Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

Οι Γ' Χαιρετισμοί και ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών στην Πόλη

$
0
0
Οι Γ' Χαιρετισμοί και ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών στην Πόλη
του Αρχιμ.Ιωακείμ Οικονομίκου, Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου 

Ένα από τα παλαιά έθιμα και τυπικά της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, τα οποία μέχρι και σήμερα παραμένουν αναλλοίωτα στον χρόνο, είναι και η μετάβαση της Σεπτής Κορυφής της Ορθοδοξίας μας, του Παναγιωτάτου Οικουμενικού μας Πατριάρχου στο Ιστορικό Αγίασμα της Παναγίας των Βλαχερνών, κοντά στο Πατριαρχείο μας, για την τέλεση της ακολουθίας των Γ' Χαιρετισμών προς τιμή της Υπερμάχου Στρατηγού του Γένους μας.

Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης και η τιμία συνοδεία του, αποτίουν φόρο τιμής προς την Κυρία Θεοτόκο, η οποία με την δραστική επέμβασή της, λύτρωσε την Πόλη και τον λαό, από την πολιορκία των Αβάρων το 626 μ.Χ. Σε αυτόν τον Ναό, σε αυτό το αγίασμα της Πόλεως, το τόσο σημαντικό για την Εκκλησία και το Γένος μας, ο Πατριάρχης μεταβαίνει κάθε χρόνο στους Γ' Χαιρετισμούς. Έτσι με την ευκαίρια της Ακολουθίας των Γ' Χαιρετισμών, πού θα ψαλλούν την Παρασκευή, θα θέλαμε να μιλήσουμε για τον ιστορικό αυτόν Ναό πού αποτελεί σύμβολο.

Η περιοχή των Βλαχερνώνόπου και το Αγίασμα, αλλά και τα γνωστά Ανάκτορα, βρίσκονται στην περιοχή του Κερατίου Κόλπου, εντός των τειχών του Θεοδοσίου. Η ονομασία ποικίλει. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος ισχυρίζεται πώς η ονομασία Βλαχέρνα προήλθε από την παραφθορά της λέξεως λακέρδα, όπου στα λατινικά ονομάζονται οι παλαμήδες. Υπάρχει όμως και η άποψη πώς η ονομασία Βλαχέρνα προήλθε από τους βλάχους, δηλαδή τους βοσκούς πού ζούσαν στην περιοχή εκείνη.

Το συγκρότημα της Παναγίας των Βλαχερνών αποτελούνταν από τρία μέρη. Από τον Μεγάλο Ναό, τον Ναό της Αγίας Σορού και το Αγίασμα. Όπως αναφέρει ο Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Ιάκωβος, ο Μεγάλος Ναός αποδίδεται στον Αυτοκράτορα Ιουστίνο τον Α' (518 - 527), θείος του μετέπειτα Αυτοκράτορος Ιουστινιανού του Α'. Ο Ναός της Αγίας Σορού, σύμφωνα με τον Κεδρινό αποδίδεται στον Λέοντα τον Α' τον Θράκα (457 - 474), ενώ το αγίασμα πού προϋπήρχε στην Αυτοκράτειρα Πουλχερία (450 - 457).

Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Ζ' ο Πορφυρογέννητος (913 - 956), στο εκπληκτικό του έργο "Έκθεσις Βασιλείου Τάξεως" γράφει πώς ο Αυτοκράτωρ μετέβαινε κάθε Παρασκευή για να λουστεί στο Αγίασμα της Παναγίας των Βλαχερνών. Στο κεφάλαιο "Όσα δει παραφυλάττειν των Δεσποτών απιόντων λούσασθαι εν Βλαχέρναις", εκτός από την τάξη πού επικρατούσε σχετικά με την μετάβαση του Αυτοκράτορος στο αγίασμα, περιγράφεται και το σύνολο του οικοδομήματος.

Επί Αυτοκράτορος Ηρακλείου (610 - 640) εξεδόθει μία Νεαρά, δια της οποίας ορίζεται και το προσωπικό του Ναού των Βλαχερνών. Αυτά αποτελούνταν από: 12 Πρεσβυτέρους, 18 Διακόνους, 6 Διακόνισσες, 8 Υποδιακόνους, 20 Αναγνώστες, 4 Ψάλτες, 6 Πυλωρούς.

Ο Ναός και γενικά το συγκρότημα των Βλαχερνών, επισκευάστηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον Α', για να καεί τον 11ο αιώνα. Ανοικοδομήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ρωμανό τον Δ' τον Διογένη (1068 - 1071).

Ο Ναός και το αγίασμα μετά την Άλωση της Πόλεως το 1453, ερημώνεται, αφού ο Ναός είχε καεί. Για αιώνες, οι χριστιανοί συνέρρεαν στο αγίασμα μέσα στα ερείπια. Το 1847, επί Πατριαρχίας Ανθίμου του ΣΤ' (1845 - 1848 και 1853 - 1855), ξαναχτίζεται ο Ναός του Αγιάσματος στην θέση πού είναι σήμερα.

Ο Ναός των Βλαχερνών, ανακαινίστηκε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, ύστερα από τα γεγονότα του 1955, για να ανακαινιστεί ξανά από τον νύν Οικουμενικό μας Πατριάρχη κύριο Βαρθολομαίο.
Ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών, σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων, ο οποίος διετέλεσε και Αρχιερατικώς Προϊστάμενος της Περιφερείας Φαναρίου και Κερατίου Κόλπου, αναφέρει πώς ο Ναός εόρταζε τέσσερις φορές τον χρόνο. Της Υπαπαντής (2 Φεβρουαρίου), της Παναγίας (15 Αυγούστου), την 2αν και την 31ην Ιουλίου. Σήμερα ο Ναός εορτάζει δύο φορές τον χρόνο, Το Σάββατο του Ακαθίστου εις ανάμνηση του θαύματος, και την 31 Ιουλίου εορτή της καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτος της Παναγίας μας, ενώ κάθε Παρασκευή τελείται Θεία Λειτουργία.

Ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών, αποτελεί σήμερα ένα σημείο αναφοράς για την Ρωμηοσύνη της Πόλης, αλλά και για όλους εμάς πού έχουμε την τιμή, την χαρά, αλλά και την ευλογία να επισκεπτόμαστε την Πόλη και το Πατριαρχείο μας. Μέσα σε όλα τα άλλα προσκυνήματα, δεν μπορεί να μην επισκεφτούμε και την Βλαχέρνα, ώστε να πάρουμε το αγίασμα της Παναγίας μας, για να συνεχίσουμε τον δρόμο και την πορεία μας σε αυτόν τον κόσμο.

Η Χάρις και η Ευλογία της Παναγίας της Βλαχερνιτίσσης να σκεπάζουν το Πατριαρχείο μας, τον Πατριάρχη μας, την Ρωμηοσύνη και όλο τον κόσμο.

Ι.Μ.Κίτρους - για το Amen.gr



Η θεραπευτική του φόβου: Ο φόβος του Θεού (Jean Claude Larchet)

$
0
0
Η θεραπευτική του φόβου: Ο φόβος του Θεού 
(Jean Claude Larchet)

Ο φόβος και οι καταστάσεις που συνδέονται ενδεχομένως μ' αυτόν, όπως η δειλία, η ανησυχία, το άγχος, η αγωνία, η φο­βία, έχουν ουσιαστική σχέση, όπως είδαμε, με την προσκόλληση στα αισθητά αγαθά. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να θερα­πευτεί ο άνθρωπος απ’ αυτόν παρά μόνο αν (από)χωριστεί από τον κόσμο τούτο (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες), αν αποθέσει όλη του τη μέριμνα στο Θεό, με σταθερή την ελπίδα, ότι μέσω της Πρόνοιάς Του, θα φροντίσει για όλες του τις ανάγκες.

Αυτό διδάσκει και ο ίδιος ο Χριστός:
«Μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα; πάντα γάρ ταύτα τα έθνη επιζη­τεί· οίδε γαρ ο Πατήρ ημών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. Ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. Μή ουν μερμνήσητε εις την αύριον» (Ματθ. 6, 31-34). Στην ίδια προοπτική ο Αγιος Ισαάκ ο Σύροςσυμβουλεύει: «Εάν πιστεύης, ότι ο Θεός πρόνοιάν σου ποιήται, τί μεριμνάς και φροντίζεις περί προσκαίρων, και των της σαρκός σου χρειών; [...]. Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και Αυτός σε διαθρέψει. Και ου μη πτοηθής πτόησιν επερχομένην σοι», «έγγισον, φησίν, εις το ελπίσας εις εμέ, και αναπαύη εκ του έργου και του φόβου».

Η έλλειψη πίστης είναι, όπως είδαμε, η πρώτη πηγή του φόβου· αυτός υπάρχει λοιπόν σε καταστολή στην ψυχή του ανθρώπου κατά το μέτρο της πίστης του στο Θεό. Ο Ευάγριος παρατηρεί: «Πίστις ουκ εκκλίνουσα, [...] υποψίαν φό­βου ου δέχεται» (Κεφάλαια γνωστικά). Όποιος έχει ακλόνητη πίστη στο Θεό και την Πρόνοιά Του είναι βέβαιο ότι θα λάβει απ' Αυτόν σε κά­θε περίσταση βοήθεια και προστασία και δεν πρέπει πλέον να φοβάται ούτε τις συγκυρίες ούτε τους αντιπάλους ούτε ακόμη και τον ίδιο τον θάνατο. ΟΑπόστολος Παύλος υπεν­θυμίζει ότι «Αυτός γαρ είρηκεν· ου μη σε ανώ ουδ' ου μη σε εγκαταλίπω» και ότι «θαρρούντας ημάς λέγειν· Κύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι» (Εβρ. 13, 5-6). Ο Ψαλμωδός σημειώνει: «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου· τίνα φοβη­θήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου· από τίνος δειλιάσω; [...]. Εάν παρατάξηται επ' εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου» (Ψαλμ. 26, 1.3). «Εάν πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ' εμού ει» (Ψαλμ. 22,4). Και οι Παροιμίαι αναφέρουν: «Και ου φοβηθήση πτόησιν επελθούσαν, ουδέ ορμάς ασεβών επερχομένας· ο γαρ Κύριος έσται επί πασών οδών σου και ερείσει σόν πόδα, ίνα μη σαλευθής».

Μόνη της η πίστη δεν απελευθερώνει τον άνθρωπο από το φόβο· ο Θεός είναι εκείνος που απαντώντας στην πίστη του, του προσφέρει τη βοήθειά Του και την αρωγή Του (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ,Επιστολή, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Ο Αγιος Ισαάκ Σύρος γράφει: «Εάν η καρδία γαλήνη μη έχη από του φόβου και τρόμου, τήνικαύτα νοείτω, και γινωσκέτω, ότι ούτος ο φόβος της καρδίας αυτού δηλοί, και εμφαίνει, ότι ενδεής εστι πάντως ετέρου τινός βοηθούντος. [...] Η γαρ του Θεού βοήθεια, φησίν, εστιν η σώζουσα».

Ο άνθρωπος οφείλει να ζητήσει τη βοήθειατούτη μέσω της προσευχής, με την πίστη ότι ο Θεός μπορεί να του την πα­ράσχει και με την ελπίδα ότι θα του την προσφέρει. Πρέπει να σημειωθεί ότι το πιο δραστικό και αποτελεσματικό φάρ­μακο είναι η «προσευχή του Ιησού» που στρέφεται εναντίον του φόβου και όλων των συγγενών παθών (δειλίας, τρόμου, άγχους, αγωνίας). 


Ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης συμβουλεύει: «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους· ου γαρ εστιν εν τω ουρανώ και επί της γης ισχυρότερον όπλον. Απαλλαγείς της νό­σου, [Σ.τ.μ.: Του φόβου και της δειλίας] ανύμνει τον λυτρωσάμενον· ευχαριστούμεος γαρ, εις αιώνας σκεπάσει σε» (Κλίμαξ). 

Και ο Ευάγριος παρατηρεί:«Ψόφους μεν και κτύπους και φωνάς και οικισμούς [Σ.τ.μ.: Προσβολές, βλάβες, βασανι­σμοί] εκ δαιμόνων ακούσεται ο καθαράς επιμελούμενος προσευχής, αλλ' ου συμπετείται [Σ.τ.μ.: Δεν θα πετάξει μαζί δηλ. δεν θα συμπορευτεί με τις προκλήσεις των δαιμόνων], ουδέ προδώσει τον λογισμόν λέγων προς τον Θεόν: "Ου φο­βηθήσομαι κακά, ότι συ μετ' εμού ει", και τα όμοια» (Περί προσευχής). Ο ίδιος επιπλέον διαπιστώνει: «Ούτινος ο νους δια παντός προς τον Κύριόν εστι και ο ζήλος αυτού της μνήμης πλήρης και η επι­θυμία αυτού όλη προς Αυτόν εκτείνεται, τούτω το τους έξω των σωμάτων ημών περιφερομένους πολεμίους ανυποτά­κτους όντος ου φοβείσθαι εγγύς εστί» (Κεφάλαια γνωστικά). Η καρδιακή προσευχήδίνει πραγματικά τη δυνατότητα στον άνθρωπο να παραμένει μόνιμα ενωμένος με το Θεό και ν' αποκομίζει διαρκώς οφέλη από τη βοήθειά Του· οπότε πλέον καμιά αιτία φόβου δεν μπορεί να τον αιφνιδιάζει. «Είπεν γέρων: "Καθεύδοντός σου ή εγειρομένου, ή άλλο τι ποιούντος, εάν η ο Θεός προ οφθαλμών σου, εν ουδενί δύναταί σε ο εχθρός εκφοβήσαι, εάν δε ο λογισμός ούτος εμμείνη εν τω Θεώ, και η δύναμις του Θεού μενεί εν αυτώ» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Συλλογαί διάφοροι). Όσο μάλιστα η προ­σευχή του είναι καθαρότερη, τόσο λιγότερο βιώνει ο άνθρω­πος το φόβο. 

Γράφει ο Άγιος Βαρσανούφιος:«Το σημείον δε, ότι ήψατο αυτού, [εστίν] ότι ουκ έτι ταράσσεται εάν πειράση αυτόν όλος ο κόσμος». [Σ.τ.μ.: Εάν συγκρουστεί]. 

Η εξαφάνιση του φόβου και των συναφών παθώνπροκύπτει στην περίπτωση τούτη ως αποτέλεσμα της συνεχούς παρου­σίας της θείας δύναμης στον άνθρωπο χάρη στην αδιάλειπτη προσευχή. Είναι δυνατόν όμως ο άνθρωπος να λυτρωθεί από τα πάθη του και με κάποια ειδική προσευχή. 

Γράφει σχετικά ο Άγιος Ιωάννης ο Ερημίτηςότι με το αίτημα που διατυπώ­νουμε στο Χριστό μπορούμε να πάρουμε δύναμη βοήθεια για (ν' αντιμετωπίσουμε) όλες τις αγωνίες και τους φόβους μας. Ένα απόφθεγμα αναφέρει ότι «ηρώτησέ τις τον αββάν Θεόδωρον: "Εάν άφνω γένηταί τις πτώσις, και συ φοβή αββά"; Λέγει αυτώ ο γέρων: "Εάν κολληθή [Σ.τ.μ.: Απόδειξη ότι ισχύουν και έχουν γίνει κατανοητά αυτά, που αναφέρει πα­ραπάνω ο Άγιος Βαρσανούφιοςείναι η αταραξία του αν­θρώπου έναντι κάθε πειρασμού, δοκιμασίας και επίθεσης από μέρους του κόσμου. Και γράφει αμέσως πριν ο Άγιος  «Οδηγεί εις [την τελείαν ευχήν] τον άνθρωπον [...], το έχειν τον νουν τω Θεώ παριστάμενον και λαλούντα αυτώ. Επιγινώσκεται δε η ευχή, όταν απαλλάσσηται ρεμβασμού και βλέπη ότι ευφραίνεται ο νους φωτισθείς εν Κυρίω» (Επιστο­λή, 79). Γίνεται κατανοητή λοιπόν από την παράθεση όλου του χωρίου, η αντίστροφα ανάλογη σχέση της τέλειας προ­σευχής και του φόβου) ο ουρανός τη γη, Θεόδωρος ου φοβείται". Ην γαρ δεηθείς του Θεού, ίνα αρθή απ' αυτού η δει­λία» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ,Αλφαβητική συλλογή, Θεόδωρος ο της Φέρμης).

Αντίστοιχα, η θεραπευτική του φόβου προϋποθέτει την απάρνηση του ιδίου θελήματος εκ μέρους του ανθρώπου και την ταπεινόφρονα συμπεριφορά. Έτσι σ' ένα αδελφό που ρωτάει: «πώς δύναμαι σωθήναι εις τον καιρόν τούτον, ότι λο­γισμός δειλίας ανέβη εις την καρδίαν μου;» ο Αγιος Βαρσα­νούφιος απαντά:«Κατά πάντα καιρόν εάν δύνηται ο άνθρω­πος κόπτειν το εαυτού θέλημα εν πάσι, και έχειν ταπεινήν καρδίαν [...], δύναται σωθήναι χάριτι Θεού· και όπου εάν η, ου κατακυριεύει αυτού η δειλία». 

Ο φόβος,όπως είδαμε, συνδέεται με την υπερηφανία·όσο περισσότερο ο άνθρωπος εμπιστεύεται τις δυνάμεις του, τόσο υποδουλώνεται στο συγκεκριμένο πάθος. Για να καταφέρει να το νικήσει με τη δύ­ναμη του Θεού, για να πάρει τη δύναμη αυτή και να την κρα­τήσει, ο άνθρωπος οφείλει ν' απαρνηθεί τον εαυτό του, ν' αναγνωρίσει την ανεπάρκειά του, αλλιώς η ενέργεια του Θε­ού δεν θα μπορέσει να βρεί πεδίο δράσης μέσα του.

Ο Άγιος Ισαάκ συνιστά σ' όποιον θέλει ν' απαλλαγεί από το φόβο να προσεύχεται κυρίως για την απόκτηση της ταπείνωσης: «Όσον [τις τας ευχάς] πληθύνει, ταπεινούται η καρδία [...]. Όταν δε ταπεινωθή ο άνθρωπος, παραυτίκα κυκλοί αυτόν το έλεος, και τότε αισθάνεται η καρδία της θείας βοηθείας. Διό­τι ευρίσκει δύναμίν τινα πεποιθήσεως κινουμένην εν αυτή».

Ο άνθρωπος είναι δυνατόν να νικήσει το φόβο και με την αγάπη, η οποία τον εκδιώκει, σύμφωνα με το λόγο του Αγίου Αποστόλου Ιωάννου: «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη αλλά η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α' Ιωάν. 4, 18). Μετά τη διαπίστωση ότι «κατά το μέτρον της ελλείψεως [της αγά­πης], ενυπάρχει φόβος», ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης διδά­σκει σε συμφωνία με τον Άγιο Ιωάννη ότι «ο φόβου χωρίς, αγάπης πεπλήρωται» (Κλίμαξ). Αυτό έχει εφαρμογή στην αγάπη προς τον πλησίον: όποιος αγαπά τον αδελφό του δεν τον φοβάται πλέον. Αφορά όμως ουσιαστικότερα την προς τον Θεό αγάπη που αποκλείει όλες τις μορφές του εγκόσμιου φό­βου και ιδιαίτερα το φόβο του θανάτου, που συχνά βρίσκεται στην κορυφαία θέση(Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Μέσω της αγάπης του Θεού, ο άνθρω­πος δέχεται «δύναμιν τινά πεποιθήσεως», που νικά κάθε φό­βο (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος).Ενώνεται μ' Αυτόν στον Οποίο υποτάσσονται τα πάντα και τίποτε δεν μπορεί να τον βλάψει (Πρβλ. ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή). Από τώρα και στο εξής, με την αγάπη, ο άνθρωπος ζει, σε στενή σχέση με το Θεό, απομακρυσμένος απ' όλα τα γήϊνα, τα εξωτερικά ή τα εσωτερικά, - που μπορεί να υποδαυλίσουν το φόβο -, και απολαμβάνει τα πνευματικά αγαθά, τα οποία δεν είναι δυνα­τόν να του τα λεηλατήσει ή να του αφαρπάσει κάποιος. Ο Άγιος Βαρσανούφιος παρατηρεί: «Όσον ει μετά των ανθρώπων προσδόκησον θλίψεις και κινδύνους και προσβολήν των νοητών ανέμων, όταν δε φθάσης εις τα ητοιμασμένα σοι, τότε άφοβος έση».

Πρέπει να υπογραμμιστεί, ωστόσο, ότι αν ο άνθρωπος οφείλει να τείνει στη θεραπεία του πάθους του φόβου, δεν πρέπει πάντως ν' απορρίπτει κάθε φόβο από την ψυχή του, διότι «ουχ ο πας φόβος πάθος» (ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, Στρωματείς). Υπάρχει, όπως είδαμε, ο ενάρετος φόβος, τον οποίο ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο, ως μέσο σωτηρίας, και τον οποίο οι Πατέρες ονομάζουν για το λόγο τούτο «σωτήριον φόβον»· χρησιμοποιούν ακόμη και άλλες παρόμοιες εκφράσεις. Ο συγκεκριμένος φόβος συνι­στά αυτό που η ασκητική παράδοση ονομάζει «φόβον Θε­ού». Ο φόβος-πάθος πρέπει να εξαφανίζεται και να παρα­χωρεί τη θέση του στον ενάρετο φόβο. Και οι δύο μορφές του θεμελιώνονται πραγματικά στην ίδια φυσική τάση του ανθρώπου να φοβάται [Στοιχείο που επιτρέπει σε πολλούς Πατέρες να συμβουλεύουν: «Φοβηθώμεν τον Κύριον ως τα θηρία». Η διατύπωση αυτή χρησιμοποιείται ιδιαί­τερα από δύο από τους μεγαλύτερους δασκάλους της άσκησης: τους Αγίους Μακάριο Αιγύπτιο (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Συλλογαί διάφοροι, Αιθίο­πες Πατέρες) και Ιωάννη Σιναΐτη (Κλίμαξ). Βλ. επίσης: ΑΠΟΦΘΕΓ­ΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ,Παράρτημα, ελληνική συλλογή]. Στην πρώτη περίπτωση όμως ανα­φέρεται σ' αυτό τον κόσμο, αντί ν' αναφέρεται στο Θεό, σύμ­φωνα με την επιθυμία της ίδια της φύσης του. Εναπόκειται στον άνθρωπο να τη μεταστρέψει και να την κατευθύνει και πάλι προς το Θεό. Οι δύο φόβοι αποκλείουν ο ένας τον άλλο, επειδή θεμελιώνονται στην ίδια ροπή: ο φόβος-πάθος απο­βάλλει το φόβο του Θεού και ο τελευταίος, όταν ο άνθρωπος τον αποκτά, αποβάλλει τον πρώτο. Να γιατί ένα από τα κύρια φάρμακα του φόβου-πάθους είναι ο φόβος του Θεού που, όταν βαθμιαία αυξάνει στον άνθρωπο, περιορίζει το πάθος καταλαμβάνοντας τη θέση του. Έτσι ο Σειραχίδης διαπιστώ­νει: «Ο φοβούμενος Κύριον ουδέν ευλαβηθήσεται ου μη δειλιάση» (Σοφ. Σειρ. 34, 14). 

Και ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης [Σημ.: Στη συνάφεια αυτή, ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης χαρα­κτηρίζει ως «άφοβον φόβον» την «τελείαν του θανάτου αίσθησιν», που εκτοπίζει κάθε άλλο φόβο από τον άνθρωπο], υπενθυμίζοντας το φόβο του Θεού γράφει ότι ο φόβος τούτος αποβάλλει κάθε άλλο φόβο (Κλίμαξ). Ο ίδιος παρατηρεί επι­πλέον: «Ο δούλος Κυρίου γενόμενος τον οικείον Δεσπότην και μόνον φοβηθήσεται· ο δε τούτον ούπω φοβούμενος, την εαυτού σκιάν πολλάκις πεφόβηται» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Περί προ­σευχής). 

Ο Αββάς Σεραπίωνεπισημαίνει ότι «ο άνθρωπος, εάν [...] προσέχη ενώπιον [του Θεού] εν φόβω πάση ώρα, ουδέν του εχθρού δύναται αυτόν εκφοβήσαι» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Σεραπίων). 

Από την πλευρά του ο Αγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγοςδιαπιστώνει: «Ο φοβούμενος τον Θεόν δαιμόνων ορμάς ου φοβείται ουδέ τας ασθενείς εφόδους αυτών αλλ' ουδέ ανθρώπων πονηράς απειλάς» (Κεφάλαια διάφορα).

Ο φόβος του Θεού είναι δυνατόν να θεωρηθεί θεμελιώ­δης αρετήαπό πολλές επόψεις. Στην Αγία Γραφή συναντάμε συχνές νύξεις για την αρετή αυτή (Για την Καινή Διαθήκη, βλ.: Λουκ. 18,2.4· 23,40. Πράξ. 9,31· 10,2.22· 13,16.26. Ρωμ. 3,18. Β' Κορ. 5,11-7,1. Εφεσ. 5,21. Φιλιπ. 2,12. Α' Πέτρ. 1,17-2,17. Αποκ. 14,7· 15,4· 19,5), οι Πατέρες πάλι παρου­σιάζουν ως προϋπόθεση σωτηρίας το να τη διαθέτει ο άνθρωπος (Βλ. για παράδειγμα, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλ­λογή, Ευπρέπιος). 

Ο Άγιος Κασσιανός γράφει ότι αρχή της σωτη­ρίας μας και της σοφίας μας αποτελεί, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, «ο φόβος του Κυρίου». 

Και ο Άγιος Βαρσανούφιος αναφέρει: «Εάν μη έργοις φανερώσωμεν την μνήμην του φό­βου του Θεού και την εκ ταύτης κατάνυξιν, κατακρινόμεθα». 

Από την πλευρά του, ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος βεβαιώνει: «Αρ­χή της αληθινής ζωής του ανθρώπου, ο φόβος του Θεού».

Αντίστοιχες προς τις δύο βαθμίδες της αρετής αυτής (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία) είναι και οι δύο μορφές του φόβου του Θεού (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ,Διδα­σκαλία):

α) Η πρώτη μορφή πηγάζει από το φόβο της θείας κρίσης,τόσο της παρούσας(Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) όσο και της μέλλουσας [ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ,Αλφαβητική συλλογή, Ηλίας: «Εγώ τρία πράγματα φοβούμαι: όταν μέλλη η ψυχή μου εξελθείν από του σώματος, και όταν μέλλω τω Θεώ απαντήσαι, και όταν μέλλη η απόφασις εξελθείν κατ' εμού»] και των βασά­νων που είναι δυνατόν να προκύψουν από αυτή(Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, ΙΩ­ΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκα­λία, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ,Ασμα ασμάτων, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙ­ΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). 

Περιγρά­φεται συχνά από τους Πατέρες με τη χρήση της λέξης «κόλασις». Δείξαμε αλλού ότι με τον όρο αυτό δεν πρέπει να κα­τανοείται η τιμωρία / ποινή που ένας εκδικητής και άσπλα­χνος Θεός θα επέβαλλε σ' όσους παραβαίνουν το νόμο Του, αλλά οι εσωτερικές οδύνες που συνδέονται με τη διακοπή της κοινωνίας με το Θεό και με τη στέρηση των θείων αγαθών. Ο ίδιος ο άνθρωπος καταδικάζει τον εαυτό του, με την αμαρτία, στα βάσανα αυτά· η θεία κρίση απλώς αποκαλύπτει το εύρος της αμαρτίας (Βλ. σχετικά ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, Παιδαγωγός, ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ, Κατά αιρέσεων).

Η πρώτη αυτή μορφή είναι ο «εισαγωγικός φόβος», που χαρακτηρίζει τους αρχάριους (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Δι­δασκαλία, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Όροι κατά πλάτος). Για το λόγο αυτό, έχει γραφεί: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110, 10· πρβλ. Παροιμ. 1, 7 9,10).
Οι Πατέρες αναφέρουν ότι τρεις αιτίες είναιδυνατόν ν' αποστρέψουν τον άνθρωπο από το πονηρό και να τον ενώ­σουν με το Θεό: ο φόβος της τιμωρίας, η ελπίδα των μελλό­ντων αγαθών και η αγάπη προς το Θεό (Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Όροι κατά πλάτος, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Δι­δασκαλία). 

Οι δύο πρώτες απο­τελούν ιδιότητα των ανθρώπων που αναζητούν την πρόοδο, [Σ.τ.μ.: Στον πνευματικό αγώνα]χαρακτηρίζουν ακόμη και τους δούλους(πρβλ. Γαλ. 4, 1). Η τρίτη είναι ίδιον του Θεού και όσων έχουν φθάσει στην ομοίωσή Του· χαρακτηρίζει τους τελείους στους οποίους συγκαταλέγονται όχι πλέον οι δούλοι Του, αλλά οι φίλοι Του και οι υιοί Του (πρβλ. Γαλ. 4, 7). 

Γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός: Αν λοιπόν κάποιους θέλει να φτάσει στην τελειότητα, ξεκινώντας από την πρώτη βαθμίδα, αυτή του φόβου, όντας κυριολεκτικά δουλοπρεπής, [...] θ' ανέλθει προοδεύοντας συνεχώς μέχρι τις υψη­λότερες οδούς της ελπίδας και κατόπιν από εκεί στην τρίτη βαθμίδα, αυτή της αγάπης [...]. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν με ζήλο ν' ανέβουμε από το φόβο στην ελπίδα και από την ελπίδα στην αγάπη του Θεού και των αρετών.

Βλέπουμε ότι όταν οι Πατέρες επιβεβαιώνουν ότι η πρώτη μορφή του φόβου χαρακτηρίζει τους αρχάριους, εννοούν όσους δεν έχουν φτάσει ακόμη στην τελειότητα και δεν είναι ακόμη υγιείς. Επομένως τούτο το φόβο, ακόμη και όσοι έχουν προχωρήσει πνευματικά είναι δυνατόν και οφείλουν να τον δοκιμάζουν (Ο Άγιος ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΉΣ το επιβεβαιώνει συχνά και με ζωντανή ορολογία. Βλ. Κλίμαξ). Χωρίς δισταγμό, ο Άγιος Δωρόθεος Γάζηςλέγει προς τους μοναχούς του: «Ο εισαγωγικός φόβος της καταστάσεως ημών εστίν» (Διδασκαλία).

Ωστόσο, ο φόβος αυτός καλείται να καταργηθεί και να ξεπεραστεί στο πλήρωμα της αγάπης, όπως διδάσκει ο Απόστολος Άγιος Ιωάννης: «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ' η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α' Ιωάν. 14, 18). 

Στη συνέχειαο Άγιος Μάξιμος γράφει: «Τον πρώτον φόβον έξω βάλλει η τελεία αγάπη της ψυχής της κε­κτημένης αυτήν, μηκέτι την κόλασιν φοβουμένην» (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, Πρβλ. ΙΩΑΝ­ΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Έτσι ο Μέγας Αντώνιος μπορεί να λέγει: «Εγώ ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν, αλλ' αγαπώ α[Α]υτόν. Η γαρ αγάπη έξω βάλλει τόν φόβον» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Αντώνιος).

Πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο με την τέλεια αγάπη, όπως υπογραμμίζουν σκόπιμα ο Απόστολος Άγιος Ιωάννηςκαι οι Πατέρες,οδηγεί το φόβο αυτό στην υποχώρηση [Σ.τ.μ.: Και τελικά στην εξαφάνιση]. Όσο ο άνθρωπος δεν καθαρί­ζεται εντελώς από τα πάθη του, δεν αποκτά την απάθεια και δεν φθάνει στο πλήρωμα της αγάπης, ο φόβος διατηρεί το λό­γο της ύπαρξής του και αποδεικνύεται χρήσιμος. Ο Άγιος Διάδοχος Φωτικήςγράφει με σαφήνεια: «Ο μεν φόβος των έτι καθαριζομένων εστί δικαίων μετά μεσότητος αγάπης· η δε τελεία αγάπη των ήδη καθαρισθέντων, εν οις ουκ έστι φό­βος· "η γαρ τελεία αγάπη", φησίν [η Γραφή], "έξω βάλλει τον φόβον" (Α' Ιωάν. 4, 18). [...]. Δια τούτο πη μεν λέγει η Γρα­φή, "φοβήθητε τον Κύριον πάντες οι άγιοι αυτού" (Ψαλμ. 33, 10)· πη δε, "αγαπήσατε τον Κύριον πάντες οι όσιοι αυτού" (Ψαλμ. 30, 24)· ίνα μάθωμεν σαφώς, ότι των μεν έτι καθαριζομένων δικαίων εστίν ο φόβος του Θεού, μετά μεσότητος, ως είρηται, αγάπης· των δε καθαρισθέντων η τελεία αγάπη. Εν οις ουκ έστιν έτι έννοια φόβου τινός, αλλ' έκκαυσις άπαυστος και κόλλησις της ψυχής προς τον Θεόν, δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος» (Λόγος ασκητικός).

Όσο η αγάπη δεν έχει φτάσει στην τελείωσή της, ο φόβος έχει λόγο ύπαρξης: συμβάλλει κατά μεγάλο μέρος στην κά­θαρση του ανθρώπου και στην εν συνεχεία απόκτηση της απάθειας, η οποία προϋποθέτει την τελείωση τούτη. Τούτο συμβαίνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορούμε να πούμε ότι χωρίς προηγουμένως να έχει αποκτήσει το συγκεκριμένο φόβο (η απόκτησή του εξάλλου αφεαυτής συνεπάγεται την κά­θαρση σε κάποιο βαθμό), ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να φτάσει στην τέλεια αγάπη. 

Κατηγορηματική είναι η διαβε­βαίωση του Αγίου Ισαάκ, που εντοπίζει ιδιαίτερα στο φόβο το δείκτη και τον οδηγό της μετάνοιας, το κυριότερο όργανο της κάθαρσης της ψυχής: «Ώσπερ ου δυνατόν εστι περάσαι την θάλασσαν την μεγάλην χωρίς πλοίου και καράβου, ούτως ου δύναταί τις περάσαι χωρίς φόβου προς την αγάπην. Την θάλασσαν την οζομένην την τεθείσαν μεταξύ ημών και του νοερού παραδείσου, δια καράβου της μετανοίας παρελθείν δυνάμεθα της εχούσης τους κωπηλάτας του φόβου. Εάν δε οι κωπηλάται ούτοι του φόβου ου κυβερνώσι το πλοίον τούτο της μετανοίας, δι' ης διερχόμεθα την θάλασσαν του κόσμου τούτου προς τον Θεόν, καταποντιζόμεθα εν τη οζομένη θαλάσση· η μετάνοια εστί το πλοίον· ο φόβος δε, ο κυβερνήτης αυτού, η αγάπη, ο λιμήν ο θεϊκός». 

Από την πλευρά του ο Άγιος Μάξιμος σημειώνει ότι «δια [τον φόβον] [...] η απά­θεια, εξ ής η αγάπη, κατά τάξιν ημίν εγγίνεται» (Αγάπης εκατοντάς). 

Και ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής γράφει σχετικά, ακόμη σαφέστε­ρα: «Ουδείς δύναται μη πρότερον φοβηθείς τον Θεόν εν αισθήσει καρδίας, αγαπήσαι αυτόν εν όλη καρδία· δια γαρ της ενεργείας του φόβου αγνιζομένη και απαλυνομένη ώσπερ η ψυχή, εις αγάπην ενεργουμένην έρχεται· ουκ αν δε τις εις φόβον έλθη Θεού τω ειρημένω τρόπω, ει μη πασών των βιοτικών έξω γένηται φροντίδων. Ότε γαρ εν ησυχία πολλή και αμεριμνία γένηται ο νους, τότε αυτώ οχλεί ο φόβος του Θεού, καθαρίζων αυτόν εν αισθήσει πολλή από πάσης της γεώδους παχύτητος· ιν' ούτως αυτόν εις πολλήν αγάπην αγάγη της αγαθότητος του Θεού» (Λόγος ασκητικός). Και καταλήγει στο συμπέρασμα  «Έστω ουν ημίν εις καύχημα καυχημάτων άπαυστον, πρώτον μεν ο φόβος του Θεού· λοιπόν δε η αγάπη το πλήρωμα του νόμου της εν Χριστώ τελειότητος» (Λόγος ασκητικός).

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάςυπογραμμίζει πάλι τον κα­θοριστικής σημασίας παιδευτικό και καθαρτικό ρόλο του φόβου και εντοπίζει σ' αυτόν την αρχή και την προϋπόθεση της προσέγγισης στην αγάπη και επομένως στην ίδια τη θεω­ρία του Θεού: «Της καθαιρούσης την ψυχήν παιδείας [...], αρχή μεν [εστιν] ο φόβος του Θεού (πρβλ. Παροιμ. 1, 7), παρ' ού δέησις [...] συνεχής προς τον Θεόν γεννάται εν τη κατανύξει και η των ευαγγελικών θεσπισμάτων φυλακή. Δια τούτων δε καταλλαγής γεγονυίας προς Θεόν, ο φόβος εις αγάπην με­ταβάλλει και το της ευχής οδυνηρόν εις τερπνόν μετενεχθέν του φωτισμού το άνθος ανατέλλει» (Τριάδες). 
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύ­ροςδιδάσκει ότι ο φόβος είναι η αναγκαία και ικανή προϋ­πόθεση της τελειότητας του ενάρετου βίου, της αγάπης και της γνώσης του Θεού και συνεπώς η πνευματική οδός που «υποχρεώνονται» ν' ακολουθήσουν όσοι θέλουν να καταφέρουν το στόχο: «Η πνευματική γνώσις δευτέρα εστί τη φύσει της εργασίας των αρετών. Προηγείται δε αμφοτέρων ο φό­βος και η αγάπη, και πάλιν προηγείται της αγάπης ο φόβος. Πας τις αναιδώς λέγων, ότι δυνατόν κτήσασθαι τας τελευταί­ας προ της των πρώτων εργασίας, πρώτον ανενδοιάστως θεμέλιον απωλείας τη εαυτού ψυχή τέθεικεν. Αυτή γαρ εστίν η οδός του Κυρίου. Ότι αύται [Σ.τ.μ.: Η εργασία των αρετών και η πνευματική γνώση] υπ' εκείνων [Σ.τ.μ.: Το φόβο και την αγάπη] γεννώνται».

β) Η δεύτερη μορφή του φόβουείναι σύμφυτη με την τέ­λεια αγάπη (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς). Απορρέει από την αγάπη του Θεού, ενώ το πρώτο είδος του φόβου εκτοπίζεται από αυτή. Είναι ο φόβος της αποκοπής ή της απομάκρυνσης από το Θεό, ο φόβος της στέρησης της «δια την αγάπην παρρησίας». 

Όπως προσ­διορίζει ακριβέστατα ο Κλήμης Αλεξανδρέας «φοβείται τις ου τον Θεόν, αλλά το αποπεσείν του Θεού» (Στρωματείς). «Ούτός εστιν», εξηγεί ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης, «ο έχων την αληθινήν αγά­πην, ην λέγει ο Άγιος [Σ.τ.μ.: Ο Απόστολος και Ευαγγελι­στής Ιωάννης (Α' Ιωάν. 4, 18)] "τελείαν", και αύτη η αγάπη φέρει αυτόν εις τον τέλειον φόβον. Φοβείται γαρ ο τοιούτος και φυλάττει το θέλημα του Θεού, [...] αλλ' ώσπερ είπομεν γευσάμενος αυτής της γλυκύτητος του είναι μετά του Θεού, φοβείται μη εκπέση αυτής, φοβείται μη στερηθή αυτής» (Διδασκαλία). 

Ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός περιγράφει διεξοδικότατα το φόβο, αναφέροντας τα χωρία της Αγίας Γραφής που κάνουν σχετική μνεία αυτού: Θεμελιωμένος στην τελειότητα της αγά­πης, θ' ανέλθει στην αμέσως υψηλότερη και ανώτερη βαθμίδα, το φόβο της αγάπης. Αυτός δεν γεννάται από τη φρίκη ή τον τρόμο της κόλασης ούτε από την επιθυμία της ανταμοι­βής, αλλά από το ίδιο το μεγαλείο της αγάπης. Πρόκειται για το φόβο που προκύπτει ως κράμα του σεβασμού και της τρυ­φερής αγάπης που εκδηλώνει ο γιος για τον πατέρα τον γεμάτο επιείκεια, ο αδελφός για τον αδελφό του, ο φίλος για το φίλο του, η σύζυγος για το σύζυγό της. Δεν υποχωρεί ούτε στα κτυπήματα ούτε στις κατηγορίες· φοβάται μόνο να μη πληγώσει την αγάπη, μη προκαλέσει ακόμη και το μικρότερο και πιο επιπόλαιο τραύμα. Σε κάθε πράξη, ακόμη και σε κά­θε λόγο, τον βλέπουμε σταθερά έκπληκτο από στοργή και ευαισθησία, με τρόμο μήπως η θέρμη και ο ζήλος της αγάπης χλιαρύνουν, έστω και ελάχιστα.

Η δεύτερη αυτή μορφή του φόβουεμφανίζεται έτσι ως ο «τέλειος φόβος» [Βλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ (Διδασκαλία) του οποίου η σχετι­κή διδασκαλία αντιστοιχεί σε κάποιο βαθμό με την αντίστοιχη του Αγίου Ιω­άννου Κασσιανού], «των αγίων [...] των τελειωθέντων, των φθασάντων, εις το μέτρον της αγίας αγάπης». Οι άγιοι, πα­ρατηρεί ο Αγιος Δωρόθεος Γάζης, «ουκ έτι δια φόβον κολάσεως [...] ποιούσι το θέλημα του Θεού, αλλά αγαπώντες, [...] φοβούμενοι ποιήσαι τι παρά το θέλημα του αγαπητού [...]. [Οι άγιοι] ουκ έτι γαρ από φόβου ποιούσιν, αλλ' έκ του αγαπάν φοβούνται». 

Ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανόςκαι πά­λι, επισημαίνει ότιτους αγίους, και όχι τους αμαρτωλούς κα­λούν οι προφητικοί λόγοι να φοβούνται: «Φοβήθητε τον Κύριον πάντες οι άγιοι αυτού», λέγει ο Ψαλμωδός, «ότι ουκ έστιν υστέρημα τοις φοβουμένοις α[Α]υτόν» (Ψαλμ. 33, 10). Τόσο βέβαιο είναι ότι δεν χάνει τίποτε από την τελειότητα εκείνος που φοβάται τον Κύριο με τέτοιου είδους φόβο. [...]. Για το φόβο της αγάπης κάνει λόγο και ο προφήτης, όταν περιγράφει το επτάμορφο Πνεύμα που κατέρχεται ανενδοία­στα στο Θεάνθρωπο κατά την οικονομία της Ενανθρωπήσεως: «Και αναπαύσεται», λέγει, «επ’ α[Α]υτόν πνεύμα του Θεού, πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας» (Ησ. 11, 2), και κατόπιν στο τέλος, ως επιστέγασμα όλων αυτών των δωρεών: «εμπλήσει α[Α]υτόν πνεύμα φόβου Θεού» (Ησ. 11, 3). Σχετικά με το στίχο αυτό, παρουσιάζει ενδιαφέρον κυρίως να λάβουμε υπόψη ότι ο προφήτης δεν λέγει: «Και πνεύμα φόβου Θεού αναπαύσεται επ' α[Α]υτόν», όπως είχε κάνει με τις προηγού­μενες δωρεές, αλλά «εμπλήσει α[Α]υτόν πνεύμα φόβου Θε­ού». Και τούτο το Πνεύμα ξεχειλίζει πραγματικά με τέτοια αφθονία, ώστε να καταλαμβάνει μια ψυχή ολοκληρωτικά και όχι μόνο τμηματικά. Είναι λογικό. Καθώς γίνεται ένα με την αγάπη που ποτέ δεν θα εκλείψει, όχι μόνο πληρώνει [Σ.τ.μ.:Γεμίζει], αλλά κατέχει αχώριστα και για πάντα αυτή [Σ.τ.μ.: Την ψυχή] που έχει κατακτήσει [...]. Τέτοιας φύσης είναι ο φόβος των τελείων, για τον οποίο έχει λεχθεί, ότι εκπλήρωσε το Θεάνθρωπο [Σ.τ.μ.: Αναφορικά με την αγωνία του Θεανθρώπου στη Γεθσημανή πριν τη σύλληψή του]. Αυτόν που δεν ήλθε μόνο για να μας εξαγοράσει, αλλά και γιατί έπρεπε να μας δώσει «εν τω προσώπώ Του» υπογραμμό της τελειότητας και υπόδειγμα των αρετών (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ).

