Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

Ιστορία και Εσχατολογία

$
0
0
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ

Ο διάλογος φιλοσοφίας και θεολογίας στο έργο του Χρήστου Μαλεβίτση

Σταύρου Γιαγκάζογλου
Συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Η μέριμνα του φιλοσοφείν

Από το έργο του Χρήστου Μαλεβίτση, πρωταρχική αναδύεται η μέριμνα του φιλοσοφείν, ως ασκητεία και μάθηση στις μεγάλες αφηγήσεις και παραδόσεις, ως ευθύνη και οδύνη στοχαστική για τον άνθρωπο και την ιστορική του πορεία, ως  αρχέγονη πηγή του εσχάτου νοήματος της ύπαρξης, ως τρόπος υπάρξεως. Με την έννοια αυτή, ο Χρήστος Μαλεβίτσης υπήρξε ένας βαθύτατα υπαρξιστής φιλόσοφος.

Διέπρεψε κυρίως στο δοκίμιο, παιδαγωγώντας με τον έγκοπο και στοχαστικό του λόγο ένα ολόκληρο αναγνωστικό κοινό, το οποίο κυριολεκτικά ρουφούσε τα άρθρα και τις επιφυλλίδες του στις εφημερίδες και παρακολουθούσε με αδιάπτωτο ενδιαφέρον τις ομιλίες και τις διαλέξεις του. Παράλληλα, ο Χρήστος Μαλεβίτσης με το σημαντικό μεταφραστικό του έργο γνώρισε στους Έλληνες αναγνώστες μεγάλους ευρωπαίους στοχαστές, όπως ο Μπερδιάγεφ, ο Γιάσπερς, ο Χάϊντεγγερ, ο Τίλλιχ κ.ά., τροφοδοτώντας και ανατρέφοντας πνευματικά γενιές Ελλήνων, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Μάλιστα, με το πρώτο μεταφραστικό πόνημα, Αλήθεια και Αποκάλυψη του Ρώσου φιλόσοφου Νίκολας Μπερδιάγεφ, δίνει το στίγμα της μεταφραστικής του συμβολής, δηλώνοντας στο προλογικό σημείωμα: «Για την αποδέσμευση της ελληνικής παιδείας από την αγοραία ειδωλολατρεία των απισχνασμένων εννοιών του επιστημονισμού. Για έναν υποψιασμό βάθους»[1].


Στο έργο του Μαλεβίτση, η φιλοσοφική σκέψη συμπλέκεται γόνιμα με το θρησκευτικό στοχασμό. Συγκεκριμένα, το φιλοσοφικό βίωμα του νεώτερου ευρωπαϊκού υπαρξισμού συντίθεται δημιουργικά με τη βιβλική και εσχατολογική παράδοση. Άλλωστε, φιλοσοφία και θρησκεία εκκινούν από τις ίδιες πρωτογενείς αιτίες, παρόλο που συχνά ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους. Ο Χρήστος Μαλεβίτσης υπήρξε φιλόσοφος με ήθος και εραστής της αλήθειας. Τα κείμενά του χαρακτηρίζει δραματική και υπαρξιακή ένταση, ενώ ο λόγος του είναι ποιητικός και εμπνευσμένος, μυστικός και αποκαλυπτικός. Παραμένοντας μακριά από την σχολαία και ακαδημαϊκή ενασχόληση με τη φιλοσοφία, το δοκιμιακό έργο και το μεταφραστικό κατόρθωμα του Χρήστου Μαλεβίτση μαρτυρούν την έγνοια και την αγρύπνια του για την καθαυτό φιλοσοφία, την αξιοπρέπεια του φιλοσόφου, και τη δίψα για μυστική βίωση του έσχατου νοήματος της ιστορίας του ανθρώπου.

 Ωστόσο, ο Χρήστος Μαλεβίτσης δεν ήταν ένας τυπικά δυτικοευρωπαίος φιλόσοφος. Με ριζώματα και ερείσματα στην ιδιοπροσωπία του Ελληνισμού, ανεδείκνυε τη συμβολή του στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία και στον πολιτισμό. Δεν υπήρξε ιδεολογικά ελληνοκεντρικός ούτε, ασφαλώς, απλός μεταπράτης της ευρωπαϊκής σκέψης στη χώρα του. Αντίθετα, το έργο του αποτελεί κριτικό διάλογο και διαλεκτική σύνθεση του νεοελληνικού με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό.

Σε ένα του δοκίμιο για τον εκδυτικισμό του Ελληνισμού, ο Χρήστος Μαλεβίτσης διαφοροποιείται από την εθνικιστικού τύπου υπεράσπιση της πνευματικής ταυτότητας και ιδιοπροσωπίας του Ελληνισμού. Ο Ελληνισμός δεν απειλείται μόνο από τη μεγάλη χοάνη της οικουμενικής τεχνολογίας, δηλαδή, από την παγκοσμιοποίηση, αλλά και από τους ίδιους τους Έλληνες, οι οποίοι ξεκίνησαν, εδώ και χρόνια, την κατεδάφισή του, ακολουθώντας άκριτα έναν αδιευκρίνιστο εισέτι προοδευτισμό. Τώρα, που ο πολιτισμός αιχμής παράγεται στη Δύση και είναι στην Ελλάδα εισαγόμενος, η επιστροφή στις πολιτισμικές συνθήκες του παρελθόντος δεν μπορεί ιστορικά να συντελεσθεί, δίχως να σημάνει φονταμενταλισμό, φολκλορισμό και γελοιοποίηση. Για την διαπιστωμένη έλλειψη ταυτότητας και την ασάφεια στον προσανατολισμό του Νέου Ελληνισμού, ο Χρήστος Μαλεβίτσης προτείνει μια λύση γόνιμη, δύσκολη, μα όχι ακατόρθωτη: «Να αφομοιώσουμε δημιουργικά το δυτικό πολιτισμό με τον τρόπο τον ελληνικό, και να θέσουμε τον Ελληνισμό στο σημείο της πολιτιστικής αιχμής...Αν η μήτρα του Ελληνισμού διαθέτει ακόμη τις μυστικές δημιουργικές δυνάμεις, τούτος θα σωθεί από μόνος του και από κανένα διακηρυγμένο σωτήρα»[2].

Φιλοσοφία και θρησκεία

Η «παλαιά διαφορά» φιλοσοφίας και τραγωδίας αποκαλύπτει τον διαρκή διάλογο φιλοσοφίας και θεολογίας. Αλλά πώς θα μπορούσε να συνδυασθεί το υπαρξιακό πάθος της τραγωδίας με την απάθεια του φιλοσοφικού λόγου; Πώς  θα μπορούσε να υπάρξει οργανική ενότητα μεταξύ της φιλοσοφίας και της θεολογίας στις δύο αυτές εκδηλώσεις του ανθρώπινου πνεύματος; Το πέρασμα αυτό συνέβη, κατά τον Χρήστο Μαλεβίτση, με την είσοδο στο προσκήνιο της ιουδαιοχριστιανικής (βιβλικής) αντίληψης για τον Θεό, την ιστορία, τον κόσμο και τον άνθρωπο. Ο Θεός δεν ενεργεί εντός της φύσεως απλώς, δεν αποτελεί τμήμα της κοσμικής αλυσίδας, υποτασσόμενος και αυτός στην κοσμολογική αναγκαιότητα και αιωνιότητα της ύλης. Ο Θεός, κατά τη βιβλική αντίληψη, ενεργεί εντός της ιστορίας, καλεί προσωπικά τον άνθρωπο, ο οποίος ανταποκρίνεται επίσης προσωπικά στη θεϊκή κλήση. Η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι αθάνατη. Η ύπαρξή του, όμως, φανερώνει το δυναμισμό του προσώπου του ως ανόμοιας και ανεπανάληπτης ταυτότητας. Ο κόσμος δεν είναι τυχαίο αποτέλεσμα φυσικών διεργασιών, αλλά δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από την ελευθερία και την αγάπη ενός ενεργούντος προσώπου. Η αλήθεια, τελικά, ταυτίζεται με την υπαρξιακή αλήθεια και την πληρότητα της ζωής του ανθρώπινου προσώπου.

Η αρχαιοελληνική τραγωδία παρουσίασε την υπαρκτική περιπέτεια του ατόμου, περιπέτεια τραγικότητας και πάθους, να υποτάσσεται στην κοσμολογική αναγκαιότητα της μοίρας ή της δικαιοσύνης. Δεν μπόρεσε, όμως, να επηρεάσει την φιλοσοφία, η οποία δεν αντελήφθη τίποτε από την έννοια και την υπαρκτική σημασία της ιστορίας. Στην Παλαιά Διαθήκη, η τραγωδία είναι τραγωδία ενός ιστορικού λαού, η οποία, αργότερα, στην Καινή Διαθήκη γίνεται η τραγωδία ενός ιστορικού προσώπου, το οποίο συγκεφαλαιώνει και νοηματοδοτεί, ως συλλογική προσωπικότητα, ολόκληρη την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, γεννήθηκε στη βιβλική παράδοση η αντίληψη της «ιερής ιστορίας», η οποία θα οδηγούσε, αργότερα, την ευρωπαϊκή σκέψη στην αντίληψη και τη σημασία της φιλοσοφίας της ιστορίας. Με την έννοια αυτή, μόνον ο Εβραϊκός λαός δίδαξε στο δυτικό πολιτισμό το νόημα και την οντολογική σημαντικότητα της ιστορίας, ως μοναδικής και ανεπανάληπτης διαδρομής με νόημα και τελικό σκοπό.

Κατά τον Χρήστο Μαλεβίτση, η κατάσταση αποσαφηνίστηκε με τους προφήτες στην Ιουδαία. Εκεί υπήρξε ο τόπος της δράσης του Πνεύματος. Ζώντας στις υπαρξιακές δυσχέρειες της ιστορίας του, ο Ισραήλ καταφεύγει για τη σωτηρία του στον ανώλεθρο τόπο του Πνεύματος. Στην Ελλάδα, αποσαφηνίστηκε η ανθρώπινη συνθήκη με τους φιλοσόφους και τους τραγικούς ποιητές. Η Ελλάδα είναι ο τόπος της φανέρωσης του Λόγου. Η διαφορά τους είναι καίρια, αν και όχι οπωσδήποτε ασυμβίβαστη. Ενώ το Πνεύμα αποκαλύπτεται και ενεργεί εκ των άνω, ο Λόγος ανακαλύπτει και διερευνά εκ των κάτω. Το Πνεύμα είναι το Πνεύμα του Θεού που αυτοαποκαλύπτεται. Σπάζει τις εγκόσμιες συνθήκες της αναγκαιότητας και αίρει τον κόσμο και τον άνθρωπο προς το βασίλειο της ελευθερίας. Διανοίγει την εσχατολογική προοπτική ενός άλλου κόσμου, που ανήκει στο βασίλειο του Πνεύματος και έρχεται, ήδη μέσα στην ιστορία, ως πρόγευση ανάστασης και σωτηρίας από τη φθορά και τον υπαρκτικό αφανισμό του προσώπου. Κατά τον φιλόσοφο Χρήστο Μαλεβίτση, όλα αυτά δεν είναι λέξεις. Είναι πραγματικότητες τις οποίες προσκόμισε η βιβλική παράδοση στον κόσμο και οι οποίες διαμόρφωσαν τον πνευματικό ορίζοντα του Δυτικού ανθρώπου επί χιλιετίες. Έκτοτε, τα όρια στα οποία έφθασαν οι βιβλικές και οι αρχαιοελληνικές αποσαφηνίσεις δεν ξεπεράστηκαν. Ζούμε ακόμη στον πνευματικό ορίζοντά τους. Γι’ αυτό και οι δύο αυτοί λαοί, που εισήγαγαν και νοηματοδότησαν στον πολιτισμό την έννοια της φιλοσοφίας και την εμπειρία της θεολογίας, υπήρξαν αυτόχρημα κοσμοϊστορικοί[3].

Φύση και ιστορία

Η αρχαιοελληνική σκέψη, βαθύτατα ριζωμένη στην κοσμολογία, υπήρξε κατά βάση φυσιοκρατική. Ο χρόνος νοείται ως η αέναη επανάληψη ενός κλειστού και αυτάρκους οντολογικά κόσμου. Η αντίληψη αυτή οδηγεί σε ένα κόσμο δίχως μεταβολή, δίχως καινοτομία, δίχως ιστορική προοπτική. Πίσω από την αιώνια ανακύκληση βρίσκεται η απόλυτη κοσμολογική θεότητα, στην οποία υποτάσσονται και τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα. Είναι ανάγκη της φύσεως να συνιστά μια κλειστή και ανακυκλούμενη ενότητα. Η τελειότητα της φύσης έγκειται στο ότι δεν γνωρίζει καμία ιστορική προοπτική, καμία δημιουργική πρωτοτυπία, πέραν του αναγκαστικού κύκλου της φθοράς και της αναγέννησης, της αποσύνθεσης και της σύνθεσης. Ο,τιδήποτε ξεφεύγει από τον οντολογικό αυτό μονισμό της αυτάρκειας, είναι το χάος και η άβυσσος του μηδενός. Για το λόγο αυτό, η εκ του μη όντος ή εκ του μηδενός δημιουργία είναι παντελώς αδιανόητη στην αρχαιοελληνική σκέψη σε οποιαδήποτε μορφή και έκφρασή της.

Η ανθρωπολογία του αρχαίου ελληνικού κόσμου μοιραία συμπλέκεται με την κοσμολογία. Ο άνθρωπος μετέχει στον κοσμικό κύκλο, γνωρίζοντας τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία της φυσικής νομοτέλειας. Η διαμεσολαβητική λειτουργία του μύθου, των συμβόλων και της ειδωλολατρίας είναι ακριβώς η προσπάθεια του αρχαίου ανθρώπου να μιμηθεί τα κοσμικά αρχέτυπα και τους νόμους της φύσης μέσα από τη διαρκή επανάληψή τους. Ο άνθρωπος ζει εντός της φύσεως και η φύση απλώς επαναλαμβάνεται όμοια και απαράλλακτα. Η κατάσταση του ανθρώπου ως πνευματικού όντος μέσα στους κόλπους της φύσης είναι τραγική. Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα αντικείμενο του κόσμου. αποτελεί έναν μικρόκοσμο που περιέχει μέσα του τον κόσμο. Αν ο άνθρωπος ήταν μονάχα ένα φυσικό και περιορισμένο ον, η ζωή και ο θάνατός του δεν θα είχε τίποτε το τραγικό. Τραγικός είναι μόνον ο θάνατος ενός αθανάτου όντος που τείνει προς το άπειρο.

Μετά τον ιουδαιοχριστιανισμό, η ιστορία εμφανίζεται απόλυτα διαφοροποιημένη από την έννοια της κυριαρχικής  φύσης, από έναν κόσμο όπου υποκείμενο και αντικείμενο ισορροπούσαν σε μιαν αρμονική σύμπνοια. Ο χρόνος και η ιστορία απέκτησαν για τη χριστιανική πίστη μεταφυσική σημασία. Η ιστορία έχει νόημα όχι όταν διαιωνίζεται άσκοπα, αλλά όταν καταλήγει σε ένα τέλος. Η σημασία της δεν είναι ενδοκοσμική, αλλά πρωτίστως υπερβατική. Αν η ιστορία θεωρηθεί ως μια εγκοσμιοκρατική ροή του χρόνου, τότε είτε συνιστά ένα είδος νομοτέλειας ή εντελέχειας της φύσης  είτε ένα τυχαίο ατύχημα της φύσης. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι μια διαδικασία δίχως νόημα. Αλλά η χριστιανική πίστη, τοποθετεί το νόημα του κόσμου στην ιστορία του ανθρώπου και όχι στη φύση.

Παρά τις προσπάθειες εξελληνισμού του Χριστιανισμού, η βάση της χριστιανικής μεταφυσικής παρέμεινε εσχατολογική, δηλαδή, μια προφητική «φιλοσοφία της ιστορίας». Αν ο Χριστιανισμός είναι ιστορικός, είναι επειδή θεμελίωσε την οντολογία στην ελευθερία του προσώπου. Δίχως την ελευθερία, δεν υπάρχει ιστορία.  υπάρχει  μόνο η κυριαρχία της φύσης. Ο Χριστιανισμός στη συνάντησή του με τον Ελληνισμό διέρρηξε την εξωβιβλική κοσμολογία, απογύμνωσε τη φύση από την θεϊκότητα, «απομυθοποιώντας»  και «απομαγικοποιώντας» την ένθεη και αιώνια φύση. Συνάμα, απελευθέρωσε το χρόνο και την ιστορία από την αιώνια και αναγκαστική ανακύκλησή τους. Το ζήτημα για το νόημα του χρόνου και τη σχέση της ιστορίας του ανθρώπου με τη «σωτηρία» ως ιστορική διαδικασία, επρόκειτο να λάβει καίρια σημασία, την οποία δεν ήταν δυνατό να υποπτευθεί καν η αρχαιοελληνική και γενικότερα η εξωβιβλική σκέψη. Η ερμηνεία του ανθρώπου δεν γίνεται πια με τους όρους της φυσικής νομοτέλειας, ενώ η ερμηνεία του κόσμου γίνεται με τους όρους του ανθρώπου. Κατά τον Μαλεβίτση, οι άνθρωποι είμαστε όντα ιστορικά.  Είμαστε τέκνα της ιστορίας και δημιουργοί της ιστορίας. Παραφράζοντας μια ρήση του Ορτέγα υ Γκασσέτ, ο Μαλεβίτσης θεωρεί ότι η «φύση» του ανθρώπου είναι η «ιστορία». Ο άνθρωπος δεν έχει φύση, όπως το ζώο, το φυτό, η πέτρα. αλλά έχει ιστορία.

Το νόημα της ιστορίας

Η σύγχρονη αντίληψη του γραμμικού χρόνου και της ιστορίας έχει προέλθει από τη βιβλική παράδοση. Ο κόσμος είναι η δημιουργία του Θεού που κτίσθηκε για να οδηγηθεί μέσω του ανθρώπου στην τελείωση των εσχάτων. Την πορεία του, η οποία είναι μοναδική, αμετάτρεπτη και ανεπανάληπτη κίνηση, την κατευθύνει η συνεχής πρόνοια ενός ζωντανού και ενεργητικού Θεού μέσα στην ιστορία της κτίσης και της ανθρωπότητας. Ως ιστορία εδώ εκλαμβάνεται η σκόπιμη και προγραμματισμένη πορεία του κόσμου, ο οποίος οδηγείται σε ένα τέλος. Αν η φύση έλκει τον άνθρωπο να ανακαλύψει τους νόμους, τη δομή και τη λειτουργία της, η ιστορία επιζητεί από τον άνθρωπο να την ερμηνεύσει. Τα γεγονότα της ιστορίας δεν είναι ποτέ αντικειμενικά φαινόμενα, αλλά είναι πράγματα που επιζητούν ερμηνεία, γιατί εμπεριέχουν νόημα, έκφραση, εσκεμμένη ή αυθόρμητη αντανάκλαση της ανθρώπινης δράσης και ζωής.

Κατά τον Μαλεβίτση, αν ο επιστήμονας διαπιστώνει τους αντικειμενικούς παράγοντες που κινούν τον κόσμο και την ιστορία, ο πνευματικός άνθρωπος διεισδύει και αντιλαμβάνεται το νόημα της ιστορίας. Η επιστήμη μπορεί να ατενίζει νηφάλια το αντικείμενό της, αλλά το πνεύμα συμπάσχει, ζει την τραγωδία του ανθρώπου και της ιστορίας. Ο φωτισμός του ανθρώπου δια του Λόγου δεν είναι έργο χρησιμοθηρικό, αλλά εσχατολογικό. Δεν πρόκειται για τη διανοητική λειτουργία του λόγου, που διερευνά επιστημονικά τον λόγο της αρχής των όντων στο επίπεδο του αιτίου και του αιτιατού, αλλά για τον λόγο, το νόημα και το σκοπό του τέλους των όντων. Πρόκειται για την απροσδόκητη εσχατολογική προοπτική που κομίζει το Πνεύμα και η οποία διανοίγεται ως δωρεά και διαφάνεια στον άνθρωπο, πέρα από κάθε κριτική ανάλυση. Ο Χρήστος Μαλεβίτσης θεμελιώνει τη γνήσια πνευματική προοπτική στη βιβλική παράδοση του Χριστιανισμού. Όπου το πνεύμα, είναι το Πνεύμα του Θεού και αυτοαποκαλύπτεται εκ των άνω, και δεν ανακαλύπτεται από μια λογική πορεία, ως εγκόσμια διάσταση. Το Πνεύμα κατεβαίνει εκεί που ωδινάται η ύπαρξη, εκεί που κλονίζονται τα θεμέλια του νοήματος του υπάρχειν, εκεί που συγκλονίζει ο θάνατος. Στον έρριζο κλονισμό της υπάρξεως, στην άβυσσο της απελπισίας, το Πνεύμα αναγγέλλει την ανάσταση, την υπερβατική ελπίδα. Η Ανάσταση του Χριστού επιφέρει τη ρήξη των δεσμών της ύπαρξης στον άτεγκτο κλοιό της φθοράς και του θανάτου. Μόνο το αναστάσιμο φώς μπορεί να μεταμορφώσει την ύπαρξη σε πνευματική εσωτερικότητα του Όντος. Τα γεγονότα του Πνεύματος, δεν είναι λογικά θεωρήματα ή νοούμενα σχήματα, αλλά δρώμενα και πράγματα στην κτίση και στην ιστορία, έξωθεν στην επιφάνεια του κόσμου και έσωθεν στα βάθη του πνεύματος. Είναι επόμενο η απελπισία για την τύχη της υπάρξης στον κόσμο να είναι ριζική, όπως ριζική είναι και η ελπίδα για τη σωτηρία της ύπαρξης. Η εν Πνεύματι εμπειρία της απελπισίας αποτελεί προνόμιο, γιατί ήδη συνιστά γεύση της αιωνιότητας. Αντίθετα, ο εκτός του Πνεύματος απελπισμός της ύπαρξης είναι η γεύση του μηδενός. Ο Χριστιανισμός απέναντι στο υπαρξιακό δεδομένο του θανάτου αντέταξε την εσχατολογική νοηματοδοσία της ανάστασης, ως του κατεξοχήν πνευματικού γεγονότος αλλά και αιτήματος της ιστορίας. «Η πνευματικότητα αναιρεί την “πραγματικότητα”. Και η πραγματικότητα του ανθρώπου, όταν τούτος υψωθεί στο ακροτελεύτιο όριο της μαρτυρίας του, είναι η πνευματικότητά του».

Ελευθερία και αναγκαιότητα. Η εγελιανή ανάγνωση της ιστορίας


Σύμφωνα με τον Μαλεβίτση, η βασική σύλληψη του Εγέλου για τη φιλοσοφία της ιστορίας έλκει σαφέστατα την προέλευσή της από τον ιουδαιοχριστιανισμό, αν και η βασική επεξεργασία της έγινε με τα μέσα του αρχαιοελληνικού λόγου. Η πονηρία του Λόγου είναι τελικά η υποταγή της ελευθερίας στην αναγκαιότητα. Ο Λόγος, μη έχοντας καμία πλέον σχέση με τον Λόγο που εγένετο σαρξ, κατά την προσφυή παρατήρηση του Μαλεβίτση,  ταυτίζεται απλώς με την αντικειμενικότητα: «ό,τι είναι λογικό είναι και πραγματικό. Και ό,τι είναι πραγματικό είναι και λογικό». Στην εγελιανή αντίληψη για την ευθύγραμμη, έστω και διαλεκτικά, πορεία της ιστορίας και του κόσμου, ο Μαλεβίτσης διαβλέπει μια κίνηση που πραγματοποιείται δίχως ελευθερία, σύμφωνα με νόμους αδήριτους. Κυρίως, όμως, στο σύστημα αυτό κάθε μοναδικό και αναντικατάστατο ανθρώπινο πρόσωπο μπορεί κάλλιστα να θυσιασθεί χάριν του γενικού και του αντικειμενικού. «Χρειάστηκαν οι συνταραγμοί του αιώνα μας με τις ατελέσφορες επαναστάσεις και τους ολετήριους παγκόσμιους πολέμους για να γίνη ευρέως αντιληπτό, πως η πραγματικότητα υπερβαίνει και καταποντίζει τις έννοιες και τις αντικειμενικές αλήθειες. Πως πραγματικότητα είναι και το παράλογο και το παράδοξο και το τυχαίο και το ανείκαστο»[4].

Ο άνθρωπος, όμως, οφείλει να περάσει ως το τέλος της ιστορίας το δρόμο της ελευθερίας. Ο Ντοστογιέφσκυ στο «Όνειρο ενός γελοίου» ομολογεί την αλήθεια της αγάπης προς τον συνάνθρωπο και καταγγέλλει το απατηλό είδωλο της αγάπης προς την αφηρημένη ιδέα της ανθρωπότητας. «Η ουσία είναι να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, να ποια είναι η ουσία, αυτό είναι όλο και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο: αμέσως θα μάθεις πώς χτίζεται ο παράδεισος». Ωστόσο, ο άνθρωπος, ως πρόσωπο μοναδικό και ανεπανάληπτο, δεν πρέπει να θυσιαστεί ακόμη και για την ιδέα της αγάπης. «Δεν αξίζει ούτε για ένα δάκρυ πονεμένου παιδιού που χτυπά το στήθος του με τη μικρή του γροθιά, καθώς κάθεται σε μια γωνιά κάποιας βρωμερής τρώγλης και με τα δάκρυα, που δεν μπορούν να εξιλεωθούν, προσεύχεται στον αγαπημένο Θεό. Μια τέτοια λοιπόν αρμονία δεν αξίζει διόλου, γιατί δεν μπορεί να εξιλεώσει αυτά τα δάκρυα». Σε πλήρη συμφωνία με τον Ντοστογιέφσκυ, ο Χρήστος Μαλεβίτσης επισημαίνει τραγικά ότι «ο φόνος ενός ανθρώπου, που δεν νοείται ως πρόσωπο μοναδικό και αναντικατάστατο, δεν είναι έγκλημα. Γι’ αυτό και ο φόνος ολοένα πληθαίνει...».

Κατά τον Έγελο, «τα άτομα και οι λαοί με τη ζωτικότητά τους, ζητώντας και ικανοποιώντας κάτι δικό τους, αποτελούν συγχρόνως και μέσα και εργαλεία ενός Ανώτερου και Απώτερου, το οποίο ασύνειδα πραγματώνουν». Η σχέση αυτή της καθολικότητας του Λόγου με την αποσπασματικότητα των ανθρώπινων πράξεων ονομάσθηκε από τον Γερμανό φιλόσοφο «πονηρία του λόγου». Η ανθρώπινη πράξη, τελικά, μπορεί να παράγει εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα από εκείνα που επιδίωξαν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Η «πονηρία του λόγου» επισημαίνει ότι η ιστορική αναγκαιότητα εσκεμμένα ωθεί ή αξιοποιεί την εξέλιξη των γεγονότων ώστε να κατατείνουν προς την υλοποίηση ενός προσδιορισμένου τελικού αποτελέσματος. Πέρα από κάθε ιστορικό διδακτισμό, η ιστορία παρέχει ένα είδος συμφιλιωτικής γνώσης ως επίγνωσης του τελικού σκοπού της ελευθερίας που συντελείται στην ανέλιξή της. Η ελευθερία, όμως, αυτή δεν έχει ούτε μεταφυσικό ούτε, βέβαια, προσωπικό χαρακτήρα. Είναι έννοια γνήσια πολιτική, ως ελευθερία του καθολικού και του παγκόσμιου πνεύματος. Επιπλέον, η φιλοσοφία της ιστορίας είναι πάντοτε μια αναδρομική μορφή γνώσης, καθόσον «ο φιλόσοφος δεν ασχολείται με προφητείες»[5].

Η εγελιανή θεώρηση για την ιστορία αγκυλώθηκε στην τάση της εποχής της για αντικειμενικότητα και επιστημοσύνη, αγνοώντας το ανθρώπινο πρόσωπο και την ελευθερία του πέρα από κάθε κοσμική αναγκαιότητα. Με τον Έγελο, η πονηρία του Λόγου σήμαινε ένα αρχαιοελληνικό πισωγύρισμα από τη βιβλική αντίληψη για την ελευθερία του Πνεύματος. Η αλήθεια, ως αντικειμενικότητα και έλλογη ερμηνεία της  ιστορίας, επισκίαζε τη σημασία της αλήθειας ως πρόσωπου και ως ελευθερίας, μέσα από την εσχατολογική προοπτική της ιστορίας. Για τον Μαλεβίτση, όμως, ο παράγοντας του πνεύματος δεν συνιστά έναν αντικειμενικό και αιτιοκρατούμενο όρο, αλλά μια κατεξοχήν εσχατολογική και ανατρεπτική προοπτική. Αν για τον Έγελο το πνεύμα συνιστά αναγκαιότητα, για τον Μαλεβίτση το πνεύμα είναι ελευθερία. Παρά την εγελιανή ερμηνευτική του πνεύματος, οι κρυφές και αδιάγνωστες δυνάμεις του Πνεύματος δεν έχουν, ωστόσο, εξαντληθεί. Το ιστορικό τοπίο ενδέχεται να αλλάξει, πέρα από κάθε προβλέψιμη διαδικασία. Η συναίρεση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος κάτω από εσχατολογικά αιτήματα υπάγεται σε μια γνήσια και αυθεντική πνευματική δραστηριότητα, την προφητική. Για τον Μαλεβίτση, η προφητική αντίληψη της ιστορίας καθόλου δεν σχετίζεται με την έλλογη πρόβλεψη και, πολύ περισσότερο, με τη μαντεία. Γιατί ακριβώς η εσχατολογική προοπτική δεν ανάγεται στο χρονικώς έσχατο αλλά αναφέρεται στο πνευματικώς έσχατο. Η ευρεία και εντατική συνειδητοποίηση ολόκληρης της ιστορικής περιπέτειας του ανθρώπου σχετίζεται με ένα είδος «ιστορικού ανθρωπισμού», ο οποίος, όμως, καθόλου δεν συνιστά παρελθοντολογία ή παραδοσιοκρατία. Και τούτο, διότι οι πηγές του είναι μεταϊστορικές και εξωχρονικές, μολονότι εκβάλλουν δημιουργικά στην ιστορία και στο χρόνο. Ούτως ή άλλως, η ιστορία, εξαιτίας της θαυμασιότητας, της μυστηριακότητας και της οντολογικής οριακότητας που κομίζει, ενέχει έναν χαρακτήρα ιερότητας. Η ιστορία δεν ταυτίζεται και δεν εξαντλείται στη χρονογραφία ενός έθνους ή στον κύκλο ενός πολιτισμού. «Σ’ αυτό το μικρό ξέφωτο του σύμπαντος κόσμου και του σύμπαντος χρόνου παίζεται κάτι πολύ μεγάλο, το δυσθεώρητο, το αυτόχρημα ιερό». Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν είναι μια αφηρημένη έννοια αλλά ο καθημερινός άρτος του κόσμου και του ανθρώπου. Η ιστορία είναι τελικά η δραματική φανέρωση της ανθρώπινης κοινότητας και του Όντος, στον ορίζοντα του χρόνου.

Προφητεία και ιστορία

Στο αυχμηρό τοπίο του θανάτου, ο προφήτης Ιεζεκιήλ ζει εν πνεύματι ένα εξαιρετικό γεγονός. Μέσα στη έρημο συναντά ανθρώπινα οστά, δηλαδή, την καταλυτική κυριαρχία της φθοράς και του θανάτου πάνω στην ύπαρξη. Ωστόσο, τα ξηρά αυτά οστά, αίφνης δια του Πνεύματος του Θεού, λαμβάνουν και πάλι τη ζωή και από νεκρά όντα ανασταίνονται σε ζωντανές υπάρξεις. Παρά την υλικότητά τους, είναι πλέον υπάρξεις πλήρεις πνεύματος. Ερμηνεύοντας ο Χρήστος Μαλεβίτσης το όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ, θεωρεί ότι πρόκειται για τη ριζική σύλληψη του μηδενισμού της ύπαρξης, που μόνο το ιουδαϊκό πνεύμα μπορούσε να την πραγματοποιήσει, ούτε ο ποιητής, ούτε ο φιλόσοφος, αλλά μόνον ο προφήτης. Πρόκειται για κάτι το όντως νέο στον τρόπο εμβίωσης της ύπαρξης, για το όριο μεταξύ του όντος και του μη όντος. Η λύση προέρχεται πέραν του Λόγου, δια της ελευθερίας του Προσωπικού Θεού. Αν η ελληνική παιδεία θέλει τον άνθρωπο να είναι άξιος της αιωνιότητας του Λόγου, η βιβλική αγωγή θέλει τον άνθρωπο να είναι άξιος της αιωνιότητας του Θεού. Το ιουδαϊκό πνεύμα κήρυξε πόλεμο κατά της κοσμικής αναγκαιότητας, ίσως επειδή την υπέστη βαρύτερα από κάθε άλλον, εισάγοντας στις διαδικασίες της ιστορίας τη βούληση του Θεού, δηλαδή, την υπερβατική ελευθερία. Δίχως υπερβατική ελευθερία, δίχως την πραγματικότητα του προσώπου, η υπόθεση του ανθρώπου είναι χαμένη. Ο έγχρονος και δίχως ιστορικότητα άνθρωπος είναι «ζώον λόγον έχον», ενώ ο ιστορικός και προσωπικός άνθρωπος είναι «ζώον Πνεύμα έχον», γι’ αυτό και καθίσταται «ζώον θεούμενον». Το Πνεύμα του Θεού αποβαίνει συστατικό του ανθρώπινου προσώπου. Ο τρόπος αυτός της υπάρξεως συνιστά εσχατολογικό βίωμα κατεξοχήν. Η λύση του ανθρωπολογικού δράματος δεν μπορεί παρά να είναι εσχατολογική, όχι κοσμολογική. Στον Ισραήλ, δεν υπάρχει κόσμος αλλά  κτίση και ιστορία. Η ύπαρξη του ανθρώπου εκλαμβάνεται ως ύπαρξη του λαού του Θεού. Ό,τι υπάρχει, για τη βιβλική αντίληψη είναι το σημείο τομής του χρόνου με την αιωνιότητα. Ολόκληρη η ιστορία δεν είναι, λοιπόν, «φυσική ιστορία» αλλά «ιερή ιστορία», εισβολή του εσχάτου, του αιώνιου και του υπερβατικού στην εγκοσμιότητα και στην ιστορία. Στον Ισραήλ, δεν υπάρχει «κόσμος» με την έννοια της κοσμολογικής αναγκαιότητας, αλλά κτίση και κτιστά όντα με τα οποία σχετίζεται ένας προσωπικός Θεός, δηλαδή, ένας λαός του Θεού που πορεύεται μέσα στην ιστορία. Για τον λαό αυτό, ό,τι υπάρχει αληθινά είναι ακριβώς αυτή η ρήξη της εγκοσμιότητας, λόγω της έλευσης του αιώνιου στη ζωή της κτίσεως.

Εσχατολογική οντολογία

Στην Καινή Διαθήκη, πραγματώνεται νέα κορύφωση: το υποκείμενο δεν είναι ο περιούσιος λαός του Θεού, είναι η ανθρώπινη ύπαρξη. Ευαγγέλιο σημαίνει Ανάσταση και αιώνια ζωή. Η προφητική και εσχατολογική αυτή προοπτική δεν συνιστά κάποιο συμβολικό ή νοούμενο «θεώρημα», αλλά γεγονός και πράξη στην κτίση και στην ιστορία. «Ο χριστιανισμός δεν είναι ηθική, ο χριστιανισμός είναι άγγελμα υπερβάσεως του κλοιού του θανάτου, που είναι το μηδενιστικό εγκόσμιο όριο της υπάρξεως. Είναι εγκυρωμένο θεόθεν άγγελμα της Ζωής του Αιωνίου. Η ηθική είναι ενέργημα παράγωγο αυτού του αγγέλματος»[6]. Πράγματι, η ηθική από μόνη της δεν μπορεί καν να δικαιώσει τη δική της ύπαρξη, να διεκδικήσει απόλυτο κύρος και αυθεντία. Η ηθική είναι ρευστή και μεταβαλλόμενη, όπως ρευστή και μεταβαλλόμενη είναι και η κατάσταση των όντων, τα οποία υφίστανται τη φθορά του χρόνου. Πρωταρχικό μέλημα της ηθικής είναι η ορθολογική και δεοντολογική οργάνωση της κοινωνίας και η βελτίωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αποσκοπεί, απλώς, στην άμβλυνση των οδυνηρών συνεπειών του κακού και στην κατάκτηση της αρετής. Κάθε αντικειμενική ηθική, στερούμενη έσχατου και οντολογικού νοήματος, εγκλωβίζει τον άνθρωπο στο συμβατικό πλαίσιο του εφήμερου και συμπτωματικού ευδαιμονισμού. Δεν διερωτάται για το πρόβλημα της φθοράς των όντων ούτε, ασφαλώς, επιδιώκει την υπέρβαση του θανάτου. Για τη βιβλική, όμως, αντίληψη, η αλήθεια των όντων δεν βρίσκεται στην αρχή και στη μεταβολή τους, αλλά στο τέλος και στην πληρότητά τους. Το είναι του ανθρώπου και η ανέλιξη της ιστορίας δεν καθορίζεται από την ηθική. Η αλήθεια των όντων, το νόημα της ύπαρξης, κρίνεται και αποκαλύπτεται από τα έσχατα της ιστορίας. Πρόκειται για μία εσχατολογική οντολογία που βλέπει την αναφορά και ολοκλήρωση της κτίσης και της ιστορίας στην αλήθεια ενός προσώπου, του προσώπου του Χριστού. «Ο Ιησούς επίστευε πως μόνον η ανάστασή του θα επέφερε την ρήξη των δεσμών της κοινής συνείδησης και θα την ελευθέρωνε για να δεχτή ασμένως την ευδοκία του πνεύματος». Συνεπώς, το έργο του ανθρώπου στον κόσμο είναι πλήρες εσχατολογικού νοήματος. Η ιστορία είναι, κατά τον Μαλεβίτση, ο χώρος διείσδυσης του πνεύματος στις φυσικές διαδικασίες, και της φύσεως στις πνευματικές διαδικασίες.

Προφητική και ιεροκρατική Εκκλησιολογία

Ο ιστορικός Χριστιανισμός δεν είναι μόνο αποκάλυψη του Θεού, αλλά και δημιουργία του ανθρώπου με θετικές και αρνητικές πτυχές. Και τούτο είναι αναπόφευκτο, καθόσον η ανθρώπινη δημιουργία μπορεί διαρκώς να εμφανίζει μία σειρά από παθολογικά φαινόμενα και αντιφάσεις, όψεις ακμής και παρακμής. Πρόκειται ακριβώς για τους πειρασμούς της ιστορίας. Ο ιστορικός Χριστιανισμός ενέδωσε στον πειρασμό της αντικειμενοποίησης και προσαρμογής στις ιστορικές συνθήκες. Με τις θεοκρατικές εκφράσεις του, απέδωσε ιερό χαρακτήρα στη γήινη δύναμη και στο κράτος.

Χαρακτηριστικά, ορισμένες εκδοχές του ιστορικού Χριστιανισμού μετέτρεψαν την Εκκλησία από χαρισματική κοινότητα, που οφείλει να εικονίζει σε κάθε της έκφανση τα έσχατα της Βασιλείας, σε επίγεια πραγματικότητα που επιζητεί με τις ιεροκρατικές της δομές να κυριαρχήσει στον κόσμο. Την απόλυτη θεσμοποίηση της Εκκλησίας μέχρι του σημείου να μην αναγνωρίζει ούτε την αληθινή κεφαλή της, τον Χριστό, διεκτραγωδεί ο Ντοστογιέφσκυ στον μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Ο Χριστός είναι ξένος και επικίνδυνος για την Εκκλησία εκείνη, η οποία αρνείται στον Χριστό το δικαίωμα της «επανόδου» στην ιστορία, αρνείται την έλευση της Βασιλείας του Θεού, γιατί στη θέση της έχει εγκαθιδρύσει ένα απρόσωπο και ανελεύθερο σύστημα δικανικής ηθικής και κοινωνικής τάξης, το οποίο σε τελική ανάλυση, δεν διαφέρει σε τίποτε από ένα αξιοθρήνητο σύστημα βίας και αναγκαιότητας, κατά τον Ντοστογιέφσκυ. Το δράμα του Μεγάλου Ιεροεξεταστή έγκειται στο  δίλημμα μεταξύ της ιστορικής αναγκαιότητας, της ιστορίας δίχως εσχατολογικό νόημα και σκοπό, και της ελευθερίας ως απελευθέρωσης από τα δεσμά της ιστορίας. Και η επιλογή που βαραίνει είναι η ιστορική αναγκαιότητα, η οποία συνεπάγεται ολοκληρωτισμό και ανελευθερία για το ανθρώπινο προσώπο. Ο Χριστιανισμός κρίνει την ιστορία και συνάμα κρίνεται από την ιστορία. Η αποτυχία αυτή του Χριστιανισμού συνιστά ήττα και κρίση με ιστορικό περιεχόμενο. Ο ιστορικός Χριστιανισμός κάθε φορά που προδίδει το προφητικό του πνεύμα, προδίδει την ταυτότητά του, εφόσον εμφανίζεται ανίκανος να συλλάβει και να εκφράσει το νόημα της ιστορίας. Το νόημα αυτό αποκαλύπτεται μόνο στον Χριστιανισμό που δεν αλλοιώνει την εσχατολογική του ταυτότητα και προοπτική.

Η κριτική του Μαλεβίτση επί του ιστορικού χριστιανισμού είναι ρηξικέλευθη και έχει πολλά κοινά με την κριτική του Μπερδιάγεφ, αλλά και του Καμύ, του Γιάσπερς, και του Τίλλιχ. Στις δύο χριστιανικές χιλιετίες, συνέβησαν πράγματα θαυμαστά, αλλά και πράγματα τραγικά και απελπιστικά. Όταν το πνεύμα εκκοσμικεύεται, καταλήγει αναπόφευκτα στον ολοκληρωτισμό, ενώ συχνά «ο ίδιος ο θεολογικός λόγος έχει αναιρέσει τον λόγο του Θεού»[7]. Είναι ανάγκη, επιτέλους, η  θεολογική σκέψη, έχοντας υπόψη της ότι ο ευαγγελικός λόγος γίνεται κατανοητός μόνο σε εσχατολογικό επίπεδο, να εγερθεί από το θεσμικό της λήθαργο και να κοιτάξει με ποια γλώσσα θα καταστήσει τον άνθρωπο ικανό να συνειδητοποιήσει την κατάστασή του, ώστε να προσανατολισθεί στο χριστιανικό τρόπο εμβίωσης της εγκοσμιότητας[8]. Γιατί, όταν ο προφητικός λόγος της θεολογίας της Εκκλησίας γίνεται απνεύματος, καθεστωτικός και συμβατικός, γίνεται λόγος μιας γραφειοκρατικής ιεραρχίας, «βυθισμένης στη λησμονιά του ουσιώδους», τότε το Πνεύμα εγκαταλείπει τον θεσμό και ο Θεός των Προφητών αντικαθίσταται από τον Θεό του Ιερατείου. Τότε και η προσδοκία και η διαρκής διάνοιξη του δρόμου προς τα έσχατα αντικαθίστανται από την εμμονή στις ένδοξες κατακτήσεις του παρελθόντος, καταλήγοντας στη διηνεκή και θεσμική συντήρησή του. Τελικά, η προσδοκία της νέωσης εμφάνισε ουκ ολίγα απολιθώματα και πνευματικές αγκυλώσεις.

Στις μέρες μας, ζούμε έντονα τον αποχριστιανισμό του ιστορικού πληρώματος. «Είναι η μοίρα των πνευματικών κινημάτων να καταντούν σωρός από λέξεις, που άλλοτε τούτες τις είχε λειάνει το πάθος και τώρα τις έχει θαμπώσει η υποκρισία». Σήμερα, η εκκλησιαστική ηγεσία δεν συμπεριλαμβάνεται πλέον στην πνευματική ηγεσία ενός τόπου. Τούτο μαρτυρεί την απώλεια του πνευματικού γοήτρου της Εκκλησίας, η οποία έχει γίνει, εν πολλοίς, μια διοικητική υπηρεσία ανάμεσα σε άλλες, που σκοπό έχει την ικανοποίηση των «θρησκευτικών αναγκών» του πληθυσμού. Η μετάδοση του εσχατολογικού πνεύματος, από δική της εσωτερική αδράνεια, έχει εκπέσει στο επίπεδο της μαγικής ψυχοτροπίας. Έτσι, ο πνευματικός θησαυρός που κομίζει αρχαιόθεν η Εκκλησία παραμένει εν πολλοίς αχρησιμοποίητος. Η αποτυχία του ιστορικού Χριστιανισμού σημαίνει συνάμα ότι και οι πνευματικές ροπές υπέρβασης της εγκοσμιότητας απισχναίνονται. Και αυτό συνιστά την αποτυχία ενός ολόκληρου πολιτισμού. Η θεμελιακή εκλογή του ευρωπαίου, ως αίτημα του πνεύματος για την υπαρκτική «σωτηρία» του ανθρώπινου προσώπου έναντι του μηδενός, ήταν η χριστιανική. Ωστόσο, η απευκταία ώρα έφτασε. «Η μοναξιά του ανθρώπου καταμεσίς της κοινωνίας είναι συνέπεια της μεταφυσικής αποκοπής του». Στην εποχή της εξατομίκευσης και της ερημίας του πλήθους, η χριστιανική εκλογή παραμερίζεται για χάρη άλλων εκλογών, λιγότερο ριζικών. Ο πολιτισμός χάνει το βάθος του, το χριστιανικό ποίμνιο διασκορπίζεται. «Οι εκκλησίες παχύνονται και λιπαίνονται στις τράπεζες των ισχυρών, και προδίδουν την υψηλή μαρτυρία που κομίζουν». Ωστόσο, οι ποιμένες, που ευωχούνται ασφαλισμένοι στις στάνες, αδρανούν. Πρόκειται για την ιστορική προδοσία των ποιμένων[9]. 

Όμως, η πνευματική έγερση του Χριστιανισμού δεν είναι δημιούργημα της ιστορίας, είναι δημιουργός της ιστορίας. Το δημιούργημα της ιστορίας είναι σχετικό. Αυτό που δημιουργεί την ιστορία έχει κάτι το απόλυτο και ανώλεθρο. Η χριστιανική αποκάλυψη τελεί υπό τους όρους της ιστορίας, αλλά το περιεχόμενό της τελεί υπό όρους εσχατολογικούς. «Είναι ωσάν τον ποταμό που το ρεύμα του πλουτίζεται από πολλούς παραποτάμους. Και οι παραπόταμοι συχνά κατεβάζουν και νερά χειμάρρων θολά, που ενίοτε σκοτεινιάζουν το καθαρό ρεύμα της πηγής»[10]. Τέτοιο είναι το βάθος της ιστορίας, που σύμφωνα με τον Μαλεβίτση, τελούμε στη μέση μιας μυστηριακής διαδικασίας, από την οποία ελάχιστα αντιλαμβανόμαστε. Ωστόσο, η γνωριμία με το βάθος της ιστορίας, όπως και κάθε άλλου πράγματος, δεν σημαίνει την απλή θέαση και παρατήρησή του, αλλά την απόδοση νοήματος και την αναγωγή του σε ένα ευρύτερο όλον.

Ιστορία και εσχατολογία

Φιλοσοφική και θρησκευτική σκέψη συναντώνται δημιουργικά στο πεδίο της εσχατολογίας, δηλαδή, στην υπαρξιακή σημασία της εγγύτητας του εσχάτου, ως φανέρωσης του Πνεύματος εντός της ιστορίας[11]. Το φιλοσοφικό ενδιαφέρον του Χρήστου Μαλεβίτση για την Ιστορία και την Εσχατολογία δείχνει πόσο πολύ από οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική παράδοση τον επηρέασε η βιβλική πίστη, ως προοπτική υπέρβασης της φθοράς και του θανάτου. Ωστόσο, η αξιοπρέπεια του φιλοσόφου τον κράτησε στα όρια του τραγικού βιώματος της ιστορίας, της αγρύπνιας, της οδύνης και της εγρήγορσης της συνείδησής του. Η σταδιακή επανεύρεση της πατερικής θεολογίας και η ανανέωση της θεολογικής σκέψης στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ’60 φαίνεται πως δεν επηρέασαν σημαντικά τη στάση του Χρήστου Μαλεβίτση. Παρά τις εξαιρέσεις και τις γόνιμες θεολογικές συνθέσεις, η θεολογία στην Ελλάδα, περίκλειστη στον εαυτό της, συνέχιζε την ξύλινη και απνεύματη γλώσσα της, την ακαδημαϊκή και σχολαστική νοησιαρχία της. Ο Χρήστος Μαλεβίτσης επιζητούσε, μάλλον, μια θεολογία που θα ήταν σε θέση να ανακεφαλαιώσει και να ανανοηματοδοτήσει ανακαινιστικά τη μακραίωνη φιλοσοφική μέριμνα του Όλου[12]. Αλλά αν δεν τον έλκυσε η θεολογία, τον έλκυσε η σκέψη του N. Berdiaeff, ίσως γιατί στο έργο του Ρώσου αυτού θρησκευτικού φιλοσόφου υπάρχει έντονη η μέριμνα για την πρόσληψη του Όλου και των πάντων  από την εσχατολογική προοπτική της ιστορίας και του κόσμου. Το πρώτο έργο που μεταφράζει ο Χρήστος Μαλεβίτσης το 1967 είναι το τελευταίο βιβλίο του Ρώσου φιλοσόφου N. Berdiaeff, Αλήθεια και Αποκάλυψη, ενώ σφραγίζει τη μεταφραστική του εργασία το 1984 με το έργο του Berdiaeff Δοκίμιο εσχατολογικής μεταφυσικής.

Η εσχατολογία δεν είναι απλώς ένα από τα κεφάλαια της χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας, μια προοπτική της χριστιανικής ζωής. Είναι η θεμελιώδης διάσταση, η μόνη βαθειά  και αυθεντική ερμηνεία του Χριστιανισμού για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Το γεγονός του Χριστού και η δεύτερη επάνοδός του ως έλευση της Βασιλείας, ως προσδοκία ενός μεταμορφωμένου κόσμου, προσανατολίζουν προς το μέλλον. «Ο Χριστιανισμός είναι στην ουσία του εσχατολογικός και η Εκκλησία είναι μια “εσχατολογική κοινότητα”, αφού η Εκκλησία είναι η Καινή Διαθήκη, η τελική και η οριστική και, συνεπώς, η “έσχάτη”. Ο ίδιος ο Χριστός είναι ο έσχατος Αδάμ, γιατί είναι “ο καινός άνθρωπος”. Η χριστιανική προοπτική είναι κατ’ ουσίαν εσχατολογική. “Τα αρχαία παρήλθεν. Ιδού, γέγονε καινά”»[13]. Η εσχατολογία θέτει, λιοπόν, εδώ και τώρα, την ορθή κατανόηση της Εκκλησίας και του κόσμου και φανερώνει το πλαίσιο των αμοιβαίων σχέσεών τους. Ο κόσμος, η κτίση, είναι το λίαν καλό δημιούργημα του Θεού, το οποίο συστενάζει και συνωδίνει μαζί με τον άνθρωπο, προσδοκώντας τη νέωση και την ανακαίνισή του. Δίχως την προοπτική της έλευσης της Βασιλείας, ο κόσμος θα μπορούσε να ήταν ο αδιέξοδος τόπος της φθοράς και του θανάτου. Όμως, η εσχατολογική δυναμική δεν αφήνει περιθώρια για κανένα είδος κοσμικού ή ιστορικού πεσιμισμού. Αποκαλύπτοντας το έσχατον ως όρο και όριο αναφοράς του κόσμου, η χριστιανική πίστη απελευθερώνει τον κόσμο από μια στατική «ιεροποίηση», τον μεταμορφώνει παρέχοντάς του ιστορικό δυναμισμό ως νοηματισμένη εξέλιξη μέσα στο χρόνο. Η εσχατολογική προοπτική καταφάσκει και μεταμορφώνει ολόκληρο τον πολιτισμό του ανθρώπου.

Για τον Μαλεβίτση, «Χριστιανισμός χωρίς εσχατολογική συνείδηση δεν υπάρχει»[14] ενώ για τον Φλωρόφσκυ «όποιος μένει απαθής ενώπιον της ιστορίας αυτός δεν μπορεί να είναι καλός χριστιανός»[15]. Σχεδόν ολόκληρη η φιλοσοφική μέριμνα του Χρήστου Μαλεβίτση, αναπτύσσεται γύρω από τη διαλεκτική σχέση ιστορίας και εσχάτων. «Τα πάντα τελούν υπό την κρίση του εσχάτου. Του εσχάτου προσώπου ή του εσχάτου νοήματος»[16]. «Η ριζική φιλοσοφική σκέψη δεν φθάνει στο έσχατο. Στο έσχατο φθάνει η ριζική υπαρξιακή στάση της ανθρώπινης ύπαρξης…Η εσχατολογική συνείδηση από τη φύση της είναι θρησκευτική. Και θα λέγαμε μάλιστα πως εξαιτίας αυτής της συνείδησης έχουμε τη θρησκευτικότητα. Δηλαδή, η τελευταία είναι παράγωγη της πρώτης… Η συνείδηση η εσχατολογική είναι από τη φύση της τραγική. Γι’ αυτό ίσως την αποφεύγουν οι άνθρωποι, όταν μάλιστα ζουν σε μια κοινωνία ευμάρειας. Όπως έχουμε τη φιλοσοφία της ευμάρειας, έτσι έχουμε και τη θεολογία της ευμάρειας. Εκεί δεν επιτρέπεται να ακουστεί η τραγική κραυγή της εσχατολογικής συνείδησης… Έτσι η κρίση του εσχάτου μεταποιείται σε κρίση κατά του εσχάτου, και η ίδια η εσχατολογική συνείδηση περιπίπτει σε κρίση».

Το τέλος της ιστορίας

Μιλώντας για τον θάνατο και για τη λησμονιά του Θεού στη δυτική νεωτερικότητα, ο Χρήστος Μαλεβίτσης καίρια επισημαίνει ότι αν στην αρχαιότητα πέθανε ο Θεός της φύσεως, στα χρόνια μας πεθαίνει ο Θεός του πνεύματος. Για το λόγο, αυτό η απώλεια είναι απροσμέτρητα δυσοίωνη. Το μεταφυσικό κενό και η υπαρξιακή γύμνια του ανθρώπου είναι ολεθριότερη. Και ίσως ο οριστικός θάνατος του Θεού συντελεσθεί με τον θάνατο του ιστορικού ανθρώπου. Παρά τις χριστιανικές καταβολές της, η σύγχρονη ιστορική έκβαση ανεστράφη και τώρα κατευθύνεται προς τη βασιλεία του ανθρώπου χωρίς Θεό. Ωστόσο, δεν πρόκειται για το θάνατο του Θεού, αλλά για τη λησμονιά του ίδιου του ανθρώπου και την εντροπία της ιστορίας του. Σχολιάζοντας τα λόγια του Καμύ, «αφού ο θεός πέθανε, δεν μένει παρά η ιστορία και η δύναμη», ο Μαλεβίτσης θεωρεί ότι τη θέση του Θεού κατέλαβε πλέον η επιστημονική λογική και η ηθική της δύναμης. Ο φονιάς δεν αρνείται τον εαυτό του αρνείται κάθε ετερότητα. Ο φόνος του «άλλου» πραγματώνεται με τη συναίνεση και τις ευλογίες της φιλοσοφίας και της ιστορίας. Είναι ο καιρός των ιδεολογιών, που δεν είναι παρά τα τερατώδη υποκατάστατα της θρησκευτικής παράδοσης. Ο χειμώνας του κόσμου έφτασε ακριβώς, όταν ο άνθρωπος θέλησε να αναλάβει την ιστορία και να την ποδηγετήσει με το διαφωτισμένο μυαλό του[17].

Όλες οι ιδεολογίες του παρελθόντος απισχναίνονται από την πολιτική, που κατάντησε η μοναδική μέριμνα του ανθρώπου. Ο 19ος αιώνας έφερε στο ιστορικό προσκήνιο ένα είδος αντεστραμμένης θρησκευτικότητας, δίχως το μεταφυσικό της λόγο. Με όργανο το ορθό λόγο, η νεωτερικότητα κατόρθωσε να αποκόψει τις μυστικές και πνευματικές ρίζες του ανθρώπου με αποτέλεσμα να μορφοποιήσει μιαν άρριζη κοινωνία. Ο ανθρωπιστικός μύθος της νεωτερικότητας αμφισβήτησε την υπερβατική αναφορά του κόσμου και του ανθρώπου. Μετά την πτώχευση αυτή, ακολούθησε και η απώλεια της πίστης στον άνθρωπο. Η κατάρρευση του ανθρωπιστικού μύθου, φανέρωσε το αβυσσαλέο κενό, το χαίνον μηδέν. Οι δυνάμεις που ενεργοποίησε ο ίδιος ο άνθρωπος θα μεταβληθούν σε μια τεχνολογική και απολογητική εσχατολογία.

Η μετανεωτερική κατάσταση δεν κήρυξε μονάχα το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων της φιλοσοφικής και θεολογικής παράδοσης, αλλά και το τέλος της ιστορίας. Στη σκιά του εγελιανού συστήματος, το τέλος της ιστορίας, το οποίο διακηρύσσεται κυνικά από τους φιλελευθεριστές της Αμερικής, δεν σημαίνει απλώς την οριστική νίκη της οικονομίας της αγοράς στα όρια του παγκόσμιου δυτικού πολιτισμού. Ή την αδυναμία της ιστορίας να παραγάγει νέες πραγματικότητες ή ακόμη να νοηματοδοτήσει τον κόσμο και την πορεία του. Το τέλος της ιστορίας έγκειται περισσότερο στην τάση μετάλλαξης που εμφανίζει η ανθρώπινη ιστορία, η οποία μεταβάλλεται ραγδαία σε ιστορία της τεχνολογίας. Πρόκειται, όντως, για μία κοσμική κρίση, η οποία υπογραμμίζει την ανάγκη αλλαγής του πολιτιστικού παραδείγματος, ή ακόμη για μια παθητική μετάβαση στη βαρβαρότητα του τέλους της ιστορίας. Ο πολιτισμός του σύγχρονου ανθρώπου είναι πολιτισμός κατάκτησης και κυριαρχίας πάνω στη φύση. Παρέχοντας απόλυτη προτεραιότητα στο σκεπτόμενο υποκείμενο και στην αυτονομημένη ιστορία του, κατόρθωσε να μεταβάλει τη φύση σε ένα μηχανικό είδωλο, σε μία «τεχνοφύση». Υπερβαίνοντας τη φύση, η ιστορία έφθασε στα όριά της. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανακτήσει την με νόημα ιστορική του προοπτική, αν δεν αποκαταστήσει προηγουμένως την ορθή σχέση φύσης και ιστορίας.

«Στις ημέρες μας ζούμε έντονα και δραματικά το τέλος της ιστορίας. Είναι η κατάρρευση των καθεστώτων της μαρξιστικής ιστορικής εσχατολογίας. Είναι η αχρήστευση των μελλοντικών οραμάτων και πολιτικών. Είναι ο καταθλιπτικός περιορισμός του σύγχρονου ανθρώπου στην καταναλωτική του ευημερία. Ένας ένας κατεβαίνει από το όχημα της ιστορίας για να απολαύσει τη φύση. Ο Νίτσε φώναξε περίτρομος πως “η έρημος ολοένα μεγαλώνει”. Η ύπαρξη του ανθρώπου και του κόσμου έπαψε να βιώνεται κατέναντι του οντολογικού μηδενός»[18]. Τόσο η θρησκεία όσο και η φιλοσοφία αντικαταστάθηκαν από την κοινωνική ιδεολογία, που δεν σκοτίζεται για το οντολογικό μηδέν. Το τέλος της ιστορίας για τον Μαλεβίτση σημαίνει τέλος της εσχατολογικής νοηματοδότησης των συμβαινόντων, τέλος της νοηματοδότησης από μιαν υπερβατική αλήθεια ή σκοπιμότητα. Η αδιαφορία περί τα έσχατα έχει ως αποτέλεσμα την πνευματική παρακμή και την κοσμική ύπνωση[19]. Η δυναμική προοπτική της ιστορίας, ως νοηματοδότηση των γεγονότων που ξεκίνησε από τη βιβλική παράδοση του εβραϊκού λαού και σήμανε μια παγκόσμια επανάσταση για τρεις χιλιετίες, φαίνεται πως εξεμέτρησε τον βίο της.

Εγκαταλείποντας το εσχατολογικό του όραμα, ο Χριστιανισμός δεν είναι πλέον ενεργός παράγων της ιστορίας, αλλά παθητικός θεατής που κλείνεται είτε στην εσωστρέφεια της υποτιθέμενης τελειότητας των δομών και μορφών ζωής του είτε συνεχίζοντας στα άκρα την εκκοσμίκευση και παραφθορά του.

Η εκκοσμίκευση του χριστιανισμού (ή της Εδέμ) έφερε στο προσκήνιο έναν κόσμο μεταχριστιανικό. Στο πλαίσιο μιας εκκοσμικευμένης εσχατολογίας, άλλες κοσμικές δυνάμεις και αντιχριστιανικές ιδέες και ιδεολογίες υπέκλεψαν το χριστιανικό όραμα της βασιλείας του Θεού και προσπάθησαν να εγκαταστήσουν τον επίγειο παράδεισο με τα προγράμματα γενικής ευτυχίας.

Η εκκοσμικευμένη εσχατολογία

Κατά τον Χρήστο Μαλεβίτση, στο ιστορικό πρόβλημα – που στο βάθος του είναι μεταϊστορικό – δόθηκαν δύο λύσεις. Πρόκειται για τον κομμουνισμό και τον καπιταλισμό. Και οι δύο αποβλέπουν στην κατασίγαση της έρριζης ανησυχίας με την ικανοποίηση των υλικών αναγκών. Αν το κομμουνιστικό κράτος υπήρξε η τερατογονία της λογικής του 19ου αιώνα, το αστικό μεταβιομηχανικό κράτος είναι η τερατογονία της τεχνολογίας του 20ου αιώνα. Τα ιστορικά αυτά τέρατα δημιουργούν και τερατώδεις ηγεσίες, οι οποίες διαθέτουν τρομοκρατική ισχύ και επιδεικνύουν φοβερή αδιαφορία έναντι του μέλλοντος του ανθρώπου και του κόσμου. Οι ηγέτες της οικουμένης με την πλημμυρίδα των μέσων που διαθέτουν αντιποιούνται την αρχή του Θεού. Δίχως πνευματικά εφόδια,  εύκολα εκπίπτουν προς το δαιμονικό.

Ο μαρξισμός έκανε ιστορική πράξη τον ολοκληρωτισμό της ορθολογιστικής αυθεντίας. Ολοκληρώνοντας την αποθεολογικοποίηση της ιστορίας, ενσάρκωσε ένα είδος εκκοσμικευμένης εσχατολογίας με έντονα τα χαρακτηριστικά ενός ιδιότυπου θρησκευτικού μεσσιανισμού. Αν κάτι στον μαρξισμό ενέπνευσε και κινητοποίησε τις λαϊκές μάζες, αυτό δεν μπορεί να αναζητηθεί στις αντικειμενοποιημένες έννοιες της οικονομικής του θεωρίας. «Πηγή του επαναστατικού δυναμισμού στο μαρξισμό δεν είναι η επιστημονική συνείδηση, αλλά μάλλον η μεσσιανική προσδοκία»[20]. Το στοιχείο αυτό εντοπίζεται κατά τον Μπερδιάγεφ στην ιδέα της παγκόσμιας αποστολής του προλεταριάτου, που, μέσα από την πάλη των τάξεων, πρόκειται να κατακτήσει την απόλυτη δικαιοσύνη. Η αντίληψη του προλεταριακού μεσσιανισμού εμπεριέχει πληθώρα σωτηριολογικών χαρακτηριστικών. Η σύλληψη αυτή του Μαρξ, παρόλα τα δάνεια στοιχεία από τον εβραϊκό μεσσιανισμό, αποτελεί μιαν αντίστροφη και εκκοσμικευμένη εσχατολογία. Ο μεσσίας είναι το ίδιο το προλεταριάτο, ως μελλοντικός ελευθερωτής και σωτήρας της ανθρωπότητας. Η αποστολή του έγκειται στην επίλυση όλων των αγωνιωδών προβλημάτων της ζωής.

Η σημερινή κρίση, λοιπόν, κρίση της νεωτερικότητας και του πολιτισμού της, είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας των κινημάτων υπέρβασης του καπιταλισμού. «Ο μαρξισμός ο οποίος εθεοποίησε την ιστορία, τώρα αποβάλλεται από αυτήν»[21]. Σήμερα ζούμε το τέλος των ιδεολογιών ως κατάρρευση όλων των οραματικών διεξόδων της νεωτερικότητας. Ο θάνατος του Θεού θεμελίωσε μια μηδενιστική νοηματοδότηση της αυθυπερβατικής διάστασης του ανθρώπου.

Ο τεχνολογικός μεσσιανισμός

Γεγονός επαναστατικό, θα λέγαμε κατακλυσμικό, για την ιστορία του κόσμου είναι η πρόοδος των τεχνολογικών γνώσεων και των τεχνικών δυνατοτήτων, προϊόν των οποίων είναι η μηχανή. Η μηχανή – που δεν είναι φυσικό φαινόμενο – έφερε στη ζωή και στην πορεία του κόσμου κάτι ολότελα νέο και, με τη ραγδαία εξέλιξη και την μετά ταύτα θριαμβευτική της πορεία, προσδιόρισε τελικά την όλη δομή του πολιτισμού. Η τεχνητή νοημοσύνη και οι τεχνικές δεξιότητες, δημιουργώντας το απαιτούμενο, πλην εξω-φυσικό, περιβάλλον, πέτυχαν να αποσπάσουν δυνάμεις από την καρδιά της φύσης, δυνάμεις που ποτέ προηγουμένως δεν είχαν δράσει ανεξάρτητα και αυτόνομα από τον κύκλο και τη λειτουργία της ζωής. Και, από την ανακάλυψη της μηχανής ως τις σύγχρονες εφαρμογές της βιοτεχνολογίας, οι εξελίξεις και οι εκπλήξεις χαράζουν ιλιγγιώδη πορεία.

Τα τεχνολογικά προϊόντα, και ό,τι αυτά συνεπάγονται, δεν είναι προϊόντα της φύσης, αλλά της ιστορικής προόδου. Μια κοσμική επανάσταση πηγάζει από την καρδιά του ίδιου του πολιτισμού. Η ζωή του ανθρώπου προσδιορίζεται, και μεταλλάσσεται από οργανική σε οργανωμένη. Ορθολογικοποιείται και ελέγχεται από τη μηχανή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην συμβαδίζει πλέον με τη φύση. Ο άνθρωπος γίνεται πράγμα. Η ολοένα και μεγαλύτερη αντικειμενοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης οδηγεί στον αφανισμό και την έκλειψη του υποκειμένου. Η τεχνολογία, δημιούργημα του ανθρώπου, στρέφεται εναντίον του. Ο τεχνολογικός πολιτισμός (Civilization) με την ανάδυση της μηχανής λαμβάνει τη θέση του πνευματικού πολιτισμού (Culture). Αλλά και ο πολιτισμός, ως εσωτερικότητα του πνεύματος, μεταλλάσσεται σε «κουλτουραλισμό», σε ένα είδος πνευματικής καλλιέργειας, σαν να ήταν αυτό ο μοναδικός σκοπός της παρουσίας του ανθρώπου στον κόσμο και στην ιστορία. Ο «κουλτουραλισμός», που είναι η καλλιέργεια για την καλλιέργεια, κατά το η τέχνη για την τέχνη, συνιστά πνευματική υποθερμία και αυτοσυντηρούμενη δίνη. Ο πολιτισμός για τον Μαλεβίτση έγινε για να σώσει τον άνθρωπο, μιας και η ύψιστη αξίωση του ανθρώπινου προσώπου είναι η υπερβατική του διάσωση. Ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, ανάμεσα στους ίδιους τους ανθρώπους, παρεμβάλλεται, πλέον, ένα τεχνητό περιβάλλον μηχανών. Αλλά, όσο ο άνθρωπος κατακτά τη φύση με τεχνητά μέσα τόσο απομακρύνεται από αυτήν και αλλοτριώνεται. Η βάση του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού δεν είναι ούτε φυσική ούτε πνευματική, είναι μηχανική. Πρόκειται για το θρίαμβο της τεχνικής πάνω στο πνεύμα και πάνω στην οργανικότητα.

Κατά τον Μαλεβίτση, ο τεχνολογικός μύθος σχηματίζει έναν νέο ιστορικό άξονα με τέτοια αποτελεσματικότητα που θα ικανοποιούσε απόλυτα τις προσδοκίες του Εγέλου. Αλλά η τεχνολογία δεν τροποποιεί απλώς την υλικότητα της ιστορίας, καθιστά αγνώριστη και την ίδια την ανθρώπινη συνείδηση. Η τεράστια ιστορική σημασία αυτής της στροφής είναι η ακύρωση των πνευματικών κατηγοριών του παρελθόντος. Η εκ βάθρων αλλαγή του υλικού τρόπου ζωής τροποποιεί ριζικά και τη συνείδηση του ανθρώπου στο άμεσο ιστορικό πεδίο. Στο κενό που δημιουργείται, εισχωρεί ο πνευματικός μηδενισμός. «Τα σύνορα του εικοστού αιώνα είναι τα έσχατα σύνορα όλης της μέχρι τώρα ιστορίας. Εδώ τελειώνουν όλες οι πίστεις, όλοι οι θεοί, όλες οι ηθικές, όλοι οι μύθοι, όλες οι πνευματικές κατηγορίες των χιλιετιών που προηγήθηκαν. Ήδη όλα τούτα έχουν μεταποιηθή σε αυταπάτες, σε φαντάσματα. Και όπου ακόμα ζουν, απλώς επιζούν. Δεν είναι αυτά που δημιουργούν πλέον ιστορία. Είναι ο διάκοσμος ιστορικού νεκροθαλάμου»[22].

Η λεηλασία της φύσης

Μετά τον Κοπέρνικο, η γνώση του ανθρώπου για την κοσμική τάξη άλλαξε. Βαθμιαία, η επιστημονική γνώση εισέρχεται και κατακτά την εσωτερική δομή της φύσης, τα έσχατα βάθη της ύλης με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την απελευθέρωση από την αναγκαιότητα της φύσης, την εξάλειψη κάθε υπερβατικής αναφοράς. Όμως, παράλληλα, στον ορίζοντα θριάμβου, που σχημάτισε η νέα κοσμογονία της τεχνολογίας των μηχανών, εμφανίσθηκε και η βεβαιότητα ότι παράπλευρες συνέπειες των επιστημονικών ανακαλύψεων μπορούν να επιφέρουν κοσμικές καταστροφές. Η «πανουργία της ιστορίας» καταβροχθίζει τα ίδια της τα παιδιά. Αν ο Ρεμπώ, εκφράζοντας την αγωνία της εποχής της νεωτερικότητας, δήλωσε ότι «δεν είμαστε στον κόσμο», η τεχνολογική περιπέτεια φανέρωσε ότι δεν είμαστε ούτε και στη φύση, μιας και η ιστορία σκότωσε τη φύση, έχοντας προηγουμένως διακηρύξει το θάνατο του Θεού. Τώρα πια η ιστορία δεν γράφεται από την ανθρώπινη βούληση και πράξη, αλλά από την αδιαφάνεια και την αδράνεια των τεχνικών κατασκευών του ανθρώπου. Η τετράγωνη λογική, η τεχνητή νοημοσύνη των μηχανών αποφασίζουν στη θέση των ανθρώπων, σκοτώνοντας, τελικά, την ανθρώπινη ιστορία. Ό,τι σαλπίζουν οι αμερικανοί φιλελευθεριστές είναι γεγονός: η ιστορία πέθανε.

