Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

Αυτήν την ωραία εξιστόρηση στην ζωγραφιά... μπορείτε να την πείτε ειδωλολατρία;

$
0
0
Αυτήν την ωραία εξιστόρηση στην ζωγραφιά μπορείτε να την πείτε ειδωλολατρία; Ex Protestant

«Αυτήν την ωραία εξιστόρηση και την ωφέλιμη ζωγραφιά πως μπορείτε να την πείτε ειδωλολατρία;Γιατί η ζωγραφική είναι σύντομη και ωραία, όπως είπε ο πατέρας μας Χρυσόστομος·
«Εγώ και την κηρόχυτη ζωγραφική την αγάπησα, γιατί είναι γεμάτη ευσέβεια». Και ο άγιος Βασίλειος, ο μεγάλος πατέρας μας, εγκωμιάζοντας τους αγίους Τεσσαράκοντα λέγει· «Επειδή και οι λογογράφοι πολλές φορές και οι ζωγράφοι τα περιγράφουν, οι πρώτοι στολίζοντάς τα με το λόγο και οι άλλοι χαράσσοντάς τα σε πίνακες».

Και βέβαια ο λογογράφος έγραψε το Ευαγγέλιο. Και τι έγραψε στο Ευαγγέλιο; Όλη την ένσαρκη οικονομία του Χριστού και την παρέδωσε στην Εκκλησία. Το ίδιο κάνει και ο ζωγράφος.Ζωγραφίζει στον πίνακα της Εκκλησίας την ευπρέπεια, από τον πρώτο Αδάμ μέχρι τη γέννηση του Χριστού, και τις μαρτυρίες των αγίων και τις παρέδωσε και αυτός στην Εκκλησία. Έτσι μάλλον και οι δύο την ίδια ιστορία περιέγραψαν και μας τη διδάσκουν».

(Απόσπασμα από το 3ο κεφάλαιο, Αμφιβαλλόμενο αγ. Ιωάννη Δαμασκηνού, ΕΠΕ 3, Λόγος αποδεικτικός περί των αγίων και σεπτών εικόνων).

Τί εστί Θεός;

$
0
0

Ἐρώτησις αʹ. Τί ἐστι Θεός; Ἀπόκρισις. Θεός ἐστιν οὐσία νοερὰ, ἀθεώρητός τε καὶ ἀνερμήνευτος. Θεός ἐστι πνεῦμα ἄϋλον, ὀφθαλμὸς  ἀκοίμητος, καὶ νοῦς ἀκίνητος. Θεός ἐστιν οὐσία δημιουργικὴ  πάντων  τῶν  ἀοράτων  καὶ ὁρω μένων  κτισμάτων.

 Ἐρώτ. βʹ. Καὶ διὰ τί λέγεται Θεὸς, ὁ Θεός; Ἀπόκ. Θεὸς λέγεται ἀπὸ τοῦ θεωρεῖν τὰ πάντα, οἱονεὶ θεωρὸς, καὶ Θεὸς, ἤγουν θεατὴς πάντων. Καὶ πάλιν Θεὸς λέγεται ἀπὸ τοῦ θέειν καὶ τρέχειν νοητῶς ἀχρόνως τὰ πάντα. Ὁ γὰρ Θεὸς ἀεὶ πανταχοῦ πάρεστιν.

Ἐρώτ.  γʹ.  Καὶ  πόσοι  θεοί  εἰσιν;  Ἀπόκ.  Εἷς  Θεὸς  τῶν   θεῶν,  καὶ  Κύριος τῶν κυριευόντων,  καὶ πλὴν αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἄλλος. Λέγονται δὲ θεοὶ καὶ οἱ ἄνθρωποι κατὰ χάριν· ὡς τό· «Ἐγὼ εἶπα, Θεοί ἐστε, καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες.»

Ἐρώτ. δʹ. Καὶ ὡς ἔνι εἷς, πῶς λέγομεν αὐτὸν τὸν ἕνα Θεὸν τρισυπόστατον, Πατέρα, καὶ Υἱὸν, καὶ ἅγιον  Πνεῦμα; Ἰδοὺ γὰρ τρεῖς λέγομεν, καὶ οὐχ ἕνα. Ἀλλὰ δίδαξον ἡμῖν πῶς ἐστιν εἷς Θεός· καὶ πῶς πάλιν  τρία πρόσωπα περὶ Θεοῦ λέγομεν.

 Θαυμαστὸν ἡμῖν δοκεῖ τοῦτο, ὅπως καὶ εἷς ἐστιν ὁ Θεὸς, καὶ τρία τὰ πρόσωπα αὐτοῦ. Ἀπόκ. Ἄκουε συνετῶς,  καὶ  νοήσεις  τὸ  τῆς  ἁγίας  Τριάδος  μυστήριον,  καθὼς  δύναται   νοῦς ἀνθρώπων  νοῆσαι.

 Ὡς ἐμοὶ πλὴν δοκεῖ, πρὸς τὴν κατὰ δύναμιν  ἡμῖν τῶν λέξεων λέγεται  τοῦτο.  Ὁ  γὰρ  Θεὸς ἀνερ  μήνευτός  ἐστι,  καὶ  διὰ  τοῦτο  οὐ  δυνάμεθα καταλαβεῖν  αὐτοῦ τὴν φύσιν· οὐδὲ ὅμοιος ἡμῶν  ἐστι μονοπρόσωπος.



Εἰ γὰρ ἦν μονοπρόσωπος, ἐγινώσκομεν ἂν αὐ τὸν, ὡς ἐγινώσκομεν ἀλλήλους ἡμᾶς. Ἀλλ' ἔστιν εἷς μὲν ὁ Θεὸς, τὰ δὲ πρόσωπα αὐτοῦ τρία. Καὶ βλέπε ἀπάρτι τὰ λεγόμενα.


Ὥσπερ ἥλιος ἔνι εἷς, ὁ δὲ ἥλιος ἔχει ἀκτῖνα καὶ φῶς, καὶ εἰσὶν ἐν τῷ ἡλίῳ τρία πρόσωπα, δίσκος, ἀκτὶς, καὶ φῶς· καὶ δίσκος μὲν καυχίον τοῦ ἡλίου, ἀκτὶς δὲ καταβαινομένη λαμπαδοφανῶς   καὶ  κρούουσα πρὸς  τὴν  γῆν·  φῶς  δὲ  τὸ  φωτίζον,  καὶ  εἰς  τοὺς ἐπισκιώδεις τόπους χωρὶς ἀκτῖνος

Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας

Quaestiones aliae

ΔΙΑΒΑΣΤΕ Η ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΟ ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΔΕΣΜΟ:



ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑ ΣΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΕΙΑΣ ΕΤΕΡΑΙ ΤΙΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ.

Χριστιανικές σκέψεις περί θανάτου

$
0
0

Χριστιανικές σκέψεις περί θανάτου

Ανδρέας Θεοδώρου, τ. Καθηγητής Πανεπ. Αθηνών


Θεολογία
Τις πιο πάνω περί θανάτου διαπιστώσεις καταφάσκει πλήρως και η χριστιανική, περί θανάτου, φιλοσοφία. Εδώ όμως υπεισέρχεται ένα καινούργιο στοιχείο πρωτόγνωρο για τον άνθρωπο· η μυστηριακή διάσταση του θανάτου, την οποία φωτίζει η χριστιανική πίστη. Το φαινόμενο του θανάτου είναι μυστήριο, όσο μυστήριο είναι και το φαινόμενο της ζωής. Ποιός είναι ο βαθύτερος λόγος τους; Γιατί υπάρχουμε και γιατί πεθαί­νουμε; Από πού ξεκινάμε και πού πορευόμαστε; Στα ερωτή­ματα αυτά, τα τόσο σημαντικά, ανέκαθεν προσπαθούσαν να δώσουν απάντηση ο ανθρώπινος λόγος και τα διάφορα θρησκεύματα. Ψελλίσματα κατά κανόνα αδύναμα, στο μέτρο που αδύναμος είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος. Η φλόγα τού ανθρώ­πινου λόγου, και στο πιο φουντωμένο της λαμπάδιασμα, δεν μπορεί να εισδύσει στο σκοτάδι τού τάφου, να τρυπήσει την παγερή πλάκα του, να φωτίσει —αμυδρά έστω— τα συμβαίνοντα μέσα και πέρα από τη ψυχρή του παγερότητα. Με την πί­στη όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι πιστοί δεν βασανίζονται από πιεστικά ερωτηματικά. Δεν σαλεύει το μυαλό τους μπροστά στη μυστηριακή τραγικότητα του θανά­του. Αυτοί έχουν και υπακούουν σε άλλους ρυθμούς. Αφουγκράζονται άλλες φωνές. Ζουν σε αποκαλύψεις Θεού. Απολυπραγμόνητα δέχονται το θείο φανέρωμα με την πίστη τους, το θείο αυτό και θεοποιό φτερούγισμα. Ακούουν το περί θανά­του αποκαλυπτικό μήνυμα, το εμπιστεύονται και το ζουν βιωματικά στις ήσυχες και αναπαυμένες καρδιές τους. Θλίβονται βέβαια για το φρικτό και αποτρόπαιο γεγονός· όμως δεν ταρά­ζονται, δεν λιποψυχούν, δεν κυριεύει απελπισμός τη ψυχή τους, δεν εποδύρονται. Έχουν την ελπίδα τους αγκυροβολημένη στην αλήθεια που σφράγισε ο Θεός. Στην υπαρξιακή κα­ταιγίδα που ανελέητα σαλεύει το ον, η καρδιά τους είναι πια­σμένη από το δέντρο τής θείας ζωής. Τα παραρρέοντα ύδατα δεν την αγγίζουν, οι άνεμοι την αντιπαρέρχονται. Αντιμετωπί­ζουν το τέλος με τη βεβαιότητα που τους παρέχει ο λόγος τού Θεού. Τί περισσότερο μπορούν να επιζητήσουν;



Η χριστιανική πίστη επικροτεί την ιδέα ότι ο θάνατος είναι ένα σύμβαμα. Ότι δεν έχει δική του αυτόνομη οντότητα, είναι σύμπτωμα της απουσίας τής ζωής. Ο Θεός δεν έπλασε το θάνατο. Έπλασε μόνον τη ζωή. Έπλασε τα λογικά όντα για να ζουν αιώνια, όπως αιώνια ζει και ο ίδιος. Ο άνθρωπος δεν θα πέθαινε, αν ζούσε τη φυσική του συνέπεια, στο μέτρο τής πιστότητός του στο θέλημα του Θεού, που ήταν ο λόγος τής υπάρξεώς του. Ήταν δηλαδή υπό όρους αθάνατος. Μπορούσε και να μη αποθάνει. Δείκτης δε και μέτρο τής δυνητικής αυτής αθανασίας ήταν η ηθική δοκιμασία που του έδωσε στον αρχαίο κήπο τής Εδέμ ο Θεός, η απαγόρευση της βρώσεως εκ του ξύ­λου γνώσεως του καλού και του κακού. Ο άνθρωπος όμως αντίθετα προς την πνευματική του νομοτέλεια, παρέβη ασυλλό­γιστα την εντολή τού Θεού. Στοχάστηκε την απαγόρευση και θέλησε να τη δοκιμάσει. Γεύτηκε θεληματικά από τον καρπό. Με τον τρόπο όμως αυτό βρέθηκε έξω από το Θεό, έξω από τους αυθεντικούς λειτουργικούς του ρυθμούς. Ξεστράτισε. Ακολούθησε άλλους δρόμους, άλλα μονοπάτια επικίνδυνα και καταστροφικά. Ψεύτισε τη φύση του. Έγινε ένα λάθος· μία παραφωνία. Έγινε εχθρός τού Θεού. Κυριεύτηκε από την αμαρτία. Έχασε την ταυτότητά του. Έμεινε έρημος στον κό­σμο, ένας ξένος στην πλάση, ένας παρίας και αλήτης. Το ξέφτισμα όμως αυτό της φύσεως του παραβάτη είχε σαν αποτέλεσμα και την καταστροφή της. Η ζωή δεν μπορούσε να υποφέρει το αγριεμένο και σαλεμένο πλάσμα. Ο θάνατος που καρα­δοκούσε τη δική του στιγμή, εισώρμησεν ακάθεκτος στην πλά­ση. Ο Θεός προειδοποίησε τον άνθρωπο· «την ημέρα που θα φάγετε απ' αυτό, θα αποθάνετε». Και ο άνθρωπος δεν έμεινε κοντά στο Θεό και απέθανε. Έχασε τη δυνητική αθανασία του. Έκτοτε όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν. Οι καρποί τού γενάρχη α­κολουθούν πιστά τα ίχνη τής φθαρμένης ρίζας τους. Ο θάνα­τος σφηνώθηκε έτσι στη φύση σαν ένα επεισόδιο, σαν ένα σύμπτωμα, σαν μια ακολουθία τής αλόγιστης συμπεριφοράς τού πρώτου ανθρώπου. Έκτοτε σε κάθε αμαρτία είναι ριζωμένος ο θάνατος: «Τα γαρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος».

Με ποιά όμως συλλογιστική επέβαλε το θάνατο ο Θεός; Για να εκδικηθεί μήπως το πλάσμα του; Ασφαλώς όχι. Τέτοια κινή­ματα χαμηλά δεν υπάρχουν στη φύση τού Αγίου. Βέβαια η διακοπή τής ζωής ήταν μια δίκαιη τιμωρία για το επαναστατικό τόλμημα. Συνάμα όμως ήταν και μια άκρα παιδαγωγία για τον παραβάτη άνθρωπο. Πρώτον, γιατί η τραγική του κατάληξη στο θάνατο θα του θύμιζε το θλιβερό του κατάντημα, με τί πε­νιχρά στοιχεία αντάλλαξε την αρχέγονή του ευγένεια και έτσι να συντρίβεται, να παιδαγωγείται και να οδηγείται σε μετάνοια για το μέγεθος της απονοίας του. Κατόπιν ο θάνατος, ως κατά­λυση της ζωής, είναι πραγματική ευεργεσία για τον άνθρωπο. Η πρόταση μπορεί να φαίνεται παράδοξη· όμως είναι πέρα ως πέρα αληθινή. Με το θάνατο κόβεται η νομή τής αμαρτίας, αφανίζεται το προσάναμμα της φθοράς. Σε μια παράδοξη σχέση αμοιβαιότητος, η αμαρτία γεννά το θάνατο και ο θάνατος τρώγει την αμαρτία. Έτσι το κακό δεν παραμένει αθάνατο, δεν διαιωνίζεται, περατούται. Μέσα στον τάφο ο νεκρός δεν έχει τη δυνατότητα να αμαρτάνει. Δεν μπορεί να είναι παραβάτης και αποστάτης. Ησυχάζει στην ηρεμία τής σήψεώς του. Ακάθαρτες σκέψεις και λογισμοί, πονηρές επιθυμίες και πάθη, ασχήμιες και αθλιότητες, σκληρότητες και απανθρωπίες, όλα τα σκύβαλα της φθοράς που κουβαλάει μέσα του ο ζωντανός άνθρωπος, δεν μπορούν να τον αγγίζουν. Τα αισθητήριά του αδρανούν στη νεκρική τους κατήφεια. Τελεία και παύλα στην αμαρτία. Έτσι, ό,τι δεν μπορούν να κατορθώσουν οι ζώσες (την αποφυγή δηλ. της αμαρτίας) το καταφέρνουν οι νεκρές σάρκες, τα οστά τα γεγυμνωμένα. Δεν είναι αυτό μια κάποια ευεργεσία; Για φανταστείτε, να ήμασταν αμαρτωλοί, δυστυχισμένοι και άθλιοι και να διαιωνίζαμε την αθλιότητά μας! Να σέρναμε τη δυστυ­χία μας χωρίς σταμάτημα και τελειωμό! Ο Θεός, πιο σοφός από μας, γνωρίζει ποιο είναι το πραγματικό συμφέρον μας. Απαντά στη δική μας αθλιότητά με τη στοργή και την πατρική παιδαγωγία του. Αραγε συναισθανόμαστε το μέγεθος της δωρεάς;

Κατά τη χριστιανική πίστη ο θάνατος είναι χωρισμός ψυχής και σώματος. Ο άνθρωπος είναι ον σύνθετο. Αποτελείται από σώμα και ψυχή. Είναι διφυής και δισυπόστατος. Η ψυχή του είναι ουσία πνευματική, άυλη και αθάνατη. Είναι το θείο εμφύ­σημα, που έδωσε ζωή στο σώμα, η πνοή τού Θεού. Σ' αυτή καθρεφτίζεται ο Θεός. Είναι η εικόνα τού Θεού, στην οποίαν ανακλώνται οι χαρακτήρες τού θείου αρχετύπου. Δια της εικόνος (συνεκδοχικώς τής ψυχής), που είναι ουσία θελητική και ελεύ­θερη, ο άνθρωπος φέρεται προς τον Θεό, έχει θεοδυναμία και υπέρτατο προορισμό, εξελικτική ανοδικότητα προς το αγαθό, στο τέρμα τής οποίας η εικόνα γίνεται «ομοίωση», η άνθρωπος «κατά χάριν» θεός. Η εικόνα τού Θεού είναι το ηγεμονικό εκείνο στοιχείο που εκφράζει κατ' εξοχήν την ανθρωπινότητα του ανθρώπου και τον εξυψώνει πέρα και πάνω από κάθε άλλη ά­λογη και άψυχη ζωική ύπαρξη. Το σώμα αφ' ετέρου είναι φθαρτό και υλικό (τη φθαρτότητά του την απέκτησε μετά την αμαρτία). Το έπλασε ο Θεός από το χώμα. Το μαστόρεψε με τα δικά του χέρια. Το έκανε ένα θαυμάσιο αρχιτεκτόνημα. Κατόπιν το έδεσε στενά με τη ψυχή, αφού φύσηξε μέσα του τη δική του πνοή. Στο σύνδεσμο αυτό η ψυχή είναι η ηγεμονίδα, η ζωογονούσα και κατευθύνουσα αρχή, ενώ το σώμα είναι το ενδιαίτημα της ψυχής. Με την αρμονική αυτή σύνδεση, ο άνθρωπος απλώνει τις ρίζες του βαθιά σ' ολόκληρη την πλάση. Με το πνεύμα του αγκαλιάζει τον ουράνιο πνευματικό κόσμο (τους αγγέλους), ενώ το σώμα του τον συνάπτει με την υλική κτίση.

Έτσι: συνδέοντας μέσα του τους δύο διαφορετικούς κόσμους (πνευματικό και υλικό) είναι ο ίδιος ένας «μικρός κόσμος» («μικρόκοσμος»), μια επιτομή και περίληψη της δημιουργίας. Με την ομορφιά δε και το δυναμισμό του δίκαια χαρακτηρίζεται ως η κορωνίδα, το στεφάνι τής κτίσεως.

Ο θάνατος επιφέρει τη διάλυση τού δεσμού, την κατα­στροφή τής αρμονικής συζυγίας. Η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα, αδειάζει το σπίτι της, μετακομίζει. Το σώμα εγκαταλείπεται νεκρό και άψυχο. Χάνει το σφριγηλό κάλλος του, σβήνει η φυ­σική του ομορφιά, παραμορφώνεται. Η συνέχεια είναι γνω­στή. Στο μνήμα διαλύεται και αποσυντίθεται. Λίγα οστά μαρ­τυρούν το αλλοτινό σπίτι τού θείου εμφυσήματος. Τί απογίνεται όμως η ψυχή; Ποιά είναι η τύχη της; Η ψυχή φυσικά, ως ουσία άυλη και πνευματική, δεν πεθαίνει. Έτσι την έπλασε ο Θεός, να είναι αθάνατη και άφθαρτη, εικόνα αληθινή δική του. Τί συμβαίνει λοιπόν; Επιχωριάζει στο λείψανό της η ψυχή τουλάχιστο για ένα χρονικό διάστημα; Αλητεύει στον αέρα; Μπαίνει σε άλλο σώμα; Περιπίπτει σε λήθαργο; Τελειοποιείται ηθικά, αναπτύσσοντας τα αγαθά σπέρματα που είχε στον επί­γειο βίο της; Διατηρεί τέλεια και ζωντανά τα φυσικά της αισθη­τήρια; Στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να δώσει απάντηση ο ανθρώπινος νους, απλούστατα γιατί ανάγονται σε σφαίρα ε­ντελώς ανέφικτη σε κάθε ζωντανό άνθρωπο. Η περί ψυχής διδασκαλία ανήκει στο πεδίο τής πίστεως, επομένως η πίστη είναι εκείνη που μπορεί να δώσει απάντηση στα σχετικά ερωτήματα. Κατά την ορθόδοξη εσχατολογία, η ψυχή μετά την απόθεση του υλικού σκήνους της παραλαμβάνεται υπό πνευμάτων αγαθών αν υπήρξε στη ζωή της αγαθή, κακών δε, αν υπήρξε κακή. Ο φύλακας άγγελος —που έχει κάθε άνθρωπος— την οδηγεί στο αγαθό, μάχεται το διάβολο που θέλει την καταστροφή της και την προστατεύει από κινδύνους και συμφορές. Είναι δε φυσικό να έχει πρωτοβουλίες και να επιστατεί κατά την κρίσιμη ώρα τού θανάτου. Στο σημείο αυτό εκφραστική είναι η προς τον άγγελο ευχή τής Εκκλησίας μας. Αφ' ετέρου είναι γνω­στή και η αίτηση που απευθύνεται στον Κύριο σε κάθε λει­τουργία της: «Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησώμεθα». Παράλληλα τα πονηρά πνεύματα που μισούν θανάσιμα τον άνθρωπο και προσπαθούν να τον απομακρύνουν από τον Θεό, καραδοκούν τη στιγμή του θανάτου για να επιπέσουν ακάθεκτα και να συλλάβουν τις ψυχές εκείνες που θεωρούν δικές τους, δηλαδή όσες στην επίγεια ζωή τους ακολούθησαν τις εισηγήσεις και την κακία τους. Η παρέμβαση αυτή των πνευμά­των είναι φυσικό να συμβαίνει. Κάθε ψυχή, ανάλογα με την πνευματική της ποιότητα, φέρει χαραγμένη επάνω της μια ειδι­κή σφραγίδα: το φωτεινό χρίσμα τού Θεού οι θεοφιλείς και ενά­ρετες, και το σκοτεινό στίγμα τού διαβόλου οι μοχθηρές και φαύλες. Ανάλογα δε με τη σφραγίδα αυτή γίνεται και η αντίστοιχη διεκδίκηση και παραλαβή τους από τα πνεύματα, τους αγγέλους δηλαδή και τους δαίμονες. Ως προς τους τελευ­ταίους αυτούς, είναι χαρακτηριστική η προς την Θεοτόκον ευχή τής ακολουθίας τού μικρού Αποδείπνου: «Και εν τω καιρώ τής εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτει­νάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα». Στο πλαίσιο αυτό διαφωτίζονται αντίστοιχα τόσον η ηρε­μία και γαλήνη, όσο και η φρικώδης αγωνία των ψυχών κατά την ώρα του επιθανάτιου ρόγχου τους.

Σε ποιό τόπο μεταφέρονται οι ψυχές παραλαμβανόμενες από τα πνεύματα; Η απάντηση είναι δύσκολη. Βέβαια η ψυχή, ως ουσία άυλη, δεν περιορίζεται ασφυκτικά από τον υλικό χώ­ρο· δεν είναι όμως και πανταχού παρούσα. Η ιδιότητα αυτή ανήκει μονάχα στο Θεό, που είναι η απόλυτη αϋλότητα. Στην αρχαία θεολογία διατυπώθηκε η ιδέα, ότι η αϋλότητα των πνευμάτων είναι σχετική, σε σύγκριση με την απόλυτη αϋλότη­τα του Θεού, επομένως τα πνεύματα πρέπει να περιβάλλονται από κάποια λεπτή και αιθέρια ύλη. Ποιός όμως μπορεί να εί­ναι ο χώρος των ψυχών; Να είναι άραγε ο φυσικός έκτατος χώ­ρος που προσιδιάζει στα ένυλα όντα; Να βρίσκονται δηλαδή κά­που στον πλανήτη μας ή σε κάποιο άλλο σημείο τού φυσικού σύμπαντος; Ή, αφού εισήλθαν σε μια νέα οικονομία υπάρξεως, να κινούνται σε ένα άλλο ιδιότυπο «μυστηριακό» χώρο — όπως συμβαίνει και με τα άλλα πνεύματα— σε ένα «τόπο» πνευματικό, όπως θα λέγαμε το χώρο τής θείας βασιλείας ή του μεταρρυθμισμένου μετά την ανάσταση κόσμου; Ερωτήματα φοβερά δύσκολα και φυσικά αδιάγνωστα στη δική μας ένυλη οικονομία υπάρξεως.

Η Εκκλησία μας τον μετά θάνατο κλήρο και τον «τόπο» των ψυχών ονομάζει μέση κατάσταση. Η φράση χαρακτηρίζει τρόπο, είδος ζωής. Δεν αναφέρεται στο που, αλλά στο πώς των ψυχών. Ο άνθρωπος μετά θάνατον εξακολουθεί να ζει μόνο κατά το ένα του ήμισυ. Το άλλο, το σώμα, απόκειται νεκρό στο χώμα. Αυτό φυσικά δεν πρέπει να είναι ευχάριστο στη ψυχή, που από την πρώτη στιγμή φυτεμένη βαθιά στο σώ­μα της διαμοιράστηκε τη ζωή με αυτό, όλες τις περιπέτειες, θλιβερές και ευχάριστες, του βίου. Είναι δε φυσικό να ποθεί και πάλιν την ένωσή της με το σύντροφο και ομόζυγο. Ονομάζε­ται δε η κατάσταση αυτή μέση, διότι σημαίνει το ενδιάμεσο διάστημα, το οποίον μεσολαβεί μεταξύ τού θανάτου (του τέρ­ματος της ζωής) και της δευτέρας παρουσίας τού Χριστού.

Απόλυτα βέβαιο είναι ότι στη μέση κατάσταση οι ψυχές διασώζουν πλήρως την αυτοσυνειδησία τους. Έχουν πλήρη συναίσθηση της καταστάσεώς τους, θυμούνται περιστατικά, πρόσωπα και πράγματα της επίγειας ζωής, διατηρούν ζωντανές και ακέραιες τις πνευματικές λειτουργίες και δυνάμεις τους. Περί αυτού μας ομιλεί σαφώς ο Κύριος στην πολύ διδακτική παραβολή τού πλουσίου και του Λαζάρου. Μετά θάνατον ο πλούσιος ετιμωρείτο για τη ματαιότητα, την κακότητα και τη σκληράδα του. Ριγμένος στη φλόγα τής κολάσεως, διψούσε φοβερά. Ζητούσε λίγες σταγόνες νερού για να δροσίσει τη γλώσσα του στο πυρωμένο καμίνι που τον έζωνε. Θυμήθηκε το Λάζαρο, τον απόκληρο επαίτη που ήταν ριγμένος στον πυλώνα του, στον οποίον συμπεριφέρθηκε τόσο άπονα και απάνθρω­πα. Θυμόταν και τους αδελφούς του, για χάρη των οποίων παρακάλεσε τον Αβραάμ να στείλει το Λάζαρο στη γη να τους συμβουλεύσει να μη καταντήσουν κι αυτοί στο φοβερό τόπο τής βασάνου. Από την άλλη μεριά ο Λάζαρος, το φτωχό και πληγωμένο πλάσμα που με μαρτυρική υπομονή ζούσε αγόγγυστα τη φτώχια, την εγκατάλειψη και την αρρώστια του, ήταν αναπαυμένος στους κόλπους τού Αβραάμ, ντυμένος στο φως και την απέραντη χαρά κοντά στο στεφανοδότη του Κύριο. Και όλα αυτά φυσικά στη μέση κατάσταση των ψυχών στην οποίαν εισήλθαν και οι δύο μόλις απέθαναν.

Στη βάση αυτής της αυτοσυνειδησίας των ψυχών στηρίζεται και το δόγμα τής μερικής κρίσεως αυτών. Οι ψυχές μετά θάνα­τον συναποκομίζουν ζωντανές και ανεξάλειπτες όλες τις πρά­ξεις τους, τα οποιαδήποτε ενεργήματά τους, τις αρετές και τις κακίες τους. Επί τη βάσει δε αυτών θα κριθούν από τον Θεό σε μια πρώτη φάση ευθύς μετά το θάνατο. Το δόγμα αυτό της πίστεως είναι πολύ σημαντικό διά τον άνθρωπο. «Απόκειται τοις ανθρώποις αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις», λέγει η Γραφή. Ψευδαισθήσεις και στρουθοκαμηλικοί βαυκαλισμοί στο σημείο αυτό είναι πολύ επικίνδυνοι. Η κρίση αυτή είναι βέβαιη και αναπόφευκτη, έχουσα αφετηρία της το θάνατο. Μόλις κλείσει δηλαδή τα μάτια του ο άνθρωπος, τη στιγμή ακριβώς που θα χωρισθεί η ψυχή από το σώμα, θα κριθεί μερικώς από τον Θεόν ανάλογα με το πνευματικό περιεχόμενο του βίου της. Αποτέλεσμα της κρίσεως αυτής θα είναι διά μεν τους δικαίους η μερική απόλαυση της χαράς τής θείας βασιλείας, δια δε τους ασεβείς η μερική πρόγευση των δεινών τής κολάσεως. Η κρί­ση αυτή που είναι απόρροια της αγιότητος και της δικαιοσύνης τού Θεού στηρίζεται στην ηθική ελευθερία τού λογικού όντος, του οποίου η ζωή δεν είναι αυθαίρετη αλλ' υπόλογη στον πλά­στη της, αποτελεί θεμελιακό δόγμα τής πίστεως. Περί κρίσεως γενικότερα ομιλεί το ιερό Σύμβολο της πίστεώς μας: «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς», σχετικά δε μίλησε και ο Κύριος. Λέγεται δε μερική η κρίση αυτή σε αντιπαραβολική σχέση προς την καθολική και τελειωτική κρίση που θα γίνει κατά τη δευτέρα παρουσία τού Χριστού, οπότε θα κριθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα και θ' αποδοθεί το πλήρες μέ­τρο τής θείας δικαιοσύνης, έτσι δε θα οριοθετηθούν οριστικά και αμετάκλητα οι δυο αιώνιοι και αντίθετοι μεταξύ τους κό­σμοι, η βασιλεία των ουρανών και η αιώνια κόλαση.

Ο θάνατος, λοιπόν, δεν είναι οριακό σημείο μονάχα για τη ζώσα ύπαρξη, την οποίαν και καταστρέφει, αλλ' είναι σημείο οριακό ως αφετηρία μιας άλλης καινούργιας ζωής, άυλης και πνευματικής στην απεραντοσύνη τής αιωνιότητος. Τη μεγάλη αυτή αλήθεια συνήθως δεν τη φιλοσοφούμε, πνιγμένοι στο θό­ρυβο και τη σύγχυση της καθημερινής μας ζωής. Συνήθως μας φοβίζει και μας τρομάζει ο θάνατος· δε συνειδητοποιούμε όμως ότι εκείνο που πραγματικά μετράει στη μεγάλη αυτή υπόθεση δεν είναι απλώς το φέρετρο, ο τάφος και τα νεκρικά στέφανα, αλλ' ο τρόπος και η ποιότητα ζωής στο καινούργιο σκαλοπάτι τής ζωής μας, στη μέση κατάσταση των ψυχών. Ότι ευθύς με­τά το θάνατο υπάρχει κρίση δίκαιη και αμείλικτη. Κρίση ανταποδοτική στο οποιοδήποτε περιεχόμενο της ζωής μας. Ότι με­τά το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν» δεν τίθεται απλώς επίλογος στο επίγειο δράμα τής ζωής μας στο οποίο πρωταγωνιστές εί­μαστε εμείς με τις πρωτοβουλίες και τις ελευθερίες μας, με τους καημούς και τα βάσανά μας, με τις φωτεινές στιγμές και τις σκοτεινές ώρες μας, άνθρωποι συνάμα και απάνθρωποι, παλιάτ­σοι σ' ένα θέατρο παράλογο με τους φαιδρούς και θλιβερούς ρόλους του, με τα πολλά και αλλόκοτα προσωπεία του. Αλλ' είναι ταυτόχρονα και το άνοιγμα μιας καινούργιας αυλαίας, το στήσιμο ενός νέου θεάτρου που πρωταγωνιστές θα είμαστε και πάλι εμείς, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά ο ρόλος μας θα εί­ναι καθαρά στατικός και παθητικός. Η λειτουργικότητα της ε­λευθερίας θα μας αφαιρεθεί οριστικά. Οι οποιεσδήποτε πρω­τοβουλίες ως δραστηριότητες που είχαμε στον κόσμο, θα στα­ματήσουν. Τα ενδεχόμενα επιλογής θα περικοπούν. Οι ψυχές θα τελούν κάτω από το κράτος μιας κλειστής αναγκαιότητος, κάτω από μια κρίση που θα τους επιβληθεί έξωθεν και παρά τη θέλησή τους. Την ανάγκη αυτής της κρίσεως κανείς —μα απολύτως κανείς— δεν θα μπορέσει ν' αποφύγει. Οι ψυχές θα είναι δέσμιες, οι μεν δίκαιες κάτω από την επιτήρηση των αγαθών πνευμάτων με τη χαρά και την προσμονή τής τελειωτικής τους δικαιώσεως να τις φλογίζει, οι δε φαύλες κάτω από την φρικώδη θηριωδία τών δαιμόνων, με το φρικτό συνειδησιακό μαρτύριο και με το φόβο των επερχομένων ολοκληρωμένων δεινών να τις διακατέχει. Αλλο ενδεχόμενο δεν υπάρχει. Αυτό δε το οποιοδήποτε ενδεχόμενο το χαλκεύουμε εμείς με τις ελεύθερες επιλογές, τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά μας γενικά πάνω στη γη. Ιδού λοιπόν το βαθύτερο νόημα του θανάτου, το ο­ποίο δεν πρέπει επιπόλαια να παρερχόμαστε. Από το χέρι μας εξαρτάται η τύχη μας, θετική ή αρνητική, στην άλλη ζωή, είτε η χαρά κοντά στον Θεό είτε ο απελπισμός στα βασανιστήρια της κολάσεως. Οι λαμπροί και εξωραϊσμένοι τάφοι καθώς και οι θορυβώδεις εκδηλώσεις τού κόσμου, σε τίποτα δεν πρόκειται να μας ωφελήσουν. Αυτό που κυρίως μετράει είναι η ψυχή μας μετά την έξοδό της από το σώμα να βρει γαλήνη και ανάπαυση κοντά στο δημιουργό και πλάστη της.

Στη χριστιανική πίστη ο θάνατος έχει χάσει την ωμή σημασία του ως καταστροφή και αφανισμός τής υπάρξεως. Το γεγονός αυτό συντελέστηκε στην πάλη που έδωσε ο Θεάνθρω­πος ενάντια στην αμαρτία επάνω στο σταυρό. Έτσι, όπως στο ξύλο τής Εδέμ η αρχαία Εύα με την παρακοή της έφερε το θά­νατο στον κόσμο, έτσι και ο Χριστός στο ξύλο τού σταυρού με την υπέρτατη υπακοή του συνέτριψε το κράτος τού θανάτου και άνοιξε διάπλατα την πύλη που οδηγεί στον ουρανό και την αιώνια ζωή. «Θανάτω θάνατον πατήσας», ψάλλει με ρίγη πανη­γυρικής χαράς η Εκκλησία μας. Ναι, στο θάνατο του Ιησού Χριστού θανατώθηκε ο θάνατος. Γιατί ο θάνατος αυτός δεν ή­ταν ο θάνατος ενός κοινού ανθρώπου, αλλά του ίδιου του Θε­ού που τον γεύτηκε, από άκρα συγκατάβαση, στην προσληφθείσα σάρκα του. Ο Χριστός, ο σαρκωθείς Λόγος τού Θεού, έπαθε και απέθανε «σαρκί» (= στη σάρκα του), διότι η θεία φύ­ση του ήταν άγευστη θανάτου, ως απαθής και αδιάφθορη. Η φύση τού Χριστού που πέθανε ήταν η καθαρή και άσπιλη σάρ­κα του, η οποία βρισκόταν έξω από κάθε αμαρτία κληρονομική και επίκτητη. Ως αγία η σάρκα εκείνη κανένα χρέος δεν είχε προς το απόκριμα της αμαρτίας, το θάνατο. Ο θάνατος του Κυρίου ήταν ελεύθερος και θεληματικός. Δεν ήταν η αναγ­καία απότιση του χρέους τής ξεπεσμένης φύσεως. Δεν ήταν υ­ποχρεωμένος να αποθάνει ο Θεάνθρωπος. Ο θάνατός του ή­ταν η έκφραση της άπειρης αγάπης του «υπέρ της του κόσμου ζωής». Απέθανε για να ζήσουμε εμείς. Στο σταυρό ο θάνατος (εδώ προσωποποιείται ο διάβολος), κτύπησε τον αναμάρτητο. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του. Αντίπαλος της ζωής, κτύπη­σε και «την των απάντων ζωήν». Κτύπησε τον ίδιο τον Θεό, που ήταν κρυμμένος κάτω από τη ζωοποιό σάρκα του. Μπήκε αναιδώς σε ξένη και άσχετη προς αυτόν περιοχή. Το τόλμημα αυτό, η αυθαίρετη υπέρβαση αρμοδιότητος, επέφερε τη δίκαιη συν­τριβή και την εκπόρθησή του. Το νίκος τού θανάτου σκυλεύτηκε από το νικητή τής ζωής, ο οποίος με τη θεανδρική του δύ­ναμη, αφού έδεσε τον εχθρό, διήρπασε την οικία και τα σκεύη του. Ο σταυρός τού Χριστού ήταν η πανηγυρική κατάλυση του θανάτου που περνά μέσα από το μαρτύριο και τη θυσία, το άνοιγμα προς τη συμφιλίωση με το Θεό, την υιοθεσία και τη ζωή. Αυτό ήταν το μεγάλο μήνυμά του!

Περαιτέρω η κατάλυση του θανάτου ως φθοράς τής φύσεως πετυχαίνεται σε δεύτερη φάση στη ζωηφόρο ανάσταση του Χριστού. Στην ορθόδοξη παράδοση σταυρός και ανάσταση αποτελούν ενότητα αδιαχώριστη και αδιάσπαστη. Χρονικά βέ­βαια ο σταυρός προηγείται της αναστάσεως. Σημασιολογικά ό­μως αποτελούν σύζευξη στην οποία το ένα εμπεριχωρεί το άλ­λο, ως δύο σκέλη μιας και της αυτής ενότητος. Ο σταυρός προηγείται της αναστάσεως, η ανάσταση σφραγίζει το σταυρό. Το Πάσχα, ως διάσωσή μας από τη δουλεία τής αμαρτίας, είναι πάσχα σταυρώσιμο συνάμα και αναστάσιμο (σταυρο-αναστάσιμο). Σταυρός και τάφος είναι τα δύο μεγάλα φωτεινά σύμβο­λα, οι δύο περίλαμπροι δείκτες τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το ένα από το άλλο. Είναι αλ­ληλένδετα και αναπόσπαστα. Η ανάσταση αρχίζει κατ' ουσίαν από την κάθοδο του Χριστού στον Αδη. Ως άδη δε, νο­ούμε σχηματικά το χωρίο τού θανάτου. Εκεί, ο Χριστός, ασκώντας συνδεδυασμένα το προφητικό και το βασιλικό του αξίωμα, κατέβηκε με τη θεόληπτη ψυχή του, και, αφού κήρυξε λύτρωση στα πεπεδημένα πνεύματα, συνέτριψε «πύλας χαλκάς» και «μοχλούς προαιώνιους» (του άδη), επάτησε το θάνατο και ανέστη εκ των νεκρών τροπαιούχος και ένδοξος, αναλαβών και πάλιν το αποκείμενο στον τάφο σώμα του, ανακαινισμένο και άφθαρτο.

Με την ανάσταση του Χριστού καταργείται ο θάνατος όχι απλώς σαν καταλύτης της ζωής, αλλά με την έννοιαν ότι η φθορά, που είναι το ειδικό τίμημα της αμαρτίας, αφανίζεται. Το σώμα τού Χριστού, αν και πραγματικά νεκρό μέσα στο μνήμα, όμως, επειδή ήταν σώμα θεοφόρητο, δηλαδή αναπόσπαστα ε­νωμένο με τη θεότητα, ήταν αδιάφθορο, δεν μπορούσε δηλαδή να υποβληθεί στον καθολικό νόμο τής φθοράς και της σήψεως. Έτσι δε, την τρίτη ημέρα από της ταφής του και όταν ο Θεάν­θρωπος, σκυλεύσας τον άδη, ανέστη εκπορθητής τού θανάτου, ενώθηκε και πάλι με τη θεοδύναμη ψυχή του πνευματοποιημένο και ένδοξο, για να αποκατασταθεί και πάλιν στην ολοκληρία της η ανθρωπότητα του Σωτήρος, η προσωρινώς διασπασθείσα διά του θανάτου. Με την ανάσταση του Χριστού τα πάντα εί­ναι φως και διαφάνεια, αφθαρσία και αθανασία. Δεν υπάρχουν πια σκιερές ρωγμές στην κτίση, σκοτεινά καταχθόνια. Όλα εί­ναι ντυμένα στο τριαδικό φως, στην άδυτη φωτοχυσία τής θείας ενέργειας, στην ανέσπερη μαρμαρυγή τής άφθαρτης θείας φλόγας. Αρκεί μονάχα από το ελεύθερο λογικό πλάσμα να υπάρξει η κατάλληλη προσωπική συνθήκη για τη λειτουργία του άφθαρτου θείου δώρου: η κάθαρση εκ της αμαρτίας και η εν αρεταίς ανάβαση προς το μακάριο φως της αναστάσιμης δό­ξας. Διότι, δυστυχώς, «ου πάντων η θεοποιός ανάβασις». Πολ­λοί προτιμούν θεληματικά την παραμονή τους στήν παγερότητα του πνευματικού θανάτου, στις σκοτεινές ρωγμές τής πα­λαιάς πλάσεως, δέσμιοι της σκοτεινότητος της αμαρτίας και δού­λοι τής φθοράς. Η ανάσταση γι' αυτούς δεν θα λειτουργήσει λυτρωτικά, αλλά μόνο καταδικαστικά και κατακριτικά: ο αιώ­νιος πνευματικός θάνατος μακριά από την πηγή τής ζωής, τον Θεό!

Η ορθόδοξή μας λειτουργική παράδοση εκφράζει κατά τρόπο υπέροχο τον άμεσο συσχετισμό και τη σύνδεση σταυρικού πάθους και αναστάσεως στο λυτρωτικό έργο τού Χριστού, στο ωραίο ανάγνωσμα του όρθρου ευθύς μετά το εωθινό Ευαγγέλιο. Στο ανάγνωσμα αυτό εκφράζονται με λιτή ιεροπρέπεια η μυστική θέαση της αναστάσεως που φλογίζει την ορθόδοξη ψυχή, η χαρά για το συγκλονιστικό τής πίστεως γεγονός που περνά απαραίτητα από το σταυρό και η δοξολογική προσκύνη­ση του Χριστού, της χαράς όλου του κόσμου, ο οποίος είναι ο μόνος αναμάρτητος Θεός και Κύριος:

«Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον, Κύριον Ιησούν τον μόνον αναμάρτητον. Τον σταυρόν σου Χριστέ ττροσκυνούμεν και την αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν. Συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί προσκυνήσωμεν την του Χριστού αγίαν ανάστασιν. Ιδού γαρ ήλθε διά του σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τον Κύριον, υμνούμεν την ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γαρ υπομείνας δι’ ημάς θανάτω θάνατον ώλεσεν».

Μετά τα όσα ανωτέρω είπαμε, ο θάνατος λαμβάνει, στην περιοχή τής πίστεως, νέο περιεχόμενο και νέους προσανατολι­σμούς. Χωρίς βέβαια να χάσει τη φυσική του τραγικότητα ως φαινόμενο άδοξο και θλιβερό που πλήττει κάθε ανθρώπινη σάρκα και προκαλεί οδύνη και δάκρυα (αφού και ο Κύριος εδάκρυσε για το θάνατο του φίλου του Λαζάρου), όμως από το βάθος τής χριστιανικής πίστεως αναδύεται μετασχηματισμένος σε κάτι ολότελα καινούργιο, αναδομημένος στο μυστήριο της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας και εξυπηρετικός της ηθικής τελειώσεως και σωτηρίας τού ανθρώπου. Ο θάνατος δεν θεωρείται πια ως η ανεπανόρθωτη καταστροφή τής υπάρξεως. Το σώμα στον τάφο δεν είναι καταδικασμένο σε αιώνιο αφανισμό. Η διάλυσή του είναι προσωρινή. Τα οστά και οι σάρκες, που διαλύθηκαν ή εξαφανίστηκαν με οποιοδήποτε τρόπο, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος θα ζωοποιηθούν και πάλιν και θα ανασυνδεθούν για να γίνει εκ νέου το φθαρέν ζώον σε νέα πνευματική και άφθαρτη γένεση. Αυτό είναι το μεγάλο μήνυμα της αναστάσεως. Σε μια τέτοια προοπτική ο θάνατος έχει επεισοδιακό χαρακτήρα. Δεν είναι κάτι μόνιμο και σταθερό, αλλά προσωρινό, μια φάση τής ζωής. Μια αλλαγή σκηνικού στην πορεία τής υπάρξεως. Οι νεκροί στα μνήματα δεν αφανίζονται, κοιμούνται. Γι' αυτό και τα χριστιανικά νεκροταφεία καλούνται κοιμητήρια. Και όπως όποιος κοιμάται τη νύκτα ξυπνά το πρωί στη δροσιά τής καινούργιας ημέρας τής ντυμένης στη χαρά και το φώς, έτσι και οι νεκροί που κοιμούνται στους τάφους τη βα­θιά νύκτα τού θανάτου, θα ξυπνήσουν το πρωί της αναστάσεως, ντυμένοι στο φως της καινούργιας αδιάδοχης ημέρας τού Θεού. Το μήνυμα αυτό είναι πραγματικά χαρμόσυνο κι ελπιδοφόρο. Οι τάφοι είναι σημεία, σύμβολα. Πίσω τους υποφώσκει η αληθινή ζωή. Με το θάνατο ραγίζει βέβαια η καρδία τού ανθρώπου, και αυτού ακόμη του πιστού, όμως ο σκοτεινός απελπισμός δεν κυριεύει τη ψυχή του, δεν θολώνει το μυαλό και τη διάνοιά του. Πιστεύει και ελπίζει. Βλέπει το θάνατο στην πραγματική του διάσταση. Βγάζει τα συμπεράσματά του και ε­τοιμάζεται για το αιώνιο ταξίδι του γεμάτος γαλήνη και ελπί­δα. Διδάσκεται για τη ματαιότητα της ζωής και την αστάθεια των ανθρωπίνων πραγμάτων, προσπαθεί ν' αποκολλήσει τον ε­αυτό του από τα ποικίλα είδωλα της αμαρτίας και, στολισμένος με την πίστη και το νόμο τού Θεού, βαδίζει το δρόμο του ατάραχος προς το μεγάλο αίνιγμα που χλευάζει τη ζωή, διαβλέπων πέρα της παγερότητός του την άυλη φωτεινότητα της αναστάσεως, το γλυκύ όραμα της πίστεως με το οποίο εκοιμήθησαν μυριάδες πιστοί, περιμένοντας τη δική τους ανάσταση ζωής, την είσοδό τους στους κόλπους τής απεραντοσύνης τού Θεού!



Sourse :


alopsis


Πηγή: «ΑΜΩΜΟΙ ΕΝ ΟΔΩ ΑΛΛΗΛΟΥΪΑ»

 Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

Περί της ορθότητας της χρήσης των ιερών εικόνων.

$
0
0


Σε αυτήν την μικρή μελέτη, θα προσπαθήσουμε να δούμε το θέμα της χρήσης των ιερών εικόνων συνοπτικά. Θα προσπαθήσουμε: 
α)να δούμε τι είναι εικόνα, τι είδωλο, και ποια η διαφορά, 
β)θα αναφέρουμε ορισμένες μαρτυρίες από τους αγίους Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς για να δείξουμε ότι η εικονογραφία δεν είναι καινοτομία στην αρχαία Εκκλησία, 
γ)αρχαιολογικά στοιχεία που κονιορτοποιούν τους αιρετικούς ισχυρισμούς περί μιας Εκκλησίας χωρίς εικόνες ως και τον τέταρτο αιώνα, 
δ)απαντήσεις σε ψευδείς αιρετικούς ισχυρισμούς ότι δήθεν αποδίδουμε στο υλικό των εικόνων λατρεία και τιμή, 
ε)την προσκύνηση των αγίων εικόνων, και 
στ)περιληπτικά την χρησιμότητά τους. 

Ο σκοπός του άρθρου στοχεύει σε δύο πράγματα κυρίως· αφ ενός να δούμε διαχρονικά την πίστη της Εκκλησίας όπως την εκφράζουν οι άγιοί της και αφ ετέρου να δούμε πως οι αιρετικοί κατασκευάζουν δικές τους θέσεις ως δήθεν ορθόδοξες για να τις καταρρίψουν, μιας και δεν έχουν ούτε ένα αληθινό επιχείρημα εναντίον της Εκκλησίας.
Α) Τι είναι εικόνα, τι είδωλο, και ποια η διαφορά τους.

Οι αιρετικοί, σχεδόν κατά κανόνα, αποκαλούν τους Ορθόδοξους Χριστιανούς «ειδωλολάτρες». Λέγοντας αυτό πιστεύουν, είτε από άγνοια περί της Ορθόδοξης πίστης είτε από σκόπιμη διαστρέβλωση, δύο πράγματα τα οποία εμείς ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν πιστεύουμε, όπως θα αποδείξουμε και παρακάτω. Ότι δήθεν η «εικόνα» είναι «είδωλο», και ότι δήθεν τα λατρεύουμε.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας και ταυτόχρονα μεγάλος δογματολόγος (μην λησμονούμε ότι έγραψε το δογματικό έργο «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως» στο οποίο οριοθετεί την πίστη μας), ορίζει στον τρίτο του λόγο ‘’Προς τους αποβαλλομένους τας σεπτάς και άγιας εικόνας’’ τι είναι η εικόνα και ποια τα είδη της: «Εικόνα λοιπόν είναι ομοίωμα κάποιου και δείγμα και αποτύπωμα, που δείχνει στον εαυτό του το εικονιζόμενο, οπωσδήποτε όμως δεν μοιάζει εξ ολοκλήρου η εικόνα με το πρωτότυπο..»(ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 227). Για τον λόγο ύπαρξης της εικόνας, αναφέρει στο ίδιο έργο· «…για αυτό επινοήθηκε η εικόνα για να τον οδηγεί στη γνώση και να του φανερώνει και να του ανακοινώνει εκείνα που είναι κρυμμένα…» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 227). Ενώ, διακρίνει έξι είδη εικόνων: η φυσική εικόνα όπως για παράδειγμα ο Υιός που είναι εικόνα του Πατρός, ο σχεδιασμός και η προαιώνια βούληση του Θεού, ο άνθρωπος ο οποίος είναι εικόνα του Θεού, η ζωγραφική εικόνα «η οποία αναπλάθει σχήματα και μορφές και τύπους των αοράτων και ασωμάτων, τα οποία παριστάνονται σωματικά, ώστε να κατανοούνται αμυδρά ο Θεός και οι άγγελοι» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 231), οι προεικονίσεις στην Παλαιά Διαθήκη όπως για παράδειγμα η βάτος που προεικονίζει κατά τους Πατέρες την Θεοτόκο, και το έκτο είδος εικόνας που διακρίνει ο άγιος είναι εκείνη «που γίνεται για την ανάμνηση των γεγονότων ή ενός θαύματος ή μιας αρετής» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 233), και γίνεται είτε δια του γραπτού λόγου είτε με την αισθητή θεωρία (βλέποντας δηλαδή κάποιος ένα αντικείμενο να οδηγηθεί η μνήμη του σε κάποιο γεγονός σημαντικό, όπως για παράδειγμα όταν οι Ισραηλίτες έβλεπαν την στάμνα με το μάννα να θυμούνται πως ο Θεός τους έτρεφε στην έρημο).

Αντιθέτως, είδωλο κατά την Αγία Γραφή είναι η απεικόνιση του αόρατου Θεού, καθώς και οτιδήποτε κατασκευάζεται με σκοπό να λατρευτεί ως θεός.  


Αυτό, φαίνεται από την ίδια την Αγία Γραφή:

«Αισχύνθητε αισχύνην, οι πεποιθότες επί τοις γλυπτοίς, οι λέγοντες τοις χωνευτοίς· υμείς εστέ θεοί ημών» (Ησαίας, ΜΒ 17).

«Με τίνα λοιπόν θέλετε εξομοιώσει τον Θεόν; Ή τι ομοίωμα θέλετε προσαρμόσει εις Αυτόν; Ο τεχνίτης χωνεύει εικόνα γλυπτήν, και ο χρυσοχόος εκτείνει χρυσόν επ' αυτήν, και χύνει αργυράς αλύσεις. Ο πτωχός, κάμνων προσφορά, εκλέγει ξύλον άσηπτον, και ζητεί εις εαυτόν επιδέξιον τεχνίτην, δια να κατασκευάσει εικόνα γλυπτήν μη σαλευομένην» (Ησαίας, Μ 18-20).

«Και ελάλησε Κύριος προς εσάς... αλλά δεν είδετε ουδέν ομοίωμα. Μόνον φωνήν ηκούσατε. Και εφανέρωσεν εις εσάς ...τας δέκα εντολάς... Φυλάττετε λοιπόν καλώς τας ψυχάς σας, (διότι δεν είδετε ουδέν ομοίωμα εν τη ημέρα καθ' ην ο Κύριος ελάλησε προς εσάς εν Χωρήβ εκ μέσου τού πυρός.) Μήπως διαφθαρείτε, και κάμητε εις εαυτούς είδωλον, εικόνα τινός μορφής, ομοίωμα αρσενικού ή θηλυκού, ...κτήνους, ...ορνέου,... έρποντος,... ιχθύος... και μήπως υψώσεις τους οφθαλμούς σου εις τον ουρανόν, και ιδών τον ήλιον, και την σελήνην και τα άστρα, και πάσαν την στρατιάν τού ουρανού, πλανηθείς και προσκυνήσεις αυτά, και λατρέψεις αυτά» (Δευτερονόμιο, Δ 12-19).

Εδώ μάλιστα, φανερώνεται και η αιτία που δεν πρέπει να κατασκευάζουμε ομοίωμα του άυλου και αόρατου Θεού «διότι δεν είδετε ουδέν ομοίωμα εν τη ημέρα καθ' ην ο Κύριος ελάλησε προς εσάς εν Χωρήβ εκ μέσου τού πυρός».

Κατά τον ίδιο τρόπο ερμηνεύονται όλατα χωρία της Αγίας Γραφής που μιλούν απαγορευτικά για τις απεικονίσεις.

Υπάρχουν όμως και χωρία που επιτρέπουν την απεικόνιση κτισμάτων που δεν θα λατρευτούν, και μάλιστα είναι εντολή του Θεού!

Στα Άγια των Αγίων, με εντολή του Θεού, υπήρχαν δύο τορνευτά Χερουβίμ. Ο αρχιερέας όταν εισερχόταν μία φορά το χρόνο και εκτελούσε τις λατρείες του νόμου, θύμιαζε μπροστά σε αυτά.

«Και θέλεις κάμει ιλαστήριον εκ χρυσίου καθαρού· δύο πηχών και ημίσειας το μήκος αυτού, και μιας πήχης και ημισείας το πλάτος αυτού. Και θέλεις κάμει δύο χερουβίμ εκ χρυσίου· σφυρήλατα θέλεις κάμει αυτά, εκ των δύο άκρων του ιλαστηρίου· και κάμε εν χερούβ εκ του ενός άκρου, και εν χερούβ εκ του άλλου άκρου εκ του ιλαστηρίου θέλεις κάμει τα χερουβείμ επί των δύο άκρων αυτού· και θέλουσιν εκτείνει τα χερουβείμ επάνωθεν τας πτέρυγας, επικαλύπτοντα με τας πτέρυγας αυτών το ιλαστήριον· και τα πρόσωπα αυτών θέλουσι βλέπει το εν προς το άλλο· προς το ιλαστήριον θέλουσιν είσθαι τα πρόσωπα των χερουβείμ» (Έξοδος, κε 17- 20).

Επίσης, με εντολή του Θεού, τα παραπετάσματα της σκηνής είχαν κεντημένες μορφές Χερουβίμ (Έξοδος, κστ 1-3).

Άλλο παράδειγμα, είναι η κατασκευή χερουβίμ στους τοίχους του Ναού των Εβραίων. Στο  Α' Βασιλέων, κεφάλαιο στ, εδάφια 27-29 και 34-35 αναφέρεται· «Και έθεσε τα χερουβείμ εν μέσω του ενδοτάτου οίκου· και είχον τα χερουβείμ τας πτέρυγας αυτών εξηπλωμένας, ώστε η πτέρυξ του ενός ήγγιζε τον ένα τοίχον· και η πτέρυξ του άλλου χερούβ ήγγιζε τον άλλον τοίχον· και αι πτέρυγες αυτών ήγγιζον, η μία την άλλην, εν τω μέσω του οίκου. Και εσκέπασε τα χερουβείμ με χρυσίον. Και πάντας τους τοίχους του οίκου κύκλω ενέγλυψε με γλυπτά σχήματα χερουβείμ και φοινίκων και ανοικτών ανθέων, έσωθεν και έξωθεν….Ούτως έκαμε και εις την πύλην του ναού παραστάτας εκ ξύλου ελαίας, εν τετράγωνον. Και αι δύο θύραι ήσαν εκ ξύλου πευκίνου· τα δύο φύλλα της μιας θύρας εδιπλόνοντο, και τα δύο φύλλα της άλλης θύρας εδιπλόνοντο. Και ενέγλυψεν επ’ αυτάς χερουβείμ και φοίνικας και ανοικτά άνθη…».

Ο άγιος Νικόδημος, στο Πηδάλιο, αναφέρει παρομοίως, την διαφορά εικόνας και ειδώλου.

