↧
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ - ΠΑΝ.ΧΡΗΣΤΟΥ - ΤΟΜΟΣ 5
↧
ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ - ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β
↧
↧
ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ - ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α
↧
ΒΛ.ΦΕΙΔΑ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Β
↧
ΒΛ.ΦΕΙΔΑ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α
↧
↧
ΒΛ.ΦΕΙΔΑ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΣΙΑΣ
↧
ΒΛ.ΦΕΙΔΑ - Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
↧
ΒΛ. ΦΕΙΔΑ - ΒΥΖΑΝΤΙΟ
↧
ΠΑΝ.ΤΡΕΜΠΕΛΛΑ - ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
↧
↧
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Ἐὰν ὑπάρχει μιὰ ἀλήθεια στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ εὐαγγελικὲς ἀλήθειες, ἡ ἀλήθεια αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀκόμη, ἐὰν ὑπάρχει μιὰ πραγματικότητα στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ καινοδιαθηκικὲς πραγματικότητες, ἡ πραγματικότητα αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μόνο στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐξηγοῦνται ὅλα τὰ θαύματά Του, ὅλες οἱ ἀλήθειές Του, ὅλα τὰ λόγια Του, ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του ὁ Κύριος δίδασκε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε ὅτι ἡ πίστη σ’ Αὐτὸν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἔτσι ἐξασφάλισε στοὺς θανατωμένους
ἀνθρώπους τὴ μετάβαση ἐκ τοῦ θανάτου στὴν ἀνάσταση. Μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θνητὸς καὶ πεπερασμένος· μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καὶ αἰώνιος. Σ’ αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καὶ γιὰ αὐτὸ χωρὶς τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξὺ τῶν θαυμάτων ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ὅλα τὰ ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ συνοψίζονται σ’ αὐτό. Ἀπ’ αὐτὸ πηγάζουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θεοσέβεια. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καμία ἄλλη θρησκεία δὲν ἔχει· αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀνυψώνει τὸν Κύριο ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀναμφισβήτητο δείχνει καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους κόσμους. Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθινὰ στὸν Ἀναστάντα Κύριο τὸ ἀποδεικνύει μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν καὶ ἐὰν μὲν ἀγωνίζεται, πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀγωνίζεται, τότε μάταιη ἡ πίστη του! Διότι, ἐὰν ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐὰν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ δὲν φθάνει κανεὶς στὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ θανάτου νίκη, τότε πρὸς τί ἡ πίστη μας; Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος δὲν ἔχουν νικηθεῖ. Ἐὰν δὲ δὲν ἔχουν αὐτὰ τὰ δύο νικηθεῖ, τότε γιατί νὰ πιστεύει κανεὶς στὸ Χριστό; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα Χριστὸ ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτὸς ἐνισχύει σιγὰ-σιγὰ μέσα του τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Κύριος πραγματικὰ ἀναστήθηκε, ἄμβλυνε τὸ κέντρο τοῦ θανάτου, νίκησε τὸ θάνατο σὲ ὅλα τὰ μέτωπα τῆς μάχης. Χωρὶς τὴν ἀνάσταση δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τίποτε πιὸ παράλογο ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ οὔτε μεγαλύτερη ἀπελπισία ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, δίχως ἀθανασία. Σ’ ὅλους τοὺς κόσμους δὲν ὑπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ὕπαρξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γι’ αὐτό, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὁ Ἀναστημένος Κύριος εἶναι τὰ «πάντα ἐν πᾶσιν» σ’ ὅλους τοὺς κόσμους: ὅ,τι τὸ Ὡραῖο, τὸ Καλό, τὸ Ἀληθινό, τὸ Προσφιλές, τὸ Χαρμόσυνο, τὸ Θεῖο, τὸ Σοφό, τὸ Αἰώνιο. Αὐτὸς εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας, ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλο τὸ Ἀγαθό μας, ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωὴ σὲ ὅλες τὶς αἰωνιότητες καὶ ἀπεραντοσύνες.
Το κείμενο της ανάρτησης προέρχεται απο τόν τοίχο Facebook
της Areti Mavropoulou
↧
Νους Χριστού - Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς
O σημερινός άνθρωπος
έπαθε μια αλλαξοφεγγιά*, τουτέστιν, μια σύγχυση φώτων και φρενών, που δεν έχει το παρόμοιό της στην Παγκόσμια Ιστορία, από την Έλευση του Κυρίου Ιησού Χριστού και εντεύθεν -και δώθε.
-Γιατί, αλήθεια, όλοι οι άγιοι μοιάζουν μεταξύ τους γενικά, παρότι στα καθ' έκαστον, διατηρούν απολύτως τη θαυμαστή ελευθερία, αυτονομία και μοναδικότητα του προσώπου τους;-Επειδή υιοθέτησαν τον Νου του Τριαδικού Θεού, και με εξαιρετική φροντίδα, εν πίστει. ελπίδι και αγάπη Κυρίου Ιησού, εφάρμοσαν τις Εντολές Του.
Αυτή- η εκ καρδίας, τουτέστιν εκ βάθους ύπαρξης πηγάζουσα εφαρμογή, τούς ένωνε και με το Πνεύμα το Άγιο, και με τον πλησίον τους.
Βίωσαν, οι άγιοι, την οριζόντια και την κάθετη διάσταση του Σταυρού, σε όλο το μεγαλείο που μόνο η αγνή αυτοθυσία χαρίζει.
- Από την άλλη μεριά, γιατί όλοι οι μακράν της Ορθής Πίστεως ευρισκόμενοι, είναι τόσο διαφορετικοί και συνάμα τόσο υπονομευτικοί μεταξύ τους;
Γιατί τυγχάνουν τόσο απόμακροι, εύθικτοι, εχθρικοί, ανταγωνιστικοί-σε βαθμό, μοναξιάς και οδύνης που δεν περιγράφεται;
-Επειδή, αδιαφόρησαν για το Θείο Θέλημα.Σε όλη τους τη ζωή, πορεύτηκαν με το προσωπικό τους πλανεμένο, εγω-κεντρικό φρόνημα, που αφαιρεί απ' την ψυχή κάθε ουρανόσταλτη Χάρη και- εξατομικεύοντάς την ναρκισσιστικά, τουτέστιν εωσφορικά- την απομονώνει και την παραδίδει στον αιώνια οδύνη.
Διαθέτουμε, λοιπόν- ας το ξαναπούμε αυτό- σε κάθε κλάσμα του χρόνου που μας δωρίζεται, μόνον δύο επιλογές, όπως έγραφα και παλιότερα στην ανάρτηση :μηδέν και ένα υπαρξιακές καταστάσεις.
Μπορούμε να διαλέξουμε, τελικά, μόνο ανάμεσα στο Νου του Χριστού, και στο νου του Αρχέκακου δαίμονα.
-Ή μαύρο, ή άσπρο.
Γκρι στα πνευματικά, δεν υπάρχει!
Παρακινούμαστε, ισοβίως- από τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα επηρεάζοντας την προαίρεση μας- παρακινούμαστε να διαλέξουμε ανάμεσα στον Αιώνιο Θάνατο και ανάμεσα στην Αιώνια Ζωή, που μας πρόσφερε με την Ανάστασή Του, ο Λατρεμένος Χριστούλης.
Μακάριοι, αν διαλέγουμε συνεχώς- και μέχρι να βγει η ψυχή μας- την Αιώνια ζωή, δι ευχών της Κυρίας Θεοτόκου και Πάντων των Τροπαιοφόρων Αγίων της Αγιώτατης Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Εύχου και για μένα, αγαπημένο, από τούτη τη στιγμή, να βάλω αρχή Μετα-νοίας...
Σαλογραία
................................................................................................
Σημείωση: *αλλαξοφεγγιά είναι η αλλαγή του φωτός (δηλ. του χρώματος)το να βλέπει κάποιος άλλο χρώμα, διαφορετικό του κανονικού, εκ νόσου ή τραύματος της κεφαλής:π.χ. "από τη γροθιά που έφαγε στο κεφάλι έπαθε αλλαξοφεγγιά και τα έβλεπε όλα κόκκινα" //σε δεύτερη σημασία είναι και η "κατάπληξις εξ απροσδοκήτου ψυχικού κλονισμού" (Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης Σταματάκου)
...................................................................................................
Γράφει ο εν αγίοις αναπαυόμενος π. Ιουστίνος Πόποβιτς
"Ἄν ἀκολουθήσῃς τόν δικό σου νοῦ καί ὄχι τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, ἄν ἀκολουθήσῃς τό θέλημά σου
καί ὄχι τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἡ ψυχή σου δέν εἶναι καθαρή,
δέν εἶναι ἁγιασμένη, εἶναι χαμένη στήν ζούγκλα τῶν ψυχοφθόρων καί φρικτῶν πλανῶν.
Διότι ἡ ἁμαρτία, τό κακό, κατόρθωσε νά χτίσῃ μέσα μας, δίπλα σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή πού ἐλάβαμε ἀπό τόν Θεό, τήν δική της ψυχή.
Ἄν ἡ ἁμαρτία μᾶς γίνῃ ἕξις, δημιουργεῖ μέσα μας τήν δική της ψυχή.
Ἄν πράττομε τήν ἁμαρτία, ἐκείνη σταδιακά μορφώνεται στήν ψυχή μας.
Κοντά σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε, ἐσύ φέρνεις ἕναν ξένο, ὁ ὁποῖος σέ αἰχμαλωτίζει.
Αὐτός διαφεντεύει, ἐνῶ ὅ,τι θεϊκό εἶναι μέσα σου εἶναι σάν κοιμισμένο, σάν μουδιασμένο.
Τό ἀπέρριψες, καί ἐκεῖνο δέν ζῆ μέσα σου, πεθαίνει".
Μακαριστός και οσιώτατος πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς
http://anastasiosk.blogspot.gr/2012/03/blog-post_4002.html
↧
Η Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (δέκα τοποθετήσεις σε δέκα ερωτήσεις)
1. Γιατί έγινε η Ανάληψη μετά από 40 μέρες και όχι αμέσως μετά την Ανάσταση;
Ο αρχηγός της ζωής, που έλυσε τα δεσμά του θανάτου με την Ανάστασή του, συναναστράφηκε με τους μαθητές του επί σαράντα ημέρες και επιβεβαίωσε σ’ αυτούς την Ανάστασή του με πολλές αποδείξεις. Δεν ανέβηκε στους ουρανούς την ίδια ημέρα που αναστήθηκε, γιατί κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αμφιβολίες και ερωτηματικά. Διαφορετικά, πολλοί από τους άπιστους θα μπορούσαν να προβάλλουν το επιχείρημα ότι η Ανάσταση δεν ήταν παρά ένα ακόμη από τα όνειρα ευσεβών πόθων που γρήγορα έρχονται και πιο γρήγορα παρέρχονται. Για αυτό ακριβώς έμεινε ο Χριστός σαράντα ολόκληρες ημέρες στη γη, και εμφανίστηκε επανειλημμένα στους μαθητές του, και τους έδειξε τις ουλές από τα πληγές του, τους μίλησε για τις προφητείες που εκπλήρωσε με την ζωή και τα πάθη του ως άνθρωπος, και μάλιστα συνέφαγε μαζί τους.
2. Γιατί έφαγε ο αναστημένος Χριστός ψητό ψάρι και μέλι;
Στο σημερινό Ευαγγέλιον της Εορτής ακούμε ότι ζήτησε και έφαγε ο Χριστός «ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου», δηλ. ένα κομμάτι από ψητό ψάρι και από κηρύθρα με μέλι (Λουκ. 24:42). Γιατί αναφέρεται η λεπτομέρεια αυτή; Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, η λεπτομέρεια αυτή είχε πολύ σπουδαία αλληγορική σημασία. Όσον αφορά στο ψάρι, γνωρίζουμε ότι αν και ζει μέσα στην αλμυρή θάλασσα, το σώμα του δεν είναι αλμυρό, αλλά γλυκό. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Χριστός, που έζησε μέσα στην ‘αλμυρή θάλασσα της αμαρτίας’ του κόσμου τούτου, «αμαρτίαν ουκ εποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού», δηλ. δεν έκανε καμιά αμαρτία, ούτε ξεστόμισε τίποτε το δόλιο (Ησ. 53:9). Επίσης, ο Χριστός παρέμεινε πιο άφωνος και από το ψάρι όταν υπέστη το σωτήριο πάθος του και δέχτηκε τα ανήκουστα εκείνα βασανιστήρια και ακατανόμαστους υβρισμούς. Όσον αφορά στο μέλι και στο κερί, γνωρίζουμε ότι το μέλι είναι γλυκό και το κερί φωτιστικό, γι’ αυτό και θεωρούνται σαν σύμβολα της πνευματικής ηδονής και του φωτισμού που μεταδίδει στους πιστούς ο Χριστός μετά την Ανάστασή του. Επίσης, συμβολίζουν, το μεν πρώτο την θεραπεία της μεγάλης πίκρας της αμαρτίας την οποίαν συμβολίζει η χολή που του δόθηκε στο πάθος του, το δε δεύτερο, την διάλυση του πυκτού σκοταδιού της αμαρτίας την οποία συμβολίζει το σκοτάδι που έγινε κατά την σταύρωσή του.
3. Γιατί έγινε η Ανάληψη στο Όρος των Ελαιών;
Αφού λοιπόν επιβεβαίωσε ο Χριστός την εκ νεκρών Ανάστασή του στους μαθητές του με μελιστάλακτους λόγους, και φώτισε τον νου τους και θέρμανε την καρδιά τους με την παρουσία του, τους οδήγησε την 40ην ημέρα από την Ανάστασή του στο Όρος των Ελαιών, που βρίσκεται στα ανατολικά της Ιερουσαλήμ. Έπρεπε σ’ αυτό το Όρος να γίνει η Ανάληψη, γιατί σ’ αυτό, σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση, θα επανέλθει ο Κύριος σωματικά και με δόξα για να κρίνει τον κόσμο κατά την έσχατη ημέρα. Εκεί θα ελεηθούν με το μέγα έλεος οι δίκαιοι, και εκεί θα θρηνήσουν με τον αιώνιο και απαρηγόρητο θρήνο οι αμαρτωλοί. Τις δύο αυτές αντίθετες καταστάσεις των ανθρώπων δηλώνει η ονομασία του Όρους τούτου, γιατί οι κορυφές του ονομάζονται Όρος Ελαιών, ενώ οι πρόποδές του, κοιλάδα του Κλαυθμώνος. Το ίδιο προμήνυσε και ο χρησμός του προφήτη Ζαχαρία που ρητά δήλωσε «Ιδού ημέρα έρχεται Κυρίου, και στήσονται οι πόδες αυτού επί το Όρος των Ελαιών κατέναντι Ιερουσαλήμ εξ ανατολών» (Ζαχ. 14:4).
4. Γιατί έπρεπε να ήταν παρόντες οι Απόστολοι και η Θεοτόκος;
Σ’ αυτό το Όρος οδήγησε ο Κύριος τους μαθητές του και την Θεοτόκο που τον γέννησε, για να δουν με τα μάτια τους την ένδοξη Ανάληψή του. Έπρεπε η κατά σάρκα Μητέρα του να είναι παρούσα σ’ εκείνη την μεγάλη δόξα του Υιού της, έτσι ώστε όπως σαν Μητέρα πληγώθηκε ψυχικά για το πάθος του πάνω από όλους, έτσι κατά τρόπο ανάλογο να χαρεί πάνω από όλους βλέποντας τον Υιό της να ανέρχεται με δόξα στους ουρανούς, να προσκυνείται σαν Θεός από τους Αγγέλους και να καθίζεται στον θρόνο της Μεγαλοσύνης πάνω από κάθε αρχή και εξουσία. Έπρεπε επίσης και οι θείοι Απόστολοι να γίνουν αυτόπτες της Ανάληψής του, για να πληροφορηθούν, ότι ο θείος Διδάσκαλός τους που ανεβαίνει τώρα στους ουρανούς, από εκεί είχε κατεβεί, και εκεί θα τους περιμένει σαν αληθινός Υιός του Θεού και Σωτήρας του κόσμου.
5. Πως έγινε η πρωτόγνωρη και μοναδική Ανάληψη του Χριστού;
Είχαν ήδη φτάσει στη μεσαία κορυφή του Όρους. Μπροστά τους απλωνόταν η πόλη των Ιεροσολύμων. Ήταν ακόμα ανοιχτή στο χώμα η οπή στην οποία στήθηκε ο Σταυρός. Ανοιχτή ήταν επίσης και η είσοδος στον Τάφο του Σωτήρα, αφού ήταν ακόμα πεσμένος στο χώμα ο μέγας λίθος με τον οποίον είχε σφραγισθεί. Τότε στρέφει ο Σωτήρας τα νώτα του προς την αχάριστη πόλη των Ιεροσολύμων και το βλέμμα του ατενίζει προς ανατολάς, όπως αναφέρει ο Δαυίδ με χαρά σε κάποιο ψαλμό του, «Ψάλλατε τω Θεώ τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού κατά ανατολάς» (Ψαλμ. 67:34). Και ενώ αποχαιρετάει τους μαθητές του, υψώνει τα άχραντα χέρια του και ευλογεί για τελευταία φορά –τα χέρια εκείνα με τα οποία ανάπλασε τον άνθρωπο που είχε δημιουργήσει στην αρχή, και τα οποία άπλωσε από φιλανθρωπία επάνω στον Σταυρό και συνένωσε «τα διεστώτα», δηλ. αυτά που βρίσκονταν σε διάσταση. Ενώ δεν χόρταιναν τα μάτια των μαθητών να βλέπουν το θεοειδές και γλυκύτατο εκείνο πρόσωπο του Κυρίου τους, ξαφνικά άρχισε Εκείνος να ανέρχεται στον ουρανό. Το βλέμμα τους έμεινε καρφωμένο στο παράδοξο και ακατανόητο εκείνο θέαμα της σωματικής Ανάληψης του Κυρίου, μέχρις ότου τον έκρυψε η φωτεινή νεφέλη.