Μόνο ο Άγιος Δωρόθεος Γάζηςεπιμένει στο σημείο αυτό· κανείς δεν είναι σε θέση να πετύχει τον τέλειο φόβο χω­ρίς να έχει προηγουμένως γνωρίσει την πρώτη μορφή του: «Αδύνατον έστιν ελθείν τον τέλειον φόβον, ει μη δια του εισαγωγικού», «λέγει γαρ: "Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου" (Ψαλμ. 110, 10), και πάλιν λέγει: "Αρχή και τέλος εστίν ο φό­βος του Θεού" (πρβλ. Παροιμ. 1, 7· 9, 10· 22, 4)».

Η αναζήτηση της απόκτησης του εισαγωγικού φόβου αρμόζει επίσης και για εκείνον που δεν έχει φτάσει ακόμη στην υγεία μέσα από την απάθεια ούτε στην τελειότητα μέσα από την αγάπη. Γιατί αντίθετα με το φόβο - πάθος, ο φόβος του Θεού δεν έρχεται αυτόματα, δεν είναι αυτοφυής [Σ.τ.μ.: Αυθόρμητος, αυτόματος, εγγενής] στον άνθρωπο, αλλά απο­τελεί μια αρετή για την οποία οφείλει ν' αγωνιστεί σκληρά προκειμένου να την αποκτήσει με τη βοήθεια του Θεού. Γι' αυτό σε άλλο σημείο γίνεται το αντικείμενο εντολής: «Τον Θεόν φοβού [...] ότι τούτο πας ο άνθρωπος» (Εκκλ. 12, 13)· «Μετά φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φιλιπ. 2, 12)· «Εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε» (Α' Πέτρ. 1, 17). Ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στην οδό της «πράξεως», χωρίς να «τροφοδοτείται» μόνιμα από τη συγκεκριμένη εσωτερική διάθεση, όπως παρουσιάζει με εικόνες ο Άγιος Βαρσανούφιος: «Όταν θέλη τις αποδημήσαι, φορεί τα υποδήματα. [...] Από της σαρκικής προετοιμασίας οφείλει νοήσαι την πνευματικήν και λαβείν τα πνευματικά υποδήματα, τουτέστι την ετοιμασίαν του φόβου του Θεού, και μνησθήναι ότι πάντα κατά φόβον του Θεού, οφείλει διαπράξασθαι» (Επιστολή).

Ποιές είναι οι προϋποθέσεις της απόκτησης του φόβου του Θεού;

«Ο φόβος του Θεού [...] λέγεται είναι γέννημα της πίστε­ως» (ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος, ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κε­φάλαια διάφορα). Από την άλλη πλευρά συνδέεται άμεσα με την εφαρμο­γή των εντολών(Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-Ψαλμός 111, 1. Ομιλία-Ψαλμός 127, 1), όπως δείχνει ο Ψαλμωδός:«Μακάριος ανήρ ο φοβούμενος τον Κύριον, εν ταις εντολαίς αυτού θελή­σει σφόδρα» (Ψαλμ. 111, 1)· «Μακάριοι πάντες οι φοβούμε­νοι τον Κύριον, οι πορευόμενοι εν ταις οδοίς αυτού» (Ψαλμ. 127, 1), και ο Εκκλησιαστής: «Τον Θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε» (Εκκλ. 12, 13). Σε τέτοιο σημείο μάλι­στα ώστε οι Πατέρες συχνά να κατανοούν ως φόβο του Θεού την εφαρμογή των εντολών (Βλ. για παράδειγμα ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Προς Θαλάσσιον). Επειδή ο άνθρωπος εκδηλώνει ότι κατέχει πραγματικά τούτη την αρετή μόνο με την συμμόρ­φωση και την υπακοή του στο θέλημα του Θεού, όπως αυτό εκφράζεται στις εντολές. Οι ίδιοι οι δαίμονες, επίσης, φοβούνται το Θεό, αλλά ο φόβος τους δεν είναι ενάρετος, διότι τούτο θα σήμαινε την αναγνώριση της παντοδυναμίας Του· ο δαιμονικός φόβος δεν συνοδεύεται από την πραγμάτωση του θελήματός Του.

Μία άλλη προϋπόθεση (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος, ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ασκη­τικός) αποτελεί ο αποχωρισμός από τις περισπάσεις του κόσμου τούτου, η πνευματική αμεριμνία έναντι των γήινων πραγμάτων. Επίσης την απόκτηση του κα­τά Θεόν φόβου ευνοούν εξίσου η μνήμη του θανάτου (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ,Κλίμαξ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Δι­δασκαλία) και του τελικού στόχου (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία) καθώς και η ησυχία (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος), που συνδέονται στενά με τις προηγούμενες στάσεις. Παρόμοια λειτουργούν και η τακτική επισκόπηση της συνείδησης(Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία)75, ηεπίγνωση της αμαρτωλότητάς του (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), το πένθος(Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ, Επιστολή) και τα δάκρυα (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ,Κλίμαξ). Σε όσους επιζητούν την απόκτηση της συγκεκριμένης αρετής, οι Πατέ­ρες συνιστούν τη συχνή συναναστροφή με έναν πνευματικό άνθρωπο που ήδη τη διαθέτει (Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ,Διδασκαλία, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑ­ΤΕΡΩΝ,Αλφαβητική συλλογή, Ποιμήν).

Δεν πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε ότι ο φόβος του Θεού ως αρετή αποτελεί εκδήλωση της χάρης και ότι αν οι προ­σπάθειες του ανθρώπου είναι απαραίτητες για την απόκτησή του, είναι και παραμένει πάντοτε ένα δώρο του Θεού· οφεί­λει λοιπόν να του το ζητήσει με την προσευχή(Πρβλ. ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ασκητικός, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος, ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή). Μέσω αυτής κυρίως, ο άνθρωπος είναι σε θέση να εξαγνιστεί. Το γεγονός αυτό του επιτρέπει να συνέχεται από το φόβο του Θεού· για­τί είναι ανίκανος να τον δοκιμάσει, ακόμη και στις εισαγωγι­κές βαθμίδες του, όσο παραμένει εντελώς υποδουλωμένος στα πάθη. Γι' αυτό ο «εισαγωγικός φόβος» αφεαυτού συνε­πάγεται ήδη κάποια πνευματική ανάπτυξη και παρουσιάζε­ται έτσι ως αρετή που τη διαθέτουν πολύ περισσότερο οι προ­χωρημένοι παρά οι αρχάριοι, για να κυριολεκτούμε. 

Με χρή­ση, -άμεσα-,ιατρικής ορολογίας, ο Άγιος Διάδοχος γράφει: «Ώσπερ τα συμβαίνοντα τω σώματι τραύματα, όταν μεν κεχερσωκότα ή και ανεπιμέλητα [Σ.τ.μ.: Εκτεθειμένα σε παθο­γόνους παράγοντες, ανοικτά και χωρίς τη στοιχειώδη ιατρι­κή φροντίδα, καθαρισμό, απολύμανση, ενδεχομένως επίδε­ση κ.λπ.] του προσαγομένου αυτοίς φαρμάκου υπό των ιατρών ουκ αισθάνεται· καθαρισθέντα δε, της ενεργείας αισθάνεται του φαρμάκου, εις ίασιν τελείαν εντεύθεν ερχό­μενα· ούτω και η ψυχή, έως μεν ανεπιμέλητος τυγχάνη και υπό της λέπρας της φιληδονίας [Σ.τ.μ.: Των παθών, στο γαλ­λικό κείμενο] όλη κεκαλυμμένη, αισθάνεσθαι του φόβου ου δύναται του Θεού, καν απαύστως αυτή τις το φοβερόν και δυνατόν κριτήριον καταγγέλλη του Θεού. Επειδάν δε άρξηται δια της πολλής προσοχής καθαίρεσθαι, τότε ως φαρμάκου τι­νός όντος ζωής, του θείου φόβου αισθάνεται· καίοντος αυτήν ώσπερ, τη ενεργεία των ελέγχων, εν πυρί απάθειας» (Λόγος ασκητικός).

Ιδιαίτερα πολλά και σημαντικά είναι τα αποτελέσματα του φόβου του Θεού (Στη συνέχεια, θα συναντήσουμε κυρίως τα αποτελέσματα της πρώτης μορφής φόβου, καθώς η δεύτερη υπερβαίνει το πλαίσιο της πράξεως), στο βαθμό που συνιστά μια από τις βά­σεις και τις προϋποθέσεις της πνευματικής ζωής. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομοςδια­βεβαιώνει: «Έχεις του Θεού τον φόβον, πάντων χρημάτων ευπορώτερον θησαυρόν» (Λόγος-καλένδες).

Πρωτίστως αποστρέφει (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ) τον άνθρωπο από το κακό, όπως διδάσκει και ο Σολομώντας (Παροιμ. 15, 27· πρβλ 8, 13). Τον εξαγνίζει από κάθε αμαρτία και πάθος (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΩΑΝ­ΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), και δικαιολογημέ­να παρουσιάζεται ως καθολικό «φάρμακον»[Η λέξη χρησιμοποιείται από τον Αγιο ΙΩΑΝΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ, Ομιλία-ανδριάντες. Από την πλευρά του ο Αγιος ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙ­ΚΗΣ χαρακτηρίζει το φόβο του Θεού ως «φάρμακον ζωής» (Λόγος ασκητι­κός)]. [Σ.τ.μ.: Απο­δίδουμε έτσι το remede global, που χρησιμοποιεί ο συγγρα­φέας. Θα μπορούσε επιτυχέστερα ίσως να χρησιμοποιηθεί ο όρος πανάκεια· επειδή όμως ο συγγραφέας παραπέμπει στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (Ανδριάντες, 15, 2), που γράφει «λαβών το φάρμακον ούτως επάνεισιν», διατη­ρήσαμε τη λέξη φάρμακο θέτοντας το επίθετο καθολικό. Λι­γότερο ορθό: παμφάρμακο]. 

Ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανόςτον θεωρεί ως τον σταυρό πάνω στον οποίο ο ασκητής οφείλει να πεθάνει για τον κόσμο. Και ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής, υπογραμμίζοντας τη θεραπευτική του αξία, σημειώνει: «[Του φόβου του Θεού] ως φαρμάκου τινος όντος ζωής [...] καίοντος [την ψυχήν] τη ενεργεία των ελέγχων [...]. Όθεν [η ψυχή] κατά μέρος λοιπόν καθοριζομένη εις το τέλειον του καθαρισμού φθάνει» (Λόγος ασκητικός). Ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς εντο­πίζει σ' αυτόν «την αρχήν [...] της καθαιρούσης την ψυχήν παιδείας» (Τριάδες), και συμπληρώνει: «πάντων απαλλάξας την ψυ­χήν και [...] καταλεάνας, επιτήδειον οίον πυξίον [Σ.τ.μ.: Ξύλινη πινακίδα στην οποία αρχικά εζωγράφιζαν και κατόπιν έθεταν χωριστά το κάθε χρώμα. Παλέττα] ποιεί [ταύτην] προς καταγραφήν των χαρισμάτων του Πνεύματος» (Τριάδες).

Η θεραπευτική δράση του φόβου του Θεού αποκαλύπτε­ται ιδιαίτερα αποτελεσματικήέναντι των παθών που ναρκώ­νουν την ψυχή και παραλύουν την πνευματική ζωή: της ακηδίας («ουδέν γαρ ούτως ακηδίαν εκδιώκειν δύναται», διδά­σκει ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης, Κλίμαξ), «της τε λήθης και αμελεί­ας», της ολιγοψυχίας και της χαυνότητας, της σκληροκαρδίας (ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ,Επιστολή) με την ασκητική σημασία της πνευματικής αναισθησίας.

Εξαγνίζει και καθαίρει επίσης την ψυχή από τις σαρκικές επιθυμίες (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΩΑΝ­ΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) και από όλους τουςπονηρούς λογισμούς (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΩΑΝ­ΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) και φαντασιώσεις (Πρβλ. ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή). Εξαλείφοντας πάντως όλα αυτά από την ψυχή, προστατεύει τον άνθρωπο από την επάνοδό τους. Γρά­φει ο Μέγας Βασίλειος: «[Ο] φόβος εξωθεί πάσαν εμπαθή διάνοιαν [...]. Όπου φόβος Θεού, πάντα εξελήλαται τα του πάθους σπιλώματα [Σ.τ.μ.: Κυριολεκτικά η ελιά στο δέρμα. Μεταφορικά τα ηθικά στίγματα που δημιουργούν τα πάθη στη διάνοια και κατ’ επέκταση στον άνθρωπο] εκ της διανοί­ας ημών» (ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ανθρώπου γένεσις, Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ,Διδασκαλία). Την προληπτική/προφυλακτική λειτουργία του φόβουυπογραμμίζει με τον ίδιο τρόπο ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Ένθα φόβος εστίν, [...] επιθυμία κατέσταλται πονηρά, άπαν αλόγιστον εξώρισται πάθος· και καθάπερ εν οικία στρατιώτου διηνεκώς ωπλισμένου ου ληστής, ου τοιχωρύχος [Σ.τ.μ.: Ο κλέφτης που εισέρχεται στο σπίτι για να κλέψει, μέσα από άνοιγμα που δημιουργεί σε κάποιο τοίχο], ουκ άλλος τις των τα τοιαύτα κακουργούντων τολμήσει φανήναι πλησίον, ούτω και φόβου τας ημετέρας κατέχοντος ψυχάς, ουδέν των ανελευθέρων παθών επεισέρχεται ραδίως ημίν· αλλά πάντα δραπευτεύει και φυγαδεύεται τη τυραννίδι του φόβου πάντοθεν εξελαυνόμενα» (Ομιλία-ανδριάντες). Ο φόβος απομακρύ­νει από την ψυχή και κάθε άλλη γήινη μέριμνα και ασχολία (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Ο φόβος [του Θεού] συνεισφέρει λοιπόν στο σημαντικό έργο της φυλακής της καρδίας, που αποτελεί προϋπόθεση της καθαράς προσευχής, της τέλειας αγάπης και της αλη­θινής θεωρίας του Θεού. Ο Ωριγένης φθάνει μέχρι του ση­μείου να γράφει: «Ουδέν ούτω φυλάσσει την καρδίαν ημών ως ο φόβος του Θεού» (Ψαλμοί-εξηγητικά). Ο Αγιος Βαρσανούφιοςυπενθυμίζει ότι «των τελείων εστί των δυναμένων κυβερνάν τον νουν και εις τον φόβον του Θεού έχειν, του μη πλαγιάσαι και βυθισθήναι εις μετεωρισμόν βαθύτατον ή φαντασίαν» (ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ,Επιστολή, Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος).

Ο φόβος του Θεού «ου γαρ δη τα πονηρά ημών απελαύνει πάθη μόνον, αλλά και πάσαν εισάγει μετά πολλής ευκολίας την αρετήν» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες). Ο Αββάς Ιάκωβος διδάσκει: «Ώσπερ λύ­χνος εν φωτεινώ κοιτώνι φωτίζει, ούτως και ο φόβος του Θε­ού, όταν έλθη εις καρδίαν ανθρώπου, φωτίζει αυτόν, και δι­δάσκει πάσας τας αρετάς» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Ιάκωβος). Και ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομοςδιαβεβαιώνει: «Ουδέν γαρ ούτω [...], αρετήν αύξεσθαι ποιεί και θάλλει, ως διηνεκής φόβου φύσις» (Ομιλία-ανδριάντες).

Ο φόβος του Θεού εμφανίζεται ως η προϋπόθεση και η αρχή της ενάρετης ζωής στο σύνολό της (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Προηγείται του έργου των αρετών και οι αρετές γεννώνται από αυτόν επο­μένως η απόκτηση των αρετών δεν είναι δυνατή χωρίς το φό­βο, επιβεβαιώνει με σαφήνεια ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος. Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει και πάλι: «Τον μη συζώντα φόβω αδύνατον κατορθούσθαι [αρετήν], ώσπερ ουν τον εν φόβω, ζώντα αδύνατον διαμαρτείν» (Ομιλία-ανδριάντες).

Στο μέτρο που αποστρέφει τον άνθρωπο από το κακό και τον εξαγνίζει, αντίστοιχατου επιτρέπει να προοδεύει στο αγαθό, όπως δείχνει ρητά ο Απόστολος Παύλος που συμβου­λεύει: «Καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντος αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β' Κορ. 7,1). Ακόμη θετικότερο είναι το γεγονός, ότι ο φόβος ευνοεί την εφαρμογή των εντολών (Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ,Όροι κατά πλάτος, Προοίμιον. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Τριάδες, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλ­φαβητική συλλογή, Ιάκωβος). «Μακάριος ανήρ ο φο­βούμενος τον Κύριον», λέγει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. 111, 1). «Δια τί; Ότι εν ταις εντολαίς αυτού θελήσει σφόδρα» απα­ντά ο Μέγας Βασίλειος επαναλαμβάνοντας τη συνέχεια του Ψαλμού. Διότι «ου τοίνυν εστί των φοβουμένων το παριέναι [Σ.τ.μ.: να παραβεί] τι των εντεταλμένων, ή αμελώς ποιείν» (Όροι κατά πλάτος, Προοίμιον).

Ο φόβος του Θεού «την πίστιν βεβαιοί»(ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός, Πρόλογος)· [Σ.τ.μ.: Ενι­σχύει, ενδυναμώνει, στερεώνει γερά] απορρέει από αυτή την πίστη, η οποία αποτελεί το καθεαυτό θεμέλιο της πνευμα­τικής ζωής. Συνάπτεται μάλιστα μ' αυτή και δίνει στον άνθρωπο ισχύ ώστε «πάντα δραν και αυτά τα δοκούντα τοις πολλοίς δυσχερή και αδύνατα», τον κάνει σταθερό και αποφασιστικό στην πορεία του (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα),ενισχύει την καρδιά του (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ)· και όλα αυτά ισχύουν σε μεγαλύτερο βαθμό, όσο ο φόβος του παρέχει αταλάντευτη εμπιστοσύνη στο Θεό (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς). 

Συμπερασμα­τικά, ο άνθρωπος αποκομίζει μεγάλη εσωτερική σταθερότη­τα χάρη σ' αυτόν, τόσο απέναντι στους πόνους και τα βάσανα του βίου τούτου όσο και απέναντι στους εχθρούς που κα­λείται ν' αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της πνευματικής του πορείας. Στην αντίθετη περίπτωση κυριαρχείται όλο και πε­ρισσότερο από την αλλοίωση και την αποξένωση που του αφήνει ο φόβος(Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος).

Η μετάνοια, η κατάνυξη και τα δάκρυα ευνοούν το φόβο, ο οποίος ανατροφοδοτεί τις συγκεκριμένες στάσεις μετανοί­ας. Λειτουργεί ως ένας παράγοντας που τις αναπτύσσει και τις ενισχύει (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος, ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες,Φιλιππήσιοι-ομιλία).

Ο φόβος ενθαρρύνει και βοήθα την προσευχή· την κάνει ένθερμη (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες). Αυξάνει την καρποφορία της προσευχής-αίτησης: «Χαρά εστί μεγάλη το αιτείν τινα πράγμα κοντά φόβον Θεού, ο τοιούτος θαρρήσει, ότι γενήσεται αυτού η αίτησις», γράφει ο Αγιος Βαρσανούφιος (Επιστολή). Και η προσευχή - δοξολο­γία πηγάζει από το φόβο· αναφέρεται στην Αγία Γραφή: «Αινείτε τον Θεόν ημών πάντες [...] οι φοβούμενοι αυτόν» (Αποκ. 19, 5)· «φοβήθητε τον Κύριον και δότε αυτώ δόξαν» (Αποκ. 14, 7). Παρατηρεί ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς: «Παρά [του φόβου του Θεού] δέησις εν κατανύξει συνεχής προς τον Θεόν γεννάται και η των ευαγγελικών θεσπισμάτων φυλακή» (Τριάδες). Γεννώντας στην ψυχή τη νήψη, ο φόβος συντελεί στο να καταστήσει καθαρή κάθε μορφή προσευχής (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Λόγος ασκητικός).

Ο φόβος του Θεού εμφανίζεται ειδικά ως μια θεμελιώδης πηγή της ταπεινοφροσύνης (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Είναι χαρακτηριστικό ότι σ' ένα αδελφό που τον ερωτά: «Ποίω τρόπω έρχεται άνθρωπος εις ταπεινοφροσύνην»; ο Αββάς Κρόνιος απαντά: «Διά του φόβου του Θεού» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή). Όπως όμως εξηγήσαμε προηγουμένως, ο φόβος οδηγεί ιδιαίτερα τον άνθρωπο στην αγάπη, την κο­ρωνίδα όλων των αρετών (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ,Λόγος).

Από τον εξαγνισμό από τα πάθη, από την απάθεια, και σε συνάρτηση με την εφαρμογή των εντολών και τον «κατ' αρετήν» βίο, -με κορυφαία την αρετή της αγάπης-, απορρέει η πνευματική γνώση. Επιπρόσθετα, ο φόβος του Θεού εμφα­νίζεται έμμεσα ως καθοριστικής σημασίας προϋπόθεση και αρχή της τελευταίας, και ειδικότερα του πρώτου σταδίου της, της σοφίας. Να για ποιο λόγο επαναλαμβάνεται συχνά στην Αγία Γραφή ότι «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110, 10. Παροιμ. 1, 7· 9, 10) και γιατί ο Ψαλμωδός συμπληρώ­νει: «Σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν» (Ψαλμ. 110, 10). Στη συγκεκριμένη προοπτική κινείται ο Αγιος Ιω­άννης ο Χρυσόστομοςπου διαβεβαιώνει κατηγορηματικά: «Ο ενάρετος και φόβον έχων Θεού, πάντων εστί συνετώτερος» και ακόμη: «Το φοβείσθαι τον Θεόν, σοφία εστίν» (Ιωάννης-ομιλία). Ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάςεντοπίζει στο φόβο του Θεού την αρχή όχι μόνο της θείας σοφίας αλλά και της πνευματικής θε­ωρίας επιπλέον (Τριάδες). 

Ο Αγιος Ισαάκ ο Σύροςμάλιστα δείχνει καθαρά τη διαδικασία με την οποία ο φόβος οδηγεί στη γνώ­ση: «Εκ του πιστεύσαι τίκτεται ο φόβος του Θεού. Και ότε ακολουθήσει (sic) τοις έργοις, και προς μικρόν ανέλθη προς εργασίαν, τίκτει την γνώσιν την πνευματικήν [...]. Και η πίστις ποιεί εν ημίν τον φόβον, και αναγκάζει ημάς ο φόβος μετανοήσαι, και εργάσασθαι.. Και ούτω δίδοται η πνευματική γνώσις τω ανθρώπω, ήτις εστίν αίσθησις των μυστηρίων, ήτις γεννά την πίστιν της αληθούς θεωρίας. Ουχ απλώς δε ούτως εκ πίστεως μόνης ψιλής γεννάται η γνώσις η πνευματική, αλλ' η πίστις φόβον Θεού γεννά, και εν τω φόβω του Θεού, όταν αρξώμεθα ενεργείν εν αύτω, εκ της ενεργείας του φόβου του Θεού τίκτεται η γνώσις η πνευματική, καθάπερ είπεν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος· ότι «ότε τις κτήσεται θέλημα ακόλουθον τω φόβω του Θεού, και τη ορθή φρονήσει, ταχέως λαμβάνει την αποκάλυψιν των κρυπτών» [Σ.τ.μ.: Των μυ­στηρίων]. 

Και ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός υπογραμμίζει ότι ο φόβος του Θεού είναι απαραίτητος τόσο για την από­κτηση της γνώσης όσο και για τη διαφύλαξή της: Ένας από τους προφήτες έχει διατυπώσει πολύ καλά το μέγεθος· «εν θησαυροίς η σωτηρία ημών, εκεί σοφία και επιστήμη και ευσέβεια» [Σ.τ.μ.: Με την έννοια του φόβου.Στο γαλλικό κεί­μενο:«la crainte»] προς τον Κύριον «ούτοί εισιν θησαυροί δικαιοσύνης». (Ησ. 33, 6). Δεν θα μπορούσε να καθορίσει με πιο εμφανή τρόπο την αξία και την τιμή της· λέγει μόνο ότι οι θησαυροί της σωτηρίας μας, δηλαδή η αληθινή σοφία και γνώση του Θεού, προφυλάσσονται μόνο από το φόβο[Σ.τ.μ.: Από το αντίστοιχο ελληνικό κείμενο των Ο', όπως παρατίθεται κάτι τέτοιο δεν είναι άμεσα κατανοητό. Εύκολα όμως γίνεται κατανοητό από το γαλλικό κείμενο που έχει ως εξής: «Les richesses du salut, sont la sagesse et la science; mais la crainte du Seigneur en est le tresor»].

Είναι σαφές ότι η πνευματική γνώση δεν αποτελεί τον καρπό αυτού του ίδιου του φόβου του Θεού· εμφανίζεται όμως ως μία δωρεάν προσφορά του Θεού που έρχεται ως απάντηση στην προσευχή και σ' όλες τις ασκητικές προσπάθειες του ανθρώπου. Και στο έργο τούτο, όπως είδαμε,ο φό­βος διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο. Γι' αυτό και ο Αγιος Ισαάκ ο Σύροςφροντίζει επιμελώς να προσδιορίσει: «Ουχ ο φόβος του Θεού τίκτει ταύτην την γνώσιν την πνευματικήν, [...] αλλά δόσις δίδοται αύτη η γνώσις τη εργασία του φόβου του Θεού».

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ:Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας», JEAN CLAUDE LARCHET (*), ΤΟΜΟΣ Β’, Εκδόσεις «Αποστολική Διακονία», Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΥΛΑΣ)


(*) Ο Jean Claude Larchet γεννήθηκε το 1949 στη βορειοανατολική Γαλλία. Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, είναι συγγραφέας δεκαπέντε βιβλίων και πολυάριθμων άρθρων που αφορούν τη θεολογία και την πνευματικότητα των Πατέρων της Εκκλησίας, τα οποία μεταφράστηκαν σε δώδεκα γλώσσες. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Ορθόδοξους πατρολόγους και ένας σημαντικός εκφραστής της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη. Ζει και εργάζεται ως καθηγητής στη Γαλλία. Διευθύνει, σε δύο γαλλικούς εκδοτικούς οίκους, μία συλλογή βιβλίων αφιερωμένων σε σύγχρονους πνευματικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο γέροντας Παΐσιος  ο γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, ο γέροντας Χαράλαμπος, ο γέροντας Πορφύριος.


www.alopsis.gr

Από τον Βουδισμό στον Χριστό

$
0
0
Εκ της Ανατολικής Πύλης
Του Nilus Stryker

Η ιστορία του Nilus είναι μία από τις πολλές που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για ένα φαινόμενο της εποχής μας. Τον Nilus τον γνώριζα από την καιρό που ήταν Βουδιστής. Εγώ πάλευα να αφομοιώσω τις ίδιες διδασκαλίες κάτω από τον ίδιο δάσκαλο. Δεν έφτασα εκεί που έφτασε ο Nilus, διότι όταν ο δάσκαλος μου είπε πως η περαιτέρω πρόοδος απαιτούσε την διακοπή κάθε άλλης πνευματικής αναζήτησης, η συνείδησή μου ξύπνησε και μου απαγόρευσε να το κάνω, καθώς επίσης με κατεύθυνε πίσω στον Χριστό και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο κοινός παρανομαστής σε όλες αυτές τις ιστορίες φαίνεται να είναι πως αν ένας άνθρωπος έχει ήδη βιώσει κάποια ουσιώδη επαφή με το Ευαγγέλιο του Χριστού, τότε η πνευματική του πρόοδος θα εμποδιστεί σε κάποιο σημείο, ώσπου το άτομο αυτό να επιστρέψει στον Χριστό.

Υπήρξα Βουδιστής επί δέκα χρόνια.
 «Χειροτονήθηκα» μετά από επτά χρόνια μελέτης με τον δάσκαλό μου σε μια μικρή οικογενειακή γραμμή του Nyingma του Vajarayana (Θιβετιανού) Βουδισμού. Είχα ένα Πνευματικό Δάσκαλο στην γραμμή αυτή τον οποίον αγαπούσα και συνεχίζω να αγαπώ. Ήταν, και συνεχίζει να είναι, παράδειγμα καλοσύνης στη ζωή μου. Χάρη στην δική του καθοδήγηση, άρχισα να βλέπω τον κόσμο πιο καθαρά και μεγαλόψυχα. «Χειροτονήθηκα» Ngakpaτης γραμμής Nyingma. Το Ngakpa είναι ταντρική «χειροτονία» (ιεροσύνη) η οποία αν και έχει όρκους (damsig), αυτοί δεν προϋποθέτουν παρθενία ή αποχή από κρέας και αλκοόλ.

Οι sangha μας δεν ήσαν αρνητές του σώματος, μόνο ακολουθούσαν την βασική μάθηση του tantra και dzogchen: και τα δύο αυτά βασίζονται στην μεταμόρφωση και όχι στην άρνηση του σώματος, καθώς και στις αιφνίδιες στιγμές ενόρασης οι οποίες τρεμοπαίζουν σε διάρκεια και ένταση και οδηγούν σε rigpa (κατάσταση νοός και αντίληψης που βασίζεται στην χαλάρωση που μας εισάγει στην φυσική κατάσταση διαφώτισης). [...]
[...]
Ένα απόγευμα στα τέλη Ιανουαρίου του 1999, πήγα στον βωμό μου για την τακτική ημερήσια πρακτική μου. Συνήθιζα να αρχίζω με ένα γιόγκικο τραγούδι, έλεγα την προσευχή mantra, και μετά...

Η Θεολογική ερμηνεία της τιμής των αγίων λειψάνων

$
0
0
Η Θεολογική ερμηνεία της τιμής των αγίων λειψάνων 
από τον άγιο Συμεών το νέο Θεολόγο…

«Η ψυχή όπου κατηξιώθη να γένη μέτοχος της θείας χάριτος, επειδή ηγιάσθη, εξ ανάγκης ακολουθεί να αγκαλιάζει και όλον της το κορμί, διατί αυτή είναι που συγκρατεί όλον το κορμί με το να ευρίσκεται εις όλα του τα μέλη. Δια τούτο και η χάρις του αγίου Πνεύματος, καθώς οικειοποιείται την ψυχήν, έτσι οικειοποιείται και το κορμί της.

Όμως έως όπου η ψυχή ευρίσκεται μαζί με το κορμί, το Πανάγιον Πνεύμα δεν μεταφέρει εις την ιδικήν του δόξαν καθολικά όλον το κορμί της, διατί χρεία είναι να δείξει το θέλημα της η ψυχή έως του τέλους της ζωής ταύτης, αν δηλαδή ακολουθεί καθώς πρέπει ταύτην την χάριν του αγίου Πνεύματος. 

Αλλά όταν έλθη το τέλος και χωρίση η ψυχή από το κορμί, τότε πλέον με το να έπαυσεν ο αγώνας και να ενίκησεν η ψυχή, και να αναχωρή από το κορμί με τον στέφανον της αφθαρσίας, ωσάν όπου τελείωσεν πλέον ο αγώνας της, τότε, λέγω, η χάρις του αγίου Πνεύματος οικειοποιείται και αγιάζει καθολικά όλον το κορμί της τοιαύτης ψυχής και δια τούτο οστέα γυμνά και λείψανα των αγίων εκβλύζουσιν ιάματα και θεραπεύουν κάθε ασθένειαν. Διατί οπόταν η ψυχή χωρίση από το κορμί με τον θάνατον, τότε η μεν ψυχή μοναχή χωρίς κορμί ευρίσκεται μαζί με όλην την θεότητα, ήγουν την θεία χάρη, και γίνεται και αυτή θεός κατά χάριν. Το δε κορμί απομένει μοναχόν χωρίς ψυχήν, μαζί με την θεότητα μονάχα, και φανερώνει εις τους ανθρώπους την Θείαν ενέργειαν και τα θαύματα. 

Διατί τότε πλέον ούτε η ψυχή είναι δυνατόν να έχη εις τας ενεργείας της κανένα εμπόδιον από τον δεσμόν του κορμιού, με το να είναι χωρισμένη από αυτό, ούτε το κορμί πάλιν εξ αιτίας της ψυχής βαρύνεται πλέον με καμμίαν ανάγκην σωματικήν, ήγουν πείναν, δίψαν, και άλλο παρόμοιον. Αλλά επειδή και τα δύο αυτά, και η ψυχή και το κορμί, ελύθησαν από κάθε ανάγκην και πείραξιν, όπου είχον από τον δεσμόν εκείνον, δια τούτο ενεργείται και εις το ένα και εις το άλλο η θεία χάρις χωρίς κανένα εμπόδιον. 

Ωσάν όπου έγιναν πλέον όλως διόλου του Θεού και η ψυχή και το κορμί, τα οποία τα οικειοποιήθη η θεότης δια μέσου της θεοπρεπούς πολιτείας, όπου έκαμαν εις τούτον τον κόσμον, όταν ήσαν μαζί και τα δύο. Εις δε τον καιρόν της κοινής αναστάσεως παίρνει και το κορμί την αφθαρσίαν, οπού εχάρισεν ο Θεός εις την ψυχήν, όπου ηγιάσθη»[Το κείμενο ελήφθη από το βιβλίο του π. Αλεβιζόπουλου, «Η Ορθοδοξία μας», σελ. 458- 460].  

Της Σταυροπροσκυνήσεως (Κυριακή Γ’ Νηστειών)

$
0
0
Της Σταυροπροσκυνήσεως 
(Κυριακή Γ’ Νηστειών) 

«Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοὶς Βασιλεύσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα».

Ευαγγέλιο Κυριακής: Μάρκ. η΄34 – θ΄1
34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου οὗτος σώσει αὐτήν. 36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37 ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. 

1ΚΑΙ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει. Να σηκώνουμε τον Σταυρό μας.

Καθώς βρισκόμαστε στο μέσο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας προβάλλει στους ιερούς Ναούς μας τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου και μας καλεί να τον προσκυνήσουμε με δέος και πίστη και να πάρουμε χάρη πολλή και δύναμη για τον πνευματικό αγώνα που διεξάγουμε την περίοδο αυτή. 


Τι θα πει αυταπάρνηση

Λίγες εβδομάδες πριν από το πάθος τουο Κύριος κάλεσε τους μαθητές του και τα πλήθη του λαού για να τους πει λόγια βαρυσήμαντα για τη ζωή τους και τη ζωή όλων μας. Όποιος θέλει, είπε, να με ακολουθήσει και να γίνει μαθητής μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του κι ας πάρει τη σταθερή απόφαση να υποστεί για μένα όχι μόνο κάθε θλίψη και δοκιμασία αλλά και θάνατο σταυρικό, και τότε ας με ακολουθεί.

Τι σημαίνει όμως «απαρνούμαι τον εαυτό μου»;Σημαίνει δυο πράγματα. Πρώτα ότι νεκρώνω τον παλαιό εαυτό που κρύβω μέσα μου, τον διαγράφω από τη ζωή μου. Παύω να υπάρχω γι’ αυτόν. Αρνούμαι δηλαδή και νεκρώνω τα θελήματα, τις επιθυμίες και τις ροπές του παλαιού ανθρώπου. Ακόμη κι αν τον δω να επαναστατεί, να αντιδρά, να επιζητεί με μανία και επιμονή καθετί αμαρτωλό, εγώ δεν υποκύπτω, δεν του δίνω σημασία. Έχω αρνηθεί όχι μόνο κάτι από τον εαυτό μου αλλά όλο τον παλαιό εαυτό μου.

Αρνούμαι τον παλαιό εαυτό μου σημαίνειταυτόχρονα ότι υποτάσσομαι στο άγιο θέλημα του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ακολουθώ τον Κύριο όπου με οδηγεί. Και υπομένω όλες τις θλίψεις που επιτρέπει στη ζωή μου για τον εξαγιασμό μου. Μέχρι του σημείου να περιφρονώ ακόμη και το θάνατο. Διότι αυτό σημαίνει να σηκώνω διαρκώς τον σταυρό των θλίψεων και της θυσίας. Όπως κάθε κατάδικος σήκωνε ως μελλοθάνατος τον σταυρό του, έτσι κι εγώ πρέπει να σηκώνω τον δικό μου σταυρό περιμένοντας το μαρτύριο. Με την απόφαση να είμαι έτοιμος σε κάθε στιγμή, αργά ή γρήγορα, να πεθάνω, αν μου το ζητήσει ο Κύριος. Και να προχωρώ με τέτοια διάθεση όχι για λίγο αλλά σε όλη μου τη ζωή. Να σηκώνω τον σταυρό των θλίψεων όχι αναγκαστικά, επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, αλλά με χαρά κι ελπίδα, με τη συναίσθηση ότι ο δρόμος της υποταγής στο θέλημα του Θεού, τον οποίο βαδίζω σηκώνοντας τον σταυρό των θλίψεων, είναι ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία μου, στον Παράδεισο.

Όλη η ζωή του Κυρίου άλλωστε ήταν μία διαρκής αυταπάρνηση, προσφορά και θυσία, που κορυφώθηκε και ολοκληρώθηκε στη σταυρική θυσία. Κι επειδή αυτός πρώτος εφάρμοσε την τέλεια αυταπάρνηση, ζητά κι από μας ν’ ακολουθήσουμε ολόψυχα το παράδειγμά του.

Πόσο αξίζει μια ψυχή

Ο Κύριος συνέχισε τη διδασκαλία του λέγοντας: όποιος θέλει να σώσει την επίγεια ζωή του, θα χάσει την αιώνια.Όποιος όμως θυσιάσει τη ζωή του για μένα και το Ευαγγέλιό μου, αυτός θα σώσει την ψυχή του. Διότι τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο εάν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του; Και τι μπορεί να δώσει ως αντάλλαγμα για να την εξαγοράσει; Όποιος ντραπεί εμένα και τους λόγους μου επειδή φοβάται τους χλευασμούς των ανθρώπων της αποστατημένης και αμαρτωλής αυτής γενιάς, αυτόν θα τον αποκηρύξω κι εγώ όταν θα έλθω μέσα στη θεϊκή δόξα μου μαζί με τους αγίους αγγέλους.

Και ο Κύριος επισφράγισε τους λόγους του λέγοντας: Πολλοί από σας, πριν πεθάνουν, θα δουν να θεμελιώνεται με δύναμη ακαταγώνιστη η Βασιλεία του Θεού στη γη, δηλαδή η Εκκλησία μου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Σ’ όλη αυτή τη διδασκαλία του ο Κύριος τονίζει την αξία της ψυχής μας. Και τι λέει; Πόσο αξίζει η ψυχή μας; Ανυπολόγιστα. Δεν συγκρίνεται με όλα τα αγαθά του κόσμου αυτού. Έχει ασυγκρίτως ανώτερη αξία από όλα τα πλούτη, τις τιμές και τις απολαύσεις αυτής της ζωής. Γι’ αυτήν ο Θεός έγινε άνθρωπος, γι’ αυτήν έχυσε το αίμα του επάνω στο σταυρό και μας εξαγόρασε με το τίμιο Αίμα του. Κι αν εμείς περιφρονήσουμε το πολυτιμότατο αυτό λύτρο που έδωσε ο Χριστός για την ψυχή μας, η καταστροφή μας θα είναι ανεπανόρθωτη. Διότι, όταν εμείς αμαρτάνουμε συστηματικά και ασύστολα, κινδυνεύουμε να χάσουμε την ψυχή μας για πάντα στην αιώνια κόλαση. Εκεί η ψυχή θα χωρισθεί αιωνίως από τον Θεό, τη χάρη του και την αγάπη του και θα βυθισθεί στο αιώνιο σκοτάδι. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος ότι το χειρότερο κακό που μπορούμε να πάθουμε οι άνθρωποι, είναι το να χάσουμε την ψυχή μας. Και αν χάσουμε την ψυχή μας, χάσαμε τον Θεό, χάσαμε τον εαυτό μας, χάσαμε τα πάντα. Κι αυτή η απώλεια είναι αμετάκλητη. Μήπως έχουμε και άλλη ψυχή, ώστε να δώσουμε μία στον σατανά και μία στον Θεό; Ή να δώσουμε τη μία αντάλλαγμα για την απώλεια της άλλης; Τα χρήματα και τα κτήματα και τα σπίτια μπορούμε να τα ανταλλάξουμε. Την ψυχή όμως ποτέ.

Και δεν είναι δύσκολο να τη χάσουμε. Σ’ αυτή τη ζωή φοβερός πόλεμος διεξάγεται. Με λύσσα οι δαίμονες ζητούν να αρπάξουν και να κατασπαράξουν την ψυχή μας. Ας αντισταθούμε λοιπόν κι ας αγωνισθούμε. Ώστε, όταν κλείσουμε τα μάτια μας, να παραλάβουν την ψυχή μας οι παμφώτεινοι άγγελοι στην αγκαλιά του Θεού. (
www.xfd.gr)

Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως
Πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Σμέμαν (†)

Από τα παμπάλαια χρόνια, το βράδυ του Σαββάτου της τρίτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο σταυρός μεταφέρεται στο κέντρο του ναού, και ολόκληρη η ακόλουθη εβδομάδα είναι γνωστή ως εβδομάδα του Σταυρού. Ξέρουμε πως η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελεί μία προετοιμασία για τη Μεγάλη Εβδομάδα, τότε που η Εκκλησία θα ανακαλέσει στη μνήμη της τον πόνο, τη σταύρωση και το θάνατο του Ιησού Χριστού πάνω στο σταυρό. Η προβολή του σταυρού στη μέση της Σαρακοστής, μας υπενθυμίζει το σκοπό της βαθύτερης και εντατικότερης εκκλησιαστικής ζωής κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Έτσι είναι ο κατάλληλος τόπος εδώ, για να σκεφτούμε το ρόλο του σταυρού, αυτού του σημαντικότατου και χαρακτηριστικότατου όλων των Χριστιανικών συμβόλων.

Το σύμβολο αυτό έχει δύο στενά αλληλένδετες σημασίες. Αφενός είναι ο σταυρός του Χριστού, αυτό το αποφασιστικό όργανο με το οποίο ολοκληρώθηκε η επίγεια ζωή και διακονία του Χριστού. Είναι η ιστορία ενός φοβερού και τρομακτικού μίσους ενάντια σ Αὐτὸν που ολόκληρη η διδασκαλία Του επικεντρώθηκε στην εντολή της αγάπης, και που ολόκληρο το κύρυγμά Του ήταν μία κλήση σε αυτοθυσία στο όνομα της αγάπης. Ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος κυβερνήτης στον οποίο μεταφέρθηκε ο Χριστός, αφού Τον συνέλαβαν, Τον εκτύπησαν και Τον έφτυσαν, λέει, «εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω» (Ιωάν. 19, 4). Αυτό όμως προκάλεσε ένα ισχυρότερο ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν!» φωνάζει το πλήθος.

Έτσι ο σταυρός του Χριστού θέτει ένα αιώνιο πρόβλημα, που σκοπεύει στο βάθος της συνειδήσεως:γιατί η καλωσύνη ξεσήκωσε όχι μόνο αντίθεση, αλλά και μίσος;Γιατί η καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ αὐτὸν τον κόσμο;

Συνήθως αποφεύγουμε να δώσουμε απάντηση σ αὐτὸ το ερώτημα, επιρρίπτοντας την ευθύνη σε κάποιον άλλο: αν ήμασταν εκεί, αν ήμουν εκεί εκείνη την τρομερή νύχτα, δε θα είχα συμπεριφερθεί όπως οι άλλοι. Αλλοίμονο όμως, κάπου βαθιά στη συνείδησή μας γνωρίζουμε πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Ξέρουμε πως οι άνθρωποι που βασάνισαν, σταύρωσαν και μίσησαν τον Χριστό δεν ήταν κάποιου είδους τέρατα, κατεχόμενα από κάποιο ιδιαίτερο και μοναδικό κακό. Όχι, ήταν «όπως όλοι μας». Ο Πιλάτος προσπάθησε ακόμη και να υπερασπιστεί τον Ιησού, να μεταπείσει το πλήθος, προσφέρθηκε ακόμη και να απελευθερώσει το Χριστό ως κίνηση καλής θελήσεως, χάριν της εορτής, όταν κι αυτό απέτυχε, στάθηκε μπροστά στο πλήθος και ένιψε τα χέρια του, δείχνοντας τη διαφωνία του σ αὐτὸ το φόνο.