«Άλλο είναι είδωλον, άλλο άγαλμα, και άλλο εικών. Το γαρ είδωλον διαφέρει από την εικόνα, καθ’ ο η μεν εικών αληθούς πράγματος και είναι ομοιότης, το δε είδωλον, ψευδούς και ανυπάρκτου πράγματος, και πρωτοτύπου ομοιόσις εστί, κατά τον Ωριγένην και Θεοδώρητον, καθώς ητο τα είδωλα των ψευδών και ανύπαρκτων θεών» (σελ 314-315)

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λέει συμπερασματικά·
«Άκουσε όμως τι απαντά σε σένα ο λειτουργός του Θεού Μωυσής με τα πράγματα. Τυφλοί και ανόητοι, κατανοήστε τη δύναμη των λεγομένων «και φυλάξετε καλά τις ψυχές σας». Είπα «ότι δεν είδατε κανένα ομοίωμα την ημέρα που σας μίλησε ο Κύριος στο όρος Χωρήβ μέσα από την φωτιά, για να μην παρανομήσετε και κατασκευάσετε για τον εαυτό σας γλυπτό ομοίωμα και οποιαδήποτε εικόνα» και «να μην κατασκευάσετε θεούς χυτούς για τον εαυτό σας». Δεν είπα, «Δεν θα κάνεις εικόνα των χερουβίμ που ως υπηρέτες παραστέκουν στο ιλαστήριο» αλλά «δεν θα κάνεις κανένα ομοίωμα» ως θεό, ούτε θα λατρεύσης “την κτίση αντί του κτίστη». Εγώ δεν έκανα κανένα ομοίωμα Θεού, ούτε κανενός άλλου, σαν να ήταν θεός, ούτε λάτρευσα την κτίση αντί του κτίστη». (Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 122-123).
 
«Οι ρήσεις λοιπόν της Γραφής και των πατέρων, που αναφέρεις, δεν καταδικάζουν την προσκύνηση των δικών μας εικόνων, αλλά των ειδωλολατρών, που τις θεοποιούν. Δεν πρέπει λοιπόν, εξαιτίας της καταχρήσεως των εθνικών, να καταργήσουμε και την προσκύνηση που γίνεται με ευσέβεια στην Εκκλησία». (Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 140-141).

Ο π. Α. Αλεβιζόπουλοςαναφέρει· «Όλα αυτά διασαφηνίζουν τη θέση της Παλαιάς Διαθήκης. Η απαγόρευση κατασκευής ειδώλων ή εικόνων ψευδών θεών, η προσκύνησή των και η λατρεία των είναι απόλυτη». (Η Ορθοδοξία μας, σελ. 425).


Β)Μαρτυρίες από τους αγίους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς για την ύπαρξη ιερών εικόνων στην Εκκλησία.

Ανατρέχοντας στην μελέτη του αγίου Νεκταρίου «Περί των αγίων εικόνων»,στις σελίδες 20-22 διαβάζουμε για τον ανδριάντα που έστησε η αιμορροούσα των ευαγγελίων προς τιμή του Σωτήρα της, και ο οποίος μνημονεύεται από αρχαίους ιστορικούς, όπως τον Ευσέβιο και τον Σωζομενός.

Ο Ευσέβιοςγράφει· «Την γαρ αιμορρούσαν, ην εκ των ιερών Ευαγγελίων προς του Σωτήρος ημών του πάθους απαλλαγήν εύρασθαι μεμαθήκαμεν, ενθένδεν έλεγον ορμάσθαι · τον τε οίκον αυτής επι της πόλεως δείκνυσθαι, και της υπό του Σωτήρος εις αυτήν ευεργεσίας θαυμαστά τρόπαια παραμένειν. Εστάναι γαρ εφ’ υψηλού λίθου προς μεν τας πύλας του αυτού οίκου, γυναικός εκτύπωμα χάλκινον επί γόνυ κεκλιμένον, και τεταμένας επι το πρόσθεν ταις χερσίν, ικετεύουση εοικός. Τούτου δε αντίκρυς άλλο της αυτής ύλης ανδρός όρθιον σχήμα, διπλοίδα κοσμίως περιβεβλημένον, και την χείρατη γυναικί προτείνον· ου παρά τοις ποσίν επι της στήλης αυτής ξένον τι βοτάνης είδος φυείν· ο μέχρι του κρασπέδου της του χαλκού διπλοίδος ανιόν, αλεξιφάρμακον τι παντοίων νοσημάτων τυγχάνει. Τούτον δε τον ανδριάντα, εικόνα του Ιησού φέρειν έλεγον» (Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσεβίου, βιβλίο 7ο, ΙΗ). Ακόμα και εικόνες των αποστόλων υπήρχαν. «Οτε και Αποστόλων Αυτού τας εικόνας Παύλου και Πέτρου, και αυτού δη του Χριστού, δια χρωμάτων εν γραφαίς σωζομένας ιστορήσαμεν».

Ο Σωζομενόςαναφέρει· «Επεί γαρ έγνω εν Καισαρεία του Φιλίππου, φοίνισσα δε αύτη πόλις, ην Πανεάδα ονομάζουσιν, επίσημον είναι Χριστού άγαλμα, ο του πάθους απαλλαγείσα ανέθηκεν η αιμορρούσα, καθελών τούτο, ίδιον ανέστησε» (Εκκλησιαστική Ιστορία Σωζομενού, 5ο βιβλίο, ΚΑ). Μάλιστα, αναφέρει ότι ενώ καταστράφηκε από κεραυνό, οι Χριστιανοί συνέλεξαν τα κομμάτια και τα απέθεσαν στην Εκκλησία.

Άλλες μαρτυρίες είναι οι εξής:

Κλήμης Αλεξανδρείας(Δεύτερος/ τρίτος αιώνας μ Χ)
Στρωματεύς έβδομος κεφ. ΙΒ’

«Επειδή λοιπόν βιάζεται να φτάσει στην κορυφή της γνώσης, με ήθος στολισμένο από κοσμιότητα και συμπεριφορά σεμνή, έχοντας όλα εκείνα που είναι πλεονεκτήματα του αληθινού γνωστικού, αποβλέποντας στις ωραίες εικόνες, σκεπτόμενους τους πολλούς πριν από αυτόν πατριάρχες που έζησαν τέλεια, τους πάμπολους προφήτες, και τους μύριους όσους στον αριθμό αγγέλους, και πάνω από όλους τον Κύριο που δίδαξε και παρουσίασε πως είναι δυνατόν ν’ αποκτηθεί ο κορυφαίος εκείνος βίος, γι’ αυτό δεν αγαπά κανένα από τα καλά του κόσμου που έχει μέσα στα χέρια του, για να μη μείνει οριστικά εδώ κάτω, αλλά αγαπά τα αγαθά που ελπίζουμε η καλύτερα αυτά που γνωρίζομε ήδη και που ελπίζομε ν’ αποχτήσομε».
(Ε.Π.Ε., Κλήμεντος Αλεξανδρέως, τόμος 4, σελ. 416-417).


Τερτυλλιανός(150/60- 225/40 μ Χ).
Ο Τερτυλλιανός, στο έργο του ‘’De Pudicitia’’ (Περί αγνείας) – γραμμένο περίπου το 210/ 211-  αναφέρει για εικόνες και για Άγια ποτήρια στα οποία ζωγράφιζαν ποιμένα  φέροντα στους ώμους πρόβατο. [Πρβ με την ‘’Μελέτη του αγίου Νεκταρίου περί των εικόνων, σελ. 11].

Επί εποχής επισκοπής του Αστερίου Αμασείας, στο μαρτύριο της αγίας Ευφημίας (μαρτύρησε επί Διοκλητιανού το 282 μ Χ), αναφέρεται η συνήθεια της απεικόνισης των μαρτύρων· «Ο δε δη ζωγράφος ευσεβών και αυτός δια της τέχνης τα κατά δύναμιν, πάσαν την ιστορίαν εν σινδόνι χαράξας, αυτού που περί την θήκην, ιερόν ανέθηκε θέαμα» [Πρβ με την ‘’Μελέτη του αγίου Νεκταρίου περί των εικόνων, σελ. 24-27].


Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329- 390 μ Χ).
Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός Α’

«Διότι εκείνα που ούτε ο Διοκλητιανός, ο πρώτος ο οποίος προσέβαλε τους Χριστιανούς, ούτε ο Μαξιμιανός, που τον διεδέχθη και τον εξεπέρασε, ανελογίσθη ποτέ, ούτε ο Μαξιμίνος, ο μετά από εκείνους και περισσότερον από εκείνους διώκτης του οποίου τα σημάδια της επί της εποχής του πληγής φέρουν ακόμη αι εικόνες εκτεθειμέναι δημοσίως και στηγματίζουν την κακοποίηση του σώματος…»
(Ε.Π.Ε., Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Έργα, τόμος 5, σελ. 138-139)


Άγιος Γρηγόριος Νύσσης (335-394 μ Χ).
Λόγος περί θεότητος Υιού και Πνεύματος

«Είδα πολλές φορές ζωγραφική απεικόνιση της θυσίας και δεν προσπέρασα το θέαμα χωρίς να δακρύσω, αφού η τέχνη φέρνει μπροστά μας το περιστατικό με τόση σαφήνεια». (Ε.Π.Ε. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, τόμος 10, σελ. 58-61).


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (344/354- 407 μ Χ).
Λόγος εγκωμιαστικός εις τον Μελέτιον Αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας.

«Και εκείνο που γινόταν τότε ήταν διδασκαλεία ευλάβειας. Διότι αναγκαζόμενοι συνεχώς να θυμούνται το όνομα εκείνο και να έχουν τον άγιον εκείνον μέσα στην ψυχή τους, είχαν το όνομα σαν φυγαδευτήριο κάθε αλόγου πάθους και λογισμού. Και έλαβε το πράγμα τόση μεγάλη έκταση, ώστε παντού, και στην αγορά και στους αγρούς και στους δρόμους ν’ ακούεται παντού το όνομα αυτό. Και δεν σας κυρίεψε το πάθος αυτό μόνο για το όνομα, αλλά και για την απεικόνιση του σώματός του. Εκείνο δηλαδή που κάματε ως προς τα ονόματα, αυτό κάμετε και για την εικόνα εκείνου. Διότι εκείνη την αγία εικόνα τη χάραξαν πολλοί και στις σφενδόνες των δακτυλιδίων, και στα εκτυπώματα, και στις φυάλες, και στους τοίχους των θαλάμων, και παντού, ώστε, όχι μόνο ν’ακούν εκείνο το άγιο όνομα, αλλά και να βλέπουν παντού την εικόνα του σώματός του, και να έχουν έτσι διπλή παρηγοριά για την αποδημία του». (Ε.Π.Ε. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Έργα, τόμος 37, σελ. 23-25).


Ψευδό- αρεοπαγιτικό σύγγραμμα «Προς Τίτω τον Ιεράρχη» (5ος αιώνας)
Επιστολή 9η, 2.
«Πρέπει λοιπόν κι εμείς παραμερίζοντας την δημώδη γι’ αυτά αντίληψι, να περάσωμε ιεροπρεπώς στην καρδιά των ιερών συμβόλων και να μη τα υποτιμούμε, διότι είναι γεννήματα και αποτυπώματα των θείων χαρακτήρων, εμφανείς εικόνες των απορρήτων και υπερφυών θεαμάτων». (Ε.Π.Ε., Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, τόμος 3, σελ. 545).

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στους τρείς θαυμάσιους λόγους του περί των αγίων εικόνων οι οποίοι κονιορτοποιούν τους αιρετικούς ισχυρισμούς τόσο των παλαιών εικονομάχων όσο και των σύγχρονων, παραθέτει ορισμένες μαρτυρίες από τους προγενέστερους άγιους Πατέρες, από τις οποίες θα εκθέσουμε κάποιες επιλεκτικά.

Μ. Βασίλειος, από τον λόγο του, «Εις τους αγίους Τεσσαράκοντα»: «Επειδή πολλές φορές και τα ανδραγαθήματα των πολέμων τα παριστάνουν και οι λογογράφοι και οι ζωγράφοι, οι πρώτοι εγκωμιάζοντάς τα με το λόγο, και οι άλλοι παριστάνοντας τα σε εικόνες, παρακινούν πολλούς και οι δύο στην ανδρεία· γιατί εκείνα που ο λόγος τα παριστάνει με όσα ακούονται, τα ίδια η ζωγραφική σιωπώντας τα δείχνει με την απομίμηση». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 263).

Από τον βίο του ιερού Χρυσοστόμου: «Είχε και την μορφή του ίδιου του αποστόλου Παύλου σε εικόνα, εκεί όπου ξεκουραζόταν για λίγο εξ αιτίας της αδυναμίας του σώματός του». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 271).

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγοςαπό τα Έπη του: «Ο ζωγράφος διδάσκει περισσότερα με τις εικόνες». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 327).

Άγιος Μεθόδιος Πατάρων, από τον δεύτερο λόγο για την Ανάσταση: «Τις εικόνες λοιπόν των αγγέλων του που είναι κατασκευασμένες από χρυσό, τις αρχές και τις εξουσίες, τις κάνουμε για την τιμή και τη δόξα Εκείνου» . (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 357).

O καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, αναφέρει:
«Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι οι υπήρχαν σε ορισμένες εκκλησίες εικόνες του Ιησού Χριστού και των αποστόλων ‘’εθνική συνηθεία’’ (Εκκλ. Ιστορία, VII, 18). …ο πατριάρχης Κων/λεως Νικηφόρος προσπάθησε να εξουδετερώσει τη μαρτυρία αυτή με την ειδικότερη αναφορά στα αιρετικά φρονήματα του Ευσεβίου, τα οποία υποδηλώνονται ακόμη και στη διατύπωση της ανωτέρω θέσεως ( PG 100,848)…Ο Μ. Βασίλειος ομολογεί στην επιστολή του προς τον Ιουλιανό τον Παραβάτη (361-163) ότι τις εικόνες («χαρακτήρες») των αποστόλων, των προφητών και των αγίων «τιμώ και προσκυνώ, κατ’ εξαίρετον τούτων παραδεδομένων εκ των αγίων αποστόλων και ουκ απαγορευμένων, αλλ’ εν πάσαις εκκλησίαις ημων του των ανιστορουμένων» (PG32,1100). Είναι σαφές ότι εικόνες αγίων κοσμούσαν πλέον τους ναούς και τους αποδίδονταν ιδιαίτερη τιμή. Ο αναντίρρητος διδακτικός χαρακτήρας των εικόνων τονίσθηκε κατά τον Ε αιώνα από τον άγιο Νείλο, ο οποίος θεωρούσε ως αναγκαία την εξεικόνηση σκηνών από την Π. και την Κ. Διαθήκη στους ναούς,«όπως αν οι μη ειδότες γράμματα, μηδέ δυνάμενοι τας θείας αναγινώσκειν γραφάς, τη θεωρία της ζωγραφίας μνήμην τε λαμβάνωσι της των γνησίως τω αληθινώ θεώ δεδουλευκότων και προς άμμιλαν διεγείρονται των ευκλέων και αοιδίμων αριστευμάτων, δι’ ων της γης τον ουρανόν αντηλλάξαντο, των βλεπομένων τα μη ορώμενα προτιμήσαντες» (PG 79,577). Tην έναντι των ι. εικόνων θέση της Εκκλησίας ανέπτυξε και ο επίσκοπος Νεαπόλεως της Κύπρου Λεόντιος σε λόγο του «Υπέρ της χριστιανών απολογίας, κατά Ιουδαίων και περί των αγίων εικόνων (PG 94,1597-1609). O Λεόντιος αντικρούει τις κατηγορίες των Ιουδαίων, ότι δηλαδή οι εικόνες απαγορεύονται από την Αγία Γραφή και ότι οδηγούν τους χριστιανούς στην ειδωλολατρία. Τις θέσεις του Λεοντίου αξιοποίησε ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος αναδείχτηκε υπέρμαχος της τιμής των ι. εικόνων…η οποιαδήποτε εκτροπή από την εκκλησιαστική ερμηνεία του μυστηρίου της εν Χριστώ θείας οικονομίας, ειδικότερα δε στο χριστολογικό δόγμα, συνεπαγόταν την αρνητική στάση και έναντι της τιμής των ι. εικόνων.Υπο την έννοια αυτή εικονομάχοι υπήρξαν εκπρόσωποι των μεγάλων αιρέσεων (Αρειανισμού, Απολιναρισμού, Νεστοριανισμού, και Μονοφυσιτισμού».
(Εκκλησιαστική Ιστορία, ‘Α Τόμος, σελ. 765-766).


Κατακόμβες της 

Μήλου

Γ) Αρχαιολογικά στοιχεία.

Πολλές εικόνες στις Κατακόμβες, χρονολογούνται μεταξύ τέλη του πρώτου αιώνα και αρχές του τρίτου. [Labus, V. Anal. de philosoph. Chretienne, τομ. ΧΧΙ, σελ. 357]. Τα ίδια υποστηρίζονται  και στο «Dictionnaire des antiquites chretiennes» (λήμμα images, σελ. 348), και στο «Elements d’ archeologie Cretienne» (Paris tom. Premier). [Τα στοιχεία ελήφθησαν από την μελέτη του αγίου Νεκταρίου περί των αγίων εικόνων, σελ. 30-46].

Ο καθηγητής Β. Φειδάςπαρατηρεί· «Η Χριστιανική ζωγραφική στους τρείς πρώτους αιώνες αναπτύχθηκε κυρίως στους χριστιανικούς τάφους και ιδιαίτερα στις κατακόμβες, στις οποίες διασώθηκαν αξιόλογες τοιχογραφίες» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Α’ Τόμος, σελ. 928).

«Με το θρίαμβο του Χριστιανισμού κατά τον Δ’ αιώνα η πρωτοχριστιανική τέχνη των κατακομβών πέρασε πλέον σε μεγαλοπρεπείς ναούς, αλλά έχασε τον έντονο συμβολικό χαρακτήρα. Απέκτησε προοδευτικά το νόημα της ιστορικής απεικονίσεως των βιβλικών γεγονότων στο πλαίσιο της ιερής ιστορίας της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους» (σελ. 929, ίδιο έργο).

«Με τα ορώμενα ο χριστιανός ανάγεται στην εμπειρική γνώση και στην κατανόηση των νοητών και αποκεκαλυμμένων πραγματικοτήτων, οι οποίες εκφράζονται στη διδασκαλία και στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας». (σελ. 930, ίδιο έργο).

«Δια των ορωμένων και αισθητών χειραγωγίαν τω νω παρεχόμενος προς την θεωρίαν των αοράτων», δηλαδή «δια των ορατών και των αισθητών χειραγωγεί τον νου προς την θεωρίαν των αοράτων». (Μ. Βασίλειος, Εις την εξαήμερον, Ά λόγος, ΕΠΕ, 4).


Δ)Τι πιστεύει η εκκλησία για τις εικόνες και που αποδίδει τελικά την τιμή;

Κατά την ορθόδοξη πίστη, η Λατρεία αποδίδεται μόνο στον Τριαδικό Θεό, ενώ τιμάμε το εικονιζόμενο πρόσωπο του αγίου, στο οποίο και μεταβαίνει η τιμή.

Ας δούμε από επίσημα κείμενα.

«Η μεν εν Πνεύματι και αληθεία λατρεία τη μακαρία Τριάδι παρά των Ορθοδόξων απονενέμηται· ταις δε αγίαις εικόσι ου λατρεία πάντως, αλλά προσκύνησις, και ασπασμός, και τιμή. Ει γαρ και η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει, αλλ’ η λατρεία της μακαρίας μόνης εστί Τριάδος, και ου των σεπτών εικόνων, ίνα μη κτισματολάτραι και υλολάτραι δόξωμεν»
(Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα Ιερών Κανόνων, τόμος 6, σελ. 246- 248).

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναφέρει την Ορθόδοξη πίστη:
«…μία ουσία υπερούσια, υπέρθεη θεότητα, σε τρείς υποστάσεις, σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και αυτόν μόνο λατρεύωκαι σε αυτόν μόνο προσφέρω τη λατρευτική προσκύνηση. Ένα Θεό προσκυνώ, μία θεότητα αλλά λατρεύω και τρείς υποστάσεις, Θεό Πατέρα και Θεό Υιό σαρκωμένο και Θεό άγιο Πνεύμα, ένα Θεό. Δεν προσκυνώ την κτίση αντί τον κτίστη, αλλά προσκυνώ τον κτίστη που κτίστηκε κατά την ανθρώπινη φύση και κατέβηκε στην κτίση χωρίς να μειωθεί και να αλλοιωθεί, για να δοξάσει τη δική μου φύση και να με κάνει κοινωνό της θείας φύσεως» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, Α’ Λόγος απολογητικός υπέρ εικόνων, τόμος 3).

Άγιος Λεόντιος Κύπρου, 5οςλόγος Προς Ιουδαίους: «Ούτε από εμάς προσκυνούνται ως θεοί οι μορφές και οι εικόνες και οι τύποι των αγίων…έτσι και εμείς, τα παιδιά των Χριστιανών, προσκυνώντας τον τύπο του σταυρού, δεν προσκυνούμε την φύση του ξύλου…». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 299)

Του ιδίου:«Όταν λοιπόν δεις Χριστιανό να προσκυνά το σταυρό, να ξέρεις ότι δεν προσκυνά την φύση του ξύλου, αλλά για το Χριστό που σταυρώθηκε. Γιατί αλλιώς θα προσκυνούσαμε όλα τα δέντρα του αγρού…» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 305)

Ιερώνυμος, πρεσβύτερος Ιεροσολύμων: «…οι Χριστιανοί, δεν ασπαζόμαστε το σταυρό ως Θεό, αλλά το κάνουμε δείχνοντας την ειλικρινή διάθεση της ψυχής μας προς Εκείνον που σταυρώθηκε» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 341)

Ο άγιος Νικόδημος·  «Λέγει δε και ο Αθανάσιος. «Ο γουν προσκυνών την εικόνα, εν αυτή προσκυνεί τον βασιλέα». Ομοίως δε και ο Χρυσόστομος· «ουκ οίδας εάν μεν εικόνα υβρίσης, εις το πρωτότυπον της αξίας φέρεις την ύβριν;». Και το λέει ο άγιος Νικοδημος σχολιάζοντας το όρο της Ζ οικουμενικής στο σημείο που λέει· «…Η γαρ της εικόνος τιμή επι το πρωτότυπο διαβαίνει, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν…». (Πηδάλιο, σελ. 317)

Από την Ομολογία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου, Ερώτησις δ’.

«Ημείς γαρ μόνω τω εν Τριάδι Θεώ λατρεύομεν και ουδενί ετέρω· τους δε αγίους τιμώμεν διττώς· πρώτον μεν κατά την προς τον Θεόν αναφοράν, επειδή εκείνου ένεκα τιμώμεν αυτούς, και καθ’ εαυτούς, ότι ζώσαι εισίν εικόνες του Θεού· το δε καθ’ εαυτούς , διώρισται ότι δουλικόν. Τας δε αγίας εικόνας σχετικώς, ως της προς εκείνας τιμής επί τα πρωτότυπα αναφερομένης.Ο γαρ εις την εικόνα προσκυνών, δια της εικόνος το πρωτότυπον προσκυνεί, και η δόξα ου μερίζεται, ουδ’ όλως σχετίζεται της τε εικόνος και του εικονιζομένου, και εν ταυτώ γίνεται, ως η εις τον βασιλικόν πρέσβυν γενομένη».

Από την Ομολογία του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μητροφάνη Κριτόπουλου.

«Ων γαρ τα πρωτότυπα άγια, τούτων και αι εικόνες άγιαι, και ων τα πρωτότυπα τιμητέα, τούτων και αι εικόνες τιμητέαι…Αις αγίαις εικόσι και τιμήν την προσήσκουσαν απένεμεν· ου λατρευτικήν ή δουλικήν, άπαγε· αύται γαρ Θεώ μόνω προσήκουσιν, αλλά σχετικήν και φιλικήν, αναφέρουσα μεν τοι και ταυτήν επί τα εκείνων πρωτότυπα, ως φησίν ο εν αγίοις Βασίλειος ο Μέγας· Η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει».

[Τα στοιχεία των ομολογιών, ελήφθησαν επίσης από την μελέτη περί των αγίων εικόνων του αγίου Νεκταρίου.]

Η δήθεν λατρεία των εικόνων, δεν ήταν ποτέ μέρος της παράδοσης της Εκκλησίας.

Ο άγιος Νικόδημος, στο Πηδάλιο, αναφέρει σχετικά· «…την δε αγίαν εικόνα του Χριστού, ου λατρευτικώς προσκυνούμεν, απαραλλάκτως δηλονότι την εικόνα με το εικονιζόμενο πρόσωπον πρωτότυπον ·ούτε ως θεούς τας αγίας εικόνας λατρεύομεν, καθώς κατηγορούσι ημάς οι εικονομάχοι, άπα γε · αλλότριον γαρ τούτο της εκκλησιαστικής εστί παραδόσεως. Διο και η Σύνοδος αύτη εν τω όρω αυτής είπε · και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρεία, η πρέπει μόνη τη Θεία φύσει. Και ο ίδιος Θεός είπε, Κύριον τον θεόν σου προσκυνήσεις, και αυτώ μόνω λατρεύσεις. Βλέπεις ότι την μεν προσκύνησιν αφήκεν και εις άλλον να δίδεται, την δε λατρεία δεν συγχώρεσεν εις άλλον τινά, ειμή μόνον εις εαυτόν του.» (σελ. 318)

«Επί δε της εικόνος του Χριστού, σχετική η προσκύνησις και ομώνυμος· ο προσκυνών γαρ αυτήν, ου συμπροσκυνεί τον Πατέρα και τον Υιό, αλλά μόνον τον εν αυτή Χριστόν, τον δια το σαρκωθήναι εικονιζόμενον κατά την σωματοειδή θέαν αυτού, όπερ εστί σχετική προσκύνησις και υποστατική».

«Ουχ ως θεούς τας εικόνας προσκυνούμεν, ουδέ τας ελπίδας της σωτηρίας εν αυταίς έχομεν, ουδέ το θείον σέβας αυταίς απονέμομεν, ως οι των Ελλήνων παίδες (ειδωλολάτραι), αλλά μόνον την σχέσιν και την αγάπην της ημών ψυχής, ην έχομεν προς τα πρωτότυπα δια της τοιαύτης προσκυνήσεως εμφανίζομεν. Όθεν του χαρακτήρος λυθέντος, ως ξύλον αργόν, την ποτέ κατακαίομεν εικόνα».

Επίσης, «Αι άγιαι εικόνες δεν προσκυνούνται δια την ύλην, αλλά δια την ομοίωσιν όπου έχουν εις το εικονιζόμενον. Όθεν οι πατέρες της παρούσης Συνόδου εις μερικάς διαλαλιάς είπον ότι όταν τα ξύλα διαλυθούν από του τύπου του Σταυρού, καίεται , και ο χρωματισμός και ο χαρακτήρ των εικόνων διαφθαρή παντελώς, καίεται το σανίδι ως ξύλον αργόν». (Σελ 319)

Ο π. Α. Αλεβιζόπουλος,αναφέρει· «…οι χριστιανοί που βλέπουν τις άγιες εικόνες φέρουν στην μνήμη τους και επιποθούν το «πρωτότυπον», δεν μένουν στην θέα της εικόνος δεν ταυτίζουν την εικόνα με το πρωτότυπο. Έτσι ο ασπασμός, η προσκύνηση των αγίων εικόνων αποτελεί πράξη τιμής και σεβασμού, όχι λατρεία· η λατρεία αρμόζει μόνο στην Θεία φύση. Η τιμή των αγίων εικόνων μεταβαίνει στο πρωτότυπο, αυτός που προσκυνεί την εικόνα, προσκυνεί την υπόσταση του εικονιζόμενου» (Η Ορθοδοξία μας, σελ. 435-436).


Ε) Προσκύνηση εικόνων.

Η τιμητική προσκύνηση (όχι η λατρεία), μεταβαίνει στο πρωτότυπο.

Του αγίου Συμεών: «Ίσως κάποιος από τους απίστους, όντας φιλόνικος, διατυπώνει αμφιβολίες ισχυριζόμενος ότι και εμείς, προσκυνώντας στις εκκλησίες εικόνες, θα θεωρηθεί ότι προσευχόμαστε σε άψυχα είδωλα. Μη γένοιτο να κάνουμε κάτι τέτοιο· γιατί τα των Χριστιανών είναι πίστη και ο ανενδεής Θεός μας κάνει θαύματα. Γιατί φυσικά δεν δοξάζουμε τα χρώματα, αλλά με την υπόμνηση της αντιτύπου ζωγραφικής βλέποντας τον αόρατο Κύριο μέσω της ορατής παραστάσεως τον δοξάζουμε σαν να είναι παρών, και τον πιστεύουμε όχι ως ανύπαρκτο Θεό, αλλά ως υπάρχοντα αληθινά, ούτε και τους αγίους ως ανύπαρκτους, αλλά ως κάποιους που υπάρχουν και ζουν κοντά στο Θεό, και τα πνεύματά τους, που κι αυτά είναι άγια και με τη δύναμη του Θεού βοηθούν τους αξίους που τα επικαλούνται» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 341-342).

Τιμητική προσκύνηση έχουμε σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής. Ο Ναός στον οποίο προσκυνούσαν οι Ιουδαίοι τον Θεό, ήταν υλικός φυσικά και είχε ανάγλυφα Χερουβίμ. (Α’ Βασιλέων, κεφάλαιο στ, εδάφια 27-29 και 34-35).

«Επειδή δε τινές ημίν καταμέμφονται προσκυνούσι τε και τιμώσι την του Σωτήρος και της Δεσποίνης ημών εικόνα, έτι δε και των λοιπών Αγίων και θεραπόντων Χριστού, ακουέτωσαν, ως εξ αρχής ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εποίησε. Τίνος ουν ένεκεν αλλήλοις προσκυνούμεν, ει μη κατ’ εικόνα Θεού πεποιημένοις? Ως γαρ φησίν ο θεογόρος και πολύς τα θεία Βασίλειος, η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει· πρωτότυπον δε εστί το εικονιζόμενον, εξ ου το παράγωγον γίνεται. Τίνος ένεκεν ο Μωσαϊκός λαός, τη σκηνή κυκλώθεν προσεκύνει, εικόνα και τύπον φερούση των επουρανίων, μάλλον δε της όλης κτίσεως; Φησίν γουν ο Θεός τω Μωυσή, Όρα ποιήσεις πάντα κατά τον τύπον τον δειχθέντα σοι εν τω όρει. Και τα Χερουβίμ δε τα σκιάζοντα το υλαστήριον, ουχί έργα χειρών ανθρώπων ην; Τι δε ο εν Ιεροσολύμοις περιώνυμος ναός? Ουχί χειροποίητος και ανθρώπων τέχνη κατασκευασμένος? Η δε Θεία Γραφή κατηγορεί των προσκυνούντων τοις γλυπτοίς και των θυόντων τοις δαιμονίοις…». (Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφάλαιο 89)

Ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων (337/339- 397 μ Χ), αναφέρεται στην προσκύνηση των αγίων εικόνων. «Αμβρόσιος δε ο των Μεδιολάνων, προς τον Γρατιανόν τον Βασιλέα, λέγει «Τι γαρ; Μη ποτε την θεότητα και την σάρκα αυτού προσκυνούντες μερίζομεν τον Χριστόν; Ή ότε εν αυτώ την θεία εικόνα και τον σταυρόν προσκυνούμεν, μερίζομεν αυτόν; Μή γένοιτο» (Προς Γρατιανό, Γ' βιβλίο της συλλογής των επιστολών του, κεφάλαιο 9).

Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, είχε δώσει εντολή να θυμιάζεται το θυσιαστήριο, πράγμα που δείχνει ότι ο ίδιος ο Θεός τιμά τα αντικείμενα που βρίσκονται στον λατρευτικό χώρο. (Έξοδος, λ 1-10). Δεν λατρεύονταν αυτά. Το ίδιο και σήμερα με τις αγίες εικόνες.


ΣΤ).Χρησιμότητα των εικόνων.

Ο άγιος Νικόδημος, απαριθμεί έξι λόγους για τους οποίους οι άγιες εικόνες είναι χρήσιμες:

«Δια εξ τινά εικονίζονται και προσκυνούνται αι άγιαις εικόνες· α. οτι κοσμούσι και στολίζουσι τους ναούς,
β. οτι διδάσκουσιτους μη οιδότες γράμματα…
γ. ότι ενθυμίζουσι τους γραμματισμένους εκείνα όπου τυχών ελησμονήθησαν. Όθεν βιβλία λέγονται αι εικόνες των σοφών και αμαθών…
δ. ότι αυξάνουσι τον πόθον των ορώντων αυτάς χριστιανών…
ε. ότι παρακινούσι τους ορώντας προς μίμησιν των αγίων έργων…
στ. διατί παρακινούσι τους ορώντας αυτάς να επικαλούνται μετά πίστεως και ελπίδος, τον μεν Θεόν ως ΣΩΤΗΡΑ, τους δε αγίους ως μεσίτας εις Θεόν…»
(Πηδάλιο, σελ 320).


Επίλογος
«Ας γνωρίζει λοιπόν κάθε άνθρωπος, ότι εκείνος που επιχειρεί να καταστρέψει την εικόνα που έγινε από το θείο πόθο και ζήλο για τη δόξα και ανάμνηση του Χριστού, ή της μητέρας του της αγίας Θεοτόκου, ή κάποιου από τους αγίους, και για την καταισχύνη του Διαβόλου και για την εξουδετέρωση αυτού και των δαιμόνων του, και δεν την προσκυνά, ούτε την τιμά και την ασπάζεται ως τίμια εικόνα, και όχι ως Θεό, είναι εχθρός του Χριστού και της Αγίας Θεοτόκου και των αγίων, και υπερασπιστής του Διαβόλου και των δαιμόνων του δείχνοντας έμπρακτα τη λύπη του επειδή ο Θεός και οι άγιοί του τιμώνται και δοξάζονται, ενώ ο διάβολος καταισχύνεται˙ γιατί η εικόνα είναι θρίαμβος και φανέρωση και στηλογραφία για την ανάμνηση της νίκης εκείνων που αρίστευσαν και διέπρεψαν, και για καταισχύνη εκείνων που νικήθηκαν και κατατροπώθηκαν».
(Ε.Π.Ε., αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 126-129).


Πηγές
Αγία Γραφή σε μετάφραση Ν. Βάμβα

Α. Αλεβιζόπουλος, «Η Ορθοδοξία μας», Εκδόσεις Διάλογος, 1994

Βασίλειος ο Μέγας, ΕΠΕ τόμος 4, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Ά τόμος, Εκδόσεις Διήγηση, 2002

Γρηγόριος Θεολόγος, ΕΠΕ τόμος 5, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Γρηγόριος Νύσσης, ΕΠΕ τόμος 10, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Ιωάννης Δαμασκηνός, ΕΠΕ τόμος 3, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Ιωάννης Χρυσόστομος, ΕΠΕ τόμος 37, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Κλήμης Αλεξανδρείας, ΕΠΕ τόμος 4, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Νεκτάριος (άγιος), «Μελέτη περί των αγίων εικόνων», 


Νικόδημος ο Αγιορείτης, Πηδάλιο, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, έκδοση δέκατη τρίτη, 2003

Φιλοκαλία νηπτικών και ασκητικών, τόμος 3


Μελέτη: Στέλιος Μπαφίτης
Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου

Πηγή: Ex Protestant

Φιλοκαλικά Άνθη στο Ψύχος

$
0
0
Ο νηπτικός άνθρωπος μπορεί να κρατήσει
 ζεστό και ανθηρό το εσωτερικό
 μέρος της καρδιάς του και να είναι 
πραγματικό φως για τους γύρω του.

Ο νηπτικός άνθρωπος,ακόμα και μέσα στο ψύχος της γύρω μας ιδιοτέλειας και ευτέλειας, ακόμα και μέσα στην πολυπραγμοσύνη μας και τον καθημερινό εξοντωτικό πολλές φορές αγώνα επιβίωσης, μπορεί να κρατήσει ζεστό και ανθηρό το εσωτερικό μέρος της καρδιάς του και να είναι πραγματικό φως για τους γύρω του.

Γιατί όπως λέει πάλι ο Αββάς Ησύχιος:Όπως ο άνθρωπος που ατενίζει τον ήλιο έχει το πρόσωπο του λουσμένο στο φως, έτσι είναι αδύνατο να μην φωτισθή αυτός που σκύβει συνεχώς μέσα του...


ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΑ ΑΝΘΗ

Για να αντέξουμε το γύρω μας ψύχος:
Η θαυμαστή ωφέλεια του νου από την ησυχία είναι ότι τα αμαρτήματα, που χτυπούν στην αρχή την πόρτα του νου με την μορφή απλών λογισμών, ώστε αν γίνουν δεκτά στην σκέψη, να εξελιχθούν στην συνέχεια σε βαρειά σωματικά αμαρτήματα, όλα αυτά τα σταματά ο νους ο ασκημένος στην νήψη και δεν τα αφήνει να προσβάλλουν τον έσω άνθρωπο και να καταλήξουν σε φαύλες πράξεις, με την δύναμη και τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: Προς το Θεόδουλο, λόγος περί νήψης και αρετής χωρισμένος σε 203 κεφάλαια (τα λεγόμενα αντιρρητικά και ευκτικά).

ΠΗΓΗ: Ex Protestant

Η θεωρία της «κρυμμένης» Εκκλησίας (Αποκάλυψη)

$
0
0
Η θεωρία της «κρυμμένης» Εκκλησίας (Στέλιος Μπαφίτης)
Η Μεγάλη Μέρα της Οργής Του. 
Πίνακας του Άγγλου ζωγράφου John Martin

Μελέτη τουΣτέλιου Μπαφίτη

Πρόλογος

Ενώ το μεγαλύτερο μέρος του Προτεσταντικού κόσμου ομιλεί για μια αόρατη Εκκλησία που δεν εντοπίζεται στην ιστορία έχοντας συγκεκριμένη δομή, ιεραρχία, και πίστη –θέλοντας να δικαιολογήσουν έτσι την ξαφνική τους εμφάνιση μετά τον 16ο αιώνα- αλλά ότι η Εκκλησία αποτελείται δήθεν από τους πιστούς στον Χριστό ανεξαρτήτως των χιλιάδων δογματικών διαφορών (γνωστή η θεωρία αυτή ως «θεωρία των κλάδων»), ένα πολύ μικρότερο μέρος του –οι λεγόμενοι Αντβεντιστές της 7ης Ημέρας- ισχυρίζονται ότι είναι προφητευμένο στο βιβλίο της Αποκάλυψης ότι δήθεν η Εκκλησία θα κρύβονταν κατά τους διωγμούς και θα εμφανιζόταν πάλι σε μια συγκεκριμένη εποχή κοντά στα έσχατα. Σχετικό άρθρο, μπορείτε να διαβάσετε εδώ
Θα αναφέρουμε τι λέει ο Αντβεντιστής συγγραφέας με λίγα λόγια, τι λέει πραγματικά το 12ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης,θα σχολιάσουμε όσα λάθη εντοπίσαμε στους ισχυρισμούς του συγγραφέα,και θα αναφερθούμε στο τι λέει ο Χριστός και οι Πατέρες για τους διωγμούς κατά της Εκκλησίας.

Τι λέει με λίγα λόγια ο συγγραφέας.
Ο συγγραφέας, στηριζόμενος στο 12ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης, διδάσκει ότι «Η αληθινή εκκλησία δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί πριν από το έτος 1798». Θα παρακολουθήσουμε το σκεπτικό του και θα εντοπίσουμε τα λάθη και τις αυθαιρεσίες προκειμένου να πείσει για πράγματα που δεν υποστηρίζει η Αγία Γραφή, ούτε φυσικά το βιβλίο της Αποκάλυψης. Η βάση του όλου σκεπτικού του, εστιάζεται στις 1260 ημέρες που αναφέρονται στο 12ο κεφάλαιο. Τώρα, το πώς αρνείται τα ξεκάθαρα λόγια του Χριστού που μιλούν για μια Εκκλησία ΦΑΝΕΡΗ στον κόσμο «Σεις είσθε το φως του κόσμου· πόλις κειμένη επάνω όρους δεν δύναται να κρυφθή» (Ματθαίος, ε 14), και πως εξαπλώθηκε η βασιλεία των ουρανών όπως ο κόκκος του σιναπιού από μια «κρυμμένη και αφανή εκκλησία» «το οποίον είναι μεν μικρότερον πάντων των σπερμάτων, όταν όμως αυξηθή είναι μεγαλήτερον των λαχάνων και γίνεται δένδρον, ώστε έρχονται τα πετεινά του ουρανού και κατασκηνούσιν εν τοις κλάδοις αυτού» (Ματθαίος ιγ 31-32), παρερμηνεύοντας το βιβλίο της Αποκάλυψης, είναι θέμα του συγγραφέα. Το γιατί, πιστεύω ότι είναι προφανές. Διότι δεν μπορούν να αποδείξουν την ιστορική τους συνέχεια από την αρχαία Εκκλησία.

Τι μας δείχνει το 12ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης με λίγα λόγια;
Το 12ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως, μας περιγράφει με συμβολικές εικόνες την ιστορία της Εκκλησίας. Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης (200 μ Χ) αναφέρει· «Την μεν ουν γυναίκα περιβεβλημένην τον ήλιον σαφέστατα την εκκλησίαν εδήλωσεν» (ΒΕΠ 6, 218). Βέβαια, κατά την Ορθόδοξη ερμηνευτική παράδοση, σχετίζεται και με την Υπεραγία Θεοτόκο. Εμείς όμως θα αναφερθούμε στην σημασία της ως «Εκκλησίας». Μας παρουσιάζεται μια τριμερής οπτασία. Και τα τρία μέρη ανήκουν στην ίδια όραση. Στην αρχή μας παρουσιάζεται μια γυναίκα έτοιμη να γεννήσει, κατόπιν η μάχη του αρχαγγέλου Μιχαήλ, και εν τέλει ο θυμός του δράκοντα κατά της γυναικός. Σε επόμενες ενότητες που θα ακολουθήσουν προσεχώς, θα αναφέρουμε επιγραμματικά την ορθόδοξη ερμηνεία από τον μακαριστό π. Μυτιληναίο Αθανάσιο

Η θεωρία της «κρυμμένης» Εκκλησίας (Στέλιος Μπαφίτης)

Λίγο πιο αναλυτικά το 12ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης.

Για την πρώτη οπτασία:
Μας φανερώνεται μια γυναίκα που κοιλοπονούσε, έτοιμη να γεννήσει. Αυτή η γυναίκα είναι η Εκκλησία, η οποία έχει ωδίνες μέχρι να γεννήσει τον Χριστό. Επειδή κυοφορεί τον Χριστό που είναι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, γι' αυτό και περιβάλλεται από τον ήλιο. Η Σελήνηπου είναι σύμβολο αλλοιωμένης κοσμικής ζωής,  είναι κάτω από τα πόδια της, δηλώνοντας ότι νικά το κοσμικό φρόνημα. Οι 12 αστέρες, είναι η διδασκαλία των 12 αποστόλων πάνω στην οποία οικοδομείται. Ο Χριστός γεννάται νοητά μέσα στον κάθε πιστό, και για αυτό η Εκκλησία έχει ωδίνες μέχρι να αναγεννηθούν οι πιστοί, κατά τον άγιο Ανδρέα Καισαρείας. Αλλά και ο απ. Παύλος το ίδιο αναφέρει για τον εαυτό του στην προς Γαλάτας επιστολή· «Τεκνία μου, διά τους οποίους πάλιν είμαι εις ωδίνας, εωσού μορφωθή ο Χριστός εν υμίν» (δ 19). (π Μυτιληναίος, Ερμηνεία στην Αποκάλυψη, ομιλία 48η, 4/4/1982).


Για την δεύτερη οπτασία:
Είναι η μάχη μεταξύ του Χριστού και του διαβόλου.Ο διάβολος προσπάθησε πολλές φορές να εξοντώσει ή να καταφάγει το παιδί της γυναίκας, τον Χριστό δηλαδή. Μεταχειρίστηκε τον Ηρώδη, τον πολέμησε στην έρημο, τον πολέμησε σε όλο τον επίγειό του βίο, και τελικά τον ανέβασε στον Σταυρό, χωρίς να υποψιαστεί ότι εκεί θα ήταν και η συντριβή του. Εδώ αναφέρεται η ιστορική γέννηση του Χριστού, η είσοδός Του στον κόσμο και στην ιστορία της ανθρωπότητας, και η Ανάληψή Του μετά την ένδοξη νίκη Του, η έξοδός Του δηλαδή από την ανθρώπινη ιστορία. Αναλαμβανόμενος, άνοιξε την οδό προς τον ουρανό. Επίσης, αναφέρεται η φυγή της Εκκλησίας στην έρημο και οι διαχρονικοί διωγμοί που υπόκειται. Ιστορικά, έχουμε την πρώτη μεγάλη φυγή της λίγο πριν την άλωση της Ιερουσαλήμ το 70 μ Χ. Ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας, αναφέρει τα εξής εκπληκτικά· «… του λαού της εν Ιεροσολύμοις εκκλησίας κατά τινά χρησμόν τοις αυτόθι δοκίμοις δι’ αποκαλύψεως εκδοθέντα προ του πολέμου μεταναστήναι της πόλεως και τινά της Περαίας πόλιν οικείν κεκελευσμένου, Πέλλαν αυτήν ονομάζουσι, των εις Χριστόν πεπιστευκότων από της Ιερουσαλήμ μετωκισμένων, ως αν παντελώς επιλελοιπότων αγίων ανδρών αυτήν  τε την Ιουδαίων βασιλικήν μητρόπολιν και σύμπασαν την Ιουδαίαν γην…» (3ο βιβλίο, 5ο κεφάλαιο). 

Είναι η πρώτη μεγάλη φυγή της Εκκλησίας μετά από σχετική προφητεία που έγινε τότε. Ο Θεός φύλαξε τους Χριστιανούς από τις βαναυσότητες και βιαιότητες που ακολούθησαν από τους Ρωμαίους κατά των Ιουδαίων. Το ίδιο είχε πει ο Χριστός· «Όταν δε ίδητε την Ιερουσαλήμ περικυκλουμένην υπό στρατοπέδων, τότε γνωρίσατε ότι επλησίασεν η ερήμωσις αυτής. Τότε οι όντες εν τη Ιουδαία ας φεύγωσιν εις τα όρη, και οι εν μέσω αυτής ας αναχωρώσιν έξω, και οι εν τοις αγροίς ας μη εμβαίνωσιν εις αυτήν» (Λουκάς, κα 20-21). Αργότερα, έχουμε τις κατακόμβες, και στα έσχατα των εσχάτων θα έχουμε τον διωγμό από τον αντίχριστο, όπου και πάλι η Εκκλησία θα καταφύγει στην έρημο, και σε έρημους τόπους. Ο διωγμός της Εκκλησίας, συνεχίστηκε και μετά από την επίσημη παύση με το διάταγμα των Μεδιολάνων, υπό διάφορες μορφές. Ακόμα και πριν λίγες δεκαετίες, οι Ρώσοι πιστοί λειτουργούσαν σε έρημους τόπους. Η φυγή σε έρημους τόπους είναι στοιχείο διαχρονικό στην ζωή της Εκκλησίας. (π.Αθανάσιος Μυτιληναίος, Ερμηνεία στην Αποκάλυψη, ομιλία 49η).

Άλλωστε, η μυστική ζωή του Χριστιανού είναι να ανταναπληρεί τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού. Να γεμίζει το σώμα της Εκκλησίας με όσα παθήματα και θλίψεις δεν πρόλαβε να περάσει ο Χριστός εξ αιτίας του λίγου χρόνου παραμονής του στην γη. Ο απ Παύλος γράφει· «Τώρα χαίρω εις τα παθήματά μου διά σας, και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, το οποίον είναι η εκκλησία» (Κολοσσαείς, α24). Επίσης, περιγράφεται και η πτώση του Εωσφόρου. Αυτή διακρίνεται , κατά τον άγιο Ανδρέα Καισαρείας, σε δύο φάσεις. Η πτώση του Εωσφόρου εξαιτίας της υπερηφάνειας του (Ησαίας ιδ 12-15. Ιεζεκιήλ κη 13-19), και η πτώση που επήλθε με την Σταύρωση του Χριστού. (π. Αθανάσιος Μυτιληναίος, Ερμηνεία στην Αποκάλυψη, ομιλία 50η 2/5/1982).


Για την τρίτη οπτασία:
Έχουμε τον θυμό του δράκου κατά της γυναίκας, αλλά βλέπουμε και την προστασία του Θεού. Η γυναίκα λαμβάνει δύο πτέρυγες αετού, και με αυτά πετά στην έρημο. Οι πτέρυγες είναι σύμβολο θείας προστασίας (Έξοδος, ιθ 4). Είναι ο τελικός θυμός που θα εκδηλωθεί με τον αντίχριστο που θα είναι κάποιο πρόσωπο πολιτικό.

Η φυγή της θα είναι κυριολεκτικά σε έρημο τόπο. Μάλιστα, ο χρόνος παραμονής της θα είναι έναν καιρό, και δύο, και μισό καιρό, δηλαδή τρεισήμισι  χρόνια. Βλέπουμε τον όφη να βγάζει νερό ως ποταμό από το στόμα του για να πνίξει την γυναίκα. Ο ποταμός, ως σημείο καταστροφής, είναι όλοι οι μεγάλοι διωγμοί που υπέστη η Εκκλησία από την ίδρυσή της μέχρι τα έσχατα, καθώς και οι αιρέσεις που αφαιρούν την γνήσια θεογνωσία και όλα τα αντίχριστα συστήματα που θέλουν να αφανίσουν την Εκκλησία. 

Η Εκκλησία βέβαια δεν νικιέται, διότι έχει αρχηγό της τον Θεό. Ο διάβολος τα βάζει με το υπόλοιπο του σπέρματός της. Το υπόλοιπο αυτό, είναι που φυλάει το θέλημα του Θεού. Που έχει γεννηθεί από τον Θεό, που είναι γνήσιοι πιστοί. Μέσα στους βαπτισμένους, μέσα στον λαό του Θεού, μόνο ένα υπόλοιπο διασώζει την Εκκλησία. Για αυτό το υπόλοιπο, αναφέρει ο απ Παύλος· «Δεν απέρριψεν ο Θεός τον λαόν αυτού, τον οποίον προεγνώρισεν. ‘Η δεν εξεύρετε τι λέγει η γραφή περί του Ηλία; πως ομιλεί προς τον Θεόν κατά του Ισραήλ, λέγων· Κύριε, τους προφήτας σου εθανάτωσαν και τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, και εγώ εναπελείφθην μόνος, και ζητούσι την ψυχήν μου. Αλλά τι αποκρίνεται προς αυτόν ο Θεός; Αφήκα εις εμαυτόν επτά χιλιάδας ανδρών, οίτινες δεν έκλιναν γόνυ εις τον Βάαλ. Ούτω λοιπόν και επί του παρόντος καιρού απέμεινε κατάλοιπόν τι κατ' εκλογήν χάριτος» (Ρωμαίους, ια 2-5).


Όπως στην εποχή του προφήτη Ηλία το μεγαλύτερο μέρος του λαού του Θεού λάτρευε τον Βάαλ και οι λιγότεροι τον αληθινό Θεό, έτσι και σήμερα συμβαίνει στην Εκκλησία. (π. Αθανάσιος Μυτιληναίος, Ερμηνεία στην Αποκάλυψη, ομιλία 51η 9/5/1982). 

Η θεωρία της «κρυμμένης» Εκκλησίας (Στέλιος Μπαφίτης)

Προχωρώντας στα λάθη του συγγραφέα.


1ο λάθος: Ο συγγραφέας αναφέρει:
«Αυτή η περιγραφή δίνει ένα μικρό μέρος μόνο από τη φρίκη της βίας που ξέσπασε εναντίον της αποστολικής εκκλησίας. Στην πραγματικότητα όλοι οι πρώτοι μαθητές και οι αρχηγοί της εκκλησίας μαρτύρησαν για την πίστη τους. Οι σκληροί παγανιστές αυτοκράτορες μετέτρεψαν τις αρένες τους σε θέατρα θανάτου για όσους ακολουθούσαν το αληθινό ευαγγέλιο. Γρήγορα η παγανιστική Ρώμη μετατράπηκε σε παγανιστική παπική Ρώμη και η δίωξη συνεχίστηκε με μεγαλύτερη δύναμη. Εκατομμύρια βρήκαν τραγικό θάνατο κάτω από φρικτά εξεταστήρια που προσπαθούσαν να εξολοθρεύσουν οποιαδήποτε αντίδραση στο παπικό σύστημα. Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι κατά το Μεσαίωνα περισσότεροι από πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι προτίμησαν να δώσουν τη ζωή τους παρά να παραδώσουν την προτεσταντική τους πίστη». 


Ο συγγραφέας μιλάει πολύ σωστά για τους γενικούς και τοπικούς διωγμούς που πέρασαν οι χριστιανοί κατά τους τρεις πρώτους αιώνες. Οι φοβερότεροι μεγάλοι διωγμοί έγιναν από το 64 μ Χ μέχρι το 311 μ Χ (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά Τόμος, σελ. 114-129). Όμως, μετά από αυτά, και μάλιστα με την λέξη ‘’γρήγορα’’ πετάγεται σε γεγονότα αιώνων μετά, στρεφόμενος κατά του Παπισμού. Μάλιστα ανακατεύει και τους Προτεστάντες. Από το 311 μ Χ, πετάγεται ‘’γρήγορα’’ στην εποχή της Ιεράς Εξετάσεως των Παπικών και στην Διαμαρτύρηση. Μιλάμε για εποχή που ήδη έχει προηγηθεί το σχίσμα μεταξύ Δυτικών και Ανατολικών. Η Δυτική Εκκλησία μετατράπηκε σε Παπική. Είναι γνωστές οι αυθαιρεσίες της Ρώμης και για αυτό δεν θα επεκταθούμε σε αυτό. Η Διαμαρτύρηση κορυφώθηκε κατά τον 16ο αιώνα, όπου συμβαίνει και η απόσχιση από τους Παπικούς, και η Ιερά Εξέταση καθιερώθηκε ως όργανο για την αντιμετώπιση των αιρετικών πολύ ενωρίτερα επί Πάπα Γρηγορίου του Θ’ (1227- 1241), (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, B Τόμος, σελ. 458- 459). Σαφώς και αποδοκιμάζουμε αυτές τις αντιχριστιανικές μεθόδους. Αυτά όμως δεν αφορούν την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία αλλά την Παπική, που είχε πέσει σε αιρέσεις μετά την απόσχισή της από την Ανατολική, που διψούσε για κοσμική εξουσία. Το ερώτημα είναι, από το 311 μ Χ περίπου που σταμάτησαν επίσημα οι διωγμοί μέχρι το 1227 μ Χ που καθιερώθηκε η Ιερά Εξέταση (μετά το σχίσμα του 1054 μ Χ), τι έγινε η Εκκλησία; Σταμάτησε η Ιστορία της; Διότι η Ιερά Εξέταση των Παπικών και η Διαμαρτύρηση των Προτεσταντών έγινε αιώνες μετά το 4ο- 5ο αιώνα.  


2ο λάθος: Στην συνέχεια του άρθρου του, ο συγγραφέας παίρνει όλα αυτά που αναφέρει η Αποκάλυψη στο 12ο κεφάλαιο και τα προσαρμόζει ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ στους Προτεστάντες σε μεταγενέστερη εποχή, αγνοώντας τους διωγμούς που υπέστησαν οι Ορθόδοξοι ακόμα και μετά την επισημοποίηση της πίστης στην Βυζαντινή πλέον αυτοκρατορία από αυτοκράτορες που είχαν αλλοιωμένο θρησκευτικό φρόνημα, με τους οποίους συμμαχούσαν πολλές φορές οι αιρετικοί, ο καθένας για τα συμφέροντα του.  Μεγάλο παράδειγμα, η τρομερή εποχή του Αρειανισμού κατά τον 4ο αιώνα, κατά την οποία διώχτηκαν Ορθόδοξοι ιεράρχες και πιστοί. Ή ακόμα και η εποχή της εικονομαχίας λίγο αργότερα. Και δεν είναι μόνο αυτά. Αν ανοίξει κανείς την Ιστορία, θα βρει πολλά παρόμοια περιστατικά. Ο λόγος που αγνοεί την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι προφανής. Αναφέρεται στους Προτεστάντες, διότι παρακάτω μέσα από αυθαίρετες ερμηνείες, θα καταλήξει στο ότι η αληθινή εκκλησία είναι ο Αντβεντισμός της 7ης ημέρας, που προέκυψε από τους Προτεστάντες.


3ο λάθος: Ο αρθρογράφος παίρνει ένα χωρίο της Αποκάλυψης που μιλάει για τον διωγμό της Εκκλησίας και την φυγή της στην έρημο, παίρνει και άλλα άσχετα χωρία από άλλα βιβλία της Αγίας Γραφής, και καταλήγει στο συμπέρασμα: «Η αληθινή εκκλησία δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί πριν από το έτος 1798. Θα έπρεπε να παραμείνει κρυμμένη "στον τόπο της" μέχρι το τέλος των 1260 ετών και αυτή η περίοδος τελειώνει το 1798 μ Χ». Ας παρακολουθήσουμε την σκέψη του παρακάτω:


4ο λάθος: Δείτε τους υπολογισμούς και τα σφάλματα:
«Πόσο καιρό θα έμενε αυτή η πραγματική εκκλησία κρυμμένη; Η προφητεία δηλώνει ότι θα ήταν για "καιρό, καιρούς και μισό καιρού" Ιδού το μυστήριο! Τι να εννοείται με αυτήν την περίεργη περιγραφή του συγκεκριμένου χρόνου; Η απάντηση δίνεται στο εδ. 6 "Και η γυναίκα έφυγε στην έρημο, όπου έχει έναν ετοιμασμένο τόπο από τον Θεό, για να την τρέφουν εκεί 1260 ημέρες." Απόκ. 12:6 Τώρα αρχίζει να ξεκαθαρίζει η εικόνα. Το ένα εδάφιο λέει ότι η γυναίκα ήταν στην ερημιά για 1260 μέρες ενώ το άλλο εδάφιο λέει ότι ήταν για καιρό, καιρούς και μισό καιρού. Οι δύο αυτές περίοδοι είναι ίσες. Αυτό σημαίνει ότι ένας "καιρός" πρέπει να είναι ένας χρόνος σύμφωνα με τον προφητικό συμβολισμό, οι "καιροί" είναι δύο χρόνια και το "μισό καιρού" είναι μισός χρόνος. Όταν αθροίσουμε αυτά βρίσκουμε τρεισήμισι χρόνια. Και αυτά ισούνται με 1260 μέρες, χρησιμοποιώντας τη βιβλική λογιστική ότι 30 μέρες είναι ένας μήνας. Υπάρχει άλλη μία αρχή που πρέπει να υπολογίσουμε εδώ. Στις συμβολικές προφητείες της Βίβλου μια μέρα πάντοτε λογαριάζεται για ένας χρόνος. Θα βρείτε το κλειδί για την αρχή αυτή στον Ιεζ. 4:6 "σου προσδιόρισα κάθε μια ημέρα αντί για ένα χρόνο" Αλλού το βρίσκουμε στο "θεωρουμένης κάθε μιας ημέρας για έναν χρόνο" Αριθ. 14:34». 


