 27).


Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος,στην Ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως, αναφέρει το ίδιο: «Ημείς γαρ μόνω τω εν Τριάδι Θεώ λατρεύομεν και ουδενί ετέρω».


Τιμή όμως μπορούμε να αποδώσουμε και στο ΣΧΗΜΑτων σεβασμάτων μας.

Ας δούμε πάλι, πως το εκφράζει η Ορθόδοξη πίστη:

Ο Άγιος Λεόντιος Κύπρου, στον 5ο λόγο «Προς Ιουδαίους», αναφέρει: «Ούτε από εμάς προσκυνούνται ως θεοί οι μορφές και οι εικόνες και οι τύποι των αγίων […] έτσι και εμείς, τα παιδιά των Χριστιανών, προσκυνώντας τον τύπο του σταυρού, δεν προσκυνούμε την φύση του ξύλου […]». (ΕΠΕ 3, Τρίτος λόγος περί Εικόνων, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 299)




Ο ίδιος επίσης διευκρινίζει: «Όταν λοιπόν δεις Χριστιανό να προσκυνά το σταυρό, να ξέρεις ότι δεν προσκυνά την φύση του ξύλου, αλλά για το Χριστό που σταυρώθηκε. Γιατί αλλιώς θα προσκυνούσαμε όλα τα δέντρα του αγρού…» (ΕΠΕ 3, Τρίτος λόγος περί Εικόνων, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 305).


Ο Ιερώνυμος, πρεσβύτερος Ιεροσολύμων:«[…] οι Χριστιανοί, δεν ασπαζόμαστε το σταυρό ως Θεό, αλλά το κάνουμε δείχνοντας την ειλικρινή διάθεση της ψυχής μας προς Εκείνον που σταυρώθηκε» (ΕΠΕ 3, Τρίτος λόγος περί Εικόνων, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 341).


Ο άγιος Νικόδημος,μέγας κανονολόγος, αναφέρει ότι είναι «αλλότριον», δηλαδή ξένο προς την πίστη μας η απόδοση λατρείας στα υλικά• «[…] την ούτε ως θεούς τας αγίας εικόνας λατρεύομεν, καθώς κατηγορούσι ημάς οι εικονομάχοι, άπα γε • αλλότριον γαρ τούτο της εκκλησιαστικής εστί παραδόσεως» (Πηδάλιο, σελ. 318).


Ο π. Α. Αλεβιζόπουλος, αναφέρει• «…οι χριστιανοί που βλέπουν τις άγιες εικόνες φέρουν στην μνήμη τους και επιποθούν το «πρωτότυπον», δεν μένουν στην θέα της εικόνος δεν ταυτίζουν την εικόνα με το πρωτότυπο. Έτσι ο ασπασμός, η προσκύνηση των αγίων εικόνων αποτελεί πράξη τιμής και σεβασμού, όχι λατρεία• η λατρεία αρμόζει μόνο στην Θεία φύση. Η τιμή των αγίων εικόνων μεταβαίνει στο πρωτότυπο, αυτός που προσκυνεί την εικόνα, προσκυνεί την υπόσταση του εικονιζόμενου» (Η Ορθοδοξία μας, σελ. 435-436).


«[…] Προσκυνούμε μάλιστα και το σχήμα του τιμίου και ζωοποιού σταυρού, ακόμη κι αν είναι κατασκευασμένο από διαφορετικό υλικό·διότι, αλίμονο, δεν τιμάμε την ύλη, αλλά το σχήμα σαν σύμβολο του Χριστού […] Και την ύλη πάλι, από την οποία είναι φτιαγμένο το σχήμα του σταυρού, είτε είναι χρυσάφι είτε πολύτιμοι λίθοι, μετά τη διάλυση του σχήματος, εάν τυχόν συμβεί, δεν πρέπει να το προσκυνάμε. Διότι προσκυνάμε όλα τα αφιερώματα στο Θεό απονέμοντας το σεβασμό σ’ Αυτόν» (Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, Κεφάλαιο 84, Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως)




Β)Η Ορθόδοξη θέση για την ύλη.
Ας θυμηθούμε την Ορθόδοξη θέση για την ύλη. Η ύλη, ανήκει στην δημιουργία του Θεού. Ως εκ τούτου, είναι καλή, διότι ο Θεός είναι αγαθός και μόνο αγαθά κατασκευάζει.

Η Αγία Γραφή είναι ξεκάθαρη: «και είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποιησεν και ιδού καλά λίαν» (Γένεση, α 31).


Το κακό δεν έχει υπόσταση, αλλά είναι η απουσία του καλού. Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, αντικρούοντας τους Γνωστικούς που πρέσβευαν ότι το κακό έχει υπόσταση, έλεγε το εξής απλό παράδειγμα: «[…] Κοινωνία δε Θεού, ζωή και φως […] χωρισμός δε Θεού θάνατος και χωρισμός φωτός σκότος […]» (ΒΕΠΕΣ 5, 167).


Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει:«Δεν είναι βέβαια ευσεβές ούτε και να το ειπεί κανείς ότι το κακόν εδημιουργήθη από τον Θεόν, διότι κανένα από τα αντίθετα πράγματα δεν παράγεται από το αντίθετόν του. Ούτε η ζωή γεννά θάνατον, ούτε το σκότος είναι πηγή του φωτός, ούτε η νόσος δημιουργεί υγείαν […] το κακόν είναι όχι ύπαρξις ζωντανή και έμψυχος, αλλά μία διάθεσις ψυχική αντίθετος προς τη αρετήν, η οποία διάθεσις εμφανίζεται εις τους ράθυμους, όταν εκπίπτουν από το καλόν» (2η Ομιλία Εις την Εξαήμερον, 21, ΕΠΕ 4).


Ο Π. Μπρούσαλης, στα σχόλιά του στον πρώτο Λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσηςστον Εκκλησιαστή, αναφέρει για τον άγιο: «[…] Πιστεύοντας μάλιστα στη διαβεβαίωση του Αποστόλου «παν κτίσμα καλόν και ουδέν απόβλητον» (Α’ Τιμοθέου, 4,4), αρνείται κατηγορηματικά ότι η ύλη είναι κακή, επειδή και αυτή είναι ένα από τα λίαν καλά δημιουργήματα του Θεού (Γέν. 1, 31) […] από τη στιγμή που ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος και ανέλαβε το υλικό ανθρώπινο σώμα, καθαγιάστηκε και εξυψώθηκε και η ίδια η ύλη. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δέχονται την ύπαρξη μιας αγαθής κτιστής πραγματικότητας […]» (σελ. 292).


Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνοψίζει: «ο αγαθός και υπεράγαθος Θεός δεν επαναπαύθηκε στη θεωρία του εαυτού του, αλλά από υπερβολική αγαθότητα θέλησε να δημιουργηθούν ορισμένα δημιουργήματα που θα ευεργετηθούν και θα μετάσχουν στην αγαθότητα του· γι’ αυτό, παράγει και δημιουργεί εκ του μηδενός τα σύμπαντα, ορατά και αόρατα […]» (Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. 16, Περί της Δημιουργίας).


Επόμενο είναι λοιπόν, ότι «Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα «καλά λίαν» (Γένεση, α 31), δεν εδημιούργησε το κακό. Το υλικό σώμα και όλα τα υλικά αντικείμενα αποτελούσαν πηγή ευλογίας» (π. Αλεβιζόπουλος, Η Ορθοδοξία μας σελ. 454).


Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγοςαναφέρει: «[…] εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερον κόσμον, υλικόν και ορατόν […] αξιέπαινον μεν δια την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη πιο αξιέπαινον εξ αιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας […]» («Λόγος εις τα Θεοφάνεια», έργα αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 5, σελ. 50- 51).




Γ)Η άρνηση της ύλης έχει ειδωλολατρικές καταβολές.


Οι Προτεστάντες που αρνούνται την θαυματοποιία του Θεού μέσα από την ύλη, πίπτουν στην αίρεση του δυαλισμού (είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα) που είναι μανιχαιστικής προέλευσης, από την μυθολογία του Ιράν.


Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, «[…] Ο κόσμος και ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον δημιουργό Θεό και όχι από τον αγαθό Θεό, επειδή η ύλη είναι καθ’ εαυτήν κακή […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 168).


Αυτό είχαν υιοθετήσει και οι Γνωστικοί, που ήταν συγκρητιστές.

«Οι Γνωστικοί, κατά το μάλλον ή ήττον, ήσαν δυαλισταί. Εδέχοντο, δηλονότι, δύο αρχάς, εκτός του αγαθού θεού, ανεξάρτητον και αιώνιαν ύλη, ως έδρα του κακού. Δυαλισμός υπήρχεν εν τη συγχρόνω τότε ελληνική φιλοσοφία […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία Β. Στεφανίδη, σελ. 63).

Ο Χ. Ανδρούτσος, στην Δογματική της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην σελίδα 292 αναφέρει: «Το αισθητόν δεν είναι ούτε ακάθαρτον τι και φύσει κακόν, ώστε να μη δύναται να συνδεθεί προς τα πνευματικά, ως εξεδέχοντο οι Μανιχαίοι, ούτε οξέως διακεχωρισμένον του υπερφυσικού, ως εκδέχεται η διαρχία και ο Πνευματισμός».


«[…] Βασικό πρίσμα στο γνωστικισμό θεωρήσεως του Θεού, του κόσμου, του κακού, είναι η διαρχία ή δυαλισμός. Διακρίνει ριζικά ύψιστη αρχή και θεότητα, τον αγαθό Θεό αφ’ ενός, και τη δημιουργική δύναμη και θεότητα του κακού, τον κακό ή δημιουργό θεό αφ’ έτερου […] Αποτέλεσμα της ριζικής διαρχίας είναι η περιφρόνηση της ύλης […]» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 146, Ά τόμος).


Ο Μαρκίωνας ο οποίος δέχονταν δύο θεούς, ένας εκ των κυριοτέρων εκπροσώπων του Γνωστικισμού, δίδασκε (κατά τον άγιο Ιππόλυτο Ρώμης) ότι, «Ο δίκαιος Θεός δημιούργησε τον μεν κόσμο από προϋπάρχουσα και καθ’ εαυτήν φύσει κακή ύλη, πλήρη ατελειών και ελλείψεων, τον δε άνθρωπο ατελή, αμαρτωλό και ταλαίπωρο. «Πεποιηκέναι δε τα πάντα φάσκουσιν εκ της υποκειμένης ύλης, πεποιηκέναι γαρ ουκ καλώς, αλλ’ αλόγως» (Ιππολύτου, Έλεγχος, Χ 19)» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 161).


Ψάχνοντας στην ιστορία, μπορούμε να ανιχνεύσουμε πολλές αιρέσεις που είχαν ως βάση τον δυαλισμό και που απέρριπταν ότι απορρίπτουν και οι σύγχρονοι κατήγοροί μας.


Ο καθηγητής Μ. Μπέγζοςαναφέρει: «Ο Μεσαίωνας ασφυκτιά από γνωστικίζουσες ομάδες στο χριστιανισμό, σαν τους Παυλικιανούς και τους Βογόμιλους […] ο Γνωστικισμός τροφοδοτεί σωρεία θεοσοφικών κινημάτων των Νέων Χρόνων (αλχημιστές, αποκρυφιστές κλπ)» («Φαινομενολογία της θρησκείας», σελ. 97).


Ο Β. Στεφανίδης, αναφέρει: «Οι Παυλικιανοί με τους Μαρκιωνίτας είχον κοινόν τον δυαλισμόν […] απέρριπτον την εξωτερικήν θείαν λατρείαν. Απέρριπτον τας ιεροτελεστίας, τα μυστήρια […] απέρριπτον τας εικόνας και τα λείψανα των αγίων […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 253- 254).


Ο Βλ. Φειδάς αναφέρει επί παραδείγματι για τους Βογόμιλους, μια αίρεση του 11ου αιώνα: «[…] Η ηθική τους διδασκαλία είχε δυαλιστικό και αντινομιστικό χαρακτήρα, ενώ η λατρεία τους περιορίζονταν στην απλή και μυστική απαγγελία ορισμένων ευχών […] Απέρριπταν τη λατρεία της Εκκλησίας και περιορίζοντο μόνο στην απαγγελία της Κυριακής προσευχής […] Απέρριπταν την τιμή της Θεοτόκου, των αγίων, του Σταυρού και των ι. εικόνων, προέβαλλαν δε τα μέλη της αιρέσεώς τους ως τους μόνους αληθινούς και γνήσιους χριστιανούς […] Η πνευματική τους ζωή, όπως και η διδασκαλία τους, παρουσιάζουν πολλά στοιχεία από τη διδασκαλία και την πνευματικότητα των διαφόρων συστημάτων του Γνωστικισμού των πρώτων αιώνων […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Β’ τόμος σελ. 306- 308)


Στην σελίδα 449 για την αίρεση των Καθαρών, αναφέρει: «[…[ Όπως όλες οι δυαλιστικές αιρέσεις […] απέρριπταν το σύμβολο του Σταυρού και τα Μυστήρια με τα υλικά τους στοιχεία […]» .


Δεν είναι τυχαίο ούτε άσχετο ότι η Εκκλησία αντιμετώπισε τους εικονομάχους αναιρώντας βασικότατα επιχειρήματά τους που στηρίζονταν σε αυτήν ακριβώς την θεώρηση, αποδεικνύοντας ότι οι εικονομάχοι ήταν έξω από την Παράδοση της Εκκλησίας.


Σταχυολογούμε, ενδεικτικά, από τους θαυμάσιους και γεμάτους σοφία λόγους του αγίου Ι. Δαμασκηνού, από τα 3 έργα του περί των Εικόνων:


«Κατηγορείς την ύλη και την αποκαλείς άτιμη; Το ίδιο κάνουν και οι Μανιχαίοι· όμως η Θεία Γραφή την ανακηρύττει καλή· γιατί λέει· «και είδεν ο Θεός πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν’’» (Β Λόγος, 13).


«Δεν προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ όμως τον Δημιουργό της ύλης, που για χάρη μου έγινε ύλη και κατοίκησε μέσα στην ύλη και μέσω της ύλης πραγματοποίησε την σωτηρία μου. Διότι «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν’’. Και σε όλους είναι φανερό ότι η σάρκα είναι ύλη και κτίσμα […] αφού μέσω αυτής πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μου,τη σέβομαι όμως όχι ως θεό, αλλά ως φορέα θείας ενέργειας και χάριτος» (Β Λόγος 14).


«Μη κατηγορείς την ύλη, δεν είναι άξια περιφρονήσεως. Γιατί τίποτε από όσα έγιναν από τον Θεό δεν είναι άξιο περιφρονήσεως […]» (Α Λόγος 16).


«Οι δαίμονες φοβούνται τους αγίους και φεύγουν από την σκιά τους· σκιά όμως είναι και η εικόνα· και την κατασκευάζω ως διώκτρια των δαιμόνων. Αν όμως ισχυρίζεσαι ότι πρέπει μόνο νοερά να ενώνεσαι με τον Θεό, κατάργησε όλα τα υλικά, τα φώτα, το ευωδιαστό θυμίαμα, την ίδια την προσευχή που γίνεται με την φωνή, τα ίδια τα θεία μυστήρια που τελούνται με υλικά στοιχεία, τον άρτο, τον οίνο, το λάδι του χρίσματος, το σχήμα του σταυρού. Γιατί όλα αυτά είναι ύλη […]» (Α 36).




Δ) Αγιογραφικά παραδείγματα ότι ο Θεός ενεργεί και δια της ύλης.

Αναφέρουμε ενδεικτικά:

Ο Θεός μετέτρεψε τα νερά του ποταμού σε αίμαδια της ράβδου του Ααρών· «[…]και υψώσας ο Ααρών την ράβδον, εκτύπησε τα ύδατα του ποταμού ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των θεραπόντων αυτού• και μετεβλήθησαν εις αίμα πάντα τα ύδατα του ποταμού» (Έξοδος, ζ 20).

Όταν εστασίασαν κατά του Μωυσή, ο Κορέ, ο Δαθάν, και ο Αβειρόν με άλλους 250 άνδρες διεκδικώντας την ιερατεία, ο Θεός απέδειξε ότι στην ιερατεία ήθελε τον Ααρών και τους υιούς του με το να κάνει μέσα σε μια νύχτα (ως σημείο) την ράβδο του Ααρών να βλαστήσει και να δώσει αμύγδαλα, θαυματουργικά. (Αριθμοί, ιζ).


Τα ύδατα της Μερρά, ενώ ήταν πικρά, ο Θεός τα μετέτρεψε σε γλυκά και πόσιμα με ένα μικρό ξύλο (Έξοδος, ιε 22- 26), και ξεδίψασε ο λαός.


Τα νερά του Ιορδάνηάνοιξαν και πέρασε ο Ελισσαιέ, αφού πρώτα τα κτύπησε με την κάπα του προφήτη Ηλία, επικαλούμενος τον Κύριο.

«Και λαβών την μηλωτήν του Ηλία, ήτις έπεσεν επάνωθεν εκείνου, εκτύπησε τα ύδατα και είπε, Που είναι Κύριος ο Θεός του Ηλία; Και ως εκτύπησε και αυτός τα ύδατα, διηρέθησαν ένθεν και ένθεν• και διέβη ο Ελισσαιέ» (Β Βασιλέων, β 14).

Επίσης στο ίδιο κεφάλαιο αναφέρεται και δεύτερο θαύμα του Θεού, όταν ο Ελισσαιέ αγίασε τα ύδατα δια άλατος. (εδ. 19- 22).


Ο Νεεμάν ο Σύρος καθαρίστηκε από την λέπρα θαυματουργικά, αφού λούστηκε επτά φορές στον Ιορδάνη (Β Βασιλέων, ε).


Τα άγια λείψανα του Ελισσαιέ ανάστησαν νεκρό (Β Βασιλέων ιγ 20-21).


Αλλά και στηνΚαινή Διαθήκηυπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου ο Θεός ενήργησε ΔΙΑ της ύλης.


Άγγελος Κυρίουκατέβαινε στην κολυμπήθρα της Βηθεσδά, τάραζε το νερό, και όποιος έπεφτε μέσα στο νερό πρώτος θεραπεύονταν (Ιωάννης, ε 4).


Η αιμορροούσα γυναίκα, έλαβε την θεραπεία της αγγίζοντας με πίστη τα ιμάτια του Χριστού (Ματθαίος, θ 20-22), κάτι που γίνονταν και σε άλλες περιπτώσεις (Ματθαίος, ιδ 34-36).


Αργότερα ο Θεός θεράπευε και θαυματουργούσε μέσω των αποστόλων Του αλλά και αντικειμένων των αποστόλων, όπως με τα μαντήλια του απ Παύλου (Πράξεις, ιθ 11-12), αλλά και με την σκιά του απ Πέτρου (Πράξεις, ε 15), η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο η εικόνα του απ Πέτρου.


«Έτσι όσοι προσήρχοντο μέσω των αποστόλων θεραπεύονταν. Έτσι η σκιά και τα σουδάρια και τα σιμικίνθια των αποστόλων παρήχαν ιάσεις» (Περί εικόνων, τρίτος λόγος, αγ. Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 251, ΕΠΕ 3).


Ούτε η Αγία Γραφή αλλά ούτε οι Πατέρες της Εκκλησίας αρνούνται την θαυματοποιία δια της ύλης.


Έτσι, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναγνωρίζει ότι υπάρχει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος στα λείψανα των αγίων, εφόσον το σώμα μας έχει την δυνατότητα να γίνει ναός του Θεού (Ά Κορινθίους, στ 19). «Αλλά και των αγίων τις εικόνες, επειδή εσταυρώθηκαν μαζί με τον Κύριο, να προσκυνήσεις, προτυπώνοντας στο πρόσωπό σου τον σταυρό και μνημονεύοντας την κοινωνία των παθημάτων του Χριστού που ενεργήθηκε μέσα σε εκείνους. Επίσης και τις αγίες σορούς αυτών και ό,τι λείψανο οστών υπάρχει· διότι δεν απομακρύνθηκε από αυτά η χάρις του Θεού, όπως ούτε η θεότης δεν αποσπάστηκε από το προσκυνητό σώμα του Χριστού κατά τον ζωοποιό θάνατό του» («Δεκάλογος της κατά Χριστόν Νομοθεσίας’’, έργα αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ΕΠΕ 8, σελ. 490-491).


Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμωναναφέρει τα ίδια, όταν σχολιάζει την ανάσταση που επιτέλεσε ο Θεός δια των αγίων λειψάνων του προφήτη Ελισσαιέ: «Δεν ανέφερα τον προφήτη Ηλία και για τον γιό της χήρας που αναστήθηκε από αυτόν, και τον Ελισσαίο, ο οποίος δύο φορές ανέστησε νεκρούς, και όταν ζούσε και μετά τον θάνατό του. Όταν ζούσε ανέστησε τον νεκρό με την δύναμη της ψυχής του. Για να μην τιμηθούν όμως μόνο οι ψυχές των δικαίων, και για να γίνει πιστευτό, ότι τα σώματα των δικαίων έχουν δύναμη, ο νεκρός που έριξαν στον τάφο του Ελισσαίου, όταν ακούμπησε το νεκρό σώμα του προφήτη, αναστήθηκε. Και έτσι το νεκρό σώμα του που έκανε έργο ζωντανής ψυχής, και το πεθαμένο σώμα, που ήταν θαμμένο στο χώμα, χάρισε στον νεκρό την ζωή, και ενώ αυτό χάρισε την ζωή, έμεινε το ίδιο νεκρό. Γιατί; Για να μη θεωρηθεί, μετά την ανάσταση, ότι η ψυχή μόνο του Ελισσαίου έκανε αυτό το θαύμα, αλλά να αποδειχθεί πως, και όταν δεν είναι παρούσα η ψυχή, υπάρχει δύναμη μέσα στα σώματα των αγίων, λόγω της παραμονής, επί τόσα χρόνια μέσα σε αυτά, της δίκαιας ψυχής, την οποία υπηρετούσε» (Κατήχηση 18η, Β’ τόμος των Κατηχήσεων, Γ. Μαυρομάτης, σελίδα 501).


Ο ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος πάλι στο ίδιο περιστατικό, λέει: «Εστί γαρ, εστί τον μετά πίστεως ενταύθα παραγινόμενον μεγάλα καρπώσαι αγαθά• ουδέ γαρ τα σώματα μόνον, αλλά και αύται αι θήκαι των αγίων πνευματικής εισί πεπληρωμένοι χάριτος. Ει γαρ επί Ελισσαίου τούτο συνέβαινε, και θήκης νεκρός αψάμενος του θανάτου τα δεσμά διέρρηξε, και προς ζωήν επανήλθεν πάλιν, πολλώ μάλλον νυν, ότε δεψιλεστέρα η χάρις, ότε πλειων η του Πνεύματος ενεργεία, εστί και θήκης μετά πίστεως αψάμενον πολλήν εκείθεν επισπάσασθαι δύναμιν» (Εγκώμιο Εις τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο).



Μελέτη: Στέλιος Μπαφίτης
Επιμέλεια: Sophia Siglitiki Drekou

Εικονομάχοι καλύπτουν την εικόνα του Χριστού με ασβέστη

πηγή http://exprotestant.blogspot.gr/2013/02/blog-post_18.html


Σημείωση: Σαν σήμερα, που δημοσιεύσαμε το άρθρο μας, το 842 έληξε η Εικονομαχία. Η Θεοδώρα, σύζυγος του τελευταίου εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου, επιβάλει την αποκατάσταση της προσκύνησης των ιερών εικόνων.

Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και ο διάλογος για την Ενωση των Εκκλησιών

$
0
0

AΡΧΙΜ. ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΕΦΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Ο Άγιος  Μάρκος ο Ευγενικός, αρχιεπίσκοπος Εφέσου, δεν είναι μία συνηθισμένη μορφή αγίου. Αποτελεί μία πολύπλευρη και δυναμική εκκλησιαστική προσωπικότητα, μία εμβληματική μορφή της Ορθοδοξίας. Με την στάση του στην σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438-39 ανεδείχθη πρωταγωνιστής αυτής και απετέλεσε ''σημείον αντιλεγόμενον''. Στο πρόσωπό του διατυπώθηκαν οι πιο αντιφατικές κρίσεις. Η ορθόδοξος Ανατολή και η Παπική Δύση τον θαύμασαν για τον δυναμισμό και την μαχητικότητα, αλλά και τον επέκριναν σκληρά για φανατισμό και στενότητα αντιλήψεων (κυρίως οι δυτικοί).

''Ζυμωμένος όμως με το πνεύμα και την σκέψιν των θεοκηρύκων Πατέρων και ενσαρκωτής του Ορθοδόξου θρησκευτικού αισθητηρίου του λαού, ούτε επτοήθη ούτε παρεσύρθη από την δίνην των γεγονότων. Είχεν εννοήσει εγκαίρως το πνευματικόν ψεύδος, επάνω εις το οποίον οι άλλοι, με την κοντόφθαλμον πολιτικήν των, προσεπάθησαν να στηρίξουν την σωτηρίαν της αυτοκρατορίας. Είχεν αισθανθεί το κλίμα και είχεν εισδύσει εις το  βάθος του πραγματικού περιεχομένου της ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. Και οξύνους καθώς ήτο, διέβλεψεν ότι ο Πάπας δεν ήθελεν την ένωσιν των Εκκλησιών. Ο Πάπας, μαζί με τους ηγεμόνας της Δύεως, έπαιζε μάλλον με το απερίγραπτον δράμα της νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, την υποταγήν της οποίας ουδέποτε έπαυσαν να λαχταρούν και να επιδιώκουν.

Ο Άγιος Εφέσου, πεπεισμένος δι' όλα αυτά, όπως επίσης και διά την κρυστάλλινην αλήθειαν, την οποίαν υπεστήριζεν, επέτυχε να αρθή εις το ύψος των περιστάσεων και να αναπετάση την σημαίαν του Σταυρού. Έθεσεν ευθύς εξ αρχής υπεράνω του πολιτικού συμφέροντος την διαφύλαξιν της Ορθοδόξου πίστεως και των Αποστολικών της παραδόσεων. Ύψωσε το πνευματέμφορον ανάστημά του και εστάθη αμετακίνητος εις την έπαλξιν. Έγινεν έτσι ο αδιαπέραστος θυρεός εμπρός εις την πύλην, την οποίαν επέμενε να περάση η Δύσις, δια να πατήση τον ιερόν χώρον της μαρτυρικής και ασκητικής Ορθοδοξίας.

Επειδή η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεωςυπερβαίνει τα στενά όρια του χρόνου και του τόπου και είναι γεγονός με παγκόσμιον αντίκτυπον, διά τούτο και η ταπεινή και γενναία μορφή του αγίου Μάρκου, επισκόπου Εφέσου, εφ' όσον συνεδέθη με το συνταρακτικόν εκείνο δράμα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, αποκτά αξίαν οικουμενικην… αυτό ακριβώς θα αποτελή πάντοτε και την δικαίωσιν των θεοφιλών αγώνων του επισκόπου Εφέσου αγίου Μάρκου του Ευγενικού, του οποίου τας θερμάς προς τον Κύριον πρεσβείαις πρέπει να εξαιτούμεθα εκ βάθους ψυχής πάντοτε μεν, ιδιαιτέρως σήμερον'' (Νικ. Βασιλειάδη, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών, εκδ. ΣΩΤΗΡ,  Αθήναι 2007, σελ. 3-5).

Ο Άγιος Μάρκος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη,στην συνοικία του Γαλατά το 1392, σε μία περίοδο παρακμής και συρρικνώσεως της αυτοκρατορίας, από γονείς ευσεβείς και επιφανείς, ευγενικής καταγωγής, εξ ου και το προσωνύμιο Ευγενικός. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν Διάκονος της μεγάλης Εκκλησίας, και η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία. Ο άγιος έλαβε το βαπτιστικό όνομα Μανουήλ, και είχε ένα άλλον αδελφόν, τον Ιωάννην.
Και τα δύο αδέλφια με την φροντίδα των γονέων τους έλαβαν σπουδαία μόρφωση θύραθεν φιλοσοφική και χριστιανική μαθητεύοντες σε σπουδαίους διδασκάλους και φιλοσόφους της Πόλεως. Ο νεαρός Μανουήλ αγάπησε τον μοναστικό βίο και εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων. Σε ηλικία 25 ετών εκάρη μοναχός λαβών το όνομα Μάρκος. Χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας, ενώ για την μεγάλη του μόρφωση τοποθετήθηκε διευθυντής στο Πατριαρχικό φροντιστήριο. 

Ο ιερομόναχος Μάρκος ετιμάτο για την αρετή και την μόρφωσή του, και είχε καλή φήμη στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Έτσι, ήταν πολύ φυσικό να τον επιλέξουν να συμμετάσχει στην βυζαντινή αποστολή που θα μετέβαινε στην Δύση, στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ιδιαιτέρως επέμενε ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Παλαιολόγος, που εκτιμούσε την μόρφωσή του και ήθελε να τον συμπεριλάβει στην συνοδεία του, αφού προηγουμένως θέλησε να τον αναβαθμίσει εκκλησιαστικά και να τον περιβάλλει με το κύρος του μητροπολίτου. Η Σύνοδος του Πατριαρχείου τον εξέλεξε μητροπολίτην Εφέσου, λίγο πριν αναχωρήσουν για την Ιταλία. Τον μητροπολίτην πλέον Εφέσου Μάρκο τον Ευγενικό επέλεξαν και τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων να τα αντιπροσωπεύσει στον διάλογο με τους Λατίνους.

Η βυζαντινή αποστολή στην Φερράραεπρόκειτο να συζητήσει πολύ σοβαρά και δύσκολα ζητήματα, τις θεολογικές διαφορές που είχαν οδηγήσει στο Σχίσμα Δύσεως και Ανατολής λόγω των δογματικών παρεκκλίσεων και των πολιτικών απαιτήσεων των εκάστοτε Ρωμαίων Παπών για πρωτοκαθεδρία εκκλησιαστική και κοσμική (Πρωτείο). Ο αυτοκράτωρ επείγετο να έλθει σε συνεννόηση με την Δύση και τον Πάπα πιεζόμενος από την στρατιωτική απειλή των Οθωμανών και την εμφανή αδυναμία και παρακμή της συρρικνούμενης αυτοκρατορίας, και επιθυμούσε διακαώς την επίτευξη της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, ελπίζοντας ότι μετά την Ένωση ο Πάπας και οι δυτικοί ηγεμόνες θα έσπευδαν να βοηθήσουν την Κωνσταντινούπολη στρατιωτικά και αποτελεσματικά για να αποκρουσθεί η οθωμανική απειλή. Ο αυτοκράτωρ θέλησε σε αυτές τις κρίσιμες συζητήσεις η ορθόδοξος ανατολή να εκπροσωπηθεί με τους καλύτερους άνδρες της στο ανώτερο επίπεδο αξιωματούχων του κράτους και της εκκλησίας, μεταξύ αυτών ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλήθων Γεμιστός, οι μητροπολίτες Νικαίας Βησσαρίων και Εφέσου Μάρκος, αμφότεροι άνδρες ευρείας μορφώσεως χριστιανικής και φιλοσοφικής.

Τα θεολογικά ζητήματα που χώριζαν τις δύο ΕκκλησίεςΔύσεως και Ανατολής ήσαν πολύπλοκα και εχρονολογούντο από αιώνων, όπως η απαίτηση του Πάπα για το Πρωτείο μέσα στην Εκκλησία και υπεράνω αυτοκρατόρων και ηγεμόνων, η αίρεση του Φιλιόκβε ( περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος με την αυθαίρετη προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Λατίνους της φράσεως ''και εκ του Υιού''), το Καθαρτήριο Πυρ και άλλα λειτουργικά ζητήματα, όπως η χρήση αζύμων στην Θεία Κοινωνία, η μετουσίωση και ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων, οι ημέρες της νηστείας κ.ά. Όλες αυτές οι δογματικές και λειτουργικές προσθήκες μονομερώς από την Λατινική Εκκλησία, η υπεροψία και η αλαζονεία των δυτικών όπως και η από αιώνων αμοιβαία καχυποψία που την συντηρούσαν οι επεκτατικές βλέψεις των Παπών στην Ανατολή, το Σχίσμα του 1054 με τους εκατέρωθεν αφορισμούς, οι βιαιοπραγίες των Σταυροφόρων κατά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204, δυσχέραιναν επιπλέον τον επιχειρούμενο διάλογο στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας.

Ωστόσο, υπήρχε μία συγκρατημένη αισιοδοξία και από τις δύο πλευρές όσο και η μεγάλη επιθυμία του αυτοκράτορος Ιωάννου Παλαιολόγου, που θα πίεζε για λόγους πολιτικούς για την Ένωση, η άδολη επιθυμία εκ μέρους των Ορθοδόξων να παύσει επιτέλους το Σχίσμα των Εκκλησιών και να ενωθεί η διηρημένη  Εκκλησία του Χριστού (Πατριάρχης Ιωσήφ, Βησσαρίων , Γ. Σχολάριος, Μάρκος ο Ευγενικός) και η πίεση του Πάπα Ευγενίου για λόγους εκκλησιαστικού και κοσμικού γοήτρου να επαναφέρει ''τους αιρετικούς Γραικούς'' στην Καθολική Εκκλησία, ήσαν παράγοντες που πίεζαν τα πράγματα προς την επίτευξη της Ενώσεως. Δυστυχώς, οι συζητήσεις στην Φερράρα-Φλωρεντία έδειξαν πως οι προθέσεις των Δυτικών δεν ήσαν απολύτως ειλικρινείς και έντιμες για ένα γνήσιο και ισότιμο θεολογικό διάλογο, και έτσι χάθηκε η ευκαιρία να επιτευχθεί μία σταθερή Ένωση και όχι αυτή η εκβιαστική και υπό πιεστικές ιστορικές συνθήκες ψευδοένωση που άλλωστε δεν είχε τις προϋποθέσεις να διαρκέσει.

Υπό αυτές τις συνθήκες όδευαν οι ορθόδοξοι στην Σύνοδο της Φερράρας. Έχοντας περιγράψει τις συνθήκες αυτές μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την στάση και τις θέσεις του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού κατά την διάρκεια της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας.. όσο και τα κατόπιν αυτής, αφού υπεγράφη η Ένωση και υπέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
Εξ αρχής διεφάνη η υπεροπτική και αλαζονική συμπεριφορά του Πάπα Ευγενίου προς τους ορθοδόξους. Απαίτησε ο αυτοκράτωρ, ο Πατριάρχης και οι λοιποί ορθόδοξοι αντιπρόσωποι να γονατίσουν  μπροστά του,  να του φιλήσουν το πόδι, να καθίσουν σε χαμηλότερους θρόνους (απαιτήσεις που δεν τις δέχθηκαν οι ορθόδοξοι ως υποτιμητικές και προσβλητικές. Άλλωστε, οι συζητήσεις τραβούσαν εις μάκρος, οι Λατίνοι ήθελαν να κουράσουν τους ορθοδόξους ελπίζοντες ότι οι στερήσεις στην καθημερινή τους τροφοδοσία και στις συνθήκες διαμονής, η νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα μετά από πολύμηνη παραμονή σε ιταλικό έδαφος, οι πιέσεις, οι εκβιασμοί και οι χρηματικές υποσχέσεις του Πάπα θα έφερναν το επιθυμητό αποτέλεσμα, να κάμψουν το φρόνημα των ορθοδόξων και να τους αναγκάσουν έστω και απρόθυμα να υπογράψουν την Ένωση με τους όρους των Λατίνων.

Σε όλες αυτές τις πιέσεις στάθηκε ασυμβίβαστος υπερασπιστής της αληθείας της Πίστεως, υπέρμαχος και στύλος της Ορθοδοξίας ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός. Ας παρακολουθήσουμε την στάση που κράτησε ο Άγιος Μάρκος στην διάρκεια της Συνόδου. Να διευκρινίσουμε εξ αρχής ότι ο Άγιος Μάρκος συμμετείχε στις συζητήσεις με διάθεση ειλικρινούς διαλόγου και γνήσιας επιθυμίας να γίνει η Ένωση σύμφωνα με την ακαινοτόμητη Ευαγγελική Αλήθεια και την Αποστολική Παράδοση της ενωμένης Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας. Οι προθέσεις του Αγίου Μάρκου ήσαν υπέρ του διαλόγου και της συμφιλιώσεως( ''καταλλαγής'') επί τη βάσει της εν Χριστώ αγάπης και της αληθούς πίστεως. Αδίκως λοιπόν τον κατηγόρησαν οι Λατίνοι και οι φιλενωτικοί για πεισματική και αδιάλλακτη, σχεδόν φανατική στάση. Η αγνότητα και η ειλικρίνεια του Αγίου Μάρκου φαίνεται από το υπόμνημα που υπέβαλε στον Πάπα και δεικνύει τον πόθο του για Ένωση, και αρχίζει ως εξής: ''σήμερον της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια, σήμερον αι νοηταί ακτίνες του της ειρήνης ηλίου τη οικουμένη πάση προανατέλλουσι, σήμερον τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον διεσπαρμένα τε και διερρηγμένα, προς την ένωσιν αλλήλων επείγεται. Ου γαρ ανέχεται η κεφαλή πάντων ο Θεός εφεστάναι διηρημένω τω σώματι, ουδέ τον της αγάπης δεσμόν εξ ημών ανηρήσθαι παντάπασιν η αγάπη βούλεται'' (και συνεχίζει θρηνώντας για το σχίσμα) ''μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού και της αυτής πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; Μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν αλλήλους και κατεσθίομεν, έως αν υπ' αλλήλων αναλωθώμεν και υπό των έξωθεν εχθρών εις το μηκέτι είναι χωρήσωμεν; Μη γένοιτο τούτο, Χριστέ Βασιλεύ, μηδέ νικήση την σην αγαθότητα των ημετέρων αμαρτιών η πληθύς'' (Συροπούλου, Απομνημονεύματα V, 3).

Κατά την διάρκεια των συζητήσεων οι Λατίνοι επεκαλούντο χειρόγραφα των ανατολικών ορθοδόξων πατέρων για να στηρίξουν θεολογικώς τις κακοδοξίες τους, όμως τα παραθέματά τους ήσαν αλλοιωμένα. Ο Άγιος Μάρκος, βαθύς γνώστης της θεολογίας και των έργων των αγίων Πατέρων αντελήφθη την αλλοίωση των πρωτοτύπων κειμένων, και για να θέσει τον διάλογο σε ορθές βάσεις στα πλαίσια των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων που κατεδίκαζαν  καινοτομίες και αυθαίρετες προσθήκες στα της πίστεως, επέμενε να αναγνωσθούν εις επήκοον όλων οι όροι και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Φυσικά, οι Λατίνοι αντέδρασαν διότι έτσι θα απεκαλύπτετο η πλαστογραφία και απεχώρησαν. Όμως οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι εθαύμασαν την στάση του Αγίου Μάρκου: ''εάν έβλεπες αυτό το οποίον ο άγιος και έντιμος Μάρκος, μητροπολίτης Εφέσου, είπεν εις τον Πάπαν και εις όλους τους Λατίνους, θα εγελούσες και θα έκλαιγες. Όπως βλέπεις, ο άγιος Μάρκος Εφέσου είναι όμοιος με τους προηγουμένους Πατέρας, τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, τον Μ. Βασίλειον και Γρηγόριον τον Θεολόγον. Βλέπεις επίσης και μόνος σου ότι τώρα οι Λατίνοι δεν τολμούν πλέον να αντιλέξουν εις τον άγιον Μάρκον. Ο Πάπας έφυγε με τους λογίους του, επήραν μαζί τους και όλα τα βιβλία των''.

Την ίδια στάση κράτησε ο Άγιος Μάρκος σε όλες τις συνεδριάσεις. Επέμενε οι θεολογικές διαφορές που χώριζαν Δυτική και Ανατολική Εκκλησία και επρόκειτο να συζητηθούν, Παπικό Πρωτείο, Φιλιόκβε, Καθαρτήριο Πυρ, να συζητηθούν στην βάση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ώστε με την ανάγνωση των Πρακτικών και των όρων να καταφανεί η αληθινή και ακαινοτόμητος πίστη. ''Πρώτον μεν εστίν αναγκαιοτάτη η ειρήνη, ήν κατέλιπεν  ημίν ο δεσπότης ημών ο Χριστός, και η αγάπη. Δεύτερον, ότι παρέβλεψεν η Ρωμαϊκή Εκκλησία την αγάπην και διελύθη η ειρήνη. Τρίτον, ότι ανακαλουμένη νυν η Ρωμαϊκή Εκκλησία την καταλειφθείσαν αγάπην, εσπούδασεν ίν' έλθωμεν ενταύθα και εξετάσωμεν τας μεταξύ ημών διαφοράς. Τέταρτον, ότι αδύνατον εστιν ανακαλέσασθαι την ειρήνην, εάν μη λυθή το σχίσματος αίτιον, και πέμπτον, ίνα και οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων αναγνωσθώσιν, ως αν φανώμεν και ημείς σύμφωνοι τοις εν εκείνοις Πατράσι και η παρούσα σύνοδος εκείναις ακόλουθος'' ( Συρόπουλος, Απομνημονεύματα, VI, κεφ. 27). Έτσι, ο Άγιος Μάρκος έθετε τα σωστά θεμέλια του θεολογικού διαλόγου, την αγάπη και την ειρήνη που θα αναιρέσουν το σχίσμα, εφ' όσον οι αποφάσεις που θα ληφθούν να είναι σύμφωνες με το πνεύμα και την διδασκαλία των Αγίων και Οικουμενικών Πατέρων.

Ωστόσο, παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες και την καλήν διάθεση του Αγίου Μάρκου, όλες οι πλευρές πίεζαν να υπογραφεί η Ένωση πάση θυσία, έστω και κατ' οικονομίαν και συμβιβαστικώς χωρίς να προϋπάρξει επίλυση των θεολογικών διαφορών. Ο Πάπας, οι Λατίνοι, οι φιλενωτικοί Βησσαρίων και Ισίδωρος Κιέβου βιάζονταν για την Ένωση όπως-όπως. Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Παλαιοόγος κάλεσε τον Άγιο Μάρκο και τον πίεσε να δεχθεί την Ένωση, διότι αυτός ήταν το κύριο εμπόδιο για την άνευ όρων ψευδοένωση. Ο άγιος Μάρκος είπε τότε τον παροιμιώδη λόγον :'' ου ποιήσω τούτο ποτέ, καν ει τι και γένηται (=ό,τι και να γίνει)… τας των Δυτικών διδασκάλων φωνάς ούτε αναγνωρίζω ούτε παραδέχομαι, τεκμαιρόμενος ότι διεφθαρμέναι εισίν. Ου συγχωρεί (=δεν επιτρέπεται) συγκατάβασις εις τα της ορθοδόξου πίστεως''.

Οι αποφάσεις είχαν ληφθεί και οι εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί. Ο Άγιος Μάρκος παρακολουθούσε τις εξελίξεις ''σιωπών και αλγών (=πονώντας) επί τοις γινομένοις''. Ακόμη και ο Πάπας τον εκάλεσε ενώπιόν του προσπαθώντας με πιέσεις και απειλές να τον πείσει πως αν δεν υπογράψει θα υποστεί τις συνέπειες. Για να τον υποτιμήσει περισσότερον δεν του προσέφερεν ούτε κάθισμα. Ο Άγιος Μάρκος έλαβε μόνος του κάθισμα προφασιζόμενος πόνους στα πόδια και κάθισε από μόνος του χωρίς την άδεια του Πάπα. Ήταν φανερό από την αγέρωχη και θαρραλέα στάση του ορθοδόξου ιεράρχου πως δεν θα υπέκυπτε στις παπικές πιέσεις και απειλές.

