Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

Η ελπίδα τής θεραπείας μέσα στούς παρακλητικούς κανόνες

$
0
0
Ἀρχιμ.  Νικοδήμου Σκρέττα
Ἐπικούρου Καθηγητοῦ τοῦ  Α.Π.Θ.

Εισαγωγή

Ὑμνογραφία  καὶ  μελουργία.

Λόγος  καὶ  μέλος   συντέθηκαν ἁρμονικὰ στὴ μνημειώδη καὶ  ἀνυπέρβλητη ποιητικὴ δημιουργία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως . Ὑμνογραφία καὶ  μελουργία συνταίριασαν δημιουργικὰ στὴ  λειτουργικὴ τέχνη τῆς ψαλλόμενης προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ  νὰ ὑπηρετήσουν τὴ λογικὴ «ἐν πνεύματι καὶ  ἀληθείᾳ»2  λατρεία της.
Σκοπὸς τῶν  λειτουργικῶν τεχνῶν  εἶναι  ἡ αἰσθητοποίηση τῶν  εὐλαβῶν βιωμάτων, ὁ φωτισμὸς καὶ ἁγιασμὸς τῶν αἰσθήσεων, ἡ θεραπεία τῆς ὕπαρξης καὶ  ἡ σωτηρία τῆς  ψυχῆς  τοῦ  ἀνθρώπου. Δὲν μποροῦν αὐτὲς νὰ  εἶναι ποτέ, μέσα  στὸν  χῶρο  τῆς  λατρεύουσας κοινότητας, αὐτονομημένες κοσμικὲς  καὶ  αὐθαίρετες καλλιτεχνικὲς δημιουργίες,  ἀλλὰ  ὀφείλουν πάντοτε νὰ λειτουργοῦν ὡς ἀγωγοὶ κάλλους καὶ  ὡς μὴ ἀπολυτοποιούμενα ἀναγωγικὰ  μέσα  πρὸς τὴν ἐπίτευξη τῆς χαρισματικῆς θεώσεως.
Ἡ ὑμνογραφικὴ παραγωγή, χρησιμοποιώντας ἀρχαιοελληνικοὺς δρόμους καὶ  θεμελιούμενη σὲ βιβλικὰ  πρότυπα3, πέρασε, ἀπὸ τὶς ἀρχαιότατες πρωτοχριστιανικὲς ἐμβρυϊκὲς μορφὲς τῶν λιτῶν  λειτουργικῶν ὑμνωδιῶν4, στὴν ποίηση τῶν  πρώτων τροπαρίων καὶ  κατόπιν στὸν  πλοῦτο τῶν  ἀντιφώνων. Ἡ συνέχεια ὑπῆρξε πραγματικὰ ἐκρηκτική, μὲ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ποσοτικὴ  προσωδία τῶν  ἀρχαίων μέτρων στὴν  τονικὴ  ρυθμοποιΐα τῶν  βυζαντινῶν   ὑμνογραφημάτων.  Ἀπὸ  τὸν  ε´  ἕως  τὸν  ζ´  αἰώνα  μεσουρανεῖ τὸ κοντάκιο,  σύνθετος ὕμνος  ἀποτελούμενος ἀπὸ προοίμια,  εἱρμούς,  οἴκους, ἀκροστιχίδες καὶ  ἐφύμνια. Ἐκτελεῖται στὶς  λατρευτικὲς συνάξεις μὲ  τὴν «καθ᾽ ὑπακοὴν» ψαλμωδία καὶ  τὸ περιεχόμενό του  εἶναι  ὑμνητικό,  διηγηματικὸ καὶ  ἐγκωμιαστικό. Ὅμως  ἀπὸ τὸν  η´  αἰώνα καὶ  ἑξῆς  σταδιακὰ  ὁ θαυμάσιος αὐτὸς ὕμνος  παραχωρεῖ τὴ θέση του  σχεδόν  πλήρως, ἰδιαίτερα μετὰ  τὴν περίοδο τῆς  εἰκονομαχίας καὶ  τὸν  θρίαμβο τῆς  Ὀρθοδοξίας, στὴ νέα, κατ᾽ ἐξοχὴν  μοναχικῆς προελεύσεως, ὑμνογραφικὴ σύνθεση  τῶν κανόνων,  οἱ  ὁποῖοι ἔχουν  περιεχόμενο θεολογικὸ καὶ  ἐκτελοῦνται ἀντιφωνικὰ ψαλμωδούμενοι5.


2. Κανονογράφοι  καὶ  κανόνες.

Μέγιστοι ὑμνογράφοι καὶ  μελωδοί, ὅπως οἱ Ἁγιοπολίτες Ἀνδρέας Κρήτης,  Ἰωάννης Δαμασκηνὸς καὶ  Κοσμᾶς Μαϊουμᾶ, οἱ Στουδίτες Θεόδωρος, Ἰωσὴφ  κ.ἄ.,  Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς καὶ  Ἰωσὴφ  ὁ Ὑμνογράφος (ὁ ἐπωνομα- ζόμενος  Ξένος  ἢ Σικελός, ἐκ  τῆς  χορείας τῶν  Ἰταλοελλήνων), καθὼς  καὶ πολλοὶ ἄλλοι  λιγότερο γνωστοὶ ἀλλ᾽ ὄχι  ὑποδεέστεροι στὰ  ποιητικὰ χαρίσματα καὶ  τὴν  ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ  κανονογράφοι,  κατέλιπαν ἔργο σπουδαῖο καὶ σημαντικό, πλούσιο καὶ πληθωρικό, τὸ ὁποῖο συγκρότησε σταδιακὰ κατὰ τοὺς  ἀμέσως ἑπομένους αἰῶνες τὰ κύρια  λειτουργικὰ βιβλία  τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας [Ὀκτώηχος  (ἢ Ὀκτάηχος) ἡ Μεγάλη ἢ Παρακλητική,  Τριῴδιον, Πεντηκοστάριον  κ.λπ.].
Πλὴν τῶν ἄλλων  τροπαρίων, τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων στὴν ποιητικὴ σύνθεση,  τὴν  ὀνομασία καὶ  τὸ  περιεχόμενο, καιριότατη θέση  κατέχουν στὴν ἑσπερινὴ (Θεοτοκάριον) καὶ  στὴν ὀρθρινὴ  λατρεία τῶν  Ὀρθοδόξων οἱ πολυσύνθετες ὑμνογραφικὲς δημιουργίες τῶν κανόνων.  Αὐτοὶ  περισώζουν ἐξωτερικὰ καὶ  ἐσωτερικὰ σπουδαῖα  στοιχεῖα τῆς  κοντακιακῆς παραδόσεως (εἱρμούς, τροπαριακὴ προσομοίωση, ἀκροστιχίδες, ἐφυμνιακὰ ἀκροτελεύτια),  ἀλλὰ  καὶ ἐκρηκτικὰ ὑπερβαίνουν τὴν παλαιότερη ποίηση, καθὼς  πλουτίζουν  μὲ ἀμέτρητους νέους  εἱρμοὺς καὶ συνακολούθως μελωδικοὺς δρόμους καὶ  στιχοποιητικὰ μοτίβα τὶς  ἀκολουθίες τοῦ  νυχθημέρου.
Οἱ κανόνες συγκροτοῦνται στὴ βάση ἀφ᾽ ἑνὸς τῶν ἐννέα  βιβλικῶν  ὠδῶν6 καὶ  ἀφ᾽ ἑτέρου στὸ θεολογικό, ἑορταστικό, ὑμνητικό,  ἐγκωμιαστικό, ἱκετήριο ἢ παρακλητικὸ περιεχόμενο ποὺ κατὰ περίπτωση λαμβάνουν. Ἔτσι  κα- τατάσσονται: α)  ὡς  πρὸς τὸ  περιεχόμενο, σὲ  Τριαδικούς, Ἀναστάσιμους, Σταυροαναστάσιμους,  Σταυρώσιμους,  Νεκρώσιμους  ἢ Ἀναπαύσιμους, Δογματικούς, Παρακλητικούς, Εὐχαριστήριους κ.λπ.7, β) ὡς πρὸς τὴν περίσταση,  ὀνοματίζονται π.χ. τοῦ  ἁγιασμοῦ,  τοῦ  εὐχελαίου,  τῆς  μετανοίας, «εἰς φόβον  σεισμοῦ» κ.λπ.8, γ)  ὡς  πρὸς τὸ  πρόσωπο, στὸ  ὁποῖο ἀπευθύ- νονται,  καλοῦνται Δεσποτικοὶ (στὸν Δεσπότην Χριστόν),  Θεομητορικοὶ (στὴν Ὑπεραγίαν  Θεοτόκον), Εἰς  Ἀσωμάτους (Ἀγγέλους), Εἰς  τὸν Τίμιον  Σταυρόν,  Εἰς  τὸν Τίμιον  Πρόδρομον, Εἰς  τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, Εἰς  Προφήτας καὶ  Μάρτυρας, Εἰς  πάντας τοὺς Ἁγίους,  Εἰς  Κοιμηθέντας  κ.λπ.

3. Ἡ συγκρότηση τῆς Παρακλητικῆς.

Τὸ πλῆθος τῶν  ἄλλων  ὕμνων,  ἀλλὰ  ἰδιαίτερα καὶ  οἱ συνθέσεις τῶν  κανόνων  ἀπήρτισαν σταδιακὰ τὸ περιεχόμενο τῶν  λειτουργικῶν βιβλίων  τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γιὰ  μὲν τὸν ἀκίνητο ἑορτολογικὸ κύκλο  τὰ Μηναῖα, γιὰ  δὲ  τὸν  κινητὸ  τὸ  Τριῴδιον καὶ  τὸ  Πεντηκοστάριον.  Ὁ ἑβδομαδιαῖος λειτουργικὸς - ἑορταστικὸς κύκλος,  μὲ  πρωταρχοῦσα τὴν ἀναστάσιμη καὶ δεσποτικὴ ἡμέρα  τῆς  Κυριακῆς,  συνεκροτήθη τμηματικῶς ἀπὸ τῆς  ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ  ἑξῆς. ῾Ο ὀκτάριθμος αὐτός κύκλος τῶν, κατὰ τοὺς  ὀκτὼ  ἤχους, ὀκτὼ  ἑβδομάδων ἀνακυκλώνεται ἀεννάως ἐπιτελούμενος καθ᾽ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ  ἔτους,  πλὴν τῶν περιόδων ποὺ παύει ἡ χρήση τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου  τῆς Παρακλητικῆς. Στὸ  βιβλίο αὐτὸ  ἀποθησαυρίζεται ἀπὸ τοῦ  η´ αἰῶνος  καὶ  ἑξῆς  πλούσιο ὑμνογραφικὸ ὑλικὸ  μεαγάλων  ὑμνογράφων καὶ ἰδιαίτερα τῶν κανονογράφων Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κοσμᾶ  Μελωδοῦ, Ἰωσὴφ  Ὑμνογράφου καὶ  Θεοφάνους Γραπτοῦ.
Ἡ  βίβλος  ἔφερε διάφορα ὀνόματα,  ὅπως «Ὀκτώηχος»9,  «Ὀκτάηχος» 0,«Ὀκτώηχος τοῦ  Δαμασκηνοῦ» (Φτωήχι) ποὺ περιέχει  μόνο  τὴν  ὑμνογραφία  τῶν  Κυριακῶν κατὰ τοὺς  ὀκτὼ  ἤχους   , «Ὀκτώηχος ἡ Μεγάλη», ποὺ ἀπαντᾶται στὶς ἀπὸ τὸ   837 καὶ ἑξῆς ἔντυπες ἐκδόσεις, «Παρακλητικὴ ἤτοι Ὀκτώηχος ἡ Μεγάλη», τίτλος  ὑπὸ τὸν  ὁποῖο φέρεται πλέον τὸ  σπουδαιότατο  αὐτὸ  λειτουργικὸ βιβλίο  στὶς  σύγχρονες ἐπίσημες ἐκδόσεις του  .
«Ὀκτάηχος Νέα» ὀνομάζεται, ἀπὸ τὸν  πολλὰ πονήσαντα γιὰ  τὴν  συγ κρότηση,  τὴν  συμπλήρωση καὶ  τὸν  πλουτισμό της  Ἰωσὴφ  τὸν  Ὑμνογράφο (τὸν Ξένο ἢ Σικελὸ) (θ´ αἰ.), στὴν ἀκροστιχίδα τοῦ κανόνα  του Εἰς  πάντας τοὺς ἁγίους, στὸ Σάββατο τοῦ  πλ. δ´  ἤχου 3. Ἡ ἐπικρατήσασα βέβαια καὶ γνωστότερη ἐπιγραφὴ τῆς  βίβλου  εἶναι  «Παρακλητική» 4, διότι  τὸ  σύνολο σχεδὸν  τῶν  τροπαρίων καὶ  κατ᾽ έξοχὴν  τῶν  κανόνων,  οἱ  ὁποῖοι καὶ  μᾶς ἐνδιαφέρουν στὴν  παροῦσα ἐργασία, ἔχουν  χαρακτήρα παρακλητικὸ καὶ ἱκετήριο,  κατανυκτικὸ καὶ  ἐπικλητικὸ πρὸς τὴν  Ἁγία  Τριάδα,  τὸν  Κύριο, τὴν Θεοτόκο,  τοὺς  ἀγγέλους, τὸν Τίμιο  Σταυρό, τὸν Τίμιο  Πρόδρομο, τοὺς ἁγίους ἀποστόλους καὶ  πάντας τοὺς  ἁγίους 5.

4. Οἱ Ἱκετήριοι  καὶ  Παρακλητικοὶ  κανόνες.

Πληθωρικὰ στὰ  λειτουργικὰ κείμενα τῆς  Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (αἰτήσεις   6, εὐχές 7, τροπάρια στιχηρά 8, προσόμοια, κατανυκτικά, μαρτυρικά, καθίσματα, ἀπολυτίκια, κοντάκια, δοξαστικά, θεοτοκία ὅλων  τῶν  κανόνων) ἀποταμιεύεται ὑλικὸ  σχετικὸ μὲ  τὴν  ἀσθένεια,  τὴν  ὑγεία καὶ  τὴν  ἐλπίδα τῆς θεραπείας. Ἡ ἰαματικὴ χάρη  τοῦ  Κυρίου  καί, κατὰ μέθεξιν,  τῶν ἁγίων του ἐγκωμιάζεται, γενικότερα, στοὺς  ἀπειράριθμους κανόνες τῆς ἀνεκδότου ἐν χειρογράφοις καὶ  τῆς  ἐκδεδομένης καὶ  συνεχῶς ἐκδιδομένης ὑμνογραφικῆς  παραγωγῆς  ὑμνητικά. Στοὺς ἱκετήριους ὅμως  ἢ παρακλητικοὺς κανόνες στρέφεται ἱκετευτικὰ ὁ λόγος,  ἐπικλητικὰ καὶ παρακλητικά, ὡς ἐκζήτηση ἔμπονη βοηθείας πρὸς ἐπίτευξη τῆς προσδοκώμενης θεραπείας. Εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι  οἱ λέξεις  «ἱκεσία» καὶ  «παράκλησις», σὲ ὅλους  τοὺς  γραμματικοὺς τύπους, ἀπαντῶνται συχνότατα στὰ  τροπάρια τῶν κανόνων
Οἱ Παρακλητικοὶ συνεπῶς κανόνες διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τοὺς  ὑπολοίπους:  α)  ὡς  πρὸς τὸ  περιεχόμενο,  τὸ  ὁποῖο ἀναφέρεται σὲ  «περιστάσεις καὶ  θλίψεις καὶ  ἀνάγκας»20  τῶν πιστῶν, ἀλλὰ  καὶ  σὲ πόνους, κακοπάθειες, νόσους  καὶ  ἀσθένειες τῶν  ψυχῶν  καὶ  τῶν  σωμάτων τους,  γιὰ  τὶς  ὁποῖες αἰτοῦνται τὴν ἴαση, β) ὡς πρὸς τὴ δομὴ  καὶ  τὴ μορφὴ  ποὺ προσλαμβάνουν αὐτοί,   καθὼς   σπανιότερα  εἶναι   λιτοί,   ἀπαρτιζόμενοι ἁπλῶς  ἀπὸ  τοὺς εἱρμοὺς καὶ  τὰ  τροπάρια τῶν  ὀκτὼ  ᾠδῶν21 , ἐνῶ  σχεδὸν  πάντοτε σχηματίζουν μιὰ  μικρὴ  ἀκολουθία ποὺ μιμεῖται τὸν ὄρθρο  (Θεὸς  Κύριος,  ἀπολυτί- κια, Πεντηκοστὸς ψαλμός, μεσώδιες μνημονεύσεις καὶ καθίσματα, Κοντάκιο, τάξη  ἀναγνώσεως ὀρθρινοῦ εὐαγγελίου, Ἄξιόν  ἐστί,  Μεγαλυνάρια).
Ἡ ἀμέτρητη σειρὰ  τῶν κανόνων  αὐτῶν,  παλαιῶν καὶ νεωτέρων, ἀπευθύνονται  πρὸς τὴν Παναγία Τριάδα, τὸν Κύριο,  τὴν Θεοτόκο,  τοὺς  ἀσωμάτους Ἀγγέλους, τὸν πανσεβάσμιο Σταυρό, τὸν Τίμιο  Πρόδρομο, τοὺς  ἰαματικοὺς καὶ  θαυματουργοὺς ἁγίους, τοὺς  ἀναργύρους ἰατρούς22, ἀλλὰ  καὶ  σὲ μεγαλομάρτυρες, σὲ ὁσίους,  σὲ ἱεράρχες, ἱερομάρτυρες καὶ  ὁμολογητές, σὲ νεο- μάρτυρες, σὲ τοπικοὺς πολιούχους, σὲ σεβάσμια προσκυνήματα, σὲ θαυματουργὲς εἰκόνες23, σὲ ἄφθαρτα σκηνώματα καὶ χαριτόβρυτα λείψανα, σὲ  ἁγιάσματα  προσκυνημάτων24. Τέλος  ἐδῶ  μνημονεύουμε τοὺς  κανόνες τοῦ  εὐχελαίου καὶ  τοῦ  ἁγιασμοῦ, οἱ  ὁποῖοι ἔχουν  ἀπόλυτα παρακλητικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ  ἐκφεύγουν τῶν  ὁρίων  τῆς  ἐρεύνης  τῆς  παρούσης ἐργασίας.
Μὲ θαυμαστὸ καὶ  ἀνυπέρβλητο τρόπο, στὰ  κείμενα τῶν  παρακλητικῶν κανόνων  συμπλέκονται καὶ συνυφαίνονται ἡ ἐξομολόγηση, ἡ ἱκεσία,  ἡ δέηση καὶ  ἡ παράκληση πρὸς τὰ  θεῖα  καὶ  τὰ  ἅγια πρόσωπα, μὲ τὸν ἐγκωμιασμό, τὴν  ἐξύμνηση,  τὴ  δοξολογία καὶ  τὴν  εὐχαριστία τῶν  εὐεργετουμένων καὶ θεραπευομένων πιστῶν.
Προηγεῖται ἡ εὐλαβική,  ὁλόθυμη  καὶ  ταπεινὴ ἐπίκληση τῆς  πρεσβείας, τῆς σκέπης, τῆς καταφυγῆς, τῆς βοήθειας, τῆς ἀντιλήψεως, τοῦ ἱλασμοῦ, τοῦ στηριγμοῦ,  τῆς  διορθώσεως,  τοῦ  φωτισμοῦ,  τῆς  θεραπείας,  τῆς  σωτηρίας, γιὰ  νὰ βιώσει  ἡ ὕπαρξη τῶν ἀληθῶν  ἱκετῶν  τὴν ἐκστατικὴ χαρὰ  τῶν ἰαμα- τικῶν  χαρίτων καὶ  τὴν  καρδιακὴ εὐρυχωρία τῶν  ὑψωμάτων τῆς  εὐχαριστίας25.
5. Ἡ ἔκταση τῆς ἔρευνας.
Ἐπιχειρώντας τὴ συγγραφὴ τῆς ἐργασίας αὐτῆς  εἴχαμε πλήρη ἐπίγνωση τοῦ  εὔρους του  θέματος καὶ  τῆς ἐκτάσεως ποὺ ἔπρεπε νὰ λάβει  ἡ ἐπὶ τῶν πηγῶν ἔρευνα. Εἶναι  περισσότερο ἀπὸ προφανὲς ὅτι  ἡ ἐπεξεργασία τῶν ἐπὶ μέρους ζητημάτων δὲν  θὰ  μποροῦσε νὰ  στηριχθεῖ ἀποκλειστικὰ  καὶ μόνο στοὺς  παγκοίνως γνωστοὺς δύο (Μικρὸ  καὶ Μέγα) παρακλητικοὺς κα- νόνες εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.  Ἔτσι  ἡ ἀνίχνευση τῆς ὕλης ἐξετάθη στὸ μεγαλύτερο κατὰ τὸ δυνατὸν μέρος  τῆς ἐκδεδομένης ὑμνογραφικῆς παραγωγῆς τῶν παρακλητικῶν καὶ  ἱκετηρίων κανόνων.
Στὴν παροῦσα συγκυρία καὶ κατὰ τὰ τεθέντα ὅρια  γιὰ  τὴν πραγμάτευση τοῦ θέματός μας, οὔτε  κἂν σκέψη  θὰ μποροῦσε νὰ γίνει  γιὰ  ἀνίχνευση σχετικοῦ  ὑλικοῦ,  ἀποκειμένου σὲ χειρόγραφα, ἀγνώστου καὶ ἀνεκδότου. Κατὰ τὰ δεδομένα αὐτά,  ἂν ἐρωτοῦσε κανεὶς πόσοι εἶναι  οἱ παρακλητικοὶ κανόνες,  θὰ  μπορούσαμε νὰ  ἀπαντήσουμε ἀπειράριθμοι.  Περιορίσαμε λοιπὸν τὴν  ἔρευνά μας,  κοπιώδη καὶ  χρονοβόρο,  στὶς  λυτὲς  ἐκδόσεις φυλλάδων ἀκολουθιῶν26, στὶς  ὁποῖες προσάπτονται παρακλητικοί, καθὼς  καὶ  τὰ  ἐπίσημα ἐν χρήσει  λειτουργικὰ βιβλία  τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ( Ὡρολόγιον, Παρακλητική, Θεοτοκάριον). Χρήσιμη  στάθηκε καὶ  ἡ συλλεκτικὴ ἐργασία τῶν ἐκδόσεων «Ἀστήρ»27.
Πλὴν τῆς ἀρχαίας σεβασμίας ὕλης, ἡ παρακλητικὴ ὑμνογραφία ἐντάθηκε κατὰ τοὺς  χρόνους  τῆς  ὑστέρας Τουρκοκρατίας καὶ  ἰδιαίτερα στὸ  Ἅγιον Ὄρος.  Χριστόφορος ὁ Προδρομίτης,  Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ  Ἀθανά- σιος  ὁ Πάριος  ἐκ  τῶν  Φιλοκαλικῶν Κολλυβάδων28  κατέλιπαν  σημαντικὸ ἔργο,  ὅπως βέβαια καὶ  Ἰάκωβος ὁ Νεασκητιώτης, πολυγραφότατος ὑμνογράφος τῆς περιόδου αὐτῆς.
Ἀπόπειρες καταγραφῆς ὑμνογραφικοῦ ὑλικοῦ  ἔγιναν στὴν  ἔκδοση  τῆς Patrologia Graeca τοῦ J.P. Migne29,  στὸ «Παρακλητικὸν» τῆς Κρυπτοφέρρης30, στὸ καταλογογραφικὸ ἔργο  τοῦ  L. Petit3 , στὰ  Θεοτοκάρια32  καὶ  ἀλλαχοῦ.
Ἐμεῖς, πλὴν τῶν  αὐτοτελῶν, λυτῶν  ἢ σὲ συλλογὲς ἐκδεδομένων, ad  hoc παρακλητικῶν κανόνων  παλαιοτέρων ὑμνογράφων καὶ  περισσότερο τῶν συγχρόνων Γερασίμου  Μικραγιαννανίτου33, Ἀθανασίου Σιμωνοπετρίτου, Ἰωὴλ  Φραγκάκου (νῦν  Μητρ.  Ἐδέσσης), Πορφυρίου Σιμωνοπετρίτου, Κυρίλλου  Κογεράκη (νῦν Μητροπ. Ρόδου),  Χαραλάμπους Μπούσια καὶ ἄλλων πολλῶν, μελετήσαμε ἐξονυχιστικὰ καὶ  ἀποδελτιώσαμε καὶ  τὸ  σύνολο  τῶν κανόνων  τοῦ Θεοτοκαρίου34  τοῦ Ἁγίου  Νικοδήμου, ἀλλὰ  καὶ τὸ σύνολο τῶν κανόνων   τῆς   Παρακλητικῆς  καὶ   τοῦ   Ὡρολογίου,   ἐπιλεκτικὰ  δὲ   τοῦ Τριῳδίου, ἀφοῦ  διαπιστώσαμε ὅτι ἡ θησαυριζόμενη σ᾽ αὐτὰ ποίηση τῶν κανόνων εἶναι  κατ᾽ ἐξοχὴν  ἱκετευτικὴ καὶ  παρακλητική.
Νομίζουμε, ἐπὶ τοῦ  παρόντος, ὅτι  οἱ   5 περίπου κανόνες τῶν  Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κοσμᾶ  Μελῳδοῦ, Ἰωσὴφ  Ὑμνογράφου, Θεοφάνους Γραπτοῦ καὶ  Ἰωάννου Εὐχαΐτων τῆς Παρακλητικῆς, οἱ 62  τοῦ  Νικοδημικοῦ Θεοτοκαρίου,  ἀνήκοντες σὲ ἐξέχοντες θεολόγους, πατέρες καὶ  ὑμνογράφους, καὶ οἱ ὑπόλοιποι λυτοὶ  ποὺ μελετήσαμε, δηλαδὴ ἕνα σύνολο πάνω ἀπὸ 220 παρακλητικοὺς κανόνες,  μαζὶ  μὲ  τοὺς  ἀμέτρητους ἄλλους  ποὺ   λάβαμε ὑπ᾽ ὄψιν, ἀποτελοῦν ἕνα ποσοτικὰ καὶ ποιοτικὰ ἀσφαλὲς ἐρευνητικὸ ὑπόβαθρο γιὰ  τὴν ἐργασία μας  (8.500 περίπου τροπάρια), τὸ ὁποῖο μάλιστα καλύπτει χρονικὰ τὸ διάστημα ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τῆς κανονογραφίας μέχρι  τὸ σήμερα.
Στὰ  Μηναῖα, βέβαια, τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καλῶς  γνωρίζουν οἱ πατέρες οἱ καθημερινῶς τελοῦντες τὶς ἀκολουθίες σὲ ἱερὲς  μονὲς  καὶ ἐνορίες,  ὑπάρχει  πλῆθος κανόνων  μαρτύρων, ἱερομαρτύρων, θαυματουργῶν καὶ  ἰαμα- τικῶν  ἁγίων,  οἱ ὁποῖοι, συχνάκις ποιήματα τοῦ Ἰωσὴφ  καὶ  τοῦ Θεοφάνους, εἶναι  κατ᾽ ἐξοχὴν  παρακλητικοὶ καὶ  πυκνὰ ἀναφέρονται στὰ  ἰαματικὰ χαρίσματα τῶν  ἁγίων ἢ ἐπικαλοῦνται τὴν  ἰαματικὴ ἐκ  Θεοῦ  δύναμη. Ὅλα αὐτὰ  τὰ   σπουδαῖα  κείμενα  θὰ   ἀναμένουν  ἐπ᾽  ὀλίγον   τὸν  ἐρευνητικὸ ὀφθαλμὸ καὶ  τὴν ἐπιστημονικὴ ἐπεξεργασία, Θεοῦ  ἐπινεύσει.

6. Πατρότητα καὶ  ἐξαρτήσεις  τῶν παρακλητικῶν  κανόνων.

Ἕνα  ἀπὸ τὰ  δυσκολότερα ζητήματα τῆς  ὑμνολογικῆς ἔρευνας εἶναι  ἡ μετὰ  βεβαιότητος ἀπόδοση πατρότητας στοὺς  κανόνες. Καὶ τότε  ἀκόμη  ποὺ ἐπωνυμοῦνται στὴ χειρόγραφη ἢ τὴν ἔντυπη παράδοση, ὑπάρχουν ἀμφιβολίες  καὶ  ἐγείρονται ἐνστάσεις καὶ  ἀμφισβητήσεις. Τοῦτο  μάλιστα ἐπιτείνεται, ὅταν ἐλλείπουν ἀκροστιχίδες, ἢ ὅταν αὐτὲς δὲν καταλήγουν σὲ ἐπισφαγιστικὴ  ὀνοματικὴ ὑπογραφὴ  τοῦ  ὑμνογράφου,  ἢ  ὅταν   ἐλλείψει ἄλλων  πληροφοριῶν γίνεται σύγχυση ταυτοσήμων ὀνομάτων (π.χ. Ἰωάννου, Θεοφάνους κ.λπ.). Ἰδοὺ  μερικὰ τεκμήρια:
α) Εἶναι  χαρακτηριστικότατο τὸ παράδειγμα τῶν κανόνων  τῆς Θεοτόκου στὶς  Τετάρτες καὶ  τὶς  Παρασκευὲς ὅλων  τῶν  ἤχων  τῆς  Παρακλητικῆς, οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε  ἀποδίδονται στὸν  Ἰωάννη  Δαμασκηνό, ἄλλοτε  στὸν  Ἰωάννη Εὐχαΐτων, τὸν Μαυρόποδα, καὶ ἄλλοτε  ἀλλοῦ  τιτλοφοροῦνται Θεοφάνους35, ἢ ἐνίοτε  φέρονται ἀνωνύμως, ὅπως θὰ  τοὺς  παραθέτουμε καὶ  ἐμεῖς  στὶς παραπομπές.
β) Οἱ ἀποδιδόμενοι στὸν  Ἰωάννη  Δαμασκηνὸ κανόνες τοῦ  Θεοτοκαρίου εἶναι  μάλλον  Ἰωάννου τοῦ  Θηκαρᾶ.  Καὶ  διότι,  σύμφωνα καὶ  μὲ τὴν παρατήρηση τοῦ  ἐπιμελητοῦ ἁγίου Νικοδήμου, παραλλάσσει ἡ φράση,  καὶ  διότι δὲν  φέρουν  οὐδαμοῦ οὐδαμῶς ἀκροστιχίδα, καὶ  διότι  ἀνιχνεύονται πυκνὲς ἐξαρτήσεις νοημάτων καὶ φράσεων ἀπὸ προγενέστερους κανόνες,  ἰδιαίτερα δὲ ἐκ τῶν οἴκων  τοῦ Ἀκαθίστου καὶ τοῦ κανόνος  τοῦ Ἀκαθίστου τοῦ Ὑμνογράφου Ἰωσήφ36.
γ)  Οἱ κανόνες τῶν  Ἁγίων  Ἀποστόλων στὶς  Πέμπτες τῆς  Παρακλητικῆς φέρονται ἀνώνυμοι, εἶναι  ὅμως,  κατὰ τὴ γνώμη  μας  ἐμφανῶς Ἰωσὴφ  τοῦ Ὑμνογράφου κατά τε τὴν φράσιν καὶ  τὰ  νοήματα37.
δ) Στοὺς κανόνες τῆς Θεοτόκου (Τετάρτης καὶ  Παρασκευῆς) τῆς Παρα- κλητικῆς  ἐμφανίζονται τόσο ἔντονες  ὁμοιότητες, ὥστε  θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς  ἀποδώσει ὅλους σὲ ἕνα πρόσωπο, ἐνῶ ἤδη ἀποδίδονται ἀπὸ ἄλλους σὲ ἄλλους38.
ε) Πολλάκις πανομοιότυπες φράσεις ἀπαντῶνται σὲ διαφορετικοὺς ὑμνογράφους,  πράγμα ποὺ ὑποδηλώνει ἢ τὶς  κοινὲς  βιβλικὲς ἐξαρτήσεις,  ἢ τὴν ἀνεξάρτητη τυχαία ἀποτύπωση παραλλήλων ἰδεῶν,  ἐὰν  μάλιστα ζοῦν  καὶ καταθέτουν ποίηση κατὰ τὴν ἴδια  ἐποχή, ἢ τὶς  μεταξύ τους  ἀλληλεπιδράσεις39.
Πληθωρικὲς εἶναι  τέλος  οἱ  πηγαῖες ἐξαρτήσεις ἀπὸ τὴν  Ἁγία  Γραφή, καθὼς  οἱ κανόνες εἶναι  θεμελιωμένοι στὸν λόγο καὶ τὸ νόημά  της. Προφῆτες, Δίκαιοι,  μετανοήσαντες καὶ σωθέντες προβάλλονται ὡς παραδείγματα. Ἀνα- διατυπώσεις ποιητικὲς ἐκ τοῦ  ᾌσματος ᾈσμάτων καὶ  τῶν Ψαλμῶν συχνὰ ἐπανέρχονται. Θαυματουργικὲς ἰάσεις τοῦ  Χριστοῦ  στὸ  Εὐαγγέλιο πυκνὰ μνημονεύονται40.
Οἱ ἴδιοι  οἱ ὑμνογράφοι ἐπαναλαμβάνουν ἑαυτούς, εὑρηματικὰ ἀναζυμώ- νοντας  τὸν  ποιητικὸ λόγο  καὶ  ποικιλόχρωμα ἀναζωγραφώντας  παρακλήσεις  καὶ  ἱκεσίες στὸν  καμβὰ τῶν  ἴδιων  νοημάτων. Παρατηρεῖται  δὲ  στὰ Θεοτοκία πολλὲς φορὲς  ἐπανάληψη γνωστῶν τροπαρίων καὶ  ἀλλαχοῦ χρη- σιμοποιηθέντων ἢ δανεισμένων ἀπὸ τοὺς  παρακλητικοὺς τῆς  Παναγίας. Τοῦτο  παρατηρεῖται ἰδιαίτερα στοὺς  συγχρόνους ὑμνογράφους, οἱ ὁποῖοι μάλιστα καταιγιστικὰ μιμοῦνται λέξεις  ἢ φράσεις ὁλόκληρες ἰδιαίτερα  ἐκ τῶν  πλουσιοτάτων καὶ  θαυμασίων κανόνων  Ἰωσὴφ  τοῦ  Ὑμνογράφου καὶ Θεοφάνους τοῦ Γραπτοῦ, τῶν κυρίως καὶ  καιρίως συγκροτησάντων τὴν τε- λικὴ  μορφὴ  καὶ  τὸ  περιεχόμενο τοῦ  λειτουργικοῦ βιβλίου  τῆς  Παρακλητικῆς.

7. Καλολογία  καὶ  πνευματικὸς  δυναμισμός.

Φιλολογικὰ πολλοὶ τῶν συγχρόνων παρακλητικῶν κανόνων  δὲν ἀποφεύγουν  τὶς ἀδυναμίες τῆς δουλικῆς μιμήσεως τῶν προγενεστέρων. Ἀνιχνεύον- ται  ὄχι σπάνια φραστικὲς καὶ  λεκτικὲς ἐπαναλήψεις, τυποποιημένα ἐπανερχόμενα αἰτήματα, πληθωρισμὸς παρενθέτων καλολογιῶν καὶ  εὐλαβῶν  ἐπικλήσεων. Κατὰ τὴν  προσεκτικὴ μελέτη  ἐντοπίζονται ὑμνογραφήματα,  ἄλλοτε  μιμητικά, ἰδιαίτερα στὰ  initia  τῶν παρακλητικῶν τῆς Θεοτόκου κανόνων,  ἀντιγραφικὰ ἢ τελείως δουλικὰ ἐξαρτημένα, ἄλλοτε  ποιημένα μὲ  ἐλευθερία καὶ  εὑρηματικὴ ἀναδιατύπωση  κοινῶν  ὑπαρξιακῶν βιωμά- των καὶ  ψυχοσωματικῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν.
Ἐλάχιστες φορὲς  στοὺς  ἀρχαίους κανόνες,  συχνότερα στοὺς  νεώτερους, παρατηροῦνται μικρότερα ἢ μεγαλύτερα φιλολογικὰ ἐλαττώματα καὶ  ἰδιαίτερα, κατὰ τὴν  ποιητικὴ τεχνικὴ  καὶ  σμίλευση,  προσομοιακὴ ἀνισοσυλλαβία  στίχων  ἢ προβλήματα ὁμοτονίας. Αὐτὰ  βέβαια θεραπεύονται μὲ  τὴ χρήση  τῆς  μελικῆς  «τονῆς» τῆς  βυζαντινῆς μουσικῆς, δηλαδὴ τὴν  ἔκταση τῶν ἐλλειπτικῶν ἢ τὴ σύμπτυξη τῶν περιττῶν συλλαβῶν κατὰ τὴν μελωδικὴ ἀπόδοση τῶν τροπαρίων4 .
Ἀπὸ τοὺς  παρακλητικοὺς κανόνες ποὺ μελετήθηκαν ἐπιμελῶς ἄλλοι  εἶναι λαμπροί,  θεολογικοί,  μνημειώδεις καὶ  μεγαλήγοροι,  ἐκτυπώματα ἀληθινὰ καὶ γνήσια  τῶν γνώσεων, τῶν χαρισμάτων, τῶν ποιητικῶν ἱκανοτήτων ἢ τῶν πνευματικῶν καταστάσεων καὶ  τῶν  ἁγιαστικῶν μεθηλικιώσεων τῶν  ὑμνο- γράφων. Ἄλλοι  πάλι ταπεινότεροι καὶ  ἀπέριττοι, ἐνίοτε  ἁπλοὶ καὶ  κοινολόγοι.
Πέραν  ὅμως  τῶν  κάποιων ἀρνητικῶν παρατηρήσεων, ἡ ποίηση τῶν  παρακλητικῶν κανόνων  μπορεῖ νὰ  χαρακτηρισθεῖ ὡς  ἕνας  κρυστάλλινος καὶ καθαρὸς ποταμὸς πνευματικῶν ὁρμημάτων42,  ποὺ εὐφραίνουν τὶς  καρδιὲς καὶ θεραπεύουν τὴν ὕπαρξη. Ἡ βιωματικὴ ἐκφραστικότητα, ἡ ψυχικὴ  εὐαισθησία,  ἡ εὐλαβικὴ πρόσψαυση τῶν  θείων,  ἡ ἐξομολογητικὴ ταπεινότητα τῶν ἱκεσιῶν,  ἡ ὁλοθυμία τῆς ἀκραδάντου πίστεως στὴν κατάθεση τῶν πα- ρακλήσεων χαρακτηρίζουν  τὸν  προσευχητικὸ τρόπο τῆς  ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσεως καὶ  διαζωγραφοῦν μὲ συγκλονιστικὴ ἐνάργεια τὴν ἀγωνιστικὴ ἄρση  τοῦ  σταυροῦ τῶν  δεινῶν  πειρασμῶν, τοῦ  πολέμου τῶν παθῶν καὶ  τῶν  θλιπτικῶν ἐπιφορῶν τῶν  ποικίλων ψυχοσωματικῶν ἀσθενειῶν.  Τὴν  ἴδια  ὅμως  στιγμὴ  ὑψώνουν τὴν  ὕπαρξη ἀπὸ τὸν  ἀπογνωστικὸ βυθὸ στὴν ἐλπίδα τῆς θεραπείας, στὰ ἰαματικὰ βιώματα καὶ στὶς ἐκστάσεις τῆς  εὐχαριστιακῆς ζωῆς  καὶ  τῆς  εὐγνώμονος δοξολογίας τοῦ  Κυρίου,  τοῦ «ἰατροῦ καὶ  θεραπευτοῦ τῶν ψυχῶν  (καὶ  τῶν σωμάτων) ἡμῶν»43.
Ἐκρηκτικὰ κατατίθενται τὰ  αἰτήματα μὲ  τὰ  δεητικὰ ρήματα,  ὅπως τὰ «ἐκλιπαρῶ, καταφεύγω, ἐπικαλοῦμαι, κράζω,  δοξολογῶ, ὑμνῶ,  δυσωπῶ, δέομαι, προσπίπτω, μεγαλύνω, κηρύττω, προστρέχω, λιτάζω,  λιτανεύω, πα- ρακαλῶ, (καθ)  ἱκετεύω, βοῶ», ἀλλὰ  καὶ  μὲ τὴν προστακτικὴ ἐπίκληση τῆς λυτρωτικῆς δυνάμεως τοῦ  Θεοῦ,  τῆς  Παναγίας,  τῶν  ἁγίων πάντων,  ὅπως «ἀπάλλαξον, ἀνάσπασον, ἆρον,  ἀπέλασον, ἀνάστειλον, (ἐξ)(δι)ἀνάστησον, ἀνάκτησον, ἀνέλκυσον, ἀντιλαβοῦ, ἀνάπλασον, ἀνόρθωσον, ἀξίωσον,  ἁγίασον, ἀγάθυνον, ἀνάγαγε, ἀφάνισον, ἀπόλουσον, ἀπόπλυνον, ἀνακάλεσαι, βοήθησον,  βράβευσον, γαληνίασον, διάσωσον, δίωξον,  δυσώπησον, διαφύ- λαξον,  διόρθωσον, διάλυσον, διασκέδασον, διέγειρον, ἐλέησον,  εἰρήνευσον, ἐπίβλεψον, ἐνίσχυσον,  ἐλευθέρωσον, ἐνδυνάμωσον, ἔγειρον, ἐξελοῦ,  ἐλά- φρυνον,  ἑδραίωσον, ἐπάκουσον, ἐκδυσώπησον, ἔκσπασον, ἐξύπνησον, ἐπίνευσον, ἐξάρπασον, εὐόδωσον, ἐπικούφισον, ἐπανόρθωσον, ζώωσον, θεράπευσον, θρέψον,  ἴασαι,  ἱλέωσον,  ἴθυνον, ἰάτρευσον, κυβέρνησον,  κούφι- σον, καταδρόσισον, καταύγασον, καταφαίδρυνον, καθάρισον, κάθαρον, κράτυνον, κατεύνασον, κόπασον, καταλάμπρυνον, καινοποίησον, καινούργησον, μὴ  παρίδῃς (ἐκ)λύτρωσαι, λῦσον,  λάμπρυνον, μὴ  ἀπώσῃ, μνήσθητι,  μεσί- τευσον,  νεῦσον, οἰκτείρησον, οἴκτειρον, ὁδήγησον,  οἰκείωσον, παράσχου, πρόφθασον,  πρόσδεξαι, πρόστηθι, περιφρούρησον, (κατα)πράϋνον, προσδέχου, παρακάλεσον, περίζωσον, παῦσον, ρῦσαι,  ρῶσον,  ρῆξον,  ρᾶνον,  σπεῦσον, σῶσον, σῷζε, σπλαγχνίσθητι, σωφρόνισον, σύνταξον, στῆσον, σύντριψον, στήριξον, σκέδασον, τάχυνον,  ὑπάναψον, φύλαξον, φώτησον,  φωταγώγησον, φάνηθι, φλέξον,  χαρίτωσον».
Ἄλλος  ποταμὸς μυρίων  εὐαισθησιῶν εἶναι  τὰ ὀνόματα, τὰ ἐπίθετα καὶ οἱ περιφραστικοὶ χαρακτηρισμοὶ τοῦ Κυρίου,  τῆς Θεοτόκου καὶ  τῶν ἀγγέλων, ἀλλὰ  καὶ πάντων τῶν παρακαλουμένων ἁγίων τοῦ Θεοῦ44. Εἶναι  τὰ ἄνθη τῆς ταπεινῆς πρόσπτωσης καὶ  τὰ  μύρα  τῆς εὐγνωμοσύνης. Εἶναι  ἡ χαρμόσυνη ἔκρηξη  τῆς ἀκαταισχύντου ἐλπίδος μέσα  στὴν ἄβυσσο  τῶν μαρτυρικῶν πυκτευμάτων καὶ  μέσα  στὴ  θλίψη  τῶν  βασανιστικῶν ἐνίοτε  πειρασμῶν καὶ ἀσθενειῶν. Εἶναι,  θὰ  μποροῦσε νὰ  πεῖ κανείς,  μιὰ  καλολογία Τιρταιϊκὴ - ἐγκωμιαστικὴ-ἡρωϊκὴ-παρακλητική, εὐαίσθητη καὶ  καρδιακή, μιὰ  ποίηση στιβαρὴ καὶ  χαρισματική, μὲ  πνοὴ ἀφελότητας Χριστοῦ,  ἀλλὰ  καὶ  θεολογικὲς  ἀναγωγές, μὲ  ἀκόμπαστες ἐμπειρικὲς καὶ  βιωματικὲς προσψαύσεις, μιὰ  μεμετρημένη φιλοκαλικὴ καλλιτεχνία καὶ  μιὰ  ἐκπλήττουσα καὶ  εὑρηματικὴ λεξιπλασία.
Οἱ παρακλητικοὶ  κανόνες εἶναι  μιὰ  ἀκένωτη ἱκετηρία εὐλαβῶν ψυχῶν, ποὺ ἐκφράζουν τὸ  κοινὸ  αἴσθημα τῶν  λατρευτῶν τοῦ  Θεοῦ  καὶ  τῶν  προσκυνητῶν  τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων,  χωρίς  φτιασιδώματα καὶ ἐπιτηδεύσεις, ἀλλὰ  μὲ συγκλονιστικὴ ἀμεσότητα καὶ γνήσια  εὐαγγελικὴ ἀγαθωσύνη, ὅπου πόνος, θλίψη, πειρασμός, στενοχωρία, διωγμός, κίνδυνοι,  περιστάσεις τοῦ  βίου  καὶ  ἀνάγκες, θλιπτικὲς ἐπιφορὲς καὶ  νοσημάτων παντοίων καταπονήσεις βρίσκουν  διέξοδο ὑπαρξιακὴ στὴν παρηγορία τῆς προσευχητικῆς κοινωνίας μὲ  τὰ  ἐπικαλούμενα καὶ  παρακαλούμενα θεῖα  καὶ  ἅγια πρόσωπα.
Α. ΤΑ  ΨΥΧΙΚΑ  ΚΑΙ  ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΑΡΡΩΣΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ  ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΥΣ  ΚΑΝΟΝΕΣ
. Οἱ νοσογόνες αἰτίες.

Ἡ πολυποίκιλος ἁμαρτία καὶ ὁ σκοτασμὸς τῆς ἐμπαθείας, ἐπιτεινόμενος ἀπὸ φθόνους δαιμονικούς, πολλαχοῦ ἐπανέρχονται στοὺς  παρακλητικοὺς κανόνες,  θεωρούμενα ὡς αἴτια τῆς ψυχοσωματικῆς ἀσθένειας, ἀλλὰ  καὶ  ὡς ἡ μέγιστη καὶ  κατ᾽ ἐξοχὴν  κινδυνώδης ἀσθένεια, ἡ ὁποία, μένοντας ἀθερά- πευτη, ποιεῖ ὑπαρκτικὰ καὶ  ἠθικὰ  τὸν ἄνθρωπο «μέγα τραῦμα»45.
Ἀπαρχὴ τοῦ  κακοῦ,  τῆς  φθορᾶς καὶ  τῆς  ἀσθένειας, γιὰ  τὴν  ἀνθρώπινη φύση,  ἔγινε  ἡ ἐξ  ἀπάτης δαιμονικῆς παρακοὴ τοῦ  γενάρχου στὴν  ἐντολὴ τοῦ  Θεοῦ46,  ἀλλὰ  καὶ  ἡ ἐκ προαιρέσεώς του  ἀνταρσία ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία τοῦ  Δημιουργοῦ του,  γινόμενος αὐτὸς ὁ ἴδιος  ἐκ  παραχρήσεως «αἰτία τῆς  ἑαυτοῦ ἀπωλείας»47. Τὴ νέκρωση  τοῦ  Ἀδὰμ  προξένησε τὸ παράπτωμα τῆς  ἐκούσιας ἐπαναστάσεώς του  ἐναντίον τῆς  πηγῆς τῆς  ζωῆς του48  καὶ  ἡ ἁρπακτικὴ ἀκρασία του49.
Ἀπὸ τὴν  πρώτη αὐτὴ  ἁμαρτία καὶ  ἑξῆς,  ἡ μισάνθρωπη κακουργία τοῦ πολεμήτορος διαβόλου, συμμαχούσης τῆς  ἀνθρωπίνης ραθυμίας, γίνεται αἰτία τῶν  ψυχικῶν ἰδιαίτερα  νοσημάτων50. Οἱ ἐπήρειες τῶν  δαιμόνων παρομοιάζονται μὲ  ληστρικὲς ἐφόδους καὶ  φαρμακερὰ δαγκώματα, ποὺ δηλητηριάζουν καὶ τραυματίζουν τὴν ψυχή, ἀλλὰ  καὶ κατακρημνίζουν τὸν νοῦ τοῦ  ἀνθρώπου5 . Οἱ προσβολές, οἱ ἐπιβουλὲς καὶ  οἱ ἐνέδρες τοῦ  «παλαιοῦ πτερνιστοῦ» καὶ  δεινοῦ  ἀντιμάχου τῆς σωτηρίας ἐξασθενοῦν καὶ  καταπληγώνουν  τὴν ψυχὴ  προξενώντας ὀσμὴ θανάτου καὶ  νεκρωτικὲς καταστάσεις σ᾽ αὐτήν52. Ὁ ἐχθρός,  μὲ  θηριώδεις ὁρμές,  μὲ  ληστρικὲς κυκλώσεις, μὲ  συνεχεῖς  κατατοξεύσεις,  μὲ  ἀφειδεῖς θλιπτικὲς ἐπιφορές,  ζητεῖ  νὰ  ἁρπάσει, νὰ  κατασπαράξει καὶ  νὰ  κατακρημνίσει τὴν  ψυχὴ  στὸν  βυθὸ  τῶν  φθορο ποιῶν παθῶν53.
Ἡ ἁμαρτία, ὡς  νόσος  λοιμική,  ἐμποιεῖ πλέον θάνατο ψυχικὸ  καὶ  σωματικό54,  ἀλλὰ  γίνεται καὶ αἰτία (κατὰ τὴ γνωστὴ  συγκλονιστικὴ φράση  τοῦ μικροῦ  παρακλητικοῦ κανόνα:  «Ἀπὸ τῶν  πολλῶν μου  ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα,  ἀσθενεῖ μου  καὶ  ἡ ψυχὴ»55) νὰ  ἀσθενεῖ καὶ  νὰ  πάσχει ἡ σύνολη ὕπαρξη. Ἡ ψυχὴ  καταφθείρεται καὶ  νεκρώνεται καὶ  ἀνιάτως νοσεῖ καὶ  καταπνίγεται στὴν  πλημμύρα καὶ  κατατήκεται στὸν  καύσωνα τῶν  πολλῶν ἁμαρτιῶν καὶ  τῶν ποικίλων πταισμάτων56.
Ἡ πονηρία καὶ  ἡ κακὴ  συνήθεια,  ἡ καθ᾽  ὑπερβολὴν ἀνεξέλεγκτη πτώση σὲ  σφάλματα καὶ  ἡ κατατρύγηση τῶν  ἁμαρτωλῶν ἡδονῶν  ἀμβλύνουν τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια, μολύνουν καὶ  ξηραίνουν τὴν καρδιά, ἀναισθητοῦν τὰ νεῦρα  τῆς ψυχῆς  καὶ  τὴν παραλύουν, τὴν παγώνουν καὶ  τὴν πληγώνουν, δημιουργώντας νοσηρὸ  καὶ  ἀνίατο ἄλγος  καὶ  ὑποδουλώνοντάς την  «φρενοβλαβῶς»57.
Ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας προσθέτει στοὺς  μώλωπες τραύματα καὶ  γυμνώνει τὸν ἄνθρωπο «τῆς πρὶν θεοϋφάντου στολῆς»58. Οἱ ὑμνογράφοι, ὡς ἐξ ὀνόματος τῶν πιστῶν, παρακαλοῦν γιὰ  τὴ θεραπεία καὶ  τῆς αἰτίας (ἁμαρτία) καὶ  τοῦ  ἀποτελέσματος (νόσος,  ἀσθένεια, ἀρρωστία). Ἡ σύμφυρση μὲ  τὰ πταίσματα καὶ  τὰ  παραπτώματα καὶ  ἡ πλήξη τῆς φύσεως ἀπὸ τὴ θανατη- φόρο  ρομφαία τῆς  ἁμαρτίας ποιεῖ τὸν  βίο  τοῦ  ἀνθρώπου «μοχθηρὸν καὶ ἐπώδυνον», «ἀσθενῆ καὶ  δυσειδῆ»59. Εἶναι  τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀποσκιρτήσεως  ἐκ  τῆς  ζωῆς  τῆς  χάριτος,  ποὺ  ὁδηγεῖ εἰς  χώραν   μακρὰν «πόρρω Θεοῦ»60, μέσα  στὴν  παραζάλη τῆς  ψυχικῆς τρικυμίας, τὴν ἀθεοφοβία, τὴν ποικίλη κάκωση,  τοὺς  ἄμετρους πειρασμοὺς καὶ  τὶς  πτώσεις6 .
Ἡ ἄκρως,  ἐπίσης, νοσογόνος λειτουργία  τῶν  παθῶν ἐπισημαίνεται ἐξι- διασμένα καὶ σὲ ὅλους  τοὺς  τόνους  καὶ χρωματισμοὺς στὰ κείμενα τῶν παρακλητικῶν  ὑμνογραφημάτων.  Λύμη  ἀληθινὴ   τῆς  ὡραιότητος  τοῦ  νοὸς γίνεται ἡ ἐκτύπωση σ᾽ αὐτὸν  τῆς  ἀμορφίας τῶν  φιληδόνων καὶ  ὁρμητικῶν στὴν καταλυτική τους  δύναμη παθῶν62. Ψυχοσωματικὰ τραύματα, ἕλκη, πυρετοὶ  καὶ  πληγὲς ὑποδηλοῦν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀνατροπὴ τῆς καλῆς  προαιρέσεως ἀπὸ τὴν αὐθαιρεσία τῆς ἐνεργείας τους63.
Ἀχλὺς  τυφλωτικὴ καὶ  ζόφωση,  σκοτισμοὶ ἀμελείας, ἀγνωσία, πώρωση, ταραχή, κάκωση  δεινή, μωρία καὶ ἀλογία, αἴσθηση  κολάσεως, βίωση φθορᾶς, σπορὰ ζιζανίων στὸν  ἀγρὸ  τῆς  ψυχῆς,  ἀναισθησία καὶ  νέκρωση,  μολυσμοί, ἀχρειώσεις καὶ  καταντήματα, νοσηρὴ καχεξία, παθήματα χαλεπά, ζωώδεις ἀκαθαρσίες, σκότος  καὶ  νύκτα  καὶ  ἀμαύρωση τοῦ  ἔσω  φωτός,  ὕβρις  καὶ ἀτιμία, λύπη καὶ ἀθυμία καὶ ἀπόγνωση εἶναι  τὰ ἀρρωστημένα ἀπόνερα τῆς ἐμπαθοῦς ζωῆς,  τῆς  ἀμετανοησίας, τῆς  ἀκρασίας, τῆς  ἀφρόνου διαγωγῆς, τῆς κακῆς  συνηθείας, τῆς αὐχμηρίας τῶν παθῶν τῆς ἀτιμίας64.
Τὸ  σῶμα  συμμετέχει στὴν  καταδούλωση τῆς  ψυχῆς  καὶ  τὴ  δημιουργία τῶν ψυχοσωματικῶν ἀσθενειῶν διὰ  τῆς ἡδονικῆς  ἀκρασίας του καὶ τῶν φιληδόνων  κινήσεών  του.  Ὁ νοῦς  γίνεται χαμερπὴς καὶ  ἡ ψυχὴ  σκοτεινή,  κα- κουχημένη καὶ συντριμμένη ἀπὸ τὸ βάρος  τῆς ἐνηδόνου φορᾶς,  κυριολεκτικὰ φονευμένη, παραδομένη στὴ  ρευστότητα καὶ  τὴ νέκρωση  τοῦ  φρονήματος τῆς σαρκός65.
Τέλος  τὴ  νοσοποιὸ λειτουργία  τῶν  κακῶν  καὶ  ἐμπαθῶν  λογισμῶν καὶ ἐνθυμήσεων δὲν  παραλείπουν νὰ τονίσουν  ἐμφατικὰ οἱ ἅγιοι ὑμνογράφοι, καθὼς  οἱ περισσότεροι ἦσαν νηπτικοὶ μοναχοὶ καὶ πνευματικοὶ πατέρες. Ἡ στρεβλότητα, ἡ φαυλότητα, ἡ ἀγνωσία, ἡ ληστρικὴ  συναρπαγὴ κάθε  καλοῦ ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ  ἡ τύφλωσή του  εἶναι  ἀποτέλεσμα συχνὰ  τῶν  «μιαιφόνων λογισμῶν»66.
Ἡ  ἐκ  τῶν  ἁμαρτιῶν, τοῦ  πολεμήτορος, τῶν  παθῶν καὶ  τῶν  λογισμῶν βλάβη  εἶναι  ἐνίοτε  τόσο μεγάλη, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἄρνηση  τοῦ Θεοῦ  καὶ  τὴν ἀρρωστημένη καὶ  φρενοβλαβὴ αὐτοειδωλοποίηση67.

2. Τὰ  εἴδη  τῶν ἀρρωστημάτων.

Εἶναι  χαρακτηριστικὸς καὶ ἀξιοπρόσεκτος ὁ τρόπος τῆς λεπτομεροῦς περιγραφῆς τῶν  σωματικῶν καὶ  τῶν  ψυχικῶν-πνευματικῶν  νοσημάτων ἀπὸ τοὺς  ποιητὲς τῶν  παρακλητικῶν κανόνων,  ὥστε  θὰ  εἶχε  ἐνδιαφέρον ἡ κα- ταγραφή τους  καὶ  γιὰ  τοὺς  ἱστορικοὺς τῆς  ἰατρικῆς ἐπιστήμης, καθὼς  οἱ καταιγιστικὲς μαρτυρίες ἀποκαλύπτουν καὶ  τὴν ὑφή, ἀλλὰ  καὶ  τὴ διαχρονία  τῶν  ἀσθενειῶν τῆς  ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ  τῆς  ἀνθρωπίνης ὑποστά- σεως, μαζὶ  μὲ τὶς περιστάσεις, τὶς θλίψεις,  τοὺς  πειρασμοὺς καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς68.
Σημαντικὸ καὶ  ἀξιοσημείωτο θεωροῦμε ὅτι  ἡ λέξη  «πάθη» πλειστάκις στοὺς   κανόνες σημαίνει ἐμφανῶς  ψυχικὰ  καὶ  σωματικὰ παθήματα  καὶ ἀρρωστήματα. Τὰ  πάθη ὡς  παθήματα ἀσθενειῶν, ἀλλὰ  καὶ  τὰ  πάθη ὡς ἀρρωστήματα ψυχῶν  εἶναι  ἀμέτρητα, πολυσύνθετα καί,  δυστυχῶς, πολλὲς φορὲς  δυσίατα. Εἶναι  περισσότερο ἀπὸ προφανὲς ὅτι εἶναι  ἀδύνατο νὰ τὰ ἀναλύσουμε ἢ ἀκόμα καὶ  νὰ  τὰ  ἀπαριθμήσουμε στὸ  σύνολό  τους.  Ἐδῶ ἁπλῶς ἐπιλεκτικὰ θὰ τὰ παραθέσουμε. Μία σύνθετη  ἑκάστοτε παραπομπὴ θὰ ταυτίζει κατὰ ἀπόλυτη σειρὰ  τὰ καταγραφόμενα σὲ ὀνομαστικὴ πτώση.

α) Σωματικά.

«Σαρκὸς ὀδύναι»,  «σώματος χαλεπαὶ  νόσοι»,  «σωμάτων μαλακίαι»,
«χαλεπὴ τοῦ  σώματος κάκωσις», «χαλεπαὶ ἀρρωστίαι καὶ  νοσερὰ  πάθη»,
«νόσοι δυσφόρητοι»,  «δεινὴ ἀλγηδών»,  «δειναὶ νόσοι»,  «δεινὰ πάθη»,
«ἀλγηδόνες παντοῖαι», «νοσήματα χαλεπὰ ... κάκωσις σώματος», «πληγὴ χολέρας», «λύμη ἀκρίδος καὶ  λώβης», «πάθη ποικίλα, νόσοι, πᾶσα κάκωσις»,   «νόσος  καὶ   ἐπάχθεια»,   «σαρκικαὶ  ἀσθένειαι»,   «νόσων  λύμη»,
«ἀλγεινά»,  «φλὸξ τῶν  νόσων»,  «κλυδώνιον ἀσθενειῶν»,  «νόσοι ἰοβόλοι»,
«νόσων σάλος», «ἀσθενήματα δεινά», «ὀδύναι δυσφόρητοι», «σωμάτων δεινὰ  ἑλκώματα», «νόσοι δυσίατοι», «ἀσθένειαι καὶ  κακώσεις ψυχῆς  καὶ σώματος»69, «σωματικῶν παθῶν ἐπαναστάσεις», «ἰσχυρότατον βασκανίας πάθος»,  «ἄτονον σαρκός»,  «βρωμάτων ἀκρασίαι»,  «σαρκὸς ἀσθένεια»,
«μώλωπες καὶ  τραύματα καὶ  σηπεδόνες», «νεκροποιὰ νοσήματα», «ἀσθένειαι  χαλεπαὶ καὶ  δυσφόρητοι», «νόσοι παντοδαπαί», «ἀλγηδόνες καὶ  βαρεῖς  πόνοι», «μώλωπες ἀνιάτρευτοι», «ἀφόρητοι ὀδύναι», «πυρετοὶ διακαεῖς», «περίοδοι πυρετῶν καὶ σφοδρότατα τούτων ρίγη», «ἀνιαρὰ νοσήματα, χαλεπὰ ἀρρωστήματα, ἀλλεπάλληλα ἀνίατα πάθη, ὀδυνῶν  κλύ- δων, κύματα πόνων», «πάρεσις γονάτων, ποδῶν καὶ  χειρῶν»70.

β) Ψυχικά.

«Πρόληψις  παθῶν»,  «ψυχαὶ σεσαλευμέναι»,  «ζάλη παθῶν»,  «ψυχῆς δεινὴ  ἀμορφία»,  «καρδίας τραύματα»,  «ἀλγεινῶν παθῶν συντρίμματα»,
«κρύφια τῆς  ψυχῆς  τραύματα»,  «ἄλογοι πράξεις,  ἡδοναὶ  θανατηφόροι»,
«φθοροποιὰ ἁμαρτήματα καὶ πάθη», «πικρία παθῶν καὶ λογισμῶν», «νοὸς ἀμαυρώσεις», «δυσώδη καρδίας πάθη», «χείμαρροι παθῶν καὶ  ὕδατα κακίας»,  «ρεύματα  ἀμετρήτων  κακῶν»,  «μώλωπες  ἐμπαθοῦς  καρδίας»,
«πάθη ψυχοφθόρα, δεσμοὶ καὶ  σάλος  καὶ  σύγχυσις παθῶν», «ἀναισθησία νοσηρά», «δαιμόνων τάραχος, παθῶν ἐπαγωγαί», «φρυγανώδη πάθη διανοίας,  ἐσβεσμένος λύχνος  τῆς  καρδίας», «πανώδυνοι καρδίαι»7 , «ψυχῆς ἄλγος», «παθῶν τάραχος, κλύδων  πταισμάτων», «ψυχικὸς τάραχος, ἀθυμίας  ζάλη», «ψυχῆς μολύσματα», «ψυχῶν ἀρρωστίαι», «ἀσθένειαι ψυχῆς»72,
«ψυχῆς πάθη καὶ  τραύματα», «ἕλκη ψυχῆς», «χαλεπαὶ ἀθυμίας ἐπικλύσεις», «βλαβερὸς καύσων καρδίας», «θανατοῦντα πάθη», «ἄλγος καὶ  κάκωσις  καὶ  σκυθρωπότης καρδίας», «πάθη ψυχοφθόρα», «παντοία θλίψις»,
«κάκωσις ψυχῆς», «παθῶν καύσων,  ψυχῆς  τάραχος», «παθῶν φλὸξ δεινή»,
«ἀθυμία πικρά», «πάθη μυσαρὰ καὶ  χρόνια», «συντρίμματα καὶ  χαλεπαὶ παραπτώσεις», «μύχιοι στεναγμοί», «ἀνιαραὶ θλίψεις,  ζάλη καὶ πικρὰ ἀθυ- μία»,  «ψυχῶν τραύματα»,  «στεναγμοί»,  «ἄνοια δεινή»,  «ἀθυμίας νέφη»,
«θλίψεις, ἀσθένειαι καὶ  κακώσεις ψυχῆς», «τρόποι ἄσπλαγχνοι καὶ  μοχθηροί», «ἄγρια πάθη», «ψυχῆς οἴησις δεινή», «σηπεδὼν νοός, μαλακίαι ψυχῆς», «ψυχῆς ἡδυπάθεια, νοὸς προσπάθεια», «μνῆμαι κακῶν», «ψυχικὸς τάραχος», «ἀκρασία, χαλεπὴ ἁμαρτία», «παθῶν σκοτόμαινα», «ψυχῶν ἄλγη»73, «φιλότης σαρκική,  ἡδύτης  μωμητή», «ρῆμα βέβηλον,  λογισμοὶ καὶ πράξεις ἄτοποι», «βέβηλος νοῦς, βάθη κακίας ἐξ ἀγνοίας», «ἀλογία ἡδονῶν», «ψοχοφθόροι ἀτοπίαι», «κακῶν ἀμετρία καὶ πολυπλήθεια», «νοὸς παρεκτροπαὶ, ρεμβασμοὶ αἰχμαλωσίας, φαυλότητες, αἰσχρόνοια ἀκαθάρτων καὶ  ρυπαρῶν λογισμῶν», «πᾶσα κακία,  ἄθεσμα λόγια», «αἰσχραὶ ἐνθυμήσεις», «παθῶν ἀμαυρώσεις», «ψυχῆς ἀθυμία καὶ  λύπη»74, «παθῶν προσβολαί»,   «ψυχῆς  ἀλγήματα»,   «παθῶν  κλυδώνιον,   καρδίας  πώρωσις»,
«ἀχυρῶδες νόημα», «σκότους καὶ  νυκτὸς  ἔργα», «ἔκλυσις ψυχῆς  καὶ  πάρεσις», «αἰσχραὶ ἔννοιαι», «νυκτώδη ἐγκλήματα», «ψυχῆς μώλωπες, πλη- γαὶ   ἁμαρτίας»,  «ρυπαροὶ  λογισμοί,  φαῦλαι  καὶ   αἰσχραὶ  ἐνθυμήσεις»,
«πικρὰ  δουλεία  παθῶν»,  «σκοτισμὸς  ἁμαρτίας»,  «σκοτίας  κρημνός»,
«ψυχῆς ὀδύνη», «νοὸς σαθρὸν  καὶ  ἄστατον», «ἀκηδίας ἔκλυσις», «ἰλὺς παθῶν, βυθὸς  θλίψεων», «ζόφος ἀγνωσίας», «ψυχῆς ἀσθένεια, καρδίας ἄτο- νον,  νοὸς  ἐκτροπαί»,  «ζοφώδης ἄγνοια», «νοὸς σκοτόμαινα»,  «κλύδων παθῶν, τρικυμίαι λογισμῶν, ἡδονῶν  ἀντίπνοιαι», «ψυχῆς πόρωσις», «ρυ- πώδης κακόνοια», «παθῶν κάμινος», «ἐναντίων λογισμῶν κλύδων», «φαῦ- λαι φιληδονίαι», «νέφος πολλῶν σφαλμάτων ἐν ψυχῇ», «ἀκαθάρτων λογισμῶν χείμαρροι... νοητικοῦ  δυσωδία», «καταιγὶς ἀθυμίας», «μικροψυχία», «ἀθυμίαι»75.

γ) Περιστάσεις, θλίψεις,  ἀνάγκες, παντοῖα δεινὰ  καὶ  πειρασμοὶ δαιμονικοί.
Μὲ  τὰ  ἐντονότερα χρώματα οἱ κανονογράφοι τῶν  παρακλητικῶν περι- γράφουν τὰ λυπηρὰ τοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου, τὰ ὁποῖα πάντως εἶναι  δεῖγμα τῆς  ἀσθενούσης φύσεως, ποὺ «συστενάζει καὶ  συνωδίνει ἄχρι  τοῦ  νῦν»76, ἀπὸ τὴν  ἡμέρα  τῆς  προπατορικῆς ἀνταρσίας, ἀλλὰ  καὶ  συντείνουν στὴν ἐμφάνιση καὶ  παραμονὴ τῶν  ψυχοσωματικῶν ἀρρωστημάτων. Καταγρά- φουμε τὸν καταιγισμὸ τῶν  σχετικῶν ἀναφορῶν: «πέλαγος δεινῶν», «μοχθηρὰ   τοῦ   βίου»,  «λυπηρῶν  ἐπαγωγαί,  συμφορῶν  νέφη»,  «ἀμέτρητοι ἀνάγκαι καὶ  θλίψεις,  ἐχθροὶ  δυσμενεῖς καὶ  συμφοραὶ βίου», «ἀνάγκη, θλίψις,  βλάβη»,  «βίου ζάλαι,   βέλη  θλίψεων»,  «κάκωσις,  δειναὶ συμφοραί, βλάβη, κίνδυνοι καὶ πειρασμοί», «περιστάσεις, θλίψεις,  ἀνάγκαι, συμφοραὶ βίου», «δυσχερῆ καὶ  δεινά», «δυσχέρεια πᾶσα», «πᾶσα ἀνάγκη καὶ  θλίψις», «θλιβόμενοι, ἀδικούμενοι, πενόμενοι, ξένοι,  τυφλοί,  ἀσθενεῖς, κατα- πονούμενοι, ὀρφανοί», «συμφοραὶ ἐπίπονοι», «ἔχθιστα δυσμενῆ», «δεινὰ φοβερά», «συμφοραὶ καὶ θλίψεις καὶ δεινὰ  παντοῖα», «δεινὰ παντοῖα, θλί- ψις, περιστάσεις», «βάσανοι», «πέλαγος δεινὸν  βίου, παντοίων παθῶν (παθημάτων) τρικυμίαι, σάλος  καὶ κλυδώνιον», «συμφοραὶ ἀδόκητοι, μάστιγες πολύτροποι,  δεινὰ  ἐπερχόμενα»,  «πολλὰ κακά»,  «θλίψεις τῆς  ψυχῆς  καὶ τῶν σωμάτων»77, «περιστατικαὶ συγχύσεις τοῦ  βίου», «κίνδυνοι», «ἐν κινδύνοις  καὶ θλίψεσι  κατακαμπτόμενοι», «σάλος βιοτικῶν κυμάτων ... κακώσεις τοῦ βίου», «δυσχέρειαι»78, «κίνδυνοι ἐπώδυνοι», «ἀδόκητοι κίνδυνοι»,
«βίου κίνδυνοι», «κοσμικοὶ πειρασμοί», «πολέμων πολλῶν περικύκλωσις»,
«παντοῖοι  κίνδυνοι καὶ  κακά», «ἐναντίων κακουχίαι»79, «πολλοὶ πειρασμοί», «πειρασμῶν προσβολαί», «πειρασμῶν ὄχλος», «πειρατήρια» (πειρασμοί), «παντοῖα βιοτικὰ πειρατήρια», «πειρασμῶν νέφος», «φθαρτικοὶ πειρασμοί», «ταλαιπωρίαι πειρασμῶν», «καταιγίδες πειρασμῶν», «πειρασμοὶ  ἀνήκεστοι», «πᾶσα ἐπήρεια», «πολύτροπα πειρατήρια»80, «δαιμονικαὶ  ἐπιφοραί», «ὄφεως κακουργία», «μεθοδεῖαι βλαβεραὶ τοῦ  ἀρχεκάκου ἐχθροῦ», «δαιμόνων ἐπήρειαι», «δαιμόνων τάραχος», «δαιμόνων τοξεύματα», «κακώσεις δαιμόνων»8 , «δαιμόνων βουλαί», «θλίψεις, ποικίλαι μάστιγες, κινδύνων πέλαγος», «πειρασμοὶ φλογοφόροι καὶ  πικροί», «σκοτία κρημνοῦ  αἱρέσεων», «αὖραι θλίψεων,  ἀναγκῶν καὶ  πειρασμῶν», «βυθὸς θλίψεων  καὶ πειρασμῶν βιωτικῶν», «λυποῦντες καὶ κακοῦντες ἐχθροὶ  ἀόρατοι», «μυρίαι συμφοραί, σφοδραὶ ὀδύναι», «συμφοραὶ καὶ  θλίψεις,  ὀδύναι πικρότατοι, ἀνένδοτοι πόνοι»82.

3. Ἡ καταβύθιση  στὰ ψυχοσωματικὰ  ἀρρωστήματα.

Ἡ καταβύθιση στὰ πολυσύνθετα καὶ περιπεπλεγμένα ψυχοσωματικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ προβλήματα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος τόσο πολὺ μοιάζει  μὲ τὸν παλαιό, στὸ νοσηρὸ ὑπόβαθρο τῆς φύσεως καὶ τῆς ὑποστάσεώς του, ἀποτελεῖ ἀληθινὴ  διάβαση διὰ  μέσου  σκοτεινοτάτων ἀβύσσων.
Μὲ  τοὺς  μελανότερους ἐκφραστικοὺς τόνους  οἱ  ὑμνογράφοι καταγράφουν τὰ βιώματα τῶν σωματικῶν πόνων καὶ ἰδιαίτερα τῶν ψυχικῶν ὀδυνῶν ποὺ προξενοῦν τὰ  ποικίλα ἀρρωστήματα. Ἡ  ὀλιγόπιστη καὶ  ὀλιγόθυμη ὕπαρξη καταποντίζεται σὲ  βάραθρα φοβικὰ ἢ κυριολεκτικὰ καταπίνεται ἀπὸ τοὺς  ἀπογνωστικοὺς  λογισμούς. Ἄλλοτε βιώνει  τὴν παγερὴ γύμνωση τοῦ  πνευματικοῦ κενοῦ,  τὸ δυσβάστακτο βάρος  τῶν ἐνοχικῶν  συμπλεγμά- των,  τὴ  ζόφωση  τῆς  ἀνταρτικῆς αὐτονόμησης, τὴν  αὐταπάτη τῆς  αὐτάρκειας,  τὴν ἀλλοτριωτικὴ οἴηση, τὴν ἀκόρεστη ἡδονοθηρία, τὴν ἀρρωστημένη ὑλομανία, τὴν κατασκευασμένη «ἀναμαρτησία», τὴ νεκρωτικὴ ἀναισθησία, τὴ διαρραγὴ τῆς ἀγαπητικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα.
Τὰ  νοσήματα τῆς ψυχῆς  καὶ  τοῦ  σώματος θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποδοθοῦν στὴ φύση τοῦ  ἀνθρώπου, ἐνῶ  τὰ  παραπτώματα, τὰ  πάθη, οἱ ἁμαρτίες, οἱ ἀστοχίες, τὰ δαιμονικὰ ἐνεργήματα καὶ οἱ πνευματικὲς ἀσθένειες στὴν ὑπό- σταση, δηλαδὴ στὴ  δηλητηριασμένη αὐτεξουσιότητα  καὶ  στὸ  ἔνοχο,  συν- τριμμένο καὶ  διαστρεφόμενο συνειδός. Βέβαια τὰ  δύο  εἶναι  ἀλληλένδετα. Ἀπὸ τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα  καὶ ἡ ψυχή, πολλές φορὲς  ἕως θανάτου.
Ἡ  ταπεινὴ  συναίσθηση ὅτι  φύση καὶ  ὑπόσταση  ἀσθενοῦν ὁδηγεῖ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο στὶς  ἐκστατικὲς καταστάσεις τῆς  μετανοίας,  τῆς  ἐλπίδας καὶ  τῆς ἀναζήτησης θεραπείας. Ἡ ἴδια  ἡ μετάνοια εἶναι  αὐτόβουλη κίνηση ἀνορθώσεως καὶ  ἀναστάσεως, θεραπεία καὶ  ἀποκατάσταση τῆς  ψυχικῆς ὑγείας, ἀληθινὴ  ὑπαρκτικὴ ὁλοκλήρωση,  ἀναστήλωση τοῦ  μοναδικοῦ καὶ ἀνεπανάληπτου τιμίου προσώπου τοῦ  κάθε  πλάσματος τοῦ  Θεοῦ.
Στοὺς παρακλητικοὺς κανόνες τὰ  αἰτήματα τῆς  προσευχῆς πρὸς θεραπεία κατατίθενται μὲ θάρσος  ἐκρηκτικό,  μὲ ρηματικὲς προστακτικὲς ἀνατρεπτικὲς καὶ  ἀλλοιωτικές: «ἐξάρπασον θανάτου καὶ  τῆς  φθορᾶς», «στόρεσον  τὸ  κλυδώνιον τῶν  ἀσθενειῶν»83, κατάλυσον δηλαδή,  κατάστρεψον, ρίψον εἰς γῆν, ἀποδίωξον, σύντριψον, κατακρήμνισον, κατεδάφισον, εἰς χοῦν λέπτυνον, κατάκαυσον, ἀφάνισον καὶ  τὰ  ἀσθενήματα καὶ  τὶς  αἰτίες τους.
Β.  Ο ΤΡΟΠΟΣ  ΤΗΣ  ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΣ ΚΑΙ  ΟΙ  ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ  ΤΗΣ  ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
Ἡ ὁλόθυμη ἐλπίδα  τῆς θεραπείας.
Στὸ  θεμέλιο τῆς  καταφυγῆς καὶ  ἐκζητήσεως ἐλέους  καὶ  βοηθείας, τῆς προσευχητικῆς ἐκτενείας καὶ  τῆς  ἐκ  βάθους κραυγῆς, τῆς  ἐνσυναισθήτου μετανοίας καὶ  προσπτώσεως, ἀλλὰ  καὶ  τῆς  γνήσιας ταπεινοφροσύνης καὶ αὐτομεμψίας, ἐκεῖνο  ποὺ κατ᾽ ἐξοχὴν σφραγίζει τὸν τρόπο τῆς παρακλήσεως καὶ ἀποτελεῖ καίρια προϋπόθεση τῆς θεραπείας τῶν ψυχοσωματικῶν ἀσθε- νειῶν  εἶναι  ἡ ὁλόθυμη  ἐλπίδα τῆς  ἰάσεως καὶ  ἡ ἀκράδαντη πίστη στὴν ἰατρικὴ δύναμη καὶ  χάρη  τοῦ  Χριστοῦ,  ἀλλὰ  παράλληλα καὶ  στὴν  πρεσβευτικὴ πρὸς ἴαση  δύναμη τῆς Παναγίας, τοῦ  σταυροῦ, τῶν  ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων.
Ὁλοθύμως ὁ ἱκέτης  τῆς  θεραπείας ἐλπίζει καὶ  κραταιοῦται στὴν  παν- σθενὴ καὶ  πανσωστικὴ δύναμη τῆς Παναγίας Τριάδος. Ἡ σκέπη της ὁδηγεῖ τὰ  βήματά του,  γιὰ  νὰ  ὑπερβεῖ «ἀλύπως καὶ  ἀκινδύνως τὸ  πειρατήριον» τῶν ἀσθενειῶν, πεπεισμένος ὅτι ματαία εἶναι  κάθε  ἀνθρώπινη καὶ  κοσμικὴ ἐλπίδα84. Ὁ Δεσπότης δὲ  Χριστὸς  εἶναι  ἀληθὴς  γαλήνιος λιμένας ἀναπαύ- σεως  τῶν ἀπογινωσκόντων στοὺς  ἀδύτους βυθοὺς  τῆς ἁμαρτίας καὶ  τῶν ἐξ αὐτῆς  ψυχοσωματικῶν ἀρρωστημάτων85.
Ὡς  ἐλπίς, ὅμως,  καὶ  προστασία καὶ  σκέπη τῶν  ἀνθρώπων κατ᾽ ἐξοχὴν ἐξυμνεῖται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος παντοιοτρόπως ἀπὸ τοὺς  ὑμνογράφους. Οἱ πιστοὶ προσεγγίζουν τὸ μητρικὸ  καὶ  πανυπερευλογημένο πρόσωπό της μὲ  συστολή,  ἀλλὰ  καὶ  μὲ  θάρρος καὶ  μὲ  ταπεινὴ παρρησία, αἰτούμενοι τὰ σπλάχνα, τοὺς  οἰκτειρμοὺς καὶ  τὴ σωστικὴ  πρεσβεία της μὲ ἀκαταίσχυντη προσδοκία ἰάσεως καὶ  σωτηρίας.
Ἐνδεικτικὸ  θεωροῦμε τροπάριο  Θεομητορικοῦ κανόνα   ἀποδιδόμενου στὸν  Ἰωάννη  Δαμασκηνό: «Ἐλπίδων  σε  πλήρωμα καὶ  θείαν  σκέπην, προστασίαν καὶ  λιμένα   σωτηρίας κεκτήμεθα, (Θεοτόκε)»86. Οἱ  πιστοὶ μετὰ εὐχαριστίας, γιὰ  τὴ λύτρωσή  τους  ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τῶν πόνων, τῶν κινδύνων  καὶ  τῶν  ἀσθενειῶν, ἀπευθύνονται στὴν Παναγία καὶ  τὴν ὀνομάζουν ἐλπίδα τους  βεβαία, στήριγμα καὶ  κραταίωμα, πλουτισμὸ καὶ  εὐφροσύνη στὴν ἀθυμία καὶ  τὴ θλίψη  τῶν  δεινῶν  περιστάσεων τοῦ  βίου,  στερρὰ προσφυγὴ  καὶ  ἀνάθεση πρεσβευτικὴ γιὰ  τὴν δωρεοδοσία τῆς ἱλαστηρίου χάριτός  της,  τελεία καὶ  πρόθυμη  ἄφεση   στὴ  θερμὴ  ἀγκάλη  της87,  ἀσφαλὲς καταφύγιο τοῦ  γένους τῶν βροτῶν,  τεῖχος  καὶ  σκέπη καὶ  ἄγκυρα στὴν κυ- ματούμενη θάλασσα τῆς κινδυνώδους καὶ πολυμόχθου ζωῆς, λιμένα  εἰρήνης στὴ ζάλη  τῶν  ποικίλων δοκιμασιῶν88, προστασία ἀσφαλὴ καὶ  ἄσειστο, κυ- βερνήτη  ἀγαθὸ μετὰ  Θεόν,  συντριμμὸ τῆς  ὀλιγοθύμου δειλίας, ἀνόρθωση τῶν πεπτωκότων, ὀχύρωμα ἀρραγὲς τῆς σωτηρίας89.
Στοὺς πολὺ γνωστούς μας,  μικρὸ  καὶ  μεγάλο,  παρακλητικοὺς κανόνες
τῆς  Παναγίας,  μετὰ  τὶς  δεητικὲς ἐπιτάσεις πρὸς θεραπεία τῶν  ἀσθενειῶν, μὲ εὐρυχωρία ψυχῆς  ἐκφράζεται ἡ βεβαιότητα πρὸς Αὐτὴν ὅτι εἶναι  ἡ μόνη ἐλπίδα, ποὺ μποροῦν οἱ πιστοὶ μετὰ  παρρησίας νὰ κατέχουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ  καὶ  μετὰ  Θεόν.  Νοσοῦντες ἀξιώνονται «θείας  ἐπισκοπῆς καὶ  προ- νοίας», παραμυθίας καὶ προστασίας, ἀκαταισχύντου καταφυγῆς, ὅταν  μετὰ πόθου καὶ  πεποιθήσεως ἐπιζητοῦν τὴ θεία  σκέπη της. Ἀναθέμενοι σ᾽ Αὐτὴν πᾶσα ἐλπίδα, δὲν  ἀστοχοῦν στὴ λύτρωσή  τους  ἀπὸ τὰ  δεινὰ  καὶ  τὰ  νοσήματα,  γιατὶ ἁπλόχερα ἐπιχέει τὰ  ἰάματα καὶ  ἰατρεύει τῆς ψυχῆς  τὶς  ἀσθένειες  καὶ  τῆς  σαρκὸς τὶς  ὀδύνες,  διασκορπίζει τὴν ταραχή,  ὡς  γεννήσασα «τὸν ἀρχηγὸν τῆς γαλήνης», βοηθεῖ τοὺς  πολεμουμένους καὶ παρηγορεῖ τοὺς ἀπελπισμένους, μὲ τὴν πάντοτε σωστική  της φροντίδα καὶ  μέριμνα90.
Ἡ Παναγία στὰ βάραθρα τῆς ἀπογνώσεως εἶναι  ἡ φωτεινὴ ἡλιαχτίδα τῆς ἐλπίδας, στὴν ἀγωνιστικὴ ἄρση  τοῦ  σταυροῦ τῶν  ἀρρωστημάτων ἀρραγὴς συμμαχία, στοὺς  βυθοὺς  τῶν θλιπτικῶν περιστάσεων «χαρὰ καὶ ἀντίληψις» θερμή.  Εἶναι  ἡ δύναμη τῶν ἀβοηθήτων, ἡ μόνη καύχηση  καὶ τὸ ἄπτωτο θάρσος  τῶν  χριστιανῶν9  . Ἐκρηκτικὰ καταθέτει ὁ πάσχων καὶ  ἀσθενὴς  αὐτοκράτωρ Θεόδωρος Δούκας  ὁ Λάσκαρις τὰ χαρμολυπικά του ποιητικὰ ἐρωτηματικά: «Καὶ ποῦ λοιπὸν ἄλλην  εὑρήσω  ἀντίληψιν; Ποῦ  προσφύγω; Ποῦ δὲ καὶ σωθήσομαι; Τίνα  θερμὴν  ἕξω βοηθόν;... Εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω καὶ θαρρῶ  καὶ  καυχῶμαι...»92.
Οἱ μεγάλοι θεολόγοι καὶ  Θεομητορικοὶ ὑμνογράφοι, ὅσοι  ἀποθησαυρίζονται  μὲ  ἐπιμέλεια, ἀπὸ τὸν  ἅγιο  Νικόδημο Ἁγιορείτη, στὸ  ἐξαίσιο Θεοτοκάριόν του, ὑπερακοντίζουν ὁ ἕνας  τὸν ἄλλο στὴν ἀγαπητικὴ πρόσψαυση καὶ  στὴν προσευχητικὴ καταφυγὴ στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, ποὺ ἐνσαρκώνει  τὸ νόημα  καὶ  τὸ περιεχόμενο τῶν  προσδοκιῶν καὶ  τῶν  ἐλπίδων τῆς θεραπείας.
Ὁ Ἰωάννης Εὐχαΐτων, σὲ μία ἐκρηκτικῆς εὐχαριστίας συγκινησιακὴ ἀποστροφή,  ἀναδεικνύει τὴν μετὰ  Θεὸν αἰτία τῆς παντοίας σωτηρίας του: «Ἰδοὺ ἡ ἐμὴ ἀντίληψις, ἰδοὺ  ἡ σωτηρία μου˙  ἰδοὺ  ἡ προστασία τῆς ψυχῆς  μου καὶ ἀγαλλίασις, ἰδοὺ  ἡ καταφυγή μου˙  ἰδοὺ  ἡ σκέπη μου  σαφῶς καὶ  ἡ βεβαία μου  ἐλπίς, ἡ Παρθένος τε  καὶ  Δέσποινα»93, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος  ἔχει  τὴν ἀκρά- δαντη  βεβαιότητα τῆς ἰαματικῆς της χάριτος καὶ  τῆς σωτηρίου καὶ  ζωοποι- ούσης  ψυχοτροφίας  της:  «Ἰάσεως πᾶσι  δρόσον   ἀποστάζεις,  ἁγνή,  τῶν ἰαμάτων ὡς  πηγὴ καὶ  σωτηρίου κρήνη  καὶ  Θεοῦ  ποταμὸς πεπληρωμένος ὑδάτων θείων,  ἀΰλων,  ψυχοτρόφων καὶ  ζωοποιῶν  ὅθεν  κἀμέ,  δυσωπῶ σε, νοσοῦντα ἴασαι»94.
Συχνὰ ἐπαναλαμβάνονται οἱ  ἴδιες  ἰδέες,  οἱ  ἴδιοι  ψυχοσωματικοὶ κόποι καὶ  πόνοι, οἱ ἴδιες  ἐπ᾽ ἐλπίδι θεραπείας καὶ  ἀποκαταστάσεως καταφυγές, ἴδιες  πολλὲς φορὲς  ἱκετευτικὲς κραυγὲς τῶν ἐπιδεομένων ἀναρρώσεως καὶ πλήρους κατ᾽ ἄμφω ἀποκαταστάσεως, ποτὲ ὅμως  ἡ αἰσθαντικὴ ψαύση  τῆς ψυχῆς  πρὸς τὴν γλυκεία ἐλπίδα της  δὲν  εἶναι  ἐπαναλαμβανόμενο λεκτικὸ καὶ  φραστικὸ ἐκμαγεῖο νεκρῶν  νοήματος λόγων.  Πάντοτε ἀναζυμώνονται καὶ  ἀναδιατυπώνονται καρδιακὰ καὶ  ὑπαρξιακά, ὡς  εἰρηναῖος στιχοποι- ητικὸς  ποταμός, ὡς φωνὴ  πηγῆς ἀναβρυτικῆς μύρων  πολυτελῶν, ὡς πανέ- μορφο  βουνίσιο  ρυάκι  ἀκατέργαστης ροῆς καὶ ὄχι ὡς ἄρχιτεκτονικὰ κατεργασμένο εὐθύγραμμο ἀρδευτικὸ κανάλι95.
Ἡ  ἐλπίδα ἱλαρύνει τὴν  ψυχή,  τὴν  ἐνθαρρύνει, τὴν  προετοιμάζει γιὰ  τὴ θεραπεία. Ἡ  εὐρυχωρία τῆς  θεϊκῆς  ἐλπίδας εἶναι  τὸ  πρῶτο βάλσαμο τῆς αἰσιοδοξίας, ποὺ ἀπαλύνει τοὺς  φόρτους καὶ  ἀπομειώνει τὴ δραστικότητα τῶν  νόσων,  μέχρι  νὰ  καταποθοῦν μὲ  πίστη τὰ  θεραπευτικὰ φάρμακα τῆς ἰατρικῆς δυνάμεως καὶ  χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ  τῶν ἱκετηρίων πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς προμάχου τῶν πιστῶν καὶ  κοσμοσώτειρος96.
Αὐτὴ εἶναι  ἀψευδὴς χορηγὸς ἐλέους,  πηγὴ συμπαθείας, κλειδὶ  ποὺ ἀνοί- γει  τῆς εὐσπλαχνίας τὴν πύλη καὶ  τῆς χρηστότητος τοῦ  Κυρίου  τὰ  ταμεῖα. Εἶναι  ἡ ἀνόρθωση τῶν πιπτόντων καὶ  ἡ γοργὴ  ἐπίσκεψη τῶν ἀσθενούντων, πλουτισμὸς βοηθείας καὶ  προστασίας, φιλόστοργη καὶ  θάλπουσα σκέπη, παραμυθία θλιβομένων, χαρὰ  καὶ  ἀγαλλίαση, ταχινή,  συμπαθὴς καὶ  φιλάγαθος παρηγορία, πρόμαχος καὶ  σύμμαχος κατὰ τοὺς  πειρασμούς, ἀνάπαυση στὶς  λύπες, εἰς  χαρὰν  στρέφουσα τὸν κοπετὸ τῶν  παρακαλούντων, θαλπωρὴ στὴν ψυχικὴ  παγερότητα, παροχεὺς φαρμάκου ἐλέους  ποὺ ἀνασταίνει τὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὶς  ψυχικὲς νεκρώσεις, ἀνόρθωση καὶ  ἀνακαίνιση τῶν πεπτωκότων ἁμαρτωλῶν, «ἀκρωτήριον ὄντως  τῆς καλῆς  ἐλπίδος... τοῖς ὠκεανὸν τοῦ  βίου  πλέουσι», δροσισμὸς ἐλέους  ἐκ τῶν  πηγῶν τῆς εὐσπλαχνίας,  φύλαξ τῶν πιστῶν θερμός,  σκέπη καὶ  βοήθεια  τοῦ  γένους,  ἀπαντοχὴ τῶν δυστυχούντων καὶ ὑπερασπιστὴς κατασπεύδουσα εἰς σωτηρίαν, ἡ παρρησία  τῶν γηγενῶν, τῶν πολεμουμένων προπύργιο καὶ ὀχύρωμα, ἐπίσκεψις
ἀσθενούντων, ἰαμάτων ἄβυσσος καὶ  χαρίτων πέλαγος, «ἡ τὰς  τῆς  ἐλπίδος διανοίγουσα θύρας»,  κραταιὸ καταφύγιο,  ὑπέρμαχος καὶ  ἑτοίμη  βοήθεια τῶν καταπονουμένων καὶ  τῶν ταπεινῶν, διάσωσμα πάντων, λιμὴν χειμαζομένων, ἄφατον πέλαγος οἰκτιρμῶν, καθάρσιον τοῦ κόσμου,  ἱερὴ ἄγκυρα καὶ ἀρραγὴς ἐλπίδα στὸν  κλύδωνα τῶν  νόσων,  ἡ ἰθύνουσα πρὸς τὸν  εὔδιο  λιμένα  τῆς ὑγείας, ἐλπίδα ἀληθὴς  τῶν ἀνελπίστων97.
Ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ  καὶ  τοῦ κόσμου  γίνεται κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ νοητή,  «ἀποκαθαίρουσα νόσους  ψυχῆς  καὶ  σώματος», γι᾽ αὐτὸ  προσκαλοῦνται ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο ἅγιο  Νικόδημο Ἁγιορείτη, ὁλοθύμως ἐλπίζοντας,  πάντα  «τῶν νοσούντων τὰ  συστήματα» νὰ  συναχθοῦν ἐμπρὸς  στὸν ἄμισθο ἰατρὸ  τῆς θεραπείας τους98,  ὅπου μποροῦν νὰ ὑδρεύσουν μὲ πίστη τοὺς  ἀφθόνους κρουνοὺς τῶν ἰαμάτων99.
Καὶ  τὰ  Θεοτοκία τῶν εἰς  τοὺς  ἁγίους παρακλητικῶν κανόνων  δὲν  ὑστε- ροῦν  σὲ ἀναφορὲς σχετικὲς πρὸς τὸ  πρόσωπο της  Θεομήτορος. Πάλι  ὀνομάζεται σωτηρία καὶ ἐλπίδα καὶ δόξα  καὶ σκέπη καὶ καύχημα καὶ στήριγμα τῶν  ἀνθρώπων, δύναμη ψυχῆς,  φῶς  καὶ  ζωὴ καὶ  παράκληση τῶν  καρδιῶν, ρύστις  παντοίων θλίψεων  καὶ  δεινῶν  πόνων, ἀπρόσκοπτος συνοδοιπόρος στοὺς  πολύπαθους βιοτικοὺς δρόμους, στοὺς  κινδύνους καὶ  τὶς  ζάλες  τῶν ἐπισυμβαινόντων 

Ὅμως  καὶ  ὁ πανσεβάσμιος σταυρὸς τοῦ  Κυρίου,  ὁ ποτισθεὶς μὲ  τὸ πα- νάχραντο αἷμα τῆς θυσίας του, γίνεται ἐλπίδα τῶν χριστιανῶν, «φυτὸν ἀθάνατον» ὑπὸ τὴν  σκέπη τοῦ  ὁποίου προστρέχουν πάντες οἱ  ἀσθενοῦντες, ἀλλὰ  καὶ  οἱ ἀναζητοῦντες λιμένα  σωτηρίας γαλήνιο  χειμαζόμενοι στὸ  πέ- λαγος  τοῦ βίου. Πλούσια  νάματα ἰαματικὰ ἀρύονται ἀπὸ τὴ σωτήρια πηγή του, κατασφραγίζοντας ἑαυτοὺς μὲ τὸ σημεῖο  του  καὶ  ἔχοντας στερρὰ πεποίθηση στὴ νικητική  του βοήθεια . Αὐτός, λαβὼν  ἀπὸ τὸν Χριστὸ  χάρη καὶ δύναμη, δίνει  στοὺς  ἀσθενοῦντες βοήθεια,  στηριγμό, ἴαση σωματικῶν νόσων καὶ  κάθαρση ψυχῶν,  ἐλπίδα, σκέπη καὶ  κραταίωση. Σταυρὸς καὶ  ἄχραντος Θεοτόκος εἶναι  ἡ ἀκαταίσχυντη καὶ  μὴ ἐκπίπτουσα ἐλπίδα τῶν πιστῶν, «ἡ πρεσβεία γὰρ  καὶ  δύναμις τῆς Μητρὸς  καὶ  σκήπτρου σφόδρα δύνανται»  .
Ἀλλὰ  καὶ  στὸν  ἄγγελο φύλακα καὶ  κηδεμόνα καὶ  ἀντιλήπτορα τῆς  τοῦ ἀνθρώπου ζωῆς οἱ πάσχοντες καὶ  ἀγωνιζόμενοι ἀναθέτουν, μετὰ  Θεόν, τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας τους,  ἡ ὁποία αἴρει  καὶ  ἐξαλείφει τὸν φόβο  τῆς δου- λείας  καὶ  ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ  θεραπευμένη πρὸς τὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης .
Μὲ  τὸν  ἴδιο  ταπεινὸ τρόπο οἱ  παρακλητικὰ ἱκετεύοντες προσεγγίζουν καὶ  τὰ  χαριτωθέντα ἀπὸ τὸν  Κύριό  τους  πρόσωπα τῶν  ἁγίων καὶ  ἀποθέ- τουν σ᾽ αὐτοὺς τὶς ἐλπίδες τῆς προσδοκώμενης πολυτίμου ὑγείας, αἰτούμε- νοι  δραστικὲς  πρεσβεῖες,  ἰδιαίτερα  ἀπὸ  τοὺς   ἰαματικούς.  Ρύστες  καὶ πρόμαχοι καὶ  ἰατῆρες νόσων  ποικίλων, ἀνάργυροι νοσηλευτὲς φθοροποιῶν ἀρρωστημάτων, λιμένες  καὶ  ἰατρεῖα τῶν  νοσούντων,  καυχήματα τῶν  χριστιανῶν,  οἱ ὁποῖοι ἀνακαλύπτουν ἀνάμεσά τους  ὁ καθένας τὸν ἰατρό  του, ταχεῖς λυτρωτὲς καὶ  θεραπευτὲς  ὀλεθρίων ψυχοσωματικῶν συντριμμάτων, ἀκένωτοι θησαυροὶ καὶ  πλημμύρα ἰαμάτων, δωρεοδότες ἰάσεων  πολλῶν, πηγὲς ἀνεξάντλητες θεραπειῶν, ὑπέρμαχοι μέγιστοι ἰατροί,  τῶν  ὁποίων ἁγιάσματα καὶ  λείψανα γίνονται νοσοκομεῖα ἀληθινὰ μυρίων  ἰάσεων.

2. Ἡ ἀκράδαντη πίστη στὴν ἰατρικὴ δύναμη καὶ  χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν πρεσβευτικὴ  πρὸς θεραπείαν  παρρησία  τῆς  Θεοτόκου, τοῦ σταυροῦ, τῶν ἀγγέλων καὶ  τῶν ἁγίων.
Ἡ  ἀκλόνητη  πίστη τῶν  πιστῶν στὴν  ἰαματικὴ δύναμη τοῦ  Κυρίου  καὶ τῶν  ἁγίων του  δὲν  λειτουργεῖ μαγικὰ καὶ  δεισιδαιμονικὰ ἢ κατὰ ψυχολο- γικὴ  αὐθυποβολή, οὔτε  ὀφείλεται στὴν ἐκ τῆς ἀνάγκης τῶν  νόσων  βία  τῶν συναισθηματικῶν φορτισμῶν, ἀλλὰ  ἑδράζεται σὲ  βάσεις   θεολογικὲς καὶ προϋποθέσεις σωτηριολογικές, τὶς  ὁποῖες γνωρίζουν καλῶς  οἱ  ἐγκρατεῖς τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καὶ βαθεῖς καὶ ἐξέχοντες, στὴν πλειοψηφία τους, θεολόγοι κανονογράφοι τῶν παρακλητικῶν καὶ ἱκετηρίων ὕμνων  τῆς Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας.
Στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου  τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, τὴν λεγομένη τῶν Ἁγίων  Παθῶν, μετὰ  το πέρας τοῦ ιε´ ἀντιφώνου καὶ πρὸ τοῦ Ϛ´ εὐαγγελίου, τὸ  ψαλλόμενο τροπάριο Κάθισμα «Ἐξηγόρασας  ἡμᾶς...», μὲ  τρόπο συγκλονιστικὸ διαζωγραφεῖ  τὴν  ἀνατροπὴ τῆς  κατάρας, τῆς  φθορᾶς καὶ  τοῦ θανάτου, ὑπὸ τὰ ὁποῖα ἐστέναζε τὸ ἀνθρώπινο γένος,  διὰ  τοῦ τιμίου αἵματος τοῦ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ προσηλωθέντος καὶ θυσιασθέντος Χριστοῦ.  Ὁ Σω- τήρας    Κύριος    ἐξαγοράζει  τὸ   πλάσμα  καὶ   πηγάζει  τὴν   ἀθανασία . Κεντούμενος τὴν πλευρὰν προχέει νάματα καθαρτήρια, ἰαματικὰ σωστικὰ καὶ  ἀνακαινιστικὰ γιὰ  ὁλόκληρη  τὴν ἀνθρωπότητα . Ἔκτοτε ὁ κοινωνούμενος   Χριστὸς   γίνεται  ἰατρὸς  ἀληθής,   ρύστης   παθῶν  καὶ   ἐχθρῶν   καὶ ἀναγκῶν καὶ  πάσης θλίψεως,  θεραπεία τραυμάτων ψυχῆς  καὶ  σώματος, «νόσων πολυτρόπων ἀλεξητήριον» . Ἡ εὐχαριστιακὴ μετοχὴ  καὶ κοινωνία θεραπεύει, ζωοποιεῖ καὶ θεοποιεῖ τὴν ἐκπεσοῦσα καὶ φθαρεῖσα, τὴ νοσοῦσα καὶ  ὀδυνόμενη ἀνθρώπινη φύση.
Ἡ νέκρωση  τοῦ Ἀδάμ,  ἀλλὰ  καὶ  τὸ κράτος καὶ  ἡ δύναμη τοῦ κακοῦ,  τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου συντρίβονται διὰ  τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ  ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Καὶ  «τὸ θνητὸν» τῆς  φύσεως τοῦ  ἀνθρώπου ἐνδύεται «ἀθανασίαν» διὰ  τῆς αὐτεξουσίου ἐγέρσεώς του  
Τὰ  ἰαματικὰ δωρήματα τοῦ  θείου  πάθους καταγράφονται πληθωρικὰ ἀπὸ τοὺς  ὑμνογράφους, θεωρούμενα ὡς θεμέλιο καὶ ἀπαρχὴ ὅλων τῶν αἰτημάτων καὶ  ἐπικλητικῶν σχημάτων πρὸς θεραπεία  τῆς  ψυχῆς  καὶ  τοῦ  σώματος τῶν πιστῶν.
Ὁ Κύριος  ἰάτρευσε τὸν προπάτορα καὶ ἰατρεύει ἀεὶ  τοὺς  ἀπογόνους του ἀναιρώντας τὴν φθοροποιὸ κατάρα τῆς  παρακοῆς. Ὁ Χριστὸς  ἐπλήγη ἐπὶ σταυροῦ, γιὰ  νὰ ἰατρεύσει τὶς σωματικὲς καὶ τὶς ψυχικὲς πληγὲς τῶν ἀνθρώπων, τὰ  τραύματα καὶ  τὰ  συντρίμματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Εἶναι  ἐνδεικτικότατο τῶν λεγομένων τροπάριο κανόνος  τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: «Τῷ πταίσματι τοῦ  πρωτοπλάστου, Κύριε,  δεινῶς ἐτραυματίσθημεν τῷ δὲ μώλωπι ἰάθημεν τῷ σῷ, ᾧ ὑπὲρ ἡμῶν ἐτραυματίσθης, Χριστέ  σὺ γὰρ  ἰσχὺς  τῶν ἀσθενούντων καὶ  ἐπανόρθωσις»  
Παράλληλα ἡ πίστη στὴν ἰαματικὴ δύναμη τῆς Παναγίας ἑδράζεται, γιὰ τοὺς  ἁγίους ὑμνογράφους καὶ  τοὺς  προσευχομένους μὲ  τοὺς  ὕμνους  τους πιστούς, στὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ  ἐκύησε  καὶ  ἐγέννησε τὸν ἰατήρα τῶν ἀνθρώπων. Θεωροῦμε καίρια τὴν ἀναφορὰ Ἰωσὴφ  τοῦ Ὑμνογράφου: «Νενοσηκό- τας,  Παρθένε,  τῇ ἁμαρτίᾳ ἡμᾶς  ἰάτρευσας κυήσασα τὸν Σωτῆρα, ἰατρόν  τε τῶν ὅλων...»     . Ἔτσι  ἡ Θεοτόκος καθίσταται ἱλαστήριον τῆς φύσεως  , τοῦ κόσμου  καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἔχοντας χάρη καὶ παρρησία πρεσβευτική  , διὰ τῆς ὁποίας δυνάμει τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της ἀπαλλάττει τοὺς  πιστοὺς νόσων παντοίων καὶ  δεινῶν  συμφορῶν, γινόμενη πηγὴ τῶν  ἰάσεων  καὶ  μεσιτεία ἄγρυπνος πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν   
Ἀλλὰ καὶ  ὁ πανσεβάσμιος Σταυρὸς προσπηγάζει ἰάματα στοὺς  μετὰ  πίστεως  ἀσπαζομένους, προσκυνοῦντας καὶ τυποῦντας αὐτόν,  διὰ  τὸν ἐν αὐτῷ προσπαγέντα καὶ  ἐθελουσίως ἐκχύσαντα τὸ πανάγιον αὐτοῦ αἷμα.
Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἱκέτες παρίστανται τῷ θρόνῳ  τοῦ  Θεοῦ, ὡς λειτουργοὶ ἐκλεκτοὶ τῆς θεραπείας καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καὶ χειραγωγοὶ καὶ βοηθοὶ καὶ πρόμαχοι, πλουτοῦντες πολλὴ παρρησία καὶ πρεσβεία ἰαματική.
Ὁ  τίμιος   Πρόδρομος καὶ  οἱ  ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔλαβαν ἐπίσης ἀπὸ  τὸν Κύριο  θαυμάτων καὶ ἰάσεων  χάρη ἀκένωνο,  ὡς τὰ μετὰ  τὴν Θεοτόκο  οἰκειότερα  πρόσωπα τοῦ  Υἱοῦ καὶ  Λόγου.
Πάντες  οἱ ἅγιοι ἔλαβαν χάρη  πλουσίων θαυματουργιῶν πρὸς θεραπεία τῶν ἀρρωστημάτων, ἀλλὰ  ἰδιαίτερα οἱ ἅγιοι μάρτυρες, ὡς μιμηταὶ του πρωτομάρτυρος Χριστοῦ  ἐκχύσαντες τὰ αἵματα ὑπὲρ αὐτοῦ,  ἔλαβαν τὴν ἰδιαίτερη  χάρη  «ρεῖθρα  ἰαμάτων ἀναπηγάζειν»    πᾶσι τοῖς  πιστῶς  αὐτοῖς προστρέχουσι.

Γ.  Η ΒΙΩΣΗ  ΤΗΣ  ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗΣ  ΙΑΣΕΩΣ

Ὁ λυτρωμένος ψυχικὰ καὶ  θεραπευμένος σωματικὰ πιστὸς ἄνθρωπος βιώνει  ἐνεπίγνωστα τὴ δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ,  τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων ὡς πολυχεύμονα ποταμὸ ἰαμάτων στὴ σύνολη  ὕπαρξή του.  Ἡ θεραπεία εἶναι κατ᾽ ἐξοχὴν  τῆς ψυχῆς,  ἡ ὁποία ὑπομένει πλέον τὰ  παρόντα ἢ ἐπερχόμενα δεινὰ  μαρτυρικὰ καὶ  ἀρχοντικά. Ἡ ἀσθένεια παύει νὰ εἶναι  κατάρα σὲ μιὰ ὀλιγόπιστη καὶ  ὀλιγόθυμη ὕπαρξη καὶ  γίνεται ἐνίοτε  εὐεργεσία σωστικὴ γιὰ  τοὺς  ἀγωνιστές.
Ἡ ψυχὴ  ἐκρήγνυται σὲ δοξολογία καὶ  τιμὴ καὶ  ἐξύμνηση  τῶν θείων  προσώπων ποὺ ἔγιναν αἴτια τῶν  ἰάσεων,  ἀλλὰ  καὶ  ὑψώνεται στὴν εὐρυχωρία τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς εὐχαριστίας. «Οὐ σιωπᾷ τοῦ βοᾶν τρανότατα τὰ μεγαλεῖα»    τῶν  ἰαματικῶν θαυμάτων, ἀλλ᾽ εὐχαρίστως δοξάζει καὶ  ἀνυμνεῖ καὶ  γεραίρει καὶ  μεγαλύνει καὶ  κηρύττει τὶς ἄπειρες σωστικὲς δωρεὲς ποὺ ἔλαβε  καὶ  λαμβάνει.