Αφού μας λέει πολύ σωστά ότι ο καιρός, οι καιροί, και ο μισός καιρός (δηλαδή 1+2+0.5= 3,5 χρόνια) είναι 1260 μέρες (1260/ 365= 3,45), μετά μας λέει: «Στις συμβολικές προφητείες της Βίβλου μια μέρα πάντοτε λογαριάζεται για ένας χρόνος». Και αναφέρει χωρία από τον Ιεζεκιήλ και τους Αριθμούς, στα οποία ο Θεός μιλάει για συγκεκριμένα πράγματα, σε συγκεκριμένα πρόσωπα και για συγκεκριμένες εποχές, και τα εφαρμόζει αυθαίρετα και για την προφητεία της Αποκάλυψης. Παραβλέπει όμως να αναφέρει και άλλα χωρία που μιλούν συμβολικά, όπου η μία μέρα λογαριάζεται για χίλια χρόνια. Ο απ Πέτρος αναφέρει· «παρά Κυρίω μία ημέρα είναι ως χίλια έτη, και χίλια έτη ως ημέρα μία» (Β Πέτρου, γ 8). Στο Ψαλμό 90 αναφέρεται: «χίλια έτη ενώπιόν Σου  είναι ως η μέρα η εχθές, ήτις παρήλθε, και ως φυλακή νυκτός» (εδ, 4). Όχι μόνο ως μια ημέρα, αλλά και ως ‘’φυλακή της νυχτός’’ που είναι 3-4 ώρες περίπου. Από την στιγμή που δεν μπορούμε να ξέρουμε στα σίγουρα διότι για τον Θεό δεν υπάρχει χρόνος, δεν μπορούμε να στηρίζουμε τις διδασκαλίες μας σε τόσο σαθρά θεμέλια. Στην Αποκάλυψη, στο κατεξοχήν βιβλίο που χρησιμοποιεί συμβολικές εκφράσεις, μήπως η χιλιετής βασιλεία (τα χίλια χρόνια) είναι κατά γράμμα; Παρακάτω, θα αποδείξουμε από την ίδια την Αγία Γραφή, ότι οι 1260 μέρες ή τα 3,5 χρόνια ή οι 42 μήνες είναι το ίδιο πράγμα και ότι είναι κατά γράμμα και όχι συμβολικά, και ότι αναφέρεται στα έσχατα, όταν ο αντίχριστος θα κυνηγήσει την Εκκλησία.


Ας δούμε τα χωρία παράλληλα:
Στο Δανιήλ λοιπόν, αναφέρεται για τον αντίχριστο: «Και θέλει λαλήσει λόγους εναντίον του Υψίστου, και θέλει κατατρέχει τους αγίους του Υψίστου, και θέλει διανοηθή να μεταβάλλη καιρούς και νόμους· και θέλουσι δοθή εις την χείρα αυτού μέχρι καιρού και καιρών και ημίσεος καιρού» (ζ 25).  Ο Ιππόλυτος Ρώμης, εξηγεί· «δοθήσεται γαρ φησίν εν χειρί αυτού έως καιρού και καιρών και ήμισυ καιρού, όπερ σημαίνει τρία ήμισυ έτη» (ΒΕΠ 6, 83). Η διάρκεια της κύριας δράσης του, όταν αποκαλυφθεί το αληθινό του πρόσωπο και θα διώκει τους αληθινά πιστούς, είναι 3,5 χρόνια. Στην Αποκάλυψη, αναφέρεται ότι οι δύο προφήτες που θα στείλει ο Θεός, θα προφητεύουν 1260 ημέρες ή αλλιώς 42 μήνες. «και την πόλιν την αγίαν θέλουσι πατήσει τεσσαράκοντα δύο μήνας. Και θέλω δώσει εις τους δύο μάρτυράς μου να προφητεύσωσι χιλίας διακοσίας εξήκοντα ημέρας, ενδεδυμένοι σάκκους» (ια 2-3). Ο άγιος Ιππόλυτος πάλι εξηγεί· «των μεν δύο μαρτύρων τρία ήμισυ έτη  κηρυσσόντων, του δε αντιχρίστου  το επίλοιπον της εβδομάδος τους αγίους πολεμούντος και πάντα τον κόσμον ερημούντος» (ΒΕΠ 6, 105). Δηλαδή, ο καιρός και οι καιροί και το ήμισυ του καιρού, είναι κατά γράμμα 3,5 χρόνια κατά τα οποία ο αντίχριστος θα διώκει την Εκκλησία. Στην Αποκάλυψη, αναφέρεται: «και εδόθη εις αυτό στόμα λαλούν μεγάλα και βλαφημίας· και εδόθη εις αυτό εξουσία να κάμη πόλεμον τεσσαράκοντα δύο μήνας. Και ήνοιξε το στόμα αυτού εις βλαφημίαν εναντίον του Θεού, να βλαφημήση το όνομα αυτού και την σκηνήν αυτού και τους κατοικούντας εν τω ουρανώ. Και εδόθη εις αυτό να κάμη πόλεμον με τους αγίους» (ιγ 5-7).


«Και η γυνή έφυγεν εις την έρημον, όπου έχει τόπον ητοιμασμένον από του Θεού, διά να τρέφωσιν αυτήν εκεί ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα»(Αποκάλυψη, ιβ 6).


«Και εδόθησαν εις την γυναίκα δύο πτέρυγες του αετού του μεγάλου, διά να πετά εις την έρημον εις τον τόπον αυτής, όπου τρέφεται εκεί καιρόν και καιρούς και ήμισυ καιρού από προσώπου του όφεως» (Αποκάλυψη, ιβ 14).


Οι παραπάνω περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται τα 3,5 χρόνια, έχουν κοινό θέμα τον διωγμό κατά της ορατής και μη ‘’άφαντης’’ Εκκλησίας. Δεν είναι δυνατόν, ο αντίχριστος ή οι προφήτες να ζουν 1260 χρόνια! Ο διάβολος ως πίθηκος του Θεού, κατά τον ιερό Αυγουστίνο, προσπαθεί να μιμηθεί τον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός έδρασε 3,5 χρόνια περίπου. Το ίδιο και ο αντίχριστος. Αυτό μας το ερμηνεύει ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, στον έργο του ‘’Περί Χριστού και αντιχρίστου’’, όταν γράφει: «Κατά πάντα γαρ εξομοιούσθαι βούλεται ο πλάνος τω Υιώ του Θεού» (ΒΕΠ 6, 199). 

Η θεωρία της «κρυμμένης» Εκκλησίας

5ο λάθος: Αναφέρει ο συγγραφέας· «Αυτό τοποθετεί τη γυναίκα στο ερημικό καταφύγιό της για μια περίοδο 1260 χρόνων. Το συμπέρασμά μας δηλαδή πρέπει να είναι ότι η αληθινή εκκλησία δεν πρέπει να εμφανιστεί στον κόσμο παρά μόνο όταν συμπληρωθούν τα 1260 χρόνια. Συνέβη κάτι τέτοιο στους εκλεκτούς του Θεού; Για πόσο καιρό το παπικό σύστημα συνέχιζε να καταπιέζει τα αληθινά δόγματα με την άσκηση της θρησκευτικό - πολιτικής εξουσίας; Εδώ είναι ένα συναρπαστικό σημείο της ιστορίας. Το 538 μ.Χ. τέθηκε σε ισχύ ένα διάταγμα από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το οποίο έδινε απόλυτη πνευματική υπεροχή στην εκκλησία της Ρώμης. Σταδιακά, αυτή η θρησκευτική τυραννία ενώθηκε με τις πολιτικές εξουσίες μέχρις ότου τελικά οι βασιλείς έπρεπε πρώτα να πάρουν την έγκριση του πάπα πριν αρχίσουν να κυβερνούν. Η εξουσία αυτή παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το έτος 1798 κατά το οποίο η Ευρώπη ταρακουνήθηκε από τη γαλλική επανάσταση. Ακολούθησε η επανάσταση των καταπιεσμένων χωρικών εναντίον των προνομιούχων κληρούχων και ο πάπας συνελήφθη το 1798. Η παπική περιουσία δημεύτηκε και η γαλλική κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα με το οποίο καταργήθηκε ο επίσκοπος της Ρώμης. Η καταπιεστική εξουσία του πάπα τερματίσθηκε ακριβώς 1260 χρόνια αφότου εγκαινιάστηκε το 538 μ.Χ».


Είναι γνωστό από την ιστορία ότι το σχίσμα που οδήγησε τον Παπισμό στον ξεπεσμό και τελικά στην πλήρη θρησκευτικό-πολιτική εξουσία, έγινε το 1054 μ Χ. Όμως, δόθηκε από τον Ιουστινιανό κάποιο διάταγμα το οποίο έδινε στην εκκλησία της Ρώμης την απόλυτη πνευματική υπεροχή το 538 μ Χ;  Δεν παρουσιάζει το διάταγμα ο συγγραφέας. Ακόμα και αν υπήρξε, έχουμε μια πολύ σημαντική πληροφορία, μεταγενέστερη του 538. Στην 6η Οικουμενική σύνοδο το 691 μ Χ, στον 36ο κανόνα αναφέρεται η ισότητα μεταξύ του Πατριαρχείου της Κων/πόλεως και της Ρώμης. «Τον Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας Ρώμης» (Πηδάλιο, σελ. 252). Τα προνόμια είναι ίσα. Το αν αναφέρεται πρώτα το Πατριαρχείο Ρώμης, δεν σήμαινε ότι υπερτερούσε των άλλων. Απολάμβανε τα πρεσβεία της τιμής, ανάμεσα σε ίσα Πατριαρχεία. Πρώτο αριθμητικά ως προς την προσφώνηση αλλά ίσο με τα άλλα. Δεν ήταν κυρίαρχο σε όλη την χριστιανοσύνη. Ένα δεύτερο στοιχείο που αναφέρεται σε μεταγενέστερη εποχή του 538, είναι  ότι ο Παπικός θρόνος αυτονομήθηκε από την Βυζαντινή αυτοκρατορία επί βασιλείας του Καρλομάγνου (768- 814), όταν οι αρειανόφρονες Φράγκοι είχαν καταλάβει όλη την Δύση (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Β’ Τόμος, σελ. 96). Το πρώτο Παπικό κράτος ιδρύεται το 754 μ Χ με την συμβολή του Πάπα Στέφανου του β’ και του Φράγκου βασιλιά, Πιπίνου του Βραχύ. Από τότε και έπειτα, διευρύνεται η Παπική αυθαιρεσία.  Δεν βρήκαμε το διάταγμα που αναφέρει αόριστα ο συγγραφέας. Βρήκαμε όμως στοιχεία που αναιρούν τις αποφάσεις του διατάγματος εκείνου, ακόμα και στην περίπτωση που εκείνο υπήρχε. Τουλάχιστον μέχρι και το 691 μ Χ δεν αναγνωρίζεται από την Εκκλησία και την Πολιτεία καμία απόλυτη εξουσία στην Ρώμη, και η δημιουργία του Παπικού κράτους τοποθετείται πολύ αργότερα από το 538 μ Χ, στο 754 μ Χ.

6ο λάθος: «Η γυναίκα (εκκλησία) απλά δεν μπορούσε να εμφανιστεί πριν βγουν από τη μέση αναχαιτίστηκες δυνάμεις της παπικής αντίδρασης. Το προφητεμένο αυτό γεγονός έλαβε χώρα το 1798 και η αλήθεια που μέχρι τότε είχε καταχωνιαστεί άρχισε να ξεπροβάλει από την αφάνεια με τη μορφή ενός ένδοξου "υπολοίπου από το σπέρμα της" από τη γυναίκα».


Γιατί ο συγγραφέας θεωρεί ως δεδομένο ότι οι διωγμοί που υφίσταται η γυναίκα του 12ου κεφαλαίου της Αποκαλύψεως (η Εκκλησία), είναι απαραίτητα εκείνοι που συνέβησαν στους Προτεστάντες από τους Παπικούς;Ο ίδιος ο συγγραφέας δήλωσε πιο πάνω· « Αυτή η περιγραφή δίνει ένα μικρό μέρος μόνο από τη φρίκη της βίας που ξέσπασε εναντίον της αποστολικής εκκλησίας. Στην πραγματικότητα όλοι οι πρώτοι μαθητές και οι αρχηγοί της εκκλησίας μαρτύρησαν για την πίστη τους. Οι σκληροί παγανιστές αυτοκράτορες μετέτρεψαν τις αρένες τους σε θέατρα θανάτου για όσους ακολουθούσαν το αληθινό ευαγγέλιο». Τώρα όμως δηλώνει· «Η γυναίκα (εκκλησία) απλά δεν μπορούσε να εμφανιστεί πριν βγουν από τη μέση αναχαιτίστηκες δυνάμεις της παπικής αντίδρασης» . Άραγε, η αποστολική Εκκλησία η οποία ήταν διωκομένη κατά τα πρώτα 300 χρόνια, ήταν ‘’κρυμμένη’’; Δεν την ήξερε ο κόσμος; Και αν ήταν κρυμμένη, αν και πήγε σε έρημο τόπο, τότε πως μας διασώζονται τοιχογραφίες στις κατακόμβες, πως μας διασώζονται αρχαία εκκλησιαστικά κείμενα εκείνης της περιόδου, και γενικά πως ξέρουμε σήμερα για αυτήν;  Αν ήταν στην αφάνεια με την έννοια ότι ήταν άγνωστη, τότε δεν θα είχαμε τόσα ιστορικά, αρχαιολογικά, και συγγραφικά ντοκουμέντα. Ισχύουν το ίδιο και για τον Ανβεντισμό της 7ης Ημέρας; Μπορούν να μας αποδείξουν ότι αυτά που πιστεύουν σήμερα, τα πίστευε η Εκκλησία σε ΚΑΘΕ αιώνα; Και πως ξέρουμε ότι εδώ προφητεύεται ο Αντβεντισμός και όχι και οι υπόλοιπες ομάδες που προκύπτουν από την Διαμαρτύρηση; Ποιο είναι ‘’το υπόλοιπο του σπέρματος αυτής’’; Ακόμα και την σκέψη του συγγραφέα αν ακολουθούσαμε αναφορικά με τους λανθασμένους υπολογισμούς του, θα βλέπαμε ότι πολλές ομάδες έχουν προκύψει μετά το 1798. Δεν ήταν μόνο οι Ανβεντιστές, όπως ο συγγραφέας αναφέρει· «Η μόνη εκκλησία που εκπληρώνει τις προφητικές περιγραφές του υπολοίπου της εκκλησίας είναι η εκκλησία των Αντβεντιστών Εβδόμης ημέρας. Εμφανίστηκε γύρω στο 1844 και άρχισε το πρόγραμμα της αποκατάστασης της αλήθειας που είχε χαθεί ή παραμορφωθεί κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα». Θα απαριθμήσουμε και άλλα τέτοια κινήματα και ομάδες που ισχυρίζονται τα ίδια: «Το αγιαστικό Κίνημα» (1867), «Το κίνημα του Laestadius» (1840), «Το κίνημα της Θείας Θεραπείας» (1850),«Το κίνημα Keswick» (1875), «Η Καθολική Αποστολική Εκκλησία» (1820), «Οι Μαθητές του Χριστού» (1809) κλπ. Όλοι αυτοί θα μπορούσαν να ισχυριστούν τα ίδια πράγματα. Στον επίλογο, θα αναφέρουμε τι λέει η Αγία Γραφή για την πάντα διωκόμενη Εκκλησία.


7ο λάθος: Ο συγγραφέας, προκειμένου να αιτιολογήσει τους αυθαίρετους ισχυρισμούς του, γράφει: «Ο σατανάς πρόκειται να πολεμήσει ενάντια στο ΥΠΟΛΟΙΠΟ της αληθινής εκκλησίας. Ποιό είναι αυτό το υπόλοιπο; Είναι το τελευταίο κομμάτι από το ύφασμα ενός ενδύματος. Είναι το ίδιο με το πρώτο κομμάτι που κόπηκε από το ένδυμα μόνο που είναι στην άλλη άκρη, το τέλος και συμβαίνει να είναι και μικρό κομμάτι. Τι μας λέει τούτο σχετικά με το υπόλοιπο της γυναίκας; Είναι το τελευταίο κομμάτι της αληθινής εκκλησίας, στους έσχατους καιρούς, που θα κρατάει ακριβώς την ίδια διδασκαλία με την αρχική, αποστολική εκκλησία».


Η Εκκλησία ΣΕ ΚΑΘΕ εποχή έχει υπόλοιπο. Δεν πρόκειται περί δήθεν «κομμένου κομματιού», διότι ο Χριστός μίλησε για την Εκκλησία Του με την οποία θα είναι μαζί πάσας τας ημέρας μέχρι την συντέλεια. «ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθαίος, κη 20). Το «ΠΑΣΑΣ» δείχνει ακριβώς την αδιάσπαστη συνέχεια από τον πρώτο αποστολικό αιώνα μέχρι την συντέλεια. Αν ο Κύριος είναι μαζί της μέχρι την συντέλεια όλες τις ημέρες, δεν υπάρχουν περιθώρια για ‘’σχισμένα κομμάτια’’. Ακόμα, ο Κύριος έδωσε και άλλη υπόσχεση. Μας είπε· «επί ταύτης της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου, και πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ' αυτής» (Ματθαίος, ιστ 18). Αυτές οι πύλες του άδη, κατά την ερμηνεία της αρχαίας Εκκλησίας, είναι οι αιρέσεις και οι αιρεσιάρχες. «Πύλαι δε Άδου αι αιρέσεις και οι αιρεσιάρχαι…» (Άγιος Επιφάνιος Κύπρου).


Λέγοντας «υπόλοιπο», εννοούμε εκείνους τους λίγους που πιστεύουν πραγματικά, και που ακολουθούν πραγματικά τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και αυτοί πάντα ήταν οι λιγότεροι. Ο Κύριος αναφέρει: «πολλοί είναι οι κεκλημένοι, ολίγοι δε οι εκλεκτοί» (Ματθαίος, κβ 14). Αυτό, εξαρτάται από την προαίρεση του κάθε ένα και όχι από τον Θεό. Στην παραβολή, είπε: «Πάλιν ομοία είναι η βασιλεία των ουρανών με δίκτυον, το οποίον ερρίφθη εις την θάλασσαν και συνήγαγεν από παντός είδους· το οποίον, αφού εγεμίσθη, ανεβίβασαν επί τον αιγιαλόν και καθήσαντες συνέλεξαν τα καλά εις αγγεία, τα δε αχρεία έρριψαν έξω» (Ματθαίος, ιγ 47-48). Τα αχρεία ψάρια που είχε το δίκτυ, είναι οι χριστιανοί που ναι μεν εκκλησιάζονται, αλλά είναι τυπικοί, μακριά από την ουσία της πίστης μας. Στην Αποκάλυψη, ο άγγελος λέει στον Ιωάννη να πάρει καλάμι (είδος μέτρου της εποχής εκείνης) και να μετρήσει τον Ναό και αυτούς που προσκυνούν εκεί. Του είπε όμως να εξαιρέσει την αυλή του Ναού, γιατί δόθηκε στα έθνη (Αποκάλυψη, ια 1-2). Ο απ Παύλος αναφέρει: «Δεν απέρριψεν ο Θεός τον λαόν αυτού, τον οποίον προεγνώρισεν. Η δεν εξεύρετε τι λέγει η γραφή περί του Ηλία; πως ομιλεί προς τον Θεόν κατά του Ισραήλ, λέγων· Κύριε, τους προφήτας σου εθανάτωσαν και τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, και εγώ εναπελείφθην μόνος, και ζητούσι την ψυχήν μου. Αλλά τι αποκρίνεται προς αυτόν ο Θεός; Αφήκα εις εμαυτόν επτά χιλιάδας ανδρών, οίτινες δεν έκλιναν γόνυ εις τον Βάαλ. Ούτω λοιπόν και επί του παρόντος καιρού απέμεινε κατάλοιπόν τι κατ' εκλογήν χάριτος» (Ρωμαίους, ια 2-5). Όπως στην εποχή του Ηλία υπήρχε υπόλοιπο στον λαό Ισραήλ, τον λαό του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, έτσι και τώρα. Το υπόλοιπο του σπέρματος της Εκκλησίας είναι όλοι όσοι γεννήθηκαν άνωθεν. Ο συγγραφέας υπονοεί ως Εκκλησία το σύνολο των αιρέσεων και των σχισμάτων, και ως μικρό υπόλοιπο τον Αντβεντισμό!


8ο λάθος: Ο συγγραφέας, προκειμένου να υποστηρίξει ότι ο Αντβεντισμός είναι το ‘’μικρό υπόλοιπο των εσχάτων ημερών’’, πέφτει και παρακάτω σε ατοπήματα. Θεωρεί «τους φυλάττοντας τας εντολάς του Θεού» ως εκείνους που τηρούν τις 10 εντολές. Η αλήθεια είναι ότι οι 10 εντολές είναι ερμηνευμένες από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό στην επί του Όρους Ομιλία. Εκεί, ο Σωτήρας, μας τις αναλύει και μας δείχνει τον αληθινό αγιασμό. Έτσι, δεν φτάνει μόνο να μην σκοτώσει κανείς, όπως έλεγε ο δεκάλογος, αλλά ούτε καν να οργιστεί κανείς! Αλλά, μιλώντας ο συγγραφέας για τις 10 εντολές, ξεχνάει όλες τις άλλες που αναφέρει η Καινή Διαθήκη περί διαφόρων θεμάτων, όπως πχ την εντολή του βαπτίσματος στο νερό. Και φυσικά, όλες οι εντολές του Θεού έχουν έναν σκοπό: την εκπλήρωση της αγάπης: «είναι λοιπόν εκπλήρωσις του νόμου η αγάπη» (Ρωμαίους, ιγ 10). Θεωρεί ότι η ‘’αληθινή εκκλησία’’ τηρεί το Σάββατο. Οι Χριστιανοί εξ αρχής τίμησαν την ημέρα του Σαββάτου ως ημέρα προετοιμασίας για την Κυριακή (ή αλλιώς την ΜΙΑ, κατά τον Μωυσή) και το αφιέρωσαν στις ψυχές. Στην Καινή Διαθήκη δεν γιορτάζουμε την Δημιουργία, αλλά την Αναδημιουργία των πάντων που ξεκίνησε με την Ανάσταση του Χριστού κατά την Κυριακή. Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν ότι η αρχαίαΕκκλησία είχε ως κατεξοχήν ημέρα λατρείας την Κυριακή και όχι το Σάββατο. Ο απ Παύλος, ήδη από την αποστολική εποχή αναφέρει· «Ας μη σας κρίνη λοιπόν μηδείς διά φαγητόν ή διά ποτόν ή διά λόγον εορτής ή νεομηνίας ή σαββάτων, τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, το σώμα όμως είναι του Χριστού» (Κολλοσαείς, β 16-17). Ο άγιος Ιγνάτιος, περίπου το 107 μ Χ αναφέρει· «ει ουν οι παλαιοίς γράμμασιν αναστραφέντες εις καινότητα ελπίδος ήλθον, μηκέτι Σαββατίζοντες, αλλά κατά Κυριακήν ζωήν ζώντες, εν η και η ζωή ημών ανέτειλε δι’ αυτόν» (Μαγν. ix 1). Ο άγιος Ιουστίνος ο Μάρτυρας, περίπου το 150-160 μ Χ αναφέρει· «Μη άλλο τι εστίν, άνδρες φίλοι, ή τούτο ότι ου κατά τον νόμον βιούμεν, ουδέ ομοίως τοις προγόνοις υμών περιτεμνόμεθα την σάρκα, ουδέ ως υμείς σαββατίζομεν;» (Ιουστίνου του Μάρτυρα, Διάλογος με Τρύφωνα τον Ιουδαίο, 10, 1).


Δεν θα σχολιάσουμε περισσότερο το άρθρο, εφόσον πιστεύουμε ότι καταδείξαμε αρκετά από τα σφάλματα στον συλλογισμό του συγγραφέα. Θα κλείσουμε με το να δείξουμε το άτοπο του κεντρικού συλλογισμού που θέλει την διωκόμενη Εκκλησία που περιγράφεται στο 12ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως ως δήθεν «κρυμμένης» και επανεμφανιζόμενης στα έσχατα. Η θεωρία της «κρυμμένης» Εκκλησίας (4ο Μέρος)

Η θεωρία της «κρυμμένης» Εκκλησίας (Στέλιος Μπαφίτης)

Τι λέει ο Χριστός και η Καινή Διαθήκη για τους διωγμούς κατά της Εκκλησίας;Μιλάει για μια εκκλησία που λόγω των διωγμών που θα υφίσταται θα είναι κρυμμένη και θα αποκαλυφθεί σε έναν ορισμένο καιρό; Ενδεικτικά αναφέρουμε:


«…θέλουσιν επιβάλει εφ' υμάς τας χείρας αυτών, και θέλουσι σας καταδιώξει, παραδίδοντες εις συναγωγάς και φυλακάς, φερομένους έμπροσθεν βασιλέων και ηγεμόνων ένεκεν του ονόματός μου· και τούτο θέλει αποβή εις εσάς προς μαρτυρίαν» (Λουκάς, κα 12-13).


Κατά τα λόγια του Χριστού, ο διωγμός είναι ευκαιρία για ΜΑΡΤΥΡΙΑ. Μαρτυρία δεν μπορεί να δοθεί από μια κρυμμένη και εξαφανισμένη εκκλησία.


«Μακάριοι είσθε, όταν σας ονειδίσωσι και διώξωσι και είπωσιν εναντίον σας πάντα κακόν λόγον ψευδόμενοι ένεκεν εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε, διότι ο μισθός σας είναι πολύς εν τοις ουρανοίς· επειδή ούτως εδίωξαν τους προφήτας τους προ υμών» (Ματθαίος, ε 11-12).


Όταν δίωκαν τους προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, εκείνοι δεν ήταν αφανείς. Το ίδιο και η Εκκλησία.


«Ο δε Σαύλος ήτο σύμφωνος εις τον φόνον αυτού. Και έγεινεν εν εκείνη τη ημέρα διωγμός μέγας κατά της εκκλησίας της εν Ιεροσολύμοις και πάντες διεσπάρησαν εις τους τόπους της Ιουδαίας και Σαμαρείας, πλην των αποστόλων…Οι μεν λοιπόν διασπαρέντες διήλθον ευαγγελιζόμενοι τον λόγον» (Πράξεις, η 1-3).


Και εδώ βλέπουμε ότι ο διωγμός είχε ως συνέπεια η Εκκλησία να ευαγγελίσει τον λόγο του Θεού.


«Διότι σεις εγείνετε, αδελφοί, μιμηταί των εκκλησιών του Θεού, αίτινες είναι εν τη Ιουδαία εν Χριστώ Ιησού, επειδή και σεις επάθετε τα αυτά υπό των ιδίων υμών ομοεθνών, καθώς και αυτοί υπό των Ιουδαίων, οίτινες και τον Κύριον Ιησούν εθανάτωσαν και τους ιδίους αυτών προφήτας, και ημάς εξεδίωξαν, και εις τον Θεόν δεν αρέσκουσι, και εις πάντας τους ανθρώπους είναι εναντίοι, εμποδίζοντες ημάς να λαλήσωμεν προς τα έθνη διά να σωθώσι, διά να αναπληρώσωσι τας αμαρτίας εαυτών πάντοτε. Έφθασε δε επ' αυτούς η οργή μέχρι τέλους» (Α Θες/κεις, β 14-16).


Η διωκομένη εκκλησία της Θεσσαλονίκης δεν ήταν αφανής. Αν ήταν, δεν θα διώκονταν.


Τι λένε οι Πατέρες σχετικά με τους διωγμούς; Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης (200 μ Χ), υπομνηματίζοντας το 12ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης, τοποθετεί τον διωγμό που περιγράφεται εκεί στην εποχή του αντίχριστου. «Περί μεν του διωγμού και της θλίψεως της γινομένης επί την εκκλησίαν υπό του αντικειμένου και Ιωάννης φησίν· ‘’και είδον σημείο μέγαν και θαυμαστόν, γυναίκα περιβεβλημένην τον ήλιο’’…» (ΒΕΠ 6, 218). Μάλιστα, ο Ιππόλυτος παίρνει κατά γράμμα τις 1260 μέρες, τις οποίες συσχετίζει με το ‘’καιρόν και καιρούς και ήμισυ καιρού’’. «…καιρόν και καιρούς και ήμισυ καιρού από προσώπου του όφεως. Αύται εισίν αι χίλιαι διακόσιαι εξήκοντα ημέραι, το ήμισυ της εβδομάδος (σ. του Δανιήλ), ας κρατήσει ο τύραννος διώκων την εκκλησίαν  φεύγουσαν από πόλεως εις πόλιν και εν ερημία κρυβομένην και εν τοις όρεσιν…» (ΒΕΠ 6, 219).  Οι πτέρυγες που δίδονται στην γυναίκα, ερμηνεύονται από τον Ιππόλυτο ως την θεία προστασία, μάλιστα την προστασία που πηγάζει από την πίστη στον σταυρό του Χριστού. «Δύο πτέρυγας του αετού του μεγάλου, τουτέστιν την εις Χριστόν Ιησούν πίστιν, ος εκτείνας τας αγίας χείρας επί τω ξύλω ήπλωσε δύο πτέρυγας» (ΒΕΠ 6, 219).


Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (348 μ Χ) αναφέρει περί των διωγμών· «Αυτή λοιπόν η Εκκλησία με τα όπλα της δικαιοσύνης τα επιθετικά και τα αμυντικά, δοκιμάζοντας δόξα και ατίμωση, παλαιότερα στους καιρούς των διωγμών και των θλίψεων, στεφάνωσε με τα ποικίλα και τα πολυάνθιστα στεφάνια της υπομονής τους αγίους μάρτυρες…» (18η Κατήχηση, κζ). Για τους διωγμούς επί αντίχριστου, αναφέρει· «Ποιος θα είναι άραγε ο μακάριος, που θα μαρτυρήσει για τον Χριστό, με πίστη την εποχή εκείνη; Εγώ λέω ότι θα είναι οι μάρτυρες της περιόδου εκείνης επάνω από όλους τους μάρτυρες. Διότι οι προηγούμενοι πάλεψαν μόνο με ανθρώπους, αλλά την εποχή του αντίχριστου, θα πολεμήσουν με τον ίδιο τον σατανά» (15η Κατήχηση, ιζ). 


Είναι φανερό, ότι η Γραφή μιλώντας για τους διωγμούς κατά της Εκκλησίας, δεν υπονοεί ότι αυτή θα είναι κρυμμένη και αφανής και ότι κάποια στιγμή θα εμφανιστεί από το πουθενά χωρίς συνέχεια και ιστορία. Ακόμα και κατά τον διωγμό την εποχή του αντίχριστου, η Εκκλησία θα καταφύγει στον έρημο τόπο της, αλλά δεν θα μένει αφανής, όπως δεν έμεινε αφανής επί 300 χρόνια διωγμών που υπέστη από τους ειδωλολάτρες. 
Η θεωρία της «κρυμμένης» Εκκλησίας (5ο Μέρος)

Η θεωρία της «κρυμμένης» Εκκλησίας (Στέλιος Μπαφίτης)

Μελέτη: Στέλιος Μπαφίτης
Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου

Ερμηνεύοντας το «Και εις μίαν αγίαν καθολικήν Εκκλησία» (Κύριλλος Ιεροσολύμων)

$
0
0

Ο καθηγητής πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλος, χαρακτηρίζει τον άγιο Κύριλλο ως «κατηχητή» (Β’ τόμος της πατρολογίας, σελ. 482), του οποίου το έργο και η δράση «ερμηνεύονται από το έντονο ενδιαφέρον του για την κατήχηση των πιστώνκαι την ανάγκη επιβιώσεως στον εκκλησιαστικό χώρο» (ίδιο έργο, σελ. 482). Ο καθηγητής πατρολογίας Π. Χρήστου, αναφέρει για τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων·«Ο Κύριλλος υπήρξε ο πλέον διακεκριμένος επίσκοπος Ιεροσολύμων κατ’ αυτήν την περίοδον, τα δε συγγράμματα του τον τοποθετούν εις την πρώτην σειράν των οικουμενικών διδασκάλων» (Δ’ τόμος της πατρολογίας, σελ. 480).


Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, γνωστός από τις Κατηχήσεις του, μεταξύ των άλλων αναπτύσσει και το θέμα της Εκκλησίας, δίδοντας διαχρονικές απαντήσεις που αφήνουν έκθετους όσους αμφισβητούν την μοναδικότητα της Εκκλησίας, και όσους πιστεύουν στην πλάνη του δήθεν «αδογματισμού».


Ερμηνεύοντας το Ιεροσολυμιτικό Σύμβολο της Πίστεως (παρόμοιο με αυτό της Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως), και την φράση του «Και εις μίαν αγίαν καθολικήν Εκκλησία», αναφέρει:

«[…] Απομένει τώρα να μιλήσουμε και για το υπόλοιπο τμήμα αυτού του άρθρου που αναφέρεται στη «Μια, Αγία, Καθολική Εκκλησία», για την οποία θα μπορούσαμε να πούμε πολλά, αλλά θα τα εκθέσουμε συνοπτικά.

Η Εκκλησία, λοιπόν, ονομάζεται «Καθολική», επειδή είναι απλωμένη σε όλη την οικουμένη, από τη μια ως την άλλη άκρη της γης, και επειδή διδάσκει πλήρη και αδιάκοπα όλα τα δόγματα που πρέπει να γνωρίζουν οι άνθρωποι, σχετικά με όσα είναι ορατά και αόρατα, επουράνια και επίγεια, ακόμη και γιατί οδηγεί στην ευσεβή ζωή όλο το γένος των ανθρώπων, άρχοντες και υπηκόους γραμματισμένους και αγράμματους, και επί πλέον γιατί γιατρεύει και θεραπεύει κάθε είδος αμαρτίας που έχει διαπραχθεί με την ψυχή, ή με το σώμα. Τέλος, γιατί κατέχει όλες τις αρετές που εκφράζονται με έργα, με λόγια και γενικά με κάθε είδους πνευματικά χαρίσματα.


«Εκκλησία» πάλι ονομάζεται γιατί,όπως δηλώνει και η λέξη, συγκαλεί σε μία σύναξη όλους τους ανθρώπους, καθώς ο Κύριος λέει στο βιβλίο του Λευιτικού: «Όλους τους Ισραηλίτες εκκλησίασε, δηλαδή συγκέντρωσέ τους μπροστά στις θύρες της Σκηνής του Μαρτυρίου» (Λευιτ. η 3). Πρέπει να σημειωθεί ότι το ρήμα «εκκλησίασε» αναφέρεται για πρώτη φορά σε αυτό το σημείο της Αγίας Γραφής, όταν ο Κύριος εγκαθιστούσε τον Ααρών αρχιερέα. Στο Δευτερονόμιο επίσης, λέει ο Θεός στον Μωυσή: «Εκκλησίασε», δηλαδή συγκέντρωσε «μπροστά μου το λαό και ας ακούσουν τα λόγια μου, για να μάθουν να με φοβούνται» (Δευτ. δ 10). Η λέξη «εκκλησία» αναφέρεται πάλι, όταν γίνεται λόγος για τις πλάκες του Νόμου: «Επάνω σε αυτές ήταν γραμμένα όλα τα λόγια που είπε σε εσάς ο Κύριος, επάνω στο όρος Σινά, μέσα από τη φωτιά, κατά την ημέρα της εκκλησίας» (Δευτ. θ 10), σαν να ήθελε με αυτό να πει πιο καθαρά «κατά την ημέρα που ο Θεός σας κάλεσε και σας σύναξε». Ο Ψαλμωδός επίσης λέει: «Θα Σε δοξολογήσω, Κύριε, μέσα σε μεγάλη εκκλησία, ανάμεσα σε πυκνό πλήθος θα Σε υμνήσω» (Ψαλμ. λδ 18).


Παλαιότερα, λοιπόν, έψαλε ο Ψαλμωδός: «Μέσα στην εκκλησία να δοξολογείτε τον Θεό, τον Κύριο, όλοι οι απόγονοι του Ισραήλ» (Ψαλμ. ξζ 27). Αφού όμως οι Ιουδαίοι έχασαν τη Χάρη του Θεού, εξαιτίας της εχθρικής στάσης τους εναντίον του Σωτήρα, ο Σωτήρας οικοδόμησε δεύτερη Εκκλησία από εθνικούς, την αγία Εκκλησία των Χριστιανών. Για αυτήν είπε ο Κύριος στον απόστολο Πέτρο: «Επάνω σε αυτήν την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του Άδη» (Ματθ. ιστ 1. Προφητεύοντας για αυτές τις δύο Εκκλησίες έλεγε ξεκάθαρα ο προφήτης Δαβίδ. Για την πρώτη που αποκλείστηκε:«Μίσησα την εκκλησία των πονηρών ανθρώπων» (Ψαλμ. κε 5), ενώ για την δεύτερη, που επρόκειτο να ανοικοδομηθεί, στον ίδιο Ψαλμό έλεγε: «Κύριε, αγάπησα την ευπρέπεια του οίκου Σου» (Ψαλμ. κε . Και αμέσως, στη συνέχεια: «Μέσα στην εκκλησία θα Σε δοξολογώ, Κύριε» (Ψαλμ. κε 12). Από τη στιγμή, λοιπόν, που η μία, η Ιουδαϊκή Εκκλησία αποκλείστηκε, οι Εκκλησίες του Χριστού πληθύνθηκαν και γέμισαν όλη την οικουμένη.Για αυτές τις Εκκλησίες είναι γραμμένο στους Ψαλμούς: «Ψάλατε στον Κύριο καινούριο ύμνο. Η δοξολογία Του ας αντηχήσει στην εκκλησία των αφοσιωμένων σ’ Αυτόν» (Ψαλμ. ρμθ 1). Σχετικά με αυτά τα λόγια του Ψαλμού είναι κι εκείνα που είπε προς τους Ιουδαίους ο προφήτης: «Δεν ευαρεστούμε πλέον με εσάς, λέει ο Κύριος, ο Παντοκράτορας» (Μαλαχίας α 10) και αμέσως συνεχίζει: «Διότι από τα χαράματα μέχρι την δύση του ηλίου το Όνομά μου δοξάζεται από τα έθνη». Για αυτήν την Αγία, Καθολική Εκκλησία γράφει ο Παύλος στον Τιμόθεο: «Για να γνωρίζεις πως πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς μέσα στον οίκο του Θεού, που είναι η Εκκλησία του ζωντανού Θεού, ο στύλος και το θεμέλιο της αλήθειας» (Ά Τιμ. γ 15).


Η λέξη όμως εκκλησία σημαίνειδιάφορα πράγματα, ώστε και για τον όχλο των Εφεσίων, που ήταν συγκεντρωμένος στο θέατρο, να γράφεται: «Αφού είπε αυτά, απέλυσε την εκκλησία» (Πράξ. ιθ 40). Κατά κυριολεξία θα μπορούσε κανείς πραγματικά να ονομάσει «εκκλησία πονηρευομένων» τις συνάξεις των αιρετικών, εννοώ τις συγκεντρώσεις των Μαρκιωνιστών και Μανιχαίων και όλων των άλλων αιρέσεων, για αυτό και το Σύμβολο της Πίστεως, για να είσαι σίγουρος σου παρέδωσε και το: «Εις Μίαν Αγίαν, Καθολικήν Εκκλησίαν», ώστε να αποφεύγεις τις μιαρές συγκεντρώσεις των αιρετικών και να παραμένεις ισόβια στην Αγία, Καθολική Εκκλησία, στους κόλπους της οποίας ξαναγεννήθηκες. Κι αν καμία φορά βρεθείς σε ξένη πόλη, να μη ρωτάς απλώς που είναι ο ναός- διότι και οι άλλοι ασεβείς αιρετικοί τολμούν να αποκαλούν τις σπηλιές τους εκκλησίες- ούτε να ρωτάς απλώς, που είναι η Εκκλησία, αλλά που βρίσκεται η Καθολική Εκκλησία, γιατί αυτό είναι το ιδιαίτερο όνομα αυτής της αγίας Μητέρας όλων μας, η οποία είναι Νύφη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Μονογενή Υιού του Θεού.Διότι έχει γραφεί: «Καθώς και ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία και παρέδωσε τον Εαυτό Του για χάρη της» (Εφεσ. ε 25), και όλα τα παρακάτω- και είναι τύπος και ομοίωμα της άνω Ιερουσαλήμ, «η οποία είναι ελεύθερη και μητέρα όλων μας» (Γαλ. δ 26), εκείνη που «προηγουμένως ήταν στείρα, τώρα όμως, είναι πολύτεκνη»( Γαλ. δ 27).


Εφόσον η πρώτη Εκκλησία, των Ιουδαίων, έχασε τη Χάρη, στη δεύτερη Εκκλησία, την Καθολική, καθώς μας λέει ο Παύλος: «ο Θεός τοποθέτησε πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτες, τρίτον διδασκάλους, έπειτα σε άλλους έδωσε δύναμη να κάνουν θαύματα, σε άλλους να έχουν χαρίσματα να θεραπεύουν, να προστατεύουν, να διοικούν την Εκκλησία, και να μιλούν διάφορες γλώσσες» (Α Κορ. ιβ 28). Ακόμη ο Θεός χάρισε κάθε αρετή, δηλαδή σοφία και σύνεση, σωφροσύνη και δικαιοσύνη, ελεημοσύνη και φιλανθρωπία, και αδάμαστη υπομονή στους διωγμούς. Αυτή λοιπόν, η Εκκλησία «με τα όπλα της δικαιοσύνης τα επιθετικά και τα αμυντικά, δοκιμάζοντας δόξα και ατίμωση» (Β Κορ. στ 7-8), παλαιότερα στους καιρούς των διωγμών και των θλίψεων, στεφάνωσε με τα ποικίλα και τα πολυάνθιστα στεφάνια της υπομονής τους αγίους μάρτυρες, και τώρα, στους καιρούς της ειρήνης, με τη Χάρη του Θεού, απολαμβάνει την τιμή που της πρέπει, από βασιλείς και άρχοντες και από ανθρώπους κάθε καταγωγής και προελεύσεως. Και ενώ οι βασιλείς εξουσιάζουν τον λαό μιας μόνο περιοχής, μόνο η Αγία, Καθολική Εκκλησία έχει απεριόριστη δύναμη και εξουσία σε ολόκληρη την οικουμένη. Διότι σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί: «ο Θεός έθεσε στα σύνορά σου ειρήνη» (Ψαλμ. ρμζ 3). Για αυτήν την Εκκλησία, αν ήθελα να τα πω όλα, θα χρειαζόμουν πολύ περισσότερες ώρες, για να τα διηγηθώ.


Σε αυτήν, λοιπόν, την Αγία, Καθολική Εκκλησία έχοντας τη σωστή διδασκαλία και τη σωστή ζωή, θα κληρονομήσουμε τη Βασιλεία των ουρανών και την αιώνια ζωή, για την οποία κάνουμε τα πάντα, για να την απολαύσουμε, από τον Κύριο. Γιατί ο σκοπός μας δεν αποβλέπει σε μικρά πράγματα, αλλά ο αγώνας μας γίνεται για την αιώνια ζωή. Για αυτό, σύμφωνα με την υπόσχεση του Συμβόλου της Πίστεως, μετά από το σημείο που αναφέρεται στην ανάσταση του σώματος, δηλαδή για την ανάσταση από τους νεκρούς, διδασκόμαστε να πιστεύουμε «και στην αιώνια ζωή», για την οποία αγωνιζόμαστε εμείς οι Χριστιανοί […]».


(Κατηχήσεις αγίου Κύριλλου Ιεροσολύμων, απόσπασμα από την 18η Κατήχηση, Γ. Β. Μαυρομάτης, τόμος Β’).

Διδασκαλίες Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που ποτέ δεν θα σας πουν οι λεγόμενοι «πατερικοί»

$
0
0
Διδασκαλίες του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που ποτέ δεν θα σας πουν οι λεγόμενοι «πατερικοί» Ex Protestant
Η λάρνακα με το σκήνωμα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό, το οποίο από το 2004 όπως και αυτό του Ιερού Χρυσοστόμου, έχει αποδοθεί στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και εκτίθενται σε προσκύνηση στον Πατριαρχικό Ναό του Αγ. Γεωργίου, στο Φανάρι.

Στο προηγούμενο άρθρο είχαμε μιλήσει για τον ιερό Χρυσόστομο. Στο παρόν άρθρο, θα αναφέρουμε ενδεικτικά διδαχές του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (του Ναζιανζηνού), που ποτέ δεν θα σας πουν οι λεγόμενοι «πατερικοί» πεντηκοστιανοί, διότι έρχονται σε αντίθεση με την πίστη τους και φανερώνουν Ορθοδοξία.
Οφειλόμενη η τιμή στα άγια λείψανα.
Οι εθνικοί «ουκ έτι προσάξουσι πυρ μαρτύρων μνήμασι, ως άλλων εφέξοντες άθλησιν ταις κατ’ αυτών ατιμίαις· ουκ έτι πυρί καταναλώσουσιν αγίων λείψανα, οστοίς ατιμοτάτοις συνατιμάσαντες, και τοις ανέμοις δώσουσιν, ίνα και της οφειλομένης τιμής τοις τοιούτοις αποστερήσωσιν…».
(Λόγος στηλιτευτικός Κατά Ιουλιανού δεύτερος, 5).

Μεταξύ των άλλων, δεν θα καταναλώσουν τα λείψανα των αγίων στην φωτιά, ώστε να αποστερήσουν την οφειλόμενη τιμή από αυτά. Τα λείψανα τιμώνται επομένως.

Υπέρ εικόνων
«Διότι εκείνα που ούτε ο Διοκλητιανός, ο πρώτος ο οποίος προσέβαλε τους Χριστιανούς, ούτε ο Μαξιμιανός, που τον διεδέχθη και τον εξεπέρασε, ανελογίσθη ποτέ, ούτε ο Μαξιμίνος, ο μετά από εκείνους και περισσότερον από εκείνους διώκτης (του οποίου τα σημάδια της επί της εποχής του πληγής φέρουν ακόμη αι εικόνεςεκτεθειμέναι δημοσίωςκαι στηγματίζουν την κακοποίηση του σώματος…)» (Κατά Ιουλιανού).

Καταστροφή των σεβασμάτων των Χριστιανών από εθνικούς αυτοκράτορες κατά την εποχή των διωγμών. Ύπαρξη εικόνων!!


Διδασκαλίες του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που ποτέ δεν θα σας πουν οι λεγόμενοι «πατερικοί» Ex Protestant

Η Παρθένος Μαρία ονομάζεται Θεοτόκος.
Αναπτύσσοντας την διδασκαλία περί των δύο φύσεων του Ιησού Χριστού, αναφέρει ότι ακριβώς επειδή έχει θεία και ανθρώπινη τέλεια φύση, εάν κάποιος την αγία Μαρία δεν την κατανοεί ως  «Θεοτόκο», είναι ως να μην παραδέχεται την θεία φύση του Χριστού (το οποίο είναι αίρεση).

«Επί τέλει δε και άνθρωπον, προσληφθέντα υπέρ της σωτηρίας της ημετέρας, παθητόν εν σαρκί, απαθή θεότητι, περιγραπτόν σώματι, απερίγραπτον πνεύματι, τον αυτόν επίγειον και ουράνιον, ορώμενον και νοούμενον, χωρητόν και αχώρητον, ίν’  όλω ανθρώπω τω αυτώ και Θεώ όλος άνθρωπος αναπλάσθη πεσών υπό την αμαρτίαν. Ει τις ου Θεοτόκον την αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστί της θεότητος.Ει τις ως δια σωλήνος της Παρθένου διαδράμει, αλλά μη εν αυτή διαπεπλάσθαι λεγοι θεικώς άμα και ανθρωπικώς (θεικώς μεν, ότι χωρίς ανδρός· ανθρωπικώς δε, ότι νόμω κυήσεως,όμοιως άθεος».
(Επιστολή 101,προς Κληδόνιον).



Ενέργειες του Θεού δια μέσου των αγίων λειψάνων
Αναφέρει για θαύματα που γίνονται με τα τίμια λείψανα του αγίου Κυπριανού, «όταν υπάρχει η πίστις», και προσθέτει πώς αυτό το γνωρίζουν «όσοι έλαβαν πείραν και έχουν μεταδώσει το θαύμα και εις ημάς και θα το παραδώσουν και εις το μέλλον»

«..την των δαιμόνων καθαίρεσιν, την των νόσων κατάλυσιν, την του μέλλοντος πρόγνωσιν· α πάντα δύναται Κυπριανού και η κόνις μετά της πίστεως,ως ίσασιν οι πεπειραμένοι, και το θαύμα μέχρις ημών παραπέμψαντες, καιτω μέλλοντι παραδώσοντες χρόνω» (Λόγος εις τον Άγιον Κυπριανόν κδ).

Μεγάλες τιμές και πανηγύρεις για τους αγίους μάρτυρες, με την αφή του σώματος των οποίων ή με την τιμή προς αυτούς ο Θεός θαυματουργεί.

Στον πρώτο στηλιτευτικό του λόγο κατά του Ιουλιανού, ο Γρηγόριος αναφέρει για τούς αγίους: «αυτών είναι αι μεγάλαι τιμαί και πανηγύρεις. Από αυτούς οι δαίμονες φυγαδεύονται και αι νόσοι θεραπεύονται.. αυτών τα σώματα μόνα έχουν την ιδίαν δύναμιν με τας αγίας ψυχάς των, είτε εφαπτόμενα είτε τιμώμενα. Αυτών και αι ρανίδες μόνο αίματος και μικρά αντικείμενα του πάθους των ενεργούν όσα και τα σώματα»

«Ουκ ηδέσθης τα υπέρ Χριστού σφάγια· ουδέ εφοβήθης τους μεγάλους αγωνιστάς, τον Ιωάννην εκείνον, τον Πέτρον, τον Παύλον, τον Ιάκωβον, τον Στέφανον, τον Λουκάν, τον Ανδρέαν, την Θέκλαν, τους επ ‘ εκείνοις τε και προ εκείνων της αληθείας προκινδυνεύσαντας· οι πυρί, και σιδήρω, και θηρσί, και τυράννοις προθύμως αντηγωνίσαντο, και παρούσι κακοίς και απειλουμένοις, ώσπερ εν αλλοτρίοις σώμασιν η ασώματοι· τίνος ένεκεν? Ίνα μη προδώσι μηδέ μέχρι ρήματος την ευσέβειαν.Ωναι μεγάλαι τιμαί και πανηγύρεις· παρ’ ων δαίμονες ελαύνονται, και νόσοι θεραπέυονται, ων αι επιφάνειαι, και ων αι προρρήσεις, ων και τα σώματα μόνον ίσα δύνανται ταις αγίαις ψυχαίς, η επαφωμενα, η τιμώμενα, ων και ρανίδες αίματος μόνον, και μικρά σύμβολα πάθους ίσα δρώσι τοις σώμασι»
(Α λόγος στηλιτευτικός κατά Ιουλιανού, ξθ).

Διδασκαλίες του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που ποτέ δεν θα σας πουν οι λεγόμενοι «πατερικοί» Ex Protestant

Υπέρ νηπιοβαπτισμού. Το βάπτισμα είναι Μυστήριο.
Το βάπτισμα, ως πράξη μύησης, είναι Μυστήριο.
«Επειδή και τούτο εστί φωτισμός, το γνώναι του Μυστηρίου την δύναμιν».(Λόγος εις το άγιο Βάπτισμα, 1).

Αναφέρει περί βαπτίσματος όλων των ηλικιών, αλλά και τον νηπιοβαπτισμό, απόδειξη ότι ως την εποχή του (τουλάχιστον) οι χριστιανοί βάπτιζαν και τους ενήλικες (που άκουγαν για πρώτη φορά), αλλά και τα βρέφη των πιστών.

«Νήπιον εστί σοι? Μη λαβέτω καιρόν η κακία· εκ βρέφους αγιασθήτω, εξ ονύχων καθιερωθήτω τω Πνεύματι
(Λόγος εις το άγιο Βάπτισμα 17).

«Τι δ' αν είποις περί των νηπίων έτι, και μήτε της ζημίας επαισθανομένων, μήτε τη χάριτος? Η και ταύτα βαπτίσομεν? Κρείσσον γαρ αναισθήτως αγιασθήναι, η απελθείν ασφράγιστα και ατέλεστα. Και τούτου λόγος ημίν η οκταήμερος περιτομή, τυπική τις ούσα σφραγίς, και αλογίστοις έτι προσαγομένη· ως δε και η των χρίσις δια των αναισθήτων φυλάττουσα τα πρωτότοκα». (Λόγος εις το άγιο Βάπτισμα 28).


Υγ. Πηγή TLG
Για την γνησιότητα, βλ. Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 519-529 (Β Τόμος).

Νόσος και θεραπεία στην Ορθόδοξη Θεολογία

$
0
0



Ιωάννου (Ζηζιούλα), Μητροπολίτου Περγάμου

Πώς εννοεί η Ορθόδοξη Θεολογία, και πώς πρέπει να αντιλαμβάνεται η Εκκλησία, τη νόσο και τη θεραπεία, αν και όχι με σχήματα και έννοιες ιδεοκρατικές, φυσιοκρατικές ή ψυχολογικό – χρηστικές; Στην προσπάθεια να δώσουμε κάποια απάντηση στο ερώτημα αυτό, ας δανεισθούμε από την πατερική θεολογία τις ακόλουθες θεμελιώδεις αρχές:

1. Η νόσος, η κάθε μορφής νόσος, αποτελεί συνέπεια της πτώσεως του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι η αρρώστια συνδέεται με την αμαρτία, και όχι με την ανθρώπινη φύση. Δεν είναι «φυσικό», συνεπώς, να αρρωσταίνει ο άνθρωπος, αλλά αφύσικο, «παρά φύσιν». Αυτό, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να μας οδηγεί στη θέση που ονομάσαμε φυσιοκρατική ή ιδεοκρατική: θεραπεία και ίαση στην περίπτωση αυτή φαίνεται να σημαίνουν συμμόρφωση προς τη φύση. Εν τούτοις, ορισμένες διευκρινίσεις μάς φέρουν μακριά από κάθε φυσιοκρατική αντίληψη. Η φύση του ανθρώπου καθαυτή, επειδή προέρχεται από το μηδέν, είναι τρεπτή, δηλαδή ρέπει προς τη φθορά και το θάνατο, και συνεπώς προς την αρρώστια. Αλλά η ίδια φύση μπορεί επίσης να υπερβεί τη ροπή αυτή, όχι με δυνάμεις εγγενείς σ’ αυτήν, αλλά αν ενωθεί με τον άφθαρτο και αιώνιο Θεό. Η υπέρβαση αυτή της εγγενούς στην ανθρώπινη φύση τρεπτότητας και φθοράς έχει δοθεί στον άνθρωπο ως «λόγος», ως τελικός προορισμός, του οποίου η πραγμάτωση ανατέθηκε στην ελευθερία του ανθρώπου ως προσώπου: ο πρώτος άνθρωπος ως ελεύθερο πρόσωπο κλήθηκε να κατευθύνει τη φύση είτε προς τον ίδιο τον εαυτό της, είτε προς το πέραν του εαυτού της, το Θεό. Η ελεύθερη επιλογή του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ, υπήρξε η πρώτη από αυτές τις δύο (τροπή της φύσεως προς τον εαυτό της), και έτσι η νόσος από δυνατότητα φυσική, έγινε πραγματικότητα φυσική. Δεν είναι πλέον δυνατόν να μη νοσεί η ανθρώπινη φύση· η νόσος έγινε φαινόμενο «φυσικό», όχι όμως γιατί αυτό ήταν αναπόφευκτο, αλλά γιατί εκεί οδήγησε τα πράγματα η ανθρώπινη ελευθερία. Οι συνέπειες αυτής της θέσεως για τη θεραπεία θα φανούν ελπίζουμε πιο κάτω.

2. Όπως η αμαρτία έτσι και η νόσος έχουν πια καταστεί γενική και παγκόσμια πραγματικότητα, την οποία δεν μπορεί να άρει η ανθρώπινη ελευθερία, παρά το γεγονός ότι σ’ αυτήν οφείλεται η εμφάνιση και εδραίωσή της. Και τούτο γιατί με το θάνατο, που μπήκε στην ύπαρξη, και από απλή φυσική δυνατότητα έγινε και αυτός φυσική πραγματικότητα, κατατμήθηκε η ανθρώπινη φύση, και δεν φέρεται στο σύνολό της, στην καθολικότητά της, από κάθε πρόσωπο. Έτσι η προσωπική ελευθερία ενός ανθρώπου δεν επηρεάζει την ανθρώπινη φύση στο σύνολό της: νοσούν και πεθαίνουν, συνεπώς, όχι μόνον οι αμαρτωλοί, αλλά και οι άγιοι.

3. Η τελική και αληθινή θεραπεία ως πλήρης εξάλειψη της νόσου είναι αδύνατη και ακατόρθωτη για την ανθρώπινη φύση, αλλά και την ανθρώπινη ελευθερία. Η φθορά και η θνητότητα κληροδοτούνται βιολογικά από γενεά σε γενεά, και μαζί τους η νόσος. Για να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος, πιστεύουμε στη θεολογία, χρειάζεται έξωθεν επέμβαση, μια επέμβαση, που πραγματοποιείται για μας στο πρόσωπο του Χριστού, στον οποίο η ένωση της ανθρώπινης με τη θεία φύση, που αποτελούσε την κλήση και τον προορισμό του πρώτου ανθρώπου, πραγματοποιείται χωρίς το πέρασμα από τη βιολογική γέννηση, που διαιωνίζει τη φθορά και το θάνατο, πράγμα αδύνατο για κάθε μεταπτωτικό άνθρωπο. Ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινά υγιής άνθρωπος, όχι γιατί είναι και Θεός —στο Θεό δεν έχουν εφαρμογή οι έννοιες του υγιούς ή του ασθενούς— αλλά διότι η ανθρώπινη φύση Του, απαλλαγμένη από την κληρονομημένη φθαρτότητα και διαρκώς ενωμένη εκούσια και ελεύθερα, χάρη στην υποστατική —δηλαδή την προσωπική ένωση με το Θεό, υπερβαίνει τη φθορά και το θάνατο. Καμιά θεραπεία, συνεπώς, ως αληθινή και ριζική εξάλειψη της νόσου δεν είναι νοητή εκτός Χριστού. Η θεραπεία είναι δυνατή μόνο ως ενσωμάτωση στο Χριστό, τον μόνο αληθινά υγιή άνθρωπο. Δεν είναι χωρίς σημασία το ότι για την Εκκλησία το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας έχει τόσο κεντρική σημασία για τη θεραπεία, και δεν αρκεί ποτέ η ασκητική προσπάθεια της ανθρώπινης ελευθερίας, για να θεραπευθεί κανείς.

