Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης
Άψαλτος
Βαθείαν θυελλώδη νύκτα, προς όρθρον βαθύν, ο όµβρος εκόπασεν αίφνης, και δαιµονιώδης τυφών, κραταιός άνεµος εφύσησε, κ' έπαυσεν ο κατακλυσµός του νερού, αφού επί τρεις ώρας είχε κάµη να πλεύση όλον το χωρίον εις την κοιλάδα την παράλιον. Ο µέγας χείµαρρος εις το µέσον τής ωραίας λεκάνης, εξεχείλισε, παρέσυρε δύο γέφυρας, επληµµύρησεν εις όλα τα χαµόγεια και τα σπιτάκια τών πτωχών, κ' έκαµε να κολυµβούν γυναίκες και παιδία, και κτήνη εις τον καταρράκτην τον βαθύν. Το νερόν υψώθη έως τα πατώµατα των πτωχικών οικιών, οι περισσότεροι τών κατοίκων επρόφθασαν να φύγουν εις τα υψηλά και τα µετέωρα. Ό,τι ηδύνατο να διακρίνη τις εις το στίλβον εκείνο σκότος, ήτο µόνον εν χάος πλωτόν. ∆εν εφαίνετο πλέον άστρον ούτε πούλια, ούτε πετεινός ελάλει, ούτε ωρολόγι εσήµαινεν. Εφαντάζετο τις ότι η νύκτα εκείνη του φθίνοντος Νοεµβρίου δεν έµελλε ποτέ να τελειώση. Αίφνης, περί τα µεσάνυχτα, ηκούσθη µεγάλη, εξωτική κραυγή: – Πι πι πι! πι πι! πι! πι!
Η φωνή εκείνη ήτο ανεξήγητος. Καµµία πτωχή γραία δεν θα ήτο ικανή να φωνάξη, τέτοιαν ώραν, τις πάπιες της, αίτινες, άλλως, θα είχον ευρεί την χαράν των, και, καθώς εβεβαίωνεν εις χωρικός, όστις έλεγεν ότι ηξεύρει απ' αυτά, βεβαίως
«εκοιµώντο πλέουσαι εις το νερόν». Η φωνή, εκτάκτως οξεία, ήτο ίση µε τον ήχον δέκα συρίγγων, και δεν ηδύνατο να είνε ανθρωπίνη. Κατά την λογικωτέραν φανείσαν τότε εξήγησιν, αυτός ο άρχων του σκότους είχε τολµήσει να προβάλη το άσχηµον ρύγχος του από καµµίαν θυρίδα τού ζοφερού αγνώστου, µέσα εις το υγρόν εκείνο έρεβος, και µη δυνάµενος να κρύψη την µαύρην χαιρεκακίαν του, διότι έβλεπε τους ανθρώπους να πλέουν, ως να είχον µεταµορφωθεί εις το γένος τών νήσσων, έρρηξε την κραυγήν εκείνην του πικρού σαρκασµού προς την ταλαίπωρον ανθρωπότητα.