Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 1937

Η έννοια του «συνεύχεσθαι» στους Ιερούς Κανόνες

$
0
0


2. Η έννοια του «συνεύχεσθαι» στους Ιερούς Κανόνες

Είναι προφανές ότι όταν οι συντάκτες των Ιερών Κανόνων θέλουν να διευρύνουν η να περιορίσουν  την έννοια ενός όρου, η να δώσουν διαφορετικό νόημα, από ότι η συνήθης έννοιά του στη βιβλική και πατερική γραμματεία οφείλουν να το προσδιορίσουν επακριβώς. Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει με τον όρο «συνεύχεσθαι» και τους συναφείς. Εξαίρεση αποτελεί ο Θ΄ Κανόνας του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας ο οποίος περιορίζει την έννοια του «εύχεσθαι» και «ευχή» μόνο στην Αγ. Αναφορά της Θ. Λειτουργίας λέγοντας: «Ει οφείλει Κληρικός εύχεσθαι … η … οπόταν ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν». Το «ήγουν» προσδιορίζει επακριβώς τη βούληση του συντάκτου όταν ομιλεί περί του «εύχεσθα» και «ευχή». Εάν «εύχεσθα» και «ευχή» εννοείτο πάντοτε η Θ. Λειτουργία, δεν χρειαζόταν διευκρίνιση.


Στους περισσότερους από τους Ι. Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς δεν προσδιορίζεται ότι η απαγόρευση αφορά μόνο κληρικούς. Σε ορισμένους μάλιστα ρητώς προβλέπονται επιτίμια για τους λαϊκούς που παραβαίνουν την κανονική απαγόρευση συμπροσευχής. Κατά συνέπεια, «συνεύχεσθαι» σημαίνει και την απλή προσευχή, διότι ασφαλώς οι λαϊκοί μπορούν μόνο να συμπροσεύχονται και όχι να συλλειτουργούν.

Ιδιαίτερα σημαντικός για την κατανόηση του ποια προσευχή με αιρετικούς απαγορεύεται είναι ο ΞΕ΄ (η ΞΔ΄ κατά Ράλλη-Ποτλή (στο εξής: Ρ-Π.) Κανόνας των Αγ. Αποστόλων: «Ει τις κληρικός, η λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων, η αιρετικών προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω». Δυστυχώς αυτός ο σημαντικός κανόνας διέλαθε (;) της προσοχής του καθηγητού και δεν τον αναλύει στο άρθρο! Και μόνο αυτός ο Κανόνας καταρρίπτει τον εσφαλμένο ισχυρισμό του αρθρογράφου ότι «οι σχετικοί Αποστολικοί κανόνες συνδέουν πάντοτε το “συνεύχεσθαι” προς πράξεις συλλειτουργίας η συνιερουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά αιρετικών» (Φειδάς, σ. 19) και «συνεπώς, η αληθής έννοια των ανωτέρω Κανόνων (που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς) αναφέρεται εις μόνην την εύλογον και αυτονόητον απαγόρευσιν της συλλειτουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά των ετεροδόξων και όχι βεβαίως εις την συμμετοχήν αυτών εις πάσαν άλλην προσευχήν» (Φειδάς, σ. 20). Όταν ο ΞΕ΄ Αποστολικός απαγορεύει το «εισέλθοι … προσεύξασθαι» ασφαλώς και δεν εννοεί το συλλείτουργο, διότι δεν νοείται κοινή θ. Λειτουργία με Ιουδαίους στη συναγωγή τους!

Το ίδιο συμβαίνει και με τον ΛΖ΄ της εν Λαοδικεία: «ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων η αιρετικών τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς». Και αυτός δε μνημονεύεται καθόλου στο άρθρο. Είναι πρόδηλο ότι στο «συνεορτάζειν» εμπερικλείεται  κάθε λατρευτική ακολουθία και τελετή – ασφαλώς και η Θ. Λειτουργία, αλλά όχι μόνο αυτή – προς τιμήν προσώπου η γεγονότος το οποίο εορτάζεται από τους Ιουδαίους η αιρετικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εορτές των Ιουδαίων και αιρετικών αντιμετωπίζονται με ενιαία απαγόρευση.

Επίσης σαφής είναι και  ο Β΄ Κανόνας της εν Αντιοχεία (και αυτός δεν αναφέρεται στο άρθρο): «μη εξείναι δε κοινωνείν τοις ακοινωνήτοις, μηδέ κατ’ οίκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοις μη τη εκκλησία συνευχομένοις». Προφανώς το «κοινωνείν» αναφέρεται στη Θ. Ευχαριστία και αντιδιαστέλλεται προς το «κατ’ οίκους συνελθόντας συνεύχεσθαι», όπου υπονοεί την απλή προσευχή. Με το «κατ’  οίκους συνελθόντας συνεύχεσθαι» δεν νοείται τέλεση Θ. Λειτουργίας, αφ’ ενός μεν διότι τέλεση Θ. Λειτουργίας, χωρίς να είναι ανάγκη, εν οίκω απαγορεύεται σύμφωνα με τον Κανόνα  ΝΗ' της εν Λαοδικεία Συνόδου, και αφ’  ετέρου διότι δεν θα είχε νόημα στον ίδιο Κανόνα η επανάληψη απαγορεύσεως τελέσεως Θ. Λειτουργίας.