4. Παρά ταύτα η ανθρώπινη ελευθερία παραμένει κλειδί για την ορθή κατανόηση τόσο της έννοιας της νόσου όσο και της θεραπείας. Αφού η νόσος πέρασε στην ύπαρξη μέσα από την ανθρώπινη ελευθερία και η θεραπεία και ίαση δεν μπορεί παρά να περάσει από την ίδια πύλη. Το μυστικό αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι ασκητικοί Πατέρες της Εκκλησίας, και γι’ αυτό έδωσαν τόση βαρύτητα στην άσκηση της ανθρώπινης ελευθερίας, ως απελευθέρωσης από τα πάθη. Στο σημείο αυτό ιδιαίτερα σημαντικά είναι όσα μας προσφέρει ο άγιος Μάξιμος.

Θεραπευτικά αξιώματα του αγίου Μαξίμου

Η πεμπτουσία της νοσηρότητας για τον άγιο Μάξιμο βρίσκεται στη φιλαυτία. Η φιλαυτία δεν είναι απλά ένα πάθος: είναι η γενεσιουργός αιτία όλων των παθών: «θέλεις να ελευθερωθείς από τα πάθη, αποτίναξε τη μητέρα των παθών, τη φιλαυτία» (κεφ. αγαπ. II, I). Όπως αναλύει ο Φώτιος πιστά τη σκέψη του Μαξίμου (Βιβλιοθ. κωδ. 192 – Ρ. G. 103, 637 εξ. ), η φιλαυτία, που αντικατέστησε την αγάπη προς το Θεό, γέννησε την ηδονή, αλλ’ επειδή η ηδονή ήταν ανάμικτη με την οδύνη, ενεπλάκη ο άνθρωπος σε μια ατέρμονα και απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσει την ηδονή και να αποβάλει την οδύνη. Από την αγωνιώδη αυτή προσπάθεια γεννήθηκε ο «όχλος των παθών». Και επεξηγεί ο Φώτιος τη σκέψη του Μαξίμου: «Οίον, είμεν της εν φιλαυτία ηδονής αποποιούμεθα, γεννώμεν την γαστριμαργίαν, την υπερηφανίαν, την φιλαργυρίαν, και όσα τον τυχόντα τρόπον πορίζει ηδονήν· ει δε την εν φιλαυτία φεύγομεν οδύνην, γεννώμεν: τον θυμόν, τον φθόνον, το μίσος, την απόγνωσιν και όσα άλλα της ηδυνούσης εστέρηται διαθέσεως. Εκ δε τοις αμφοίν μίξεως τίκτεται η ύπόκρισις, η κολακεία, ο δόλος, και απλώς όσα άλλα μοχθηρά είδη της μικτής έστι πανουργίας επινοήματα».

Με άλλα λόγια αν αποποιηθούμε την ηδονή, διατηρώντας όμως τη φιλαυτία, προκαλούμε τη γαστριμαργία, την υπερηφάνια, τη φιλαργυρία και όλα όσα κατά οποιονδήποτε τρόπο παρέχουν ηδονή, αν δε αποποιηθούμε και αποφύγουμε την οδύνη, πάλι διατηρώντας τη φιλαυτία, προξενούμε το θυμό, το φθόνο, το μίσος, την απόγνωση και όλα όσα εμπεριέχουν στέρηση της ηδονής. Αν πάλι αναμείξουμε και τα δύο και τα αποφύγουμε (δηλ. τόσο την ηδονή όσο και την οδύνη) —διατηρώντας πάντοτε τη φιλαυτία – πέφτουμε στην υποκρισία, τη κολακεία, το δόλο κ. λπ. Τα συμπεράσματα είναι σημαντικά.

α. Η θεραπεία από τα πάθη δεν επιτυγχάνεται με την πάλη απ ευθείας κατά των συγκεκριμένων παθών. Αντίθετα, όπως είδαμε στο χωριό, που μόλις διάβασα, επειδή το όλο πρόβλημα της ψυχικής αρρώστιας γεννάται από τη στέρηση της ηδονής — σε συνδυασμό πάντοτε με τη φιλαυτία— όσο περισσότερη στέρηση προκαλούμε τόσο πιο πολλά πάθη γεννούμε. Τί σημαίνει αυτό. ότι για να θεραπευθούμε από τα πάθη, πρέπει να επιτρέπουμε τα πάθη να υπάρχουν και να λειτουργούν; Ασφαλώς όχι. Αλλά σημαίνει ότι εφ’ όσον χρόνο διαρκεί η φιλαυτία, η εκκοπή των συγκεκριμένων παθών είναι όχι μόνο ανέφικτη, αλλά και όταν επιτευχθεί, επικίνδυνη, γιατί με τη στέρηση της ηδονής, την οποία συνεπάγεται, γεννά άλλα πάθη. Έτσι συμβαίνει συχνά όσοι απαλλάσσονται από σαρκικά πάθη να αναπτύσσουν το πάθος της φιλαργυρίας ή της υπερηφανίας κ. λπ. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για θεραπεία όταν εξαλείφονται συγκεκριμένα πάθη. Η μόνη θεραπεία βρίσκεται στην εξάλειψη της φιλαυτίας, που είναι η ρίζα όλων αυτών των παθών.

β. Επειδή η οδύνη αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ηδονής στη μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου, αποτελεί εσφαλμένη αντίληψη περί ασθενείας, αυτή που ονομάσαμε πιο πάνω χρηστική – αναλγητική προσέγγιση, και που φαίνεται να επικρατεί στη σύγχρονη φιλοσοφία της ιατρικής. Η οδύνη δεν εξαλείφεται με την απάλειψή της, αλλά με την αποδοχή της. Η θεραπεία έρχεται με την πρόσκληση της οδύνης και την εμπειρία της. Συμβαίνει βέβαια πολλές φορές η οδύνη να είναι δυσβάσταχτη, και η εμπειρία της εξοντωτική. Γι’ αυτό κάθε θεραπευτική αγωγή θα πρέπει να προσαρμόζεται στην ανθεκτικότητα του ασθενούς (=οικονομία). Αλλά με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να θεωρήσουμε τον ασθενή θεραπευθέντα, επειδή ψυχολογικά «αναπαύεται» ή δεν υποφέρει. Η τραγικότητα της υπάρξεως βρίσκεται μέσα στον ίδιο το Σταυρό του Χριστού, και καμία θεραπεία δεν μπορεί να παρακάμψει το Σταυρό. Πολλές φορές ξεχνούμε ότι η ηδονή δεν είναι μόνο σαρκική αλλά και ψυχολογική. Αποσπώντας την οδύνη από τη θεραπεία προσφέρουμε την ηδονή, πράγμα που αποτελεί φυγή από την πραγματικότητα και την αληθινή θεραπεία.

γ. Η σωστή θεραπεία από τα πάθη προϋποθέτει, κατά τον Μάξιμο, τρεις βασικές διακρίσεις. Τις περιγράφει στο εξής χωρίο από τα κεφάλαια περί αγάπης: «Ου προς τα πράγματα ο νους πολεμεί του θεοφιλούς, ουδέ προς τα τούτων νοήματα, αλλά προς τα πάθη τα τοις νοήμασι συνεζευγμένα. Οίον ου προς την γυναίκα πολεμεί, ουδέ προς τον λυπήσαντα, ουδέ προς τας τούτων φαντασίας, αλλά προς τα πάθη, τα ταις φαντασίαις συνεζευγμένα (40). Άπας ο πόλεμος του μοναχού προς τους δαίμονας, ίνα τα πάθη των νοημάτων χωρίση. Άλλως γαρ απαθώς τα πράγματα βλέπειν ου δύναται (42), Άλλο εστί πράγμα και άλλο νόημα και άλλο πάθος. Και πράγμα μεν εστίν, οίον ανήρ, γυνή, χρυσός και τα εξής. Νόημα δε, οίον, μνήμη ψιλή τίνος των προειρημένων. Πάθος δε, οίον, φιλία άλογος ή μίσος άκριτον τινός των προειρημένων. Προς ουν το πάθος εστί του μοναχού η μάχη».

Θεωρούμε τις διακρίσεις αυτές του Μαξίμου άκρως σημαντικές για το θέμα της θεραπείας. Και πρώτον, σημαίνουν ότι αποτελεί λανθασμένη μέθοδο η πάλη εναντίον των αντικειμένων, των όντων καθαυτά, επειδή προκαλούν πειρασμούς και δυσκολίες. Το να λέγει αυτό ένας μοναχός, όπως ο Μάξιμος, ο οποίος έφυγε από τα «πράγματα» και πήρε τις αποστάσεις του από τον κόσμο, αποκαλύπτει ότι η φυγή από τα πράγματα δεν αποτελεί λύση, ούτε η παραμονή στα πράγματα, όπως συμβαίνει με όσους ζουν όταν κόσμο, αποτελεί αιτία ασθένειας. Το να εισηγηθούμε, για παράδειγμα, το διαζύγιο σε κάποιον, που υποφέρει ψυχικά από την παρουσία του συντρόφου του, δεν αποτελεί θεραπεία του. Μπορεί το διαζύγιο να άρει προς καιρό την οδύνη του προσώπου αυτού, αλλά το πρόβλημα παραμένει στο ακέραιο. Έτσι πρέπει να θεωρηθεί λανθασμένη και η τρέχουσα αντίληψη ότι ο μοναχός φεύγει από τον κόσμο για να «θεραπευθεί» από τα πάθη αποφεύγοντας τους πειρασμούς. Ολόκληρη η ασκητική παράδοση τονίζει ότι οι πειρασμοί γίνονται πιο δυνατοί, όταν φύγει κανείς από τα «πράγματα» που τους προκαλούν, γιατί μένουν τα «νοήματα» των πραγμάτων, τα οποία πειράζουν τον άνθρωπο.

Το ίδιο όμως ισχύει και για τα «νοήματα» των πραγμάτων. Η μνήμη και η αναπαράσταση των όντων δεν είναι αυτή καθαυτήν απορριπτέα. Πολλοί, αντίθετα με όσα γράφει ο Μάξιμος, μάχονται την τέχνη, τον πολιτισμό και ό,τι άλλο συνεπάγεται λειτουργία της ανθρώπινης φαντασίας, για χάρη της απελευθερώσεως από τα πάθη. Πρόκειται για μια Ωριγενική και Ευαγριανή πνευματικότητα, την οποία ασφαλώς έχει στο νου του και καταπολεμά ο Μάξιμος, γιατί τέτοιες ιδέες ήσαν τότε —και, φοβούμαι, εξακολουθούν να είναι— διαδεδομένες μεταξύ των μοναχών. Ούτε προς τα πράγματα, ούτε προς τα νοήματά τους είναι η πάλη των μοναχών, τονίζει ο Μάξιμος, αλλά προς τα πάθη, που είναι «συνεζευγμένα» σ’ αυτά. Μια σωστή θεραπεία επιβάλλει αυτές τις διακρίσεις. Αλλιώς παράγονται πνευματικά εκτρώματα, άνθρωποι ψυχικά ασθενείς, που έχουν ανάγκη θεραπείας περισσότερο από κάθε άλλον.

δ. Πώς όμως μπορεί να γίνει ο διαχωρισμός του πάθους από τα πράγματα και τα νοήματα: Την απάντηση τη δίνει ο Μάξιμος στην επόμενη αμέσως παράγραφο των όσων είπε πιο πάνω: το εμπαθές νόημα είναι «λογισμός σύνθετος από πάθους και νοήματος. Χωρίσωμεν το πάθος από του νοήματος, και απομένει ο λογισμός ψιλός. Χωρίζομεν δε δι’ αγάπης πνευματικής και εγκράτειας, εάν θέλωμεν». Ο χωρισμός του πάθους από το νόημα δεν γίνεται παρά με την αγάπη, την εγκράτεια (δηλ. την αυτοκυριαρχία) και την ελεύθερη θέληση. Τα στοιχεία όμως αυτά χρειάζονται περισσότερη ανάλυση.

Η αγάπη ως ελευθερία και η ελευθερία ως αγάπη

Τόσο ή έννοια τής αγάπης όσο και εκείνη της ελευθερίας, ενώ αποτελούν κλειδιά για τη σωστή θεραπεία, υπόκεινται και αυτές στη δική τους παθολογία. Έτσι αγάπη μπορεί να είναι στην ουσία μια μορφή ναρκισσισμοί», δηλαδή αγάπης του εαυτού μας μέσα από την μορφή, τον καθρέφτη του άλλου. Ο ναρκισσισμός θεωρείται νόσος, αλλά οι μορφές του είναι τόσο πολλές και δυσδιάκριτες ώστε να μη αντιμετωπίζεται συνήθως στη ρίζα του. Στην πραγματικότητα κάθε ερωτική αγάπη εμπεριέχει στοιχεία ναρκισσισμού, αυτού που ονομάσαμε προηγουμένως στη γλώσσα του Μαξίμου «φιλαυτία». Το «πάθος» της ερωτικής αγάπης συνίσταται στην απαίτηση της αποκλειστικότητας που εμπεριέχει, έτσι ώστε ολόκληρη η ύπαρξη να οικοδομείται επάνω σε δύο πρόσωπα, ωσάν να μη υπήρχαν άλλα όντα γύρω τους. Ο έρωτας είναι στο βάθος μια εγωκεντρική μορφή αγάπης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πολλές παθολογικές καταστάσεις (εξάρτηση, άγχος αποχωρισμού κ. λπ. ).

Το ίδιο ισχύει και για την ελευθερία. Η ελευθερία ως απελευθέρωση από τον άλλο μπορεί να σημάνει την πιο ωμή μορφή φιλαυτίας, μια παθολογική ανεξαρτησία από τους άλλους, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη ή και αυτοκτονία, όταν διαπιστώνεται ότι οι άλλοι μάς είναι απαραίτητοι, αλλά όχι επιθυμητοί. Έτσι το πρόβλημα δημιουργείται, με ποιόν τρόπο η αγάπη και η ελευθερία μπορούν όχι μόνο να μας απελευθερώσουν από τα πάθη, αλλά και να αποκαθαρθούν τα ίδια από τη δική τους παθολογία. Στο σημείο αυτό η θεολογία θα μπορούσε να προσφέρει τις εξής θέσεις:

α. Την υπέρβαση της αποκλειστικότητας στην αγάπη. «Εάν τινάς μεν μισής τινάς δε ουδέ αγάπης ουδέ μισής, έτερους δε αγαπάς, άλλα συμμέτρως, άλλους δε σφόδρα αγαπάς, εκ ταύτης της ανισότητος γνώθι ότι μακράν ει της τελείας αγάπης, ήτις υποτίθεται πάντα άνθρωπον εξ ίσου αγαπήσαι Η αποκλειστικότητα αναιρεί την αγάπη γιατί υποκρύπτει κάποια μορφή φιλαυτίας. Αγαπούμε τους οικείους μας, τα παιδιά μας, τους συγγενείς μας, τους «ερωμένους» κ. λπ. , περισσότερο από τους άλλους, γιατί κάποια ανταπόκριση περιμένουμε απ’ αυτούς ή γιατί κάποια ανάγκη, ψυχολογική ή βιολογική μας δένει μαζί τους. Η αγάπη των οικείων υποκρύπτει το πάθος της φιλαυτίας.

β. Την αγάπη των έχθρων. Καμιά μορφή αγάπης δεν είναι πιο ελεύθερη από αυτήν και καμιά μορφή ελευθερίας δεν ταυτίζεται πιο πολύ με την αγάπη των εχθρών. «Ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; [. . . ] και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι» (Λουκ. 6, 32). Η αγάπη που προσδοκά ανταπόδοση είναι «αμαρτωλή», παθολογική. Η αγάπη που δεν περιμένει ανταπόδοση, ή καλύτερα, που απευθύνεται σε όσους μας βλάπτουν, είναι αληθινά «χάρις», δηλαδή ελευθερία. Η αγάπη τσε Θεού «εν Χριστώ» «έτι αμαρτωλών όντων ημών» και εχθρών του Θεού, η αγάπη προς τους αμαρτωλούς είναι η μόνη ελεύθερη αγάπη.

Συμπερασματικά, μόνον όταν συμπίπτει η αγάπη με την ελευθερία έχουμε θεραπεία. Αγάπη χωρίς ελευθερία και ελευθερία χωρίς αγάπη αποτελούν παθολογικές καταστάσεις, που χρειάζονται θεραπεία.

Αλλά πώς μπορεί να συμπέσουν αυτά τα δύο στην πράξη; Είναι εύκολο να αποφαίνεται κανείς για αυτό που πρέπει να γίνει άλλα τί έχει να πει η θεολογία για το πώς μπορεί να γίνει αυτό που πρέπει;

Η Εκκλησία ως θεραπευτήριο

Ερχόμαστε τώρα στο πιο κρίσιμο σημείο της ομιλίας μας: με ποιό τρόπο η Εκκλησία μπορεί να θεραπεύσει τον άνθρωπο στην πράξη;

Ευθύςεξ αρχής πρέπει να άρουμε μια παρεξήγηση, που επικρατεί ευρύτατα. Η Εκκλησία δεν θεραπεύει τόσο με αυτά που έχει, όσο με αυτό που είναι. Το σημείο αυτό είναι σοβαρότατο. Αναζητούμε όλοι κατά κανόνα στην Εκκλησία τα μέσα της σωτηρίας αλλά η σωτηρία βρίσκεται στο ίδιο το γεγονός της Εκκλησίας και της ενσωμάτωσης σ’ αυτήν. Η διαφορά είναι πελώρια και έχει πρακτική σημασία ως προς τη θεραπεία.

Η Εκκλησία έχει πνευματικούς και το μυστήριο της Εξομολογήσεως που σωστότερα πρέπει να λέγεται της Μετανοίας. Πολλή έμφαση και σημασία έχει αποδοθεί στο στοιχείο αυτό ως προς τη θεραπεία. Αναζητείται ο τέλειος πνευματικός, η τέλεια μέθοδος εξομολογήσεως κ. λπ. , και λησμονείται ότι ο πνευματικός δεν θεραπεύει. Μπορεί να είναι κουρασμένος την ώρα της εξομολογήσεως ή να μην έχει τις κατάλληλες γνώσεις —πράγματα συνηθέστατα. Η θεραπεία δεν θα επέλθει την ώρα του Μυστηρίου, απλούστατα γιατί το Μυστήριο έχει ωςστόχο την ένταξη του ανθρώπου στην κοινωνία της Εκκλησίας, και μόνον εκεί, σιγά-σιγά και μακροπρόθεσμα θα επέλθει η θεραπεία. Πώς θα συμβεί αυτό;

Η Εκκλησία αποτελεί θεραπευτήριο, γιατί προσφέρει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να μεταβεί από την κατάσταση του άτομου σ’ εκείνη του προσώπου. Ποιά η διαφορά; Και πώς συμβαίνει αυτό στην Εκκλησία;

Το άτομο αποτελεί έννοια αριθμητική, που πηγάζει από την απομόνωσή του από τα άλλα άτομα· που είναι αυτό γιατί δεν είναι κάτι άλλο. Το άτομο είναι στο βάθος έννοια αρνητική. Όταν ο άνθρωπος υπάρχει και ενεργεί ως άτομο, ψυχολογικά αυτοπεριφράσσεται, «σχίζεται» από τους άλλους. Πρόκειται για μια παθολογική κατάσταση, που συνιστά πλήθος νοσηρών φαινομένων, και ίσως την πηγή όλων των ασθενειών, αυτό που ο Μάξιμος ονομάζει «φιλαυτία». Το άτομο δεν συνιστά μόνο ηθικής η ψυχολογικής φύσεως πρόβλημα, αλλά έχει οντολογικές διαστάσεις. Συνδέεται με το θάνατο, ο οποίος είναι ο κατ’ εξοχήν τροφοδότης και ταυτόχρονα καταλύτης του άτομου: ο θάνατος είναι αυτός που εξαίρει την ατομικότητα χωρίζοντάς την οριστικά από τους άλλους (ο καθένας πεθαίνει μόνον αυτός), για να τη διαλύσει τελικά στην αποσύνθεση και την ανυπαρξία. Η ατομικότητα είναι φορέας νόσου ή νόσων, ακριβώς γιατί στο βάθος της υποκρύπτεται ο φόβος του θανάτου, του οντολογικού μηδενισμού —αν επιτρέπεται η παράδοξη όσο και αληθινή αυτή αντίφαση. Το ίδιο ισχύει για το σώμα. Αν, όπως ο Μάξιμος, συνδέουν την φιλαυτία με το σώμα, δεν είναι γιατί το σώμα είναι κακό, αλλά γιατί εκφράζει κατ’ εξοχήν το οχυρό της ατομικότητας, εκεί που φωλιάζει η δυνατότητα της αποκοπής μας από τους άλλους, και εκεί που τελικά στοχεύει και επιτυγχάνει ο θάνατος. Η ατομικότητα είναι το πρώτο παθολογικό στάδιο, που περνάει ο άνθρωπος, όταν έχει ανάγκη θεραπείας.

Το δεύτερο στάδιο είναι εκείνο της κοινωνίας. Για να θεραπευθεί από την ατομικότητα ο άνθρωπος, πρέπει να περάσει στη σχέση του με τους άλλους —με οποιαδήποτε μορφή έστω και αρνητική: να θυμώσει, να δείρει ή ακόμα και να σκοτώσει. Αυτό που συνήθως λέγεται «εκτόνωση», αποτελεί μορφή υπερβάσεως του ατομισμού, μορφή «θεραπείας» κατά την ψυχιατρική. Δεν πρόκειται για την έννοια του προσώπου, πρόκειται όμως για μια μορφή σχέσεως και κοινωνίας, που εμφανίζεται ως θεραπεία, χωρίς να είναι.

Το επίπεδο στο οποίο επιδιώκει να φέρει τον άνθρωπο η Εκκλησία βρίσκεται πέρα από αυτήν, στην κατάσταση του προσώπου.

Τί είναι το πρόσωπο;

Η Εκκλησία δανείζεται την έννοια του προσώπου από την πίστη της στον Τριαδικό Θεό και περνώντάς την από την Χριστολογία και την Πνευματολογία την εφαρμόζει στην Εκκλησία. Στην Αγία Τριάδα το πρόσωπο είναι έννοια θετική, σχέση καταφατική, και όχι αρνητική. Τα τρία πρόσωπα της Τριάδος είναι διάφορα το ένα από το άλλο, όχι γιατί απομονώνονται και αποσχίζονται το ένα από το άλλο, αλλά αντίθετα γιατί είναι αναπόσπαστα ενωμένα μεταξύ τους. Η ενότητα, όσο πιο άρρηκτη είναι, τόσο πιο πολύ γεννάει, παράγει ετερότητα. Το γεγονός αυτό εξασφαλίζει οντολογική πληρότητα και σταθερότητα, απουσία θανάτου και αληθινή ζωή. Ο άλλος όχι μόνο δεν είναι εχθρός, αλλά η βεβαίωση της δικής μου ταυτότητας και μοναδικότητας: το Συ που με κάνει να είμαι Εγώ, και χωρίς το οποίο το Εγώ είναι ανύπαρκτο και αδιανόητο.

Και κάτι ακόμα. Στην Αγία Τριάδα η προσωπική ετερότητα και μοναδικότητα δεν αιτιολογείται ψυχολογικά, αλλά οντολογικά. Οι ιδιότητες που διακρίνουν τα τρία πρόσωπα μεταξύ τους είναι μόνο οντολογικές: το κάθε Ένα είναι αυτό που είναι, και τίποτε παραπάνω. Το πρόσωπο δεν κρίνεται από τις ιδιότητές του, αλλά από την απλή κατάφαση της ταυτότητάς του ως μοναδικού και αναντικατάστατου όντος. Δεν είναι το πρόσωπο προσωπικότητα, δηλαδή συνιστάμενη ιδιοτήτων (ύψους, κάλλους ή ασχήμιας, αρετής ή κακίας, ευφυΐας ή βλακείας κ. λπ. . Το πρόσωπο είναι ελεύθερο από ιδιότητες και δεν κρίνεται απ’ αυτές).

Αύτη η αντίληψη περί προσώπου περνάει στην Εκκλησία με τη μορφή της αγάπης και της ελευθερίας του Θεού προς τον κόσμο, όπως αυτή εκφράστηκε «εν Χριστώ» με την αγάπη των εχθρών και των αμαρτωλών. Η Εκκλησία είναι ο χώρος στον οποίο ο άνθρωπος δεν κρίνεται από τις ιδιότητές του —αυτό σημαίνει η συγχώρηση, που παίρνει στο Βάπτισμα και στη Μετάνοια— αλλά από το ότι είναι αυτός που είναι. Η συγχώρηση και η αποδοχή τού ανθρώπου ως προσώπου, ως μοναδικής και ανεπανάληπτης ταυτότητος, μες την κοινότητα της Εκκλησίας, αποτελεί την πεμπτουσία της εκκλησιαστικής θεραπευτικής. Η Εκκλησία θεραπεύει όχι με όσα λέγει, αλλά με ό,τι είναι: κοινότητα αγάπης, μιας αγάπης που δεν είναι συναίσθημα, ώστε να το αναζητήσουμε στο εσωτερικό και τη διάθεση του άτομου, αλλά σχέση, πράγμα που απαιτεί συνύπαρξη και αποδοχή σε μια κοινότητα συγκεκριμένη, κοινότητα αγάπης χωρίς αποκλειστικότητα και όρους. Η Εκκλησία θεραπεύει με το να είναι μια τέτοια κοινότητα, στην οποία εντασσόμενος ο άνθρωπος εθίζεται να αγαπά και να αγαπάται ελεύθερα, όπου κατά τα λόγια του Αγίου Μαξίμου «η τελεία αγάπη ου συνδιασχίζει την μίαν των ανθρώπων φύσιν . . . αλλ’ εις αυτήν αεί αποβλεπομένη πάντας ανθρώπους εξ ίσου αγαπά . . . Διό και ο Κύριος ημών καιΘεός Ιησούς Χριστός την αυτού αγάπην εις ημάς ένδειξάμενος, υπέρ της όλης ανθρωπότητος έπαθεν. . . » (κεφ. άγάπ. I, 72).

Το πρακτικό και αμείλικτο ερώτημα είναι όμως: είναι η Εκκλησία κοινότητα αγάπης, χώρος στον οποίο περνάει κανείς από τη «φιλαυτία» στη «φιλαδελφία», από την νόσο στην ίαση; Στο βαθμό που η απάντηση είναι καταφατική, μπορεί να γίνει λόγος για την Εκκλησία ως θεραπευτήριο. Άλλως, είναι ένα φαρμακείο, που προμηθεύει ταώς ανθρώπους με αναλγητικά, χωρίς να τους μεταμορφώνει από άτομα σε πρόσωπα. Γιατί τα πρόσωπα προϋποθέτουν σχέση, και η σχέση κοινότητα. Διαφορετικά παραμένουν άτομα μεμονωμένα με την “ψευδαίσθηση τής αγιότητας. Extra eccliasiam nulla salus— όχι γιατί εκεί υπάρχουν τα μέσα της σωτηρίας, αλλά γιατί εκεί λειτουργεί το Τριαδικό μυστήριο της αλληλοπεριχωρήσεως των προσώπων.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει σε μεγάλο βαθμό απωλέσει τη συνείδηση της κοινότητας, και αν κάνει λόγο σήμερα για θεραπευτήριο μάλλον εννοεί πως είναι φαρμακείο. Παραμένει όμως αληθινή κιβωτός σωτηρίας, γιατί διατηρεί ανόθευτη όχι μόνο την πίστη στον προσωπικό Τριαδικό Θεό και τον Χριστό της καθολικής αγάπης, του Σταυρού και της Αναστάσεως, αλλά και γιατί παραμένει η γνήσια ευχαριστιακή κοινότητα, στην οποία προσφέρονται οι αγαπητικός εκείνες σχέσεις, που μπορούν να θεραπεύσουν τον άνθρωπο μεταβάλλοντάς τον από άτομο σε πρόσωπο. Αυτή την πίστη και αυτή τη σύναξη και κοινότητα πρέπει να τη διατηρήσουμε γνήσια και ενεργό, αν θέλουμε να θεωρούμε τήν Εκκλησία ως θεραπευτήριο.

Ανατρέχοντας σε όσα προσπάθησα να πω αισθάνομαι πως πρέπει να επισημάνω τα ακόλουθα.

Για την Εκκλησία και τη θεολογία η θεραπεία δεν είναι υπόθεση ψυχολογική ή ηθική, αλλά οντολογική. Σκοπός της θεραπείας δεν είναι να ανακουφίσει τον άνθρωπο από τα συμπτώματα της νόσου, αλλά να τον αναγεννήσει μεταφέροντάς τον από τον χώρο της φιλαυτίας, όπου γεννιούνται τα πάθη, στο χώρο της φιλαδελφίας, όπου υπάρχει η αληθινή θεραπεία διά της αγάπης. Το πέρασμα από τον ένα χώρο στον άλλον είναι επώδυνο, γιατί προϋποθέτει το Σταυρό ή με τα λόγια του αγίου Μαξίμου τη βίωση της οδύνης, που συνυπάρχει με την ηδονή. Είναι ένα πέρασμα, που πρέπει να καθοδηγείται με προσοχή και φιλανθρωπία, «ίνα μη το χωλόν εκτραπή, ίαθή δε μάλλον» (Εβρ. 12, 13).

Στην προσπάθεια αυτή η Εκκλησία και η θεολογία διαθέτουν όχι τόσο τεχνική, ή εξειδίκευση, όσο την πίστη στον προσωπικό Θεό, από την οποία πηγάζει η πίστη στον άνθρωπο ως πρόσωπο, εικόνα και ομοίωση Θεού. την αγάπη του Χριστού την χωρίς όρια και αποκλειστικότητα, και την Εκκλησία ως ευχαριστιακή κοινότητα, η οποία πραγματώνει την αγάπη αυτή ως προσωπική ύπαρξη και σχέση. Ο πόλεμος κατά των παθών και η απαλλαγή από αυτά δεν αποτελούν για την Εκκλησία αυτοσκοπό. Αποβλέπουν στο να αναδυθεί από αυτά το όντως πρόσωπο, να επανενωθεί η κατατεμαχισμένη φύση, και να ξαναβρεί ο άνθρωπος τη σωστή σχέση του με το Θεό, με τούς άλλους ανθρώπους και με την υλική φύση. Υγεία για μας είναι η σωστή σχέση του ανθρώπου με τους τρεις αυτούς παράγοντες (το Θεό, τους άλλους και τη φύση), που αποτελούν τον ορισμό του ανθρώπινου όντος. Ασθένεια είναι η διαταραχή της τριπλής αυτής και τρισδιάστατης σχέσεως. Ίσως αυτό να διαφοροποιεί πολύ τη θεολογία από τη ψυχιατρική —ίσως όχι, εσείς θα κρίνετε. Εκείνο, που είναι βέβαιο είναι ότι τόσο η Εκκλησία όσο και η ιατρική επιστήμη πρέπει να συμπέσουν στη βασική αυτή διαπίστωση, αν πρόκειται να αναπτυχθεί ένας διάλογος μεταξύ τους.

Ιωάννου (Ζηζιούλα), Μητροπολίτου Περγάμου, «Θεολογία και Ψυχιατρική σε διάλογο» -Πρακτικά Ημερίδας- εκδ. Αποστολική Διακονία, σ. 141-156, -απόσπασμα

Πηγή: http://www.pemptousia.gr/



Οί τρείς Ιεράρχες

$
0
0

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ,
ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ
ΕΜΜΑΝΟΥΛ ΒΟΥΖΙΚΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΗΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ





ΕΙΣΑΓΩΓΗ



Κατωτέρω δημοσιεύομεν, ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ τῆς ἑορτῆς τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, τὸν πρυτανικὸν λόγον (1981-1982), τὸν ὁποῖον ἐξεφώνησεν ὁ Καθηγητὴς τοῦ Ἀστικοῦ Δικαίου τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀείμνηστος Ἐμμανουὴλ Βουζίκας μὲ θέμα ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΝΟΜΙΚΟΙ. Διετηρήσαμε τὸ κείμενον τῆς ὁμιλίας ἀκριβῶς ὡς τό πρωτότυπον, ἀλλὰ παρελείψαμε τὰς μεστὰς καὶ ὑψηλῶν νοημάτων συχνὰς καὶ μακροσκελεῖς παραπομπὰς τοῦ ὁμιλητοῦ. Εἴμεθα λίαν δυστυχεῖς διὰ αὐτὴν τὴν παράλειψιν, τὴν πράττομεν μετὰ βαρυτάτης καρδίας∙ ἀλλὰ ἦτο, κατὰ τὴν γνώμην μας, ἀναγκαῖον, διότι, δυστυχῶς, ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἀναγνωστῶν, ἰδίως τῶν νεωτέρων γενεῶν, δὲν θὰ εἶναι εἰς θέσιν, ὄχι μόνον νὰ ἐμβαθύνῃ εἰς τὰς πνευματικὰς ἐννοίας, αἱ ὁποῖαι μεταρσιώνουν τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν ἀναβιβάζουν εἰς πολὺ ὑψηλὰς πνευματικὰς σφαίρας, ἀλλὰ οὔτε κἄν νὰ τὰς ἀναγνώσῃ, πολλῷ δὲ μᾶλλον νὰ τὰς ἐννοήσῃ. Θὰ ἐφηρμόζετο, δηλαδή, τὸ γνωμικὸν :«οὐ γὰρ ἔγνως, ἅ ἀνέγνως, εἰ γὰρ ἔγνως, οὐ κἄν κατέγνως» (δὲν κατάλαβες τὶ διάβασες, διότι ἄν τὰ καταλάβαινες, δὲν θὰ τὰ ἀγνοοῦσες).

Ζητοῦμεν συγγνώμην ἀπὸ τοὺς ἐπαΐοντας καὶ ἐγκρατεῖς τῆς σωστῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, διότι, καὶ χάριν χώρου καὶ ἐλλείψεως χρημάτων, δὲν δημοσιεύομεν τὰς μακροσκελεῖς παραπομπὰς τοῦ συγγραφέως, αἱ ὁποῖαι δὲν ἀναφέρονται μόνον εἰς χωρία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλὰ καὶ εἰς πληθώραν συγγραφέων, ἰδίως ξένων καὶ κυρίως Γερμανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀσχοληθῆ ἐμπεριστατωμένως μὲ τὰ ἔργα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, θαυμάζοντες τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστήρας τῆς Τρισηλίου Θεότητος καὶ, ὡς ἐρασταὶ τῶν λόγων αὐτῶν, μᾶς ἀποδεικνύουν, ὅτι οἱ μελίρρυτοι αὐτοὶ ποταμοὶ τῆς σοφίας δὲν ἦσαν μόνον ἡ κορυφὴ τῆς Θεογνωσίας καὶ πρυτάνεις τῶν γραμμάτων ἀλλὰ καὶ διαπρύσιοι νομικοὶ ἐπὶ μακρὸν. Μόνον ὁ χρυσορρήμων Ἅγιος Ἰωάννης ἐγκατέλειψεν τὴν «μεγαλοδικηγορίαν» ἐνωρίς, διότι διέγνωσεν, ὅτι εἰς τὰ δικαστήρια εἶναι ὑποχρεωμένοι οἱ δικηγόροι τὸν κάθε πελάτην των νὰ τὸν βγάζουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ λάδι ὡς «κάτασπρο περιστέρι», ἀκόμη καὶ ἄν εἶναι «κατάμαυρο κοράκι» καὶ τὸν εἰδεχθέστατον ἐγκληματίαν καὶ θύτην τῶν παραγκωνιζομένων καὶ τῶν κατατρεγμένων θυμάτων ὡς θύμα, γεγονὸς ἀπάνθρωπον καὶ λίαν ψυχοκτόνον. Ὄντως, τὰς ἀποφάσεις, ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, δὲν τὰς «βγάζουν» οἱ δικασταὶ ἀλλὰ κυρίως οἱ «ἀετονύχηδες» δικηγόροι, παρουσιάζοντες τὸ «μαῦρο ὡς ἄσπρο, τὸ πικρὸ ὡς γλυκό, τὸ σκοτάδι ὡς φῶς», μὲ τὴν ἀξιοποίησιν ἀνειλικρινῶν καὶ κυρίως ψευδῶν μαρτύρων. Αὐτὸ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ συμβιβασθῇ μὲ τὸν ἀκέραιον χαρακτῆρα, τὸ χρηστὸν ἦθος καὶ τὴν εὐσυνειδησίαν τῶν μεγίστων αὐτῶν ρητόρων∙ οὕτω ἐγκατέλειψαν τὴν λίαν κερδοφόρον ὑπηρεσίαν τῆς Θέμιδος καὶ ἠκολούθησαν τὴν ὁδὸν τῆς ἀναλώσεως ὑπὲρ τῶν πεινώντων καὶ διψώντων τὴν ἀλήθειαν, τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπων, καταρδεύοντες τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὰ νάματα τῆς Θεογνωσίας.


Βεβαίως αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι ὅλοι, ὅσοι ὑπηρετοῦν τὴν Θέμιδα, ἐργάζονται μὲ ψεύδη καὶ ἀσυνειδησίαν∙ ἀλλ’, ὅμως, εἶναι κοινὸν μυστικὸν τὸ «ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλὰῃ ἀπὸ (σ.σ.κακοὺς) γιατροὺς καὶ δικηγόρους»…

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι εἶναι τὸ σὺμβολον τῆς ὑγιοῦς συνενώσεως τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ μὲ τὸν ἀθάνατον Ἑλληνισμὸν, δηλαδὴ τῶν Ἀρχῶν τοῦ Ἔθνους μας, τὰς ὁποίας ὀφείλομεν νὰ διατηρήσωμε ἡμεῖς οἱ Νεοέλληνες ἀναλλοιώτους.
Τὸ ὅτι αἱ σκοτειναὶ δυνάμεις, διὰ νὰ ὑποδουλώνουν τοὺς λαούς, ἔχουν ὡς δόγμα των νὰ ἀλλοιώνουν τὴν γλῶσσαν, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν λαῶν- ἰδιαιτέρως δὲ διὰ τὸν ἑλληνικὸν λαὸν ἰσχύει τὸ δόγμα τοῦ Γερμανοεβραίου Σιωνιστοῦ Kissinger, τὸ ὁποῖον λέγει:«Μόνον ἐὰν ἀποχριστιανοποιήσωμεν καὶ ἀφελληνίσωμεν τοὺς Ἕλληνας, θὰ ἐπιτύχωμεν τὸν σκοπόν μας»- δὲν εἶναι τόσον ἐπικίνδυνον καὶ αἰσχρόν. Αἴσχιστον καὶ χαριστικὴ βολὴ εἶναι ἡ υἱοθέτησις τῶν σκοπῶν τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων ἀπὸ ἡμετέρους δοτοὺς ἰθύνοντας, ἐξωμότας καὶ ἀνδρείκελα, προδότας, τοποθετημένους ἀπὸ τὰς σκοτεινὰς δυνάμεις εἰς θέσεις κλειδιά.

Αὐτοί, ὡς γενίτσαροι τοῦ πνεύματος, γίνονται ἑκατομμύρια φορὲς περισσότερον ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς γενιτσάρους τῆς ξιφολόγχης. Τὰ δυστυχισμένα αὐτὰ πλάσματα εἶναι ὑποχρεωμένα νὰ ἐξοφλοῦν «γραμμάτια», τὰ ὁποῖα ὑπέγραψαν μὲ τὰς σκοτεινὰς δυνάμεις διὰ τὴν προώθησίν των καὶ διὰ νὰ ἐκτελοῦν ὅλας τὰς ἀπανθρώπους καὶ ἀντιχριστιανικὰς ἐντολὰς τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Φθάνουν, παραδείγματος χάριν, μέχρι τοῦ σημείου ἀναισχύντως καὶ ἀνερυθριάστως νὰ διαστρεβλώνουν βαναύσως καὶ τὴν ἱστορίαν μας καὶ νὰ παρουσιάζουν ἀκόμη καὶ τὸν Κολοκοτρώνην καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ἥρωας τῆς Ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας ὡς δῆθεν «αἱμοχαρεῖς καὶ δολοφόνους τῶν φιλησύχων καὶ εὐπρεπῶν νοικοκυραίων Τούρκων τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τῶν ἄλλων περιοχῶν τῆς ὑποδουλωμένης Ἑλλάδος»… Καὶ ἐνῷ οἱ γενίτσαροι τῆς ξιφολόγχης πιθανῶς νὰ ἀηδιάσουν, νὰ κουρασθοῦν καὶ νὰ σταματήσουν νὰ ξεκοιλιάζουν τὰ θύματά των, οἱ γενίτσαροι, ὅμως, τοῦ πνεύματος μεθοῦν, καὶ, ὡς «μαινόμενοι ταῦροι ἐν ὑαλοπωλείῳ», κόπτονται νὰ ὑλοποιήσουν ὅλα τὰ καταχθόνια σχέδια τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, κατακρημνίζοντες συστηματικῶς ὅλας τὰς ἠθικὰς καὶ πνευματικὰς ἀξίας, διὰ νὰ μὴ ὑπάρχουν δυνάμεις ἀντιστάσεως…
 Πρὸς τοῦτο ἐπαναλαμβάνομεν, ὅτι ἐπιβάλλεται νὰ δημιουργήσωμεν σθεναρὰν ὠργανωμένην ἀντίστασιν ἐναντίον τοῦ πολυωνύμου ὠργανωμένου κακοῦ καὶ νὰ ὑπερασπιζώμεθα τὰς ἠθικὰς καὶ πνευματικὰς ἀξίας, καὶ νὰ ἐπανέλθωμεν εἰς τὰς ρίζας μας. Ὅσοι διατεινόμεθα, ὅτι ἐμφορούμεθα ἀπὸ τὰ ἰδανικὰ τῆς Φυλῆς μας, ὀφείλομεν νὰ προβληματισθῶμεν, τὶ πρέπει νὰ κάνωμεν, διὰ νὰ δύνανται αἱ ἑπόμεναι γενεαὶ νὰ μελετοῦν καὶἐννοοῦν εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν π.χ. τὴν «Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν» τοῦ Θεανθρώπου ἤ τὸν «Περικλέους Ἐπιτάφιον Λόγον» τοῦ Θουκυδίδου (διὰ τὰ ὁποῖα θὰ ἐπανέλθωμε ἐκτενῶς), διὰ νὰ παραμείνωμεν ἁγνοὶ Ἕλληνες καὶ ἐνσυνείδητοι Χριστιανοί∙ διαφορετικῶς, κινδυνεύομεν νὰ μεταγλωττίσωμεν τὰ κείμενα, διὰ νὰ τὰ ἐννοοῦν οἱ νέοι ἄνθρωποι καὶ μὲ τὴν μεταγλώττισιν χάνουν ὄχι μόνον πολὺ ἀπὸ τὰ νοήματά των, ἀλλὰ καὶ τὴν ζωτικότητα καὶ τὴν πνοήν των.
 Ἐὰν δὲν σοβαρευθῶμε καὶ δὲν λάβωμε ριζικὰ μέτρα ἀντιμετωπίσεως, συντόμως θὰ πρέπῃ νὰ μετακαλῶμε Γερμανοὺς καὶ λοιποὺς ἑλληνιστὰς νὰ μᾶς διδάσκουν τὰ σωστὰ ἑλληνικά, δηλαδὴ «ζήτω ποὺ καήκαμε»…



 ΠΡΥΤΑΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ἀκαδημαϊκοῦἔτους 1981-1982
Τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Ἀστικοῦ Δικαίου
τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, 
ἀειμνήστου ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Ι. ΒΟΥΖΙΚΑ.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΝΟΜΙΚΟΙ

Ἤδη ἀπὸ τὸ 1837, ὁπότε ἱδρύθη τὸ πρῶτο ἀνώτατο ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα τῆς χώρας, τὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, ἡ ἀνάληψις τῶν πρυτανικῶν καθηκόντων γίνεται διὰ πνευματικῆς προσφορᾶς πρὸς τὸ κοινόν.
Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ προσφορὰ πραγματοποιεῖται κατὰ μακρὰν παράδοσιν διὰ τῆς ὑπό τοῦ Πρυτάνεως ἐκφωνήσεως λόγου, ἀναγομένου σὲ θέμα τῆς ὑπ' αὐτοῦ καλλιεργουμένης ἐπιστήμης.
Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ πληρωθῇἡ βούλησις τοῦ νομοθέτου, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε τὸ Πανεπιστήμιο νὰ ἐκτίθεται στὴ παρακολούθησι τῆς κοινῆς γνώμης, ἐνῷ διὰ τῆς λογοδοσίας τοῦ Προπρυτάνεως νὰ ὑπόκειται στὴν κρίσι τοῦ κοινοῦ καὶ ὄχι μόνον τῆς ἐποπτευούσης ἀρχῆς, δηλαδὴ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.
Νομίζω δὲ ὅτι ἡ προσφορὰ αὐτὴ πρὸς τὸ κοινὸν πραγματοποιεῖται πληρέστερα, ὅταν ὁ πρυτανικὸς λόγος ἀφορᾶ σὲ θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸ κοινὸ ἔχει τοὐλάχιστον προσλαμβάνουσες παραστάσεις.
Γι᾿ αὐτὸ ὡς θέμα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας μου ἐδιάλεξα: «Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς νομικοί».
Πράγματι τὸ θέμα αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μεγάλο ἐπιστημονικό του ἐνδιαφέρον καὶ τὸ ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ Πανεπιστήμιό μας, τοῦ ὁποίου οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἀποτελοῦν τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο σύμβολά του, ἅπτεται καὶ τῆς θρησκείας καὶ ἑπομένως πληροῦται ἡ προϋπόθεσις τῆς ὑπάρξεως πρόσλαμβανουσῶν παραστάσεων τοῦ κοινοῦ.
Τὸ ἐπιστημονικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ θέματος ἔγκειται στὸ ὅτι, ἐνῷ εἶναι βέβαιον ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἄρχισαν τὴ σταδιοδρομία των ὡς δ ι κ η γ ό ρ ο ι — ὡς «συνήγοροι» ἤ «ρήτορες, ὅπως ἐλέγοντο τότε οἱ δικηγόροι — καὶ ἄσκησαν πράγματι ἐπὶ ὡρισμένο χρονικὸ διάστημα τὴν δικηγορία,ἐν τούτοις κατὰ τὴν κρατοῦσαν σήμερα στὴν ἐπιστήμη ἄποψιν οὗτοι δὲν εἶχαν νομικὴ παιδεία καὶ εἰδικώτερα ὄχι μόνον δὲν ἦσαν ἐγκρατεῖς τοῦ τότε ἰσχύοντος ρωμαϊκοῦ δικαίου, ἀλλὰ καὶ δὲν ἐγνώριζαν κἄν τὴ λατινικὴ γλώσσα. Ἐνῷ, ὅπως θὰ ἀποδείξωμε ἐν συνεχείᾳ, ὄχι μόνον οὗτοι εἶχαν ἑδραία νομικὴ παιδεία, ἀλλὰ εἶναι τεράστια ἡ συμβολὴ των στὸ θεμελιῶδες γιὰ τὴ νομικὴ ἐπιστήμη πρόβλημα τῆς ὀρθῆς μεθόδου ἑρμηνείας τοῦ δικαίου, καθὼς καὶ στὴν ἀναμόρφωσι τοῦ δικαίου.
Ὁ μόνος Ἕλληνας νομικός, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα αὐτό, εἶναι, καθ᾿ὅσον γνωρίζω, ὁ ἀείμνηστος κορυφαῖος νομοδιδάσκαλος καὶ διδάσκαλός μου Κ ω ν σ τ α ν τ ῖ ν ο ς   Τ ρ ι α ν τ α φ υ λ λ ό π ο υ λ ο ς.
Οὗτος ἀπὸ τὸ 1953 ἐπεσήμανε ὅτι, γιὰ τὸ σχηματισμὸ ἀσφαλοῦς κρίσεως ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ, θὰ ἔπρεπε νὰ γίνῃ συστηματικὴ ἔρευνα τῶν ἔργων τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ γενικώτερα τῶν Ἀνατολικῶν Πατέρων. Ἕρευνα, ἡ ὁποία, ὅπως παρατηρεῖ, δὲν εἶχε γίνει μέχρι τότε.
Ἐπιδοθεὶς ἀπὸ πολλοῦ χρόνου στὴν ἔρευνα αὐτή, κατέληξα στὸ συμπέρασμα, ὅτι ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ προκύπτει ὅτι οὗτος εἶχε ἀρτία νομικὴ μόρφωσι καὶ συνεπῶς δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ ἄποψις τοῦ Β a u r —ὁ ὁποῖος μέχρι σήμερα θεωρεῖται «ὁ καλύτερος βιογράφος τοῦ Χρυσοστόμου» —, κατὰ τὴν ὁποία ὄχι μόνον δὲν ἐδιδάχθη ποτὲ τὴ λατινικὴ γλώσσα ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ἀλλὰ καὶ «σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἔργα του δὲν προδίδεται εἰδικὴ νομικὴ μόρφωσις».
Στὸ ἴδιο δὲ πόρισμα κατέληξα ἐπίσης καὶ γιὰ τὴ νομικὴ παιδεία Βασιλείου τοῦ Μεγάλου καὶ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔπειτα ἀπὸ συστηματικὴἔρευνα τῶν ἔργων αὐτῶν.
Ἀπὸ τὴν ἔρευνα αὐτὴ συνάγεται ὅτι ἡ ἑδραία νομικὴ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν προκύπτει, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἀπὸ τὴν τεράστια συμβολὴ καὶ τῶν Τριῶν στὸ θεμελιῶδες γιὰ τὴ νομικὴ ἐπιστήμη πρόβλημα τῆς ὀρθῆς μεθόδου ἑρμηνείας τοῦ δικαίου. Εἶναι πράγματι ἐκπληκτικὸ κάτι ποὺ δὲν ἔχει ἐπισημανθῆ μέχρι σήμερα: ὅτὶ δηλαδὴ ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι πρὸ δέκα ἕξ ἤδη αἰώνων ἔχουν εἰπεῖ τὴν τελευταία λέξιν τῆς συγχρόνου νομικῆς ἐπιστήμης.
Γιὰ πρώτη, καθ' ὅσον γνωρίζομεν, φορὰ στὴν ἱστορία τῆς ἑρμηνείας τοῦ δικαίου, ἐτόνισαν ρητώςὅτι ἡ λογικὴ ἑρμηνεία τοῦ δικαίου, τῆς ὁποίας τὰ θεμέλια εἶχαν θέσει οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πρέπει νὰ εἶναι πρὸ παντὸς τ ε λ ο λ ο γ ι  κ η. Δηλαδὴὅτι προέχον στοιχεῖον τῆς λογικῆς ἑρμηνείας τοῦ δικαίου πρέπει νὰ εἶναι ὁ σκοπὸς («τὸ τέλος») τοῦ νόμου. Ἀποκάλυψις πολὺ σημαντικὴ ἐν ὄψει τοῦ ὅτι ὑποστηρίζεται συνήθως ὅτι ἡ τελολογικὴ μέθοδος ἑρμηνείας τοῦ δικαίου εἶναι ἐφεύρημα τῆς νεωτέρας ἐποχῆς.
Ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, εἶναι ἀδύνατος «εἰ μὴ τὸν σκοπὸν καὶ τὴν αἰτίαν ἑκάστου τῶν γινομένων ἐξετάζειν βουλοίμεθα». Δηλαδή: Ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία εἶναι ἀδύνατος, ἂν δὲν ἐξετάσωμε τὸ σκοπὸ καὶ τὴν αἰτία κάθε διατάξεως. «Ὡς γὰρ ἄνευ θεμελίου σαθρὰἡ οἰκοδομή, οὕτως ἄνευ εὑρέσεως τοῦ σ κ ο π ο ῦ   οὐκ ὠφελεῖ ἡ  Γραφή». Δηλαδή: Ὅπως χωρὶς θεμέλια δὲν εἶναι στέρεα ἡ οἰκοδομή, ἔτσι καὶ χωρὶς νὰ εὕρωμε τὸ σκοπὸ δὲν ὠφελεῖ τὸ γράμμα τοῦ νόμου.

Ὁμοίως ὁ Βασίλειος ταυτίζει ρητῶς τὸ «θέλημα» ἢ      «β ο ύ λ η μ α» τοῦ νομοθέτου πρὸς τὸν «σ κ ο π ὸ ν» τοῦ νόμου.
Ὑποδειγματικὸς δὲ εἶναι πράγματι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἀνευρίσκουν τὸ ἀληθὲς νόημα τοῦ νόμου, ἐφαρμόζοντες τὴν ὑπεροχὴ τοῦ πνεύματος ἔναντι τοῦ γράμματος αὐτοῦ, τὴν ὑπεροχὴ τῆς λογικῆς ἔναντι τῆς γραμματικῆς ἑρμηνείας. Ὅταν, ἀναφέρει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο  μ ο ς, τὸ κείμενο τῆς Γραφῆς λέγῃ: «Σκέπασόν με, Κύριε, ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν πτερύγων σου». Μήπως ἐννοοῦμε, ἐρωτᾷ ὁ ἴδιος, ὅτι ἡ ἀόρατος καὶ ἀκατάληπτος ἐκείνη φύσις, ὁ Θεός, ἔχει φτερά, ὅπως θὰ ἐνόμιζε κανείς, ἐὰν προσεκολλᾶτο στὸ γράμμα τοῦ κειμένου; Καὶ ἀπαντᾶ: Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀλλὰ ἐννοοῦμε τὴ «βοήθεια, τὴν ἀσφάλεια», πού μᾶς παρέχει ἡ Δύναμις αὐτή. Ἑρμηνεία, τὴν ὁποία, ἐὰν ἐφήρμοζαν οἱ δικασταὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, δὲν θὰ ἐκινδύνευε νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον ὁ διάσημος Ἕλληνας ζωγράφος Δ ο μ ί ν ι κ ο ς  Θ ε ο τ ο κ ό π ο υ λ ο ς — ὁ Εl Greco — διότι ἐζωγράφιζε τοὺς ἀγγέλους χωρὶς φτερά. Ἀλλὰ οἱ δικασταὶ τῆς Ἱερᾶς ἐξετάσεως, ὡς γνωστόν, ἐφήρμοσαν ὄχι ἁπλῶς γραμματική, ἀλλὰ πανοῦργο ἑρμηνεία, ἡ ὁποία θὰ ὡδηγοῦσε ἀσφαλῶς σὲ καταδίκη τοῦ Εl Greco, ἂν οὖτος δὲν εἶχε τὴν ἑτοιμότητα νὰ ρωτήσῃ τοὺς δικαστάς του, ἂν ὑπῆρχε κανεὶς ποὺ νὰ ἔχῃ ἰδεῖ τοὺς ἀγγέλους∙ ἡ ἀρνητικὴ δὲ ἀπάντησίς τους ἔσωσε ἀπὸ τὴν καταδίκη καὶ τὸ θάνατο τὸν Εl Greco.
Ἀλλὰ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δὲν περιωρίσθηκαν μόνον στὸ νὰ ἐξάρουν ὅτι ἡ λογικὴ ἑρμηνεία τοῦ δικαίου πρέπει νὰ εἶναι πρὸ παντὸς τελολογική. Ἐβελτίωσαν καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ λογικὴ ἑρμηνεία κατὰ τὸ ὅτι ἐτόνισαν ἰδιαιτέρως τὴν ἀνάγκη ἐμβαθύνσεως στὸ ἀληθὲς νόημα τῶν νόμων. Γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόησι τῶν Γραφῶν, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, πρέπει νὰ καταβῶμεν «πρὸς τὸ βάθος» αὐτῶν, ἄλλως οὐδὲν ὄφελος. Ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ εὕρωμεν τὸ ἀληθινὸ μαργαριτάρι πρέπει νὰ πᾶμε βαθειὰ στὴ θάλασσα, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ εὕρωμεν τὸ ἀληθινὸ νόημα τοῦ νόμου πρέπει νὰ ἐμβαθύνωμε στὸ κείμενο αὐτοῦ.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὅμως προχώρησαν ἀκόμη περισσότερο: Πρῶτοι αὐτοί, καθ' ὅσον γνωρίζομεν, ἐτόνισαν ἰδιαίτερα καὶ ἐφήρμοσαν κατὰ τρόπο ἀπαράμιλλο τὴν ἱστορικὴ καὶ τὴ συγκριτικὴ μέθοδο ἐρεύνης σὰν ἐπικουρία τῆς τελολογικῆς μεθόδου ἐρεύνης. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι κατὰ τὴ σύγχρονο ἑρμηνευτικὴ ἀντίληψι γιὰ τὴν ἀποδοχὴ ὀρθῶν λύσεων εἶναι ἀπαραίτητο ἡ τελολογικὴ μέθοδος νὰ ἐπικουρῆται καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορική, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν συγκριτικὴ μέθοδο ἐρεύνης.
Κατὰ τὴν ἑρμηνεία, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, πρέπει νὰ ἐρευνᾶται, ἐὰν οἱ νόμοι ἐτέθησαν ὑπὸ τοῦ νομοθέτου τὸν «ἴδιο καιρό» («τὸν αὐτὸν καιρόν»), «γιὰ τοὺς ἴδιους ἀνθρώπους» («τοῖς αὐτοῖς ἀνθρώποις»), «γιὰ ἀνθρώπους τελοῦντες ὑπὸ τὶς ἴδιες συνθῆκες», ἤ, ἀντιθέτως, ἐτέθησαν «σὲ ἄλλο καιρό», «γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους», «γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἐτέλουν ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες».
Ἀκριβῶς δὲ μὲ τὴν ἐπικουρία τῆς ἱστορικῆς μεθόδου ἐρεύνης οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἔδωσαν τὴ σωστὴ λύσι σὲ ἕνα θέμα, ποὺ καὶ σήμερα εἶναι ἐπίκαιρο, στὸ θέμα τοῦ ὅ ρ κ ο υ. Ἡ εὐαγγελικὴ ρῆσις «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὁμόσαι ὅλως», λέγουν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορικὴ μέθοδο ἐρεύνης πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ συσταλτικῶς. Δὲν ἀφορᾶ, λέγουν, ἡ ρῆσις αὐτή, σὲ ὅλους τοὺς ὅρκους. Εἰδικώτερα δὲν ἀφορᾶ στοὺς ὅρκους ἐνώπιον δικαστηρίου ἢ ἄλλης δημοσίας ἀρχῆς, ποὺ ἐπιβάλλονται ἀναγκαστικὰ ὑπὸ τοῦ νόμου, ἀλλὰ ἀφορᾷ μόνον στοὺς καλουμένους «προαιρετικούς» («βολουνταρίους») ὅρκους. Ἀναφέρεται δηλαδὴ στοὺς ὅρκους οἱ ὁποῖοι ἐδίδοντο, καίτοι δὲν ὑπῆρχε πρὸς τοῦτο ὑποχρέωσις ἐκ τοῦ νόμου. Τέτοιοι ὅρκοι ἦταν οἱ ὅρκοι ποὺ ἐδίδοντο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γιὰ τήρησι ἰδιωτικῶν συμφωνιῶν, ὅπως εἶναι λ.χ. ὁ ὅρκος τοῦ ὀφειλέτου ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὸ δάνειο. Καὶ οἱ ὁποῖοι, ἅπαξ δοθέντες, ἦταν κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔγκυροι, ἐπισύροντες σὲ περίπτωσι μὴ τηρήσεως τὴν ποινὴ τῆς ἐπιορκίας. Ἐνῷ σήμερα, ὡς γνωστόν, τέτοιοι ὅρκοι εἶναι ἄκυροι. Κατὰ τῶν τοιούτων προαιρετικῶν ὅρκων καὶ μόνον κατ᾿ αὐτῶν στρέφονται μὲ δριμύτητα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ἐπισημαίνοντες τὰ μεγάλα κακά, ποὺ ἠμποροῦν νὰ προέλθουν ἀπὸ τέτοιους ὅρκους. Καὶ ἀναφέρεται ὑπό τοῦ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο υ ἡ περίπτωσις τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Σαούλ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ὁ στρατὸς του ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ υἱοῦ του Ἰωνάθαν ἐνίκησε τὸν ἐχθρό, παρεκίνησε τὸν κατάκοπο στρατὸ νὰ ὁρκισθῇ ὅτι θὰ νηστεύσῃ μέχρι πλήρους ἐξοντώσεως τοῦ ἐχθροῦ. Ἀποτέλεσμα: Ὄχι μόνον ἐξετέθη σὲ κίνδυνο ἥττας ὁ στρατός, ἀλλὰ ὁ βασιλεὺς εὑρέθη πρὸ τοῦ διλήμματος: Νὰ κατασφάξῃ τὸ γιό του, ὁὁποῖος ἔφαγε παραβαίνοντας τὸν ὅρκο, ἢ νὰ γίνη ὁἴδιος ἐπίορκος, διότι εἶχε ὁρκισθῇ νὰ κατασφάξῃ τὸν παραβάτη τοῦὅρκου; Καὶ παρέβη τὸν ὅρκο καὶ ἔσωσε τὸ γιό του.
Οἱ ὅρκοι ὅμως ποὺ ἐπισύρουν τὴν πιὸ δριμεῖα ἐπίθεσι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι οἱ ἀ ν ή θ ι κ ο ι  ὅ ρ κ ο ι. Δηλαδὴ οἱ ὅρκοι περὶ τηρήσεως παρανόμων καὶ ἀνηθίκων συμφωνιῶν, οἱ ὁποῖοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐθεωροῦντο ἔγκυροι. Ὅπως ἦταν ὁ ὅρκος τοῦ Βασιλέως Ἡρώδου πρὸς τὴν θυγατέρα τῆς Ἡρωδιάδος γιὰ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰ ω ά ν ν ο υ. Ἐνῷ τέτοιοι ὅρκοι κατὰ τὸ  Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο  ἔπρεπε νὰ μὴ τηροῦνται ὡς ἄκυροι. Καὶ ἀσφαλῶς στὸ  Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ἔχει τὴν πηγή της ἡ διάταξις τῆς Νεαρᾶς 51 τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἡ ὁποία ἀπηγόρευσε τοὺς τοιούτους ὅρκους μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι «αἱ τοιαῦται (ἐννοεῖται: ὅρκων) παραβάσεις μᾶλλον ἀρέσκουσι Θεῷ παρὰ τὰς τῶν ὅρκων τηρήσεις (δηλαδὴ στὸ Θεὸ ἀρέσουν περισσότερο οἱ παραβάσεις τέτοιων ὅρκων παρὰ οἱ τηρήσεις των)• οὐ γὰρ δεῖ φυλάττεσθαι τὸν ὅρκον οὕτως αἰσχρὸν τὲ καὶ ἄτοπον καὶ εἰς ἀπώλειαν ἄγοντα...».