Με λίγες πινελιές το ευαγγέλιο σχεδιάζει την εικόνα αυτού του παθητικού Πιλάτου, του τρόμου του, της γραφειοκρατικής του συνειδήσεως, της δειλής του αρνήσεως να ακολουθήσει τη συνείδησή του.

Δε συμβαίνει όμως ακριβώς το ίδιο στη δική μας ζωή και στη ζωή γύρω μας;Δεν είναι αυτή η πιο κοινότυπη, η πιο τυπική ιστορία; Δεν είναι παρών συνεχώς μέσα μας κάποιος Πιλάτος;

Δεν είναι αλήθεια πως όταν έρθει η στιγμή να πούμε ένα αποφασιστικό, αμετάκλητο όχι στο ψεύδος, στην αδικία, στο κακό και στο μίσος, ενδίδουμε στον πειρασμό να «νίψουμε τας χείρας μας»;

Πίσω από τον Πιλάτο ήταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες, οι οποίοι όμως υπερασπιζόμενοι τον εαυτό τους θα μπορούσαν να πουν: εκτελέσαμε απλώς διαταγές, μας είπαν να «εξουδετερώσουμε» κάποιον ταραχοποιό που προκαλούσε αναστάτωση και αταξία, για ποιό πράγμα μιλάτε λοιπόν; Πίσω από τον Πιλάτο, πίσω από τους στρατιώτες ήταν το πλήθος, οι ίδιοι άνθρωποι που έξι μέρες πριν φώναζαν «Ωσαννά», καθώς υποδέχονταν θριαμβευτικά το Χριστό, κατά την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ, μόνο που τώρα η κραυγή τους ήταν «Σταύρωσον αυτόν!» Έχουν όμως και γι αὐτὸ μία εξήγηση. Δεν είναι οι ηγέτες τους, οι διδάσκαλοί τους και οι κυβερνήτες τους αυτοί που τους έλεγαν πως ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας εγκληματίας, που κατέλυσε τους νόμους και τις συνήθειες, και γι αὐτό, βάσει του νόμου, «πάντοτε βάσει του νόμου, πάντοτε σύμφωνα με το υπάρχον καταστατικό», πρέπει να πεθάνει…; Έτσι κάθε συμπαίκτης σ αὐτὸ το τρομακτικό γεγονός είχε δίκαιο «από την πλευρά του», όλοι δικαιώθηκαν. Όλοι μαζί όμως δολοφόνησαν έναν άνθρωπο στον οποίον «ουδέν ευρέθη αίτιον». Η πρώτη σημασία του σταυρού συνεπώς είναι η κρίση του κακού, η μάλλον της ψευδοκαλωσύνης αυτού του κόσμου, μέσα στον οποίο πανηγυρίζει αιώνια το κακό, και ο οποίος προωθεί τον τρομακτικό θρίαμβο του κακού πάνω στη γη.

Αυτό μας μεταφέρει στη δεύτερη σημασία του σταυρού. Μετά το σταυρό του Χριστού ακολουθεί ο δικός μας σταυρός, για τον οποίο ο Χριστός είπε, «ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι,… αράτω τον σταυρόν αυτού καθ ἡμέραν και ακολουθείτω μοι» (Λουκ. 9, 23). Αυτό σημαίνει πως η επιλογή που είχε να κάνει ο καθένας εκείνη τη νύχτα –ο Πιλάτος, οι στρατιώτες, οι αρχηγοί, το πλήθος κι ο καθένας μέσα στο πλήθος – είναι μία επιλογή που τίθεται συνεχώς και σε καθημερινή βάση μπροστά μας. Εξωτερικά, η επιλογή έχει να κάνει με κάτι φαινομενικά ασήμαντο για μας, η δευτερεύον. Για τη συνείδηση όμως τίποτε δεν είναι πρώτο η δεύτερο, αλλά το καθετί μετράται αν είναι αληθινό η ψεύτικο, καλό η κακό. Το να σηκώνεις λοιπόν το σταυρό σου καθημερινά δεν είναι απλώς το να αντέχεις τα φορτία και τις μέριμνες της ζωής, αλλά πάνω απ ὅλα το να ζεις αρμονικά με τη συνείδησή σου, το να ζεις μέσα στο φως της κρίσεως της συνειδήσεως.

Ακόμη και σήμερα, με όλο τον κόσμο να κοιτάζει, ένας άνθρωπος στον οποίο «ουδέν ευρέθη αίτιον» μπορεί να συλλαμβάνεται, να βασανίζεται, να κτυπιέται, να φυλακίζεται η να εξορίζεται. Όλα αυτά δε «επί τη βάσει του νόμου», χάριν της υπακοής και πειθαρχίας, όλα στο όνομα της τάξεως, για το καλό όλων. Πόσοι Πιλάτοι δε νίπτουν τα χέρια τους, πόσοι στρατιώτες δε σπεύδουν να εκτελέσουν τις διαταγές της στρατιωτικής ιεραρχίας, πόσοι άνθρωποι υπάκουα, δουλόπρεπα δεν τους χειροκροτούν, η τουλάχιστον δεν κοιτάζουν σιωπηλά το κακό που θριαμβεύει; Καθώς μεταφέρουμε το σταυρό, καθώς τον προσκυνούμε, καθώς τον ασπαζόμαστε, ας σκεφτούμε τη σημασία του. Τι μας λέει, σε τι μας καλεί;Ας θυμηθούμε το σταυρό ως επιλογή από την οποία κρέμονται τα πάντα στον κόσμο, και που χωρίς αυτόν όλα στον κόσμο γίνονται θρίαμβος του κακού και του σκότους. Ο Χριστός είπε, «εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον» (Ιωάν. 9, 39). Σ᾽ αυτή την κρίση, μπροστά στο δικαστήριο της σταυρωμένης αγάπης, της αλήθειας και της καλωσύνης, δικάζεται ο καθένας μας. (www.pemptousia.gr)

Γ' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ

Η τρίτη Κυριακή των Νηστειώνονομάζεται <<Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης>>. Μετά από τη μεγάλη Δοξολογία στον όρθρο, ο Σταυρός μεταφέρεται σε μια σεμνή πομπή στο κέντρο του ναού και παραμένει εκεί όλη την υπόλοιπη εβδομάδα, οπότε στο τέλος κάθε ακολουθίας γίνεται προσκύνηση του Σταυρού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί στην υμνολογία αυτής της Κυριακής, παρουσιάζεται όχι μέσα στα πλαίσια του πόνου, αλλά της νίκης και της χαράς.

Βρισκόμαστε στη μέση της Μεγάλης Σαρακοστής.Από τη μια πλευρά η φυσική και πνευματική προσπάθεια, αν είναι συστηματική και συνεχής, αρχίζει να μας γίνεται αισθητή, το φόρτωμα να γίνεται πιο βαρύ, η κόπωση πιο φανερή. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια και ενθάρρυνση. Από την άλλη πλευρά, αφού αντέξουμε αυτή τη κόπωση και έχουμε αναρριχηθεί στο βουνό μεχρι αυτό το σημείο, αρχίζουμε να βλέπουμε το τέλος της πορείας μας και η ακτινοβολία του Πάσχα γίνεται πιο έντονη.

Η Σαρακοστή είναι η σταύρωση του εαυτού μας, είναι η εμπειρία - περιορισμένη βέβαια - που αποκομίζουμε από την εντολή του Χριστού που ακούγεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής: <<όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του ας σηκώσει το σταυρό του, και έτσι ας με ακολουθεί>> (Μαρκ.8,34).

Αλλά δεν μπορούμε να σηκώσουμε το σταυρό μας και ν' ακολουθήσουμε το Χριστό αν δεν ατενίζουμε το Σταυρό που Εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. 

Αυτό μας εξηγεί το συναξάρι της Κυριακής:
Στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών, κατά κάποιο τρόπο, και μείς σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι' αυτό υψώνεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, για αναψυχή και υποστήριξή μας. Μας θυμίζει τα πάθη του Κυρίου και μας παρηγορεί.. Είμαστε σαν τους οδοιπόρους σε δύσκολο και μακρινό δρόμοπου, κατάκοποι, κάθονται για λίγο να αναπαυθούν. Με το ζωοποιό Σταυρό γλυκαίνει την πίκρα που νοιώθουμε από τη νηστεία, μας ενισχύει στη πορεία μας στην έρημο έως ότου φθάσουμε στην πνευματική Ιερουσαλήμ με την ανάστασή Του.. Επειδή ο Σταυρός λέγεται Ξύλο Ζωήςκαι είναι εκείνο το ξύλο που φυτεύθηκε στον Παράδεισο, γι' αυτό και οι θείοι Πατέρες τοποθέτησαν τούτο στο μέσο της Σαρακοστής, για να μας θυμίζει του Αδάμ την ευδαιμονία και την πτώση του από αυτή, να μας θυμίζει ακόμα ότι με τη συμμετοχή μας στο παρόν Ξύλο δεν πεθαίνουμε πια αλλά ζωογονούμαστε>>. (www.monipetraki.gr)



Κήρυγμα π. Θεοδώρου Ζήση - Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως 

Σταυροφόρων συμπόρευση

$
0
0
Σταυροφόρων συμπόρευση
του Αρχιμ.Χρυσόστομου Χρυσόπουλου 

Η αυριανή γιορτή μπορεί να μην έχει ιστορικά συγκεκριμένα στοιχεία (όπως η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού), έχει καθιερωθεί όμως για πνευματικούς λόγους. Βρισκόμαστε στην μέση της Μεγάλης Τεσσαροκοστής. Μας προτάσσει για προσκύνηση τον Τίμιο Σταυρό η Εκκλησία, για να κοιτάξουμε τους ώμους μας. Εκεί θα υπάρχει ένας ή περισσότεροι σταυροί. Όταν τους ζυγίσουμε με εκείνους του Κυρίου δεν θα είναι όμοιοι, θα είναι όμως ισοβαρείς με τις δυνάμεις μας. Η Θεία Πρόνοια το επιτρέπει, για να μην απογοητευόμαστε, να μην καμπτόμεθα εύκολα.


Πολλοί και διάφοροι είναι οι Σταυροί μας. Ξεκινούν από προβλήματα υγείας, περνούν από την ανεργία και την φτώχεια, την ξενιτειά και την ορφάνια, για να φτάσουν στην ανατροφή των παιδιών που δυσκολεύει μέρα με την ημέρα, και στις διανθρώπινες σχέσεις που περνούν κρίση ακόμα και για ασήμαντα θέματα. Καρφωνόμαστε σε κάθε λογής σταυρό με καρφιά τα λόγια των άλλων που κρύβουν κακία ή δείχνουν κακεντρέχεια. Με καρφιά αδικίας ή συκοφαντίας, πένθους ή απογοήτευσης. Είμαστε βέβαια σταυροφόροι στην βιωτή μας, όμως πρέπει να είμαστε και ελπιδοφόροι στην πορεία μας.

Ο προσωπικός μας Γολγοθάς θα δώσει αργά ή γρήγορα την θέση του στο μνήμα. Εκεί ας θάψουμε τις αμαρτίες μας, τις αστοχίες μας, όσα μας έκαναν οι άλλοι. Η ταφόπλακα ας καλύψει την πτώση μας και πλέον ας αναμένουμε την ανάσταση της δικαίωσης και της λύτρωσης, από τον Εσταυρωμένο Θεό της αγάπης.

Δεν είναι λόγια παρηγοριάς αλλά βεβαιότητα καρδιάς. Αν πιστέψουμε στον Σταυρό του Κυρίου, τότε θα είμαστε οι όντως αναστημένοι δίπλα Του. Διδάσκει ο Κύριος αύριο την άρση του Σταυρού, όχι γιατί είναι μόνο δικός Του, αλλά γιατί υπάρχει και δίπλα μας ακριβώς.

Θα περιφέρει η Εκκλησία αύριο τον Τίμιο Σταυρόκαι ταυτόχρονα θα κάνει τους λόγους του Κυρίου προσκλητήριο, για να πάρουμε όλοι μας τους σταυρούς μας και να συμπορευτούμε στο πλευρό Του. Δεν είμαστε μόνοι. Αυτό είναι που κάνει να αισθανόμαστε τους αναπόφευκτους σταυρούς μας άλλοτε ελαφρύτερους και κάποτε να τους βλέπουμε και ως ευλογία. Θα δούμε και αυτούς που δεν κατανοούν τον σκοπό του Σταυρού και δεν αντέχουν το βάρος του, όσο μικρό ή παροδικό και αν είναι, να είναι εδώ. Είναι εκείνοι που θέλουν την ζωή τους γεμάτη ανέσεις, απροβλημάτιστη και άπικρη. Μπορεί να είναι έτσι; Όχι! Είναι μυστήριο λοιπόν ο Σταυρός. Αν δεν ήταν, θα είχαν και οι θνητοί την δυνατότητα να τον βαστάζουν στους ώμους τους και δεν θα ήταν έργο μόνον Χριστού για την δική μας ζωή και λύτρωση. Άλλοι όμως αίρουν τους σταυρούς ως μιμητές Του και άλλοι ως της απιστίας τους σφραγίδα.

Ο Σταυρός που θα δούμε να τοποθετείται αύριο, όπως και την Μεγάλη Πέμπτη στο μέσον του Ναού μας δεν είναι απλό όριο θανάτου αλλά αρχή ζωής και πέρασμα στην ανάσταση. Δεν έμεινε εκεί άφωνος ο Θεός, η ανθρωπότητα έμεινε άφωνη που είδε τον Θεό εκεί πάνω. Η εσταυρωμένη και πονεμένη ανθρωπότητα εκεί στον Τίμιο Σταυρό βλέπει την αντοχή της, εκεί αναμένει την δικαίωσή της. Ο Σταυρός του Ιησού από όπλο τιμωρίας γίνεται σύμβολο επανάστασης της αγιότητας έναντι της αμαρτίας, της αφθαρσίας έναντι της φθοράς, της ζωής έναντι του θανάτου.

Λιγοστεύουν οι ημέρες που θα δούμε στον Σταυρό του Κυρίου μας στον Γολγοθά. Γίνονται όμως περισσότεροι και οι πειρασμοί, μήπως παρακολουθούμε με δάκρυα μια ρομαντική ιστορία και με συγκίνηση την ιερή πορεία, αυτού του ίδιου του Θεού. Ότι έπραξε δεν το έκανε για την δική Του προβολή και καταξίωση. Δεν είχε ανάγκη να δείξει την δύναμή Του. Να μας δώσει ελπίδα θέλει η Εκκλησία προτείνοντας ενώπιόν μας για προσκύνηση. Η ανανέωση παντού και πάντα χρειάζεται. Όταν μάλιστα οι αντιστάσεις μας λιγοστεύουν ή φαίνονται ανίσχυρες για μάχες πνευματικές, έρχεται ο Χριστός, όχι ως σταυρωμένος αλλ’ ως συγκυρηναίος.
ΑΜΕΝ.GR

Ερμηνεία του «Κύριε ελέησον» ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Τόμος Ε'

$
0
0
Ερμηνεία του «Κύριε ελέησον»
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Τόμος Ε'

      Συνοπτικά σχόλια
Και αυτό το μικρό κείμενο, που πραγματεύεται με χαριτωμένη απλότητα για την μονολόγιστη ευχή, παραδίδεται από τους συλλέκτες των πατερικών κειμένων της Φιλοκαλίας ανωνύμως και μέσα από τις προθέσεις τους να γνωσθεί και να καλλιεργείται από τον λαόν του Θεού η γλυκύτατη νοερά προσευχή. Για να θεμελιώσει δε την αναγκαιότητα της εκζητήσεως του θείου ελέους, ο συντάκτης του μικρού αυτού δοκιμίου ανατρέχει στην εποχή των Αποστόλων, που παρέδωσαν την ευχή, συμφώνως και προς άλλους διδασκάλους της νοεράς προσευχής. Παρ' ότι περιέχει απόψεις κοινές πλέον, γύρω από την ευχή του Ιησού, όμως, στην απλότητα του, οικοδομεί, πείθει, κατανύσσει με την ιδιαίτερη χάρη του, οπότε και με αυτό επιτυγχάνεται ο σκοπός των εκδοτών της Φιλοκαλίας, ώστε να δικαιούται να ενσωματωθεί σ' αυτή.


     Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»,και συντομότερα «Κύριε ελέησον», από τον καιρό των Αποστόλων χαρίστηκε στους Χριστιανούς και ορίστηκε να το λένε ακατάπαυστα, όπως και το λένε. Τι σημαίνει όμως τούτο το «Κύριε ελέησον», είναι πολύ λίγοι σήμερα που το ξέρουν, κι έτσι φωνάζουν καθημερινά ανωφελώς, αλλοίμονο, και ματαίως το «Κύριε ελέησον», και το έλεος του Κυρίου δεν το λαβαίνουν γιατί δεν ξέρουν τι ζητούν. Γι' αυτό πρέπει να ξέρομε πως ο Υιός και Λόγος του Θεού, αφότου σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και υπέμεινε τόσα πάθη και σταυρώθηκε και χύνοντας το πανάγιο αίμα Του εξαγόρασε τον άνθρωπο από τα χέρια του διαβόλου, από τότε έγινε Κύριος και εξουσιαστής της ανθρώπινης φύσεως. Και προτού βέβαια σαρκωθεί ήταν Κύριος όλων των κτισμάτων, ορατών και αοράτων, ως δημιουργός και ποιητής τους, όμως των ανθρώπων και των δαιμόνων που δε θέλησαν από μόνοι τους να τον έχουν Κύριο και εξουσιαστή τους, δεν ήταν και Αυτός Κύριος τους, ο Κύριος όλου του κόσμου. 

Ο πανάγαθος Θεός δηλαδή, και τους Αγγέλους και τους ανθρώπους τους έκανε αυτεξούσιους και τους χάρισε το λογικό, να έχουν γνώση και διάκριση• γι' αυτό, ως δίκαιος που είναι και αληθινός, δε θέλησε να τους αφαιρέσει το αυτεξούσιο και να τους εξουσιάζει με τη βία και χωρίς τη θέλησή τους. Αλλά εκείνους που θέλουν να είναι κάτω από την εξουσία και διακυβέρνησή Του, εκείνους ο Θεός και τους εξουσιάζει και τους κυβερνά• εκείνους πάλι που δε θέλουν, τους αφήνει να κάνουν το θέλημα τους, ως αυτεξούσιοι που είναι. Για τούτο και τον Αδάμ που πλανήθηκε από τον αποστάτη διάβολο κι έγινε κι αυτός αποστάτης του Θεού και δε θέλησε να υπακούσει στην εντολή Του, τον άφησε ο Θεός στο αυτεξούσιό του και δε θέλησε να τον εξουσιάζει τυραννικά.     

     Αλλά ο φθονερός διάβολος που τον πλάνησε εξαρχής, δεν έπαψε κι έπειτα να τον πλανά, ώσπου τον έκανε παρόμοιο στην αλογία με τα κτήνη τα ανόητα και ζούσε πλέον σαν ζώο άλογο και ανόητο. Μα ο πολυέλεος Θεός τον σπλαχνίστηκε τελικά κι έτσι χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη1 κι έγινε άνθρωπος για τον άνθρωπο• και με το πανάχραντο αίμα Του τον λύτρωσε από τη δουλεία της αμαρτίας και δια μέσου του ιερού Ευαγγελίου τον οδήγησε πως να ζει θεάρεστα. Και, κατά τον Θεολόγο Ιωάννη, μας έδωσε εξουσία να γίνομε τέκνα Θεού2 και με το θείο βάπτισμα μας αναγέννησε και μας ανέπλασε και με τα άχραντά Του μυστήρια τρέφει καθημερινά την ψυχή μας και τη ζωογονεί. Και μ' ένα λόγο, με την άκρα Του σοφία βρήκε τον τρόπο να μένει πάντοτε αχώριστος μ' εμάς κι εμείς με Αυτόν, για να μην έχει πλέον καθόλου τόπο σ' εμάς ο διάβολος. Ορισμένοι όμως από τους Χριστιανούς, ύστερα από τόσες χάριτες που αξιώθηκαν και υστέρα από τόσες ευεργεσίες που έλαβαν από τον Δεσπότη Χριστό, πλανήθηκαν πάλι από το διάβολο και εξαιτίας του κόσμου και της σάρκας ξεμάκρυναν από το Θεό και κατακυριεύονται από την αμαρτία και από το διάβολο κάνοντας τα θελήματά του. 

Όμως δεν είναι τελείως αναίσθητοι ώστε να μην αισθάνονται το κακό που έπαθαν. Καταλαβαίνουν το σφάλμα τους και γνωρίζουν την υποδούλωσή τους, αλλά δεν μπορούν αυτοί μόνοι τους να γλυτώσουν και γι' αυτό προστρέχουν στο Θεό και φωνάζουν το «Κύριε ελέησον» για να τους ευσπλαχνιστεί ο πολυέλεος Κύριος και να τους ελεήσει, να τους δεχτεί σαν τον άσωτο υιό3 και να τους δώσει πάλι τη θεία χάρη Του και μέσω αυτής να γλυτώσουν από τη δουλεία της αμαρτίας, ν' απομακρυνθούν από τους δαίμονες και να λάβουν πάλι την ελευθερία τους, για να μπορέσουν με τον τρόπο αυτό να ζήσουν θεάρεστα και να φυλάξουν τις εντολές του Θεού. Αυτοί λοιπόν οι Χριστιανοί που, όπως είπαμε, με τέτοιο σκοπό φωνάζουν το «Κύριε ελέησον», αυτοί θα επιτύχουν εξάπαντος και το έλεος του πανάγαθου Θεού και θα λάβουν τη χάρη Του να ελευθερωθούν από τη δουλεία της αμαρτίας και να σωθούν. 

Εκείνοι όμως που δεν έχουν είδηση από αυτά που είπαμε, μήτε γνωρίζουν τη συμφορά τους που είναι καταδουλωμένοι στα θελήματα της σάρκας και στα κοσμικά πράγματα, μήτε έχουν ευκαιρία να συλλογιστούν την υποδούλωση τους, αλλά χωρίς τέτοιο σκοπό φωνάζουν μόνο το «Κύριε ελέησον», περισσότερο από συνήθεια, αυτοί πως είναι δυνατό να λάβουν το έλεος του Θεού; Και μάλιστα τέτοιο θαυμάσιο και άπειρο έλεος; Γιατί είναι καλύτερα να μη λάβουν το έλεος του Θεού, παρά να το λάβουν και πάλι να το χάσουν, επειδή τότε είναι διπλό το φταίξιμο τους. Άλλωστε, αν κανείς δώσει κανένα πετράδι πολύτιμο στα χέρια μικρού παιδιού ή κανενός αγροίκου άνθρωπου που να μην ξέρει τι αξίζει, και αυτοί το πάρουν στα χέρια τους και το χάσουν, είναι φανερό πως δεν το έχασαν εκείνοι αλλά αυτός που τους το έδωσε.

     Και για να καταλάβεις καλύτερα τα λεγόμενα, συλλογίσου πως στον κόσμο τούτο εκείνος που είναι άπορος και φτωχός και θέλει να πάρει ελεημοσύνη από κάποιο πλούσιο, πηγαίνει και του λέει «ελέησον με», δηλαδή «λυπήσου με για τη φτώχεια μου και δος μου τα αναγκαία». Και πάλι, εκείνος που έχει χρέος και θέλει να του το χαρίσει ο δανειστής του, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «λυπήσου με για την ανέχειά μου και χάρισέ μου αυτό που σου χρωστώ». Όμοια και ο φταίχτης, θέλοντας να τον συγχωρήσει εκείνος στον οποίο έφταιξε, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «συγχώρεσέ με για ό,τι σου έκανα». 

Από την άλλη μεριά, ο αμαρτωλός φωνάζει στο Θεό το «Κύριε ελέησον» και δεν ξέρει μήτε τι λέει, μήτε γιατί το λέει, αλλά μήτε τι είναι το έλεος του Θεού που τον παρακαλεί να του το δώσει, μήτε σε τι τον συμφέρει το έλεος που ζητά, και μόνο από συνήθεια φωνάζει «Κύριε ελέησον», χωρίς να ξέρει τίποτε. 

Πως λοιπόν να του δώσει ο Θεός το έλεός Του, αφού αυτός, καθώς δεν το ξέρει, το καταφρονεί και πάλι το χάνει σύντομα και αμαρτάνει περισσότερο; Το έλεος του Θεού δεν είναι άλλο, παρά η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, την οποία πρέπει να ζητούμε από το Θεό εμείς οι αμαρτωλοί και να φωνάζομε ακατάπαυστα το «Κύριε ελέησον», δηλαδή «λυπήσου με, Κύριε μου, τον αμαρτωλό, στην ελεεινή κατάσταση που βρίσκομαι, και δέξου με πάλι στη χάρη Σου• δος μου πνεύμα δυνάμεως, για να με δυναμώσει ν' αντισταθώ στους πειρασμούς του διαβόλου και στην κακή συνήθεια της αμαρτίας• δος μου πνεύμα σωφρονισμού, για να σωφρονιστώ, να έρθω σε αίσθηση του εαυτού μου και να διορθωθώ• δος μου πνεύμα φόβου, για να σε φοβούμαι και να φυλάγω τις εντολές Σου• δος μου πνεύμα αγάπης για να σε αγαπώ και να μην απομακρύνομαι πλέον από κοντά Σου• δος μου πνεύμα ειρήνης, για να φυλάγει την ψυχή μου ειρηνική και να συγκεντρώνω όλους μου τους λογισμούς και να είμαι ήσυχος και ατάραχος• δος μου πνεύμα καθαρότητας, για να με φυλάγει καθαρό από κάθε μολυσμό• δος μου πνεύμα πραότητας, για να είμαι ήμερος στους αδελφούς μου Χριστιανούς και να απέχω από το θυμό• δος μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης, για να μη φαντάζομαι τα υψηλά και υπερηφανεύομαι».

    Εκείνος λοιπόν που γνωρίζειτην ανάγκη που έχει από όλα αυτά και τα ζητά από τον πολυέλεο Θεό, φωνάζοντας το «Κύριε ελέησον», αυτός βεβαιότατα θα λάβει εκείνο που ζητά και θα επιτύχει το έλεος και τη θεία χάρη του Κυρίου. Όποιος όμως δεν ξέρει τίποτε από αυτά που είπαμε, αλλά από συνήθεια μόνο φωνάζει το «Κύριε ελέησον», αυτός δεν είναι δυνατό να λάβει ποτέ το έλεος του Θεού• γιατί και πρωτύτερα έλαβε πολλές χάριτες από το Θεό μα δεν τις αναγνώρισε, μήτε ευχαρίστησε το Θεό που του τις έδωσε. Αυτός έλαβε το έλεος του Θεού όταν πλάστηκε κι έγινε άνθρωπος• έλαβε το έλεος του Θεού όταν αναπλάστηκε με το άγιο βάπτισμα κι έγινε ορθόδοξος Χριστιανός• έλαβε το έλεος του Θεού όταν γλύτωσε από τόσους κινδύνους ψυχικούς και σωματικούς που δοκίμασε στη ζωή του• έλαβε το έλεος του Θεού τόσες φορές που αξιώθηκε να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια• έλαβε το έλεος του Θεού όσες φορές αμάρτησε στο Θεό και τον πίκρανε με τις αμαρτίες του και δεν εξολοθρεύτηκε, μήτε τιμωρήθηκε παιδαγωγικά όπως του έπρεπε* έλαβε το έλεος του Θεού όταν με διάφορους τρόπους ευεργετήθηκε από το Θεό και δεν το αναγνώρισε, αλλά όλα τα λησμόνησε και δε φρόντισε καθόλου για τη σωτηρία του. 

Αυτός λοιπόν ο Χριστιανός πως να λάβει το έλεος του Θεού χωρίς να το αισθάνεται και χωρίς να γνωρίζει πως δέχεται τέτοια χάρη από το Θεό, καθώς είπαμε, μήτε να ξέρει τι λέει, αλλά να φωνάζει μόνο το «Κύριε ελέησον» χωρίς κανένα στόχο και σκοπό, εκτός από μόνη τη συνήθεια;

1. Ψαλμ. 17, 10.
2. Ιω. 1,12.
3. Λουκ. 15, 20.
www.egolpion.com

Ήταν το Βυζάντιο κράτος θεοκρατικό;

$
0
0
ΗΤΑΝ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΟ;

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
Ελληνορθόδοξη παράδοση: ρίζωμα και προοπτική
Για να αποφύγουμε τη σύγχυση την οποία προκαλεί η έλλειψη ορισμού της θεοκρατίας στους περισσότερους συγγραφείς, προτείνουμε τέσσερα κριτήρια με τα όποια μπορεί να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο βαθμός θεοκρατίας σε ένα κράτος:

1) Ταύτιση πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας στο ίδιο πρόσωπο.
2) Επιβολή θρησκευτικών κανόνων στο σύνολο της νομοθεσίας.
3) Άσκηση της δημόσιας διοίκησης από θρησκευτικούς λειτουργούς.
4) Έλεγχος της εκπαίδευσης από τη θρησκευτική ιεραρχία.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το «Βυζάντιο» δεν ικανοποιεί ούτε ένα απ' αυτά τα τέσσερα κριτήρια ενός θεοκρατικού κράτους. Ας τα δούμε με τη σειρά.

1)Το ότι ο «Πάπας» και ο «Καίσαρας» ήταν διαφορετικά πρόσωπαείναι φυσικά γνωστό. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχε απόλυτη εξουσία πάνω σε όλες τις λειτουργίες της δημόσιας ζωής. Με άλλα λόγια, κανένας Χομεϊνί δεν κυβέρνησε ποτέ από τον Πατριαρχικό θρόνο πάνω σε όλο το κράτος. Επιπλέον κανένας επίσκοπος δεν ηγήθηκε ποτέ οποιουδήποτε στρατιωτικού τάγματος σε πολεμικές συγκρούσεις, όπως ήταν ο κανόνας στη Δύση.

2)Στο χώρο του Δικαίου, το «Βυζάντιο» συνέχισε τη μεγάλη Ρωμαϊκή παράδοση. Βασικός άξονας της νομοθεσίας σε όλη τη μακραίωνη ιστορία του παρέμεινε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, όπως το είχε κωδικοποιήσει ο Ιουστιανός. Σ' αυτό προστέθηκαν κατά καιρούς τροποποιήσεις τις όποιες επέβαλαν οι νέες κοινωνικές συνθήκες και η επίδραση του Χριστιανισμού. Έτσι η τελική σύνθεση ήταν μία πολύ πιο ανθρωπιστική εκδοχή του αρχαίου Ρωμαϊκού Δικαίου. Όλα αυτά πάντως άνηκαν στην κοσμική (μη εκκλησιαστική) σφαίρα του κράτους. Οι νομικές σχολές και τα δικαστήρια δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία, και οπωσδήποτε οι δικαστές δεν ήταν επίσκοποι, όπως συνέβαινε την ίδια εποχή στη Δύση. (Οι επίσκοποι μπορούσαν να είναι δικαστές σε ορισμένες περιπτώσεις, αν το ζητούσε ο κατηγορούμενος, αλλά αυτό αποτελούσε μια ανθρωπιστική παραχώρηση πού δεν αλλάζει την ουσία της κατά βάση κοσμικής δικαιοσύνης).

3)Η αδιατάρακτη πολιτιστικήσυνέχεια του «Βυζαντίου» είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει πάντοτε μια μορφωμένη γραφειοκρατία πού χειριζόταν τις κρατικές υποθέσεις. Αντίθετα, στη Δύση, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο, από τον 6ο αιώνα εμφανίζεται ένα τεράστιο κενό στην Παιδεία. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα της παρακμής των γραμμάτων στη Δύση είναι ότι δεν υπάρχουν πια μορφωμένοι μη εκκλησιαστικοί άνδρες για να επανδρώσουν τις στοιχειώδεις διοικητικές ανάγκες των νέων βαρβαρικών κρατών. Έτσι, από τον 7ο αιώνα, η Δυτική Ευρώπη βασίζεται αποκλειστικά πλέον σε κληρικούς για τις διπλωματικές, διοικητικές και εκπαιδευτικές λειτουργίες της.

Ήδη στην αυλή του Καρλομάγνου (τέλη 8ου αιώνα) όλοι σχεδόν οι γνωστοί λόγιοι, με εξαίρεση τον Einhard, είναι κληρικοί (Αλκουίνος, Παύλος Διάκονος, Πέτρος Διάκονος, Paulinus, κ.λπ.). Πρόκειται για μια εξέλιξη με κολοσσιαίες συνέπειες στη δυτική Ιστορία. Όχι μόνον επειδή διατηρήθηκε επί 1.000 χρόνια και σφράγισε το χαρακτήρα της Δύσης, αλλά και επειδή προκάλεσε τελικά ένα άγριο άντικληρικαλιστικό πνεύμα το όποιο ξέσπασε στα χρόνια του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτή ή αντίδραση έχει διαμορφώσει τη σημερινή στάση του δυτικοευρωπαίου απέναντι στο Χριστιανισμό. Ο δυτικοευρωπαίος θα ήταν πολύ διαφορετικός άνθρωπος, αν δεν κουβαλούσε μέσα του αιώνες καταπίεσης από τη μονοπωλιακή θέση της Λατινικής Εκκλησίας στη δημόσια ζωή. Όλα αυτά είναι, βέβαια, εντελώς άγνωστα στους Ρωμηούς, αφού ο κοσμικός χαρακτήρας της ρωμαϊκής διοίκησης αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό του «Βυζαντίου» σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του. Γι' αυτό, άλλωστε, και άντικληρικαλιστικά μηνύματα δεν είχαν ποτέ επιτυχία στο χώρο μας[1].

4)Σε ό,τι άφορα την εκπαίδευση μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τύπους σχολείων στο «Βυζάντιο»: τα δημόσια, τα ιδιωτικά και τα μοναστηριακά. Στα τελευταία επιτρεπόταν να φοιτούν μόνον παιδιά πού είχαν αφιερωθεί στο μοναχισμό. Μάλιστα, ή Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας (το 451) απαγόρευσε ρητά τη φοίτηση λαϊκών σ' αυτά τα σχολεία, και, απ' ό,τι φαίνεται, αυτός ο κανόνας εφαρμοζόταν χωρίς εξαίρεση[2]. Η πλειοψηφία λοιπόν των προγόνων μας της Ρωμανίας μορφωνόταν σε κοσμικά σχολεία σε αντίθεση με το τι συνέβαινε στη Δύση την ίδια εποχή. Όπως είναι γνωστό, στη Δύση, για πολλούς αιώνες, η πλήρης κατάρρευση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού είχε ως συνέπεια την ανάδειξη της Εκκλησίας σε αποκλειστικό φορέα της Εκπαίδευσης. Η μόνη μόρφωση πού μπορούσε να πάρει κανείς ήταν αύτη την οποία παρείχαν τα μοναστήρια.

Αντίθετα, στο «Βυζάντιο» η εκπαίδευσηήταν κυρίως προσκολλημένη στην κλασική παράδοση. Υποχρεωτικό ανάγνωσμα, μαζί με την Αγία Γραφή, ήταν ο Όμηρος, τον όποιον όλοι οι μαθητές μάθαιναν απέξω και τον εξηγούσαν λέξη προς λέξη[3]. Ό Ψελλόςκαυχιέται ότι από πολύ μικρός ήξερε ολόκληρη την Ιλιάδα απέξω[4]. Ή Άννα Κομνηνή αναφέρει εξηνταέξι φορές στίχους του Όμηρου στην «Αλεξιάδα» της, συχνά μάλιστα χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει τη διευκρίνηση «το ομηρικόν εκείνο...»[5]. Για να αντιληφθούμε το πολιτιστικό χάσμα πού χώριζε Ρωμαίους και Δυτικούς, αρκεί να θυμίσουμε ότι η Δύση πρωτογνώρισε τον Όμηρο μόλις τον 14ο αιώνα, όταν υστέρα από παραγγελία του Πετράρχη και του Βοκκάκιου, ένας Ρωμηός της Ν. Ιταλίας, ο Πιλάτος, μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στα λατινικά[6].

Ο κοσμικός χαρακτήρας της εκπαίδευσηςκαθ' όλη τη χιλιόχρονη ιστορία της αυτοκρατορίας τονίζεται και από το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ήταν ένα κρατικό ίδρυμα πού δε βρισκόταν ποτέ υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την ιδρυτική πράξη του (επί Θεοδοσίου Β', το 425),οι καθηγητές πληρώνονταν από το κράτος και μάλιστα απαλλάσσονταν από τους φόρους[7]. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρόγραμμα του Πανεπιστημίου δεν υπήρχε καν το μάθημα της Θεολογίας(!), αφού σκοπός της κρατικής εκπαίδευσης ήταν η μόρφωση κρατικών στελεχών και αξιωματούχων[8]

Όπως αναφέραμε και στην αρχή αυτής της ενότητας, το ζήτημα της θεοκρατίας στο «Βυζάντιο» είναι τεράστιοκαι δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ. Από τα λίγα πού εκτέθηκαν παραπάνω, ωστόσο, πρέπει να έγινε φανερό ότι ή μορφή της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν αρκετά διαφορετική από αυτήν την οποία μας παρουσιάζουν διάφορες λαϊκιστικές απλοϊκές απόψεις. Με κίνδυνο να γίνουμε κουραστικοί θα ξαναπούμε ότι, δυστυχώς, πέφτουμε συχνά στο λάθος να ταυτίζουμε το σκοταδιστικό θεοκρατικό δυτικό μεσαίωνα με την αντίστοιχη εποχή του «Βυζαντίου».

Όπως είδαμε, όμως, οι διαφορές ήταν τεράστιες και πολύ ουσιαστικές. Η αμορφωσιά, η ανελευθερία, η θρησκευτική καταπίεση πού έφτασε ως την Ιερή Εξέταση, οι στρατοκράτες επίσκοποι πού οδηγούσαν τάγματα μοναχών σε μάχες, όλα αυτά είναι άγνωστα στον τόπο μας και στον πολιτισμό μας. Έτσι εξηγείται, κατά ένα μέρος, και η πεισματική αντίσταση των Ρωμηών στις προσπάθειες εκδυτικισμού τους την οποία παρατηρούμε από το 1204 μέχρι σήμερα.

Υπάρχουν και άλλες όψεις του πολιτιστικού χάσματος ανάμεσα σε Ρωμηούς και Δυτικούς προς εξέταση κατά το μεσαίωνα, εποχή η οποία συχνά αποκαλείται «σκοτεινή» για όλη την Ευρώπη. Όπως θα διαπιστώσουμε, αν με τον όρο «Ευρώπη» εννοούμε μόνο τη δυτική, τότε ο χαρακτηρισμός «σκοτεινή» είναι απόλυτα σωστός. Αν όμως περιλαμβάνουμε και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το «Βυζάντιο», τότε πέφτουμε οι ίδιοι θύματα του σκοταδιστικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού της Δύσης.

Υποσημειώσεις
1)Είναι αξιοπρόσεκτο ότι τα δύο μοναδικά αντικληρικαλιστικά ρεύματα πού εμφανίστηκαν στην Ελλάδα είναι απλές «μεταφράσεις» δυτικών ρευμάτων, χωρίς καμιά επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Το ένα είναι ο φιλελεύθερος διαφωτισμός όπως εκφράστηκε, για παράδειγμα, από τον ανώνυμο συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» και το άλλο ο μαρξισμός. Ο πρώτος είναι τόσο ξεκομμένος από την ελληνική πραγματικότητα ώστε να μιλάει για «τάγματα» ιερέων και αρχιμανδριτών, θεσμό άγνωστο στον τόπο μας (αλλά πολύ διαδεδομένο στη Δύση...). Ο κορυφαίος ερευνητής (και ενθουσιώδης υπέρμαχος) του νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Κ. Θ. Δημαράς, δέχεται ότι «πρέπει να μην αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να πρόκειται για συγγραφέα στερημένο από ελληνική σχολική εκπαίδευση» (βλ. Κ. Θ. Δημαράς, 1977,σ. 48). 

Από την άλλη, ο μαρξισμός, με τα δύσκαμπτα ιδεολογικά σχήματα πού βασίζονταν αποκλειστικά στη δυτική εμπειρία, προσπάθησε να ξεπεράσει τις συνεχείς «δυσκολίες» πού συναντούσε στην ερμηνεία της ελληνικής κοινωνίας καταφεύγοντας στην «ιδεολογική σύγχυση της ελληνικής άρχουσας τάξης» ή στην «εσφαλμένη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης». Θα χρειαζόταν ασφαλώς μια πληρέστερη μελέτη σχετικά με την παντελή άγνοια της ελληνικής Ιδιαιτερότητας από αυτά τα δυο ρεύματα.

2 Βλ. Buckler,σ. 309.
3 οπ. παρ., σ. 295.
4 Βλ.Ράνσιμαν (1979),σ. 250.
5 οπ. παρ., σ. 250.
6 Βλ. Γιαννακόπουλος (1966),σ. 54.
7 Βλ. Buckler (1986),σ. 310.
8 Βλ. Lemerle (1983), σ. 89-90.

www.impantokratoros.gr


Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, στό στόχαστρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

$
0
0
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, στό στόχαστρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
(Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Φωτοπούλου)

Μιά ἀήθης Οἰκουμενιστική ἐπίθεση στήν ἁγιότητα 
καί τά θεόπνευστα συγγράμματά του

(Ἡ ἐργασία αὐτή εἶχε ὡς ἀφορμή α) τό βιβλίο «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος» (ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ) τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ καί τήν τρίτομη ἔκδοση τῶν ψευδοϊσαακείων συγγραμμάτων ἀπό τήν Ἱ. Μονή Προφήτου Ἠλιού Θήρας μέ τόν τίτλο «Ἰσαάκ τοῦ Σύρου Ἀσκητικά. Μετάφραση ἀπό τά Συριακά». β)Μετά τήν ἐργασία ἀκολουθεῖ ἐπιστολή τοῦ συγγραφέως πρός τόν Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας σχετικά μέ τήν ἔκδοση τῶν κακοδόξων συγγραμμάτων τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ).

Ι) Εἰσαγωγικά- Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος

Ἡ πλήρης καί παντελής ἀπουσία τῆς ἀκτίστου Χάριτος στή Δύσηκαί ὁ συνακόλουθος ὀρθολογισμός τῶν θεολόγων της δημιούργησε ἕνα χάος, μιά σύγχυση στήν πίστη ὅλων τῶν «χριστιανῶν» τῆς Δύσεως. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι ἐνδιαφερόμενοι σοβαρά γιά τήν πίστη καί τή χριστιανική ζωή μπολιάστηκαν μέ διαρκεῖς ἀμφιβολίες ἐν σχέσει πρός τό Εὐαγγέλιο, τήν ἀλήθεια καί τή γνησιότητά του, γιά τήν ὀρθή πίστη, γιά τή γνησιότητα τῶν πατερικῶν κειμένων ἀκόμη καί γιά τήν... ὕπαρξή κάποιων Ἁγίων!

Δυστυχῶς αὐτή ἡ φοβερή σύγχυση μεταφέρθηκε καί στόν ὀρθόδοξο χῶρο μέ βιβλία περιοδικά, ἐκπομπές, συνέδρια καί ἐπιτροπές δηλητηριάζουν μέ μικρές, προσεκτικές δόσεις τήν ὀρθόδοξη συνείδηση. Ἐνσπείρουν δισταγμό ὡς πρός τήν πλήρη καί ἀπόλυτη ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καί χρησιμοποιοῦν ἕνα δῆθεν διάλογο μέ σκοπό τήν συμφιλίωση ὀρθοδοξίας καί πλάνης, ὀρθοδοξίας καί θρησκειῶν, συμφώνως πάντοτε μέ τά κελεύσματα τῆς Ν. Ἐποχῆς.

Στήν οἰκουμενιστική αὐτή πρωτοπορία βρίσκεται καί τό προσφάτως ἐκδοθέν ἀπό τίς Ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ βιβλίο τοῦ Ρώσου ἐπισκόπου Βιέννης Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ, «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος».