Τελικώς, η Ένωση υπεγράφη. Μόνον ο Πλήθων Γεμιστός και ο Άγιος Μάρκος δεν υπέγραψαν τον ενωτικό Όρο. Όταν έμαθε ο Πάπας Ευγένιος ότι ο Μάρκος Εφέσου δεν υπέγραψεν, είπε το παροιμιώδες: ''Μάρκος ουχ υπέγραψεν, ουδέν εποιήσαμεν!''. Έγινε πανηγυρική θεία λειτουργία, εμνημονεύθη ο Πάπας και ανεγνώσθη το κείμενο της Ενώσεως λατινιστί και ελληνιστί (από τον Βησσαρίωνα). Η ελληνική αντιπροσωπεία ανεχώρησε. Ο ίδιος ο αυτοκράτωρ εγγυήθηκε την ζωή του Αγίου Μάρκου, που παρ' όλα αυτά τον εκτιμούσε βαθύτατα, και τον επιβίβασε στην αυτοκρατορική γαλέρα. Οι ορθόδοξοι, στον δρόμο της επιστροφής, έκαναν στάση στην Βενετία, όπου ελειτούργησαν στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας 17 Σεπτεμβρίου 1439, χωρίς παρουσία Λατίνων κληρικών και χωρίς να μνημονευθεί ο Πάπας. Ήταν φανερό πως οι ορθόδοξοι κατά βάθος δεν είχαν αποδεχθεί την Ένωση, έστω και αν κάτω από αφόρητες πιέσεις την υπέγραψαν.

Τα νέα για την Ένωσηγρήγορα ταξίδευσαν στην Ανατολή. Και όπου περνούσε η ελληνική αντιπροσωπεία επιστρέφουσα εγένετο δεκτή από τους ορθοδόξους με αποδοκιμασίες, ενώ επευφημούσαν τον Μάρκο Εφέσου που δεν υπέγραψε. Προ των ανθενωτικών αντιδράσεων  του πιστού λαού, οι αρχιερείς που είχαν υπογράψει δήλωναν μετανοιωμένοι. Έτσι, απαντούσαν ότι  ''πεπράκαμεν (= πωλήσαμε) την πίστιν ημών, αντηλλάξαμεν τη ασεβεία την ευσέβειαν (= ανταλλάξαμε με τον ασεβή παπισμό την ορθόδοξο πίστη), προδόντες την καθαράν θυσίαν αζυμίται γεγόναμεν. -και δια τι υπεγράφετε; -φοβούμενοι τους Φράγκους. - η δεξιά αύτη υπέγραψε, κοπήτω, η γλώττα ωμολόγησεν, εκριζούσθω'' ( Δούκα, Ιστορία Βυζαντινή, σελ. 216 Α) . Μπορεί ο αυτοκράτωρ να τοποθέτησε στην θέση  του θανόντος  πατριάρχου Ιωσήφ τον φιλενωτικό Μητροφάνη Κυζίκου, ωστόσο δεν έλαβε περισσότερα μέτρα για την εφαρμογή των όρων της Ενώσεως. Ο λαός αντιδρούσε, στους ναούς που λειτουργούσαν οι ενωτικοί  δεν συμμετείχε θεωρώντας τους προδότες και εξωνημένους, ενώ τιμούσε τον Άγιο Μάρκο που ανεδείχθη στύλος και υπέρμαχος της ορθοδοξίας.

Νέοι αγώνες ανέμεναν τον Άγιο Μάρκο. Μετά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, ανέλαβε το βάρος της ανθενωτικής προσπάθειας, μετέβη στην Έφεσο, αλλά κατόπιν εντολής του αυτοκράτορος, παρέμεινε σε περιορισμό στην Λήμνο (1440-1441). Εκεί, συνέταξε την περίφημη  Εγκύκλιο ''προς τους απαναταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς'' (P.G. 160, 112-204). Σε αυτήν διαφωτίζει τους ορθοδόξους πιστούς για το ζήτημα της Ενώσεως και πώς να βλέπει τους Λατίνους, ενώ ταυτοχρόνως τονίζει το γεγονός ότι οι ορθόδοξοι κράτησαν την πίστη των πατέρων ανόθευτη. Τους Λατίνους αποκαλεί ''αιρετικούς'' διότι πιστεύουν ''άτοπα και δυσσεβή'', ότι στο Σύμβολο της Πίστεως προσέθεσαν ''παράλογον προσθήκην'' ( το Φιλιόκβε), και αιτιολογεί τον χαρακτηρισμό των Λατίνων ως αιρετικών ως εξής: ''φασί γαρ οι φιλευσεβείς νόμοι, αιρετικός εστι και τοις κατά των αιρετικών νόμοις υπόκειται ο και μικρόν γουν τι παρεκκλίνων της ορθής πίστεως''.  Εφ' όσον οι Δυτικοί παρεξέκλινον της ορθοδοξίας τότε ''ορθώς απεκόψαμεν τούτους ως αιρετικούς''.

Για την συμπεριφορά των ορθοδόξωνως προς τους φιλενωτικούς και λατινίζοντες, αλλά και προς τους αιρετικούς Λατίνους, ο Άγιος Μάρκος τηρεί σκληρή και αδιάλλακτη στάση: ''φευκτέον αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως ή κακείνων πολλώ δήπου χείρονας, τους χριστοκαπήλους και χριστεμπόρους''. Παρατηρούμε λοιπόν ότι μετά την υπογραφή της Ενώσεως ο άγιος Μάρκος σκληραίνει κατά πολύ την θέση του και χρησιμοποιεί βαρείς χαρακτηρισμούς.

Οι αποφάσεις της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίαςστην συνείδηση του ορθοδόξου πληρώματος εθεωρούντο άκυρες και μη δεσμευτικές. Ήδη ο Γ. Σχολάριος συντάσσει ''Σύντομον Απολογίαν'' υπέρ των ανθενωτικών, ο λατινόφρων Πατριάρχης Μητροφάνης χαρακτηρίζεται ως αιρετικός και μητραλοίας της πίστεως, από τους τριάντα τρεις υπογράψαντες την Ένωση, οι περισσότεροι εγγράφως την απεδοκίμασαν και απέσυραν την υπογραφή τους , ενώ στην συνείδηση του πιστού λαού η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας χαρακτηρίστηκε ως ''ληστρική''. Αλλά και επισήμως η Ορθόδοξος Εκκλησία απεκήρυξε την Φερράρα-Φλωρεντία. Μόλις το έτος 1443 συνήλθε Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα με  την συμμετοχή των πατριαρχών Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας και κατεδίκασαν την ψευδοένωση και τα της Συνόδου, αλλά και όλους τους λατινίζοντες. Νέα Σύνοδος συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη με συμμετοχή όλων των ορθοδόξων πατριαρχείων της Ανατολής το 1482, και κατεδίκασε τα συμβάντα στην Φλωρεντία ''τα κακώς και απερισκέπτως εν Φλωρεντία συνοδικώς πραχθέντα και δογματισθέντα ως δόγματα νόθα και της Καθολικής (=Ορθοδόξου) Εκκλησίας αλλότρια'', και η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας  ''αργή και ανενέργητος και ως μηδέ το κατ' αρχάς όλως συστάσαι''.

Καθώς ο Άγιος Μάρκος με κλονισμένη την υγεία αισθανόταν το επίγειο τέλος της ζωής του να πλησιάζει, επέλεξε τον μαθητή του Γ. Σχολάριο (μετέπειτα πρώτο Πατριάρχη μετά την Άλωση) ως τον καταλληλότερο συνεχιστή του ανθενωτικού αγώνος ''ίνα ή αντ' εμού πρόμαχος της Εκκλησίας και της υγιούς διδασκαλίας υφηγητής, και των ορθών δογμάτων και της αληθείας υπέρμαχος''.

Ο Άγιος Μάρκος Εφέσου εκοιμήθη σε ηλικία 52 ετών, την 23η Ιουνίου 1444 ή 1445, και ετάφη στην Μονή Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, στην Κωνσταντινούπολη, όπως μας πληροφορεί ο αδελφός του Ιωάννης. Ο μαθητής του, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος Σχολάριος ώρισε με συνοδική απόφαση του 1456 να εορτάζεται η μνήμη του ως αγίου την 19η Ιανουαρίου και να ψάλλεται η ακολουθία του. Και το έτος 1734 νέα Συνοδική απόφαση  επί  πατριάρχου Σεραφείμ επαναβεβαιώνει να τιμάται ο Μάρκος Εφέσου ως άγιος: ''η καθ' ημάς αγία του Χριστού Ανατολική Εκκλησία τον Ιερόν τούτον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν και οίδε και τιμά και αποδέχεται άγιον άνδρα και θεοφόρον και όσιον και ζηλωτήν της ευσεβείας διάπυρον, και των καθ' ημάς ιερών δογμάτων και του ορθού λόγου της ευσεβείας πρόμαχον και προασπιστήν γενναιότατον και των προηγησαμένων εν τοις αρχαίοις χρόνοις ιερών θεολόγων, και κοσμητόρων της Εκκλησίας μιμητήν και εφάμιλλον''.

Κρίσεις και αποτιμήσεις του χαρακτήρος και της προσφοράς του Αγίου Μάρκου.

Πανθομολογούμενη η αρετή, η αγιότης του βίου, η ευρυμάθεια και η συνέπεια στην ορθόδοξο πίστη, ο Άγιος Μάρκος απήλαυε του σεβασμού φίλων και αντιπάλων.

''ο θαυμάσιος ούτος πατήρ και μέγας διδάσκαλος, ο μακαριώτατος κυρ Μάρκος ο Εφέσου, πολύς τω όντι εν τη σοφία και αρετή και τη πείρα των της Εκκλησίας δογμάτων'' (Θεόδωρος ο Μηδείας).

''είναι θαυμάσιος άνθρωπος, κεκοσμημένος με πνευματικά χαρίσματα και πλήρης παντοίας θείας σοφίας, ασκήσας βίον όσιο, προτού γίνη αρχιερεύς, και αν και διέπρεψε εις την Σύνοδον, είναι εκτός πάθους, προσηλωμένος μόνον εις τον Θεόν και έχων τον νουν του εις Αυτόν μόνον, απ' όλα τα βιωτικά και όσα ανάγονται εις την περιποίησιν του σώματος, ευρισκόμενος όλως διόλου μακράν. Και επειδή είναι τέτοιος άνθρωπος, την εξορίαν δεν την φοβείται, την πείναν δεν την τρέμει, την δίψαν δεν την υπολογίζει, δεν φρίττει την μάχαιραν, την φυλακήν δεν δειλιά, τον θάνατον τον θεωρεί ευεργέτην'' (Θεόδωρος Αγαλλιανός, μοναχός στην Μονή των Μαγγάνων) [ από το βιβλίο του αρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου για τον άγιο Μάρκο, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, σελ. 25-26].

''Θεοειδής την τε ψυχήν και προαίρεσι, μόνος αυτός έργοις τε και λόγοις στύλος ανεδείχθη Ορθοδοξίας εναντίον βασιλέων και τυράννων, γυμνή τη κεφαλή την αλήθειαν ανακηρύττων και την εν αγίω συμβόλω της πίστεως επισφαλώς εισαχθείσαν προσθήκην ουδόχως επιδεχόμενος'' (Μανουήλ ο Ρήτωρ, εκ των βιογράφων του Αγίου Μάρκου).

''ήταν σωφρονέστερος και από τους ασκητές που κατοικούν στην έρημο, και όταν απέρριψε τα πάντα για τον Χριστόν και έκυψε κάτω από τον ζυγό της μοναχικής υποταγής, δεν διέψευσε τις προς τον Χριστόν υποσχέσεις, ούτε ανεμείχθη στους κοσμικούς θορύβους, παρασυρθείς υπό της προσκαίρου δόξης, αλλά μέχρι της τελευτής του διετήρησε σταθερώς την θέρμην της εις Χριστόν αγάπης,… εν ιερεύσι διέπρεψεν, εν αρχιερεύσι διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς, αδάμαντος στερεώτερος, ώφθη, τετίμηκεν τους ημετέρους προγόνους…ανήρ των εφ' ημών απάντων άριστος γεγονώς εν λόγοις και βίω… μόνος των εφ' ημών αρχιερεύς αληθής'' ( Γεννάδιος Σχολάριος, στον επικήδειο λόγο για την αρετή και την πίστη του Αγίου Μάρκου).

Αλλά και οι φιλενωτικοί ανεγνώριζαν την αξία του Αγίου. ''εν ελληνικοίς μαθήμασιν και ορίοις των αγίων συνόδων κανών και στάθμη απαρέκβατος'' (Δούκας,,, ιστορικός της Αλώσεως), ''όντως σοφώτατος και θεολόγον ακρότατος'' (Βησσαρίων). Ακόμη και ο καθολικός ιησουίτης θεολόγος Γιλλ, ιστορικός της Συνόδου της Φλωρεντίας (ό.π. σελ. 462 και 413), με εντιμότητα αναγνωρίζει: ''ο Μάρκος ήτο γεμάτος από το φλογερόν πάθος ενός σταυροφόρου, ήταν ο μόνος ιεράρχης που αρνήθηκε να υπογράψη το διάταγμα στην Φλωρεντία, ο μόνος επομένως συνεπής, μη εκτεθειμένος σε μομφή. Και μαζί με όλα αυτά, απήλαυε σεβασμού για την αγιότητα της ζωής του. Δεν είναι καθόλου άξιον απορίας λοιπόν ότι η επιρροή του στους συμπατριώτες του ήταν τόσο μεγάλη''.

Πηγές-Βιβλιογραφία (ενδεικτική)
-) Νικ. Π. Βασιλειάδης, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών, εκδ. ΣΩΤΗΡ, Αθήναι 2007.
-) αρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, Βίοι Αγίων, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1977.
-) Γιόσεφ Gill, Η Σύνοδος της Φλωρεντίας, εκδ. Καλός Τύπος, Αθήναι 1962.
-)Δούκας, Ιστορία Βυζαντινή, Χρονικόν της Αλώσεως.
-) Ιω. Καρμίρης, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήναι 1960.
-)Θεόφιλος Καναβός, μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Βίος και Πολιτεία του οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Μάρκου του Ευγενικού, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1989.
-)Γρηγόριος Λαρεντζάκης, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1999.
-) ΠΡΑΚΤΙΚΑ της αγίας εν Φλωρεντία Συνόδου, Acta Graeca, J. Gill, ed. P.I.O., Roma 1953.
-) Συλβέστρος Συρόπουλος, Απομνημονεύματα (κατά την έκδοση του v. Laurent, Paris, 1971.

Η επιστροφή μου στο Χριστιανισμό (Lin Yutang, Καθηγητής Παν/μίου)

$
0
0


Lin Yutang, Καθηγητής Παν/μίου

Πολύς κόσμος μ’ έχει ρωτήσει, γιατί, εγώ που διεκήρυσσα πως είμαι ειδωλολάτρης, ξαναγύρισα στον Χριστιανισμό.

Η εξήγηση δεν είναι απλή, γιατί η Θρησκεία είναι ένα αυστηρά προσωπικό ζήτημα. Ωστόσο, πολύς κόσμος, είμαι βέβαιος, έχει αντιμετωπίσει τις ίδιες δυσκολίες όπως κι εγώ, στην προσπάθειά του να βρει μια θρησκεία που να τον ικανοποιεί. Γιατί κανείς νουνεχής άνθρωπος δεν είναι ευτυχισμένος, όταν ζει μια ζωή παραμελημένη.


Επίμονα ζητεί παραμυθία σε μια ενοποιημένη πίστη —πέστε τη φιλοσοφία ή θρησκεία— που να του εξηγεί τα κίνητρά του, τις πράξεις του και τον προορισμό του.

Πάνω από 30 χρόνια η μόνη μου θρησκεία ήταν ο ανθρωπισμός: η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος, καθοδηγούμενος από την λογική, ήταν αυτάρκης.

Ότι η πρόοδος, μόνο στη γνώση, θα έφερνε αυτόματα και έναν καλύτερο κόσμο. Όμως, αφού έγινα μάρτυρας της προόδου του υλισμού του 20ου αιώνα και των έργων των εθνών που ζούσαν χωρίς Θεό, είμαι πεπεισμένος πως ο ανθρωπισμός δεν είναι αρκετός —ότι ο άνθρωπος, γι’ αυτή την ίδια του την επιβίωση, έχει ανάγκη επαφής με μια Δύναμη μεγαλύτερη και έξω από τον εαυτό του. Και αυτός είναι ο λόγος που γύρισα πάλι στον Χριστιανισμό. Θέλω να ξανανοιώσω την γνώση εκείνη και την αγάπη του Θεού που με τόση καθαρότητα και απλότητα δίδαξε ο Ιησούς.

Για να εξηγήσω την θέση μου, νομίζω πως είναι αναγκαία λίγα λόγια για την καταγωγή μου. Είμαι Χριστιανός τρίτης γενιάς. Ο πατέρας μου ήταν εφημέριος σ’ ένα μακρινό χωριό, ψηλά πάνω στα βουνά, σε μια κοιλάδα που την έλεγαν Πόα – α, 60 μίλια από την νοτιοανατολική ακτή της Κίνας.

Την παιδική μου ηλικία την πέρασα θαυμάσια εκεί —κοντά στον Θεό και στο μεγαλείο του Θεού. Σ’ έναν κόσμο γεμάτο με την ομορφιά των νεφών στις οδοντωτές βουνοκορφές.

Στο γκριζογάλανο απαλό χρώμα που έπαιρναν τα βοσκοτόπια, με την δύση του ήλιου. Στον ήχο του κελαρύσματος του ρυακιού. Αναφέρω αυτά τα πράγματα γιατί οι αναμνήσεις αυτές έχουν μια στενή σχέση με την θρησκεία μου. Με κάνανε να μην αγαπώ όλα τα πράγματα που είναι τεχνητά και πολύπλοκα, κατασκευασμένα από τον άνθρωπο και μικρά.

Το δεύτερο πράγμα ήταν η οικογενειακή μου ζωή στην παιδική μου ηλικία. Το σπίτι μας, ήταν ένα σπίτι που θρήσκευε και ήταν γεμάτο με χριστιανική απλότητα και αγάπη. Και η ζήτηση για μάθηση ήταν απεριόριστη. Μπορεί να φαίνεται φανταστικό, σ’ ένα μακρινό χωριό, σε μια εποχή όπου η επίκληρη χήρα αυτοκράτειρα κυβερνούσε την Κίνα, το ότι ο πατέρας μου μού μιλούσε για το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και της Οξφόρδης και μόνο με μισοαστεία μου φανέρωνε την ελπίδα του πως μπορεί να σπουδάσω εκεί κάποια μέρα. Είμαστε μια οικογένεια ονειροπόλων.

Όταν, πραγματικά, πήγα στο Κολλέγιο, στην Σαγκάη, στην αρχή σπούδαζα για να γίνω ιερέας —με την δική μου εκλογή. Έπειτα, με στενοχωρούσε ό,τι μου φαινόταν σαν θεολογική απάτη.

Στασιαστικός ενάντια στο δόγμα,παρ’ όλο που πίστευα ακόμη στον Θεό, εγκατέλειψα την ιερωσύνη και την εκκλησία.

Ο Emerson περιέγραψε σωστά την θέση μου όταν είπε πως δεν αποκτά κανείς την γνώση του Θεού με τους ψυχρούς τύπους αλλά « στο μονοπάτι του κήπου μπορεί » (by the garden path you may). Έτσι έμεινα έξω από την εκκλησία και βραδυπορούσα μέσα στον κήπο αναζητώντας ακόμη το σωστό μονοπάτι.

Κι άλλες δυνάμεις δούλευαν για να με μυήσουν προς την ειδωλολατρεία.Μετά το κολλέγιο, πήγα να διδάξω στο Τσίνγκ Χούα, κοντά στο Πεκίνο.

Όπως οι πιο πολλοί από τους αποφοίτους των ιεραποστολικών σχολείων, έτσι κι εγώ, είχα πολύ λίγη γνώση για τις Κινεζικές λαϊκές παραδόσεις.

Στην παιδική μου ηλικία είχα μάθει πως οι σάλπιγγες του Ιησού του Ναυή γκρέμισαν τα τείχη της Ιεριχώς.

Κανείς όμως δεν μου είχε πει πως τα δάκρυα της χήρας του Τσι Λιάνγκ έλυωσαν και ξεκαθάρισαν ένα τμήμα του Μεγάλου Τείχους της Κίνας. Αφού άρχισα να έρχομαι σε επαφή με τις δόξες του Πεκίνου και με μια αυθεντική Κινεζική κοινωνία, ντρεπόμουνα, για λογαριασμό μου, με την άγνοια που είχα και ρίχτηκα στη μελέτη της Κινεζικής φιλολογίας και Φιλοσοφίας.

Δυσανασχετούσα με την χριστιανική μου παιδεία και ό,τι είχε σχέση με αυτή.

Θυμάμαι πως η αποφασιστική αποκοπή μου έγινε όταν ένας από τους συναδέλφους μου, μου έκανε μια επίκληση που την στήριζε στο ιδανικό του Κομφουκίου για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «θα είμαστε καλοί άνθρωποι απλώς επειδή είμαστε ανθρώπινα όντα».

Ο Κομφουκισμός τονίζει την ευγένεια, αφοσίωση, εκτέλεση του καθήκοντος και τέλος, μια ταπεινή στάση προς την ζωή —πίστη στην νοημοσύνη και στην αυτοτελείωση του ανθρώπου με την παιδεία.

Οι δοξασίες αυτές —που έμοιαζαν με τον ανθρωπισμό που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη— έγιναν, τώρα, δικές μου.

Για πολλά χρόνια ήμουνα ικανοποιημένος με την πίστη αυτή στη δύναμη του λογικού του ανθρώπου να καλυτερέψει τον εαυτό του και να κάνει καλύτερο τον κόσμο. Έπειτα, κάτω από την επιφάνεια της ζωής μου μια ανησυχία άρχισε να υφέρπει που ήταν αποτέλεσμα της σκέψης και της εμπειρίας.

Είδα πως η αυξανόμενη πίστη του ανθρώπου στον εαυτό του, δεν φαινόταν να τον κάνει περισσότερο όμοιο με τον Θεό. Γινόταν περισσότερο έξυπνος, αλλ’ είχε όλο και λιγότερη από την νηφαλιότητα ενός που στεκόταν μπροστά στον Θεό. Η σύγχρονη ιστορία έχει δείξει, πόσο επικίνδυνα άγριος μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος, ακόμη κι όταν έχει προοδεύσει αρκετά από άποψη υλική και τεχνολογική.

Καθώς η πίστη μου στον ανθρωπισμό άρχισε, έτσι, να παρακμάζει, εγώ όλο και περισσότερο ρωτούσα τον εαυτό μου: «Υπάρχει μια θρησκεία που να ικανοποιεί τον σύγχρονο μορφωμένο άνθρωπο;»

Υπάρχουν κι άλλες θαυμάσιες ηθικές διδασκαλίες και θρησκευτικά συστήματα της Ανατολής. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι ο Βουδισμός και ο Ταοϊσμός. Αλλά κι αυτά απέτυχαν στο να μου δώσουν τις απαντήσεις.

Ο Βουδισμός, μια θρησκεία της ευσπλαχνίας, βασίζεται στην φιλοσοφίαότι όλος αυτός ο αισθητός κόσμος είναι μόνο μια πλάνη. Η Βουδιστική εξήγηση για την ανθρώπινη ζωή είναι « ο οίκτος γι’ αύτη ». Και το στοιχείο της άλλης εγκοσμιότητας, του να στρέφει κανείς τα νώτα στον παρόντα κόσμο —ένα στοιχείο που είναι παρόν σε όλες τις θρησκείες του κόσμου— στον Βουδισμό γίνεται σχεδόν μια έμμονη ιδέα.

Ο Ταοϊσμός διδάσκει έναν απλό σεβασμό για ένα «άμορφο», «ακατονόμαστο», απατηλό αλλά πανταχού παρόν Τάο, που είναι ο Θεός, του οποίου οι νόμοι μυστηριωδώς και αναπόφευκτα κυβερνούν το σύμπαν. Η έμφασή του στην πραότητα και την ταπείνωση προσεγγίζουν την επί του Όρους Ομιλία.

Ο Λάο – Τσε, ο προφήτης του Ταοϊσμού, φθάνει σε μεγάλα όψη σαν διδάσκαλος. Αλλ’ η έκκληση: πίσω στη φύση, και: προσέχετε στη Πρόοδο, που είναι σύμφυτα στον Ταοϊσμό, με δυσκολία βοηθεί στη λύση των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου.

Θαρρώ πως όλο τούτο τον καιρό γύριζα, ασυναίσθητα, όλο και περισσότερο προς την Χριστιανική Θρησκεία της παιδικής μου ηλικίας. Ωστόσο, η δογματική προσέγγιση με δυσκόλευε, όπως έχει δυσκολέψει, πιστεύω, και πολλούς σύγχρονους ανθρώπους, ν’ ακούσουν την ενδόμυχη φωνή της πίστης. Όπου κι αν ταξιδεύαμε, εκείνα τα χρόνια, εγώ και η γυναίκα μου, αυτή πήγαινε πάντοτε στην εκκλησία.

Μερικές φορές την συνόδευα κι εγώ. Αλλά συνήθως, αποχωρούσα αποθαρρυμένος από την δεύτερης ποιότητας ομιλία, με την απόφαση να μην ξαναπάω.

Βρισκόμουνα, έτσι, στο σταυροδρόμι όταν, μια Κυριακή στην Νέα Υόρκη, η γυναίκα μου μ’ έπεισε να την συνοδέψω για μια ακόμη φορά στην εκκλησία. Αυτό ήταν το αποφασιστικό σημείο.

Η ομιλία ήταν πλούσια και ενδιαφέρουσα και σαν θέμα, δεν είχε σχέση με «θεολογική απάτη», αλλά με ένα απαραίτητο στοιχείο της χριστιανικής πίστης —στην περίπτωση αυτή, την αιώνια ζωή— και μ’ έναν τρόπο που είχε βαθειές σκέψεις και εμπνευσμένες.

Την μια Κυριακή μετά την άλλη ξαναπήγαινα στην εκκλησία αυτή και ήμουν ευτυχισμένος εκεί.

Σχεδόν, με τρόπο φυσικό, και χωρίς να το συζητήσουμε στο σπίτι, προσχώρησα και πάλι στην χριστιανική πίστη.

Τώρα μπορώ να κατανοώ, για μια φορά ακόμη, σαν όλα αυτά να είναι κάτι το καινούργιο σε μένα, την διδασκαλία του Ιησού που εμπνέει βαθύ σέβας, απλότητα και αγνότητα. Κανείς δεν μίλησε όπως ο Ιησούς.

Κανείς «υιός του ανθρώπου» δεν είπε με τέτοια ευσπλαχνία. «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», ή με τέτοια θεία ομορφιά : «Εφ’ όσ ο ν εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» — το «εμοί» στην περίπτωση αυτή σημαίνει τον Θεό την Ημέρα της Κρίσεως.

Τί αποκάλυψη και τί ασύγκριτη διδασκαλία! Μιλάει ο αληθινός Κύριος, λες στον εαυτό σου, και το δέχεσαι χωρίς έρευνα.

Ο Θεός δεν είναι πια άμορφος, αλλά γίνεται συγκεκριμένος και ορατός διά του Χριστού —δηλαδή θρησκεία πλήρης, αμιγής και σωστή, όχι υποθετική.

Δεν ξέρω καμιά άλλη θρησκεία που να μπορεί να δώσει αυτή την προσωπική επαφή του Θεού. Αυτή η εγκατάσταση μιας προσωπικής σχέσης με το Θεό, είναι το μοναδικό δώρο του Χριστιανισμού.

Πάντοτε προσπάθησαν οι άνθρωποι να εναποθέσουν την δική τους ευπιστία και μορφή σε απλές αλήθειες. Εκείνος όμως που θα έφθανε στο να κατανοήσει την ασύγκριτη ομορφιά και δύναμη της διδασκαλίας του Χριστού, πρέπει συχνά να παλέψει ενάντια στα δόγματα που τείνουν να τις επισκιάσουν.

Υποθέτω πως το βάρος της θρησκευτικής μάθησης που συσσωρεύθηκε τώρα, αμιλλάται με τον νόμο και τους προφήτες των ημερών του Ιησού. Ο Ιησούς, όμως, ο Ίδιος, ήταν Εκείνος που τον απλούστεψε για χάρη μας, και έφθασε στην ουσία, όταν μας δίδαξε να αγαπάμε τον Θεό, και να αγαπάμε τον πλησίον μας και έπειτα πρόσθεσε: «εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται ».

Δεν ρωτάω πια: «υπάρχει μια θρησκεία που να ικανοποιεί τον σύγχρονο μορφωμένο άνθρωπο;». Η αναζήτησή μου τελείωσε. Ξαναγύρισα εκεί που ανήκα.

Απόδοση: Νίκου Ι. Σέρβη («Χριστιανικό Συμπόσιον. Γ΄»,σ.182-184, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Κολλάρου και Σία Α.Ε.)

romfea.gr

Μπορεί κανείς να σωθή χωρίς πνευματικό και χωρίς εξομολόγηση;

$
0
0
Μπορεί κανείς να σωθή χωρίς πνευματικό και χωρίς εξομολόγηση;

Γέροντος Κλεόπα Ηλίε.
Όχι. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί, ούτε λαϊκοί ούτε μοναχοί ούτε κληρικοί, χωρίς την εξομολόγηση των αμαρτιών και χωρίς τη λύση από τον πνευματικό, κατά τον λόγο του Κυρίου που λέει:

«λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς. Αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. 20, 23). Και σε άλλο χωρίο: «όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ. Και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. 18, 18).

Επομένως, πώς θα μπει κανείς στη βασιλεία των ουρανών, μη όντας λελυμένος στη γη από τις αμαρτίες του;Διότι η εξουσία αυτή δόθηκε μόνο στους εκλεκτούς, δηλαδή στους Αποστόλους, στους Επισκόπους και στους Ιερείς, και όχι στους λαϊκούς.

Πρέπει όλοι να έχουμε τους πνευματικούς μας και να εξομολογούμεθα τακτικά, ακόμα και εκείνοι οι οποίοι νομίζουν ότι δεν έχουν αμαρτίες. Έτσι μας διδάσκει ο άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης:«εάν είπωμεν οτι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν. εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α’ Ίω. 1, 8-9). Και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης δείχνει λέγοντας: «Όλοι πρέπει να μετανοήσουμε, και λαϊκοί και μοναχοί και ιερείς και αρχιερείς. Να μετανοήσουμε όλοι (να εξομολογηθούμε), για να σωθούμε». 


Χωρίς εξομολόγηση, κανείς δεν μπορεί να σωθεί, επειδή «πολλά γαρ πταίομεν άπαντες» (Ιακώβου 3, 2). Πας άνθρωπος συλλαμβάνεται και γεννιέται με αμαρτίες (Γεν. 8, 21' Ψαλ. 50, 6' Ματθ. 7, 11' Ρωμ. 3, 11). Η Αγία Γραφή μας δείχνει ότι «η δε αμαρτία γεννά τον θάνατον» (Ιακ. 1, 15) και ότι «τίποτα ακάθαρτο δεν θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών». Να ενθυμούμαστε ότι «αμαρτία είναι η καταπάτηση του νόμου του Θεού και ακαθαρσία ενώπιον Του», και ότι η οργή του Κυρίου έρχεται πάνω στους κακούς και αμαρτωλούς, οι οποίοι πεθαίνουν ανεξομολόγητοι και χωρίς μετάνοια. Οι αμαρτωλοί, δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας, στρέφουν την δίκαιη οργή του Θεού και αποκτούν την σωτηρία, των ψυχών τους….

orthodox-answers.blogspot.gr

Η απόρριψη της ύπαρξης του αιθέρα από τον Ιωάννη Φιλόπονο

$
0
0

Η απόρριψη της ύπαρξης του αιθέρα από τον Ιωάννη Φιλόπονο

Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.)
Ο Ιωάννης Γραμματικός (490-570) ο επονομασθείς και Φιλόπονος, λόγω του μεγάλου σε έκταση έργου του, ανεδείχθη ως ένας εκ των επιφανεστέρων σχολιαστών του Αριστοτέλους. Υπήρξε μαθητής του Αμμωνίου Ερμείου στην σχολή της Αλεξανδρείας και σπουδαίος μελετητής της Νεοπλατωνικής φιλοσοφικής παραδόσεως, με μεγάλη συνεισφορά στην φιλοσοφική διανόηση και την φυσική έρευνα, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην Βυζαντινή περίοδο του 6ουμ.Χ. αιώνος.

Το έργο του αποτελείται κυρίως από υπομνηματισμούς στα αριστοτελικά κείμενα (Κατηγορίαι, Αναλυτικά Πρότερα, Αναλυτικά ύστερα, Περί ψυχής, Μετεωρολογικά, Περί γενέσεως και φθοράς, Περί ζώων γενέσεως, Φυσικής Ακροάσεως).

Συνέγραψε επίσης Σχόλια εις την Εισαγωγήν του Πορφυρίου, αλλά και δυο πραγματείες τιτλοφορούμενες ως εξής: Κατά των Πρόκλου, περί της αϊδιότητος του κόσμου επιχειρημάτων και Των εις την Μωϋσέως κοσμογονίας εξηγητικών, αναφερόμενες στο ζήτημα της δημιουργίας του κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό επιχείρησε να αναιρέσει την αριστοτελική διδασκαλία περί της αιωνιότητας του ουρανού, ως αποτελουμένου από ένα πέμπτο στοιχείο –τον αιθέρα- ευρισκόμενο στον υπερσελήνιο χώρο και σαφώς διαχωρισμένο από τα υπόλοιπα τέσσερα στοιχεία (πυρ, αήρ, ύδωρ, γη).

Στην εργασία αυτή, θα εξετασθεί αρχικά η αριστοτελική θεωρία περί του αιθέρα και ακολούθως η κριτική του Φιλοπόνου έναντι αυτής.

Η αριστοτελική θεωρία περί του αιθέρα

Η έννοια του αιθέρα είναι γνωστή στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση ήδη από τα χρόνια των αρχαίων (προφανώς εννοεί ο Αριστοτέλης τους παλαιοτέρους φιλοσόφους) και ιδιαίτερα στην εποχή των Προσωκρατικών φιλοσόφων και του Αναξαγόρα.

ΟΑναξαγόρας χρησιμοποιεί τον όρο αιθήρ αντί του πυρός (ού καλώς κατά τον Αριστοτέλη), προκειμένου να ονομάσει τον ανωτάτω τόπον που βρίσκεται πέρα από τα τέσσερα στοιχεία (πύρ, αήρ, ύδωρ, γη).

Αναφερόμενος ο Αριστοτέλης στην έννοια του αιθέρα, υποστηρίζει ότι η ίδια η ετυμολογία της λέξης αιθήρ, παραπέμπει στην έννοια της κίνησης (θειν αεί)και ιδιαιτέρως της αιωνίας κίνησης (Αριστοτέλης, Περί Ουρανού, 270b, 20-23). Εξ’ ορισμού λοιπόν ο αιθέρας συνδέεεται με την κίνηση και ιδιαίτερα με την κυκλική κίνηση των ουρανίων σωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι ο αιθέρας ονομάζεται από τον φιλόσοφο και πρώτον σώμα, γεγονός που δηλοί την ανωτερότητά του εν σχέσει προς τα υπόλοιπα στοιχεία (Αριστοτέλης, Περί ουρανού, 272b, 15. και 270 α,8).

Βασικό στοιχείο του κοσμολογικού συστήματος του Αριστοτέληείναι ο χωρισμός του κόσμου σε υπερσελήνιο και υποσελήνιο χώρο. Επιπλέον, ο κόσμος ο περί τας άνω φοράς, είναι πλήρης αυτού (Αριστοτέλης,Μετεωρολογικά, 339b,16.), γεγονός που καταδεικνύει την διαφορά του υπερσελήνιου από τον υπερσελήνιο χώρο. Ακόμη και ο υποσελήνιος χώρος όμως δεν είναι ενιαίος, καθώς χωρίζεται με την σειρά του σε τέσσερις ομόκεντρες σφαίρες, οι οποίες προσδιορίζονται η καθεμία από ένα εκ των τεσσάρων στοιχείων (πύρ, αήρ, ύδωρ, γη) (Αριστοτέλους, Περί Ουρανού,308b κ.ε).

Εν προκειμένω, ένας υπομνηματιστής του αριστοτελικού έργου,ο Ολυμπιόδωρος (500-570), κάνει λόγο περί διαφορετικής κατασκευής των ουρανίων, εν σχέσει με τα σώματα που σύγκεινται εκ των τεσσάρων στοιχείων (Ολυμπιόδωρος, Εις Μετεωρολογικά,. σ.20,17-24). Ο αιθέρας επιπλέον, χαρακτηρίζεται ως ποιητικό αίτιο, με τα υπόλοιπα τέσσερα στοιχεία να θεωρούνται ως υλικά αίτια, γεγονός που δηλοί την ανώτερη φύση του εν σχέσει προς αυτά (Ολυμπιόδωρος, Εις Μετεωρολογικά, 2, 19-23).

Η κριτική του Ιωάννη Φιλοπόνου

Υπομνηματίζοντας ο Ιωάννης Φιλόπονος το αριστοτελικό έργο κάνει λόγο αναφορικά με αρχαίες δοξασίες, κατά τις οποίες η ετυμολογία του αναζητάται στο αεί θέειν. Εξ’ αυτού διαπιστώνει ο Φιλόπονος πως ο αιθέρας πρέπει να διέπεται από αιωνία κίνηση, με συνέπεια να είναι αποδοτέος σε αυτόν και ο χαρακτηρισμός του θείου (Φιλόπονος, Εις Μετεωρολογικά, 17,21).

Η κριτική του Φιλοπόνουσχετικά με τον αιθέρα εκκινεί από την θεώρησή του ως αιτίου κινήσεως, καθώς κατά τον φιλόσοφο το αίτιο κινήσεως του ουρανού ανάγεται στον Θεό (Φιλόπονος, Μωϋσ. σ.28,20-29,9.). Επιπλέον, η ταύτισή του με θειότατες και μακαριότατες φύσεις τον τοποθετεί εκτός γενέσεως και φθοράς (Φιλόπονος, Π. Γεν. Φθορ, 67,17). Το γεγονός λοιπόν ότι ο Αριστοτέλης δεν αποδίδει το αίτιο κινήσεως του ουρανού στον Θεό, αλλά σε ένα υλικό στοιχείο, -τον αιθέρα- δεν είναι συμβατό με την πίστη του Φιλοπόνου στην μοναδικότητα του Θεού ως δημιουργού του κόσμου (Καλαχάνης, σ.111-112).

Εφόσον επίσης ο αιθέρας είναι πρώτος εν σχέσει προς όλα τα άλλα στοιχεία, αναγκαστικά θα αποτελεί και το αίτιο δημιουργίας τους με συνέπεια να διαθέτει τα χαρακτηριστικά της αρχής (Φιλόπονος, Μωϋσ. 9,2). Κατόπιν τούτου, ο Φιλόπονος είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει μία διαφορετική αιτία που προσδίδει την κίνηση στον ουρανό.

Επισημαίνει καταρχήν ο Φιλόπονος ότι ήδη από την αρχαία εποχή ο αιθέρας είχε συνδεθεί με την κίνηση και ιδιαίτερα με την κυκλική, εξ’ ου και τονίζει την ονομασία του πέμπτου στοιχείου ως κυκλοφορητικού (Φιλόπονος Κατά Πρ.520), καθώς ο Αριστοτέλης είχε αποδεχθεί την άποψη ότι υπάρχει ένας διαφορετικός ως προς τα τέσσερα στοιχεία (πύρ, αήρ, ύδωρ, γη) νόμος, που διέπει την περιστροφή των ουρανίων σωμάτων (Αριστοτέλης, Περί ουρανού,272b, 15). Παρά το γεγονός όμως ότι ο Φιλόπονος αρχικά απεδέχθη το ότι ηεγκύκλιος κίνησις όχι μόνο του προσεχούς αέρος αλλά και του πυρός, όπως την αποδέχεται ο Αριστοτέλης δεν είναι φυσική, αλλά υπέρ φύσιν (Φιλόπονος,Εις φυσ., σ.198,15.), εντούτοις σε άλλα σημεία του έργου του απορρίπτει το ενδεχόμενο αρνείται την πιθανότητα το πυρ να κινείται υπέρ φύσιν,βασιζόμενος στο ότι κανένα σώμα βία κινούμενον σε ευθεία γραμμή, δεν είναι αγέννητο και άφθαρτο (Φιλόπονος, Κατά Πρ.σ.279,12-14). Άλλωστε όλα τα φυσικά όντα προκειμένου να τεθούν σε κίνηση έχουν ανάγκη την επενέργεια ενός αιτίου.

Αντιθέτως λοιπόν προς την αριστοτελική διδασκαλία περί του αιθέρα, ο Φιλόπονος εισηγείται μία άλλη εξήγηση της κινήσεως του ουρανού, μη βασιζόμενη στο πέμπτο στοιχείο, αλλά στην ύπαρξη μίας θεϊκής κινητικής δυνάμεως που διέπει τα ουράνια σώματα (Φιλόπονος, Μωϋσ. 28,20-29,9).

Βασική παράμετρος του έργου του Φιλοπόνου είναι η αποδοχή της παραγωγής του κόσμου εκ μη όντος, ως αποτέλεσμα της θεϊκής επενεργείας (Φιλόπονος, Κατά Πρόκλου, 343,6-9) και φυσικά η απόρριψη της αιωνιότητας του κόσμου. Κατά συνέπεια, η δημιουργία του κόσμου εξαρτάται αποκλειστικά από την θεϊκή επενέργεια, με συνέπεια ο Φιλόπονος να είναι σύμφωνος με την χριστιανική κοσμοθεωρία.

Επιπλέον, ο Φιλόπονος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στον υποσελήνιο και τον υπερσελήνιο χώρο, γεγονός που απετέλεσε και αφορμή να επικριθεί ο φιλόσοφος έναν άλλο υπομνηματιστή του Αριστοτέλη, τον Σιμπλίκιο (Σιμπλίκιος, Π. Ουρ. 59,15-19). Ορθώς επομένως υποστηρίζεται ότι ο Φιλόπονος «δίδασκε την ύπαρξη ενιαίων νόμων για τα ουράνια και τα επίγεια, διδασκαλία προδρομική της κοσμολογίας του 17ουαιώνα» (Πολίτης, Η φιλοσοφία εις το Βυζάντιον, τ. 1, σ.299).

Στην πραγματικότητα όμως, ο Φιλόπονος δεν αποσκοπούσε στο να τονίσει μία τέτοια ενδεχόμενη διαφορά ανάμεσα στα υποσελήνια στοιχεία και τον αιθέρα, όσο στο να υπερασπιστεί την μοναδικότητα του Θεού ως δημιουργικού του κόσμου στοιχείου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η διδασκαλία του Φιλοπόνου περί ανυπαρξίας του αιθέρα εντάσσεται στην χριστιανική παράδοση περί της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό.

