Γ. Οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες δεν έχουν χαρακτηριστεί ως αιρετικοί;!
Κατά τον κ. Φειδά «οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι Παλαιοκαθολικοί, οι Αγγλικανοί, και οι Προτεστάντες δεν έχουν καταδικασθεί υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως ως αιρετικοί … διο και είναι αβάσιμοι οι υπό τινών αποδιδόμενοι εις αυτούς χαρακτηρισμοί ως αιρετικών, αφού μόνο η Εκκλησία δύναται να χαρακτηρίζη δι’ επισήμου πράξεως … ως αιρετικούς η σχισματικούς» (Φειδά, σ. 31).
Είναι προφανές ότι και ο ίδιος ο καθηγητής δεν αποδέχεται πλήρως την προαναφερθείσα άποψη ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες δεν έχουν καταδικασθεί ως αιρετικοί, διότι εν εναντία περιπτώσει δεν χρειαζόταν η λοιπή επιχειρηματολογία της μελέτης, διότι αυτός και μόνο ο λόγος ήταν υπέρ επαρκής ώστε οι εν λόγω Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς να μην ισχύουν στην περίπτωση των Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών! Επισημαίνεται ότι και σχισματικοί μόνο να ήσαν οι Παπικοί και πάλι η συμπροσευχή μαζί τους απαγορεύεται σύμφωνα με τους Κανόνες!
Όμως το κρίσιμο ερώτημα είναι: τι σημαίνει «η Εκκλησία χαρακτηρίζει», η πως αποφαίνεται η Εκκλησία για τις αιρέσεις;
Ασφαλώς υπέρτατη Αρχή, αλλά όχι αποκλειστική, που εκφράζει την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Οικουμενική Σύνοδος. Όταν όμως δεν είναι δυνατόν να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος, η όταν η Εκκλησία δεν κρίνει σκόπιμο να την συγκαλέσει, η Εκκλησία αποφαίνεται και χαρακτηρίζει μία διδασκαλία ως αιρετική και τον εκφραστή της ως αιρετικό μέσω Τοπικών Συνόδων. Ακόμα και η ομόφωνη γνώμη των Πατέρων (consesus patrum) εκφράζει το αψευδές φρόνημα της Εκκλησίας. Ο ΙΕ΄ κανόνας της ΑΒ΄ Συνόδου με απόλυτη σαφήνεια αναφέρεται σε «αίρεσιν τινά παρά των Αγίων Συνόδων, η Πατέρων κατεγνωσμένην». Τα παραδείγματα από τη ζωή και την παράδοση της Εκκλησίας που επιβεβαιώνουν τα ανωτέρω είναι πολλά:
· Οι γνωστικοί χαρακτηρίστηκαν ως αιρετικοί χωρίς να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος.
· Οι μεγάλοι αιρεσιάρχες Άρειος, Μακεδόνιος, Νεστόριος, οι εικονομάχοι χαρακτηρίστηκαν αιρετικοί και αποκόπηκαν από την εκκλησιαστική κοινωνία, πριν να συνέλθει η Οικουμενική Σύνοδος που τους κατεδίκασε οριστικά.
· Οι εχθροί του ησυχασμού καταδικάστηκαν ως αιρετικοί από Τοπικές Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη.
· Ο εθνοφυλετισμός καταδικάστηκε ως αίρεση το 1872 σε Τοπική Σύνοδο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Τι συμβαίνει λοιπόν με τον Παπισμό;
Βέβαια η Εκκλησία για λόγους που Αυτή έκρινε, δεν συνεκάλεσε Οικουμενική Σύνοδο για να προβή σε ρητή καταδίκη όπως έγινε με άλλους αιρετικούς. Όμως για τη διαχρονική εκκλησιαστική συνείδηση ο Παπισμός είναι αίρεση: πολλοί έγκριτοι Θεολόγοι και κανονολόγοι και κυρίως το σύνολο των Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας που ασχολήθηκαν με τον Παπισμό ομόφωνα αποφαίνονται ότι η Ρωμαιοκαθολική «εκκλησία» είναι αιρετική. Δεν υπάρχει ούτε ένας Άγιος της Εκκλησίας μας – ναί! ούτε ένας Άγιος – ο οποίος να υποστηρίζει ότι ο Παπισμός δεν είναι αίρεση!