Πρίν μιλήσουμε γιά τό βιβλίο του Ἀλφέγιεφ πρέπει νά ποῦμε ποιός εἶναι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Γεννήθηκε στήν Νινευΐ ἤ κατ’ ἄλλους κοντά στήν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἔζησε τόν ΣΤ´ αἰῶνα. Ἐπειδή ὑπάρχει ἐπιστολή του πού τήν ἀπευθύνει στόν τότε νέο στήν ἡλικία Ἅγιο Συμεών τόν Θαυμαστορείτη (521-596μ.Χ.), γίνεται ἡ ὑπόθεση ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ «ἤκμαζεν» γύρω στά 530 μ.Χ. καί κατά πᾶσα πιθανότητα ἐκοιμήθη στό τέλος τοῦ ΣΤ' αἰῶνος. Νέος ἔγινε μοναχός μαζί μέ τόν ἀδελφό του στή Μονή τοῦ Ἁγίου Ματθαίου καί ἀργότερα τόν κατέλαβε ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας καί ἀνεχώρησε στήν ἔρημο. Ὅταν ὁ ἀδελφός του ἔγινε ἡγούμενος στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ματθαίου τόν κάλεσε νά γυρίσει πίσω, ἀλλά ἐκεῖνος ἔχοντας τήν ἡσυχαστική ἐμπειρία ἀρνεῖται. Ἀργότερα ὅμως ὑπακούει σέ θεία ἀποκάλυψη καί δέχεται νά γίνει ἐπίσκοπος Νινευΐ. Ἀλλά γιά πολύ λίγο. Τήν ἴδια ἡμέρα πού χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ἦλθαν στό ἐπισκοπεῖο δυό ἄνθρωποι γιά νά λύσουν μία διαφορά τους. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔθεσε σάν βάση γιά τή λύση τῶν προβλημάτων τους τό Εὐαγγέλιο, ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἀρνήθηκε. Τότε σκέφθηκε ὁ Ἅγιος: «Ἄν αὐτοί ἐδῶ δέν ὑπακούουν στά εὐαγγελικά προστάγματα τοῦ Κυρίου τότε τί ἦρθα ἐγώ νά κάμω ἐδῶ;» Ἐγκατέλειψε τόν ἐπισκοπικό θρόνο καί γύρισε στήν ἀγαπημένη του σκήτη, ὅπου ἔζησε μέχρι τό θάνατό του ἀγωνιζόμενος.

Ὅμως ἄν ὁ λεπτομερής βίος τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ δέν εἶναι γνωστός, ὁ Ἅγιος εἶναι πασίγνωστος ἀπό τούς ἀσκητικούς Λόγους του. Τόν 8ο ἤ τό ἀργότερο τόν 9ο αἰῶνα δύο μοναχοί τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Παλαιστίνης ὁ Ἀβράμιος καί ὁ Πατρίκιος ἀνακαλύπτουν τόν οὐράνιο αὐτό θησαυρό τῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου καί τούς μετέφρασαν ἀπό τά συριακά στήν ἀρχαία ἑλληνική. Ὁ θησαυρός αὐτός διαδόθηκε παντοῦ διά μεταφράσεων στήν ἀραβική, σλαβωνική καί λατινική γλῶσσα καί στή συνέχεια σέ ὅλες τίς εὐρωπαϊκές γλῶσσες.

Ἔτσι τά ἔργα τοῦ Ὁσίου Ἰσαάκ γίνονται ἐντρύφημα, τροφή πνευματική καί παρηγορία στούς ἡσυχαστές, τούς μοναχούς καί ὅλους τούς πιστούς. Ἀνεδείχθη οἰκουμενικός διδάσκαλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἀλλά καί οἱ ἑτερόδοξοι μέ τίς μεταφράσεις στή γλῶσσα τους ἐθέλχθησαν ἀπό τή διδασκαλία του καί τόν μελετοῦν μέ δίψα.

Παρά ταῦτα μόνο τά τελευταῖα, σχετικῶς, χρόνια καθιερώνεται ἡ ἑορτή τῆς μνήμης του. Παλαιότερα στό Ἅγιο Ὄρος τόν τιμοῦσαν στίς 28 Ἰανουαρίου μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἐφραίμ ἐνῷ τώρα τελευταῖα στίς 28 Σεπτεμβρίου. Ἀλλά μήπως αὐτή ἡ καθυστέρηση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του, λυμαίνεται καθόλου τήν ἁγιότητα του καί τή δόξα του; Μήπως ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ δέν εἶναι Ἅγιος; Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν πολλοί Ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ἀναφερόμενοι ὡς Ἅγιοι σέ βιβλία Πατερικά δέν ἔχουν καθιερωμένη μνήμη ἤ ὅπως συμβαίνει μέ τόν Ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, καθιερώθηκε ἡ μνήμη τους τά τελευταῖα χρόνια. Ἔτσι ματαίως θά ἀναζητήσει κάποιος ἡμέρα μνήμης γιά τόν Ὅσιο Θεόγνωστο τῆς Φιλοκαλίας ἐνῷ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, τοῦ Ἡσυχίου τοῦ πρεσβυτέρου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καρπαθίου, τοῦ συγγραφέως τῶν Παραμυθητικῶν κεφαλαίων πρός τούς ἐν Ἰνδίᾳ μοναχούς, τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα καί τοῦ Ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη καθιερώθηκε τά τελευταῖα χρόνια.


ΙΙ) Οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ

Παρά ὅμως τήν ἔλλειψη ἡμερομηνίας μνήμης αὐτῶν τῶν Ἁγίων καί πολλῶν ἄλλων ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὡς αὐθεντικό ἐν Χριστῷ, δηλαδή ὡς ἁγιοπνευματικό τό Βίο τους, τίς δέ διδαχές τους ὡς ἀπόσταγμα τῆς ὑπ’ αὐτῶν ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, τῆς ὑπ’ αὐτῶν «αἰσθήσεως ἐν Θεῷ», ὅπως γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ.

Ὅλα αὐτά κατ’ ἐξοχήν ἰσχύουν σέ ὕψιστο βαθμό γιά τόν Ἅγιο Ἰσαάκ. Ὅλοι οἱ μετά ἀπ’ αὐτόν ἀσκητικοί Πατέρες παραπέμπουν σ’ αὐτόν, ὡς Ἅγιον Ἰσαάκ, ὡς γνήσιο διδάσκαλο τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ὡς ἔμπειρο ἀγωνιστή καί ἐκπαιδευτή στόν πόλεμο κατά τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν, ὡς πνευματική λυδία λίθο μέ τήν ὁποία δοκιμάζονται οἱ ἐμπειρίες τῶν ἀγωνιζομένων, ἄν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἤ ἐκ τοῦ διαβόλου. 

Σ’ αὐτόν παραπέμπει 29(!) φορές ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός (Θ' αἰών) στά ἔργα του πού δημοσιεύονται στή Φιλοκαλία, ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ μονάζων, ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στό Λόγο περί νήψεως καί φυλακῆς καρδίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος, συνιστᾶ στούς ἡσυχαστές τή μελέτη τῶν Λόγων του τοποθετώντας τον ἀνάμεσα στόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος καί τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, οἱ Ἅγιοι Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι (26 παραπομπές). Ἀπό τόν Ἅγιο Κάλλιστο τόν Καταφυγιώτη ἀποκαλεῖται «ἡσυχίας ἄκρος ὑφηγητής».

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶςγράφει: «... καρπόν τῆς προσευχῆς ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ προσηγόρευσε τόν φωτισμόν· φησί γάρ, <καθαρότης ἐστί νοός, ἐφ’ ᾗ διαυγάζει ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς τό φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος· καί τότε ὁ νοῦς ὑπεράνω τῆς προσευχῆς γίνεται καί οὐ δεῖ καλεῖν ταύτην προσευχήν, ἀλλά τοκετόν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς διά τοῦ Πνεύματος καταπεμπομένης> καί πάλιν <προσευχή ἐστι καθαρότης νοός, ἥτις μόνη ἐκ τοῦ φωτός τῆς Ἁγίας Τριάδος μετ’ ἐκπλήξεως τέμνεται>» καί τόν ὀνομάζει «ἐπόπτη καί συγγραφέα τῆς μυστικῆς ἐποπτίας».

Στόν Βίο τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ ἀναφέρεται ὑπό τοῦ βιογράφου τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου, ὡς «ὁ παθών ταῦτα καί μαθών (δηλαδή τήν κατά Χριστόν ἀλλοίωσιν, ἔλλαμψιν καί θέωσιν) Σύρος ἐκεῖνος τήν ἡσυχίαν τε καί θεωρίαν ὁ περιβόητος».

Ὁ μεγάλος Ρῶσος ἡσυχαστής, ὁ Ἅγιος Νεῖλος Σόρσκυ (1433-1508) στά Ἀσκητικά του 37 φορές παραπέμπει στόν Ἅγιο μας.

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτηςτόν ἀποκαλεῖ «ὁ ἐμός θεοφόρος φιλόσοφος Ἅγιος Ἰσαάκ».

Ὁ Γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς γράφει: «Μεταξύ τῶν ἁγίων τούτων φιλοσόφων [δηλαδή τῶν Ἁγίων Πατέρων] μία ἀπό τάς πρώτας θέσεις ἀνήκει εἰς τόν μεγάλον ἀσκητήν καί ἅγιον Ἰσαάκ τόν Σύρον. Εἰς τά συγγράμματά του ὁ ἅγιος Ἰσαάκ μέ σπανίαν ἐμπειρικήν γνῶσιν παρακολουθεῖ καί περιγράφει τήν διαδικασίαν τῆς ἐξυγιάνσεως καί καθάρσεως τῶν ἀνθρωπίνων ὀργάνων τῆς γνώσεως».

Ὁ Γέροντας Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης ἔλεγε: «Ὁ Ἰσαάκ ὁ Σύρος κρύβει ἕνα μεγάλο θησαυρό. Ἀνοίξετέ τον, διαβάσετέ τον πλουτίσατε πνευματικά... Ἄν δέν ἔχεις Ἰσαάκ Σῦρο, καί ἄν δέν ἔχεις λεφτά νά τόν ἀγοράσῃς, νά πάρῃς μιά τσάντα καί νά βγῇς νά ζητήσῃς χρήματα καί νά τόν πάρῃς... Ὅταν τό διαβάζῃς καί χαίρεσαι καί ἐλέγχεσαι… Νά διαβάζετε ἕνα φύλλο τήν ἡμέραν, νά βλέπεσθε σάν σέ καθρέφτη».

Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «Ἄν πήγαινε κανείς στό Ψυχιατρεῖο καί διάβαζε στούς ἀσθενεῖς τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θά γίνονταν καλά ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό, γιατί θά γνώριζαν τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς». Στίς ἐπιστολές του ὁ Γέροντας γράφει: «Πολύ βοηθᾶ ἡ μελέτη στά Ἀσκητικά τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, διότι καί τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς δίνει νά καταλάβει κανείς καί κάθε εἴδους μικρό ἤ μεγάλο κόμπλεξ καί ἐάν ἔχει ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στό Θεό, τόν βοηθάει γιά νά τό διώξη»… Στό Βίο τέλος τοῦ Γέροντος διαβάζουμε: «Ἔλεγε ὅτι τό βιβλίο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ ἀξίζει ὅσο ὁλόκληρη πατερική βιβλιοθήκη. Στό βιβλίο [τῶν Ἀσκητικῶν τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ] πού διάβαζε, κάτω ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, πού κρατᾶ στό χέρι του ἕνα φτερό καί γράφει, σημείωσε: <Ἀββᾶ μου, δός μου τήν πέννα σου νά ὑπογραμμίσω ὁλόκληρο τό βιβλίο σου>».

Ὁ Γέρων Πορφύριος ἔλεγε: «Βέβαια γιά τά μυστήρια πού ὁ Θεός ἀποκαλύπτει μέσα μας καλύτερη εἶναι ἡ σιωπή. Νά, ὅμως, πού μπορεῖ νά μᾶς συμβεῖ, ὅπως στόν Ἀπόστολο Παῦλο, πού λέγει: «Παραφέρθηκα· ἐσεῖς μέ ἀναγκάσατε νά τά πῶ λόγῳ τῆς ἀγάπης» (Ρωμ. 1, 11-12). Τό ἴδιο στενοχωριέται καί ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, πού ἀναγκάζεται νά πεῖ τά μυστήρια καί τά βαθιά βιώματα τῆς καρδιᾶς του, ὁρμώμενος ἀπό ἀγάπη καί μόνο. νά πῶς τό λέει: «Ἔγινα μωρός· δέν ὑποφέρω νά φυλάξω τό μυστήριον ἐν σιωπῇ, ἀλλά γίνομαι ἀνόητος διά τήν ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν...».
Ἀπό ὅλες αὐτές τίς μαρτυρίες τῶν Ἁγίων πατέρων καί συγχρόνων Γερόντων γίνεται ἐμφανής ἡ καθολική ἀποδοχή τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ καί τῶν ἁγίων συγγραμμάτων του, ἡ ὀρθοδοξία του καί ἡ γνησιότητα τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν του.

ΙΙΙ) Ἀσεβεῖς φλυαρίες περί τοῦ προσώπου τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ

Ἄς ἔλθουμε τώρα στό βιβλίο τοῦ Ἀλφέγιεφ. «Ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦWensinck», γράφει στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος, «καί ἀπό ἄλλες ἐργασίες ἔμαθα ποιός ἦταν ὁ Ἰσαάκ... Ἀνακάλυψα πώς ἀνῆκε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, σ’ αὐτήν πού ἀποκαλεῖται συνήθως <Νεστοριανή>. Κι ἔτσι ἔφθασα σιγά σιγά στό σημεῖο νά συνειδητοποιήσω, πώς τοῦτο δέν σήμαινε πώς ὁ ἴδιος ὁ Ἰσαάκ ἤ ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα στήν ὁποία ἀνῆκε, θά μποροῦσε ἄκριτα νά καταδικαστοῦν ὡς αἱρετικοί». Ἀπό τά γραφόμενα τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου, ἀλλά καί ἀπό ὅλο τό βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος γίνεται ἀμέσως κατανοητό, ὅτι ἔχει διαγραφεῖ ἀπό τή συνείδησή τους ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση περί τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ «ἔμαθαν» ἀμφότεροι ἀπό τόν Wensinck καί ἀπό ἄλλες ἐργασίες, ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶναι Νεστοριανός!!!

Οἱ δυτικοί ἐρευνητές μελέτησαν τό νεστοριανό «βιβλίο τῆς ἁγνότητος»ὅπου γίνεται λόγος γιά κάποιον Ἰσαάκ πού γεννήθηκε στό Beit Qatraye στή δυτική ἀκτή τοῦ Περσικοῦ Κόλπου καί χειροτονήθηκε ἀπό τόν Νεστοριανό Givargis περίπου τό 660 ἐπίσκοπος Νινευΐ. Μετά 5 μῆνες παραιτήθηκε γιά ἄγνωστο λόγο καί ἀσκήτεψε στό ὄρος Matout. Μετά πῆγε στή Μονή Shabur, ὅπου πέθανε τυφλός ἀπό τό πολύ διάβασμα. Ἔγραψε καί κάποια βιβλία γιά τήν ἀναχωρητική ζωή. Μετά ἀπό αὐτή τή... φοβερή «ἀνακάλυψη», οἱ ἐρευνητές κατέληξαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ πού γνωρίζουμε! Μέ πολύ μεγάλη εὐκολία ὁ Ἀλφέγιεφ περιφρονεῖ ὅλα τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα τοῦ ὀρθοδόξου Βίου του:α) τόν τόπο καταγωγῆς πού εἶναι ἡ Νινευΐ ἤ ἡ Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας καί ὄχι τό Κατάρ β) τό χρόνο γεννήσεως, ὁ ὁποῖος ὑπολογίζεται περίπου 100 χρόνια νωρίτερα γ) τή διήγηση γιά τήν αἰτία παραιτήσεως του τήν ὁποία ἀποκαλεῖ «θρῦλο» καί τήν ἄμεση ἀναχώρησή του καί ὄχι μετά 5 μῆνες δ) τόν τόπο τῆς ἀσκήσεως του σέ σκήτη καί ὄχι στό μοναστήρι Σαμπούρ. Πλάθει μύθους γιά τούς λόγους χειροτονίας καί παραιτήσεως ἀπό τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Κατά τό πλεῖστον ὁ νεστοριανός ἱστορικός εἶναι, γιά τόν Ἀλφέγιεφ, πλήρως ἀξιόπιστος, ἐνῷ οἱ πληροφορίες τῶν ὀρθοδόξων εἶναι μυθώδεις καί ἐλλειπεῖς.

Πάντως ἀπό τή σύγκριση τῶν δύο Βίων γίνεται φανερό ὅτι ὁ ὑπό τῆς νεστοριανῆς ἱστορικῆς πηγῆς ἀναφερόμενος Ἰσαάκ εἶναι ἄλλο πρόσωπο διάφορο τοῦ Ὁσίου. Τό γεγονός ὅτι στήν περιοχή τῆς Συρίας-Περσίας-Μεσοποταμίας ἦταν διαδεδομένος ὁ νεστοριανισμός δέν σημαίνει πώς ἐκεῖ δέν ὑπῆρχαν ὀρθόδοξοι καί πώς ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἐπίσκοπος Νινευΐ ταυτίζεται μέ τόν ἀναφερόμενο ἀπό τούς νεστοριανούς καί δέν εἶναι ὀρθόδοξος.
Βέβαια ἀπό παλαιά δημιουργούνταν προβλήματα ταυτίσεως ὀρθοδόξων Πατέρων μέ αἱρετικούς. 

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει γιά τόν Ἅγιο Βαρσανούφιο: «... δύο ἐστάθησαν Βαρσανούφιοι, ἕνας ὁ παρών Ἅγιος καί ὀρθοδοξότατος πατήρ, καί ἄλλος αἱρετικός, ἐκ τῆς αἱρέσεως τῶν μονοφυσιτῶν... τόν ὁποῖον… ἀναφέρει ὁ θεῖος Σωφρόνιος, ὁ πατριάρχης Ἰεροσολύμων... Ὅτι δέ ὁ θεῖος οὗτος Βαρσανούφιος... ἧτον ὀρθοδοξότατος καί ἐδέχετο αὐτόν ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ὡς Ἅγιον, ἐβεβαίωσε καί ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Ταράσιος ἐρωτηθείς περί τούτου ἀπό τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην. Βεβαιοῖ δέ καί ὁ αὐτός Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν τῇ αὐτοῦ Διαθήκῃ· Προσέτι… ἀποδέχομαι... καί πάντων τῶν θεσπεσίων Πατέρων, Διδασκάλων τε καί Ἀσκητῶν τούς βίους τε καί τά συγγράμματα. Τοῦτο δέ λέγω διά τόν φρενοβλαβῆ Πάμφιλον, τόν ἀπό Ἀνατολῆς φοιτήσαντα καί τούς δε τούς Ὁσίους διαβαλόντα· λέγω δή, Μᾶρκον, Ἡσαΐαν, Βαρσανούφιον, Δωρόθεόν τε καί Ἡσύχιον». Ἔτσι τό κριτήριο Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν μετ’ αὐτούς Ἁγίων Πατέρων. Σήμερα πιθανόν πολλοί ἐρευνητές καί πατρολόγοι ἐρευνώντας θά ταύτιζαν τούς δύο Βαρσανουφίους ἀκολουθώντας τόν «φρενοβλαβῆ» Πάμφιλο.

Ἔχουμε καί ἕνα ἀρκετά πρόσφατο παράδειγμα. Ὁ γνωστός ὀρθόδοξος θεολόγος John Meyendorff ἐπέμενε νά χαρακτηρίζει τόν Ἅγιο Σάββα τόν Βατοπεδινό ἀντιησυχαστή καί ἀντι-Παλαμίτη, ἄν καί ὁ βίος του εἶναι πλήρης ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν. Τόν ταύτιζε ἐσφαλμένα μέ κάποιο ἀντιησυχαστή ὀνόματι Σάββα Λογαρᾶ μέχρις ὅτου σέ χειρόγραφο τῆς Ἱ. Μονῆς Μ. Λαύρας ἀποκαλύφθηκε ὅτι τό ἐπώνυμο τοῦ Ἁγίου ἦταν Τζῖσκος! Στ’ ἀλήθεια χρειαζόταν αὐτή ἡ μαρτυρία γιά να πεισθοῦμε περί τῆς ἁγιότητος τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὅταν ἔχουμε τό θαυμαστό Βίο του καί τή μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου;


IV) Τά ἀνοσιουργήματα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ.

Μετά τήν ψευδοανακάλυψη ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ἦταν νεστοριανός, ἀκολούθησε καί ἄλλη «ἀνακάλυψη». Κάποιος δρ. Sebastian Brock ἀνακάλυψε τό 1983 σέ βιβλιοθήκη τῆς Ὀξφόρδης κάποιο χειρόγραφο τοῦ δεκάτου ἤ ἑνδεκάτου αἰῶνος πού περιεῖχε στή Συριακή γλῶσσα μιά συλλογή ἀσκητικῶν λόγων (41 Κεφάλαια) στό ὄνομα Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Τούς περισσότερους λόγους ἐξέδωσε ὁ Brock με ἀγγλική μετάφραση τό 1995.
Δυστυχῶς ἀπό τίς ἐκδόσεις «Θεσβίτης» τῆς Ἱ. Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας μεταφράστηκαν σέ τρεῖς τόμους οἱ Λόγοι αὐτοί. Ὑποτίθεται ὅτι αὐτά εἶναι κείμενα γνήσια τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Ὅπως γράφει ὁ Ἀλφέγιεφ αὐτή ἡ συλλογή «δέν μεταφράστηκε στήν Ἑλληνική καί δέν γνώρισε τή διάδοση τῆς πρώτης». Γιατί ἄραγε; Ὑπῆρχε λόγος; Μάλιστα. Ὑπάρχουν τρεῖς λόγοι σοβαρότατοι.

α) Διότι κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση τά κείμενα αὐτά δέν ἀνήκουν στόν ὅσιο Ἰσαάκ.

Πουθενά ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς δέν γίνεται μνεία γιά τά κείμενα αὐτά. Ἀπορεῖ στ’ ἀλήθεια κανείς γιά τή βεβαιότητα τοῦ Ἀλφέγιεφ καί τῶν εὐρωπαίων δασκάλων του ὅσον ἀφορᾶ τή γνησιότητα αὐτοῦ τοῦ, ὅπως τό ἀποκαλεῖ, «Β´ μέρους» τῶν ἔργων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, ὅταν κατά πολλούς δυτικούς μελετητές, τούς ὁποίους ὁ Ἀλφέγιεφ ἀκολουθεῖ κατά πόδας, τήν περίοδο αὐτή στήν περιοχή Συρίας-Μεσοποταμίας ὑπάρχουν πολλοί συγγραφεῖς μέ τό ὄνομα Ἰσαάκ. Τό γεγονός αὐτό δημιουργεῖ ἀμφιβολίες ὡς πρός τήν πατρότητα τῶν κειμένων πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ Ἰσαάκ τῆς Νινευΐ. Τέτοιοι εἶναι ὁ Ἰσαάκ Ἀντιοχείας μέ κείμενα κατά νεστοριανῶν καί Μονοφυσιτῶν, οἱ μονοφυσίτες Ἰσαάκ τοῦ Ἀμίδα καί Ἰσαάκ Ἐδέσσης καί κάποιος ὀρθόδοξος Ἰσαάκ ἀπό τήν Ἔδεσσα. Ἀλλά καί ὁ Ἀλφέγιεφ διατελῶν ἐν συγχύσει προσπαθεῖ νά ξεκαθαρίσει τά κείμενα χωρίς κατά τή γνώμη μου ἀποτέλεσμα. Ἰδού τί γράφει: «Ὁ Bedjan δίνει μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τό Γ´ Μέρος [οἱ «εἰδικοί» κάνουν λόγο καί γιά Γ΄ μέρος(!)], ἀλλά αὐτά τά κείμενα ἀνήκουν στήν πραγματικότητα στόν Dadisho ἀπό τό Κατάρ... ἐπίσης ἀναφέρει τή Βίβλο τῆς Χάριτος, πού ἀποδίδεται στόν Ἰσαάκ, ἀλλά οἱ σύγχρονοι μελετητές ἀμφισβητοῦν τήν αὐθεντικότητά του. Ὁ D. Miller ὑποστηρίζει πώς δέν ἔχει γραφτεῖ ἀπό τόν Ἰσαάκ, ἀλλά ἀνήκει στήν πένα τοῦ Συμεών d- Taibutheh». Ἀκόμα καί ἀπό τά γνήσια κείμενα τοῦ Ἁγίου ὁρισμένα τά ἀποδίδει ὁ Ἀλφέγιεφ σέ αἱρετικούς. Πλήρης καί καθολική σύγχυση!
Γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους, βέβαια, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστευόμαστε τήν Παράδοση τά πράγματα εἶναι ἁπλᾶ. Δέν δεχόμεθα, δέν παραλαμβάνουμε «ἀλλαχόθεν», δηλαδή ὑπό τῶν κλεπτῶν καί ληστῶν τῆς σωτηρίας μας ὅ,τι δέν μᾶς παραδίδει ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά τῶν Ἁγίων Πατέρων. Παρά ταῦτα ἄς δοῦμε καί τό δεύτερο οὐσιαστικό λόγο ἀπορρίψεως τῶν κειμένων αὐτῶν.

β) Διότι σέ πολλά σημεῖα τά κείμενα αὐτά γέμουν νεστοριανῶν κακοδοξιῶν καί παραπέμπουν σέ αἱρετικούς.

Ὁ αἱρετικός Νεστόριος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πίστευε ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν ὄχι μόνο δύο φύσεις ἀλλά καί δύο πρόσωπα. Μή δυνάμενος νά δεχθεῖ τήν ἑνότητα τῶν θείων φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τήν Ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐπινόησε διαφόρων εἰδῶν ἑνώσεις «κατά τήν ἀξίαν... καί ταυτοβουλίαν καί ὁμοτιμίαν καί εὐδοκίαν καί ὁμωνυμίαν» ἀρνούμενος τήν καθ’ ὑπόστασιν Ἕνωση πού εἶναι καί ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτή τήν πλάνη ἀναθεματίσθηκε ἀπό τήν Γ´ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀπό τά κείμενα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων παραθέτει ὁ Ἀλφέγιεφ, γίνεται φανερό ὅτι ὁ συγγραφεύς τους εἶναι νεστοριανός.

Ἰδού ἀποσπάσματα:

1)Δοξάζω τή θεία Σου Φύση Κύριε, ἐπειδή ἔκανες τή φύση μου... τόπο ὅπου μπορεῖς νά κατοικήσεις καί ναό ἅγιο γιά τή Θεότητά Σου, δηλαδή γιά Ἐκεῖνον πού κρατᾶ τά σκῆπτρα τῆς Βασιλείας σου... τό ἔνδοξο σκήνωμα τῆς αἰώνιας Ὕπαρξης Σου... τόν Ἰησοῦ Χριστό...
Ἐδῶ βλέπουμε νά διαχωρίζεται ἡ Θεία φύση ἀπό τήν ἀνθρώπινη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἷναι ἕνας ἄνθρωπος πού εἶναι ἁπλῶς «τό ἔνδοξο σκήνωμα τῆς Θεότητος». Πρόκειται γιά τή νεστοριανική πλάνη.

2)Δέν διστάζουμε νά ἀποκαλοῦμε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου μας -καί εἶναι ὄντως ἀληθινός ἄνθρωπος - «Θεό» καί «Δημιουργό» καί «Κύριο»... Εἶπε ἀκόμα καί στούς Ἀγγέλους νά τόν λατρεύουν... Παραχώρησε σ’ Αὐτόν νά λατρεύεται ἀδιάκριτα μαζί μέ Ἐκεῖνον, μέ μιά ἑνιαία πράξη λατρείας γιά τόν Ἄνθρωπο πού ἔγινε Κύριος καί γιά τή Θεότητα ἐξίσου…

Κι ἐδῶ βλέπουμε δύο χωριστά πρόσωπα«Ἐκεῖνον» καί «Αὐτόν» τόν «Ἄνθρωπο» μέ κεφαλαῖο Α καί τήν «Θεότητα», στούς ὁποίους ἀπονέμεται ἡ ἴδια τιμή!! Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἱερός Δαμασκηνός ἀποκαλοῦσε τόν Νεστόριο «ὀλεθριώτατο ἀνθρωπολάτρη», ἀφοῦ θεωρώντας τό Χριστό ἄνθρωπο, ἔστω καί μέ κεφαλαῖο Α, τόν λατρεύει ὡς Θεό.

Ἀλλά ἡ πλάνη αὐτή εἶχε ξεκινήσει ἀπό τόν διδάσκαλο τοῦ Νεστορίου τόν Θεόδωρο ἐπίσκοπο Μοψουεστίας (392-428) καί ἀπό τόν Διόδωρο Ταρσοῦ διδάσκαλο τοῦ Θεοδώρου. Ὁ Θεόδωρος ὁμιλεῖ γιά «συνάφειαν» δηλαδή «ἕνωσιν δύο ἐντελῶς χωριστῶν ὄντων κατά ἐπαφήν». Πίστευε ἐπίσης ὅτι «πρό τῆς Ἀναστάσεως ὁ Χριστός ἠδύνατο νά ἁμαρτήση· καί νά αἰχμαλωτισθῆ ἀπό ρυπαρούς λογισμούς». Γιά τίς πλάνες του μετά θάνατον καταδικάσθηκε ἀπό τήν Ε´ Οἰκουμενική Σύνοδο (553 μ. Χ). Διαβάζουμε στά Πρακτικά της: «Ὅταν λοιπόν ἐφέραμεν εἰς τό μέσον τάς κατεσπαρμένας εἰς τά βιβλία του [τοῦ Θεοδώρου] βλασφημίας, ἐθαυμάσαμεν εἰς αὐτάς τήν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ πῶς δέν ἐκάη αὐτοστιγμεί ἀπό τό θεῖο πῦρ ἡ γλῶσσα του καί ὁ νοῦς του πού ἐξήμεσαν τέτοια πράγματα... Οὔτε οἱ δαίμονες δέν ἐτόλμησαν νά εἴπουν ποτέ τοιαῦτα πράγματα ἐναντίον Σου!».

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει γιά τό Θεόδωρο καί τό Διόδωρο σέ ἐπιστολή του πρός τόν βασιλέα Θεοδόσιο: «Ὑπῆρξε ἕνας Θεόδωρος καί πρό αὐτοῦ ἕνας Διόδωρος... Αὐτοί ὑπῆρξαν οἱ πατέρες τῆς ἀσεβείας τοῦ Νεστορίου. Καθ’ ὅσον εἰς τά βιβλία πού συνέθεσαν βλασφημοῦν ὑπέρογκα κατά τοῦ πάντων ἡμῶν Σωτῆρος Χριστοῦ».

Καί ὅμως αὐτοί οἱ αἱρεσιάρχες στά κείμενα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ ἀναφέρονται ὡς οἱ μεγαλύτεροι διδάσκαλοι. «Ὅποιος θέλει μπορεῖ νά στραφεῖ στά γραπτά τοῦ Εὐλογημένου Ἑρμηνευτῆ» γράφει περί τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας ὁ ψευδο-Ἰσαάκ «σέ ἕναν ἄνθρωπο...» πού «τοῦ παραδόθηκαν μέ ἐμπιστοσύνη τά κρυμμένα μυστήρια τῆς Ἁγίας Γραφῆς... Τόν δεχόμαστε μᾶλλον σάν ἕναν ἀπό τούς ἀποστόλους, καί ὅποιος ἀντιτάσσεται στούς λόγους του... τόν θεωροῦμε ξένο πρός τήν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας». Τό Διόδωρο Ταρσοῦ ἀποκαλεῖ «μεγάλο διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας» καί «ἱερό Διόδωρο» ἐνῶ καί οἱ δύο Θεόδωρος καί Διόδωρος ἀποκαλοῦνται στύλοι τῆς Ἐκκλησίας.

γ) Διότι στά ψευδοϊσάακεια συγγράμματα διακηρύσσεται ἡ ὠριγενική κακοδοξία περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων.

Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ δέχεται τήν ὠριγενιστική πλάνη τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων. Ὁ Ὠριγένης πίστευε, ἀντίθετα ἀπό τούς φοβερούς λόγους τοῦ Κυρίου περί αἰωνίου Ζωῆς καί αἰωνίου κολάσεως, ὅτι κάποια στιγμή ἡ κόλαση θά λάβει τέλος καί ὅλοι θά μποῦνε στόν Παράδεισο! Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ παραπέμπει στούς αἱρετικούς Θεόδωρο καί Διόδωρο πού δέχονταν αὐτές τίς ἰδέες γιά νά θεμελιώσει τήν κακοδοξία περί τοῦ τέλους τῆς Γεέννης. Παραπέμπει στό Θεόδωρο πού γράφει: «... Ποτέ δέν θά ἔλεγε ὁ Χριστός... «δαρήσεται πολλάς» καί «δαρήσεται ὀλίγας», ἄν οἱ ποινές πού ἀναλογοῦν στίς ἁμαρτίες μας δέν ἦταν νά λάβουν κάποτε τέλος».
Παραπέμπει καί στόν Διόδωρο πού λέει: «οἱ ραβδισμοί πού περιμένουν τούς κακούς δέν εἶναι αἰώνιοι... μπορεῖ νά βασανίζονται ὅπως τούς ἀξίζει γιά ἕνα σύντομο μόνο διάστημα... ὅμως κατόπιν τούς περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς ἀθανασίας πού εἶναι παντοτινή».

Μέ βάση αὐτές τίς αἱρετικές διδασκαλίες ὁ ψευδο-Ἰσαάκ κάμει ἕνα ἅλμα βαθύτερο στήν πλάνη γράφοντας: «Εἶναι ξεκάθαρο πώς ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τούς πεπτωκότες, καί πώς δέν θά ἀφήσει τούς δαίμονες νά παραμείνουν στήν δαιμονική τους κατάσταση, οὔτε τούς ἁμαρτωλούς στίς ἁμαρτίες τους. Ἀντιθέτως θά τούς ὁδηγήσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς τέλειας ἀγάπης καί τῆς ἀπάθειας τοῦ νοῦ, τήν ὁποία κατέχουν ἤδη οἱ ἅγιοι ἄγγελοι... Ἴσως νά φθάσουν σέ μιά τελειότητα ἀκόμη μεγαλύτερη καί ἀπό αὐτήν τῆς παρούσας ὕπαρξης τῶν ἀγγέλων»!!!

Φοβερές βλασφημίες αὐτοῦ τοῦ ψευδοαγίου! Οἱ δαίμονες νά γίνουν ἀνώτεροι ἀπό τούς ἀγγέλους! Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ βάλθηκε νά πραγματοποιήσει τά ἀρχέγονα σχέδια τοῦ Ἑωσφόρου βάζοντας τον πάνω ἀπό ὅλους.


V) Ἡ κακίστη παρέμβαση τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου Ware.


Στά 1998 ὁ ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware ἔγραψε ἕνα ἄρθρο στό περιοδικό Theology Digest (1998) μέ τίτλο: «Τολμᾶμε νά ἐλπίζουμε γιά τή σωτηρία ὅλων;» Καί καταλήγει γράφοντας ὅτι «ἡ πίστη μας στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς κάνει νά ἐλπίζουμε ὅτι ὅλοι θά σωθοῦν».

Μέ τό ἄρθρο αὐτό τίθενται ὑπό συζήτηση οἱ βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐσχατολογίας, στήν πραγματικότητα τά ἴδια τά λόγια τοῦ Κυρίου. Διερωτᾶται ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ἄν θά ὑπάρξει αἰωνία κόλαση. Βάζει τόν ἀναγνώστη μπροστά στό φιλοσοφικό δίλημμα:ἔσχατος δυαλισμός ἤ ἔσχατη ἀποκατάσταση καί συμφιλίωση. Ἰδού τό σκεπτικό του: «Ἄν ξεκινοῦμε τονίζοντας ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε ἕναν κόσμο «καλόν λίαν» καί ἐάν ἔπειτα ὑποστηρίζουμε ὅτι ἕνα σημαντικό μέρος τῆς λογικῆς Του δημιουργίας θά καταλήξει σέ ἀνυπόφορη ὀδύνη, χωρισμένο ἀπό Αὐτόν αἰώνια, αὐτό ἀσφαλῶς ὑποδηλώνει ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀποτύχει στό δημιουργικό Του ἔργο καί ἔχει ἡττηθεῖ ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Εἴμαστε ἥσυχοι καί ἱκανοποιημένοι μέ ἕνα τέτοιο συμπέρασμα; Ἤ τολμοῦμε, ἔστω καί μέ κάποιο δισταγμό, πέρα ἀπό αὐτή τή δυαδικότητα, νά βλέπoυμε πρός μία ἔσχατη ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος ὅπου «ὅλα θά εἶναι καλά;» (all shall be well)». Ἀναζητεῖ λοιπόν ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ἕνα... happy end γιά τό μέλλον τοῦ κόσμου. Ὅμως αὐτό βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐν ἐλευθερίᾳ ἀγάπη τοῦ φιλανθρώπου Δεσπότου πρός τά πλάσματά Του.

Ὁ ἐπίσκοπος χρησιμοποιεῖ γνωστά χωρία ὅπου γίνεται λόγος γιά «κόλασιν αἰώνιον», γιά τό «πῦρ τό αἰώνιον», «τόν ἀκοίμητο σκώληκα», καί «τό χάσμα τό μέγα» τά ὁποῖα, ὅπως γράφει, «ἀποδίδονται εὐθέως στόν Ἰησοῦ»! Ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι μεταφορές καί σύμβολα ἐνῷ τό ἐπίθετο αἰώνιος μπορεῖ νά ἔχει σχέση μόνο μέ τόν παρόντα αἰῶνα ὄχι μέ τόν μέλλοντα… Βάζει λοιπόν τό δηλητήριο τῆς ἀμφιβολίας γιά τό νόημα τῶν φοβερῶν λόγων τοῦ Κυρίου καί στή συνέχεια ἀντιπαραβάλλει τά χωρία αὐτά μέ μιά ἄλλη σειρά χωρίων ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου, τά ὁποῖα ἑρμηνεύει ὅπως ὁ Ὠριγένης. Γιά τόν Ὠριγένη γράφει: «Τό λάθος τοῦ Ὠριγένους ἦταν ὅτι προσπάθησε νά πεῖ πάρα πολλά.   Α ὐ τ ό    ε ἶ ν α ι   ἕ ν α   σ φ ά λ μ α   π ο ύ   θ α υ μ ά ζ ω   μ ᾶ λ λ ο ν   π α ρ ά  ἀ π ο σ τ ρ έ φ ο μ α ι, (δική μας ἡ ἀραίωση) ἀλλά ὁπωσδήποτε ἦταν λάθος». Στά πλαίσια τοῦ θαυμασμοῦ του γιά τόν Ὠριγένη ὁ Κάλλιστος Ware καί γιά νά τόν ὑπερασπιστεῖ φθάνει στό σημεῖο νά ἀμφισβητεῖ τό οἰκουμενικό κῦρος τῆς καταδίκης τοῦ Ὠριγένους ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμ. Σύνοδο.

Γιά νά στηρίξει τή κακοδοξία του περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος παρουσιάζει τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ ὡς ἀνήκοντα στήν «Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς» δηλαδή ὡς νεστοριανό καί ἀποδέχεται ὡς γνήσια τά κακόδοξα ψευδοϊσαάκεια ἔργα.Γράφει ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ δέν εἶχε σχέση ὑπακοῆς μέ τόν Βυζαντινό Αὐτοκράτορα καί ὡς ἐκ τούτου οὔτε ἀναγνώριζε τήν Ε΄ Οἰκ. Σύνοδο οὔτε ἐλάμβανε ὑπ᾽ ὄψιν του τά ἀναθέματα πού ἐκείνη εἶχε υἱοθετήσει κατά τοῦ Ὠριγένους. Ἰδού λοιπόν ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ νεστοριανός καί ὠριγενιστής καί παρά ταῦτα Ἅγιος! Παραδοξότητες ἄν μή τί ἄλλο!

Γράφει ἀκόμη ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ὅτι ὁ «Ἰσαάκ... μέ περισσότερο πάθος ἀπό τόν Ὠριγένη ἀπορρίπτει ὁποιοδήποτε ὑπαινιγμό ὅτι ὁ Θεός εἶναι μνησίκακος καί ἐκδικητικός... καί ὅταν τιμωρεῖ... ὁ σκοπός εἶναι ἀναμορφωτικός καί θεραπευτικός». Ἰσχυρίζεται τέλος ὅτι γιά τόν Ἅγιο Ἰσαάκ -στήν οὐσία γιά τόν ψευδο-Ἰσαάκ- «ἡ Γέεννα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας τόπος ἐξαγνισμοῦ καί καθάρσεως, πού βοηθεῖ στό νά ἔλθει εἰς πέρας τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α' Τιμ. 2, 4). Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Ἀββᾶς μας, ἀδίκως ἐπωμιζόμενος τίς κακοδοξίες τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ, κατατάσσεται στούς ὀπαδούς τῆς θεωρίας τοῦ καθαρτηρίου πυρός. Καί βέβαια πλαγίως ἀλλά σαφῶς τή θεωρία αὐτή ἀσπάζεται καί ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ὁ ὁποῖος δέν παραλείπει νά παρατηρήσει ὅτι «οἱ ρωμαιοκαθολικές καί Ὀρθόδοξες ἀπόψεις περί <μέσης καταστάσεως> [τῶν ψυχῶν] μετά θάνατον, δέν βρίσκονται σέ τόσο ὀξεῖα ἀντίθεση μεταξύ τους, ὅσο φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως»! 

Λοιπόν φαίνεται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος αὐτός νομίζει ὅτι κατάλαβε καλύτερα ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες τί σημαίνει Καθαρτήριο καί πόσο ἀσήμαντη εἶναι αὐτή ἡ πλάνη τοῦ Παπισμοῦ! Νά ἕνα ἀκόμη οἰκουμενιστικό προγεφύρωμα πρός τήν κατεύθυνση τῶν παπικῶν, ὅπου κλήθηκε νά παίξει τό ρόλο του καί ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Δυστυχῶς γιά τούς ἔνθερμους, ὄψιμους ὀπαδούς τοῦ Ὠριγενισμοῦ, ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ἀρνεῖται νά παίζει ρόλους καί ἡ γνησία διδασκαλία του διαψεύδει τίς φροῦδες ἐλπίδες τους.


VI) Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ περί τῆς αἰωνίου Ζωῆς καί τῆς αἰωνίου κολάσεως

Ὅλες οἱ προαναφερθεῖσες κακοδοξίες τῶν ψευδοϊσαακείων συγγραμμάτων δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, καί τήν κατά πάντα ὀρθόδοξη διδασκαλία του.

α)Ὅσον ἀφορᾶ στίς νεστοριανές κακοδοξίες, παρά τίς... φιλότιμες προσπάθειες τοῦ Ἀλφέγιεφ καί τῶν σύν αὐτῷ, δέν μποροῦν νά ἀποδείξουν ὅτι τέτοιες πλάνες ὑπάρχουν στά γνήσια ἔργα τοῦ Ἁγίου.

β)Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων πρέπει νά εἰπωθοῦν τά ἑξῆς:Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ἐκφράζει τήν καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἀγάπη του πρός κάθε πλάσμα ἀκόμα καί πρός τούς δαίμονες: Ἠρωτήθη πάλιν... Καί τί ἔστι καρδία ἐλεήμων; καί εἶπε· καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ὀρνέων, καί τῶν ζώων, καί τῶν δαιμόνων, καί ὑπέρ παντός κτίσματος. Καί ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καί τῆς θεωρίας αὐτῶν ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ δάκρυα. Ἐκ τῆς πολλῆς καί σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης τῆς συνεχούσης τήν καρδίαν, καί ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ, καί οὐ δύναται βαστάξαι ἤ ἀκοῦσαι ἤ ἰδεῖν βλάβην τινά ἤ λύπην μικράν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Καί διά τοῦτο καί ὑπέρ τῶν ἀλόγων, καί ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, καί ὑπέρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν ἐν πάσῃ ὥρα εὐχήν μετά δακρύων προσφέρει, τοῦ φυλαχθῆναι αὐτούς, καί ἱλασθῆναι αὐτοῖς ὁμοίως καί ὑπέρ τῆς φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως καθ’ ὁμοιότητα Θεοῦ».