Η σημασία της θεωρήσεως αυτής του φιλοσόφου έχει και επιστημονική αξία, καθώς δεν αποδίδει την κίνηση του ουρανού σε υπερκόσμιες δυνάμεις, αλλά σε δυνάμεις ενδοκοσμικές.Επ’ αυτής της αποφάνσεως του Φιλοπόνου ευλόγως έχει υποστηριχθεί ότι σχετίζεται με την θεωρία περί της ωθητικής δύναμης που οδηγεί στην κίνηση (Sorabji, σ.58) στα πλαίσια της οποίας γίνεται ξεκάθαρα λόγος περί “εντυπωμένης δυνάμεως που δίνει την κίνηση στον κόσμο και η οποία προέρχεται από ένα εξωτερικό αίτιο, ήτοι τον Θεό” (Wolff, σ. 165). Αυτή η δύναμη αποτελεί και το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ Θεού και κόσμου (Καλαχάνης, σ. 83)

Συμπεράσματα

Όπως εδείχθη από τα ανωτέρω, η σκέψη του Ιωάννη Φιλοπόνου έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό την παραδοχή της χριστιανικής διδασκαλίας περί της μοναδικότητας του Θεού ως δημιουργικού του κόσμου αιτίου.Στο πλαίσιο αυτό δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί την ύπαρξη ενός στοιχείου (εκτός του Θεού), στο οποίο να οφείλεται η δημιουργία του κόσμου. Εξ’ ου και υποστηρίζει ότι μεταξύ Θεού και κόσμου παρεμβάλλεται μία θεϊκής προέλευσης δύναμη, η οποία προσδίδει στον κόσμο την κίνηση. Επομένως το κοσμικό σύστημα του Φιλοπόνου περιλαμβάνει καταρχήν τον Θεό και εν συνεχεία τον κόσμο, δίχως να παρεμβάλλονται άλλοι παράγοντες που να υποβαθμίζουν τον ρόλο του Θεού ως δημιουργικού του κόσμου αιτίου.

Σημ:Το παρόν άρθρο παρουσιάστηκε στο Συνέδριο με θέμα “Η Ιστορία και η Φιλοσοφία των Επιστημών στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών”, Οργανωτές: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Μαράσλειος, Αθήνα 1-3 Νοεμβρίου 2012.

Βιβλιογραφία1. Αριστοτέλης, (1965). Περί Ουρανού, ed. P.Moraux Aristotle Du ciel. Les Belles lettres, Paris.2. Καλαχάνης, K. (2011). Περί του παραδείγματος και της εικόνος, στο έργο του Ιωάννου Φιλοπόνου, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής-Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών3. Ολυμπιόδωρος, (1900). Εις το πρώτον των Μετεωρολογικών Αριστοτέλους σχόλια, ed. Stuve, Olympiodori in Aristotelis meteora comentaría, CAG 12.2. Reimer, Berlin.4. Πολίτης, Ν., Γ., (1992). Η φιλοσοφία εις το Βυζάντιον, Εν Αθήναις.5. Σιμπλίκιος, (1882). Εις το Α΄ της Αριστοτέλους Φυσικής Ακροάσεως, ed. H.Diels Simplicii, In Aristotelis physicorum libros octo commentaria, 2 vols.CAG 9-10. Reimer, Berlin.6. Σιμπλίκιος, (1894). Εις τα του Αριστοτέλους Περί Ουρανού, ed. .L. Heiberg,Simplicii in Aristotelis de caelo commentaria, CAG 7. Reimer, Berlin.8. Sorabji R. (2006). «Ιωάννης Φιλόπονος», Ο Ιωάννης Φιλόπονος και η απόρριψη της αριστοτελικής επιστήμης, εκδ. ΜΙΕΤ Αθήνα.9. Φιλόπονος, Ι., (1901). Εις τα των Μετεωρολογικών Αριστοτέλους εξηγητικά,ed. M. Hayduck Ioannis Philoponi in Aristotelis meteorologicorum librumprimum commentarium ,CAG 14.1. Reimer, Berlin.10. Φιλόπονος, Ι. (1888). Εις τα της Αριστοτέλους Φυσικής ακροάσεως, ed. Η. Vitelli, Ioannis Philoponi in Aristotelis physicorum libros octo commentaria, 2 vols. CAG 16 – 17. Reimer, Berlin. 11. Φιλόπονος, Ι., (1899). Κατά των Πρόκλου, περί της αϊδιότητος του κόσμου επιχειρημάτων, ed. H. Rabe, Ioannes Philoponus. De aeternitate mundi contra Proclum. Teubner, Leipzig.12. Φιλόπονος, Ι. (1897). Σχολικαί αποσημειώσεις εις τα Περί γενέσεως και φθοράς Αριστοτέλους, ed..H. Vitelli, Ioannis Philoponi in Aristotelis libros, degeneratione et corruptione commentaria, CAG 14.2. Reimer, Βerlin.13. Φιλόπονος, Ι., (1897). Των εις την Μωϋσέως κοσμογονίας εξηγητικών, ed. W. Reichardt, Joannis Philoponi de opificio mundi libri vii. Teubner, Leipzig.14. Wolff M. (2006). «Ο Φιλόπονος και η ανάδυση της προκλασσικής δυναμικής», Φιλόπονος και η απόρριψη της αριστοτελικής επιστήμης, ed. R. Sorabji, ΜΙΕΤ, Αθήνα.


Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Καλαχάνης
pemptousia.gr


Περί ενώσεως των Εκκλησιών

$
0
0
Περί ενώσεως των Εκκλησιών

Ορθοδοξία και αίρεση
Αγαπητέ κ. Morello

 Έλαβον την επιστολήν σας και μετά προσοχής την ανέγνωσα. Μας γράφετε να μην εμποδίζωμεν την ένωσιν με τον Τοποτηρητήν του θρόνου του Πρωτοκορυφαίου Πέτρου, Παύλον τον ΣΤ΄, διότι θα μετανοήσωμεν αιωνίως. Σας απαντώμεν, δεν λέγετε την αλήθειαν. Ημείς θέλομεν την ένωσιν και ευχόμεθα διαρκώς υπέρ της των πάντων ενώσεως. Υμείς, οι Παπικοί, εμποδίζετε αυτήν ουσιαστικώς. Και εάν δεν μετανοήσετε ενταύθα, εις την πρόσκαιρον ζωήν, θα μετανοήσετε εις τον Άδην, ένθα ουκ έστι μετάνοια!

Ημείς, οι Ορθόδοξοι Έλληνες, θέλομεν την ένωσιν κατά Χριστόν, υμείς οι Λατίνοι θέλετε αυτήν κατά Πάπαν. Εάν ο Πάπας ήτο σύμφωνος με τον Χριστόν, να μην αμφιβάλλετε ότι και ημείς οι Ορθόδοξοι, οι κατά Χριστόν ορθά φρονούντες, θα εδεχόμεθα την ένωσιν. Εφ΄όσον όμως ο Πάπας δεν συμφωνεί με τον Χριστόν, δεν είναι δυνατόν ποτέ , ποτέ να συμφωνήσωμεν με τον Πάπαν. Και άκουσον, αγαπητέ, την αλήθειαν, την οποίαν, όταν την γνωρίσεις και την δεχθείς, θα ομολογήσεις και θα χωρισθείς από τον Πάπαν και ενωθείς με τον Χριστόν και με ημάς, τους κατά Χριστόν φρονούντας Ορθοδόξους Χριστιανούς.

Ο Χριστός παρήγγειλλεν εις τους μαθητάς Αυτού και δι΄ αυτών και εις ημάς και εις όλους τους Χριστιανούς: «....ος αν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται διάκονος υμών, και ος εάν θέλη   υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος. Και γαρ ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, άλλα διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Μάρκ. 10,43-45), ίδε και (Ματθ. 20,26-28). Δεν εξήρεσε τον Πέτρον από τους άλλους μαθητάς μηδέ τους Πάπας. Δεν είπε: σύ Πέτρε και οι διάδοχοι σου Πάπαι να είσθε πρώτοι και να λέγετε ότι είσθε μεγάλοι!

Βλέπεις, αγαπητέ μοι, ότι ο Πάπας δεν συμφωνεί με τον Χριστόν;Ο χριστός λέγει: εκείνος που θέλει να είναι πρώτος, ας είναι όλων δούλος, απ΄ όλους έσχατος, τελευταίος. Ενώ ο Πάπας τι λέγει; Εγώ είμαι πρώτος. Όλοι οι άλλοι είναι κατώτεροι μου και πρέπει να με αναγνωρίσουν ως τοιούτον.

Ο Άγιος Ιωάννης ο θεολόγος γράφει:«εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ούκ έχωμεν, εαυτούς πλανώμεν και η αληθεία ουκ εστίν εν ημίν..., εάν είπωμεν ότι ούχ ημαρτήκαμεν, ψεύστην ποιούμεν αυτόν, και ο λόγος αυτού ουκ έστιν εν ημίν» ( Α' Ιωάν. 1, 8-10). Βλέπεις αγαπητέ, ότι ο Αγ. Ιωάννης ο θεολόγος καθαρά, καθαρά λέγει ότι, εάν είπωμεν ότι δεν είμεθα αμαρτωλοί, πλανώμεθα και δεν λέγωμεν την αλήθειαν, λέγομεν ψεύματα. Ο Πάπας, όλοι οι μαθηταί και οπαδοί του λέγετε ότι είναι αλάθητος!

Πώς είναι δυνατόν, αγαπητέ να δεχθώμεν ένωσιν, εφ' όσον ο Πάπας και υμείς οι Παπικοί είσθε ασύμφωνοι και ενάντιοι της διδασκαλίας του Ευαγγελίου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και των Αγ. Αποστόλων; Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έδωκεν εντολήν εις τους μαθητάς του λέγων: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19), και «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται»(Μαρκ.16, 16). Και ταύτην την εντολήν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ο Πάπας και υμείς οι οπαδοί του αθετήσατε και, αντί να βαπτίζετε, ραντίζετε. Ο Χριστός δεν είπε ραντίζοντες αυτούς, άλλ' είπε βαπτίζοντες, ούτε είπεν ο ραντισθείς σωθήσεται, άλλ' ο βαπτισθείς σωθήσεται.

Ο οικουμενικός Διδάσκαλος, ο θεοκήρυξ Απόστολος των εθνών Παύλος, το στόμα του Χριστού, γράφει: «εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα» ( Εφες. 4, 5). Και η πρώτη αγία Οικουμρνική Σύνοδος (εις την οποίαν ο Πάπας Ρώμης Σίλβεστρος είχεν αποστείλει αντιπροσώπους του τον Κορδούης Επίσκοπον και τους Πρεσβυτέρους Βίκτωρα και Βικέντιον) συνωδά με τον Απόστολον Παύλον μίαν πίστιν και εν βάπτισμα εις το σύμβολον της πίστεως εξέθεντο. «Πιστεύω εις ένα θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα... και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν... και εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον... Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν. Ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών».

Τούτο το άγιον Σύμβολον της πίστεως εδέχθησαν και κατείχον όλοι οι Πάπαι και άπαντες οι της Δύσεως Χριστιανοί άχρι του 10ου αιώνος, οπότε αποχωρήσαντες και αποσχισθέντες της μίας αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και καταφρονήσαντες τον κορυφαίον Θεοκήρυκα απόστολον Παύλον, τας επτά αγίας Οικουμενικάς Συνόδους και τους συγκροτήσαντας αυτάς αγίους Πατέρας, ίδρυσαν δευτέραν, νέαν Εκκλησίαν, την οποία ψευδώς ωνόμασαν Καθολικήν. Έκαναν προσθήκην εις το της πίστεως Σύμβολον και αντικατέστησαν το «εν Βάπτισμα» με ράντισμα και επίχυσιν ύδατος επί της κεφαλής του βαπτιζομένου. Εν συνεχεία οι κατά καιρούς Πάπαι ήλλαξαν, αντικατέστησαν όλα σχεδόν τα μυστήρια, κατεφρόνησαν τους ιερούς κανόνας, τας ιεράς Παραδόσεις, τας οποίας παρελάβομεν από τους αγίους Αποστόλους και αγίους Πατέρας.

Τας καταφρονήσεις και τας καινοτομίας των κατά καιρούς Παπών της Δύσεως βλέπων ο Λούθηρος, διαμαρτυρηθείς και μη εισακουσθείς, απεχώρησε της Δυτικής Εκκλησίας και αντί να επιστρέψει και αυτός εις την πρώτην Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, ίδρυσεν ιδικήν του, την των Προτεσταντών-Διαμαρτυρομένων. Οι τούτου δε διάδοχοι και οι του Καλβίνου ίδρυσαν πολλάς εκκλησίας και εξακολουθούν ακαταπαύστως να ιδρύουν. Ούτω η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία εγένετο πολλαί, η μία πίστις πολλαί, το εν Βάπτισμα πολλά βαπτίσματα. Πάσαι δε αι αταξίαι, πλάναι και αιρέσεις επήγασαν από την Δυτικήν Εκκλησίαν, από τους πάπας, οι οποίοι τον άνωθεν της εκκλησίας υφαντόν χιτώνα διήρεσαν και εξέσχισαν εις πολλά τεμάχια. Ακολούθως οι Πάπαι δεν έπαυσαν, δεν εσταμάτησαν τας καινοτομίας. Έφθασαν εις το σημείον να καινοτομήσουν και εις εαυτούς, εις τα σώματά των. Ενώ ο Θεός, ο ποιητής και δημιουργός των απάντων, τους έπλασεν άνδρας, αυτοί ήλλαξαν την ανδρικήν   των μορφήν και ξυρίσαντες τον πώγωνα και τον μύστακα μετεμορφώθησαν εις γυναίκας εναντίον του θελήματος του Θεού, δια να φανούν και εις τούτου ότι είναι ενάντιοι του θεού, ο Οποίος παρήγγειλε δια του Μωϋσέως εις τους Ισραηλίτας, και ιδιαιτέρως εις τους υιούς Ααρών, τους ιερείς, άλλα και εις ημάς και εις τους άνδρας όλων των γενεών: «ου φθαρείτε τον πώγωνα υμών» (Λευϊτ. 19,27). Πάντες οι άγιοι Προφήται, Απόστολοι, Όσιοι με γένεια ήσαν, και αυτός ο Θεός εφάνη ως παλαιός των ημερών εις τον Δανιήλ με γένεια. Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός, ο Οποίος κατήλθεν εκ των ουρανών εις την γήν και έγινεν άνθρωπος όμοιος κατά πάντα με ημάς, εκτός της αμαρτίας, δια την σωτηρίαν ημών, με γένεια ήτο. Άλλα και οι εν Ιταλία Πάπαι προ του σχίσματος με γένεια ήσαν και οι άγιοι της Ιταλίας με γένεια εις παλιούς ναούς φαίνονται εζωγραφισμένοι.

Βλέπεις, αγαπητέ, είς πόσα λάθη και πλάνας η υπερηφάνεια εκρήμνισε τους Πάπας; Με το να υψώθησαν και εφαντάσθησαν ότι είναι ανώτεροι πάντων, συμπαρέσυραν και υμάς και όλους τους Δυτικούς εις την πλάνην να τους παραδέχεσθε ως αλάθητους! Πώς είναι δυνατόν να δεχθώμεν ένωσιν με εκείνους, που λέγουν και φρονούν και πράττουν εναντίον του θεού, ενάντια των πατρικών Παραδόσεων; Ο Θεοκήρυξ απόστολος Παύλος γράφει: «στήκετε και κρατείτε τας πααδόσεις, ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι' επιστολής ημών» (Β' Θεσς. 2,15). Και πάλιν: «αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ' ό παραλάβετε, ανάθεμα έστω» (Γαλ. 1,8-9). Ωσαύτως ο θεοφόρος Ιγνάτιος λέγει: «πάς αξιόπιστος ή, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν σημεία ποιή, λύκος σοί φαινέσθω εν προβάτου δορά, φθοράν προβάτων κατεργαζόμενος». Η δε Ζ' Οικουμενική Σύνοδος ορίζει: «άπαντα τα παρά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν και την διδασκαλίαν και καινοτομηθέντα η μετά τούτο πραχθησόμενα ανάθεμα γ'» (Συνοδικόν της αγίας Οικουμ. Ζ' Συνόδου υπέρ της Ορθοδοξίας. Τριώδιον Κυριακή της Ορθοδοξίας). Ο δε σοφός Βρυένιος λέγει: «εί τι των δοκούντων τοις θεοφόροις Πατράσι σαλεύει τις τούτο ουκέτι οικονομίαν κλητέον, άλλα παράβασιν και προδοσίαν πίστεως και περί το θείον ασέβειαν».

Κατόπιν όλων αυτών και άλλων πολλών καινοτομιών, καταργήσεων, καταφρονήσεων πολλών ιερών Κανόνων και Πατερικών παραδόσεων κρίνατε, αγαπητέ μοι, μόνος σας, εάν πρέπη και ένα συμφέρη να γίνη ένωσις. Νομίζομεν ότι δεν συμφέρει, εφ' όσον αυτή γίνη κατά Πάπαν και υμάς τους παπικούς. Και αν γίνη, θα επιτευχθή το αντίθετον αποτέλεσμα, ήτοι διαίρεσις. Θα γίνει αιτία δημιουργίας νέων εκκλησιών, πρόξενος φιλονικειών και ερίδων. Θα γίνει ό,τι εγένετο με την ένωσιν εν Φερράρα και Φλωρεντία κατά τα έτη 1438-39, την οποίαν Ένωσιν, επειδή ακριβώς δεν ήτο κατά Χριστόν, άλλα κατά Πάπαν Ευγένιον και Ιωσήφ Β' τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ανέτρεψε και ηκύρωσεν εις και μόνος Επίσκοπος, ο Άγιος Μάρκος Εφέσου, κάμνοντας τον μεγάλαυχον και υπερήφανον Πάπαν Ευγένιον να αναφωνήση το «εποιήσαμεν ουδέν».

Αγαπητέ φίλε, βλέπω ότι επιθυμείς πολύ την ένωσιν, της οποιάς ουδέν γλυκύτερον και ωφελιμότερον εις τον κόσμον. Αυτή άλλωστε είναι και η επιθυμία και ευχή του Σωτήρος ημών. Ταύτην και εγώ ο ελάχιστος περισσότερον από σε επιθυμώ. Να παύσης δε του λοιπού να λέγης ότι εμποδίζω την ένωσιν, καθόσον ούτω λέγων είσαι εκτός αληθείας και αμαρτάνεις.

Ας προσευχώμεθα, αγαπητέ, εν ταπεινοφροσύνη και πίστει. Ας έχωμεν υπ' όψιν μας ότι το καλόν δεν είναι καλόν αν δεν γίνει και καλώς. Τι μεγαλύτερον καλόν από την ένωσιν! Αλλά όταν γίνη κατά θεόν και όχι κατά τους ιδιοτελείς σκοπούς και επιδιώξεις και την ύποπτον ιδιογνωμοσύνην εκάστου. Διά να συμβή τούτο, «η ένωσις», θ' απαιτηθή- οσονδήποτε οδυνηρόν και εάν είναι το πράγμα και οσονδήποτε και αν κοστίση-να καταβή από της κορυφής του όρους της επάρσεως και υψηλοφροσύνης εις τα χαμηλά, εις το έδαφος ο Ποντίφηξ ( δεν εννοούμε να απολεσθή ο βαθμός της αρχιερωσύνης και το του αρχηγού Εκκλησίας αξίωμα), και να ταπεινωθή η Δυτική όφρυς. Μόνον με την υψοποιόν ταπείνωσιν θα δυνηθή αυτός και εσείς να ιδήτε και αναγνωρίσητε και ομολογήσετε που εύρηται η αλήθεια, και εις την ταπείνωσιν ταύτην θα ενεργήση και η θεία Χάρις, της οποίας και έργον είναι η ποθητή ένωσις.

Τώρα που είναι περίοδος περισυλλογής, ας «εγκοβοθώμεν», αγαπητέ, την «στολήν της θεότητας» (την ταπείνωσιν) αμφότεραι αι Εκκλησίαι και με γνώμονα και βάσιν και πυξίδα τας πυγάς και τους ειερούς Κανόνας ας χωρήσωμεν εις την εκπλήρωσιν και ικανοποίησιν της θείας επιθυμίας «ίνα πάντες εν ώσιν». Άλλη οδός δεν υπάρχει, μηδέ συμβιβασμός είς τά ασυμβίβαστα δίναται να δοθή ουδέ οικονομία να νοηθή. Εκτός πλέον εάν επιδιώκωμεν μίαν εξωτερικήν, γενικήν και φαινομενικήν ένωσιν, εν άλλοις λόγοις, μίαν συμμαχίαν και σύμπραξιν, δια να κτυπήσωμεν δήθεν κοινούς εχθρούς, μη απτόμενοι ουδόλως των εσωτερικών λόγων και αδιαφορούντες διά την εσωτερικήν, ουσιαστικήν ενότητα, άνευ της οποίας και πάσα εξωτερική τοιαύτη σύντομα θα σπάση και θ' αποδειχθεί συμβατική, ως επίπλαστος και κατά κόσμον, απλώς φιλική.

Εκείνο που προέχει και διά το οποίον πρέπει να γίνεται κυρίως λόγος είναι να ενωθούν αι Εκκλησίαι εξ' επόψεως της μίας και της αυτής πίστεως, του ενός και του αυτού βαπτίσματος, ως αυτά παρέδωκαν ο Κύριος και οι Απόστολοι, διέπτυξαν δε και διεφύλαξαν, δίκην κόρης οφθαλμού, και μας παρέδωκαν αι επτά Οικουμενικαί Σύνοδοι, τα οποία και παρεβίασαν και ηθέτησαν οι εκάστοτε μετά το σχίσμα Πάπαι, διά των πονηρών και ιδιοτελών καινοτομιών αυτών, των οποίων τας συνέπειας υφίστασθε εσείς ως θύματα εις την παρούσαν ζωήν, άλλα και το... φρικτότερον θα υποστήτε και εις την μέλλουσαν, εφ' όσον δεν θα συνέλθητε και αποτινάξητε τον ζυγόν ουχί του Κυρίου, άλλα του Πάπα. Διότι ο ζυγός του Κυρίου είναι χρηστός και το φορτίον του ελαφρόν, ενώ του Πάπα ο ζυγός είναι ανθρώπινος και ημαρτημένος και το φορτίον ένοχον και δυσβάστακτον.

 Είθε ο νέος Πάπας να είναι ειλικρινής και ανυστερόβουλος.Η αρχιερατία του δε να σημειώση τα πρώτα βήματα επαναφοράς και επανόδου της προ του σχίσματος Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. ¨όταν η επάνοδος αυτή, θεία Χάριτι, συμβή, τότε. Και μόνον τότε θ' αντιμετωπισθούν αποτελεσματικώς και όλαι αι σκοτειναί δυνάμεις, αι αντιστρατευόμεναι εις την Πίστην και την Εκκλησίαν του χριστού, και θ' αποδειχθεί διά μίαν ακόμην φοράν ότι «και πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτής». 

Απο το βιβλίο "Επίκαιρα κείμενα Ορθοδόξου ομολογίας και πατερικής γραμμής για την αίρεση του παπισμού και την ένωση των εκκλησιών"


Εκδόσεις "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
http://www.impantokratoros.gr/28FC082C.el.aspx

Έχει αναιρέσει η επιστήμη τον Θεό;

$
0
0
    Πριν από αρκετό, σχετικά, χρονικό διάστημα, είχα διαβάσει ένα βιβλίο του Alister McGrath με τίτλο «Η αυταπάτη του Dawkins». Ο συγγραφέας, αν και στο παρελθόν ήταν αθεϊστής, διατηρεί και υπερασπίζεταιμέσα από τις γνώσεις του (χημικός με μεταπτυχιακή έρευνα στη μοριακή βιοφυσική)τον Χριστιανισμό και συνάμα αναιρεί τις θέσεις όχι μόνο του Dawkins,στον οποίο αφιερώνεται και το σχετικό άρθρο, αλλά και πολλών άλλων αθεϊστών που σκοπό έχουν να εκμηδενίσουν τον άνθρωπο με τις Αντιχριστιανικές απόψεις, ιδέες και θεωρίες τους.
    Ακολουθεί σχετικό απόσπασμα...


     «...Ο αθεϊσμός είναι η μοναδική εναλλακτική για τον σοβαρό, προοδευτικό και σκεπτόμενο άνθρωπο. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά-και σχεδόν όλοι οι φυσικοί επιστήμονες στους οποίους έχω μιλήσει γι'αυτό το θέμα το ξέρουν καλά αυτό. Έχουμε ήδη αναφερθεί στην απόρριψη εκ μέρους του Στέφεν Τζέι Γκουλντ κάθε απερίσκεπτης εξίσωσης των επιστημονικών κατακτήσεων με την αθεϊστική πίστη. Όπως σημείωσε ο Γκούλντ στο βιβλίο Αιώνιοι Βράχοι, στηριζόμενος στις θρησκευτικές αντιλήψεις κορυφαίων εξελικτικών βιολόγων: «Ή οι μισοί από τους συναδέλφους μου είναι υπερβολικά ηλίθιοι ή, στην αντίθετη περίπτωση, η επιστήμη του δαρβινισμού είναι εντελώς συμβατή με τις συμβατικές θρησκευτικές πεποιθήσεις-και εντελώς συμβατή με τον αθεϊσμό». Όπως τόνισα στο βιβλίο Ο Θεός του Ντόκινς, η παρατήρηση αυτή είναι δίκαιη και ευρέως αποδεκτή: η φύση μπορεί να ερμηνευτεί με θεϊστικό ή με αθεϊστικό τρόπο, αλλά δεν απαιτεί κανέναν από τους δύο. Και οι δύο αποτελούν έγκυρες διανοητικές δυνατότητες για την επιστήμη.

    
   Το γεγονός ότι ο κορυφαίος εξελικτικός βιολόγος της Αμερικής μπόρεσε να προβεί σε μια τέτοια δήλωση κάνει τον Ντόκινς έξω φρενών. Πως μπορούσε να πεί κάτι τέτοιο! Ο Ντόκινς απορρίπτει τις σκέψεις του Γκούλντ δίχως να τις εξετάσει με σοβαρότητα και προσοχή. «Απλώς δεν πιστεύω ότι ο Γκουλντ θα μπορούσε να εννοεί πολλά από όσα έγραψε στο Αιώνιοι Βράχοι». Αυτή η ομολογία πίστεως αποτελεί και την απάντηση του Ντόκινς. Απλούστατα δεν είναι δυνατόν. Ο Γκουλντ δεν έκανε τίποτα άλλο πέρα από το να αναδιατυπώσει την ευρέως υποστηριζόμενη άποψη ότι υπάρχουν όρια στην επιστήμη. Την ίδια άποψη, προς περαιτέρω εκνευρισμό απο την πλευρά του Ντόκινς, συναντά κανείς και στο έξοχο βιβλίο του σερ Μάρτιν Ρις Κοσμικό ενδιαίτημα, το οποίο-με εντελώς εύλογο τρόπο-τονίζει ότι ορισμένα έσχατα ερωτήματα «βρίσκονται πέρα από τις δυνατότητες της επιστήμης». Μια και ο Ρις είναι ο πρόεδρος της βασιλικής ακαδημίας, η οποία περιλαμβάνει τους κορυφαίους επιστήμονες της Βρετανίας, οι παρατηρήσεις του αξίζουν τη δέουσα κριτική προσοχή.

   Το θεμελιώδες ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι επιστήμονες είναι το πως να εξηγήσει κάποιος την εξαιρετικά σύνθετη, πολύπλευρη και πολυεπίπεδη πραγματικότητα. Αυτό το θεμελιώδες ερώτημα της ανθρώπινης γνώσης έχει συζητηθεί πολύ από τους φιλοσόφους της επιστήμης, ενώ συχνά έχει αγνοηθεί απο εκείνους που, για τους δικούς τους λόγους, θέλουν να παρουσιάσουν την επιστήμη ως τη μόνη βιώσιμη οδό προς την αυθεντική γνώση. Πάνω απ'όλα, τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια εκείνων που θέλουν να μιλούν απλουστευτικά για την επιστημονική «απόδειξη» ή «αναίρεση» σχετικά με ζητήματα όπως το νόημα της ζωής και η ύπαρξη του Θεού. Οι φυσικές επιστήμες στηρίζονται στον επαγωγικό συλλογισμό, ο οποίος συνίσταται στην «αποτίμηση των μαρτυριών και την εκτίμηση των πιθανοτήτων και δεν αποτελεί μέσο απόδειξης». Ανταγωνιστικές εξηγήσεις είναι εμφανείς σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης προσπάθειας προς αναπαράσταση του κόσμου-από τις λεπτομέρειες της κβαντικής μηχανικής μέχρι αυτά που ο Κάρλ Πόπερ ονόμασε «έσχατα ερωτήματα» του νοήματος.
   
   Αυτό σημαίνει ότι τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής-μερικά από τα οποία είναι επίσης επιστημονικά ερωτήματα- δεν μπορούν να απαντηθούν με κανενός βαθμού βεβαιότητα. Οποιαδήποτε δέσμη παρατηρήσεων μπορεί να εξηγηθεί επί τη βάση ενός αριθμού θεωριών. Ας χρησιμοποιήσω την τεχνική γλώσσα της φιλοσοφίας της επιστήμης: οι θεωρίες καθορίζονται λιγότερο από τα στοιχεία που διαθέτουμε. Προκύπτει συνεπώς το ερώτημα: ποια κριτήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποφασίσουμε υπέρ της μιας ή της άλλης, ειδικά όταν είναι «εμπειρικώς ισοδύναμες»; Η απλότητα; Η ομορφιά; Η αντιπαλότητα μαίνεται ανεπίλυτη· και η έκβαση είναι εντελώς αναμενόμενη: τα μεγάλα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία συζήτηση περί επιστημονικής «απόδειξης» των εσχάτων ερωτημάτων. Ή δεν μπορούμε να τα απαντήσουμε ή πρέπει να τα απαντήσουμε στηριζόμενοι σε μια βάση διαφορετική από εκείνη των επιστημών».


Τό πολίτευμα της Εκκλησίας

$
0
0
ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ

Του Βασιλειου Δ. Τζέρπου, Δρ. Θεολογίας   Παν/μίου Αθηνών 


Οι επιστολές του Ιγνατίου, καθώς επίσης και η επιστολή του Πολυκάρπου προς Φιλιππησίους, έργα του α’ μισού του β’ αιώνος μ.Χ., περιέχουν σημαντικότατες πληροφορίες για το πολίτευμα της Εκκλησίας. Η εξέταση των έργων των δύο αυτών Πατέρων γίνεται στο ίδιο κεφάλαιο της εργασίας μας, διότι και οι δύο προέρχονται από εκκλησίες της περιοχής της Μ. Ασίας (Αντιόχεια και Σμύρνη αντίστοιχα), και επίσης διότι με την μεταξύ τους επικοινωνία (επιστολή Ιγνατίου προς Πολύκαρπον) φαίνεται ότι προϋποθέτουν κοινή εμπειρία της εκκλησιαστικής καταστάσεως στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας.

α. Επιστολή Ιγνατίου προς Ρωμαίους.


Στην επιστολή αυτή ο Ιγνάτιος δεν φαίνεται να κάνει λόγο, η έστω κάποια τουλάχιστον νύξη για την οργάνωση της εκκλησίας της Ρώμης. Η μόνη αναφορά σε εκκλησιαστικό αξίωμα γίνεται όταν ο ίδιος ο Ιγνάτιος, αναφερόμενος στον εαυτό του, αυτοχαρακτηρίζεται ως “επίσκοπος Συρίας”. Γνωρίζοντας ότι ο Ιγνάτιος είναι επίσκοπος της τοπικής Εκκλησίας της Αντιοχείας, η αναφορά του  ως επισκόπου Συρίας δηλώνει ξεκάθαρα μία υπερτοπική εμβέλεια του αξιώματός του, θυμίζοντας τον περιοδευτή προφήτη των Πράξεων και της Διδαχής.


β. Προς Εφεσίους.


Στην επιστολή αυτή του Ιγνατίου συναντούμε τρεις όρους, δηλωτικούς εκκλησιαστικού αξιώματος. Πρόκειται για τους όρους “επίσκοπος”, “πρεσβυτέριον” και “διάκονος”.


Ο όρος “επίσκοπος” είναι ο πλέον συνήθης στην επιστολή αυτή. Χρησιμοποιείται αρχικά για να δηλώσει το αξίωμα του Ονησίμου, ως επισκόπου της τοπικής εκκλησίας των Εφεσίων. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται όταν ο Ιγνάτιος παροτρύνει τους Εφεσίους να είναι “υποτασσόμενοι τω επισκόπω και τω πρεσβυτερίω…”.Συμβουλεύει επίσης τους Εφεσίους να βρίσκονται σε ενότητα με τον επίσκοπό τους“ως η Εκκλησία Ιησού Χριστώ, και ως Ιησούς Χριστός τω Πατρί…”[9]. Μια ενότητα, η οποία κυρίως απαιτείται κατά την τέλεση της Ευχαριστίας, αλλά και γιατί τον“επίσκοπον … ως αυτόν τον Κυριον δει προσβλέπειν…”.


Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, ο επίσκοπος αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο της τοπικής εκκλησίας της Εφέσου. Μαζί όμως με τον επίσκοπο, στην επιστολή αυτή του Ιγνατίου σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει και το πρεσβυτέριον, το σώμα δηλ. των πρεσβυτέρων. Και σ’ αυτούς, σύμφωνα με την προτροπή του Ιγνατίου, οι Εφέσιοι πρέπει να υποτάσσονται, εφ’ όσον “το … αξιονόμαστον πρεσβυτέριον … ούτως συνήρμοσται τω επισκόπω, ως χορδαί κιθάρα…“.


Ο όρος “διάκονος” αναφέρεται μόνο μία φορά: “περί δε του συνδούλου μου Βούρρου, του κατά Θεόν διακόνου υμών εν πάσιν ευλογημένου, εύχομαι παραμείναι αυτόν εις τιμήν υμών και του επισκόπου”. Ο “κατά Θεόν διάκονος” δεν θα πρέπει να συγχέεται εδώ με τον γνωστό μας σήμερα γ’ βαθμό της ιερωσύνης. Η απάντηση, στο τι ακριβώς είναι ο διάκονος, έρχεται από την προς Κολοσσαείς επιστολή του αποστόλου Παύλου, όπου το σχήμα “σύνδουλος-διάκονος” χρησιμοποιείται για να δηλώσει την σχέση του Παύλου με τον Τυχικό και τον Επαφρά. Οι δύο αυτοί υπήρξαν άμεσοι βοηθοί και συνεργάτες του Παύλου. Ο Βούρρος λοιπόν ήταν ένας αντίστοιχος συνεργάτης του Ιγνατίου


Τα συμπεράσματα από την επιστολή αυτή του Ιγνατίου είναι πολλά. Ιδιαίτερης προσοχής όμως θα πρέπει να τύχει η εξάρτηση του Ιγνατίου από τις επιστολές του Παύλου. Σημαντικό όμως είναι και το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της εξάρτησης αυτής αντανακλά στην προέλευση του αξιώματος του επισκόπου. Το παύλειο σχήμα“απόστολος-διάκονος” γίνεται στον Ιγνάτιο “επίσκοπος – διάκονος”, γεγονός που ίσως υποδηλώνει πολλά για την σχέση αποστόλου (Παύλος) και επισκόπου (Ιγνάτιος) για την αποστολικότητα του εκκλησιαστικού αξιώματος του επισκόπου.


γ. Μαγνησιεύσιν.


Στην επιστολή αυτή χρησιμοποιούνται πέντε όροι για να δηλώσουν κάποιο εκκλησιαστικό αξίωμα· “επίσκοπος”, “πρεσβύτερος”, “πρεσβυτέριον”, “προκαθήμενος”, “διάκονος”, “διακονία”.


Ευθύς εξ αρχής, ο Ιγνάτιος στην επιστολή του αυτή ευχαριστεί τον επίσκοπο των Μαγνησίων Δαμά και τους πρεσβυτέρους Βάσσο και Απολλώνιο, καθώς επίσης και τον διάκονο Ζωτίονα[24]. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως έχουμε μπροστά μας μία σαφή εικόνα της δομής του ιερατείου της τοπικής εκκλησίας των Μαγνησίων.


Πράγματι, κεφαλή της τοπικής εκκλησίας είναι ο επίσκοπος, στον τα μέλη της θα πρέπει να υποτάσσονται. Ο επίσκοπος όμως εμφανίζεται πάντοτε στην επιστολή αυτή από κοινού μαζί με τους πρεσβυτέρους. Όπως ο επίσκοπος αντλεί το κύρος του επειδή βρίσκεται “εις τόπον Θεού”, έτσι και οι πρεσβύτεροι επειδή βρίσκονται “εις τύπον συνεδρίου των αποστόλων”. Ο επίσκοπος, μολονότι αποτελεί το πλέον σεβαστό πρόσωπο της κοινότητας, δεν προΐσταται μόνος της τοπικής αυτής εκκλησίας. Η υπόδειξη του Ιγνατίου είναι σαφής· “άνευ του επισκόπου και των πρεσβυτέρων μηδέν πράσσετε…”, τονίζοντας έτσι ιδιαιτέρως την σημασία του ρόλου των πρεσβυτέρων στην διαποίμανση της τοπικής εκκλησίας.


Οι πρεσβύτεροι αναφέρονται επίσης στην επιστολή αυτή και με τον τίτλο“προκαθήμενοι”, εφ’ όσον η προτροπή του Ιγνατίου “ενώθητε τω επισκόπω και τοις προκαθημένοις εις τύπον και διδαχήν αφθαρσίας” προϋποθέτει, κατ’ αντιστοιχία του προηγουμένου σχήματος “επίσκοπος-πρεσβύτεροι”, να εννοήσουμε υπό τον τίτλο“προκαθήμενοι” τους πρεσβυτέρους. Με αυτήν την ερμηνεία ο εν λόγω στίχος ενισχύει και το προηγούμενο συμπέρασμά μας.


Οι διάκονοι όμως, σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες της εν λόγω επιστολής, πουθενά δεν φαίνονται να προΐστανται της κοινότητας. Αντιθέτως, ο διάκονος“υποτάσσεται τω επισκόπω ως χάριτι Θεού, και τω πρεσβυτερίω ως νόμω Ιησού Χριστού”. Η σημασία του στίχου είναι μεγάλη. Για πρώτη φορά ο διάκονος παρουσιάζεται “υποταγμένος” όχι μόνο στον επίσκοπο, αλλά και στους πρεσβυτέρους. Παρ’ όλα αυτά, οι διάκονοι δεν έχουν αμελητέα αποστολή, διότι έχουν αναλάβει την “διακονία Ιησού Χριστού”.


Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως η ιδιαίτερη σημασία της επιστολής αυτής συνίσταται στο γεγονός της διασαφήνισης του ρόλου του κάθε αξιώματος, που διαμορφώνει το ιερατείο της τοπικής εκκλησίας των Μαγνησίων. Η δομή του ιερατείου είναι για πρώτη φορά τριπλή· ο επίσκοπος, οι πρεσβύτεροι (πρεσβυτέριον) και οι διάκονοι.


δ. Τραλλιανοίς


Η επιστολή του Ιγνατίου προς την τοπική εκκλησία των Τράλλεων δεν φαίνεται να παρουσιάζει κάτι διαφορετικό ως προς το εκκλησιαστικό πολίτευμα, όπως αυτό προκύπτει από τις επιστολές του Ιγνατίου, που έχουμε ήδη εξετάσει. Το ακόλουθο χωρίο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό ως προς την δομή του τοπικού ιερατείου· “… πάντες εντρεπέσθωσαν τους διακόνους ως Ιησούν Χριστόν, ως και τον επίσκοπον, όντα τύπον του πατρός, τους δε πρεσβυτέρους ως συνέδριον Θεού και ως σύνδεσμον αποστόλων. χωρίς τούτων εκκλησία ου καλείται”. Η δομή λοιπόν του τοπικού ιερατείου της εκκλησίας αυτής είναι τριμερής. Κέντρο της και επικεφαλής του τοπικού ιερατείου είναι ο επίσκοπος, που μαζί με τους πρεσβυτέρους (η και πρεσβυτέριον) αποτελούν τα στελέχη εκείνα της Εκκλησίας, προς τα οποία οι πιστοί θα πρέπει να υποτάσσονται“ως τοις αποστόλοις Ιησού Χριστού”[36], και χωρίς τα οποία “εκκλησία ου καλείται”


Η αναφορά του τοπικού ιερατείου της εκκλησίας των Τράλλεων στους αποστόλους[38] είναι ιδιαίτερα σημαντική. Το κύρος των τοπικών εκκλησιαστικών αξιωματούχων και η αιτία υποταγής των μελών της τοπικής αυτής εκκλησίας σ’ αυτούς οφείλεται στην αυθεντία του αποστολικού αξιώματος, γεγονός που ερμηνεύεται μόνο αν λάβουμε υπ’ όψη μας τα περί αποστολικότητας (αποστολική διαδοχή και προέλευση) των αξιωμάτων του τοπικού εκκλησιαστικού ιερατείου.


Η επιστολή όμως αυτή έχει και μία ιδιαιτερότητα έναντι των υπολοίπων επιστολών του Ιγνατίου, για τις πληροφορίες που μας παρέχει σχετικά με τον ρόλο τωνδιακόνων. Ο Ιγνάτιος είναι σαφής· “Δει δε και τους διακόνους όντας μυστηρίων Ιησού Χριστού κατά πάντα τρόπον αρέσκειν. Ου γαρ βρωμάτων και ποτών εισίν διάκονοι, αλλ’ εκκλησίας Θεού υπηρέται”. Οι διάκονοι, ως μέλη και αυτοί της τοπικής εκκλησίας, είναι, σύμφωνα με τον Ιγνάτιο, υποτεταγμένοι στον επίσκοπο. Ο ρόλος τους μέσα στην τοπική εκκλησιαστική κοινότητα, ως μελών του ιερατείου, δεν θα πρέπει να εξαντλείται στην προετοιμασία των κοινών γευμάτων (“αγάπες”), παραπέμποντας στους επτά διακόνους των Πράξεων, αλλά για πρώτη φορά συνδέεται με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (“…διακόνους όντας μυστηρίων Ιησού Χριστού…”) και θεωρούνται ως “…εκκλησίας Θεού υπηρέται”.


Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε πως η εικόνα της δομής του τοπικού ιερατείου της εκκλησίας των Τράλλεων είναι τριμερής και θα μπορούσε να παρασταθεί με το σχήμα επίσκοπος – πρεσβύτερος (πρεσβυτέριον) – διάκονοι. Η τιμή και το κύρος της θέσης τους μέσα στην τοπική εκκλησιαστική κοινότητα υποχρεώνουν τον Ιγνάτιο να δηλώσει πως “χωρίς τούτων εκκλησία ου καλείται”, εφ’ όσον ο ρόλος τους είναι άμεσα συνδεδεμένος  με την τέλεση των μυστηρίων της Εκκλησίας. “Ο χωρίς επισκόπου και πρεσβυτερίου και διακόνου πράσσων τι, ούτος ου καθαρός εστιν τη συνειδήσει”.


ε. Φιλαδελφεύσιν


Και σ’ αυτήν την επιστολή του Ιγνατίου προς την τοπική εκκλησία της Φιλαδελφείας οι σχετικές με το εκκλησιαστικό πολίτευμα πληροφορίες συνάδουν προς την ήδη διαμορφούμενη από τις προηγούμενες επιστολές του Ιγνατίου εικόνα. Το τοπικό ιερατείο αποτελείται από τον επίσκοπο, τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους.Κεντρικό πρόσωπο και της εκκλησίας αυτής είναι ο επίσκοπος, εφ’ όσον “όσοι γαρ Θεού εισίν και Ιησού Χριστού, ούτοι μετά του επισκόπου εισίν” Επιπλέον, ο Ιγνάτιος δεν παραλείπει να υπενθυμίσει ότι “το πνεύμα εκήρυσσεν, λέγον τάδε· χωρίς του επισκόπου μηδέν ποιείτε”. Η αυθεντία και η κεντρικότητα της θέσης του επισκόπου μέσα στην τοπική εκκλησία ανάγεται στον ίδιο τον Χριστό, αφού ο ίδιος ο Ιγνάτιος μαρτυρεί ότι “επίσκοπον έγνων ουκ αφ’ εαυτού, ουδέ δι’ ανθρώπων κεκτήσθαι την διακονίαν, την εις το κοινόν ανήκουσαν, ουδέ κατά κενοδοξίαν, αλλ’ εν αγάπη Θεού πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού”.


