Τό συναξάρι τοῦ Κυρ Βασίλη
Τό συναξάρι τοῦ κυρ Βασίλη, τό συναξάρι τῆς ἁγιαφτωχειᾶς, εἶναι μία ἀναδρομή στά ἔγκατα τῆς ἑλληνικῆς γῆς. Ἡ ὅλη ἱστορία διαδραματίζεται στήν ἁγία γῆ τῆς ὀρεινῆς Ἠπείρου, ἐκεῖ πού ἔζησε ἡ ἁγιαφτωχειά. Ἡ γυναίκα ἀπό τό Μποντσικό, ἤ ἑλληνιστί Πωγωνίσκος, ὀνομασία πού ἀπαντᾶται στό ὅλο πόνημα τρεῖς-τέσσερις φορές, ὅμως σέ κομβικά σημεῖα, σημεῖα λιμάνια πού βλέπουν ἀπό μέσα τά κύματα τῆς ἀνθρώπινης ἀποζήτησης!
Ἡ πλούσια πτωχία, πού ἐξαρχῆς παραδοξόμορφα προκρίνει ὁ γράφων τή μυθαλήθειά του Βασίλειος, μοῦ θύμισε τόν Ρωμανό τόν Μελωδό, ὁ ὁποῖος στό κοντάκιό του γιά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ δοξολογεῖ τήν πλούσια πενία τῆς Θεοτόκου. Πῶς εἶναι δυνατόν κανείς νά ζηλεύει τή φτώχεια αὐτή τήν παράδοξη; Κι ὅμως, ὅπως ὁ Ἠρώδης ζηλεύει τόν φτωχέψαντα Θεό καί τή φτωχοπλούσια μάνα του, ἔτσι κι ἐδῶ ὁ πόνος καί ἡ δυσκολία τῆς πτωχείας συνοδεύουν ζηλόφθονα τή γυναίκα τοῦ Πωγωνίσκου.
Στά γρανιτένια δόντια τῆς ἠπειρώτικης Νεμέρτσικας ἡ γέννα ἦταν πόνος καί ἡ διαχείρηση τοῦ πόνου μέ περιφάνεια ἦταν τό ζηλευτό ἄγαλμα πού πῆρε ψυχή καί ὑπόσταση στή χήρα νεομάνα μέ τά τέσσερα παιδιά. Παρόλο πού ὁ συγγραφέας μᾶς λέει ἀπαρχῆς γιά τή χηρέψασα νιότη της, ὁ ἀναγνώστης ἔχει ἤδη ἐντυπώσει στά πτυχοκάρδια του ὅτι πρέπει νά ζωγραφίσει μέ τά μάτια του μία γηράσκουσα νιότη ἤ μία νεανίζουσα γηραιότητα. Δέν εἶναι, λοιπόν, μόνο ἡ πλούσια πενία, εἶναι καί αὐτή ἡ παραδοξολογία πού χρωματίζει τό μυθαλήθεμα τοῦ κυρ Βασίλη. Τί νά περιγράψει κανείς ἀπό τούς χαμούς πού ἔζησε ἡ νιά γερόντισσα; Τήν κόρη της τήν Ἀρετή πού χάθηκε μικρή περιστερά; Μέ τρία γεννίδια ἔμεινε ἡ παράδοξη νεογερόντισσα, ἀναπαρθενεύοντας τή ζωή της μέσα στόν ξεχειλωμένο κόσμο πού παράγει χαλασμούς κι ἐρείπια. Σαράντα χρόνια Τουρκιᾶς τά ἔζησε ἡ φτωχή.
Ὄχι ὅμως πώς οἱ Τούρκοι ‘ξέραν τό χωριό κεῖ πάνω. Κανείς ἐκτός τῆς φτώχειας δέν μποροῦσε νά καταχτήσει τοῦτο τό χωριό. Αὐτή τό κατέλαβε ἐλευθερώνοντάς το! Ἡ φτώχεια τούτη ἦταν ἐλευθεροποιός. Ὅποιος θέλει νά καταχτηθεῖ συνάζει ὕλη, ὅποιος δέν θέλει νά
Στά γρανιτένια δόντια τῆς ἠπειρώτικης Νεμέρτσικας ἡ γέννα ἦταν πόνος καί ἡ διαχείρηση τοῦ πόνου μέ περιφάνεια ἦταν τό ζηλευτό ἄγαλμα πού πῆρε ψυχή καί ὑπόσταση στή χήρα νεομάνα μέ τά τέσσερα παιδιά. Παρόλο πού ὁ συγγραφέας μᾶς λέει ἀπαρχῆς γιά τή χηρέψασα νιότη της, ὁ ἀναγνώστης ἔχει ἤδη ἐντυπώσει στά πτυχοκάρδια του ὅτι πρέπει νά ζωγραφίσει μέ τά μάτια του μία γηράσκουσα νιότη ἤ μία νεανίζουσα γηραιότητα. Δέν εἶναι, λοιπόν, μόνο ἡ πλούσια πενία, εἶναι καί αὐτή ἡ παραδοξολογία πού χρωματίζει τό μυθαλήθεμα τοῦ κυρ Βασίλη. Τί νά περιγράψει κανείς ἀπό τούς χαμούς πού ἔζησε ἡ νιά γερόντισσα; Τήν κόρη της τήν Ἀρετή πού χάθηκε μικρή περιστερά; Μέ τρία γεννίδια ἔμεινε ἡ παράδοξη νεογερόντισσα, ἀναπαρθενεύοντας τή ζωή της μέσα στόν ξεχειλωμένο κόσμο πού παράγει χαλασμούς κι ἐρείπια. Σαράντα χρόνια Τουρκιᾶς τά ἔζησε ἡ φτωχή.
Ὄχι ὅμως πώς οἱ Τούρκοι ‘ξέραν τό χωριό κεῖ πάνω. Κανείς ἐκτός τῆς φτώχειας δέν μποροῦσε νά καταχτήσει τοῦτο τό χωριό. Αὐτή τό κατέλαβε ἐλευθερώνοντάς το! Ἡ φτώχεια τούτη ἦταν ἐλευθεροποιός. Ὅποιος θέλει νά καταχτηθεῖ συνάζει ὕλη, ὅποιος δέν θέλει νά