Αὐτή ὅμως ἡ ἀγάπη δέν ἀκυρώνει τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τήν ὁποία διατρανώνει ὁ Ἀββᾶς μας:Καί διεχώρισε [ὁ Θεός] τά ὅρια τῶν διαφορῶν τῶν κατασκηνωμάτων αὐτῶν εἰπών˙ ὅτι  ἀ π ε λ ε ύ σ ο ν τ α ι   ο ὗ τ ο ι  ε ἰ ς  κ ό λ α σ ι ν  α ἰ ώ ν ι ο ν,  δ η λ ο ν ό τ ι  ο ἱ  ἁ μ α ρ τ ω λ ο ί ˙  ο ἱ  δ έ  δ ί κ α ι ο ι,  ε ἰ ς  ζ ω ή ν  α ἰ ώ ν ι ο ν  ἐ κ λ ά μ ψ ο υ σ ι ν  ὡ ς  ὁ  Ἥ λ ι ο ς. Καί πάλιν˙ ἥξουσιν ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν καί ἀνακλιθήσονται ἐν τοῖς κόλποις Ἀβραάμ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δέ υἱοί τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον˙ ὅπου ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων. Ὅπερ ἐστί παντός πυρός φοβερώτατον».

Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ ὄντας ἕνας ἀφώτιστος νεστοριανός γιά νά δικαιολογήσει τήν πλάνη περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ὁμιλεῖ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ρωτᾶ: «Ποιός μπορεῖ νά πεῖ ἤ νά φανταστεῖ πώς ἡ ἀγάπη τοῦ Κτίστου δέν εἶναι ἀνώτερη τῆς Γεέννης;»
Ὁ γλυκύτατος ἀββᾶς μας τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἄτοπον ἐστι λογίζεσθαι τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ», δηλαδή εἶναι παράλογο νά σκεφτεῖ κάποιος ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί στήν κόλαση στεροῦνται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ἀπουσιάζει οὔτε ἀπό τήν κόλαση γιατί ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια προσφέρεται σέ ὅλους, ἡ δέ κόλαση δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν διαρκῆ ἄρνηση τῆς προσφερομένης ἀγάπης. Αὐτή ἡ ἀγάπη γιά μέν τούς πιστούς γίνεται φῶς, γιά δέ τούς κολασμένους πῦρ. Ἰδού πῶς τά γράφει αὐτά ὁ εὐλογημένος Ὅσιος Ἰσαάκ: Ἐγώ δέ λέγω, ὅτι ἐν τῇ γεέννῃ κολαζόμενοι, τῇ μάστιγι τῆς ἀγάπης μαστίζονται. Καί τί πικρόν καί σφοδρόν τό τῆς ἀγάπης κολαστήριον; Τουτέστιν ἐκεῖνοι οἵτινες ἠσθήθησαν, ὅτι εἰς τήν ἀγάπην ἔπταισαν μείζονα τήν κόλασιν ἔχουσι πάσης φοβουμένης κολάσεως. Ἡ γάρ λύπη ἡ βάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ ἐκ τῆς εἰς τήν ἀγάπην ἁμαρτίας, ὀξυτέρα ἐστίν πάσης κολάσεως γινομένης. Ἄτοπον ἐστι λογίζεσθαι τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη ἔκγονόν ἐστί τῆς γνώσεως τῆς ἀληθείας, ἥτις ὁμολογουμένως κοινῶς πᾶσι δίδοται. Ἐνεργεῖ δέ ἡ ἀγάπη ἐν τῇ δυνάμει αὐτῆς κατά διπλοῦν τρόπον· τούς μέν ἁμαρτωλούς κολάζουσα, ὡς καί ἐνταῦθα συμβαίνει πρός φίλον ἀπό φίλου· τούς δέ τετηρηκότας τά δέοντα, εὐφραίνουσα ἐν αὐτῇ. Καί αὕτη ἐστί κατάγε τόν ἐμόν λόγον ἡ ἐν τῇ γεέννη κόλασις, ἡ μεταμέλεια».

Ἀντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ὅτι ἡ κόλαση δέν εἶναι τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συνέπεια τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου.Καί αὐτό σεβόμενος ὁ Θεός δέν κάμει βίαιη ἀνατροπή, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ ὠριγενιστές, μαζί τους καί ὁ ψευδο-Ἰσαάκ, καταργώντας τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.


VI) Ἡ σκοπιμότητα τοῦ βιβλίου τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ.

Πάντως ὁ ἐπίσκοπος Ἀλφέγιεφ, ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος» δέν νοιώθει τήν ἀνάγκη νά δικαιολογήσει τόν ψευδοάγιο γιά τίς πλάνες του. Τόν ταυτίζει μέ τόν Ἅγιο Ἰσαάκ καί πιστεύει ὅτι ὁ Ἅγιος ἔχει τέτοιες κακόδοξες ἀπόψεις ἐπειδή ἀνῆκε δῆθεν στή νεστοριανή  «ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς». Αὐτή ἡ «ἐκκλησία», κατά τόν Ἀλφέγιεφ, στήν οὐσία της δέν εἶναι νεστοριανή ἄν καί «συνέχισε νά μνημονεύει τόν Θεόδωρο καί τόν Διόδωρο καί μετά τόν ἀναθεματισμό τους ἀπό τό Βυζάντιο (sic)· ἄν «καί συμπεριέλαβε το ὄνομα τοῦ Νεστορίου στά δίπτυχα...»· ἄν καί ἀκολουθοῦσε τή θεολογική καί χριστολογική σκέψη πού βρισκόταν πιό κοντά σέ αὐτήν τοῦ Νεστορίου». Μιλᾶμε πλέον γιά θεολογικές φαιδρότητες πού δέν χρήζουν σχολίων!

Ἀλλά οὔτε μέ τήν Ἐκκλησία τῶν Ἰακωβιτῶν ἔχει πρόβλημα ὁ συγγραφέας ἡ ὁποία «ἀποκαλεῖται ἐπίσης «μονοφυσιτική»ἀπό τούς θεολογικούς ἀντιπάλους της», ὅπως ἐξ ἄλλου καί ἡ ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς εἶναι <νεστοριανή> ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ἐχθροί της»!!! Ὅλες αὐτές εἶναι… ἐκκλησίες! Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι στή μιά περίπτωση ἔχουμε τήν «ἑλληνόφωνη βυζαντινή παράδοση», ἐνῷ στήν ἄλλη τήν «ἀνατολικοσυριακή παράδοση» καί «δυτικοσυριακή παράδοση».

Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος Ἀλφέγιεφ:
·         δημιουργεῖ μιά σύγχυση καί ἐνσπείρει ἀμφιβολίες περί τῆς Μοναδικότητος καί τῆς Ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

·         Ἐμβάλλει ἀμφιβολίες περί τῆς Ἀληθείας πού ἐκφράζεται διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

·         Βάζει, ὡς μή ὄφειλε, στό στόμα τοῦ Ἁγίου βλάσφημες κακοδοξίες καί κλονίζει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στή διδασκαλία καί τήν ἁγιότητά του

·         καί τέλος κατατάσσοντας τόν Ἅγιο Ἰσαάκ στούς νεστοριανούς, τόν ἀδικεῖ, ἀκυρώνει τήν ὀρθοδοξία του καί ἀλλάζει τήν βασική πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι Ἅγιος εἶναι  μ ό ν ο  ὁ θεωθείς καί ὅτι θεοῦται μόνο ὅποιος εἶναι σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Τελικός σκοπός τοῦ βιβλίου εἶναινά προωθήσει τήν οἰκουμενιστική προοπτικήἀφοῦ ὅπως λέγει «ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ... διέσχισε τούς ὁμολογιακούς φραγμούς» καί «τά γραπτά του συνεχίζουν νά τραβοῦν τήν προσοχή τῶν χριστιανῶν πού ἀνήκουν σέ διάφορες παραδόσεις, ἀλλά μοιράζονται τήν κοινή πίστη στό Χριστό, πού μετέχουν στήν ἀναζήτηση τῆς σωτηρίας».
Αὐτό βέβαια εἶναι ἡ μισή ἀλήθεια. Ὄντως ἀναζητοῦν τή σωτηρία οἱ ἑτερόδοξοι, ἀλλά δέν μοιράζονται τή σωτήριο πίστη τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού ἀνήκει.

Γι᾽ αὐτό διερωτώμεθα:

·         Πῶς τολμοῦν κάποιοι κατ᾽ ὄνομα ὀρθόδοξοι νά ἀσεβοῦν στόν κατά τούς Ἁγίους Πατέρας «θεοφόρο φιλόσοφο» Ἀββᾶ Ἰσαάκ, νά ἀμαυρώνουν τό σεπτό του πρόσωπο, νά δυσφημοῦν τήν ἁγιότητα καί νά νοθεύουν τίς θεόπνευστες συγγραφές του;

·         Ἀφοῦ δέν εἴμαστε ἄξιοι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του νά λύσουμε, ὡς ἄγευστοι τῶν οὐρανίων ἐμπειριῶν του, γιατί δέν ἁπτόμεθα τοῦ κρασπέδου τῶν ἱματίων του γιά νά τόν ἔχουμε πρός τόν Χριστό θερμότατον πρέσβυ;

·         Καί ἐάν δέν ἔχουμε τή διάθεση οὔτε αὐτό νά κάνουμε, γιατί βάζουμε σκάνδαλα στήν ὠφέλεια τῶν Ὀρθοδόξων καί προσκόμματα στή μεταστροφή τῶν ἑτεροδόξων πού θέλγονται ἀπό τή διδασκαλία του καί ζητοῦν νά εἰσέλθουν στήν Μία, Ἁγία, Καθολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;

Δέν θά ἔπρεπε ὁ τόσο καί πανταχοῦ ἀγαπώμενος Ἅγιος Ἰσαάκ νά παραμένει ἕνας δείκτης πρός τήν ὀρθοδοξία, ἕνα κλειδί γιά νά ἀνοίξουν οἱ καρδιές τῶν μαραζωμένων ἀπό τήν αἵρεση πλανεμένων στή Δύση ἀδελφῶν μας; μιά κλήση στό ὀρθόδοξο βάπτισμα πού εἶναι ἡ ἀπαρχή τῆς σωτηρίας καί στήν κατά Χριστόν ὀρθόδοξη ἄσκηση; Γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ:
«Ἰδού γάρ τό βάπτισμα δωρεάν συγχωρεῖ, καί οὐ ζητεῖ ὅλως τί, ἀλλ’ ἤ πίστιν. ἐν τῇ μετανοίᾳ δέ τῶν ἁμαρτιῶν τῇ μετά τό βάπτισμα, οὐ δωρεάν, ἀλλά ζητεῖ κόπους καί θλίψεις, καί λύπας τῆς κατανύξεως, καί δάκρυα καί κλαυθμόν καιροῦ πολλοῦ καί οὕτω συγχωρεῖ...»

Δέν θά ἔπρεπε τέλος ὁ ἅγιος νά ἀποτελεῖ μιά ζῶσα ὑπόδειξη ὅτι χωρίς τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τό βάπτισμα δέν μπορεῖ κανείς ὄχι μόνο νά γευθεῖ κάτι τί ἀπό τήν γλυκυτάτη διδασκαλία τοῦ ἁγίου, ἀλλά οὔτε νά τόν κατανοήσει ὀρθά;
VII) Ὁ π. Παΐσιος καί ἡ ἀδικία στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου

Γράφεται στό βίο τοῦ Γέροντος Παϊσίου ὅτι ὁ Γέροντας ἄκουσε κάποτε αὐτές τίς συκοφαντίες περί νεστοριανισμοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ. Λυπημένος πολύ καί προσευχόμενος ἔλαβε ἄνωθεν πληροφορία περί τῆς ὀρθοδοξίας τοῦ Ἁγίου. Μετά ἀπ’ αὐτό στό μηναῖο τοῦ Ἰανουαρίου στίς 28, πού ἑορτάζεται ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος πρόσθεσε τά ἑξῆς: «...καί Ἰσαάκ τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ καί πολύ ἀδικημένου».

Πάντως ἡ ἀδικία πού γίνεται στον Ἅγιο Ἰσαάκ μέ τό βιβλίο τοῦ Ἀλφέγιεφ καί ἄλλα παρεμφερῆ βιβλία καί δημοσιεύματα, στήν οὐσία εἶναι ἀδικία πού γίνεται τόσο σέ κάποιους ὀρθοδόξους πού βλέπουν τόν Ἅγιο μέ καχυποψία καί στεροῦνται ἔτσι τήν ὠφέλεια ἀπό τήν αὐθεντική του διδασκαλία καί τίς πρεσβεῖες του, ὅσο καί στούς ἑτεροδόξους πού τόν βλέπουν σάν ἕνα σοφό χριστιανό διδάσκαλο, μέ πολύ καλές συμβουλές καί ὄχι ὡς τόν θαυμαστό ὀρθόδοξο, ἐκκλησιαστικό διδάσκαλο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Εἰδεμή ὅσον ἀφορᾶ... στόν ἴδιο τόν Ἅγιο... αὐτός δέν στερεῖται καθόλου τήν ἄκτιστη δόξα μέ τήν ὁποία τόν περιβάλλει ὁ Κύριος στή βασιλεία Του.

Ἐμπιστοσύνη στήν ἱερά Παράδοση

Μετά ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν γίνεται φρονοῦμε σαφές ὅτι πρέπει πάντοτε νά ἐμπιστευόμεθα τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, πού παραλαμβάνει ἐκ τῶν Ἁγίων Πατέρων καί παραδίδει τόν Βίο καί τά κείμενα τῶν Ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων. Ἐν προκειμένῳ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παραδίδει τά θεοφώτιστα ἔργα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ στην ἑλληνική τους μετάφραση, κείμενα ὀρθοδοξότατα, ἔμπλεα χάριτος καί παραμυθίας. Ἄν δέν ἐμπιστευθοῦμε τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας πάντα θά τελοῦμε ἐν συγχύσει καί θά εἴμαστε ὡς «νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας» (Ἐφ. 4, 14) τῶν ἀθέων καί ὀρθολογιστῶν φράγκων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἄμοιροι τῆς θείας χάριτος διψοῦν καί ἐρευνοῦν χωρίς ἀποτέλεσμα.
http://www.orthros.org

Η Θεολογία του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου

$
0
0
Σαν έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή, τότε θα δούμε το Θεό...

Πολύ μας αγαπάει ο Κύριος’ αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε Εκείνος κατά το μέγα Του έλεος. Γέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο και γράφω την αλήθεια από αγάπη για τους ανθρώπους. Το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι το Θεό. 

Ήμουνα χειρότερος κι από έναν βρωμερό σκύλο, εξαιτίας των αμαρτιών μου’ σαν άρχισα όμως να ζητώ συγχώρηση από το Θεό, Αυτός μου έδωσε όχι μόνο τη συγχώρηση αλλά και το Άγιο Πνεύμα. Έτσι, εν Πνεύματι Αγίω, γνώρισα το Θεό.
Βλέπεις αγάπη που έχει ο Θεός για μας; Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να περιγράψει την ευσπλαχνία Του; 

Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ, πιστεύετε στο Θεό, πιστεύετε πως υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, που μαρτυρεί για το Θεό σ’ όλες τις εκκλησίες μας, αλλά και στην ψυχή μου.
Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη.

Και η αγάπη αυτή πλημμυρίζει όλες τις ψυχές των ουρανοπολιτών αγίων. Και το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στη γη, στις ψυχές όσων αγαπούν το Θεό. Εν Πνεύματι Αγίω οι ουρανοί βλέπουν τη γη, ακούνε τις προσευχές μας και τις προσκομίζουν στο Θεό.

Ζούμε στη γη και δεν βλέπουμε το Θεό, δεν μπορούμε να Τον δούμε.
Αλλά σαν έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή, τότε θα δούμε το Θεό, όπως Τον είδε ο άγιος Στέφανος (Πραξ. 7, 55-56).

Η ψυχή και ο νους αναγνωρίζουν αμέσως με το Άγιο Πνεύμα ότι Αυτός είναι ο Κύριος.

Έτσι ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, με το Άγιο Πνεύμα, αναγνώρισε στο μικρό βρέφος τον Κύριο (Λουκ. 2, 25-32). Έτσι και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, με το Άγιο Πνεύμα επίσης, αναγνώρισε τον Κύριο και Τον υπέδειξε στους ανθρώπους.

Και στον ουρανό και στη γη ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, όχι με την επιστήμη.

Και τα παιδιά που δεν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα.

Χωρίς το Άγιο Πνεύμα κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό και πόσο πολύ μας αγαπάει.

Ακόμα κι αν διαβάζουμε ότι μας αγάπησε και έπαθε από αγάπη για μας, σκεφτόμαστε γι’ αυτά μόνο με το νου, αλλά δεν καταλαβαίνουμε όπως πρέπει, με την ψυχή, την αγάπη του Χριστού.

Όταν όμως μας διδάξει, τότε γνωρίζουμε με ενάργεια και αισθητά την αγάπη’ τότε γινόμαστε όμοιοι με τον Κύριο. (misha.gr)
Αγ.Σιλουανού του Αθωνίτη

Η Θεολογία του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου
Ιωάννου Δ. Ζηζιούλα
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου

Εισήγηση στο συνέδριο που οργανώθηκε το 1998 για τα εξήντα χρόνια από τον θάνατο τού Αθωνίτη αγίου Σιλουανού (1866-1938), στο Ρωμαιοκαθολικό κοινόβιο τού Bose (Βόζε) τής Βόρειας Ιταλίας. Δημοσιευμένο στο βιβλίο «Ο άγιος Σιλουανός τής Οικουμένης» εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ Ιανουάριος 2001.

Εξοχώτατοι, Πατέρες, Αδελφοί και Αδελφές, με βαθιά συγκίνηση ανέλαβα να εισηγηθώ το θέμα της θεολογίας του αγίου Σιλουανού. Η επιλογή του θέματος οφείλεται στο γεγονός ότι, με τη βοήθεια του πνευματικού του μαθητή και προσωπικού μου πνευματικού πατέρα, του αειμνήστου π. Σωφρονίου της μονής του Έσσεξ, έχω εκτιμήσει τον αγ. Σιλουανό, όχι μόνο ως χριστιανός και μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και ως ένας μαθητής και διδάσκαλος της θεολογίας, τελευταία δε και ως επίσκοπος. 

Ο αγ. Σιλουανός εξακολουθεί να είναι ο προσωπικός οδηγός μου στην πνευματική ζωή, επειδή η σκέψη του, με όλες τις πτυχές που διαθέτει, έχει κρίσιμη σημασία όχι μόνο γι' αυτούς που ζουν τη μοναχική ζωή, αλλά και για εκείνους που αφιερώνονται στον θεολογικό στοχασμό και μετέχουν στην ηγεσία της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Συνεπώς, θα σάς μιλήσω για τον αγ. Σιλουανό με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης και εκτίμησης. Τι μου δίδασκε λοιπόν σχετικά με την θεολογία αυτός ο στάρετς;

Στην εποχή μας η θεολογία έχει ταυτισθεί με μια δραστηριότητα της διάνοιας και θεωρείται συνήθως ως ένας κλάδος της επιστήμης. Στην πρώτη Εκκλησία, ο τίτλος «θεολόγος» εφυλάσσετο για λίγους ανθρώπους (καθ' όσον γνωρίζουμε, έχει δοθεί μόνο στους αγίους Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και άγιο Συμεών τον Νέο θεολόγο), ενώ σήμερα χρησιμοποιείται για όλους όσοι κατέχουν το πτυχίο κάποιας Θεολογικής Σχολής, που το παίρνουν μετά από κάποιο χρόνο σπουδών. Στην περίπτωση του αγίου Σιλουανού φαίνεται να απουσιάζει εντελώς αυτό που ονομάζουμε «ακαδημαϊκή θεολογία». Ποτέ δεν σπούδασε σε Θεολογική Σχολή και ποτέ δεν έγραψε κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην θεολογική σπουδή και έρευνα. Δεν μπορεί λοιπόν να αποκληθεί «θεολόγος», μ' αυτή τη σύγχρονη έννοια της λέξης. Δεν υπάρχει λοιπόν κάτι που θα μπορούσε να ονομασθεί «θεολογία του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη»;

Η αναβίωση του μοναχισμού και η ανακάλυψη των Πατέρων της ερήμου και των επονομαζομένων «μυστικών» συγγραφέων της Εκκλησίας, έχει κάνει πολλούς ανθρώπους της εποχής μας να αντιδράσουν έντονα κατά της ακαδημαϊκής θεολογίας, που την θεωρούν τουλάχιστον περιττή, αν όχι και κακή και εχθρική για την πνευματική ζωή. Πολλοί γέροντες σήμερα συμβουλεύουν τα πνευματικά τους παιδιά να μην παίρνουν στα σοβαρά την ακαδημαϊκή θεολογία και να συγκεντρώνονται στην προσευχή και σε άλλες «πνευματικές» ασκήσεις. Ζούμε σε μια εποχή αυξανόμενης διχοτόμησης ανάμεσα στον νου και στην καρδιά, στην διανοητική εργασία και στην ασκητική ζωή. Όταν εγώ ήμουν φοιτητής, ήταν αδύνατο να βρεις έστω και μια αναφορά στους Πατέρες της ερήμου σε κάποιο από τα εγχειρίδια δογματικής (τα παραδείγματα του Ανδρούτσου και το Τρεμπέλα είναι αρκετά χαρακτηριστικά στην Ελλάδα, υποθέτω όμως πως μπορούν να βρεθούν παρόμοια και στην ρωσική δογματική θεολογία). Από την εμπειρία μου άλλωστε ως καθηγητής της Δογματικής σε ορθόδοξη Θεολογική Σχολή, έχω πολύ συχνά αντιμετωπίσει φοιτητές, οι πνευματικοί πατέρες των οποίων τους συμβουλεύουν να μην παίρνουν στα σοβαρά τις απόψεις των καθηγητών τους, αλλά να τις υποβάλλουν στην κρίση του γέροντά τους, που συνήθως δεν διαθέτει καμιά ακαδημαϊκή θεολογική παιδεία.

Αυτή η διχοτόμηση είναι λανθασμένη και επικίνδυνη. Αν και αληθεύει ότι η ακαδημαϊκή θεολογία και η ασκητική εμπειρία είναι δυο διαφορετικά πράγματα, δεν πρέπει ωστόσο να θεωρείται πως αποκλείει και αναιρεί το ένα το άλλο. Μπορεί δε να γίνει αυτό στο μέτρο που αρνούνται να απομακρυνθεί το ένα από το άλλο και να απολυτοποιήσουν την φύση και την λειτουργία τους στην Εκκλησία. Η Εκκλησία περιλαμβάνει μια ποικιλία χαρισμάτων, που κανένα δεν μπορεί να πει στο άλλο «δεν σε χρειάζομαι». Η ιστορία της Εκκλησίας είναι γεμάτη από ιστορίες ασκητών, που οι εμπειρίες τους έχουν εμπνεύσει μεγάλους θεολόγους (ο άγιος Αντώνιος, παραδείγματος χάριν, παρουσιάζεται «θεολογικά» από τον άγιο Αθανάσιο, με τον ίδιο, λίγο πολύ, τρόπο που η ζωή του αγίου Σιλουανού παρουσιάζεται από τον πατέρα Σωφρόνιο), ενώ υπάρχουν περιπτώσεις όπου το ίδιο πρόσωπο συνδυάζει την ασκητική ζωή με μια ρωμαλέα ακαδημαϊκή σκέψη, όπως το διαπιστώνουμε π.χ. στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.

Συνεπώς, ένας ακαδημαϊκός θεολόγος μπορεί να αντλήσει πάρα πολλά από έναν ασκητή, όπως είναι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Αν μάλιστα διαθέτει και δημιουργική σκέψη, μπορεί να παρουσιάσει τις ασκητικές εμπειρίες του υπό μορφή δογματικής θεολογίας. Αυτό μπορεί να γίνει στην περίπτωση του αγίου Σιλουανού, και αυτό ακριβώς θα προσπαθήσω να καταδείξω, υπογραμμίζοντας ορισμένα δογματικά θέματα, για τα οποία η σκέψη του αγίου Σιλουανού έχει ιδιαίτερη σημασία.

1. Το δόγμα της αγίας Τριάδος ή εν γένει του Θεού

Μία από τις ρήσεις του αγίου Σιλουανού, που διαφύλαξε ο π. Σωφρόνιος, είναι η ακόλουθη: «Είναι άλλο πράγμα να πιστεύεις στον Θεό και άλλο πράγμα να γνωρίζεις τον Θεό». Πώς λοιπόν γνωρίζουμε τον Θεό;

Έχουμε δύο ειδών γνώση:η μια είναι η γνώση για κάτι ή για κάποιον, η άλλη είναι η γνώση κάποιου προσώπου ή κάποιου πράγματος. Αν και μπορούμε εύκολα να μπερδέψουμε αυτά τα δύο είδη στο μυαλό μας, όμως διαφέρουν θεμελιωδώς. Η γνώση για τον Θεό μπορεί να αποκτηθεί μέσα από βιβλία ή ακόμη και αποκαλύψεις, ή απλώς από τη μελέτη της φύσεως, όπως ο Πλάτων έχει ήδη σημειώσει. Αλλά η γνώση του Θεού δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως προσωπική σχέση μαζί Του. Αυτό συγκεφαλαιούται σε δύο βασικές αλήθειες:

α) Ο Θεός γνωρίζεται μέσα από τις προσωπικές σχέσεις που συνθέτουν την ύπαρξή Του: δηλαδή, μόνο ως αγία Τριάδα. Δεν μπορείς να γνωρίσεις τον Θεό έξω από τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος γνωρίζει τον Εαυτό Του (αυτός είναι και ο λόγος που κανείς δεν μπορεί ποτέ να γνωρίσει την φύση του Θεού)· στην αντίθετη περίπτωση διακινδυνεύουμε να γνωρίσουμε κάτι άλλο ή κάποιον άλλον από τον Θεό, τον αληθινό Θεό. Τώρα, ο Θεός γνωρίζει τον Εαυτό Του ως Πατέρα, Υιό και Πνεύμα. Όπως παρατηρεί ο άγιος Αθανάσιος στην πολεμική του ενάντια στους Αρειανούς, αν ο Υιος δεν υπήρχε ανέκαθεν μαζί με τον Πατέρα, ο Πατήρ δεν θα γνώριζε τον Εαυτό Του, επειδή ο Υιος είναι η αλήθεια του Πατρός, στον οποίο, σαν σε καθρέφτη, ο Πατήρ βλέπει τον Εαυτό Του και έτσι Τον γνωρίζει. Ο Πατήρ γνωρίζει τον Εαυτό Του κοιτάζοντας στον καθρέφτη Του, που είναι ο Υιος. Όπως παρατηρεί ο απόστολος Παύλος, μόνο το Πνεύμα του Θεού γνωρίζει τον Θεό και τα βάθη της ύπαρξής Του. Συνεπώς, μόνο όταν εισέλθουμε σε μια δια-τριαδική προσωπική σχέση, δηλαδή, μ' άλλα λόγια, όταν γίνουμε δεκτοί ως υιοί του Πατρός, μέσω του Πνεύματος της υιοθεσίας που μας επιτρέπει να αποκαλούμε τον Θεό Πατέρα και να Τον γνωρίζουμε μ' αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε όχι τα «σχετικά» με τον Θεό, αλλά τον Θεό.

Σύμφωνα με τον πατέρα Σωφρόνιο: «Τι νόημα μπορεί να έχει μια θεωρητική θεολογία για την αγία Τριάδα, αν δεν αισθάνεσαι την άγια δύναμη του Πατρός, την πλήρη ταπείνωσης αγάπη του Υιού, το άκτιστο φως του αγίου Πνεύματος;».

Ο άγιος Σιλουανόςεπιμένει ξανά και ξανά στην σημασία που έχει το άγιο Πνεύμα για την γνώση του Θεού. «Άγιο Πνεύμα ... Μου αποκάλυψες ένα ακατάληπτο μυστήριο». «Το άγιο Πνεύμα - λέγει - δίνει αοράτως την γνώση (του Θεού) στην ψυχή». Αυτή η γνώση ταυτίζεται με την ίδια την αγάπη του Θεού προς εμάς: «(Το άγιο Πνεύμα) μου έδωσε (την δυνατότητα) να γνωρίζω το πόσο ο Κύριος μας αγαπά», όπως λέγει αλλού. Αυτό μας οδηγεί στην δεύτερη αλήθεια όσον αφορά την γνώση του Θεού.

β)Η αγάπη προηγείται της γνώσεως, ή ακόμα καλύτερα:η αγάπη είναι γνώση και η γνώση είναι αγάπη. Ο πατήρ Σωφρόνιος αναφέρεται στο αξίωμα του Καρτέσιου «Cogito, ergo sum» (σκέφτομαι, άρα υπάρχω) και προτείνει, στην περίπτωση του αγίου Σιλουανού, να μεταβληθεί αυτό σε «αγαπώ, άρα υπάρχω». Αυτό ανατρέπει τον συλλογισμό του αγίου Αυγουστίνου, πάνω στον οποίο ο ίδιος και αργότερα ο Θωμάς Ακινάτης βασίζουν το επιχείρημά τους υπέρ τουFilioque, δηλαδή, ότι δεν μπορείς να αγαπάς κάποιον ή κάτι αν κατ' αρχάς δεν τον (ή το) γνωρίζεις (ο συλλογισμός του αγίου Αυγουστίνου και του Θωμά είναι πως, αν ο Υιος είναι η γνώση του Θεού, τότε ο Υιος πρέπει να προηγείται του Πνεύματος). Ισχύει όμως το αντίστροφο: αν δεν αγαπάς, δεν γνωρίζεις. Όπως δε ο Θεός μας γνωρίζει, με το να μας αγαπά και με το να μας αποκαλύπτεται ως αγάπη, έτσι κι εμείς Τον γνωρίζουμε μόνο με το να Τον αγαπούμε και με το να αγαπούμε αυτούς που Αυτός έχει αγαπήσει.

Το θέμα αυτό της αγάπης, ως ο δρόμος προς την αληθινή γνώση, συνδέεται στην σκέψη του αγίου Σιλουανού με το αγαπημένο του μοτίβο για την αγάπη προς τους εχθρούς. Θα ήταν λάθος να κατανοήσουμε αυτή την ιδέα, στην οποία τόσο πολύ επιμένει ο άγιος Σιλουανός, ως ηθική αρχή. Για τον άγιο Πατέρα είναι βαθιά και αποκλειστικά θεολογική: πρέπει να αγαπούμε τους εχθρούς μας μόνο επειδή ο Θεός αγάπησε τους εχθρούς Του στο πρόσωπο του σαρκωθέντος Υιού Του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γνωρίσουμε τον Θεό, επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μας αποκαλύπτεται, δηλαδή ως αγάπη προς τους εχθρούς. Αυτή είναι μια θεολογική και όχι μια ηθική αρχή. Είναι ο δρόμος της γνώσεως του Θεού.

Με παρόμοιο τρόπο πρέπει να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε την αγάπη που έδειχνε ο άγιος Σιλουανός στα φυτά και στα ζώα και στην οποία ο πατήρ Σωφρόνιος αφιερώνει μια μεγάλη παράγραφο. «Η καρδιά που έμαθε να αγαπά νιώθει έλεος για όλη την κτίση». Και αυτό επίσης πρέπει να κατανοηθεί θεολογικά: αγαπούμε τα κτίσματα επειδή τα έφτιαξε ο Θεός και υποφέρουν λόγω της δικής μας πτώσης.

Όσον αφορά την διδασκαλία περί Θεού, ο άγιος Σιλουανός έχει προηγηθεί από εμάς, τους σύγχρονους θεολόγους, στο θέμα της προσωπικής γνώσης. Θεωρούσε πως η αγία Τριάδα γνωρίζεται μόνο με τη βίωση της αγάπης και πως μας αποκαλύπτεται μέσω του αγίου Πνεύματος, που είναι Φως, επειδή ακριβώς είναι αγάπη. Η γνώση του Θεού είναι μια «πρόσωπο προς πρόσωπο» συνάντηση και, σύμφωνα με τον πατέρα Σωφρόνιο, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άγιος Σιλουανός ερχόταν σε επαφή με τον Θεό στην προσευχή του. Ο πατήρ Σωφρόνιος, έχοντας εμπειρία των ανατολικών θρησκειών, βρήκε στον άγιο Σιλουανό την αληθινή αποκάλυψη αυτού που αποκαλεί «υποστατική αρχή». Όταν το ανθρώπινο ον γίνεται υπόσταση, δηλαδή μια οντότητα ικανή να αγκαλιάζει, ιδιαίτερα με την προσευχή και την αγάπη του, τον Θεό και ολόκληρη την δημιουργία και να μιλά πρόσωπο προς πρόσωπο με τον Θεό και με τους άλλους, τότε εκπληρώνει το «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού» και εισέρχεται στην αιώνια ζωή. Η τριαδική θεολογία και η προσωπική ύπαρξη συμπίπτουν ως προς την εμπειρία της «υποστατικής αρχής», στην οποία ο πατήρ Σωφρόνιος είχε αφιερώσει, μέχρι το τέλος της ζωής του, πολλή δουλειά.

2. Χριστολογία

Στο κέντρο της σκέψης του αγίου Σιλουανού βρίσκεται η Χριστολογία, την οποία ο άγιος Πατέρας προσεγγίζει υπαρξιακά, και όχι τόσο σχολαστικά, όπως την γνωρίζουμε από τα δογματικά εγχειρίδια. Πιστός σε μια τυπικά ρωσική παράδοση, που μας θυμίζει τον Ντοστογιέφσκυ και άλλους Ρώσους στοχαστές, ο άγιος Σιλουανός προσεγγίζει τη Χριστολογία από την πλευρά της κενώσεως και τονίζει τον δρόμο του Σταυρού ως τον εμπειρικό τρόπο της σωτηρίας. Δεν μπορείς να πλησιάσεις την ζωή αν δεν πεθάνεις, όπως ο Χριστός πέθανε πριν αναστηθεί. Ο άγιος Σιλουανός ωθεί αυτό το θέμα στα όρια, κατά έναν πραγματικά ντοστογιεφσκικό τρόπο, με την περίφημη φράση του: «Κράτα τον νου σου στην κόλαση και μην απελπίζεσαι» [Σημείωση ΟΟΔΕ: Αν και στη Δύση, για τον Άδη και την Κόλαση χρησιμοποιείται η ίδια λέξη, για την ακρίβεια, η λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τον Άγιο, είναι: "Άδη" και όχι "Κόλαση", μια σημαντική διαφορά που αν δεν την έχουμε υπ' όψιν μας, δεν κατανοούμε τι ακριβώς λέει εδώ ούτε ο άγιος Σιλουανός, ούτε ο σεβ. Ιωάννης. Γι' αυτό ας εκλάβουμε τις αναφορές εδώ στην "Κόλαση", με τη σωστή λέξη: "Άδης"]. Αυτή η φράση γίνεται απαίσια μηδενιστική έξω από την Χριστολογία. Αν ληφθεί έξω από το Χριστολογικό της πλαίσιο, μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία. Η κόλαση είναι πέρασμα κι όχι προορισμός. Δεν έχουμε κληθεί να κατοικήσουμε εκεί. Δεν υπάρχει όμως παράδρομος που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να αποφύγουμε αυτό το πέρασμα, αν επιθυμούμε να φθάσουμε στον τελικό μας προορισμό, που είναι ο ουρανός και η βασιλεία του Θεού. Έτσι είναι τα πράγματα, επειδή ο ίδιος ο Χριστός πέρασε από αυτήν την εμπειρία. Η σκέψη είναι χριστολογική, και γι' αυτόν τον λόγο δεν οδηγεί στην απελπισία. Η νίκη του Χριστού πάνω στην κόλαση αποτελεί την προϋπόθεση της διάβασης μέσα απ' αυτή. Γίνεται έτσι μια αναστροφή της ακολουθίας θάνατος - ανάσταση: Τώρα προηγείται η Ανάσταση του Χριστούαπό την είσοδό μας στην κόλαση, και γι' αυτόν τον λόγο δεν μπορούμε να οδηγούμαστε στην απελπισία.

Αυτό το θέμα, όταν κατανοείται χριστολογικά, κάνει τις πνευματικές αρετές, όπως την ταπείνωση και την αγάπη, βαθιά θεολογικές. Κρατώντας τον νου σου στην κόλαση ταπεινώνεσαι, όχι ψυχολογικά, αλλά οντολογικά. Συμμετέχεις στην άβυσσο του μηδενός, όπου βρισκόσουν πριν ο Θεός σε φέρει στην ύπαρξη. Βιώνεις την απουσία του Θεού ως υπαρξιακό κενό και εκεί, σ' αυτό το κενό, συναντάς τον προγεννήτορά σου Αδάμ να κλαίει και να θρηνεί για την απώλεια του Παραδείσου (ένα θέμα τόσο αγαπητό στον άγιο Σιλουανό). Ταυτίζεσαι έτσι με όλη την ανθρωπότητα, ιδιαίτερα στην πεπτωκυία κατάστασή της, και ταυτιζόμενος μ' αυτήν στην πτώση της αποκτάς την αληθινή αυτογνωσία και παύεις να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου - αυτή είναι αληθινή ταπείνωση -, ενώ την ίδια στιγμή νιώθεις συμπάθεια προς όλους εκείνους που σαν εσένα είναι αμαρτωλοί, συμπεριλαμβανομένων των εχθρών σου, και έτσι τους αγαπάς όλους, όχι συναισθηματικά αλλά υπαρξιακά, όχι υποχρεωμένος να το κάνεις αυτό λόγω κάποιας ηθικής επιταγής, αλλά συμμετέχοντας στη δική τους ύπαρξη, στον χωρισμό τους από τον Θεό, στον θάνατό τους. Ο Χριστός τα έπραξε όλα αυτά και δίχως αυτό το γεγονός η Χριστολογία θα παρέμενε κενό δόγμα.

Αυτή η κενωτική Χριστολογία, στην περίπτωση του αγίου Σιλουανού, χρωματίζει και το θέμα της μεταμόρφωσης, που βρίσκεται στο κέντρο της αθωνικής παράδοσης από την εποχή ακόμη των ησυχαστών. Αυτό είναι ενδιαφέρον τόσο από ιστορική όσο και από θεολογική άποψη. Το θέμα της κένωσης δεν φαίνεται να κυριαρχεί στους ησυχαστές του 14ου αιώνα. Βρίσκεται παρόν μυστικά, αλλά ο άγιος Σιλουανός το φέρνει στην επιφάνεια και το βάζει στο κέντρο. Αυτό τον κάνει να βρίσκεται πιο κοντά μας απ' ό, τι οι ησυχαστές του 14ου αιώνα. Η εποχή μας έχει μεγαλύτερη συνείδηση της τραγωδίας, του κενού και του μηδενός απ' ό, τι το Βυζάντιο. Την ίδια στιγμή αυτό το θέμα μπορεί να προστατεύσει το ησυχαστικό ενδιαφέρον για την Χριστολογία της Μεταμόρφωσης από τον κίνδυνο να κατανοηθεί μ' ένα θετικιστικό πνεύμα, ανάλογο μ' αυτό που υπάρχει στις ανατολικές θρησκείες. Αν η εμπειρία της Μεταμόρφωσης πρέπει να συνδυασθεί με την εμπειρία του Σταυρού - αυτό ακριβώς απαιτεί η ίδια η βιβλική διήγηση -, η συνέπεια αυτού του συνδυασμού θα είναι το ότι ο ασκητισμός δεν αποτελεί μια ατομική εμπειρία, αλλά μια μετοχή στην οδύνη ολόκληρου του κόσμου και πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να δούμε το άκτιστο φως από το να υποφέρουμε για τους άλλους και μαζί με τους άλλους. Αυτό θα έκανε την συμμετοχή στην εμπειρία της Μεταμόρφωσης του Χριστού ένα ζήτημα συμμετοχής στο πάθος του Χριστού, στην κάθοδό Του στον Άδη, στον τόπο του θανάτου, και όχι ένα ζήτημα εφαρμογής μιας συγκεκριμένης τεχνικής.

Η φράση του αγίου Σιλουανού «κράτα τον νου σου στην κόλαση και μην απελπίζεσαι» δεν είναι απλώς μια μέθοδος, αλλά ο χριστολογικός λόγος ύπαρξης (raison d’ être) του ασκητισμού. Ο ασκητισμός εμπνέεται και δικαιώνεται από τη Χριστολογία και όχι από την ηθική. Δίχως την Χριστολογία όλος ο χριστιανικός ασκητισμός θα γινόταν μια μαζοχιστική εμπειρία δαιμονικού χαρακτήρα.

3. Η διδασκαλία της Εκκλησίας

Υπάρχει κάποια εκκλησιολογία στην διδασκαλία του αγίου Σιλουανού; η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα εξαρτάται από το τι περιμένουμε να βρούμε κάτω από τον όρο «εκκλησιολογία». Φυσικά δεν υπάρχει κάποια συστηματική διατριβή για την Εκκλησία και, ακόμη περισσότερο, δεν περιμένουμε να βρούμε κάτι τέτοιο σ' έναν ασκητικό πατέρα, όπως ο άγιος Σιλουανός. Παρ' όλα αυτά υπάρχουν στοιχεία στην σκέψη και στην διδασκαλία του που αναφέρονται άμεσα η έμμεσα στο θέμα της Εκκλησίας και σ' αυτά θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας.

Υπάρχει κατ' αρχάς μια ισχυρή έμφαση στην οικουμενικότητα της Εκκλησίας ή καλύτερα στην καθολικότητά της. Η Εκκλησία, στην σκέψη του αγίου Σιλουανού, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια επέκταση της αγάπης του Κυρίου μας προς όλους, «για να σωθούν όλοι». Ο Αθωνίτης άγιος δεν είναι ικανοποιημένος από την προσωπική εμπειρία του για την αγάπη του Θεού προς αυτόν. Επιθυμεί, και το εκφράζει αυτό πολύ έντονα, να την δουν και να την γνωρίσουν και οι άλλοι. «Κύριε, δώσε το άγιό Σου Πνεύμα έτσι, ώστε οι πάντες να Σε γνωρίσουν εν αγίω Πνεύματι». «Κύριε, δώσε αυτήν την αγάπη Σου σ' ολόκληρο τον κόσμο». Ο άγιος Σιλουανός ζητά διαρκώς από τον Κύριο να αποκαλυφθεί σε όλους τους ανθρώπους. Γράφει για τον ασκητή του Κιέβου άγιο Παρθένιο, που επιθυμούσε να εισέλθει στο μυστήριο της μοναχικής ζωής, ότι η Θεοτόκος του είπε: «Αληθινός μοναχός είναι αυτός που μεσιτεύει για ολόκληρο τον κόσμο». Αυτό φέρνει την θεολογία του πολύ κοντά στη θεία Ευχαριστία, που είναι η πράξη της προσφοράς του Χριστού σε ολόκληρο τον κόσμο από την Εκκλησία.

Με αυτό σχετίζεται και το γεγονός ότι ο άγιος Σιλουανός τόνιζε πολύ την προσευχή για τους νεκρούς. Αυτό το θέμα είναι τόσο κεντρικό στην διδασκαλία του αγίου Σιλουανού, ώστε να είναι έτοιμος και να αντιτεθεί ακόμη στις απόψεις σημαντικών πνευματικών πατέρων, που εμφανώς υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς αλλά μόνο για τον εαυτό μας. «Όταν σταμάτησα να κλαίω για τους νεκρούς - μας λέει - έχασα αυτόματα και τα δάκρυα για τον εαυτό μου». Σχολιάζει τις απόψεις του ασκητή που του λέει: «θα ήθελα, αν μπορούσα να βγάλω από τον Άδη όλους όσοι βρίσκονται εκεί και τότε μόνο θα εύρισκε η ψυχή μου ανάπαυση και αγαλλίαση» (σελ. 506).

