Καταβασίες της Κυριακής των Βαΐων.
Ωδή α΄. Ήχος δ΄.
«Ώφθησαν, αι πηγαί της αβύσσου, νοτίδος άμοιροι,
και ανεκαλύφθη θαλάσσης, κυμαινούσης τα θεμέλια·
τη καταιγίδι νεύματι, ταύτης γαρ έπετιμησας, περιούσιον λαόν δε έσωσας, άδοντα, επινίκιον ύμνον σοι Κύριε».
(Φάνηκαν οι πηγές της αβύσσου (βαθιάς θάλασσας), στερημένες νοτιάς (νερού) και αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια της σαλευόμενης από τα κύματα θάλασσας· με το νεύμα σου (την προσταγή σου), επιτίμησες την καταιγίδα, σώζοντας τον περιούσιο σου λαό, ο οποιος έψελνε επινίκιο ύμνο προς σε Κύριε.)
Το θαύμα του διαχωρισμού της Ερυθράς θάλασσας και το πέρασμα από το στεγνό βυθό της του Ισραηλιτικού λαού, επανέρχεται και πάλι στο προσκήνιο. Ο βυθός της θάλασσας, με το πρόσταγμα του υπηρέτη του Θεού, φάνηκε στεγνή γη, από την οποία πέρασε ο λαός χωρίς να βραχούν τα πόδια του. Τα νερά που σάλευαν από τα μεγάλα κύματα, γαλήνεψαν με τη διαταγή του ισχυρού, στον οποίον πειθάρχησε η αφρισμένη καταιγίδα. Ο λαός σώθηκε με το υπερφυές θαύμα της θείας μεγαλοσύνης, ψάλλοντας επινίκιο ύμνο στο Σωτήρα Κύριο.
Ωδή γ΄.
«Νάουσαν ακρότομον, προστάγματι σω, στερεάν εθήλασε πέτραν, Ισραηλίτης λαός· η δε πέτρα συ Χριστέ, υπάρχεις και ζωή· εν ω εστερεώθη η Εκκλησία κράζουσα· Ωσαννά, ευλογημένος ει ο ερχόμενος».
(Την απότομη πέτρα, που ανέβλυζε νερό, θήλασε με το δικό σου πρόσταγμα ο Ισραηλιτικός λαός· η πέτρα και η ζωή όμως είσαι συ Χριστέ, στον οποίο στερεώθηκε η Εκκλησία, κράζουσα· ωσαννά, ευλογημένος είσαι συ ο ερχόμενος.)
Τον περιπλανώμενο στην έρημο λαό ο Θεός είχε κάτω από τη φροντίδα και την προστασία του. Τον έτρεφε θαυμαστώς στην έρημο με εκλεκτή τροφή και τον πότιζε, όταν διψούσε.
Στην ωδή γίνεται μνεία του θαύματος που έκανε ο Μωυσής, όταν κάποτε ο λαός,