Τι πρωτόγνωρη και μοναδική που ήταν η μεγαλοπρέπεια αυτής της Ανάληψης! Και ο Ηλίας είχε αναληφθεί στους ουρανούς, όπως αναφέρει η Γραφή, όμως η ανάληψή του έγινε με πύρινο άρμα και πύρινους ίππους, γιατί ήταν απλός άνθρωπος και χρειαζόταν βοήθεια για να αναληφθεί πάνω από την γη. Ο Χριστός όμως ήταν Θεάνθρωπος που αναλήφθηκε από μόνος του, με μόνη την παντοδυναμία του. Όσον αφορά στην νεφέλη εκείνη, επρόκειτο για το Άγιο Πνεύμα, όπως ακριβώς συνέβη και στην Μεταμόρφωση του Χριστού. Όπως η κάθοδός του και η Ενσάρκωσή του έγιναν «εκ Πνεύματος Αγίου», σύμφωνα με το μήνυμα του Γαβριήλ προς την Παρθένο («Πνεύμα Κυρίου επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σε» Λουκ. 1:35), έτσι και τώρα «συνανέρχεται» (ανεβαίνει μαζί με το Άγιο Πνεύμα) γιατί Εκείνο τον παρακολουθεί και συνυπάρχει μαζί του ως ομοούσιό του, συμπροσκυνούμενο και συνδοξαζόμενο.
6. Γιατί εστάλησαν οι δύο ανθρωπόμορφοι και λευκοφόροι Άγγελοι;
Ενώ ατένιζαν έκθαμβοι στον ουρανό οι άγιοι Απόστολοι, δύο άνδρες παρουσιάστηκαν σ’ αυτούς ντυμένοι με λευκή στολή. Ήταν άγγελοι οι δύο αυτοί άνδρες που είχαν πάρει ανθρώπινη μορφή για να μη φοβίσουν τους μαθητές. Και ήταν λευκοφόροι για να φανερωθεί η αγνότητά τους και το διαφωτιστικό και χαρμόσυνο μήνυμα τους το οποίο είχαν αποσταλεί να παραδώσουν. Τους απόστειλε ο Χριστός που αναλήφθηκε, για να τους παρηγορήσει την στιγμή της λύπης τους για τον αποχωρισμό του, αλλά και να τους διαφωτίσει ότι ο αόρατος πλέον Κύριός τους καθόταν στα δεξιά του Θεού Πατρός και ότι θα κατεβεί και πάλι στη γη για να κρίνει όλους τους ανθρώπους, τους ζωντανούς και τους νεκρούς.
7. Ποιο ήταν το μήνυμα των λευκοφόρων Αγγέλων;
«Άνδρες Γαλιλαίοι», τους είπαν, «γιατί στέκεστε με το βλέμμα σας προσηλωμένο στους ουρανούς; Αυτός ο Ιησούς, τον οποίον σήμερα βλέπετε να αναλαμβάνεται, θα επανέλθει για να κρίνει τον κόσμο, και η επάνοδός του θα είναι ίδια με την ανάληψή του». Δηλαδή, θα έλθει από τον ουρανό φορώντας το ίδιο άχραντο Σώμα, το οποίο παρέλαβε από τα αίματα της αγνής Παρθένου, και το οποίο θα έχει επάνω του χαραγμένες τις πληγές που έλαβε στο πάθος του. Τώρα μόνο εσείς οι λίγοι τον βλέπετε να ανέρχεται στον ουρανό, όταν όμως επανέλθει, όλες οι φυλές της γης θα τον δουν να κατεβαίνει από εκεί με δόξα επάνω σε νεφέλες. Η ένδοξη αυτή κατάβασή του θα αποβεί πρόξενος μακαριότητας και χαράς για όσους έζησαν δίκαια. Για τους αμαρτωλούς όμως θα είναι αιτία θλίψεως και συμφοράς.»
8. Ποιος ήταν ο αντίκτυπος της Ανάληψης στους Αποστόλους και στο μικρό ποίμνιο της πρώτης Εκκλησίας;
Αυτά άκουσαν οι Απόστολοι και προσκύνησαν τον Σωτήρα στην Ανάληψή του και ύστερα επέστρεψαν με χαρά στα Ιεροσόλυμα. Η χαρά τους ήταν πολύ μεγάλη, γιατί έμαθαν οριστικά, ότι ο θείος Διδάσκαλός τους είναι Θεός αληθινός, που αναλήφθηκε στους ουρανούς, όχι για να εγκαταλείψει τη γη, αλλά για να την ενώσει με τον ουρανό. Η χαρά τους ήταν επίσης πολύ μεγάλη γιατί πήραν την ευλογία του Σωτήρα τους στην Ανάληψή του. Με αυτήν την ευλογία η ολιγάριθμη Εκκλησία των μαθητών, το μικρό εκείνο ποίμνιο, αυξήθηκε μέσα σε ένα μικρό διάστημα και έγινε πολύ μεγάλη, και παίρνοντας την χάρη του Αγίου Πνεύματος αναδείχτηκε στην Εκκλησία εκείνη που εγκαθιδρύθηκε σε όλα τα μέρη της γης.
9. Ποιος ήταν ο αντίκτυπος της Ανάληψης στις ταξιαρχίες των Αγγέλων στους ουρανούς;
Ενώ αυτά συνέβαιναν στη γη εξ αιτίας της Ανάληψης, στους ουρανούς οι Άγγελοι έστηναν μεγαλειώδες πανηγύρι. Οι τάξεις των Αγγέλων που υπηρέτησαν τον Σωτήρα επάνω στη γη και τον συνόδευαν τώρα στην θεία του Ανάληψη καλούσαν τις άνω ταξιαρχίες να ανοίξουν τις ουράνιες πύλες για να εισέλθει ο Βασιλεύς της Δόξης. «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών,» ψάλλει ο προφητάναξ Δαυίδ, «και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της Δόξης» (Ψαλμ. 23:7). Επειδή με το σωτήριο πάθος του έγινε ο Σωτήρας Χριστός ενδοξότερος και υψηλότερος –όπως το διατυπώνει ο Απόστολος Παύλος: «Εταπείνωσε το εαυτόν του και έγινε υπήκουος μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου Σταυρικού, γι’ αυτό και ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε το υπέρ παν όνομα» (Φιλιππ. 2:9), γι’ αυτό απαιτούν και οι πύλες του ουρανού να γίνουν υψηλότερες για να τον υποδεχτούν επάξια. Επίσης, επειδή η δόξα του νικητή του Άδη και του θανάτου, που δεν χώρεσε στην μικρή γη, πλήρωσε τους ουρανούς, απαιτούν να υψωθούν και εκείνοι (οι Άγγελοι) στην εμφάνισή του.
Ωστόσο, οι ανώτερες ταξιαρχίες των Αγγέλων, βλέποντας ανθρώπινο σώμα να μεταφέρεται πάνω από αυτούς, καταλαμβάνονταν από θάμβος και έκπληξη. Γιατί, όπως ένας άνθρωπος που βλέπει Άγγελο στη γη καταλαμβάνεται από έκπληξη φόβου, έτσι και οι ασώματοι Άγγελοι, βλέποντας τότε ένα σώμα να υψώνεται μέσα σε νεφέλη, ζητούσαν έκθαμβοι να μάθουν γι’ αυτό το παράδοξο θέαμα, ζητώντας δυο φορές να βεβαιωθούν, Ποιος είναι αυτός ο Βασιλεύς της Δόξης; Μαθαίνοντας, όμως, ότι είναι ο ισχυρός στους πολέμους Κύριος, που πάλεψε με τον διάβολο και τον κατέβαλε, που τώρα ανέρχεται στους ουρανούς, απορούν, πως το υπέρλαμπρο εκείνο σώμα είναι ερυθρό, και ρωτούν, «Τις ούτος ο παραγενόμενος εξ Εδώμ; ;» όπως ψάλλει ο πρώτος των προφητών, «ερύθημα ιματίων αυτού εκ Βοσόρ; Ούτος ωραίος εν στολή αυτού» (Ησαΐας 63:1); Δηλαδή, ποιος είναι αυτός ο γήινος που έρχεται φορώντας σάρκα σαν υπέρλαμπρο και ερυθρό ιμάτιο; Γιατί γήινος είναι η ερμηνεία του Εδώμ και σάρξ είναι το Βοσόρ, και το σημείο αναφοράς εδώ είναι το δοξασμένο εκείνο Σώμα του Δεσπότη Χριστού που φαινόταν κατά την άνοδό του στους ουρανούς σαν ερυθρό γιατί έφερε επάνω του τον τύπο των πληγών της άχραντης πλευράς, των χειρών και των ποδών.
10. Γιατί διατηρήθηκαν τα αποτυπώματα των πληγών στο Αναστημένο Σώμα του Χριστού;
Πως όμως φαίνονταν οι πληγές σ’ εκείνο το άφθαρτο σώμα; Ήταν θέμα οικονομίας αυτό που φαινόταν, και είχε σαν σκοπό να φανερώσει την άρρητη (ανέκφραστη) και υπερβολική αγάπη του Θεανθρώπου για τον άνθρωπο. Δηλαδή το ότι καταδέχτηκε όχι μόνο να δεχθεί πληγές, αλλά και μετά την Ανάστασή του να τις διατηρήσει με παράδοξο τρόπο επάνω σ’ εκείνο το αφθαρτοποιημένο σώμα, και να τις δείξει στην Ανάληψή του και στον κόσμο των Αγγέλων σαν τα σύμβολα του πάθους του και σαν τα ανεξίτηλα τεκμήρια της αγάπης του προς εμάς τους ανθρώπους. Επίσης, διατήρησε τις πληγές του άχραντου σώματός του για να μας πείσει να μην λησμονούμε ποτέ τα πάθη του, διότι όταν τα έχουμε ενώπιόν μας, η καρδιά μας θα πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη προς αυτόν και από ιερά συναισθήματα. Τίποτε άλλο, λέει ο ιερός Χρυσόστομος δεν είναι ικανό να γεννήσει μέσα μας τα σωτήρια αυτά αποτελέσματα όσο το να βλέπουμε τον Θεό να μεταφέρει τα ίχνη του Σταυρού μέχρι το θρόνο της μεγαλοσύνης του. Κατά τον ιερό Αυγουστίνο, ο Θεάνθρωπος διατήρησε τις πληγές του στους ουρανούς, για να μας δείξει, ότι και στην κατάσταση της δόξης του δεν θα μας λησμονήσει, όπως άλλωστε μας διαβεβαιώνει γι’ αυτό και ο κορυφαίος από τους προφήτες: «Ιδού επί των χειρών μου εζωγράφησά σου τα τείχη, και ενώπιόν μου ει δια παντός» (Ησ. 49:16), δηλαδή, ουδέποτε θα μας ξεχάσει, διότι θα μας έχει γραμμένους με ανεξίτηλα γράμματα επάνω στα χέρια του και θα μεσιτεύει για μας ενώπιον του Θεού Πατρός. Ίσως ακόμη και να διατήρησε τις πληγές για να μας διδάξει ότι μόνο με παθήματα και θλίψεις θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στην βασιλεία των ουρανών. Αν ο ίδιος ο Θεάνθρωπος ανυψώθηκε με σταυρικό πάθος, και αν δοξάστηκε με επονείδιστο θάνατο, τότε πως εμείς θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στην δόξα εκείνη χωρίς να βαδίσουμε στην στενή οδό της αρετής, και χωρίς να υπομείνουμε θλίψεις και πειρασμούς αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα; Αυτό είναι τελείως αδύνατο..
↧
Λόγος στην Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

Βλέπετε αυτή τη κοινή για μας, εορτή και ευφροσύνη, την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εχάρισε με την Ανάσταση και Ανάληψή του στους πιστούς;
Επήγασε από θλίψη.
Βλέπετε αυτή τη ζωή, μάλλον δε την αθανασία;
Επιφάνηκε σε μας, από θάνατο.
Βλέπετε το ουράνιο ύψος, στο οποίο ανέβηκε κατά την ανύψωσή του ο Κύριος και την υπερδεδοξασμένη δόξα που δοξάσθηκε κατά σάρκα;
Το πέτυχε με τη ταπείνωση και την αδοξία.
Όπως λέγει ο απόστολος γι' αυτόν, «εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, γι' αυτό κι' ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε όνομα ανώτερο από κάθε όνομα, ώστε στο όνομα του Ιησού να καμφθεί κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και να διακηρύξει κάθε γλώσσα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος σε δόξα Θεού Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).
Εάν λοιπόν ο Θεός υπερύψωσε το Χριστό του για το λόγο ότι ταπεινώθηκε, ότι ατιμάσθηκε, ότι πειράσθηκε, ότι υπέμεινε επονείδιστο σταυρό και θάνατο για χάρη μας, πως θα σώσει και θα δοξάσει και θα ανυψώσει εμάς, αν δεν επιλέξωμε τη ταπείνωση, αν δεν δείξουμε την προς τους ομοφύλους αγάπη, αν δεν ανακτήσωμε τις ψυχές μας, δια της υπομονής των πειρασμών, αν δεν ακολουθούμε δια της στενής πύλης και οδού, που οδηγεί στην αιώνια ζωή, τον σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ' αυτήν; «διότι, και ο Χριστός έπαθε για μας, αφήνοντάς μας υπογραμμό (παράδειγμα), για να παρακολουθήσουμε τα ίχνη του». (Α' Πέτρ. 2:21).
Η ενυπόστατος Σοφία του υψίστου Πατρός, ο προαιώνιος Λόγος, που από φιλανθρωπία ενώθηκε μ' εμάς και μας συναναστράφηκε,ανέδειξε τώρα εμπράκτως μια εορτή πολύ ανώτερη και από αυτή την υπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τη διάβαση, της σ' αυτόν ευρισκομένης φύσεώς μας, όχι από τα υπόγεια προς την επιφάνεια της γης, αλλά από τη γη προς τον ουρανό του ουρανού και προς τον πέρα από αυτόν θρόνο του δεσπότη των πάντων.
Σήμερα ο Κύριος όχι μόνο στάθηκε, όπως μετά την ανάσταση, στο μέσο των μαθητών του, αλλά και αποχωρίσθηκε από αυτούς και, ενώ τον έβλεπαν, αναλήφθηκε στον ουρανό και εισήλθε στ' αληθινά άγια των αγίων «και εκάθησε στα δεξιά του Πατρός πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και από κάθε όνομα και αξίωμα, που γνωρίζεται και ονομάζεται είτε στον παρόντα είτε στον μέλλοντα αιώνα».(Εφ. 1:20)
Γιατί λοιπόν στάθηκε στο μέσο τους κι' έπειτα τους συνόδευσε;
«Τους εξήγαγε, λέγει, έξω έως τη Βηθανία», αλλά «και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24:50).
Το έκαμε για να επιδείξει τον εαυτό του ολόκληρο σώο και αβλαβή, για να παρουσιάσει τα πόδια υγιή και βαδίζοντα σταθερά, αυτά που υπέστησαν τα τρυπήματα των καρφιών, τα ομοίως επί του σταυρού καρφωμένα χέρια, την ίδια τη λογχισμένη πλευρά, αν έφεραν πάνω τους, τους τύπους των πληγών, προς διαπίστωση του σωτηριώδους πάθους.
Εγώ δε νομίζω ότι δια του «στάθηκε στο μέσο των μαθητών» δεικνύεται και το ότι αυτοί στηρίχθηκαν στη πίστη προς αυτόν, με αυτή τη φανέρωση και ευλογία του.
Γιατί δεν στάθηκε μόνο στο μέσο όλων αυτών, αλλά και στο μέσο της καρδιάς του καθενός, γιατί από εκείνη την ώρα οι απόστολοι του Κυρίου έγιναν σταθεροί και αμετακίνητοι.
Στάθηκε λοιπόν στο μέσο τους και τους λέγει, «ειρήνη σε σας», τούτη τη γλυκιά και σημαντική και συνηθισμένη του προσφώνηση.
Την διπλή ειρήνη, προς το Θεό που είναι γέννημα της ευσέβειας και αυτή που έχουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας.
Και καθώς τους είδε φοβισμένους και ταραγμένους από την ανέλπιστη και παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ότι βλέπουν πνεύμα - φάντασμα, αυτός τους ανέφερε πάλι τους διαλογισμούς της καρδιάς των, και αφού έδειξε ότι είναι αυτός ο ίδιος, πρότεινε τη διαβεβαίωση δια της εξετάσεως και ψηλαφήσεως.
Ζήτησε φαγώσιμο, όχι γιατί είχε ανάγκη τροφής, αλλά για επιβεβαίωση της αναστάσεώς του.