Ἕνα ἄλλο θέμα, στὸ ὁποῖο οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δίδουν τὴν ὀρθὴ λύσι μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἱστορικῆς μεθόδου ἐρεύνης, εἶναι, ἂν διὰ τῆς εὐαγγελικῆς ρήσεως «δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες»— δηλαδὴ δανείζετε ἔστω καὶ ἂν δὲν ὑπάρχη ἐλπὶς νὰ σᾶς ἄποδοθῇ καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ δανειζόμενο κεφάλαιο — ἀπηγορεύετο ἡ τοκοληψία ἐν γένει. Μὲ τὴ μέθοδο αὐτὴ καὶ μὲ τὴν γνωστὴ ἐκ τῆς λογικῆς ἀπορρέουσα ρωμαϊκὴ ἑρμηνευτικὴ ἀρχὴ «οὐ δεῖ δικάζειν ἢἀποκρίνεσθαι ἀπὸ προσκομιδῆς μέρους νόμου, ἀλλ᾿ὁλόκληρον καὶ ἀκέραιον τὸν περὶ τούτου νόμον σκοπεῖν» καταλήγουν στὴ μόνη ὀρθὴ συσταλτικὴ ἑρμηνεία τῆς ρήσεως ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι αὕτη ἀφορᾷ μόνον στὰ δάνεια πρὸς τοὺς «πτωχούς» — τὰ ὁποῖα καὶ μόνον εἶχεν ὑπ' ὄψιν ὁ   Ἰ η σ ο ῦ ς —, ὄχι ἑπομένως καὶ στὰ δάνεια πρὸς τοὺς οἰκονομικῶς εὐρώστους καὶ μάλιστα γιὰ σκοποὺς κερδοσκοπικούς.
Ἀπὸ τὰ ἐκτεθέντα παραδείγματα ἐφαρμογῆς τῆς ἱστορικῆς μεθόδου ἐρεύνης ὑπὸ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι φανερὸν ὅτι, ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς μεθόδου αὐτῆς, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι θὰ ἐτάσσοντο σήμερα ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς τῆς πλήρους ἰσότητος τῶν δύο φύλων ἀκόμη καὶ στὸ πεδίο τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου. Εἰδικώτερα εἶναι βέβαιον ὅτι οὖτοι θὰ ἐτάσσοντο ὑπὲρ τῆς διαγραφῆς τῆς βιβλικής διατάξεως τοῦ ἀρθρ. 1387 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος, κατὰ τὴν ὁποία «ὁ ἀνὴρ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς οἰκογενείας». Μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι ἡ διάταξις αὐτὴ ἐτέθη «σὲ ἄλλο καιρό» («ἐν ἑτέρῳ καιρῷ»), «γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους» («ἑτέροις ἀνθρώποις»), «γιὰ ἀνθρώπους, τελοῦντας ὑπὸ ἄλλας συνθήκας» («ἄλλως διακειμένοις») καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔπαυσε πλέον ν᾿ἀνταποκρίνεται στὶς σημερινὲς κοινωνικὲς συνθῆκες.
Ἐξ ἄλλου τὴ συγκριτικὴ μέθοδο ἑρμηνείας τοῦ δικαίου ἐφαρμόζουν συχνὰ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, συγκρίνοντες τὸ «γραπτό» θεῖο δίκαιο ὄχι μόνον πρὸς τὸ ἀνθρώπινο θετικὸ δίκαιο, τὸ ὁποῖο πολλὲς φορὲς εὑρίσκουν ἄδικο, ἄλλα καὶ πρὸς τὸ «ἄγραφο» φυσικὸ δίκαιο τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, τῶν Ρωμαίων καὶ τῶν ἄλλων λαῶν.
Ὡς «φυσικό» δὲ δίκαιο νοοῦν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι τὸὀρθὸ δίκαιο καὶ διὰ τοῦτο χρησιμοποιοῦν πρὸς δήλωσιν αὐτοῦ τοὺς ὅρους: «ὀρθὸς λόγος», «νόμος τοῦ νοός», «νόμος τῆς φύσεως» «ἔμφυτος νόμος».
Μὲ ὅπλο ἀκριβῶς τὸ φυσικὸ δίκαιο, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὑποσκάπτουν τὰ θεμέλια τοῦ θεσμοῦ τῆς «φοβερώτερης κοινωνικῆς ἀνισότητος τῶν αἰώνων»—γιὰ νὰ χρησιμοποιήσωμε τὴν ἔκφρασι τοῦ Τ r o p l o n g—, τoῦ θεσμοῦ τῆς         δ ο υ λ ε ί α ς. Δὲν ὑπάρχει δεσπότης καὶ δοῦλος, λέγει ὁ      Γ ρ η γ ό ρ ι ο ς. Δὲν «ἐ κ τ ί σ θ η» δεσπότης καὶ δοῦλος «ἀπ᾿ἀρχῆς ἐννοῶν ὅτι ἡ διάκρισις αὐτὴἀντίκειται στὸ φυσικὸ δίκαιο. Ἡ διαίρεσις αὐτὴ εἶναι φαύλη καὶ τυραννική.
Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ἡ συμβολὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὸ πεδίο τοῦ φυσικοῦ δικαίου εἶναι ἄξια ἰδιαιτέρας ἐξάρσεως εἶναι τὸ ὅτι οὗτοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπάρχουν ἀρχὲς τοῦ φυσικοῦ δικαίου — στὴ θέσι τοῦ ὁποίου ὑποκαθιστοῦν οὖτοι τὸ θεῖο δίκαιο — ποὺ εἶναι τόσον θεμελιώδεις, ὥστε κατισχύουν τῶν ἀντιθέτων πρὸς αὐτὲς διατάξεων τοῦ ἑκάστοτε ἰσχύοντος θετικοῦ δικαίου. Οἱ ἀντίθετοι τυχὸν πρὸς τὶς ἀρχὲς αὐτὲς κανόνες τοῦ θετικοῦ δικαίου εἶναι κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας αὐτοδικαίως ἄκυροι.
Ἐὰν, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ὁ βασιλεὺς — ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, εἶχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ τὴ νομοθετικὴ ἐξουσία — ἐπιτάσσῃ, ἔστω καὶ μὲ νόμο, τὸν ἰδιώτη νὰ κάμη ἀνήθικη πράξι, ὅχι μόνον δὲν πρέπει νὰ τὸν ὑπακούσῃ ὁ ἰδιώτης, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσπαθήσῃ νὰ μεταπείσῃ τὸν ἐπιτάσσοντά, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται αὐτὸ νὰ τοῦ στοίχισῃ τὴ ζωή.
«Τέτοια φωνὴ— λέγει ὁ Β a u r — δὲν εἶχε ποτὲ μέχρι τότε ἀκούσει ὁ ἀρχαῖος κόσμος ἀπὸ τὸ στόμα λειτουργοῦ τῆς θρησκείας του».
Μιὰ ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς τοῦ φυσικοῦ δικαίου, ποὺ ὑπέρκεινται κάθε θετικοῦ δικαίου καὶ ἑπομένως κατισχύουν κάθε τυχὸν ἀντιθέτου πρὸς αὐτὴν διατάξεως τοῦ θετικοῦ δικαίου, εἶναι κατὰ τὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο καὶ ἡ ἀρχὴ «audiatur et altera pars», εἶναι ἡ ἀρχὴ «μηδένα δικάζειν ἀνήκουστον». Ἀρχή, ποὺ ἦταν μοιραῖο νὰ παραβιασθῇ εἰς βάρος του ἀπὸ τὴ λεγομένη «ληστρική» σύνοδο τῆς Δρυός, ἡ ὁποία τὸν ἐδίκασε καί, ὅπως θὰ ἐκθέσω σὲ λίγο, τὸν καθήρεσε, χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσῃ.
Ὄχι μόνον, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, εἶναι «ἐκτὸς παντὸς νόμου» τὸ νὰ καταδικάζεται κανεὶς ἀναπολόγητος, ἀλλὰ τέτοιο πρᾶγμα δὲν ἀπετόλμησαν οὔτε καὶ αὐτὰ τὰ βαρβαρικὰ δικαστήρια, τὰ δικαστήρια τῶν Σκυθῶν καὶ Σαυροματῶν ἢ ἄλλου βαρβαρικοῦ λαοῦ.
Καὶ εἶναι ὡσὰν νὰ ἀντιγράφουν τὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο    οἱ ὑπ' ἀριθ. 1811-1832 τοῦ 1969 ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, αἱ ὁποῖαι, ἀντιδρῶσαι πρὸς τὴν ἄνευ ἀπολογίας ἀπόλυσιν 21 δικαστικῶν λειτουργῶν, διεκήρυξαν ὅτι «τὸ δικαίωμα ἀκροάσεως παντὸς κρινόμενου προσώπου ἀποτελεῖ γενικωτέραν καὶ θεμελιώδη ἀρχὴν τοῦ δικαίου, διασφαλίζουσαν τὸ στοιχειῶδες δικαίωμα ὑπερασπίσεως καὶ ἐφαρμοστέαν κατ' ἀρχὴν ἐν πάσῃ εὐνομούμενῃ πολιτείᾳ».
Ἀλλὰ δυστυχῶς ἦταν μοιραῖ ο ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς νὰ πληρώσῃ προώρως μὲ τὴ ζωή του — σὲ ἡλικία μόλις 59 ἐτῶν — τὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴν ἐπικράτησι τῶν ἀρχῶν τοῦ φυσικοῦ δικαίου καὶ τὴν παρρησία του ἔναντι τοῦ τυραννικοῦ καθεστῶτος τῆς ἐποχῆς του.
Ὅπως ἱστορεῖ ὁ βιογράφος του Θ ε ό δ ω ρ ο ς , ὑπῆρχε «νόμος βασιλικός», κατὰ τὸν ὁποῖον, ἐὰν ὁ βασιλεὺς ἢ ἡ βασίλισσα εἰσήρχοντο σὲ ξένο ἀμπέλι καὶ εἴτε «ἑκουσίως» εἴτε κατὰ λάθος («ἀκουσίως») ἤγγιζαν τὸν καρπὸ («ἥπτοντο ἐκ τοῦ καρποῦ»), τὸ ἀμπέλι περιήρχετο αὐτοδικαίως στὴν κυριότητα τῶν βασιλέων. Συνέβη λοιπὸν ἡ βασίλισσα Ε ὐ δ ο ξ ί α νὰ εἰσέλθῃ κατὰ λάθος («ἐξ ἀγνοίας»), ὅπως διετείνετο, στὸ ἀμπέλι μιᾶς χήρας, συνορευόμενο μὲ τὸ δικό της καὶ νὰ κόψη σταφύλια. Κατόπιν αὐτοῦ καὶ κατ' ἐφαρμογὴ τοῦ ἀνωτέρω νόμου ἡ βασίλισσα κατέλαβε τὸ ἀμπέλι καὶ ἠρνεῖτο νὰ τὸ ἀποδώση στὴ χήρα. Ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς κρίνει τὸ νόμο αὐτὸ ὡς αὐτοδικαίως ἄκυρο λόγῳ ἀντιθέσεώς του πρὸς τὸ φυσικὸ δίκαιο καὶ «ἐνοχλεῖ» — μὲ ἐπανειλημμένες ἐπισκέψεις του — τὴ βασίλισσα μὲ τὴ παράκλησι νὰ λυπηθῆ τὴ χήρα καὶ νά τῆς ἀποδώση τὸ ἀμπέλι. Κατὰ μία ὅμως εἰδικὴ πρὸς τοῦτο ἐπίσκεψι τοῦ      Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ  ἡ βασίλισσα διατάσσει νὰ κλείσουν τὴν πόρτα γιὰ νὰ μὴ δεχθῆ τὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο. Ἡ ἀντίδρασις τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ στὴν ἰταμὴ αὐτὴ παραβίασι τοῦ φυσικοῦ δικαίου ἦταν ἄμεση καὶ ἐντονώτατη: παραγγέλλει, ὅταν ἔλθῃ ἡ Εὐδοξία γιὰ νὰ εἰσέλθῃ στὴν ἐκκλησία, νὰ κλείσουν τὴ πόρτα καὶ νὰ τῆς ἀπαγορευθῆ ἡ εἴσοδος. Ἀποτέλεσμα: Ἡ πρώτη ἐξορία τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ κατόπιν τῆς λεγομένης «ληστρικῆς» Ἐκκλησιαστικῆς Συνόδου τῆς Δρυός, κατὰ τὴν ὁποία ἐπεκράτησαν οἱ δουλεύοντες στὸ παλάτι ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες καὶἐπέβαλαν στὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως ἀπὸ τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα. Ἐξορία φοβερὴ («χαλεπωτάτη») — ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς τὴν χαρακτηρίζει —, διότι ἦταν ἐξορία στὴ νότια ἄκρη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας — στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας — σὲ «φυλακή» μέσα σὲ φρούριο, ποὺ ἐφρουρεῖτο ἀπὸ στρατιῶτες τοῦ βασιλέως. Ἐξορία, τὴν ὁποία ἀναγκάσθηκαν τὰ ἀνάκτορα νὰ ἀνακαλέσουν γιὰ νὰ κατασιγασθῇ ἡ κατακραυγὴ τοῦ λαοῦ καὶ ἔτσι ἐπανῆλθε ὁ  Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς θριαμβευτικὰ στὸ πατριαρχικό του θρόνο.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀκολούθησε δεύτερη ἐξορία, κατὰ τὴν ὁποία καὶ ὑπέκυψε ὁ Χρυσόστομος στὸ μοιραῖο, ἀπὸ τὶς ἀφόρητες κακουχίες ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ βασιλέως. Διότι τὸν μετακινοῦσαν ἐπὶ τρίμηνον συνεχῶς καὶ ὑπὸ βροχήν, χωρὶς ἀνάπαυλα ἀπὸ τόπου εἰς τόπον. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκαναν οἱ στρατιῶτες, γιατί, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Π α λ λ ά δ ι ο ς, εἶχαν τὴν ὑπόσχεσι τῶν προϊσταμένων των, ὅτι, ἄν ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς πέθαινε — ὅπως καὶ πέθανε — κατὰ τὴν μεταφορά του ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, θὰ ἐλάμβανον ἀνώτερους βαθμούς.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ἡ συμβολὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὸ θεμελιῶδες γιὰ τὴν νομικὴ ἐπιστήμη πρόβλημα τῆς ὀρθῆς μεθόδου ἑρμηνείας τοῦ δικαίου καὶ ἡ προσήλωσίς των στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ φυσικοῦ νόμου τὰ μόνα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα καταδεικνύουν τὴν ἑδραίαν νομικὴν κατάρτισιν τῶν μεγάλων αὐτῶν μορφῶν. Εἰδικώτερα ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ ἀποδεικνύεται ὅτι οὖτος ἦτο ἄριστος γνώστης τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου καὶ μάλιστα ὅλων τῶν κλάδων αὐτοῦ: τοῦ κληρονομικοῦ, τοῦ ἐνοχικοῦ, τοῦ ἐμπραγμάτου καὶ τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου.
Ὅσον ἀφορᾷ στὸ κ λ η ρ ο ν ο μ ι κ ὸ  δ ί κ α ι ο  ἀπὸ ἕνα παράδειγμα, ποὺ θὰ σᾶς ἀναφέρω, ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ      Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς ἐγνώριζε κατὰ βάθος ὄχι μόνον τὸ θεσμό, ἀλλὰ καὶ τὴ λεπτὴ νομικὴ λειτουργία τῆς ἐγκαταστάσεως κληρονόμου ὑπὸ ἀναβλητικὴν ἐξουσιαστικὴν αἵρεσιν, πράγματα τὰ ὁποῖα μόνον ἄρτιος νομικὸς μπορεῖ νὰ γνωρίζῃ.
Ὅπως λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ἐπὶ τῆς «διαθήκης χρημάτων» ἢ τῆς «διαθήκης γηΐνων ἀγαθῶν», ὁ ἐγκατάστατος κληρονόμος «πᾶσαν ἐπιδείκνυται σπουδήν» νὰ ἰδῇ ὑπὸ ποὶους ὅρους τοῦ ἔχει καταλειφθῆ ἡ κληρονομία, ἔτσι καὶ ἐπὶ τῆς «πνευματικῆς διαθήκης» τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἐξετάσωμεν ὑπὸ ποὶους ὅρους ἔχει καταλειφθῆ εἰς ἡμᾶς ἡ κληρονομία τῶν «αἰωνίων ἀγαθῶν» («ἐπὶ τίσιν ὁ κλῆρος οὗτος καταλέλειπται»). Λοιπόν, λέγει, τὴν κληρονομία αὐτὴ δὲν μᾶς τὴν ἄφησε ὁ Θεὸς «ἁπλῶς», ἀλλὰ «ὑπὸ αἵρεσιν» καὶ μάλιστα ὑπὸ δύο αἱρέσεις. Ἡ πρώτη αἵρεσις εἶναι: Τήρησις καθ' ὅλην τὴν ζωήν μας τῆς ἐντολῆς «ἃ θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱἄνθρωποι, ταῦτα καὶὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς». Ἡ δὲἡ «ἄλλη», ἡ δευτέρα «αἵρεσις»: «Τὸἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτόν».
Ὄχι δὲ μόνον τοῦ κληρονομικοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐ ν ο χ ι κ ο ῦ   δ ι κ α ί ο υ  εἶναι βαθὺς γνώστης ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο -    μ ο ς, ἀπὸ τὸὁποῖο ἐνοχικὸ δίκαιο ἀρύεται ἄφθονα ἐπιχειρήματα στὶς ὁμιλίες του. Οὕτω λ.χ. γνωρίζει κατὰ βάθος τὴ λεπτὴ καὶ οὐδόλως νοητὴἀπὸ κάθε μὴ νομικὸἔννοια τῆς ρωμαϊκῆς obligatio, τῆς «ἐνοχῆς» ἢ «ὀφειλῆς» (ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦὀφειλέτου), τὴν ὁποία καὶ χρησιμοποιεῖ κατὰ τρόπο πράγματι ἀριστοτεχνικὸ γιὰ νὰ καταστήσῃἀνάγλυφο τὴν «ὀφειλή», τὸ «χρέος» τοῦ καθενός μας νὰἀγαπῶμε τὸν πλησίον μας.
Τὸ «χρέος τῆς ἀγάπης», λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, εἶναι «χρέος ἀεὶ μὲν ἐκτιννύμενον — δηλαδὴ πάντοτε καταβαλλόμενον —, ἀεὶ δὲὀφειλόμενον». Δηλαδή: χρέος, τὸὁποῖον ἔχει τὴν ἑξῆς ἰδιορρυθμία: καίτοι πάντοτε καταβάλλεται, πάντοτε ὀφείλεται. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ χρέη τοῦἀνθρωπίνου δικαίου, τὰὁποῖα, ἐὰν καταβληθοῦν, ἀποσβέννυνται. Εἰδικὴἐκδήλωσι τοῦ χρέους αὐτοῦἀποτελεῖ τὸ χρέος τῆς ἐλεημοσύνης πρὸς πτωχούς, ἡὁποία ἐλεημοσύνη ἔχει χαρακτῆρα δανείου, ἀλλὰ δανείου ποὺἔχει τὴν ἑξῆς ἰδιομορφία, τὴν ἑξῆς «φύσιν ξένην καὶ παράδοξον», ὅπως λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς: ὅτι ἕτερός ἐστιν ὁ λαμβάνων (ἐννοεῖται: τὸ δάνειον) καὶἕτερος ὁ τῷ δανείῳἑαυτὸν ὑπεύθυνον καθιστάς». Δηλαδὴἄλλος λαμβάνει τὸ δάνειο — τὸ λαμβάνει ὁ πτωχὸς — καὶἄλλος καθίσταται «χρεώστης» πρὸς ἀπόδοσιν αὐτοῦ∙ χρεώστης εἶναι ὁ Θεός. Καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν ὅτι, λέγων τὰἀνωτέρω ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ἔλαβεν ὡς πρότυπο τὴν περίφημο ρῆσι τοῦ ρωμαίου νομικοῦ Ο ὐ λ π ι α ν ο ῦ, ὁὁποῖος, γιὰ νὰ δικαιολογήσῃ παρόμοια ρωμαϊκὴ λύσι ἐπὶ θέματος, στὸὁποῖο ἄλλος ἐλάμβανε τὸ δάνειον καὶἄλλος ὤφειλε νὰ τὸἀποδώσῃ, ἀπεφάνθη ὅτι «ἐπὶ δανείου τινὰ παρὰ τὴν ἀκρίβειαν ἐδέχθησαν».
Ὁμοίως ἀπὸἀρκετὰ χωρία τῶν ἔργων τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ προκύπτει ὅτι οὗτος ἐγνώριζε ἄριστα τὸ θεσμὸ τόσον τῆς προσωπικῆς, ὅσον καὶ τῆς ἐμπραγμάτου ἀσφαλείας τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου.. Ἐνῷ, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ὁ πτωχὸς τελεῖἐν ἀδυναμίᾳ νὰ παράσχῃ οἱανδήποτε ἀσφάλειαν, ὅταν δανείζεται, ὁἔχων χρήματα δὲν θέλει ποτὲ νὰ δανείσῃ χωρὶς ἀσφάλεια («ὁ χρήματα ἔχων μηδαμοῦ δανείζειν θέλει ἄνευ ἀσφαλείας∙ ἀπαιτεῖ γὰρ ὁ δανείζων ἢὑποθήκην ἢἐνέχυρα ἢ τὸν ἄντιφωνοῦντα ἢ καὶ διὰ τῶν τριῶν τούτων ἀσφαλειῶν ἐμπιστεύει τὰἑαυτοῦ χρήματα ἢἐγγύας δεχόμενος, ὡς ἔφθην εἰπών, ἢὑποθήκην πραγμάτων ἢἐνέχυρα»).
Ὅσον ἀφορᾷ στὸ ρωμαϊκὸ ο ἰ κ ο γ ε ν ε ι α κ ὸ  δ ί κ α ι ο, εἶναι πάρα πολλὰ τὰ χωρία τῶν ἔργων τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προκύπτει, ὅτι ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς εἶχε ἀρίστη γνῶσι αὐτοῦ. Ἔτσι λ. χ. ἐγνώριζε κατὰ βάθος ὅλα τὰ τόσον δύσκολα προβλήματα τοῦ θεσμοῦ τῆς προίκας τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου καὶ ἀπεδοκίμαζε καὶ ἐπετίθετο μὲ σφοδρότητα κατὰ τῆς προίκοθηρίας καὶ γενικώτερα κατὰ τῆς ἄγρας πρὸς γάμον πλουσίων γυναικών. Ἀρκοῦμαι ἐδῶ νὰ μνημονεύσω ἕνα χωρίο, διότι, παρὰ τὴν πάροδο τόσων αἰώνων, εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρο. «Κ α ὶ γ ὰ ρ — λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς — π ο λ λ ῶ ν   ἤ κ ο υ σ α  λ ε γ ό ν τ ω ν  ὁ  δ ε ῖ ν α  ε ὐ π ο ρ ώ τ ε ρ ο ς  γ έ γ ο ν ε   ἀ π ὸ  τ ο ῦ  γ ά μ ο υ,   π έ ν η ς   ὤ ν∙ ἐ π ε ι δ ὴ  γ υ ν α ῖ κ α  ε ὔ π ο ρ ο ν  ἔ λ α β ε ,   π λ ο υ τ ε ῖ  κ α ὶ  τ ρ υ φ ᾷ  ν ῦ ν. Τί λέγεις ἄνθρωπε; Ἀπὸ γυναικὸς κερδαίνειν ἐπιθυμεῖς (ἐπιθυμεῖς νὰ κερδίσῃς ἀπὸ γυναῖκα, δήλ. ἀπὸ τὸν γάμο σου) καὶ οὐκ αἰσχύνῃ(«καὶ δὲν ντρέπεσαι), οὐδὲἐρυθριᾶς (καὶ δὲν κοκκινίζεις); Οὐδὲ εἰς γῆν καταδύῃ («καὶ δὲν σὲ καταπίνει ἡ γῆ) τοιούτους κερδῶν ἐπιζητῶν τρόπους;».
Καὶ εἶναι τὸ χωρίο αὐτὸ ἐπίκαιρο γιατί, ὅσο καὶ ἂν ὁ σύγχρονος νομοθέτης προσπαθῇ νὰ βελτίωσῃ τὸ οἰκογενειακὸ δίκαιο, καταργῶν τὸ θεσμὸ τῆς προικός, ἡ ἄγρα πλουσίων γυναικῶν πρὸς γάμον θὰ ἐξακολουθῇ νὰ στιγματίζῃ τὴν κοινωνία μας καὶ δὲν θὰ ἐξαλειφθῇ παρὰ μόνον ἂν ἀνυψωθῇ τὸ ἠθικὸ καὶ πολιτιστικό μας ἐπίπεδο.
Ὅσον ἀφορᾷ στὸ Γ ρ η γ ό ρ ι ο, τὸἀψευδέστερο δεῖγμα τῆς ἑδραίας νομικῆς παιδείας του ἀποτελεῖἡ διασωθεῖσα διαθήκη του, ἡὁποία ἔχει διατυπωθῆ μὲ τέτοια νομικὴἀκριβολογία, ποὺ θὰ τὴν ἐζήλευε καὶὁ καλύτερος νομικός.
Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε ὅτι ἡ διαθήκη αὐτὴ μαρτυρεῖ γνῶσι τῆς λεπτῆς διακρίσεως τῆς ἐγκαταστάσεως κληρονόμου ἀπό της κληροδοσίας, καθὼς καὶ τῆς κατὰ τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο διακρίσεως τῆς διαθήκης ἀπὸ τοῦ κωδικέλλου. Διακρίσεων ποὺ μόνον ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει νομικὴ παιδεία, μπορεῖ νὰ γνωρίζῃ.•
Ἐξ ἄλλου ἀρίστη νομικὴ παιδεία μαρτυροῦν καὶ τὰἔργα τοῦ Β α σ ι λ ε ί ο υ, ἀπὸ τὰὁποῖα προκύπτει βαθεῖα γνῶσις ὄχι μόνον τοῦἰδιωτικοῦ δικαίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ δημοσίου δικαίου, ἰδίως δὲ τῶν βασικῶν προβλημάτων τοῦ ποινικοῦ δικαίου.
Ἀπαράμιλλος δὲ εἶναι πράγματι, ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι λαμβάνουν θέσι ἔναντι θεμελιωδῶν προβλημάτων τοῦ   π ο ι ν ι κ ο ῦ  δ ι κ α ί ο υ μὲ γνώμονα τὸ   σ κ ο π ὸ  τ ῆ ς  π ο ι ν ῆ ς.
«Τοὺς γὰρ τῳ ὁτιοῦν ἀδικοῦντας» — λέγει ὁ Β α σ ί λ ε ι ο ς— «οὐχ ὑπὲρ τῶν ἤδη γεγενημένων κολάζομεν, ἀλλ᾿ὅπως ἂν ἢ αὐτοὶ πρὸς τὸ λοιπὸν ἀμείνους γένοιντο ἢ ἑτέροις ὑπάρξαιεν τοῦ σωφρονεῖν παράδειγμα». Δηλαδή: «Τοὺς ὁπωσδήποτε ἀδικοῦντες δὲν τοὺς τιμωροῦμε ἕνεκα τοῦ διαπραχθέντος ἀδικήματος, ἀλλὰ ἢ γιὰ νὰ βελτιωθοῦν στὸ μέλλον αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἢ γιὰ νὰ ἀποτελέσουν παράδειγμα σωφρονισμοῦ γιὰ τοὺς ἄλλους». «Οὐδεὶς νομοθετῶν — λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς— πρὸς ἀπειλήν λέγει μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς σωφρονισμόν». Δηλαδή: Κανένας νομοθέτης δὲν νομοθετεῖ μόνον γιὰ νὰ ἀπειλήσῃ, μόνον γιὰ νὰ ἐκφοβίσῃ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ σωφρονίσῃ. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ ποινὴ ἔχει ὡς σκοπὸ ἀφ᾿ἑνὸς μὲν τὸ «σωφρονισμό» τοῦ ἀδικήσαντος, τὴν εἰδικὴ πρόληψι, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα—, ἀφ᾿ἑτέρου δὲ ὅπως «τῇ τιμωρίᾳ ἐκείνου καὶ τῷ  δέει τοῦ μὴ τὰ αὐτὰ παθεῖν σωφρονέστεροι γίνωσιν οἱ μετὰ ταῦτα», δηλαδὴ ὅπως μὲ τὴν τιμωρία ἐκείνου καὶ μὲ τὸ φόβο μὴ πάθουν τὰ ἴδια, οἱ ἄλλοι γίνουν σωφρονέστεροι — δηλαδὴ τὴ γενικὴ πρόληψι, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα.

Τὴν δὲ «μετάνοια» ὡς μέσον βελτιώσεως τοῦ ἐγκληματίου καὶ οὕτω ὡς μέσον εἰδικῆς προλήψεως μελλόντων ἐγκλημάτων χαρακτηρίζει προσφυῶς ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς ὡς «φάρμακον ἁ μ α ρ τ η μ ά τ ω ν κωλῦον αὐτοῖς περιπεσεῖν». Ὡς φάρμακον, δηλαδή, τὸ ὁποῖον ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ διαπράξουν νέα ἐγκλήματα. Μὲ ὅπλο δὲ τὸ φάρμακο αὐτὸ ὁ  Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς δίνει καὶ κερδίζει τὴ γνωστὴ μάχη του κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀ ρ κ α δ ί ο υ, ὁ ὁποῖος ἐθέσπισε νόμο, μὲ τὸν ὁποῖο ἐξαιροῦσε ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἄσυλο τοὺς διαπράξαντας ἐγκλήματα κατὰ τοῦ βασιλέως. Ἐγκλήματα, τιμωρούμενα μὲ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου. Ὁ προσφεύγων στὴν ἐκκλησία, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, προσφεύγει ὄχι εἰς τοὺς «τοίχους τῆς Ἐκκλησίας», ἀλλ᾿ εἰς τοὺς «νόμους τῆς Ἐκκλησίας», κατὰ τοὺς ὁποίους ὁ μετανοῶν ἀπαλλάσσεται πάσης ποινῆς. Καὶ ἔτσι ἐπέτυχε νὰ μὴ παραδώσῃ στὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο καὶ νὰ διασώσῃ ἀπὸ βεβαία θανατικὴν ἐκτέλεσιν τὸν Ε ὐ τ ρ ό π ι ο, ποὺ εἶχε διαπράξει ἔγκλημα κατὰ τοῦ βασιλέως.
Ὅσον ἀφορᾷ στὸ μέγεθος τῆς καταγνωστέας ποινῆς, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι κηρύσσουν ὅτι ἡ ποινὴ πρέπει νὰ εἶναι «σύμμετρος», δηλαδὴ πρέπει νὰ ἐπιβάλλεται μὲ γνώμονα ἀφ᾿ἑνὸς μὲν τὸ μέγεθος τοῦ προσβαλλόμενου ἀγαθοῦ, ἀφ᾿ἑτέρου δὲ τὴν προσωπικότητα τοῦ κατηγορουμένου. Ὡς πρὸς τὸ τελευταῖο αὐτὸ κριτήριο ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς εἶναι κατηγορηματικός. Ἐὰν ἐπορνεύθη μιὰ πλούσια καὶ μιὰ πτωχή, δὲν θὰ τιμωρηθοῦν μὲ τὴν ἴδια ποινὴ.
Καὶ ἐρωτᾶται: Αὐτὲς ἀκριβῶς δὲν εἶναι καὶ οἱ σύγχρονες ἀντιλήψεις περὶ ποινῆς;
Βεβαίως τὴν βάσιν τῆς περὶ ποινῆς διδασκαλίας τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀπετέλεσε ὁ Π λ ά τ ω ν. Τὸ νέον ὅμως στὴ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἰεραρχῶν ἔγκειται στὸ ὅτι ἐπροχώρησαν καὶ πέραν τῶν περὶ ποινῆς ἀντιλήψεων τοῦ Πλάτωνος, διότι ἔδωκαν ἰδιαίτερη ἔμφασι διὰ μὲν τὴν ἀποτροπὴ τελέσεως νέων ἐγκλημάτων, στὴ διὰ «μετανοίας» ἠθικοποίησιν τοῦ ἐγκληματίου ὡς παράγοντα τῆς εἰδικῆς προλήψεως, διὰ δὲ τὴν ἐπιμέτρησιν τῆς ποινῆς εἰς τὸν παράγοντα «προσωπικότης τοῦ ἐγκληματίου».
Ἀπὸ τὰ ἐκτεθέντα κατεδείχθη, νομίζω, πλήρως ὅτι οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι δὲν ἦταν μόνον — ὅπως νομίζεται συνήθως — κορυφαῖοι Ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες καὶ γίγαντες τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ἀλλὰ ἦταν καὶ κράτιστοι νομικοί. Καὶ μάλιστα νομικοί, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον ἀξιοποίησαν πλουσίως τὴν ἑδραία νομική τους παιδεία γιὰ τὸ ἀποστολικό τους ἔργο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐπικουρία της ἀφ᾿ἑνὸς μὲν συνέβαλαν σπουδαίως καὶ στὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία καὶ ἀναμόρφωσι τοῦἀνθρωπίνου δικαίου, ἀφ᾿ἑτέρου δὲ διεκήρυξαν πρὸ δέκα ἕξ ἤδη αἰώνων πρωτοπορειακὲς νομικὲς ἰδέες, οἱ ὁποῖες ὄχι ὀρθῶς θεωροῦνται συνήθως ὅτι εἶναι γέννημα τῆς νεωτέρας ἐποχῆς.
Ὁ λόγος δέ, γιὰ τὸν ὁποῖο παρὰ τὴν ἄρτια νομική τους παιδεία ἐγκατέλειψαν οὗτοι τὴ δικηγορία, εἶναι ὅτι τὸ ἐπάγγελμα τοῦτο, ὅπως ἠσκεῖτο στὴν ἐποχή τους, δὲν συνεβιβάζετο πρὸς τὴν ἠθική τους εὐαισθησία καὶ τὶς περὶ δικαίου ὑγιεῖς ἀντιλήψεις τους. «Οἱ νόμοι οἱ ἀνθρώπινοι», λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, «οὐ πάντες τὸ δίκαιον ἔχουσι».. Δηλαδὴ οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι δὲν εἶναι ὅλοι δίκαιοι. Μὲ ἄλλα λόγια ὑπάρχει καὶ ἀνθρώπινο δίκαιο ἄδικο (ius iniustum). Κατ᾿ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς θείους νόμους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅλοι δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι «ἡλίου φαιδρότεροι μένουσι». Ὅπως δὲ μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱστορικός τῆς Ἐκκλησίας Σ ω κ ρ ά τ η ς, ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς ἐγκατέλειψε τὴ δικηγορία, «συνιδὼν τὸν ἐν δικαστηρίοις... ἄδικον βίον».
Εἰδικῶς ὡς πρὸς τοὺς πλουσίους διαδίκους τῆς ἐποχῆς του, παρατηρεῖ ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ὄχι μόνον διαφεύγουν οὗτοι τὴν τιμωρία, ἀλλὰ συμβαίνει καὶ νὰ χειροκροτοῦνται εἰς τὰ δικαστήρια («ἐν δικαστηρίοις κροτεῖσθαι»). Ἐὰν ἦταν εὔκολο, προσθέτει, νὰ δώσουν οἱ πλούσιοι λόγον τῶν πράξεών των ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων, οἱ φυλακὲς θὰ ἦταν γεμᾶτες ἀπὸ αὐτοὺς («ἐκ τούτων ἂν εὗρες ἐμπεπλησμένα τὸ δεσμωτήρια»).
Ὅσον ἀφορᾷ στὸ Γ ρ η γ ό ρ ι ο, οὗτος ἐγκατέλειψε τὴν δικηγορία γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰς «ἀδίκους κρίσεις τῶν δικαστηρίων καὶ ἀπὸ τὰ ψεύδη τῶν δικηγόρων τῆς ἐποχῆς του», ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ βιογράφος του.
Ἀλλὰ ὄχι μόνον ἐγνώριζαν ἄριστα τὸ δίκαιον οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ἀλλὰ σὰν γνήσιοι μαχηταὶ εἶχαν τὸ θάρρος νὰ ἐφαρμόζουν ἔμπρακτα τὶς ἠθικονομικὲς ἀρχές τους, μὴ διστάζοντες νὰ ἀντιταχθοῦν στὰ τυραννικὰ καθεστῶτα τῆς ἐποχῆς των, ἐκθέτοντες ἄνα πᾶσαν στιγμὴν σὲ κίνδυνο καὶ αὐτὴ τὴ ζωή τους. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς - ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς — ἐπλήρωσε πράγματι μὲ τὴ ζωὴ του τὶς ἀρχὲς του αὐτές, ὅπως ἀνέφερα ἤδη προηγουμένως. Γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ τοὺς καταξιώνη ἀκόμη περισσότερο στὰ μάτια τῶν νεωτέρων.
Διότι εἶναι κοινὸς τόπος ὅτι πολλοὶ οἰκοδομοῦν θεωρίες, ποὺ προκαλοῦν ἀντιδράσεις στοὺς ἰσχυρούς, καὶ τὶς διδάσκουν, ἀλλὰ ὅταν ἔλθουν στὴ δοκιμασία τῆς ἔμπρακτης καὶ αὐτοπρόσωπου ἐφαρμογῆς των, δειλιάζουν καὶ εἴτε τὶς ἀποκηρύσσουν, εἴτε συμβιβάζονται καὶ τὶς τροποποιοῦν.
Αὐτὴ εἶναι μὲ μεγάλη συντομία ἡ σκιαγράφησις τῶν μεγάλων αὐτῶν θεολογικῶν Μορφῶν, θεωρούμενη ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς νομικῆς ἐπιστήμης.
Σκιαγράφησις, ἡ ὁποία ἔχει, νομίζω, ἀξία γιὰ τὴ σημερινὴ ἐποχή, ἡ ὁποία ὄχι σπάνια βάλλει κατὰ τῶν παραδεδεγμένων αἰωνίων πνευματικῶν ἀξιῶν.
Σκιαγράφησις, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἔχει γιὰ τὸ Πανεπιστήμιό μας καὶ τὴν ἰδιαίτερη ἀξία ὅτι ἐνισχύει τὴ θέσι ὅτι τὶς αἰώνιες ἀξίες τῆς ζωῆς ἀντιπροσωπεύει κατὰ τρόπο ἐπάξιο καὶ ἀπαράμιλλο τὸ δεξιά της ἕδρας αὐτῆς λάβαρο τοῦ Πανεπιστημίου: Τὸ λάβαρο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τῶν ἀνεπανάληπτων ἐκείνων πνευματικῶν μορφῶν, οἱ ὁποῖες προσέθεσαν ὡς τρίτο στόχο τῆς παιδείας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν ἀρετή, τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη. Τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία, ὅπως ἐτόνισα πρὸ ἡμερῶν ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῆς, εἶναι ἡ μόνη δύναμις ποὺ μπορεῖ νὰ δαμάση τὸ θηρίο, ποὺ ὀνομάζεται «ἐγωισμός» στὰ ἄτομα καὶ στὰ ἔθνη, καὶ ἑπομένως νὰ ὁδηγήσῃ εἰς συνεννόησιν καὶ συναδέλφωσιν τῶν λαῶν. Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ὁ μόνος δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ λεωφόρο της εἰρήνης.Ἐὰν ὑπάρχη ἀγάπη, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, «πάντα ἂν ἐκποδὼν ἐγεγόνει τὰ κακά», θὰ ἐτίθεντο ἐκποδὼν ὅλα τὰ κακὰ καὶ ἑπομένως «οὔτε πόλεμοι θὰ ἐγίνοντο οὔτε μάχες».


ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ









Τι είναι η Αποστολική Διαδοχή;

$
0
0

Αποστολική Διαδοχή

«Ας μας δείξουν την αρχή των εκκλησιών τους, ας ξεδιπλώσουν μπροστά μας τους καταλόγους των επισκόπων που ακολουθούν διαδοχικά από την αρχή, ώστε ο πρώτος τους επίσκοπος θα έχει ως προστάτη και προκάτοχο του κάποιον από τους Αποστόλους ή τους αποστολικούς άνδρες, οι οποίοι συνδέονται σταθερά με τους Αποστόλους. Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίο οι αποστολικές Εκκλησίες μεταβιβάζουν τους επισκοπικούς καταλόγους τους».
(Τερτυλλιανός, De praescriptione haereticorum). 

Α) Τι είναι η Αποστολική Διαδοχή. 


Ο Χριστός έκλεξε και απέστειλε τους αποστόλους. Εκείνοι αργότερα μετέδωσαν την χάρη αναφορικά με την διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, όπως για παράδειγμα την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, το βάπτισμα, το κήρυγμα και, σε άλλους πιστούς δια της επιθέσεως των χειρών τους. Αυτά φαίνονται καθαρά στις ποιμαντικές επιστολές του απ Παύλου (Α, Β Τιμοθέου, και προς Τίτον).


Ενδεικτικά χωρία:
«Μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου...» (Α' Τιμοθέου, δ 14). «δι΄ ην αιτίαν αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του θεού ο εστιν εν σοι διά της επιθέσεως των χειρών μου» (Β Τιμοθέου, α 6). «τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη ίνα τα λείποντα επιδιορθώση και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους ως εγώ σοι διεταξάμην» (Τίτος, α 5). «χειροτονήσαντες αυτοίς πρεσβυτέρους κατ' εκκλησίαν και προσευξάμενοι μετά νηστειών παρέθεντο αυτούς τω Κυρίω, εις όν πεπιστεύκασι» (Πράξεις, ιδ 23).
Οι πρεσβύτεροι τίθενται διαχειριστές των πραγμάτων της Εκκλησίας με χειροτονία που είναι επίθεση χειρών (πράξη τελετουργική) και συνοδεύεται με νηστεία και προσευχή για αφιέρωση!


Εκείνοι μετέδωσαν την ίδια ευλογία σε άλλους και εκείνοι σε άλλους, δημιουργώντας μια αδιάσπαστη αλυσίδα και σειρά αλληλοδιαδόχων. Η Αποστολική Διαδοχή βρίσκεται και τους τρεις βαθμούς της ειδικής ιεροσύνης. Η διαδοχή φανερώνει την ιστορική συνέχεια της εκκλησίας από τους αποστόλους, και αποδεικνύεται με τους σωζόμενους επισκοπικούς καταλόγους.


Δεν είναι διαδοχή του Ααρών στην ειδική ιεροσύνη της Παλαιάς Διαθήκης, διότι εκείνη η ιεροσύνη καταργήθηκε. Δεν είναι ούτε διαδοχή του Χριστού, 

διότι ο Χριστός έχει αμετάθετη την ιεροσύνη η οποία προτυπώνεται από την ιεροσύνη του Μελχισεδέκ (ψαλμός ρι 4). «ὤμοσεν κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται Σὺ εἶ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδεκ». Είναι αντιπροσώπευση. Όπως ένας βασιλιάς έχει πρεσβευτές του και αντιπροσώπους του σε διάφορα μέρη. Το ίδιο συμβαίνει και με το «Διδάσκαλος». Ενώ διδάσκαλος είναι μόνο ο Χριστός, («εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός·» Ματθαίος κγ, ο ίδιος έδωσε αντιπροσώπους διδασκάλους («καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους» Εφεσίους δ 11).

Ο πρώτος που μίλησε για Αποστολική Διαδοχή, είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.Εκείνος, σύστησε την Εκκλησία Του, της έδωσε επαγγελίες ότι οι Πύλες του Άδη ποτέ δεν θα την νικούσαν (Ματθαίος, ιστ' 18) και της υποσχέθηκε ότι θα είναι μαζί της δια του Αγίου Πνεύματος όλες τις ημέρες από το 33 μ.Χ μέχρι την συντέλεια (Ματθαίος κη 20), οδηγώντας την ‘’εις πάσαν την αλήθεια» (Ιωάννης ιστ 13), χωρίς αυτή να διασπαστεί ή να αποστατήσει.





Β) Ανάξιοι λειτουργοί στην Αποστολική Διαδοχή.

Ο Επίσκοπος πρέπει να έχει ορθή πίστη, καθώς γράφει ο απ. Παύλος στον Τιμόθεο•
««Ω Τιμόθεε την παρακαταθήκην φύλαξον, εκτρεπόμενος τας βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως, ήν τινες επαγγελλόμενοι περί την πίστιν ηστόχησαν» (Α Τιμοθέου, στ 20-21). Η αποστολική διαδοχή και η ορθή πίστη αλληλοστηρίζονται και αλληλοπροϋποθέτονται. Οι χειροτονίες των αναξίων λειτουργών, σε περίπτωση που δεν έχουν καθαιρεθεί, ισχύουν όπως και τα μυστήριαπου τελούν. Απόδειξη,ο αρχιερέας Καιάφας ο οποίος είχε διαδοχή στην Ααρωνική ιεροσύνη και που πρωτοστάτησε στην δίκη κατά του Χριστού. Η Γραφή λέει ότι προφήτευσε μόνο και μόνο επειδή ήταν αρχιερέας, αν και ήταν αντίχριστος.

«τοῦτο δὲ ἀφ' ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦἐνιαυτοῦ ἐκείνου προεφήτευσεν» (Ιωάννης, ια 51).

Ο ιερός Χρυσόστομος, παρατηρεί σχετικά με τον Καϊάφα: «Βλέπεις πόση είναι η δύναμις της αρχιερατικής εξουσίας; Διότι, επειδή είχεν αξιωθεί της αρχιεροσύνης εν γένει, αν και ήτο ανάξιος αυτής, προεφήτευσε, χωρίς να γνωρίζει αυτά που έλεγεν• η χάρις εχρησιμοποίησεν μόνο το στόμα, χωρίς να εγγίσει την μιαράν καρδίαν» (Ομιλία 65, Εις το Κατά Ιωάννην). Σε άλλη ομιλία του πάλι από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, αναφέρει ο ιερός πατέρας:«Και αυτά τα λέγω όχι επιδοκιμάζων εκείνους που ασκούν ανάξια την ιεροσύνην, αλλά και ευσπλαχνιζόμενος αυτούς πάρα πολύ και δακρύζων δι’ αυτούς• δεν λέγω όμως ότι είναι δίκαιον δι’ αυτό να κρίνωνται από τους αρχομένους και μάλιστα από τους πάρα πολύ αφελείς, διότι και αν ακόμη ο βίος αυτών είναι πάρα πολύ διεφθαρμένος, συ όμως έαν προσέχης τον εαυτόν σου, δεν θα ζημιωθής ως προς τίποτε σχετικά με εκείνα που παρεδόθησαν εις αυτόν από τον Θεόν• διότι, εάν έκαμε την όνον να ομιλήση και εχάρισε μέσω του μάντεως πνευματικάς ευλογίας και ενήργησε χάριν των Ιουδαίων που εξέκλινον με το ανόητον στόμα και την ακάθαρτον γλώσσαν του Βαλαάμ, πολύ περισσότερο δια σας που είσθε ευγνώμονες απέναντί του, και αν ακόμη οι ιερείς είναι πάρα πολύ φαύλοι, θα κάμη όλα εκείνα που θέλει και θα στείλει το Άγιον Πνεύμα• διότι ούτε ο καθαρός προσελκύει το Πνεύμα εξ αιτίας της καθαρότητός του, αλλά η χάρις είναι εκείνη που επιτελεί το παν […] Ο δε ιερεύς δανείζει την γλώσσαν του και δίδει το χέρι του• καθόσον δεν θα ήτο δίκαιον εξ αιτίας της κακίας του άλλου να παραβλάπτωνται εκείνοι που προσέρχονται με πίστιν εις τα σύμβολα της σωτηρίας μας» (Ομιλία 86).

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, αναφέρει στο Πηδάλιο, «πάντες οι παρά Κανόνας και αναξίως χειροτονηθέντες, προ του να καθαιρεθούν υπό Συνόδου, αληθώς ιερείς εισίν. Επειδή καθώς λέγει ο θείος Χρυσόστομος,«Πάντας μεν ο Θεός ου χειροτονεί, δια πάντων δε αυτός ενεργεί, ει και αυτοί είεν ανάξιοι, δια το σωθήναι τον λαόν […] Επειδή και δι’ αναξίων η χάρις ενεργεί ου δι’ αυτούς, αλλά δια τους μέλλοντας ωφελήσθαι» […] Ο δε Συμεών ο Θεσσαλονίκης λέγει, «δια την χειροτονίαν ενεργεί η χάρις εις αυτούς, είτε αρχιερείς είναι, είτε ιερείς, δια την σωτηρίαν των προσερχομένων, και όσα μυστήρια εκτελέσουν, είναι τη αληθεία μυστήρια» (σελ. 135, υποσημ. 3).


Το μυστήριο δεν εξαρτάται από τον βίο του λειτουργού.Μόνο σε περίπτωση συνοδικής καθαίρεσης, τότε δεν ισχύει τίποτα. Και τούτο, διότι ο ίδιος ο Χριστός έδωσε την εξουσία του «δεσμείν και λύειν» στους αποστόλους και στους επισκόπους που τους διαδέχτηκαν δια της χειροτονίας. Η Γραφή αναφέρει: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ματθαίος, ιη 18).


Ο έγκυρος θεολόγος Π. Τρεμπέλας, αναφέρει στο υπόμνημά του το εξής σχόλιο για το χωρίο: «Η εκκλησία έχει την εξουσία του αφορισμού ή του αναθέματος, ο εστί χωρισμός από της κοινωνίας των Μυστηρίων και των πιστών, ένεκα βαρέων αμαρτημάτων ή αιρέσεως» (Υπόμνημα Εις το Κατά Ματθαίον, σελ. 336).


Όπως αναφέρει ο καθηγητής Ανδρούτσος στην Δογματική του, «[…] ο απεργαζόμενος τα μυστήρια δεν είναι ο ιερεύς αλλά ο ιδρυτής αυτών Ιησούς Χριστός, όστις παραμένει εν τω μυστικώ Αυτού σώματι, τη Εκκλησία, ακριβώς καθόσον ενεργεί την απολυτρωτικήν αυτού δύναμιν […]», και συνεχίζει, «[…] εν τη πράξει της Εκκλησίας απεδοκιμάσθη πάντοτε η εξάρτησις της μυστηριακής πράξεως εκ της προσωπικής πίστεως και εκ της αγιότητος του τελούντος ιερέως […]» (σελ. 301).


Η αποστολική διαδοχή έχει, βέβαια, πάντα νόημα εντός της Εκκλησίας, και όχι η προσωπική εγγύηση του επισκόπου ή του πρεσβυτέρου όταν εκείνος δεν συμβαδίζει με το υπόλοιπο σώμα της Εκκλησίας. Για παράδειγμα, εάν κάποιος Επίσκοπος έπεφτε σε κακοδοξίες, το θέμα του θα το εξέταζε η Ιερά Σύνοδος, και αν έκρινε ότι όντως έπεσε από το αξίωμά του, θα θέτονταν εκτός Σώματος και δεν θα είχε ισχύ η διαδοχή του.


«Η αδιάκοπη αποστολική διαδοχή των επισκόπωνδήλωνε βεβαίως όχι την προσωπική κατά κάποιο τρόπο εγγύηση για την μεταβίβαση ανόθευτης της αποστολικής παραδόσεως, αφού στην περίπτωση αυτή η αποστολική διαδοχή θα εννοείτο ως μια αδιάκοπη διαδοχή χειροτονούντων επισκόπων. Αντιθέτως κατενοείτο ως διασφάλιση από τους επισκόπους της αυθεντικής αποστολικής παραδόσεως στην συνέχεια της λειτουργίας του όλου σώματος της τοπικής Εκκλησίας όχι όμως και χωρίς αυτό. Φορέας της αποστολικής διαδοχής είναι το όλο σώμα της τοπικής Εκκλησίας σε ενότητα με τον Επίσκοπο, όπως και ο Επίσκοπος είναι φορέας της αποστολικής διαδοχής σε άρρηκτη ενότητα με την τοπική του Εκκλησία, για αυτό και έχουμε αδιάκοπη αποστολική διαδοχή επισκόπων στην ίδια Εκκλησία, η οποία βιώνει ως σώμα την αποστολική παράδοση και την διαφυλάσσει σε άρρηκτη πάντοτε ενότητα με την ορατή της κεφαλή, τον Επίσκοπο».

(Εκκλ. Ιστορία Βλ. Φειδά, Α τόμος, σελ. 183-184).




Γ) Η Αποστολική Διαδοχή, 
κριτήριο διαχωρισμού Εκκλησίας και αιρέσεως.

Ανάμεσα στα μέτρα που πήρε η Εκκλησία για να προστατεύσει το ποίμνιο από τα ποικίλα Γνωστικά κινήματα και τις υπόλοιπες αιρέσεις και ψευτοδιδασκαλίες κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, ήταν (και) το κριτήριο της Αποστολικής Διαδοχής.


α) Παραθέτουμε από τον καθηγητή Βλ. Φειδά:

«Το γεγονός ότι ο φιλοσοφικό-θρησκευτικός συγκρητισμός των συρο-αιγυπτιακών γνωστικών συστημάτων δεν περιορίστηκε μόνο στο θεωρητικό πεδίο, αλλά αναπτύχθηκε και σε οργανωμένες κοινότητες με ιδιαίτερη ιεραρχία, λατρεία, μυστηριακές πράξεις, τελετές, μουσική, άσμα, ποίηση, σκηνική τέχνη κα, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη οργανώσεως της άμυνας της Καθολικής Εκκλησίας εναντίον της επικίνδυνης αυτής απειλής. Πέρα από την ενίσχυση των εκκλησιολογικών δομών ή των θεολογικών κριτηρίων, η αποστολική διαδοχή, τα βαπτιστήρια σύμβολα και ο κανόνας της Αγίας Γραφής αναφέρονται κυρίως στην πληρέστερη οργάνωση της αυθεντικής ενότητας όχι μόνο κάθε τοπικής εκκλησίας, αλλά και της ανά την οικουμένη Καθολικής Εκκλησίας».
(Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 224-225).

Τα ίδια αναφέρει και σε άλλο σημείο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, γενικότερα για τις αιρέσεις.


«Η λειτουργία του συνοδικού συστήματος είτε για τη χειροτονία επισκόπου ή και για την αντιμετώπιση σοβαρών εκκλησιαστικών ζητημάτων ευνόησε και την προβολή της ιδιαίτερης αυθεντίας ορισμένων τοπικών εκκλησιών ως προς τη γνησιότητα της αποστολικής παραδόσεως, η οποία είχε διαφυλαχθεί από αυτές. Αυτό ήταν ευνόητο, αφού οι αιρετικοί νόθευαν την αποστολική παράδοση. Ορισμένες τοπικές εκκλησίες μπορούσαν ευχερώς να αποδείξουν τη νοθεία αυτή τόσο με την αντιπαράθεση των γραπτών μνημείων, τα οποία εφυλάσσοντο από αυτές, όσο και με την απόδειξη της γνησιότητας της βιουμένης σε αυτές παραδόσεως δια της αναγωγής της αποστολικής διαδοχής μέχρι τους αποστολικούς χρόνους. Πράγματι, ήδη κατά τον Β αιώνα αναγνωρίζονταν μια σαφής προτίμηση της μαρτυρίας ορισμένων εκκλησιών ως προς την αυθεντικότητα της αποστολικής παραδόσεως. Η μαρτυρία τους είχε ιδιάζουσα σημασία για την αναίρεση της αιρετικής πλάνης, λόγω και των αποδεδειγμένων με την αδιάκοπη αποστολική διαδοχή αποστολικών καταβολών των εκκλησιών αυτών» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 194-195).