Δ. ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ  ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ  ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ

Ἀπὸ τὴν  πραγμάτευση τοῦ  θέματός μας,  διεφάνη ὅτι,  στὴν  ἀγωνιστικὴ πορεία τοῦ  ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἀνὰ  τοὺς  αἰῶνες,  ἡ μυσταγωγία τῶν ἐνηλίκων  καὶ  ἡ παιδαγωγία τῶν  νεωτέρων ἐπιτυγχάνεται  μέσα  στὸν  χῶρο τῆς  θείας  λατρείας τῶν  Ὀρθοδόξων, ὅπου χειραγωγοῦνται οἱ  μετέχοντες στοὺς  δρόμους καὶ τὰ ἀθλήματα τοῦ ἀπαραχαράκτου ἤθους, ἀλλὰ  καὶ στὴν κοπιαστικὴ ὑπαρκτικὴ ὕψωση  τοῦ  ἁγιασμοῦ.
Ἡ θεία  λατρεία καὶ  ἡ ἐνσυνείδητη μετοχὴ  σ᾽  αὐτὴν  εἶναι  τὸ διδακτήριο τῶν  πρακτικῶν ἀρετῶν ἀλλὰ  καὶ  τῶν  μυστικῶν βιωμάτων καὶ  τῶν  θεολογικῶν  πτήσεων γιὰ  τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι  τὸ σχολεῖο,  στὸ ὁποῖο μαθαίνουν οἱ ἀγωνιζόμενοι πιστοί, οἱ ὑφιστάμενοι ἀναρίθμητα δεινὰ  τοῦ  βίου  ἢ δεινῶς πάσχοντες καὶ  ἀρρωστοῦντες ἐκ ποικίλων ψυχοσωματικῶν νόσων πῶς λειτουργεῖται καὶ  θεραπεύεται ἡ ὕπαρξη, πῶς κοινωνικοποιεῖται, πῶς ἱσορροπεῖ  ψυχολογικά,  πῶς  ὑπερβαίνει  τοὺς   φόβους   καὶ   τὶς   φοβίες,   πῶς κατανικᾶ τὰ νεκρωτικὰ συναισθήματα τῆς ματαίωσης, πῶς ὑπερβαίνει τοὺς τυραννικοὺς πνιγμοὺς τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἀπομόνωσης, πῶς συγχωρεῖ καὶ συγχωρεῖται στοὺς  σκοτισμοὺς τῆς ἀμφιλίας, πῶς σπουδάζει στὴν ἀλήθεια, τὴν  ἀρχοντιὰ καὶ  τὴν  εὐρυχωρία τῆς  ἀγάπης,  πῶς ὁλοκληρώνεται ἡ προσωπικότητα στὶς  ὑψώσεις μιᾶς  ζωῆς γεμάτης εὐχαριστία καὶ  δοξολογία.
Δάσκαλοι,  ποιμένες,  γονεῖς  καὶ  νέοι, μέσα  στὸ  κλίμα  καὶ  τὸ περιβάλλον τῆς  μυσταγωγικῆς αὐτῆς  παιδαγωγίας τῆς  λειτουργικῆς ζωῆς,  τῆς  κοινῆς προσευχῆς, τῆς βοώσης, ἱκετευούσης καὶ παρακαλούσης συνάξεως ὑπὲρ τῶν παρισταμένων ἀλλὰ  καὶ  τοῦ  σύμπαντος κόσμου,  ὑπὲρ τῶν  ἀναγκῶν, τῶν θλίψεων,  τῶν  πειρασμῶν καὶ  περιστάσεων τῆς ζωῆς, ἔχουν  τὴ δυνατότητα νὰ μαθητεύσουν ἄριστα στη δραματουργία τῶν τελουμένων διὰ  μεθέξεως, στὸν  λόγο  καὶ  τὸ  μέλος,  στὴν  ἐποπτεία τοῦ  κάλλους τῶν  λειτουργικῶν τεχνῶν  καὶ  στὴ βιωματικὴ πλήρωση τῆς πίστεως.
Μέσα  στὸν  πλοῦτο τῆς ὑμνογραφίας τῶν  παλαιῶν καὶ  νεωτέρων παρακλητικῶν  καὶ  ἱκετηρίων κανόνων  γινόμαστε μέτοχοι δωρεοδοσίας φιλαδέλφου  προβληματισμοῦ καὶ  στοχασμοῦ ἠθικῆς  θεολογίας, ποὺ διαλύουν τὸν ἐγωτικὸ ἀπομονωτισμὸ τῶν συγχρόνων καιρῶν καὶ ἀνοίγουν διαφυγὲς κοι- νωνίας  ἀπὸ τοὺς  σκοτεινοὺς λαβυρίνθους τῆς  καταλυτικῆς ἀτομοκρατίας τοῦ  σημερινοῦ ἀνθρώπου. Τὸ νῆμα  τῆς ἐξόδου εἶναι  ἡ διὰ  τῆς χάριτος τῶν μυστηρίων οἰκείωση μὲ  τὸν Σωτήρα Χριστό,  ἀλλὰ  καὶ  τὸ θάρσος  τῆς  σκέ- πης, τῆς  προστασίας, τῆς  βοηθείας, τῆς  μεσιτείας καὶ  τῆς  πρεσβείας τῆς Ὑπεραγίας  Θεοτόκου καὶ  τῶν  ἁγίων τοῦ  Θεοῦ.  Καὶ  τοῦτο  πάντοτε μέσα στὴν ἰσόρροπη χαρμολυπική, ἀσκητική, κατανυκτική, ἀγωνιστικὴ καὶ σταυ- ροαναστάσιμη πορεία ζωῆς,  μέσα  στὸ  εὐλογημένο κλίμα  τοῦ  λειτουργικὰ μυσταγωγούμενου ὀρθοδόξου ἤθους.
Αὐτὸ τὸ ἦθος θὰ καλλιεργήσει προληπτικὰ στὸ πλήρωμα τῆς ἐνορίας του ὁ πνευματικὸς πατὴρ ἐφημέριος καὶ  ποιμένας, γιὰ  νὰ  θεραπεύσει, μὲ  τὴ χάρη  τοῦ  Χριστοῦ  καὶ  τῶν  ἁγίων του  μυστηρίων, τὸ αὐτεξούσιο, τὴ συνεί- δηση,  τὴν  ἐμπάθεια, τὰ  συντρίμματα τῆς  ψυχῆς  τῶν  ἀνθρώπων, ἀσφαλί- ζοντάς   τους   ἀπὸ  δεισιδαιμονικὲς πλάνες  καὶ   μαγικὲς περὶ  τὴν  πίστη ἀντιλήψεις καὶ  ἐπήρειες τοῦ  πονηροῦ ἀντιμάχου, ὁδηγώντας τους  βῆμα- βῆμα στὴν οἰκείωση καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ φόβου στὴν ἐλευθερία καὶ  τὴν εὐρυχωρία τῆς ἀγάπης.
Γιὰ  νὰ ἀρθοῦν  οἱ νοσογόνες αἰτίες καὶ  νὰ προληφθοῦν,  ὅσο εἶναι  δυνατόν,  τὰ  ψυχικὰ ἰδιαίτερα ἀρρωστήματα, εἶναι  ἀνάγκη νὰ  τεθοῦν  θεμέλια ὀρθοδόξου πνευματικότητας. Τοῦτο  σημαίνει:
1) ἔμπρακτο λόγο  καὶ  ἔλλογο  παράδειγμα ζωῆς,
2) πίστη στὸ Θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ  ὡς ἀναπόδεικτο δώρημα ἐπίγνωσης,
3) ἄθλημα ἐλευθερίας καὶ  κοινωνίας μὲ τὸν συνάνθρωπο,
4) ἀγαπητικὴ συντριβὴ  τῶν ἐγωτικῶν συγκλεισμῶν,
5) ψαύση  θεραπευτικὴ τῶν ὁρίων  τῆς ὕπαρξης,
6) εἰρηναία συνύπαρξη καὶ  καταλλαγὴ μὲ ὅλα  τὰ  πλάσματα τοῦ  Θεοῦ,
7) ὑπαρκτικὴ θεουργία στὴ συγκρότηση τοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος καὶ στὴ μετοχὴ  τοῦ  ἁγιασμοῦ τῶν μυστηρίων,
8) ἡσυχαστικὸ καὶ ἀσκητικὸ ἦθος, ἀντίμαχο στὶς πλανερὲς σειρῆνες  ἢ τὴν ἀβάστακτη ἐλαφρότητα τῆς ματαιοδοξίας,
9)  ἀδιάλειπτη  προσευχητικὴ ὀξυγόνωση τοῦ  πνευματικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ  ἀνθρώπου,
10) πρότυπα ἁγιασμοῦ καὶ  μαρτυρικῆς ἀγάπης στὰ  πρόσωπα τῶν μαρ τύρων,  τῶν ὁσίων καὶ τῶν ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι κατόρθωσαν, Θεοῦ χάριτι, νὰ ὑπερβοῦν τὴν «ματαίωση» διὰ  τῆς ἐπιγνώσεως τῆς «ματαιότητος» τῶν φθαρτῶν καὶ  προσκαίρων.
Οἱ παρακλητικοὶ κανόνες,  τελούμενοι τακτικὰ καὶ εὐλαβικά, ἐνεπίγνωστα καὶ  συμμετοχικά,  ἐμποιοῦν παιδαγωγία  πνευματικὴ ἀπρόσμενα ὠφέλιμη γιὰ  τὶς ψυχὲς  τῶν χριστιανῶν, ὅταν  μάλιστα συνοδεύονται ἀπὸ σχετικὴ  στο- χευμένη  διδασκαλία. Ἐκεῖ  προσευχόμενοι ὑμνητικὰ καὶ  παρακλητικά, κα- ταθέτοντας ἱκετευτικὰ καὶ  ἔμπονα, καρδιακὰ καὶ  ὁλόθυμα τὰ  αἰτήματά τους  σπουδάζουν στὸν  τρόπο ποὺ ὁ πιστός ἄνθρωπος αἴρει  τὸν  σταυρὸν αὐτοῦ,  ἀντιμετωπίζει τὰ  θλιπτικὰ τοῦ  βίου,  ὑπομένει τοὺς  πόνους καὶ  τὶς ἀσθένειες, προσφεύγει στὴν παραμυθία, τὴ βοήθεια  καὶ  τὴ σκέπη τοῦ  Κυ ρίου,  τῆς  Θεοτόκου καὶ  τῶν  ἁγίων. Ἐκεῖ  κατανοοῦν τὸ νόημα  τῆς  τελείας παραιτήσεως στὸ ἅγιο  θέλημα  τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ  προετοιμάζονται γιὰ  τὶς δύσκολες  ὧρες  τῶν δεινῶν  συμφορῶν καὶ  ἀναγκῶν καὶ  περιστάσεων τοῦ  κόσμου  τούτου.
Ὡς καλὴ καὶ δραστικὴ ἰατρικὴ πρόληψη, μέσα  στὸν σύγχρονο καταιγισμὸ τῶν πλαδαρῶν προτύπων, στοὺς  ξορκισμοὺς τῆς πνευματικῆς δειλίας, στὴν κούφια φαντασμαγορία τῆς τηλοψίας, μέσα  σὲ ἕνα κόσμο  ἐγωτικῆς αὐτοε- πιβεβαίωσης καὶ  ταυτόχρονα μίζερης  καὶ  τραγικῆς αὐτοαναίρεσης,  μέσα στὸ ζοφερὸ  ἦθος τοῦ «ἔχειν» καὶ τὸ παντελὲς ἔλλειμα τοῦ «εἶναι», μέσα  σὲ ἕνα  περιβάλλον ποὺ θεωρεῖ τὴν ἀρετὴ  πανεύκολη ἰδεαλιστικὴ ἁρπαγὴ καὶ ὄχι  αὐτοπροαίρετη ἀγαπητικὴ κατάθεση μαρτυρίας καὶ  μαρτυρίου, ἡ λειτουργικὴ καὶ λατρευτικὴ πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, στηριζόμενη στὰ ἁγιασμένα προσευχητικά, παρακλητικὰ καὶ  ἱκετευτικά της  κείμενα, ταπεινά, νομίζουμε, καὶ  θεραπευτικὰ νομιμοποιεῖται καὶ  τολμᾶ  νὰ προτείνει στὸν  κάθε  καλοπροαίρετο  σύγχρονο ἄνθρωπο  τὸν  δικό  της  θεοφώτιστο δρόμο,  τὸ δικό  της ἀσκητικὸ ἦθος ζωῆς. Καὶ  νὰ προβάλει:
 1) ἀντὶ  τῆς καταβύθισης στὴν ἀνομία, τὸν δρόμο  τῆς ἀρετῆς,
2)  ἀντὶ  τῆς  εὐκολίας, τῆς  χλιδῆς  καὶ  τῆς  καλοπέρασης, τὸν  τρόπο τῆς ἄσκησης,
3) ἀντὶ  τοῦ  ψεύδους καὶ  τῆς ἀπάτης, τὸν δρόμο  τῆς γνησιότητας, τῆς τι- μιότητας καὶ  τῆς ἀλήθειας,
4) ἀντὶ  τῆς ἐμπαθοῦς ἀκαθαρσίας, τὸν δρόμο  τῆς ἐνσυνείδητης καθαρότητας,
5) ἀντὶ  τοῦ  σκοτισμοῦ μέσα  στὰ  ἀμέτρητα φῶτα,  τὴν ὁδὸ  πρὸς τὸ ἀληθινὸ φῶς  τοῦ  Χριστοῦ,
6)  ἀντὶ  τῆς  ἀπιστίας, τῆς  ἀνταρσίας καὶ  τῆς  ἄρνησης,  τὸν  δρόμο  τῆς ἐμπειρικὰ βεβαιωμένης πίστεως,
7) ἀντὶ  τῆς  περιφρόνησης τῶν  ἀρετῶν καὶ  τῶν  πνευματικῶν ἀξιῶν,  τὸν δρόμο  τῆς νηστείας, τῆς ἀγρυπνίας καὶ  τῆς προσευχῆς,
8) ἀντὶ  τῆς  θεοποιημένης ὑλικῆς  δύναμης, τὴ θεία  δύναμη τῶν  πνευματικῶν  καταστάσεων τοῦ  ἁγιασμοῦ,
9)  ἀντὶ  τοῦ  μίσους  καὶ  τῆς  ἐκδικητικότητας, τὸν  δρόμο  τῆς  εἰρηναίας ἀγάπης,
1 0)  ἀντὶ  τῶν  κακῶν  ἐγωτικῶν σπαραγμῶν τῆς  ἀλαζονείας, τὸν  κοπια- στικὸ  ἀλλὰ  χαρισματικὸ δρόμο  τῆς ταπεινοφροσύνης,
 11 ) ἀντὶ  τῆς  ματαίας προσφυγῆς στὶς  κοσμικὲς ἀνασφαλεῖς ἀσφάλειες, τὴν καταφυγὴ στὸ μόνο στερρὸ  θεμέλιο τῆς ζωῆς, τὸν φιλάνθρωπο ἰατρὸ  τῶν ψυχῶν  καὶ  τῶν σωμάτων ἡμῶν Κύριο  Ἰησοῦ  Χριστό,
 12) ἀντὶ  τῶν ἀπογνωστικῶν βυθῶν τῆς ὀλιγοθύμου καὶ ὀλιγοπίστου ζωῆς, τὴν ἐκστατικὴ ὕψωση  τῆς ἀκαταισχύντου ἐλπίδος καὶ  τὴν θεραπευτικὴ ὁδὸ τῆς εὐχαριστίας καὶ  τῆς δοξολογίας.
Τέλος,  θεραπευτικά, ὁ καλὸς  ποιμένας καὶ  πνευματικὸς πατέρας τῶν πιστῶν θὰ χρησιμοποιήσει τὰ  δραστικὰ φάρμακα τῶν θερμῶν  ἱκεσιῶν  καὶ τῶν ἐν παρρησίᾳ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων,  ὅπως καταγράφονται στὰ  προσευ- χητικὰ  κείμενα τῶν παρακλητικῶν κανόνων.
Θὰ  κράξει πρὸς τὸν  Κύριο,  τὴν Θεοτόκο  καὶ  τοὺς  ἁγίους μαζὶ  μὲ  τοὺς ἀσθενοῦντες ἀνθρώπους. Συμπάσχοντας  καὶ  συλλυπούμενος καὶ  κλαίων μετὰ  τῶν κλαιόντων, δὲν θὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὴν ἀκηδία τῆς συνήθειας καὶ τὴ φθορὰ τῆς  καθημερινότητας. Θὰ ἀγρυπνήσει ἀνυστάκτως προσευχόμενος ὄχι μόνο ὑπὲρ τῶν νοσούντων ἀλλὰ  καὶ  κρυφὰ ἀντὶ  τῶν νοσούντων καὶ θλιβομένων καὶ  καταπονουμένων ἀνθρώπων.
Θὰ προστρέξει στὸ νοσοκομεῖο, θὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν οἰκία,  θὰ συγκαλέσει τὸ πλήρωμα τῶν εὐλαβῶν καὶ  ἐνσυνείδητων μελῶν  τῆς ἐνορίας, γιὰ  νὰ ζητήσουν  τὴν κατὰ τὸ ἅγιο  θέλημα  τοῦ  Θεοῦ  ἄρση  τῶν  δεινῶν,  τὴ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν, τὴ διάλυση τῶν θλιπτικῶν καταστάσεων, τὸν γλυκασμὸ τῆς παρηγορίας, μέσῳ  τῆς εἰδικῆς γι᾽ αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν καὶ  πάσχουν ἐπιτάσεως τῆς παρακλητικῆς προσευχῆς καὶ  τῆς εὐλαβοῦς ἱκετηρίας.
Ἄθλημα ἀληθὲς  ἐλευθερίας, ἀγάπης καὶ  κοινωνίας. Ὑγιὴς ἐνοριακὴ ζωὴ καὶ  ἀληθὲς  εὐαγγελικὸ φρόνημα. Θεραπευτικὴ ἔκσταση καὶ  ἔξοδος ἀπὸ τὴ φτώχεια τοῦ ἀτομιστικοῦ καὶ  ἐγωκεντρικοῦ συγκλεισμοῦ, πρὸς τὸν πλοῦτο καὶ  τὴν  εὐρυχωρία καὶ  τὴν  ἀρχοντιὰ τῆς  χριστομίμητης περιπέτειας  τῆς ἄρσεως τοῦ  σταυροῦ, τῆς  ἀπαρνήσεως τοῦ  ἑαυτοῦ καὶ  τῆς  ταπεινῆς καὶ μαρτυρικῆς ἀκολουθίας τοῦ  Χριστοῦ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1. Ἡ  ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ  τῆς  Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι  ἡ λειτουργικὴ τέχνη τοῦ λόγου  καὶ τοῦ μέλους,  ποὺ ὑπηρετεῖ ταπεινὰ καὶ ἔλλογα τὴν  ψαλλόμενη προσευχὴ τῶν  πιστῶν στὶς  ἐνορίες  καὶ  τῶν  μοναχῶν στὶς ἱερὲς  μονές.
2. Ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ποίηση, ἀλλὰ  ἰδιαίτερα ἡ κανονογραφία τῶν με- γάλων  ὑμνογράφων καὶ  μελουργῶν, ἐπλούτισε τὴ θεία  λατρεία τῶν Ὀρθο- δόξων   μὲ  τὶς  ἀκένωτες πηγὲς  τοῦ  καθαροῦ  προσευχητικοῦ  πνεύματος, καταθέτοντας κείμενα θεολογικά, ἑορταστικά, ὑμνητικά, ἐγκωμιαστικὰ ἱκε- τήρια  καὶ  παρακλητικά.
3. Μέσῳ τῆς συγκροτήσεως τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου  τῆς Παρακλητικῆς ἀναδείχθηκε ἰδιαίτερα ὁ ἱκετευτικὸς καὶ  παρακλητικὸς πλοῦτος τῆς ψυχῆς τῶν λατρευτῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς  φίλους  Του πάν- τας  τοὺς  ἁγίους, ὁ ὁποῖος καταγράφεται  πληθωρικὰ στοὺς  ἱκετήριους καὶ παρακλητικοὺς κανόνες.
4. Μὲ τρόπο μοναδικό,  στὰ  κείμενα τῶν  παρακλητικῶν κανόνων  συνυφαίνονται ἡ ἐξομολόγηση, ἡ ἱκεσία,  ἡ δέηση  καὶ  ἡ παράκληση πρὸς τὰ θεῖα πρόσωπα, μὲ τὸν ἐγκωμιασμό, τὴν ἐξύμνηση,  τὴ δοξολογία καὶ  τὴν εὐχαρι- στία  τῶν εὐεργετουμένων καὶ  θεραπευομένων πιστῶν.
5. Οἱ παρακλητικοὶ κανόνες εἶναι  ἀναρίθμητοι, ἀνέκδοτοι καὶ  ἐκδεδομέ- νοι, ὀνοματιζόμενοι ἔτσι  ἢ ὄχι, καθὼς  κατὰ τὸ περιεχόμενο σχεδὸν  πάντες οἱ κανόνες εἶναι  ἱκετικοί, ὅπως αὐτὸ  διαφαίνεται τουλάχιστον ἀπὸ τὰ  ἐπί- σημα  ἐν χρήσει  λειτουργικὰ βιβλία  τῆς Ἐκκλησίας.
6. Ἡ πατρότητα τῶν  κανόνων  καὶ  οἱ μεταξύ τους  ἐξαρτήσεις εἶναι  ἕνα ἀκανθῶδες ζήτημα  τῆς ὑμνολογικῆς ἔρευνας, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ γνώση, ὑπο- μονὴ  καὶ  ἐρευνητικὴ μεθοδικότητα στὴν ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων. Ἐλατ- τώματα καὶ ἀδυναμίες ἐπίσης παρουσιάζονται ἐνίοτε  στὴν ποιητικὴ καλολογία. Ὅμως  τελικὰ ἡ ποίηση τῶν  παρακλητικῶν κανόνων  μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς  ἕνας  κρυστάλλινος καὶ  καθαρὸς ποταμὸς πνευματικῶν ὁρμημάτων, ποὺ εὐφραίνουν τὶς  καρδιὲς καὶ  θεραπεύουν τὴν ὕπαρξη.
7. Αἰτία  τῶν ἀσθενειῶν θεωρεῖται στὶς καταγραφὲς τῶν κανόνων  ἡ φθορὰ τῆς φύσεως τοῦ  ἀνθρώπου ἐξαιτίας τῆς προπατορικῆς ἀστοχίας στὴν ἀγαπητικὴ μετὰ  τοῦ  Θεοῦ  κοινωνία. Ἔκτοτε  ἡ πολυποίκιλος ἁμαρτία καὶ  ὁ σκοτασμὸς τῆς ἐμπαθείας, ἐπιτεινόμενος ἀπὸ φθόνους δαιμονικοὺς καὶ λο- γισμοὺς στρεβλωμένους, ἀρρωσταίνουν κυριολεκτικὰ τὴ σύνολη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.
8. Τὰ  εἴδη  τῶν  ἀρρωστημάτων εἶναι  πολλὰ καὶ  πολλὲς φορὲς  δυστυχῶς δυσίατα. Σχετίζονται μὲ  τὸ σῶμα  ἢ τὴν ψυχή,  ποὺ ἄμεσα καὶ  καταλυτικὰ ἀλληλοεπηρεάζονται στὴ  νοσογόνο  διαδικασία. Μὲ  τὰ  ἐντονότερα ὅμως χρώματα οἱ κανονογράφοι περιγράφουν καὶ τὰ λυπηρὰ τοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου, τὰ  ὁποῖα εἶναι  δεῖγμα τῆς  ἀσθενούσης φύσεως, ἀλλὰ  καὶ  συντείνουν στὴν ἐμφάνιση καὶ  παραμονὴ τῶν ψυχοσωματικῶν ἀρρωστημάτων.
9. Μὲ τοὺς  μελανότερους ἐκφραστικοὺς τόνους  οἱ ὑμνογράφοι καταγράφουν  τὰ  βιώματα τῶν  σωματικῶν πόνων καὶ  τῶν  ψυχικῶν ὀδυνῶν.  Ἡ κα- ταβύθιση αὐτὴ  στὰ  πολυσύνθετα καὶ  περιπεπλεγμένα  ψυχοσωματικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ προβλήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ποὺ τόσο πολὺ ὁμοιάζει μὲ τὸν παλαιό, στὸ νοσηρὸ ὑπόβαθρο τῆς φύσεως καὶ  τῆς ὑποστάσεώς του, ἀποτελεῖ ἀληθινὴ  διάβαση διὰ  μέσου  σκοτεινοτάτων ἀβύσσων.
10.  Ἡ  ταπεινὴ  συναίσθηση ὅτι  ἡ φύση  καὶ  ἡ ὑπόσταση (σῶμα-ψυχὴ- αὐτεξούσιο-συνείδηση) ἀσθενοῦν ὁδηγεῖ τὸν  πιστὸ ἄνθρωπο στὶς  ἐκστατικὲς    καταστάσεις  τῆς   μετανοίας,   τῆς   ἐλπίδας  καὶ   τῆς   ἀναζήτησης θεραπείας. Ἔτσι,  στοὺς  παρακλητικοὺς κανόνες,  τὰ  αἰτήματα τῆς  προσευχῆς  πρὸς θεραπεία κατατίθενται μὲ  θάρσος  ἐκρηκτικό, μὲ  ρηματικὲς προστακτικὲς ἀνατρεπτικὲς καὶ  ἀλλοιωτικὲς παγιωμένων κακῶν.
11 . Στὸ  θεμέλιο τῆς  καταφυγῆς καὶ  ἐκζήτησης  ἐλέους  καὶ  βοηθείας, τῆς προσευχητικῆς ἐκτενείας καὶ  τῆς  ἐκ  βάθους κραυγῆς, τῆς  ἐνσυναισθήτου μετανοίας καὶ  προσπτώσεως, ἀλλὰ  καὶ  τῆς  γνήσιας ταπεινοφροσύνης καὶ αὐτομεμψίας, ἐκεῖνο  ποὺ κατ᾽ ἐξοχὴν σφραγίζει τὸν τρόπο τῆς παρακλήσεως καὶ ἀποτελεῖ καίρια προϋπόθεση τῆς θεραπείας τῶν ψυχοσωματικῶν ἀσθενειῶν  εἶναι  ἡ ὁλόθυμη  ἐλπίδα τῆς  ἰάσεως καὶ  ἡ ἀκράδαντη πίστη στὴν ἰατρικὴ δύναμη καὶ  χάρη  τοῦ  Χριστοῦ,  ἀλλὰ  παράλληλα καὶ  στὴν  πρε- σβευτικὴ πρὸς ἴαση μεσιτεία καὶ πρεσβεία τῆς Παναγίας, τοῦ σταυροῦ, τῶν ἀγγέλων καὶ  τῶν ἁγίων.
12. Ἡ ἀκλόνητη  αὐτὴ  πίστη τῶν  πιστῶν δὲν  λειτουργεῖ μαγικὰ καὶ  δεισιδαιμονικὰ ἢ κατὰ ψυχολογικὴ αὐθυποβολὴ οὔτε  ὀφείλεται στὴν  ἐκ  τῆς ἀνάγκης τῶν νόσων  βία  τῶν συναισθηματικῶν φορτισμῶν, ἀλλὰ  ἑδράζεται σὲ βάσεις  θεολογικὲς καὶ  προϋποθέσεις σωτηριολογικές, τὶς  ὁποῖες γνωρίζουν  καλῶς  οἱ  ἐγκρατεῖς τῶν  δογμάτων τῆς  πίστεως καὶ  βαθεῖς καὶ  ἐξέχοντες,  στὴν  πλειοψηφία τους,  θεολόγοι κανονογράφοι τῶν  παρακλητικῶν καὶ  ἱκετηρίων ὕμνων  τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
13. Ὁ Κύριος  ἰάτρευσε τὸν προπάτορα Ἀδὰμ  καὶ  ἰατρεύει τοὺς  ἀπογόνους  του  ἀναιρώντας τὴν φθοροποιὸ καὶ  νοσογόνο  κατάρα τῆς  παρακοῆς. Ὁ Χριστὸς  ἐπλήγη ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, γιὰ  νὰ ἰατρεύσει τὶς σωματικὲς καὶ τὶς ψυχικὲς πληγὲς τῶν  ἀνθρώπων,  τὰ  τραύματα καὶ  τὰ  συντρίμματα  τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἔπαθε γιὰ  νὰ πηγάσει τὴν ἀπάθεια.
14. Παράλληλα ἡ πίστη στὴν ἰαματικὴ δύναμη τῆς Παναγίας ἑδράζεται, γιὰ  τοὺς  ἁγίους ὑμνογράφους καὶ  τοὺς  προσευχομένους μὲ  τοὺς  ὕμνους τους  πιστούς, στὸ  γεγονὸς ὅτι  αὐτὴ  ἐκυοφόρησε καὶ  ἐγέννησε τὸν  ἰατήρα τῶν ἀνθρώπων. Κατὰ ταῦτα ἡ Θεοτόκος καθίσταται «ἱλαστήριον» τῆς φύσεως,  τοῦ  κόσμου  καὶ  τοῦ  ἀνθρώπου, ἔχοντας χάρη  καὶ  παρρησία πρε- σβευτική,  διὰ  τῆς ὁποίας δυνάμει τοῦ  Υἱοῦ καὶ  Θεοῦ  της ἀπαλλάττει τοὺς πιστοὺς νόσων παντοίων καὶ  δεινῶν  συμφορῶν, γινόμενη πηγὴ τῶν ἰάσεων καὶ  μεσίτις ἄγρυπνος πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Θεό.
15. Καὶ  ὁ πανσεβάσμιος Σταυρὸς προσπηγάζει ἰάματα στοὺς  μετὰ  πί- στεως  ἀσπαζομένους, προσκυνοῦντας καὶ τυποῦντας αὐτόν,  διὰ  τὸν ἐν αὐτῷ θυσιαστικῶς προσπαγέντα καὶ  ἐθελουσίως ἐκχύσαντα τὸ πανάγιον αὐτοῦ αἷμα.  Παράλληλα οἱ ἅγιοι ἄγγελοι παρίστανται ἱκέτες θερμοὶ  στὸν  θρόνο τοῦ  Θεοῦ, ὡς φύλακες καὶ  λειτουργοὶ ἐκλεκτοὶ τῆς θεραπείας καὶ  τῆς σωτηρίας τῶν  ἀνθρώπων, ἀλλὰ  καὶ  ὡς  χειραγωγοὶ καὶ  βοηθοὶ  καὶ  πρόμαχοι, πλουτοῦντες πολλὴ παρρησία καὶ  πρεσβεία ἰαματική.
16. Ὁ τίμιος  Πρόδρομος καὶ  οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔλαβαν ἐπίσης ἀπὸ τὸν Κύριο  θαυμάτων καὶ ἰάσεων  χάρη ἀκένωτο, ὡς τὰ μετὰ  τὴν Θεοτόκο  οἰκειό- τερα  πρόσωπα τοῦ  Υἱοῦ καὶ  Λόγου.  Ἐνῶ  πάντες οἱ  ἅγιοι ἔλαβαν χάρη πλουσίων θαυματουργιῶν πρὸς θεραπεία τῶν ἀρρωστημάτων, ἰδιαίτερα οἱ ἅγιοι μάρτυρες, ὡς μιμητὲς τοῦ πρωτομάρτυρος Χριστοῦ  ἐκχύσαντες αὐτοθελήτως τὰ  αἵματα ὑπὲρ αὐτοῦ,  ἔλαβαν τὴν δωρεά «ρεῖθρα ἰαμάτων ἀνα- πηγάζειν» πᾶσι τοῖς  πιστῶς αὐτοῖς προστρέχουσιν.
17. Ὁ λυτρωμένος ψυχικὰ καὶ θεραπευμένος σωματικὰ πιστὸς ἄνθρωπος βιώνει  ἐνεπίγνωστα τὴ δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ,  τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων ὡς πολυχεύμονα ποταμὸ ἰαμάτων στὴν  ὕπαρξή του.  Ἡ  θεραπεία εἶναι  κατ᾽ ἐξοχὴν τῆς ψυχῆς,  ἡ ὁποία ὑπομένει πλέον τὰ παρόντα ἢ ἐπερχόμενα δεινὰ μαρτυρικὰ καὶ  ἀρχοντικά. Ἡ ἀσθένεια παύει νὰ εἶναι  κατάρα σὲ μία  ὀλιγόπιστη καὶ  ὀλιγόθυμη ὕπαρξη καὶ  γίνεται ἀληθὴς  σωστικὴ  εὐεργεσία γιὰ τοὺς  ἀγωνιστές.
18. Ἡ ψυχὴ  ἐκρήγνυται σὲ δοξολογία καὶ  τιμὴ  καὶ  ἐξύμνηση  τῶν  θείων καὶ  ἁγίων προσώπων, ποὺ ἔγιναν αἴτια τῶν  ἰάσεων.  Ἀλλὰ  καὶ  ὑψώνεται στὴν  εὐρυχωρία τῆς  εὐγνωμοσύνης καὶ  τῆς  εὐχαριστιας. «Οὐ σιωπᾷ τοῦ βοᾶν  τρανότατα τὰ  μεγαλεῖα» τῶν  ἰαματικῶν θαυμάτων. Εὐχαρίστως δοξάζει  καὶ  ἀνυμνεῖ καὶ  γεραίρει καὶ μεγαλύνει καὶ κηρύττει τὶς ἄπειρες σω- στικὲς  καὶ  ἰαματικὲς δωρεὲς ποὺ ἔλαβε  καὶ  λαμβάνει.
19. Εἶναι  ἀνάγκη, στὸ πλήρωμα τῆς ἐνορίας, νὰ καλλιεργηθεῖ μὲ ὑπομονὴ τὸ ἀληθὲς  ἦθος  τῆς  Ὀρθοδοξίας, τὸ ἀσκητικὸ καὶ  ἀγωνιστικό. Στὸν  κατανυκτικὸ αὐτὸ  τρόπο καὶ  στὸν  χαρμολυπικὸ καὶ  σταυροαναστάσιμο αὐτὸ δρόμο   οἱ  πιστοὶ θὰ  βοηθοῦνται προληπτικὰ  στὴν  ἄρση  τῶν  νοσογόνων αἰτιῶν,  ἰδιαίτερα τῶν ψυχικῶν ἀρρωστημάτων, καὶ  θὰ θεμελιώνουν τὴ ζωή τους  στὴ λειτουργικὴ πνευματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε  στὶς  δύσκολες, δεινὲς καὶ  θλιπτικὲς καταστάσεις τοῦ  πόνου καὶ  τῆς  ἀσθενείας νὰ  ἔχουν ἀσφαλὲς καταφύγιο τὴν  ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα,  τὴ  βοήθεια,  τὴ  σκέπη καὶ τὴν παρηγορία τοῦ  Κυρίου  καὶ  τῶν ἁγίων του.
20. Θεραπευτικά, ὁ καλὸς  ποιμένας θὰ χρησιμοποιήσει τὰ δραστικὰ φάρ- μακα τῆς  ἐμπόνου ἱκεσίας τῶν  παρακλητικῶν κανόνων.  Θὰ  κράξει πρὸς Κύριον  ὑπὲρ τῶν  πονούντων, θὰ  κλαύσει μετὰ  τῶν  θλιβομένων, θὰ  προ- στρέξει στὴν κλίνη  τῆς  ἀρρωστίας τους,  θὰ  παρακινήσει τοὺς  πιστοὺς καὶ εὐλαβεῖς ἀνθρώπους σὲ  συναγερμὸ προσευχῆς καὶ  θὰ  πρωτοστατήσει σ᾽ αὐτήν.  Ἔτσι  μόνο  θὰ  ὁδηγήσει τοὺς  ἀνθρώπους τῆς  πνευματικῆς εὐθύνης του  στὸ ἄθλημα τῆς ἀληθοῦς ἐλευθερίας, τῆς ἀγάπης καὶ  τῆς κοινωνίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ - ΠΑΡΑΜΠΟΜΠΑΙ
1.Βλ. ἐπισημάνσεις καὶ προβληματισμοὺς στῶν ΕΜΜΑΝ.  ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Ἡ Ψαλτικὴ Τέχνη. Λόγος καὶ  Μέλος στὴ λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ.  University Studio  Press,  Θεσσαλονίκη 2004.  ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ  ΠΑΡΗ  (ἀρχιμ.), Διερευνήσεις στὸ λειτουργικὸ ἄσμα. Μελέτες στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Μουσικὴ  [Ψαλτικὰ Ἀνάλεκτα  ], ἐκδ.  Ἐπέκταση, Κατερίνη 2003.
2. Πρβλ. Ρωμ. ιβ´   . Ἰωάν. δ´  23, 24.
3. Βλ. τὴ σπάνια εἰδικὴ  μελέτη,  ποὺ βρίσκεται στὰ  χέρια  μας,  τοῦ  Ν. Κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μετρικὴ ἐν τῇ βυζαντινῇ λειτουργικῇ ὑμνογραφίᾳ,  Ἀθῆναι    954.  Πρβλ.  τὶς  ἐννέα  βιβλικὲς ὠδές:  Α´:  Μωϋσέως. Ἔξ. ιε´   -  9. Β´: Μωϋσέως. Δευτ.  λβ´   -43. Γ´: Προσευχὴ  Ἄννης, μητρὸς  Σα- μουὴλ  τοῦ  προφήτου. Α´ Βασ. β´   -  0. Δ´: Προσευχὴ  Ἀββακοὺμ τοῦ  προφήτου.  Ἀββακ. γ´   -  8. E´: Προσευχὴ  Ἠσαΐου τοῦ προφήτου. Ἠσ. κϚ´ 9-20. Ϛ´: Προσευχὴ  Ἰωνᾶ  τοῦ  προφήτου. Ἰωνᾶ  β´ 3-  0. Ζ´: Προσευχὴ  τῶν ἁγίων τριῶν  παίδων. Δαν. γ´ (Προσευχὴ) 2-2  (33).  H´: Ὕμνος τῶν τριῶν  παίδων. Δαν. γ´  (Ὕμνος)  (28)34-67. Θ´: Τῆς  Θεοτόκου. Λουκ.  α´  46-55. Τοῦ  Ζα- χαρίου,  πατρὸς τοῦ Προδρόμου. Λουκ.  α´ 68-79.  Ἀλλὰ καὶ τοὺς  ἑκατὸν πενήντα  Ψαλμούς.
4. Πρβλ. τὶς μαρτυρίες (Πράξ. ιϚ´ 25-26. Ἐφ. ε´   9-20.  Κολ. γ´   6), ἀλλὰ καὶ τοὺς  ἐντοπισμένους στὴν Καινὴ  Διαθήκη  ὕμνους,  τοὺς  χρησιμοποιούμενους  ἀπὸ τὸν  ἀπόστολο Παῦλο,  στὶς  ἐπιστολές του,  ὡς  γνωστὸ  κοινὸ  λει- τουργικὸ κώδικα ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν κατὰ τόπους ἐκκλησιῶν,  μὲ τὶς χαρακτηριστικὲς ἐφυμνιακὲς ἀπολήξεις καὶ  τὴν καταγραφὴ τῶν ἐνθουσια- στικῶν  τάσεων (Ρωμ. ια´  36.  Ἐφ. α´  3-  4. γ´  2  . ε´   4. Φιλιπ.  β´ 5-    . A´ Τιμ. γ´   6. Ϛ´   5. Β´ Τιμ. β´ -  3). Πρβλ. καὶ τοὺς  ὕμνους  στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ  Ἰωάννου ε´ 9.  2.  3. ιε´  3 (ὠδὴ  τοῦ  ἀρνίου).
5. Πληθωρικὰ στοιχεῖα,  ἀναλύσεις καὶ  βιβλιογραφικὲς καταγραφές,  βλ. στὰ  ἔργα:  ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΟΥ, Ποιηταὶ καὶ  Ὑμνογράφοι τῆς Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας, τ. Α´, ἐν Ἱεροσολύμοις   940.  ΑΝ. ΦΥΤΡΑΚΗ,  «Ἡ ἐκκλησια- στικὴ   ἡμῶν   ποίησις  κατὰ  τὰς   κυριωτέρας  φάσεις  αὐτῆς»,   ΕΕΘΣΠΑ ( 955-56) καὶ  ἀνάτυπο Ἀθῆναι    957. ΚΑΡΛ   ΚΡΟΥΜΠΑΧΕΡ,  Ἱστορία τῆς Βυ- ζαντινῆς Λογοτεχνίας (μτφρ. Γ. ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ), τ. Δ´, ἐκδ.  Πάπυρος, ἐν Ἀθή- ναις    964,  σσ.  644-720. Ν.Β.  ΤΩΜΑΔΑΚΗ,  Ἡ  Βυζαντινὴ  Ὑμνογραφία  καὶ Ποίησις, ἤτοι Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Βυζαντινὴν Φιλολογίαν, τ. Β´, Ἀθῆναι   965, Θεσσαλονίκη   993  (ἐκδ.  Π. Πουρναρᾶ). ΚΑΡ.  ΜΗΤΣΑΚΗ, Βυζαντινὴ  Ὑμνο- γραφία,  τ. Α´: Ἀπὸ τὴν Καινὴ  Διαθήκη  ἕως  τὴν Εἰκονομαχία  [Χριστιανικὴ Γραμματολογία  ], ἐκδ. Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν,  Θεσ- σαλονίκη    97   (βελτιωμένη ἀνατύπωση: Ἀθήνα    987).  Θ. ΞΥΔΗ, Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία, Ἀθήνα   978. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ,  Ὑμνογραφικὰ [Θεολογικὰ Μελετή- ματα 4], ἐκδ.  Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν,  Θεσσαλονίκη  98  . Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἐκλογὴ Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι  2 978.  AΝΤ.  ΑΛΥΓΙΖΑΚΗ,  Ἡ  ὀκταηχία στὴν Ἑλληνικὴ Λειτουργικὴ Ὑμνογραφία, Θεσσαλονίκη  985. ΘΕΟΧ. ΔΕΤΟΡΑΚΗ, Bυζαντινὴ Ὑμνογραφία  (Πανεπιστημιακὲς Παραδόσεις), Ἡράκλειο   997.  J.B. PitrA, Ηymnographie de l’ Eglise Grecque, Ρώμη   867. EdM. BoUvy, Poètes et Mélodes, Nîmes    886.  W. CHriSt  - M. PArANikAS,  Anthologia Graeca Carminum  Chris- tianorum, Λειψία  87   (Hildesheim  963).  EgoN WELLESz, A History of Byzan- tine  Music  and  Hymnography,  Ὀξφόρδη   980.  J.  groSdidiEr  dE  MAtoNS, Romanos le Mélode et les origines de la poésie religieuse à Byzance, Παρίσι    977. ΗErBErt  HUNgEr, Βυζαντινὴ  Λογοτεχνία,  τ. Β´, ἔκδ.  Μορφωτικοῦ Ἱδρύμα- τος  Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθῆναι    992,  σσ. 484-494. Ταξινομημένη κατὰ θέ- ματα ὑμνολογικὴ βιβλιογραφία βλ. στὸ  ἔργο  τοῦ  J. SzovErffy, A  Guide to Byzantine  Hymnography,  Brookline, τ. Ι (  978),  τ. ΙΙ  (  979),  ἔκδ.  Mass.  and Leyden Classical folia Editions.
6. Βλ. ἀναφορὰ σ᾽ αὐτὲς στὴν προηγηθεῖσα ὑποσημ. 3. Βλ. καὶ  Ν. Β. ΤΩΜΑΔΑΚΗ,  ὅπ.π.,  σσ.  59-60.  Περὶ  τῶν  κανόνων,   βλ.  καὶ   Γ.  ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΥ, «Κανὼν-Τάξις Λατρείας», ΘΗΕ,  τ. 7, στ. 3  7-320.
7. Βλ. καὶ  Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, ὅπ.π., σ. 49. Ι. ΧΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ, Ὑμνολογία, Ἀθῆναι    973, σ. 65.
8. Βλ. καὶ  Θ. ΔΕΤΟΡΑΚΗ,  ὅπ.π., σ. 73.
9. Βλ. στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Τυπικὸν τοῦ Ἁγίου  Σάββα. Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ- ΚΕΡΑΜΕΩΣ, Ἱεροσολυμιτικὴ  Βιβλιοθήκη, τ. Β´, σ. 474. . Βλ. χφ. ΕΒΕ  642,  φ.   8α´  (ιγ´  αἰ.).
  . Βλ. Γ. ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΥ,  «Παρακλητική»,  ΘΗΕ,  τ.   0, στ.  28.  ΤΟΥ  ΙΔΙΟΥ, Τάξις 1958,  σ. γ´. Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς  Μουσικῆς,  Ἀθῆναι    904,  σ. 56.  ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ  ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΟΥ,
«Ὁ Δαμασκηνὸς καὶ  τὰ  ποιητικὰ αὐτοῦ ἔργα», Νέα Σιὼν  (  93  ) 50  .
 2. Βλ. π.χ. Παρακλητική,  ἤτοι  Ὀκτώηχος ἡ Μεγάλη, περιέχουσα  ἅπα- σαν  τὴν ἀνήκουσαν αὐτῇ ἀκολουθίαν, μετὰ τῶν ἐν τῷ τέλει συνήθων προ- σθηκῶν,  ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι   994 (στὸ ἑξῆς Παρακλητική), στὴν ἔκδοση  τοῦ  μικροῦ  σχήματος.
 3. Βλ. Παρακλητική,  σ. 920:  «Τῆς Ὀκταήχου τῆς Νέας  τέλος.  Πόνοι δὲ Ἰωσήφ».
 4. Ἀναλυτικὲς ἢ ἐξιδιασμένες ἀναφορὲς περὶ τὴν συγκρότηση καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου  τῆς Παρακλητικῆς, βλ. Γ. ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΥ,
«Παρακλητική», ΘΗΕ,  τ.   0, στ. 28-38. tΟΥ  iΔΙΟΥ, «Ἐπισκόπησις τῆς  Πα- ρακλητικῆς», στὸ  Τάξις τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν 1959,  σσ. ε´-λβ´. Σημαν- τικὲς  πληροφορίες,  γιὰ  τὴν ἱστορία τοῦ  λειτουργικοῦ αὐτοῦ βιβλίου,  ὅπου καὶ  κατάθεση σχετικῆς βιβλιογραφίας, βλ. στοῦ  Α. ΑΛΥΓΙΖΑΚΗ,  Ἡ ὀκταηχία στὴν ἑλληνικὴ λειτουργικὴ ὑμνογραφία, ὅπ.π., σ.   7  ἑξ. Ἐπίσης βλ. «Εἰσα- γωγὴ  εἰς  τὴν παροῦσαν ἔκδοσιν», στὴν Παρακλητική, ὅπ.π., σσ. 7-  4. Ἀπὸ τοὺς  ξένους  μελετητές,  ἀξιόλογες ἀναφορὲς βλ. στοὺς  J. M. NEALE,  A His- tory of the Holy Eastern Church, General Introduction, Λονδίνο    850, σ. 887 ἑξ. W. CHriSt  - M. PArANikAS, ὅπ.π., σσ. Lvii, LXX. J. PArgoirE, L’ Église Byzan- tine de 527  a 847,  Παρίσι    905,  σσ. 332-333. Η. J. W. tiLLyArd, The Hymns of the Octoechus, M.M.B. Transcripta, τ. ΙΙΙ (  940),  σσ. Xv-XXiv. τ. v (  949), σσ. Xi-XX. EgoN WELLESz, ὅπ.π., σ.   40 κ.ἄ.
 5. Βλ. καὶ  Παρακλητική,  ὅπ.π., σ. 8, σημ. 2.
 6. Πρβλ. Λιτῆς: «...ὑπὲρ τοῦ  διαφυλαχθῆναι... ἀπὸ... λοιμοῦ...  ὑπὲρ τοῦ ἀποστρέψαι καὶ  διασκεδάσαι πᾶσαν ὀργὴν  καὶ  νόσον τὴν καθ᾽ ἡμῶν κινου- μένην». Ἐκτενοῦς:  «Ἔτι  δεόμεθα ὑπὲρ ὑγείας...». Εἰρηνικῶν τῆς  Θ. Λει- τουργίας, τοῦ  Ἁγιασμοῦ καὶ  τοῦ  Εὐχελαίου κ.λπ.
 7. Πρβλ. Λυχνικοῦ,  εὐχὴ Β´.  Θείας  Μεταλήψεως, εὐχὴ Ε´.  Εὐχὴ ἀνα- φορᾶς Χρυσοστόμου, μετὰ   τὰ  Δίπτυχα. Εὐχὴ  κεφαλοκλισίας  πρὸ τῆς ὑψώσεως, Εὐχὲς  τῶν Ἁγιασμῶν, Εὐχὲς  τοῦ ἱαματικοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχε- λαίου,  Εὐχὲς  περιστατικὲς ἐπὶ ἀσθενειῶν τοῦ  Μεγάλου καὶ  Μικροῦ  Εὐχο- λογίου    κ.ἄ.   Βλ.   ἐπίσης  Εὐχὴ   ἀναφορᾶς   Μ.   Βασιλείου   καὶ   Εὐχὴ εὐχαριστίας τῆς  ἴδιας λειτουργίας. Ἀντίστοιχες μαρτυρίες πολλαχοῦ ἀνι- χνεύονται στὶς  ἀρχαῖες ἀναφορὲς τῶν  Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, τοῦ  Ἁγίου Μάρκου,  τοῦ  Ἁγίου  Ἰακώβου, στὴ  βυζαντινὴ καὶ  τὴν ἱεροσολυμιτικὴ προ- ηγιασμένη, στὴν  ἀρμενικὴ λειτουργία  κ.λπ. Βλ.  σχετικὰ Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θεῖαι  Λειτουργίαι [Κείμενα Λειτουργικῆς, τεῦχ.  Γ´], Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 27-28, 29, 35, 46, 47, 50, 54,   09,     0,   26,   36,   75, 330, 337, 404, 4  6, 48  .
 8. Ἀπὸ τὸ πλῆθος πρβλ. ἐντελῶς ἐπιλεκτικὰ Ἦχος  πλ. β´.  Τρίτη.  Ἀπό- στιχα  τῶν Αἴνων,  τρ. β´.  Παρακλητική,  σ. 648:  «Γυμνόν με  εὑρὼν  τῶν ἀρετῶν ὁ ἐχθρὸς  τῷ βέλει τῆς ἁμαρτίας ἔτρωσεν ἀλλὰ  σύ, ὡς ἰατρὸς ψυχῶν τε καὶ σωμάτων, τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς  μου θεράπευσον, ὁ Θεός, καὶ ἐλέ- ησόν  με». Συχνότατα ἀπαντῶνται σὲ  μνῆμες  μαρτύρων καὶ  ἰαματικῶν ἢ θαυματουργῶν ἁγίων,  ἰδιαίτερα στὰ τροπάρια τῶν κανόνων τῆς ἀκολουθίας τους.  Μόνον π.χ. βλ. Μηναῖον. Φεβρουαρίου Ζ´. Ὄρθρος.  ΙΩΣΗΦ  ΥΜΝΟ- ΓΡΑΦΟΥ, Κανὼν Ἁγίου Παρθενίου, ἐπισκόπου Λαμψάκου, ᾠδὴ α´, τρ. γ´:
«Νοσημάτων  σκότος   πονηρὸν  ἔλυσας,  Παρθένιε,  τῷ  φωτισμῷ σου  τῶν σεπτῶν ἐντεύξεων ὅθεν, δυσωποῦμέν σε, τῶν ψυχῶν  ἡμῶν τὰς  ὀδύνας θεράπευσον καὶ  τὰς  τῶν σωμάτων πάσας μαλακίας ἀποδίωξον».
 9. Βλ. ἐνδεικτικὰ ΗΛΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΚΔΙΚΟΥ, Κανὼν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, Τετάρτη ἤχου  δ´, ᾠδὴ α´, τρ. α´, στο ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Θεοτοκάριον Νέον, ποικίλον καὶ  ὡραιότατον, Ὀκτώηχον...», ἔκδ.  «Ἁγιορει- τικῆς  Βιβλιοθήκης» Σ.  Σχοινᾶ,  ἐν Βόλῳ     0  979 (στὸ  ἑξῆς  Θεοτοκάριον),  σ.92β. Ἐπίσης ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΣΜΥΡΝΗΣ,  Κανὼν εἰς  τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, Τρίτη  ἤχου  βαρέος ᾠδὴ  α´,  τρ. α´,  Θεοτοκάριον,  σ.   54β. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑ- ΦΟΥ, Ἦχος  πλ. δ´. Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ η´, τρ. δ´. Παρακλητική, σ. 882.  ΤΟΥ  ΙΔΙΟΥ, Ἦχος  α´. Τρίτη. Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ  ζ´, τρ. ε´. Θεοτοκίον.  Παρακλητική,  σ. 67. Ἦχος  πλ. β´.  Πέμπτη.  Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ  δ´,  τρ. δ´.  Θεοτοκίον. Παρακλητική, σ. 670.
20.  Βλ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ  ΔΟΥΚΑ  ΤΟΥ  ΛΑΣΚΑΡΕΩΣ, Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν (στὸ  ἑξῆς  Μ.Π.Κ.), ὠδὴ  η´, τρ. β´. Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, ἐκδ.  Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα  8  983,  σσ. 559-57   .
2  . Βλ. χαρακτηριστικότατο παράδειγμα ἐκεῖνο  τοῦ  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ  ΠΑΠΑ- ΔΙΑΜΑΝΤΗ,  Κανὼν Ἱκετήριος  εἰς  τὸν Ἅγιον  Διονύσιον τὸν ἐν  τῷ Ὀλύμπῳ, στὸ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΙΤΡΟΥΣ ΒΑΡΝΑΒΑ (ἔκδ.-ἐπιμ.), Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν  Διονυσίου  τοῦ νέου ἀσκητοῦ τοῦ ἐν  τῷ Ὀλύμπῳ Ὄρει  τῆς Πιερίας  ἐκλάμψαντος..., ἐν Κατερίνῃ   973, σσ. 8  -85.
22. Βλ. σχετικὴ  ἀναφορὰ στοῦ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (ἀρχιμ.), «Ἰατροὶ- Ἰατρεῖον: Οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ ἡ ἐκκλησία τους  στὴ Θεσσαλονίκη», Πρα- κτικὰ  1ου    ἐπιστημονικοῦ  συνεδρίου:  Ἡ  ἱστορία  τῆς ἰατρικῆς  στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Θεσμοί, πρακτικὲς καὶ  πρόσωπα ἀπὸ τὸν χῶρο  τῆς ὑγείας,  Θεσσαλονίκη 2005  (ἀνάτυπο).
23.  Πρβλ.  τὸ  χαρακτηριστικὸ παράδειγμα  τῆς  Παναγίας Πορταϊτίσσης τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων  τοῦ  Ἁγίου  Ὄρους ἢ ἐκείνο  τοῦ  ἀρχαγγέλου στὴν Ἁγιάσο τῆς  Λέσβου.  Ἄξια  μνείας θεωροῦμε τὴν ὕπαρξη σεβασμίας Θεομητορικῆς εἰκόνας στὴ Μονὴ Δουσίκου,  ἐπωνυμούμενης «Εἰκὼν τῆς  ἁγίας Παρακλή- σεως», ἀφοῦ  ἐκεῖ  μὲ κατάνυξη ψαλλόταν ἡ Παράκληση τῆς Παναγίας. Βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ   Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΥ,  «Χατζη-Γερασίμου Ἱερομονάχου Δουσικιώτη, Τὰ χρέη τοῦ ἐκκλησιάρχου. Χρ. Κῶδ.  Δουσίκου  76 (ἔτους   846),  σσ.    5-  36 (ὑπὸ ἔκδοσιν στὸ Ἀντίδωρον. Τόμος τιμῆς καὶ  μνήμης εἰς  τὸν μακαριστὸν Καθηγητὴν τῆς Λειτουργικῆς Ἰωάννην Φουντούλην  (1927-2007) [Ἐπιμε- λείᾳ  Παναγιώτου Σκαλτσῆ-Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα].
24. Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ μὴ μνημονεύσουμε τὸ θαυματουργὸ ἁγίασμα τῆς Παναγίας Ζωοδόχου Πηγῆς  στὸ Μπαλουκλὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Βλ. μάλιστα τὸν  θαυμάσιο σχετικὸ κανόνα  τοῦ  ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ   ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ  ΤΟΥ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ,  Κανὼν τῆς Ὑπεραγίας  Θεοτόκου τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ψαλλόμενος τῇ Παρασκευῇ τῆς Διακαινησίου. Πεντηκοστάριον, ἐκδ. Ἀπο- στολικῆς  Διακονίας, Ἀθῆναι  2  994, σσ. 55-63.
25. Συνοπτικὴ ἀναφορὰ στοὺς  παρακλητικοὺς κανόνες τῆς Παναγίας, τὴν πατρότητα καὶ τὴν προέλευσή τους, τὴν τελεστικὴ τάξη  καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς  ἱκεσίας τους,  τὴν συνήθεια τῆς  ἐπιτελέσεώς τους  (Μικρὸς  καὶ  Μέγας) κατὰ τὴν περίοδο τοῦ  Δεκαπενταυγούστου, ἀλλὰ  καὶ  καθ᾽ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους,  βλ. στοῦ  Ν.Β. ΤΩΜΑΔΑΚΗ,  «Παρακλητικοὶ Κανόνες», ΘΗΕ,  τ.   0, στ. 38-39.
26. Βλ. τὴν ἐπιμελημένη εἰδικὴ  μελέτη  τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Τὸ  ὑμνα- γιολογικὸ ἔργο τῶν Κολλυβάδων, ἐκδ.  Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2007. Ἐπιφυ- λασσόμεθα γιὰ  μιὰ κατὰ τὸ δυνατὸν πλήρη καταλογογράφηση τῶν κανόνων αὐτῶν μετὰ  τῶν στοιχείων τῶν ἐκδόσεών τους.  Πολύτιμη  βοήθεια  μᾶς  πα- ρέχουν  στὸ ἔργο  αὐτὸ  φίλοι  ὑμνογράφοι καὶ  συλλογεῖς Ἀκολουθιῶν.
27. Παρακλητικοὶ Κανόνες εἰς  Ἁγίους, Ἀθῆναι   98  , σσ. 535.  Βλ. ἐπίσης τὴν  ἐπίπονη, συλλεκτικὴ ἀκολουθιῶν χειρόγραφη ἐργασία  τοῦ  Οἰκονόμου καὶ  ἀρχιερατικοῦ ἐπιτρόπου  Σκιάθου ΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΡΗΓΑ,  Ἀκολουθίαι  Ἁγίων συλλεγεῖσαι καὶ  ἐπιμελῶς διορθωθεῖσαι, στὴν πανομοιότυπη φωτοαναστατικὴ ἔκδοση  ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ergo, τόμοι  6 (Α´: 2003-Ϛ´: 2008). Ὑπάρχουν βέβαια καὶ μεμονωμένες ἐκδόσεις παρακλητικῶν κανόνων  μὲ ἐπιστημονικὲς εἰσαγωγές. Βλ. π.χ. Α. Ε. ΑΛΥΓΙΖΑΚΗ,  Λέοντος τοῦ Σοφοῦ ἀνέκδοτος πα- ρακλητικὸς κανόνας στὸν Δεσπότη Χριστό, Θεσσαλονίκη   99  . ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΑΡΗ  (ἀρχιμ.), Ἐφραὶμ τοῦ Ἀθηναίου Κανόνες Παρακλητικοί, εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Δέσποιναν καὶ  τὴν ἐν  Κύκκῳ θαυματουργὸν αὐτῆς εἰκόνα [Λει- τουργικὰ Κείμενα 6], ἐκδ.  Ἐπέκταση, Κατερίνη, 2003.  ΕΜΜΑΝ.  Κ. ΔΟΥΝΔΟΥΛΑΚΗ, «Ἀνέκδοτος (παρακλητικὸς) κανόνας πρὸς τιμὴν  τοῦ  ἁγίου Εὐσταθίου Ἀντιοχείας (†2   Φεβρουαρίου)», Ἀπόστολος Τίτος, περίοδος Γ´, τεῦχ.  9 (Ἀπρίλιος 2008)   35-  45.
28. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε, κατὰ τὶς μαρτυρίες ποὺ καταγράφει ὁ ἴδιος στὸν  Συναξαριστή του,  μερικοὺς παρακλητικοὺς κανόνες τοῦ  ὑμνογράφου Ἁγίου  Νικοδήμου: Εἰς  τοὺς ἁγίους Θαλέλαιο, Γεώργιο, Χρυσόστομο, Τρύ- φωνα, Χαράλαμπο  (περὶ τῆς πανώλους), Εἰς  τὸν Πρόδρομον, Νικόλαον καὶ  Εὐστάθιον,  Εἰς  τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους,  Εἰς  τὴν Παναγίαν  Γορ- γοϋπήκοον (τῆς Δοχειαρίου),  Εἰς  τὴν Παναγίαν  τὴν Προυσιώτισσαν κ.λπ.
29.  Βλ. f. CAvALLErA, Πίνακες Ἑλληνικῆς Πατρολογίας, J.P. Migne (μετάφραση καὶ διασκευὴ Β. Δ. ΦΑΝΟΥΡΓΑΚΗ),  ἔκδ. «Κέντρο Πατερικῶν Ἐκδόσεων», Ἀθῆναι  2008,  σσ.  463-466, ὅπου κατάλογος Θεομητορικῶν ὑμνογραφημάτων διάσπαρτων στοὺς  τόμους. Πρβλ. καὶ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα παρακλητικοῦ κανόνος  τοῦ  Μανουὴλ  Παλαιολόγου, ἀποσωζομέ- νου λατινιστί. PG   56,   07-    0: «Κανὼν Παρακλητικὸς. Εἰς  τὴν ἁγιωτάτην Κυρίαν Θεοτόκον  διὰ  τοὺς  ἐνεστῶτας κινδύνους» (MANUELiS  PALAEoLogi, Canon Deprecatorius.  Ad sanctissimam Dominam Deiparam pro praesentibus peri- culis).
30. Ἔκδοση αψλη´  (  738), ὅπου ἀποθησαυρίζονται 48 κανόνες καὶ    20 στιχηρά,  ἀποτελεῖ δηλαδὴ ἕνα  εἶδος  Θεοτοκαρίου, ὅπως τοῦ  Ἁγίου  Νικοδήμου  Ἁγιορείτου ἢ τὸ χειρόγραφο τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίου  Διονυσίου  Ὀλύμπου, τὸ ὁποῖο ἀνακαλύψαμε πρὸ ἐτῶν  μὲ ἄγνωστους κανόνες,  κατὰ τὴν ἀναδίφηση τῶν  παλαιτύπων τῆς  βιβλιοθήκης τῆς  μονῆς,  ἢ τὸ νεώτερο τοῦ  Σωφρονίου Εὐστρατιάδου κ.ἄ.
3  . Bibliographie des Acolouthies Grecques [Subsidia Hagiographica   6], Βρυ- ξέλλες    926.  Βλ. καὶ  ΚΡΙΤΩΝΟΣ ΧΡΥΣΟΧΟϊΔΟΥ, «Συμβολὴ εἰς  τὴν βιβλιογρα- φίαν  τῶν Ἑλληνικῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ  L. PEtit», Ὁ Ἐρανιστὴς   2 (  975).
32.  Βλ.  ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ   ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ὅπ.π.  (βλ.  στὴ  σημ.    9).  ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ  ΕΥ- ΣΤΡΑΤΙΑΔΟΥ, Θεοτοκάριον, τ. Α´, Chennevières-sur-Marne   93    (=Μνημεῖα Ἁγιολογικὰ 7-8).
33.  Περὶ  τοῦ  ἔργου του,  βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ  (ἀρχιμ.), Ὁ  ὑμνο- γράφος Γεράσιμος  Μικραγιαννανίτης  καὶ  οἱ  ἀκολουθίες  του σὲ  ἁγίους τῆς Θεσσαλονίκης. Συμβολὴ στὴ μελέτη τοῦ βίου  καὶ  τοῦ ἔργου του, ἔκδ. «Ὀργανισμὸς Πολιτιστικῆς Πρωτεύουσας τῆς Εὐρώπης», Θεσσαλονίκη   997. ΤΟΥ  ΙΔΙΟΥ, Ὁ  ὑμνογράφος Γεράσιμος Μοναχὸς Μικραγιαννανίτης καὶ  τὸ ἔργον του. Εὑρετήρια, ἔκδ.  «Ὀργανισμὸς Πολιτιστικῆς Πρωτεύουσας τῆς Εὐρώπης-Θεσσαλονίκη   997», Θεσσαλονίκη   997. Βλ. καὶ  στὴν ὑποστηριχ- θεῖσα    διδακτορικὴ   διατριβὴ   τοῦ    ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ     ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ,   Δόγμα   καὶ πνευματικὴ  ζωὴ στὸ ὑμνογραφικὸ  ἔργο τοῦ Μοναχοῦ Γερασίμου  Μικραγιαννανίτη, Θεσσαλονίκη 2007,  σσ.   50-  64, ὅπου καταλογογράφηση ἀκολουθιῶν  καὶ  παρακλητικῶν κανόνων  τοῦ  ὑμνογράφου.
34.  Βλ. ὅπ.π., σ.   2, ὅπου στὸ  ἀφιερωματικὸ ἰαμβικὸ δίστιχο καταγρά- φεται ὁ χαρακτήρας ποὺ προσδίδει στὸ  ἔργο  τῆς  συλλογῆς τῶν  Θεομητορικῶν  κανόνων  ὁ Ἅγιος  Νικόδημος: Βίβλος  κατ᾽  ἦχον  τῇ Θεοῦ  Γεννητρίᾳ.Πρεσβευτικὰς ᾄδουσα τὰς μελουργίας.
35.  Βλ.  τὶς  παρατηρήσεις τοῦ  Γ.  ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΥ,  «Παρακλητική»,  ΘΗΕ, τ.   0, στ. 35.
36.  Βλ. Θεοτοκάριον,  σσ. 32α-35β,  76α-79β,    20β-  23β.  Στὴ  σ. 76α,  βλ. τὴ σημαντικὴ σημείωση  τοῦ  Νικοδήμου Ἁγιορείτου.
37. Βλ.  π.χ. Παρακλητική,  σ. 442,  Κανὼν Ἀποστόλων,  ᾠδὴ  η´,  τρ. α´. Κανὼν Ἁγίου Νικολάου, ᾠδὴ  η´, τρ. α´, τὴν κοινὴ  φράση  «ἀπύλωτα στόματα».
38. Βλ. στὴν προηγηθεῖσα ὑποσημ. 35. Πρβλ. ὡς τεκμήρια τὰ ἑξῆς: Ἦχος δ´. Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ ε´, τρ. α´. Παρακλητική, σ. 424. Ἦχος β´. Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ γ´, τρ. γ´. Παρακλητική, σ.   96. Ἦχος πλ. δ´. Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  θ´, τρ. β´. Παρακλητική, σ. 883, ὅπου τὰ  κοινὰ  «τὴν ἐμὴν  ζώωσον  ψυχήν,  φαρμαχθεῖσαν δήγματι τῷ  τοῦ ὄφεως...  Δέσποινα», «Στάζουσα θεῖον  γλυκασμὸν τῶν ἁπάντων γλυκασμὸν ἡ κυήσασα, ἰῷ τοῦ ὄφεως  τὴν φαρμαχθεῖσαν ψυχήν μου γλύκανον...». Ὅμοια βλ. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  δ´.  Πέμπτη. Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ  δ´,  τρ. δ´.  Θεοτοκίον. Παρακλητική,  σ. 438.
39. Βλ. π.χ. τὴ φράση  «δαιμόνων ἐπίχαρμα». ΙΩΑΝΝΟΥ  ΕΥΧΑϊΤΩΝ, Ἦχος  β´. Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  Ϛ ´, τρ. α´. Παρακλητική, σ.   99.  ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  πλ. β´. Τρίτη. Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ  Ϛ ´, τρ. α´. Παρακλητική,  σ. 642.  Τὴ  φράση  «Ὡραῖος κάλλει   παρὰ τοὺς  υἱοὺς  τῶν ἀνθρώπων, Χριστέ,  ὑπάρχων...». ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  β´. Παρασκευή. Κανὼν Σταυρώσιμος,  ᾠδὴ  θ´,  τρ. β´.  Παρακλητική,  σ. 230.  ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, Ἦχος  πλ. β´. Δευτέρα.  Κανὼν Ἀσωμάτων, ᾠδὴ  ε´, τρ. γ´. Θεοτοκίον. Πα- ρακλητική, σ. 628.  Πρβλ. ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,  Ἦχος  δ´. Παρασκευή.  Κανὼν Θεοτόκου,  ᾠδὴ  θ´,  τρ. γ´.  ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,  Κανὼν  εἰς   Κοιμηθέντας.  Ἦχος   δ´. Σάββατον, ᾠδὴ  α´,  τρ. δ´.  Σταυροθεοτοκίον.  Παρακλητική,  σσ. 460,  468. Τὴ φράση  «σπήλαιον λῃστῶν» (πρβλ. Μάρκ.  ια´    7. Λουκ. ιθ´  46).  Ἦχος δ´.  Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  δ´,  τρ. γ´.  Παρακλητική,  σσ. 423-424. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  πλ. β´.  Δευτέρα.  Κανὼν Κατανυκτικὸς,  ᾠδὴ  α´, τρ. β´. Παρακλητική, σ. 624.  Τὴ φράση  «ἁμαρτίας γὰρ  ἁμαρτίαις προστί- θημι καὶ  κακίαν κακίᾳ». ΙΩΑΝΝΟΥ  ΜΟΝΑΧΟΥ, Ἦχος  γ´. Τετάρτη. Κανὼν Θε- οτόκου, ᾠδὴ  ζ´,  τρ. α´.  Παρακλητική,  σ. 3  0.  ΙΩΣΗΦ  ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ,  Ἦχος βαρύς. Τρίτη. Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ α´, τρ. β´. Παρακλητική, σ. 748. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΕΥΧΑϊΤΩΝ, Κανὼν Παρακλητικὸς πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Εἰς  πᾶσαν ἀσθένειαν, ᾠδὴ  ε´, τρ. δ´. Θεοτοκάριον, σ.   92β.  ΠΑΥΛΟΥ ΑΜΟ- ΡΙΟΥ, Κανὼν εἰς  τὴν Ὑπεραγίαν  Θεοτόκον, ᾠδὴ  ε´,  τρ. δ´.  Θεοτοκάριον,  σ. 83β.
40. Βλ. π.χ. ΑΝΔΡΕΟΥ  ΚΡΗΤΗΣ, Μέγας Κανών, ᾠδὴ  θ´,  τρ. ιγ´,  ιδ´,  ιε´.4  . Ἀναφορὰ στὴν «τονὴ» βλ. στοῦ Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἐκλογὴ..., ὅπ.π., σσ. 44,74-77, 8  , 83. Γιὰ ἕναν ὁρισμὸ  περὶ τῆς «τονῆς», βλ. καὶ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ  ΣΚΡΕΤΤΑ,
«Λειτουργική, Θεολογικὴ καὶ  Ὑμνογραφικὴ θεώρηση  τῆς “Μεγάλης Ἑβδο- μάδος” τοῦ Ἁγίου  Δημητρίου», ΕΕΘΣΠΘ. Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ  Κοινωνικῆς   Θεολογίας,  τ.    10  (2005)   75-  76:  «Ἡ “τονή”,  ὡς  ἐφεύρημα  τῶν βυζαντινῶν ὑμνογράφων καὶ  μελωδῶν, ἔχει  τὴ δυνατότητα νὰ καλύπτει τὰ χασμωδικὰ συλλαβικὰ ἐλλείμματα ἢ περισσεύματα τῶν  στίχων,  κατὰ τὴ συστολὴ  ἢ ἔκταση τῶν  ἀνισοσυλλάβων προσομοίων φράσεων, διὰ  τοῦ  μέλους».
42. Πρβλ. Ψαλμ. με´  5.
43. Βλ. τὴ Β´ εὐχὴ τοῦ Λυχνικοῦ. Ἐπίσης Λειτουργία Χρυσοστόμου, Εὐχὴ κεφαλοκλισίας,  πρὸ τῆς ὑψώσεως.
44.  Κατὰ ταῦτα,  ὁ Κύριος  Ἰησοῦς  Χριστὸς  εἶναι  «αἴτιος εὐφροσύνης, αἰωνία λύτρωσις, εἰρήνη πάντα νοῦν ὑπερέχουσα, θελητὴς  τοῦ ἐλέους,  ὁ ἐκ παντὸς προσώπου πᾶν δάκρυον ἀφηρηκώς, καλῶν  αἴτιος,  ἀρχηγὸς τῆς γα- λήνης,  κυβερνήτης, γλυκύτατος, μακρόθυμος, πολυέλεος, εὐεργέτης, πηγὴ ἀπαθείας, πηγὴ πασῶν χαρίτων» κ.ἄ.
Ἐνῶ  ἡ Παναγία μητέρα του  «Δέσποινα Θεοτόκος,  Μήτηρ  τοῦ  Λόγου, Κόρη, Ἁγνή, Ἀγαθή,  Θεομήτωρ, Θεογεννήτωρ, πανύμνητος, Θεόνυμφος, Θεονύμφευτος, Θεομακάριστος, Πανάμωμος, Πανάχραντος, Κεχαριτωμένη, Ἄσπιλος, Μητροπάρθενος, ἀγαθῶν αἰτία, πιστῶν στήριγμα, ἀγαθὴ ἀγαθοῦ λοχεύτρια,  θησαυρὸς ἰαμάτων ἀδαπάνητος,  ἄρρηκτον τεῖχος  καὶ  προστασία, πρεσβεία θερμή,  τεῖχος  ἀπροσμάχητον, ἐλέους  πηγή, κόσμου  καταφύγιον, ἄββυσος εὐσπλαγχνίας, προστάτις ζωῆς, φρουρὰ ἀσφαλεστάτη, τεῖχος καταφυγῆς, παντελὴς σωτηρία, πλατυσμὸς ἐν θλίψεσι,  προστασία ἀκαταίσχυντος,  μεσιτεία ἀμετάθετος, ἀνθρωπίνη προστασία, προστασία τῶν πιστῶν, πολεμουμένων εἰρήνη,  χειμαζομένων γαλήνη,  θησαυρὸς σωτηρίας, πηγὴ ἀφθαρσίας,  πύργος ἀσφαλείας,  θύρα  μετανοίας,  λιμὴν  καὶ  προστα- σία,  ὑψηλοτέρα οὐρανῶν,  καθαροτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν,  θλιβομένων χαρά,  ἀδικουμένων προστάτις, πενομένων τροφή,  ξένων  παράκλησις, βακτηρία  τυφλῶν,  ἀσθενούντων ἐπίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη καὶ  ἀντί- ληψις, ὀρφανῶν βοηθός, γλυκασμὸς ἀγγέλων, θλιβομένων χαρά,  χριστιανῶν προστάτις, χρυσοπλοκώτατος πύργος, δωδεκάτειχος πόλις, ἡλιοστάλακτος θρόνος,  καθέδρα τοῦ  Βασιλέως, ἀκατανόητον θαῦμα, χριστιανῶν καταφύ- γιον, θερμὴ  προστασία, θερμὴ  ἀντίληψις, καταφυγή, σκέπη κραταιά, ὅπλον σωτηρίας, ἐλπὶς ἀπηλπισμένων, ἀσθενῶν συμμαχία, ὅπλον καὶ τεῖχος  ἀπόρθητον, φωτὸς δοχεῖον,  θρόνος  πυρίμορφος Κυρίου,  θεία  καὶ μαναδόχος στά- μνος,  χρυσῆ  λυχνία,  λαμπὰς ἄσβεστος,  παρθένων δόξα,  μητέρων ὡράϊσμα καὶ κλέος, οὐράνιος πύλη, σωτήριος θύρα,  κλίμαξ νοητή, σελήνη ἔνδοξος καὶ ὁλόφωτος, σφαῖρα οὐράνιος καὶ  πολύαστρος, ἄρκτος ἑπτάστερος, ἀγλαόμορφος,  ἶρις ποικιλόχρους, φλογοφόρον ὄχημα,  ἱλαστήριον τῆς φύσεως, ἐνδι- αίτημα θεῖον, χρυσαυγὴς λυχνία,  πύλη τῆς ζωῆς, ἐλπὶς ἀκαταίσχυντος» καὶ ἄπειρα ἄλλα.
Ὁ φύλακας ἄγγελος δὲ  ὀνομάζεται κατὰ τὶς  ἐπικλήσεις τῶν  παρακλητικῶν  κανόνων  «ἄγρυπνος φύλαξ,  προστάτης καὶ  ὁδηγὸς τῆς ζωῆς, φωταγωγός, χειραγωγός, ἀντιλήπτωρ, φυλακτήρ, ρύστης,  θεομιμήτωρ, πανάγιος,
θεῖος,  ὑπερασπιστής, εὐεργέτης, φρουρός, καθαρὸς καὶ  ἄυλος,  Θεοῦ  λειτουργὸς θεῖος,  βοηθός, ὡραῖος τῷ κάλλει,  γλυκύς, ἱλαρός,  χαρίεις, φαιδρός, ἥμερος,  ἡλιόμορφος νοῦς,  πρόμαχος ἄμαχος, ὑπερασπιστής, ἔφορος,  κηδε- μών, θεοτίμητος». Βλ. περισσότερα στὴ διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ ΧΡ. ΚΟΝ- ΤΑΚΗ,  Εἰς  τὴν Θεοτόκον συναγωγὴ  πατερικῶν  ὠδῶν,  προσηγοριῶν  καὶ ἐπιθέτων, Θεσσαλονίκη   998. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἑτοιμαζόμενη ἀπὸ ἐτῶν μελέτη μας,  μὲ τίτλο  «Σύμβολα τῆς Θεοτόκου καὶ  τοῦ Σταυροῦ».
45. Βλ. Δοξαστικὸν ἑσπερινοῦ Κυριακῆς ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ. Πεντηκοστάριον,  ἐκδ.  Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι  2  994, σ. 7 .
46.  kΟΣΜΑ  ΜΕΛΩΔΟΥ, Ἦχος  πλ. β´. Κυριακή. Κανὼν Σταυροαναστάσι- μος,  ᾠδὴ  ε´,  τρ. α´.  Παρακλητική,  σσ. 6  0-6    . ΙΩΣΗΦ  ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος πλ. δ´.  Τρίτη.  Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ  γ´,  τρ. β´.  Παρακλητική,  σ. 860.
47. ΘΕΟΔΩΡΟΥ  ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ,  Κανὼν Θεοτόκου (Δραματοποιητικός), ᾠδὴ  δ´, τρ. δ´.  Θεοτοκάριον,  σ.   4α-β.  Βλ.  καὶ  μ.Π.Κ.  (πρβλ. σημ.  50),  μετὰ τὸ «Θεὸς Κύριος...»,  τρ. α´.
48. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,  Ἦχος  βαρύς. Κυριακή. Κανὼν Ἀναστάσιμος, ᾠδὴ  ζ´,  τρ. α´.  Παρακλητική,  σ. 724.
49.  ΙΩΣΗΦ  ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ,  Ἦχος   βαρύς.  Τετάρτη.  Κανὼν Σταυρώσιμος, ᾠδὴ ζ´, τρ. β´. Παρακλητική, σ. 766. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,  Ἦχος  πλ. β´. Κυ- ριακή.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  δ´,  τρ. δ´.  Παρακλητική,  σ. 6  0.
50. [ΘΕΟΣΤΗΡΙΚΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ  ἢ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ],  Μικρὸς Παρακλητικὸς Κανὼν εἰς  τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. α´. Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα  8 983,  σσ. 543-558 (στὸ  ἑξῆς  μ.Π.Κ.).  ΜΗ- ΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΣΜΥΡΝΗΣ,  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ γ´, τρ. δ´. Θεοτοκάριον, σ. 36β. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  β´.  Δευτέρα. Κανὼν Κατανυκτικὸς,  ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. α´.  Παρακλητική,  σ.   68.
51  . Βλ. Ἦχος  δ´.  Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  γ´.  τρ. α´.  Παρακλη- τική,  σ. 422.  Ἦχος  πλ. β´.  Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  ε´,  τρ. γ´.  Πα- ρακλητική,   σ.   658,    ΙΩΣΗΦ    ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ,   Ἦχος    δ´.   Πέμπτη.   Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ  δ´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. Παρακλητική, σ. 438.  ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟ- ΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  βαρύς. Πέμπτη. Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ  η´,  τρ. γ´.  Παρα- κλητική,  σ. 782.
52. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  α´.  Πέμπτη. Κανὼν Ἁγίου  Νικολάου,  ᾠδὴ η´, τρ. γ´. Σάββατον.  Κανὼν εἰς  πάντας Ἁγίους, ᾠδὴ  θ´, τρ. γ´. Μαρτυρικόν. Παρακλητική, σσ.   00,   32. Ἦχος  β´. Δευτέρα. Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ ζ´, τρ. γ´. Μαρτυρικόν. ᾠδὴ η´, τρ. ε´. Θεοτοκίον. Τρίτη. Κανὼν Προ- δρόμου, ᾠδὴ  ε´,  τρ. ε´.  Θεοτοκίον. Παρακλητική,  σσ.   69,   70,   83.  ΙΩΑΝ- ΝΟΥ  ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,  Ἦχος   α´.  Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  ζ´,  τρ. γ´,
Παρακλητική, σ. 83. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  βαρύς. Τρίτη. Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ  ζ´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. Παρακλητική, σ. 754. [ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ  ΜΙ- ΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ], Κανὼν  Παρακλητικὸς  Ἁγ. Γερασίμου,  ᾠδὴ  ε´,  τρ. δ´. Θεοτοκίον. Βλ.  στὸ  Παρακλητικοὶ  Κανόνες εἰς  Ἁγίους,  ἐκδ.  «Ἀστήρ», Ἀθῆναι    98  , σσ.   72-  83 (στὸ  ἑξῆς  Π.Κ.Α.).
53.  Βλ. ΙΩΣΗΦ  ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Κανὼν ἱκετήριος εἰς  τὰς ἐπουρανίους δυ- νάμεις καὶ  εἰς  πάντας τοὺς ἁγίους, ᾠδὴ η´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. Ὡρολόγιον, σσ. 586-590. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΜΟΝΑΧΟΥ  ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΟΔΟΣ,  Κανὼν ἱκετήριος εἰς  τὸν Ἄγγελον  τὸν φύλακα τῆς τοῦ ἀνθρώπου ζωῆς. Ὡρολόγιον,  σσ. 578-585, ᾠδὴ  Ϛ ´, τρ. α´. ᾠδὴ  ζ´, τρ. α´. [ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ], Παρακλητικὸς Ἁγίας Ἀναστα- σίας  Φαρμακολυτρίας,  ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. α´.  Π.Κ.Α., σσ. 442-45 . Πρβλ. καὶ  Α´ Πέτρ. ε´ 8.
54. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  δ´. Πέμπτη. Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ α´, τρ. β´. Παρακλητική, σ. 436. Πρβλ. καὶ Ρωμ. Ϛ´ 23: «τὰ γὰρ  ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας  θάνατος».
55. Μεγαλυνάριον  β´.
56.  Ἦχος  πλ. δ´. Παρασκευή.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  η´, τρ. δ´. Παρα- κλητική,  σ. 9  3. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Κανὼν Ἁγίου  Νικολάου,  ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. δ´. Θεοτοκίον. Παρακλητική, σ. 780. Βλ. ἐπίσης καὶ Ἦχος  βαρύς. Τετάρτη. Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  α´,  τρ. γ´.  Παρακλητική,  σ. 763.
57. Bλ. Ἦχος  γ´. Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ ζ´, τρ. γ´. Παρασκευή. Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  θ´, τρ. β´. Παρακλητική, σσ. 3    , 342.  ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟ- ΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  α´. Πέμπτη. Κανὼν Ἁγίου Νικολάου, ᾠδὴ α´, τρ. γ´. ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. α´. Ἦχος  β´. Δευτέρα. Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ δ´, τρ. β´. ᾠδὴ ζ´, τρ. β´. Τρίτη. Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ  α´, τρ. β´. Ἦχος  γ´. Τρίτη. Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. α´. Ἦχος  δ´. Πέμπτη. Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ θ´, τρ. γ´. Ἦχος  πλ. β´. Πέμπτη. Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ  Ϛ ´, τρ. β´. Πα- ρακλητική, σσ. 93, 97,   67,   69,   78-  79, 294,  443,  67  . ΙΩΑΝΝΟΥ  ΕΥΧΑϊΤΩΝ, Κανὼν Θεοτόκου, Προσόμοιον  δ´.  Θεοτοκάριον,  σ. 86α.
58. Βλ. ΑΝΔΡΕΟΥ  ΚΡΗΤΗΣ, Μέγας Κανών, ᾠδὴ  β´,  τρ. ιβ´.  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. α´.
59. Βλ. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  α´.  Τρίτη.  Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ α´, τρ. β´. Παρακλητική, σ. 6  . ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ  ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ, Κανὼν Τιμίου Σταυροῦ, ᾠδὴ δ´, τρ. γ´. Π.Κ.Α., σσ. 93-  0  . [ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ;], Κανὼν Ἁγ. Θεράποντος, ᾠδὴ  α´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. Π.Κ.Α., σσ. 246-254, Κανὼν Ἁγ. Ἀποστόλων, ᾠδὴ  α´,  τρ. γ´.  Π.Κ.Α., σσ.   2  -  3  . Κανὼν Ἁγ. Παρασκευῆς, ᾠδὴ  ζ´,  τρ. δ´.  Θεοτοκίον. Π.Κ.Α., σσ. 509-5 7. ΑΝΔΡΕΟΥ   ΚΡΗΤΗΣ, Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  α´,  τρ. γ´.  Θεοτοκάριον,  σ.   73α.
60.  ΙΩΑΝΝΟΥ  ΜΟΝΑΧΟΥ  ΤΟΥ  ΜΑΥΡΟΠΟΔΟΣ,  Κανὼν ἱκετήριος  εἰς  τὸν Ἄγγελον..., ὅπ.π., ᾠδὴ δ´, τρ. δ´. [ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ;], Κανὼν Ἁγ. Ἀναστασίας Φαρμα- κολυτρίας,  ᾠδὴ  δ´,  τρ. α´.  Π.Κ.Α., σσ. 442-45 .
61 . ΘΕΚΛΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ,  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ α´, τρ. γ´. Θεοτοκάριον, σ.45β.  ΑΝΔΡΕΟΥ  ΚΡΗΤΗΣ, Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. α´.  Θεοτοκάριον,  σ.62β. ΜΑΝΟΥΗΛ  ΜΕΓΑΛΟΥ  ΡΗΤΟΡΟΣ, Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ ε´, τρ. γ´. ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. α´. Θεοτοκάριον, σ.   25α-β. ΑΝΔΡΕΟΥ  ΚΡΗΤΗΣ, Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ ε´, τρ. α. Θεοτοκάριον,  σ.   3  β. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΕΥΧΑϊΤΩΝ,  Κανὼν Θεοτόκου ἰαμβι- κός,  ᾠδὴ  δ´, τρ. γ´, στίχοι 2-3. Θεοτοκάριον, σ.   97β. Κανὼν εἰς  τὴν Ὑπε- ραγίαν  Θεοτόκον. Ὃν  κατὰ πᾶν Σάββατον ἑσπέρας ἀναγινώσκουσιν  ἐν τῷ ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω μετὰ τὸ ἀπόδειπνον, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. β´. Θεοτοκάριον,  σ. 208β.
62.  ΑΝΔΡΕΟΥ  ΚΡΗΤΗΣ, Μέγας Κανών, ᾠδὴ  β´,  τρ. κ´.
63.  Ὅπ.π., ᾠδὴ  β´. Εἱρμὸς ἄλλος, τρ. η´. ΙΩΣΗΦ  ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  γ´. Πέμπτη. Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ η´, τρ. α´. Παρακλητική, σ. 326.  ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΡΗΤΗΣ, Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ γ´, τρ. β´. Θεοτοκάριον, σ. 43α. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΕΥ- ΧΑϊΤΩΝ, Κανὼν Θεοτόκου. Εἰς  πᾶσαν ἀσθένειαν, ᾠδὴ α´, τρ. δ´. Θεοτοκά- ριον,  σ.   9  β.
64. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  βαρύς. Πέμπτη. Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ η´,  τρ. β´.  Τρίτη.  Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ  ε´,  τρ. β´.  Ἦχος   δ´.  Τρίτη. Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ θ´, τρ. ε´. Θεοτοκίον. Ἦχος  γ´. Δευτέρα. Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ  η´,  τρ. ε´.  Θεοτοκίον. Πέμπτη.  Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ  ζ´, τρ. γ´. Ἦχος  β´. Δευτέρα.  Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ  γ´, τρ. α´. Τρίτη.  Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ  γ´,  τρ. α´.  Ἦχος  α´.  Δευτέρα. Κανὼν Κα- τανυκτικός, ᾠδὴ ε´, τρ. α´. Ἦχος  α´. Δευτέρα. Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ ε´, τρ. α´. Τρίτη. Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ α´, τρ. γ´. Πέμπτη. Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ  δ´,  τρ. γ´.  Παρακλητική,  σσ. ἀντίστοιχες 782, 75  , 4  4, 28  ,325,    65,   80, 48, 6  , 95. Βλ. ἐπίσης μ.Π.Κ., ᾠδὴ  α´, τρ. β´. ᾠδὴ  δ´, τρ. α´. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΜΟΝΑΧΟΥ  ΤΟΥ  ΜΑΥΡΟΠΟΔΟΣ,  Κανὼν ἱκετήριος εἰς  τὸν Ἄγγελον..., ᾠδὴ  α´,  τρ. γ´.  ᾠδὴ  γ´,  τρ. γ´  καὶ  ε´.  Θεοτοκίον. ᾠδὴ  η´,  τρ. ε´.  Ὡρολόγιον, σσ. 578-585. Ἀλλὰ  καὶ  Κανὼν Ἁγ. Μοδέστου, ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. δ´.  Θεοτοκίον. Κανὼν Ἁγ. Ἀναργύρων, ᾠδὴ α´, τρ. γ´. Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ θ´, τρ. γ´. Π.Κ.Α., σσ. ἀντίστοιχα 3  5-324,    44-  52,    -  20. ΙΑΚΩΒΟΥ  ΜΟΝΑΧΟΥ  [ΝΕΑ- ΣΚΗΤΙΩΤΟΥ;], Κανὼν παρακλητικὸς εἰς  τὴν Ἁγίαν ἔνδοξον Μυροφόρον καὶ Ἰσαπόστολον τοῦ Χριστοῦ Μαρίαν τὴν Μαγδαληνῆν, ᾠδὴ  α´, τρ. γ´, στὸ Ἀκολουθίαι τοῦ  ὁσίου καὶ  θεοφόρου πατρὸς  ἡμῶν  Σίμωνος τοῦ  Μυρο- βλύτου, κτίτορος τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, προ- σέτι δὲ  καὶ  ἡ Ἀκολουθία τῆς ἁγίας ἐνδόξου Μυροφόρου καὶ  Ἰσαποστόλου τοῦ Χριστοῦ Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς. Ἐπιμελείᾳ τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἀρχιμανδρίτου Ἱερωνύμου, ἐκ Ἀθήναις ΑϠΧΔ´ (  9  4), σσ.   59-  64.  ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ  ΓΡΑΠΤΟΥ,  Κανὼν Θεοτόκου,  προ- σόμοιον δ´. Θεοτοκάριον, σ. 92β.  ΜΑΝΟΥΗΛ  ΜΕΓΑΛΟΥ   ΡΗΤΟΡΟΣ, Κανὼν Θε- οτόκου, ᾠδὴ  θ´,  τρ. α´,  Θεοτοκάριον,  σ. 97β.  ΙΩΑΝΝΟΥ   ΕΥΧΑϊΤΩΝ, Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  δ´,  τρ. β´.  ᾠδὴ  ε´,  τρ. β´.  Θεοτοκάριον,  σ. 23β, 24α.  ΑΡΣΕ- ΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ ζ´, τρ. γ´. Θεοτοκάριον, σ. 72α. ΚΛΗ- ΜΕΝΤΟΣ,  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  ε´, τρ. δ´. Θεοτοκάριον, σ.   53α.  ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΥΧΑϊΤΩΝ, Κανὼν Θεοτόκου ἰαμβικός, ᾠδὴ η´, τρ. δ´, στίχοι 2-3. Θεοτοκά- ριον,  σ.   99α:  «Φάνηθι φέγγος οἷς  ζοφώδης αἰτία. *  Ὤδινεν ἡμῖν  ψυχικὴν ἀβλεψίαν». ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  α´.  Τρίτη.  Κανὼν Προδρόμου,  ᾠδὴ θ´,  τρ. β´.  Παρακλητική,  σ. 70.
65. ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΣΜΥΡΝΗΣ,  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. α´. Θεοτοκά- ριον,  σ. 37β. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ, Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  ζ´, τρ. β´. Θεο- τοκάριον, σ. 49β.  ΑΝΔΡΕΟΥ  ΚΡΗΤΗΣ, Μέγας  Κανών, ᾠδὴ  β´, τρ. Ϛ ´. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  α´.  Τρίτη.  Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. α´.  ᾠδὴ θ´, τρ. ε´. Θεοτοκίον. Ἦχος  γ´. Δευτέρα. Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ η´, τρ. β´. Ἦχος   δ´. Πέμπτη.  Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ  Ϛ ´, τρ. γ´. Ἦχος   πλ. β´. Τρίτη.  Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ  δ´,  τρ. β´.  Παρακλητική,  σσ. 65, 69-70, 28  , 440,  640.  ΙΩΑΝΝΟΥ   ΕΥΧΑϊΤΩΝ, Ἦχος   β´.  Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  θ´, τρ. γ´. Παρακλητική, σ. 202.  ΙΩΑΝΝΟΥ  ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,  Ἦχος  πλ. β´. Κυριακή.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  γ´,  τρ. α´.  Παρακλητική,  σ. 608.
66. ΑΝΔΡΕΟΥ  ΚΡΗΤΗΣ, Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. α´. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  α´, τρ. β´. Θεοτοκάριον, σσ.   7β,   57α.  ΤΟΥ  ΙΔΙΟΥ, Μέγας Κανών,  ᾠδὴ  α´,  τρ. ια´,  ιδ´.  ΙΩΣΗΦ  ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ,  Ἦχος   β´.  Παρασκευή. Κανὼν Σταυρώσιμος, ᾠδὴ  γ´, τρ. β´. Ἦχος  γ´. Τρίτη. Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ  α´,  τρ. β´.  Ἦχος  πλ. β´.  Δευτέρα.  Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. α´. Παρακλητική, σσ. 223,  290,  629.  Βλ. καὶ  ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ  ΣΤΟΥΔΙ- ΤΟΥ, Κανὼν ἱκετήριος εἰς  τὸν Κύριον ἡμῶν  Ἰησοῦν Χριστόν, ᾠδὴ ε´, τρ. γ´. Ὡρολόγιον,  σσ. 572-577.
67. ΑΝΔΡΕΟΥ  ΚΡΗΤΗΣ, Μέγας Κανών, ᾠδὴ  δ´,  τρ. κϚ ´.
68. Εἶναι  χαρακτηριστικὸ καὶ ἄκρως ἐκφραστικὸ τῶν γραφομένων μας  τὸ τροπάριο τοῦ ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  α´. Τρίτη. Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. γ´. Παρακλητική, σ. 66: «Νοσημάτων ψυχικῶν καὶ παθῶν τῶν σαρ- κικῶν,  τῶν  τοῦ  βίου, δυσχερῶν καὶ  παντοίων πειρασμῶν καὶ  θλίψεων  διά- σωσόν  με, Κυρίου  Πρόδρομε». Βλ. παράλληλο ΤΟΥ  ΙΔΙΟΥ, Ἦχος  α´. Τρίτη. Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ  θ´,  τρ. γ´.  Μαρτυρικόν.  Παρακλητική,  σ. 69.
69. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΜΟΝΑΧΟΥ, Ἦχος  γ´. Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ ε´, τρ. α´. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΕΥΧΑϊΤΩΝ, Ἦχος  β´. Παρασκευή. Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ α´,
τρ. α´. Παρακλητική, σσ. 308, 222. μ.Π.Κ., ᾠδὴ η´, τρ. γ´. ᾠδὴ ζ´, τρ. δ´. ᾠδὴ γ´,  ἀκροτελεύτιον  ἐφυμνιακὸν  τρ. β´.  ᾠδὴ  γ´,  τρ. δ´.  Κανὼν Ἁγ.  Μοδέ- στου, τρ. Πεντηκοστάριον καὶ  ᾠδὴ ζ´, τρ. γ´. Κανὼν Ἁγ. Θεράποντος, ᾠδὴ γ´,  τρ. δ´.  ᾠδὴ  δ´,  τρ. β´.  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. β´.  Κανὼν Ἁγ. Γερασίμου,  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. δ´. Θεοτοκίον. Κανὼν Ἁγ. Ἀθανασίου, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. β´. Π.Κ.Α., σσ. 3  5-324,246-254,   72-  83,   32-  43. Κανὼν Ἁγίας Μαγδαληνῆς, ᾠδὴ  η´, τρ. α´ καὶ Μεγαλυνάριον ζ´. ᾠδὴ γ´, τρ. β´, γ´, ὅπ.π. (βλ. σημ. 64). Ἐπίσης Κανὼν Ἁγ. Ἀναργύρων, ᾠδὴ δ´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. ᾠδὴ γ´, τρ. β´. Εἰς  τὸ Θεὸς  Κύριος, τρ. β´. Θεοτοκίον. ᾠδὴ α´, τρ. α´, β´. Κανὼν Ἁγ. Παρασκευῆς, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. α´. Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ ζ´, τρ. β´, γ´. Κανὼν Ἀρχαγγέλων, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. β´. Κανὼν Ἁγ. Ἀναστασίας Φαρμακολυτρίας, ᾠδὴ ε´, τρ. γ´. ᾠδὴ δ´, τρ. γ´. ᾠδὴ  γ´,  τρ. α´,  β´,  γ´.  ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ   ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Κανὼν  Γοργοϋπηκόου, τρ. Πεντηκοστάριον β´. Π.Κ.Α., σσ.   44-  52, 509-5 7,      -  20,   02-    0, 442-45 , 7 -82.
70. Οἱ παραπομπὲς ἐκ τοῦ  Θεοτοκαρίου  ἐν σειρᾷ,  χωρὶς  τὴν ἀναγραφὴ τῶν  τίτλων,  γιὰ  τὴν  οἰκονομία,  βλ. σσ. 38β,  6  β, 62α,β,  75β,     5α,    30α,  5  α,   76β,   90α,    9  β,   92β,   93α.
71 . Ἦχος  α´. Τετάρτη καὶ  Παρασκευή. Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ η´, τρ. α´. ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. α´. Παρακλητική, σσ. 84,     2. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  α´. Τε- τάρτη. Κανὼν Σταυρώσιμος, ᾠδὴ η´, τρ. β´. Τρίτη. Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. β´.  ᾠδὴ  γ´,  τρ. α´.  Σάββατο.  Κανὼν εἰς  πάντας ἁγίους,  ᾠδὴ θ´, τρ. δ´. Πέμπτη. Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ γ´, τρ. γ´. ᾠδὴ ε´, τρ. γ´, δ´. ᾠδὴ ζ´,  τρ. δ´.  Πέμπτη. Κανὼν Ἁγ. Νικολάου,  ᾠδὴ  α´,  τρ. δ´.  Θεοτοκίον. ᾠδὴ γ´, τρ. α´. Ἦχος  β´. Τρίτη. Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ  η´, τρ. β´. Κανὼν Κα- τανυκτικός, ᾠδὴ  θ´, τρ. β´. Κανὼν Προδρόμου,  ᾠδὴ  ζ´, τρ. α´. Ἦχος  γ´. Δευτέρα.  Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ  γ´, τρ. ε´. ᾠδὴ  δ´, τρ. α´, τρ. ε´. Θε- οτοκίον.  Δευτέρα.  Κανὼν Ἀγγέλων,  ᾠδὴ  δ´,  τρ. ε´.  Θεοτοκίον.  Τρίτη. Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. β´.  Ἦχος  πλ. α´.  Τετάρτη.  Κανὼν Θε- οτόκου, ᾠδὴ  θ´, τρ. β´. Πέμπτη.  Κανὼν Ἁγίου Νικολάου, ᾠδὴ  γ´, τρ. γ´. Ἦχος   πλ. β´.  Τρίτη.  Κανὼν Προδρόμου,  ᾠδὴ  η´,  τρ. γ´.  Ἦχος   βαρύς. Τρίτη.  Κανὼν Προδρόμου,  ᾠδὴ  γ´,  τρ. α´.  Παρακλητική,  σσ. ἀντίστοιχα84, 65,  62,   32, 96, 98, 94, 93,   86,   87,   85, 276, 277, 294,  545,  554,  645,749.
72. μ.Π.Κ., ᾠδὴ γ´, τρ. β´. ᾠδὴ γ´, ἀκροτελεύτιον ἐφυμνιακὸν τρ. β´. ᾠδὴ δ´,  τρ. α´.  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. β´,  δ´.  ᾠδὴ  η´,  τρ. γ´.
73. Κανὼν Ἁγ.  Γερασίμου,  ᾠδὴ  α´,  τρ. β´.  ᾠδὴ  γ´,  τρ. β´.  Κανὼν Μ. Ἀντωνίου, ᾠδὴ  ε´,  τρ. γ´.  Κανὼν Ἁγ.  Παντελεήμονος, Κοντάκιον  ἀφ᾽  Ϛ ´ ᾠδῆς. ᾠδὴ  α´,  τρ. δ´.  Θεοτοκίον. Κανὼν Τιμίου  Σταυροῦ, ᾠδὴ  ζ´,  τρ. α´.ᾠδὴ  ε´,  τρ. γ´.  ᾠδὴ  α´,  τρ. γ´.  Κανὼν Ἁγ. Θεράποντος, ᾠδὴ  γ´,  τρ. δ´.  Θε- οτοκίον.  Κανὼν Ἁγ. Ἀθανασίου,  ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. β´.  Κανὼν Ἁγ. Ἀναργύρων, ᾠδὴ δ´, τρ. α´. ᾠδὴ γ´, τρ. β´. ᾠδὴ α´, τρ. β. Κανὼν Ἁγ. Μοδέστου, ᾠδὴ ζ´, τρ. γ´. Κανὼν Ἁγ. Ἀναστασίας Φαρμακολυτρίας, Κοντάκιον ἀφ᾽ Ϛ ´, ᾠδῆς. Ἀκροτελεύτιον ἐφυμνιακὸν τρ. Ϛ ´  ᾠδῆς. ᾠδὴ ζ´, τρ. δ´. Θεοτοκίον, ᾠδὴ γ´, τρ. α´, β´. ᾠδὴ  ε´, τρ. γ´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Κανὼν Γοργοϋπηκόου, ᾠδὴ  γ´, ἀκροτελεύτιον ἐφυμνιακὸν τρ. β´. τρ. Πεντηκο- στάριον β´. Βλ. συνέχεια Κανὼν Ἀρχαγγέλων,  ᾠδὴ γ´, τρ. β´. Κανὼν Ἀπο- στόλων, ᾠδὴ  ζ´,  τρ. β´.  ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. β´.  ᾠδὴ  ε´,  τρ. δ´.  ᾠδὴ  γ´,  τρ. δ´. Θεοτοκίον. ᾠδὴ  δ´,  τρ. α´.  Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ  γ´,  τρ. β´.  ᾠδὴ  θ´,  τρ. γ´.  Κανὼν Ἁγ.  Παρασκευῆς, ᾠδὴ  δ´,  τρ. γ´.  Κανὼν Ἁγίας  Μαγδαληνῆς, ᾠδὴ  Ϛ ´, ἀκροτελεύτιον ἐφυμνιακὸν τρ. α´ (βλ. σημ.  64).  Γιὰ  ὅλα  τὰ  πα- ραπάνω, βλ. Π.Κ.Α., ἀντίστοιχες σσ.   72-  83,   53-  62, 343-352, 93-  0  , 246-254,   32-  43,   44-  52, 3  5-324,  442-45 , 7 -82,   02-    0,   2  -  3  , -  20, 509-5 7.
74. Κανὼν εἰς  τὴν Ἁγίαν καὶ  Ὁμοούσιον Τριάδα, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. β´. ᾠδὴ ε´, τρ. γ´ (κῶδιξ Μ. Λαύρας Θ. 9  , φ. 355α ἑξ.). Ὡρολόγιον, σσ. 604-607. ΘΕ- ΟΚΤΙΣΤΟΥ  ΜΟΝΑΧΟΥ  ΤΟΥ  ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ,  Κανὼν ἱκετήριος εἰς  τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν,  ᾠδὴ  ε´,  τρ. γ´.  ᾠδὴ  η´,  τρ. α´,  β´.  ᾠδὴ  θ´,  τρ. α´.  Ὡρολό- γιον, σσ. 572-577. Κανὼν Κυρίου ἄλλος, ᾠδὴ θ´, τρ. α´. Π.Κ.Α., σ. 90. ΙΩΑΝ- ΝΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ  ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΟΔΟΣ, Κανὼν ἱκετήριος εἰς  τὸν φύλακα Ἄγγελον, ᾠδὴ  θ´,  τρ. δ´,  ε´.  ᾠδὴ  δ´,  τρ. β´.  ᾠδὴ  α´,  τρ. δ´.  ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Κανὼν εἰς ἀγγέλους καὶ  πάντας ἁγίους, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. γ´. ᾠδὴ ε´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. Ὡρολόγιον,  σσ. 586-590.
75. Bλ. στὸ  Θεοτοκάριον  ἀντίστοιχες σσ.   7α,β, 2  β, 24α,β,  27α,β,  3  α,
37α, 4  α, 43β, 49α,  55α,  62α,β,  64β, 65β,  66β,  75β, 8  α, 96β,   02β,     6α,β,   7α,   36β,   37β,   42α,    44α,   50α,    89α,    90β,   92α.
76. Ρωμ. η´ 22.
77. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  α´.  Τρίτη.  Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ  Ϛ ´, τρ. β´. Παρασκευή. Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ α´, τρ. α´, δ´. Παρακλητική, σσ. 65,   08. ΘΕΟΔΩΡΟΥ  ΔΟΥΚΑ ΤΟΥ ΛΑΣΚΑΡΕΩΣ, Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον (στὸ ἑξῆς Μ.Π.Κ.). Ὡρολόγιον, σσ. 559-57   , ᾠδὴ α´,  τρ. α´,  β´.  ᾠδὴ  ε´,  τρ. γ´.  ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. α´,  δ´.  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. δ´.  ᾠδὴ  η´,  τρ. β´.  μ.Π.Κ., τρ. Ἀπολυτίκιον  γ´  καὶ  Εἰς  τὸν ἀκροτελεύτιον  ἀσπασμόν, τρ. α´.  ᾠδὴ α´, τρ. α´.  ᾠδὴ  δ´,  τρ. δ´.  Εἰς  τὸν ἀκροτελεύτιον ἀσπασμόν, τρ. γ´ καὶ  β´. Βλ. συνέχεια Κανὼν Ἁγ. Ἀναστασίας Φαρμακολυτρίας, ᾠδὴ δ´, τρ. γ´. Κανὼν Ἁγ. Γερασίμου, Κοντάκιον ἀφ᾽ Ϛ ´  ᾠδῆς. Κανὼν Ἁγ. Ἀθανασίου, ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. β´.  Κανὼν Ἁγ. Ἀναργύρων, ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. α´.  Κανὼν Προδρόμου,  τρ. Πεντηκοστάριον. ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. β´. ᾠδὴ δ´, τρ. β´. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ  ΑΓΙΟ- ΡΕΙΤΟΥ,  Κανὼν Γοργοϋπηκόου,  Κοντάκιον ἀφ᾽ Ϛ ´   ᾠδῆς,  στὸ  Π.Κ.Α., ἀντί- στοιχες σσ. 442-45 ,   72-  83,   32-  43,   44-  52,       -  20, 7 -82.  Κανὼν Ἁγ. Μαγδαληνῆς, ᾠδὴ ζ´, τρ. β´ (βλ. προηγηθεῖσα ὑποσ. 64).  ΙΩΑΝΝΟΥ  ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΟΔΟΣ, Κανὼν ἱκετήριος εἰς τὸν ἄγγελον φύλακα, ᾠδὴ ε´, τρ. β´. Ὡρολόγιον, σσ. 578-585. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, Κανὼν  ἱκετήριος εἰς τὸν Ἅγιον  Διονύσιον τὸν ἐν  Ὀλύμπῳ, ᾠδὴ  ζ´,  τρ. α´  (βλ. ὅπου στὴν ὑποσ.2  , σσ. 8  -85).
78. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  πλ. δ´.  Τρίτη.  Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ  γ´, τρ. β´.  Παρακλητική,  σ. 86  . μ.Π.Κ.,  ᾠδὴ  γ´,  ἀκροτελεύτιον  ἐφυμνιακὸν τροπάριον  α´.  ᾠδὴ  ε´, τρ. β´.  Εἰς  τὸ «Θεὸς Κύριος...»,  τρ. β´.  Εἰς  τὸν ἀκροτελεύτιον  ἀσπασμόν, τρ. α´.  Μ.Π.Κ., ᾠδὴ  η´,  τρ. α´.
79. Κανὼν Ἁγ. Μοδέστου, τρ. Πεντηκοστάριον,  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. γ´.  Κανὼν Ἁγ.  Ἀναργύρων, Εἰς  τὸ  «Θεὸς Κύριος...»,  τρ. β´.  Θεοτοκίον.  Κανὼν Ἀρχαγγέλων, ᾠδὴ  ζ´,  τρ. δ´.  Κανὼν Ἁγ.  Ἀναστασίας  Φαρμακολυτρίας, ᾠδὴ  γ´,  τρ. β´.  ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ   ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Κανὼν  Γοργοϋπηκόου, Μεσῴδιον κάθισμα  ἀπὸ γ´  ᾠδῆς. Ἀπολυτικὸν  τρ. α´.  ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ   ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ  ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ, Κανὼν Τιμίου  Σταυροῦ, Εἰς  τὸ «Θεὸς Κύριος...»,  τρ. α´,  β´. Κανὼν Ἁγ. Παρασκευῆς, τρ. Πεντηκοστάριον,  βλ. Π.Κ.Α., ἀντίστοιχες σσ.3  5-324,    44-  52,   02-    0, 442-45 , 7 -82,  93-  0  , 509-5 7.
80. μ.Π.Κ., ᾠδὴ  α´,  τρ. α´.  ᾠδὴ  η´,  τρ. δ´.  ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. β´.  Μ.Π.Κ., ᾠδὴ  η´, τρ. γ´,  β´.  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. δ´.  Κανὼν Ἁγ. Γερασίμου,  ᾠδὴ  γ´,  τρ. γ´.  ᾠδὴ  ε´,  τρ. β´. Κανὼν Προδρόμου, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. β´. Κανὼν Ἁγ. Μοδέστου, ᾠδὴ α´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. Κανὼν Ἁγ.  Ἀναστασίας Φαρμακολυτρίας, ᾠδὴ  ε´, τρ. δ´. Θεοτοκίον, βλ. Π.Κ.Α., ἀντίστοιχες σσ.   72-  83,       -  20, 3  5-324,  442-45 . Κανὼν Ἁγίας Μαρίας Μαγδαληνῆς, ᾠδὴ  ζ´, τρ. α´, β´ (βλ. ὅπου στὴν προ- ηγηθεῖσα σημ. 64).  Κανὼν εἰς  τὴν Ἁγίαν  καὶ  Ὁμοούσιον  Τριάδα,  ᾠδὴ  Ϛ ´, τρ. α´  (Κῶδιξ Μ. Λαύρας Θ. 9  , φ.  355α ἑξ.).  Ὡρολόγιον,  σσ. 604-607. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Κανὼν εἰς  ἀγγέλους καὶ  πάντας ἁγίους,  ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. γ´.  Ὡρολόγιον,  σσ. 586-590. 8  . ΙΩΣΗΦ  ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  α´.  Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ  θ´,  τρ. α´, β´.  Πέμπτη. Κανὼν Ἁγίου  Νικολάου,  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. α´.  Παρακλητική,  σσ. 53, 99. Ἦχος  α´. Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ η´, τρ. α´. Ἦχος  πλ. α´. Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  θ´,  τρ. β´.  Παρακλητική,  σσ. 84,  545.  Βλ. καὶ  μ.Π.Κ., τρ. Πεντηκοστάριον α´ μετὰ τὸ εὐαγγέλιον. Κανὼν Προδρό- μου,  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. γ´,  στὸ Π.Κ.Α., σσ.       -  20.
82. Βλ. στὸ Θεοτοκάριον, ἀντίστοιχες σσ.   7α, 26α,β,  44α, 56α,  63α,  64β,88β,   89β,   92α.
83. Κανὼν παρακλητικὸς Προδρόμου, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. α´. ᾠδὴ ζ´, τρ. γ´, στὸ Π.Κ.Α., σσ.  -  20.
84. Κανὼν εἰς  τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ᾠδὴ  γ´, τρ. α´. ᾠδὴ  η´, τρ. β´,γ´. Ὡρο- λόγιον, σσ. 604-607. Πρβλ. καὶ  τὴ σύντομη  κατανυκτικὴ εὐχὴ  τῶν  ἀποδεί- πνων τοῦ ἁγίου Ἰωαννικίου: «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ,  καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου  τὸ Πνεῦμα  τὸ Ἅγιον.  Τριὰς  Ἁγία,  δόξα  σοι».
85. ΑΝΔΡΕΟΥ  ΚΡΗΤΗΣ, Μέγας Κανών, ᾠδὴ  Ϛ ´,  τρ. ιδ´.
86.  Ἦχος  α´. Παρασκευή.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  γ´, τρ. δ´. Παρακλη- τική,  σ.     0.
87. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,  Ἦχος  α´.  Παρασκευή.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ δ´, τρ. δ´. Ἦχος  βαρύς. Παρασκευή. Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  ε´, τρ. β´, δ´. ΚΟΣΜΑ ΜΕΛΩΔΟΥ, Ἦχος  πλ. δ´. Κυριακή. Κανὼν Σταυροαναστάσιμος, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. γ´. Θεοτοκίον.  ΙΩΣΗΦ  ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  πλ. β´. Πέμπτη. Κανὼν Ἀποστόλων, ᾠδὴ  ε´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. Ἦχος  γ´. Παρασκευή.  Κανὼν Θε- οτόκου, ᾠδὴ  Ϛ ´, τρ. γ´. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΕΥΧΑϊΤΩΝ, Ἦχος  β´. Παρασκευή. Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ α´, τρ. α´. ᾠδὴ ζ´, τρ. β´. Παρακλητική, ἀντίστοιχες σσ.794, 832,  67  , 338,  230-23 , 228.
88. Ἦχος  α´. Παρασκευή. Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ α´, τρ. δ´. ΙΩΑΝΝΟΥ  ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,  Ἦχος  δ´. Κυριακή. Κανὼν Ἀναστάσιμος, ᾠδὴ  ε´, τρ. γ´. Θεο- τοκίον. ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ  ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος   α´. Σάββατον.  Κανὼν εἰς κοιμηθέντας, ᾠδὴ ε´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. Ἦχος  πλ. β´. Τετάρτη. Κανὼν Θε- οτόκου, ᾠδὴ  θ´, τρ. β´. ΙΩΑΝΝΟΥ   ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,  Ἦχος  β´. Κυριακή. Κανὼν Ἀναστάσιμος,  ᾠδὴ  δ´,  τρ. γ´.  Θεοτοκίον. Παρακλητική,  σσ.   08,  377,   27, 662,    5  .
89. ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  β´.  Πέμπτη. Κανὼν Ἁγίου  Νικολάου,  ᾠδὴ Ϛ ´,  τρ. γ´.  Θεοτοκίον. Ἦχος  βαρύς. Τρίτη.  Κανὼν Κατανυκτικός,  ᾠδὴ  η´, τρ. ε´. Θεοτοκίον. ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ, Ἦχος  πλ. α´. Δευτέρα. Κανὼν Ἀσωμάτων, ᾠδὴ  η´,  τρ. γ´.  Θεοτοκίον.  ΙΩΣΗΦ  ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ,  Ἦχος   πλ. α´. Δευτέρα. Κανὼν Κατανυκτικός, ᾠδὴ Ϛ ´, τρ. ε´. Θεοτοκίον. Ἦχος  δ´. Πα- ρασκευή.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  γ´, τρ. γ´. Ἦχος  β´. Παρασκευή. Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  γ´,  τρ. γ´.  Ἦχος   πλ. δ´.  Παρασκευή.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ  α´,  τρ. γ´.  ᾠδὴ  δ´,  τρ. α´.  Ἦχος  βαρύς. Τετάρτη.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ ε´, τρ. β´. Ἦχος  πλ. β´. Παρασκευή.  Κανὼν Θεοτόκου, ᾠδὴ θ´, τρ. γ´. Παρακλητική,  ἀντίστοιχες σσ. 2  3, 755, 5  3, 5    , 453,  224,  905,  907, 766, 689.
90. Βλ. μ.Π.Κ., μετὰ τὸ «Θεὸς Κύριος...», τρ. α´ (πρβλ. καὶ  προεόρτιον Θεομητορικὸν δοξαστικὸν ἑσπερινοῦ 14ης  Αὐγούστου). ᾠδὴ  α´, τρ. δ´. τρ. Πεντηκοστάριον  α´,  β´,  μετὰ τὸ εὐαγγέλιον.  ᾠδὴ  θ´,  τρ. γ´.  τρ. Ἀπολυτίκιον  β´.  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. δ´.  Εἰς  τὸν ἀκροτελεύτιον  ἀσπασμόν, τρ. δ´.  τρ. Ἀπο- λυτίκιον  γ´.  ᾠδὴ  η´,  τρ. β´,  γ´.  ᾠδὴ  γ´,  τρ. β´.  Μεγαλυνάριον  β´  (πρβλ. καὶ εὐχὴ ἀποδείπνων: «Ἄσπιλε... ἡ τῶν ἀπηλπισμένων μόνη ἐλπὶς καὶ  τῶν πο- λεμουμένων βοήθεια...»). Ἀπολυτίκιον  ἐξαποστειλάριον  Δεκαπενταυγού- στου β´.  Ὡρολόγιον,  σσ. 543-558.
9  . Βλ. Μ.Π.Κ., ᾠδὴ  δ´,  τρ. γ´.  ᾠδὴ  γ´,  τρ. γ´.  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. β´.  ᾠδὴ  θ´,  τρ. α´.  Ὡρολόγιον,  σσ. 559-57   .
92. Μ.Π.Κ., ᾠδὴ  δ´,  τρ. α´  (ὅπ.π.).
93. Βλ. Θεοτοκάριον,  σ. 69β, ᾠδὴ  θ´,  τρ. α´.
94. Ὅπ.π., ᾠδὴ  δ´,  τρ. γ´,  σ. 67β.
95. Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ  ΣΚΡΕΤΤΑ, ὅπ.π. (προηγ. ὑποσημ. 4  ), σ.   79.
96.  Ἐνδεικτικότατο  θεωροῦμε τροπάριο  τοῦ  ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ   ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ,
Κανὼν εἰς  τὴν Ὑπεραγίαν  Θεοτόκον, ᾠδὴ  α´,  τρ. α´.  Θεοτοκάριον,  σσ. 78β-  79α:  «Τὴν σηπεδόνα τῆς  ψυχῆς  μου  ξήρανον  καὶ  τῶν  τραυμάτων οὐλὰς  δραστικῷ φαρμάκῳ τοῦ  Υἱοῦ σου, Πάναγνε,  εἰς  σὲ γὰρ  τὴν ἐλπίδα μου  ἀνατίθημι πᾶσαν καὶ  σὲ  μεσῖτιν  προβάλλομαι πρὸς τὸν  σὸν Υἱὸν καὶ Θεὸν ἡμῶν». Καθὼς ἐπίσης καὶ τοῦ ΙΩΑΝΝΟΥ  ΕΥΧΑϊΤΩΝ, Κανὼν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ᾠδὴ  ζ´, τρ. α´. Θεοτοκάριον, σ.   93α:  «Ὅλην ἐν σοὶ τὴν προσδοκίαν, τὴν ἐλπίδα τε τῆς σωτηρίας ὅλην ἐπιρρίπτω˙ διὸ ὅλην τὴν κοί- την στρέψον τῆς ἀρρωστίας, Δέσποινα, τῆς ἐμῆς  εἰς  εὐρωστίαν». Ἀλλὰ  καὶ τοῦ Κανόνος εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Ὃν κατὰ πᾶν Σάββατον ἑσπέ- ρας ἀναγινώσκουσιν ἐν τῷ ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω μετὰ τὸ ἀπόδειπνον, ᾠδὴ θ´, τρ. γ´: «Σὲ προστασίαν καὶ  σκέπην καὶ  ἐλπίδα καὶ  τεῖχος  καὶ  προσφυγὴν  καὶ  ἱλασμὸν  καὶ  λύσιν  τῶν  δεινῶν  ἔχοντές σε, ἁγνή,  διασωζόμεθα πειρασμῶν καὶ  κινδύνων καὶ  νόσων  καὶ  παθῶν,  καὶ  ἀπαύστως ὑμνοῦμεν τὰς  δυναστείας σου».
97. Γιὰ  τὴν  οἰκονομία τοῦ  χώρου,  δὲν  γράφουμε ἀναλυτικὰ τὶς  παρα- πομπὲς  μὲ  τὰ  ὀνόματα  τῶν  ὑμνογράφων,  ἀλλὰ   παραπέμπουμε  στοὺς οἰκείους τόπους τοῦ Θεοτοκαρίου, στὶς ἀντίστοιχες σσ.   4β,   5α,   8α, 20α,β,
22α,β,  26α,β,  29α,  30α,  32β,  33β,  34α,  37β, 39α,  40α,β,  4  α,β, 42α,β,  47α,5  α,β, 52α,  54β, 56α,β,  59α,  60α,  6  β, 63α,  64α,β,  65α,  66β,  72β, 76β, 90β,92β,  93α,  94α,  95β,  96α,  97α, 99α,β,    00α,    0  β,   02β,   04α,β,    07β,   08α,  0β,     6α,     9α,   2  β,   23β,   24α,β,   26α,β,   28β,   34α,   36β,   38β,   39α,β, 40α,    4  α,β,   42α,    43α,β,    49α,    5  α,   57β,   58α,β,    60β,    6  α,   76α,β, 77β,  8  β,   83α,    85α,    86α,    87β,   92α,β,    96α,  207α,  στὶς  ὁποῖες πληθωρικὰ  ἀπαντῶνται τὰ  σημειωθέντα προσωνύμια τῆς Παναγίας, τῆς ἀκαται- σχύντου ἐλπίδος τῶν χριστιανῶν, στὴν ἔμπονο καὶ ταπεινὴ ἱκετηρία τους  γιὰ τὴ θεραπεία τῶν ποικίλων ἀρρωστημάτων τους.  Βλ. καὶ ΙΩΣΗΦ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ,Κανὼν Ἀκαθίστου Ὕμνου, ᾠδὴ  α´, τρ. γ´. ᾠδὴ  δ´, τρ. δ´. ᾠδὴ  ε´, τρ. β´, δ´. ᾠδὴ  Ϛ´,  τρ. γ´.  ᾠδὴ  ζ´,  τρ. ε´,  ᾠδὴ  η´,  τρ. δ´.  ᾠδὴ  θ´,  τρ. α´.  Ὡρολόγιον,  σσ.523-529. Θεοτοκάριον,  σσ.   99β-203β.
98.  Κανὼν  Παναγίας  Γοργοϋπηκόου, ὠδὴ  θ´,  τρ. α´,  β´.  Π.Κ.Α.,  σσ.7 -82.
99.  ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ   ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ  ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Κανὼν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτό- κου  τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ψαλλόμενος τῇ Παρασκευῇ τῆς Διακαινησίμου, ᾠδὴ ζ´, τρ. α´. Πεντηκοστάριον, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 2  994, σσ. 55-62.
100.  Βλ.  ΙΑΚΩΒΟΥ   ΜΟΝΑΧΟΥ  [ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΟΥ;],  Κανὼν παρακλητικὸς  εἰς τὴν Ἁγίαν Μαγδαληνῆν, ᾠδὴ Ϛ , τρ. δ´. Θεοτοκίον, ὅπ.π. (βλ. σημ. 64), σσ. 59-  64. Βλ. ἐπίσης Κανὼν Μ. Ἀντωνίου, ᾠδὴ θ´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. Κανὼν Ἁγ.  Θεράποντος, ᾠδὴ  γ´,  τρ. δ´.  Θεοτοκίον. ᾠδὴ  δ´,  τρ. δ´.  Θεοτοκίον. Κανὼν Ἁγ. Τρύφωνος, ᾠδὴ γ´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. ᾠδὴ δ´, τρ. δ´. Θεοτοκίον. Π.Κ.Α., σσ.   53-  62,  246-254, 40  -409.  Bλ.  καὶ  ΑΝΔΡΕΟΥ   ΚΡΗΤΗΣ, Μέγας Κανών, ᾠδὴ  β´,  εἱρμὸς  ἄλλος, Καὶ  νῦν. Θεοτοκίον.






Ἀρχιμ.  Νικοδήμου Σκρέττα
Ἐπικούρου Καθηγητοῦ τοῦ  Α.Π.Θ.

Η ΕΛΠΙΔΑ  ΤΗΣ  ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ  ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ  ΠΑΡΑΚΛΗΤΙ ΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ
































Τό κήρυγμα μαρτυρία,η μαρτύριο και ποιού;

$
0
0



«Ὅταν ἴδω τὴν νῦν γλωσσαλγίαν καὶ τοὺς αὐθημερινοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς χειροτονητοὺς θεολόγους, οἷς ἀρκεῖ τὸ θελῆσαι μόνον πρὸς τὸ εἶναι σοφοῖς· ποθῶ τὴν ἀνωτάτω φιλοσοφίαν καὶ “σταθμὸν ἔσχατον”  ἐπιζητῶ, κατὰ τὸν Ἱερεμίαν,  καὶ ἐμαυτῷ μόνῳ συγγενέσθαι βούλομαι».
Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος Κ΄ Περὶ Δόγματος καὶ Καταστάσεως Ἐπισκόπων, Α΄| ΒΕΠ 59, 142,17-21.