Σύμφωνα με τον Ι΄ Κανόνα των Αγ. Αποστόλων "ει τις ακοινωνήτω, καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω". Όταν ο Κανόνας  επιβάλλει αφορισμό σε όποιον «καν εν οίκω συνεύξηται» με ακοινώνητον (αιρετικό η αφορισμένο), προφανώς εννοεί την απλή συμπροσευχή και όχι την τέλεση Θ. Λειτουργίας,  διότι, όπως ελέγχθη ήδη, χωρίς να υπάρχει ανάγκη,  τέλεση Θ. Λειτουργίας «εν οίκω» απαγορεύεται αυστηρά. Επί πλέον δε, και η ίδια η δομή του κειμένου υπονοεί ότι δεν πρόκειται για την ευχαριστηριακή σύναξη, αλλά για απλή κατ’ ιδίαν προσευχή. Άρα, με το "καν εν οίκω συνεύξηται" εννοεί οποιαδήποτε απλή συμπροσευχή . ο παραβαίνων αυτόν τον Κανόνα «αφοριζέσθω»!

Είναι απαραίτητο να σταθούμε στην ερμηνεία που δίνει ο καθηγητής στον Θ' Κανόνα του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας, όπου, εσφαλμένως, συμπεραίνει ότι «επομένως οι αρειανοί η άλλοι αιρετικοί δύνανται να παρίστανται εις την υπό ορθοδόξου κληρικού τελουμένην ορθόδοξον θείαν λειτουργίαν τουλάχιστον “μέχρι του ασπασμού”» (Φειδάς, σ. 20) και «όθεν … εις “ουδέν βλάπτει” ο συνεκκλησιασμός ορθοδόξων και αιρετικών κατά την θείαν λειτουργίαν» (Φειδάς, σ. 21).  Όμως κάτι τέτοιο δεν προκύπτει καθόλου από το κείμενο του Κανόνος: «Ερώτησις:  Ει οφείλει Κληρικός εύχεσθαι, παρόντων Αρειανών, η άλλων αιρετικών, η ουδέν αυτόν βλάπτει, οπόταν αυτός ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν; Απόκρισις: Εν τη θεία αναφορά ο Διάκονος προσφωνεί προ του ασπασμού: "Οι ακοινώνητοι περιπατήσατε". Ουκ οφείλουσιν ουν παρείναι, ει μη αν επαγγέλλωνται μετανοείν και εκφεύγειν την αίρεσιν». Ερωτάται  δηλ. ο Άγ. Τιμόθεος εάν κατά την ώρα της Αγ. Αναφοράς σε Θ. Λειτουργία που τελεί Ορθόδοξος κληρικός επιτρέπεται να είναι παρόντες αρειανοί η άλλοι αιρετικοί. Είναι προφανές από τη δομή της ερωτήσεως ότι το «εύχεσθαι» του πρώτου σκέλους επεξηγείται στο δεύτερο μέρος της ερωτήσεως με τη φράση «όταν αυτός ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν». Από το κείμενο προκύπτει σαφώς ότι το ερώτημα αφορά την ύψιστη στιγμή της Αγ. Αναφοράς και ασφαλώς δεν υπονοείται πουθενά στο ερώτημα διάκριση για δύο μέρη της Θ. Λειτουργίας.Η Θ. Λειτουργία αντιμετωπίζεται ενιαία και όχι ως δύο τμήματα. Την ίδια άποψη περί ενιαίας αντιμετωπίσεως της θ. Λειτουργίας εκφράζει και ο Βαλσαμών: «η ερώτησις περί κληρικού, ει οφείλει εύχεσθαι παρόντων αιρετικών, ήγουν προσφέρειν την  αναίμακτον θυσίαν» (Ρ-Π.,  δ, 336), και κατά τον ίδιο τρόπο προσεγγίζει και ο Άγ. Νικόδημος Αγιορείτης το ερώτημα «ερωτήθη ο Πατήρ ούτος, αν πρέπει ο Ιερεύς να προσφέρει αναίμακτον ιερουργίαν, όταν είναι παρόντες αρειανοί και απλώς αιρετικοί», ομοίως και ο Βλάσταρης δεν κάνει διάκριση στα μέρη της Θ. Λειτουργίας (Ρ-Π., στ, 73).  Άλλωστε και στην απάντησή του ο Άγ. Τιμόθεος δεν αναφέρεται σε διαφοροποιημένη συμπεριφορά έναντι των αιρετικών στα δύο μέρη της Θ. Λειτουργίας. Εάν εννοούσε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να το δηλώσει ρητώς. Η απάντηση του Αλεξανδρείας είναι απλή, σαφής και ενιαία: «ουκ οφείλουσι παρείναι» παρά μόνο εάν «επαγγέλλωνται» (δηλ.  να έχουν υποσχεθεί) ότι θα μετανοήσουν και να φύγουν από την αίρεση». Πουθενά δε λέει ότι στο πρώτο μέρος της Θ. Λειτουργίας μπορούν να παρίστανται και στο δεύτερο απαγορεύεται. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το κείμενο του Αγ. Τιμοθέου, ούτε από τους ερμηνευτές του.  Επί πλέον δε και ο κ. Φειδάς μνημονεύοντας τον Βαλσαμώνα λέει: «επομένως ο κανών (ο Στ΄ Λαοδικείας) απαγορεύει τον συνεκκλησιασμόν των επιμενόντων εις την αίρεσιν αιρετικών μετά των ορθοδόξων κατά την τέλεσιν της Θ. Λειτουργίας» (Φειδάς, σ. 19), χωρίς να διακρίνει τα μέρη της Θ. Λειτουργίας, κατά τα οποία στο μεν πρώτο – τάχα – επιτρέπεται η παρουσία τους και στο δεύτερο απαγορεύεται.