Έφαγε δε μέρος ψητού ψαριού και μέλι από κηρήθρα, που είναι και αυτά σύμβολα του μυστηρίου του.
Δηλαδή ο Λόγος του Θεού ένωσε στον εαυτό του καθ' υπόσταση τη φύση μας, που σαν ιχθύς κολυμπούσε στην υγρότητα του ηδονικού και εμπαθούς βίου, και την καθάρισε με το απρόσιτο πυρ της Θεότητός του.
Με κηρήθρα δε μελισσιού μοιάζει η φύση μας γιατί κατέχει το λογικό θησαυρό τοποθετημένο στο σώμα σαν μέλι στη κηρήθρα.
Τρώγει από αυτά ευχαρίστως γιατί καθιστά φαγητό του τη σωτηρία του καθενός από τους μετέχοντας της φύσεως.
Δεν τρώει ολόκληρο, αλλά μέρος «από κηρήθρα μέλι» επειδή δεν πίστευσαν όλοι και δεν το παίρνει μόνος του, αλλά προσφέρεται από τους μαθητές, γιατί του φέρνουν, μόνο, τους πιστεύοντες σ' αυτόν, χωρίζοντάς τους από τους απίστους.
Κατόπιν τους υπενθύμισε τους λόγους του πριν το πάθος, πουόλοι πραγματοποιήθηκαν.
Τους υποσχέθηκε να τους στείλει το άγιο Πνεύμα, τους είπε να καθίσουν στην Ιερουσαλήμ μέχρι να λάβουν δύναμη από ψηλά.
Μετά τη συζήτηση ο Κύριος τους έβγαλε από το σπίτι και τους οδήγησε έως τη Βηθανία και αφού τους ευλόγησε, όπως αναφέραμε,αποχωρίσθηκε από αυτούς και ανυψώθηκε προς τον ουρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σαν όχημα και ανήλθε ενδόξως στους ουρανούς, στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Πατρός, καθιστώντας ομόθρονο το φύραμά μας.
Καθώς οι Απόστολοι δεν σταματούσαν να κοιτάζουν τον ουρανό, με τη φροντίδα των αγγέλων πληροφορούνται ότι έτσι θα έλθει πάλι από τον ουρανό και «θα τον ιδούν όλες οι φυλές της γης, να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανού». (Ματθ. 24: 30).
Τότε οι μαθητές αφού προσκύνησαν από το Όρος των Ελαιών, από όπου αναλήφθηκε ο Κύριος, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμχαρούμενοι, αινώντας και ευλογώντας το Θεό και αναμένοντες την επιδημία του θείου Πνεύματος.
Όπως λοιπόν εκείνος έζησε και απεβίωσε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε, έτσι κι' εμείς ζούμε και πεθαίνουμε και θα αναστηθούμε όλοι.
Την ανάληψη όμως δεν θα πετύχουμε όλοι, αλλά μόνο εκείνοιγια τους οποίους ζωή είναι ο Χριστός και ο θάνατος είναι κέρδος, όσοι προ του θανάτου σταύρωσαν την αμαρτία δια της μετανοίας, μόνο αυτοί θα αναληφθούν μετά την κοινή ανάσταση σε νεφέλες προς συνάντηση του Κυρίου στον αέρα. (Α' Θεσ. 4:17).
Ας έρθουμε στο υπερώο μας, στο νου μας προσευχόμενοι, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας για να πετύχουμε την επιδημία του Παρακλήτου και να προσκυνήσουμε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.
Γένοιτο.
saint.gr
↧
↧
Τι σημαίνει Εκκλησία;

Τι σημαίνει Εκκλησία;
Τι σημαίνει η λέξη εκκλησία, όχι ετυμολογικά αλλά οντολογικά και πραγματικά, στη ζωή μας;Συνήθως όταν λέμε ότι θα πάμε εκκλησία έχουμε στο μυαλό μας το κτίσμα για να προσδιορίσουμε το προορισμό μας, ενώ αυτό είναι λάθος. Το κτίσμα ονομάζεται ναός, ενώ εκκλησία είναι κάτι άλλο βαθύτερο που θέλει καρδιά για να κατανοήσουμε.
Ο Ναός είναι ο χώρος όπου φανερώνεται η ένωση ουρανού και γης.«Εν τω Ναώ εστωτες της δόξης Σου, εν Ουρανώ εστάναι νομίζομεν». Η λέξη «ναός» προέρχεται από το ρήμα «ναίω» που σημαίνει «κατοικώ». Ο χριστιανικόςναός θεωρείται σύμβολο του ουράνιου χώρου, ο τρούλος συμβολίζει τον ουρανόκαι γι’ αυτό εικονίζεται σ’ αυτόν ο Παντοκράτωρ Χριστός, το άγιο Βήμα συμβολίζει τον Παράδεισο, την άνω Ιερουσαλήμ (Αποκ.21,2), μέσα στο οποίο τελείται ακατάπαυτα η ουράνια θεία Λειτουργία με λειτουργούς τους αγγέλους.
Με τον όρο λοιπόν εκκλησία εννοούμε τον Ιερό Θεανθρώπινο οργανισμό που έχει σαν Δεσπότη, βασιλιά και κεφαλή τον Ιησού Χριστό και περιλαμβάνει το σύνολο των ανθρώπων που έχουν αποδεχτεί την Χριστιανική πίστη με το Μυστήριο του Βαπτίσματος και του Χρίσματος με σκοπό τη σωτηρία του. Ο όρος Εκκλησία βγαίνει από το αρχαίο ελληνικό συνηρημένο ρήμα «εκ-καλέω-ω» που σημαίνει συνέλευση λαού. Ξεκινά από τη γη και καταλήγει στον Ουρανό για να διατηρηθεί αιώνια. Εκκλησία είναι «ο Χριστός παρατεινόμενους εις τους αιώνας». Όπως ο λόγος του Κυρίου μας βεβαιώνει ότι η Εκκλησία είναι η αγαπημένη Του νύμφη, είναι το σώμα Του! Αυτός είναι η κεφαλή και οι πιστοί τα υπόλοιπα μέλη μέσα σε μια λειτουργική και αρμονική σχέση ενότητος, ισότητος και αγάπης. Κανείς δεν είναι ανώτερος από τους άλλους διότι ο Κύριος δεν έχει ανάγκη αντιπροσώπων (όπως υποστηρίζει ο πάπας), αφού ο ίδιος είναι πάντοτε παρών σ' Αυτήν. Η Εκκλησία είναι η κιβωτός της αγάπης και της ζωής. Μέσα σ' Αυτήν ο άνθρωπος εισέρχεται δια του αγίου Βαπτίσματος για να σωθεί, να ενωθεί με τον Θεό. Διότι η Εκκλησία προέρχεται από τον Θεό και κατευθύνεται προς Αυτόν. Δεν πρέπει όμως να παραθεωρούμε το γεγονός ότι ο Κύριος ίδρυσε ΜΙΑ Εκκλησία της οποίας οι πιστοί συμφωνούν απολύτως με τα δόγματά Της.
Για να λειτουργήσει η Εκκλησία πρέπει να υπάρχει Εκκλησιαστικό δίκαιοκαι σημαντική ευθύνη για τη λειτουργία της Εκκλησίας φέρει ο επίσκοπος, οποίος πρέπει να αφιερώνεται και να επιβλέπει τους πιστούς ώστε να μην χαθεί ούτε ένας από την Εκκλησία και τη σωτηρία του θεού.
Οπότε όταν λέμε ότι πάμε στην εκκλησία, στην ουσία πηγαίνουμε να συναντήσουμε τον Χριστό και τον συνάνθρωπο με μια κοινή προσευχή και δοξολογία με αποκορύφωμα τη Θεία ευχαριστία από κοινή λαβίδα. Ακόμη, για να μπούμε μέσα μας, να έρθει η ίαση της καρδιάς και να ανοίξει ο δρόμος της μετανοίας. Στην εκκλησία προσευχόμαστε για όλους και κυρίως για τους εχθρούς, ώστε η καρδιά μας να χτυπά σε παλμούς θυσιαστικής αγάπης.
Με τον όρο λοιπόν εκκλησία εννοούμε τον Ιερό Θεανθρώπινο οργανισμό που έχει σαν Δεσπότη, βασιλιά και κεφαλή τον Ιησού Χριστό και περιλαμβάνει το σύνολο των ανθρώπων που έχουν αποδεχτεί την Χριστιανική πίστη με το Μυστήριο του Βαπτίσματος και του Χρίσματος με σκοπό τη σωτηρία του. Ο όρος Εκκλησία βγαίνει από το αρχαίο ελληνικό συνηρημένο ρήμα «εκ-καλέω-ω» που σημαίνει συνέλευση λαού. Ξεκινά από τη γη και καταλήγει στον Ουρανό για να διατηρηθεί αιώνια. Εκκλησία είναι «ο Χριστός παρατεινόμενους εις τους αιώνας». Όπως ο λόγος του Κυρίου μας βεβαιώνει ότι η Εκκλησία είναι η αγαπημένη Του νύμφη, είναι το σώμα Του! Αυτός είναι η κεφαλή και οι πιστοί τα υπόλοιπα μέλη μέσα σε μια λειτουργική και αρμονική σχέση ενότητος, ισότητος και αγάπης. Κανείς δεν είναι ανώτερος από τους άλλους διότι ο Κύριος δεν έχει ανάγκη αντιπροσώπων (όπως υποστηρίζει ο πάπας), αφού ο ίδιος είναι πάντοτε παρών σ' Αυτήν. Η Εκκλησία είναι η κιβωτός της αγάπης και της ζωής. Μέσα σ' Αυτήν ο άνθρωπος εισέρχεται δια του αγίου Βαπτίσματος για να σωθεί, να ενωθεί με τον Θεό. Διότι η Εκκλησία προέρχεται από τον Θεό και κατευθύνεται προς Αυτόν. Δεν πρέπει όμως να παραθεωρούμε το γεγονός ότι ο Κύριος ίδρυσε ΜΙΑ Εκκλησία της οποίας οι πιστοί συμφωνούν απολύτως με τα δόγματά Της.
Για να λειτουργήσει η Εκκλησία πρέπει να υπάρχει Εκκλησιαστικό δίκαιοκαι σημαντική ευθύνη για τη λειτουργία της Εκκλησίας φέρει ο επίσκοπος, οποίος πρέπει να αφιερώνεται και να επιβλέπει τους πιστούς ώστε να μην χαθεί ούτε ένας από την Εκκλησία και τη σωτηρία του θεού.
Οπότε όταν λέμε ότι πάμε στην εκκλησία, στην ουσία πηγαίνουμε να συναντήσουμε τον Χριστό και τον συνάνθρωπο με μια κοινή προσευχή και δοξολογία με αποκορύφωμα τη Θεία ευχαριστία από κοινή λαβίδα. Ακόμη, για να μπούμε μέσα μας, να έρθει η ίαση της καρδιάς και να ανοίξει ο δρόμος της μετανοίας. Στην εκκλησία προσευχόμαστε για όλους και κυρίως για τους εχθρούς, ώστε η καρδιά μας να χτυπά σε παλμούς θυσιαστικής αγάπης.

Γι’ αυτό και ο ναός ως κτίσμααλλά και η εκκλησία ως σύναξη έχουν και άλλους συμβολισμούς όπως νοσοκομείο ή πνευματικό γυμναστήριο Αγίων αθλητών και ασκητών. Νοσοκομείο, διότι η εκκλησία υπάρχει προς ίαση ψυχών και σωμάτων και για κανέναν άλλο λόγο. Γυμναστήριο, διότι μέσα από τα μυστήρια και την πνευματική ζωή η εκκλησία βγάζει «Ολυμπιονίκες» αρετών που τους βλέπουμε δεξιά και αριστερά μπαίνοντας στον ναό. Θέσεις οι οποίες είναι σκοπός και αφορούν όλους τους ανθρώπους σε όλη την κτίση. Είναι οι άγιοι που έλαβαν τη δόξα μέσα από το μαρτύριο της συνειδήσεως ή της ομολογίας. Η εκκλησία είναι ο χώρος προετοιμασίας στο δρόμο της Θέωσης και της εν Χριστώ πορείας.
Aς εστιάσουμε στο φρόνημα της μετοχής του σύγχρονου ανθρώπου, στα Μυστήρια του Θεού. Για ποιο λόγο να πάω στον ναό το πρωϊ; Κι αν πάω το λέει η καρδιά μου; Η απλά για συναλλαγή, εξαναγκασμό ή παθογένεια.
Για ποιο λόγο δεν πάω στην εκκλησία: Δεν πάω στην εκκλησία για να πω ότι απλά έκανα το χρέος μου. Δηλαδή ότι με είδε ο Χριστός μέσα στο ναό και έδωσα παρουσία οπότε θα με σώσει. Αυτό κάνουμε πολλοί πηγαίνοντας στον ναό πριν το τέλος του μυστηρίου απλά για να δώσουμε παρουσία μας, μήπως και κερδίσουμε καμιά θέση στον «παράδεισο». Βάζουμε σε εισαγωγικά την λέξη διότι ο παράδεισος δεν είναι τόπος αλλά τρόπος ύπαρξης και μετοχής κατά Θεόν. Φυσικά δεν αναφερόμαστε στους ανθρώπους που πηγαίνουν αργά επειδή έχουν δουλειά ή μωρά παιδιά κλπ, αλλά εστιάζουμε στο φρόνημα της συναλλαγής και της υποκρισίας. Για ποιο λόγο να πάω εκκλησία αν δεν ακούσω το ευαγγέλιο και δεν το τοποθετήσω οντολογικά στην ζωή μου; Δηλαδή να βγω από τον ναό και να πω «Τι είπε ο Χριστός σε μένα σήμερα;».
Aς εστιάσουμε στο φρόνημα της μετοχής του σύγχρονου ανθρώπου, στα Μυστήρια του Θεού. Για ποιο λόγο να πάω στον ναό το πρωϊ; Κι αν πάω το λέει η καρδιά μου; Η απλά για συναλλαγή, εξαναγκασμό ή παθογένεια.
Για ποιο λόγο δεν πάω στην εκκλησία: Δεν πάω στην εκκλησία για να πω ότι απλά έκανα το χρέος μου. Δηλαδή ότι με είδε ο Χριστός μέσα στο ναό και έδωσα παρουσία οπότε θα με σώσει. Αυτό κάνουμε πολλοί πηγαίνοντας στον ναό πριν το τέλος του μυστηρίου απλά για να δώσουμε παρουσία μας, μήπως και κερδίσουμε καμιά θέση στον «παράδεισο». Βάζουμε σε εισαγωγικά την λέξη διότι ο παράδεισος δεν είναι τόπος αλλά τρόπος ύπαρξης και μετοχής κατά Θεόν. Φυσικά δεν αναφερόμαστε στους ανθρώπους που πηγαίνουν αργά επειδή έχουν δουλειά ή μωρά παιδιά κλπ, αλλά εστιάζουμε στο φρόνημα της συναλλαγής και της υποκρισίας. Για ποιο λόγο να πάω εκκλησία αν δεν ακούσω το ευαγγέλιο και δεν το τοποθετήσω οντολογικά στην ζωή μου; Δηλαδή να βγω από τον ναό και να πω «Τι είπε ο Χριστός σε μένα σήμερα;».
Ποιο είναι το νόημα της Θείας Ευχαριστίας εάν γυρίσω την πλάτη μου στο Άγιο Ποτήριο ή απλά κοινωνήσω ανεξομολόγητος απλά για να πω ότι πήρα τη χάρι ή ένιωσα ωραία, ενώ στην ουσία πήρα φωτιά; (σύμφωνα και με τον Απόστολο Παύλο «ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί.»
Κατά τον απόστολο Παύλο ένοχος είναι εκείνος, που περιφρονεί το σώμα και το Αίμα του Κυρίουκαι προσέρχεται ανάξια, χωρίς καμία προετοιμασία). Για ποιο λόγο να πάω εκκλησία ενώ δε μιλάω με τον αδερφό μου, τη γυναίκα μου ή τον γείτονα και απλά βλέπω στον ναό ένα Θεό που θέλω να υποστηρίξει την κακία και το μίσος που υπάρχουν στην καρδιά μου; Εάν δε βυθιστώ μέσα μου στο συναξάρι του όρθρου ψελλίζοντας «Κύριε δώσε μου δύναμη να κουβαλήσω τον σταυρό στον δρόμο της συνάντησης».
Ντύνουμε το σώμα μας καλά και αυστηρά για να πάμε στο ναό με τη ματαιοδοξία και την κοσμικότητα, αντί να στολίσουμε την ψυχή μας με τα διαμάντια των αρετών που λαμποκοπούν σε όλη την κτίση. Πιστεύουμε ότι αν δίνουμε το παρόν συνέχεια ή αν δίνουμε πολλά πρόσφορα και μάλιστα αγορασμένα από τον φούρνο θα κερδίσουμε την εύνοια για να πάρουμε το εισιτήριο της βασιλείας των ουρανών. Ακόμα και εκεί δε θέλουμε να κοπιάσουμε, δηλαδή να ζυμώσουμε ένα πρόσφορο αλλά να το πάμε έτοιμο για να πούμε ότι ασκήσαμε το θρησκευτικό μας καθήκον, ενώ στην ουσία ασκήσαμε τον εγωισμό μας με τον ποιο άσχημο τρόπο. Μήπως οφείλουμε να αναρωτηθούμε μέσα μας; Πολλοί λένε πάω στην εκκλησία για να νιώσω ωραία. Όχι! Πάω στην εκκλησία για να δω τα χάλια μου σε σχέση με τους Αγίους και να μπω στον δρόμο της Θείας μετοχής και θεραπείας από την εγωιστική νόσο που τη θρέφω συνέχεια. Φυσικά δεν πάω στην εκκλησία από εξαναγκασμό ή πρέπει.
