’Εδώ, μάς άναγκάζουν οί βλασφήμιες τών άρχηγών τών προτεσταντών οί όποιοι δέν βλέπουν ότι μέ τόν ύλισμό, τόν πλοϋτο καί τήν εύμάρεια όπου συμβιβάστηκαν, κατάντησαν χίλια σκόρπια κομμάτια, νά κάνουμε παρένθεση. Τολμοϋν καί έξακολουθοϋν νά τολμούν νά άμφισβητοΰν τό «άειπάρθενον» τής Κυρίας Θεοτόκου. Μάς άναγκάζουν λοιπόν νά θυμηθοϋμε έναν ευσεβή γέροντα τών ήμερών μας, τόν αείμνηστο όσιο ’Αρχιμανδρίτη Ίωήλ Γιαννακόπουλο. Τόν σεμνό καί λίγο άνάπηρο στήν γλώσσα κληρικό, όπου σάν εργατική μέλισσα, πρόσφερε όσο λίγοι στά χριστιανικά μας γράμματα. Άποτραβηγμένος στό κελλάκι του τής Καλαμάτας. Γιά νά μάς κληροδοτήσει έξαιρετικές έργα-σίες άπάνω στήν Βίβλο. Δέν έβαλε μήτε στιγμή στήν καρδιά του τόν σατανικό σπόρο νά τόν χρυσοστολίσουν ’Επίσκοπο. Καί κοιμήθηκε «πέραν τοϋ κόσμου» διαλεκτός Κυρίου «έν όσιότητι». Ό γέροντας μόλις πληροφορήθηκε ότι κάποιος προτεστάντης Μεταλληνός μέ τήν παρέα του προπαγανδίζουν καί στήν πατρίδα μας τίς γνωστές βλαστήμιες, τόν προκάλεσε μέ όσους ήθελε οπαδούς τής άκολουθίας του, σέ δημόσιο διάλογο. Κάπου στά χώματα τής Μεσσηνίας. Καί μέ τρανά, άδια-φιλονίκητα έπιχειρήματα τού άπέδειξε: Πρώτον: Ότι άν ένας οποιοσδήποτε στήν σειρά τών αιώνων πιστός χριστιανός της μαρτυρικής ’Ορθοδοξίας νά καταφέρνει καί έγκρατεύεται άπέχοντας σαρκικών έπαφών, πόσο μάλλον ό δίκαιος ’Ιωσήφ. Ό διαλεγμένος άπό τήν Θεία Πρόνοια πρό καταβολής κόσμου σάν προστάτης τής μόνης άγνής, τής μόνης ευλογημένης... Δεύτερον: Καί άν άκόμη ύποθέσουμε ότι σέ γεροντική ήλικία μέ όκτώ περίπου μεγάλα παιδιά, ή προσωπικότητα τού «Μνήστο-ρος τού δικαίου» άντιμετώπιζε σαρκικές ένοχλήσεις -φυσιολογικές τάχα κι άπονήρευτες γιά τούς προτεστάν-τες - μόνον τά θεία οράματα, οί θεϊκές άποκαλύψεις γιά τήν ταυτότητα τού Παιδίου καί τής Μητέρας, όπου τόν συνεκλόνισαν καί τόν άνάγκασαν νά ταξιδεύει πεζοπορώντας έξαντληπκά ταξίδια τής έποχής, καταμεσής σέ ληστές καί κινδύνους, μόνον αύτά ήταν άρκετά γία νά τόν κάνουν άσκητή καί άνέγγιχτο άπό τίς ψυχοφθό-ρες ηδονές. Άσε πιά τήν παντοδύναμη πανάγια Χάρη. Τρίτον: 'Η Παρθένος καταμεσής στήν φοβερή καί μι-σοβάρβαρη έκείνη κοινωνία, τήν διεστραμμένη καί μοιχαλίδα, κατά θεία θέληση, έχοντας άνάγκη τής προστασίας του, τής άνδρικής σκιάς του, μέ καταπλήττουσα ταπείνωση, άνταποκρινόταν στήν καθημερινότητα. Όμως ούδέποτε μετά τήν γέννηση τού «πάντων άγίων, άγιώτατου Δόγου», μέ τήν άλυσίδα τών σημείων όπου τής έδειχνε, έστερξε ποτέ σέ παραδοχή κοινής - σαρκικής συζυγίας. Τέταρτον καί τελευταίο: Ένώ κανένα τέκνο τού Ιωσήφ, νεώτερο τού Κυρίου, πουθενά δέν άναφέρεται, καί άν άκόμη ξεπέσουμε καί ύποθέσουμε βλασφημώντας ότι ή Παρθένος είχε άποκτήσει νεώτερα τέκνα, θά τήν παρέδιδε ποτέ ό Εσταυρωμένος, λίγο πρό τού τέλους στόν ’Ιωάννη; Θά τής έλεγε ποτέ «Γύναι ϊδε ό υιός σου»; Κάθε πολύτεκνη ή καί άκόμη δίτεκνη,
όταν χάνει ιοΰ ενός παιδιοϋ ιήν προστασία, καταφεύγει στό άλλο. Ή Κυρία Θεοτόκος όμως, έπειτα άπό τό «τετέλεσται», δέν είχε πουθενά άλλοΰ «πού τήν κεφαλή κλΐναι». Εκτός άπό τό σπιτικό τού άγαπημένου μαθητή. Μέ κατασπαραγμένη τήν καρδιά, βρισκόταν στό έλεος τού Θεού. Καί ό Θεός Λόγος, ό μονάκριβος Υιός της, «άχρήματος καί άκτήμων», έκεΐ τήν έμπιστεύτηκε. Γιά νά μήν ταλαιπωρηθεί στήν μοναξιά. Στά πεντανέμια. Τά πρακτικά τής δημόσιας αύτής συγκρούσεως στήν Μεσσηνιακή γή, τά πρακτικά τού διαλόγου στόν εικοστό αίώνα, μεταξύ ορθοδόξων καί προτεσταντών, άναφέ-ρουν τήν φράση: «Καί μετά ταΰτα, οί προτεστάνται, έ-φυγον σιωπηλοί μή έχοντες κανένα επιχείρημα τό όποιον νά συνηγορεί» στίς φοβερές τους βλαστήμιες.
ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ». Τελείωσαν ολα. Ποιά; Όλα όσα είχαν προαποφασισθεϊ.