Είναι άξιο επισημάνσεως ότι και ο ίδιος ο καθηγητής επεξηγώντας το σχόλιο του Βαλσαμώνος στον ΜΕ΄ Αποστολικό αναγνωρίζει ότι με τη φράση «συνευξάμενος» ο Κανόνας υπονοεί τη «συμμετοχή σε προσευχή» σε αντιδιαστολή με τη «συλλειτουργία»: «Ενταύθα μη είπης εν ναώ τον επίσκοπον και τους λοιπούς συνεύξασθαι μετά αιρετικών (=συλλειτουργία), οι τοιούτοι γαρ καθαιρεθήσονται…Αλλ’ εκλαβού το συνεύξασθαι εις το απλώς κοινωνήσαι και ημερώτερον διατεθήναι επί τη ευχή του αιρετικού (=συμμετοχή εις την προσευχήν)» (Φειδάς, σ. 17).

Τέλος, ο κ. Φειδάς συνομολογεί ορθώς ότι για την περίπτωση της απλής συμπροσευχής με αιρετικό και όχι της συλλειτουργίας, προβλέπεται στον ΜΕ΄ Αποστολικό Κανόνα η ποινή του αφορισμού: «συνεπώς, το ρήμα “συνεύχεσθαι” αναφέρεται εις δύο διαφορετικάς περιπτώσεις, ήτοι εις απλήν συμπροσευχήν και εις την συλλειτουργίαν, διο και εις την δευτέραν περίπτωσιν η προτεινόμενη ποινή της καθαιρέσεως είναι σαφώς βαρυτέρα», ενώ στην πρώτη περίπτωση της «απλής συμπροσευχής» προβλέπεται η ποινή μόνο του αφορισμού (Φειδάς, σ. 17). Παρόλα αυτά στη συνέχεια την επί ποινή αφορισμού απαγόρευση του Κανόνος δεν την θεωρεί άξια σημασίας. Την αντιπαρέρχεται δια της σιωπής …



3. Όλοι  οι έγκριτοι σχολιαστές των Ι. Κανόνων χρησιμοποιούν το «συνεύχεσθαι» η «προσεύξασθαι μετά τινός» πρωτίστως με την έννοια της απλής συμπροσευχής και σπανιότερα με την έννοια του συλλειτουργείν

Ενδεικτικά:

1. Βαλσαμών [«έγκριτος κανονολόγος» (κατά τον κ. Φειδά, σ. 17) και των «Ιερών Κανόνων διασημότατος εξηγητής» (κατά των Κων/ίνο Οικονόμο)]. Σημειώνεται ότι ο ίδιος ο καθηγητής  προσμαρτυρεί ότι «ο έγκριτος κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών εις τον σχολιασμόν του (ΜΕ΄ Αποστολικού) κανόνος … παρατηρεί ορθώς την πολλαπλήν χρήσιν του ρήματος “συνεύχεσθαι”, η οποία δηλούται και δια της διαφοράς των προβλεπομένων εκκλησιαστικών ποινών» (Φειδάς, σ. 17)!  Εν τούτοις, απορεί κανείς πως στα συμπεράσματα παραβλέπει την «ορθή παρατήρηση»  του Βαλσαμώνος και περιορίζει εντελώς αναιτιολόγητα την έννοια του «συνεύχεσθαι» μόνο στη Θ. Λειτουργία και στο συλλειτουργείν!

Επί πλέον κατά τον Βαλσαμώνα:

·   «ο αφωρισμένω συνευξάμενος οπουδήποτε αφορισθήσεται, καν επίσκοπος εστι, καν λαϊκός … ει τις ουν μετ’ αυτού συμψάλλη εν οίκω, η εν αγρώ, ουκ αιτιαθήσεται . ταυτόν γαρ εστι το εν εκκλησία η έξωθεν ταύτης συνεύξασθαι μετά του αφωρισμένου . συνομιλείν δε μετά του αφορισμένου ου κωλυώμεθα» (ερμηνεία στον  Ι΄ Αποστολικό, Ρ-Π., β, 14). Ο Βαλσαμών, είναι απολύτως σαφής: το αντικανονικώς «συνεύξασθαι»  διαπράττεται «οπουδήποτε», και από επίσκοπο και από λαϊκό. Συνεπώς δεν πρόκειται περί συλλειτουργίας.  Και απλή συμψαλμωδία ως συμπροσευχή μπορεί να τελεσθεί η στο σπίτι, η στην ύπαιθρο. Δεν έχει σημασία αν τελείται ενώπιον της εκκλησιαστικής κοινότητος «εν εκκλησία», η κατ’  ιδίαν «έξωθεν αυτής». Είναι προφανές ότι ο Βαλσαμών δεν αναφέρεται αποκλειστικά σε Θ. Λειτουργία και συλλειτουργία, αλλά σε οποιαδήποτε προσευχή.