Ο ρόλος που υπηρετεί το ιερατείο της τοπικής αυτής εκκλησίας είναι άμεσα συνδεδεμένος με την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Η μαρτυρία του Ιγνατίου είναι ιδιαίτερα σημαντική· “Σπουδάσατε ουν μία ευχαριστία χρήσθαι· μία γαρ σαρξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και εν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού· εν θυσιαστήριον, ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτερίω και διακόνοις, τοις συνδούλοις μου· ίνα, ο εάν πράσσητε, κατά Θεόν πράσσητε”.


Στο τελευταίο αυτό χωρίο, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής ο χαρακτηρισμός των διακόνωνως “συνδούλων”. Αντίστοιχο χαρακτηρισμό των διακόνων είχαμε και στην προς Εφεσίους επιστολή του Ιγνατίου. Εκεί ο Ιγνάτιος χαρακτήριζε τον διάκονο Βούρρο ως “σύνδουλό” του, γεγονός που είχαμε συσχετίσει με το σχήμα “σύνδουλος-διάκονος” της προς Κολοσσαείς επιστολής του απ. Παύλου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο Βούρρος υπήρξε άμεσος συνεργάτης και βοηθός του Ιγνατίου, κατά το πρότυπο του Παύλου με τους Επαφρά και Τυχικό. Προφανώς και στην παρούσα επιστολή του Ιγνατίου έχουμε το ίδιο ακριβώς γεγονός· οι διάκονοι αποτελούν τους στενούς συνεργάτες του επισκόπου. Συμφωνα με τον Α. Lemaire, φαίνεται ότι έχουν και καθήκοντα περιοδευτών, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την προτροπή του Ιγνατίου προς τους Φιλαδελφείς “χειροτονήσαι διάκονον εις το πρεσβεύσαι εκεί (ενν. η Αντιόχεια) Θεού πρεσβείαν” με σκοπό να εξασφαλίσουν την επικοινωνία και σχέση της εκκλησίας τους με την τοπική Εκκλησία της Αντιόχειας. Το νόημα του απαρεμφάτου χειροτονήσαι θα πρέπει μάλλον να εκληφθεί ως χειροθεσία του διακόνου με σκοπό να φέρει εις πέρας την αναληφθείσα απ’ αυτόν αποστολή, και όχι ως χειροτονία στο συγκεκριμμένο βαθμό της τοπικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας ενός μέλους της τοπικής εκκλησίας, προκειμένου να εκτελέσει κάποια αποστολή.


Η στενή σχέση του Ιγνατίου με τους διακόνους, ώστε αυτοί να θεωρούνται συνεργάτες και βοηθοί του, επιβεβαιώνεται και από την μαρτυρία του ίδιου του Ίγνατίου για τον διάκονο Φίλωνα, από την Κιλικία, και για τον Ρέο Αγαθόποδα, από την Συρία, οι οποίοι τον συνοδεύουν και τον βοηθούν στο ποιμαντικό του έργο (εν λόγω θεού). Πρόκειται αναμφιβόλως για στελέχη εξαιρετικού κύρους (ανδρός μεμαρτυρημένου – ανδρί εκλεκτώ). Ιδιαίτερης, τέλος, προσοχής χρήζει η αναφορά σε κάποιο Βούρρο “πεμφθέντος … από Εφεσίων και Σμυρναίων…” στον Ιγνάτιο. Πρόκειται αναμφίβολα για τον διάκονο Βούρρο της προς Εφεσίους επιστολής του Ιγνατίου, γεγονός που θεμελιώνει την άποψη ότι το εν χρήσει λεξιλόγιο του Ιγνατίου προς δήλωση των εκκλησιαστικών αξιωμάτων είναι παγιωμένο και σε ισχύ για όλες της τοπικές εκκλησίες, προς τις οποίες απευθύνεται.


Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι πέρα από τα ήδη γνωστά για την τριμερή διαίρεση του ιερατείου της τοπικής εκκλησίας (επίσκοπος-πρεσβύτεροι-διάκονοι), ο Ιγνάτιος με την επιστολή αυτή παρέχει ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες για την κατώτερη βαθμίδα του τοπικού ιερατείου, τους διακόνους. Αυτοί φαίνεται πως πέρα από τα καθήκοντά τους εντός των ορίων της τοπικής εκκλησίας, που υπηρετούν, έχουν και κάποιο ρόλο περιοδευτών, με σκοπό την εξασφάλιση της επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων τοπικών εκκλησιών. Βοηθούν, τέλος, τους επισκόπους τους κατά τις μετακινήσεις τους “εν λόγω Θεού”. Η συνολική αυτή εικόνα των διακόνων ωθεί τους ερευνητές να τους συγκρίνουν με τους συνεργάτες του Παύλου, σύμφωνα με το βιβλίο των Πράξεων.


στ. Σμυρναίοις


Οι σχετικές με το πολίτευμα της Εκκλησίας πληροφορίες της εν λόγω επιστολής αρύονται κυρίως από το ακόλουθο απόσπασμά της:


“Πάντες τω επισκόπω ακολουθείτε, ως Ιησούς Χριστός τω Πατρί, και τω πρεσβυτερίω ως τοις αποστόλοις· τους δε διακόνους εντρέπεσθε, ως θεού εντολήν. Μηδείς χωρίς του επισκόπου τι πρασσέτω των ανηκόντων εις την εκκλησίαν. Εκείνη βεβαία ευχαριστία ηγείσθω, η υπό τον επίσκοπον ούσα, η ω αν αυτός επιτρέψη. Όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω· ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική εκκλησία. Ουκ εξόν εστιν χωρίς του επισκόπου ούτε βαπτίζειν ούτε αγάπην ποιείν· αλλ’ ο αν εκείνος δοκιμάση, τούτο και τω Θεώ ευάρεστον, ίνα ασφαλές η και βέβαιον παν ο πράσσεται”.


Αδιαμφισβήτητα, η τοπική εκκλησία της Σμύρνης εμφανίζει την ίδια εικόνα με τις εκκλησίες των υπολοίπων επιστολών του Ιγνατίου. Κέντρο και κεφαλή της εκκλησίας είναι ο επίσκοπος. Η θέση του συνδέεται άμεσα με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αλλά και με το μυστήριο του Βαπτίσματος. Ο παραλληλισμός του επισκόπου προς τον ίδιο τον Ιησού Χριστό είναι ιδιαίτερα σημαντικός, γεγονός που οδηγεί τον Ιγνάτιο σε συμπεράσματα, όπως ότι “ο λάθρα επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω λατρεύει”.


Ο επίσκοπος περιβάλλεται πάντα από ένα συμβούλιο “πρεσβυτέρων”(πρεσβυτέριον), το οποίο παραλληλίζεται με τους αποστόλους. Η σχέση των αποστόλων με τον Ιησού Χριστό, αποτελεί για τον Ιγνάτιο το πρότυπο σχέσης του επισκόπου με τους πρεσβυτέρους.


Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι πληροφορίες της επιστολής αυτής σχετικά με τους διακόνους. Όπως και στην επιστολή του Ιγνατίου προς την εκκλησία της Φιλαδέλφειας, γίνεται και εδώ μνεία δύο διακόνων, του Φίλωνος και του Ρεου του Αγαθόποδος[61], οι οποίοι ακολουθούν τον Ιγνάτιο “εις λόγον θεού“.Κατονομάζεται επίσης και ο Βούρρος, χωρίς όμως να χαρακτηρίζεται στην παρούσα επιστολή ως διάκονος[63], όπως συμβαίνει στις επιστολές του Ιγνατίου προς Εφεσίουςκαι προς Φιλαδελφείς[64], και που απέστειλαν οι Εφέσιοι μαζί με τους Σμυρναίους στον Ιγνάτιο. Όλα αυτά, μαζί και με τον χαρακτηρισμό των διακόνων ως“συνδούλων” και στην παρούσα επιστολή του Ιγνατίου, επιβεβαιώνουν όσα έχουμε ήδη αναφέρει στις προηγούμενες σελίδες της εργασίας μας για τους διακόνους, ως τους άμεσους και στενούς συνεργάτες του επισκόπου, που πολλές φορές έχουν και τον ρόλο περιοδευτών εκκλησιαστικών λειτουργών με σκοπό την μεταξύ των τοπικών εκκλησιών επικοινωνίας[66].


ζ. Προς Πολύκαρπον


Η τελευταία αυτή επιστολή του Ιγνατίου προς τον Πολύκαρπο Σμύρνης έχει σαφώς προσωπικό χαρακτήρα[67]. Εντούτοις, δεν στερείται πληροφοριών σχετικά με το πολίτευμα της Εκκλησίας. Ήδη, η αναφορά του Ιγνατίου, από το προοίμιο κιόλας, στον Πολύκαρπο ως επισκόπου της εκκλησίας της Σμύρνης, αποτελεί σημαντικότατη μαρτυρία.


Η δομή της τοπικής αυτής εκκλησίας, όπως υπονοείται και από την επιστολή αυτή, είναι τριμερής. Κεφαλή της είναι ο επίσκοπος, που πλαισιώνεται από τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Ο Ιγνάτιος προτρέπει “τω επισκόπω προσέχετε, ίνα και ο Θεός υμίν”, λέγοντας ότι “αντίψυχον εγώ των υποτασσομένων τω επισκόπω, πρεσβυτέροις, διακόνοις…”.


Η σημασία της θέσεως του επισκόπου μέσα στην τοπική εκκλησία, βάσει της επιστολής αυτής, δεν θεμελιώνεται στο γεγονός και μόνον ότι ο επίσκοπος αποτελεί μέλος του τοπικού ιερατείου, αλλά κυρίως από τις συμβουλές – προτροπές του Ιγνατίου προς τον Πολύκαρπο για τον ρόλο και τα καθήκοντα που πρέπει να επιτελεί ως επίσκοπος της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας.


η. Επιστολή Πολυκάρπου προς Φιλιππησίους


Η επιστολή αυτή αποτελεί το μοναδικό διασωθέν έργο του Πολυκάρπου. Ο Πολύκαρπος υπήρξε, σύμφωνα με την μαρτυρία του Ιγνατίου, επίσκοπος της εκκλησίας της Σμύρνης κατά το α’ μισό του β’ μ.Χ. αιώνος Ο χαρακτηρισμός του όμως ως “ο της Ασίας διδάσκαλος” παραπέμπει στον περιοδευτή προφήτη τηςΔιδαχής, ο οποίος εγκαταλείποντας το υπερτοπικής εμβέλειας έργο του καθίσταται σε μία τοπική εκκλησιαστική κοινότητα ως αρχιερεύς και επίσκοπός της. Ο ίδιος βέβαια δεν χρησιμοποιεί πουθενά στην επιστολή του τον όρο “επίσκοπος” για να δηλώσει το αξίωμά του, αντιθέτως εμμένει στην χρήση του όρου “πρεσβύτερος”. Η σημασία της επιστολής του αυτής έγκειται στο γεγονός ότι παρέχει πληροφορίες σχετικά με το πολίτευμα της Εκκλησίας, όχι μόνο ως προς την δομή του ιερατείου των τοπικών εκκλησιών, αλλά ακόμα και για τα περιοδεύοντα στελέχη της.


Πιο συγκεκριμμένα, ο Πολύκαρπος σε μία από τις προτροπές του προς τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας των Φιλίππων λέγει τα εξής σημαντικά:


“ούτως ουν δουλεύσωμεν αυτώ (ενν. ο Κυριος Ιησούς Χριστός)  μετά φόβου και πάσης ευλαβείας, καθώς αυτός ενετείλατο και οι ευαγγελισάμενοι ημάς απόστολοι και οιπροφήται, οι προκηρύξαντες την έλευσιν του Κυρίου ημών …”.


Η πληροφορία αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί το έργο που επιτελούν οι πρεσβύτεροι φαίνεται να γίνεται κατόπιν εντολής (ενετείλατο) του ιδίου του Κυρίου, και κατ’ επέκταση των αποστόλων και των προφητών. Ο όρος απόστολος εδώ δηλώνει τους δώδεκα (12) μαθητές του Κυρίου, οι οποίοι αντλούν το εξαιρετικό κύρος και αυθεντία τους από την προσωπική επιλογή τους από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, με σκοπό των ευαγγελισμό (ευαγγελισάμενοι) των ανθρώπων, ενώ ο όρος προφήτηςτους υπό του Αγίου Πνεύματος επιλεχθέντες μαθητές, συνεργάτες, διαδόχους και συνεχιστές του έργου των αποστόλων. Απόστολοι και προφήτες είναι κάτοχοι εξαιρετικού κύρους και αυθεντίας, και αποτελούν τους περιοδεύοντες αξιωματούχους της Εκκλησίας, από τους οποίους, σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Κ.Δ. και της Διδαχής, αντλούν την αυθεντία τους και τα μέλη των ιερατείων των τοπικών εκκλησιών. Η σημασία λοιπόν αυτής της μαρτυρίας του Πολυκάρπου έγκειται ακριβώς στο γεγονός της επιβεβαίωσης της αποστολικότητας του αξιώματος των πρεσβυτέρων, που μαζί με τους διακόνους, όπως θα δούμε στην συνέχεια, αποτελούν το τοπικό ιερατείο.


Οι πληροφορίες της επιστολής αυτής σχετικά και με το ιερατείο των τοπικών εκκλησιών είναι εξ ίσου σημαντικές. Η πλήρης απουσία απ’ αυτήν του όρου επίσκοποςείναι ευδιάκριτη. Μολονότι γνωρίζουμε από τον Ιγνάτιο τον επισκοπικό βαθμό του Πολυκάρπου, εκείνος αυτοπαρουσιάζεται στο προοίμιο της παρούσης επιστολής ως“Πολύκαρπος και οι συν αυτώ πρεσβύτεροι …”. Βέβαια, στη φράση αυτή φαίνεται να διακρίνεται ο Πολύκαρπος από τους υπολοίπους πρεσβυτέρους, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Πολύκαρπος είναι ο επίσκοπος της τοπικής αυτής εκκλησίας, που περιβάλλεται από τους “συν αυτώ πρεσβυτέρους”, δηλ. το πρεσβυτέριον της εκκλησίας της Σμύρνης. Η εικόνα αυτή ταιριάζει απόλυτα με την σχετική προς την σχέση επισκόπου – πρεσβυτερίου εικόνα των επιστολών του Ιγνατίου. Η εμμονή όμως του Πολυκάρπου στην χρήση του όρου πρεσβύτερος μας οδηγεί και σε ένα ακόμα συμπέρασμα, ότι η τοπική εκκλησία της Σμύρνης δεν χρησιμοποιεί ακόμα τον όρο επίσκοπος για να δηλώσει τον φορέα του επισκοπικού αξιώματος, μολονότι υφίσταται σ’ αυτήν ήδη ως γεγονός. Επίσης παραπέμπει και στον όρο “συμπρεσβύτερος” της Α’ Πετρου (5,1), ως δηλωτικού όρου της σχέσης του Πολυκάρπου με τους υπολοίπους πρεσβυτέρους της τοπικής αυτής εκκλησίας.


Οι τελευταίοι, σύμφωνα με την επιστολή αυτή του Πολυκάρπου, έχουν ως υποχρέωση να είναι “εύσπλαχνοι, εις πάντας ελεήμονες, επιστρέφοντες τα αποπεπλανημένα, επισκεπτόμενοι πάντας ασθενείς, μη αμελούντες χήρας η ορφανού η πένητος· αλλά προνοούντες αεί του καλού ενώπιον Θεού και ανθρώπων απεχόμενοι πάσης οργής, προσωποληψίας, κρίσεως αδίκου μακράν όντες πάσης φιλαργυρίας, μη ταχέως πιστεύοντες κατά τινος, μη απότομοι εν κρίσει, ειδότες ότι πάντες οφειλέται … αμαρτίας…”.


Η προτροπή του Πολυκάρπου προς τους Φιλιππησίους “… δέον απέχεσθαι από πάντων τούτων, υποτασσομένους τοις πρεσβυτέροις και διακόνοις ως Θεώ και Χριστώ … “[84]προϋποθέτει και την ύπαρξη διακόνων ως μελών του τοπικού ιερατείου. Η θέση των διακόνων στην τοπική αυτή εκκλησία είναι ιδιαίτερα σημαντική, εφ’ όσον ο Πολύκαρπος καλεί τα μέλη της εκκλησίας των Φιλίππων να υποτάσσονται “τοις πρεσβυτέροις και διακόνοις ως Θεώ και Χριστώ …”, διότι είναι “Θεού και Χριστού διάκονοι, και ουκ ανθρώπων”. Γι’ αυτόν τον λόγο οι διάκονοι οφείλουν να είναι“άμεμπτοι κατενώπιον του αυτού (ενν. του Θεού) της δικαιοσύνης … μη διάβολοι, μη δίλογοι, αφιλάργυροι, εγκρατείς περί πάντα, εύσπλαχνοι, επιμελείς, πορευόμενοι κατά την αλήθειαν του Κυρίου, ος εγένετο διάκονος πάντων”


Συνοψίζοντας τα συμπεράσματά μας από τις επιστολές του Ιγνατίου και του Πολυκάρπου, καταλήγουμε στα εξής:


α. Και οι δύο Πατέρες επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες της Διδαχής περί εγκαταστάσεως των περιοδευόντων Προφητών σε κατά τόπους εκκλησίες, καθ’ όσον ο επίσκοπος της τοπικής εκκλησίας της Αντιοχείας Ιγνάτιος αυτομαρτυρείται και ως “επίσκοπος Συρίας”, ενώ ο επικεφαλής της τοπικής εκκλησίας της Σμύρνης Πολύκαρπος ως “αποστολικός και προφητικός διδάσκαλος ” “της Ασίας”.


β. Η παρατηρούμενη διαφορά του λεξιλογίου του Ιγνατίου και του Πολυκάρπου για τον χαρακτηρισμό των μελών του τοπικού ιερατείου είναι φαινομενική. Και στους δύο Πατέρες η διαίρεση του ιερατείου των τοπικών εκκλησιών είναι τριμερής. Ο Ιγνάτιος χρησιμοποιεί τρεις συγκεκριμμένους όρους για να δηλώσει τους αξιωματούχους της εκκλησίας· επίσκοπος – πρεσβύτερος (πρεσβυτέριον) – διάκονος, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά σαφή και πλήρη την ιεραρχική οργάνωση της Εκκλησίας. Ο Πολύκαρπος ενώ φαίνεται να γνωρίζει μόνο τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους, δεν αγνοεί και το αξίωμα του επισκόπου, το οποίο όμως δεν ονομάζει. Έτσι, κατ’ αναλογία προς το τριπλό σχήμα της ιεραρχίας του τοπικού ιερατείου, που συναντούμε στον Ιγνάτιο, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Πολύκαρπος αντιτάσσει το ακόλουθο σχήμα· Πολύκαρπος (η όνομα επισκόπου) – πρεσβύτερος – διάκονος.


γ. Όσον αφορά τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της κάθε βαθμίδος του τοπικού ιερατείου τα συμπεράσματα από τις επιστολές αυτές είναι εξ ίσου σημαντικά. Οεπίσκοπος είναι μοναδικός σε κάθε τοπική εκκλησία. Είναι ο ηγέτης, ο κυρίως υπεύθυνος για την κάθε τοπική εκκλησιαστική κοινότητα. Πλαισιώνεται από τοπρεσβυτέριον (το σώμα των πρεσβυτέρων), που μαζί με τον επίσκοπο έχουν την διοικητική ευθύνη της τοπικής αυτής κοινότητας, αλλά και την δυνατότητα τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας. Ωστόσο, στις τοπικές εκκλησίες της Ρώμης, της Σμύρνης και των Φιλίππων ο όρος επίσκοπος φαίνεται πως είναι άγνωστος όχι όμως και το αξίωμα, ο φορέας του οποίου φέρει τον τίτλο του πρεσβυτέρου. Οι διάκονοι αποτελούν τους άμεσους συνεργάτες των επισκόπων, τα υπηρετικά και εκτελεστικά του όργανα[90], ενώ συμμετέχουν και στην τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Η εικόνα, που παραδίδει κυρίως ο Ιγνάτιος σχετικά με την σχέση επισκόπου και διακόνου, παραπέμπει στην σχέση των αποστόλων με τους άμεσους συνεργάτες τους, όπως αυτή του Παύλου με τον Επαφρά και τον Τυχικό. Τα καθήκοντα των διακόνων δεν περιορίζονται μέσα στα στενά όρια της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας, αντιθέτως οι διάκονοι (ή κάποιοι από αυτούς) ακολουθούν τον επίσκοπο στις μετακινήσεις του, συμμετέχουν στο λειτούργημα του κηρύγματος, ενώ συχνά φαίνεται πως αναλαμβάνουν καθήκοντα περιοδευτού, με σκοπό την μεταξύ των διαφόρων τοπικών εκκλησιών επικοινωνία.


ΠΗΓΗ


Η Δημιουργία του Αόρατου πνευματικού και υλικού κόσμου

$
0
0
Η Δημιουργία του Αόρατου πνευματικού και υλικού κόσμου.

«Επειδή όμως δεν ήτο τούτο αρκετόν εις την αγαθότητα, το να κινείται μόνον με την σκέψη της, αλλά έπρεπε να διασκορπιστεί το αγαθόν και να εξαπλωθεί, εις τρόπον ώστε να γίνουν περισσότερα τα ευεργετούμενα (διότι αυτό αποτελεί απόδειξιν της απείρου αγαθότητος), κατ’ αρχήν μεν δημιουργεί με την σκέψιν τους αγγέλους και τας ουρανίους δυνάμεις. Και η σκέψις της γίνεται έργον το οποίον συμπληρώνεται από τον Λόγον και ολοκληρώνεται από το Πνεύμα.
Και έτσι εδημιουργήθησαν δεύτεραι λαμπρότητες, υπηρέται της πρώτης λαμπρότητος, τας οποίας πρέπει να θεωρήσομεν είτε νοερά πνεύματα, είτε πυρ κατά κάποιον τρόπον άυλον και ασώματον, είτε ως κάποιαν άλλη φύσιν, η οποία να ταιριάζει όσον το δυνατόν περισσότερον προς τα λεχθέντα. 

Θέλω μεν να ειπώ ότι δεν μπορούν να κινηθούν προς το κακόν, και ότι μόνον προς το καλόν μπορούν να βαδίσουν, επειδή ευρίσκονται γύρω από τον Θεόν και φωτίζονται πρώται απ’ αυτόν (διότι ο φωτισμός των επιγείων αποτελεί δεύτερον φωτισμόν). Με αναγκάζει όμως να θεωρήσω και να είπω, ότι δεν είναι ακίνητοι αλλά μόνον δυσκίνητοι, ο Εωσφόρος, ο οποίος ωνομάσθη έτσι εξ αιτίας της λαμπρότητός του και ο οποίος έγινε σκοτάδι εξ αιτίας της υπερηφανείας του,και αι δυνάμεις αι οποίαι απεστάτησαν υπό την αρχηγίαν του, αι οποίαι εδημιούργησαν το κακόν με την απομάκρυνσιν από το καλόν και το επροκάλεσαν και εις ημάς.

Έτσι λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν εδημιουργήθη από αυτόν ο νοητός κόσμος, εις τρόπον ώστε να μπορώ εγώ να εξετάζω τα πράγματα αυτά, καταμετρώντας με τον μικρόν λόγον μεγάλα πράγματα. Επειδή δε τα πρώτα ήταν καλά δι’ αυτόν, εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερον κόσμον, υλικόν και ορατόν (αυτός ο κόσμος είναι το οργανωμένον σύστημα και σύνολον του ουρανού και της γης και των μεταξύ αυτών ευρισκομένων, αξιέπαινον μεν δια την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη πιο αξιέπαινον εξ αιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας η οποία δημιουργείται από όλα αυτά, τα οποία ταιριάζουν το ένα με το άλλο και όλα μεταξύ των, δια να συμπληρώσουν ένα αρμονικόν σύνολον), δια να αποδείξει ότι μπορεί να φέρει εις την ύπαρξιν όχι μόνον φύσιν όμοιαν προς αυτόν αλλά και τελείως διαφορετικήν από αυτόν. 

Διότι είναι μεν όμοια προ την Θεότητα τα πνευματικά όντα, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνον με τον νουν, αλλά ταυτοχρόνως είναι τελείως διαφορετικά όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά με τας αισθήσεις, και ακόμη περισσότερον διαφορετικά από αυτά είναι εκείνα τα οποία είναι τελείως άψυχα και ακίνητα».

(Απόσπασμα από τον Λόγο «Εις τα Θεοφάνεια», έργα αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 5)

http://exprotestant.blogspot.gr/2013/02/blog-post_20.html

Η μετά θάνατον ζωή (Γέροντος Παϊσίου)

$
0
0
Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου

Οι υπόδικοι νεκροί

-Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;


Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλα «φαϊντά γιόκ[1]», δηλαδή δεν οφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαί­νει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ' αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλα­βαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συ­νέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συ- ναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.

Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρου­σία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.

- Γέροντα, πως είναι οι κολασμένοι;

- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.

- Και οι Άγιοι και ο ληστής[2];

- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών[3]», παρατείνει-παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς[4] να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λά­βουν μετά την μέλλουσα Κρίση.

Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους[5]

- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύ­χονται;

- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρί­σκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοή­σουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μό­νοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περι­μένουν από μας βοήθεια. Γι' αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.


Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέ­ρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλα­δή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ' αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Η ακόμη μπορεί να τους μετα­φέρη και σε «δωμάτιο» η σε «διαμέρισμα».

Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προ­σευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνη­μόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τε­λική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνα­τότητα να βοηθηθούν.

Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διά­βολο να πη: «Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχώμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη. Περισσό­τερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προ­σευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι' αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγό­ρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνα­τότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπεί- ρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία»[6], λέει η Γρα­φή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουρα­μπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορ­τάζει, για να έχουν την ευλογία του.

- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;

- Εμ, όταν μπαίνη καποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι' αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός -θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν- και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προ­σευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη[7] σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν' αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση. Έτσι, ο,τι δεν έκανε εκείνος, το κά­νουμε εμείς γι' αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.

Έχω υπ' όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευ­ματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιά­σθηκε στον ύπνο μου. «Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσης με ξέχασες και υποφέρω». Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχό­μουν».

- Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι' αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;

- Άμα κάνης κομποσχοίνι γι' αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν άνάγκη οι καημέ­νοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι' αυτούς!

Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι' αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.

- Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.

- Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγ­μή. Πότε σε απασχολεί; Κάθε Σάββατο;

- Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;

- Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμη­μένοι.

- Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι' αυτούς βοηθιούνται από τις προσευ­χές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;

- Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν». Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθή στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα ολόκληρο γραμμένο με τα ονό­ματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.

Το καλύτερο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους
Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγμα­τα και από τα ψυχικά πάθη, έκτος από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό. Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κε­κοιμημένοι γονείς μας, ο πάππους μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευ­ματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγι­ναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήση. Αυτό δηλαδή που θα δώση χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.

Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον πα­λαιό μας άνθρωπο, για να γίνη καινός και να μη βλάπτη πια ούτε τον εαυτό του ούτε άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάη και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.

Η παρρησία των δικαίων προς τον Θεό

- Γέροντα, στην προς Αρχαρίους Επιστολή σας γρά­φετε: «Παρόλο που καταλαβαίνουν οι αληθινοί μοναχοί ότι αυτό που απολαμβάνουν σ' αυτήν την ζωή είναι μέ­ρος της χαράς του Παραδείσου και ότι στον Παράδεισο θα είναι περισσότερη, εν τούτοις από πολλή αγάπη προς τον πλησίον τους θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να βοηθούν τους ανθρώπους με την προσευχή, να επεμβαίνη ο Θεός και να βοηθιέται ο κόσμος»[8].

- Γράψε: «Θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να συ­μπάσχουν με τους ανθρώπους και να τους βοηθούν με την προσευχή».

- Στην άλλη ζωή, Γέροντα, ένας σωστός μοναχός πάλι δεν θα βοηθάη με την προσευχή του τους ανθρώπους;

- Και στην άλλη ζωή θα βοηθάη με την προσευχή του, αλλά δεν θα υποφέρη, ενώ τώρα συμπάσχει δεν περνάει χαρούμενα εδώ, «με χαρούμενη την όψη και με βλέμμα λαμπερό»! Όσο όμως υποφέρει για τον πλη­σίον του, τόσο ανταμείβεται με θεία παρηγοριά, και αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο και η πληροφορία ότι βοηθιέται ο άλλος. Αύτη η παραδεισένια χαρά είναι η θεία ανταμοιβή για τον πόνο που νιώθει για τον αδελφό του.

- Δηλαδή, Γέροντα, οι Άγιοι που επικαλούμαστε να μας βοηθήσουν δεν συμπάσχουν μαζί μας;

- Εκεί δεν έχει πόνο, βρε παιδάκι μου! Στον Παρά­δεισο υποφέρουν; «Ένθα ουκ έστι πόνος ου λύπη ου στεναγμός»[9] δεν λέει;
Ύστερα οι Άγιοι έχουν υπ όψιν τους την θεία ανταμοιβή που θα λάβουν όσοι άνθρωποι βασανί­ζονται σ' αυτήν την ζωή και αυτό τους κάνει να χαίρωνται. Μα και ο Ίδιος ο Θεός που έχει τόση αγάπη, τόση ευσπλαχνία, πως αντέχει αυτόν τον μεγάλο πόνο των ανθρώπων; Αντέχει, γιατί έχει υπ' όψιν Του την θεία ανταμοιβή που τους περιμένει. Όσο δηλαδή βα­σανίζονται εδώ οι άνθρωποι, τόσο τους αποταμιεύει εκεί ουράνιο μισθό. Ενώ εμείς αυτά δεν τα βλέπουμε και συμπάσχουμε με όσους υποφέρουν. Γι' αυτό, όταν κάποιος τα βλέπη λίγο αυτά και έχη υπ' όψιν του την ανταμοιβή που θα λάβουν, δεν υποφέρει τόσο πολύ.

- Όταν, Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό να βοηθήση κάποιον κεκοιμημένο που δεν έχει ανάγκη, πάει χα­μένη αυτή η προσευχή;

- Πως να πάη χαμένη; Όταν λέμε «ανάπαυσον τον τάδε» και αυτός είναι σε καλή θέση στην άλλη ζωή, δεν παρεξηγείται ίσα- ίσα συγκινείται. «Για δες, λέει, εγώ είμαι σε καλή θέση και εκείνοι αγωνιούν», οπότε φιλοτιμείται και μας βοηθάει πιο πολύ, πρεσβεύοντας στον Θεό για μας. Άλλα που να ξέρης σε τι κατάσταση βρίσκεται ο άλλος; Φυσιολογικά κάνεις ευχή πρώτα γι' αυτούς που γνωρίζεις ότι με την ζωή τους λύπησαν τον Θεό και εύχεσαι και για άλλες ανάλογες περιπτώσεις και ύστερα εύχεσαι και για όλους τους κεκοιμημένους.

Η μέλλουσα Κρίση

- Γέροντα, πως εξαγνίζεται η ψυχή;

- Όταν ο άνθρωπος εργασθή τις εντολές του Θεού, κάνη δουλειά στον εαυτό του και καθαρισθή από τα πάθη, τότε ο νους φωτίζεται, φθάνει σε ύψος θεωρίας, και η ψυχή λαμπρύνεται και γίνεται όπως ήταν πρίν από την πτώση των Πρωτοπλάστων. Σε τέτοια κατάσταση θα βρίσκεται μετά την ανάσταση των νεκρών. Μπορεί όμως ο άνθρωπος να δη την ανάσταση της ψυχής του πριν από την κοινή ανάσταση, αν καθαρισθή τελείως από τα πάθη. Το σώμα του τότε θα είναι αγγελικό, άυλο, και δεν θα νοιάζεται για τροφή υλική.

- Γέροντα, πως θα γίνη η μέλλουσα Κρίση;

- Στην μέλλουσα Κρίση θα αποκαλυφθή σε μια στι­γμή η κατάσταση του κάθε ανθρώπου και μόνος του καθένας θα τραβήξη για 'κει που είναι. Καθένας θα βλέπη[10] σαν σε τηλεόραση τα δικά του χάλια και την πνευματική κατάσταση του άλλου. Θα καθρεφτίζη τον εαυτό του στον άλλον και θα σκύβη το κεφάλι και θα πηγαίνη στην θέση του. Δεν θα μπορή λ.χ. να πη μια νύφη που καθόταν μπροστά στην πεθερά της σταυρο- πόδι και η πεθερά της με σπασμένο πόδι φρόντιζε το εγγονάκι: «γιατί, Χριστέ μου, βάζεις την πεθερά μου στον Παράδεισο κι εμένα δεν με βάζεις;», επειδή θα έρχεται μπροστά της εκείνη η σκηνή. Θα θυμάται την πεθερά της που στεκόταν όρθια με σπασμένο πόδι και φρόντιζε το εγγονάκι της και δεν θα έχη μούτρα να πάη στον Παράδεισο, αλλά ούτε και θα χωράη στον Παρά­δεισο. Ή οι μοναχοί θα βλέπουν τι δυσκολίες, τι δο­κιμασίες είχαν οι κοσμικοί και πως τις αντιμετώπισαν και, αν δεν έχουν ζήσει σωστά, θα σκύψουν το κεφάλι και θα τραβήξουν μόνοι τους για εκεί που θα είναι.

Θα δουν εκεί οι μοναχές, που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, ηρωίδες μάνες, που ούτε υποσχέσεις έδωσαν, ούτε τις ευλογίες και τις ευκαιρίες τις δικές τους είχαν, πως αγωνίσθηκαν και σε τι κατάσταση πνευματική έφθασαν, και εκείνες, καλόγριες, με τι μικροπρέπειες ασχολούνταν και βασανίζονταν, και θα ντρέπονται! Έτσι μου λέει ο λογισμός ότι θα γίνη η Κρίση. Δεν θα πη δηλαδή ο Χριστός: «έλα εδώ εσύ, τι έκανες;» η «εσύ θα πας στην κόλαση, εσύ στον Παράδεισο», αλλά ο καθένας θα συγκρίνη τον εαυτό του με τον άλλον και θα τραβήξη για εκεί που θα είναι[11].

Η μέλλουσα ζωή

- Γέροντα, έφερα γλυκά να κεράσετε.

- Δες πως χαίρονται! Στην άλλη ζωή θα λέμε: «Με τι χαζά χαιρόμασταν! Τι μας συγκινούσαν τότε!». Ενώ τώρα σκιρτάει η καρδιά γι' αυτά.

- Γέροντα, πως θα το καταλάβουμε αυτό από τώρα;

- Άμα το καταλάβετε αυτό από τώρα, δεν θα το πήτε μεθαύριο στην άλλη ζωή. Πάντως, όσοι βρίσκονται εκεί επάνω, καλά περνούν. Ξέρεις τι εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό.

- Γέροντα, γιατί το σώμα Του νεκρού λέγεται «λεί­ψανο»;
- Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο. Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό. Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήση ο Θεός και το σώμα, για να κριθή με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε. Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα - πνευματικό σώμα-, το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψη­λοί, την ίδια ηλικία, και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια. Θα υπάρχη δηλαδή μια αγγελική ηλικία.

- Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλα­ση θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στον Παράδεισο;

- Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκονται στην κόλα­ση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο. Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως, δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκονται στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση. Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο, αλλά εκεί «ουκ εστί πόνος...»[12]. Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν, αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό η πατέρα η μητέρα, αν δεν είναι και εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού»[13]λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα τους θυμούνται, πως θα είναι Παράδεισος; Αύτος μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο, θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους, δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.

Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παρά­δεισο θα είναι διαφορετική. Άλλος θα έχη μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξα­μενή. Όλοι όμως θα αισθάνονται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρη το μέγεθος της χαράς, της αγαλλιάσεως, του άλλου. Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί, αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά, δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος να έχη περισσότερη χαρά και εγώ λιγότερη; ». Δηλαδή καθένας θα βλέπη στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθή από τον Θεό, άλλα θα εξαρτηθή από την δική του κα­θαρότητα.

- Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος.

- Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παρά­δεισος; Πως είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές; Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος. Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση. Ύστερα τον Πα­ράδεισο και την κόλαση τα ζη η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχη τύψεις συνειδήσεως και νιώθη φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, η είναι κυριευμένος από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζη την κόλαση. Ενώ, όταν μέσα του υπάρχη αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλοσύνη κ.λπ., τότε ζη τον Παρά­δεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο. Να, πήγαινε σε έναν πεθαμένο και πες του τα πιο ευχάριστα πράγμα­τα, λ.χ. «ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβη τίποτε. Αν Του σπάσης τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβη. Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται. Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν; Η, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και, δεν θέλεις να τελείωση. Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Η βλέπεις ένα άσχημο όνειρο, ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαις. Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε και λες: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή. Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγμα­τικότητα, όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ' ό,τι την ημέρα. Έτσι και όταν πεθάνη ο άνθρωπος, αν πάη στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό. Σκεφθήτε να ζη κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια! 'Εδώ δεν μπορείς να αντέξης για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο, άντε τώρα αιώνια -Θεός φυλάξοι- να είσαι μέσα στην θλίψη. Γι' αυτό κα­λύτερα να μην πάμε στην κόλαση. 'Εσείς τι λέτε;

- Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση λέτε, εκεί να καταλήξουμε;

- Αν δεν έχουμε μυαλό, εκεί θα πάμε. Εγώ εύχομαι η όλοι στον Παράδεισο η κανένας στην κόλαση... Κα­λά δεν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση.

Ο Καλός Θεός ας μας δώση καλή μετάνοια, για να μας βρη ο θάνατος σε καλή πνευματική κατάσταση και, να απόκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν.

Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου
Η μετά θάνατον ζωή Λόγοι Δ'
Οικογενειακή ζωή
Από έντυπο που διανέμεται από την Ιερά Μονή 
Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Σοχού Θεσσαλονίκης

[1] Έκφραση της τουρκικής γλωςσας που σημαινει «δεν υπάρχει οφελος, δεν υπάρχει χαΐρι».

[2] Λουκ. 23, 32-33 και 39-43

[3] Ματθ. 3,2 και 4, 17· βλ. και Ματθ. 10, 7· Μάρκ. 1,15-

[4] Με το «εμάς» ο Γέροντας εννοεί την σύνολη ανθρωπότητα.

[5] Ο Άγιος Νεκτάριος στο έργο του «Μελέτη περί της αθανασίας της ψυχής κει περί των ιερών μνημοσύνων», εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ­σαλονίκη 1973, σ.202, γράφει ως συμπέρασμα των όσων ανέπτυξε βά­σει των σχετικών μαρτυριών των Αγίων Πατέρων:«Εξ όλων δη τούτων δήλον γίνεται, ότι η ψνχή μετά θάνατον αδυνατεί να κάμη τι έργον σωτηριώδες και να απαλλαγή των τον Άδου αλύτων δεσμών, και οτι μόνον αι θείαι λειτουργίαι, αι προσευχαί των οικείων, των δικαίων, αι υπέρ αυτών γινόμενοι και αι ελεημοσύναι γίνονται πρόξενοι σωτηρίας κει ελευθερίας από των δεσμών του Άδου».17 Α. Κορ. 15.42

[7] Πρβλ. Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περί των εν πίστει κεκοιμημένων, όπως αι περί αυτών γινόμεναι λειτουργίαι και ευποιίαι τούτους ονίνησιν, PG 95, 248.

[8] Γέροντος Παϊσίου Άγιορείτου, Επιστολές, Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», εκδ. 6η, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, σ. 49.

[9] Βλ. Ευχολόγιον το Μεγα, Ακολουθία Νεκρώσιμος, σ. 411.

[10] Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Μη γαρ οίεσθω τις, οτι ουκ άναγνωρισμος εκάστου προς έκαστον επί τής φοβέρας εκείνης συναγωγής γενήσεται. Ναι, όντως έκαστος άναγνωριεί τον πλησί­ον αυτού, ου τω του σώματος σχήματι, αλλά τω διορατικώ της ψυχής όμματι». PG 95, 276Α.

[11] Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει: «Και απλώς πας άνθρωπος αμαρτωλός εν τη φοβερά ημέρα της κρίσεως απεναντίας αυτού εις την αιωνίαν ζωήν και εις το ανεκλάλητον εκείνο φως όψεται τον όμοιον αυτού και κριθήσεται παρ' αυτού , Περί μετανοίας, Λόγος Ε', Sources Chretiennes 96, 434.

[12] Βλ. Ευχολόγιον το Μέγα, Ακολουθία Νεκρώσιμος, σ. 411.

[13] Ψαλμ. 145, 4.


impantokratoros.gr/ppaisios-metathanaton

Η Διαχρονικότητα της Ελληνικής Συνείδησης και η Ψευδεπίγραφη «Ρωμαικότητα» των Βυζαντινών

$
0
0

Η Διαχρονικότητα της Ελληνικής Συνείδησης και η Ψευδεπίγραφη «ΡωμαΪκότητα» των Βυζαντινών

Κυριάκος Κατσίμανης

1. Η κυρίαρχη ελληνικότητα

Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, ιστορικού περιεχομένου μελέτες και επισημάνσεις με αντικείμενο το Βυζάντιο, από την ανάγνωσή των οποίων προκύπτει η ακόλουθη διαπίστωση: άλλος είναι ο φαινομενικός σκοπός των συντακτών τους και αλλού κατατείνουν συνειδητά και εμπρόθετα χωρίς όμως να το ομολογούν. Ενώ δηλαδή η προβαλλόμενη επιδίωξή τους είναι να αποδείξουν ότι  ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι ιστορικώς αδόκιμος, το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας τους επικεντρώνεται υπόρρητα στη θεμελίωση των ακόλουθων θέσεών τους:

    Οι υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως την πτώση της, το 15. αιώνα, ήταν ελληνόφωνοι Ρωμαίοι και τίποτα περισσότερο. Επομένως,
    Η συνείδησή τους ήταν αποκλειστικά και μόνο ρωμαϊκή[1].

Οι παραπάνω θέσεις –απόλυτα σεβαστές καθαυτές– εντάσσονται πιθανώς στις «παρενέργειες» του μεταμοντερνισμού και ενδεχομένως ευνοούνται από την υπερατλαντικής προέλευσης αντίθεση προς το εθνικό κράτος, καθώς και από την ταυτόχρονη προβολή του πολυεθνικού κρατικού «μοντέλου» made in USA. Οι θέσεις, λοιπόν, αυτές υιοθετούνται στη χώρα μας από τους εκπροσώπους του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού και παίρνουν κάποτε τη μορφή ενός ανιστόρητου ελληνομηδενισμού που θεμελιώνεται στις ακόλουθες δύο κυρίαρχες συνιστώσες:

    Η δήθεν ελληνικότητα του Βυζαντίου πρέπει να απορριφθεί, άρα,
    Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού αποτελεί μύθο.

Δεν αγνοώ ότι οι παραπάνω ελληνομηδενιστικές τάσεις τροφοδοτούνται και διαιωνίζονται, εκτός των άλλων, και από την απογοήτευση που προκαλείται εξαιτίας της γενικευμένης και παρατεταμένης παρακμής –για να μην πω αποσύνθεσης– της πατρίδας μας σε κοινωνικό, ηθικό, διοικητικό, κρατικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, ούτε η αποκαρδιωτική αυτή διαπίστωση ούτε η διαχρονική ανεπάρκεια της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας έχουν σχέση με το θέμα που συζητάμε εδώ. Μπορεί αυτά όλα να ευνοούν μια τάση απαξίωσης παντός του ελληνικού, τα αίτια, όμως, της κακοδαιμονίας δεν τα αντιμετωπίζουμε ακρωτηριάζοντας το εθνικό παρελθόν μας με τον αποκλεισμό από αυτό της Αρχαίας Ελλάδας ούτε αμφισβητώντας την ιστορική «νομιμότητα» της παραδοχής ότι ο ελληνισμός επιβιώνει ως τις μέρες μας.

