Ο βίος και το μαρτύριο της αγίας και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας.
Από την πρώτη στιγμή, που ιδρύθηκε και άρχισε να ζει η Εκκλησία του Χριστού, εξαπολύθηκαν εναντίον της αναρίθμητοι και πολύμορφοι λυσσαλέοι εχθροί, με σκοπό να την σβήσουν και να την εξαφανίσουν από το πρόσωπο της γης.
'Αλλοι με κοφτερά σπαθιά, και άλλοι με κοφτερή γλώσσα και γραφή, όλοι οι διάβολοι της κόλασης και όλοι οι άνθρωποι του διαβόλου, σε συνεργασία, εξεστράτευσαν, με κάθε σατανική μέθοδο και πονηριά, κατά των χριστιανών, κατά του «μικρού ποιμνίου» του Χριστού, για να το διασκορπίσουν και να το εξαφανίσουν. Εξόδεψαν αναρίθμητους τόνους μελανιού και εκατομμύρια τόνους χαρτιού και έχυσαν ποτάμια χριστιανικό αίμα.
Και τι κατόρθωσαν; Το αντίθετο. Νικηθήκανε, πέσανε, και συντριβήκανε, και «ουχ ευρέθη ο τόπος αυτών», κατά τη Γραφή. Η Εκκλησία του Χριστού ζει, και θα ζει, μέχρι να τελειώσουν οι αιώνες, και θα συνεχίζει, να επιτελεί, το σωτήριο έργο της πάνω στη γη, όσοι κι αν παρουσιαστούν εχθροί, για να το εμποδίσουν. Τα λόγια του θείου ιδρυτού Της «πύλαι ’δου ου κατισχύσουσιν αυτής», αποκαλύπτονται πάντοτε αληθινά. Κι αν δεν ήταν τυφλοί οι σημερινοί πολέμιοί Της, θα έβλεπαν τρανότατα αποδεδειγμένη αυτή την αλήθεια, δια μέσου των αιώνων, και θα σταματούσαν να «λακτίζουν προς κέντρα». θα έβλεπαν, ότι τους περιμένει η ίδια τύχη, το ίδιο άθλιο τέλος.
Εκείνο που είναι αληθινό, υψηλό, άγιο, θεϊκό, κείνο που έχει ουράνια προέλευση, όσο προσπαθείς να το λιγοστέψεις, αυτό τόσο πιο πολύ μεγαλώνει, φουντώνει, θεριεύει.
Ένας πολέμιος της θρησκείας του Χριστού, αυτού του αιώνα, μόλις επικράτησε και έγινε άρχοντας του τόπου του, είπε στους δικούς του: «και τώρα σφάξτε, όπου βρείτε χριστιανό και μάλιστα ρασοφόρο, εκπρόσωπο της θρησκείας, σφάξτε τον, και σας υπόσχομαι, τον τελευταίο που θα μείνει θα τον σφάξω εγώ με τα χέρια μου μπροστά σε όλους σας».
Και δεν πέρασαν πολλά χρόνια, ούτε δέκα, διωγμού και σφαγής, και πάλι ο ίδιος είπε: «βρε τι κακό είναι μ' αυτούς, έναν κόβεις δέκα φυτρώνουν».
Αυτή είναι η Εκκλησία του Χριστού. Ποτισμένη από το αδιάκοπα χυμένο αίμα των Μαρτύρων της, εδραιωμένη, αδιάσειστη, νικήτρια, πεντακάθαρη, δοξασμένη, αιώνια.
Ένα από τα ιερά σφάγια, που έπεσαν πάνω στον ιερό βωμό της πίστεως του Χριστού και επότισαν με το αίμα τους το πελώριο δένδρο του Χριστιανισμού και λάμπρυναν την Εκκλησία είναι και η Αγία, ένδοξη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα.
Η Αγία Βαρβάρα έζησε περί το τέλος του 3ου και αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνα, στην Ηλιούπολη, που ήταν πόλη της Κοίλης Συρίας, κοντά στον Αντιλίβανο. Σήμερα η πόλη αυτή, ονομάζεται Βααλβέκ. Ο πατέρας της ονομαζόταν Διόσκορος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Ήταν επίσης πολύ πλούσιος και διοικητής της Ηλιούπολης, με μεγάλη πολιτική εξουσία και δύναμη. Φανατικός δε ιερεύς της ειδωλολατρίας.