Ἕνας μεγάλος θεολόγος, ἕνας πραγματικὸς θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι σὰν ἐμᾶς τοὺς πολλοὺς ποὺ ἀνεμίζουμε τίτλους καὶ πτυχία, ἐκφράζει μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο τρόπο τὴν ἀπαρέσκειά του πρὸς τὶς δῆθεν σοφίες τῶν συγχρόνων του ἱερέων (καὶ ἐπισκόπων), αὐτῶν τῶν «χειροτονητῶν θεολόγων». Τότε ἐπιθυμεῖ νὰ φύγει τρέχοντας γιὰ νὰ ἀναζητήσει τὴν ἀνώτατη φιλοσοφία στὴ σιωπὴ καὶ τὴ μοναξιά.
Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἔργου του, στὸν ἐγκωμιαστικὸ λόγο εἰς τὸν Ἡρῶνα, τὸν χριστιανὸ φιλόσοφο, λέει γιὰ τὸν ἐγκωμιαζόμενο: «Πάσαις ψήφοις αἱρεῖται τὴν ἡμετέραν [φιλοσοφίαν], μηδὲν ὅλως ἐπὶ τὰ χείρω παρατραπεὶς τὴν διάνοιαν, μηδὲ ὑπὸ τῆς τῶν λόγων κομψείας παρασυρείς, ᾗ μέγα φρονοῦσιν οἱ τὰ Ἑλλήνων φιλοσοφοῦντες».[1] Ὁ φιλόσοφος δὲν ἀφήνεται νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὴν κομψότητα τῶν ἐθνικῶν λόγων, στὰ ὁποῖα ἔχουν στρέψει τὴν προσοχή τους καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα μεγαλοφρονοῦν καὶ καυχῶνται οἱ ἐθνικοὶ φιλόσοφοι, ἀλλὰ ἐπιλέγει τὴ χριστιανικὴ φιλοσοφία. Ὡς κενοδοξία φαντάζει, στὸ λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἡ ἐθνικὴ φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς του, μιὰ σπουδὴ περὶ τὸ περιτύλιγμα, ἐνῶ μέσα τὸ περιεχόμενο εἶναι σαθρό.
Αὐτὴ ἡ διάκριση μορφῆς καὶ περιεχομένου, τοῦ ἔξω καὶ τοῦ μέσα ἀνακαλεῖ αὐθόρμητα στὴ μνήμη καὶ τοὺς πολὺ σκληροὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τοὺς ὁποίους ὁ συνάναρχος Λόγος παρομοιάζει μὲ κεκονιαμένους τάφους, «οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας».[2] Μὲ τὰ περίφημα οὐαί του, ὁ Χριστὸς ἀναφέρεται στὴν ὑποκρισία καὶ στὴν προσπάθεια ἐπίσης τῶν Φαρισαίων γιὰ ἰδιοποίηση τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἐκεῖνοι νόμιζαν πὼς εἶναι νομοδιδάσκαλοι καὶ θεολόγοι, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἦταν θεομπαῖχτες καὶ δυνάστες.

Δυστυχῶς, συχνά, ἔνοχοι τῆς ἴδιας παρεξήγησης εἴμαστε διιστορικὰ ὅλοι ὅσοι ἐπιχειροῦμε νὰ διδάξουμε Χριστό, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ταΐζουμε τὸ ὑπερτροφικὸ ἐγώ μας. Γι’ αὐτό, τὸ ζήτημα τῆς αὐτογνωσίας καὶ τῆς ταπείνωσης κάθε δασκάλου εἶναι ἡ ὑπ’ ἀριθμὸν ἕνα προϋπόθεση γιὰ τὴν καταλληλότητα τῆς διδασκαλίας.
Εἰδικότερα δὲ ἡ ἀπὸ ἄμβωνος διδαχὴ εἶναι ἐπιτρεπτικὴ σὲ ποικίλους πειρασμοὺς γιὰ τὸν ἱεροκήρυκα. Ὅπως καὶ ἡ τηλεόραση γιὰ ἕναν πολιτικὸ ἡγέτη, διευκολύνει τὴ μονόδρομη ἐκείνη ἐπικοινωνία ποὺ οὐδόλως ἐπιτρέπει ν’ ἀντιλαμβάνεται κανεὶς πῶς φθάνει τὸ μήνυμα στὸν ἀποδέκτη, παρὰ μόνο ὅταν ἴσως εἶναι πιὰ πολὺ ἀργά. Ἀντίθετα, ἕνας δάσκαλος σὲ μιὰ σχολικὴ τάξη, ἢ ἕνας πατέρας μὲ ἐφήβους ἢ ἐνήλικα παιδιά, δέχεται ἀμέσα τὴν ἀντίσταση ἐκείνη –στὸν ὑπερθετικὸ μάλιστα κάποτε βαθμό–, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ νὰ ἐπανεξετάζει πάντοτε τὸν τρόπο καὶ τὴν καταλληλότητα τῆς ἐκφορᾶς τοῦ λόγου του.
Τὸ μεγαλύτερο δῶρο πρὸς τοὺς σημερινοὺς ἱερεῖς εἶναι ἡ περιφρόνηση καὶ ἡ λοιδορία τοῦ κόσμου, ποὺ προκύπτει ξαφνικὰ ἀπρόσκλητη, χωρὶς νὰ τὴν ἐπιδιώκει ἢ νὰ τὴν περιμένει κανείς. Ἀντίθετα, τὸ μεγαλύτερο δεινὸ εἶναι οἱ αὐλὲς καὶ οἱ αὐλικοί, ποὺ συνήθως διαμορφώνει συνειδητὰ κανεὶς ἀποδιώχνοντας κάθε ὑπόνοια ὅτι κομίζουν μαζὶ μὲ τὰ κολακευτικά τους λόγια τὸν πνευματικὸ θάνατο. Τὸ μονοπάτι τοῦ σταυροῦ εἶναι ὁ δρόμος πρὸς τὴν ἀνάσταση, ἐνῶ ἡ «λεωφόρος τῆς ἀπωλείας» εἶναι συχνὰ στρωμένη μὲ τὰ ρόδα τῆς «ἐπιτυχίας».

2. Λόγος καὶ Ἔργο

Ὁ λαὸς ἔχει κουραστεῖ ἀπὸ τὰ μεγάλα λόγια. Αὐτὰ τῶν πολιτικῶν μὲ τὴν ξύλινη γλώσσα τους. Αὐτὰ τῶν κάθε λογῆς διαφημιστῶν ποὺ προωθοῦν τὸ προϊόν τους. Αὐτὰ τῶν κάθε λογῆς ἰδεολόγων, ποὺ ἡ ὅποια διαφοροποίησή τους ἐντέλει καταλήγει στὴν ἀπόλυτη συνταύτιση μπροστὰ στὸ γευστικότατο μενοὺ τῆς ἐξουσίας. Αὐτὰ τῶν ἱεροκηρύκων ποὺ κηρύσσουν μὲν Χριστό, ἀλλὰ διόλου δὲν μοιάζουν μὲ τὸν Χριστό.
Ὁ λαὸς εἶναι ἀποφασισμένος νὰ κρίνει τοὺς πολιτικοὺς ἀπὸ τὰ ἔργα τους. Νὰ υἱοθετήσει ἕνα προϊὸν ποὺ ἱκανοποιεῖ πραγματικά. Νὰ σεβαστεῖ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς ὅποιας (σχεδὸν ὅποιας) ἰδεολογίας, ἂν ἡ πολιτεία τους συνάδει μὲ αὐτὰ ποὺ πιστεύουν. Ὁ λαὸς ἀποστρέφεται τὸν πομπώδη ἱεροκήρυκα, ἀλλὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀκολουθήσει τοὺς ἁγίους.
«Οὐδὲ γὰρ οὕτως ἐπισπᾶται τὸν Ἕλληνα νεκρὸς ἀνιστά­μενος, ὡς ἄνθρωπος φιλοσοφῶν»,[3] λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. (Φιλοσοφία, βέβαια, στὴ σκέψη τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς καὶ τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰώνα σήμαινε ἀγάπη γιὰ τὴ σοφία, γιὰ τὴν Ἀλήθεια, γιὰ τὸν Χριστό, καὶ ἑπομένως καθαρὸ λογισμὸ καὶ ἐνάρετο βίο.) Νὰ πρόκειται ἄραγε γιὰ ρητορικὴ ὑπερβολή, τόσο συνηθισμένη στὴ σχολὴ τῆς ἀσιανικῆς ρητορείας; Ἡ ἐρώτηση εἶναι μᾶλλον ρητορική. Γιατὶ ὁ ἱερὸς πατὴρ ἐπανέρχεται στὸ ἴδιο ζήτημα μὲ ποικίλους τρόπους, σὲ διαφορετικὲς χρονικὲς περιόδους τοῦ ἔργου του:
«Κἂν γὰρ θαύματα ποιῇς, κἂν νεκροὺς ἐγείρῃς, κἂν ὁτιοῦν ἐργάσῃ, οὐδέποτέ σε οὕτω θαυμάσονται Ἕλληνες, ὡς ὅταν ἴδωσι πρᾶον καὶ ἥμερον καὶ γλυκὺν παρεχόμενον τρόπον»,[4] λέει ἑρμηνεύοντας τὸν ἀπόστολο Παῦλο.
«Ἡ γὰρ διὰ τῶν ἔρ­γων καὶ τῶν σημείων ἀπόδειξις τῆς διὰ τῶν λόγων πολλῷ σα­φεστέρα»,[5] ἔχει τονίσει ἄλλοτε στὴν ἴδια εὐρύτερη συνάφεια.
Ἐνῶ, παρατηρώντας τὴν ἔκπτωση καὶ τὴν προϊούσα ἀδυναμία τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου, ἀδυναμία στὴ συγκρότηση καὶ προσφορὰ νοήματος ζωῆς, κοιτώντας κατόπιν πρὸς τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ χριστιανικοῦ ποιμνίου, παρὰ τὴ δυναμικὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια, διαπιστώνει μὲ πίκρα: «Τῶν μὲν δογμάτων τῶν παρ' ἑαυτοῖς πάλαι κατέγνωσαν, καὶ τὰ ἡμέ­­τερα δὲ ὁμοίως θαυμάζουσιν· ἐκ τοῦ βίου δὲ ἡμῶν κωλύ­ο­νται».[6]
Ὁ βίος πρέπει νὰ συνάδει μὲ τὸ λόγο, καὶ ὅσο ὑψηλότερα εἶναι τὰ νοήματα, τόσο πιὸ ἐνάρετος πρέπει νὰ εἶναι ὁ βίος.
Ἡ λαϊκότροπη ἔκφραση «μοῦ κάνει κήρυγμα» εἶναι δηλωτικὴ τῆς ἀπέχθειας ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς ὅταν τὸν καλοῦν νὰ ἐφαρμόσει τὸ ἔνα ἢ τὸ ἄλλο, ἰδίως ἐὰν δὲν εἶναι βέβαιο ὅτι ἀναγνωρίζεται ἡ πρὸς τοῦτο ἁρμοδιότητα τοῦ κήρυκος – εἴτε ὁ λόγος γιὰ τὸν ἱεροκήρυκα εἴτε γιὰ ἕναν ἁπλὸ γονιό· καὶ ἡ ἀπέχθεια διογκοῦται ἐὰν τυχὸν ἐμφιλοχωρήσει ἡ ὑπόνοια ὅτι ὁ κήρυκας δὲν ἐφαρμόζει ὁ ἴδιος τὰ διδάγματα.
Καὶ μόνο αὐτὴ ἡ σκέψη, τῆς ἐφαρμογῆς τῶν διδαχῶν, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἱκανὴ γιὰ νὰ περιορίσουμε τὴ διάθεσή μας νὰ εἴμαστε ὁδηγοὶ ψυχῶν· ἀλλὰ πάλι ἡ ζωὴ ἀποδεικνύει τὸ ἀντίθετο. Πολὺς λόγος, λίγη σιωπὴ χαρακτηρίζει γενικῶς τὴ ζωή μας, σὲ ὅλες τὶς κοινωνικές της ἐκδηλώσεις.
Ἐντούτοις, ὁ στόχος τῶν παραπάνω σκέψεων δὲν εἶναι νὰ ἀποθαρρύνουμε ὅσους προσπαθοῦν. Κάθε ἄλλο. Γιατὶ ἡ δύναμή μας διὰ τῆς χάριτος «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»,[7] ὅπως διδάσκει ὁ μακάριος Παῦλος καὶ βιώνει ἡ συνόλη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀπαρχὴ τῆς Πεντηκοστῆς.
Σήμερα, μαζὶ μὲ τὶς δυσκολίες, ὑπάρχουν καὶ νέες δυνατότητες. Ὁ ἱεροκήρυκας δὲν εἶναι συνήθως πιὰ ὁ περιοδεύων μορφωμένος ἐκεῖνος ἀνὴρ ποὺ θὰ μεταφέρει τὰ φῶτα του σὲ μιὰ τοπική, πιὸ καθυστερημένη κατὰ τεκμήριο κοινωνία. Αὐτὰ ἀνήκουν στὸ παρελθόν. Ὁ ἱεροκήρυκας εἶναι συνήθως ὁ ἱερουργός, πατέρας καὶ ποιμένας τῆς ἐνορίας, τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἔχει κάθε δυνατότητα –καὶ κάθε δυνατότητα γεννᾶ καὶ ἕνα ἀντίστοιχο χρέος–[8] νὰ διδάξει περισσότερο μὲ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο του, μὲ τὸ ἴδιο του τὸ πα­ρά­δειγμα, παρὰ μὲ λόγια. Ἡ συνταγὴ αὐτὴ εἶναι ὁ ἀλάνθαστος παράγοντας ἐπιτυχίας τοῦ κηρύγματος σὲ ὅλες τὶς περιόδους, ἀλλὰ κυρίως κατὰ τὴν πρω­τοχριστιανικὴ ἐποχὴ ἐξάπλωσης τοῦ χριστιανισμοῦ.[9] Ἡ λειτουργία τῆς κοινότητας, τῆς ἐνορίας, ἡ ζεστασιὰ καὶ ἡ ἰσορροπημένη σχέση τῶν μελῶν, μακριὰ ἀπὸ προσωπολατρίες καὶ ὁμαδοποιήσεις[10] εἶναι ὁ θεμε­λιώδης ἐκεῖνος λίθος ποὺ θὰ ἐμπνεύσει τὸ σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέα καὶ θὰ καταστήσει τὰ ὦτα εὐεπίφορα στὰ μηνύματα καὶ μιᾶς περισσότερο λεκτικῆς διδαχῆς. Ἂς κρατήσουμε καὶ αὐτὴ τὴν εὐστοχότατη ρήση τοῦ Χρυσοστόμου: «οὐ­δὲν οὕτω πρὸς διδα­σκα­λίαν ἐπαγωγὸν ὡς τὸ φιλεῖν καὶ φιλεῖσθαι».[11]
Ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἀστικὲς ἐνορίες, ὅπου ὁ κόσμος ὄχι μόνο προσέχει στὸ κήρυγμα, ἀλλὰ ἐπιζητεῖ νὰ παραμείνει καὶ μετὰ τὴ θεία Λειτουργία γιὰ νὰ ἐμβαθύνει περαιτέρω καὶ νὰ τὸ συζητήσει. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς οἱ ἱερεῖς δὲν εἶναι πρόσωπα μὲ ξεχωριστὰ ρητορικὰ ταλέντα ἢ γνώσεις ἀσυνήθεις, εἶναι ὅμως τὰ πρόσωπα–καταλύτες, ποὺ συστηματικὰ καὶ ἀδιάλειπτα διευκολύνουν τὴ συνάντηση τῶν μελῶν τῆς κοινότητας σὲ κλίμα ἀδελφοσύνης καὶ ἀγάπης.
Ὁ τρόπος ποὺ στέκεται ὁ ἐφημέριος μέσα στὴν κοινότητα θὰ γεννήσει ἢ ὄχι τὸ σεβασμό. Ἡ ζωή του, ἡ ἀποδοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τοὺς ἐνορίτες, ἡ δυσκολότερη ὅλων τῶν ἀρετῶν ταπείνωση, ποὺ καμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴ μανιερίστικη ψευδοταπεινολογία –νοσηρὸ ἴδιο πολλῶν εὐσεβῶν– θὰ εἶναι τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ θὰ πείσουν. Τὸ κήρυγμα δὲν εἶναι ἀσυνάρτητο ἀπὸ τὴν ὅλη ζωὴ τῆς ἐνοριακῆς κοινότητας. Πολὺ δὲ περισσότερο: συναρτᾶται ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἐνοριακὴ κοινότητα μὲ «πρῶτο βιολί» τὸν ἱερέα ἐντάσσεται στὴν εὐρύτερη κοινότητα καὶ τὴν κοινωνία.

3. Ἡ Σπουδαιοφάνεια τοῦ Ὕφους

Γιὰ νὰ ξαναγυρίσουμε στὸ ζήτημα τοῦ φαρισαϊσμοῦ, πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι κάθε μορφὴ σπουδαιοφάνειας συνιστᾶ μορφὴ ὑποκρισίας, ἀκόμα καὶ κλοπῆς, καθὼς ἀποτελεῖ ταυτόχρονα ἀπόπειρα ἰδιοποίησης καὶ προσπορισμοῦ δόξας καὶ ἐξουσίας ποὺ δὲν ἀνήκει φυσιολογικὰ στὸν ἱεροκήρυκα ἀλλὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἱερατικὸς λόγος σήμερα λίγες φορὲς χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἁπλότητα. Συνήθως διαθέτει ἕναν τόνο ἰδιαίτερο, ἕνα στόμφο χαρακτηριστικό, ποὺ παρόμοιο μάλιστα οὐδέποτε συναντᾶ κανεὶς σὲ ἄλλους χώρους. Δὲν θὰ ἀναλωθοῦμε σὲ ἀναλυτικὲς περιγραφὲς αὐτοῦ ποὺ εἶναι λογικὰ σὲ ὅλους γνωστό, καὶ ποὺ συνήθως παρουσιάζεται εὐφημιστικὰ ὡς «ἱεροπρέπεια». Τὶς τελευταῖες μάλιστα δεκαετίες, τὰ κηρύγματα διανθίζονται ἀπὸ πατερικὰ ἐδάφια καὶ ἀποκτοῦν ἕναν ἐπίπλαστο λογιοτατισμὸ ποὺ ἐπικαλεῖται τὴν Πατερικὴ παράδοση.[12] Εἶναι ὅμως ἔτσι;
Οἱ μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, κηρύσ­σοντας στὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς τους, χρειάστηκε ὄντως νὰ προσφύγουν σὲ ἕναν πιὸ λόγιο γλωσσικὸ τύπο σὲ σχέση μὲ τὴ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ γλώσσα τους εἶναι ἕνα μοναδικὸ κατόρθωμα, καὶ πέρα ἀπὸ τὸ περιεχόμενό της σὲ θεολογικὰ νοήματα, καθὼς συνδυάζει τὸ κύρος καὶ τὴν αὐθεντία μὲ τὴ δυνατότητα ἐπικοινωνίας καὶ πρόσληψης τοῦ λόγου ἀπὸ τὸ ἀπαίδευτο κατὰ κανόνα ποίμνιό τους. Τὸ ἴδιο ὅμως αὐτὸ ποίμνιο ἐνδεχομένως δὲν θὰ πρόσεχε καθόλου, ἂν δὲν μποροῦσε νὰ θαυμάσει τὶς ρητορικὲς ἀρετὲς τῶν ἱεροκηρύκων, ἔχοντας ὡς πρότυπο προφορικοῦ λόγου τὴν ἐντυπωσιακὴ ρητορικὴ τέχνη ποὺ καλλιεργοῦσαν οἱ ἐθνικοὶ καὶ διδάσκονταν οἱ νέοι στὸ πλαίσιο τῆς ἐγκυκλίου παιδείας τους.[13]
Μὲ τὸ ἴδιο θεολογικὸ σκεπτικό, καὶ ὑπηρετώντας τὸ πνεῦμα τῆς θεολογικῆς, πατερικῆς μας παράδοσης, ἐπιβάλλεται σήμερα ἡ ἀκριβῶς ἀντίστροφη κίνηση ἀπὸ αὐτὴ τῶν μεγάλων Πατέρων τοῦ 4ου αἰ. Ἀπομάκρυνση ἀπὸ ἕναν –καταχρηστικὰ ἂς τὸν ὀνομάσουμε– σύγχρονο ἀττικισμό, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἀσιανισμό, ἀπὸ τὴ φρίκη τῆς σπουδαιοφάνειας καὶ τοῦ στόμφου στὸν κηρυκτικὸ λόγο. Σήμερα, ὁ χριστιανικὸς λόγος χρειάζεται κατεξοχὴν ἐκδημοκρατισμό, κυρίως στὸν τρόπο τῆς γλωσσικῆς ἐκφορᾶς του. Less is more, εἶναι μιὰ σύγχρονη αἰσθητικὴ ἀρχή, μὲ παγκόσμια ἀκτινοβολία, ποὺ ἀποσκοπεῖ νὰ ἐξισορροπήσει τὸν κορεσμό, τὴν ὑπεραφθονία καὶ τὴν ψευδεπίγραφη δημιουργία ἐπίπλαστων ἀναγκῶν.
Αὐτὸ θὰ ἦταν μιὰ κατ’ οὐσίαν μίμηση τῶν Πατέρων. Ἄλλωστε, πέρα ἀπὸ τὴν κάπως λογιότερη ἐπιλογὴ τῶν Πατέρων χάριν τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ περιβάλλον τους, τὸ ἐπιθυμητὸ ὕφος τοῦ κηρύγματος τὸ ἔδειξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι καὶ ὁ μόνος ὁδοδείκτης, ἀκριβέστερα «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».[14]
Πῶς ὅμως θὰ ἀντιληφθεῖ ἕνας ἱερέας τὰ μηνύματα μιᾶς ἐποχῆς ἂν δὲν ἀναμειχθεῖ μὲ τὸν κόσμο; Καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτὸ ἂν δὲν διατηρεῖ ἁπλότητα πνεύματος, ἀνοιχτὲς κεραῖες καὶ ἑτοιμότητα ὄχι πάντα νὰ διδάσκει, ἀλλὰ καὶ νὰ διδάσκεται;
Δυστυχῶς, εἶναι γεγονὸς ὅτι ἄνθρωποι ποὺ δὲν διαθέτουν πραγματικὰ προσόντα γιὰ κανένα ἐπάγγελμα, καταφεύγουν κάποτε στὸν κλῆρο. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν καὶ ἐξαίρετα πρόσωπα ἀπὸ κάθε ἄποψη ποὺ διακονοῦν τὸν κλῆρο. Ἐπίσης, οὐδόλως πρέπει νὰ μᾶς ἐντυπωσιάζουν οἱ περιπτώσεις ἐκεῖνες ἐπιστημόνων ποὺ γίνονται ἱερεῖς γιατὶ κατὰ βάθος ἐπιζητοῦν νὰ συγκεντρώσουν πολλαπλὲς μορφὲς ἐξουσίας γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό τους.
Τὸ πρότυπο εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ γίνονται ἱερεῖς γιατὶ θέλουν νὰ εἶναι εἰς τύπον Χριστοῦ, αἴροντας τὸν σταυρό Του. Προτοῦ μοιραστοῦν τὴ δόξα, θὰ μοιραστοῦν τὴ θυσία καὶ τὴ διακονία, θὰ εἶναι πρόθυμοι νὰ ὑποταχθοῦν στὸν κόσμο, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐκκοσμίκευσης ἀλλὰ τῆς ἀποταγῆς τοῦ ἰδίου θελήματος, τῆς διακονίας. Ὅπως ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐκπληρώνοντας τὴν προφητεία «μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη»[15] ἢ ὁ Παῦλος ποὺ ἔγινε «τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος».[16]
Καὶ βεβαίως ἄλλοι ἐξ αὐτῶν θὰ ἀγαποῦν τὴν τέχνη, ἄλλοι τὴν ἐπιστήμη, ἄλλοι τὶς δεξιότητες τῶν χεριῶν, ἄλλοι τὸν ἀθλητισμὸ καὶ ὅλοι τὴν ἐργασία καὶ τοὺς ἀθρώπους.
Γιὰ νὰ γυρίσουμε στὸ παράδειγμα τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰώνα ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς, ὁ ἐπιλεγόμενος καὶ Ἀποστάτης, ἤθελε νὰ ἐκδιώξει τὰ χριστιανόπουλα ἀπὸ τὰ θύραθεν σχολεῖα καὶ κυρίως νὰ ἀποκλείσει τοὺς χριστιανοὺς δασκάλους ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἀρχαίων κειμένων. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἂν ἡ μελέτη τῶν δικῶν σας γραφῶν εἶναι ἀρκετή, γιατί μορφώνεστε καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων;»[17] Εἶναι γνωστή, σθεναρὴ καὶ ποικιλότροπη ἡ ἐπ’ αὐτοῦ ἀντίδραση τῶν Πατέρων. Σήμερα ὅμως δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἐθελοντικὰ περιπίπτουμε σὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς ὑπέδειξε μὲ ὑποβολιμαίους σκοποὺς ὁ παραβάτης αὐτοκράτωρ,[18] δηλαδὴ τὴν ἀμορφωσιά.
Σήμερα ἔχουμε τὴν τάση νὰ κλεινόμαστε στὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ συντηροῦμε θεσμοὺς γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν ἱερέων, τῶν ὁποίων ἡ ποιότητα εἶναι ἀμφίβολη. Παιδεία ὅμως σημαίνει πνεῦμα ἀνοιχτό, πνεῦμα κριτικὸ καὶ εὐρύ. Θεολογία ἀσφαλῶς σημαίνει ἀγάπη στὸν Θεό, καὶ ἀγάπη στὸν Θεὸ σημαίνει καὶ ἀγάπη στὸ δημιούργημά Του, ποὺ εἶναι κόσμος. Γιατὶ ὅλη ἡ ἀσκητικὴ παράδοση δείχνει πὼς ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ μὲ μονομέρεια καὶ ἀποκλειστικότητα, τελικῶς δὲν ἀγαπᾶ οὔτε Αὐτόν.[19]
Μικρότερη σπουδαιοφάνεια καὶ μεγαλύτερη σπουδαιότητα εἶναι τὸ ἀναγκαῖο στὸ κήρυγμα σήμερα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μᾶς διδάσκει: «Ἓν δίδασκε φοβεῖσθαι μόνο, τὸ λύειν τὴν πίστην ἐν τοῖς σοφίσμασι. Οὐ δεινὸν ἡττηθῆναι λόγῳ, οὐ γὰρ πάντων ὁ λόγος· δεινὸν δὲ ζημιωθῆναι θεότητα, πάντων γὰρ ἡ ἐλπίς».[20]

4. Πρόξενος Λύπης ἢ Ρυθμὸς Χαρᾶς;

Ἕνα ἄλλο συναφὲς πρόβλημα τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος εἶναι ἡ κατήφεια ποὺ γεννᾶ. Εἶναι ἄλλο ζήτημα ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας, ἢ ἡ διαρκὴς μνήμη θανάτου, ἢ ἡ χριστιανικὴ χαρμολύπη γενικά, καὶ ἄλλο ὁ ἀτέλειωτος καταγγελτικὸς λόγος, ὁ ὁποῖος ἐντέλει δὲν γεννᾶ τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἐνοχές. Ἡ ἐνοχικότητα ὅμως εἶναι καρπὸς μιᾶς νομικιστικῆς θεώ­ρη­σης τῶν πραγμάτων, μιᾶς μᾶλλον δυτικῆς θεολογικῆς σκέψης, ὄχι τῆς ἀναστάσιμης πεποίθησης τῆς χριστιανικῆς ἀνατολῆς.
Καὶ ἐνῶ οὔτε οἱ ἐνοχὲς οὔτε κὰν ἡ μεταμέλεια συνιστοῦν πραγματικὴ μετάνοια, καὶ τὸ ὄφελος εἶναι κατὰ συνέπεια ἀνύπαρκτο, ἡ ζημία ποὺ συντελεῖται εἶναι μεγάλη. «Ψυχὴ γὰρ ἅπαξ ἀθυμίας πλησθεῖσα, πρὸς πᾶσαν ἀκρόασίν ἐστιν ἀνεπιτήδειος»,[21] μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ μεγάλος ρήτορας καὶ θεολόγος ἦταν καὶ παρατηρητικότατος ψυχολόγος.
Τὸ ἴδιος ἐπισημαίνει μὲ ἄλλα λόγια καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Κυνικῆς δὲ [φιλοσοφίας], τό μεν ἄθεον διαπτύσας, τό δε ἀπέριττον ἐπαινέσας, τοῦτό ἐστιν ὃ νῦν ὁρᾶτε, κύων κατὰ τῶν ὄντως κυνῶν καὶ φιλόσοφος κατὰ τῶν ἀσόφων καὶ Χριστιανὸς ὑπὲρ πάντων, καὶ νικῶν μὲν τὴν ἐκείνων αὐθάδειαν τῇ τοῦ σχήματος ὁμοιότητι, τῶν δὲ παρ’ ἡμῖν ἔστιν ὧν τὴν ἀπειροκαλίαν τῇ καινότητι τοῦ ἐνδύματος δεικνύς, ὅτι μὴ ἐν μικροῖς τὸ εὐσεβές, μηδὲ ἐν τῷ κατηφεῖ τὸ φιλόσοφον, ἀλλ’ ἐν ψυχῆς στερρότητι καὶ διανοίας καθαρότητι…».[22] Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο (καὶ τὸν τιμώμενο φιλόσοφο Ἡρῶνα) ἡ φιλοσοφία δὲν βρίσκεται στὴν κατήφεια, ἀλλὰ στὴ σταθερότητα τῆς ψυχῆς καὶ στὴν καθαρότητα τῆς διανοίας.
Ἡ κατάχρηση τοῦ καταγγελτικοῦ λόγου, μιὰ διαρκής, ἀφόρητη γκρίνια, δὲν ἀφορᾶ τοὺς συντηρητικοὺς μόνον, ἠθικολόγους ἱερεῖς. Ἀφορᾶ καὶ ἐκείνους ποὺ ὑπεραμύνονται τοῦ ἔθνους, λὲς καὶ ὁ δικός τους λόγος εἶναι τὸ βαρὺ ἐκεῖνο πυροβολικό, τοῦ ὁποίου ἡ ὑπεροπλία εἶναι ἀκαταμάχητη καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτᾶται ὄντως ἡ ἔκβαση τῶν ἐθνικῶν ζητημάτων. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν θεολογικὸ λόγο ὅσων ἀπὸ ἐμᾶς ἐπιδιώκουμε μιὰ θεολογικὴ καθαρότητα μέσα ἀπὸ μιὰν ἀχάριστη καὶ φορτικὴ μικρολογία. Τὸ ἴδιο ὅμως θὰ ἴσχυε καὶ γιὰ κάθε πολιτικὰ ὀρθὴ τοποθέτηση, δεξιόφρονη ἢ ἀριστερόφρονη, ποὺ συρρικνώνει ἀνεπιγνώστως τὸ νόημα τοῦ κηρύγματος ἀπὸ τὸ μεῖζον στὸ ἔλασσον, ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὰ ἥσσονος σημασίας βασίλεια τοῦ δικοῦ μας μικρόκοσμου.
Στὸ κήρυγμα δὲν ἀποκλείεται ὁ καταγγελτικὸς λόγος. Προέχει ὅμως ὁ θετικὸς λόγος. Ὅταν ἔχουμε μπροστά μας τὸν πολύτιμο μαργαρίτη, τὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι κρίμα νὰ ἀποστρέψουμε τὸ βλέμμα γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν ὅποια βορβορώδη γύρω μας πραγματικότητα.
Τὸ Εὐαγγέλιο, τὰ ἀποστολικὰ κείμενα, ἡ τυχὸν γιορτὴ τῆς ἡμέρας, παρέχουν ἀξιολογότατες ἀφορμές. Ἡ ἑρμηνεία τους εἶναι σημαντική, καὶ πρέπει νὰ λαμβάνει ὑπόψιν τὸ μέσο ἐπίπεδο τοῦ ἀκροατηρίου. Ἂς μὴν προϋποθέτουμε θεολογικὴ γνώση, παιδεία καὶ ἐμπειρία. Ἂς θεωρήσουμε ὅτι ἔχουμε ἀρχάριους μαθητές, κάθε φορὰ δὲ ἀρχάριους, ἀφοῦ τὸ ἐκκλησίασμα ἐναλλάσσεται, καὶ ὁ σποραδικὸς ἐπισκέπτης εἶναι κατ’ οὐσίαν ξένος πρὸς τὴ λειτουργικὴ ζωή. Ἂς δώσουμε κάποια εἰσαγωγικὰ στοιχεῖα, στοιχεῖα ἱστορίας ἐποχῆς. Γιατί ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο; Τί σήμαινε αὐτὸ στὴ συγκεκριμένη συνάφεια; Ἂς δώσουμε κάποιες νύξεις, κάποιες κατευθύνσεις. Ἂς μὴν θεωρήσουμε ὅτι μποροῦμε νὰ ἐξαντλήσουμε νοηματικὰ τὴ σχολιαζόμενη περικοπή, καὶ ἂς ἐνθαρρύνουμε καὶ τὴν πρωτοβουλία στὸν ἀκροατή, παρέχοντάς του ἀνοιχτὰ ἐρεθίσματα, νὰ σκεφτεῖ τί μπορεῖ νὰ τὸν συγκινεῖ, τί μπορεῖ νὰ σημαίνει γι’ αὐτὸν σήμερα τὸ θέμα τοῦ κηρύγματος.
Καλὸ εἶναι τὸ κήρυγμα νὰ ἔχει ἕναν ἐσωτερικὸ ρυθμό, καὶ συνάμα καθαρότητα καὶ σαφήνεια. Αὐτὸ ὅμως συνεπάγεται μιὰ χάρη τοῦ λόγου, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἀπαραιτήτως ἔμφυτη, ἀλλὰ καλλιεργεῖται. Σημαίνει ἐπίσης καὶ καλὴ προετοιμασία.
Ἔτυχα μπροστὰ σὲ διάλογο κάποιου ἱερέα μὲ γνωστὸ λαϊκὸ θεολόγο. Ὁ ἱερέας εἶχε κηρύξει στὸ εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας. Τὸ μισό κήρυγμά του ἦταν σφριγηλό, πλῆρες νοηματικῆς συνάφειας καὶ ἀλληλουχίας, εἶχε σαφήνεια καὶ χάρη. Ἀπὸ τὴ μέση καὶ πέρα ὅμως ἄρχισε κάπως νὰ δυσκολεύεται, νὰ χάνει τὰ λόγια του, νὰ κλωθογυρίζει στὸ ἴδιο σημεῖο, καὶ νὰ μὴν βρίσκει καθόλου τὸ δρόμο γιὰ τὴν κατακλείδα, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ λόγος του νὰ διαρκέσει στὸ σύνολο 20 λεπτά. Συζητώντας το ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ τὸν λαϊκὸ θεολόγο, τοῦ ἐκμυστηρεύτηκε πόσο φόρτο ἐργασίας καὶ κόπωση εἶχε τὴν προτεραία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἑτοιμάσει μόνο τὸ μισὸ κήρυγμά του καὶ γιὰ τὸ ὑπόλοιπο νὰ ἀφεθεῖ στὴν ἐπίνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ λαϊκὸς θεολόγος τοῦ σχολίασε σκωπτικά: «Αὐτὸ ποὺ εἶπες ἐσύ, πάτερ, ἦταν πολὺ καλό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως τὰ ἔκανε μαντάρα!»
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὄντως μπορεῖ καὶ νὰ “ἐκπνεύσει” γιὰ κάποιους ποὺ ἐνῶ δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ καταβάλουν τὸν ἀνθρώπινό τους μόχθο θεωροῦν ὅτι τὸ “κατέχουν”. Ἀντιθέτως, μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσει ἀνθρώπους ποὺ μοιάζουν μὲ τὰ λιθάρια, τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ γίνουν τέκνα στὸν Ἀβραάμ.[23] Ἐμεῖς ἐπιζητούμε νὰ κατεχόμεθα ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀντίθετα, ὁ Παράκλητος δὲν εἶναι ἀπὸ κανέναν ἀτομικὰ διακατεχόμενος.

5. Τὸ Κατεξοχὴν Κήρυγμα

Τὸ Εὐαγγέλιο κηρύσσεται, ἀναγγέλλεται, διατρανώνεται, διαλαλεῖται. Ὅπως κάθε καλὸ πραγματικὰ νέο ποὺ ἀφορᾶ τὴ ζωή. Καὶ τί μπορεῖ νὰ ἀφορᾶ τὴ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ τὴν ὁριστικὴ νίκη τοῦ θανάτου, ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔγινε πρόξενος καὶ τῆς δικῆς μας ἀθανασίας; Ἢ θὰ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπο μὲ ἀμφιβολία, δυσπιστία ἢ καὶ θυμὸ γιὰ κάτι ποὺ ἐνδέχεται νὰ θεωρήσεις ἐμπαιγμό, ἢ θὰ ἀκολουθήσεις γιὰ πάντα…
Θὰ ἀκολουθήσεις αὐτὸν ποὺ κηρύσσει, τὸν ἀπόστολο Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι ἂν βρίσκεται στὴν ἀγορὰ ἢ στὴ συναγωγή, ἂν κηρύττει κατὰ τὴν ἱερὴ στιγμὴ τῆς θείας Λειτουργίας ἢ μέσα στὸ βορβορῶδες καταγώγιο τῆς φυλακῆς. Ἡ ἱερότητα τοῦ κηρύγματος δὲν σχετίζεται μὲ χωροχρονικὲς συνιστῶσες ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο τὸ μήνυμα. Ὁ Χριστός, ὁ ἔνσαρκος προαιώνιος Λόγος, ἐσκύλευσε τὸν Ἅδη, διέρρηξε τὸ κράτος τοῦ θανάτου, τοῦ χώρου, τοῦ χρόνου καὶ τῆς φθορᾶς... Μᾶς εἰσήγαγε στὴ νέα ἐσχατολογικὴ πραγματικότητα, μᾶς χάρισε τὴν ἐλπίδα…
Τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ἀναστάσιμο μήνυμα εἶναι τὸ κήρυγμα ἐν αὐστηρᾷ θεολογικῇ ἐννοίᾳ.
Τὸ κήρυγμα ὅπως τὸ νοοῦμε καὶ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε σήμερα δὲν εἶναι παρὰ μιὰ συρρίκνωση τῆς αὐθεντικῆς ἐννοίας του κηρύγματος, ἴσως δὲν εἶναι παρὰ μιὰ σκιά…
Ὅσο προσπαθοῦμε νὰ ἐπιλύσουμε τὰ προβλήματα τοῦ κηρύγματος ὡς σκιᾶς, τόσο φαίνεται ὅτι ἐπιχειροῦμε τὴν ἐμπέδωση τοῦ σκιώδους χαρακτήρα του, τόσο μεγαλύτερη ἀλλοτρίωση ὑφιστάμεθα καὶ ἄλλο τόσο ματαιοπονοῦμε.

6. Ἡ Πλευρὰ τοῦ Δέκτη

Βαριέμαι! Δὲν ὑπάρχει χριστιανὸς γονιὸς ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἀκούσει τὸ ρῆμα αὐτὸ σὲ συνάρτηση μὲ τὴ θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς ἀπὸ τὸ παιδί του. Εἶναι συχνὸ φαινόμενο νὰ βαριέται σήμερα στὸ κήρυγμα ἕνας ἔφηβος, μιὰ κουρασμένη μάνα, ἕνας ἀνυπόμονος ἡλικιωμένος, ἕνας ἄνδρας ποὺ δὲν νιώθει πὼς ὁ ἱερέας θὰ τοῦ προσθέσει κάτι στὴ συγκρότησή του. Ἴσως νὰ εἶναι σημεῖο τῶν ἐπιπόλαιων καιρῶν μας, ἢ νὰ μαρτυρεῖ τὴ σαθρὴ πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας –  ὄχι κάποιων ἄλλων, τὴ δική μας.
Ὁ δέκτης εἶναι κουρασμένος, κορεσμένος. Εἶναι στὴ ζωή του δέκτης χιλιάδων μηνυμάτων. Αἰσθάνεται τὸ κήρυγμα ὡς ἄλλη μιὰ διαφήμιση, σὲ ἕναν κατακλυσμὸ διαφημίσεων. Γιατί νὰ “ἀγοράσει”;
Εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ δέκτης τοῦ κηρύγματος δὲν θὰ “ἀγοράσει” ἂν δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη γιὰ ἕνα νόημα ζωῆς, ἢ ἂν τὸ κήρυγμα δὲν εἶναι κατάλληλο καὶ ἱκανοποιητικὸ ὥστε νὰ τὸ προσφέρει. (Τὸ νόημα τῆς ζωῆς εἶναι βέβαια ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος Κύριος στὸ ποτήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, καὶ τὸ κήρυγμα μόνο χρέη διερμηνείας ἐπιτελεῖ – καλὸν εἶναι νὰ μὴν τὸ λησμονοῦμε.)
Τὸ ζήτημα ὅμως τῆς ἱκανοποίησης εἶναι ἐπίσης ζήτημα σχετικό. Συχνὰ οἱ πιθανοὶ ἀναγνῶστες αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου καὶ περὶ τὸ κήρυγμα ἐνδιαφερόμενοι, ἰδίως δὲ ἐὰν εἴμαστε λαϊκοὶ θεολόγοι, εἴμαστε οἱ αὐστηρότεροι κριτές. Μιὰ ὑπόγεια ζήλεια φαίνεται νὰ μᾶς διακατέχει, μιὰ δίκαιη ἢ ἄδικη –ἀδιάφορο– ἐντύπωση ὅτι ἐμεῖς θὰ τὰ καταφέρναμε καλύτερα. Εὐθύνη ὅμως γιὰ τὴ λειτουργία τῆς ἐνορίας δὲν ἔχουν μόνο οἱ ἱερεῖς. Ἔχουν καὶ οἱ ἐν ἐπιγνώσει ἐνορίτες, ποὺ ἂν καὶ δυσανασχετοῦν καθὼς συνήθως δὲν τοὺς δίνεται ὁ λόγος, μποροῦν νὰ μιλήσουν καὶ νὰ διδάξουν τὰ μέγιστα μὲ τὴ γενικὴ στάση τους.
Οἱ ἐνορίτες μπορεῖ νὰ γνωρίζουμε πολλά, ἴσως περισσότερα ἀπὸ τὸν ἱερέα. Αὐτὸ σήμερα δὲν εἶναι διόλου ἀσύνηθες, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργεῖ ὡς πλεονέκτημα καὶ ὄχι ὡς μειονέκτημα στὶς ἐνορίες. Ἡ πολλαπλότητα τῶν χαρισμάτων εἶναι ζωογόνα ἂν δὲν γίνεται πεδίο ἀνταγωνισμοῦ.
Κάποτε οἱ ἐνσυνείδητοι ἐνορίτες νομίζουμε ὅτι τὰ ξέρουμε ὅλα. Αὐτὸ εἶναι ἀφενὸς ἀφ’ ἑαυτοῦ μιὰ ὑπερβολή,[24] καὶ ἀφετέρου εἶναι μιὰ σκέψη ποὺ ἀντιτάσσεται σὲ κάθε πρόοδο, δηλώνει συντηρητισμὸ καὶ στεῖρο γεροντισμὸ – μὲ τὴν κοινὴ ἔννοια τοῦ γεροντικοῦ πείσματος καὶ ὄχι τὴ θεο­λο­γικὴ σημασία. Ἂν ἐπαιρόμαστε γιὰ τὴ θεολογική μας αὐτο­συνει­δησία, ὀφείλουμε νὰ περιορίσουμε τὴν «ἐπιλογὴ ἐνοριῶν» –δὲν πρόκειται γιὰ ἐπιλογὴ σκηνῆς σὲ θεατρικὴ παράσταση– καὶ νὰ σκεπάζουμε τὸ κατὰ δύναμιν τὸ ἐλάττωμα τοῦ ἱεροκήρυκα. Ὀφείλουμε μεγαλύτερη ἀγάπη, ἀνοχὴ καὶ ταπείνωση.
Τέλος, πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὑπόψιν ὅτι τὸ ἀκροατήριο ἑνὸς κηρύγματος εἶναι ποικίλο, καὶ νὰ δείχνουμε διάθεση ἀλληλοπεριχώρισης πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας.
Γιὰ τὴ διαφορετικὴ ταχύτητα τῶν ποικίλων ἀκροατῶν τοῦ κηρύγματος, κάνει λόγο ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπισημαίνοντας: «Βέλ­τιον γὰρ μικρὸν διασκάπτοντες χωρίον, καὶ πρὸς τὸ βάθος καταβαίνοντας πολὺν τῶν ἀναγκαίων εὑρίσκειν τὸν θησαυρόν [...] Καίτοι οἶδα πολλοὺς πρὸς τὴν βραδύτητα ταύτην δυσχεραίνοντας· ἀλλ' οὐ μέλει μοι τῆς ἐκείνων κατηγορίας, ἀλλὰ μέλλει μοι τῆς ἡμετέρας ὠφελείας. Οἱ ὀξύτερον βαδίζειν δυνάμενοι τοὺς βραδυτέρους τῶν ἀδελφῶν ἀναμενέτωσαν· οὖτοι μὲν γὰρ ἐκείνους ἀναμεῖναι δύνανται, οἱ δὲ ἀσθενέστεροι πρὸς ἐκείνους ἑαυτοὺς παρεκτεῖναι οὐκ ἰσχύουσι».[25] Οἱ ταχύτεροι, οἱ ἰσχυρότεροι πνευματικὰ ἔχουν χρέος νὰ ἀναμένουν τοὺς ἄλλους καὶ νὰ τοὺς βοηθοῦν νὰ σπεύσουν ὅσο μποροῦν. Ὄχι τὸ ἀντίστροφο. Ἀλλιῶς μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ ἀτομικὴ πορεία καὶ ἀτομικὴ σωτηρία, ὄχι γιὰ κοινότητα, πρόσωπο καὶ κοινὴ ἐσχατολογικὴ προσδοκία.

7. Ἡ Θέση τοῦ Κηρύγματος στὴ Ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας Γενικά
Κλείνουμε ἐπισημαίνοντας ἐν τάχει τὴ σημασία τοῦ κηρύγματος, ποὺ συχνὰ ὑποτιμᾶται πρὸς ὄφελος μιᾶς βιωματικῆς, κατ’ ἀκρίβειαν θολῆς συναισθηματικῆς θεολογίας, ποὺ εἶναι σήμερα τῆς μόδας. Κι ἐνῶ ἐμφανίζεται ὡς ἀναζωπύρωση τῆς πατερικῆς παράδοσης, ἀφοῦ μιὰ θεολογία ἀκαδημαϊκὴ εἶχε ἐξορίσει τὸ βίωμα, καὶ  κατ’ οὐσίαν τὴν ἴδια τὴν πίστη, κρύβει καὶ πολλὲς παγίδες.
Ὅλα τὰ μυστικιστικὰ ρεύματα βλέπουν μιὰ συνεννόηση τῶν θρησκειῶν σὲ μιὰ βιωματικὴ ἐνατένιση τοῦ θείου, στὸ πλαίσιο μιᾶς ἐνορατικῆς θεωσιακῆς «θεολογίας». Ἡ ἐλλιπὴς κατάρτιση τῶν περισσότερων θεολόγων (καὶ ἀκόμα χειρότερα τῶν ἁπλῶν ἀλλὰ μετὰ μανίας θεολογούντων, κοντὰ σὲ γεροντάδες καὶ μακριὰ ἀπὸ μιὰ συγκροτημένη σπουδή) σὲ ζητήματα θρησκειολογίας δὲν ἐπιτρέπει νὰ διακρίνει κανεὶς μιὰ ὑπόγεια ἑνοθεϊστικὴ καὶ κατ’ ἐπέκταση πανθεϊστικὴ τάση, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὰ μάλα καὶ τὸ κλίμα τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη εἶναι καθολική: θέλει τὸ βίωμα καὶ τὴ λογικὴ ἐπεξεργασία του, τὴ διαύγεια τοῦ νοῦ καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, τὴ λογικὴ λατρεία, τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὅπως παραδόθηκε στοὺς Πατέρες καὶ σ’ ἐμᾶς, ὅπως ὀφείλουμε νὰ σπουδάζουμε, νὰ γνωρίζουμε καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωροῦσε ὅτι οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ διδάσκονται τὴν πίστη, νὰ γνωρίζουν, νὰ ἐφαρμόζουν ἀλλὰ καὶ κάτι περισσότερο: νὰ διδάσκουν τοὺς ἄλλους μὲ βάση τὰ ὅσα ἔμαθαν στὸ κήρυγμα,[26] ποὺ ἦταν τὸ κύριο ἐργαλεῖο μεταφορᾶς τῆς θεολογικῆς γνώσης, πρόσωπο πρὸς πρόσωπο.
Γι’ αὐτὸ καὶ παρὰ τὴν ἀπέχθεια ποὺ μπορεῖ νὰ αἰσθανόμαστε σὲ μακροσκελὴ καὶ κακὰ κηρύγματα, καὶ παρότι πολλὲς φορὲς μπαίνουμε στὸν πειρασμὸ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι τὸ κήρυγμα καλὸ θὰ ἦταν νὰ ἔλλειπε ἐντελῶς, ὁ δρόμος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ μοχθήσει γιὰ τὴν ἀρτιότητα τοῦ κηρύγματος – μακριὰ ἀπὸ τὴ λογική: «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι».
Ἐδῶ κάναμε λόγο γιὰ τὸ κήρυγμα μὲ τὴν τυπική του ἔννοια, αὐτὸ ποὺ γίνεται στὸ χῶρο τοῦ ναοῦ. Καθὼς ἄλλα ἐργαλεῖα –ὁ λόγος κυρίως γιὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν– ἀλλάζουν χαρακτήρα στὸ πλαίσιο μιᾶς πολυ­πο­λιτισμικῆς κοινωνίας καὶ καθὼς ἡ παιδεία γενικὰ ἀπαξιώνεται καὶ ὁ θεολογικὸς ἀναλφαβητισμὸς βασιλεύει, ὁ δρόμος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν εἰς Χριστὸν διδαχὴ δὲν θὰ εἶναι εὔκολος. Πολλὰ «κεκτημένα», ἀκόμα καὶ ἡ στοιχειώδης γλωσσικὴ κατάρτιση, εἶναι σήμερα ἐκ νέου ζητούμενα. Τὸ κήρυγμα στὸ ναὸ εἶναι ἕνα πολύτιμο ἐργαλεῖο καὶ πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα.
Στὸν σύγχρονο ὅμως κόσμο, ποὺ ἀπεκκλησιοποιεῖται ραγδαῖα, σημασία ἔχει ξανὰ τὸ κήρυγμα ποὺ γίνεται στὴν ἀγορά, στὴν πιάτσα, ἐκεῖ ὅπου συναθροίζονται ἄνθρωποι καὶ συζητοῦνται ἰδέες, προτάσεις καὶ πραμμά­τειες. Ὑπ‘ αὐτὴ τὴν ἔννοια καὶ ἄλλες ἀντισυμβατικὲς μορφὲς τοῦ κηρύγ­μα­τος πρέπει νὰ διερευνηθοῦν καὶ νὰ ὑποστηριχθοῦν θεσμικὰ οἱ σοβαρό­τερες πρωτοβουλίες. Ἐλπίζουμε τὰ ἀθλιότερα τῶν κηρυγμάτων νὰ μὴν τὰ ἀντικα­τα­στήσουν ἄθλιες ἱστοσελίδες, ἄθλια ἔντυπα ἢ ραδιόφωνα, ποὺ ἐπαγ­γέλονται μαζικότητα ἀλλὰ δυστυχῶς καθρεφτίζουν σὲ μεγάλη ἐμβέ­λεια τὸν μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζῆλο καὶ τὴ νοσηρότητα τῶν νεόκοπων αὐτῶν ἱεροκηρύκων. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ θετικές, κάποτε λαμπρὲς προσπάθειες.
Ἡ μόνη δυνατὴ λύση σ’ αὐτὸ τὸν πληθωρισμὸ μιᾶς πραγματικὰ ἀθεολόγητης καὶ ἀκοινώνητης πληροφορίας (ἀντὶ γιὰ τὴν πραγματικὴ κοινωνία τῆς πληροφορίας) εἶναι νὰ ἀσχοληθοῦν σοβαρὰ οἱ ἀνθρωποι ποὺ πρέπει, νὰ βροῦν στήριξη καὶ βοήθεια. Εἶναι ἐπίσης καιρὸς νὰ κατανοήσουν καὶ οἱ κατὰ Γρηγόριον «χειροτονητοὶ θεολόγοι καὶ ἐπίσκοποι» ὅτι καλὸ εἶναι νὰ χτίζονται ναοί, καλύτερα ὅμως νὰ οἰκοδομεῖται ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος.

Πρώτη Δημοσίευση: «Τὸ Κήρυγμα: Μαρτυρία ἢ Μαρτύριο …καὶ ποιοῦ;»: Θεολογία, τόμ. 82, τεῦχ. 2 (Ἀπρ.-Ἰουν. 2011), σσ. 221-235.

* Ἱερ. 9,1.
[1] Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος ΚΕ΄ Εἰς Ἡρῶνα τὸν Φιλόσοφον, Δ΄| ΒΕΠ 59, 192,23-26.
[2] Μτ. 23, 27.
[3] Ιωαννησ Χρυσοστομοσ, Εἰς τὸ Κατὰ Μτ., ΜΓ΄, ε΄ | PG 57, 464[A].
[4] Ιωαννησ Χρυσοστομοσ, Εἰς τὴν Α΄ Κορ., ΛΓ΄, ε΄ | PG 61, 283[C].
[5] Ιωαννησ Χρυσοστομοσ, Εἰς τὴν Α΄ Κορ., Ϛ΄, β΄ | PG 61, 50[B].
[6] Ιωαννησ Χρυσοστομοσ, Εἰς τὸ Κατὰ Ἰω., ΟΒ΄, δ΄ | PG 59, 394[D].
[7] Β΄ Κορ. 12,9.
[8] Πρβλ. τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων: Μτ. 25,14-30, Λκ. 19,11-27.
[9] Γιὰ τὴ σημασία τοῦ παραδείγματος στὸ πρωτοχριστιανικὸ κήρυγμα ὑπάρχει γενικὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν. Ἐνδεικτικά βλ. Adolf von Harnack, Die Mission und Ausbreitung des Christentums in den ersten drei Jahrhunderten, Λειψία: J.C. Hinrichs'sche Buchhandlung, τόμ. 1, 41924,  σ. 115 καὶ σσ. 395-397· στὸ συλλογικὸ τόμο H. Frohnes – U. W. Knorr (ἐπιμ.), Kirchengeschichte als Missionsgeschichte, Μόναχο: Chr. Kaiser Ver­lag, τόμ. 1 (Die alte Kirche), 1974, βλ. τὰ ἄρθρα τοῦ συνόλου σχεδὸν τῶν συμμετεχόντων. Βλ. ἐξάλλου, Gu­stave Bardy, La Conversion au Christianisme durant les premiers ciècles, Πα­ρί­σι: Aubier (Éditions Montaigne) <Théologie, 15>, 1949, σσ. 137· 146-157· Martin Schlunk, Die Weltmission der Kirche Chri­sti: Ein Gang durch neun­zehn Jahrhunderte, Στουτγάρδη: Evangelische Missionsverlag, 21951, σ. 17, σσ. 26-27· Kenneth Scott Latou­rette, Geschichte der Ausbreitung des Christentums, ἐπιμ. γερμ. ἔκδ. Ri­chard M. Honig, πρόλ. Hermann Dörries, Γκέτινγκεν: Band­en­hoeck & Ru­precht, 1956, σσ.12, 15, 16· Karl MÜller, Die Weltmis­sion der Kirche, Ἀσάφενμπουργκ: Paul Pattloh Verlag <Der Christ in der Welt: Eine Enzyklopädie, XII. Σειρά (Bau und Gefüge der Kirche), τόμ. 12>, 1960, σ. 16· Jacques Zeiller, La Croix conquiert le monde, Παρίσι: Librairie Arthème Fayard <Je sais –Je crois: Encyclopédie du catholique au xxème siècle, μέρος 7 (L' Église dans son histoire)>, 1960, σσ. 53-55· Στεφεν Νειλλ [St. Neill], Χριστιανικὲς Ἱε­ρα­ποστολές, μτφρ. Παν. Δ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­πουλος, μέρ. Α΄, Θεσ­σα­λο­νί­κη: Ἑλλ. Ἀδελφ. Ὀρ­θο­δόξου Ἐ­ξω­τε­ρικῆς Ἱερα­ποστολῆς τέ­ως: «Οἱ Φί­λοι τῆς Οὐγκάντας», 1987, σσ. 40ἑξ.· Glenn E. Hin­son, Identity and Adaptability: The Role of Selected Ecclasiastical and Theological Forms in the Early Chri­stian Mission until A.D. 451, διδ. διατρ., Ὀξφόρδη: [δακτ. ἔκδοση], 1973, σσ. 133-137· Αναστασιοσ Ἀλβανίας [Γιαννου­λα­τοσ], Μοναχοὶ καὶ Ἱεραποστολὴ κατὰ τοὺς 4ο καὶ 9ο Αἰῶνες, Ἀθήνα: Ἀκρίτας <Σειρά: Ὀρθόδοξη Μαρτυρία, 100>, 2008, σσ. 54-55. Ἐξάλλου ὑπάρχει καὶ γενικὴ συμφωνία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία –πέραν τῶν ὅσων ἱστορικῶν ἀποτιμήσεων ἐνδεικτικὰ ἀναφέραμε– ἐπιφυλασσόμαστε γιὰ λόγους οἰκονομίας χώρου νὰ παρουσιάσουμε κάποτε ἄλλοτε.
[10] Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στηλιτεύει καὶ προειδοποιεῖ γιὰ τὰ παρόμοια φαινόμενα στὴν συνάφεια τῆς Α΄ Κορ. Βλ. ἰδίως 1, 10-17. Ἐκεῖ ὅμως καὶ ὁ περίφημος ὕμνος στὴν ἀγάπη, κεφ. 13.  Ὁ ἑλληνιστὴς E. R. Dodds κάνει λόγο γιὰ τὴ ζεστασιὰ τῆς χριστιανικῆς κοινότητας, ποὺ προσείλκυε τοὺς πάντες: Pagans and Christians in the Age of An­xiety: Some Αspects of Religious Experience from Marcus Aure­li­us to Augustine, Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 1968, σσ. 137-138.
[11]  Ιωαννης Χρυσόστομος, Εἰς τὴν Α΄ Τιμ., ΣΤ΄, α΄ | PG 62, 529[D]-530[C].
[12] Ἡ ἱεροπρέπεια εἶναι θεῖο χάρισμα καὶ ἀξία πολὺ σημαντική, καθὼς δηλώνει τὴν αὐθεντία καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἱεροσύνης, τὸ ὁποῖο ὅμως καταυγάζεται ἀπὸ τὸ φῶς τὴς σεμνότητας. Ἡ στροφὴ ἐπίσης στοὺς Πατέρες καὶ ἡ συστηματικὴ σπουδή τους εἶναι μεγάλο κέρδος γιὰ τὴ θεολογία τὶς τελευταῖες δεκαετίες· ἀλλὰ ἀπαιτεῖ ἕνα βάθος ἐργασίας καὶ μόχθου, συγκίνησης καὶ ζέστης τῆς καρδιᾶς. Ἡ τσιτατολογικὴ χρήση πατερικῶν ἐδαφίων, ἀποσπασματικὴ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ συγκείμενο, μὲ σκοπὸ εἴτε ἁπλῶς τὸν ἐντυπωσιασμὸ εἴτε τὴν ἐνίσχυση μὲ τὸν «βαρὺ πατερικὸ ὁπλισμὸ» τῶν ἰδίων ἀπόψεων σὲ ἕναν ἀπρόσφορο ζῆλο, δὲν προσθέτει ἀλλὰ μᾶλλον ἀφαιρεῖ.
[13] Πρβλ. Δημητρα Κουκουρα, Τὸ Μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου: Μετάδοση καὶ Πρόσ­ληψη, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 2009, σσ. 73-95.
[14] Ἰω. 14,6.
[15] Μκ. 15,28· Λκ. 22,37. Πρβλ. Ἠσ. 53,12: «ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη».
[16] Α΄ Κορ. 9,21.
[17] Ιουλιανός, Κατὰ Γαλιλαίων, Α΄, 33 (229c) | μτφρ. φιλολογικῆς ὁμάδας Κάκτου, Ἀθήνα: Κάκτος <Οἱ Ἕλληνες, 277>, 1994, σ. 195.
[18] Πρβλ. καὶ τὸ ἀκόλουθο: «Ἀφοῦ ἐπιλέξετε ὁρισμένα παιδὰ ἀπὸ ὅλους ἐσᾶς, ἀσκεῖστε τα καὶ μορφῶστε τα στὶς δικές σας γραφές, κι ἂν ἀποδείξουν, ὅταν γίνουν ἄνδρες, ὅτι ἔχουν μεγαλύτερες ἱκανότητες ἀπὸ τοὺς δούλους, τότε μπορεῖτε νὰ πιστεύετε ὅτι λέω ἀνοησίες καὶ ὅτι πάσχω ἀπὸ ἀπαισιοδοξία»: Ιουλιανός, Κατὰ Γαλιλαίων, Α΄, 33 (229e-230a) | μτφρ. φιλολογικῆς ὁμάδας Κάκτου, Ἀθήνα: Κάκτος <Οἱ Ἕλληνες, 277>, 1994, σ. 197. Οἱ Πατέρες, ἀντίθετα, οὐδέποτε ἀμφισβήτησαν τὴ χρησιμότητα τῆς ἐγκυκλίου Παιδείας. Βλ. τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Πρὸς τοὺς Νέους, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο Λόγων |ΒΕΠ 54, 199-211. Περαιτέρω βλ. Ηλιας Βουλγαράκης, Καθημερινὲς Ἱστορίες Ἁγίων καὶ Ἁμαρτωλῶν στὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα: Μαΐστρος <Σειρά: Ναῦς>, 32007, σσ. 191-194, κεφ. «Σχέση Ἐθνικῆς καὶ Χριστιανικῆς Παιδείας».
[19] Ἔτσι, τὸ κριτήριο τῆς μέλλουσας κρίσης εἶναι ἡ ἀγάπη στὸν συνάνθρωπο, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου βλέπουμε τὸν Χριστό. Βλ. Μτ. 25,31-46.
[20] Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος ΚΕ΄ Εἰς Ἡρῶνα τὸν Φιλόσοφον, ΙΗ΄| ΒΕΠ 59, 200,16-18.
[21] Ιωαννης Χρυσοστομος, Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας, ΙΑ΄, α΄ | PG 49, 119[D].
[22] Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος ΚΕ΄ Εἰς Ἡρῶνα τὸν Φιλόσοφον, Ε΄| ΒΕΠ 59, 193,8-15.
[23] Πρβλ. Μτ. 3,9· Λκ. 3,8. Βλ. καὶ Βασιλης Αντωνοπουλος, Ἁπὸ τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν: Ὁ Ἀβραὰμ στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, Ἀθήνα: Μαΐστρος <Σειρά:Ναῦς>, 2008, σσ. 223-225.
[24] Πρβλ. τὸ περίφημο «ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα», τὸ ἀποδιδόμενο στὸν Σωκράτη.
[25] Ιωαννης Χρυσοστομος, Εἰς τὴν Ἀρχὴν καὶ τὴν Ἐπιγραφὴν τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, Γ΄, β΄ | PG 51, 90[D]. Ἀναλυτικότερα σχολιάζουμε τὸ ζήτημα στὸ βιβλίο μας Νεω­τε­ρι­κό­τη­τα καὶ Σχολικὴ Θρησκευτικὴ Ἀγωγή, Μαΐστρος <Σειρά: Ναῦς>, 2004, σσ. 86-90 κ.ἀ.
[26] Εἰς τὴν Γέν., ΣΤ΄, β΄ | PG 54, 607[B]· Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας, Γ΄, [ζ΄] | PG 49, 58[C-D]· Εἰς τὸν Ἅγ. Ἱερομάρτ. Φωκᾶν, δ΄ | PG 50, 706[B], καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα τοῦ ἔργου του.


 ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ Η ΜΑΡΤΥΡΙΟ …ΚΑΙ ΠΟΙΟΥ;


Ο Ήχος του Ανέμου


Δίψα Θεού

$
0
0

Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα Τον ζητώ. Πως να μη Σε ζητώ; Συ με ζήτησες πρώτος και μου έδωσες να γευθώ την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος, και η ψυχή μου Σε αγάπησε έως τέλους.

Βλέπεις, Κύριε, τη λύπη και τα δάκρυά μου... Αν δεν με προσείλκυες με την αγάπη Σου, δεν θα Σε ζητούσα όπως Σε ζητώ. Αλλά το Πνεύμα Σου το Άγιο μου έδωσε το χάρισμα να Σε γνωρίσω και χαίρεται η ψυχή μου, γιατί Συ είσαι ο Θεός μου και ο Κύριος μου και Σε διψώ μέχρι δακρύων.

Ποθεί η ψυχή μου τον Θεό και Τον ζητώ, με δάκρυα. Εύσπλαχνε Κύριε, Συ βλέπεις την πτώση μου και τη θλίψη μου. Ταπεινά όμως παρακαλώ το έλεός Σου: Χορήγησέ μου, του αμαρτωλού, την χάρη του Αγίου Σου Πνεύματος. Η θύμησή της οδηγεί το νου μου να ξαναβρή την ευσπλαχνία Σου.

Κύριε, δώσε μου πνεύμα ταπεινώσεως, για να μη ξαναχάσω τη χάρη Σου και ξαναρχίσω να την θρηνώ, όπως θρηνούσε ο Αδάμ για τον παράδεισο και τον Θεό.

Τον πρώτο χρόνο της ζωής μου στο Μοναστήρι, η ψυχή μου γνώρισε τον Κύριο εν Πνεύματι Αγίω.

Πολύ μας αγαπά ο Κύριος· αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα που μου έδωσε ο Κύριος κατά το μέγα έλεος Του.

Εγέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο και γράφω την αλήθεια από αγάπη για τον λαό.

Το Πνεύμα του Χριστού, που μου έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι τον Θεό.

Ο Κύριος έδωσε στον ληστή τον παράδεισο· έτσι θα δώσει τον παράδεισο και σε κάθε αμαρτωλό. Εγώ ήμουν χειρότερος κι από ένα βρωμερό σκύλο, εξαιτίας των αμαρτιών μου· σαν άρχισα όμως να ζητώ συγχώρεση από τον Θεό, Αυτός μου έδωσε όχι μόνο τη συγχώρεση, αλλά και το Άγιο Πνεύμα, και έτσι, εν Πνεύματι Αγίω εγνώρισα τον Θεό.

Βλέπεις αγάπη που έχει ο Θεός για μας; Ποιος, στ' αλήθεια, θα μπορούσε να περιγράψει αυτή την ευσπλαχνία Του;

Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ, πιστεύετε στο Θεό, πιστεύετε πώς υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, που μαρτυρεί για το Θεό σ' όλες τις εκκλησίες μας και στην ψυχή μου.


Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη. Κι αυτή η αγάπη πλημμυρίζει όλες τις ψυχές των ουρανοπολιτών αγίων. Και το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στη γη, στις ψυχές όσων αγαπούν τον Θεό.

Εν Πνεύματι Αγίω όλοι οι ουρανοί βλέπουν τη γη, ακούγουν τις προσευχές μας και τις προσκομίζουν στον Θεό.

Ο Κύριος είναι ελεήμων, αυτό το ξέρει η ψυχή μου, μα δεν μπορώ να το περιγράψω. Είναι στο έπακρον πράος και ταπεινός και όταν Τον δη η ψυχή, τότε αλλάζει και γεμίζει από αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον και γίνεται κι η ίδια πράη και ταπεινή. Μα αν χάση ο άνθρωπος αυτή τη χάρη, τότε θα κλαίει σαν τον Αδάμ μετά την έξωση του από τον παράδεισο. Οδυρόταν ο Αδάμ και όλη η έρημος άκουγε τους στεναγμούς του, τα δάκρυά του ήταν πικρά από την θλίψη και έκλαιγε για πολλά χρόνια.

Έτσι και η ψυχή που γνώρισε τη χάρη του Θεού και μετά την έχασε, πονά για τον Θεό και λέγει:

«Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα Τον αναζητώ».

Είμαι μεγάλος αμαρτωλός, και όμως είδα την άμετρη αγάπη και το έλεος του Θεού για μένα.

Από τα παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν για όσους με πρόσβαλλαν και έλεγα: «Κύριε, μη τους καταλογίζεις αμαρτίες για όσα μου κάνουν». Όμως, παρότι μου άρεσε να προσεύχομαι, δεν απόφυγα τις αμαρτίες. Ο Κύριος όμως δεν θυμήθηκε τις αμαρτίες μου και μου έδωσε αγάπη για τους ανθρώπους. Η ψυχή μου επιθυμεί να σωθεί όλη η οικουμένη, να εισέλθουν όλοι στη Βασιλεία των Ουρανών, να δουν την δόξα του Κυρίου και να απολαύσουν την αγάπη του Θεού.

Κρίνω από την δική μου εμπειρία: Αν ο Κύριος αγάπησε εμέ τόσο πολύ, αυτό σημαίνει πως αγαπά όλους τους αμαρτωλούς, όπως αγάπησε κι εμένα.

Ω, η αγάπη του Κυρίου! Δεν έχω δυνάμεις να την περιγράψω, γιατί είναι άπειρα μεγάλη και θαυμαστή.

Η χάρη του Θεού δίνει δύναμη για ν' αγαπάς τον Αγαπημένο. Τότε η ψυχή έλκεται αδιάκοπα προς την προσευχή και δεν μπορεί να λησμονήσει τον Κύριο ούτε δευτερόλεπτο.

Φιλάνθρωπε Κύριε, πώς δεν ελησμόνησες τον αμαρτωλό δούλο Σου, αλλά γεμάτος έλεος με είδες από τη δόξα Σου και μου εμφανίστηκες με ακατάληπτο τρόπο.

Εγώ πάντα Σε πρόσβαλλα και Σε λυπούσα. Συ όμως, Κύριε, για τη μικρή μου μετάνοια μου έδωσες να γνωρίσω τη μεγάλη Σου αγάπη και την άμετρη αγαθότητά Σου.

Το ιλαρό και πράο βλέμμα Σου έθελξε την ψυχή μου.

Τι να σου ανταποδώσω, Κύριε, ή ποιόν αίνο να Σου προσφέρω;

Συ δίνεις την χάρη Σου, για να καίγεται αδιάλειπτα η καρδιά από αγάπη - και δεν βρίσκει πια ανάπαυση ούτε νύχτα ούτε μέρα από την θεϊκή αγάπη.

Η θύμησή Σου θερμαίνει την ψυχή μου, που τίποτε στη γη δεν την αναπαύει εκτός από Σένα. Γι' αυτό με δάκρυα Σε ζητώ, και πάλι Σε χάνω, και πάλι ποθεί ο νους μου την γλυκύτητά Σου, αλλά Συ δεν εμφανίζεις το Πρόσωπό Σου, που επιθυμεί νύχτα και μέρα η ψυχή μου.

Κύριε, δώσε μου να αγαπώ μόνον Εσένα.

Συ με έκτισες, Συ με φώτισες με το άγιο βάπτισμα, Συ συγχωρείς τα αμαρτήματά μου και μου δίνεις τη χάρη να κοινωνώ το τίμιο Σώμα και Αίμα Σου. Δώσε μου τη δύναμη να μένω πάντα κοντά Σου.

Κύριε, δώσε μου τη μετάνοια του Αδάμ και την άγια ταπείνωσή Σου.

Η ψυχή μου πλήττει στη γη και ποθεί τα ουράνια.

Ο Κύριος ήρθε στη γη για να μας πάρει εκεί που μένει Αυτός, η Πανάχραντη Μητέρα Του, η Οποία Τον υπηρέτησε στη γη για τη δική μας σωτηρία, και οι μαθητές και ακόλουθοι του Κυρίου.

Εκεί μας καλεί ο Κύριος, παρ' όλες τις αμαρτίες μας.

Εκεί θα δούμε τους αγίους Αποστόλους, που δοξάζονται ως κήρυκες του Ευαγγελίου. Εκεί θα δούμε τους αγίους προφήτες και ιεράρχες, τους διδασκάλους της Εκκλησίας. Εκεί θα δούμε τους οσίους, που αγωνίστηκαν να ταπεινώσουν με τη νηστεία τη ψυχή τους. Εκεί δοξάζονται οι δια Χριστόν σαλοί, που νίκησαν τον κόσμο.

Εκεί θα δοξάζονται όλοι, όσοι νίκησαν τον εαυτό τους, όσοι προσεύχονταν για όλο τον κόσμο και σήκωσαν πάνω τους τη θλίψη όλου του κόσμου, γιατί είχαν την αγάπη του Χριστού - κι η αγάπη δεν μπορεί να υποφέρει την απώλεια έστω και μιας ψυχής.

Εκεί θέλει να κατασκηνώσει η ψυχή μου. Εκεί όμως δεν θα μπει τίποτε ακάθαρτο, γιατί μπαίνουν με μεγάλες θλίψεις, με πολλά δάκρυα, με συντριβή πνεύματος. Μονάχα τα παιδιά, που φύλαξαν τη χάρη του αγίου βαπτίσματος, περνούν εκεί χωρίς θλίψεις και γνωρίζουν εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριο.

Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Θεό και προσεύχεται μέρα και νύχτα, γιατί το όνομα του Κυρίου είναι γλυκό και πολυπόθητο για την προσευχόμενη ψυχή και την ελκύει στην αγάπη του Θεού.

Έζησα πολύ καιρό στη γη και άκουσα και είδα πολλά. Άκουσα πολλή μουσική που εγλύκαινε την ψυχή μου. Και σκεφτόμουν πώς, αν αυτή η μουσική είναι τόσο γλυκιά, τότε πολύ περισσότερο πρέπει να ευχαριστεί την ψυχή η ουράνια μελωδία, εκεί που δοξάζουν εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριο για τα πάθη Του.

Η ψυχή ζει πολύ στη γη και αγαπά τα γήινα κάλλη. Αγαπά τον ουρανό και τον ήλιο, αγαπά τους όμορφους κήπους, τη θάλασσα και τα ποτάμια, τα δάση και τα λειβάδια. Αγαπά, ακόμη, και τη μουσική η ψυχή, κι όλα αυτά τα επίγεια την ευφραίνουν. Όταν όμως γνωρίσει τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τότε δεν θέλει πια να βλέπει τα επίγεια.

... Κύριε πόσο πολύ αγαπάς τον άνθρωπο!...

... Ω Κύριε, κάνε μας άξιους για τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, για να κατανοήσομε τη δόξα Σου και να ζήσομε στη γη με ειρήνη και αγάπη. Ας μην υπάρχουν πόλεμοι, κακία κι εχθροί κι ας βασιλεύσει μονάχα η αγάπη - έτσι δεν θα χρειάζονται πια στρατός και φυλακές και η ζωή θα είναι εύκολη σ' όλη τη γη....

... Γνωρίζω, Κύριε, πως αγαπάς τον λαό Σου, αλλά οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν την αγάπη Σου και θορυβούνται όλοι οι λαοί της γης και οι σκέψεις τους είναι σαν τα σύννεφα που τα παρασύρει ο άνεμος σ' όλα τα μέρη....

... Πόσο απέραντο είναι το έλεος του Θεού για μας!...

... Πολλοί πλούσιοι και ισχυροί θα πλήρωναν πολλά για να δουν τον Κύριο ή την Πανάχραντη Μητέρα Του, αλλά ο Θεός εμφανίζεται στην ταπεινή ψυχή και όχι στον πλούτο....

... Υπάρχουν άνθρωποι που εύχονται για τους εχθρούς τους ή για τους εχθρούς της Εκκλησίας την απώλεια και τα βάσανα στη φωτιά της κολάσεως. Σκέφτονται έτσι, γιατί δεν εδιδάχθηκαν από το Άγιο Πνεύμα την αγάπη του Θεού. Όποιος την εδιδάχθηκε πραγματικά, αυτός χύνει δάκρυα για όλο τον κόσμο.

Λέγεις ότι είναι κακούργος κι ας καεί στη φωτιά του Άδη. Σ' ερωτώ όμως: αν ο Θεός δώσει σ' εσένα μια καλή θέση στον παράδεισο και δεις πεταμένο στις φλόγες εκείνον για τον οποίο τα ευχόσουν αυτά, άραγε δεν θα λυπηθείς τότε γι' αυτόν, όποιος κι αν ήταν, έστω και εχθρός της Εκκλησίας;...

... Κύριε, όλοι οι λαοί είναι έργο των χειρών Σου. Απομάκρυνε τους από την έχθρα και το μίσος και δώσε τους μετάνοια, για να γνωρίσουν όλοι την αγάπη Σου....

... Κύριε, σκόρπισε τη χάρη Σου στη γη. Δώσε σ' όλους τους λαούς της γης να γευθούν την αγάπη Σου, να μάθουν πως Συ μας αγαπάς σαν μητέρα κι ακόμη περισσότερο. Γιατί μπορεί κι η μητέρα να ξεχάσει το παιδί της, αλλά Συ ποτέ, γιατί αγαπάς απείρως το πλάσμα Σου και η αγάπη δεν μπορεί να λησμονήσει....

... Αν γνώριζε ο κόσμος τη δύναμη των λόγων του Χριστού:

«Μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία», τότε όλος ο κόσμος, όλη η οικουμένη, θα εγκατέλειπαν όλες τις επιστήμες και θα μάθαιναν μόνον αυτή την ουράνια επιστήμη....

... Κι αν κανείς δεν μάθει την ταπείνωση, την αγάπη και την ακακία, τότε ο Κύριος δεν θα του δώσει τη γνώση του Εαυτού Του. Ψυχή όμως που γνώρισε αληθινά εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριο και πληγώθηκε από την αγάπη Του, δεν μπορεί πια να Τον λησμονήσει, αλλά όπως ο άρρωστος θυμάται διαρκώς την ασθένειά του, έτσι και η ψυχή που αγαπά τον Κύριο πάντα θυμάται τον Κύριο και την αγάπη Του για όλο το ανθρώπινο γένος....

«Τώρα δεν αντιλαμβάνεστε την αγάπη μου για σας, αλλά θ' αρθεί η ώρα, οπότε το Άγιο Πνεύμα θα σας δώσει να την καταλάβετε».

«Μην αργείτε, ελάτε κοντά μου. Σας περιμένω με πόθο σαν παιδιά αγαπημένα και θα σας δώσω την ειρήνη μου και θα έχετε χαρά και η χαρά σας θα είναι αιώνια»....

... Γι' αυτό, αδελφοί, με όλες τις δυνάμεις σας φυλάγετέ την ειρήνη του Θεού, που σας δόθηκε δωρεάν. Κι αν κάποιος μας κακοποιεί, ας τον αγαπούμε, έστω και με κόπο, και ο Κύριος βλέποντας τον κόπο μας θα μας βοηθήσει με τη χάρη Του....

... Πόση χαρά είναι για μας ότι ο Κύριος όχι μόνο συγχωρεί τα αμαρτήματά μας, αλλά και δίνει στην ψυχή την γνώση Του, αρκεί μόνο να ταπεινωθεί. Κι ο τελευταίος φτωχός μπορεί να ταπεινωθεί και να γνωρίσει τον Θεό με το Άγιο Πνεύμα. Δεν χρειάζονται ούτε χρήματα, ούτε τίτλοι για να γνωρίσει κανείς τον Θεό, αλλά μονάχα η ταπείνωση. Ο Κύριος δίνεται δωρεάν, μόνο χάρη στο έλεος Του. Πριν δεν το ήξερα, αλλά τώρα βλέπω καθημερινά κάθε ώρα, κάθε λεπτό ολοφάνερα το έλεος του Θεού. Ο Θεός χαρίζει ειρήνη ακόμη και την ώρα του ύπνου και χωρίς τον Θεό δεν υπάρχει ειρήνη στην ψυχή....

... Συ εστόλισες τον ουρανό με τα άστρα, τον αιθέρα με τα σύννεφα, τη γη με τις θάλασσες, τα ποτάμια και τους πράσινους κήπους όπου κελαηδούν τα πουλιά, αλλά η ψυχή μου αγάπησε μονάχα Εσένα και δεν ποθεί τον κόσμο αυτό, έστω κι αν είναι ωραίος....

... Πού κατοικείς, Φως μου; Βλέπεις πως Σε αναζητώ με δάκρυα. Αν δεν εμφάνιζες Συ τον Εαυτό Σου σε μένα, δεν θα μπορούσα να Σε ζητώ τώρα όπως Σε ζητώ. Αλλά Συ ο ίδιος με αναζήτησες, εμέ τον αμαρτωλό και μου έδωσες να γνωρίσω την αγάπη Σου. Μ' άφησες να δω πως η αγάπη Σου για μας Σε οδήγησε στο Σταυρό και πέθανες μέσα σε πόνους για χάρη μας. Συ μου έδωσες να γνωρίσω πως η αγάπη Σου Σε κατέβασε από τους ουρανούς στη γη, ακόμη και στον Άδη, για να δούμε την δόξα Σου....

... Η αμαρτωλή ζωή είναι ο θάνατος της ψυχής, ενώ η αγάπη του Θεού είναι ο παράδεισος εκείνος της τρυφής, στον οποίο ζούσε πριν από την πτώση ο πατέρας μας Αδάμ....

Η ΕΙΡΗΝΗ

Όλοι επιθυμούν την ειρήνη, μα δεν ξέρουν πώς να την αποκτήσουν. Ο Μέγας Παΐσιος κυριεύθηκε από θυμό και παρακάλεσε τον Κύριο να τον ελευθερώσει από αυτό το πάθος. Ο Κύριος εμφανίστηκε σ' αυτόν και του είπε: «Παΐσιε, αν θέλεις να μην οργίζεσαι, μην επιθυμείς τίποτε, μη κρίνεις και μη μισήσεις κανένα και θα έχεις την ειρήνη». Έτσι κάθε άνθρωπος που κάνει το θέλημα του να υποχωρεί έναντι του Θεού και των ανθρώπων, θα είναι πάντα ειρηνικός στην ψυχή. Όποιος όμως αγαπά να κάνει το θέλημά του, αυτός δεν θάχει ειρήνη.

Ψυχή που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού υποφέρει εύκολα κάθε θλίψη και κάθε ασθένεια· γιατί τον καιρό της ασθένειας παραμένει στη θέα του Θεού και προσεύχεται: «Κύριε, Συ βλέπεις την ασθένειά μου. Εσύ ξέρεις πόσο αμαρτωλός και αδύνατος είμαι· βοήθησέ με να υπομένω και να ευχαριστώ την αγαθότητά Σου». Και ο Κύριος ανακουφίζει τον πόνο και η ψυχή αισθάνεται την εγγύτητα του Θεού και μένει κοντά στον Θεό γεμάτη χαρά και ευγνωμοσύνη.

Αν υποστείς καμιάν αποτυχία, σκέψου: «Ο Κύριος βλέπει την καρδιά μου και αν είναι θέλημά Του, όλα θα είναι για το καλό το δικό μου και των άλλων». Έτσι η ψυχή σου θα έχει πάντα ειρήνη. Αλλ' αν αρχίζει κανείς να παραπονείται: αυτό δεν είναι καλό, εκείνο δεν είναι όπως πρέπει, τότε ποτέ στην ψυχή του δεν θα υπάρχει ειρήνη, έστω κι αν νηστεύει και προσεύχεται πολύ....

... Ο Κύριος μας αγαπά κι έτσι μπορούμε να μη φοβόμαστε τίποτε, εκτός από την αμαρτία· γιατί εξαιτίας της αμαρτίας χάνεται η χάρη και χωρίς την χάρη του Θεού ο εχθρός παρασύρει την ψυχή, όπως παρασύρει ο άνεμος τα ξερά φύλλα ή τον καπνό....

... Το κατόρθωνε γιατί αγαπούσε τον λαό και δεν έπαυε να προσεύχεται γι' αυτόν:

«Κύριε, δώσε την ειρήνη Σου στον λαό Σου».

«Κύριε, δώσε στους δούλους Σου το Πνεύμα Σου το Άγιο, για να θάλπει τις ψυχές τους με την αγάπη Σου και να τους οδηγεί σ' όλη την αλήθεια και σε κάθε αγαθό»....

... Έτσι, προσευχόμενος συνεχώς για τον λαό, διαφύλασσε την ειρήνη της ψυχής, ενώ εμείς την στερούμαστε, γιατί δεν υπάρχει μέσα μας αγάπη για τον λαό. Οι Άγιοι Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι ποθούσαν την σωτηρία του λαού και, όταν βρίσκονταν ανάμεσα σ' ανθρώπους, προσεύχονταν διακαώς γι' αυτούς. Το Άγιο Πνεύμα τους έδινε τη δύναμη ν' αγαπούν τον λαό. Κι εμείς, αν δεν αγαπούμε τον αδελφό, δεν θα έχουμε ειρήνη....

... Ο Όσιος Παΐσιος ο Μέγας προσευχόταν για ένα μαθητή του που αρνήθηκε τον Χριστό. Ενώ λοιπόν προσευχόταν, του εμφανίστηκε ο Κύριος και του είπε: «Παΐσιε, για ποιόν παρακαλείς; Δεν ξέρεις πώς μ' έχει αρνηθεί;» Ο Παΐσιος όμως εσυνέχιζε να λυπάται τον μαθητή του και τότε του είπε ο Κύριος: «Παΐσιε, έγινες όμοιος με μένα στην αγάπη».

Έτσι αποκτάται η ειρήνη και εκτός απ' αυτόν δεν υπάρχει άλλος δρόμος....

... Ψυχή αμαρτωλή, αιχμάλωτη στα πάθη, δεν μπορεί να έχει ειρήνη και χαρά εν Κύριω, έστω κι αν έχει όλα τα πλούτη της γης, έστω κι αν βασιλεύει σ' όλο τον κόσμο. Αν σ' ένα τέτοιο βασιλιά, την ώρα που διασκεδάζει σε συμπόσιο με τους πρίγκιπες του καθισμένος στο θρόνο του δοξασμένος, αν του πούμε ξαφνικά: «Βασιλιά, πεθαίνεις σε λίγο», τότε η ψυχή του θα ταραζόταν, θα έτρεμε από το φόβο και θα έβλεπε την αδυναμία του.

Πόσοι όμως υπάρχουν φτωχοί, αλλά πλούσιοι σε αγάπη για τον Θεό, που αν τους έλεγαν: «Τώρα πεθαίνεις», θα απαντούσαν ειρηνικά: «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος, γιατί με θυμήθηκε και θέλει να με πάρει εκεί, όπου πρώτος μπήκε ο ληστής»....

... Δόξα Σοι, Κύριε, γιατί τώρα έρχομαι σε Σένα και θα βλέπω αιώνια με ειρήνη και αγάπη το Πρόσωπό Σου. Το ιλαρό, πράο βλέμμα Σου αιχμαλώτισε την ψυχή μου και αυτή λιώνει για Σένα»....

... Αν όμως συνηθίσουμε να προσευχόμαστε θερμά για τους εχθρούς μας και να τους αγαπούμε, θα παραμείνει για πάντα η ειρήνη στις καρδιές μας.

Δεν μπορεί να έχει ειρήνη η ψυχή, αν δεν μελετά μέρα και νύχτα τον νόμο του Θεού. Γιατί αυτός ο νόμος γράφτηκε από το Πνεύμα του Θεού και το Πνεύμα του Θεού πηγαίνει από τη Γραφή στην ψυχή. Κι η ψυχή αισθάνεται γλυκύτητα και ευχαρίστηση γι' αυτό και δεν θέλει πια ν' αγαπά τα επίγεια, γιατί η αγάπη για τα επίγεια ερημώνει τον νου. Η ψυχή τότε καταλαμβάνεται από αθυμία, αγριεύει και παύει να προσεύχεται. Κι ο εχθρός, βλέποντας πώς η ψυχή απομακρύνθηκε από τον Θεό, την σαλεύει και εύκολα συγχύζει τον νου με διάφορους άτακτους λογισμούς κι έτσι περνά ολόκληρη τη μέρα και δεν μπορεί να βλέπει καθαρά τον Κύριο.

Όποιος έχει μέσα του την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος, σκορπίζει ειρήνη και στους άλλους. Όποιος όμως έχει μέσα του πνεύμα κακό, σκορπά και στους άλλους το κακό....

... Ο θυμώδης άνθρωπος υποφέρει ο ίδιος μεγάλο μαρτύριο από πονηρό πνεύμα, εξαιτίας της υπερηφάνειας του. Ο υφιστάμενος, όποιος κι αν είναι, πρέπει να το καταλαβαίνει και να προσεύχεται για τον ψυχικά άρρωστο προϊστάμενό του και τότε ο Κύριος, βλέποντας την υπομονή του, θα του δώσει άφεση αμαρτιών και αδιάλειπτη προσευχή. Είναι μέγα έργον ενώπιον του Θεού, το να προσεύχεται κανείς γι' αυτούς που τον αδικούν και τον προσβάλλουν. Εξαιτίας αυτού θα του δώσει ο Κύριος τη χάρη και θα γνωρίσει με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο. Κι έτσι θα υπομείνει τότε, χάριν του Κυρίου, με χαρά όλες τις θλίψεις και θα του δώσει ο Κύριος αγάπη για όλο τον κόσμο και θα επιθυμεί ολόψυχα το καλό για όλους και θα προσεύχεται για όλους όπως για την ψυχή του.

Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή ν' αγαπούμε τους εχθρούς και όποιος αγαπά τους εχθρούς εξομοιώνεται με τον Κύριο. Η αγάπη για τους εχθρούς δεν είναι δυνατή παρά μόνο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό, μόλις σε προσβάλει κανείς, προσευχήσου γι' αυτόν στον Θεό κι έτσι θα διατηρήσεις την ειρήνη του Θεού στην ψυχή σου....

... Αν κάποιος ως προϊστάμενος αναγκαστεί να δικάσει έναν άλλο για κάποιο παράπτωμα, πρέπει να παρακαλεί τον Κύριο να του δώσει συμπάσχουσα καρδιά, την οποία αγαπά ο Κύριος, και τότε θα κρίνει σωστά. Αν κρίνει όμως λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα έργα του υποδίκου, τότε θα πέσει σε λάθη και δεν θ' αρέσει στον Κύριο.

Πρέπει να κρίνει κανείς με σκοπό τη διόρθωση του ανθρώπου και συνεπώς είναι ανάγκη να συμπονή ο δικαστής κάθε ψυχή, κάθε πλάσμα και κτίσμα του Θεού και να έχει καθαρή συνείδηση σ' όλες τις πτυχές της ζωής του και τότε θα βρει βαθιά ειρήνη στην ψυχή και τον νου....

... Αν εγνώριζαν οι βασιλιάδες και οι κυβερνήτες των λαών την αγάπη του Θεού, δεν θα έκαναν ποτέ πόλεμο. Ο πόλεμος προέρχεται από τις αμαρτίες και όχι από την αγάπη. Ο Κύριος μας εδημιούργησε κατά την αγάπη Του και μας παρήγγειλε να ζούμε με αγάπη.

Αν οι άρχοντες τηρούσαν τις εντολές του Κυρίου και ο λαός και οι υπήκοοι υπάκουαν με ταπείνωση, θα υπήρχε μεγάλη ειρήνη και αγαλλίαση πάνω στη γη. Εξαιτίας όμως της φιλαρχίας και της ανυπακοής των υπερήφανων υποφέρει όλη η οικουμένη....

Η ΧΑΡΗ

... Καλότυχοι εμείς, οι ορθόδοξοι χριστιανοί, γιατί μας αγαπά πολύ ο Κύριος και μας δίνει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και με το Άγιο Πνεύμα βλέπομε την δόξα του Κυρίου. Για να φυλάμε όμως τη χάρη, οφείλομε ν' αγαπούμε τους εχθρούς και σ' όλες τις στενοχώριες μας να ευχαριστούμε τον Θεό....

... Για να έχει την χάρη, πρέπει να είναι εγκρατής σε όλα ο άνθρωπος: στις κινήσεις, στην ομιλία, στην όραση, στους λογισμούς, στην τροφή. Για κάθε είδους εγκράτεια βοηθάει η μελέτη του λόγου του Θεού, όπως λέγει η Γραφή: «ουκ επ' άρτο μόνο ζήσετε ο άνθρωπος, αλλ' επί ρήματι εκπορευομένο δια στόματος Θεού».

Η Οσία Μαρία η Αιγύπτια επήρε με τα δάκτυλά της λίγους κόκκους σιτάρι από τον Άγιο Ζωσιμά και είπε: «Αρκετό με τη χάρη του Θεού». Πρέπει να μάθομε να τρώμε όσο γίνεται λιγότερο - αλλά με διάκριση κι αυτό, ανάλογα με την εργασία μας....

... Ω, πώς είναι ασθενική η ψυχή μου και δεν έχει δυνάμεις, για ν' ανεβώ στον Κύριο και να σταθώ μπροστά Του με ταπείνωση, να κλαίω μέρα και νύχτα! Ψυχή που γνώρισε τον Θεό, τον Δημιουργό και Ουράνιο Πατέρα της, δεν βρίσκει ανάπαυση στη γη. Και συλλογίζεται η ψυχή: «Όταν θα εμφανισθώ στον Κύριο, θα ικετεύσω το έλεός Του για όλο το γένος των χριστιανών». Και ταυτοχρόνως σκέφτεται: «Όταν δω το αγαθό Του Πρόσωπο, τότε δεν θα μπορέσω από τη χαρά μου ν' αρθρώσω λέξη. Γιατί ο άνθρωπος από την πολλή αγάπη δεν μπορεί να μιλήσει». Αλλά και πάλι σκέφτεται: «Θα προσεύχομαι για όλο το ανθρώπινο γένος, για να επιστρέψουν όλοι οι άνθρωποι στον Κύριο και ν' αναπαυθούν κοντά Του, γιατί η αγάπη του Θεού «πάντας θέλει σωθήναι»....

... Όποιος τηρεί όλες τις εντολές, η καρδιά του θα αισθάνεται πάντα τη χάρη, έστω και λίγο. Η χάρη όμως αφαιρείται εξαιτίας της ματαιοδοξίας, ακόμη κι εξαιτίας ενός μόνον υπερήφανου λογισμού. Μπορεί να νηστεύει κανείς πολύ, να προσεύχεται πολύ, να κάνει πολλά καλά· αν όμως υπερηφανεύεται γι' αυτά, θα γίνει όμοιος με κύμβαλο που αλαλάζει, αλλά μέσα είναι αδειανό. Η κενοδοξία ερημώνει από τη χάρη την ψυχή και χρειάζεται πολλή πείρα και μεγάλος αγώνας για να νικήσεις αυτό το πάθος....

... Πώς να λησμονήσομε τον Κύριο, εφόσον Αυτός είναι μέσα μας; Και οι Απόστολοι εκήρυτταν στους λαούς: «Μορφωθήτω ο Χριστός εν υμίν»....

... Ο Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ ήταν είκοσι επτά ετών όταν είδε τον Κύριο και Τον αγάπησε τόσο η ψυχή του, ώστε από τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος άλλαξε ολόκληρος. Μετά όμως, καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε πια εκείνη τη χάρη, βγήκε στην έρημο και καθόταν επί τρία έτη σε μια πέτρα προσευχόμενος: «Ο Θεός ίλεως γενού μοι τω αμαρτωλώ»....

... Οι άνθρωποι εκτιμούν υπερβολικά τις γήινες επιστήμες ή τη γνωριμία με κάποιον επίγειο βασιλιά και χαίρονται όταν κάνουν παρέα μαζί του - αλλά αληθινά μεγάλο είναι μόνο το να γνωρίζομε με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο και το θέλημά Του....

...Πόσο μεγάλο έλεος! Ο Κύριος θέλει να βρισκόμαστε κοντά σ' Αυτόν και στον Πατέρα και η ψυχή μας αισθάνεται πώς ο Κύριος είναι κοντά μας.

Αλλά τι έχομε κάνει, Κύριε, για Σένα ή σε τι Σε ευχαριστήσαμε, ώστε να θέλεις, να είσαι μέσα μας και εμείς κοντά Σου; Εμείς Σε σταυρώσαμε με τις αμαρτίες μας και Συ θέλεις να είμαστε μαζί Σου; Ω, πόσο μεγάλο έλεος έδειξες σ' εμένα! σ' εμένα, που μου αξίζει ο Άδης και τα βάσανά του, Εσύ δίνεις τη χάρη του Αγίου Πνεύματος....





Δίψα Θεού -  Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Ι.Μ. ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
ΕΣΣΕΞ ΑΓΓΛΙΑΣ

Η ευλογία τού πόνου

$
0
0



Ο άγιος Αθανάσιος, όταν βρισκόταν στον Πατριαρχικό θρόνο της Αλεξανδρείας, προσκάλεσε τον αββά Παμβώ να πάει στην πόλη για εκκλησιαστική υπόθεση. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε ο όσιος περνώντας τα τείχη της μεγαλούπο­λης, ήταν μια γυναίκα καλλωπισμέ­νη για να παγιδέψει θύματα. Βλέ­ποντας την ο Γέροντας εδάκρυσε.

- Γιατί κλαις Αββά; τον ρώτησε ο α­δελφός που τον συνόδευε.

- Για δύο λόγους, αποκρίθηκε στε­νάζοντας εκείνος.

Πρώτα απ' ό­λα για την α­πώλεια της ψυχής αυτής και γιατί εγώ δεν έχω τόση επιμέλεια να αρέσω στον Κύριόν μου, ό­ση αυτή για να αρέσει σε ακόλαστους ανθρώπους (Γεροντικό).

Αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες! Αγαπη­μένα μου αδέλφια, εις το όνομα του Χριστού μας, ο ανθρώπινος πόνος είναι πασιφανής στην ζωή μας. Βλέπουμε πόλεις, χωριά, νησιά να εκδηλώνουν την συμμετοχή τους στην βαθύτατη θλίψη, στη χήρα, στο ορφανό, στον πατέρα, στη μητέρα, στον παππού, στη γιαγιά, στο συγγενή, όπου αντιμετωπίζουν την σκληρότερη ώρα της ζωής τους.

Τους βλέπουμε και συμπάσχουμε με τη θλιμμένη μάνα, τον πατέρα... που συνοδεύουν τα παιδιά τους στην τελευταία τους κατοικία.  Βλέπουμε πως έκλαιγε και θρηνούσε ακαταπαύστως η μά­να, διότι έχανε ότι πολυτιμότερο είχε στη ζωή της (το παιδί της).

Ας σκεφθούμε όμως πόσα δάκρυα έπρεπε να χύνουμε για τις τόσες χιλιάδες εκτρώσεις, αμβλώσεις- φόνους δηλαδή. Αυτή η φωνή της μάνας μας μεταφέρει αυτομάτως στην ζωή πολλών συνανθρώπων μας ή στη δική μας, που αντιμετωπίζουμε σκληρές ώρες πόνου και θλίψεων.

Ο καιρός των θλίψεων είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής του ανθρώπου, ο οποίος α­ντιμετωπίζει πολλάκις σκληρότα­τα χτυπήματα από ποίκιλλες κατευθύνσεις.

Το σπουδαίο είναι πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις δοκιμασίες αυτές, που θα καταφύγουμε, και πως εις το τέλος θα είμαστε ωφελημένοι από την περιπέτεια της θλίψεως. Το θέμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πρέπει να το εξετάσωμεν: Όσο προκόβουν οι αγωνισταί, έ­λεγε η οσία Συγκλητική, τόσο πολλαπλασιάζονται οι αντίπαλοι των.


'Ένας άγιος ερημίτης είδε κάποτε τα πονηρά πνεύματα, σαν σμήνος από μελίσσι, να περικυκλώνουν τον άνθρωπο, για να τον παρασύρουν στο κακό. Κοντά του όμως στεκόταν ο φύλαξ Άγγελος της ψυ­χής του και με γυμνό σπαθί έδιω­χνε τα δαιμόνια (Γεροντικό).

Αν δούμε την ευαγγελική περικοπή του Λουκά (ζ 11-16) η οποία αναφέρεται στην χήρα της Ναϊν, βλέπουμε μια μάνα να κη­δεύει το παιδί της και ο Κύριος μας να το ανασταίνει και να λέει στην ίδια να μην κλαίει.

Το θλιβερό γεγονός της πόλεως της Ναϊν, αγαπημένε μου αδελφέ-ή, είναι το καθολικό πλέον φαινόμενο του θανάτου. Είναι το κοινό τέλος όλων μας, όλων δηλα­δή των ανθρώπων. Γίνεται όμως ο θάνατος σκληρός όταν επισκέπτε­ται νέους ανθρώπους και μάλιστα απροσδόκητα. Ο θάνατος φίλε μου και φίλη μου, είναι μια μορφή θλίψεως. Έλεγε ο αββάς Αγάθων: Αν ο χριστιανός έφερνε κάθε στιγ­μή στο νου του την κρίση που ακο­λουθεί το θάνατο, δεν θα αμάρτανε με τόση ευκολία.

Τρία πράγματα δυσκο­λεύεται πολύ να αποκτήσει ο χρι­στιανός: το πένθος, τα δάκρυα και τη διαρκή μνήμη του θανάτου. Κι ό­μως αυτά συγκρατούν όλες τις άλ­λες αρετές, έλεγε ο αββάς Ησαΐ­ας ο Αναχωρητής.

Ειδικότερα για την ενθύ­μηση του θανάτου, γράφει: Όποιος κατορθώνει να λέγη κάθε μέρα στον εαυτό του: σήμερα είναι η τελευταία μέρα της ζωής μου, ου­δέποτε θα αμαρτήσει θεληματικά προς το Θεόν. Εκείνος όμως που περιμένει πως έχει πολλά ακόμα χρόνια να ζήση, δίχως άλλο θα περιπλεχθή στα βρόγχια της αμαρτί­ας.

Ο Θεός αγιάζει την ψυχή που διαρκώς προε­τοιμάζεται να λογοδοτήσει για τις πράξεις της. Όποιος λησμονεί την κρίση μένει στη δουλεία της αμαρτίας. Να θυμάσαι συχνά την μελλοντική κρίση συμ­βουλεύει ο αββάς Ευάγριος. Μην ξεχνάς ποτέ την έξοδο σου από το γήινο κόσμο και δεν θα σφάλη η ψυχή σου.

Αυτά από την αγία πράξη και θεωρία των σοφωτάτων γερόντων. Υπάρχει όμως ένα πλή­θος άλλων, πολλαπλών, σύνθετων θλίψεων, που τυραννούν και δοκιμάζουν τους ανθρώπους. Είναι κατά πρώτον λόγον οι επίπονες και μακροχρόνιες ασθένειες (Νοσοκομεία, άσυλα, εγκατάλειψη). Και βλέπουμε να ταλαιπωρούνται οι ασθενείς, να δο­κιμάζονται οι οικείοι τους, να χάνουν όλοι τον ρυθ­μό της ζωής τους, ίσως και να κουράζονται ή και το χειρότερο να γογγύζουν και υβρίζουν τον θεό και τους ανθρώπους... φοβερόν. Το αναμμένο λυ­χνάρι σκορπίζει το σκοτάδι και ο φόβος του Θεού διώχνει τα σκοτάδια της ανθρώπινης καρδιάς και διδάσκει τις θείες εντολές, έλεγε ο αββάς Ιάκωβος-

Έρχεται έπειτα ο πόνος των ανθρώ­πων που καταστρέφονται οικονομικώς και στερούνται ακόμα και των αναγκαιοτέρων μέσων ζωής.

Ένας ευσεβής νέος ερώτησε τον αβ­βά Ευπρέπιον, πως μπορεί η ψυχή να αποκτήσει το θείο φόβο;

-Δύο δρόμοι ασφαλείς υπάρχουν που οδηγούν την ψυχή στο φόβο του Θεού, αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας: Η ακτημοσύνη και η ταπεινοφροσύνη. Όταν επρόκειτο να φύγει από το μάταιο κόσμο ο όσιος Παμβώ, διηγείται ο Παλλάδιος, εβεβαίωνε τους συνασκητές του πως αφ' ότου έγινε Μονα­χός, δεν έμεινε ούτε μία ημέρα χωρίς εργασία, ούτε ψωμί έφαγε ποτέ δωρεάν. Όταν σηκώνεσαι από το στρώμα, αδελφέ, συμ­βουλεύει κάποιος Γέρων, λέγε στον εαυτό σου: Σώμα εργάσου για να τραφής. Ψυχή, νήφε για να σωθής.

Αρρώστησε κάποτε βαρειά ο όσιος Αρσένιος και δεν βρέθηκε στο κελλί του ένα λυχνάρι που το εί­χε απόλυτη ανάγκη. Επειδή δεν είχε χρήματα να αγοράσει, αναγκάστηκε να ζητήσει ελεημοσύνη. Ύστερα με συγκίνηση ευχαριστούσε το θεό, που τον αξίωσε να γυρέψει ελεημοσύνη για την αγάπη του.

Άλλος πόνος είναι των νέων συζύγων, οι οποίοι δεν δύνανται να αποκτήσουν παιδιά, επί­σης η στεναχώρια των εντίμων, ηθικών κοριτσιών και αγοριών που δεν μπορούν να αποκατασταθούν δια του γάμου, είναι η πικρία όσων περιφρονούνται ή συκοφαντούνται ή αδικούνται. Υπάρχει επομένως ποικιλία στις θλίψεις του αν­θρωπίνου βίου.

Ένας νέος μοναχός εξομολογήθηκε στον αββά Ποιμένα πως επολεμείτο από δύο πάθη: από θυμό και από σαρκική επιθυμία.

-Άκουσε τέκνο μου, τι λέγει ο προφήτης Δαυίδ: τον μεν λέοντα εφόνευσα με κεραυνοβόλο κτύ­πημα, την δε άρκτον έπνιξα. Ξέρεις τι θέλει να εννοήση με τούτο; Ότι το θυμό πρέπει να κόβου­με αμέσως με την μακροθυμία, τη δε σαρκική επι­θυμία να μαραίνουμε με σωματικό κόπο και την ευ­λογημένη νηστεία.

Αν ο Ναβουζαρδάν, ο Αρχιμάγειρος του βασιλέως των βαβυλωνίων, δεν πήγαινε στην Ιερουσαλήμ, δεν θα καιγόταν ο ναός, έλεγε ο αββάς Ποιμήν. Δηλαδή ο νους του ανθρώπου δεν καταβάλλεται από φλόγες των σαρκικών ηδονών, αν δεν κυριευθεί από την γαστριμαργία ο άνθρωπος. Αν κατορθώσης να θεωρής την περιφρόνησι σαν έπαινο, την φτώχεια καθώς και τον πλούτο, την στέρησι σαν καλοπέρασι, τότε μη φοβάσαι πια την αμαρτία. Όποιος φθάσει σε αυτά τα μέτρα, δεν έ­χει φόβο να πέσει σε πάθη ακάθαρτα και να πλα­νηθεί από τον διάβολο, έλεγε κάποιος σοφός Γέ­ροντας (Γεροντικό).

Δώσε αίμα και λάβε Πνεύμα, έλεγε ο αββάς Λογγίνος σε όσους αγωνίζονται να φθάσουν σε α­πάθεια.

Υπάρχουν άνθρωποι, που εξάντλησαν όλες τους τις σωματικές δυνάμεις σε υπερβολική άσκησι κι επειδή τους έλειψε η διάκρισι, δεν κατόρθωσαν να πλησιάσουν τον Θεό έλεγε ο Μέγας Αντώ­νιος.

Ο διακριτικότατος αββάς Σισώης πάλι συμβουλεύ­ει: - Προτίμα αδελφέ, εργασία ελαφρά και διαρ­κή παρά κοπιαστική και πολύ σύντομα παρατημέ­νη.

Αν την ώρα που επιτιμάς κάποιον από τους υπο­τακτικούς σου, έλεγε ο αββάς Μακάριος σε έναν Ηγούμενο Κοινοβίου που πήγε να τον συμβουλευ­θεί, παρασυρθής από θυμό και ειπής λόγια άπρε­πα, ικανοποιείς το πάθος σου. Έτσι προσπαθώ­ντας να διόρθωσης τους άλλους, ζημιώνεις την ψυχή σου.

Κανένας άνθρωπος που δεν πέρασε από θλίψεις και δοκιμασίες δεν θα γίνει δεκτός στην Βασιλεία του Θεού, συνήθιζε να λέει ο Μέγας Αντώνιος. Όταν κουράζεται η ψυχή σου από το βάρος των δοκιμασιών, ας ψάλλουν τα χείλη σου θείους ύ­μνους και η καρδιά σου ας μελετά τα ουράνια, για να βρίσκης ανακούφισι. Μιμήσου τον κουρασμένο οδοιπόρο, που με το τραγούδι που σιγολένε τα χείλη του διασκεδάζει τον κόπο της οδοιπορίας έλεγε ο αββάς Υπερέχιος. Ο αββάς Υπερέχιος δίνει την ακόλουθη συμβουλή στους εγκρατείς και νηστευτάς: - Φάγε κρέας και πιες κρασί και μην κατατρώγεις με την καταλαλιά τις σάρκες του αδελφού σου. Και πάλι:

-Καταλαλώντας ο όφις τον Θεόν, επέτυχε να βγάλει τους πρωτοπλάστους από τον Παράδεισο. Το ίδιο κάνει κι εκείνος που καταλαλεί τον πλησί­ον του. Βαραίνει την ψυχή του και παρασύρει στο κακό εκείνον που τον ακούει. Ένας άγιος Γέροντας είδε μια μέρα με τα μάτια του κάποιον αδελφό να πέφτη σε βαρύ αμάρτημα, κι όχι μόνο δεν τον κατέκρινε, αλλά έκλαψε κι είπε: Αυτός έπεσε σήμερα κι εγώ εξάπαντος αύριο. Κι αυτός μεν χωρίς άλλο θα μετανοήση, ενώ εγώ εί­μαι βέβαιος γι' αυτό (Γεροντικό). Πήγε κάποτε ένας αδελφός από τη σκήτη σε κά­ποιον Γέροντα αναχωρητή και του είπε για κά­ποιον άλλο αδελφό πως είχε πέσει σε μεγάλο σφάλμα.



- Ω! πολύ άσχημα έκανε, είπε στεναχωρημένος ο Γέροντας. Ύστερα από λίγες ημέρες συνέβη να πεθάνη ο μοναχός που έσφαλλε. Άγγελος Κυρίου τότε πήγε στον αναχωρητή, κρατώντας την ψυχή του.

- Αυτός που κατέκρινες, του είπε, πέθανε, που ο­ρίζεις να τον κατατάξω;

-Ήμαρτον, εφώναξε με δάκρυα ο Γέροντας. Κι α­πό τότε παρακαλούσε κάθε μέρα τον Θεό να του συγχώρηση εκείνη την αμαρτία και δεν τόλμησε μέχρι τέλους της ζωής του να κατακρίνει άνθρω­πο.

Αν ποτέ συκοφαντηθής, γράφει ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος, και αποκαλυφθή η αθωότητα σου, μην υψηλοφρονήσεις. Δούλευε τον Κύριο σου με ταπεινο­σύνη και ευχαρίστησε τον που σε λύτρωσε από τις συκοφαντίες των ανθρώπων, για να τηρής πιστά τις εντολές του.

Τον καιρό που ο αββάς Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ή­ταν πρεσβύτερος στην σκήτη, μεταξύ των αδελφών ήταν κάποιος Διάκονος πολύ ενάρετος και ευλα­βής. Ο αββάς Ισίδωρος σκόπευε να τον κάνει πρε­σβύτερο και να τον αφήσει διάδοχο του. Εκείνος ό­μως, από μεγάλη ταπεινοφροσύνη, δεν δεχόταν χειροτονία, λέγοντας πως ήταν ανάξιος να γίνει ιε­ρεύς. Αυτόν τον ενάρετο αδελφό τον εμίσησε τό­σο πολύ κάποιος άλλος μοναχός στη σκήτη, νικη­μένος από το πάθος του φθόνου και γύρευε με κά­θε τρόπο να τον βλάψη και να τον δυσφήμηση. Να λοιπόν τι τον έβαλε ο διάβολος να κάνη: Πήρε μια μέρα ένα από τα βιβλία του και το έβαλε κρυφά στο κελλί του Διακόνου, χωρίς εκείνος να πάρη είδησι. Ύστερα πήγε στον αββά Ισίδωρο και του παραπο­νέθηκε πως έχασε το βιβλίο του και πως κάποιος από τους αδελφούς έπρεπε να το είχε κλέψει. Α­παιτούσε λοιπόν να γίνει έρευνα σε όλα τα κελλιά. -Τέτοιο πράγμα παιδί μου, έκανε έκπληκτος ο Γέ­ροντας, δεν έχει ξαναγίνει στη σκήτη. Αλλά για να βεβαιωθής, πάρε δύο αδελφούς και ψάξε τα κελ­λιά. Έτσι κι έγινε. Αφού έψαξαν μερικά άλλα κελ­λιά, επήγαν και στου Διακόνου και φυσικά βρήκαν εκεί το βιβλίο. Το πήραν λοιπόν και το έφεραν στην Εκκλησία την ώρα του Εσπερινού, που ήσαν συγκε­ντρωμένοι οι αδελφοί και είπαν μεγαλοφώνως στον αββά Ισίδωρο για ν' ακουστή απ' όλους που είχε βρεθεί το βιβλίο.

Ο αθώος Διάκονος δεν διαμαρτυρήθηκε για την συ­κοφαντία. Έπεσε με ταπείνωση στα γόνατα και ζή­τησε από όλους συγχώρησι, λέγοντας πως έσφαλ­λε.

-Συγχωρήστε με αδελφοί, γιατί είμαι κλέφτης. Σαν πέρασαν οι τρεις εβδομάδες και ο Διάκονος τελεί­ωσε το επιτίμιόν του και έγινε δεκτός στο Άγιο Βή­μα, ο συκοφάντης δαιμονίστηκε και με γοερές κραυγές ομολόγησε την αμαρτία του: Αδίκως κατηγόρησα τον δούλο του θεού, φώναζε για να ξαλαφρώσει την συνείδηση του. Οι αδελφοί στην σκήτη έκαναν ολονύκτιο προσευχή γι' αυτόν, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Εκείνος ο δυστυχής βασανιζόταν σκληρά από το πονηρό πνεύμα. -Τότε ο όσιος Ισίδωρος είπε στο διάκονο: Προσεύχου γι' αυτόν αδελφέ, γιατί μόνο εσύ που συκοφαντήθη­κες, αν το ζήτησης, θα τον ελεήση ο Κύριος. Και πράγματι, όταν προσευχήθηκε ο συκοφαντηθείς ε­λευθερώθηκε από την τυραννία του δαίμονος ο συ­κοφάντης (Γεροντικό). Άρα η θλίψη και ο πόνος εί­ναι δοκιμασία ή πειρασμός εις την ζωήν. Είναι α­δέλφια μου αγαπημένα, όπως βλέπουμε στην Πα­λαιά Διαθήκη, δοκιμασία της αγάπης μας προς τον θεόν. Πειράζει Κύριος ο θεός σου υμάς ειδέναι (δια να αντιληφθείτε εσείς) ει αγαπάτε τον θεόν υ­μών εξ' όλης της καρδίας ημών και εξ όλης της ψυ­χής υμών (Δευτ. Ιγ 4). Είναι ακόμα δείγμα της α­γάπης του Κυρίου η δοκιμασία, διότι ώσπερ δοκι­μάζεται εν καμίνω άργυρος και χρυσός, ούτως εκλεκταί καρδίας παρά Κυρίω (Παροιμ. ιζ 3). Είναι ακόμα μεγάλη σημασίας μάλλον ανάγκαις να έχο-μεν συνέπειαν στη ζωή μας, η οποία φέρει το βά­ρος της ενοχής εκ της προπατορικής αμαρτίας. Δια τούτο ο Κύριος λέγει, ότι οπωσδήποτε εν τω κόσμω θλίψιν έξετε (Ιωάν. ιστ). Έτσι γενικώς μπορούμε να πούμε να εκθέσουμε την έννοια των θλίψεων.

Σαν παύση ο νους να σκέπτεται τον θεόν, κυριεύ­εται ο άνθρωπος από τα κατώτερα πάθη, έλεγε ο αββάς Θεωνάς.