Η ριζική διαφωνία μου με τις παραπάνω θέσεις έγκειται στην επιμονή των εκπροσώπων τους (ή, καλύτερα, στον ένθεο ζήλο και στο «ιερό» πάθος τους) να ταυτίσουν στην προκειμένη περίπτωση την έννοια της μεταβολής με την έννοια της οριστικής ρήξης, με σκοπό να αποδείξουν πως η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους δεν είναι παρά ένας μύθος και ένα ιδεολόγημα. [2]. Κατά τη γνώμη μου, η διαδρομή του ιστορικού χρόνου συνεπάγεται μεταβολές αλλά όχι πάντοτε και υποχρεωτικά ριζικές τομές. Ειδικότερα, πιστεύω πως η κάθε αλλαγή στην Ελληνική Ιστορία –και αυτό ισχύει και για τη Βυζαντινή περίοδο– εμπεριέχει και ενσωματώνει το παλιό συνθέτοντάς το με το καινούργιο σε μια σειρά διαδοχικών πραγματοποιήσεων, στις οποίες οι έννοιες της μεταβολής και της συνακόλουθης διαφοράς δεν είναι ασυμβίβαστες με την έννοια της συνέχειας. Χωρίς αμφιβολία, το ιστορικό γεγονός του εκχριστιανισμού των Βυζαντινών Ελλήνων, καθώς και η προβληματική συμβίωση του ελληνικού με το χριστιανικό στοιχείο δεν είναι δυνατόν να παραθεωρηθούν. Πιστεύω, όμως, πως η εξέλιξη του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως τους τελευταίους Βυζαντινούς αιώνες και από εκεί και πέρα ως το 19. αιώνα ήταν αδιάσπαστη και, άρα, το να μιλάμε για διαφορετικές φάσεις του ίδιου λαού, όπως έδειξε πολύ εύστοχα ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος[3], αποτελεί τεκμηριωμένη επιστημονική αλήθεια.

Ειδικότερα, τους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους η ελληνική συνείδηση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ανύπαρκτη και, επομένως, η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού είχε διακοπεί, τους θεωρώ επιστημονικώς αθεμελίωτους και ανυπόστατους για τους ακόλουθους λόγους:

1.   Στην Ανατολική Αυτοκρατορία το κρατικά κυρίαρχο ρωμαϊκό στοιχείο βρισκόταν σε μεγάλη μειοψηφία, ενώ το στοιχείο που δημογραφικά/εθνολογικά υπερτερούσε κατά πολύ σε σύγκριση με αυτό ήταν το ελληνικό. Όσο για τις ζώνες πολιτιστικής επιρροής, μόνο βορείως της ιδεατής «Γραμμής Jirecek» (από το όνομα του Τσέχου ιστορικού Konstantin Jirecek), η οποία εκτείνεται από την πόλη Laçi της σημερινής Αλβανίας και περνώντας από τη Σόφια καταλήγει στον Εύξεινο Πόντο, έχουμε έντονη ρωμαϊκή παρουσία. Αντίθετα, νοτίως της γραμμής αυτής ο ελληνισμός επικρατεί από τον 4. κιόλας αιώνα. Ό,τι «ρωμαϊκό» είχε απομείνει στο Βυζάντιο ήταν η κρατική συγκρότηση, η οποία, όμως, όφειλε πολλά στα ελληνικά δάνεια, καθώς οι Ρωμαίοι Καίσαρες είχαν υποστεί μεγάλη επίδραση από τις ελληνιστικές μοναρχίες, στη βάση των οποίων υπήρχαν θεσμοί ελληνικοί[4]. Πέρα τούτου, η ρωμαϊκή παράδοση είχε αρχίσει από τον 7. κιόλας αιώνα να καταρρέει (εξαιτίας της de facto «εθνολογικής κάθαρσης» λόγω των αραβικών κατακτήσεων και, γενικότερα, του σταδιακού περιορισμού της Αυτοκρατορίας σε προαιώνια ελληνικά εδάφη) και να παραχωρεί πλέον τη θέση της στον Ελληνισμό και στην Εκκλησία, που θα συσπειρώσουν και θα ανασυγκροτήσουν όσα στοιχεία της Αυτοκρατορίας είχαν απομείνει[5]. Γράφει χαρακτηριστικά ο H. G. Wells: «Περί του Ανατολικού ή Βυζαντινού αυτού κράτους ομιλούν γενικώς ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ εις την πραγματικότητα αυτό ήτο ανανέωσις της παραδόσεως του Αλεξάνδρου[6]. (…) Το Ανατολικόν κράτος, αφότου εχωρίσθη από το Δυτικόν, ωμιλούσε την ελληνικήν γλώσσαν, αποτελούσε δε συνέχειαν, αν και όχι εντελώς αγνήν, της ελληνικής παραδόσεως (…). Tο κράτος αυτό ήτο ελληνικόν και όχι λατινικόν. Oι Ρωμαίοι είχον έλθει και είχον φύγει πάλιν»[7].

2. Εξάλλου, η επίσημη γλώσσα  της Ανατολικής Αυτοκρατορίας ήταν από τον 7. κιόλας αιώνα η ελληνική, ενώ η κυριαρχία της είχε αναγνωριστεί έναν αιώνα νωρίτερα, όταν ο Ιουστινιανός, στο προοίμιο μιας «Νεαράς», ομολογούσε με βαριά καρδιά ότι η ελληνική προτιμήθηκε έναντι της λατινικής ως περισσότερο κατανοητή από τους υπηκόους (534 μ.Χ.)[8]. Τοποθετημένη ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη, η Κωνσταντινούπολη ενσωματώνει και αφομοιώνει ετερόκλιτους τυχοδιώκτες από Δύση και Ανατολή, για να τους μεταμορφώσει μέσα σε λίγο χρόνο σε Έλληνες και να τους κάνει να εγκαταλείψουν τα βάρβαρα ιδιώματά τους, γράφει ο Α. Rambaud, ώστε να μιλήσουν την καλλιεργημένη και εξελιγμένη γλώσσα της Βασιλεύουσας[9]. Η επικράτηση της ελληνικής δεν είναι απλή λεπτομέρεια, όπως επιμένουν να την παρουσιάζουν ορισμένοι… «Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου», σύμφωνα με τον Wittgenstein[10]. Με άλλα λόγια, η γλώσσα πλαισιοθετεί/οριοθετεί τον κόσμο του ομιλούντος, με την έννοια ότι η ιδιαιτερότητα, η λειτουργία και οι δυνατότητές της είναι ακριβώς τα μέσα και τα «σχήματα», χάρη στα οποία ο ομιλών, ως έλλογο ον, αντιλαμβάνεται, «ιδρύει», κατανοεί, μορφοποιεί και σημασιοδοτεί  τον κόσμο που τον περιβάλλει. Αυτό κατά μείζονα λόγο ισχύει για την ελληνική, που υπήρξε ανέκαθεν το όργανο διαμόρφωσης, αφομοίωσης, διατήρησης και διάδοσης «της παιδεύσεως της ημετέρας», σύμφωνα με την έκφραση του Ισοκράτη[11], δηλαδή μιας τεράστιας πνευματικής παράδοσης και μιας  υπέρτερης πολιτιστικής πρότασης, που δεν είχαν κατακτήσει μόνο τους Βυζαντινούς, αλλά και ασκούσαν ακατανίκητη έλξη στους λαούς και εκτός των συνόρων της Αυτοκρατορίας. Όσο για τη λατινική, αυτή μετά τους πρώτους αιώνες είχε τελείως εξαφανιστεί και το μόνο που της είχε απομείνει ήταν κάποιες στερεότυπες φράσεις, γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες και ακατάληπτες από τους πάντας, αλλά εκφωνούμενες κατά την άφιξη των επισήμων στην εκκλησία για λόγους παράδοσης. Για παράδειγμα, «Κρίστους. Δέους. Νοστερ. κουμ. σερβετ. ιμπεριουμ. βεστρουμ. περ. μουλτοσαννος. ετ. βόνος» (=Christus Deus noster conservet imperium vestrum per multos annos et bonos) (Περί Βασιλείου Τάξεως, 10. αιώνας μ.Χ.).[12] — Όσο αυτό το λατινο-greeklish είναι «ζωντανά» λατινικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς με αρκετή, βέβαια, δόση υπερβολής, άλλο τόσο ο όρος «Ρωμαίοι» αποδίδει αυθεντικά τους Βυζαντινούς Έλληνες!

3.    Και το πιο σημαντικό: όπως γράφει ο Διον Ζακυθηνός, «Τα ονόματα του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος και του Ευκλείδου ήσαν γνώριμα εις ευρυτάτας μάζας του πληθυσμού του (Βυζαντίου ), η παιδεία του ήτο αποκλειστικώς ελληνική, όλαι δε αι πνευματικαί του εκδηλώσεις, ταπειναί ή γενναιότεραι, υπεβλήθησαν μονομερώς είς την πειθαρχίαν των Ελλήνων»[13]. Κατά τους Ν. H. Baynes-H.St.L.B. Moss «Η παιδεία του ελληνιστικού κόσμου που αναπτύχθηκε στα βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί. Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα˙ κληρονομούν τη ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια, το θαυμασμό για το μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος, χαρακτηριστικά που διέκριναν τους μελετητές της εποχής του βασιλείου των Πτολεμαίων»[14]. Με αυτά τα δεδομένα, μόνο τυχαίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν οι τάσεις «μιας γενικευμένης ‘επιστροφής’ στους αρχαίους Έλληνες και την κλασική παιδεία, που ξεκινούν ήδη από την εποχή του Φωτίου και του Αρέθα και συστηματοποιούνται μετά τη δημιουργία του Πανεπιστημίου από τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο, το 1054, και την επίδραση του Μιχαήλ Ψελλού και του Ιωάννη Ιταλού κατά τον 11ο αιώνα. Μετα τον 13ο αιώνα, αναπτύσσεται η μεγάλη ‘Παλαιολόγεια Αναγέννηση’ στα γράμματα και τις τέχνες, ιδιαίτερα στη ζωγραφική και τη μουσική, που συνιστούν μια κατ’ εξοχήν ελληνική πνευματική Αναγέννηση, η οποία προηγείται και τροφοδοτεί την ιταλική, και η οποία θα ανακοπεί βίαια μετά τον 15ο αιώνα»[15]. — Στα παραπάνω δεδομένα θα μπορούσε να προστεθεί η μαρτυρία του Δημητρίου Κυδώνη και του Νικόλαου Καβάσιλα, σύμφωνα με την οποία η Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 14. αιώνα, φιλοδοξούσε να μιμηθεί την Αρχαία Αθήνα και αναδεικνυόταν κέντρο ελληνικών σπουδών, οι οποίες κατακτούσαν ευρύτατα στρώματα του λαού[16].

Με την ευκαιρία, δυσκολεύομαι να κατανοήσω την αβασάνιστη απόρριψη των αναρίθμητων αναφορών στον ελληνικό χαρακτήρα του Βυζαντίου, στην οποία προβαίνουν οι ρωμαιολάτρες και οι λοιποί ελληνομηδενιστές, με την αιτιολογία ότι αυτές εντοπίζονται τάχα σε λόγια κείμενα. Οι λόγιοι, όμως, δε ζουν και δε δραστηριοποιούντα ερήμην του λαού. Ανήκουν σε αυτόν, προέρχονται από αυτόν και επηρεάζονται από αυτόν. Και επειδή οι διανοητικές «κεραίες» τους είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και η παιδεία τους ευρύτερη και πιο βαθιά, επιστρέφουν στο λαό και, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, γίνονται δικαιωματικά οι πνευματικοί ηγέτες του και καθοδηγητές του. Έχοντας αποκτήσει μάλιστα, χάρη στις ενοράσεις και την ακονισμένη κρίση τους, οξεία συνείδηση καταστάσεων, τολμούν κάποτε, αψηφώντας τους κινδύνους, να βροντοφωνάξουν τα πράγματα με το αληθινό τους όνομα. Όπως έκανε ο Ψελλός, όταν απάντησε στις επικρίσεις του παλιού φίλου του Ιωάννη Ξιφιλίνου, που καταμαρτυρούσε στον Ψελλό υπερβολική προσήλωση στον Πλάτωνα και ανεπίτρεπτη ελευθερία σκέψης. Στην απάντησή του, λοιπόν, αυτή, στην οποία υπολανθάνει ένα δύσκολα συγκαλυπτόμενο πνεύμα εξέγερσης, ο Ψελλός  θα διαδηλώσει την προσήλωσή του στον Αθηναίο φιλόσοφο («Εμός ο Πλάτων, αγιώτατε και σοφώτατε, εμός, ω γη και ήλιε»)[17] και θα υπεραμυνθεί της λογικής σκέψης ως  πολύτιμου οργάνου για την αναζήτηση και εύρεση της αλήθειας («το γαρ συλλογίζεσθαι, αδελφέ, ούτε δόγμα εστί της Εκκλησίας αλλότριον ούτε θέσις τις των κατά φιλοσοφίαν παράδοξος, αλλ’ ή μόνον όργανον αληθείας και ζητουμένου πράγματος εύρεσις»)[18]. Είναι κάτι σαν ένα πρώιμο μανιφέστο ελληνικότητας, που σε μια περισσότερο απερίφραστη μορφή του θα το βρούμε στο «Εσμέν γαρ ουν (…) Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»[19] του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα, μερικούς αιώνες αργότερα.

Είναι επιεικώς κουτοπόνηρο να θεωρούμε τη δυσφήμηση, το διασυρμό και ουσιαστικά την απαγόρευση του όρου «Έλληνας» στο Βυζάντιο κάτι το φυσιολογικό και το αποδεκτό και την ίδια στιγμή να «βυζαντινολογούμε» για το αν και κατά πόσο ο όρος «Έλληνας» ήταν σε χρήση στους βυζαντινούς ή τους μεταβυζαντινούς χρόνους, καθώς και για το αν ο όρος αυτός είχε στη γλώσσα του λαού εθνολογική υποδήλωση ή παρέπεμπε απλώς σε όντα με υπερφυσικές δυνάμεις και εξαιρετική γενναιότητα. Και είναι τουλάχιστον υποκριτικό να αντιπαρερχόμαστε τη «συνειδησιακή εθνοκάθαρση», στην οποία είχε υποβληθεί ο ελληνισμός επί σειρά αιώνων προκειμένου να ενστερνιστεί την καθεστωτική «ρωμαϊκότητα», και την ίδια στιγμή όχι μόνο να υπεραμυνόμαστε αυτής της «ρωμαϊκότητας» θεωρώντας την κάτι το λογικό, το αυτονόητο και το ιστορικά «καθαγιασμένο», όχι μόνο να  αποσιωπούμε το ότι η εν λόγω ρωμαϊκότητα συγκάλυπτε απλώς την πανταχού παρούσα βυζαντινή ελληνικότητα, αλλά και με ένα μορφασμό βαθιάς περιφρόνησης να απορρίπτουμε ως «λόγιες» τις πάμπολλες μαρτυρίες, όπου διατρανώνεται η παρουσία και η συνέχεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Λες και είναι πρωτόγνωρο να φωτίζεται ένας λαός από τους πνευματικούς ηγέτες του, οι οποίοι οραματίζονται και επισπεύδουν τις εξελίξεις μόνο όταν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την ανατολή των καινούργιων ιδεών. Λες και οι εθνικές συνειδήσεις προκύπτουν δια παρθενογενέσεως και δεν απορρέουν από το υπόγειο ρεύμα πεποιθήσεων, παραδοχών, αξιών, ηθών και εθίμων, το οποίο παρακολουθεί ένα λαό στις διαδοχικές φάσεις της ιστορικής διαδρομής του!

2. «Ένα πουκάμισο αδειανό»

Αν, λοιπόν, μετά τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το ελληνικό στοιχείο εθνολογικά υπερτερούσε κατά πολύ, ενώ το ρωμαϊκό ήταν από ανύπαρκτο έως αμελητέο, αν η γλώσσα και η παιδεία αυτών των «χριστιανών Αλεξανδρινών» του Βυζαντίου ήταν, όπως είπαμε, αμιγώς ελληνικές, αν τα ήθη και τα έθιμά τους ήταν επίσης ακραιφνώς ελληνικά, αν ο πολιτισμός που τους διαπερνούσε είχε ως σταθερή βάση αναφοράς του την κλασική Ελλάδα  και, επιπλέον: αν οι άνθρωποι αυτοί στην πολύ μεγάλη αν όχι και τη συντριπτική πλειονότητά τους (από την οποία πρέπει να εξαιρέσουμε ασφαλώς τους αυλικούς αγορητές και τους καθεστωτικούς «υμνωδούς»[20]) δεν ήξεραν ούτε μια λέξη λατινική, δεν είχαν διαβάσει ποτέ τους ούτε ένα στίχο από Λατίνο συγγραφέα και –πιθανότατα– δεν είχαν ακούσει το παραμικρό για Καρχηδονιακούς Πολέμους ή για κοινωνικούς αγώνες στη Ρώμη, τότε ποια ήταν επί τέλους εκείνα τα γνωρίσματα που τους έκαναν να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι»; Η ζωηρή ή η θολή ανάμνηση της μεταφοράς της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων Βυζάντιο (τη «Νέα Ρώμη») εκ μέρους του Μ. Κωνσταντίνου, το 330 μ.Χ., θα μπορούσε άραγε να αποτελέσει «αποχρώσα αιτία» ικανή να δημιουργήσει τη συνείδηση «ρωμαϊκότητας»;[21]

Πριν δοθεί απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, επιβάλλονται κάποιες διευκρινίσεις: ουδείς ασφαλώς θα διενοείτο να αμφισβητήσει το αυτονόητο και το πανθομολογούμενο, ότι δηλαδή η χριστιανική ρωμαϊκή ιδέα είχε κατακτήσει ευρύτατα πλήθη αποτελώντας ένα είδος κυρίαρχης ιδεολογίας, με αποτέλεσμα οι Βυζαντινοί Έλληνες να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι». Στη συνείδηση των υπηκόων/πιστών της Αυτοκρατορίας η ιδέα αυτή αποτελούσε μια μεγαλειώδη σύνθεση της ρωμαϊκής πολιτικο-στρατιωτικής οικουμενικότητας και της πανανθρώπινης  εξ Αποκαλύψεως αλήθειας σχετικά με τον αληθινό Θεό – μια σύνθεση προορισμένη να παγιώσει την ειρήνη μεταξύ των εθνών και να οδηγήσει τους ανθρώπους στην ηθική αναγέννησή τους. Ωστόσο, εκείνο που υποστηρίζεται εδώ είναι το εξής: με αφετηρία την παραπάνω παραδοχή, δε «νομιμοποιείται» κανείς ιστορικά να συναγάγει ότι η ελληνική συνείδηση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ανύπαρκτη και ότι η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού είχε διασπαστεί. Το αντίθετο μάλιστα. Η ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών μπορεί να ανταποκρινόταν αρχικά στα ιστορικά δεδομένα της εποχής και στη συνέχεια να διατηρήθηκε ακόμη και μετά την Άλωση, ωστόσο, μετά τους πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορίας, είχε καταντήσει ένας απλός τύπος, ένας λόγος κενός. Οπότε «Ρωμαίος», στην πραγματικότητα, σήμαινε «Έλληνας»[22].

Ας επιμείνουμε λίγο περισσότερο στο θέμα: ο προσδιορισμός των Ελλήνων ως «Ρωμαίων» τι ακριβώς θα μπορούσε να σημαίνει; Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα τρία: είτε ότι οι Έλληνες ως έθνος ταυτίζονταν με τους Ρωμαίους είτε ότι ο όρος «Ρωμαίοι» δήλωνε απλώς υπηκοότητα και όχι εθνικότητα είτε, τέλος, ότι ο όρος «Ρωμαίοι» εχρησιμοποιείτο απλώς αντί του όρου «Έλληνες». Αν ίσχυε το πρώτο, τότε έχουμε παραβίαση της λογικής αρχής της ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε έννοια ισούται με τον εαυτό της ή με το σύνολο των γνωρισμάτων της. Να σημειωθεί πως οι Έλληνες είχαν «ενιαία ιστορική παράδοση» και «συνολική πολιτισμική συνείδηση» όταν υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους[23] και ότι οι Ρωμαίοι έδωσαν, βέβαια, το 212 μ.Χ. στους Έλληνες τη ρωμαϊκή υπηκοότητα και την προσωνυμία «Ρωμαίοι» για λόγους φορολογικούς και στρατολογικούς, σεβάστηκαν, όμως, την ελληνική τους συνείδηση που ήταν αλληλένδετη με το εθνικό τους όνομα και δεν επιχείρησαν να την αλλοιώσουν. Άλλωστε, η άρση των διωγμών κατά χριστιανών και, πολύ περισσότερο, η αρνητική νοηματική φόρτιση των λέξεων «Έλλην» / «ελληνισμός» λόγω της ταύτισής τους με την ειδωλολατρία θα συντελεσθούν αργότερα. Αν, πάλι, ίσχυε το δεύτερο, δηλαδή αν ο όρος «Ρωμαίοι» δήλωνε υπηκοότητα και όχι εθνικότητα και, άρα, οι Έλληνες δεν ταυτίζονταν ως έθνος με τους Ρωμαίους, τότε αναπόφευκτα οδηγούμαστε στην τρίτη και επικρατέστερη εκδοχή: από κάποια χρονική περίοδο και μετά, λόγω του ουσιαστικού εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας, ο ήδη καθιερωμένος όρος «Ρωμαίοι» χρησιμοποιήθηκε στην πραγματικότητα ως ένας εύσχημος τρόπος για να πει κανείς «Έλληνες» χωρίς όμως να προφέρει την κακόσημη λέξη. Οπότε η «ρωμαϊκότητα» των Ελλήνων, ανεξαρτήτως των συνθηκών της προέλευσής της, κατέληξε να είναι στ’ αλήθεια μια ιδιότητα ψευδεπίγραφη. Όχι γιατί έλειπαν οι τυπικοί όροι της γνησιότητας (αυτοί υπήρχαν και με το παραπάνω), αλλά γιατί, λόγω της ριζικής αλλαγής των δεδομένων και συγκεκριμένα της de facto μετατροπής του κράτους σε ελληνικό μετά τους πρώτους αιώνες, οι ουσιαστικοί όροι της γνησιότητας ήταν πλέον ανύπαρκτοι.

Επομένως, αν, παρ’ όλα αυτά, οι Βυζαντινοί επέμεναν να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι, πρέπει να θεωρήσουμε την επιμονή αυτή προϊόν της συστηματικής καθοδήγησης και «κατήχησης» –αν όχι και «πλύσης εγκεφάλου»– στις οποίες το Κράτος και η Εκκλησία είχαν υποβάλει επί αιώνες τους υπηκόους/πιστούς για κάποιους από τους παρακάτω  λόγους ή και για όλους μαζί:

1. Απέχθεια προς τον αρνητικά φορτισμένο όρο «Έλληνας». — Σημειωτέον ότι το φόβητρο της «ειδωλολατρίας» δεν έπαψε ποτέ να κατατρύχει τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Ακόμη και το 18. αιώνα θα βρούμε μια εξέχουσα φυσιογνωμία σαν τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό να διδάσκει τον απλό λαό: «Δεν είσθενε Έλληνες, δεν είσθενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί». Αυτό που συνέβη στο Βυζάντιο και που το χαρακτηρίσαμε παραπάνω «συνειδησιακή εθνοκάθαρση» του ελληνισμού είναι στ’ αλήθεια κάτι το πρωτοφανές. Οι Βυζαντινοί (και ήδη χριστιανοί) Έλληνες να είναι από κάθε άποψη Έλληνες, αλλά να υποχρεώνονται να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι», επειδή το αληθινό τους όνομα είχε διασυρθεί σημασιολογικά, με αποτέλεσμα να δηλώνει το μη χριστιανό και συγκεκριμένα τον «ειδωλολάτρη»[24]. Για την ιστορία μάλιστα προσθέτω ότι στην Αρχαία Ελλάδα ποτέ δε λατρεύτηκαν είδωλα. Οι Έλληνες υπήρξαν ασφαλώς παγανιστές πριν εκχριστιανισθούν, δεν υπήρξαν, όμως, ποτέ ειδωλολάτρες[25] -– τουλάχιστον περισσότερο ειδωλολάτρες από τους εικονολάτρες χριστιανούς και κατά τα άλλα, βέβαια, διώκτες των «ειδώλων» !…

2. Εξυπηρέτηση εξωτερικών σχέσεων και διπλωματικών σκοπιμοτήτων στο πλαίσιο της οικονομικοπολιτικής διαμάχης με το λατινικό στοιχείο και, παράλληλα, σκληρές αντιπαραθέσεις με τον παπισμό με αφετηρία τη δογματική διελκυστίνδα και τα υποκρυπτόμενα σ’ αυτήν κρατικά συμφέροντα. — Πραγματικά, πίσω από την εμμονή στη «ρωμαϊκότητα» υπήρχαν θρησκευτικές σκοπιμότητες και κρατικά συμφέροντα που διαπλέκονταν μεταξύ τους και υποστηρίζονταν αμοιβαία. Σημείο, μάλιστα, σύγκλισής τους ήταν ο αδιάλλακτος αποκλεισμός του ονόματος «Έλλην» ως όρου που θα μπορούσε να υποκαταστήσει τον όρο «Ρωμαίος». Ο επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος διηγείται ότι κατά την πρεσβεία του προς τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά (963-969) του είχε μεταφέρει μια επιστολή του πάπα, στην οποία ο Νικηφόρος ονομαζόταν «Αυτοκράτωρ των Ελλήνων» και ο Όθων ο Α’ «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων». Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί στο Βυζάντιο κάτι σαν νευρική κρίση. Οι «Γραικοί», γράφει ο Λιουτπράνδος, καταριόνταν τη θάλασσα, που, αντί να βυθίσει το πλοίο του πάπα, το άφησε να φτάσει σώο στην Κωνσταντινούπολη και να μεταφέρει τόση ανοσιότητα![26]. Πανικός, λοιπόν, στο Κράτος και στην Εκκλησία, επειδή, μεταξύ άλλων, οι Έλληνες ονομάστηκαν με το αληθινό τους όνομα και όχι «Ρωμαίοι» από τον πάπα, ο οποίος, ακόμη και αν εξυπηρετούσε σκοπιμότητες (και πιθανότατα εξυπηρετούσε), στήριξε αυτή την ονομασία σε ακλόνητη ιστορική βάση[27]. Σε επίσης ακλόνητη ιστορική βάση στηριζόταν και το περιεχόμενο της επιστολής του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου του Β΄ στον Αυτοκράτορα Βασίλειο τον Α΄, έναν αιώνα νωρίτερα (το 871 μ.Χ.). Εκεί τονιζόταν ότι πραγματικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας είναι όποιος κατέχει την παλαιά Ρώμη. Και ότι οι Έλληνες δεν είχαν το δικαίωμα να εμφανίζονται ως αυτοκράτορες της Ρώμης όχι μόνο γιατί ήταν κακόδοξοι, αλλά και γιατί: α) Εγκατέλειψαν την παλαιά Ρώμη. β) Αντικατέστησαν τη λατινική γλώσσα με κάποια άλλη (την ελληνική.). Και γ) Απεμπόλησαν τη ρωμαϊκή εθνικότητα και απέκτησαν μια εθνικότητα τελείως διαφορετική (την ελληνική)[28].

3. Ανάγκη διατήρησης και διεύρυνσης της ορθόδοξης χριστιανικής επιρροής μέσα από την προβολή μιας «ξεθυμασμένης», έστω, ρωμαϊκής οικουμενικότητας. Και, αντιστρόφως, αγώνας για διάσωση και ενίσχυση της ρωμαϊκής οικουμενικότητας με τη βοήθεια της χριστιανικής πίστης και της πνευματικής ακτινοβολίας της Εκκλησίας.– Για τους Βυζαντινούς Έλληνες η αποκλειστική και καθολικώς αναγνωριζόμενη επίγεια βασιλεία είναι η εκχριστιανισθείσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία –- γι’ αυτό και ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Ρωσίας, το 1393, θα τονίσει το εξής: οποιοσδήποτε άλλος χριστιανός ηγεμόνας εκτός από το Βυζαντινό αυτοκράτορα αποδίδει στον εαυτό του την ιδιότητα του βασιλέα, ουσιαστικά προβαίνει σε ενέργεια βίαιη, παράνομη και αντίθετη προς τη φυσική τάξη των πραγμάτων[29]. Σε τελευταία ανάλυση, η περιφρούρηση της ρωμαϊκής οικουμενικότητας αποτέλεσε υπέρτατη κρατική προτεραιότητα, αφού μέσω αυτής είχαν επί αιώνες αναχαιτιστεί και τεθεί υπό έλεγχο φυγόκεντρες και διασπαστικές τάσεις στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας λόγω ιδεολογικών, εθνικών και θρησκευτικών αντιθέσεων. «Το γένος των Ρωμαίων ήταν μια αναλυτική κατηγορία που έχανε τη λειτουργικότητά της. Έμοιαζε με ψεύτικη ταυτότητα, ήταν μια δυσεξήγητη ονομασία. (…) Η πολιτική σκοπιμότητα της ψεύτικης καταγωγής μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση, όμως η  προσωνυμία Ρωμαίοι διατηρήθηκε όσο και το Βυζαντινό Κράτος, χάρη στην ιδεολογία της οικουμένης»[30].

4. Αυτόβουλη και ολόψυχη ταύτιση του χριστιανισμού με την ανάμνηση του ρωμαϊκού imperium, χάρη στο οποίο η Εκκλησία, από θύμα διωγμών που ήταν αρχικά, είχε τελικά μετατραπεί σε διώκτη... — Μακρύς και θλιβερός είναι ο κατάλογος των διωγμών που ασκήθηκαν από τη συντονισμένη δράση της Εκκλησίας και του κράτους εναντίον των υπολειμμάτων της αρχαίας θρησκείας. Από την εποχή του Θεοδοσιανού Κώδικα, τον 4. αιώνα, ως και τον 6. αιώνα τα στίφη των φανατισμένων πιστών, με την ανοχή ή και την ενθάρρυνση των μηχανισμών της εξουσίας, θα προβούν σε καταστροφές μνημείων και έργων τέχνης, ακόμη και σε θανατώσεις αντιφρονούντων[31], ενώ το ελληνικό πνεύμα, ανεξαρτήτως ή και σε πείσμα των τιμών που απολάμβανε στο χώρο της παιδείας –και παρά τη συμβολή του χριστιανισμού στον εξελληνισμό της αυτοκρατορίας[32]– θα αποτελέσει θύμα των παλινωδιών της εκκλησιαστικής αδιαλλαξίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα «αναθέματα» κατά της Ελληνικής Φιλοσοφίας που διαβάζονταν παλαιότερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας και περιέχονται στο «Συνοδικό» της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.). Ενδεικτικά παραθέτω ένα από αυτά: «Τοις τα Ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις, και ως αληθέσι πιστεύουσι (…) Ανάθεμα». Και, τέλος,

5. Αδιάλλακτη προσκόλληση, λόγω κεκτημένης ταχύτητας και παράδοσης, σε ένα κενό περιεχομένου ρωμαϊκό γόητρο, στενά συνδεδεμένο με το στοιχείο της μεγαλομανίας και της ματαιοδοξίας, που είχαν αμετακίνητα εδραιωθεί στον εσώτατο ψυχισμό του διοικητικού και τού εκκλησιαστικού κατεστημένου. — Εύγλωττα είναι όσα παρατηρούσε ο Κ. Κούμας για τους κληρονόμους και τους διαπρύσιους ζηλωτές της αντίληψης αυτής Φαναριώτες: «Ονομάσαντες εαυτούς περίβλεπτον γένος των Ρωμαίων (βλασφημίαν ήκουαν, αν τους ονόμαζέ τις Γραικούς ή Έλληνας) δεν ήθελαν να έχουν κοινωνίαν με τους αναξίους της συγγενείας των πραγματευτάς ή τεχνίτας»[33]. Γι’ αυτό και ο Φαναριώτης Καταρτζής θα διεξαγάγει αγώνα εναντίον του ονόματος «Έλλην», χαρακτηρίζοντας τη ροπή προς την «ελληνική παιδεία και γλώσσα που μερικοί σπουδαίοι μας ακολουθούν, ώστε που το’ χουν τιμή τους να επιγράφουνται κ’ Έλληνες, (…) ανάξιο πράγμα σ’ έναν Ρωμηό χριστιανό»[34].

Επομένως, η δήθεν ρωμαϊκή συνείδηση ήταν στην πραγματικότητα μια συνείδηση ελληνική με ρωμαϊκό όνομα — μια ελληνική συνείδηση που σιγόκαιγε και που, όταν το επέτρεψαν οι συνθήκες, έλαμψε με εκθαμβωτικό φως[35]. Το «Γένος Ρωμαίων» ήταν ένα γένος χωρίς Ρωμαίους, το οποίο είχε συγκροτηθεί… από Έλληνες! Ας το επαναλάβουμε: ο όρος «Ρωμαίος» μόνο κατά τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε ουσιαστικό νοηματικό περιεχόμενο. Αντίθετα, από κάποια χρονική περίοδο και μετά ο αυτοπροσδιορισμός ενός Βυζαντινού ως «Ρωμαίου» ήταν ένας τρόπος για να δηλώσει όχι τι είναι αλλά τι ΔΕΝ είναι, δεδομένου ότι η λέξη αυτή παρέπεμπε νοηματικά στη λέξη «Έλληνας» και ήταν ταυτόσημη με αυτήν. Τα γνωρίσματα της έννοιας του «Ρωμαίου» ήταν δάνεια που προέρχονταν από την ανάλυση της έννοιας του «Έλληνα» και  αυτήν ακριβώς την έννοια του Έλληνα προσδιόριζαν κατά τρόπο καίριο και ολοσχερή. Σε τελευταία ανάλυση, δε θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχτεί πως η «ρωμαϊκότητα» των Βυζαντινών ήταν απλώς μια ιδιότητα ψευδεπίγραφη, «ένα πουκάμισο αδειανό».– «Ο όρος Ρωμαίος (…) δεν σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως απογόνους των Λατίνων. Αντιθέτως, είχαν απόλυτη συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής (…).Υπάρχουν (…) επιστήμονες που συνεχίζουν να υιοθετούν ακραίες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι οι Βυζαντινοί ήταν μάλλον “ ελληνόφωνοι Ρωμαίοι” (…). Προφανώς, αυτοί οι επιστήμονες δεν έχουν κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο όρος “ Ρωμαίος” και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνταν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία»[36].

3. Παραδείγματα και μαρτυρίες

Πρέπει να σημειωθεί πως οι φράσεις «ψευδεπίγραφη ρωμαϊκότητα», «ένα πουκάμισο αδειανό» ή «ένας άλλος τρόπος για να πεις ή να μην πεις Έλληνας/Ελληνισμός», τις οποίες χρησιμοποιώ εδώ, δεν είναι σχήματα λόγου, αλλά ανταποκρίνονται κατά τη γνώμη μου στην ιστορική πραγματικότητα. Ιδού ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα:

Τον 9. αιώνα ο χαλίφης Αλ-Μαμούν πρόσφερε στον αυτοκράτορα Θεόφιλο μεγάλες ποσότητες χρυσού και αιώνια ειρήνη με ένα και μόνο αντάλλαγμα: να επιτρέψει ο τελευταίος στο Λέοντα το Μαθηματικό να μεταβεί για λίγο στην αυλή του Άραβα ηγεμόνα, ώστε να μεταδώσει εκεί κάποια στοιχεία από τις γνώσεις του στα μαθηματικά, στην αστρονομία και στις άλλες επιστήμες. Μιλάμε για πολιτιστικά επιτεύγματα όχι, βέβαια, ρωμαϊκά αλλά ακραιφνώς ελληνικά. Άλλωστε ο Λέων ο Μαθηματικός, χάρη στη μεγάλη αναστροφή και τη βαθιά εξοικείωσή του με την ελληνική επιστήμη και τα ελληνικά γράμματα, είχε αξιωθεί το παρωνύμιο «Έλλην». Ο Θεόφιλος απέρριψε την προσφορά με την ακόλουθη αιτιολογία: θα ήταν παράλογο, είπε, να δώσει κανείς το δικό του αγαθό σε άλλους και να παραδώσει σε ξένους τη γνώση των όντων, χάρη στην οποία οι πάντες τιμούν και θαυμάζουν το Γένος των Ρωμαίων! («αλλ’ ο Θεόφιλος ανταποκρίνας και άλογον το οικείον δούναι ετέροις καλόν και την των όντων γνώσιν έκδοτον ποιήσαι τοις έθνεσι δι’ ης το των Ρωμαίων γένος θαυμάζεταί τε και τιμάται παρά πάσιν»)[37].

Ναι, διαβάσατε σωστά. Τα μαθηματικά και η αστρονομία είναι το καύχημα του «Γένους των Ρωμαίων»! Και να σκεφτεί κανείς ότι στην κλασική περίοδο της λατινικής γραμματείας, τότε που διαμορφωνόταν πρωθύστερα η ιδεολογία του ιστορικού προορισμού της Ρώμης ως κοσμοκράτειρας, η αποστολή του ρωμαϊκού λαού προδιαγράφεται με σαφήνεια. Εκείνο στο οποίο οφείλει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του δεν είναι τα γράμματα, οι τέχνες και οι επιστήμες, είναι το imperium! O Αγχίσης, συγκεκριμένα, τονίζει στο γιο του Αινεία, όταν ο τελευταίος τον συναντά στον κάτω κόσμο, πως η μετάδοση ζωής στο χαλκό, η σμίλευση ζωντανών μορφών στο μάρμαρο, οι εύστοχες δικανικές ομιλίες αλλά και η μέτρηση με το διαβήτη της κίνησης του ουρανού και της τροχιάς των αστέρων, αυτά όλα είναι επιδόσεις, στις οποίες κάποιοι άλλοι (εννοεί τους Έλληνες) θα αποδειχτούν περισσότερο ικανοί. Και του δηλώνει εμφατικά ότι ο ίδιος, ως Ρωμαίος, πρέπει να θυμάται πως οι δικές του οι «τέχνες» είναι κάτι το διαφορετικό: να επιβάλλει στους άλλους λαούς την κυριαρχία του, να θεσπίζει τους νόμους της ειρήνης μεταξύ των εθνών, να δείχνει επιείκεια προς τους ηττημένους και να κατανικά τους αλαζόνες («excudent alii spirantia mollius aera/(credo equidem), vivos ducent de marmore voltus,/orabunt causas melius, caelique meatus /describent radio et surgentia sidera dicent: /tu regere imperio populos, Romane, memento/(hae tibi erunt artes), pacisque imponere morem,/parcere subiectis et debellare superbos»)[38].

Ο Θεόφιλος δεν αμφισβητεί προφανώς την ελληνική πατρότητα των επιστημών ούτε, βέβαια, τη διεκδικεί για λογαριασμό των «Ρωμαίων». Απλούστατα, αντί να αναφερθεί ονομαστικά στους Έλληνες, θεωρεί αυτονόητο ότι μπορεί να τους αποκαλέσει «Ρωμαίους» ακολουθώντας την αυτονόητη χρήση της εποχής. Και είναι χαρακτηριστικό το ότι αμέσως μετά την λέξη «Ρωμαίων» στη φράση «τω των Ρψμαίων γένος» ο Ζακυθηνός επεξηγεί μέσα σε παρένθεση: «(των Βυζαντινών, των Ελλήνων)»[39]. Ενώ ο Paul Lemerle, αποδίδοντας ελεύθερα το ίδιο χωρίο, τονίζει ευθέως πως η γνώση των όντων «αποτελούσε παντού τη δόξα των Ελλήνων»[40]. Προφανώς, τον ισχυρισμό ότι η χρήση του όρου «Ρωμαίος» ήταν ένας άλλος τρόπος για να πεις (ή για να μην πεις) «Έλληνας» τον υιοθετούν και οι δύο διαπρεπείς αυτοί βυζαντινολόγοι, αλλά τον εκφράζουν με το δικό τους έμμεσο και περισσότερο κομψό τρόπο.

Στο σημείο αυτό οι μεγάλοι (και όχι οι «αγνώστων λοιπών στοιχείων») βυζαντινολόγοι, στη συντριπτική πλειονότητά τους, είναι κατηγορηματικοί: «Το Βυζάντιο, αν και παραμένει πάντα σταθερά προσκολλημένο στις ρωμαϊκές πολιτικές ιδέες και παραδόσεις, μεταβάλλεται σε ένα μεσαιωνικό ελληνικό κράτος», γράφει ο Ostrogorsky. «Βυζαντινό είναι το εκχριστανισθέν ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους» θα πει ο Aug. Heisenberg. «Ελληνική Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής», θα χαρακτηρίσει το Βυζάντιο η Γλύκατζη-Αρβελέρ. «Ρωμαίος εσήμαινε, εν τέλει τον Έλληνα» και «Την ηγεμονία διετήρησαν τα ελληνικήν έχοντα την γλώσσαν εθνικά στοιχεία, αδιάφορον αν εις τας φλέβας των έρρεε μία σταγών περισσότερο ή ολιγώτερον αίματος αρχαίου ελληνικού», θα τονίσει ο Krumbacher. «Υπάρχει συνέχεια (στην ελληνική ιστορία) τόσο στο θέμα της φυλετικής καταγωγής, όσο και σε ό,τι αφορά τη γλώσσα και τον πολιτισμό. (…) Παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι έφτασαν στο σημείο να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, παρέμειναν αναμφισβήτητα Έλληνες», θα προσθέσει ο Dοuglas Dakin. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό!… Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο το ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, από τους Λατίνους, τους Σλάβους και τους Βουλγάρους –συχνά ή κατά κανόνα–  η Ελλάδα ονομαζόταν «Γραικία» (Graecia=Ελλάδα) και οι Έλληνες «Γραικοί» (Graeci=΄Ελληνες).

Με την ευκαιρία, παραθέτουμε τα εμπνευσμένα λόγια ενός ιεράρχη, που αποτελούν ύμνο για την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, ο οποίος κατά τους βυζαντινούς χρόνους ενσωμάτωσε το χριστιανισμό και συνυφάνθηκε αζί του. Πρόκειται για τον Πενταπόλεως Νεκτάριο Κεφαλά — τον Άγιο Νεκτάριο:  «Η δράσις του Ελληνισμού εν τω Βυζαντίω εστίν η δράσις της Ελλάδος εν τη Ανατολή, ο κρίκος της αλύσεως , ο συνδέων την αρχαίαν μετά της νεωτέρας Ελλάδος, η συνέχεια της ελληνικής Ιστορίας» (…) «Το ελληνικόν έθνος (…) ου μόνον δεν εξηφανίσθη, αλλά και τους επιδρομείς (…) αφομοίωσε και υπό το όνομα του Έλληνος Ρωμαίου Χριστιανού σωτηρίως και επωφελώς έδρασε»». (…) «[Το] ελληνικόν βυζαντινόν κράτος (…) και την παιδείαν και τας επιστήμας και τας τέχνας εκαλλιέργει και (…) ουδέν απέβαλε της κληροδοτηθείσης αυτώ πνευματικής κληρονομίας»[41].

Επομένως, το να αρνείται κανείς να θεωρήσει το Βυζάντιο ως το συνεκτικό δεσμό που ενώνει την Αρχαία με τη Νέα Ελλάδα και το να επιβάλλει τη «Ρωμιοσύνη»[42] ως απαρχή της εθνικής μας ιστορίας με ταυτόχρονο αποκλεισμό της Αρχαίας Ελλάδας από το ενιαίο και αδιάσπαστο ελληνικό τρίπτυχο: Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Νέοι Χρόνοι αποτελεί επιεικώς ιστορικό ατόπημα. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση προκρούστειας προσαρμογής των ιστορικών δεδομένων σε ιδεολογικές επιλογές και σκοπιμότητες.