β) Ο Ηγήσιππος (περίπου το 180 μ Χ),ως επιχείρημα για την διάκριση των αιρέσεων από την Εκκλησία του Χριστού, έκρινε απαραίτητη την Αποστολική Διαδοχή. Για αυτό το λόγο έγραψε 5 Υπομνήματα, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Ότι γνωρίζουμε, είναι από διάφορα παραθέματα του ιστορικού Ευσεβίου (275- 339 μ Χ). Ο καθηγητής πατρολογίας Δ. Μπαλάνος αναφέρει σχετικά• «Περί του Ηγήσιππου έχομεν πληροφορίας τινάς, ιδίως εκ του Ευσεβίου. Κατά τούτον, ο Ηγήσιππος, ζήσας επι της πρώτης των αποστόλων διαδοχής, κατήγετο εξ Ανατολής, πιθανώς εκ Παλαιστίνης, και γνώριζεν την Αραμαικήν. Επί πάπα Ανικήτου (155-166) διελθών εκ Κορίνθου, ένθα παρέμεινεν ημέρας ικανάς, ήλθεν εις Ρώμην• επανελθών δ’ ειςτην πατρίδα του, έγραψε, περί το 180, τα Υπομνήματα, εκ πέντε βιβλίων. Το έργον τούτο, απολογητικού περιεχομένου, εζήτει να καταδείξει επι τη βάση ιστορικού υλικού καιεπισκοπικών καταλόγων, εναντίον των αιρετικών ισχυρισμών, ότι η αληθής παράδοσις ευρίσκεται μόνον εν τη Εκκλησία, διατηρηθείσα δια της συνεχούς και αδιακόπου διαδοχής του επισκοπικού αξιώματος μέχρι των αποστόλων (την απλανή παράδοσιν του αποστολικού κήρύγματος).

(ΒΕΠΕΣ, τόμος 5, σελίδα 81).

Από την νεότερη πατρολογία του Στ. Παπαδόπουλου, Α' Τόμος, σελίδα 284- 286:

«[…] έργο του έκανε την κατάδειξη και υποστήριξη της ορθοδόξου Παραδόσεως. Συνειδητοποίησε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Εκκλησία από τη σύγχυση, την οποία δημιουργούσαν οι αιρέσεις και προπαντός ο Γνωστικισμός εκείνος που εμφανίζονταν ως ανώτερος χριστιανισμός […] Χωρίς να είναι μεγάλος θεολόγος, διέκρινε ότι ένας τρόπος καταπολεμήσεως του χριστιανίζοντος γνωστικισμού ήταν η ανάδειξη σε κριτήριο της συνεχούς αποστολικής διαδοχής, η οποία υπήρχε στις τοπικές Εκκλησίες κι έλειπε από το γνωστικισμό. Παρουσιάζοντας δηλαδή ιστορικά τη διαδοχή επισκόπων στις Εκκλησίες, δημιούργησε το σημαντικό για την εποχή του επιχείρημα, ότι σε όποια Εκκλησία διαπιστώνεται διαδοχή έχουμε και απλανή, αδιάφθορη, την αποστολική Παράδοση […] Τα Υπομνήματα έχουν χαθεί, αλλά ο Ευσέβιος, που είναι και η κύρια πηγή του Ηγήσιππου, διέσωσε μερικά μόνο αποσπάσματα, που δίνουν μόνο αμυδρή εικόνα του έργου […] Η ιδιαίτερη συμβολή και σημασία του Ηγήσιππου βρίσκεται στην προβολή της ιστορικής παραδόσεως ως επιχειρήματος κατά των αιρετικών και γνωστικών. Στο επιχείρημα τούτο δίνει ο Ειρηναίος θαυμαστό θεολογικό βάθος». (Α Τόμος, σελ. 284-285).

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τον Ηγήσιπποπου μας διασώζει ο Ευσέβιος• αφού αναφέρει ορισμένους αιρεσιάρχες της εποχής του που δεν είχαν αποστολική διαδοχή και τους οποίους διαχωρίζει από το σώμα της Εκκλησίας, γράφει•


«…έκαστος (από αυτούς) ιδίως και ετέρως ιδίαν δόξαν (πίστη) παρεισήγαγεν. Από τούτων ψευδόχριστοι, ψευδοπροφήται, ψευδαπόστολοι, οίτινες εμέρισαν την ένωσιν της Εκκλησίας φθοριμαίοις λόγοις κατά Θεού και κατά Χριστού αυτού».

(Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία IV 22, 2-6).

γ) Ο άγιος Ειρηναίος,που έγινε γνωστός για τα αντιαιρετικά του έργα, κινείται στα ίδια πλαίσια με τον Ηγήσιππο από τον οποίο αντλεί υλικό. Στο τρίτο βιβλίο του «Εναντίων της Ψευδωνύμου Γνώσεως», αφού αναφέρει πρόσωπα που είχαν διαδοχή αποστολική, γράφει• «Τη αυτή τάξει και τη αυτή διαδοχή ητε από των αποστόλων εν τη Εκκλησία παραδοσι και το της αληθείας κήρυγμα κατήντηκεν εις ημάς».

(ΒΕΠΕΣ 5, 143).

Ο καθηγητής θεολογίας Γ. Φλορόφσκι (1893- 1979), στο βιβλίο του «Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις», αναφέρει για τον άγιο Ειρηναίο•

«Ο Ειρηναίος αποκηρύσσουν την από τους Γνωστικούς κακήν χρήσιν της Γραφής εχρησιμοποιούσε μίαν γραφικώτατην παρομοίωσιν. Ένας επιδέξιος καλλιτέχνης εζωγράφησεν ωραίαν εικόνα βασιλέως αποτελούμενη από πολλούς πολυτίμους λίθους. Κάποιος άλλος διαλύει το μωσαικόν τούτο και συνθέτει με τους λίθους σχέδιον διάφορον, που παριστά εικόνα σκύλου ή αλώπεκος. Εν συνεχεία ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν η αρχική εικών, του πρώτου καλλιτέχνου, με το πρόσχημα ότι αι ψηφίδες ήσαν αυθεντικαί. Το αρχικόν όμως σχέδιον είχε καταστραφή. Αυτό ακριβώς κάνουν οι αιρετικοί με την Αγίαν Γραφήν. Αγνοούν και διασπούν την σειράν και τον σύνδεσμον της Αγ. Γραφής, λύοντες τα μέλη της αληθείας. Ρήματα, λέξεις, παραβολαί, είναιπράγματι γνήσια, αλλά η υπόθεσις είναι αυθαίρετος και ψευδής (Κατά Αιρέσεων 1.8.1) […] Η αγαπημένη φράσις του Ειρηναίου ήταν ο «κανών της αληθείας». Αυτός βεβαίως ο κανών δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η μαρτυρία και το κήρυγμα των Αποστόλων, που ήταν αποτεθειμένη εις την Εκκλησίαν και εμπεπιστευμένην εις αυτήν από τους Αποστόλους. Αυτό εφυλάχθη πιστώς και μετεβιβάσθη με πλήρη ομοφωνίαν απανταχού δια της διαδοχής των διαπιστευμένων ποιμένων «Εκείνοι που με τηνεπισκοπικήν διαδοχήν έχουν δεχθή το βέβαιον χάρισμα της αληθείας»[…]». (σελ. 105-107, μετάφραση Δ. Τσάμη).

Ο καθηγητής Στ Παπαδόπουλος, αναφέρει• «Η θεολογία της Παραδόσεως είχε αφορμή τη διάθεση (και πράξη) των Γνωστικών και των αιρετικών να υποτιμούν και να αγνοούν την ιστορικότητα του Χριστού και της αποστολικής παραδόσεως, κάτι που τους παρείχε την άνεση να δημιουργούν δικές τους παραδόσεις». (σελ. 299). Αυτήν την θεολογία ανέπτυξε στα αντιαιρετικά του έργα ο άγιος Ειρηναίος για να αντικρούσει τους αιρετικούς της εποχής του. Πρόβαλε την Αποστολική Παράδοση μέσα από την Αποστολική Διαδοχή. Στην σελίδα 300 αναφέρεται• «Υπογραμμίζοντας το τελευταίο τούτο, έχει ο Ειρηναίος τον ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστού και μεταποστολικής εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα να υποδείξει τις πηγές της παραδόσεως και τη γνησιότητα της δια της κατονομάσεως των προσώπων, που διαδοχικά παραλάμβαναν και παρέδιδαν τη διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων. Έτσι δημιουργείται το επιχείρημα της ιστορικής παραδόσεως, την οποία μπορεί κανείς να ελέγξει και να αποδείξει ιστορικά». Και προσθέτει ο καθηγητής Παπαδόπουλος• «Ο Ειρηναίος δε θεωρεί τη Γραφή κάτι ξεχωριστό από την Παράδοση, δεν είναι μέγεθος ιδιαίτερο, αλλά όψη, στοιχείο, πλευρά διακεκριμένη (όχι χωρισμένη) στο πλαίσιο της όλης Παραδόσεως, την οποία χαρακτηρίζει στο σύνολό της ‘κανόνα της αλήθειας’, και θεωρεί ‘ακλινή’ και ‘βεβαία’, όρο, κριτήριο, και πλαίσιο ζωής του πιστού. Οι ζωντανοί φορείς της Παραδόσεως έχουν στον Ειρηναίο μεγαλύτερη σημασία από τα κείμενα της ΚΔ, κάτι που ισχύει απόλυτα και για τον Ιγνάτιο. Οι φορείς αυτοί ονομάζονται «επίσκοποι» ή «πρεσβύτεροι». (σελ. 300).


Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, επίσης γνωστός για τα αντιαιρετικά του έργα, συνδέει την αρχιερατεία με την αποστολική διαδοχή και την μετάδοση της χάρης του Αγίου Πνεύματος. «το εν τη Εκκλησία παραδοθέν Άγιον Πνεύμα, ου τυχόντες πρότεροι οι απόστoλoι μετέδοσαν τοις ορθώς πεπιστευκόσιν ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες της τε αυτής χάριτος μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας και φρουροί της Εκκλησίας λελογισμένοι ουκ οφθαλμώ νυστάζoμεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν» (Κατά Πασών αιρέσεων Έλεγχος, ΒΕΠΕΣ 5, σ. 199).



Luther arrived in Worms as part of a triumphal procession. The emperor and church officials expected him to recant his theses while at the Diet.


Δ) Αποστολική Διαδοχή, Παπικοί και Προτεσταντικές Ομολογίες.

Έχουν ουσιαστική αποστολική διαδοχή οι Παπικοί και οι Προτεσταντικές ομολογίες; Οι διάφορες σημερινές Προτεσταντικές ομολογίες έχουν τις ρίζες τους από την Διαμαρτύρηση τον 16ο αιώνα. Η Διαμαρτύρηση έγινε κατά των κακοδοξιών του Πάπα. Από εκεί αποσχίστηκαν. Οι Παπικοί διαχώρισαν τον εαυτό τους από την ΜΙΑ Εκκλησία νωρίτερα, το 1054. Ο επίσκοπος Ρώμης είχε αποφασίσει αυθαίρετα, ανεξάρτητα από τους επισκόπους της Ανατολής, ότι θα έπρεπε να έχει υπεροχή έναντι όλων των άλλων επισκόπων. Μονομερώς αποφάσισε, χωρίς την έγκριση Οικουμενικής Συνόδου, ότι αφού ο απόστολος Πέτρος ήταν πρώτος Επίσκοπος Ρώμης (αν και αυτό δεν είναι αποδεδειγμένο), έπρεπε ο ίδιος να έχει εξουσία επί όλων των άλλων επισκόπων. Επίσης, η Εκκλησία στην Δύση αποφάσισε να αλλοιώσει δόγμα πίστεως, το οποίο είναι διατυπωμένο και στο ‘’Κατά Ιωάννην’’ Ευαγγέλιο, αλλά και στο σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός. Οι δυτικοί πρόσθεσαν ‘’και εκ του Υιού’’ (filioque) , αυθαίρετα πάλι και χωρίς να έχει προηγηθεί Οικουμενική σύνοδος.


Ο καθηγητής Βλ. Φειδάςαναφέρει• «Η προέλευση της διδασκαλίας περί της εκπορεύσεως του αγ. Πνεύματος όχι μόνο εκ του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού (filioque) συνδεόταν αναμφιβόλως με τις βησιγοτθικές αρειανικές ρίζες της φραγκικής θεολογίας» (Εκκλησιαστική Ιστορία, ΄Β τόμος, σελ. 96).


Έχουμε σαφέστατα νοθεία στον δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού, αφού υποβαθμίζεται το Πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος και παύει να είναι ισότιμο με τα άλλα δύο.


Άλλαξαν δόγμα πίστεως, επομένως έπεσαν σε αίρεση (και αργότερα σε περισσότερες), αποκόπηκαν από μόνοι τους από την Μια εκκλησία, και έχασαν την διαδοχή και την χάρη. Δεν φύλαξαν την καλή παρακαταθήκη.


Στην επιστολή του Μ. Βασιλείου προς τον Αμφιλόχιο«Περί του Αγίου Πνεύματος», υπάρχει ο πρώτος κανόνας του Μ. Βασιλείου που αναφέρει ανάμεσα στα άλλα• «Οι δε της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έτι έσχον την χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτούς• επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν. Οι μεν γαρ πρώτοι αναχωρήσαντες, παρά των Πατέρων έσχον τας χειροτονίας, και δια της επιθέσεως των χειρών αυτών, είχον το χάρισμα το πνευματικόν, οι δε απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος Αγίου ετέροις παρέχειν» (Πηδάλιο αγίου Νικοδήμου, σελ. 587).


Δηλαδή,όσοι αποσχίζονται από την εκκλησία παύουν να έχουν την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Επειδή διακόπτεται η ακολουθία (αποστολική διαδοχή), διακόπτεται και η μετάδοση της Χάριτος. Και συνεχίζει αναφέροντας ότι ενόσω ήσαν χειροτονημένοι, είχαν χάρισμα πνευματικό, αλλά αφού αποσχίστηκαν έγιναν λαϊκοί και έχασαν την εξουσία να βαπτίζουν, να χειροτονούν άλλους, και να μεταδίδουν σε άλλους την χάρη του Αγίου Πνεύματος.


Και όπως σχολιάζει ο άγιος Νικόδημος, «όταν εν μέλος κοπή από το σώμα, νεκρούται παρευθεύς με το να μη μεταδίδεται πλέον εις αυτό ζωτική δύναμις• τουτοιοτρόπως και αυτοί αφ ου μια φοράν εσχίσθησαν από το σώμα της Εκκλησίας, ενεκρώθησαν παρευθύς, και την πνευματικήν χάριν και ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος έχασαν, μη μεταδιδομένης ταύτης εις αυτούς δια των αφών και συνδέσμων, ήτοι δια της κατά Πνεύμα ενώσεως» (Πηδάλιο, σελ. 589,σημείωση 1η).


Ο Μ. Αθανάσιος αναφέρει στον πρώτο λόγο του «Κατά Αρειανούς» σχετικά:

«[…] πως ανήκουν εις την καθολικήν Εκκλησίαν αυτοί που απετίναξαν την αποστολικήν πίστιν και επενόησαν καινούρια κακά […] ;».

Επομένως, όποιος αποκόπτεται από το σώμα της Εκκλησίας, χάνει την χάρη του Αγίου Πνεύματος και ο ίδιος, αλλά και ως προς το να την μεταδίδει δια της χειροτονίας. Ούτε οι Παπικοί έχουν την χάρη της αποστολικής διαδοχής, ούτε οι Προτεστάντες που προέκυψαν από αυτούς.




Επίλογος


Έχοντας δει την σημασία της Αποστολικής διαδοχής ως μέσο κριτηρίου για το ποιος είναι αιρετικός και ποιος όχι, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον ορισμό που δίνει ο άγιος Ιγνάτιος για το τι είναι Εκκλησία, αρχές του δευτέρου αιώνα.


«Ομοίως πάντες εντρεπέσθωσαν τους διακόνους ως Ιησούν Χριστόν, ως και τον Επίσκοπον, όντα τύπον του πατρός, τους δε πρεσβυτέρους ως συνέδριον Θεού και ως σύνδεσμον αποστόλων. Χωρίς δε τούτων Εκκλησία ου καλείται».

(Προς Τραλλιανούς, 3).

Δηλαδή, οποιαδήποτε σύναξη που δεν έχει Επίσκοπο, πρεσβυτέρους, και διακόνους, δεν είναι Εκκλησία Χριστού. Και σαφώς, όπως δείξαμε παραπάνω, με αποστολική διαδοχή. Και φυσικά, ούτε η Θεία Ευχαριστία είναι «βεβαία» (έγκυρη) όταν γίνεται χωριστά από τον Επίσκοπο ή όποιον εκείνος έχει επιτρέψει να την τελεί, κατά τα λόγια του αγίου Ιγνατίου•


«Μηδείς χωρίς Επισκόπου τι πρασσέτω των ανηκόντων εις την Εκκλησίαν. Εκείνη βεβαία ευχαριστεία ηγείσθω, η υπό τον Επίσκοπον ούσα, η ω αν αυτός επιτρέψει. Όπου αν φανεί ο Επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική Εκκλησία». (Προς Σμυρναίους, .


Όποιος κάνει οτιδήποτε κρυφά από τον Επίσκοπο, λατρεύει τον διάβολο, ακόμα και αν ενεργεί στο «όνομα του Χριστού» (υποτίθεται).


«Ο τιμών Επίσκοπον υπό Θεού τετίμηται• ο λάθρα Επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω λατρεύει». (Προς Σμυρναίους 9).


Πηγές


Αγία Γραφή

Άγιος Νικόδημος, Πηδάλιο, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, έκδοση δέκατη τρίτη, 2003

Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλ. συγγραφεών, τόμος 5, Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας, 1955


Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία τόμοι Α-Β, Εκδόσεις Διήγηση, Τρίτη έκδοση 2002


Γ. Φλορόφσκι, Αγία Γραφή- Εκκλησία-Παράδοσις, μετάφραση Δ. Τσάμης


Ι. Χρυσοστόμου έργα, ΕΠΕ 14, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 2011


Μ. Αθανασίου έργα, ΕΠΕ 2, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1974


Π. Παπαευαγγέλου, Αποστολικοί Πατέρες Άπαντα, Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1994 (γνήσιες επιστολές αγίου Ιγνατίου)


Π. Τρεμπέλας, Υπόμνημα εις το «Κατά Ματθαίον», Εκδόσεις αδελφότητας θεολόγων ο «Σωτήρ», έκτη έκδοση 2008


Σ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία τόμος Α, Εκδόσεις Παρουσία, 1997 Τρίτη έκδοση


Χ. Ανδρούτσος, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, 1907



Εργασία: Στέλιος Μπαφίτης 

Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου

'Ελληνική, Ρωμαϊκή καί Ανατολική θρησκεία

$
0
0

β) 'Ελληνική, ρωμαϊκή καί Ανατολική θρησκεία.

Ή έλληνική θρησκεία στίς ποικίλες μορφές της είχε κυριολεκτικά διαποτίσει τό γνωστό ελληνιστικό χώρο, στούς κόλπους τοϋ οποίου άναπτύχθη κε ό χριστιανισμός. Ή άνάγκη τοΰ άνθρώπου νά λύση τά φοβερά προβλήματα πού πιέζουν τό στήθος του βρήκε τις ύψηλότερες καί βαθύτερες εκφράσεις του σέ δ,τι όνομάζομε γενικά έλληνική θρησκεία. Οί έλληνες παραμέρισαν γρήγορα τό άφελές καί ειδυλλιακό δωδεκάθεο τοΰ 'Ολύμπου. Ή τραγικότης, τό φώς, τό δντως "Ον, ύπήρξε ή μοϊρά τους. Ή άνάγκη νά γνωρίσουν τόν έαυτό τους, τόν κόσμο, τόν προορισμό τους, ώδήγησε αύτούς στή δημιουργία θρησκευτικών μορφών πάθους καί φωτός, σέ θρησκευτικές μορφές έρμηνείας καί λυτρώσεως. 

Τά ελευσίνια μυστήρια, τά ορφικά καί ή λατρεία τοΰ Διονύσου, εκφράζουν τήν άναγωγή τοΰ έλληνα στήν αίσθηση τοΰ τραγικοΰ, κάτι πού άποτελεΐ τό ύψηλότερο επίτευγμα τοΰ ανθρώπινου πνεύματος. Ή μύηση τών ελευσίνιων εξέφραζε τήν άνάγκη γιά γνώση καί βαθύτερη σχέση μέ τό θειο. Τά ορφικά μυστήρια είναι ή έκτύλιξη τοΰ άνθρώπινου δράματος. Ή μέχρι αύτοθυσίας άγάπη τοΰ 'Ορφέα πρός τήν Εύρυδίκη δίνει τό μέτρο τής νοσταλγίας τοΰ άνθρώπου γιά τό άνώτερο, τό τέλειο, τό ώραΐο, τό ύψιστο. Τό πνευματικό περιεχόμενο τών ορφικών καταφαίνεται καί στίς άντιλήψεις περί άθανασίας τής ψυχής, περί μετεμψυχώσεως καί περί μελλοντικής άμοιβής ή τιμωρίας τών άνθρώπων, άντιλήψεις πού ίσχυαν ώς δόγματα καί πού μποροΰσαν νά συγκινήσουν τούς χριστιανούς. Ή λατρεία τοΰ Διονύσου, πού καλλιεργήθηκε οπως δλα τά μυστήρια κυρίως άπό τόν ΣΤ' αίώνα π.Χ., προσπαθεί νά έρμηνεύση τή ζωή καί τό θάνατο. Ξεκινώντας άπό τό φαινόμενο αύτό στή φύση, θέτει τό πρόβλημα τής άδιάλειπτης μεταμορφώσεως καί άναπαραγωγής.

Ό Διόνυσος πεθαίνει καί άνασταίνεται, εξουθενώνεται καί γίνεται μορφοποιητική καί μορφοδοτική δύναμη μεγάλη. Ό διονυσιασμός έκφράζει μέ τόν ενθουσιασμό του τό δργιο τής ζωής καί οδηγεί σέ έκσταση, πού κάποτε γίνεται προφητική. Στό πνευματικό- αύτό κλίμα, μορφοποιημένο άπό τόν ελληνικό φιλοσοφικό λόγο, γεννήθηκε ή Τραγωδία. Στήν κλασσική θρησκεία βρίσκομε ισχυρή τήν τάση πρός ενοποίηση τών θεών, πρός άναγωγή στό ένα καί μοναδικό "Ον, πού συχνά δμως έχει άντίπαλη δύναμη σκοτεινές θεότητες, οί όποιες ύποτάσσονται χάριν τής φυσικής καί ήθικής τάξεως στον κόσμο. Ό άνθρωπος ύποβάλλεται σέ καθαρμούς ή εξαγνισμούς γιά τήν προσέγγιση καί γνώση τοΰ θείου. Στήν προσέγγιση αύτή δμως δέν πρέπει νά ξεπερνά ώρισμένα δρια. Τό ξεπέρασμα αύτό συνιστά τήν «ϋβριν» τών θεών, πού ισοδυναμεί μέ τό μεγαλύτερο έγκλημα τών άνθρώπων.

Άπό τούς ελληνιστικούς κυρίως χρόνους ή ύψηλή θρησκευτικότης τών έλλήνων υποχωρεί, δπως υποχωρεί καί ή Τραγωδία. Ή επίδραση ώρισμένων φιλοσοφικών κινήσεων (σοφιστεία, 'Επίκουρος [323-270]), ή πτώση γενικά τοΰ πνευματικού επιπέδου καί ή επικοινωνία μέ τούς άνατολικούς κυρίως λαούς άλλοίωσαν άκόμη καί τόν ύψηλό συμβολικό χαρακτήρα τών μυστηρίων. Η δεισιδαιμονία, ή άγυρτεία καί ή μαγεία κυριάρχησαν. Τό ένδιαφέρον γιά τά μεγάλα θρησκευτικά βιώματα άτονοΰσε, μέχρις δτου τό εύρύ φαινόμενο τοϋ συγκρητισμοϋ άναζωπύρησε κάπως τή θρησκευτικότητα ολόκληρου τοΰ έλληνορωμαϊκοΰ κόσμου. "Ετσι έχομε τήν πρόσμιξη τών ελληνορωμαϊ- κών θρησκευτικών άντιλήψεων μέ τή λατρεία τής αιγυπτιακής "Ισιδος (καί Όσίριδος καί Σεράπιδος), τής φρυγικής Κυβέλης, τοΰ συριακοΰ "Αδωνη καί τοΰ ίρανικοΰ Μίθρα, πού ήταν άγαπητός ιδιαίτερα στά λαϊκά στρώματα καί στούς ρωμαϊκούς στρατώνες. 'Ενίοτε ή πρόσμιξη αύτή απέβαινε είς βάρος τών έλληνορωμαΐκών θεοτήτων. Τό πρόβλημα άντιμετώπισε ό ρωμαίος Αύγουστος (31 π.Χ. - 14 μ.Χ.) ενισχύοντας τή λατρεία τοΰ αύτοκράτορα ή τοΰ δαιμονίου τοΰ αύτοκράτορα. 'Έτσι ένίσχυε καί τό μοναδικό παράγοντα πού ένωνε τούς ύπηκόους τοΰ άπέραντου ρωμαϊκοΰ κράτους, άφοΰ ή λατρεία αύτή ήταν ύποχρεωτική γιά δλους τούς ύπηκόους.

Οί μυστηριακές θρησκείες, δπως ονομάζονται οί θρησκείες πού έχουν μυστήρια, προσέδωσαν ιδιαίτερο βάθος καί κάποτε ισχυρό μυστικιστικό χαρακτήρα στίς εκδηλώσεις τους καί τό περιεχόμενο τους. Ή μεγάλη τους άνάπτυξη οφείλεται στήν πεποίθηση τοΰ άνθρώπου δτι μέ τή λογική αδυνατεί νά λύση τά μεγάλα του προβλήματα. Σχεδόν δλες άπαιτοΰσαν τή μύηση καί τηροΰσαν τυπικό πού άγνοοΰσαν οί άμύητοι. Η λατρεία γενικά ήταν άπόκρυφη πράξη καί άπέβλεπε στήν ένωση μέ τό θείο ή τή λύτρωση άπό τό θάνατο. Ή προπαρασκευή γιά τήν ύψιστη αύτή πράξη, ή κάθαρση, ή άσκηση καί κάποτε τό βάπτισμα καί τά μυστικά δείπνα ήσαν άπαραίτητα. Παράλληλα οί έπιστήμες  καί  ή  μεγάλη  έπικοινωνία  τών  λαών  συντελοΰσαν  στή  δημιουργία  τοΰ φαινομένου εκείνου, κατά τό όποιο ή θρησκεία φιλοσοφεί καί ή φιλοσοφία θρησκεύει. Αύτό παρατηρείται προπαντός στήν 'Αλεξάνδρεια, τή χοάνη αύτή πολιτισμών, θρησκειών, φιλοσοφικών σχολών, τεχνών καί έπιστημών.
'Ιδιαίτερα πρέπει νά ύπογραμμίσωμε δτι άποτέλεσμα τοΰ θρησκευτικού συγκρητισμού, τής προσμίξεως τών θεοτήτων, είναι δτι οί θεότητες αύτές άρχισαν νά άποπροσωποποιοΰνται. Τά χαρακτηριστικά στοιχεία τών διαφόρων θεοτήτων γίνονται συχνά καί σέ κάποιο βαθμό ιδιότητες μιάς   θεότητος, ιδιώματα τοΰ ύψιστου θεοΰ, του "Οντος", όπως θά έκφράση αύτό κατά τόν πρώτο χριστιανικό αιώνα ό Πλούταρχος (45-120. Περϊ "Ισιδος και Όσίριδος 77 έξ.).


Βιβλιογραφία


P. D E LAB R IO LLE , La reaction paienne, Paris 1934. L. CER F AU X - J. TO ND R IAU , Le culte de souverains   dans   la   civilisation   grecoromaine,   1960.   R.   E IZEN S TE IN ,   Die   hellenistischen Mysterienreligionen, Darmstadt 1956 (άνατύπωση του 1927). Ν. AR S EN IE V, The Christian Message and the Hellenic Religious Outlook, είς N D i d , 14 (1964) 29-60. R. EIS LER , Orphisch - dionysische Mysteriengedanken  in  der  christlichen  Antike  (άνατύπωση  τοΰ  1925),  Hildesheim  1966.  R. STE IN ER , Le christianisme et les mystfercs de 1' antiquity, Paris 1968. C. CO LP E, Die Mythrasmy- terium und die Kirchenvater, είς S t u d i a J. H. Waszink..., Amsterdam 1973, σσ. 29-43.

Πατρολογία Α

Στυλ.Παπαδόπουλος

 Σελίδες 140-142

Αν οι τρεις Ιεράρχες ήταν σήμερα δάσκαλοι…

$
0
0

Κανένας δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ ὅτι οἱ τρεῖς Ἱεράρχες μποροῦν νά σταθοῦν ὡς ὁδηγοί τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Αὐτοί περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ἀντιμετώπισαν τόν ἄνθρωπο μέ ἕνα τρόπο ἀκριβῆ καί ὑπεύθυνο. Τόν εἶδαν ὡς ἕνα ὄν μέ ἀπεριόριστη ἀξία, πλασμένο ἀπό τό Θεό γιά νά γίνει Θεός! Δέν τόν μελέτησαν μόνο μέ τή θεωρία, τόν βοήθησαν καί μέ τήν πράξη. Ἡ ζωντανή, ὁλοκληρωμένη καί ἀναγεννημένη προσωπικότητά τους περιέλαβε τόν ἄνθρωπο ὡς σύνολο. Τόν ἄνθρωπο μέ ὅλες τίς ἀξίες του: παιδεία, τέχνη, ἐργασία, κοινωνικότητα, οἰκογένεια, πατρίδα. [1]

Ἀγάπησαν ὅ,τι ὡραῖο καί ἀληθινό ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο. Καί μάλιστα, ἰδιαιτέρως στό νέο ἄνθρωπο. Τό παιδί. Τό μαθητή μας. Γι’αὐτό καί ἡ διδασκαλία τους εἶναι πολύτιμη σέ μᾶς πού καθοδηγοῦμε τό σύγχρονο νέο ἄνθρωπο.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ

Σήμερα 3 Σεπτεμβρίου, ἀρχή τοῦ σχολικοῦ ἔτους 20….. καί ὥρα 9.00 π.μ. συνῆλθε στήν πρώτη τακτική του συνεδρίαση ὁ Σύλλογος διδασκόντων τῶν Ἐκπαιδευτηρίων μας «Ἑλληνοχριστιανική Παιδεία» τόν ὁποῖο ἀποτελοῦν οἱ Διδάσκαλοι:


·Βασίλειος, Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας, ὁ ἐπονομαζόμενος Μέγας
·Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἐπονομαζόμενος Θεολόγος καί
·Ἰωάννης, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἐπονομαζόμενος Χρυσόστομος


καί ἀφοῦ διαπιστώθηκε ἡ νόμιμη ἀπαρτία, ἄρχισε ἡ συνεδρίαση.

Τό λόγο πῆρε πρῶτος ὁ Βασίλειος καί εἶπε τά ἑξῆς:


Ἀγαπητοί συνάδελφοι, μιά καί βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς νέας ἐκπαιδευτικῆς περιόδου, νομίζω πώς καλό θά ἦταν νά χαράξουμε τίς βασικές ἀρχές τοῦ παιδαγωγικοῦ καί διδακτικοῦ μας ἔργου.

Ἄς μήν ξεχνοῦμε ὅτι σκοπός τῆς ἀγωγῆς εἶναι νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο ἀντάξιο τῆς θείας καταγωγῆς του, ἀλλά καί τοῦ θείου προορισμοῦ του. Ὄχι μόνο νά γίνει ἰσχυρή προσωπικότητα γιά νά δράσει καί νά προσφέρει στήν κοινωνία, ἀλλά καί νά κατασταθεῖ «συμπολίτης τῶν ἁγίων καί οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ».[2]Ἡ ὁμοίωση πρός τόν Θεό καί τελικά ἡ θέωση πρέπει νά εἶναι ἡ κύρια ἐπιδίωξη τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς καί τῆς ἀγωγῆς του. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, καί ὁ μικρός μαθητής μας ἐν προκειμένῳ, εἶναι «θεός κεκελευσμένος»[3]. Εἶναι «τό μόνον τῶν ζώων θεόπλαστον»[4], εἶναι «φυτόν οὐράνιον»[5], εἶναι «ὁμοδίαιτος τῶν ἀρχαγγέλων καί φωνῆς θείας ἀκροατής»[6], εἶναι «τῶν ἐπί γῆς ζώων τό τιμιώτατον, τό μετά τούς ἀγγέλους ἐν λογικοῖς τεταγμένον»[7], εἶναι «ὁ εἰκόνι Θεοῦ τετιμημένος»[8].

Ἐπίσης, ποτέ δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε πόσο εὔπλαστη καί ἀπαλή εἶναι ἡ παιδική ψυχή καί μαλακή σάν τό κερί. [9]Τά μαθήματα ἀρετῆς πού θά ἐντυπωθοῦν στό παιδί ἀπό τήν παιδική ἡλικία εἶναι ἀνεξάλειπτα.[10]



Συνεχίζει ὁ Χρυσόστομος:Συμφωνῶ ἀπολύτως. Γιατί ἄν στήν ψυχή πού ἀκόμη εἶναι μαλακή καί τρυφερή ἐντυπωθοῦν τά καλά διδάγματα, τότε κανένας δέ θά μπορέσει, ποτέ, νά τά ξεριζώσει[11]. Καί κανένας μή μοῦ λέγει ὅτι τά παιδιά δέν πρέπει νά ἀσχολοῦνται μέ τά ἱερά θέματα καί διδάγματα˙ διότι ὄχι μόνον ἔπρεπε νά ἀπασχολοῦνται μέ αὐτά, ἀλλά καί μόνον αὐτά ἔπρεπε νά σπουδάζουν… Καί διότι αὐτή κυρίως ἡ ἡλικία τέτοια χρειάζεται μαθήματα. Διότι, λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι ἁπαλή, γρήγορα δέχεται μέσα της τά λεγόμενα, ὡσάν αὐτά πού ἀκούει νά ἐντυπώνεται ἡ σφραγίδα στό κερί. Ἐξάλλου τότε, στήν παιδική ἡλικία ἀρχίζει ὁ βίος νά ἀποκλίνει εἴτε στήν κακία εἴτε στήν ἀρετή. Ἄν λοιπόν κανείς ἀπ’ αὐτό τό ξεκίνημα καί τά πρόθυρα τῆς ζωῆς ἀπομακρύνει τά παιδιά ἀπό τήν πονηρία καί τά χειραγωγήσει στήν ἄριστη ὁδό, θά τά στερεώσει στό ἑξῆς σάν σέ συνήθεια κάπως καί φύση τῆς ἀρετῆς˙ μέ τή θέλησή τους ἑπομένως δέ θά μεταβληθοῦν εὔκολα πρός τό χειρότερο, ἐφόσον αὐτή ἡ συνήθεια θά τά ἐλκύει πρός ἐργασία τῶν ἀγαθῶν. Ἔτσι θά γίνουν πιό σεβαστοί ἀπό ἐμᾶς καί χρησιμότεροι στά θέματα τῆς πολιτείας, ἀφοῦ θά ἐπιδεικνύουν τά χαρίσματα τῶν πρεσβυτέρων στή νεανική τους ἡλικία.[12]Ἐξάλλου, ποιά μεγαλύτερη τέχνη ὑπάρχει ἀπ’αὐτή, τί μπορεῖ νά ἐξισωθεῖ μέ τό νά ρυθμίζεις τήν ψυχή καί νά διαπλάθεις τό νοῦ ἑνός ἀνθρώπου; [13]

Τό λόγο παίρνει ὁ Γρηγόριος:Ἡ ἀγωγή εἶναι τέχνη τῶν τεχνῶν καί ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν καί ἔχει σκοπό νά δώσει στήν κοινωνία καλούς χριστιανούς. Κυρίως ὅμως σκοπός τῆς ἀγωγῆς εἶναι «νά τηρηθεῖ ἡ εἰκόνα καί νά ἐξομοιωθεῖ πρός τό ἀρχέτυπον».[14]

Ἰωάννης: Ναί, ἀλλά νά μήν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι ἡ ἀγωγή, λόγῳ τῆς ἀστάθειας πού χαρακτηρίζει τά παιδιά καί τούς νέους, δέν ἔχει ἄμεσα ἀποτελέσματα. Οἱ στόχοι της εἶναι μακροπρόθεσμοι.Ὁ παιδαγωγός βλέπει περισσότερο τό μέλλον τοῦ παιδιοῦ καί λιγότερο τό παρόν. Γι’ αὐτό καί δέν παρασύρεται, οὔτε ἀπογοητεύεται ἀπό τίς τωρινές παρεκτροπές τοῦ παιδιοῦ, ἀλλ’ αἰσιοδοξεῖ πάντοτε καί ἐλπίζει. Ὁ καλός παιδαγωγός σπέρνει ταπεινά καί μέ ὑπομονή τό σπόρο τοῦ καλοῦ καί ἀναθέτει τήν καρποφορία στήν καλή θέληση τοῦ παιδιοῦ, στήν πάροδο τοῦ χρόνου καί στή χάρη τοῦ Θεοῦ.



 


Ἡ σχέση δασκάλου καί μαθητή

Ἰωάννης: Ἄς δοῦμε ὅμως τώρα πῶς θά γίνει ἀποδοτική ἡ διδασκαλία μας.Τό νά ἀγαπᾶ ὁ δάσκαλος τό μαθητή, τό “φιλεῖν καί φιλεῖσθαι” εἶναι τό κύριο στοιχεῖο πού κάνει ἀποδοτική τή διδασκαλία. Νομίζω, ἀγαπητοί συνάδελφοι, ὅτι πρέπει νά ξεπεράσουμε σέ φιλοστοργία τούς φυσικούς πατέρες! Ὁ λόγος μας πρέπει νά εἶναι ἀνθρώπου πού διδάσκει μᾶλλον, παρά ἐλέγχει, πού παιδαγωγεῖ, παρά τιμωρεῖ, πού βάζει τάξη, παρά πού διαπομπεύει, πού διορθώνει παρά πού ἐπεμβαίνει στή ζωή τοῦ μαθητή. Τό κάθε παιδί ἄς τό ἀντιμετωπίζουμε μέ διαφορετικό σύστημα ἀγωγῆς, ἀφοῦ εἶναι μιά ξεχωριστή προσωπικότητα.”[15]Ἡ σχέση παιδαγωγοῦ – μαθητῆ εἶναι μιά σχέση ἐλευθερίας καί δημιουργίας. Ὀφείλουμε νά σεβόμαστε πρώτιστα ἐμεῖς τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας, πού χάρισε ὁ Δημιουργός στά παιδιά καί νά μή φυλακίζουμε τίς ἀνησυχίες τους.

Γρηγόριος: Ἡ Παιδεία πρέπει νά εἶναι δρόμος ἀπελευθέρωσης καί ὄχι δουλείας, ὄχι καθημερινός θάνατος καί μιζέρια! Ἄς κάνουμε τήν Παιδεία ὅπλο δικαιοσύνης καί ὄχι θανάτου”, [16]





Ἑλληνοχριστιανικά γράμματα.

Ἄς μήν ξεχνοῦμε, συνεχίζει ὁ Χρυσόστομος, ὅτι δέ σφυρηλατοῦμε χάλκινα ἀντικείμενα, τά ὁποῖα δέχονται παθητικά τά χτυπήματα τοῦ σφυριοῦ καί τά ὁποῖα θά βρεῖ ὁ τεχνίτης στήν κατάσταση στήν ὁποία τά ἄφησε. Σφυρηλατοῦμε ψυχές, οἱ ὁποῖες δέχονται ἤ δέ δέχονται τή διδασκαλία καί ἀντιδροῦν ποικιλοτρόπως. Κατά συνέπεια, ἄλλα πρέπει νά προσφέρουμε στή μιά περίπτωση, ἄλλα στήν ἄλλη. Ἄλλα στό πρῶτο στάδιο τῆς μαθήσεως, ἄλλα στά ἑπόμενα.

Βασίλειος: Ἡ προσθήκη τῶν νέων γνώσεων πρέπει νά γίνεται σιγά –σιγά καί σύμμετρα. Νά προχωροῦμε ἀπό τό ἁπλούστερα στά δυσκολότερα, ἀφοῦ εἶναι δύσκολο νά διδαχθεῖ κανείς τά μεγάλα πρίν ἀπό τά μικρά.[17]
Ἐξατομίκευση τῆς διδασκαλίας.

Ναί, ἀλλά νά λάβουμε ὑπόψη μας καί τή διαφορετικότητα τοῦ κάθε μαθητή μας, προσθέτει ὁ Γρηγόριος. Ὅπως καί στίς ἀρρώστιες τοῦ σώματος, δέ δίνει ὁ γιατρός τό ἴδιο φάρμακο σέ ὅλους, ἔτσι καί στίς ψυχές, μέ ξεχωριστό λόγο καί τρόπο ἀγωγῆς νά τούς ἀντιμετωπίσουμε.[18]


Εὐχάριστος ὁ τρόπος τῆς διδασκαλίας.

Βασίλειος: Νά γίνεται μέ εὐχάριστο τρόπο ἡ διδασκαλία μας. Μάθημα πού γίνεται μέ τό ζόρι, δέν μπορεῖ ν’ἀφήσει τίποτε, ἀλλά ἐκεῖνα πού διδάσκονται μέ χάρη και εὐχαρίστηση μπαίνουν στίς ψυχές τῶν παιδιῶν μας, παραμένουν γιά μεγάλο χρονικό διάστημα στό νοῦ τῶν μαθητῶν μας.[19]
Ἐποπτεία

Συμπληρώνει ὁ Χρυσόστομος:Νά χρησιμοποιοῦμε τήν ἀρχή τῆς ἐποπτείας καί ἐποπτικά μέσα. Νά μή χρησιμοποιοῦμε γενικότητες, ἀλλά μέ παραδείγματα νά διασαφηνίζουμε τά ὅσα διδάσκουμε. Νά διδάσκουμε ἐποπτικῶς, διότι τά πράγματα εἶναι πιό ἰσχυρά ἀπό τά ὀνόματα, ἀφοῦ ὕστερα ἀπό τά πράγματα δόθηκαν τά ὀνόματα. Γιατί τίποτε δέν εἶναι ψυχρότερο ἀπό τό δάσκαλο, πού μόνο μέ τά λόγια φιλοσοφεῖ.


Ἡ αὐτενέργεια.

Βασίλειος: Ὁ μαθητής εἶναι ἀνάγκη νά βάζει τό χέρι του στό ἔργο. Νά ἔρχεται στήν αἴθουσα μέ ἐνδιαφέρον γιά τήν ἐξέταση τῶν προβλημάτων καί νά συμμετέχει στό ἀγώνισμα τοῦ μαθήματος. Νά διεγείρει τό πνεῦμα του, ὥστε νά θέτει ὑπό ἔλεγχο καθετί πού διδάσκεται, νά τόν ἐνθαρρύνει δέ ὁ διδάσκαλος νά συνεχίσει μόνος του τήν ἔρευνα γιά τήν ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας, γιατί ὅ,τι μέ κόπο ἀποκτᾶ καθείς, αὐτό καί μετά χαρᾶς ἀποδέχεται καί ἐπιμελῶς διαφυλάττει.[20]




Μεθοδολογία – διδακτική.

’Ιωάννης: Ἄριστη εἶναι ἡ διδασκαλία ὅταν ὁ δάσκαλος ἐπαναλαμβάνει τή διδασκαλία του ὡσότου γίνει καταληπτή.[21]Δέν παραδίδουμε μεμιᾶς τά πάντα, ἀλλά τά ἐπαναλαμβάνουμε γιά νά ἐντυπωθοῦν καλύτερα στό νοῦ τῶν μαθητῶν μας. Οὔτε πολλή ὕλη νά τά φορτώνουμε, γιατί θά εἶναι πολύ δύσκολο νά τά θυμοῦνται ὅλ’αὐτά. Ἀλλά καί γιατί ὑπάρχει φόβος νά γίνουν λιγότερο ἐνεργητικοί καί περισσότερο νωθροί ἀπό τίς δυσκολίες πού θά συναντήσουν.[22]

Γρηγόριος: Δέν εἶναι πιό ὠφέλιμη ἡ ραγδαία βροχή ἀπ’ ἐκείνη πού πέφτει ἤρεμα, γιατί ἡ μιά με τήν ὀρμητικότητά της παρασύρει τό ἔδαφος, ἐνῶ ἡ ἄλλη εἰσχωρεῖ βαθιά σ’αὐτό, φτάνει στίς ρίζες καί τό καθιστᾶ γόνιμο.[23]

Βασίλειος: Ἄς μιμηθοῦμε τούς οἰκοδόμους, πού ὅταν κτίζουν μιάν οἰκοδομή, ἀφοῦ θέσουν τά θεμέλια, τοποθετοῦν τούς λίθους. Ἔτσι ἄς οἰκοδομήσουμε καί τό πνεῦμα.[24]
Ἔλεγχος, ποινές, ἔπαινος.

Βασίλειος:Ἕνα πολύ σοβαρό θέμα πού πρέπει νά συζητήσουμε εἶναι τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τίς προβληματικές συμπεριφορές τῶν μαθητῶν μας. Κάθε σφάλμα χρειάζεται διαφορετική ἀντιμετώπιση. Ἄλλοτε εἶναι καιρός γιά ταπεινοφροσύνη, ἄλλοτε γιά ἐξουσία, ἄλλοτε γιά ἔλεγχο, ἄλλοτε γιά παρηγοριά, πότε γιά καλωσύνη καί πότε γιά ἀποστομία κ.λ.π.[25]

Γρηγόριος: Ὅπως στά σώματα δέν προσφέρεται ἡ ἴδια τροφή καί τά ἴδια φάρμακα, ἔτσι καί τά ἐλαττώματα τῶν ἀνθρώπων, δέν ἀντιμετωπίζονται μέ τόν ἴδιο τρόπο. Ἄλλοι εἶναι ὀκνηροί καί δυσκίνητοι, ὁπότε χρειάζεται νά τούς κεντρίζουμε, ἐνῶ ἄλλοι εἶναι θερμόαιμοι καί βιαστικοί, ὁπότε χρειάζονται χαλινάρι. Ἄλλους ὠφελεῖ ὁ ἔπαινος καί ἄλλους ἡ ἐπίπληξη, ὅταν καί τά δύο γίνονται τήν κατάλληλη στιγμή. Ἄλλους διορθώνει ἡ παρηγοριά καί ἄλλους ἡ ἐπίπληξη.[26]

Ἰωάννης: Ἀρχή τῶν τιμωριῶν πρέπει νά εἶναι τό μέτρο καί ἡ σύνεση, ὄχι ἡ ἀκρότητα καί ἡ ὑπερβολή. Ἄν δεῖς παράβαση τοῦ παιδιοῦ, νά τό τιμωρεῖς, ἄλλοτε μέν ἀτενίζοντας αὐτό μέ βλέμμα αὐστηρό, ἄλλοτε λέγοντας πικρά κι ἐπιτημητικά λόγια καί ἄλλοτε μέ λόγια καλά καί ὑποσχέσεις. Ἀκόμη, ἄν μιλήσεις μία φορά καί δέν πείσεις, κι ἄν συμβουλέψεις καί δεύτερη καί τρίτη καί πολλές φορές, μήν ἀποκάμεις νά ἐπαναλαμβάνεις τά ἴδια λόγια, χωρίς ὅμως δυσαρέσκεια, ἀλλά χαριτολογώντας.[27]Ὁ καλός δάσκαλος δέν κραυγάζει, δέν ὀργίζεται, δέν ἀποθηριώνεται· ἔχει ὑπομονή, ἐπιμονή καί ἐγκαρτέρηση. Δέ σέ ἔπεισα σήμερα, αὔριο ἴσως τά καταφέρω, ἄς ποῦμε στούς μαθητές μας. Ἀλλά ἄν ὄχι αὔριο, μπορεῖ καί μεθαύριο ἤ καί τήν ἑπομένη ἴσως. Αὐτός πού σήμερα ἄκουσε καί περιφρόνησε, ἴσως αὔριο ν’ἀκούσει τή διδασκαλία μας καί νά τήν ἀποδεχτεῖ. Ἤ κι ἀκόμη μετά ἀπό πολλές ἡμέρες νά προσέξει τά ὅσα τοῦ εἴπαμε. Γιατί καί ὁ ψαράς πολλές φορές κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας ἄδεια ἀνεβάζει τά δίκτυα του καί τό ἀπόγευμα λίγο προτοῦ ἐπιστρέψει τό λιμάνι πιάνει τό ψάρι πού ὅλη τήν ἡμέρα τοῦ ξέφευγε. Κι ὁ γεωργός ἀκόμη, ἐάν γιά χάρη τῶν κακῶν καιρικῶν συνθηκῶν πού τυχόν καί μιά καί δυό καί πολλές φορές καθημερινά προκύπτουν παρατήσει τή δουλειά του, ἀπό τήν πείνα θά πεθάνουμε ὅλοι.

 

Κι ἴσως μέ ρωτήσετε:Πῶς θά τό ἐπιτύχουμε αὐτό; Κι ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι ἄνθρωποι εἴμαστε καί μπορεῖ νά θυμώσουμε. Σωστά, θά τό πετύχουμε αὐτό ἄν ὅσο περισσότερο γίνεται, ὁ λόγος μας νά εἶναι λόγος ἀνθρώπου, πού διδάσκει μᾶλλον παρά πού ἐλέγχει, πού παιδαγωγεῖ, παρά τιμωρεῖ, πού βάζει τάξη παρά πού διαπομπεύει, πού διορθώνει παρά πού ἐπεμβαίνει στή ζωή τοῦ ἄλλου.[28]Ὁ δάσκαλος προπάντων πρέπει νά διδάσκει καί νά παιδαγωγεῖ μέ πραότητα, διότι μία ψυχή πού ἔχει ἀνάγκη νά μάθει, δέν εἶναι δυνατό νά μάθει κάτι ὠφέλιμο ὅταν αὐτό προσφέρεται μέ θρασύτητα καί ἐριστικότητα. Ἀκόμη κι ἄν ἔχει τή διάθεση νά προσέξει θά αἰσθανθεῖ δύσκολα καί δέ θά μάθει τίποτε. Ἐκεῖνος πού θέλει νά μάθει κάτι ὠφέλιμο, πρίν ἀπ’ὅλα τ’ἄλλα πρέπει νά διάκειται εὐμενῶς πρός τόν δάσκαλο. Ὅπως εἶναι γνωστό, κανείς δέν αἰσθάνεται εὐχάριστα ἀπέναντι σ’ἐκεῖνον πού βρίζει μέ θράσος.[29]

Βασίλειος:Νά ἐλέγχουμε μέ πολλή περίσκεψη, γιά νά μήν καταλήξουμε στό ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Νά μήν εἴμαστε αὐστηροί στίς ἐπιτιμήσεις μας καί νά μήν ἐλέγχουμε ἀμέσως καί μέ ἐμπάθεια, οὔτε νά καταδικάζουμε τόν ἄλλο γιά μικρά σφάλματα σάν νά εἴμαστε οἱ ἴδιοι ἀκριβοδίκαιοι. Ἐγώ κρίνω ὅτι κάνει τό ἴδιο σφάλμα κι ἐκεῖνος πού δέν ἐπιπλήττει τούς σφάλλοντες καί ἐκεῖνος πού εἶναι ὑπερβολικός στίς τιμωρίες.[30]

Γρηγόριος:Στό φόβο ἄς ἀναμίξουμε τήν ἠπιότητα. Νά μετριάσουμε τήν ἀπειλή μέ τήν ἐλπίδα. Γνωρίζω πώς ἡ καλωσύνη ἐπιτυγχάνει πολλά καί παρακινεῖ στήν ἀνάλογη ἀνταπόδοση.[31]

Ἰωάννης:Κι ἄν ἀκόμη οἱ ἔπαινοι δέν εἶναι ἀπολύτως δίκαιοι, χρησιμοποιοῦνται κατ’οἰκονομίαν, διότι προετοιμάζουν τό ἔδαφος γιά ν’ἀκολουθήσουν τά λόγια μας. Διότι ἐκεῖνος πού ἀπό τήν ἀρχή ἀπευθύνει συστάσεις πού δυσαρεστοῦν, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά μήν τόν ἀκοῦν οἱ ἀδύνατοι κατά τή θέληση.[32]Γενικά, τίς προτροπές πρός τό καλό νά τίς κάνουμε μαζί μέ ἐπαίνους, διότι ἔτσι γίνονται καί εὐπρόσδεκτες, ὅταν δηλαδή ὑποκινοῦμε τό ζῆλο αὐτῶν τῶν ἴδιων πού συμβουλεύουμε.[33]Πές του, γιά παράδειγμα, ἕνα μικρό ἔπαινο, πού μπορεῖς νά πλέξεις ἀπό τά ἄλλα προτερήματα πού ἔχει. Ἔτσι, ἀφοῦ τόν περιβάλλεις μέ θερμά λόγια, προχώρησε στή θεραπεία τῆς πληγῆς… Κατηγόρησε τό ἀνθρώπινο γένος, στό ὁποῖο ἀνήκουμε ὅλοι, τόνισε ὅτι ὅλοι ζοῦμε μέσα στήν ἁμαρτία… Ἔπειτα, ὅταν συμβουλεύεις, νά μή διατάζεις, ἀλλά νά συμβουλεύεις ἀδελφικά. Καί ἀφοῦ μέ ὅλα αὐτά καταπραῢνεις τή φλεγμονή καί ἀνακουφίσεις τόν πόνο, πού θά προκαλέσει ὁ ἔλεγχος πού θά ἀκολουθήσει…, καί τόν παρακαλέσεις νά μή θυμώσει, τότε ἄνοιξε τήν πληγή, φανέρωσε, δηλαδή, τό σφάλμα του, ἀλλά μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε οὔτε νά τόν καταπιέζεις, γιατί θά ἀντιδράσει καί θά φύγει, οὔτε νά τόν ἀποκοιμίζεις, γιατί τότε θά δείξει ἀδιαφορία καί περιφρόνηση. Διότι ἄν δέν ἐνεργήσεις ἀποτελεσματικά, δέ θά πετύχεις τίποτε· ἄν πάλι ἐλέγξεις μέ σφοδρότητα, θά τοῦ δώσεις ἀφορμή νά ἀγανακτήσει καί νά φύγει. Γι’ αὐτό καί μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ὅταν πρόκειται νά ἐλέγξεις, νά συνδυάζεις τούς ἐλέγχους καί πάλι τόν ἔπαινο.[34]

Νά δώσουμε πολλή σημασία στήν ἐνθάρρυνση. Ἐκεῖνος πού δέν κατόρθωσε ἀπολύτως τίποτε, γίνεται ὀκνηρός καί χάνει γρήγορα τό θάρρος του. Ἐκεῖνος ὅμως πού συνειδητοποίησε ὅτι ἐκτέλεσε μέ ἐπιτυχία ἔστω μία ἐντολή, παίρνοντας ἀπ’ αὐτή θάρρος, θά προχωρήσει μέ μεγαλύτερο ζῆλο πρός τήν πραγματοποίηση καί τῶν ὑπολοίπων.[35]

 

Ὅσο γιά τίς τιμωρίες, πρέπει νά ἐξετάζουμε μέ μεγάλη ἀκρίβεια καί νά μήν καταδικάζουμε αὐτούς πού σφάλλουν μόνο ἀπό ὅσα ἀκούσαμε, οὔτε νά βγάζουμε ἀποφάσεις χωρίς ἀποδείξεις.[36]Δέν εἶναι μικρή παρηγοριά τό νά γνωρίζεις καί νά συναισθάνεσαι ὅτι τιμωρεῖσαι δίκαια.[37]

Βασίλειος: Κυρίως δέν πρέπει νά ὀργιζόμαστε ἐναντίον ἐκείνων πού σφάλλουν, διότι αὐτό δείχνει ἐμπάθεια. Ἰδιαίτερα νά προσέχουμε νά μή γινόμαστε πιό αὐστηροί ὅταν ἔχουν προσβάλλει ἐμᾶς τούς ἴδιους.[38]

Ἰωάννης: Κι ὁπωσδήποτε ἄς εἴμαστε φειδωλοί στίς τιμωρίες. Ἄν τό παιδί μάθει νά παιδαγωγεῖται μόνο μέ τήν τιμωρία, θά μάθει νά περιφρονεῖ τίς τιμωρίες καί τότε ὅλα πᾶνε χαμένα… Ἐπίσης ἡ ἀπειλή τότε εἶναι ἀποτελεσματική ὅταν τό παιδί πιστεύει ὅτι θά πραγματοποιηθεῖ… Ὅταν δεῖς ὅμως ὅτι ὁ φόβος τόν ὠφέλησε, χαλάρωσε τήν αὐστηρότητα, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει ἀνάγκη καί ἀπό ἐπιείκεια.[39]Ἄς ἀπορρίψουμε λοιπόν τήν παιδαγωγική τοῦ φόβου. Δέν εἶναι δυνατό νά γίνει κανείς κάποιος καλός μέ τή βία. Ἐκεῖνος πού ἔγινε καλός μέ τήν καταπίεση, δέ θά μείνει πάντοτε καλός! Ἀλλά μόλις ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν καταναγκασμό, θά ἐπιστρέψει στίς κακές του συνήθειες. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνος πού παιδαγωγεῖται μέ τέτοιον τρόπο, ὥστε νά γίνει καλός μέ τήν ἐλεύθερη ἀπόφασή του, ἀφοῦ θά γίνει καλός, θά μείνει στό καλό ἀμετακίνητος.[40]

Γρηγόριος: Καλό εἶναι νά τιμωρεῖται ὁ μαθητής γιά νά ἀποφεύγει δεύτερο σφάλμα. [41]

Ἰωάννης:Ἄν δέν ἐπιτιμᾶμε τούς μαθητές πού σφάλουν, εἶναι ἐπιζήμιο καί γιά τό δάσκαλο καί γιά τό μαθητή. Νά φοβᾶται μέν πάντοτε μήπως φάει ξύλο, ἀλλά νά μή δέρνεται! Νά ἀπειλεῖται μέ μαστίγιο, ἀλλά νή μήν τίς τρώει! Κάθε ἀπειλή νά μή φθάνει στό νά πραγματοποιηθεῖ! [42]’Εξάλλου, ποιός ἔμαθε γράμματα χωρίς φόβο; Νά συμβουλεύουμε μέ πολλή ἀγάπη, μέ πραότητα καί ἐπιείκεια κι ὅταν τό παιδί εἶναι ἤρεμο. Νά προηγεῖται ὁ ἔπαινος καί ν’ἀκολουθεῖ ἡ συμβουλή. Ἀντί νά συμβουλεύουμε, μποροῦμε νά μακαρίζουμε ἐκείνους πού ἔχουν τήν ἀντίθετη μέ τήν κακία τοῦ παιδιοῦ, ἀρετή. Μέ τόν τρόπο αὐτό, λέμε αὐτό πού ἐπιθυμοῦμε, χωρίς νά θίγουμε ἐκεῖνον πού ἀκούει, ἐφόσον δέν ἀναφερόμαστε προσωπικά σ’αὐτόν καί στό παράπτωμά του. Τό παιδί πού θά ἀντιδράσει καί σ’ αὐτόν τόν τρόπο, εἶναι βέβαιο ὅτι πολύ περισσότερο θά ἀντιδράσει στή συμβουλή πού θά τοῦ ἀπευθύνουμε προσωπικά σ’αὐτό.