Το πρωινό ξύπνημα για να πάω στην εκκλησία λογίζεται ως δίψα Θεού, ως έρωτας Χριστού, ως συνείδηση θεραπείας και σωτηρίας, ως προορισμός συνάντησης και αγάπης άνευ όρων και προϋποθέσεων από χαρά πλήρους ελευθερίας.
Έχουμε, λοιπόν, αρκετή πορεία να κάνουμε στο δρόμο τού Θεού.Και ο δρόμος αυτός «ειναι καθημερινός σταυρός, επειδή κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό ανέτως», όπως λέγει ο Άγ. Ισαάκ ο Σύρος.
Το να πας την Κυριακή στην Θεία Λειτουργία σημαίνει πραγματικά να βγεις από το σπίτι σου και να πας στον ουρανό. (V. Gheorghiu).
Την ώρα που ακούμε το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» από τον Ιερέα, εκείνη την στιγμή ο χρόνος σταματά, οι ουρανοί ανοίγουν και γινόμαστε μέτοχοι στο μυστήριο των μυστηρίων.
Ας είναι ευλογημένο και δοξασμένο το όνομα Σου εις στους αιώνας, αμήν.
Το πρωινό ξύπνημα για να πάω στην εκκλησία λογίζεται ως δίψα Θεού, ως έρωτας Χριστού, ως συνείδηση θεραπείας και σωτηρίας, ως προορισμός συνάντησης και αγάπης άνευ όρων και προϋποθέσεων από χαρά πλήρους ελευθερίας.
Έχουμε, λοιπόν, αρκετή πορεία να κάνουμε στο δρόμο τού Θεού.Και ο δρόμος αυτός «ειναι καθημερινός σταυρός, επειδή κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό ανέτως», όπως λέγει ο Άγ. Ισαάκ ο Σύρος.
Το να πας την Κυριακή στην Θεία Λειτουργία σημαίνει πραγματικά να βγεις από το σπίτι σου και να πας στον ουρανό. (V. Gheorghiu).
Την ώρα που ακούμε το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» από τον Ιερέα, εκείνη την στιγμή ο χρόνος σταματά, οι ουρανοί ανοίγουν και γινόμαστε μέτοχοι στο μυστήριο των μυστηρίων.
Ας είναι ευλογημένο και δοξασμένο το όνομα Σου εις στους αιώνας, αμήν.
↧
Η Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (Αγίου Γρηγορίου Νύσσης)
Η Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης)
1.Σαν γλυκύς συνοδοιπόρος του ανθρώπινου βίου ο προφήτης Δαβίδ βρίσκεται σε όλους τους δρόμους της ζωής και αναστρέφεται πρόσφορα με όλες τις πνευματικές ηλικίες και είναι κοντά σε κάθε παράταξη πού προκόβει. Παίζει με όσους νηπιάζουν, όπως θέλει ο Θεός, με τους άνδρες συναγωνίζεται, παιδαγωγεί τη νεότητα, υποστηρίζει τα γηρατειά, γίνεται στους πάντες τα πάντα. Γίνεται το όπλο των στρατιωτών, ο προπονητής των αθλητών, η παλαίστρα όσων γυμνάζονται, το στεφάνι των νικητών, η χαρά του τραπεζιού, η παρηγοριά στις κηδείες.
Δεν υπάρχει τίποτε από τη ζωή μας πού να είναι αμέτοχο από αυτή τη χάρη. Ποια δυνατή προσευχή γίνεται, πού δεν έχει σχέση μ αυτή ο Δαβίδ; Ποια ευφροσύνη γιορτής δοκιμάζουμε χωρίς να τη χαροποιεί ο Δαβίδ; Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε και τώρα· ότι δηλαδή, ενώ και γι άλλους λόγους είναι μεγάλη η εορτή, ο προφήτης με τη συνεισφορά του την έκανε μεγαλύτερη, συνεισφέροντας πρόσφορα σ αυτήν την ευφροσύνη από τους ψαλμούς. Στον ένα ψαλμό σε προτρέπει να γίνεις πρόβατο πού το ποιμαίνει ο Θεός και δε στερείται από κανένα αγαθό· και χόρτο να βοσκήσει και νερό να πιεί και τροφή και μάντρα και δρόμος και οδηγία και τα πάντα γίνεται ο καλός ποιμένας (Ιω. 10, 2-4· 11), επιμερίζοντας κατάλληλα τη χάρη του σε κάθε ανάγκη.
2. Με όλα αυτά διδάσκει την Εκκλησία, ότι πρέπει να γίνεις πρώτα πρόβατο του καλού ποιμένα οδηγούμενο με την ορθή κατήχηση στις θείες βοσκές και πηγές των διδαγμάτων για να συνταφείς μαζί του με το βάπτισμα στο θάνατο (Ρωμ. 6, 3-4) και να μή φοβηθείς αυτόν το θάνατο· γιατί αυτός δεν είναι θάνατος, αλλά σκιά και αποτύπωμα θανάτου. Γιατί λέει· «άν βαδίσω μέσα από τη σκία του θανάτου δε θα το φοβηθώ αυτό ως κάτι κακό, γιατί εσύ είσαι μαζί μου» (Ψαλμ. 22, 4). Έπειτα από αυτά, αφού παρηγόρησε με τη βακτηρία του Πνεύματος (γιατί ο Παράκλητος είναι το Πνεύμα), παραθέτει το μυστικό τραπέζι πού ετοιμάστηκε κατ αντίθεση με το τραπέζι των δαιμόνων. Γιατί εκείνοι ήταν πού καταβασάνισαν με την ειδωλολατρία τη ζωή των ανθρώπων, ενώ αντίθετή τους είναι η τράπεζα του Πνεύματος. Έπειτα αρωματίζει την κεφαλή με το έλαιο του Πνεύματος και προσφέροντάς του κρασί πού ευφραίνει την καρδιά (Ψαλμ. 103, 15), προξενεί στην ψυχή τη νηφάλια εκείνη μέθη, προσηλώνοντας τους λογισμούς από τα πρόσκαιρα στο αΐδιο. Γιατί, όποιος δοκίμασε τη μέθη αυτή, ανταλλάσσει τη βραχύτητα του θανάτου με την αιωνιότητα, παρατείνοντας τη διαμονή του σε μάκρος ημερών μέσα στον οίκο του Θεού.
3.Αφού μάς χάρισε αυτά με τον ένα ψαλμό, διεγείρει την ψυχή με τον επόμενο σε μεγαλύτερη και τελειότερη χαρά καί, αν νομίζεις, ας σου παραθέσομε, περιορίζοντας σε λίγα, και τούτου το νόημα. «Κτήμα του Κυρίου είναι η γή και όλο το πλήρωμά της» (Ψαλμ. 23, 1). Γιατί παραξενεύεσαι, άνθρωπε, αν ο Θεός μας παρουσιάστηκε στη γή και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους;Η γή είναι κτήμα δικό του αφού είναι και δημιούργημά του. Δεν είναι επομένως παράδοξο ούτε έξω από το πρέπον να έρθει ο Κύριος στα δικά του (Ιω. 1, 11). Δεν πηγαίνει σ ένα ξένο κόσμο, αλλά στον κόσμο πού συγκρότησε ο ίδιος, θεμελιώνοντας τη γή επάνω στα νερά και κάνοντάς την κατάλληλη για το πέρασμα των ποταμών. Για ποιόν λόγον λοιπόν φανερώθηκε;Για να σε βγάλει από τα βάραθρα της αμαρτίας και να σε οδηγήσει στο όρος της βασιλείας, χρησιμοποιώντας ως όχημα την ενάρετη πολιτεία. Γιατί δεν είναι δυνατό ν ανεβεί κανένας σ εκείνο το βουνό, αν δεν τον συνοδεύουν οι αρετές· πρέπει να γίνει καθαρός στα έργα και να μην τον ρυπαίνει καμιά πονηρή πράξη, να είναι καθαρός στην καρδιά και να μην οδηγεί την ψυχή του σε τίποτα το μάταιο ούτε να εξυφαίνει κανένα δόλο κατά του διπλανού του. Αυτής της ανάβασης έπαθλο είναι η ευλογία του Θεού, σ αυτόν δίνει ο Κύριος την ελεημοσύνη πού επιφυλάσσει· «αυτή είναι η γενεά εκείνων πού τον ζητούν και ανεβαίνουν ψηλά με την αρετή» και «ζητούν το πρόσωπο του Θεού του Ιακώβ» (Ψαλμ. 23, 6).
4.Η συνέχεια του ψαλμού είναι ίσως υψηλότερη κι από την ίδια την ευαγγελική διδασκαλία. Γιατί το Ευαγγέλιο διηγήθηκε τη ζωή και τη συναναστροφή του Κυρίου επάνω στη γή, ενώ ο ουράνιος αυτός προφήτης, βγαίνοντας έξω από τον εαυτό του, για να μην τον βαραίνει το σκαφίδι του σώματος κι αφού αναμίχθηκε με τις υπερκόσμιες δυνάμεις, μάς εκθέτει τα λόγια εκείνων, πού, βαδίζοντας μπροστά στην πομπή του Κυρίου κατά την κάθοδό του, διατάζουν ν ανοίξουν τις πόρτες οι άγγελοι, πού περιπολούν τη γή και τους έχει ανατεθεί η φύλαξη της ανθρώπινης ζωής, λέγοντας· «ανοίξτε τις πύλες σας, άρχοντες, και σείς πύλες αιώνιες διαπλατωθείτε και θα εισέλθει ο βασιλιάς της δόξας» (Ψαλμ. 23, 7). Και επειδή σε οτιδήποτε εισέλθει αυτός πού περιέχει το πάν φέρνει τον εαυτό του στα μέτρα εκείνου πού τον δέχεται (γιατί δε γίνεται μόνο άνθρωπος εισερχόμενος στους ανθρώπους, αλλά κατ ακολουθίαν και στους αγγέλους όταν βρεθεί κατεβάζει τον εαυτό του στη φύση εκείνων), γι αυτό έχουν ανάγκη οι φύλακες των πυλών από εκείνον πού θα τους δείξει «ποιός είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας» (Ψαλμ. 23, 8). Γι αυτό υποδεικνύουν σ αυτούς τον κραταιό και ισχυρό δημιουργό και ακαταγώνιστο στον πόλεμο, πού πρόκειται να συγκρουστεί με εκείνον πού αιχμαλώτισε την ανθρώπινη φύση (Ρωμ. 7, 23. Εβρ. 2, 14) και να εξουδετερώσει αυτόν πού έχει τη δύναμη του θανάτου (Α´ Κορ. 15, 26), ώστε, αφού αφανιστεί ο έσχατος εχθρός, να ανακληθούν οι άνθρωποι στην ελευθερία και την ειρήνη.
5.Πάλι λέει τους ίδιους λόγους (γιατί ολοκληρώθηκε πιά το μυστήριο του θανάτου και πραγματοποιήθηκε η νίκη κατά των εχθρών και υψώθηκε το εναντίον τους τρόπαιο, ο σταυρός, και πάλι «ανέβηκε ψηλά αυτός πού αιχμαλώτισε πολλούς αιχμαλώτους, αυτός πού έδωσε τη ζωή και τη βασιλεία, αυτά τα αγαθά δώρα στους ανθρώπους» (Ψαλμ. 67, 19), και πρέπει ν ανοίξουν πάλι γι αυτόν οι υψηλές πύλες. Παίρνουν μέρος στην προπομπή οι δικοί μας φύλακες και διατάζουν να του ανοιχτούν οι υψηλές πύλες, για να δοξαστεί πάλι σ αυτές. Τους είναι όμως άγνωστος αυτός πού φόρεσε τη βρώμικη στολή της δικής μας ζωής, πού οι λεκέδες των ρούχων του είναι από το ληνό των ανθρώπινων κακών (Βλ. Ησ. 63, 2). Γι αυτό απευθύνουν σ εκείνους πού συνιστούν την προπομπή αυτή την ερώτηση· «ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας; » (Ψαλμ. 23, 10). Δε δίνεται όμως ακόμα η απάντηση, «ο κραταιός και ισχυρός στον πόλεμο» (Ψαλμ. 23, 8. 23, 10), αλλά «ο Κύριος των δυνάμεων», πού έχει την εξουσία του παντός, πού ένωσε στο πρόσωπό του τα πάντα (Εφ. 1, 10), αυτός πού είναι ο πρώτος από όλα (Κολ. 1, 18), πού αποκατέστησε τα πάντα στην πρώτη τους μορφή (Πράξ. 3, 21), «Αυτός είναι ο Βασιλιάς της δόξας» (Ψαλμ. 23, 10). Βλέπετε πόσο γλυκύτερη μας κάνει ο Δαβίδ την εορτή, αναμιγνύοντας τη χάρη των ψαλμών του στη χαρά της Εκκλησίας.
6. Ας μιμηθούμε λοιπόν κι εμείς τον προφήτη, σ' εκείνα πού είναι δυνατό να επιτύχομε τη μίμησή του, στην αγάπη προς το Θεό, στην πραότητα της ζωής, στη μακροθυμία σ όποιους μάς μισούν, για να γίνει η διδασκαλία του προφήτη χειραγωγία προς την κατά Θεόν πολιτεία στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: diakonima.gr
Δεν υπάρχει τίποτε από τη ζωή μας πού να είναι αμέτοχο από αυτή τη χάρη. Ποια δυνατή προσευχή γίνεται, πού δεν έχει σχέση μ αυτή ο Δαβίδ; Ποια ευφροσύνη γιορτής δοκιμάζουμε χωρίς να τη χαροποιεί ο Δαβίδ; Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε και τώρα· ότι δηλαδή, ενώ και γι άλλους λόγους είναι μεγάλη η εορτή, ο προφήτης με τη συνεισφορά του την έκανε μεγαλύτερη, συνεισφέροντας πρόσφορα σ αυτήν την ευφροσύνη από τους ψαλμούς. Στον ένα ψαλμό σε προτρέπει να γίνεις πρόβατο πού το ποιμαίνει ο Θεός και δε στερείται από κανένα αγαθό· και χόρτο να βοσκήσει και νερό να πιεί και τροφή και μάντρα και δρόμος και οδηγία και τα πάντα γίνεται ο καλός ποιμένας (Ιω. 10, 2-4· 11), επιμερίζοντας κατάλληλα τη χάρη του σε κάθε ανάγκη.
2. Με όλα αυτά διδάσκει την Εκκλησία, ότι πρέπει να γίνεις πρώτα πρόβατο του καλού ποιμένα οδηγούμενο με την ορθή κατήχηση στις θείες βοσκές και πηγές των διδαγμάτων για να συνταφείς μαζί του με το βάπτισμα στο θάνατο (Ρωμ. 6, 3-4) και να μή φοβηθείς αυτόν το θάνατο· γιατί αυτός δεν είναι θάνατος, αλλά σκιά και αποτύπωμα θανάτου. Γιατί λέει· «άν βαδίσω μέσα από τη σκία του θανάτου δε θα το φοβηθώ αυτό ως κάτι κακό, γιατί εσύ είσαι μαζί μου» (Ψαλμ. 22, 4). Έπειτα από αυτά, αφού παρηγόρησε με τη βακτηρία του Πνεύματος (γιατί ο Παράκλητος είναι το Πνεύμα), παραθέτει το μυστικό τραπέζι πού ετοιμάστηκε κατ αντίθεση με το τραπέζι των δαιμόνων. Γιατί εκείνοι ήταν πού καταβασάνισαν με την ειδωλολατρία τη ζωή των ανθρώπων, ενώ αντίθετή τους είναι η τράπεζα του Πνεύματος. Έπειτα αρωματίζει την κεφαλή με το έλαιο του Πνεύματος και προσφέροντάς του κρασί πού ευφραίνει την καρδιά (Ψαλμ. 103, 15), προξενεί στην ψυχή τη νηφάλια εκείνη μέθη, προσηλώνοντας τους λογισμούς από τα πρόσκαιρα στο αΐδιο. Γιατί, όποιος δοκίμασε τη μέθη αυτή, ανταλλάσσει τη βραχύτητα του θανάτου με την αιωνιότητα, παρατείνοντας τη διαμονή του σε μάκρος ημερών μέσα στον οίκο του Θεού.