Είναι αγαπητοί μου, δείγμα απιστίας η απελπισία κατά τον καιρό των θλίψεων. Αντιθέτως οι χριστιανοί μπορούν να βλέπουν πίσω από τον πόνο και τη δοκιμασία, το όμορφο σχέδιο του Πανά­γαθου θεού μας, για κάτι πολύ καλύτερο. Ο σκο­πός των δυσκολιών και δοκιμασιών είναι κατά πρώ­τον παιδευτικός. Αποσκοπεί δηλαδή με πολύ αγά­πη να μας εξασκήσει σε άλλες ωφελιμότερες πτυ­χές για την πνευματικήν μας ζωήν. Είναι πραγματικότης αυτό που λέγει η Αγία Γραφή, δηλαδή οι λό­γοι του θεού. Παρακαλώ... μη συστέλλεσθαι δια τας συμφοράς, λογίζεσθαι δε τας τιμωρίας, μη προς όλεθρον, αλλά προς παιδείαν του γένους η­μών είναι (Β. Ματθ στ 12). Ποιος μπορεί να βλάψει τον ευνοούμενο του βα­σιλέως; Κανείς βέβαια. Ούτε ο διάβολος μπορεί να βλάψη ψυχή ενωμένη με τον θεόν, έλεγε κά­ποιος Αββάς.

Μας προσκαλεί ο θεός δια των θείων Γραφών να τον πλησιάσωμεν για να μας πλησιάσει περισσότερο κι Εκείνος. Δυστυχώς όμως ο αν­θρώπινος νους σκορπίζεται διαρκώς σε εγκόσμιες σκέψεις, γι' αυτό εύκολα παρασύρεται από τον διά­βολο στην αμαρτία (Γεροντικό). Είναι ν' απορεί κανείς με τις παραδοξότητες του ανθρώπου, λέει κάποιος Γέροντας. Προσεύχεται, νοιώθοντας πως ο Θεός είναι παρών κι ακούει την προσευχή του και συγχρόνως αμαρτάνει με τόση αφροντησιά, σαν να απουσιάζει ο Θεός και νη μην βλέπει τις ανομίες του (Γεροντικό). Αν κατορθώσης να έχεις πάντοτε μπροστά στα μάτια σου τον Θεό, λέγει άλλος Πατήρ, είτε πλα­γιάζεις να κοιμηθής, είτε σηκώνεσαι από το στρώ­μα ή οποιαδήποτε εργασία κάνεις δεν θα τολμήση ποτέ να σε βλάψη ο διάβολος. Θα σε σκεπάζη η χάρις του Θεού, όσο ο νους σου είναι μαζί του ε­νωμένος (Γεροντικό).

Αγαπημένοι μου αδελφοί, μια βασική αρετή, η ο­ποία έρχεται κατά τον χρόνο του πόνου και του πειρασμού είναι η υπομονή. Ένας Γέροντας πήγε να επισκεφθή τον αββά Αχιλλά και τον πρόλαβε να φτύνη από το στόμα του αίμα.

Τι έπαθες αδελφέ τον ρώτησε; Κι ο άνθρωπος της υπομονής: - Αυτό που είδες, είπε, είναι ο λόγος του αδελφού που πριν από λίγο με στενοχώρησε. Αγωνίστηκα σκληρά να μην του απαντήσω και ζήτησα από το θεό να πάρει την πικρία από την ψυχή μου. Και να που ο λόγος έγινε αίμα στο στόμα μου. Φτύνοντας το έβγαλα μαζί και τη θλίψι της καρδίας μου (Γε­ροντικό).

Ένας αρχάριος μοναχός που είχε πέσει σε αμέ­λεια, πήγε στον αββά Μάρκο τον Ασκητή να εξομοληγηθή.

-Μου λέγει ο λογισμός αββά, να σηκωθώ να φύγω από το κελλί μου, γιατί και που κάθομαι σ' αυτό δεν κατορθώνω τίποτε.

-Απάντησε του, τον συμβούλεψε ο διακριτικός Γέ­ρων, πως για χάρι του Χριστού, θα μείνω σ' αυτό σε όλη μου τη ζωή και θα φυλάω τους τέσσερις τοίχους.

Καθημερινώς ατενίζουμε προς τον Σταυρό του Κυρίου μας και μελετάμε τα πάθη Του. Γιατί όμως δεν δείχνουμε υπομονή, ούτε την παραμικρή περι­φρόνησι που τυχόν μας κάνουν; διερωτάται ένας από τους Πατέρες (Γεροντικό).

Ο πιστός καλείται να υπομείνει καρτερικώς τον σταυρόν του, χωρίς γογγυσμούς και δια­μαρτυρίες. Ένας άνθρωπος, φίλοι μου, που υπέφε­ρε πολύ στην ζωή του είναι και ο Απόστολος Παύ­λος. Από την προσωπική πείρα του μας συμβου­λεύει καρδιακά, αυτό το βλέπουμε στην προς Ρω­μαίους επιστολή του, και μας λέγει να καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κα­τεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελ­πίδα... (Ρωμ. Ε13). Χρειάζεται επομένως πολλή γενναιότης στις θλίψεις, για να δύναται ο πιστός του θεού άνθρωπος όχι μόνο να υπομένη, αλλά και να καυχάται.

Αρρώστησε κι ο αββάς Λογγίνος κάποτε και θαύ­μασαν οι αδελφοί την υπομονή του και τον τρόπο με τον οποίο παιδαγωγούσε τον εαυτό του. -Βασανίσου και πέθανε Λογγίνε, έλεγε απλά, μην τολμήσης να ζήτησης φαγητό πριν από την ορισμέ­νη ώρα, γιατί δεν θα σου δώσω να φας όλη την η­μέρα.

Ο όσιος Ποιμήν δίδει την ίδια αξία στον καλό ησυχαστή, στον υπομονετικό ασθενή και σε εκείνον που υπηρετεί τον αδελφό του με άδολη καρδιά. Ο αββάς Μάρκος ερώτησε κάποτε τον όσιο Αρσέ­νιο, γιατί οι περισσότεροι ευσεβείς και ενάρετοι να φεύγουν από τον κόσμο με πολλές θλίψεις και στερήσεις.

-Αι θλίψεις για κείνους που τις δέχονται με υπο­μονή, αποκρίθηκε ο όσιος, είναι το αλάτι που προ­λαβαίνει τη σήψι της αμαρτίας και κάνει τους αν­θρώπους να παρουσιάζονται στον ουρανό καθα­ροί.

Το ισχυρότερον όπλο το οποίο πρέπει να χρησιμοποίηση ο δοκιμαζόμενος είναι η πίστις.

Αυτή αδελφοί μου,  είναι η πηγή της δυνάμεως. Από την πίστη θα αντλήση κανείς τον θείον φωτισμόν, δια να εξακριβώσει πως πρέπει να συμπεριφερθή δια να αντιμετωπίσει την οποία δύσκολη κατάστασί του. Η πίστις στον θεάνθρωπο Κύριόν μας, τον Ιησού Χριστόν επαναπαύει το πνεύμα μας και μας περιβάλλει με πανέμορφο, αί­θριο ουρανό, εκεί όπου προηγουμένως ήσαν μελα­νά τα σύννεφα. Όταν λοιπόν τόσο πολύ παιδευτι­κοί είναι οι θλίψεις και τόσες αρετές αφήνουν ν' α­ναπτυχθούν στους θλιβομένους, πως να μην είπωμεν ότι ο πόνος εξαγιάζει; Εκείνοι που πονούν και υποφέρουν, αποκτούν απαλοτέραν ψυχήν και πολύ συχνότερα από τους άλλους επικαλούνται δια της αγίας προσευχής την επέμβασιν του Κυρίου ή ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου και των αγίων της ορθο­δόξου Εκκλησίας μας για την θεραπεία των ή ανα­κούφιση των και από τους πειρασμούς. Έλεγε ο μαθητής του αββά Δωροθέου για τον Γέροντα του, πως ζούσε με υπερβολική σκληραγωγία. Όλη μέρα μάζευε πέτρες στον ήλιο κι έκτιζε κελλιά για τους μοναχούς που δεν μπορούσαν να φτιάξουν μόνοι τους.

-Σκοτώνεις το σώμα σου αββά, του έλεγε συχνά στεναχωρημένος ο υποτακτικός του. -Αν δεν το σκοτώσω εγώ, θα προλάβη εκείνο να με σκοτώση, απαντούσε ο αγαθός Γέροντας. Έτρωγε ύστερα από τη δύσι του ηλίου λίγο ψωμί, λάχανα κι έπινε μόνο ένα μικρό ποτήρι νερό. Τις νύχτες προσευχόταν και έπλεκε ψαθί για να συντηρή τον εαυτό του. Ελάχιστος ύπνος, καθισμένος σε σκα­μνί, του αρκούσε για ξεκούρασι. Πολλές φορές, καθώς έτρωγε τους έπεφτε το ψωμί από το στόμα από την υπερβολική νύστα. Κάποτε που αρρώστη­σε από τη μεγάλη σκληραγωγία, ο υποτακτικός του τον παρακαλούσε να πλαγιάση λίγο στο ψαθί. - Αν πείσης τους Αγγέλους να κοιμηθούν, τότε θα πείσης και τον Δωρόθεο του απαντούσε.

Ο Κύριος μας απλά επιτρέπει τας δο­κιμασίας. Ο ίδιος δεν τας δημιουργεί. Ο ίδιος βλέ­πει τα αφωσιωμένα παιδιά του και τα παρακολου­θεί, παρακολουθεί την πορεία του μαρτυρίου των και προστατεύει την αθάνατη ψυχή των. Ας θυμηθού­με τις δοκιμασίες του Αγίου Ιώβ (Παλαιά Διαθήκη, Ιερά Συναξάρια δηλ. βίων Αγίων: Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου, Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερί­νης νύμφης Χριστού, Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, Αγίας Βαρβάρας της Μεγαλομάρτυρος κ.α). Βλέ­πουμε τον άγιο Ιώβ που υπέστη δεινά πλήγματα, αλλά η ψυχή του έμεινε απαλή, ειρηνική, προσηλω­μένη στον Άγιο Τριαδικό θεό. Δι' αυτό στο τέλος παρηγορείτο τόσο πολύ όταν εσκέπτετο ότι τα έχα­σε μεν όλα, αλλ' αφού εκέρδησε την αθάνατη ψυχή του τα εκέρδησε όλα.

Εφ' όσον, αγαπημένοι φίλοι και φίλες μου, η ψυχή μας, παρά τις θλίψεις παραμένει δυνα­τή, με όπλα την πίστη και την αγάπη στον Πανάγα­θο θεό, αυτό σημαίνει ότι δεν έχομεν χάσει τον α­γώνα. Ο Κύριος, δεν επιτρέπει να δοκιμασθούμε περισσότερο από όσο αντέχομεν. Ο Άγιος Από­στολος Παύλος, παραγγέλει στους Κορινθίους αλ­λά και όλους τους χριστιανούς, ότι ο Αγιος θεός ουκ εάσαι υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε. Είναι όμως απαραίτητο να χρησιμοποιούμε τις δυ­νάμεις που μας έδωσε ο Κύριος μας και ο θεός μας. Να μην συντριβώμεθα αμαχητί κάτω από την οποιαδήπτε πίεσι του πειρασμού. Όλοι μας διαθέ­τουμε ως χαριτωμένοι άνθρωποι αλλά και δυσυπόστατες υπάρξεις, πνευματικοί και σωματικοί, δηλ. ο άνθρωπος είναι δυσυπόστατος, Ψυχή + Σώμα- άρα έχωμεν ένα δυναμικόν, το οποίο πρέπει να διατεθή δια την επιτυχία του σκοπού μας. Ο Κύ­ριος μας θέλει μεν ταπεινούς (όχι καρπαζοεισπράκτορες), αλλά και με πνεύμα δυνάμεως και σω­φρονισμού. Ο Δρόμος έφερε έναν κυνηγό πάνω στο βουνό του Μεγάλου Αντωνίου. Με κατάπληξι είδε τον ξακουστό ερημίτη να παίζη με τους μαθητάς του. Στάθηκε σαστισμένος και τους παρατη­ρούσε. Ο όσιος που κατάλαβε την αιτία της απορί­ας του, του είπε:

-Κυνηγέ μου για τέντωσε το τόξο σου. Ο κυνηγός υπάκουσε στην προσταγή του γέροντα. -Τέντωσε ακόμα. Εκείνος το έφερε στο πιο τεταμέ­νο σημείο. - Ακόμη λίγο, επέμενε ο Γέροντας. -Δεν γίνεται αββά, λίγο θέλει να σπάσει. - Το ίδιο γί­νεται με μας τους ασκητάς, εξήγησε τότε ο σοφός Πατήρ. Αν βιάσωμε τους εαυτούς μας να περάσω-μεν τα όρια της ψυχικής και σωματικής μας αντο­χής, κυριολεκτικά θα συντριβούμε. Γι’ αυτό κάνου­με κάποια συγκατάβασι.... Πήγε μια μέρα να ιδή τον όσιο Ποιμένα ο φίλος του αββάς Ιωσήφ και τον βρήκε με τα πόδια στο νερό για λίγη ξεκούρασι, ύστερα από ημερών ορ­θοστασία. Του φάνηκε παράξενο για ένα τόσο αυ­στηρό ασκητή.

-Πως κατώρθωσαν μερικοί να μεταχειρίζωνται το σώμα τους με σκληρότητα; τον ρώτησε. -Εμείς αδελφέ, του αποκρίθηκε ο διακριτικός Γέ­ρων, δεν εμάθαμε να είμεθα σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι. Ο Θεός δεν επιτρέπει, έλεγε ο Μέ­γας Αντώνιος, μεγάλους πειρασμούς στους σημε­ρινούς ανθρώπους, γιατί είναι ασθενέστεροι από τους παλαιότερους και δεν κάνουν υπομονή. Αν η μακροθυμία του Θεού μας ανέχεται, όταν δουλεύομεν την αμαρτία, έλεγε ένας σοφός Γέρο­ντας, πόσο μάλλον η ευσπλαγχνία του θα μας δυναμώση, όταν αγωνιζώμεθα για το καλό (Γεροντι­κό).

Αν θέλη ο άνθρωπος, μπορεί από την ανατολή έως τη δύσι του ηλίου να φθάση στην αγιότητα, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, διδάσκοντας τους μαθητές του τη δύναμι της μετανοίας. Ένας αρχάριος Μοναχός που πήγε να εξομολογηθή σε κάποιον Γέροντα, ανάμεσα στ' άλλα του έ­κανε κι αυτή την ερώτησι: -Γιατί αββά μου, πέφτω τόσο συχνά σε αμέλεια; - Σου λείπει η πίστις που θα σε έκανε να βλέπεις παντού το θεό, γι' αυτό μπορείς να μεριμνάς και ν' αμελής τη σωτηρία σου, εξήγησε πολύ σοφά ο διακριτικός Γέρων (Γεροντι­κό).

Ο δειλός άνθρωπος, διδάσκει ο σοφός και άγιος Ισαάκ ο Σύρος, πάσχει κυρίως από δύο ψυχικές α­σθένειες. Από ολιγοπιστία και από φιλοσωματία. Όποιος αγωνίζεται να νικήση αυτά τα δύο μεγάλα κακά είναι φανερό πως πιστεύει ολόψυχα στον Θεό κι είναι έτοιμος να δεχθή όλα τα δυσάρεστα που τυχόν Εκείνος θα παραχώρηση. Η υπερβολι­κή τόλμη πάλι και καταφρόνησι των κινδύνων, γεννώνται ή από μεγάλη πίστι στον Θεό ή από την σκληροκαρδία του ανθρώπου. Και τη σκληροκαρδία ακολουθεί απαραιτήτως η υπερηφάνεια, την πίστι όμως η αληθινή ταπείνωσυνη. Ο πιστός άνθρωπος χριστιανός, έλεγε κάποιος Πατήρ, βα­δίζει τον δρόμο του Θεού, βιάζοντας διαρκώς τον εαυτό του να αποφεύγη το κακό και να πράττη το αγαθό. Αυτός κατέχει θέσι ομολογητού (Γεροντι­κό).

Αν όντως πιστεύης πως ο Θεός είναι Παντοδύναμος και αληθινός, λέγει ο αββάς Ευπρέπιος, στή­ριζε σε αυτόν μόνο την ελπίδα σου και να είσαι βέβαιος πως θα κληρονομήσης τα αγαθά σου. Εκείνος που αγαπά, λέγει ο αββάς Ποιμήν, ευχα­ρίστως θυσιάζη τη ζωή του, ακόμα και για χάρι του αδελφού του. Θυσία κάνει κι εκείνος που ακούει να τον υβρίζουν κι ενώ μπορεί ν' αποκριθή με τα ίδια λόγια, σωπαίνει και δεν απαντά. Κι άλλος που αδικείται κατάφορα και υπομένει την αδικία, χω­ρίς να γυρεύη να εκδικηθή, κάνει παρόμοια θυ­σία.

Ουδέποτε προτίμησα το προσωπικό μου συμφέ­ρον από την ωφέλεια του αδελφού μου, έλεγε συ­χνά ο Μέγας Αντώνιος. Ο αββάς Απολλώ επίσης, λέγουν πως είχε τόση αγάπη για τον πλησίον του, ώστε ουδέποτε στη ζωή του αρνήθηκε σε άνθρωπο βοήθεια ή οποιαδή­ποτε μικρή ή μεγάλη εξυπηρέτηση. Όταν οι αδελ­φοί ζητούσαν τη συνεργασία του, την προσέφερε ευχαρίστως, λέγοντας πάντα με χαμόγελο:- Μαζί με τον Κύριο μου θα εργασθώ σήμερα για την ω­φέλεια της ψυχής μου... (Γεροντικό). Ουδέποτε επλάγιασα να κοιμηθώ, έχοντας λύπη στην καρδιά μου για τον πλησίον μου, έλεγε ο αβ­βάς Αγάθων. Και όσο πάλι εξαρτάτο από μένα, δεν άφησα άνθρωπο να κοιμηθή στεναχωρημένος μαζί μου. Ο αββάς Ισαάκ επίσης συνήθιζε να λέγη: Δεν άφησα να μπη ποτέ σ' αυτό εδώ το κελλί λογισμός εναντίον αδελφού, που να με στεναχώρησε. Εφρόντισα όμως να μην αφήνω και τον αδελφό μου να πάη στο κελλί του έχοντας λογισμόν εναντίον μου.

Ο χριστιανός, που θυμάται να συνομιλήση με τον Θεόν μόνο όταν φθάση η ωρισμένη ώρα της προ­σευχής, δεν έχει μάθη ακόμα να προσεύχεται, λέει ένας από τους Πατέρες. Από τούτα τα τέσσερα έχει πιο πολύ ανάγκη η ψυχή, έλεγε κάποιος Γέροντας: Να φοβάται την κρίσι του Θεού, να μισή την αμαρτία, ν' αγαπά την αρετή και να προσεύχεται αδιαλείπτως (Γεροντι­κό).

Αν υπολογίσει ο Θεός την αμέλεια μας στην προ­σευχή και τον σκορπισμό του νου μας στην ψαλμω­δία, είναι αδύνατον να σωθούμε, έλεγε ο αββάς Θεόδωρος.

Ο αββάς Ησαΐας ο Πρεσβύτερος του Πηλουσίου, μάλωνε τους αδελφούς όταν συνομιλούσαν στην Τράπεζα. - Μη μιλάτε, παιδιά μου, έλεγε. Η Τρά­πεζα του μοναχού πρέπει να είναι δεύτερη εκκλη­σία. Είδα κάποτε έναν φτωχό που ενώ έτρωγε ε­δώ μαζί με όλους, η προσευχή του σαν φωτεινή στήλη άγγιζε τον ουρανό (Γεροντικό). Πήγε μια μέρα να πάρη νερό από το πηγάδι της σκήτης ο αββάς Μωϋσής και βρήκε εκεί τον νεα­ρό μοναχό Ζαχαρία αφοσιωμένο στην προσευχή και είδε το Πνεύμα του θεού να τον επισκιάζει . (Γεροντικό).

Η προσευχή είναι ο καθρέπτης του χριστιανού, λέγουν οι πατέρες.

Ακοή αντί ακοής λαμβάνομεν, λέγη κάποιος Πα­τήρ. Και εξηγεί: Ακούει ο Θεός την προσευχή, ε­κείνον που υπακούει στο θέλημα Του (Γεροντι­κό).

Θέλεις ν' ακούη παρευθύς ο Θεός την προσευχή σου αδελφέ; λέγει ο αββάς Ζήνων. Σαν σηκώνης τα χέρια στον ουρανό, προσευχήσου πρώτα απ' όλα με την καρδιά σου, για τους εχθρούς σου και ο Θεός θα σου δώση γρήγορα ότι άλλο του ζητήσης.

Σαν παύση ο νους να σκέπτεται τον Θεόν, κυριεύ­εται ο άνθρωπος από τα κατώτερα πάθη, έλεγε ο αββάς Θεωνάς.

Όταν προσεύχεσαι με ταπεινοσύνη, έχοντας βαθειά συναίσθηση της αναξιότητάς σου, γράφει ο αββάς Ησαΐας ο Αναχωρητής, η προσευχή σου γί­νεται αμέσως δεκτή από τον Θεό. Αν όμως ενώ προσεύχεσαι, σου έλθη στο νου πως ο τάδε αδελ­φός την ώρα αυτή κοιμάται ή ο δείνα είναι αμελής κι αρχίζης την κατάκρισι, τότε ο κόπος σου πηγαί­νει εντελώς χαμένος (Γεροντικό).

Άρα αδελφοί μου, ο θεός μας αγαπά, φροντίζη για όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι ε­πομένως δυνατόν να αφήση χωρίς προστασία τους δοκιμαζόμενους. Αυτήν την θείαν προστασίαν την υπόσχεται ο ίδιος ο Κύριος, εφ' όσον ελπίζομεν και καταφεύγομεν με πίστιν στη Μεγαλωσύνη Του. Ας δούμε τι όμορφα και θεόπνευστα μας λέει ο προφήτης Δαυίδ ότι επ' εμέ ηλπισε και ρύσομαι αυτόν. Σκεπάσω αυτόν, ότι έγνω τ' όνομα μου. Κεκράξεται προς με και επακούσομαι αυτού, μετ' αυτού ειμί εν θλίψει. Εξελούμαι αυτόν και δοξά­σω αυτόν (Ψαλμός 90,14-15).

Εγώ, λέγει ο θεός θα ελευθερώσω τον πιστό και ευσεβή άνθρωπο και τούτο θα το κά­νω γιατί εστήριξε την ελπίδα του σε μένα. θα τον σκεπάζω και θα τον προστατεύω, θα τον ακούω με ευμένεια, θα είμαι πάντα μαζί του στην ώρα των θλίψεων και θα τον ελευθερώνω από τις διάφορες δυσκολίες αλλά και κινδύνους που θα συναντά στη ζωή του.

Η αγάπη που την βλέπουμε σε κά­θε ευαγγελική περικοπή, αποδεικνύει πως ο Κύριος μας αγαπά. Η αγάπη και η δύναμις αυτή του Κυρίου υπάρχει διαρκώς δι' όλα τα παιδιά του και εκδηλώνεται όταν ΕΚΕΙΝΟΣ θέληση. Απέραντος ωκεανός ελέους και οικτιρμών είναι ο Χριστός και δια τους πονούντας και δια τους καλώς έχοντας.

Αγαπημένοι μου, ο Απόστολος Παύλος λέγει: ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς (Ρωμ. η 18).

Ο Χριστός- θεάνθρωπος γνωρίζει πό­τε και γιατί επιτρέπει τον πόνο και πότε πρέπει να σταματούν οι πηγές των δακρύων. Επάνω από τον επίγειον πόνο, πέρα από τη δυστυχία και την συμ­φορά, υπάρχει η Αγάπη του Χριστού. Αυτή η Αγά­πη μας παρηγορεί, μας ενισχύει και μας δίνει ελ­πίδα, διότι όλα αυτά τα βιώνουμε μέσα εις την Εκκλησία Του που είναι η χαροποιός Ανατολή. Εκεί να σκεπόμεθα και προς εκεί να σέρνουμε τα βήμα­τα μας. Αμήν.



Πηγή: Εφημερίδα Διψώ, Οκτώβριος 2004

Τὰ Θεοφάνεια στὴν ἱστορία, τὴν τέχνη, τὴν παράδοση

$
0
0

Τὰ Θεοφάνεια στὴν ἱστορία, τὴν τέχνη, τὴν παράδοση
Μπαϊρακτάρης Θωμᾶς


Μὲ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἢ Ἐπιφανείων καὶ Φώτων, κλείνει καὶ ὁ κύκλος τοῦ λεγομένου Δωδεκαημέρου, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ περιλαμβάνει καὶ τὶς ἄλλες ἐνδιαμέσους ἑορτές.

Ὁ κύκλος αὐτὸς τῶν ἑορτῶν, εἶναι αὐτούσιος Χριστιανικὸς διότι ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα προέρχεται καὶ σχετίζεται ἐν μέρει μὲ τὸν Ἑβραϊκὸ ἑορτασμό, μὲ διαφορετικὴ ὅμως ἔννοια. Καὶ τὸ μὲν Ἑβραϊκὸ Πάσχα συσχετίζεται μὲ τὴν διέλευση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, δηλ. ἀπὸ τὴ δουλεία πρὸς τὴν ἐλευθερία, τὸ δὲ Χριστιανικὸ Πάσχα μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δηλ. «ἐκ τοῦ θανάτου πρὸς τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐκ γῆς πρὸς Οὐρανὸν διαβίβασιν τῶν πιστῶν ὑπὸ τοῦ Ἀναστάντος», κατὰ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἦταν κατ’ ἀρχὰς ἑνωμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ συνεορτάζονταν καὶ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση τὴν ἴδια ἡμέρα, ὁ δὲ διαχωρισμὸς προῆλθε ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ Πάπα Ρώμης Ἰουλίου (336-352 μ.Χ.). Αὐτὸς ὁ διαχωρισμὸς ἐπικράτησε ἔκτοτε καὶ στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μὲ διάφορη ὅμως τυπικὴ διάταξη καὶ ἑορταστικὴ ὑμνολογία.

Ἐπεκράτησε δὲ νὰ ἀποκαλεῖται καὶ ἑορτὴ τῶν Φώτων καὶ τοῦτο διότι οἱ Κατηχούμενοι βαπτίζονται ὁμαδικῶς, καὶ σὲ μεγάλη ἡλικία, τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων στοὺς ποταμούς, τὴν θάλασσα, τὶς κολυμβῆθρες καὶ πολλοὶ κατὰ προτίμηση στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ὅπως ὁ Κύριος. Ἐπειδὴ τὸ βάπτισμα ἐπέφερε τὸν φωτισμὸ ἀπὸ τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρείας, κρατοῦσαν συμβολικῶς καὶ ἀναμμένες λαμπάδες γιὰ τὸ φωτισμό τους. Κατηχούμενοι λέγονταν ὅσοι εἶχαν δεχθεῖ τὸν χριστιανισμὸ καὶ παρακολουθοῦσαν τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ἀπὸ τὸν νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως νὰ συμμετέχουν καὶ σὲ αὐτές.

Κατ’ ἀντίθεση μὲ τὰ Χριστούγεννα τὰ ὁποῖα καὶ δανειστήκαμε ἀπὸ τὴ Δύση, τὰ Θεοφάνεια εἶναι καθαρὸς ἑλληνικὸς ἑορτασμὸς καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαιότερους τῆς ἐκκλησίας μας.


Πρωτοεμφανίστηκε στὴν Αἴγυπτο μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν, καλλιεργήθηκε ἐν συνέχειᾳ στὴν Παλαιστίνη, ἀνεπτύχθη στὴν χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ διαδόθηκε ἐν συνέχειᾳ καὶ στὴ Λατινικὴ Δύση. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων πῆρε πολὺ μεγάλη καὶ δικαίως ἑορταστικὴ μεγαλοπρέπεια καὶ ἡ ἐνδιάμεση ἑορταστικὴ κόπωση ποὺ ἐπακολούθησε μέχρι τὰ Θεοφάνεια, ὑποτίμησε κάπως τὸν ἑορτασμό τους.



Τὰ Θεοφάνεια στὴν Ἁγιογραφία

Ὁ εἰκονογραφικὸς ἑορτασμὸς τῶν Θεοφανείων παρὰ τὴν ἑλληνική τους προέλευση μὲ ὅλους τοὺς συμβολισμούς τους, διασώζεται ἀπὸ τὴν ἀρχαιότερη διατύπωσή τους ὄχι στὴν Ἀνατολὴ ἀλλὰ στὴ Δύση καὶ μάλιστα στὴ Ρώμη στὶς Κατακόμβες τοῦ Ἁγίου Καλλίστου, στὴ Ραβέννα ὅπως ἡ εἰκόνα τοῦ Βαπτιστηρίου της καὶ ἀλλοῦ.

Στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ τὸ θέμα τῆς εἰκονογραφίας τῆς βαπτίσεως μὲ κάποια πληρότητα, μᾶς δίνει ὁ Διονύσιος ἐκ Φουρνὰ Εὐρυτανίας (1670-1746), στὸ περίφημο βιβλίο του «Ἑρμηνεία τῶν Ζωγράφων».

Ὁ Διονύσιος, ἀξιόλογος ζωγράφος καὶ ἐφάμιλλος τοῦ Πανσέληνου, μαθήτευσε τὴ ζωγραφικὴ στὸ Ἅγιο Ὄρος ὅπου καὶ διασώζονται θαυμάσια ἔργα του καθὼς καὶ στοὺς Ναοὺς τῆς ἰδιαίτερής του πατρίδος Φουρνᾶ Εὐρυτανίας.



Ὁ ἑορτασμὸς στὸ Βυζάντιο

Στὸ Βυζάντιο τὴν πρωτεύουσα τῆς Μεσαιωνικῆς μας Αὐτοκρατορίας, τὰ Θεοφάνεια ἑορτάζονταν μὲ ἐξαιρετικὴ λαμπρότητα.

Ὁ ἑορτασμὸς ἄρχιζε ἀπὸ τὴν παραμονὴ ὁπότε καὶ γινόταν ὁ καθαγιασμὸς τῶν ὑδάτων στὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορα, τῶν Αὐλικῶν καὶ τῆς Συγκλήτου.

Ὁ Αὐτοκράτωρ ἦταν ἐνδεδυμένος μὲ ὁλόλευκα καὶ χρυσὰ πολυτιμότατα ἐνδύματα, εἰδικὰ γιὰ τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων.

Γιὰ τὴν παρέλαση τῆς ἑπομένης, ὁ ἔπαρχος (Κυβερνήτης) τῆς πόλεως φρόντιζε γιὰ τὸν καθαρισμό, τὸν διάκοσμο καὶ τὸ στρώσιμο τῶν δρόμων μὲ πριονίδι, πευκόκλαδα, δάφνες καὶ μυρσίνες, καθὼς καὶ τὸ στρώσιμο μὲ τάπητες γιὰ τὴ μετάβαση ἐν πομπῇ τοῦ αὐτοκράτορα στὸν Ἱ. Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας.

Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ του ὁ λαὸς ἐπευφημοῦσε λέγοντας τὸ «Πολυχρόνιον ποιῆσαι ὁ Θεὸς τὴν Βασιλείαν», οἱ δὲ Πράσινοι καὶ Βένετοι ἔψαλλαν ἐπίκαιρα τροπάρια. Ὁ Αὐτοκράτωρ μετὰ τὴ Λειτουργία καὶ τὴν ἐπιστροφή, παρέθετε μεγάλο καὶ ἐπίσημο γεῦμα στὴν αἴθουσα τῶν «Δεκαεννέα Ἀκκουβίτων» (τράπεζα ἐπισήμων).



Ἡ ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς

Τὸ θέμα τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου δὲν ἐνέπνευσε μόνο τὴν Τέχνη (Ζωγραφικὴ) ἀλλὰ καὶ τὴν ὑμνολογία. Ἀπὸ τὴν θαυμάσια ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ὕμνους τῶν Μ. Ὡρῶν, τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου, ἡ ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ στὰ Τροπάρια τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Σοφρωνίου (†638) εἶναι ἕνα ἐξαίρετο δεῖγμα τῆς θείας ἐμπνεύσεως.

Ἦχος πλ. δ΄. «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων βοᾶ λέγουσα. Δεῦτε λάβετε πάντες, πνεῦμα σοφίας, πνεῦμα συνέσεως, πνεῦμα φόβου Θεοῦ τοῦ ἐπιφανέντος Χριστοῦ».

«Σήμερον τῶν ὑδάτων ἁγιάζεται ἡ φύσις καὶ ρήγνυται ὁ Ἰορδάνης, καὶ τῶν ἰδίων ναμάτων, ἐπέχει τὸ ρεῦμα, Δεσπότην ὁρῶν ρυπτόμενον».

«Πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου· ἦλθες Κύριε μορφὴν δούλου λαβῶν, βάπτισμα αὐτῶν ὁ μὴ γνοὺς ἁμαρτίαν».

Ἀπὸ τὰ ὑψιπετέστερα ἀκούσματα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γνωστὸ Ἀπολυτίκιο «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε…», εἶναι καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (†754), ἡ ὁποία ἀπαγγέλεται μεγαλοφώνως κατὰ τὴν τελετὴ τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν ὑδάτων.

«Τριὰς ὑπερούσιε, ὑπεράγαθε, ὑπέρθεε, παντοδύναμε, παντεπίσκοπε, ἀόρατε, ἀκατάλυπτε, δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν καὶ τῶν λογικῶν φύσεων, ἡ ἔμφυτος ἀγαθότης, τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον, τὸ φωτίζων πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, λάμψον κἀμοὶ τῷ ἀναξίῳ δούλῳ σου· φώτισόν μου τῆς διανοίας τὰ ὄμματα, ὅπως ἀνυμνῆσαι τολμήσω τὴν ἄμετρον εὐεργεσίαν καὶ δύναμιν…».

Καὶ ἐπισφραγίζεται ἡ ὅλη ἀκολουθία μὲ τὸ κοινωνικό.

«Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ Σωτήριος πάσιν ἀνθρώποις».



Τὰ Θεοφάνεια στὴ Λαογραφία

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως καὶ μερικῶς ἀναφέρθηκε, ἀξιόλογα εἶναι καὶ τὰ διάφορα καὶ κατὰ περιοχὴ Κάλαντα τῶν Φώτων.

Τὰ παλαιότερα γνωστὰ ποὺ διασώθηκαν σὲ ἕνα χειρόγραφο τῶν Ἱεροσολύμων εἶναι τὰ κατωτέρω:

Σήμερον ἡ κτίσις φωτίζεται

Καὶ πανηγυρίζει εὐφραίνεται.

Ἀπὸ τῆς ἐρήμου ὁ Πρόδρομος

ἦρθε νὰ βαπτίσει τὸν Κύριον κ.τ.λ.

……………………

Ψάλλοντες Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν.

Δέξασθε λουτήραν βαπτίσματος.

Ὁ Θεὸς τῶν ὅλων καὶ Κύριος.

Δώῃ σας ὑγείαν νὰ χαίρεσθε κ.τλ.

Οἱ ἀναμνήσεις τῶν παλαιῶν χρόνων εἶναι ἄπειρες καθὼς καὶ τὰ ἔθιμα, διαφέρουν στὶς λεπτομέρειες καὶ ἔχουν τὴν ἴδια κεντρικὴ ἄποψη.

Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ὅτι στὶς Βόρειες ἐπαρχίες τῆς Ἑλλάδος, στὴ Βέροια, Νάουσα, Γιαννιτσᾶ, Θεσσαλία καὶ Ἁλμυρό, συνήθιζαν νὰ μασκαρεύονται τὰ Φῶτα ἀπὸ τὴν παραμονὴ καὶ νὰ λένε τὰ Κάλαντα τῆς ἑορτῆς.

Οἱ μασκαράδες ὑποδύονται πάντα τοὺς ἴδιους ρόλους: τὸν γαμπρό, τὴν νύμφη, τὴν πενθερά, τὸν γιατρό, τὸν Ἀράπη καὶ ἄλλους. Πρῶτα πηγαίνουν στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του καὶ τοῦ λένε τὰ Κάλαντα:

Αὔριο τὰ Φῶτα καὶ ὁ Φωτισμὸς

καὶ χαρὰ μεγάλη τ’ ἀφέντη μας…

Ὕστερα ἀκολουθεῖ ὁ ἔπαινος πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέως καὶ ὁ ἔπαινος πρὸς τὴν παπαδιά.

Μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων, σχετίζεται καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῶν σπιτιῶν, τῶν ὑποστατικῶν, τῶν ἀγρῶν καὶ ὅλης τῆς φύσεως γιὰ τὸν καθαρμὸ ἀπὸ τοὺς Καλλικαντζαραίους ποὺ εἶναι φαντασιώσεις τοῦ λαοῦ καὶ ποὺ ἐμφανίζονται τὸ δωδεκαήμερο. Ἡ ἀναφορὰ στοὺς Καλλικαντζαραίους ὀφείλεται σὲ παλαιὰ εἰδωλολατρικὴ δεισιδαιμονία καὶ ἐξ αὐτῆς ἐπικράτησε ἡ ἰδέα ὅτι αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἔμπαιναν στὰ σπίτια καὶ προκαλοῦσαν σοβαρὲς καταστροφές. Σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις, οἱ Καλλικάντζαροι φοβοῦνται μόνον τὸν Ἁγιασμὸ καὶ στὸ ἄκουσμά του συγκεντρώνονται φωνάζοντας ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον «Φύγετε νὰ φύγουμε κι ἔφτασε ὁ Τρουλόπαπας μὲ τὴν ἁγιαστούρα του καὶ μὲ τὴ βρεχτούρα του!». Κατ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο καταδιωκόμενοι κατακρημνίζονταν στὰ Τάρταρα καὶ ἐλευθερώνονταν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἡ φύση ἀπὸ τὴν καταστρεπτικὴ ἐπιρροή τους. Αὐτὴ ἡ δεισιδαιμονία τὰ τελευταῖα χρόνια σχεδὸν ἐξέλιπε.


ΡΑΔΙΟ ΦΛΌΓΑ

Η ασκητική του πόνου κατά τον Γέροντα Ιωσήφ τον ησυχαστή

$
0
0


Κωνσταντίνος Κορναράκης
Επίκουρος Καθηγητής
Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών
  

Η ασκητική του πόνου
κατά τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή.

Α’. Εννοιολογικές αποχρώσεις του βιώματος του πόνου στον χώρο της πνευματικής ζωής κατά τη διδασκαλία του Γέροντος Ιωσήφ.
1)Η διερεύνηση της έννοιας του πόνου  στον βίο και το έργο του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, συναντά την προβληματική, η οποία προϋποτίθεται σε κάθε ερμηνευτική προσέγγιση του ανθρωπολογικού έργου της πατερικής γραμματείας. Η προβληματική αυτή έγκειται στο γεγονός ότι κάθε ερμηνευτική διαδικασία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της διολισθήσεως στην ενασχόληση με το μέρος του αντικειμένου της, με προφανές αποτέλεσμα την άγνοια της καθόλου θεωρήσεως αυτού. Ακόμη όμως και όταν αποτελεί πρόδηλη ερευνητική ανάγκη η επικέντρωση της έρευνας σε όψεις του όλου (δηλαδή το μέρος), δεν παύει η θεώρηση του όλου να αποτελεί αναγκαία συνθήκη κατανοήσεως της αυθεντικότητας ή της λειτουργικότητας του μέρους και αντιστρόφως . Στην ασκητική γλώσσα, λ.χ., το μέρος (π.χ. φυσική αρετή) δεν δικαιώνει το όλο (πνευματικός βίος) . Πάλι, το όλον (ταπεινός άνθρωπος) δεν κατανοείται άνευ του μέρους (ταπεινός λόγω κενοδοξίας ή ακενοδοξίας;). Κατά βάσιν, λοιπόν, πρόκειται για την πατερική αντίληψη, περί της διαλεκτικής μέρους και όλου, υπό την έννοια της αδιάλειπτης λειτουργίας νηπτικών βιωμάτων .
Επί του προκειμένου θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δια της ενδοσκοπήσεως ασυνείδητων ψυχικών λειτουργιών, ήδη από τον Δ΄ αι., οι πατέρες της Εκκλησίας παρουσίασαν την καθόλου θεώρηση του ανθρώπου, υπερβαίνοντας την οφειλόμενη στη φυσιοκρατία στατικότητα της αρχαιοελληνικής σκέψεως. Κατά τους πατέρες, η συμπεριφορά του ανθρώπου συνίσταται από δυναμικώς αλληλεπιδρώσες καταστάσεις και αυτό σημαίνει ότι μια φαινομενικώς ήσσονος προβληματικής αρνητική συμπεριφορά μπορεί να συνοψίζει ένα πλέγμα παθογόνων βιωματικών καταστάσεων . Αυτή η δυναμική ανθρωπολογική αντίληψη σφράγισε την πατερική γραμματεία και απαντάται σε κάθε έργο, το οποίο έχει ως σημείο αναφοράς του τη διδασκαλία αυτή.
Το έργο, λοιπόν, του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού στοιχείται προς την ανθρωπολογική παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, και ως εκ τούτου, αν και αφετηρία του αποτελεί το ζήτημα του πόνου, εντούτοις συναντούμε την καθόλου θεώρηση του περί ανθρώπου προβλήματος. Συσχετίζοντας ο Γέρων, μέσα από τη διδασκαλία του αλλά και μέσα από τα γεγονότα της ζωής του, τις κύριες βιωματικές εκφράσεις του πόνου με τη ροή των κοσμικών πραγμάτων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εκφάνσεις του πόνου στη ζωή του ανθρώπου δεν αποτελούν παρά όψεις του περί υπάρξεώς του ερωτήματος, το οποίο άλλωστε, συναρτάται αμέσως με την πορεία προς την πνευματική του τελείωση. Υπό την έννοια αυτή, ο σοφός περί τα Θεία Γέρων δεν διακρίνει ιδιαιτέρως κάποια έκφανση του πόνου, εφόσον το βίωμα του πόνου θεωρείται ποικιλοτρόπως, αλλά θεωρεί ως βίωμα πόνου κάθε βίωμα που φανερώνει ότι ασκείται ακούσια ή εκούσια βία στη φύση του ανθρώπου.
Οι επιφορές του ανθρωπίνου βίου, ως άσκηση ακούσιας βίας στη φύση του ανθρώπου.
Στην 37η Επιστολή του, ο Γέρων Ιωσήφ χρησιμοποιεί τον όρο επιφοραί  για να περιγράψει τις προσβολές των δαιμονικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν ως σκοπό να κάμψουν το ασκητικό του φρόνημα, βυθίζοντάς τον στην απόγνωση και στην απονέκρωση των πνευματικών του δυνάμεων. Πρόκειται για έναν όρο, ο οποίος στο γλωσσικό ιδίωμα των ασκητικών Πατέρων δηλώνει την εκ της αγαθής Προνοίας του Θεού ποικίλη μορφή ασκήσεως βίας στη ζωή του ανθρώπου και ιδιαιτέρως του νηπτικού, ενώ εξάλλου υποδηλώνει κάποιο ισχυρό βίωμα πόνου .
Μία από τις συνηθέστερες εκφράσεις αυτού του τύπου βίας αποτελεί η περίπτωση της ασθένειας. Σε αρκετές επιστολές του οσίου ασκητού συναντούμε περιπτώσεις εμπερίστατων πνευματικών του τέκνων, τα οποία προσδοκούν να ωφεληθούν από την ποιμαντική του καθοδήγηση, από λόγους παραμυθίας αλλά και από την παρρησία της προσευχής του . Κατά τον Γέροντα, η ασθένεια αποτελεί ένδειξη της αγάπης του Θεού και δυνατότητα που δίδεται στον άνθρωπο για να δοκιμασθούν οι πνευματικές του δυνάμεις και να προαχθεί στην εν Χριστώ ζωή . Η σωτηριολογική αυτή διδασκαλία αποτελεί καρπό της πείρας του Γέροντος, ο οποίος κατ’ εξοχήν βίωσε κατά τη διάρκεια του βίου του οριακές καταστάσεις αντοχής στον πόνο, αλλά πάντοτε τις αντιμετώπιζε δοξολογικώς ως απόδειξη ελέους του Θεού προς αυτόν .

Από τη μελέτη όμως των Επιστολών του μακαρίου Γέροντος γίνεται κατανοητό ότι η ασθένεια και το βίωμα του πόνου, το οποίο γεννάται από αυτήν, δεν αποτελούν κατά βάσιν το αληθινό πρόβλημα της ζωής του ανθρώπου, διότι η ασθένεια δεν αλλοιώνει την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου παρά μόνον τον θλίβει σωματικώς και ψυχολογικώς. Για τον Γέροντα, σημαντικότερη από την ασθένεια, είναι άσκηση της δαιμονικής βίας επί του ανθρώπου. Η βία αυτή θλίβει τον πνευματικό άνθρωπο και του δημιουργεί βιώματα πόνου, όπως πόλεμο των πειρασμών , απόγνωση  ή και παραλυσία των πνευματικών του δυνάμεων , έχοντας ως σκοπό την αλλοίωση της υπαρξιακής του προοπτικής, δηλαδή της απομακρύνσεως του από την κοινωνία με τον Θεό και την απώλεια του καθ’ ομοίωσιν. Στο πλαίσιο αυτό δεν αποκλείεται και η σωματική βία, όπως φανερώνει η φράση του ι. πατρός, «πάλη φανερά» και περιγράφει παραστατικώς η 24η Επιστολή του . Άλλωστε, ο ίδιος περιγράφει με ζωηρό τρόπο τις προσωπικές του εμπειρίες από τις δαιμονικές επιθέσεις τις οποίες υφίστατο, μεταφέροντας στον αναγνώστη σκηνές από τη ζωή των ασκητών των κοινοβίων της αιγυπτιακής ερήμου, εξόχως δε του Μ. Αντωνίου.
Η θλίψη αυτή προέρχεται από το μίσος του διαβόλου κατά των ανθρώπων του Θεού και βιώνεται ως πόνος και οδύνη που προκαλούνται από τις μεθοδείες του, καθώς αυτός επιχειρεί να πλήξει πνευματικώς αλλά και σωματικώς τον άνθρωπο διότι, «βλέπων ημάς ότι θέλομεν να σωθώμεν μας γίνεται πρόσκομμα και πέτρα σκανδάλου δια να εμποδίσει την προθυμίαν μας• να μας φέρει απελπισμόν, απιστίαν, αθυμίαν• ασθένειαν από την θλίψιν και πόνον πολύν• να μαρανθώμεν όπως τα άνθη όταν επέλθη εξαίφνης βορράς» .
Εξάλλου, ακολουθώντας ο Γέρων τη ζωή των ασκητών της ερήμου, γνωρίζει ότι ο πνευματικός άνθρωπος οφείλει να αντιμετωπίζει πειρασμούς και θλίψεις στη ζωή του από εμπαθείς καταστάσεις, οι οποίες πηγάζουν από δαιμονικές προσβολές που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στην ασθένεια της φύσεως. Ο διάβολος, εκμεταλλευόμενος την ασθένεια της φύσεως, πείθει τον άνθρωπο (εδώ: τον μοναχό) «ότι πάη για Μάρτυρας»  και τον ωθεί ασυνειδήτως σε διολίσθηση στην κατάσταση της οιήσεως, δια της καταστήσεως της εικόνας του κριτηρίου πνευματικής βιωτής, θεμελιωμένου σε δήθεν επιτεύγματά του στον χώρο της πνευματικής του ζωής. Λησμονώντας, όμως, ότι μόνον η χάρις του Θεού τελειώνει τα γυμνάσματα του ανθρώπου, ο μοναχός αυτός απομονώνεται τοπικώς (κελλίον), αλλά και υπαρξιακώς στον εαυτό του  και ενώ πιστεύει ότι προάγεται στην πνευματική ζωή, κατ’ ουσίαν την υποβαθμίζει, αλλοιώνοντάς την κατά τα μέτρα της παθογόνου αυτοσυνειδησίας του.
Τοιουτοτρόπως, όμως, αποτυγχάνει να αξιοποιήσει τη διαλεκτική μεταξύ Χάριτος και πειρασμών, δηλαδή αυτού τούτου του γεγονότος του καθ’ ημέραν αγώνα, προς τον σκοπό της πληρώσεως της καθ’ ομοίωσιν υπαρξιακής του προοπτικής. Ο Γέρων χρησιμοποιεί τον όρο Λύπη απαρηγόρητος, για να περιγράψει την έμπονο εκείνη ψυχοσωματική κατάσταση του μοναχού ή του εν γένει πνευματικού ανθρώπου, η οποία προκαλείται από πεφυσιωμένο φρόνημα, το οποίο εκδιώκει τη Χάρη του Θεού, με άμεσο αποτέλεσμα ψυχικές (ακηδία, σκότος νοός, λογισμό απιστίας, φόβο πλάνης), όσο και σωματικές παρενέργειες (βάρος σώματος, ύπνο άμετρον, παραλυσία μελών) . Η έμπονος αυτή κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί σε επιθετικότητα (: θυμός, ταραχή, εμπόδιον σωτηρίας εις τους άλλους), όταν διαπιστωθεί από τον ίδιο τον πνευματικό αγωνιστή η διάσταση μεταξύ της υφισταμένης παθολογικής καταστάσεως του εαυτού του και των απαιτήσεων του πνευματικού βίου, όπως αυτός καλλιεργείται και βιώνεται από τους λοιπούς συνασκητές του .
Η αξιωματικού τύπου παρατήρηση του Γέροντος ότι ο άνθρωπος αυτός, «ούτε εννοεί ότι έπεσε δια να ζητήση την θεραπείαν του» , επιρρωνύμενη από αφηγήσεις εμπερίστατων, πνευματικώς, ανθρώπων, φανερώνει ότι ο τύπος του πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος δικαιώνει διαρκώς τον εαυτό του, αδυνατεί να ερμηνεύσει και να αξιοποιήσει την παρουσία του πόνου στη ζωή του. Συνεπεία τούτου, είτε θεωρεί ότι οι συνάνθρωποί του (εδώ: συνασκητές), διαφοροποιούμενοι από τις δικές του πνευματικές επιλογές, κατ’ ουσίαν ευθύνονται για τα ενοχικά του βιώματα, είτε προσπαθεί να καταστήσει αυτούς κοινωνούς των αντιλήψεών του, επιδιώκοντας ασυνειδήτως την, δια της συλλογικής ευθύνης, άρση των ενοχικών του βιωμάτων . Δι’ αυτού του τρόπου, ο Αθωνίτης Γέρων δεν παραθέτει μόνον στοιχεία της δαιμονικής τεχνικής, αλλά και επισημαίνει την παθολογία της πνευματικής ζωής, εφόσον περιγράφει το ενδεχόμενο αυτή να αποτελέσει πηγή εμπόνων καταστάσεων υποβαθμισμένης πνευματικής εμπειρίας.
Εξάλλου, βίωμα πόνου, ως συνέπεια ασκήσεως ακούσιας, εν σχέσει προς την επιθυμία του, βίας επί του ανθρώπου, συναντούμε κατά τον τίμιο Γέροντα σε περιπτώσεις όπου ο άνθρωπος αυτός βιώνει τις θλίψεις του καθ’ ημέραν βίου, ως κατάσταση συνυφασμένη με την κοσμική πραγματικότητα.
Κατά ταύτα, ο άνθρωπος υφίσταται τα διάφορα λυπηρά της ζωής, τα οποία μπορεί να είναι έκτατες περιστάσεις (όπως ευθύνη για πρόκληση φονικού τροχαίου ατυχήματος) , ψυχικές διαταραχές, όπως νευρικός κλονισμός , αλλά και θλίψη όταν ένα αίτημα σημαντικό ή και ζωτικής φύσεως για τη ζωή του δεν πραγματοποιείται, καθηλώνοντάς τον σε οδυνηρή αναμονή . Κατά τον Γέροντα όλα αυτά αποτελούν δοκιμασίες αυθεντικότητας της πνευματικής ζωής, και αποδεικνύουν την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο.
2) Το βίωμα του πόνου ως συνέπεια ασκήσεως εκ μέρους του ανθρώπου βίας στη φύση του.
Κατά τον Γέροντα Ιωσήφ, η βία στην πνευματική ζωή, ως εξουθένωση του σαρκικού φρονήματος, δια μέσου του νηπτικού βίου, αποτελεί μοναδική οδό, διοδεύουσα τον άνθρωπο από τον κόσμο της αμαρτίας στον κόσμο της Χάριτος του Θεού. Ως εκ τούτου, αποτελεί σημείο πνευματικής ωριμάνσεως και εφαρμογής της διδασκαλίας του Χριστού.
Κατά τον μακάριο Γέροντα, οι αφετηρίες της ασκήσεως βίας, εκ μέρους του αν-θρώπου στη φύση του, εντοπίζονται στη βεβαιότητα των Πατέρων ότι ο εχθρός, δηλαδή ο διάβολος, είναι πολυμήχανος και δεν αντιμετωπίζεται με τρόπους συμβατούς προς την ανθρώπινη δεξιοτεχνία ή νοημοσύνη . Δεν είναι πάλη προς άνθρωπο, αλλά προς τις αρχές και τις εξουσίες του σκότους. Τοιουτοτρόπως, ο διάβολος δεν καταβάλλεται με εξωτερική δράση αλλά με εσωτερική αντιμάχηση, όταν δηλαδή θανατωθεί ο παλαιός άνθρωπος .
Περιγράφοντας τον πόλεμο αυτό ο τίμιος Γέρων παρατηρεί ότι ο αυθεντικός άν-θρωπος του Θεού, «δεν αφήνει την θέσιν, αλλά στέκει αμυνόμενος και μαζεύων τα σεσαθρωμένα εκ της πάλης των δαιμόνων μέρη του σκάφους του. Κάθεται κλαίων και οδυρόμενος τας πληγάς. Και προσπαθεί να θεραπεύη, τα εαυτού τραύματα. Και αναμένει αγωνιαίως ή την έκβασιν των πειρασμών ή την τελείαν εξολόθρευσιν. Και έχων μικράν ελπίδα λέγει: Κάλλιον να αποθάνω επάνω εις τον αγώνα, παρά να αφήσω και να υβρισθή η οδός του Θεού, αφού έχω τόσας μαρτυρίας ότι δι’ αυτής διώδευσαν πάντες οι Άγιοι» .
Κατά βάσιν ο άνθρωπος αποθνήσκει, αλλά ο θάνατος αυτός δεν έχει σχέση με τον βιολογικό θάνατο, όπως αυτός εννοείται στο καθ’ υπερβολήν σχήμα που παραθέτει ο Γέρων στο ανωτέρω χωρίο. Ο παλαιστής της ερήμου επιθυμεί να προβάλλει την εικόνα του ανθρώπου ο οποίος «αποθνήσκει», υπό την έννοια της αρνήσεως του ιδίου θελήματος, βιώνοντας κάθε πειρασμό και θλίψη ως σημείο παιδαγωγικής προνοίας του Θεού, εφόσον «κάθε θλίψις όπου μας γίνεται, είτε εξ ανθρώπων, είτε εκ δαιμόνων, είτε εξ αυτής της ιδίας μας φύσεως, πάντοτε έχει κλεισμένον εντός της το ανάλογον κέρδος» . Εδώ όμως εννοείται και ο πνευματικός άνθρωπος ο οποίος, όταν αδικείται, καθιστά εκουσίως δικό του φορτίο την αδικία του αδελφού του κατά του ιδίου, ώστε, κατά τον Γέροντα, «να νομίζης από τον πόνον ότι θα βγη η ψυχή σου ως εκ καμίνου πυρός» .
Εάν λοιπόν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει ότι «δεν έχει ένδυμα γάμου», διότι μό-λυνε τον νου, την καρδία και το σώμα του, τότε καταφεύγει σε πνευματικά αγωνίσματα, τα οποία επιφέρουν πόνο αλλά και ελκύουν τη Χάρη του Θεού σε όσους τα μετέλθουν έως τέλους. Τα πνευματικά αυτά αγωνίσματα είναι έργα μετανοίας, όπως ο πόνος της ψυχής, τα δάκρυα και το πένθος, και τα οποία εξαγνίζουν τον άνθρωπο, επισφραγίζοντας το αυθεντικό βίωμα του μυστηρίου της εξομολογήσεως, δια μέσου του οποίου ο πνευματικός άνθρωπος καθαρίζει το ένδυμα γάμου της ψυχής του .
Δια των ανωτέρω ασκητικών αγώνων αλλά και την αποδοχή της συνθλίψεως του ιδίου θελήματος κατά τις διαπροσωπικές του σχέσεις, ο άνθρωπος οδηγείται στην επίγνωση της αδυναμίας της φύσεώς του  κατά τον αγώνα του για εφέλκυση της χάριτος του Θεού και απρόσκοπτη κίνηση προς αυτόν. Κατά τον Γέροντα, όταν ο βιαστής της βασιλείας του Θεού μετέλθει τα αγωνίσματα αυτά, «τότε λαμβάνει ελευθερία παθών».
Στην οσιακή σκέψη του Γέροντος, «χωρίς αγώνα και χύσιν αίματος» ο άνθρωπος δεν πρέπει να περιμένει «ελευθερία παθών» . Η χάρις της μετανοίας, η οποία ενεργείται σε όσους αγωνίζονται, είναι «κληρονομιά πατροπαράδοτος», χαρακτηρίζεται δε συνάλλαγμα θείον. Ο άνθρωπος δίδει γη και λαμβάνει ουρανό. Συνεπώς, ανταλλάσσει ύλη, λαμβάνοντας Πνεύμα. Υπό την έννοια αυτή, κάθε ιδρώτας, κάθε πόνος, κάθε άσκηση του χριστοκεντρικού βίου είναι αλλαγή συναλλάγματος• «Αφαίρεσις αίματος, εισροή Πνεύματος» . Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Γέρων ανάγει με αβίαστο τρόπο τη σκέψη στη διδασκαλία των ασκητών της ερήμου και ιδιαιτέρως στο «δος αίμα και λάβε πνεύμα» του αββά Λογγίνου, το οποίο ερμηνεύεται από τον ίδιο όχι μόνον θεωρητικώς, αλλά και βιωματικώς με βάση τις δοκιμασίες της πνευματικής του ζωής .
Ο αυθεντικός βιαστής της Βασιλείας των Ουρανών καταβάλλει τον αντίδικο διάβολο, πολεμώντας τον με δακρύων οχετούς, πόνο ψυχής έως θανάτου, άκρα ταπείνωση, μεγίστη υπομονή. Ο αγωνιστής αυτός αισθάνεται να τρέχη αίμα από υπερκόπωσι της ευχής και καταπίπτει για μεγάλα χρονικά διαστήματα εξηντλημένος ως βαρειά ασθενής αλλά δεν παραιτείται της μάχης έως να νικηθούν και να υποχωρήσουν οι δαίμονες .
Εξάλλου, όταν ο εν Χριστώ ανακαινισμένος άνθρωπος επιθυμεί να ασκηθεί κατά τα πρότυπα του ασκητικού βίου των γερόντων της Ερήμου, τότε επιδιώκει την έτι περαιτέρω ευαισθητοποίηση των πνευματικών του αισθητηρίων ώστε να αντιλαμβάνεται και τον ασθενέστερο πειρασμικό κραδασμό της υπάρξεώς του. Ο άγιος Γέρων ενθυμούμενος τα πνευματικά του γυμνάσματα, αφηγείται ότι όταν διαβιούσε στον κόσμο μετερχόταν «εν κρυπτώ δριμείς και αιμάτων πλήρεις αγώνας». Τα βουνά και τα σπήλαια της Πεντέλης τον είχαν γνωρίσει «ως νυκτικόρακα πεινώντα και κλαίοντα, ζητούντα σωθήναι» .
Ο ίδιος ο μακάριος Γέρων εξηγεί ότι ασκούσε και σωματική βία στον εαυτό του . Η σωματική αυτή βία δεν αποσκοπούσε στην υποτίμηση του σώματος αλλά αποτελούσε το ισοζύγιο των εμπαθών λογισμών, δια των οποίων οι δαιμονικές δυνάμεις επιχειρούσαν να καταβάλουν τον ζήλο του . Κατά την οσιακή του λογική αυτό «είναι νόμος Θεού», δηλαδή, «παν ό, τι προκαλεί ηδονήν θεραπεύεται με οδύνην» .
Υπάρχει όμως και ο πόνος που βιώνει ο πνευματικός πατήρ για τα τέκνα του. Ο ίδιος ο τίμιος πατήρ παρατηρεί ότι παρέλυσε και είναι πλέον ασθενής• «δι’ αυτά και δι’ όλα έγινα πτώμα». Ο Γέρων εξηγεί ότι, «δια την κάθε μίαν ψυχήν όπου λαμβάνει βοήθειαν, δοκιμάζει τον πόλεμον όπου έχει» . Κατ’ αυτό τον τρόπο, «εξατονεί από διανοητικήν υπερκόπωσιν και από τους πειρασμούς, όπου δι’ όλους πάσχει» . Εφαρμόζοντας το υμνολογικό Ώσπερ πελεκάν τετρωμμένος , εξομολογείται ότι η ζωή του «έτσι επέρασεν, εις τον πόνον και τας ασθενείας. Και τώρα πάλιν -συνεχίζει ο Γέρων Ιωσήφ- δι’ εσάς ήλθα εις θάνατον. Είπα• ας αποθάνω εγώ, μόνον να ζήσουν τα πνευματικά μου παιδιά. Και τελείως δεν έτρωγα» .


Διαβάστε περισσότερα

Περί Ψυχής

$
0
0


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ

Μετάφραση-Σχόλια Παύλου Γρατσιάτου


ΠΡΟΛΕΓOΜΕΝΑ

Του Αριστοτέλους,του    μεγάλου φιλοσόφου    της  αρχαιότητος, εν    μόνον συγγραμμάτιον, η Ποιητική, έχει μεταφραστή εις την νέαν γλώσσαν ημών. Εκ τούτου τα έργα του νομοθέτου εκείνου της ανθρωπίνης διανοίας είναι έτι χώρα άγνωστος εις ημάς,  γνωστοτάτη  όμως  εις  πάντα  τα  πολιτισμένα  έθνη,  ων  τον  πολιτισμόν εγαλούχησε και έθρεψεν απ' αιώνων μέχρι σήμερον. Διότι τα έθνη ταύτα ηυτύχησαν να μελετήσωσι τας πολυτίμους συγγραφάς τον Σταγειρίτου όχι μόνον εν τη αρχική γλώσση, εν η εγράφησαν, αλλ' εν μεταφράσεσιν εις την εθνικήν γλώσσαν αυτών, αίτινες αναφαίνονται οσημέραι τελειότεραι. Επιθυμούντες ήδη να συντελέσωμεν το κατά δύναμιν εις πλήρωσιν του κενού τούτου εν ημίν αναγκαίαν προ πάντων εκρίναμεν την μετάφρασιν της περί Ψυχής πραγματείας του Αριστοτέλους, ενός εκ των θαυμασιωτέρων και διδακτικωτέρων πονημάτων αυτού, περί ου βαθυνούστατος νεώτερος φιλόσοφος, ο Έγελος, έγραφεν εν τω τρίτω μέρει της Εγκυκλοπαιδείας των Φιλοσοφικών Επιστημών (σ. 379) τάδε: “Εν τη φιλοσοφία του πνεύματος μόνα τα βιβλία του Αριστοτέλους περί Ψυχής και περί των καταστάσεων και δυνάμεων αυτής έχουσι την μεγίστην σπουδαιότητα, ή, κάλλιον ειπείν, είναι τα μόνα, άπερ έχουσι φιλοσοφικήν  αξίαν.  Το  ουσιώδες  αντικείμενον  φιλοσοφίας  του  πνεύματος  δεν δύναται, να είναι άλλο παρά να επαναγάγη την επιστήμην ταύτην επί του εδάφους της καθαράς λογικής νοήσεως και ούτω να εμβαθύνη και αύθις εις τον ενδόμυχον νουν των συγγραμμάτων τούτων του Αριστοτέλους”.

Εάν δε τόσον έξοχος σοφός ώριζεν, ότι αποστολή της φιλοσοφίας σήμερον έτι μετά μελέτην τόσων αιώνων είναι να μελετήση βαθύτερον τα έργα ταύτα της του Αριστοτέλους  αριστονοίας,  δύναται  πας  τις  να εννοήση πόσον  δύσκολος  είναι  η κατανόησις αυτών. Ευτυχώς αυτός ο Αριστοτέλης διευκολύνει την μελέτην ταύτην έν τινι μέτρω, διότι εφρόντισε να ορίση ακριβώς τας γενικότατος εκείνας έννοιας ή κατηγορίας, διά των οποίων συλλαμβάνεται και νοείται παν νόημα και παν πράγμα. Προς κατανόησιν λοιπόν και της ψυχολογίας αυτού ανάγκη να γνωρίση τις πρότερον τους κυριωτέρους φιλοσοφικούς όρους και την σημασίαν, ην δίδει εις αυτούς ο Αριστοτέλης. Προς τούτο παραθέτομεν ενταύθα σύντομον εξήγησιν ολίγων των όρων τούτων εκ της του Αριστοτέλους μεταφυσικής (βιβλ. IV, V).


Ορισμοί.

Αδύνατον λέγεται εκείνο, του οποίου το εναντίον είναι αναγκαίως αληθές. Λ. χ. ότι αι ορθαί γωνίαι είναι άνισοι, τούτο είναι αδύνατον.

Αρχή λέγεται 1ον) η έναρξις αυτού του πράγματος• π. χ. η αρχή ενός λόγου• 2ον) η έναρξις των πραγμάτων ως προς ημάς, ήτοι όθεν πρέπει να αρχίσωμεν εν πράγμα, διά να το μάθωμεν ή να το κάμωμεν καλώς•  3ο ν) η πρώτη ύλη ή το πο ιητικόν αίτιόν τινος• π. χ. τα θεμέλια είναι αίτια της οικίας, η ύβρις της μάχης. 4ον) η απόφασις ήτις παράγει μεταβολήν, όθεν και αι πολιτικαί εξουσίαι λέγονται αρχαί• 5ον) αι υποθέσεις ή οι λόγοι με τους οποίους αποδεικνύομέν τι.

Αίτιον. Τας αυτάς σημασίας, τας οποίας έχει η αρχή, έχει και το αίτιον, διότι πάντα τα αίτια είναι αρχαί. Πάσαι αι αρχαί είναι το πρώτον εκ του οποίου υπάρχει εν πράγμα, ή γίνεται, ή γνωρίζεται. Και άλλαι μεν είναι εντός, άλλαι δε εκτός των πραγμάτων. Είναι δε τέσσαρα τα αίτια : 1ον) η ύλη πράγματός τινος• λ. χ. ο χαλκός είναι ύλη του ανδριάντος• 2ον) το είδος και το πρό τυπον αυτο ύ, δηλ. η έννο ια και η ουσία του πράγματος λ. χ. του ανδριάντος• 3ον) η αρχή της κινήσεως και της μεταβολής•  λ.χ. ο ανδριαντοποιός•  και 4ον) ο σκοπός και τα μέσα της εκτελέσεως του• π.χ. η υγίεια είναι ο σκοπός του περιπάτου και μέσα είναι τα φάρμακα και η κάθαρσις κλπ. Τα τέσσαρα λοιπόν αίτια είναι το υλικόν, το ειδικόν, το ποιητικόν και το τελικόν (ου ένεκεν).

Αναγκαίον λέγεται 1ον) το συνεργούν αίτιον, άνευ του οποίου είναι αδύνατον να υπάρχη τι• λ. χ. η αναπνοή αναγκαία εις την ζωήν• 2ον) το μέσον άνευ του οποίου δεν δύναται να γείνη το αγαθόν ή να αποβληθή το κακόν λ. χ. τα φάρμακα• 3ον) ό,τι γίνεται εναντίον της θελήσεώς μας και μας βιάζει• 4ον) ό,τι δεν ημπορεί άλλως να γείνη, και αύτη είναι η κυρία σημασία του αναγκαίου, από της οποίας πηγάζουσιν αι άλλαι. Ούτως η απόδειξις είναι εκ των αναγκαίων, διότι το καλώς αποδειχθέν δεν δύναται να είναι άλλως.

Αντικείμενα είναι 1ον) τα αντιφατικά• λ. χ. λευκόν και όχι λευκόν• 2ον) το εναντίον•
3ον) ό,τι είναι σχετικόν πρός τι• λ. χ. εντός-εκτός, πατήρ-υιός• 4ον) η στέρησις κλπ. Και τέλος ό,τι δεν ημπορεί να ευρίσκηται ηνωμένον με άλλο εις τρίτον τι• λ. χ. το λευκόν και το φαιόν. Εάν τοιαύτα πράγματα ανήκωσιν εις γένος διάφορον, τότε είναι εναντία. Έπειτα εναντία είναι τα εις το αυτό γένος ανήκοντα και έχοντα μεγίστην απ' αλλήλων διαφοράν, και εν γένει εκείνα των οποίων η διαφορά είναι μεγίστη.

Γένος είναι 1ον) η συνεχής γένεσις των εχόντων το αυτό είδος. Ούτω λέγεται: εν όσω υπάρχει το γένος των ανθρώπων, δηλαδή η συνεχής γένεσις αυτών 2ον) η πρώτη ποιητική αιτία της υπάρξεως των ατόμων• λ.χ. λέγονται Ίωνες το γένος, διότι κατάγονται  από  Ίωνος  του  πρώτου  γεννήσαντος•  3ον)  τα  καθόλου  ή  αι  γενικαί έννοιαι•  λ.χ.  το  επίπεδον  των  σχημάτων  είναι  γένος  των  μερικών  ή  ατομικών επιπέδων• 4ον) Το είδος ή η μορφή, της οποίας αι διαφοραί είναι αι ποιότητες (βλέπε είδος).

Δύναμις είναι 1ον) η αρχή της κινήσεως ή της μεταβολής τινος, ήτις όμως είναι εις άλλο τι πράγμα• λ. χ. η οικοδομική τέχνη είναι δύναμις, ήτις δεν ευρίσκεται εις την κατασκευαζομένην οικίαν, αλλ' εις τον αρχιτέκτονα, κλπ.• 2ον) το να δύναταί τι να μεταβάλληται  ή  να κινήται  από  άλλο  διάφορον,  ότε  λέγομεν  ότι  πάσχει•  3ον) η ικανότης του να εκτελή τις καλώς πράγμά τι ή απόφασιν• π. χ. να ομιλήση καλώς ή να βαδίση• 4ον) το να μη δύναται τι να μεταβάλληται ή επί το χείρον να κινήται, ή τουλάχιστον το να πάσχη ταύτα δυσκόλως. Δύναμις λοιπόν είναι η ευφυΐα ή διάθεσις του πράγματος εις το να δύναται να είναι και να μη είναι, να είναι ή να μη είναι τούτο ή εκείνο, ή αρχή μεταβλητική άλλου εν άλλω υπάρχουσα.

Δυνατόν λέγεται εκείνο, του οποίου το εναντίον δεν είναι αναγκαίως ψεύδος• π. χ. ότι κάθηται άνθρωπος είναι δυνατόν. Δυνατόν είναι και το αληθές, ή ό,τι δύναται να είναι αληθές.

Είδος-ενέργεια-εντελέχεια. Είδος είναι το σύνολον των διορισμών πράγματός τινος, η νοητή ουσία αυτού. Η έννοια, ήτις ορίζει εν πράγμα, είναι η έννοια του είδους του.

Το είδος, το καθόλου, ο εν γένει ίππος λ. χ. τότε γίνεται ουσία πραγματική, αισθητή, ούτος  ο  ίππος,  όταν  ενωθή  με  άλλο  στοιχείον,  την  ύλην.  Παν  πράγμα  λοιπόν σύγκειται από ύλην και είδος• η ύλη είναι το υποκείμενον, το υλικόν, το δε είδος διορίζει την ύλην και δίδει εις αυτήν ωρισμένην ύπαρξιν. Ο οίκος λ. χ. καθ' ύλην είναι λίθοι και πλίνθοι και ξύλα, κατ' είδος δε είναι αγγείον ικανόν να σκεπάζη σώματα και πράγματα. Το είδος είναι το κοινόν εις πάντα τα άτομα, εις πάσας τας οικίας, η δε ύλη ατομικεύει τούτο το γενικόν και ούτως αποτελείται το άτομον λ. χ. η οικία του Πέτρου. Δεν υπάρχει λοιπόν τελεία διαφορά και αντίθεσις μεταξύ ύλης και είδους• διότι πάντοτε η ύλη δύναται να γείνη ό,τι είναι το είδος. Η ύλη είναι εν δυνάμει ό,τι είναι το είδος εν έργω ή ενεργεία. Ο χαλκός π.χ. είναι δυνάμει ό,τι εν ενεργεία είναι ο ανδριάς• ο χαλκός δύναται να γείνη ανδριάς, λοιπόν είναι δυνάμει ανδριάς• ο σπόρος είναι δυνάμει φυτόν• ο παις είναι δυνάμει ανήρ κλπ. Και πάλιν έλασμα σιδήρου προς μεν τον ακατέργαστον σίδηρον είναι είδο ς, αλλά προς το ξίφος είναι ύλη. Η ύλη λοιπόν είναι η πρώτη ατελής κατάστασις του πράγματος, το σπέρμα ή το θεμέλιον αυτού, είδος δε είναι η πλήρης ενεργοποίησις των δυνάμεων του, η πραγμάτωσις του σκοπού και του τέλους του. —Η βαθμιαία μετάβασις από της ατελούς εις την τελείαν κατάστασιν γίνεται δια κινήσεως, ήτις είναι επομένως μία ατελής ενέργεια, λ.χ. η οικοδομία, και σκοπόν ή τέλος έχει να πραγματοποίηση το είδος, την οικίαν. Το πραγματωθέν και εν ενεργεία είδος είναι πραγματικότης, αύτη η οικία, ούτος ο ίππος, ήτις εν εαυτή έχει το τέλος της, είναι εντελέχεια.

Έξις (έχειν) λέγεται 1) ενέργεια μεταξύ του έχοντος και του εχομένου• λ. χ. μεταξύ του έχοντος την εσθήτα και της εχομένης εσθήτος είναι η έξις, ως σχέσις αυτών. 2) Διάθεσις, καθ' ην διακείμενα καλώς ή κακώς• λ. χ. η υγίεια είναι έξις. Και η αρετή των μερών λέγεται έξις.

Εναντία. Βλέπε αντικείμενα.

Έτερα. Η ετερότης είναι το εναντίον της ταυτότητος. Έτερα λέγονται τα πράγματα, τα οποία έχουσι διάφορα τα είδη ή την ύλην, ή τον ορισμόν της ουσίας.

Ουσίαι λέγονται 1) τα άπλα σώματα, γη, αήρ κλπ. και εν γένει πάντα τα σώματα καθ', όσον δεν είναι κατηγορούμενα αυτά, αλλ' έχουσι κατηγορούμενα• λ.χ. ούτος ο ίππος είναι ουσία, αλλ' ο ίππος δεν είναι πρώτη ουσία, διότι είναι το κοινόν κατηγορούμενον των ατόμων ίππων• 2) η ενυπάρχουσα αρχή και αιτία της υπάρξεως όντος, όπερ δεν είναι κατηγορούμενον• λ.χ. η ψυχή είναι η ουσία του ζώου• 3) ουσία είναι και όσα μέρη υπάρχουσιν εις τοιούτον σώμα και προσδιορίζουσιν αυτό, εάν δε αφαιρεθώσι, καταστρέφεται το όλον• λ.χ. η επιφάνεια σώματος• 4) το τί ην είναι, ήτοι το είδος και η νοητή ουσία, της οποίας η δια λόγου δήλωσις είναι ο ορισμός. Ούτως Ουσία (= Υπόστασις) λέγεται ή το τελευταίον υποκείμενον, το οποίον δεν είναι κατηγορούμενον άλλου, ή η διωρισμένη και ανεξάρτητος μορφή ή το είδος εκάστου όντος.

Πάθος λέγεται 1) ποιότης, ήτις δύναται να μεταβάλληται• λ.χ. λευκόν και μέλαν, γλυκύ  και  πικρόν•  2)  αι  ήδη  υπάρχουσαι  μεταβολαί• 3)  βλαβεραί  και  λυπηραί μεταβολαί και κινήσεις• 4) μεγάλοι συμφοραί και λύπαι.

Πέρας λέγεται το άκρον του πράγματος, έξω του οποίου ουδέν υπάρχει, έσω δε τα πάντα• 2) το είδος, η μορφή.

Ποιόν λέγονται 1) αι διαφοραί των ουσιών λ. χ. ο άνθρωπος είναι ποιόν τι ζώον, διότι είναι δίπουν• ο κύκλος ποιόν τι σχήμα, διότι είναι αγώνιον 2) τα πάθη ή αι ιδιότητες των μεταβαλλομένων ουσιών, θερμότης και ψυχρότης κλπ.• 3) το αγαθόν και το κακόν, αι αρεταί και κακίαι είναι ποιότητες κλπ.

Ποσόν. Το διαιρετόν εις μέρη, έκαστον των οποίων είναι προσδιορισμένη ενότης
(μονάς).

Πλήθος. Το διαιρετόν εις μη συνεχή μέρη.

Μέγεθος. Το διαιρούμενον εις συνεχή μέρη.

Πρότερα και Ύστερα λέγονται 1ον) κατά τόπον• πρότερον είναι το εγγύτερον, ύστερον το απώτερον• 2ον) κατά χρόνον• πρότερον το απώτερον του νυν χρόνου, ύστερον το πλησιέστερον του νυν• 3ον) κατά κίνησιν ή μεταβολήν• το εγγύτερον του πρώτου κινήσαντος είναι πρότερον• 4ον) κατά δύναμιν, το δυνατώτερον είναι πρότερον• 5ον) κατά τάξιν• 6ον) κατά γνώσιν• λ. χ. εις ένα ορισμόν η γνώσις των μερών είναι προτέρα της του όλου, μολονότι πραγματικώς το όλον είναι πρότερον των μερών• 7ον) κατά την φύσιν• πρότερον είναι το πράγμα, όπερ δύναται να υπάρχη άνευ άλλων, ταύτα δε ουχί άνευ εκείνων• λ. χ. η ουσία είναι προτέρα των συμβεβηκότων• 8ον) κατά την δύναμιν και την ενέργειαν, δυνάμει ή κατά δύναμιν η ύλη είναι προτέρα του είδους, κατ' ένέργειαν όμως το εναντίον. Δυνάμει το μέρος είναι πρότερον του όλου, κατ' ένέργειαν δε το όλον προηγείται και είτα μερίζεται.

Στοιχείον είναι η πρώτη ύλη του πράγματο ς, ήτις δεν δύναται να διαιρεθή εις μέρη ετεροειδή, διότι τα μέρη των στοιχείων είναι ομοειδή• λ. χ. του ύδατος τα μέρη είναι ύδωρ, τα της συλλαβής όμως μέρη δεν είναι συλλαβή. Είναι λοιπόν τα στοιχεία τα καθολικώτατα όντα, διότι είναι τα απλουστέρα και ευρίσκονται εις πολλά σώματα ή και εις όλα. Διά τούτο και τα γένη λέγομεν στοιχεία μάλλον παρά τας διαφοράς, διότι είναι απλούστερα.

Συμβεβηκός είναι 1ον) ό,τι υπάρχει είς τι πραγματικώς, αλλ' ούτε εξ ανάγκης, ούτε συχνά• λ. χ. σκάπτων τις εύρε θησαυρόν. Τούτο είναι συμβεβηκός. Το συμβεβηκός υπάρχει, όμως δεν έχει αίτιον ωρισμένον, αλλά το τυχόν αίτιον• δεν είναι αφ' εαυτού, αλλά καθ' όσον το άλλο τούτο υπάρχει• λ. χ. ο χειμών εγένετο αίτιος ν' αναβάλω το ταξείδιον, ή να πλεύσω εις Αίγιναν• 2ον) συμβεβηκότα λέγονται και αι ουσιώδεις ιδιότητές τινος, αίτινες δεν εμπεριέχονται εν τη ουσία και εν τω ορισμώ αυτών• λ. χ. ότι το τρίγωνον έχει δυο ορθάς γωνίας. Τα συμβεβηκότα ταύτα δύνανται να είναι αιώνια, ουχί δε τα πρώτα (άτινα είναι τυχαία).

Τέλος Βλέπε Αίτιον και Τέλειον.

Τέλειον. 1ον) το έχον πάντα τα μέρη του• 2ον) ό,τι έφθασεν εις το άκρον και εν γένει ό,τι δεν ημπορεί να υπερβληθή υπό άλλου εις το είδος του• λ. χ. τέλειος ιατρός, αυλητής, λέγονται, όταν δεν έχωσι καμμίαν έλλειψιν της προσηκούσης εις αυτούς αρετής. Μεταφορικώς λέγεται και συκοφάντης τέλειος, κλπ.• 3ον) ό,τι έχει αγαθόν τέλος (σπουδαίον), διότι η τελειότης έγκειται εις το τέλος, τον σκοπόν.

Το τί ην είναι. Όρος Αριστοτελικός δηλών το είδος, την έννοιάν τινος. Το τί ην είναι ανθρώπω δηλοί την νοητήν ουσίαν του ανθρώπου. Είναι λοιπόν η υπό της διανοίας

συλληφθείσα ως αληθής και μόνιμος ουσία του πράγματος, ήτις δια λόγου δηλουμένη είναι ο ορισμός αυτού. Το τί ην είναι = τί ην ή τί εστί το είναι τω ανθρώπω = τί εστίν η ουσία του ανθρώπου.

Φύσις είναι 1ον) η γένεσις παντός, όπερ φύεται• 2ον) η ενυπάρχουσα ύλη, εξ ης προέρχεται παν ό,τι γεννάται• 3ον) η πρώτη αρχή της κινήσεως φυσικού πράγματος, ήτις είναι εν αυτώ και ανήκει εις την ουσίαν του• 4ον) η ουσία των φυσικών όντων. η μο ρφή και το σχήμα αυτών π. χ. ο χαλκός λέγεται φύσις του ανδριάντο ς, και τα στοιχεία, το πυρ, η γη, ο αήρ, το ύδωρ, λέγονται φύσις των φυσικών όντων• 5ον) το είδος και η ουσία, καθ' όσον το είδος είναι το τέλος, ο σκοπός πάσης γενέσεως. Και μεταφορικώς πάσα ουσία λέγεται φύσις. Κυρίως λοιπόν φύσις είναι το είδος, η ουσία των όντων, τα οποία έχουσιν εν εαυτοίς την αρχήν της κινήσεως των (των φυτών και των ζώων). Η ύλη καλείται φύσις μόνον, διότι είναι δεκτική τοιαύτης αρχής, του είδους, αι δε γενέσεις λέγονται ύλη, διότι από ταύτης της αρχής προέρχονται. Η εσωτερική αύτη αρχή των φυσικών όντων ενυπάρχει εις αυτά ή δυνάμει ή ενεργεία. Εν τοις έργοις όμως της τέχνης η αρχή αύτη είναι εκτός αυτών και πρώτον εν τη διανοία του τεχνίτου.

Ύλη. (Βλέπε είδος). Είναι εν των συστατικών της Ουσίας. Το έτερον συστατικόν είναι το είδος ή η μορφή, ήτις μετά της ύλης αποτελεί το πραγματικόν Ον. Δεν πρέπει όμως να νοώμεν την αισθητήν μόνον ύλην, ην έχουσι τα αισθητά. Διότι και επί των νοητών διακρίνομεν ύλην και είδος• λ χ. αι έννοιαι και αι προτάσεις είναι η ύλη του συλλογισμού.  Η μήνις του  Αχιλλέως  και  τα ολέθρια αποτελέσματα αυτής  εν  τω στρατώ των Ελλήνων είναι η ύλη της Ιλιάδος. Το αθάνατον όμως έργον του Ομήρου δεν αποτελούσι τα υλικά ταύτα, αλλ' η μορφή, ην έδωκεν εις αυτά η μεγαλοφυΐα του ποιητού.


Διαβάστε περισσότερα






Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου

$
0
0


Μεγας Αθανάσιος

Επίσκοπος της Αλεξάνδρειας
Που παρέστη στην Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας και πολέμησε με θάρρος κατά την αίρεση των Αρειανών


Εις το :
Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου, καὶ οὐδεὶς γινώσκει,τίς ἐστιν ὁ Υἱὸς εἰ μὴ ὁ Πατήρ· καὶ τίς ἐστιν ὁ Πατὴρ εἰ μὴ ὁ Υἱὸς, καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλῦψαι.

1. Καὶ τοῦτο οὐ νοήσαντες οἱ τῆς αἱρέσεως Ἀρείου Εὐσέβιός τε καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, ἀσεβοῦσιν εἰς τὸν Κύριον·φασὶ γάρ· Εἰ τὰ πάντα παρεδόθη (πάντα λέγοντες τὴν κυριότητα τῆς κτίσεως), ἦν ποτε, ὅτε οὐκ εἶχεν αὐτά. Εἰ δὲ οὐκ εἶχεν, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός· Εἰ γὰρ ἦν, εἶχεν ἂν αὐτὰ ἀεὶ ἐξ αὐτοῦ ὤν, καὶ χρείαν οὐκ εἶχε τοῦ λαβεῖν αὐτά. Ἀλλὰ καὶ  ἐκ τούτου μᾶλλον ἡ ἄνοια αὐτῶν ἐλεγχθήσεται. Οὐ γὰρ τοῦ ἄρχειν τῆς κτίσεως, ἢ τοῦ ἐπιστατεῖν τῶν ποιημάτων, σημαντικόν ἐστι τὸ ῥητὸν,ἀλλά τινα νοῦν τῆς οἰκονομίας δηλῶσαι θέλει. Εἰ γὰρ, ὅτε ἔλεγε, παρεδόθη αὐτῷ, δῆλον  ὅτι πρὸ τοῦ λάβῃ,κενὴ ἦν ἡ κτίσις τοῦ Λόγου. Καὶ ποῦ τὸ, Τὰ πάντα ἐπ᾽αὐτῷ συνέστηκεν; Εἰ δὲ, ἅμα τῷ γενέσθαι τὴν κτίσιν,παρεδόθη αὐτῷ πᾶσα · χρεία οὐκ ἦν παραδόσεως· πάντα γὰρ δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ περιττὸν τὸ παραδίδοσθαι τῷ Κυρίῳ ταῦτα, ὧν αὐτός ἐστι δημιουργός. Κύριος γὰρ ἦν τῶν γινομένων ἐν τῷ ποιεῖν αὐτά. Ἀλλὰ καὶ εἰ  μετὰ τὸ γενέσθαι παρεδόθη αὐτῷ, σκόπει τὸ ἄτοπον. Εἰ γὰρ παρεδόθη, καὶ ἀνεχώρησεν ὁ Πατὴρ λαβόντος τούτου· καὶ κινδυνεύομεν εἰς τάς τινων μυθολογίας ἐμπεσεῖν, ὅτι, τούτῳ παραδοὺς, αὐτὸς ἀπέστη. Ἢ εἰ τοῦ Υἱοῦ ἔχοντος, ἔχει καὶ ὁ Πατὴρ, ἔδει μὴ εἰπεῖν, παρεδόθη, ἀλλ᾽ ὅτι προσελάβετο κοινωνὸν, ὡς Παῦλος τὸν Σιλουανόν. Ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἄτοπον τοῦτο· οὐ γὰρ ἐνδεὴς ὁ Θεὸς, οὐδὲ διὰ χρείαν προσελάβετο τὸν Υἱὸν εἰς βοήθειαν· ἀλλὰ, Πατὴρ ὢν τοῦ Λόγου, πάντα δι᾽ αὐτοῦ ποιεῖ, καὶ οὐ παραδίδωσιν αὐτῷ κτίσιν, ἀλλὰ δι᾽ αὐτοῦ καὶ ἐν αὐτῷ τῆς κτίσεως προνοεῖ, ὥστε μηδὲ στρουθίον ἄνευ τοῦ Πατρὸς πεσεῖν εἰς τὴν γῆν, μηδὲ τὸν χόρτον ἀμφιέννυσθαι ἄνευ τοῦ Θεοῦ,ἀλλὰ καὶ  ἐργαζομένου τοῦ Πατρὸς, ἐργάζεσθαι καὶ τὸν Υἱὸν ἕως ἄρτι. Οὐκοῦν τῶν ἀσεβῶν τὸ φρόνημα μάταιον. Οὐ γὰρ, ὡς νοοῦσιν, ἔστιν, ἀλλὰ τῆς κατὰ σάρκα οἰκονομίας ἐστὶ δηλωτικὸν τὸ ῥητόν.

2. Ἐπειδὴ γὰρ ἥμαρτε καὶ πέπτωκεν ὁ ἄνθρωπος, καὶ πεσόντος αὐτοῦ τὰ πάντα τετάρακται, ὁ θάνατος ἴσχυεν ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Μωϋσέως , ἡ γῆ κεκατήραται, ὁ ᾅδης ἠνοίγη, ὁ παράδεισος ἐκλείσθη, ὁ οὐρανὸς ἐθυμώθη, καὶ τέλος ἐφθάρη ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀπεκτηνώθη, ὁ δὲ  διάβολος ἐνήλλετο καθ᾽ ἡμῶν. Τότε δὴ ὁ Θεὸς φιλάνθρωπος ὢν καὶ μὴ θέλων ἀπολέσθαι τὸν κατ᾽ εἰκόνα ἄνθρωπον, ἔλεγε· Τίνα ἀποστελῶ, καὶ τίς πορεύσεται; Πάντων τε σιωπώντων, ὁ Υἱὸς ἔλεγεν· Ἰδοὺ ἐγὼ, ἀπόστειλόν με· καὶ δὴ τότε λέγων, βάδιζε, παρέδωκεν αὐτῷ τὸν ἄνθρωπον, ἵνα γένηται αὐτὸς ὁ Λόγος σὰρξ, καὶ παραλαβὼν τὴν σάρκα κατὰ πάντα διορθώσηται. Παρεδόθη γὰρ αὐτῷ, ὡς ἰατρῷ, θεραπεῦσαι τὸ δῆγμα τοῦ ὄφεως· ὡς ζωῇ, ἀνεγεῖραι τὸ νεκρόν · ὡς φωτὶ, καταυγάσαι τὸ σκότος· καὶ λόγῳ ὄντι, ἀνακαινίσαι τὸ λογικόν. Ὡς γοῦν παρεδόθη αὐτῷ τὰ πάντα, καὶ γέγονεν ἄνθρωπος, εὐθὺς διορθώθη καὶ ἐτελειώθη τὰ ὅλα· ἡ γῆ ἀντὶ κατάρας εὐλόγηται, ὁ παράδεισος ἠνοίγη τῷ λῃστῇ , ὁ ᾅδης ἔπτηξε, καὶ τὰ μνημεῖα ἠνοίγη, ἐγειρομένων τῶν νεκρῶν, αἱ πύλαι τοῦ οὐρανοῦ ἐπήρθησαν, ἵν᾽ ὁ ἐξ Ἐδὼμ παραγένηται. Ἀμέλει τὸ πῶς παρεδόθη αὐτῷ πάντα, σημᾶναι θέλων αὐτὸς ὁ Σωτὴρ, ἐπήγαγεν εὐθὺς , ὡς ὁ Ματθαῖός φησιν· Δεῦτε πρὸς μὲ, πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς· παρεδόθητε γάρ μοι, ἵνα κοπιάσαντας  ἀναπαύσω, καὶ νεκρωθέντας ζωοποιήσω. Συνᾴδει δὲ τούτῳ καὶ τὸ παρὰ τῷ Ἰωάννῃ κείμενον· Ὁ Πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν Υἱὸν, καὶ πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ. Δέδωκε γὰρ, ἵν᾽, ὥσπερ δι᾽ αὐτοῦ τὰ πάντα γέγονεν, οὕτως ἐν αὐτῷ τὰ πάντα ἀνακαινισθῆναι δυνηθῇ. Οὐ γὰρ, ἵν᾽ ἐκ πτωχοῦ πλούσιος γένηται, παρεδόθη αὐτῷ , οὐδ᾽ ἵνα, ὡς μὴ ἔχων ἐξουσίαν, λάβῃ ἐξουσίαν, παρέλαβε τὰ πάντα, μὴ γένοιτο! ἀλλ᾽ ἵνα μᾶλλον, ὡς Σωτὴρ, τὰ πάντα διορθώσηται . Ἔπρεπε μὲν γὰρ τὴν μὲν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας δι᾽ αὐτοῦ γενέσθαι εἰς τὸ εἶναι αὐτὰ, τὴν δὲ διόρθωσιν ἐν αὐτῷ, ἐχουσῶν διαφορὰν τῶν λέξεων. Ἐν ἀρχῇ μὲν γὰρ δι᾽ αὐτοῦ γέγονεν εἰς τὸ εἶναι· ὕστερον δὲ, πεσόντων πάντων, γέγονεν ὁ Λόγος σὰρξ, καὶ ἐνεδύσατο αὐτὴν, ἵν᾽ ἐν αὐτῷ τὰ ὅλα κατορθωθῇ. Πάσχων γὰρ αὐτὸς ἡμᾶς ἀνέπαυσε , καὶ πεινῶν αὐτὸς ἡμᾶς ἔτρεφε, καὶ εἰς τὸν ᾅδην καταβαίνων ἡμᾶς ἀνέφερε. Τότε γοῦν γινομένων πάντων πρόσταγμα ἦν τὸ γενέσθαι, οἶον τὸ, ἐξαγαγέτω, καὶ, γενέσθω· ἐπὶ δὲ τῇ διορθώσει παραδοθῆναι πάντα ἔπρεπεν, ἵν᾽ αὐτὸς γένηται ἄνθρωπος, καὶ ἐν αὐτῷ τὰ πάντα ἀνακαινισθῇ. Ἐν αὐτῷ γὰρ ὢν ὁ ἄνθρωπος, ἐζωοποιεῖτο· διὰ τοῦτο γὰρ συνεπλάκη ὁ Λόγος τῷ ἀνθρώπῳ, ἵνα ἡ κατάρα μηκέτι ἰσχύσῃ κατὰ τοῦ ἀνθρώπου. Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἐν ἑβδομηκοστῷ πρώτῳ ψαλμῷ τοὺς ἀξιοῦντάς φασι  τὸν Θεὸν περὶ τοῦ ἀνθρωπείου γένους, Ὁ Θεὸς, τὸ κρῖμά σου τῷ βασιλεῖ δὸς, ἵνα καὶ τὸ καθ᾽ ἡμῶν κρῖμα τοῦ θανάτου, ὅπερ ἦν καθ᾽ ἡμῶν, παραδοθῇ τῷ Υἱῷ, καὶ λοιπὸν αὐτὸς ἐν αὐτῷ αὐτὸ ἐξαφανίσῃ, ἀποθανὼν ὑπὲρ ἡμῶν. Τοῦτο γὰρ σημαίνων καὶ αὐτὸς ἔλεγεν ἐν τῷ ὀγδοηκοστῷ ἑβδόμῳ ψαλμῷ· Ἐπ᾽ ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου. Τὸν γὰρ καθ᾽ ἡμῶν θυμὸν αὐτὸς ἐβάσταζεν, ὡς  καὶ ἐν τῷ ἑκατοστῷ τριακοστῷ ἑβδόμῳ φησί· Κύριος ἀνταποδώσει ὑπὲρ ἐμοῦ.

3. Οὕτω μὲν οὖν πάντα παραδεδόσθαι τῷ Σωτῆρι νοεῖν ἔξεστι, καὶ εἰ δεῖ νοήσαντα πάλιν εἰπεῖν , παραδέδοται αὐτῷ ἅπερ οὐκ εἶχεν. Οὐ γὰρ ἦν ἄνθρωπος πρὸ τούτου, ἀλλὰ γέγονε διὰ τὸ σῶσαι τοῦτον. Καὶ οὐκ ἦν ἐν ἀρχῇ σὰρξ ὁ Λόγος, ἀλλ᾽ ὕστερον γέγονε σὰρξ, ἐν ᾗ καὶ τὴν πρὸς ὑμᾶς ἔχθραν διήλλαξε κατὰ τὸν Ἀπόστολον, καὶ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι κατήργησεν, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον, ποιῶν εἰρήνην, καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι πρὸς τὸν Πατέρα. Ἃ μέντοι ἔχει ὁ Πατὴρ, ταῦτα  καὶ τοῦ Υἱοῦ ἐστιν, ὡς ἐν τῷ Ἰωάννῃ φησί· Πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ, ἐμά ἐστι, πάνυ γε καλῶς ἐχόντων τῶν ῥημάτων. Ὅτε μὲν γὰρ ὅπερ οὐκ ἦν ἐγίνετο, παραδίδοται αὐτῷ τὰ πάντα· ὅτε δὲ τὴν πρὸς τὸν Πατέρα ἑνότητα σημᾶναι βούλεται, οὐ κρύπτει, ἀλλὰ διδάσκει λέγων· Πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ, ἐμά ἐστι. Καὶ τὴν ἀκρίβειαν χρὴ θαυμάζειν τοῦ λόγου.Οὐ γὰρ εἴρηκε, Πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ, δέδωκέ  μοι, ἵνα μὴ, ὥς ποτε μὴ ἔχων, δειχθῇ· ἀλλ᾽ ὅτι ἐμά ἐστιν. Ὄντων γὰρ ἐν τῇ τοῦ Πατρὸς ἐξουσίᾳ τούτων, ἔστιν ὁμοίως ἐν τῇ τοῦ Υἱοῦ. Τί δὲ ἔχει ὁ Πατὴρ, ἐξεταστέον πάλιν. Εἰ μὲν γὰρ τὴν κτίσιν σημαίνει, οὐδὲν ἄρα εἶχε πρὸ τῆς κτίσεως, καὶ φαίνεται προσλαμβάνων ἀπὸ τῆς κτίσεως. Ἀλλὰ μὴ γένοιτο τοῦτο νοεῖν! Ὡς γάρ ἐστιν αὐτὸς πρὸ τῆς κτίσεως, οὕτω καὶ πρὸ τῆς κτίσεως ἔχει ἅπερ ἔχει, ἅτινα καὶ τοῦ Υἱοῦ εἶναι πιστεύομεν. Εἰ γὰρ ἐν τῷ Πατρὶ ὁ Υἱὸς, ἄρα ἂν τὰ πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ, τοῦ Υἱοῦ ἐστιν. Ἀνατρέπον δὲ τὸ ῥητόν ἐστι τοῦτο τὴν τῶν κακοδόξων πονηρίαν λεγόντων· «Εἰ πάντα παραδέδοται τῷ Υἱῷ, ἄρα πέπαυται ὁ Πατὴρ τῆς τῶν παραδοθέντων ἐξουσίας, ἐπειδὴ κατέστησεν ἀνθ᾽ ἑαυτοῦ τὸν Υἱόν· Καὶ γὰρ ὁ Πατὴρ οὐδένα κρίνει, πᾶσαν δὲ τὴν κρίσιν δέδωκε τῷ Υἱῷ.» Ἀλλ᾽ ἐμφραττέσθω τὰ στόματα τῶν λαλούντων τὰ ἄδικα· οὐ γὰρ, ἐπειδὴ πᾶσαν τὴν κρίσιν δέδωκε τῷ Υἱῷ, αὐτὸς τῆς δεσποτείας ἐψίλωται· οὐδ᾽ ὅτι πάντα παραδεδόσθαι τῷ Υἱῷ παρὰ τοῦ Πατρὸς εἴρηται, αὐτὸς οὐκ ἔστιν ἐπὶ πάντων· χωριζόντων δὲ σαφῶς τὸν Μονογενῆ τοῦ Θεοῦ τὸν ἀχώριστον  τῇ φύσει, εἰ καὶ τοῖς λόγοις οὗτοι μεμηνότες χωρίζουσιν, οὐ νοοῦντες οἱ δυσσεβεῖς, ὡς οὐκ ἂν χωρισθείη ποτὲ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, ἀλλ᾽ ἔστιν ἐν αὐτῷ φυσικῶς. Ἀπὸ γὰρ τῶν ἐν χερσὶ καὶ  συνήθων εἰκόνι πτωχῇ χρησαμένους, τὸ νοούμενον παραστῆσαι τῷ λόγῳ δεῖ, ἐπειδὴ τολμηρὸν ἐμβατεύειν τὴν ἀπερινόητον φύσιν.

4. Ὡς οὐκ ἂν τοίνυν ποτὲ τὸ ἐξ ἡλίου φῶς τὴν οἰκουμένην καταλάμπον χωρὶς αὐτοῦ περιλάμπειν δυνατὸν νοηθῆναι παρὰ τοῖς ἐῤῥωμένοις τὸν νοῦν, ἐπειδὴ ἥνωται τῇ φύσει τοῦ ἡλίου τὸ ἐξ αὐτοῦ φῶς, καὶ ὡς εἰ λέγοι τὸ φῶς· Πάντα καταλάμπειν παρείληφα παρὰ τοῦ ἡλίου, καὶ πάντα αὔξειν καὶ ἐνισχύειν διὰ τῆς ἐν ἐμοὶ θερμότητος· οὐ χωρίζειν τις μεμηνὼς νοήσει τὴν τοῦ ἡλίου ὀνομασίαν τῆς ἐξ αὐτοῦ φύσεως, ἥ ἐστι τὸ φῶς· οὕτω νοεῖν εὐσεβὲς καὶ τὴν θείαν οὐσίαν τοῦ Λόγου ἡνωμένην φύσει τῷ ἑαυτοῦ Πατρί. Καὶ γὰρ τὸ ἐν χερσὶ ῥητὸν τὴν σαφήνειαν παρέξει τοῦ ζητουμένου σαφεστάτην, εἰπόντος τοῦ Σωτῆρος·
Πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ, ἐμά ἐστιν, ὃ δηλοῖ αὐτὸν ἀεὶ εἶναι σὺν τῷ Πατρί· τὸ γὰρ, ὅσα ἔχει, τὴν δεσποτείαν κρατεῖν δείκνυσι τὸν Πατέρα· τὸ δὲ,ἐμά ἐστι, τὴν ἀχώριστον ἕνωσιν. Ἀνάγκη τοίνυν νοεῖν ἡμᾶς ὅτι ἔστιν ἐν τῷ Πατρὶ τὸ ἀΐδιον, τὸ αἰώνιον, τὸ ἀθάνατον· ἔστι δὲ ἐν αὐτῷ οὐχ ὡς ἀλλότρια αὐτοῦ, ἀλλ᾽ ὡς ἐν πηγῇ ἐστιν ἐν αὐτῷ ἀναπαυόμενα καὶ ἐν τῷ Υἱῷ. Ὅταν τοίνυν περὶ Υἱοῦ νοεῖν ἐθέλῃς  μαθὼν τίνα ἐστὶ τὰ ἐν τῷ Πατρὶ, ταῦτα καὶ ἐν τῷ Υἱῷ εἶναι πίστευε. Εἰ μὲν οὖν κτίσμα ἐστὶν ὁ Πατὴρ ἢ ποίημα, ἔστι ταῦτα καὶ ἐν τῷ Υἱῷ· καὶ εἰ θεμιτὸν εἰπεῖν ἐπὶ τοῦ Πατρὸς, ἦν ποτε, ὅτε οὐκ ἦν, ἡ ἐξ οὐκ ὄντων· λεγέσθω τοῦτο καὶ ἐπὶ τοῦ Υἱοῦ. Εἰ δὲ ἀσεβές ἐστι ταῦτα λέγειν ἐν τῷ Πατρὶ εἶναι, ἀσεβὲς ἔστω καὶ ἐν τῷ Υἱῷ ταῦτα νοεῖν. Τὰ γὰρ τοῦ Πατρὸς, ταῦτα τοῦ Υἱοῦ ἐστιν. Ὁ γὰρ τιμῶν τὸν Υἱὸν τιμᾷ τὸν Πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτὸν, καὶ ὁ δεχόμενος τὸν Υἱὸν, δέχεται σὺν αὐτῷ τὸν Πατέρα· ὁ γὰρ ἑωρακὼς τὸν Υἱὸν ἑώρακε τὸν Πατέρα. Ὡς οὖν οὐκ ἔστι κτίσμα ὁ Πατὴρ, οὕτως οὐδὲ ὁ Υἱός · καὶ ὡς οὐκ ἔστιν εἰπεῖν ἐπ᾽ αὐτοῦ, ἦν ποτε, ὅτε οὐκ ἦν, ἢ ἐξ οὐκ ὄντων· οὕτως οὐχ ἁρμόζει, οὐδ᾽ ἐπὶ τοῦ Υἱοῦ λέγειν τὸ αὐτό. Ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ἐν τῷ Πατρὶ τὸ ἀΐδιον, τὸ ἀθάνατον, τὸ ἀεὶ, τὸ μὴ κτίσμα· οὕτω καὶ περὶ Υἱοῦ φρονεῖν ἀκόλουθον. Κατὰ γὰρ τὸ γεγραμμένον,
Καθὼς ὁ Πατὴρ ζωὴν ἔχει ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ Υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ. Δέδωκε δὲ εἴρηκεν, ἵνα τὸν διδόντα Πατέρα δείξῃ. Ὡς δὲ ἐν τῷ Πατρὶ, οὕτω καὶ ἐν τῷ Υἱῷ ἐστιν ἡ ζωὴ, ἵνα τὸ ἀδιαίρετον καὶ ἀΐδιον διδάξῃ.Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἀκριβῶς εἴρηκεν, Ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ,ἵνα, καὶ ὧδε λέγων τὸν Πατέρα, μὴ καὶ αὐτὸς Πατὴρ νομισθῇ. Οὐ γὰρ εἴρηκεν, Ἐγώ εἰμι ὁ Πατὴρ, ἀλλ᾽, Ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ.

5. Πατὴρ μὲν γὰρ, ὦ Ἀρειανοὶ, παρὰ τοῦ Πατρὸς χρηματίζοι ὁ μονογενὴς Υἱὸς αὐτοῦ, οὐ μὴν ὡς ὑμεῖς πλανώμενοι ἴσως ἂν ὑπολάβοιτε, ἀλλ᾽ Υἱὸς μὲν τοῦ γεννήσαντος Πατρὸς, πατὴρ δὲ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Δεῖ γὰρ ὑμῶν πάσας τὰς ὑπονοίας περιελεῖν. Φησὶ γοῦν διὰ τοῦ προφήτου· Ἐγεννήθη ἡμῖν Υἱὸς, καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, Θεὸς ἰσχυρὸς, ἐξουσιαστὴς, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Οὐκοῦν καὶ πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ὁ Μονογενὴς, καὶ Θεὸς ἰσχυρὸς, καὶ ἐξουσιαστὴς ὁ Υἱὸς ὑπάρχει τοῦ Θεοῦ· καὶ σαφῶς δέδεικται, ὅτι πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ, αὐτοῦ ἐστι, καὶ καθὼς ζωὴν δίδωσιν ὁ Πατὴρ, καὶ τῷ Υἱῷ ὁμοίως πάρεστιν οὓς θέλει ζωοποιεῖν . Ἀκούσονται γὰρ, φησὶ, τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ οἱ νεκροὶ, καὶ ζήσονται. Καὶ ἓν θέλημα Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ βούλημα, ἐπεὶ καὶ ἡ φύσις μία καὶ ἀδιαίρετος. Καὶ περισσῶς οἱ Ἀρειανοὶ κόπτουσιν ἑαυτοὺς, μὴ νοοῦντες τὸ εἰρημένον πρὸς  τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, τὸ, Πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ, ἐμά ἐστιν. Ἐκ γὰρ τούτου, καὶ ἡ Σαβελλίου ἀνατρέπεται παραφροσύνη, καὶ τῶν νῦν Ἰουδαίων ἐλέγξει τὴν ἄνοιαν. Διὰ γὰρ τοῦτο ζωὴν ἔχων ἐν ἑαυτῷ ὁ Μονογενὴς, ὡς ὁ Πατὴρ ἔχει, καὶ μόνος οἶδε τίς ἐστιν ὁ Πατὴρ, ἐν τῷ Πατρὶ ὢν, καὶ ἔχων ἐν ἑαυτῷ τὸν Πατέρα. Εἰκὼν γάρ ἐστι, καὶ ἀκολούθως, ὡς ἐν εἰκόνι, πάντα τὰ τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ  ἐστι. Σφραγὶς γάρ ἐστιν ἰσότυπος ἐν αὐτῷ δεικνὺς τὸν Πατέρα, Λόγος ζῶν, ἀληθινὸς, δύναμις, σοφία, ἁγιασμὸς, καὶ ἀπολύτρωσις ἡμῶν. Ἐν αὐτῷ γὰρ καὶ ζῶμεν, καὶ κινούμεθα, καί ἐσμεν· καὶ, Οὐδεὶς γινώσκει τίς ἐστιν ὁ Πατὴρ εἰ μὴ ὁ Υἱὸς, καὶ τίς ἐστιν ὁ Υἱὸς εἰ μὴ ὁ Πατήρ.

6. Καὶ πῶς τολμῶσιν οἱ δυσσεβεῖς φλυαρεῖν, ἃ μὴ θέμις, ἄνθρωποι ὄντες, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς οὐχ εὑρίσκοντες διηγήσασθαι; Τί δὲ λέγω τὰ ἐπὶ γῆς; τὰ ἑαυτῶν ἡμῖν εἰπάτωσαν, εἰ ἄρα εὑρεῖν δυνήσονται τὴν ἑαυτῶν ἐξιχνιάσαι φύσιν. Τολμηροὶ ὄντως καὶ αὐθάδεις, δόξας οὐ τρέμοντες, ἔνθα ἐπιθυμοῦσιν ἄγγελοι παρακῦψαι, καὶ τοσούτῳ καὶ τὴν φύσιν καὶ τὴν τάξιν ἀνώτεροι. Τί γὰρ ἐγγύτερον τῶν χερουβὶμ ἢ τῶν σεραφίμ; καὶ ὅμως οὐδὲ ὁρῶντα, ἢ ποσὶν ἑστῶτα, ἀλλ᾽ οὐδὲ γυμνοῖς, κεκαλυμμένοις δὲ ὥσπερ καὶ τοῖς προσώποις τὴν δοξολογίαν προσφέρουσιν, ἀπαύστοις τοῖς χείλεσιν οὐδὲν ἕτερον ἢ τὴν θείαν καὶ ἄφραστον φύσιν τῇ τρισαγιότητι δοξάζοντα. Καὶ οὐδαμοῦ τις τῶν θεσπεσίων προφητῶν, τῶν μάλιστα καταξιωθέντων τῆς τοιαύτης θέας, ἀπήγγειλεν ἡμῖν, ὅτι ἐν μὲν τῷ ἅπαξ εἰπεῖν τὸ, ἅγιος, μεγάλῃ τῇ φωνῇ, ἐν δὲ τῷ δευτερῶσαι, ἧσσον, ἐν δὲ τῷ τρισσεῦσαι, ὑποβεβηκότως· καὶ μετὰ τοῦτο τὸν πρῶτον ἁγιασμὸν κυριολογοῦντα, τὸν δὲ δεύτερον ὑποτάσσοντα, καὶ τὸν τρίτον κατώτερον τιθέντα. Ἀλλ᾽ ἄπαγε τῆς ἀνοίας τῶν θεοστυγῶν καὶ ἀφρόνων ! Ἡ γὰρ πανύμνητος καὶ σεβάσμιος καὶ προσκυνητὴ Τριὰς μία καὶ ἀδιαίρετος καὶ ἀσχημάτιστος. Συνάπτεται δὲ ἀσυγχύτως, ὥσπερ καὶ ἀτμήτως ἡ μονὰς χωρίζεται. Τὸ γὰρ τρίτον τὰ τίμια ζῶα ταῦτα προσφέρειν τὴν δοξολογίαν Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος λέγοντα, τὰς τρεῖς  ὑποστάσεις τελείας δεικνύντα ἐστὶν, ὡς καὶ ἐν τῷ λέγειν τὸ , Κύριος, τὴν μίαν οὐσίαν δηλοῦσιν. Οἱ τοίνυν ἐλασσοῦντες τὸν μονογενῆ τοῦ Θεοῦ Υἱὸν εἰς Θεὸν βλασφημοῦσι, τὴν τελειότητα κακοδοξοῦντες, καὶ ἀτελῆ διαβάλλοντες· καὶ κολάσεως μεγίστης ἑαυτοὺς ὑπευθύνους καθιστῶσιν. Ὁ γὰρ εἰς ὁποτέραν τῶν ὑποστάσεων βλασφημιῶν οὐχ ἕξει ἄφεσιν οὔτε ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι. Δυνατὸς δέ ἐστιν ὁ Θεὸς ἀνοῖξαι τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας αὐτῶν πρὸς κατανόησιν τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης· ἵν᾽,ἐπιγνόντες ὃν πάλαι ἠθέτουν, συντόνῳ τῷ τῆς εὐσεβείας λογισμῷ σὺν ἡμῖν αὐτὸν δοξάσωσιν, ὅτι αὐτοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία, τοῦ  Πατρὸς, καὶ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος νῦν καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.


Irenaeus against Heresies

$
0
0



Preface.

    1. Inasmuch 1 as certain men have set the truth aside, and bring in lying words and vain genealogies, which, as the apostle says,  "minister questions rather than godly edifying which is in faith," and by means of their craftily-constructed plausibilities draw away the minds of the inexperienced and take them captive, [I have felt constrained, my dear friend, to compose the following treatise in order to expose and counteract their machinations.] These men falsify the oracles of God, and prove themselves evil interpreters of the good word of revelation. They also overthrow the faith of many, by drawing them away, under a pretence of [superior] knowledge, from Him who rounded and adorned the universe; as if, forsooth, they had something more excellent and sublime to reveal, than that God who created the heaven and the earth, and all things that are therein. By means of specious and plausible words, they cunningly allure the simple-minded to inquire into their system; but they nevertheless clumsily destroy them, while they initiate them into their blasphemous and impious opinions respecting the Demiurge;  and these simple ones are unable, even in such a matter, to distinguish falsehood from truth.

    2. Error, indeed, is never set forth in its naked deformity, lest, being thus exposed, it should at once be detected. But it is craftily decked out in an attractive dress, so as, by its outward form, to make it appear to the inexperienced (ridiculous as the expression may seem) more true than the truth itself. One 4 far superior to me has well said, in reference to this point, "A clever imitation in glass casts contempt, as it were, on that precious jewel the emerald (which is most highly esteemed by some), unless it come under the eye of one able to test and expose the counterfeit. Or, again, what inexperienced person can with ease detect the presence of brass when it has been mixed up with silver? "Lest, therefore, through my neglect, some should be carried off, even as sheep are by wolves, while they perceive not the true character of these men, -because they outwardly are covered with sheep's clothing (against whom the Lord has enjoined  us to be on our guard), and because their language resembles ours, while their sentiments are very different,-I have deemed it my duty (after reading some of the Commentaries, as they call them, of the disciples of Valentinus, and after making myself acquainted with their tenets through personal intercourse with some of them) to unfold to thee, my friend, these portentous and profound mysteries, which do not fall within the range of every intellect, because all have not sufficiently purged 6 their brains. I do this, in order that thou, obtaining an acquaintance with these things, mayest in turn explain them to all those with whom thou art connected, and exhort them to avoid such an abyss of madness and of blasphemy against Christ. I intend, then, to the best of my ability, with brevity and clearness to set forth the opinions of those who are now promulgating heresy. I refer especially to the disciples of Ptolemaeus, whose school may be described as a bud from that of Valentinus. I shall also endeavour, according to my moderate ability, to furnish the means of overthrowing them, by showing how absurd and inconsistent with the truth are their statements. Not that I am practised either in composition or eloquence; but my feeling of affection prompts me to make known to thee and all thy companions those doctrines which have been kept in concealment until now, but which are at last, through the goodness of God, brought to light. "For there is nothing hidden which shall not be revealed, nor secret that shall not be made known."



    3. Thou wilt not expect from me, who am resident among the Keltae, 8 and am accustomed for the most part to use a barbarous dialect, any display of rhetoric, which I have never learned, or any excellence of composition, which I have never practised, or any beauty and persuasiveness of style, to which I make no pretensions. But thou wilt accept in a kindly spirit what I in a like spirit write to thee simply, truthfully, and in my own homely way; whilst thou thyself (as being more capable than I am) wilt expand those ideas of which I send thee, as it were, only the seminal principles; and in the comprehensiveness of thy understanding, wilt develop to their full extent the points on which I briefly touch, so as to set with power before thy companions those things which I have uttered in weakness. In fine, as I (to gratify thy long-cherished desire for information regarding the tenets of these persons) have spared no pains, not only to make these doctrines known to thee, but also to furnish the means of showing their falsity; so shalt thou, according to the grace given to thee by the Lord, prove an earnest and efficient minister to others, that men may no longer be drawn away by the plausible system of these heretics, which I now proceed to describe. 9

    Chapter I.-Absurd Ideas of the Disciples of Valentinus as to the Origin, Name, Order, and Conjugal Productions of Their Fancied Aeons, with the Passages of Scripture Which They Adapt to Their Opinions.

    1. They maintain, then, that in the invisible and ineffable heights above there exists a certain perfect, pre-existent Aeon, 10 whom they call Proarche, Propator, and Bythus, and describe as being invisible and incomprehensible. Eternal and unbegotten, he remained throughout innumerable cycles of ages in profound serenity and quiescence. There existed along with him Ennoea, whom they also call Charis and Sige. 11 At last this Bythus determined to send forth from himself the beginning of all things, and deposited this production (which he had resolved to bring forth) in his contemporary Sige, even as seed is deposited in the womb. She then, having received this seed, and becoming pregnant, gave birth to Nous, who was both similar and equal to him who had produced him, and was alone capable of comprehending his father's greatness. This Nous they call also Monogenes, and Father, and the Beginning of all Things. Along with him was also produced Aletheia; and these four constituted the first and first-begotten Pythagorean Tetrad, which they also denominate the root of all things. For there are first Bythus and Sige, and then Nous and Aletheia.