4. Η ελληνικότητα ως αγώνισμα

Αναφέρθηκα παραπάνω στο ρεύμα της ελληνικότητας, που δεν είχε πάψει ποτέ να κυλά υπόγεια στη συνείδησή του απλού Έλληνα. Στους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και στις παροικίες του εξωτερικού η ελληνική συνείδηση, με όχημα τη γλώσσα, ήταν πανταχού παρούσα. Μπορεί επί αιώνες η Εκκλησία στη θέση του Έθνους να τοποθετούσε συστηματικά το Γένος, στη θέση της πατρίδας αποκλειστικά και μόνο την πίστη και στη θέση του Ελληνισμού τη Ρωμιοσύνη και μόνο. Παρ’ όλα αυτά, η διαχρονική Ελλάδα δεν έσβησε. Παρέμεινε ακμαία στη σκέψη, στα λόγια και στα κείμενα των πνευματικών ηγετών του Έθνους, που φώτιζαν το μυαλό και πυρπολούσαν την ψυχή του απλού λαού (προς μεγάλο σκανδαλισμό, εννοείται, των καθ’ ημάς νεοφαναριωτών και «λοιπών ρωμαιόπληκτων δυνάμεων», που θα επιθυμούσαν διακαώς η επίδραση στον απλό λαό να ήταν μονόπλευρα εκκλησιαστική…). Προ πάντων, όμως, η Ελλάδα παρέμενε ολοζώντανη στις ίδιες τις ψυχές των Ελλήνων. Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, με αφετηρία το ’21, ξεχύθηκε σαν ορμητική λάβα ηφαιστείου που παρασύρει στο διάβα της τα πάντα.

«Και ξαφνικά, γράφει ο Ιω. Κακριδής, από την πρώτη κιόλας μέρα, ακούει (ο λαός) πως και αυτός είναι Έλληνας. Τον βεβαιώνουν οι αρχηγοί του, το βροντοφωνάζει κάθε στιγμή ο Κολοκοτρώνης, οι ξένοι από τα πέρατα του κόσμου μιλούν για τη νεκρανάσταση των Ελλήνων. Ο ταπεινωμένος αιώνες τώρα ραγιάς είναι λοιπόν, ίδια φυλή και φύτρα με τους αντρειωμένους Έλληνες; Αυτός ο μυθικός κόσμος των αθάνατων Ελλήνων ήταν λοιπόν τόσο δικός του και δεν το ήξερε; Η ψυχή του απλού, ταπεινού αγωνιστή βρίσκει ξαφνικά ένα στήριγμα από τα πιο μεγάλα – έναν μύθο»[43].– Ούτε, όμως, ο Κολοκοτρώνης, θα πρόσθετε η ταπεινότητά μου, ούτε «οι ξένοι από τα πέρατα του κόσμου» ούτε ο ουρανοκατέβατος «μύθος» θα μπορούσαν ποτέ να μετατρέψουν «εν ριπή οφθαλμού» τους αγράμματους φουστανελάδες σε «Έλληνες», αν η ίδια η διαχρονική ελληνικότητα δεν ήταν πανταχού παρούσα και παντοδύναμη στη συνείδησή τους. Εύγλωττη στο σημείο αυτό είναι η μαρτυρία του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικολάου Πολίτη: «Αμιγές αντί του αίματος διετηρήθη εν τη γλώσση, τω βίω και τω χαρακτήρι του λαού το ελληνικόν πνεύμα δι’ αδιασπάστου αλύσεως παραδόσεων, ης ένα προς ένα τους κρίκους ανευρίσκομεν εν τοις διαφόροις σταδίοις και ταις περιπετείαις της ελληνικής εθνότητος»[44].

Το ότι, πάντως, όπως ισχυρίζεται ο Ιω. Κακριδής, «διαβάζοντας τα κείμενα του Αγώνα βλέπουμε ότι την εποχή εκείνη το όνομα Έλληνες χαρακτηρίζει μόνο τον επαναστατημένο λαό», το ότι δηλαδή μόνο οι αγωνιζόμενοι κατά των Τούρκων ανακτούν το όνομα των μυθικών ηρώων που φάνταζαν στη λαϊκή αντίληψη σαν όντα υπερφυσικά –-και ανεξαρτήτως του αν και κατά πόσο αυτό αληθεύει– μοιάζει να περικλείει έναν βαθύτερο συμβολισμό. Ότι δηλαδή η ελληνικότητα δεν είναι κάτι το δεδομένο, το εύκολο και το ανέξοδο, αλλά συνυφαίνεται με τον αγώνα, ξεπροβάλλει από τον αγώνα και κατακτάται χάρη στον αγώνα. «Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον», φέρεται από το Θουκυδίδη να διακηρύσσει ο Περικλής στον «Επιτάφιό» του[45]. Αυτό επιβεβαιώθηκε με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Οι ήρωες του ’21 κέρδισαν με το σπαθί τους όχι μόνο την ανεξαρτησία τους από τον Τούρκο αλλά και την ίδια την ελληνικότητά τους, που την επέβαλαν σε εχθρούς και φίλους, μολονότι επί αιώνες η κρατική εξουσία και η Εκκλησία την  είχαν συγκαλύψει κάτω από μια ψευδεπίγραφη «ρωμαϊκότητα».

Θα ήταν, ωστόσο, ανιστόρητο και άδικο να αποσιωπήσει κανείς το ότι η Ορθοδοξία, σε χαλεπούς καιρούς, περιέθαλψε, στήριξε και κράτησε ζωντανό τον ελληνισμό προστατεύοντας τον υπό την σκέπην των πτερύγων της έστω και αν τον αντιμετώπιζε ως Ρωμιοσύνη, καθώς και το ότι από τους κόλπους της αναδείχτηκαν ιεράρχες με ακμαίο ελληνικό φρόνημα, οι οποίοι φώτισαν το χειμαζόμενο Γένος καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής δοκιμασίας του[46]. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει ότι στην ορθόδοξη χριστιανική μας ταυτότητα η Ελλάδα είχε εναποθέσει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της. Βαρυσήμαντη επί του προκειμένου είναι η μαρτυρία του Ευσεβίου, του επισκόπου Καισαρείας επί Μεγάλου Κωνσταντίνου: «Μόνη γαρ η Ελλάς αψευδώς ανθρωπογονεί ‘φυτόν ουράνιον’ και βλάστημα θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα οικειούμενον επιστήμηι»[47].

Το γεγονός είναι ότι μέσα από την πάλη κατά του εχθρού το Γένος γίνεται πανηγυρικά Έθνος και οι ραγιάδες Ρωμιοί, που αγωνίζονται ταυτόχρονα και για «του Χριστού την πίστη», αναδεικνύονται ελεύθεροι Έλληνες με δική τους πλέον ανεξάρτητη πατρίδα. Και ο αγράμματος Μακρυγιάννης, που ούτε σε σχολείο είχε ποτέ του πατήσει ούτε είχε ακούσει ποτέ τι θα πει Διαφωτισμός, θα αντιταχτεί σθεναρά στο ενδεχόμενο να πουληθούν σε ξένους δύο αρχαία αγάλματα: «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε», θα πει. Οπότε κατάπληκτος ο Σεφέρης θα παρατηρήσει: «Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος˙ μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. ‘Γι’ αυτά πολεμήσαμε’. Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου (…)». Και συμπληρώνει: «‘Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη’ τραγουδούσε ο Σολωμός. Η ιδέα του ήταν αληθινή. Η ελληνική επανάσταση ήταν βγαλμένη από το μεδούλι των κοκάλων των ζωντανών Ελλήνων. Και γι’ αυτό πέτυχε, και γι’ αυτό δε σταμάτησε και πραγματοποιείται σ’ όλο τo ΙΘ’ αιώνα, και γι’ αυτό δεν τέλειωσε ακόμη η πραγματοποίησή της»[48].

Αυτό το τελευταίο («…και γι’ αυτό δεν τέλειωσε ακόμη η πραγματοποίησή της») ας το κρατήσουμε βαθιά μέσα μας στους δύσκολους καιρούς που περνάμε.
* Docteur d' Etat του Πανεπιστημίου των Παρισιων (Σορβόννης)
  Επίκ. Καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
  Επίτ. Σύμβουλιος - πρώην Αντιπρόεδρος του Παιδ. Ινστιτούτου

Σημειώσεις

[1] Για παράδειγμα, Clifton R. Fox,  Τι είναι, αν είναι κάτι, ένας Βυζαντινός;  http://www.romanity.org/htm/fox.e.01.ti_einai_an_einai_kati_enas_buzantinos.01.htm

[2] Και αυτό συνήθως το κάνουν σε λαθρόβιες ιστοσελίδες, στις οποίες αρθρογραφούν κατά κανόνα οι ίδιοι και οι οποίες έχουν δημιουργηθεί με μοναδικό σκοπό να υπηρετήσουν τη «μεγάλη ιδέα» του ελληνομηδενισμού. Tη διάδοση της ιδέας αυτής την έχουν αναλάβει περίπου εργολαβικά με τις θεματικά μονότονες καταχωρίσεις τους αλλά και με τη συστηματική διαδικτυακή μετακίνησή τους «από αναρτήσεως εις ανάρτησιν», όπου, λειτουργώντας κάθε φορά ως «ουρά», επαναλαμβάνουν και διαχέουν στερεότυπα τις γνωστές θέσεις τους. Και αυτά όλα, βέβαια, με τη γενναιότητα και τη λεβεντιά των ανθρώπων που κρύβονται πίσω από ψευδώνυμα!…

[3] Το Ελληνικό Έθνος, γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα, 2004.

[4] Διον.  Ζακυθηνού, Το Βυζάντιον, Κράτος και Κοινωνία. Ιστορική ανασκόπησις, Αθήναι, 1951, σελ. 39.

[5] Όπ. παρ., σελ. 25.

[6] Η επισήμανση με έντονα γράμματα σε αυτό το άρθρο κάποιων φράσεων σε εντός εισαγωγικών παραθέματα  είναι δική μου και δεν υπάρχει στα κείμενα των συγγραφέων.

[7] Παγκόσμιος Ιστορία, Βίβλος, Αθήναι 1952, τόμος Α΄, σσ. 636-637.

[8] «Και ου τη πατρίω φωνή τον νόμον συνεγράψαμεν, αλλά ταύτη δη τη κοινή τε και Ελλάδι, ώστε άπασιν αυτόν είναι γνώριμον δια το πρόχειρον της ερμηνείας», Ιουστινιανού, Νεαραί, 52, 32-35. Πόση απέχθεια σε εκείνο το «ταύτη δη τη κοινή τε και Ελλάδι», ιδιαίτερα όταν η αναφορά στην ελληνική γίνεται κατ’ αντιπαράθεση προς την πατροπαράδοτη γλώσσα του αυτοκράτορα («ου τη πατρίω φωνή») !…Να σημειωθεί ότι από το 397 είχε ήδη επιτραπεί να εκδίδουν τα δικαστήρια αποφάσεις στα ελληνικά και από το 439 να συντάσσονται στα  ελληνικά οι διαθήκες, Κωνσταντίνου Αμάντου,  Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Α΄, ΟΕΔΒ, 19633 σελ. 52.

[9] Α. Rambaud, L’ Empire grec au Xe siècle, Παρίσι, 1870, σελ. 539.

[10] Tractatus Logico-Philosophicus, 5,6.

[11] Πανηγυρικός, 50, 1-8.

[12] Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, 1999, σελ.137.

[13] Διον. Ζακυθηνού, όπ. παρ., σελ.73. Πρβλ. και σσ. 64-65.

[14] Byzantium, An Introduction to East Roman Civilization, (ελλ. μτφρ.Δ. Σακκά,  Βυζάντιο, Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό), εκδ. Δ. Παπαδήμας, Αθήνα, 1988, σελ. 23.

[15] Γ. Καραμπελιά, 1204, η διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού, Εισαγωγή.

[16] Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, Νέος ελληνισμός. Οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του Έθνους, [1204 - μέσα 15ου αιώνα], Εκδ. Οίκος Αντωνίου Σταμούλη, 2008, σσ.98-99.

[17] . Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. 5, σελ. 444

[18] Όπ. παρ., σελ. 447.

[19] Σπυρίδωνος Λάμπρου,  Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τόμ. Γ΄, σελ. 247.

[20] Πολύ περισσότερο: η επίκληση και η παράθεση εντελώς ανεπεξέργαστων «σεντονιών» με κείμενα αυλικών αγορητών ή καθεστωτικών «υμνωδών», τα οποία ανασύρονται από τον TLG με κατάχρηση της διαδικασίας «αντιγραφή – επικόλληση» δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να υποστηρίξει κανείς τη ρωμαϊκότητα  των Βυζαντινών…

[21] Η αμφισβήτηση της ρωμαϊκότητας των Βυζαντινών δεν έχει καμιά σχέση με αξιολογικές αποτιμήσεις, αλλά σχετίζεται με την επεξεργασία των ιστορικών δεδομένων. Κατά τα άλλα, ο υπογραφόμενος, ο οποίος έχει γνωρίσει τους Ρωμαίους μέσα από την Ιστορία και τη Γραμματεία τους, τρέφει απεριόριστο θαυμασμό για αυτούς τους σοβαρούς, πειθαρχημένους, πρακτικούς, ουσιαστικούς και αποτελεσματικούς ανθρώπους, οι οποίοι, επιπλέον, υπήρξαν λαμπροί μαθητές των Ελλήνων.  Για τους ανθρώπους που αναδείχτηκαν κοσμοκράτορες, επειδή διέπρεψαν στον τομέα της κρατικής συγκρότησης, της διοικητικής οργάνωσης και της νομοθεσίας και τοποθέτησαν στο κέντρο του πολιτισμού τους ιδέες/αξίες όπως η gravitas, η  auctoritas και η constantia, στις οποίες ο ελληνικός πολιτισμός δεν έχει να επιδείξει, δυστυχώς. ιδιαίτερη προσήλωση… (Εννοείται ότι μιλάμε για τους αληθινούς Ρωμαίους, όχι για τα μεταλλαγμένα ιδεοληπτικά υποκατάστατα στη σκέψη των ρωμαιόπληκτων εκπροσώπων του καθ’ ημάς νεοφαναριωτισμού!).

[22] Κατά τον Sture Linnér, μολονότι οι Βυζαντινοί ένιωθαν υπερήφανοι ως κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,  «είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού τους παρελθόντος». Επίσης: «Την ώρα που η πολιτική εξουσία κατέρρεε, οι Βυζαντινοί κρατιούνταν γερά  από τη μεγάλη τους πολιτιστική περιουσία. Σε έναν κόσμο που θαύμαζε όλο και περισσότερο την αρχαία ελληνική παιδεία, εκείνοι διεκδικούσαν το δικαίωμα να είναι Έλληνες, άμεσοι κληρονόμοι των ποιητών και των φιλοσόφων, των ιστορικών και των επιστημόνων της Ελλάδας των περασμένων αιώνων», Bysantinsk Kulturhistoria (ελλ. μτφρ. Ζαννή Ψάλτη, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού), Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1999, σσ. 219-220.

[23] Φ. Κ. Βώρου, Δοκίμιο ανίχνευσης της διαμορφούμενης  κατά το 18ο αιώνα εθνικής συνείδησης των Ελλήνων στο έργο του Ρήγα Φεραίου – Βελεστινλή (αναβίωση των όρων αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων – Γραικών), Εισήγηση σε συνέδριο για το έργο του Ρήγα Βελεστινλή με πρωτοβουλία του  Δημητρίου Καραμπερόπουλου ως Προέδρου της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα.

[24] Με αφετηρία μάλιστα τον 5. με 6. μ.Χ. αιώνα, οι Έλληνες θα χρησιμοποιήσουν επιπροσθέτως την ονομασία «Γραικοί», σε μια προσπάθεια να υπογραμμίσουν την ιστορική τους ιδιαιτερότητα και να αντιδιασταλούν από τους υπόλοιπους «Ρωμαίους» της αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Πρίσκος αφηγείται ότι ως μέλος μιας διπλωματικής αποστολής εκ μέρους του Θεοδοσίου του Β΄ είχε βρεθεί στην αυλή του Αττίλα, λίγο πριν από το 450. Εκεί συνάντησε κάποιον, ο οποίος έμοιαζε με Σκύθη ευγενή και ο οποίος τον χαιρέτησε στα ελληνικά. Ο Πρίσκος, από περιέργεια για τα ελληνικά του συνομιλητή του, ζήτησε από αυτόν λεπτομέρειες σχετικά με το ποιος είναι, οπότε γελώντας ο τελευταίος του δήλωσε «Γραικός μεν είναι το γένος, κατ’ εμπορίαν δε ες το Βιμινάκιον εληλυθέναι την προς τω Ίστρω Μυσών πόλιν» (Απόσπασμα 8, 458-479).  Ωστόσο, το όνομα Γραικοί ήταν πανάρχαιο, όπως φαίνεται και από τη σχετική αναφορά του Αριστοτέλη:  «αύτη δ’ εστίν (η Ελλάς η Αρχαία) η περί Δωδώνην και τον Αχελώον˙ ούτος γαρ πολλαχού το ρεύμα μεταβέβληκεν˙ ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί νυν δ’ ΄Ελληνες» (Μετεωρολογικά,  352 α 35 – b 3).

[25] «Η μεγαλυτέρα διαβολή την οποίαν ενήργησε (ο Χριστιανισμός)  κατά του κλασσικού κόσμου ήτο η εμφάνισις αυτού ως ειδωλολατρικού.  Λατρείαν των ειδώλων, δι’ ην κατηγορούν τα συναξάρια τους μη χριστιανούς συχνότατα, δεν εγνώρισαν οι Έλληνες», Νκολάου Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν , τόμος Α 2, Αθήναι, 1956, σελ. 24.

[26] Διον. Ζακυθηνού, όπ. παρ., σσ. 30-31

[27] Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τη «ρωμαιοπληξία» του Κράτους και της Εκκλησίας, ο αποδιοπομπαίος όρος «Έλλην» εμφανίζεται προς το τέλος ως ισότιμος προς τον όρο «Ρωμαίος» και μάλιστα σε επίπεδο επίσημου Βυζαντίου, το οποίο, «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενον», στέργει σε ένα συγκερασμό του Ρωμαϊκού και του Ελληνικού στοιχείου στη λέξη «Ρωμέλληνες»:  ο ανώνυμος συντάκτης του Πανηγυρικού εις Μανουήλ και Ιωάννην Παλαιολόγους αναφέρεται σε «γένος  έν το επισημότατόν τε και κάλλιστον, ους και ει τις Ρωμέλληνας είποι, καλώς αν είποι»  (Σπ. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, , τόμ. Γ’, 1926, σελ. 152).  Βέβαια, το στοιχείο στην πραγματικότητα ήταν πριν από αιώνες ήδη μόνο ένα, δηλαδή το ελληνικό. Το να ακουστεί, όμως, και να προβληθεί επισήμως ο όρος «Ρωμέλληνες» εκεί όπου, παλιότερα, είχαν προηγηθεί τα γνωστά κωμικοτραγικά επεισόδια με την πρεσβεία του Λιουτπράνδου σημαίνει ότι η πίεση τον πραγμάτων για την αποκατάσταση και τυπικά του Ελληνισμού  ήταν τη φορά ετούτη πολύ ισχυρότερη από τις σκοπιμότητες και τις ιδεοληπτικές προσκολλήσεις στην καθεστωτική «ρωμαϊκότητα».

[28] Ιωάννη Ρωμανίδη, Φράγκοι, Ρωμαίοι, Φεουδαλισμός και Δόγμα, http://www.romanity.org/htm/rom.e.04.fragkoi_romaioi_feoudalismos_kai_dogma.01.htm

[29] Δ. Ζακυθηνός, όπ. παρ., σελ. 31

[30] Πάρι Γουναρίδη, Γένος Ρωμαίων: Βυζαντινές και Νεοελληνικές Ερμηνείες, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 1996, σελ. 14.

[31] Βλ. Λιβανίου, Προς Θεοδόσιον τον Βασιλέα υπέρ των Ιερών (κυρίως 6 κ. εξ. όπου, μεταξύ άλλων, διεκτραγωδούνται οι επιδόσεις των «μελανειμονούντων»!), in Διον. Ζακυθηνού, Βυζαντινά Κείμενα, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι, 1957, σσ. 1-14.

[32] Κατά τoν Jorga ο χριστιανισμός υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας του εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας, (in Κωνσταντίνου Αμάντου,  όπ. παρ.,σελ. 58, υποσημ.2)

[33] Κ. Κούμας, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, τόμος 12ος, Βιέννη, σελ. 535 (in Φ. Κ. Βώρου, όπ. παρ.).

[34] Δ. Καταρτζής, Τα Ευρισκόμενα, Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς, Αθήναι, Ερμής 1970, σελ. 49.

[35] Κυριάκου Κατσιμάνη,  Η ελληνική συνείδηση κατά τους βυζαντινούς  χρόνους, «Αντίβαρο», 30/4/2011 και «Φιλολογική», τεύχος 115,  Απρίλιος-Ιούνιος 2011, σσ. 3-5.

[36]Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης & Βenjamin Ηendrickx, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία.

[37] Τα μετά τον Θεοφάνη, 190, 18-21.

[38] Αινειάδα, VI, 847-853.

[39] Όπ. παρ., σελ. 72.

[40] Le premier humanisme byzantin (ελλ. μτφρ. Μαρίας Νυσταζοπούλου–Πελεκίδου, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός), ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2007, σελ. 132.

[41] Ιn Πάρις Γουναρίδης, όπ. παρ., σελ. 33.

[42] Όπως έκανε ο Εφταλιώτης με την Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Αθήνα, 1901. Το όλο θέμα θα αποτελέσει αντικείμενο ειδικού άρθρου μου.

[43] Ιωάννης Κακριδής, Αρχαίοι Έλληνες και Έλληνες του Εικοσιένα, στον τόμο Φως Ελληνικό, Εστία, 1963.

[44] In Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, όπ. παρ., σελ. 45.

[45] Θουκ., II, 43,4.

[46]Πρβλ. Dοuglas Dakin, «αντί να δώσουμε ιδιαίτερο βάρος στη διαμάχη ανάμεσα στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, πρέπει να δούμε το θέμα ξεκινώντας από τη βάση ότι υπήρχαν δύο μορφές “ Ελληνισμού”, ο εθνικός “ Ελληνισμός” και ο εκκλησιαστικός “ Ελληνισμός”, και οι δύο με κοινές σε μεγάλο βαθμό, αν και κάπως ακαθόριστες επιδιώξεις», The Unification of Greece, 1770-1923 (ελλ. μτφρ. Α. Ξανθόπουλου, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1779-1923, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2009, σελ. 26).

[47] Ευαγγελική Προπαρασκευή, βιβλ. 8, κεφ. 14, παράγρ. 66, στ. 6-8).

[48] Γιώργου Σεφέρη, Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης,  από τις «Δοκιμές


πηγή:

Aντίφωνο

Ρωμανός ο Μελωδός

$
0
0

Ρωμανός ο Μελωδός

Ελάτε, οι πιστοί όλοι, ας προσκυνήσουμε
το Χριστό Σωτήρα και Ελεήμονα.
Αυτόν υμνούν τα πλήθη των Αγγέλων
και αυτόν δοξολογούν οι μυριάδες των Ασωμάτων.
Θεοτόκε, Παρθένε, Βασίλισσα παγκόσμια,
μην περιφρονήσεις εμάς που σου δεόμαστε,
χτυπημένοι απ' τα κύματα τα μεγάλα της ζωής
και έρμαιοι του ασταθούς θηρίου.
Ω ανωτέρα των άνω Δυνάμεων,
Περιστερά απ' το Πνεύμα χρυσωμένη,
καμάρι και χαρά των Αποστόλων,
συμφωνία των Προφητών και των Μαρτύρων,
Βοήθεια του κόσμου όλου,
Πύργε ντυμένε χρυσάφι και πολύτιμε,
Πόλη δωδεκάπορτη, και Παράδεισε,
Κιβωτέ πανευωδίαστε του Πνεύματος.
Τείχος άγιο άπαρτο, και στήριγμα,
οχυρό των θρήσκων ψυχών
και Φυλακτήριο των αγνών των σωμάτων.
Σε τιμούμε, Βασίλισσα άσπιλη,
και υμνούμε το Γιο σου και Κύριο,
το Χριστό, το μόνο Φίλο των ανθρώπων,
για νά 'βρουμε χάρη κι έλεος
τη μέρα της κρίσης, ω Βασίλισσα...
Τότε, Κύριε, Κύριε σώσε με
κι απ' τη φωτιά την άσβεστη λύτρωσέ με.
Ας μπορώ να δω τη θεία σου εικόνα,
με καθαρή συνείδηση, και ν' αναφωνήσω:
Σε σένα αρμόζει τιμή και προσκύνηση,
στον Πατέρα, στο Γιο και στο Πνεύμα,
απ' όλη την κτίση καί πάντα,
στους αιώνες τους ατέλειωτους, ω Φίλε των ανθρώπων.


Μεταφράσεις:Αρχιμ. Ιγνατίου Σωτηριάδη από το βιβλίο:
Georges Gharib: Οι εικόνες της Παναγίας.

Ιστορία και λατρεία. Εκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1997.






Ονομάτων "Απελευθέρωσις - Έλληνες η Ρωμιοί; "

$
0
0
Του κ. Κυριάκου Κατσιμάνη, Docteur d' Etat του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, Επίκ. Καθηγητή Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών,

Το  διαζευκτικά διατυπωμένο ερώτημα στον υπότιτλο του άρθρου αυτού επανέρχεται σε ένα ζήτημα που υποτίθεται ότι είχε ουσιαστικά κλείσει από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Δεν είναι. όμως, έτσι, αν κρίνει κανείς από το ότι υπάρχουν ακόμη και σήμερα (ή, καλύτερα, ιδιαίτερα σήμερα) ορισμένοι που επίμονα και συστηματικά το επαναφέρουν και το διατηρούν στο προσκήνιο ανατρέχοντας στη μεσαιωνική, πρωτίστως, ιστορία μας για να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του ευρύτερου διαλόγου, ο οποίος, παρά την όποια έντασή του, αποδεικνύεται κατά τη γνώμη μου γόνιμος, είχα οδηγηθεί στη σύνταξη του άρθρου μου «Η διαχρονικότητα της ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη ‘ρωμαϊκότητα’ των Βυζαντινών» [1].  Με το άρθρο εκείνο είχα επιχειρήσει να αποδείξω τη σαθρότητα των επιχειρημάτων, σύμφωνα με τα οποία η ιστορική ενότητα του ελληνισμού είχε διακοπεί κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, και να τεκμηριώσω τον ενιαίο και αδιάσπαστο χαρακτήρα του ελληνικού ιστορικού τρίπτυχου: Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Νεώτεροι χρόνοι Με αυτό εδώ το άρθρο, που αποτελεί προέκταση και συμπλήρωση του προηγούμενου, εξετάζω την αντιπαράθεση των εννοιών Ελλάδα/Έλληνας προς τις έννοιες Ρωμιοσύνη/Ρωμιός από μια σύγχρονη οπτική γωνία.

ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΙ «AVANT  LA  LETTRE»

Εμείς οι Έλληνες ανακαλύπτουμε πάντοτε κάποιο λόγο ικανό να προκαλέσει στο εσωτερικό μας διχασμούς και αντιπαλότητες. Στην προσπάθειά τους, λοιπόν, να αυτοεπιβεβαιωθούν ως Νεοέλληνες και να απαλλαχθούν από την επικυριαρχία του αρχαίου κλέους, την οποία αισθάνονταν ιδιαίτερα καταθλιπτική στο χώρο της πνευματικής ζωής και δημιουργίας, οι δημοτικιστές βρήκαν στις αρχές του 20. αιώνα την ιδανική λύση μέσω του Εφταλιώτη. Και η λύση αυτή δεν ήταν άλλη από ένα βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1901 με τον εύγλωττο τίτλο Ιστορία της Ρωμιοσύνης. Έτσι απλά. Με βάση την αρχή «πονεί κεφάλι κόψει κεφάλι», που λέει και ο λαός, ο μακαρίτης ο Εφταλιώτης βαφτίζει τον ελληνισμό στη ρωμαϊκή κολυμπήθρα βροντοφωνάζοντας περιχαρής: «Και το όνομα αυτού ‘Ρωμιοσύνη’!», ενώ ταυτόχρονα εξαποστέλλει την Αρχαία Ελλάδα με συνοπτικές διαδικασίες στα αζήτητα. Κατά τον Εφταλιώτη, η Ιστορία της «Ρωμιοσύνης» ή, για την ακρίβεια, η «Προϊστορία» της ξεκινάει το 87 π. Χ. με την άλωση των Αθηνών από το Σύλλα, αλλά η κυρίως ειπείν Ιστορία της αρχίζει με το Μεγάλο Κωνσταντίνο και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας στην παλιά αποικία των Μεγαρέων Βυζάντιο[2].
Το ερώτημα, βέβαια, είναι πόσο αντέχει στη σοβαρή κριτική η απόφασή του να «λυτρώσει» στα καλά καθούμενα την εθνική μας ιστορία από την «αρχαιοελληνική βαρβαρότητα» βοηθώντας την μάλιστα να αποβάλει την ονειδιστική ονομασία «Ελληνισμός». Προφανώς, η αρχαιολατρία που επικρατούσε αρκετές δεκαετίες μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους οδήγησε από αντίδραση την πρωτοπορία του δημοτικισμού και συγκεκριμένα τον Εφταλιώτη, που εμπνευστή και καθοδηγητή του είχε τον Ψυχάρη, στο άλλο άκρο, κάτι που αποτελεί άλλωστε πάγια νεοελληνική πρακτική… Και αυτό το άλλο άκρο ήταν η μετονομασία του ελληνισμού και ο αυθαίρετος ακρωτηριασμός της εθνικής μας ιστορίας. Έκτοτε, όμως, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Το Βυζάντιο έχει
Αργύρης Εφταλιώτης
ενσωματωθεί στην ελληνική ιστορία, η Νεότερη Ελλάδα, ως ιστορική περίοδος, έχει καταξιωθεί στην εθνική μας συνείδηση και η Δημοτική (Νέα Ελληνική) έχει αποτελέσει εδώ και κάποιες δεκαετίες την επίσημη γλώσσα της Πολιτείας και της Εκπαίδευσης. Χωρίς τις διευκρινίσεις αυτές, είναι δύσκολο να δαμάσει και να επεξεργαστεί κανείς λογικά το μεγαλειώδη εθνοαποδομητικό οίστρο που διαπερνά την Ιστορία της Ρωμιοσύνης.

Από κοντά και ο Παλαμάς[3] με τον Ξενόπουλο, που έσπευσαν να συμπαρασταθούν στον Εφταλιώτη, όταν ο τελευταίος επικρίθηκε για το εγχείρημά του. Επικαλούμενος τον Κρούμπαχερ, ο Παλαμάς τονίζει πως η αληθινή ονομασία μας ως λαού είναι «Ρωμιοί», ενώ η ονομασία «Έλληνες» επιβλήθηκε από το Σχολείο και δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια[4], για να προσθέσει μεταξύ άλλων τα εξής: «Τα δύο τούτα λόγια («Ρωμιός», «Ρωμιοσύνη»), επειδή δε μας έρχουνται, ίσα ολόϊσα, από την εποχή του Περικλή, παραμερίστηκαν αγάλια, αγάλια, από την επίσημη γλώσσα, καθώς κι' όλα τα λόγια τα δυσκολομέτρητα της ζωής και της αλήθειας. Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμιοί. Το όνομα (Ρωμιός) κάθε άλλο είναι παρά ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτη. Δείχνει ίσα ίσα τη ζωή και την πραγματικότητα της λέξης το ότι αυτή μας ήρθε πρόχειρα στην ειλικρινή μας και στην πιο φωτεινή μας ψυχική κατάσταση -- στη συνείδηση του ξεπεσμού μας»[5].

Ο Ξενόπουλος δείχνεται επίσης ένθερμος συνήγορος του Εφταλιώτη στοχοποιώντας και αυτός τον Περικλή και διανθίζοντάς την επιχειρηματολογία του με ορισμένους δηλητηριώδεις υπαινιγμούς: «Τι μας συμφέρει καλλίτερα: Να αποκρύψωμεν, να προσποιηθώμεν ότι αγνοούμεν την αλήθειαν, να ζητήσωμεν να απατήσωμεν τον εαυτόν μας και τους άλλους και να καυχώμεθα ότι είμεθα οι απόγονοι και οι άμεσοι διάδοχοι των Περικλέων, εις τούτο περιορίζοντες όλην μας την αξίαν ή απεναντίας να παραδεχθώμεν, να κηρύξωμεν, να βροντοφωνήσωμεν την αλήθειαν και να συμμορφωθώμεν καθ' όλα με αυτήν; Ο κ. Εφταλιώτης είναι εκ των φρονούντων, ότι αύτη είναι η αλήθεια και ότι η αλήθεια μόνη θα μας σώση. Θέλει να παρουσιασθώμεν, ότι είμεθα Νεοέλληνες και με το αληθινόν όνομά μας, δηλαδή Ρωμιοί»[6].-- Αν ένα από τα βασικά γνωρίσματα του μεταμοντερνισμού είναι η εγκατάλειψη του λόγου ως μέσου κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου και η αντικατάστασή του από την αυθαίρετη βούληση που εκπηγάζει από το ασυνείδητο, τότε θα τολμούσα να κάνω τη βέβηλη σκέψη ότι ο Εφταλιώτης, ο Παλαμάς και ο Ξενόπουλος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αναδεικνύονται μεταμοντέρνοι «avant la lettre», όπως λένε και οι Γάλλοι.
Ένας πρόχειρος και αυθόρμητος αντίλογος στην επιμονή του Εφταλιώτη, καθώς και των υποστηρικτών και των επιγόνων του –μια επιμονή που αποδεικνύεται διαχρονική-- να αποσυσχετίσουν ιστορικά τους Νεοέλληνες από την Αρχαία Ελλάδα θα μπορούσε να διατυπωθεί με τα παρακάτω απλοϊκά ερωτήματα:  ποιος αποφάσισε και ποιος απέδειξε ότι ως «Ρωμιοί» μπορεί να είμαστε οι αναμφισβήτητοι απόγονοι του Θεοδοσίου του Α΄ και του Ιουστινιανού, αλλά την ίδια στιγμή, ως «Νεοέλληνες», δε νομιμοποιούμαστε να θεωρούμε τους εαυτούς μας φυσικούς δικαιούχους της αρχαιοελληνικής μας κληρονομιάς; Από πού προκύπτει και πώς τεκμηριώνεται το ότι ως «Ρωμιοί» έχουμε το δικαίωμα να φουσκώνουμε από εθνική υπερηφάνεια, επειδή, για παράδειγμα, κάποιοι τρισένδοξοι «δικοί μας» αυτοκράτορες κατήργησαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες (393 μ. Χ.) και έκλεισαν την Πλατωνική Ακαδημία (529 μ. Χ.), αλλά την ίδια στιγμή, ως «Νεοέλληνες», οφείλουμε να ντρεπόμαστε και να κατατρυχόμαστε από ένοχές, επειδή θεωρούμε την Αρχαία Ελλάδα οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα  του ιστορικού βίου μας και ανάγουμε σ’ αυτήν τις πρωταρχές του εθνικού μας παρελθόντος; Σε τελευταία ανάλυση, ποιος ιδιοκτήτης της ιστορικής βεβαιότητας απαγορεύει «αυστηρώς και δια ροπάλου» να θεωρούμε απώτερους προγόνους μας τους Αρχαίους Έλληνες και ποιος αδιαφιλονίκητος κάτοχος και νομέας της επιστημονικής αλήθειας υψώνει σινικά τείχη ανάμεσα στο Νεοέλληνα και την ελληνική αρχαιότητα, διαμορφώνοντας έτσι κατά τις προσωπικές εμπνεύσεις του και τις αυθαίρετες επιλογές του τη συνείδηση ελληνικότητας –ή, αν θέλετε, τη συνείδηση «ρωμαϊκότητας» / «ρωμιοσύνης»;

Στις απόψεις του Εφταλιώτη και των υποστηρικτών του αντιτάχτηκε σθεναρά ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, η βασική άποψη του οποίου για την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού ήταν ήδη γνωστή από την ακόλουθη τοποθέτηση: «Αμιγές αντί του αίματος διετηρήθη εν τη γλώσση, τω βίω και τω χαρακτήρι του λαού το ελληνικόν πνεύμα δι’ αδιασπάστου αλύσεως παραδόσεων, ης ένα προς ένα τους κρίκους ανευρίσκομεν εν τοις διαφόροις σταδίοις και ταις περιπετείαις της ελληνικής εθνότητος»[7]. Παρεμβαίνοντας, λοιπόν, στη συζήτηση και διατυπώνοντας τις ενστάσεις του με κρυστάλλινη διαύγεια και ιστορικά τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, ο Πολίτης υποστηρίζει μεταξύ άλλων τα εξής: ο Παλαμάς θα είχε δίκιο, αν μπορούσε να αποδείξει «ότι η ίδρυσις του βυζαντινού κράτους διέκοψε πάντα δεσμόν συνέχοντα τον Έλληνα του παλαιού κόσμου προς τον υπήκοον των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Έλληνα, τον γενόμενον Ρωμαίον πολίτην. Έπειτα δε, ότι από των χρόνων του Ιουστινιανού μέχρι της επαναστάσεως του 1821 είχεν εξαλειφθή εκ της εθνικής συνειδήσεως το όνομα του Έλληνος αντικατασταθέν δια του Ρωμιού. Είναι τούτο αληθές; Εν τούτω έγκειται το ζήτημα»[8].
Και αποδεικνύει με απαράμιλλη πειστικότητα –επικαλούμενος έναν μεγάλο αριθμό μαρτυριών, όπου διατρανώνεται η παρουσία του Ελληνισμού-- ότι κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ. Επιπλέον, ο Νικόλαος Πολίτης σημειώνει τα εξής: «Μετά την κατάλυσιν του βυζαντινού κράτους εξέλιπε πας λόγος της χρήσεως του εθνικού ονόματος Ρωμιός. Το όνομα καθ' αυτό υπονοεί άρνησιν της εθνικότητος του φέροντος, δηλούν απλώς τον υπήκοον του ρωμαϊκού κράτους. Μετά την άλωσιν και η έννοια αυτή περιωρίσθη, ως είδομεν, και το όνομα έμεινεν ως δηλωτικόν του πρεσβεύοντος το ορθόδοξον δόγμα και υπαγομένου εις την δικαιοδοσίαν του οικουμενικού πατριαρχείου. (...) Αλλά το ελληνικόν έθνος ανακτήσαν το αληθές εθνικόν όνομά του κατεδίκασε το επείσακτον όνομα του Ρωμιού, προσδώσαν εις αυτό ονειδιστικήν σημασίαν. Ο Ρωμιός είναι ο τύπος του ανθρώπου του συνενούντος εν εαυτώ πάντα τα κοινωνικά και πολιτικά ελαττώματα του Έλληνος και το Ρωμαίικο ο τύπος του κακώς διοικουμένου κράτους»[9]. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος, με τον οποίο ο Νικόλαος Πολίτης κλείνει την παρέμβασή του: «Ο κ. Παλαμάς είναι ο ποιήσας τους ωραίους τούτους στίχους:

‘Κρυμμένη ‘ς την πολύπαθη τη Ρωμιοσύνη
 Σα να ξανοίγω τη βασίλισσα Ελλάδα’.
Ο εμπνευσμένος ποιητής βλέπει εναργέστερον και κρίνει ορθότερον του γλωσσολογούντος λογογράφου. Ας μη επιμένη λοιπόν να μένη κρυμμένη πάντοτε υπό τα ράκη της Ρωμιοσύνης η βασίλισσα Ελλάδα!»[10]
Για να είμαστε, πάντως, δίκαιοι, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι ο μεγάλος ποιητής μας
Νικόλαος Πολίτης
Κωστής Παλαμάς δεν ήταν απλώς ο αυτόκλητος συνήγορος του Εφταλιώτη. Ήταν και ο δημιουργός του ποιήματος «Ο Διγενής κι ο Χάροντας», σε δυο στίχους του οποίου η διαχρονική Ελλάδα κάνει θριαμβευτικά την εμφάνισή της:
«Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων, στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων».

 «ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΗ» ΕΛΛΑΔΑ Ή ΚΑΘΟΛΟΥ ΕΛΛΑΔΑ!

Δε θα είχα προχωρήσει στη σύνταξη του άρθρου αυτού, αν δεν ήταν εδραία πεποίθησή μου ότι η αρχαιοελληνική, η μεσαιωνική και η νεοελληνική περίοδος της Ιστορίας μας αποτελούν ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο[11], στο οποίο δε χωρούν ανεπίτρεπτες «εκπτώσεις» και αυτοκτονικοί ακρωτηριασμοί. Ξεκινώντας, λοιπόν, από αυτή τη «μείζονα προκειμένη», θεωρώ πως η στάση μου απέναντι στον όρο «Ρωμιός», με τον οποίο κάποιοι ονειρεύονται ακόμη και σήμερα να αντικαταστήσουν τον όρο «Έλληνας», δεν είναι καθόλου επιθετική, όπως θα μπορούσε ίσως να υποθέσει κανείς. Αντίθετα, είναι σαφώς αμυντική. Επιθετική είναι από την ίδια τη γλωσσική εκφορά της και από την ίδια τη νοηματική της υποδήλωση η λέξη «Ρωμιός», γιατί αποκλείει αυτομάτως και αυθαιρέτως από το εθνικό μας παρελθόν την Αρχαία Ελλάδα, δηλαδή την πολιτιστικά λαμπρότερη, ίσως, χρονική περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας. Αλλά η Αρχαία Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει με τίποτα έξω από τον ιστορικό βίο της πατρίδας μας. Όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο επιστημονικά θα ήταν αδιανόητο, αλλά και γιατί εθνικά θα ήταν μειοδοτικό. Αν ο Κικέρων, σύμφωνα με τον οποίο «Graeca leguntur in omnibus fere gentibus»[12] (σε ελεύθερη απόδοση: τα ελληνικά γράμματα διαβάζονται από όλους σχεδόν τους λαούς), μάς άκουγε να συζητάμε σοβαρά την εγκατάλειψη του εθνικού μας ονόματος, δηλαδή, ουσιαστικά, την απεμπόληση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς μας, την οποία οι πάντες εξυμνούν, από την οποία οι πάντες εμπνέονται και χάρη στην οποία οι πάντες μας τιμούν, θα μας απέδιδε για μια ακόμη φορά και με βαθιά περιφρόνηση την μειωτική προσωνυμία «Graeculi», δηλαδή Γραικύλοι.

