Φώτης Κόντογλου - Καρδία συντετριμμένη
Ἀληθινὴ χαρά, ἡ πονεμένη
...Χρυσὰ χέρια καὶ πολλὰ χαρίσματα μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος. Δὲν τὰ μεταχειρίσθηκα γιὰ νὰ ἀποχτήσω ὑλικὰ ἀγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενὸς εἴδους καλοπέραση. Τὰ μεταχειρίσθηκα πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας του. Ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό μου παράβλεψα, μὰ καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναῖκα μου, τὰ παιδιά μου καὶ τὰ ἐγγόνια μου τὰ ἀδίκησα, κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Κανένας ἄνθρωπος δὲν στάθηκε τόσο ἀνίκανος νὰ βοηθήσει τοὺς συγγενεῖς του, ὅσο ἐγώ. Μ᾿ ὅλο ποὺ εἶχα ἕνα ὄνομα καὶ πολλοὺς θαυμαστές, ποτὲ δὲν τὰ μεταχειρίσθηκα γιὰ ὠφέλειά μου, τόσο, ὥστε ν᾿ ἀποροῦν οἱ γνωστοί μου κι οἱ ξένοι. Ἤμουνα προσηλωμένος στὸ ἔργο ποὺ ἔβαλα γιὰ σκοπό μου, καὶ στὸν σκληρὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Γιὰ τοῦτο τυραννιστήκαμε καὶ τυραννιόμαστε στὴ ζωή μας. Φτωχὸς ἐγώ, φτωχὰ καὶ τὰ παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή. Μά, μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ, ὅλα γαληνεύουν. Ὅλα τὰ θλιβερὰ τὰ περνοῦμε μὲ εὐχαριστία. Ξέρω πὼς ὅσα βάσανα μᾶς ἔρχονται, μᾶς ἔρχονται γιατὶ δὲν πέσαμε νὰ προσκυνήσουμε τὸν διάβολο, νὰ καλοπεράσουμε, παρὰ ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς δείχνει «τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδόν», καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο τὸν ἀκολουθοῦμε πρόθυμα....
Ἐχτές, παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἤμουνα ξαπλωμένος στὸ κουβούκλι μας περασμένα τὰ μεσάνυχτα, καὶ συλλογιζόμουνα. Εἶχα δουλέψει νυχτέρι γιὰ νὰ τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλοῦσα, καὶ δίπλα μου καθότανε ἡ γυναίκα μου κ᾿ ἔπλεκε. Ὅποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σὲ μεγάλη κατάνυξη, καὶ ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπὸν ἐκεῖ ποὺ ζωγράφιζα τὴν Παναγία, κ᾿ ἡ Μαρία ἔψελνε καὶ κείνη μαζί μου μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς εἶναι δοξασμένο τ᾿ ὄνομά του γιὰ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς οἰκονομίας του. Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ ὅσα μοῦ ἔδωσε, καὶ πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα γιὰ τὴν ἁπλὴ τὴ Μαρία, ποὺ μοῦ τὴ δώρησε συντροφιὰ στὴ ζωή μου, ψυχὴ θρησκευτική, ἕνα δροσερὸ ποταμάκι ποὺ γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ᾿ ἕνα παλιὸν καστρότοιχο. Τὸ κρουσταλένιο νερό του δὲν θολώνει μὲ τὰ χρόνια, ἀλλὰ γίνεται κι᾿ ὁλοένα πιὸ καθαρὸ καὶ πιὸ γλυκόλαλο: «Καλότυχος ὁ ἄνδρας πού ῾χει καλὴ γυναίκα. Ἡ καλὴ γυναίκα εὐφραίνει τὸν ἄνδρα της, καὶ θὰ ζήσει εἰρηνεμένα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του. Καλὴ γυναίκα, κορῶνα στὸ κεφάλι τοῦ ἀνδρός της. Ἡ ἐμορφιὰ τῆς καλῆς γυναίκας φεγγοβολᾶ μέσα στὸ σπίτι σὰν τὸν ἥλιο ποὺ βγαίνει καὶ λάμπει ὁ κόσμος». Τέτοια γυναῖκα μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα ὁ Κύριος.