    And Monogenes, perceiving for what purpose he had been produced, also himself

        sent forth Logos and Zoe, being the father of all those who were to come after him, and the beginning and fashioning of the entire Pleroma.

        By the conjunction of Logos and Zoo

        were brought forth Anthropos and Ecclesia; and thus was formed the first-begotten Ogdoad, the root and substance of all things, called among them by four names, viz., Bythus, and Nous, and Logos, and Anthropos.

        For each of these is masculo-feminine, as follows:

        Propator was united by a conjunction with his Ennoea;
        then Monogenes, that is Nous, with Aletheia;
        Logos with Zoe, and
        Anthropos with Ecclesia.

    2. These Aeons having been produced for the glory of the Father, and wishing, by their own efforts, to effect this object, sent forth emanations by means of conjunction. Logos and Zoe, after producing Anthropos and Ecclesia, sent forth other ten Aeons, whose names are the following: Bythius and Mixis, Ageratos and Henosis, Autophyes and Hedone, Acinetos and Syncrasis, Monogenes and Macaria. 12 These are the ten Aeons whom they declare to have been produced by Logos and Zoe. They then add that Anthropos himself, along with Ecclesia, produced twelve Aeons, to whom they give the following names: Paracletus and Pistis, Patricos and Elpis, Metricos and Agape, Ainos and Synesis, Ecclesiasticus and Macariotes, Theletos and Sophia.

    3. Such are the thirty Aeons in the erroneous system of these men; and they are described as being wrapped up, so to speak, in silence, and known to none [except these professing teachers]. Moreover, they declare that this invisible and spiritual Pleroma of theirs is tripartite, being divided into an Ogdoad, a Decad, and a Duodecad. And for this reason they affirm it was that the "Saviour"-for they do not please to call Him "Lord"-did no work in public during the space of thirty years, 13 thus setting forth the mystery of these Aeons. They maintain also, that these thirty Aeons are most plainly indicated in the parable 14 of the labourers sent into the vineyard. For some are sent about the first hour, others about the third hour, others about the sixth hour, others about the ninth hour, and others about the eleventh hour. Now, if we add up the numbers of the hours here mentioned, the sum total will be thirty: for one, three, six, nine, and eleven, when added together, form thirty. And by the hours, they hold that the Aeons were pointed out; while they maintain that these are great, and wonderful, and hitherto unspeakable mysteries which it is their special function to develop; and so they proceed when they find anything in the multitude 15 of things contained in the Scriptures which they can adopt and accommodate to their baseless speculations.

    Chapter II.-The Propator Was Known to Mono-Genes Alone. Ambition, Disturbance, and Danger into Which Sophia Fell;

        Her Shapeless Offspring: She is Restored by Horos.
        The Production of Christ and of the Holy Spirit, in Order to the Completion of the Aeons. Manner of the Production of Jesus.

    1. They proceed to tell us that the Propator of their scheme was known only to Monogenes, who sprang from him; in other words, only to Nous, while to all the others he was invisible and incomprehensible. And, according to them, Nous alone took pleasure in contemplating the Father, and exulting in considering his immeasurable greatness; while he also meditated how he might communicate to the rest of the Aeons the greatness of the Father, revealing to them how vast and mighty he was, and how he was without beginning,-beyond comprehension, and altogether incapable of being seen. But, in accordance with the will of the Father, Sige restrained him, because it was his design to lead them all to an acquaintance with the aforesaid Propator, and to create within them a desire of investigating his nature. In like manner, the rest of the Aeons also, in a kind of quiet way, had a wish to behold the Author of their being, and to contemplate that First Cause which had no beginning.

    2. But there rushed forth in advance of the rest that Aeon who was much the latest of them, and was the youngest of the Duodecad which sprang from Anthropos and Ecclesia, namely Sophia, and suffered passion apart from the embrace of her consort Theletos. This passion, indeed, first arose among those who were connected with Nous and Aletheia, but passed as by contagion to this degenerate Aeon, who acted under a pretence of love, but was in reality influenced by temerity, because she had not, like Nous, enjoyed communion with the perfect Father. This passion, they say, consisted in a desire to search into the nature of the Father; for she wished, according to them, to comprehend his greatness. When she could not attain her end, inasmuch as she aimed at an impossibility, and thus became involved in an extreme agony of mind, while both on account of the vast profundity as well as the unsearchable nature of the Father, and on account of the love she bore him, she was ever stretching herself forward, there was danger lest she should at last have been absorbed by his sweetness, and resolved into his absolute essence, unless she had met with that Power which supports all things, and preserves them outside of the unspeakable greatness. This power they term Horos; by whom, they say, she was restrained and supported; and that then, having with difficulty been brought back to herself, she was convinced that the Father is incomprehensible, and so laid aside her original design, along with that passion which had arisen within her from the overwhelming influence of her admiration.

    3. But others of them fabulously describe the passion and restoration of Sophia as follows:

        They say that she, having engaged in an impossible and impracticable attempt, brought forth an amorphous substance, such as her female nature enabled her to produce. 16

        When she looked upon it, her first feeling was one of grief, on account of the imperfection of its generation, and then of fear lest this should end 17 her own existence.

        Next she lost, as it were, all command of herself, and was in the greatest perplexity while endeavouring to discover the cause of all this, and in what way she might conceal what had happened.

        Being greatly harassed by these passions, she at last changed her mind, and endeavoured to return anew to the Father.

            When, however, she in some measure made the attempt, strength failed her, and she became a suppliant of the Father. The other Aeons, Nous in particular, presented their supplications along with her. And hence they declare material substance 18 had its beginning from ignorance and grief, and fear and bewilderment.

    4. The Father afterwards produces, in his own image, by means of Monogenes, the above-mentioned Horos, without conjunction, 19 masculo-feminine. For they maintain that sometimes the Father acts in conjunction with Sige, but that at other times he shows himself independent both of male and female. They term this Horos both Stauros and Lytrotes, and Carpistes, and Horothetes, and Metagoges. 20 And by this Horos they declare that Sophia was purified and established, while she was also restored to her proper conjunction. For her enthymesis (or inborn idea) having been taken away from her, along with its supervening passion, she herself certainly remained within the Pleroma; but her enthymesis, with its passion, was separated from her by Horos, fenced 21 off, and expelled from that circle. This enthymesis was, no doubt, a spiritual substance, possessing some of the natural tendencies of an Aeon, but at the same time shapeless and without form, because it had received nothing. 22 And on this account they say that it was an imbecile and feminine production. 23

    5. After this substance had been placed outside of the Pleroma of the Aeons, and its mother restored to her proper conjunction, they tell us that Monogenes, acting in accordance with the prudent forethought of the Father, gave origin to another conjugal pair,

        namely Christ and the Holy Spirit (lest any of the Aeons should fall into a calamity similar to that of Sophia), for the purpose of fortifying and strengthening the Pleroma, and who at the same time completed the number of the Aeons. Christ then instructed them as to the nature of their conjunction, and taught them that those who possessed a comprehension of the Unbegotten were sufficient for themselves. 24 He also announced among them what related to the knowledge of the Father,-namely, that he cannot be understood or comprehended, nor so much as seen or heard, except in so far as he is known by Monogenes only. And the reason why the rest of the Aeons possess perpetual existence is found in that part of the Father's nature which is incomprehensible; but the reason of their origin and formation was situated in that which may be comprehended regarding him, that is, in the Son. 25 Christ, then, who had just been produced, effected these things among them.

    6. But the Holy Spirit 26 taught them to give thanks on being all rendered equal among themselves, and led them to a state of true repose. Thus, then, they tell us that the Aeons were constituted equal to each other in form and sentiment, so that all became as Nous, and Logos, and Anthropos, and Christus.

    The female Aeons, too, became all as Aletheia, and Zoe, and Spiritus, and Ecclesia.

    Everything, then, being thus established, and brought into a state of perfect rest, they next tell us that these beings sang praises with great joy to the Propator, who himself shared in the abounding exaltation. Then, out of gratitude for the great benefit which had been conferred on them, the whole Pleroma of the Aeons, with one design and desire, and with the concurrence of Christ and the Holy Spirit, their Father also setting the seal of His approval on their conduct, brought together whatever each one had in himself of the greatest beauty and preciousness; and uniting all these contributions so as skilfully to blend the whole, they produced, to the honour and glory of Bythus, a being of most perfect beauty, the very star of the Pleroma, and the perfect fruit [of it], namely Jesus. Him they also speak of under the name of Saviour, and Christ, and patronymically, Logos, and Everything, because He was formed from the contributions of all. And then we are told that, by way of honour, angels of the same nature as Himself were simultaneously produced, to act as His body-guard.

    Chapter III.-Texts of Holy Scripture Used by These Heretics to Support Their Opinions.

    1. Such, then, is the account they give of what took place within the Pleroma; such the calamities that flowed from the passion which seized upon the Aeon who has been named, and who was within a little of perishing by being absorbed in the universal substance, through her inquisitive searching after the Father; such the consolidation 27 [of that Aeon] from her condition of agony by Horos, and Stauros, and Lytrotes, and Carpistes, and Horothetes, and Metagoges. 28 Such also is the account of the generation of the later Aeons, namely of the first Christ and of the Holy Spirit, both of whom were produced by the Father after the repentance 29 [of Sophia], and of the second 30 Christ (whom they also style Saviour), who owed his being to the joint contributions [of the Aeons]. They tell us, however, that this knowledge has not been openly divulged, because all are not capable of receiving it, but has been mystically revealed by the Saviour through means of parables to those qualified for understanding it. This has been done as follows. The thirty Aeons are indicated (as we have already remarked) by the thirty years during which they say the Saviour performed no public act, and by the parable of the labourers in the vineyard. Paul also, they affirm, very clearly and frequently names these Aeons, and even goes so far as to preserve their order, when he says, "To all the generations of the Aeons of the Aeon." 31 Nay, we ourselves, when at the giving 32 of thanks we pronounce the words, "To Aeons of Aeons" (for ever and ever), do set forth these Aeons. And, in fine, wherever the words Aeon or Aeons occur, they at once refer them to these beings.

    2. The production, again, of the Duodecad of the Aeons, is indicated by the fact that the Lord was twelve 33 years of age when He disputed with the teachers of the law, and by the election of the apostles, for of these there were twelve. 34 The other eighteen Aeons are made manifest in this way: that the Lord, [according to them, ] conversed with His disciples for eighteen months 35 after His resurrection from the dead. They also affirm that these eighteen Aeons are strikingly indicated by the first two letters of His name ['Ihsou=j], namely Iota 36 and Eta. And, in like manner, they assert that the ten Aeons are pointed out by the letter Iota, which begins His name; while, for the same reason, they tell us the Saviour said, "One Iota, or one tittle, shall by no means pass away until all be fulfilled." 37

    3. They further maintain that the passion which took place in the case of the twelfth Aeon is pointed at by the apostasy of Judas, who was the twelfth apostle, and also by the fact that Christ suffered in the twelfth month.

    For their opinion is, that He continued to preach for one year only after His baptism. The same thing is also most clearly indicated by the case of the woman who suffered from an issue of blood. For after she had been thus afflicted during twelve years, she was healed by the advent of the Saviour, when she had touched the border of His garment; and on this account the Saviour said, "Who touched me? " 38 -teaching his disciples the mystery which had occurred among the Aeons, and the healing of that Aeon who had been involved in suffering. For she who had been afflicted twelve years represented that power whose essence, as they narrate, was stretching itself forth, and flowing into immensity; and unless she had touched the garment of the Son, 39 that is, Aletheia of the first Tetrad, who is denoted by the hem spoken of, she would have been dissolved into the general essence 40 [of which she participated]. She stopped short, however, and ceased any longer to suffer. For the power that went forth from the Son (and this power they term Horos) healed her, and separated the passion from her.

    4. They moreover affirm that the Saviour 41 is shown to be derived from all the Aeons, and to be in Himself everything by the following passage: "Every male that openeth the womb." 42 For He, being everything, opened the womb 43 of the enthymesis of the suffering Aeon, when it had been expelled from the Pleroma. This they also style the second Ogdoad, of which we shall speak presently. And they state that it was clearly on this account that Paul said, "And He Himself is all things; " 44 and again, "All things are to Him, and of Him are all things; " 45 and further, "In Him dwelleth all the fulness of the Godhead; " 46 and yet again, "All things are gathered together by God in Christ." 47 Thus do they interpret these and any like passages to be found in Scripture.

    5. They show, further, that that Horos of theirs, whom they call by a variety of names, has two faculties,-the one of supporting, and the other of separating; and in so far as he supports and sustains, he is Stauros, while in so far as he divides and separates, he is Horos. They then represent the Saviour as having indicated this twofold faculty: first, the sustaining power, when He said,

        "Whosoever doth not bear his cross (Stauros), and follow after me, cannot be my disciple; " 48 and again, "Taking up the cross follow me; " 49 but the separating power when He said,

        "I came not to send peace, but a word." 50 They also maintain that John indicated the same thing when he said,

        "The fan is in His hand, and He will thoroughly purge the floor, and will gather the wheat into His garner; but the chaff He will burn with fire unquenchable." 51

        By this declaration He set forth the faculty of Horos. For that fan they explain to be the cross (Stauros), which consumes, no doubt, all material 52 objects, as fire does chaff, but it purifies all them that are saved, as a fan does wheat.

        Moreover, they affirm that the Apostle Paul himself made mention of this cross in the following words: "The doctrine of the cross is to them that perish foolishness, but to us who are saved it is the power of God." 53 And again: "God forbid that I should glory in anything 54 save in the cross of Christ, by whom the world is crucified to me, and I unto the world."

    6. Such, then, is the account which they all give of their Pleroma, and of the formation 55 of the universe, striving, as they do, to adapt the good words of revelation to their own wicked inventions. And it is not only from the writings of the evangelists and the apostles that they endeavour to derive proofs for their opinions by means of perverse interpretations and deceitful expositions: they deal in the same way with the law and the prophets, which contain many parables and allegories that can frequently be drawn into various senses, according to the kind of exegesis to which they are subjected. And others 56 of them, with great craftiness, adapted such parts of Scripture to their own figments, lead away captive from the truth those who do not retain a stedfast faith in one God, the Father Almighty, and in one Lord Jesus Christ, the Son of God.

    Chapter IV.-Account Given by the Heretics of the Formation of Achamoth; Origin of the Visible World from Her Disturbances.

    1. The following are the transactions which they narrate as having occurred outside of the Pleroma: The enthymesis of that Sophia who dwells above, which they also term Achamoth, 57 being removed from the Pleroma, together with her passion, they relate to have, as a matter of course, become violently excited in those places of darkness and vacuity [to which she had been banished].

    For she was excluded from light 58 and the Pleroma, and was without form or figure, like an untimely birth, because she had received nothing 59 [from a male parent]. But the Christ dwelling on high took pity upon her; and having extended himself through and beyond Stauros, 60 he imparted a figure to her, but merely as respected substance, and not so as to convey intelligence. 61 Having effected this, he withdrew his influence, and returned, leaving Achamoth to herself, in order that she, becoming sensible of her suffering as being severed from the Pleroma, might be influenced by the desire of better things, while she possessed in the meantime a kind of odour of immortality left in her by Christ and the Holy Spirit.

        Wherefore also she is called by two names-Sophia after her father
        (for Sophia is spoken of as being her father),
        and Holy Spirit from that Spirit who is along with Christ.

    Having then obtained a form, along with intelligence, and being immediately deserted by that Logos who had been invisibly present with her-that is, by Christ-she strained herself to discover that light which had forsaken her, but could not effect her purpose, inasmuch as she was prevented by Horos. And as Horos thus obstructed her further progress, he exclaimed, Iao, 62 whence, they say, this name Iao derived its origin.

    And when she could not pass by Horos on account of that passion in which she had been involved, and because she alone had been left without, she then resigned herself to every sort of that manifold and varied state of passion to which she was subject; and thus she suffered grief on the one hand because she had not obtained the object of her desire, and fear on the other hand, lest life itself should fail her, as light had already done, while, in addition, she was in the greatest perplexity. All these feelings were associated with ignorance. And this ignorance of hers was not like that of her mother, the first Sophia, an Aeon, due to degeneracy by means of passion, but to an [innate] opposition [of nature to knowledge]. 63 Moreover, another kind of passion fell upon her her (Achamoth), namely, that of desiring to return to him who gave her life.

    2. This collection [of passions] they declare was the substance of the matter from which this world was formed. For from [her desire of] returning [to him who gave her life], every soul belonging to this world, and that of the Demiurge 64 himself, derived its origin. All other things owed their beginning to her terror and sorrow. For from her tears all that is of a liquid nature was formed; from her smile all that is lucent; and from her grief and perplexity all the corporeal elements of the world. For at one time, as they affirm, she would weep and lament on account of being left alone in the midst of darkness and vacuity;

        while, at another time, reflecting on the light which had forsaken her, she would be filled with joy, and laugh; then, again, she would be struck with terror; or, at other times, would sink into consternation and bewilderment.

    3. Now what follows from all this? No light tragedy comes out of it, as the fancy of every man among them pompously explains, one in one way, and another in another, from what kind of passion and from what element being derived its origin. They have good reason, as seems to me, why they should not feel inclined to teach these things to all in public, but only to such as are able to pay a high price for an acquaintance with such profound mysteries. For these doctrines are not at all similar to those of which our Lord said, "Freely ye have received, freely give." 65 They are, on the contrary, abstruse, and portentous, and profound mysteries, to be got at only with great labour by such as are in love with falsehood. For who would not expend lull that he possessed, if only he might learn in return, that from the tears of the enthymesis of the Aeon involved in passion, seas, and fountains, and rivers, and every liquid substance derived its origin; that light burst forth from her smile; and that from her perplexity and consternation the corporeal elements of the world had their formation?

    4. I feel somewhat inclined myself to contribute a few hints towards the development of their system. For when I perceive that waters are in part fresh, such as fountains, rivers, showers, and so on, and in part salt; such as those in the sea, I reflect with myself that all such waters cannot be derived from her tears, inasmuch as these are of a saline quality only. It is clear, therefore, that the waters which are salt are alone those which are derived from her tears. But it is probable that she, in her intense agony and perplexity, was covered with perspiration. And hence, following out their notion, we may conceive that fountains and rivers, and all the fresh water in the world, are due to this source. For it is difficult, since we know that all tears are of the same quality, to believe that waters both salt and fresh proceeded from them. The more plausible supposition is, that some are from her tears, and some from her perspiration. And since there are also in the world certain waters which are hot and acrid in their nature, thou must be left to guess their origin, how and whence. Such are some of the results of their hypothesis.

    5. They go on to state that, when the mother Achamoth had passed through all sorts of passion, and had with difficulty escaped from them, she turned herself to supplicate the light which had forsaken her, that is, Christ. He, however, having returned to the Pleroma, and being probably unwilling again to descend from it, sent forth to her the Paraclete, that is, the Saviour. 66 This being was endowed with all power by the Father, who placed everything under his authority, the Aeons 67 doing so likewise, so that "by him were all things, visible and invisible, created, thrones, divinities, dominions." 68 He then was sent to her along with his contemporary angels. And they related that Achamoth, filled with reverence, at first veiled herself through modesty, but that by and by, when she had looked upon him with all his endowments, and had acquired strength from his appearance, she ran forward to meet him. He then imparted to her form as respected intelligence, and brought healing to her passions, separating them from her, but not so as to drive them out of thought altogether.

    For it was not possible that they should be annihilated as in the former case, 69 because they had already taken root and acquired strength [so as to possess an indestructible existence].

    All that he could do was to separate them and set them apart, and then commingle and condense them, so as to transmute them from incorporeal passion into unorganized matter. 70 He then by this process conferred upon them a fitness and a nature to become concretions and corporeal structures, in order that two substances should be formed,-the one evil, resulting from the passions, and the other subject indeed to suffering, but originating from her conversion. And on this account (i.e., on account of this hypostatizing of ideal matter) they say that the Saviour virtually 71 created the world. But when Achamoth was freed from her passion, she gazed with rapture on the dazzling vision of the angels that were with him; and in her ecstasy, conceiving by them, they tell us that she brought forth new beings, partly after her oven image, and partly a spiritual progeny after the image of the Saviour's attendants.

    Chapter V.-Formation of the Demiurge; Description of Him. He is the Creator of Everything Outside of the Pleroma.

    1. These three kinds of existence, then, having, according to them, been now formed,-one from the passion, which was matter; a second from the conversion, which was animal; and the third, that which she (Achamoth) herself brought forth, which was spiritual,-she next addressed herself to the task of giving these form. But she could not succeed in doing this as respected the spiritual existence, because it was of the same nature with herself. She therefore applied herself to give form to the animal substance which had proceeded from her own conversion, and to bring forth to light the instructions of the Saviour. 72 And they say she first formed out of animal substance him who is Father and King of all things, both of these which are of the same nature with himself, that is, animal substances, which they also call right-handed, and those which sprang from the passion, and from matter, which they call left-handed. For they affirm that he formed all the things which came into existence after him, being secretly impelled thereto by his mother. From this circumstance they style him Metropator, 73 Apator, Demiurge, and Father, saying that he is Father of the substances on the right hand, that is, of the animal, but Demiurge of those on the left, that is, of the material, while he is at the same time the king of all. For they say that this Enthymesis, desirous of making all things to the honour of the Aeons, formed images of them, or rather that the Saviour 74 did so through her instrumentality. And she, in the image 75 of the invisible Father, kept herself concealed from the Demiurge. But he was in the image of the only-begotten Son, and the angels and archangels created by him were in the image of the rest of the Aeons.

    2. They affirm, therefore, that he was constituted the Father and God of everything outside of the Pleroma, being the creator of all animal and material substances. For he it was that discriminated these two kinds of existence hitherto confused, and made corporeal from incorporeal substances, fashioned things heavenly and earthly, and became the Framer (Demiurge) of things material and animal, of those on the right and those on the left, of the light and of the heavy, and of those tending upwards as well as of those tending downwards. He created also seven heavens, above which they say that he, the Demiurge, exists. And on this account they term him Hebdomas, and his mother Achamoth Ogdoads, preserving the number of the first-begotten and primary Ogdoad as the Pleroma. They affirm, moreover, that these seven heavens are intelligent, and speak of them as being angels, while they refer to the Demiurge himself as being an angel bearing a likeness to God; and in the same strain, they declare that Paradise, situated above the third heaven, is a fourth angel possessed of power, from whom Adam derived certain qualities while he conversed with him.

    3. They go on to say that the Demiurge imagined that he created all these things of himself, while he in reality made them in conjunction with the productive power of Achamoth. He formed the heavens, yet was ignorant of the heavens; he fashioned man, yet knew not man; he brought to light the earth, yet had no acquaintance with the earth; and, in like manner. they declare that he was ignorant of the forms of all that he made, and knew not even of the existence of his own mother, but imagined that he himself was all things. They further affirm that his mother originated this opinion in his mind, because she desired to bring him forth possessed of such a character that he should be the head and source of his own essence, and the absolute ruler over every kind of operation [that was afterwards attempted]. This mother they also call Ogdoad, Sophia; Terra, Jerusalem, Holy Spirit, and, with a masculine reference, Lord. 76 Her place of habitation is an intermediate one, above the Demiurge indeed, but below and outside of the Pleroma, even to the end. 77

    4. As, then, they represent all material substance to be formed from three passions, viz., fear, grief, and perplexity, the account they give is as follows: Animal substances originated from fear and from conversion; the Demiurge they also describe as owing his origin to conversion; but the existence of all the other animal substances they ascribe to fear, such as the souls of irrational animals, and of wild beasts, and men. And on this account, he (the Demiurge), being incapable of recognising any spiritual essences, imagined himself to be God alone, and declared through the prophets, "I am God, and besides me there is none else." 78 They further teach that the spirits of wickedness derived their origin from grief. Hence the devil, whom they also call Cosmocrator (the ruler of the world), and the demons, and the angels, and every wicked spiritual being that exists, found the source Of their existence. They represent the Demiurge as being the son of that mother of theirs (Achamoth), and Cosmocrator as the creature of the Demiurge. Cosmocrator has knowledge of what is above himself, because he is a spirit of wickedness; but the Demiurge is ignorant of such things, inasmuch as he is merely animal. Their mother dwells in that place which is above the heavens, that is, in the intermediate abode; the Demiurge in the heavenly place, that is, in the hebdomad; but the Cosmocrator in this our world. The corporeal elements of the world, again, sprang, as we before remarked, from bewilderment and perplexity, as from a more ignoble source. Thus the earth arose from her state of stupor; water from the agitation caused by her fear; air from the consolidation of her grief; while fire, producing death and corruption, was inherent in all these elements, even as they teach that ignorance also lay concealed in these three passions.

    5. Having thus formed the world, he (the Demiurge) also created the earthy [part of] man, not taking him from this dry earth, but from an invisible substance consisting of fusible and fluid matter, and then afterwards, as they define the process, breathed into him the animal part of his nature. It was this latter which was created after his image and likeness. The material part, indeed, was very near to. God, so far as the image went, but not of the same substance with him. The animal, on the Other hand, was so in respect to likeness; and hence his substance was called the spirit of life, because it took its rise from a spiritual outflowing. After all this, he was, they say, enveloped all round with a covering of skin; and by this they mean the outward sensitive flesh.

    6. But they further affirm that the Demiurge himself was ignorant of that offspring of his mother Achamoth, which she brought forth as a consequence of her contemplation of those angels who waited on the Saviour, and which was, like herself, of a spiritual nature. She took advantage of this ignorance to deposit it (her production) in him without his knowledge, in order that, being by his instrumentality infused into that animal soul proceeding from himself, and being thus carried as in a womb in this material body, while it gradually increased in strength, might in course of time become fitted for the reception of perfect rationality. 79 Thus it came to pass, then, according to them, that, without any knowledge on the part of the Demiurge, the man formed by his inspiration was at the same time, through an unspeakable providence, rendered a spiritual man by the simultaneous inspiration received from Sophia. For, as he was ignorant of his mother, so neither did he recognise her offspring. This [offspring] they also declare to be the Ecclesia, an emblem of the Ecclesia which is above. This, then, is the kind of man whom they conceive of: he has his animal soul from the Demiurge, his body from the earth, his fleshy part from matter, and his spiritual man from the mother Achamoth.

    Chapter VI.-The Threefold Kind of Man Feigned by These Heretics: Good Works Needless for Them, Though Necessary to Others: Their Abandoned Morals.

    1. There being thus three kinds of substances, they declare of all that is material (which they also describe as being "on the left hand") that it must of necessity perish, inasmuch as it is incapable of receiving any afflatus of incorruption. As to every animal existence (which they also denominate "on the right hand"), they hold that, inasmuch as it is a mean between the spiritual and the material, it passes to the side to which inclination draws it. Spiritual substance, again, they describe as having been sent forth for this end, that, being here united with that which is animal, it might assume shape, the two elements being simultaneously subjected to the same discipline. And this they declare to be "the salt" 80 and "the light of the world." For the animal substance had need of training by means of the outward senses; and on this account they affirm that the world was created, as well as that the Saviour came to the animal substance (which was possessed of free-will), that He might secure for it salvation. For they affirm that He received the first-fruits of those whom He was to save [as follows], from Achamoth that which was spiritual, while He was invested by the Demiurge with the animal Christ, but was begirt 81 by a [special] dispensation with a body endowed with an animal nature, yet constructed with unspeakable skill, so that it might be visible and tangible, and capable of enduring suffering. At the same time, they deny that He assumed anything material [into His nature], since indeed matter is incapable of salvation. They further hold that the consummation of all things will take place when all that is spiritual has been formed and perfected by Gnosis (knowledge); and by this they mean spiritual men who have attained to the perfect knowledge of God, and been initiated into these mysteries by Achamoth. And they represent themselves to be these persons.

    2. Animal men, again, are instructed in animal things; such men, namely, as are established by their works, and by a mere faith, while they have not perfect knowledge. We of the Church, they say, are these persons. 82 Wherefore also they maintain that good works are necessary to us, for that otherwise it is impossible we should be saved. But as to themselves, they hold that they shall be entirely and undoubtedly saved, not by means of conduct, but because they are spiritual by nature. 83 For, just as it is impossible that material substance should partake of salvation (since, indeed, they maintain that it is incapable of receiving it), so again it is impossible that spiritual substance (by which they mean themselves) should ever come under the power of corruption, whatever the sort of actions in which they indulged. For even as gold, when submersed in filth, loses not on that account its beauty, but retains its own native qualities, the filth having no power to injure the gold, so they affirm that they cannot in any measure suffer hurt, or lose their spiritual substance, whatever the material actions in which they may be involved.

    3. Wherefore also it comes to pass, that the "most perfect" among them addict themselves without fear to all those kinds of forbidden deeds of which the Scriptures assure us that "they who do such things shall not inherit the kingdom of God." 84

    For instance, they make no scruple about eating meats offered in sacrifice to idols, imagining that they can in this way contract no defilement. Then, again, at every heathen festival celebrated in honour of the idols, these men are the first to assemble; and to such a pitch do they go, that some of them do not even keep away from that bloody spectacle hateful both to God and men, in which gladiators either fight with wild beasts, or singly encounter one another. Others of them yield themselves up to the lusts of the flesh with the utmost greediness, maintaining that carnal things should be allowed to the carnal nature, while spiritual things are provided for the spiritual.

    Some of them, moreover, are in the habit of defiling those women to whom they have taught the above doctrine, as has frequently been confessed by those women who have been led astray by certain of them, on their returning to the Church of God, and acknowledging this along with the rest of their errors. Others of them, too, openly and without a blush, having become passionately attached to certain women, seduce them away from their husbands, and contract marriages of their own with them. Others of them, again, who pretend at first. to live in all modesty with them as with sisters, have in course of time been revealed in their true colours, when the sister has been found with child by her [pretended] brother.

    4. And committing many other abominations and impieties, they run us down (who from the fear of God guard against sinning even in thought or word) as utterly contemptible and ignorant persons, while they highly exalt themselves, and claim to be perfect, and the elect seed. For they declare that we simply receive grace for use, wherefore also it will again be taken away from us; but that they themselves have grace as their own special possession, which has descended from above by means of an unspeakable and indescribable conjunction; and on this account more will be given them. 85 They maintain, therefore, that in every way it is always necessary for them to practise the mystery of conjunction. And that they may persuade the thoughtless to believe this, they are in the habit of using these very words, "Whosoever being in this world does not so love a woman as to obtain possession of her, is not of the truth, nor shall attain to the truth. But whosoever being of 86 this world has intercourse with woman, shall not attain to the truth, because he has so acted under the power of concupiscence." On this account, they tell us that it is necessary for us whom they call animal men, and describe as being of the world, to practise continence and good works, that by this means we may attain at length to the intermediate habitation, but that to them who are called "the spiritual and perfect" such a course of conduct is not at all necessary. For it is not conduct of any kind which leads into the Pleroma, but the seed sent forth thence in a feeble, immature state, and here brought to perfection.

    Chapter VII.-The Mother Achamoth, When All Her Seed are Perfected, Shall Pass into the Pleroma, Accompanied by Those Men Who are Spiritual; The Demiurge, with Animal Men, Shall Pass into the Intermediate Habitation; But All Material Men Shall Go into Corruption. Their Blasphemous Opinions Against the True Incarnation of Christ by the Virgin Mary. Their Views as to the Prophecies. Stupid Ignorance of the Demiurge.

    1. When all the seed shall have come to perfection, they state that then their mother Achamoth shall pass from the intermediate place, and enter in within the Pleroma, and shall receive as her spouse the Saviour, who sprang from all the Aeons, that thus a conjunction may be formed between the Saviour and Sophia, that is, Achamoth. These, then, are the bridegroom and bride, while the nuptial chamber is the full extent of the Pleroma. The spiritual seed, again, being divested of their animal souls, 87 and becoming intelligent spirits, shall in an irresistible and invisible manner enter in within the Pleroma, and be bestowed as brides on those angels who wait upon the Saviour. The Demiurge himself will pass into the place of his mother Sophia; 88 that is, the intermediate habitation. In this intermediate place, also, shall the souls of the righteous repose; but nothing of an animal nature shall find admittance to the Pleroma. When these things have taken place as described, then shall that fire which lies hidden in the world blaze forth and bum; and while destroying all matter, shall also be extinguished along with it, and have no further existence. They affirm that the Demiurge was acquainted with none of these things before the advent of the Saviour.

    2. There are also some who maintain that he also produced Christ as his own proper son, but of an animal nature, and that mention was 89 made of him by the prophets.

        This Christ passed through Mary 90 just as water flows through a tube;


READ MORE 




Tο τετράμορφο του Χριστιανικού Ευαγγελίου

$
0
0

 Το τετράμορφο του Χριστιανικού Ευαγγελίου
Ο Χριστός μας έδωσε ένα Ευαγγέλιο αλλά τετράμορφο,
όπως τετραπρόσωπα είναι και τα Χερουβίμ στην όραση.


Σχόλια κατανόησης.
Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών (130- 202 μ Χ), γράφοντας κατά των αιρετικών Γνωστικών οι οποίοι κυκλοφορούσαν μεταξύ τους ψευδεπίγραφα «ευαγγέλια» που παρουσίαζαν «έναν άλλο Χριστό» και αλλοίωναν την γνήσια Χριστιανική παράδοση που παραδόθηκε στους αποστόλους (με το να συνενώνουν στοιχεία διαφορετικών θρησκευτικών και φιλοσοφικών παραδόσεων) και εμπνεόμενος από την παράξενη εικόνα των ζώων που αναφέρεται στο πρώτο κεφάλαιο του προφήτη Ιεζεκιήλ, κάνει πολύ όμορφες σκέψεις και παραλληλισμούς μεταξύ αυτών και του Ευαγγελίου.

Ο Χριστός μας έδωσε ένα Ευαγγέλιο αλλά τετράμορφο, όπως τετραπρόσωπα είναι και τα Χερουβίμ στην όραση.
Ο Λέοντας χαρακτηρίζει το βασιλικόν του Χριστού, όπως φανερώνεται η θεότητά Του στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη.

Ο Μόσχος χαρακτηρίζει την ιερατική τάξη του Χριστού, όπως φανερώνεται αυτή στο Ευαγγέλιο του Λουκά. Το πρόσωπο του ανθρώπου χαρακτηρίζει την ενανθρώπιση του Λόγου, όπως φανερώνεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου.

Ο Αετός που πετά φανερώνει τον προφητικό χαρακτήρα, όπως φανερώνεται στο Ευαγγέλιο του Μάρκου. Αξιοσημείωτο είναι ότι το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, αναφέρεται ως «σύντομο».

Όπως το κάθε ένα Χερουβίμ της οράσεως του Ιεζεκιήλ αποτελείται από τέσσερα πρόσωπα, έτσι και το Ευαγγέλιο είναι ένα αλλά παράλληλα και τετράμορφο, επειδή οι τέσσερεις ευαγγελιστές συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο. Παράλληλα όμως και το πρόσωπο του Χριστού συναποτελείται από τα 4 παραπάνω στοιχεία, δηλαδή είναι ο Υιός Θεού που ενανθρώπησε, έγινε ιερέας μας, αρχιερέας μας, και αρχιερεύς μέγας, και ο οποίος επαληθεύεται από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.

Τέσσερις είναι οι γραπτές μορφές του ενός Ευαγγελίου. Όσοι μάταιοι, αμαθείς, και τολμηροί προσθέτουν και άλλα «ευαγγέλια» σε αυτά που δέχεται η Εκκλησία το κάνουν γιατί θεωρούν ότι πιστεύουν σε παραπάνω αποκαλύψεις από την αλήθεια. Όσοι αφαιρούν από τα τέσσερα Ευαγγέλια, για να αθετήσουν την οικονομία του Θεού. Και στις δύο περιπτώσεις, αθετούν το ίδιο το Χριστιανικό ευαγγέλιο και συστήνουν δική τους παράδοση (στην προκειμένη περίπτωση το κράμα των Γνωστικών θεωριών), νόθα και μακριά από την αλήθεια του Χριστού.


«Ο των απάντων τεχνίτης Λόγος, ο καθήμενος επί των Χερουβίμ, και συνέχων τα πάντα, φανερωθείς τοις ανθρώποις, έδωκεν ημίν τετράμορφον το Ευαγγέλιον, ενί δε πνεύματι συνεχόμενον […].

Και γαρ τα Χερουβίμ τετραπρόσωπα· και τα πρόσωπα αυτών, εικόνες της πραγματείας του Υιού του Θεού. «Το γαρ μεν πρώτον», φησί, «όμοιον λέοντι», το έμπρακτον αυτού, και ηγεμονικόν, και βασιλικόν χαρακτηρίζον· «το δε δεύτερον όμοιο μόσχω», την ιερουργικήν και ιερατικήν τάξιν εμφαίνον· «το δε τρίτον έχον πρόσωπον ανθρώπου», την κατά άνθρωπον αυτού παρουσίαν φανερώτατα διαγράφον· «το δε τέταρτον όμοιον αετώ πετομένω», την του Πνεύματος επί την Εκκλησίαν εφιπταμένου δόσιν σαφηνίζον.

Και τα Ευαγγέλια ουν τούτοις σύμφωνα, εν οις εγκαθέζεται Χριστός. Το μεν γαρ κατά Ιωάννην, την από του Πατρός ηγεμονικήν αυτού, και ένδοξον γενεάν διηγείται, λέγον· «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και ο Θεός ην ο Λόγος». Και «Πάντα δια αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν». Το δε κατά Λουκάν, άτε ιερατικού χαρακτήρος υπάρχων, από του Ζαχαρίου του ιερέως θυμιώντος τω Θεώ ήρξατο […]. Ματθαίος δε την κατά άνθρωπον αυτού γέννησιν κηρύττει, λέγων· «Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαβίδ, υιού Αβραάμ» […] Μάρκος δε από του προφητικού Πνεύματος, του εξ ύψους επιόντος τοις ανθρώποις, την αρχήν εποιήσατο, λέγων· «Αρχή του Ευαγγελίου Ιησού Χριστού, ως γέγραπται εν Ησαία τω προφήτι», την πτερωτικήν εικόνα του Ευαγγελίου δεικνύων· δια τούτο δε και σύντομον και παρατρέχουσαν την καταγγελίαν πεποίηται· προφητικός γαρ ο χαρακτήρ ούτος. […].

Οποία ουν η πραγματεία του Υιού του Θεού, τοιαύτη και των ζώων η μορφή, και οποία η των ζώων μορφήν, τοιούτος και ο χαρακτήρ του Ευαγγελίου. Τετράμορφα γαρ τα ζώα, τετράμορφον και το Ευαγγέλιον, και η πραγματεία του Κυρίου […]

Τούτων δε ούτως εχόντων, μάταιοι πάντες και αμαθείς, προσέτι δε και τολμηροί, οι αθετούντες την ιδέαν του Ευαγγελίου, και είτε πλείονα, είτε ελάττονα των ειρημένων παρεισφέροντες Ευαγγελίων πρόσωπα· οι μεν, ίνα πλείονα δόξωσι της αληθείας εξευρηκέναι· οι δε, ίνα τας οικονομίας του Θεού αθετήσωσιν».

(ΒΕΠΕΣ τ. 5, σελ. 145-146, «Έλεγχος κατά της ψευδωνύμου γνώσεως», βιβλίο Γ’, IX 8-9).

Αναρτήθηκε από Sophia-Siglitiki Drekou στις 9:24 π.μ.


EX PROTESTANT

http://exprotestant.blogspot.gr/2013/01/blog-post_7.html#more

Ο δεύτερος πρόδρομος τής παρουσίας του Χριστού

$
0
0


∆ιδάγματα εκ τής εικόνος του εξωφύλλου -  Κόραξ – Ηλίας

Πολύ διδακτική είναι η συµπεριφορά του Θεού προς τον Ηλίαν καθώς και η στάσις του Ηλιού.
Από την µίαν πλευράν βλέποµεν τον Θεόν, δι’ ενός  ακαθάρτου πτηνού (κόρακος), να αποστέλλη την καθηµερινήν τροφήν του Ηλιού, αποτελουµένην εξ άρτου και κρέατος: «Και οι κόρακες έφερον αυτώ άρτους το πρωΐ και κρέας το δείλης, και εκ του χειµάρρου έπινεν ύδωρ».(Γ’ Βασ. ΙΖ’ 6) Υπό την άλλην βλέποµεν τον µέγαν Προφήτην αδιαµαρτυρήτως να δέχεται αυτήν. Προφανώς αδιαφορεί δια την ποιότητα του κοµιστού (του κόρακος), και ενδιαφέρεται µόνον δια το κοµιζόµενον, (την τροφήν). Εάν ο Άγιος απαξιούσε να δεχθή εκ του ράµφους ή των ονύχων του κόρακος την τροφήν, µε την σκέψιν ότι ο κόραξ είναι ακάθαρτος, θα απέθνησκεν ασφαλώς παρά τας όχθας   του χειµάρρου. Η ιδία δε τύχη περιµένει και καθ’ ένα εξ ηµών, εάν δεν δέχεται εκ της χειρός των .... λογικών «κοράκων» της ∆ιαθήκης, των ιερέων, ό,τι δι’ αυτών µας χορηγεί ο Κύριος. ∆ηλαδή Άφεσιν αµαρτιών, Θείαν Κοινωνίαν, αγιασµόν κ.λ.π. ∆ι’ αυτό ας προσέξωµεν. Ο Ηλίας δεν έβλεπε τον κόρακα, εάν είναι µαύρος ή ακάθαρτος, αλλά την τροφήν. Και ηµείς
µη βλέπωµεν, εάν ο ιερεύς είναι «µαύρος» έξωθεν, ίσως δε και έσωθεν, ως πολλάκις είναι δυνατόν να συµβαίνη καθ’ ο άνθρωπος, αλλά τι µας προσφέρει ο Θεός δι’ αυτού. Είχε και περιστεράς ο Θεός, αλλά τον κόρακα εξέλεξε, ίνα διδάξη ηµάς. ∆ι’ αυτό, ας µη βλέπωµεν τις ο κοµίζων, αλλά τις ο προσφέρων και τι το προσφερόµενον. ∆ιότι ο θείος Χρυσόστοµος δια τους µη εν τάξει ιερείς λέγει· «Ου πάντας χειροτονεί ο Θεός, αλλά δια πάντων ενεργεί». Μη πλανώµεθα λοιπόν. Όργανον είναι ο ιερεύς εις τας χείρας του Κυρίου και ας το χρησιµοποιώµεν µε πλήρη ταπείνωσιν, ότι εκ της χειρός του Κυρίου λαµβάνοµεν, ό,τι λαµβάνοµεν εκ του αµαρτωλού ίσως ιερέως, καθώς µας διδάσκει ο Προφήτης Ηλίας, όστις ελάµβανε εκ του ακαθάρτου κόρακος.


Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Επειδή το πρόσωπον του Προφήτου Ηλιού του Θεσβίτου δεν είναι ούτε κοινόν ούτε τυχαίον, αλλά σοβαρόν σοβαρώτατον, και επειδή παίζει ύψιστον και ειδικόν ρόλον εντός του σχεδίου του Θεού, ακόµη δε, επειδή δεν εγνώρισε θάνατον, παρά τας τρεις χιλιάδας περίπου έτη που έχουν περάσει από της ηµέρας της γεννήσεώς του, και επειδή θα παρουσιασθή και πάλιν ως αναφέρει η Αγία Γραφή και παραδέχεται και η Ορθόδοξος ηµών Εκκλησία: «Προ της µεγάλης ηµέρας του Κυρίου και επιφανούς» και τέλος επειδή παχυλή άγνοια  καλύπτει  την υπόθεσιν αυτήν, προβαίνοµεν, θεία  χάριτι, και δια των πρεσβειών της Παναγίας Μητρός του Κυρίου και πάντων των Αγίων, ιδιαιτέρως δε του εν λόγω Προφήτου Ηλιού του Θεσβίτου, εις την έκδοσιν του βιβλιαρίου τούτου, ίνα δι’ αυτού ρίψωµεν ολίγον φως εις την υπόθεσιν αυτήν, ήτις αποτελεί δια πολλούς κεκρυµµένον Μυστήριον.
Και αφού πρώτον οµιλήσωµεν γενικώς περί της ζωής και της δράσεως του Προφήτου, εις την συνέχειαν θα περιγράψωµεν τα περί της αναλήψεως και της επιστροφής αυτού προ της δευτέρας του Κυρίου ηµών Παρουσίας ως κηρύττει και η Ορθόδοξος ηµών Εκκλησία δια του: «Ο δεύτερος πρόδροµος της Παρουσίας Χριστού, Ηλίας ο ένδοξος κλπ.».

∆.Π.


Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ν   Α’


ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ


Ο Ηλίας ούτος, ήτο υιός Σωβάκ, καταγόµενος εκ Θέσβης (εξ ου και Θεσβίτης), γης των Αράβων και εκ της φυλής του Ααρών, κατοικών δε εις την Γαλαάδ· η δε Θρέσβη ήτο δεδοµένη εις τους Ιερείς1. Λέγεται λοιπόν, ότι όταν εγεννήθη ο Ηλίας, ο πατήρ αυτού Σωβάκ είδεν την εξής οπτασίαν.
α) Ότι άνδρες λευκοφόροι τον ωνόµαζον Ηλίαν, (που σηµαίνει Θεός ή Θείος, παραγόµενον εκ του
Ηλί, που σηµαίνει εβραϊστί θεός (βλ. Ματθ. κζ’ 46) και·
β) Ότι τον εσπαργάνωνον µε πυρ· και ακόµη, ότι του έδιδον να φάγη πυρ. Όθεν µεταβάς ο πατήρ αυτού εις Ιερουσαλήµ, εφανέρωσε το συµβάν εις τους Ιερείς, οι οποίοι δια χρηµατισµού προφητικού και αποκαλύψεως του είπον ταύτα: «Μη φοβηθής, ω άνθρωπε, διότι η κατοίκησις του παιδίου θα είναι φως, ο
λόγος του απόφασις, η ζωή του κατά Κύριον, ο ζήλος του θα φανή ευάρεστος εις τον Θεόν και θέλει κρίνει τον Ισραήλ δια πυρός και µαχαίρας». Ο Ηλίας δε ήκµασε 716 έτη π.Χ. και επροφήτευσεν επί 25 έτη. Κατεβίβασε τρις πυρ εξ ουρανού, ως διαβάζοµεν εις το (Γ’ Βασ. ιη’ 33 και εις το ∆’ Βασ. α’ 10, 14).
Έκλεισε τον ουρανόν δια προσευχής 3½ έτη, ως διαβάζοµεν εις το (Γ’ Βασ. ιζ’ 1) και εις τον (Ιάκωβον ε’
17), «Προσηύξατο, λέγει, του µη βρέξαι και ουκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρεις και µήνας εξ και πάλιν προσηύξατο και ο ουρανός υετόν έδωκε και η γη εβλάστησε τον καρπόν αυτής» ως ψάλλει και η Εκκλησία  µας λέγουσα: «Ο τω  φθέγµατί σου στήσας τα υδατόρρυτα  νέφη» (βλ. Κοντάκιον Αγίου). Ανέστησε δε τον νεκρόν υιόν της χήρας των Σαρεπτών της Σιδώνος, ως διαβάζοµεν εις το (Γ’ Βασ. ιζ’ 17-
24) και κατέκαυσεν δύο πεντηκοντάδας ανθρώπων, ους απέστειλεν Οχοζίας ο βασιλεύς, (βλ. ∆’ Βασ. α’ 14). Εις το όρος Χωρήβ είδε τον Θεόν (ως είναι δυνατόν να γίνη ορατός τοις ανθρώποις) (βλ. Γ’ Βασ. ιθ’ 14-18) και διέσχισεν τον Ιορδάνην ποταµόν, (βλ. ∆’ Βασ. β’ 8). Ανελήφθη δε µε άρµα πύρινον µε κατεύθυνσιν προς τον ουρανόν, (βλ. ∆’ Βασ. β’ 11) και µετά παρέλευσιν 8 –10 ετών έστειλεν επιστολάς προς τον Ιωράµ, τον βασιλέα Ιούδα τον υιόν του Ιωσαφάτ, απειλών αυτόν ότι, επειδή αφήκε την λατρείαν του αληθινού Θεού, θα ασθενήση και θα αποθάνη, όπερ και εγένετο, ως διαβάζοµεν εις το (Β’ Παραλειποµένων κα’ 12).
Την υπόθεσιν δε αυτήν, του Προφήτου Ηλιού, µας την αναφέρει και ο Σοφός Σειράχ, ως εξής: «Και ανέστη Ηλίας προφήτης ως πυρ, και ο λόγος αυτού ως λαµπάς εκαίετο, ος επήγαγεν επ’ αυτούς λιµόν και τω ζήλω αυτού ωλιγοποίησεν αυτούς. Εν λόγω Κυρίου ανέσχεν ουρανόν, κατήγαγεν ούτος τρις πυρ. Ως εδοξάσθης, Ηλία, εν τοις θαυµασίοις σου και τις όµοιός σοι καυχάσθαι ο εγείρας νεκρόν εκ θανάτου και εξ Άδου εν λόγω Υψίστου. Ο καταγαγών βασιλείς εις απώλειαν και δεδοξασµένοις από κλίνης αυτών. Ο ακούων  εν  Σινά  ελεγµόν και  εν  Χωρήβ  κρίµατα  εκδικήσεως.  Ο  χρίων  βασιλείς  εις  ανταπόδοµα  και προφήτας διαδόχους µετ’ αυτόν. Ο αναληφθείς εν λαίλαπι πυρός εν άρµατι ίππων πυρίνων. Ο καταγραφείς εν ελεγµοίς εις καιρού, κοπάσαι οργήν προ θυµού και επιτρέψαι καρδίαν πατρός προς υιόν και καταστήσαι φυλάς Ιακώβ. Μακάριοι οι ιδόντες σε και οι εν αγαπήσει κεκοσµηµένοι·  και γαρ ηµείς ζωή ζησόµεθα. Ηλίας, ος εν λαίλαπι εσκεπάσθη και Ελισσαιέ ενεπλήσθη πνεύµατος αυτού και εν ηµέραις αυτού ουκ εσαλεύθη υπό άρχοντος και ου κατεδυνάστευσεν αυτόν ουδείς» (Σοφ. Σειράχ µη’ 1-12). Η ζωή επίσης του Ηλιού έχει πολλά διδάγµατα δι’ ηµάς, που εν συντοµία είναι τα εξής:
α) Μας παρουσιάζει την δύναµιν της προσευχής· «Ηλίας άνθρωπος ην οµοιοπαθής ηµίν, και προσευχή προσηύξατο του µη βρέξαι, και ουκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρεις και µήνας εξ· (γράφει ο Ιάκωβος) και πάλιν προσηύξατο, και ο ουρανός υετόν έδωξεν...» (Ιακ. Ε’ 17 και Γ’ Βασ. ιζ’ 43-44).
β) Ενήστευσε 40 ηµέρας και 40 νύκτας, ως ο Κύριος. (Άρα είναι δυνατή η νηστεία τοις ανθρώποις).
«Και επορεύθη εν ισχύει της βρώσεως εκείνης 40 ηµέρας και νύκτας έως όρους Χωρήβ».
γ) Ο Ηλίας που έκλεισε δια προσευχής τον ουρανόν να µη βρέξη, ο Ηλίας που κατεβίβασε, χάριτι Κυρίου, τρις πυρ εκ του ουρανού, ο Ηλίας που έσφαξε τετρακοσίους πενήκοντα µε το χέρι του, εδειλίασε προς της απειλής µιας διεφθαρµένης Ιεζάβελ· «και ητήσατο την ψυχήν αυτού αποθανείν» (Γ’ Βασ. ιθ’ 4) διότι τον εγκατέλειψεν, ίσως προς στιγµήν, η χάρις του Θεού δια να του διδάξη ωρισµένα πράγµατα, ως βλέποµεν εις την συνέχειαν εις τους στίχους (11-18).


1 (Βλ. Συν. Ν. Αγιορείτου, 20 Ιουλίου).



δ) Ο Ηλίας, άνθρωπος της Π. ∆ιαθήκης, ανέστησεν τον νεκρόν υιόν της χήρας, (βλ. Γ’ Βασ. ιζ’ 17-
24) δια τριών εµφυσηµάτων (προφανώς εις το όνοµα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύµατος)
«και ενεφύσησε τω παιδαρίω τρις» (αυτόθι 21).
ε) Ο Ηλίας προετύπωσεν ακόµη το σωτήριον της χάριτος Βάπτισµα, µε την θυσίαν που έκαµεν ενώπιον των προφητών του Βάαλ. Έσκαψε λάκκον, έθεσε ύδωρ, κατεβίβασε δια της προσευχής, εξ ουρανού πυρ. Ιδού και η παροµοίωσις:
Εκεί: Λάκκος – Ύδωρ – Πυρ εξ ουρανού – Ηλίας.
Εδώ:  Κολυµβήθρα – Ύδωρ – Πνεύµα εξ ουρανού – Ιερεύς.
Τέλος δε παρέστη ο Ηλίας, εις την Μεταµόρφωσιν του Κυρίου µετά του Προφήτου Μωϋσέως, ως διαβάζοµεν εις τον (Ματθ. ιζ’ 3). Από τον επακολουθήσαντα δε διάλογον µεταξύ Κυρίου και µαθητών Του, και λόγω κακής ερµηνείας ωρισµένων, γίνονται ζωηραί συζητήσεις περί αυτού, εάν υπάρχη έτι ζων και εάν θα έλθη πάλιν. ∆ιότι µερικοί υποστηρίζουν ότι ο Ηλίας ήλθε, άλλοι δε, ότι ο Ηλίας ανηρπάγη εις τον ουρανόν. ∆ια τούτο λοιπόν θα προσπαθήσωµεν να δώσωµεν µίαν σύντοµον απάντησιν, φέροντες µάρτυρας τας Αγίας Γραφάς, τους Αγίους και Θεοφόρους Πατέρας ηµών ως και την Αγίαν ηµών Εκκλησίαν.



Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ν   Β’


∆ΥΟ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑΙ


Ως προείπωµεν, δύο είναι αι κατ’ εξοχήν παρερµηνείαι που συγχέουν την υπόθεσιν Προφήτου Ηλιού. Η πρώτη, ότι ο Ηλίας δεν ανέβη εις τον ουρανόν  και η ∆ευτέρα, ότι ο Κύριος δεν είπεν ότι ήλθεν ο Ηλίας ο Θεσβίτης. Προ τούτο ας εξετάσωµεν µίαν εκάστην χωριστά.

α) Ο Ηλίας δεν ανέβη εις τον ουρανόν

Είναι  αλήθεια, ότι τινές εξ ηµών, τόσον λαϊκοί  όσον και  Κληρικοί, δεν έχουν µελετήσει µετά προσοχής το εδάφιον αυτό της Π. ∆ιαθήκης που αναφέρει την ανάληψιν του Προφήτου Ηλιού. Εάν το
µελετήσουν όµως µετά προσοχής, θα ανακαλύψουν την εκ δύο γραµµάτων αποτελουµένην λέξιν «ΩΣ» που θα τους διευκολύνη εις τον ορθολογισµόν των µια και απορρίπτουν το δογµατικόν µέρος του Απολυτικίου του Αγίου που αναφέρει σαφώς· «Ο δεύτερος πρόδροµος της Παρουσίας Χριστού, Ηλίας ο ένδοξος». Ιδού το κείµενον· «Και εγένετο αυτών πορευοµένων, επορεύοντο και ελάλουν (Ηλίας και Ελισσαιέ)· και ιδού άρµα πυρός και ίπποι πυρός και διέστειλεν ανά µέσον αµφοτέρων και ανελήφθη Ηλιού εν συσσεισµώ ΩΣ εις τον ουρανόν» (∆’ Βασ. Β’ 11). Αυτό το «ΩΣ εις τον ουρανόν» µας µαρτυρεί, ότι δεν ανέβει εις τον ουρανόν.  Έχουν  όµως παρασυρθή  πολλοί  και  ερµηνεύουν κακώς,  διότι  διαβάζουν  Παλαιάν  ∆ιαθήκην παραφρασµένην και όχι το κείµενον. Η παράφρασις λέγει ότι· «Ανέβη ο Ηλίας µε ανεµοστρόβιλον εις τον ουρανόν». Ώστε µόνον αυτό το «ΩΣ» είναι ικανόν να λύση το ζήτηµα, και να αποδείξη, ότι ο Ηλίας δεν ανέβη εις τον ουρανόν. Εις την Ε’ δε   Ωδήν   του δευτέρου κανόνος της Αναλήψεως, υπάρχει το εξής τροπάριον.
«Ξένην Σου η Γέννησις, ξένη Σου η Ανάστασις, ξένη και φρικτή Σου, Ζωοδότα, η εκ του Όρους θεία Ανάληψις, ην εξεικονίζων Ηλιού, τέθριππος ανήρχετο, ανυµνών Σε, Φιλάνθρωπε».
∆ηλαδή. Ω φύσει Ζωοδότα Χριστέ, παράδοξος µεν και υπερφυσική υπήρξεν η εκ της Παρθένου άσπορος και άφθορος Γέννησίς Σου· παράδοξος και υπερφυσική υπήρξεν η εκ του Τάφου Ανάστασίς Σου· παράδοξος και φρίκης αξία υπήρξεν η εκ του όρους των Ελαιών γενοµένη θεία Σου Ανάληψις. Ταύτην δε την φρικτήν Σου Ανάληψιν επροεικόνιζεν ο Προφήτης Ηλίας, ο οποίος ανέβη µε άµαξαν πυρίνην και µε τέσσαρα άλογα πύρινα, όχι όµως εις τον Ουρανόν, αλλ’ «ΩΣ εις τον ουρανόν».
Παρουσιάζει  δηλαδή  ο υµνωδός εις  το  τροπάριον  τούτο,  συν  τοις  άλλοις,  ότι  η  ανάληψις  του
Προφήτου Ηλιού ήτο τύπος της κατόπιν Αναλήψεως του Κυρίου.
Περί τούτου δε υπάρχει και λόγος του Μεγ. Αθανασίου,  που καθαρίζει πιο καλά τα πράγµατα, έχων ούτως· «Συ δε µοι λοιπόν, αγαπητέ, της λέξεως την ακρίβειαν σκόπησον, της ΩΣ, και µη σε διαλάθη σ υ λ  λ α β ή ς  Γ ρ α φ ι κ ή ς  π ε ρ ι ο υ σ ί α  κ α ι  δ ύ ν α µ ι ς (της µικρής συλλαβής «ΩΣ» δηλαδή) · µηδέ τη της λέξεως  παραδροµή (το  ανελήφθη  δηλαδή)  τω  ∆εσπότη  τον  οικέτην  νοµίσης ισότιµον·  ΟΥ  ΓΑΡ  ΕΙΣ ΟΥΡΑΝΟΝ ΗΛΙΑΣ ΑΝΕΡΧΕΤΑΙ, ουδέ διαδραµών το στερέωµα, τοις εκείσε χωρίοις αυλίζεται· άλλ’ άκουσον τι φησίν ο αναγών· «Εν δε τω ανάγειν Κύριον τον Ηλίαν ΩΣ εις τον ουρανόν· ιδού µικρά λέξις (το ΩΣ)  έστησε τον Ηλίαν προς τα άνω φερόµενον· αρκεί γαρ τω Προφήτη τιµηθήναι τω τύπω· προ γαρ του
∆εσπότου τον οικέτην ουρανός ουχ υποδέχεται· ουδείς γαρ αναβέβηκεν εις τον Ουρανόν, ειµή ο Υιός του ανθρώπου ο ων εν τω Ουρανώ·  ετηρείτο γαρ τη των ανθρώπων απαρχή δια τον των ανθρώπων Ποιητήν ο Ουρανός. Ούτω µεν ουν τοις περί τον Ενώχ και Ηλίαν ο Θεός αγαθή ελπίδι εύφρανε τους ανθρώπους, δι’ ων ανθρώποις ούσι τον του αέρος δρόµον ιππήλατον ήπλωσε» (Λογ. Β’ εις την Ανάληψιν). ∆ηλαδή,  µας προτρέπει  ο στύλος της Ορθοδοξίας µας, ο Μέγας  Αθανάσιος, να προσέξωµεν (µη διαλάθη) η  µικρή συλλαβή ΩΣ, (συλλαβής Γραφικής περιουσίας και δύναµις) διότι αύτη µας µαρτυρεί, ότι ο Ηλίας δεν ανέβει εις τον Ουρανόν. Ακόµη µας λέγει, ότι κανείς δεν ανέβει εις τον Ουρανόν ειµή αυτός που και κατέβη, ως ο Κύριος είπεν: «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ειµή ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου ο ων εν τω ουρανώ» (Ιωάν. γ’ 13). Και ακόµη, ότι ο ουρανός ετηρείτο δια τον Κύριον, τον ∆εσπότην και Ποιητήν και ουχί δια τον δούλον·  (µηδέ τη της λέξεως ανελήφθη, παραδροµή, τω ∆εσπότη τον οικέτην
νοµίσης ισότιµον). Η Ανάληψις λοιπόν του Ηλιού, και η µετάθεσις του Ενώχ, δεν ήσαν τίποτε άλλο παρά ένας προάγγελος της Αναλήψεως του Κυρίου και εν συνεχεία της ιδικής µας.
Ο δε Πατήρ ηµών Επιφάνιος περί της Αναλήψεως του Ηλιού λέγει τα εξής: «Και ανελήφθη Ηλίας εν συσσεισµώ, (Συσσεισµός = κούνηµα δυνατόν, εκ του συσσείω = κουνώ δυνατά ή απ’ όλα συγχρόνως τα
µέρη συγκλονώ) ΩΣ εις τον Ουρανόν· το δε, ΩΣ εις τον Ουρανόν, αµφίβολον έχει την έννοιαν· το δε, ΕΙΣ τον Ουρανόν, τρανήν δείκνυσι την αλήθειαν». ∆ηλαδή κάµνει µίαν διάκρισιν, ο Άγιος ούτος Πατήρ, µεταξύ της αναλήψεως του Προφήτου, και την Αναλήψεως του Κυρίου. ∆ιότι πράγµατι, ενώ εις την ανάληψιν του Ηλιού υπάρχει η µικρή συλλαβή «ΩΣ» (που αµφίβολον έχει την έννοιαν εις την Ανάληψιν του Κυρίου υπάρχει η µικρή συλλαβή «ΕΙΣ» που (τρανήν δείκνυσι την αλήθειαν). ∆ιότι εις τα Γραφικά χωρία της Αναλήψεως του Κυρίου ευρίσκοµεν το «ΕΙΣ τον Ουρανόν»  και όχι «ΩΣ εις τον Ουρανόν» ως  εξής:
α) «Τι εστήκατε εµβλέποντες εις τον Ουρανόν; Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’ υµών εις τον
Ουρανόν, ούτως ελεύσεται ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορεβόµενον ΕΙΣ τον Ουρανόν». (Πράξ. α’ 11)
β) «Εξήγαγε δε αυτούς (τους µαθητάς)   έξω έως εις Βηθανίαν και επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς· και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και αναφέρετο ΕΙΣ τον Ουρανόν». (Λουκ. κδ’ 50-51)
γ) «Ο µεν ουν Κύριος µετά το λαλήσαι αυτοίς (τοις µαθηταίς) ανελήφθη ΕΙΣ τον Ουρανόν και εκάθησεν εκ δεξιών του Θεού». (Μάρκ. ιστ’ 19)
Ως βλέπωµεν λοιπόν, εις τα τρία αυτά Γραφικά χωρία που οµιλούν δια την Ανάληψιν του Κυρίου, υπάρχει η λέξις ΕΙΣ, ενώ εις την ανάληψιν του Προφήτου, υπάρχει η λέξις ΩΣ. Και ο ιερός Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ερµηνεύων το (κδ’ 50-51) του Λουκά, λέγει: «Ηλίας µεν γαρ ΩΣ εις Ουρανόν·  ωσανεί γαρ
εδόκει εις ουρανόν αναφέρεσθαι ο δε Σωτήρ ΕΙΣ τον ουρανόν, αυτός πρόδροµος πάντων ανελήλυθε µετά της αγίας σαρκός αυτού, εµφανισθήναι των προσώπω του Θεού και σύνεδρον αυτήν αποδείξαι τω Πατρί».
Αγαπητοί,  ας  µη  θαυµάζωµεν  τούτο  και  ας  µη  σκανδαλιζώµεθα·   υπάρχει  διαφορά  µεταξύ
αναλήψεως Ηλία και Κυρίου, ως υπάρχει διαφορά και µεταξύ Αναστάσεως Κυρίου και άλλων αναστάσεων. Ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος λέγει ότι: «Ώσπερ δε αναστάσεις προ της του Κυρίου αναστάσεως πολλαί γεγόνασι, (εξ), ούτω και πολλαί αναλήψεις προ της αυτού αναλήψεως· και Ιερεµίαν γαρ τον Προφήτην ανέλαβε Πνεύµα, και τον Αββακούµ Άγγελος, και τον Ενώχ ανέλαβεν ο Θεός· µάλιστα δε των άλλων ο Ηλίας άρµατι πυρός αναληφθείς αναγέγραπται· αλλ’ ουδ’ ούτος (ο Ηλίας)  υπερέβη την περίγειον λήξιν, αλλ’ οίόν τις µετάθεσις ην η εκάστου τούτων ανάληψις, από γης αίρουσα και των περί γην ουκ εξάγουσα· καθάπερ και οι αναστάντες εκείνοι πάλιν εις την γην υπέστρεψαν, τελευτήσαντες άπαντες» (Λογ. α’ εις την Ανάληψιν). Ώστε εξ όσων παραθέσαµεν µέχρις εδώ εµφαίνεται σαφώς, ότι ο Ηλίας δεν επήγε εις τον Ουρανόν, ουδέ εις τον Παράδεισον ως λέγουν ωρισµένοι.

β) Ο Κύριος δεν είπεν, ότι ήλθεν ο Ηλίας ο Θεσβίτης

Πολύς λόγος γίνεται και προς αυτό το σηµείον. Υπάρχει µία µερίς ανθρώπων, ως είποµεν ανωτέρω, λαϊκών και Κληρικών, που πιστεύουν, ότι ο Ηλίας ήλθε και ούτω επραγµατοποιήθη η προφητεία του Μαλαχίου η λέγουσα: «Ιδού εγώ αποστελώ υµίν Ηλίαν τον Θεσβίτην, πριν ελθείν την ηµέραν Κυρίου την
µεγάλην και επιφανή, ος αποκαταστήσει καρδίαν πατρός προς υιόν αυτού, µη έλθω και πατάξω την γην άρδην» (κεφ. δ’ 4-5)· διότι λέγουν, ότι είπεν ο Κύριος εις τους Εβραίους, όταν ωµίλη περί Ιωάννου του Προδρόµου, ότι, «Ει θέλετε δέξασθαι, αυτός εστιν Ηλίας ο µέλλων έρχεσθαι». (Ματθ. ια’ 14). Και είναι αλήθεια, ότι ο Κύριος είπε το· «Ει θέλετε δέξασθαι, αυτός εστιν Ηλίας ο µέλλων έρχεσθαι», αλλ’ εξ ίσου είναι αλήθεια, ότι ο Κύριος εις ερώτησιν των µαθητών Του, διατί οι γραµµατείς λέγουσιν ότι Ηλίαν δει ελθείν πρώτον, απήντησε ότι· «Ηλίας µεν έρχεται πρώτον, και αποκαταστήσει πάντα» (Ματθ. ιζ’ 11). Και ερωτώµεν τους αντιφρονούντας, που κακώς ερµηνεύουν και που δεν καταδέχονται εν τω εγωϊσµώ των να ερευνήσουν τους Πατέρας, πότε ο Κύριος είπεν αλήθεια και πότε ψεύδος; ∆ιότι εις την µίαν περίπτωσιν λέγει ότι «ήλθεν» και εις την άλλην λέγει «έρχεται». Την δυσκολίαν λοιπόν αυτήν την αντιπαρερχόµεθα, εάν προσέξωµεν, πότε και διατί δίδει τας απαντήσεις αυτάς. Η υπόθεσις λοιπόν έχει ως εξής:
Οι εβραίοι θα εδέχοντο τον Μεσσίαν, εάν πρώτον έβλεπον ερχόµενον τον Ηλίαν. Αυτόν είχον σηµάδι·  διότι οι Γραµµατείς ερµηνεύοντες κακώς τας Γραφάς, εκήρυττον ότι θα πρέπει να έλθη ο Ηλίας
πρώτον και κατόπιν θα έλθη ο Μεσσίας, παρασυρόµενοι από την προφητείαν του Μαλαχίου (δ’ 4-5) που εγράψαµεν ανωτέρω, η οποία έχει σχέσιν µε την ∆ευτέραν έλευσιν του Κυρίου και όχι µε την Πρώτην, ως θα ίδωµεν Θεού θέλοντος, εις την συνέχειαν. Εκήρυττον λοιπόν ως πρόδροµον της ελεύσεως του Μεσσίου τον Ηλίαν. ∆ι’ αυτό και όταν ο Ιωάννης ο Πρόδροµος εις τον Ιορδάνην ήρχισε να κηρύττη και να βαπτίζη, διαβάζοµεν  εις  τον  Ιωάννην·  «Απέστειλαν  οι  Ιουδαίοι     εξ  Ιεροσολύµων  ιερείς  και  Λευΐτας,  ίνα ερωτήσωσιν αυτόν· συ τις ει... Ηλίας ει συ; και λέγει· ουκ ειµί. Ο προφήτης ει συ; και απεκρίθη, ου... και ηρώτησαν  αυτόν  και  είπον  αυτώ·  τι  ουν  βαπτίζεις,  ει  συ  ουκ  ει  ο  Χριστός  ούτε  Ηλίας  ούτε  ο Προφήτης;...» (α’ 19-25). Ζητούν ως βλέποµεν εξηγήσεις, ίνα κανονίσουν την θέσιν των. Αλλ’ ο Ιωάννης δεν ήτο ούτε ο Ηλίας ούτε ο Χριστός, αλλ’ ήτο «Φωνή βοώντος εν τη ερήµω ευθύνατε την οδόν του Κυρίου» (Ιωάν. Α’ 23). ∆εν είχον προσέξει ως φαίνεται, ότι η Αγία Γραφή ωµίλει δια δύο Παρουσίας του Κυρίου, ως και δια δύο Προδρόµους. Ενόµιζον ότι ο Κύριος θα έλθη άπαξ και µάλιστα εν δόξη, ίνα κτυπήση τους υπεναντίους, κραταιώνοντας ούτω το Ισραήλ. Έβλεπον την µίαν προφητείαν µόνον που ωµίλει περί του δευτέρου Προδρόµου της ∆ευτέρας του, εν δόξει παρουσίας, δεν έβλεπον και την άλλην προφητείαν που ωµίλει και δι’ έναν άλλον Πρόδροµον, που προηγείτο της Πρώτης Του και ταπεινής Παρουσίας. Εδιάβαζον το· «Ιδού αποστελώ υµίν Ηλίαν τον Θεσβίτην πριν ελθείν την ηµέραν Κυρίου την
µεγάλην  και  επιφανή...  χωρίς  να  προσέχουν  τον  ίδιον  Προφήτην,  που  λίγο  πιο  εµπρός έλεγε·  «Ιδού εξαποστέλλω τον άγγελόν µου και επιβλέψεται οδόν προ προσώπου σου»(Μαλαχ. Γ’ Ι) και ούτω δεν επίστευον, ότι άλλος τις θα είναι ο Πρόδροµος της ελεύσεως του Μεσσίου και όχι ο Ηλίας.
Γνωρίζων λοιπόν αυτό ο Ιησούς, δια να τους διευκολύνη τους λέγει· «Και ει θέλετε δέξασθε, αυτός εστιν Ηλίας, ο µέλλων έρχεσθαι» και προσθέτει «Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω». ∆ηλαδή· Εάν θέλετε να παραδεχθήτε, σας λέγω, ότι ο Ιωάννης ο Πρόδροµος (διότι περί Ιωάννου ο λόγος, βλ. Ματθ. ΙΑ’ 1-18) είναι ο Ηλίας δια σας· Ο έχων νουν να το εννοήση, πως ο Ιωάννης είναι ο Ηλίας, ας το εννοήση. Ο δε ιερός Χρυσόστοµος περί αυτού λέγει· «Και καλώς είπεν. «Ει θέλετε δέξασθαι», το αβίαστον δεικνύς· ου γαρ αναγκάζων, φησί. Τούτο δε έλεγεν, ευγνώµονα απαιτών διάνοιαν και δηλών, ότι ούτος εκείνος εστί, κακείνος   ούτος.   Αµφότεροι   γαρ   (Ιωάννης   και   Ηλίας   δηλαδή)   µίαν   διακονίαν   ανεδέξαντο   και ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΙ γεγόνασιν αµφότεροι. ∆ιόπερ, ουδέ απλώς είπεν· «Ούτος εστίν Ηλίας» αλλ’ «Ει θέλετε δέξασθαι, ούτος εστί» ·  τουτέστιν, «Ει µετά ευγνώµονος διανοίας προσέχετε τοις γινοµένοις· και ουδέ ενταύθα έστη, αλλά προσέθηκε, δεικνύς, ότι συνέσεως χρεία, προς το «Ούτος εστίν Ηλίας, ο µέλλων έρχεσθαι» ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. Τοσαύτα δε αινίγµατα ετίθει, διαγείρειν αυτούς εις ερώτησιν. Ει δε ουδέ ούτως εξυπνίζοντο, πολλώ µάλλον, ει δήλα ην και σαφή». (Οµιλ. ΛΖ § γ’ εις τον Ματθ.).
Ώστε, όταν είπεν ο Κύριος «Αυτός εστίν ο Ηλίας ο µέλλων έρχεσθαι» ωµίλει δια τον Ιωάννην τον
Πρόδροµον.
Εις την δευτέραν του δε συζήτησιν, µετά την Μεταµόρφωσιν, το καθάρισε πιο καλά και µάλιστα εις τοιούτον βαθµόν, που το ηννόησαν οι Μαθηταί, ως γράφει ο Ματθαίος. «Τότε συνήκαν οι µαθηταί, ότι περί Ιωάννου του Βαπτιστού είπεν αυτοίς» (ΙΖ’ 18). Ολόκληρος δε η στοιχοµυθία έχει ως εξής· «Και επηρώτησαν αυτόν οι µαθηταί αυτού λέγοντες· Τι ουν οι γραµµατείς λέγουσιν, ότι Ηλίαν δει ελθείν πρώτον; Ο δε Ιησούς αποκριθείς είπεν αυτοίς·  Ηλίας µεν έρχεται πρώτον και αποκαταστήσει πάντα· λέγω δε υµίν, ότι Ηλίας ήδη ήλθε, (δια σας δηλαδή) και ουκ επέγνωσαν αυτόν· (δεν τον αντελήφθησαν δηλαδή) αλλ’ εποίησαν εν αυτώ όσα ηθέλησαν. Ούτω και ο υιός του ανθρώπου µέλλει πάσχειν υπ’ αυτών. Τότε συνήκαν οι µαθηταί, ότι περί Ιωάννου του βαπτιστού είπεν αυτοίς» (Ματθ. ΙΖ’ 10-13). Η ερµηνεία αυτών είναι η εξής: Οι Απόστολοι πληροφορηθέντες ακριβώς, τόσον εκ της οµολογίας του Πέτρου ειπόντος.
«Συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. ΣΤ’ 16), όσον και εκ του υπερφυούς θαύµατος της Μεταµορφώσεως. «Μετεµορφώθη έµπροσθεν αυτών και έλαµψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιµάτια αυτού εγένοντο λευκά ως το φως» (Ματθ. ΙΖ’ 2) και εκ της ουρανίου φωνής ειπούσης. «Ούτος εστίν ο υιός µου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε» (αυτόθι 6), ότι ο Ιησούς είναι ο υπό των αγίων  Προφητών  προκηρυχθείς  Μεσσίας  ο Χριστός,  ο  Υιός  του  Θεού  του  ζώντος,  ηρώτησαν  Αυτόν, λέγοντες.  ∆ιατί  οι  γραµµατείς διδάσκουσιν,  ότι  ο  Ηλίας  πρέπει  να  έλθη  προ  του  Χριστού;  (διότι  ως προείποµεν οι γραµµατείς εδίδασκον και οι Ιουδαίοι επίστευον, ότι ο Προφήτης Ηλίας έµελλε να έλθη εν σώµατι προ του Χριστού, ίνα προπαρασκευάση την οδόν αυτού).
Ο δε Ιησούς αποκριθείς είπεν εις αυτούς, ότι ο Ηλίας µεν ο πρώτος, δηλαδή Θεσβίτης δεν ήλθεν
ακόµη, αλλά θα έλθη προ της Βας Παρουσίας µου, και δια της διδασκαλίας του θα διορθώση και θα
προπαρασκευάση τον λαόν. Αλλά λέγω σε σας που περιµένετε (ως σας κηρύττουν οι γραµµατείς) δια να ιδήτε τον Ηλίαν πρώτον δια να πιστεύσητε. Ο Ηλίας ο δεύτερος ήτοι Ιωάννης ο Πρόδροµος ήλθε (Ματθ. ΙΑ’ 14), και εν τούτοις δεν τον εγνώρισαν, κακώς ερµηνεύοντες και νοούντες τας Γραφάς και έπραξαν ό,τι ηθέλησαν εις αυτόν, ήτοι ύβρισαν, εις φυλακήν έβαλον, και τέλος εφόνευσαν αυτόν και την κεφαλήν του επί πίνακι ήνεγκαν (Ματθ. Ι∆’ 10-11). Παραπλήσια δε µέλλει να πάθη και ο υιός του ανθρώπου υπ’ αυτών.
∆ηλαδή το ίδιον µε περιµένει και εµένα, λέγει ο Κύριος δια τον εαυτόν Του, προφητεύοντας ούτως ειπείν τον άδικον θάνατόν Του.
Ώστε άλλος ο Πρόδροµος ως Ηλίας και άλλος ο Ηλίας ο Θεσβίτης. Και ως έχοµεν δύο Προδρόµους,
ούτω έχοµεν και δύο Παρουσίας. Περί των δύο αυτών Προδρόµων και Παρουσιών ο Ιππόλυτος λέγει·
«Ώσπερ γαρ δύο Παρουσίαι του Κυρίου ηµών και Σωτήρος δια των Γραφών εδείχθησαν, µία µεν η πρώτη, κατά σάρκα γενοµένη άτιµος δια το εξουθενηθήναι αυτόν... η δε δευτέρα αυτού Παρουσία, κεκήρυκται εν δόξη, ως παρέσται απ’ ουρανών µετά δυνάµεως αγγέλων και πατρικής δόξης. Ούτω και δ ύ ο  π ρ ό δ ρ ο µ ο ι  εδείχθησαν, ο µεν π ρ ώ τ ο ς  γενόµενος Ιωάννης ο του Ζαχαρίου υιός· Ούτος προέφθασε και της εν άδη προευαγγελίσασθαι, αναιρεθείς υπό Ηρώδου· πρόδροµος γενόµενος εκεί... και πάλιν επί τη  σ υ ν τ ε λ ε ί α  του κόσµου κριτού φανεροµένου, αναγκαίως δει τους  π ρ ο δ ρ ό µ ο υ ς αυτού  πρώτους  φανερωθήναι  καθώς  δια  Μαλαχίου  του  Προφήτου  φησίν·  «πέµψω υµίν Ηλίαν  τον Θεσβίτην, πριν η ελθείν την ηµέραν Κυρίου την µεγάλην και επιφανή» (Ιππόλ. Περί Χριστού και Αντιχρίστου. Κεφ. 44, 45, 46).
Επίσης ο Ιουστίνος ο Μάρτυς και φιλόσοφος, ερωτηθείς υπό Τρύφωνος περί της ελεύσεως Ηλιού απαντά ως εξής: «Εάν ουν ο λόγος αναγκάζη οµολογείν, ότι δύο Παρουσίαι του Χριστού προεφητεύοντο γενησόµεναι, µία µεν, εν η παθητός και άτιµος και αειδής φανήσεται, η δε  ε τ έ ρ α, εν η και ένδοξος και κριτής απάντων ελεύσεται, ως και εν πολλοίς τοις προλελεγµένοις αποδέδεικται, ουχί της φοβεράς και
µεγάλης ηµέρας, τούτ’ έστι της δευτέρας Παρουσίας Αυτού, πρόδροµον γενήσεσθαι τον Ηλίαν νοήσοµεν τον λόγον του Θεού κεκηρυχθέναι; Και ο ηµέτερος ουν κύριος έφην, τούτο αυτό εν τοις διδάγµασιν αυτού παρέδωκε γενησόµενον, ειπών και Ηλίας ελεύσεσθαι και ηµείς τούτο επιστάµεθα γενησόµενον, όταν έλθη εν δόξη εξ ουρανών παραγίνεσθαι, ο ηµέτερος κύριος Ιησούς Χριστός, ου και της πρώτης φανερώσεως κήρυξ προήλθε το εν Ηλία γενόµενον πνεύµα του Θεού, εν Ιωάννη, τω γενοµένω εν τω γένει ηµών προφήτη
... διο και ο ηµέτερος Χριστός ειρήκει επί γης τότε τοις λέγουσι προ του Χριστού Ηλίας δει ελθείν. «Ηλίας
µεν ελεύσεται και αποκαταστήσει πάντα· λέγω δε υµίν, ότι Ηλίας ήδη ήλθε, και ουκ επέγνωσαν αυτόν, αλλ’ εποίησαν αυτώ όσα ηθέλησαν, και γέγραπται, ότι τότε συνήκαν οι µαθηταί, ότι περί Ιωάννου του βαπτιστού είπεν αυτοίς» (∆ιάλογος 49).
Εξ όλων δε τούτων πιο καθαρά οµιλεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος λέγων, άλλος ο Ιωάννης (ως Ηλίας) και άλλος ο Ηλίας ο Θεσβίτης, και ότι η προφητεία του Μαλαχίου ουδεµίαν σχέσιν έχει µε τον Ιωάννην ως Ηλίαν.
«Ουκ άρα, λέγει, από των Γραφών τούτο ήδεσαν, αλλ’ εκείνοι εαυτούς διεσάφουν, και περιεφέρετο ο λόγος ούτος εν τω απείρω δήµω, καθάπερ και επί του Χριστού. ∆ιο και η Σαµαρείτις έλεγε· «Μεσσίας έρχεται, λέγει·  όταν έλθη εκείνος αναγγελεί ηµίν πάντα» (Ιωάν. ∆’ 25) και αυτοί ηρώτων τον Ιωάννην.
«Ηλίας ει ή  ο   π ρ ο φ ή τ η ς ;» (Ιωάν. Α’ 21) εκράτει µεν γαρ, όπερ έφην, ο λόγος, και ο περί του Χριστού και ο περί του Ηλία, ουχ ως εχρήν δε παρ’ εκείνων ερµηνευόµενος· αι µεν γαρ Γραφαί δύο λέγουσι του Χριστού  Παρουσίας,  ταύτην  τε  την  γεγενηµένην,  και  την  µέλλουσαν.  Και  οι  προφήται  δε  εκατέρας
µέµνηνται, της µέντοι µιας, της δευτέρας, πρόδροµον λέγουσι τον Ηλίαν έσεσθαι· της µεν γαρ προτέρας εγένετο ο Ιωάννης        Ο Ν   Κ Α Ι   Η Λ Ι Α Ν   Ο   Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ   Ε Κ Α Λ Ε Ι ,  Ο Υ Κ   Ε Π Ε Ι ∆ Η Η Λ Ι Α Σ    Η Ν, αλλ’ επειδή την διακονίαν επλήρου την εκείνου. Ώσπερ γαρ εκείνος (ο Ηλίας) πρόδροµος έσται της προτέρας εγένετο. Αλλ’ οι γραµµατείς ταύτα συγχέοντες και διαστρέφοντες τον δήµον, εκείνης εµνηµόνευον µόνης προς τον δήµον, της δευτέρας Παρουσίας, και έλεγον, ότι, «ει ούτός εστίν ο Χριστός, έδει τον Ηλίαν προλαβείν». «∆ ι α   τ ο ύ τ ο  και οι µαθηταί λέγουσι· Πως οι γραµµατείς λέγουσιν· «Ηλίαν δει ελθείν πρώτον;»
∆ια τούτο και προς τον Ιωάννην πέµψαντες οι Φαρισαίοι ηρώτων. «Ε ι   σ υ   ε ι   Η λ ί α ς ;» (Ιωάν. α’ 21), ου µνηµονεύοντες ουδαµού της προτέρας παρουσίας. Τις ουν έστιν η λύσις, ην ο Χριστός επήγαγεν; Ότι, Ηλίας µεν έρχεται τότε προ της δευτέρας µου Παρουσίας, και νυν δε ελήλυθεν Ηλίας, τον Ιωάννην ούτω καλών. Ούτος ήλθεν Ηλίας. Ει δε τον Θεσβίτην ζητοίης, έρχεται· ∆ιό και έλεγεν: «Η λ ί α ς   µ ε ν   έ ρ
χ ε τ α ι,  και αποκαταστήσει πάντα». Ποία πάντα; Άπερ ο Προφήτης Μαλαχίας έλεγε  « α π ο σ τ ε λ ώ    γ α ρ   υ µ ί ν,   φ η σ ί ν,   Η λ ί α ν   τ ο ν           Θ ε σ β ί τ η ν,  ο ς   α π ο κ α τ α σ τ ή σ ε ι   κ α ρ δ ί α ν   π α τ ρ ό ς   π ρ ο ς   υ ι ό ν,   µ η   ε λ θ ώ ν   π α τ ά ξ ω   τ η ν   γ η ν   ά ρ δ η ν» (Μαλ. δ’ 4). Είδες ακρίβειαν προφητικής ρήσεως; Επειδή γαρ, τον Ιωάννην Ηλίαν εκάλεσεν ο Χριστός δια την κοινωνίαν της διακονίας, ίνα µη νοµίσης τούτο και παρά του Προφήτου λέγεσθαι νυν, προσέθηκεν αυτού την πατρίδα, ειπών. «Τ ο ν Θ ε σ β ί τ η ν». Ι Ω Α Ν Ν Η Σ    ∆ Ε,  Θ Ε Σ Β Ι Τ Η Σ    Ο Υ Κ    Η Ν. Και έτερον δε µετά τούτο παράσηµον τίθησι, λέγων  «Μ η   ε λ θ ώ ν   π α τ ά ξ ω   τ η ν   γ η ν   ά ρ δ η ν», την δευτέραν Αυτού Παρουσίαν εµφαίνων την φοβεράν· τη γαρ προτέρα ουκ ήλθε πατάξαι την γην. «Ο υ   γ α ρ   ή λ θ ο ν,  φ η σ ί ν,  ί ν α   κ ρ ί ν ω   τ ο ν   κ ό σ µ ο ν,  α λ λ’  ί ν α   σ ώ σ ω   τ ο ν   κ ό σ µ ο ν» (Ιωάν. ιβ’ 47). ∆ηλών τοίνυν, ότι προ εκείνης έρχεται ο Θεσβίτης, της την κρίσιν εχούσης, τούτο είρηκε». (Οµιλία νζ’ εις την σειράν). Ώστε ο Ηλίας θα έλθη πάλιν. Το γράφει ο Μαλαχίας, το επαναλαµβάνει ο Κύριος, το διδάσκει η Εκκλησία µας, παρ’ ότι ηµείς δεν το γνωρίζοµεν ή δεν το πιστεύοµεν.
Ο Θεός πραγµατοποιεί το σχέδιόν Του άνευ θορύβου, µη δίδων αναφοράν εις ηµάς. ∆ι’ αυτό ας λάβωµεν τα µέτρα µας, διότι, όταν παρουσιασθή και πάλιν ο Ηλίας θα βάλη τον καθ’ ένα εξ ηµών εις την θέσιν του.
Μάλιστα, θα έλθη ο Ηλίας µε εντολάς, και θα εξυγιάνη την Εκκλησίαν και τον λαόν. ∆ιότι η αµαρτία επλεόνασεν  και  καθηµερινώς η  πλάστιγξ  κλίνει  προς  τον  ∆ιάβολον.  Το  άτοµον διεφθάρη,  η οικογένεια  διελύθη,  η  Κοινωνία  έγινε  στίβος,  καθηµερινή άµιλλα λωποδυτών·  το  ψεύδος,  η  απάτη,  η κοµπίνα, η διαφθορά µας έχουν κατακλύσει. Ο µικρός, ο αδύνατος, ο δίκαιος, η χήρα, το ορφανόν, είναι, ως επί το πλείστον, η βορά των καταφερτζήδων. Όλοι αυτοί αποµυζούν, εκτός ελαχίστων το αίµα των µικρών. Και ο ∆αυΐδ φωνάζει λέγων: «Έως πότε οι ασεβείς, Κύριε, έως πότε οι ασεβείς θέλουσι θριαµβεύει; Έως πότε θέλουσι προφέρει και λαλεί σκληρά; θέλουσι καυχάσθαι πάντες οι εργάται της ανοµίας; Τον λαόν Σου καταθλίβουσι, και την κληρονοµίαν Σου κακοποιούσι. Την χήραν και τον ξένον φονεύουσι, και θανατώνουσιν τους ορφανούς». (Ψαλµ. 94’ 3-6). Και ο Κύριος µε πολύ παράπονον έχει είπει· «Πλην ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λουκ. ΙΗ’ 8). ∆ι’ αυτό θα έλθη πάλιν ο Ηλίας, ίνα αποκαταστήση πάντα· διό λέγει·
«Έξελθε ο κεκρυµµένος, µηκέτι κρύπτου· πολλοί σε ζητούσι» ... και πάλιν «και ... δώσει αυτώ πλάκας ληθίνας, εν αις εγκεχάρακται εντολαί δύο· εκδικήσαι και εθνοποιήσαι χρηστά και ασέβειαν εκδιώξαι και τους τα Σοδοµιτικά έργα ποιούντας πυρικαύστους ποιήσαι·  ωσαύτως και τους κακούς ιερείς εκ του ιερού διώξαι· και τους αξίους εις το θείον αποκαταστήσαι, εις ευαρέστησιν του Θεού του ουρανού και της γης». (Minge PZ σελ. 1141).
Ο έχων ώρα ακούειν ακουέτω. Αµήν.


∆ΥΟ   Α Π Ο Ρ Ι Α Ι


α) Αφού ο Ηλίας είναι φονεύς, πως είναι Άγιος;
Αυτήν   την   ερώτησιν   την   υποβάλλουν   πολλοί,   που   εκ   πρώτης   όψεως   φαίνεται   κάπως δικαιολογηµένη. Έσφαξε 450 µε το χέρι του, λέγουν, πως λοιπόν είναι δυνατόν να είναι Άγιος; Και εν τούτοις, ο Ηλίας δεν είναι µόνον Άγιος αλλά και «των Προφητών η κρηπίς». ∆ιότι δια της εκτελέσεως των
450 ψευδοπροφητών του Βάαλ δεν παρέβη τον Νόµον, που έλεγεν «ου φονεύσεις», αλλ’ εφήρµοσε την εξαίρεσιν αυτού που έλεγε: «Ο Προφήτης όστις ασεβήση και λαλήση εν τω ονόµατι άλλων Θεών, ο προφήτης εκείνος θέλει ΘΑΝΑΤΩΘΗ» (∆ευτ. ιη’ 20 ιγ’ 5). Αυτό λοιπόν έκαµνον οι ψευδοπροφήται του Βάαλ, δι’ αυτό τους έσφαξεν και εκαθάρισεν τον τόπον.

β) Εν πνεύµατι και δυνάµει Ηλιού
Πολλοί, όταν διαβάζουν τα λόγια του Αρχαγγέλου προς τον πατέρα του Προδρόµου Ζαχαρίαν: «Και αυτός (ο Ιωάννης) προελεύσεται ενώπιον αυτού εν πνεύµατι και δυνάδει Ηλιού» (Λουκ. α’ 17), σκανδαλίζονται λέγοντες, ότι ο Πρόδροµος είναι ο Ηλίας, το είπεν ο Αρχάγγελος.
Και  απαντώµεν:  Αυτά  που  είπεν  ο  Αρχάγγελος  είναι  αλήθεια  και  έτσι  έγινεν  (Βλ.  Συν.  Ν. Αγιορείτου, 20 Ιουλίου). Μετεµψύχωσις όµως δεν έγινεν. ∆ηλαδή, δεν εισήλθεν εις τον Ιωάννην ο Ηλίας ο Θεσβίτης και εκυκλοφόρησεν, αλλά µόνον από το χάρισµα (το Πνεύµα το προφητικόν) του Ηλιού έλαβεν ο Ιωάννης ο Πρόδροµος.
Παροµοίαν περίπτωσιν µεταθέσεως πνεύµατος (χαρίσµατος) έχοµεν και εις την Π. ∆ιαθήκην µεταξύ Μωϋσέως και Ιησού του Ναυή: «Τότε ερρέθη των Μωϋσή επιθείναι τω Ιησού τας χείρας» ειπόντος αυτού του Θεού. «Καγώ µεταθήτω από του Πνεύµατος του εν σοι επ’ αυτόν» (βλ. Αριθ. ΚΖ’ 18, ΙΑ’ 17 και Ιουστίνου ∆ιάλ. Προς Τρύφ. 49) (Βλ. Συν. Ν. Αγιορείτου, 20 Ιουλίου). και πράγµατι µετέθηκεν επί τον Ιησούν, ο Θεός, από του εν Μωϋσή πνεύµατος. Ούτως εγένετο και από του Ηλιού επί τον Ιωάννην. Ο Θεός δυνατός ην ποιήσαι. ∆ι’ αυτό µη πλανώµεθα, άλλος ο Ηλίας ο Θεσβίτης και άλλος ο Ιωάννης ο Πρόδροµος.

(Ηλίας µεν έρχεται και αποκαταστήσει πάντα (Ματθ. ιζ’ 12)).




∆.  ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ

Ο  ∆ΕΥΤΕΡΟΣ  ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΣ ΤΗΣ  ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ   ΧΡΙΣΤΟΥ





Περί Ψυχής και Αναστάεως

$
0
0




Ο λόγος αυτός γράφτηκε το φθινόπωρο του 379 μ.Χ., όταν ο Άγ. Γρηγόριος
επισκέφθηκε την αδελφή του Μακρίνα στον Πόντο, για να παρηγορηθεί
για το θάνατο του αδελφού τους Μεγ. Βασιλείου. Η Μακρίνα ήταν άρρωστη,
λίγο πριν το τέλος της, αλλά είχε μαζί του έναν ενδιαφέροντα διάλογο που έδωσε
αφορμή να γραφτεί ο παρών λόγος. Τα κυριώτερα σημεία του είναι τα εξής:
  Ο θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα· όταν το σώμα
εγκαταλειφθεί από την ψυχή, τότε αποσυντίθεται στα στοιχεία που πριν
το αποτελούσαν. Καθένα στοιχείο του σώματος επιστρέφει στο φυσικό του
στοιχείο, έτσι ώστε κανένα επιμέρους στοιχείο δεν καταστρέφεται πλήρως
ή δεν επιστρέφει στην ανυπαρξία, και το σώμα παραμένει μέσα στα όρια
αυτού του κόσμου (στο νερό, τον αέρα, το χώμα και το πυρ). Αυτό είναι
η φθορά, δηλ. αποσύνθεση και όχι καταστροφή ή μετάπτωση σε κατάσταση
ανυπαρξίας.
Η ψυχή δεν επηρεάζεται από αυτήν την αποσύνθεση, γιατί είναι απλή και
ασύνθετη και γι’ αυτό δεν μπορεί να διασπαστεί. Η ψυχή είναι αθάνατη και
εκτείνεται στην αιωνιότητα. Το μόνο που αλλάζει σ’ αυτήν κατά το θάνατο είναι
ο τρόπος υπάρξεώς της. Ακόμη και τότε η σχέση της με το φθειρόμενο σώμα δεν
διακόπτεται, και η ψυχή θα μπορέσει να βρει όλα τα στοιχεία του λόγω
της γνωστικής της δυνάμεως. Ούτε ο χώρος (απόσταση) ούτε ο χρόνος
εμποδίζει την ψυχή να βρει τα στοιχεία του σώματος κατά την ανάσταση.
Αυτό που περιμένει τους ανθρώπους μετά θάνατον είναι η κάθαρση, η
ανανέωση και αποκατάσταση του σώματος και η ανάσταση όλων. Ο
Δημιουργός δεν θέλει να μείνουμε απλά έμβρυα. Ο τελικός σκοπός της
φύσεώς μας δεν είναι η κατάσταση της νηπιακής ηλικίας ούτε οι επόμενες
ηλικίες ούτε ακόμη η καταστροφή του σώματος που έρχεται με το θάνατο.
Όλα αυτά είναι μέρος της οδού που διανύουμε. Το έσχατο τέρμα αυτής της
κινήσεως είναι η αποκατάστασή μας στην αρχέγονη κατάστασή μας.
Η ψυχή κατά την ανάσταση θα επιστρέψει στο σώμα. Οι δίκαιες
ψυχές θα δοξασθούν, αλλά οι αμαρτωλές θα τιμωρηθούν. Η καθαρή ψυχή
θ’ απολαύσει τη θέα του Θεού.


Στην εποχή μας αξίζει να μελετηθεί ιδιαίτερα ο λόγος, διότι θέτει το
θέμα του θανάτου, τη φθορά και την ανάσταση του σώματος, την αθανασία
της ψυχής. Η όλη διαπραγμάτευση του θέματος οδηγεί τον αναγνώστη σε
πρακτικά συμπεράσματα, που έχουν αντίκτυπο στην προσαρμογή της
καθημερινής του ζωής στην προοπτική της αιώνιας ζωής, δηλαδή τη
βασιλεία του Θεού.


ΤΟΥ  ΕΝ  ΑΓΙΟΙΣ  ΠΑΤΡΟΣ  ΗΜΩΝ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ  ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ  ΝΥΣΣΗΣ
ΠΕΡΙ  ΨΥΧΗΣ  ΚΑΙ  ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ  Ο  ΛΟΓΟΣ
Ο  ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ  ΤΑ  ΜΑΚΡΙΝΙΑ



Κείμενο – Μετάφραση (Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης)


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Πρὸς ιουδαιους καὶ Ἕλληνας καὶ αἱρετικούς καὶ εἰς τὸ, Ἐκλήθη Ἰησοῦς εἰς γάμον

$
0
0





Contra Judaeos, gentiles et haereticos et in illud: Vocatus est Jesus ad nuptias Sp. 