Αντίγραφο της φύσης η «τεχνοφύση» και η «τεχνόπολις», κυριαρχούν σε παγκόσμιο επίπεδο. «Οι πόλεις του απόγειου πολιτισμού είναι  ζοφερά κέντρα λεηλασίας της φύσεως. Δηλητηριώδη άνθη του λογισμού και της τεχνικής, χωρίς πνεύμα και χωρίς ήθος, εκχύνουν τον ιό τους σ’ όλη την ύπαιθρη χώρα και τη μετασχηματίζουν καθ’ ομοίωσή τους. Εξαφανίζονται η γενέθλια γη, η πατρίδα, ο τόπος φανέρωσης της ζωής. Αφανίζονται οι οργανικοί δεσμοί εσωτερικότητας, η συγ-γένεια, οι αγαπητικές σχέσεις με τα θρέμματα, λησμονιέται το σιωπηλό μεγαλείο της φύσεως, η μεταφυσική νοηματοδοσία της»[23]. Για να ξανακερδίσει την ιστορία του ο άνθρωπος, πρέπει να αποκαταστήσει τη σχέση φύσης και ιστορίας. Ο κυρίαρχος σήμερα πολιτισμός της νεωτερικότητας υπήρξε πολιτισμός της κατάκτησης και της κυριαρχίας. Η υπέρβαση της κοσμικής αυτής κρίσης μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος.

Ο αυτοματικός χρόνος

Εξάλλου, η τεχνική προκαλεί τέτοια επιτάχυνση του χρόνου, που ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να την παρακολουθήσει. Καμιά στιγμή μεμονωμένη δεν έχει πλέον αξία, είναι μόνο το πέρασμα για τη στιγμή που ακολουθεί. Ο ρυθμός του τεχνολογικού πολιτισμού δεν αναγνωρίζει ούτε το παρελθόν ούτε το παρόν. Η νέα αυτή αντίληψη του αυτοματικού χρόνου είναι παντελώς α-προσωπική και αν-ιστορική για τον άνθρωπο, και μεταβάλλει τον πολιτισμό σε ατέρμονα φουτουρισμό της προόδου και της  μηχανιστικής εξέλιξης, δίχως υπαρξιακό νόημα και σκοπό. Κατά συνέπεια, η πορεία του ανθρώπου σ’ αυτόν τον νέο κόσμο είναι πορεία σε λογικοποιημένα σκοτάδια. Ο πολιτισμός της μηχανής επέβαλε έναν νέο ιμπεριαλισμό και μια νέα μαγική αυτοκρατορία. Ενώ όλα γίνονται για τη ζωή, ο σκοπός της ζωής δεν έχει πλέον κανένα νοηματικό και οντολογικό άξονα παρεκτός τον μηδενιστικό ευδαιμονισμό των προγραμματισμένων απολαύσεων. Ο τεχνολογικός πολιτισμός αντικατέστησε τους σκοπούς της ζωής με τα μέσα της ζωής.

Διέξοδοι προς το αιώνιο δεν υπάρχουν. Υπάρχει μονάχα η ένταση και η επίσπευση προς το μέλλον. Σ’ αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο των αθεράπευτων αντιθέσεων και της παγκόσμιας αγωνίας, ο άνθρωπος πραγματοποιεί ένα «ταξίδι στην άκρη της νύχτας» (Celine). Από την εν χρόνω αυτοματική ανάπτυξη, που καταστρέφει την ενότητα και τη συνοχή του προσώπου, ο επιταχυμένος τεχνολογικά χρόνος στρέφει την ανθρωπότητα προς ένα μέλλον απόλυτα καθορισμένο. Ο αυτοματικός κόσμος των μηχανών και της αέναης ευφορίας, η καταναλωτική εξάντληση των δυνατοτήτων της φύσης και της ζωής είναι έργο του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος δεν βρίσκεται εκεί μέσα. Γιατί, όπως ο χρόνος θρυμματίζεται σε κάθε στιγμή του, έτσι και το προσωπικό εγώ αποσυνδέεται και θρυμματίζεται στον επιταχυμένο χρόνο των απρόσωπων αντικειμένων. Τέτοια είναι η εξουσία της λογικοποιημένης τεχνικής και της τεχνητής νοημοσύνης που η θέση του ίδιου του ανθρώπου μέσα στον κόσμο καταντά παράλογη, καθώς επεσήμανε τόσο ο Χάιντεγκερ όσο και ο Κάφκα.

Ωστόσο, η τεχνολογία έχει πάρει τη θέση της κουλτούρας και η τεχνητή νοημοσύνη οργανώνει τη ζωή, γεγονός επαναστατικό και καταλυτικό στην ιστορία του κόσμου και του ανθρώπου. Η μηχανική αυτή βάση του πολιτισμού είναι ο θρίαμβος της τεχνικής πάνω στο πνεύμα και πάνω στην ίδια την οργανικότητα της φύσης. Έτσι, η αυτονόμηση και η εξουσία της τεχνολογίας γίνεται η τελευταία μεταμόρφωση του Βασιλείου του Καίσαρα και αφορά το τελευταίο στάδιο της εκκοσμίκευσης. Το νόημα και ο σκοπός της ζωής είναι ο πολιτισμός του μηδενός, δίχως να υπάρχει διέξοδος προς το αιώνιο. Δίχως οντολογία, δίχως νοηματικό άξονα, δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε και παρόν.

Δυτικά της Εδέμ

Ο Χρήστος Μαλεβίτσης θεωρεί ότι ενδέχεται να κυριαρχήσει ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος. «Όλα δείχνουν πως η εποχή που έρχεται θα είναι εξωϊστορική»[24]. Στο δοκίμιό του «The American way»[25], ο Χρήστος Μαλεβίτσης ερμηνεύει την απώλεια της ιστορικής συνείδησης στη Δύση για χάρη της εμπειρικής καθημερινότητας. «Ο αμερικανικός τρόπος ζωής χαρακτηρίζεται κυρίως από αυτήν την ανιστορικότητα. Η οποία συνδυάζεται αποτελεσματικά με την τεχνολογία. Έτσι, οι λοιποί λαοί της υφηλίου, στο βαθμό που απορροφούν την τεχνολογία, αποβάλλουν την ιστορική τους ιδιοπροσωπία. Και στο τέλος καταντούν όλοι μετανάστες στη χώρα τους». Η ψυχική και ιδεολογική έρημος του τεχνολογικού τρόπου ζωής θα φανερώσει την επικράτηση του χωρίς ιστορία νέου τύπου ανθρώπου, του homo economicus, ενός ανθρώπου εντελώς διαφορετικού από αυτόν που γνώρισε η ιστορία μέχρι τώρα. Ο σύγχρονος άνθρωπος  δεν αισθάνεται κανένα έλλειμμα, ώστε να προσφεύγει στην υπερβατική αρχή για την πληρότητα και το νόημα της ζωής του στο μέλλον. Αδιαφορεί για ό,τι τον υπερβαίνει. Το μοναδικό έλλειμμα που τον απασχολεί είναι το έλλειμμα στο εισόδημά του και γι’ αυτό θα εκδαπανήσει ολόκληρο τον βίο του. Πρόκειται για την εκκοσμικευμένη Εδέμ, για τον μετασχηματισμό της εδεμικής νοσταλγίας σε οικονομική πρόοδο. Δυτικά της Εδέμ του Θεού (αφού η άλλη προς Ανατολάς απέτυχε) ο προτεσταντικός εσχατολογικός χιλιασμός βρήκε το γήινο παράδεισο, τη γήινη Εδέμ, μετασχηματίζοντας την εσχατολογία σε οικονομική πρόοδο. Πρόκειται για μια νέα αίρεση. Θρησκευτικού τύπου συμπεριφορά ενός άθρησκου κόσμου: η εκζήτηση της προόδου, ο μύθος της προόδου [26].

Τώρα πια ολόκληρη η οικουμένη κατάντησε μια επαρχία. Οι αποστάσεις συντομεύτηκαν και ο χρόνος έγινε μηδενικός, σχεδόν ανύπαρκτος. Στο μεταίχμιο της μεταβολής του χώρου και του χρόνου, ο Χρήστος Μαλεβίτσης θεωρεί ότι βρισκόμαστε σε μια επαρχιακή κοινωνία, στο παγκόσμιο χωριό, που πολιορκείται από το μηδέν του καταναλωτικού συρφετού και της αδιάκοπης ευφορίας, δίχως καμία υπερβατική αναφορά. «Η πνευματική ανάταση ονομάστηκε πολιτισμός από τον τόπο της γεννήσεώς της, την πόλη. Τώρα που δεν υπάρχει πλέον πόλις δεν έχουμε και πολιτισμό. Τώρα υπάρχει μόνον η επαρχία. Και έχουμε επαρχιωτισμό. Και μάλιστα οικουμενικό»[27].

[1] Βλ. «Λόγος Προοιμιακός» στο Μπερντιάεφ Ν., Αλήθεια και Αποκάλυψη, εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις  Χρήστου Μαλεβίτση , εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1967, σ. 14.

[2] Οι παράκτιοι άνθρωποι, στη σειρά Αναλόγιο ιγ΄ της Ευθύνης, Αθήνα 2002, σσ. 77-79.

[3] Βλ. Φιλοσοφία και Θρησκεία, εκδ. Ιδρύματος Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1985, σσ. 151-184. Πρβλ. Ο τραγικός λόγος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1997, σ. 11.

[4] Η τραγωδία της ιστορίας, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 31980, σ. 171

[5] Hegel, Vorlesungen über die Philosophie der Weltgeschichte, t. I: Die Vernunft in der Geschichte, επιιμ. J. Hoffmeister, Hamburg: Meiner 61994, σ. 210.

[6] Φιλοσοφία και Θρησκεία, σ. 183.

[7] Εφημερία, «Το ναυάγιο του Θεού», εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1989, σ. 109.

[8] Δυτικά της Εδέμ, «Η προδοσία των ποιμένων», εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1990,  σ. 191.

[9] Δυτικά της Εδέμ, «Η προδοσία των ποιμένων», σ. 185, 196. Πρβλ. Η τραγωδία της ιστορίας, σ. 215.

[10] Εφημερία, σελ.33.

[11] Βλ. Φιλοσοφία και Θρησκεία, σ. 158. Πρβλ. Ο Τραγικός λόγος, σ.11-12, Εισαγωγή. Πρβλ. Μάριου Μπέγζου «Η γενεαλογία της εσχατολογίας», στο συλ. τόμο Καταθέσεις για τον Χρήστο Μαλεβίτση, Τετράδια Ευθύνης 36, Αθήνα 1998, σσ. 124-141. Του ιδίου, Χρήστος Μαλεβίτσης, Η ζωή και το έργο του, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.

[12] Βλ. Λουδοβίκου Ν., «Ο ωκεανός του όντος και ο τόπος των ορίων. Το θεολογικό νόημα της οριακής αναμονής του Χρήστου Μαλεβίτση», », στο συλ. τόμο Καταθέσεις για τον Χρήστο Μαλεβίτση, Τετράδια Ευθύνης 36, Αθήνα 1998, σσ. 86-92.

[13] Φλωρόφσκυ Γ., Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 74.

[14] Πρβλ. «Η κρίση του Εσχάτου», Ευθύνη 270/1994, σσ. 305-307.

[15] Φλωρόφσκυ Γ., Οι δρόμοι της ρωσικής θεολογίας, 225.

[16] Η ζωή και το Πνεύμα, Εισαγωγικό, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1997.

[17] Η τραγωδία της ιστορίας, σελ. 196-197.

[18] Φιλοσοφία και Θρησκεία, σ.181.

[19] Ο φωτισμός του ανθρώπου, εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1996, σ. 140-141.

[20] Μπερδιάγεφ Ν., Βασίλειο του Πνεύματος και Βασίλειο του Καίσαρος, μτφρ. Βασιλείου Γιούλτση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 141.

[21] Δοκίμια ιδεών, εκδ. Δωδώνη Αθήνα – Γιάννινα 1993, σ.54.

[22] Η τραγωδία της ιστορίας, σ. 204-205.

[23] Η τραγωδία της ιστορίας, σ. 210.

[24] Οι παράκτιοι άνθρωποι, σ. 74.

[25] Δοκίμια ιδεών, σ. 50-52.

[26] Βλ. Δυτικά της Εδέμ, σ. 30-36.

[27] Δοκίμια ιδεών, σελ. 38εξ.

Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Ομιλία στο Ευαγγέλιο της Σαμαρείτιδος

$
0
0
Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Ομιλία στο Ευαγγέλιο της Σαμαρείτιδος


Όλην την περίοδον την οποία διανύουμε τώρα και επεκτείνεται σε πενήντα ημέρες, εορτάζουμε την εκ νεκρών Ανάστασι του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, φανερώνοντας με την παράτασιν αυτή την υπεροχή της σε σχέσι με τις άλλες εορτές, αν και αριθμός αυτός των ημερών περιέχει και την επέτειο μνήμη της επανόδου στους ουρανούς· αλλά και αυτό δεικνύει την διαφορά του αναστάντος Δεσπότου από τους ανθρώπους εκείνους που έχουν κατά καιρούς αναβιώσει. Πράγματι, όλοι όσοι έχουν αναστηθή εκ των νεκρών, ανεστήθησαν από άλλους, και αφού πάλιν απέθαναν, επέστρεψαν, στην γη· ο δε Χριστός, αφού ανέστη εκ νεκρών «θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει». Διότι μόνον αυτός, αφού ανέστησε ο ίδιος την τρίτη ημέρα τον εαυτό του, δεν επέστρεψε πάλι στην γη, αλλά ανήθλε στον ουρανό, καθιστώντας το φύραμά μας ομόθρονο με τον Πατέρα ως ομόθεον. Για τον λόγον αυτό είναι ο μόνος που έγινε αρχή της μελλούσης κοινής αναστάσεως, «απαρχή των κεκοιμημένων», «πρωτότοκος εκ των νεκρών», και «του μέλλοντος αιώνος πατήρ». Και όπως όσοι είναι μαζί με τον Αδάμ αποθαίνουν όλοι, αμαρτωλοί και δίκαιοι, έτσι και όσοι είναι μαζί με τον Χριστό, θα ζωοποιηθούν όλοι, αμαρτωλοί και δίκαιοι, αλλά ο κάθε ένας στην τάξι του· «απαρχή Χριστός, έπειτα οι του Χριστού εν τη (δευτέρα) παρουσία αυτού, είτα το τέλος, όταν καταργήση πάσαν αρχήν και εξουσίαν και δύναμιν και θη πάντας τους εχθρούς υπό τους πόδας αυτού. Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» κατά την κοινήν ανάστασι, με την έσχατη σάλπιγγα· «δει γαρ το φθαρτόν τούτου ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν».

Τόσο μεγάλην δωρεά μας έχει προξενήσει η Ανάστασις του Κυρίου και για τούτο μόνον αυτής τον εορτασμό παρατείνουμε επί τόσες ημέρες, επειδή είναι αθάνατος και ανώλεθρος και αΐδιος· αυτές προεικονίζουν την μελλοντική μακαριότητα των αγίων, από την οποίαν έχει εξαφανισθή κάθε οδύνη και λύπη και στεναγμός· εκεί επικρατεί χαρά και πανήγυρις διαρκής, ένθεος και αναλλοίωτος· εκεί πράγματι είναι των ευφραινομένων η κατοικία. Γι΄ αυτό και η χάρις του Πνεύματος ενομοθέτησε πριν από την περίοδο αυτή να διερχώμεθα την ιεράν Τεσσαρακοστή με νηστείαν, αγρυπνία και προσευχή, και άσκησι σε όλες γενικώς τις αρετές· με την τεσσαρακοντάδα των ημερών δεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ζουν οι σωζόμενοι στον αιώνα τούτο, ότι δεν είναι τίποτε άλλο από μετάνοια και βίο θεοφιλή· με την Πεντηκοστή δε αυτή, την οποία διανύουμε τώρα, δεικνύει την άνεσι και απόλαυσι που αναμένει εκείνους οι οποίοι έζησαν εδώ εναγωνίως για τον Θεό.

Για τον λόγον αυτόν εκείνη μεν είναι Τεσσαρακοστή και συνδέεται με την ανάμνησι των σωτηρίων Παθών του Κυρίου, λύεται δε η νηστεία μετά την εβδόμην εβδομάδα, αυτή δε που είναι Πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει και την μετάβασι από την γη στον ουρανό και την κατάβασι και διάδοση του Θείου Πνεύματος. Διότι αυτός ο αιώνας είναι εβδοματικός και συνίσταται από τέσσερεις εποχές και μέρη και στοιχεία, και σε εκείνους που κατά τη διάρκειά του καθιστούν τους εαυτούς των κοινωνούς των παθημάτων του Χριστού επιφέρει την εορτή της Πεντηκοστής, η οποία αρχίζει από την ογδόη και καταλήγει στην ογδόη· υπερβαίνοντας δε την εβδομάδα και την τετράδα, με την Ανάστασι του Κυρίου και την μετά από αυτήν Ανάληψι παριστάνει την μέλλουσαν ανάστασι του ανθρωπίνου γένους και την εξύψωσι των αγίων μέσα σε νεφέλες προς την θείαν υποδοχή και στην συνέχεια προς την συνύπαρξι με τον Θεό σε μία αιωνία κατάπαυσι.

Αυτή λοιπόν θα έλθη στον καιρό της. Ο δε Κύριος όταν πριν από το Πάθος και την Ανάστασι εκήρυττε το Ευαγγέλιον της Βασιλείας, δεικνύοντας στους μαθητάς ότι η εκλογή των αξίων της πίστεως και της αϊδίου κληρονομίας, την οποίαν αυτός έχει ετοιμάσει, δεν θα γίνη μόνον από τους Ιουδαίους, αλλά και από τους εθνικούς, σύμφωνα με την αναγινωσκομένη σήμερα στους ναούς περικοπή του Ευαγγελίου: «έρχεται εις πόλιν της Σαμαρείας λεγομένην Σιχάρ, πλησίον του χωριού ου έδωκεν Ιακώβ (στον) Ιωσήφ τω υιώ αυτού. Ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ». Πηγήν ονομάζει το φρέαρ, επειδή το νερό του ήταν πηγαίο, όπως θα γίνη φανερό στην συνέχεια του λόγου· ήταν δε του Ιακώβ, επειδή ακριβώς εκείνος το είχε ανοίξει· η δε περιοχή την οποίαν έδωσεν ο Ιακώβ στον Ιωσήφ είναι τα Σίκημα, δηλαδή αυτή η Σιχέμ. Διότι όταν ψυχορραγούσε στην Αίγυπτο, αφήνοντας διαθήκη προς αυτόν του είπε: «ιδού εγώ αποθνήσκω, υμάς δε αποστρέψει (θα σας επαναφέρη) ο Θεός εκ της γης ταύτης εις την γην των πατέρων ημών. Εγώ δε δίδωμί σοι Σίκημα εξαίρετον παρά τους αδελφούς σου (κατ΄ εξαίρεσι), ην έλαβον εκ χειρός Αμορραίων εν τη μαχαίρα μου και τω τόξω μου». Γι΄ αυτό τα μεν Σίκημα κατοικούντο ύστερα από την φυλή του Εφραίμ, ο οποίος ήταν πρωτότοκος υιός του Ιωσήφ, τον δε τόπο γύρω από αυτά τον κατοικούσαν οι δέκα φυλές του Ισραήλ, τις οποίες εκυβέρνησε ο αποστάτης Ιεροβοάμ.

Επειδή δε αυτοί πολλές φορές προσέκρουσαν στον Θεό, πολλές φορές εγκατελείφθησαν και στο τέλος όλοι αιχμαλωτίσθησαν· ο ηγέτης λοιπόν των Ασσυρίων αντί αυτών εγκατέστησε στον τόπο έθνη που συγκέντρωσε από διάφορα μέρη και τους ωνόμασε Σαμαρείτες από το όρος Σομόρ. Όπως δε τότε ο Ιακώβ περνώντας από εκεί, σύμφωνα με την ιστορίαν, υπέταξε τα Σίκημα, έτσι και τώρα περνώντας ο Χριστός υπέταξε την Σαμάρεια. Αλλά εκείνος μεν, όπως λέγει ο ίδιος, με το σπαθί και το τόξο του, δηλαδή εξολοθρεύοντας και καταστρέφοντας τους κατοίκους της, ο δε Χριστός με την λόγο και την διδασκαλία του, γι΄ αυτό και σώζοντάς τους.

«Ο γαρ Ιησούς κεκοπιακώς», λέγει, «εκ της οδοιπορίας, εκάθητο ούτως επί τη πηγή· ώρα ην ωσεί έκτη». Και η ώρα και ο κόπος και ο τόπος επέβαλλαν να καθίση καθένας που έχει σώμα σαν το ιδικό μας. Επιβεβαιώνοντας λοιπόν αυτό και προβλέποντας το μελλοντικό κέρδος, «εκάθητο», λέγει, «ούτως επί τη πηγή»· με το «ούτως» εννοεί αφελώς κάτω, μόνος του, όπως ένας οδοιπόρος από τους πολλούς· διότι οι μαθηταί του επήγαν στην πόλι για να αγοράσουν τρόφιμα. Καθώς, λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο εκαθόταν μόνος του στο πηγάδι, έρχεται μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρη νερό· ο δε Κύριος διψώντας ως άνθρωπος και βλέποντας να έρχεται κάποιος που ποθεί να ξεδιψάση ανθρωπίνως, βλέποντας δε ως Θεός και την καρδία της να διψά για σωτήριον ύδωρ, να μην γνωρίζη όμως ποίος έχει την δυνατότητα να της το προσφέρη, επείγεται μεν να αποκαλύψη τον εαυτό του στην ποθούσα ψυχή, επειδή και αυτός ποθεί τους ποθούντας, όπως έχει γραφή, αρχίζει δε να της ομιλή από το σημείο αυτό που ημπορεί να γίνει δεκτός· και της λέγει: «δος μοι ύδωρ πιείν». Αυτή δε, επειδή ήταν ευφυής, κατάλαβε και μόνον από την στολήν, από το ύφος και όλη την κοσμιότητα των τρόπων του ότι ήταν Ιουδαίος και τηρητής του νόμου· θαυμάζω, λέγει, πώς ζητείς νερόν από Σαμαρείτιδα, ενώ οι Ιουδαίοι δεν επικοινωνούν με τους Σαμαρείτες ως εθνικούς. Ο δε Κύριος παίρνοντας αφορμή αρχίζει να αποκαλύπτη τον εαυτό του, λέγοντας· «ει ήδεις (εγνώριζες) την δωρεάν του Θεού, και τις εστίν ο λέγων σοι, δος μοι ύδωρ πιείν, συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι (θα του ζητούσες και θα σου έδιδε) ύδωρ ζων».

Οι λόγοι αυτοί του Κυρίου αποδεικνύουν ότι, εάν εγνώριζε, αμέσως θα ζητούσε και θα γινόταν μέτοχος της δωρεάς του όντως ζώντος ύδατος, όπως έκαμε και απήλαυσε αργότερα, όταν έμαθε· Ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων, που ηρώτησε και ήκουσε με σαφήνεια, τελικώς εσταύρωσε τον Κύριον της δόξης. Αλλά ποία είναι η δωρεά του Θεού; Διότι λέγει: «ει ήδεις την δωρεάν του Θεού». Για να αφήσωμε τα άλλα, και μόνον αυτό, το ότι ο ενανθρωπήσας Θεός δεν βδελύσσεται εκείνους, που από τους Ιουδαίους θεωρούνται βδελυκτοί και ακοινώνητοι ακόμη και για ένα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεά και σπουδαίο χάρισμα είναι; Το να τους θεωρή δε και τόσον αγαπητούς, ώστε όχι μόνο να δέχεται ότι του προσφέρουν, αλλά και να τους μεταδίδη τα θεία του χαρίσματα, ποίος νους θα το κατανοήση; ποίος λόγος θα εκφράση την υπερβολή της δωρεάς; Τι λέγω τα χαρίσματα; Αυτόν τον ίδιο τον εαυτόν του παρέχει και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της θεότητός του· διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποκτήσουν μέσα τους πηγή που να αναβλύζη προς αιώνιο ζωή.

Η δε Σαμαρείτις, επειδή δεν κατάλαβε ακόμη το μεγαλείο του ζώντος ύδατος, πρώτα μεν απορεί, από πού θα εύρη ο συνομιλητής το ύδωρ το οποίον υπόσχεται, αφού δεν έχει δοχείο και το φρέαρ είναι βαθύ. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνη με τον Ιακώβ, τον οποίο αποκαλεί και πατέρα, εξυψώνοντας το γένος από τον τόπο, και επαινεί το νερό του φρέατος λέγοντας ότι δεν υπάρχει καλύτερο. Όταν δε ήκουσε τον Κύριο να λέγη ότι το νερό που θα δώσω εγώ θα γίνη γι΄ αυτόν που θα το δεχθή πηγή η οποία θα αναβλύζη προς ζωήν αιώνιο, άφησε λόγο ψυχής γεμάτης πόθο που είναι έτοιμη νά οδηγηθή προς την πίστι, αλλά δεν της εδόθη ακόμα η δυνατότης να κοιτάξη καθαρά προς το φως· διότι λέγει: «δος μοι, Κύριε, το ύδωρ τούτο, ίνα μη διψώ, μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν». Ο Κύριος όμως, επειδή ήθελε να αποκαλύψη σιγά σιγά τον εαυτό του, την προστάζει να φωνάξη και τον άνδρα της. Όταν δε εκείνη, κρύπτοντας την βιοτή της έσπευσε να λάβη δώρον, και είπε ότι δεν έχει άνδρα, ακούει πόσους άνδρες είχε από παιδί και ελέγχεται από τον Κύριον ακούοντας ότι τώρα δεν έχει ιδικόν της άνδρα· και για μεν τον έλεγχο δεν δυσαρεστείται, επειδή όμως διεπίστωσε ότι είναι Προφήτης, αμέσως επιλαμβάνεται υψηλοτέρων ζητημάτων.

Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια της γυναικός; Διότι λέγει· «οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν». Βλέπετε με τι απασχολούσε την διάνοιά της και πόση γνώσι της Γραφής είχε; Τώρα πόσοι από αυτούς που έχουν γεννηθή στην πίστι και συχνάζουν στην Εκκλησίαν αγνοούν αυτό το οποίο εγνώριζε καλά η Σαμαρείτις, ότι οι πατέρες μας, δηλαδή ο Ιακώβ και οι Πατριάρχες που προήλθαν από αυτόν, σ΄ αυτό το όρος προσεκύνησαν τον Θεόν; Αυτήν την γνώσι και την προσεκτικήν έρευνα της Αγίας Γραφής δεχόμενος ο Χριστός σαν οσμή ευωδίας, παρέτεινε ευχαρίστως την συζήτησι με την Σαμαρείτιδα. Διότι όπως, όταν τοποθετήσης κάτι εύοσμον επάνω στους πυρωμένους άνθρακες, προσελκύεις και συγκρατείς τους διερχομένους, εάν όμως τοποθετήσης κάτι βαρύ στην όσφρησι και δύσοσμο, τους απωθείς και τους απομακρύνεις, έτσι και στην διάνοια· εάν μεν έχης μέσα σου ιεράν μελέτη και ενδιαφέρον, καθιστάς τον εαυτόν σου άξιον θείας επισκέψεως, διότι αυτά τα οσφραίνεται ο Κύριος σαν οσμήν ευωδίας. Εάν όμως τρέφης μέσα σου πονηρούς και ρυπαρούς και γηΐνους λογισμούς, απομακρύνεσαι από την θείαν επιστασία, αφού κατέστησες τον εαυτόν σου άξιο της αποστροφής, αλλοίμονο, του Θεού. «Ου γαρ παραμενούσιν άνομοι κατέναντι των οφθαλμών σου», λέγει προς τον Θεόν ο ψαλμωδός Προφήτης. Διότι εφ΄ όσον ο νόμος διατάσσει «μνησθήση δια παντός Κυρίου του Θεού σου, καθήμενος και πορευόμενος, κοιταζόμενος (εξαπλωμένος) και διανιστάμενος» και το Ευγγέλιο λέγει: «ερευνάτε τας Γραφάς» και μέσα σ΄ αυτές θα ευρήτε ζωήν αιώνιον, και ο Απόστολος παραγγέλλει να προσευχώμεθα αδιαλείπως, εκείνος που απασχολείται πολύ με γηΐνους λογισμούς είναι οπωσδήποτε παράνομος· πόσο δε περισσότερο αυτός που απασχολείται με πονηρούς και ακαθάρτους.

Πότε όμως προσεκύνησαν οι πατέρες μας στο όρος αυτό; Όταν ο Πατριάρχης Ιακώβ, αποφεύγοντας τον αδελφό του Ησαύ, που τον εφθονούσε, και υπακούοντας στις συμβουλές του πατέρα του Ισαάκ, επήγε στην Μεσοποταμία και επανήλθε από εκεί με τις γυναίκες και τα τέκνα του. Πράγματι κατά την επάνοδο, όταν έστησε σκηνές στο σημείο περίπου στο οποίο τώρα ο Κύριος ωμιλούσε με την Σαμαρείτιδα, μετά από το γεγονός που συνέβη με την Δείνα και μετά από την άλωσι των Σικήμων, είπεν ο Θεός στον Ιακώβ, όπως έχει γραφεί στην Γένεσι: «αναστάς ανάβηθι εις Βαιθήλ και ποίησον εκεί θυσιαστήριον τω Θεώ τω οφθέντι σοι εν τω αποδιδράσκειν σε από προσώπου Ησαύ του αδελφού σου».

Μετά από αυτά τα λόγια εσηκώθη ο Ιακώβ και ανέβη στο παρακείμενον όρος και οικοδόμησε, λέγει, εκεί θυσιαστήριο και ωνόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ· διότι εκεί του ενεφανίσθη ο Θεός. Γι΄ αυτό η Σαμαρείτις λέγει ότι οι πατέρες μας προσεκύνησαν σ΄ αυτό το όρος, επειδή εκρατούσε την παράδοσι εκείνων των παλαιών· διότι όσα αφορούν τον Ναό των Ιεροσολύμων ενομοθετήθησαν αργότερα. Και επειδή ακριβώς εκείνος ο τόπος ωνομάσθη από τον Ιακώβ οίκος Θεού, διότι έτσι ερμηνεύεται η λέξις Βαιθήλ, απορεί ποθώντας να μάθη πώς δεν λέγεται ότι ο οίκος του Θεού είναι εκεί αλλά στα Ιεροσόλυμα, όπου θεωρείτε ότι πρέπει να θυσιάζετε και να προσκυνήτε τον Θεό. Ο δε Κύριος, συμπληρώνοντας ήδη τον σκοπό των λόγων του και προφητεύοντας περί της γυναικός, ότι θα γίνη όπως ο Θεός ζητεί και αποδέχεται, και συγχρόνως αποκρινόμενος στους λόγους της, λέγει: «πίστευσόν μοι γύναι, ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω, ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω Πατρί», και μετά από λίγο, «τοιούτους γαρ ζητεί ο Θεός τους προσκυνούντας αυτόν». Βλέπετε ότι και γι΄ αυτήν βεβαιώνει ότι θα γίνη όπως την θέλει ο Θεός και ότι θα προσκυνήση τον Ύψιστον Πατέρα όχι τοπικώς, αλλά ευαγγελικώς - διότι σ΄ αυτήν απευθύνεται ο λόγος, ότι ούτε στο όρος τούτο, ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήσετε τον Πατέρα - αλλά συγχρόνως προαναγγέλλει σ΄ αυτήν φανερά και την μετάθεσι του νόμου: Διότι αφού θα μετατεθή η προσκύνησις, κατ΄ ανάγκην θα γίνη και μετάθεσις του νόμου.

Αλλά και το αμέσως επόμενον, «υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε (αυτό που δεν γνωρίζετε), ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν, ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστί», είναι απόκρισις προς τον λόγον εκείνης, συγχρόνως δε έρχεται και σαν συνέχεια των ιδικών του λόγων. Επειδή λέγει ότι κατά τούτο εμείς οι Ιουδαίοι - συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του μαζί με εκείνους, επειδή σωματικώς από αυτούς προέρχεται - εμείς, λοιπόν, λέγει, οι οποίοι δεν διαψεύδουμε το όνομα, αλλά γνωρίζουμε καλά τα ιδικά μας, κατά τούτο διαφέρουμε από σας τους Σαμαρείτες: στο ότι γνωρίζουμε πως έχει καθορισθή να τελήται η προσκύνησις στην Ιουδαία για τον λόγον ότι η σωτηρία όλου του κόσμου, δηλαδή ο Χριστός, θα προέλθη από του Ιουδαίους. Και επειδή δεν πρόκειται να έλθη στο μέλλον, αφού ήταν αυτός ο ίδιος, δεν είπε ότι η σωτηρία θα είναι από τους Ιουδαίους, αλλά ότι είναι. «Αλλ΄ έρχεται ώρα», λέγει, «και νυν εστί». Και αυτά προφητικά είναι· διότι το μεν «έρχεται» το λέγει, διότι ακόμη δεν ωλοκληρώθηκε, αλλά θα ολοκληρωθή, το δε «τώρα είναι» το είπε, επειδή την έβλεπε έτοιμη να πιστεύση και να προσκυνήση πνευματικώς και αληθώς. «Έρχεται ουν» λέγει «ώρα και νυν εστίν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία» διότι ο Ύψιστος και προσκυνητός Πατήρ, είναι Πατήρ της αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού, και έχει πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το Άγιον, και αυτοί που έτσι τον προσκυνούν, το πράττουν διότι έτσι πιστεύουν και μετέχουν των κοινών ενεργειών τους. Διότι το Πνεύμα, λέγει ο Απόστολος, είναι αυτό δια του οποίου προσκυνούμε και δια του οποίου προσευχόμεθα, και ο μονογενής Υιός του Θεού λέγει: «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι΄ εμού».

Εκείνοι, λοιπόν, οι οποίοι προσκυνούν έτσι «εν πνεύματι και αληθεία» τον ύψιστον Πατέρα, αυτοί είναι οι αληθινοί προσκυνηταί. Επειδή δε απέκλεισε και τα Ιεροσόλυμα και την Σαμάρεια, για να μην νομίση κάποιος ότι πρόκειται αντί αυτών να εισαχθή άλλος τόπος, απομακρύνει πάλι τον ακροατήν από κάθε σωματικήν έννοια και τόπο και προσκύνησι ως εξής: «Πνεύμα», λέγει, «ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν», δηλαδή, νοώντας τον ασώματο εντελώς έξω από τα σωματικά· διότι με αυτόν τον τρόπο και θα τον ιδούν αληθώς παντού μέσα στο Πνεύμα και στην Αλήθειά του. Διότι ο Θεός είναι ασώματος, αφού είναι Πνεύμα, το δε ασώματον δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται από τοπικά όρια. Όποιος λοιπόν λέγει ότι ο Θεός πρέπει να προσκυνήται μόνο στην περιοχή των Ιεροσολύμων, ή του όρους της Σαμαρείας, ή σε κάποιον άλλο τόπο του ουρανού και της γης, δεν ομιλεί αληθώς ούτε αληθώς προσκυνεί.

Αλλά ως ασώματος ο Θεός δεν είναι σε κανένα τόπο, ως δε Θεός είναι παντού· διότι, εάν υπάρχη όρος ή τόπος ή κτίσις όπου δεν είναι ο Θεός, πάλι θα ευρεθή να περιέχεται σε κάτι άλλο, στο οποίο υπάρχει ο Θεός· παντού λοιπόν είναι ο Θεός και μέσα σε όλα. Πως, λοιπόν, είναι παντού και σε όλα; ως περιεχόμενος όχι από μέρος αλλά από το σύμπαν; όχι βέβαια· διότι πάλι θα ήταν σώμα. Επομένως, επειδή συνέχει και περιέχει το παν, αυτός είναι μέσα στον εαυτό του, παντού και επάνω από το παν, προσκυνούμενος από τους αληθινούς προσκυνητάς ως προς το Πνεύμα και την Αλήθειά του.

Παντού, λοιπόν, θα προσκυνηθή ο Θεός από αυτούς που πιστεύουν έτσι, αληθώς και θεοπρεπώς, όχι μόνον στην γη, αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και τον τόπον απεριόριστος, μέσα και μαζί με το Άγιο και αΐδιον Πνεύμα και τον συνάναρχον Υιόν και Λόγον, ο οποίος είναι η ενυπόστατος αλήθεια του Πατρός. Αλλά και η ψυχή και ο άγγελος, ενώ είναι ασώματοι, δεν ευρίσκονται σε ωρισμένον τόπον, αλλά δεν είναι και παντού· διότι δεν συνέχουν τον παν, αλλά και αυτά έχουν ανάγκη από εκείνο που τα συνέχει, επομένως και αυτά ευρίσκονται μέσα σ΄ αυτόν που συνέχει και περιέχει το παν, περιοριζόμενα καταλλήλως από αυτόν. Η ψυχή όμως, η οποία συνέχει το σώμα μαζί με το οποίο και εκτίσθη, ευρίσκεται σε όλο το σώμα, όχι σαν σε τόπο, ούτε σαν περιεχομένη σε αυτό, αλλά συνέχει και περιέχει το σώμα· έχει και αυτήν την ιδιότητα ως εικόνα του Θεού που είναι.

Η δε Σαμαρείτις καθώς ήκουσε από τον Χριστό τους εξαισίους αυτούς και θεοπρεπείς λόγους, ότι δηλαδή ο Θεός από κανέναν δεν προσκυνείται αληθινά παρά μόνον από αυτόν που ζει μέσα στο Πνεύμα και στην Αλήθειά του, τότε και αυτή, όπως η νυμφευομένη τον Θεό ψυχή, για την οποία ομιλεί το Άσμα των Ασμάτων, αναπτερωμένη από την φωνή του Νυμφίου της αφθαρσίας, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο, τον οποίο και έχει ενώπιόν της χωρίς ακόμη να το γνωρίζη, και λέγει: «οίδα (γνωρίζω) ότι Μεσσίας έρχεται, ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα». Βλέπετε πως ήταν ετοιμοτάτη για την πίστι, είχε δηλαδή την αίσθησι ότι ήδη εγγίζει ο προσδοκώμενος, και γι΄ αυτό ήταν γεμάτη ελπίδα; Άρα και σ΄ αυτήν δεν αρμόζει το του Δαυΐδ: «ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου, άσομαι και ψαλώ εν τη δόξη μου»;

Και από πού θα εγνώριζε τούτο με τόσην βεβαιότητα και ασφάλεια και θα είχε τον εσωτερικόν πόθο προς αυτό, εάν δεν είχε μελετήσει με ακροτάτην σύνεσι τα προφητικά βιβλία; Γι΄ αυτό είχε και τον νου τόσο μετάρσιο, γεμάτον από θεία νοήματα. Καθώς τώρα βλέπω με θαυμασμό τον πνεύματικό και σφοδρόν πόθον αυτής της Σαμαρείτιδος προς τον Χριστό, μου έρχονται πάλι να ειπώ γι΄ αυτήν τα λόγια του Άσματος εκείνου: «τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος, καλή ως σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος;»· επειδή προαναγγέλλει πως μετά από λίγο θα επιφανή ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, και υποδηλώνει ότι με αυτήν αρχίζει η Εκκλησία των εθνών αναρχόμενη από την πηγή στην οποία εστέκετο σαν από ιερά κολυμβήθρα, καθώς κατηχείτο από τον Σωτήρα, την βλέπω να προβάλλη σαν πολυέραστος όρθρος. Είναι δε ωραία όπως η σελήνη, επειδή φέγγει, ενώ επικρατεί ακόμη η νύκτα της ασεβείας· εκλεκτή δε όπως ο ήλιος, γι΄ αυτό και ωνομάσθη από τον Σωτήρα Φωτεινή και κατεγράφη και αυτή στον κατάλογο εκείνων που μέλλουν να λάμψουν όπως ο ήλιος, κατά το Ευαγγέλιο· διότι επεσφράγισε τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της με μακαριώτατο και μαρτυρικόν τέλος, τώρα δε εγνώρισε ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός και τέλεια τον εθεολόγησε· και εκείνο που είπε ο ίδιος ύστερα στους μαθητάς περί του συμφυούς και ομοτίμου Πνεύματος, πως όταν έλθη εκείνος θα διδάξη όλη την αλήθεια, το ίδιο και αυτή προλαβαίνοντας λέγει περί αυτού: «όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα».

Αλλά μόλις την είδε έτσι ο νοητός Νυμφίος Χριστός, λέγει προς αυτήν απροκαλύπτως: «εγώ ειμί, ο λαλών σοι». Εκείνη δε ως εκλεκτή, γίνεται αμέσως πραγματική Ευαγγελίστρια και αφήνοντας την υδρία τρέχει προς την πόλι και τους μεταστρέφει όλους με τα λόγια, οδηγώντας τους προς την πίστι του φανέντος, λέγοντας: «δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπέ μοι πάντα όσα εποίησα· μήτι ούτός εστίν ο Χριστός;» Ομιλεί έτσι όχι επειδή έχει κάποιαν αμφιβολία, αλλά επειδή πιστεύει ότι και οι άλλοι θα πληροφορηθούν καλύτερα από την θέα και θα πεισθούν ευχερέστερα δια της συνομιλίας με τον Κύριον, όπως και πράγματι συνέβη.

Εγώ δε και για τα προηγούμενα ωμίλησα συνοπτικώτερα και τώρα θα παραλείψω την συνέχεια των ευαγγελικών λόγων, διότι βλέπω ότι ο χρόνος σας πιέζει για τις βιοτικές ανάγκες και τις σωματικές εργασίες. Εσείς όμως προσέξετε την Σαμαρείτιδα αυτήν· μόλις ήκουσε τους ευαγγελικούς λόγους τους οποίους κι εμείς αναγγέλλουμε προς την αγάπη σας, ευθύς κατεφρόνησε και τις απαραίτητες ανάγκες του σώματος. Άφησε στην στιγμή και την υδρία και την οικία, έτρεξε στην πόλι και παίρνοντας τους Σαμαρείτες επανήλθε μαζί τους στον Χριστό. Διότι το «δεύτε, ίδετε» αυτό ακριβώς σημαίνει, ακολουθήσετέ με όπου θα σας οδηγήσω και τώρα θα σας δείξω τον Σωτήρα που ήλθε από τους ουρανούς στον κόσμο. Τότε λοιπόν προτρέποντάς τους με αυτόν τον τρόπο, τους παρουσίασε στον Χριστό, εμάς δε με την εγκατάλειψι και της οικίας και της υδρίας μας διδάσκει να θεωρούμε προτιμωτέρα και από τις απαραίτητες ανάγκες την ωφέλειαν από την διδασκαλία, την οποία και ο Κύριος απεκάλεσε αγαθήν μερίδα προς την Μάρθα του Ευαγγελίου, υπερασπιζόμενος την Μαρία, η οποία παρακολουθούσε τον λόγο. Και εάν πρέπει να περιφρονούμε τα αναγκαία, πόσο μάλλον τα άλλα; Διότι τι σε κατεπείγει και σε απομακρύνει από τα ωφέλιμα στην ψυχήν ακροάματα; Μήπως επιμέλεια οίκου και παιδιών και γυναικός; οικείον ή συγγενικό πένθος ή χαρά; μήπως αγοραπωλησία κτημάτων, χρήσις όλων των υπαρχόντων σου ή μάλλον κατάχρησις; Αλλά άκουσε συνετώς τα αποστολικά διδάγματα· «ο καιρός αδελφοί, το λοιπόν συνεσταλμένος εστί, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι· παράγει (περνά, φεύγει) γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου». Τι σημαίνει «ο καιρός συνεσταλμένος εστί»; Σύντομος ο βίος, φθαρτός αυτός ο κόσμος, εκείνος που μένει παντοτινά είναι άλλος· μας παραπέμπει δε προς εκείνον ασφαλώς η καταφρόνησις του παρόντος κόσμου, η ετοιμασία για εκείνον τον μέλλοντα, το να ζούμε όσον είναι δυνατόν από εδώ ανάλογα με εκείνο το πολίτευμα και να αποφεύγωμε με όλη μας την δύναμι τα επιβλαβή του παρόντος βίου. Όπως δε, όταν γίνεται πυκνά επιδρομή εχθρών στα περίχωρα της πόλεως, έχουμε τους αγρούς σαν να μη τους έχωμε, και τον περισσότερο χρόνο αφήνοντας εκείνους παραμένουμε στους οίκους με ασφάλεια, και εάν αναχωρήσουν για λίγο οι εχθροί, χρησιμοποιούμε σαν σε περίπατο τους αγρούς αυτούς, όμως χωρίς κατάχρησι, επειδή βλέπουμε τον καιρό της χρήσεως σύντομο, έτσι και ο Απόστολος καλώς παραινεί να χρησιμοποιούμε τον κόσμον αυτό, όχι όμως να κάνωμε κατάχρησι. Διότι βλέπει αφ΄ ενός τους αοράτους εχθρούς να επεμβαίνουν δεινώς, αφ΄ ετέρου την προσδοκία της φθοράς· «διότι», λέγει, «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». Επειδή ακριβώς τα παρόντα δεν υπάρχουν ουσιωδώς, αλλά, όπως το είπε, μόνο σχήμα έχουν, και γίνονται μεν, όμως δεν είναι, φαίνονται για λίγο και παρέρχονται· και αν θελήση κάποιος να τα κατέχη, δεν θα ημπορέση ποτέ, όπως η θερινή άγονος νεφέλη, η οποία διώκεται από τον άνεμο και παρέρχεται σαν σκιά. Η παραίνεσις αυτή γίνεται μόνον, για να γίνη φανερά η πρόθεσις του καθενός και για να δώση σημάδι της επιγνώσεως των διδαγμάτων του Θεού. Και εάν θελήση κάποιος να κατέχη τα παρόντα, αυτό δεν είναι δυνατόν για δύο λόγους: διότι όχι μόνον ο κόσμος αυτός παρέρχεται, αλλά και καθένας από εμάς που χρησιμοποιεί τον κόσμον αυτόν, μερικές φορές παρέρχεται και πριν από τα ίδια τα υπάρχοντά του. Κάθε άνθρωπος παρέρχεται σαν να βαδίζη σε κάποια οδό που και αυτή κινείται πολυειδώς και παρέρχεται από αυτόν και συμβαίνει ένα από τα δύο: ή τον προφθάνει η οδός και δεν ημπορεί πλέον να κατέχη εκείνα που κατείχε, ή αυτός προφθάνει και δεν ημπορεί πλέον να κατέχη τα βιοτικά· διότι, αφού ο άνθρωπος είναι θνητός, είναι συνδεδεμένος με τα βιοτικά, τα οποία είναι και αυτά τρεπτά. Ή λοιπόν τρέπεται πολυτρόπως ως συνδεδεμένος με τα τρεπτά και χάνει όσα κατείχε, πλούτον ίσως, δόξα ή ευθυμία, ή αποθνήσκοντας προφθάνει να επιφέρη στον ευατό του κεφαλαιωδέστερη τροπή και αναχωρεί γυμνός, εγκαταλείποντας σε άλλους τα παρόντα και τις ελπίδες που είχε γι΄ αυτά. Ίσως στα τέκνα του; αλλά ποία ευχαρίστησις θα προκύψη από αυτό; Αυτός μεν δεν έχει πλέον καμμίαν αίσθησι των εδώ πραγμάτων, τα δε τέκνα του θα πέσουν κι αυτά με τον ίδιο ή με άλλον τρόπο.

Το τέλος λοιπόν των προσκολλημένων στον κόσμον αυτόν είναι πάντοτε η συμφορά, αφού στο τέλος εκφέρονται γυμνοί και αφήνουν εδώ όλες τις γήινες παρηγοριές. Σε όσους όμως περιφρονούν τα πράγματα του κόσμου τούτου και ζητούν να μάθουν περί του μέλλοντος κόσμου και σπεύδουν να πράξουν αυτά που θα συντελέσουν για εκείνον, ο θάνατος όταν έρχεται, δεν προξενεί ζημία, αλλά μάλλον τους μεταφέρει από τούτα τα μάταια και ρευστά προς ανέσπερον ημέρα, προς αθάνατον ζωήν, προς πλούτον αδαπάνητον, προς άφθαρτον τρυφή, προς αΐδιον δόξα, προς τα αγαθά που υπάρχουν πραγματικώς και διαμένουν αναλλοίωτα. Αυτά είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς, με την χάρι και την φιλανθρωπία αυτού που έκλινε τους ουρανούς και κατέβη υπέρ ημών, όχι μόνον έως εμάς, αλλά μέχρι και τις έγκλειστες στα καταχθόνια ψυχές· ο οποίος από εκεί ανήλθε πάλι δι΄ Αναστάσεως και αναβιώσεως και προσέφερε σ΄ εμάς δια του εαυτού του τον φωτισμό και την γνώσι και την ελπίδα των ουρανίων και αϊδίων, για τα οποία και στα οποία είναι δεδοξασμένος στους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

http://syndesmosklchi.blogspot.gr/2011/05/blog-post_22.html

3755 - ΤΑ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΤΗΣ ΣΙΩΝ

$
0
0
ΤΑ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΤΗΣ ΣΙΩΝ

ΠΙΝΑΞ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εισαγωγή R. Lambelin
Κεφάλαιον Α'.
Το δίκαιον εν τη ισχύι. Η ελευθερία, η φιλελευθερία, ο χρυσός. Η πίστις. Η αυτονομία. Η κεφαλαιοκρατία. Ο όχλος, η αναρχία. Η ίουδ. μασωνική εξουσία αήττητος. Αι διαφωνίαι των κομμάτων. Τα ισχυρά ποτά. Ο κλασικισμός. Η ακολασία. Ο τρόμος κλπ.
Κεφάλαιον Β'.
Οι οικονομικοί πόλεμοι. Ο ρόλος του Τύπου. Η τιμή του χρυσού.
Κεφάλαιον Γ'.
Ο συμβολικός όφις. Αι κοινοβουλευτικαί ομιλιομηχαναί, οι λίβελλοι. Η οικονομ. υποδούλωσις. Ο στρατός των Ιουδαίων μασώνων. Ο εκφυλισμός των Χριστιανών. Τα δημοτικά σχολεία των μασώνων. Γενική οικονομική κρίσις. Διατί είναι άτρωτος ο μασωνισμός κλπ.

Κεφάλαιον Δ'.
Τα διάφορα στάδια της δημοκρατίας. Η εξωτερική όψις του μασωνισμού. Ο ρόλος της κερδοσκοπίας. Η λατρεία του χρυσού.
Κεφάλαιον Ε'.
Δημιουργία ίσχυρας κυβερνητικής συγκεντρώσεως. Διατί τα Κράτη δέν δύνανται να συνεννοηθώσι. Πως θα υποταχθή η δημοσία γνώμη. Η υπέρτατη Κυβέρνησις.
Κεφάλαιον ΣΤ'.
Τα μονοπώλια. Η αριστοκρατία εστί ρημένη κτηματικού πλούτου. Το εμπόριον, η βιομηχανία και η κερδοσκοπία. Η αναρχία και η οινολογία.
Κεφάλαιον Ζ'.
Διατί πρέπει ν' αυξάνωμεν τους εξοπλισμούς. Ζυμώσεις, διχόνοιαι και μίση εις όλον τον κόσμον. Καταναγκασμός της αντιπολιτεύσεως των Χριστιανών δια των πολέμων και του γενικού πολέμου. Ο Τύπος και η δημοσία γνώμη.
Κεφάλαιον Η'.
Διφορούμενη χρήσις του δικαστικού δικαίου. Οι συνεργάται του μασωνικού καθεστώτος. Ιδιαίτεραι Σχολαί. Οικονομολόγοι και εκατομμυριούχοι.
Κεφάλαιον Θ'.
Εφαρμογή των μασωνικών άρχων. Τα μασωνικόν σύστημα. Η σπουδαιότης του αντισιμητισμού. Η δικτατορία του μασωνισμού. Ο τρόμος. Ο φιλελεύθερος δεσποτισμός. Η εφαρπαγή της εκπαιδεύσεως και ανατροφής κλπ.
Κεφάλαιον Ι'.
Η δύναμις των πραγμάτων εν τη πολιτική. Η μεγαλοφυία της ποταπότητος. Η καθολική ψηφοφορία. Ο μεγαλοφυής οδηγός του μασωνισμού. Το δηλητήριον της φιλελευθερίας. Το Σύνταγμα, σχολή κομματικών διχονοιών. Οι Πρόεδροι δημιουργήματα του μασωνισμού κλπ.
Κεφάλαιον ΙΑ'.
Το πρόγραμμα του νέου Πολιτεύματος. Οι Χριστιανοί είναι πρόβατα. Ο μυστικός μασωνισμός και αι στοαι «επιφανείας»
Κεφάλαιον ΙΒ'.
Μασωνική ερμηνεία της λέξεως «ελευθερία». Το μέλλον του Τύπου εϊς το βασίλειον των Μασώνων. Η αλληλεγγύη των Μασώνων εν τω συγχρόνω Τύπω. Το αλάνθαστον του νέου Πολιτεύματος.
Κεφάλαιον ΙΓ'.
Η ανάγκη του επιουσίου άρτου. Τα πολιτικά και βιομηχανικά ζητήματα. Οι διασκεδάσεις. Οι οίκοι ανοχής. Τα μεγάλα προβλήματα.
Κεφάλαιον ΙΔ'.
Η θρησκεία του μέλλοντος. Η δουλεία του μέλλοντος. Η πορνογραφία και το μέλλον του έντυπου λόγου.
Κεφάλαιον ΙΕ'.
Παγκόσμιον πραξικόπημα εν μια ήμερα. Αί εις θάνατον καταδίκαι. Η μέλλουσα τύχη των Χριστιανών μασώνων. Ο μασωνισμός, οδηγός όλων των οργανώσεων. Ο Κομμουνισμός. Αί θανατικαί καταδίκαι των μασώνων κλπ.
Κεφάλαιον ΙΣΤ'.
Τα Πανεπιστήμια ακίνδυνα. Η αντικατάστασις του κλασικισμού. Κατάργησις της ελευθέρας εκπαιδεύσεως. Η διδασκαλία δια τον παραστάσεων.
Κεφάλαιον ΙΖ'.
Το δικηγορικόν Επάγγελμα. Η επιρροή των Χριστιανών Ιερέων. Η ελευθερία της συνειδήσεως. Πατριάρχης και Πάπας. Μέσα πάλης κατά της υφισταμένης Εκκλησίας. Προβλήματα του συγχρόνου Τύπου κλπ.
Κεφάλαιον IH'.
Μέτρα ασφαλείας. Επιτήρησις των συνωμοτών. Η φανερά φρουρά καταστρεπτική δια την Αρχήν κλπ.
Κεφάλαιον ΙΘ'.
Το δικαίωμα του αναφέρεσθαι. Τα πολιτικά εγκλήματα κλπ.
Κεφάλαιον Κ'.
Οικονομικόν πρόγραμμα. Προοδευτικοί δασμοί. Ταμιευτικαί Τράπεζαι. Ελεγκτικόν Συνέδριον. Στασιμότης κεφαλαίων. Έκδοσις γραμματίων. Ανταλλαγή του χρυσού. Τα κρατικά δάνεια κλπ. Οι πράκτορες του μασωνισμού.
Κεφάλαιον ΚΑ'.
Τα εσωτερικά δάνεια. Το παθητικόν και οι φόροι. Αι μετατροπαί. Κατάργησις του χρηματιστηρίου. Φορολογία των βιομηχανικών αξιών.
Κεφάλαιον KB'.
To μυστικόν του μέλλοντος κλπ.
Κεφάλαιον ΚΓ'.
Μείωσις παραγωγής ειδών πολυτελείας. Η μικρά βιομηχανία. Η απεργία. Απαγόρευσις της μέθης. Καταδίκη της παλαιάς κοινωνίας και ανάστασις αυτής υπό νέαν μορφήν. Ο εκλεκτός του Θεού.
Κεφάλαιον ΚΔ'.
Ενίσχυσις των ριζών του βασιλέως Δαβίδ. Απομάκρυνσις των απ’ ευθείας διαδόχων. Ο βασιλεύς - Πεπρωμένον. Το άσπιλον των εξωτερικών ηθών του βαοιλέως των Ιουδαίων.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Εις διάφορα σημεία του μεμακρυσμένου ορίζοντος αντιλαμβάνεται τις τον σχηματισμόν κυμάτων αντισημιτισμού. Τούτο δεν είναι μεν εισέτι καταφανές, αλλ' από την έπήρειαν των ιουδαϊκών προκλήσεων, αίτινες εκδηλούνται πανταχόθεν, τα κύματα αυτά θα ογκωθώσιν άγρίως, θα έπιταχύνωσι την ορμήν των και θα αποβώσι φρικαλέα όταν θα συντριβώσι (με ένα λευκόν αφρόν διαλυόμενον πρός τον ουρανόν) επί των όχθων, εις ας ο Ισραήλ επίστευσεν ότι κατεσκεύασεν απόρθητους ακροπόλεις.
Τα κύματα αυτά τα αντισημιτικά οφείλονται εις αίτια επιπόλαια ή εις αφορμάς σοβαράς και βαθείας; Πρέπει οι Ιουδαίοι να θεωρώνται, κατά το πλείστον, ως υπεύθυνοι της παγκοσμίου μεταπολεμικής καχεξίας;
Μόνον γεγονότα ακριβέστατα επικυρωθέντα, συγκρίσεις ειλικρινώς γενόμεναι, συλλογισμοί λογικώς εξηγμένοι, δύνανται να δώσωσι την απάντησιν εις τα ερωτήματα ταύτα.

Ι
Επί της πρωθυπουργίας του Δαβίδ Λόυδ Τζώρτζ η Βρεταννική Κυβέρνησις είναι εντελώς υποτεταγμένη εις την πολιτικήν του Ισραήλ. Τούτο είναι αναμφισβήτητον. Εξ Ισραηλίται είναι ιδιαίτεροι μυστικοσύμβουλοι (Privycouncillors), δυο εδρεύουσιν εις το Υπουργείον, ο sir Alfred Mond και ο έντιμος Edwin Montagu, και δεν είναι ίσως αυτοί οι περισσότερον ιουδαϊζοντες εν το Υπουργείω τούτω. Όταν οι αρχηγοί του σιωνιστικού κινήματος, προβλέποντες την τελικήν νίκην της Άντάντ (Entente), ηθέλησαν να στερεώσωσι καλώς την Ίδρυσιν του μελλοντικού βασιλείου της Παλαιστίνης, ο Υπουργός των Εξωτερικών Μπάλφουρ εν ονόματι της Κυβερνήσεως της Αυτού Βρεταννικής Μεγαλειότητας, εγραψεν εις τον Λόρδον Ρώτσιλδ, ότι αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να διευκολύνη δι' όλης της δυνάμεως του την δημιουργίαν της «Εθνικής Ιουδαϊκής Εστίας».
Ο ισραηλίτης Λόρδος Αρχιδικαστής (Chief Justice of England) Ρήντιγκ απεστάλη εις την Ουάσιγκτών ως ύπατος αρμοστής και έκτακτος απεσταλμένος, ίνα διακανονίση εκεί μετά των ισραηλιτών του προέδρου Ουίλσωνος: ήτοι του πρεσβευτού Μοργκεντάου, του τραπεζίτου Σίφ (Jacob Schiff), του δικαστού Μπράντεϊς (Brandeis), του καθηγητού Φραγκφοϋρτερ (Francfurter), τα πλέον λεπτεπίλεπτα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα, τα οποία ανέκυψαν κατά τους τελευταίους μήνας του πολέμου, ως και τα προκαταρκτικά της ειρήνης.
Όταν η Αγγλία επέτυχε παρά της Κοινωνίας των Εθνών την προσωρινήν εντολήν επί της Παλαιστίνης, ένθα επί 700.000 κατοίκων δεν υπήρχον ίσως ούτε 65.000 Ιουδαίοι, ο ισραηλίτης Λόρδος Ερβέρτος Σαμουήλ (sir Herbert Samouel) ανέλαβε την απόλυτον εξουσίαν της διοικήσεως της Αγίας Γης και της εκεί εγκαθιδρύσεως ιουδαϊκού πολιτεύματος.
Όταν εις την Κουϊνσλάνδην της Αυστραλίας εκενώθη η θέσις διοικητού, πάλιν ισραηλίτης, ο Λόρδος Ματθαίος Νάθαν (sir Matthew Nathan) υπεδείχθη δια να την καταλάβη!
Η Κοινωνία των Εθνών εμπιστεύεται εις την Αγγλίαν την γενικήν γραμματείαν (= προεδρίαν - διεύθυνσιν) της διαρκούς οργανώσεως της. Ο Λόρδος Ε. Ντράμωντ (sir Εric Drummond) άμα ως έφθασεν εις Γενεύην επισκέπτεται τον μέγαν Ραββίνον της πόλεως, του συνιστά το προσωπικόν του, τον διαβεβαιοί περί του θαυμασμού του δια τους Ιουδαίους και περί της πλήρους αφοσιώσεώς του εις την υπόθεσιν των και τα ιδεώδη των. Μεταξύ των κυριωτέρων συνεργατών του ενδιαφέρει να αναφέρωμεν τον πρώην διερμηνέα λοχαγόν Mantoux, τμηματάρχην πολιτικών υποθέσεων, βοηθούμενον υπό του ταγματάρχου Abraham και της κ. Ν. Spiller.
Όταν οι απεσταλμένοι των ιουδαϊκών εταιρειών υπέβαλαν εις την Κοινωνίαν των Εθνών αίτησιν τείνουσαν εις το να εξάρτηση την παραδοχήν εν αύτη των νέων Κρατών εκ της προηγουμένης αποδοχής της ρήτρας περί μειονοτήτων —πράγμα το οποίον θα ηδύνατο τις να εκλάβη ως δικαίωμα των Ιουδαίων να σχηματίσωσι Κράτος εν Κράτεσι— ο Λόρδος Robert Cecil προσεφέρθη να υποστήριξη την αίτησίν των!
Όταν ο πρίγκιψ της Ουαλίας έκαμε το ταξείδιον ανά τας Βρεταννικάς Κτήσεις και τον Καναδαν, οι Ιουδαίοι, διοργάνωσαν, ευθύς άμα τη επιστροφή του, υπό τον τίτλον «Αυτοκρατορική περιήγησις εις ανάμνησιν του Πολέμου» (War Memorial Empire Tour), ταξείδιον περιέχον δρομολόγιον σχεδόν παρόμοιον. Εν ονόματι των ιουδαϊκών και σιωνιστικών οργανώσεων, ο μέγας Ραββίνος Hertz, συνοδευόμενος υπό του Μ.Α.Μ. Woolf, μεταβαίνει και αυτός να επισκεφθή τας Βρεταννικάς Κτήσεις και τον Καναδάν δια να δώση οδηγίας εις τας διεσκορπισμένας ισραηλιτικάς Κοινότητας, να εξάψη τον θρησκευτικόν ζήλον των και να συλλέξη κεφάλαια, προοριζόμενα δια την ίδρυσιν εν Λονδίνω, ως ενθυμίου του Πολέμου, μεγάλου ισραηλιτικού ιεροδιδασκαλείου. Και ο επίσημος χαρακτήρ, τον όποιον η Κυ-βέρνησις απέδωκεν εις την αποστολήν ταύτην, επικυρούται δια του συμποσίου, το οποίον προσεφέρθη εις τους ταξειδιώτας την παραμονήν της αναχωρήσεως των. Οι υπουργοί, οι αντιπρόσωποι του Καναδά και των αποικιών αντεπροσωπεύοντο εις αυτό. Ο επικεφαλής του συμποσίου Λόρδος Ρώτσιλο (Rothschild), ήγειρε πρόποσιν: «υπέρ της Κυβερνήσεως της Αυτού Μεγαλειότητος» και διεκήρυξεν ότι μεταξύ των Κυβερνήσεων, αίτινες διηύθυναν τας τύχας της Μεγάλης Βρεταννίας, ουδεμία, ως η σημερινή, δεν είχε «δείξει τόσην ειλικρινή συμπάθειαν εις τα σχέδια και εις το ιδεώδες των Ιουδαίων». Απαντών, εν ονόματι της Κυβερνήσεως, ο Λόρδος Μίλνερ, ηΰχαρίστησε τον πρόεδρον δια τον έπαινον και προσέθεσεν αδιστάκτως, ότι η Βρεταννική Κυβέρνησις είχεν ευρέως ανταμειφθή δια την φιλοϊουδαϊκήν πολιτικήν της! Εις την πόλιν του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος της Ν. Αφρικής (Cape Town oj Good Hope), εις το Ντέρμπαν (Durban) της Νατάλης Ν.Α., εις την Ιωαννούπολιν (Johannesburg), την πρωτεύουσαν του Τράνσβααλ, εις τας αυστραλιανάς πόλεις, παντού, οι απεσταλμένοι του Ισραήλ εγένοντο δεκτοί με πριγκηπικάς τιμάς. Αι πολιτικαί και στρατιωτικαί αρχαί ήρχοντο πρός υποδοχήν των, τους ηΰχοντο το «ως ευ παρέστησαν» και ετίθεντο εις τας διαταγάς των.
Μήνας τινάς προηγουμένως ο κ. Lloyd George ειδοποιηθείς υπό τίνων, αμφιβόλου ειλικρίνειας πληροφορητών, ότι αντισημιτικαί εξεγέρσεις (pogroms) ανεφάνησαν εις την Πολωνίαν, απέστειλεν εξ ιδίας αυτού πρωτοβουλίας εις την Βαρσοβίαν ανακριτικήν επιτροπήν, προεδρευομένην υπό του Ιουδαίου Stuart Samuel. Τούτο δεν διελάλει ανά το σύμπαν (urdi et ordi) ότι η Αγγλία ηξίου να γίνη εις όλας τας χώρας ο πρόμαχος του Ισραήλ;
Άλλωστε, όταν ο λόρδος Chelmsford έφθασεν εις το τέρμα της αποστολής του, ως αντιβασιλεύς των Ινδιών, ο Ιουδαίος Rufus Isaacs λόρδος Reading, ο πρώην ανώτατος Δικαστής και ύπατος αρμοστής εις την Ουασιγκτών, εκλήθη να τον διαδεχθή εις υπούργημα, κατά τοσούτο μάλλον λεπτον και επίφοβον. καθ' όσον αι Ινδίαι, ένεκα πολιτικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων, είναι εν πλήρει αναβρασμό.
Εις τας Ηνωμένας Πολιτείας, επί της προεδρείας του Ουίλσωνος, η ιουδαϊκή κατάκτησις υπήρξε τόσον έκδηλος όσον και εν Αγγλία. Δεν πρέπει να λησμονή τις ότι τη υποβολή του Jacob Schiff και πολλών εβραιογερμανών τραπεζιτών, εν πλήρει συμφωνία μετά του Lioyd George, ο πρόεδρος Ούιλσων επέτυχε την εισαγωγήν εις την συνθήκην ειρήνης των σκοτεινών όρων των σχετικών προς τας Επανορθώσεις, προς το δημοψήφισμα της Άνω Σιλεσίας, προς τα πολιτεύματα τα αφορώντα την Sarre, Fiume, Dantzig.
Και όμως παρά την αποδοκιμασίαν των συμπολιτών του (αποποιηθέντων να υιοθετήσωσι την ιδεολογικήν φιλανθρωπίαν του και να την ακολουθήσωσιν εν τη επικινδύνω οδώ, εις ην είχε περιπλέξει την Ευρώπην) ο πρόεδρος των Ην. Πολιτειών εύρε τον τρόπον να εκδήλωση και πάλιν τας προς τους Ιουδαίους συμπαθείας του. Υπέδειξε δύο Ισραηλίτας δια να τον αντιπροσωπεύσωσιν εις δύο διαιτησίας, τας οποίας τω ανέθηκεν η Κοινωνία των Εθνών, και απαντών εις εν παράπονον του φίλου του Ραββίνου Βάϊς (Wise) περί της τύχης των Ισραηλιτών της ανατολικής Ευρώπης, διετύπωσεν εις επιστολήν, δημοσιευθείσαν την 10 Σεπτεμβρίου 1920, τον θαυμασμόν του προς τους Εβραίους, ως εξής «Ηξεύρομεν εις τας Ηνωμένας Πολιτείας, ένθα οι Ιουδαίοι, απολαύουσι της πληρεστέρας ισότητος, με ποίαν εντιμότητα υπηρετούσι και με ποίαν πίστιν υπερασπίζονται τα συμφέροντα και το ιδεώδες του ιδίου ημών Έθνους».
Εάν οι Ιουδαίοι κατεδιώχθησαν άλλοτε εν Ρωσσία, η Επανάστασις, παρασκευασθείσα υπ' αυτών από πολλού χρόνου, ανέτρεψε παραδόξως τους κύκλους. Η κατάρρευσις του Τσαρισμού, η συνθήκη του Brest - Litovsk, καταπαύσασα τας εχθροπραξίας με την Γερμανίαν, και το πολίτευμα των Σοβιέτ υπήρξαν έργον των Ιουδαίων. Ο Kerensky, όστις εχρησίμευσε» ως γέφυρα μεταξύ της δημοκρατικής Δούμας και του αιματηρού κομμουνισμού, είναι Ισραηλίτης. Ο Λένιν ήτο, λέγουν, σύζυγος Ιουδαίας, ο Trotsky, ο Radek και ο Zinoview και τα τρία τέταρτα των επιτρόπων του λαού είναι Ιουδαίοι.
Ο ερυθρός στρατός, όταν κατέκλυσε την Πολωνίαν, μετεχειρίσθη ως συμμάχους τους Ισραηλίτας των καταλαμβανόμενων πόλεων και οι Ισραηλίται άλλωστε αυτοί, σχεδόν πανταχού συνηνώθησαν με τα στρατεύματα ταύτα, οσάκις ο ερυθρός στρατός εξηναγκάζετο να υποχωρή.
Κατά την στιγμήν της ανακωχής και των πρώτων διεθνών συνεννοήσεων, οι Ιουδαίοι παρέσχον μεγίστην εκδούλευσιν εις την Γερμανίαν, μεταβαλόντες τα Κράτη της εις Δημοκρατικάς ή Σοσιαλιστικάς χώρας. Μετά την φυγήν του Αυτοκράτορος Γουλιέλμου εις την Ολλανδίαν, η νέα Κυβέρνησις του Ράϊχ έπεσεν εις τας χείρας του Ισραήλ. Ο υπουργός των Εξωτερικών Haase, ο των Οικονομικών Schiffer, ο των Εσωτερικών Preusse, ήσαν Ιουδαίοι•εις την Πρωσίαν το Υπουργείον απετελείτο από μόνον Ισραηλίτας. Ό Kurt Eisner εκυβέρνα την Βαυαρίαν. Εις την Ούγγαρίαν εβασίλευσεν ο Bela Kuhn η Kohen, αλλ' η τυραννία του υπήρξε τόσον φρικαλέα, ώστε έσχε μόνον εφήμερον την διάρκειαν.
Εκτός της Αυστρίας, θυσιασθείσης και καταστραφείσης, τα δημοκρατικοποιηθέντα Κράτη προσήλκυσαν την εύνοιαν των Ιουδαίων και των Αγγλοσαξώνων Πουριτανών κυρίως διορισθέντων δια την σύνταξιν της συνθήκης της ειρήνης.
Η εις Παρισίους γερμανική αποστολή περιελάμβανε σχεδόν μόνον Εβραίους, μεταξύ των οποίων ο Oscar Oppenheimer και ο Marx Warburg, αδελφός του γαμβρού του τραπεζίτου της Ν. Υόρκης, και ο Jacob Schiff.
Τα δεκατέσσαρα άρθρα του προέδρου Ουίλσωνος —των οποίων το τελευταίον εξαπέλυε την ιδέαν της Κοινωνίας των 'Εθνών— και τα πέντε συμπληρωματικά τοιαύτα, τα προστεθέντα εις τα προηγούμενα εις λόγον εκφωνηθέντα εις την Νέαν Υόρκην κατά Σεπτέμβριον του 1918, δια να ορίσωσι τας βάσεις αυτού, ενεπνεύσθησαν υπό του πρίγκηπος Max της Βάδης, Καγκελαρίου του Ράιχ, ευθύς ως η Γερμανία, νικηθείσα και καταρρεύσασα, εξητήσατο την είρήνην.
Η παράξενος αυτή ειρήνη, ευνοϊκή μάλλον δια τους ηττημένους παρά δια τους νικητάς —πλην των Αγγλοσαξώνων—, με τον λεπτοφυά και περίπλοκον μηχανισμόν, απαιτούσα έλεγχον σοβαρόν και μακροχρόνιον, κινδυνεύουσα να θραυσθή μόλις εν μόριον θα παρεισέφρυεν εντός των τροχών της, διέσωσε την ενότητα της Γερμανίας και άφηκεν εις αυτήν ευρύ μέρος της δυνάμεως της, αλλ' η ειρήνη αυτή έσχε και το προνόμιον να ανταποκρίνεται προς τας επιθυμίας, προς τας φιλοδοξίας και προς το ιδεώδες των Ισραηλιτών. Η ειρήνη αυτή, εμποδίζουσα την οικονομικήν επανόρθωσιν των εμπολέμων Κρατών, ήτο ευμενής εις τας μεγάλας Τραπέζας, τας οποίας διευθύνουσιν Ισραηλίται, εις τα διεθνή κερδοσκοπικά συνδικάτα, τα πλουτήσαντα δια του πολέμου και τα κατέχοντα τα οικονομικά ταμιεύματα του κόσμου.
Δεν πρέπει να εκπλήσσεται τις αν η Κοινωνία των Εθνών εκηρύχθη «ουσιωδώς ιουδαϊκής εμπνεύσεως» υπό του Israel Zangwill. Και ο Λουκιανός Βόλφ, αντιπρόσωπος των ιουδαϊκών εταιρειών, αφού παρεστάθη εν Γενεύη εις την συ-νέλευσιν της Κοινωνίας των Εθνών, δεν εδίστασε να επικύρωση και αυτός ότι η «Κοινωνία» αυτή ήτο εν αρμονία με τας ευγενείς και ιερωτάτας παραδόσεις του Ιουδαϊσμού και ότι όλοι οι Ισραηλίται ώφειλον να θεωρώσιν ως ιερόν καθήκον των να την υποστηρίζωσι δι' όλων των δυνατών μέσων.