·   «Ενταύθα (στον ΜΕ΄ Κανόνα) μη είπης εν ναώ τον επίσκοπον και τους λοιπούς συνεύξασθαι μετά αιρετικών . οι τοιούτοι γαρ καθαιρεθήσονται κατά τον ΜΣτ΄ κανόνα, καθώς και ο επιτρέψας αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαι τι .  αλλ’ εκλαβού το συνεύξασθαι εις το απλώς κοινωνήσαι, και ημερώτερον διατεθήναι επί τη ευχή του αιρετικού (κατά τον Φειδά: «=συμμετοχή εις την προσευχήν» (Φειδάς, σ. 17)» (Ρ-Π, β, 60). Με απλά λόγια λέει ο Βαλσαμών: ο ΜΕ΄ Κανόνας δεν αφορά στη περίπτωση που έχουμε συμπροσευχή στο Ναό επισκόπου με αιρετικούς. Αυτή η περίπτωση, δηλαδή η εν τω ναώ συμπροσευχή επισκόπου και αιρετικών και μάλιστα αν δοθεί άδεια στους αιρετικούς να συμπεριφερθούν ως κληρικοί αντιμετωπίζεται από τον επόμενο ΜΣτ΄ Κανόνα πιο αυστηρά με καθαίρεση. Εδώ, στον ΜΕ΄ Κανόνα, να εκλάβεις το «συνεύξασθαι» ως απλή λατρευτική επικοινωνία και απλή προσευχή, χωρίς να έχουμε ιεροπραξία από κληρικό . γι’ αυτό εδώ έχουμε μόνο αφορισμό.  Συνεπώς, κατά το Βαλσαμώνα, «συνεύξασθαι» σημαίνει την απλή προσευχή ακόμα και εκτός Ναού, χωρίς ιεροπραξία κληρικών, χωρίς τέλεση Θ. Λειτουργίας.

·   «Δια τοι τούτο (μνημονεύει τους Κανόνες που απαγορεύουν την συμπροσευχή με αιρετικούς) και ημείς ψηφιζόμεθα, μη μόνον αφορισμώ και καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τους λαϊκούς τε και κληρικούς, συνευχομένους εν Εκκλησία ορθοδόξων η αιρετικών η οπουδήποτε συνευχόμενος αυτοίς ιερατικώς … κατά την των ρηθέντων θείων κανόνων περίληψιν. Η γαρ στενοχωρία των τόπων, και ο των αιρετικών πληθυσμός, της ορθοδόξου πίστεως ου μετήμειψε την ακεραιότητα» (Ρ-Π., δ, 460). Υπόκεινται στο επιτίμιο και οι λαϊκοί όταν συνεύχονται . προφανώς δεν συλλειτουργούν!



2.  Άγ. Νικόδημος Αγιορείτης:

·   «μέγα αμάρτημα λογιάζει ο παρών Κανών (ΞΕ΄ Αποστολικός) το να έμβη τινάς Χριστιανός μέσα εις συναγωγήν Ιουδαίων η αιρετικών δια να προσευχηθή …πόσω μάλλον παρανομεί ο Χριστιανός εκείνος όπου συμπροσεύχεται με τους σταυρωτάς του Χριστού;» (ερμηνεία  στον ΞΕ΄ Αποστολικό, Πηδάλιον, σ. 84-85). Προφανώς αναφέρεται σε απλή συμπροσευχή, διότι δε νοείται Θ. Λειτουργία και συλλείτουργο σε … εβραϊκή συναγωγή!

·   «όποιος ήθελε συμπροσευχηθεί με εκείνον όπου αφορίσθη από την ομήγυριν, και την προσευχήν των πιστών, καν και δεν ήθελεν συμπροσευχηθή μέσα εις την εκκλησίαν, αλλά μέσα εις τον οίκον ο τοιούτος η ιερωμένος είναι η λαϊκός ας αφορίζεται» (ερμηνεία  στον Ι΄ Αποστολικό, Πηδάλιον, σ. 13). Αυτός που αποκόπτεται από την κοινή λατρεία, δεν είναι αποδεκτός ούτε σε κατ’  ιδίαν συμπροσευχή. Και εδώ δεν πρόκειται για Θ. Λειτουργία και συλλείτουργο διότι ο λαϊκός δεν συλλειτουργεί.

·   «ο παρών Κανών (ΜΕ΄ Αποστολικός) διορίζει ότι όποιος Επίσκοπος, η Πρεσβύτερος, η Διάκονος ήθελε συμπροσευχηθή μονάχα, αλλ’  όχι και να συλλειτουργήση με αιρετικούς ας αφορίζεται … ει δε και εσυγχώρησεν εις τους αιρετικούς να ενεργήσουν κανένα λειτούργημα ωσάν κληρικοί, ας καθαιρήται» (ερμηνεία  στον ΜΕ΄ Αποστολικό, Πηδάλιον, σ. 50-51). Και εδώ αντιδιαστέλλεται σαφέστατα η συμπροσευχή από τη συλλειτουργία και ως προς την πράξη του παραβάτου και ως προς τις συνέπειες.

·   στην ερμηνεία του ΙΑ΄ Αποστολικού δέχεται ο Άγ. Νικόδημος ως δυνατές και τις δύο έννοιες:  η ότι το «συνεύξηται λαμβάνεται αντί του συλλειτουργήση» η «δηλοί κατά την κυριολεξία του, το να συμπροσευχηθή» (ερμηνεία  στον  ΙΑ΄ Αποστολικό, Πηδάλιον, σ. 14).