ΠΡΟΣΙΟΥΔΑΙΟΥΣκαὶἝλληναςκαὶαἱρετικούς· καὶεἰςτὸ, ἘκλήθηἸησοῦςεἰςγάμον.
 Οἱνεοττοὶτῶνχελιδόνωνκαθέζονταιἐντῇκαλιᾷπροσδεχόμενοιτὴντῶνγονέωνπαρουσίαν, φερόντωναὐτοῖςτὴντροφήν· ἐπὰνδὲἴδωσιναὐτοὺςἐρχομένους, κούφῳτῷπτερῷτῆςδιανοίαςπτεροῦνται. Ὁμοίως δὲ κἀγὼ μέλλων ἐγγίζειν τῇ καλιᾷ ταύτῃ τῇ πνευματικῇ, προαναφωνῶν δοξάζω τὸν Θεὸν, ὅτι τοιαῦτά μοι τέκνα δέδωκε φιλόστοργα. Ἀλλὰ μὴν ἐπὶ τῶν χελιδόνων ἀπὸ στόματος εἰς στόμα δίδοται ἡ τροφὴ, ἐπὶ δὲ ἡμῶν οὐκ ἔστιν οὕτως, ἀλλ' ἀπὸ στόματος εἰς ἀκοήν. Ἐκεῖνα γὰρ εἰς φθορὰν προχωροῦσι, ταῦτα δὲ εἰς ἀφθαρσίαν· ἐκεῖνα σώματα τρέφει, ταῦτα δὲ ψυχὴν πιαίνει. Ταῦτα δέ μοι πάντα οὐχ ἁπλῶς οὔτε εἰκῆ εἴρηται· ἀλλ' ἐπειδὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ σήμερον ἀναγνωσθέντος ἡ περιοχὴ εἰς ταύτην ἡμᾶς τὴν διδασκαλίαν χειραγωγεῖ, ἀναγκαῖον ὑμᾶς παιδεῦσαι. Ἐκλήθη, φησὶν, ὁ Ἰησοῦς εἰς γάμον. Ἀλλὰ συντείνατε ἑαυτοὺς, παρακαλῶ, προσέχετε τοῖς λεγομένοις· Ἐπειδή τινες προφασίζονται γάμον, ἄλλοι τέκνα, ἄλλοι στρατείαν, ἄλλοι ἐμπορίαν, ἄλλοι τέχνην, ἄλλοι δουλείαν, ἄλλοι πλοῦτον, ἄλλοι πενίαν, καὶ ἄλλα τινὰ ὅσα ἔστι· βούλομαι οὖν ὑμῖν δεῖξαι, ὅτι οὔτε πλοῦτος ἐμποδίζει, οὔτε πενία, οὔτε στρατεία, οὔτε ἐμπορία, οὔτε γάμος, οὔτε τέκνα, οὔτε δουλεία, οὔτε τέχνη, οὔτε τι τῶν τοιούτων οὐδέν. Ἐκλήθη ὁ Ἰησοῦς εἰς γάμον· ἀπῆλθεν, ἢ οὐκ ἀπῆλθεν; Δῆλον ὅτι ἀπῆλθεν. Εἰ οὖν ἀπῆλθε, πῶς ὁ γάμος κακός; μὴ ἔχεις ἀπολογίαν; Ἐγὼ δὲ οὐ μόνον λέγω, ὅτι ἀπῆλθεν, ἀλλὰ καὶ δῶρα προσήνεγκε· τὸ γὰρ ὕδωρ εἰς οἶνον μετέβαλε. Μὴ τοίνυν προφασίζου τὸν γάμον. Ὁ Δεσπότης σου παρεγένετο εἰς γάμον, καὶ ἐδόξασε τὸν γάμον, καὶ σὺ ἐνυβρίζεις τὸν γάμον, καὶ λέγεις ὅτι ἐμπόδισμά ἐστιν ὁ γάμος; Οὐδὲν ἐμπόδισμα πρὸς εὐσέβειαν. Βούλει μαθεῖν, ὅτι οὐδὲν παραβλάπτει ἔχειν γυναῖκα καὶ τέκνα; Μωϋσῆς οὐχὶ γυναῖκα καὶ τέκνα εἶχεν; Ἠλίας οὐχὶ παρθένος ἦν; 48.1076 οὐχὶ Μωϋσῆς μάννα κατήγαγεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ; οὐχὶ Ἠλίας πῦρ κατήγαγεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ; οὐχὶ Μωϋσῆς ὀρτυγομήτραν ἐξεπέτασεν; οὐχὶ Ἠλίας τῷ λόγῳ τὸν οὐρανὸν ἔκλεισεν; οὐχὶ Μωϋσῇ ὁ Θεὸς ὡμίλει; οὐχὶ καὶ Ἠλίᾳ Θεὸς ὡμίλει; οὐχὶ Μωϋσῆς θάλασσαν ἔσχισε, καὶ διήγαγε τὸν λαόν; οὐχὶ Ἠλίας ἐν ἅρματι πυρίνῳ ἀνελήφθη; μή τι παρέβλαψε τοῦτον ἡ παρθενία; μή τι παρενεπόδισε τοῦτον ἡ γυνὴ καὶ τὰ τέκνα; Εἶδες Ἠλίαν τὸν τοῦ ἀέρος ἡνίοχον, εἶδες Μωϋσῆν τὸν τῆς θαλάσσης ὁδοιπόρον· βλέπε καὶ Πέτρον τὸν στῦλον τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι καὶ αὐτὸς γυναῖκα εἶχεν. Οὐ γέγραπται, ὅτι Πέτρος γυναῖκα εἶχε· πόθεν οὖν δῆλον ὅτι γυναῖκα εἶχεν; Ἐγὼ λέγω· Εἰσῆλθε, φησὶν, ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὴν πενθερὰν Πέτρου· καὶ ἦν ἐκείνη ἀῤῥωστοῦσα, καὶ ἥψατο αὐτῆς, καὶ ἔφυγεν ὁ πυρετὸς αὐτῆς, καὶ διηκόνει. Ὁρᾷς ὅτι καὶ Πέτρος γυναῖκα εἶχεν; ὅπου γὰρ πενθερὰ, εὔδηλον ὅτι καὶ γυνή. Ὁρᾷς ὅτι καὶ Πέτρος γυναῖκα εἶχε; Μή τι διαβάλλῃς τὸν γάμον. Ταῦτα δὲ λέγω, ἵνα μή τις προφασίσηται μήτε γυναῖκα, μήτε τέκνα, μήτε στρατείαν, μήτε ἐμπορίαν, μήτε τέχνην, μήτε δουλείαν, μήτε πλοῦτον, μήτε πενίαν· ταῦτα προφάσεις, ταῦτα σκήψεις, αὗται ἐπιβουλαὶ τοῦ διαβόλου. Στρατείαν προφασίζῃ, καὶ λέγεις, ὅτι Στρατιώτης εἰμὶ, καὶ οὐ δύναμαι εὐλαβὴς εἶναι. Ὁ ἑκατόνταρχος οὐχὶ στρατιώτης ἦν; καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ, ὅτι Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλ' εἰπὲ λόγον, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. Καὶ θαυμάσας ὁ Ἰησοῦς, λέγει· Ἀμὴν, ἀμὴν, λέγω ὑμῖν ὅτι οὔτε ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον.
Μήτι ἐνεπόδισεν αὐτῷ ἡ στρατεία; Ἀλλὰ τί εἶ; χειροτέχνης εἶ; Καὶ Παῦλος, καὶ σκυλευτὴς τῶν Ἐκκλησιῶν ἦν, καὶ μετὰ ταῦτα γέγονε κήρυξ καὶ ἀπόστολος. Ἀλλὰ τί εἶ; πλούσιος; Καὶ Ἀβραὰμ, καὶ αὐτὸς γυναῖκα εἶχε καὶ τέκνα· Καὶ ἐπίστευσε, φησὶν, Ἀβραὰμ 48.1077 τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην, καὶ φίλος Θεοῦ ἐκλήθη. Μή τι ἐνεπόδισεν αὐτῷ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ γυνὴ, ἢ τὰ τέκνα; Μὴ ἔχεις ἀπολογίαν; Ἰδοὺ ἅπερ προφασίζῃ τρία οὗτος ἔχει, καὶ γυναῖκα καὶ τέκνα καὶ πλοῦτον. Ἀλλὰ τί εἶ; δοῦλος; Καὶ Ὀνήσιμος· καὶ γράφων Παῦλος Φιλήμονι ἔλεγεν· Ὀνήσιμον τόν ποτε ἄχρηστον, νῦν δὲ κἀμοὶ καὶ σοὶ εὔχρηστον. Ἀλλὰ τί εἶ; βασιλεύς; Καὶ Δαυΐδ· καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὸν Νάθαν ὁ προφήτης, καὶ ἤλεγξεν αὐτὸν περὶ τῆς ἁμαρτίας ἧσπερ ἐποίησε. Μήτι ἐτυράνννησεν ὁ βασιλεύς; μήτι ἀπεφήνατο κατὰ τοῦ προφήτου; οὐχὶ καὶ ἐν τῇ βασιλείᾳ τὴν δουλείαν ὡμολόγει, καί φησιν, Ἥμαρτον τῷ Κυρίῳ; Καὶ ὁ προφήτης ἰδὼν τὴν μετάνοιαν αὐτοῦ, λέγει αὐτῷ· Ὁ Κύριος ἀφεῖλε τὸ ἁμάρτημά σου. Ὀξεῖα ἡ μετάνοια ὀξυτέρα ἡ συγχώρησις. Μήτι προσέσχεν ἑαυτῷ ὁ βασιλεὺς, καὶ εἶπεν, ὅτι Βασιλεύς εἰμι, πορφύραν περιβέβλημαι, καὶ διάδημα περίκειμαι, καὶ ἔχω τόξα καὶ βέλη καὶ ἀσπίδας καὶ κρανέα καὶ στρατιώτας ὑπερασπιστάς· καὶ τοῦτον τὸν πένητα φοβοῦμαι, καὶ οὐ φονεύω αὐτὸν, ἀλλὰ ἀνέχομαι αὐτοῦ; Ἀλλ' οὐδὲν τούτων εἶπεν· ἀλλ' εἰ καὶ βασιλεὺς ἦν, ᾔδει ὅτι ἥμαρτε, καὶ διὰ τοῦτο μετενόησεν, ἐπειδὴ ᾔδει ὅτι χαλεπὸν ἁμάρτημα ἐποίησε. Μήτι ἐνεπόδισεν αὐτῷ ἡ βασιλεία; Ἀλλὰ τί εἶ; παῖς; Καὶ ὁ Δανιὴλ, καὶ λέοντας ἐφίμωσε, καὶ δράκοντα διέῤῥηξε, τὸν Βὴλ κατέστρεψε, καὶ τοὺς πρεσβυτέρους κατέκρινε, τὴν δὲ Σωσάνναν ἔσωσε, καὶ τὸ ἀτελὲς τῆς νεότητος οὐδὲν ἐνεπόδισε τὴν τοσαύτην ἀρετήν. Ἀλλὰ τί εἶ; φιλάδελφος; Καὶ Ἰωσήφ· κἀκεῖνος πόσην φιλοσοφίαν ἐπεδείξατο καὶ σωφροσύνην ἐπὶ τῆς Αἰγυπτίας; Τὸν χιτῶνα αὐτοῦ ἔσχισε, τὴν δὲ πίστιν αὐτοῦ οὐ διέῤῥηξε· τὴν ἀναισχυντίαν αὐτῆς ἐνίκησε, τὴν δὲ ἐπιθυμίαν αὐτῆς οὐκ ἐπλήρωσεν. Ἀλλὰ τί εἶ; χήρα; Καὶ ἡ Σιδωνία, ἥτις Ἠλίαν τὸν προφήτην ὑπεδέξατο, καὶ ἔθρεψεν ἄρτῳ καὶ ὕδατι· καὶ τὸν αἴτιον τοῦ λιμοῦ λιμὸς οὐ κατέτηξεν. Ἀλλὰ τί εἶ; πόρνη; Καὶ ἡ Ῥαὰβ, ἥτις ἔκρυψε τοὺς κατασκόπους, καὶ μετὰ τὸ παραλαβεῖν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, ἐσώθη καὶ αὐτὴ καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς καὶ τὸ γένος αὐτῆς. Ἀλλὰ τί εἶ; πένης; Καὶ ὁ Λάζαρος, καὶ ἐν τῇ πενίᾳ πόσην φιλοσοφίαν ἐπεδείξατο καὶ ὑπομονὴν, καὶ οὐκ ἐδυσπέτησεν ἐν τοσαύτῃ ἀνάγκῃ ὤν! Ἀλλὰ τί εἶ; φιλογύναιος; Καὶ Σαμψών· εἰ γὰρ καὶ προεδόθη ὑπὸ γυναικὸς, ἀλλὰ τὴν ἐκδικίαν παρέσχεν αὐτῷ ὁ Θεὸς, καὶ ἐξεδικήθη ὑπὸ τῶν ἀλλοφύλων. Ἀλλὰ τί εἶ; φιλότεκνος; Καὶ Ἰακώβ. Ὁρᾷς πόσοι ἐσώθησαν; Ἔχεις πίστιν; πάντα ἔχεις· οὐκ ἔχεις πίστιν, βασιλεὺς δὲ εἶ; οὐδέν σε ὠφελεῖ ἡ βασιλεία. Ἀλλὰ τῆς ὑποσχέσεως οὐκ ἐπιλέλησμαι. Ἐκλήθη οὖν ὁ Ἰησοῦς εἰς γάμον. Παραγενομένου δὲ αὐτοῦ, οὐκ εἶχον οἶνον· λέγει αὐτῷ ἡ μήτηρ αὐτοῦ· Οἶνον οὐκ ἔχουσι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε, γύναι· οὔπω γὰρ ἥκει ἡ ὥρα μου. Καὶ ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς λέγει· Γεμίσατε τὰς ὑδρίας ὕδατος. Καὶ ἐγέμισαν τὰς ὑδρίας ὕδατος, καὶ ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον. Διὰ τί δὲ εἶπε, Γεμίσατε τὰς ὑδρίας ὕδατος; ἆρα ὁ λόγῳ τὸν οὐρανὸν ποιήσας, καὶ τὴν γῆν θεμελιώσας, καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς, οὗ τὸ βλέμμα ξηραίνει ἀβύσσους, ὃν φρίσσει καὶ τρέμει πᾶσα ἡ κτίσις ἐπουρανίων τε καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, οὐκ ἐδύνατο τὰς ὑδρίας λόγῳ γεμίσαι; Ἀλλὰ λέγει· Ἀντλήσατε ὕδωρ. Διὰ τί; Ἐγὼ λέγω, ἵνα, ἐὰν ἀρνήσωνται, αἱ χεῖρες αὐτῶν αἱ ἀντλήσασαι, καὶ οἱ ὦμοι αὐτῶν οἱ βαστάσαντες τὸ ὕδωρ, ἐλέγξωσιν αὐτούς· ἐπεὶ καὶ ἐπὶ τοῦ Λαζάρου τὸ αὐτὸ ἐποίησε. Πρὸ τοῦ παραγενέσθαι ἐπὶ τὸν τόπον, λέγει τοῖς μαθηταῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἔπειτα ὡς ἦλθον αἱ ἀδελφαὶ τοῦ Λαζάρου, καὶ λέγουσιν αὐτῷ, ὅτι Λάζαρος ἀπέθανε, λέγει αὐταῖς· Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; Αἱ δέ φασιν· Ἐλθὲ καὶ ἴδε. Ὢ καινῶν καὶ παραδόξων πραγμάτων! Πρὸ μικροῦ ἔλεγες τοῖς μαθηταῖς, ὅτι Λάζαρος ἀπέθανε, καὶ νῦν λέγεις, Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; Τὸν θάνατον προδηλοῖς τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ τὸν τόπον οὐκ οἶδας; Ἤδει, ἀλλὰ διὰ τοὺς Ἰουδαίους ἔλεγεν, ἐπειδὴ ἀγνώμονες ἦσαν· ὥστε τὸ εἰπεῖν, Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; οὐκ ἀγνοίας ἦν· ἐπεὶ καὶ ἐν τῷ παραδείσῳ ἔλεγε τῷ Ἀδάμ· Ἀδὰμ, ποῦ εἶ; Ἆραοὖν οὐκ ᾔδει ποῦ ἦν; Ἀλλ' ἐπειδὴ ἔλεγεν αὐτοῖς ὁ διά48.1078 βολος, ὅτι Ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγησθε ἐκ τοῦ ξύλου τούτου, ἔσεσθε ὡς θεοὶ, ὑπελάμβανον ἐκεῖνοι ὅτι μέλλουσι γίνεσθαι θεοί. Καὶ διὰ τοῦτο ἔλεγεν αὐτῷ ὁ Θεός· Ἀδὰμ, ποῦ εἶ; ἀφ' οὗ ἔφαγες, καὶ ἔμεινας ἄνθρωπος· διὰ τοῦτο ἔλεγεν αὐτῷ ὁ Θεός· Ἀδὰμ, ποῦ εἶ; Οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ Λαζάρου ἐποίησεν. Ἐγγίσας τῷ μνήματι λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· Ἄρατε τὸν λίθον ἐκ τοῦ μνήματος· καὶ ἦραν. Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου· Κύριε, ἤδη ὄζει· ἦν γὰρ τετραήμερος. Καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω· καὶ ἐξῆλθε κηρίαις δεδεμένος. Ἆρα οὖν ὁ μετατιθῶν ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν, οὐκ ἠδύνατο λόγῳ τὸν λίθον κινῆσαι; ὁ τὰ κέντρα τοῦ θανάτου κατακλάσας, ὁ τὰς θύρας τοῦ ᾅδου συντρίψας, οὐκ ἠδύνατο καὶ τὰς κηρίας διαῤῥῆξαι; Καὶ λέγει αὐτοῖς· Λύσατε αὐτόν. Διὰ τί; Ἵνα, ἐὰν ἀρνήσωνται, αἱ χεῖρες αὐτῶν καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ ἐλέγξωσιν αὐτούς· διὰ τοῦτο εἶπε· Λύσατε αὐτόν. Καὶ ἐν τῷ γάμῳ τὸ αὐτὸ ἐποίησεν, ὅτι εἶπεν αὐτοῖς· Γεμίσατε τὰς ὑδρίας ὕδατος· καὶ ἐγέμισαν τὰς ὑδρίας, καὶ ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον. Διὰ τοῦτο οὖν πανταχόθεν ἠσφαλίζετο αὐτούς· ἀεὶ γὰρ ἀγνώμονες ἐγένοντο οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἀναίσχυντοι. Θέλετε μαθεῖν πόσα παρέσχεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς, καὶ ἀμνήμονες ἐγένοντο; Μάθετε· ἀλλὰ συντείνατέ μοι ἑαυτοὺς, παρακαλῶ, προσέχετε τοῖς λεγομένοις· βούλομαι γὰρ ὑμῖν δεῖξαι ὅτι ἀπ' ἀρχῆς ἀγνώμονες ἦσαν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἑβδομήκοντα καὶ πέντε ψυχαὶ κατέβησαν ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ ἐγένοντο ἑξακόσιαι χιλιάδες. Ἐτελεύτησεν Ἰωσὴφ, καὶ ἀνέστη αὐτοῖς ἕτερος βασιλεὺς, ὃς οὐκ ἐμνήσθη τοῦ Ἰωσήφ· ἔθλιβε δὲ τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ σφόδρα. Ἐβόησαν οὖν πρὸς τὸν Θεὸν λέγοντες· Κύριε, σὺ ὤμοσας τοῖς πατράσιν ἡμῶν, ὅτι Δώσω τῷ σπέρματι ὑμῶν γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι· καὶ νῦν, Κύριε, μνήσθητι τῆς διαθήκης ἧς ἔθου τοῖς πατράσιν ἡμῶν, καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς ἐκ χειρὸς Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου, καὶ ἐκ δουλείας τῶν Αἰγυπτίων. Ἤκουσεν οὖν ὁ Θεὸς τῆς φωνῆς αὐτῶν, καὶ ἔπεμψε τὸν Μωϋσῆν πρὸς αὐτούς. Ἀλλὰ συντείνατέ μοι ἑαυτοὺς, παρακαλῶ. Λέγει τῷ Μωϋσῇ ὁ Θεός· Λάβε ἀρνίον ἄμωμον ἐνιαύσιον πρωτότοκον, καὶ θῦσον, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ χρίσει ἕκαστος εἰς τὴν θύραν, ἵν', ὅταν ἔλθῃ ὁ ἄγγελος ἔχων ἐσπασμένην τὴν ῥομφαίαν, καὶ ἴδῃ ὅτι τὸ αἷμα κέχρισται εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον, ἀναχωρῇ· ἐὰν δὲ ἴδῃ ὅτι οὐκ ἔνι, εἰσέρχηται, καὶ πάντας ἐξολοθρεύσῃ. Ἐποίησεν οὖν ὁ Μωϋσῆς οὕτω, καὶ ἔδωκε τῷ λαῷ· καὶ λαβόντες ἐκεῖνοι, ἕκαστος ἔχρισε τὰς θύρας αὐτῶν. Καὶ ἤρχετο ὁ ἄγγελος ἔχων ἐσπασμένην τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ, καὶ ἔβλεπε τὸ αἷμα ἐν ταῖς θύραις, καὶ ἀνεχώρει· ὅπου δὲ οὐκ ἔβλεπεν, εἰσήρχετο, καὶ πάντας ἀνεῖλε. Ταῦτα δὲ πάντα οὐχ ἁπλῶς ἐγίνετο· ἀλλ' ἐπειδὴ ἐμέλλομεν δι' αἵματος καὶ ξύλου σώζεσθαι, διὰ τοῦτο εἶπεν ὁ Θεὸς, ὅτι Χρίσει ἕκαστος τὸ αἷμα εἰς τὰς θύρας. Διὰ τί οὐκ εἶπε, Χρῖσον τὸ αἷμα εἰς τὸν τοῖχον; Ὅτι οὐκ ἤμελλον σώζεσθαι, εἰ μὴ διὰ ξύλου. Ἐξέβαλεν οὖν αὐτοὺς ὁ Μωϋσῆς ἐκ τῆς Αἰγύπτου, καὶ ἤνεγκεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἔρημον, καὶ λέγουσι τῷ Μωϋσῇ, Διὰ τὸ μὴ εἶναι μνήματα ἐν Αἰγύπτῳ, ἤνεγκεν ἡμᾶς εἰς τὴν ἔρημον θανατῶσαι; Οὐ καλῶς ἡμῖν ἦν ἐν Αἰγύπτῳ, ὅτε ἐτρώγαμεν τοὺς σίκυας καὶ πέπονας καὶ τὰ κρόμμυα καὶ τὰ σκόροδα; Εἶδες ἀγνωμοσύνην; Αὐτοὶ ἔλεγον τῷ Θεῷ, αὐτοὶ ἠξίουν, ὅτι Ἐξάγαγε ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου· καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν ἔρημον ἠχαρίστουν. Εἶδες ἀγνωμοσύνην αὐτῶν; Ἀλλὰ μάθετε τὸ μεῖζον καὶ ἐξαίρετον πρᾶγμα. Τεσσαράκοντα ἔτη ἐποίησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ· θρὶξ αὐτῶν οὐκ ηὔξησεν, οὔτε ὄνυξ· ἱμάτιον αὐτῶν οὐκ ἐῤῥυπώθη, ὑπόδημα αὐτῶν οὐκ ἀπετρίβη· οὐκ ἔκαμον, οὐκ ἔσκαψαν· βόας οὐκ ἔζευξαν, ἄροτρον οὐχ εἵλκυσαν, αὔλακας οὐκ ἀνέτεμον, ἀκάνθας οὐκ ἀνέσπασαν, σπέρματα οὐ κατεβάλοντο, καὶ ὄμβρον οὐκ ἀνέμειναν, ἡλίου θερμὰς ἀκτῖνας οὐ προσεδόκησαν, καιρὸν θερισμοῦ οὐ προσεδέξαντο, δρεπάνην οὐκ ἠκόνησαν, οὔτε ἐθέρισαν, οὐκ ἔδησαν στάχυας καὶ ἐβάστασαν, οὔτε ἤνεγκαν εἰς ἅλωνα καὶ ἐμόχθησαν, οὔτε ἠλόησαν, οὔτε ἐκάθαραν, 48.1079 οὔτε ἐφύρασαν ἄλευρα, οὔτε ὤπτησαν καὶ ἐποίησαν ἄρτους, ἀλλ' οὐδὲ τῶν τοιούτων οὐδέν· ἀλλὰ ἄρτον ἀχειρογεώργητον ἔτρωγαν, αὐτοσχεδία τράπεζα παρετίθετο αὐτοῖς, τῇ ἀπαθείᾳ τοὺς ἀγγέλους ἐμιμοῦντο· ἡ φύσις τῆς οἰκείας ἀσθενείας ἐπελάθετο. Καὶ μετὰ τοσαύτας εὐεργεσίας ἔλεγον τῷ Ἀαρών· Δὸς ἡμῖν θεοὺς, οἵτινες προπορεύσονται ἡμῶν· Μωϋσῆς γὰρ οὗτος, ὅστις ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ τῆς Αἰγύπτου, οὐκ οἴδαμεν τί γεγένηται αὐτῷ· καὶ ἐποίησαν βίαν μεγάλην τῷ Ἀαρών. Ἐκεῖνος ἰδὼν ὅτι σκληροκάρδιοι ἦσαν καὶ ἀπερίτμητοι, λέγει αὐτοῖς· Περιέλετε τὰ χρυσάφια ὑμῶν, καὶ βάλετε ἐν πυρὶ, καὶ εἴ τι ἀναβῇ, τοῦτο θεός. Καὶ ἀνέβη τὸ βουκέφαλον. Ἐνταῦθά μοι τὸν αἱρετικὸν τὸν ἀγνώμονα, τὸν παράσιτον Ἰουδαῖον τὸν λέγοντα, ὅτι ἐγέννησε Θεὸς, καὶ ῥεῦσιν ὑπέμεινεν. Ἐφθαρμένε, ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε, ταῦτα ἐπὶ Θεοῦ ὑπολαμβάνεις; Ἀλλ' ἡμεῖς οὐχ οὕτω, μὴ γένοιτο, ἀλλ' ὅτι ἐγέννησε Πατὴρ Υἱὸν, μόνος μόνον, Θεὸς Θεὸν, τέλειος τέλειον· ταῦτα γὰρ φρονήματα Χριστιανῶν. Ἐπειδὴ οὖν δοκεῖς τὰ ἄνω περιεργάζεσθαι, τὰ σαυτοῦ, εἰ δοκεῖς εἰδέναι, εἰπέ μοι· Πῶς, βληθέντων τῶν χρυσαφίων εἰς τὴν πυρὰν, ἀνέβη τὸ βουκέφαλον; Χαλκοτύπος οὐκ εἰργάσατο, χωνευτὴς οὐκ ἦν· πῶς, ἀνέβη τὸ βουκέφαλον, τολμᾷς εἰπεῖν; Εἰ τὰ κάτω οὐκ οἶδας, πῶς τὰ ἄνω περιεργάζῃ; ὁ τὰ ἴδια μὴ ἐπιστάμενος, πῶς τὰ ἀλλότρια περιεργάζῃ; Καὶ παράγουσιν ἡμῖν εὐαγγελικὴν φωνὴν αὐτοῦ τοῦ Υἱοῦ λέγοντος τοῖς μαθηταῖς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς ἐστε τὰ κλήματα, ὁ Πατήρ μου γεωργός ἐστιν. Ὁρᾷς, φησὶν, ὅτι εἰργάσατο τὸν Υἱόν; ἐὰν γὰρ μὴ ἐργάσηται γεωργὸς ἄμπελον, οὐ δύναται χρήσιμος εἶναι. Καὶ νομίζουσιν, ὅτι μέγα τι καὶ ἐνάρετον λέγουσιν. Ἀλλὰ συντείνατέ μοι ἑαυτοὺς, παρακαλῶ. Εἶπον πρὸς τοὺς ἀγνώμονας Ἰουδαίους· ἄφες εἴπω καὶ πρὸς τοὺς ἀναισχύντους αἱρετικούς· Δύνασαί μοι εἰπεῖν, ἀγνῶμον καὶ ἀναίσχυντε αἱρετικὲ, ὅτι ὁ γεωργὸς οὐ τρέφεται ἀπὸ τῆς ἀμπέλου; Ἀπὸ τοῦ ὅπλου σου χειροῦμαί σε. Ὥσπερ οὖν ἐστι γεωργὸς ἐργαζόμενος ἄμπελον, οὕτω καὶ ὁ Πατὴρ εἰργάσατο τὸν ἴδιον Υἱόν. Ἴδωμεν οὖν, τίς ἐκ τίνος τρέφεται, ἡ ἄμπελος ἐκ τοῦ γεωργοῦ, ἢ ὁ γεωργὸς ἐκ τῆς ἀμπέλου. Κατὰ σὲ ὁ Πατὴρ ἀπὸ τοῦ Υἱοῦ ἔχει τὸ εἶναι· οὐκ ἔνι γὰρ γεωργὸς μὴ τρεφόμενος ἐκ τῶν ἔργων αὐτοῦ. Τί οὖν; ὁ Υἱὸς τρέφει τὸν Πατέρα; Οὐχὶ, μὴ γένοιτο· ταῦτα γὰρ ἐσχάτης ἀνοίας. Ἄμεινον λέγειν, ὥσπερ γεωργὸς χαίρει ἐπ' ἀμπέλῳ, οὕτω καὶ ὁ Πατὴρ χαίρει ἐπὶ τὸν Υἱόν· οὐ γὰρ εἶπεν, ὅτι Ὁ Πατήρ μου ὁ ἐργασάμενός με· ἀλλ', Ὁ Πατήρ μου ὁ γεωργός· ἔχαιρε γὰρ ἐπὶ τῷ Υἱῷ. Οὐκ ἤκουσας αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ἐν ᾧ ηὐδόκησα, ὅτε ἕστηκεν εἰς τὰ Ἰορδάνια ῥεῖθρα; μὴ εἶπεν, ὅτι Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου, ὃν ἔκτισα, ἢ ὃν ἐποίησα; ἀλλ' εἶπεν· Ἐν ᾧ ηὐδόκησα. Μὴ καὶ τὴν φωνὴν παραγράφεις; Καὶ πάλιν λέγει· Καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, οὐχ ἵνα τὸ ἐμὸν θέλημα ποιήσω, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με Πατρός. Τίσιν ἔλεγε; Πάντως τοῖς Ἰουδαίοις· ἐπειδὴ ἔλεγον αὐτῷ· Οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱὸς, καὶ ὡς ἀντιθέῳ αὐτῷ προσεῖχον, διὰ τοῦτο εἶπεν, ὅτι Καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ἀντίθεον αὐτὸν ἔλεγον, διὰ τοῦτο ἔλεγεν αὐτοῖς, ὅτι Οὐκ ἦλθον τὸ ἐμὸν θέλημα ποιῆσαι, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με Πατρός. Ἐπειδὴ ἐδόκουν τὸν Πατέρα τιμᾷν, αὐτὸν δὲ ἠρνοῦντο, διὰ τοῦτο συγκατέβαινε τῇ ἀσθενείᾳ αὐτῶν· ἐπεὶ πῶς ἀπεστάλη ὁ πανταχοῦ ὢν, ὁ πάντα πληρῶν; Ὁρᾷς οὖν ὅτι διὰ τοὺς Ἰουδαίους εἶπεν, ὅτι Καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Μήτι δι' ἑαυτὸν εἶπε; 48.1080 Μὴ ἔχεις ἀπολογίαν; Ἀλλὰ καὶ ἐπάγουσιν ἡμῖν ἄλλην μαρτυρίαν τοῦ Ἀποστόλου λέγοντος· Εἷς Θεὸς ὁ Πατὴρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα, καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς, δι' οὗ τὰ πάντα. Λέγεις, ὅτι ἄλλος Θεὸς κατὰ τὸν Πατέρα οὐκ ἔστι· κἀγώ σοι λέγω, ὅτι ἄλλος Κύριος κατὰ τὸν Υἱὸν τοιοῦτος οὐκ ἔστι. Τί οὖν φιλονεικοῦμεν; Οὐχὶ, μὴ γένοιτο! Ἴδωμεν οὖν τίσι διελέγετο ὁ Παῦλος, καὶ διὰ τίνας τοῦτο εἴρηται. Ἀλλὰ προσέχετέ μου μετὰ ἀκριβείας τῷ λόγῳ. Ἐπειδὴ Ἕλληνες πολυθεΐαν ἐσέβοντο, οἱ Ἰουδαῖοι δὲ μοναρχίαν, ἵνα δὴ καὶ τὴν πολυθεΐαν ἀνέλῃ καὶ τὴν μοναρχίαν, διὰ τοῦτο ἔλεγεν· Εἴτε γάρ εἰσι θεοὶ πολλοὶ, καὶ κύριοι πολλοὶ, εἴτε ἐν οὐρανῷ, εἴτε ἐπὶ γῆς, ἀλλ' ἡμῖν εἷς Θεὸς ὁ Πατήρ. Καὶ εἰπὼν τὸ, εἷς, ἀνεῖλε τὴν πολυθεΐαν· ὅπου γὰρ εἷς, οὐκ εἰσὶ πολλοί· καὶ εἰπὼν Πατέρα, ἀνεῖλε τὴν μοναρχίαν· ὅπου γὰρ πατὴρ, δῆλον ὅτι καὶ υἱός. Διὰ τοῦτο γοῦν εἶπεν· Εἷς Θεὸς ὁ Πατὴρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα, καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς, δι' οὗ τὰ πάντα. Ὁρᾷς ὅτι πρὸς Ἕλληνας καὶ Ἰουδαίους ἀπεδιδύσκετο ὁ Παῦλος· διὰ τοῦτο εἶπεν· Εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δι' οὗ τὰ πάντα· ἐπειδὴ τὰ πάντα διὰ τοῦ Υἱοῦ γεγόνασιν, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα. Καὶ ἄκουε Ἰωάννου λέγοντος· Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. Πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέν. Ὁρᾷς ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ τῶν ἁπάντων δημιουργός. Μὴ τολμᾷς μοι δεῖξαι ὅτι ὁ Υἱὸς σὺν τοῖς πᾶσιν ἀριθμεῖται; Ἀλλ' ἀγνώμονες, ἕως πότε περιέρχεσθε τὰς Γραφὰς ἀνθολογοῦντες, ἵνα που τὸν Υἱὸν εἴπητε κτίσμα καὶ ποίημα; Θέλετε μαθεῖν; Ἐὰν ἀκούσωσι περὶ τοῦ Υἱοῦ ὑψηλὸν ῥῆμα ἢ θεοπρεπὲς, μαίνονται· νομίζουσιν ὅτι κοπρίαν τις βάλλει εἰς τὸ στόμα αὐτῶν. Βούλομαι ὑμῖν ὑπόδειγμα εἰπεῖν. Ὥσπερ ἄν τις ἀῤῥωστίᾳ καὶ πυρετοῖς πολλοῖς φλέγηται, ὀλίγον δὲ αὐτοῦ ἐν ἀνέσει ἐλθόντος προστάττωσιν οἱ ἰατροὶ μέλιτος περιχρίεσθαι τὸ στόμα αὐτοῦ· ποιοῦσι δὲ οὕτω καθὼς προστάττουσιν οἱ ἰατροί· ἐπιμελουμένου δὲ τοῦ ἀῤῥωστοῦντος ὑπὸ τῶν ὑπηρετῶν, νομίζει ὁ ἀῤῥωστῶν, ὅτι πικρόν ἐστι τὸ μέλι· καὶ λοιπὸν λέγουσιν οἱ παρεστῶτες, μέλι ἐστὶ, κύριε, καλόν ἐστι, προτρεπόμενοι τὸν ἀῤῥωστοῦντα· πικρὸν δὲ φαίνεται τὸ μέλι εἰς τὸ στόμα τοῦ ἀσθενοῦντος, οὐχ ὅτι πικρόν ἐστι τὸ μέλι· τί γὰρ γλυκύτερον μέλιτος; οὐκοῦν οὐ παρὰ τὴν φύσιν τοῦ μέλιτος, ἀλλὰ παρὰ τὴν ἀσθένειαν τοῦ μὴ ὑποδεχομένου· οὕτω καὶ ἐπὶ τούτων γίνεται· ἐὰν ἀκούσωσιν ὁμοούσιον, νομίζουσι πικρίαν ποτίζεσθαι, καὶ οὐ παρὰ τὸν λόγον τοῦ λέγοντος, ἀλλὰ παρὰ τὴν ἀσθενῆ ἀκοὴν τοῦ μὴ ὑποδεχομένου. Ὁ Πατὴρ Υἱὸν καλεῖ· οἱ ἀπόστολοι ὁμοίως, καὶ οὗτοι κτίσμα καὶ ποίημα. Πῶς κτίσμα; τὸ γεννᾷν καὶ τὸ κτίζειν τὸ αὐτό ἐστιν; Εἰ πᾶς ὁ γεννῶν κτίζει, καὶ πᾶς ὁ κτίζων γεννᾷ, εὑρίσκομεν πάντα τὰ κτίσματα ἔγγονα τυγχάνοντα τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ γὰρ πάντα διὰ τοῦ Υἱοῦ γεγόνασιν, οὐκοῦν κτίσας αὐτὰ καὶ ἐγέννησεν. Ὁρᾷς ὅτι ἔγγονα τυγχάνουσι τοῦ Θεοῦ, καθὼς σὺ λέγεις; Ἕως πότε ἀγνώμονές ἐστε; Εἴπατέ μοι, κατὰ τίνα τρόπον τιμᾶται ὁ Υἱός; Ἐπειδὴ Υἱὸς λέγεται; Καὶ σύ. Ἀλλὰ τί; ἐπειδὴ Θεός; Καὶ σύ. Ἀλλ' ἔχεις μοι εἰπεῖν· Ἐκεῖνος πράγματι, σὺ δὲ ὀνόματι. Εἰ πράγματι; οὐκοῦν Υἱός. Ὁρᾷς, ὅτι τὸ στόμα σου ἐλέγχει σε; μήτι κτίσμα, μήτι ποίημα. Ἐκεῖνος γὰρ φύσει Υἱός ἐστι, σὺ δὲ προσηγορίᾳ· ἐκεῖνος ἐξ ἀϊδίου Πατρὸς ἐγεννήθη, σὺ δὲ ἐξ ὑποκειμένης ὕλης ἐποιήθης. Ταῦτα δέ μοι εἴρηται πρὸς Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας καὶ αἱρετικούς. Ἀλλ' ἡμεῖς δοξάσωμεν Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.




Κατὰ αἱρετικῶν, καὶ εἰς τὴν ἁγίαν Θεοτόκον.

$
0
0

αʹ. Πάλιν τῇ παῤῥησίᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διασπῶν τὰς σειρὰς τῆς ἀμαθίας τὸν διδασκαλικὸν καταλαμβάνω θρόνον, οὐκ αἰδούμενός μου τὴν πτωχείαν· φιλόπτωχοι  γὰρ ὄντες οἰκτείρετέ με διὰ τὴν τῆς ἀγάπης φιλοτιμίαν.  Πένης γὰρ ὢν πλουσίοις  ἐπεκτείνομαι,  οὐκ  ἀλαζονείας  ὑποθέμενος  νόσον, ἀλλὰ  τῆς  φιλοθέου ὑμῶν  ψυχῆς  ἀποπληρῶν  τὸν ἔρωτα. Τέρπεσθε γάρ μου τοῖς λόγοις, ἐπειδὴ κἀγὼ εὐφραίνομαι ὑμῶν τοῖς τρόποις. Οὐκ οἶδά μου τὴν πτωχείαν, καὶ μογιλάλον φωνὴν, τὸ καλὸν τοῦτο καὶ ἐπέραστον θεωρῶν θέατρον. Οἶδα γὰρ, ὡς οὐ κριταί μου τῶν  λόγων,  ἢ  θεαταὶ  τῶν  ἀγώνων  συνέρχεσθε, ἀλλ'  ἵνα  τῷ  παιδὶ  ὡς  πατέρες συνεπισχύσητε. Ἐγὼ γὰρ τῇ γλώττῃ λαλῶ, ὑμεῖς δὲ τῇ καρδίᾳ φθέγγεσθε πρὸς τὸν Θεὸν τοῦτο, δοθῆναι ἡμῖν λόγον ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματος· φιλόπαιδες γὰρ ὄντες καὶ φιλότεκνοι  τοὺς ἡμετέρους πόνους  οἰκείους λογίζεσθε στεφάνους. ∆ιὸ οὐκ ὀκνῶ πρὸς τὸ λέγειν·  λύει γάρ μου τὸν ὄκνον  ὁ περὶ ὑμᾶς πόθος, μεταβάλλει  μου τὴν ἀμάθειαν  εἰς  ἐνάρετον  διδασκαλίαν  ἡ  εὐαγὴς  προσευχή.  Ἀλλὰ  ταῦτα  μὲν  ἐν προοιμίῳ εἰρήσθω. Ἐγὼ δὲ σήμερον περιζωσάμενος τὴν ὀσφὺν τῆς  ἀληθείας, καὶ ἐνδυσάμενος τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενος τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἄρχομαι κατὰ τῶν αἱρετικῶν ἀναδεξάμενος ἀγῶνα.  Ἐφάπτομαι  τῶν  ἀγώνων,   οὐ  λόγοις  λόγους  συνάπτων,  οὐδὲ  ῥητορικῇ δεινότητι  τὰς σειρὰς τῶν  προτάσεων διαλύων,  ἀλλὰ τῇ τελείως  ἐπαναγνωσθείσῃ φωνῇ τὰ εὐμήχανα τῶν αἱρετικῶν προβλήματα, ὡς ἱστὸν ἀράχνης, διασπῶν.

Ἔστι δὲ ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα τοῦτο· Ὢ βάθος πλούτου, καὶ σοφίας, καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ, καὶ ἀνεξιχνίαστοι  αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! Τί λέγεις, ὦ Παῦλε; ὁ πλοῦτος τοῦ Θεοῦ ἐν βάθει κεῖται, καὶ ἐν ὕψει γνωρίζεται; Ναὶ, φησὶ, καὶ ἐν βάθει, καὶ ἐν ὕψει· ἐν βάθει μὲν διὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἐν ὕψει δὲ διὰ τὴν θεότητα. Οὕτω  γὰρ  διὰ  τοῦ  προφήτου  ἀποκαλύπτων   τὴν  οἰκονομίαν  ἔλεγε  πρὸς  Ἄχαζ· Αἴτησαι σεαυτῷ σημεῖον παρὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου εἰς βάθος ἢ εἰς ὕψος· εἰς βάθος μὲν, διὰ τὴν οἰκονομίαν, εἰς ὕψος δὲ, διὰ τὴν θεολογίαν. Βαθὺ μὲν γὰρ σημεῖον τὸ ἐκ Παρθένου τεχθῆναι, ὑψηλὸν δὲ κήρυγμα καὶ τὸ ἐκ Θεοῦ Θεὸν γεννηθῆναι. Οὔτε οὖν τὸ ὕψος, ἄνθρωπε, περιεργαζόμενος καταλαμβάνεις, οὔτε τὸ βάθος πολυπραγμονῶν εὑρίσκεις. Σεπταὶ γάρ εἰσιν αἱ τοῦ Χριστοῦ γεννήσεις· ἡ μὲν γάρ ἐστι κατὰ φύσιν, ἡ δὲ παρὰ φύσιν. Παρὰ φύσιν γὰρ ἐν ὑστέροις καιροῖς ἐκ τῆς Παρθένου ἐτέχθη, κατὰ φύσιν δὲ πρὸ αἰώνων ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐτέχθη, ὡς ὁ γεννήσας οἶδε. Καὶ ἡ ἄνω γέννησις ἀψευδής. Ἀληθῶς γὰρ ἐκ Θεοῦ Θεὸς ἐγεννήθη, ἀληθῶς ἐκ τῆς Παρθένου ἄνθρωπος ὁ Θεὸς μετὰ ἀνθρώπων  ἐτέχθη· ἄνω μόνος ἐκ μόνου Μονογενὴς, καὶ κάτω μόνος ἐκ μόνης  Μονογενής·  καὶ  ὥσπερ  ἐπὶ  τῆς  ἄνω  γεννήσεως  ἀσεβές ἐστιν  ὑπονοῆσαι μητέρα, οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς Παρθένου βλάσφημόν ἐστιν ὑπονοῆσαι πατέρα. Ὁ Πατὴρ ἀῤῥεύστως ἐγέννησεν, ἡ Παρθένος ἀφθόρως ἔτεκεν. Οὔτε γὰρ Θεὸς ῥεῦσιν ὑπέμεινε γεννήσας· θεοπρεπῶς  γὰρ ἐγέννησεν·  οὔτε ἡ Παρθένος φθορὰν  ὑπέστη τεκοῦσα· πνευματικῶς  γὰρ ἔτεκεν. Ὢ καινοῦ θαύματος! ὢ σεπτοῦ καὶ ἀλαλήτου μυστηρίου! Τολμῶ γὰρ εἰπεῖν, ὅπερ λέγων οὐ σφάλλομαι· ὅτι καὶ ἄνω παρθένος ἐγέννησε φύσις καθαρὰ γάρ ἐστι καὶ ἄφθορος  ἡ τῆς θεότητος  οὐσία, καὶ κάτω  Παρθένος ἔτεκεν ἄφθορος ἄφθορον· Οὐ δώσεις γὰρ τὸν Ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν. Ὅταν ἡ φύσις τάξει βαίνῃ, τότε τὰ κατὰ φύσιν ζήτει, ἄνθρωπε· ὅταν δὲ Θεός τι προστάσσῃ, τότε ἡ φύσις τὴν  ἑαυτῆς ἀρνεῖται  τάξιν, καὶ ἐκεῖνα  πράττει, ἅπερ ὁ τοῦ Θεοῦ βούλεται νόμος. Οἷόν τι λέγω· Ἐκέλευσεν ὁ Θεὸς τῇ πέτρᾳ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκβλύσαι ὕδωρ, καὶ ἔβλυσεν, οὐχ ὃ εἶχεν  ἐν κόλποις, ἀλλ' ὃ ἐναπέθετο  τὸ πρόσταγμα. Ὥσπερ οὖν ἡ πέτρα νεύματι τοῦ Θεοῦ πηγὴ γέγονε, καὶ τῇ φορᾷ τῶν ὑδάτων χειμάῤῥους ἔτεκεν, οὐ φλεβὸς ὑποκειμένης, οὐ παρὰ ποταμοῦ δανεισαμένη, ἀλλ' ἡ ξηρὰ καὶ ἄφλεβος καὶ ἄνυγρος  ἄφνω  γέγονε  ποταμῶν  μήτηρ, ἀφθόνως  προχέουσα ὅπερ οὐκ ἔσχεν ὕδωρ· οὕτω καὶ ἡ ἀπειρόγαμος Παρθένος τῇ ἐπισκιάσει τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὸν Κύριον ἡμῶν ἔτεκε κατὰ σάρκα, οὐ τάξει φύσεως κινηθεῖσα, ἀλλὰ τῇ δυνάμει τοῦ Ὑψίστου ἐπὶ τὸ τεκεῖν ἐλθοῦσα. Οὐ γὰρ δανεισαμένη παρὰ τὸν νόμον τῆς φύσεως ἔτεκεν, ἀλλὰ δυναμωθεῖσα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι οὕτως ἔτεκεν, ὥσπερ ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις ἠθέλησε.  Πνεῦμα  γὰρ,  φησὶν,  ἅγιον  ἐπελεύσεται  ἐπὶ  σὲ, καὶ  δύναμις  Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον  ἅγιον  κληθήσεται Υἱὸς Θεοῦ. Εἰ δὲ θέλεις γνῶναι, πῶς ἡ φύσις ἀρνεῖται τὴν ἑαυτῆς τάξιν, ἵνα παρὰ φύσιν ὑπηρετήσῃ τῇ τοῦ Θεοῦ βουλῇ, ἐρώτησον τὴν ῥάβδον τὴν Ἀαρών· Εἰπὲ, ἡ ῥάβδος ἡ ξηρὰ, πῶς φύλλα καὶ  καρπὸν  ἐν  ἀκαριαίᾳ  ῥοπῇ  παρὰ  φύσιν  ἐβλάστησας;  Οὐ τῇ  γῇ  Μωϋσῆς σε προέθετο, οὐκ ὄμβροις ἤρδευσεν, οὐ χρόνος τὰς ῥίζας ἔθρεψεν, οὐ θέρος εἶδες ἢ ἔαρ, οὐ  χειμῶνος  ἀπήλαυσας,  ἢ  μετοπώρου·  πῶς  οὖν  φύλλα,  καὶ  ἄνθη,  καὶ  καρπὸν ἔδωκας; Καὶ ἡ ῥάβδος, Οὐ τροπαῖς, φησὶν, ἀέρων ἢ μεταβολαῖς καιρῶν ἐδούλευσα, ἀλλὰ τῷ θείῳ ὑπηρετησαμένη λόγῳ  τὴν φύσιν ἐπάτησα, καὶ παρὰ φύσιν καρπὸν ἔδωκα, ἵνα καὶ κατὰ φύσιν  καὶ παρὰ φύσιν  τῷ τοῦ ἀριστοτέχνου  ὑπηρετήσωμεν θελήματι. Ὥσπερ οὖν ἡ ῥάβδος παρὰ φύσιν καρπὸν ἔδωκεν, ἄνθρωπε, ἵνα πιστεύσῃ ἡ Ἰουδαία· οὕτω  καὶ ἡ ζῶσα ῥάβδος, ἡ βασιλικὴ Παρθένος, ἄνευ  γαμικῶν  νόμων ἔτεκεν, ἵνα σωθῇ ἡ οἰκουμένη.
βʹ. Εἰ δὲ λέγεις, Τί ὅμοιον ῥάβδος βλαστάνουσα πρὸς Παρθένον τίκτουσαν; μάνθανε,  ὡς  πάνυ  τὴν  ὁμοιότητα  σώζει.  Ἡ  γὰρ  ῥάβδος  τύπος  ἦν  τῆς Παρθένου· ἐκείνη  εἰκὼν,  αὕτη  ἡ  ἀλήθεια·  καὶ  τὸ  προλαβὸν  ὑπόδειγμα,  τοῦτο ἀπόδειξις. Ὥσπερ γὰρ ἐκείνη ἡ ῥάβδος καρπὸν ἔδωκε παρὰ φύσιν, οὕτω καὶ ὧδε παρὰ φύσιν ἡ Παρθένος τὸ ἄνθος τῆς εὐσεβείας ἐβλάστησεν Ἐξελεύσεται γὰρ, φησὶ, ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ, καὶ ἄνθος ἐξ αὐτῆς ἀναβήσεται. Μὴ μάτην οὖν ὁ Παῦλος τὸν πλοῦτον τοῦ Θεοῦ θαυμάζει, τουτέστι, τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν τοῦ Χριστοῦ; Φεῦ τῆς ἀπιστίας τῶν αἱρετικῶν! φεῦ τούτων  τῆς λύσσης καὶ θεομάχου γλώσσης! Παῦλος, ὁ τῶν οὐρανῶν πολίτης, ὁ τοῦ παραδείσου θεατὴς, ὁ τοῦ Χριστοῦ διάπυρος ἐραστὴς, ὁ τῶν ἀλαλήτων μυστηρίων ἀκροατὴς, καὶ τὴν οἰκονομίαν ζητήσας ἔφριξε καὶ  ἰλιγγίασε·  καὶ  ὑμεῖς  τὴν  θεότητα  διερμηνεύοντες  οὐ  φρίττετε;  Παῦλος  τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ ἀνεξερεύνητα λέγει· καὶ σὺ τὴν φύσιν τοῦ Πατρὸς ὡς εὐθήρατον ἐρευνᾷς; Καιρὸς δέ σε καλέσαι, σκυθρωπάσαντα ἐπαναστρέψαι κατὰ τῶν  ὑπὸ σοῦ ἀφράστως εἰρημένων. Πῶς ἔτεκεν ἡ Παρθένος οὐκ οἶδας, καὶ πῶς ἐγέννησεν ὁ Θεὸς εἰδέναι βούλει; τὴν ἐν τῇ Ἡρώδου κατὰ σάρκα γέννησιν τοῦ Χριστοῦ ἀγνοεῖς πῶς γέγονε, καὶ τὴν ἐκ Πατρὸς ἀνάρχως καὶ ἀνερμηνεύτως  καὶ σεπτῶς καὶ ἀλαλήτως πρὸ πάσης ἐννοίας  καὶ καιρῶν καὶ αἰώνων  ἀμεσιτεύτως γεγενημένην  ἑρμηνεύειν τολμᾷς,  καὶ  δοκιμάζειν  ἐπιχειρεῖς;  Εἰ τὸ  σταυρωθὲν  σῶμα  τοῦ  Χριστοῦ Θωμᾶς ψηλαφήσας  ἀναπαίδευτος  οὐκ ἔμεινε, καί γε ἀπόστολος ὤν· ποίας εἰσὶ τιμωρίας ἄξιοι οἱ μὴ χειρὶ τὸ σῶμα ψηλαφῶντες  τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τῇ γλώττῃ τὴν ἀΐδιον τῆς θεότητος  αὐτοῦ διερευνῶντες  φύσιν; Θωμᾶς γὰρ καὶ ὃ εἶδε σῶμα, ἐψηλάφησεν· οὗτοι δὲ ἣν μὴ εἶδον  θεότητα, ὡς ἑωρακότες ἐξηρεύνησαν. Εἰπὲ δὲ, ὦ δεινὲ  καὶ εὐμήχανε  ῥῆτορ Εὐνόμιε, ὁ τριχῶς  τὴν  τῆς θεότητος διακρίνων  φύσιν, ὁ μικροῦ πάλιν  βραχύτερον ἀναπλάττων  θεοὺς, διὰ τί κτίσμα, καὶ οὐ γέννημα τὸν Χριστὸν λέγεις; Ἵνα μὴ, φησὶ, ῥεύσεως ἔννοιαν τῇ ἀκτίστῳ τοῦ Θεοῦ προσψαύσω φύσει· τὸν γὰρ γεννῶντα  ἀνάγκη ὑπομεῖναι ῥεῦσιν. Οὐκοῦν καὶ κτίζοντα ἀκόλουθον ὑπομεῖναι πόνον. Ὁ γὰρ κτίζων, ἀκόπως οὐ κτίζει. Εἰ τοίνυν τῆς ῥεύσεως ἔννοιαν φυγὼν, τὸν Πατέρα Πατέρα εἰπεῖν παραιτεῖς, μήτε δημιουργὸν αὐτὸν εἴπῃς, ἵνα μὴ πόνων  καὶ ἱδρώτων  ὑπόνοιαν ἐπιῤῥίψῃς. Ἀλλ' οὐχ οἵαν, φησὶ, δόξαν περὶ ἀνθρώπων  ἔχομεν, τοιαύτην καὶ περὶ Θεοῦ ἐκλαμβάνειν ὀφείλομεν. Ἄνθρωποι γὰρ κτίζοντες, πόνῳ καὶ ἱδρῶτι κτίζουσι· Θεὸς δὲ κτίζων, ἀπόνως κτίζει· ἀσύνθετος γάρ ἐστι τὴν φύσιν. Ἐπεὶ οὖν, ὦ σοφὲ καὶ ἐπιστήμων, ὁ κτίζων  Θεὸς κτίζει ἀπόνως, ἀῤῥεύστως γεννᾷν  οὐ δύναται; ἀλλ' ὅτε μὲν κτίζει, ἀπόνως  ὁ Θεὸς κτίζει, ὅτε δὲ γεννᾷ,  ὡς ἄνθρωπος ὑπομένει   ῥεῦσιν;  καὶ  δημιουργῶν   μὲν  ἀπαθὴς  μένει,  γεννῶν   δὲ  ἀνθρωπίνῳ περιπίπτει πάθει; Φρίττω, καὶ δεδιῶ, καὶ τρέμω τὴν βλάσφημον, τὴν ἀθύρωτον, τὴν ἀχαλίνωτον   τῶν  αἱρετικῶν  γλῶτταν,  ἐννοῶν,  ὅτι  ἀφθάρτως  ἡ Παρθένος ἔτεκε, πιστεύουσι, καὶ ὅτι  Θεὸς ἀῤῥεύστως ἐγέννησεν,  ἀμφιβάλλουσιν.  Ἡ ἄφθορος  τῆς Παρθένου μήτρα καὶ μετὰ τὸ τεκεῖν  ἄλυτος ἔμεινεν,  ἄνθρωπε, καὶ ἡ τοῦ Πατρὸς φύσις ἐν τῷ γεννᾷν  τὴν ῥεῦσιν οὐ διέφυγεν; Ἀλλ' ἡ Παρθένος καὶ μετὰ τὸ τεκεῖν παρθένος ἔμεινεν, ἐκ τοῦ τεκεῖν μὴ ζημιωθεῖσα τὴν παρθενίαν· καὶ ὁ Πατὴρ μετὰ τὸ γεννῆσαι  ὁ αὐτὸς  μεῖναι  οὐκ  ἠδύνατο,  ἀῤῥεύστου καὶ  ἀναλλοιώτου  τῆς  οὐσίας μενούσης; Καὶ ὅπου μὲν ὄγκος σώματος, μελῶν ἁρμονία, ὀστέων σύνθεσις, νευρῶν τάξις,  φλεβῶν  πλήθη,  ἄρθρων  δεσμοὶ, τὸ  βρέφος  ἐξῆλθεν  ὡς  οἶδε,  καὶ  ἐν  τῇ παρθενικῇ  ἀποῤῥήτως  ἑαυτὸν  ὑφάνας  γαστρί· ὅπου δὲ οὐ σῶμα, οὐ μέλος, οὐκ ἄρθρα, οὐ νεῦρα, οὐκ ὀστέα, οὐ φλέβες, ἀλλ' ἀναφὴς  καὶ ἀσώματος καὶ ἀόρατος φύσις,  ῥεῦσιν εἰσάγεις  καὶ  μείωσιν  νοεῖς;  Καὶ προῆλθεν  ἐκ μήτρας, καὶ  ἄλυτος ἔμεινεν  ἡ μήτρα. Ὁ γὰρ ἄνευ σπέρματος ἐν τῇ Παρθένῳ ἐμψυχώσας ἑαυτῷ ναὸν, αὐτὸς καὶ ἄλυτον διετήρησε τὴν μήτραν, ὡς Θεός. Τὰ γὰρ ἔργα τοῦ Θεοῦ οὐ τῇ φύσει τῶν πραγμάτων δουλεύει, ἀλλὰ τῇ κελεύσει τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐξακολουθεῖ. Ποτὲ μὲν γὰρ ὁ Θεὸς κατὰ φύσιν κτίζει, ἵνα γνῷς  τῆς φύσεως τὴν εὐταξίαν· ποτὲ δὲ παρὰ φύσιν δημιουργεῖ, ἵνα μάθῃς τοῦ ἐνεργοῦντος  τὴν δύναμιν. Οὔτε γὰρ πάντα κατὰ φύσιν γίνεται, ἵνα μὴ θεολογηθῇ ἡ φύσις, οὔτε πάντα παρὰ φύσιν, ἵνα μὴ ἀταξία τῆς φύσεως  νομισθῇ  τὰ  παρὰ  φύσιν   πραττόμενα.  Πλάττει  δὲ  Θεὸς  κατὰ  φύσιν, δημιουργεῖ  καὶ  παρὰ  φύσιν,  ἵνα  μάθῃς  ὡς  ἡ  φύσις  θεραπαινίδος  τάξιν ἐπέχουσα κατὰ φύσιν κινεῖται, καὶ παρὰ φύσιν τρέχει, πρόσταγμα πληροῦσα Θεοῦ.
γʹ. Εἰπὲ δὲ, ὁ ζητῶν,  πῶς ὁ Χριστὸς ἐκ τῆς ἀλύτου μήτρας προελθὼν  οὐκ ἠφάνισε τὴν σφραγῖδα τῆς παρθενίας, πῶς ἐκ τοῦ παρθενικοῦ Ἀδὰμ ἡ παρθένος Εὔα προῆλθε. Ἡ Θεοτόκος γὰρ Μαρία μὴ γνοῦσα ἄνδρα, ἄνδρα ἔτεκεν, ὁ πρωτόπλαστος Ἀδὰμ μὴ γνοὺς γυναῖκα, γυναῖκα ἐβλάστησεν. Ἀλλὰ τὸ μὲν παρθένον γεννῆσαι, εἰ καὶ παράδοξον, ἀλλ' ὅμως ἔχεται λόγου, καθ' ὃ γαστὴρ καὶ μήτρα καὶ φυσικὴ τοῖς τικτομένοις  προτετύπωται  ὁδός· ἐπὶ δὲ τοῦ Ἀδὰμ πάντα  ξένα. Τίς γὰρ εἶδεν  ἀπὸ πλευρᾶς τικτόμενον ἄνθρωπον; πότε δὲ πλευρὰ συνεισήνεγκε καρποφορίαν; Ὕπνον ἐπέβαλε τῷ Ἀδὰμ ὁ Θεὸς, ἵνα μὴ λυπηθῇ διὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῆς πλευρᾶς, ἀλλ' ὅμως ὕπνωσεν αὐτοῦ τὰ δεσμά· δεσμὰ γάρ εἰσι τῆς φύσεως τὰ νεῦρα. Καὶ μάρτυς ∆ανιὴλ λέγων,  Καὶ εἶδον  τὴν  ὀπτασίαν,  καὶ  ἔπεσα· καὶ  οἱ  σύνδεσμοί  μοι  τῆς  ὀσφύος διελύθησαν.     Πλευρὰν    οὖν     νόμῳ     φύσεως     ἠσφαλισμένην,     δεσμοῖς    νεύρων συμπεπλεγμένην, σαρξὶν ὑφασμένην, φλεψὶν ἡνωμένην  πῶς ἐξεῖλε; πῶς ἀπέσπασε; πῶς καὶ ἡ πλευρὰ ἐξῆλθε, καὶ ὁ Ἀδὰμ σῶος ἔμεινε; Πῶς; Ὁ λύσας οἶδεν· ὁ λύσας καὶ ἔδησεν. Εἰ μὲν γὰρ ἄλλος ὁ δήσας, καὶ ἄλλος ὁ λύσας, ζήτημα ἦν· εἰ δὲ ὁ ἁρμόσας ἔλυσε, καὶ ὁ πλευρὰν ἐκ γῆς πλάσας, τὴν πλευρὰν ἀφείλατο, ἐκεῖνος μόνος οἶδε, πῶς ἔλυσεν, ὁ καὶ μόνος ἐπιστάμενος, πῶς τὴν τῶν μελῶν ἁρμονίαν συνέθηκεν. Ὥσπερ οὖν καὶ μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῆς πλευρᾶς σῶος ἔμεινεν ὁ Ἀδὰμ, οὕτω καὶ μετὰ τὴν πρόοδον  τοῦ βρέφους ἄφθορος  ἔμεινεν  ἡ Παρθένος. Οὔτε γὰρ ἡ τῶν  τοῦ Ἀδὰμ ἐβλάβη ἁρμονία, ληφθείσης  τῆς πλευρᾶς, οὔτε τῆς παρθενίας ὑβρίσθη ἡ σφραγὶς, προελθόντος τοῦ βρέφους. Καθάπερ γὰρ ἐφ' ἡμῶν ἐάν τις ἀλλότριον δεσμὸν λῦσαι θελήσῃ, ἀφανίζει  αὐτὸν, καὶ συγκόπτει δι' ἀπειρίαν, ὁ δὲ δήσας ἀκόπως λύει οἶδε
γὰρ ὧν ἔδησε τὴν ἁρμονίαν· οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ὁ ἁρμόσας, ὁ συσφίγξας, ὁ κομβώσας τὸ σῶμα, καὶ  τοὺς  συνδέσμους τῶν  νεύρων  ᾔδει,  καὶ  πῶς  συνῆψε  πλευρὰν  πρὸς πλευρὰν, καὶ ἄρθρον, καὶ μέλος· καὶ ἐξ ὧν παρέδησεν, ἐπιστημόνως καὶ πανσόφως ἐπῆρε πλευρὰν, καὶ οὐκ ἐμείωσε τὸν Ἀδάμ. Ἔπλασεν αὐτὸν ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐν  τῇ  Παρθένῳ, καὶ  οὔτε  τὴν  παρθενίαν  πλάττων  διέλυσεν,  οὔτε  διὰ  τῆς μήτρας  προελθὼν  τὴν  μήτραν  διέφθειρεν.  Εἰπὲ οὖν,  ὦ  σοφὲ καὶ  ἐπιστήμων  τί εὐκοπώτερόν ἐστι, παρθένον τεκεῖν, καὶ μετὰ τὸ τεκεῖν παρθένον πάλιν  μεῖναι· ἢ ῥάβδον εἰς ζῶον ψυχωθῆναι,  καὶ ἀπὸ ζώου πάλιν ῥάβδον γενέσθαι; Πῶς ἡ ῥάβδος Μωϋσέως εἰς δράκοντα μετεβλήθη; πῶς τὸ ἄψυχον ψυχὴν ἔλαβε; πῶς τὸ ἀκίνητον ἐπὶ γῆς εἷρπε; πῶς δὲ πάλιν  ἀπὸ δράκοντος ῥάβδος γέγονε, τὴν οἰκείαν ἐπιγνοὺς φύσιν; Ποτὲ μὲν γὰρ ἀπὸ ῥάβδου δράκων, ποτὲ δὲ ἀπὸ δράκοντος ῥάβδος ἐγένετο. Ὥσπερ  οὖν  ἡ  Μωϋσέως  ῥάβδος,  ἄνθρωπε,  κατὰ  φύσιν  μὲν  ἦν  ῥάβδος,  κατ' οἰκονομίαν δὲ δράκων· 59.714 οὕτω καὶ ἡ Μαρία κατὰ φύσιν μὲν ἦν παρθένος, κατ' οἰκονομίαν δὲ μήτηρ ἐγένετο, ἵνα πιστεύσωσι τῶν Χαλδαίων οἱ μάγοι, καθάπερ, ἵνα φοβηθῇ Αἴγυπτος, ἡ ῥάβδος δράκων ἐγένετο. Τοιγαροῦν ἵνα σωθῇ ἡ οἰκουμένη, οὐκ ἤθελες σὺ τὴν Παρθένον φανῆναι;  Εἶτα δὲ σεισμῶν γινομένων  διαιροῦνται  τοῖχοι καὶ συνάπτονται· Χριστοῦ δὲ τικτομένου οὐκ ἠνοίγετο μήτρα, καὶ πάλιν ὑφαίνεται; Καὶ ἐν σεισμοῖς μὲν οὕτω διαιροῦνται  τοῖχοι, ὡς καὶ θάνατον  ἀπειλεῖν·  οὕτω δὲ ἑνοῦνται,  ὡς μηδὲ σχῆμα ἢ ἴχνος φαίνεσθαι τῆς διαιρέσεως· ἐπὶ δὲ τῆς ἀφθάρτου ἐκείνης γεννήσεως οὐκ ἤθελες λυθῆναι μὲν τὴν μήτραν πρὸς τιμὴν τοῦ τικτομένου, συνελθεῖν  δὲ καὶ ἑνωθῆναι  καὶ τὸ τῆς παρθενίας  ἀπολαβεῖν  σχῆμα δυνάμει  τοῦ ἐνεργοῦντος; Καὶ μή μοι λέγε· Πόθεν ὑπέστη σὰρξ καὶ αἷμα, σπέρματος μὴ ὑποκειμένου; Ἔστι γὰρ ἐκ τῶν  καθ'  ἡμᾶς μαθεῖν τὸ ὑπὲρ ἡμᾶς. Καὶ κάλει μοι εἰς εἰκόνας  τῶν  λεγομένων  τοὺς τῶν  ζωγράφων  παῖδας, οἳ πολλάκις  καὶ φυτὰ  καὶ δένδρα καὶ λειμῶνας καὶ ποταμοὺς ζωγραφοῦσιν, καὶ ἐπειδὰν δὴ τὴν φύσιν συνεργοῦσαν οὐκ ἔχουσι, τέχνῃ βιάζονται τῇ κράσει τῶν χρωμάτων τὰς τῶν πραγμάτων παριστᾷν εἰκόνας. Ποιοῦσι γὰρ ποταμὸν, παρὰ ποταμῶν μὴ δανειζόμενοι ῥεῖθρον· ποιοῦσιν  ἄνθρωπον,  μηδὲν  παρὰ τῆς ἀνθρωπίνης  ἐρανιζόμενοι  φύσεως. Ὥσπερ οὖν οἱ ζωγράφοι διὰ τῶν χρωμάτων καὶ ἄνθρωπον καὶ πηγὴν καὶ ποταμὸν ζωγραφοῦσι, μηδὲν παρὰ πηγῆς ἢ ποταμοῦ ἢ ἀνθρώπου  λαμβάνοντες·  τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν τῇ Παρθένῳ οὐ χρώμασιν, ἀλλὰ βουλῇ ἔμψυχον κατεσκεύασεν ἄνθρωπον, παρὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μὴ ἐρανισάμενος σπέρμα εἰς σύστασιν τοῦ πλαττομένου. Ὁ Θεὸς χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς, οὐ χερσὶν ἀνθρωπίναις ἀσύνθετος  γὰρ  τῆς  θεότητος  ἡ  φύσις  τὸν  Ἀδὰμ ἐμόρφωσεν  ὡς  ἠθέλησε· τὸ  δὲ Πνεῦμα τὸ ἅγιον οὐ χοῦν ἔλαβεν, οὐ φυσικῷ νόμῳ καταβληθῆναι σπέρμα συνεχώρησεν, ἀλλὰ μόνον ἐπέλαμψε, καὶ ὀστέα ἔπηξε, καὶ νεῦρα ἔτεινε, καὶ ῥῖνα καὶ ὦτα, ὀφθαλμούς τε καὶ γλῶτταν χεῖρας καὶ πόδας, ψυχὴν καὶ νοῦν καὶ λογισμὸν καὶ λόγον  συνεστήσατο, κἂν  μὴ  βούλωνται  οἱ  αἱρετικῶν  παῖδες.  Ὥσπερ γὰρ  οἱ  ἐν κατόπτρῳ  ἐγκύπτοντες   εἰκόνα  ἀντεγειρομένην   αὐτῶν   ὁρῶσι  τῇ  ὄψει  ἐκ  τῆς ἀμόρφου ὕλης, εἰκόνα γελῶσαν πολλάκις, καὶ κλαίουσαν, κινουμένην τε καὶ πολυτρόπως  μετερχομένην,  καὶ τῆς ζώσης μορφῆς τὰ σχήματα μιμουμένην· οὕτω καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον  ἐν καθαρῷ κατόπτρῳ, τῷ ἀσπίλῳ σώματι τῆς Παρθένου ἔλαμψε, τέλειον ἐδημιούργησεν ἄνθρωπον οὐ νόμῳ φύσεως, οὐ χρόνῳ, οὐκ ἀνθρωπίνῳ  σπέρματι, ἀλλ' ὄψει μόνον, νοερᾷ τε καὶ ἁγίᾳ δυνάμει πρὸς ὠδῖνας τὴν Παρθένον ἐκίνησεν, ἀποῤῥήτως ἐν αὐτῇ τὸ βρέφος ὑφάνας, ὡς ἱμάτιον, ἐπὶ σωτηρίᾳ τῶν ἀνθρώπων. Ταῦτα μὲν οὕτως· ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ τῶν εἰρημένων δόξαν τῷ δι' ἡμᾶς ἐνανθρωπήσαντι  Θεῷ ἀναπέμψωμεν,  ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Contra haereticos et in sanctam deiparam

Βαρνάβα Επιστολή

$
0
0

1.1 Χαίρετε, υἱοὶ καὶ θυγατέρες, ἐν ὀνόματι κυρίου τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς, ἐν εἰρήνῃ. 1.2 Μεγάλων μὲν ὄντων καὶ πλουσίων τῶν τοῦ θεοῦ δικαιω μάτων εἰς ὑμᾶς, ὑπέρ τι καὶ καθ' ὑπερβολὴν ὑπερευφραίνομαι ἐπὶ τοῖς μακαρίοις καὶ ἐνδόξοις ὑμῶν πνεύμασιν· οὕτως ἔμφυ τον τῆς δωρεᾶς πνευματικῆς  χάριν εἰλήφατε. 1.3a ∆ιὸ καὶ μᾶλ   λον   συγχαίρω   ἐμαυτῷ   ἐλπίζων   σωθῆναι,   ὅτι   ἀληθῶς   βλέπω   ἐν   ὑμῖν ἐκκεχυμένον  ἀπὸ  τοῦ  πλουσίου  τῆς  πηγῆς  κυρίου  πνεῦμα  ἐφ'  ὑμᾶς.  Οὕτως με ἐξέπληξεν ἐπὶ ὑμῶν ἡ ἐμοὶ ἐπιποθήτη ὄψις ὑμῶν. 1.4 Πεπεισμένος οὖν τοῦτο καὶ συνειδὼς ἐμαυτῷ, ὅτι ἐν ὑμῖν λαλήσας πολλὰ ἐπίσταμαι, ὅτι ἐμοὶ συνώδευσεν ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης κύριος, καὶ πάντως  εἰς τοῦτο κἀγὼ  ἀναγκάζομαι,  ἀγαπᾶν  ὑμᾶς ὑπὲρ τὴν ψυχήν μου, ὅτι μεγάλη πίστις καὶ ἀγάπη ἐγκατοικεῖ ἐν ὑμῖν ἐπ' ἐλπίδι ζωῆς αὐτοῦ. 1.5 Λογισάμενος οὖν  τοῦτο, ὅτι ἐὰν  μελήσῃ μοι περὶ ὑμῶν  τοῦ μέρος τι μεταδοῦναι  ἀφ' οὗ ἔλαβον,  ὅτι  ἔσται μοι τοιούτοις  πνεύμασιν  ὑπηρετήσαντι  εἰς μισθόν, ἐσπούδασα κατὰ μικρὸν ὑμῖν πέμπειν, ἵνα μετὰ τῆς πίστεως ὑμῶν τελείαν ἔχητε καὶ τὴν γνῶσιν.  1.6 Τρία οὖν δόγματά ἐστιν κυρίου· ζωῆς ἐλπίς, ἀρχὴ καὶ τέλος πίστεως ἡμῶν, καὶ δικαιοσύνη, κρίσεως ἀρχὴ καὶ τέλος, ἀγάπη, εὐφροσύνης καὶ  ἀγαλλιάσεως  ἔργων  ἐν  δικαιοσύνῃ  μαρτυρία.  1.7a Ἐγνώρισεν  γὰρ  ἡμῖν  ὁ δεσπότης διὰ τῶν προφητῶν τὰ παρεληλυθότα καὶ τὰ ἐνεστῶτα, καὶ τῶν μελλόντων δοὺς ἀπαρχὰς ἡμῖν  γεύσεως. Ὧν τὰ καθ' ἕκαστα βλέποντες  ἐνεργούμενα,  καθὼς ἐλάλησεν, ὀφείλομεν πλουσιώτερον καὶ ὑψηλότερον προσάγειν τῷ φόβῳ αὐτοῦ. 1.8

Ἐγὼ δέ, οὐχ ὡς διδάσκαλος ἀλλ' ὡς εἷς ἐξ ὑμῶν, ὑποδείξω ὀλίγα, δι' ὧν ἐν τοῖς παροῦσιν εὐφρανθήσεσθε.
2.1 Ἡμερῶν οὖν οὐσῶν πονηρῶν  καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐνερ γοῦντος ἔχοντος τὴν ἐξουσίαν, ὀφείλομεν  ἑαυτοῖς προσέχοντες ἐκζητεῖν τὰ δικαιώματα κυρίου. 2.2 Τῆς οὖν πίστεως ἡμῶν εἰσὶν βοηθοὶ φόβος καὶ ὑπομονή, τὰ δὲ συμμαχοῦντα ἡμῖν μακροθυμία  καὶ  ἐγκράτεια.  2.3 Τούτων  οὖν  μενόντων   τὰ  πρὸς  κύριον  ἁγνῶς, συνευφραίνονται  αὐτοῖς  σοφία, σύνεσις, ἐπιστήμη, γνῶσις. 2.4 Πεφανέρωκεν γὰρ ἡμῖν διὰ πάντων τῶν προφητῶν, ὅτι οὔτε θυσιῶν οὔτε ὁλοκαυτωμάτων οὔτε προσφορῶν χρῄζει, λέγων  ὁτὲ μέν· 2.5 «Τί μοι πλῆθος  τῶν  θυσιῶν  ὑμῶν; λέγει κύριος. Πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων  κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι, οὐδ' ἂν ἔρχησθε ὀφθῆναί μοι. Τίς γὰρ ἐξεζήτησεν ταῦτα ἐκ τῶν χειρῶν  ὑμῶν;  Πατεῖν  μου  τὴν  αὐλὴν  οὐ  προσθήσεσθε. Ἐὰν  φέρητε  σεμίδαλιν, μάταιον· θυμίαμα βδέλυγμά  μοί ἐστιν· τὰς νεομηνίας  ὑμῶν  καὶ τὰ σάββατα οὐκ ἀνέχομαι. » 2.6 Ταῦτα οὖν κατήργησεν, ἵνα ὁ καινὸς νόμος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄνευ ζυγοῦ ἀνάγκης  ὤν, μὴ ἀνθρωπο  ποίητον  ἔχῃ τὴν  προσφοράν. 2.7
Λέγει δὲ πάλιν πρὸς αὐτούς· «Μὴ ἐγὼ ἐνετειλάμην  τοῖς πατράσιν ὑμῶν ἐκπορευομένοις ἐκ γῆς Αἰγύπτου, προσενέγκαι μοι ὁλοκαυτώματα  καὶ θυσίας, 2.8
ἀλλ' ἢ τοῦτο ἐνετειλάμην  αὐτοῖς· ἕκαστος ὑμῶν  κατὰ τοῦ πλησίον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ κακίαν μὴ μνησικακείτω, καὶ ὅρκον ψευδῆ μὴ ἀγαπάτω. » 2.9 Αἰσθάνεσθαι οὖν ὀφείλομεν, μὴ ὄντες ἀσύνετοι, τὴν γνώμην τῆς ἀγαθωσύνης τοῦ πατρὸς ἡμῶν,
ὅτι ἡμῖν λέγει, θέλων ἡμᾶς μὴ ὁμοίως πλανωμένους  ἐκείνοις ζητεῖν πῶς προσάγω μεν αὐτῷ. 2.10a Ἡμῖν οὖν οὕτως λέγει· «Θυσία τῷ θεῷ καρδία συντετριμμένη, ὀσμὴ εὐωδίας  τῷ κυρίῳ καρδία δοξάζουσα τὸν  πεπλακότα  αὐτήν. » Ἀκριβεύεσθαι οὖν
ὀφείλομεν,  ἀδελφοί,  περὶ  τῆς  σωτηρίας  ἡμῶν,  ἵνα  μὴ  ὁ  πονηρὸς  παρείσδυ σιν πλάνης ποιήσας ἐν ἡμῖν ἐκσφενδονήσῃ ἡμᾶς ἀπὸ τῆς ζωῆς ἡμῶν.
3.1 Λέγει οὖν πάλιν περὶ τούτων πρὸς αὐτούς· «Ἱνατί μοι νηστεύετε, λέγει κύριος,  ὡς  σήμερον  ἀκουσθῆναι  ἐν  κραυγῇ  τὴν  φωνὴν  ὑμῶν;  Οὐ ταύτην  τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην, λέγει κύριος, οὐκ ἄνθρωπον ταπεινοῦντα  τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.
3.2 Οὐδ'  ἂν  κάμψητε  ὡς  κρίκον  τὸν  τράχηλον  ὑμῶν  καὶ  σάκκον  καὶ  σποδὸν ἐνδύσησθε, οὐδ' οὕτως καλέσετε νηστείαν δεκτήν. » 3.3 Πρὸς ἡμᾶς δὲ λέγει· «Ἰδοὺ αὕτη ἡ νηστεία ἣν ἐγὼ ἐξελεξάμην, λέγει  κύριος· λύε πάντα  σύνδεσμον ἀδικίας, διάλυε στραγγαλιὰς βιαίων συναλλαγμάτων,  ἀπόστελλε τεθραυσ μένους ἐν ἀφέσει, καὶ  πᾶσαν  ἄδικον  συγγραφὴν  διάσπα. ∆ιάθρυπτε  πεινῶσιν  τὸν  ἄρτον  σου, καὶ γυμνὸν ἐὰν ἴδῃς περί βαλε· ἀστέγους εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ ἐὰν ἴδῃς ταπεινόν, οὐχ ὑπερόψῃ αὐτόν, οὐδὲ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου. 3.4 Τότε ῥαγήσεται πρώϊμον τὸ φῶς σου, καὶ τὰ ἰάματά σου ταχέως ἀνατελεῖ, καὶ προπορεύσεται ἔμπρο σθέν σου ἡ δικαιοσύνη, καὶ ἡ δόξα τοῦ θεοῦ περιστελεῖ σε. 3.5 Τότε βοήσεις, καὶ ὁ θεὸς ἐπακούσεταί σου–ἔτι λαλοῦντός σου ἐρεῖ·» Ἰδοὺ πάρειμι –«ἐὰν ἀφέλῃς ἀπὸ σοῦ σύνδεσμον καὶ χειροτονίαν καὶ ῥῆμα γογγυσμοῦ, καὶ δῷς πεινῶντι τὸν ἄρτον σου ἐκ ψυχῆς  σου, καὶ ψυχὴν  τεταπεινωμένην ἐλεήσῃς.» 3.6 Εἰς τοῦτο οὖν, ἀδελφοί,  ὁ μακρόθυμος προβλέψας,  ὡς  ἐν  ἀκεραιοσύνῃ πιστεύσει ὁ λαὸς  ὃν  ἡτοίμασεν  τῷ ἠγαπημένῳ αὐτοῦ, προεφανέρωσεν ἡμῖν περὶ πάντων, ἵνα μὴ προσρησσώ μεθα ὡς προσήλυτοι τῷ ἐκείνων νόμῳ.
4.1a ∆εῖ οὖν ἡμᾶς περὶ τῶν  ἐνεστώτων  ἐπιπολὺ  ἐρευνῶν  τας ἐκζητεῖν  τὰ δυνάμενα ἡμᾶς σώζειν. Φύγωμεν οὖν τελείως ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων τῆς ἀνομίας,
μήποτε κατα λάβῃ ἡμᾶς τὰ ἔργα τῆς ἀνομίας· καὶ μισήσωμεν τὴν πλάνην  τοῦ νῦν καιροῦ, ἵνα εἰς τὸν μέλλοντα ἀγαπηθῶμεν. 4.2 Μὴ δῶμεν τῇ ἑαυτῶν ψυχῇ ἄνεσιν, ὥστε  ἔχειν  αὐτὴν  ἐξουσίαν  μετὰ  πονηρῶν  καὶ  ἁμαρτωλῶν  συντρέχειν,  μήποτε
ὁμοιω θῶμεν  αὐτοῖς. 4.3a Τὸ τέλειον  σκάνδαλον  ἤγγικεν,  περὶ οὗ γέγραπται, ὡς Ἐνὼχ λέγει. Εἰς τοῦτο γὰρ ὁ δεσπότης συντέτμηκεν τοὺς καιροὺς καὶ τὰς ἡμέρας, ἵνα ταχύνῃ  ὁ ἠγαπημένος αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τὴν κληρονομίαν  ἥξει. 4.4 Λέγει δὲ οὕτως ὁ
προφή της· «Βασιλεῖαι δέκα ἐπὶ τῆς γῆς βασιλεύσουσιν, καὶ ἐξαναστήσεται ὄπισθεν μικρὸς βασιλεύς, ὃς ταπεινώσει τρεῖς ὑφ' ἓν τῶν βασιλειῶν.» 4.5a Ὁμοίως περὶ τοῦ αὐτοῦ λέγει  ∆ανιήλ· «Καὶ εἶδον τὸ τέταρτον  θηρίον τὸ πονηρὸν  καὶ ἰσχυρὸν καὶ
χαλεπώτερον  παρὰ πάντα τὰ θηρία τῆς θαλάσσης, καὶ ὡς ἐξ αὐτοῦ ἀνέτειλεν  δέκα κέρατα, καὶ ἐξ αὐτῶν μικρὸν κέρας παραφυάδιον, καὶ ὡς ἐταπείνωσεν ὑφ' ἓν τρία τῶν μεγάλων κεράτων.» Συνιέναι οὖν ὀφείλετε. 4.6 Ἔτι δὲ καὶ τοῦτο ἐρωτῶ ὑμᾶς ὡς
εἷς ἐξ ὑμῶν ὤν, ἰδίως δὲ καὶ πάντας ἀγαπῶν ὑπὲρ τὴν ψυχήν μου, προσέχειν ἑαυτοῖς καὶ μὴ ὁμοιοῦσθαί τισιν ἐπισωρεύοντας ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν λέγοντας ὅτι ἡ διαθήκη
ἡμῶν  ἡμῖν μένει. 4.7a Ἡμῶν μέν· ἀλλ' ἐκεῖνοι οὕτως εἰς τέλος ἀπώλεσαν αὐτὴν λαβόντος  ἤδη  τοῦ  Μωϋσέως. Λέγει γὰρ ἡ γραφή·  «Καὶ ἦν  Μωϋσῆς ἐν  τῷ  ὄρει νηστεύων ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα καὶ ἔλαβεν τὴν διαθήκην
ἀπὸ τοῦ κυρίου, πλάκας λιθίνας γεγραμμένας τῷ δακτύλῳ τῆς χειρὸς τοῦ κυρίου.»
Ἀλλὰ ἐπιστραφέντες ἐπὶ τὰ εἴδωλα ἀπώλεσαν αὐτήν. 4.8a Λέγει γὰρ οὕτως κύριος·
«Μωϋσῆ Μωϋσῆ, κατάβηθι τὸ τάχος, ὅτι ἠνόμησεν ὁ λαός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου.» Καὶ συνῆκεν Μωϋσῆς καὶ ἔριψεν τὰς δύο πλάκας ἐκ τῶν χειρῶν αὐτοῦ, καὶ συνετρίβη αὐτῶν ἡ διαθήκη, ἵνα ἡ τοῦ ἠγαπημένου Ἰησοῦ ἐνκατασφραγισθῇ εἰς τὴν καρδίαν ἡμῶν ἐν ἐλπίδι τῆς πίστεως αὐτοῦ. 4.9a Πολλὰ δὲ θέλων γράφειν, οὐχ ὡς διδάσκαλος ἀλλ' ὡς πρέπει ἀγαπῶντι,  ἀφ' ὧν  ἔχομεν  μὴ ἐλλείπειν,  γράφειν ἐσπούδασα–περίψημα ὑμῶν. ∆ιὸ προσέχωμεν ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις· οὐδὲν γὰρ ὠφελήσει  ἡμᾶς ὁ πᾶς χρόνος τῆς ζωῆς ἡμῶν καὶ τῆς πίστεως, ἐὰν μὴ νῦν  ἐν τῷ
ἀνόμῳ καιρῷ καὶ τοῖς μέλλουσιν σκανδάλοις, ὡς πρέπει υἱοῖς θεοῦ, ἀντιστῶμεν.
4.10a Ἵνα  οὖν  μὴ  σχῇ παρείσδυσιν  ὁ μέλας,  φύγωμεν  ἀπὸ  πάσης ματαιότητος, μισήσωμεν  τελείως  τὰ  ἔργα  τῆς  πονηρᾶς  ὁδοῦ.  Μὴ  καθ'  ἑαυτοὺς  ἐνδύνοντες μονάζετε ὡς ἤδη δεδικαιωμένοι, ἀλλ' ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνερχόμενοι συνζητεῖτε περὶ τοῦ κοινῇ συμφέ ροντος. 4.11a Λέγει γὰρ ἡ γραφή· «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ παρ' ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον  αὐτῶν  ἐπιστήμονες.» Γενώμεθα πνευματικοί,  γενώμεθα  ναὸς τέλειος τῷ θεῷ.  Ἐφ'  ὅσον ἐστὶν  ἐφ'  ἡμῖν,  μελετῶμεν  τὸν  φόβον  τοῦ  θεοῦ  καὶ  φυλάσσειν ἀγωνιζώμεθα τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ἵνα ἐν τοῖς δι καιώμασιν αὐτοῦ εὐφρανθῶμεν. 4.12

ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ





Ελλάδος Ελλήνων έπαινος

$
0
0

Τί γελᾷς, ὧ φθονερὲ τῆς ἑλληνὶκῆς  δόξης;


 Ναί, καὶ εἶναι ἀλήθεια πὼς καὶ ἡ φήμη καὶ ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων  κουράζονται, ἐκείνη νὰ διηγᾶται,  τοῦτος νὰ θαυμάζῃ τῆς ῞Ελλάδος τὰ ἔνδοξα μεγαλεῖα.


Εἰπέ, ἂν ὁ φθόνος δὲν σοῦ πνίγῃ  μέσα εἰς τὸν λάρυγγα τὴν φωνὴν καὶ  τὸν  λόγον,  πόθεν  ἀνέτειλαν  τόσοι  ἥλιοι  τῆς  σοφίας, μὲ  τὲς ἀκτῖνες  τῶν  ὁποίων στολισμένοι  οἱ ἄλλοι φαίνονται ἀστέρες, ὁποὺ τάχα  ἤθελαν  εἶσται  σκότος καὶ κάρβουνα; Δὲν ἄστραψαν ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν,  ἀπὸ τὴν ῾Ελλάδα, τόσοι φιλόσοφοι καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους οἱ Ἀριστοτέλεις καὶ Πλάτωνες, τῶν ὁποίων τὰ λόγια δέχεται καὶ προσκυνᾷ ὀ κόσμος τῶν  ἐναρέτων ὡς, τὰ ἐκ τρίποδος; Τοῦτοι, λέγω, καὶ ἄλλοι μύριοι δὲν εἶναι ῾Ελληνες;


Ποῖον  γένος  ὡσὰν  τὸ  ἑλληνικὸν   ἐμπορεῖ  νὰ  δείξῃ  εἰς  τὴν ποιητικὴν τέχνην  ἕνα ῟Ομηρον, ὀπού, τυφλὸς εἰς τὰ ὄμματα, ἦτον ἡ κόρη καὶ τὸ φῶς τῶν Μουσῶν; Ἕνα Πίνδαρον, ὁποὺ χύνοντας ἀπὸ τὲ στόμα ὅσους στίχους, τόσα ρόδα καὶ ἄνθη,  τοῦ ἔτρεχαν εἰς τὴν γλῶσσαν οἱ μέλισσες διὰ νὰ πιπιλίσουν  τὸ μέλι καὶ τὴν γλυκύτητα;


῞Ενα Ἀριστοφάνη, ἕνα Εὐριπίδην,  ἕνα ῞Ησίοδον, καὶ τόσους ἄλλοις ποιητάς,  ὁποὺ διὰ νὰ τοὺς στεφανώσῃ  ἐμάδησεν  ὁ Ἀπόλλων  τὲς δάφνες ὅλες τοῦ ῾Ελικῶνος;

Ὁ Δημοσθένης,  ὁποὺ εἰς τὴν  εὐγλωττίαν εἶναι  ὁ ἀρχηγὸς  καὶ ἡ στολὴ* τῶν ρητόρων; Ὁ Εὐκλείδης*, ὁποὺ εἰς τὴν μαθηματικὴν ἔπλεξε τῆς ἰδίας του κεφαλῆς τόσους στεφάνους, ὅσους ἔκαμε κύκλοις, καὶ ὕψωσεν εἰς ἀθανασίαν τοῦ ὀνόματος τόσες πυραμίδες, ὅσα εὕρηκε τρίγωνα  καὶ τετράγωνα  σχήματα;


 Ὁ ᾽Ιπποκράτης; ὁ Γαληνός; Θεοὶ τῆς ἰατρικῆς  τέχνης,  ὁπού, χωρὶς νὰ κλέψουν ὡς ὁ Προμηθεὺς τὴν φωτιὰν ἀπὸ τὴν ἡλιακὴν  σφαῖραν, ἐμψύχωναν τοὺς νεκρούς, καὶ μὲ ποτὰ θαυμαστότερα ἀπὸ τὸν κρατῆρα τῆς ῾Ελένης τῶν ἐπότιζαι τὴν ζωήν;




Ὁ ᾽Αλέξανδρος, ὁποὺ διὰ τὴν  στρατηγικὴν ἀνδρείαν ἐφάνη εἰς τοὺς  πολέμους  ἄλλος  Ἄρης,  καὶ  σφίγγοντας   ὄχι  μάχαιραν,  ἀμὴ  ἀστροπελέκι,  επροσκυνᾶτο ἀπὸ τὸν κόσμον ὡς παιδὶ  τοῦ μεγάλου Διός; Καὶ τέλος ὁ Θουκυδίδης εἰς τὰς ἱστορίας, ὁ Ξενοφῶν, ὁ Πλούταρχος, εἰς τὸν ὁποῖον βλέπομεν θησαυρισμένα τὰ πλούτη κάθε μαθήσεως καὶ σοφίας (διὰ νὰ ἀφήσω τοὺς ἄλλους εἰς κάθε ἐπιστήμην καὶ ἀρετήν, ὄχι ςπλῶς ἐναρέτους ἄνδρας, ἀλλὰ ἥρωας καὶ ἡμιθέους), τοῦτοι ὅλοι δὲν εἶναι τῆς σοφῆς ῾Ελλάδος γόνοι καὶ τέκνα;

Ποῦ ἄνθησαν  οἱ Ἀκαδημίες  τοῦ θείου Πλάτωνος;  Ποῦ οἱ Περίπατοι*  τοῦ  μεγάλου   Ἀριστοτέλους;   

Ποῦ  οἱ  ᾽Αρειοπάγοι  τῶν σοφῶν Ἀθηναίων; Ποῦ οἱ στοὲς τῶν  Στωϊκῶν φιλοσόφων; Πόθεν οἱ Λυκοῦργοι, οἱ Σόλωνες καὶ οἱ ἄλλοι νομοθέται  τῆς οἰκουμένης; Πόθεν οἱ νόμοι ὁποὺ ως τὴν σήμερον κυβερνοῦσι τὸν κόσμον, ὡσὰν νὰ μὴν ἔφθανε ἄλλη  σοφία διὰ νὰ τὸν κυβερνήσῃ παρ’ ἐκείνη τῶν ῾Ελλήνων;

Διατί   λοιπόν,  ἂν  δὲν ἔχῃς  ὄμματα  νὰ  ἴδῇς  τόσον φῶς,  ἔχεις γλῶσσαν  νὰ γαβγίζῃς  ὡς ἄλλος Κέρβερος; Ἀλλ’  ἀκούω τί  λέγεις;

῞Υστερον, ὁποὺ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου  ἔδιωξε τὰ σκότη τῆς πλάνης καὶ ἔλαμψεν εἰς τὸν κόσμον ἡ πίστις, ἐσβήσθη καὶ τῶν ῾Ελλήνων ἡ δόξα, Σφαίνεις, πονηρέ, διατὶ ποτὲ δὲν ἄστραψε περισσότερον, παρὰ ἀνάμεσα εἰς τὲς ἀκτῖνες τῆς πίστεως. Μάρτυρας ὅλη ἡ χριστώνυμος πολιτεία. Τούτη ἂς εἰπῇ πόσους διδασκάλους τῆς ἔδωκεν ἡ ῾Ελλάδα, ὁποὺ μὲ τοὺς ἵδρωτας τοῦ προσώπου, μὲ ἐξορκισμούς, μὲ κινδύνους καὶ μὲ χίλιες ἄλλες ταλαιπωρίες  ὑπερμάχησαν διὰ τὴν ᾽Εκκλησίαν. Πόσους ποιμένας,  ὁποὺ μὲ τὸ γάλα  τῆς  εὐσεβείας ἔθρεψαν λαούς, χῶρες, βασίλεια, καὶ μὲ τὴν ποιμαντορικὴν  ράβδον ἔδιωξαν μακρὰν τοὺς σατανικοὺς λύκους. Πόσους ἐμπείρους ναύτας, ὁποὺ ἀνάμεσα εἰς τὲς τρικυμίες τῶν αἱρέσεων, εἰς τοὺς σκληροὺς ἀνέμους τῶν δὶωγμῶν, εἰς  τὲς  ἀστραπὲς  τῶν  ἠκονισμένων   μαχαιριῶν,   εἰς  τὲς  βροντὲς τῶν  τυράννων ὁποὺ ἐφοβέριζαν χίλιους  θανάτους,  ἐκυβέρνησαν τὸ σκαφίδιον τοῦ Πέτρου, διὰ νὰ μὴν μακρύνῃ ποτὲ ἀπὸ τὸν λιμένα τῆς ἀληθείας. Πόσους γεωργούς, ὁποὺ ξεριζώνοντας ἀπὸ τὲς καρδίες τῶν ἀνθρώπων τὲς ἀκάνθες τῆς πλάνης, ἐφύτευσαν τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, ὁποὺ εἶναι ἡ ᾀληθινὴ  καὶ καθολικὴ πίστις.

῞Η πορφύρα ὁποὺ στολίζει τὴν ᾽Εκκλησίαν δὲν ἐβάφη εἰς τὰ αἵματα τῶν γενναίων καὶ ἀθλοφόρων μαρτύρων ὁποὺ ἐγέννησεν ἡ ῾Ελλάδα;

῾Ο στέφανος ὁποὺ τῆς στεφανώνει τὴν κορυφὴν δὲν ἐπλέχθη μὲ τοῦτα τὰ ρόδα καὶ μὲ τοὺς κρίνους ὁποὺ ἐβλάστησαν εἰς τοὺς ἐλληνικοὺς κήπους. Τὸ σκῆπτρον  ὁποὺ ἔχει ὅχι εἰς μίαν ἤ ἅλλην  χώραν, ἀλλ’ εἰς ὅλην τὴν  οἰκουμένην, δὲν τῆς  τὸ ἀπόκτησαν  οἱ Ἀθανάσιοι,  οἱ Γρηγόριοι, οἱ Βασίλειοι, οἱ Χρυσόστομοι καὶ τόσοι ἄλλοι. Πατέρες καὶ  ὑπέρμαχοι  τῆς  ἀληθείας,  ἀρπάζοντες ἀπὸ  τὴν  τυραννίδα  τοῦ σατανικοῦ Κοσμοκράτορος τὰ βασίλεια, καὶ ὑποτάζοντας ταῦτα εἰς τὸν γλυκὺν ζυγὸν τοῦ Σταυροῦ; Τοῦτοι δὲν ἐκήρυξαν μὲ τὴν γλῶσσαν, δὲν ἐβεβαίωσαν μὲ τὸν κάλαμον, δὲν ἐλάμπρυναν μὲ τὰ βιβλία, δὲν ἐμαρτύρησαν μὲ τὰ θαύματα  (ὁποὺ ἐθαύμασαν καὶ θαυμάζουσιν οἱ αἰῶνες) τὴν πίστιν,  τὰ δόγματα ὁποὺ ἐκείνη ὁμολογᾷ καὶ κηρύττει; Μίλησε  καὶ  ᾽Εσύ, ὦ  Οὐρανέ! Εἰπὲ  καὶ  ᾽Εσὺ μὲ  ἀκτινοβόλον γλῶσσαν   τῆς   χριστωνύμου  ῾Ελλάδος  τὲς  δόξες. Ποῦ  εἶδες  τὴν πρώτην  φορὰν ἀνθρώπους νὰ περνοῦσι μέσα εἰς τὰς ἐρήμους ζωὴν τῶν  ἀγγέλων,  καὶ  νὰ ἀντιλαλοῦσι  τοὺς θεϊκοὺς ὕμνους ἐκεῖνα τὰ δάση, εἰς τὰ ὁποῖα δὲν ἀκούοντο παρὰ οἱ ἄγριες φωνὲς τῶν θηρίων; Ποῦ εἶδες τὰ ὅρη πετρώδη καὶ ἄκαρπα νὰ βλαστάνουσιν ἄνθη τῶν ἀρετῶν  καὶ  κάθε  πλέα*  θαυμαστῆς  ἁγιότητος;  Ποῦ εἶδες τόσους παραδείσους, ὅσα κοινόβια, καὶ τόσους νέους Ἀδὰμ χωρὶς ἁμαρτίαν  καὶ πταῖσμα,  ὅσους μονάζοντας;

Πόθεν  ἐξερίζωσας τόσους κρίνους διὰ νὰ στολίσῃς  τοὺς ἱδίους σου κήπους; Πόθεν  ἐτρύγησας  τόσα ρόδα διὰ νὰ μυρίσῃ μὲ ἐκεῖνα ὁ  Παράδεισος;  Πόθεν  ἐμάζωξας  τόσους  φοίνικας,  τόσες  δάφνες, γιὰ  νὰ ραντίσῃς  μὲ τοῦτες, καὶ  νὰ στεφανώσῃς  μετ’ ἐκείνους τοῦ μεγάλου Βασιλέως τὸν θρόνον; Ποῖος παρὰ ἡ ῾Ελλάδα σοῦ ἐχάρισε τὰ πλέα ὑπέρφωτα ἄστρα, ὁποὺ νὰ σοῦ ἀστράπτουσι εἰς τὸ στερέωμα; Ποῖοι παρὰ οἱ ῞Ελληνες ἐστάθησαν ἐκεῖνοι ὁποὺ σοῦ ἐλεύκαναν τὸν εὔμορφον Γαλαξίαν μὲ τὸ γάλα τῆς Παρθενίας, ὁποὺ σοῦ ἐζωγράφισαν τὴν θαυμαστὴν  ῏Ιριν* μὲ τὸ αἶμα ὁποὺ ἔχυσαν διὰ τὴν πίστιν,  καὶ μὲ τὲς ἀρετές, ὡς μὲ τίμιες  πέτρες, σοῦ ἔκτισαν  τὴν  μακαρίαν καὶ ἀστραπηφόρον σου πόλιν; Καὶ  εἰς βραχυλογίαν, ἄν ὁ Ἑωσφόρος σὲ ἔγδυσεν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους,  τὸ ἑλληνικὸν  γένος τόσους καὶ τόσους ἁγίους  σοῦ ἔδωκεν,  ὁποὺ δὲν φαίνεσαι  πλέα  οὐρανός, ἀμή,  χωρὶς καμίαν ὑπερβολήν, ὅλος - ὅλος, φαίνεσαι μία ῾Ελλάδα.

«Τέχνη Ρητορικῆς», ῾Ενετίησι, 1681,  σ. 54 κ. ἐξ.   

  Φραγκίσκος Σκοῦφος


Περί τής Αγίας Τριάδος

$
0
0

Ἔστι μὲν  καὶ  πᾶσιν  ὑμῖν  τοῖς  τὴν  ἰατρικὴν  μετιοῦσι  φιλάνθρωπον   τὸ ἐπιτήδευμα  καί  μοι  δοκεῖ  τῶν  κατὰ  τὸν  βίον  σπουδαζομένων  ἁπάντων  ὁ  τὴν ὑμετέραν   προτιθεὶς   ἐπιστήμην   ἐπιτυχεῖν   ἂν  τῆς   πρεπούσης  κρίσεως  καὶ  μὴ διαμαρτεῖν τοῦ προσήκοντος, εἴπερ τὸ πάντων  προτιμότατον, ἡ ζωή, φευκτόν ἐστι καὶ ἐπώδυνον, ἐὰν μὴ μεθ' ὑγείας ἐξῇ ταύτην ἔχειν· ὑγείας δὲ χορηγὸς ἡ ὑμετέρα τέχνη.  ἀλλὰ  σοὶ διαφερόντως  περιδέξιός  ἐστιν  ἡ  ἐπιστήμη  καὶ  μείζονας  ποιεῖς σεαυτῷ τῆς φιλανθρωπίας τοὺς ὅρους οὐ μέχρι τῶν σωμάτων περιορίζων τὴν ἐκ τῆς τέχνης  χάριν,  ἀλλὰ  καὶ  τῶν  ψυχικῶν  ἀρρωστη μάτων  ἐπινοῶν  τὴν  διόρθωσιν. ταῦτα  δὲ λέγω  οὐ μόνον  ταῖς  τῶν  πολλῶν  φήμαις  ἑπόμενος,  ἀλλὰ  καὶ τῇ κατ' ἐμαυτὸν  διδαχθεὶς  πείρᾳ ἐν  πολλοῖς  τε ἄλλοις  καὶ διαφερόντως  νῦν  ἐν  τῇ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν ἀνεκδιηγήτῳ κακίᾳ, ἣν ῥεύματος πο νηροῦ δίκην κατὰ τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐπιρρυεῖσαν εὐμηχάνως διέχεας, τὴν βαρεῖαν ταύτην φλεγμονὴν  τῆς καρδίας ἡμῶν  τῇ  ἐπαντλήσει  τῶν  παρηγορικῶν  λόγων  διαφορήσας.  ἐγὼ  γὰρ  πρὸς  τὴν ἐπάλληλον  τῶν  ἐχθρῶν  καὶ ποικίλην  καθ' ἡμῶν  ἐπιχείρησιν  ἀποβλέπων  σιωπᾶν ᾤμην δεῖν καὶ δέχεσθαι καθ' ἡσυχίαν τὰ ἐπαγόμενα μηδὲ ἀνταίρειν τοῖς καθωπλισ μένοις τῷ ψεύδει, τῷ πονηρῷ τούτῳ ὅπλῳ τῷ καὶ διὰ τῆς ἀληθείας πολλάκις τὴν αἰχμὴν   εἰσωθοῦντι·   σὺ  δὲ   καλῶς   ποιῶν   μὴ   καταπροδιδόναι   τὴν   ἀλήθειαν ἐνεκελεύσω, ἀλλὰ διελέγχειν  τοὺς συκοφάντας, ὡς ἂν μὴ πολλοὶ  παραβλαβεῖεν κατευημεροῦντος τῆς ἀληθείας τοῦ ψεύδους.

Ἔδοξαν οὖν μοι παραπλήσιόν τι ποιεῖν τῷ Αἰσωπείῳ μύθῳ οἱ τὸ ἀπροφάσιστον καθ'  ἡμῶν ἀναλαβόντες  μῖσος. ὡς γὰρ ἐκεῖνος ἐγκλήματά  τινα τῷ ἀρνίῳ τὸν λύκον προφέρειν ἐποίησεν, αἰσχυνόμενον δῆθεν τὸ δοκεῖν ἄνευ δικαίας προφά  σεως  ἀναιρεῖν  τὸν  μηδὲν  προλυπήσαντα,  τοῦ  δὲ  ἀρνίου  πᾶσαν  τὴν  ἐκ
συκοφαντίας ἐπαγομένην  αἰτίαν  εὐχερῶς διαλύοντος  μηδὲν μᾶλλον ὑφίεσθαι τῆς ὁρμῆς τὸν λύκον, ἀλλὰ τοῖς μὲν δικαίοις ἡττᾶσθαι, τοῖς δὲ ὀδοῦσι νικᾶν· οὕτως οἷς τὸ καθ'  ἡμῶν  μῖσος ὥς τι τῶν  ἀγαθῶν  ἐσπουδάσθη, ἐρυθριῶντες  τάχα τὸ δοκεῖν
ἄνευ  αἰτίας  μισεῖν  αἰτίας  πλάττουσι  καθ' ἡμῶν  καὶ  ἐγκλήματα  καὶ  οὐδενὶ  τῶν λεγομένων μέχρι παντὸς ἐπιμένουσιν, ἀλλὰ νῦν μὲν τοῦτο, μετ' ὀλίγον δὲ ἄλλο καὶ αὖθις ἕτερον τῆς καθ'  ἡμῶν δυσμενείας τὸ αἴτιον λέγουσιν. βέβηκε δὲ αὐτοῖς ἐπ'
οὐδενὸς  ἡ κακία, ἀλλ' ὅταν  τούτου  τοῦ  3,1.5 ἐγκλήματος  ἀποσεισθῶσιν, ἑτέρῳ προσφύονται καὶ ἀπ' ἐκείνου πάλιν καταλαμβάνουσιν ἕτερον· κἂν πάντα διαλυθῇ τὰ ἐγκλήματα,  τοῦ  μισεῖν  οὐκ  ἀφίστανται.  τρεῖς  θεοὺς  πρεσβεύεσθαι  παρ'  ἡμῶν
αἰτιῶνται καὶ περιηχοῦσι τὰς ἀκοὰς τῶν πολλῶν καὶ πιθανῶς κατασκευάζοντες τὴν διαβολὴν ταύτην οὐ παύονται. ἀλλ' ὑπερμάχεται ἡμῶν ἡ ἀλήθεια καὶ ἐν κοινῷ πρὸς πάντας καὶ ἰδίᾳ πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας  δεικνύντων  ἡμῶν ὅτι ἀναθεματίζεται παρ'
ἡμῶν πᾶς ὁ τρεῖς λέγων θεοὺς καὶ οὐδὲ Χριστιανὸς εἶναι κρίνεται. ἀλλ' ὅταν τοῦτο ἀκούσωσι, πρόχειρος αὐτοῖς καθ' ἡμῶν ὁ Σαβέλλιος καὶ ἡ ἐξ ἐκείνου νόσος ἐπιθρυλλεῖται τῷ ἡμετέρῳ λόγῳ. καὶ πάλιν καὶ πρὸς τοῦτο ἡμεῖς τὸ σύνηθες ὅπλον,
τὴν  ἀλήθειαν,  προβαλλόμεθα  δεικνύντες,   ὅτι  ἐπίσης  τῷ  Ἰουδαϊ  σμῷ  καὶ  τὴν τοιαύτην  αἵρεσιν φρίττομεν.  Τί οὖν; ἆρα μετὰ τοσαύτας ἐγχειρήσεις ἀποκαμόντες ἡσύχασαν; οὐκ ἔστι ταῦτα· ἀλλὰ καινοτομίαν ἡμῖν προφέ ρουσιν, οὕτως τὸ ἔγκλημα
καθ'  ἡμῶν  συντιθέντες·  τρεῖς  ὑποστάσεις  ὁμολογοῦντας  μίαν  ἀγαθότητα,  μίαν δύναμιν καὶ μίαν θεότητα λέγειν ἡμᾶς αἰτιῶνται.  καὶ οὐκ ἔξω τοῦτο τῆς ἀληθείας

φασί· λέγομεν  γάρ. ἀλλ' ἐγκαλοῦντες  τοῦτο προφέρουσιν, ὅτι ἡ συνήθεια αὐτῶν τοῦτο οὐκ ἔχει καὶ ἡ γραφὴ οὐ συντίθεται. τί οὖν καὶ πρὸς τοῦτο ἡμεῖς;  οὐ νομί ζομεν δίκαιον εἶναι τὴν παρ' αὐτοῖς ἐπικρατοῦσαν συνήθειαν νόμον καὶ κανόνα τοῦ ὀρθοῦ ποιεῖσθαι λόγου. εἰ γὰρ ἰσχυρόν ἐστιν εἰς ὀρθότητος ἀπόδειξιν ἡ συνήθεια, ἐξέσται  καὶ  ἡμῖν  3,1.6 πάντως  ἀντιπροβάλλεσθαι  τὴν  παρ'  ἡμῖν  ἐπικρατοῦσαν συνήθειαν· εἰ δὲ παραγράφονται ταύτην ἐκεῖνοι, οὐδὲ ἡμῖν πάντως ἐπακολουθητέον ἐκείνοις. οὐκοῦν ἡ θεόπνευστος ἡμῖν διαιτησάτω γραφή, καὶ παρ' οἷς ἂν εὑρεθῇ τὰ δόγματα συνῳδὰ τοῖς θείοις λόγοις, ἐπὶ τούτους ἥξει πάντως τῆς ἀληθείας ἡ ψῆφος. τί  οὖν  ἐστι τὸ  ἔγκλημα;  δύο  γὰρ  κατὰ  ταὐτὸν  ἐν  τῇ  κατηγορίᾳ  τῇ  καθ'  ἡμῶν προενήνεκται·  ἓν  μὲν  τὸ  διαιρεῖν  τὰς  ὑποστάσεις, ἕτερον  δὲ  τὸ  μηδέν  τι  τῶν θεοπρεπῶν ὀνομάτων πληθυντικῶς  ἀριθμεῖν, ἀλλὰ μίαν (κα θὼς εἴρηται) τὴν ἀγαθότητα   καὶ  τὴν   δύναμιν   καὶ  τὴν   θεότητα   καὶ  πάντα   ταῦτα   μοναδικῶς ἐξαγγέλλειν. πρὸς μὲν οὖν τὴν διαίρεσιν τῶν ὑποστάσεων οὐκ ἂν ἔχοιεν ἀλλοτρίως οἱ τὴν ἑτερότητα τῶν οὐσιῶν ἐπὶ τῆς θείας δογματίζοντες φύσεως· οὐ γὰρ εἰκός ἐστι τοὺς τρεῖς λέγοντας  οὐσίας μὴ καὶ τρεῖς πάντως ὑποστάσεις λέγειν. οὐκοῦν τοῦτο μόνον ἐστὶν ἐν ἐγκλήματι, τὸ τὰ ἐπιλεγόμενα  τῇ θείᾳ φύσει ὀνόματα μονα δικῶς καταγγέλλειν.
Ἀλλ' ἕτοιμος ἡμῖν πρὸς τοῦτο καὶ σαφὴς ὁ λόγος. ὁ γὰρ καταγινώσκων  τῶν μίαν λεγόντων θεότητα ἐξ ἀνάγκης ἢ τῷ πολλὰς λέγοντι ἢ τῷ μηδεμίαν συνθήσεται·
οὐ γάρ ἐστι δυνατὸν  ἕτερόν τι παρὰ τὸ εἰρημένον  ἐπινοῆσαι. ἀλλ'  οὐδὲ πολλὰς λέγειν  συγχωρεῖ  ἡ  τῆς  γραφῆς  διδασκαλία,  εἴ  που  καὶ  μέμνηται,  μοναχῶς  τῆς θεότητος μνημονεύουσα· 3,1.7 Ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος,
καὶ ἑτέρωθι  Τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως  κόσμου τοῖς  ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης. εἰ οὖν εἰς πλῆθος ἐκτείνειν  τὸν ἀριθμὸν τῶν θεοτήτων μόνων τῶν τὴν πολύθεον πλάνην νενοσηκότων ἐστί, τὸ δὲ
καθόλου ἀρνεῖσθαι τὴν θεότητα τῶν  ἀθέων ἂν εἴη, τίς λόγος ἐστὶν ὁ διαβάλλων ἡμᾶς ἐπὶ τῷ μίαν ὁμολογεῖν τὴν θεότητα; ἀλλ' ἐκκαλύπτουσι φανερώτερον τὸν τοῦ λόγου σκοπὸν ἐπὶ μὲν τοῦ πατρὸς καταδέχεσθαι τὸ θεὸν εἶναι καὶ τὸν υἱὸν ὡσαύτως
τιμᾶσθαι  τῷ  τῆς  θεότητος  ὀνόματι  συν τιθέμενοι,  τὸ  δὲ  πνεῦμα  πατρὶ  καὶ  υἱῷ συναριθμούμενον μη κέτι καὶ τῇ τῆς θεότητος ἐννοίᾳ συμπεριλαμβάνεσθαι, ἀλλ' ἐκ τοῦ πατρὸς μέχρι τοῦ υἱοῦ ἱσταμένην  τὴν  τῆς θεότητος  δύναμιν  ἀποκρίνειν  τῆς
θεϊκῆς δόξης τὴν φύσιν τοῦ πνεύμα τος. οὐκοῦν ἀπολογητέον καὶ ἡμῖν, ὡς ἂν οἷοί τε ὦμεν, διὰ βραχέων καὶ πρὸς ταύτην τὴν ἔννοιαν. Τίς οὖν ὁ ἡμέτερος λόγος; παραδιδοὺς ὁ κύριος τὴν σωτήριον πίστιν τοῖς μαθητευομένοις τῷ λόγῳ, τῷ πατρὶ
καὶ τῷ υἱῷ συνάπτει καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον· τὸ δὲ συνημμένον ἅπαξ διὰ πάντων φαμὲν   τὴν   συνάφειαν    ἔχειν,   οὐ   γὰρ   ἔν   τινι   συντεταγμένον    ἐν   ἑτέροις
ἀποσχοινίζεται.  ἀλλ' ἐν  τῇ  ζωοποιῷ  δυνάμει,  καθ' ἣν  ἐκ τοῦ  φθαρτοῦ  βίου εἰς ἀθανασίαν  ἡ  φύσις  ἡμῶν  μετασκευάζεται,  συμπαραληφθεῖσα  ἡ  τοῦ  πνεύματος δύναμις πατρὶ καὶ υἱῷ καὶ ἐν πολλοῖς ἑτέροις, οἷον ἐν τῇ κατὰ τὸ ἀγαθὸν ἐννοίᾳ καὶ
τὸ ἅγιόν τε καὶ ἀΐδιον, σοφόν, εὐθές, ἡγεμονικόν, δυνατὸν καὶ πανταχοῦ δηλονότι τὸ ἀχώριστον  ἔχει ἐν πᾶσι τοῖς πρὸς τὸ κρεῖττον  ὑπειλημ  3,1.8 μένοις ὀνόμασιν. οὐκοῦν ἡγούμεθα καλῶς ἔχειν τὸ ἐν τοσαύ ταις ἐννοίαις ὑψηλαῖς τε καὶ θεοπρεπέσι
συναπτόμενον πατρὶ καὶ υἱῷ ἐν οὐδενὶ διακεκρίσθαι νομίζειν. οὐδὲ γὰρ οἴδαμεν ἔν τινι τῶν περὶ τὴν θείαν φύσιν ἐπινοουμένων  ὀνομάτων  τὴν κατὰ τὸ κρεῖττον καὶ χεῖρον διαφοράν, ὡς εὐαγὲς εἶναι οἴεσθαι τὴν ἐν τοῖς καταδεεστέροις τῶν ὀνομάτων
κοινωνίαν  συγχωροῦντας τῷ πνεύματι τῶν ὑπεραιρόντων  κρίνειν  ἀνάξιον. πάντα γὰρ τὰ θεοπρεπῆ ὀνόματά τε καὶ νοήματα ὁμοτίμως ἔχει πρὸς ἄλληλα τῷ μηδὲν περὶ τὴν  τοῦ  ὑποκειμέ  νου  διαφωνεῖν   σημασίαν· οὐ  γὰρ  ἐπ'  ἄλλο  τι  ὑποκείμενον
χειραγωγεῖ τὴν διάνοιαν ἡ τοῦ ἀγαθοῦ προσηγορία, ἐφ' ἕτερον δὲ ἡ τοῦ σοφοῦ καὶ τοῦ δυνατοῦ καὶ τοῦ δικαίου· ἀλλ' ὅσαπερ ἂν εἴπῃς ὀνόματα, ἓν διὰ πάντων ἐστὶ τὸ ση μαινόμενον, κἂν θεὸν εἴπῃς, τὸν αὐτὸν ἐνεδείξω, ὃν διὰ τῶν λοιπῶν ὀνομάτων ἐνόησας. εἰ  δὴ  πάντα  τὰ  ὀνόματα  <τὰ>  τῇ  θείᾳ  φύσει  ἐπιλεγόμενα  ἰσοδυναμεῖ ἀλλήλοις κατὰ τὴν τοῦ ὑπο κειμένου ἔνδειξιν, ἄλλα κατ' ἄλλην ἔμφασιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὴν διάνοιαν  ὁδηγοῦντα, τίς ὁ λόγος τὴν ἐν τοῖς ἄλλοις ὀνόμασι κοινωνίαν  πρὸς πατέρα  τε  καὶ  υἱὸν  συγχωροῦντας   τῷ  πνεύματι   μόνης  ἀλλοτριοῦν   αὐτὸ  τῆς θεότητος; ἀνάγκη γὰρ πᾶσα ἢ καὶ ἐν τούτῳ διδόναι τὴν κοινωνίαν  ἢ μηδὲ τὴν ἐν τοῖς  λοιποῖς  3,1.9 συγχωρεῖν.  εἰ  γὰρ  ἐν  ἐκείνοις  ἄξιον,  οὐδὲ  ἐν  τούτῳ  πάντως ἀνάξιον· εἰ δὲ μικρότερον κατὰ τὸν ἐκείνων λόγον ἐστὶν ἢ ὥστε τοῦ τῆς θεότητος ὀνόματος πρὸς πατέρα τε καὶ υἱὸν τὴν κοινωνίαν  χωρῆσαι, οὐδὲ ἄλλου τινὸς τῶν θεοπρεπῶν ὀνομάτων μετέχειν ἄξιον.
Θεωρούμενα γὰρ καὶ συγκρινόμενα  πρὸς ἄλληλα  τὰ ὀνόματα  διὰ τῆς  ἐν ἑκάστοις  θεωρουμένης  ἐμφάσεως  εὑρεθήσεται μηδὲν  τῆς  τοῦ  θεοῦ  προσηγορίας ἔλαττον ἔχοντα· τεκμήριον δέ, ὅτι τούτῳ μὲν τῷ ὀνόματι πολλὰ καὶ τῶν καταδεεστέρων ἐπονομάζεται, μᾶλλον δὲ οὐ φείδεται ἡ θεία γραφὴ τῆς ὁμωνυμίας ταύτης οὐδὲ ἐπὶ τῶν ἀπεμφαινόντων πραγμάτων, ὅταν τὰ εἴδωλα τῇ τοῦ θεοῦ προσ ηγορίᾳ κατονομάζῃ. Θεοὶ γάρ, φησίν, οἳ οὐκ ἐποίησαν τὸν οὐρα νὸν καὶ τὴν γῆν, ἀρθήτωσαν καὶ ὑποκάτω  τῆς γῆς βληθήτω  σαν· καὶ Πάντες, φησίν,  οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια. καὶ ἡ ἐγγα στρίμυθος ἐν ταῖς μαντείαις αὐτῆς ψυχαγωγοῦσα πρὸς τὸν Σαοὺλ τὰς ἐπιζητουμένας ψυχάς, θεοὺς ἑωρακέναι φησίν. ἀλλὰ καὶ ὁ Βαλαὰμ οἰωνιστής  τις  ὢν  καὶ μάντις  καὶ διὰ χειρὸς  τὰ μαντεῖα  φέρων  (καθώς  φησιν  ἡ γραφή) καὶ τὴν ἐκ δαιμόνων  διδασκαλίαν  διὰ τῆς οἰωνιστικῆς  περιεργίας ἑαυτῷ κατορ 3,1.10 θώσας, παρὰ θεοῦ συμβουλεύεσθαι ὑπὸ τῆς  γραφῆς  ἱστορεῖται. καὶ πολλὰ τοιαῦτα ἔστι συλλεξάμενον ἐκ τῶν θείων παρα θέσθαι γραφῶν ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο οὐδὲν παρὰ τὰς λοιπὰς θεοπρεπεῖς προσηγορίας πρωτεύει, ὅτι (καθὼς εἴρηται) καὶ ἐπὶ τῶν ἀπεμφαινόντων ὁμωνύμως παρὰ τῆς γραφῆς λέγεται· τὸ δὲ τοῦ ἁγίου ὄνομα καὶ τοῦ ἀφθάρτου καὶ τοῦ εὐθέος καὶ τοῦ ἀγαθοῦ οὐδαμοῦ κοινοποιούμενον πρὸς τὰ μὴ δέοντα παρὰ τῆς γραφῆς ἐδιδάχθημεν. οὐκοῦν εἰ ἐν τοῖς ἐξαιρέτως ἐπὶ μόνης τῆς θείας φύσεως εὐσεβῶς λεγομένοις  ὀνόμασι κοινωνεῖν  τὸ ἅγιον πνεῦμα πρὸς  τὸν   υἱὸν   καὶ  τὸν   πατέρα  οὐκ  ἀντιλέγουσι,   τίς   ὁ  λόγος   μόνῳ   τούτῳ κατασκευάζειν ἀκοινώ νητον εἶναι, οὗ μετέχειν ἐδείχθη κατά τινα ὁμώνυμον χρῆσιν καὶ τὰ δαιμόνια καὶ τὰ εἴδωλα; Ἀλλὰ λέγουσι φύσεως ἐνδεικτικὴν εἶναι τὴν προσηγο ρίαν ταύτην, ἀκοινώνητον  δὲ εἶναι πρὸς πατέρα καὶ υἱὸν τὴν τοῦ πνεύματος φύσιν, καὶ  διὰ  τοῦτο  μηδὲ  τῆς  κατὰ  τὸ  ὄνομα  τοῦτο  κοινωνίας   μετέχειν.   οὐκοῦν δειξάτωσαν  διὰ τίνων  τὸ τῆς φύσεως παρηλλαγμένον  ἐπέγνωσαν.  εἰ μὲν γὰρ ἦν δυνατὸν αὐτὴν ἐφ' ἑαυτῆς τὴν θείαν φύσιν θεωρηθῆναι καὶ τό τε οἰκείως ἔχον καὶ τὸ ἀλλότριον  διὰ τῶν  φαινομένων   εὑρεῖν, οὐκ ἂν  πάντως  ἐδεήθημεν  λόγων  ἢ τεκμηρίων ἑτέρων πρὸς τὴν τοῦ ζητουμένου κατάληψιν· ἐπεὶ δὲ ἡ μὲν ὑψηλοτέρα τῆς  τῶν  ζητούντων  ἐστὶ κατανοήσεως,  ἐκ δὲ τεκμηρίων  τινῶν  3,1.11 περὶ τῶν διαφευγόντων  τὴν γνῶσιν ἡμῶν στοχαστικῶς ἀναλογιζόμεθα, ἀνάγκη πᾶσα διὰ τῶν ἐνεργειῶν  ἡμᾶς χειρ αγωγεῖσθαι πρὸς τὴν τῆς θείας φύσεως ἔρευναν. οὐκοῦν ἐὰν ἴδωμεν διαφερούσας ἀλλήλων  τὰς ἐνεργείας τὰς παρὰ τοῦ πατρός τε καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἐνεργου μένας, διαφόρους εἶναι καὶ τὰς ἐνεργούσας φύσεις ἐκ τῆς ἑτερότητος τῶν  ἐνεργειῶν  στοχαζόμεθα. οὐδὲ γὰρ ἐνδέχεται  τὰ διεστῶτα κατὰ τὸν τῆς φύσεως λόγον πρὸς τὸ τῶν ἐνεργειῶν  εἶδος ἀλλήλοις συνενεχθῆναι (οὔτε ψύχει τὸ πῦρ οὔτε θερμαίνει ὁ κρύσταλλος), ἀλλὰ τῇ τῶν φύσεων διαφορᾷ συνδιαχωρίζονται   ἀπ'  ἀλλήλων   καὶ  αἱ  παρὰ  τούτων   ἐνέργειαι.  ἐὰν  δὲ  μίαν νοήσωμεν τὴν ἐνέργειαν πατρός τε καὶ υἱοῦ καὶ πνεύματος ἁγίου ἐν μηδενὶ διαφέρουσάν   τι  ἢ  παραλλάσσουσαν,  ἀνάγκη   τῇ  ταυτότητι   τῆς  ἐνεργείας   τὸ
 ἡνωμένον τῆς φύσεως συλλογίζεσθαι. ἁγιάζει καὶ ζωοποιεῖ καὶ παρακαλεῖ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα  ὁμοίως  ὁ πατὴρ καὶ ὁ υἱὸς καὶ τὸ πνεῦμα  τὸ ἅγιον  καὶ μηδεὶς  κατ' ἐξαίρετον ἀπονεμέτω τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ πνεύματος τὴν ἁγιαστικὴν ἐξουσίαν ἀκούσας τοῦ σωτῆρος ἐν τῷ εὐαγγελίῳ περὶ τῶν μαθητῶν πρὸς τὸν πατέρα λέγοντος· Πάτερ, ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου. 3,1.12 ὡσαύτως δὲ καὶ τὰ ἄλλα πάντα κατὰ τὸ ἴσον ἐνεργεῖται τοῖς ἀξίοις παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, [πᾶσα χάρις  καὶ δύναμις,]  ἡ ὁδηγία,  ἡ ζωή, ἡ παράκλησις, ἡ πρὸς τὸ ἀθάνατον μεταβολή, ἡ εἰς ἐλευθερίαν μετάστασις καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν ἀγαθὸν ὃ μέχρις ἡμῶν καταβαίνει. ἡ δὲ ὑπὲρ ἡμᾶς οἰκονομία ἔν τε τῇ νοητῇ κτίσει καὶ ἐν τῇ αἰσθητῇ, εἴ τι χρὴ διὰ τῶν  γινωσκομένων  ἡμῖν καὶ περὶ τῶν  ὑπερ κειμένων  στοχάζεσθαι, οὐδὲ αὐτὴ τῆς τοῦ ἁγίου πνεύματος  ἐνεργείας καὶ δυνάμεως  ἔξω καθέστηκεν, ἑκάστου κατὰ τὴν  ἰδίαν  ἀξίαν  τε καὶ χρείαν  τῆς  ὠφελείας  μεταλαμβάνοντος.  εἰ γὰρ καὶ ἄδηλος τῇ αἰσθήσει τῇ ἡμετέρᾳ ἡ περὶ τῶν ἄνω τῆς ἡμετέρας φύσεως διάταξίς τε καὶ διοίκησις, ὅμως  ἐκ τῆς  ἀκολουθίας  εὐλογώτερον  ἄν  τις  σύνθοιτο  διὰ  τῶν  ἡμῖν γνωρίμων ἐνεργὸν εἶναι καὶ ἐπ' ἐκείνων τὴν τοῦ πνεύματος δύναμιν ἢ ἀπεξενῶσθαι τῆς  ἐν  τοῖς  ὑπερκειμένοις  οἰκονο  μίας.  ὁ  μὲν  γὰρ  ἐκεῖνο  λέγων   ψιλὴν   καὶ ἀκατάσκευον τὴν βλασφημίαν προβάλλεται, οὐδενὶ λογισμῷ κατασκευάζων τὴν ἀτοπίαν· ὁ δὲ συντιθέμενος καὶ τὰ ὑπὲρ ἡμᾶς μετὰ πατρὸς καὶ υἱοῦ τῇ δυνάμει τοῦ πνεύματος οἰκονομεῖσθαι, ἐναργεῖ τεκμηρίῳ τῷ κατὰ τὴν ἰδίαν ζωὴν ἐπερειδόμενος περὶ τούτων  διισχυρίζεται. τῆς γὰρ ἀνθρωπίνης  φύσεως ἐκ ψυχῆς τε καὶ σώματος συγκεκραμένης, τῆς δὲ ἀγγελικῆς  ἀσώματον τὴν ζωὴν κεκληρωμένης,  εἰ μὲν ἐπὶ μόνων  τῶν  3,1.13 σωμάτων ἐνεργὸν ἦν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἡ δὲ ψυχὴ τῆς παρ' αὐτοῦ χάριτος ἀνεπίδεκτος  ἦν, ἴσως ἄν τις ἐκ τούτου συνελογίσατο–τῆς  ἐν ἡμῖν νοερᾶς τε καὶ ἀσωμάτου φύσεως ὑπὲρ τὴν τοῦ πνεύματος δύναμιν οὔσης–μηδὲ τὴν ἀγγελικὴν ζωὴν ἐπιδεᾶ τῆς ἐκείνου χάριτος εἶναι. εἰ δὲ κατὰ τὸ προη γούμενον ἡ τοῦ ἁγίου πνεύματος δωρεὰ τῆς ψυχῆς χάρις ἐστί, τῷ δὲ νοερῷ τε καὶ ἀειδεῖ συνῆπταί πως πρὸς τὴν ἀγγελικήν  τε καὶ ἀσώματον ζωὴν ἡ τῆς ψυχῆς ἡμῶν κατασκευή, τίς οὐκ ἂν σύνθοιτο τῶν τὸ ἀκόλουθον βλέπειν ἐπισταμένων, ὅτι πᾶσα νοερὰ φύσις τῇ τοῦ  ἁγίου  πνεύματος  οἰκονομεῖται  διαταγῇ;  ἐπειδὴ  γὰρ εἴρηται  Ὅτι διὰ  παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς οἱ ἄγγελοι, οὐκ ἔστι δὲ ἄλλως ἰδεῖν τὴν τοῦ πατρὸς ὑπόστασιν μὴ διὰ τοῦ χαρακτῆρος εἰς αὐτὴν ἀτενίσαντα, ὁ δὲ χαρακτὴρ τῆς τοῦ πατρὸς ὑποστάσεως ὁ μονογενής ἐστι, τούτῳ δὲ πάλιν οὐκ ἄν τις προσεγγίσειε μὴ τῷ ἁγίῳ  πνεύματι  καταυγασθεὶς τὴν διάνοιαν,  τί ἐκ τούτων ἀποδείκνυται;  ὅτι  οὐδὲ μιᾶς  ἐνεργείας  τῆς  παρὰ πατρὸς ἐνεργουμένης  τὸ ἅγιον πνεῦμα διακεχώρισται. οὐκοῦν ἡ τῆς ἐνεργείας ταυτότης ἐπὶ πατρός τε καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος δείκνυσι σαφῶς τὸ τῆς φύσεως ἀπαράλλακτον· ὥστε, κἂν φύσιν σημαίνῃ τὸ τῆς θεότητος  ὄνομα, κυρίως καὶ τῷ ἁγίῳ  πνεύματι  τὴν προσηγορίαν ἐφαρμόζεσθαι ταύτην ἡ τῆς οὐσίας. κοινότης συνθήσεται.
Ἀλλ' οὐκ οἶδα πῶς ἐπὶ τὴν τῆς φύσεως ἔνδειξιν τὴν 3,1.14 προσηγορίαν τῆς θεότητος φέρουσιν οἱ πάντα κατασκευάζοντες, ὥσπερ οὐκ ἀκηκοότες παρὰ τῆς θείας
γραφῆς ὅτι χειροτονητὴ φύσις οὐ γίνεται· Μωυσῆς δὲ τῶν Αἰγυπτίων ἐχειροτονήθη θεός, οὕτω πρὸς αὐτὸν εἰπόντος τοῦ χρηματίζοντος ὅτι Θεόν σε δέδωκα τῷ Φαραώ.
οὐκοῦν ἐξουσίας τινὸς εἴτε ἐποπτικῆς εἴτε ἐνεργητικῆς ἔνδειξιν ἡ προσηγορία φέρει, ἡ δὲ θεία φύσις ἐν πᾶσι τοῖς ἐπινοουμένοις ὀνόμασι, καθό ἐστι, μένει ἀσήμαντος, ὡς ὁ ἡμέτερος λόγος. εὐεργέτην γὰρ καὶ κριτήν, ἀγαθόν τε καὶ δίκαιον καὶ ὅσα ἄλλα
τοιαῦτα μαθόντες ἐνεργειῶν διαφορὰς ἐδιδάχθημεν, τοῦ δὲ ἐνεργοῦντος τὴν φύσιν οὐδὲν μᾶλλον διὰ τῆς τῶν ἐνεργειῶν κατανοήσεως ἐπιγνῶναι  δυνάμεθα. ὅταν γὰρ ἀποδιδῷ τις λόγον ἑκάστου τε τούτων τῶν ὀνομάτων καὶ αὐτῆς τῆς φύσεως περὶ ἣν
τὰ ὀνόματα, οὐ τὸν  αὐτὸν  ἀμφοτέρων  ἀποδίδωσι λόγον·  ὧν  δὲ ὁ λόγος  ἕτερος,

τούτων  καὶ ἡ φύσις διάφορος. οὐκοῦν ἄλλο μέν τί ἐστιν ἡ οὐσία ἧς οὔπω λόγος μηνυτὴς ἐξευρέθη, ἑτέρα δὲ τῶν περὶ αὐτὴν ὀνομάτων ἡ σημασία ἐξ ἐνεργείας τινὸς ἢ ἀξίας ὀνομαζομένων. τὸ μὲν οὖν ἐν ταῖς ἐνεργείαις μηδεμίαν εἶναι διαφορὰν ἐκ τῆς τῶν ὀνομάτων κοινωνίας εὑρίσκομεν, τὸ δὲ κοινὸν τῆς φύσεως ἐναργῶς ἀποδέδεικται  διὰ  τῆς  τῶν  ἐνεργειῶν  ταυτότητος  3,1.15 συνιστάμενον.  εἴτε  οὖν ἐνεργείας ὄνομα ἡ θεότης, ὡς μίαν ἐνέργειαν πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος, οὕτω  μίαν  φαμὲν  εἶναι  τὴν  θεότητα· εἴτε  κατὰ τὰς  τῶν  πολλῶν  δόξας φύσεως ἐνδεικτικόν  ἐστι τὸ τῆς θεότητος  ὄνομα, διὰ τὸ μηδεμίαν  εὑρίσκειν ἐν τῇ φύσει παραλλαγὴν  ἐκ τῆς τῶν  ἐνεργειῶν  ταυτότητος  οὐκ ἀπεικότως  μιᾶς θεότητος τὴν ἁγίαν τριάδα διοριζόμεθα. εἰ δέ τις ἀξίας ἐνδεικτικὴν εἶναι τὴν προσηγορίαν ταύτην ὁρίζοιτο, οὐκ οἶδα μὲν τίνι λόγῳ πρὸς τὴν τοιαύτην σημασίαν ἕλκει τὸ ὄνομα· πλὴν ἐπειδὴ πολλῶν  ἐστι τὸ τοιοῦτον λεγόντων  ἀκούειν, ὡς ἂν μηδαμόθεν χώραν κατὰ τῆς ἀληθείας ἡ τῶν ἀντικειμένων  εὑρίσκοι σπουδή, καὶ πρὸς τὴν τοιαύτην ὑπόληψιν συμπεριενεχθέντες τοῖς οὕτω δοξάζουσι φαμὲν ὅτι, κἂν ἀξίαν σημαίνῃ τὸ ὄνομα, καὶ κατὰ τοῦτο κυρίως τῷ ἁγίῳ πνεύματι ἡ προσηγορία ἐφαρμοσθήσεται. πᾶσαν μὲν γὰρ ἀξίαν ἐνδείκνυται τῆς βασιλείας τὸ ὄνομα, Ὁ δὲ θεὸς ἡμῶν, φησί, βασιλεὺς προαιώνιος. ἀλλὰ καὶ τοῦ βασιλέως ὁ υἱὸς ὁ πάντα <τὰ> τοῦ πατρὸς ἔχων καὶ αὐτὸς βασιλεὺς παρὰ τῆς ἁγίας γραφῆς ἀνακηρύττεται, τὸ δὲ πνεῦμα τὸ ἅγιον χρῖσμα τοῦ μονογενοῦς  εἶναί φησιν ἡ θεία γραφὴ ἐκ μεταφορᾶς τῶν τῇδε νενομισμένων  τὴν ἀξίαν  τοῦ  πνεύματος  ἑρμηνεύουσα. ὡς  γὰρ  ἐν  τοῖς  ἀρχαίοις  τοῖς  εἰς  βασιλείαν παραγομένοις  σύμβολον ἦν  τῆς  ἀξίας  ταύτης  τὸ  ἐπαγόμενον  αὐτοῖς  χρῖσμα, οὗ γενομένου τὸ ἀπ' ἐκείνου μετάστασις ἦν ἀπὸ τῆς ἰδιωτικῆς ταπεινότητος ἐπὶ τὴν τῆς δυναστείας ὑπεροχήν, καὶ ἕτερον 3,1.16 μετελάμβανεν ὄνομα μετὰ τὴν χρῖσιν ὁ τῆς χάριτος ταύτης ἠξιωμένος ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου χριστὸς κυρίου ὀνομαζόμενος· διὰ τοῦτο, ὡς ἂν μάλιστα ἡ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἀξία τοῖς ἀνθρώποις παραδειχθείη, σύμβολον βασιλείας καὶ χρῖσμα παρὰ τῆς γραφῆς ὠνομάσθη, διδασκομένων ἡμῶν ὅτι τῆς τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ δόξης καὶ βασιλείας κοινωνεῖ  τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον. ὡς γὰρ ἐν ἀνθρώποις οὐκ ἦν παρελθεῖν εἰς βασιλείαν μὴ προκαθηγησαμένου χρίσματος,  οὕτω  τὴν  ἴσην  ἐνδείκνυται   δύναμιν   ἐκ  μεταφορᾶς  τῶν  παρ'  ἡμῖν ὀνομάτων ὁ λόγος, ὅτι οὐδὲ ἡ τοῦ υἱοῦ βασιλεία δίχα τῆς τοῦ ἁγίου πνεύματος ἀξίας καταλαμβάνεται· διὸ κυρίως χριστὸς λέγεται, τῆς ἀχωρίστου καὶ ἀδιαστάτου πρὸς τὸ ἅγιον  πνεῦμα συναφείας τοῦ ὀνόματος τούτου παρεχομένου  τὴν ἔνδειξιν.  εἰ οὖν χριστὸς μὲν ὁ μονογενὴς  θεός, χρῖσμα δὲ τὸ πνεῦμα  τὸ ἅγιον,  ἡ δὲ τοῦ χριστοῦ προσηγορία τὴν  βασιλικὴν  ἐξουσίαν  ἐνδείκνυται,  σύμβολον  δὲ  τῆς  βασιλείας  ἡ χρῖσις ἐστίν, ἄρα κοινωνεῖ καὶ τῆς ἀξίας τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον. εἰ οὖν φασί τινες τὸ τῆς θεότητος ὄνομα τοῦ ἀξιώματος εἶναι δηλωτικόν, ἀπεφάνθη δὲ κοινωνεῖν  ἐν τούτῳ τὸ  πνεῦμα  τὸ  ἅγιον,  ἄρα τὸ  κοινωνοῦν  τῆς  ἀξίας  κοινωνήσει  πάντως  καὶ  τοῦ παραστατικοῦ ταύτης ὀνόματος.   