Ἐπιπλέον,γιά μερικά πράγματα πρέπει νά διδάσκουμε τά παιδιά καί νά δίνουμε ὁδηγίες καί γιά ἄλλα πρέπει νά δίνουμε ἐντολές. Ἄν λοιπόν διατάζουμε ἐκεῖ πού νά συμβουλέψουμε ἤ συμβουλεύουμε, ὅταν εἶναι ἀνάγκη νά διατάξουμε, θά γίνουμε καταγέλαστοι!

Τέλος,ἄς μήν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι ἡ συμβουλή μας πρέπει νά συνοδεύεται καί ἀπό προσευχή! Οἱ συμβουλές πού ἐμπνεέονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί στηρίζονται στήν Ἁγία Γραφή, εἶναι οἱ ἀποτελεσματικότερες! Ὕστερα, ὁ δάσκαλος δέν πρέπει μόνο νά παροτρύνει στό καλό, ἀλλά καί νά προσεύχεται καί νά βοηθεῖ μέ τή θερμή δέησή του, ὥστε νά μήν καταποντισθοῦν οἱ μαθητές του, οὔτε νά παρασυρθοῦν ἀπό τά ἀπατηλά συνθήματα. Αὐτός πού μᾶς λύτρωσε ἀπό τό κακό μέ τρόπο θαυμαστό, πού δέν μπορεῖ νά τόν κατανοήσει ἀνθρώπινος νοῦς, αὐτός ἔχει τή δύναμη νά μᾶς διαφυλάξει καί νά μᾶς διασφαλίσει –κι ἐμᾶς καί τά παιδιά- ἀπό κάθε κακό.



 

Βασίλειος: Ἀσφαλῶς! Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ἁπλῶς καί μόνο νά ἐξαλειφθεῖ πάσῃ θυσίᾳ ἡ κακή συμπεριφορά, ἀλλά νά δώσουμε σημασία στήν προσωπικότητα τοῦ παιδιοῦ. Διότι πρόκειται γιά εἰκόνα Θεοῦ. Γιά παράδειγμα, ὅταν μᾶς ρωτᾶ κάτι δέν πρέπει νά ἀπαντοῦμε ἀπρόθυμα, διότι αὐτό δείχνει περιφρόνηση πρός τόν ἀδελφό μας καί ἔτσι προσβολή πρός τόν Θεό.[43] Καί μιά κι ἔχουμε πληροφορίες καί γιά ρατσιστική συμπεριφορά πρός κάποιους μαθητές μας ἀπό συμμαθητές τους, ἄς κάνουμε εἰδικά μαθήματα στούς μαθητές μας γιά νά ἐξαφανισθοῦν ἐντελῶς οἱ φυλατικές αὐτές διακρίσεις. Γιατί γνωρίζουμε τούς ἑαυτούς μας καί καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπάρχει ὁμοτιμία τοῦ ἑνός ἀνθρώπου πρός τούς ἄλλους καί αὐτό προέρχεται ἀπό τή φύση του. Γιά μᾶς τούς χριστιανούς δέ συνιστᾶ ὑπεροχή τό γένος ἤ ἡ καταγωγή, οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔτε τό χρῶμα καί ἡ κατασκευή τοῦ σώματος, ἀλλά ὑπεροχή συνιστᾶ ὁ βαθμός τοῦ φόβου πού ἔχουμε πρός τόν Θεό. [44]Ἡ μόνη διάκριση πού ἐπιτρέπεται στή χριστιανική κοινωνία εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ βαθμός τῆς ἀρετῆς, ὁ βαθμός τῆς τελειώσεως καί τοῦ ἁγιασμοῦ. Ὅποιος πλεονεκτεῖ σ’αὐτά πράγματι εἶναι ξεχωριστός στά μάτια τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Κατά τά ἄλλα, οἱ πάντες εἴμαστε συγγενεῖς, ὅλοι ἀδέλφια, παιδιά ἑνός Πατέρα, τοῦ Θεοῦ.[45]

Ἰωάννης: Πολλοί μαθητές μας παραπονιοῦνται πώς τούς φερόμαστε μέ τρόπο πού μᾶς κάνει ἀνάξιους σεβασμοῦ. Κι ἔχουν δίκιο γιατί ἐμεῖς εἴμαστε πρότυπο γι’ αὐτούς κι ἐκεῖνοι προσπαθοῦν νά ἐξομοιώσουν τή συμπεριφορά τους μέ τή δική μας.[46]

Βασίλειος: Πράγματι, εἶναι καθοριστική ἡ δύναμη τοῦ παραδείγματος. Ἡ ἀξιοπιστία τοῦ δασκάλου καθιστᾶ εὐπρόσδεκτο τό λόγο του καί προετοιμάζει τούς μαθητές νά προσέξουν περισσότερο.[47]Εἶναι γενική ἀρχή, ὅτι ἐκεῖνος πού ἄρχεται, γίνεται ὅ,τι κι ἐκεῖνος πού ἐπιστατεῖ καί ἄρχει. Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού παιδαγωγεῖ πρέπει νά θυμᾶται τήν ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: “Τύπος γίνου τῶν πιστῶν”, παρέχοντας ὡς ὑπόδειγμα τή δική του ζωή. Ἀκόμη κι ὅταν σιωπᾶ ὁ δάσκαλος, τό παράδειγμα τῶν ἔργων του θά εἶναι διδασκαλία, ἰσχυρότερη ἀπό κάθε προφορικό λόγο.

Γρηγόριος: Ἄριστη διδασκαλία εἶναι τό νά διδάσκεται κανείς μέ ἔργα καί λόγια κι ὄχι μόνο μέ λόγια. Ἤ νά μή διδάσκεις καθόλου ἤ νά διδάσκεις μέ τή συμπεριφορά σου. Νά μήν προσελκύεις μέ τό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο νά ἀπωθεῖς. Θά ‘χεις λιγότερη ἀνάγκη ἀπό λόγια, ὅταν πράττεις ἐκεῖνα πού πρέπει· ὁ ζωγράφος διδάσκει πιό πολύ μέ τίς ἀνάγλυφες εἰκόνες του.[48]Νά γίνεις σοφός, γιά νά κάνεις τούς ἄλλους σοφούς. Νά γίνεις φῶς, γιά νά φωτίζεις. Ν’ἀγγίξεις τό Θεό, γιά νά φέρεις κι ἄλλους σ’ Αὐτόν. Ν’ ἁγιαστεῖς, γιά νά ἁγιάσεις…

Ἰωάννης: Ἐκεῖνος πού διδάσκει ἄλλους, ἄν δέν ὠφελεῖται τίποτε ἄλλο, τουλάχιστον λέγοντας συγκινεῖται βαθιά, καί μάλιστα ὅταν βλέπει ὅτι εἶναι ὑπεύθυνος γι’αὐτά γιά τά ὁποῖα ἐπικρίνει τούς ἄλλους.[49]Ποιό εἶναι λοιπόν τό ὄφελος τῆς διδασκαλίας ὅταν δέ διδάσκουμε καί δέν διορθώνουμε τούς ἑαυτούς μας;[50]Ὁ δάσκαλος πρέπει πρῶτα νά εἶναι δάσκαλος τοῦ ἑαυτοῦ του καί μετά τῶν ἄλλων. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ στρατηγός, ἄν δέν γίνει προηγουμένως ἄριστος στρατιώτης, δέν θά μπορέσει ποτέ νά γίνει στρατηγός, ἔτσι καί ὁ δάσκαλος.[51]




ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΘΗΤΗ

Γρηγόριος:Ἡ ἀγάπη μας πρός τό μαθητή πρέπει νά ἔχει δυό διαστάσεις. Ἡ μιά ὁπλίζει τό δάσκαλο μέ ὑπομονή καί αἰσιοδοξία κι ἡ ἄλλη ἀσκεῖ μεγάλη μορφωτική ἐπίδραση στίς ψυχές τῶν παιδιῶν. Τίποτε δέν προσελκύει τό μαθητή περισσότερο, ἀπό τό νά αἰσθάνεται ὅτι ὁ δάσκαλός του τόν ἀγαπᾶ καί φροντίζει γι’ αὐτόν. Ἐνθουσιάζεται ὁ μαθητής, ὅταν βλέπει πώς ὁ δάσκαλος τόν πλησιάζει καί δέν τόν περιφρονεῖ.

Ναί, ἀναμφίβολα, εἶναι μεγάλος δάσκαλος ἡ ἀγάπη, τονίζει ὁΧρυσόστομος. Εἶναι ἰκανή κι ἀπό τήν πλάνη νά ἀπομακρύνει καί τή συμπεριφορά νά διορθώσει καί σέ ἀνώτερη ζωή νά ὁδηγήσει. Ἡ ἀγάπη δέν κάνει τίποτε ἄσχημο, ἀλλά μέ τά χρυσά της φτερά, σκεπάζει τά σφάλματα τῶν ἀγαπημένων. Ἡ ἀγάπη δέν παραχωρεῖ τό περίσσευμα, ἀλλά χαρίζει τόν ἑαυτό της.



«ΕΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑ ΚΥΡΙΟΥ»

Ιωάννης: Ἐπιτρέψτε μου νά προσθέσω καί κάτι ἀκόμη. Νομίζω ὅτι πρέπει νά ἐπιστήσουμε τήν προσοχή των γονέων ὄχι μόνο νά ἐκπαιδεύουν τά παιδιά τους στίς τέχνες καί τό σχολεῖο, ἀλλά καί νά τά ἐκπαιδεύουν “ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου”. Νά προσέχουν τίς συναναστροφές τους, γιά νά ἐλέγχουν τί λέγεται ἐκεῖ καί τί μαθαίνει τό παιδί. Δέν πρέπει ν’ἀφήσουν τόν ὁποιοδήποτε νά γίνει οἰκοδόμος τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τῶν παιδιῶν τους. Νά τούς προτείνουμε νά τούς διαβάζουν διηγήσεις ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Δέν ἐπιτρέπεται στά παιδιά νά τρέφονται μέ παραμύθια μωρά κατάλληλα γιά γριές. Π.χ. τί ἔκανε ὁ ἕνας καί τί ἀνταπέδωσε ὁ ἄλλος. Νά διηγούμαστε ἱστορίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, π.χ. τοῦ Κάιν καί τοῦ Ἄβελ καί μάλιστα νά καταγλυκαίνουμε τή διήγηση, ὥστε νά τή δέχεται τό παιδί καί νά αἰσθάνεται χαρά καί τερπνότητα. Νά τά ἐπαναλαμβάνουμε συχνά καί μάλιστα ὅταν καταλάβει τό διήγημα, τότε νά τοῦ ποῦμε: “Βλέπεις πόσο κακό εἶναι ἡ γαστριμαργία; Βλέπεις πόσο κακό εἶναι νά φθονεῖς τόν ἀδελφό σου;”

Ὅταν μεγαλώσει νά λές καί “φοβερότερα διηγήματα”. Ὅταν εἶναι σέ ἁπαλή ἡλικία, νά μήν τό φορτώνεις μέ τόσο μεγάλο βάρος τό παιδί. Ὅταν φθάσει σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν καί περισσότερο ἄς ἀκούει καί γιά τή γέεννα. Ὅταν φθάσει τά δεκαοκτώ μίλησέ του γιά τόν κατακλυσμό, γιά τά Σόδομα, γιά τά γεγονότα τῆς Αἰγύπτου, ὅσα εἶναι γεμάτα τιμωρίες. Μάλιστα νά τά διηγεῖσαι ἐκτεταμένα, μέ κάθε λεπτομέρεια. Ὅταν μεγαλώσει περισσότερο νά τοῦ μιλήσεις γιά τήν Καινή Διαθήκη, γιά τή χάρη, γιά τήν καταδίκη. Μέ τέτοια λόγια νά περιφράσσεις τήν ἀκοή του καί μέσα ἀπό τό σπίτι σου νά τοῦ παρέχεις τά ὑποδείγματα.[52]


Βασίλειος: Συμφωνῶ ἀπολύτως! Οἱ ἱστορίες τῶν Γραφῶν εἶναι τό κατάλληλο φάρμακο γιά τά ἀρρωστήματά μας. Ὁ φίλος τῆς σωφροσύνης ἀνοίγει τήν ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ καί διδάσκεται ἀπ’αὐτές τίς σώφρονες πράξεις… Τό ἴδιο μπορεῖ νά διδαχθεῖ κι ἀπό τόν Ἰώβ, ὁ ὁποῖος ἦταν σταθερός σέ ὅλες τίς καταστάσεις. Μέ δυό λόγια, ὅπως οἱ ζωγράφοι , ὅταν ζωγραφίζουν εἰκόνες ἀπό πρότυπα προσπαθοῦν νά μεταφέρουν τό χαρακτήρα τοῦ προτύπου στό καλλιτέχνημά τους, ἔτσι καί ὅποιος προσπαθεῖ νά καταστήσει τόν ἑαυτό του τέλειο σέ κάθε εἶδος ἀρετῆς, πρέπει νά προσβλέπει στούς βίους τῶν ἁγίων, σάν ἀγάλματα κινούμενα καί δ ρῶντα καί νά οἰκειοποεῖται τήν ἀγαθότητά τους μέ τή μίμηση”.[53]

Βασίλειος:Ἀλλά καί ἡ προσευχή, ἰδιαιτέρως ἡ κοινή προσευχή τῶν παιδιῶν μέ τούς γονεῖς καί τούς δασκάλους, δημιουργεῖ καί ἀναπτύσσει τήν ἀγάπη καί τήν ἀδελφοσύνη, μεταξύ αὐτῶν πού προσεύχονται.

Ἰωάννης:Ἀσφαλῶς. Μά καί ἡ ἐκκλησιαστική μουσική ἔχει μεγάλη μορφωτική δύναμη. Ἄν παιδεύσουμε τή γλώσσα τοῦ παιδιοῦ καί τοῦ νέου νά ψάλλει, θά ντραπεῖ μετά ἡ ψυχή του νά ἐπιθυμήσει τά ἀντίθετα.
Ἐπαγγελματικός προσανατολισμός.

Γρηγόριος: Ὅμως, πρέπει νά ἐνδιαφερθοῦμε καί τό μέλλον τῶν μαθητῶν μας.Ὁ δάσκαλος ὀφείλει νά διακρίνει ἐγκαίρως τίς κλίσεις τῶν μαθητῶν του καί νά ὑποδεικνύει, ὅταν φθάσουν στήν κατάλληλη ἡλικία, ποιόν κλάδο καί ποιό ἐπάγγελμα ν’ἀκολουθήσουν, ἀφοῦ ὅ,τι γίνεται μέ τίς ὑποδείξεις τῆς φύσης πετυχαίνει, ἐνῶ ὅ,τι εἶναι ἀντίθετο μ’αὐτήν, ἀποτυχαίνει.[54]

Στήν Ἀθήνα ὑπῆρχε ἕνας παλιός νόμος, κατά τή γνώμη μου πάρα πολύ καλός, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο, οἱ νέοι μόλις ἔφταναν στήν ἐφηβική ἡλικία καί γίνονταν κατάλληλοι γιά ν’ἀκολουθήσουν τά διάφορα ἐπαγγέλματα, τούς κατηύθυναν σ’αὐτά μέ τόν ἑξῆς τρόπο: Ἔκαναν μιά δημόσια ἔκθεση μέ τά ἐργαλεῖα τοῦ κάθε ἐπαγγέλματος καί ὁδηγοῦσαν τούς νέους μπροστά σ’αὐτά. Ἀνάλογα μέ τό ἐργαλεῖο γιά τό ὁποῖο τύχαινε νά ἐκδηλώσει ὁ καθένας τή χαρά του, αὐτό τό ἐπάγγελμα τούς μάθαιναν, γιατί ἐκεῖνο πού εἶναι σύμφωνο μέ τή φύση μας στέφεται μέ ἐπιτυχία. Ἀντίθετα, ὅποιο δέν ταιριάζει στή φύση μας τόν κάνει ἀποτυχημένο. Γι’ αὐτό νά φροντίσουμε κι ἐμεῖς νά διακρίνουμε καί νά καλλιεργήσουμε τίς ἰδιαίτερες κλίσεις τῶν μαθητῶν μας, νά τούς παροτρύνουμε νά ἀσχολοῦνται μ’αὐτά πού ταιριάζουν πρός αὐτές καί νά μήν ἀσχολοῦνται μέ περιττά, γιατί θ’ἀποτύχουν, διότι ὅπως λέει κι ἡ παροιμία, ἡ ποίηση δέ θέλει ν’ἀσχολεῖται μαζί της ἐκεῖνος πού ξέρει νά ὁδηγεῖ τά ἄλογα, γιατί θ’ἀποτύχει καί στά δυό.


ΑΜΟΙΒΕΣ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ

Βασίλειος: Ὡραῖα. Νομίζω ὅτι ἀρκετά εἴπαμε. Πρίν φθάσουμε στό τέλος τῆς συνεδρίασής μας, θά ἤθελα ἐπίσης νά σᾶς ἐνημερώσω ὅτι τήν ἐρχόμενη ἑβδομάδα θά ἔχουμε ἀπεργία. Τά αἰτήματα εἶναι πολλά καί κυρίως ζητοῦμε αὔξηση τῶν δαπανῶν γιά τήν Παιδεία καί βελτίωση τῶν μισθῶν τῶν δασκάλων.

Ἰωάννης: Θά πρέπει νά θυμίσουμε στούς κυβερνῶντες, νά μή ζητοῦν μόνο κόπους καί θυσίες ἀπό τούς δασκάλους. Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀγωνισθοῦμε γιά νά ἔχουν οἱ δάσκαλοι κάθε βαθμίδας ἰκανοποιητικές χρηματικές ἀμοιβές, καί μέ ἀφθονία μάλιστα, γιά νά μήν ἀσχολοῦνται μέ ἄλλα πάρεργα, προσπαθῶντας νά ἐξασφαλίσουν τή ζωή τῆς οἰκογενείας τους καί παραμελῶντας τό σημαντικό πνευματικό τους ἔργο[55].

Βέβαια ποτέ δέν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ καλύτερη ἀμοιβή γιά τό δάσκαλο δέν εἶναι ὁ μισθός του, ἀλλά ἡ ποιότητα τῶν μαθητῶν του.

Γρηγόριος: Πρίν τελειώσουμε, σᾶς παρακαλῶ νά ἑτοιμάσετε ἐγκαίρως τίς εἰσηγήσεις σας γιά τήν ἑπόμενη συνεδρίαση.



 

ΟΛΟΗΜΕΡΟ
Γιά τό ὁλοήμερο σχολεῖο ἀναθέτουμε στόν Βασίλειο, λόγῳ τῆς σχετικῆς του ἐμπειρίας.

ΟΜΙΛΙΕΣ -ΠΟΙΗΣΗ

Τούς πανηγυρικούς λόγους στίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις ἀναλαμβάνει ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐνῶ τήν καλλιέργεια τῆς ποίησης καί τούς ποιητικούς ἀγῶνες θ’ἀναλάβω ἐγώ,ὁλοκληρώνει ὁ Γρηγόριος.

Δέν ὑπάρχει ἄλλο θέμα καί λύεται ἡ συνεδρίαση.


+Ἀρχιμανδρίτης Καλλίνικος Μαυρολέων, Δάσκαλος, Πυλές Καρπάθου
Ὁμιλία μου στήν ἑόρτιο σύναξη πρός τιμήν τῶν ἐκπαιδευτικῶν τῆς Αἴγινας, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης κ.Ἐφραίμ, τόν Ἰανουάριο τοῦ 2004, μέ θέμα:
«Τό προσωπικό ἄνοιγμα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν ὡς παιδαγωγῶν τῆς νεότητος, στό μαθητή τῆς ἀπροσώπου συγχρόνου ἐποχῆς».




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου, Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ ἄνθρωπος, «ΖΩΗ»1979
Γεωργίου Σωτηρίου, Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες, 1999.
Πρωτ. Βασιλείου Θερμοῦ, Τρεῖς Ἱεράρχες καί Παιδεία: ἔξοδος στή ζωή, «ΔΙΑΒΑΣΗ» τ.35
Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ἡ ἀνατροφή τῶν παιδιῶν κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Ἀθαν. Σαπουνᾶ, Ἡ παιδαγωγική σκέψη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, «ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΖΩΗ», τ.46
Ἀγγελική καί Ἀλεξ. Καριώτογλου, Ζωντανό σχολεῖο, «ΑΚΡΙΤΑΣ».
Περιοδικό “ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ” διάφορα τεύχη.


[1]Ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου, Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ ἄνθρωπος, σ. 268

[2]Ἐφεσ. β’ 19

[3]Ἁγ.Γρηγ.Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μ.Βασίλειον. κεφ. 48

[4]ΕΠΕ 6, σ.234

[5] MIGNE 31,216

[6] MIGNE31, 344

[7] MIGNE 30, 253

[8] MIGNE 30, 253

[9]Μεγ.Βασιλείου, Ὅροι κατά πλάτος, Β’, ιε΄, 4, ΕΠΕ 8, 259

[10]Πρός τούς νέους ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, 3, ΕΠΕ 7, 327.

[11]Περί κενοδοξίας, 20, ΕΠΕ 30, 640.

[12]Ἰωάν. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Γ΄ «’Εν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος».

[13]Ἰωάν. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία «Πῶς δεῖ τούς παῖδας ἀνατρέφειν».

[14]Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 24ος P.G. 35,1188

[15]Οἱ τρεῖς Ἱεράρχες καί τά σημερινά σχολεῖα μας, Διονυσίου Παλημέρη, Ἐνοριακός Λόγος Ἁγ.Παρασκευῆς Μάνδρας τ.8, Φε.1998

[16]ὅ.π.

[17]Μεγ. Βασιλείου, Λόγος περί τοῦ ἁγ.Πνεύματος.

[18]Γρηγορίου, Λόγος ἀπολογητικός Β’ MIGNE Ε.Π. 35, 453.

[19]Μεγ. Βασιλείου, Ὅροι κατά πλάτος, ἀπόκρισις εἰς τήν ἐρώτησιν ιε’ PG 31, 63

[20]Μ.Βασιλείου, Ὁμιλία Ε΄στήν ἑξαήμερο. MIGNE Ε.Π.29, 117

[21]Ἰω.Χρυσοστόμου, Περί Δαβίδ καί Σαούλ. Ὁμιλία Α΄


[22]Γ.Τσαμπῆ,Ἡ Παιδεία εἰς τό Βυζάντιον. Ι. Αἱ περί ἀγωγῆς ἀντιλήψεις τῶν Βυζαντινῶν, σ.142

[23]Φ. Κουκουλέ, Οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς παιδαγωγοί, 1952, σ.9

[24]Βασίλειος

[25]Ὅροι κατ’ἐπιτομήν, 113, ΕΠΕ 9, 143.

[26]Λόγος β, 30-32, ΕΠΕ 1, 111-113.

[27]Ὁμιλία λ’ εἰς τό κατά Ματθαῖον, 5, ΕΠΕ 10, 329.

[28]Ὁμιλία κη’ εἰς Β’ Κορινθίους, 3, ΕΠΕ 20,95.

[29]Ὁμιλία στ’ εἰς Β’ πρός Τιμόθεον,2, ΕΠΕ 23, 571.

[30]Περί ταπεινοφροσύνης, 7, ΕΠΕ 6, 129.

[31]Λόγος ιζ’, 10, ΕΠΕ 5, 387.

[32]Ὁμιλία β’ εἰς Α’ Κορινθίους, 1, ΕΠΕ 18, 41.

[33]Ὁμιλία θ’ εἰς πρός Φιλιππισίους, 1, ΕΠΕ 21, 565.

[34]ἸωΧρυσ. Εἰς τήν Α’Κορ. ὁμιλ.ΜΔ’, 7, ΕΠΕ 18Α, 760, 762

[35]Ὁμιλία ε’ εἰς Ἀνδριάντας, 7, ΕΠΕ, 32, 143.

[36]Ὁμιλία μβ’ εἰς τήν Γένεσιν, 3, ΕΠΕ 4, 23.

[37]Ὅτι ἐκ ραθυμίας ἡ κακία…, 5, ΕΠΕ 31, 125.

[38]Ὅροι κατά πλάτος, Β’, 50-51, ΕΠΕ 8, 389-391.

[39]Περί κενοδοξίας καί ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, 30, ΕΠΕ 30, 651.

[40]Ὁμιλία εἰς τόν θ’ψαλμόν, 7, ΕΠΕ 8, 119.

[41]Φ. Κουκουλέ, Οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς παιδαγωγοί, 1952, σ.16

[42]Περί κενοδοξίας καί ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, 30, ΕΠΕ 30, 650.

[43]Λόγος ἀσκητικός α, 8, ΕΠΕ 8, 119.

[44]Μ.Βασ. Ἐπιστολή 262, Τόμ. Γ’ σ.119

[45]ΜIGNE 31, 1441.

[46]Περί ἱερωσύνης λόγος γ’,13,ΕΠΕ 28, 149.

[47]Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Παροιμιῶν, 2, ΕΠΕ 7, 363.

[48]Γρηγορίου, ΛΓ’ Γνωμολογία τετράστιχος, ΒΕΠ τόμ. 61 ἔκδ.Ἀποστολ.Διακονίας, 1981

[49]Ὁμιλία ε’ εἰς Β’ πρός Θεσσαλονικεῖς, 5, ΕΠΕ 23,113.

[50]Ὁμιλία ζ’ εἰς πρός Ρωμαίους, 2, ΕΠΕ 168, 477.

[51]Ὁμιλία ε’ εἰς Α’ πρός Τιμόθεον, 1, ΕΠΕ 23,203.

[52]Ἰω. Χρυσ. ΕΠΕ 30, σσ. 654-668, 670

[53]Πρός τόν φίλον Γρηγόριον, ΕΠΕ, τ.1ος, σελ. 66-69

[54]Φ. Κουκουλέ, Οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς παιδαγωγοί, 1952, σ.10-11

[55]Ὁμιλία ιε’πρός Α΄πρός Τιμόθεον, 2, ΕΠΕ 23, 389





Προκατήχησις (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων)

$
0
0

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ.ΠΡΟΚΑΤΗΧΗΣΙΣ

ἤτοι πρόλογος τῶν Κατηχήσεων τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων.


      Ἤδη  μακαριότητος  ὀσμὴ πρὸς  ὑμᾶς,  ὦ  ΦΩΤΙΖΟΜΕΝΟΙ,  ἤδη  τὰ  νοητὰ  ἄνθη συλλέγετε πρὸς πλοκὴν ἐπουρανίων στεφάνων· ἤδη τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου ἔπνευσεν ἡ εὐωδία. Ἤδη περὶ τὸ προαύλιον τῶν βασιλείων γεγόνατε· γένοιτο δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ βασιλέως εἰσαχθῆτε. Ἄνθη γὰρ νῦν ἐφάνη τῶν δένδρων· γένοιτο δὲ ἵνα καὶ ὁ καρπὸς [τέλειος ᾖ]. Ὀνοματογραφία τέως ὑμῖν γέγονε, καὶ στρατείας κλῆσις· καὶ νυμφαγωγίας  λαμπάδες, καὶ οὐρανίου πολιτείας ἐπιθυμία, καὶ πρόθεσις ἀγαθὴ, καὶ ἐλπὶς  ἐπακολουθοῦσα· ἀψευδὴς  γὰρ ὁ εἰπὼν,  ὅτι  τοῖς  ἀγαπῶσι  τὸν  Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς τὸ ἀγαθόν.Ὁ μὲν γὰρ Θεὸς δαψιλής ἐστιν εἰς εὐεργεσίαν· περιμένει δὲ ἑκάστου τὴν γνησίαν προαίρεσιν. ∆ιὰ τοῦτο ἐπήγαγεν ὁ Ἀπόστολος λέγων, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν· ἡ πρόθεσις γνησία οὖσα, κλητόν σε ποιεῖ· κἂν γὰρ τὸ σῶμα ὧδε ἔχῃς, τὴν δὲ διάνοιαν μὴ ἔχῃς, οὐδὲν ὠφελῇ. 

2Προσῆλθέ ποτε καὶ Σίμων τῷ λουτρῷ ὁ μάγος· ἐβαπτίσθη, ἀλλ' οὐκ ἐφωτίσθη· καὶ τὸ μὲν σῶμα ἔβαψεν ὕδατι, τὴν δὲ καρδίαν οὐκ ἐφώτισε Πνεύματι· καὶ κατέβη μὲν τὸ σῶμα, καὶ ἀνέβη· ἡ δὲ ψυχὴ οὐ συνετάφη Χριστῷ, οὐδὲ συνηγέρθη. Ἐγὼ δὲ λέγω τὰς ὑπογραφὰς τῶν πτωμάτων, ἵνα  μὴ  σὺ  ἐμπέσῃς.  Ταῦτα  γὰρ  τυπικῶς  ἐγένετο  ἐκείνοις,  γέγραπται  δὲ  πρὸς νουθεσίαν τῶν μέχρις σήμερον προσερχομένων. Μήτις ὑμῶν εὑρεθῇ πειράζων τὴν χάριν· μήτις ῥίζα πικρίας ἄνω φύουσα ἐνοχλῇ· μήτις ὑμῶν  εἰσέλθῃ λέγων· Ἀφὲς ἴδωμεν τί ποιοῦσιν οἱ πιστοί· εἰσελθὼν ἴδω, ἵνα μάθω τὰ γινόμενα. Ἰδεῖν προσδοκᾷς, τὸ δὲ ὀφθῆναι οὐ προσδοκᾷς; καὶ νομίζεις, ὅτι σὺ μὲν πολυπραγμονεῖς τὰ γιγνόμενα, Θεὸς δὲ σοῦ οὐ πολυπραγμονεῖ τὴν καρδίαν;


3 Ἐπολυπραγμόνησέ τίς ποτε τὸν γάμον ἐν τοῖς εὐαγγελίοις· καὶ ἀνάξιον  ἔνδυμα λαβὼν  εἰσῆλθε, καὶ ἀνέπεσε, καὶ ἔφαγε· συνεχώρησε γὰρ ὁ νυμφίος.  Ἔδει δὲ αὐτὸν  ἰδόντα  τὸ λευχειμονοῦν  πάντων, καὶ αὐτὸν ἀναλαβέσθαι τοιοῦτον ἔνδυμα. Ἀλλ' ἴσων μὲν μετελάμβανε βρωμάτων· ἀνισότητα δὲ εἶχε σχημάτων καὶ προαιρέσεως. Ἀλλ' ὁ νυμφίος, εἰ καὶ δαψιλὴς, ἀλλ' οὐκ ἄκριτος· περιερχόμενος δὲ τῶν ἀνακειμένων  ἕκαστον καὶ θεωρῶν, [ἔμελε γὰρ αὐτῷ, οὐχ  ὅπως  φάγωσιν,  ἀλλ'  ὅπως  εὐσχημονῶσιν]  ἰδών  τινα  ἀλλότριον, μὴ ἔχοντα γάμου ἔνδυμα, ἔλεγε πρὸς αὐτόν· Ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε; ποίῳ χρώματι; ποίᾳ συνειδήσει; ἔστω, ὁ θυρωρὸς οὐκ ἐκώλυσε, διὰ τὸ δαψιλὲς  τοῦ παρέχοντος· ἔστω, ἄγνοιαν εἶχες ποταπῷ δεῖ σχήματι εἰσελθεῖν εἰς τὸ συμπόσιον· εἰσῆλθες, εἶδες ἀστράπτοντα ὥσπερ τὰ σχήματα τῶν ἀνακειμένων· οὐκ ἔδει σε κἂν ἐκ τῶν φαινομένων  διδαχθῆναι; οὐκ ἔδει σε ἐξελθεῖν εὐκαίρως, ἵνα καὶ εὐκαίρως εἰσέλθῃς; Νῦν δὲ ἀκαίρως εἰσῆλθες, ἵνα ἀκαίρως ἐκβληθῇς. Καὶ προστάσσει τοῖς ὑπηρέταις·


∆ήσατε αὐτοῦ πόδας, τοὺς τολμηρῶς  εἰσβάλλοντας· δήσατε αὐτοῦ χεῖρας, τὰς μὴ εἰδυίας  ἔνδυμα  περιβαλέσθαι  φαιδρόν·  καὶ  ἐκβάλετε  αὐτὸν  εἰς  τὸ  σκότος  τὸ ἐξώτερον· ἀνάξιος γάρ ἐστι λαμπάδων νυμφικῶν. Ἰδὲ τί συνέβη τῷ τότε· ἀσφάλισαι τὰ σεαυτοῦ. Ἡμεῖς μὲν γὰρ, οἱ διάκονοι Χριστοῦ, δεδέγμεθα ἕκαστον, καὶ θυρωρῶν ὥσπερ τάξιν ἐπέχοντες, ἀνέτην ἀφήκαμεν  τὴν θύραν.  Ἐγχωρεῖ  δέ  σε βεβορβορωμένην ἔχοντα  τὴν ψυχὴν  ἁμαρτίαις, καὶ τὴν προαίρεσιν ἐσπιλωμένην, εἰσελθεῖν. Εἰσῆλθες· κατηξιώθης· ὄνομά σου ἐνεγράφη.


Βλέπεις μοι τὸ σεμνὸν τοῦτο τῆς ἐκκλησίας κατάστημα; θεωρεῖς μοι τάξιν καὶ ἐπιστήμην; γραφῶν  ἀνάγνωσιν, κανονικῶν  παρουσίαν, διδασκαλίας ἀκολουθίαν;  δυσωπήθητι  καὶ τὸν  τόπον, καὶ  παιδεύθητι ἐκ τῶν φαινομένων· ἔξελθε εὐκαίρως τὰ νῦν, καὶ εἴσελθε αὔριον εὐκαιρότατα. Εἰ φιλάργυρον ἔχεις τὸ σχῆμα τῆς ψυχῆς, ἄλλο ἐνδυσάμενος εἴσελθε· [ἔκδυσαι τὸ σχῆμα ὃ εἶχες, μὴ ἐπικαλύψῃς] ἔκδυσαί μοι πορνείαν καὶ ἀκαθαρσίαν, καὶ  ἔνδυσαί  μοι  σωφροσύνης  λαμπροτάτην  στολήν.  


Ἐγὼ  παραγγέλλω, πρὶν  ὁ νυμφίος τῶν ψυχῶν  εἰσέλθῃ Ἰησοῦς, καὶ ἴδῃ τὰ σχήματα. Πολλή σοι ἡ προθεσμία· τεσσαράκοντα ἡμερῶν μετάνοιαν ἔχεις· ἔχεις πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ ἐκδύσασθαι καὶ ἀποπλύνασθαι, καὶ ἐνδύσασθαι καὶ εἰσελθεῖν. Εἰ δὲ ἐπιμένεις κακῇ προαιρέσει, ὁ μὲν λέγων  ἀναίτιος,  σὺ δὲ μὴ προσδόκα λήψεσθαι  τὴν  χάριν· τὸ μὲν  [γὰρ] ὕδωρ σε δέξεται,  τὸ  δὲ  πνεῦμά  σε  οὐ  δέξεται.  Εἴ τις  σύνοιδεν  ἑαυτῷ  τὸ  τραῦμα,  τὴν ἔμπλαστρον λαβέτω· εἴ τις ἔπεσεν, ἐγειρέσθω· μηδεὶς ἐν ὑμῖν Σίμων, μηδεμία ὑπόκρισις, μηδὲ περιεργία τοῦ πράγματος. 


5Ἐγχωρεῖ σε καὶ προφάσει ἄλλῃ ἐλθεῖν· ἐγχωρεῖ γὰρ καὶ ἄνδρα βούλεσθαι γυναικὶ καθικετεῦσαι, καὶ διὰ τοῦτο προσελθεῖν· ἀντιστρέφει καὶ ἐπὶ γυναικῶν  τὸ ὅμοιον ὁ λόγος· καὶ δοῦλος πολλάκις δεσπότῃ, καὶ φίλος φίλῳ ἀρέσαι ἠθέλησε. ∆έχομαι τὸ δέλεαρ τοῦ ἀγκίστρου, καὶ καταδέχομαί σε, κακῇ προαιρέσει μὲν ἐλθόντα, ἐλπίδι δὲ ἀγαθῇ σωθησόμενον. Ἴσως οὐκ ᾔδεις ποῦ ἔρχῃ,  οὐδὲ  ποία  σε σαγήνη  λαμβάνει· γέγονας  εἴσω  δικτύων  ἐκκλησιαστικῶν· ζωγρήθητι·  μὴ  φύγῃς· ἀγκιστρεύει  γάρ  σε Ἰησοῦς, οὐχ  ἵνα  θανατώσῃ,  ἀλλ' ἵνα θανατώσας  ζωοποιήσῃ·  δεῖ  γάρ  σε ἀποθανεῖν  καὶ  ἀναστῆναι·  ἤκουσας γὰρ  τοῦ Ἀποστόλου λέγοντος·  Νεκροὶ μὲν τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντες  δὲ τῇ δικαιοσύνῃ· ἀπόθανε τοῖς ἁμαρτήμασι, καὶ ζῆσον τῇ δικαιοσύνῃ· ἀπὸ τοῦ σήμερον ζῆσον. 


6Βλέπε μοι πηλίκην  [σοι] ἀξίαν ὁ Ἰησοῦς χαρίζεται. Κατηχούμενος ἐλέγου, ἔξωθεν περιηχούμενος·  ἀκούων  ἐλπίδα,  καὶ  μὴ  εἰδώς·  ἀκούων  μυστήρια, καὶ  μὴ  νοῶν· ἀκούων γραφὰς, καὶ μὴ εἰδὼς τὸ βάθος. Οὐκ ἔτι περιηχῇ, ἀλλ' ἐνηχῇ· τὸ γὰρ ἔνοικον Πνεῦμα, λοιπὸν οἴκους θείους τὴν διάνοιάν σου ἐργάζεται. Ὅταν ἀκούσῃς τὰ περὶ τῶν  μυστηρίων γεγραμμένα, τότε νοήσεις ἃ μὴ ᾔδεις. Καὶ μὴ νομίσῃς ὅτι μικρὸν πρᾶγμα  λαμβάνεις·  ἄνθρωπος  ὢν  οἰκτρὸς, Θεοῦ λαμβάνεις  προσηγορίαν. Ἄκουε Παύλου λέγοντος· Πιστὸς ὁ Θεός· ἄκουε ἄλλης γραφῆς λεγούσης· Θεὸς πιστὸς καὶ δίκαιος.  


Τοῦτο προβλέπων  ὁ Ψαλμῳδὸς  ἔλεγεν  ἐκ  προσώπου  τοῦ  Θεοῦ, ἐπειδὴ μέλλουσιν ἄνθρωποι  Θεοῦ προσηγορίαν λαμβάνειν· Ἐγὼ εἶπα, θεοί ἐστε, καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες· ἀλλὰ βλέπε, μὴ πιστοῦ μὲν ἡ προσηγορία, ἀπίστου δὲ ἡ προαίρεσις. Εἰσῆλθες εἰς ἀγῶνα,  κάμε τὸν  δρόμον· ἄλλον  καιρὸν  τοιοῦτον  οὐκ ἔχεις. Εἴ σοι γάμων ἡμέραι προέκειντο, οὐκ ἂν κατεφρόνησας πάντων, καὶ περὶ τὴν ἑτοιμασίαν τῆς ἑστιάσεως ἐγένου; μέλλων δὲ τὴν ψυχὴν καθοσιοῦν τῷ ἐπουρανίῳ νυμφίῳ, οὐκ ἀργήσεις σωματικῶν, ἵνα ἄρῃς πνευματικά; 


7Οὐκ ἔνι δὶς καὶ τρὶς λαβεῖν τὸ λουτρόν· ἐπεὶ ἦν εἰπεῖν· Ἅπαξ ἀποτυχὼν, δεύτερον κατορθῶ· ἐὰν δὲ τὸ ἅπαξ ἀποτύχῃς, ἀδιόρθωτον τὸ πρᾶγμα. Εἷς γὰρ Κύριος, καὶ μία πίστις, καὶ ἓν βάπτισμα· μόνον γὰρ αἱρετικοί τινες ἀναβαπτίζονται· ἐπειδὴ τὸ πρότερον οὐκ ἦν βάπτισμα. 8 Οὐδὲν γὰρ ἄλλο  παρ'  ἡμῶν  ζητεῖ  ὁ  Θεὸς, εἰ  μὴ  προαίρεσιν  ἀγαθήν·  μὴ  λέγε·  Πῶς  μου ἐξαλείφονται  αἱ ἁμαρτίαι; Ἐγώ σοι λέγω, τῷ θέλειν, τῷ πιστεύειν· τί τούτου συντομώτερον;  Ἐὰν δὲ τὰ μὲν  χείλη  σου λέγῃ  τὸ θέλειν,  ἡ δὲ καρδία μὴ λέγῃ, καρδιογνώστης   ὁ  κρίνων.   Ἄργησον   ἀπὸ   τῆς   σήμερον  ἀπὸ   παντὸς   φαύλου πράγματος· μή σου λαλησάτω ἡ γλῶσσα ἄσεμνα ῥήματα· μή σου τὸ βλέμμα ἁμαρτανέτω, μηδὲ ῥεμβέσθω τὰ μὴ χρήσιμα. 9 Οἱ δὲ πόδες σου εἰς τὰς κατηχήσεις σπευδέτωσαν. Τοὺς ἐπορκισμοὺς δέχου μετὰ σπουδῆς· κἂν ἐμφυσηθῇς, κἂν ἐπορκισθῇς, σωτηρία σοι τὸ πρᾶγμα. Νόμισον εἶναι ἀργὸν χρυσὸν, καὶ δεδολωμένον, ποικίλαις  ὕλαις ἀναμεμιγμένον,  χαλκῷ, καὶ κασσιτέρῳ, καὶ σιδήρῳ, καὶ μολύβδῳ· ζητοῦμεν τὸν χρυσὸν μόνον ἔχειν· χρυσὸς μὴ δύναται ἄνευ πυρὸς καθαρθῆναι τὰ ἀνοίκεια· οὕτως ἄνευ ἐπορκισμῶν οὐ δύναται  καθαρθῆναι ψυχή· εἰσὶ δὲ θεῖοι, ἐκ θείων γραφῶν συνειλεγμένοι· ἐσκέπασταί σου τὸ πρόσωπον, ἵνα σχολάσῃ λοιπὸν ἡ διάνοια· ἵνα μὴ τὸ βλέμμα ῥεμβόμενον ποιήσῃ ῥέμβεσθαι καὶ τὴν καρδίαν. Τῶν δὲ ὀφθαλμῶν  ἐσκεπασμένων, οὐκ ἐμποδίζεται τὰ ὦτα δέξασθαι τὸ σωτήριον. Ὃν γὰρ τρόπον οἱ τῆς χρυσοχοϊκῆς ἐργασίας ἔμπειροι, διὰ τινῶν λεπτῶν ὀργάνων τὸ πνεῦμα τῷ πυρὶ παρεμβάλλοντες, καὶ τὸ ἐν τῇ χώνῃ  κεκρυμμένον χρυσίον ἀναφυσῶντες, τὴν παρακειμένην ἐρεθίζοντες φλόγα εὑρίσκουσι τὸ ζητούμενον· οὕτω τῶν ἐπορκιζόντων, διὰ Πνεύματος θείου ἐμβαλλόντων  τὸν φόβον, καὶ ὥσπερ ἐν χώνῃ, τῷ σώματι, τὴν ψυχὴν ἀναζωπυρούντων· φεύγει μὲν ὁ ἐχθρὸς δαίμων, παραμένει δὲ ἡ σωτηρία, καὶ παραμένει ἡ ἐλπὶς τῆς αἰωνίου ζωῆς, καὶ λοιπὸν ἡ ψυχὴ καθαρθεῖσα τῶν ἁμαρτημάτων ἔχει τὴν σωτηρίαν. Παραμένωμεν τοίνυν τῇ ἐλπίδι, ἀδελφοὶ, καὶ δῶμεν  ἑαυτοὺς, καὶ ἐλπίσωμεν· ἵνα  ὁ Θεὸς τῶν  ὅλων,  τὴν  ἡμετέραν  προαίρεσιν ἰδὼν, καθάρῃ μὲν ἡμᾶς τῶν ἁμαρτιῶν, ἐλπίδας δὲ ἡμῖν ἀγαθὰς παράσχῃ τῶν πραγμά των, καὶ δώῃ ἡμῖν μετάνοιαν σωτηρίας. Θεὸς ἐκάλεσε, σὺ δὲ ἐκλήθης. 10 Παράμενε ταῖς  κατηχήσεσιν·  εἰ  καὶ  πολλὰ  παρατείνωμεν  λέγοντες,  μήποτε  ἡ  διάνοιά  σου ἐκλυθῇ· ὅπλα γὰρ λαμβάνεις  κατὰ ἀντικειμένης  ἐνεργείας· ὅπλα λαμβάνεις  κατὰ αἱρέσεων, κατὰ  Ἰουδαίων,  καὶ  Σαμαρειτῶν,  καὶ  Ἐθνῶν·  πολλοὺς  ἐχθροὺς  ἔχεις, πολλὰ  βέλη  λάμβανε·  πρὸς  πολλοὺς  γὰρ  ἀκοντίζεις·  καὶ  χρεία  σοι μαθεῖν  πῶς κατακοντίσῃς τὸν Ἕλληνα, πῶς ἀγωνίσῃ πρὸς αἱρετικὸν, πρὸς Ἰουδαῖον καὶ Σαμαρείτην· καὶ τὰ μὲν ὅπλα ἕτοιμα, καὶ τὸ ξίφος τοῦ Πνεύματος ἑτοιμότατον· δεῖ δὲ καὶ δεξιὰς τείνειν  διὰ προαιρέσεως ἀγαθῆς, ἵνα  πόλεμον  Κυρίου πολεμήσῃς, ἵνα νικήσῃς ἀντικειμένας  ἐνεργείας, ἵνα  ἀήττητος  γένῃ  παντὶ  αἱρετικῷ  πράγματι. 11 Παραγγελία δέ σοι καὶ τοῦτο ἔστω· τὰ λεγόμενα μάνθανε, καὶ τήρει εἰς τὸν αἰῶνα.


Μὴ νομίσῃς τὰς συνήθεις εἶναι προσομιλίας· κἀκεῖναι μὲν γὰρ ἀγαθαὶ, καὶ πίστεως ἀξίαι· ἀλλ' ἐὰν σήμερον ἀμελήσωμεν, αὔριον μανθάνομεν· τὰ δὲ περὶ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας  κατ' ἀκολουθίαν διαδιδόμενα διδάγματα ἐὰν σήμερον ἀμεληθῇ, πότε  κατορθωθήσεται;  Νόμισόν  [μοι]  φυτείας   εἶναι   δένδρων   καιρόν·  ἐὰν  μὴ σκάψωμεν καὶ βαθύνωμεν, πότε δύναται ἄλλοτε καλῶς φυτευθῆναι τὸ ἅπαξ κακῶς φυτευθέν;  Νόμισόν μοι οἰκοδομὴν  εἶναι  τὴν κατήχησιν· [ἐὰν μὴ βαθύνωμεν,  καὶ θεμέλιον θῶμεν,] ἐὰν μὴ κατ' ἀκολουθίαν δεσμοῖς οἰκοδομῆς ἁρμολογήσωμεν τὸν δόμον, ἵνα μὴ εὑρεθῇ τι χαῦνον, καὶ σαθρὰ γένηται ἡ οἰκοδομὴ, οὐδὲν ὄφελος οὐδὲ τοῦ προτέρου κόπου· ἀλλὰ δεῖ κατ' ἀκολουθίαν  λίθον  μὲν λίθῳ  ἀκολουθεῖν,  καὶ γωνίαν γωνίᾳ ἕπεσθαι· ἀποξεόντων δὲ [ἡμῶν] τὰ περιττὰ, οὕτως τελείαν οἰκοδομὴν ἀναβαίνειν· οὕτω προσφέρομέν σοι λίθους ὥσπερ γνώσεως· δεῖ ἀκούειν τὰ περὶ Θεοῦ ζῶντος· δεῖ ἀκούειν τὰ περὶ κρίσεως· δεῖ ἀκούειν τὰ περὶ Χριστοῦ· δεῖ ἀκούειν τὰ περὶ  ἀναστάσεως·  καὶ  πολλά  ἐστιν  ἀκολούθως   λεγόμενα,  νῦν   μὲν  σποράδην εἰρημένα, τότε δὲ καθ' ἁρμονίαν προσφερόμενα· ἐὰν δὲ μὴ συνάψῃς ἐν τῷ ἑνὶ, καὶ μνημονεύσῃς τῶν  πρώτων  καὶ τῶν  δευτέρων, ὁ μὲν οἰκοδομῶν  οἰκοδομεῖ, σὺ δὲ σαθρὰν ἕξεις τὴν οἰκοδομήν. 12 Ὅτε τοίνυν ἡ κατήχησις λέγηται, ἐάν σε κατηχούμενος ἐξετάσῃ, τί εἰρήκασιν οἱ διδάσκοντες, μηδὲν λέγε τῷ ἔξω· μυστήριον γάρ  σοι παραδίδομεν,  καὶ  ἐλπίδα  μέλλοντος  αἰῶνος·  τήρησον  τὸ  μυστήριον  τῷ μισθαποδότῃ. Μή ποτέ σοί τις εἴπῃ· τί βλάπτῃ, ἐὰν κἀγὼ μάθω; Καὶ οἱ νοσοῦντες τὸν οἶνον ζητοῦσιν· ἀλλ' ἐὰν ἀκαίρως δοθῇ, φρενῖτιν  ἐργάζεται· καὶ δύο κακὰ γίνεται, καὶ ὁ νοσῶν  ἀπόλλυται,  καὶ ὁ ἰατρὸς  διαβάλλεται·  οὕτως  ὁ κατηχούμενος,  ἐὰν ἀκούσῃ παρὰ πιστοῦ· καὶ ὁ κατηχούμενος  φρενιτιᾷ,  οὐκ οἶδε γὰρ τί ἤκουσε, καὶ ἐλέγχει τὸ πρᾶγμα, καὶ ἐκμυκτηρίζει τὸ λεγόμενον· καὶ ὁ πιστὸς ὡς προδότης κατακρίνεται. Ἤδη δὲ σὺ ἐν μεθορίῳ στήκεις, βλέπε μοι μὴ ἐκλαλήσῃς· οὐχ ὅτι οὐκ ἄξια λαλιᾶς  τὰ λεγόμενα,  ἀλλ' ὅτι ἡ ἀκοὴ ἀναξία τοῦ δέξασθαι· ἦς καὶ σύ ποτε κατηχούμενος,  οὐ διηγησάμην σοι τὰ προκείμενα· ὅταν τῇ πείρᾳ λάβῃς τὸ ὕψωμα τῶν διδασκομένων, τότε ἂν γνώσῃ, ὅτι ἀνάξιοι οἱ κατηχούμενοι τῆς ἀκοῆς. Μιᾶς μητρὸς γεγόνατε υἱοὶ καὶ θυγατέρες, οἱ ἀπογραφέντες· ὅταν εἰσέλθητε πρὸ τῆς ὥρας

τῶν  ἐπορκισμῶν, εἷς ἕκαστος ὑμῶν λαλείτω  τὰ πρὸς εὐσέβειαν· κἄν τις ὑμῶν μὴ παρῇ, ἐπιζητήσατε. Εἰς τράπεζαν εἰ ἐκλήθης, οὐκ ἂν περιέμενες τὸν συγκεκλημένον; ἀδελφὸν εἰ εἶχες, οὐκ ἂν τῷ ἀδελφῷ τὸ ἀγαθὸν ἐζήτεις; Μὴ πολυπραγμόνει λοιπὸν πραγμάτων ἀνωφέλειαν·  μὴ, τί ἐποίησε πόλις; μὴ, τί ἐποίησε κώμη; μὴ, τί ἐποίησε βασιλεύς;  μὴ, τί  ἐποίησεν  ἐπίσκοπος; μὴ, τί  ἐποίησε πρεσβύτερος; ἄνω  βλέπε· ὁ καιρὸς ὁ σὸς ἐκείνου χρείαν ἔχει. Σχολάσατε καὶ γνῶτε, ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός. Ἐὰν ἴδῃς τοὺς πιστοὺς διακονοῦντας, καὶ μὴ μεριμνῶντας· ἔχουσι τὸ ἀσφαλὲς, οἴδασι τί ἔλαβον,  κατέχουσι  τὴν  χάριν·  σὺ δὲ ἀκμὴν  ἐν  ζυγῷ  στήκεις, ἢ δεχθῆναι,  ἢ μὴ δεχθῆναι· μὴ μιμῄσῃ τοὺς ἔχοντας τὸ ἀμέριμνον, ἀλλὰ μέτελθε τὸν φόβον. Καὶ ὅταν ἐπορκισμὸς γένηται, ἕως ὅτου οἱ ἄλλοι ἐπορκιζόμενοι παραγένωνται,  ἄνδρες μετ' ἀνδρῶν, καὶ γυναῖκες μετὰ γυναικῶν. Νῦν γάρ μοι χρεία τῆς τοῦ Νῶε κιβωτοῦ· ἵνα ᾖ Νῶε χωρὶς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ· καὶ ἡ γυνὴ, καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ. Εἰ γὰρ  καὶ  μία  ἦν  ἡ  κιβωτὸς,  καὶ  κεκλεισμένη  ἦν  ἡ  θύρα·  ἀλλὰ  ἐσχημάτιστο  τὰ πράγματα. Εἰ καὶ κέκλεισται ἡ ἐκκλησία, καὶ πάντες ὑμεῖς ἔνδον· ἀλλὰ διεστάλθω τὰ πράγματα, ἄνδρες μετ' ἀνδρῶν, καὶ γυναῖκες μετὰ γυναικῶν· μὴ γένηται ἡ ὑπόθεσις τῆς σωτηρίας, πρόφασις ἀπωλείας· κἂν ἡ ὑπόθεσις καλὴ, πλησίον ἀλλήλων καθέζεσθαι, ἀλλὰ μακρὰν ἔστω τὰ πάθη. Εἶτα οἱ ἄνδρες καθεζόμενοι καὶ ἐχέτωσαν βιβλίον χρήσιμον· καὶ ὁ μέν τις ἀναγινωσκέτω,  ὁ δέ τις ἀκουέτω· κἂν μὴ βιβλίον παρῇ, ὁ μὲν  προσευχέσθω, ὁ δέ τι  χρήσιμον  λαλείτω.  Καὶ ὁ σύλλογος  πάλιν  ὁ παρθενικὸς οὕτω συνειλέχθω, ἢ ψάλλων ἢ ἀναγινώσκων ἡσυχῇ· ὥστε λαλεῖν μὲν τὰ χείλη,  μὴ  ἀκούειν  δὲ  τὰ  ἀλλότρια  ὦτα.  Γυναικὶ  γὰρ  λαλεῖν  ἐν  ἐκκλησίᾳ  οὐκ ἐπιτρέπω·  καὶ  ἡ ἔγγαμος  [δὲ] ὁμοίως  μιμείσθω· καὶ  προσευχέσθω, καὶ  τὰ  χείλη κινείσθω,  φωνὴ  δὲ μὴ ἀκουέσθω· ἵνα  παρέλθῃ Σαμουὴλ, ἵνα  σου ἡ στεῖρα ψυχὴ γεννήσῃ  τὴν  σωτηρίαν  Θεοῦ ἐπακούσαντος.  Ὁ  γὰρ  Σαμουὴλ  ταύτην  ἔχει  τὴν ἑρμηνείαν.   15  Ὄψομαι  τὴν   σπουδὴν  ἑκάστου,  ὄψομαι   τὸ  εὐλαβὲς   ἑκάστης. Πυρούσθω ἡ  διάνοια  πρὸς  εὐλάβειαν,  χαλκευέσθω  ἡ  ψυχὴ,  σφυροκοπείσθω  τὸ σκληρὸν τῆς ἀπιστίας, ἀποπεσάτωσαν αἱ περιτταὶ τοῦ σιδήρου λεπίδες, μενέτω τὸ καθαρόν· ἀποπεσάτω τοῦ σιδήρου ὁ ἰὸς, μενέτω δὲ τὸ γνήσιον. Ποτὲ ὑμῖν δείξῃ ὁ Θεὸς ἐκείνην  τὴν  νύκτα,  τὸ σκότος τὸ ἡμεροφανὲς,  περὶ οὗ εἴρηται· Σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπὸ σοῦ, καὶ νὺξ ὡς ἡ ἡμέρα φωτισθήσεται· τότε ὑμῶν ἑκάστῳ καὶ ἑκάστῃ παραδείσου θύρα ἀνοιχθῇ. Τότε ὑδάτων ἀπολαύσητε Χριστοφόρων, ἐχόντων εὐωδίαν. Τότε Χριστοῦ προσηγορίαν λάβητε, καὶ ἐνέργειαν θείων πραγμάτων. Ἤδη μοι τῆς διανοίας τὸ ὄμμα ἀναβλέψατε· ἤδη μοι χοροὺς ἀγγελικοὺς ἐννοήσατε, καὶ δεσπότην τῶν ὅλων Θεὸν καθεζόμενον, Ὑιὸν δὲ μονογενῆ ἐν δεξιᾷ συγκαθήμενον, καὶ Πνεῦμα συμπαρόν, Θρόνους δὲ καὶ Κυριότητας λειτουργοῦντας·  καὶ ὑμῶν  δὲ ἕκαστον καὶ ἑκάστην, σωζόμενον καὶ σωζομένην. Ἤδη ὑμῶν τὰ ὦτα ὥσπερ κατηχεῖσθαι  ποιήσατε ἐκείνην  τὴν  καλὴν  ἠχὴν,  ὅτε ὑμῶν  σωθέντων  οἱ ἄγγελοι ἐπιφωνήσουσι·  Μακάριοι ὧν  ἀφέθησαν  αἱ  ἀνομίαι,  [καὶ  ὧν  ἐπεκαλύφθησαν  αἱ ἁμαρτίαι] ὅτε, ὥσπερ ἀστέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἰσέλθητε φαιδροὶ  τῷ σώματι, καὶ φωτεινοὶ  τῇ ψυχῇ. 16 Μέγα, τὸ προκείμενον βάπτισμα· αἰχμαλώτοις  λύτρον· ἁμαρτημάτων  ἄφεσις· θάνατος  ἁμαρτίας· παλιγγενεσία  ψυχῆς· ἔνδυμα φωτεινόν· σφραγὶς ἁγία ἀκατάλυτος· ὄχημα πρὸς οὐρανόν· παραδείσου τρυφή· βασιλείας πρόξενον·   υἱοθεσίας   χάρισμα.   Ἀλλὰ   δράκων   παρὰ   τὴν   ὁδὸν   τηρεῖ   τοὺς περιπατοῦντας. βλέπε μὴ δάκῃ τῇ ἀπιστίᾳ. Βλέπει τοσούτους σωζομένους, καὶ ζητεῖ τίνα  καταπίῃ. Πρὸς Πατέρα πνευμάτων  εἰσέρχῃ, ἀλλὰ δι' ἐκείνου  τοῦ δράκοντος διέρχῃ· πῶς οὖν αὐτὸν διέλθῃς; Ὑπόδησαι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης· ἵνα κἂν δάκῃ, μὴ βλάπτῃ· πίστιν ἔνοικον ἔχε, κραταιὰν ἐλπίδα, κρηπίδα ἰσχυρὰν, ἵνα  διέλθῃς  τὸν  ἐχθρὸν,  καὶ εἰσέλθῃς  πρὸς τὸν  δεσπότην. Τὴν σαυτοῦ καρδίαν  ἑτοίμασον  εἰς  ὑποδοχὴν  διδασκαλίας,  εἰς  κοινωνίαν  ἁγίων  μυστηρίων.
Εὔχου  πυκνότερον,  ἵνα  ὁ  Θεός σε  καταξιώσῃ  τῶν  ἐπουρανίων  καὶ  ἀθανάτων μυστηρίων. Μήτε ἡμέραν ἄργει, μήτε νύκτα· ἀλλ' ὅταν ὁ ὕπνος ἐκ τῶν ὀμμάτων σου ἐκπέσῃ, τότε ἡ διάνοιά [σου] εἰς προσευχὴν σχολαζέτω. Κἂν ἴδῃς λογισμὸν αἰσχρὸν ἀναβάντα  εἰς τὴν διάνοιάν  σου, λάβε κρίσεως ὑπομνηστικὸν  σωτηρίας· σχόλασον τὴν διάνοιαν  εἰς τὸ μαθεῖν, ἵνα ἐπιλάθῃ  φαύλων  πραγμάτων.  Ἐὰν ἴδῃς τινά  σοι λέγοντα· Καὶ εἰσέρχῃ εἰς τὸ ὕδωρ καταβῆναι; ἄρτι γὰρ οὐκ ἔχει ἡ πόλις βαλανεῖα; Γίνωσκε ὅτι  ὁ δράκων  τῆς  θαλάσσης ταῦτά  σοι κατασκευάζει· μὴ  πρόσεχε τοῖς χείλεσι τοῦ λαλοῦντος, ἀλλὰ τῷ ἐνεργοῦντι Θεῷ. Φύλασσε τὴν σαυτοῦ ψυχὴν, ὅπως ἄληπτος γένῃ· ἵνα παραμείνας τῇ ἐλπίδι, κληρονόμος γένῃ σωτηρίας αἰωνίου. Ἡμεῖς μὲν ταῦτα, ὡς ἄνθρωποι, καὶ παραγγέλλομεν καὶ διδάσκομεν.