Οι ιστορικές πληροφορίες, δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα της μητέρας της, ούτε ποιά στάση τήρησε σε όλη την περιπέτεια και το φρικτό μαρτύριο της κόρης της. Μήπως είχε πεθάνει; Αυτό μόνο σαν υπόθεση μπορεί να σταθεί. Γιατί από την προτροπή του τυράννου, κατά το μαρτύριο της Αγίας, «να λυπηθεί τους γονείς της», βγαίνει το συμπέρασμα, ότι ζούσε, αλλά δεν συνταυτίστηκε με την κόρη της, όπως συνέβη με άλλες μητέρες μαρτύρων, παρά σαν φανατική ειδωλολάτρις και αυτή, συνταυτίσθηκε με τη στάση του φανατισμένου και τυφλού στην ψυχή άνδρα της Διόσκορου. Η Βαρβάρα ήταν το μονάκριβο παιδί τους. Ήταν αφάνταστα ωραία στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και είχε πολλή χάρη, ευφυΐα, σεμνότητα και σωφροσύνη.
Απ' τις περιπτώσεις που γνωρίζουμε, αυτού του είδους, όταν δηλαδή οι γονείς έχουν ένα μόνο παιδί, φανταζόμαστε πόσο ενδιαφέρον, πόση αγάπη, φροντίδα και αδυναμία, θα της είχαν, και πόσο, θα διέθεταν τα πάντα, να τη μορφώσουν και να την αποκαταστήσουν, κατά τον καλύτερο τρόπο, κάτι που τους επέβαλε οπωσδήποτε και ο πλούτος και η κοινωνική τους θέση.
Και πράγματι, όταν η κόρη τους έφτασε σε ηλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοί μνηστήρες, πολλοί υποψήφιοι γαμπροί, και από τους εξέχοντες άρχοντες, και από τους μεγιστάνες και από τους λοιπούς επιφανείς άνδρες της Ηλιούπολης. Όλα όμως τα προξενιά η Βαρβάρα τα έδιωχνε, πράγμα που ο πατέρας της δεν το έβλεπε με καλό μάτι.
Ήταν γι' αυτόν αδικαιολόγητη η έμμονή της κόρης του, να μη θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, που την ζητούσαν σε γάμο. Υπόθεσε όμως, ότι ήταν μια κάποια νεανική ιδιοτροπία, και είχε την ελπίδα ότι αργότερα, θα
Και τι κατόρθωσαν; Το αντίθετο. Νικηθήκανε, πέσανε, και συντριβήκανε, και «ουχ ευρέθη ο τόπος αυτών», κατά τη Γραφή. Η Εκκλησία του Χριστού ζει, και θα ζει, μέχρι να τελειώσουν οι αιώνες, και θα συνεχίζει, να επιτελεί, το σωτήριο έργο της πάνω στη γη, όσοι κι αν παρουσιαστούν εχθροί, για να το εμποδίσουν. Τα λόγια του θείου ιδρυτού Της «πύλαι ’δου ου κατισχύσουσιν αυτής», αποκαλύπτονται πάντοτε αληθινά. Κι αν δεν ήταν τυφλοί οι σημερινοί πολέμιοί Της, θα έβλεπαν τρανότατα αποδεδειγμένη αυτή την αλήθεια, δια μέσου των αιώνων, και θα σταματούσαν να «λακτίζουν προς κέντρα». θα έβλεπαν, ότι τους περιμένει η ίδια τύχη, το ίδιο άθλιο τέλος.
Εκείνο που είναι αληθινό, υψηλό, άγιο, θεϊκό, κείνο που έχει ουράνια προέλευση, όσο προσπαθείς να το λιγοστέψεις, αυτό τόσο πιο πολύ μεγαλώνει, φουντώνει, θεριεύει.