Ad Eustathium de sancta trinitate


ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ΠΡΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑ∆ΟΣ

Γιατί εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε στην ιεροσύνη.

$
0
0
Γιατί πιστεύουμε στην ειδική ιεροσύνη. 
Δεύτερη απάντηση στον κο Τομαρά.

  του Στέλιου Μπαφίτη
Η πρώτη απάντηση είναι ΕΔΩ


Σχεδιάγραμμα της απάντησής μας.

Πρόλογος (όπου θα πούμε λίγα λόγια για την ανταπάντηση του κου Τομαρά)

Εισαγωγή (όπου περιγράφουμε τον άξονα όπου θα περιστραφεί η απάντησή μας)

Κύριο μέρος της απάντησής μας (που αποτελείται από 3 ενότητες):

* 1ηενότητα: Η Θεία Ευχαριστία.Με δύο υπό-ενότητες·
α) Η Θεία Ευχαριστία ως αναίμακτη θυσία.
β) Περί της μεταβολής των τιμίων δώρων σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού. Μαρτυρίες- ντοκουμέντα.

* 2ηενότητα:Επίγειο θυσιαστήριο

* 3ηενότητα: Περί της Χριστιανικής Ιεροσύνης.Με δύο υπό-ενότητες·
α) Ειδική Ιεροσύνη
β) Μαρτυρίες- ντοκουμέντα περί ειδικής ιεροσύνης.

Επίλογος (όπου θα πούμε λίγα για το τελικό συμπέρασμα και την αδυναμία του Προτεσταντισμού να φανεί ότι έχει ιστορική συνέχεια από τους αποστόλους).

Χρήσιμες παρατηρήσεις (όπου θα αναλύονται περισσότερο πλάνες του κου Τομαρά).


Πρόλογος

Κατά τον λόγο της Αγίας Γραφής, «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, εξεύρων ότι διεφθάρη ο τοιούτος και αμαρτάνει, ων αυτοκατάκριτος»(Τίτος, γ 10-11). 

Κατόπιν τούτου, το παρόν άρθρο αποτελεί την δεύτερη και τελευταία απάντηση από πλευράς μας στον κο Τομαρά περί της ειδικής ιεροσύνης.Αν οι ερμηνείες του κ. Τομαρά είναι ορθές, τότε θα πρέπει να συμφωνούν με αυτές των πρώτων χριστιανών, οι οποίοι παρέλαβαν την πίστη από τους ίδιους τους αποστόλους ή από διαδόχους τους, κατά το γεγραμμένο «όσα ήκουσας παρ' εμού διά πολλών μαρτύρων, ταύτα παράδος εις πιστούς ανθρώπους, οίτινες θέλουσιν είσθαι ικανοί και άλλους να διδάξωσι»(Β’ Τιμοθέου, β 2). 

Αν όμως ο κ. Τομαράς διαφωνεί με την αρχαία Εκκλησία, ας προσέξει μήπως γίνεται αίτιος της προσωπικής του απώλειας αλλά και των συνανθρώπων του, οδηγώντας τους σε πλάνες,προσθέτοντας άλλη μια αιρετική ερμηνεία στις χιλιάδες του Προτεσταντισμού. Αυτό βεβαίως το απευχόμεθα αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους προειδοποιητικούς και συνάμα βαρυσήμαντους λόγους του κορυφαίου των αποστόλων, του απ. Πέτρου, για όσους διαστρεβλώνουν τας γραφάς, «μεταξύ των οποίων είναι τινά δυσνόητα, τα οποία οι αμαθείς και αστήρικτοι στρεβλόνουσιν, ως και τας λοιπάς γραφάς προς την ιδίαν αυτών απώλειαν»(Β Πέτρου, γ 16). 

Όπως διαπιστώσαμε μετά λύπης, ο κος Τομαράς πέρα από την Αγία Γραφή, παρερμηνεύει επίσης και πρωτοχριστιανικά κείμενα, κάνοντας εκτενείς αναλύσεις αυτών όχι αντικειμενικά και με βάση τα ίδια τα κείμενα ή με παραπλήσια της ίδιας περιόδου, αλλά με βάση την δική του υποκειμενική «βαττολογία», επιδιώκοντας να πει κάτι άλλο από αυτό που λένε τόσο καθαρά και που προφανώς δεν εξυπηρετούν τις αιρετικές του θέσεις. 

Κάνει επιλεκτική χρήση των πατερικών χωρίων, άλλοτε λέγοντας ότι μιλούν «μεταφορικά» και άλλοτε ότι είναι επηρεασμένοι από ιουδαϊκά στοιχεία, αναλόγως τι τον εξυπηρετεί, ενώ για πατέρες που εκφράζουν την πίστη της εκκλησίας ισχυρίζεται ότι είναι λανθασμένες οι απόψεις τους. Μπλέκει επίσης και θέματα ΑΣΧΕΤΑ με το υπό συζήτηση θέμα που είναι η «ειδική ιεροσύνη», τα οποία είναι απαντημένα από τις ορθόδοξες απολογητικές σελίδες. Για αυτά, θα κάνουμε λόγο στο τέλος, σε ειδική extraενότητα «Χρήσιμες Παρατηρήσεις». Επίσης, εκεί θα γραφτούν εκτενέστερα οι διάφορες άλλες παρανοήσεις του κου Τομαρά. 

Όπως επίσης και όλες οι διαστρεβλώσεις του στα αγιογραφικά χωρία, με την διαφορά ότι εδώ θα σχολιάσουμε μέρος αυτών ενδεικτικά μόνο και μόνο για να φανεί η δολιότητα αυτού του ανθρώπου, καθώς εάν θέλαμε να γράψουμε για όλα αναλυτικά τα χωρία που χρησιμοποιεί, θα έπρεπε να γράφαμε ολόκληρο βιβλίο! Το να αναλυθούν όλα τα λάθη του, τα οποία ταυτόχρονα είναι λάθη και του όλου Προτεσταντικού οικοδομήματος, σαφώς δεν μπορεί να γίνει με μια απλή εργασία όπως η παρούσα, και από έναν άνθρωπο μη ειδικό, όπως εγώ. Για όλα αυτά, υπάρχουν ειδικές πανεπιστημιακές μελέτες και διδακτορικές διατριβές.



Εισαγωγή

Στο κύριο μέρος του άρθρου μας, θα προσπαθήσουμε να συνδέσουμε αγιογραφικά –με βάση την ερμηνεία των Χριστιανών διαχρονικά- τρείς έννοιες που αλληλό-προϋποθέτονται και που δεν υπάρχουν στον Προτεσταντισμό και στις ομάδες που έχουν τις καταβολές τους από αυτόν· την ειδική ιεροσύνη, το θυσιαστήριο το επίγειο (πέρα του ουράνιου), και την Θεία Ευχαριστία που έχει χαρακτήρα θυσίας, απαντώντας ουσιαστικά στην καρδιά της επιχειρηματολογίας του κου Τομαρά. 

Ο άξονας που θα κινηθούμε είναι: 

Η θεία Ευχαριστία (ως αναίμακτη θυσία) -θυσιαστήριο (επάνω στο οποίο τελείται η θυσία)- και ιερέας (που την τελεί), διότι το ένα προϋποθέτει το άλλο. Η θυσία προϋποθέτει θυσιαστήριο, και το θυσιαστήριο ιερέα. Θα τα δούμε από την Αγία Γραφή σε συνδυασμό με την πολύτιμη μαρτυρία της αρχαίας Εκκλησίας. Πώς πίστευε η αρχαία Εκκλησία, Ορθόδοξα ή Προτεσταντικά; Έχουν τόπο οι Προτεσταντικές διδασκαλίες στην πίστη των πρώτων Χριστιανών; Η απάντηση, όπως θα τεκμηριώσουμε παρακάτω, είναι ένα ηχηρό «όχι». Αν η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει λάθος, τότε λάθος πίστευε η Εκκλησία εξ αρχής!


1 (α). Η Θεία Ευχαριστία ως αναίμακτη θυσία.

Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που παρέδωσε ο Χριστός στο τελευταίο Του δείπνο με τους μαθητές (εξ ου και «Μυστικός Δείπνος»), έχει χαρακτήρα θυσίας. Διότι ο Χριστός μιλάει για «Σώμα» και «Αίμα». Ο ίδιος είπε· «λαβετε φαγετε τουτο εστιν το σωμα μου», «πιετε εξ αυτου παντες τουτο γαρ εστιν το αιμα μου το της καινης διαθηκης το περι πολλων εκχυνομενον εις αφεσιν αμαρτιων» (Ματθαίος, κστ 26-28). Ο Π. Τρεμπέλας, στο Υπόμνημά του «Εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», αναφέρει ορισμένες μαρτυρίες από αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο η αρχαία εκκλησία κατανοούσε τις παραπάνω φράσεις του Χριστού. Αναφέρει· «Δεικτικώς είπε, τούτο μου εστί το σώμα και τούτο μου εστί το αίμα, ίνα μη νομίσεις τύπον είναι τα φαινόμενα, αλλά δια τινός αρρήτου του πάντα ισχύοντος Θεού μεταποιείσθαι εις σώμα και αίμα Χριστού κατά το αληθές τα παρενηνεγμένα» (Κύριλλος Αλεξανδρείας)… «Ου γαρ είπε, τούτο εστίν αντίτυπον, αλλά τούτο εστί το σώμα μου, αρρήτω γαρ ενεργεία μεταποιείται, καν φαίνηται ημίν άρτος (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας)»(σελ. 461). Το «τούτο εστί», η αρχαία εκκλησία το αντιλαμβάνονταν όχι ως «σύμβολα» ούτε ως «δια της πίστεως», όπως παρερμηνεύουν οι Προτεστάντες, αλλά ως πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού, ακριβώς αυτό που λένε και οι λέξεις δηλαδή. Παρακάτω, θα αναφέρουμε και άλλες τέτοιες πατερικές αναφορές, ενώ στο τέλος, στις «Χρήσιμες Παρατηρήσεις», θα διευκρινίσουμε πότε χρησιμοποιούνται στην Πατερική Γραμματεία οι λέξεις «τύποι» και «αντίτυπα» απαντώντας και αναιρώντας ότι δήθεν υπήρξαν συγγραφείς (πλην αιρετικών) που δεν δέχονταν την μεταβολή.

Με την φράση «τούτο εστί», δηλώνεται σαφώς από το στόμα του Χριστού ότι πρόκειται περί του πραγματικού Σώματος και Αίματος Του. Σε άλλο σημείο, ο Χριστός μιλάει πάλι για το Σώμα Του που τρώγεται αληθώς και το Αίμα Του που πίνεται αληθώς, και ότι αυτό θα δώσει στον πιστό την δυνατότητα να λάβει μέρος στην ανάσταση της ζωής. Όπως η ανάσταση που θα γίνει θα είναι πραγματική, έτσι και το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που τρώγεται είναι πραγματικό. «αμην αμην λεγω υμιν εαν μη φαγητε την σαρκα του υιου του ανθρωπου και πιητε αυτου το αιμα ουκ εχετε ζωην εν εαυτοις ο τρωγων μου την σαρκα και πινων μου το αιμα εχει ζωην αιωνιον καγω αναστησω αυτον εν τη εσχατη ημερα η γαρ σαρξ μου αληθως εστιν βρωσις και το αιμα μου αληθως εστιν ποσις ο τρωγων μου την σαρκα και πινων μου το αιμα εν εμοι μενει καγω εν αυτω»(Ιωάννης, στ 53- 56).  Οι ακροατές Του, από την συγκεκριμένη ομιλία, κατάλαβαν ότι θα έπρεπε να φάνε την σάρκα Του και να πιουν το αίμα Του, και για αυτό «σκανδαλίστηκαν». Και όμως, ορθώς κατάλαβαν, για αυτό και ο Χριστός δεν τους διορθώνει. Ο Χρυσόστομος ερμηνεύει σε αυτά τα λόγια του Χριστού· «πιστώσασθαι αυτούς περί των ειρημένων, ώστε μη νομίζειν αίνιγμα είναι το ειρημένον και παραβολήν, αλλ’ ειδέναι ότι πάντως φαγείν το σώμα’’. Δηλαδή, «θέλει να τους κάμει να πιστεύσουν εις τα λόγια του, ώστε να μην νομίζουν ότι αυτά είναι αίνιγμα και παραβολή, αλλ’ ότι πρέπει να ξεύρουν, ότι θα φάγουν το σώμα του οπωσδήποτε»(ΜΖ’ ομιλία εις το Κατά Ιωάννην). Ώστε, δεν τα λέει μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Αυτό που δεν έμαθαν διότι δεν έμειναν κοντά στον Χριστό αλλά έφυγαν, είναι ότι θα έτρωγαν το αληθινό Σώμα και Αίμα του Χριστού στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

Μάλιστα λέει «αληθώς, αληθώς σας λέγω». Αυτό που λέει παρακάτω ο Χριστός και που παρερμηνεύουν οι αιρετικοί, «το πνευμα εστιν το ζωοποιουν η σαρξ ουκ ωφελει ουδεν τα ρηματα α εγω λαλω υμιν πνευμα εστιν και ζωη εστιν»(Ιωάννης, στ 63), δεν το λέει για να πει ότι μιλάει δήθεν μεταφορικά για το Σώμα και το Αίμα Του (πως άλλωστε αφού λέει «η γαρ σαρξ μου αληθως εστιν βρωσις και το αιμα μου αληθως εστιν ποσις»;), αλλά ότι δεν θα πρέπει να Τον δουν ως τον γιό του Ιωσήφ και ως άνθρωπο, αλλά ως Υιό του Θεού που κατέβηκε από τον ουρανό και θα ανεβεί εκεί πάλι. Ο Χρυσόστομος αυτήν την ερμηνεία δίνει· «Πνευματικώς δει τα περί εμού ακούειν, ο γαρ σαρκικώς ακούσας, ουδέν απώνατο, ούτε χρηστόν τι απέλαυσε. Σαρκικόν δε ην το αμφισβητείν πως εκ του ουρανού καταβέβηκε»,δηλαδή «Όσα λέγονται  περί εμού πρέπει να τα λαμβάνετε πνευματικώς. Διότι εκείνος που τα ακούει σαρκικώς, ούτε ωφελήθη , ούτε απήλαυσεν κάτι καλόν. Ήτο δε σαρκικόν το να αμφιβάλουν ότι κατέβηκεν από τον ουρανόν»(Ομιλία ΜΖ’ εις το Κατά Ιωάννην). Και για αυτό πολλοί στράφηκαν πίσω.

Το ότι η Θεία Ευχαριστία είναι και ανάμνηση, δεν αναιρεί ότι είναι και θυσία, διότι και οι Εβραίοι στην Παλαιά Διαθήκη έσφαζαν αμνό για να θυμούνται την Έξοδό τους από την Αίγυπτο, κάτι το οποίο προτυπώνει τον Ιησού που είναι ο αμνός του Θεού που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου. Για αυτούς ήταν και ανάμνηση και λατρεία. «και εσται η ημερα υμιν αυτη μνημοσυνον και εορτασετε αυτην εορτην Κυριω εις πασας τας γενεας υμων νομιμον αιωνιον εορτασετε αυτην» (Έξοδος, ιβ 14). «φυλαξεσθε το ρημα τουτο νομιμον σεαυτω και τοις υιοις σου εως αιωνος εαν δε εισελθητε εις την γην ην αν δω Κυριος υμιν καθοτι ελαλησεν φυλαξεσθε την λατρειαν ταυτην»(Έξοδος, ιβ 24-25). Το ίδιο και για μας. Η Θεία Ευχαριστία είναι και ανάμνηση και λατρεία. Ο απ. Παύλος, σε πραγματικό Σώμα και πραγματικό Αίμα Χριστού αναφέρεται όταν λέει ότι κάποιοι Κορίνθιοι δεν τα διέκριναν, πήγαιναν αναξίως, και αρρώσταιναν (ακόμα και πέθαιναν) αρκετοί. «ο γαρ εσθιων και πινων αναξιως κριμα εαυτω εσθιει και πινει μη διακρινων το σωμα του Κυριου δια τουτο εν υμιν πολλοι ασθενεις και αρρωστοι και κοιμωνται ικανοι» (Α Κορινθίους, ια 29-30). Ο Π. Τρεμπέλας, στο Υπόμνημά του «Εις τας επιστολάς της Καινής Διαθήκης», Α’ Τόμος, γράφει σχετικά·«Μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου από τα άλλα πράγματα και τροφάς και ως κοινήν τινά τροφήν λαμβάνων αυτό… «Μη εννοών, ότι σώμα εστί δεσποτικόν· σώμα φρίκης γέμον» [Ζιγαβηνός], (σελ. 359).

Η Θεία Ευχαριστία προφητεύεται ως «θυσία» ήδη από την Παλαιά Διαθήκη.
Ο προφήτης Μαλαχίας προφητεύει· «Διότι από ανατολών ηλίου έως δυσμών αυτού το όνομά μου θέλει είσθαι μέγα μεταξύ των εθνών, και εν παντί τόπω θέλει προσφέρεσθαι θυμίαμα εις το όνομά μου και θυσία καθαρά· διότι μέγα θέλει είσθαι το όνομά μου μεταξύ των εθνών, λέγει ο Κύριος των δυνάμεων»(α 11).

Μήπως είναι δική μας αυθαίρετη ερμηνεία; Όχι. Οι πρώτοι Χριστιανοί έτσι κατανοούσαν το χωρίο του Μαλαχία και έτσι έπρατταν, όπως φαίνεται από το πρωτοχριστιανικό σύγγραμμα «Διδαχή των Αποστόλων», που γράφτηκε περίπου το 100 μ Χ. Η αξία του συγγράμματος αυτού, όχι τόσο από δογματικής πλευράς όσο από πλευράς πληροφοριών της πρακτικής των πρώτων Χριστιανών, είναι ανυπολόγιστη. Λέγοντας ότι δεν έχει μεγάλη «δογματική αξία», εννοούμε ότι δεν κάνει αναλύσεις στην Χριστολογία ή την Πνευματολογία, ή ότι δεν περιέχει βαθειά θεολογία, όπως συμβαίνει με άλλα Πατερικά συγγράμματα. Η αξία του έγκειται στο ότι είναι ένα παλαιοχριστιανικό σύγγραμμα και στο ότι μας σκιαγραφεί την μεταποστολική Εκκλησία στα τέλη του πρώτου αιώνα και αρχές του δεύτερου. Ο κος Τομαράς, αφού παρερμηνεύει (και) την Διδαχή των Αποστόλων, φτάνει στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η Διδαχή, επειδή δεν αναφέρει το νηπιοβάπτισμα, ότι το αγνοεί δήθεν. Σε αυτόν τον αστείο ισχυρισμό απαντάμε στο τέλος, στις «Χρήσιμες Παρατηρήσεις» όπου αποδεικνύεται ότι το νηπιοβάπτισμα ήταν αποδεκτό και ας μην αναφέρεται στο βιβλίο της Διδαχής (παρατήρηση 3). 

Ο καθηγητής Χ. Κρικώνης,αναφέρει για την Διδαχή των Αποστόλων·«Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες συλλογές του είδους αυτού, της οποίας ο συντάκτης μας είναι άγνωστος, όπως άγνωστος είναι και ο ακριβής χρόνος και τόπος συντάξεως αυτής. Το κείμενο ανακάλυψε το 1883 ο μητροπολίτης Φιλόθεος Βρυέννιος σε κώδικα του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη. Προκάλεσε τότε μεγάλη εντύπωση, γιατί το υλικό του προσφέρει μια ενδιαφέρουσα εικόνα της μεταποστολικής Εκκλησίας και με τις πληροφορίες του διαφωτίζει αρκετά θέματα της εσωτερικής ζωής της[…] Χρόνος τελικής συντάξεως του έργου θεωρείται το 100-110 μ Χ περίπου και πιθανός τόπος συντάξεως του, κατά την γνώμη των περισσοτέρων ερμηνευτών, θεωρείται η Συρία…»(Αποστολικοί Πατέρες, Χ. Κρικώνης, Τόμος Α, σελ 13).  

Ο Β. Στεφανίδης,αναφερόμενος επίσης στην σπουδαιότητα του εν λόγω συγγράμματος, αναφέρει· «Εκ μιας των μνημονευθεισών Εκκλησιών της Ανατολής προέρχεται και η Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων, πολύτιμος δια τας πληροφορίας περί της διοργανώσεως και της λατρείας της αρχαίας Εκκλησίας»(Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 59).

Αλλά και ο καθηγητής Βλ. Φειδάς,αναφερόμενος στην σπουδαιότητα του συγγράμματος, αναφέρει: «Την κατάσταση όμως της πρώιμης μεταποστολικής εποχής αποτυπώνει πληρέστερα η Διδαχή»
(Εκκλησιαστική Ιστορία, Ά Τόμος, σελ. 72).

Το χωρίο λοιπόν, έχει ως εξής·«Κατά Κυριακήν δε Κυρίου συναχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα υμών, όπως καθαρά η θυσία υμών πας δε έχων την αμφιβολίαν μετά του εταίρου αυτού μη συνελθέτω υμίν, έως ου διαλλαγώσιν, ίνα μη κοινωθή η θυσία υμών. αύτη γαρ εστιν η ρηθείσα υπό Κυρίου· Εν παντί τόπω και χρόνω προσφέρειν μοι θυσίαν καθαράν. ότι βασιλεύς μέγας ειμί, λέγει κύριος, και το όνομά μου θαυμαστόν εν τοις έθνεσι» (Κεφ. 14, ΒΕΠΕΣ 2, 220).

Καμία σχέση με τους ισχυρισμούς του κου Τομαρά ότι το χωρίο του Μαλαχία αναφέρεται σε μια δήθεν επίγεια χιλιετή βασιλεία κατά γράμμα, όπως θα ήθελε. Η χιλιετής βασιλεία, είναι μεταφορικά η χριστιανική εποχή. (Βλ. «Χρήσιμες Παρατηρήσεις», παρατήρηση 8). Συνεπώς, για μας είναι αυτά τα χωρία. 

Ο κος Τομαράς όμως έχει λόγο να τα αρνείται και να τα μεταθέτει σε μια μελλοντική δήθεν επίγεια βασιλεία. Γιατί, αν τα δεχτεί, θα πρέπει να αναιρέσει μόνος του ολόκληρο το άρθρο του. Η «Κλάση του άρτου» συνδέεται με την Ευχαριστία, καλείται επίσης και «θυσία», και συνδέεται με την προφητεία του Μαλαχία. 

Το κείμενο ολόκληρο μπορείτε να το βρείτε εδώ... http://www.oodegr.com/oode/pateres1/prwtoxristianika/didaxi_apost_keimeno.htm

Επομένως, ως Θυσία κατανοούνταν από τους αρχαίους Χριστιανούς.«…ει και πραγματικήν εστίν η εν τω μυστηρίω θυσία του σώματος του Κυρίου, αλλά και πνευματική εστίν αυτή, τουτέστιν μυστική, αόρατος και υπέρ την αίσθησιν· όθεν και θυσία καλείται αναίμακτος»
(Ν. Σκρέττας, Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας, σελ. 87).

Έτσι το παρέδωσαν οι απόστολοι, έτσι το παρέλαβε η αμέσως επόμενη γενιά μετά τους Αποστόλους και έτσι διατηρήθηκε δια μέσου των αιώνων ως σήμερα.

Για παράδειγμα, ο Χρυσόστομος (4οςαιώνας) ομιλεί ταυτόχρονα για τράπεζα και θυσία, όταν γράφει· «διόρθου τα πλημμελήματα και ούτω , μετά καθαρού του συνειδότος, της ιεράς άπτου τραπέζης και της αγίας μέτεχε θυσίας»
(6ηομιλία περί νηστείας).

Αλλά και τα αρχαία τροπάρια, το ίδιο πράγμα εκφράζουν.
«…στο πρώτο τροπάριο της θ’ ωδής, καταγράφεται η προσμονή μετοχής στη θυσία του αμώμου αμνού Χριστού· «…ο Κύριος δι ημάς…άπαξ εαυτόν τε προσάξας, ως προσφοράν, Πατρί τω ιδίω, αεί σφαγιάζεται αγιάζων τους μετέχοντας». Η προσφορά της θυσίας και ο θάνατος του αμνού του Θεού έγινε «άπαξ» επί του σταυρού του Γολγοθά. Η αναίμακτη σφαγή όμως της ευχαριστιακής προσφοράς (δια της κλάσεως του αγίου άρτου) επαναλαμβάνεται διαρκώς, ώστε ο Κύριος να αγιάζει διαρκώς εκείνους που συνεχώς μετέχουν»
(Η Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας, Ν. Σκρέττα, σελ. 193).

Ο Συμεών Θεσσαλονίκης που έζησε κατά τον 15οαιώνα, στο «Περί ιεροσύνης», εξηγεί ότιη φράση «το σώμα μου το υπέρ ημών κλώμενον», δείχνει ότι το Σώμα θυσιάζεται εις το διηνεκές. Επίσης, η φράση «τούτο εστί το αίμα μου, το υπέρ ημών εκχυνόμενον», δείχνει ότι χύνεται πάντοτε. Και αυτά αναφέρονται στην Θεία Ευχαριστία. Μετέχοντας σε αυτήν, μετέχουμε της θυσίας του Χριστού και γινόμαστε ένα μαζί Του, όπως ο ίδιος είπε· «ο τρώγων μου την σάρκα και πίων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», πραγματικά και οντολογικά.

«Και τι άλλο μείζον έργον τούτου, όπερ εστί Χριστού ανάμνησις, το σφαγήναι τούτον υπέρ ημών και διηνεκώς θύεσθαι. Τούτο γαρ εστίν, έφη, το σώμα μου το υπέρ υμών κλώμενον, τουτέστι αεί. Και τούτο εστί το αίμα μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον, ούχ άπαξ εκχυθέν, αλλά πάντοτε δηλονότι. Ουδέν άρα ταύτης της θυσίας επωφελέστερον ημιν και Θεώ προσφιλέστερον…ινα ωσίν εν, καθώς ημείς φησίν. Ότι δια τούτου εν γινόμεθα μετ’ αυτού, αυτός μαρτυρεί. Ο τρώγων μου, φησί, την σάρκα και πίων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ»(PG 155, 969 A-B).

Η Εκκλησία λέει το ίδιο τόσο στον πρώτο αποστολικό αιώνα, όσο και στον δεύτερο, στον τέταρτο, ακόμα και στον 15ο, όπως και στο σήμερα! Δογματική συνέπεια μόνο στην Ορθοδοξία θα βρει κάποιος.


1 (β). Περί της μεταβολής των τιμίων δώρων.

Στο σημείο αυτό, και κλείνοντας το θέμα «Η Θ. Ευχαριστία ως θυσία», θα ήταν μεγάλη παράληψη αν δεν αναφέραμε ότι η Εκκλησία εξ αρχής πίστευε στην μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Για αυτόν τον λόγο και ως ατράνταχτες αποδείξεις, θα φέρουμε χωρία πάλι από πρωτοχριστιανικά συγγράμματα.

Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (107 μ Χ).
Κατά τον πατρολόγο Στ. Παπαδόπουλο, «ο θεοφόρος Ιγνάτιος είναι ο πρώτος Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, όπως είναι και ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους αποστόλους» (Α’ τόμος Πατρολογίας, σελ. 173). Ενώ, «η θεολογία του Ιγνατίου, που φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου έργου, είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας» (ίδιο έργο, σελ. 174).

«Ευχαριστίας και προσευχής απέχονται, δια το μη ομολογείν την ευχαριστίαν σάρκα είναι του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού»(Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Σμυρναίους, VII 1 – Αποστολικοί Πατέρες Άπαντα τα έργα, τόμος 4, Π. Παπαευαγγέλου, διδάκτορας Θεολογίας). 

Οι αιρετικοί Γνωστικοί,αρνούμενοι την ενανθρώπιση του Λόγου, αρνούνταν επίσης ότι η Ευχαριστία είναι σάρκα του Χριστού. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος, «στη θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού φθάνει ο Ιγνάτιος, αντιμετωπίζοντας τις δοκητικές αντιλήψεις, που είχαν εισχωρήσει σε κύκλους εκκλησιαστικούς και που σύμφωνα με τις οποίες ο Χριστός έπαθε φαινομενικά μόνο. Η πραγματικότης του πάθους και της αναστάσεως του Κυρίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση της πραγματικής παρουσίας αυτού στην Ευχαριστία». (Α’ τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 175).

Οι αιρετικοί Προτεστάντες όμως δεν δέχονται ότι η ευχαριστία τους είναι πραγματικά σώμα και αίμα Χριστού, αλλά (στην καλύτερη περίπτωση) ότι είναι «δια της πίστεως». Όμως, ο άγιος Ιγνάτιος δεν λέει κάτι τέτοιο, ούτε κατά διάνοια.

Ιουστίνος ο Μάρτυρας (β’ μεταποστολικός αιώνας).
Ο Στ. Παπαδόπουλος αναφέρει για τον Ιουστίνο σε γενικές γραμμές , «είναι και θέλει να είναι πάντοτε κατηχητής ή μάλλον διδάσκαλος της Εκκλησίας»(Ά τόμος πατρολογίας, σελ. 233). Επίσης, «οι προϋποθέσεις της σκέψης του είναι η Εκκλησία και η Γραφή της» (ίδιο έργο, σελ. 233).

 «…ου γαρ ως κοινόν άρτον, ουδέ ως κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν[…] ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι’  ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι». (Ιουστίνος ο Μάρτυς, Α’ Απολογία, PG 6, 428C- 429A).

Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, από πολύ νωρίς χρησιμοποιεί την λέξη «μεταβολήν». Μάλιστα, δείχνει ότι αυτό δεν ήταν δική του θεωρία, αλλά χρησιμοποιεί και την λέξη «εδιδάχθημεν», δηλώνοντας ότι είναι πίστη της Εκκλησίας. Δεν είναι λοιπόν απλά ψωμί και κρασί, αλλά το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Όπως ο Σωτήρας έλαβε αληθινή σάρκα και αίμα για την σωτηρία μας, έτσι και η ευχαριστηθείσα τροφή δια της ευχής είναι αληθινό Σώμα και Αίμα Χριστού. Ο Ιουστίνος ο μάρτυς είναι υπέρ αρκετός να διασύρει τις κουτοπονηριές του κου Τομαρά που έγραψε ως δήθεν ανταπάντηση.


Άγιος Ειρηναίος της Λυών (β' μεταποστολικός αιώνας).

Κατά τον πατρολόγο Στ. Παπαδόπουλο, ο Ειρηναίος χαρακτηρίζεται ως «μεγάλος θεολόγος της παραδόσεως» (Ά τόμος πατρολογίας, σελ. 294). Αποτελεί έναν από τους «γνησιώτερους και σημαντικώτερους θεολογικούς σταθμούς στην πορεία της Παραδόσεως των δύο πρώτων μεταποστολικών αιώνων»(ίδιο έργο, σελ. 294).

«και προσλαμβανόμενα τον λόγο του Θεού ευχαριστία γίνεται, όπερ εστί σώμα και αίμα Χριστού» (Άγιος Ειρηναίος, 5οβιβλίο «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως», ΒΕΠΕΣ 5, Σελ. 160-161).

Αναφέρει καθαρά ότι η Ευχαριστία είναι σώμα και αίμα Χριστού, αφού προσλαμβάνουν τον λόγο του Θεού. Μάλιστα, λέει «γίνεται», που φανερώνει ΜΕΤΑΒΟΛΗ. Επίσης, η «ευχαριστία» είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού.

Υπάρχει όμως ένα ακόμα χωρίο το οποίο βρήκαν οι αιρετικοί από τον άγιο Ειρηναίο, και το διαστρέφουν, λέγοντας δήθεν ότι ο άγιος δεν πίστευε ότι άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας είναι αληθινό Σώμα και Αίμα Χριστού.

Τι χωρία βρήκαν, και πως αυτά εξηγούνται; Ας δούμε:

«Διότι η προσφορά της Ευχαριστίας ουκ εστί σαρκική, αλλά πνευματική και εν τούτω καθαρά. Προσφέρομεν γαρ τω Θεώ τον άρτο και το ποτήριον της ευλογίας ευχαριστούντες αυτώ, ότι τη γη εκέλευσεν εκφύσαι τους καρπούς τούτους εις τροφήν ημετέραν, και ενταύθα την προσφοράν τελέσαντες εκκαλούμεν το Πνεύμα το άγιον, όπως αποφήνη την θυσίαν ταύτην και τον άρτον σώμα του Χριστού και το ποτήριον το αίμα του Χριστού, ίνα μεταλαβόντες τούτων των αντιτύπων, εις αφέσεως των αμαρτιών και της ζωής της αιωνίου τύχωσιν. Οι ουν ταύτας τας προσφοράς εν τη αναμνήσει του Κυρίου άγοντες, ου τοις των Ιουδαίων δόγμασι προσέρχονται, αλλά πνευματικώς λειτουργούντες της σοφίας υιοί κληθήσονται» (ΒΕΠΕΣ, τόμος 5ος, σελ. 183).

Ας το δούμε κομμάτι κομμάτι·

«Διότι η προσφορά της Ευχαριστίας ουκ εστί σαρκική, αλλά πνευματική και εν τούτω καθαρά. Προσφέρομεν γαρ τω Θεώ τον άρτο και το ποτήριον της ευλογίας ευχαριστούντες αυτώ, ότι τη γη εκέλευσεν εκφύσαι τους καρπούς τούτους εις τροφήν ημετέραν».

Εδώ, λέει ο Ειρηναίος ότι η προσφορά είναι πνευματική και όχι σαρκική, διότι ναι μεν προσφέρουμε στον Θεό («Προσφέρομεν γαρ τω Θεώ») τον άρτο και το ποτήριον, αλλά δεν μένουμε σε αυτά μόνο. Κάτι πνευματικό περιμένουμε μετά την επίκληση του Θεού, το οποίο αναφέρει παρακάτω. Μέχρι εδώ, μιλάει για πριν τον καθαγιασμό, πριν την μεταβολή. Σημαντικό στοιχείο αυτό στο οποίο σκαλώνουν όσοι δεν γνωρίζουν την ορθόδοξη πίστη και πάνε να ερμηνεύσουν πατέρες! Επίσης, και σε αυτό το σημείο, διαψεύδεται ο κος Τομαράς που αρνείται την προσφορά άρτου και οίνου ως θυσία («την θυσία ταύτην») των χριστιανών.

«Από τον γ’ ήδη αιώνα, κατά την μαρτυρία της Καθολικής διδασκαλίας των Δώδεκα Αποστόλων και αγίων μαθητών του Σωτήρος ημών, τα προσφερόμενα δώρα ονομάζονται «αντίτυπον του βασιλείου σώματος του Χριστού». Η ίδια διατύπωση περίπου επαναλαμβάνεται στην μετά τους λόγους της συστάσεως συνέχεια της ευχής της αναφοράς του Μ. Βασιλείου· «και προθέντες τα αντίτυπα του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού σου, σου δεόμεθα…». Παράλληλες εκφράσεις ανιχνεύονται στον Ευστάθιο Αντιοχείας, τον Μακάριο Αιγύπτιο, τον Ευτύχιο Κων/πόλεως, τον Συμεών Θεσ/νίκης, τον Μάρκο τον Ευγενκό, τον Επιφάνιο Κύπρου. Ο όρος «αντίτυπα» λοιπόν είναι εμφανώς δηλωτικός της συμβολικής σημασίας που προσλαμβάνουν τα τίμια δώρα προ του καθαγιασμού τους. […]. Μετά λοιπόν τον δια του αγίου Πνεύματος καθαγιασμό τους, τα δώρα παύουν να είναι «αντίτυπα» και γίνονται ο ίδιος ο Χριστός…»

(Ν. Σκρέττας, «Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά την διδασκαλία των Κολλυβάδων).

Και συνεχίζει ο άγιος Ειρηναίος:
«…και ενταύθα την προσφοράν τελέσαντες εκκαλούμεν το Πνεύμα το άγιον, όπως αποφήνη την θυσίαν ταύτην και τον άρτον σώμα του Χριστού και το ποτήριον το αίμα του Χριστού…».

Αφού λοιπόν τελέσαμε την προσφορά άρτου και οίνου (όπως κάνουμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία), γίνεται επίκληση στο Άγιο Πνεύμα «όπως αποφήνη την θυσίαν ταύτην». Όπως εξηγεί ο Ν. Σκρέττας στο ογκωδέστατο βιβλίο του «Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας», ο όρος «απόφανσις» («όπως αποφήνη την θυσίαν ταύτην και τον άρτον σώμα του Χριστού και το ποτήριον το αίμα του Χριστού», κατά τον Ειρηναίο),«[…]σημαίνει μεταβολή σε κάτι που πιο πριν δεν υπήρχε».(σελ. 62).

Εάν δεν υπήρχε μεταβολή, δεν θα χρειάζονταν η επίκληση του Αγίου Πνεύματος «όπως αποφήνη την θυσίαν ταύτην», όπως δηλαδή μεταβάλει το άρτο και τον οίνο (του ποτηρίου).

«…ίνα μεταλαβόντες τούτων των αντιτύπων, εις αφέσεως των αμαρτιών και της ζωής της αιωνίου τύχωσιν».

Η λέξη «αντίτυπα», δεν έχει την έννοια του συμβόλου, αφού παραπάνω μίλησε ο Ειρηναίος για μεταβολή μετά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Εδώ, η λέξη έχει την έννοια ότι τώρα με αυτά μετέχουμε του Χριστού, αλλά τότε (στην βασίλεια του Θεού) θα μετέχουμε μόνο με την θέα του Θεού. (Ν. Σκρέττας, «Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας», σελ. 290- 294).

Μάλιστα, ο Ειρηναίος λέει καθαρά ότι μεταλαμβάνοντας από αυτά, αποκτούμε άφεση αμαρτιών και την αιώνια ζωή. Αυτά δεν τα κάνουν τα σύμβολα, ούτε τα αντίτυπα (όπως εννόησε αυθαίρετα ο κος Τομαράς την λέξη), ούτε όταν αυτά λαμβάνονται απλά «δια της πίστεως».

Ο άγιος Νικόδημος διασαφηνίζοντας τα πράγματα, αναφέρει·«Όθεν και μερικοί Πατέρες είπον αντίτυπον του Σώματος και Αίματος του Κυρίου την θείαν Ευχαριστίαν μετά τον αγιασμόν, προ τα εν τω μέλλοντι αιώνι γυμνώς και τρανώς αποκαλυφθησόμενα πράγματα αυτήν συγκρίνοντες, κεκαλύμμένη ούσα υπό τα συμβεβηκότα του άρτου και οίνου, καθώς ερμηνεύει ο άγιος Μάξιμος».

Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (313-387 μ Χ)

Ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος χαρακτηρίζει τον άγιο Κύριλλο ως «κατηχητή» (Β’ τόμος της πατρολογίας, σελ. 482), του οποίου το έργο και η δράση«ερμηνεύονται από το έντονο ενδιαφέρον του για την κατήχηση των πιστών και την ανάγκη επιβιώσεως στον εκκλησιαστικό χώρο»(ίδιο έργο, σελ. 482). Ακόμα, «Ο ρεαλισμός της θείας Ευχαριστίας είναι εξαιρετικά έντονος στην σκέψη και την θεολογία του Κυρίλλου. Πρώτος αυτός περιγράφει τόσο αναλυτικά την μεταβολή του κοινού άρτου και του κοινού οίνου σε σώμα και αίμα Κυρίου, εκκινώντας από τα σχετικά βιβλικά χωρία».

Ο πατρολόγος Π. Χρήστου, αναφέρει για τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων· «Ο Κύριλλος υπήρξε ο πλέον διακεκριμένος επίσκοπος Ιεροσολύμων κατ’ αυτήν την περίοδον, τα δε συγγράμματα του τον τοποθετούν εις την πρώτην σειράν των οικουμενικών διδασκάλων» (Δ’ τόμος της πατρολογίας, σελ. 480).

«Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας προ της αγίας επικλήσεως της προσκυνητής Τριάδος άρτος ην και οίνος λιτός. Επικλήσεως δε γενομένης, ο μεν άρτος γίνεται σώμα Χριστού, ο δε οίνος αίμα Χριστού»(Χωρίο του αγίου Κύριλλου από την Α’ Μυσταγωγική Κατήχηση, όπως το παραθέτει ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος στον β’ τόμο της πατρολογίας του, σελ. 489).

Ο άγιος Κύριλλος, λοιπόν, διδάσκει ότι πριν την αγία επίκληση ο άρτος και ο οίνος είναι απλά ψωμί και κρασί. Όταν όμως γίνει η επίκληση, ο άρτος γίνεται σώμα Χριστού, και ο οίνος αίμα Του. Από την στιγμή που λέει «γίνεται», σημαίνει ότι παύουν να είναι ότι ήταν πριν, και γίνονται κάτι άλλο.

«Αυτού αποφηναμένου και ειπόντος περί του άρτου· Τούτο μου εστί το σώμα, τις τολμήσει αμφιβάλλειν λοιπόν; Και αυτού βεβαιωσαμένου και ειρηκότος· Τούτο μου εστί το αίμα, τις ενδοιάσει ποτέ λέγων μη είναι αυτού το αίμα;» (Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Δ’ Μυσταγωγική Κατήχηση, PG 33, 1097).

Εδώ, έχουμε ερμηνεία των λόγων του Κυρίου κατά τον τελευταίο δείπνο, όπου και παρέδωσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Περί της μεταβολής λοιπόν, ομίλησε ο ίδιος ο Κύριος.

«ταύτα μαθών και πληροφορηθείς ως ο φαινόμενος άρτος ουκ άρτος εστίν, ει και τη γεύση αισθητός, αλλά σώμα Χριστού· και ο φαινόμενος οίνος ουκ οίνος εστίν, ει και η γεύσις τούτο βούλεται, αλλά αίμα Χριστού» (Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Δ’ Μυσταγωγική Κατήχηση, PG33, 1104).

Ο άρτος δεν είναι άρτος, αλλά σώμα Χριστού. Το ίδιο και ο οίνος. Είναι αίμα Χριστού. Αν και η γεύση παραμένει γεύση άρτου και οίνου, παρόλα αυτά είναι σώμα και αίμα Χριστού. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων μιλάει για μεταβολή (όχι για μετουσίωση), χωρίς δηλαδή να εξηγεί το μυστήριο. Στην Ορθόδοξη διδασκαλία, απλά το δεχόμαστε χωρίς να προσπαθούμε να το εξηγήσουμε.

«Παρακαλούμεν τον φιλάνθρωπον Θεόν το Άγιον Πνεύμα εξαποστείλαι επί τα προκείμενα, ίνα ποιήση τον μεν άρτον σώμα Χριστού, τον δε οίνον αίμα Χριστού· παντός γαρ ου αν εφάψηται το Άγιον Πνεύμα, τούτο ηγίασται και μεταβέβληται» (Χωρίο του αγίου Κύριλλου από την Ε’ Μυσταγωγική Κατήχηση, όπως την παραθέτει ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος στον β’ τόμο της πατρολογίας του, σελ. 489).

Πολύ σημαντική και αυτή η αναφορά του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, εφόσον χρησιμοποιεί το «μεταβέβληται» (μεταβολή) για να προσδιορίσει το «ίνα ποιήση τον μεν άρτον σώμα Χριστού, τον δε οίνον αίμα Χριστού».

Αυτά ενδεικτικά.


2. Το επίγειο Θυσιαστήριο.

Θυσιαστήριο.Κανείς δεν διαφωνεί ότι υπάρχει το ουράνιο θυσιαστήριο. Υπάρχει όμως και το επίγειο χριστιανικό, τύπος εκείνου.

Ο απ Παύλος,αναφέρει σαφέστατα ένα τέτοιο επίγειο θυσιαστήριο στο οποίο προσφέρεται η θυσία και την οποία τρώμε. Από αυτήν, δεν έχουν εξουσία να φάνε οι Ιουδαίοι, διότι αυτοί δεν δέχονται την θυσία του Χριστού που έγινε υπέρ της σωτηρίας του κόσμου.

«εχομεν θυσιαστηριον εξ ου φαγειν ουκ εχουσιν εξουσιαν οι τη σκηνη λατρευοντες» (Εβραίους, ιγ 10). Η θυσία «αινέσεως» δεν έχει καμία σχέση με αυτό το θυσιαστήριο, καθώς αυτή δεν «τρώγεται». Το θυσιαστήριο αυτό έχει κάτι το αισθητό και φαγώσιμο.

Ο Γ. Στεφ. Γρατσέας, στο ερμηνευτικό του έργο στην προς Εβραίους επιστολή, για το παραπάνω χωρίο σημειώνει: «…ο συγγραφέας της επιστολής χρησιμοποιεί τη λέξη «θυσιαστήριον» υπαινισσόμενος την ευχαριστιακή Τράπεζα. Παραπλήσια είναι και η άποψη του S. Ruager, κατά τον οποίο το ‘’έχομεν θυσιαστήριον’’ συσχετίζεται με το Δείπνο της Ευχαριστίας» (σελ. 883).

Την ευχαριστία την καταναλώνουμε εδώ, όχι στον ουρανό. Άρα, το θυσιαστήριο που αναφέρει ο απ Παύλος είναι επίγειο.

Ο Χριστός δεν ήρθε να καταλύσει τον Νόμο και τους Προφήτες, αλλά να τους εκπληρώσει. Επομένως, δεν κατάργησε την θυσία και το θυσιαστήριο, αλλά τα εκπλήρωσε στο πρόσωπό Του. Ο Ίδιος έγινε και θύτης και θύμα. Για αυτό λέμε· «Συ είσαι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος».Αντί για θυσίες ζώων, έχουμε την μοναδική θυσία του Χριστού μας.Αντί του θυσιαστηρίου που έσφαζαν τα ζώα, έχουμε το θυσιαστήριο όπου προσφέρεται η αναίμακτη θυσία- λατρεία. «Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον λατρείαν, και παρακαλούμέν σε, και δεόμεθα, και ικετεύομεν. Κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ’ ημάς, και επί τα προκείμενα Δώρα ταύτα: Και ποίησον τον μεν Άρτον τούτον τίμιον Σώμα του Χριστού σου. Αμήν. Το δε εν τω Ποτηρίω τούτω τίμιον Αίμα του Χριστού σου. Αμήν. Μεταβάλλων τω Πνεύματί σου τω Άγίω.Αμήν. Αμήν. Αμήν».

Αυτό το επίγειο Χριστιανικό θυσιαστήριο στην εποχή της Καινής Διαθήκης, προφητεύεται ήδη από την Παλαιά. 

Πάλι θα αναφέρουμε την προφητεία του Μαλαχία:«συγκλεισθησονται θυραι και ουκ αναψετε το θυσιαστηριον μου δωρεαν ουκ εστιν μου θελημα εν υμιν λεγει Κυριος Παντοκρατωρ και θυσιαν ου προσδεξομαι εκ των χειρων υμων διοτι απ ανατολων ηλιου εως δυσμων το ονομα μου δεδοξασται εν τοις εθνεσιν και εν παντι τοπω θυμιαμα προσαγεται τω ονοματι μου και θυσια καθαρα διοτι μεγα το ονομα μου εν τοις εθνεσιν λεγει Κυριος Παντοκρατωρ»(Μαλαχίας, α 10-11).
ΟΘεός είχε πει στον Μωυσή ότι θυμίαμα και θυσία θα προσφέρεται μόνο στον συγκεκριμένο τόπο που ο ίδιος ο Θεός είχε ορίσει. Εδώ η προφητεία μιλάει για «απ’ ανατολών ηλίου έως δυσμών» και «εν παντί τόπω», διότι αναφέρεται στην εποχή μετά την εμφάνιση του Μεσσία. Ο κος Τομαράς, προκειμένου να αρνηθεί τα χωρία, δίνει σε αυτά την ερμηνεία που δίνουν όλοι όσοι πιστεύουν στην πλάνη του χιλιασμού, δηλαδή μιας δήθεν μεσοβασιλείας του Χριστού- επίγειας- όπου θα υπάρξουν κατά γράμμα 1000 χρόνια ευδαιμονίας. Μάλιστα, για να φανεί πιστικός, χρησιμοποιεί χωρία εκκλησιαστικών συγγραφέων που δέχονταν κατά γράμμα αυτά τα χίλια χρόνια. Η πραγματικότητα όμως, είναι ότι αυτά τα 1000 χρόνια είναι συμβολικά και η χιλιετής βασιλεία είναι ήδη παρούσα, όπως ξεκαθάρισε η Εκκλησία.  Αυτά τα διευκρινίζουμε αναλυτικότερα στις «Χρήσιμες παρατηρήσεις» (παρατήρηση 8).

Μήπως είναι δική μας ερμηνεία; Όχι. Είναι της αρχαίας Εκκλησίας δια στόματος Ιουστίνου του Μάρτυρα. Σημειώνω το εξής, ότι ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας δέχονταν την πλανημένη διδασκαλία του χιλιασμού. (Σχετικά με τα λάθη των εκκλησιαστικών συγγραφέων μπορείτε να δείτε στην «Χρήσιμη Παρατήρηση»1, ενώ για τις απόψεις του Ιουστίνου στην«Χρήσιμη Παρατήρηση»8). Στον «Διάλογο με τον Τρύφωνα τον Ιουδαίο», ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας δεν τοποθετεί το χωρίο από τον Μαλαχία σε μια δήθεν μελλοντική μεσοβασιλεία (όπως ερμηνεύει ο κος Τομαράς), αλλά στην εποχή του. Αναφέρει·«Και εν παντί τόπω θυμίαμα προσφέρεται τω ονόματί μου και θυσία καθαρά, ότι μέγα το όνομα μου εν τοις έθνεσι, λέγει Κύριος, υμείς δε βεβηλούτε αυτό. Περί δε τίνων εν παντί τόπω υφ’ ημών των εθνών προσφερομένων αυτώ θυσιών, τουτ’ έστι του άρτου της ευχαριστίας και του ποτηρίου ομοίως της ευχαριστίας, προλέγει τότε, ειπών και το όνομα αυτού δοξάζειν ημάς, υμάς δε βεβήλουν».Που προσφέρεται η θυσία; Σε θυσιαστήριο φυσικά.

Το όνομα του Κυρίου είναι ήδη μέγα μεταξύ των εθνών, σε σχέση με την πλήρη άγνοια που είχαν τα έθνη στην προ Χριστού εποχή.

Ακόμα,ο προφήτης Ησαίας αναφέρει:«και τοις αλλογενεσι τοις προσκειμενοις Κυριω δουλευειν αυτω και αγαπαν το ονομα Κυριου του ειναι αυτω εις δουλους και δουλας και παντας τους φυλασσομενους τα σαββατα μου μη βεβηλουν και αντεχομενους της διαθηκης μου εισαξω αυτους εις το ορος το αγιον μου και ευφρανω αυτους εν τω οικω της προσευχης μου τα ολοκαυτωματα αυτων και αι θυσιαι αυτων εσονται δεκται επι του θυσιαστηριου μου ο γαρ οικος μου οικος προσευχης κληθησεται πασιν τοις εθνεσιν» (Ησαίας, νστ 6-7).


Ο Χριστόςαναφέρει κατά γράμμα αυτό το χωρίο.«και εδιδασκεν λεγων αυτοις ου γεγραπται οτι ο οικος μου οικος προσευχης κληθησεται πασιν τοις εθνεσιν». (Μάρκος, ια 17).

Λέει ότι «θα ονομαστεί», ενώ ήδη ο Ναός ήταν οίκος προσευχής. Θα ονομαστεί όταν οι αλλογενείς θα γίνονταν δεκτοί. Αυτό εκπληρώθηκε στην Μεσσιανική εποχή, όταν τα έθνη πίστεψαν στον Χριστό. Είναι δηλαδή μια θαυμαστή προφητεία του Ησαΐα η οποία αναφέρεται καθαρότατα στην εποχή της Χριστιανικής Εκκλησίας που θα υπάρχει θυσιαστήριο και θυσία επί του θυσιαστηρίου. Τα «σάββατα» που αναφέρονται, έχουν άλλη θεολογική έννοια, την Χριστιανική, η οποία έννοια αναλύεται στην «Χρήσιμη Παρατήρηση» 9.

Ο άγιος Ιγνάτιος, αναφέρεται σε ένα επίγειο θυσιαστήριο το οποίο και συνδέει  με την Σάρκα και το Αίμα του Χριστού, δηλαδή με την Θεία Ευχαριστία. Να λοιπόν που υπάρχει ειδική ιεροσύνη στον Επίσκοπο, στους πρεσβυτέρους, και στους διακόνους.

«Σπουδάσατε ουν μία Ευχαριστία χρήσθαι· μία γαρ Σάρξ Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και εν ποτήριον εις ένωσιν του Αίματος Αυτού, εν θυσιαστήριον, ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτερίω και διακόνοις, τοις συνδούλοις μου»
(Προς Φιλαδελφοίς, IV).

Επίσης,η αναφορά ενός ουράνιου θυσιαστηρίου στο βιβλίο της Αποκάλυψηςδεν είναι τυχαίο γεγονός. Αντικατοπτρίζει με απόλυτη σαφήνεια το γεγονός ότι και εδώ στην γη οι Χριστιανοί είχαν (και έχουν) επίγειο θυσιαστήριο.

Όπως παρατηρεί ο καθηγητήςΙωάννης Ζηζιούλας,«Τα πάντα εις το όραμα της Αποκαλύψεως στρέφονται περί το θυσιαστήριον το ευρισκόμενον ενώπιον του θρόνου του Θεού. Ενώπιον του ίσταται το πλήθος των σεσωσμένων, πέριξ δε του θρόνου κυκλικώς οι εικοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι. Η μεταφορά είναι προφανώς ειλημμένη εκ της ευχαριστιακής συνάξεως, εις την οποίαν ο Επίσκοπος εκάθητο εις τον θρόνον του προ του θυσιαστηρίου, έχων πέριξ αυτού κυκλικώς τους πρεσβυτέρους και έμπροσθεν αυτού τον λαόν. Τοιαύτη ήτο απ’ αρχής η θέσις, ην είχεν ο Επίσκοπος ως προσφέρων την Θείαν Ευχαριστίαν και δια τούτο η Εκκλησία έβλεπε αυτόν ως εικόνα και τύπον του Θεού ή του Χριστού» («Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω, κατά τους τρείς πρώτους αιώνες», σελ. 58).     

Πραγματικά, ο άγιος Ιγνάτιος αναφέρει· «προκαθημένου του επισκόπου εις τύπον Θεού» (Προς Μαγνησιείς, VI 1).

Και συνεχίζει παρακάτω λέγοντας, «Η Αποκάλυψη δεν εγράφη ασχέτως προς την σύγχρονον τότε εκκλησιαστικήν ζωήν και δη και την Θ. Ευχαριστίαν. Η τάσις διάχυτος εις την νεωτέραν επιστήμην να θεωρούνται και αυτοί οι ύμνοι της Αποκαλύψεως (4,11. 5,9-14. και 17 εξ.) ως ύμνοι της Θ. Ευχαριστίας» (ίδιο έργο, σελ. 58).

Ο ιερός Χρυσόστομος,κάνει λόγο για ιερέα- θυσιαστήριο. Ενδεικτικά:

«Πόση καθαρότητα και πόση ευλάβεια θα απαιτήσουμε από αυτόν; Μπορείς να κατανοήσης ποια θα πρέπει να είναι τα χέρια που διακονούν, ποια η γλώσσα που θα διαχέη τα ιερά λόγια, ποια ψυχή μπορεί να είναι καθαρότερη και αγιότερη από τη δική του, που υποδέχεται μέσα της τόση χάρη από το Άγιο Πνεύμα; Τη στιγμή αυτή και άγγελοι παρίστανται γύρω από τον ιερέα και κάθε ουράνιο τάγμα βοά και ο τόπος γύρω από το θυσιαστήριο γεμίζει προς τιμήν του κειμένου πάνω σ' αυτό».
(6ολόγος Χρυσοστόμου περί ιεροσύνης).

Στην
Γ’ ομιλία εις την Εφεσίους,«Εική θυσία καθημερινή, εική παρεστήκαμεν τω θυσιαστηρίω».  (PG 62,29).

Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (4οςαιώνας), στον «Επιτάφιο λόγο εις την εαυτού αδελφήν Γοργονίαν», μαρτυρά για θυσιαστήριο, «επί τον πάντων ιατρόν καταφεύγει…τω θυσιαστηρίω προσπίπτει…είτα τω παρ’ αυτής φαρμάκω τούτω το σώμα παν επαλείφουσα».

Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, στην 18η Κατήχησή του σχετίζει το θυσιαστήριο με τα πνευματικά και ουράνια μυστήρια. «Μεθ’ όσης δε ευλαβείας και τάξεως χρη από του βαπτίσματος προς το άγιον του Θεού προσελεύσεσθαι θυσιαστήριον και των αυτόθι πνευματικών και επουράνιων απολαύειν μυστηρίων». Επίσης, «περί των εν θυσιαστηρίω της Καινής Διαθήκης μυστηρίων, α την αρχήν εντεύθεν είληφεν, τινά μεν αι θείαι γραφαί παραδεδώκασι». Για το θυσιαστήριο και για τα σχετικά, κάνει λόγο στις Μυσταγωγικές κατηχήσεις του, όπου περιγράφει την θεία λειτουργία και τους μυσταγωγικούς συμβολισμούς της.

Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (360/370- 440 μ Χ), μιλάει καθαρά και αυτός για επίγειο θυσιαστήριο που έχει η Εκκλησία (και που δεν έχει ο προτεσταντισμός).

Ενδεικτικά,
«[…] εάν κάποιος, που έχει ανατραφεί με αμαρτίες μακριά από το σπίτι του και έχει στιγματιστεί με όλες τις ακαθαρσίες και τα παραπτώματα, αγγίζει τα θυσιαστήρια του Θεού και πιάνει με βρώμικα χέρια τα άγια μυστήρια, αυτός βέβαια θα καταστεί άξιος καταδίκης, το άγιο όμως βήμα δεν μολύνεται με τις πράξεις εκείνου» (Επιστολή 120).

«Εάν υπηρετείς το θυσιαστήριο του Χριστού, να ασκείς το λειτούργημά σου(κείμ. «την λειτουργίαν σου») σύμφωνα με τους νόμους του […]».(Επιστολή 157).

 3. Ειδική ιεροσύνη (α)

Πριν προχωρήσουμε, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε κάποια πράγματα τα οποία παρεξηγούν οι ετερόδοξοι είτε από άγνοια είτε σκοπίμως.

Εμείς πιστεύουμε στην ΜΟΝΑΔΙΚΗ ιεροσύνη του Χριστού που προτυπώνεται από την τάξη Μελχισεδέκ. Αυτή η ιεροσύνη, δεν έχει καμία μα καμία σχέση με την Ααρωνική η οποία έχει καταργηθεί και η οποία εξυπηρετούσε τελείως διαφορετικά πράγματα. Είναι απαράδεκτο να λένε ότι συνεχίζουμε την Ααρωνική.

Η Εκκλησία είναι «βασίλειον ιεράτευμα» ως Σώμα.
Η λέξη «ιερεύς», σημαίνει: «ο επιτελών τας θυσίας, θύτης, ιερεύς, λειτουργός» (Λεξικό της αρχαίας Ελληνικής, Π. Χ Δορμπαράκη, σελ. 392). Η Θυσία στην εποχή της Καινής Διαθήκης είναι η θυσία του Χριστού που έγινε μια φορά και ισχύει για πάντα. Ο Χριστός επιτέλεσε την θυσία του Εαυτού του με την οποία ο άνθρωπος σώζεται. Στην Εκκλησία υπάρχει προσφορά άρτου και οίνου (όπως το λέει θαυμάσια ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, όταν περιγράφει την λατρεία της Εκκλησίας). Η Εκκλησία ως ιεράτευμα, τα προσφέρει δια του ειδικού ιερέα (που έχει το ρόλο των χεριών του σώματος) προς τον Θεό. Ο Θεός αντικαταπέμπει την άκτιστη Θεία Χάρη, και τα μεταβάλει σε Σώμα και Αίμα Χριστού, πραγματικώς και όχι «δια της πίστεως» απλώς. Ο ειδικός ιερέας, δεν έχει δική του ιεροσύνη (όπως και η εκκλησία που δεν έχει ανεξάρτητα ιεροσύνη από τον Χριστό), αλλά μετέχει στην ιεροσύνη του Χριστού. Δεν είναι επομένως διάδοχοι του Χριστού στην ιεροσύνη. Η ιεροσύνη του Χριστού είναι αμετάθετη γιατί ο Χριστός δεν πεθαίνει πια. «δια το μενειν αυτον εις τον αιωνα απαραβατον εχει την ιερωσυνην» (Εβραίους, ζ 24). Δεν έχει διάδοχο στην ιεροσύνη, έχει όμως αντιπροσώπους και πρεσβευτές, όπως ένας βασιλιάς έχει πρεσβευτές του σε διάφορα μέρη. Το ίδιο συμβαίνει και με το «Διδάσκαλος». Ενώ διδάσκαλος είναι μόνο ο Χριστός, («εις γαρ εστιν υμων ο διδασκαλος ο Χριστος»Ματθαιος κγ 8), ο ίδιος έδωσε αντιπροσώπους διδασκάλους· («και αυτος εδωκεν τους μεν αποστολους τους δε προφητας τους δε ευαγγελιστας τους δε ποιμενας και διδασκαλους» Εφεσίους δ 11).

Το ρήμα «λειτουργέω- ώ, «εν τη Π. Δ περί της υπηρεσίας των Λευιτών», ενώ σήμερα «σημαίνει τελώ την θείαν λατρείαν (ως χριστιανός) , Πράξεις ιγ 2, «λειτουργούντων δε αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων είπε το Πνεύμα το Άγιον…»(Λεξικό της Κ. Δ υπό Σωφρονίου Ευστρατιάδου, σελ. 474).

Η λειτουργία είναι «η προς τον λαόν ή την πολιτείαν υπηρεσία, εν τη Κ. Δ η θεία λειτουργία η υπό του ιερέως γινομένη, Λουκ. α 23 ‘’και εγένετο ως επλήσθησαν αι ημέραι της λειτουργίας αυτού απήλθον εις τον οίκον αυτού»(σελ. 474).

Η λέξη έχει να κάνει με την επιτέλεση λατρευτικών καθηκόντων, και συνδέεται με την Καινή Διαθήκη.

Ο Στ. Γρατσέας,παρατηρεί κάτι πολύ σημαντικό. «Στην πεντάτευχο, όπου οι λέξεις λειτουργείν, λειτούργημα, λειτουργία και λειτουργικός επανέρχονται πάνω από εβδομήντα φορές, έχουμε και συνεκφορές των λέξεων αυτών με το ουδέτερο άγια, προς δήλωση της Σκηνής του Μαρτυρίου, την σε αυτήν επιτέλεση των λατρευτικών καθηκόντων (Πρβλ. Έξ. 28, 31. 29, 30. 39, 13. Αριθμ. 4, 12). Στον προφήτη Ησαία λέγεται ότι οι «ιερείς Κυρίου» θα ονομασθούν «λειτουργοί Θεού» (Ησαίας 61, 6)».

Η λέξη «λειτουργός» έχει άμεση σχέση με την λέξη «ιερέας» επομένως. Στο χωρίο του Ησαία που παραπέμπει ο καθηγητής, μιλάει για την εποχή της Καινής Διαθήκης, εφόσον το κεφάλαιο ξεκινά με την γνωστή προφητεία «Πνεύμα Κυρίου επ  εμέ· ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με…», που κατά τα ίδια τα λόγια του Κυρίου εκπληρώθηκε κατά την πρώτη του έλευση (Λουκάς, δ 16-21). Στην εποχή επομένως της Νέας Διαθήκης, θα υπάρχουν λειτουργοί του Θεού (ιερείς) για επιτέλεση ανώτερων λατρευτικών πράξεων σε σχέση με εκείνων στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, τις οποίες δεν είναι σε θέση να τελέσει ο κάθε πιστός. Αυτοί θα έχουν ειδική ιεροσύνη, εφόσον όλη η εκκλησία είναι ιεράτευμα.

Η ειδική ιεροσύνη στην εποχή της Νέας Διαθήκης, ήταν προφητευμένη και αυτή ήδη από την Παλαιά. Ο προφήτης Ησαίας, προφητεύει ότι κατά την εποχή που τα έθνη θα γίνονται δεκτά ενώπιον του Κυρίου, από αυτούς που θα πίστευαν, θα ξεχώριζε ο Θεός και θα τους έκανε ιερείς και λευίτες. Δηλαδή, από ανθρώπους που θα ανήκαν στο «άγιο ιεράτευμα», από αυτούς θα έπαιρνε ορισμένους και θα τους έκανε ιερείς με την ειδική έννοια. «και καταλειψω επ αυτων σημεια και εξαποστελω εξ αυτων σεσωσμενους εις τα εθνη εις θαρσις και φουδ και λουδ και μοσοχ και θοβελ και εις την ελλαδα και εις τας νησους τας πορρω οι ουκ ακηκοασιν μου το ονομα ουδε εωρακασιν την δοξαν μου και αναγγελουσιν μου την δοξαν εν τοις εθνεσιν και αξουσιν τους αδελφους υμων εκ παντων των εθνων δωρον Κυριω μεθ ιππων και αρματων εν λαμπηναις ημιονων μετα σκιαδιων εις την αγιαν πολιν Ιερουσαλημ ειπεν Κυριος ως αν ενεγκαισαν οι υιοι Ισραηλ εμοι τας θυσιας αυτων μετα ψαλμων εις τον οικον Κυριου  και απ αυτων λημψομαι εμοι ιερεις και λευιτας ειπεν Κυριος» (Ησαίας, ξστ 19-21). Τα έθνη θα γνωρίσουν τον Κύριο και ο Κύριος θα διαλέξει από αυτά ιερείς.

3 (β). Αποδείξεις από πρωτοχριστιανικά κείμενα- ντοκουμέντα για την ύπαρξη ειδικής ιεροσύνης στην Χριστιανική Εκκλησία.
Παρακάτω, φέρουμε αποδείξεις περί της ύπαρξης ειδικής ιεροσύνης μόνο από πρωτοχριστιανικά κείμενα των τεσσάρων πρώτων αιώνων.
1η  Κλήμης Ρώμης (95- 98 μ Χ η πιθανή περίοδος συγγραφής).                                  Ο Κλήμης Ρώμης χαρακτηρίζεται από τον καθηγητή Στ. Παπαδόπουλο ως «φορέας της αποστολικής παραδόσεως»(Α’ τόμος Πατρολογίας, σελ. 160). Στην επιστολή του, κατά τον καθηγητή Χ. Κρικώνη, συμβουλεύει «τους Κορινθίους να έχουν μεταξύ τους ομόνοια και να πειθαρχούν στους λειτουργούς τους[…] Με την μεσολάβηση του ο Κλήμης κατακρίνει τις ενέργειες των προπετών Κορινθίων σε βάρος των μονίμων λειτουργών, για τους οποίους επικαλείται την αποστολική διαδοχή και συνιστά υποταγή σ’ αυτούς τους λειτουργούς ….»(Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 36). Ο Στεφανίδης αναφερόμενος στην σπουδαιότητα της εν λόγω επιστολής, γράφει· «Εκ της κοινότητος της Ρώμης προέρχονται τρείς συγγραφαί. Η πρώτη επιστολή Κλήμεντος Ρώμης, πολύτιμος δια τας πληροφορίας περί της διοργανώσεως της αρχαίας Εκκλησίας» (Εκκλ. Ιστορία, σελ. 59).

Σχετικά με το κύρος του Κλήμη Ρώμης, αναφέρει ο Βλ. Φειδάς·«Ο Κλήμης κατατάσσεται μεταξύ των μαθητών του αποστόλου Παύλου και χαρακτηρίζεται «συνεργός» του, γι’ αυτό και δεν ήταν ξένος προς το μεγάλο κύρος των συνεργατών των  αποστόλων κατά την μεταποστολική εποχή» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 78).
Αναφέρει ο Κλήμης Ρώμης τους τρείς βαθμούς της ειδικής ιεροσύνης.
«Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισί, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και Λευίτες ίδιαι διακονίαι επίκεινται· ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοις προστάγμασιν δέδεται. Εκαστος ημών, αδελφοί, εν τω ιδίω τάγματι ευαρεστείτω θεώ εν αγαθή συνειδήσει υπάρχων, μη παρεκβαίνων τον ωρισμένον της λειτουργίας αυτού κανόνα, εν σεμνότητι»(Κεφάλαιο 40).
Δηλαδή,«Γιατί στον Αρχιερέα έχουν δοθεί ιδιαίτερες λειτουργίες και στους ιερείς ο ίδιος τύπος έχει καθοριστεί, και στους λευίτες ιδιαίτερες διακονίες παρέχονται · ο λαϊκός άνθρωπος έχει δεσμευτεί με τα προστάγματα για τους λαϊκούς. Ο καθένας από μας, αδελφοί, στο ιδιαίτερο τάγμα που ανήκει να ευχαριστεί το θεό, έχοντας συνείδηση αγαθή, χωρίς να παραβαίνει τον ορισμένο κανόνα της λειτουργίας του, με σεμνότητα».

Ο Βλ. Φειδάς, αναφέρει· «Ο Ιερός κλήρος διακρινόταν σαφώς από την τάξη των λαϊκών ήδη κατά τους αποστολικούς χρόνους. Οι ‘’λαϊκοί’’ ως διακεκριμένη από τον κλήρο τάξη αναφέρεται για πρώτη φορά στην Α Κλήμεντος (κεφ. 30)» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Α’ τόμος, σελ. 208).
Στις «Χρήσιμες Παρατηρήσεις», στην Παρατήρηση 5, εξηγούμε τις παρερμηνείες του κου Τομαρά σε αυτό το αρχαιότατο σύγγραμμα το οποίο από μόνο του είναι ικανό να συντρίψει συθέμελα τόσο τις θεωρίες του ίδιου όσο και των υπόλοιπων αιρετικών Προτεσταντών που αρνούνται τον θεόδοτο τρόπο της λειτουργίας της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είναι η ίδια με αυτήν που έχουμε σήμερα στην Ορθοδοξία.

2ηΔιδαχή των Αποστόλων (90- 110 μ Χ).                                                                  Το έργο αυτό «γνώριζε και τιμούσε ιδιαίτερα η αρχαία Εκκλησία», και «ρίπτει αρκετό φως στην ζωή της πρώτης Εκκλησίας», κατά τον Στ. Παπαδόπουλο (Α’ τόμος πατρολογίας, σελ.170). Κατά τον καθηγητή Π. Χρήστου, «κανέν άλλο τόσον σύντομον κείμενον δεν διεφώτισε σπουδαίως τόσον πολλάς όψεις του βίου της Εκκλησίας όσον αυτό»(Β’ τόμος πατρολογίας, σελ. 25).
Στην Διδαχή, αναφέρεται, «Επίσης ο αληθινός διδάσκαλος δικαιούται και αυτός, όπως ο εργάτης, την τροφή του. Κάθε λοιπόν πρωτογέννημα, ητοι το πρώτο και εκλεκτότερο μέρος των γεννημάτων από το πατητήρι των σταφυλιών και από το αλώνι και από τα βόδια και τα πρόβατα αφού λάβεις να προσφέρεις στους προφήτες, διότι αυτοί είναι οι αρχιερείς σας» (Κεφάλαιο 13, 2-3, σελ 29, Αποστολικοί Πατέρες, Χ. Κρικώνη).
«Πας δε προφήτης αληθινός θέλων καθήσθαι προς υμάς άξιός εστι της τροφής αυτού. ωσαύτως διδάσκαλος αληθινός εστιν άξιος και αυτός ώσπερ ο εργάτης της τροφής αυτού. πάσαν ουν απαρχήν γεννημάτων ληνού και άλωνος, βοών τε και προβάτων λαβών δώσεις την απαρχήν τοις προφήταις· αυτοί γαρ εισιν οι αρχιερείς υμών».

Πολύ καθαρό. Αναφέρεται σε αρχιερείς, ενώ σε άλλα σημεία αναφέρει την Θεία Ευχαριστία ως θυσία, και αναφέρεται και σε λειτουργία. Το πώς προσπαθεί ο κος Τομαράς να μας πει ότι αυτά που αναφέρονται καθαρά εννοούν κάτι άλλο δήθεν, ας το αφήσουμε για τους ευκολόπιστους αναγνώστες της αιρετικής του ιστοσελίδας. «Αυτοί γαρ εισίν οι αρχιερείς υμών», και όχι «αυτοί είναι στην θέση των αρχιερέων», όπως παρερμηνεύει ο κος Τομαράς.

Οι επίσκοποι και οι διάκονοι που χειροτονούνται λειτουργούν και αυτοί την «λειτουργία των προφητών και διδασκάλων».

«Χειροτονήσατε ουν εαυτοίς επισκόπους και διακόνους αξίους του Κυρίου, άνδρας πραείς και αφιλαργύρους και αληθείς και δεδοκιμασμένους· υμίν γαρ λειτουργούσι και αυτοί την λειτουργίαν των προφητών και διδασκάλων».

Η λειτουργία αυτή, την οποία αγνοεί και ο κος Τομαράς (για αυτό και γράφει άλλα αντί άλλων στην ανταπάντηση του, αλλά και όσοι Προτεστάντες «θυμήθηκαν» ξαφνικά ότι υπάρχουν και συγγράμματα χριστιανικά πέρα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης), αναφέρεται στην Θεία Ευχαριστία.

Ο καθηγητής Ι. Ζηζούλιας, αναφέρει σχετικά· «Παρόμοιον συμπέρασμα εξάγεται και εκ της μελέτης της «Διδαχής». Εις το έργον τούτο η Θ. Ευχαριστία εμφανίζεται ως λειτουργία και των προφητών, όπερ επιτρέπεται το συμπέρασμα, ότι και οι χαρισματούχοι γενικότερον, οσάκις επεσκέπτοντο τοπικήν τινά Εκκλησίαν, ηδύναντο να προσφέρουν την Θ. Ευχαριστίαν». Συνεπώς, αφού μιλάμε για προσφορά της Θ. Ευχαριστίας που έχει χαρακτήρα θυσίας, οι επίσκοποι και οι διάκονοι μετέχουν ειδικής ιεροσύνης. 

Όπως εξηγεί ο Βλ. Φειδάς, «ο προφήτης της Διδαχής, έχοντας την εξουσία να τελεί την Θ. Ευχαριστία σε οποιαδήποτε τοπική Εκκλησία, έχει λάβει δια χειροτονίας την ιεροσύνη» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Ά Τόμος, σελ. 74), σχετίζοντας άμεσα την «ιεροσύνη» με την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, όπως αναφέρεται στο εν λόγο σύγγραμμα.

Όπως γίνεται κατανοητό, αυτό γράφει ο κος Τομαράς «…πάει βόλτα μεν και το ειδικό ιερατείο και η αποστολική διαδοχή όπως το εννοούν οι «Ορθόδοξοι»Απλοί πιστοί μπορούσαν εκ μέσου αυτών να διαλέξουν και να χειροτονήσουν Επισκόπους και διακόνους!!!», είναι άτοπο. Διότι, πρώτον εάν όλοι μπορούσαν να τελέσουν το βάπτισμα και την Θ. Ευχαριστία, δεν θα υπήρχε λόγος να χειροτονηθεί κάποιος ειδικά για να καταστεί υπεύθυνος τούτων, όπως παραγγέλλεται στην Διδαχή, και δεύτερον δεν μας λέει πουθενά η Διδαχή ότι ο κάθε απλός πιστός μπορεί να χειροτονεί. Σε κάθε τοπική Εκκλησία υπήρχαν και μόνιμοι χειροτονημένοι λειτουργοί από αποστόλους, όπως μας πληροφορούν και οι ‘’Πράξεις των Αποστόλων’’, οι οποίοι πλαισιώνονταν από τον λαό. «Και αφού χειροτόνησαν εις αυτούς πρεσβυτέρους, κατά πάσαν Εκκλησίαν, προσευχηθέντες με νηστείας, αφιέρωσαν αυτούς εις τον Κύριον»(Πράξεις, ιδ 23). Και προφανώς, σε αυτούς απευθύνεται το «Χειροτονήσατε ουν εαυτοίς επισκόπους και διακόνους αξίους του Κυρίου».Προσέξτε, ότι οι πρεσβύτεροι τίθενται διαχειριστές των πραγμάτων της Εκκλησίας με χειροτονία που είναι επίθεση χειρών (πράξη τελετουργική) και συνοδεύεται με νηστεία και προσευχή για αφιέρωση! Δεν συνέβαινε ποτέ αυτό που συμβαίνει με τραγελαφικό τρόπο στις Προτεσταντικές αιρέσεις, όπου ο ένας  αναρμόδιος «χειροτονεί τον άλλο» αναρμόδιο. Επίσης, στο κείμενο που εξετάζουμε, επίσκοπος= πρεσβύτερος. Παρακάτω, θα πούμε για το πότε ο επίσκοπος ξεχώρισε από τον πρεσβύτερο  ως λειτουργία (βλ.«Χρήσιμη Παρατήρηση»6).

3ηΙγνάτιος ο Αντιοχείας (107 μ Χ).
Κατά τον πατρολόγο Στ. Παπαδόπουλο, «ο θεοφόρος Ιγνάτιος είναι ο πρώτος Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, όπως είναι και ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους αποστόλους» (Α’ τόμος Πατρολογίας, σελ. 173). Ενώ, «η θεολογία του Ιγνατίου, που φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου έργου, είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας» (ίδιο έργο, σελ. 174).
«Κατά τον Ευσέβιο ο Ιγνάτιος υπήρξε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, που επισκόπευσε από το 70 έως το 107, μετά τον Ευόδιο, ενώ κατά τον Ωριγένη υπήρξε διάδοχος του απ Πέτρου. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει γενικά ότι ο Ιγνάτιος συναναστράφηκε τους αποστόλους, το δε Μαρτυρολόγιο του γράφει ότι ήταν ακροατής του Ιωάννου». (Αποστολικοί Πατέρες, Τόμος Α, Χ Κρικώνη, σελ 113)

Προς Φιλαδελφοίς, κεφάλαιο 4. «Φροντίστε λοιπόν να συμμετέχετε σε μια ευχαριστία· διότι ένα είναι το σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και ένα ποτήρι που ενώνει με το αίμα Του· ένα θυσιαστήριο, όπως ένας επίσκοπος μαζί με το πρεσβυτέριο και τους διακόνους, τους ομοδούλους μου, ώστε ότι κάνετε, να το κάνετε όπως θέλει ο Θεός».

«Σπουδάσατε ουν μία Ευχαριστία χρήσθαι· μία γαρ Σάρξ Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και εν ποτήριον εις ένωσιν του Αίματος Αυτού, εν θυσιαστήριον, ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτερίω και διακόνοις, τοις συνδούλοις μου» (Προς Φιλαδελφοίς, IV).

Το ότι έχει να κάνει με ιεροσύνη, το είπαμε παραπάνω. Ευχαριστία (Σώμα και Αίμα Χριστού), θυσιαστήριο, τρεις βαθμοί ιεροσύνης.

4ηΤερτυλιανός (150/60- 225/40).
Ο Τερτυλλιανός, αναφέρει στα κείμενά του τις λέξεις sacerdos (= ιερέας), και sacerdotes (= ιεροσύνη). Ο καθηγητής Βλ. Φειδάς, στην Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος Α’, σελ. 209, γράφει· «Με την ίδια σαφήνεια χρησιμοποιεί τον λατινικό όρο «ordo» και ο Τερτυλλιανός (De monogamia, 12) ο οποίος, παρά την αποδοχή της μοντανιστικής υπερβάλλουσας προβολής της γενικής χαρισματικής ιεροσύνης των λαϊκών (Α Πέτρου, 2,5. Αποκ.1,6), έκανε και τη σαφή διάκριση αυτής από την ειδική ιεροσύνη του κλήρου, τόνιζε δε ότι ‘’ημείς οι λαϊκοί δεν είμεθα και κληρικοί’’ (De pudicitia, 7)».

Ο καθηγητής, σαφώς αναφέρει ότι ο Τερτυλλιανός στο σύγγραμμα που παραθέτει, έχει ήδη πέσει στην πλάνη του Μοντανισμού. Ο Μοντανισμός αρχικά δεν δέχονταν την ειδική ιεροσύνη. Παρόλα αυτά, ο Τερτυλλιανός, (είτε θέτει ερώτηση είτε όχι), από τα λόγια του κάνει σαφή διάκριση λαϊκού και κληρικού, είτε το λέει καταφατικά είτε το θέτει ως ερώτημα. Ακόμα και ως ερώτημα να το έθετε, το θέτει επηρεασμένος από το αιρετικό αυτό κίνημα και το ρωτάει απευθυνόμενος (μάλλον) προς την εκκλησία, πράγμα που δείχνει ότι η Εκκλησία έκανε αυτήν την λειτουργική (μόνο) διάκριση. Όπως όμως είδαμε, η διακριση αυτή μαρτυρείται ήδη από παλαιότερα στην επιστολή του αγίου Κλήμη Ρώμης, προς Κορινθίους.

5ηΠολυκράτης Εφέσου.
Ο Β. Στεφανίδης,παραθέτοντας χωρίο από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου, αναφέρει· «Ο σύγχρονος του Ειρηναίου Πολυκράτης, επίσκοπος Εφέσου, προς τον Ρώμης κατά την αυτήν χρονολογίαν(σημείωση, το 192 μ Χ)έγραψεν περί του Αποστόλου Ιωάννου τα επόμενα, «Ο επί το στήθος του Κυρίου αναπεσών, ος εγενήθη ιερεύς το πέταλον πεφορεκώς και μάρτυς και διδάσκαλος, ούτος εν Εφέσω κεκοίμηται»». (Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδη, σελ. 39).

Ο Πολυκράτης Εφέσου (2οςαιώνας),χαρακτηρίζει τον απόστολο Ιωάννη ως ιερέα που φόρεσε το πέταλο, δηλαδή ως ‘’αρχιερέα’’. Ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία, αναφέρει· «..έτι δε και Ιωάννης, ο επί το στήθος του Κυρίου αναπεσών, ος εγενήθη ιερεύς το πέταλον πεφορεκώς και μάρτυς και διδάσκαλος, ούτος εν Εφέσω κεκοίμηται»(Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσεβίου, 5,24,3).

Το επιχείρημα του κου Τομαρά, ότι επειδή η μαρτυρία είναι μεταγενέστερη του αποστόλου Ιωάννη, άρα δεν είναι σωστή, είναι λανθασμένο. Πρώτον, ο Ευσέβιος ο οποίος μεταφέρει την μαρτυρία του Πολυκράτη Εφέσου, είναι πολύ πιο κοντά χρονικά (σε σχέση με μας σήμερα) στον απόστολο, και πολύ περισσότερο ο ίδιος ο Πολυκράτης. Κατά δεύτερο, με την ίδια λογική, θα έπρεπε να απορρίψουμε οτιδήποτε μαρτυρείται μεν μεταγενέστερα, και δεν είναι σύγχρονη πηγή του μαρτυρουμένου. Δηλαδή, θα έπρεπε να απορρίπταμε μεγάλο μέρος της αρχαίας γραμματείας και της ιστορίας γενικά. Σκέτος παραλογισμός! Μόνο και μόνο γιατί δεν ταιριάζει με τις απόψεις του κου Τομαρά! Από την στιγμή που υπάρχει αρχαία μαρτυρία, οι Προτεσταντικές φλυαρίες περισσεύουν.

6ηΙππόλυτος Ρώμης (170-  235).
Ο Στ. Παπαδόπουλος αναφέρει τον Ιππόλυτο Ρώμης ως «τον καλύτερο μάρτυρα της λειτουργικής παραδόσεως», και ως «συγγραφέα παραδοσιακό, φορέα της ορθοδόξου γενικά θεολογίας»(Πατρολογία Ά τόμος, σελ. 370). Τα συγγράμματά του «εκάλυπταν όλα τα πεδία της θεολογικής γραμματείας από της δογματικής μέχρι της ποιήσεως»,κατά τον Π. Χρήστου (Β’ τόμος πατρολογίας, σελ. 723). Αλλά και ο Δ. Μπαλάνος αναφέρει ότι «Ο Ιππόλυτος ήτο εις εκ των πολυγραφωτέρων, πολυμερεστέρων και σοφοτέρων συγγραφέων της αρχαίας Εκκλησίας…» (ΒΕΠΕΣ 5, Εισαγωγή στα έργα του Ιππολύτου Ρώμης).

Ο Ιππόλυτος Ρώμης, στο «Κατά πασών αιρέσεων», χαρακτηρίζει τους αποστόλους ως έχοντες αρχιερατεία και τους λειτουργούς ως διαδόχους τους στην αρχιερατεία. «…το εν τη Εκκλησία παραδοθέν Άγιον Πνεύμα, ου τυχόντες πρότεροι οι απόστoλoι μετέδοσαν τοις ορθώς πεπιστευκόσιν· ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες της τε αυτής χάριτος μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας και φρουροί της Εκκλησίας λελογισμένοι ουκ οφθαλμώ νυστάζoμεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν, αλλ’ ουδέ πάση ψυχή και σώματι εργαζόμενοι κάμνομεν…» (Κατά Πασών Αιρέσεων, βιβλίο Α, ΒΕΠΕΣ 5, σελ. 199).

Ο καθηγητής Βλ. Φειδάς,στον πρώτο τόμο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, γράφει· «Ο Ιππόλυτος (Φιλοσοφούμενα, IX, 12) συνδέει σαφέστερα τον όρο προς τους κληρικούς, οι οποίοι συνάπτουν γάμο μετά την χειροτονία «ειδέ και τις εν κλήρω ων γαμοιη, μένειν τον τοιούτον εν κλήρω ως μη ημαρτηκότα»»(σελ. 208)

Στην «Χρήσιμη Παρατήρηση»6, αναλύουμε και άλλες πλανεμένες ερμηνείες του κου Τομαρά σχετικά με το καθαρότατο χωρίο του αγίου Ιππολύτου Ρώμης.

7η Κυπριανός Καρχηδόνος (200/210- 258 μ Χ)
Ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος, αναφέρεται πολλές φορές στην χριστιανική ιεροσύνη (sacerdos). Στα έργα του αγίου Κυπριανού, συναντούμε τις λέξεις «κλήρος» και «κληρικός», clericus. Ο Στ. Παπαδόπουλος, στον πρώτο τόμο της πατρολογίας του σελ. 432, αναφέρει για την θεολογία του Κυπριανού αναφορικά με το θέμα της επισκοπής και της μοναδικότητας της Εκκλησίας· «Ότι όμως έχει τεράστια σημασία και αποτελεί θεολογική προσφορά του Κυπριανού είναι η αναζήτηση της γνησιότητος της τοπικής Εκκλησίας στη σχέση και τη συμφωνία των «ιερέων» της με τους ιερείς της απανταχού Εκκλησίας. Εκκλησία είναι ο «λαός», ο ενωμένος με το Χριστό, αλλά και με τον «ιερέα» (επίσκοπο) (Επιστολή 66,8)»

8η Ωριγένης (185- 253/254 μ Χ)
Ο Ωριγένης, αναφέρει ότι ο κληρικός οφείλει να είναι καλό παράδειγμα και ότι πολλοί λαϊκοί θα αποδειχθούν μακάριοι επειδή φυλάνε τον λόγο της διδασκαλίας. «…ίστε δε ότι ου πάντως ο κλήρος σώζει· πολλοί γαρ και πρεσβύτεροι απολούνται, πολλοί και λαϊκοί μακάριοι αποδειχθήσονται» (Ομιλία ΙΑ εις τον προφήτη Ιερεμία).

Αν φυσικά δεν υπήρχε ιερατείο μέσα στην Χριστιανική Εκκλησία, θα απουσίαζαν στα κείμενα των πρώτων αιώνων οι λέξεις: κλήρος, κληρικός, λαϊκός, ordo, ordo ecclesiasticus, clericus.

Επίλογος.
Όπως είδαμε από πρωτοχριστιανικές πηγές, στην αρχαία Εκκλησία η ειδική ιεροσύνη, το επίγειο θυσιαστήριο, και η Θεία Ευχαριστία ως θυσία αναίμακτη, δεν ήταν άγνωστα στοιχεία ούτε «διδασκαλίες της αποστασίας» όπως θα ήθελαν ορισμένοι, αλλά σταθερή και βεβαία πεποίθησή της. Η Αγία Γραφή όταν είναι ξεκομμένη από το Σώμα της Εκκλησίας, είναι ένα βιβλίο που μπορεί να ερμηνευθεί με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους. Απόδειξη αυτού του γεγονότος αποτελεί ότι υπάρχουν σήμερα χιλιάδες διαφορετικές ομολογίες που υποτίθεται ότι ερμηνεύουν σωστά την Αγία Γραφή και όμως καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα (Βλ. «Χρήσιμη Παρατήρηση»9).

Αυτό δεν μας παραξενεύει, αφού όλοι αυτοί στερούνται της Ιεράς Παραδόσεως, της εν Αγίω Πνεύματι εμπειρίας που είναι μία συνέχεια μέσα στην ιστορία εφόσον το Άγιο Πνεύμα θα είναι για πάντα με την Εκκλησία για να την φωτίζει, και της γνήσιας ερμηνείας που έδινε στην Αγία Γραφή η Εκκλησία. Η Αγία Γραφή ποτέ δεν απετέλεσε, από μόνη της, καταστατικό και πηγή πίστεως. Όσες ερμηνείες και αν δοθούν στα παραπάνω, εάν δεν είναι σύμφωνες με την ερμηνεία των διαδόχων των αποστόλων, σημαίνει ότι είναι αιρετικές. Διότι δεν είναι δυνατόν οι μαθητές των αποστόλων να κατανόησαν διαφορετικά την χριστιανική πίστη από τους ίδιους τους αποστόλους που τους την παρέδωσαν.

Τέλος, κλείνοντας αυτήν την δεύτερη απάντηση στον κο Τομαρά, αναφέρω τα λόγια του μεγάλου Έλληνα θεολόγου Π. Τρεμπέλα:«Η Ιερή Παράδοση είναι η υπό του Χριστού και των αποστόλων μεταδοθείσα προφορικώς και από στόματος διδασκαλία εγγραφείσα δε δι επενεργείας της χάριτος του Αγίου Πνεύματος εις τας καρδίας των αποτελεσάντων την πρώτην Εκκλησίαν. Αυτή η διαμορφωθείσα υπό την καθοδήγησιν και άγρυπνον φροντίδα των διαδεξαμένων τους αποστόλους ποιμένων και εις καθολικόν Εκκλησιαστικόν φρόνημα ή αποστολικόν φρόνημα και εις ενιαίαν την αρχαίας Εκκλησίας συνείδησιν, διηρμηνεύθη και απεθησαυρίσθη εις τα αρχαία σύμβολα, τους όρους των συνόδων, την συμφωνίαν των Πατέρων και την λοιπήν πράξιν και διδασκαλίαν της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων» (Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος 1ος, σελ. 26).

Ένα χωρίο «καταπέλτης»εναντίον της ιδιωτικής αυθαίρετης  ερμηνείας της Αγίας Γραφής έξω από την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακας·

«Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίσει κάποιος την μελέτη της Αγίας Γραφής του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμο παιδείαν. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες απατώντας τους σιγά – σιγά. Θα αντιληφθούμε δε καλώς την δαιμονική αυτή θεολογία ή καλύτερα βαττολογία από την ταραχή και την ακατάστατη και άτακτη ευχαρίστηση που δημιουργείται στην ψυχή την ώρα της εξηγήσεως».
(Λόγος 26, Περί Διακρίσεως, μέρος δεύτερο).

Ας αφήσουμε, λοιπόν, την βαττολογία των αιρεσιαρχών που ερμηνεύουν κατά το δοκούν τις θείες Γραφές που οδήγησαν στον κατακερματισμό του δυτικού χριστιανισμού και ας αρχίσουμε να μελετούμε με ζήλο τους αγίους Πατέρες και ας γνωρίσουμε, με την χάρη του Θεού, ακόμα περισσότερο την Αγία Γραφή με βάση τον φωτισμό εκείνων.


Εύχομαι στον κο Τομαρά αλλά και στους αναγνώστες του, ο Θεός να φωτίσει την καρδιά τους ώστε να στραφούν στην χριστιανική γραμματεία και να μελετήσουν βάση αυτής την θεόπνευστη Αγία Γραφή ώστε να «ανακαλύψουν» την πίστη της αρχαίας Εκκλησίας και την αυθεντική ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Είναι ένα ταξίδι συναρπαστικό, με πολλές συγκινήσεις και ευχάριστες εκπλήξεις. Πιστεύουμε, ότι με αυτήν την αντιπαράθεση με τον κο Τομαρά, να βγήκε ένα καλό. Να έκανε τον κο Τομαρά να στραφεί στα πατερικά συγγράμματα, που όταν τα μελετήσει χωρίς τα παραμορφωτικά γυαλιά του Προτεσταντισμού, θα ωφελήσουν πολύ και τον ίδιο και τους αναγνώστες του.
Αμήν.

Ακολουθεί η ενότητα «Χρήσιμες Παρατηρήσεις» 
για περαιτέρω διευκρινήσεις.

Χρήσιμες Παρατηρήσεις

Επειδή ο κος Τομαράς στην ανταπάντησή του, ξέφυγε από το συγκεκριμένο θέμα που εξετάσαμε (την ειδική ιεροσύνη) και παρεκτράπηκε σε άλλα (όπως πχ τον χιλιασμό, τις εικόνες, κλπ) παρερμηνεύοντας Γραφές και Πατέρες κατά την συνήθη τακτική των αιρετικών, θεωρήσαμε χρήσιμο να δώσουμε κάποιες  απαντήσεις. Αν αναιρούσαμε παράγραφο- παράγραφο όλη την ανταπάντησή του, θα χρειάζονταν να γράψουμε βιβλία ολόκληρα.

1. Περί του έργου και των θέσεων των εκκλησιαστικών συγγραφέων και πότε αυτό γίνεται Παράδοση και φρόνημα της Εκκλησίας.

Ο κος Τομαράς, απορρίπτοντας όλες τις μαρτυρίες- ντοκουμέντα από αρχαία συγγράμματα που μιλάνε καθαρά για μεταβολή, μόνο και μόνο επειδή διαφωνούν με την αιρετική του πίστη, προβάλει την άποψη του Κλήμη Αλεξανδρείας ως δήθεν θέση της αρχαίας Εκκλησίας. Και εδώ χρειάζεται να του εξηγήσουμε βασικά πράγματα που αγνοεί.    

Πρέπει να δούμε τα εξής:

α) την διαφορά εκκλησιαστικού συγγραφέα από Πατέρα και Διδάσκαλο της Εκκλησίας,
β)ποιες είναι οι προϋποθέσεις ορθοδοξίας μιας πατερικής θέσης,
και
γ)αν η θεοπνευστία σημαίνει «αλάθητο».

Για την Ορθόδοξη εκκλησία,οι εκκλησιαστικοί που έγραψαν είναι μεν εκκλησιαστικοί συγγραφείς, δεν είναι όμως όλοι οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς Πατέρες και Διδάσκαλοι. Δεν αντιπροσωπεύει καθετί που είπαν ή έγραψαν οπωσδήποτε την ορθοδοξία. Διότι Ορθοδοξία είναι η σταθερή πίστη της Εκκλησίας διαχρονικά. 

«Πατήρ και Διδάσκαλος είναι ο φορέας της Παραδόσεως της Εκκλησίας, που με το φωτισμό του αγ. Πνεύματος εκφράζει ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας με σκοπό την αντιμετώπιση κάποιας κρίσεως εις την Εκκλησία. Από τον περιγραφικό αυτό «ορισμό» διαφαίνονται τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Πατρός και Διδασκάλου, τα οποία είναι: α)Η ενσάρκωση θεολογικά της Παραδόσεως και του ήθους της Εκκλησίας. β) Ο κατ’ εξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος για την έκφραση θεολογικά αυξημένης και ευρύτερης εμπειρίας της αυτής πάντοτε αλήθειας, που έχει δηλωθεί στην Παράδοση (Γραφή και προγενέστερη κυρωμένη πατερική θεολογία). γ) Η αποφασιστική συμβολή- με την έκφραση της θείας αυτής εμπειρίας- στην υπέρβαση θεολογικής κρίσεως που συγκλονίζει σε συγκεκριμένη εποχή την Εκκλησία, διότι αφορά στην αλήθεια και άρα και στη σωτηρία. Όσοι Πατέρες ή συγγραφείς δε συγκεντρώνουν και τα τρία χαρακτηριστικά είναι φυσικά Πατέρες της Εκκλησίας ή συγγραφείς εκκλησιαστικοί, αλλά δεν είναι Πατέρες και Διδάσκαλοι» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Ά τόμος, σελ. 78).

Για τις προϋποθέσεις ορθοδοξίας μιας πατερικής θέσης, αναφέρει ο καθηγητής: «Προϋποθέσεις ορθοδοξίας και αποδοχής μιας πατερικής θεολογικής θέσεως είναι δύο: α) η παραδοσιακότης της θέσεως, το σύμφωνο δηλαδή αυτής προς την Παράδοση και το ήθος της Εκκλησίας, και β) η προέλευσή αυτής από φωτισμό του Πνεύματος»(ίδιο έργο, σελ. 68).

Θεοπνευστία δεν σημαίνει απαραίτητα και «αλάθητο».Μάλιστα το ότι οι Πατέρες έκαναν και λάθη (τα οποία ουδέποτε αποτέλεσαν Παράδοση και φρόνημα της Εκκλησίας) –τα οποία μας είναι γνωστά ως εκ τούτου- είναι πατερική διδασκαλία (Μ. Φώτιος). 
Γράφει ο καθηγητής: «Στο σημείο τούτο πρέπει να εξετάσωμε και το πρόβλημα της μερικής ή γενικής αποδοχής της διδασκαλίας ενός Πατρός και Διδασκάλου. Αποδίδουμε ορθοδοξία και κύρος σε ολόκληρο το έργο ενός Πατρός, σε όλες τις γνώμες του; Κάθε τι που γράφει ένας Πατήρ ανήκει οπωσδήποτε στην Παράδοση της Εκκλησίας; Σφάλλουν οι Πατέρες και πως διαπιστώνεται το σφάλμα τους; Το πλέγμα τούτο προβλημάτων γίνεται ακόμη οξύτερο, επειδή στην Εκκλησία οι Πατέρες συνεχίζουν το έργο των Αποστόλων με φωτισμό του Πνεύματος. Τούτο μάλιστα έχει σαν αποτέλεσμα τη σύγκριση του λειτουργήματος των Αποστόλων προς το λειτούργημα των Πατέρων, των οποίων το έργο κατά κανόνα δεν κατανοείται στο αληθινό του βάθος. Αρχίζομε από δύο εύκολες διαπιστώσεις που αποτελούν είδος ορόσημων, εντός των οποίων κινείται η πατερική θεολογική προσφορά. 

Α) Οι Πατέρες θεολόγησαν με το φωτισμό του Πνεύματος και τα επιστημονικά εφόδια. 


Β) Οι Πατέρες έσφαλαν σε ορισμένες περιπτώσεις. Το γεγονός του φωτισμού φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους υιοθετήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν σύμφωνες και ομόλογες προς την Γραφή, κυρώθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους κι έγιναν Παράδοση της Εκκλησίας. Παράδοση δε και φρόνημα στην Εκκλησία γίνεται μόνον ότι αποτελεί γνήσια φανέρωση της θείας αλήθειας. Το γεγονός του σφάλματος των Πατέρων φαίνεται από το ότι οι διδασκαλίες τους δεν υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία, λησμονήθηκαν, παραμερίστηκαν, απορρίφθηκαν. Παράδειγμα οι χιλιαστικές αντιλήψεις του Ειρηναίου, όσα είπε για ταυτότητα στο Θεό ουσίας και υποστάσεως ο Μ. Αθανάσιος ή και η αντίληψη περί αποκαταστάσεως των πάντων του Γρηγορίου Νύσσης και πλήθος άλλων περιπτώσεων μικρής ή μεγάλης σημασίας. Η απόλυτα ρεαλιστική αυτή θεώρηση του προσώπου του Πατρός, που και φωτίζεται στο έργο του από το άγιο Πνεύμα και δύναται να σφάλλει στην άσκηση του έργου του, δεν είναι μεταγενέστερη ερμηνεία ή θεωρία, αλλά βέβαιη συνείδηση της Εκκλησίας. Τη συνείδηση αυτή μάλιστα εκφράζει κι εξηγεί ένας Πατήρ και Διδάσκαλος, ο ιερός Φώτιος (+ 891)» (ίδιο έργο, σελ. 44-45).

Τα συμπεράσματα, βάση των οποίων θα απαντήσουμε στον κο Τομαρά:
Δεν είναι Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας οποιοσδήποτε άφησε πίσω του συγγραφικό έργο. Οι θέσεις που εκφράζονται στα διάφορα έργα, δεν σημαίνει ότι είναι ταυτόχρονα Παράδοση και Διδασκαλία της Εκκλησίας. Και τέλος, άλλο πράγμα είναι η θεοπνευστία και άλλο το «αλάθητο» (μήπως, για παράδειγμα, ο Δαβίδ, παύει να είναι θεόπνευστος επειδή μιλάει για «στύλους της γης»);

Περνώντας στον Κλήμη Αλεξανδρείας και ανατρέχοντας ξανά στον Παπαδόπουλο και στην πατρολογία του, διαβάζουμε: «…δεν ήταν και θεολόγος που εκπροσωπούσε το γνήσιο φρόνημα και την παράδοση της Εκκλησίας. Ένεκα τούτου η δημιουργία του Κλήμεντα δεν είναι συνέχιση της υπαρχούσης οικοδομής, όπως συμβαίνει με τους γνήσιους εκκλησιαστικούς άνδρες…» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Α’ τόμος, σελ. 338).

«Από τον Κλήμεντα η αλληγορική μέθοδος υιοθετείται απόλυτα, συστηματοποιείται και εισέρχεται στην θεολογία, η οποία μέχρι τότε γνώριζε κυρίως μόνο την τυπολογική. Η αλληγορία ανοίγει την πόρτα στην αυθαιρεσία και την κακοδοξία, η τυπολογία στην υπογράμμιση της ιστορικότητος των καινοδιαθηκικών γεγονότων. Η Εκκλησία γενικά θα χρησιμοποιεί  με φειδώ και προσοχή την πρώτη και θα καλλιεργεί την δεύτερη. Αν συγκρίνει κανείς την θεολογία της ανακεφαλαιώσεως του Ειρηναίου και την παραπάνω τοποθέτηση του Κλήμεντα, θα διαπιστώσει πόσο από τον δεύτερο λείπει ο ευχαριστιακός ρεαλισμός και πόσο βαθειά είναι ακόμη εμποτισμένος από τα ιδεώδη του γνωστικισμού και τις ηθικές αντιλήψεις των φιλοσόφων. Έτσι μπορούμε να ειπώμεν ότι ο Κλήμης είναι ικανός θεολόγος και δημιούργησε νέα χριστιανική σχολή, αλλά το έργο του ανήκει στο περιθώριο της Εκκλησίας. Έτσι εξηγείται γιατί η Εκκλησία όχι μόνο δεν τον τίμησε ως άγιο, αλλά και τον λησμόνησε σχεδόν: Ήθελε να λησμονήσει τη φιλοσοφική του θεολογία. Ο ιερός Φώτιος εκφράζει ασφαλώς το αίσθημα της Εκκλησίας, όταν του αποδίδει παρεκκλίσεις και κακοδοξίες, όπως ότι αρνείται τη σάρκωση του Λόγου κα».
(Α’ τόμος πατρολογίας, σελ. 339- 340).

Ρωτάτε, λοιπόν, κε Τομαρά:«έχουμε και τον Κλήμη Αλεξανδρείας ο οποίος ξεκάθαρα λέει ότι καμία τελετουργική θυσία δεν προσφέρουν οι Χριστιανοί».

Σας απαντώ,ότι ο Κλήμης Αλεξανδρείας εκφράζεται έτσι διότι χρησιμοποιεί στο υπό εξέταση θέμα, την αλληγορία. Κάτι που κανένας δεν έκανε ούτε συνέχισε, διότι διαφωνούσε με αυτό που πίστευε (και πιστεύει) η Εκκλησία. Το ότι είχε εσφαλμένη διδασκαλία, δεν σημαίνει ότι εξέφραζε και την πίστη της Εκκλησίας, ειδικά όταν έχουμε μαρτυρίες για το αντίθετο.

Αναφέρει ο Στ. Παπαδόπουλος (ο οποίος εξετάζει το σύνολο του έργου του Κλήμη Αλεξανδρείας, και όχι απλά μεμονωμένα χωρία ενός μόνο από τα συγγράμματά του, όπως εσείς)· «[…] δε σημαίνει ότι ο Κλήμης αγνοούσε την πράξη της Ευχαριστίας […] Εξηγεί μόνο την όλη θεολογική του δομή και την τάση του να δημιουργήσει πνευματική Εκκλησία και Ευχαριστία, διότι η ιστορική ήταν για τους πιστούς και όχι για τους γνωστικούς χριστιανούς […]» (ίδιο έργο, σελ. 339-340).

Ρωτάτε: «Μα είναι δυνατόν κ.Μπαφίτη αυτός ο άνθρωπος που έζησε περίπου το 150 με 215 μ.Χ. να γράφει έτσι και να θεωρεί υποτίθεται ότι οι Χριστιανοί τελούν κάποια θυσία κατά την ΘΕ;;;;;; Γιατί δεν το διαψεύδουν σχετικά άλλοι;»

Σας απαντώότι είναι δυνατόν διότι ακολουθεί την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας και εμπνέεται από απόκρυφη παράδοση, έχοντας φυσικά κακοδοξία στο θέμα της Θείας Ευχαριστίας (όπως και εσείς). «Η απόκρυφη παράδοση του Κλήμεντα, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «γνωστική» (Στρωμ. Α’ 1), είναι διαφορετική, ανώτερη από αυτήν που κατέχει η Εκκλησία και απευθύνεται μόνο στους εκλεκτούς»(ίδιο έργο σελ. 338). Φυσικά και τον διαψεύδουν και δεν τον ακολουθούν εδώ. Για παράδειγμα, ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας αναφέρει το αντίθετο, και μάλιστα ότι είναι διδασκαλία της Εκκλησίας.

«Και η τροφή αύτη καλείται παρ’ υμίν ευχαριστίαν …ου γαρ ως κοινόν άρτον, ουδέ ως κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν…αλλ’ ον τρόπον δια λόγου Θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός, ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι’ ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι» [Α' Απολογία Ιουστίνου, 66]».

Ρωτάτε: «Εδώ όμως, το ερώτημα που προκύπτει για σας είναι, άραγε αυτός, κατ’ εσάς, ήταν αιρετικός (που να μπούμε σε άλλα πιστεύω του), άνηκε στην Εκκλησία Του Χριστού, ή όχι; Μα διαφωνούσε σε μεγάλα θέματα (π.χ. περί ΘΕ [όπως είδαμε], άφεση αμαρτιών από ιερέα, Χριστολογικό ζήτημα) με την «Ορθοδοξία».

Σας απαντάω λοιπόν, ότι ο Κλήμης Αλεξανδρείας είχε μερικές λανθασμένες θέσεις (όπως αυτήν που εξετάζουμε), όχι κατ εμέ μόνο, αλλά πολύ περισσότερο κατά την Παράδοση της Εκκλησίας. Για αυτό και κανένας δεν τον ακολούθησε σε αυτό. Το ότι ανήκε στην Εκκλησία του Χριστού, αυτό δεν σημαίνει ότι είχε και το αλάθητο. Δεν έχουμε Παπισμό, κε Τομαρά, αλλά Ορθοδοξία. Και στην Ορθοδοξία αλάθητη θεωρούμε μόνο την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, και όχι το κάθε μέλος της μεμονωμένα.

Λέτε:«Θυμίζω δε ότι η «Ορθοδοξία» τον θεωρεί μεγάλο πατέρα και άγιο…! Άλλος ένας σφετερισμός θεωρώ».

Σοβαρά; Πότε τον γιορτάζουμε, κε Τομαρά; Εγώ δεν το βρήκα. Μήπως μπορείτε να βοηθήσετε; «…η Εκκλησία όχι μόνο δεν τον τίμησε ως άγιο, αλλά και τον λησμόνησε σχεδόν…» (ίδιο έργο σελ. 340). Για ποιόν σφετερισμό μιλάτε αλήθεια;

2. Είναι αλήθεια ότι οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου είναι καταπέλτης κατά των προτεσταντικών αιρέσεων, και για αυτό το λόγο προσπαθούν να πλήξουν την αξιοπιστία τους.

Στην εισαγωγή του βιβλίου «Αποστολικοί Πατέρες» του διδάκτορα Θεολογίας Ν. Νικολαϊδη, με υπότιτλο «Γραμματολογική και Θεολογική Προσέγγιση» στη σελίδα 15, έχει την υποσημείωση 9 που λέει: «Είναι γνωστός ο πόλεμος, ιδιαίτερα αρκετών Προτεσταντών, κατά των Επιστολών του Ιγνατίου. Και τούτο, γιατί αυτές διασώζουν και κατοχυρώνουν την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας, όσο αφορά στο μυστήριο της Ιερωσύνης και μάλιστα στο θεσμό του επισκόπου».

Για αυτό το λόγο, ο κος Τομαράς, αντιγράφει από τον γνωστό κενωτικό Ευαγγελικό κο Σπ. Φίλο.

Εμείς, ξαναθυμίζουμε κάποια πραγματάκια που διαφεύγουν και από τους δύο παραπάνω κυρίους.

Αναφέρει ο Στ. Παπαδόπουλος·«[…]επί δύο αιώνες συζητήθηκε η γνησιότης των επιστολών με αποτέλεσμα να γίνεται σήμερα από όλους δεκτή η προέλευσή τους από τον Ιγνάτιο». (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Α’ τόμος, σελ. 179).

Ο διδάκτορας θεολογίας, Π. Παπαευαγγέλου, αναφέρει·«Οι επιστολές που συνολικά έστειλε ο Ιγνάτιος από την Σμύρνη και την Τροία είναι επτά. Προς Εφεσίους, προς Μαγνησείς, προς Τραλλιανούς, προς Ρωμαίους, προς Φιλαδελφείς, προς Σμυρναίους και προς Πολύκαρπον. Οι επιστολές του αυτές διασώθηκαν μέχρι σήμερα στα ελληνικά σε δύο εκδόσεις, μία σύντομη και μια εκτενέστερη. Η γνώμη που επικρατεί σήμερα μεταξύ των ειδικών είναι ότι από τις δύο μορφές των επτά επιστολών του Ιγνατίου, γνήσιες είναι οι επιστολές της σύντομης μορφής, ενώ οι άλλες της εκτενέστερης μορφής είναι νόθες». (Από την εισαγωγή στις επιστολές του Ιγνατίου, ”Αποστολικοί Πατέρες, Άπαντα τα έργα», σελ. 10).

Ο πατρολόγος Π. Χρήστου, αναφέρει·«Η εκτύπωσις των εις τας συλλογάς ταύτας περιεχομένων επιστολών, αρξαμένη δια της εκτενούς παραλλαγής, λατινιστί το 1489 και ελληνιστί το 1555, προεκάλεσε διχασμό των κριτικών, οφειλόμενον αρχικώς και εις τας αντιθέσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών ως προς την αρχαιότητα του θεσμού του επισκόπου. Δια των εργασιών των Zahn, Funk, Lightfool, και Harnack κατά τα τέλη του παρελθόντος αιώνος, ακολουθησάντων την γραμμήν την οποίαν είχε δείξει δύο αιώνας ενωρίτερον ο Pearson, κατωχυρώθη η γνησιότης των επτά σύντομων επιστολών» (Πατρολογία Χρήστου, Β’τόμος, σελ. 415).

Οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου μπορεί να νοθεύτηκαν από τον νεό-αρειανό Ιουλιανό τον 4ο αιώνα, (που δεν ήταν ορθόδοξος φυσικά), αλλά σήμερα η επιστήμη έχει ξεχωρίσει τις γνήσιες από τις νοθευμένες. Ανάμεσα στους καθηγητές που παραδέχτηκαν την γνησιότητα των επιστολών της σύντομης μορφής (από όπου και παραθέτουμε), είναι και Προτεστάντες όπως ο Harnackπου αναφέρει ο πατρολόγος Π. Χρήστου.