Να μην το ξεχνάμε: εμείς οι Έλληνες έχουμε κληρονομήσει ένα τεράστιας σημασίας πολιτιστικό κεφάλαιο, το οποίο έφτασε ως εμάς με το έπος, τη λυρική ποίηση, την τραγωδία, την ιστοριογραφία, τη φιλοσοφία, τη ρητορεία, την τέχνη και την επιστήμη των προγόνων μας, καθώς και με τις ιδέες/αξίες που αναδύονται από αυτές – ένα κεφάλαιο που αποτελεί ταυτόχρονα πανανθρώπινο αγαθό. Έχουμε, λοιπόν, κάθε λόγο: α) να επιβεβαιώνουμε, ως ελληνικό έθνος, διαρκώς και εμπράκτως την αποδοχή μιας τέτοιας πολιτιστικής κληρονομιάς και να είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτήν και, κυρίως, β) να την αντιμετωπίζουμε ως μια αιώνια επίκαιρη πρόταση ζωής και παιδείας, η οποία προάγει την αυτογνωσία μας, τονώνει τον ανθρωπισμό μας και μας προσφέρει κεφαλαιώδους σημασίας πηγές έμπνευσης, καθώς και αξιακές βάσεις αναφοράς για κατάφαση και σημασιοδότηση της ύπαρξής μας.
 Ενώ, λοιπόν, ο όρος «Ρωμιός» αποκόπτει εξ ορισμού, «eo ipso», από τον ιστορικό κορμό του έθνους την αρχαϊκή, την κλασική και την ελληνιστική αρχαιότητα, ο όρος «Έλληνας», αντίθετα, καταφάσκει ολόκληρη την τρισχιλιετή ιστορική διαδρομή της Ελλάδας. Αναπόσπαστο τμήμα της τρισχιλιετούς αυτής διαδρομής αποτελεί η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που αντιστοιχεί στη μεσαιωνική ιστορία μας, από όπου εκπηγάζει η ορθόδοξη χριστιανική ταυτότητά μας. Πρέπει κάποτε να απαλλαχθούμε από ιδεοληψίες, εμμονές, αγκυλώσεις και «μικρομαράζια» που οδηγούν σε τάσεις αποκλεισμού. Μόνο έτσι θα απομακρυνθούμε τόσο από ακρότητες τύπου νεοπαγανισμού/«δωδεκαθεϊσμού», όσο και από πολιτιστικά «αναθέματα» σαν το «Τι φυσώσιν και βαμβεύουσιν οι Έλληνες» του Ελληνοσύρου Ρωμανού (και κατά τα άλλα, βέβαια, ακραιφνούς «Ρωμαίου»…). Τότε θα αντιληφθούμε ότι ο Ελληνισμός είναι έννοια γένους που ενσωματώνει μέσα του και εμπεριέχει τη Ρωμιοσύνη, ενώ αντίθετα η Ρωμιοσύνη είναι έννοια είδους, που αποκλείει τεράστιας σημασίας ιστορικές περιόδους του Ελληνισμού[13]. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο αποδεχόμαστε, τιμούμε και ενστερνιζόμαστε τη Ρωμιοσύνη ως προς όσα καταφάσκει και υιοθετεί, αλλά και παίρνουμε σαφείς αποστάσεις από αυτήν ως προς όσα αρνείται και αποκλείει[14].

Είναι καιρός να τεθεί επιτέλους οριστικό τέρμα στην «ιστοριογραφική γενοκτονία» με θύμα τη συνείδηση ελληνικότητας. Είναι καιρός δηλαδή να εγκαταλειφθεί εκείνη η  αλήστου μνήμης παράδοση, που είχε αποκόψει τους Έλληνες από την ιστορική τους κοιτίδα, την Ελλάδα, και τους είχε αφαιρέσει το  εθνικό τους όνομα μετατρέποντάς το σε προσηγορικό δηλωτικό της ειδωλολατρίας. Η παράδοση που είχε, αντιστρόφως, αποκόψει την Ελλάδα από τους Έλληνες και την είχε μετατρέψει σε μετέωρη ιστορική ανάμνηση χωρίς φυσικούς δικαιούχους  (τουλάχιστον φαινομενικά) της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Η παράδοση, τέλος, που είχε δημιουργήσει ένα ψευδεπίγραφο «Γένος Ρωμαίων» στη θέση του αναγεννώμενου Έθνους Ελλήνων. Είναι πλέον καιρός οι λέξεις «Ελλάδα», «Έλληνας», «Ελληνισμός» να «απελευθερωθούν» από τα όποια κατάλοιπα δυσφήμησης και διασυρμού τις βαραίνουν ακόμη (καθώς και από την σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό που συνεπάγονταν κατά καιρούς αυτά τα «κατάλοιπα»), ώστε να επανακτήσουν την αυθεντική νοηματική παραπεμπτικότητά τους.

Για να βεβαιωθεί κανείς ότι αυτά όλα δεν αποτελούν πελαγοδρομία σε ανύπαρκτα, πλέον, θέματα, θα αρκούσε να λάβει υπόψη του πως η ανθελληνική παράδοση συνεχίζεται και μάλιστα προσλαμβάνει στις μέρες μας πρωτόγνωρη ένταση με φορείς ορισμένους λάβρους «ρωμαιολάτρες», οι οποίοι δεν τηρούν ούτε καν τα προσχήματα[15]. Στην ιστοσελίδα τους, για παράδειγμα, φιγουράρει η εμβληματική μινιατούρα που απεικονίζει τη λύκαινα με το Ρωμύλο και το Ρώμο, κάτι που παραπέμπει στις μυθολογικές πρωταρχές της Ρώμης, την οποία προφανώς θεωρούν απώτερη πατρίδα τους. Ταυτόχρονα, σταθερή βάση της πνευματικής αναφοράς τους έχουν την οργανική συνέχεια της Ρώμης, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, τη «Νέα Ρώμη». Εννοείται ότι, κάθε φορά που επιστρέφουν νοσταλγικά στην τελευταία, «παραχώνουν» την πανταχού  παρούσα Ελλάδα κάτω από τη Ρωμαϊκή Χριστιανική Ιδέα. Στις ιστορικές αναλύσεις τους η Ελλάδα «δε χωράει», δεν έχει θέση και, απλούστατα, δεν υπάρχει. Για τους ακραίους αυτούς ρωμαιολάτρες και, κυρίως, για τους υπερενθουσιώδης θιασώτες τους η Ελλάδα ιστορικά έχει σβήσει, κατά το μέτρο που είχε αρχικά ενσωματωθεί στη Ρώμη και «απορροφηθεί» από αυτήν, για να χαθεί ακολούθως μέσα στην οικουμενικότητα της ρωμαϊκής χριστιανικής χοάνης.  
Οπότε σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι ο Φαλμεράγιερ επιστρέφει από το παράθυρο και καθοδηγεί μεταμφιεσμένος την επιχειρηματολογία τους. Όχι για να «αποδείξει» ξανά ότι στις φλέβες των σημερινών Ελλήνων δε ρέει ούτε μια σταγόνα αρχαιοελληνικού αίματος (την προώθηση της ιδέας αυτής την έχουν άλλωστε αναλάβει εργολαβικά πολλοί «ελευθερόφρονες» ιστορικοί του καθ΄ημάς ακαδημαϊκού χώρου), αλλά για να ισχυριστεί τη φορά ετούτη --εμμέσως πλην σαφώς-- κάτι πολύ πιο ριζικό: ότι δηλαδή το να μιλάμε σήμερα για Ελλάδα και για Έλληνες είναι σαν να μιλάμε για ανύπαρκτα πράγματα. Δεν υπάρχουν πια Έλληνες, υπάρχουν απλώς «ελληνόφωνοι Ρωμιοί» (οι οποίοι μάλιστα δε μιλάνε καν ελληνικά, μιλάνε… «ρωμέικα»!), διατείνεται δια στόματος των ρωμαιολατρών επιγόνων του. Και αξιοποιώντας τη μνήμη του επιλεκτικά, υποκρίνεται ότι λησμονεί κάτι το στοιχειώδες, ότι δηλαδή η «ελληνοφωνία» συνυφάνθηκε ανέκαθεν --συνυφάνθηκε διαχρονικά-- με μια μεγαλειώδη πολιτιστική πρόταση[16], καθώς και με την ακοίμητη συνείδηση της πρότασης αυτής, δηλαδή με τη συνείδηση ελληνικότητας[17]. Επομένως, δε θα ήταν υπερβολή να  ισχυριστεί κανείς πως η φονταμενταλιστική ρωμαιολατρία των ημερών μας, καθώς και όλα όσα αυτή προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται (έμμεση απόρριψη του εθνικού[18] κράτους, προβολή του πολυεθνικού / πολυπολιτισμικού κρατικού μοντέλου) αντιπροσωπεύουν στην ουσία μια ακραία και αδιάλλακτη μορφή ελληνομηδενισμού[19].

Ας σταθούμε, όμως, σε κάποιες παρεμφερείς αλλά σαφώς μετριοπαθέστερες τάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εκείνο που καθιστά τους όρους «Ρωμαίος» / «Ρωμιός» και «Ρωμιοσύνη» ανεπαρκείς ως προς το να υποκαταστήσουν τους όρους «Έλληνας» / «Ελληνισμός» και να εκφράσουν κατ’ αποκλειστικότητα την ιστορική διαδρομή και το πνευματικό εύρος του τελευταίου είναι, ακριβώς, το ότι, όπως γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, «Το όνομα Ρωμαίος (…) φανερώνει την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Ρωμαίος σημαίνει τελικά Ορθόδοξος Χριστιανός»[20]. – Οπότε το ερώτημα που ανακύπτει αυτομάτως είναι το ακόλουθο: η ταύτιση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία σημαίνει άραγε ότι η Ορθοδοξία έχει ενσωματώσει μέσα της τον Ελληνισμό και τον έχει απορροφήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον εκφράζει και να τον αντιπροσωπεύει στην ιστορική και την πολιτιστική ολότητά του; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αναπόδραστα συνάγεται ότι ο Ελληνισμός δεν αναγνωρίζεται πλέον, δεν έχει νόημα να αναζητηθεί και σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχει καν ανεξάρτητα –δηλαδή έξω, πέρα ή πριν-- από την Ορθοδοξία!

Τα συμπεράσματα θα μπορούσαν εύκολα να συναχθούν. Η αντικατάσταση του όρου «Έλληνας» από τον όρο «Ρωμαίος» (=«Ορθόδοξος Χριστιανός») και, αντίστοιχα, του όρου «Ελληνισμός» από τον όρο «Ρωμιοσύνη», εγκαθιδρύει ουσιαστικά τον απόλυτο «μονισμό» της ελληνοορθοδοξίας στο κέντρο του ιστορικού μας βίου με την ακόλουθη άμεση συνέπεια: η τεράστιας εμβέλειας πολιτιστική πρόταση που γενέτειρά της έχει την προχριστιανική Ελλάδα να αποκοπεί ιστορικά από τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, να χάσει την αυτοτέλεια και την αυτονομία της, να αποσυσχετιστεί από τους γενεσιουργούς παράγοντές της και να στερηθεί τις διαχρονικού κύρους ιδιαιτερότητές της, χάρη στις οποίες αποτέλεσε δομικό στοιχείο του πανανθρώπινου πολιτισμού  -- ένα στοιχείο αυτόνομο σε σχέση με το χριστιανικό και ταυτόχρονα ισότιμο προς αυτό. Και αυτά όλα μπορεί να συμβούν, επειδή τώρα η ελληνικότητα πρέπει οπωσδήποτε να «διαμεσολαβηθεί» από τη χριστιανική ορθοδοξία, δηλαδή να υπαχθεί και να προσαρμοστεί στα μέτρα, στα σχήματα και στις σκοποθεσίες της, με αποτέλεσμα να «μεταλλαχτεί» δραματικά αν όχι και να αφομοιωθεί ως την ολοσχερή εξαφάνισή της[21].

Μπορεί να αναμετρήσει κανείς το βαθμό και τις συνέπειες της παραπάνω διαμεσολάβησης και μετάλλαξης αν λάβει υπόψη του την ακόλουθη επισήμανση του Νικολάου Τωμαδάκη: «Ο Χριστιανισμός υπήρξε πολέμιος κατά κύριον λόγον του Ελληνισμού ως ζωής και σκέψεως. Έβλεπεν εις αυτόν ελευθέραν την αμαρτίαν όχι μόνο εις την καθ΄ημέραν πράξιν (…) αλλά και εις το φιλέρευνον πνεύμα το οποίον ήγεν εις την φιλοσοφίαν. Το ότι δια τους Έλληνας η αλήθεια δεν ήτο σταθερά και εξ αποκαλύψεως αλλ΄εύρημα της ανθρωπίνης διανοίας, τούτο δεν συνεχώρει ο Χριστιανισμός»[22]. -- Αλλά η προχριστιανική Ελλάδα κατηύγασε και ενέπνευσε την ανθρωπότητα, επειδή, ακριβώς, πρώτη αυτή καθιέρωσε και αξιοποίησε την πρωτοκαθεδρία της «ανθρωπίνης διανοίας» στην αναζήτηση  της αλήθειας. Πράγμα που σημαίνει ότι η προχριστιανική Ελλάδα έβαλε τη σφραγίδα της στον οικουμενικό πολιτισμό «αυτή καθαυτήν» -- όχι «διαμεσολαβημένη» και μεταλλαγμένη!
Και το πιο σημαντικό: σε αντίθεση με την έννοια της Ρωμιοσύνης, η έννοια του ελληνισμού δεν είναι ασυμβίβαστη με την ετερότητα και, πολύ περισσότερο, δεν υποδηλώνει ούτε επιβάλλει τον αποκλεισμό της. Η έννοια του ελληνισμού είναι ευρύτατη και γι’ αυτό περιλαμβάνει στο πλάτος της τόσο τον αρίφνητο πλούτο του αρχαίου πνεύματος όσο και την ελληνορθόδοξη χριστιανική μας παράδοση χωρίς, όμως,
Νικόλαος Τωμαδάκης
λογοκρισίες και αποκλεισμούς. Mε αυτά τα δεδομένα: α) Διλήμματα του τύπου «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;»[23] είναι τεχνητά και στερούνται νοήματος και β) Οι θεωρήσεις που αναπτύσσονται εδώ δεν έχουν, βέβαια, καμιά σχέση με την «ανιστόρητη αρχαιολατρία» και με κανέναν τρόπο δεν αποτελούν «πολεμική κατά της Ορθοδοξίας»![24].

Η ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ

Ανεξάρτητα από όλα αυτά, η Ρωμιοσύνη θα ασκεί διαρκώς ισχυρή έλξη σε όλους μας, όπως δείχνει και η έντονη παρουσία της στην πεζογραφία, στην ποίηση και στα τραγούδια της πατρίδας μας. «Αυτή η καθαγιασμένη μέσα σε αγώνες, αίματα και μαρτύρια λέξη εκφράζει ένα από τα λαμπρότερα στάδια της μακραίωνης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού», γράφει ο Γ. Βαλέτας[25]. Η λέξη Ρωμιοσύνη ανακαλεί πάντοτε στη μνήμη μας τη συναισθηματική αμεσότητα της προσωπικής σχέσης με τον άλλο, τη ζεστασιά του λαϊκού βίου που παραμένει ζωντανός μέσα μας, την ορθόδοξη χριστιανική μας παράδοση, καθώς και τα ψυχικά σκιρτήματα, τους καημούς και τις λαχτάρες του ευαίσθητου και πονεμένου λαού μας. Ταυτόχρονα, συνδέεται μόνιμα στην ελληνική μας συνείδηση με την παράσταση της δουλείας, του διωγμού, του κατατρεγμού, της δυστυχίας, της οδύνης και των ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Στο άκουσμα της λέξης «Ρωμιοσύνη» αισθανόμαστε όλοι μέσα μας ένα επώδυνο άγγιγμα, κάτι σαν ένα χέρι που μας σφίγγει την ψυχή, κάνοντάς μας να επιστρέφουμε στο είναι μας και να ξαναβρίσκουμε τον εαυτό μας.

Αλλά υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Η λέξη «Ρωμαίος» / «Ρωμιός» είναι, όπως είδαμε, ένας εύσχημος τρόπος για να μην πει κανείς «Έλληνας», τον οποίο η Εκκλησία, για τους γνωστούς λόγους, αξιοποίησε συστηματικά σε βάρος του ανταγωνιστικού όρου «Έλληνας». Η λέξη «Ρωμαίος» / «Ρωμιός» παραπέμπει στη ρωμαϊκή κρατική παράδοση, η οποία πολλούς αιώνες πριν από την άλωση της Βασιλεύουσας είχε χάσει κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο, καθώς και σε μια Αυτοκρατορία, η οποία είναι απλώς ιστορική ανάμνηση και της οποίας, μετά την Άλωση, οι Τούρκοι εννοούν να αυτοπροβάλλονται ως οι φυσικοί συνεχιστές[26]. Επομένως, δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι η τουρκική εξουσία όχι μόνο ευνόησε τον όρο «Ρουμ» / «Ρωμιός», αλλά και τήρησε αρνητική στάση απέναντι στον όρο «Έλληνας».  Ωστόσο, ο όρος «Ρωμιός» δε δηλώνει εθνικότητα, δηλώνει υπηκοότητα και υποτέλεια, καθώς και υπαγωγή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Αντίθετα, ο όρος Έλληνας εκφράζει τη διαχρονικότητα της εθνικής μας παρουσίας και ταυτόχρονα παραπέμπει νοηματικά στη σημερινή Ελλάδα, η οποία, παρά τις τεράστιες εγγενείς αδυναμίες της, δεν παύει να αποτελεί μια κρατικά συγκροτημένη εθνική οντότητα με υπαρκτή διεθνή παρουσία.
 Επειδή, λοιπόν, μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την επιμονή, με την οποία οι ρωμαιολάτρες μας επανέρχονται στα ονόματα «Ρωμαίος / Ρωμιός», θα τους ήμαστε βαθιά υποχρεωμένοι, αν μας βοηθούσαν λίγο απαντώντας στα ακόλουθα εύλογα ερωτήματα: σε τι αποσκοπεί άραγε η επίμονη προτροπή τους να απεμπολήσουμε ως λαός το εθνικό μας όνομα, δηλαδή την ελληνική μας ταυτότητα, και πού θα μπορούσε τελικά να μας οδηγήσει η τυχόν υιοθέτησή της; Σκέφτηκαν ποτέ τι μπορεί να σημαίνει στ’ αλήθεια το να προσκολληθούμε εμείς οι Έλληνες  σε «ένα πουκάμισο αδειανό», δηλαδή στην κατά φαντασίαν ρωμαϊκή μας ιδιότητα, έστω και «διαμεσολαβημένη» από την Ορθοδοξία, και χωρίς ιστορικές ρίζες, χωρίς εθνολογικό έρμα, χωρίς πολιτιστικά ερείσματα και χωρίς ιδιοπροσωπία να το ανεμίζουμε προς γενική θυμηδία σε ανατολή και δύση μέσα στην κοσμοχαλασιά της παγκοσμιοποίησης;  Έχουν αναμετρήσει άραγε τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει ο χαρακτηρισμός των Ελλήνων ως απλών φορέων μιας πλαστής εθνικής ταυτότητας, καθώς και η αποξένωσή τους από τα  τεράστια συναισθηματικά, ηθικά, ακόμη και πολιτικά πλεονεκτήματα και ερείσματα που τους εξασφαλίζουν διεθνώς οι δεσμοί τους με την Αρχαία Ελλάδα; Σε τελευταία ανάλυση, τους πέρασε ποτέ από το μυαλό ποιον θα μπορούσε τελικά να εξυπηρετεί ο συνειδησιακός αφοπλισμός και ο ιστοριογραφικός «ξεριζωμός» του ελληνικού έθνους; Εκτός αν οι ρωμαιολάτρες μας πιστεύουν σοβαρά ότι έτσι, ως «Ρωμαίοι» / «Ρωμιοί», θα υποχρεώναμε τον «Αγαρηνό» να αποσυρθεί ως την «Κόκκινη Μηλιά» και να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. Προσωπικά, το βρίσκω μάλλον «χλωμό».

Φτάνουμε, λοιπόν, στο κέντρο του προβλήματος. Δεδομένου ότι: α) Ως «de facto», δηλαδή με τη βία των όπλων, «συνεχιστής» της ρωμαϊκής πολιτειακής παράδοσης επιμένει να αυτοπροβάλλεται, όπως είδαμε, ο Τούρκος πορθητής. Και β) Το κράτος που καταλύθηκε το 1453 ήταν στην ουσία ελληνικό και αυτοί που κατακτήθηκαν ήταν -–γλωσσικά, πολιτιστικά και συνειδησιακά— Έλληνες, το να ισχυριζόμαστε εμείς οι ίδιοι ότι δεν είμαστε Έλληνες αλλά Ρωμαίοι / Ρωμιοί  δε σημαίνει ασφαλώς ότι αποκτούμε αυτομάτως κάτι από το κύρος, τη μεγαλοπρέπεια και την «αρχοντιά» των αρχαίων συγκλητικών ή των Βυζαντινών αξιωματούχων! «Μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχτείς», που λέει και ο ποιητής[27]. Σημαίνει, απλούστατα, ότι: α) Ενισχύουμε τους τουρκικούς ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους όσοι κατοικούσαν στην Πόλη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που αλώθηκε το 1453, ήταν Ρωμαίοι υπήκοοι και τίποτα περισσότερο. β) Ομολογούμε –εμμέσως πλην σαφώς-- προς άφατη αγαλλίαση των γειτόνων μας πως η ελληνικότητά μας ως λαού είναι μια ιδεολογική, διπλωματική και πολιτειακή κατασκευή, μια λαθροχειρία βασισμένη σε πλαστογράφηση της ιστορικής αλήθειας. Και, το χειρότερο, γ) Δίνουμε την εντύπωση πως δεχόμαστε μοιρολατρικά (και οπωσδήποτε ακούσια και ανεπίγνωστα, θέλω να πιστεύω) ότι σε εμάς, τα ιστορικώς μετέωρα, πλέον, «ρωμαϊκά» απομεινάρια --σε εμάς τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως «Ρωμαίους» / «Ρωμιούς», για τους οποίους, όμως, η «Παλαιά Ρώμη» είναι ανύπαρκτη και η «Νέα Ρώμη» χαμένη-- μία από τις δυνατότητες που διανοίγονται θα μπορούσε να είναι και η ακόλουθη: να απεμπολήσουμε αργά ή γρήγορα την ψευδεπίγραφη κρατική μας οντότητα και να ενσωματωθούμε στη θετή μας –-μετά την Άλωση-- «Μητέρα Τουρκία», που έχει ανοίξει τη στοργική αγκαλιά της και μας περιμένει ανυπόμονα… Οπότε το «φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων», κατά την έκφραση του Λουκά Νοταρά, που το βλέπει κανείς «εν μέση τη πόλει» από το 1453 και μετά, θα μπορούσε κάλλιστα να το ξαναδεί «εν μέση τη Ακροπόλει» σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον …

Θα μπορούσαν ίσως να ισχυριστούν ορισμένοι ότι με τον αυτοπροσδιορισμό μας ως «Ρωμαίων» όχι μόνο συνδεόμαστε με την αυθεντική μας εθνική ταυτότητα (κάτι που, όπως δείξαμε παραπάνω, πόρρω απέχει από την ιστορική αλήθεια), αλλά και κατοχυρώνουμε ασφαλέστερα τα εθνικά μας δικαιώματα και τις εθνικές μας διεκδικήσεις. Η γνώμη μου είναι ότι παρόμοιος ισχυρισμός δεν αντέχει στη σοβαρή κριτική. Αρκεί να θυμηθούμε πως η σχεδόν θρησκευτική προσήλωση  του ίδιου του Βυζαντινού Κράτους στους τύπους της ρωμαϊκής κρατικής παράδοσης δεν κατοχύρωσε και δεν περιφρούρησε καθόλου τη νομιμότητα της ρωμαϊκής οικουμενικότητας και μάλιστα σε εποχές κατά τις οποίες η Αυτοκρατορία ήταν ζωντανή, δηλαδή αποτελούσε κρατική οντότητα. Και απόδειξη του ότι δεν την κατοχύρωσε και δεν την περιφρούρησε είναι το ότι δεν εμπόδισε ούτε τους εχθρικούς λαούς να κατακρεουργούν εδαφικά την αυτοκρατορία ούτε στο τέλος τους Τούρκους να την καταλύσουν οριστικά, το 1453.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Αν η εθνολογικά συγκεκριμένη (δηλαδή προσδιορισμένη, άρα περιορισμένη) έννοια του Ρωμαίου διευρυνόταν υπέρμετρα, ώστε να περιλάβει στο πλάτος της τους σημερινούς Έλληνες, τους Ρουμάνους και όλους τους κατά καιρούς υποτελείς της Ρωμαϊκής, αρχικά, και ακολούθως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τότε «Ρωμαίοι» θα ήταν περίπου οι πάντες, δηλαδή κανένας. Οπότε θα χρειαζόμαστε έναν καινούργιο όρο για να αποδώσουμε τους αυθεντικούς Ρωμαίους, τους Ρωμαίους της Αρχαίας Ρώμης, και να τους αντιδιαστείλουμε από το συρφετό των «light» και των «γιαλαντζί» Ρωμαίων, οι οποίοι έχουν συγκροτήσει στο μεταξύ τα εθνικά τους κράτη με αποτέλεσμα να συνεχίζει το καθένα το δικό του ιστορικό βίο. Αφήνω που, από κει και πέρα, αυτοί οι δυστυχείς «light» και «γιαλαντζί» Ρωμαίοι θα άρχιζαν τις μεταξύ τους αντεγκλήσεις και διαμάχες «διαμεριζόμενοι» το αδειανό πουκάμισο της κατά φαντασίαν ρωμαϊκότητάς τους. Και ανάμεσά τους η αφεντιά μας, εμείς οι «Ρωμιοί», που με ανοιχτά όλα τα μεγάλα εθνικά μας μέτωπα θα δημιουργούσαμε ακόμη ένα και θα σκιαμαχούσαμε για το τίποτα, έχοντας όμως εξαποστείλει προηγουμένως στα αζήτητα ένα ιστορικά «βαρύ» και ένδοξο όνομα, το όνομα «Έλληνες». Η παράνοια, δηλαδή, στην αποθέωσή της!
Υπάρχει, όμως, και η διάσταση της ουσίας, την οποία οφείλουμε να έχουμε πάντοτε υπόψη μας. Η κατά φαντασίαν ρωμαϊκότητα δεν αποτελεί στοιχείο αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή «ταυτότητα», για κάθε λαό ή εθνότητα της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά απλή ιστορική ανάμνηση της υποτέλειας όλων μαζί στον ίδιο επικυρίαρχο-δυνάστη[28]. Αλλά μια τέτοια  «ρωμαϊκότητα»  δεν μπορεί ποτέ να λειτουργήσει ως παράγοντας συνεκτικός των διαφόρων πρώην υποτελών της Αυτοκρατορίας, δε δημιουργεί κοινότητα σκοπών μεταξύ τους και κάθε άλλο παρά τους οδηγεί σε κάποια ουσιαστική αμοιβαία προσέγγισή. Επομένως, για κάθε λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο μια τέτοια «ρωμαϊκότητα»: α) Δεν έχει καμιά δυνατότητα  να αναδείξει τα σημεία που ενώνουν τους πρώην υποτελείς παραμερίζοντας ταυτόχρονα όσα τους χωρίζουν. β) Απέχει πολύ από το να σφυρηλατεί δεσμούς φιλίας μεταξύ τους και γ) Δεν είναι σε θέση να τους μετατρέψει σε κληρονόμους της πάλαι ποτέ οικουμενικότητας του πρώην επικυρίαρχου-δυνάστη, γιατί η οικουμενικότητα εκείνη, μετά την πολιτικο-στρατιωτική κατάρρευση του τελευταίου, δεν είναι τίποτα περισσότερο από απλή ιστορική ανάμνηση[29]. -- Να σημειωθεί ότι δεν είναι καθόλου απαραίτητο να απεμπολήσει ένας λαός την ιστορική του ταυτότητα και την εθνική του συνείδηση για να προσεγγίσει τους γείτονές του – το αντίθετο μάλιστα. Μπορεί κάλλιστα να προωθήσει σχέσεις  ειρήνης,  φιλίας και συνεργασίας μαζί τους, όπως και με όλους τους λαούς, με την απαραίτητη ασφαλώς προϋπόθεση  ότι και οι άλλοι λαοί θα κάνουν ό,τι και ο ίδιος, δηλαδή θα πάψουν να εκτρέφουν μεγαλοϊδεατισμούς και να υποθάλπουν αλυτρωτισμούς (που οδηγούν ευθέως σε εδαφικές διεκδικήσεις) σε βάρος των γειτόνων τους.

Τέλος, ο αυτοπροσδιορισμός των Ελλήνων ως «Ρωμαίων / Ρωμιών» όχι μόνο θα ήταν ιστορικώς αθεμελίωτος, αλλά και θα αποτελούσε, γενικότερα, διαβρωτική μαθητεία στη νοοτροπία της υποτέλειας. Σημειολογικά, «Ρωμιός» είναι ο διαχρονικός υποτελής, που έχει εξοικειωθεί με το ρόλο του ευπειθέστατου υπηκόου μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας (της Βυζαντινής, αρχικά, και της Οθωμανικής, στη συνέχεια) -- ο πρόθυμος αποδέκτης μιας προστατευτικής κρατικής «ομπρέλας» που θα τον στεγάσει ως «Pax». H ομόθυμη συνειδησιακή προσχώρηση στην ανάμνηση της «Pax Romana» θα διευκόλυνε ή τουλάχιστον θα ανεχόταν στις μέρες μας το ολοκληρωτικό πέρασμα στην «Pax Americana», ίσως και την επάνοδο σε κάτι σαν «Pax Othomana»… Άλλωστε, για ορισμένους από τους λάβρους θιασώτες και νοσταλγούς της «Ρωμιοσύνης» (ασφαλώς όχι για όλους ούτε καν για τους περισσότερους) το πρόβλημα, σε τελευταία ανάλυση, δε θα ήταν ίσως η ιδιότητά τους ως υπηκόων ή πολιτών ενός πολυεθνικού κράτους αρκεί, βέβαια, να αυτοπροσδιορίζονταν σ’ αυτό ως «Ρωμαίοι» / «Ρωμιοί». Το πρόβλημά τους μοιάζει να είναι το ίδιο το «υπανάπτυκτο», «αρχαιόπληκτο», «οπισθοδρομικό», «παρακμιακό» και, προπάντων «εθνικό» (ω, τι φρίκη!) «ελλαδικό κρατίδιο», όπως το αποκαλούν ονειδιστικά, στο εσωτερικό του οποίου νιώθουν δυστυχείς, επειδή χαρακτηρίζονται υποχρεωτικά «Έλληνες»!...
Με βάση όσα έχουν ήδη προηγηθεί, η περίεργη επιμονή στη διατήρηση ενός ανύπαρκτου θέματος, όπως αυτό που υποδηλώνεται στη διάζευξη: «Έλληνες ή Ρωμιοί;», αντιστρατεύεται την ετυμηγορία της Ιστορίας και βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με την κοινή λογική.  Κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν ενδείκνυται να παίζει κανείς ούτε με τη μία ούτε με την άλλη. Γενικά, δεν ενδείκνυται να «παίζει εν ου παικτοίς», ιδιαίτερα στους δύσκολους και πονηρούς καιρούς μας…

Παραπομπές

[1] «Θέματα Ελληνικής Ιστορίας», http://www.istorikathemata.com/2012/01/blog-post_07.html, Είχε προηγηθεί το άρθρο μου Η ελληνική συνείδηση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους («Αντίβαρο», http://antibaro.gr/node/2985), το οποίο συνοδεύτηκε από μια συζήτηση απροσδόκητα έντονη. Απόρροια , λοιπόν,  της συζήτησης εκείνης  ήταν το παραπάνω άρθρο μου Η διαχρονικότητα της ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη ‘ρωμαϊκότητα’ των Βυζαντινών, που ο βασικός κορμός του είχε προκύψει από την επεξεργασία (εμπλουτισμό, βελτίωση, οργάνωση, τεκμηρίωση) ορισμένων απαντήσεών τις οποίες είχα δώσει στις αντιρρήσεις και τις διαφωνίες των συνομιλητών μου.

[2] Πρώτο Κεφάλαιο του Πρώτου Μέρους.
[3] Κωστή Παλαμά, Άπαντα, Τόμος ΣΤ, σσ.. 273-281
[4] Όπ. παρ.,  σσ. 273 – 274.
[5] Όπ. παρ., σελ. 277.
[6]   Περιοδικό «Παναθήναια», Έτος Β΄, 15 Οκτωβρίου 1901, σσ. 26-29.
[7] In Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, Νέος ελληνισμός. Οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του Έθνους, [1204 - μέσα 15ου αιώνα], Εκδ. Οίκος Αντωνίου Σταμούλη, 2008, σελ. 45.
[8] Έλληνες ή Ρωμιοί;,  Εφημερίδα «Αγών», εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου, εν Αθήναις, 1901, σελ. 4.
[9] Όπ. παρ., σσ. 18-19.
[10] Όπ. παρ., σελ. 20.
[11] Βλ. Κυριάκου Κατσιμάνη, Η διαχρονικότητα της ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη «ρωμαϊκότητα» των Βυζαντινών (υποσημ. 1 αυτού εδώ του άρθρου).
[12] Pro Archia, 23,3.
[13] Ο  Γ. Βαλέτας διατυπώνει μια εντελώς αντίθετη θέση: «Η Ρωμιοσύνη είναι Ελληνισμός, ο Ελληνισμός όμως δεν είναι Ρωμιοσύνη», Της Ρωμιοσύνης, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 19822, σελ. 14. Κατά τη γνώμη μου, η θέση αυτή είναι εσφαλμένη.
[14] Εκτός από τις ονομασίες «Έλληνες» και «Ρωμιοί», η τρίτη εθνική ονομασία μας είναι «Γραικοί». Σε μια επιστολή της στην εφημερίδα «Τα Νέα» η Έλλη Παπά  διαφωνεί κατηγορηματικά με όσους αποδίδουν την ονομασία «Grece, Greece, Grec, Greek κλπ. (…) στην κακοήθεια των Ευρωπαίων οι οποίοι επιμένουν στη λατινογενή ονομασία της χώρας μας και του λαού μας επειδή υποκρύπτει υποτιμητική, αν όχι και υβριστική σημασία». Επικαλούμενη αρχαιοελληνικές και μεσαιωνικές μαρτυρίες, αναδεικνύει τον πανάρχαιο χαρακτήρα της ονομασίας «Γραικός» για να καταλήξει:  «Για το πώς η ονομασία Ελλάς και Έλληνες επεκτάθηκε από την επικράτεια του Αχιλλέα στο σύνολο δεν έχουμε παρά να παραπέμψουμε στον Θουκυδίδη (Α 3,3-4). Σημασία για το θέμα μας έχει ότι η ονομασία (Γραικοί) αναβίωσε όταν το Έλλην έγινε συνώνυμο του «εθνικού», του ειδωλολάτρη. Τότε οι Έλληνες έγιναν «Ρωμαίοι»-Ρωμιοί ή ξανάγιναν Γραικοί κι έτσι έμειναν ως τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι επαναστατημένοι υπόδουλοι αναζήτησαν στο ένδοξο παρελθόν της αρχαιότητας τους τίτλους ευγενείας που γενικά αναζητούν οι επαναστάσεις. Από την Επανάσταση κι εδώ το Γραικός άρχισε να σβήνει, ενώ το Ρωμιός και η Ρωμιοσύνη επέζησαν. Ας είναι, λοιπόν, ευλογημένες κι οι τρεις ονομασίες μας κι ας ευχαριστούμε τους ξένους που διατηρούν --και μας θυμίζουν-- την αρχαιότερη, αντί να τους ζητάμε... ευθύνες» (Η ονομασία των Ελλήνων, «Τα Νέα», 31/12/1992.)

[15] «Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η θεωρητική αυτή αντιμετώπιση (ενν. η αντιμετώπιση σύμφωνα με την οποία ο Ελληνισμός ενσωμάτωσε «το Χριστιανισμό σε μια νέα πολιτιστική οντότητα, το Βυζάντιο») έχει αντιστραφεί από τους  νέο-ορθοδόξους. (…). Σύμφωνα  με τη θεωρία αυτή, στο Βυζάντιο δεν ήταν ο Ελληνισμός που κυριάρχησε. Ήταν ο Χριστιανισμός που προσέλαβε και μεταμόρφωσε τον Ελληνισμό. Η Ορθοδοξία εμπεριέχει τον Ελληνισμό, μέσα στο μέτρο που αυτός είναι συμβατός με το δόγμα. (…) Οι Ρωμιοί και η Ρωμιοσύνη αποκτούν άλλη θεωρητική διάσταση, που δεν είχαν ποτέ στη διάρκεια της ύπαρξης του Βυζαντίου», Πάρι  Γουναρίδη, «Γένος Ρωμαίων»: Βυζαντινές και Νεοελληνικές  Ερμηνείες, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 1996, σσ. 34 κ. εξ. (Βλ. και σσ. 32-33).

[16] Πρβλ. «Η επικράτηση της ελληνικής δεν είναι απλή λεπτομέρεια, όπως επιμένουν να την παρουσιάζουν ορισμένοι… ‘Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου’, σύμφωνα με τον Wittgenstein’. Με άλλα λόγια, η γλώσσα πλαισιοθετεί/οριοθετεί τον κόσμο του ομιλούντος, με την έννοια ότι η ιδιαιτερότητα, η λειτουργία και οι δυνατότητές της είναι ακριβώς τα μέσα και τα «σχήματα», χάρη στα οποία ο ομιλών, ως έλλογο ον, αντιλαμβάνεται, «ιδρύει», κατανοεί, μορφοποιεί και σημασιοδοτεί  τον κόσμο που τον περιβάλλει. Αυτό κατά μείζονα λόγο ισχύει για την ελληνική, που υπήρξε ανέκαθεν το όργανο διαμόρφωσης, αφομοίωσης, διατήρησης και διάδοσης «της παιδεύσεως της ημετέρας», σύμφωνα με την έκφραση του Ισοκράτη, δηλαδή μιας τεράστιας πνευματικής παράδοσης και μιας  υπέρτερης πολιτιστικής πρότασης, που δεν είχαν μόνο κατακτήσει τους Βυζαντινούς, αλλά και ασκούσαν ακατανίκητη έλξη στους λαούς και εκτός των συνόρων της Αυτοκρατορίας.». Κυριάκου Κατσιμάνη, Η διαχρονικότητα…, όπ.παρ.
[17] Πολύ σωστά ο Ελύτης έλεγε:«Πρέπει να 'σαστε περήφανοι, να 'μαστε όλοι περήφανοι, εμείς και τα παιδιά μας για τη γλώσσα μας. Είμαστε οι μόνοι σ' ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό "ουρανό" και τη θάλασσα "θάλασσα" όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό. Η γλώσσα δεν είναι μόνον ένα μέσον επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας κι όλη του την ιστορία και όλη του την ευγένεια» (από ομιλία του στους Έλληνες μετανάστες στη Στοκχόλμη, που έγινε το Νοέμβριο του 1979, μετά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας για το έργο του).

[18] Και όχι του «εθνοφυλετικού», όπως αναγράφεται κάποτε εκ του πονηρού.

[19] Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου περίεργο το ότι η ρωμαιολατρία με τη σημερινή απροσχημάτιστη μορφή της είναι το  κατ’ εξοχήν καταφύγιο, στο οποίο προστρέχουν και ανεφοδιάζονται με ιστοριογραφική επιχειρηματολογία και από το οποίο εξορμούν κάθε φορά για το καθιερωμένο διαδικτυακό σαφάρι οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι ψευδώνυμοι σχολιογράφοι με την υπερεκχειλίζουσα πολυπραγμοσύνη και  το απύθμενο  ανθελληνικό μένος…

[20] Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού: Το  όνομα Ρωμηός και η ιστορική του σημασία, in Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;  σσ.. 247 – 267 (in  http://www.oodegr.com/neopaganismos/romi/onoma_rwmanias_1.htm). Πρόκειται για κείμενο χαρακτηριζόμενο από νηφαλιότητα, ιστορική τεκμηρίωση και πειστική επιχειρηματολογία, το οποίο, μεταξύ άλλων, επιβεβαιώνει την ελληνικότητα του Βυζαντίου. Ωστόσο, η θεωρητική βάση του είναι εσφαλμένη και, επιπλέον, καταλήγει σε κάποια συμπεράσματα, τα οποία, με όλο το βαθύ σεβασμό προς το συντάκτη του άρθρου, πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά. Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στο παραπάνω κείμενο η φράση που αναφέρεται στη σημασία του ονόματος «Ρωμαίος συμπληρώνεται ως εξής: «… ενώ το Έλλην, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, μπορεί να σημαίνει μόνο τον αρχαιολάτρη τύπου Γεμιστού Πλήθωνος ή και τον Τέκτονα (;) εκδυτικισμένο και φραγκόφιλο»». Να τη, πάλι, η προγραφή του όρου «Έλληνας», η οποία ανασύρεται από τους 4. – 6. μ.Χ. αιώνες και μας προσφέρεται στη μοντέρνα εκδοχή της, συνοδευόμενη και πάλι από την «πατροπαράδοτη»  δόση διασυρμού! Αλλά τα ονόματα «(Παν)έλληνες» και «Ελλάδα», τα οποία ανιχνεύονται ήδη στους προκλασικούς χρόνους, έχουν αδιάλειπτη, έκτοτε, ιστορική παρουσία και συνδέονται άρρηκτα με τη διαχρονική πολιτιστική καταξίωση του ελληνισμού, με αποτέλεσμα να μην επιδέχονται πλέον σημασιολογικούς ακρωτηριασμούς και ανοίκειες στρεβλώσεις.

[21] Πρβλ. «Η Ορθοδοξία εμπεριέχει τον Ελληνισμό, μέσα στο μέτρο που αυτός είναι συμβατός με το δόγμα», υποσημείωση 15 αυτού εδώ του άρθρου.
[22] Νικολάου Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν (κεφ. Ελληνισμός και Χριστιανισμός), Αθήναι, 1956, σσ. 23-24. Τώρα, το αν ο αείμνηστος Ν. Τωμαδάκης θα μπορούσε ποτέ να κατηγορηθεί για «πολεμική κατά της Ορθοδοξίας» αυτό εναπόκειται σε κάθε γνώστη προσώπων και πραγμάτων να το κρίνει.
[23] Βλ. υποσημ. 20 αυτού εδώ του άρθρου.

[24] Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, όπ. παρ. : «Όταν, συνεπώς, απορρίπτεται ή και πολεμείται το όνομα Ρωμαίος Ρωμηός, πρέπει να ερευνάται και η αιτία, η προέλευση δηλαδή της πολεμικής. Είναι απλώς ανιστόρητη αρχαιολατρία, δυτική επίδραση ή και πολεμική κατά της Ορθοδοξίας;». Όπως προκύπτει, όμως, από την ανάλυσή μας, δεν ισχύει απολύτως τίποτα από αυτά.

[25] Γ. Βαλέτα, όπ. παρ., σελ. 14.

[26] Ο σουλτάνος είχε ενστερνιστεί το βυζαντινό  δόγμα «βασιλεύς και ιερεύς ειμι» και ήταν πανευτυχής ως ηγεμόνας του «Γένους των Ρωμαίων». Αναγνωρίζοντας μάλιστα το Πατριαρχείο και αυτοπροβαλλόμενος ως προστάτης της Εκκλησίας, διευκολύνθηκε σε σημαντικό βαθμό από την τελευταία, προκειμένου να επιβάλει την κυριαρχία του στο μεγάλο αριθμό των υποταγμένων λαών. Και, αντιστρόφως, η Εκκλησία όχι μόνο δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα του νέου εκφραστή της αυτοκρατορικής εξουσίας, αλλά και βρήκε στο πρόσωπό του το συνεχιστή και τον εγγυητή της οικουμενικότητας, που της ήταν ανέκαθεν απαραίτητη για την επιτέλεση του πνευματικού της έργου. Παράλληλα, σε μια προσπάθεια να νομιμοποιήσει την εξουσία του, ο σουλτάνος προσανατολιζόταν στην ιδέα μιας «Νεοβυζαντινής οικουμενικής μοναρχίας». Βρέθηκε μάλιστα και ο Έλληνας που αποπειράθηκε να του προσφέρει τα τεκμήρια της νομιμότητας (θα ήταν παράξενο αν δε βρισκόταν!...). Πρόκειται για το λόγιο Γεώργιο Τραπεζούντιο, ο οποίος σε μια επιστολή του λίγο μετά το 1466 διατυπώνει το ακόλουθο αφοπλιστικό επιχείρημα: όποιος «δικαίω κρατεί» της Κωνσταντινουπόλεως, είναι αυτομάτως Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Και ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας είναι δικαιωματικά κυρίαρχος της Οικουμένης. Όπερ έδει δείξαι! Διον. Ζακυθηνού, Βυζάντιον. Κράτος και Κοινωνία. Ιστορική Επισκόπησης, Αθήναι, 1951, σελ. 149 και Πάρι  Γουναρίδη, όπ. παρ., σσ. 20-21.