 Μὴ ποιήσητε δὲ τὴν   οἰκοδομὴν   ἡμῶν   χόρτον, καὶ  καλάμην, καὶ  ἄχυρα·  ἵνα   μὴ  τοῦ  ἔργου κατακαέντος,  ζημιωθῶμεν·  ἀλλὰ  ποιήσατε  τὸ  ἔργον  χρυσίον,  καὶ  ἀργύριον,  καὶ λίθους τιμίους. Ἐν ἐμοὶ μὲν γάρ ἐστι τὸ εἰπεῖν, ἐν σοὶ δὲ τὸ προθέσθαι, ἐν Θεῷ δὲ τὸ τελειῶσαι. Νευρώσωμεν τὴν διάνοιαν· συντείνωμεν  τὴν ψυχήν· ἑτοιμάσωμεν τὴν καρδίαν· περὶ ψυχῆς τρέχομεν· περὶ αἰωνίων  πραγμάτων ἐλπίζομεν. ∆υνατὸς δὲ ὁ Θεὸς, [ὁ  τὰς  καρδίας  ὑμῶν  εἰδὼς,  καὶ  γινώσκων   τίς  μέν  ἐστι  γνήσιος,  τίς  δὲ ὑποκριτὴς] τὸν μὲν γνήσιον φυλάξαι, τὸν δὲ ὑποκριτὴν πιστοποιῆσαι. ∆ύναται γὰρ ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἄπιστον πιστοποιῆσαι, ἐὰν μόνον δῷ τὴν καρδίαν. Καὶ ἐξαλείψαι τὸ καθ' ὑμῶν χειρόγραφον· ἀμνηστίαν δὲ ὑμῖν παράσχοι τῶν πρώτων παραπτωμάτων· φυτεύσοι δὲ ὑμᾶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ στρατεύσοι ὑμᾶς ἑαυτῷ, ὅπλα περιβαλὼν τῆς   δικαιοσύνης·  οὐρανίων   δὲ  πραγμάτων   καινῆς   διαθήκης   πληρώσειε,  καὶ Πνεύματος ἁγίου σφραγίδα δώῃ ἀνεξάλειπτον εἰς τοὺς αἰῶνας, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Προσλόγιον.


Procatechesis


[Τὰς τῶν Φωτιζομένων κατηχήσεις ταύτας, τοῖς μὲν τῷ βαπτίσματι προσερχομένοις, καὶ τοῖς τὸ λουτρὸν  ἔχουσιν ἤδη πιστοῖς, εἰς ἀνάγνωσιν  παρεχόμενος, μὴ δὸς τὸ σύνολον μήτε κατηχουμένοις,  μήτε ἄλλοις  τισὶ τοῖς μὴ οὖσι χριστιανοῖς· ἐπεὶ τῷ Κυρίῳ λόγον δώσεις. Καὶ ἐὰν ποιῇς ἀντίγραφον, ὡς ἐπὶ Κυρίου ταῦτα πρόγραψον].


Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας


Αφιερωμένο εξαιρετικά  τη θεοφιλεστάτη κυρία Σοφία 


Το Μυστήριο της Αναγέννησης (π.Γεωργίου Φλωρόφσκι)

$
0
0
        Ένας από τους μεγαλύτερους θεολόγους του 20ού αιώνα είναι ο π.Γεώργιος Φλωρόφσκι (1893-1979). Σαγηνευμένος από τη γραφή του, την απαράμιλλη θεολογική σκέψη και την ακρίβεια πάνω σε δογματικά κεφάλαια πίστεως, παρακινούμαι για τη παρούσα δημοσίευση που αποτελεί απόσπασμα από το έργο του «Ανατομία προβλημάτων Πίστεως». 

Αρχαίο Βαφτιστήρι-Παναγιά Εκατοπυλιανή
Ο Σταυρικός Θάνατος

          «Ο Λόγος σάρξ εγένετο». Εδώ βρίσκεται η πιο μεγάλη χαρά της χριστιανικής πίστεως·εδώ βρίσκεται το πλήρωμα της αποκαλύψεως.Η αποκάλυψις δεν είναι μόνο περί Θεού αλλά και περί του ανθρώπου· και εις την ενσάρκωσιν του Λόγου η σημασία της υπάρξεωςτου ανθρώπου μας φανερώνεται, γίνεται πραγματικότης. Εις τον Θεάνθρωπον Χριστόν εφάνη ποιόν είναι το «μέτρον» και ο «ύψιστος στόχος»της ζωής του ανθρώπου, αφού λέγει ο άγιος Ειρηναίος, « ο Υιός του Θεού έγινε Υιός Ανθρώπου, δια να γίνη ο άνθρωπος υιός Θεού » (Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων Γ,10,2). Με την ενσάρκωσιν όχι μόνον αποκαθίσταται η αρχική ολοκληρία και πληρότης της ανθρωπίνης φύσεως, και επανέρχεται εις την κοινωνίαν της με τον Θεόν, την οποίαν είχε χάσει, αλλά και ανακαινίζεται, αναπλάττεται, καινοποιείται. « Ο έσχατος Αδάμ, ο Κύριος, εκ του ουρανού » (Α'Κορ.15,47). Με την ενσάρκωσιν του Λόγου η ανθρωπίνη Του φύσις όχι μόνον «χρίεται» με την υπεράφθονον επ'αυτήν έκχυσιν της Θείας Χάριτος, αλλά και «προσλαμβάνεται»υπό του Λόγου εις μίαν υποστατικήν μετ'αυτού ενότητα, ως η «ανθρωπότης» (ανθρώπινη φύσις) Αυτού, αφού έκτοτε παραμένει πάντοτε αδιαιρέτως και αχωρίστως παρούσα εις την Θείαν υπόστασιν Του. [...]

Αρχαίο Βαφτιστήρι-Παναγιά Εκατοπυλιανή
          Η ενσάρκωσις του Λόγου ήταν μία εν απολύτω εννοία Θεοφάνεια,ή, μάλλον, «φανέρωσις της Ζωής». Ο Χριστός είναι ο Λόγος της Ζωής. «ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν» (Α'Ιωάν. 1,1-2). Η ενσάρκωσις του Λόγου είναι η ζωοποίησις του ανθρώπου· η ανάστασις της ανθρωπίνης φύσεως. Είναι σαφές ότι η ευαγγελική ιστορία περί του Θεού Λόγου αρχίζει με την ενσάρκωσιν. Ολοκληρώνεται με τον θάνατον Του, τον «θάνατον Σταυρού» (Φιλ. 2,8). 

Δηλ.η Ζωή μας φανερώνεται δια θανάτου: Και εις αυτό έγκειται όλον το μυστηριώδες «παράδοξον» της χριστιανικής πίστεως. Ζωή δια θανάτου: και μάλιστα ως ανάστασις από θάνατον εκούσιον:Ζωή από τον τάφον και εκ του τάφου: Τα επί μέρους άτομα, μπορούν να γεννηθούν εις την αληθινήν και αιωνίαν ζωήν μόνον αν «νεκρωθούν» εν τω βαπτίσματι, μόνον αν διά του βαπτίσματος «συνταφούν»τω Χριστώ· και μπορούν να αναγεννηθούν εν Χριστώ μόνον από την κολυμβήθραν-τάφον. Εις αυτό έγκειται ο αδιαμφισβήτητος νόμος της αληθινής ζωής: «σὺ ὃ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ» (Α'Κορ.15,36). [...] 

Το βάπτισμα είναι μία εν Χριστώ ανάστασις· μία συν Αυτώ και εν Αυτώ έγερσις διά μίαν νέαν αθάνατον ζωήν. «συνταφέντες αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐν ᾧ καὶ συνηγέρθητε διὰ τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κολ.2.12), λέγει ο απόστολος. Συνηγέρθησαν, ακριβώς επειδή είχαν συνταφή. « εἰ γὰρ συναπεθάνομεν, καὶ συζήσομεν» (Β' Τιμ.2.11). Με το βάπτισμα του ο πιστός γίνεται μέλος του Χριστού, εγκεντρίζεται εις το σώμα Του· «ἐν ἑνὶ Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἓν σῶμα ἐβαπτίσθημεν» (Α'Κορ.12.13). Έτσι η Χάρις του αναστάντος Χριστού απλώνεται εις όλους. «Απλώνεται»- όχι «θα απλωθεί». Δεν πρόκειται μόνον δια την μέλλουσαν, την Κοινήν Ανάστασιν, αλλά και δια την πνευματικήν αναγέννησιν που πραγματοποιείται κατά το βάπτισμα, δηλ. δια την ένωσιν με τον Χριστόν, που είναι ο αρραβών της αναστάσεωςκαι αιωνίου ζωής».


Ανατομία προβλημάτων πίστεως, πρωτοπρ. Γεωργίου Φλωρόφσκι
Εκδόσις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως Πρέβεζα

Ωριγένης: Είναι Πατέρας της Εκκλησίας;

$
0
0

Σε αυτό το άρθρο θα δώσουμε στοιχεία από την Πατρολογία του Παπαδόπουλου για τον Ωριγένη. Αφορμή υπήρξε το γεγονός ότι οι ετερόδοξοι (μην έχοντας το χάρισμα της διάκρισης), κατηγορούν την εκκλησία του Χριστού ότι μέσα στους κόλπους της είχε και αιρετικούς «πατέρες» των οποίων και υιοθέτησε τις διδασκαλίες.
Όποιος θέλει να δει περισσότερα, μπορεί να τα βρει στον Α' τόμο της πατρολογίας του Στ. Παπαδόπουλου, σελίδες 393- 422.

Εμείς θα αναφέρουμε τα επίμαχα αποσπάσματα από την εν λόγω πατρολογία.

Στην γενική θεώρηση, αναφέρεται… «Ο Ωριγένης ανήκει στους μεγάλους άνδρες της ανθρωπότητος και είναι ο γονιμότερος συγγραφέας της αρχαίας Εκκλησίας.Έφερε στο στήθος του το θρησκευτικό πάθος της Ανατολής, την ασίγαστη αναζήτηση του Έλληνα φιλοσόφου, το ενδιαφέρον για κεκρυμμένες αλήθειες του Ιουδαίου και την υπαρξιακή πίστη του Χριστιανού. Οι παράγοντες αυτοί συγκλόνισαν τον μεγαλοφυή Ωριγένη και τον κίνησαν στο μεγαλειώδες έργο του, που παρέμεινε περισσότερο έργο πλάτους και λιγότερο έργο βάθους».


Αναγνωρίζεται στον Ωριγένη, επομένως, πλατειά μόρφωση και ευρύ πνεύμα.Το δε έργο του χαρακτηρίζεται πλατύ (που σημαίνει ότι λόγο των γνώσεων του έγραψε πολλά), αλλά λιγότερο έργου βάθους (που σημαίνει ότι αυτή η γνώση δεν τον οδήγησε πάντα σε βαθειά ορθόδοξη θεολογία).

Ο Ωριγένης, δεν θεωρείται Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, αλλά εκκλησιαστικός συγγραφέας.

Ο Παπαδόπουλος, στον ορισμό του Πατρός και Διδασκάλου, αναφέρει τα εξής… «Πατήρ και Διδάσκαλος είναι ο φορέας της Παραδόσεως της Εκκλησίας, που με τον φωτισμό του αγ. Πνεύματος εκφράζει ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας με σκοπό την αντιμετώπιση κάποιας κρίσεως στην Εκκλησία» (Α Τόμος, σελ. 78).

Η διαφορά δηλαδή ανάμεσα σε έναν εκκλησιαστικό συγγραφέα και σε έναν Πατέρα και Διδάσκαλο, είναι ότι ο Πατέρας και Διδάσκαλος θεολόγησε και συνέβαλε στο να αντιμετωπιστεί κάποια μεγάλη θεολογική κρίση στην Εκκλησία, πάντα με βάση την Αγία Γραφή και την πρότερη Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Ωριγένης, αν και σπουδαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας, εντούτοις δεν συνέβαλε στην αντιμετώπιση κάποιας θεολογικής κρίσης. Αλλού ήταν η συνεισφορά του.

Ας δούμε την στάση των άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων και Πατέρων και Διδασκάλων της εκκλησίας.

Όσοι ήταν κατά του Ωριγένη.

«…τα πρόσωπα που συζητούσαν έντονα το θέμα, δε διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο στην διαμόρφωση της πορείας της Παραδόσεως. Έτσι πχ ότι οι αντιωριγενιστές Μεθόδιος Ολύμπου, Διόδωρος Ταρσού, Απολινάριος, Θεόφιλος Αλεξανδρείας και Θεόδωρος Μοψουεστίας δεν ήσαν ακραιφνείς φορείς του πνεύματος της Παραδόσεως, ενώ ο Πέτρος Αλεξ., ο Ευστάθιος, ο Σαλαμίνας Επιφάνιος, ο Αναστάσιος Ρώμης και ο Αντίπατρος Βόστρων δεν ηταν μεγάλοι ή κατ’ εξοχήν μεγάλοι θεολόγοι και Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας.»

Όσοι ήσαν φανατικοί υποστηρικτές του Ωριγένη.

«Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τους φανατικούς υποστηρικτές του Ωριγένη· Ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Ευάγριος, ο Δίδυμος, ο Συνέσιος Πτολεμαίδος και ο Σωκράτης δεν είχαν κατά πάντα ορθόδοξο φρόνημα, ενώ ο Πάμφιλος, ο Ρουφίνος, ο Ιωάννης Ιεροσολύμων και ο Παλλάδιος δεν υπήρξαν μεγάλοι θεολόγοι. Επομένως τόσο οι άσπονδοι πολέμιοι, όσο και οι φανατικοί φίλοι του Ωριγένη δεν αποτελούν το μέτρο της ορθοδόξου θεολογίας, ούτε εκφράζουν το γνήσιο κλίμα της Εκκλησίας».

Ούτε οι μεν, ούτε οι δε έπραξαν σωστά. Το σωστό το έπραξαν οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας που διέκριναν το ορθόδοξο από το ανορθόδοξο και αιρετικό στα έργα του Ωριγένη. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ορθοδοξίας που είναι η ΔΙΑΚΡΙΣΗ, χρησιμοποίησαν οι Διδάσκαλοι.


φώτο: εδώ
«Πρόκειται γιατον Αθανάσιο Αλεξανδρείας (+373), τον Μ. Βασίλειο (+379), τον Γρηγόριο Θεολόγο ( +390), τον Γρηγόριο Νύσσης (+394), τον ιερό Χρυσόστομο (+ 407), και τον Ιλάριο Πικταβίου (+367), τον Αμβρόσιο Μιλάνου (+397) και Βικέντιο Λειρίνου (+ προ 450) στη Δύση. 

Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι αυτοί, γνώριζαν καλά και χρησιμοποιούσαν παντοιοτρόπως τον Ωριγένη· και μολονότι είχαν βαθειά συνείδηση των παρεκκλίσεών του, των κακοδοξιών του και των σφαλμάτων του, έκαιε μέσα τους άσβεστη αγάπη γι’ αυτόν… Ο Θεολόγος Γρηγόριος (με την συνεργασία του Μ. Βασιλείου συνέταξε την περίφημη Φιλοκαλία, δηλαδή ανθολογία κειμένων του Ωριγένη… Ωστόσο ο Μ. Βασίλειοςγνωρίζει και σημειώνει τις παρεκκλίσεις του Ωριγένη (Περί Αγίου Πνεύματος 29. 73), ο δε Γρηγόριος χρησιμοποιεί πολλά σχήματά του, αλλά συχνότατα βρίσκεται στην ανάγκη να τα ορθοδοξοποιήσει. Ο Γρηγόριος Νύσσης επηρεάστηκε περισσότερο από τη σκέψη του Ωριγένη, αλλά γνωρίζει και καταδικάζει ορισμένες αντιλήψεις του…».

Η πορεία προς την καταδίκη του Ωριγένη.

«Στην Αλεξάνδρεια πραγματοποιήθηκαν το 232 δύο συνάξεις (συσκέψεις). Η πρώτη του απαγόρευσε να διδάσκει, η άλλη τον καθήρεσε (είχε γίνει πρεσβύτερος σε ξένη επισκοπή). Την απόφαση αυτή δεν υιοθέτησαν όλες οι Εκκλησίες και όμως η Αλεξάνδρεια δεν επέμεινε, ώστε να διακόψει τις σχέσεις της με όσες Εκκλησίες περιέθαλψαν και τίμησαν τον Ωριγένη. Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση της Αλεξανδρινής Εκκλησίας ήταν ένα είδος προειδοποίησεως· προσέξτε, στο πρόσωπο και το έργο του Ωριγένη διαβλέπουμε κινδύνους… Η πρώτη καταδίκη του προσώπου και του έργου του Ωριγένη έγινε το 400 στην Αλεξάνδρεια» (σημείωση δική μου· είναι αυτό που αναφέραμε παραπάνω, που δεν πρόκειται για πρόσωπα που είχαν πρωτεύοντα ρόλο στην διαμόρφωση της Παραδόσεως).


Στ' Οικουμενική σύνοδος. φώτο εδώ
Το πρόβλημα εντάθηκε τον Ε' και ΣΤ' αιώνα,όπου πλέον δεν έχουμε μεμονωμένους συγγραφείς υπέρ ή κατά του ωριγενισμού, αλλά πνευματικό κλίμα και θεολογική νοοτροπία που έφερνε σύγχυση στην Εκκλησία. Η εκκλησία έπρεπε γρήγορα να εξαλείψει το πρόβλημα.

«Από την στιγμή αυτή η Εκκλησία ήταν αναγκασμένη χάριν των μελών της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, το οποίο είχε γίνει πρόβλημα ωριγενισμού…η Εκκλησία όφειλε να δείξει την πλάνη του ωριγενισμού, όφειλε να τον καταδικάσει, να τον αναθεματίσει…και επειδή οι καταδικαζόμενες αντιλήψεις ήταν πολλές, επειδή όλες συνδέονταν με το πρόσωπο του Ωριγένη κι επειδή τα περισσότερα μέλη της Εκκλησίας αδυνατούσαν να διακρίνουν μεταξύ Ωριγένη και ωριγενισμού,η Εκκλησία έπρεπε να καταδικάσει ευθέως και σαφώς το πρόσωπο του Ωριγένη. Τούτο έγινε στην ενδημούσα σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 543, βάση διατάγματος που με προτροπή θεολόγων είχε συντάξει ο Ιουστινιανός και που καταδίκαζε θέσεις του Ωριγένη και αναθεμάτιζε τον ίδιο προσωπικά. Η Ε' Οικουμενική Σύνοδος το 553 περιλαμβάνει τον Ωριγένη στον ενδέκατο αναθεματισμό της μαζί με άλλους αιρετικούς… η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος επαναλαμβάνει την καταδίκη αυτή…όλες οι μεταγενέστερες Σύνοδοι υιοθετούν την καταδίκη».

Όπως βλέπουμε, ο ωριγενισμός είναι αυτός που κατά βάθος καταδικάζεται.Ο Ωριγένης καταδικάστηκε επειδή οι περισσότεροι από τον λαό δεν είχαν την απαραίτητη διάκριση να ξεχωρίσουν το ορθό από το λάθος. Προκειμένου να επέλθει κακό σε αυτούς, καταδίκασαν τον Ωριγένη.

Ουσιαστικά, το ορθό είναι με ΔΙΑΚΡΙΣΗ να ξεχωρίζουμε από τα έργα του το ορθόδοξο από το αιρετικό. Επειδή όμως εμείς ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΔΙΑΚΡΙΣΗ, καλό είναι να καταφεύγουμε σε έργα των Πατέρων που την είχαν, όπως πχ στην Φιλοκαλία του Γρηγορίου Θεολόγου και τους Μ. Βασιλείου, που σταχυολόγησαν το τεράστιο έργο του Ωριγένη, και κράτησαν το ωφέλιμο για μας.

«Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έμμεσα ή άμεσα, λίγο ή πολύ γνώριζαν το έργο του, χρησιμοποιούσαν από αυτό ότι θεωρούσαν καλό ή ακίνδυνο (χωρίς να μνημονεύουν τον Ωριγένη) και στηλίτευαν τις παρεκκλίσεις του».


Μελέτη:Στέλιος Μπαφίτης
Επιμέλεια:Σοφία Ντρέκου



Ωριγένους - Πρός Κέλσον αληθής λόγος τόμος Η'

$
0
0

P.1Ὁ  μὲν  σωτὴρ  καὶ  κύριος  ἡμῶν  Ἰησοῦς  Χριστὸς ψευδομαρτυρούμενος  μὲν "ἐσιώπα"  κατηγορούμενος  δὲ  "οὐδὲν  ἀπεκρίνετο", πειθόμενος πάντα  τὸν  βίον ἑαυτοῦ καὶ τὰς ἐν Ἰουδαίοις πράξεις κρείττους γεγονέναι  φωνῆς  ἐλεγχούσης τὴν ψευδομαρτυρίαν καὶ λέξεων ἀπολογουμένων  πρὸς τὰς κατηγορίας· σὺ δ' ὦ φιλόθεε Ἀμβρόσιε, οὐκ  οἶδ'  ὅπως  πρὸς  τὰς  Κέλσου κατὰ  Χριστιανῶν ἐν συγγράμμασι ψευδομαρτυρίας καὶ τῆς πίστεως τῶν ἐκκλησιῶν ἐν βιβλίῳ κατηγορίας ἐβουλήθης ἡμᾶς ἀπολογήσασθαι, ὡς οὐκ ὄντος ἐναργοῦς ἐλέγχου ἐν τοῖς πράγμασι καὶ πάντων γραμμάτων  κρείττονος  λόγου, τοῦ τε τὰς ψευδομαρτυρίας  ἀφανίζοντος  καὶ ταῖς κατηγορίαις  μηδὲ πιθανότητα εἰς τὸ δύνασθαί  τι  αὐτὰς  ἐνδιδόντος.  Περὶ δὲ τοῦ Ἰησοῦ ὅτι "ἐσιώπα" ψευδομαρτυρούμενος,  ἀρκεῖ ἐπὶ  τοῦ παρόντος  τὰ Ματθαίου παραθέσθαι· τὰ γὰρ ἰσοδυναμοῦντα αὐτῷ ὁ Μάρκος ἔγραψεν.
Ἔχει δ' οὕτως ἡ τοῦ Ματθαίου λέξις· "Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς καὶ τὸ συνέδριον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ  Ἰησοῦ, ὅπως  θανατώσωσιν  αὐτόν,  καὶ  οὐχ  εὗρον  πολλῶν  προσελ  θόντων ψευδομαρτύρων. Ὕστερον δὲ προσελθόντες δύο εἶπον· Οὗτος ἔφη· ∆ύναμαι καταλῦσαι τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι. Καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς  εἶπεν  αὐτῷ·  Οὐδὲν ἀποκρίνῃ,  ὅτι  οὗτοί  σου καταμαρτυ  ροῦσιν;  Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα." Ἀλλὰ καὶ ὅτι οὐκἀπεκρίνετο κατηγορούμενος, τοιαῦτα γέγραπται· "Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐστάθη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· Σὺ εἶ ὁ  βασιλεὺς  τῶν   Ἰουδαίων;  Ὁ  δὲ  Ἰησοῦςἔφη   αὐτῷ·  Σὺ  λέγεις.   Καὶ  ἐν   τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνετο. Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκ ἀκούεις, πόσα σου καταμαρτυροῦσι; Καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν". 

P.2 Καὶ γὰρ θαυμασμοῦ ἄξιον ἦν παρὰ τοῖς καὶ μετρίως φρονεῖν  δυναμένοις  τὸ τὸν κατηγορούμενον  καὶ ψευδομαρ τυρούμενον, δυνάμενον  ἀπολογήσασθαι καὶ παραστῆσαι ἑαυτὸν οὐδενὶ ἔνοχον ἐγκλήματι καὶ ἐγκώμια τοῦ ἑαυτοῦ βίου διεξελθεῖν  καὶ τῶν δυνάμεων, ὡς ἀπὸ θεοῦ γεγένηνται,  ἵνα δῷ τῷ δικαστῇ ὁδὸν τοῦ χρηστότερα περὶ αὐτοῦ ἀποφή νασθαι, τοῦτο μὲν μὴ πεποιηκέναι καταπεφρονηκέναι δὲ καὶ μεγαλοφυῶς ὑπερεωρακέναι τοὺς κατηγόρους. Ὅτι δέ, εἰ ἀπελογήσατο, ἀπέλυσεν ἂν ὁ δικαστὴς μηδὲ διστάσας τὸν Ἰησοῦν, δῆλον ἐκ τῶν ἀναγεγραμμένων  περὶ αὐτοῦ, ἐν οἷς εἶπε· "Τίνα  θέλετε  τῶν  δύο  ἀπολύσω  ὑμῖν,  τὸν  Βαραββᾶν ἢ  Ἰησοῦν  τὸν  λεγόμενον Χριστόν;" καὶ  τοῦ,  ὡς  ἐπιφέρει  ἡ  γραφὴ  λέγουσα· "Ἤδει  γὰρ  ὅτι  διὰ  φθόνον παρέδωκαν  αὐτόν."  Ἰησοῦς οὖν ἀεὶ ψευδομαρτυρεῖται,  καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε κακίας οὔσης ἐν ἀνθρώποις οὐ κατηγορεῖται. Καὶ αὐτὸς μὲν καὶ νῦν σιωπᾷ πρὸς ταῦτα καὶ οὐκ ἀποκρίνεται  μὲν διὰ φωνῆς,  ἀπολογεῖται  δὲ ἐν τῷ βίῳ τῶν  γνησίων  ἑαυτοῦ μαθητῶν, κεκραγότι τὰ διαφέροντα καὶ πάσης ψευδομαρτυρίας ὄντι κρείττονι, ἐλέγχων  καὶ ἀνατρέπων  τὰς ψευδομαρτυρίας καὶ κατηγορίας. 

P.3 Τολμῶ μὲν οὖν καί φημι ὅτι ἣν ἀξιοῖς ποιήσασθαι ἡμᾶς ἀπολογίαν ὑπεκλύει τὴν ἐν τοῖς πράγμασιν ἀπολογίαν καὶ τὴν ἐπιφανῆ τοῖς οὐκ ἀναισθήτοις δύναμιν τοῦ Ἰησοῦ. Ὅμως δ' ἵνα μὴ δοκῶμεν ὀκνεῖν πρὸς τὸ ἐπιταχθὲν ὑπὸ σοῦ, πεπειράμεθα ὑπαγορεῦσαι κατὰ τὴν παροῦσαν δύναμιν  πρὸς ἕκαστον τῶν  ὑπὸ  Κέλσου γεγραμμένων  τὸ φανὲν  ἡμῖν ἀνατρεπτικὸν  τῶν  πιστὸν οὐδένα δυναμένων  σεῖσαι λόγων  αὐτοῦ. Καὶ μὴ εἴη γε εὑρεθῆναί τινα τοιαύτην ἀνειληφότα  ἀγάπην τοῦ θεοῦ "ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ", ὡς ὑπὸ τῶν ῥηματίων Κέλσου ἤ τινος τῶν ὁμοίων σεισθῆναι τὴν προαίρεσιν αὐτοῦ. Ὁ δὲ Παῦλος μυρία ὅσα καταλέγων  τὰ εἰωθότα χωρίζειν "ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ" καὶ "ἀγάπης τοῦ θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ", ὧν πάντων κρείττων ἦν ἡ ἐν αὐτῷ ἀγάπη, λόγον οὐκ ἔταξεν ἐν τοῖς χωρίζουσι. Πρόσχες γὰρ ὅτι πρό τερον μέν φησι· "Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης  ἢ κίνδυνος  ἢ μάχαιρα; Καθάπερ γέγραπται ὅτι ἕνεκεν σοῦ θανατούμεθα πᾶσαν τὴν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. Ἀλλ' ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς." ∆εύτερον δὲ ἄλλο τάγμα ἐκτιθέμενος τῶν πεφυκότων  χωρίζειν  τοὺς ἀνερματίστους  ἐν θεοσεβείᾳ λέγει· "Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος  οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι  οὔτε ἀρχαί, οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα, οὔτε δυνάμεις οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος οὔτε κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν." 

P.4 Καὶ ἀληθῶς ἄξιον   μὲν   ἡμᾶς   σεμνύνεσθαι   ἐπὶ   θλίψει   μὴ   χωριζούσῃ   ἢ   τοῖς   ἑξῆς   αὐτῇ κατειλεγμένοις,  οὐχὶ δὲ Παῦλον καὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ εἴ τις ἐκείνοις  γέγονε παραπλήσιος, διὰ τὸ πάνυ ὑπεράνω τῶν  τοιούτων  εἶναι λέγοντα  τό· "Ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς", ὅπερ μεῖζόν ἐστι τοῦ νικᾶν. Εἰ δὲ δεῖ καὶ ἀποστόλους σεμνύνεσθαι, μὴ χωριζομένους "ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν", σεμνύνοιντο ἄν, "ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ" οὔτε τι τῶν ἑξῆς δύναται αὐτοὺς "χωρίσαι <ἀπὸ> τῆς ἀγάπης τοῦ  θεοῦ  τῆς  ἐν  Χριστῷ  Ἰησοῦ  τῷ  κυρίῳ  ἡμῶν".  Τοίνυν  οὐ  συνήδομαι  τῷ πιστεύσαντι εἰς Χριστόν, ὡς δύνασθαι σαλευθῆναι αὐτοῦ τὴν πίστιν ὑπὸ Κέλσου, τοῦ οὐδὲ κοινοτέραν ζωὴν ζῶντος ἐν ἀνθρώποις ἔτι ἀλλ' ἤδη καὶ πάλαι νεκροῦ, ἤ τινος πιθανότητος  λόγου.  Οὐκ οἶδα δ' ἐν  ποίῳ  τάγματι  λογίσασθαι χρὴ τὸν  δεόμενον λόγων  πρὸς τὰ Κέλσου κατὰ Χριστιανῶν ἐγκλήματα  ἐν βίβλοις ἀνα γραφομένων, ἀποκαθιστάντων  αὐτὸν ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν πίστιν σεισμοῦ ἐπὶ τὸ στῆναι ἐν αὐτῇ. Ὅμως δ' ἐπεὶ ἐν τῷ πλήθει τῶν πιστεύειν νομιζομένων εὑρεθεῖεν ἄν τινες τοιοῦτοι, ὡς σαλεύεσθαι μὲν καὶ ἀνατρέπεσθαι ὑπὸ τῶν Κέλσου γραμμάτων θεραπεύεσθαι δὲ ἀπὸ τῆς πρὸς αὐτὰ ἀπολογίας, ἐὰν ἔχῃ χαρακτῆρά τινα καθαιρετικὸν τῶν Κέλσου καὶ τῆς ἀληθείας παραστατικὸν τὰ λεγόμενα, ἐλογισάμεθα πεισθῆναί σου τῇ προστάξει καὶ ὑπαγορεῦσαι πρὸς ὃ ἔπεμψας  ἡμῖν  σύγγραμμα· ὅπερ οὐκ οἶμαί  τινα  τῶν  ἐν φιλοσοφίᾳ  κἂν  ἐπ' ὀλίγον  προκοψάντων  συγκαταθέσθαι εἶναι  λόγον  ἀληθῆ,  ὡς ἐπέγραψεν  ὁ  Κέλσος. 

P.5 Ὁ μὲν  οὖν  Παῦλος  συνιδὼν  ὅτι  ἔστιν  ἐν  φιλοσοφίᾳ ἑλληνικῇ  οὐκ  εὐκαταφρόνητα  τοῖς  πολλοῖς  πιθανά,  παρισ τάντα  τὸ  ψεῦδος  ὡς ἀλήθειαν, φησὶν ἐπ' ἐκείνοις τό· "Βλέπετε, μή τις ἔσται ὑμᾶς ὁ συλαγωγῶν  διὰ τῆς φιλο σοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν." Καὶ ὁρῶν ἐν τοῖς λόγοις τῆς τοῦ κόσμου σοφίας ἐμφαινόμενόν   τι  μέγεθος,  εἶπεν  εἶναι  τοὺς  λόγους  τῶν  φιλοσόφων "κατὰ  τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου". Οὐδεὶς δὲ τῶν νοῦν ἐχόντων  φήσαι ἂν καὶ τὰ Κέλσου "κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου" εἶναι γεγραμμένα. Κἀκεῖνα μὲν ἔχοντά  τι ἀπατηλὸν  καὶ κενὴν  ἀπάτην  ὠνόμασε,  τάχα  πρὸς  ἀντιδιαστολὴν  ἀπάτης  τινὸς  οὐ  κενῆς,  ἣν θεωρήσας  ὁ Ἱερεμίας  ἐτόλμησε  πρὸς  θεὸν  εἰπεῖν  τό· "Ἠπάτησάς  με, κύριε, καὶ ἠπατήθην,  ἐκράτησας καὶ  ἠδυνήθης"· τὰ  δὲ  Κέλσου οὐδαμῶς  ἀπάτην  ἔχειν  μοι φαίνεται, διὸ οὐδὲ κενήν, ὁποίαν ἔχει τὰ τῶν αἱρέσεις ἐν φιλοσοφίᾳ πηξάντων  καὶ νοῦν  οὐ  τὸν  τυχόντα  κατ'  ἐκεῖνα  ἀνειληφότων.  


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΠΙΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΝ  ΚΕΛΣΟΥ ΑΛΗΘΗ ΛΟΓΟΝ ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΟΙ Ηʹ
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

 Μπορείτε να διαβάσετε η να μεταφορτώσεται όλο το βιβλίο στον κάτωθι σύνδεσμο link:

SCRIBD

Ισαάκ ο Σύρος - Τι είναι η ανθρώπινη απάθεια;

$
0
0

Ερώτηση.Τι είναι ή ανθρωπινή απάθεια;
Απόκριση.
Απάθεια είναι, όχι το να μη αισθάνονται οί αγωνιστές τα πάθη, αλλά το να μη τα δέχονται. Λόγω των πολλών και ποικίλων αρετών πού απέκτησαν, φανερών και κρυφών, ασθένησαν τα πάθη μέσα τους και δεν μπορούν να επαναστατήσουν εύκολα κατά της ψυχής. Και ή διάνοια δεν χρειάζεται πάντοτε να προσεχή σ' αυτά διότι είναι πάντοτε γεμάτη από αισθήματα πού προέρχονται από την μελέτη και την κοινωνία των αρίστων σκέψεων οί όποιες κινούνται με σύνεση στον νου. Και όταν τα πάθη αρχίσουν να κινούνται, ξαφνικά ή διάνοια αρπάζεται από κάποια σκέψη πού συλλαμβάνεται από τον νου και φεύγει από κοντά τους έτσι τα πάθη μένουν αργά.

Όπως είπε ο μακάριος Μάρκος ο νους που με την χάρη του Θεού επιτελεί πράξεις ενάρετες και πλησιάζει στην γνώση, λίγη αίσθηση λαμβάνει από το άλογο μέρος της ψυχής διότι ή γνώσις του ανθρώπου αρπάζεται στα ύψη και τον αποξενώνει από όλα τα πράγματα του κόσμου, λόγω της αγνείας, της λεπτότητας, της ελαφρότητας και της οξύτητας του νου της. Και λόγω της ασκήσεως των, καθαρίζεται ο νους των και γίνεται διαυγής, επειδή ή σάρκα τους ξηραίνεται από την επίδοση στην ησυχία και την εμμονή σ' αυτήν. Έτσι εύκολα και γρήγορα επέρχεται στον καθένα τους ή θεωρία και τους οδηγεί στην έκσταση. Από τότε γίνονται γεμάτοι θεωρία, ή διάνοια τους δεν στερείται σύνεση ποτέ, αντιθέτως μάλιστα έχουν όλα εκείνα πού τους φέρει ο καρπός του Πνεύματος.

Με την πολυχρόνια συνήθεια εξαλείφονται οι αναμνήσεις της καρδίας των, πού ανακινούν στην ψυχή τα πάθη και ή δύναμις της εξουσίας του Διαβόλου. Πράγματι, όταν ή ψυχή δεν επικοινωνεί με τα πάθη, μελετώντας τα, διότι ασχολείται διαρκώς με άλλη φροντίδα, τότε ή δύναμις των ονύχων των παθών δεν μπορεί να κυριάρχηση στις πνευματικές της αισθήσεις.


Τα ονόματα των παθών (Αββάς Ισαάκ ο Σύρος)

$
0
0

Όταν θέλουμε να ονομάσουμε όλα τα πάθη μαζί, τα λέμε «κόσμο». Και όταν θέλουμε να ξεχωρίσουμε και να δώσουμε στο καθένα το όνομά του, τα ονομάζουμε «πάθη». Και τα πάθη, καθώς διαδέχονται το ένα το άλλο, σχηματίζουν το δρόμο του κόσμου, και οπού τελειώνουν τα πάθη, εκεί παύει να υπάρχει ό δρόμος του κόσμου.

Τα πάθη είναι τα εξής:

Ό πόθος του πλούτου το να μαζεύει ό μοναχός γήινα και μη αναγκαία πράγματα
Η τρυφή του σώματος, από την οποία έρχεται το πορνικό πάθος.
Ο πόθος της τιμής, από τον όποιο προκύπτει ό φθόνος.
Ο πόθος της εξουσίας, ή φιλαρχία.
Ο στολισμός και ή ανόητη επίδειξη .
Η ανθρώπινη δόξα, πού είναι αιτία της μνησικακίας.
Ο φόβος ότι θα πάθει κάτι κακό το σώμα μας.


Όπου πάψει ή ενέργεια των παθών, εκεί πεθαίνει μαζί τους και ό κόσμος. Είπε κάποιος σοφός για τους αγίους, ότι όταν ζούσαν, ήταν ήδη πεθαμένοι διότι, ενώ ζούσαν με το σώμα τους, δε ζούσαν ζωή σαρκική. Και συ πρόσεξε να δεις ποια πάθη ζούνε μέσα σου, για να καταλάβεις πόσο ανήκεις στον κόσμο και για ποια πάθη είσαι δεμένος μαζί του και από ποια ελευθερώθηκες. Με δυο λόγια, κόσμος είναι ή εμπαθής ζωή και το σαρκικό φρόνημα Όποιος απαλλαγεί από τα πάθη του, έχει εξέλθει από τον κόσμο.

Τα πάθη δε σβήνουν γρήγορα
Όταν ή ζωή σου περάσει από την αρετή στην αμέλεια, τα πάθη θα σε ενοχλούν και δε θα βρίσκεις ειρήνη στην ψυχή σου. Άλλα μην απορήσεις γι' αυτό. Κοίταξε τι συμβαίνει με το έδαφος. Εάν οι ακτίνες του ήλιου πέσουν βαθιά μέσα στη γη, μετά από πολλή ώρα διατηρείται ακόμη ή θερμότητα της. Το ίδιο και με τα φάρμακα και με το μύρο. Ή οσμή των φαρμάκων και ή ευωδία του μύρου, πού διαχέεται στον αέρα, παραμένει πολλή ώρα, μέχρι να σκορπίσει και να εξαφανισθεί. Πόσο μάλλον το ίδιο συμβαίνει και με τα πάθη! Γιατί αυτά είναι σαν τα σκυλιά, πού συνήθισαν να γλύφουν το αίμα των ζώων στο σφαγείο και, όταν δεν υπάρχει πια αίμα, συνεχίζουν και γαβγίζουν μπροστά στις εισόδους του σφαγείου, μέχρι να σβήσει ή δύναμη της συνήθειας τους.

Δε θέλομε τα πάθη, αλλά... αγαπάμε τις αφορμές τους
τι γλυκές πού είναι οι αιτίες και οι αφορμές των παθών! Γιατί ό άνθρωπος μπορεί κάποτε να κόψει τα πάθη, οπότε, μακριά απ' αυτά, αισθάνεται γαλήνη και ευφροσύνη, όμως δεν μπορεί να αφήσει τις αιτίες. Γι' αυτό και, χωρίς να το θέλουμε, υφιστάμεθα πειρασμούς. Και ενώ λυπούμαστε για τα πάθη, πού μας τυραννούν, μας αρέσει να είναι μέσα μας οι αφορμές! Τις αμαρτίες δεν τις θέλουμε, όμως τα αίτια και τις αφορμές τους τα δεχόμαστε με μεγάλη ευχαρίστηση. Γι' αυτό το λόγο οι αφορμές, πού τις θέλουμε, μας σπρώχνουν να αμαρτήσουμε. Αυτός, λοιπόν, πού αγαπά τις αφορμές των παθών, είναι, χωρίς να το θέλει, υποχείριος και υπόδουλος στα πάθη.

Ή κενοδοξία ανοίγει το δρόμο των παθών

Ή κοσμική δόξα είναι σαν το βράχο στη θάλασσα, πού τον σκεπάζουν τα νερά, και ό πλοίαρχος δεν το ξέρει, μέχρι να χτυπήσει ή καρίνα του πλοίου και να βυθισθεί. Έτσι κάνει και ή κενοδοξία στον άνθρωπο, πού παραμένει κρυμμένη μέχρι να τον βυθίσει στα πάθη και να τον καταστρέψει. Είπαν γι' αυτήν οί άγιοι Πατέρες, ότι στην ψυχή πού πέφτει στην κενοδοξία, ξαναγυρίζουν όλα τα πάθη, πού νικήθηκαν με τη χάρη του Θεού, και αναχώρησαν.

Πώς εξουσιάζονται τα πάθη
Όποιος συγκρατεί τη γλώσσα του και δε μιλάει, σε όλους τους τρόπους του θα είναι ταπεινόφρων και, χωρίς να κοπιάσει, θα εξουσιάσει τα πάθη του. Τα πάθη εκριζώνονται και εκδιώκονται με την αδιάλειπτη μελέτη του Θεού, και αυτή ή μελέτη είναι το ξίφος πού τα θανατώνει.

Είναι καλύτερο να καταβάλλεις τα πάθη με καλούς λογισμούς, μνημονεύοντας τις αρετές, παρά με την αντίσταση. Διότι τα πάθη, όταν διεγερθούν και κινηθούν εναντίον σου για να σε πολεμήσουν, τότε εντυπώνουν στο νου σου διάφορα σχήματα και εικόνες, πού προκαλούν στην αμαρτία Αυτός ό πόλεμος εναντίον του νου μας έχει πολύ μεγάλη δύναμη, καθώς ταράζει τις παλιές μνήμες και μας θορυβεί. Εάν όμως, πάνω στην επίθεση τους, τους υποσκάπτεις με αγαθούς λογισμούς, όπως είπαμε, τότε ούτε ίχνος παθών δε φαίνεται πια στο νου σου, μετά την αποδίωξή τους.

Κανένας δεν μπορεί να νικήσει τα πάθη παρά με τις πρακτικές και αισθητές αρετές, ενώ το διασκορπισμό του νου μπορούμε να τον νικήσουμε μόνο με το να καταγινόμαστε με τα πνευματικά. Γιατί ό νους μας είναι ελαφρός και, αν δε δεσμευθεί με κάποιο πνευματικό λογισμό, δε θα πάψει να τριγυρίζει εδώ κι εκεί. Και άμα δεν κατορθώσουμε τις πρακτικές αρετές, δεν μπορούμε να φυλαχτούμε από τα πάθη. Γιατί, αν δε νικήσει κάποιος τους εχθρούς, δεν μπορεί να ειρηνεύσει. Και αν ή ειρήνη δε βασιλεύει στην ψυχή μας, πώς είναι δυνατό να βρούμε και να χαρούμε τα αγαθά της; Τα πάθη είναι ένα διάφραγμα, πού δεν αφήνει να ενεργοποιηθούν οι κρυμμένες αρετές της ψυχής. Αν λοιπόν, δεν πέσουν πρώτα αυτά με τις φανερές αρετές, δε γίνονται αισθητές οι κρυμμένες αρετές της ψυχής. Και βέβαια, κανείς δεν μπορεί, ενώ είναι έξω από το τείχος, να συναναστραφεί με αυτούς πού είναι μέσα. Και όπως δεν μπορείς να δεις τον ήλιο μέσα στην ομίχλη, έτσι δεν μπορείς να αισθανθείς τη δύναμη της αρετής της ψυχής, ενόσω διαμένει γύρω της ή ταραχή των παθών.

Όπως ένας άνθρωπος, άμα πιει κρασί την ημέρα του πένθους, μεθάει και ξεχνάει κάθε λύπη και κάθε πόνο έτσι και εκείνος πού μεθάει από την αγάπη του Θεού σ' αυτό τον κόσμο, πού είναι το σπίτι του πένθους και του κλάματος, ξεχνάει όλους τους πόνους και τις λύπες του και γίνεται, από το μεθύσι αναίσθητος σε όλα τα πάθη της αμαρτίας. Αν ή καρδιά ενός ανθρώπου έχει στηριχθεί μόνο στην ελπίδα του Θεού, ή ψυχή του γίνεται ελαφρά σαν το πουλί πού πετάει, και συνεχώς ό νους του υψώνεται από τη γη και, καθώς μελετάει τα θεία, πετάει πάνω από τα ανθρώπινα, και απολαμβάνει και ευφραίνεται με τα αθάνατα μυστήρια του Υψίστου. Σ' αυτόν ανήκει ή δόξα και ή δύναμη εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.

Ό έμπορος πού ταξιδεύει στη θάλασσα, φοβάται και τρέμει μήπως σηκωθεί τρικυμία και βυθισθεί ή ελπίδα των κόπων του. Και ό μοναχός, όσο ζει σ' αυτό τον κόσμο, κυριαρχείται από το φόβο, μήπως ξυπνήσει εναντίον του ή τρικυμία των παθών και χάσει όλους τους κόπους του, από τα νιάτα του ως τα γηρατειά του. Ό έμπορος έχει στραμμένο το βλέμμα του στη στεριά, και ό μοναχός στην ώρα του θανάτου.

Ό καπετάνιος βλέπει τα άστρα, όταν διαπλέει τη θάλασσα, και κατευθύνει το καράβι ανάλογα με τη θέση των άστρων, μέχρι να φθάσει στο λιμάνι. Έτσι και ό μοναχός έχει μπροστά στα μάτια της ψυχής του την ευχή, διότι με αυτήν διορθώνει την πορεία του, και κατευθύνεται ίσια στο λιμάνι πού προσεύχεται να φθάσει.

Επίμονο ξερίζωμα των αγκαθιών

Είναι για μας επιτακτική ανάγκη να ξεριζώσουμε από τη φύση μας τα αγκάθια των παθών, όσο ζούμε σ' αυτή τη γη. Με το επίμονο ξερίζωμα στο Χωράφι της ψυχής μας, εξαφανίζονται τα αγκάθια γιατί δεν έχει καθαρισθεί ακόμη εξολοκλήρου. Εάν λοιπόν, με την προσωρινή μας ραθυμία, ή με τη μικρή μας αμέλεια, βρίσκουν καιρό και αυξάνουν τα αγκάθια των παθών, και καλύπτουν και πιέζουν την καρδιά, και αποπνίγουν τον καλό σπόρο της, και κάνουν τον κόπο μας να πάει χαμένος, συμπεραίνουμε ότι πρέπει να την καθαρίζουμε κάθε μέρα πού περνάει. Γιατί, άμα σταματήσουμε, τα αγκάθια πληθαίνουν πολύ. Ας καθαρισθούμε, λοιπόν, απ' αυτά με τη χάρη του ομοουσίου και μονογενούς Υιού του Θεού, στον όποιο ανήκει ή δόξα, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, εις τους αιώνας.

Τα πάθη διορθώνονται με σωματικούς κόπους στην ησυχία

Να ξέρεις, αδελφέ μου, ότι τα κρυμμένα πάθη στην ψυχή μας δε διορθώνονται μόνο με τους σωματικούς κόπους μας, ούτε πάλι οι σωματικοί κόποι από μόνοι τους εμποδίζουν τους κακούς λογισμούς, πού διεγείρονται πάντοτε από τις αισθήσεις μας. Οι κόποι, βέβαια, φυλάγουν τον άνθρωπο από τις πονηρές επιθυμίες, για να μην τον νικήσουν, και από τη δαιμονική πλάνη, όμως δεν μπορούν από μόνοι τους να δώσουν στην ψυχή την ειρήνη και τη γαλήνη. Γιατί τα έργα του Θεού και οί κόποι μας τότε μόνο παρέχουν στην ψυχή την απάθεια, και νεκρώνουν τα γήινα μέλη μας, και μας χαρίζουν την ανάπαυση των λογισμών, όταν γίνονται στην ησυχία, οπότε οί σωματικές μας αισθήσεις αναπαύονται από την εξωτερική ταραχή και μπορούμε να αφοσιωθούμε, για κάποιο διάστημα, στην εργασία πού μας οδηγεί στη σοφία του Θεού. Γιατί, μέχρι να στερηθεί ό μοναχός τις συναντήσεις των διαφόρων ανθρώπων, και να συμμαζέψει τους σκόρπιους λογισμούς του, και να συγκεντρωθεί στον εαυτό του, δε θα μπορέσει να γνωρίσει το πάθος πού τον κυβερνάει. Γιατί, όπως είπε ό άγιος Βασίλειος, ή ησυχία είναι ή αρχή της κάθαρσης της ψυχής. Όταν δηλ. σταματήσουν οί ερεθισμοί και οί περισπασμοί από τον έξω κόσμο, τότε ή διάνοια μας επιστρέφει, και από κει πού ήταν σκόρπια από τους περισπασμούς, βρίσκεται μόνη της και ηρεμεί, και ξυπνάει ή καρδιά, για να εξερευνήσει τα θαυμάσια του Θεού. Και αν δείξει καλή υπομονή σ' αύτη την εργασία της ησυχίας, αρχίζει ό μοναχός και οδεύει, ολίγον κατ' ολίγον, στην καθαρότητα της ψυχής.

τι είναι απάθεια

Απάθεια είναι όχι το να μην αισθάνεσαι τα πάθη, αλλά το να μην τα δέχεσαι και να μη συγκατατίθεσαι σ' αυτά. Από τις πολλές και διάφορες αρετές, τις φανερές και τις κρυφές, πού αποκτούν οί αγωνιστές, εξασθενούν μέσα τους τα πάθη και δεν έχουν τη δύναμη να κινηθούν κατά της ψυχής. Έτσι, και ό νους δε χρειάζεται πάντοτε να προσέχει τις κινήσεις τους διότι κάθε ώρα και στιγμή, νύχτα και μέρα, είναι γεμάτος από καλούς λογισμούς, αφού μελετά τα θεία νοήματα και, κατά κάποιον τρόπο, συνομιλεί με αυτά. Όταν, λοιπόν, αρχίσουν τα πάθη να κινούνται μέσα στους αγωνιστές, ξαφνικά αρπάζεται ό νους από αυτά τα θεία νοήματα, πού τα αισθάνεται πολύ κοντά του, και έτσι, τα πάθη μένουν aνενέργητα, όπως είπε ό μακάριος Μάρκος ό ασκητής.

Ή ψυχή από τη φύση της είναι απαθής

Λοιπόν, τα πάθη είναι προσθήκη στον άνθρωπο, και ή αιτία για την ύπαρξη τους είναι ότι τα δέχεται ή ψυχή διότι ή ψυχή δημιουργήθηκε από το Θεό απαθής, χωρίς κανένα πάθος. Και όταν ακούσεις να ονομάζονται στην αγία Γραφή πάθη ψυχικά και σωματικά, να γνωρίζεις ότι ονομάζονται έτσι ως προς τις αιτίες τους, ότι δηλ. ή ψυχή και το σώμα είναι ή αιτία των παθών, επειδή τα δέχονται. Ή ψυχή, λοιπόν, από τη φύση της είναι απαθής. Βέβαια, οι μη χριστιανοί φιλόσοφοι αυτό δεν το παραδέχονται, και όσοι άλλοι τους ακούν και τους ακολουθούν. Άλλα εμείς οί ορθόδοξοι έτσι πιστεύουμε, ότι ό Θεός τον «κατ' εικόνα» άνθρωπο τον έπλασε απαθή. Και όταν λέω «κατ' εικόνα», δεν αναφέρομαι στο σώμα, αλλά στην ψυχή, πού είναι αόρατη, όπως ό Θεός.

Αν ήταν κάποτε ή φύση της ψυχής φωτεινή και καθαρή, διότι φωτιζόταν από το μακάριο φως του Θεού, ομοίως και όταν επανέλθει στην αρχαία εκείνη κατάσταση, γίνεται πάλι φωτεινή και απαθής. Επομένως, όταν ή ψυχή κινείται με εμπάθεια, βρίσκεται έξω από τη φυσική της κατάσταση, όπως μας βεβαιώνουν όσοι ζουν στην Εκκλησία και τρέφονται από την αγία της παράδοση.

Εάν λοιπόν, ή αρετή είναι φυσική υγεία της ψυχής, συμπεραίνουμε ότι τα πάθη είναι αρρώστια της ψυχής,γιατί ήρθαν σ' αυτήν αργότερα, μετά τη δημιουργία της, και την έβγαλαν από τη φυσική της υγιή κατάσταση. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ή υγεία υπήρχε στη φύση της ψυχής πριν από την αρρώστια. Και αν αυτά είναι αληθινά, όπως και είναι, λοιπόν ή αρετή είναι φυσική κατάσταση της ψυχής, ενώ τα πάθη την πρόσβαλαν απ' έξω και δεν ανήκουν στη φύση της.

Εάν τα πάθη ήταν φυσικό ιδίωμα της ψυχής, για ποιο λόγο να βλαφτεί απ' αυτά; Διότι όσα είναι της φύσεως, δεν μπορούν να βλάψουν τη φύση τους.


Ερώτηση περί εικόνων

$
0
0

«Τώρα πες μου, ποιόν να ακολουθήσουμε;Τον άγιο Βασίλειο τον θαυματουργό ή τον Παστιλά που οδήγησε πολλές ψυχές στην απώλεια;

Ποιόν να πιστέψουμε;
Τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που διδάσκει το δρόμο της μετανοίας και της σωτηρίας, ή τον Τρικάκαβο, το δάσκαλο της αταξίας και της απωλείας;

Ποιον να ακούσουμε; Τον Γρηγόριο που διέπρεψε στη θεολογία, ή τον Κωνσταντίνο τον ανίερο πατριάρχη, την καταστροφή ολόκληρου του λαού;

Αυτόν που εξοστράκισε από την αγία του Χριστού Εκκλησία την αγία πίστη των αγίων και σεπτών εικόνων, μαζί με τον συνονόματό του, ο οποίος πήρε αναξίως τα σκήπτρα της βασιλείας.

Πες μου, άνθρωπε, ποιους να ακούσουμε,τη χορεία των σεπτών πατριαρχών που έλαμψαν από την αγία πρώτη οικουμενική σύνοδο μέχρι την έκτη, την οποία επεκύρωσε ολόκληρη η χώρα, από τη μια άκρη του ουρανού ως την άλλη, ή αυτούς τους υποκριτές ιερείς, που περιφέρουν μεταγενέστερο δόγμα στην Εκκλησία, το οποίο κανένας από τους πατριάρχες και τους θρόνους δεν το επεκύρωσε, ή μάλλον το εξοστράκισαν και εκφώνησαν στηλιτευτικούς λόγους εναντίον τους, επειδή συνέλαβαν εχθρικό για το Θεό δόγμα και θέσπισαν πράγματα ξένα προς τους εκκλησιαστικούς κανόνες;».

(Λόγος αποδεικτικός περί εικόνων, αμφιβαλλόμενο του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, ΕΠΕ 3, κεφάλαιο 15).
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live