3. Αριστινός:

Ο καθηγητής στο άρθρο μνημονεύει μόνο μία φράση του Αριστηνού («ο συνευχόμενος ήτοι συλλειτουργών»), με την οποία επεξηγεί τον ΙΑ΄ Αποστολικό, όπου σαφώς πρόκειται για συλλειτουργία κληρικού με καθηρημένο κληρικό. Ασφαλώς ο Αριστινός δεν αναφέρει ότι αυτή η ερμηνεία αφορά όλους τους Κανόνες, όπως αποδεικνύεται από τα επόμενα χωρία, όπου σαφώς επεκτείνει την κανονική απαγόρευση συμπροσευχής και στην απλή προσευχή:

·   «ο εισελθών εις συναγωγήν Ιουδαίων η αιρετικών και προσευξάμενος μετ’  αυτών … ο δε εν οίκω συνευξάμενος μόνον αιρετικοίς επίσκοπος, η πρεσβύτερος, η διάκονος αφορίζεται» (ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό, Ρ-Π.,  β, 83). Και εδώ δε νοείται το συλλειτουργείν Ιουδαίοις, η συλλειτουργείν εν οίκω  .  προφανώς αφορά σε απλή συμπροσευχή!

·   «ο συνευχόμενος αιρετικοίς εν εκκλησία, η εν οίκω, ακοινώνητος ωσαύτως έστω και αυτός» (ερμηνεία  στον Ι΄ Αποστολικό, Ρ-Π., β, 14). Η «εν οίκω» συμπροσευχή δεν μπορεί να είναι συλλειτουργία.

·   «ο δε τον εις εκκλησίαν μη συναγόμενον τοις πιστοίς παραδεξάμενος, και κατ’ οίκους αυτώ συνευξάμενος η και εν ετέρα εκκλησία τοις Κανόσιν υπεύθυνος έσται» (ερμηνεία  στον Β΄ Αντιοχείας, Ρ-Π., γ, 129).

·   «ο συνευξάμενος μόνον αιρετικοίς, η πρεσβύτερος, η διάκονος, αφορίζεται . ο δε επιτρέψας αυτοίς ενεργήσαι τι, ως ιερωμένοις και κληρικοίς, καθαιρείται» (ερμηνεία στον ΜΕ΄ Αποστολικό, Ρ-Π., β, 60-61). Αντιδιαστέλλεται το «συνευξάμενος μόνον» από το «επιτρέψας ενεργήσαι τι ως ιερωμένοις η κληρικοίς». Κατά συνέπεια με το «συνευξάμενος μόνον» ο Κανόνας υπονοεί την απλή συμπροσευχή χωρίς ιερατική πράξη και επιβάλλει αφορισμό. Αν υποννοείτο συλλείτουργο τότε θα είχαμε καθαίρεση, διότι θα ενέπιπτε στην περίπτωση «επιτρέψας ενεργήσαι τι ως ιερωμένοις η κληρικοίς».



 4.  Βλάσταρης:

·   «αιρετικώ η σχισματικώ όλως ημάς ουκ επιτρέπει συνεύχεσθαι» (Ρ-Π., στ, 73). Το «όλως»,  που δεν υπάρχει στο κείμενο του Κανόνος, τοποθετήθηκε από τον ερμηνευτή για να καλύψει κάθε έννοια του «συνεύχεσθαι» και για να επιτείνει την έννοια της απαγορεύσεως.



5.  Ζωναράς:

·   «Μέγα αμάρτημα ο κανών (ΞΔ΄ Αποστολικός) το Χριστιανόν εις Ιουδαίων συναγωγήν, η αιρετικών χάριν προσευχής εισιέναι … Χριστιανός τοις του Χριστού αναιρέταις συνευχόμενος κριθείη παρανομών» (ερμηνεία  στον ΞΔ΄ Αποστολικό, Ρ-Π., β, 82). Ασφαλώς δε νοείται κοινή Θ. Λειτουργία με  Ιουδαίους!

·   «ει τις ουν ακοινωνήτω … συνεύξηται, καν μη εν εκκλησία αλλ’  εν οίκω, κακείνος αφορισθήσεται» (ερμηνεία  στον Ι΄ Αποστολικό, Ρ-Π., β, 14).

·   «μήτε εν οίκω τινάς συνεύχεσθαι, μήτε εν ετέρα εκκλησία αυτούς (τους ακοινωνήτους) υποδέχεσθαι. Τους δε τοις τοιούτοις συνευχομένους, η υποδεχομένους αυτούς εις εκκλησίας, ακοινωνήτους κακείνους είναι … τα αυτά δε και ο Ι΄ και ο ΙΑ΄ των Αγ. Αποστόλων έφη και  ο ΛΓ΄ Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου φησίν, ότι ου δεί αιρετικώ η σχισματικώ συνεύχεσθαι» (ερμηνεία  στο Β΄ Αντιοχείας, Ρ-Π., γ, 127). Εδώ ο Ζωναράς αντιδιαστέλλει το «εν οίκω συνεύχεσθαι» από το «εν εκκλησία υποδέχεσθαι» το μεν ως κατ’ ιδίαν απλή συμπροσευχή, το δε ως έκφραση της προσευχής της εκκλησιαστικής κοινότητος, της Θ. Ευχαριστίας. Όσοι λοιπόν «συνεύχονται η υποδέχονται» ακοινωνήτους η αιρετικούς η σχισματικούς  «ακοινωνήτους κακείνους είναι».