Επί πλέον, υπάρχει πληθώρα Τοπικών Συνόδων – της αυτής τυπικής ισχύος με τις Συνόδους για τις ησυχαστικές έριδες και τον εθνοφυλετισμό – που έχουν καταδικάσει τις παπικές πλάνες ως αιρέσεις. Αλλά και στα λειτουργικά κείμενα η Ορθόδοξη Εκκλησία αναφέρει τον Παπισμό ως αίρεση (Συνοδικό Ορθοδοξίας).
Τέλος, μία από τις πλάνες του Παπισμού, το Filioque, έρχεται σε αντίθεση με τον όρο της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, την απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου και έχει καταδικαστεί ρητώς από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (879) στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι του Πάπα και όλων των Πατριαρχών, οι δε αποφάσεις της έχουν γίνει ομόφωνα αποδεκτές από τους συμμετέχοντες και από το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Στην αξιόλογη έκδοση της Ι. Μ. Ος. Γρηγορίου, Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, Άγ. Όρος 2003 σ. 205-341, παρατίθενται οι απόψεις πολλών Αγίων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας (άνω των 40 προσώπων) που κατήγγειλαν ως αιρετικές τις παπικές καινοτομίες. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς έδωσαν και το αίμα τους για την Ορθόδοξη Πίστη. Επίσης ο θεολόγος Παν. Σημάτης αναφέρεται εκτός των Οικουμενικών Συνόδων και σε πολλές Τοπικές Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας μετά το Σχίσμα που καταδικάζουν ως αιρετικές τις διδασκαλίες του Παπισμού[14].
Ενδεικτική είναι η Συνοδική απόφαση των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, και Ιεροσολύμων (1848) : «από αυτές τις αιρέσεις που διαδόθηκαν σε μεγάλο μέρος της οικουμένης, για τους λόγους που γνωρίζει ο Κύριος, ήταν κάποτε ο Αρειανισμός. Σήμερα είναι και ο Παπισμός … (το Filioque) είναι αίρεση και αυτοί που την πιστεύουν αιρετικοί … γι’ αυτό και η μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ακολουθώντας τα ίχνη των αγίων Πατέρων, ανατολικών και δυτικών, κήρυξε και παλαιά επί των Πατέρων μας, και αποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικώς … ότι είναι αίρεση και οι οπαδοί του αιρετικοί … Επίσης, οι συνάξεις που συγκροτούνται από αυτούς είναι αιρετικές και κάθε κοινωνία πνευματική των Ορθοδόξων τέκνων … με αυτούς είναι αντικανονική, όπως ορίζει ο ζ΄ κανόνας της Γ΄ Οικ. Συνόδου»[15]. Παρόμοια αναφέρει και η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος (1895): «υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές που αφορούν στα θεοπαράδοτα δόγματα της πίστεώς μας και στο θεοσύστατο κανονικό πολίτευμα της διοικήσεως των Εκκλησιών … Η Παπική Εκκλησία …όχι μόνο αρνείται να επανέλθη στους Κανόνες και τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά στο τέλος του 19ου αι. ευρύνοντας το υφιστάμενο χάσμα, επισήμως ανακήρυξε και αλάθητο … Η σημερινή Ρωμαϊκή είναι Εκκλησία των καινοτομιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των Πατέρων, της παρερμηνείας της Γραφής και των όρων των Οικουμενικών Συνόδων. Γι’ αυτό ευλόγως και δικαίως αποκηρύχθηκε και αποκηρύσσεται εφ’ όσον μένει στην πλάνη της»[16].
Συνεπώς, το αν κάποιος – όποιος και αν είναι αυτός – δεν αποδέχεται τη σαφή και πάγια διδασκαλία της Εκκλησίας μας, την ομόφωνη γνώμη των Συνόδων Της και των Αγίων μας ότι ο Παπισμός είναι αίρεση, είναι θέμα προσωπικής του επιλογής και ευθύνης.