Αυτό πάλι είναι ένα θέμα εκκλησιολογίας. Ο άγιος Σιλουανός αναφέρει πως ο ασκητής που είπε τα παραπάνω λόγια έκανε την ίδια στιγμή μια χειρονομία για να συλλέξει στάχυα για θερισμό. Είναι μια εικόνα που μας οδηγεί στην ευχαριστιακή εμπειρία. Το θέμα είναι ευχαριστιακό, με κάθε έννοια. Κατά την Ευχαριστία, η Εκκλησία όχι μόνο προσεύχεται ζωηρά για τους νεκρούς, και μάλιστα στο κεντρικότερο σημείο της Αναφοράς, αλλά και την αντιλαμβάνεται ως κοινωνία ζώντων και τεθνεώτων.

Πολλά έχουν γραφτεί για την επιμονή που δείχνει ο άγιος Σιλουανός στην αγάπη προς τους εχθρούς. Σημειώσαμε παραπάνω ότι αυτό αποτελεί για τον άγιο ένα βαθιά θεολογικό θέμα. Πρέπει τώρα να προσθέσουμε ότι ταυτόχρονα είναι ευχαριστιακό και εκκλησιολογικό. Για τον άγιο Σιλουανό, «αν θέλεις να φυλάξεις τη νοερά προσευχή, πρέπει να αγαπάς αυτούς που σε έχουν προσβάλλει και να προσεύχεσαι γι' αυτούς, μέχρις ότου η ψυχή σου βρει την ειρήνη· και τότε ο Θεός θα σου χαρίσει την ακατάπαυστη προσευχή, επειδή η χάρη της προσευχής δίδεται σ' αυτούς που προσεύχονται για τους εχθρούς τους» (σελ. 532). Η συγχώρηση των εχθρών μας είναι τόσο ουσιαστική για την συμμετοχή μας στην Ευχαριστία, ώστε ο Κύριός μας να την καθιστά συνθήκη αυτής της συμμετοχής· το ίδιο δε κάνουν και οι Πατέρες, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, στο υπόμνημά του για την Κυριακή Προσευχή, ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναίτης κλπ. Όλες οι αμαρτίες μπορούν να συγχωρεθούν με την εξομολόγηση πριν από την θεία Μετάληψη, αλλά αν κάποιος δεν συμφιλιωθεί με τους εχθρούς του και φυλάει στην μνήμη του το κακό που του έκαναν, δεν επιτρέπεται η συμμετοχή του στην Ευχαριστία. Η αγάπη των εχθρών είναι τόσο κρίσιμη για την Ευχαριστία, ώστε ο άγιος Σιλουανός να επιμένει τόσο πάνω σ' αυτό.

Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα, που σχετίζεται με την εκκλησιολογία, είναι η άποψη που έχει ο άγιος Σιλουανός για την μοίρα των αιρετικών. Σε ιστορίες από την ζωή του, όπως τις έχει εκδώσει ο πατήρ Σωφρόνιος, αναφέρεται στην γνώμη κάποιου πατρός Κασσιανού, ο οποίος συνήθιζε να λέει ότι όλοι οι αιρετικοί θα χαθούν. Ο άγιος Σιλουανός παρουσιάζεται να έχει απαντήσει πάνω σ' αυτό: «Δεν το ξέρω αυτό, αλλά πιστεύω μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σ' αυτήν βρίσκεται η χαρά της σωτηρίας με την χριστοειδή ταπείνωση». Αυτή η θέση είναι πάρα πολύ σημαντική. Διαφέρει ριζικά από το ζηλωτικό πνεύμα που χαρακτηρίζει πολλούς μοναχούς, ακόμη και στο ίδιο το Άγιον Όρος, και εκφράζει μια ορισμένη θεολογική θέση όσον αφορά το λεπτό θέμα των ορίων της Εκκλησίας, παρόμοια με αυτήν που παίρνουν οι σύγχρονοι ορθόδοξοι θεολόγοι, σύμφωνα με την οποία το μόνο πράγμα που μπορούμε, ως ορθόδοξοι, με σιγουριά να πούμε, σχετικά με αυτούς που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία, είναι ότι είμαστε σίγουροι για τη σωτηρία που προσφέρεται μέσα στην Εκκλησία, αποφεύγοντας έτσι να καταδικάσουμε οποιονδήποτε άλλον και αφήνοντας τον Θεό να κρίνει τελικά τους πάντες, και μαζί μ' αυτούς κι εμάς.

Τελικά, αξίζει να δούμε τι σκέφτεται ο άγιος Σιλουανός για την ιεροσύνη και ειδικά για τους επισκόπους της Εκκλησίας. Τους βλέπει ως φορείς της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και ικανούς «του δεσμείν και λύειν» αμαρτίες. Τους αποκαλεί ποιμένες, που έργο έχουν να συνάζουν τα διεσκορπισμένα πρόβατα για να τα θρέψουν πνευματικά. Είναι επίσης μεσίτες του λαού τους προς τον Θεό. Ο Κύριος τους αγαπά επειδή κι αυτοί αγαπούν τον λαό Του. Προτρέπει τους πάντες: «Ας κρατήσουμε, αδελφοί, την υπακοή στους ποιμένες μας και τότε θα έρθει η ειρήνη και το άγιο Πνεύμα θα μείνει μαζί μας». «Όποιος προσβάλλει ιερέα, καθυβρίζει το άγιο Πνεύμα που ζει μέσα του». «Τι να πούμε και για τους επισκόπους;» ερωτά. «Στους επισκόπους δόθηκε η μεγάλη χάρη του αγίου Πνεύματος· βρίσκονται πάνω απ' όλους και σαν αετοί ανεβαίνουν στα ύψη και από κει παρατηρούν το ατέλειωτο διάστημα και με θεολογική γνώση κυβερνούν τα ποίμνιά τους». Φαίνεται ότι ο άγιος Σιλουανός παρέμεινε ανεπηρέαστος από τις σύγχρονες ηθικιστικές στάσεις απέναντι στους ιερείς και τους επισκόπους. Γράφει λοιπόν: «Ίσως να αναρωτιέστε πως μπορεί ο τάδε επίσκοπος η ο δείνα πνευματικός πατέρας να έχει το άγιο Πνεύμα, αφού του αρέσει να τρώει και να έχει μάλιστα κι άλλες αδυναμίες; Θα σάς πω: Αυτό είναι δυνατό, αν δεν αποδέχεται τους κακούς λογισμούς. Λοιπόν, κι αν ακόμη έχει μια κάποια αδυναμία, αυτό δεν εμποδίζει την χάρη από του να ζει στην ψυχή του, όπως το ζωντανό δένδρο, κι αν ακόμη έχει κάποια ξερά κλαδιά, δεν το εμποδίζουν από του να φέρει καρπούς» (σελ. 439).

Σ' αυτό το ζήτημα ο άγιος Σιλουανός εκπροσωπεί μια τυπικά παραδοσιακή εκκλησιολογία, που χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα όλους τους μοναχούς της ορθόδοξης Εκκλησίας, και που απορρέει από μια ευχαριστιακή εκκλησιολογία, που βρίσκεται πίσω από την σκέψη και την μοναχική ζωή του.

Αυτές είναι λίγες παρατηρήσεις πάνω στην θεολογία του αγίου Σιλουανού. Κατά κανέναν τρόπο δεν εξαντλούν την θεολογική σημασία της σκέψης του. Για να συμπληρωθεί η εικόνα πρέπει να προστεθούν κι άλλες πτυχές, όπως αυτές που σχετίζονται ειδικότερα με την ανθρωπολογία. Ωστόσο, ό, τι ειπώθηκε, μας επιτρέπει να εξαγάγουμε κάποια βασικά συμπεράσματα, ιδιαίτερα όσον αφορά την σχέση ανάμεσα στην θεολογία και την ασκητική ζωή.

Η θεολογία είναι ο «λόγος» περί Θεού. Αυτός ο «λόγος» μπορεί να εκφραστεί με λέξεις, το περιεχόμενο όμως των οποίων και η πηγή τους δεν βρίσκεται στην διάνοια. Επηρεάζουν όλη μας την ύπαρξη. Η ασκητική παράδοση του αγίου Σιλουανού δεν ανήκει στον τύπο ασκητικής του Ευαγρίου, που τονίζει την κάθαρση του νοός. Ανήκει μάλλον στην ασκητική παράδοση που παρέλαβε και ανέπτυξε ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και σε άλλες που μας φέρνουν, μέσω του ησυχαστικού κινήματος και του αθωνικού μοναχισμού, στην εποχή μας. Αυτό που τονίζεται σ' αυτήν την παράδοση είναι η κάθαρση της καρδιάς, που λειτουργεί ως κέντρο υπακοής και αγάπης. Η αγάπη γίνεται, σ' αυτήν την παράδοση, μια γνωσιολογική κατηγορία: μέσω της αγάπης γνωρίζουμε και οι ίδιοι γνωριζόμαστε μέσω της αγάπης του Θεού. Αυτός ο ασκητισμός της αγάπης οδηγεί σε μια θεολογία που μπορεί να αποδοθεί με λογικές έννοιες, όπως σχέσεις, κοινωνία, πρόσωπο κλπ. Συνεπώς, αυτή η θεολογία δεν είναι ανορθολογική, αλλά είναι μια θεολογία η οποία παράγει έννοιες που σκοπεύουν στην απελευθέρωση της ανθρώπινης διάνοιας από τον (στεγνό) ορθολογισμό, δίνοντάς μας έτσι τη δυνατότητα να περιλάβουμε στον λόγο μας για τον Θεό όλη μας την ύπαρξη, όπως αυτή σχετίζεται με άλλες υπάρξεις και ειδικά με τον ίδιο τον Θεό, Αυτόν που κατ' εξοχήν υπάρχει, τον Όντα.

Αυτού του είδους η θεολογία της κάθαρσης της καρδιάς από την πηγή όλων των παθών, δηλαδή από την φιλαυτία, περνά από τον Σταυρό του Χριστού, ο οποίος, κενούμενος από κάθε φιλαυτία και ταυτιζόμενος με τους άλλους μέχρι θανάτου, μας οδηγεί στην αποκάλυψη της ύπαρξης του Θεού ως αγίας Τριάδος αγαπημένων προσώπων, και έτσι μας θεώνει χαρίζοντάς μας το Άγιο Πνεύμα ως χάρη του Θεού, καθώς γνωριζόμαστε απ' Αυτόν εν Χριστώ, δηλ. αγαπώντας Τον όπως Αυτός πρώτος μας αγάπησε. Όλα αυτά βιώνονται στην κοινωνία που το Πνεύμα δημιουργεί ως Σώμα Χριστού, ως Εκκλησία. Έτσι, ο ασκητισμός δεν είναι κάτι παράλληλο προς την Εκκλησία, αλλά σε τελευταία ανάλυση είναι ο τόπος όπου καλλιεργείται και εξασκείται η ουσία της Εκκλησίας ως κοινωνία και αγάπη, μέσα από την πάλη ενάντια στα πάθη που εμποδίζουν την κοινωνία και την αγάπη από του να απαρτίσουν την Εκκλησία.

Η ασκητική θεολογία του αγίου Σιλουανού κινείται από την Τριαδική θεολογία στη Χριστολογία, στην Πνευματολογία και στην Εκκλησιολογία. Είναι μια θεολογία που εύκολα μπορεί να μεταφραστεί σε Δογματική. Είναι δε ο κατάλληλος καιρός, οι θεολόγοι να χρησιμοποιήσουν δημιουργικά αυτές τις πηγές, όπως τις χρησιμοποιεί αυτός ο τύπος των ασκητικών θεολόγων, έτσι ώστε το δόγμα να ξαναβρεί την υπαρξιακή του σημασία και να πάψει να είναι μια νεκρή διατύπωση που επαναλαμβάνεται από τους ειδικούς.Είθε οι ευχές του αγίου Σιλουανού να μας οδηγούν στον δρόμο της αληθινής θεολογίας, που δεν είναι τίποτε άλλο από θέα και γνώση του Θεού, της ευλογημένης Τριάδος, μέσα από την αγάπη που συνδέει τα τρία θεία Πρόσωπα σε μια αδιάσπαστη ενότητα κοινωνίας, η οποία μας φανερώνεται και μας αποκαλύπτεται στον σαρκωθέντα Υιό, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, και μέσα από την κοινωνία της αγάπης που δημιουργήθηκε στην καρδιά μας από το Άγιο Πνεύμα, έτσι ώστε να Τον γνωρίζουμε όπως ακριβώς είναι, αγαπώντας όλα όσα είναι δικά Του, τους συνανθρώπους μας και όλη την κτίση μέσω της κοινωνίας του Σώματος του Χριστού, δηλαδή μέσω της Εκκλησίας. (
OOΔE)

Το αδιάλειπτον της προσευχής του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου

$
0
0
Το αδιάλειπτον της προσευχής 
του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου

Συνέβη ποτέ το εξής: Μεταξύ των αδελφών του Μοναστηρίου ήτο είς πολύ καλός ασκητής, ο μοναχός Σπυρίδων, διαβιώσας εν τω κοινοβίω ήμισυν αιώνα. Εκ φύσεως ήτο άνθρωπος καρτερικός, δυνατός εις το σώμα και την ψυχήν, τα μάλα φιλόπονος, ανθεκτικός εις την άσκησιν, αληθής μοναχός.

Από της αρχής της μοναστηριακής αυτού ζωής ηγάπησε την προσευχήν του Ιησού και ενεκαρτέρησεν εις τούτο το «έργον», όπερ απαιτεί μεγάλην υπομονήν, προσοχήν και αυτοπεριορισμόν. Όπως και η πλειονότης των μοναχών του Αγίου Όρους, ο πατήρ Σπυρίδων ήτο απλούς, σχεδόν αγράμματος, αλλ’ ήτο άνθρωπος σοφός. Εκ της μακράς πείρας της νοεράς εργασίας απεκόμισε καθαράν αντίληψιν περί των μέτρων της ανθρωπίνης φύσεως και των ιδιωμάτων της ψυχής. Κατενόει ότι η νοερά προσευχή απαιτεί ελευθερίαν του νοός από παντός είδους εντυπώσεων, και δια της σταθερότητος της βαθείας πίστεως έφερε ταύτην την δυσβάστακτον δια το πλείστον των ανθρώπων άσκησιν...

Ο πατήρ Σπυρίδων είχε δύσκολον διακόνημα· ήτο οικονόμος εις το μοναστηριακόν μετόχιον της Κρουμίτσης, εις τα ΒΔ της χερσονήσου του Άθω. Οι κύριοι τομείς της οικονομίας εκεί ήσαν οι ελαιώνες και αι άμπελοι. Τα τελευταία τρία-τέσσερα έτη της ζωής αυτού διήλθεν εν τω μοναστηριακώ νοσοκομείω, επειδή έπασχεν εκ χρονίων ρευματισμών, οίτινες εστέρησαν αυτόν πάσης ικανότητος προς εργασίαν.

Έτυχεν ένα χειμώνα ο Γέρων Σιλουανός να ασθενήση εκ γρίππης, και έμενε προς καιρόν εν τω νοσοκομείω. Έδωκαν εις αυτόν «κλίνην» τινά πλησίον του πατρός Σπυρίδωνος. Εν τω παραπλεύρω διαμερίσματι έμενε τότε Ιεροδιάκονος τις.


Ημέραν τινα ο πατήρ Σπυρίδων εκάθητο επί της στρωμνής εστραμμένος προς την κλίνην του Γέροντος Σιλουανού. Ούτος ήτο ανακεκλιμένος, ενδεδυμένος το ζωστικόν και την ζώνην, ως είθισται εις τους μοναχούς του Άθωνος εις σημείον της αδιαλείπτου ετοιμότητος αυτών ημέρας και νυκτός προς διανάστασιν εις προσευχήν. Ο πατήρ Σπυρίδων ωμίλει περί της προσευχής και ο Γέρων Σιλουανός ήκουε σιωπών.

- Ούτω κρατείς, κρατείς την προσευχήν, και όμως, όταν ασχοληθής μετά τινος εργασίας, ήτις απαιτεί να σκεφθής, τότε διακόπτεται η προσευχή … Συμβαίνει να υπάγης, ίνα καθαρίσης τας ελαίας, και, όταν βλέπης τους κλάδους και σκέπτησαι πώς θα ήτο καλύτερον να κλαδεύης αυτούς, τότε φεύγει η προσευχή, έλεγεν ο πατήρ Σπυρίδων.

Ενώ έλεγεν αυτούς τους λόγους ο Γέρων Σιλουανός ηγέρθη εκ της κλίνης, εφόρεσε τας αρβύλας αυτού και τον ζεστόν επενδύτην και ειπών γαληνώς, «εις ημάς δεν συμβαίνει ούτως», ανεχώρησεν εκ του νοσοκομείου δια το κελλίον αυτού.


Κατάπληκτος ο πατήρ Σπυρίδων εσυνέχισεν επ’ ολίγον να κάθηται εν απορία, και κατόπιν μετέβη εις το παράπλευρον διαμέρισμα και διηγήθη την συνομιλίαν αυτού μετά του Γέροντος Σιλουανού εις τον ασθενούντα Ιεροδιάκονον και είπεν:
- Άγιε Ιεροδιάκονε, υμείς γνωρίζετε καλώς τον πατέρα Σιλουανόν. Είπατε, τί σημαίνουν οι λόγοι ούτοι, «εις ημάς δεν συμβαίνει ούτως»;
Ο διάκονος εσιώπα. Ο πατήρ Σπυρίδων εσυνέχισεν:
- Ή πλανάται, ή είναι μέγας!
Ο Ιεροδιάκονος, γνωρίζων τον πατέρα Σπυρίδωνα ως έμπειρον ασκητήν, λέγει εις αυτόν:
- Πάτερ Σπυρίδων, δύνασθε ο ίδιος να εννοήσητε καλύτερον εμού τί σημαίνουν οι λόγοι ούτοι.
Ο πατήρ Σπυρίδων παρέμεινε συλλογιζόμενος επί ολίγην έτι ώραν, και μετά ηγέρθη λέγων:
- Ναι, εκπληκτικόν πράγμα!

Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. 8η, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1999. (
thriskeftika.blogspot.gr)

Ἡ ἀξία τῆς νηστείας

$
0
0

π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου

Δυστυχῶς σήμερον ἡ νηστεία ἔχει πολύ παραμερισθῆ. Ἐλάχιστοι δίδουν σημασίαν εἰς τήν νηστείαν. Καί ὅμως ἡ ἀξία τῆς νηστείας εἶνε πολύ μεγάλη. Ἄς ἀκούσωμεν τί λέγει περί αὐτῆς ὁ Μέγας Βασίλειος:

«Νομίζεις ὅτι τοποθετῶ τήν ἀρχαιότητα τῆς νηστείς εἰς τήν ἐποχήν τοῦ Νόμου τοῦ Μωυσέως; Ὄχι! Ἡ νηστεία εἶνε περισσότερον παλαιά ἀπό τόν Νόμον τοῦ Μωυσέως… Ἡ νηστεία ἔχει τήν αὐτήν ἡλικίαν μέ τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ νηστεία ἐνομοθετήθη εἰς τόν Παράδεισον.

Ἡ πρώτη ἐντολή περί νηστείας ἐδόθη εἰς τόν Ἀδάμ. «Ἀπό τόν καρπόν τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δέν θά φάγετε», εἶπεν ὁ Θεός εἰς τούς πρωτοπλάστους.

Αὐτό τό «δέν θά φάγετε» εἶνε θέσπισις νόμου νηστείας καί ἐγκρατείας. Ἐάν ἡ Εὔα δέν ἔτρωγεν ἀπό τόν καρπόν τοῦ δένδρου ἐκείνου, δέν θά εἴχομεν ἀνάγκην ἀπό τήν σημερινήν νηστείαν… Ἐπειδή δέν ἐνηστεύσαμεν, ἐξεδιώχθημεν ἐκ τοῦ Παραδείσου• ἄς νηστεύσωμεν λοιπόν, διά νά εἰσέλθωμεν εἰς αὐτόν… Μή μιμηθῇς τήν παρακοήν τῆς Εὔας, μή δεχθῇς πάλιν τόν ὄφιν ὡς σύμβουλον, ὁ ὁποῖος σέ προτρέπει νά φάγῃς, ἀπό ἐνδιαφέρον δῆθεν διά τό σῶμα σου… Τά σώματα τῶν ἀνθρώπων, ὅταν βαρύνωνται ὑπερ- βολικῶς μέ τήν συνεχῆ πολυφαγίαν, περιπίπτουν εὐκόλως εἰς ἀσθενείας…

Εἰς τόν Παράδεισον οἶνος δέν ὑπῆρχεν οὔτε θυσίαι ζώων ὑπῆρχον ἀκόμη οὔτε κρεοφαγίαι. Μετά τόν κατακλυσμόν ἐπετράπησαν αὐτά… Ἀλλά καί ὁ Μωυσῆς, ὡς γνωρίζομεν, μετά ἀπό νηστείαν ἐτόλμησε νά ἀνέλθῃ εἰς τό ὄρος Σινᾶ, διά νά λάβῃ τάς πλάκας τῶν Δέκα Ἐντολῶν… Τί ἦτο ἐκεῖνο πού κατέ- στησεν ἀνάξιον τόν Ἠσαῦ καί τόν ἔκαμε δοῦλον τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰακώβ.

Δέν ἦτο ὀλίγον φαγητόν, χάριν τοῦ ὁποίου ἐπώλησεν εἰς τόν ἀδελφόν του τά δικαιώματά του ὡς πρωτοτόκου; Ἡ μήτηρ τοῦ προφήτου Σαμουήλ δέν ἀπέκτησε τόν υἱόν της ἕνεκα τῆς προσευχῆς της καί τῆς νηστείας της; Ἡ νηστεία δέν ἔκαμεν ἀκατανίκητον τόν μέγαν καί σπουδαῖον Σαμψών;… Ναί! Ἡ νηστεία γεννᾷ προφήτας, ἡ νηστεία κάμνει ἰσχυροτέρους τούς ἰσχυ- ρούς, ἡ νηστεία κάμνει σοφούς τούς νομοθέτας… Ἡ νηστεία ἁγιάζει τόν ἀφιερωμένον εἰς τόν Θεόν καί καθιστᾷ τόν Ἱερέα ἱκανόν νά προσφέρῃ θυσίαν.

Διότι δέν εἶνε δυνατόν νά τολμήσῃ τις ἄνευ νηστείας νά ἱερουργήσῃ, ὄχι μόνον εἰς τήν ἰδικήν μας λατρείαν τήν μυστικήν καί ἀληθινήν, ἀλλ᾽ οὔτε εἰς τήν τυπικήν λατρείαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν λατρείαν, πού ὥριζεν ὁ Νόμος τοῦ Μωυσέως.

Ἡ νηστεία ἔκαμε τόν προφήτην Ἠλίαν ἱκανόν καί ἄξιον νά ἴδῃ τό μέγα θέαμα• διότι ἀφοῦ μέ νηστείαν τεσσαράκοντα ἡμερῶν ἐκαθάρισε τήν ψυχήν του, οὕτως ἠξιώθη εἰς τό σπήλαιον Χωρήβ νά ἴδῃ τόν Κύριον, ὅσον βεβαίως εἶνε δυνατόν εἰς ἀνθρώπους νάἴδουν τόν Θεόν. Διά τῆς νηστείας ἀνέστησε τόν υἱόν τῆς χήρας καί οὕτω διά τῆς νηστείας, ἀνεδείχθη δυνατός κατά τοῦ θανάτου… Καί τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου τόν βίον ἡ νηστεία διέκρινε… Καί γενικῶς ἡ νηστεία ὑπῆρξεν ὁδηγός εἰς ὅλους τούς ἁγίους, ὥστε νά πολιτευθοῦν συμφώνως πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ… Καί οἱ Τρεῖς Παῖδες, καίτοι ἐρρίφθησαν εἰς τήν κάμινον τοῦ πυρός, ὅμως ἐπειδή εἶχον ὁπλισθῆ μέ τήν νηστείαν, κατεπάτουν τήν πυρκαϊάν καί ἀνέπνεον, μέσα εἰς αὐτό τό φοβερόν πῦρ, ἐλαφρόν καί δροσιστικόν ἀέρα. Οὔτε τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς των δέν ἐτόλμησε νά θίξῃ τό πῦρ, ἐπειδή καί αὐταί εἶχον τραφῆ διά τῆς νηστείας. Ὁ δέ προφήτης Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἦτο γεμᾶτος ἀπό θείους καί πνευματικούς πόθους, ἀφοῦ ἐνήστευσεν ἐπί τρεῖς ἑβδομάδας καί οὔτε ἄρτον ἔφαγεν, οὔτε ὕδωρ ἔπιεν, ἔκαμεν ἔπειτα καί τούς λέοντας νά νηστεύουν, ὅταν ὁ εἰδωλολάτρης βασιλεύς τόν ἔρριψεν εἰς τόν λάκκον των… Ἡ νηστεία ἔσβεσε τήν δύναμιν τοῦ πυρός, ἡ νηστεία ἔφραξε τά στόματα τῶν λεόντων, ἡ νηστεία γίνεται πτερόν καί ἀναβιβάζει τήν προσευχήν εἰς τόν οὐρανόν, ἡ νη- στεία εἶνε αὔξησις καί πρόοδος τῶν οἴκων, μήτηρ τῆς ὑγείας, παιδαγωγός τῶν νέων, στολισμός τῶν πρεσβυτέρων…

Ἄλλα καί μέ ἄλλον τρόπον ἡ νηστεία μᾶς γίνεται ἀφορμή εὐφροσύνης. Ὅπως δηλαδή ἡ δίψα μᾶς κάμνει νά αἰσθανώμεθα ἀπόλαυσιν ὅταν πίνωμεν, καί ὅπως ἡ πεῖνα, ὅταν προηγηθῇ, κάμνει πολύ εὐχάριστον τήν τράπεζαν, οὕτω καί ἡ νηστεία καθιστᾶ περισσότερον ἀπο- λαυστικόν τό φαγητόν… Ἡ τράπεζα εἶνε περισσότερον εὐχάριστος μετά τήν νηστείαν, τόσον διά τούς πλουσίους πού ἔχουν ποικιλίαν φαγητῶν, ὅσον καί διά τούς πτωχούς πού τά φαγητά των εἶνε λιτά καί ἁπλᾶ… Τοῦ νηστεύοντος οἱ ὀφθαλμοί εἶνε ἤρεμοι, τό βάδισμα σεμνόν, τό πρόσωπον σοβαρόν, χωρίς νά ἐντροπιάζεται ἀπό ἀκολάστους γέλωτας, οἱ λόγοι του μετρημένοι, ἡ καρδία του καθαρά…

Ἀγνοεῖς ὅτι ὅπως συμβαίνει μέ τά ἀντίπαλα στρατεύματα, ὅπου ἡ συμμαχία κάποιου μέ τό ἕν κάμνει νά νικηθῇ τό ἄλλο, οὕτω συμβαίνει καί μέ τό πνεῦμα καί τήν σάρκα; Ὅποιος προσθέτει βάρη εἰς τήν σάρκα ἀντιμάχεται καί καταπολεμεῖ τό πνεῦμα καί ὅποιος προσχωρεῖ εἰς τό μέρος τοῦ πνεύματος ὑποδουλώνει τήν σάρκα. Διότι αὐτά εἶνε μεταξύ των ἐχθρικά. Ὥστε, ἄν θέλῃς νά κάμῃς ἰσχυρόν τό πνεῦμα σου, χαλιναγώγησε μέ νηστείαν τήν σάρκα…

Δέν θά περιφρονήσῃς τά φαγητά, τά ὁποῖα φθείρονται; Δέν θά ἐπιθυμήσῃς τήν τράπεζαν πού εἶνε εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, εἰς τήν ὁποίαν θά καθήσῃς ἄν νηστεύσῃς εἰς τήν παροῦσαν ζωήν; Δέν γνωρίζεις ὅτι μέ τήν λαιμαργίαν καί τήν πολυφαγίαν σου κάμνεις παχύτερον τόν σκώληκα, ὁ ὁποῖος θά σέ κατατρώγη;

Ποῖος ἀπ᾽ ὅσους ἐπιδίδονται εἰς πολυφαγίας καί συνεχεῖς ὑλικάς ἀπολαύσεις, ἀπέκτησε ποτέ οἱονδήποτε πνευματικόν χάρισμα;… Δέν φοβεῖσαι καί δέν φρίττεις διά τήν λαιμαργίαν, μήπως γίνῃ αἰτία νά χάσῃς τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν;

Πρόσεξε ὅμως! Μή νομίσῃς ὅτι τό ἀγαθόν τῆς νηστείας περιορίζεται μόνον εἰς τήν ἀποχήν ἀπό τάς ὑλικάς τροφάς. Ὄχι! Πραγματική νηστεία εἶναι τό νά ἀπομακρυνθῇς ἀπό πᾶν κακόν… Τί τό ὄφελος νά νηστεύῃς καί ταὐτοχρόνως νά εὑρίσκεσαι εἰς φιλονικίας καί διαμάχας; Δέν τρώγεις κρέας, κατατρώγεις ὅμως τόν ἀδελφόν σου (μέ ὕβρεις, ἀδικίας, συκοφαντίας κ.λπ). Δέν πίνεις οἶνον, ἀλλά δέν κυριαρχεῖς εἰς τό πάθος σου νά ὑβρίζῃς. Δέν θέτεις τροφήν εἰς τό στόμα μέχρι τό βράδυ, ἀλλ᾽ ὅλην τήν ἡμέραν σου τήν σπαταλᾷς εἰς τά δικαστήρια… Μεθύει ἡ ψυχή σου ὄχι μέ οἶνον, ἀλλά μέ τόν θυμόν…».

Αὐτή λοιπόν εἶνε ἡ ἀληθής νηστεία. Νηστεία καί ἀπό τροφάς, ἀλλά καί ἀπό πάθη. Αὐτήν τήν νηστείαν, πού ἐπαινεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος, ἔχουσα ὑπ᾽ ὄψιν της ἡ Ἐκκλησία μας, μᾶς καλεῖ νά ψάλωμεν:

«Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ• ἀληθής νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσης, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καί ἐπιορκίας• ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστίν ἀληθής καί εὐπρόσδεκτος». Δηλαδή: Ἄς νηστεύσωμεν νηστείαν πού τήν δέχεται ὁ Θεός, νηστείαν πού ἀρέσει εἰς τόν Κύριον. Τοιαύτη νηστεία ἀληθής εἶνε ἡ ἀποξένωσις ἀπό τάς κακίας. Δηλαδή ἡ συγκράτησις τῆς γλώσσης (ἀπό ὕβρεις, βλασφημίας, συκοφαντίας κ.λπ), ἡ ἀποφυγή τοῦ θυμοῦ, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό ἐπιθυμίας πονηράς, καθώς καί ἀπό καταλαλιάν, ψεῦδος καί ἐπιορκίαν. Ἡ ἔλλειψις αὐτῶν τῶν κακιῶν εἶνε νηστεία ἀληθής καί δεκτή μέ εὐχαρίστησιν ἀπό τόν Θεόν.

Ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου «Περίοδος Τριωδίου», Ἀθῆναι 2000)

Ο Οντολογικός Δεσμός Εικόνας και Προτύπου

$
0
0
Ο Οντολογικός Δεσμός Εικόνας και Προτύπου

Βυζαντινή φιλοσοφία της εικόνας
(Γ. Ζωγραφίδης)

Πως υπάρχει το πρότυπο στην εικόναή πώς και κατά πόσο μετέχει η εικόνα στην πραγματικότητα του προτύπου; Η ερμηνεία ότι υπάρχει ουσιολογική θέση μεταξύ τους και ένα είδος "μαγικής ταυτότητας" δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί με αξιώσεις! Ο Δαμασκηνός επιμένει ότι πρότυπο και εικόνα ανήκουν σε δύο διαφορετικές κατηγορίες.
Η πρόταση «άλλο γαρ εστίν η εικών και άλλο το εικονιζόμενον» δηλώνει ακριβώς την ετερότητα ως προς την ουσία. Εξάλλου, όπως είδαμε, στην εικόνα δεν "γράφεται" η ουσία του προτύπου. Αυτό που χάνεται στην απεικόνιση λ.χ. ενός ζώου και ειδικά του ανθρώπου είναι αυτό ακριβώς που ορίζει την ουσία ως ζώου, η ζωή του προτύπου.

Αντιθέτως, οι Εικονομάχοι κατηγορούνται από τους αντιπάλους τους οτι θεωρούν την ορθή εικόνα ομοούσια του προτύπου. Συνεπώς, η υλική φύση της εικόνας καθιστά αδύνατη την ύπαρξη ενός θεϊκού προτύπου της. Η πρόταση αυτή αποδίδει τις απόψεις των εικονομάχων, δεν προϋποθέτει όμως κατ'ανάγκην το "ομοούσιο" των δύο στοιχείων. Ειδικά ο Κωνσταντίνος Ε' χρησιμοποιούσε διαφορετικά από τους Εικονόφιλους τον όρο «ουσία» και με την «ταυτότητα» εννοούσε απλώς την πιστότητα της εικόνας σε χαρακτηριστικά του προτύπου.

Η μή αποκλειστική σχέση προτύπου και εικόνας, η ύπαρξη πολλών "όμοιων" εικόνων, εφόσον το κάθε πρότυπο δέχεται απειρία απεικονίσεων, θα διαιρούσε το πρότυπο, αν η στενή σχέση του με την εικόνα ήταν σχέση ουσίας. Αυτό όμως ισχύει μόνο για τη φυσική εικόνα που "γεννιέται" απο το πρότυπο. Αντίθετα, η καλλιτεχνική εικόνα "γίνεται".  

Ονομάζεται "παράγωγον" του προτύπου, όμως η παραγωγή αυτή δεν γίνεται απο την ουσία του, αλλά απο τη διαμόρφωση μιάς άλλης ουσίας και με την παρέμβαση ενός τρίτου, του δημιουργού. Αυτό που απεικονίζεται πρέπει να είναι κάτι που μπορεί να επαναλαμβάνεται χωρίς να ελαττώνει το πρότυπο. Και το πρότυπο δεν είναι σαν το πλατωνικό "είδος" που πραγματώνεται στα επιμέρους συγκεκριμένα όντα. Για τον Δαμασκηνό η εικόνα είναι ένα υπαρκτό και διακριτό όν, το οποίο απεικονίζει ορισμένα χαρακτηριστικά ενός πραγματικού προτύπου, που έχει ύλη και είδος.


Η διαφορά της ουσίας τουςείναι δεδομένη, είτε πρόκειται για κτιστό είτε για άκτιστο πρότυπο. Στη δεύτερη περίπτωση το είδος της σχέσης τους είναι περίπλοκο, γιατί προστίθεται η θεμελιώδης οντολογική διαφορά και το γεγονός της διαρκούς εξάρτησης της ίδιας της ύπαρξης της εικόνας (ως κτιστού όντος) από το άκτιστο πρότυπο της. 

Ο Δαμασκηνόςστους ορισμούς του, παρατηρεί ότι "ού κατά πάντα έοικεν η εικών τω προτωτύπω" και- σχεδόν ταυτόσημα- "ού κατά πάντα ομοιούται προς το αρχέτυπον". Και αν το " ουκ έοικεν" δηλώνει απλώς τη διαπιστωμένη διαφορά δύο πραγμάτων, το "ουχ ομοιούται" συνδέει ευκρινέστερα τη διαφορά αυτή με την πορεία δημιουργίας του δευτέρου με βάση το πρώτο. 

Η εικόνα κατασκευάζεται ώστε να ομοιάζει με το πρότυπο, την πρόβαση αυτή μπορούμε να ονομάσουμε προσομοίωση. Είναι φαινομενικά παράξενο οτι η "εικών" (η ρίζα της στο ρήμα "έοικα") δεν εκπληρώνει στην εντέλεια την συνθήκη που την ορίζει ως τέτοια. Όμως τίποτε δεν μπορεί να "ομοιάζει" πλήρως με κάτι άλλο: ακόμη και η "τελεία εικών" (στον θεολογικό χώρο, Υιός-Πατήρ) έχει-έστω και μία- διαφορά. Το αντίθετο θα προκαλούσε σύγχυση ανάμεσα στο πρότυπο και την εικόνα, η οποία θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι διπλασιάζει ή και πολλάπλασιάζει τον κόσμο.

Βυζαντινή φιλοσοφία της εικόνας
(Γ. Ζωγραφίδης)

Η ανθρώπινη τύφλωση

$
0
0


Επιστολή 36
Το μυστήριο των διαπροσωπικών σχέσεων
και η ανθρώπινη τύφλωση.
7 Ιουλίου 1968

… Ναι, και εγώ επίσης το πήρα απόφαση ότι το μυστήριο των διαπροσωπικών σχέσεων θα παραμείνει για μένα άλυτο ως το τέλος των ημερών μου, τέλος που ήδη πλησιάζει. Έχει ενισχυθεί μέσα μου η συνείδηση ότι όλοι εμείς οι άνθρωποι στον ένα ή τον άλλο βαθμό είμαστε τυφλοί. Βλέπουμε κάποιο μέρος της παγκόσμιας ζωής και βασιζόμαστε στις κρίσεις μας από τη «μερική» αυτή θεώρηση. Η μερική, ατομική αυτή θεώρηση κυριεύει τον άνθρωπο τόσο ισχυρά, ώστε να μην μπορεί να κρίνει διαφορετικά, παρά βασιζόμενος στη δική του αντίληψη ή, όπως είπα, θεώρηση των πραγμάτων. 

Ως συνέπεια της χαρακτηριστικής σε όλους μας τυφλώσεως όλοι ανεξαιρέτως δεν κατανοούμε πότε πληγώνουμε τους άλλους, πότε καταστρέφουμε τη ζωή τους, πότε κρίνουμε γι’ αυτούς σύμφωνα με την αντίδραση εκείνη που αποδείχθηκε συνέπεια ίσως κάποιας δικής μας ενέργειας. Γνωρίζουμε ότι στη βάση της προσωπικής μας συνείδησης βρίσκεται η επιθυμία του αγαθού, η αναζήτηση της τελειότητος, και κινούμενοι από τη βεβαιότητα για το δίκαιο της αναζητήσεώς μας τείνουμε αθεράπευτα να δικαιώνουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας. Και αυτό αποτελεί κοινή αρρώστια όλων μας. Από αυτό προέρχονται οι άλυτες συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. Άλυτες, γιατί ο καθένας δικαιώνει τον εαυτό του απορρίπτοντας τη δικαιοσύνη του άλλου που στέκεται απέναντί του.

Δεν τα γράφω αυτά με σκοπό να σου καταλογίσω εκ νέου οτιδήποτε. Δεν γνωρίζω ποιος πρώτος με κάποια ορατή ή αόρατη κίνηση της ψυχής του προξένησε πληγή στην άλλη ψυχή. Γνωρίζω μόνο ότι δεν είναι δυνατό να σωθεί ο κόσμος διαφορετικά, παρά μόνο με το «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Η δύναμη λοιπόν αυτή της συγχωρήσεως για τις πληγές που μας προξένησαν εκπορεύεται από το Πνεύμα το Άγιο. Αυτή ήταν φυσική στον άνθρωπο πριν από την πτώση του, αλλά τώρα είναι για μας υπερφυσική. Εμείς δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε με δική μας δύναμη για τον πόνο που ζήσαμε.

Σου έγραψα ήδη, μου φαίνεται, ότι από πολύ παλιά άρχισα να βλέπω όλα όσα «συμβαίνουν» σε μένα, όχι μόνο ως προσωπικό μου δράμα ή ακόμη και τραγωδία, αλλά ως αποκάλυψη εκείνων που διαδραματίζονται στον ανθρώπινο ωκεανό, στην απεραντοσύνη της ζωής του κόσμου, που περνάει από μένα σαν θάλασσα από κάποιον «πορθμό». Ο πορθμός αυτός δεν είναι η ίδια η θάλασσα, αλλά το νερό μέσα σε αυτόν είναι το ίδιο με το νερό της θάλασσας. Και αυτό αποτελεί τον δρόμο για τη βαθύτερη κατανόηση των λόγων του Χριστού: «Πάντα ούν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτε και υμείς ποιείτε αυτοίς»Συνεπώς αυτό είναι η μάθηση μας, το σχολείο μας· αυτό αποτελεί τον δρόμο προς την παγκόσμια γνώση, την οδό για την αφομοίωση της διδαχής του Χριστού, ως τότε ακατανόητης,  παραμορφωμένης από τα πάθη και την «τύφλωση» μας.

Λοιπόν, αγαπητή μου Μαρία, ειρήνη σε σένα και χάρη Άνωθεν. Και μην φοβάσαι, δεν θα σε ανησυχήσω άλλο με τίποτε που θα μπορούσε να σου θυμίσει την πληγή σου. Εγώ ο ίδιος είμαι τυφλός και δεν θυμάμαι καθόλου την πρώτη εκείνη χειρονομία μου, που εσύ κατανόησες με τον τρόπο που γράφεις γι’ αυτή. Συγχώρησέ με και δώσε μου την αγάπη σου …

Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου Σαχάρωφ, Γράμματα στη Ρωσία, εκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας, 2009, σ. 114-115.

Εξομολόγηση - εξομολόγος - εξομολογούμενος

$
0
0
Εξομολόγηση - εξομολόγος - εξομολογούμενος
ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Η εξομολόγηση είναι θεοπαράδοτη εντολή και αποτελεί ένα των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Η εξομολόγηση δεν είναι μία τυπική, από συνήθεια «για το καλό» και λόγω των επικείμενων εορτών, βεβιασμένη και πρόχειρη πράξη από ένα και μόνο καθήκον ή υποχρέωση και προς ψυχολογική εκτόνωση. Η εξομολόγηση θα πρέπει νάναι συνδυασμένη πάντοτε με τη μετάνοια. Μας έλεγε Αγιορείτης Γέροντας: Πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν! (Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης).

Η μετάνοια είναι μία ελεύθερη, καλλιεργημένη, εσωτερική διεργασία επιμελημένη, συντριβής και λύπης, για την απομάκρυνση από τον Θεό διά της αμαρτίας. Η μετάνοια η αληθινή δεν συνδυάζεται με την αφόρητη θλίψη, την υπερβολική στενοχώρια και τις αδυσώπητες ενοχές. Τότε δεν είναι μάλλον ειλικρινής μετάνοια, αλλά κρυφός εγωισμός, στραπατσάρισμα του «εγώ», θυμός με τον εαυτό μας, που εκδικείται γιατί εκτίθεται και ντροπιάζεται και δεν ανέχεται κάτι τέτοιο. Μετάνοια σημαίνει αλλαγή νου, νοοτροπίας, μεταβολισμός, εγκεντρισμός χρηστοήθειας, μίσος της αμαρτίας. Μετάνοια ακόμη σημαίνει αγάπη της αρετής, καλοκαγαθία, επιθυμία, προθυμία και διάθεση σφοδρή επανασυνδέσεως με τον Χριστό διά της Χάριτος του πανσθενουργού Αγίου Πνεύματος. Η μετάνοια ξεκινά από τα βάθη της καρδιάς, ολοκληρώνεται όμως απαραίτητα στο μυστήριο της θείας και ιεράς εξομολογήσεως.

Ο εξομολογούμενος εξομολογείται ειλικρινά και ταπεινάενώπιον του εξομολόγου, ως εν προσώπω του Χριστού. Κανένας επιστήμονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος δεν μπορεί ν' αντικαταστήσει τον εξομολόγο. Καμία εικόνα, έστω και η πιο θαυματουργή, δεν μπορεί να δώσει αυτό που δίνει το πετραχήλι του εξομολόγου, την άφεση των αμαρτιών. Ο εξομολόγος αναλαμβάνει τον εξομολογούμενο, τον υιοθετεί και τον αναγεννά πνευματικά, γι' αυτό και ονομάζεται πνευματικός πατέρας. Η πνευματική πατρότητα κανονικά είναι ισόβια, ιερή και δυνατή, δυνατότερη και συγγενικού δεσμού. Ο πνευματικός τοκετός είναι οδυνηρός. Ο εξομολόγος με φόβο Θεού «ως λόγον αποδώσων», γνώση, ταπείνωση και αγάπη παρακολουθεί τον αγώνα του εξομολογούμενου και τον χειραγωγεί διακριτικά στην ανοδική πορεία της εν Χριστώ ζωής.