4. Όλη η εκκλησιαστική παράδοση μέχρι σήμερα θεωρεί ότι στους εν λόγω Κανόνες περί απαγορεύσεως της συμπροσευχής υπάγεται και η απλή συμπροσευχή σε οποιαδήποτε ακολουθία η τελετή και όχι μόνο η τέλεση Θ. Λειτουργίας και το συλλείτουργο

Ενδεικτικά αναφέρω:

α)  Άγ. Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Ομολογητής:

·   «Ου χρή το καθόλου εις τοιαύτας εκκλησίας (που υπάγονται σε αιρετικούς) εισιέναι, κατά τους ειρημένους τρόπους (χάριν ευχής και ψαλμωδίας) … άμα γαρ τω εισαχθείναι την αίρεσιν, απέστη ο έφορος των εκείσε Άγγελος, κατά την φωνήν του μεγάλου Βασιλείου, και κοινός οίκος ο τοιούτος χρηματίζει ναός. και, ου μη εισέλθω, φησίν, εις Εκκλησίαν πονηρευομένων.  και ο Απόστολος,  τις συγκατάθεσις ναού Θεού μετά ειδώλων;» (Ρ-Π., δ, 431δ)



β)  Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Β’ (1240):

·   «Όθεν και επισκήπτομαι (παραγγέλλω) πάσι τοις λαϊκοίς, όσοι της Καθολικής Εκκλησίας εστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν όλω ποδί από των υποπεσόντων ιερέων τη λατινική υποταγή . και μηδέ εις εκκλησίαν τούτοις συνάγεσθε, μηδέ ευλογίαν εκ των χειρών αυτών δέχεσθε την τυχούσαν. Κρείσσον γαρ εστίν εν τοις οίκοις υμών τω Θεώ προσεύχεσθε κατά μόνας η επ’ Εκκλησίας συνάγεσθε μετά των λατινοφρόνων»[5].  Ας σημειωθεί ότι εδώ δεν αναφέρεται σε Παπικούς, αλλά σε Ορθοδόξους κληρικούς λατινόφρονες.



γ) Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄ και η περί αυτόν Πατριαρχική Σύνοδος (1749):

·   «Εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πατρικώς και πνευματικώς …εις το εξής μη τολμήσετε το σύνολον να συγκοινωνείτε μετά των αυτόθι φρατόρων και φραγκοπατέρων και λοιπών Δυτικών, εις τα τε ιερά της καθ’ ημάς Εκκλησίας Μυστήρια και εις τας λοιπάς εκκλησιαστικάς τελετάς, προσευχάς τε και ιερουργίας, αλλά να φυλάττετε … το ακοινώνητον όλως μετ’  εκείνων εν πάσαις ταις ιεραίς τελεταίς και ιερουργίαις. Εάν δε μετά την πατριαρχικήν και συνοδικήν ημών επιτίμησιν, πατρικήν τε και πνευματικήν παραίνεσιν και νουθεσίαν ταύτην, τολμήση τις από λόγου σας να φανή απειθής και ενάντιος και είτε τις εκ των αυτόθι ιερέων τολμήση και φωραθή συνευχόμενος τοις Λατίνοις η προσφοράς δεχόμενος εκείνων η μνήμας άγων υπέρ αυτών … ο τοιούτος ιερεύς θέλει καθυποβληθή τελεία καθαιρέσει της ιερωσύνης αυτού»[6].



δ) Σύνοδος Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων (1848):

·   «Αποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικώς … ότι (ο Παπισμός) είναι αίρεση και οι οπαδοί του αιρετικοί … Επίσης οι συνάξεις που συγκροτούνται από αυτούς είναι αιρετικές και κάθε κοινωνία πνευματική των Ορθοδόξων τέκνων … με αυτούς είναι αντικανονική, όπως ορίζει ο ζ΄ κανόνας της Γ΄ Οίκ. Συνόδου»[7].



ε)  π. Ιουστίνος Πόποβιτς:

·   «Ο Ιερός Κανών (Ι΄) των Αγ. Αποστόλων δεν προσδιορίζει ποία ακριβώς προσευχή η ακολουθία απαγορεύεται, αλλά απαγορεύει κάθε κοινήν μεθ’  αιρετικών προσευχήν, έστω και κατ’  ιδίαν («συνευξάμενος»). Εις τας οικουμενιστικάς κοινάς προσευχάς μήπως δεν γίνωνται και αδρότερα και ευρύτερα τούτων; … Μήπως όμως δεν συμβαίνει … να ευλογούν αιρετικοί ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι και ιερείς, προτεστάνται πάστορες, ακόμη δε και γυναίκες;(!)»[8].