II
Φαίνεται ότι ο ιουδαϊκός κίνδυνος, ο οποίος εξεδήλουτο δια τόσων συμπτωμάτων και δια τόσων γεγονότων, δεν απεκαλύφθη πλήρως, παρά όταν εκυκλοφόρησεν η μετάφρασις αποσπάσματος εκ ρωσσικού βιβλίου, εξασφαλισμένου εις το British Museum, κατ' Αύγουστον του 1906 και το οποίον είχεν ως τίτλον : «Το Μέγα εν τω Μικρώ, και ο Αντίχριστος ως άμεσος πολιτική δυνατότης» (Σημειώσεις ενός Ορθοδόξου, Β' εκδοσις, διορθωμένη και επηυξημένη. Tsarkoie - Selo, 1905).
Η μετάφρασις αυτή εξεδόθη κατά Δεκέμβριον του 1919 παρά των Eyreand Spotteswoode, και έφερε τον τίτλον : «Ο Ιουδαϊκός κίνδυνος. Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» (The Jewish Peril. Protocols of the Learned Elders of Zion). Αυτή θα έμενεν επί πολύν χρόνον άγνωστος εις την Αγγλίαν, εαν συντάκτης των «Τάιμς» δεν είχε σκεφθή να αφιέρωση εις αυτήν εν άρθρον και να δώση περί αυτής αρκετά λεπτομερή περιγραφήν, προκαλούσαν την αγωνιώδη ερώτησιν εαν αυτό το βιβλίον αληθεύη, μήπως δεν διεφύγαμεν μίαν γερμανικήν ειρήνην παρά δια να υποκύψωμεν εις μιαν ιουδαϊκήν τοιαύτην;
Εν ευθέτω χρόνω εκυκλοφόρει εν Λονδίνω η αγγλική μετάφρασις των «Πρωτοκόλλων», γερμανική τοιαύτη εδημοσιεύετο εις το Charlottenburg (Berlin) υπό του Gottfried Zur Beele: Τα Μυστικά των Σοφών της Σιών (Die Geheimnisse der Weisen von Zion) και διεδίδετο αρκετά ταχέως εις τα κράτη του Ράϊχ ως και εις την Αυστρίαν.
Το άρθρον των Τάιμς επροκάλεσε την προσοχήν επί του ιουδαϊκού κινδύνου (Jewish Peril). Αμέσως το βιβλιάριον έγινε δυσεύρετον — εξηφανίσθη — και, πράγμα παράδοξον, οι εκδόται Eyre Spottisuoode εδήλωσαν, οτι δεν θα έκαμνον νέαν έκδοσιν αυτού. Αλλά εως ώτου, τη φροντίδι εθνικιστικής τίνος εταιρείας «The Brilons», δημοσιευθή νέα αγγλική έκδοσις, η μεγάλη ημερησία εφημερίς «The Morning Post» εδημοσίευεν υπό τον τίτλον : «Η αφορμή της παγκοσμίου ανησυχίας» (The Cause of Mord Unrest), σειράν άρθρων πολύ ζωηρών, βασιζόμενων επί των κειμένων των «Πρωτοκόλλων» και επί εγγράφων προγενεστέρως ανακαλυφθέντων και αποδεικνυόντων, ότι οι Ιουδαίοι είναι εκείνοι, εις τους οποίους έπρεπε να απεδίδομεν την παγκόσμιον καχεξίαν, την παρατείνουσαν τας μεταπολεμικάς οικονομικάς και πολιτικάς δυσκολίας.
Είς τας Ηνωμένας Πολιτείας εδημοσιεύθη, παρά τοις κ.κ. Small Magnard et Cie της Βοστώνης, άλλη μετάφρασις, επιγραφομένη «Τα Πρωτόκολλα και η Παγκόσμιος ανατροπή» (The Protocols and world revolution). Και Πολωνική μετάφρασις ανεφάνη επί πλέον κατά το 1920. Εις την Γαλλίαν πρακτικά τίνα, συνοδευόμενα εκ περικοπών του βιβλίου του Σεργίου Νείλου, κατεχωρίσθησαν εις τας εφημερίδας: Correspondant, la Vieille France, & Urbain Gohier, Action Frangaise, Oqinion. Πρώτη μετάφρασις εδημοσιεύθη εις την Libre Parole, αλλά μόνον κατά Σεπτέμβριον του 1920 και αρχομένου του 1921, εκυκλοφόρησεν η έκδοσις μετά προλόγου του Σεβασμ. Juin[1] και η έκδοσις της la Vieille France μετά σχολίων εις την αρχήν και εις το τέλος[2].
Είναι δύσκολον να γνωρίζωμεν τας διαφόρους εκδόσεις τας γενομένας εν Ρωσία. Φαίνεται ότι η πρώτη, ήτις οφείλεται εις τον καθηγητήν Σέργιον Νείλον, εγένετο κατά το 1902, αλλ' αυτή θα ηξηγοράσθη και εξηφανίσθη υπό των Ιουδαίων, καθ' όσον τα αντίτυπα αυτής είναι δυσεύρετα.
Επανεξεδόθη κατά το 1903; Ίσως, αλλά η πρώτη της •οποίας κατέχομεν αντίτυπον, είναι η του 1905 ήτις εμφαίνεται εις τον κατάλογον του British Museum.
Ο Ρώσσος συγγραφεύς G. Butmi εδημοσίευσε μετάφρασιν αυτών το 1907 με την συνδρομήν του αδελφού του A. L - Butmi ύπο τον τίτλον: «Ο εχθρός της ανθρωπότητας». Τα βιβλίαν, εκτυπωθέντα υπό της Σχολής των Κωφαλάλων της [Ιετρουπόλεως, αφιερούται εις την «Ένωσιν του Ρώσικου Λάου», πατριωτικήν Εταιρείαν, ήτις κατεπολέμει τους Ιουδαίους και τας απόκρυφους εταιρείας, τας τόσον διαδεδομένες τότε εν Ρωσία.
Το έργον του Σεργίου Νείλου ίσχε νέας εκδόσεις κατά τα έτη 1911, 1912, 1917 και 1920. Η αμερικανική μετάφρασις εγένετο εκ της εκδόσεως του 1911, της εκτυπωθείσης εις το μοναστήριον του Αγίου Σεργίου. Η έκδοσις του 1912 δεν μνημονεύεται ούτε εις τον πρόλογον του Σεβασμ. Jouin, ούτε εις τους προλόγους της γερμανικής και της αμερικανικής εκδόσεως- αλλ' ημείς επετύχαμεν αυτήν εν υπόδειγμα του εξωφύλλου της υπάρχει εις την αρχήν του παρόντος τόμου, ο οποίος δίδει την πρώτην γαλλικήν μετάφρασιν, την γενομένην απ' ευθείας εκ του ρωσικού κειμένου. Η έκδοσις του 1917 κατεστράφη σχεδόν εξ ολοκλήρου υπό των μπολσεβίκων, η δε του 1920 έξετυπώθη εις το Βερολίνον. Η μετάφρασις των «Πρωτοκόλλων» έξετυπώθη υπό τον τίτλον: Η Ακίς του Φωτός, και ο εκδότης συντάκτης Pierre Schabelski Bork την συνώδευσε με σχόλια σχετικά πρός την ρωσικήν Επανάστασιν, δια των οποίων κρίνονται αυστηρώς αι πράξεις του υπουργού Tchernoy και του Kerenski, «ο όποιος, τεθείς επί κεφαλής της Ρωσίας επί εξ μήνας, δια των λόγων του και των πράξεων του, ηπάτησε και επρόδωσε την πατρίδα του».
Ποία λοιπόν είναι η καταγωγή και η αξία αυτών των «Πρωτοκόλλων»; Όπως ο ηλεκτρικός σπινθήρας στους κερατοειδείς σωλήνας προκαλεί χημικά καθιζήματα, ούτω και τα «Πρωτόκολλα» εσχον ως συνέπειαν να προκαλέσωσιν αντιϊουδαϊκάς κρίσεις και σχόλια, αποκαλύπτοντα εις τους διαφόρους λαούς ένα αγωνιώδη κίνδυνον και γνωστοποιούντα.το σχέδιον εκστρατείας, το επινοηθέν υπό του Ισραήλ, δια, να πραγματοποιή το μεγαλειώδες όνειρόν του, το αντικείμενον των προαιώνιων φιλοδοξιών του, ήτοι την παγκό-σμιον κυριαρχίαν.
Αι σιωνιστικαί εταιρείαι συνεκρότησαν συνέδριον εις την Bale κατά το 1897 και έρριψαν εν αυτό τας βάσεις προγράμματος κατακτήσεων, του οποίου αι προηγούμεναι επιτυχίαι εδικαιολόγουν την ευρύτητα. Το πρόγραμμα τούτο δεν•υπεδείκνυε μόνον τους διαδοχικούς αντικειμενικούς σκοπούς και τας ακολουθητέας μεθόδους και τους τηρητέους τακτικούς κανόνας. Τα διάφορα τμήματα του Συνεδρίου συνέτασσον πρακτικά των Συνεδριάσεών των, ονομαζόμενα «Πρωτόκολλα», προωρισμένα ν' άνακοινωθώσιν εις τινας μεμυημένους και διατηρήσωσι το σχέδίον των αποκρύφων αυτών και παρανόμων συμβουλίων.
Ο Σέργιος Νείλος, εις την είσαγωγήν της εκδόσεως του 1917, δήλοι ότι τα φυλλάδια τα περιέχοντα αποσπάσματα αυτών των πρακτικών, συντεταγμένων εις την γαλλικήν (διότι πλείστοι Σιωνισταί ηγνόουν την εβραϊκήν), του πάρε δόθησαν κατά το 1901 υπό του Alexis Nicoiajevitch Souchotin, στρατάρχου της ευγενείας του Chern. τά φυλλά δια ταύτα εγένοντο γνωστά και εις τον δεύτερον Ρώσον μεταφραστήν των, C. Butmi.
Πώς ο Alexis Nicoiajevitch τα είχε προμηθευθή; Δύο διαδόσεις υπάρχουν περί τούτου• η αντεγράφησαν υπό γυναικός τίνος, συζύγου η ερωμένης ενός εκ των συνταξάντων αυτά μεμυημένων, και η οποία εθεώρησε καθήκον της να μεταβίβαση τα αντίγραφα ταύτα εις χριστιανόν, δυνάμενον να θέση τους ομοθρήσκους της εις προσοχήν εναντίον των σκότιων και απειλητικών προθέσεων του Σιωνισμού• η υπεξηρέθησαν από χρηματοκιβώτιον, το οποίον είχον οι Σιωνισταί εις τίνα πόλιν της Αλσατίας. Δεν είναι βέβαιον αν η μία εκ των δύο τούτων υποθέσεων είναι ακριβής, καθ' όσον οι κάτοχοι των φυλλαδίων θα προσεπάθησαν να απαλλάξωσιν από πάσαν υπόνοιαν και πάσαν εκδίκησιν τον δράστην ή τους δράστας της υπεξαιρέσεως η των διαπραχθεισών ακριτομυθιών.
Οι Ρώσοι μεταφρασταί είναι αμφότεροι έντιμοι άνθρωποι και φιλόθρησκοι. Αί μεταφράσεις των είναι, εκτός μερικών λεπτομερειών, σύμφωνοι. Μ' όλα ταύτα όταν ο Alexis. Ν. Souchotin παρέδωσεν εις τον Σέργιον Νείλον τα φυλλάδια, του συνέστησε να κάμη την καλλιτέραν χρησιν αυτών πρός υπεράσπισιν των συμφερόντων της θρησκείας και της πατρίδος, του όπερ και επέτρεπεν εις τον ενεργήσαντα την δημοσίευσίν των «Πρωτοκόλλων» ποιάν τίνα ελευ-θερίαν ερμηνείας και συντάξεως.
"Οσον δια την πραγματικότητα της υπεξαιρέσεως εγγράφων εκ των ισραηλιτικών αρχείων, αυτή επιβεβαιούται εξ εγκυκλίου του Σιωνιστικού Κομιτάτου, χρονολογουμένης από το 1901, εις την οποίαν ο δόκτωρ Hertzl παραπονείται δια τας υπεξαιρέσεις, αι οποίαι επέτρεψαν εις τους βέβηλους (Gentils) να γνωρίσωσι τα μυστικά των «Πρωτοκόλλων».

III
Τα «Πρωτόκολλα» είναι είκοσι τέσσαρα τον αριθμόν. Είναι μάλλον διδασκαλίαι και γνωμικά παρά ανακοινώσεις. Φαίνεται ότι ο συγγραφεύς των η οι συγραφείς των, ίσχον ως κυριωτέραν φροντίδα να εκθέσωσιν εις είκοσι τέσσαρα. μαθήματα τα δόγματα του Ισραήλ, τους αντικειμενικούς του σκοπούς, ους επιδιώκει από των αρχαιοτάτων χρόνων και τας λεπτομέρειας του τελικού σχεδίου εκστρατείας πρός κατάκτησιν της παγκοσμίου εξουσίας, οπότε τα πάντα θα. εφαίνοντο παρασκευασμένα δια να αρχίσωσι τον αποφασιστικόν αγώνα.
Δια τους Ιουδαίους δεν υπάρχει άλλο δίκαιον παρά το της ισχύος• η φιλελευθερία κατέστρεψε παρά τοις Goym την τε θρησκείαν και την εξουσίαν ο χρυσός είναι εις χείρας του Ισραήλ και, δια του χρυσού, εγένετο ούτος κύριος του Τύπου και της κοινής γνώμης, δι' ων και διευθύνονται αι κυβερνήσεις εις τα δημοκρατικοποιηθέντα Κράτη.
Αι τεκτονικοί στοαί διευθύνονται υπο των Ιουδαίων οι οποίοι κατευθύνουσι τας εκδηλώσεις και την προπαγάνδαν αυτών.
Οι χριστιανικοί Λαοί θα είναι ημέραν τινά τόσον απογοητευμένοι, ώστε θα απαιτήσωσιν υπερκυβέρνησιν παγκοσμίαν, πηγάζουσαν εκ του Ιουδαϊσμού. Ιδιαίτεροι πέλεμοι και μία παγκόσμιος ρήξις, ην ο Ισραήλ θα δυνηθή να εξαπολύση, θα επισπεύσωσι την βασιλείαν αυτού. Η ιουδαϊκή μοναρχία θα αντικαταστήση την φιλελευθερίαν των χριστιανικών Κρατών. Όλαι αι θρησκείαι θα καταργηθώσι πλην της του Μωϋσέως (δηλ. του Ταλμούδ).
Δια να δείξωσι την δύναμίν των οι Ιουδαίοι θα καταβάλωσι και θα υποδουλώσωσι δια της δολοφονίας και του εκφοβισμού ίνα των λαών της Ευρώπης. Προοδευτικός φόρος επί του κεφαλαίου και δάνεια κρατικά θα αποκαταστρέψωσι τους Χριστιανούς, τους οποίους άθεος διδασκαλία θα ανηθικοποιήσει και η επί τόσου χρόνου αναμενόμενη ώρα θα σημάνει. Ο Βασιλεύς των Ιουδαίων, ενσάρκωσις του Πεπρωμένου, θα βασιλεύση επί του καταδαμασθέντος σύμπαντος.
Τοιούτον είναι εν συντόμω το περιεχόμενον των «Πρωτοκόλλων». Είναι καλόν να μελετήση τις τα διάφορα κεφάλαια και, να συγκρίνη το κείμενόν των προς άλλα έγγραφα εβραϊκής προελεύσεως και να παρατηρήσει αν έχουσι πραγματοποιηθή, κατά και μετά τον πόλεμον, τα προβλεφθέντα γεγονότα και αναγγελθέντα συμβεβηκότα εις φυλλάδια γεγραμμένα προ είκοσιν ετών.
Το τρίτον κεφάλαιον αυτών των διδασκαλιών των Σοφών του Ισραήλ περιέχει υπαινιγμόν εις τον Όφιν, ο οποίος συμβολίζει την προοδευτικήν πορείαν του Ισραήλ προς την παγκόσμιον κυριαρχίαν.
Ο Σέργιος Νείλος, εις τον επίλογον του βιβλίου του, το οποίον η αμερικανική και η γερμανική μετάφρασις δεν είχεν υπ' όψει της, παρέχει περιέργους λεπτομέρειας περί του συμβόλου τούτου της ιουδαϊκής δυνάμεως, αείποτε νικηφόρου, όταν θα έχει περικλείσει τα ευρωπαϊκά Κράτη, Κατά τας ιουδαϊκά; παραδόσεις, η πρόρρησις αυτή ανέρχεται εις τους χρόνους του Σολομώντος. Η κεφαλή του όφεως παριστάνη τους ιθύνοντας, τους μεμυημένους του Ισραήλ. Εισδύη εις την καρδίαν εκάστου των εθνών δια να τα διαφθείρη, να τα καταστρέψη και αναχωρήσασα εκ Σιών, οφείλει να επανέλθη εις αυτήν, αφού θα έχει εκπληρώσει τον κύκλον των κατακτήσεων της.
Οι Σιωνισταί έχουσιν από πολλού χρόνου ερίσει τον χάρτην, εις τον οποίον είναι εγκεχαραγμένον το δρομολόγιου του ερπετού, και επί του χάρτου αυτού σημειούνται οι μεγάλοι σταθμοί του δρομολογίου, οι διανυθέντες και οι μέλλοντες να διανυθώσιν. Ο πρώτος σταθμός το οδηγεί εις την Ελλάδα, κατά την εποχήν του Περικλέους (429 π.Χ.)• επί βασιλείας του Αυγούστου, ολίγον προ της γεννήσεως του Ιησού Χρίστου, η κεφαλή του Οφέως εισέδυσεν εις την Ρώμην. Η Μαδρίτη την είδεν εμφανιζομένην επί Καρόλου του Ε', οι Παρίσιοι κατά την παρακμήν Λουδοβίκου του 14ου, το Λονδίνον κατά την πτώσιν του Ναπολέοντος, το Βερολίνον κατά το 1871, μετά τας αποθεώσεις της συνθήκης των Βερσαλιών, η Πετρούπολις κατά το 1881.
Είναι άξιον σημειώσεως ότι όλα τα Κράτη, επί των οποίων ο Όφις αφήκε το γλοιώδες ίχνος του, εκλονίσθησαν μέχρι των θεμελίων των υπό πολιτικών και κοινωνικών κρίσεων.
Ο χάρτης δεικνύει δια βελών τους τελευταίους σταθμούς: την Μόσχαν, το Κίεβον, την Οδησσόν, την Κωνσταντινουπολιν και τέλος την Ιερουσαλήμ, την αφετερίαν και το τέρμα του μοιραίου δρομολογίου. Ο Σέργιος Νείλος είς έκδοσιν των «Πρωτοκόλλων» του 1922, ανάφερει επί πλέον πολλά έγγραφα, τα οποία έρχονται να τονώσωσι τας διδασκαλίας και τας προρρήσεις των Σοφών της Σιών. Τον Νοέμβριον του 1910 τα «Νέα της Μόσχας» (Moskovskia Viedomosti) έδημοσίευον άρθρον, του Κ. J. Tour, επιγραφόμενον «Τα απόκρυφα ιουδαϊκά προγράμματα», δεικνύον τάς πραγματοποιηθείσας προόδους υπό των Ιουδαίων είς την ρωσικήν Αυτοκρατορίαν: «Κατά το διάστημα των 50 τούτων τελευταίων ετών πολλαί καταστροφαί επήλθον, και εκάστη τούτων των καταστροφών επέσπευσε δια γιγαντιαίου βήματος το ιουδαϊκό έργον...
«Είς την Ρωσίαν, η Έπανάσιασις δεν επέτυχε τελείως, αλλ' εν τούτοις οι Ιουδαίοι εκέρδισαν πολύ, χάρις είς τα συμβάντα του 1905 και 1906. Τα τελευταία συνέδρια των απεκάλυψαν όλας των τας ελπίδας. Η Δούμα κατεπλάγη εξ ένός νομοσχεδίου υπογεγραμμένου υπό μεγάλου αριθμού βουλευτών, χορηγούντος πλήρη ισότητα δικαιωμάτων είς τους Ιουδαίους, οίτινες απολαύουσιν ήδη πράγματι πολλών πλεονεκτημάτων. Από της εποχής του υπουργείου του Witte τα όρια της διαμονής των Ισραηλιτών, κακώς τηρούμενα άλλοτε, απέβησαν μάταια δια σειράς εγκυκλίων, και αί ταραχαί, αίτινες κατέστρεψαν και ανηθικοποίησαν τους αύτόχθονας πληθυσμούς, απέβησαν και αύται προς όφελος των Ιουδαίων.
Σύγχρονος συγγραφεύς (ο Μ. Damtschanko) εξέφρασε την εξής γνώμην είς βιβλίον δημοσιευθέν κατά το 1911 : «Λαμβανομένου υπ' όψει του σχετικώς μικρού αριθμού των Ιουδαίων, ούτοι μόνοι των είς μίαν ευρείαν πάλην δεν δύνανται βεβαίως να νικήσωσι το πλήθος, εν τω μέσω του οποίου ζώσιν ως παράσιτα. Δι' ο επενόησαν εν είδος αυτοκτονίας δια τους Χριστιανούς, προκαλούντες επιτηδείως παρ' αυτοίς εμφυλίους διαφωνίας και παρασκευάζοντες εντέχνως κακοδιοικήσεις και ακυβερνησίας».
Αφού έχουσι περισυλλέξει τον χρυσόν και καταλάβει εις χείρας των τα κυριώτερα όργανα του Τύπου, επετέθησαν κατά των μοναρχών, διότι ούτοι είναι «μία ανωτέρα δύναμις, πλήρης αυταπαρνήσεως και διατεθειμένη επομένως να υπερασπίζη πάν ό,τι είναι ασθενές». Δια τούτο οι Ιουδαίοι έχουσι πανταχού διευκολύνει την υ-ποκατάστασιν του δημοκρατικού πολιτεύματος εις τα μοναρχικά τοιούτα.
Όσον άφορα τον Μπολσεβικισμόν, οι Ιουδαίοι της Ρωσίας δεν αρνούνται, ότι είναι οι υπεύθυνοι αυτουργοί αυτού. Εις εφημερίδα της Charkow, δημοσιευομένην εις Yeddisk, Der Kommunist, ο Ισραηλίτης Μ. Kohen, έγραφε την 12ην Απριλίου του 1919 «Δύναται τις να είπη άνευ υπερβολής, ότι η μεγάλη ρωσική κοινωνική επανάστασις, υπήρξεν έργον των Ιουδαίων και ούτοι όχι μόνον κατηύθυναν την υπόθεσιν, αλλά και έλαβον εις χείρας των το ζήτημα των Σοβιέτ. Δυνάμεθα να είμεθα ήσυχοι ημείς οι Ιουδαίοι, εφ' όσον η υπέρτατη διεύθυνσις του ερυθρού στρατού θα είναι εις χείρας του Λέοντ. Τρότσκι[3]».
Δεν είναι ίσως παράτολμον να φρονή τις, ότι εάν εσχάτως η Αγγλία έχη συνάψει ειρήνην με τα Σοβιέτ, τούτο εγένετο, διότι Ισραηλίται του Υπουργείου και οι οπαδοί του Lloyd George εσχον αρκετήν επιρροήν επί της Βρεταννικής Κυβερνήσεως δια να την αγάγωσιν, υπό το πρόσχημα εμπορικών ωφελειών, εις το να υποστήριξη αυτη το ιουδαϊκόν καθεστώς της επαναστατικής Ρωσίας.
Αι θεωρίαι αυταί και τα σχόλια του Σεργίου Νείλου δύνανται να διαφωτίσωσιν ή να δικαιολογήσωσι χωρία τινά των «Πρωτοκόλλων», αλλ' αυτό τούτο το κείμενον δεν στερείται ούτε σαφήνειας ούτε βάθους. Φέρει εν εαυτώ μίαν αποδεικτικήν δύναμιν ου την τυχούσαν, και δια τούτο οι Ιουδαίοι, αφού είς μάτην προσεπάθησαν να εξαφανίσωσι το βιβλίον τούτο και να καταπνίξωσι τας αδιακρίτους φωνάς, τας αποκαλύπτουσας το σχέδιον της εκστρατείας του Ισραήλ, αφωσιώθησαν εις την προσπάθειαν του να παραστήσωσιν, ότι τα πρακτικά των Σοφών της Σιών ήταν απόκρυφα και δεν εστηρίζοντο επί κανενός σοβαρού δεδομένου.

IV
Ό Salomon Reinach είναι ο πρώτος, ο οποίος είς την «Oqinion» της 26 Ιουνίου 1920 εδήλωσεν, ότι τα «Πρωτόκολλα» δεν ήσαν παρά καθαραί και απλαί επινοήσεις. Ο «ψευδολόγος Νείλος» είχεν αντλήσει τάς φαντασιοπληξίας του «από την Μαρξιστικήν επαναστατικήν φιλολογίαν» και οι Ιουδαίοι, όπως oι Μασώνοι, εσυκοφαντούντο φρικαλέως, ως είχον συκοφαντηθή άλλοτε οι Τησουίται δια της δημοσιεύσεως των δήθεν Manita Secreta.
Δεν ηδυνήθη ουχ ήττον να ώθηση περαιτέρω τους ισχυρισμούς του. Πέραν της Μάγχης λόγω του ότι το κύριον άρθρον των «Times» και η παρατεταμένη εκστρατεία του «Εωθινού Ταχυδρόμου» (Morning Post) είχον παραγάγει ζωηράν και βαθείαν εντύπωσιν οι Ισραηλίται εσκέφθησαν ότι επεβάλλετο να επιχειρήσωσι ν' αποδείξωσιν ως αβάσιμα και φανταστικά τα αποκαλυφθέντα έγγραφα και να προσπαθήσωσι ν' αναιρέσωσι κατά τον μάλλον πιστευτόν τρόπον τα επιχειρήματα τα αντληθέντα εκ των «Πρωτοκόλλων» δια να καταδειχθή φανταστική η απειλή του ιουδαϊκού κινδύνου. Το συμβούλιον των αντιπροσώπων των[4] δια του δημοσιογραφικοΰ οργάνου του Κομιτάτου των, επεφόρτισε τον Lucien Wolf με την λεπτεπίλεπτον ταύτην αποστολήν.
Όπως ο Reinach ούτω και δ L,. Wolf δεν ήτο σιωνιστής προ του πολέμου, δεν είχε συνεπώς παραστή είς το συνέδριον της Bale (πόλεως της Ελβετίας) του 1897, αλλ' ήτο πεπειραμένος δημοσιογράφος, παλαιός συνεργάτης του «Daily Graphic» επί του δελτίου της εξωτερικής πολιτικής, άλλοτε ανταποκριτής εν Λονδίνω της ημερησίας γαλλικής εφημερίδος «Le Journal», πολύ γνωστός είς τον τύπον, καθ' όσον είχε χρηματίσει μέγας διδάσκαλος της μασωνικής Στοάς των συγγραφέων και πρόεδρος του Ινστιτούτου των δημοσιογράφων. Η εκλογή λοιπόν εφαίνετο επιτυχής από πάσης απόψεως. Εν τούτοις το αποτέλεσμα δεν ανταπεκρίθη σχεδόν καθόλου εις τας ελπίδας, τας έπ' αυτού βασισθείσας, των ιθυνόντων ισραηλιτικών κύκλων.
Ο L Wolf έγραψε τρία άρθρα καταχωρισθέντα εκ περιτροπής εις τας εφημερίδας «Μαγχεστριανος Φύλαξ» (Manchester Guardian), «θεατής» (Spectator), «Ημερήσιος Τηλέγραφος» (Daily Telegraph) έπειτα εδημοσίευσε ταύτα είς φυλλάδιον, διηνθισμένον με αρκετά άνοστα ευφυολογήματα υπό τον σχοινοτενή τίτλον: «Ο ιουδαϊκός κίνδυνος και τα ανύπαρκτα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» (The Jewish Bogey and the forged Protocols of the Learned Elders of Sion).
Ανέγνωσα επισταμένως το φυλλάδιον αυτό. Αρχίζει με αρκετά συγκεχυμένην κριτικήν των δέκα επτά άρθρων των δημοσιευθέντων είς τον «Εωθιν6ν Ταχυδρόμον» του Λονδίνου ύπο την επικεφαλίδα «Τα αίτια της παγκοσμίου ταραχής» (The Cause of World Unrest). Ο L. Wolf προσπαθεί να απόδειξη δια τεκμηρίων, εις τα οποία αποδίδει ιστορικήν αξίαν, ότι η ιουδαϊκή προπαγάνδα δεν είναι ούτε αντιμοναρχική, ούτε αντιχριστιανική! Διακηρύσσει επίσης ότι η «Ιουδαϊκότης» του Μασωνισμού είναι καθαρά επινόησι ενώ τω προσώπω του επιβεβαιούται με τον πασιφανέστερον τρόπον, η εβραϊκή διείσδυσις εν τη μασωνία!
Εις τας πατριωτικάς εκδηλώσεις του συντάκτου του «Εωθινού Ταχυδρόμου» αντιτάσσει λίαν ασθενή επιχειρήματα Κατ' αυτόν ο Marx δεν είναι δυνατόν να θεωρηθή ως αντιπρόσωπος των κοινωνιολογικών ιδεών του Ιουδαϊσμού• αι διδασκαλίαι του προέρχονται απεναντίας εκ των αντιλήψεων του Hegel και του Fenerbach, οίτινες ήσαν βέβηλοι (Gentils) και εισίν εν αντιθέσει προς τον συνδικαλισμόν και τον μπολσεβικισμόν.
Συμπεραίνων λέγει, ότι εκείνο το οποίον ο «Εωθινός Ταχυδρόμος» χαρακτηρίζει ως «φρικαλέαν αίρεσιν» (Formidable secte) απεργαζομένην την παγκόσμιον κακοδαιμονίαν, αποτελεί μύθον, αποκύημα της φαντασίας αντισημιτιστών και Αγγλόφοβων Γερμανών.
Ο κ L. Wolf επιχειρεί είτα ν' αποδείξη το πώς επινοήθη η συγγραφή των «Πρωτοκόλλων» και πράττει τούτο περιστρεφόμενος κατ' αρχάς περί το ζήτημα. Άρχεται με υπαινιγμούς, αφορώντας τας μυστικάς εταιρείας και τας αποκαλυπτικάς βίβλους, αίτινες μνημονεύονται εις τα Χρονικά του ΙΖ' και ΙΗ' αιώνος, κατόπιν προσπαθεί ν' ανασκευάση τα δημοσιευθέντα υπο του Γερμανού Hermann Goedsche έγγραφα κατά το 1868. Συγγραφεύς του ενός εκ τούτων εθεωρείτο ο Άγγλος sir John Retcliffe, ώστις διεπραγματεύετο εν αυτώ περί των προ δεκαετίας πολιτικοϊστορικών συμβάντων. Έτερον, το οποίον άνεδημοσίευσαν αι γερμανικαί εθνικιστικαί εφημερίδες και η γαλλική επιθεώρησις «Le Contemporain»[5], έδιδε το κείμενον ομιλίας την οποίαν είχεν εκφωνήσει εις τους οπαδούς του ο μέγας ραββίνος εις το νεκροταφείον της Πράγας. Εκ του ότι ο sir John Retcliffe δεν υπήρξε ποτέ και εκ του ότι ο λόγος του Ραββίνου φαίνεται μυστηριώδης (απόκρυφος), ο L. Volf καταλήγει εις επιχειρήματα, τα οποία θεωρεί αναμφισβήτητα.
Εν τούτοις ο Edouard Drummont δεν έδωσε σοβαράν προσοχήν εις τας εκδηλώσεις αυτάς του γερμανικού αντισημιτισμού και ούτε καν έκαμε λόγον εις τα σχετικά κεφάλαια της France juive.
Αλλά ο κ. Wolf ευρεν αναλογίας τινάς μεταξύ των αποκαλύψεων του Goedsche και ενός χωρίου των «Πρωτοκόλλων», εις το οποίον εξηγείται η υπο των Ιουδαίων ακολουθουμένη πολιτική δια να διοικήσωσι τας εργατικάς μάζας υποσχόμενοι την χειραφέτησιν των. Δεν χρειάζεται τι πλέον δια να εξαγάγη το συμπέρασμα, ότι αφού τα λεγόμενα υπο του Goedsche αποτελούν μύθον και τα ύπο του Νείλου λεγόμενα εχουσι πασιφανώς τον αυτόν χαρακτήρα! Εν άλλο επιχείρημα του αυτού είδους παρουσιάζεται. Ι Constantin Petroviche Pobyadonoszeff, άλλοτε επίτροπος παρά τη Ί. Συνόδω της Ρωσίας, εις τας δημοσιευθείσας παρ' αυτού «Σκέψεις ενός Ρώσου πολιτικού» (Refflexions d' un homme d' Etat russe), επέκρινεν αυστηρώς τα δημοκρατικά πολιτεύματα και εχαρακτήρισε την καθολικήν ψήφον ως την «μεγαλυτέραν πλάνην της εποχής μας».
Συμπεραίνει δε εκ τούτου ότι η αυτοκρατορία παρέσχεν εις τους λαούς τας πλέον ασφαλείς εγγυήσεις καλής διοικησεως• και επειδή η ίδια σκέψις ανευρίσκεται και εις κεφάλαιον των «ΙΙρωτοκόλλων», ο συγγραφεύς των κατηγορείται επί λογοκλοπία.
Ασφαλώς, η υπόθεσις της οποίας ανέλαβε την υπεράσπισιν είναι δυσχερής επί τοσούτον, ώστε πληρεξούσιος δικηγόρος της περιωπής του Λ. Βόλφ, του και συγγραφέως της «Ιουδαϊκής υποθέσεως κλπ.», να μη ευρίσκη επιχειρήματα σοβαρώτερα των παρ' αυτού προβαλλομένων.
Περαιτέρω αφηγείται, ότι, κατά την εν Γαλλία παραμονήν του, το 1919, έλαβε γνώσιν μιας απόπειρας, ήτις εγένετο τότε πρός παρεπιδημούσαν εν Παρισίοις ιουδαϊκήν αποστολήν.
Λιθουανός τις ανήκων εις την ιουδαϊκήν μυστικήν αστυνομίαν, παρουσιάσθη εις τα μέλη της επιτροπής και μετα διαβεβαιώσεις αφοσιώσεως τοις εδήλωσεν, οτι ήτο εις θέσιν να παρεμπόδιση την δημοσίευσιν λίαν επικινδύνου βιβλίου το οποίον, εαν ήρχετο εις δημοσιότητα, θα ηδύνατο να καταστρέψη τον οίκον Ισραήλ. Επειδή δε πασά εκδούλευσις είναι άξια αμοιβής, ο επισκέπτης εζήτει μετριοφρόνι 10.000 λίρας στερλίνας. Τον παρεκάλεσαν να υποδείξη, περί ου ο λόγος βιβλίον• επρόκειτο περί των «Πρωτοκόλλων». Ο Λιθουανός απεπέμφθη ευγενώς και μετά τινας μήνας εδημοσιεύοντο εις το Λονδίνον και εις το Charlottenburg η πρώτη αγγλική και η πρώτη γερμανική μετάφρασις του βιβλίου του Σεργίου Νείλου!
Ασφαλώς ο Βόλφ δεν ηδύνατο να φθάση εις ανοητότερον και πλέον παιδαριώδες συμπέρασμα. Με το να δώση τις 10.000 λίρας εις πρόσωπον κατέχον εν αντίτυπον των «Πρωτοκόλλων». ήτο δυνατον να παρεμπόδιση την μετάφρασι και δημοσίευσιν συγγράμματος, το οποίον προ του πολέμου και της ρωσικής επαναστάσεως είχεν αριθμήσει πέντε η εξ εκδόσεις, και του οποίου εν αντίτυπον ευρίσκετο εις την βιβλιοθήκην του British Museum;
Τέλος ο πληρεξούσιος της Ιουδαϊκής Επιτροπής αγωνίζεται δια να εμπνεύση εις τους αναγνώστας του την πεποίθησιν ότι οι Ιουδαίοι της Ρωσίας και της Πολωνίας δεν έχουσι καμμίαν σχέσιν με τον μπολσεβικισμόν. Οι Γερμανοί εθνικόφρονες και οι τσαρισταί εξαπέλυσαν τοιαύτας συκοφαντίας και δια να δείξει ότι τα πάντα ακούει και μανθάνει ο Ιουδαϊκός μασωνισμός ο Lucien Wolf, ευφυολογών, εμνημονεύει μετά περιφρονήσεως ανώνυμον λίβελλον, μυστηριώδους εμπνεύσεως, «εκτυπωθέντα εις Παρισίους το παρελθόν έτος ύπο των Ιησουϊτών της οδού Garanciere» υπό τον τίτλον «ο Μπολσεβικισμός»[6].
Το γεγονός όμως τούτο, ότι με τόσην σοβαρότητα γίνεται λόγος περί τυπογραφείου Ιησουϊτών, λειτουργούντος εις την οδόν Garanciere, αρκεί να κλονίση και εκμηδενίση όλα τα επιχειρήματα, τα οποία παραθέτει ο επίσημος πληρεξούσιος δικηγόρος της εν Αγγλία Ισραηλιτικής Επιτροπής.
Αλλ' ιδού ότι η «Vieille france» εις πολύ περίεργον μελέτην, υπογεγραμμένην υπο L. Fry[7], ισχυρίζεται, ότι είναι εις θέσιν να αποκάλυψη τον συγγραφέα των «Πρωτοκόλλων». Ονομάζεται Asherinzberg και εβραϊστί Achad Haam, όπερ σημαίνει «είς εκ του λάου».
Γεννηθείς εις την Skvira (διοίκησις Κιέβου) εμελέτησε το Ταλμούδ εις τας ιουδαϊκάς σχολάς, συνεζεύχθη την εγγονήν Ραββίνου της Lubowitz, εισήλθεν εις το Kahal, ίδρυσεν ομιλον «νεοσιωνιστών», έπειτα μυστικήν εταιρείαν «οι υιοί του Μωυσέως» (Bne Moshe), παρίστατο εν το σιωνιστικόν Συνέδριον της Bale, ανέπτυξεν εν αυτώ τα μαθήματα τα αποτελούντα τα είκοσι τέσσαρα «Πρωτόκολλα», αλλά δεν ηδυνήθη να συνεννοηθή ούτε με τον δόκτορα Hertzl, ούτε με τον Max Nordau, οίτινες τον εχαραχτήρισαν ως υπεραδιάλλακτον εν τω εθνικισμώ του.
Φαίνεται ότι ο Asher Ginzberg ενεφανίσθη επικεφαλής του ιουδαϊκού πολιτικού Κομιτάτου, του σχηματισθέντος εις την Αγγλίαν κατά το 1917 και ότι μεταξύ των ομογενών του απήλαυε μεγάλου γοήτρου. Ο ποιητής, Chaym Bialik τον χαρακτηρίζει ως «προφήτην», ως έκτακτον αστέρα, και τον σέβεται ως «τον διδάσκαλον, ο οποίος μόνος ήδυνήθη να δείξη εις τα τέκνα της εξορίας την οδόν των πρός την ελευθερίαν».
Εάν ο Ginzberg διέμενεν εν Λονδίνω, ως νομίζει ο L. Fru, θα ήτο ο μόνος αρμόδιος να εκφέρη γνώμην επί του φυλλαδίου του L. Wolf και επί των «Πρωτοκόλλων» του Σεργίου Νείλου, αλλ' οι Ισραηλίται δεν έχουν την συνήθειαν να κατηχούν τους βέβηλους εις τας υποθέσεις των, εις τα μυστικοσυμβούλιά των, εις τας διαφόρους απόψεις των. Άπαξ έτι αντιλαμβάνεται τις τούτο καλώς, άμα ως σκεφθή ότι από της εποχής της δηλώσεως Μπάλφουρ και της διοργανώσεως «της Εθνικής Εστίας» της Παλαιστίνης, κανείς Ιουδαίος δεν τολμά να κηρυχθή εχθρός πρός τον Σιωνισμόν, ενώ προηγουμένως οι μη σιωνισταί ήσαν ουκ ολίγοι.
—¤—
Είναι, βεβαιότατα, πολύ ενδιαφέρον να ηξεύρωμεν ποίος είναι ο συγγραφεύς ή συγγραφείς των «Πρωτοκόλλων», άλλα το ζήτημα τούτο είναι ούχ ήττον δευτερευούσης σημασιάς, δύναμαι να ειπώ μάλιστα, ότι η αυθεντικότης των «Πρωτοκόλλων» δεν έχει ειμή σχετικήν αξίαν.
Αναλύων τις ταύτα, χωρίς να λαβή υπ' όψιν τα σχόλια των εκδοτών των και όλων των πολεμικών των προκληθέντων εκ της δημοσιεύσεως των, διακρίνει τρία ουσιώδη σημεία συχνάκις περιπλεκόμενα.
1. Φιλοσοφικήν κριτικήν των φιλελευθέρων αρχών και απολογίαν του μοναρχικού πολιτεύματος.
2. Έκθεσιν σχεδίου προπαγάνδας μεθοδικώς διενεργουμένης δια να εξασφάλιση εις τους Ιουδαίους την παγκόσμιον κυριαρχίαν.
3. Προφητικάς προβλέψεις περί της προσεχούς πραγματοποιήσεως των ουσιωδών μερών του σχεδίου τούτου.
Είναι άραγε δυνατόν ο Σέργιος Νείλος, όστις, κατά την ιδίαν αυτού ομολογίαν, είχε λάβει παρά του Alexis Souchotin τα περιβόητα φυλλάδια με την ρητήν σύστασιν να χρησιμοποίηση ταύτα κατά τον μάλλον επωφελέστερον τρόπον, από θρησκευτικής απόψεως, να μη εθεώρησεν υποχρέωσίν του να τα μετάφραση κατά γράμμα και τα ατομικά του αισθήματα, ως Ρώσου πατριώτου και ενθέρμου ορθοδόξου, να τα εξεδήλου κατά διαφόρους τρόπους εις την σύνταξιν των φιλοσοφικών περιόδων; Αλλά τα δύο τελευταία στοιχεία παρουσιάζουσιν αναμφισβήτητα στοιχεία ομοιότητας• είναι εν ακριβεί συμφωνία με όλα τα εβραϊκά Εγγραφα, τα οποία κατέχομεν. Η κατάρρευσις της Ρωσίας, τα ανώμαλα άρθρα της ειρήνης, η δημιουργία της υπερκυβερνήσεως, ήτις ήδη καλείται Κοινωνία των Εθνών, η αποκατάστασις του Ιουδαϊσμού εις την Ιερουσαλήμ, πάντα ταύτα αποτελούσι την πλέον έκδηλον απόδειξιν της πραγματικότητας του σχεδίου κατακτήσεως, του αποφασισθέντος υπό των Σοφών της Σιών.
Ο Sainte Beuve μελετών το Εργον του Joseph de Maistre εις τας Διφτέρας του, είχεν εκφράσει την εξής γνώμην περί των Les Considerations sur la France: «Η εντύπωσις την οποίαν προεκάλεσε το βιβλίον τούτο, όπου εκυκλοφόρησεν, υπήρξε ζωηρότατη, άλλα η μεγάλη του έκρηξις δεν έλαβε χωράν παρά είκοσιν έτη βραδύτερον, ότε τα συμβεβηκότα επεβεβαίωσαν τα μάλλον αξιομνημόνευτα σημεία αυτού».
Τα «Πρωτόκολλα» έχουσιν εν κοινόν σημείον με τας Les Considerations sur la France, τον προφητικόν, δηλονότι, χαρακτήρα των. Ίσως δυνηθώμεν βραδύτερον[8] να διατυπώσωμεν περί αυτών κρίσιν όμοίαν προς την του Sainte Beuve.

ROGER LAMBELIN

ΤΑ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΤΗΣ ΣΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'

ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ : Το δίκαιον εν τη ισχύι. Η ελευθερία είναι αφηρημένη έννοια. Η φιλελευθερία. Ο χρυσός. Η πίστις. Η Αυτονομία. Η Κεφαλαιοκρατία. Ο εσωτερικός εχθρός, Ο όχλος. Η αναρχία, Η πολιτική και η ηθική. Το δίκαιον του ισχυρότερου. Η ιουδαϊκή μασωνική εξουσία είναι αήττητος. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο όχλος είναι τυφλός. Το πολιτικόν αλφάβητον. Αι διαφωνίαι των κομμάτων. Η μορφή της Κυβερνήσεως, η οδηγούσα καλλίτερον εις τον σκοπόν, είναι η Μοναρχία. Τα ισχυρά ποτά. Ο κλασικισμός. Η ακολασία. Η αρχή και οι κανόνες της ιουδαϊκής και μασωνικής Κυβερνήσεως. Ο τρόμος. Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης Η αρχή της δυναστικής Κυβερνήσεως. Τα προνόμια της αριστοκρατίας των καταστραφέντων Χριστιανών. Η νέα αριστοκρατία. Ψυχολογικός υπολογισμός. Η αφηρημένη έννοια της Ελευθερίας. Το μεταθετόν των αντιπροσώπων του λάου.
Ας αφήσωμεν κάθε φρασεολογίαν και ας μελετήσωμεν καθ' εαυτήν έκαστην ιδέαν, διασαφηνίζοντες την κατάστασιν δια συγκρίσεων και συλλογισμών.
Μέλλω λοιπόν να διατυπώσω το σύστημα μας περί της απόψεως σας και της απόψεως των Χριστιανών.
Προ παντός δέον να παρατήρηση τις ότι οι άνθρωποι οι έχοντες κακά ένστικτα είναι πολυαριθμότεροι των εχόντων καλά τοιαύτα. Τούτου ένεκα επιτυγχάνει τις τα καλλίτερα αποτελέσματα, διοικών τους ανθρώπους δια της βίας και του τρόμου, και ουχί δι' ακαδημαϊκών συζητήσεων. Έκαστος άνθρωπος ποθεί την έξουσίαν, πάς τις προσπαθεί να γίνει δικτάτωρ, εάν δύναται, και εν ταύτω ολίγοι υπάρχουσιν οι μη όντες έτοιμοι να θυσιάσωσιν όλην την περιουσίαν των άλλων δια να εξασφαλίσωσι την ιδικήν των.
Τι συνεκράτησε τα άγρια θηρία, τα οποία ονομάζομεν ανθρώπους; Τι τους καθωδήγησεν έως τώρα; Κατά την έναρξιν της κοινωνικής τάξεως οι άνθρωποι υπετάχθησαν εις την κτηνώδη και τυφλήν ισχύν, αργότερα εις τον νόμον, όστις δεν είναι παρά η ίδια ισχύς, αλλά μετημφιεσμένη. Συμπεραίνω εκ τούτου, ότι συμφώνως προς τον νόμον της φύσεως, το δίκαιον είναι εν τη ισχύ.
Η πολιτική ελευθερία είναι μία ιδέα και ουχί εν πράγμα. Πρέπει να ηξεύρη τις να εφαρμόζη την ίδέαν ταύτην όταν εχη ανάγκην να παρασύρη τας λαϊκάς μάζας εις το κόμμα του δια του θέλγητρου μιας ιδέας, εάν το κόμμα τούτο έχη θέσει ως σκοπον να κατασυντρίψη το εν τη εξουσία, κόμμα. Το πρόβλημα τούτο αποβαίνει εύκολον εαν ο αντίπαλος κατέχη την εξουσίαν ταύτην εκ της ιδέας της ελευθερίας, ην ονομάζομεν φιλελευθερίαν, και εάν θυσιάζη μέρος της δυνάμεως του υπέρ της ίδέας ταύτης. Και εδώ ίσα - ίσα θα εμφανισθή ο θρίαμβος της θεωρίας μας: Τα χαλαρωθέντα. ηνία της εξουσίας εφαρπάζονται αμέσως, δυνάμει του νόμου της ζωής, υπό άλλων χειρών, διότι η τυφλή ισχύς του λαού δεν δύναται να μείνη ούτε μίαν ημέραν άνευ οδηγού, και διότι η νέα εξουσία δεν κάμνει άλλο παρά να καταλαμβάνει την θέσιν της πρώην, εξασθενησάσης (φθαρείσης) δια της φιλελευθερίας.
Εις τας ημέρας μας η δύναμις του χρυσού αντικατέστησε την εξουσίαν των φιλελευθέρων Κυβερνήσεων. Υπήρξε καιρός καθ' ον εκυβέρνα η πίστις. Η ιδέα της ελευθερίας είναι απραγματοποίητος, διότι κανείς δεν ηξεύρει να κάμη χρήσιν αυτής με το πρέπον μέτρον. Αρκεί να αφήση τις επί τινα χρόνον τον λαόν να αυτοκυβερνηθή, ίνα η αυτονομία αυτή μεταβληθή πάραυτα εις αναρχίαν. Και τότε αναφύονται διχόνοιαι, αίτινες μεταβάλλονται τάχιστα εις κοινωνικάς διαμάχας, αι οποίαι υποσκάπτουν και αφανίζουν τα Κράτη.
Εάν εν Κράτος εξαντλήται με διαμάχας και ταραχάς πολιτικάς η με εμφυλίους έριδας, περιπίπτει εις το έλεος των εξωτερικών εχθρών και δύναται να θεωρήται ως ανιάτως χαμένον: είναι τότε εις την εξουσίαν μας. Η κυριαρχία του κεφαλαίου, το οποίον είναι εντελώς εις χείρας μας, του εμφανίζεται ως μία σανίς σωτηρίας, εις ην εξαναγκάζεται εκών άκων να στηριχθή ίνα μη καταποντισθή.
Εκείνον τον οποίον η φιλελευθέρα ψυχή του θα ήγεν εις το να ονομάση τους συλλογισμούς τούτους ανηθίκους, θα τον ηρώτων: Εάν παν Κράτος έχη δύο εχθρούς, και εάν του είναι επιτετραμμένον να μεταχειρισθή εναντίον του εξωτερικού εχθρού, χωρίς τούτο να θεωρήται ως ανήθικον, όλα τα μαχητικά μέσα, ως λ.χ. το να μη του γνωστοποιήση τα επιθετικά η αμυντικά μέσα του, το να το καταλάβη αιφνιδιαστικώς την νύκτα, η με δυνάμεις ανωτέρας• διατί αυτά ταύτα τα μέτρα, χρησιμοποιούμενα εναντίον εχθρού χειροτέρου, ο οποίος θα κατέστρεφε την κοινωνικήν τάξιν και την ιδιοκτησίαν, θα απεκαλούντο παράνομα και ανήθικα;
Εν ισορροπημένον πνεύμα δύναται να ελπίζη ότι θα άγη μετ’επιτυχίας τα πλήθη δια συνετών προτροπών και δια της πειθούς, όταν η οδός είναι ανοικτή εις την αντιλογίαν, έστω και παράλογον, αρκεί μόνον αυτή να φαίνεται επαγωγός εις τον λαόν, ο οποίος αντιλαμβάνεται τα πάντα επιπολαίως; 0ι άνθρωποι είτε είναι εκ του όχλου είτε μη, οδηγούνται αποκλειστικώς υπό των μικρών παθών των, υπό των δεισιδαιμονιών των, υπό των εθίμων των, υπό των παραδόσεων των και των αισθηματικών θεωριών των: είναι δούλοι, της διαιρέσεως των κομμάτων, τα οποία ανθίστανται και εις την λογικωτέραν συνεννόησιν. Πάσα απόφασις του πλήθους εξαρτάται εκ μίας πλειοψηφίας τυχαίας η, το κάτω - κάτω επιπολαίας• ο λαός εν αγνοία των πολιτικών μυστικών λαμβάνει αποφάσεις παραλόγους• εν είδος αναρχίας εξολοθρεύει, την Κυβέρνησιν.
Η πολιτική δεν έχει τίποτε το κοινόν με την ηθικήν. Η Κυβέρνησις ήτις αφήνεται να οδηγήται δια της ηθικής, δεν είναι πολιτική και επομένως η εξουσία της είναι εύθραυστος.
Εκείνος ο οποίος θέλει να επικρατήση, οφείλει να είναι και πανούργος και υποκριτής. Τα μεγάλα λαϊκά προτερήματα - η ειλικρίνεια και η τιμιότης - είναι ελαττώματα εις την πολιτικήν, διότι ανατρέπουσι τους βασιλείς εκ του θρόνου των ευχερέστερον από τον ισχυρότερον εχθρόν. Τα προτερήματα ταύτα οφείλουσι να είναι τα προσόντα των χριστιανικών Βασιλείων, ημείς δεν οφείλομεν καθόλου να τα λαμβάνωμεν ως οδηγούς.
Ο σκοπός μας είναι να κατέχωμεν την ισχύν. Η λέξις «δίκαιον» είναι αφηρημένη ιδέα, την οποίαν τίποτε δεν δικαιολογεί. Η λέξις αυτή σημαίνει απλούστατα : «δότε μοι ό,τι θέλω δια να δύναμαι να αποδεικνύω δι αυτού του τρόπου ότι είμαι ισχυρότερος από σας». Που αρχίζει το δίκαιον και που τελειώνει;
Εις Κράτος, του οποίου η εξουσία είναι κακώς διωργανωμένη, του οποίου οι νόμοι και η Κυβέρνησις έφθασαν να είναι ίσοι δι’ ολους ένεκα των απειραρίθμων δικαιωμάτων, τα οποία η φιλελευθερία εδημιούργησε, βλέπω ότι δύναμαι. να επιπέσω, δυνάμει του νόμου του ισχυροτέρου, να επιβάλω χείρα επί των νόμων, να ανατρέψω το παν εν αύτω και να γίνω ο κύριος των εγκαταλειψάντων τα δικαιώματα, τα οποία η ισχύς των τους έδιδε και οι οποίοι τα απηρνήθησαν εκουσίως, φιλελευθέρως.
Λόγω της παρούσης αστάθειας όλων των εξουσιών, η δύναμις μας θα είναι διαρκεστέρα πάσης άλλης, διότι θα είναι ακατανίκητος μέχρι της στιγμής καθ' ην θα ερριζωθή τόσον καλά, ώστε καμμία πανουργία να μη δυνηθή ποτέ να την εξολόθρευση...
Εκ του παροδικού κακού, το οποίον είμεθα τώρα υποχρεωμένοι να κάμωμεν, θα γεννηθή το καλόν ακλονήτου κυβερνήσεως, το οποίον θ'αποκαταστήση την κανονικήν λειτουργίαν του μηχανισμού της εθνικής υπάρξεως, του διαταραχθέντος δια της φιλελευθερίας. Το αποτέλεσμα θα δικαίωση τα χρησιμοποιηθέντα μέσα. Εις τα σχέδια μας ας προσέξωμεν ολιγώτερον επί του καλού και του ηθικού, παρά επί του αναγκαίου και του ωφελίμου.
Έχομεν ενώπιον μας σχέδιον, εις το οποίον εκτίθεται σιρατηγικώτατα η γραμμή, εκ της οποίας δεν δυνάμεθα ν’ απομακρυνθώμεν χωρίς να διακινδυνεύσωμεν να ίδωμεν κατεστραμμένους τους αγώνας πολλών αιώνων.
Δια να εύρωμεν τα μέσα, τα οποία άγουσι προς τον σκοπόν τούτον, πρέπει να λάβωμεν υπ' όψιν μας την δειλίαν, την αστάθειαν, την παλινωδίαν του πλήθους, την ανικανότητα του εις το να εννοήση και να εκτιμήση τους όρους του ιδίου αυτού βίου και της ευημερίας του. Πρέπει να εννοήσωμεν, ότι η δύναμις του πλήθους είναι τυφλή και άφρων. Το πλήθος δεν λογικεύεται, ακούει δεξιά και αριστερά.Ό τυφλός δεν δύναται, οδηγών άλλον τυφλόν, να μη τον οδηγήση εις τον κρημνόν. Ωσαύτως οι άνθρωποι του πλήθους, οι εκ του λάου προερχόμενοι, έστω και πεπροικισμένοι δι’ εξαιρετικής ευφυίας, εάν δεν εννοούν από πολιτικήν, δεν δύνανται να έχουν την απαίτησιν να οδηγώσι το πλήθος, χωρίς να καταστρέψωσιν ολόκληρον το έθνος.
Μόνον άτομον, προειτοιμασθέν από της παιδικής του ηλικίας εις την μοναρχίαν, δύναται να γνωρίζη την πολιτικήν διάλεκτον και την πολιτικήν πραγματικότητα. Λαός αυτοδιοικούμενος, ούτως ειπείν, δηλ. διοικούμενος δια των αναδεικνυομένων παρ' αυτού κυβερνητών του, είναι προωρισμένος να καταστραφή εκ των διαφωνιών των κομμάτων, τας οποίας διεγείρει η δίψα της εξουσίας, και εκ των ανωμαλιών και ατασθαλιών, αίτινες προέρχονται εκ τούτου. Είναι δυνατόν εις τας λαϊκάς μάζας να σκέπτωνται ήρεμα, χωρίς εμφυλίους αντιζηλίας, να διευθύνωσι τας υποθέσεις της χώρας, αι οποίαι δεν δύνανται να συγχέωνται με τα ατομικά συμφέροντα; Δύνανται να υπερασπισθώσιν εναντίον των εξωτερικών εχθρών; Αυτό είναι αδύνατον. Σχεδόν κατανεμόμενον εις τόσας κεφαλάς, όσαι υπάρχουσι τοιαύται εις το πλήθος, χάνει την ενότητα του, αποβαίνει ακατανόητον και απραγματοποίητον.
Μόνον ο μονάρχης δύναται να επεξεργάζεται ευρέα και σαφή σχέδια, να δίδη εις κάθε πράγμα την θέσιν του εν τω μηχανισμώ της διοικητικής μηχανής. Συμπεραίνοντες λοιπόν λέγομεν, ότι κυβέρνησις ωφέλιμος εις την χώραν και ικανή να επιτύχη τον σκοπόν αυτόν, τον οποίον προτίθεται, οφείλει να συγκεντρώνηται εις τας χείρας ενός μόνου υπευθύνου ατόμου. Άνευ απολυταρχίας πολιτισμός δεν δύναται να υπάρξη• ούτος δεν είναι έργον των μαζών, αλλά του οδηγού των, οιοσδήποτε και αν είναι ούτος. Το πλήθος είναι βάρβαρον, δεικνύον την βαρβαρότητα του εν πάση ευκαιρία. Άμα το πλήθος λαμβάνη εις χείρας του την ελευθερίαν, την μετατρέπει τάχιστα εις αναρχίαν, ήτις είναι ο ύψιστος βαθμός της βαρβαρότητος.
ΙΙροσέξατε αυτά τα εξ οινοπνεύματος μεθυσμένα ζώα, απεκτηνωμένα υπό της απεριορίστου πόσεως, το δικαίωμα της οποίας εδόθη συγχρόνως με την ελευθερίαν. Δεν δυνάμεθα να επιτρέψωμεν όπως οι ημέτεροι εκπέσωσιν εις τοιούτον βαθμόν... Οι χριστιανικοί λαοί απεκτηνώθησαν δια των ισχυρών ποτών, η νεολαία των απεβλακώθη δια των κλασικών σπουδών και δια της προώρου ακολασίας, εις την οποίαν την έχουσιν ωθήσει οι πράκτορες μας - οικοδιδάσκαλοι, υπηρέται, γυναίκες παιδαγωγοί εις τους οίκους των πλουσίων - οι υπάλληλοι μας αλλαχού, αι γυναίκες μας εις τους τόπους διασκεδάσεων των χριστιανών. Εις τον αριθμών των τελευταίων τούτων, δέον να προσθέσωμεν και τας ονομαζομένας «γυναίκας του κόσμου» μιμουμένας εκουσίως τας ακολασίας των και τας ηδυπαθείας των.
Το σύνθημά μας είναι η ισχύς και η υποκρισία. Μόνη η ισχύς δύναται να θριαμβεύση εν τη πολιτική και προ πάντων εάν εμφωλεύη εις τα προτερήματα τα αναγκαία εις τους πολιτευομένους. Η βία οφείλει να είναι μία αρχή, η πανουργία και η υποκρισία κανών δια τας κυβερνήσεις, αίτινες δεν θέλουσι να παραδώσωσι το κύρος των εις χείρας των πρακτόρων νέας ισχύος. Αυτό το κακόν είναι το μόνον μέσον δια να επιτυχή τις τον σκοπόν, δηλ. το καλόν. Δια τούτο δεν οφείλομεν να σταματώμεν ενώπιον της διαφθοράς, της απάτης και της προδοσίας, οσάκις αύται δύνανται να μας χρησιμεύσωσι προς επιτυχίαν του σκοπού μας. Εν τη πολιτική πρέπει να ηξεύρωμεν να παίρνωμεν την ιδιοκτησίαν των άλλων άνευ δισταγμού εφ’ όσον δυνάμεθα να επιτύχωμεν, δια του μέσου τούτου, την υποταγήν και την έξουσίαν.
Το Κράτος μας, εν τη ειρηνική ταύτη κατακτήσει, έχει το δικαίωμα να αντικαταστήση τας φρικαλεότητας του πολέμου δια καταδικών εις θάνατον ολιγώτερον ορατών και περισσότερον ωφελίμων, αναγκαίων προς διατήρησιν του τρόμου εκείνου, ο οποίος κάμνει τους λαούς να υπακούωσι τυφλώς. Άκρα αυστηρότης, αλλά και άκαμπτος, είναι ο μεγαλύτερος παράγων της ισχύος ενός Κράτους. Και δεν είναι λοιπόν μόνον οφελός μας, είναι καθήκον μας, δια να επιτύχωμεν την νίκην, να ακολουθώμεν αυτό το πρόγραμμα της βίας και της υποκρισίας. Τοιούτον δόγμα, βασιζόμενον επί υπολογισμού, είναι τόσον αποτελεσματικόν, όσον και τα μέσα τα οποία μεταχειρίζεται. Και θα θριαμβεύσωμεν και θα υποδουλώσωμεν όλας τας κυβερνήσεις εις την υπερτάτην κυβέρνησίν μας ουχί μόνον δι’ αυτών των μέσων, αλλά και δι’ αυτού του δόγματος της αυστηρότητας. Θα αρκέση να γνωρίζουν οι άνθρωποι οτι είμεθα άκαμπτοι, διότι ούτω παύει πάσα ανυποταξία.
Ημείς είμεθα εκείνοι, οι οποίοι πρώτοι έχομεν ρίψει εις τον λαόν τας λέξεις: «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης», λέξεις επαναλαμβανόμενες τοσάκις μετά ταύτα υπό ανόητων ψιττακών, οίτινες προσελκυόμενοι πανταχόθεν, δι’ αυτού του δελεάσματος, δεν χρησιμοποιούνται δι’ άλλο τι παρά δια να καταστρέψωσι την ευημερίαν του κόσμου, την αληθή ατομικήν ελευθερίαν, την άλλοτε τόσον καλώς προφυλασσομένην εναντίον του εξαναγκασμού του συρφετού. Άνθρωποι, οίτινες ενόμιζον εαυτούς ευτυχείς, δεν ηδυνήθησαν να κατανοήσωσι καλώς την κεκρυμμένην έννοιαν αυτών των λέξεων, δεν είδον ότι αι λέξεις αύται αντέφασκον προς αλλήλας, δεν είδον οτι δεν υπάρχει ισότης εν τη φύσει, ότι δεν δύναται νσ υπάρχη ελευθερία, ότι αυτή αύτη η φύσις συνέστησε την ανισότητα των πνευμάτων, των χαρακτήρων και διανοιών, άτινα είναι τόσον ισχυρώς υποτεταγμένα εις τους νόμους της• οι άνθρωποι αυτοί δεν εννόησαν ότι το πλήθος είναι δύναμις τυφλή, ότι αυτοί τους οποίους εκλέγει δια να το κυβερνήσωσι, δεν είναι ολιγώτερον τυφλοί από αυτό το ίδιον, οτι ο μεμυημένος, έστω και ηλίθιος, δύναται να κυβερνήση, ενώ η πληθύς των μη μεμυημένων, έστω και ευφυών, δεν εννοεί τίποτε από πολιτικήν. Όλαι αυταί αι θεωρίαι δεν ήλθον εις τον νουν των Χριστιανών• εν τούτοις επ’ αυτών εστηρίζετο η αρχή της δυναστικής Κυβερνήσεως• ο πατήρ μετεβίβαζεν εις τον υιόν του τα μυστικά της πολιτικής, άγνωστα εις τους μη όντας μέλη της βασιλευούσης οικογενείας, ίνα μη κανείς δυνηθή να προδώση το μυστικόν. Βραδύτερον η έννοια της κληρονομικής μεταβιβάσεως των αληθών αρχών της πολιτικής εχάθη, H επιτυχία του έργου μας έπηυξήθη δια τούτου.
Εις τον κόσμον όμως αι λέξεις «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης», έφερον εις τας τάξεις μας δια της μεσολαβήσεως των αφωσιωμένων πρακτόρων μας, ολοκλήρους λεγεώνας ανθρώπων, οι οποίοι ύψωναν μετ’ ενθουσιασμού τας σημαίας μας. Και όμως αι λέξεις αυταί κατέτρωγον την ευημερίαν όλων των μη Ιουδαίων, καταστρέφουσαι όλα τα θεμέλια των Κρατών των. Θα ιδήτε κατωτέρω ότι τούτο εχρησίμευσεν εις τον θρίαμβόν μας. Τούτο μας έδωσε μεταξύ άλλων την δυνατότητα του να επιτύχωμεν το σπουδαιότερον αυτού, ήτοι να καταργήσωμεν τα προνόμια και αυτήν την ουσίαν της αριστοκρατίας των Χριστιανών και το μόνον μέσον της αμύνης, το οποίον ηδύναντο να έχωσιν εναντίον ημών οι Λαοί και τα Έθνη. Επί των ερειπίων της κληρονομικής και της φυσικής αριστοκρατίας ανηγείραμεν την διανοητικήν και οικονομολογικήν αριστοκρατίαν μας. Ελάβομεν ως κριτήριον της νέας ταύτης αριστοκρατίας τον πλούτον, όστις εξαρτάται εξ ημών, και την επιστήμην, ήτις διευθύνεται υπό των σοφών μας.
Ο θρίαμβος μας διηυκολύνθη προσέτι δια του γεγονότος, ότι εις τας σχέσεις μας με τους ανθρώπους, των οποίων έχομεν ανάγκην, ηδυνήθημεν πάντοτε να θίξωμεν τας ευαισθητοτέρας χορδάς του ανθρωπίνου πνεύματος, τον υπολογισμόν, την απληστίαν, το ακόρεστον των υλικών αναγκών του ανθρώπου• εκάστη των ανθρωπίνων τούτων αδυναμιών, λαμβανομένη κεχωρισμένως, είναι ικανή να καταπνίξη το πνεύμα της πρωτοβουλίας, θέτουσα την θέλησιν των ανθρώπων εις την διάθεσιν του αγοράζοντος την δραστηριότητα των.
Η αφηρημένη ιδέα της ελευθερίας παρέσχε την δυνατότητα του να κάμνη τις τα πλήθη να πιστεύωσιν ότι κυβέρνησις δεν είναι άλλο παρά διαχειριστής του ιδιοκτήτου της χώρας, δηλαδή του Λαού, και ότι δύναται τις να την αλλάξη, όπως αλλάζη το υποκάμισόν του.
Το αμετάθετον των αντιπροσώπων του Λαού έθετε τούτους εις την διάθεσίν μας, εξηρτώντο εκ της εκλογής μας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ :Οι οικονομικοί πόλεμοι είναι το θεμέλιον της ιουδαϊκής υπεροχής. Η ορατή διοίκησις και οι μυστικοσύμβουλοι». Η επιτυχία των καταστρεπτικών διδασκαλιών. Η αφομοίωσις εν τη πολιτική. Ο ρόλος του Τύπου. Η τιμή του χρυσού και η αξία των ιουδαϊκών θυμάτων.
Είναι δι’ ημάς απαραίτητον όπως οι πόλεμοι μη δίδωσιν, όσον τούτο είναι δυνατόν, εδαφικά πλεονεκτήματα. Ο πόλεμος δέον να μεταφέρεται ούτω επί του οικονομικού εδάφους, ίνα τα Έθνη ίδωσι την ισχύν της υπεροχής μας και ίνα το τοιούτον θέση και τα δύο αντίπαλα μέρη εις την διάθεσιν των διεθνών πρακτόρων μας, οίτινες έχουσι μυρίους οφθαλμούς, τους οποίους κανέν σύνορον δεν σταματά. Τότε τα διεθνή μας δίκαια θα απαλείψωσι τα εθνικά δίκαια, κατά την κυρίαν σημασίαν της λέξεως καί θα κυβερνήσωσι τους λαούς, καθ’ ον τρόπον το αστικόν δίκαιον των Κρατών κανονίζει τας σχέσεις των υπηκόων των προς αλλήλους.
Οι διοικούντες, εκλεγόμενοι υφ’ ημών του λαού, αναλόγως του δουλικού χαρακτήρος των, δεν θα είναι πρόσωπα παρεσκευασμένα δια την διακυβέρνησιν της χώρας. Τοιουτοτρόπως θα αποβώσιν ευκόλως πεσσοί εις το παιγνίδιον μας, μεταξύ των χειρών των σοφών και πνευματωδών συμβούλων μας, των ειδικών μας, ανατραφέντων από της παιδικής των ηλικίας επί τω σκοπώ να διοικήσωσι τας υποθέσεις ολοκλήρου του κόσμου. Γνωρίζετε ότι οι ειδικοί μας έχουσιν αντλήσει τας πληροφορίας, τας αναγκαίας προς διοίκησιν, τα πολιτικά σχέδια μας, από την πείραν της ιστορίας και από την μελέτην όλων των αξιοσημείωτων γεγονότων.
Οι Χριστιανοί δεν οδηγούνται εκ των αμερολήπτων παρατηρήσεων των εξηγμένων εκ της ιστορίας, αλλά εκ μιας θεωρητικής ρουτίνας, ανικάνου να επιτύχη πραγματικών τι αποτέλεσμα. Δια τούτο ακριβώς δεν τους λαμβάνομεν ποσώς υπ’ όψιν• ας διασκεδάσωσιν επί τίνα ακόμη χρόνον, ας ζήσωσι με ελπίδας με νέας τέρψεις, ή με την ανάμνησιν των διασκεδάσεων, ας έχουσιν ήδη κάμει. Ας αφήσωμεν αυτούς να πιστεύωσιν εις την υφ’ ημών εμπνευσθείσαν σπουδαιότητα των νόμων της επιστήμης - των θεωριών. Επί τω σκοπώ τούτω, αυξάνομεν διαρκώς δια των δημοσιογραφικών οργάνων μας την τυφλήν πεποίθησιν των εις αυτούς τους νόμους. Η διανοουμένη τάξις των Χριστιανών θα καυχάται δια τας γνώσεις της και, χωρίς να τας εξετάζη λογικώς, θα θέτη εις ενέργειαν όλα τα διδάγματα της επιστήμης, τα συναγόμενα υπό των πρακτόρων μας, δια να οδηγώσι τα πνεύματα των Χριστιανών προς την κατεύθυνσιν,. η οποία μας είναι αναγκαία.
Μη νομίσητε ότι αι διαβεβαιώσεις μας αυταί είναι αβάσιμοι• παρατηρήσατε τας επιτυχίας, τας οποίας ηδυνήθημεν να δημιουργήσωμεν εις τον Δαρβινισμόν, εις τον Μαρξισμόν, εις τον Νιτσενισμόν. Δι’ ημάς τουλάχιστον η δηλητηριώδης επιρροή των τάσεων τούτων οφείλει να είναι καταφανής.
Μας είναι αναγκαίον να λαμβάνωμεν υπ' όψιν τας ιδέας, τους χαρακτήρας, τας νεωτεριστικάς τάσεις των λαών δια να μη διαπράττωμεν λάθη εν τη πολιτική και εν τη διοικήσει των υποθέσεων. Το σύστημα μας, του οποίου τα μέρη δύνανται να διατεθώσι διαφοροτρόπως, και αναλόγως προς τους λαούς τους οποίους συναντώμεν εις τον δρόμον μας, δεν δύναται να εχει επιτυχίαν, ειμή μόνον εάν η πρακτική εφαρμογή του βασίζεται επί των αποτελεσμάτων του παρελθόντος συγκρινομένων με το παρόν.
Τα νέα Κράτη έχουσιν εις χείρας των μεγάλην δημιουργικήν δύναμιν : τον Τύπον. Ο προορισμός του τύπου είναι, να υποδεικνύη τας δήθεν απαραιτήτους απαιτήσεις, να καθιστά γνωστά τα παράπονα του λάου, να δημιουργή δυσηρεστημένους, να δίδη εις αυτούς φωνήν.
Ο τύπος ενσαρκώνει την ελευθερίαν του λόγου. Αλλά τα Κράτη δεν ηδυνήθησαν να χρησιμοποιήσωσι την δύναμιν ταύτην, και ούτω αυτή έπεσεν εις χείρας μας. Δι’ αυτής επετύχομεν επιρροήν μένοντες συγχρόνως αφανείς. Χάρις εις αυτήν έχομεν συσσωρεύσει εις χείρας μας τον χρυσόν, παρ’ όλους τους χειμάρρους αιμάτων και δακρύων, εν τω μέσω των οποίων εδέησε να επιτύχωμεν τούτο. Αλλά εξηγοράσθημεν θυσιάσαντες πολλούς εκ των ημετέρων. Έκαστον των θυμάτων μας αξίζει μυριάδας χριστιανών ενώπιον του θεού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΊΣ:Ο συμβολικός όφις και η σημασία του. Η αστασία της συνταγματικής πλάστιγγος. Ο τρόμος εν τοις Ανακτόροις. Η εξουσία και η φιλοδοξία. Aι κοινοβουλευτικαί ομιλιομηχαναί, οι λίβελλοι. Αι καταχρήσεις της εξουσίας. Η οικονομική υποδούλωσις. «Η αλήθεια του Λαού», Οι μονοπωληταί και η αριστοκρατία. Ο στρατός των Ιουδαίων μασώνων. Ο εκφυλισμός των Χριστιανών. Η πείνα και το δίκαιον του κεφαλαίου. Η έλευσις και η στέψις του «παγκοσμίου κυρίου». Το θεμελιώδες αντικείμενον του προγράμματος των μελλοντικών δημοτικών σχολών των μασώνων. Το μυστικόν της επιστήμης της κοινωνικής τάξεως. Γενική οικονομική κρίσις. Ασφάλεια των «ημετέρων». Ο δεσποτισμός των μασώνων είναι η βασιλεία του λογικού. Η απώλεια οδηγού. Ο μασωνισμός και η «μεγάλη» γαλλική επανάστασις. Ο βασιλεύς δεσπότης είναι εκ του αίματος της Σιών. Διατί είναι άτρωτος ο μασωνισμός. Ο ρόλος των μυστικών πρακτόρων του μασωνισμού. Η ελευθερία.
Δύναμαι ήδη να σας αναγγείλω ότι είμεθα πλησίον του σκοπού. Μετ' ολίγον ακόμη δρόμον ο κύκλος του Συμβολικού Όφεως (όστις παριστάνει τον λαόν μας) θα κλεισθή. Και όταν ο κύκλος ούτος κλεισθή, όλα τα Κράτη της Ευρώπης θα περισφιγχθώσιν εις αυτόν ως εν ισχυρώ μαγγάνω.
Η συνταγματική πλάστιγξ θα ανατραπή μετ' ου πολύ, διότι την έχομεν στρεβλώσει ίνα μη παύση κλίνουσα εκ του ενός ή εκ του άλλου μέρους έως ότου ο ζυγός φθαρή. 0ι χριστιανοί επίστευον ότι τον είχον κατασκευάσει αρκετά στερεόν, ανέμενον δε πάντοτε να ετίθεντο εις ισορροπίαν οι δίσκοι της πλάστιγγας. Αλλά τα βασιλεύοντα πρόσωπα -ο ζυγός- προστατεύονται υπό αντιπροσώπων, οίτινες ανοηταίνουσι και αφήνονται να παρασύρονται υπό της εξουσίας των άνευ ελέγχου και άνευ ευθύνης. Οφείλουσι την εξουσίαν ταύτην εις τον τρόμον, όστις επικρατεί εν τοις ανακτόροις. Τα βασιλεύοντα πρόσωπα μη έχοντα πλέον επαφήν με τον λαόν των, δεν δύνανται να συνεννοηθώσι μετ’ αυτού και να ισχυροποιηθώσιν εναντίον των προσώπων, τα οποία εποφθαλμιώσι την εξουσίαν. Η οξυδερκής ισχύς των βασιλευόντων προσώπων και η τυφλή ισχύς του λάου, διαιρούμεναι υφ ημών έχουσι χάσει όλην των την σπουδαιότητα. Κεχωρισμέναι είναι τόσον ανίσχυροι όσον ο τυφλός άνευ της ράβδου του.
Δια να ωθήσωμεν τους φιλοδόξους εις το να καταχρασθώσι την εξουσίαν, έχομεν αντιτάξει προς αλλήλας όλας τας δυνάμεις, αναπτύσσοντες πάσας τας φιλελευθέρας τάσεις των προς την ανεξαρτησίαν... Έχομεν ενθαρρύνει επί τω σκοπώ τούτω πάσαν επιχείρησιν, έχομεν εξοπλίσει όλα τα κόμματα, έχομεν καταστήσει την εξουσίαν στόχον όλων των φιλοδοξιών. Έχομεν μετασχηματίσει εις κονίστρας τα Κράτη, εις τα οποία αναπτύσσονται αι πολιτικαί διαμάχαι... Ακόμη ολίγον χρόνον και αι αταξίαι, αι χρεωκοπίαι θα εμφανισθώσι πανταχού.
Οι αστείρευτοι φλύαροι έχουσι μεταβάλλει τας συνεδρίας των Κοινοβουλίων και τας διοικητικάς συγκεντρώσεις εις ρητορικάς παλαίστρας, θρασείς δημοσιογράφοι, επιτίθενται. καθ' εκάστην κατά του κυβερνητικού προσωπικού. Αι καταχρήσεις της εξουσίας θα παρασκευάσωσι τελικώς την πτώσιν όλων των πολιτευμάτων, και το παν θ’ ανατραπεί υπό τα κτυπήματα του μαινόμενου πλήθους.
Οι λαοί είναι δεσμευμένοι εις την βαρείαν εργασίαν ισχυρότερον παρ’ όσον εδέσμευεν αυτούς η αιχμαλωσία και η δουλεία. Ηδύνατο τις να απελευθερωθή της αιχμαλωσίας και της δουλείας κατά ένα ή άλλον τρόπον. Ηδύνατο τις να συνθηκολογήση με αυτά, αλλά δεν δύναται να απαλλαγή εκ της σθλιότητος του. Τα δίκαια, τα οποία έχομεν εγγράψει εις τας νομοθεσίας είναι εικονικά, δια τας «μάζας», και ουχί πραγματικά. Όλα ταύτα τα δήθεν «δίκαια του λάου», δεν υφίστανται παρά εις την φαντασίαν. Δεν είναι ποτέ πραγματοποιήσημα. Τι σημαίνει δια τον άπορον εργατικόν, τον κεκυρτωμένον επί της επιμόχθου εργασίας του, τον συντετριμμένον υπό της τύχης του, το εις τους φλύαρους διδόμενον δικαίωμα να φλυαρώσι, το εις τους εφημεριδογράφους διδόμενον δικαίωμα να γράφωσι παντοειδείς μωρίας, και εν ταυτώ πράγματα σοβαρά, αφού οι άποροι δεν προσπορίζονται αλλάς ωφέλειας εκ της νομοθεσίας παρά τα άθλια ψιχία, τα οποία τοις ρίπτομεν εκ της τραπέζης μας, εις αντάλλαγμα ευνοϊκής ψήφου εις τα παραγγέλματα μας, εις τα όργανα μας, εις τους πράκτορας μας; Τα δημοκρατικά δίκαια δια τους δύσμοιρους αυτούς είναι πικρά ειρωνία• ανάγκη σχεδόν καθημερινής εργασίας δεν τοις επιτρέπει να απολαύσωσιν αυτών απεναντίας δε τοις αφαιρούσι την εγγύησιν σταθερού και ασφαλούς κέρδους, θέτοντα αυτούς υπό την εξάρτησιν των απεργιών των πατρώνων ή των συντρόφων των.
Υπό την καθοδήγησιν μας λαός έχει καταστρέψει την αριστοκρατίαν, ήτις ήτο η ποοστάτρια του και η φυσική μήτηρ τροφός του, της οποίας το συμφέρον είναι συνυφασμένον με την ευημερίαν του λαού. Τώρα, όποτε η αριστοκρατία είναι κατεστραμμένη, ο λαός έπεσεν υπό τον ζυγόν των τυχαρπάστων, τών πλουτισάντων λωποδυτών, οίτινες τον καταπιέζουσιν ανηλεώς.
Θα εμφανισθώμεν ως απελευθερωταί του εργάτου εκ του ζυγού τούτου, όταν θα του προτείνωμεν να εισέλθη εις τας τάξεις της στρατιάς των σοσιαλιστών, των κομμουνιστών, των αναρχικών, τους οποίους υποστηρίζομεν πάντοτε υπό το πρόσχημα αλληλεγγύης μεταξύ των μελών του κοινωνικού μασωνισμού ημών. Η αριστοκρατία, η οποία απήλαυε, δικαιωματικώς, της εργασίας των εργατικών, είχε συμφέρον να ήσαν ούτοι χορτασμένοι, υγιείς και ισχυροί. Το συμφέρον μας απεναντίας είναι να εκφυλίζωνται oι χριστιανοί. Η δύναμις μας έγκειται εις την χρονίαν πείναν και εις την αδυναμίαν του εργάτου, διότι πάντα ταύτα τον υποδαυλώνουσιν εις την θέλησίν μας και διότι ούτω δεν θα έχη ούτε ισχύν, ούτε ενεργητικότητα δια να αντισταθή εις την θέλησιν ταύτην. Η πείνα δίδει εις το κεφάλαιον επί του εργάτου περισσότερα δικαιώματα παρ’ όσα τοιαύτα ελάμβανεν η αριστοκρατία εκ της μοναρχικής και νομίμου εξουσίας.
Δια της αθλιότητος και του φθονερού μίσους, το οποίον η πείνα αυτή παράγει, χειριζόμενοι τα πλήθη, κάμνωμεν χρήσιν των χειρών των δια να κατασυντρίψωμεν εκείνους οι οποίοι ανθίστανται εις τους σκοπούς μας.
Όταν θα έλθη ο καιρός δια τον παγκόσμιον ηγεμόνα μας να στεφθή, αυταί αι χείρες θα σαρώσωσι παν ό,τι θα ηδύνατο να του είναι εμπόδιον.
Οι Χριστιανοί απώλεσαν την συνήθειαν να σκέπτωνται, έξω των επιστημονικών συμβουλών μας. Δια τούτο δε δεν βλέπουσι την ανάγκην επείγουσαν να κάμωσιν ό,τι ημείς θα κάμωμεν, όταν η βασιλεία μας θα έχη έλθει, δηλ. να διδάσκωσιν εις τα δημοτικά σχολεία την μόνην αληθή επιστή-μην, την πρώτην όλων των επιστημών της κοινωνικής σειράς, του ανθρωπίνου βίου, της κοινωνικής υπάρξεως, ήτις απαιτεί την διαίρεσιν της εργασίας και επομένως την διαίρεσιν των ανθρώπων εις κλάσεις και εις καταστάσεις.
Είναι αναγκαίον να γνωρίζη πας τις ότι η ισότης είναι αδύνατος ένεκα των διαφορών της ικανότητος, της δραστηριότητος και του προορισμού εκάστου• ότι όλοι δεν δύνανται να είναι εξ ίσου υπεύθυνοι απέναντι του νόμου, ότι, επί παραδείγματι, η ευθύνη εκείνου, ο οποίος δια των πράξεων του εκθέτει εις κίνδυνον ολόκληρον τάξιν ανθρώπων, δεν είναι η αυτή με την ευθύνην εκείνου, ο οποίος δεν προσβάλλει παρά την τιμή του. Η αληθής επιστήμη της κοινωνικής τάξεως, το βάθος της οποίας είναι άγνωστον εις τους χριστιανούς, καθορίζει ότι η θέσις και η εργασία εκάστου οφείλουσι να είναι διάφοροι, δια να μη καθίστανται άλλως πηγή βασάνων ένεκα της ελλείψεως αναλογίας μεταξύ της ανατροφής και της εργασίας. Μελετώντες την επιστήμην ταύτην οι λαοί θα υπακούωσιν εθελουσίως εις τας εξουσίας και εις την υπ’ αυτών θεσπισθείσαν κοινωνικήν τάξιν εν τω Κράτει. Απεναντίας δε με την σημερινήν βάσιν της επιστήμης ταύτης ως ημείς την διαστρέψαμεν, ο λαός, πιστεύων τυφλώς εις τον έντυπον λόγον, τρέφει ένεκα των πλανών αι οποίαι του παρεισάγονται εν τη αμαθεία του, έχθραν εναντίον όλων των καταστάσεων τας οποίας νομίζει ανωτέρας αυτού, διότι δεν εννοεί την σπουδαιότητα εκάστης καταστάσεως.
Η έχθρα αυτή θα αυξηθή ακόμη, συνεπεία της οικονομικής κρίσεως, η οποία μετ’ ου πολύ θα σταματήση την κίνησιν του Χρηματιστηρίου και της Βιομηχανίας.
Όταν δε δι’ όλων των απόκρυφων μέσων, τα οποία διαθέτομεν, δυνάμει του χρυσίου, το οποίον είναι ολόκληρον εις χείρας μας, θα έχωμεν δημιουργήσει μίαν γενικην οικονομικήν κρίσιν, θα εξαπολύσωμεν ανά τας οδούς ολόκληρα πλήθη εργατών εις όλας ταυτοχρόνως τας χώρας της Ευρώπης.
Τα πλήθη ταύτα θα αρχίσωσι με ηδονήν να διαχύνωσι το αίμα εκείνων, τους οποίους φθονούσιν από της παιδικής των ηλικίας, εν τη απλοϊκότητα της αμαθείας των και θά λεηλατήσωσι τα υπάρχοντα των.
Δεν θα θίξωσι τας ιδικάς μας περιουσίας, διότι η στιγμή της επιθέσεως. θα μας είναι γνωστή, και ούτω θα έχωμεν λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα, δια να τας προφυλάξωμεν.
Διεπιστώσαμεν, ότι η πρόοδος θα υπέτασσεν όλους τους Χριστιανούς εις την βασιλείαν του λογικού. Ο δεσποτισμός μας θα είναι ο εξής : Θα δυνηθή να καταπραΰνη όλας τας πολιτικάς ταραχάς δια δικαίων αυστηροτήτων, θα δυνηθή να εξολοθρεύση την φιλελευθερίαν όλων των θεσμοθεσιών.
Όταν ο λαός είδεν ότι του έκαμνον εν ονόματι της ελευθερίας τόσας παραχωρήσεις και φιλοφρονήσεις, εφαντάσθη ότι ήτο ο κύριος και ερρίφθη επί της εξουσίας, αλλά προσέκρουσε φυσικώτατα, ως ο τυφλός, εις πλείστα εμπόδια. Ήρχισε να ζητή οδηγόν, δεν έσχε την ιδέαν να επιστρέψη εις τον πρώην, και κατέθεσεν όλας τας εξουσίας του εις τους πόδας μας. Ενθυμήθητε την γαλλικήν Επανάστασιν, την οποίαν απεκάλεσαν «μεγάλην»• τα μυστικά της προπαρασκευής της μας είναι πολύ γνωστά, διότι υπήρξεν ολόκληρος έργον των χειρών μας.
Έκτοτε άγομεν τον λαόν απο μιας πλάνης εις άλλην, ίνα απαρνηθή ακόμη και ημάς, προς όφελος του βασιλέως δεσπότου εκ του αίματος της Σιών, τον οποίον ετοιμάζομεν δια τον κόσμον.
Επί του παρόντος είμεθα άτρωτοι ως διεθνής ισχύς, διότι, όταν επιτίθενται καθ’ ημών εις εν Κράτος, μας υπερασπίζονται εις τα άλλα.
Η ατελεύτητος δειλία των χριστιανικών Λαών, οι οποίοι έρπουσιν ενώπιον της ισχύος, οι οποίοι είναι ανελεείς προς την αδυναμίαν και προς τα λάθη, αλλά επιεικείς προς τα εγκλήματα, οι οποίοι δεν θέλουσι να ανεχθώσι τας αντιφάσεις της ελευθερίας, οι οποίοι είναι υπομονητικοί μέχρι μαρτυρίου ενώπιον της βίας θρασέος δεσποτισμού, είναι εκείνο το οποίον ευνοεί την ανεξαρτησίαν μας. Ανέχονται εκ των σημερινών πρωθυπουργών των καταχρήσεις, δια την μικροτέραν των οποίων θα απεκεφάλιζον είκοσι βασιλείς.
Πως να εξηγήση τις εν τοιούτον φαινόμενον, μίαν τοιαύτην ασυνέπειαν των λαϊκών μαζών απέναντι γεγονότων, τα οποία φαίνονται της αύτης φύσεως;
Το φαινόμενον τούτο εξηγείται δια του ότι αυτοί οι δικτάτορες - οι πρωθυπουργοί - λέγουσι κρυφίως εις τον λαόν δια των πρακτόρων των, ότι εάν προξενούσι βλάβας εις τα Κράτη, κάμνουσι τούτο με τον απώτερον σκοπόν του να εξασφαλίσωσι την ευτυχίαν των λαών, την διεθνή αδελφότητα των, την αλληλεγγύην, τα ίσα δικαιώματα εις όλους. Φυσικώς δεν τοις λέγουσιν ότι αυτή η ενότης δεν οφείλει να γίνη παρά υπό την εξουσίαν μας.
Και ιδού ο Λαός, όστις καταδικάζει τους δικαίους και αθωώνει τους ενόχους, πείθεται επί μάλλον και μάλλον ότι δύναται να κάμνη παν ό,τι του αρέσκει. Υπό τους όρους τούτους ο Λαός καταστρέφει πάσαν σταθερότητα και δημιουργεί την αταξίαν εις παν βήμα.
Η λέξις «Ελευθερία» θέτει τας ανθρωπίνους κοινωνίας εν πάλη εναντίον πάσης ισχύος, εναντίον πάσης δυνάμεως και αυτής ακόμη της δυνάμεως του θεού και της φύσεως.
Ιδού διατί κατά την τελικήν επικράτησίν μας θα χρειασθή να απαλείψωμεν αυτήν την λέξιν εκ του ανθρωπίνου λεξιλογίου, ως κτηνώδη αρχήν, ήτις μεταβάλλει τα πλήθη εις άγρια θηρία. Είναι αληθές ότι τα θηρία ταύτα αποκοιμούνται οσάκις ποτίζονται με αίμα και ότι τότε είναι εύκολον πράγμα και να τα καθυποτάξωμεν. Αλλ’ εάν δεν τοις δώση τις αίμα, δεν κοιμούνται. Παλαίουσιν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ: Τα διάφορα στάδια της δημοκρατίας. Η εξωτερική όψις του μασωνισμού. Η ελευθερία καί η πίστις. Ο διεθνής συναγωνισμός του εμπορίου και της βιομηχανίας. Ο ρόλος της κερδοσκοπίας. Η λατρεία του χρυσού.
Πάσα δημοκρατία διέρχεται δια διαφόρων σταδίων.
Το πρώτον ομοιάζει με τας πρώτας ημέρας της μανίας τυφλού ριπτομένου τήδε κακείσε. Το δεύτερον είναι το της δημαγωγίας, εξ ης γεννάται η αναρχία. Έπειτα έρχεται αναποφεύκτως ο δεσποτισμός• ουχί δεσποτισμός νόμιμος και δεδηλωμένος και επομένως υπεύθυνος, αλλά δεσποτισμός αόρατος και άγνωστος πλην αισθητός• δεσποτισμός ασκούμενος υπό μυστικής οργανώσεως, ήτις ενεργεί μετά πολύ ολιγοτέρας ευσυνειδησίας, καθόσον ενεργεί υπό την σκέπην διαφόρων πρακτόρων, των οποίων η αλλαγή όχι μόνον δεν την βλάπτει, αλλά και την ενισχύει, απαλλάττουσα αυτήν από του να δαπανά τους πόρους της εις το να ανταμείβη μακράς εκδουλεύσεις.
Τις θα ηδύνατο να ανατρέψη μίαν αόρατον ισχύν; Διότι τοιαύτη είναι η ημετέρα. Η εξωτερική επιφάνεια του μασωνισμού δεν χρησιμεύει παρά εις το να καλύπτη τους σκοπούς μας• το σχέδιον της ενεργείας της αοράτου ισχύος ταύτης και επί πλέον ο τόπος της διαμονής της θα μένωσι πάντοτε άγνωστα εις τον λαόν.
Και αυτή αύτη η ελευθερία θα ηδύνατο να είναι αβλαβής και να υφίσταται εις το Κράτος χωρίς να παραβλάπτη την ευημερίαν των λαών, εάν εβασίζετο επί των αρχών της εις τον Θεόν πίστεως, της ανθρωπίνης συναδελφώσεως, εκτός της ιδέας της ισότητος της αναιρουμένης υπό των νόμων αυτής ταύτης της δημιουργίας, οίτινες εγκαθίδρυσαν την υποταγήν. Με μίαν τοιαύτην πίστιν ο λαός θα αφήνετο να κυβερνάται οιονεί ενοριακώς και θα εβάδιζε ταπεινός και ήσυχος, καθοδηγούμενος υπό του πνευματικού ποιμένος του, αποδεχόμενος την κατά θεόν διανομήν των αγαθών του κόσμου τούτου. Ιδού διατί είναι αναγκαίον να καταστρέψωμεν την πίστιν, να αποσπάσωμεν από τον νουν των χριστιανών αυτήν ταύτην την αρχήν της θεότητος και του αγίου Πνεύματος δια να υποκαταστήσωμεν εις ταύτα τους υλικούς υπολογισμούς και τας υλικάς ανάγκας.
Ίνα δε μη τα πνεύματα των χριστιανών έχουσι τον καιρόν να σκέπτωνται και να εξετάζωσι τα περί εαυτούς, πρέπει να τα περισπώμεν δια των βιομηχανιών και του εμπορίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπον όλα τα Έθνη θα επιζητώσι να κερδίζωσι και παλαίοντα έκαστον δια τα ίδια αυτών οφέλη, δεν θα αντιληφθώσι τον κοινόν εχθρόν των. Αλλά δια να δυνηθή τοιουτοτρόπως η ελευθερία να διαλύση και καταστρέψη εντελώς την κοινωνίαν των Χριστιανών, είναι ανάγκη να καταστήσωμεν την κερδοσκοπίαν βάσιν της βιομηχανίας. Ούτως ουδέν εκ των εκ της γης υπό της βιομηχανίας προσποριζομένων θα μένη εις χείρας της, αλλά θα διοχετεύεται εις κερδοσκοπικάς επιχειρήσεις, δηλ. θα πίπτη εις τα ταμεία μας.
Η ζωηρά πάλη δια την υπεροχήν, αι προσκρούσεις του οικονομικού βίου θα δημιουργήσωσι, και έχουσιν ήδη δημιουργήσει, κοινωνίας απογοητευμένας, ψυχράς και άνευ καρδίας. Αι κοινωνίαι αύται θα έχωσι μίαν απόλυτον απέχθειαν πρός την ανωτέραν πολιτικήν και προς την θρησκείαν. Ο μόνος των οδηγός θα είναι ο υπολογισμός, δηλ. το χρυσίον, πρός ο θα έχουν αληθή λατρείαν, ένεκα των υλικών απολαύσεων, ας δύναται να χορηγή. Τότε αι κατώτεραι τάξεις των Χριστιανών θα μας ακολουθήσωσιν εις την εναντίον της διανοούμενης αυτών τάξεως πάλην μας εις την εξουσίαν (τους συναγωνιστάς μας), όχι δια να κάμωσι καλόν ούτε δια να αποκτήσωσι τον πλούτον, αλλά από μίσος μόνον κατά των προνομιούχων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ: Δημιουργία ισχυράς συγκεντρώσεως της Κυβερνήοεως. Οι τρόποι της επικρατήσεως επί της δυνάμεως του μασωνισμού. Διατί τα κράτη δεν δύνανται να συνεννοηθώσι, «Προεκλογή» των Ιουδαίων. Tο χρυσίον είναι η κινητήριος δύναμις των κρατικών μηχανισμων. Τα μονοπώλια εις το εμπόριον και την βιομηχανίαν. Αι θεσμοθεσίαι «όπως βλέπωμεν αυτάς». Απαυδήσεις εκ των διαλέξεων. Πως θα υποταχθή η δημοσία Γνώμη. Η σπουδαιότης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η υπέρτατη Κυβέρνησις.
Ποιάν μορφήν διοικήσεως δύναται τις να δώση εις κοινωνίας, εις ας η διαφθορά εισέδυσε πανταχού, εις τας οποίας δεν φθάνει τις εις τον πλούτον ειμή δι’ εκείνων των ικανών εκπλήξεων, αίτινες είναι ημιλωποδυσίαι, εις ας βασιλεύει η ακολασία των ηθών και η ηθική δεν συγκρατείται παρά δια, τιμωριών και δια σκληρών νόμων, ουχί δε δια εκουσίως παραδεδειγμένων αρχών, εις ας τα αισθήματα της Πατρίδος και της θρησκείας καταπνίγονται υπό κοσμοπολίτικων δοξασιών; Ποίαν μορφήν Κυβερνήσεως να δώση τις εις αυτάς τας κοινωνίας, παρά την δεσποτικήν μορφήν, την οποίαν θα περιγράψω κατωτέρω; Θα κανονίσωμεν μηχανικώς όλας τας πράξεις του πολιτικού βίου των υπηκόων μας δια νέων νόμων. Οι νόμοι ούτοι θα καταργήσωσι μίαν προς μίαν όλας τας πάρα πολύ μεγάλας ελευθερίας, αίτινες εχορηγήθησαν υπό των Χριστιανών, και η βασιλεία μας θα εκδηλωθή δι’ ενός δεσποτισμού τόσον επιβλητικού, ώστε να είναι εις θέσιν, εν παντί χρόνω και τόπω, να σιγήση τους Χριστιανούς, οίτινες θα θελήσωσι να μας κάμωσιν αντιπολίτευσιν και οίτινες θα είναι δυσαρεστημένοι.
Θα μας είπη τις ίσως, ότι ο δεσποτισμός περί ου ομιλώ, δεν συμβιβάζεται με τας νεωτέρας προόδους, θα αποδείξω το εναντίον.
Όταν ο λαός εθεώρει τα βασιλεύοντα πρόσωπα ως μίαν καθαράν απόρροιαν της θείας θελήσεως, υπετάσσετο άνευ ψιθύρου εις την απολυταρχίαν των βασιλέων. Αλλά από της ημέρας καθ’ ην έχομεν υποβάλει εις τους ανθρώπους την ιδέαν των ιδίων αυτών δικαιωμάτων, εθεώρησαν τα βασιλεύοντα πρόσωπα ως απλούς θνητούς. Το «ελέω Θεού» έπεσεν εκ της κεφαλής των βασιλέων, αφού τοις αφηρέσαμεν την προς τον Θεόν πίστιν των• η εξουσία μετεφέρθη εις τον δρόμον, δηλ. εις ένα τόπον δημόσιον και ημείς εγενόμεθα. ούτω κύριοι αυτής.
Επί πλέον, η τέχνη του κυβερνάν τας μάζας και τα άτομα δια μέσου θεωριών και επιτηδείως συνδυαζόμενων φρασεολογίων, δια κανονισμών του κοινωνικού βίου και δια παντοειδών άλλων ευφυών τρόπων, από τα οποία οι Χριστιανοί δεν εννοούν τίποτε, αποτελεί επίσης μέρος της διοικητικής ημών μεγαλοφυΐας, της αναπτυχθείσης εν τη αναλύσει, εν τη παρατηρητικότητι, εν τη λεπτεπιλέπτω οργανωτικότητι, μοναδικοί εις ταύτα μη έχοντες αντιπάλους, όπως δεν έχομεν τοιούτους εν τη επινοήσει σχεδίων πολιτικής δράσεως και αλληλεγγύης. Μόνοι Ιησουΐται θα ηδύναντο να εξισωθώσι προς ημάς υπό την έποψιν ταύτην, αλλ’ ηδυνήθημεν να τους υποτιμήσωμεν προ των οφθαλμών του ηλιθίου πλήθους, διότι αυτοί εσχημάτιζον εμφανή οργάνωσιν, ενώ ημείς εμμένομεν εν τη αφάνεια με την μυστικήν οργάνωσίν μας. Άλλως τε τί τον μέλλει τον κόσμον δια τον κύριον τον οποίον θα εχη; Τι τον μέλλει εάν ούτος είναι ο αρχηγός του Καθολικισμού ή ο δεσπότης μας εκ του αίματος της Σιών; Δι’ ημάς όμως, οίτινες είμεθα ο εκλεκτός λαός, το ζήτημα πόρρω απέχει το να είναι αδιάφορον.
Παγκόσμιος συμμαχία των Χριστιανών θα ηδύνατο να μας υποτάξη επί τίνα χρόνον, αλλά προστατευόμεθα εξ αυτού του κινδύνου δια των βαθέων σπερμάτων της διχόνοιας, την οποίαν δεν δύνανται πλέον να αποσπάσωσιν εκ της καρδίας των. Αντετάξαμεν τον ένα εναντίον του άλλου, τους ατομικούς και εθνικούς απολογισμούς των Χριατιανών, τα θρησκευτικά και τα εθνικά μίση των, άτινα έχομεν καλλιεργήσει από είκοσι αιώνων. Καί δια τούτο καμμία Κυβέρνησις δεν θα εύρη πουθενά βοήθειαν. Εκάστη θα πιστεύη μίαν συνεννόησιν εναντίον ημών επιβλαβή εις τα ίδια αυτής συμφέροντα. Είμεθα πανίσχυροι. Πρέπει να μας λαμβάνωσιν υπ’ όψιν. Αι δυνάμεις δεν δύνανται να συνάψωσιν ούτε την μάλλον ασήμαντον συμφωνίαν χωρίς τώρα να λαμβάνωμεν ημείς μέρος εις αυτήν.
Per me reges regnant - «Δι’ εμού βασιλεύσουσιν οι βασιλείς». 0ι προφήται μας μας έχουσιν είπει ότι είμεθα οι εκλεκτοί υπ’ αυτού τούτου του θεού δια να κυριαρχήσωμεν όλης της γης. Ο θεός μας έχει δώσει την μεγαλοφυΐαν δια να δυνηθώμεν να φέρωμεν εις λύσιν αυτο το πρόβλημα. Καί αν υπήρχε μεγαλοφυΐα εις το αντίθετον στρατόπεδον, θα ηδύνατο μεν να παλαίση εναντίον ημών, αλλ’ ο νέηλυς δεν ισχύει όσον ο παλαιός κάτοικος. Η μεταξύ μας πάλη θα ήτο ανηλεής, οίαν ο κόσμος δεν έχει ίδει ακόμη. Και έπειτα αυτοί οι μεγαλοφυείς άνθρωποι θα ήρχοντο παρά πολύ αργά. Όλοι οι τροχοί του κυβερνητικού μηχανισμού εξαρτώνται εκ τινος ελατηρίου, το οποίον ευρίσκεται μεταξύ των χειρών μας. Και το ελατήριον αυτό είναι το χρυσίον. Η επιστήμη της πολιτικής οικονομίας, η εξευρεθείσα υπό των σοφών μας, μας δεικνύει από πολλού το ακατανίκητον γόητρον του χρυσίου.
Το κεφάλαιον, δια να έχη τας χείρας ελευθέρας, οφείλει να επιτύχη το μονοπώλιον της βιομηχανίας και του εμπορίου• τούτο δε ακριβώς πραγματοποιεί ήδη ολοέν μία αόρατος χειρ εις όλα τα μέρη του κόσμου• η ελευθερία αυτή θα δώση την πολιτικήν ισχύν εις τους βιομηχάνους, ο δε λαός θα υποταχθή εις αυτούς. Επί των ημερών μας ενδιαφέρει περισσότερον ν’ αφοπλίζωμεν τους λαούς ή να ωθώμεν αυτούς εις πόλεμον• ενδιαφέρει περισσότερον να έξυπηρείώ-μεν Ιξημμένα πάθη πρός ώφέλειάν μας, η να ΐά καταπραΰ-νωμεν ενδιαφέρει περισσότερον να γινώμεθα κύριοι των ιδεών των άλλων, σχολιάζοντες αυτάς μάλλον ή αποκρούοντες.
Το κεφαλαιώδες πρόβλημα της Κυβερνήσεως μας είναι να εξασθενήζωμεν το δημόσιον φρόνημα δια της κριτικής• να κάμνωμεν τους λαούς να χάνωσι την συνήθειαν του σκέπτεσθαι, διότι η σκέψις δημιουργεί την αντιπολίτευσιν, να μετατρέπωμεν τας δυνάμεις της σκέψεως εις αψιμαχίας ρητορικής.
Καθ’ όλους τους χρόνους οι λαοί, όπως και τα άτομα, έχουσιν εκλάβει τους λόγους ως πράγματα, διότι αρκούνται εις το εξωτερικόν φαινόμενον των πραγμάτων και σπανίως λαμβάνουσι τον κόπον να παρατηρήσωσιν αν η εκπλήρωσις επηκολούθησε τας υποσχέσεις, αίτινες αφορώσι τον κοινωνικόν βίον. Δια τούτο τα εκπαιδευτήρια μας θα έχωσιν ωραίαν πρόσοψιν, ήτις θα αποδεικνύη ευγλώττως τας ευεργεσίας των εις ό,τι αφορά την πρόοδον.
Θα οικειοποιηθώμεν την φυσιογνωμίαν όλων των κομμάτων, όλων των τάσεων και θα τας διδάξωμεν εις τους ρήτοράς μας, οίτινες θα ομιλώσι τόσον, ώστε όλος ο κόσμος θα απαυδήση ακούων αυτούς.
Προς εξασφάλισιν της δημοσίας γνώμης εις χείρας μας, πρέπει να την καταστήσωμεν περίπλοκον, εκφράζοντες εκ διαφόρων μερών και επί πολύν χρόνον τόσας αντιφατικάς γνώμας, ώστε οι χριστιανοί θα χαθώσιν επί τέλους εντός του λαβυρίνθου των και θα θεωρήσωσι τελικώς ότι αξίζει πολύ καλλίτερον να μη έχη κανείς καμμίαν γνώμην εν τη πολιτική. Αυτά είναι ζητήματα άτινα η κοινωνία δεν οφείλει να γνωρίζη. Δεν είναι δεδομένον να τα γνωρίζη ή εις εκείνον όστις την διευθύνει. Αυτό είναι το πρώτον μυστικόν.
Το δεύτερον μυστικόν, αναγκαίον δια να κυβερνά τις μετ’ επιτυχίας, συνίσταται εις το να πολλαπλασιάζωμεν τόσον τα ελαττώματα του λάου, τας συνήθειας, τα πάθη, τους κανόνας της από κοινού ζωής, ώστε κανείς να μη δύναται να διευκρινίζη αυτό το χάος, και οι άνθρωποι να φθάνωσιν εις σημείον ώστε να μη συνεννοούνται πλέον προς αλλήλους. Αυτή η τακτική θα εχη προσέτι ως αποτέλεσμα νά ρίπτη την διχόνοιαν εις όλα τα κόμματα, να διαλύη όλας τας συνηνωμένας δυνάμεις, αίτινες δεν θέλουσιν ακόμη να υποτάσσωνται εις ημάς• θα αποθαρρύνη πάσαν ατομικήν πρωτοβουλίαν έστω και πνευματώδη και θα είναι ισχυρότερα εκατομμυρίων ανθρώπων, παρά τοις οποίοις έχομεν διασπείρει την διχόνοιαν. Μας είναι αναγκαίον να διευθύνωμεν την ανατροπήν των χριστιανικών κοινωνιών κατά τοιούτον τρόπον, ώστε αι χείρες των να καταβάλλωνται εις μίαν απέλπιδα αδυναμίαν ενώπιον εκάστης υποθέσεως, ήτις θα απαιτή πρωτοβουλίαν.
Η προσπάθεια ήτις εξασκείται υπο το πολίτευμα της απεριορίστου ελευθερίας είναι ανίσχυρος, διότι προσκρούει εις τας ελευθέρας προσπάθειας των άλλων. Εκ τούτου δε γεννώνται οδυνηραί ηθικαί ρήξεις, πλάναι, αποτυχίαι. Θα κουράζωμεν τόσον πολύ τους χριστιανούς δια της ελευθερίας ταύτης, ώστε θα τους εξαναγκάζωμεν να μας προσφέρωσι μίαν διεθνή εξουσίαν, της οποίας η διάταξις θα είναι τοιαύτη, ώστε θα δυνηθή χωρίς να τας συντρίψη, να περιλάβη τας δυνάμεις όλων των Κρατών του κόσμου και να σχηματίση, την Υπερτάτην Κυβέρνησιν.
Εις την θέσιν των παρουσών Κυβερνήσεων θα θέσωμεν εν φόβητρον, το οποίον θα ονομάζεται Διοίκησις της Υπερτάτης Κυβερνήσεως. Αι χείρες του θα είναι τεταμμέναι πανταχόθεν ως αρπάγαι, και ο διοργανισμός του θα είναι τόσον κολοσσιαίος, ώστε όλοι οι λαοί κατ’ ανάγκην θα υποταχθώσιν εις αυτό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄.
ΙΕΡΙΛΗΨΊΣ: Τα μονοπώλια. Αι περιουσίαι των χριστιανών εξαρτώνται εκ των μονοπωλίων τούτων. Η αριστοκρατία εστερημένη κτηματικού πλούτου. Το εμπόριον, η βιομηχανία και η κερδοσκοπία. Η πολυτέλεια. Η ύψωσις των ημερομισθίων και η ακρίβεια των ειδών πρώτης ανάγκης. Η αναρχία και η οίνοφλυγία. Η μυστική έννοια της προπαγάνδας των οικονομικών θεωριών.
Μετ’ ου πολύ θα ιδρύσωμεν παμμεγέθη μονοπώλια, δεξαμενάς των κολοσσιαίων πλούτων, εξ ων και αι μεγάλαι ακόμη περιουσίαι των Χριστιανών θα εξαρτώνται κατά τοιούτον τρόπον, ώστε θα καταβροχθισθώσιν εις αυτά, όπως η πίστις των Κρατών την επαύριον μιας πολιτικής καταστροφής... Κύριοι οικονομολόγοι, οίτινες είσθε εδώ παρόντες,. προσέξατε την σπουδαιότητα αυτού του συνδυασμού!
Μας είναι αναγκαίον ν’ αναπτύξωμεν δι’ όλων των δυνατών μέσων την σημασίαν της υπέρτατης Κυβερνήσεως μας, παριστάνοντες αυτήν ως προστάτιδα και ενισχύτριαν όλων των υποτασσομένων εις αυτήν εκουσίως.
Η αριστοκρατία των Χριστιανών ως πολιτική ισχύς, εξηφανίσθη. Δεν έχομεν πλέον να λάβωμεν αυτήν υπ’ όψιν. Αλλ’ επειδή είναι ιδιοκτήτρια εδαφικών περιουσιών, και δύναται ως εκ τούτου να μας βλάψη συνεπεία των ανεξαρτήτων πόρων της, είναι απολύτως αναγκαίον να αφαιρέσωμεν την υπ’ αυτής κατοχήν των γαιών της. Το καλλίτερον προς τούτο μέτρον είναι να αυξάνωμεν τους φόρους επί της κτηματικής περιουσίας, δια να επιβαρύνωμεν την ιδιοκτησίαν. Τα μέτρα ταύτα θα συγκρατήσωσι την κτηματικήν ιδιοκτησίαν εις κατάστασιν απολύτου υποταγής.
Οι Χριστιανοί αριστοκράται μη εθισθέντες πατροπαραδότως εις την ολιγάρκειαν, ταχέως θα καταστραφώσιν οικονομικώς. Συγχρόνως δε πρέπει να προστατεύωμεν ισχυρώς την εμπορίαν και την βιομηχανίαν και προ πάντων την κερδοσκοπίαν, ης ο ρόλος χρησιμεύει ως αντιστάθμισμα εις την βιομηχανίαν άνευ της κερδοσκοπίας η βιομηχανία θα επολλαπλασίαζε τα ιδιωτικά κεφάλαια, θα εβελτίωνε την γεωργίαν, απελευθερώνουσα την γην εκ των εκ δανείων των κτηματικών τραπεζών δημιουργηθέντων χρεών. Πρέπει η βιομηχανία ν’ αφαιρή από την γην τον καρπόν της εργασίας, όπως και του κεφαλαίου, δια της κερδοσκοπίας δε να περιέρχεται το χρήμα ολοκλήρου του κόσμου εις χείρας μας. Ριπτόμενοι ούτω εις τας τάξεις των απόρων όλοι οι Χριστιανοί, θα κύψωσιν ενώπιον μας μόνον δια να έχωσι το δικαίωμα της υπάρξεως.
Προς καταστροφήν της βιομηχανίας των Χριστιανών, δέον να αναπιύξωμεν την κερδοσκοπίαν, την ροπήν προς την πολυτέλειαν, ήτις το παν καταβροχθίζει. Θα συντελέσωμεν εις την αύξησιν των ημερομισθίων, ήτις, εν τούτοις, ουδέν όφελος θα αποφέρη εις τους εργάτας, διότι θα έχωμεν προκαλέσει συγχρόνως υπερτίμησιν των ειδών της πρώτης ανάγκης, οφειλομένην, ως θα ισχυριζώμεθα, εις την παρακμήν της γεωργίας και της κτηνοτροφίας• περιπλέον δε θα υποσκάπτωμεν επιτηδείως και βαθέως τας πηγάς της παραγωγής, συνηθίζοντες τους εργάτας εις την αναρχίαν και τα οινοπνευματώδη ποτά, και λαμβάνοντες παν μέτρον όπως απομακρύνωμεν εκ της γης τους διανοουμένους Χριστιανούς.
Ίνα δε κατορθώσωμεν να μη αντιληφθώσι πρωΐμως την κατάστασιν υπό την πραγματικήν αυτής μορφήν, θα καλύπτωμεν τους αληθείς σκοπούς μας, δια της δήθεν επιθυμίας να εξυπηρετώμεν τας εργατικάς τάξεις και να διαδίδωμεν τας μεγάλας οικονομικάς αρχάς, τας οποίας διδάσκομεν σήμερον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ : Διατί πρέπει να αυξάνωμεν τους εξοπλισμούς. Ζυμώσεις, διχόνοιαι και μίση εις όλον τον κόσμον. Καταναγκασμος της αντιπολιτεύσεως των «χριστιανών» δια των πολέμων και δια του γενικού πολέμου. Το μυστικόν και το εχέγγυον της επιτυχίας εν τη πολιτική. Ο Τύπος και η δημοσία γνώμη. Τα αμερικανικά, τα ιαπωνικά και τα κινεζικά τηλεβόλα.
Η αύξησις των εξοπλισμών και του προσωπικού της αστυνομίας είναι αναγκαίον συμπλήρωμα του εκτεθέντος σχεδίου. Πρέπει να μη υπάρχωσι πλέον εις όλα τα Κράτη, εκτός ημών, παρά μάζαι απόρων, εκατομμυριούχοι τινές, αφωσιωμένοι εις ημάς, αστυνομικοί και στρατιώται.
Εις όλην την Ευρώπην, όπως και εις τας άλλας Ηπείρους, οφείλομεν να διεγείρωμεν την ταραχήν, την διχόνοιαν και το μίσος. Το όφελος είναι διττόν. Αφ’ ενός μεν θα κρατώμεν δι’ αυτού του τρόπου εις σεβασμόν όλας τας χώρας, αίτινες θα γνωρίζουν ότι θα δυνάμεθα, οπόταν θέλωμεν να προκαλέσωμεν την αταξίαν, η ν’ αποκαταστήσωμεν την τάξιν. Όλαι αυταί αι χώραι θα συνηθίσωσιν ούτω να μας θεωρώσιν ως αναγκαίον βάρος. Αφ’ ετέρου δε αι μηχανορραφίαι μας θα περιπλέξωσιν όλα τα νήματα, άτινα θα έχωμεν στήσει εις τα Υπουργεία των Κρατών, τόσον δια της πολιτικής, όσον και διά των οικονομολογικών συμβάσεων και των οικονομολογικών υποχρεώσεων. Δια να φθάσωμεν τον σκοπόν μας, θα μας χρειασθή ν’ σναπτύξωμεν μεγάλην πανουργίαν κατά την πορείαν των συνεννοήσεων και των διαπραγματεύσεων αλλά εις εκείνο το όποιον ονομάζεται «επίσημος γλώσσα» θα ακολουθήσωμεν τακτικήν αντίθετον και θα φανώμεν έντιμοι και συμφιλιωτικοί. Τοιουτοτρόπως δε οι λαοί και αι Κυβερνήσεις των Χριστιανών, τους οποίους έχομεν συνηθίσει να μη παρατηρώσι παρά την επιφάνειαν των πραγμάτων, άτινα τοις παρουσιάζομεν, θα μας εκλάβωσι και μίαν ακόμη φοράν ως ευεργέτας και σωτήρας του ανθρωπίνου γένους. Εις εκάστην αντίπραξιν ή άντίστασιν, θα οφείλωμεν να είμεθα εις κατάστασιν να κηρύττωμεν τον πόλεμον δια των γειτόνων της χώρας, ήτις θα ετόλμα να μας αντιπράξη• και εάν αυτοί ούτοι οι γείτονες συνεννοούντο να συμμαχήσωσιν εναντίον ημών, θα ωφείλαμεν να τους αποκρούσωμεν δια γενικού πολέμου.
Η ασφαλεστέρα οδός της επιτυχίας εν τη πολιτική είναι η μυστικότης των επιχειρήσεων της. Ο λόγος του διπλωμάτου δεν οφείλει να συμφωνεί με τας πράξεις του.
Οφείλομεν να εξαναγκάζωμεν τας χριστιανικάς Κυβερνήσεις να ενεργώσι συμφώνως προς αυτό το σχέδιον, ο έχομεν εκθέσει ευρέως, και το οποίον προσεγγίζει ήδη εις το τέρμα. Η δημοσία γνώμη θα μας βοηθήση εις αυτό, αυτή η δημοσία γνώμη, ην η «μεγάλη δύναμις», δηλαδή ο Τύπος, έχει ήδη θέσει μυστικώς εντός των χειρών μας. Πράγματι, πλην εξαιρέσεων τίνων, ας τινας είναι περιττόν να λάβωμεν υπ' όψιν, ο Τύπος είναι εντελώς εις την εξουσίαν μας. Εν μια λέξει, δια να συγκεφαλαιώσωμεν το σύστημα μας προς υποταγήν των χριστιανικών Κυβερνήσεων της Ευρώπης, θα δείξωμεν εις μεν τον ένα την δύναμίν μας δι’ αποπειρών, δηλαδή δία του τρόμου, εις όλους δε, εάν όλοι εξανίσταντο εναντίον μας, θα απαντήσωμεν δια των αμερικανικών, κινεζικών ή ίαπωνκών τηλεβόλων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ: Διφορουμένη χρήσις του δικαστού. Oι συνεργάται του μασωνικού καθεστώτος. Ιδιαίτεραι σχολαί, εντελώς ιδιαιτέρα ανωτέρα ανατροφή. Οικονομολόγοι και εκατομμυριούχοι. Εις ποίους πρέπει να εμπιστευώμεθα τας υπευθύνους θέσεις εν τη Κυβερνήσει.
Οφείλομεν να οικειοποιηθώμεν όλα τα όργανα, άτινα οι αντίπαλοι μας θα ηδύναντο να μεταχειρισθώσιν εναντίον ημών• θα δεήση να εύρωμεν εις τας λεπτότητας της εικαστικής γλώσσης μίαν δικαιολογίαν δια τας περιπτώσεις, καθ’ ας θα χρειασθή να απαγγείλωμεν αποφάσεις, αίτινες δυνατόν να φανώσι πάρα πολύ θρασείς και άδικοι, διότι ενδιαφέρει να εκφράζωμεν τας αποφάσεις ταύτας δια λέξεων, αίτινες να φαίνωνται ότι είναι ηθικά γνωμικά πολύ υψηλά,, έχοντα συγχρόνως νομικόν χαρακτήρα. Το πολίτευμα μας δέον να περιβάλλεται δι’ όλων των δυνάμεων του πολιτισμού, εν τω μέσω των οποίων θα οφείλη να δρα. Θα περιστοιχίζηται υπό δημοσιογράφων, πεπειραμένων νομομαθών, διοικητών, διπλωματών και τέλος υπό ανθρώπων προπαρεσκευασμένων δια ειδικής ανωτέρας ανατροφής εις ειδικάς σχολάς. Οι άνθρωποι ούτοι θα γνωρίζωσιν όλα τα μυστικά της κοινωνικής υπάρξεως, θα γνωρίζωσιν όλας τας διαλέκτους, εσχηματισμένας εκ πολιτικών γραμμάτων και λέξεων, θα έχωσι γνώσιν όλων των αδυναμιών της ανθρωπινής φύσεως, όλων των ευαίσθητων χορδών της. επί των οποίων θα χρειασθή να ηξεύρωσι να παίζωσιν. Αι χορδαί αύται, είναι η πνευματική κατάστασις των Χριστιανών, αι τάσεις των, αι ελλείψεις των, αι κακίαι των και τα προτερήματα των, αι ταξικαί καταστάσεις των.
Εννοείται βεβαίως ότι αυτοί οι ευφυείς συνεργάται της Κυβερνήσεως μας δεν θα εκλέγωνται μεταξύ των Χριστιανών, οίτινες είναι συνηθισμένοι να κάμνωσι την διοικητικήν εργασίαν των χωρίς να μεριμνώσι περί της ωφελείας της. Οι διοικηταί των Χριστιανών υπογράφουσι τα έγγραφα χωρίς να τα αναγινώσκωσιν υπηρετούσιν εκ συμφέροντος ή εκ φιλοδοξίας.
Θα περιβάλλωμεν την Κυβέρνησίν μας δι’ ενός ολοκλήρου κόσμου οικονομολόγων. Ιδού διατί αι οίκονομολογικαί επιστήμαι, αι σπουδαιότεραι, προς διαπαιδαγώγησιν των Ιουδαίων. Θα περιστοιχιζώμεθα υπό ολοκλήρου πλειάδος τραπεζιτών, βιομηχάνων, κεφαλαιούχων και προ παντός εκατομμυριούχων, διότι εν συνόλω τα πάντα θα αποφασίζωνται δι’ αριθμών.
Επί τίνα χρόνον, μέχρι της στιγμής καθ’ ην θα είναι ακίνδυνον πράγμα να εμπιστευώμεθα τας υπευθύνους θέσεις των Κρατών μας εις τους αδελφούς μας Ιουδαίους, θα τας εμπιστευώμεθα εις άτομα των οποίων το παρελθόν και ο χαρακτήρ να είναι τοιαύτα ώστε να υπάρχη μία άβυσσος μεταξύ αυτών και του λαού, εις ανθρώπους τοιούτους, ώστε εν περιπτώσει παρακοής εις τας διαταγάς μας να μη έχωσιν ούτοι άλλο τι να αναμένωσι παρά την καταδίκην ή την εξορίαν, ίνα ούτω υπερασπίζωσι τα συμφέροντα μας μέχρι τελευταίας αναπνοής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ: Εφαρμογή των μασωνικών αρχών επί τω σκοπώ μεταρρυθμίσεως της ανατροφής των λαών. Το μασωνικόν σύστημα. Η σπουδαιότης του αντισημιτισμού. Η δικτατορία του μασωνισμού. Ο τρόμος. Οι εξυπηρετούντες τον μασωνισμόν. Η «διανοούμενη» ισχύς και η «τυφλή» ισχύς των χριστιανικών βασιλείων. Κοινότης της εξουσίας με τον λαόν. Ο φιλελεύθερος δεσποτισμός. Υφαρπαγή της εκπαιδεύσεως και της ανατροφής. Διερμήνευσις των νόμων.
Εφαρμόζοντες τας αρχάς μας, προσέξατε εις τον χαρακτήρα του λαού, εν τω μέσω του οποίου θα ευρίσκεσθε και, θα δράτε• γενική και ομοιόμορφος εφαρμογή των αρχών τούτων προ της αναμορφώσεως της ανατροφής του λαού δεν δύναται να έχη επιτυχίαν. Εκ της συνετής αυτών εφαρμογής εντός δεκαετίας, ως θα ιδήτε, και ο μάλλον επίμονος χαρακτήρ θα μεταβληθή και θα έχωμεν ούτω ένα λαόν επί πλέον υπό την εξάρτησίν μας.
Όταν θα έλθη η βασιλεία μας, θ’ αντικαταστήσωμεν το φιλελεύθερον σύνθημα μας - «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης» - ουχί δι’ άλλου τοιούτου, αλλά δια των ιδίων λέξεων ηρμένων εις την τάξιν των κατά ιδέας• θα είπωμεν «το δίκαιον εν τη Ελευθερία, το καθήκον της Ισότητος, το ιδεώδες της Αδελφότητας...». Θ’ αρπάξωμεν τον ταύρον εκ των κεράτων... Πραγματικώς, έχομεν ήδη καταστρέψει όλας τας Κυβερνήσεις εκτός της ιδικής μας, μόλον ότι υπάρχουσιν ακόμη πολλαί τοιαύται δικαίω. Εν ταις ημέραις μας, εάν Κράτη τινά εγείρωσι διαμαρτυρίας εναντίον ημών, τούτο γίνεται προς το θεαθήναι και τη επιθυμία δε και διαταγή ημών. Διότι ο αντισημιτισμός των μας είναι αναγκαίος όπως κυβερνώμεν τους μιχρούς αδελφούς μας. Δεν θα σας εξηγήσω τούτο σαφέστερον, διότι η υπόθεσις αυτή έχει εξετααθή πλέον η άπαξ εν ταις συνελεύσεσιν ημών.
Πράγματι δεν υπάρχουν πλέον εμπόδια ενώπιον μας. Η ανωτάτη Κυβέρνησίς μας είναι υπό συνθήκας υπερνομικάς, ας τινας είναι συμπεφωνημένον να ονομάζωμεν δια μιας λέξεως δυνατής και παραστατικής : Δικτατορίαν. Δύναμαι να είπω εν συνειδήσει, ότι είμεθα νυν νομοθέται• εκδίδομεν τας αποφάσεις της δικαιοσύνης, καταδικάζομεν εις θάνατον και απονέμομεν χάριν, είμεθα όπως ο αρχηγός όλων των στρατών μας έφιπποι επί του ίππου του αρχιστρατήγου. Θα κυβερνήσωμεν δια χειρός στερεάς, διότι έχομεν να κάμωμεν με συντρίμματα ενός κόσμου, άλλοτε μεν ισχυρού, σήμερον δε υποτεταγμένου εις ημάς. Κρατούμεν εντός των χειρών μας υπέρμετρους φιλοδοξίας, ένθερμους απληστίας, ανηλεείς εκδικήσεις, μνησικάκους έχθρας.
Ημείς είμεθα εκείνοι εκ των οποίων προέρχεται ο τρόμος, όστις έχει το παν καταλάβει. Έχομεν εις την υπηρεσίαν μας ανθρώπους όλων των αρχών, όλων των δογμάτων• επανορθωτάς της μοναρχίας, δημαγωγούς, κοινωνιστάς, στασιαστάς και παντός είδους ουτοπιστάς• έχομεν ζεύξει όλον τον κόσμον εις την εργασίαν. Έκαστος εξ αυτών υποσκάπτει τα τελευταία λείψανα της εξουσίας, προσπαθεί να ανατρέψη παν ό,τι μένει ακόμη όρθιον. Όλα τα Κράτη υποφέρουσιν εκ των τοιούτων ραδιουργιών, ζητούσι την γαλήνην, είναι έτοιμα όπως θυσιάσωσι το παν δια την ειρήνην αλλά δεν θα τοις δώσωμεν την ειρήνην εφόσον δεν θ’ αναγνωρίσωσί την υπερτάτην Κυβέρνησίν μας φανερά και με ταπείνωσιν.
Ο λαός ήρχισε να κραυγάζη, ότι είναι αναγκαίον να λύσωμεν το κοινωνικόν ζήτημα δια διεθνούς συνεννοήσεως. Η διαίρεσις του λαού εις κόμματα τους έχει φέρει όλους εις την διάθεσίν μας, διότι ίνα υποστηρίξη τις μίαν πάλην συναγωνισμού, χρειάζεται χρήμα, το δε χρήμα ευρίσκεται όλον εις χείρας μας.
Θα ηδυνάμεθα να φοβώμεθα την συμμαχίαν της διανοουμένης ισχύος των βασιλευόντων προσώπων με την τυφλήν ισχύν του λαού, αλλ’ έχομεν λάβει όλα τα δυνατά μέτρα εναντίον τοιούτου ενδεχομένου. Μεταξύ των δύο τούτων δυνάμεων ανηγείραμεν τείχος, δηλαδή αμοιβαίον τρόμον. Τοιουτοτρόπως δε η τυφλή ισχύς του λάου μένει στήριγμα μας και ημείς μόνοι νυν την οδηγώμεν• θα δυνάμεθα να την διευθύνωμεν ασφαλώς προς τον σκοπόν μας.
Ίνα δε η χειρ του τυφλού πλήθους μη δύναται να τραβηχθή από την διεύθυνσίν μας, οφείλομεν από καιρού εις καιρόν να τιθέμεθα εις άμεσον επικοινωνίαν με αυτόν, εάν μη προσωπικώς, τουλάχιστον δια των πρακτόρων αδελφών μας. Όταν θα είμεθα εξουσία ανεγνωρισμένη, θα συνομιλήσωμεν μόνοι μας με τον λαόν εις τας δημοσίας πλατείας, ίνα τον πληροφορήσωμεν περί των πολιτικών ζητημάτων υπό την έννοιαν ήτις θα μας είναι αναγκαία.
Πως να ελεγξη τις παν ό,τι τον διδάσκουσιν εις τα σχολεία των χωρίων; Εκείνο όπερ θα είπη ο αντιπρόσωπος της Κυβερνήσεως ή αυτό τούτο το βασιλεύον πρόσωπον, δεν δύναται να μη γνωσθή αμέσως εις όλον το Κράτος, διότι θα διαδοθή πάραυτα δια της φωνής του λαού. Ίνα μη καταστρέψωμεν πρωίμως τα διδασκαλεία των χριστιανών, εγγίσαμεν ταύτα δια σοφής χειρός, επήραμεν εις χείρας μας τα ελατήρια του μηχανισμού των. Τα ελατήρια ταύτα ήσαν διατεθειμένα εις αυστηράν μεν αλλ’ ακριβή τάξιν, ην έχομεν αντικαταστήσει δι’ ενός ατάκτου συστήματος. Εθέσαμεν χείρα εις την δικαιοσύνην, εις τας εκλογάς, εις τον τύπον, εις την ατομικήν ελευθερίαν, και προ παντός εις την εκπαίδευσιν και την ανατροφήν, αίτινες είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της ελευθέρας υπάρξεως.
Έχομεν αποκτηνώσει και διαφθείρει την χριστιανικήν νεολαίαν δι’ ανατροφή ς, βασιζόμενης επί αρχών και θεωριών ψευδών, ως γνωρίζομεν, αλλ’ αι οποίαι ενεπνεύσθησαν υφ’ ημών.
Επί των υφισταμένων νόμων, χωρίς να τους μεταβάλωμεν ουσιωδώς, αλλά μεταμορφώνοντες μόνον αυτούς δι’ αντιφατικών ερμηνειών, επιτύχομεν τεράστια αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα ταύτα εξεδηλώθησαν κατ’ αρχάς εις το ότι τα σχόλια έχουσιν υποκρύψει τους νόμους και μετά ταύτα τους έχουσιν εντελώς καλύψει από τους οφθαλμούς των Κυβερνήσεων, μη δυναμένων ούτω να εννοήσωσι τίποτε εις μίαν τόσον περιπεπλεγμένην νομοθεσίαν.
Εκ τούτου η θεωρία του δικαστηρίου της συνειδήσεως. Φοβείσθε ένοπλον εξέγερσιν του κόσμου εναντίον μας, εάν ούτος αντιληφθή ενωρίτερον περί τίνος πρόκειται, αλλά, δια την περίπτωσιν ταύτην, έχομεν εις τας χώρας της Δύσεως σύστημα τόσον τρομερόν, ώστε και αι θαρραλεώτεραι ψυχαι να τρέμωσιν• εντός ολίγου αι οργανώσεις μας θα έχωσιν εγκατασταθή εις όλας τας πρωτεύουσας, έτοιμοι ν’ ανατινάξωσιν οιονδήποτε κρατικόν συγκρότημα εναντίον μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄.
ΠΕΡΙΛΗΨΊΣ: H δύναμις των πραγμάτων εν τη πολιτική. Η μεγαλοφυΐα της ποταπότητος. Τι υπόσχεται το μασωνικόν πραξικόπημα. Η καθολική ψηφοφορία. Η αυτοεκτίμησις. Οι αρχηγοί των μασώνων. Ο μεγαλοφυής οδηγός του μασωνισμού. Αι οργανώσεις των και η λειτουργία των. Το δηλητήριον της φιλελευθερίας. Το σύνταγμα είναι η σχολή των κομματικών διχονοιών. Η δημοκρατική χρονολογία. Οι Πρόεδροι είναι τα δημιουργήματα του μασωνισμού. Ευθύνη των Προέδρων. Ο «Παναμάς». Ο ρόλος της Βουλής και του Προέδρου. Ο μασωνισμός είναι νομοθετική δύναμις. Το νέον δημοκρατικόν πολίτευμα. Μετάβασις εις μασωνικήν «μοναρχίαν». Η εποχή της ανακηρύξεως του «Παγκοσμίου Βασιλέως». Εγκεντρισμός ασθενειών και άλλων κακών του μασωνισμού.
Επαναλαμβάνω σήμερον ό,τι ήδη είπον, παρακαλώ δε να το ενθυμηθήτε, ότι δηλονότι αι Κυβερνήσεις και οι λαοί δεν βλέπουσι παρά την εξωτερικήν επιφάνειαν των πραγμάτων. Και πως θα διηυκρίνιζον την ενδόμυχον έννοιαν αυτών αφού οι αντιπρόσωποι των δεν σκέπτονται άλλο παρά να διασκεδάζωσιν; Ενδιαφέρει πολύ δια την πολιτικήν μας να γνωρίζωμεν την λεπτομέρειαν ταύτην. Θα μας βοηθήση όταν θα μεταβώμεν εις την συζήτησιν της διαιρέσεως της εξουσίας, της ελευθερίας του λόγου, του τύπου, της ελευθερίας της συνειδήσεως, του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, της ισότητος ενώπιον του νόμου, του απαραβίαστου της ιδιοκτησίας, του ασύλου της κατοικίας, των φόρων και της αναδρομικής ισχύος των νόμων. Όλα αυτά τα ζητήματα είναι τοιαύτα ώστε δεν πρέπει ποτέ να τα θίγωμεν κατ’ ευθείαν και φανερά ενώπιον του λαού. Εις ας περιστάσεις είναι αναγκαίον να τα θίγωμεν, δεν πρέπει να τα απαριθμώ μεν, αλλά να κηρύττωμεν ολοκληρωτικώς, ότι αι αρχαί του νεωτέρου δικαίου αναγνωρίζονται υφ’ ημών. Η σπουδαιότης της αποσιωπήσεως ταύτης συνίσταται εις τούτο, ότι μία αρχή, ήτις δεν κατονομάζεται, μας αφήνει την ελευθερίαν ν’ αποκλείωμεν εξ αυτής τούτο ή εκείνο χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο κόσμος, ενώ εάν τα απηριθμώμεν, θα εχρειάζετο ίνα τα παραδεχθώμεν άνευ επιφυλάξεως.
Ο λαός έχει ιδιαιτέραν αγάπην και μεγάλην εκτίμησιν προς τας πολιτικάς ευφυΐας και χαρακτηρίζει όλας τας βιαίας πράξεις των δια των εκφράσεων: «δεν είναι ηθικόν, δεν είναι καθόλου ηθικόν, αλλ’ είναι ευφυέστατον!.., είναι παιγνίδιον κακόηθες κατ’ ουσίαν, αλλά καλά παιγμένο!»
Σκοπεύομεν να ελκύσωμεν όλα τα έθνη εις την κατασκευήν νέου επί στερεών θεμελίων κτιρίου, του οποίου έχομεν προβλέψει το σχέδιον. Ιδού διατί μας χρειάζεται προ παντός το θράσος αυτό και η τοιαύτη πνευματική ισχύς, αίτινες εν τω προσώπω των οργάνων μας τούτων θα συντελέ-σωσιν εις το να συντρίψωσι παν εμπόδιον εν τη πορεία μας. Πραγματοποιούμενου του πραξικοπή-ματος μας θα είπωμεν εις τας λαϊκάς μάζας «όλα πήγαιναν απελπιστικά, όλοι οι άνθρωποι υπέφε-ραν υπέρ τας δυνάμεις των. Συντρίβομεν λοιπόν και αφανίζομεν τα αίτια της δυστυχίας σας, δηλ. τας εθνότητας, τα σύνορα, τα διάφορα νομίσματα. Αναμφιβόλως σας αφήνομεν ελευθέρους να μας δηλώσητε υπακοήν. Δύνασθε όμως εν επιγνώσει και δεδικαιολογημένως να κάμετε τούτο πριν ή δοκιμάσητε αυτό το οποίον σας προσφέραμεν; Τότε οι λαοί συνασπιζόμενοι θα μας σηκώσουν εν θριάμβω ελαυνόμενοι από ενθουσιώδεις ελπίδας και πεποιθήσεις.
Το καθολικόν δικαίωμα της ψήφου όπερ εξεμεταλλεύθημεν δια την επικράτησίν μας και προς ο έχομεν συνηθίσει τους λαούς δια της μεθόδου των συλλογικών οργανώσεων και συνεννοήσεων, θα συντέλεση δι’ υστάτην φοράν εις το να εκδηλωθή ομόφωνος υπό της ανθρωπότητος η επιθυμία να μας γνωρίση εκ του πλησίον πριν ή μας κρίνη.
Προς τούτο ανάγκη να επιβάλωμεν την καθολικήν ψηφοφορίαν άνευ διακρίσεως τάξεων και άνευ απογραφής εκλογέων, να επιτευχθή η απόλυτος πλειοψηφία, ήτις είναι ανέφικτος εν αντιθέτω περιπτώσει. Δίδοντες κατά τοιούτον τρόπον εις πάντα άνθρωπον την επίγνωσιν της προσωπικής του αξίας, θ’ αφανίσωμεν την επικράτησιν του χριστιανικού κόσμου και των πρωτείων του και δεν θ’ αφήσωμεν να παραχθώσι αι διακρίσεις, τας οποίας αι μάζαι, παρ’ ημών καθοδηγούμεναι, θ’ αγνοήσωσιν απολύτως• το πλήθος θα ακούση μόνον ημάς, οι οποίοι θ’ ανταμείψωμεν την υπακοήν και αφοσίωσίν του. Κατ’ αυτόν τον τρόπον αι λαϊκαί μαζαι θα γίνωσι τυφλή ακατανίκητος δύναμις, μη δυναμένη να κινηθή εν ουδεμία περιπτώσει άνευ της καθοδηγήσεως της υπό των πρακτόρων μας, δι’ ων θ’ αντικαταστήσωμεν τους άχρι τότε Κυβερνήτας των. Θα υποταχθή τυφλώς εις το πο-λίτευμα μας τούτο, διότι θα γνωρίζη ότι από τους νέους αυτούς αρχηγούς μας θα εξαρτάται παν κέρδος, παν όφελος, παν αγαθόν.
Εν σύστημα κυβερνήσεως δέον να προέλθη και να δοθή εντελώς έτοιμον από μίαν μόνον κεφαλήν, διότι θα παρουσίαζεν ασυναρτησίας, εάν πολλά πνεύματα διενέμοντο προς, άλληλα το έργον της συντάξεως του. Και δια τούτο θα γνωρίζωμεν εν σχέδιον εκτελέσεως, χωρίς να το συζητώμεν, ίνα μη καταστρέψωμεν την μεγαλειώδη μορφήν του, την σύνδεσιν των μερών του, την πρακτικήν δύναμιν και την μυστικήν σημασίαν εκάστου των σημείων του. Εάν η καθολική ψήφος το συζητήση και το μεταρρυθμίση, θα κρατήση τα ίχνη όλων των ψευδών αντιλήψεων των πνευμάτων, άτινα δεν θα έχωσι κατανοήσει το βάθος και την σύνδεσιν των σκοπών. Πρέπει τα σχέδια μας να είναι ισχυρά και καλώς επινοημένα. Και δια τούτο δεν οφείλομεν να ρίψωμεν την μεγαλειώδη εργασίαν του αρχηγού μας εις τους πόδας των μαζών, ούτε καν να την εμπιστευθώμεν έστω και εις περιωρισμένον κύκλον.
Τα σχέδια ταύτα δεν θ’ ανατρέψωσιν επί του παρόντος τας νεωτέρας κοινωνίας, θα μεταβάλωσι μόνον την οικονομικήν υπόστασιν των και επομένως όλην την ανάπτυξιν αυτών, ήτις θα προσαρμοσθή τοιουτοτρόπως προς τα σχέδια μας.
Τα ίδια πράγματα σχεδόν υφίστανται εις όλας τας χώρας, αλλ’ υπό διάφορα ονόματα. Η αντιπροσωπεία, τα Υπουργεία, η Γερουσία, το Συμβούλιον της Επικρατείας, το Νομοθετικόν Σώμα και το Εκτελεστικόν Σώμα. Δεν έχω ανάγκην να σας εξηγήσω τον μηχανισμόν των σχέσεων των υπηρεσιών τούτων μεταξύ των, διότι αυτό σας είναι πολύ γνωστόν• παρατηρήσατε μόνον ότι εκάστη των υπηρεσιών αυτών αφορά λειτουργίαν σοβαράν του Κράτους, και σας παρακαλώ να παρατηρήσετε προσέτι, ότι την λειτουργίαν και ουχί την υπηρεσίαν ονομάζουσι σπουδαίαν. Λοιπόν, δεν είναι σπουδαίαι αι υπηρεσίαι, αλλ’ αι λειτουργίαι των. Αι υπηρεσίαι διενεμήθησαν προς αλλήλας όλας τας λειτουργίας της Κυβερνήσεως. Διοικητική λειτουργία, Νομοθετική λειτου-ργία, Εκτελεστική λειτουργία. Δια τούτο δε αύται δρώσιν εν τω οργανισμώ του Κράτους όπως τα όργανα εν τω ανθρωπίνω σώματι. Εάν βλάψωμεν εν μέρος της μηχανής του Κράτους, το Κράτος θα ασθενήση, όπως το ανθρώπινον σώμα, και θα αποθάνη.
Αφ’ ότου έχωμεν εισαγάγει εν τω οργανισμώ του Κράτους το δηλητήριον της φιλελευθερίας, όλη η πολιτική του σύστασις έχει μεταβληθή. Τα Κράτη πάσχουσιν από θανάσιμον ασθένειαν την αποσύνθεσιν του αίματος• δεν υπολείπεται πλέον παρά να περιμένωμεν το τέλος της αγωνίας των.
Εκ της φιλελευθερίας εγεννήθησαν αι συνταγματικαί Κυβερνήσεις, αίτινες αντικατέστησαν δια τους Χριστιανούς την σωτήριον Μοναρχίαν, και το Σύνταγμα, όπως καλώς γνωρίζετε, δεν είναι άλλο τι παρά μία σχολή διαφωνιών, διχονοιών, συζητήσεων, διχογνωμιών, ολέθριων προστριβών των κομμάτων• εν μια λέξει, είναι η σχολή παντός ό,τι κάμνει εν Κράτος να χάση την οντότητα του και την ατομικότητα του. Το βήμα, όπως και ο τύπος, έχει καταδικάσει τους βασιλείς εις την αδράνειαν και την αδυναμίαν• τους έχει καταστήσει δι’ αυτού του τρόπου, ήκιστα χρησίμους, ανωφελείς, και τούτο εξηγεί διατί έχουσιν ανατραπή. Η εγκατάστασις της Δημοκρατίας καθίσταται τότε δυνατή. Αντικαθιστώμεν τον βασιλεύοντα δια μιας γελοίας Κυβερνήσεως, δι’ ενός προέδρου, λαμβανομένου εκ του πλήθους, από το μέσον των δημιουργημάτων μας, των αιχμαλώτων μας. Το σημείον αυτό αποτέλει το θεμέλιον της υπονόμου, ην είχομεν ανοίξει από τους πόδας του λάου των Χαστιανών, η μάλλον των χριστιανικών Εθνών.
Εις προσεχές μέλλον θα δημιουργήσωσι την ευθύνην των προέδρων.
Τότε θα διαπράξωμεν χωρίς να στενοχωρηθώμεν τα γεγονότα, δι’ α, το απρόσωπον δημιού-ργημα μας ενδιαφέρει, θα δώση λόγον. Τι μας ενδιαφέρει αν αι τάξεις εκείνων, οίτινες αποβλέπου-σιν εις την εξουσίαν, γίνονται αραιότεραι, αν συμβαίνωσιν, ελλείψει ΙΙροέδρων, στενοχωρίαι ικαναί να παραλύσωσι εντελώς την χωράν;... Ίνα επιτύχωμεν το αποτέλεσμα τούτο, θα συντελέσωμεν εις την εκλογήν Προέδρων, οι οποίοι έχουν εις το παρελθόν των κεκρυμμένην τινά ηθικήν πληγήν, «Παναμάν» τινα. Ο φόβος των αποκαλύψεων, η επιθυμία η ιδιάζουσα εις έκαστον άνθρωπον ανελθόντα εις την εξουσίαν του να διατήρηση τα προνόμια του, τας ωφελείας και τας τιμάς, τας ανήκουσας εις την θέσιν του, θα καταστήσωσι τους ΙΙροέδρους τυφλούς εκτελεστάς των διαταγών μας. Η Βουλή θα καλύψη, θα υπερασπίση, θα εκλέξη τους Προέδρους, αλλ’ ημείς θ’ αποσύρωμεν από αυτήν το δικαίωμα του να προτείνη νόμους ή να τους μεταβάλλη• το δικαίωμα τούτο θα απονεμηθή εις τον υπεύθυνον Πρόεδρον, όστις θα είναι εν παίγνιον μεταξύ των χειρών μας.
Η εξουσία της Κυβερνήσεως θ’ αποβή αναμφιβόλως στόχος όλων των επιθέσεων. Θα δώσωμεν εις αυτήν, όπως υπερασπισθή, το δικαίωμα να κάμη έκκλησιν εις λαϊκόν δημοψήφισμα με προεξησφαλισμένην την πλειοψηφίαν, ήτις θα είναι πάντοτε τυφλή θεραπαινίς των σχεδίων μας. Θα δώσωμεν προς τούτοις, εις τον Πρόεδρον το δικαίωμα να κηρύττη τον πόλεμον. Θα δικαιολογήσωμεν δε τούτο λέγοντες ότι ο Πρόεδρος, ως αρχηγός όλου του στρατού της χώρας, οφείλει να έχη το δικαίωμα αυτό εις την διάθεσιν του, να υπερασπίζη το νέον δημοκρατικόν πολίτευμα, του οποίου είναι υπεύθυνος εκπρόσωπος.
Υπό τους όρους τούτους, ο Αρχηγός του αδύτου θα είναι εις χείρας μας και κανείς εκτός ημών δεν θα διευθύνη πλέον την νομοθετικήν δύναμιν.
Θ’ αποσύρωμεν, επί πλέον, από την Βουλήν, εισάγοντες το νέον δημοκρατικόν πολίτευμα, το δικαίωμα επερωτήσεως υπό το πρόσχημα να περισώσωμεν το πολιτικόν μυστικόν. Θα περιορίσω-μεν, δια του νέου πολιτεύματος, τον αριθμόν των αντιπροσώπων εις το ελάχιστον όριον, πράγμα το οποίον θα έχη ως αποτέλεσμα να ελαττώση τόσον τα πολιτικά πάθη, όσον και το πάθος προς την πολιτικήν. Εάν, παρά πάσαν προσδοκίαν, τοιαύτα πάθη διεγείρωνται και εν τω μικρώ τούτω αριθμώ των αντιπροσώπων, θα καταργήσωμεν τον θεσμόν δια μιας εκκλήσεως προς την πλειοψηφίαν του λάου.
Εκ του Προέδρου θα εξαρτάται ο διορισμός των Προέδρων και αντιπροέδρων της Βουλής και της Γερουσίας. Αντί των διαρκών κοινοβουλευτικών συνεδριάσεων, θα περιορίσωμεν τας συνεδρίας των Κοινοβουλίων εις τινας μήνας. Προς τούτοις δε, ο Πρόεδρος, ως αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας, θα έχη το δικαίωμα να συγκαλή ή να διαλύη το Κοινοβούλιον, και, εν περιπτώσει διαλύσεως, να αναβάλη τον χρόνον νέας συγκλήσεως. Αλλ’ ίνα αι συνέπειαι όλων αυτών των πράξεων, πραγματικώς παρανόμων, μη επιπέσωσιν επί της παρ’ ημών δοθείσης εις τον Πρόεδρον ευθύνης, πράγμα όπερ θα παρέβλαπτε τα σχέδια μας, θα υποβάλωμεν εις τους Υπουρ-γούς και εις τους περί τον Πρόεδρον την ιδέαν να προβαίνωσιν εις ταύτα παρά τας διαθέσεις του δια των ίδιων αυτών μέσων• τοιουτοτρόπως θα είναι αυτοί υπεύθυνοι αντ’ αυτού... Συμβουλεύομεν να εμπιστευώμεθα αυτόν τον ρόλον προ πάντων εις την Γερουσίαν, εις το Συμβούλιον της Επικρατείας, εις το Υπουργικόν Συμβούλιον μάλλον παρά εις εν άτομον.
Ο Πρόεδρος θα ερμηνεύη εκάστοτε κατά τας υποδείξεις και επιθυμίας μας τους υφισταμέ-νους νόμους, θα τους επικυρώνη, όταν ημείς θα του υποδεικνύωμεν την τοιαύτην ανάγκην• θα έχη το δικαίωμα να προτείνη προσωρινούς νόμους (Νομοθετικά Διατάγματα) και ακόμη μεταβολήν του πολιτεύματος, υπό το πρόσχημα του υπέρτατου καλού του Κράτους.
Τα μέτρα ταύτα θα μας δώσωσι το μέσον να καταστρέψωμεν ολίγον κατ’ ολίγον, βήμα προς βήμα, παν ό,τι κατ’ αρχάς, κατά την υφ’ ημών ανάληψιν της εξουσίας, θα έχωμεν αναγκασθή να εισαγάγωμεν εις τα πολιτεύματα των Κρατών θα μεταβώμεν τοιουτοτρόπως ανεπαισθήτως εις την κατάργησιν πάσης συνταγματικότητας, όταν θα έχη έλθει ο χρόνος να συγκεντρώσωμεν όλας τας Κυβερνήσεις υπό την Μοναρχίαν μας.
Η αναγνώρισις της Μοναρχίας μας δύναται ενδεχομένως να απέλθη προ της καταργήσεως του Συντάγματος, αν οι λαοί, απηυδισμένοι εκ των αταξιών και της κουφότητας των κυβερνητικών των, ανακράξωσιν: «Εκδιώξατε τους και δώσατε μας γενικόν βασιλέα, όστις να δύναται να μας συνενώση και να καταστρέψη τα αίτια των διαφωνιών μας, τα σύνορα των εθνών, τας θρησκείας, τους υπολογισμούς των Κρατών, βασιλέα, ο οποίος να μας έξασφαλίση την ειρήνην και την ανά-παυσιν, ας δεν δυνάμεθα ν’ απολαύσωμεν δια των Κυβερνητών μας και των αντιπροσώπων μας».
Γνωρίζετε πολύ καλά και σεις οι ίδιοι ότι, ίνα καταστήσωμεν δυνατάς τοιαύτας επιθυμίας, πρέπει να διαταράττωμεν διαρκώς εις όλας τας χώρας τας σχέσεις του λάου και της Κυβερνήσεως, να κουράζωμεν όλον τον κόσμον δια του χωρισμού, της έχθρας, του μίσους και δη δια του μαρτυρίου της πείνης, του εμβολιασμού των ασθενειών, της αθλιότητος, ίνα ούτω οι Χριστιανοί μη βλέπωσιν άλλην σωτηρίαν ή την προσφυγήν εις την πλήρη και ολοκληρωτικήν ηγεμονίαν μας.
Εάν δώσωμεν εις τους λαούς τον χρόνον ν’ αναπνεύσωσιν, η ευνοϊκή στιγμή δεν θα φθάση ίσως ποτέ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΊΣ: Το πρόγραμμα του νέου Πολιτεύματος. Λεπτομέρειαι τινές του προτεινομένου Πραξικοπήματος. Οι Χριστιανοί είναι πρόβατα. Ο μυστικός μασωνισμός και αι στοαί του της «επιφανείας».
Το Συμβούλιον της Επικρατείας θα είναι έτοιμον, ίνα καθορίση την εξουσίαν της Κυβερνή-σεως. Υπό την εμφάνισιν του ως νομοθετικού σώματος θα χρησιμεύση εν τη πραγματικότητι, ως σώμα καταρτισμού των νόμων και των διαταγμάτων του Κυβερνήτου.
Ιδού λοιπόν το πρόγραμμα της νέας εγκαταστάσεως την οποίαν παρασκευάζομεν. Θα δημιουργήσωμεν τον νόμον, το δίκαιον και το δικαστήριον: 1) υπό τύπον προτάσεων εις το νομοθετικόν σώμα• 2) δια διαταγμάτων του ΙΙροέδρου υπό τύπον γενικών διατάξεων, δια πράξεων της Γερουσίας και αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας υπό τύπον υπουργικών διαταγών 3) εν περιπτώσει καθ’ ην τούτο θα εκρίνετο επίκαιρον, υπό τύπον πραξικοπήματος. Ήδη οπότε έχο-μεν περίπου καθορίσει αυτόν τον τρόπον του ενεργείν (modus agenti), ας ασχοληθώμεν με την λε-πτομέρειαν των μέτρων, άτινα θα μας χρησιμεύσωσιν εις το να περατώσωμεν τον μετασχηματι-σμών του Κράτους υπό την έννοιαν την οποίαν έχομεν είπει. Εννοώ δια τούτου την ελευθερίαν του τύπου, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερίαν της συνειδήσεως, την αρχήν του εκλέγε-σθαι και πλείστα άλλα πράγματα, άτινα είναι ανάγκη να εξαφανισθώσιν εκ του ανθρωπίνου κατα-λόγου ή να μεταβληθώσι ριζικώς ευθύς άμα ως το νέον Σύνταγμα θα έχη προκηρυχθη. Μόνον κατά την στιγμήν αυτήν θα μας είναι δυνατόν να εκδώσωμεν όλας τας διαταγάς μας με μιας. Μετά ταύτα πάσα επαισθητή μεταβολή θα είναι επικίνδυνος και ιδού διατί:
Εάν η μεταβολή αυτή ενεργηθή με πολύ δριμείαν αυστηρότητα, δύναται να συνεπιφέρη απελπισίαν, προκαλουμένην υπό του φόβου νέων μεταβολών της αυτής φύσεως• εάν απεναντίας εκτελεσθή υπό την έννοιαν μεταγενεστέρων ωφελειών, ο κόσμος θα είπή ότι ημείς ανεγνωρίσαμεν τα σφάλματα μας και τούτο θα εξασθενήση την αίγλην του αλάνθαστου της νέας εξουσίας, ή θα ειπή, ότι εφοβήθημεν και αναγκαζόμεθα να κάμωμεν παραχωρήσεις, δι’ ας κανείς δεν θα μας ευχαριστήση, διότι θα νομίσωσιν αυτάς ως επιβαλλομένας... Αμφότερα ταύτα θα παρέβλαπτον το γόητρον του νέου Συντάγματος. Θέλομεν, ίνα κατά την ημέραν της προκηρύξεως του, οπότε οι λαοί θα είναι κατάπληκτοι εκ του πραξικοπήματος, όταν θα διατελώσιν ακόμη εν τω τρόμω και εν τη παραζάλη, θέλομεν ίνα κατ’ εκείνην ακριβώς την στιγμήν αναγνωρίσωσιν ότι είμεθα τόσον ισχυροί, τόσον άτρωτοι, τόσον δυνατοί, ώστε εν ουδεμία περιπτώσει θα τους λάβωμεν ποτέ υπ’ όψιν, ότι όχι μόνον δεν θα δώσωμεν καμμίαν προσοχήν εις τας γνώμας των και εις τας επιθυμίας των, αλλ’ ότι είμεθα και εις θέσιν να καταστείλωμεν, μετ’ απολύτου εξουσίας, πάσαν έκφρασιν, πάσαν εκδήλωσιν των επιθυμιών τούτων και γνωμών• ότι εγενόμεθα κύριοι, δια μιας, παντός ό,τι μας ήτο αναγκαίον και ότι δεν θα μοιράσωμεν, εν ουδεμία περιπτώσει, την εξουσίαν μας με αυτούς.
Τότε θα κλείσωσι τους οφθαλμούς και θ’ αναμένωσι τα συμβησόμενα.
Οι Χριστιανοί είναι ποίμνιον προβάτων και ημείς είμεθα δι’ αυτούς λύκοι. Ηξεύρετε δε τι συμβαίνει εις τα πρόβατα όταν οι λύκοι εισδύσωσιν εις την μάνδραν των.
Θα κλείσωσι πάλιν τους οφθαλμούς επί όλων των πραγμάτων, διότι θα τοις υποσχεθώμεν να τοις αποδώσωμεν όλας τας αφαιρεθείσας ελευθερίας, όταν οι εχθροί της ειρήνης θα καταπραϋνθώ-σι και τα κόμματα θα περιέλθωσιν εις αχρηστίαν.
Περιττόν να είπωμεν ότι πολύν χρόνον θα περιμείνωσι την επιστροφήν ταύτην προς το παρελθόν...
Διατί να επινοήσωμεν και να εμπνεύσωμεν εις τους Χριστιανούς όλην αυτήν την πολιτικήν, χωρίς να τοις δώσωμεν τα μέσα να την κατανοήσωσι; διατί άλλο, παρά δια να επιτύχωμεν κρυφίως εκείνο όπερ η διεσπαρμένη γενεά μας δεν ηδύνατο να επιτυχή απ’ ευθείας.
Tούτο εχρησίμευσεν ως βάσις εις την υφ’ ημών διοργάνωσιν του μυστικού μασωνισμού, ον ο κόσμος δεν γνωρίζει και του οποίου τους σκοπούς ούτε καν υποπτεύονται οι ηλίθιοι χριστιανοί, οι προσελκυόμενοι υφ’ ημών εις την ορατήν στρατιάν των στοών, ίνα παραπλανήσωμεν τα βλέμματα των αδελφών των.
Ο θεός έχει δώσει εις ημάς, τον περιούσιον λαόν του, την διασποράν, και, εν ταύτη τη αδυναμία της γενεάς μας ευρέθη η ισχύς μας, ήτις μας έχει οδηγήσει σήμερον έως εις το κατώφλιον της παγκοσμίου κυριαρχίας.
Ολίγα πράγματα μας υπολείπονται ίνα ιδρύσωμεν την Κυβέρνησίν μας επί των στερεών τούτων βάσεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ IB'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ: Μασωνική ερμηνεία της λέξεως «ελευθερία». Tο μέλλον του Τύπου εις το βασίλειον των Μασώνων. Ο έλεγχος του Τύπου, τα πρακτορεία των ανταποκριτών. Τι είναι πρόοδος κατά τους μασώνους. Η αλληλεγγύη των μασώνων εν τω συγχρόνω Τύπω. Εξέγερσις των επαρχιακών «κοινωνικών» απαιτήσεων. Το αλάνθαστον του νέου πολιτεύματος.
Την λέξιν «ελευθερία», την οποίαν δύναται τις να ερμηνεύση κατά διαφόρους τρόπους, ημείς θα την καθορίσωμεν ως έξης:
Η ελευθερία είναι το δικαίωμα του πράττειν ό,τι ο νόμος επιτρέπει. Τοιαύτη τότε ερμηνεία της λέξεως ταύτης θα κάμη, ώστε κάθε ελευθερία να είναι εις τας χείρας μας, διότι οι νόμοι θα καταστρέφωσιν ή θα δημιουργώσι παν ό,τι θα μας είναι ευάρεστον, συμφώνως προς το ανωτέρω εκτεθέν πρόγραμμα.
Έναντι του τύπου θα ενεργώμεν κατά τον εξής τρόπον. Ποίον ρόλον παίζει τώρα ο τύπος; Χρησιμεύει εις το να αναφλέγη τα πάθη ή εις το να συντηρή τους εγωισμούς των κομμάτων. Είναι μάταιος, άδικος, ψευδής, και το πλείστον των ανθρώπων δεν εννοεί καθόλου εις τι χρησιμεύει. Θα τον σαγματώσωμεν και θα του βάλωμεν ισχυρούς χαλινούς, θα κάμωμεν το αυτό και δια τα άλλα έντυπα έργα, διότι, εις τι θα μας εχρησίμευε το να απαλλαγώμεν από τον τύπον εάν επρόκειτο να χρησιμεύσωμεν ως στόχος των φυλλαδίων και των βιβλίων; Θα μεταβάλωμεν την δημοσιότητα, ήτις μας στοιχίζει ακριβά σήμερον, διότι χάρις εις αυτήν λογοκρίνωμεν τας εφημερίδας, ως πηγήν προσόδων υπέρ του Κράτους μας. Θα δημιουργήσωμεν ειδικόν φόρον επί του τύπου, θα απαιτώμεν εγγύησιν, δια την ίδρυσιν εφημερίδων ή τυπογραφείων. Ούτω θα προφυλάσσεται η Κυβέρνησίς μας από πάσαν επίθεσιν εκ μέρους του τύπου. Και επ’ ευκαιρία θα επιβάλλωμεν άνευ οίκτου πρόστιμα. Χαρτόσημον, εγγυήσεις και πρόστιμα θα δίδωσι τεράστιον εισόδημα εις το Κράτος.
Είναι αληθές ότι οι εφημερίδες των κομμάτων θα ηδύναντο να είναι υπέρτεραι των χρηματικών απωλειών, θα τας παύωμεν ευθύς μετά την δευτέραν επίθεσιν. Κανείς δεν θα θίξη ατιμωρητί την αίγλην του κυβερνητικού μας αλανθάστου.
Το πρόσχημα της παύσεως εφημερίδος τινός θα είναι ότι το περί ου ο λόγος όργανον εξεγεί-ρει τα πνεύματα άνευ αιτίου και άνευ λόγου. Σας παρακαλώ να σημειώσητε ότι μεταξύ εκείνων, οίτινες θα μας επιτίθενται, θα υπάρχουσι και όργανα δημιουργηθέντα υφ’ ημών, αλλά ταύτα θα προσβάλλωσιν αποκλειστικώς σημεία, των οποίων ημείς θα επιθυμούμεν την μεταβολήν.
Τίποτε δεν θα κοινοποιείται εις το κοινόν άνευ του ελέγχου μας. Το αποτέλεσμα τούτο επετεύχθη ήδη εις τας ημέρας μας δια του γεγονότος, ότι όλαι αι ειδήσεις λαμβάνονται υπό πλεί-στων πρακτορείων, τα οποία τας συγκεντρώνουν από όλα τα μέρη του κόσμου. Τα πρακτορεία ταύ-τα θα είναι τότε εξ ολοκλήρου ιδικά μας και δεν θα δημοσιεύωσι, παρά ό,τι θα τοις επιτάσσομεν.
Εάν από τώρα ηδυνήθημεν να γίνωμεν κύριοι των σκέψεων των χριστιανικών κοινωνιών εις τοιούτον βαθμόν, ώστε σχεδόν όλοι οι άνθρωποι να αντιλαμβάνωνται τα παγκόσμια γεγονότα δια των χρωματιστών φακών των διοπτρών, τας οποίας θέτωμεν προ των οφθαλμών των, εάν από τώρα εις ουδέν Κράτος υπάρχουσι συρτάρια, τα οποία να μας αποκρύπτωσι τα υπό των Χριστιανών ανοήτως καλούμενα μυστικά του Κράτους, τι θα γίνη όταν ημείς θα είμεθα οι ανεγνωρισμένοι κύριοι του σύμπαντος εν τω προσώπω του παγκοσμίου βασιλέως ημών;
Όστις θα θελήση να γίνη εκδότης, βιβλιοθηκάριος ή τυπογράφος, θα υποχρεωθή να απόκτηση εν δίπλωμα, το οποίον εν περιπτώσει καθ’ ην ο κάτοχος του θα καθίστατο ένοχος μιας οιασδήποτε κακής πράξεως, θα αφηρείτο αμέσως. Με τοιαύτα μέτρα το όργανον της σκέψεως θα καταστή εν μέσον αγωγής εις τας χείρας της Κυβερνήσεως μας, η οποία δεν θα επιτρέπη πλέον εις λαϊκάς μάζας να παρεκτρέπωνται επί των αγαθών της προόδου.
Τις εξ ημών αγνοεί ότι αυτά τα απατηλά αγαθά άγουσιν απ’ ευθείας εις παράλογα όνειρα; Εκ των ονείρων τούτων γεννώνται αι αναρχικαί σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ αυτών και της εξουσίας, διότι η πρόοδος ή μάλλον η ιδέα της προόδου έχει δώσει την ιδέαν παντοειδών χειραφε-τήσεων χωρίς να ορίση τα όρια αυτών... Όλοι εκείνοι τους οποίους ονομάζομεν φιλελευθέρους είναι αναρχικοί, εάν μη εμπράκτως, τουλάχιστον κατά την σκέψιν. Έκαστος εξ αυτών επιδιώκει τας φαντασιοπληξίας της ελευθερίας και καταλήγει εις την αναρχίαν, διαμαρτυρόμενος απλώς δια την ευχαρίστησιν του διαμαρτύρεσθαι.
Ας επανέλθωμεν εις τον τύπον. Θα πλήξωμεν τούτον όπως και παν έντυπον με δασμούς εις χαρτόσημα κατά φύλλον και με ενέχυρα. Τα βιβλία, κάτω των 30 φύλλων, θα φορολογώνται διπλασίως. Θα τα κατατάξωμεν εις την κατηγορίαν των φυλλαδίων, αφ’ ενός ίνα ελαττώσωμεν τον αριθμόν των περιοδικών, άτινα είναι το χειρότερον των δηλητηρίων, αφ’ ετέρου δε, ίνα υποχρεώ-σωμεν τους συγγραφείς να παράγωσι συγγράμματα τόσον μικρά, ώστε ολίγοι να τα αναγινώσκωσι και προ παντός λόγω της ακριβείας των. Τουναντίον δε ό,τι θα εκδίδωμεν ημείς οι ίδιοι προς πνευ-ματικήν ωφέλειαν, εντός πλαισίου καθωρισμένου, θα είναι ευθηνόν και θα αναγινώσκηται από όλον τον κόσμον. Ο δασμός θα κατασιγάση την κενήν επιθυμίαν του γράφειν και ο φόβος της τιμωρίας θα θέση τους λογογράφους υπό την εξάρτησίν μας.
Εάν ευρεθώσι πρόσωπα επιθυμούντα να γράψωσιν εναντίον ημών, δεν θα ευρεθή ουδείς, όστις να εκτυπώση τα συγγράμματα των. Πριν παραδεχθή να εκτυπώση εν σύγγραμμα ο εκδότης ή ο τυπογράφος, θα υποχρεούται να πηγαίνει εις τας Αρχάς δια να επιτύχη την έγκρισιν προς τούτο. Κατ’ αυτόν τον τρόπον θα γνωρίζωμεν εκ των προτέρων τας παγίδας, ας τινας μας στήνουσι και θα τας καταστρέφωμεν, δίδοντες εκ των προτέρων εξηγήσεις επί της διαπραγματευόμενης υποθέσεως.