3.Αφού μάς χάρισε αυτά με τον ένα ψαλμό, διεγείρει την ψυχή με τον επόμενο σε μεγαλύτερη και τελειότερη χαρά καί, αν νομίζεις, ας σου παραθέσομε, περιορίζοντας σε λίγα, και τούτου το νόημα. «Κτήμα του Κυρίου είναι η γή και όλο το πλήρωμά της» (Ψαλμ. 23, 1). Γιατί παραξενεύεσαι, άνθρωπε, αν ο Θεός μας παρουσιάστηκε στη γή και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους;Η γή είναι κτήμα δικό του αφού είναι και δημιούργημά του. Δεν είναι επομένως παράδοξο ούτε έξω από το πρέπον να έρθει ο Κύριος στα δικά του (Ιω. 1, 11). Δεν πηγαίνει σ ένα ξένο κόσμο, αλλά στον κόσμο πού συγκρότησε ο ίδιος, θεμελιώνοντας τη γή επάνω στα νερά και κάνοντάς την κατάλληλη για το πέρασμα των ποταμών. Για ποιόν λόγον λοιπόν φανερώθηκε;Για να σε βγάλει από τα βάραθρα της αμαρτίας και να σε οδηγήσει στο όρος της βασιλείας, χρησιμοποιώντας ως όχημα την ενάρετη πολιτεία. Γιατί δεν είναι δυνατό ν ανεβεί κανένας σ εκείνο το βουνό, αν δεν τον συνοδεύουν οι αρετές· πρέπει να γίνει καθαρός στα έργα και να μην τον ρυπαίνει καμιά πονηρή πράξη, να είναι καθαρός στην καρδιά και να μην οδηγεί την ψυχή του σε τίποτα το μάταιο ούτε να εξυφαίνει κανένα δόλο κατά του διπλανού του. Αυτής της ανάβασης έπαθλο είναι η ευλογία του Θεού, σ αυτόν δίνει ο Κύριος την ελεημοσύνη πού επιφυλάσσει· «αυτή είναι η γενεά εκείνων πού τον ζητούν και ανεβαίνουν ψηλά με την αρετή» και «ζητούν το πρόσωπο του Θεού του Ιακώβ» (Ψαλμ. 23, 6).
4.Η συνέχεια του ψαλμού είναι ίσως υψηλότερη κι από την ίδια την ευαγγελική διδασκαλία. Γιατί το Ευαγγέλιο διηγήθηκε τη ζωή και τη συναναστροφή του Κυρίου επάνω στη γή, ενώ ο ουράνιος αυτός προφήτης, βγαίνοντας έξω από τον εαυτό του, για να μην τον βαραίνει το σκαφίδι του σώματος κι αφού αναμίχθηκε με τις υπερκόσμιες δυνάμεις, μάς εκθέτει τα λόγια εκείνων, πού, βαδίζοντας μπροστά στην πομπή του Κυρίου κατά την κάθοδό του, διατάζουν ν ανοίξουν τις πόρτες οι άγγελοι, πού περιπολούν τη γή και τους έχει ανατεθεί η φύλαξη της ανθρώπινης ζωής, λέγοντας· «ανοίξτε τις πύλες σας, άρχοντες, και σείς πύλες αιώνιες διαπλατωθείτε και θα εισέλθει ο βασιλιάς της δόξας» (Ψαλμ. 23, 7). Και επειδή σε οτιδήποτε εισέλθει αυτός πού περιέχει το πάν φέρνει τον εαυτό του στα μέτρα εκείνου πού τον δέχεται (γιατί δε γίνεται μόνο άνθρωπος εισερχόμενος στους ανθρώπους, αλλά κατ ακολουθίαν και στους αγγέλους όταν βρεθεί κατεβάζει τον εαυτό του στη φύση εκείνων), γι αυτό έχουν ανάγκη οι φύλακες των πυλών από εκείνον πού θα τους δείξει «ποιός είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας» (Ψαλμ. 23, 8). Γι αυτό υποδεικνύουν σ αυτούς τον κραταιό και ισχυρό δημιουργό και ακαταγώνιστο στον πόλεμο, πού πρόκειται να συγκρουστεί με εκείνον πού αιχμαλώτισε την ανθρώπινη φύση (Ρωμ. 7, 23. Εβρ. 2, 14) και να εξουδετερώσει αυτόν πού έχει τη δύναμη του θανάτου (Α´ Κορ. 15, 26), ώστε, αφού αφανιστεί ο έσχατος εχθρός, να ανακληθούν οι άνθρωποι στην ελευθερία και την ειρήνη.
5.Πάλι λέει τους ίδιους λόγους (γιατί ολοκληρώθηκε πιά το μυστήριο του θανάτου και πραγματοποιήθηκε η νίκη κατά των εχθρών και υψώθηκε το εναντίον τους τρόπαιο, ο σταυρός, και πάλι «ανέβηκε ψηλά αυτός πού αιχμαλώτισε πολλούς αιχμαλώτους, αυτός πού έδωσε τη ζωή και τη βασιλεία, αυτά τα αγαθά δώρα στους ανθρώπους» (Ψαλμ. 67, 19), και πρέπει ν ανοίξουν πάλι γι αυτόν οι υψηλές πύλες. Παίρνουν μέρος στην προπομπή οι δικοί μας φύλακες και διατάζουν να του ανοιχτούν οι υψηλές πύλες, για να δοξαστεί πάλι σ αυτές. Τους είναι όμως άγνωστος αυτός πού φόρεσε τη βρώμικη στολή της δικής μας ζωής, πού οι λεκέδες των ρούχων του είναι από το ληνό των ανθρώπινων κακών (Βλ. Ησ. 63, 2). Γι αυτό απευθύνουν σ εκείνους πού συνιστούν την προπομπή αυτή την ερώτηση· «ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας; » (Ψαλμ. 23, 10). Δε δίνεται όμως ακόμα η απάντηση, «ο κραταιός και ισχυρός στον πόλεμο» (Ψαλμ. 23, 8. 23, 10), αλλά «ο Κύριος των δυνάμεων», πού έχει την εξουσία του παντός, πού ένωσε στο πρόσωπό του τα πάντα (Εφ. 1, 10), αυτός πού είναι ο πρώτος από όλα (Κολ. 1, 18), πού αποκατέστησε τα πάντα στην πρώτη τους μορφή (Πράξ. 3, 21), «Αυτός είναι ο Βασιλιάς της δόξας» (Ψαλμ. 23, 10). Βλέπετε πόσο γλυκύτερη μας κάνει ο Δαβίδ την εορτή, αναμιγνύοντας τη χάρη των ψαλμών του στη χαρά της Εκκλησίας.
6. Ας μιμηθούμε λοιπόν κι εμείς τον προφήτη, σ' εκείνα πού είναι δυνατό να επιτύχομε τη μίμησή του, στην αγάπη προς το Θεό, στην πραότητα της ζωής, στη μακροθυμία σ όποιους μάς μισούν, για να γίνει η διδασκαλία του προφήτη χειραγωγία προς την κατά Θεόν πολιτεία στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: diakonima.gr
↧
Γιατί υπάρχει το καλό και το κακό; (Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού)
Ότι δεν υπάρχουν δύο αρχές, μία αγαθή και μία πονηρή, από αυτό θα το καταλάβουμε: το αγαθό και το πονηρό είναι αντίθετα το ένα με το άλλο και δεν μπορούν να υπάρχουν το ένα μέσα στο άλλο ή και τα δύο μαζί. Το καθένα λοιπόν πρέπει να είναι μέρος του παντός. Επομένως, πρώτα απ΄ όλα περιορίζονται και τα δυο από το όλον, αλλά και το καθένα από μέρος του όλου. Έπειτα, ποιός είναι αυτός που καθορίζει το χώρο του καθενός; γιατί δεν μπορούν να συνυπάρξουν και να συμβιβαστούν από μόνα τους, μιας που το κακό δεν θα ήταν κακό αν είχε ειρηνικές διαθέσεις προς το αγαθό και συμβιβαζόταν μαζί του, ούτε το αγαθό θα ήταν αγαθό αν είχε φιλικές διαθέσεις προς το κακό.
Αν λοιπόν κάποιος άλλος όρισε το χώρο του καθενός, τότε εκείνος είναι ο Θεός. Διότι ένα από τα δύο μπορεί να συμβαίνει, ή να συγκρούονται και να φθείρονται μεταξύ τους, ή να υπάρχει κάποιο ενδιάμεσο σημείο, όπου δεν υπάρχει ούτε το καλό ούτε το κακό, ώστε σαν κάποιο όριο να τα διαχωρίζει αναμεταξύ τους. Και τότε δεν θα υπάρχουν δύο, αλλά τρεις αρχές.
Είναι επίσης ανάγκη είτε να έχουν ειρήνη αναμεταξύ τους, πράγμα αδύνατο για το κακό (γιατί η ειρήνη δεν είναι κακό), ή να μάχονται, πράγμα αδύνατο για το καλό (γιατί αυτό που μάχεται δεν μπορεί να είναι εντελώς αγαθό), ή το μεν κακό να μάχεται και το κακό να μην αντιμάχεται, αλλά να φθείρεται από το κακό, ή να λυπάται ή να καταπονείται, που δεν είναι γνωρίσματα του αγαθού. Επομένως υπάρχει μία μόνο αρχή αγαθή, και απαλλαγμένη από κάθε κακία.
Αλλά εάν είναι έτσι, λένε, από πού προέρχεται το κακό; διότι είναι αδύνατο το κακό να γεννάται από το αγαθό. Λέμε λοιπόν, ότι το κακό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η στέρηση του αγαθού και η εκτροπή από το κατά φύσιν στο παρά φύσιν, γιατί κανένα κακό δεν είναι φυσιολογικό. Και τούτο, επειδή όσα δημιούργησε ο Θεός, τα έκανε καλά λίαν. Όταν επομένως παραμένουν έτσι, όπως κτίστηκαν, είναι καλά λίαν, ενώ όταν αποσκιρτούν με τη θέλησή τους από το κατά φύση και έρχονται στο παρά φύση, έρχονται στο κακό. Διότι κατά φύση σημαίνει ότι όλα δουλεύουν και υπακούουν στο Δημιουργό. Όταν όμως εκουσίως κάποιο από τα κτίσματα αυθαδιάσει και παρακούσει τον δημιουργό του, συνιστά μέσα του την κακία. Γιατί η κακία δεν είναι κάποια ουσία, ούτε ιδίωμα κάποιας ουσίας, αλλά κάποιο γεγονός (συμβεβηκός), δηλαδή η εκούσια εκτροπή από το κατά φύση στο παρά φύση, το οποίο είναι η αμαρτία.
Κι από πού λοιπόν προέρχεται η αμαρτία; Είναι εύρημα της αυτεξούσιας βούλησης του διαβόλου. Δηλαδή ο διάβολος είναι κακός; Όπως δημιουργήθηκε, δεν ήταν κακός αλλά αγαθός, διότι κτίσθηκε από το Θεό ως άγγελος λαμπρός και φωτεινός, αυτεξούσιος ως λογικό ον, και εκουσίως αποσκίρτησε από την κατά φύσιν αρετή και βρέθηκε στο σκοτάδι της κακίας, εφόσον απομακρύνθηκε από τον Θεό, που είναι ο μόνος αγαθός και φωτοποιός. Διότι από τον Θεό κάθε αγαθό αγαθύνεται και όσο απομακρύνεται από τον Θεό κατά την προαίρεσή του (και όχι κατά τον τόπο) [Στμ.: μιας που ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών], τόσο βρίσκεται στο κακό. (Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έκφρασις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως)
π. Χερουβείμ Βελέτζας – Aπλά & Ορθόδοξα
↧
ΔΗΜ.ΤΣΑΜΗ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
↧
↧
Το καλό κακό: Πότε δηλαδή το καλό γίνεται κακό (Πρεσβ. Βασιλείου Σπηλιοπούλου)
Του Πρεσβ. Βασιλείου Σπηλιοπούλου
Σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας η αμαρτία δεν είναι πάντα η ίδια αλλά έχει βαθμούς και στάδια. Τα στάδια της αμαρτίας, όπως μας λέει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στο εξομολογητάριό του, είναι 12. Πρώτος βαθμός της αμαρτίας είναι το να κάνει κανείς το καλό, όχι όμως και με το σωστό τρόπο, αλλά σμίγοντας το καλό με το κακό. Όταν για παράδειγμα δίνει κανείς ελεημοσύνη όχι όμως από αγάπη και συμπάθεια προς το πρόσωπο του συνανθρώπου αλλά από ανθρωπαρέσκεια.
Η διδασκαλία αυτή (περί του αμαρτωλού "καλού") του αγίου Νικοδήμου είναι φυσικά κοινή σε όλους τους Πατέρες, ο άγιος Νικόδημος όμως την... έχει δανειστεί και παραπέμπει στο Μέγα Βασίλειο ο οποίος στην Β ομιλία του για το βάπτισμα (στην ερώτηση Η) ασχολείται ακριβώς με το θέμα αυτό, με τον πρώτο βαθμό της αμαρτίας.
Το καλό, λοιπόν, μεταβάλλεται σε κακό, κατά τον Μέγα Βασίλειο, όταν "το έργον της εντολής, μη ακολούθως κατ' εντολήν του Θεού" γίνεται. Προς αποφυγήν, όμως, της συγκεκριμένης αμαρτίας η Αγία Γραφή περιέχει σε πλείστα σημεία προειδοποιήσεις όπως "εάν ορθώς μεν προσενέγκης, ορθώς δε μη διέλης, ήμαρτες"(Γεν. Δ, 7), "καν αθλή τις, ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση"(Β Τιμ Β,5). Και ο ίδιος όμως ο Κύριος σαφέστατα έχει πει ότι "μακάριος ο δούλος εκείνος, ον ελθών ο Κύριος ευρήσει ποιούντα ούτως (Ματθ. ΚΔ, 46)" και συνεπώς "ο μη ούτως ποιών του μακαρισμού εκπέπτωκεν", όπως ο άγιος Βασίλειος λέει.
Και πως μπορεί κανείς να κάνει το καλό και να τηρεί τις εντολές "μη ούτως"; Αυτό γίνεται, πάντα κατά τον Μ. Βασίλειο, κατά επτά τρόπους. Γίνεται δηλαδή ή παρά τόπον - σε μη κατάλληλο τόπο δηλαδή -, ή παρά καιρόν, ή παρά πρόσωπον, ή παρά πράγμα, ή παρά μέτρον, ή παρά τάξη, ή παρά διάθεση.
Και πως γίνεται το καλόν παρά τόπον; Ο Θεός π.χ είχε στην Παλαιά Διαθήκη ορίσει λεπτομερώς ποιές εορτές και γενικώς ποιές εκδηλώσεις θα μπορούσαν να τελούνται εντός της Ιερουσαλήμ και όσοι παραβίαζαν το νόμο αυτό κινδύνευαν, πολύ δε περισσότερο είχε ορίσει ο Θεός τι ακριβώς θα τελείται μέσα στο ναό και φυσικά ούτε τα ορισμένα για την Ιερουσαλήμ ετελούντο σε άλλους τόπους, ούτε όμως τα ορισμένα για το ναό ετελούντο στην Ιερουσαλήμ. Εμείς δε, κινδυνεύουμε να καταπατήσουμε την εντολή του Θεού, παρά τόπον, λέγει ο Μέγας Πατήρ της Εκκλησίας, "εάν τα της ιερωσύνης μυστήρια επιτελώμεν εν βεβήλοις τόποις". Μάλιστα η πράξη αυτή δηλώνει και καταφρόνηση του ιερουργού προς τα μυστήρια αλλά και σκανδαλίζει τους πιστούς.
Ας μας επιτραπεί να θαυμάσουμε την επικαιρότητα και τη διαχρονικότητα που έχει ο λόγος του Μεγάλου Βασιλείου και, κατ’ επέκτασιν, γενικώς ο λόγος των Πατέρων που είναι λόγος Αγιοπνευματικός. Είναι πολύ δύσκολο να μην έρθει στο νου μας, διαβάζοντας τα λόγια του αγίου, ο απαράδεκτος τρόπος με τον οποίο οι ορθόδοξοι τελούσαν τα μυστήρια στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών και παρολυμπιακών αγώνων, σε χώρους δηλαδή βεβηλωμένους από την προηγούμενη τέλεση της λατρείας των αιρετικών.
Είναι εξίσου δύσκολο, όμως, να μη φέρουμε στη μνήμη μας και την τέλεση των μυστηρίων (ιδιαιτέρως του γάμου) εκτός του καθιερωμένου τόπου, ακόμη και αυτής της Θείας Λειτουργίας, εκτός του Ιερού Βήματος που είναι ο χώρος τελέσεώς της, π.χ. στην ύπαιθρο, χωρίς καμία μάλιστα ανάγκη, ή ακόμα και σε στάδια. Αν η Θεία Λειτουργία είναι - και είναι πράγματι - το μυστήριο των μυστηρίων και αυτό που συγκρατεί τελικά τον κόσμο όλο, οι παρά τόπον, εν τούτοις, ιερουργούντες αμαρτάνουν και σκανδαλίζουν.
Υπάρχει εξάλλου στην ορθόδοξη Εκκλησία και η λεγομένη διάκριση των χαρισμάτων η οποία - στηριζομένη στο γεγονός ότι όλοι οι Βαπτισμένοι και Μυρωμένοι Χριστιανοί αποτελούμε το Ένα και Μοναδικό Σώμα της Αγίας Εκκλησίας, κεφαλή της οποίας είναι ο Χριστός - διδάσκει ότι για να λειτουργεί το Σώμα υγιώς έκαστο μέλος πρέπει να μένει στο χάρισμα και στη διακονία του. Η Εκκλησία μάλιστα συνοδικώς έχει λάβει αποφάσεις (π.χ της Πενθέκτης που αφορίζει τους κληρικούς που διδάσκουν "παρρησία" ) ακριβώς για να προστατεύσει τα μέλη από "υπερβάσεις" που οδηγούν σε δυσλειτουργία ολοκλήρου του Σώματος.