στ) Αθηναγόρας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και η περί αυτόν Πατριαρχική Σύνοδος (1952):

·   «Δέον ίνα οι Ορθόδοξοι κληρικοί αντιπρόσωποι ώσιν όσω το δυνατόν εφεκτικοί (=διστακτικοί) εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους Ιερούς Κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων, επιδιώκοντες ίνα τελώσιν, ει δυνατόν, καθαρώς ορθοδόξους ακολουθίας και τελετάς, προς εμφάνισιν ούτω της αίγλης και του μεγαλείου της ορθοδόξου λατρείας προ των ομμάτων των ετεροδόξων»[9]. «Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων»; Η Πατριαρχική Σύνοδος τα λέει όλα! Ούτε για συλλείτουργα ομιλεί, ούτε «διομολογιακές προσευχές» ανέχεται, αλλά διακηρύσσει απερίφραστα ότι οι λατρευτικές συνάξεις μετά των ετεροδόξων αντίκεινται στους Ιερούς Κανόνες και έχουν σοβαρές ποιμαντικές συνέπειες και προτείνει τη διεξαγωγή «καθαρώς ορθοδόξων ακολουθιών και τελετών» με ποιμαντική-ιεραποστολική προοπτική. Κυρίως όμως η Πατριαρχική Σύνοδος αποσυνδέει τις συμπροσευχές από την διεκκλησιαστική επικοινωνία. Μπορεί να υπάρχει διαχριστιανική συνεργασία χωρίς όμως συμπροσευχές!



ζ)  Ακόμα  και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν αποδέχεται την καινοφανή ερμηνεία Φειδά!

1. Στη διδακτορική του διατριβή ο Οικουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναφερόμενος στους Ι. Κανόνες  που απαγορεύουν τη συμπροσευχή σημειώνει ότι «δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν καθ’ ην στιγμήν αύτη δια των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών»[10]. Παρόμοιες απόψεις έχει διατυπώσει και σε άρθρο του με θέμα «The problem of Oikonomia today» στο περιοδικό Kanon 6(1983). Είναι απολύτως σαφές ότι όταν ο Οικουμ. Πατριάρχης γράφει ότι «η Εκκλησία … δια των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’  αυτών (των αιρετικών)» και κατά συνέπεια «δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις» που απαγορεύουν τη συμπροσευχή, αναφέρεται στις απλές συμπροσευχές και λοιπές ακολουθίες που διεξάγονται στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως και ασφαλώς όχι σε συλλείτουργο. Δεν αποδέχεται ο Πατριάρχης την intercommunion! Συνεπώς για τον Οικουμενικό Πατριάρχη μας όταν οι Κανόνες αναφέρονται σε συμπροσευχή εννοούν συμπροσευχή και όχι συλλείτουργο!

2. Επί πλέον ο Οικουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην από 3.7.1999 επιστολή του προς την Ιερά Κοινότητα του Άγ. Όρους επισημαίνει μεταξύ άλλων τα εξής: «Περί των συμπροσευχών μετά των ετεροδόξων υπενθυμίζομεν υμίν ότι ήδη από του έτους 1952 το Οικουμενικόν Πατριαρχείον … φρονεί ότι “η συμμετοχή των Ορθοδόξων εις την παγχριστιανικήν κίνησιν δέον ίνα γίγνηται υπό τους ακολούθους όρους: α)…β)… γ) Δέον ίνα οι Ορθόδοξοι κληρικοί αντιπρόσωποι ώσιν όσω το δυνατόν εφεκτικοί (=διστακτικοί) εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους Ιερούς Κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων, επιδιώκοντες ίνα τελώσιν, ει δυνατόν, καθαρώς ορθοδόξους ακολουθίας και τελετάς, προς εμφάνισιν ούτω της αίγλης και του μεγαλείου της ορθοδόξου λατρείας προ των ομμάτων των ετεροδόξων”. Συνεπώς, είναι άδικον να αποδίδονται ευθύναι εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δια, τυχόν, παραβιάσεις της συστάσεως αυτού αυτής υπό διαφόρων κληρικών και δη κατά το πλείστον ανηκόντων εις άλλας Εκκλησίας. Σημειωτέον ότι, ως γνωστόν κατά την Διορθόδοξον Συνάντησιν της Θεσ/νίκης (29/4-2/5/1998) απεφασίσθη, κατόπιν πρωτοβουλίας της αντιπροσωπείας του Πατριαρχείου, … όπως οι Ορθόδοξοι Σύνεδροι, οι μέλλοντες να συμμετάσχουν εις την εν Χαράρε  Η΄ Γενικήν  Συνέλευσιν του Π.Σ.Ε., μη συμμετάσχουν εις οικουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς διαρκούσης της Συνελεύσεως, τούτο δε αποτελεί εκδήλωσιν της ισχύος της σταθεράς γραμμής της ως άνω Εγκυκλίου του 1952, η οποία ουδέποτε ανεκλήθη, έστω και αν, άνευ συναινέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παρεβιάσθη ενίοτε, η ηρμηνεύθη άλλοτε συσταλτικώς ως αφορώσα μόνον εις την μη συμμετοχήν εις την εν στενή εννοία λατρείαν (Θείαν Λειτουργίαν). Όσον αφορά εις την συμπροσευχήν μετά των ετεροθρήσκων, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον θεωρεί αυτονόητον την κανονικήν απαγόρευσιν αυτής και την αποχήν απ’  αυτής, χωρίς τούτο να σημαίνη ότι η απαγόρευσις της συμπροσευχής συμπαρασύρει εις απαγόρευσιν και τον διαθρησκειακόν διάλογον»[11].