Η φιλολογία και η δημοσιογραφία είναι αι δύο σπουδαιότεραι παιδαγωγικάι δυνάμεις, και δια τούτο η Κυβέρνησίς μας θα είναι ιδιοκτήτρια των περισσοτέρων εφημερίδων. Δι’ αυτού του τρόπου η επιβλαβής επιρροή του ιδιωτικού τύπου θα εξουδετερούται και θ’ αποκτήσωμεν μεγίστην επιρροήν επί της κοινής γνώμης. Εάν εγκρίνωμεν την έκδοσιν δέκα εφημερίδων, θα ιδρύσωμεν τριάκοντα ιδικάς μας και ούτω καθ’ εξής.
Το κοινόν δεν θα υποπτευθή τι. Όλαι αι παρ’ ημών εκδιδόμεναι εφημερίδες θα έχωσι κατ’ επίφασιν τας πλέον αντιθέτους τάσεις και γνώμας, πράγμα το οποίον θα εμπνεύση την εις αυτάς εμπιστοσύνην και θα ελκύση προς ημάς τους αντιπάλους μας άνευ δυσπιστίας, θα πέσωσιν εις την παγίδα και θα καταστώσιν αβλαβείς.
Τα επισήμου χαρακτήρος όργανα θα είναι εις την πρώτην σειράν, θα επαγρυπνώσι πάντοτε επί των συμφερόντων μας, και δια τούτο η επιρροή των θα είναι μηδαμινή.
Εις δευτέραν γραμμήν θα έρχωνται τα ημιεπίσημα όργανα, των οποίων ο ρόλος θα είναι να προσελκύωσι τους αδιαφόρους και τους χλιαρούς.
Εις την τρίτην γραμμήν θα θέσωμεν την υποτιθεμένην αντιπολίτευσίν μας. Εν ελάχιστον όργανον θα είναι ο αντίπους των ιδεών μας. Οι αντίπαλοί μας θα εκλάβωσι τον ψευξοαντίπαλον μας τούτον ως σύμμαχόν των και θα μας αποκαλύψωσι το παιγνίδιόν των.
Αι εφημερίδες μας θα είναι όλων των αποχρώσεων. Αι μεν θα είναι αριστοκρατικαί, αι δε δημοκρατικαί, επαναστατικαί ή και αναρχικαί ακόμη, εφ’ όσον εννοείται θα ζη το Σύνταγμα.
Θα έχουν, όπως ο Ινδός θεός Vichnou, εκατόν χείρας, εκάστη των οποίων θα επισπεύδη την μεταβολήν της κοινωνίας• αι χείρες αύται θα οδηγώσι την κοινήν γνώμην πρός την διεύθυνσιν, ήτις αρμόζει προς τους σκοπούς μας, διότι πάρα πολύ τεταραγμένος άνθρωπος χάνει την δύναμιν του λογικεύεσθαι και παραδίδεται ευκόλως εις την υποβολήν. Οι ηλίθιοι, οίτινες θα πιστεύωσιν ότι επαναλαμβάνωσι την γνώμην της εφημερίδος του κόμματος των, θα επαναλαμβάνωσιν απλώς την γνώμην μας ή την γνώμην, η οποία θα μας αρέσκη. Θα φαντάζωνται ότι ακολουθούσι το όργανον του κόμματος των και θα ακολουθώσιν εν τη πραγματικότητι την σημαίαν, την οποίαν θα υψώσωμεν δι’ αυτούς.
Ίνα οδηγώμεν εις την κατεύθυνσιν ταύτην την στρατιάν των δημοσιογράφων μας, θα χρειασθή να διοργανώσωμεν το έργον τούτο με εντελώς ιδιαιτέραν φροντίδα. Υπό το όνομα «κεντρικόν γραφείον του τύπου» θα διοργανώσωμεν φιλολογικάς συγκεντρώσεις, εις τας οποίας οι πράκτορες μας θα δίδωσι, χωρίς κανείς να το αντιλαμβάνεται, το σύνθημα και τα σημεία. Τα όργανα μας, συζητούντα και καταπολεμούντα την πρωτοβουλίαν μας δι’ ενός τρόπου επιπολαίου, χωρίς να φθάνωσιν εις το βάθος των πραγμάτων, θα έχωσι, μίαν ματαίαν πολεμικήν κατά των επισήμων εφημερίδων και τούτο δια να μας δίδωσι την αφορμήν να εκφραζώμεθα σαφέστερον παρ’ όσον θα ηδυνάμεθα να κάμωμεν ταύτα κατά τας πρώτας επισήμους δηλώσεις μας.
Αι επιθέσεις αύται θα παίζωσι προσέτι και τον εξής ρόλον• ότι οι υπήκοοι μας θα πιστεύωσιν ότι είναι βέβαιοι, ότι δύνανται να ομιλώσιν ελευθέρως• τούτο θα επιτρέψη αφ’ ετέρου εις τους πράκτορας μας να λέγωσι και να διαβεβαιώσιν ότι τα όργανα, άτινα κηρύσσονται εναντίον ημών δεν κάμνουσιν άλλο τι παρά να φλυαρώσιν, εφ’ όσον δεν ευρίσκουσι πραγματικά επιχειρήματα, ίνα ανασκευάσωσι σοβαρώς τα μέτρα μας.
Οι μη αντιληπτοί από την κοινήν γνώμην, αλλ’ ασφαλείς ούτοι τρόποι, θα επισύρωσι βεβαίως προς ημάς την προσοχήν και εμπιστοσύνην του κοινού. Χάρις εις τους τρόπους τούτους, θα διεγείρωμεν ή θα καταπραΰνωμεν, αναλόγως των περιστάσεων, τα πνεύματα εις τα πολιτικά ζητήματα, πείθοντες ή αποπλανώντες αυτά, σημειούντες οτέ μεν την αλήθειαν, οτέ δε το ψεύδος, επιβεβαιούντες τα γεγονότα ή αμφισβητούντες αυτά, αναλόγως της εντυπώσεως ην προκαλούσιν εις το κοινόν, ψηλαφούντες πάντοτε συνετώς το έδαφος, πριν ή θέσωμεν εις αυτό τον πόδα... Θα νικήσωμεν ασφαλώς, συνεπεία των μέτρων τα οποία ανεφέραμεν, τους αντιπάλους μας, διότι δεν θα έχωσιν εις την διάθεσίν των δημοσιογραφικά όργανα, δια των οποίων να δύνανται να εκφράζωσι μέχρι τέλους, τας γνώμας των. Ούτω δεν θα έχωμεν καν ανάγκην να τους αντικρούσωμεν εκ βάθρων.
Εν περιπτώσει ανάγκης θ’ αντικρούσωμεν δραστηρίως δια του ημιεπισήμου ημών τύπου τας δοκιμαστικάς σφαίρας τας εκσφενδονιζομένας υφ’ ημών εν τη τρίτη κατηγορία του τύπου μας, προς σφυγμομέτρησιν του κοινού.
Ήδη από τούδε, τουλάχιστον εν τω Γαλλικώ τύπω, υφίσταται μία μασωνική αλληλεγγύη. Όλα τα όργανα του τύπου είναι συνδεδεμένα προς άλληλα δια του επαγγελματικού μυστικού• όπως εις τους αρχαίους μάντεις, κανέν εκ των μελών δεν προδίδει το μυστικόν των πληροφοριών του, εάν δεν λάβη διαταγήν προς τούτο. Κανείς δημοσιογράφος δεν θ’ αποφασίση να προδώση το μυστικόν τούτο, διότι ουδείς εξ αυτών θα γίνεται δεκτός εις τον σύνδεσμον, εάν δεν έχη ρυπαράν τινα κηλίδα εις το παρελθόν του. Αι κηλίδες αύται θ’ απεκαλύπτοντο αμέσως. Εφ’ όσον αι κηλίδες αύται είναι το μυστικόν μερικών, η αίγλη του δημοσιογράφου ελκύει την γνώμην της πλειονότητας της χώρας και ακολουθείται μετ’ ενθουσιασμού.
Τα συμφέροντα μας εκτείνονται προ παντός εις τας επαρχίας. Είναι αναγκαίον να διεγείρω-μεν αυτόθι ελπίδας και βλέψεις αντιθέτους προς τας της πρωτευούσης, εις την οποίαν θα τας παρουσιάζωμεν ως γνησίας επαρχιακάς. Είναι φανερόν ότι η πηγή αυτών θα είναι πάντοτε η αυτή, θα προέρχηται εξ ημών. Εφόσον δεν θ’ απολαύσωμεν εισέτι πλήρους εξουσίας, θα έχωμεν ενίοτε ανάγκην αι πρωτεύουσαι να περιβάλλωνται με τας γνώμας του λαού, δηλ. της πλειοψηφίας, καθοδηγούμενης υπό των πρακτόρων μας. Μας είναι αναγκαίον αί πρωτεύουσαι, κατά την ψυχολογικήν στιγμήν, ίνα μη συζητώσι το επελθόν γεγονός δια τον λόγον, ότι τούτο θα είναι ήδη παραδεκτόν παρά της επαρχιακής πλειοψηφίας.
Όταν θα εισέλθωμεν εις το νέον καθεστώς το oποίον θα προπαρασκευάση την βασιλείαν μας, δεν θα επιτρέψωμεν την υπό του τύπου αποκάλυψιν της δημοσίας ατιμίας. Πρέπει να γίνη πιστευ-τον ότι το νέον καθεστώς έχει τόσον καλώς ικανοποιήσει όλον τον κόσμον, ώστε και τα εγκλήματα ακόμη εξηφανίσθησαν. Αι περιπτώσεις εκδηλώσεως της εγκληματικότητας, πρέπει να είναι γνωσταί μόνον εις τα θύματα της και τους τυχόν μάρτυράς των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ.
ΠΕΡΙΛΗΨΊΣ : Η ανάγκη του επιούσιου άρτου. Τα πολιτικά ζητήματα. Τα βιομηχανικά ζητήματα. Αι διασκεδάσεις. Οι οίκοι ανοχής. Η αλήθεια είναι μία. Τα μεγάλα προβλήματα.
Η ανάγκη του επιουσίου άρτου εξαναγκάζει εις σιωπήν τους χριστιανούς, και καθιστά αυτούς ταπεινούς θεράποντας ημών. Οι δια τον τύπον μας πράκτορες μας λαμβανόμενοι μεταξύ αυτών, θα συζητώσι κατ’ επιταγήν μας παν ό,τι δέν θα ήτο ενδεδειγμένον να εκτυπώσωμεν απ’ ευθείας εις επίσημα έγγραφα και κατά το διάστημα τούτο επωφελούμενοι του προκαλουμένου θορύβου εκ των συζητήσεων τούτων, θα λάβωμεν τα μέτρα, άτινα θα κρίνωμεν πρόσφορα και θα τα παρουσιάσωμεν εις το κοινόν, ως γεγονός τετελεσμένον. Ουδείς θα έχη το θράσος να απαιτήση την ακύρωσιν παντός ό,τι θα έχη αποφασισθή, εφ’ όσον μάλιστα θα παρουσιάσωμεν τούτο ως πρόοδον. Ο τύπος άλλως τε θα ελκύη αμέσως την προσοχήν επί νέων ζητημάτων (έχομεν, όπως γνωρίζετε, συνηθίσει τους ανθρώπους να ζητώσι πάντοτε το νέον). Ηλίθιοι τινές, φανταζόμενοι εαυτούς ως όργανα του πεπρωμένου, θα επιληφθώσι των νέων τούτων ζητημάτων χωρίς ν’ αντιληφθώσιν ότι ουδέν εννοούσι εξ εκείνων, τα όποια θέλουσι να συζητήσωσι. Τα ζητήματα της πολιτικής δεν είναι προσιτά εις ουδένα άλλον, πλην εκείνων οι οποίοι την έχουν δημιουργήσει προ πολλών ήδη αιώνων, και οι οποίοι την διευθύνουσιν.
Εξ όλων τούτων θα ίδητε ότι επιζητούντες την γνώμην του πλήθους, διευκολύνομεν την εκπλήρωσιν μόνον των σκοπών μας, και δύνασθε να παρατηρήσητε ότι δεν επιζητούμεν την έγκρισιν των πράξεων μας, αλλά των λόγων μας, των εκφωνηθέντων κατά ταύτην ή εκείνην την ευκαιρίαν. Διακηρύττομεν συνεχώς, ότι εις όλα τα μέτρα μας λαμβάνομεν ως οδηγόν την ελπίδα ηνωμένην με την βεβαιότητα του να είμεθα ωφέλιμοι προς το καλόν πάντων.
Ίνα παραπλανήσωμεν τους πλέον ανησύχους δια τα πολιτικά ζητήματα ανθρώπους, θα προτάξωμεν, των δήθεν νέων ζητημάτων, τα βιομηχανικά ζητήματα. Ας εξαντλώσι την προσοχήν των επί των ζητημάτων τούτων. Αι μάζαι θα συγκατατεθώσι να παραμείνωσιν αδρανείς, ν’ αναπαυθώσιν εκ της δήθεν πολιτικής δραστηριότητος των (εις την οποίαν τους έχομεν συνηθίσει ημείς οι ίδιοι, ίνα μέσω αυτών παλαίωμεν προς τας Κυβερνήσεις των Χριστιανών), επί τω όρω να έχωσι νέας ασχολίας• θα υποδείξωμεν εις αυτούς σχεδόν την ιδίαν πολιτικήν κατεύθυνσιν. Ίνα δέ μη κατορθώνωσι τίποτε δια της σκέψεως, θα τους αποτρέπωμεν εκ ταύτης δια διασκεδάσεων, δια παιγνίων, τέρψεων, παθών, οίκων ανοχής....
Μετ’ ου πολύ θα προτείνωμεν δια του τύπου διαγωνισμούς τέχνης, αθλητισμού κλπ. Tο ενδιαφέρον τούτων θ’ αποτρέψη οριστικώς το πνεύμα των εκ ζητημάτων, εφ’ ων θα ηναγκαζόμεθα να παλαίσωμεν εναντίον των. Χάνοντες ολίγον κατ’ ολίγον την έξιν του σκέπτεσθαι εξ ιδίας πρωτοβουλίας, θα καταλήξωσι να ομιλώσι περί συνταυτίσεως των ιδεών μας, διότι θα είμεθα οι μόνοι, οίτινες θα προτείνωμεν νέας κατευθύνσεις της σκέψεως μέσω τοιούτων προσώπων, ώστε να μη θεωρώνται ταύτα ως αλληλέγγυα προς ημάς.
Ο ρόλος των Φιλελευθέρων ουτοπιστών θα λήξη οριστικώς όταν το πολίτευμα μας θα αναγνωρισθή. Έως τότε θα μας παρέχωσι καλάς υπηρεσίας. Δια τούτο θα ωθώμεν τα πνεύματα να εφευρίσκωσι παντοειδείς φανταστικάς θεωρίας, νέας και δήθεν προοδευτικάς, διότι υπετάξαμεν αυτούς τους βλακοχριστιανούς μετά πλήρους επιτυχίας δια της λέξεως «πρόοδος» και δεν υπάρχει ούτε εις μεταξύ αυτών, ο οποίος να βλέπη ότι υπό την λέξιν ταύτην κρύπτεται πλάνη εις όλας τας περιστάσεις, καθ’ ας δεν πρόκειται περί υλικών εφευρέσεων, αφού η αλήθεια είναι μία και μόνη και δεν δύναται να έχη πρόοδον. Η πρόοδος, ως ψευδής ιδέα, χρησιμεύει εις το να επισκοτίζη την αλήθειαν, ίνα μηδείς την γνωρίζη, πλην ημών των εκλεκτών του Θεού και φυλάκων αυτής.
Όταν θα έλθη η βασιλεία μας, οι ρήτορες μας θα συζητήσωσι τα μεγάλα προβλήματα, τα οποία συνεκίνησαν την ανθρωπότητα δια να την καθοδηγήσωσι τελικώς εις το σωτήριον πολίτευμα μας. Τις θα υποπτευθή τότε ότι όλα αυτά τα προσχήματα είχον επινοηθή υφ’ ημών συμφώνως προς πολιτικόν σχέδιον, το οποίον κανείς δεν εμάντευσεν επί πολλούς αιώνας;
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ: Η θρησκεία του μέλλοντος. Η δουλεία του μέλλοντος. Αδύνατον να γνωσθώσι τα μυστήρια της θρησκείας του μέλλοντος. Η πορνογραφία και το μέλλον του εντύπου λόγου.
Όταν θα έλθη η βασιλεία μας δεν θ’ αναγνωρίσωμεν την ύπαρξιν άλλης θρησκείας πλην της του ενός Θεού ημών, με τον οποίον η ειμαρμένη μας είναι συνδεδεμένη, διότι είμεθα ο εκλεκτός λαός και δια του οποίου η αυτή ειμαρμένη είναι ηνωμένη με τα πεπρωμένα του κόσμου. Δια τούτο ακριβώς οφείλομεν να καταστρέψωμεν πάσαν πίστιν. Εάν το τοιούτον γεννά τους συγχρόνους άθεους, η μεταβατική αύτη κατάστασις δεν θα παρενοχλήση τας προθέσεις μας, αλλά θα χρησιμεύση ως παράδειγμα εις τας μέλλουσας γενεάς, αι οποίαι θα εννοήσωσι τα κηρύγματα μας, επί της θρησκείας του Μωϋσέως, ης το επιτηδείως συλληφθέν στοϊκόν σύστημα θα καταλήξη εις την κατάκτησιν όλων των λαών. Θα δείξωμεν εν τούτω, την απόκρυφον αλήθειάν της, εν τη οποία θα λέγωμεν, στηρίζεται όλη η μορφωτική της δύναμις. Τότε θα δημοσιεύωμεν εν πάση ευκαιρία άρθρα, εις τα οποία θα συγκρίνωμεν το σωτήριον πολίτευμα μας προς το του παρελθόντος. Τα πλεονεκτήματα ησυχίας επί τευχθείσης δια μακροχρονίων ταραχών, θα καταδείξωσι τον ευεργετι-κόν χαρακτήρα της κυριαρχίας ημών. Τα σφάλματα των χριστιανικών διοικήσεων θα περιγράφω-νται παρ’ ημών με τα μελανώτερα χρώματα. Θα διεγείρωμεν τοιαύτην απέχθειαν προς αυτά, ώστε οι λαοί θα προτιμώσι την ησυχίαν της δουλείας από τα δικαιώματα της διαβόητου ελευθερίας, η οποία τόσον τους εβασάνισεν, η οποία τοις αφήρεσε τα μέσα της υπάρξεως, η οποία τους παρέδωκε προς εκμετάλλευσιν εις συμμορίαν τυχοδιωκτών μη γνωριζόντων τί έπραττον... Αι ανωφελείς μεταβολαί Κυβερνήσεων, εις τας οποίας ωθούντο οι χριστιανοί όταν υπεσκάπτομεν τα κυβερνητικά των οικοδομήματα, θα έχωσιν επί τοσούτον κουράσει τους λαούς κατά την εποχήν εκείνην, ώστε θα προτιμώσι να υποφέρωσι το παν παρ’ ημών από τον κίνδυνον νέων ταραχών. Θα εξαίρωμεν όλως ιδιαιτέρως τα ιστορικά σφάλματα των χριστιανικών Κυβερνήσεων, αίτινες ελλείψει του πραγματικού καλού, εβασάνισαν επί τόσους αιώνας την ανθρωπότητα δια της επιδιώξεως φανταστικών αγαθών, χωρίς ν’ αντιληφθώσιν ότι τα σχέδια των δεν έκαμνον άλλο τι ή να επιδεινώνουν αντί να βελτιώνωσι τας γενικάς σχέσεις της ανθρωπίνης ζωής...
Οι φιλόσοφοι μας θα συζητώσιν όλα τα ελαττώματα των χριστιανικών δοξασιών, αλλά κανείς δεν θ’ αμφισβητή ποτέ την θρησκείαν μας από της πραγματικής της απόψεως, διότι κανείς δεν θα γνωρίζη αυτήν κατά βάθος πλην των ημετέρων, οι οποίοι ουδέποτε θα τολμήσωσι να προδώσωσι τα μυστικά της.
Εις τας χώρας, τας οποίας καλούσι προωδευμένας, εδημιουργήσαμεν φιλολογίαν ρυπαράν, αποτρόπαιον. Θα την υποθάλπωμεν επί τίνα χρόνον ακόμη μετά την έλευσίν μας εις την εξουσίαν, ίνα εξαίρωμεν την αντίθεσιν των λόγων και προγραμμάτων μας από τας αθλιότητας ταύτας.
Οι σοφοί μας παιδαγωγηθέντες όπως διευθύνωσι τους χριστιανούς, θα συνθέτωσι λόγους, σχέδια, άρθρα, υπομνήματα, άτινα θα μας δώσωσι την επιρροήν επί των πνευμάτων και θα μας επιτρέψωσι να τους διευθύνωμεν προς τας ιδέας και γνώσεις, τας οποίας θα θελήσωμεν να επιβάλωμεν εις αυτούς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ IE'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ : Παγκόσμιον πραξικόπημα εν μια ήμερα. Αι εις θάνατον καταδίκαι. Η μέλλουσα τύχη των Χριστιανών μασώνων. Ο μυστικός χαρακτήρ της εξουσίας. Πολλαπλασια-σμός των μασωνικών στοών. Η κεντρική διοίκησις των Σοφών. Η υπόθεσις Azeff. Ο μασωνισμός είναι ο οδηγός όλων των μυστικών οργανώσεων. Η σπουδαιότης της δημοσίας επιτυχίας. Ο Κομμουνισμός. Τα θύματα. Αι θανατικαί καταδίκαι των μασώνων. Κατάπτωσις του γοήτρου των νόμων και της εξουσίας. Η προεκλογή. Συντομία και σαφήνια των νόμων της μελλούσης βασιλείας. Υπακοή εις την εξουσίαν. Μέτρα εναντίον της καταχρήσεως εξουσίας. Σκληρότης των ποινών. Όριον ηλικίας δια τους δικαστάς. Ο φιλελευθερισμός των δικαστών και της Αρχής. Το παγκόσμιον χρήμα. Η απολυταρχία του μασωνισμού. Ακυρωτικόν Δίκαιον. Πατριαρχική «άποψις» της μελλοντικής «Κυβερνήσεως». Θεοποίησις της Κυβερνήσεως. Το δίκαιον του ισχυροτέρου ως το μόνον δίκαιον. Ο Βασιλεύς του Ισραήλ είναι ο Πατριάρχης του κόσμου.
Όταν τέλος δια πραξικοπημάτων παρεσκευασμένων παντού και κατά την αυτήν ημέραν, μετά την εριστικήν ομολογίαν της μηδαμινότητος όλων των υφισταμένων Κυβερνήσεων (και θα παρέλ-θη πολύς καιρός ακόμη, ίσως αιών ολόκληρος, μέχρι της στιγμής εκείνης) αρχίσωμεν να βασιλεύω-μεν, θα προσπαθήσωμεν να μη υπάρχωσι συνομωσίαι εναντίον ημών. Επί τω σκοπώ τούτω θέλομεν καταδικάζει εις θάνατον όσους θ’ αντιταχθώσιν ενόπλως κατά την εις την Αρχήν άνοδόν μας. Πάσα νέα δημιουργία οιασδήποτε μυστικής οργανώσεως θα τιμωρήται επίσης δια θανάτου. Όσαι υφίστανται εις τας ημέρας μας και μας είναι γνωσταί και μας έχουσιν εξυπηρετήσει και μας εξυπηρετούσιν εισέτι, θα καταργηθώσι και θ’ αποσταλώσιν εις τας απομεμακρυσμένας της Ευρώπης ηπείρους. Κατά τον αυτόν τρόπον θα μεταχειρισθώμεν και τους χριστιανούς μασώνους, τους γνωρίζοντας περισσότερα του δέοντος. Εκείνοι των οποίων θα φεισθώμεν δι’ ένα οιονδήποτε λόγον, θα διατελώσιν υπό τον διηνεκή τρόμον της εξορίας.
Θα ψηφίσωμεν νόμον, δυνάμει του οποίου όλα τα αρχαία μέλη των μυστικών οργανώσεων θα οφείλωσι να εγκαταλείψωσι την Ευρώπην, κέντρον της Κυβερνήσεως μας.
Αι αποφάσεις της Κυβερνήσεως μας θα είναι εριστικαί και ανέκκλητοι.
Εις τας χριστιανικάς κοινωνίας εις τας οποίας έχομεν ενσπείρει τόσον βαθείας ρίζας διαφωνιών και διαμαρτυριών, δεν είναι δυνατόν ν’ αποκατασταθή η τάξις ειμή μόνον δι’ αμειλήκτων μέτρων μαρτυρούντων άκαμπτον εξουσίαν. Είναι ανωφελές να δίδεται προσοχή εις τα θύματα, άτινα πίπτουσιν υπέρ του μελλοντικού καλού.
Το καθήκον πάσης Κυβερνήσεως, η οποία συναισθάνεται ότι υφίσταται, δεν είναι μόνον το ν’ απολαμβάνη των προνομίων της, αλλά το να εξασκή τα καθήκοντα της και να επιτυγχάνη το καλόν έστω και δια των μεγαλυτέρων θυσιών.Δια να είναι ακλόνητος Κυβέρνησίς τις πρέπει να ενδυνα-μώνη την αίγλην της ισχύος της, και η αίγλη αύτη επιτυγχάνεται μόνον δια μεγαλειώδους ακαμψίας της Αρχής, ήτις οφείλει να φέρη σημεία απαραβιάστου και θείας εκλογής. Τοιαύτη ήτο μέχρις εσχάτων η ρωσική Μοναρχία ο μόνος σοβαρός εχθρός ημών εν ολοκλήρω τω κόσμω, μετά την Παπωσύνην. Ενθυμήθητε το παράδειγμα της πλημμυρισμένης με αίμα Ιταλίας, ήτις δεν έθιξεν ούτε τρίχα της κεφαλής του Σύλλα, ο οποίος είχε χύσει το αίμα εκείνο. Ο Σύλλας εθεοποιείτο δια της δυνάμεως του εις τους οφθαλμούς του λαού του τυραννουμένου υπ' αυτού, και η θαρραλέα επιστροφή του εις την Ιταλίαν τον καθίστα απαραβίαστον... Ο λαός δεν θίγει εκείνον όστις τον υπνωτίζει, διά του θάρρους και της ψυχικής του δυνάμεως.
Αλλ’ αναμένοντες την ανάρρησίν μας θα δημιουργώμεν και θα πολλαπλασιάζωμεν τας μασωνικάς στοάς εις πάσαν χώραν της οικουμένης• θα προσελκύωμεν εν αυταίς όλους εκείνους, οίτινες είναι ή δύνανται να γίνωσιν υπέροχοι πράκτορες μας. Αι στοαί αυταί θ’ αποτελώσι το κυριώτερον γραφείον πληροφοριών μας και το έχον την μεγαλυτέραν επιρροήν μέσον μας. Θα συγκεντρώσωμεν όλας αυτάς τας στοάς εις μίαν διοίκησιν γνωστήν μόνον εις ημάς και αποτελεσθησομένην από τους Σοφούς μας. Αι στοαί θα έχωσι τον αντιπρόσωπόν των, όπισθεν του οποίου θα κρύπτεται η διοίκησις περί ης ομιλούμεν, και παρά των αντιπροσώπων τούτων θα δίδωνται αι διαταγαί και τα συνθήματα. Θα δημιουργήσωμεν εντός των στοών αυτών τον πυρήνα: όλων των επαναστατικών και φιλελευθέρων στοιχείων. Τα μέλη αυτών θ’ ανήκωσιν εις όλα τα κοινωνικά στρώματα. Τα μυστικώτερα πολιτικά σχέδια θα περιέρχωνται εις γνώσιν μας και θα τίθενται υπό την διεύθυνσίν μας ευθύς από της στιγμής της εμφανίσεως των.
Μεταξύ των μελών των στοών τούτων θα συγκαταλέγωνται και πάντες οι πράκτορες της εθνικής και της διεθνούς αστυνομίας (όπως εις την υπόθεσιν Azeff), διότι η υπηρεσία των είναι δι’ ημάς αναντικατάστατος, δεδομένου ότι η Αστυνομία δύναται όχι μόνον να λαμβάνη μέτρα εναντίον των ίσχυρογνωμόνων, αλλά και να δημιουργή αφορμάς δυσαρεσκειών κ.λ.π.... Οι μετέχοντες των μυστικών οργανώσεων είναι συνήθως φιλόδοξοι τυχοδιώκται και εν γένει άνθρωποι, κατά το πλείστον κουφοί, με τους οποίους δεν θα δυσκολευθώμεν να συνεννοηθώμεν δια την εκπλήρωσιν των σκοπών μας.
Εάν εκδηλωθώσιν ανωμαλίαι, τούτο θα σημαίνη ότι παρίστατο ανάγκη να κλονισθή ίνα καταστραφή μία αλληλεγγύη λίαν ισχυρά. Εάν εις τους κόλπους της εξυφανθή συνομωσία τις, αρχηγός αυτής θα είναι εις εκ των πλέον πιστών μας θεραπόντων. Είναι φυσικόν να είμεθα ημείς και ουχί άλλος τις, εκείνοι οίτινες θα καθοδηγώσι τας υποθέσεις του μασωνισμού, διότι γνωρίζομεν που βαίνομεν, γνωρίζομεν τον τελικόν σκοπόν πάσης ενέργειας, ενώ οι Χριστιανοί ουδέν γνωρίζουσι, ούτε καν το άμεσον αποτέλεσμα. Ικανοποιούνται συνήθως με την στιγμιαίαν επιτυχίαν της φιλαυτίας των εν τη εκτελέσει του σχεδίου των, χωρίς καν να διακρίνωσιν ότι το σχέδιον τούτο δεν προέρχεται εκ της πρωτοβουλίας των, αλ’ υπεβλήθη εις αυτούς παρ’ ημών.
Οι Χριστιανοί γίνονται μέλη των στοών εκ περιεργείας με την ελπίδα ν’ απολαύσωσι δημό-σιον τι καλόν δια της βοηθείας αυτών, τίνες δε εξ αυτών και ίνα δύνανται να εκφράσωσι προ του κοινού τα απραγματοποίητα όνειρά των, άτινα δεν στηρίζονται εις τίποτε. Επιθυμούσι την συγκίνη-σιν της επιτυχίας και των χειροκροτημάτων, άτινα πάντοτε χορηγούμεν αφθόνως. Παρέχομεν εις αυτούς την επιτυχίαν ταύτην δια να επωφεληθώμεν της εξ αυτής προκαλούμενης ικανοποιήσεως του εαυτού των, χάρις εις την οποίαν οι άνθρωποι δέχονται τας υποβολάς μας χωρίς να προφυλάσσωνται εξ αυτών, πεπεισμένοι πλήρως ότι όντες αλάνθαστοι εκφράζουσιν ατομικάς των ιδέας, ανίκανοι όντες να οικειοποιηθώσι τας ιδέας των άλλων... Δεν δύνασθε να φαντασθήτε πως δύνανται να περιαχθώσι και οι νοημονέστεροι των χριστιανών εις ασυνείδητον απλοϊκότητα, επί τω όρω να είναι, ευχαριστημένοι από τον εαυτόν των, και συγχρόνως πόσον ευκόλως αποθαρρύνονται εκ της παραμικροτέρας αποτυχίας, έστω και δια μόνης της παρεμποδίσεως των χειροκροτημάτων, καταλήγοντες είτα εις δουλικήν υπακοήν προς τον σκοπόν νέων επιτυχιών.
Όσω οι ημέτεροι, αρκούμενοι εις το να φέρωσιν εις πέρας τα σχέδια των, περιφρονούσι την επιτυχίαν, τόσω οι Χριστιανοί ίνα έχωσι προ παντός επιτυχίας, είναι έτοιμοι να θυσιάσωσί πάντα τα σχέδια των. Η ψυχολογία αυτή διευκολύνει τεραστίως το έργον μας του να διευθύνωμεν αυτούς. Αυτοί, οι κατά το φαινόμενον τίγρεις, έχουσι ψυχήν προβάτων και αι κεφαλαί των είναι εντελώς κεναί. Έχομεν ρίψει εις αυτούς ως δόλωμα το όνειρον της απορροφήσεως της ανθρωπίνης ατομικότητος υπό της συμβολικής ενότητας του συνόλου. Δεν διείδον μέχρι τούδε και δεν θα διείδωσιν ούτε προσεχώς, ότι το δόλωμα τούτο είναι καταφανής παραβίασις του σπουδαιοτέρου των νόμων της φύσεως, ήτις από της πρώτης στιγμής της δημιουργίας εδημιούργησεν εν έκαστον των όντων διάφορον των άλλων, ακριβώς ίνα αποδεικνύη την ατομικότητα του.
Το ότι ηδυνήθημεν ν’ αγάγωμεν αυτούς εις την δεινήν αυτήν τυφλότητα, δεν αποδεικνύει με καταπληκτικήν σαφήνειαν μέχρι τίνος σημείου το πνεύμα των είναι περιωρισμένον εν συγκρίσει με το ιδικόν μας; Η περίπτωσις αυτή είναι η κυριωτέρα εγγύησις της επιτυχίας μας. Πόσον οξυδερκείς υπήρξαν οι παλαιοί σοφοί μας, λέγοντες ότι, ίνα επιτύχη τις σκοπού τινός δεν πρέπει να διστάζη προ των μέσων ούτε και να υπολογίζη, τον αριθμόν των θυσιασθέντων θυμάτων. Ουδέποτε υπελογίσαμεν τα θύματα των κτηνών χριστιανών, και μολονότι έχομεν θυσιάσει πολλούς εκ των ημετέρων, έχομεν δώσει εις τον λαόν μας τοιαύτην δύναμιν επί της γης, οίαν δεν θα ετόλμα να ονειρευθή καν άλλοτε.
Ο θάνατος είναι το αναπόφευκτον τέλος εκάστου. Είναι προτιμότερον να επισπεύδωμεν το τέλος εκείνων, οι οποίοι παρεμβάλουσι προσκόμματα εις το έργον ημών, παρά το τέλος ημών, οίτινες εδημιουργήσαμεν το έργον τούτο. Καταδικάζομεν εις θάνατον τους μασώνους κατά τρόπον τοιούτον, ώστε ουδείς, πλην των αδελφών των, δύναται να υποπτευθή τι, ούτε και αυτά τα ίδια θύματα των καταδικών μας• αποθνήσκουσιν όλοι, όταν τούτο είναι αναγκαίον, ως από φυσικήν ασθένειαν... Αυτή αύτη η Αδελφότης, γνωρίζουσα το τοιούτον, δεν τολμά να διαμαρτυρηθή. Τα μέτρα ταύτα εξωλόθρευσαν εκ του κόλπου του μασωνισμού παν σπέρμα διαμαρτυριών. Ενώ κηρύσσομεν εις τους Χριστιανούς τον φιλελευθερισμόν, συγκρατούμεν τον λαόν και τους πράκτορας μας εις πλήρη υπακοήν.
Δια της επιρροής μας η εκτέλεσις των νόμων των Χριστιανών έχει περιορισθή εις το ελάχι-στον. Το γόητρον των νόμων υποσκάπτεται δια των φιλελευθέρων ερμηνειών, ας έχομεν εισαγάγει εις αυτούς. Εις τας εξουσίας και εις τα ζητήματα πολιτικής και αρχών, τα δικαστήρια αποφασίζουν ό,τι προδιαγράφομεν εις αυτά, αντιλαμβάνονται τα πράγματα υπό την άποψιν, υπό την οποίαν τοις τα παρουσιάζομεν. Χρησιμοποιούμεν προς τούτο την μεσολάβησιν προσώπων προς α νομίζει τις οτι ουδέν κοινόν έχομεν, την γνώμην των εφημερίδων και άλλα μέσα ακόμη. Και αυτοί oι γερουσιασταί ως και η ανωτέρα διοίκησις παραδέχονται τυφλώς τας συμβουλάς μας. Το καθαρώς ζωώδες πνεύμα των Χριστιανών, δεν είναι ικανόν ν’ αναλύση και να παρατηρήση καν, και ακόμη περισσότερον ίνα προΐδη εις τί δύναται να καταλήξη η υπό ωρισμένην τινά μορφήν παρουσίασις του ζητήματος.
Εν τη διαφορά ταύτη της ικανότητος περί το σκέπτεσθαι μεταξύ των Χριστιανών και ημών, αντιλαμβάνεται τις ευκρινώς την σφραγίδα της εκλογής ημών και το ανθρωπιστικών ημών σήμα. Tο πνεύμα των Χριστιανών είναι ενστικτώδες, ζωώδες. Βλέπουσιν, αλλά δεν βλέπουσι και ούτε εφευρίσκουσιν (εκτός υλιστικών πραγμάτων). Εκ τούτου φαίνεται καθαρά ότι αυτή αύτη η φύσις προώρισεν ημάς όπως διοικήσωμεν τον κόσμον.
Όταν θα επιστή ο καιρός να κυβερνήσωμεν φανερώς και να διδάξωμεν τ’ αγαθά της διοική-σεως μας, θα επανιδρύσωμεν όλας τας νομοθεσίας. Οι νόμοι μας θα είναι σύντομοι, σαφείς, ακλόνητοι, άνευ σχολίων, ώστε έκαστος να δύναται ευκόλως να τους μανθάνη. Το δεσπόζον χαρακτηριστικόν των νόμων τούτων θα είναι η υπακοή εις τας αρχάς εξικνουμένη εις βαθμόν μεγαλειώδη. Τότε όλαι αι καταχρήσεις θα εξαφανισθώσι συνεπεία της ευθύνης όλων μέχρι και του τελευταίου έναντι της ανωτέρας εξουσίας του αντιπροσώπου του πολιτεύματος. Αι καταχρήσεις εξουσίας των κατωτέρων υπαλλήλων θα τιμωρώνται τόσον αυστηρώς, ώστε ουδείς θα τολμήση ν’ αναμέτρηση την δύναμίν του. Θα παρακολουθώμεν με άκαμπτον βλέμμα πάσαν πράξιν διοκητικήν, εξ ης εξαρτάται η λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής, διότι η παράλυσις της διοικήσεως προκα-λεί παγκόσμιον παράλυσιν. Πάσα περίπτωσις παρανομίας ή καταχρήσεως θα τιμωρήται παραδειγ-ματικώς. Η δωροδοκία και η αλληλέγγυος συνενοχή μεταξύ των υπαλλήλων της διοικήσεως θα εξαφανισθώσι μετά τα πρώτα παραδείγματα αυστηροτάτης τιμωρίας. Η αίγλη της αρχής μας απαιτεί αποτελεσματικάς τιμωρίας, δηλαδή σκληράς, δια την ελαχίστην παράβασιν των νόμων, διότι πάσα παράβασις θίγει το γόητρον της ανωτέρας αρχής. Ο καταδικασθείς, έστω και αν τιμωρηθή αυστηρότερον δια το σφάλμα του, θα πέση ως στρατιώτης επί του πεδίου της διοικητικής μάχης δια την Αρχήν, τους Νόμους και τας θεωρίας, άτινα δεν επιτρέπουσιν όπως το ιδιωτικόν συμφέρον υπερισχύη της δημοσίας λειτουργίας έστω και εκ μέρους εκείνων, οίτινες διευθύνουσι το άρμα της κοινωνίας.
Οι δικασταί μας γνωρίζουσιν ότι, θέλοντες να καυχηθώσι δι’ ανόητον τινά ευσπλαγχνίαν, παραβιάζουσι τον νόμον της δικαιοσύνης, η οποία συνεστήθη, ίνα συγκρατή τους ανθρώπους, τιμωρούσα τα σφάλματα και ουχί δια να δεικνύη ο δικαστής την ψυχικήν του αγαθότητα. Επιτρέπε-ται να επιδεικνύη τις τα προτερήματα ταύτα εν τω ιδιωτικώ βίω, ουχί όμως και επί του δημοσίου εδάφους, το οποίον είναι η βάσις της διαπαιδαγωγήσεως του ανθρωπίνου βίου.
Το δικαστικόν μας προσωπικόν δεν θα υπηρέτη πέραν των 55 ετών, πρώτον μεν διότι οι γέροντες επιμένουσι μετά περισσοτέρου πείσματος εις τας προεσχηματισμένας γνώμας των και είναι ολιγώτερον επιδεκτικοί υπακοής επί των νέων διατάξεων, δεύτερον δε διότι θα μας επιτρέπη ν’ ανανεώνωμεν ευκολώτερον το προσωπικόν, όπερ ούτω θα υποτάσσηται καλλίτερον εις ημάς. Εκείνος, όστις θα θέλη την διατήρησιν της θέσεως του, θα υπόκηται εις τυφλήν υπακοήν δια να είναι άξιος της ευνοίας ταύτης.
Εν γένει οι δικασταί μας θα εκλέγωνται υφ’ ημών μόνον μεταξύ εκείνων, οίτινες θα γνωρίζωσι καλώς ότι η αποστολή των είναι να εφαρμόζωσι τους νόμους και να τιμωρώσι και όχι να δεικνύωσι γενναιοφροσύνην προς ζημίαν του Κράτους, όπως φαντάζωνται σήμερον oι Χριστιανοί. Αι προαγωγαί θα χρησιμεύσωσιν επίσης δια την διάλυσιν της συνεκτικής συναδελφικής αλληλεγγύης και θα ωθήσωσιν ούτω όλους εις το ν’ αφοσιωθώσιν εις τα συμφέροντα της Κυβερνή-σεως, εξ ης θα εξαρτάται η τύχη των. Η νέα γενεά των δικαστών θα εκπαιδευθή κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να μη παραδέχεται καταχρήσεις, θιγούσας την καθεστηκυίαν τάξιν εις τας μεταξύ ημών και των υπηκόων μας σχέσεις.
Επί των ημερών μας οι χριστιανοί δικασταί, επειδή δεν έχουσιν ακριβή αντίληψιν του προορισμού των, δεικνύουσιν επιείκειαν εις όλα τα εγκλήματα και τούτο, διότι οι σήμερον κυβερνώντες, διορίζοντες τους δικαστάς εις τ’ αξιώματα των δεν λαμβάνουσι φροντίδα, ίνα τοις εμπνεύσωσι το αίσθημα του καθήκοντος και την συνείδησιν του έργου, όπερ θ’ αξιώσωσι παρ’ αυτών.
Όπως τα θηρία αποστέλλουσι τα μικρά των εις αναζήτησιν λείας, ούτω και οι χριστιανοί τοποθετούσι τους υπηκόους των εις θέσεις προσοδοφόρους χωρίς καν να σκεφθώσι να εξηγήσωσιν εις αυτούς τον λόγον υπάρξεως της θέσεως ταύτης. Ένεκα τούτου αι Κυβερνήσεις των καταστρέφονται δια των ιδίων των δυνάμεων, δια των πράξεων της ιδίας των διοικήσεως.
Ας εξαγάγωμεν λοιπόν εκ των αποτελεσμάτων των πράξεων τούτων εν επί πλέον δίδαγμα δια το πολίτευμα μας. Θα εξοβελίσωμεν τον φιλελευθερισμόν από όλας τας σπουδαίας θέσεις της διοικήσεως μας, εκ των οποίων θα εξαρτάται η μόρφωσις των υποτελών μας κατά τον επιβαλλόμε-νον τρόπον της κοινωνικής μας τάξεως. Θα γίνωνται δεκτοί εις τας θέσεις ταύτας εκείνοι μόνον, τους οποίους θα έχωμεν διαπαιδαγωγήσει ημείς οι ίδιοι δια την διοικητικήν εξουσίαν. Δύναται τις να μας παρατηρήση ότι η αποπομπή των παλαιών υπαλλήλων θα στοιχίση ακριβά εις το θησαυρο-φυλάκιον. Θ’ απαντήσωμεν εις τούτο, ότι πρώτον μεν θα εξεύρωμεν δι’ αυτούς μίαν ιδιωτικήν υπηρεσίαν αντί της δημοσίας τοιαύτης, την οποίαν θα χάσωσι• δεύτερον δε ότι εφ’ όσον όλος ο χρυσός του κόσμου θα είναι συγεντρωμένος εις χείρας μας, η Κυβέρνησίς μας δεν θα φοβήται τας υπερβολικάς δαπάνας.
Η απολυταρχία μας θα είναι συνεπής καθ’ όλα. Δια τούτο δε, το μέγα θέλημα μας θα είναι σεβαστόν και ό,τι θα διατάττωμεν θα εκτελήται άνευ αντιρρήσεων. Δεν θα λαμβάνη υπ’ όψιν ουδένα ψίθυρον, ουδεμίαν δυσαρέσκειαν και θα καταπνίγη δια παραδειγματικής τιμωρίας πάσαν εξέγερσιν.
Θα καταργήσωμεν το δικαίωμα της αναιρέσεως, την οποίαν θα διατηρήσωμεν ημείς μόνον οι κυβερνώντες, διότι δεν πρέπει να επιτρέψωμεν να σχηματίση ο λαός την ιδέαν ότι είναι δυνατόν να εξεδόθη άδικος τις απόφασις παρά δικαστών διορισθέντων υφ’ ημών. Αν συνέβαινε τοιούτον τι, θ’ ακυρώσωμεν ημείς οι ίδιοι την απόφασιν, τιμωρούντες όμως τόσον παραδειγματικώς τον δικαστήν, όστις δεν αντελήφθη το καθήκον του και τον προορισμόν του, ώστε ουδέποτε πλέον να επαναλη-φθώσι τοιαύται περιπτώσεις. Επαναλαμβάνω και πάλιν, ότι θα γνωρίζωμεν και την μικροτέραν λεπτομέρειαν της διοικήσεως μας και ότι αρκεί μόνον να επαγρυπνώμεν, ίνα μένη ο λαός ευχαριστημένος από ημάς, διότι θα ευρίσκεται εν δικαίω, απαιτών από καλήν Κυβέρνησιν καλόν υπάλληλον.
Η Κυβέρνησίς μας θα έχη την όψιν Πατριαρχικής και Πατρικής επιτροπείας εκ μέρους του Κυβερνήτου μας. Ο λαός μας και οι υπήκοοι μας θα βλέπωσιν εν τω προσώπω του πατέρα, όστις μεριμνά περί όλων των αναγκών, περί όλων των πράξεων, περί όλων των αμοιβαίων σχέσεων των υπηκόων μεταξύ αλλήλων και της Κυβερνήσεως. Τότε θα εμποτισθώσιν επί τοσούτον υπό της σκέψεως, ότι εφ’ όσον θέλουσι να ζώσιν εν ειρήνη και ησυχία, είναι αδύνατον ν’ απορρίψωσι την κηδεμονίαν και την καθοδήγησιν ταύτην, ώστε θ’ αναγνωρίσωσι την απολυταρχίαν της Κυβερνή-σεως μας μετά σεβασμού προσεγγίζοντος την λατρείαν, ιδίως όταν θα πεισθώσιν ότι η εξουσία αυτής δεν αντικαθίσταται υπό της τοιαύτης των υπαλλήλων της, οίτινες εκτελούσι τυφλώς τας οδηγίας της. Θα είναι κατευχαριστημένοι, διότι θα έχωμεν κανονίσει τα πάντα εν τη ζωή των, όπως οι φρόνιμοι γονείς, οίτινες θέλουσι ν’ αναθρέψωσι τα τέκνα των εις το αίσθημα του καθήκοντος και της υπακοής. Διότι οι λαοί, αναφορικώς πρός τα μυστικά της πολιτικής μας, είναι παιδία αιωνίως ανήλικα όπως και αι Κυβερνήσεις των...
Όπως βλέπετε, βασίζω τον δεσποτισμόν μας επί του δικαιώματος και του καθήκοντος. Το δικαίωμα του απαιτείν την εκπλήρωσιν του καθήκοντος είναι το πρώτιστον δικαίωμα Κυβερνήσεως, ήτις φέρεται πατρικώς προς τους υπηκόους της. Κέκτηται το δίκαιον του ισχυροτέρου και οφείλει να το χρησιμοποιήση δια να κατευθύνη την ανθρωπότητα προς την υπό της φύσεως καθωρισμένην τάξιν, την υπακοήν. Το παν εν τω κόσμω υπακούει αν όχι εις τους ανθρώπους, τουλάχιστον εις τας περιστάσεις ή εις την ιδίαν αυτού φύσιν, και εν πάση περιπτώσει εις τον ισχυρότερον. Ας καταστώμεν λοιπόν οι ισχυρότεροι, ίνα επιτύχωμεν το αγαθόν.
Πρέπει να γνωρίζωμεν να θυσιάζωμεν αδιστάκτως μεμονωμένα τινά άτομα, παραβιάζοντες την καθεστηκυίαν τάξιν, διότι εν τη παραδειγματική τιμωρία του κακού, υπάρχει μεγάλη μορφωτική δύναμις.
Εάν ο βασιλεύς του Ισραήλ θέση επί της ιεράς του κεφαλής το στέμμα, όπερ θα προσφέρη εις αυτόν η Ευρώπη, θ’ αποβή ο Πατριάρχης του κόσμου. Τ’ αναγκαιούντα θύματα, άτινα λόγω της χρησιμότητας των θα θυσιάση, ουδέποτε θα φθάσωσι τον αριθμόν των θυμάτων των προσφερθέ-ντων επί αιώνας, εις την μανίαν των μεγαλείων υπό της αντιζηλείας των χριστιανικών Κυβερνήσεων.
Ο βασιλεύς μας θα ευρίσκεται εις διαρκή επικοινωνίαν μετά του λαού. Θ’ απευθύνη προς αυτόν από του βήματος λόγους, τους οποίους πάραυτα η φήμη θα φέρη ανά τα πέρατα της οικουμένης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ IΣΤ'
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ : Τα Πανεπιστήμια καθιστάμενα ακίνδυνα. Η αντικατάστασις του κλασικισμού. Η μόρφωσις και το επάγγελμα. Κήρυξις της εξουσίας «του κυβερνώντος» εις τας σχολάς. Kατάργησις της ελευθέρας εκπαιδεύσεως. Αι νέαι θεωρίαι. Η ανεξαρτησία της σκέψεως. Η διδασκαλία δια των παραστάσεων.
Εν τω σκοπώ του να καταστρέψωμεν πάσαν ξένην προς ημάς συγκεντρωτικήν δύναμιν, θα καταργήσωμεν τα Πανεπιστήμια, άτινα αποτελούσι τον πρώτον σταθμόν του συγκεντρωτισμού και θα ιδρύσωμεν νέα τοιαύτα υπό νέαν μορφήν. Οι Πρυτάνεις των και οι καθηγηταί των θα προπαρασκευάζωνται μυστικώς δια το έργον των δια μυστικών και λεπτομερών προγραμμάτων ενεργείας και πράξεων, εκ των οποίων δεν θα δύνανται να παρεκκλίνωσιν ουδέ κατά κεραίαν. Θα διορίζωνται με εντελώς ιδιαιτέραν προσοχήν και θα εξαρτώνται εξ ολοκλήρου εκ της Κυβερνήσεως.
Αποκλείομεν εκ της διδασκαλίας το πολιτικόν δίκαιον, ως και παν ό,τι αφορά τα πολιτικά ζητήματα. Τα ζητήματα ταύτα θα διδάσκωνται μόνον εις δεκάδας τινάς προσώπων, εκλεγομένων λόγω εξεχόντων προσόντων.
Εκ των Πανεπιστημίων δεν πρέπει ν’ αποφοιτώσι παιδάρια συντάσσοντα συνταγματικά νομοσχέδια, καθ’ ον τρόπον θα συνέθετον κωμωδίας ή τραγωδίας και ασχολούμενα με πολιτικά ζητήματα, από τα οποία και οι γονείς των ακόμη δεν αντιλαμβάνονται. Η κακή γνώσις, την οποίαν οι περισσότεροι των ανθρώπων έχουσι περί των πολιτικών ζητημάτων, δημιουργεί ουτοπιστάς και κακούς πολίτας. Δύνασθε και μόνοι σας ν’ αντιληφθήτε εις ποίαν κατάστασιν έφερε τους Χριστιανούς η γενική μόρφωσίς των. Ηναγκάσθημεν να εισαγάγωμεν εις την μόρφωσίν των όλας τας αρχάς, αίτινες τόσον καλώς εξησθένησαν την κοινωνικήν των τάξιν. Όταν θα ευρισκώμεθα όμως εν τη αρχή θ’ αποκλείσωμεν από την εκπαίδευσιν παν ό,τι δύναται να προκαλέση ταραχάς και θα δημιουργήσωμεν από την νεολαίαν παίδας υπακούοντας εις τους Νόμους και αγαπώντας τον κυβερνώντα, αυτούς, ως εν στήριγμα και ελπίδα ειρήνης και ευτυχίας.
Θ’ αντικασταστήσωμεν τον Κλασικισμόν, καθώς και πάσαν μελέτην της αρχαίας Ιστορίας, ήτις παρασκευάζει περισσότερα κακά παρά καλά παραδείγματα δια της μελέτης του προγράμματος του μέλλοντος. Θα διαγράψωμεν από την μνήμην των ανθρώπων όλα τα μη ευχάριστα εις ημάς γεγονότα των παρελθόντων αιώνων, διατηρούντες εξ αυτών μόνον εκείνα τα οποία ζωγραφίζουσι τα σφάλματα των χριστιανικών κυβερνήσεων. Ο πρακτικός βίος της φυσικής κοινωνικής τάξεως, αι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ των, η μη υποχρέωσις του αποφεύγειν τα κακά εγωϊστικά παραδείγματα, τα οποία σπείρουσι τον σπόρον του κακού και άλλα όμοια παιδαγωγικού χαρακτήρας παραδείγματα, θα είναι εις την πρώτην γραμμήν του εκπαιδευτικού προγράμματος, όπερ θα διαφέρη δι’ εκάστον επάγγελμα και εν ουδεμία προφάσει θα γενικεύη την εκπαίδευσιν. Ο τρόπος ούτος της θέσεως του ζητήματος έχει όλως ιδιαιτέραν σπουδαιότητα.
Εκάστη κοινωνική τάξις οφείλει να διαπαιδαγωγήται εντός αυστηρώς καθωρισμένων ορίων, αναλόγως του προορισμού ή της εργασίας δια τα οποία προώρισται. Αι τυχόν μεγαλοφυΐαι κατώρθωσαν και θα κατορθώνουν πάντοτε να διολισθαίνωσιν από τάξεως εις τάξιν. Το να επιτραπή η εις ξένας κλάσεις διείσδυσις ατόμων άνευ αξίας και η παρ’ αυτών κατάληψις θέσεων, αίτινες λόγω γεννήσεως και επαγγέλματος ανήκουσιν εις τας κλάσεις ταύτας, ένεκα αυτών των εξαιρετικών περιστάσεων, είναι αληθής τρέλλα. Γνωρίζετε εις τι κατέληξε το τοιούτον παρά τοις χριστιανοίς, οι οποίοι επέτρεψαν τον δεινόν τούτον παραλογισμόν.
Ίνα η Κυβέρνησις καταλάβη την αρμόζουσαν αυτή θέσιν εις τας καρδίας και τα πνεύματα των υπηκόων της, οφείλει, εφ’ όσον θα διαρκή, να διδάσκη εις όλον τον λαόν εν τοις σχολείοις και ταις δημοσίαις πλατείαις ποία είναι η σπουδαιότης αυτής, ποία τα καθήκοντα της, δια τίνος μέσου ή δραστηριότης της, φέρει το καλόν του λαού.
Θα καταργήσωμεν πάσαν ελευθέραν μόρφωσιν. Οι φοιτηταί θα έχωσι το δικαίωμα να συνα-θροίζωνται μετά των γονέων των εις τα σχολικά ιδρύματα όπως εις τας λέσχας. Κατά τας συγκε-ντρώσεις ταύτας και κατά τας εορτάς οι καθηγηταί θα κάμνωσι διαλέξεις δήθεν ελευθέρας περί των σχέσεων των ανθρώπων προς αλλήλους, περί των Νόμων της μιμήσεως, περί των υπό του άνευ ορίων ανταγωνισμού προκαλουμένων κακών, τέλος περί της φιλοσοφίας των νέων θεωριών, των αγνώστων εισέτι εις τον κόσμον. Τας θεωρίας αυτάς θα αναγάγωμεν εις δόγμα και θα τας χρησιμοποιήσωμεν προς τον σκοπόν του να φέρωμεν τους ανθρώπους εις την πίστιν μας. Όταν θα τελειώσω την έκθεσιν του προγράμματος ενεργείας μας εν τω παρόντι και τω μέλλοντι, θα σας είπω τας βάσεις των θεωριών τούτων.
Εν ολίγοις γνωρίζοντες εκ της πείρας πολλών αιώνων, ότι οι άνθρωποι ζώσι και διευθύνονται υπό ιδεών και ότι αι ιδέαι αύται μεταδίδονται εις αυτούς δια μορφώσεως διδομένης μετά ίσης καθ’ όλους τους αιώνας επιτυχίας, αλλά με διαφορετικά, εννοείται, μέσα, θ’ απορροφήσωμεν και θα προσαρμόσωμεν προς το συμφέρον μας τας τελευταίας αναλαμπάς της ελευθέρας σκέψεως, την οποίαν από μακρού χρόνου ήδη κατευθύνομεν προς τα πράγματα και ιδέας, αίτινες μας χρειάζονται. Το σύστημα της καταπνίξεως της σκέψεως ετέθη ήδη εν εφαρμογή δια της μεθόδου, ήτις εκλήθη «διδασκαλία δι’ εικόνων» και ήτις θα μεταβάλη τους χριστιανούς εις πειθήνια ζώα μη σκεπτόμενα και αναμένοντα την δι’ εικόνων παράστασιν των πραγμάτων δια να τα αντιληφθώσιν...
Εις την Γαλλίαν εις εκ των καλλιτέρων πρακτόρων μας, ο Bourgeois, εκήρυξεν ήδη το νέον πρόγραμμα της δι’ εικόνων εκπαιδεύσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΊΣ: Το δικηγορικόν επάγγελμα. Η επιρροή των Χριστιανών ιερέων. Η ελευθερία της συνειδήσεως. Ο βασιλεύς των Ιουδαίων. Πατριάρχης και Πάπας. Μέσα πάλης κατά της υφισταμένης Εκκλησίας. Προβλήματα του συγχρόνου Τύπου. Οργάνωσις της αστυνομίας. Η εθελοντική αστυνομία. Η επί τη βάσει του προτύπου της ιουδαϊκής κοινωνίας κατασκοπεία. Αι καταχρήσεις της εξουσίας.
Το δικηγορικόν επάγγελμα δημιουργεί ανθρώπους ψυχρούς, σκληρούς, πείσμονας και άνευ αρχών, οίτινες εν πάση περιπτώσει παραμένουσιν εντός απροσώπου και καθαρώς νομικού επιπέδου. Συνειθίζουσι να εκμεταλλεύωνται τα πάντα προς όφελος της υπερασπίσεως και όχι προς το κοινωνικόν καλόν. Δεν αποποιούνται γενικώς καμμίαν υπεράσπισιν και προσπαθούσι να επιτύ-χωσι την αθώωσιν πάση θυσία εκμεταλλευόμενοι τας ελαστικότητας της δικονομίας. Δι’ αυτού του τρόπου αποθαρρύνουσι το δικαστήριον. Ως εκ, τούτου θα επιτρέπωμεν την εξάσκησιν του επαγγέλ-ματος τούτου εντός στενών ορίων και θα μεταβάλωμεν τα μέλη του εις εκτελεστικά όργανα. Οι δικηγόροι όπως και οι δικασταί θα στερούνται του δικαιώματος να επικοινωνώσι μετά των υποδί-κων• θα λαμβάνωσι τας δικαστικάς υποθέσεις, θα τας αναλύωσι κατά τα υπομνήματα και τα στοιχεία των δικαστικών ανακρίσεων, θα υπερασπίζονται τους πελάτας των μετά την προ του δικαστηρίου ανάκρισίν των και αφου διευκρινισθώσι τα γεγονότα. Θ’ αμοίβωνται ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της υπερασπίσεως. Ούτω θα έχωμεν υπεράσπισιν τιμίαν, αμερόληπτον και καθοδη-γουμένην υπό πειστηρίων και ουχί υπό συμφέροντος. Το τοιούτον θα καταπαύση, μεταξύ άλλων και την σημερινήν διαφθοράν των δικαστικών Παρέδρων, οίτινες δεν θα συγκατατίθενται πλέον να δίδωσι δίκαιον μόνον εις εκείνον, όστις πληρώνει.
Ελάβομεν ήδη μέριμναν να καταστρέψωμεν την επιρροήν της χριστιανικής ιερατικής τάξεως και να προκαλέσωμεν ούτω την αποτυχίαν της αποστολής της, διότι άλλως θα ηδύνατο επί του παρόντος να μας ενοχλή επί πολύ. Η επιρροή της επί των λαών καταπίπτει καθημερινώς. Η ελευθερία της συνειδήσεως έχει διακηρυχθή ήδη πανταχού. Ελάχιστα συνεπώς έτη υπολείπονται ακόμη μέχρι της πλήρους καταρρεύσεως της χριστιανικής θρησκείας. Ευκολώτερον ακόμη θα καταβάλωμεν και τας άλλας θρησκείας, με τας οποίας όμως είναι ακόμη πολύ ενωρίς ν’ ασχοληθώμεν. Θα περιορίσωμεν τον κλήρον και τους κληρικούς εντός πλαισίων τόσον στενών, ώστε η επιρροή των να είναι μηδαμινή εν συγκρίσει προς εκείνην, την οποίαν είχον άλλοτε.
Όταν θα επιστή η στιγμή να καταστρέψωμεν τελειωτικώς την Παπικήν αυλήν, ο δάκτυλος αοράτου χειρός θα δείξη εις τους λαούς την αυλήν ταύτην. Αλλ’ όταν οι λαοί θα επιπέσωσι κατ’ αυτής, θα εμφανισθώμεν ως υπερασπισταί της δια να μη επιτρέψωμεν να χυθή αίμα. Δια του αντιπερισπασμού τούτου θα διεισδύσωμεν εις το εσωτερικόν του φρουρίου, οπόθεν δεν θα εξέλθωμεν ειμή όταν το καταστρέψωμεν καθ’ ολοκληρίαν.
Ο βασιλεύς των Ιουδαίων θα είναι ο αληθής Πάπας της οικουμένης, ο Πατριάρχης της διεθνούς Εκκλησίας.
Εφ’ όσον όμως η νεολαία, δεν έχει ανατραφή εισέτι με τας νέας μεταβατικάς δοξασίας κατ’ αρχάς και με τας δικάς μας κατόπιν, δεν θα θίξωμεν φανερά τας υπαρχούσας Εκκλησίας, αλλά θα αγωνισθώμεν εναντίον αυτών δια της κριτικής και της διεγέρσεως διχονοιών.
Εν γένει ο σύγχρονος τύπος μας θα αποκαλύπτη τας υποθέσεις του Κράτους, τας θρησκείας, την ανικανότητα των Χριστιανών, και πάντα ταύτα με τας πλέον κακοήθεις λέξεις δια να τους δυσφημήση παντοιοτρόπως, όπως μόνον η μεγαλοφυής φυλή ημών γνωρίζει να πράττη.
Το πολίτευμα μας θα είναι η ενσάρκωσις της βασιλείας του Vichnou, ο οποίος θα είναι το σύμβολον μας. Δι’ εκάστης εκ των εκατόν χειρών μας θα κρατώμεν και εν ελατήριον της κοινωνικής μηχανής. Θα αντιλαμβανόμεθα τα πάντα άνευ της βοηθείας της επισήμου Αστυνομίας, ήτις, όπως την έχομεν διοργανώσει δια τους χριστιανούς, εμποδίζει σήμερον τας Κυβερνήσεις να βλέπωσιν.
Εις το πρόγραμμα μας το τρίτον των υπηκόων μας θα επιβλέπωσι τους άλλους εκ καθήκο-ντος, δια να υπηρετήσωσιν εκουσίως το Κράτος, Δεν θα θεωρήται τότε άτιμον το να είναι τις κατάσκοπος και καταδότης• απεναντίας αυτό θα είναι επαινετόν, αι αβάσιμοι όμως καταγγελίαι θα τιμωρώνται σκληρώς, ίνα μη γίνεται κατάχρησις του δικαιώματος τούτου.
Οι πράκτορες μας θα λαμβάνωνται εξ ίσου εκ της ανωτέρας κοινωνίας όσον και εκ των κατωτέρων τάξεων, εκ του κύκλου της διοικητικής τάξεως, ήτις διασκεδάζει και μεταξύ των εκδοτών, τυπογράφων, βιβλιοπωλών, υπαλλήλων, εργατών, αμαξηλατών, θαλαμηπόλων κλπ.
Η εστερημένη δικαιωμάτων Αστυνομία, μη εξουσιοδοτούμενη να ενεργή αυτή η ιδία, και επομένως άνευ δυνάμεως, θα μαρτυρή μόνον και θα καταγγέλλη• η έξακρίβωσις των καταθέσεων της και αι συλλήψεις θα εξαρτώνται εξ υπευθύνου ομίλου ελεγκτών των αστυνομικών υποθέσεων• αυταί αι συλλήψεις θα ενεργώνται υπό της Χωροφυλακής και της δημοτικής Αστυνομίας. Ο μη αναφέρων ό,τι είδεν ή ήκουσεν αναφορικώς πρός πολιτικά ζητήματα των, θα θεωρήται εξ ίσου ένοχος συμμετοχής και αποκρύψεως ως εάν απεδεικνύειο ότι διέπραξε τα δύο ταύτα εγκλήματα.
Όπως σήμερον οι αδελφοί μας είναι υποχρεωμένοι, υπό ιδίαν αυτών ευθύνην, να καταγγέλλωσιν εις την κοινότητα, των τους αποστάτας, ή τα πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουσί τι εναντίον της κοινότητος των, ούτω και εις το παγκόσμιον Κράτος μας θα είναι υποχρεωμένοι πάντοτε αι υπήκοοι μας να εξυπηρετώσι το Κράτος εις πασαν περίπτωσιν..
Τοιαύτη τις οργάνωσις θα εξαφανίση τας καταχρήσεις της εξουσίας, την διαφθοράν και παν ό, τι τα συμβούλια μας και αι θεωρίαι μας περί υπεράνθρωπων δικαιωμάτων εισήγαγον εις τας συνήθειας των Χριστιανών... Πώς άλλως όμως θα ηδυνάμεθα να επιτύχωμεν τον πολλαπλασιασμόν των αταξιών εν τη διοικήσει των; Δια τίνων άλλων μέσων;... Μεταξύ των σπουδαιότερων τοιούτων είναι και τα όργανα, εις τα οποία έχει ανατεθή η διατήρησις και αποκατάστασις της τάξεως. Είς ταύτα θα παρέχωμεν την δυνατότητα ν’ αναπτύσσωσι και ν’ αποδεικνύωσι τας κακάς έξεις και ιδιο-τροπίας των και να καταχρώνται επί τέλους της δυνάμεως των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ΄.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ: Μέτρα ασφαλείας. Επιτήρησις των συνωμοτών. Η φανερά φρουρά είναι καταστρεπτική δια την Αρχήν. Η φρουρά του βασιλέως των Ιουδαίων. Το μυστικόν γόητρον της εξουσίας, Σύλληψις επί τη ελαχίστη υπονοία.
Όταν θα λάβωμεν ανάγκην να ενισχύσωμεν τα μέτρα της αστυνομικής ασφαλείας (άτινα φθείρουσι τάχιστα το γόητρον της εξουσίας), θα υποκινήσωμεν φαινομενικάς ταραχάς, εκδηλώσεις δυσαρεσκείας, εκφραζομένας υπό επιτηδείων ρητόρων. Τα πρόσωπα άτινα θα τρέφωσι τα ίδια αισθήματα, θα ενωθώσι με αυτούς. Τούτο θα μας χρησιμεύση ως δικαιολογία δια να διατάξωμεν κατ’ οίκον έρευνας και επιτηρήσεις, χρησιμοποιούντες προς τούτο τους πράκτορας, τους οποίους έχομεν μεταξύ των χριστιανικών Αστυνομιών.
Επειδή οι πλείστοι των συνωμοτών ενεργούσιν εξ έρωτος προς το επάγγελμα και την φλυαρίαν, δεν θα διαταράσσωμεν αυτούς πριν δράσωσι καθ’ οιονδήποτε τρόπον θ’ αρκεσθώμεν να εισαγάγωμεν εντός του κύκλου των όργανα επιτηρήσεως... Δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι το γόητρον της εξουσίας μειούται όταν ανακαλύπτη συχνάκις συνωμότας εναντίον της. Το τοιούτον αποδεικνύει ομολογίαν της αδυναμίας της, η, όπερ χειρότερον, το άδικον της υποστάσεως της. Γνωρίζετε ότι κατεστρέψαμεν το γόητρον των βασιλευόντων προσώπων των χριστιανών δια συχνών αποπειρών, διοργανωμένων υπό των πρακτόρων μας, τυφλών προβάτων του ποιμνίου μας. Είναι εύκολον να εξωθήται τις εις το έγκλημα δια τίνων ελευθερίων φράσεων, αρκεί να υπάρχη πολιτική τις χροιά• θα εξαναγκάσωμεν τας Κυβερνήσεις ν’ αναγνωρίζωσι την αδυναμίαν των δια των εμφανών μέτρων ασφαλείας, άτινα θα λαμβάνωσι και δια του τρόπου τούτου θα καταστρέφωμεν το γόητρον της εξουσίας.
Η Κυβέρνησίς μας θα φρουρήται υπό φρουράς σχεδόν αδιόρατου, διότι δεν παραδεχόμεθα ούτε την σκέψιν καν, ότι δύναται να υπάρχη εναντίον αυτής δύναμίς τις, καθ’ ης να μη είναι εις κατάστασιν να παλαίση, ώστε να είναι υποχρεωμένη να κρύπτεται.
Εάν παραδεχόμεθα την σκέψιν ταύτην, όπως έκαμνον και κάμνουν ακόμη οι Χριστιανοί, θα υπεγράφομεν την εις θάνατον καταδίκην, εάν όχι αυτού του άρχοντος, τουλάχιστον της δυναστείας του, εν λίαν προσεχεί μέλλοντι.
Κατά τα αυστηρώς τηρούμενα προσχήματα, ο Κυβερνήτης μας δεν θα χρησιμοποιή την εξουσίαν του παρά δια το καλόν του λαού και ουδαμώς δια τα προσωπικά ή τα δυναστικά του ωφελήματα. Ιδού διατί δια της τηρήσεως του διακόσμου τούτου η εξουσία του θα εκτιμάται και θα περισώζηται από τους ιδίους υπηκόους του. Θα τον λατρεύωσιν επί τη ιδέα, ότι η ευημερία εκάστου πολίτου θα εξαρτάται εξ αυτού, διότι εξ αυτού θα εξαρτάται η τάξις της κοινωνικής οικονομίας.
Εμφανής φρούρησις του βασιλέως, ισοδυναμεί με αναγνώρισιν της αδυναμίας της κυβερνητικής οργανώσεως.
Ο βασιλεύς μας, όταν θα ευρίσκεται μεταξύ του λαού, θα περιστοιχίζηται πάντοτε υπό μεγάλου αριθμού ανδρών και γυναικών, οίτινες θα εκλαμβάνωνται ως περίεργοι και θα καταλαμβάνωσι τυχαίως δήθεν τας πρώτας σειράς πέριξ αυτού, θα συγκρατώσι δε και τας σειράς των άλλων, δια να διατηρώσι τάχα την τάξιν. Τούτο θα είναι παράδειγμα συγκρατήσεως της τάξεως. Εάν ευρέθη τις εκ του λαού εκλιπαρών και προσπαθών να παρουσιάση αναφοράν τίνα, δια-νοίγων δίοδον δια μέσου των γραμμών, αι πρώται σειραί οφείλουσι να δεχθώσι την αναφοράν ταύτην και υπό τα όμματά του να παραδώσωσιν αυτήν εις τον βασιλέα, ίνα αντιλαμβάνωνται πάντες, ότι παν ό,τι παρουσιάζει τις φθάνει, εις τον προορισμόν του, και ότι υπάρχει επομένως έλεγχος και αυτού του Άρχοντος. Η αίγλη της εξουσίας απαιτεί να δύναται ο λαός να λέγη: «Εάν ο βασιλεύς το εγνώριζε» ή «ο βασιλεύς θα το μάθη».
Δια της συγκροτήσεως επισήμου φρουράς εξαφανίζεται το μυστικόν γόητρον της εξουσίας. Πας όστις είναι ωπλισμένος με αρκετόν θάρρος, θεωρεί τον εαυτόν του κύριον της εξουσίας. Ο ταραχοποιός γνωρίζει την δύναμίν του και ενεδρεύει την ευκαιρίαν να προβή εις απόπειραν κατά της εξουσίας ταύτης. Διδάσκομεν άλλα εις τους χριστιανούς, βλέπομεν όμως που έχουν περιαγάγει αυτούς τα φανερά μέτρα ασφαλείας.
Θα συλλαμβάνωμεν τους εγκληματίας επί τη πρώτη υπονοία, εντελώς ή και ελαχίστα βασί-μου. Ο φόβος μη απατηθώμεν, δεν δύναται να είναι λόγος αποχρών, ώστε να δώσωμεν τα μέσα διαφυγής εις άτομα ύποπτα δι’ έγκλημα κοινόν ή πολιτικόν και έναντι των οποίων θα φανώμεν όντως αμείλικτοι. Εάν επί τέλους είναι δυνατόν, παραβιάζοντες ολίγον την σημασίαν των πραγμά-των, να παραδεχθώμεν την εξέτασιν των αιτίων εις τα κοινά εγκλήματα, δεν είναι δυνατόν όμως να υπάρχη τοιαύτη ελαφρυντική περίπτωσις δι’ άτομα ασχολούμενα με ζητήματα, από τα οποία ουδείς, πλην της Κυβερνήσεως, είναι εις θέσιν ν’ αντιλαμβάνηται το ελάχιστον. Και αι Κυβερνή-σεις ακόμη όλαι δεν είναι εις θέσιν ν’ αντιλαμβάνωνται την αληθινήν πολιτικήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ : Το δικαίωμα υποβολής αναφορών και νομοσχεδίων. Τα πολιτικά εγκλήματα δικαζόμενα υπό των δικαστηρίων. Η διαφήμισις εις τα πολιτικά εγκλήματα.
Εάν δεν παραδεχώμεθα όπως ο καθείς ασχολήται απ’ ευθείας με την πολιτικήν, θα προκαλούμεν όμως πάσαν αναφοράν και αίτησιν, δι’ ης θα εκαλείτο η Κυβέρνησις να βελτιώση την κατάστασιν του λαού. Τούτο θα μας επιτρέπη να αντιλαμβανώμεθα τα ελαττώματα ή τας φαντασίας των υπηκόων μας, εις ους θα απαντώμεν δια της εκτελέσεως των περί ων ο λόγος σχεδίων ή δια δικαιολογημένης αρνήσεως, ήτις θα αποδεικνύη την άγνοιαν των συντακτών των.
Αι στάσεις δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθώσιν άλλως πως η ως υλακή κυναρίου εναντίον ελέφαντος. Δια καλώς διοργανωμένην Κυβέρνησιν, ουχί από απόψεως αστυνομικής οργανώσεως, αλλ’ από κοινωνικής τοιαύτης, ο μικρός κύων φωνασκεί εναντίον του ελέφαντος, διότι αγνοεί την ιδίαν του θέσιν και αξίαν. Αρκεί να αποδείξη τις δι’ ενός αξίου παραδείγματος την αξίαν της μιας ή της άλλης, δια να παύσωσι τα κυνάρια να υλακτώσι και να συνηθίσωσι να κινώσι την ουράν των άμα τη εμφανίσει του ελέφαντος.
Δια ν’ αφαιρέσωμεν το γόητρον της ανδρείας από το πολιτικόν έγκλημα, θα καθίζωμεν αυτούς επί του εδωλίου των κατηγορουμένων παραπλεύρως με τους κλέπτας, τους δολοφόνους και τους παντοειδώς ευτελείς και χαμερπείς εγκληματίας. Τότε η δημοσία γνώμη θα συγχύση, εν τη σκέψει της, την κατηγορίαν ταύτην των εγκληματιών με την καταισχύνην των άλλων και θα περιβάλη τούτους με την ιδίαν περιφρόνησιν. Είμεθα διατεθειμένοι (και ελπίζω ότι έχομεν κατορθώσει τούτο) να εμποδίσωμεν τους χριστιανούς να καταπολεμήσωσι τας στάσεις κατ’ αύτον τον τρόπον.
Επί τω σκοπώ τούτω, δια του τύπου, των δημοσιευομένων λόγων μας και των ωραίων εγχειριδίων της ιστορίας, έχομεν διαφημίσει το μαρτύριον, όπερ δήθεν προτίμησαν οι στασιασταί δια το κοινόν καλόν. Η διαφήμισις αυτή ηύξησε τας τάξεις των φιλελευθέρων και έρριψε χιλιάδας Χριστιανών εις τας τάξεις του ποιμνίου μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ : Το οικονομικόν πρόγραμμα. Ο προοδευτικός δασμός. Προοδευτικαί εισπράξεις δια χαρτοσήμων. Ταμιευτικαί Τράπεζαι και στασιμότης του χρυσού. Ελεγκτικόν συνέδριον. Κατάργησις της αντιπροσωπείας. Στασιμότης των κεφαλαίων. Έκδοσις γραμμα-τίων. Ανταλλαγή του χρυσού. Συναλλαγή της αξίας της εργασίας, Ο προϋπολογισμός. Τα κρατικά δάνεια. Η σειρά αξιών (τίτλων) προς 1% τόκον. Αι βιομηχανικαί αξίαι (τίτλοι). Oι κυβερνήται των Χριστιανών. Oι ευνοούμενοι. Oι πράκτορες του μασωνισμού.
Θα ομιλήσωμεν σήμερον περί του οικονομικού προγράμματος, το οποίον εκράτησα δια το τέλος της εκθέσεως μου, ως το δυσκολώτερον, το υψηλότερον και το αποφασιστικώτερον σημείον του προγράμματος μας. Αρχόμενος της εξετάσεως του θα σας υπενθυμήσω ότι το σύνολον των πράξεων μας είναι ζήτημα ποσών.
Όταν θα έλθη η βασιλεία μας, η απολυταρχική Κυβέρνησίς μας, δια λόγους προφυλάξεως της θ’ αποφυγή να επιβαρύνη υπερβολικώς δια φόρων τας λαϊκάς μάζας και δεν θα λησμονήση τον ρόλον της ως πατρός και προστάτου. Αλλ’ επειδή η κυβερνητική οργάνωσις στοιχίζει ακριβά, πρέπει μολαταύτα να ευρεθώσι τα αναγκαία μέσα. Αυτός είναι ο λόγος, δια τον οποίον θα παρασκευάσωμεν επιμελώς την οικονομικήν ισορροπίαν.
Εις το κράτος μας, ο βασιλεύς θα είναι η νομική εκπροσώπησις της νομίμου ιδιοκτησίας παντός ό,τι ευρίσκεται εις το Κράτος του (πράγμα το οποίον είναι εύκολον να πραγματοποιηθή). Θα δύναται λοιπόν να καταφεύγη εις την νόμιμον κατάσχεσιν όλων των χρηματικών ποσών, τα οποία θα κρίνη αναγκαία δια τον διακανονισμόν της κυκλοφορίας του χρήματος εντός του Κράτους. Εξ αυτού καταφαίνεται ότι η φορολογία πρέπει κυρίως να συνίσταται εις προοδευτικήν φορολογίαν της ιδιοκτησίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπον οι φόροι θα εισπράττωνται άνευ στενοχωρίας και καταστροφών εν αναλογία επί τοις εκατόν σχετική προς την ιδιοκτησίαν. Οι πλούσιοι οφείλου-σι να εννοήσουν ότι πρέπει να θέτωσι μέρος του πλεονάσματος των εις την διάθεσιν του Κράτους, αφού τούτο εξασφαλίζει εις αυτούς το υπόλοιπον και το δικαίωμα εντίμου κέρδους, λέγω εντίμου κέρδους, διότι ο έλεγχος της περιουσίας θα καταργήση πάσαν νόμιμον ληστείαν.
Η κοινωνική αυτή μεταρρύθμισις να προέλθη εκ των άνω, διότι επέστη ο καιρός της, και είναι αναγκαία, ως εχέγγυον ειρήνης. Η φορολογία των πτωχών είναι σπορά επαναστάσεως και είναι επομένως καταστρεπτική δια το Κράτος, το οποίον χάνει μεγάλα κέρδη, επιδιώκον μικρά ωφελήμα-τα. Ανεξαρτήτως τούτου η φορολογία των κεφαλαιούχων θα ελαττώση την αύξησιν του πλούτου παρά τοις ιδιώταις, εις τας χείρας των οποίων έχομεν νυν συγκεντρώσει τούτον, ίνα χρησιμεύση ως αντιστάθμισμα κατά της κυβερνητικής ισχύος των Χριστιανών, δηλαδή των οικονομικών του Κράτους.
Φορολογία προοδευτική θα δώση πολύ μεγαλύτερον εισόδημα από την αναλογικήν φορολο-γίαν της σήμερον, ήτις μας είναι χρήσιμον μόνον δια να διεγείρωμεν ταραχάς και δυσαρέσκειας με-ταξύ των Χριστιανών.
Η ισχύς επί της οποίας θα στηρίζηται ο βασιλεύς ημών, θα έγκηται εις την ισσοροπίαν και την εγγύησιν της ειρήνης. Είναι επάναγκες όπως οι κεφαλαιούχοι θυσιάσωσι μικρόν μέρος των εισοδημάτων των δια να εξασφαλίσωσι την λειτουργίαν της κυβερνητικής μηχανής. Αι ανάγκαι του Κράτους, πρέπει να πληρώνωνται παρ’ εκείνων, ων τα πλούτη επιτρέπουσι τούτο ακόπως.
Το μέτρον τούτο θα εξαφανίση το μίσος του πτωχού εναντίον του πλουσίου, εν τω προσώπω του οποίου θα βλέπη οικονομικήν δύναμιν ωφέλιμον εις το Κράτος, την διατήρησιν της ειρήνης και της ευημερίας, διότι θ’ αντιλαμβάνεται ότι ο πλούσιος είναι ο εφοδιάζων τ’ αναγκαία μέσα προς επίτευξιν των αγαθών τούτων. Ίνα δε μη βαρυθυμήση υπερβολικά η μορφωμένη τάξις δια τας νέας πληρωμάς, θα κοινοποιήται αυτή απολογισμός του προορισμού των ποσών, άτινα θα διατίθενται δια τας ανάγκας του θρόνου και των κυβερνητικών θεσμών.
Το βασιλεύον πρόσωπον δεν θα έχη ατομικήν περιουσίαν εφ’ όσον παν ό,τι υπάρχει εντός του Κράτους ανήκει εις αυτό, διότι άλλως θα παρουσιάζετο αντίφασις εις τούτο. Αι ατομικαί πρόο-δοι θα εξεμηδένιζον το δικαίωμα ιδιοκτησίας της περιουσίας όλων. Οι συγγενείς του βασιλεύοντος προσώπου, εξαιρέσει των διαδόχων του, οίτινες θα συντηρούνται επίσης δαπάναις του Κράτους, οφείλουσι ν’ αναλαμβάνωσι κρατικήν υπηρεσίαν, η να εργάζωνται δια ν’ αποκτήσωσι το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Το προνόμιον του ν’ ανήκωσιν εις την βασιλικήν οικογένειαν δεν πρέπει να χρησιμεύση ως πρόσχημα λεηλασίας του κρατικού θησαυροφυλακίου.
Η αγορά ιδιοκτησίας τινός, η αποδοχή κληρονομιάς, θα επιβαρύνωνται με δικαίωμα προοδευ-τικής χαρτοσημάνσεως. Η μεταβίβασις ιδιοκτησίας τινός είτε εις χρήματα, είτε άλλως πως, προς αποφυγήν της χαρτοσημάνσεως ταύτης, αναγκαστικώς ονομαστικής, θα φορολογήται με ανάλογον φόρov, όστις θα επιβάλλεται εις βάρος του παλιού ιδιοκτήτου, από της ημερομηνίας της μεταβιβάσεως μέχρι της ημέρας της αποκαλύψεως της απάτης. Οι τίτλοι μεταβιβάσεως θα παρουσιάζωνται καθ’ εβδομάδα εις το ταμείον του διαμερίσματος με ένδειξιν του επωνύμου, ονόματος οικογενείας και κατοικίας του παλιού και νέου ιδιοκτήτου. Η καταγραφή αυτή θα επιβάλλεται μόνον δια ποσά υπερβαίνοντα τα συνήθη έξοδα αγοράς και πωλήσεως των χρειωδών, εις τα οποία θα επιβάλλεται δικαίωμα χαρτοσήμου πολύ μικρόν δι’ εκάστην μονάδα.
Υπολογίσατε κατά πόσον οι φόροι ούτοι θα υπερβώσι τα εισοδήματα των χριστιανικών Κρατών. Το ταμείον του Κράτους θα οφείλη να κρατή εφεδρικόν τι κεφάλαιον, αποθεματικόν, και το υπόλοιπον θα τίθεται εις κυκλοφορίαν. Δια των αποθεματικών τούτων κεφαλαίων θα εκτελού-νται δημόσια έργα. Η έναρξις της εκτελέσεως των έργων τούτων, εκ των πόρων του Κράτους, θα προκαλέση την αφοσίωσιν της εργατικής τάξεως εις τα συμφέροντα του Κράτους και των βασιλευόντων προσώπων. Μέρος των ποσών τούτων θ’ απονέμεται εις βραβεία δια τας εφευρέσεις και την παραγωγήν.
Δεν πρέπει κατ’ ουδένα τρόπον, πλην των ορισμένων και με αφθονίαν υπολογισθέντων ποσών, να μείνη εις το κρατικόν ταμείον έστω και εν νόμισμα επιπλέον, διότι το χρήμα έγινε δια να κυκλοφορή και πάσα στασιμότης του χρήματος έχει ολεθρίαν επίδρασιν επί της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, δια την λίπανσιν των τροχών του οποίου προορίζεται. Η στέρησις λιπάνσεως δύναται να σταματίση την κανονικήν λειτουργίαν του μηχανισμού.
Η αντικατάστασις μέρους τινός των χρημάτων, δια χάρτινων αξιών, παρήγαγεν ακριβώς τοιαύτην τινά στασιμότητα. Αι συνέπειαι του γεγονότος τούτου έχουσιν ήδη γίνει αρκετά αισθηταί.
Θα έχωμεν προς τούτοις εν ελεγκτικόν Συνέδριον, και ο Κυβερνήτης θα ευρίσκη δι’ αυτού εις πάσαν στιγμήν πλήρη απολογισμόν των εσόδων και εξόδων του Κράτους, εξαιρέσει του απολογισμού του τρέχοντος μηνός, καθώς και του τοιούτου του παρελθόντος μηνός, όστις δεν θα έχη παραδοθή ακόμη.
Το μόνον άτομον, το οποίον δεν έχει ίσως συμφέρον να διαρπάση το κρατικόν ταμείον, είναι ο ιδιοκτήτης του, δηλαδή ο Κυβερνήτης. Ως εκ τούτου ο έλεγχος των θά καταστήση αδύνατον την απώλειαν και την σπατάλην.
Αι παρουσιάσεις, αίτινες καταναλίσκουσι πολύτιμον χρόνον του Κυβερνήτου δια των δεξιώσεων, αι οποίαι επιβάλλονται υπό της εθιμοτυπίας, θα καταργηθώσιν, ίνα μένη εις αυτόν καιρός να ελέγχη και να σκέπτεται. Η δύναμίς του δεν θα εξαρτάται πλέον από τους ευνοουμένους, οίτινες περιστοιχίζουσι τον θρόνον, ίνα προσδώσωσιν εις αυτόν λάμψιν και επιβάλλον, φροντίζα-ντες όμως μόνον δια τα συμφέροντα των και ουχί δια τα τοιαύτα του Κράτους.
Προεκαλέσαμεν παρά τοις Χριστιανοίς οικονομικάς κρίσεις επί τω μοναδικώ σκοπώ ν’ αποσύρωμεν τον χρυσόν εκ της κυκλοφορίας. Τεράστια κεφάλαια έμενον στάσιμα, αποσύροντα και το χρήμα των Κρατών, άτινα υπεχρεούντο ούτω ν’ απευθύνωνται εις αυτά ταύτα τα κεφάλαια όπως εξεύρωσι χρήματα. Τα δάνεια ταύτα επεβάρυνον τα οικονομικά των Κρατών δια της πληρωμής τόκων• υπεδούλωσαν αυτά εις το κεφάλαιον. Η συγκέντρωσις της βιομηχανίας εις χείρας των κεφαλαιοκρατών, οίτινες κατέστρεφαν την μικράν βιομηχανίαν, απερρόφησεν όλας τας δυνάμεις του λαού και συγχρόνως του Κράτους.
Η σημερινή κυκλοφορία του χρήματος δεν ανταποκρίνεται γενικώς προς το κατ’ άτομον καταναλισκόμενον ποσόν και συνεπώς δεν δύναται να επαρκέση δι’ όλας τας ανάγκας των εργασιών. Η κυκλοφορία του χρήματος πρέπει να είναι ανάλογος προς την αύξησιν του πληθυσμού, και πρέπει να συμπεριλαμβάνη εν τω υπολογισμώ τούτω και τα παιδία, διότι ταύτα καταναλίσκουσι και στοιχίζουσιν ευθύς από της γεννήσεως των.
Η αναθεώρησις της κοπής νομισμάτων είναι ζήτημα ουσιώδες δι’ ολόκληρον τον κόσμον. Γνωρίζετε ότι η ανταλλαγή του χρυσού υπήρξεν ολεθρία δια τα Κράτη, άτινα την υιοθέτησαν, διότι δεν δύναται να επαρκέση εις την κατανάλωσιν του χρήματος, τόσον μάλλον καθ’ όσον είχομεν αποσύρει της κυκλοφορίας την μεγαλυτέραν δυνατήν ποσότητα χρυσού.
Οφείλομεν να εισαγάγωμεν νόμισμα βασιζόμενον επί της εργασίας, το οποίον θα είναι είτε χάρτινον είτε ξύλινον. Θα εκδίδωμεν ανάλογον προς τας συνήθεις ανάγκας ποσότητα εξ αυτού, αυξάνοντες αναλόγως των εκάστοτε γεννήσεων και ελαττοϋντες αυτήν αναλόγως των εκάστοτε θανάτων.
Έκαστον διαμέρισμα και εκάστη περιφέρεια θα τηρή τους σχετικούς λογαριασμούς της εις την υπόθεσιν ταύτην. Δια να μη επέρχεται καθυστέρησις εις την καταβολήν χρημάτων δια τας ανάγκας του Κράτους, τα ποσά και η χρονολογία της καταβολής των θα ορίζωνται δια διατάγμα-τος, της Κυβερνήσεως. Ούτω θα καταργηθή το προτεκτοράτον του υπουργείου των Οικονομικών, το ποίον δεν θα δύναται να ευνοή επαρχίαν τινά εις βάρος άλλης.
Θα παρουσιάσωμεν τας μεταρρυθμίσεις ταύτας, τας οποίας σχεδιάζομεν, κατά τοιούτον τρό-πον, ώστε να μη θορυβήσωμεν κανένα, θα καταδείξωμεν την ανάγκην των μεταρρυθμίσεων συνε-πεία του κυκεώνος, εις τον οποίον κατέληξαν αι οικονομικαί αταξίαι των Χριστιανών. Η πρώτη αταξία, θα είπωμεν, συνίσταται εις τούτο, το ότι δηλ. άρχονται δια της συντάξεως απλού τινος προϋπολογισμού, όστις αυξάνεται από έτους εις έτος και ιδού διατί. Παρελκύουσι τον προϋπολογι-σμόν τούτον μέχρι του ημίσεως του έτους• έπειτα ζητούσιν επανορθωτικόν προϋπολογισμόν, τον ο-ποίον σπαταλώσιν εντός τριών μηνών• έπειτα ζητούσι συμπληρωματικήν τοιούτον και πάντα ταύτα καταλήγουσιν εις προϋπολογισμόν εκκαθαρίσεως. Επειδή δε ο προϋπολογισμός του επομένου έτους συντάσσεται επί τη βάσει του συνόλου του Γενικού Προϋπολογισμού, η κανονική ετησία διαφορά είναι 50%, και ο ετήσιος προϋπολογισμός τριπλασιάζεται κάθε δεκαετίαν. Χάρις εις τας τοιαύτας μεθόδους, γενομένας παραδεκτάς λόγω της αφροντησίας των χριστιανικών Κρατών, τα ταμεία των είναι κενά. Τα επακολουθήσαντα δάνεια κατεβρόχθησαν τα υπόλοιπα και ήγαγον όλα τα Κράτη εις χρεωκοπίαν.
Παν δάνειον αποδεικνύει την αδυναμίαν του Κράτους και την μη κατανόησιν των δικαιωμά-των αυτού. Τα δάνεια επικρέμονται ως η σπάθη του Δαμοκλέους επί της κεφαλής των κυβερνώ-ντων, οίτινες αντί να λαμβάνωσιν ό,τι αναγκαιοί αυτοίς δια πρόσκαιρου φορολογίας παρά των υπηκόων των, έρχονται με τεταμένας τας χείρας να ζητώσιν ελεημοσύνην παρά των τραπεζιτών μας. Τα εξωτερικά δάνεια είναι βδέλλαι, τας οποίας εις ουδεμίαν περίπτωσιν είναι δυνατόν ν’ αποσπάση τις από του σώματος του Κράτους, εάν δεν αποσπασθώσι μόναι των ή δεν τας απορρίψη αυτό τούτο το Κράτος ριζικώς. Τα χριστιανικά όμως Κράτη δεν τας αποσπώσιν, αλλ’ εξακολουθούσι να επιθέτωσι νέας τοιαύτας εις το σώμα των, ούτως ώστε αμετακλήτως θα καταστραφώσιν εξ αιτίας της εκουσίας ταύτης αφαιμάξεως.
Πραγματικώς τι άλλο παριστά το δάνειον και ιδίως το εξωτερικόν; Το δάνειον είναι η έκδοσις κυβερνητικών τραπεζογραμματίων υπεχόντων υποχρέωσιν ωρισμένου τινός τόκου, αναλόγου προς το ποσόν του δανεισθέντος κεφαλαίου. Εάν το δάνειον έχη τόκον 5%, εντός είκοσιν ετών το Κρά-τος έχει πληρώσει άνευ ουδεμιάς ωφελείας τόκον ίσον προς το δάνειον, εντός 40 ετών διπλάσιον, εντός 60 ετών τριπλάσιον ποσόν και το χρέος παραμένει πάντοτε χρέος ανεξόφλητον!
Βλέπομεν εκ τούτου ότι υπό το πρόσχημα ατομικής φορολογίας το Κράτος αφαιρεί και τον τελευταίον οβολόν των πτωχών φορολογουμένων δια να εξοφλση με τους πλουσίους ξένους, παρ’ ων εδανείσθη, αντί να συλλέξη τα πλούτη του δια τας ανάγκας του χωρίς να πληρώνη τόκους.
Εφ όσον τα δάνεια παρέμεναν εσωτερικά, οι Χριστιαvoi δεν έκαμνον άλλο από του να μεταθέτωσι το χρήμα εκ του θυλακίου του πτωχού εις τα θυλάκια του πλουσίου. Όταν όμως εξηγοράσαμεν τα πρόσωπα άτινα εχρειάζοντο δια να μεταφέρωμεν τα δάνεια επί του εξωτερικού εδάφους, όλα τα πλούτη των Κρατών διωχετεύθησαν εις τα ταμεία μας και όλοι οι Χριστιανοί ήρχισαν να καταβάλωσιν εις ημάς φόρον υποτέλειας. Εάν η επιπολαιότης των βασιλευόντων Χρι-στιανών εις ό,τι αφορά, τας κρατικάς υποθέσεις, εάν η διαφθορά των υπουργών ή η οικονομική άγνοια άλλων κυβερνητών επέβαλεν εις τας χώρας των φορτία χρεών, άτινα αδυνατούν να εξοφλήσουν εις τα ταμεία μας, πρέπει να γνωρίζετε ότι το τοιούτον μας εστοίχισεν ακριβά εις χρήμα και προσπάθειας!
Δεν θα επιτρέψωμεν την στασιμότητα του χρήματος, και δια τουτο δεν θα υφίστανται υπο-χρεώσεις του Κράτους, εξαιρέσει σειράς υποχρεώσεων προς 1%, ίνα μη η πληρωμή των τόκων παραδίδη την δύναμιν του Κράτους εις την εκμύζησιν των βδελλών. Το δικαίωμα εκδόσεως αξιών θα επιφυλάσσεται αποκλειστικώς δια τας βιομηχανικάς εταιρίας, αίτινες δεν δυσκολεύονται να καταβάλλωσι τους τόκους, ως εκ των κερδών άτινα επιτυγχάνουσιν, ενώ το Κράτος ουδέν κέρδος επιτυγχάνει από το χρήμα όπερ εδανείσθη, εφ’ όσον δανείζεται δια να εξοδεύση και ουχί δια να κάμη επιχειρήσεις.
Τα βιομηχανικά χρεώγραφα θ’ αγοράζωνται παρά του Κράτους, το οποίον από φόρου υποτελείας, ως είναι σήμερον, θα μεταβληθή εις συμφεροντολόγον δανειστήν. Παρόμοιον μέτρον θα καταργήση την στασιμότητα του χρήματος, τον παρασιτισμόν και τον τύπον, άτινα μας ήσαν χρήσιμα, εφ’ όσον οι Χριστιανοί ήσαν ανεξάρτητοι, αλλά δεν είναι επιθυμητά και από το πολίτευμα μας.
Πόσον καταφανής είναι η έλλειψις κρίσεως εις τους καθαρώς ζωώδεις εγκεφάλους των Χριστιανών! Εδανείζοντο παρ’ ημών επί τόκω και χωρίς να σκέπτωνται ότι θα εχρειάζετο ν’ αφαι-ρέσωσι το χρήμα τούτο βεβαρυμένον με τους επιπλέον τόκους από τα θυλάκια του Κράτους δια να εξωφλήσωσι με ημάς! Υπήρχε τι το απλούστερον από του να λαμβάνωσι το χρήμα, του οποίου είχον ανάγκην, από τους φορολογουμένους των;...
Τούτο αποδεικνύει την γενικήν υπεροχήν του πνεύματος μας, διότι κατωρθώσαμεν να τοις παρουσιάσωμεν την υπόθεσιν των δανείων υπό τοιαύτην μορφήν, ώστε να διαβλέπωσιν εν αυτή και κέρδη ακόμη δια τον εαυτόν τους.
Οι λογαριασμοί, τους οποίους όταν έλθη η ώρα θα παρουσιάσωμεν φωτιζόμενους από το φως της πείρας αιώνων, της οποίας το υλικόν επρομήθευσαν εις ημάς τα χριστιανικά Κράτη, θα διακρίνωνται δια την σαφήνειάν των και την ακρίβειαν των και θα καταδείξωμεν εις πάντας πασιφανώς την χρησιμότητα των καινοτομιών μας. Θα θέσωμεν τέρμα εις τας καταχρήσεις, χάρις εις ας εκρατούμεν τους Χριστιανούς εις την διάθεσίν μας, αλλ’ αι οποίαι δεν είναι δυνατόν να επιτρέπωνται εις το Κράτος μας.
Θα καταστρώσωμεν τόσον καλώς το λογιστικόν σύστημα μας, ώστε ούτε η Κυβέρνησις, ούτε ο ελάχιστος υπάλληλος να δύνανται να παρεκτρέψωσιν ουδέ το ελάχιστον ποσόν εκ του προορι-σμού του χωρίς τούτο να γίνη αντιληπτόν και επί πλέον να το διαθέση εις προορισμόν διάφορον εκείνου, όστις θα έχη καθορισθή άπαξ δια παντός εν τω ημετέρω σχεδίω ενεργείας.
Είναι αδύνατον το κυβερνάν άνευ καθωρισμένου σχεδίου. Και αυτοί ακόμη οι ήρωες, οίτινες ακολουθούσιν οδόν τίνα άνευ ωρισμένων προφυλάξεων, καταστρέφονται καθ’ οδόν.
Οι Χριστιανοί αρχηγοί, εις τους οποίους συνεβουλεύσαμεν άλλοτε να διασκεδάζωσι τας κρα-τικάς φροντίδας δι’ επισήμων δεξιώσεων δια της εθιμοτυπίας, δια διασκεδάσεων, ήσαν μόνον προ-πετάσματα της Κυβερνήσεως ημών. Αι αναφοραί των ευνοουμένων, οίτινες ανεπλήρωνον τούτους εις τας υποθέσεις, συνέτασσοντο δι’ αυτούς υπό των πρακτόρων μας και ικανοποιούν εκάστοτε τα ήκιστα διορατικά πνεύματα δι’ υποσχέσεων, ότι το μέλλον θα επέφερεν οικονομίας και βελτιώ-σεις. -Οικονομίας από τι; Από τα νέα δάνεια;.. θα ηδύναντο να ερωτήσωσι, δεν ηρώτων όμως εκεί-νοι οίτινες ανεγίνωσκον τους απολογισμούς μας και τας σχέδιας μας.
Γνωρίζετε που ωδήγησεν αυτούς η αμεριμνησία των αυτή και εις ποίαν οικονομικήν αταξίαν περιήλθον παρ’ όλην την θαυμασίαν ενεργητικότητα των λαών των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ: Τα εσωτερικά δάνεια. Το παθητικόν και οι φόροι. Αι μετατροπαί. Τα αποταμιευτήρια και το εισόδημα. Κατάργησις του χρηματιστηρίου. Φορολογία των βιομηχανικών αξιών.
Θα προσθέσω εις ό,τι σας είπον εις την προηγουμένην συνεδρίασιν μιαν λεπτομερή εήγησιν των εσωτερικών δανείων. Περί των εξωτερικών δανείων δεν θα είπω πλέον τίποτε, διότι αυτά εγέμιζον τα χρηματοκιβώτια μας με το εθνιόν χρήμα των Χριστιανών, δια το κράτος μας όμως δεν θα υπάρχη πλέον ξένον, δηλαδή εξωτερικόν.Επωφελήθημεν της διαφοράς των διοικούντων και της αμελείας των κυβερνώντων δια να λάβωμεν ποσά διπλάσια, τριπλάσια και έτι μεγαλύτερα, δανείζοντες εις τας Κυβερνήσεις των Χριστιανών χρήμα, το οποίον ουδόλως ήτο αναγκαίον εις το Κράτος. Τις θα ηδύνατο να κάμη το ιδίον και έναντι ημών; Δια τούτο θα εκθέσω λεπτομερώς τα των εσωτερικών δανείων μόνον.
Όταν εκδίδουσι δάνειόν τι τα Κράτη, ανοίγουσιν έγγραφάς δια την αγοράν των ομολογιών των. Δια να είναι αυταί προσιταί εις όλους, εκδίδουν ομολογίας αξίας από 100 μέχρι 1000 μονάδων. Εν ταυτώ παρέχουσιν όφελός τι εις τους πρώτους εγγραφομένους. Την επομένην δημιουργείται τεχνητή ύψωσις τιμών, διότι δήθεν όλος ο κόσμος ρίπτεται επ’ αυτών. Ημέρας τινάς αργότερον, τα ταμεία του Κράτους είναι υπερπλήρη, λέγουσι, και δεν γνωρίζουσι πλέον που να βάλωσι το χρήμα (διατί τότε το λαμβάνωσι;). Η εγγραφή υπερβαίνει πλειστάκις το ποσόν του δανείου. Τοιαύτη είναι η εμπιστοσύνη, την οποίαν έχει ο κόσμος δια τας κυβερνητικάς συναλλαγάς.
Όταν όμως παιχθή η κωμωδία, ευρίσκονται ενώπιον παθητικού και μάλιστα παθητικού βαρυτάτου. Δια να πληρωθούν οι τόκοι πρέπει να καταφύγωσιν εις νέα δάνεια, άτινα δεν απορροφούν, αλλά μόνον αυξάνουν τα πρώτα χρέη. Όταν η πίστωσις εξαντληθή, πρέπει δια νέων δανείων να καλυφθή ουχί το δάνειον, αλλά μόνον οι τόκοι των δανείων. Οι φόροι αυτού είναι παθητικοί, χρησιμοποιούμενοι πρός κάλυψιν του παθητικού.
Έρχεται κατόπιν ο καιρός των πληρωμών, αίτινες ελαττώνουσι μόνον την πληρωμήν των τόκων και δεν καλύπτουσι τα δάνεια και αίτινες επί πλέον, δεν εκτελούνται άνευ της συγκαταθέσεως των δανειστών. Αγγέλλοντες πληρωμήν τινα προσφέρονται να αποδώσωσι το χρήμα εις όσους δεν συγκατατίθενται να μετατρέψωσι τας αξίας των. Εάν πάντες εξέφραζον την επιθυμίαν ν’ αναλάβωσι το χρήμα των, αι Κυβερνήσεις θα συνελαμβάνοντο εις τα ίδια δίκτυα των και θα ευρίσκοντο εν αδυναμία να πληρώσωσι το χρήμα, το οποίον προσφέρουσιν. Ευτυχώς οι υπήκοοι των χριστιανικών Κρατών, ελάχιστα γνώσται των οικονομικών υποθέσεων, επροτίμησαν πάντοτε απώλειαν της τιμής αξιών και των τόκων των, αντί του κινδύνου νέας τοποθετήσεως των χρημάτων των, και δια του τρόπου αυτού παρέχουν εις τας Κυβερνήσεις την δυνατότητα του ν’ απαλλάσσωνται παθητικού πολλών εκατομμυρίων.
Με τα εξωτερικά ήδη δάνεια οι Χριστιανοί δεν σκέπτονται να πράξωσι τοιούτον τι, γνωρίζοντες ότι θα απαιτήσωμεν όλον το χρήμα των.
Ούτω ανεγνωρισμένη πτώχευσις θα καταδείξωσι εριστικώς εις τας χώρας την έλλειψιν συνδέσμου μεταξύ των συμφερόντων των λαών και των Κυβερνήσεων των.
Εφιστώ όλην την προσοχήν υμών επί του γεγονότος τούτου, καθώς και επί του εξής: Σήμερον όλα τα εσωτερικά δάνεια εξυπηρετούνται υπό χρεών χαρακτηριζομένων δια του ονόματος: κυμαινομέρων χρεών, δηλ. χρεών των οποίων η λήξις είναι μάλλον ή ήττον προσεχής. Τα χρέη ταύτα σύγκεινται εκ των χρημάτων, άτινα κατατίθενται εις εφεδρικόν ταμείον ή εις το ταμιευτήρι-ον. Επειδή τα κεφάλαια ταύτα παραμένουσιν επί πολύν χρόνον εις τας χείρας της Κυβερνήσεως εξατμίζονται δια την πληρωμήν των τόκων των εξωτερικών δανείων και εις την θέσιν αυτών θέτουσιν ίσα ποσά εκ των αποταμιευμάτων των προσόδων.
Αι τελευταίαι αύται είναι οι πόροι, δι’ ων φράσσονται αι οπαί των κρατικών ταμείων παρά τοις Χριστιανοίς.
Όταν θ’ ανέλθωμεν επί του θρόνου του κόσμου, όλοι αυτοί οι οικονομικοί συνδυασμοί θα καταργηθώσι χωρίς να αφήσουν ίχνος, διότι δεν ανταποκρίνονται προς τα συμφέροντα μας• θα καταργήσωμεν επίσης όλα τα χρηματιστήρια, διότι δεν παραδεχόμεθα όπως το γόητρον της ισχύος μας κλονισθή δια της αυξομειώσεως των τιμών των αξιών μας. Ούτω δια νόμου θ’ αναγνωρισθή τιμή ίση προς την αξίαν των άνευ διακυμάνσεων (η ύψωσις προκαλεί την μείωσιν, δια του τρόπου δε τούτου κατά την έναρξιν της εκστρατείας μας επαίξαμεν με τα χρεώγραφα των Χριστιανών).
Θ’ αντικαταστήσωμεν τα χρηματιστήρια δια μεγάλων ειδικών πιστωτικών ιδρυμάτων, ων ο προορισμός θα είναι: να καθορίζωσι την τιμήν των βιομηχανικών αξιών συμφώνως προς τας βλέψεις της Κυβερνήσεως. Τα ιδρύματα ταύτα θα είναι εις θέσιν να ρίπτωσιν επί της αγοράς εν μια ήμερα 500 εκατομμύρια βιομηχανικών αξιών. Κατ’ αυτόν τον τρόπον όλαι αι βιομηχανικαι επιχειρήσεις θα εξαρτώνται εξ ημών. Δύνασθε να φαντασθήτε οποίαν δύναμιν θ’ αποκτήσωμεν δια του μέσου τούτου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ KB'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ : Το μυστικόν του μέλλοντος. Η προαιώνιος δυστυχία βάσις της μελλούσης ευτυχίας. Η αίγλη της εξουσίας και η μυστική λατρεία αυτής.
Εις παν ό,τι εξέθεσα προς υμάς μέχρι τούδε, προσεπάθησα να σας δείξω το μυστικόν των παρελθόντων και των παρόντων γεγονότων, ταύτα αγγέλλουσι το μέλλον, όπερ πλησιάζει να πραγματοποιηθή. Σας εφανέρωσα το μυστικόν των σχέσεων μας μετά των Χριστιανών και των οικονομικών μας επιχειρήσεων. Υπολείπεται να προσθέσω ολίγα τινά ακόμη επί του αντικειμένου τούτου.
Έχομεν εις χείρας μας την μεγαλυτέραν δύναμιν της σήμερον, τον χρυσόν. Δυνάμεθα εν δυσίν ημέραις ν’ αποσύρωμεν εκ του ταμείου μας, οιανδήποτε ποσότητα αυτού θελήσωμεν.
Είναι ανάγκη ν’ αποδείξωμεν και δι’ άλλων ακόμη, ότι ο Θεός μας προώρισε δια την κυριαρχίαν του κόσμου; Μήπως δεν απεδείξαμεν δια του τοιούτου πλούτου, οτι το κακόν, το οποίον ηναγκάσθημεν να διαπράξωμεν επί τόσους αιώνας, εχρησίμευσεν επί τέλους πρός το αληθές καλόν, το να τακτοποιήσωμεν το παν; Ιδού η σύγχυσις του ιρισμού του καλού και του κακού. Η τάξις θ’ αποκατασταθή κάπως δια της βίας, αλλ’ επί τέλους θ’ αποκατασταθή. Θα δυνηθώμεν ν’ αποδείξωμεν ότι είμεθα ευεργέται ημείς, οίτινες απεδώσαμεν εις τον βασανισμένον κόσμον το πραγματικόν καλόν, την ελευθερίαν του ατόμου, όπερ θα δύναται ν’ απολαύση της αναπαύσεως, της ειρήνης, της αξιοπρεπείας των σχέσεων, υπό τον όρον, εννοείται, να τηρή τους παρ’ ημών εγκατασταθέντας νόμους. Θα εξηγήσωμεν συγχρόνως ότι η ελευθερία δεν έγκειται εις την ακολασίαν και το δικαίωμα της ισχύος. Ωσαύτως η αξία και η ισχύς του ανθρώπου δεν συνίσταται εις το δικαίωμα του καθενός να διακηρύττη καταστρεπτικάς αρχάς, όπως το δικαίωμα της συνειδή-σεως, το δίκαιον της ισότητος και άλλα παρόμοια. Ωσαύτως το δίκαιον του ατόμου ουδόλως έγκειται εν τω δικαιώματι του να διεγείρη αυτός εαυτόν και τους άλλους, επιδεικνύων τα ρητορικά προτερήματα του εις θορυβώδεις συγκεντρώσεις. Η αληθής ελευθερία έγκειται εις το απαραβία-στον του προσώπου, το οποίον τηρεί τιμίως και ακριβώς όλους τους νόμους της κοινής ζωής. Η ανθρωπίνη αξία πρέπει να έγκειται εν τη συνειδήσει των δικαιωμάτων, άτινα κέκτηται, και ταυτοχρόνως των δικαιωμάτων τα οποία δεν κέκτηται, και ουχί εν μόνη τη φανταστική αναπτύξει του θέματος του «ΕΓΩ» μου.
Το κράτος μας θα είναι ένδοξον, διότι θα είναι ισχυρόν, θα διοική και θα διευθύνη, και δεν θα ρυμουλκήται από αρχηγούς κομμάτων και ρήτορας, οίτινες απαγγέλλουσιν ανοήτους λέξεις, ας καλούσι μεγάλας αρχάς, και αίτινες εν τη πραγματικότητι είναι ουτοπίαι. Το κράτος μας θα είναι ο αποκαταστάτης της τάξεως, ήτις είναι το άπαντον της ευτυχίας των ανθρώπων. Η αίγλη του τοιούτου κράτους θα προσπορίση εις αυτό μυστικήν λατρείαν και τον σεβασμόν του λαού. Η αλη-θής ισχύς δεν υποχωρεί προ ουδενός δικαιώματος, ακόμη και προ του Θεού. Ουδείς τολμά να προ-σβάλη ταύτην, ίνα αφαιρέση απ’ αυτής και το ελάχιστον της δυνάμεως της...
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ : Μείωσις της παραγωγής ειδών πολυτελείας. Η μικρά βιομηχανία. Η απεργία. Απαγόρευσις της μέθης. Καταδίκν εις θάνατον της παλαιάς κοινωνίας και ανάστασις αυτής υπό νέαν μορφήν. Ο εκλεκτός του Θεού.
Δια να συνηθίσωσιν οι λαοί εις την υπακοήν, πρέπει να τους εξασκήσωμεν εις την μετριοφροσύνην και να ελαττώσωμεν συνεπώς την παραγωγήν των αντικειμένων πολυτελείας. Δια του μέσου τούτου θα βελτιώσωμεν τα διεφθαρμένα ήθη ανταγωνιζόμενοι την πολυτέλειαν. Θα επανιδρύσωμεν την μικράν βιομηχανίαν, ήτις θα μειώση τα ιδιωτικά κεφάλαια των εργοστασιαρχών. Το τοιούτον επιβάλλεται επίσης και διότι οι μεγάλοι εργοστασιάρχαι διευθύνουσι συχνάκις, είναι αληθές, χωρίς να το αντιλαμβάνωνται, το πνεύμα των μαζών εναντίον της Κυβερνήσεως. Λαός, όστις ασχολείται με την μικράν βιομηχανίαν, δεν γνωρίζει τας απεργίας, είναι προσηλωμένος εις την υφισταμένην τάξιν, και συνεπώς εις την ισχύν της Αρχής. Η απεργία είναι το επικινδυνωδέστερον πράγμα δια την Κυβέρνησιν. Δι’ ημάς ο ρόλος της θα λήξη, ευθύς ως η εξουσία περιέλθη εις χείρας μας. Η μέθη θ’ απαγορευθή ωσαύτως δια νόμων και θα τιμωρήται ως έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας, εφ’ όσον οι άνθρωποι, οίτινες κατακυριεύονται υπ’ αυτής υπό την επίδρασιν του οινοπνεύματος μεταμορφώνονται εις κτήνη.
Οι υπήκοοι, επαναλαμβάνω και πάλιν, υπακούουσι τυφλώς εις στιβαράν χείρα εντελώς ανεξάρτητον εξ αυτών, και εν η αντιλαμβάνονται ξίφος δια την υπεράσπισίν των και στήριγμα κατά των κοινωνικών ρευμάτων. Τις η ανάγκη να βλέπωσιν εν τω προσώπω του βασιλέως των ψυχήν αγ-γελικήν; Οφείλουσι να διακρίνωσιν εν αυτώ την προσωποποίησιν της ισχύος και της δυνάμεως.
Ο άρχων αυτός θα λάβη την θέσιν των σήμερον υφισταμένων Κυβερνήσεων, αίτινες σύρουσι την υπαρξίν των εν τω μέσω των αποθαρρυνθεισών παρ’ ημών κοινωνιών, αίτινες απηρνήθησαν ακόμη και αυτήν την δύναμιν του Θεού και εις τους κόλπους των οποίων υψούται πανταχόθεν το πυρ της αναρχίας, ενώ ούτος οφείλει προ παντός άλλου να κατασβέση την αδηφάγον ταύτην φλόγα. Αυτή είναι η αιτία, δι’ ην θα υποχρεωθή να καταδικάση εις θάνατον τας τοιαύτας κοινωνίας, ακόμη και αν οφείλη να πνίξη ταύτας εν τω ιδίω αυτών αίματι, δια ν’ αναστήση υπό μορφήν στρατιάς, κανονικώς οργανωθείσης και αγωνιζομένης ευσυνειδήτως εναντίον πάσης μολύνσεως ικανής να μολύνη το κρατικόν σώμα.
Ο εκλεκτός ούτος του Θεού εκλήθη άνωθεν, όπως θραύση τας ασυνέτους δυνάμεις, τας κινουμένας δια του ενστίκτου και ουχί του λογικού, δια της κτηνωδίας και ουχί του ανθρωπισμού. Αι δυνάμεις αύται θριαμβεύουσιν ήδη, λεηλατούσι και προβαίνουσιν εις παντός είδους βιαιοπραγίας υπό το πρόσχημα της ελευθερίας και του δικαίου. Αύται κατέστρεψαν πάσαν τάξιν εν τη κοινωνία, δια να υψώσωσιν επί των ερειπίων των τον θρόνον του βασιλέως του Ισραήλ. Τότε θα χρειασθή να τους απομακρύνωμεν από τον δρόμον του, επί του οποίου δεν πρέπει να υπάρχη ούτε το ελάχιστον εμπόδιον.
Θα δυνηθώμεν τότε να είπωμεν εις τους λαούς: Ευχαριστήσατε τον Θεόν και υποκλίθητε ενώπιον εκείνου, όστις φέρει επί του προσώπου του την σφραγίδα της προχρίσεως, προς την οποίαν αυτός ούτος ο Θεός καθωδήγησε τον αστέρα του, ώστε να μη δυνηθή άλλος, πλην αυτού, να σας απελευθερώση από όλων των δυνάμεων και όλων των δεινών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ'.
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ: Ενίσχυσις των ριζών του βασιλέως Δαβίδ. Προπαρασκευή του βασιλέως. Απομάκρυνσις των απ’ ευθείας διαδόχων. Ο βασιλεύς και οι τρεις αυτού σύμβουλοι. Ο βασιλεύς - Πεπρωμένον. Το άσπιλον των εξωτερικών ηθών του βασιλέως των Ιουδαίων...
Τώρα θα διαλάβω τα μέσα της εξασφαλίσεως των δυναστικών ριζών του βασιλέως.
Αι αυταί αρχαί, αίτινες έδωσαν μέχρι σήμερον εις τους Σοφούς μας την διεύθυνσιν των παγκοσμίων υποθέσεων, θα μας οδηγήσωσι να διευθύνωμεν την σκέψιν ολοκλήρου της ανθρωπότητας.
Πλείστα μέλη της φυλής του Δαβίδ θα προπαρασκευάζωσι τους βασιλείς και τους διαδόχους των, εκλέγοντες τους τελευταίους τούτους ουχί αναλόγως του κληρονομικού δικαιώματος, αλλά λόγω των εξόχων επιδεξιοτήτων αυτών. Θα μυώσιν αυτούς εις τα απόκρυφα μυστικά της πολιτικής, τα σχέδια της Κυβερνήσεως, επί τω όρω πάντοτε κανείς να μη γνωρίζη αυτά τα μυστικά. Ο σκοπός του τοιούτου τρόπου ενεργείας είναι το να γνωρίση όλος ο κόσμος ότι η Κυβέρνησις δεν δύναται να εμπιστευθή τους μη μεμυημένους εις τα μυστήρια της τέχνης της.
Μόνον εις τα πρόσωπα ταύτα θα διδαχθή η εφαρμογή των πολιτικών σχεδίων, η μόρφωσις της πείρας των αιώνων, όλαι αι παρατηρήσεις μας επί των πολιτικοοικονομικών και των κοινωνικών νόμων, εν μια λέξει, όλον το πνεύμα των νόμων τούτων, ους αυτή αύτη η φύσις έχει εγκαταστήσει ακλονήτως δια να κανονίση τας σχέσεις των ανθρώπων.
Οι άμεσοι διάδοχοι συχνάκις θ’ αποκλείωνται του θρόνου εάν, κατά τον χρόνον των σπουδών των, δείξωσι κουφότητα, μαλακότητα και τας λοιπάς ιδιότητας τας ολεθρίας δια την αρχήν, αίτινες καθιστώσιν αυτούς ανικάνους να διοικήσωσι και αίτινες είναι καταστρεπτικαί δια το βασιλικόν αξί-ωμα.
Μόνον εκείνοι οίτινες θα είναι απολύτως ικανοί δια στιβαράν διοίκησιν και άκαμπτοι μέχρι σκληρότητας, θα αναλάβωσι τα ηνία παρά των Σοφών μας.
Εν περιπτώσει ασθενείας, ήτις θα προυξένη εξασθένησιν της θελήσεως, οι βασιλείς θα οφείλωσι, συμφώνως προς τον νόμον, να παραδώσωσι τα ηνία της Κυβερνήσεως εις χείρας ικανάς προς τούτο.
Τα σχέδια ενεργείας του βασιλέως, τα άμεσα τοιαύτα και κατά μείζονα λόγον τα απώτερα τοιαύτα, θα είναι άγνωστα ακόμη και προς εκείνους, οίτινες θα φέρωσι το όνομα «πρώτος σύμβουλος».
Μόνος ο βασιλεύς και οι τρεις μύσται αυτού θα γνωρίζωσι το μέλλον.
Εν τω προσώπω του βασιλέως, κυρίου ευατού και της ανθρωπότητος, χάρις εις την ακλόνη-τον αυτού θέλησιν, πάντες θα πιστεύωσιν ότι βλέπουσι το Πεπρωμένον με τας αγνώστους οδούς αυτού. Ουδείς γνωρίζει τι θέλει να επιτύχη δια των διαταγών του ο βασιλεύς και δια τούτο ουδείς θα τολμά να ίσταται εις το μέσον αγνώστου δρόμου.
Πρέπει, εννοείται, η ευφυΐα του βασιλέως να ανταποκρίνεται προς το σχέδιον της Κυβερνήσεως, η οποία τον εμπιστεύεται. Και δια τούτο δεν θα ανέρχεται επί του θρόνου παρά μόνον αφού δοκιμασθή υπό των Σοφών, περί ων ωμιλήσαμεν. Ίνα δε ο λαός γνωρίζη και αγαπά τον βασιλέα του, είναι επάναγκες να συνεννοείται μετά των υπηκόων του επί των δημοσίων πλατειών. Τούτο επιφέρει την αναγκαίαν ένωσιν των δύο δυνάμεων, τας οποίας έχομεν σήμερον χωρίσει δια του τρόμου.
Η τρομοκρατία αυτή μας ήτο εκάστοτε απαραίτητος, ίνα αι δύο αύται δυνάμεις πέσωσι κεχωρισμένως υπό την επιρροήν μας.
Ο βασιλεύς των Ιουδαίων δεν πρέπει να υποταχθή εις τα πάθη του και ιδίως το της ηδυπαθείας. Δεν πρέπει να επιτρέψη εις τα κτηνώδη ένστικτα να επιβληθούν του πνεύματος ουδέ κατ’ ελάχιστον. Η ηδυπάθεια επενεργεί κατά τρόπον ολέθριον επί των πνευματικών ιδιοτήτων και της διαύγειας της αντιλήψεως, μεταστρέφουσα τας σκέψεις προς το χειρότερον και ζωωδέστερον μέρος της ανθρωπίνης ενεργείας.
Ο εν τω προσώπω του οικουμενικού Άρχοντος της αγίας σποράς του Δαβίδ στύλος της ανθρωπότητας, πρέπει να θυσιάζη όλας τας ατομικάς ορέξεις δια τον λαόν του.
Ο Άρχων ημών πρέπει να είναι παραδειγματικώς άμεμπτος.
ΤΕΛΟΣ
________________________________________