Ο εξομολόγος ιερεύς έχει ειδική ευλογίααπό τον επίσκοπο για το εξομολογητικό του έργο. Κανονικά όμως το χάρισμα του «δεσμείν και λύειν» αμαρτίες το λαμβάνει με τη χειροτονία του εις πρεσβύτερο. Καθίσταται διάδοχος των αγίων αποστόλων. Έτσι σημασία κύρια και μεγάλη έχει η εγκυρότητα και η κανονικότητα της αποστολικής διαδοχής διά των επισκόπων. Το μυστήριο της εξομολογήσεως όπως και όλα τ' άγια μυστήρια της Εκκλησίας μας τελεσιουργούνται και χαριτώνουν τους πιστούς όχι κατά την αξία, ικανότητα, επιστημοσύνη, λογιοσύνη, ευφράδεια, δραστηριότητα και τέχνη του ιερέως, ακόμη και την αρετή και αγιότητά του, αλλά τη διά της κανονικότητος της ιερωσύνης και του Τελεταρχικού Παναγίου Πνεύματος. Οι τυχόν αμαρτίες του ιερέως δεν εμποδίζουν τη θεία Χάρη των μυστηρίων. Αλλοίμονο αν αμφιβάλλουμε αν κατά την αναξιότητα του ιερέως το ψωμί και το κρασί έγινε σώμα και αίμα Χριστού κατά τη θεία Λειτουργία. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο ιερεύς δεν θα πρέπει μόνιμα ν' αγωνίζεται για την καθαρότητά του. Έτσι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί εξομολόγοι. 

Όλοι οι εξομολόγοι την ίδια άφεση δίνουν. Έχουμε όμως το δικαίωμα επιλογής του εξομολόγου. Μπορούμε να προστρέξουμε σε αυτόν που αληθινά μας αναπαύει. Δεν είναι σοβαρή όμως η συνεχής αλλαγή εξομολόγου. Δεν φανερώνει κάτι τέτοιο πνευματική ωριμότητα. Ούτε όμως και οι εξομολόγοι θα πρέπει να στενοχωρούνται παράφορα και να δημιουργούν μάλιστα και προβλήματα όταν αναχωρήσει κάποιο πνευματικό τους τέκνο. Ίσως τούτο σημαίνει πως ήταν νοσηρά συνδεδεμένοι μαζί του, συναισθηματικά, προσωποπαγώς, δεμένοι με το πρόσωπό του και όχι με τον Χριστό και την Εκκλησία, και θεωρούν την αναχώρηση προσβολή, μείωση, ότι δεν υπάρχει καλύτερος ή μία αίσθηση ότι οι άλλοι μας ανήκουν αποκλειστικά και μπορούμε να τους εξουσιάζουμε και να τους φερόμαστε μάλιστα εξαναγκαστικά ως καταπιεσμένους και ανελεύθερους υποτακτικούς. Είπαμε βέβαια πως ο εξομολόγος είναι πνευματικός πατέρας και ο πνευματικός τοκετός ενέχει οδύνη. Έτσι είναι φυσικό να λυπάται για την αναχώρηση του υιού του. Προτιμότερο όμως είναι να εύχεται για την πνευματική του πρόοδο και τη σύνδεσή του με την Εκκλησία, έστω και παρά την αποσύνδεσή του από τον ίδιο. Να εύχεται και όχι να απεύχεται.

Το έργο του εξομολόγουδεν είναι μόνο η απλή ακρόαση των αμαρτιών του εξομολογούμενου και η ανάγνωση στο τέλος της συγχωρητικής ευχής. Ούτε πάλι περιορίζεται μόνο στην ώρα της εξομολογήσεως. Ο εξομολόγος σαν καλός πατέρας φροντίζει συνεχώς το τέκνο του, το ακούει και το παρακολουθεί προσεκτικά, το νουθετεί κατάλληλα, το κατευθύνει ευαγγελικά, τονίζει τα τάλαντά του, δεν του θέτει υπερβολικά βάρη, το κανονίζει μέτρια όταν πρέπει, το οικονομεί όταν απογοητεύεται, βαρύνεται, δυσανασχετεί, αποκάμνει, το θεραπεύει ανάλογα, δεν το αποθαρρύνει ποτέ, συνεχίζοντας τον αγώνα παθοκτονίας και αρετοσυγκομιδής, μορφώνοντας στην ψυχή του την αθάνατη Χριστό.

Η αναπτυσσόμενη αυτή πατρική και υιική σχέση εξομολόγου και εξομολογούμενουδημιουργεί μία άνεση, εμπιστοσύνη, σεβασμό, ιερότητα και ανάταση. Ο εξομολογούμενος ανοίγει την καρδιά του στον εξομολόγο και του εκθέτει τα πιο κρύφια, τα πιο δόλια, τα πιο ακάθαρτα, όλα τα μυστικά του, πράξεις απόκρυφες και επιθυμίες βλαβερές, ακόμη και αυτά που δεν θέλει να ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό και δεν λέει στον πιο στενό συγγενή του και τον καλύτερο φίλο του. Έτσι ο εξομολόγος θα πρέπει απόλυτα να σεβασθεί αυτή την απεριόριστη εμπιστοσύνη του εξομολογούμενου. Η εμπιστοσύνη αυτή επαυξάνεται οπωσδήποτε και από το γεγονός ότι ο εξομολόγος είναι αυστηρά δεσμευμένος, μέχρι θανάτου μάλιστα, από τους θείους και Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας με το απόρρητο της εξομολογήσεως.

Στην ορθόδοξη εξομολογητική δεν υπάρχουν βέβαια γενικές συνταγές, γιατί η πνευματική καθοδήγηση της κάθε μοναδικής ψυχής γίνεται εξατομικευμένα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ανεπανάληπτος, με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, άλλο χαρακτήρα, διάφορες δυνάμεις και δυνατότητες, όρια, εφέσεις, αντοχές, γνώσεις, ανάγκες και διαθέσεις. Ο εξομολόγος με τη Χάρη του Θεού και τη θεία φώτιση θα πρέπει να διακρίνει όλ' αυτά, ώστε ν' αποφασίσει τί καλύτερα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τον εξομολογούμενο. Άλλοτε χρειάζεται η επιείκεια και άλλοτε η αυστηρότητα. Δεν είναι για όλους πάντοτε τα ίδια. Ούτε ο εξομολόγος θα πρέπει νάναι πάντα αυστηρός, έτσι μόνο για να λέγεται αυστηρός και να εκτιμάται. Ούτε υπερβολικά επιεικής, για να προτιμάται και να λέγεται πνευματικός πατέρας πολλών. Χρειάζεται φόβος Θεού, διάκριση, τιμιότητα, ειλικρίνεια, ταπείνωση, μελέτη, γνώση και προσευχή.

Η «οικονομία» δεν απαιτείται από τον εξομολογούμενο. Ούτε είναι ορθό να γίνει κανόνας από τον εξομολόγο. Η «οικονομία» θα πρέπει να παραμείνει εξαίρεση. Η «οικονομία» επίσης θα πρέπει να είναι πάντα προς καιρόν (Αρχιμ. Γεώργιος Γρηγοριάτης). Όταν εκλείψουν οι λόγοι που την επιβάλλουν ασφαλώς δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται. Για την ίδια αμαρτία μπορούμε να έχουμε πολλούς διαφορετικούς τρόπους προς αντιμετώπισή της.

Ο κανόνας δεν είναι πάντοτε απαραίτητος. Ο κανόνας δεν είναι τιμωρία. Είναι παιδαγωγία. Ο κανόνας δεν τίθεται προς ικανοποίηση του προσβληθέντος Θεού και εξιλέωση του αμαρτωλού ενώπιον της Θείας δικαιοσύνης. Αυτή είναι μια καθαρά αιρετική διδασκαλία. Ο κανόνας συνήθως τίθεται στην ανώριμη μετάνοια, προς συναίσθηση και συνειδητοποίηση του μεγέθους της αμαρτίας. Η αμαρτία κατά την ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι τόσο παράβαση του νόμου, όσο έλλειψη αγάπης στο Θεό. Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις, έλεγε ο ιερός Αυγουστίνος.

Ο κανόνας τίθεται προς ολοκλήρωση της μετάνοιας του εξομολογούμενου, γι' αυτό, καθώς ορθά λέγει ο π. Αθανάσιος Μετεωρίτης, όπως ο εξομολόγος δεν επιτρέπεται να κοινοποιεί τις αμαρτίες του εξομολογούμενου, έτσι κι ο εξομολογούμενος δεν επιτρέπεται να κοινοποιεί στους άλλους τον κανόνα που του έθεσε ιδιαίτερα ο εξομολόγος, που είναι συνισταμένη πολλών παραμέτρων.

Ο εξομολόγος λειτουργεί ως χορηγός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Κατά την ώρα του μυστηρίου δεν λειτουργεί ως ψυχολόγος και επιστήμονας. Λειτουργεί ως ιερεύς, ως έμπειρος ιατρός, ως φιλόστοργος πατέρας. Ακούγοντας τ' αμαρτήματα του εξομολογούμενου προσεύχεται να τον φωτίσει ο Θεός. να δώσει το καλύτερο φάρμακο προς θεραπεία, να σφυγμομετρήσει τον βαθμό και την ποιότητα της μετανοίας του. Ο εξομολόγος δεν στέκεται απέναντι στον εξομολογούμενο με περιέργεια, καχυποψία, ζήλεια, υπερβολική αυστηρότητα, εξουσιαστικότητα και αλαζονεία, αλλά ούτε και αδιάφορα, επιπόλαια, απρόσεκτα και κουρασμένα. Η ταπείνωση, η αγάπη και η προσοχή του εξομολόγου θα βοηθήσει πολύ τον εξομολογούμενο. Ούτε ο εξομολόγος θα πρέπει να κάνει πολλές, περιττές και αδιάκριτες ερωτήσεις. Ιδιαίτερα θα πρέπει να διακόπτει τις λεπτομερείς περιγραφές διαφόρων αμαρτημάτων και ιδιαίτερα σαρκικών, ακόμη και τις αναφορές ονομάτων, ώστε ν' ασφαλίζεται περισσότερο. Ο εξομολογούμενος πάλι δεν θα πρέπει να φοβάται, να δειλιάζει και να ντρέπεται, αλλά να σέβεται, να εμπιστεύεται, να τιμά και να ευλαβείται τον εξομολόγο. Αυτό το κλίμα πάντως της ιερότητος, αλληλοσεβασμού και εμπιστοσύνης κυρίως θα το καλλιεργήσει, εμπνεύσει και δημιουργήσει ο εξομολόγος.

Η αγία μητέρα μας Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το σώμα του Αναστημένου Χριστού, είναι ένα απέραντο θεραπευτήριο, αποθεραπείας των ασθενών αμαρτωλών πιστών, από τα τραύματα, τις πληγές και τις ασθένειες της αμαρτίας, των παθογόνων δαιμόνων και των ιοβόλων δαιμονικών παγίδων και επηρειών των δαιμονοκίνητων παθών.

Η Εκκλησία μας δεν είναι παράρτημα του υπουργείου κοινωνικής προνοίας, ούτε συναγωνίζεται να ξεπεράσει τους διάφορους συλλόγους κοινωνικής ευποιΐας, δίχως διόλου ν' αρνείται το σπουδαίο και αγαθό αυτό έργο και να μη το επιτελεί πλούσια, επαινετά και θαυμάσια, αλλά κυρίως είναι η χορηγός νοήματος της ζωής, λυτρώσεως και σωτηρίας των πιστών «υπέρ ων Χριστός απέθανεν» διά της συμμετοχής τους στα μυστήρια της Εκκλησίας. Το πετραχήλι του Ιερέως είναι πλάνη, όπως έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, που λειαίνει και ισιάζει τους ανθρώπους, είναι θεραπευτικό νυστέρι παθοκτονίας και όχι μιστρί εργασιομανίας ή σύμβολο εξουσίας. Είναι υπηρετική ποδιά διακονίας των ανθρώπων προς θεραπεία και σωτηρία.

Ο Θεός χρησιμοποιεί τον ιερέα για τη συγχώρηση του πλάσματός του. Το λέγει χαρακτηριστικά η ευχή: «Ο Θεός συγχωρήσαι σοι δι' εμού του αμαρτωλού πάντα, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. και ακατάκριτόν σε παραστήσαι εν τω φοβερώ αυτού Βήματι. περί δε των εξαγορευθέντων εγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα έχων, πορεύου εις ειρήνην». Ανεξομολόγητες αμαρτίες θα βαραίνουν τον άνθρωπο και στον μέλλοντα αιώνα. Εξομολογημένες αμαρτίες δεν εξομολογούνται. Είναι σαν να μη πιστεύει κανείς στην χάρη του μυστηρίου. Ο Θεός τα γνωρίζει, αλλά θα πρέπει προς άφεση, ταπείνωση και ίαση να εξαγορευθούν. Η ενίοτε επιτίμηση αμαρτιών δεν αναιρεί την αγάπη της Εκκλησίας, αλλά αποτελεί παιδαγωγική επίσκεψη προς καλύτερη συναίσθηση των πταισμάτων.

Κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη«η εξομολόγησις είναι μία θεληματική διά στόματος φανέρωσις των πονηρών έργων και λόγων και λογισμών, κατανυκτική, κατηγορητική, ευθεία, χωρίς εντροπήν, αποφασιστική, προς νόμιμον πνευματικόν γινομένη». Ο θεοφόρος όσιος ευσύνοπτα, μεστά και σημαντικά αναφέρει πως η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται θεληματικά, ελεύθερα, αβίαστα, ανεξανάγκαστα, δίχως ο εξομολόγος ν' άγχεται να εκμαιεύσει την ομολογία του εξομολογούμενου. Με κατάνυξη, συναίσθηση δηλαδή της λύπης που προκάλεσε ειλικρινά με την αμαρτία στον Θεό. Όχι συναισθηματικά, υποκριτικά, λιπόψυχα δάκρυα. Κατάνυξη γνήσια που σημαίνει συντριβή, μεταμέλεια, μίσος της αμαρτίας, αγάπη της αρετής, επίγνωση ευγνωμοσύνης στον Δωρεοδότη Θεό. Κατηγορητική σημαίνει υπεύθυνη εξομολόγηση, δίχως δικαιολογίες, υπεκφυγές, στρεψοδικίες, ανευθυνότητες και μεταθέσεις, με ειλικρινή αυτομεμψία και γνήσια αυτοεξουθένωση, που φέρει τη χαρμολύπη και το χαροποιό πένθος της Εκκλησίας. Ευθεία σημαίνει εξομολόγηση με κάθε ειλικρίνεια, ευθύτητα και ακρίβεια, ανδρεία και θάρρος, αυστηρότητα και γενναιότητα. Συμβαίνει ακόμη και την ώρα αυτή ο άνθρωπος να μη παραδέχεται την ήττα του, την πτώση και την αδυναμία του και με ωραιολογίες και μακρυλογίες να μεταθέτει τα ποσοστά ευθύνης του, με περιστροφές και μισόλογα, κατηγορώντας και τους άλλους, προκειμένου να φυλάξει ακόμη και τώρα ατσαλάκωτο το εγώ του. Χωρίς εντροπή εξομολόγηση σημαίνει παρουσίαση του πραγματικού οικτρού εαυτού μας. Η ντροπή είναι καλή προ της αμαρτίας και όχι μετά και μπροστά στον εξομολόγο. Η προ του εξομολόγου ντροπή λέγουν θα μας ελευθερώσει από τη ντροπή στην έσχατη κρίση, αφού ό,τι συγχωρήσει ο εξομολόγος δεν θα ξανακριθεί. Αποφασιστική εξομολόγηση σημαίνει να είναι καθαρή, συγκεκριμένη, ειλικρινής και με την απόφαση να μη επαναλάβει τα εξομολογηθέντα αμαρτήματα ο πιστός. Ακόμη η εξομολόγηση θα πρέπει να είναι συνεχής, ώστε τα φιλεπίστροφα, κατά τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, πάθη να μη ισχυροποιούνται, αλλά αντίθετα σύντομα να θεραπεύονται. Έτσι δεν λησμονούνται οι αμαρτίες, υπάρχει τακτικός έλεγχος, αυτοπαρατήρηση, αυτοέλεγχος, αυτογνωσία και αυτομεμψία, δεν εγκαταλείπει η Θεία Χάρη και οι δαιμονικές παγίδες συντρίβονται ευκολότερα και η μνήμη του θανάτου δεν είναι φοβερή και τρομακτική.

Συμβαίνει συχνά-πυκνά και τ' ομολογούμε με πολύ πόνο και περισσή αγάπη το κήρυγμα να μην είναι τόσο ορθόδοξο. Δηλαδή να εξαντλείται σ' ένα ακόμη σχολιασμό της φθηνής επικαιρότητος και να μετατρέπεται κατά κάποιο τρόπο ο ιερός άμβωνας σε τηλεοπτικό «παράθυρο», όπου λέμε και εμείς τη γνώμη μας για τα τρέχοντα και συμβαίνοντα. Όμως τ' ορθόδοξο κήρυγμα κυρίως είναι εκκλησιολογικό, χριστολογικό, σωτηριολογικό, αγιολογικό και ψυχωφελές. Το κήρυγμα της μετανοίας από των Προφητών, του Τιμίου Προδρόμου, του Σωτήρος Χριστού και πάντων των αγίων παραμένει λίαν επίκαιρο και αναγκαίο. Βασική προϋπόθεση της μετοχής στ' άγια μυστήρια και της ανοδικής πνευματικής πορείας είναι η καθαρότητα της καρδιάς. Καθαρότητα από την ποικίλη αμαρτία, το πνεύμα της απληστίας και της ευδαιμονίας της σύγχρονης υπερκαταναλωτικής κοινωνίας, το πνεύμα της αντίθεης υπερηφάνειας ενός κόσμου ναρκισσευόμενου, ατομικιστικού, αταπείνωτου, αφιλάνθρωπου, υπερφίαλου και παράδοξου, το δαιμονικό πνεύμα των πονηρών λογισμών, των φαντασιών και φαντασιώσεων, των καχυποψιών και ζηλοφθονιών, των ακάθαρ­των και σκοτεινών.

Κατάντησε δυσεύρετο κόσμημα η καθαρότητα της καρδιάς, στις αδελφικές σχέσεις, τις συζυγίες, τις συναδελφικές υποχρεώσεις, τις φιλίες, τις συζητήσεις, τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις ιερατικές κλήσεις. Τα λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ξέπεσαν σε ρυπογόνες εστίες. Λησμονήθηκε η νηπτική εγρήγορση, η ασκητική νηφαλιότητα, η παραδοσιακή ολιγάρκεια, απλότητα και λεβεντιά. Έτσι μολύνεται το λογιστικό της ψυχής, διεγείρεται στην απληστία το επιθυμητικό και αμβλύνεται σοβαρά το βουλητικό, ώστε αδύναμος ο άνθρωπος να παρασύρεται στο κακό δίχως φραγμό και όρια.

Επικρατεί η αυτοδικαίωση, η δικαιολόγηση των παθών, η ωραιοποίηση της αμαρτίας, η κατοχύρωσή της διά νέων ψυχολογικών ερεισμάτων. Θεωρείται μείωση, αδυναμία και λάθος η παραδοχή του λάθους, η ανάληψη της ευθύνης και η ταπεινή αποδοχή του σφάλματος. Η συνεχής δικαιολόγηση του εαυτού μας και η επιμελημένη μετάθεση ευθυνών δημιουργούν ένα άνθρωπο συγχυσμένο, διχασμένο, ταραγμένο, ταλαιπωρημένο, δυστυχισμένο και εγωπαθή, εμπαιζόμενο από τον δαίμονα, αιχμαλωτιζόμενο από αυτόν στ' άφωτα δίχτυα του.

Κυριαρχεί ένας ανόητος ορθολογισμός, ο οποίος επιλέγει ευαγγελικές αρετές και συνοδικούς κανόνες, κατά την αρέσκεια, προτίμηση και ευκολία, σε σοβαρά θέματα νηστειών, εγκράτειας, τεκνογονίας, ήθους, σεμνότητος, αιδούς, τιμιότητος και ακριβείας.

Κατόπιν όλων τούτων, τα οποία δεν νομίζω ότι υπερβάλλουμε, θεωρούμε ότι οι εξομολόγοι δεν έχουν εύκολο έργο. Δεν αρκεί πλέον η χειραγωγία στη μετάνοια και η καλλιέργεια της ταπεινώσεως, αλλά χρειάζεται το ποίμνιο κατήχηση, επαναευαγγελισμό, κα­τάρτιση, μεταβολισμό πνευματικό προς απόκτηση ισχυρών αντισωμάτων. Απαραίτητη η αντίσταση, αντίδραση και αντιμετώπιση του σφοδρού ρεύματος της αποϊεροποιήσεως, της εκκοσμικεύσεως, του αποηρωισμού, του ευδαιμονισμού, του πλουτισμού και κορεσμού. Ιδιαιτέρως προσοχής, διδαχής και αγάπης έχουν ανάγκη οι νέοι, που η αγωγή δεν τους βοηθά να συνειδητοποιήσουν το νόημα και το σκοπό της ζωής, το κενό, το άκοσμο, το άνομο, το άφωτο της αμαρτίας.

Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί ακόμη και για τους χριστιανούςμας η αγχώδης συχνά αναζήτηση μιας ά­κοπης, άμοχθης και άλυπης ζωής. Αναζητούμε Κυρηναίους. Δεν αποδεχόμεθα την άρση του προσωπικού μας σταυρού. Δεν γνωρίζουμε το βάθος και το εύρος του σταυρού. Προσκυνούμε τον σταυρό στην εκκλησία, κάνουμε τον σταυρό μας, αλλά δεν ασπαζόμαστε τον προσωπικό μας σταυρό. Τελικά θέλουμε ένα ασταύρωτο Χριστιανισμό. Δεν υπάρχει όμως Πάσχα δίχως Μεγάλη Παρασκευή.

Τιμάμε τους μάρτυρες και τους οσίους, αλλά δεν θέλουμε εμείς καμιά κακοπάθεια, καμιά καθυστέρηση, καμιά δυσκολία. Δυσκολευόμαστε στη νηστεία, δυσανασχετούμε στην ασθένεια, δεν ανεχόμαστε πικρό λόγο, ακόμη και όταν φταίμε, οπότε πώς να υπομένουμε αδικία, συκοφαντία, κατατρεγμό και εξορία, όπως οι άγιοί μας; Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως το σύγχρονο κοσμικό πνεύμα της ευκολίας, της ανέσεως και του υπερκαταναλωτισμού έχει επηρεάσει ισχυρά το μέτρο της πνευματικής ζωής. Θέλουμε γενικά ένα αντιασκητικό Χριστιανισμό. Η Ορθοδοξία όμως βάση έχει το ασκητικό Ευαγγέλιο.

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας είναι η νοσηρή και υπερβολική εμπιστοσύνη του ανθρώπου στη λογική, τη διάνοια, τη γνώση και την κρίση του. Πρόκειται για τον παχυλό και κουραστικό εν τέλει ορθολογισμό. Η νηπτική ορθόδοξη θεολογία μας δι­δάσκει το νου να τον έχουμε εργαλείο και να τον κατεβάσουμε στην καρδιά. Η Εκκλησία μας δεν καλλιεργεί και παράγει διανοούμενους. Για μας ο ορθολογισμός δεν είναι φιλοσοφική νοοτροπία, αλλά μία καθαρά αμαρτητική βιοθεωρία, μία μορφή αθεΐας, αφού αντιβαίνει στην εντολή της πίστεως, της ελπίδος, της αγάπης και της εμπιστοσύνης στον Θεό. Ο ορθολογιστής κρίνει τα πάντα με την κρισάρα του μυαλού, μόνο με τον πεπερασμένο νου του, κέντρο είναι ο εαυτός του και το κυρίαρχο εγώ του και δεν εμπιστεύεται τη θεία Πρόνοια, τη θεία Χάρη και θεία Βοήθεια στη ζωή του.

Θεωρώντας συχνά τον εαυτό του αλάνθαστο ο ορθολογιστής δεν επιτρέπει στον Θεό να επέμβει στη ζωή του και να τον κρίνει. Έτσι δεν θεωρεί ότι έχει ανάγκη εξομολογήσεως. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος όμως λέγει πως το να νομίζει κάποιος πως δεν έπεσε σε αμαρτήματα, αυτό είναι η πιο μεγάλη πτώση και πλάνη και το πιο μεγάλο αμάρτημα. Παρασυρμένοι ορισμένοι νεώτεροι θεολόγοι μιλούν γι' αστοχία και όχι για αμαρτία, θέλοντας ν' αμβλύνουν τη φυσική διαμαρτυρία της συνειδήσεως. Η αυτάρκεια ορισμένων εκκλησιαζομένων και νηστευόντων χριστιανών κρύβει ενίοτε ένα λανθάνοντα φαρισαϊσμό, ότι δεν είναι όπως οι λοιποί των ανθρώπων και ως εκ τούτου δεν χρήζουν εξομολογήσεως.

Κατά τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας μας το μεγαλύτερο κακό είναι η υπερηφάνεια, η μητέρα όλων των παθών κατά τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος. Πρόκειται για πολύτεκνη μητέρα με πρώτες θυγατέρες την κενοδοξία και την αυτοδικαίωση. Η υπερηφάνεια είναι μία μορφή άρνησης Θεού, είναι εφεύρεση των πονηρών δαιμόνων, αποτέλεσμα πολλών κολακειών και επαίνων, που επιφέρει την εξουδένωση και εξουθένωση των ανθρώπων, τη θεομίσητη κατάκριση, τον θυμό, την οργή, την υποκρισία, την ασπλαχνία, τη μισανθρωπία, τη βλασφημία. Η υπερηφάνεια είναι ένα πάθος φοβερό, δύσκολο, δυνατό και δυσθεράπευτο. Η υπερηφάνεια επίσης είναι πολυδύναμη και πολυπρόσωπη. Εκδηλώνεται ως ματαιοδοξία, μεγαλαυχία, οίηση, αλαζονεία, υπεροψία, φυσίωση, τύφωση, καύχηση, ιταμότητα, έπαρση, μεγαλομανία, φιλοδοξία, φιλαυτία, φιλαρέσκεια, φιλοχρηματία, φιλοσαρκία, φιλαρχία, φιλοκατηγορία και φιλονικία. Ακόμη ως αυταρέσκεια, προσωποληψία, αυθάδεια, αναίδεια, παρρησία, αναλγησία, αντιλογία, ισχυρογνωμοσύνη, ανυπακοή, ειρωνεία, πείσμα, περιφρόνηση, προσβολή, τελειομανία και υπερευαισθησία. Η υπερηφάνεια τελικά οδηγεί στην αμετανοησία.

Όργανο της υπερηφάνειας συχνά γίνεται η γλώσσα. Με την αργολογία, τη φλυαρία, την πολυλογία, το κουτσομπολιό, τη μωρολογία, τη ματαιολογία, την ανειλικρίνεια, την αδιακρισία, τη διγλωσσία, τη διπλωματία, την ευτραπελία, την προσποίηση και τον εμπαιγμό.

Από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα προέρχονται πολλά άλλα πάθη. Αφού αναφέραμε τα της υπερηφάνειας, ερχόμαστε στη φιλαργυρία, που γεννά τη φιλοχρηματία, την πλεονεξία, την απληστία, την τσιγγουνιά, την ανελεημοσύνη, τη σκληροκαρδία, την απάτη, την τοκογλυφία, την αδικία, τη δολιότητα, τη σιμω­νία, τη δωροληψία, τον τζόγο. Η πορνεία έχει μύριες εκφάνσεις όπως ο φθόνος με τις ύπουλες και πονηρές κακίες του, η αχόρταγη γαστριμαργία, ο θυμός και η ύποπτη ακηδία και αμέλεια.

Ιδιαιτέρως προσοχής χρήζουν πολλά ανορθόδοξα στοιχεία στην οικογενειακή ζωή και φρονούμε πως θα πρέπει να θεαθούν προσεκτικά από εξομολόγους και εξομολογουμένους. Η αποφυγή της τεκνογονίας, η ειδωλοποίηση των τέκνων, θεωρούμενα προέκταση του εγώ των γονέων, υπερπροστατευόμενα, παρακολουθούμενα συνεχώς και εξουσιαζόμενα βάναυσα. Ο γάμος είναι στίβος ταπεινώσεως, αλληλοπεριχωρήσεως και αλληλοσεβασμού και όχι παράλληλη όδευση δύο εγωισμών, παρά την ισόβια σύζευξη και συνύπαρξη. Χορεύει ο δαίμονας όταν δεν υπάρχει συγχώρεση στις ανθρώπινες αδυναμίες και τα καθημερινά σφάλματα. Οι γονείς θα βοηθήσουν σημαντικά τα παιδιά τους όχι με την πλούσια ευγένεια έξω από το σπίτι αλλά με το ειρηνικό, νηφάλιο και αγαπητικό παράδειγμα καθημερινά μέσα στο σπίτι τους. Η συμμετοχή των παιδιών μαζί με τους γονείς τους στο μυστήριο της εξομολογήσεως θα τους ενδυναμώσει με τη θεία Χάρη και θα τους στερεώσει στη βιωματική εμπειρία με τον Χριστό. Ζητώντας οι σύζυγοι ειλικρινά συγγνώμην διδάσκουν τα παιδιά τους την ταπείνωση, που καίει τις δαιμονικές πλεκτάνες. Σ' ένα σπιτικό που ανθεί η αγάπη, η ομόνοια, η κατανόηση, η ταπείνωση και ειρήνη υπάρχει πλούσια η ευλογία του Θεού και γίνεται κάστρο απόρθητο στην κακία του κόσμου. Η με τη συγχωρητικότητα αγωγή των παιδιών δημιουργεί μία υγιά οικογενειακή εστία που τα εμπνέει και τα ενισχύει για το μέλλον τους.

Ένα άλλο μεγάλο θέμα, που αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για τη μετάνοια και την εξομολόγηση είναι η αυτοδικαίωση, που μαστίζει και πολλούς ανθρώπους της Εκκλησίας. Βάση της έχει, όπως είπαμε, τη δαιμονική υπερηφάνεια. Κλασικό παράδειγμα ο Φαρισαίος της παραβολής του Ευαγγελίου.

Ο αυτοδικαιούμενος άνθρωπος έχει φαινομενικά καλά, για τα οποία υπεραίρεται και θέλει να τιμάται και επαινείται. Χαίρεται να τον κολακεύουν, να εξουθενώνει και ταπεινώνει τους άλλους. Αυτοεκτιμάται υπερβολικά, αυτοδικαιώνεται παράφορα και θεωρεί τον Θεό αναγκαστικά υποχρεωμένο να τον ανταμείψει. Πρόκειται τελικά για ταλαίπωρο άνθρωπο, όπου ταλαιπωρούμενος ταλαιπωρεί και τους άλλους. Διακατέχεται από νευρικότητα, ταραχή, απαιτητικότητα, που τον αυτοφυλακίζει και δεν τον αφήνει ν' ανοίξει τη θύρα του θείου ελέους, διά της μετανοίας.

Γέννημα της υπερηφάνειας είναι και η κατάκριση, που δυστυχώς αποτελεί συνήθεια και πολλών χριστιανών, που ασχολούνται περισσότερο με τους άλλους παρά με τον εαυτό τους. Φαινόμενο της εποχής μας και της κοινωνίας που ωθεί τον κόσμο στη συνεχή ετεροπαρατήρηση και όχι την αυτοπαρατήρηση. Οι μύριες ασχολίες και δραστηριότητες του σύγχρονου ανθρώπου δεν τον θέλουν να μείνει ποτέ μόνο προς μελέτη, περίσκεψη, προσευχή, αυτογνωσία, αυτομεμψία, αυτοέλεγχο και μνήμη θανάτου. Τα λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ασταμάτητα ασχολούνται σκανδαλοθηρικά, επίμονα και μακρόσυρτα με τα πάθη, τις αμαρτίες, τα παραπτώματα των άλλων. Όλ' αυτά προκαλούν, εντυπωσιάζουν και αν δεν σκανδαλίζουν πάντως φορτώνουν την ψυχή και το νου με τα βρωμερά και άσχημα και μάλιστα καθησυχάζουν, αφού εμείς είμαστε καλύτεροι. Έτσι ο άνθρωπος συνηθίζει στη μετριότητα, χλιαρότητα και εφημερότητα της φθηνής καθημερινότητος, μη συγκρινόμενος με τους αγίους και τους ήρωες.

Έτσι η κατάκριση κυριαρχεί στις μέρες μας, θεωρώντας ο άνθρωπος ότι ενεργεί δίκαιη κάθαρση, σπιλώνοντας άλλους και μολύνοντας τον εαυτό του, δημιουργώντας κακίες, μίση, έχθρες, μνησικακίες, ζηλοφθονίες και ψυχρότητες. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μάλιστα αναφέρει πως εκείνος που περιεργάζεται συνεχώς τις αμαρτίες των άλλων ή κρίνει τον αδελφό του από υποψία και μόνο, αυτός δεν έκανε ακόμη αρχή μετανοίας, ούτε άρχισε την έρευνα για να γνωρίσει τις αμαρτίες του.

Λέγονται πολλά και διάφορα. ένα τελικά είναι το καίριο, σημαντικό και εξέχον. η σωτηρία μας, για την οποία δεν πολυνοιαζόμαστε παντοτεινά. Η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο με ειλικρινή μετάνοια και καθαρή εξομολόγηση. Η μετάνοια δεν ανοίγει μόνο τον ουράνιο παράδεισο, αλλά και τον επίγειο με την πρόγευση, έστω εν μέρει, της ανεκλάλητης χαράς της ατελεύτητης βασιλείας των ουρανών και της υπέροχης ειρήνης από τώρα. Οι εξομολογημένοι άνθρωποι μπορούν νάναι οι αληθινά γνήσια χαρούμενοι, οι ειρηνικοί και ειρηνοφόροι, οι κήρυκες της μετανοίας, της αναστάσεως, της μεταμορφώσεως, της ελευθερίας, της χάριτος, της ευλογίας του Θεού στις ψυχές τους και τη ζωή τους. Η πλούσια χάρη του Θεού κάνει τον λύκο πρόβατο, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Καμιά αμαρτία δεν υπερβαίνει την αγάπη του Θεού. Κανείς αμαρτωλός αν θέλει δεν αδυνατεί ν' αγιάσει. Μας το αποδεικνύουν οι πολλοί μετανοημένοι άγιοι του Συναξαριστή.

Ο εξομολόγος εξομολογεί και συγχωρεί τους εξομολογούμενους με τ' άγιο πετραχήλι του. Δεν μπορεί όμως να αυτοεξομολογηθεί και να θέσει ο ίδιος το πετραχήλι του στο κεφάλι του για να συγχωρηθεί. Πρέπει απαραίτητα να σκύψει σε άλλο οπωσδήποτε πετραχήλι. Έτσι λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έτσι τα έθεσε η πανσοφία και η φιλευσπλαγχνία του Θεού.

Δεν μπορεί να εξομολογούμε και να μη εξομολογούμεθα. Να διδάσκουμε και να μη πράττουμε. Να μιλάμε για μετάνοια και να μη μετανοούμε οι ίδιοι. Να μιλάμε για εξομολόγηση και να μη εξομολογούμεθα τακτικά. Ουδείς αυτοκαθαίρεται και ουδείς αυτοσυγχωρείται ποτέ. Οι ασύμβουλοι, οι ανυπάκουοι, οι ανεξομολόγητοι αποτελούν σοβαρό πρόβλημα της Εκκλησίας μας.

Αδελφοί μου αγαπητοί, το πετραχήλι του πνευματικού δύναται να γίνει θαυματουργό νυστέρι αφαιρέσεως κακοήθων όγκων, ν' αναστήσει νεκρούς, ν' ανανεώσει και μεταμορφώσει τον άκοσμο κόσμο, να χαροποιήσει γη και ουρανό. Η Εκκλησία μας εμπιστεύ­θηκε το μέγα λειτούργημα, το ιερό υπούργημα, στους ιερείς μας και όχι στους αγγέλους, για να τους πλησιάζουμε άνετα και άφοβα ως ομοιοπαθείς και ομόσαρκους.

Όλα τα παραπάνω, ειλικρινά και διόλου ταπεινόσχημα, ειπώθηκαν από ένα συναμαρτωλό, που δεν θέλησε να κάνει τον δάσκαλο, αλλά τον συναγωνιζόμενο συμμαθητή σας. Θέλησε από αγάπη να σας θυμίσει με απλά και άτεχνα λόγια τη ζώσα παράδοση της αγίας μητέρας μας Εκκλησίας επί του πάντοτε επίκαιρου θέματος της θεοΰφαντης και θεομακάριστης μετάνοιας και της θεοπαράδοτης και θεαγάπητης ιεράς Εξομολογήσεως.


«ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ» ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ». ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης ο συγγραφέας της Κλίμακος

$
0
0

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ: Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΗΣ «ΚΛΙΜΑΚΟΣ»
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού


Η Δ΄ Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη σε μια μεγάλη ασκητική, πατερική  και πνευματική μορφή της Εκκλησίας μας, στον άγιο Ιωάννη το Σιναΐτη, ο οποίος μας είναι καλλίτερα γνωστός ως άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, από το ομώνυμο περισπούδαστο σύγγραμμά του. Η προβολή και η τιμή του αγίου αυτού άνδρα κατά την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή κρίθηκε επιβεβλημένη από τους Πατέρες. Το περίφημο σύγγραμμά του, θεωρήθηκε ως εξαιρετικό μέσο πνευματικής καθοδήγησης για τους αγωνιζόμενους πιστούς. Αλλά και η οσιακή του μορφή αποτελεί παράδειγμα αγώνα κατά των ψυχοκτόνων  παθών μας αυτή την ιερή περίοδο.  
Γεννήθηκε στην Παλαιστίνη, κατ’ άλλους στη Συρία, περί το 523 από πλούσια, ευγενή και ευσεβή οικογένεια. Οι γονείς του φρόντισαν να του δώσουν σπουδαία εκπαίδευση. Περισσότερο όμως φρόντισαν να του μεταδώσουν τη δική τους ευσέβεια και πίστη στο Θεό. Κοντά σε πνευματικούς δασκάλους σπούδασε σε βάθος τη θεολογία της Εκκλησίας μας. Του άρεσε να μελετά με πάθος τις άγιες Γραφές και τα συγγράμματα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας.  Από πολύ μικρός αγαπούσε την άσκηση και γι’ αυτό νέος όντας αποσύρθηκε στην έρημο του Σινά, κοντά στον φημισμένο ερημίτη και πνευματικό δάσκαλο Μαρτύριο και εκάρη μοναχός.

Έζησε κοντά στον άγιο ασκητή τέσσερα χρόνια διδασκόμενος τις αρετές και τους τρόπους επίτευξης της προσωπικής κάθαρσης, σημειώνοντας τεράστια πνευματική πρόοδο. Η φήμη του δεν άργησε να διαδοθεί ώστε στο ερημητήριό του έτρεχε πλήθος μοναχών και λαϊκών να τον συμβουλευθούν. Μάλιστα είχε αποκτήσει και τη φήμη του θαυματουργού, ο οποίος με την προσευχή του έκανε πολλά θαύματα. Εκεί έζησε για δεκαεννιά χρόνια. Κατόπιν εγκαταβίωσε στη Μονή του Θωλά. Όταν κοιμήθηκε ο ηγούμενος της σεβάσμιας Μονής της Αγίας Αικατερίνης Σινά, οι μοναχοί τον ανάδειξαν ηγούμενο, όπου τους ποίμανε για λίγα χρόνια και γι’ αυτό πήρε και την ονομασία Σιναΐτης. Η νοσταλγία όμως της ερημικής ζωής τον οδήγησε να αφήσει την Μονή και να φύγει ξανά στην έρημο, όπου έμεινε ως την κοίμησή του, ασκούμενος, προσευχόμενος και συγγράφοντας τα περισπούδαστα βιβλία του «Κλίμαξ» και «Λόγος προς τον Ποιμένα». Κοιμήθηκε το 606 και η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 30 Μαρτίου, ημέρα της κοίμησής του και ιδιαιτέρως την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών.  
Ήταν σοφός άνθρωπος και προπαντός μεγάλος ασκητής, εφάμιλλος του μεγάλου Αντωνίου, αγίου Ευθυμίου και αγίου Σάββα. Γύρω από τον μεγάλο αυτό δάσκαλο ασκητή συγκεντρώθηκαν πολλές χιλιάδες μοναχοί, παίρνοντας από αυτόν μαθήματα πνευματικού αγώνα. Για να μπορούν οι μοναχοί να έχουν καταγραμμένες τις σοφές διδαχές και παραινέσεις του, τις κατέγραψε στα προαναφερόμενα συγγράμματά του.
Η «Κλίμαξ», που σημαίνει σκάλα, είναι το πρώτο και σπουδαίο σύγγραμμά του, διότι το περιεχόμενό του, ως νοητή σκάλα, ανεβάζει κλιμακωτά τον ασκούμενο άνθρωπο στην κορυφή των αρετών. Περιέχει τριάντα λόγους σε αντίστοιχες αρετές. Αρχίζει από τις αρετές, οι οποίες εύκολα αποκτώνται και έχουν κυρίως πρακτικό χαρακτήρα, και προχωρεί στις δύσκολες και υψηλές αρετές, οι οποίες έχουν θεωρητικό χαρακτήρα. Ο άγιος Ιωάννης αποδεικνύεται βαθύτατος γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, όταν η επιστήμη της ψυχολογίας ήταν άγνωστη και ως έννοια. Με θαυμαστό τρόπο, ανατέμνει την ανθρώπινη ψυχή και προσπαθεί να εντοπίσει τις αμαρτωλές έξεις της και τις καταβολές, ώστε να την θεραπεύσει και να τη θωρακίσει από την ψυχοκτόνο δράση της αμαρτίας και του κακού. Γνωρίζει πως στην ανθρώπινη ψυχή υπάρχουν βαθμίδες κάθαρσης από τα πάθη και επίσης βαθμίδες απόκτησης των αρετών. Γι’ αυτό και ιεραρχεί με καταπληκτικό τρόπο την κάθαρση
και την απόκτηση αρετών, ώστε να γίνεται με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο. Έστω για παράδειγμα: αρχίζει με τις αρετές της μετάνοιας, της υπακοής, της μνήμης του θανάτου, για να αποκολλήσει τον άνθρωπο από την αμαρτία και προχωρεί σε υψηλές αρετές, όπως τις διακρίσεως, της ησυχίας, της απάθειας, της ταπεινοφροσύνης κλπ. Οι απόκτηση των αρετών είναι έτσι ταξινομημένες στο ιερό σύγγραμμα, ώστε η κάθε αρετή να προϋποθέτει την προηγούμενη και αυτή να είναι προϋπόθεση για την επόμενη! Μεγαλύτερη ηθική τελειότητα από αυτή δεν έχει γραφεί ακόμη ως τώρα!
Η «Κλίμαξ» είναι γραμμένη σε υπέροχη λόγια και κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη και με μελωδικότητα. Έχει διαύγεια σκέψεων, γλαφυρότητα, παραστατικότητα, πλούτο εκφράσεων, επιτυχημένες παρομοιώσεις, ζωηρές εικόνες, ώστε να παρουσιάζει τον ιερό συγγραφέα της ως έναν σπάνιο χειριστή της ελληνικής γλώσσας και σκέψεως.
 Αλλά και το δεύτερο μικρό του σύγγραμμα «Λόγος  προς τον Ποιμένα», είναι μια βαθυστόχαστη πραγματεία – οδηγό για όσους έχουν επωμισθεί την ευθύνη να ποιμαίνουν ανθρώπινες ψυχές.       
Τα υπέροχα κεφάλαια του βιβλίου της «Κλίμακος» είναι ένα από τα προσφιλή και ωφέλημα αναγνώσματα των πιστών αυτή την κατανυκτική περίοδο. Ανήκει στα λεγόμενα νηπτικά κείμενα και απευθύνεται τόσο στους μοναχούς, όσο και στους κοσμικούς και συμπληρώνει τον θαυμαστό πλούτο της εκκλησιαστικής μας γραμματείας. Όσοι αισθανόμαστε την ανάγκη να αγωνιστούμε κατά των παθών μας, την κάθαρση του κακού εαυτού μας και την πνευματική μας πρόοδο, είναι ενδεδειγμένο να εντάξουμε τα συγγράμματα του αγίου Ιωάννου στα αναγνώσματά μας. Οι σοφές παραινέσεις του μεγάλου πνευματικού δασκάλου θα αποτελέσουν πολύτιμο πνευματικό οδηγό για κλιμακωτή κατάκτηση αρετών, ώστε να αξιωθούμε να υποδεχτούμε τον Αναστάντα Κύριο, καθαροί από τους ρύπους της αμαρτίας και τη φθορά του κακού.