Οι αποφάσεις αυτές βασίζονται, ασφαλώς, στη διδασκαλία των αγίων Γραφών όπως της επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς τους Ρωμαίους όπου αναφέρει ότι "καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη ου την αυτήν έχει πράξιν, ούτως οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ' εις αλλήλων μέλη. έχοντες δε χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα..."Ρωμ.ΙΒ, 4 - 6). Και αναρωτιέται ο άγιος Βασίλειος αφού απαγορεύεται στον καθένα από μας να υπερβαίνει τον "τόπο" του και το χάρισμά του, πόσο περισσότερο πρέπει να διακρίνουμε τους κοινούς τόπους από τους χώρους όπου λατρεύεται ο Θεός.
Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο το καλό μεταβάλλεται σε κακό, είναι όταν γίνεται παρά καιρόν. Εδώ η μαρτυρία είναι η παραβολή των δέκα παρθένων. Οι πέντε μωρές παρθένες γύρισαν στο γάμο αφού αγόρασαν λάδι, η πόρτα όμως είχε κλείσει και ο γάμος είχε αρχίσει, και έτσι έμειναν έξω. Πρέπει, λοιπόν και εμείς να μην αναβάλουμε για κανένα λόγο τη μετάνοια και την άσκηση της ελεημοσύνης και όλων των αρετών διότι μετά το θάνατο δεν υπάρχει μετάνοια και επιστροφή.
Οι μαρτυρίες της Γραφής και για το θέμα αυτό είναι πολλές όπως του Σολομώντος "Πάντα καλά εν καιρώ αυτών"(Εκκλ.Γ, 11), του Δαβίδ "υπέρ ταύτης προσεύξεται προς σε πας όσιος εν καιρώ ευθέτω" (Ψαλμ ΛΑ, 6) και άλλες. Πρέπει, λοιπόν, κάθε πράγμα να γίνεται στον καιρό του χωρίς αναβολή και καθυστέρηση, εξαιρέτως δε τα έργα της αρετής για να μη μείνουμε έξω από το Γάμο, έξω από τη Βασιλεία του Θεού.
Τρίτος τρόπος, το παρά πρόσωπον γενόμενο "καλό". Εδώ μαρτυρεί η περίπτωση του Κορέ ο οποίος τόλμησε να εκτελέσει έργο ιερατικό χωρίς να έχει ιερατική εξουσία και τον κατάπιε η γη μαζί με όλους τους δικούς του. Το έργο, λοιπόν, που θέλησε να εκτελέσει ήταν ασφαλώς καλό, όμως, επειδή οι τελούντες δεν ήταν τα κατάλληλα πρόσωπα, τιμωρήθηκαν αυστηρώς. Παρά πρόσωπον, επομένως, κάνει το "καλό" και αμαρτάνει όποιος σφετερίζεται εξουσίες και χαρίσματα που δεν του έχουν δοθεί. Στην αμαρτία αυτή θέλουμε να ρίξουμε τον πιστό λαό του Θεού, μολονότι εκείνος δεν το ζήτησε, όταν εκφωνούμε τις μυστικές ευχές της Θ. Λειτουργίας, όταν του δείχνουμε τα πάντα τελώντας αυτήν εκτός του Βήματος, όταν οι λαϊκοί κηρύττουν επ'άμβωνος ή ξεματιάζουν ή καθοδηγούν άλλους, όταν οι καθηγητές πανεπιστημίου γίνονται ειδικοί επί της Θείας Λατρείας και άλλα παρόμοια.
Τέταρτός τρόπος είναι όταν το "καλό" γίνεται παρά πράγμα. Και γίνεται παρά πράγμα το καλό όταν π.χ ο Θεός, στην Παλαιά Διαθήκη, ζητά να θυσιάζονται ζώα καθαρά και αυτό δεν τηρείται. Όταν προσφέρουμε στη Θ. Λειτουργία εκτός από άρτο και κρασί άλλα προϊόντα. Όταν προσφέρουμε στο ναό και στη Θεία Λατρεία όχι καλής ποιότητος προσφορές (λάδι, κερί, πρόσφορο, εικόνες ακαλαίσθητες και αντιπαραδοσιακές). Όταν ζητούμε από τους ιερείς πράγματα ιερά ως μαγικά, όπως φυτίλια από τις λαμπάδες του γάμου, αγία ζέση, όταν δίνουμε στους ιερείς εσώρουχα για να "ευλογηθούν" κάτω από την αγία τράπεζα και ένα σωρό τέτοια πράγματα. Παρά πράγμα, τέλος, αμαρτάνουμε όταν κηρύττουμε δικές μας διδασκαλίες που δε συμφωνούν με τις διδαχές της Εκκλησίας, όταν δεν σεβόμεθα τις Παραδόσεις και όταν εξευτελίζουμε και μιαίνουμε ιερά αντικείμενα και σκεύη.
Πέμπτος τρόπος, η παρά μέτρον άσκηση του καλού. Αρκεί, λέει ο Μ. Βασίλειος, για να έχουμε το μέτρο, ο λόγος του Κυρίου "εάν μη περισσεύη η δικαιοσύνη υμών πλέον των γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των ουρανών". Αυτό, βεβαίως, μπορεί να χαρακτηριστεί ως το κατώτατο μέτρο. Υπάρχει όμως μέτρο και προς τα πάνω. Για παράδειγμα η υπερβολική άσκηση, χωρίς μάλιστα ευλογία του πνευματικού, που εμπνέει η υπερηφάνια, όχι μόνο λογίζεται ως αμαρτία αλλά μπορεί να οδηγήσει στην πλάνη και σε άλλες επικίνδυνες καταστάσεις. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, γράφει στην Κλίμακα ότι "είδον ασθενείς ψυχάς και σωμάτων καταστάσεις δια πλήθος πταισμάτων εν τοις υπέρ εαυτάς αγώσιν επιχειρήσας και μη υπενεγκούσας" δηλαδή "είδα ανθρώπους που εξ' αιτίας των πολλών αμαρτιών επιδόθηκαν, παρά την αδυναμία τους στην ψυχή και στο σώμα, σε υπερβολική άσκηση και δεν τα κατάφεραν"(Περί Διακρίσεως Β, 9).
Έκτος τρόπος της "καλής αμαρτίας", είναι το "παρά τάξιν" καλό, όταν δηλαδή κάνουμε έργα καλά αλλά με λανθασμένη σειρά. Όταν για παράδειγμα ακούμε το λόγο του Κυρίου προς τον πλούσιο, ο οποίος είχε τηρήσει όλες τις εντολές, "Πώλησον σου τα υπάρχοντα, και δος πτωχοίς, και άρον τον σταυρόν σου, και δεύρο ακολούθει μοι (Ματθ. ΙΘ, 20, 21)" και θέλουμε να ακολουθήσουμε τον Κύριο, να αφοσιωθούμε προς Αυτόν, να ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή ίσως, προτού όμως να έχουμε τηρήσει ούτε μια εντολή και προτού απαλλαγούμε από την αγάπη των υλικών. Πρέπει, λοιπόν, όλα να τα κάνουμε "ευσχημόνως και κατά τάξιν"(Α Κορ. ΙΔ, 40), όλα δηλαδή με μία ασφαλή σειρά. Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε ξανά στην Κλίμακα η οποία με πολύ σοφία μας δίνει ακριβώς την σειρά των αρετών και το πως κατακτώντας τη μία πηγαίνεις στην επομένη.
Τέλος, ο τελευταίος τρόπος που μεταλλάσσει το καλό σε κακό είναι όταν κάνουμε το καλό παρά διάθεσιν, όταν, δηλαδή, ελεούμε, ή νηστεύουμε, ή προσευχόμαστε για "το θεαθήναι τοις ανθρώποις". Ο λόγος του Κυρίου στη περίπτωση αυτή ακούγεται σκληρός και φοβερός "απέχουσι τον μισθόν αυτών" (Ματθ. ΣΤ, 5) η και αλλού "αποχωρείτε απ' εμού, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ, εργάται ανομίας" (Ματθ. Ζ, 22,23). Επομένως όλα πρέπει να τα κάνουμε προς δόξαν θεού και όχι προς δόξαν του εαυτού μας διότι "ου μόνον μισθού εκπίπτει, αλλά και τιμωρίας άξιος ο ποιών εντολήν μη κατά θεοσέβειαν, αλλά κατά ανθρωπαρέσκειαν, ή τινος άλλης ηδονής ένεκεν...".
Στο σημείο αυτό, περί της διαθέσεως, κατατοπιστικός είναι και ο ύμνος της αγάπης του Αποστόλου Παύλου (Α Κορ. ΙΓ, 1 -3) ή και ο λόγος του ο συγκεφαλαιωτικός "ει γαρ ανθρώποις ήρεσκον Χριστού δούλος ουκ αν ήμην" ( Γαλ. Α, 10). Στο παρά διάθεσιν καλό πίπτουν όλοι βεβαίως οι πιστοί, πίπτουμε, όμως ιδιαιτέρως πολλάκις και εμείς οι κληρικοί όταν τηρούμε σχεδόν όλες τις εντολές και εργαζόμαστε όλες τις αρετές για να "εγκλωβίζουμε" τους ανθρώπους στο πετραχήλι μας, όταν χρησιμοποιούμε διάφορα εξωτερικά σχήματα ευλαβείας κατά την τέλεση των ακολουθιών και των μυστηρίων, όταν κηρύττουμε όχι για να οικονομήσουμε τις ψυχές αλλά για να εντυπωσιάσουμε,όταν καταπατούμε την τάξη της Εκκλησίας για να φαινόμαστε επιεικείς η καλοί, και ό,τι άλλο κάνουμε επιτηδευμένα για να κερδίσουμε τις εντυπώσεις και τη δόξα των ανθρώπων..
Στην ίδια κατηγορία ανήκουν όσοι νηστεύουν, όχι όμως προς απαλλαγήν από τα πάθη αλλά για λόγους που στηρίζονται σε κοσμοθεωρίες ανατολικών θρησκειών (π.χ η χορτοφαγία των γκουρού) η και για λόγους διαίτης. Όσοι, ακόμα προσεύχονται για πράγματα υλικά και μάταια η για πράγματα που δεν ωφελούν την ψυχή αλλά ικανοποιούν τα πάθη και γενικώς όσοι κάνουν το καλό με διάθεση να υπηρετήσουν ιδιοτελείς σκοπούς και στόχους.
Ας ευχόμαστε, λοιπόν, με τις πρεσβείες του Μ. Βασιλείου, του αγίου Νικοδήμου, του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου και όλων των αγίων να μας διαφυλάξει ο Θεός από το βαθμό αυτό της αμαρτίας διότι, όπως λέει και ο άγιος Βασίλειος, "εάν τις το κακόν εν προσχήματι του αγαθού ποιή, διπλασίονος τιμωρίας εστίν άξιος" (P.G. τόμ. 32, σελ. 397). Ας ευχόμαστε να αποφύγουμε την τιμωρία αυτή και να κατορθώσουμε, με τη Χάρη του Θεού, τις αρετές για να απολαύσουμε τη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. ΑΜΗΝ.
1. Λόγος Β του Μ. Βασιλείου εις το άγιον Βάπτισμα, ερώτηση Η ("ει ευπρόσδεκτον εστί τω Θεώ το έργον της εντολής, μη ακολούθως κατ' εντολήν του Θεού γινόμενον") P.G, τόμ 31, σελ. 1600
egolpion.com
↧
Η γνώση του Θεού κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά
Όπως έχει σημειωθή, ο Βαρλαάμ ισχυριζόταν ότι η γνώση του Θεού δεν είναι υπόθεση θεωρίας του Θεού, αλλά υπόθεση της νοήσεως του ανθρώπου. Μπορούμε, έλεγε, να αποκτήσουμε την θεογνωσία με την φιλοσοφία, γι’ αυτό τους Προφήτας και τους Αποστόλους, που έβλεπαν το άκτιστο Φως, κατέτασσε σε κατώτερη θέση από τους φιλοσόφους. Το άκτιστο Φως το ονόμαζε αισθητό, κτιστό και «χείρον της ημετέρας νοήσεως».
Όμως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, φορεύς της Παραδόσεως και άνθρωπος της αποκαλύψεως, υποστήριζε τα αντίθετα. Στην θεολογία του παρουσιάζεται η διδασκαλία της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία, το άκτιστο Φως, δηλαδή η όραση του Θεού, δεν είναι απλώς συμβολική όραση, δεν είναι αισθητή και κτιστή, ούτε κατωτέρα της νοήσεως, αλλά είναι θέωση. Δια της θεώσεως ο άνθρωπος αξιώνεται να δη τον Θεό. Και αυτή η θέωση δεν είναι αφηρημένη κατάσταση, αλλά ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Δηλαδή ο άνθρωπος θεωρώντας το άκτιστο Φως, το βλέπει γιατί ενώνεται με τον Θεό, το βλέπει με τους εσωτερικούς οφθαλμούς και με αυτούς ακόμη τους σωματικούς οφθαλμούς, οι οποίοι έχουν μετασκευασθή από την ενέργεια του Θεού. Επομένως η θεωρία είναι ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Και αυτή η ένωση είναι γνώση του Θεού. Τότε ο άνθρωπος αξιώνεται να γνωρίση τον Θεό. Και αυτή η γνώση είναι υπέρ την ανθρωπίνην γνώσιν και υπέρ την αίσθησιν.
Ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για την έκσταση. Αλλά αυτή η έκσταση, στην πατερική διδασκαλία, δεν έχει καμμιά σχέση με την έκσταση της Πυθείας και των άλλων θρησκειών…Με άλλα λόγια η έκσταση, που είναι η αδιάλειπτη νοερά προσευχή κατά την οποία ο νους του ανθρώπου έχει μνήμη αδιάλειπτη του Θεού και δεν έχει καμμιά σχέση με τα πάθη και τον λεγόμενο κόσμο της αμαρτίας, δεν είναι ακόμη ένωση με τον Θεό. Η ένωση αυτή του ανθρώπου με τον Θεό γίνεται όταν έλθη ο Παράκλητος στον προσευχόμενο, που κάθεται στο υπερώο των φυσικών ακροτήτων και αναμένει την επαγγελία του Θεού, και τον αρπάζει στην θεωρία του ακτίστου Φωτός. Η έλλαμψη του Θεού είναι εκείνη που δείχνει την ένωση του Θεού με τον άνθρωπο.
Αυτά δείχνουν ότι η όραση του Θεού, η θέωση, η ένωση και η γνώση του Θεού είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Δεν μπορούν να νοηθούν ανεξάρτητα. Η διάσπαση αυτής της ενότητος απομακρύνει τον άνθρωπο από την γνώση του Θεού. Η βάση της ορθοδόξου γνωσιολογίας είναι η έλλαμψη και αποκάλυψη του Θεού μέσα στην κεκαθαρμένη καρδιά του ανθρώπου.
...Η θεωρία του ακτίστου Φωτός και η γνώση που προέρχεται από αυτή είναι όχι μόνον υπέρ την φύσιν και υπέρ την ανθρωπίνην γνώσιν, αλλά κα υπέρ την αρετήν. Η αρετή και η μίμηση του Θεού μας προετοιμάζει προς την θεία ένωση, αλλά αυτήν την απόρρητη ένωση τελετουργεί η Χάρη. «Αρετή μεν γαρ πάσα και η εφ’ ημίν του Θεού μίμησις προς την θείαν ένωσιν επιτήδειον ποιείται τον κεκτημένον, η δε χάρις αυτήν τελετουργεί την απόρρητον ένωσιν» (σελ. 616).
Έτσι η θέωση, που είναι ο σκοπός της πνευματικής ζωής, είναι εμφάνεια, φανέρωση του Θεού στην καθαρή καρδιά του ανθρώπου. Αυτή η θέα του ακτίστου Φωτός είναι εκείνη που δημιουργεί την πνευματική ευφροσύνη στην ψυχή. Διότι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γνώρισμα του Φωτός εκείνου είναι η εγγινομένη στην ψυχή κατάπαυση των μη καλών ηδονών και παθών, των λογισμών ειρήνη και κατάσταση, ανάπαυση και πνευματική χαρά, περιφρόνηση της δόξης των ανθρώπων, ταπείνωση που είναι συνδεδεμένη με απόρρητη αγαλλίαση, μίσος του κόσμου, έρως των ουρανίων, μάλλον δε μόνον του Θεού των ουρανών, θέα του ακτίστου Φωτός έστω κι αν σκεπάση κανείς τα μάτια ή τα εξορύξη (σελ. 634).
Από τα προηγούμενα φαίνεται καθαρά ότι το τέλος της θεραπείας του ανθρώπου είναι η θέα του ακτίστου Φωτός. Επειδή όμως γίνεται λόγος στο κεφάλαιο αυτό περί της θεωρίας νομίζω πως είναι καλό να παρουσιασθή και η διδασκαλία του αγίου ότι υπάρχουν πολλοί βαθμοί θεωρίας. Λέγει ο άγιος ότι της θεωρίας αυτής υπάρχει αρχή και τα μετά την αρχή, που διαφέρουν κατά το αμυδρότερο και το τηλαυγέστερο, δεν υπάρχει όμως τέλος γιατί η πρόοδος αυτής, καθώς επίσης και της εν αποκαλύψει αρπαγής, συνεχίζεται επ’ άπειρον . Γιατί άλλο είναι η έλλαμψη και άλλο η διαρκής θέα του Φωτός και άλλο η θέα των εν τω Φωτί πραγμάτων.