Διαβάστε περισσότερα »
Ἀληθινὴ χαρά, ἡ πονεμένη
...Χρυσὰ χέρια καὶ πολλὰ χαρίσματα μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος. Δὲν τὰ μεταχειρίσθηκα γιὰ νὰ ἀποχτήσω ὑλικὰ ἀγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενὸς εἴδους καλοπέραση. Τὰ μεταχειρίσθηκα πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας του. Ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό μου παράβλεψα, μὰ καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναῖκα μου, τὰ παιδιά μου καὶ τὰ ἐγγόνια μου τὰ ἀδίκησα, κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Κανένας ἄνθρωπος δὲν στάθηκε τόσο ἀνίκανος νὰ βοηθήσει τοὺς συγγενεῖς του, ὅσο ἐγώ. Μ᾿ ὅλο ποὺ εἶχα ἕνα ὄνομα καὶ πολλοὺς θαυμαστές, ποτὲ δὲν τὰ μεταχειρίσθηκα γιὰ ὠφέλειά μου, τόσο, ὥστε ν᾿ ἀποροῦν οἱ γνωστοί μου κι οἱ ξένοι. Ἤμουνα προσηλωμένος στὸ ἔργο ποὺ ἔβαλα γιὰ σκοπό μου, καὶ στὸν σκληρὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Γιὰ τοῦτο τυραννιστήκαμε καὶ τυραννιόμαστε στὴ ζωή μας. Φτωχὸς ἐγώ, φτωχὰ καὶ τὰ παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή. Μά, μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ, ὅλα γαληνεύουν. Ὅλα τὰ θλιβερὰ τὰ περνοῦμε μὲ εὐχαριστία. Ξέρω πὼς ὅσα βάσανα μᾶς ἔρχονται, μᾶς ἔρχονται γιατὶ δὲν πέσαμε νὰ προσκυνήσουμε τὸν διάβολο, νὰ καλοπεράσουμε, παρὰ ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς δείχνει «τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδόν», καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο τὸν ἀκολουθοῦμε πρόθυμα....
Ἐχτές, παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἤμουνα ξαπλωμένος στὸ κουβούκλι μας περασμένα τὰ μεσάνυχτα, καὶ συλλογιζόμουνα. Εἶχα δουλέψει νυχτέρι γιὰ νὰ τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλοῦσα, καὶ δίπλα μου καθότανε ἡ γυναίκα μου κ᾿ ἔπλεκε. Ὅποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σὲ μεγάλη κατάνυξη, καὶ ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπὸν ἐκεῖ ποὺ ζωγράφιζα τὴν Παναγία, κ᾿ ἡ Μαρία ἔψελνε καὶ κείνη μαζί μου μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς εἶναι δοξασμένο τ᾿ ὄνομά του γιὰ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς οἰκονομίας του. Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ ὅσα μοῦ ἔδωσε, καὶ πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα γιὰ τὴν ἁπλὴ τὴ Μαρία, ποὺ μοῦ τὴ δώρησε συντροφιὰ στὴ ζωή μου, ψυχὴ θρησκευτική, ἕνα δροσερὸ ποταμάκι ποὺ γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ᾿ ἕνα παλιὸν καστρότοιχο. Τὸ κρουσταλένιο νερό του δὲν θολώνει μὲ τὰ χρόνια, ἀλλὰ γίνεται κι᾿ ὁλοένα πιὸ καθαρὸ καὶ πιὸ γλυκόλαλο: «Καλότυχος ὁ ἄνδρας πού ῾χει καλὴ γυναίκα. Ἡ καλὴ γυναίκα εὐφραίνει τὸν ἄνδρα της, καὶ θὰ ζήσει εἰρηνεμένα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του. Καλὴ γυναίκα, κορῶνα στὸ κεφάλι τοῦ ἀνδρός της. Ἡ ἐμορφιὰ τῆς καλῆς γυναίκας φεγγοβολᾶ μέσα στὸ σπίτι σὰν τὸν ἥλιο ποὺ βγαίνει καὶ λάμπει ὁ κόσμος». Τέτοια γυναῖκα μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα ὁ Κύριος.