[1] Le Lerril Judeo massonnique: «Le Protocols des Sages de Sion» (Emile Paul).
[2] «Le Protocols» (ed. de la «Vieille France»).
[3] Le Peril - maconique, par Mgr Jouin, σελ. 144.
[4] The Jewish Board of Deputies.
[5] Livraison du 1 Juillet 1880.
[6] The fewish Bogey, σελις 4.
[7] No 21 du 31 mars 1921.
[8] Σ. Ε. Ο κ. Roger Lambelin είχεν υπ' όψει του την επί τη βάσει δεδομένων ακλόνητων αποκάλυφιν όλων των σκοτίων σχεδίων του Σιωνισμού. Το κατά το 1924 δημοσιευθέν παρ' αυτού περισπούδαστον και αποκαλυπτικώτατον βιβλίον «L' Imperialisme d' Israel» (ούτινος έχομεν την άδειαν της εν μεταφράσει αναδημοσιεύσεως) χύνει πλήρες φως επί των προθέσεων τούτων του Ιουδαϊσμού με επιχειρήματα ακαταμάχητα και ακλόνητους επισήμους αποδείξεις.

ΠΗΓΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

http://www.orthway.org/Books/the_protocols_of_the_learned_elders_of_zion_gr.html



Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης: Το κέρδος από... την αδικία

$
0
0
Παΐσιος ο Αγιορείτης: Το κέρδος άπό... τήν αδικία

- Γέροντα, όταν ενοχοποιούμαι από κάτι πού θά πή γιά μένα μία αδελφή, ενώ δεν φταίω, δεν το σηκώνω και ψυχραίνομαι μαζί της.