Το ότι δεν σώζονται άλλα έργα του Ιγνατίου, δεν σημαίνει ότι τα έργα της σύντομης μορφής είναι νοθευμένα. Με την ίδια λογική, και οι επιστολές του απ Παύλου είναι «νοθευμένες» διότι δεν μας σώζονται περισσότερες. 14 επιστολές σε περίπου 30 χρόνια διακονίας; Άρα είναι νόθες! Ωραία Προτεσταντική λογική!Ούτε βέβαια, το ότι δεν έστειλε επιστολή στην Εκκλησία του στην Αντιόχεια, δείχνει νοθεία στις επιστολές του! Πολύ απλά, ο άγιος έβλεπε προσωπικά τους εκεί αδελφούς πριν πάρει το δρόμο για το μαρτύριο, από εκεί ξεκίνησε, τους είχε ήδη αφήσει την παρακαταθήκη και δεν είχαν ανάγκη να τους γράψει. Ο επίσκοπος Ιάκωβος, επειδή δεν έγραψε επιστολή που να απευθύνεται στα Ιεροσόλυμα όπου ήταν Επίσκοπος, σημαίνει ότι η καθολική επιστολή που υπάρχει στην Καινή Διαθήκη είναι «νοθευμένη»;  Εξίσου ψεύτικος είναι ο ισχυρισμός ότι δήθεν ο ιστορικός Ευσέβιος γνώριζε μόνο την επιστολή προς Σμυρναίους. Ο Ευσέβιος παραθέτει και από την προς Ρωμαίους.Αναφορικά με τον ιστορικό Philip Schaff,  μπορεί να μην τις δέχεται, αλλά ο ίδιος  στο «Introductory Note To The Epistle Of Ignatius To The Ephesians», αναφέρει ότι από τις υπόλοιπες 7 επιστολές, οι καθηγητές θεωρούν γνήσιες αυτές της συντομότερης μορφής«It is plain that one or other of these exhibits a corrupt text, and scholars have for the most part agreed to accept the shorter form as representing the genuine letters
of Ignatius»


Μεγάλο αγκάθι ο άγιος Ιγνάτιος στις πλευρές των αιρετικών.

3. Για τον Χρυσόστομο και το «λουτρώ».

Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει: «Ούτω και συ γίνη βασιλεύς και ιερεύς και προφήτης εν τω λουτρώ·  Βασιλεύς μεν πάσας χαμαί ρίψας τας πονηράς πράξεις, και τα αμαρτήματα κατασφάξας ∙ ιερεύς δε, εαυτόν προσενεγκών τω Θεώ, και καταθύσας το σώμα, και σφαγείς και αυτός. ει γαρ συναπεθάνομεν αυτώ, φησί, και συζήσομεν αυτώ».

Ο κος Τομαράς μας μέμφεται διότι δεν παραθέσαμε την συνέχεια του χωρίου. Ακόμα και η συνέχεια του χωρίου, που αντιγράφει ο κος Τομαράς, δεν αλλάζει κάτι στην φράση που γράψαμε αρχικά «Ούτω και συ γίνη βασιλεύς και ιερεύς και προφήτης εν τω λουτρώ». Το χωρίο είναι ξεκάθαρο από μόνο του. Ο πιστός, ενδυόμενος συνεχώς τον Χριστό κατά το βάπτισμα στο νερό, μετέχει στα πνευματικά αξιώματά Του, γίνεται δηλαδή βασιλιάς, ιερεύς, και προφήτης. Είναι σαφέστατο, ‘’ΕΝ ΤΩ ΛΟΥΤΡΩ’’. Όχι πριν από αυτό.  Δηλαδή, η μετάνοια, το να πολεμάς τις αμαρτίες και τα πάθη κλπ, δεν μπορούν να σε κάνουν να μετέχεις του Χριστού, εάν δεν προηγηθεί το βάπτισμα στο νερό.

Αυτό βέβαια, δεν γίνεται «μαγικά». Ούτε γράψαμε ποτέ τέτοιο πράγμα. Για αυτό και συνεχίζει ο ιερός Χρυσόστομος αναφερόμενος στην καταπολέμηση των αμαρτιών, θυσία του εαυτού μας κλπ, ως απαραίτητες προϋποθέσεις για να παραμείνουν αυτά τα πνευματικά αξιώματα του Χριστού ενεργά στον πιστό. Για αυτό, και ο απ Παύλος δεν γράφει αυτό που λανθασμένα μεταφράζει ο Βάμβας «όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε», αλλά αυτό που λέει το κείμενο: «οσοι γαρ εις Χριστον εβαπτισθητε Χριστον ενεδυσασθε». Σε χρόνο διαρκή. Ενώ το βάπτισμα γίνεται μια φορά, συνεχώς ενδυόμαστε τον Χριστό. Σε αυτήν την συνέχεια αναφέρεται και ο ιερός πατήρ.

Δεν τα θέτει αυτά ως προϋποθέσεις για την μετοχή του πιστού στα αξιώματα αυτά του Χριστού, γιατί αυτά τα αποκτά δωρεάν ΕΝ ΤΩ ΛΟΥΤΡΩ. Αυτά τίθενται ως προϋποθέσεις για να παραμείνουν ενεργά στον πιστό. Γιατί το λέμε αυτό; Επειδή, ο ιερός Χρυσόστομος στα έργα του ομιλεί και για το νηπιακό βάπτισμα. Το βάπτισμα όμως είναι ένα (είτε εάν κάποιον βαπτίσουν ενήλικα είτε νήπιο), με τις ίδιες δωρεές εις αμφοτέρους.

Στις Κατηχήσεις του, ο ιερός πατέρας, αναφέρει:
«Αν και βέβαια πολλοί νομίζουν ότι η δωρεά παρέχει μόνο άφεση αμαρτημάτων, εμείς όμως απαριθμήσαμε δέκα τιμές. Γι’ αυτό βέβαια και βαπτίζομε τα παιδιά αν και δεν έχουν αμαρτίες, για να προστεθεί σ’ αυτά αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομιά, αδελφότητα, το να είναι μέλη του Χριστού, το να γίνουν κατοικητήριο του Πνεύματος» 
[(Ε.Π.Ε 30.), «Ομιλίες Κατηχητικές-Ηθικές» σελ. 387.]

Μέλη του Χριστού και τα παιδιά, άρα και μέτοχα των αξιωμάτων Του, τα οποία οφείλουν να διατηρήσουν σε όλο τον επίγειο βίο τους καθώς θα μεγαλώνουν.

Η σημασία είναι στο «ΛΟΥΤΡΩ», επομένως. Και ο κος Τομαράς κάνει ολόκληρη ανάλυση, μη γνωρίζοντας ότι ο ιερός Χρυσόστομος (όπως και όλη η αρχαία Εκκλησία) αποδέχονταν το βάπτισμα των νηπίων, για να πει ότι το «Ούτω και συ γίνη βασιλεύς και ιερεύς και προφήτης εν τω λουτρώ», δεν γίνονται «εν τω λουτρώ».  

Παραθέτουμε σχετικούς συνδέσμους για το νηπιακό βάπτισμα από το εξαιρετικό φιλικό ιστολόγιο του «Αντιαιρετικού»:

Α. Περιγραφή των αιρετικών κακοδοξιών

Β. Απάντηση σε παρερμηνείες του 12ου Κανόνα Νεοκαισαρείας

Γ. Απάντηση σε παρερμηνείες του πδ΄ Κανόνα της Πενθέκτης

Δ. Ο Νηπιοβαπτισμός και η θεμελίωσή του μέσα από τις πηγαίες μαρτυρίες

Ε. Απάντηση σε παραχαράξεις της βυζαντινής εκκλησιαστικής Ιστορίας

ΣΤ. Ερμηνευτικές αναλύσεις Νόμων της Πολιτείας και Κανόνων της Εκκλησίας

Ζ. Το προπατορικό αμάρτημα και το βάπτισμα ως σφράγισμα σωτηρίας


4. Σχετικά με εκκλησιαστικούς συγγραφείς που παραθέτει ο κος Τομαράς και που είτε δέχονταν τον άρτο και τον οίνο ως σύμβολα του Σώματος και Αίματος του Χριστού, είτε παρερμηνείας αυτών από του κου Τομαρά.

Α. Ευσέβιος Καισαρείας.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας, όπως φαίνεται από το απόσπασμα που παρέθεσε ο κος Τομαράς (το οποίο αντέγραψε από συζήτηση που είχα στο blogμε κάποιον αναγνώστη στο οποίο είχα απαντήσει), λέει ότι ο άρτος και ο οίνος είναι σύμβολα. Όμως μπορούμε να δεχόμαστε την ερμηνεία ενός επισκόπου που ασπάζονταν τον αρειανισμό; Και ενώ μας άφησε την πολύτιμη Εκκλησιαστική ιστορία, εντούτοις παρουσιάζει προβληματική θεολογία και ερμηνευτική. Δεν θα πω δικά μου, αλλά θα παραθέσω από τον καθηγητή πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλο. Σταχυολογώ τα παρακάτω, σε σχέση με την ερμηνευτική του:

«Διακρίθηκε για την πολυμέρεια των γνώσεών του και τη ρηχότητα της σκέψεώς του».

«…με τις θεολογικές και πολιτειακές του αντιλήψεις ενίσχυσε τον αρειανισμό…».

«Σε συζητήσεις που ήταν πέρα του θέματος της αρχαιότητας του χριστιανισμού, της ενότητας του Θεού και της καταφάσεως της Τριάδας, δεν μπορούσε να συμβάλει· φαίνεται μάλιστα ότι και τις υποτιμούσε».

«…όταν ο Άρειος από το 318 περίπου μίλησε κακόδοξα για την σχέση του Υιού προς τον Πατέρα, δεν μπόρεσε να θεολογήσει στο θέμα, αλλά υποστήριξε αμέσως τον Άρειο».

«Ο Ευσέβιος, εφόσον σαφώς αρνήθηκε την αιδιότητα και όχι μόνο την ομοουσιότητα του Υιού, έμεινε θεολογικά αυστηρός οπαδός του Αρείου και δεν υπήρξε όντως μετριοπαθής, όπως υποστηρίζεται».

«Η παρουσία του Ευσεβίου στους κόλπους της Εκκλησίας υπήρξε θετική και αρνητική. Προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες για την γνώση της ιστορίας της και την διαφύλαξη της Γραφής της, αλλά της δημιούργησε τεράστια προβλήματα με την κακοδοξία του και την διαμόρφωση του καισαροπαπισμού».

(Από τον Β' τόμο της πατρολογίας του Παπαδόπουλου, σελ. 121- 125).

Συνεπώς, από έναν επίσκοπο που είχε κακοδοξίες και υποβίβαζε τον Χριστό σε κτίσμα (σαν τους Ιεχωβίτες), δεν μπορεί να περιμένει κανείς ορθές ερμηνείες.

Β. Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος.

Ο Ν. Σκρέττας εξηγεί·
«Από τον γ’ ήδη αιώνα, κατά την μαρτυρία της Καθολικής διδασκαλίας των Δώδεκα Αποστόλων και αγίων μαθητών του Σωτήρος ημών, τα προσφερόμενα δώρα ονομάζονται ‘’αντίτυπον του βασιλείου σώματος του Χριστού’’. Η ίδια διατύπωση περίπου επαναλαμβάνεται στην μετά τους λόγους της συστάσεως συνέχεια της ευχής της αναφοράς του Μ. Βασιλείου· «και προθέντες τα αντίτυπα του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού σου, σου δεόμεθα…». Παράλληλες εκφράσεις ανιχνεύονται στον Ευστάθιο Αντιοχείας, τον Μακάριο Αιγύπτιο, τον Ευτύχιο Κων/πόλεως, τον Συμεών Θεσ/νίκης, τον Μάρκο τον Ευγενκό, τον Επιφάνιο Κύπρου. Ο όρος ‘’αντίτυπα’’ λοιπόν είναι εμφανώς δηλωτικός της συμβολικής σημασίας που προσλαμβάνουν τα τίμια δώρα προ του καθαγιασμού τους. […] Μετά λοιπόν τον δια του αγίου Πνεύματος καθαγιασμό τους, τα δώρα παύουν να είναι «αντίτυπα» και γίνονται ο ίδιος ο Χριστός…» («Η Θεία Ευχαριστία», σελ. 290- 292).

Αναφέρει ο Άγιος Μακάριος:

«…ούτε ανέβη αυτών επί την καρδίαν, ότι έσται βάπτισμα πυρός και Πνεύματος αγίου και ότι εν τη Εκκλησία προσφέρεται άρτος και οίνος αντίτυπον της σαρκός αυτού και του αίματος, και οι μεταλαμβάνοντες εκ του φαινομένου άρτου πνευματικώς την σάρκα του Κυρίου εσθίουσι…».

Μετάφραση:«…ούτε το είχαν φανταστεί ότι θα υπάρξει βάπτισμα πυρός και βάπτισμα Πνεύματος Αγίου, και ότι στην Εκκλησία θα προσφέρεται άρτος και οίνος, που αντιπροσωπεύουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου, και ότι αυτοί που θα μεταλαβαίνουν από τον άρτο αυτό που φαίνεται, θα τρώνε πνευματικά το σώμα του Χριστού…». (Ομιλία ΚΖ, 17- έργα αγίου Μακαρίου, τόμος 7ος ).

Ορθώς ο άγιος Μακάριος ονομάζει τον προσφερόμενο άρτο και οίνο «αντίτυπα» του σώματος και του αίματος του Χριστού,διότι αναφέρεται στην προσφορά. Κατά την Ορθόδοξη πίστη, προσφέρουμε ως εκκλησία άρτο και οίνο δια των ειδικών ιερέων (που είναι τα χέρια της Εκκλησίας) στον Θεό, και ο Θεός αντικαταπέμπει την άκτιστη χάρη Του και μεταβάλλει τον προσφερόμενο άρτο σε σώμα Χριστού και τον προσφερόμενο οίνο σε αίμα Χριστού. Ο άγιος Μακάριος σε καμία περίπτωση δεν λέει ότι κοινωνούμε «δια της πίστεως», χωρίς να μετέχουμε πραγματικού σώματος και αίματος. Αυτό γίνεται φανερό από το ότι μιλάει για «του φαινομένου άρτου», για άρτο δηλαδή που φαίνεται ως άρτος. Αν τον θεωρούσε «σύμβολο» δεν θα έλεγε «του φαινομένου άρτου» αλλά σκέτο «του άρτου». Φαίνεται άρτος, αλλά δεν είναι άρτος. Ακριβώς όπως πιστεύουμε κατά την μεταβολή.

Το «πνευματικώς την σάρκα του Κυρίου εσθίουσι»,δεν σημαίνει ότι τρώμε ψωμί και πίνουμε κρασί τα οποία θεωρούμε «δια της πίστεως» Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά επειδή πριν αναφέρθηκε στο Άγιο Πνεύμα και στα «παράδοξα πράγματα» («ούτε ανέβη αυτών επί την καρδίαν») που απολαμβάνουν οι Χριστιανοί στην Καινή Διαθήκη συνδέοντας την Θεία Ευχαριστία με το Άγιο Πνεύμα, αναφέρεται στην πνευματικότητα της Ευχαριστίας, που οφείλεται στο Άγιο Πνεύμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κοινωνούμε τον Χριστό «δια της πίστεως» και δια συμβόλων. Συνδέοντας όλα αυτά με το Άγιο Πνεύμα, υποδηλώνει το Μυστήριο. Αυτό είναι Μυστήριο. Άλλο φαίνεται, άλλο είναι. Με το «δια της πίστεως», βγάζετε έξω τον Θείο και Μυστηριακό χαρακτήρα της Ευχαριστίας, αφού στηρίζεστε στο πνεύμα το δικό σας και όχι στο Άγιο Πνεύμα. Δηλαδή, αν έρθει στην σύναξή σας κάποιος που δεν πιστεύει και τόσο πολύ ότι η Ευχαριστία είναι σώμα Χριστού (ούτε δια της πίστεως ούτε πραγματικό), κατά την θεωρία του «δια της πίστεως», κοινώνησε με τον Χριστό ή όχι; Δηλαδή, το αν τελικά κοινώνησε με τον Χριστό έχει ως βάση την πίστη του (ή την απιστία του);Εξαρτάται δηλαδή από την προσωπική του αποδοχή; Αντιθέτως, αν κάποιος κοινωνήσει στην Εκκλησία του Χριστού την Ορθόδοξη, είτε πιστεύει είτε δεν πιστεύει, έχει κοινωνήσει  με τον ίδιο τον Χριστό, και είτε του έρχεται ευλογία, νίψη ψυχής κλπ, είτε κατάκριση. Αυτό που συνέβαινε και στην αρχαία Κόρινθο που συνέρχονταν μεν, αλλά ορισμένοι δεν διέκριναν το Σώμα του Χριστού, κοινωνούσαν αναξίως, και αυτό είχε αντίκτυπο ακόμα και στα σώματά τους.


5. Για την περικοπή από την προς Κορινθίους του αγίου Κλήμη Ρώμης.

Είναι πολύ σημαντικό, προκειμένου να κατανοήσουμε το κείμενο, να δούμε τον λόγο για τον οποίο γράφεται η επιστολή αυτή προς την εκκλησία της Κορίνθου.

Ο καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος, γράφει μεταξύ άλλων:
«Μερικοί «φιλόνικοι και ζηλωταί» προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τους πρεσβυτέρους της Κορίνθου με άλλους […] Μερικοί Κορίνθιοι λοιπόν πρότειναν την αντικατάσταση των λειτουργών, νομίζοντας προφανώς ότι το λειτούργημά τους είναι κάτι που εξαρτάται μόνο από τη θέληση των μελών της Εκκλησίας […] Η απάντηση δε στο πρόβλημα δίδεται στο κεφάλαιο 44: τους λειτουργούς, που κατέστησαν οι Απόστολοι ή και οι διάδοχοι αυτών, δε μπορεί να τους αντικαταστήσει κανείς, διότι έλαβαν το λειτούργημά τους από τους Αποστόλους»
(Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Α’ τόμος, σελ. 161-162).

Ο καθηγητής Β. Φειδάς, αναφέρει «[…] ο Κλήμης συνδέει την έριδα στην Κόρινθο προς ένα ή δύο πρόσωπα. Πράγματι οι πιστοί της εκκλησίας της Κορίνθου αποδοκιμάζονται, επειδή «δι’ εν ή δύο πρόσωπα «στασίασαν» προς τους πρεσβυτέρους» και απομάκρυναν άδικα «ενίους» εξ αυτών από την τετιμημένη λειτουργία τους» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ 86, Α’ τόμος).

Ο λόγος, λοιπόν, που τους γράφει είναι επειδή ανατρέπονταν η εκκλησιαστική τάξη.

Παραθέτουμε το απόσπασμα, το νόημα του οποίου διαστρέβλωσε ο κος Τομαράς κατά την συνήθη τακτική του.

«Προδήλων ουν ημίν όντων τούτων, και εγκεκυφότες εις τα βάθη της θείας γνώσεως, πάντα τάξει ποιείν οφείλομεν όσα ο δεσπότης επιτελείν εκέλευσεν κατά καιρούς τεταγμένους· Τας τε προσφοράς και λειτουργίας επιτελείσθαι, και ουκ εική ή ατάκτως εκέλευσεν γίνεσθαι, αλλ’ ορισμένοις καιροίς και ώραις. Που τε και δια τίνων επιτελείσθαι θέλει, αυτός ώρισεν τη υπερτάτω αυτού βουλήσει, ιν’ οσίως πάντα γινόμενα εν ευδοκήσει ευπρόσδεκτα ειη τω θελήματι αυτού. Οι ουν τοις προστεταγμένοις καιροίς ποιούντες τας προσφοράς αυτών ευπρόσδεκτοι τε και μακάριοι· τοις γαρ νομίμοις του δεσπότου ακολουθούντες ου διαμαρτάνουσιν. Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισί, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και Λευίτες ίδιαι διακονίαι επίκεινται· ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται. Εκαστος ημών, αδελφοί, εν τω ιδίω τάγματι ευαρεστείτω θεώ εν αγαθή συνειδήσει υπάρχων, μη παρεκβαίνων τον ωρισμένον της λειτουργίας αυτού κανόνα, εν σεμνότητι».
(Αποστολικοί Πατέρες, Α Τόμος, κου Χ. Κρικώνη, σελ. 82- 85).

Με βάση το απόσπασμα, οι προσφορές και οι λειτουργίες πρέπει να επιτελούνται σε διατεταγμένους καιρούς, όχι άτακτα, και από συγκεκριμένους ανθρώπους που όρισε ο Θεός. Μάλιστα, όσοι ακολουθούν τα νόμιμα του Δεσπότη (αυτή την νόμιμη τάξη) δεν αμαρτάνουν. Και προτρέπει να μην παραβαίνει κανείς τον ορισμένο κανόνα της λειτουργίας του. Πολύ απλά, τους συμβουλεύει να μην χαλάνε την τάξη που έθεσε ο Θεός στην Εκκλησία Του.

Οι «προσφορές» και οι «λειτουργίες»που αναφέρονται, δεν έχουν καμία σχέση με προσφορές αγάπης που αναφέρει ο κος Τομαράς. Αυτές οι προσφορές αγάπης μπορεί να γίνουν από τον κάθε ένα πιστό, και ασφαλώς αυτό δεν χαλάει την τάξη της εκκλησίας. Τι είναι, λοιπόν, οι «προσφορές» και οι «λειτουργίες»;

Ο καθηγητής Ι. Ζηζούλιας, αναφέρει: «Η Α’ Κλήμεντος εξ άλλου ομιλεί περί «λειτουργίας των αποστόλων». Ποια η φύσις της λειτουργίας ταύτης, εις την οποίαν διεδέχθησαν τους Αποστόλους οι αποβληθέντες πρεσβύτεροι της Κορίνθου; Καίτοι ο όρος λειτουργοί χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως υπό του Κλήμεντος, εν τούτοις χρησιμοποιούμενος ενταύθα περί των Αποστόλων έχει την ειδικήν σημασίαν της προσφοράς των δώρων της Ευχαριστίας»
(«Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και του Επισκόπου, κατά τους τρείς πρώτους αιώνας»).

Ο καθηγητής Β. Στεφανίδης γράφει: «Τους ουν κατασταθέντας υπ εκείνων (των αποστόλων) ή μεταξύ υφ ετέρων ελλογίμων ανδρών, συνευδοκησάσης της εκκλησίας απάσης, και λειτουργήσαντας αμέμπτως, τούτους ου δικαίως νομίζομεν αποβάλλεσθαι της λειτουργίας. Αμαρτία γαρ ου μικρά ημιν έσται, εάν τους αμέμπτως και οσίως προσενεγκότες τα δώρα, της επισκοπής αποβάλλωμεν» (ΚΕΦ. 44) Υπό τα ‘’δώρα’’ νοείται η θεία ευχαριστία» (Εκκλησιαστική Ιστορία σελ. 45).

«Μετά της θείας ευχαριστίας συνεδέετο στενώς η διανομή των σχετικών προσφορών των χριστιανών»(ίδιο έργο, σελ. 46).

Ο Ιάκωβος Πηλιλής αναφέρει:«Η διακονία τούτων, κατά τον Κλήμεντα, (λειτουργία), είναι η λατρεία εν τη Εκκλησία και η προσφορά (θυσία) των πιστών κατά την Θείαν Ευχαριστίαν, δι’ ο και δια πρώτην φοράν το πρεσβυτέριον διακρίνεται με ιδιάζοντα καθήκοντα και δικαιώματα εκ του σώματος των πιστών (των λαικών)»(Η Χριστιανική Ιερωσύνη).

Επομένως, η «λειτουργία» είναι η προσφορά των δώρων της Θείας Ευχαριστίας ή αλλιώς της θυσίας των πιστών. Μάλιστα, όπως παρατηρεί και ο Ι. Πηλιλής, «δια πρώτην φοράν το πρεσβυτέριον διακρίνεται με ιδιάζοντα καθήκοντα και δικαιώματα εκ του σώματος των πιστών (των λαικών)», όπως πράγματι λέει το απόσπασμα. Το κομμάτι είναι πάρα πολύ δυνατό και αφήνει έκθετο τον κο Τομαρά αλλά και τους αιρετικούς που αρνούνται την θεοπαράδοτη χριστιανική πίστη χάριν των νεοφανών αιρέσεων.

Το ίδιο αναφέρει και ο καθηγητής Β. Φειδάς, όταν σχολιάζει την λύση που δίνει ο άγιος Κλήμης Ρώμης: «[…] για το πρόβλημα της τοπικής εκκλησίας της Κορίνθου η ανάγκη αυτή διακρίσεως του τοπικού ιερατείου κατά τάξη στην άσκηση της τετιμημένης λειτουργίας καθίστατο επιτακτικότερη. Ο Κλήμης θεμελιώνει τη διάκριση αυτή στη θεία βούληση, γι’ αυτό και οι εκπληρώνοντες άμεμπτα την λειτουργία ‘’τοις γαρ νομίμοις του δεσπότου ακολουθούντες ου διαμαρτάνουσιν. Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισί, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και Λευίτες ίδιαι διακονίαι επίκεινται· ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται’»»
(Εκκλησιαστική Ιστορία, Ά τόμος, σελ. 87-88).

Το ότι είναι οι λέξεις στον πληθυντικό, δεν σημαίνει ότι δεν μιλάει για τα τίμια δώρα, όπως λέει και πάλι αυθαίρετα ο κος Τομαράς. Η Θεία Ευχαριστία τελείται πολλές φορές, όπως αναφέρει ο απόστολος Παύλος: «οσάκις αν τρώγητε τον άρτον τούτον και πίνητε το ποτήριον τούτο, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, μέχρι της ελεύσεως αυτού» (Α’ Κορινθίους, ια 26).

Το ότι οι προσφορές ήταν του άρτου και του οίνου (των τιμίων δώρων δηλαδή), πέρα από αυτά, μαρτυρείται καθαρότατα και από ΑΡΧΕΓΟΝΗ πηγή, τον Ιουστίνο τον Μάρτυρα, που γράφει: «Και τη του ηλίου ημέρα λεγομένη ημέρα, πάντων, κατά πόλεις ή αγρούς μενόντων, επί το αυτό συνέλευσις γίνεται και τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται μέχρι εγχωρεί. Είτα, παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς δια λόγου την νουθεσίαν και πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται. Είτε ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και , ως προέφημεν, παυσαμένων ημών της ευχής, άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει και ο λαός επευφημεί λέγων αμήν και η διάδοσις και η μετάληψις από των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται και τοις ου παρούσι δια των διακόνων πέμπεται»
(Α Απολογία,67, 3-5).

«Τα κύρια στοιχεία του δεύτερου, ήτοι του μυστηριακού μέρους της θ. Λειτουργίας, ήσαν, κατά τον Ιουστίνο, ο ασπασμός της ειρήνης, η προσφορά των τιμίων δώρων, η υπό του προεστώτος απαγγελλομένη ευχαριστήρια και τελεστική ευχή του μυστηρίου…» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Α τόμος, σελ. 268)

Το καταλάβατε τώρα κάπως καλύτερα, δια στόματος Ιουστίνου του Μάρτυρα; «[…] άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει και ο λαός επευφημεί λέγων αμήν». Μήπως τα ξέρετε καλύτερα από τον Ιουστίνο που περιγράφει πως γίνονταν η λατρεία στον δεύτερο μεταποστολικό αιώνα;

Η λέξη «Λευίτες» χρησιμοποιείται με την έννοια του διακόνου.Άλλωστε, το απόσπασμα από τον Κλήμη Ρώμης δεν αναφέρεται σε φυλές αλλά σε λειτουργήματα. Το αν σε άλλα σημεία αναφέρει για επισκόπους και διακόνους, σαφώς σε αυτά υπάρχει η ιερατική ιδιότητα, από την στιγμή που υπάρχει θυσία, δηλαδή η Θεία Ευχαριστία.

Η συνέχεια του κειμένου που αναφέρει ο κος Τομαράς, δείχνει την τάξη που είπαμε και προηγουμένως. Οι θυσίες δεν θα μπορούσαν να προσφερθούν στην (κατά γράμμα) Ιερουσαλήμ εφόσον είχε καταστραφεί το 70 μ Χ . Πολύ πιθανό με τα λόγια αυτά, να αναφέρεται στην πνευματική Ιερουσαλήμ και να θέλει να τονίσει την εκκλησιαστική τάξη. Οι καθηγητές λένε ομόφωνα ότι αυτά αναφέρονται στην εκκλησία, και ο κος Τομαράς ρίχνει στάχτη στα μάτια των ομοθρήσκων του, από τους οποίους περιμένει να δεχτούν ότι τους σερβίρει.

6. Άγιος Ιππόλυτος Ρώμης.

Είχαμε γράψει από την εκκλησιαστική Ιστορία του καθηγητή Βλ. Φειδά, όπου έγραφε ο καθηγητής ότι ο Ιππόλυτος συνδέει τον όρο ‘’κλήρο’’ προς τους κληρικούς. Μάλιστα ο καθηγητής παρέθεσε και το σχετικό χωρίο· «‘’ειδέ και τις εν κλήρω ων γαμοιη, μένειν τον τοιούτον εν κλήρω ως μη ημαρτηκότα’».

Ο κος Τομαράς, αφού έψαξε, βρήκε και παρέθεσε από πιο πριν το χωρίο, όπου λέει:
«…επί τούτου ήρξαντο επίσκοποι και πρεσβύτεροι και διάκονοι δίγαμοι και τρίγαμοι καθίστασθαι εις κλήρους∙ ει δε και τις εν κλήρω ων γαμοιη μένειν τον τοιούτον εν τω κλήρω ως μη ημαρτηκότα, επί τούτω φάσκων είρησθαι το υπό του αποστόλου ρηθέν’ «συ τις εο ο κρίνων….»»

Η αλήθεια είναι μια αλυσίδα. Αν χάσεις τον ένα κρίκο, τους χάνεις όλους. Ο καθηγητής λίγες σειρές παραπάνω είχε διευκρινίσει ότι από ακόμα παλαιότερη εποχή είχε διακριθεί ο κλήρος από τους λαϊκούς, και δίνει παραπομπή στον άγιο Κλήμη Ρώμης! Αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει ο κος Τομαράς, είναι ότι ο επίσκοπος, οι πρεσβύτεροι, και οι διάκονοι, αυτοί οι τρείς βαθμοί, είναι βαθμοί ιεροσύνης διότι έχουν όλοι τους την ιερατική ιδιότητα διότι όλοι τελούν την Θεία Ευχαριστία που έχει χαρακτήρα θυσίας. Επομένως, οι όροι «επίσκοπος», «πρεσβύτεροι», και «διάκονοι» είναι ιερείς και συνδέονται με την λέξη «κλήρος». Την Θεία Ευχαριστία την τελεί ο Επίσκοπος κατά βάση, αλλά και σε όποιον δώσει την άδεια (εννοείται από τους λειτουργούς). «Έγκυρη να θεωρείται η Ευχαριστία εκείνη που τελείται από τον Επίσκοπο, ή από εκείνον στον οποίο θα δώσει την άδεια αυτός» (Προς Σμυρναίους, VIII 1). Οι αιρετικοί, από πού πήραν την άδεια;

Την αποστολική εποχή, ο όρος πρεσβύτερος και επίσκοπος ήταν ταυτόσημοι. Ο πρώτος τη τάξη πρεσβύτερος είχε την γενική διαχείριση και τον πρώτο λόγο στην σύναξη όπου ήταν και τούτο φαίνεται καθαρά στην πρώτη αποστολική σύνοδο. Είχε προκύψει πρόβλημα με ορισμένους που έλεγαν ότι οι πιστοί έπρεπε να κάνουν την περιτομή για να σωθούν, και έφερναν ταραχή και σύγχυση στην Εκκλησία. Έτσι, έγινε η αποστολική σύνοδος, όπου πήραν μέρος ο απόστολος Παύλος, ο απόστολος Βαρνάβας, οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι της Ιερουσαλήμ. Αφού μίλησαν όλοι, τελευταίος μίλησε ο Ιάκωβος, ο οποίος ήταν ο πρώτος τη τάξη πρεσβύτερος. Αυτός επισφράγισε την απόφαση που ελήφθη συνοδικά με την οδηγία του Αγίου Πνεύματος (Πράξεις ιε κεφάλαιο).

Αργότερα, όχι επί εποχής Ιππολύτου αλλά επί εποχής Ιγνατίου, ο επίσκοπος ξεχώρισε από τον πρεσβύτερο. Αυτό φαίνεται σε πολλά σημεία των επιστολών του. Ενδεικτικά: « […] να υπακούετε στον επίσκοπο και το πρεσβυτέριο με απερίσπαστο το νου σας, προσφέροντας (κείμ. ‘’κλώντες’’) έναν άρτο […] (προς Εφεσίους, XX 2). « […] όλοι να σέβονται τους διακόνους […] όπως και τον επίσκοπο […] και τους πρεσβυτέρους, σαν το συνέδριο του Θεού και σύνδεσμο των αποστόλων. Χωρίς αυτούς Εκκλησία δεν υπάρχει»(προς Τραλλιανούς, III 1)κλπ.

Ο πρώτος τη τάξη πρεσβύτερος, ο οποίος τελούσε και την Θεία Ευχαριστία, ονομάστηκε επίσκοπος. 

Η λέξη «κλήρος», στην εποχή του Ιππολύτου, είχε να κάνει με την ιεροσύνη.Οι λέξεις έχουν πολλές σημασίες. Το να μας παρουσιάζει ο κος Τομαράς την έννοια του κλήρου στα γραπτά της Καινής Διαθήκης, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να εξεταστεί η λέξη στο απόσπασμα που αναφέραμε. Άλλωστε, ο κος Τομαράς από μόνος του μας λέει: 

«Παραθέτω από το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας του «Σταματάκου» λίγα σχετικά (για συντομία όχι όλες τις σημασίες, αλλά τις βασικές):
Κλήρος:
****ως και νυν κλήρος, «λαχνός» // μικρόν τεμάχιον ξύλου ή και βώλος γης χρησιμοποιούμενα ως κλήροι.
Και ως τελευταίες έννοιες έχει:
****Κληρονομιά, κτήμα, υποστατικό, ιδιοκτησίαν
****Στην εκκλησιαστική γλώσσα, οι κληρικοί εν αντιθέσει προς τους λαϊκούς»

Και ο ίδιος σχολιάζει: «(Τονίζω εδώ για τον αναγνώστη ότι αυτή η τελευταία έννοια δεν υπήρχε στην περίοδο των αποστόλων ή πριν αυτής, ανήκει στην μεταγενέστερη… «Ορθόδοξη» γλώσσα.)».

κ Τομαρά, δεν λέει έτσι ο Σταματάκος στο λεξικό από όπου παραθέσατε. Αυτό το λέτε εσείς. Σαφέστατα το λεξικό του κου Σταματάκου δέχεται τον «κλήρο» ως «κληρικούς» σε αντίθεση με τους λαϊκούς, όπως ακριβώς και ο Φειδάς που παρέθεσα. Επίσης, στην περίοδο των αποστόλων δεν υπήρχε η φράση ‘’Αγία Τριάς’’. Ανήκει στην μεταγενέστερη Ορθόδοξη γλώσσα. Μήπως διαφωνείτε; Επομένως, το παιχνίδι των λέξεων που παίζει ο κος Τομαράς, δεν έχει τίποτα να δώσει πέρα από ψευδείς εντυπώσεις.  

Άλλωστε, ο Ιππόλυτος σε άλλο του χωρίο λέει το εξής:
«[…] το εν τη Εκκλησία παραδοθέν Άγιον Πνεύμα, ου τυχόντες πρότεροι οι απόστoλoι μετέδοσαν τοις ορθώς πεπιστευκόσιν ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες της τε αυτής χάριτος μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας και φρουροί της Εκκλησίας λελογισμένοι ουκ οφθαλμώ νυστάζoμεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν[…]» (Κατά Πασών αιρέσεων Έλεγχος, ΒΕΠΕΣ 5, σ. 199). »

«[…]μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας[…]. Πόσο πιο καθαρά να γραφτεί για να καταλάβει κανείς ότι ο Ιππόλυτος ονομάζει τον εαυτό του αρχιερέα, που το πήρε από την διαδοχή που ανάγεται στους αποστόλους;

Τι σημαίνει η λέξη ‘’αρχιερατεία’’και γιατί την χρησιμοποιεί για τον εαυτό του; Επειδή τελούσε την Θεία Ευχαριστία. Και αφού μας δίνει την δική του εξήγηση ο κος Τομαράς (πράγματα που έχουν απαντηθεί), καταλήγει να μας λέει : «ο Ιππόλυτος μιλάει αλληγορικά, είναι ότι ο ίδιος…. ΔΕΝ (!) ΗΤΑΝ «αρχιερέας»/ επίσκοπος». Δηλαδή, αυτό που γράφει τόσο καθαρά, δεν είναι αυτό αλλά κάτι άλλο.

Για τον αν διετέλεσε επίσκοπος κανονικός ή όχι, οι απόψεις διίστανται μεταξύ των καθηγητών.

Για παράδειγμα, ο καθηγητής Π. Χρήστουδέχεται ότι ήταν· «Οι αυστηροί της Ρώμης και της Καρχηδόνος, εξηγέρθησαν εξ αιτίας του μέτρου τούτου και οι πρώτοι εξέλεξαν επίσκοπον των τον Ιππόλυτον, σχισματικόν φυσικά, ως φρουρόν της κινδυνευούσης Εκκλησίας. Η άποψις ότι δεν κατέστη ποτέ επίσκοπος δεν είναι ορθή, διότι δεν θα εδικαιολογείτο η κατασκευή της περί τούτου ειδήσεως. Όταν έγραφε το έργον του Κατά Αιρέσεων ήτο οπωσδήποτε επίσκοπος, να και δεν το λέγει, καθ’ όσον άλλωστε δεν αναφέρει καν το όνομά του. Χαρακτηρίζων όμως την Εκκλησίαν του Καλλίστου ‘’διδασκαλέιον’’, θέλει να φανερώσει ότι αυτή είναι αιρετική και ότι η ιδική του είναι η διατηρούσα την αποστολικήν παράδοσιν» (Πατρολογία Π. Χρήστου, β’ τόμος, σελ. 722).

Αλλά και ο καθηγητής Δ. Μπαλάνος, δέχεται ότι ο Ιππόλυτος υπήρξε επίσκοπος Ρώμης με περισσότερα στοιχεία υπέρ αυτού. «[…] οι δε θαυμασταί του ανήγειραν προς τιμήν του μαρμάρινον ανδριάντα, όστις ανευρέθη, κατά τας γενομένας ανασκαφάς το 1551, εν τω κοιμητηρίω του αγίου Ιππολύτου, ακέφαλος και ικανώς εφθαρμένος· ο Ιππόλυτος παρίσταται καθήμενος επί καθέδρας, φέρων τον φιλοσοφικόν τρίβωνα και επί των πλευρών της καθέδρας είναι γεγλυμμένοι οι τίτλοι ικανών συγγραμμάτων του και πασχάλιος κανών συνταχθείς υπ’ αυτού […] η ανεύρεσις του ανδριάντος συνετέλεσε πολύ εις διαλέυκανσιν του μυστηρίου, όπερ περιέλαβε το πρόσωπον του Ιππολύτου […] Η εύρεσις του ανδριάντος του Ιππολύτου, επαληθεύσασα όσα ο ισπανός ποιητής προυδέντιος (+ 413) λέγει περί τάφου του Ιππολύτου περί την Ρώμην, μαρτυρεί ότι ο Ιππόλυτος έδρασεν εν Ρώμη και επιβεβαιοί ότι εκεί διε΄τελεσεν επίσκοπος» (ΒΕΠΕΣ 5, ΣΕΛ. 193- από την πατρολογία του Δ. Μπαλάνου).

Επομένως κε Τομαρά,δεν μπορείτε να ισχυρίζεστε ότι δεν ήταν. Αυτό δείχνει προχειρότητα και όχι αντικειμενική μελέτη. Αν γνωρίζατε καλύτερα τα πράγματα, έπρεπε να επισημάνετε και τις δύο απόψεις!

Όπως και να έχει, είτε υπήρξε κανονικός επίσκοπος ή μη κανονικός, σημασία έχει ότι μιλάει για «αρχιερατεία». Ο επίσκοπος, ο πρεσβύτερος, και ο διάκονος είναι βαθμοί της μίας και αυτής ιεροσύνης. Και φυσικά, η διαδοχή είναι και στους τρείς βαθμούς της ειδικής ιεροσύνης. Ο Ιππόλυτος θα μπορούσε να μην αναφερθεί καθόλου σε «αρχιερατεία». Εσείς, αναφέρεστε σε δική σας «αρχιερατεία» ή του «επισκόπου» σας, έστω και μεταφορικά; Αστείο για όσους γνωρίσαμε την Προτεσταντική λογική.

Γράφει ο κος Τομαράς: «διακρίνουμε ότι μιλώντας για «αρχιερατεία» μιλάει πνευματικά, δηλαδή ως προς τα καθήκοντα του πρεσβυτερίου που ήταν αρχικά καθήκοντα των αποστόλων»

Ένα από τα καθήκοντα είναι η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, η λειτουργία που ήδη έχουμε δει.

7.Ο κος Τομαράς θίγει (στο άσχετο) και το θέμα της Αποστολικής Διαδοχής.
Παραθέτουμε τα παρακάτω λίνκ, τα οποία και αποτελούν απαντήσεις μας.

Α) Η Αποστολική διαδοχή,ένα από τα κριτήρια των πρώτων χριστιανών για την διάκριση μεταξύ Εκκλησίας και αιρέσεως.

Β) Ιεροσύνη- Απόστολοι- Αποστολική Διαδοχή- Η αποστολική διαδοχή ως κριτήριο γνησιότητας- Περί ανύπαρκτης αποστολικής διαδοχής των Προτεσταντικών ομολογιών.

Γ)  Οι διάδοχοι τών αποστόλων και η αληθινή Χριστιανική Εκκλησία



8. Περί της πλάνης του χιλιασμού.

Α) Η Χιλιετής Βασιλεία είναι παρούσα.

Β) Πίστευε η αρχαία εκκλησία στον χιλιασμό;

Γ) ΟΛΙΓΑ ΠΕΡΙ ΧΙΛΙΕΤΟΥΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ


9. Προτεσταντισμός- πεντηκοστιανισμός και πολυδιάσπαση.

Ειδικό αφιέρωμα στον κο Τομαρά.

«Διαφορετικές προτεσταντικές θεολογίες χρησιμοποιούν τις ίδιες Γραφές. Οι διαφορετικές μέθοδοι ερμηνείας τους είναι επομένως αυτό που καθιστά κάθε θεολογία μοναδική. Ο λόγος που προτεστάντες διαφορετικών ομολογιών καταλήγουν σε διαφορετικές μεθόδους ερμηνείας της Αγίας Γραφής είναι ότι προσεγγίζουν την ερμηνευτική διαδικασία κάνοντας διαφορετικές παραδοχές. Αναπόφευκτα λοιπόν, κοιτάζουν τις Γραφές μέσα από διαφορετικούς ερμηνευτικούς φακούς»(Μ. Γκάλλατιν, πρώην προτεστάντης).

Από την διαδικτυακή ιστοσελίδα «Αποστολική Πίστη», η οποία ανήκει σε ετερόδοξους (πεντηκοστιανούς για την ακρίβεια) για τον Προτεσταντισμό:

«Το απελπιστικό και εμφανώς άλυτο σχίσμα προκλητικά θέτει σε αμφιβολία τη βασική Προτεσταντική θέση ότι οι Γραφές είναι διαφανείς και αυτοαποδεικνούμενες και ότι οι άνθρωποι καλής θελήσεως εύκολα θα συμφωνούσαν στα μηνύματα τους..» 
(H.Hillebrad, Διαιρημένη Χριστιανοσύνη, σ.290).

«Ήδη από το 1665 ο Μοραβός επίσκοπος Τζ. Κομένιος (+1670) έγραφε: «Ο τεράστιος αριθμός των δασκάλων είναι αιτία για την δημιουργία αναριθμήτων ομάδων (σημ. στον Προτεσταντισμό) για τις οποίες σύντομα δεν θα υπάρχουν άλλα ονόματα να δοθούν. Κάθε εκκλησία ανακηρύττει τον εαυτόν της ως τη μόνη αληθινή, ή τουλάχιστον την πιο γνήσια [...] ενώ ανάμεσα τους καταδιώκει η μία την άλλη με πικρό μίσος [...] από τη Βίβλο αυτοί κατασκευάζουν τα διαφορετικά δόγματα, τα οποία γίνονται φρούρια και επάλξεις τους που φυλάσσονται από πίσω και εξαγγέλλουν τις επιθέσεις τους..."».

Στο βιβλίο, «Παγκόσμια Πεντηκοστή, μια πεντηκοστιανή- χαρισματική  εγκυκλοπαίδεια», αναφέρεται:

«Η λυπηρή ιστορία των ατέρμονων Προτεσταντικών σχισμάτων, όπου όλοι μάχονται εναντίον των άλλων για την Γραφή και την αλήθεια, είναι σε όλους γνωστή. Ο Λούθηρος από τους πρώτους ανοικτά και κατ’ επανάληψη κατέκρινε αυτόν τον εγωιστικό ατομικισμό. Ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο Μοραβός επίσκοπος J. A Comenius (+ 1670), ένας βαθύτατα πνευματικός άνθρωπος, περιέγραψε γεμάτος αγανάκτηση το όλο Προτεσταντικό χάος στο βιβλίο του «Ενός χρεία εστί», ως κάτωθι: «Ο τεράστιος αριθμός των δασκάλων είναι η αιτία για τη δημιουργία αναρίθμητων ομάδων για τις οποίες σύντομα δεν θα υπάρχουν άλλα ονόματα να δοθούν. Κάθε εκκλησία ανακηρύττει τον εαυτό της ως τη μόνη αληθινή, ή τουλάχιστον την πιο γνήσια…Από τη Βίβλο αυτοί κατασκευάζουν τα διαφορετικά δόγματα, τα οποία γίνονται φρούρια και επάλξεις τους που φυλάσσονται από πίσω και εξαγγέλλουν τις επιθέσεις τους» (Παγκόσμια Πεντηκοστή, Ά τόμος, σελ. 197).

«…η ελευθεριότητα της ερμηνείας των Γραφών χωρίς σαφή γνώση των Ελληνικών πρωτοτύπων και με την ταυτόχρονη περιφρόνηση της ερμηνευτικής συμμαρτυρίας της αρχαίας Εκκλησίας, οδήγησε στο χάος τις «μη κρατικές» λεγόμενες «ελεύθερες» εκκλησίες… «εάν ο κάθε ένας γίνεται από μόνος του κριτής, εάν ο καθένας αποκτά παγκόσμια διακονία, στεκόμενος ενώπιον των Γραφών σαν πάπας του εαυτού του, τότε τι θα μπορούσε να σταματήσει τη δημιουργία τόσων εκκλησιών και ομάδων και παρασυναγωγών, όσων είναι και οι άνθρωποι»;»
(Παγκόσμια Πεντηκοστή, Α’ τόμος, σελ. 301).

Ας τα δούμε και με νούμερα:

Σύμφωνα με το «Dictionary of Christianity in America» [Protestant]
(Downers Grove, IL: Intervarsity Press, 1990), υπήρχαν 20.800 ομολογίες- δόγματα Προτεσταντικά ως το 1980.

Σύμφωνα με την «Encyclopedia of Christianity», το 1985 ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 22.150. 

Σύμφωνα με την «World Christian Encyclopedia», το 2001 ο αριθμός υπερέβη τις 33.000! Όλο και νέα σχίσματα. Κάθε νέα «αποκάλυψη», και νέο σχίσμα!

Σε αυτό συμφωνεί και η βικιπαίδεια: «The doctrines of the over 33,000 Protestant denominations vary, but most include justification by grace through faith alone, known as Sola Gratia and Sola Fide respectively, the priesthood of all believers, and the Bible as the supreme authority in matters of faith and morals, known as Sola ScripturaLatin for «by scripture alone».
http://en.wikipedia.org/wiki/Protestantism

Όλα «Sola» και όλο διασπάσεις!



Ο πρώην Προτεστάντης SCHAEFFER FRANK, επίσης κάνει λόγο για 23.000 ομολογίες στο βιβλίο του «ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΨΕΥΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ». Οι αριθμοί μπορεί να διαφέρουν εξ αιτίας των συνεχών σχισμάτων, αλλά ο αριθμός δεν πέφτει κάτω από τις χιλιάδες.

Και για τους Πεντηκοστιανούς, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα.

Στο εν λόγο βιβλίο που ανέφερα και παραπάνω, στις σελίδες 558- 699 αναφερόμενο στις «εκκλησίες» και τις ομάδες των Πεντηκοστιανών, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναφέρει τα σχίσματα από τα οποία προήλθε η κάθε ομάδα. Όχι μόνο σχίσματα που αφορούν θέματα διοικητικά, αλλά ακόμα και σε θέματα πίστεως- δόγματος.

Στο πεντηκοστιανικό περιοδικό «Αποστολική Πίστη», είχε γραφτεί:
«το Πεντηκοστιανό κίνημα είναι το πλέον πολυσχιδές σε κάθε χώρα» (περιοδικό ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΙΣΤΗ, ΜΑΪΟΣ 2002, σελ.12, υποσ.4). 

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα http://www.seeking4truth.com/pentecostal_denominations123.htm, ανάμεσα στις 700 διαφορετικές πεντηκοστιανές ομολογίες, υπάρχουν και 80 ομολογίες αντί-Τριαδικές (που δεν παραδέχονται δηλαδή την Αγία Τριάδα). Και οι διαφορές δεν είναι μόνο αυτές!

Στον αντίποδα έχουμε την Αγία Γραφή που λέει καθαρά και ξάστερα:

 «[…]Εν σώμα και εν Πνεύμα, καθώς και προσεκλήθητε με μίαν ελπίδα της προσκλήσεώς σας· εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα […]» (Εφεσίους, δ 4-5).

«[…] έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους» (Ιούδας, 3).

«Έτι πολλά έχω να είπω προς εσάς, δεν δύνασθε όμως τώρα να βαστάζητε αυτά. Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν· διότι δεν θέλει λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ' όσα αν ακούση θέλει λαλήσει, και θέλει σας αναγγείλει τα μέλλοντα».(Ιωάννης ιστ 13).

Όπως επίσης, και με τα σαφέστατα λόγια του απ Παύλου, που αναφέρει την εκκλησία ως «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Α Τιμοθέου, γ 15)

Έχουν αυτά καμία σχέση με το Προτεσταντικό χάος που παραδέχονται οι ίδιοι οι Προτεστάντες (προς τιμή τους), με τα παραπάνω χωρία της Αγίας Γραφής;Και όμως, ο κος Τομαράς, αντί να παραδεχτεί αυτήν την πικρή αλήθεια για τους ομοθρήσκους του, διαστρέφει τα λόγια της Γραφής που λέει ότι μελετά και συμβουλεύεται για την πίστη του.

Στην πρώτη μου απάντηση, είχα αναφερθεί στο θέμα της πίστης. Στο ότι δηλαδή ο Χριστιανός πιστεύει σε συγκεκριμένα πράγματα. Στο ότι υπάρχει συγκεκριμένη αλήθεια- διδασκαλία.

Ο κος Τομαράς, στην ανταπάντησή του, παρουσίασε άσχετα χωρία, τα οποία και σχολιάζουμε επιγραμματικά.

«Δίδεται δε εις έκαστον η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον. Διότι εις άλλον μεν δίδεται διά του Πνεύματος λόγος σοφίας, εις άλλον δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα, εις άλλον δε πίστις διά του αυτού Πνεύματος, εις άλλον δε χαρίσματα ιαμάτων διά του αυτού Πνεύματος, εις άλλον δε ενέργειαι θαυμάτων, εις άλλον δε προφητεία, εις άλλον δε διακρίσεις πνευμάτων, εις άλλον δε είδη γλωσσών, εις άλλον δε ερμηνεία γλωσσών. Πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διανέμον ιδία εις έκαστον καθώς θέλει. Διότι καθώς το σώμα είναι εν και έχει μέλη πολλά, πάντα δε τα μέλη του σώματος του ενός, πολλά όντα, είναι εν σώμα, ούτω και ο Χριστός» (Ά Κορινθίους, ιβ 7-12).

Τα χωρία εδώ αναφέρονται στα πνευματικά χαρίσματα. Η φανέρωση του Αγίου Πνεύματος, είναι η διαμοίραση των χαρισμάτων. Καμία σχέση με την διδασκαλία. Μάλιστα, ο απ Παύλος αναφέρεται σε ένα Σώμα και όχι σε πολλά. Πολλά είναι τα μέλη (ο κάθε πιστός) αλλά το Σώμα είναι ένα, όχι χιλιάδες διαφορετικά.

«Διότι κατά μέρος γινώσκομεν και κατά μέρος προφητεύομεν· όταν όμως έλθη το τέλειον, τότε το κατά μέρος θέλει καταργηθή. Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος εσυλλογιζόμην· ότε όμως έγεινα ανήρ, κατήργησα τα του νηπίου. Διότι τώρα βλέπομεν διά κατόπτρου αινιγματωδώς, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον· τώρα γνωρίζω κατά μέρος, τότε δε θέλω γνωρίσει καθώς και εγνωρίσθην» (Α Κορινθίους, ιγ 9-12).

Ο απόστολος αναφέρεται στην γνώση του Θεού. Αυτή η γνώση είναι κατά μέρος, όχι η γνώση της διδασκαλίας της αλήθειας, της οποίας στύλος είναι η Εκκλησία. Βέβαια, κανείς δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ξέρουμε τα πάντα περί του θεού. Ξέρουμε όμως όσα αφορούν την ζωή μας εδώ στην γη και έχουν να κάνουν με την δογματική διδασκαλία. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Όταν όμως θα έρθει το τέλειο, στην Βασιλεία του Θεού όπου οι πιστοί θα απολαμβάνουν το άκτιστο φως του τριαδικού Θεού, τότε η μερική γνώση θα καταργηθεί για να πάρει την θέση της ο πλήρης φωτισμός.

«Ο λαλών γλώσσαν αγνώριστον εαυτόν οικοδομεί, ο δε προφητεύων την εκκλησίαν οικοδομεί. Θέλω δε πάντες να λαλήτε γλώσσας, μάλλον δε να προφητεύητε· διότι ο προφητεύων είναι μεγαλήτερος παρά ο λαλών γλώσσας, εκτός εάν διερμηνεύη, διά να λάβη οικοδομήν η εκκλησία» (Α Κορινθίους, ιδ 4-5).

Ο απόστολος μιλάει για χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (στο κείμενο αναφέρεται «λαλων γλωσση» - το «αγνώριστον» δεν υπάρχει στο κείμενο). Αυτά τα χαρίσματα δεν έχουν να κάνουν με την διδασκαλία, υπό την έννοια δηλαδή ότι η Εκκλησία δεν έχει πάσα την αλήθεια και περιμένει από τους χαρισματούχους. Η προφητεία, όπως λέει ο ίδιος ο απόστολος στο ίδιο κεφάλαιο, είναι για προτροπή, έλεγχο, και παρηγορία. Ίσα ίσα, που αυτά τα χαρίσματα ελέγχονται από την διδασκαλία και αλήθεια της Εκκλησίας. «Προφήται δε ας λαλώσι δύο ή τρεις, και οι άλλοι ας διακρίνωσιν» (Α Κορινθίους, ιδ 29).

«Τι πρέπει λοιπόν, αδελφοί; Όταν συνέρχησθε, έκαστος υμών ψαλμόν έχει, διδαχήν έχει, γλώσσαν έχει, αποκάλυψιν έχει, ερμηνείαν έχει· πάντα ας γίνωνται προς οικοδομήν. Εάν τις λαλή γλώσσαν αγνώριστον, ας κάμωσι τούτο ανά δύο ή το περισσότερον ανά τρεις και εκ διαδοχής, και εις ας διερμηνεύη· αλλ' εάν δεν ήναι διερμηνευτής, ας σιωπά εν τη εκκλησία, ας λαλή δε προς εαυτόν και προς τον Θεόν. Προφήται δε ας λαλώσι δύο ή τρεις, και οι άλλοι ας διακρίνωσιν· εάν δε έλθη αποκάλυψις εις άλλον καθήμενον, ο πρώτος ας σιωπά. Διότι δύνασθε ο εις μετά τον άλλον να προφητεύητε πάντες, διά να μανθάνωσι πάντες και πάντες να παρηγορώνται· και τα πνεύματα των προφητών υποτάσσονται εις τους προφήτας· διότι ο Θεός δεν είναι ακαταστασίας, αλλ' ειρήνης. Καθώς εν πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων» (Α Κορινθίους, ιδ 26-33).

Και πάλι, τα εδάφια δεν λένε ότι η Εκκλησία δεν έχει όλη την αλήθεια. Αυτά έχουν να κάνουν με το κομμάτι των χαρισμάτων και είναι πάντα υπό έλεγχο. Σαφέστατος ο απόστολος· «[…]οι άλλοι ας διακρίνωσιν[…]». Ο άγιος Μάξιμος, αναφέρει σχετικά: «Η προφητεία χρειάζεται το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, για να γίνει γνωστό ποιος και από πού και που οδηγεί και ποιού πνεύματος είναι και για ποιόν λόγο ομιλε. Μήπως είναι κάποιος φλύαρος και η γλώσσα προφέρεται τυχαία από τη βλάβη του μυαλού εκείνου που τη μιλάει, ή είναι μια αυθόρμητη κίνηση αυτού που δήθεν προφητεύει, που από πολλή εμπειρία και ευφυΐα συμπεραίνει σύμφωνα με τον λόγο για κάποια φυσικά πράγματα, Ή μήπως είναι του πονηρού και δαιμονικού πνεύματος, όπως συμβαίνει με τον Μοντανό και τους ομοίους του, μια τερατολογία που εκφράζεται με την μορφή της προφητείας»(Ερωτήσεις και Αποκρίσεις, ερώτηση 172, ΕΠΕ 14 Ε, 158).

(Το κίνημα του Μοντανού έχει αρκετές ομοιότητες με αυτό των πεντηκοστιανών).

«Όσοι λοιπόν είμεθα τέλειοι, τούτο ας φρονώμεν· και εάν φρονήτε τι άλλως πως, και τούτο θέλει αποκαλύψει εις εσάς ο Θεός» (Φιλιπ. γ 15).

Το χωρίο αναφέρεται στο κάθε ένα πιστό και όχι στην Εκκλησία ως Σώμα Χριστού. Η Εκκλησία δεν παύει να έχει όλη την θεία αλήθεια, άσχετο κατά πόσο την βιώνει το κάθε μέλος της ξεχωριστά.

Θα ήταν άτοπο να παραθέσουμε εδώ όλα τα αγιογραφικά χωρία που χρησιμοποιεί ο κος Τομαράς. Μπορείτε να τα δείτε με την ησυχία σας στην ανταπάντησή του. Και θα ήταν άτοπο, από την στιγμή που ενώ εμείς αναφερόμαστε στην Εκκλησία, εκείνος αναφέρεται στους «τινές». Καθόλου παράδοξο σε όσους είχαμε την «ατυχία» να ανατραφούμε πνευματικά σε αιρετικό χώρο. Για τους Ορθόδοξους, η αλήθεια είναι κατατεθειμένη στην Εκκλησία του Χριστού, για τους αιρετικούς Προτεστάντες, ο κάθε πιστός διεκδικεί μέρος της αλήθειας. Να γιατί υπάρχουν σε αυτούς χιλιάδες διαφορετικές «αλήθειες». Βέβαια, ο απόστολος απευθύνει όλα τα χωρία που αντιγράφει ο κος Τομαράς (χωρίς να τα κατανοεί εκκλησιολογικά όμως ο κος Τομαράς), σε μία Εκκλησία και όχι σε χιλιάδες ομάδες με διαφορετικό «πιστεύω» η κάθε μία.

Το αν μερικοί («τινές») ελέγχονται στα χωρία που δίνει ο κος Τομαράς, αυτό και βέβαια δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν έχει όλη την αλήθεια. Αν δεν την είχε, δεν θα μπορούσε να ελέγξει αυτούς τους κακόδοξους. Εμείς δεν ισχυριστήκαμε ότι δεν υπάρχουν κάποιοι που φέρουν πλάνες στην Εκκλησία, αλλά ότι στην Εκκλησία πλάνη δεν χωράει, δηλαδή δεν υιοθετεί τις πλάνες . Αυτό που πιστεύει επίσημα η Εκκλησία, η ορθοδοξία της (το να πιστεύει ορθά) δεν εξαρτάται από το αν κάποια μέλη της έχουν πέσει σε αιρέσεις. Ο κος Τομαράς λοιπόν, και πάλι επικαλείται μεν χωρία, αλλά δεν απαντά καθόλου σε αυτό που ισχυριστήκαμε βάση της Γραφής. Ο κος Τομαράς συγχέει την Εκκλησία με τους «τινές». Οι υποσχέσεις όμως του Χριστού δεν δόθηκαν στον καθένα ξεχωριστά, αλλά στο Σώμα της Εκκλησίας, δια των αποστόλων Του που είναι το θεμέλιό της, και με ακρογωνιαίο λίθο τον Ιησού μας Χριστό. Και ξαναλέμε στον κο Τομαρά, μπας και το χωνέψει, ότι ο Ιησούς έδωσε υπόσχεση στην Εκκλησία που Εκείνος ίδρυσε το 33 μ Χ (και όχι ο Λούθηρος και οι λοιποί αιρεσιάρχες της Διαμαρτύρησης τον 16οαιώνα) ότι
«[…] επί ταύτης της πέτρας(σημ. της ομολογίας του απ Πέτρου που προηγήθηκε ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος) θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου, και πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ' αυτής» (Ματθαίος, ιστ 18), όπου «Πύλες του Άδη» οι αιρετικοί και οι αιρεσιάρχες κατά τον άγιο Επιφάνιο Κύπρου.


Μπαφίτης Στυλιανός.
Αφιερωμένο σε όσους ετερόδοξους ψάχνουν την αλήθεια.


Πηγές:
1. Αγία Γραφή
2. Υπόμνημα Π. Τρεμπέλα, Εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον
3. Υπόμνημα Π. Τρεμπέλα, Εις τας επιστολάς, Α’ τόμος
4. Υπόμνημα αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ΕΠΕ 13 Α)
5. Αποστολικοί Πατέρες Α’ τόμος, Χ. Κρικώνης (επιστολή αγ. Κλήμη Ρώμης)
6. ΒΕΠΕΣ, τόμος 2ος, και 5ος
7. Αποστολικοί Πατέρες άπαντα τα έργα, τόμος 4ος (αγίου Ιγνατίου επιστολές)
8. «Η Θ. Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας», Ν. Σκρέττας
9. Ψηφιακή βιβλιοθήκη TLG
10. Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Α’ τόμος
11. Εκκλησιαστική Ιστορία Β. Κ Στεφανίδη, 6η έκδοσις
12. Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσεβίου
13. Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Α’ τόμος
14. Πατρολογία Π. Χρήστου, Δ’ Τόμος
15. Δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Π. Τρεμπέλα, 1ος Τόμος
16. «Ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία», Ι. Ζηζιούλας
17. Έργα αγίου Ισίδωρου Πηλουσιώτη, ΕΠΕ 1.
18. Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής, Π. Χ Δορμπαράκη
19. Λεξικό της Κ. Διαθήκης, Σωφρόνιος Ευστρατιάδης
20. Κλίμακα αγίου Ιωάννη
21. «Παγκόσμια Πεντηκοστή», Α' Τόμος


Μελέτη: Στέλιος Μπαφίτης
Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου


πηγή: Ex Protestant

 -----------------------------------------------------------------------------------------------------

 Σημείωση Συντακτικής Ομάδας

Θα πρέπει να αναγνωρίζετε την Πατρότητα του Έργου, και τα Πνευματικά δικαιώματα όπως ρητά αναφέρονται και στους όρους Χρήσης της

ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Όλα τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους Συγγραφείς τους κ.Στέλιο Μπαφίτη και κ.Σοφία Ντρέκου. 

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική και έντυπη αναπαραγωγή του κειμένου, με την  προϋπόθεση ότι:

Α) Δεν θα αλλοιωθεί το κείμενο (πρέπει να αναδημοσιευτεί αναλλοίωτο,αυτούσιο)

Β) Θα διατίθεται στους ενδιαφερόμενους δωρεάν και

Γ) θα αναγράφεται ως πηγή προέλευσης του, η Ιστοσελίδα

EX PROTESTANT

Δέν επιτρέπεται η Εμπορική Αξιοποίηση τού Έργου

Φιλοσοφία

$
0
0

Περὶ φωνῆς
Ἐπειδὴ σκοπὸς ἡμῖν ἐστι διαλαβεῖν περὶ πάσης ἁπλῶς φιλοσόφου φωνῆς, δεῖ δὲ ἡμᾶς  πρότερον  γνῶναι,  περὶ  ποίας  φωνὰς  ἡ  φιλοσοφία  καταγίνεται,  ἐξ  αὐτῆς  τῆς φωνῆς   τὴν  ἀρχὴν  τοῦ  λόγου  ποιούμενοί   φαμεν,  ὅτι  ἡ  φωνὴ   ἢ  ἄσημός  ἐστιν  ἢ σημαντική. Καὶ ἄσημος μέν ἐστιν ἡ μηδὲν σημαίνουσα, σημαντικὴ δὲ ἡ σημαίνουσά τι. Εἶτα πάλιν ἡ ἄσημος φωνὴ ἢ ἄναρθρός ἐστιν ἢ ἔναρθρος. Ἄναρθρος μὲν οὖν ἐστιν ἡ μὴ δυναμένη   γραφῆναι,   ἔναρθρος  δὲ  ἡ  δυναμένη   γραφῆναι.   Ἔστιν  οὖν  ἄσημος  καὶ ἄναρθρος φωνὴ  οἷον ὁ ψόφος ἢ ὁ κτύπος ὁ γινόμενος  ἀπὸ λίθου τυχὸν ἢ ξύλου, οὔτε γὰρ γράφεται  οὔτε σημαίνει τι, ἄσημος δὲ καὶ ἔναρθρος οἷον τραγέλαφος,  σκινδαψός· ταῦτα γὰρ γράφεται  μέν, ἀλλ' οὐδὲν σημαίνει, οὔτε γὰρ ἐγένετό  ποτε τραγέλαφος  ἢ σκινδαψὸς οὔτε ἐστί. Περὶ μὲν οὖν τῆς ἀσήμου φωνῆς  καὶ τῆς ἀνάρθρου καὶ ἐνάρθρου οὐδεὶς λόγος τῇ φιλοσοφίᾳ.  Ἡ σημαντικὴ φωνὴ  πάλιν  ἢ ἄναρθρός ἐστιν ἢ ἔναρθρος. Ἄναρθρος  μὲν  οὖν  σημαντικὴ  φωνή  ἐστιν  ὡς  ἡ  ὑλακτικὴ  τῶν  κυνῶν·  αὕτη  γὰρ σημαίνει  μὲν  τὸν  κύνα,  ὅτι  κυνὸς  φωνή   ἐστι,  σημαίνει  δὲ  καί  τινος  παρουσίαν. Ἄναρθρος δέ ἐστι, δίοτι οὐ γράφεται. Οὔτε οὖν περὶ ταύτης ἐστί τις λόγος τῇ φιλοσοφίᾳ. Ἡ δὲ σημαντικὴ  καὶ  ἔναρθρος  ἢ μερική  ἐστιν  ἢ καθόλου·  μερικὴ  μὲν  οἷον  Πέτρος, Παῦλος,  καθόλου  δὲ  οἷον  ἄνθρωπος.   Οὔτε  οὖν  περὶ  τῆς  μερικῆς  ἐστι  λόγος  τῇ φιλοσοφίᾳ, ἀλλὰ περὶ τῆς σημαντικῆς καὶ ἐνάρθρου καὶ καθόλου ἤγουν κοινῆς καὶ ἐπὶ πολλῶν λεγομένης.

Αὕτη δὲ πάλιν ἢ οὐσιώδης ἐστὶν ἢ ἐπουσιώδης. Οὐσιώδης οὖν ἐστιν ἡ δηλωτικὴ  τῆς οὐσίας ἤγουν τῆς φύσεως τῶν πραγμάτων. Ἐπουσιώδης δὲ ἡ δηλοῦσα τὰ συμβεβηκότα, οἷον ὁ ἄνθρωπός ἐστι ζῷον λογικὸν θνητόν. Ταῦτα ὅλα οὐσιώδη εἰσίν. Ἐὰν γὰρ ἀφέλῃς τι τούτων ἐκ τοῦ ἀνθρώπου, οὐκ ἔσται ἄνθρωπος. Ἐὰν γὰρ εἴπῃς, ὅτι οὐκ ἔστι ζῷον, οὐκέτι ἐστὶν ἄνθρωπος. Καὶ ἐὰν εἴπῃς «οὐκ ἔστιν λογικόν»,  οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος.  Ὁμοίως καί, ἐὰν εἴπῃς «οὐκ ἔστιν θνητόν»,  οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος·  πᾶς γὰρ ἄνθρωπος καὶ ζῷόν ἐστι καὶ λογικὸν καὶ θνητόν. ∆ιὰ τοῦτο οὖν λέγονται  οὐσιώδη, ὅτι αὐτὰ συμπληροῦσι τὴν  φύσιν  τοῦ ἀνθρώπου  καὶ ἀδύνατον  συστῆναι τὸν  ἄνθρωπον ἐκτὸς  αὐτῶν.  Ὁμοίως  καὶ  ἐπὶ  ἑκάστου πράγματος  τὰ  συνιστῶντα  τὴν  φύσιν  αὐτοῦ οὐσιώδη  λέγονται,   ἐπουσιώδη  δὲ  τὰ  συμβεβηκότα,  ἅτινα   ἐνδέχεται   εἶναι   ἐν  τῷ ἀνθρώπῳ  καὶ μὴ εἶναι, οἷον τὸ λευκόν· κἂν γὰρ μή ἐστί τις λευκός, οὐκ ἀπώλεσεν  τὸ εἶναι ἄνθρωπος. Ὁμοίως καὶ τὸ μέλαν καὶ τὰ τοιαῦτα. Ἡ οὖν οὐσιώδης φωνὴ  ἢ τὸ τί ἐστι δηλοῖ ἢ τὸ ὁποῖόν τί ἐστιν, οἷον ἐρωτώμενοι  «τί ἐστιν ἄνθρωπος» φαμὲν «ζῷον», εἶτα ἐρωτώμενοι  «ὁποῖον ζῷον» λέγομεν «λογικὸν θνητόν». Ἡ οὖν οὐσιώδης φωνὴ  ἡ δηλοῦσα τὸ ὁποῖόν  τί ἐστι λέγεται  διαφορά. Ἡ δὲ δηλοῦσα τὸ τί ἐστιν ἢ πολλὰ  εἴδη σημαίνει καὶ ποιεῖ τὸ γένος οἷον ἡ οὐσία (ἡ γὰρ οὐσία σημαίνει καὶ ἄνθρωπον καὶ ἵππον καὶ βοῦν· ἕκαστον γὰρ αὐτῶν  οὐσία λέγεταί  τε καὶ ἔστιν, ἄλλο  δὲ εἶδος ὑπάρχει)  ἢ πολλοὺς δηλοῖ τῷ μὲν ἀριθμῷ διαφέροντας ἀλλήλων, τῷ δὲ εἴδει οὐδαμῶς, καὶ ποιεῖ τὸ εἶδος· οἷον ἄνθρωπος σημαίνει μὲν πολλοὺς ἤγουν πάντας τοὺς κατὰ μέρος ἀνθρώπους, οἵτινες  τῷ μὲν ἀριθμῷ διαφέρουσιν  ἀλλήλων  (ἄλλος γάρ ἐστιν ὁ Πέτρος καὶ ἄλλος ὁ Παῦλος καὶ οὔκ εἰσιν εἷς ἀλλὰ δύο) τῷ δὲ εἴδει οὐ διαφέρουσιν· πάντες γὰρ ἄνθρωποι καὶ λέγονται  καί εἰσιν. Ἔστιν οὖν τὸ μερικώτερον οἷον ὁ Πέτρος ἄτομον καὶ πρόσωπον καὶ ὑπόστασις, ὅπερ τὸν  τινὰ  σημαίνει. Ἐρωτώμενοι  γὰρ «τίς ἐστιν οὗτος», λέγομεν
«Πέτρος», ὅπερ καὶ καθ' ἑαυτὸ ὑφέστηκε. Τὸ δὲ περιέχον  ὅλα τὰ ἄτομα λέγεται  εἶδος, καὶ ἔστι καθολικώτερον  τοῦ ἀτόμου, ὅτι πολλὰ ἄτομα περιέχει οἷον ἄνθρωπος. Περιέχει γὰρ καὶ Πέτρον καὶ Παῦλον καὶ πάντας τοὺς κατὰ μέρος ἀνθρώπους, ὅπερ λέγεται φύσις καὶ μορφὴ καὶ οὐσία κατὰ τοὺς πατέρας. Τὸ δὲ πολλὰ εἴδη περιέχον λέγεται γένος οἷον τὸ ζῷον· περιέχει γὰρ ἄνθρωπον, βοῦν, ἵππον καὶ ἔστι καθολικώτερον  τοῦ εἴδους. Οἱ δὲ πατέρες τὸ εἶδος καὶ τὸ γένος ἐκάλεσαν φύσιν καὶ μορφὴν καὶ οὐσίαν. Ἡ δὲ ἐπουσιώδης φωνὴ  ἢ ἑνὶ εἴδει ὑπάρχει ἢ πολλοῖς. Καὶ εἰ μὲν ἑνὶ εἴδει ὑπάρχει, λέγεται  ἴδιον ὡς τὸ γελαστικόν,  μόνῳ  γὰρ τῷ ἀνθρώπῳ  ὑπάρχει τὸ γελαστικόν,  καὶ τὸ χρεμετιστικὸν  τῷ ἵππῳ. Εἰ δὲ πολλοῖς  εἴδεσιν ὑπάρχει, ποιεῖ τὸ συμβεβηκὸς οἷον τὸ λευκόν· τοῦτο γὰρ ὑπάρχει καὶ ἀνθρώπῳ  καὶ ἵππῳ καὶ κυνὶ καὶ ἄλλοις εἴδεσιν, ἅτινα πολλὰ καὶ διάφορα τῷ εἴδει ὑπάρχουσι. Καὶ αὗταί εἰσιν αἱ πέντε φωναί,  ὑφ' ἃς ἀνάγεται  πᾶσα φιλόσοφος φωνή.  Ταύτας  οὖν  δεῖ  ἡμᾶς  γνῶναι,  ἑκάστη  τί  σημαίνει  καὶ  ἐν  τίνι  κοινωνοῦσιν ἀλλήλαις   καὶ  ἐν  τίνι   διαφέρουσιν.   Εἰσὶ  δὲ  αὗται·  γένος,   εἶδος,  διαφορά,  ἴδιον, συμβεβηκός. Γένος μὲν  τὸ  κατὰ  πλειόνων   καὶ  διαφερόντων τῷ  εἴδει  ἐν  τῷ  τί  ἐστι κατηγορούμενον, εἶδος δὲ τὸ κατὰ πλειόνων  καὶ διαφερόντων τῷ ἀρι θμῷ ἐν τῷ τί ἐστι κατηγορούμενον, διαφορὰ δὲ ἡ κατὰ πλειόνων  καὶ διαφερόντων τῷ εἴδει ἐν τῷ ποῖόν τί ἐστι κατηγορουμένη  καὶ ἐν τῷ ὁρισμῷ λαμβανομένη  ὡς οὐσιώδης. ∆εῖ γινώσκειν,  ὅτι αὕτη λέγεται οὐσιώδης καὶ φυσικὴ καὶ συστατικὴ καὶ διαιρετικὴ καὶ εἰδοποιὸς καὶ ἰδιαίτατα διαφορὰ καὶ ποιότης. Ἴδιον δέ ἐστι τὸ ἑνὶ εἴδει ὑπάρχον καὶ μόνῳ καὶ παντὶ τῷ εἴδει καὶ ἀεί. Συμβεβηκὸς δέ ἐστι τὸ κατὰ πλειόνων  καὶ διαφερόντων τῷ εἴδει ἐν τῷ ποῖόν τί ἐστι κατηγορούμενον καὶ μὴ λαμβανόμενον, ἀλλὰ δυνάμενον καὶ ὑπάρχειν τινὶ καὶ μὴ ὑπάρχειν. Αὕτη δὲ λέγεται καὶ ἐπουσιώδης διαφορὰ καὶ ποιότης· περὶ ὧν ἐν τοῖς ἑξῆς ἀκριβέστερον σὺν θεῷ μαθησόμεθα, ἐν οἷς ἡ πρᾶξις. Ἄτομόν ἐστι τὸ ἐξ οὐσίας καὶ συμβεβηκότων καθ' αὑτὸ ὑφιστάμενον,  ἀριθμῷ τῶν ὁμοειδῶν κεχωρισμένον,  οὐ τὸ τὶ δηλοῦν, ἀλλὰ τὸν τινά.

2 Περὶ τῶν δέκα γενικωτάτων γενῶν, ἃς κατηγορίας ὀνομάζουσιν
∆εῖ γινώσκειν, ὅτι τῶν λεγομένων  τὰ μὲν ἁπλῶς καὶ ἄνευ συμπλοκῆς λέγεται ὡς οὐσία, συμβεβηκὸς καὶ τὰ τοιαῦτα, τὰ δὲ μετὰ συμπλοκῆς, ὡς ἵππος τρέχει, ὡς Σωκράτης φιλοσοφεῖ.  Ἡμῖν δὲ ἐνταῦθα  σκοπός ἐστι περὶ ἁπλῶν  λέξεων  διαλεχθῆναι διὰ μέσων ἁπλῶν  ἐννοιῶν  ἁπλᾶ δηλουσῶν  πράγματα. Ἕκαστον δὲ τῶν  ἁπλῶς  λεγομένων  αὐτὸ μὲν καθ' ἑαυτὸ ἐν οὐδεμιᾷ καταφάσει ἐστί, πολλῷ  μᾶλλον  οὐδὲ ἀποφάσει. Τῇ δὲ πρὸς ἄλληλα   τούτων   συμπλοκῇ   κατάφασις   καὶ   ἀπόφασις   γίνεται·   ἡ   γὰρ   κατάφασις τοὐλάχιστον ἐκ δύο λέξεων σύγκειται, ὡς τὸ «Πλάτων περιπατεῖ». Ἡ δὲ ἀπόφασις κατὰ προσθήκην τοῦ ἀρνητικοῦ μορίου γίνεται, τουτέστι «οὐ περιπατεῖ Πλάτων». Ἡ δὲ συμπλοκὴ ἢ κατὰ δύναμιν  γίνεται  ὡς τὸ «ζῶ»–δύναμιν  γὰρ ἔχει δύο λέξεων·  ὁ γὰρ λέγων «ζῶ» δηλοῖ τὸ «ζῶ ἐγώ,» καὶ ὁ λέγων «ζῇς» δηλοῖ τὸ «ζῇς σύ»– ἢ κατὰ φωνὴν ὡς τὸ «ἄνθρωπος περιπατεῖ». Τῶν δὲ ἁπλῶς καὶ ἄνευ συμπλοκῆς λεγομένων  τὸ μὲν οὐσίαν σημαίνει οἷον ἄνθρωπος, ἵππος· τὸ δὲ ποσὸν οἷον δύο, τρία, δίπηχυ, τρίπηχυ· τὸ δὲ πρός τι ὡς πατήρ, υἱός· τὸ δὲ ποιὸν ὡς λευκόν, μέλαν· τὸ δὲ ποῦ ὡς ἐν ναῷ, ἐν ἀγορᾷ· τὸ δὲ ποτὲ ὡς πέρυσι, χθές, σήμερον· τὸ δὲ κεῖσθαι ὡς τὸ ἵστασθαι, καθῆσθαι· τὸ δὲ ἔχειν ὡς τὸ ὁπλίζεσθαι,  ὑποδεδέσθαι·  τὸ  δὲ  ποιεῖν  ὡς  τὸ  καίειν,  τέμνειν·  τὸ  δὲ  πάσχειν  ὡς  τὸ καίεσθαι,  τέμνεσθαι.  Αὗται  οὖν  αἱ  δέκα  λέγονται   κατηγορίαι  ὡς  ἐκ  τοῦ  ἀγορεύω τουτέστι τοῦ λέγω· λέξεις γάρ εἰσι κατηγορούμεναι  ἁπλῶν  πραγμάτων,  καὶ ταῦτα δι' ἁπλῶν  ἐννοιῶν  δηλοῦσαι·  αʹ οὐσία, βʹ ποσόν, γʹ πρός τι, δʹ ποιόν,  εʹ ποῦ, ϛʹ  ποτέ, ζʹ
κεῖσθαι, ηʹ ἔχειν, θʹ ποιεῖν, ιʹ πάσχειν. Ἡ οὐσία διαιρεῖται  εἰς σῶμα καὶ ἀσώματον, τὸ σῶμα εἰς ἔμψυχον καὶ ἄψυχον, τὸ ἔμψυχον οἱ μὲν εἰς αἰσθητικὸν καὶ ἀναίσθητον, οἱ δὲ εἰς ζῷον, ζωόφυτον καὶ φυτόν· καὶ γὰρ οὐδὲν ἕτερόν ἐστι τὸ ζῷον εἰ μὴ οὐσία ἔμψυχος αἰσθητική. Πάλιν τὸ ζῷον διαιρεῖται εἰς λογικὸν καὶ ἄλογον, τὸ λογικὸν εἰς θνητὸν καὶ ἀθάνατον,  τὸ θνητὸν  εἰς ἄνθρωπον,  ἵππον,  κύνα καὶ τὰ τοιαῦτα.  Ἔστι τοίνυν  ἡ μὲν οὐσία γενικώτατον γένος διὰ τὸ μὴ ἔχειν πρὸ αὐτῆς ἄλλο γένος κατηγορούμενον  αὐτῇ συνωνύμως·  «συνωνύμως»  δὲ εἴπομεν  διὰ τὸ ὄν. Ἔστι μὲν γὰρ πρὸ αὐτῆς τὸ ὂν καὶ καθολικώτερον   αὐτῆς  ἐστι· τὸ  γὰρ  ὂν  οὐ  μόνον  τὴν  οὐσίαν  σημαίνει  ἀλλὰ  καὶ  τὸ συμβεβηκός. Καὶ διαιρεῖται τὸ ὂν εἰς οὐσίαν καὶ συμβεβηκός, ἐπειδήπερ πάντα ὑπὸ τὸ ὄν εἰσι· τὸ γὰρ μὴ ὂν οὐκ ἔστι τῶν πάντων  οὐδέν. Ἀλλ' εἰ καὶ πρὸ τῆς οὐσίας ἐστὶ τὸ ὄν, ἀλλ' ὅμως  οὐκ ἔστι γένος  αὐτῆς· οὐ γὰρ συνωνύμως  κατηγορεῖται  τῇ οὐσίᾳ τὸ ὄν. Συνώνυμος δὲ κατηγορία ἐστίν, ὅταν τὸ ὑποκείμενον δέχεται καὶ τὸ ὄνομα καὶ τὸν ὅρον τοῦ κατηγορουμένου ἤγουν τοῦ ἐπάνω. Ἡ δὲ οὐσία τὸ μὲν ὄνομα τοῦ ὄντος δέχεται, τὸν δὲ ὁρισμὸν αὐτοῦ δέξασθαι οὐ δύναται.  Ἔστιν οὖν  ἡ μὲν οὐσία γενικώτατον γένος, ἄνθρωπος  δὲ καὶ ἵππος καὶ τὰ τοιαῦτα εἰδικώτατα  εἴδη διὰ τὸ μὴ τέμνεσθαι εἰς ἕτερα εἴδη· εἰ γὰρ καὶ  τέμνεται  ἄνθρωπος  εἰς  ἄρσεν καὶ  θῆλυ,  ἀλλ' οὔκ εἰσι ταῦτα  εἴδη· ὁμοούσια γάρ εἰσιν. Εἶδος δὲ εἴδει ὁμοούσιον εἶναι ἀδύνατον. Τὰ δὲ μεταξὺ τοῦ εἰδικωτάτου  εἴδους τουτέστι τοῦ ἀνθρώπου  καὶ τοῦ γενικωτάτου  γένους τουτέστι τῆς οὐσίας καὶ γένη  λέγονται  καὶ εἴδη ὑπάλληλα  τῶν  μὲν πρὸ αὐτῶν  ἤγουν  τῶν  ἐπάνω εἴδη, τῶν  δὲ μετὰ ταῦτα ἤγουν  τῶν  ὑποκάτω  γένη, οἷον τὸ σῶμα εἶδος μέν ἐστι τῆς οὐσίας γένος δὲ τοῦ ἐμψύχου, τὸ ἔμψυχον εἶδος μὲν τοῦ σώματος γένος δὲ τοῦ ζῴου, τὸ ζῷον εἶδος μὲν τοῦ ἐμψύχου γένος δὲ τοῦ λογικοῦ, τὸ λογικὸν εἶδος τοῦ ζῴου γένος δὲ τοῦ θνητοῦ, τὸ θνητὸν εἶδος μὲν τοῦ λογικοῦ γένος δὲ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ δὲ ἄνθρωπος καὶ τοῦ θνητοῦ εἶδος λέγεται καὶ τῶν ὑπ' αὐτὸ ἀτόμων· πάλιν εἶδος λέγεται καὶ οὐκέτι γένος. Καὶ ἡ οὐσία γένος μόνον λέγεται, οὐκέτι δὲ καὶ εἶδος. Τούτου οὖν χάριν ἡ μὲν οὐσία γενικώτατον γένος λέγεται  ὁ δὲ ἄνθρωπος  εἰδικώτατον  εἶδος. Καὶ πᾶν δὲ γένος μὴ ἔχον πρὸ αὐτοῦ ἕτερον γένος γενικώτατον λέγεται, καὶ πᾶν εἶδος μὴ ἔχον ὑπ' αὐτὸ ἕτερον εἶδος καὶ μὴ ὂν γένος εἰδικώτατόν  ἐστιν. Πᾶν οὖν τὸ πρὸ τῶν ἀτόμων προσεχῶς ἤγουν ἐγγυτάτω εἶδός ἐστι μόνον οὐκέτι δὲ καὶ γένος.

3 Περὶ ποσότητος
Ποσότης ἐστὶ σωρεία μονάδων  καὶ οὐ διαίρεσις ἀλλὰ μᾶλλον συνάφεια. Τοῦ δὲ ποσοῦ τὸ μὲν συνεχές, τὸ δὲ διωρισμένον. ∆ιωρισμένον οὖν ἐστιν, οὗ τὰ μόρια πρός τινα κοινὸν ὅρον οὐ συνάπτουσιν ὡς δύο φοίνικες· συνεχὲς δέ ἐστιν, οὗ τὰ μόρια πρός τινα κοινὸν ὅρον συνάπτουσιν οἷον ξύλον ἓν τρίπηχυ. Ὑπὸ μὲν οὖν τὸ διωρισμένον  ποσὸν ἀνάγεται ἀριθμὸς καὶ λόγος· ἀριθμὸς μὲν οἷον δύο, τρία καὶ τὰ τοιαῦτα· τὰ γὰρ μέρη τῶν δύο, ἅτινά εἰσιν ἓν καὶ ἕν, οὐκ ἔχουσι κοινὸν ὅρον τὸν συνάπτοντα αὐτά. Καὶ λόγος δὲ μετρούμενος  συλλαβαῖς  ὑπὸ  τὸ  διωρισμένον   ποσὸν  ἀνάγεται·  οὐ  γὰρ  ἔχουσιν  αἱ συλλαβαὶ κοινὸν ὅρον τὸν συνάπτοντα αὐτάς. Ὑπὸ δὲ τὸ συνεχὲς ἀνάγονται γραμμὴ καὶ ἐπιφάνεια καὶ σῶμα καὶ τόπος καὶ χρόνος. Γραμμὴ δὲ καὶ ἐπιφάνεια καὶ σῶμα καὶ τόπος καὶ χρόνος ὑπὸ τὸ συνεχὲς ποσὸν ἀνάγονται· ἑκάστου γὰρ αὐτῶν  τὰ μόρια πρός τινα κοινὸν  ὅρον συνάπτουσιν,  γραμμῆς μὲν πρὸς στιγμήν,  ἐπιφανείας  δὲ πρὸς γραμμήν, σώματος δὲ πρὸς ἐπιφάνειαν.  Στιγμὴ μὲν γάρ ἐστιν ἄποσον. Ἡ δὲ γραμμὴ ἔχει  μίαν διάστασιν· ἔστι γὰρ μῆκος ἀπλατές. Ἡ δὲ ἐπιφάνεια  ἔχει δύο διαστάσεις, μῆκός τε καὶ πλάτος. Τὸ δὲ σῶμα τρεῖς ἔχει διαστάσεις, μῆκός τε <καὶ> πλάτος καὶ βάθος. Ὁ δὲ τόπος
 πέρας ἐστὶ τοῦ περιέχοντος, καθὸ πέρας περιέχεται τὸ περιεχόμενον, οἷον ὁ ἀὴρ περιέχει τὸ σῶμα. Τὸ οὖν τέλος τοῦ ἀέρος τὸ περιέχον τὸ σῶμα λέγεται τόπος τοῦ σώματος, καὶ οὐχ ὅλος ὁ ἀήρ, ὥστε ὁ τόπος ἐπιφάνειά  ἐστι τοῦ ἀέρος τοῦ περιέχοντος  τὸ σῶμα καὶ οὕτως ὑπὸ τὸ συνεχὲς ποσὸν ἀνάγεται ὡς ἐπιφάνεια. Τὰ δὲ μόρια τοῦ τόπου συνάπτουσι πρὸς γραμμὴν ὡς ἐπιφανείας.  Τὰ δὲ μόρια τοῦ χρόνου πρὸς τὸ νῦν συνάπτουσι· τὸ γὰρ νῦν ἄποσον ὂν πέρας μέν ἐστι τοῦ παρῳχημένου, ἀρχὴ δὲ τοῦ μέλλοντος. Ἰστέον δέ, ὅτι ἐπιφάνειά  ἐστι τὸ ἔξω μέρος τοῦ σώματος, παρὰ τὸ φαίνεσθαι. Αὕτη οὖν ἢ ἴση ἐστὶ καὶ ὁμαλὴ καὶ λεία καὶ λέγεται ἐπίπεδος, ἢ καμπύλη καὶ ἄνισος καὶ ἀνώμαλος καὶ λέγεται ἁπλῶς ἐπιφάνεια. Ἰστέον δέ, ὅτι τὸ μὲν σῶμα καὶ ἡ ἐπιφάνεια  καὶ ἡ γραμμὴ ὑφ' ἕν εἰσι καὶ ἅμα, ὁ δὲ χρόνος καὶ ὁ τόπος περὶ αὐτά. Μάλιστα ὁ τόπος ἐστὶ τοῦ ποσοῦ· τὸ μέν ἐστι θετόν, τὸ δὲ ἄθετον. Τὸ μὲν οὖν θετὸν δηλοῖ τὸ κεῖσθαί που καὶ τὸ ὑπομένειν ἄλληλα τὰ μόρια· ἔχει δὲ καί τινα συνέχειαν καὶ ἀλληλουχίαν πρὸς ἄλληλα. Ἄθετα δέ εἰσι τὰ μὴ τοιαῦτα  ἀλλ' ἐναντίως  ἔχοντα.  Ἀνάγονται  οὖν ὑπὸ μὲν τὸ θετὸν  γραμμή, ἐπιφάνεια, σῶμα, τόπος· ἑκάστου γὰρ αὐτῶν  τὰ  μόρια μένουσι  καὶ  κεῖνταί  που  καὶ  συνέχειαν ἔχουσι πρὸς ἄλληλα, τὰ μὲν μόρια τῆς γραμμῆς ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ,  τῆς δὲ ἐπιφανείας  ἐν τῷ σώματι, τοῦ δὲ σώματος ἐν τῷ τόπῳ, τοῦ δὲ τόπου ἐν τῷ σώματι ὡς ἐπιφανείας. Ἄθετα δέ εἰσιν ἀριθμός, λόγος, χρόνος· ὁ μὲν ἀριθμὸς καὶ ὁ λόγος, διότι τὰ μόρια αὐτῶν οὐδὲ συνέχειαν ἔχουσιν οὐδὲ κεῖνταί που οὐδὲ ὑπομένουσι τὰ μόρια αὐτῶν. Τὰ δὲ τοῦ χρόνου μόρια, εἰ καὶ συνέχειαν ἔχουσιν, ἀλλ' οὐδὲ ὑπομένουσιν οὐδὲ κεῖνταί που. Ὁ δὲ ἀριθμὸς διττός ἐστιν, ὁ μὲν ἐν τῇ τῶν ἀριθμῶν, ὁ δὲ ἐν τοῖς ἀριθμητοῖς ὡς ξέστης· ὁ μὲν ὁ μετρῶν ὁ χαλκοῦς, ὁ δὲ ὁ μετρούμενος οἷον ἢ οἶνος ἢ ἕτερόν τι τοιοῦτον. Ὁ μὲν οὖν ἀριθμῶν οὐκ ἔστι θετός, ὁ δὲ ἀριθμούμενος θετός ἐστι. Καὶ πᾶν δὲ ποσὸν καὶ μέτρον ἐστὶ καὶ μετρητόν. Ἰστέον, ὡς ποσότης μέν ἐστιν αὐτὸ τὸ μέτρον καὶ ὁ ἀριθμὸς ὁ μετρῶν καὶ ὁ ἀριθμῶν. Ὁ δὲ λόγος καὶ χρόνος καὶ τόπος σῶμά τε καὶ ἐπιφάνεια καὶ γραμμὴ οὔκ εἰσι ποσότης  ἀλλὰ  ποσὰ ὡς  ὑποκείμενα  τῇ  ποσότητι  καὶ  μετρούμενα  καὶ  ἀριθμούμενα, ὁμοίως  καὶ  ὁ  ἀριθμὸς  ὁ  ἀριθμούμενος  ἤγουν  ὁ  οἶνος  καὶ  τὰ  τοιοῦτα.  Καὶ τὰ  μὲν ὑπόκεινται  τῇ συνεχεῖ  ποσότητι  ὡς  συνεχῶς  ἀριθμούμενα,  τὰ δὲ τῇ διωρισμένῃ  ὡς διωρισμένως  μετρούμενά  τε καὶ ἀριθμούμενα· διὸ καὶ ποσὰ λέγονται  καὶ οὐ ποσότης. Καὶ κυρίως μὲν ποσὰ ταῦτα τὰ ἑπτὰ λέγονται, κατὰ συμβεβηκὸς δὲ ποσὰ λέγομεν τὰ ἐν αὐτοῖς θεωρούμενα οἷον πρᾶξιν, κίνησιν, τὸ λευκὸν καὶ τὰ τοιαῦτα· οἷον, εἰ ἐν πολλῷ χρόνῳ γένηται ἡ πρᾶξις καὶ ἡ κίνησις, φαμὲν πολλὴν πρᾶξιν καὶ πολλὴν κίνησιν, εἰ δὲ ἐν ὀλίγῳ, ὀλίγην· ὁμοίως καί, εἰ ἐν πολλῷ σώματι λευκότης εἴη, φαμὲν πολὺ λευκόν, εἰ δὲ ἐν  ὀλίγῳ,  ὀλίγον.  Ὁ δὲ Ἀριστοτέλης καὶ τὴν  κίνησιν  καθ' ἑαυτὴν  ὑπὸ τὸ ποσὸν ἀνάγει. Ἀνάγεται δὲ ὑπὸ τὸ ποσὸν καὶ ἡ ῥοπὴ διὰ τὸ θεωρεῖσθαι ἐν αὐτῇ τὸ μάλιστα. Ἴδιον τοῦ ποσοῦ τὸ ἴσον καὶ ἄνισον· ἡ δὲ κουφότης καὶ ἡ βαρύτης ὑπὸ τὸ ποιόν.




Fragmenta philosophica

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Επιστολή πρός Μοναχούς

$
0
0
Ὁ τῶν ἁπάντων δεσπότης, ὁ φιλάνθρωπος  θεὸς ἀγαθὰς ἀφορμὰς τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει χαρίζεται πάντοτε πρὸς τὴν τῶν μελλόντων  ἐπίγνωσιν, καὶ τὴν ἐπὶ τὰ κρείττω   προκοπὴν   ἕκαστον   λαμβάνειν    βουλόμενος,   οἷς   νεύματι   χρηστότητος ὑποτίθεται, εἰς ἀγαθὸν ἕλκων ἀεὶ τὸν κατ' εἰκόνα αὐτοῦ γεγενημένον  ἄνθρωπον· τῆς γὰρ ψυχῆς κατὰ φύσιν τὴν ἐπὶ τὰ καλὰ ῥοπὴν ἐχούσης καὶ τῶν κρειττόνων  ἐπιθυμεῖν σπευδούσης τὸ τῆς κακίας ἀριστερὸν μέρος πανουργίᾳ δεινῇ ταῖς ἁπλουστέραις ψυχαῖς φαντασίαν καλῶν πάντοτε προβάλλεται εἰς ἐπισκότωσιν τῶν ὄντως καλῶν. διὸ ἡ τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ ἀνεκδιήγητος ἀγάπη γνῶσιν ἀληθείας διὰ τῶν θεοπνεύστων γραφῶν διδάσκει ἡμᾶς κατὰ τὸν λέγοντα· Χρηστότητα καὶ παιδείαν καὶ γνῶσιν δίδαξόν με, ἵνα οὕτως ἰσχύσωμεν τὴν πάντων  τῶν κακῶν αἰτίαν ἄγνοιαν ἀπώσασθαι καὶ τὴν ἐν ἡμῖν οὖσαν σαρκικὴν καὶ ἄλογον φρόνησιν δολερῶς ἐπαγγελίᾳ γνώσεως κρατυνομένην  τῷ φωτὶ  τῆς  ἀληθοῦς  γνώσεως  ὁδηγούμενοι  παντελῶς  ἐξελάσαι δυνηθῶμεν,  σωτηρίας αἰτίαν   τὴν  γνῶσιν   τῆς  ἀληθείας   μεμαθηκότες  εἶναι.  Ἐπεὶ  τοίνυν   καὶ  ὑμεῖς,  ὦ ποθεινότατοι καὶ ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πολλάκις παρ' ἡμῶν ᾐτήσατε λόγον ἐκθέσθαι,  ὁποῖον χρὴ τρόπον ἔχειν τὸν ἀναχωρήσαντα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ τῆς πολιτείας τοῦ αἰῶνος τούτου .... ἐπὶ τὸ αὐτὸ δὲ κατὰ τὸν ἐν ταῖς πράξεσιν ἀποστολικὸν χαρακτῆρα συνεληλυθότας ἱερὸν συγκρότημα καὶ στῖφος ἀδελφότητος γεγενημένον συνεῖναι εὐσεβῶς ἀλλήλοις  διὰ παντὸς  ἑλομένους, ὅπως τε ἀλλήλων  συνδιατριβὴν  ποιεῖσθαι δέοι, ποίαν δὲ ἔχειν χρὴ τὴν τῶν ἠθῶν κατάστασιν, τίς δὲ ὁ σκοπὸς τῆς ἄκρας ἀρετῆς ὁδοῦ καὶ τί τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ τὸ ἀγαθὸν  καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον,  ὁποῖός τε ὁ δρόμος  καὶ  ἀγὼν  τῶν  εἰς  τὸ  τέλειον  ἐπιθυμούντων   φθάσαι  καὶ  εἰς  μέτρον  τῆς πνευματικῆς ἡλικίας καταντῆσαι σπευδόντων· καὶ ἵνα μὴ εἰς μακρὸν παρατείνωμεν τὸν λόγον, ταῦτα καὶ τὰ τούτοις ἀκόλουθα ᾐτήσατε παρ' ἡμῶν διὰ γράμματος ὑμῖν χαραχθῆναι  εἰς ὑπόμνησιν  συνεχῆ ψυχωφελοῦς  μελέτης, πεπεισμένοι δηλονότι  περὶ τοῦ εὐσεβοῦς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως δόγματος, μίαν εἶναι θεότητα τῆς προσκυνητῆς καὶ  μακαρίας  τριάδος,  μίαν  οὐσίαν,  ἓν  θέλημα,  μίαν  δόξαν,  μίαν
  προσκύνησιν προσφέρειν ταῖς τρισὶ τῆς μιᾶς θεότητος ὑποστάσεσι, καθὼς καὶ ἐν τῷ ἁγίῳ μυστηρίῳ τοῦ βαπτίσματος εὐσεβῶς τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων ὡμολογήσαμεν. διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς τὴν πολλὴν ὑμῶν ἐπὶ τὸ ἀγαθὸν ὁρμὴν θεασάμενοι καὶ τὴν ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ἀρετῆς ἐπιθυμίαν ἰδόντες δι' ὀλίγων ὑπόμνησιν ποιῆσαι οὐκ ὠκνήσαμεν,   ἐξ  αὐτῶν   τῶν   θεοπνεύστων   γραφῶν   τὰς  ἀφορμὰς  τῶν   νοημάτων λαβόντες·  ἅμα  δὲ  καὶ  αὐτὰς  τὰς  γραφικὰς  μαρτυρίας  εἰς  πληροφορίαν  ἀδιστάκτου πίστεως  παρεθέμεθα, ἵνα  μή τις  δόξῃ ἡμᾶς ἀφ' ἑαυτῶν  τι  λέγειν  καὶ ὡς  ὑπέρογκα ματαιότητος φρονοῦντας  ὑποπτεύσῃ. 235 Ἔστω τοίνυν  προηγουμένως  πᾶσι τοῖς ἀφιερώσασιν ἑαυτοὺς τῷ θεῷ καὶ τὰ σώματα αὐτῶν θυσίαν ζῶσαν ἁγίαν εὐάρεστον τῷ θεῷ  τὴν  λογικὴν  λατρείαν  παριστᾶν  πάντοτε  σπουδάζουσι σκοπὸς ὁ τῆς  εὐσεβείας προκείμενος φωτισμὸς [καὶ] εἰς τὸ πιστεύειν κατὰ τὰς ἱερὰς τῶν εὐαγγελίων  καὶ τῶν λοιπῶν γραφῶν ἐπαγγελίας, ἐπιδιδόντας ἑαυτοὺς εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν καὶ εἰς πᾶσαν ἀρετῆς ἐπιτήδευσιν· πεπεῖσθαί τε βεβαίως, ὅτι διὰ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς θείας δυνάμεως  παντελῶς  τὴν ἴασιν καὶ τὴν κάθαρσιν τῶν  τῆς ἀτιμίας παθῶν  δυνατὸν  ἐν ἡμῖν γενέσθαι τῶν ἐνεργουμένων  ἐν τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι, ὅτι τὰ παρ' ἡμῖν ἀδύνατα

παρὰ τῷ  ἐπαγγειλαμένῳ  θεῷ  δυνατὰ  τυγχάνει·  τὰ γὰρ τῆς  ἁμαρτίας πάθη ὕστερον ἐπιγεγόνασι τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι διὰ τὴν τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδὰμ παράβασιν· καὶ τοῦ πνεύματος τῆς υἱοθεσίας τελείως καὶ ὁλοκλήρως εἰς ἁγιασμὸν ψυχῆς καὶ σώματος ἐν πάσῃ πληροφορίᾳ  καταξιωθῆναι  κατὰ τὸν  εἰπόντα  ὅτι Τὸ εὐαγγέλιον  ἡμῶν  οὐκ ἐγενήθη πρὸς ἡμᾶς ἐν λόγῳ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν δυνάμει καὶ ἐν πνεύματι ἁγίῳ καὶ ἐν πληροφορίᾳ πολλῇ, καθὼς οἴδατε· καὶ πάλιν Ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως τηρηθείη ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· 236 οὗ τὸν ἀρραβῶνα τῆς ἀρρήτου εὐεργεσίας ἐπὶ τοῦ ἁγίου τῆς μακαρίας τριάδος βαπτίσματος οἱ πιστεύσαντες ἐδεξάμεθα, εἰς αὔξησιν καὶ προκοπὴν τῆς τελείας κληρονομίας καὶ εἰς πολλαπλασιασμὸν τοῦ ταλάντου τοῦτο τὸ μέγα καὶ ἄχραντον μυστήριον πιστευθέντες. Τὸ γὰρ θεῖον καὶ παράκλητον πνεῦμα τὸ δοθὲν τοῖς ἀποστόλοις καὶ δι' αὐτῶν τῇ μόνῃ καὶ ἀληθινῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ θεοῦ διακονηθὲν ἀπὸ τῆς τοῦ βαπτίσματος ὥρας κατὰ ἀναλογίαν  τῆς  πίστεως  διαφόρως  καὶ πολυτρόπως  σύνεστιν ἑκάστῳ τῷ  ἐκ πίστεως εἰλικρινοῦς  τῷ βαπτίσματι προσελθόντι· εἰς πολλαπλασιασμὸν μέντοι καὶ ἐπεργασίαν καὶ αὔξησιν λαμβάνει ἕκαστος τὴν μνᾶν, ὡς ἐν τῷ εὐαγγελίῳ  εἴρηται. ὥσπερ γὰρ τὸ γεννώμενον  ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ βρέφος οὐκ εἰς τὴν νηπιώδη ἡλικίαν ἕστηκε πάντοτε, ἀλλ' ὁσημέραι τὴν αὔξησιν λαμβάνει ἀνάγκης τινὸς ἀκολουθίᾳ κατὰ τοὺς ἀρρήτους τῆς φύσεως νόμους, ἕως ἂν εἰς ἄνδρα τέλειον καὶ εἰς συμπλήρωσιν τῶν λογικῶν  ἐννοιῶν φθάσῃ, τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ὁ γεννώμενος  ἄνωθεν ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος οὐκ εἰς τὴν νηπιώδη τῆς πνευματικῆς ἡλικίας ἕξιν ἵστασθαι ὀφείλει, ἀλλ' ὁσημέραι ἀγῶνι καὶ πόνῳ καὶ ὑπομονῇ πολλῇ χρώμενον διὰ τὴν πρὸς τὸν ἀνταγωνιστὴν πάλην προκόπτειν αὐτὸν καὶ αὔξειν δεῖ εἰς τὴν τῆς πνευματικῆς ἡλικίας συμπλήρωσιν κατὰ τὸ εἰρημένον ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου· Μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς  ἐπιγνώσεως  τοῦ  υἱοῦ  τοῦ  θεοῦ εἰς  ἄνδρα τέλειον,  εἰς  237 μέτρον  ἡλικίας  τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι  καὶ περιφερόμενοι παντὶ   ἀνέμῳ   τῆς   διδασκαλίας   ἐν   πανουργίᾳ   πρὸς  τὴν   μεθοδείαν   τῆς   πλάνης, ἀληθεύοντες  δὲ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα ὅς ἐστι Χριστός· καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ λέγει ὁ αὐτός· Μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον, εἰς τὸ τέλειον τοῦ θεοῦ θέλημα φθάνειν  φάσκων τοὺς εἰς μέτρον  ἡλικίας  καὶ  λογικῆς  συμπληρώσεως τοῦ  πνεύματος  ἐλθόντας.  ἀλλ' ἐπὶ  τῆς σωματικῆς γεννήσεως  ἀνάγκης τινὸς ἀκολουθίᾳ καὶ φύσεως νόμῳ ἐπὶ τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν τὸ γεννώμενον  παιδίον φθάνει, οὕτω τῆς προνοίας ἀνάγκης ὅρῳ καὶ οὐ προαιρέσει θελήματος διαταξαμένης τὴν σωματικὴν ἡλικίαν συμπληροῦσθαι. ἐπὶ δὲ τῆς ἄνωθεν ἐκ τοῦ πνεύματος γεννήσεως οὐ ταύτην ὥρισε τὴν ἀκολουθίαν, ἀλλὰ πόνον καὶ ἀγῶνα  καὶ δρόμον μετὰ ὑπομονῆς πολλῆς  τῇ αὐτεξουσίῳ προαιρέσει τοῦ ἀνθρώπου ἔθετο κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ κυρίου εἰρημένον· Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς θύρας· καὶ πάλιν·  Βιάζεσθε, βιασταὶ γὰρ ἁρπάζουσι τὴν  βασιλείαν  τῶν  οὐρανῶν,  καὶ Ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται· καὶ Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν· καὶ ὁ ἀπόστολος ∆ι' ὑπομονῆς τρέχομεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα· καὶ Οὕτως, φησί, τρέχετε, ἵνα καταλάβητε· καὶ πάλιν Ὡς θεοῦ διάκονοι ἐν ὑπομονῇ πολλῇ καὶ τὰ ἑξῆς.
238 Οὕτως δὲ ᾠκονόμησεν ἡ θεία χάρις, ἵνα ἰδίᾳ γνώμῃ καὶ ἰδίῳ θελήματι καὶ πόνῳ καὶ ἀγῶνι τὴν νοητὴν αὔξησιν ἕκαστος προσλαμβάνῃ, καθ' ὅσον πιστεύει καὶ καθ' ὅσον ἀγωνίζεται· καὶ καθ' ὅσον ἀγαπᾷ καὶ καθ' ὅσον ἀγῶνι σωματικῷ καὶ ψυχικῷ εἰς

πᾶσαν τὴν τῶν ἐντολῶν εὐαρέστησιν ἑαυτὸν ἐκδίδωσι, τοσοῦτον καὶ τὴν μετουσίαν τοῦ πνεύματος  εἰς  τὴν  πνευματικὴν  αὔξησιν  τῆς  ἀνακαινώσεως  τοῦ  νοὸς  προσκτᾶται, χάριτι μὲν καὶ δωρεᾷ θείᾳ τὴν σωτηρίαν κομιζόμενος, πίστει δὲ καὶ ἀγάπῃ καὶ ἀγῶνι αὐτεξουσίου προαιρέσεως τὴν προκοπὴν καὶ αὔξησιν ἐπὶ τὸ τέλειον μέτρον τῆς πνευματικῆς  ἡλικίας  δεχόμενος, ἵν' ὥσπερ χάριτι, οὕτω καὶ δικαιοσύνῃ τῆς αἰωνίου ζωῆς ἔσται κληρονόμος, οὔτε τὸ ὅλον διὰ τῆς θείας δυνάμεως καὶ χάριτος ἄνευ τῆς τοῦ ἀνθρώπου συνεργίας καὶ σπουδῆς τὴν αὔξησιν τῆς προκοπῆς λαμβάνων, οὔτε τὸ ὅλον διὰ τῆς ἰδίας δυνάμεως καὶ σπουδῆς καὶ ἰσχύος ἄνευ τῆς συνεργίας καὶ βοηθείας τοῦ ἁγίου πνεύματος εἰς τὸ τέλειον τοῦ θεοῦ θέλημα καὶ τὸ τῆς ἐλευθερίας καὶ καθαρότητος μέτρον φθάσαι δυνάμενος. Ἐὰν γὰρ μὴ κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον καὶ φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων καὶ κοπιῶν  καὶ οἰκοδομῶν· καὶ πάλιν· Οὐ γὰρ ἐν τῇ ῥομφαίᾳ αὐτῶν ἐκληρονόμησαν γῆν καὶ ὁ βραχίων αὐτῶν οὐκ ἔσωσεν αὐτούς, καίπερ ῥομφαίαις καὶ βραχίοσι πολεμούντων,  ἀλλ' ἡ δεξιά σου καὶ ὁ βραχίων σου καὶ ὁ φωτισμὸς  τοῦ  προσώπου  σου,  ἃ  τὴν  τοῦ  θεοῦ  δύναμιν   τῷ  ἰδίῳ  αὐτῶν   ἀγῶνι συνεργοῦσαν  δηλοῖ·  ἅμα  δὲ  καὶ  τὴν  οἴησιν  τῶν   δι'  ὀλίγας  ἀρετὰς  ἐφ'  ἑαυτοῖς φρονούντων   ἐκκόπτων,  πίστει  δὲ  καὶ  ἀγάπῃ  διὰ  χάριτος  τὴν  ζωὴν  γίνεσθαι  τοῖς ἐλπίζουσιν ἐδίδαξεν ὁ προφήτης.
Τί τοίνυν  ἐστὶ τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ, εἰς ὃ προτρέπεται ἕκαστον παρακαλῶν  ὁ ἀπόστολος  σπεύδειν  φθάσαι;  ἢ  ἄρα,  περὶ  ὧν  ὁ  κύριος  εἴρηκε  μακαρίζων  αὐτοὺς
Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν θεὸν ὄψονται· καὶ πάλιν· Γίνεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὡς ὁ πατὴρ ὑμῶν  ὁ οὐράνιος τέλειός  ἐστι. τὴν παντελῆ  τῆς ἁμαρτίας κάθαρσιν  διὰ  τούτων  ἐπαγγέλλεται,  ὅ  ἐστιν  ἡ  παντελὴς  τῶν  τῆς  ἀτιμίας  παθῶν
ἀπαλλαγή, καὶ τὴν τελείαν τῆς ἄκρας ἀρετῆς ἀνάληψιν, ὅ ἐστι καθαρισμὸς καὶ ἁγιασμὸς τῆς καρδίας διὰ τῆς μετουσίας τοῦ τελείου καὶ θεϊκοῦ πνεύματος, ἐν πληροφορίᾳ γινομένης  τῆς  μετὰ πίστεως  καὶ ἀγάπης  ἐπιδιδούσης  τῷ  θεῷ  ὅλην  ἐξ ὅλου ἑαυτὴν
ψυχῆς.  καθὼς  καὶ διὰ τοῦ ∆αβὶδ τὸν  τέλειον  τῆς ἀληθείας  σκοπὸν ὑποδεικνύον  τὸ πνεῦμα καὶ διδάσκον τοῦτον παρὰ τοῦ θεοῦ ἐπιζητεῖν καὶ πιστεύειν τοὺς ἐπιθυμοῦντας υἱοὺς  φωτὸς  ἀναδειχθῆναι  καὶ  τῆς  ζωῆς  κληρονόμους  γενέσθαι  φησί· Γενηθήτω  ἡ
καρδία μου ἄμωμος ἐν τοῖς δικαιώμασί σου, ὅπως ἂν μὴ αἰσχυνθῶ· αἰσχύνην καὶ ἀτιμίαν  φέρειν  ἐσήμανε  τοὺς  ἄμωμον  τὴν  καρδίαν  ἀπὸ  παντὸς  σπίλου  καὶ  ῥύπου μηδέπω κεκτημένους· πάλιν  γάρ φησι Τότε οὐ μὴ αἰσχυνθῶ ἐν τῷ με ἐπιβλέπειν  ἐπὶ
πάσας τὰς ἐντολάς σου· πασῶν τῶν ἐντολῶν  συμπλήρωσιν καὶ παντὸς παραπτώματος ἀναχώρησιν  τελείαν  παρρησίαν ἐπὶ θεὸν κεκτῆσθαι ἐδίδαξε τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον. καὶ πάλιν·  Καρδίαν καθαράν,  εὐχόμενος  ὁ προφήτης  ἔλεγε,  κτίσον  ἐν  ἐμοὶ  ὁ θεὸς  καὶ
πνεῦμα  εὐθὲς  ἐγκαίνισον  ἐν  τοῖς  ἐγκάτοις  μου  καὶ  πνεύματι,  φησίν,  ἡγεμονικῷ στήριξόν με, ὃ τὸν αὐτὸν σκοπὸν παρίστησιν. ἀντερωτῶντος  δὲ πάλιν Τίς ἀναβήσεται
εἰς τὸ ὄρος τοῦ κυρίου ἢ τίς στήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ αὐτοῦ, ἐπάγει τίνες εἰσὶ καὶ ποταποὶ οὗτοι· Ἀθῶος  χερσὶ καὶ  καθαρὸς τῇ  καρδίᾳ· ὥστε τὴν  διὰ  πράξεως  καὶ  λόγου  καὶ διανοίας ἐπιτελουμένην ἁμαρτίαν παντελῶς ἐκκοπῆναι ἐξ ἡμῶν διὰ τῆς ἰδίας ἐνεργείας
τὸ πνεῦμα ἐμήνυσε καὶ σπουδάζειν εὐχομένους καὶ διὰ πίστεως ἐλπίζοντας  ὁσημέραι φθάσαι εἰς τὴν τελείαν τοῦ θεοῦ καθαρότητα. Ὁ γὰρ ἀπόστολος διαρρήδην διδάσκων, ὁποῖαι   αἱ   ψυχαὶ   εἶναι   ὀφείλουσιν   αἱ   γάμου   μὲν   σαρκὸς  καὶ   δεσμῶν   κόσμου
ἀναχωρήσασαι, παρθενίαν δὲ ἐξασκεῖν ἐπιθυμοῦσαι, φησίν· Ἡ παρθένος μεριμνᾷ τὰ τοῦ κυρίου, ἵνα ᾖ ἁγία οὐ σώματι μόνον, ἀλλὰ καὶ πνεύματι, πρακτικῶν τε καὶ λογιστικῶν,
τουτέστι φανερῶν τε καὶ κρυπτῶν, ἁμαρτημάτων ἐκτὸς εἶναι αὐτὴν παραγγέλλων,


Epistula Magna

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live