[27] Κων. Καβάφη, «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον».

[28] Ιστορικά, οι Έλληνες δεν είναι λαός που έρχεται από το πουθενά. Αντίθετα, είναι οι κληρονόμοι ενός πολιτισμού με πανανθρώπινες διαστάσεις, με τον οποίο τα ονόματα «Έλληνας», «Ελληνισμός», «Ελληνικότητα» είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Επομένως, οι Έλληνες είναι οι τελευταίοι που, για να τονώσουν το εθνικό τους αυτοσυναίσθημα, έχουν ανάγκη να επικαλεσθούν ως τίτλο ιστορικής τιμής τους την ιδιότητά τους ως πάλαι ποτέ υποτελών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία!.… 55
[29] Στο άρθρο του Πρόταση για μια διαφορετική παγκοσμιοποίηση («Αντίφωνο», Antibaro) ο Κυριάκος Παπαδόπουλος διατυπώνει διαμετρικώς αντίθετες απόψεις από τις δικές μου. Μολονότι διαφωνώ ριζικά με το περιεχόμενο του άρθρου αυτού, το θεωρώ χρήσιμη συμβολή στην πολύπλευρη προσέγγιση του όλου θέματος.
ΠΗΓΗ

Η πατρίδα μας καλεί σε πνευματικό αρματολίκι

$
0
0
Δημήτρης Νατσιός

Τι ήταν οι αρματολοί;Έλληνες, πολεμιστές ατρόμητοι, που δεν «έκατσαν φρόνιμα, να γίνουν νοικοκύρηδες», αλλά πολεμούσαν την Τουρκιά «ψηλά στα κορφοβούνια». Και επειδή οι «μωχαμετάνοι» δεν μπορούσαν να τους εξοντώσουν, τους ανέθεταν την τήρηση της ασφάλειας και της ειρήνης σε δυσυπότακτες περιοχές. Λάμβαναν «μιστούς» και δώρα από τους Τούρκους, συνεργαζόμενοι δήθεν μαζί τους, αλλά, συν τω χρόνω, μαζί με τους Κλέφτες, (δυσδιάκριτοι οι ρόλοι, γι’ αυτό Κλεφταρματολοί), χρησίμευσαν ως η βάση της εθνικής εναντίον των τυράννων Επανάστασης, στάθηκαν η «μαγιά» της λευτεριάς μας.

Αρματολοί υπήρξαν τα λιοντάρια του Εικοσιένα, όπως το επιμαρτυρεί και το δημοτικό τραγούδι:«Του Αντρούτσου η μάνα χαίρεται / του Διάκου καμαρώνει / γιατί έχουνε γιους αρματολούς και γιους καπεταναίους…». Σήμερα ζούμε μια νέα Τουρκοκρατία, ύπουλη και δολερή. Η «οικονομία» του Θεού και το καριοφίλι των Κλεφταρματολών, μας λευτέρωσε και νεκραναστήθηκε η ματοκυλισμένη Πατρίδα μας. Η οικονομία των τωρινών προσκυνημένων στις διεθνείς συμμορίες, ακυρώνει στην ουσία την Ευλογημένη Επανάσταση. Υποδουλωνόμαστε, όχι επειδή ηττηθήκαμε σε πόλεμο, αλλά διότι προδίδουν την Πατρίδα οι ανθρωποκάμπιες που υποδύονται τους κυβερνήτες. 

Παρένθεση: Όλα, μα όλα, οφείλονται στην έλλειψη φιλοπατρίας. «Όσω πλεονάζεις τω πλούτω, τοσούτο ελλείπεις τη αγάπη», έλεγε ο Μέγας Βασίλειος. Αυτό ισχύει και για την αγάπη και το σέβας προς την πατρίδα. Από την μια έχουμε τους μπουκωμένους από καταθέσεις «σωτήρες» του κυβερνητικού συνασπισμού και από την άλλη, τα αντιπολιτευτικά ναυάγια του εθνομηδενισμού και της κακολόγου εκκλησιομαχίας. Και στη μέση ο λαός να επαιτεί, να αυτοκτονεί και να αφήνει τα καλύτερα παιδιά του να λεηλατούνται από τα «ξένα»… 

Γράφει στα απομνημονεύματά του ο στρατηγός Μακρυγιάννης, σε στιγμή που ξεχείλιζε η καρδιά του από πόνο για την φτωχή μάνα μας, την Πατρίδα. «Σύρε, πες του, όποιος είναι αυτός οπού θα βάλη τα χρήματα, όχι αρχηγόν τον κάνω καμπούλι (=τον δέχομαι), διά την αγάπη της πατρίδος μου, αλλά όπου κατουράγει να μου δίνη να πίνω εγώ το κάτρο· το κάνω αυτό και του το δίνω ενγράφως». (σελ. 483, εκδ. «Ζαχαρόπουλος»). Διαβάζεις και δακρύζεις. Το «κάτρο» του λαού έπρεπε να πίνουν όλα αυτά τα καθάρματα, που πλούτισαν εις βάρος του… Μιας και σήμερα, όπως προείπα, βιώνουμε την νέα Τουρκοκρατία, για να σωθεί ο τόπος, για να απομείνει μαγιά, η λύση είναι να μιμηθούμε τους ηρωικούς ραγιάδες: Το πνευματικό αρματολίκι. Και αναφέρομαι στους συναδέλφους και αδελφούς εν Χριστώ, δασκάλους. 

Τι εννοώ;Έρχεται η λεγόμενη αξιολόγηση. Όλοι συμφωνούν ότι πρέπει και ο δάσκαλος, ο καθηγητής, να αξιολογείται, να κρίνεται, ώστε να αποπέμπονται από την τάξη οι ακατάλληλοι και ράθυμοι. Συμφωνώ. Παρεισέφρησε πολλή μετριότητα, άνθρωποι κυριολεκτικώς επικίνδυνοι για σχολική αίθουσα. (Επί ΠΑΣΟΚ, την δεκαετία του ’80, περίπου 20.000 δάσκαλοι μετεγγράφησαν από πανεπιστήμια της Γιουγκοσλαβίας, στις ημέτερες παιδαγωγικές ακαδημίες. Θυμάμαι στην Θεσσαλονίκη «περάσαμε» τριακόσιοι, και την ημέρα της ορκομωσίας ήμασταν πάνω από χίλιοι πεντακόσιοι. Ήταν η εποχή του Ανδρέα, όπου θυσιάζονταν τα πάντα και γίνονταν τα πάντα, αρκεί να εξασφαλιζόταν η παραμονή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία για μια ακόμη τετραετία. Βεβαίως, αρκετοί εξ αυτών των επήλυδων, στην πορεία εξελίχθηκαν σε λαμπρούς δασκάλους. Δεν παύει όμως να αποτελεί αδικία, δηλωτική της βορβορώδους ευτέλειας και της αίσθησης πως όλα επιτρέπονταν άνω ορίων και χαλινού, με λίγα λόγια το κράτος ΠΑΣΟΚ). 

Η αξιολόγηση, λοιπόν και κατ’ αρχήν, είναι σωστή. Θα «κοσκινιστεί», θα ξεχωρίσει η ήρα από το σιτάρι, με στόχο «την βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης», σύμφωνα με τις αφόρητες κοινοτοπίες του σχεδίου αξιολόγησης του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού, Αθλητισμού, Νέας Γενιάς, δία βίου Μάθησης, Αναρρήσεως των Αιχμαλώτων, ευφορίας των καρπών της Γης και λοιπά συνοδευτικά…. Αλλού όμως είναι το πρόβλημα. 

Πρώτον:Όλοι μας υποψιαζόμαστε, ότι η αξιολόγηση, στην νυν συγκυρία, είναι το κέλυφος, κάτω από το οποίο κρύβεται η απαίτηση της συμμορίας («τρόικας») για μαζικές απολύσεις εκπαιδευτικών. 

Δεύτερον:σε συνάφεια με το προηγούμενο. Λιγότεροι δάσκαλοι σημαίνει λιγότερα σχολεία, ο ανομολόγητος στόχος τους. Θα κλείσουν και άλλες εκπαιδευτικές μονάδες, ιδίως σε απομακρυσμένες και ακριτικές περιοχές, οι οποίες θα μεταβληθούν σε γηροκομεία, εύκολη λεία ανεξέλεγκτων συμμοριών. 

Τρίτον:Η αξιολόγηση αποτελείται από δύο σκέλη. Την διοικητική από τον διευθυντή, η οποία, λίγο έως πολύ, γίνεται. Και την εκπαιδευτική, από τον οικείο σχολικό σύμβουλο· με λίγα λόγια ο σχολικός σύμβουλος θα ελέγχει τι διδάσκεις στην τάξη. Είναι γνωστό, ότι οι σχολικοί σύμβουλοι -πλην ελαχίστων τιμητικών εξαιρέσεων- είναι «προοδευτικής» κοπής, φερέφωνα του υπουργείου, που «παίρνουν γραμμή και μπαίνουν στην γραμμή». Άρα κραδαίνοντας τον πέλεκυ της κακής βαθμολογίας, ίσως και απόλυσης, θα εξαναγκάζουν τους δασκάλους να αυτολογοκρίνονται, να συμμορφώνονται με τις οδηγίες της εξουσίας και να σιωπούν. Αυτό ακυρώνει το θεμέλιο, το υπόβαθρο της Παιδείας, την ελευθερία του λόγου και της σκέψης. 

Τέταρτον:Πολλοί εκπαιδευτικοί, τρομοκρατημένοι, θα αναπτύξουν γλοιώδη συμπεριφορά προς τους αξιολογητές, θα καταστούν ευάλωτοι και υποχωρητικοί στους μαθητές, τα φαινόμενα απειθαρχίας θα πολλαπλασιαστούν, αφού κανείς δεν θα θέλει να δημιουργηθεί «επεισόδιο» ή να συγκρουστεί με ανώριμους γονείς «διά τον φόβον των Ιουδαίων». 

Για παράδειγμα: Προσωπικώς (φέτος έχω στ’ Δημοτικού) δεν διδάσκω τα βιβλία γλώσσας-περιοδικά ποικίλης ύλης. Χρησιμοποιώ κείμενα από τους μεγάλους μάστορες του λόγου μας, Ευαγγελικές Περικοπές (για τα Θρησκευτικά), κείμενα των Πατέρων, Μακρυγιάννη, Κολοκοτρώνη (απομνημονεύματα, τον λόγο στην Πνύκα), δηλαδή τα παλιά δικά μας πλούτη, τα καλούδια, που μας περιμένουν στο πατρογονικό κελάρι. Προφανώς με την αξιολόγηση θα χαρακτηριστώ «ελλιπής» και ίσως απολυθώ. Το ίδιο ισχύει για πολλούς δασκάλους, που διδάσκουν «ψυχή και Χριστό». Βρισκόμαστε ενώπιον διωγμών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και το πρόσφορο, για τέτοια πράγματα, έδαφος. (Η Τρόικα αλυχτεί και πάλι απαιτώντας κεφάλια…). Τι κάνουμε; Πνευματικό αρματολίκι. (Η φράση ανήκει στον μακαριστό Δάσκαλό μας στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης Απόστολο Ιωαννίδη). Δεν φοβόμαστε γιατί «ου γαρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως». (προς Τιμ. Β’, 1,7). Όταν θα κλείνει πίσω μας η πόρτα της τάξης θα διδάσκουμε «τι είχαμε, τι χάσαμε και τι μας πρέπει». 

Να γνωρίσουν οι μαθητές την Πατρίδα τους, την αληθινή και όχι το άβουλο απολειφάδι που την κατάντησαν οι ελεεινοί. Στις τάξεις θα θεριεύουμε την αποσταμένη ελπίδα για την ανάσταση του Γένους, της αλυσόδετης Πατρίδας, ενώ το αιχμάλωτο κράτος, όπως οι αρματολοί με τους Τούρκους, θα νομίζει ότι είμαστε όργανά του. Έτσι διασώζεται η μαγιά, που θα φέρει το φεγγοβόλο αστέρι της αυγής, την λευτεριά μας. Και θέλει λίγο από την «τρέλλα» του Κολοκοτρώνη. «Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς. Εμείς, αν δεν ήμεθα τρελλοί, δεν εκάναμεν την Επανάστασιν». «Όλα τα είχα προβλέψει, τα είχα σκεφτεί, όλα εκτός από την τρέλλα των Ελλήνων», μονολογούσε ο Νικόλαος Ιβανώφ, ο αρχιστράτηγος των Βουλγάρων στην ένδοξη μάχη του Κιλκίς. Η «τρέλλα» των Κλεφταρματολών σώζει πατρίδες και όχι η ηττοπάθεια και η δειλία των «γνωστικών», που κυβερνούν γονατισμένοι.

 ΘΑΝΟΣ ΕΥΗ  koukfamily

http://koukfamily.blogspot.gr/2013/02/blog-post_4674.html





antibaro.gr/article/7360, Ἀντίβαρο

Tα Ελληνορθόδοξα φώτα θα νικήσουν το σκοτάδι

$
0
0

 Κωνσταντῖνος Χολέβας
Πολιτικός Επιστήμων

Ἡ πιό σκοτεινή ὥρα τῆς νύκτας εἶναι λίγο πρίν ἀπό τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. Ἔτσι καί τώρα. Ἐνῶ ἀκούω φωνές ἀπαισιοδοξίας γιά τήν οἰκονομική, κοινωνική καί πνευματική κρίση τοῦ τόπου μας, ἀρχίζω νά βλέπω τό φῶς πού γλυκοχαράζει. Ὄχι, δέν θά σᾶς μιλήσω γιά ἀριθμούς, ποσά καί δόσεις δανείων ἀπό τούς ἑταίρους μας. Ἄλλοι εἶναι εἰδικότεροι ἐμοῦ. Θέλω νά μοιρασθῶ μαζί σας τήν ἐλπίδα πού τρέφει κάθε Χριστιανός. Τήν ἐλπίδα πού ἔρχεται μετά ἀπό προσευχή, ἀπό μελέτη τῆς Ἱστορίας μας, ἀλλά καί ἀπό ἀνάγνωση τῶν ἐλπιδοφόρων μηνυμάτων πού φέρνει τό ξημέρωμα.
Ἔχω πλήρη ἐπίγνωση τῶν δυσχερειῶν τῆς κοινωνίας μας, τοῦ λαοῦ μας, τῶν συνανθρώπων μας. Ἀλλά πιστεύω αὐτό πού άκούω καί ἀπό σοφούς Γέροντες καί πνευματικούς. Ὅτι ἡ κρίση θά μᾶς φέρει πλησιέστερα πρός τίς πραγματικές ἀξίες.

Θά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε ὅτι εἴχαμε διαλέξει τόν λανθασμένο δρόμο τοῦ ὑλισμοῦ, εὐδαιμονισμοῦ καί καταναλωτισμοῦ. Ὅτι τώρα μπορουμε νά κάνουμε μία καλύτερη προσωπική καί ἐθνική ἐνδοσκόπηση. Νά ἀνακαλύψουμε τό χρυσάφι πού κρύβει ἡ γῆ μας, ἡ παράδοσή μας, ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ Γραμματεία μας. Νά ξαναβροῦμε τόν ἑαυτό μας πού εἴχαμε χάσει. Νά παύσουμε νά παρασυρόμαστε ἀπό ὀθνεῖες ἰδεολογίες, οἱ ὁποῖες ἀλλοτε μᾶς ἀνάγκαζαν νά λησμονοῦμε τήν ἐθνική μας ταυτότητα καί ἀλλοτε νά ἀδιαφοροῦμε γιά τήν κοινωνική δικαιοσύνη. Ξενόφερτα ἤθη καί βιβλία ἤθελαν νά μᾶς πείσουν ὅτι τό ἐθνικό καί τό κοινωνικό εἶναι ἀσυμβίβαστα. Ὅτι ὁ πατριωτισμός καί ὁ σεβασμός στή διαχρονική πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ συγκρούονται μέ τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον.

Κι ὅμως στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας αὐτές οἱ δύο ἀξίες ἐναρμονίζονται καί συνυπάρχουν. Ὁ Ἅγιος Αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας Ἰωάννης Βατάτζης ( 13ος αἰών) ὀνομάσθηκε Ἐλεήμων , διότι βοήθησε κάθε φτωχό καί πονεμένο ὑπήκοό του, ἀλλά ταυτοχρόνως ἀγωνίσθηκε μέ τή γραφίδα καί μέ τό ξίφος ὑπέρ τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας καί ὑπέρ τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητος τῶν Βυζαντινῶν. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός συνδύαζε τόν προφητικό λόγο γιά τό ποθούμενο καί τήν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδος μέ τό κήρυγμα κατά τῶν κοινωνικῶν ἀδικιῶν καί κατά τοῦ ρατσισμοῦ.
Καί νά πού ἔρχονται τά αἰσιόδοξα μηνύματα. Σταχυολογῶ ὁρισμένα ἐνδεικτικά:

Στή συζήτηση γιά τό περιεχόμενο καί τή χρησιμότητα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἔρχεται νά ταράξει τά ὕδατα ἡ καταλυτική παρέμβαση τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Σύσσωμη ἡ Ἀθωνική Πολιτεία διακηρύττει τήν πεποίθηση ὅτι τό μάθημα πρέπει να παραμείνει ριζωμένο στήν Χριστιανική Ὀρθοδοξία. Καί στό νομικό πεδίο ἔρχεται νά ἐνισχύσει τήν ἑλληνορθόδοξη παιδεία ἡ ἀπόφαση τῶν σοφῶν δικαστῶν τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων, οἱ ὁποῖοι ἀκυρώνουν κάθε ἄστοχη ἐνέργεια διαφόρων «Ἀνεξαρτήτων Ἀρχῶν» καί ὁρίζουν ὅτι μόνο οἱ ἀλλόθρησκοι καί ἑτερόδοξοι δικαιοῦνται νἀ ἀπαλλάσσονται ἀπό τό μάθημα.

Στόν τομέα τῆς Ἱστορίας ἔχουμε μία εὐχάριστη ἔκπληξη. Ἀπό ἐκδοτικό οἶκο πού δέν συνδέεται μέ τήν Ἐκκλησία ἤ κάποιο Χριστιανικό σωματεῖο ἐξεδόθη μόλις πρό δύο μηνῶν μία πλήρης καί τεκμηριωμένη μελέτη πού ἀποδεικνύει ὅτι βεβαίως ὑπῆρξε Κρυφό Σχολειό λόγῳ σκληρῶν διωγμῶν τῆς ἑλληνικῆς Παιδείας ἐπί Τουρκοκρατίας. Ὁ Γιῶργος Κεκαυμένος μέ τό βιβλίο του «Τό Κρυφό Σχολειό - Τό Χρονικό μιᾶς Ἱστορίας», ἀπό τίς Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις, δίνει ὁριστική ἀπάντηση σέ ἐκείνους , οἱ ὁποῖοι κατηγοροῦσαν τήν Ἐκκλησία ὡς κατασκευάστρια μύθων καί ἐξωράϊζαν τήν Ὀθωμανική καταπίεση.

Ἡ γλῶσσα μας ἀδικεῖται ἀπό τούς Ἕλληνες καί κυρίως ἀπό ὁρισμένα σχολικά βιβλία καί ἀπό τά Μ.Μ.Ε. Ὅμως ἄλλοι λαοί φαίνεται ὅτι κατανοοῦν καλύτερα τόν θησαυρό πού ἐμεῖς δέν ἀξιοποιοῦμε. Στή Βρετανία ἀνεκοινώθη ὅτι ἀπό τόν Σεπτέμβριο τά παιδιά τοῦ Δημοτικοῦ θά μποροῦν νά διδάσκονται τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά ὡς μάθημα ἐπιλογῆς. Ἐνῶ ἀπό τήν Αὐστραλία ἔρχεται ἡ εἴδηση ὅτι ἐκεῖ διδάσκουν τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά καί τό πολυτονικό σέ μικρά παιδιά ὡς τήν καλύτερη θεραπεία γιά τίς δυσλεξίες.

Ἀπό τίς ΗΠΑ ἔρχεται ἡ ὁμολογία ὅτι ἡ περιβόητη παγκοσμιοποίηση δέν εἶναι νομοτέλεια οὔτε λύνει ὅλα τά προβλήματα. Σέ ἐπίσημη κυβερνητική ἔκθεση, ἡ ὁποία συνετάγη ἀπό δεκάδες ἐπιστήμονες καί πολιτικούς-οἰκονομικούς ἀναλυτές μέ τόν τίτλο «Παγκόσμιες Τάσεις μέ προοπτική τό 2030», ἡ Ὑπερδύναμη ἀμφισβητεῖ τή δική της παγκοσμιοποίηση τῶν κεφαλαίων, τῶν Χρηματιστηρίων, τῶν ἠθῶν καί τῶν ἐθίμων. Ὡς Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι ἀποδεχόμαστε τήν Οἰκουμενική διάσταση τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας καί τοῦ Ἕλληνος λόγου. Ὅμως ἀμφισβητοῦμε τήν ὑλιστική παγκοσμιοποίηση, ἡ ὁποία γκρεμίζει τά σύνορα γιά νά μεταδώσει πιό γρήγορα τήν κρίση μιᾶς χώρας σέ πολλές ἄλλες καί γιά νά πολτοποιήσει τήν ἐθνική ταυτότητα καί ἰδιοπροσωπία τῶν λαῶν.

Ἐπί Ρωμαιοκρατίας οἱ Ἕλληνες ἐπιβιώσαμε διότι ἀντισταθήκαμε μέ τόν δικό μας ἰδιαίτερο τρόπο. Ἀφοῦ πολεμήσαμε στό πεδίο τῆς μάχης και ὑπετάγημεν ἀπό τή δύναμη τῶν ὅπλων κατορθώσαμε νά κατακτήσουμε τόν Λατῖνο κατακτητή μέ τή γλῶσσα μας, τόν πολιτισμό μας καί τά ἤθη καί ἔθιμά μας. Ἔτσι θά ἀντιδράσουμε καί στή σύγχρονη κρίση. Ἡ ἑλληνορθόδοξη ἀπάντηση θά εἶναι ξεχωριστή καί μοναδική. Θά ἀντισταθοῦμε στίς συνέπειες τῆς κρίσης ὄχι μόνο μέ οἰκονομικά μέτρα, ἀλλά μέ τήν πίστη μας στόν Θεό, μέ τήν αἰσιοδοξία πού διδάσκει ἡ Ἱστορία μας, μέ τήν ἐπιχειρηματικότητα πού ἁρμάτωνε ἔμπορικά καράβια ἐπί Τουρκοκρατίας καί τά μετέτρεπε ὅταν χρειαζόταν σέ πολεμικά, μέ τήν ἀλληλεγγύη πού μᾶς διδάσκουν τῶν Ἑλλήνων οἱ κοινότητες, μέ τήν ἀγάπη μας γιά τά γράμματα καί τήν παιδεία, μέ τό φιλότιμο τῶν Ἐθνικῶν Εὐεργετῶν πού προετοίμασαν τό 1821 καί τό 1912-13.
Τό βλέπω τό φῶς πού γλυκοχαράζει. Τώρα πού φτάσαμε σέ πέσιμο πρωτάκουστο θυμόμαστε τόν Κωστῆ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος προφητεύει στήν Ἑλλάδα μας – καί στήν Κύπρο καί στήν Ὁμογένεια- ὅτι θά ξαναδεῖ νά «φυτρώνουν, ὦ χαρά, τά φτερά, τά φτερά τά πρωτεινά σου, τά μεγάλα». Θέλει δουλειά καί προπάντων Πίστη καί αὐτοπεποίθηση. Ἀλλά θά βγοῦμε ἀπό τό σκοτάδι τῆς κρίσης. Γιατί τό πιστεύουμε. Καί διότι τά ὅπλα μας εἶναι πρωτίστως πνευματικά, πολιτιστικά, ἠθικά. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἄς ἀναβαπτίσουμε τή νεολαία μας στήν Ἑλληνορθόδοξη Παιδεία καί τό φῶς δέν θά ἀργήσει!

Υπενθύμιση παλαιότερης ανάρτησης  της ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

που αναδημοσιεύσαμε απο το Ιστολόγιο

ΘΑΝΟΣ ΕΥΗ koukfamily

 Tα Ελληνορθόδοξα φώτα θα νικήσουν το σκοτάδι

ΠΗΓΗ


Nicolas Berdiaeff: Για τι πράγμα ξεσηκώνονται οι επικριτές του Χριστιανισμού;

$
0
0

Στη διάρκεια της ιστορίας της η χριστιανική ανθρωπότητα πρόδωσε τριπλά το Χριστιανισμό. Στην αρχή τον παραμόρφωσε, στη συνέχεια τον εγκατέλειψε ολότελα και στο τέλος, και ακριβώς αυτό ήταν το πιο μεγάλο της λάθος, άρχισε να τον καταριέται για το κακό που είχε η ίδια δημιουργήσει. Όταν κρίνουν το Χριστιανισμό, κρίνουν τα αμαρτήματα και τα ελαττώματα της χριστιανικής ανθρωπότητας, κρίνουν τη μη εφαρμογή και την παραμόρφωση της αλήθειας του Χριστού από τον άνθρωπο. Γι’ αυτές ακριβώς τις παραμορφώσεις, τα αμαρτήματα και τις ανθρώπινες κακίες αποσπάστηκε απ’ το Χριστιανισμό ο κόσμος.


Στη μια ιδανική αρχή πρέπει να αντιπαραθέσουμε μιαν άλλη. Στο ένα πραγματικό γεγονός πρέπει να αντιπαρατάξουμε ένα άλλο. Θα μπορούσε κανείς να υπερασπιστεί τον τελικό σκοπό του κομμουνισμού, δείχνοντας πως παραμορφώθηκε και δεν εφαρμόστηκε ποτέ, όπως έγινε και με το Χριστιανισμό. Για να φτάσουν στους σκοπούς τους οι κομμουνιστές χύνουν πολύ αίμα και διαστρέφουν την αλήθεια. Το ίδιο κάνουν κι οι Χριστιανοί, αλλά ξεκινώντας απ’ το γεγονός αυτό μια σύγκριση ανάμεσα στον κομμουνισμό και το Χριστιανισμό θα ήταν μια φανερή πλάνη.

Στο Ευαγγέλιο, στις εντολές του Χριστού, στη διδασκαλία της Εκκλησίας, στο παράδειγμα των αγίων, στις αυθεντικές εκδηλώσεις του Χριστιανισμού θα βρείτε το χαρμόσυνο. Η θεία αλήθεια του Χριστιανισμού, που δέχτηκαν οι άνθρωποι, παραμορφώνεται μέσα στην αμαρτωλή τους φύση, στην περιορισμένη τους συνείδηση. Η αποκάλυψη και η χριστιανική ζωή, όπως κάθε αποκάλυψη και κάθε θρησκευτική ζωή, προϋποθέτουν όχι μόνο την ύπαρξη του Θεού, αλλά επίσης και την ύπαρξη του ανθρώπου. Κι αυτός παρότι φωτίζεται από το φως της χάρης του Θεού, σχετικοποιεί στα πνευματικά του μάτια το θείο αυτό φως και στη συνέχεια επιβάλλει στην αποκάλυψη τα όρια της φύσης και της συνείδησής του.μήνυμα του ερχομού της Βασιλείας του Θεού, μια κλήση στην αγάπη του πλησίον, την πραότητα, τη θυσία και την καθαρότητα της καρδίας. Όμως δε θα βρείτε προτροπές για βία, εχθρότητα, εκδίκηση, μίσος ή απληστία. Συνεπώς, γιατί πράγμα ξεσηκώνονται οι επικριτές του Χριστιανισμού;

Αντίθετα, στη θεωρία και την ιδεολογία του Μarx, που γέννησε τον κομμουνισμό, θα βρείτε μόνο προτροπές για βία, μνησίκακη εχθρότητα της μιας τάξης απέναντι σε μια άλλη, εκδίκηση, αγώνα προσωπικών συμφερόντων, και τίποτε που να απευθύνεται στην αγάπη, τη θυσία, την πραότητα και την πνευματική καθαρότητα. Στην ιστορία συχνά αμάρτησαν οι Χριστιανοί και ίσως κάτω από το «βλέμμα» του Χριστού, όμως δεν πραγματοποίησαν ποτέ τις εντολές Του με τον παραπάνω απαράδεκτο τρόπο. Οι εχθροί του Χριστιανισμού χαίρονται να διαδίδουν πως οι Χριστιανοί συχνά καταφεύγουν στη βία για να υπερασπιστούν και να διαδώσουν την πίστη τους. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά δείχνει πως οι Χριστιανοί ήταν τότε τυφλοί από το πάθος, πως δεν είχε ακόμα φωτιστεί η φύση τους και πως η κατάσταση της αμαρτίας έφτασε να παραμορφώσει και τον πιο δίκαιο και ιερό σκοπό. Όταν ο Πέτρος θέλησε να υπερασπιστεί το Χριστό, έβγαλε το ξίφος του, χτύπησε το δούλο του μεγάλου αρχιερέα και του έκοψε το αυτί. Τότε ο Χριστός του είπε, «απόστρεψον την μάχαιράν σου εις τον τόπον αυτής· πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα απολούνται» (Μθ. 26, 52).

Από τη Βίβλο ξέρουμε ότι ο Θεός αποκαλύφτηκε στους Εβραίους. Αλλ’ ο θυμός, ο φθόνος, η εκδίκηση που εκδηλώνει ο Θεός – Γιαχβέ, δεν είναι οι φυσικές ιδιότητες του Θεού, είναι μια παραμορφωμένη εικόνα Του στη συνείδηση του ισραηλιτικού λαού, με τον οποίο ήταν σύμφυτες αυτές οι ποιότητες.

Από τους ανθρώπους εκφυλίστηκαν και η ιδέα του Θεού, που παρουσιάστηκε συχνά σαν ανατολίτης άρχοντας κι απόλυτος μονάρχης, και το δόγμα της Απολύτρωσης, που ερμηνεύτηκε σαν τη διακοπή μιας δικαστικής διαδικασίας που κινήθηκε από τον εξαγριωμένο θεό ενάντια στον άνθρωπο, παραβάτη της θέλησής του. Κι αυτή η διεστραμμένη αντίληψη, που περιορίστηκε ανθρώπινα από τα χριστιανικά δόγματα, έκανε τους ανθρώπους να αποκοπούν απ’ το Χριστιανισμό.

Εκφυλίστηκε κι αυτή η ιδέα της Εκκλησίας. Κατανοήθηκε εξωτερικά, ταυτίστηκε με την ιεραρχία, με τα λειτουργικά τυπικά, με τα αμαρτήματα των «ενοριτών». Πριν απ’ όλα θεωρήθηκε θεσμός. Η βαθύτερη κι η πιο εσωτερική έννοια της Εκκλησίας, που την αντιλαμβάνεται σαν πνευματικό οργανισμό, σαν μυστικό σώμα του Χριστού (σύμφωνα με τον ορισμό του Αποστόλου Παύλου), μετατοπίστηκε σε δεύτερο πλάνο και έγινε αποδεκτή μόνο από μια μειονότητα. Η λειτουργία, τα μυστήρια εκτιμήθηκαν σαν εξωτερικά τυπικά και το βαθύτερο και μυστικό τους νόημα ξέφυγε από τους ψευδοχριστιανούς. Και εγκατέλειψαν την Εκκλησία αυτοί που σκανδαλίστηκαν από τα παραπτώματα του κλήρου, από τις πλάνες των εκκλησιαστικών θεσμών, τις πολύ ανάλογες με τις πλάνες των πολιτικών θεσμών, από την υπερβολικά εξωτερική πίστη των ενοριτών και την υποκρισία μιας φανερής και διαφημιζόμενης ευσέβειας.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πως στην Εκκλησία υπάρχει ένα θείο κι ένα ανθρώπινο στοιχείο, πως η ζωή της είναι ζωή «θεανδρική», μια πράξη κοινή ανάμεσα στη θεότητα και την ανθρωπότητα. Η θεία ίδρυση της Εκκλησίας είναι αιώνια και αλάνθαστη, αγία και καθαρή και «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Μθ. 16, 18). Το θείο στοιχείο στην Εκκλησία είναι ο Χριστός, ο αρχηγός της, η ηθική διδασκαλία του Ευαγγελίου, οι βασικές αρχές της πίστης μας, τα δόγματα, τα μυστήρια, η ενέργεια της χάρης του Αγίου Πνεύματος. Η ανθρώπινη πλευρά της Εκκλησίας είναι επισφαλής και ευμετάβλητη. Μπορεί να προκαλεί παραμορφώσεις, αρρώστιες, πτώσεις, μεταβολές, όπως επίσης και να ανακαλύπτει μια δημιουργική κίνηση, μια ανάπτυξη, μια πνευματική άνθιση, μια αναγέννηση.

Τα αμαρτήματα της ανθρωπότητας και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας δεν είναι αμαρτήματα της Εκκλησίας με τη θεία της ουσία, γι’ αυτό διόλου δε μειώνουν την αγιότητά της. Ο Χριστιανισμός ορθώνεται μπροστά στην ανθρώπινη φύση, της ζητά να φωτιστεί και να μεταμορφωθεί, αλλ’ αυτή αντιστέκεται και επιχειρεί να παραμορφώσει τον ίδιο. Ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο διεξάγεται μια διαρκής πάλη, στις φάσεις της οποίας άλλοτε το θείο καταυγάζει το ανθρώπινο, κι άλλοτε το ανθρώπινο διαστρέφει το θείο.

Ο Υιός του Θεού γίνεται άνθρωπος, αναδέχεται την ανθρώπινη σάρκα κι έτσι καθαγιάζει την ανθρώπινη φύση. Ο Χριστιανισμός υψώνει τον άνθρωπο και τον τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Του φανερώνει τον πιο πολύτιμο σκοπό της ζωής, του θυμίζει την υψηλή καταγωγή και την ακόμα πιο υψηλή αποστολή του. Αντίθετα όμως από τις άλλες θρησκείες, δεν κολακεύει την ανθρώπινη φύση στην αμαρτωλή και εκπεσμένη της κατάσταση και καλεί τον άνθρωπο να την ξεπεράσει ηρωικά.

Ο Χριστός μας διδάσκει να αγαπάμε το Θεό, να αγαπάμε και τον άνθρωπο, τον πλησίον μας. Είναι αδιάσπαστα ενωμένες η αγάπη στο Θεό και η αγάπη στον άνθρωπο. Με δύναμη από το Θεό Πατέρα αγαπάμε τους αδελφούς μας, και με την αγάπη των αδελφών αποκαλύπτεται η αγάπη μας στο Θεό. «Εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εν ημίν έστιν» (Α’ Ιω. 4, 12). Ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και ο Υιός του ανθρώπου. Μας αποκάλυψε την τέλεια ένωση του Θεού και του ανθρώπου, την ανθρωπότητα του Θεού και τη θεότητα του ανθρώπου.

Ο φυσικός όμως άνθρωπος δύσκολα αφομοιώνει αυτήν την πληρότητα της αγάπης «θείου και ανθρώπινου».

Άλλοτε στρέφεται στο Θεό και αποστρέφεται τον άνθρωπο, προετοιμάζεται να αγαπήσει το Θεό, αλλά νιώθει αδιαφορία και σκληρότητα για τον άνθρωπο. Αυτό γινόταν στο Μεσαίωνα.

Άλλοτε πάλι στρέφεται στον άνθρωπο, έτοιμος να τον αγαπήσει και να τον υπηρετήσει, αλλά απομακρύνεται από το Θεό, και πολεμά κι αυτόν και την ιδέα Του, λες κι είναι ολέθρια κι αντίθετη στο καλό της ανθρωπότητας. Αυτό ήδη γίνεται στους νέους χρόνους, στον ουμανισμό, στον ανθρωπιστικό σοσιαλισμό.

Τέλος, αφού καταπάτησε τη θεανδρική αλήθεια κι απομάκρυνε την αγάπη στον άνθρωπο απ’ την αγάπη στο Θεό, άρχισε να χτυπά το Χριστιανισμό και να τον κατηγορεί για τις δικές του παρανομίες.

(Nicolas Berdiaeff, Χριστιανισμός και Κοινωνική πραγματικότητα, σ.230-234 Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη)


Η επικίνδυνη αυτάρκεια (καθ.Ιωάννη Καραβιδόπουλου)

$
0
0
Η επικίνδυνη αυτάρκεια

του Ιωάννη Καραβιδόπουλου, Ομότ. Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. 


Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή:«Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος κι ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά κι έκανε την εξής προσευχή σχετικά με τον εαυτό του: “Θεέ μου, σ' ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ' όλα τα εισοδήματά μου”. Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό”. Σας βεβαιώνω πως αυτός έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο άλλος όχι· γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί» (Λουκ. 18, 10-14).

Δυο χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων μας παρουσιάζει η σημερινή ευαγγελική περικοπή:Ένα Φαρισαίο και έναν τελώνη που προσεύχονται στο Ναό. Αποτελούν τους δυο αντίθετους πόλους της κοινωνίας της εποχής εκείνης. Ο ένας είναι ο ευσεβής και δίκαιος στα μάτια των ανθρώπων, ο γνώστης του Νόμου, ο ανήκων στην ομάδα των Φαρισαίων που ήταν η άρχουσα θρησκευτική τάξη. Ο άλλος είναι ο εκπρόσωπος της τάξεως των αμαρτωλών των ανθρώπων που το επάγγελμά τους ήταν συνυφασμένο με την αρπαγή, τη βιαιότητα, την απομύζηση των υπαρχόντων του λαού. Τελώνης στη συνείδηση όλης της κοινωνίας της εποχής είναι ο έσχατος των αμαρτωλών.

Τί λέγουν λοιπόν οι δυο αυτοί άνθρωποι στην προσευχή τους;Ας δούμε κατ’ αρχήν την προσευχή του Φαρισαίου προσπαθώντας να διερευνήσουμε εάν ο τύπος αυτού του θρησκευόμενου ανθρώπου είναι γνωστός και σε μας σήμερα: «Θεέ μου, σ' ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ' όλα τα εισοδήματά μου». Η προσευχή αυτή είναι έπαινος του εαυτού του και των αρετών του. Απαριθμεί ο Φαρισαίος τα έργα του και αισθάνεται ασύγκριτη υπεροχή έναντι των λοιπών ανθρώπων, τους οποίους γενικά χαρακτηρίζει ως αμαρτωλούς. Ευχαριστεί τον Θεό ή μάλλον συγχαίρει τον εαυτό του, γιατί υπερέχει απ’ όλους τους άλλους. Δεν αισθάνεται να του λείπει τίποτε! Είναι αυτάρκης και δεν φαίνεται να εξαρτάται καθόλου από τον Θεό, αφού έχει τόσα δικά του έργα στα οποία μπορεί να στηριχθεί και για τα οποία μπορεί να καυχηθεί. Σαν κέντρο του κόσμου βλέπει όχι τον Θεό αλλά τον εαυτό του με τις πανθομολογούμενες αρετές του. Τον Θεό τον χρειάζεται μόνο για να επιβεβαιώσει και να αναγνωρίσει τις αρετές του. Δεν είναι δυνατό να έχει ο Θεός διαφορετική γνώμη για τον φτασμένο αυτόν ενάρετο άνθρωπο! Αισθάνεται τόσο κοντά στον Θεό, σαν να έχει συνάψει συμφωνία μαζί του για να κρίνουν και να κατακρίνουν από κοινού όλους τους αμαρτωλούς!

Συμφωνεί άραγε και ο Θεός με τη βεβαιότητα αυτή των δικαίων;Την απάντηση μας την δίνει το τέλος της παραβολής. Ας δούμε όμως και την προσευχή του τελώνη Αυτός συντριμμένος από τις αμαρτίες του και βλέποντας ότι κάθε δική του πράξη και εκδήλωση συνδέεται με την αμαρτία, ζητεί ταπεινωμένος και κτυπώντας το στήθος του το έλεος του Θεού: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Δεν κρίνει κανένα, κατακρίνει μόνο τον εαυτό του, τον οποίο βλέπει τελείως χαμένο χωρίς το έλεος του Θεού.

«Δικαιώθηκε», βρήκε δηλ. χάρη, και «έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό», μας λέγει το τέλος της παραβολής, ο ταπεινός τελώνης και όχι ο υψηλόφρων Φαρισαίος. Διότι «όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί». Αυτό το τέλος της διηγήσεως θα πρέπει να ξάφνιασε αρκετά τους ακροατές του Ιησού, γιατί όλοι πίστευαν στη θρησκευτική υπεροχή των Φαρισαίων έναντι των αμαρτωλών τελωνών. Ο Ιησούς όμως θέλει να ανατρέψει την επικρατούσα γνώμη που βλέπει τελείως εξωτερικά τις ανθρώπινες εκδηλώσεις και να δείξει ότι τα βάθη της καρδιάς, που βλέπει μόνο ο Θεός, δεν συμφωνούν πάντα με τη φαινομενική ζωή.

Βέβαια πρέπει να λεχθεί προς αποφυγή παρεξηγήσεως, ότι ο Ιησούς δεν κατηγορεί τον Φαρισαίο γιατί είναι ενάρετος άνθρωπος και εκτελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα αλλά τον κατηγορεί γιατί σ’ αυτά στηρίζει τη ζωή του και όχι στον Θεό, γιατί αισθάνεται αυτάρκεια και δεν υποπτεύεται καθόλου ότι βάση όλων των αρετών είναι η ταπείνωση. Επίσης, ο Ιησούς δεν επαινεί τον τελώνη για την αμαρτωλότητά του, αλλά γιατί έχει συνείδηση αυτής και τοποθετεί σωστά τον εαυτό του μπροστά στην κρίση του Θεού, ζητώντας το έλεος του.γιατί από τον Θεό περιμένει τη σωτηρία του, μη έχοντας τίποτε δικό του στο οποίο να στηριχτεί.

Η παραβολή απευθύνεται, όπως λέγεται λίγο πριν απ’ αυτήν στο Ευαγγέλιο του Λουκά, προς αυτούς «που ήταν σίγουροι για την ευσέβειά τους και περιφρονούσαν τους άλλους», προς ανθρώπους δηλ. τους οποίους συναντά κανείς σε όλες τις εποχές, Ανθρώπους, οι οποίοι θεωρώντας τον εαυτό τους θρησκευτικώς αυτάρκη και φτασμένο στην αρετή, κατακρίνουν τους άλλους, τους θεωρούν ανεπανόρθωτα πεσμένους στην αμαρτία και ενασμενίζονται στο να περιγράφουν τις τιμωρίες που όρισε ο Θεός γι’ αυτούς, ξεχνώντας ότι και αυτοί βρίσκονται κάτω από την αδέκαστη κρίση του Θεού. Κι επειδή μια τέτοια συμπεριφορά εμπεριέχει υποκρισία, στα Νέα Ελληνικά το φαρισαίος απέβη συνώνυμο του υποκριτής.

Η Εκκλησία τοποθετώντας την περικοπή αυτή ως ανάγνωσμα στην αρχή του Τριωδίου θέλει να προφυλάξει τους πιστούς από τον «υψηλόφρονα λογισμό» του Φαρισαίου που είναι δυνατό να φωλιάζει επίσης και σε κάθε ευσεβή χριστιανό και να προβάλει το υπόδειγμα του τελώνη που μετανιωμένος για τη ζωή του προσεύχεται με συντριβή. Ό ακόλουθος ύμνος της Εκκλησίας συνοψίζει άριστα το μήνυμα της παραβολής:

«Φαρισαίου φύγωμεν υψηγορίαν

και τελώνου μάθωμεν το ταπεινόν εν στεναγμοίς,

προς τον Σωτήρα κρανγάζοντες:

ίλαθι, μόνε ημίν ευδιάλλακτε».

amen.gr

Viewing all 1937 articles
Browse latest View live


Latest Images

<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>