- Γιά στάσου λίγο! Τί λέει το Τυπικό της Εκκλησίας γι’ αυτό; Σέ ποια περίπτωση υπάγεται; Έσύ πώς βοηθιέσαι περισσότερο; Πές ότι συμβαίνει έτσι όπως το λές, ότι δέν φταις. Έ, άν σέ αδίκησαν, κέρδος έχεις. Και ή άλλη, άν είπε κάτι εις βάρος σου, γιά νά δικαιολογηθή, μετά τήν πειράζει, τήν ελέγχει ή συνείδηση, μετανοεί καί σέ βλέπει μέ περισσότερη αγάπη. Δυό-τρία καλά μαζί. Έτσι σού δίνεται ή ευκαιρία νά πλουτίσης καί νά γίνης αρχοντοπούλα, νά μήν είσαι τσιγγανάκι. Αφού ό Θεός σού δίνει τήν δυνατότητα νά γίνης αρχοντοπούλα καί να μπορής νά δίνης και σέ κανέναν άλλο, γιατί θέλεις νά μένης τσιγγανάκι;

- Επιμένει ό λογισμός να ρωτήσω την αδελφή πώς κατάλαβε την συμπεριφορά μου και με ενοχοποίησε.

- Βέβαια, αντέχει το ταγκαλάκι νά δη νά εχης κάτι στην άκρη; Σέ πιέζει νά ζήτησης νά βρής το δίκιο σου, γιά νά δίωξης άπό μέσα σου τόν Χριστό.


- Γέροντα, θά ήθελα κάποτε-κάποτε νά μου χαρίζωνται οί άλλοι, όταν κάνω ένα σφάλμα.


- Τι, θέλεις να σε δικαιολογούν; Ας πούμε ότι σε δικαιολογούν. Εσύ κερδίζεις πνευματικά ή ζημιώνεσαι με αυτό;

- Ζημιώνομαι.

- Αν είχες ένα μαγαζί, θά ήθελες νά κερδίζης ή νά ζημιώνεσαι;

- Νά κερδίζω.

- Αν λοιπόν στά υλικά, στά μάταια, πράγματα δέν θέλουμε νά ζημιωθούμε, πόσο μάλλον στά πνευματικά πρέπει νά κοιτάμε πώς νά μή ζημιωθούμε! Οί κοσμικοί άνθρωποι κοιτούν τό υλικό κέρδος και δέν το αφήνουν νά πάη χαμένο οί πνευματικοί άνθρωποι είναι σωστό νά πετάνε τό πνευματικό κέρδος; ‘Αλλά, και αν οί κοσμικοί ξοδεύουν τά χρήματα πού έχουν, σπαταλούν τουλάχιστον υλικά πράγματα, ενώ εμείς, οταν δέν δεχώμαστε τήν αδικία, σπαταλούμε πνευματικά πράγματα, ουράνια. Τά τρώμε όλα εδώ. Γιατί νά ανταλλάσσουμε τά ουράνια μέ τά επίγεια;

Ύστερα οί καημένοι οί κοσμικοί έχουν και άγνοια πνευματική, ενώ εμείς γνωρίζουμε γίναμε μοναχοί, γιά νά κερδίσουμε τά ουράνια, και τελικά γιά άλλου ξεκινήσαμε και άλλου πάμε. Γιά έναν κοσμικό τό νά έκτελεσθή ή νά δαρθή ή απλώς νά διωχθή άδικα, είναι πολύ οδυνηρό. Έμείς όμως πρέπει νά τά ζητάμε αυτά και νά τά υπομένουμε γιά τήν αγάπη τού Χριστού. Νά επιδιώκουμε τήν ατιμία, τήν περιφρόνηση, την ύβρη, γιατί φέρνουν κέρδη στην ψυχή μας. Ένας οικογενειάρχης λ.χ. έχει ανάγκες και ζητά να δικαιωθή, γιατί σκέφτεται πώς θα ζήσουν και αυτός και τα καημένα τα παιδιά του, αν χάση την υπόληψη του ή αν χρεωκοπήση. Γι’ αυτό οι κοσμικοί έχουν ελαφρυντικά, ενώ εμείς δέν έχουμε ελαφρυντικά. Όταν μας αδικούν κι εμείς δεχόμαστε την αδικία, τότε στην ουσία ευεργετούμαστε. 

Με συκοφαντούν λ.χ. ότι έκανα κάποιο έγκλημα και με κλείνουν στην φυλακή άδικα; Εντάξει. Έχω αναπαυμένη την συνείδηση μου, αφού δέν έκανα το έγκλημα, έχω και ουράνιο μισθό. Υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία; Δέν γογγύζω, άλλα δοξολογώ τον Θεό: Πώς να Σέ ευχαριστήσω, Θεέ μου, πού δέν έκανα το έγκλημα; Αν το είχα κάνει, δέν θά άντεχα τις τύψεις της συνειδήσεως. Τότε γίνεται Παράδεισος ή φυλακή. Μέ χτύπησε κάποιος άδικα; Δόξα Σοι, Κύριε! Ισως ξοφλήσω κάποια αμαρτία κάποτε και έγώ είχα χτυπήσει κάποιον. Μέ έβρισαν άδικα; Δόξα Σοι, Κύριε! Το δέχομαι γιά τήν αγάπη Σου, πού ραπίσθηκες και υβρίσθηκες γιά χάρη μου. 

Αποταμίευση στον Ουρανό

- Γέροντα, στενοχωριέμαι, οταν οι άλλοι δέν έχουν καλή γνώμη γιά μένα.

- Καλά πού μου το είπες! Άπό σήμερα θά κάνω ευχή οί άλλοι νά μήν έχουν ποτέ καλή γνώμη γιά σένα, γιατί αυτό σέ συμφέρει, καλό μου παιδί. Οικονομάει ό Θεός νά μας αδικήσουν οί άνθρωποι ή νά μας πουν καμμιά κουβέντα, γιά νά εξοφλήσουμε μερικές αμαρτίες μας ή γιά νά αποταμιεύσουμε κάτι στην άλλη ζωή. Δέν μπορώ νά καταλάβω, πώς τήν θέλετε εσείς τήν πνευματική ζωή; Δέν έχετε καταλάβει ακόμη το πνευματικό σας συμφέρον και θέλέτε εξόφληση εδώ για τον Ουρανό δεν αφήνετε τίποτε. Πώς τα παίρνεις έτσι τα πράγματα; Τί διαβάζεις; Εύεργετινό διαβάζεις; Εκεί δεν σου λέει τί πρέπει νά κάνης; Ευαγγέλιο διαβάζεις; Νά διαβάζης κάθε μέρα.


- Γέροντα, οταν κάνω ένα καλό, λυπάμαι, άν δεν το αναγνωρίσουν οι άλλοι.

- Καλά, έσύ τί θέλεις, αναγνώριση άπό τόν Χριστό ή άπό τους ανθρώπους; Πιο πολύ 
όφελος δέν έχεις άπό τήν αναγνώριση του Χριστού; Σέ τί σέ βοηθάει νά σέ προσέχουν οι άνθρωποι; Αν τώρα σου αναγνωρίζουν το καλό πού κάνεις, στην άλλη ζωή θά ακούσης: Άπέλαβες συ τα αγαθά σου. Πρέπει νά χαιρώμαστε, όταν δέν αναγνωρίζουν οι άλλοι τους κόπους μας και δέν μάς ανταμείβουν, γιατί αυτούς τους κόπους τους λαμβάνει ύπ’ όψιν ό Θεός και θά μάς άνταμείψη μέ πληρωμή αιώνια. Αφού υπάρχει θεία ανταπόδοση, νά κοιτάξουμε νά βάλουμε καμμιά δραχμή στο Ταμιευτήριο του Θεού. Πρέπει νά δεχώμαστε τήν αδικία σάν μεγάλη ευλογία, γιατί αποταμιεύουμε άπό αυτήν ουράνια ευλογία. - Οταν, Γέροντα, δέχεται κανείς τήν αδικία, όχι γιατί σκέφτεται τήν μέλλουσα Κρίση, αλλά γιατί αυτό τό θεωρεί καλό, είναι σωστό;

- Έ, και αυτό έκεϊ δέν καταλήγει; Μόνο νά προσέξη νά μήν τό κάνη, γιά νά γίνη απλώς καλός άνθρωπος, γιατί έτσι κάνουν οί Ευρωπαίοι. Νά σκέφτεται πώς είναι εικόνα Θεού και πρέπει νά μοιάση στον Πλάστη του. Άν ύπάρχη αυτό το κίνητρο, βαδίζει σωστά. Διαφορετικά κινδυνεύει νά πέση στον ανθρωπισμό των Ευρωπαίων.

https://gerontes.wordpress.com


Θεολογία χωρίς κάθαρση είναι υποκρισία

$
0
0
Το πιθηκίζειν και παπαγαλίζειν στην θεολογία
Θεολογία χωρίς κάθαρση είναι υποκρισία
Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιερόθεος

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662) είναι ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος ακολουθώντας τους προγενεστέρους Πατέρες, αντιμετώπισε, μεταξύ των άλλων, την αίρεση του Μονοθελητισμού. Θεόπνευστα είναι τα κείμενά του «περί αγάπης», οι σχολιασμοί του στα έργα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, οι απαντήσεις σε διάφορες απορίες, τα «200 κεφάλαια περί θεολογίας», η ερμηνεία στο «Πάτερ ημών», η «Μυσταγωγία», οι επιστολές του, τα δογματικά και τα αντιρρητικά του έργα κλπ. Είναι ένας εμπειρικός θεολόγος με ευσύνοπτο λόγο, ο οποίος απαντούσε στις θεολογικές απόψεις της εποχής του, με θαυμάσιο τρόπο.

Το βασικό του γνώρισμα είναι ότι συνδέει στενά την ησυχία με την ομολογία, δηλαδή τον ησυχαστικό τρόπο ζωής τής ορθοδόξου θεολογίας με την ομολογία της πίστεως. Το κεντρικό του σχήμα είναι: πρακτική φιλοσοφία η κάθαρση, φυσική θεωρία η φωτισμός και μυστική θεολογία ή θέωση. Όποιος αγνοεί αυτήν την διδασκαλία του αγνοεί την ουσία της ορθοδόξου θεολογίας του.

Μερικοί θεολόγοι της εποχής μας ανακάλυψαν την θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, την χρησιμοποιούν επιλεκτικά για να κατοχυρώσουν την δική τους θεολογική σκέψη, την αναλύουν κατά τρόπον στοχαστικό, αλλά αγνοούν το βάθος της.

Με τις σκέψεις που ακολουθούν θα παρουσιασθή συνοπτικώς η διδασκαλία τουγια την θεολογία και τον αληθινό θεολόγο, και νομίζω στο σημείο αυτό κρύβεται η ουσία της θεολογίας του και η διάκριση μεταξύ της θεολογίας του Αγίου Πνεύματος και της θεολογίας των δαιμόνων ή της δαιμονικής θεολογίας.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής σε μια επιστολή του ασχολείται με το θέμα τι είναι η σωτηρία του ανθρώπου και ποια είναι η αληθινή θεολογία.

Στην αρχή γράφει με μεγάλη ταπείνωση ότι, επειδή φοβάται να μην κατακριθή από τον Θεό για τους λόγους του, που έχουν νεκρωθή από την απραξία των αγαθών έργων και δεν έχουν την δύναμη να προσφέρουν την ζωή σε όσους τους ακούνε, γι’ αυτό σκέφθηκε να προσλάβη «την σιωπήν σύνοικον», δηλαδή προτιμούσε να σιωπά και να μη ομιλή. Όμως, στην παρούσα περίπτωση και απαντώντας στην παράκληση του επιστολογράφου του, τού μοναχού Μαρίνου, θα υπερβή την σιωπή και θα ομιλήση.

Αρχίζει την επιστολή του με το χωρίο του Προφητάνακτος Δαυΐδ: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν» (Ψαλ. ρι', 10). Με τον στίχο αυτόν του ψαλμού θέλει να υποδείξη «την αληθώς γνωστικήν οδόν των θείων αρετών» και να ανοίξη «την έμπρακτον της γνώσεως θύραν» σε αυτούς που προτίθενται να αγαπούν τον Θεό και προτιμούν «πάντων των επί γης την ένθεον σωτηρίαν». Είναι βασικό έργο να αποκτά κανείς την έμπρακτη και όχι την θεωρητική γνώση.Έτσι, υποδεικνύει σε όσους θέλουν την «ένθεον σωτηρίαν» να αποκτήσουν τον φόβο του Θεού και την αγαθή σύνεση.

Ο φόβος του Θεού είναι απαραίτητος για να αποφύγουμε τους μολυσμούς με την προσδοκία των αιωνίων κολάσεων, η δε αγαθή σύνεση είναι αναγκαία για να εφαρμόσουμε όλα τα θεία θελήματα και να διακρίνουμε τα πρόσκαιρα από τα αιώνια, και να αποκτήσουμε την αληθινή γνώση. Όπως ο φόβος γίνεται αναιρέτης των ακαθάρτων παθών, έτσι και η σύνεση των πραγματικά συνετών γίνεται δημιουργός των αρετών.

Ο φόβος δεν πρέπει να περιορίζεται στα εξωτερικά ήθη με την κατήφεια, αλλά συνδέεται με την διάθεση της ψυχής και την ταπείνωση της καρδίας, η οποία κατασφαλίζεται με τους πυκνούς στεναγμούς στο βάθος της καρδίας, και με το μαστίγιο της μνήμης των προαμαρτημένων που την κτυπά αφανώς κατά την συνείδηση. Όμως, όποιος υποκρίνεται ότι έχει τον φόβο του Θεού μόνον εξωτερικά στους τρόπους της συμπεριφοράς, δεν διαφέρει σε τίποτε από τον πίθηκο που μιμείται τα ήθη και τα σχήματα των ανθρώπων, ενώ δεν είναι άνθρωπος. Αυτό το ζώο, μεταξύ των τετραπόδων, που διακρίνεται πολύ από τους ανθρώπους ως προς την φύση, ομοιάζει με αυτούς με την μίμηση της εξωτερικής συμπεριφοράς. Το ίδιο συμβαίνει με εκείνον που μιμείται εξωτερικά αυτούς που φοβούνται πραγματικά τον Κύριο, είναι δηλαδή σαν τον Σαδδουκαίο ή τον Γραμματέα που σώζει το σχήμα της ευλάβειας με εξωτερική ευπρέπεια, «παντελώς δε του πράγματος δια την ακάθαρτον εν τω βάθει που κειμένην της ψυχής προς το πάθος φιλίαν απολειπόμενος», δηλαδή στερείται παντελώς της αλήθειας, γιατί μέσα στα βάθη της ψυχής έχει κρυμμένη την φιλία προς το πάθος.

Ο άγιος Μάξιμος θέλει εδώ να πη ότι η αληθινή ευλάβεια φαίνεται στον αγώνα του ανθρώπου για την απαλλαγή του από τα πάθη και την ακαθαρσία που βρίσκεται στα βάθη της ψυχής, γιατί σε διαφορετική περίπτωση ο άνθρωπος ομοιάζει με τον πίθηκο, που υποκρίνεται τον άνθρωπο, ενώ είναι ζώο. Επομένως, όποιος θέλει να σωθή και να θεολογή αληθινά πρέπει να έχη φόβο Θεού και με αυτόν να καθαρίζη την καρδιά από τα πάθη και όχι απλώς να χρησιμοποιή τους λόγους των αγίων.

Από την άλλη μεριά δεν πρέπει να επιδεικνύουμε την θεία γνώση διατυπώνοντας «μόνη προφορά λόγων προς κάλλος απεξεσμένων», δηλαδή να προφέρουμε λόγους φτιαγμένους με καλλιέπεια, ούτε να ορίζουμε την αγαθή σύνεση με το να μιλάμε μόνον χωρίς να εφαρμόζουμε αυτά που λέμε, αλλά θα πρέπει η σύνεση να είναι εμποτισμένη με την διάθεση της ψυχής κατά την πράξη των αρετών! Οπότε, η σύνεση πρέπει με την πράξη να λαμπρύνη το φέγγος της γνώσεως, και με την γνώση να φαιδρύνη την ένταση της πράξεως, και έτσι ο φόβος πρέπει να συμβαδίζη με τον πόθο του Θεού. Ο άνθρωπος με τον φόβο του Θεού απέχει από το κακό και με την αγαθή σύνεση τελειοποιείται στην πράξη-εφαρμογή των εντολών.

Όποιος συνδέει την σύνεση μόνο με την απλή προφορά των θείων λόγων ομοιάζει με τον παπαγάλο (ψιττακό) που μιμείται τα ανθρώπινα λόγια, χωρίς να είναι άνθρωπος. Ο παπαγάλος, ενώ δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο στην φύση του, εν τούτοις από όλα τα πουλιά διδάσκεται και υποκρίνεται τα ανθρώπινα λόγια. Το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο που μιμείται εξωτερικά τα λόγια των αληθινών συνετών –των αληθινών αγίων– με μια απλή εκφώνηση για να καταπλήξη αυτούς που τον ακούνε, «την δε της γνώσεως έξιν ουκ έχων τη πράξει των αρετών πεποιωμένην», δηλαδή δεν έχει την έξη της γνώσεως εμποτισμένη με την πράξη των αρετών.

Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας Φαρισαίος ή ψεκτός ιερεύς που υποκρίνεται, ενώ στερείται της σοφίας που υπάρχει στα έργα, και με την μεγάλη ιδέα του εαυτού του και την αλαζονεία της οιήσεως που τρέφει την υπερηφάνεια του νου του, ορθώνεται εναντίον του λόγου της αληθείας, αγνοώντας «ότι δαιμόνων θεολογία προδήλως η των επ’ αυτή δια φιλοδοξίαν μέγα φυσιώντων καθέστηκε δίχα πράξεως γνώσις». Με άλλα λόγια, είναι δαιμονική θεολογία αυτή που προέρχεται από τον άνθρωπο που κυριαρχείται από τα πάθη και δεν έχει αποκτήσει την γνώση μέσα από την πράξη, δηλαδή θεολογεί χωρίς την κάθαρση της καρδίας.

Με αυτόν τον λόγο ο άγιος Μάξιμος θέλει να τονίση ότι η ορθόδοξη θεολογία είναι καρπός της καθάρσεως της καρδιάς από τα πάθη και αποτέλεσμα της εσωτερικής καθαρότητας, διαφορετικά ο άνθρωπος που προσπαθεί να θεολογή ομοιάζει με έναν παπαγάλο, που παριστάνει τον θεολόγο, παπαγαλίζοντας, ενώ κυριαρχείται από τα πάθη. Μια τέτοια θεολογία είναι δαιμονική, δηλαδή υπαγορεύεται από τους δαίμονας που ενεργούν με τα πάθη.

Στο τέλος της επιστολής του ο άγιος Μάξιμος καταλήγει ότι πρέπει να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από κάθε ρύπο της σαρκός και του πνεύματος, να μη επιτρέπουμε να επαναστατή ο νόμος της σάρκας εναντίον του νόμου του πνεύματος και να μη περιορίζουμε την έκφραση του φόβου στην εξωτερική συμπεριφορά, αλλά να φροντίζουμε για την καταστολή «της εντός κατά ψυχήν καλής διαθέσεως», ώστε να αποφύγουμε «την μέλλουσαν του πυρός απειλήν». Έτσι, δεν πρέπει να ομιλούμε για την κόλαση και σε τι ακριβώς συνίσταται, αλλά θα πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να αποφύγουμε την μέλλουσα απειλή του πυρός της κολάσεως, με τον φόβο του Θεού.

Συγχρόνως, θα πρέπει να κατακοσμήσουμε τους εαυτούς μας με την αγαθή σύνεση κατά την πράξη των εντολών και «εμπράκτους τους θείους λόγους ποιήσωμεν», δηλαδή να κάνουμε τους λόγους μας έμπρακτους, να επιδιώκουμε την βίωση όλων των αρετών, ήτοι την χρηστότητα, την πραότητα, την μακροθυμία, την ανοχή σε όλα, την υπακοή, την ευχαρίστηση σε όσα συμβαίνουν, να δεχόμαστε τις θείες παραχωρήσεις της Πρόνοιας του Θεού με τις οποίες διευθύνει την ζωή μας προς το συμφέρον.

Στην εποχή μας πολλοί θεολογούν χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς την κάθαρση της καρδίας, τον φωτισμό του νου και την εμπειρία της θείας Χάριτος, αλλά με μόνο εφόδιο τις διανοητικές ικανότητες, την απομνημόνευση των χωρίων και τον στοχασμό, και έτσι ομοιάζουν με τον πίθηκο και τον παπαγάλο, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, δηλαδή θεολογώντας πιθηκίζουν και παπαγαλίζουν, όταν το βάθος της καρδιάς είναι γεμάτο από τα πάθη. Αλλά μία τέτοια θεολογία που είναι ανεξάρτητη από την καθαρότητα της καρδίας, που πιθηκίζει και παπαγαλίζει, όσο κι αν φαίνεται ωραία, έξυπνη και στοχαστική, δεν ωφελεί την Εκκλησία. Η αληθινή θεολογία και η επίτευξη της σωτηρίας γίνεται με τον φόβο του Θεού, που καθαρίζει την καρδιά από τα πάθη, και την αγαθή σύνεση που κοσμεί τον άνθρωπο από αρετές.

Πάντως, μια θεολογία που έχει αποδεσμευθή από την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας είναι «δαιμόνων θεολογία», αφού ο στοχασμός και η φαντασία είναι καλός αγωγός σατανικής ενέργειας. 


(Αέναη επΑνάσταση)



Αγίες Μάρθα και Μαρία οι αδελφές του Λαζάρου (4 Ιουνίου)

$
0
0
Αγίες Μάρθα και Μαρία οι αδελφές του Λαζάρου

Αγία Μάρθα αδελφή του Λαζάρου
Εορτάζει στις 4 Ιουνίου εκάστου έτους.

Βιογραφία

Η Μάρθα και η Μαρία, μαζί με τον αδελφό τους Λάζαρο, ήταν για τον Κύριο Ιησού Χριστό η πιο αγαπητή και αγία οικογένεια της Βηθανίας. Το Ευαγγέλιο, μας παρουσιάζει τη Μαρία να απορροφάται από τη διδασκαλία του Ιησού, ενώ η Μάρθα, που ήταν μεγαλύτερη αδελφή, φροντίζει πολύ για το τραπέζι της φιλοξενίας. Γι’ αυτό ακούει από το στόμα του Διδασκάλου το πασίγνωστο και διδακτικότατο «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λουκ. ι’ 38-42). Η Μαρία επίσης, άλειψε και με πολύτιμο μύρο τα πόδια του Ιησού και σπόγγισε υστέρα με την παρθενική της κόμη.

Και οι δύο αδελφές, ευσεβή και διακεκριμένα μέλη της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας, αξιώθηκαν να πεθάνουν ειρηνικά και όχι εν διωγμώ. Διότι ο Κύριος δεν θέλησε ν’ αφήσει να πονέσουν οι καρδιές, των οποίων κάτω από τη στέγη του σπιτιού τους, είχε απολαύσει τόση αγία γαλήνη τις παραμονές των παθών Του.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.

Τῷ Σωτῆρι ἀμέμπτως διακονήσασαι, αἱ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου θεῖαι αὐτάδελφοι, σὺν τῇ Μάρθᾳ τῇ κλεινῇ, Μαρία πάνσεμνε, καὶ τὴν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ, σὺν Μυροφόροις Γυναιξί, μαθοῦσαι ἐκ τοῦ Ἀγγέλου, φωτὸς ἐμπλήσθητε θείου, ἡμῖν αἰτοῦσαι τὰ σωτήρια.

Κοντάκιον
Ἦχος β´. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.

Τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τὴν πάντιμον, τὰς τοῦ Λαζάρου συγγόνους τιμήσωμεν, Μαρίαν καὶ Μάρθαν ἐν ᾄσμασιν, ὡς ἂν αὐτῶν ἱκεσίαις πρὸς Κύριον, πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.

Χριστοῦ διάκονοι, ὄντως ἐδείχθησαν, ὡς πλήρεις πίστεως, καὶ σκεύη τίμια, αἱ τοῦ Λαζάρου ἀδελφαί, ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία· ἡ μὲν γὰρ ἐδέσματα, τούτῳ πίστει ἡτοίμασεν, ἡ δὲ μύρῳ ἤλειψε, καὶ θριξὶ κεφαλῆς αὐτῆς, ἐξέμαξε Κυρίου τοὺς πόδας· ὅθεν αὐτὰς ἄμφω τιμῶμεν.

Ὁ Οἶκος

Τῷ σαρκωθέντι δι᾿ ἡμᾶς, καὶ σώσαντι τὸν κόσμον, Χριστῷ τῷ πάντων Βασιλεῖ, πιστεύσασαι προθύμως, τούτου μαθήτριαι ἀληθεῖς, καὶ μυροφόροι ὤφθητε, ὦ Μάρθα καὶ Μαρία, δυὰς ἡγιασμένη· καὶ τὸν ὁμαίμονα ὑμῶν, ἤδη τετραήμερον καὶ ὀδωδότα ἐν τάφῳ κείμενον, τῇ ζωοποιῷ αὐτοῦ φωνῇ ζῶντα ἀπολαβοῦσαι, τὰ τῆς θεότητος Αὐτοῦ μεγαλεῖα, καὶ τὴν μεγίστην ἐξουσίαν ᾐνέσατε φωνῇ μεγάλῃ· καὶ ἑκουσίως θανόντι καὶ ταφέντι, καὶ τάφῳ τεθειμένῳ, μύρα προσκομίσασαι σὺν ταῖς λοιπαῖς Ἁγίαις Μυροφόροις, καὶ τῆς ἐγέρσεως Αὐτοῦ κήρυκες πᾶσιν ὤφθητε· ὅν δυσωπεῖτε δεόμεθα, ὡς ἄν πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Μεγαλυνάριον

Χαίρετε αὐτάδελφοι ἱεραί, Μάρθα καὶ Μαρία, σεμναὶ ἤθεσι καὶ ζωῆς χαίρετε Λαζάρου, αἱ σύγγονοι αἱ θεῖαι, μεθ᾿ οὗ ἡμῖν αἰτεῖσθε, τὸ θεῖον ἔλεος.
Ἐκ Βηθανίας τὰς ἀδελφὰς Λαζάρου, Σῴζειν δύνασθαι καὶ νεκρὰς πιστευτέον.
Τετάρτῃ Μάρθα ἠδὲ Μαρίη ἔβησαν πόλῳ λαμπρῷ.


Αγία Μάρθα αδελφή του Λαζάρου

Αγία Μάρθα αδελφή του Λαζάρου 
–Καζακίδου Μαρία (byzantineartkazakidou. blogspot.com)

Αγία Μαρία αδελφή του Λαζάρου

http://www.diakonima.gr

Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ: Σκέψεις στην ακροθαλασσιά

$
0
0
Σκέψεις στην ακροθαλασσιά. ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ

ΜΕ ΠΟΙΟΝ μοιάζει o χριστιανός, πού σηκώνει τις θλίψεις της επίγειας ζωής με αληθινή πνευματική σύνεση; Μ' έναν οδοιπόρο, πού στέκεται στην ακροθαλασσιά σε ώρα τρικυμίας.

Τα αγριεμένα άσπρα κύματα πλησιάζουν τον οδοιπόρο και, αφού σπάσουν στην άμμο, διαλύονται πάνω στα πόδια του σε αναρίθμητες μικρές σταγόνες. Ή θάλασσα, φιλονικώντας με τον άνεμο, βρυχιέται, υψώνει κύματα σαν βουνά, βράζει, παφλάζει. Το ένα κύμα γεννά και στη συνέχεια καταβροχθίζει το άλλο. Οι κορυφές τους είναι στεφανωμένες με κάτασπρο αφρό. Όλη ή θάλασσα είναι καλυμμένη απ' αυτά τα κύματα, πού μοιάζουν με τερά­στιο λάρυγγα φοβερού τέρατος δίχως δόντια.

Ό οδοιπόρος παρατηρεί το φοβερό θέαμα με ήρεμο λογισμό. Τα μάτια του είναι στη θάλασσα. Πού είναι, όμως, ή σκέψη του; Και πού ή καρδιά του; Ή σκέψη του είναι στις πύλες του θανάτου. Και ή καρδιά του στην κρί­ση του θεού. Εκεί είναι ήδη με τον νου του· εκεί είναι με το αίσθημα του- εκεί είναι οι φροντίδες του· εκεί είναι ό φόβος του.

Από τον φόβο τούτο φεύγει μακριά ό φόβος των επίγειων πειρασμών, θα κοπάσουν οι άνεμοι, θα γαληνέψει ή θάλασσα. Εκεί πού πρώτα μάνιαζαν τα τεράστια οργισμένα κύματα, δεν θα βλέπει κανείς παρά μιαν επίπεδη επιφάνεια από νερά ακίνητα, νερά κουρασμένα από τη θύελλα. Μετά τη μεγάλη θαλασσοταραχή, τα νερά θα καταπέσουν σε μια νεκρική ακινησία. Στον διάφανο καθρέφτη τους θα αντανακλά ό βραδινός ήλιος, όταν θα σταθεί πάνω από την Κρονστάνδη, θα σκορπίσει τις ακτίνες του σ' όλον τον Φιννικό Κόλπο και θα συναντήσει τον ποταμό Νιεβα προς την Πετρούπολη. Θέαμα σαν ζω-γράφημα, γνωστό στους κατοίκους της ερήμου του Άγιου Σεργίου. Αυτόν τον ουρανό, αυτή την ακροθαλασσιά, αυτά τα κτίρια πόσοι τα είδαν; Πόσοι είδαν τα άφροστεφανωμένα, τα περήφανα, τα άγρια κύματα; Πάρα πολλοί. Και όλοι αυτοί έφυγαν, Όλοι βρίσκονται τώρα στην ησυχία του τάφου. Εκεί θα βρεθούν και όσοι σήμερα τα αντικρίζουν. Πόσο άστατα, πόσο φευγαλέα είναι τα επίγεια -όσο των κυμάτων τα άφροστέφανα!

Κοιτάζοντας από τον ήσυχο αρσανά τη θάλασσα του βί­ου να φουσκώνει από τα κύματα των παθών, Σε ευγνω­μονώ, Βασιλιά και Θεέ μου! Μ' έφερες σ' ετούτη την άγια μονή. Μ' έκρυψες «στο απόκρυφο καταφύγιο της θείας Σου παρουσίας από τις άδικες επιθέσεις των ανθρώπων» και με φύλαξες «από συκοφαντικές γλώσσες»1. Για τούτο μόνο πονάει ή ψυχή μου, για τούτο συνταράζεται το άγνω­στο: Θα περάσω, άραγε, από δω, από την ακροθαλασσιά του άστατου και ψεύτικου βίου, «στον τόπο της σκηνής της θαυμαστής, στον οίκο του Θεού, με φωνές χαράς και δοξολογίας, μέσα σε ήχους γιορτινούς»2; Θα κατοικήσω, άραγε, εκεί αιώνια; Τί κι αν έχω θλίψεις στον κόσμο; «Εγώ στήριξα τις ελπίδες μου στον Θεό, κι έτσι δεν έχω να φοβηθώ ότι κι αν μου κάνει άνθρωπος»3.
Έρημος Άγιου Σεργίου, 1843

1. Ψαλμ. 30:21. 2. Ψαλμ. 41:5. 3. Ψαλμ. 55:12.

ΒΙΒΛ. ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ. 
Ι.Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr 


Μέγας Αντώνιος: Συμβουλές για το ήθος των ανθρώπων σε 170 κεφάλαια

$
0
0
Μέγας Αντώνιος: Συμβουλές για το ήθος των ανθρώπων σε 170 κεφάλαια

1. Οι άνθρωποι λέγονται λογικοί καταχρηστικά. Δεν είναι λογικοί εκείνοι που έμαθαν τους λόγους και τα βιβλία των αρχαίων σοφών, αλλά όσοι έχουν λογική ψυχή και μπορούν να διακρίνουν ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το κακό. και έτσι αποφεύγουν τα κακά και ψυχοβλαβή, μελετούν όμως σοβαρά τα καλά και ψυχωφελή και τα πράττουν με μεγάλη ευχαριστία προς το Θεό. Μόνο αυτοί πρέπει αληθινά να λέγονται λογικοί άνθρωποι.

2. Ο αληθινά λογικός άνθρωπος μια μόνο φροντίδα έχει, να υπακούει και να είναι αρεστός στο Θεό, τον Κύριο των όλων, και σε τούτο και μόνο να ασκεί την ψυχή του, πως να γίνει αρεστός στο Θεό, ευχαριστώντας Τον για την μεγάλη και εξαιρετική πρόνοιά Του και την κυβέρνηση όλου του κόσμου, όποια κι αν είναι η θέση του στη ζωή. Γιατί είναι παράλογο, να ευχαριστούμε τους γιατρούς όταν μας δίνουν τα πικρά και αηδιαστικά φάρμακα για χάρη της υγείας του σώματός μας, να είμαστε όμως αχάριστοι στο Θεό για όσα φαίνονται σ' εμάς δυσάρεστα και να μην αναγνωρίζομε ότι τα πάντα γίνονται όπως πρέπει και προς το συμφέρον μας σύμφωνα με την πρόνοιά Του. Γιατί η αναγνώριση αυτή και η πίστη στο Θεό είναι η σωτηρία και η τελειότητα της ψυχής.

3. Η εγκράτεια, η ανεξικακία, η σωφροσύνη, η εγκαρτέρηση, η υπομονή και οι παρόμοιες μέγιστες και ενάρετες δυνάμεις μας δόθηκαν από το Θεό και είναι αντίθετες και αντιστέκονται και μας βοηθούν στις αντίστοιχες προς αυτές κακίες. Αν γυμνάζομε αυτές τις δυνάμεις και τις έχομε πάντοτε πρόχειρες, τότε νομίζομε ότι δεν μας συμβαίνει πια τίποτε δύσκολο ή θλιβερό ή αβάσταχτο. γιατί σκεφτόμαστε ότι όλα είναι ανθρώπινα και τα νικούν οι αρετές που έχομε. Αυτά δεν τα έχουν υπόψη τους οι ανόητοι άνθρωποι. Ούτε σκέφτονται ότι τα πάντα γίνονται σωστά και όπως πρέπει για το συμφέρον μας, για να λάμψουν οι αρετές μας και να στεφανωθούμε από το Θεό.

4. Την απόκτηση των χρημάτων και το πλούσιο ξόδεμά τους να τα θεωρείς μόνο σαν φαντασία που δεν κρατά παρά λίγο καιρό, και ξέροντας ότι η ενάρετη και θεάρεστη ζωή διαφέρει από τον πλούτο. Όταν το μελετάς αυτό σταθερά, ούτε θα αναστενάξεις, ούτε θα κραυγάσεις, ούτε θα κατηγορήσεις κανένα, αλλά θα ευχαριστείς το Θεό για όλες τις ευεργεσίες που σου δίνει, βλέποντας ότι οι χειρότεροι από σένα στηρίζονται στα λόγια και στα χρήματα. Γιατί η επιθυμία, η δόξα και η άγνοια είναι τα πιο κακά πάθη της ψυχής.

5. Ο λογικός άνθρωπος, προσέχοντας ο ίδιος στον εαυτό του, εξετάζει τι πρέπει να πράξει και τι τον συμφέρει, καθώς και ποια ταιριάζουν στην ψυχή και την ωφελούν και ποια δεν της ταιριάζουν. Και έτσι αποφεύγει εκείνα που βλάπτουν την ψυχή, ως ξένα και γιατί τον χωρίζουν από την αιώνια ζωή.

6. Όσο πιο λίγη περιουσία έχει κανείς, τόσο ευτυχέστερος είναι. Γιατί δεν φροντίζει για πολλά πράγματα, για υπηρέτες, καλλιεργητές, απόκτηση ζώων. Όταν αφοσιωνόμαστε σ' αυτά κι ύστερα μας συμβαίνουν εξαιτίας αυτών δυσκολίες, κατηγορούμε τον Θεό. Με την αυθαίρετη επιθυμία μας τρέφομε τον θάνατο και έτσι μένομε στο σκοτάδι της αμαρτωλής ζωής, μέσα στην πλάνη, χωρίς ν' αναγνωρίζομε τον πραγματικό εαυτό μας.

7. Δεν πρέπει κανένας να λέει ότι δεν είναι δυνατό να κατορθώσει ο άνθρωπος την ενάρετη ζωή, αλλά να λέει ότι αυτό δεν είναι εύκολο. Ούτε μπορούν να κατορθώσουν την αρετή οι τυχόντες. Την ενάρετη ζωή την πραγματοποιούν όσοι άνθρωποι είναι ευσεβείς και έχουν νου που αγαπά το Θεό. Γιατί ο νους των πολλών είναι κοσμικός και μεταβάλλεται. κάνει σκέψεις άλλοτε καλές, άλλοτε κακές. μεταβάλλεται στη φύση και γίνεται υλικότερος. Ο νους όμως που αγαπά το Θεό, τιμωρεί την κακία η οποία έρχεται εκούσια στους ανθρώπους από την αμέλειά τους.

8. Οι ψυχικά ακαλλιέργητοι και αμαθείς θεωρούν γελοίο πράγμα τους λόγους και δεν θέλουν να τους ακούν επειδή ελέγχεται η κατάστασή τους και θέλουν να είναι όλοι όμοιοι με αυτούς. Επίσης και εκείνοι που είναι παραδομένοι σε σαρκικά αμαρτήματα φροντίζουν να είναι όλοι οι άλλοι χειρότεροί τους, νομίζοντας οι δυστυχείς ότι επειδή θα είναι πολλοί οι αμαρτάνοντες, θα εξασφαλιστούν οι ίδιοι από την κατηγορία. Η χαλαρή ψυχή χάνεται και σκοτίζεται εξαιτίας της κακίας, γιατί έχει μέσα της ασωτεία, υπερηφάνεια, απληστία, θυμό, αυθάδεια, μανία, φόνο, στενοχώρια, φθόνο, πλεονεξία, αρπαγή, πόνο, ψεύδος, ηδονή, ραθυμία, λύπη, δειλία, ασθένεια, μίσος, φιλοκατηγορία, αδυναμία, πλάνη, άγνοια, απάτη, λησμοσύνη του Θεού. Με τέτοιες κακίες και παρόμοιες τιμωρείται η άθλια ψυχή που χωρίζεται από το Θεό.

9. Εκείνοι που θέλουν να ζουν την ενάρετη και ευλαβή και τιμημένη ζωή, δεν πρέπει να διακρίνονται από τους επίπλαστους τρόπους και την ψεύτικη ζωή. αλλά όπως οι ζωγράφοι και οι αγαλματοποιοί, να δείχνουν και αυτοί με τα έργα τους την ενάρετη και θεοφιλή ζωή τους. Και όλες τις κακές ηδονές να τις αποστρέφονται σαν παγίδες.

10. Ο πλούσιος και ευγενής που δεν έχει ψυχική καλλιέργεια και ενάρετη ζωή, θεωρείται δυστυχής από εκείνους που κρίνουν ορθά τα πράγματα. Αντίθετα ο φτωχός και δούλος κατά την τάξη, αν έχει ψυχική καλλιέργεια και είναι στολισμένος με αρετή, είναι ευτυχής. Και όπως οι ξένοι σε έναν τόπο χάνουν τον δρόμο τους, έτσι και εκείνοι που δεν φροντίζουν για την ενάρετη ζωή, πλανιούνται εδώ κι εκεί παρασυρόμενοι από τις κακές επιθυμίες τους και χάνονται.

11. Εκείνος που μπορεί να εξημερώσει τα ήθη των ανθρώπων και να τους κάνει να αγαπήσουν τους λόγους και την παιδεία, πρέπει να λέγεται ανθρωποποιός. Κατά τον ίδιο τρόπο και εκείνοι που μεταστρέφουν τους παραδομένους στις σαρκικές ηδονές προς την ενάρετη και θεάρεστη ζωή, πρέπει να λέγονται και αυτοί ανθρωποποιοί, επειδή είναι σαν να ξαναπλάθουν τους ανθρώπους. Γιατί η πραότητα και η εγκράτεια είναι ευτυχία και δίνουν καλή ελπίδα στις ψυχές των ανθρώπων.

12. Πρέπει πραγματικά οι άνθρωποι να επιμελούνται τα ήθη τους και να ζουν όπως πρέπει. Όταν αυτό το κατορθώσουν, τότε εύκολα μπορούν να γνωρίσουν και τα θεία. γιατί όποιος με όλη του την καρδιά και την πίστη του σέβεται τον Θεό, έχει την βοήθειά Του να δαμάζει και να κρατεί το θυμό και την επιθυμία του. Επειδή αιτία όλων των κακών είναι η επιθυμία και ο θυμός.

13. Άνθρωπος λέγεται ή εκείνος που χρησιμοποιεί ορθά το λογικό του, ή εκείνος που δέχεται συμβουλή για την διόρθωσή του. Ο αδιόρθωτος δεν λέγεται άνθρωπος, αλλά απάνθρωπος. Κι αυτό είναι το γνώρισμα των απανθρώπων. και οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να αποφεύγονται. Γιατί εκείνοι που ζουν με την κακία δεν είναι δυνατό να αποκτήσουν την αθάνατη ζωή.

14. Όταν κάνομε καλή χρήση του λογικού μας, τότε είμαστε άξιοι να λεγόμαστε άνθρωποι. Αντίθετα, όταν δεν κάνομε καλή χρήση του λογικού, τότε μόνο κατά το σώμα και κατά τη φωνή διαφέρομε από τα άλογα ζώα. Ας αναγνωρίσει λοιπόν ο συνετός άνθρωπος ότι είναι αθάνατος και τότε θα μισήσει κάθε αισχρή επιθυμία, η οποία γίνεται αιτία θανάτου στους ανθρώπους.

15. Όπως κάθε τέχνη διαμορφώνοντας την ύλη φανερώνει την αξία της, π.χ. ο ένας δουλεύει το ξύλο κι ο άλλος το χαλκό κι άλλος το χρυσό και το ασήμι, έτσι κι εμείς ακούοντας για την καλή και ενάρετη και θεάρεστη ζωή, οφείλομε να φαινόμαστε ότι είμαστε πραγματικά άνθρωποι για τη λογική ψυχή μας κι όχι για τη διάπλαση μόνο του σώματός μας. Η ψυχή που είναι αληθινά λογική και αγαπά το Θεό, γνωρίζει αμέσως όλα όσα συμβαίνουν στην ζωή. Και εξιλεώνει το Θεό με διάθεση αγάπης και Τον ευχαριστεί πραγματικά, κατευθύνοντας προς Αυτόν όλη την ορμή και το νου της.

16. Οι καπετάνιοι κατευθύνουν με προσοχή το πλοίο για να μην προσκρούσει πάνω σε σκόπελο ή ύφαλο. Έτσι κι εκείνοι που επιθυμούν να ζήσουν την ενάρετη ζωή, ας εξετάζουν με επιμέλεια ποια πρέπει να κάνουν και ποια πρέπει να αποφεύγουν και να πιστεύουν ότι οι αληθινοί και θείοι νόμοι τους συμφέρουν, κόβοντας τις πονηρές ενθυμήσεις και επιθυμίες από την ψυχή τους.

17. Όπως οι πλοίαρχοι και οι αμαξηλάτες με την προσοχή και την επιμέλεια πετυχαίνουν το σκοπό τους, έτσι πρέπει και όσοι φροντίζουν να ζουν τη σωστή και ενάρετη ζωή, να μελετούν και να φροντίζουν πως να ζουν όπως πρέπει και αρέσει στο Θεό. Εκείνος που θέλει να ζήσει έτσι και έχει καταλάβει ότι μπορεί, με την πίστη προχωρεί προς την αφθαρσία.

18. Ελεύθερους νόμιζε όχι όσους έτυχε να είναι ελεύθεροι, αλλά εκείνοι που έχουν την ζωή και τους τρόπους ελεύθερους. Δεν πρέπει πράγματι να ονομάζομε ελεύθερους τους άρχοντες που είναι πονηροί και ακόλαστοι, γιατί είναι δούλοι των παθών και της ύλης. Ελευθερία και ευτυχία της ψυχής είναι η πραγματική καθαρότητα και η καταφρόνηση των προσκαίρων.

19. Να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου ότι πρέπει ακατάπαυστα να αποδεικνύεις τον χρηστό και ενάρετο βίο σου από τα ίδια τα έργα σου. έτσι και οι άρρωστοι ονομάζουν και αναγνωρίζουν σωτήρες και ευεργέτες τούς γιατρούς, όχι από τα λόγια τους αλλά από τα έργα τους.

20. Η λογική και ενάρετη ψυχή αναγνωρίζεται από το βλέμμα, το βάδισμα, τη φωνή, το γέλιο, από το που συχνάζει και με ποιους συναναστρέφεται. Όλα αυτά έχουν αλλάξει σ' αυτήν και έγιναν κοσμιότερα. Γιατί ο νους που αγαπά το Θεό, σαν πρακτικός θυρωρός απαγορεύει την είσοδο στις κακές και αισχρές ενθυμήσεις.

21. Αν παρακολουθείς τον εαυτό σου και τον δοκιμάζεις, θα δεις ότι οι άρχοντες και τα αφεντικά έχουν εξουσία μόνο του σώματος, όχι και της ψυχής. Και να το θυμάσαι αυτό πάντοτε. Γι' αυτό αν διατάζουν φόνους ή τίποτε άτοπα ή άδικα και ψυχοβλαβή, δεν πρέπει να υπακούμε σ' αυτούς και αν μας βασανίζουν ακόμη. Γιατί ο Θεός δημιούργησε την ψυχή ελεύθερη και αυτεξούσια σε όλα όσα κάνει, καλά ή κακά.

22. Η λογική ψυχή φροντίζει με κάθε τρόπο να ξεφύγει από όσα δεν οδηγούν πουθενά, την οίηση, την υπερηφάνεια, την απάτη, τον φθόνο, την αρπαγή και τα παρόμοια, όσα δηλαδή είναι έργα δαιμονικά και κακής προαιρέσεως. Όλα κατορθώνονται με επιμέλεια και επίμονη προσοχή και μελέτη από εκείνον τον άνθρωπο, του οποίου η επιθυμία δεν τρέχει στις κακές ηδονές.

23. Εκείνοι που ζουν μετρημένη και περιορισμένη ζωή, και από κινδύνους γλυτώνουν, και δεν έχουν ανάγκη από φύλακες. Με το να νικούν την επιθυμία σε όλες τις περιπτώσεις, βρίσκουν το δρόμο προς το Θεό εύκολα.

24. Οι άνθρωποι που τους οδηγεί το λογικό, δεν χρειάζεται να μοιράζουν την προσοχή τους σε πολλές συντροφιές, αλλά μόνο στις ωφέλιμες και μάλιστα σ' εκείνες όπου πρυτανεύει το θέλημα του Θεού. Με τον τρόπο αυτό οι άνθρωποι προχωρούν πάλι στη κατά Θεό ζωή και το αιώνιο φως.

25. Πρέπει εκείνοι που επιδιώκουν την ενάρετη και θεοφιλή ζωή, να είναι απαλλαγμένοι από οίηση και κάθε κούφια ματαιοδοξία και να φροντίζουν με όλη τη δύναμή τους να διορθώνουν τη ζωή τους και την εσωτερική τους διάθεση προς το καλύτερο. Επειδή νους που αγαπά το Θεό και δεν μεταβάλλεται από την καλή κατάστασή του, είναι ανύψωση και δρόμος προς το Θεό.

26. Καμιά ωφέλεια δεν προκύπτει από το να γνωρίζει ο άνθρωπος τα θεία λόγια, αν απουσιάζει η ευσεβής ζωή που αρέσει στο Θεό. Αιτία όλων των κακών είναι η πλάνη, η απάτη του κόσμου και η άγνοια του Θεού.

27. Η σπουδή του αρίστου βίου και η επιμέλεια της ψυχής δημιουργεί τους καλούς ανθρώπους που αγαπούν το Θεό. Γιατί εκείνος που ζητά το Θεό, Τον βρίσκει, αν νικά την επιθυμία σε όλες τις περιπτώσεις και αν δεν σταματά την προσευχή. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν φοβάται τους δαίμονες.

28. Όσοι ξεγελιούνται από τις ελπίδες τους σε βιοτικά πράγματα και περιορίζουν την γνώση τους για την άσκηση του αρίστου βίου μόνο στα λόγια, μοιάζουν μ' εκείνους που έχουν φάρμακα και ιατρικά όργανα αλλά δεν ξέρουν ούτε φροντίζουν να τα χρησιμοποιήσουν. Επομένως για τις αμαρτίες μας ας μην κατηγορούμε τον τρόπο που έγιναν, ούτε τους άλλους αλλά τους εαυτούς μας. Γιατί αν η ψυχή αδιαφορήσει με δική της θέληση, δεν μπορεί να μείνει ανίκητη.

29. Εκείνος που δεν ξέρει να ξεχωρίζει ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το κακό, δεν επιτρέπεται να κρίνει τους καλούς και τους κακούς. Γιατί ο άνθρωπος που γνωρίζει τον Θεό είναι αγαθός. Αν όμως δεν είναι αγαθός, ούτε γνωρίζει το Θεό, ούτε θα τον γνωρίσει ποτέ. γιατί ο τρόπος να γνωρίσει κανείς το Θεό, είναι το αγαθό.

30. Οι καλοί άνθρωποι που αγαπούν το Θεό, ελέγχουν τους ανθρώπους για τις κακές πράξεις τους κατά πρόσωπο όταν είναι παρόντες. Όταν όμως δεν είναι παρόντες δεν τους κατηγορούν, αλλά ούτε και στους άλλους επιτρέπουν να τους κατηγορήσουν.

31. Στις συναναστροφές με τους άλλους, μακριά από κάθε βαναυσότητα. Γιατί οι λογικοί και ευσεβείς άνθρωποι είναι στολισμένοι με ντροπή και φρόνηση περισσότερο από τις παρθένες. Και τούτο, γιατί ο νους που αγαπά το Θεό είναι φως που τυλίγει με την λάμψη του την ψυχή, όπως ο ήλιος περιλάμπει το σώμα.

32. Πάντοτε όταν σε προσβάλλει κανένα πάθος της ψυχής, να θυμάσαι ότι οι άνθρωποι που ορθοφρονούν και θέλουν να εξασφαλίσουν σωστά την ζωή τους, δεν θεωρούν ευχάριστη την πρόσκαιρη απόκτηση χρημάτων, αλλά τις ορθές και αληθινές ιδέες. Αυτές τους κάνουν ευτυχείς. Γιατί ο πλούτος και κλέβεται και από δυνατότερους αρπάζεται. η αρετή όμως της ψυχής, αυτή μόνο είναι απόκτημα και ασφαλισμένο και που δεν μπορεί να κλαπεί, και μετά το θάνατο παρέχει τη σωτηρία σε όσους την έχουν αποκτήσει. Έτσι οι φρόνιμοι δεν παρασύρονται από την φαντασία του πλούτου και των άλλων ηδονών.

33. Δεν πρέπει οι άστατοι και απαίδευτοι να αυθαδιάζουν σε αξιόλογους ανθρώπους. Και αξιόλογος άνθρωπος είναι εκείνος που αρέσει στο Θεό και που συνήθως σωπαίνει ή λέει λίγα και αναγκαία και αρεστά στο Θεό.


34. Εκείνοι που προσπαθούν να ζουν την ενάρετη και θεοφιλή ζωή, φροντίζουν για τις αρετές σαν κτήματά τους και σαν αφορμή αιώνιας απολαύσεως. Τα πρόσκαιρα τα απολαμβάνουν όπως τύχει και όπως δίνει και θέλει ο Θεός, και τα χρησιμοποιούν με μεγάλη χαρά και ευχαριστία προς το Θεό κι αν ακόμη αυτά είναι μετριότατα. Γιατί οι πολυποίκιλες τροφές τρέφουν τα σώματα ως υλικά, ενώ η γνώση του Θεού, η εγκράτεια, η αγαθότητα, η αγαθοεργία, η ευσέβεια και η πραότητα θεώνουν την ψυχή.

35. Όσοι άρχοντες εξαναγκάζουν να διαπραχθούν άτοπες και ψυχοβλαβείς πράξεις, δεν γίνονται ωστόσο κύριοι και της ψυχής, η οποία έχει δημιουργηθεί αυτεξούσια. Δεσμεύουν το σώμα, όχι όμως και την προαίρεση που κύριός της είναι ο λογικός άνθρωπος, εξαιτίας του δημιουργού του Θεού, ο Οποίος είναι ισχυρότερος από κάθε εξουσία και ανάγκη και κάθε δύναμη.

36. Εκείνοι που νομίζουν δυστυχία το να χάσουν χρήματα ή παιδιά ή δούλους ή ένα άλλο στοιχείο της περιουσίας τους, ας γνωρίζουν ότι πρώτα πρέπει να αρκούνται σ' εκείνα που δίνει ο Θεός. Και όταν πρέπει να τα δώσουν πίσω, να είναι πρόθυμοι και να το κάνουν με αγαθή γνώμη και να μη στενοχωρούνται διόλου για τη στέρηση ή μάλλον για την επιστροφή τους. Γιατί αφού έκαναν χρήση ξένων πραγμάτων, τα έδωσαν πάλι πίσω.

37. Ο ενάρετος άνθρωπος δεν πρέπει να πουλά την ελεύθερη γνώμη του προσέχοντας πόσα χρήματα θα πάρει, και αν ακόμη είναι πολλά όσα του δίνουν. Γιατί τα πράγματα της ζωής αυτής είναι όμοια με όνειρο, και η φαντασία που προέρχεται από τον πλούτο και άγνωστο είναι που θα καταλήξει και λίγο καιρό μόνο κρατάει.

38. Εκείνοι που είναι αληθινοί άνθρωποι, ας φροντίζουν με όλη τη δύναμή τους να ζουν με αγάπη Θεού και με αρετή, ώστε να λάμπει η ενάρετη ζωή τους μεταξύ των άλλων ανθρώπων. όπως γίνεται με την πορφύρα: ένα μικρό κομμάτι μπαίνει πάνω στα λευκά φορέματα και τα στολίζει. Έτσι κι αυτοί να λάμπουν και να ξεχωρίζουν, γιατί έτσι καλλιεργούν ασφαλέστερα τις αρετές της ψυχής.

39. Οι φρόνιμοι άνθρωποι πρέπει να εξετάζουν τη δύναμή τους και το βαθμό της αρετής τους και έτσι να προετοιμάζονται και ν' αντιστέκονται στα πάθη, σύμφωνα με την κατά φύση δύναμη που τους έχει χαρίσει ο Θεός. Δύναμη για την αντιμετώπιση της σωματικής ομορφιάς και κάθε κακής επιθυμίας είναι η εγκράτεια. των θλίψεων και της φτώχειας, η καρτερία. των ύβρεων και του θυμού, η ανεξικακία. Έτσι και για τα υπόλοιπα.

40. Το να γίνει κανείς αγαθός και σοφός ξαφνικά, είναι αδύνατο. Γίνεται ωστόσο με την κοπιαστική μελέτη, με τη συναναστροφή με ενάρετους ανθρώπους, με την πείρα, με τον καιρό, με την άσκηση και με την επιθυμία των καλών έργων. Ο αγαθός άνθρωπος που αγαπά το Θεό και Τον γνωρίζει αληθινά, δεν παύει να κάνει πλούσια όλα όσα αρέσουν σ' Αυτόν. Αλλά τέτοιοι άνθρωποι είναι σπάνιοι.

41. Εκείνοι που δεν είναι προικισμένοι με ευφυΐα, δεν πρέπει να απελπίζονται και να αμελούν τη θεοφιλή και ενάρετη ζωή και να την καταφρονούν, σαν να είναι τάχα ακατόρθωτη γι' αυτούς και ακατανόητη. Αντίθετα, πρέπει να εξασκούν όση δύναμη έχουν και να επιμελούνται τον εαυτό τους. γιατί κι αν ακόμη δεν μπορούν να αποκτήσουν την τέλεια αρετή και τη σωτηρία, εντούτοις με την προσπάθεια και με την επιθυμία του αγαθού γίνονται καλύτεροι ή τουλάχιστον δεν χειροτερεύουν. Και αυτό δεν είναι μικρή ωφέλεια της ψυχής.

42. Ο άνθρωπος ως λογικός που είναι, συγγενεύει με την άρρητη και θεία δύναμη, το Θεό. Ως προς το σωματικό πάλι μέρος, συγγενεύει με τα ζώα. Είναι όμως λίγοι εκείνοι που όντας τέλειοι και λογικοί άνθρωποι, φροντίζουν να διατηρούν το φρόνημα και τη συγγένειά τους σύμφωνη με το Θεό και Σωτήρα, και να το αποδεικνύουν αυτό με τα έργα τους και την ενάρετη ζωή τους. Οι περισσότεροι άνθρωποι, με την ανόητη ψυχή τους, έχουν εγκαταλείψει την θεϊκή και αθάνατη υιική σχέση με το Θεό και έχουν στραφεί προς τη νεκρή και δύστυχη και σύντομη συγγένεια του σώματος. σαν άλογα ζώα κυβερνιούνται μόνο από το σαρκικό φρόνημα και ερεθιζόμενοι από τις ηδονές χωρίζονται από το Θεό και κατεβάζουν τη ψυχή από τους ουρανούς στον όλεθρο εξαιτίας των κακών θελημάτων της.

43. Ο λογικός άνδρας έχοντας στο νου του τη μέθεξη και τη συνάφειά του με το Θεό, ουδέποτε θα αγαπήσει τίποτε το επίγειο και χαμηλό, αλλά έχει το νου του στα ουράνια και αιώνια. Και γνωρίζει ότι το θέλημα του Θεού είναι να σωθεί ο άνθρωπος, γιατί ο Θεός είναι η αιτία όλων των καλών και πηγή των αιωνίων αγαθών για τους ανθρώπους.

44. Όταν σου τύχει κανείς που φιλονεικεί και πολεμά την αλήθεια και το προφανές, πάψε την φιλονεικία και άφησέ τον, γιατί έχει απολιθωθεί η διάνοιά του. Όπως και το καλύτερο κρασί το διαφθείρει το βλαβερότατο νερό, έτσι και οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τους ενάρετους κατά τη ζωή και το φρόνημα.

45. Αν μεταχειριζόμαστε κάθε φροντίδα και μέσο για να αποφύγομε το θάνατο του σώματος, πολύ περισσότερο οφείλομε να φροντίζομε ν' αποφύγομε το θάνατο της ψυχής. Γιατί σ' εκείνον που θέλει να σωθεί, δεν υπάρχει άλλο εμπόδιο εκτός από την αμέλεια και την οκνηρία της ψυχής.

46. Όσοι δυσκολεύονται να εννοούν το συμφέρον της ψυχής τους, και όσα ορθά τους λέγονται, αυτοί θεωρούνται άρρωστοι. Ενώ όσοι εννοούν την αλήθεια και εντούτοις χωρίς ντροπή την αμφισβητούν και φιλονεικούν, αυτών η διάνοια έχει νεκρωθεί και αρμόζει σε θηρία η συμπεριφορά τους. δεν γνωρίζουν το Θεό και η ψυχή τους δεν έχει φωτιστεί.

47. Τα διάφορα γένη των ζώων τα δημιούργησε ο Θεός για διάφορες ανάγκες του ανθρώπου με το λόγου Του. άλλα για τροφή του ανθρώπου και άλλα για να τον υπηρετούν. Τον άνθρωπο όμως τον δημιούργησε θεατή των ζώων και των έργων τους και ευγνώμονα ερμηνευτή όλων αυτών. Γι' αυτό ας φροντίζουν οι άνθρωποι μήπως χωρίς να αντικρύσουν και χωρίς να εννοήσουν το Θεό και τα έργα Του, πεθάνουν όπως τα άλογα ζώα. Και πρέπει να γνωρίζει ο άνθρωπος ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν είναι αντίθετο σ' Αυτόν. αλλά από την ανυπαρξία όσα θέλει δημιούργησε και δημιουργεί με το λόγο Του για τη σωτηρία των ανθρώπων.

48. Τα επουράνια είναι αθάνατα εξαιτίας της αγαθότητάς τους, ενώ τα επίγεια έγιναν θνητά, γιατί φωλιάζει μέσα τους η κακία που τη διάλεξαν και που έρχεται στους ανόητους εξαιτίας της οκνηρίας τους και της άγνοιας του Θεού.

49. Ο θάνατος όταν κατανοηθεί από τους ανθρώπους, είναι αθανασία. Δεν τον κατανοούν όμως οι αμαθείς. γι' αυτούς είναι θάνατος. Και οπωσδήποτε δεν πρέπει να φοβόμαστε τούτο το θάνατο, αλλά την απώλεια της ψυχής, που είναι η άγνοια του Θεού. Αυτό είναι το φοβερό για την ψυχή.

50. Η κακία είναι πάθος που οφείλεται στη φύση της ύλης. Επομένως δεν γίνεται να υπάρξει σώμα χωρίς κακία. Η λογική ψυχή που το εννοεί αυτό, αποβάλλει το βάρος της ύλης, δηλαδή την κακία. και καθώς ελευθερώνεται από αυτό το βάρος, γνωρίζει το Θεό των όλων και προφυλάγεται από το σώμα σαν από εχθρό και αντίπαλο και δεν υποτάσσεται σ' αυτό. Και έτσι στεφανώνεται από το Θεό η ψυχή ως νικήτρια των παθών της κακίας και της ύλης.

51. Όταν η ψυχή γνωρίσει την κακία, τη μισεί σαν βρωμερότατο θηρίο. Αλλά όταν κανείς δεν την γνωρίζει, την αγαπά. και αυτή τον παίρνει αιχμάλωτό της και μεταχειρίζεται σαν σκλάβο τον εραστή της. Και ο δυστυχισμένος και άθλιος άνθρωπος ούτε το συμφέρον του βλέπει, ούτε το καταλαβαίνει, αλλά νομίζει για στόλισμά του την κακία και χαίρεται γι' αυτό.