…Επομένως η θεωρία έχει πολλά στάδια και βαθμούς και πολλά προηγούνται για να φθάση κανείς στην θεωρία του ακτίστου Φωτός, που είναι «η καλλονή του μέλλοντος αιώνος», «το βρώμα των επουρανίων». Η μνήμη του θανάτου, που είναι χάρισμα από τον Θεό, η αδιάλειπτη προσευχή, η έμπνευση για να τηρήση κανείς ολοκληρωτικά τις εντολές του Χριστού, η γνώση της πνευματικής μας πτωχείας, δηλαδή η κατανόηση των αμαρτιών και των παθών μας και η ακολουθούσα αυτήν μετάνοια είναι βαθμοί θεωρίας. Όλα αυτά γίνονται με την ενέργεια της θείας Χάριτος. Βέβαια η τελεία θεωρία είναι η θέα του ακτίστου Φωτός, που και αυτή διακρίνεται στην θέα και την διαρκή θέα, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος.
Έτσι η κάθαρση που γίνεται με την Χάρη του Θεού δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να φθάση κανείς στην θεωρία που είναι κοινωνία με τον Θεό, θέωση του ανθρώπου και γνώση του Θεού. Η ασκητική μέθοδος της Εκκλησίας οδηγεί σ’ αυτό το σημείο. Δεν γίνεται με ανθρώπινα κριτήρια και δεν σκοπεύει να κάνη τον άνθρωπο «καλόν καγαθόν», αλλά να τον θεραπεύση τελείως και να αποκτήση κοινωνία με τον Θεό. Όσο ο άνθρωπος βρίσκεται μακράν της κοινωνίας και ενώσεως με τον Θεό, δεν έχει ακόμη επιτύχει την σωτηρία του. Ο ασκούμενος πνευματικά και θεωρών το άκτιστο Φως λέγεται στην γλώσσα των Πατέρων «θεούμενος». Την έκφραση αυτή την χρησιμοποιεί ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και επαναλαμβάνει, όπως είδαμε προηγουμένως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (σελ. 620).
Η θεραπεία της ψυχής, του νου, της καρδιάς οδηγεί τον άνθρωπο στην θέα του Θεού και τον καθιστά γνώστη της θείας ζωής και αυτή η γνώση είναι σωτηρία του ανθρώπου.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου, Ιεροθέου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική αγωγή). Έκδοση Ζ’, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας)
↧
ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ TOΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Είναι σε όλους γνωστό, ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του δημιουργού του[1] ως λογική και αυτεξούσια φύση[2]. Κατ' εικόνα και αυτεξούσιο είναι άρρηκτα ενωμένα. Άλλωστε, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, το κατ' εικόνα φανερώνει το νοερό και το αυτεξούσιο, (το «κατ' εικόνα το νοερόν δηλοί και το αυτεξούσιον»)[3]. Γι' αυτόν τον λόγο και ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας ταυτίζει το αυτεξούσιο του ανθρώπου με τον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι το ίδιο να λέγει κάποιος, ότι έχασε την ελευθερία του και έχασε τον άνθρωπο[4], παρατηρεί χαρακτηριστικά. Ο νους και η λογική, επειδή συνδέονται πολύ στενά με την ελευθερία του ανθρώπου, του δίνουν την δυνατότητα να τρέπεται εκουσίως τόσο στο καλό όσο και στο κακό[5].
Χωρίς ελεύθερη γνώμη δεν είναι νοητή καμιά ευθύνη ούτε για επιβράβευση ούτε για τιμωρία[6]. Μόνον, όταν ο άνθρωπος έχει την γνώμη του απαλλαγμένη από κάθε είδους ανάγκη, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μπορεί να διατηρείται στην κατά φύση ζωή και να προσεγγίζει τον Θεό ή να εκτρέπεται από την κοινωνία μαζί του και να κατευθύνεται προς τον θάνατο[7]. Δημιουργώντας ο Θεός αυτεξούσια την λογική φύση του ανθρώπου στέρησε την δυνατότητα στον διάβολο να ασκεί βία πάνω στον άνθρωπο. Έτσι, μόνο με την πειθώ ή τον δόλο μπορεί να επηρεάσει ο πονηρός την θέληση του ανθρώπου και να τον κάνει κοινωνό της αποστασίας του[8].
Χωρίς ελεύθερη γνώμη δεν είναι νοητή καμιά ευθύνη ούτε για επιβράβευση ούτε για τιμωρία[6]. Μόνον, όταν ο άνθρωπος έχει την γνώμη του απαλλαγμένη από κάθε είδους ανάγκη, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μπορεί να διατηρείται στην κατά φύση ζωή και να προσεγγίζει τον Θεό ή να εκτρέπεται από την κοινωνία μαζί του και να κατευθύνεται προς τον θάνατο[7]. Δημιουργώντας ο Θεός αυτεξούσια την λογική φύση του ανθρώπου στέρησε την δυνατότητα στον διάβολο να ασκεί βία πάνω στον άνθρωπο. Έτσι, μόνο με την πειθώ ή τον δόλο μπορεί να επηρεάσει ο πονηρός την θέληση του ανθρώπου και να τον κάνει κοινωνό της αποστασίας του[8].
Από την δημιουργία του ακόμη ο άνθρωπος έλαβε την δύναμη της ελευθερίας (του αυτεξουσίου), με την οποία μπορεί να αντιστέκεται στον πονηρό και να συμβάλει αποφασιστικά στην πραγματοποίηση του καθ' ομοίωση. Με άλλα λόγια, εξαιτίας του αυτεξουσίου, ο άνθρωπος έχει την οντολογική δυνατότητα να αντιστέκεται στην αμαρτία και να μην αμαρτάνει. Στην περίπτωση, άλλωστε, που ο άνθρωπος δεν θα είχε τις δυνάμεις του αυτεξουσίου, ώστε να μπορεί να μένει καθαρός από την αμαρτία και το κακό, ο Θεός θα εμφανιζόταν κατά τον Καβάσιλα άδικος, αφού θα ζητούσε από τον άνθρωπο πράγματα, που δεν θα είχε καταθέσει στη φύση του. Ο Θεός όμως έθεσε τις δυνάμεις του αυτεξουσίου στον άνθρωπο, για να μπορεί να πετυχαίνει το αγαθό κινούμενος ελεύθερα και όχι αναγκαστικά. Ο άνθρωπος έλαβε την «αυτονομία της γνώμης», για να διαφέρει οντολογικώς από τα ζώα, που οδηγούνται από τα φυσικά ένστικτά τους, και για να έχει την ελευθερία ως αφορμή των επιβραβεύσεων του Θεού για τον αγώνα που έκανε[9].
Η πτώση του Αδάμ σήμανε την αμαύρωση του κατ' εικόνα και την φθορά στο αυτεξούσιο του ανθρώπου. Έτσι, ο άνθρωπος, αντί να κινείται στην κατεύθυνση της ελευθερίας του προτοτύπου του, βρέθηκε μέσα στην περιοχή της επιρροής του πονηρού. Ο πονηρός δεν μπόρεσε ασφαλώς να καταργήσει το αυτεξούσιο του ανθρώπου, όμως το συσκότισε με την ενέργεια της αμαρτίας, και με τον τρόπο αυτό το εμπόδισε να κινείται στην πιο πάνω προοπτική.
Αλλά και μετά την προγονική πτώση και την υποδούλωση του ανθρώπου στην αμαρτία και τον πονηρό δεν αφαιρέθηκε η δυνατότητα του ανθρώπου να αγωνιστεί για την σωτηρία του[10]. Αυτήν ακριβώς την δύναμη, που κανείς δεν αξιοποίησε εξολοκλήρου πριν την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, την έκανε πράξη μόνον η Θεοτόκος. Η Θεοτόκος είναι η μόνη, που με την αυτεξούσια αγάπη της προς τον Θεό, την ρωμαμαλαία λογική και την ευθύτητα της θελήσεώς της, δεν συγκατατέθηκε στην αμαρτία ελκύοντας, έτσι, τον Θεό για την ενανθρώπηση του[11]. Στο πρόσωπο της Θεοτόκου φανερώθηκε η δυνατότητα του ανθρώπινου αυτεξουσίου να συνεργαστεί με τον Θεό και πριν την ενανθρώπηση του. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση η Θεοτόκος δεν εκλέχθηκε από τον Θεό ούτε αυθαίρετα ούτε προνομιακά για την διακονία της στη σωτηρία του ανθρώπου.
Τι γίνεται όμως το ανθρώπινο αυτεξούσιο μέσα στη νέα εν Χριστώ πραγματικότητα της Εκκλησίας; Καταρχήν, όταν ο Χριστός ανακαινίζει το κατ' εικόνα των πιστών με το μυστήριο του βαπτίσματος, δεν ασκεί καμιά πνευματική βία πάνω στο αυτεξούσιο.
Μόνον το έλκει προς τον εαυτό του από υπερβολική φιλανθρωπία[12].Η έλξη αυτή δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση εξαναγκασμό της ανθρώπινης ελευθερίας. Είναι η έλξη, που προκαλεί η μεγάλη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, όπως αυτή εκφράστηκε με όλο το έργο της σωτηρίας και κυρίως με την σταυρική θυσία του Χριστού, που νικά την ελευθερία του ανθρώπου, χωρίς να την παραβιάζει. Και τούτο, επειδή μας «σκλαβώνει» η αγάπη του, στην οποία ανταποκρινόμαστε εκούσια, ελεύθερα και αγαπητικά. Άλλωστε, ο Χριστός απευθύνεται πάντοτε στην ελευθερία του ανθρώπου με την κλήση της ελεύθερης αγάπης του[13]. Το αυτεξούσιο και η ελευθερία του ανθρώπου δεν παραβιάζονται, άλλα ούτε και περιορίζονται από την πρόγνωση του Θεού.
Μόνον το έλκει προς τον εαυτό του από υπερβολική φιλανθρωπία[12].Η έλξη αυτή δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση εξαναγκασμό της ανθρώπινης ελευθερίας. Είναι η έλξη, που προκαλεί η μεγάλη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, όπως αυτή εκφράστηκε με όλο το έργο της σωτηρίας και κυρίως με την σταυρική θυσία του Χριστού, που νικά την ελευθερία του ανθρώπου, χωρίς να την παραβιάζει. Και τούτο, επειδή μας «σκλαβώνει» η αγάπη του, στην οποία ανταποκρινόμαστε εκούσια, ελεύθερα και αγαπητικά. Άλλωστε, ο Χριστός απευθύνεται πάντοτε στην ελευθερία του ανθρώπου με την κλήση της ελεύθερης αγάπης του[13]. Το αυτεξούσιο και η ελευθερία του ανθρώπου δεν παραβιάζονται, άλλα ούτε και περιορίζονται από την πρόγνωση του Θεού.
Ο Θεός απλώς προβλέπει την χρήση του αυτεξουσίου, που θα κάνει ο άνθρωπος. Έτσι, ο άνθρωπος έχει εξ ολοκλήρου την ευθύνη των συνεπειών, που προκύπτουν από την χρήση της ελευθερίας του. Το ότι ο Θεός δημιούργησε και όσους γνώριζε ότι θα κάνουν κακή χρήση του αυτεξουσίου τους οφείλεται, κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, στην αγαθότητα και την φιλανθρωπία του Θεού, ο οποίος για τούς αγαθούς ανθρώπους δημιούργησε και αυτούς, που θα γίνονταν κακοί, («διά τούς αγαθούς και τούς εσομένους κακούς εδημιούργησεν»).Ο Θεός, επειδή κινείται προς τον άνθρωπο από υπερβολική φιλανθρωπία, καλεί όλους ανεξαιρέτως για την σωτηρία και δεν επιθυμεί την τιμωρία κανενός[14].
Κατά συνέπεια, το αυτεξούσιο του ανθρώπου παραμένει απαραβίαστο και από αυτήν την υπερβολική φιλανθρωπία του Θεού. Η ανακαινιστική δύναμη του βαπτίσματος, κατά τον Καβάσιλα, είναι ενέργεια, που ωφελεί όσους την χρησιμοποιούν, ενώ δεν εμποδίζει καθόλου να παραμένουν πονηροί, όσοι δεν την χρησιμοποιούν. Δεν περιορίζει καθόλου ούτε και στερεί κάτι από το αυτεξούσιο. Έτσι ερμηνεύεται, άλλωστε, και η εμπειρική διαπίστωση, ότι πολλοί πιστοί μετά το βάπτισμα φθάνουν σε μεγάλη ασέβεια, χωρίς να εμποδίζονται καθόλου από την ανακαίνιση του κατ' εικόνα και την πνευματική ενίσχυση του αυτεξουσίου τους[15].
Όταν ο άνθρωπος συντάσσεται ελεύθερα με το θείο θέλημα, τρέπεται, κατά τον Παλαμά, ατελευτήτως προς την κατεύθυνση της τελειωτικής προόδου του, ενώ, όταν αντίκειται στο θείο θέλημα, εκπίπτει εξελικτικά από το κακό στο χειρότερο («επί το χείρον»)[16]. Το κακό, δηλαδή, που κατά την πατερική Παράδοση δεν έχει οντολογική ύπαρξη, εμφανίζεται ως κατάσταση («συμβεβηκός») με αφετηρία του την αυτεξούσια προαίρεση του ανθρώπου[17], και πιό συγκεκριμένα την ελεύθερη εκτροπή του από το θέλημα του Θεού. Η εκτροπή αυτή του ανθρώπου από το θέλημα του Θεού νοείται πατερικώς ως κατάχρηση («παράχρηση»), ως εσφαλμένη δηλαδή χρήση, του αυτεξουσίου του[18].
Πάντως είναι πολύ αισιόδοξο το γεγονός, ότι σύμφωνα με την ορθόδοξη ανθρωπολογία σε καμιά περίπτωση ο άνθρωπος δεν στερείται το αυτεξούσιό του στην παρούσα ζωή, ανεξάρτητα από τον βαθμό καταχρήσεως της ελευθερίας του, αφού το κατ' εικόνα δεν καταστρέφεται από την αμαρτία, άλλα μόνον αμαυρώνεται. Στην πράξη αυτό σημαίνει, ότι ο άνθρωπος, σε όποια κατάσταση και αν βρίσκεται, μπορεί πάντοτε να επιλέξει αυτεξουσίως, και στη συνέχεια να βιώσει, την όντως ζωή. Ακόμη δηλαδή και όταν ο άνθρωπος κινείται στην περιοχή του πνευματικού θανάτου, ο Θεός δεν αφαιρεί το αυτεξούσιο του ανθρώπου, δίνοντας έτσι την πρακτική δυνατότητα να ανταποκριθεί ελεύθερα στην συνεχή κλήση του για την επιστροφή στην όντως ζωή[19].
Παρά ταύτα, το αυτεξούσιο και η ελευθερία του ανθρώπου δεν είναι χωρίς όρια. Έχουν σαφείς περιορισμούς, που σχετίζονται με την κτιστότητά του. Οι πιό σημαντικές καταστάσεις, άλλωστε, που αφορούν την ύπαρξή του, όπως είναι η δημιουργία του, η αναγέννηση, ο θάνατος και η ανάστασή του, δεν ελέγχονται από αυτόν, αλλά προσδιορίζονται απόλυτα από τον Θεό. Εκείνο όμως, που μπορούν να προσδιορίσουν αποφασιστικά το αυτεξούσιο και η θέληση του ανθρώπου, κατά τον Καβάσιλα, είναι η ποιότητα της ζωής τόσο στο παρόν όσο και μετά την τελική ανάσταση. Συγκεκριμένα, όταν ο άνθρωπος στην παρούσα ζωή προσανατολίσει το αυτεξούσιο και την θέληση του σταθερά και αγαπητικά προς τον Θεό, μπορεί και στην επίγεια ζωή να προγευθεί χαρισματικούς την αΐδια ζωή του Θεού, ενώ στην μέλλουσα βασιλεία να την βιώσει στην πληρότητα της[20]. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει σε καμιά περίπτωση με μόνη την ελεύθερη θέληση τού ανθρώπου. Η βίωση της ζωής του Τριαδικού Θεού από τον άνθρωπο αποτελεί σε τελευταία ανάλυση δωρεά της Χάριτος του Θεού, που προϋποθέτει όμως απαραιτήτως την ελεύθερη αποδοχή της από τον άνθρωπο, αλλά και την συνεχή ελεύθερη συνεργία του.
Κατά την πατερική Παράδοση, μάλιστα, ο άνθρωπος ευθύς εξαρχής, με την δημιουργία του, εμπλουτίστηκε οντολογικώς και με τους δύο θεμελιώδεις παράγοντες της σωτηρίας του, το αυτεξούσιο δηλαδή και την άκτιστη θεοποιό Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Η παροχή της Χάριτος του Θεού προς τον άνθρωπο ανάγεται ήδη από τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας στο γνωστό «εμφύσημα» του Θεού κατά την δημιουργία του ανθρώπου.