Ας διερωτηθούμε όμως, ως έχοντες την ευθύνη των ποιμένων και διδασκάλων του λαού του Θεού, όταν όλοι οι Άγιοι και πολλές Σύνοδοι ομόφωνα και ρητώς αποφαίνονται, πως μπορούμε εμείς σήμερα ελαφρά τη καρδία να δογματίζουμε ισχυριζόμενοι ότι είναι «αβάσιμοι οι υπό τινών αποδιδόμενοι εις αυτούς χαρακτηρισμοί ως αιρετικών»; Τότε μήπως και ο εθνοφυλετισμός δεν είναι αίρεση, η οι απόψεις του Βαρλαάμ και Ακινδύνου δεν είναι αιρετικές; Γιατί δύο μέτρα και δύο σταθμά; Η εμείς θα κρίνουμε κατά το δοκούν ημίν ότι κάποιες από τις Τοπικές Συνόδους και τις ομοφώνως εκφρασθείσες γνώμες των Αγίων εκφράζουν την Εκκλησία και κάποιες όχι; Εμείς ξέρουμε καλύτερα από όλους τους Αγίους και τις Συνόδους που απεφάνθησαν; δεν εγγίζει ένας τέτοιος ισχυρισμός τα όρια της βλασφημίας;
Επί πλέον δε, τι θα συμβεί αν αυτή τη συλλογιστική για τον Παπισμό την επεκτείνουμε και σε άλλες αιρέσεις π.χ. στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, τους Μορμόνους, τους Πεντηκοστιανούς, τους τηλευαγγελιστές, οι οποίοι επειδή «δεν έχουν καταδικασθεί υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως ως αιρετικοί … διο και είναι αβάσιμοι οι υπό τινών αποδιδόμενοι εις αυτούς χαρακτηρισμοί ως αιρετικών, αφού μόνο η Εκκλησία δύναται να χαρακτηρίζη δι’ επισήμου πράξεως … ως αιρετικούς η σχισματικούς»;
Μελετώντας τα σχετικά κείμενα βλέπουμε το εξής παράδοξο: στο παρελθόν ολόκληρη η Ορθόδοξη Παράδοση, ομόφωνα σχεδόν, χαρακτήριζε τους Ρωμαιοκαθολικούς ως αιρετικούς (ελάχιστες οι εξαιρέσεις κυρίως στους πρώτους αιώνες του σχίσματος και αυτές όχι από μεγάλους θεολόγους). Τις τελευταίες όμως δεκαετίες, αντίθετα, βλέπουμε όλο και περισσότερο θεολόγους που υπηρετούν στην Οικουμενική Κίνηση, αρνούμενοι εντελώς τη μακραίωνη παράδοση της Ορθοδοξίας, να ισχυρίζονται με χαρακτηριστική επιμονή ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν είναι αιρετικοί! Η έντονη αυτή αντίθεση δημιουργεί εύλογη απορία: πως είναι δυνατόν Ορθόδοξοι θεολόγοι να εκφράζονται ριζικά αντίθετα με την εκκλησιαστική τους παράδοση; Τι έχει συμβεί και έχουμε τέτοια ομοφωνία στην άρνηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως στους οικουμενιστικούς κύκλους των Ορθοδόξων θεολόγων σε αυτό το κρίσιμο θέμα;
Η εύλογη απορία ίσως βρίσκει την απάντησή της στην εισήγηση του καθηγητού του Πανεπιστημίου Μονάχου κ. Αθ. Βέλτση, ο οποίος στην επιστημονική ημερίδα που διοργάνωσε η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης με θέμα «Ο θεολογικός Διάλογος μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (Θεσσαλονίκη 20.5.2009)», αναφέρθηκε σε συναντήσεις που προηγήθηκαν του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου (1980), οι οποίες «όχι μόνο προετοίμασαν το Θεολογικό