Ποτέ δεν έχουμε δίκιο;

$
0
0

Όταν ο άνθρωπος έχει Αγάπη, Υπομονή, Υπακοή και Ταπείνωση, έχει κερδίσει και αυτόν τον κόσμο και τον Παράδεισο. Αλλά ποιο είναι το δύσκολο; Είναι πάντα αυτή η Δύναμις του Σκότους, που μας λέει ότι εμείς έχουμε Δίκηο. 

-Ποτέ δεν έχουμε δίκηο;


-Ποτέ! Πάντα «έχει» ο άλλος! Εδώ είναι το σπουδαίο …
Ξέρετε γιατί; Γιατί αυτός, με το Εγώ του έχει δίκηο. Γιατί λοιπόν να προσπαθήσω να τον πείσω με το δικό μου Εγώ;

-Υποτασσόμεθα δηλαδή στο Εγώ του άλλου και στο δίκηο του άλλου …
-Δεν υποτασσόμεθα όπως το εννοείτε. Κάνουμε εκείνο που εμείς θεωρούμε σωστό, αλλά δεν θα ‘χουμε μαζύ του άσκοπες συζητήσεις, δεν θα ‘χουμε κατάκριση, δεν θα έχουμε χάσιμο της γαλήνης μας. Αυτός θα συνεχίσει τον δρόμο του και θα τον εμπιστευτούμε στο Θέλημα του Θεού. Δεν μπορεί να μας βλάψει. Γιατί εμείς έχομε κάποια Αρχή πάνω μας που είναι σύμφωνη με την δική μας δικαιοσύνη. Υπάρχει ο Πνευματικός μας, υπάρχει η Γερόντισσα μας, υπάρχει ο Δεσπότης μας, υπάρχει η Εκκλησία ολόκληρη που συμφωνεί.…

Αλλά να σας πω, γι’ αυτού του είδους της σκέψεις όλες, εγώ έχω ένα καλάθι που το λέω το Καλάθι της Ματαιότητος, και όπως ρίχνουμε τα άχρηστα χαρτιά, έτσι κι αυτές τις σκέψεις εκεί μέσα τις ρίχνω και δεν με στεναχωρούν. Γιατί δεν πρέπει να στεναχωριέται ο άνθρωπος με τέτοια.}217} … Γιαυτό προπάντων όχι θυμό! Γιατί σου λέει ο Κύριος Μη αντιστήναι τω Πονηρώ. Γιατί όταν πάμε ενάντια σε κάτι, σκοτωνόμαστε στον καβγά. Αν έρθει κάποιος μετά από λίγο και μας δει θα καταλάβει ποιος είχε δίκηο και ποιος είχε άδικο; Ποτέ!

Γινόμαστε και οι δύο πονηροί και του Πειρασμού. Γι’ αυτό σας λέω, όταν αρχίζει μία συζήτηση που πάει να εξελιχθεί σε καβγά, ο ένας από τους δύο, εάν είναι του Θεού άνθρωπος, πρέπει να σωπάσει και να λέει μέσα του Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς … Σε δύο λεπτά σταματούν όλα.

ΓΕΡ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΑ

Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

$
0
0
Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
«Ποτέ μην καταφρονήσεις πηγούλα από την οποία έχεις πιει νερό»

Παραίνεση του πνευματικού μου πατέρα

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι είμαι ευγνώμων στο Θεό για την από νηπιακή ηλικία πορεία μου μέσα στην διαμαρτυρόμενη ευαγγελική εκκλησία καθώς πήρα πολλά μαθήματα και ευλογίες και είδα πολλές φορές το χέρι του Θεού στη ζωή μου.


Ως μεταστραφής διαμαρτυρόμενος θα ήθελα να σας πω ότι όταν με τη χάρη του Θεού έγινα ορθόδοξος- μπαίνω με τη χάρη του Θεού στον έβδομο χρόνο - το έκανα επειδή κατάλαβα ότι η Εκκλησία του Χριστού θα μπορούσε να διασφαλίσει τη σωτηρία μου κάτι που ο προηγούμενος χώρος αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι δεν είχε ούτε τον τρόπο ούτε τα εφόδια για να με βοηθήσει να αντιμετωπίσω ριζικά τα προσωπικά μου πνευματικά αδιέξοδα. Και αυτό δεν το λέω για να καταφρονήσω το χώρο τον οποίο για τόσα χρόνια κινιόμουνα αλλά για να τονίσω ότι μια τέτοια ανάγκη με ώθησε να ψάξω ακόμα και εκεί που δεν πίστευα ότι υπήρχε περίπτωση να βρω βοήθεια.

Παρακαταθήκη για να γίνω ορθόδοξος ήταν η επαφή που είχα με ορθόδοξους που μπορεί να απέρριπτα τα πιστεύω τους - ακόμα και τη σωτηρία τους- αλλά δεν μπορούσα να παραγνωρίσω το χριστιανικό τους χαρακτήρα και το παράδειγμα που μου έδιναν. Η αποδοχή τους ήταν δεδομένη από την αρχή αρκεί να μην αρχίζαμε να δογματίζουμε.

Η αποδοχή λοιπόν αυτών των ανθρώπων και το δικαίωμα που μας έδωσαν να μιλάμε για αυτά που συμφωνούμε και να αφήσουμε στην άκρη τα υπόλοιπα, μας οδήγησε στην ορθοδοξία μετά από χρόνια σοβαρού ψαξίματος της πατερικής θεραπευτικής κατ' αρχάς, και τη σοφίας των πατέρων κατ' επέκταση. Να σημειώσω ότι πολλές φορές αγανακτούσα μέσα μου με τις πρακτικές τους ( κεριά, άγιοι, προσκύνηση λειψάνων, θεία κοινωνία κτλ) αλλά και για την άκαμπτη στάση τους σε πολλά δογματικά θέματα. Η αγάπη όμως που έδειχναν στο πρόσωπό μας κάλυπτε τα ανωτέρω "ελαττώματα" τους.

Ως διαμαρτυρόμενος δεν μπορούσα να προσεγγιστώ με λογικά επιχειρήματα διότι αυτό είναι κάτι με το οποίο ασχολούμουν συνεχώς αφού έπρεπε να τεκμηριώσω το κάθε τι που πίστευα και στον εαυτό μου αλλά και στις άλλες ομολογίες που ερχόμουν σε επαφή. Έτρωγα συνέχεια από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Ο τρόπος που χρειαζόμουν να προσεγγιστώ είναι δια του αγαθού δηλαδή χωρίς πολλά επιχειρήματα αλλά με την προσέγγιση στο βίωμα και τη χάρη της εκκλησίας, πράγματα βέβαια τα οποία βιώνονται μόνο αν σε φωτίσει η χάρις του θεού.

Όποιοι λοιπόν κατηγορούν τους διαμαρτυρόμενους ως αιρετικούς ουσιαστικά τους κατηγορούν για κάτι που ο Θεός δεν έκανε στη ζωή τους ακόμα. Αν και μόνο αν φωτιστούν, καταλάβουν, και απορρίψουν τότε βέβαια θα είναι αιρετικοί γιατί απέρριψαν κάτι που ο θεός τους το έδειξε καθαρά. Οι υπόλοιποι είναι απλά πλανεμένοι οι οποίοι βρήκαν κάπου κάποιον να τους μιλήσει για το Θεό και να τους δώσει μία ελπίδα και ένα νόημα στη ζωή τους . Το γεγονός ότι ζουν χωρίς ολόκληρη την αλήθεια τους κάνει θέσει αιρετικούς αλλά όχι φύσει αιρετικούς αφού δεν έχουν επίγνωση του τι απορρίπτουν. Και αυτά τα λέω όχι θεωρητικά αλλά πρακτικά έχοντας βιώσει τι σημαίνει να μπαίνεις στην ορθοδοξία και να προσπαθείς να τη ζήσεις εν μετανοία, μετά από δεκαετίες στη διαμαρτύρηση.

Όταν η καρδιά μας γεμίσει αγάπη θα δείτε πόσο διαφορετικά θα σας δεχθούν και θα σας ακούσουν. Και αυτό το λέω γιατί είμαι μάρτυρας ενός ολοένα αυξανόμενου ρεύματος προβληματισμού στους κόλπους των διαμαρτυρόμενων οι οποίοι φαίνεται να οδηγούνται στην ορθοδοξία από μια αόρατη δύναμη.

ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΤΟΥ SOLA SCRIPTURA

θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί είχα τέτοια προσκόλληση στην αποκλειστικότητα της Αγίας Γραφής ως μόνη πηγή θείας αποκάλυψης και το πως κατάλαβα τη σωστή διάσταση της.

Το sola scriptura είναι ένα από τα πιστεύω που όλοι οι προτεστάντες συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους. Λόγω της χαμηλής εκτίμησης που είχα στην Εκκλησία του Χριστού και στην λειτουργία της ως υποστηρικτή της πνευματικής πορείας του πιστού αναγκαστικά περιορίστηκα στο προϊόν της Εκκλησίας που είναι η Αγία Γραφή.                                 
                  
Έτσι αφού ήρθα σε επαφή με το Λάγο του Θεού και ελλείψει αναλόγων εκκλησιαστικών παραστάσεων κατέληξα να θαυμάσω το"δημιούργημα" μάλλον παρά τον Δημιουργό. Και αυτό γιατί δεν έβλεπα ότι ο Χριστός δεν χωρίζεται από την Εκκλησία Του όπως το κεφάλι δεν χωρίζεται από το σώμα.

Γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι όπως μέσα στη Μητέρα του Κυρίου ενσαρκώθηκε δι'Αγίου πνεύματος ο αιώνιος Λόγος και Υιός του Θεού έτσι και μεσώ της εκκλησίας ενσαρκώθηκε ο γραπτός Λόγος που δεν είναι άλλος από την Αγία Γραφή.

Γιατί έλεγα ότι το εδραίωμα της εκκλησίας είναι η αλήθεια -όπως είχα το "δικαίωμα" να αντιλαμβάνομαι- και δεν καταλάβαινα τι σημαίνει ότι η εκκλησία είναι ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας.

Έτσι χωρίς να χάσει μέσα μου την αξία του ο Λόγος του Θεού κατάφερα να παραιτηθώ από το "δικαίωμα" του ατομικού αλάθητου στην ερμηνεία της Γραφής, η οποία είχε αλλάξει αρκετές φορές με την πάροδο των ετών, και συν Θεώ να γνωρίσω τον παράγοντα Εκκλησία να υποταχθώ σ'  αυτήν με ταπείνωση και να γνωρίσω τον απίστευτο πλούτο σοφίας και πνευματικότητας που κρύβει μέσα της.

Κοιτάζοντας πίσω αναρωτιέμαι πως μπορούσα να ζω την πνευματική μου ζωή χωρίς το σύστημα υποστήριξης που άφησε πίσω ο Χριστός μέσα στην απίστευτη σοφία του και αγάπη για το ποίμνιο Του που είναι η Εκκλησία Του και τα μυστήρια αυτής. Ένιωθα σαν τον αθλητή που ήθελε να αθληθεί και που αγαπούσε το άθλημά του αλλά προσπαθούσε να τα καταφέρει χωρίς προπονητή δηλαδή υποβίβαζα την προσπάθειά μου στο επίπεδο του ερασιτέχνη.

Γιατί μόνο εδώ υπάρχει ένα θεραπευτικό σύστημα που έχει παραδοθεί από τον Χριστό στους μαθητές του και απ αυτούς στους δικούς τους μαθητές κ.ο.κ. Ιδού λοιπόν τι σημαίνει Ιερά Παράδοση. Να γιατί ο άνευ διδασκάλου χριστιανισμός οδηγεί σε ατομική και περιορισμένη κατανόηση της Βίβλου που με τη σειρά της οδηγεί σε πλάνες και ατέρμονους κατακερματισμούς των προτεσταντικών συναθροίσεων. Ο Απόστολος Παύλος άραγε στους Κορίνθιους με τους οποίους έμεινε τρία χρόνια τους έγραφε επιστολές ή τους παρέδινε αυτά που είχε παραλάβει από τον Κύριο;  Γιατί η θεραπεία των παθών, θέμα για το οποίο δεν είχα λάβει καμιά μαθητεία και όσους, είναι κάτι που πίσω από την οποία πνευματική μου βιτρίνα κατάλαβα και καταλαβαίνω ότι έχω απόλυτη ανάγκη μέσω της συνεχούς μετάνοιας δηλ. ανακαίνισης του νου, και της ταπείνωσης  για την οποία ελάχιστα κηρύγματα είχα ακούσει κατά τη διάρκεια της περιήγησης μου σε ουκ ολίγες προτεσταντικές συναθροίσεις. Πώς λοιπόν θα μπορούσα πρακτικά να βιώσω τη σωτηρία δια της χάριτος αφού τη χάρη ο θεός τη δίνει στους ταπεινούς; Και τι αξία έχει μια πίστη η οποία πηγάζει από μια υπερήφανη καρδιά; Γιατί η ταπείνωση είναι η συχνότητα στην οποία εκπέμπει ο Θεός και μόνο οι καθαροί στην καρδιά μπορούν να καταλάβουν τα σήματά Του.

Έτσι αντί να εστιάζω στις προϋποθέσεις για να λάβει κάποιος το δώρο της σωτηρίας που είναι η αναγέννηση μέσω του αίματος του Ιησού Χριστού κατάλαβα ότι πιο σπουδαίο είναι η διατήρηση αυτού του δώρου που συναισθάνομαι ότι ο μόνος χώρος που μου το διασφαλίζει είναι η θεραπευτική των πάτερων της εκκλησίας μας.

Κλείνοντας θα ήθελα να καλέσω όλους τους καλοπροαίρετους χριστιανούς να πάνε στο Θεό με ταπείνωση και να ζητήσουν να τους δείξει αν υπάρχει κάτι σε σχέση με την Εκκλησία Του που δεν το έχουν καταλάβει να τους το αποκαλύψει και να τους βοηθήσει τα όποια προσκόμματα θεωρούν ότι υπάρχουν να τους εξηγηθούν.

Επίσης να τονίσω ότι βασική ανάγκη κάθε ανθρώπου είναι να μετατραπεί όχι σε εργαλείο του Θεού -κάτι που είχα εκπαιδευτεί αρκετά- αλλά σε κατοικητήριο του Θεού -κάτι που θα χρειαστώ μια ζωή για να το μάθω, και  με τη χάρη Του μία αιωνιότητα να το ζήσω.

Μαρίνος


Ευχαριστώ πολύ τον Μαρίνο για την δημοσίευση της μεταστροφής του. Ο Χριστός και Οι Άγιοι Πατέρες να φωτίζουν Αενάως τον δρόμο σου.
Sophia Siglitiki Drekou



Ο δρόμος της ευτυχίας

$
0
0

Τίποτα δὲν εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά, γιατί μία τέτοια καρδιὰ γίνεται θρόνος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τί εἶναι ἐνδοξότερο ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ; Ἀσφαλῶς τίποτα. Λέει ὁ Θεὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά:«Θὰ κατοικήσω ἀνάμεσά τους καὶ θὰ πορεύομαι μαζί τους. Θὰ εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός μου». (Β’ Κόρ. 6, 16).
Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι εὐτυχέστεροι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Καὶ ἀπὸ ποιὸ ἀγαθὸ μπορεῖ νὰ μείνουν στερημένοι; Δὲν βρίσκονται ὅλα τ’ ἀγαθὰ καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς μακάριες ψυχές τους; Τί περισσότερο χρειάζονται; Τίποτα, στ’ ἀλήθεια, τίποτα! Γιατί ἔχουν στὴν καρδιά τους τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό: τὸν ἴδιο τὸ Θεό!

Πόσο πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοῦν τὴν εὐτυχία μακριὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, στὶς ξένες χῶρες καὶ στὰ ταξίδια, στὸν πλοῦτο καὶ στὴ δόξα, στὶς μεγάλες περιουσίες καὶ στὶς ἀπολαύσεις, στὶς ἡδονὲς καὶ σ’ ὅλες τὶς χλιδὲς καὶ ματαιότητες, ποὺ κατάληξή τους ἔχουν τὴν πίκρα! Ἡ ἀνέγερση τοῦ πύργου τῆς εὐτυχίας ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μοιάζει μὲ οἰκοδόμηση κτιρίου σὲ ἔδαφος ποὺ σαλεύεται ἀπὸ συνεχεῖς σεισμούς. Σύντομα ἕνα τέτοιο οἰκοδόμημα θὰ σωριαστεῖ στὴ γῆ...

Ἀδελφοί μου! Ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα στὸν ἴδιο σας τὸν ἑαυτό, καὶ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ κατάλαβε αὐτό. Ἐξετᾶστε τὴν καρδιά σας καὶ δεῖτε τὴν πνευματική της κατάσταση. Μήπως ἔχασε τὴν παρρησία της πρὸς τὸ Θεό; Μήπως ἡ συνείδηση διαμαρτύρεται γιὰ παράβαση τῶν ἐντολῶν Του; Μήπως σᾶς κατηγορεῖ γιὰ ἀδικίες, γιὰ ψέματα, γιὰ παραμέληση τῶν καθηκόντων πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον; Ἐρευνῆστε μήπως κακίες καὶ πάθη γέμισαν τὴν καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αὐτὴ σὲ δρόμους στραβοὺς καὶ δύσβατους...

Δυστυχῶς, ἐκεῖνος ποὺ παραμέλησε τὴν καρδιά του, στερήθηκε ὅλα τ’ ἀγαθὰ κι ἔπεσε σὲ πλῆθος κακῶν. Ἔδιωξε τὴ χαρὰ καὶ γέμισε μὲ πίκρα, θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἔδιωξε τὴν εἰρήνη καὶ ἀπόκτησε ἄγχος, ταραχὴ καὶ τρόμο. Ἔδιωξε τὴν ἀγάπη καὶ δέχτηκε τὸ μίσος. Ἔδιωξε, τέλος, ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δέχτηκε μὲ τὸ βάπτισμα, καὶ οἰκειώθηκε ὅλες τὶς κακίες ἐκεῖνες, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο.

Ἀδελφοί μου! Ὁ Πολυέλεος Θεὸς θέλει τὴν εὐτυχία ὅλων μας καὶ σ’ αὐτὴ καὶ στὴν ἄλλη ζωή. Γί’ αὐτὸ ἵδρυσε τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ μᾶς καθαρίζει αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ μᾶς ἁγιάζει, νὰ μᾶς συμφιλιώνει μαζί Του, νὰ μᾶς χαρίζει τὶς εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά της, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ. Ἂς τρέξουμε γρήγορα ὅσοι ἔχουμε βαριά τη συνείδηση. Ἂς τρέξουμε καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη νὰ σηκώσει τὸ βαρὺ φορτίο μας, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν παρρησία πρὸς τὸ Θεό, νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας μὲ εὐτυχία καὶ μακαριότητα...

Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς. ‹Διδαχές - Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως Το άγιο βάπτισμα›

Η μοναστική εμπειρία του Πνεύματος

$
0
0
Η μοναστική εμπειρία του Πνεύματος
Καθηγ. Ινστιτούτου Ορθ. Θεολογίας “Άγιος Σέργιος”, Παρισίων Ολιβιέ Κλεμάν

Η μοναστική εμπειρία του Πνεύματος μοιάζει με προσωπική συγκέντρωση της εμπειρίας της Εκκλησίας. Ο πνευματικός άνθρωπος γίνεται ευχαριστιακός άνθρωπος. Μπορεί να αναπτυχθεί πλήρως μόνο εκεί που υπάρχει η πνευματική πληρότητα της Εκκλησίας, το Σώμα του Χριστού, ως μία υπεραφθονία χαρισμάτων. «Ο Κύριος των Δυνάμεων», αναφέρει ο Αρχιμ. Ιουστίνος Πόποβιτς. «είναι πλήρως παρών σε κάθε κύτταρο του θεανθρώπινού του Σώματος, όπου είναι αποταμιευμένη η χάρη του Θεού, η οποία αενάως διενεργεί θαύματα, εξαγιάζει και θεώνει όλους όσοι ποθούν τον Χριστό και τον αναζητούν». Το Άγιο Πνεύμα και η χάρη του δεν δίδεται σε μεμονωμένα άτομα, δίδεται στην Εκκλησία ως μία κοινωνία «ομοούσιων» προσώπων. Ως μία κοινωνία «Πεντηκοστής», μέσα στην ενότητα του Σώματος του Χριστού, η Εκκλησία βρίσκεται στα εσώτερα βάθη της γνώσης και της αγάπης και ολόκληρη η ύπαρξη των προσώπων -τόσο ενσωματωμένα όσο και στην απαραίτητη μοναχικότητα, όπου ο καθένας βρίσκεται στα βάθη του Θεού μόνος προς Μόνο- δεν διαλύονται αλλά βρίσκουν την πηγή της αγάπης, ώστε το άλλο πρόσωπο γίνεται για μας απείρως πλησίον και απείρως άγνωστο που κανείς δεν μπορεί να κρίνει, σύμφωνα με τον ευαγγελικό κανόνα.

Τότε η απόκτηση των χαρισμάτων δεν είναι κατόρθωμα ενός μεμονωμένου ατόμου που υποστηρίζει ότι είχε έμπνευση αλλά μία «καθολική» πραγματικότητα με την πλήρη έννοια του όρου. Στην πλατειά διαλεκτική της ενότητας και της αντίθεσης που διακρίνει την Εκκλησία, «έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού» (Α’ Κορ. 7:7), «διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί, το δε αυτό Πνεύμα· και διαιρέσεις διακονιών εισί, και ο αυτός Κύριος· και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός έστι Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν» (Α’ Κορ. 12:4-6).

ο Χριστός Μ. Αρχιερεύς, πόλος από ωμοφόριο 18ος αι. Ι.Μ.Β..

Μοναχός είναι αυτός που εγκαταλείπει τον εαυτό του ως δώρο σε αυτό το βάθος της Εκκλησίας, αυτός που εισέρχεται στην καρδιά της Εκκλησίας, στην Εκκλησία «της καρδιάς», αυτή την πέτρα που «περικυκλώνεται από τα νερά στα βάθη της θάλασσας», όπως αναφέρει σε μια ομιλία του ο Άγιος Μακάριος. Η παράδοση τον αποκαλεί «ισάγγελο», όχι με την έννοια ενός «αγγελισμού», αλλά διότι βρίσκει την αλήθειά του ως μια λειτουργική ύπαρξη, ως «άνθρωπος του ιερού», όπως γράφει ο Παύλος Ευδοκίμωφ. Είναι αυτός που προσπαθεί να διακηρύξει με όλη του την ύπαρξη «άσω τω Κυρίω εν τη ζωή μου». Ανταποκρινόμενος σε αυτή την κλήση, γίνεται, χωρίς να το γνωρίζει, χαρισματικός, «εν ω και πιστεύσας εσφραγίσθη τω Πνεύματι της επαγγελίας τω Αγίω, ος έστιν αρραβών της κληρονομίας ημών, εις απολύτρωσιν της περιποιήσεως, εις έπαινον της δόξης αυτού» (Εφ. 1:13-14). «Σον βροτός αυ κλέος εστίν, ον άγγελον ενθάδ’ έθηκας υμνοπόλον της σης, ω φάος, αγλαΐης», γράφει ένας Καππαδόκης Πατέρας.

Καλούμενος να γίνει συνειδητά «πνευματοφόρος» ο μοναχός είναι πάνω απ’ όλα και θα παραμείνει για πάντα ένας «σταυροφόρος». Η ασκητική, σύμφωνα με τον τύπο του Μάξιμου του Ομολογητή, είναι «η συνειδητή ένωση της αδυναμίας του ανθρώπου με τη δύναμη του Θεού». Μόνο «η μνήμη του θανάτου», με την πνευματική έννοια της τελευταίας λέξης, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στη «μνήμη του Θεού», στην έκχυση του Πνεύματος εν ονόματι Κυρίου. Κάθε αρετή που δεν οδηγεί σε αυτή τη διπλή μνήμη —του θανάτου και του Θεού— είναι στερημένη από χάρη και δύναμη. «Μόνο εκείνος που πεισματικά διαφυλάττει την αυτογνωσία του σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν θα χάσει τη γνώση του Θεού», γράφει, ακολουθώντας ολόκληρη την παράδοση, ένας σχεδόν σύγχρονός μας Αθωνίτης μοναχός, ο Ιωσήφ Σπηλαιώτης. Σε αυτό τον αόρατο πόλεμο, όπου η προσοχή διακρίνει την πνευματική πηγή του κακού, ο ασκητής εξερευνά τα βάθη του, που είναι τα ίδια με ολόκληρης της ανθρωπότητας. Όπως είπε και ο Χριστός στον Γέροντα Σιλουανό: «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Στα βάθη του Άδη η ψυχή επιζητεί το έλεος και είναι εκεί που ανακαλύπτει η ίδια ότι αγαπάται. Αυτή είναι μια συνεχής μετάνοια: Ο κόσμος παύει να είναι αυτός του «εγώ», που ειδωλοποιεί τον εαυτό του (και την ίδια ώρα τον μισεί) και γίνεται ο κόσμος του Θεού, ο ολοφάνερα αντιστραμμένος κόσμος των Μακαρισμών και της Κοινωνίας. Τότε κατανοούμε ότι ο πόνος, η κόλαση, ο θάνατος έχουν σκορπιστεί, μέσω «των δυνάμεων του σκότους», στις καρδιές μας. Ο Χριστός όμως είναι ο νικητής του Άδη και του θανάτου και αυτή η αναστημένη ζωή, το φως και η δροσιά του Πνεύματος, μπορούν να αναπτυχθούν μέσα μας, σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος, ανάλογα με το μέτρο της πίστης και της ταπείνωσής μας, και να δημιουργήσουν ανθρώπους θαυμάτων και κάποτε ευλογίας.

Υπάρχει ακόμη η εγρήγορση, η αγρυπνία, η νήψις (ένα άλλο επίθετο του μοναχού είναι νηπτικός). Ο άνθρωπος ξεσκεπάζει, κάτω από τις κοινωνικές και ηθικές εκφράσεις του κακού, τις σατανικές ρίζες αυτού του κακού και τη δική του θεμελιώδη συνενοχή. Ανακαλύπτει, ακόμη πιο βαθειά, τον ενσαρκωμένο και σταυρωμένο Λόγο, ο οποίος από παράφορη αγάπη κατέρχεται σε αυτή την απουσία του Θεού, την οποία απουσία εγώ αποτελώ. Από αυτή τη συνάντηση της Αγάπης με την μη-Αγάπη, η πέτρινη καρδιά του ανθρώπου σχίζεται και αρχίζει να γίνεται σάρκινη, η δε χάρη του Αγίου Πνεύματος ρέει στον άνθρωπο, ξεκινώντας από το κέντρο αυτής της νέας του καρδιάς. Ο σπόρος που πέφτει είναι μικρότερος από τον κόκκο του σιναπιού, αν όμως ο άνθρωπος επιτρέψει σ’ αυτή τη ζωή, που είναι πιο δυνατή από το θάνατο, να αναπτυχθεί μέσα του, τότε, χωρίς να δει ή χωρίς να γνωρίζει πώς, θα φτάσει στο ύψος ενός δέντρου που κινείται από την πνοή του Πνεύματος.

Η απόλυτη εγκατάλειψη κάποιου στα χέρια του Θεού με μια πίστη όπως αυτή του Αβραάμ, αυτή η εγκατάλειψη, αυτή η ταπείνωση -«Ότε προσεγγίσεις ενώπιον του Θεού διά προσευχής, ούτω γενού εν τω λογισμώ σου, ώσπερ μύρμηξ, και ώσπερ τα ερπετά της γης, και ώσπερ βδέλλα, και ως παιδίον ψελλίζον»- αυτή η θεμελιώδης κένωση, δίδει τη γνώση της ανθρώπινης κατάστασης, όχι γενικά και αόριστα, αλλά στην ιδιαίτερη αποδοχή του κάθε προσώπου. Για τον άνθρωπο που εξαγνίζει τον εαυτό του «κανένας δεν φαίνεται αμαρτωλός». Το μοναδικό θεμελιώδες κριτήριο που έχει κάποιος στη «σταυροφόρο και πνευματοφόρο» οδό, την οδό του Σταυρού και του Πνεύματος, είναι η ευαγγελική αγάπη προς τους εχθρούς. Και ο άλλος είναι πάντοτε εχθρός μου, όμως εγώ δεν έχω πλέον ανάγκη από εχθρούς αν άρχισα να πιστεύω στον Αναστάντα Χριστό.

Στο κέντρο αυτού του θανάτου και του δώρου της νέας ζωής, της «θυσίας του αίματος» και της αποδοχής του Πνεύματος, εμφανίζεται ένα βασικό χάρισμα, το δώρο των δακρύων. «Τούτο το σημείον έστω σοι εν οις πράγμασι βούλει υπεισδύναι του μη εισελθείν ένδοθεν του τόπου εκείνου. Όταν άρξηται η χάρις ανοίξαι τους οφθαλμούς σου προς το αισθάνεσθαι της θεωρίας των πραγμάτων εν αληθεία, τότε παρ’ αυτά άρξονται οι οφθαλμοί σου οχετηδόν δάκρυα εκχέειν. Ώστε πολλάκις εκπλύνεσθαι και τας πα¬ρειάς τω πλήθει αυτών. Και τότε ο πόλεμος των αισθήσεων γαλήνια, και ένδοθέν σου συστέλλεται. Εάν τις σε διδάξη τα ενάντια τούτων μη πιστεύσης αυτώ».

Ως η παρουσία του βαπτισματικού ύδατος, που είναι θάνατος και ανάσταση, τα δάκρυα δείχνουν πρώτα από όλα αγωνία και μετάνοια, ύστερα θαυμασμό, ευγνωμοσύνη και χαρά: αυτό συμβαίνει όταν συνειδητοποιήσουμε ότι η άβυσσος της κολάσεως, η δική μας κόλαση, εξατμίζεται σαν μια ασήμαντη σταγόνα μίσους στην άβυσσο της θείας αγάπης. Τότε τα δάκρυα γίνονται γαμήλιο ιμάτιο για να ντύσουν τους προσκεκλημένους με αγνή διάθεση στο δείπνο της Βασιλείας, από τους οποίους τίποτα άλλο δεν ζητείται παρά να ντύσουν την καρδιά τους με ένδυμα γιορτής. Αν κανείς μπορεί να μιλήσει για το «βάπτισμα του Πνεύματος» μέσα στη μοναστική παράδοση (όπως κάνει μερικές φορές ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος), ή μάλλον για συνειδητοποίηση και προσωπική αντίληψη (με ταπείνωση) της πνευματικής διάστασης του μυστηρίου του βαπτίσματος, αυτός αναφέρεται πάνω απ’ όλα στο χάρισμα των δακρύων. Και βέβαια αυτό βρίσκεται πέρα από κάθε χαρισματική θριαμβολογία…

«Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Αυτά τα χαρισματικά δάκρυα είναι, όπως αναφέρει η Μύρα Λοτ-Μποροντίν, τα «βαθειά νερά στην καρδιά του ανθρώπου», η οποία γίνεται εύκαμπτη στην πνοή του Πνεύματος. Ρέουν χωρίς να αλλοιώνουν το πρόσωπο, από τον πλούτο της καρδιάς. Εγείρουν ήδη το πνευματοποιημένο υλικό του «σώματος της δόξης».

Έτσι, το χάρισμα των δακρύων μας οδηγεί στο έσχατο χάρισμα που είναι η ένωση και η μεταμόρφωση του ανθρώπου μέσα στο θείο Φως του Θαβώρ. Αυτή είναι μια εσωτερική ένωση, μια εκστατική νηφαλιότητα, επέκστασις, της πνευματικής καρδίας που επανενώνεται και καταυγάζεται από μια ακτίνα του απρόσιτου Θεού που προσφέρει τον εαυτό του ενώ παραμένει κρυμμένος από το ίδιο του το φως. Έτσι η προσευχή εμπνέει την όλη μας ύπαρξη, που αποκωδικοποιεί και φέρνει στην επιφάνεια την προσευχή όλου του κόσμου. Αυτό είναι το σπάνιο χάρισμα της αυθόρμητης προσευχής, η οποία εισάγει τον κόσμο μέσα στην Εκκλησία και την Εκκλησία μέσα στο σώμα-ναό του Αγίου Πνεύματος. «Το πνεύμα γαρ φησίν όταν κατοικήση εν τίνι των ανθρώπων, ου παύεται εκ της προσευχής. Αυτό γαρ το πνεύμα αεί προσεύχεται. Τότε, ούτε εν τω καθεύδειν αυτόν, ούτε εν εγρηγόρσει η προσευχή εκ της ψυχής αυτού κόπτεται· αλλ’ εάν εσθίη, και εάν πίνη, και εάν κοιμάται, και εάν τι πράττη, και έως εν βαθεί ύπνω αι ευωδίαι και οι ατμοί της προσευχής εν τη καρδία αυτού αναδίδονται άνευ κόπου. Και χωρισμόν τότε η προσευχή ουκ έχει, αλλά πάσας τας ώρας αυτού, καν ησυχάση έξωθεν αυτού η τοιαύτη, αλλ’ ουν πάλιν η αυτή λειτουργεί εν αυτώ κρυπτώς. Την σιγήν γαρ των καθαρών, προσευχήν λέγει τις των χριστοφόρων. Επειδή οι λογισμοί αυτών θείαι κινήσεις εισίν· αι κινήσεις δε της καθαράς καρδίας και διανοίας, φωναί πραείαι εισίν, εν αις κρυπτώς τω κρυ¬πτώ ψάλλουσιν».

Ο πνευματικός άνθρωπος βυθίζεται στην Πνοή που ζωογονεί τον κόσμο και ντύνεται τα όμορφα άνθη του αγρού. Το άνοιγμα αυτής της χαρισματικής έμπνευσης, που είναι κάτι βαθύτερο από τη συνηθισμένη αναπνοή -«η αναπνοή του Πνεύματος», όπως την ονομάζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης- μας καλεί σ’ ένα δρόμο που ασταμάτητα ανανεώνεται από ένα θάνατο- ανάσταση, από το Θάνατο-Ανάσταση του Κυρίου. Η επίκληση «κολλά» στην αναπνοή, «πνευματοποιώντας την», και ο Θεός την ενώνει ακόμη και με τους παλμούς της καρδιάς (διότι ενδιαφέρεται για δωρεά και όχι για κατάκτηση). Με τον τρόπο αυτό ολόκληρος ο άνθρωπος γίνεται προσευχή, προσφέροντας τον κόσμο στο θυσιαστήριο της καρδιάς. Ο χωρόχρονος, που κάνει την καρδιά να πάλλει, δεν είναι πλέον μια ατέλειωτη φυλακή, αλλά ένας ναός γεμάτος από φως. Ο άνθρωπος «αισθάνεται» (με την αποφατική έννοια της φράσης «αισθάνομαι τον Θεό») τον αναστάντα Χριστό, ο οποίος είναι το πρόσωπο του Πατέρα, υπό το φως του Πνεύματος. Το Πνεύμα τον ενώνει με την αιώνια πνοή του Μονογενούς Υιού.

Σ’ αυτούς τους γεμάτους νηφαλιότητα δρόμους, όπου απορρίπτονται οι γήινου επιπέδου κινήσεις, όπου σήμερα εμφανίζονται μερικοί χαρισματικοί, δεν τίθεται θέμα θεαματικών εκστάσεων, ούτε και «μυστικών» αγαλλιάσεων, αλλά συστηματικής εργασίας σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης, μέσα στο φως που έρχεται από το σταυρό μέσω της Πεντηκοστής. Μεγάλες διαχύσεις ειρήνης και φωτός εμφανίζονται με την «κένωση», όχι έκτος χρόνου, αλλά στο διάφανο προορισμό ενός χρόνου, ο οποίος από τώρα και στο εξής είναι «χαλκηδόνιος», ένας διάφανος προορισμός ο οποίος διαπερνά τα πρόσωπα και τα πράγματα. Ακτινοβολούν από το μοναδικό Πρόσωπο και αναδεικνύουν κάθε πρόσωπο σε μοναδικό. Η καρδιά-πνεύμα παίρνει φως και πετά μακρυά με το θείο Πνεύμα σαν την περιστερά του Ψαλμωδού. Από αυτό το εσώτερο κέντρο, το Φως κατακτά σιγά-σιγά ολόκληρο το πρόσωπο μεταμορφώνοντας ακόμη και τις αισθήσεις με μια πληρότητα ασυνήθιστη, η οποία μάς θυμίζει τόσο καλά τη συνάντηση του Μοτοβίλωφ με τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ. «Όταν γαρ η ψυχή», αναφέρεται σε μια ομιλία του Αγίου Μακαρίου, «προς την τελειότητα του πνεύματος καταντήση, τελείως πάντων των παθών αποκαθαρισθείσα, και τω Παρακλήτω Πνεύματι διά της αρρήτου κοινωνίας ενωθείσα και ανακραθείσα, και καταξιωθή πνεύμα γενέσθαι, συγκεκραμένη τω Πνεύματι, τότε όλη φως, όλη οφθαλμός, όλη πνεύμα, όλον χαρά, όλον ανάπαυσις, όλον αγαλλίασις, όλον αγάπη, όλον σπλάχνα, όλον αγαθότης και χρηστότης γίνεται. Ώσπερ γαρ εν αβύσσω θαλάσσης λίθος πανταχόθεν ύδατι περιέχεται· ούτως ούτοι παντί τρόπω Πνεύματι αγίω ανακεκραμένοι, αφομοιούνται τω Χριστώ, τας αρετάς της δυνάμεως του Πνεύματος ατρέπτως εν εαυτοίς έχοντες, έσωθεν όντες άμωμοι, και άσπιλοι και καθαροί». Αυτοί οι καρποί του Πνεύματος είναι χαρίσματα αγάπης και διακονίας. Ο πνευματικός άνθρωπος που είναι βυθισμένος μέσα στην τριαδική ενότητα, είναι χωρισμένος από όλους και από κανένα: βιώνει μέσα στο μοναδικό Χριστό την πραγματικότητα να είναι ένας ανεπανάληπτος άνθρωπος. Είναι «ο πάντων χωρισθείς, και πάσι συνηρμοσμένος», όπως αναφέρει η γνωστή ρήση του Ευάγριου Ποντικού. Με αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνεται την ταυτότητα της αγάπης και της ελευθερίας.

Τρία χαρίσματα συμπλέκονται εδώ: η διάκριση, το προορατικό χάρισμα και η συμπάθεια. Όσοι καθαρίσουν την καρδιά τους με δάκρυα εξέρχονται του εαυτού τους και ο Θεός τους αποκαλύπτει την κατάσταση των καρδιών των άλλων. Αυτό ονομάζεται διάκριση πνευμάτων: διότι ποτέ κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τον άλλο παρά μόνο μέσα από αποκάλυψη. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνουν την πνευματική πατρότητα, σύμφωνα με την εικόνα του Πατέρα ο οποίος αγαπά θυσιαστικά και μεταδίδει το Άγιο Πνεύμα. Ο πνευματικός πατέρας γνωρίζει, με ένα είδος χαρισματικού ενστίκτου, πότε πρέπει να μιλήσει ή να σιγήσει, να ακούσει ή να ερωτήσει, πότε να εισηγηθεί θεραπεία ή να προτείνει εξέταση, να ανοίξει μια πληγή ή να τη θεραπεύσει… Διακρίνει στον εαυτό του και στους άλλους τις κινήσεις των λογισμών, τα πάθη μόλις αυτά αρχίσουν να φυτρώνουν. Είναι προικισμένος όχι μόνο με τη διάκριση που αποκτάται μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία και σοφία, αλλά με μια πραγματική «θεία διάκριση», η οποία και μόνο του δίνει την ικανότητα να εισηγείται κάθε φορά μια λέξη που χαρίζει «ζωή στις ψυχές».

Το δώρο της διάκρισης συχνά στους πνευματικούς συνοδεύεται με το προορατικό χάρισμα. Προορατικό χάρισμα, παρά τις αποστάσεις, με ένα πολύ καθαρό τρόπο, παρατηρείται στον Μέγα Αντώνιο, ο οποίος, όπως μας διηγείται ο Άγιος Αθανάσιος, ενόσω βρισκόταν στην έρημο, πολλές φορές έφευγε και ερχόταν να δει τι συνέβαινε στις πόλεις και τους δρόμους της Αιγύπτου… Περισσότερο συχνά το προορατικό χάρισμα είναι μια εσωτερική κατάσταση: «Ζει μέσα σου», γράφει ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα, «είναι πιο πολύ κοντά σου αυτός παρά εσύ στον εαυτό σου. Αισθάνεσαι ότι τα μάτια του βλέπουν όλα τα άσχημα και όλα τα καλά μέσα σου. Χαίρεσαι με αυτό και για το ότι τίποτα δεν ξεφεύγει από τα μάτια αυτού που ζει μέσα σου». Ο πνευματικός άνθρωπος, χάρη στην ταπείνωση, την προσευχή, τη διακονία και τη χαρά, μπορεί συγχρόνως να ανοίγεται στους άλλους και στον Θεό. Όταν βρίσκεται με το διπλανό του, με μια διάθεση εσωτερικής πτωχείας και περισυλλογής, τα λόγια που πρέπει να πει αποκαλύπτονται μέσα από την καρδιά του, χωρίς να σκεφθεί προηγουμένως για το τι πρέπει να πει. «Ο αφ’ εαυ¬τού λαλών την δόξαν την ιδίαν ζητεί, ο δε ζητών την δόξαν του πέμψαντος αυτόν, ούτος αληθής έστι, και αδικία εν αυτώ ουκ εστίν» (Ιω. 7:18).

Αχώριστο από τα χαρίσματα της διάκρισης και της προορατικότητας εμφανίζεται και το χάρισμα της συμπάθειας, «της αγίας και πάσχουσας αγάπης», όπως την ονομάζει ο Αντώνιος του Κιέβου, της συμμετοχής στη μωρία της αγάπης εκείνης, η οποία έκανε τον Θεό να αφήσει την υπερβατικότητά του και να πεθάνει πάνω στο σταυρό. Αυτοί που δέχονται το δώρο της συμπάθειας, αποκτούν με τη χάρη του Θεού τη δυνατότητα να θεραπεύουν και τον πιο μυστικό πόνο του γείτονά τους. Συσταυρώνονται με τον Χριστό και φτάνουν στην ατέλειωτή του τρυφερότητα-κατάνυξη. Εύχονται, μαζί με τον Απόστολο, «ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών» τους (Ρωμ. 9:3). Προσεύχονται για την παγκόσμια σωτηρία. Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος προσευχόταν για τα ερπετά και τους δαίμονες. Εύχονται, μαζί με τον Αββά Αγάθωνα, να βρουν ένα λεπρό να του προσφέρουν το σώμα τους και να πάρουν το δικό του, να υποφέρουν μόνοι τους τα βάσανα της κολάσεως ώστε κανείς να μην καταλήξει σ’ αυτή. «Ώσπερ εστίν ο Θεός σκεπάζειν τον κόσμον, ούτω γέγονεν ο Αββάς Μακά¬ριος σκεπάζων τα ελαττώματα, α έβλεπεν ως μη βλέπων και α ήκουεν ως μη ακούων». Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, όταν εγκατέλειψε το Άγιον Όρος για ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο, έλεγε: «Ας χάσει ο Χριστός ένα πρόβατο, έμενα, και ας κερδίσει τα άλλα». Ο πνευματικός άνθρωπος, που δέχεται αυτό το χάρισμα, διακρίνει στο διπλανό του, πέρα από προσωπεία και προσωπικά χαρακτηριστικά, μια κρυμμένη αλήθεια, αυτή του προσώπου. Κάτω από το φως αυτής της χαρισματικής αγάπης, οι ψυχές, που τόσο συχνά μισούν τον εαυτό τους και πιστεύουν ότι μισούνται και από τους άλλους, ανοίγουν. Ανακαλύπτουν ότι αγαπιούνται. Ανακαλύπτουν ότι η αγάπη είναι δυνατή.
(«Ορθόδοξος Μοναχισμός», εκδ. Αρμός, σ. 75-86)
pemptousia.gr
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>