Ερμηνεύοντας ο άγιος το σχετικό χωρίο της Γενέσεως[21] , παρατηρεί, ότι το «εμφύσημα» του Θεού προς τον άνθρωπο δεν αποτελεί την ψυχή του ανθρώπου αλλά την άκτιστη Χάρη και ενέργεια του Θεού, η οποία παρέχεται στην ανθρώπινηφύση για την τελείωσή της[22]. Το «εμφύσημα» δηλαδή του Θεού, ως φυσική ενέργεια προερχόμενη από την θεία φύση, δεν είναι δυνατόν να αποτελεί την ψυχή του ανθρώπου, γιατί τότε αυτή θα ήταν άτρεπτη, ως άκτιστη, και η ανθρώπινη φύση (σώμα-ψυχή) θα ήταν οντολογικώς κτιστή και άκτιστη, τρεπτή και άτρεπτη. Τέτοια όμως οντολογική κατάσταση δεν υπάρχει σε κανένα κτίσμα. Η ανθρώπινη φύση είναι κτιστό αποτέλεσμα των ακτίστων ενεργειών του Θεού, που είναι όμως εμπλουτισμένη χαρισματικώς με την άκτιστη θεία Χάρη.
Οι μαρτυρίες της Αγίας Γραφής, άλλωστε, κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, για την «πνοήν ζωής» και για την «ζώσαν ψυχήν»[23], που χορήγησε με το «εμφύσημά» του ο Θεός στον πρώτο άνθρωπο, δηλώνουν το αθάνατο και το χαριτωμένο από τον Θεό («το αείζωον ...και κεχαριτωμένον θείως») της ανθρώπινης ψυχής. Επομένως, ο άνθρωπος ήταν εξαρχής εμπλουτισμένος με την Χάρη του Θεού («κατά Θεού χάριν μεμορφωμένος»)[24]. Ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός έθεσε τον εαυτό του στον άνθρωπο με την άκτιστη θεία Χάρη και, έτσι, τον έκανε «κατ' εικόνα» και «καθ' ομοίωση» του[25]. Γι’ αυτό και ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, θεωρεί την Χάρη του Θεού στον άνθρωπο ως «μέγα και πρώτον αξίωμα» του κατ' εικόνα, που δόθηκε ως χάρισμα στον άνθρωπο κατά την δημιουργία του· με το «εμφύσημα» του Θεού προς αυτόν[26].
Η θεία Χάρη, κατά τον Παλαμά, περιβάλλει ως ένδοξη στολή τον Αδάμ πριν από την παράβαση της εντολής του Θεού[27]. Έτσι, ο προπτωτικός άνθρωπος έχει χαρισματικώς οντολογικές προϋποθέσεις για να μετέχει στην ίδια την άκτιστη ζωή του Τριαδικού Θεού. Με την προγονική πτώση όμως ο άνθρωπος χάνει την άκτιστη θεία Χάρη, αμαυρώνεται το κατ' εικόνα και αρρωσταίνει η ανθρώπινη φύση.
Στο πρόσωπο του Χριστού το κατ' εικόνα παίρνει όλη την λαμπρότητα και την δόξα του πρωτοτύπου, αφού η ανθρώπινη φύση του Χριστού λόγω της υποστατικής ενώσεως δέχεται το πλήρωμα της θείας Χάριτος και όλη την θεότητα. Εξαιτίας της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου, ο άνθρωπος μετά την πτώση, μέσα στο πλαίσιο της Εκκλησίας, ανακτά τις οντολογικές προϋποθέσεις, ώστε να μπορεί να μετέχει και πάλι στην άκτιστη θεία Χάρη.
Κατά τον Μ. Βασίλειο, το «εμφύσημα» τού Χριστού στους μαθητές του μετά την ανάστασή του επαναλάμβανε το «εμφύσημα» του Θεού στον Αδάμ και απέβλεπε να ανανεώσει την ανθρώπινη φύση ξαναδίδοντάς της την άκτιστη Χάρη, ώστε να μπορεί να κοινωνεί άμεσα ο άνθρωπος με τον Θεό[28]. Η πλήρης και δυναμική παροχή της Χάριτος γίνεται με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή[29], όταν δηλαδή συνιστάται και φανερώνεται η Εκκλησία. Το «εμφύσημα» του Χριστού συνεχίζει να πραγματώνει η Εκκλησία μυστηριακώς στα πρόσωπα των πιστών της με το βάπτισμα, όπου με την αναγέννηση τους παρέχονται οι οντολογικές προϋποθέσεις για την μετοχή της Χάριτος του Θεού. Με τον τρόπο αυτό γίνονται χαρισματικώς μέτοχοι του Θεού, κατά τον Παλαμά, όσοι δέχτηκαν «μυστικώς» στην ψυχή τους το θείο εκείνο «εμφύσημα», που έχασε ο Αδάμ με την παρακοή[30]. Στο μέτρο μάλιστα, που το αυτεξούσιο του ανθρώπου συνεργάζεται με την θεία Χάρη, γίνεται ο άνθρωπος μέτοχος του Θεού[31], πραγματώνοντας με τον τρόπο αυτό την σωτηρία του. Η συμβολή όμως του ανθρώπινου αυτεξουσίου στην προοπτική της σωτηρίας έχει, κατά τον Καβάσιλα, κατεξοχήν παθητικό παρά ενεργητικό χαρακτήρα. Επικεντρώνεται στο να βαστάξει και να διατηρήσει την δωρεάν προσφερθείσα Χάρη του Θεού («υπομείναι την χάριν και μη προδούναι τον θησαυρόν»)[32].Η οποία ενεργοποίηση δηλαδή του αυτεξουσίου του πιστού δεν κατευθύνεται στην κατάκτηση της θείας Χάριτος αλλά στην ενεργό διατήρηση της. Όταν ο άνθρωπος κατευθύνει το αυτεξούσιο του προς τον Θεό και υποτάσσει το θέλημά του στο θέλημα του Θεού, εκφράζει πρακτικώς ταπεινό φρόνημα, με συνέπεια να ενεργοποιεί και να διατηρεί σταθερά ενεργό την προσφερθείσα μυστηριακώς άκτιστη θεία Χάρη. Όλη η πνευματικού χαρακτήρα επαγρύπνηση και αγωνιστικότητα του πιστού έχει το νόημα, ότι δεν επιτρέπει να εισάγονται μέσα του εκείνα τα στοιχεία, που εναντιώνονται στην όντως ζωή και προκαλούν τον πνευματικό θάνατο απενεργοποιώντας ουσιαστικά την θεία Χάρη[33]. Άλλωστε, η ενεργός παρουσία της θείας Χάριτος στους πιστούς ερμηνεύει άριστα, γιατί η αγιότητα και οι επιμέρους αρετές τους δεν αποτελούν έργο της ανθρώπινης φύσεως και δραστηριότητας («της ανθρωπείας φύσεως και σπουδής»)[34], οντολογικό δηλαδή γνώρισμα του ανθρώπου και επίτευγμα της αυτεξούσιας ενέργειας τους. Ως αρετή του ανθρώπου φανερώνεται στην Εκκλησία η πολλαπλή φροντίδα του πιστού για την διατήρηση της θείας Χάριτος ενεργοποιημένης[35]. Σε καμιά περίπτωση όμως η αρετή αυτή δεν αποτελεί καθαρά ανθρώπινη ενέργεια, αλλά καρπό της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Η συνεργία τού ανθρώπου, για να παραμένει μέσα του ενεργός η θεία Χάρη, είναι δυνατή για όλους τούς πιστούς ανεξάρτητα από την επαγγελματική ενασχόλησή τους, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, τον τόπο τής διαμονής ή την κατάσταση της υγείας τους.[36] Πρακτικώς, η συνεργία αυτή προϋποθέτει την υποταγή της αυτεξούσιας θελήσεως του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού Πατέρα[37]. Όταν ο άνθρωπος με την παραπάνω υποταγή εναρμονίσει την θέλησή του με το θέλημα του Θεού, εξασφαλίζει την αγαθότητα της θελήσεώς του, η οποία πιστοποιείται με την φανέρωση της τέλειας αγάπης[38], η οποία αποτελεί (άκτιστο) καρπό της Χάριτος και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
Στο πλαίσιο της Εκκλησίας η υποταγή της αυτεξούσιας θελήσεως του ανθρώπου στο θέλημα του Χριστού είναι απολύτως δυνατή και θεμελιώνεται στο Χριστολογικό δόγμα. Όπως δηλαδή η ανθρώπινη φύση του Χριστού υποτάχθηκε στο θείο θέλημα του, χωρίς να χάσει την πληρότητα των φυσικών ενεργειών της -μεταξύ των οποίων είναι και το αυτεξούσιο-, έτσι και οι πιστοί, όταν εντάσσονται στο σώμα του Χριστού,διατηρούν τόσο την ιδιαιτερότητα του προσώπου τους όσο και την ελευθερία τους. Με άλλα λόγια οι πιστοί έχουν τις οντολογικές προϋποθέσεις για να υποτάξουν την αυτεξούσια θέλησή τους στο θέλημα του Χριστού, επειδή αποτελούν ζωντανά μέλη του μυστηριακού σώματός του. Άλλωστε, η οντολογική-μυστηριακή ενότητα του Χριστού με τους πιστούς έχει ως πνευματική συνέπεια την κοινωνία των πιστών στο θείο θέλημα του Χριστού[39].
Βέβαια, η κοινωνία και η ταύτιση τής θελήσεως των πιστών με το θέλημα του Χριστού δεν αποτελεί μια αυτόματη και μηχανική διαδικασία. Δεν αποτελεί δηλαδή μια μαγική πράξη. Είναι το αποτέλεσμα ενός συνειδητού και επίπονου αγώνα, που προϋποθέτει προπαρασκευή και άσκηση της αυτεξούσιας γνώμης, έως ότου προσαρμοστεί στο θέλημα του Χριστού. Η εναρμόνιση τής θελήσεως των πιστών με το θέλημα του Χριστού αποτελεί πράξη με θεμελιώδη σημασία για τους πιστούς, επειδή διαψεύδεται στην πράξη η ζωντανή οντολογική σχέση τους με τον Χριστό, όταν λείπει η εναρμόνιση αυτή[40] . Η ζωντανή οντολογική σχέση των πιστών με τον Χριστό, που προκύπτει από την χαρισματική εξάρτηση και τροφοδοσία των πιστών από την «καρδιά» του Χριστού, εκφράζεται στο μέτρο, που ταυτίζεται η θέληση τους με την θέληση του Χριστού[41].
Έκτος από τις μυστηριακές και χαρισματικές προϋποθέσεις όμως για την εναρμόνιση και ταύτιση τής θελήσεως των πιστών με το θέλημα του Χριστού ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας επισημαίνει και τονίζει τις ανθρωπολογικές παραμέτρους για την ταύτιση αυτή. Κάθε πράξη, σημειώνει εύστοχα, έχει ως αρχή της την επιθυμία, και η επιθυμία έχει ως αφετηρία της τον λογισμό. Κατά συνέπεια, στον λογισμό πρέπει να στραφεί πρωτίστως το πνευματικό ενδιαφέρον των πιστών. Απομακρύνοντας συνειδητά και ελεύθερα οι πιστοί το ενδιαφέρον τους από τα μάταια πράγματα και έχοντας την καρδιά τους γεμάτη από αγαθούς λογισμούς, πρακτικά πλέον, δεν αφήνουν χώρο στους πονηρούς λογισμούς[42]. Με τον τρόπο αυτό παρέχουν τον εαυτό τους δεκτικό για την αποδοχή και βίωση του θελήματος του Χριστού, πράγμα που εγγυάται την φανέρωση της άκτιστης θείας Χάριτος του Τριαδικού Θεού.
Συμπερασματικώς, μπορούμε να πούμε, ότι η σχέση ανάμεσα στο αυτεξούσιο του ανθρώπου και την Χάρη του Θεού είναι σχέση συνεργασίας. Την πρωτοβουλία στην σχέση αυτή την έχει ο Τριαδικός Θεός διά του Χριστού. Ο Χριστός είναι «συνεργός» των πιστών χαρισματικώς[43] παρέχοντας, κατά τον Παλαμά, αοράτως «χείρα βοηθείας»[44]. Η βοήθεια, που παρέχει ο Χριστός στα χαρισματικά μέλη του, δεν είναι άλλη, κατά τον Καβάσιλα, παρά αυτή η άχτιστη θεία Χάρη των μυστηρίων της Εκκλησίας. Μέσα από τα μυστήρια ο Χριστός ενεργεί ακτίστως με την Χάρη του όχι μόνο ως αναδημιουργός και «προπονητής» αλλά και ως «συναγωνιστής» και «στέφανος» των πιστών. Ως «συναγωνιστής», βέβαια, είναι αυτονόητο, ότι βοηθεί τους αγωνιζόμενους και όχι τους αναπαυόμενους[45]. Αγωνιζόμενος στην προοπτική της σωτηρίας του είναι εκείνος ο πιστός, ο οποίος καταθέτει αγαπητικά και συνεχώς την ελευθερία και την θέλησή του στον Θεό για να οικειωθεί το θέλημα του Θεού. Η δυναμική και αγωνιστική αυτή πράξη αποτελεί έκφραση εσχάτης ταπεινοφροσύνης, που ελκύει την Χάρη του Θεού, μέσα από την οποία φανερώνεται η δόξα του Θεού κατά την μαρτυρία του Χριστού[46].
*Ομιλία, που έγινε στους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής, Holy Cross, της Βοστώνης, Η.Π.Α., το εαρινό εξάμηνο του 2005.
[1] Βλ. Γεν. 1, 27.
[2] Βλ. αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια φυσικά κ.λ.π. 47, PG 150, 1150Α.
[3] Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, 2, 12, PG 94, 320.
[4] Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Ε', PG 150, 638C.
[5] Βλ. αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 41, PG 151, 517C.
6. Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Ζ; PG 150, 089Α.
[7] Βλ. Ομιλία 63, εκδ. Σ. Οικονόμου, Του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ', Αθήναι 1861, σ. 280.
[8] Βλ. Κεφάλαια φυσικά κ.λπ. 44, PG 150, 1152D.
[9] Βλ. Ομιλία 1, «Εις την υπερένδοξον της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου γέννησιν», στο Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Τρεις Θεομητορικές ομιλίες, Κείμενο-Μετάφραση-Εισαγωγή-Σχόλια, Π. Νέλλας, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι '1989, σ. 60.
[10] Βλ. δ.π., σ. 64: «η μεν κατά της αμαρτίας δύναμις ην εν τη φύσει, εξήγεν δε αυτήν εις έργον ουδείς».
[11]. Βλ. δ.π, σ. 66-68.
[11]. Βλ. δ.π, σ. 66-68.
[12] «Ανάγκη τινί θαυμαστή και φιλανθρώπω τυραννίδι», λέει χαρακτηριστικά ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος A, PG 150, 50ΙΑ.
[13] Βλ. αγ. Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία εις την θείαν Λειτουργίαν, PG 150, 465Α.
[14] Βλ. Ομιλία 41, PG 517Β-520Β.
[15] Βλ. Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Β', PG 150, 545D.
[16] Βλ. Ομιλία 22, PG 151, 289Α.
[17] Βλ. Ομιλία 4, PG 151, 52Β.
[18] Βλ. Ομιλία 33, PG 151,421C.
[19] Βλ. Προς Ξένω, PG 150, 1053ΑΒ.
[20]Βλ. Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Β; PG 150, 541CD.
[21]. Βλ. Γεν. 2,7.
[21]. Βλ. Γεν. 2,7.
[22] Βλ. θησαυροί 31, PG 75, 504CD.
[23] Γεν. 2,7.
[24] Αποδεικτικός 2,9, εκδ. Π. Χρήστου, τομ. Α', σ. 85.
[25]. Βλ Όμιλία 17, PG 151, 221G
[25]. Βλ Όμιλία 17, PG 151, 221G
[26] Βλ. Λόγος 11, έκδ. Δ. Καϊμάκη, σ. 474-475.
[27] Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 07, PG 150, 1168D.
[28] Βλ Περί Αγίου Πνεύματος 1ϋ, 39, PG 32, 140 CD.
[29] Βλ. Πραξ. 2, 1-4.
[30] Βλ. Περί θεοποιού μεθέξεως 14, εκδ. Π. Χρήστου, τομ. Β', σ. 149.
[31] Βλ. Προς Ξένην, PG 150, 1081C.
[32] Βλ. Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος A, PG 150, 501 Β.
[33] Βλ. 'ο.π.
[34] Βλ. Περί τής εν Χριστώ ζωής, Λόγος A \ PG 150, 013Α.
[35] Βλ. Περί τής εν Χριστώ ζωής, Λόγος Ζ ', PG 150, G85A.
[36] Βλ. Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος ΣΤ', PG 150, 641BC.
[37] Βλ. Ερμηνεία της θείας Λειτουργίας 31, PG 150, 437CD.
[38] Βλ. Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Ζ', PG 150, 721D.
[39] Βλ. Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος ΣΤ',PG 150, 641D
[40] Βλ. δ.π., 644A.
[39] Βλ. Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος ΣΤ',PG 150, 641D
[40] Βλ. δ.π., 644A.
[41] Βλ. δ.π. 644Β.
[42] Βλ. δ.π. 644C.
[43] Βλ. αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας, PG 150, 1100Β.
[44] Βλ. Ομιλία 2, PG 151, 321D.
[45] Βλ. Περί της έν Χριστώ ζωής, Λόγος Δ', PG 150, 008ΑΒ.
[44] Βλ. Ομιλία 2, PG 151, 321D.
[45] Βλ. Περί της έν Χριστώ ζωής, Λόγος Δ', PG 150, 008ΑΒ.
[46] Βλ. Ιω. 16, 13-14: «όταν δε έλθη εκείνος, το πνεϋμα της αληθείας... εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν
http://www.impantokratoros.gr
↧