Διάλογο, αλλά θα μπορούσαν να θεωρηθούν εν πολλοίς παραδειγματικές για τη λύση των εκκρεμών θεολογικών ζητημάτων. Οι λύσεις που έχουν προταθεί - κατά τον καθηγητή - θα μπορούσαν ακόμη σήμερα να αποτελέσουν τη διέξοδο, αληθή διέξοδο στην πορεία των Εκκλησιών για την αναζήτηση της ενότητας». Και συνεχίζει ο καθηγητής Βέλτσης με το εξής αποκαλυπτικό: «Το 1976 σε ένα από τα συμπόσια του Pro Οrientis στο Πανεπιστήμιο του Graz ο καθηγητής της Δογματικής Joseph Ratzinger διετύπωσε μία πρόταση για τη λύση του επίμαχου θεσμού της δικαιοδοσίας της Ρώμης και της ένωσης των Εκκλησιών, της Καθολικής και της Ορθόδοξης. Η ενότητα θα μπορούσε – είπε ο Ratzinger – “να επιτευχθεί πάνω στη βάση ότι η Ανατολή θα παραιτείτο από το να πολεμά τη δυτική εξέλιξη της β΄χιλιετίας ως αιρετική και θα αναγνώριζε την Καθολική Εκκλησία με εκείνη τη μορφή ως νόμιμη και ορθή από άποψη πίστης, στην οποία η Καθολική Εκκλησία βρέθηκε μέσα από την εξέλιξη της β΄χιλιετίας, ενώ αντίστροφα η Δύση θα αναγνώριζε την Ανατολή ως νόμιμη και ορθή στην πίστη σε εκείνη τη μορφή την οποία αυτή διατήρησε στην ιστορία της”»! Ο Ratzinger είναι σαφέστατος: «η Ανατολή θα παραιτείτο από το να πολεμά τη δυτική εξέλιξη της β΄χιλιετίας ως αιρετική»!
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την πρόταση του τότε καθηγητού J. Ratzinger και σημερινού Πάπα Βενεδίκτου XVI, οι Ορθόδοξοι θεολόγοι που διακονούν στο διάλογο δεν οφείλουν να προσαρμόζουν το θεολογικό τους λόγο και τη συμπεριφορά στην εκκλησιαστική παράδοση της Ορθοδοξίας, αλλά να συμμορφώσουν την παράδοσή μας στους στόχους που έχουν τεθεί σε συνεννόηση με τον Πάπα! Αν θέλουν οι Ορθόδοξοι να υπηρετούν το Διάλογο θα πρέπει, κατά τον Πάπα, να μην χαρακτηρίζουν ως αιρετικά τα καινοφανή δόγματα της Παπωσύνης και να ερμηνεύσουν την εκκλησιαστική τους παράδοση κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι σε αντίθεση με τον Παπισμό! Κατόπιν αυτών, είναι πολύ «κακός» – κατά τον π. Παίσιο – ο λογισμός, όταν λέει ότι ο Πάπας φαίνεται να καθορίζει σε ορισμένα θέματα το θεολογικό λόγο κάποιων συγχρόνων ορθοδόξων θεολόγων; Η τέλος πάντων, για να το πούμε πιο κομψά, ότι ο θεολογικός λόγος κάποιων –ασφαλώς όχι όλων - Ορθοδόξων είναι αποτέλεσμα … συμφωνίας με τον Πάπα;
Για ορισμένους, δυστυχώς, το ζητούμενο σήμερα δεν είναι να προσαρμόσουν τη δική τους συμπεριφορά στην εκκλησιαστική μας παράδοση, αλλά να «κόβουν και ράβουν» την παράδοσή μας σύμφωνα με τους στόχους που αυτοί έχουν θέσει… Και όταν τα βρίσκουν δύσκολα με την πατερική διδασκαλία 10 αιώνων μετά το Σχίσμα – η οποία στο σύνολό της είναι εναντίον των Παπικών δογμάτων – την ακυρώνουν με το θεολογικότατο επιχείρημα ότι είναι … πολεμική, ενώ εμείς σήμερα είμαστε πλήρεις … αγάπης!