Ο Οικουμενικός  Πατριάρχης συνομολογεί σαφέστατα  ότι:

Α. Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1952 απαγορεύει τη συμμετοχή όχι μόνο στη Θ. Λειτουργία αλλά και σε κάθε μορφής προσευχή, που διεξάγεται στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως σε «οικουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς».

Β. Η απόφαση της Διορθοδόξου Επιτροπής (Θεσσαλονίκη, 1998) για απαγόρευση συμμετοχής σε οποιασδήποτε μορφής συμπροσευχές («οικουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς») αποτελεί εφαρμογή της απαγορεύσεως της  εγκυκλίου του Αθηναγόρα του 1952, η όπως επί λέξει αναφέρει ο Πατριάρχης, αποτελεί «εκδήλωσιν της ισχύος της σταθεράς γραμμής της ως άνω Εγκυκλίου του 1952»,

Γ. Όλες αυτές οι συμπροσευχές στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως - και όχι μόνο η Θ. Λειτουργία - απαγορεύονται «ως αντικείμεναι προς τους ιερούς κανόνας και αμβλύνουσαι την ομολογιακήν ευθυξίαν των Ορθοδόξων».

Δ. Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1952  ισχύει και σήμερα, γιατί ουδέποτε ανακλήθηκε από το Πατριαρχείο έστω και αν κάποιοι «άνευ συναινέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου» την παραβιάζουν μερικές φορές η την ερμηνεύουν συσταλτικά ως αφορώσα μόνο στη Θ. Λειτουργία !!!

Ε. Οι συμπροσευχές που διεξάγονται είναι παραβιάσεις της Πατριαρχικής εγκυκλίου για τις οποίες δεν ευθύνεται το Πατριαρχείο, διότι γίνονται από κληρικούς κατά το πλείστον άλλων Εκκλησιών.

Στ. Στην κανονική απαγόρευση συμπροσευχής εντάσσεται και η συμπροσευχή με ετεροθρήσκους, συνεπώς οι Κανόνες δεν αναφέρονται μόνο σε συμμετοχή σε Θ. Λειτουργία.

Ζ. Η απαγόρευσις της συμπροσευχής δε σημαίνει ότι συμπαρασύρει σε απαγόρευση και το διαθρησκειακό διάλογο.

Εκτός του Οικουμενικού Πατριάρχου και άλλοι σύγχρονοι θεολόγοι που έχουν συμμετάσχει στο Θεολογικό Διάλογο και ορισμένοι εξ’ αυτών με σημαντική συμβολή στην Οικουμενική Κίνηση που έχουν ασχοληθεί με το θέμα της κοινής προσευχής στα πλαίσια της (Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός, πρώην Θυατείρων Μεθόδιος, π. Θεόδ. Ζήσης, Ι. Καρμίρης,  Κ. Σκουτέρης, Θ. Γιάγκου) δεν συμμερίζονται την καινοφανή ερμηνεία Φειδά ότι η συμπροσευχή των Ι. Κανόνων αφορά μόνο στη Θ. Λειτουργία.

η)  Τέλος, σε σύντομη εργασία μας με τίτλο «ου δεί αιρετικοίς η σχισματικοίς συνεύχεσθαι» (Πάτρα, 2008),  παρατίθενται δεκάδες απόψεις κληρικών (ανάμεσά τους των τελευταίων Αρχιεπισκόπων Αθηνών), καθηγητών Θεολογικών Σχολών, του Αγ. Όρους, συγχρόνων Πατερικών μορφών, Τοπικών Συνόδων Ορθοδόξων Εκκλησιών, Διορθοδόξου Επιτροπής, οι οποίοι δέχονται απερίφραστα ότι στην κανονική απαγόρευση συμπροσευχής περιλαμβάνεται όχι μόνο η συλλειτουργία η η συμμετοχή στη Θ. Λειτουργία, αλλά και η απλή συμπροσευχή με αιρετικούς.

Συμπερασματικά: Είναι συνεπώς  απολύτως εσφαλμένη η άποψη του καθηγητού Φειδά ότι οι Ι. Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς σχετίζονται αποκλειστικά με τη Θ. Λειτουργία και «συνδέουν πάντοτε το “συνεύχεσθαι” προς πράξεις συλλειτουργίας η συνιερουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά αιρετικών» (Φειδάς, σ. 19) και  «συνεπώς, η αληθής έννοια των ανωτέρω κανόνων (που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς) αναφέρεται εις μόνην την … απαγόρευσιν της συλλειτουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά των ετεροδόξων και όχι βεβαίως εις την συμμετοχήν αυτών εις πάσαν άλλην προσευχήν» (Φειδάς, σ. 20).

Κατά την πατερική γραμματεία, τις κανονικές διατάξεις, τους έγκριτους ερμηνευτές, την εκκλησιαστική γραμματεία και τη σύγχρονη θεολογική σκέψη, ακόμα και κατ’ αυτόν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, η κανονική απαγόρευση συμπροσευχής δεν αφορά μόνο στη Θ. Λειτουργία, αλλά σε οποιαδήποτε εκκλησιαστική προσευχή, τελετή και ακολουθία, οπουδήποτε και αν διεξάγονται ακόμα και στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως («οικουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς» κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη).



Viewing all articles
Browse latest Browse all 1937

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>