Ένας πολέμιος της θρησκείας του Χριστού, αυτού του αιώνα, μόλις επικράτησε και έγινε άρχοντας του τόπου του, είπε στους δικούς του: «και τώρα σφάξτε, όπου βρείτε χριστιανό και μάλιστα ρασοφόρο, εκπρόσωπο της θρησκείας, σφάξτε τον, και σας υπόσχομαι, τον τελευταίο που θα μείνει θα τον σφάξω εγώ με τα χέρια μου μπροστά σε όλους σας».
Και δεν πέρασαν πολλά χρόνια, ούτε δέκα, διωγμού και σφαγής, και πάλι ο ίδιος είπε: «βρε τι κακό είναι μ' αυτούς, έναν κόβεις δέκα φυτρώνουν».
Αυτή είναι η Εκκλησία του Χριστού. Ποτισμένη από το αδιάκοπα χυμένο αίμα των Μαρτύρων της, εδραιωμένη, αδιάσειστη, νικήτρια, πεντακάθαρη, δοξασμένη, αιώνια.
Ένα από τα ιερά σφάγια, που έπεσαν πάνω στον ιερό βωμό της πίστεως του Χριστού και επότισαν με το αίμα τους το πελώριο δένδρο του Χριστιανισμού και λάμπρυναν την Εκκλησία είναι και η Αγία, ένδοξη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα.
Η Αγία Βαρβάρα έζησε περί το τέλος του 3ου και αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνα, στην Ηλιούπολη, που ήταν πόλη της Κοίλης Συρίας, κοντά στον Αντιλίβανο. Σήμερα η πόλη αυτή, ονομάζεται Βααλβέκ. Ο πατέρας της ονομαζόταν Διόσκορος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Ήταν επίσης πολύ πλούσιος και διοικητής της Ηλιούπολης, με μεγάλη πολιτική εξουσία και δύναμη. Φανατικός δε ιερεύς της ειδωλολατρίας.
Οι ιστορικές πληροφορίες, δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα της μητέρας της, ούτε ποιά στάση τήρησε σε όλη την περιπέτεια και το φρικτό μαρτύριο της κόρης της. Μήπως είχε πεθάνει; Αυτό μόνο σαν υπόθεση μπορεί να σταθεί. Γιατί από την προτροπή του τυράννου, κατά το μαρτύριο της Αγίας, «να λυπηθεί τους γονείς της», βγαίνει το συμπέρασμα, ότι ζούσε, αλλά δεν συνταυτίστηκε με την κόρη της, όπως συνέβη με άλλες μητέρες μαρτύρων, παρά σαν φανατική ειδωλολάτρις και αυτή, συνταυτίσθηκε με τη στάση του φανατισμένου και τυφλού στην ψυχή άνδρα της Διόσκορου. Η Βαρβάρα ήταν το μονάκριβο παιδί τους. Ήταν αφάνταστα ωραία στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και είχε πολλή χάρη, ευφυΐα, σεμνότητα και σωφροσύνη.
Απ' τις περιπτώσεις που γνωρίζουμε, αυτού του είδους, όταν δηλαδή οι γονείς έχουν ένα μόνο παιδί, φανταζόμαστε πόσο ενδιαφέρον, πόση αγάπη, φροντίδα και αδυναμία, θα της είχαν, και πόσο, θα διέθεταν τα πάντα, να τη μορφώσουν και να την αποκαταστήσουν, κατά τον καλύτερο τρόπο, κάτι που τους επέβαλε οπωσδήποτε και ο πλούτος και η κοινωνική τους θέση.
Και πράγματι, όταν η κόρη τους έφτασε σε ηλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοί μνηστήρες, πολλοί υποψήφιοι γαμπροί, και από τους εξέχοντες άρχοντες, και από τους μεγιστάνες και από τους λοιπούς επιφανείς άνδρες της Ηλιούπολης. Όλα όμως τα προξενιά η Βαρβάρα τα έδιωχνε, πράγμα που ο πατέρας της δεν το έβλεπε με καλό μάτι.
Ήταν γι' αυτόν αδικαιολόγητη η έμμονή της κόρης του, να μη θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, που την ζητούσαν σε γάμο. Υπόθεσε όμως, ότι ήταν μια κάποια νεανική ιδιοτροπία, και είχε την ελπίδα ότι αργότερα, θα