52. Η καθαρή ψυχή, επειδή είναι αγαθή, φωτίζεται με μεγάλη λάμψη από το Θεό. Και τότε ο νους νοεί το αγαθό και γεννά λόγια θεάρεστα. Όταν όμως η ψυχή γεμίσει από τη βρωμερή λάσπη της κακίας, τότε επειδή ο Θεός την αποστρέφεται ή μάλλον επειδή η ψυχή χωρίζεται μόνη της από το Θεό, πονηροί δαίμονες μπαίνουν στην διάνοια του ανθρώπου και παρακινούν την ψυχή σε βδελυρές πράξεις: μοιχείες, φόνους, αρπαγές, ιεροσυλίες και όλα τα παρόμοια δαιμονικά έργα.

53. Εκείνοι που γνωρίζουν το Θεό, γεμίζουν από κάθε καλή έννοια και επειδή επιθυμούν τα ουράνια, καταφρονούν τα βιοτικά. Αυτοί οι άνθρωποι ούτε αρέσουν στους πολλούς, ούτε και αυτοί αρέσκονται με τους πολλούς. Και γι' αυτό όχι μόνο τους μισούν αλλά και τους περιγελούν οι πιο πολλοί ανόητοι. Υπομένουν όσα τους φέρνει η φτώχεια επειδή γνωρίζουν ότι εκείνα που οι πολλοί θεωρούν κακά, σ' αυτούς είναι καλά. Γιατί εκείνος που στοχάζεται τα επουράνια, πιστεύει στον Θεό γνωρίζοντας ότι όλα είναι έργα της θελήσεώς Του. Εκείνος όμως που δε τα στοχάζεται, δεν πιστεύει ποτέ ότι ο κόσμος είναι έργο του Θεού και ότι δημιουργήθηκε για τη σωτηρία του ανθρώπου.

54. Εκείνοι που είναι γεμάτοι από κακία και μεθούν από την άγνοια, δεν γνωρίζουν το Θεό. η ψυχή τους είναι ζαλισμένη και δεν έχουν ξεκάθαρο μυαλό. Το Θεό μπορεί να τον εννοήσει κανείς. Και ναι μεν δεν είναι ορατός, είναι όμως φανερότατος μέσα στα ορατά, όπως ακριβώς η ψυχή μέσα στο σώμα μας. Και αν σώμα χωρίς ψυχή είναι αδύνατο να υπάρξει, έτσι και όλα τα όντα και βλεπόμενα είναι αδύνατο να υπάρχουν χωρίς το Δημιουργό Θεό.

55. Για ποιο λόγο δημιουργήθηκε ο άνθρωπος; Για να βλέπει τα έργα του Θεού και μέσω αυτών να γνωρίσει το Θεό και να Τον δοξάσει που τα δημιούργησε για χάρη του ανθρώπου. Ο νους που ελκύει την αγάπη του Θεού, είναι ένα αόρατο αγαθό που το χαρίζει ο Θεός στους άξιους για την διαγωγή τους που την κυβερνά η χρηστότητα.

56. Ελεύθερος είναι όποιος δεν σκλαβώνεται στις ηδονές αλλά κυριαρχεί με φρόνηση και εγκράτεια πάνω στο σώμα του και αρκείται με μεγάλη ευχαριστία σε ό,τι του δίνει ο Θεός, έστω και αν είναι πολύ λίγα. Γιατί όταν βρεθούν σύμφωνοι ο νους που αγαπά το Θεό και η ψυχή, τότε ειρηνεύει όλο το σώμα, ακόμη και χωρίς να το θέλει. Όταν η ψυχή θέλει, τότε κάθε αμαρτωλή σωματική κίνηση σβήνεται.

57. Εκείνοι που δεν αρκούνται σ' αυτά που χρειάζονται για να ζουν αλλά επιθυμούν περισσότερα, υποδουλώνουν τον εαυτό τους στα πάθη που ταράζουν την ψυχή και της φέρνουν λογισμούς και φαντασίες ότι το να θέλουν λίγα ή πολλά είναι το ίδιο. Και όπως τα ρούχα που είναι μεγαλύτερα από το σώμα εμποδίζουν εκείνους που τρέχουν στο αγώνισμα του δρόμου, έτσι και η επιθυμία του ανθρώπου να έχει περισσότερα από όσα πρέπει, εμποδίζει τις ψυχές και δεν τις αφήνει να αγωνίζονται ή να σωθούν.


58. Όταν βρίσκεται κανείς ακουσίως και χωρίς να το θέλει κάπου, το αισθάνεται σαν φυλακή και τιμωρία. Να είσαι λοιπόν ευχαριστημένος με την κατάστασή σου. γιατί αν την υπομένεις με δυσαρέσκεια, θα τιμωρήσεις χωρίς να το αισθάνεσαι τον εαυτό σου. Ένας δρόμος υπάρχει γι' αυτό, η καταφρόνηση των βιοτικών πραγμάτων.


59. Όπως έχομε την όραση που μας έδωσε ο Θεός για να βλέπομε τα ορατά και να ξεχωρίζομε ποιο είναι το άσπρο και ποιο είναι το μαύρο, έτσι μας έδωσε ο Θεός και το λογικό για να διακρίνομε εκείνα που συμφέρουν στην ψυχή μας. Η επιθυμία, όταν αποσπασθεί από το λόγο, γεννά ηδονή και δεν επιτρέπει στην ψυχή να σωθεί ή να ενωθεί με το Θεό.


60. Αμαρτήματα δεν είναι όσα γίνονται κατά φύση, αλλά πονηρά είναι εκείνα που γίνονται από την προαίρεση του ανθρώπου. Πχ. Δεν είναι αμαρτία το να τρώει ο άνθρωπος, αλλά το να μην τρώει με ευχαριστία, κοσμιότητα και εγκράτεια ώστε να κρατά το σώμα του στη ζωή χωρίς κανένα πονηρό υπολογισμό. Ούτε το να βλέπεις αθώα είναι αμαρτία, αλλά το να βλέπεις με φθόνο, υπερηφάνεια και απληστία. Επίσης το να μην ακούς υπομονετικά, αλλά με οργή και θυμό. το να μην καθοδηγείς τη γλώσσα σου σε ευχαριστία προς το Θεό και προσευχή, αλλά να κατηγορείς τους άλλους. και το να μην απασχολείς τα χέρια σου στην ελεημοσύνη, αλλά σε φόνους και αρπαγές. Έτσι κάθε μέλος του σώματος αμαρτάνει με το να εργάζεται παρά το θέλημα του Θεού και με τη θέληση του ανθρώπου τα πονηρά.


61. Αν αμφιβάλλεις ότι κάθε τι που κάνομε το βλέπει ο Θεός, τότε παρατήρησε ότι εσύ που είσαι άνθρωπος και φτιαγμένος από χώμα, μπορείς σε μια στιγμή να σκέφτεσαι και να συλλογίζεσαι πολλούς και διάφορους τόπους συγχρόνως. Πόσο μάλλον ο Θεός που βλέπει τα πάντα σαν ένα σπόρο σιναπιού, που δίνει ζωή στα πάντα και τα τρέφει όπως Εκείνος θέλει;


62. Όταν κλείσεις τις πόρτες του σπιτιού σου και είσαι μόνος, να γνωρίζεις ότι είναι μαζί σου ο άγγελος που έχει οριστεί για κάθε άνθρωπο από το Θεό. αυτός που οι Έλληνες ονόμαζαν «οικείο δαίμονα». Αυτός, ο οποίος δεν κοιμάται ποτέ και δεν κάνει ποτέ λάθος, είναι πάντοτε κοντά σου. βλέπει τα πάντα χωρίς να τον εμποδίζει το σκοτάδι. Μαζί με αυτόν είναι σε κάθε τόπο και ο Θεός, γιατί δεν υπάρχει τόπος ή πράγμα όπου δεν υπάρχει ο Θεός, αφού είναι μεγαλύτερος απ' όλα και κρατά όλους μέσα στο χέρι Του.


63. Αν οι στρατιώτες μένουν πιστοί στον Καίσαρα επειδή τους δίνει τις τροφές, πόσο μάλλον πρέπει να φροντίζομε να ευχαριστούμε ακατάπαυστα με ασίγητα στόματα το Θεό και να είμαστε αρεστοί σ' Αυτόν, ο Οποίος τα πάντα δημιούργησε για τον άνθρωπο;


64. Η ευγνωμοσύνη στο Θεό και η ενάρετη ζωή είναι καρποφορία του ανθρώπου που είναι αρεστή στο Θεό. Οι καρποί της γης δεν γίνονται μέσα σε μία ώρα αλλά με τον καιρό, με βροχές και με καλλιέργεια. Όμοια και η καρποφορία των ανθρώπων στολίζεται με την άσκηση, με τη μελέτη, με το χρόνο, με την καρτερία, την εγκράτεια και την υπομονή. Και αν με αυτά μερικοί σε θεωρούν ευλαβή, εσύ μην έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου όσο βρίσκεσαι στη ζωή και μη νομίζεις για κανένα απ' όσα κάνεις ότι αρέσει στον Θεό. Γιατί πρέπει να γνωρίζεις ότι δεν είναι εύκολο στον άνθρωπο να φυλάξει μέχρι το τέλος την αναμαρτησία.


65. Τίποτε δεν είναι πιο πολύτιμο στον άνθρωπο, όσο ο λόγος. Ο λόγος είναι τόσο δυνατός, ώστε με το λόγο και την ευχαριστία μας λατρεύομε το Θεό, ενώ με τον άχρηστο και δυσφημιστικό λόγο προκαλούμε την καταδίκη της ψυχής μας. Είναι αναίσθητος ο άνθρωπος που κατηγορεί τη γέννησή του ή κάτι άλλο για τις αμαρτίες του, αφού με την ελεύθερη θέλησή του μεταχειρίζεται λόγο ή έργο πονηρό.


66. Αν φροντίζομε να θεραπεύομε τις σωματικές ατέλειες για να μη μας ειρωνεύονται όσοι μας βλέπουν, πολύ περισσότερο είναι μεγάλη ανάγκη να φροντίζομε να θεραπεύομε τα πάθη της ψυχής, αφού μέλλουμε να κριθούμε μπροστά στο Θεό. μη βρεθούμε άτιμοι ή καταγέλαστοι. Έχοντας το αυτεξούσιο, μπορούμε να μην πραγματοποιήσομε τις πονηρές πράξεις που επιθυμούμε, αν το θελήσουμε. είναι στην εξουσία μας να ζούμε με τρόπο που αρέσει στο Θεό. και κανείς ποτέ δεν θα μας εξαναγκάσει να κάνομε χωρίς τη θέλησή μας κάτι κακό. Έτσι αν αγωνιζόμαστε, θα είμαστε άνθρωποι άξιοι του Θεού και θα ζήσομε σαν άγγελοι στους ουρανούς.


67. Αν θέλεις, είσαι δούλος των παθών. αν θέλεις, είσαι ελεύθερος και δεν θα υποκύψεις στα πάθη. Γιατί ο Θεός σε έκανε αυτεξούσιο. Και όποιος νικά τα πάθη της σάρκας στεφανώνεται με την αφθαρσία. Αν δεν υπήρχαν τα πάθη, δεν θα υπήρχαν αρετές, ούτε στεφάνια που χαρίζονται από το Θεό στους αξίους.


68. Εκείνοι που δεν βλέπουν το συμφέρον τους αν και γνωρίζουν το αγαθό, έχουν τυφλή την ψυχή τους και έχει πωρωθεί η διακριτική δύναμή τους. Αυτούς δεν πρέπει να τους προσέχουμε, για να μην πέσομε κι εμείς στα πάθη τους από απρονοησία μας, σαν τυφλοί.


69. Εναντίον εκείνων που αμαρτάνουν δεν πρέπει να θυμώνομε και αν ακόμη διαπράττουν εγκλήματα άξια τιμωρίας. Για χάρη του ίδιου του δικαίου όμως πρέπει να επαναφέρομε όσους σφάλλουν και να τους τιμωρούμε αν τύχει, είτε μόνοι μας είτε μέσω άλλων, αλλά δεν πρέπει να οργιζόμαστε, γιατί η οργή ενεργεί σύμφωνα με το πάθος. δεν κρίνει σωστά και δεν βλέπει το δίκαιο. Γι' αυτό ούτε κι εκείνους που δείχνουν υπερβολική ευσπλαχνία προς όσους σφάλλουν πρέπει να τους παραδεχόμαστε. αλλά οι κακοί πρέπει να τιμωρούνται για το καλό και τη δικαιοσύνη και όχι σύμφωνα με το πάθος μας, της οργής.


70. Μόνο ό,τι αποκτά η ψυχή είναι σίγουρο και αναφαίρετο. Και αυτό είναι η ενάρετη και αρεστή στο Θεό ζωή και η γνώση και τα καλά έργα. Ενώ ο πλούτος είναι τυφλός οδηγός και ανόητος σύμβουλος. οδηγεί στην απώλεια την αναίσθητη ψυχή του εκείνος που μεταχειρίζεται τον πλούτο με κακό και φιλήδονο τρόπο.


71. Πρέπει οι άνθρωποι ή τίποτε το περιττό να μην αποκτούν, ή αν έχουν, να γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι όλα τα πράγματα της ζωής αυτής είναι από τη φύση τους φθαρτά και εύκολα αφαιρούνται και πετιούνται και κομματιάζονται. Επομένως δεν πρέπει να θλίβονται με όσα συμβαίνουν.


72. Γνώριζε ότι οι σωματικοί πόνοι είναι φυσικοί για το σώμα, αφού είναι φθαρτό και υλικό. Πρέπει λοιπόν σ' αυτές τις περιπτώσεις η παιδαγωγημένη ψυχή να προβάλλει ευχαρίστως καρτερία και υπομονή και να μη κατηγορεί το Θεό γιατί έπλασε το σώμα.


73. Εκείνοι που αγωνίζονται στους ολυμπιακούς αγώνες δεν παίρνουν το στεφάνι όταν νικήσουν τον πρώτο ή τον δεύτερο ή τον τρίτο, αλλά όταν νικήσουν όλους τους συναγωνιζομένους. Έτσι και όποιος θέλει να στεφανωθεί από το Θεό, πρέπει να γυμνάζει τη ψυχή του στη σωφροσύνη. όχι μόνο σε ότι έχει σχέση με το σώμα, αλλά και στα σχετικά με τα κέρδη και τις αρπαγές και το φθόνο και τις τροφές και τη ματαιοδοξία και τις κατηγορίες και τους θανάτους και όλα τα παρόμοια.


74. Να μην ακολουθούμε την ενάρετη και θεάρεστη διαγωγή για να μας επαινέσουν οι άνθρωποι, αλλά για τη σωτηρία της ψυχής ας προτιμήσομε την ενάρετη ζωή. Γιατί κάθε ημέρα ο θάνατος είναι μπροστά στα μάτια μας και τα ανθρώπινα είναι αβέβαια και σκοτεινά.


75. Στην εξουσία μας είναι να ζήσομε με σωφροσύνη. το να γίνομε όμως πλούσιοι δεν είναι στην εξουσία μας. Τι λοιπόν; Πρέπει να καταδικάσομε την ψυχή μας για χάρη μιας λιγόκαιρης φαντασίας του πλούτου που δεν είναι στην εξουσία μας να αποκτήσομε; Και να είναι ο πλούτος το μόνο που επιθυμούμε; Πόσο ανόητα τρέχομε χωρίς να γνωρίζομε ότι πρώτη απ' όλες τις αρετές είναι η ταπεινοφροσύνη, όπως και πρώτο απ' όλα τα πάθη είναι η γαστριμαργία και η επιθυμία των υλικών πραγμάτων!


76. Πρέπει να έχομε υπόψη ακατάπαυστα οι φρόνιμοι άνθρωποι ότι με το να υποφέρομε μικρούς και λιγόκαιρους κόπους στη ζωή, πολύ μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση απολαμβάνομε μετά το θάνατο. Γι΄αυτό εκείνος που πολεμά κατά των παθών του και θέλει να στεφανωθεί από το Θεό, αν πέσει σε αμαρτία, ας μη χάσει το θάρρος του και μείνει στη πτώση του απελπισμένος, αλλά να σηκωθεί και ν' αρχίσει πάλι να αγωνίζεται και να φροντίσει να στεφανωθεί. Και αν ξαναπέσει, πρέπει μέχρι την τελευταία αναπνοή να σηκώνεται. Γιατί οι σωματικοί κόποι είναι όπλα και μέσα για ν' αποκτήσομε τις αρετές και σώζουν την ψυχή.


77. Οι θλίψεις και τα λυπηρά που συμβαίνουν στη ζωή, γίνονται αφορμή στους ανδρείους και άξιους αγωνιστές να στεφανωθούν από το Θεό. Γι' αυτό πρέπει στη ζωή τους να γίνουν σαν νεκροί για όλα τα βιοτικά πράγματα. γιατί ο νεκρός δεν θα φροντίσει ποτέ για τίποτε αυτού του κόσμου.


78. Δεν πρέπει η λογική και αγωνιζόμενη ψυχή, ευθύς αμέσως να φοβάται και να δειλιάζει απέναντι στα πάθη, γιατί έτσι θα θεωρηθεί δειλή και θα περιφρονηθεί. Γιατί η ψυχή που ταράζεται από τις φαντασίες της ζωής, απομακρύνεται από τα πρέποντα. Στα αιώνια αγαθά προηγούνται οι αρετές της ψυχής μας, ενώ στις αιώνιες κολάσεις αιτία είναι οι θεληματικές κακίες των ανθρώπων.


79. Ο λογικός άνθρωπος πολεμείται δια μέσου των αισθήσεων από τα ψυχικά πάθη. Πέντε είναι οι αισθήσεις του σώματος: όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση, αφή. Υποκύπτοντας μέσω των αισθήσεων αυτών στα τέσσερα πάθη αιχμαλωτίζεται η άθλια ψυχή. Κι είναι αυτά τα τέσσερα πάθη της ψυχής: κενοδοξία, χαρά, θυμός, δειλία. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος με τη φρόνηση και την επανειλημμένη σκέψη σαν καλός στρατηγός γίνει κύριος των παθών και τα νικήσει, δεν πολεμείται πλέον από αυτά, αλλά έχει ειρήνη στην ψυχή του και στεφανώνεται από το Θεό ως νικητής.


80. Από εκείνους που διανυκτερεύουν στα πανδοχεία, μερικοί βρίσκουν κρεβάτια. άλλοι δεν έχουν κρεβάτι. κοιμούνται στο πάτωμα και εντούτοις ροχαλίζουν όπως κι εκείνοι που κοιμούνται σε κρεβάτι. Κι όταν περάσει η νύχτα, πρωί- πρωί αφήνουν το κρεβάτι τους και το πανδοχείο και φεύγουν όλοι μαζί, έχοντας μόνο τα πράγματά τους. Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι όσοι γεννιούνται σ' αυτόν τον κόσμο, και οι φτωχοί και οι πλούσιοι και επίσημοι, βγαίνουν από την ζωή σαν από πανδοχείο, χωρίς να παίρνουν μαζί τους τίποτε από τις απολαύσεις του βίου και από τα πλούτη τους, παρά μόνον τα έργα τους, καλά ή κακά, όσα έκαναν στη ζωή τους.


81. Αν κατέχεις καμιά υψηλή εξουσία, μη φοβερίσεις εύκολα κανέναν με θάνατο, έχοντας υπόψη σου ότι και συ φυσικώς είσαι υποκείμενος στο θάνατο και ότι η ψυχή βγάζει από πάνω της το σώμα σαν τελευταίο ένδυμα. Αυτό έχοντας υπόψη σου να εξασκείσαι πάντοτε στην πραότητα και να ευεργετείς, ευχαριστώντας πάντοτε το Θεό. Γιατί εκείνος που δεν ευσπλαχνίζεται τους άλλους δεν έχει αρετή πάνω του.


82. Το θάνατο, είναι αδύνατο και δεν υπάρχει τρόπος να τον αποφύγομε. Αυτό το γνωρίζουν οι πραγματικά στοχαστικοί άνθρωποι και γυμνασμένοι στις αρετές και στις θεάρεστες σκέψεις, και δέχονται το θάνατο χωρίς στεναγμούς και φόβο και υπερβολική λύπη, έχοντας υπόψη ότι δεν μπορούν να τον αποφύγουν και ότι μ' αυτόν γλυτώνουν από τα κακά και δυσάρεστα του βίου.


83. Εκείνους που έχουν λησμονήσει ολότελα την ενάρετη ζωή που είναι αρεστή στο Θεό και δεν πιστεύουν τις σωστές και θεάρεστες διδασκαλίες, δεν πρέπει να τους μισούμε αλλά μάλλον να τους συμπονούμε, γιατί είναι βλαμμένη η διακριτική δύναμη της ψυχής τους και είναι τυφλή η καρδιά και η διάνοιά τους. Αυτοί χάνονται γιατί από άγνοια δέχτηκαν το κακό ως καλό και δεν γνωρίζουν το Θεό οι τρισάθλιοι και μωροί.


84. Να αποφεύγεις να μιλάς για την αρετή και την ευσέβεια στους πολλούς. Δεν το λέω αυτό από φθόνο, αλλά γιατί κατά την γνώμη μου θα φανείς γελοίος στους ανόητους. Το όμοιο χαίρεται με το όμοιό του. Οι λόγοι για την αρετή και την ευσέβεια έχουν λίγους ακροατές και ίσως εντελώς μετρημένους. Καλύτερα να μην μιλάς, παρεκτός μόνο εκείνα που θέλει ο Θεός για την σωτηρία του ανθρώπου.


85. Η ψυχή πάσχει μαζί με το σώμα, ενώ το σώμα δεν πάσχει μαζί με την ψυχή. Λόγου χάρη, όταν κόβεται το σώμα, υποφέρει και η ψυχή. Όταν το σώμα είναι δυνατό και γερό, συνευχαριστιέται το παθητικό μέρος της ψυχής. Όταν όμως σκέφτεται η ψυχή, δεν σκέφτεται και το σώμα, αλλά μένει μόνο του κατά μέρος, γιατί η σκέψη είναι ιδιότητα της ψυχής. Όπως και η άγνοια, η υπερηφάνεια, η απιστία, η πλεονεξία, το μίσος, ο φθόνος, η οργή, η αδιαφορία, η κενοδοξία, η επιθυμία της τιμής, η διχόνοια και η αίσθηση του καλού. όλα αυτά τα ενεργεί η ψυχή.


86. Έχοντας το νου σου στο Θεό, να είσαι ευσεβής, δηλαδή χωρίς φθόνο, αγαθός, εγκρατής, πράος, να δίνεις όσο μπορείς, να είσαι κοινωνικός, ειρηνικός και τα παρόμοια, Γιατί αυτή είναι η αναφαίρετη περιουσία της ψυχής, το να είσαι αρεστός στο Θεό με τις παραπάνω αρετές. με το να μην κρίνεις κανένα, ούτε να λες οτι ο τάδε είναι κακός και αμάρτησε, αλλά καλύτερα να αναζητείς τα δικά σου αμαρτήματα και να εξετάζεις τη ζωή σου αν είναι αρεστή στο Θεό. Τι μας ενδιαφέρει αν ο άλλος είναι κακός;


87. Ο αληθινός άνθρωπος φροντίζει να είναι ευσεβής. Και ευσεβής είναι εκείνος που δεν επιθυμεί τα ξένα πράγματα. Ξένα για τον άνθρωπο είναι όλα τα κτίσματα, και σαν εικόνα του Θεού που είναι, όλα τα περιφρονεί. Γίνεται ο άνθρωπος εικόνα του Θεού όταν ζει ορθά και θεάρεστα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει, αν δεν απομακρυνθεί ο άνθρωπος από τις μέριμνες της ζωής. Εκείνος που έχει νου που αγαπά το Θεό, γνωρίζει πόση ψυχική ωφέλεια και ευλάβεια προέρχεται από αυτό. Ο θεοσεβής άνθρωπος δεν κατηγορεί κανένα για τις αμαρτίες του παρά μόνο τον εαυτό του. Και αυτό είναι σημάδι σωτηρίας της ψυχής.


88. Όσοι φροντίζουν να αποκτήσουν τα πρόσκαιρα αγαθά ακόμη και με την βία, και αγαπούν τα έργα της κακίας αψηφώντας το θάνατο και την απώλεια της ψυχής τους, χωρίς να βλέπουν οι άθλιοι το συμφέρον τους, τούτοι δεν λογαριάζουν τι υποφέρουν οι άνθρωποι μετά το θάνατο από την κακία.


89. Η κακία είναι πάθος που βρίσκεται στην ύλη. Της κακίας όμως δεν είναι αίτιος ο Θεός. Αυτός έδωσε στους ανθρώπους γνώση και επιτηδειότητα και την ιδιότητα να διακρίνουν το καλό από το κακό και αυτεξουσιότητα. Αυτό που γεννά όλα τα πάθη της κακίας είναι η αμέλεια και η οκνηρία των ανθρώπων. ο Θεός δεν φταίει διόλου σ' αυτό. Από την κακή τους προαίρεση οι δαίμονες έγιναν πονηροί, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι.


90. Ο άνθρωπος που είναι αχώριστος από την ευσέβεια, δεν επιτρέπει να εισχωρήσει κρυφά η κακία στην ψυχή του. Όταν απουσιάζει η κακία, τότε η ψυχή ούτε κίνδυνο έχει, ούτε βλάπτεται από τίποτε. Τέτοιους ανθρώπους ούτε απαίσιος δαίμονας, ούτε κακή μοίρα τους κυριεύει, γιατί ο Θεός τους γλυτώνει από κινδύνους και ζουν χωρίς να υποστούν βλάβη, θείοι και έξοχοι. Και αν κανείς επαινέσει έναν τέτοιον άνθρωπο, αυτός γελά μέσα του γι' αυτούς που τον επαινούν. Και αν κανείς τον κατηγορεί, δεν δικαιολογείται σε όσους τον κατηγορούν. ούτε καν αγανακτεί για ό,τι του λένε.


91. Η κακία ακολουθεί την ανθρώπινη φύση όπως η σκουριά το χαλκό και η ακαθαρσία το σώμα. Αλλά ούτε ο χαλκουργός έκανε τη σκουριά, ούτε οι γονείς την ακαθαρσία. Έτσι ούτε την κακία την έκανε ο Θεός. Έδωσε γνώση στον άνθρωπο και δύναμη να διακρίνει για να αποφύγει το κακό, γνωρίζοντας ότι βλάπτεται από το κακό και τιμωρείται. Πρόσεχε λοιπόν μήπως δει κανένα να είναι ευτυχής μέσα σε εξουσία και πλούτο και τον καλοτυχίσεις, παρασυρόμενος από τον δαίμονα. Αλλά ευθύς να βάλεις το θάνατο μπροστά στα μάτια σου και ποτέ δεν θα επιθυμήσεις κανένα κακό ή γήινο.


92. Ο Θεός μας στα επουράνια χάρισε την αθανασία και τα επίγεια τα έβαλε μέσα στην μεταβολή. Στο σύμπαν δώρισε ζωή και κίνηση. Όλα αυτά για χάρη του ανθρώπου. Γι' αυτό να μην παρασύρεσαι από τα εξωτερικά φαινόμενα του βίου που υποβάλλει στο νου σου ο διάβολος – γιατί αυτός είναι που υποβάλλει στην ψυχή τις πονηρές ενθυμήσεις-, αλλά ευθύς να θυμάσαι τα ουράνια αγαθά και να λες στον εαυτό σου: «Αν θέλω, μπορώ να νικήσω κι αυτό το πάθος. Δε θα νικήσω όμως αν θέλω να πετύχω την δική μου όρεξη». Έτσι λοιπόν να ασκείσαι, γιατί έτσι μπορείς να σώσεις την ψυχή σου.


93. Ζωή είναι η ένωση και σχέση του νου, της ψυχής και του σώματος. Ο θάνατος δεν είναι καταστροφή αυτών που ενώθηκαν, αλλά διάλυση της γνώσεώς τους. Γιατί μέσα στο Θεό διατηρούνται όλα και μετά τη διάλυσή τους.


94. Ο νους δεν είναι ψυχή αλλά δωρεά του Θεού που σώζει τη ψυχή και προηγείται και την συμβουλεύει – δηλαδή ο νους που είναι ευάρεστος στο Θεό. Τη συμβουλεύει λοιπόν, τα πρόσκαιρα και υλικά και φθαρτά να τα καταφρονήσει και να ερωτευθεί τα αιώνια και άφθαρτα και άυλα αγαθά. Και ενώ θα ζει με το σώμα στη γη, να κατανοεί με το νου και να θεωρεί όλα τα ουράνια και τα σχετικά με το Θεό. Ο θεοφιλής λοιπόν νους είναι ευεργέτης και σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου.


95. Η ψυχή όταν ενωθεί με το σώμα, ευθύς από την λύπη και την ηδονή σκοτίζεται και χάνεται. Και είναι η λύπη και η ηδονή σαν τους χυμούς του σώματος. Ο νους που αγαπά το Θεό κάνει το αντίθετο. στενοχωρεί το σώμα και σώζει την ψυχή, σαν γιατρός που κατακόβει και καυτηριάζει τα σώματα.


96. Όσες ψυχές δεν έχουν ηνίοχο το λογικό και δεν κυβερνιούνται από το νου, για να σφίγγει και να αναχαιτίζει και να κυβερνά τα πάθη τους, δηλ. τη λύπη και την ηδονή, αυτές οι ψυχές χάνονται σαν τα άλογα ζώα, με το να παρασύρεται η λογική δύναμη της ψυχής από τα πάθη σαν τον ηνίοχο που νικήθηκε από τα άλογα του αμαξιού.


97. Πολύ μεγάλη ασθένεια της ψυχής και αφανισμός και καταστροφή είναι το να μην γνωρίζει το Θεό, που όλα τα δημιούργησε για τον άνθρωπο και του δώρισε το νου και το λογικό, με τα οποία πετώντας ο άνθρωπος, ενώνεται με τον Θεό και Τον εννοεί και Τον δοξάζει.


98. Η ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα, στην ψυχή βρίσκεται ο νους και μέσα στο νου βρίσκεται το λογικό. Με αυτά στοχαζόμαστε και δοξολογούμε το Θεό, ο Οποίος παρέχει στην ψυχή την αθανασία, την αφθαρσία και την αιώνια απόλαυση. Επειδή ο Θεός σε όλα τα όντα, μόνο από αγαθότητα, χάρισε την ύπαρξη.


99. Ο Θεός αφού έκανε τον άνθρωπο αυτεξούσιο, ως πλουσιόδωρος και αγαθός που είναι, του έδωσε και την δύναμη, αν θέλει, να γίνεται αρεστός σ' Αυτόν. Και αρέσει στο Θεό το να μην υπάρχει κακία στους ανθρώπους. Αν τώρα οι άνθρωποι επαινούν τα καλά έργα και τις αρετές της αγίας ψυχής που αγαπά το Θεό και κατηγορούν τις αισχρές και πονηρές πράξεις, πόσο μάλλον ο Θεός, ο Οποίος θέλει τη σωτηρία του ανθρώπου;


100. Τα αγαθά από τον αγαθό Θεό τα παίρνει ο άνθρωπος. γι' αυτό το σκοπό και δημιουργήθηκε από το Θεό. Τα κακά επισύρει ο άνθρωπος ο ίδιος στον εαυτό του εξαιτίας της κακίας, της επιθυμίας και της αναισθησίας του.


101. Η ασυλλόγιστη ψυχή, ενώ είναι αθάνατη και κυριαρχεί πάνω στο σώμα, γίνεται δούλη του σώματος με τις ηδονές και δεν εννοεί ότι η σωματική απόλαυση είναι βλάβη της ψυχής. Πέφτοντας σε αναισθησία και μωρία, φροντίζει μόνο για τις απολαύσεις του σώματος.


102. Ο Θεός είναι αγαθός, ο άνθρωπος είναι πονηρός. Κανένα κακό δεν υπάρχει στον ουρανό, κανένα καλό δεν υπάρχει πάνω στη γη. Ο λογικός άνθρωπος διαλέγει το καλύτερο και γνωρίζει το Θεό των όλων και Τον ευχαριστεί και Τον υμνεί. και όσο ζει αποστρέφεται το σώμα του και δεν επιτρέπει στον εαυτό του να εκτελέσει τις πονηρές επιθυμίες του, γιατί γνωρίζει ότι έχουν την δύναμη να οδηγούν τον άνθρωπο στην απώλεια.


103. Ο πονηρός άνθρωπος αγαπά την πλεονεξία και περιφρονεί τη δικαιοσύνη και την αρετή. και ούτε την αβεβαιότητα και την ακαταστασία και το λιγόχρονο της ζωής συλλογίζεται, ούτε τον θάνατο που είναι αναπόφευκτος και δεν μπορεί κανείς με δώρα να τον δελεάσει. Αν είναι γέροντας αισχρός και ασυλλόγιστος, τότε είναι σαν το σάπιο ξύλο που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τίποτε.


104. Όταν έχομε πρώτα δοκιμάσει εκείνα που μας λυπούν και μας στενοχωρούν, τότε αισθανόμαστε τη χαρά και την ηδονή. Λόγου χάρη, δεν πίνει κανείς ευχάριστα αν δεν διψάσει, ούτε τρώει ευχάριστα αν δεν πεινάσει, ούτε κοιμάται μ' ευχαρίστηση αν δεν νυστάξει πάρα πολύ, ούτε χαίρεται πραγματικά αν πρωτύτερα δεν λυπηθεί. Έτσι ούτε τα αιώνια αγαθά θα απολαύσομε αν δεν καταφρονήσομε τα πρόσκαιρα και λιγόκαιρα.


105. Το λογικό είναι υπηρέτης του νου. Ό,τι θέλει ο νους, εξηγεί και εκφράζει το λογικό.


106. Ο νους βλέπει τα πάντα, ακόμα και τα επουράνια. τίποτε δεν τον σκοτεινιάζει παρά μόνο η αμαρτία. Στον καθαρό νου τίποτε δεν είναι ακατανόητο, όπως και για τον λόγο τίποτε δεν υπάρχει που να μην μπορεί να το εκφράσει.


107. Ο άνθρωπος εξαιτίας του σώματος είναι θνητός, αλλά εξαιτίας του νου και του λογικού είναι αθάνατος. Ενώ σωπαίνεις σκέφτεσαι, κι όταν σκεφτείς μιλάς, γιατί μέσα στη σιωπή ο νους γεννά το λόγο. Ευχάριστος λόγος που προσφέρεται στο Θεό, είναι σωτηρία του ανθρώπου.


108. Εκείνος που μιλάει τα ασυλλόγιστα δεν έχει νου, γιατί δε μιλά έπειτα από σκέψη. Αλλά σκέψου και κοίταξε τι συμφέρει να κάνεις για τη σωτηρία της ψυχής σου.


109. Ο λόγος που βγαίνει από το νου έπειτα από σκέψη και είναι ψυχωφελής, είναι δωρεά του Θεού. Αντίθετα, ο λόγος που είναι γεμάτος φλυαρία και συζητεί για το μέγεθος και τις διαστάσεις του ουρανού και της γης και πόσο μεγάλος είναι ο ήλιος και τα άστρα, είναι εφεύρημα ανθρώπου που ματαιοπονεί. Γιατί ζητά εκείνα που δεν ωφελούν, κομπάζοντας μάταια, σαν να θέλει να αντλήσει νερό με το κόσκινο. Αυτά όμως δεν είναι δυνατό να τα βρουν οι άνθρωποι.


110. Κανένας δε βλέπει τον ουρανό και δεν μπορεί να εννοήσει όσα αυτός περιέχει, παρά μόνο ο άνθρωπος που φροντίζει να ζει ενάρετα και συλλογίζεται και δοξάζει Εκείνον που τον έπλασε για να τον σώσει και να του χαρίσει τη ζωή. Γιατί γνωρίζει αυτός ο άνθρωπος που αγαπά το Θεό ότι χωρίς το Θεό τίποτε δεν υπάρχει. Ο Θεός είναι σε κάθε τόπο και σε κάθε πράγμα, επειδή είναι απεριόριστος.


111. 'Οπως βγαίνει ο άνθρωπος από την κοιλιά της μητέρας του, έτσι βγαίνει γυμνή και η ψυχή από το σώμα. Άλλη καθαρή και φωτεινή, άλλη λερωμένη από τα σφάλματα και άλλη μαύρη από τις πολλές αμαρτίες της. Γι' αυτό η ψυχή που χρησιμοποιεί ορθά το λογικό της και αγαπά το Θεό, βάζει στο νου της και συλλογίζεται τα μετά θάνατον κακά και ζει με ευσέβεια για να μην καταδικαστεί και πέσει μέσα σ' αυτά. Εκείνοι που απιστούν, ζουν με ασέβεια και αμαρτάνουν, περιφρονώντας οι ανόητοι τα μετά θάνατον.


112. Όπως όταν βγει ο άνθρωπος από την κοιλιά της μητέρας του δεν θυμάται τίποτε από τη ζωή που είχε εκεί, έτσι και όταν βγεις από το σώμα δεν θυμάσαι τα του σώματος.


113. Όπως όταν βγεις από την κοιλιά της μητέρας σου, γίνεται καλύτερο και μεγαλύτερο το σώμα σου, έτσι όταν βγεις από το σώμα καθαρός και χωρίς κηλίδες, θα είσαι καλύτερος και άφθαρτος διαμένοντας στους ουρανούς.


114. Όπως όταν τελειοποιηθεί το έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μητέρας, είναι ανάγκη να γεννηθεί, έτσι και η ψυχή όταν συμπληρώσει μέσα στο σώμα το όριο που έχει θέσει ο Θεός, είναι ανάγκη να βγει από το σώμα.


115. Όπως μεταχειριστείς την ψυχή σου όσο βρίσκεται στο σώμα σου, κατά τον ίδιο τρόπο θα σε μεταχειριστεί και αυτή όταν βγει από το σώμα. Εκείνος που περιποιήθηκε το σώμα του πλούσια και τρυφηλά, προξενεί κακό στον εαυτό του μετά τον θάνατο, γιατί καταδίκασε την ψυχή του ως ανόητος.


116. Όπως το έμβρυο όταν βγει από την κοιλιά της μητέρας του πρόωρα δεν μπορεί να επιβιώσει, έτσι και η ψυχή όταν βγει από το σώμα χωρίς να έχει φτάσει στη γνώση του Θεού με την ενάρετη ζωή της, δεν μπορεί να σωθεί ή να ενωθεί με το Θεό.


117. Το σώμα όταν ενώνεται με την ψυχή, βγαίνει από το σκοτάδι της κοιλιάς στο φως. Και η ψυχή όταν ενώνεται με το σώμα, δεσμεύεται στο σκοτάδι του σώματος. Γι' αυτό πρέπει να μισούμε και να παιδεύομε το σώμα σαν εχθρό και αντίπαλο της ψυχής. Γιατί τα άφθονα και ορεκτικά φαγητά διεγείρουν τα πάθη της κακίας στους ανθρώπους. ενώ η εγκράτεια στο φαγητό μετριάζει τα πάθη και σώζει την ψυχή.


118. Η όραση του σώματος είναι τα μάτια ενώ η όραση της ψυχής είναι ο νους. Και όπως το σώμα χωρίς τα μάτια είναι τυφλό και δεν βλέπει τον ήλιο που φωτίζει την γη και την θάλασσα, έτσι και η ψυχή που δεν έχει καλό και φρόνιμο νου και ενάρετη ζωή, είναι τυφλή και δεν κατανοεί τον Θεό, τον δημιουργό και ευεργέτη των όλων,ούτε Τον δοξάζει, ούτε μπορεί να απολαύσει την αφθαρσία Του και τα αιώνια αγαθά.


119. Αναισθησία και μωρία της ψυχής είναι η άγνοια του Θεού. Γιατί το κακό γεννιέται από την άγνοια, ενώ το αγαθό έρχεται στους ανθρώπους από τη γνώση του Θεού και σώζει την ψυχή. Αν λοιπόν δεν προσπαθείς να πραγματοποιείς τα δικά σου θελήματα, αλλά παραμένεις άγρυπνος και γνωρίζεις το θέλημα του Θεού, τότε έχεις το νου σου προσηλωμένο στις αρετές. Αν όμως φροντίζεις να κάνεις τις κακές σου επιθυμίες για χάρη της ηδονής, τότε είσαι σαν μεθυσμένος από την άγνοια του Θεού και χάνεσαι σαν τα άλογα ζώα, γιατί δεν συλλογίζεσαι τις μετά θάνατον τιμωρίες.


120. Πρόνοια είναι εκείνα που γίνονται κατά θεία φυσική αιτία, όπως η ανατολή και δύση του ηλίου καθημερινά και η καρποφορία της γης. Έτσι και νόμος λέγεται εκείνο που γίνεται σύμφωνα με μία ανθρώπινη φυσική ανάγκη. Όλα έγιναν για χάρη του ανθρώπου.


121. Όσα κάνει ο Θεός, επειδή είναι αγαθός, τα κάνει για χάρη του ανθρώπου. Όσα κάνει ο άνθρωπος είτε καλά είτε κακά, τα κάνει για χάρη του εαυτού του. Και για να μην θαυμάζεις την ευτυχία των κακών ανθρώπων, έχε υπόψη σου ότι και οι πόλεις διατηρούν και τρέφουν τους δήμιους χωρίς να τους επαινούν για την κακή τους ιδιότητα, αλλά με αυτούς τιμωρούν τους κακοποιούς. Έτσι και ο Θεός επιτρέπει στους κακούς να φέρονται δυναστικά στους άλλους, ώστε με αυτούς να τιμωρούνται οι ασεβείς. Στο τέλος κι αυτούς τους καταδικάζει, επειδή τυράννησαν τους ανθρώπους όχι ως υπηρέτες του Θεού, αλλά ως δούλοι της δικής τους κακίας.


122. Αν οι ειδωλολάτρες γνώριζαν τι σέβονται, δεν θα πλανιόνταν οι άθλιοι μακριά από την αληθινή πίστη, αλλά βλέποντας την ευπρέπεια και την τάξη και την πρόνοια εκείνων που έκανε και κάνει συνεχώς ο Θεός, θα γνώριζαν Εκείνον που έκανε όλα αυτά για χάρη του ανθρώπου.


123. Ο άνθρωπος σαν κακός και άδικος που είναι, μπορεί και να σκοτώσει άνθρωπο. Ο Θεός όμως δεν παύει να χαρίζει ζωή στους ανάξιους. Ως πλουσιόδωρος και αγαθός από την φύση Του, θέλησε να γίνει ο κόσμος και έγινε. Και αυτό γίνεται για χάρη του ανθρώπου και για τη σωτηρία του.


124. Άνθρωπος είναι εκείνος που εννόησε τι είναι το σώμα, ότι δηλαδή είναι φθαρτό και λιγόχρονο.Ένας τέτοιος άνθρωπος εννοεί και την ψυχή ότι έχει θεϊκή καταγωγή, ότι είναι αθάνατη και πνοή του Θεού και ότι για δοκιμασία και θέωση συνδέθηκε με το σώμα. Εκείνος που εννόησε τι είναι η ψυχή, ζει με σωστό και θεάρεστο τρόπο και δεν υπακούει στο σώμα του, αλλά βλέποντας νοερά το Θεό σκέφτεται και τα αιώνια αγαθά που χαρίζει ο Θεός στη ψυχή.


125. Ο Θεός ως αγαθός και πλουσιόδωρος, έδωσε στον άνθρωπο το δικαίωμα και την ελευθερία να κάνει το καλό ή το κακό. Του έδωσε ακόμη και γνώση για να παρατηρεί τον κόσμο και τα δημιουργήματα και να γνωρίσει Εκείνον που όλα τα δημιούργησε για χάρη του ανθρώπου. Στο βέβηλο όμως και ασεβή, επιτρέπεται να θέλει και να μην εννοεί τον Θεό. Μπορεί δηλαδή και να απιστεί και να μην κατορθώνει να μάθει την αλήθεια και να φρονεί αντίθετα προς αυτή. Τόση εξουσία έχει ο άνθρωπος πάνω στο καλό και στο κακό.


126. Προσταγή του Θεού είναι όσο μεγαλώνει το σώμα, να γεμίζει η ψυχή από νου, για να βλέπει ο άνθρωπος το καλό και το κακό και να διαλέξει. Η ψυχή όμως που δεν διαλέγει το καλό, δεν έχει νου. Επομένως όλα τα σώματα έχουν ψυχή, δεν έχουν όμως όλες οι ψυχές, νου. Γιατί ο νους που αγαπά το Θεό υπάρχει στους φρόνιμους και όσιους και δίκαιους και καθαρούς και αγαθούς και ελεήμονες και ευσεβείς. Και η παρουσία τέτοιου νου βοηθά τον άνθρωπο να πλησιάσει το Θεό.


127. Ένα πράγμα μόνο δεν είναι δυνατό στον άνθρωπο, το να είναι αθάνατος (δηλαδή κατά το σώμα, επειδή η ψυχή είναι αθάνατη. αλλά και το σώμα μετά την ανάσταση των νεκρών θα γίνει αθάνατο). Να ενωθεί όμως με το Θεό του είναι δυνατό, αν καταλάβει ότι μπορεί να ενωθεί. Γιατί ο άνθρωπος που θέλει και σταχάζεται και πιστεύει και αγαπά, με την ενάρετη ζωή του γίνεται αχώριστος σύντροφος του Θεού.


128. Το μάτι του ανθρώπου μόνο τα φαινόμενα και ορατά βλέπει. Ο νους παρατηρεί και εννοεί τα αόρατα. Γιατί ο νους που αγαπά το Θεό είναι φως της ψυχής. και όποιος έχει νου θεοφιλή, είναι φωτισμένη η καρδιά του και βλέπει το Θεό νοερά.


129. Κανένας αγαθός άνθρωπος δεν είναι αισχρός. Αλλά εκείνος που δεν είναι καλός, είναι οπωσδήποτε κακός και φίλος του σώματος. Πρώτη αρετή του ανθρώπου είναι η περιφρόνηση της σάρκας. Γιατί ο αποχωρισμός από τα πρόσκαιρα και φθαρτά και υλικά, που γίνεται με τη θέλησή μας και όχι εξαιτίας της φτώχειας, μας κάνει κληρονόμους των αιωνίων και αθανάτων αγαθών.


130. Ο άνθρωπος που έχει νου γνωρίζει τον εαυτό του τι είναι, ότι δηλαδή ως άνθρωπος είναι φθαρτός. Εκείνος που γνωρίζει τον εαυτό του, γνωρίζει ότι όλα είναι δημιουργήματα του Θεού και δημιουργήθηκαν για την σωτηρία του ανθρώπου. Είναι στην εξουσία του ανθρώπου να εννοήσει τα πάντα και να πιστέψει σωστά. Και γνωρίζει ασφαλώς ένας τέτοιος άνθρωπος ότι εκείνοι που περιφρονούν τα βιοτικά πράγματα ελάχιστα κοπιάζουν, ενώ κερδίζουν απόλαυση και ανάπαυση αιώνια από το Θεό μετά το θάνατο.


131. Όπως το σώμα χωρίς την ψυχή είναι νεκρό, έτσι και η ψυχή χωρίς την επιτηδειότητα να νοεί, είναι ακαλλιέργητη και άχρηστη και δεν μπορεί να γίνει κληρονόμος του Θεού.


132. Απ' όλα τα δημιουργήματα ο Θεός ακούει μόνο τον άνθρωπο, μόνο στον άνθρωπο φανερώνεται. Φιλάνθρωπος είναι ο Θεός όπου και αν είναι και φέρεται πάντοτε ως Θεός. Μόνον ο άνθρωπος είναι αντάξιος προσκυνητής του Θεού. Για χάρη του ανθρώπου ο Θεός μεταμορφώνεται.


133. Ο Θεός για χάρη του ανθρώπου έπλασε τα πάντα, τον ουρανό με τα ουράνια σώματα που τον στολίζουν, όπως και τη γη που οι άνθρωποι καλλιεργούν για τον εαυτό τους. Εκείνοι που δεν αισθάνονται την τόσο μεγάλη πρόνοια του Θεού, είναι ανόητοι.


134. Το καλό δε φαίνεται, όπως και τα ουράνια. Το κακό είναι φανερό, οπως και τα επίγεια. Καλό είναι εκείνο που δεν συγκρίνεται με τίποτε. Ο άνθρωπος που έχει φρόνηση διαλέγει το καλύτερο. Γιατί μόνον ο άνθρωπος μπορεί να εννοήσει το Θεό και τα δημιουργήματά Του.


135. Ο νους φανερώνεται μέσα στην ψυχή, ενώ η υλική φύση φανερώνεται στο σώμα. Ο νους φέρνει σε θέωση την ψυχή, ενώ η υλική φύση του σώματος διαλύεται. Και σε κάθε σώμα υπάρχει υλική σύσταση, δεν υπάρχει όμως και σε κάθε ψυχή φρόνηση. Γι' αυτό το λόγο και δεν σώζεται κάθε ψυχή.


136. Η ψυχή είναι στον κόσμο, γιατί είναι γεννημένη, ενώ ο νους είναι παραπάνω από τον κόσμο, γιατί είναι αγέννητος. Η ψυχή όμως που αντιλαμβάνεται τα πράγματα του κόσμου και επιθυμεί να σωθεί, κάθε στιγμή έχει ένα νόμο απαράβατο και συλλογίζεται ότι τώρα είναι ο αγώνας, τώρα δίνει εξετάσεις και δεν επιτρέπεται να διακόψει τον κριτή. σκέφτεται ότι η ψυχή σώζεται ή χάνεται για μια μικρή και αισχρή ηδονή.


137. Στη γη δημιουργήθηκε από το Θεό γέννηση και θάνατος, ενώ στον ουρανό πρόνοια και το αμετάβλητο. Και όλα έγιναν για χάρη του ανθρώπου και για τη σωτηρία του. Γιατί ο Θεός ενώ δεν έχει ανάγκη από τίποτε, δημιούργησε για τους ανθρώπους τον ουρανό και τη γη και τα στοιχεία του κόσμου, προσπαθώντας να τους εξασφαλίσει μ' αυτά την απόλαυση κάθε αγαθού.


138. Τα θνητά είναι κατώτερα από τα αθάνατα. Αλλά τα αθάνατα υπηρετούν τα θνητά. με άλλα λόγια τα στοιχεία της φύσεως έγιναν για τον άνθρωπο, εξαιτίας της φιλανθρωπίας και της φυσικής αγαθότητας του Δημιουργού Θεού.


139. Όποιος έγινε φτωχός και δεν μπορεί να βλάψει, δεν λογαριάζεται ως ευσεβής στην πράξη. Εκείνος τώρα που μπορεί να βλάψει και όμως την δύναμή του δεν την μεταχειρίζεται για το κακό, αλλά λυπάται τους ανθρώπους που στέκουν χαμηλότερα, εξαιτίας της ευσέβειάς του προς το Θεό, αυτός δέχεται αμοιβές ωφέλιμες στη ζωή και μετά το θάνατο.


140. Πολλοί είναι οι δρόμοι της σωτηρίας των ανθρώπων από φιλανθρωπία του Θεού. Γίνονται δρόμοι επιστροφής των ψυχών που τις ανεβάζουν στους ουρανούς. Και οι ψυχές των ανθρώπων παίρνουν μετά το θάνατο αμοιβές για την αρετή τους και τιμωρίες για τα αμαρτήματά τους.


141. Ο Υιός είναι μέσα στον Πατέρα, το Πνεύμα μέσα στον Υιό και ο Πατέρας μέσα στον Υιό και το Πνεύμα. Και με την πίστη γνωρίζει ο άνθρωπος όλα τα αόρατα και νοητά. Πίστη είναι η θεληματική συγκατάθεση της ψυχής.


142. Εκείνοι που για κάποιους λόγους ή δύσκολες περιστάσεις αναγκάζονται να κολυμπήσουν και στα μεγαλύτερα ποτάμια, αν είναι προσεκτικοί σώζονται. γιατί κι αν τα ρεύματα τυχαίνει να είναι ορμητικά και μπορούν να τους καταπιούν, πιάνονται απ' οτιδήποτε φυτρώνει στην όχθη και σώζονται. Όσοι όμως βρέθηκαν μεθυσμένοι (όταν παρουσιάστηκε η ανάγκη να πέσουν στο ποτάμι), ακόμη κι αν έχουν σπουδάσει άπειρες φορές στην εντέλεια το κολύμπι, βουλιάζουν κάτω από το ρεύμα και βγαίνουν από τον κύκλο των ζωντανών. Έτσι και η ψυχή όταν πέσει μέσα στον παρασυρμό και τον παραδαρμό των ρευμάτων του βίου, αν δεν ξεζαλιστεί από την κακία των υλικών πραγμάτων και δε σκεφτεί καλά ότι ενώ είναι θεϊκή και αθάνατη συνδέθηκε με το λιγόχρονο και πολυπαθές και θνητό σώμα για να δοκιμαστεί, τραβιέται προς τα κάτω από τις σωματικές ηδονές στην απώλεια. Και περιφρονώντας τον εαυτό της και μεθυσμένη από την άγνοια του Θεού και μη έχοντας συναίσθηση του εαυτού της, χάνεται και βγαίνει από τον κύκλο εκείνων που σώζονται. Γιατί το σώμα πολλές φορές σαν ποτάμι μας συμπαρασύρει σε άτοπες ηδονές.


143. Η λογική ψυχή που είναι στερεωμένη πάνω στην καλή της προαίρεση, διευθύνει σαν καλός ηνίοχος το συναίσθημα και την επιθυμία, τα παράλογα πάθη της, και αφού τα νικήσει και τα συγκρατήσει και κυριαρχήσει πάνω σ' αυτά, στεφανώνεται και αξιώνεται του επουράνιου τρόπου ζωής, παίρνοντάς τον ως αμοιβή της νίκης από τον Δημιουργό της Θεό.


144. Η πραγματικά λογική ψυχή, όταν βλέπει οτι οι πονηροί είναι ευτυχείς και οι ανάξοι καλοπερνούν, δεν θορυβείται όπως κάνουν οι απερίσκεπτοι άνθρωποι. Γιατί γνωρίζει καλά ότι η τύχη είναι άστατη και ο βίος είναι αβέβαιος και σκοτεινός και η ζωή λιγόχρονη και η θεία δίκη αδωροδόκητη. Και πιστεύει μια τέτοια ψυχή ότι δεν την έχει παραμελήσει ο Θεός, αλλά της χορηγεί την τροφή που χρειάζεται.


145. Η σωματική ζωή και η απόλαυση του βίου με εξουσία και πολύ πλούτο, γίνονται θάνατος της ψυχής. Ενώ ο κόπος και η υπομονή και η στέρηση με ευχαριστία προς τον Θεό και ο θάνατος του σώματος, είναι ζωή και αιώνια απόλαυση της ψυχής.


146. Η λογική ψυχή περιφρονεί τα υλικά και την λιγόχρονη ζωή και στη θέση τους προτιμά την ουράνια απόλαυση και την αιώνια ζωή, που την παίρνει από το Θεό με την ενάρετη ζωή.


147. Όσοι φορούν ρούχα λερωμένα με βρωμερή λάσπη, λερώνουν εκείνους που τους πλησιάζουν. Παρόμοια οι κακοπροαίρετοι άνθρωποι που δεν ζουν με ευσέβεια, όταν συναναστρέφονται με απλούς και άκακους ανθρώπους, μολύνουν την ψυχή τους με τα βρωμερά και άπρεπα λόγια τους.


148. Αρχή της αμαρτίας είναι η επιθυμία, με την οποία χάνεται η λογική ψυχή. Και αρχή σωτηρίας και βασιλείας ουρανών είναι η αγάπη.


149. Ο χαλκός όταν τον παραμελήσομε, εξαιτίας του χρόνου και της αχρησίας σαπίζει από τη σκουριά και γίνεται άχρηστος και άσχημος. Κατά τον ίδιο τρόπο και η ψυχή όταν μένει αργή και δεν φροντίζει για ενάρετη ζωή και επιστροφή στο Θεό, χωρίζεται με τις κακές πράξεις από τη φύλαξη και τη βοήθεια του Θεού και εξαιτίας της κακίας που προέρχεται από την αμέλεια και τη φροντίδα που έχει μόνο για το σώμα, σαν τον χαλκό καταστρέφεται από τη σκουριά και γίνεται άσχημη και άχρηστη και ακατάλληλη για σωτηρία.


150. Ο Θεός είναι αγαθός και απαθής και αμετάβλητος. Αν κανείς αυτό το θεωρεί εύλογο και αληθές, απορεί όμως πως ο Θεός για τους αγαθούς χαίρεται ενώ τους κακούς τους αποστρέφεται, και εναντίον εκείνων που αμαρτάνουν οργίζεται, ενώ όταν υπηρετείται και λατρεύεται γίνεται ευμενής, πρέπει να του πούμε ότι ο Θεός ούτε χαίρεται ούτε οργίζεται. γιατί η λύπη και η χαρά είναι πάθη. ούτε με δώρα κολακεύεται, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι νικιέται από την ηδονή. Δεν πρέπει να κρίνομε τον Θεό με ανθρώπινα κριτήρια. Εκείνος είναι αγαθός και ωφελεί μόνο και ουδέποτε βλάπτει, αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος απαθής. Ενώ εμείς εφόσον είμαστε αγαθοί ενωνόμαστε με τον Θεό. Κι όταν είμαστε κακοί χωριζόμαστε από Αυτόν, επειδή είμαστε ανόμοιοι. Όταν ζούμε με αρετή ακολουθούμε τον Θεό, όταν όμως γινόμαστε κακοί, κάνομε εχθρό μας Εκείνον που δεν οργίζεται χωρίς λόγο. γιατί τα αμαρτήματα δεν αφήνουν τον Θεό να μας φωτίζει εσωτερικά, αλλά μας ενώνουν με τιμωρούς δαίμονες. Αν με προσευχές και ελεημοσύνες κερδίζομε την άφεση των αμαρτιών μας, δεν κολακεύομε και δεν μεταβάλλομε το Θεό, αλλά με τα καλά έργα μας και την επιστροφή μας σ' Αυτόν γιατρεύομε την κακία μας και απολαμβάνομε πάλι την αγαθότητα του Θεού. Ώστε το να λέμε ότι ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος κρύβει το φως του από τους τυφλούς.


151. Η ευσεβής ψυχή γνωρίζει το Θεό των όλων. Επειδή τίποτε άλλο δεν είναι η ευσέβεια παρά να κάνει κανείς το θέλημα του Θεού (και αυτό είναι γνώση του Θεού), να μην έχει δηλ. φθόνο, να έχει σωφροσύνη, να είναι πράος, ευεργετικός όσο μπορεί, κοινωνικός, ειρηνικός και όλα όσα αρέσουν στο θέλημα του Θεού.


152. Η γνώση και ο φόβος του Θεού θεραπεύουν τα πάθη που προξενεί στην ψυχή η ύλη. Όταν η ψυχή δεν γνωρίζει το Θεό, τα πάθη μένουν αθεράπευτα και προκαλούν το σάπισμα της ψυχής. Σαν να έχει χρόνια αγιάτρευτη πληγή η ψυχή σαπίζει από την κακία, πράγμα για το οποίο είναι ανεύθυνος ο Θεός, γιατί έχει δώσει γνώση, εμπειρία και επιτηδειότητα στους ανθρώπους.


153. Τον άνθρωπο τον έχει γεμίσει ο Θεός από γνώση, εμπειρία και επιτηδειότητα, γιατί φροντίζει να τον καθαρίσει από τα πάθη και τη θεληματική κακία και επειδή θέλει να μεταβάλλει τη θνητότητα σε αθανασία λόγω της αγαθότητάς Του.


154. Ο νους που κατοικεί μέσα στην καθαρή και φιλόθεη ψυχή βλέπει το Θεό πραγματικά, τον αγέννητο και αόρατο, τον ανέκφραστο, τον μόνο καθαρό για όσους είναι καθαροί στην καρδιά.


155. Στεφάνι αθανασίας και αρετή και σωτηρία του ανθρώπου είναι να υποφέρει με χαρά και ευχαριστία τις συμφορές που του τυχαίνουν. Το να κυριαρχεί στο θυμό, τη γλώσσα, την κοιλιά και να απέχει από ηδονές, αυτά γίνονται μεγάλη βοήθεια στην ψυχή.


156. Η πρόνοια του Θεού είναι που συγκρατεί τον κόσμο. Και δεν υπάρχει κανένας τόπος στον κόσμο απ' όπου να απουσιάζει η πρόνοια του Θεού. Πρόνοια είναι αυτοδύναμος λόγος του Θεού ο οποίος διαμορφώνει την ύλη που έρχεται στον κόσμο και είναι ο δημιουργός και τεχνίτης όλων όσων γίνονται. Γιατί η ύλη δεν μπορεί να τακτοποιηθεί χωρίς την δημιουργική δύναμη του λόγου, που είναι εικόνα και νους και σοφία και πρόνοια του Θεού.


157. Η επιθυμία που προέρχεται από τις ενθυμήσεις είναι η ρίζα των σκοτεινών παθών. Και η ψυχή όταν είναι μέσα στην κακή επιθυμία αγνοεί τον εαυτό της, ότι είναι «πνοή» του Θεού, και έτσι οδηγείται στην αμαρτία, χωρίς να συλλογίζεται η ανόητη τις μετά θάνατον τιμωρίες.


158. Πολύ μεγάλη κι αγιάτρευτη ασθένεια της ψυχής και καταστροφή της, είναι η αθεΐα και η φιλοδοξία. Γιατί η επιθυμία του κακού στερεί την ψυχή από το αγαθό. Αγαθό είναι το να κάνει ο άνθρωπος πλουσιοπάροχα όλα τα καλά, όσα είναι αρεστά στο Θεό των όλων.


159. Μόνο ο άνθρωπος είναι δυνατό να δεχτεί το Θεό. Επειδή μόνο στον άνθρωπο μιλά ο Θεός, τη νύχτα με όνειρα, την ημέρα με το νου. Και με όλα τα μέσα προλέγει και προμηνύει τα μέλλοντα αγαθά σ' εκείνους τους ανθρώπους που είναι άξιοί Του.


160. Τίποτε δεν είναι δύσκολο σ' εκείνον που πιστεύει και θέλει να εννοήσει το Θεό. Αν τώρα θέλεις επιπλέον να Τον δεις, βλέπε την ευπρέπεια και ευταξία και την πρόνοια όλων όσα έγιναν και γίνονται δια μέσου του λόγου Του. Και όλα για χάρη του ανθρώπου.


161. Άγιος ονομάζεται εκείνος που ειναι καθαρός από κακίες και αμαρτήματα. Γι' αυτό είναι πολύ μεγάλο κατόρθωμα της ψυχής και αρέσει στο Θεό, να μην υπάρχει κακία στον άνθρωπο.

162. Όνομα είναι το διακριτικό σημείο ενός από τα πολλά. Γι' αυτό είναι ανοησία να νομίζομε ότι ενώ ο Θεός είναι Ένας και μόνος, έχει και άλλο όνομα. Γιατί η λέξη Θεός σημαίνει τον Άναρχο, που δημιούργησε τα πάντα για τον άνθρωπο.

163. Αν γνωρίζεις ότι έχεις κάνει πονηρές πράξεις, απόκοψέ τις από την ψυχή σου, με την ελπίδα ότι θα κάνεις καλές πράξεις. Γιατί ο Θεός είναι δίκαιος και φιλάνθρωπος.

164. Γνωρίζει το Θεό και γνωρίζεται από το Θεό, ο άνθρωπος εκείνος που προσπαθεί να είναι αχώριστος από το Θεό. Και αχώριστος του Θεού γίνεται αυτός που είναι σε όλα ενάρετος και απέχει από κάθε ηδονή, όχι γιατί δεν έχει τα μέσα να την απολαύσει, αλλά γιατί το θέλει ο ίδιος από εγκράτεια.

165. Κάνε καλό σ' εκείνον που σε αδικεί και θα έχεις φίλο το Θεό. Σε κανέναν μην κατηγορείς τον εχθρό σου. Κάνε πράξη με επιμέλεια την αγάπη, τη σωφροσύνη, την υπομονή, την εγκράτεια και τα παρόμοια. Αυτή είναι η γνώση του Θεού. να Τον ακολουθείς με ταπεινοφροσύνη και τα όμοια. Αυτά δεν είναι έργα των τυχόντων αλλά των στοχαστικών ψυχών.

166. Για εκείνους που τολμούν με ασέβεια να λένε έμψυχα τα φυτά και τα λάχανα, γράφω το παρόν κεφάλαιο, για τους απλούστερους προς πληροφορία τους. Τα φυτά έχουν ζωή φυσική, αλλά δεν έχουν ψυχή. Λογικό ζώο λέγεται ο άνθρωπος, γιατί έχει νου και μπορεί να δεχτεί την επιστήμη και τη γνώση. Τα άλλα ζώα, όσα ζουν στη γη ή στον αέρα, έχουν φωνή, γιατί αναπνέουν, και έχουν ζωή. Και όλα όσα μεγαλώνουν, πεθαίνουν. είναι ζώα, επειδή ζουν και μεγαλώνουν, αλλά ψυχή δεν έχουν. Τέσσερα είδη ζώων υπάρχουν. Άλλα από αυτά είναι αθάνατα και έμψυχα, όπως οι Άγγελοι. Άλλα έχουν νου και ψυχή και πνοή, όπως οι άνθρωποι. Άλλα έχουν πνοή και ψυχή, όπως τα ζώα. Άλλα έχουν μόνο ζωή, όπως τα φυτά. Και η ζωή προκειμένου για φυτά νοείται χωρίς ψυχή και πνοή και νου και αθανασία. Ενώ όλα τα άλλα χωρίς ζωή δεν μπορούν να υπάρξουν. Κάθε ψυχή ανθρώπου κινείται αδιάκοπα από τόπο σε τόπο.

167. Όταν σου έρθει στο νου μια φαντασία ηδονής, πρόσεχε να μη σε παρασύρει αμέσως. κάνε μια μικρή αναβολή και θυμήσου το θάνατο και ότι καλύτερο είναι να έχεις τη συνείδηση ότι νίκησες αυτή την ψεύτικη ηδονή.

168. Όπως η γέννηση του ανθρώπου συνοδεύεται από το πάθος – γιατί ότι γίνεται στη ζωή συνοδεύεται από τη φθορά – έτσι και στο πάθος υπάρχει η κακία. Μην πεις λοιπόν ότι δε μπορούσε ο Θεός να κόψει την κακία. Αυτά τα λένε οι αναίσθητοι και μωροί. Δεν ήταν λοιπόν ανάγκη να αποκόψει ο Θεός την ύλη. γιατί τα πάθη αυτά είναι πάθη της ύλης. Και ο Θεός αποβλέποντας στο συμφέρον απέκοψε την κακία από τους ανθρώπους και δώρισε το νου και τη σοφία και γνώση και διάκριση του καλού, για να γνωρίζομε ότι η κακία μας ζημιώνει και να την αποφεύγομε. Ο ασυλλόγιστος όμως άνθρωπος ακολουθεί την κακία και καυχιέται γι' αυτήν και αγωνίζεται πιασμένος από αυτήν όπως σε δίχτια. Ποτέ δεν μπορεί να σηκώσει πάνω το κεφάλι του και να δει και να γνωρίσει το Θεό, ο Οποίος τα πάντα δημιούργησε για τη σωτηρία και θέωση του ανθρώπου.

169. Τα θνητά λυπούνται επειδή προγνωρίζουν ότι θα πεθάνουν. Και η αθανασία, επειδή είναι αγαθό, πηγαίνει στις όσιες και ενάρετες ψυχές. Ενώ ο θάνατος, επειδή είναι κακό, πηγαίνει στην ανόητη και άθλια ψυχή.

170. Όταν με ευχαριστία πλαγιάσεις στο στρώμα σου, τότε φέρνοντας μπροστά σου τις ευεργεσίες και την τόση πρόνοια του Θεού, γεμίζεις από καλές σκέψεις και χαίρεσαι περισσότερο και ευφραίνεσαι. Και γίνεται ο ύπνος του σώματος, νηφαλιότητα και αγρυπνία της ψυχής. και το κλείσιμο των ματιών σου, αληθινή όραση του Θεού. και η σιωπή σου, κυοφορώντας το αγαθό, προσφέρει ολόψυχα, με πνευματική αίσθηση, δόξα που ανυψώνεται στο Θεό των όλων. Γιατί όταν λείπει η κακία, η ευχαριστία και μόνη της αρέσει στο Θεό παραπάνω από κάθε πολυτελή θυσία. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

------------------------------------------------------------------
(πηγή: 
http://paterikakeimena.blogspot.gr/2010/01/170.html kai Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 28-53)



Μπαμπά, μ’ αγαπάς; Μαμά, μ’ αγαπάς;

$
0
0

Μπαμπά, μ’ αγαπάς; Μαμά, μ’ αγαπάς;

Επιστολή σε γονιό, που η έφηβη κόρη του είναι έγκυος

Θ. Ι. Ρηγινιώτης

ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ& ΟΟΔΕ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΟΟΔΕ: Οι άγιοι Πατέρες δεν εγκρίνουν το σεξ εκτός γάμου, όχι γιατί είναι "ηθικιστές", αλλά γιατί ξέρουν ότι δε βοηθάει τον άνθρωπο να φτάσει στον πιο σημαντικό -ή το μοναδικό σημαντικό- σκοπό που μπορεί να θέσει στη ζωή του, την ένωση με το Θεό. Μάλλον τον εμποδίζει, κλείνοντάς τον στον εαυτό του και στις ηδονικές επιδιώξεις του. Ζητούν λοιπόν από τον άνθρωπο να φέρει την ερωτική σχέση του ως δώρο στον ίδιο το Θεό, καθαγιάζοντάς την με το μέγα και άγιο μυστήριο του γάμου. Αυτό είναι κι ένα είδος εξετάσεων, για να δει ο καθένας κατά πόσο "αγαπάει πραγματικά" ή βολεύεται προσωρινά αποφεύγοντας τις ισόβιες δεσμεύσεις.

Όχι ότι ο γάμος λύνει με "μαγικό τρόπο" όλα τα προβλήματα - υπάρχουν πολλά, ένας ολόκληρος χριστιανικός αγώνας, που πρέπει να κάνει το ζευγάρι για να φτάσει στο πολυπόθητο "τέρμα", στο Θεό. Αλλά ο γάμος τοποθετεί αυτή την προσπάθεια στην αφετηρία.

Τι γίνεται όμως όταν, για τον α΄ ή το β΄ λόγο, εκτός γάμου, συμβεί όχι απλώς σεξουαλική σχέση, αλλά εγκυμοσύνη; Πόσο πρόθυμος είναι ιδιαίτερα ένας γονιός να αντιμετωπίσει με το χριστιανικό τρόπο, τον τρόπο της αγάπης, κι όχι με σκληρό ηθικισμό, μια τέτοια περίπτωση μέσα "στο ίδιο του το σπίτι";


Μπαμπά, μ’ αγαπάς;

Μαμά, μ’ αγαπάς;

Θα έρθει η στιγμή που θ’ ακούσεις αυτή την ερώτηση απ’ το παιδί σου.

Και ίσως αυτή η στιγμή να έχει έρθει ήδη.
Θα το ακούσεις με πόνο, γιατί το παιδί σου πονάει. Και πονάει περισσότερο, γιατί φοβάται πώς θα αντιδράσεις, όταν σου πει το πρόβλημά του. Φοβάται ότι θα αντιδράσεις βίαια και θα κάνεις το πρόβλημά του πολύ χειρότερο, πολύ πιο οδυνηρό. Φοβάται ότι θα του προκαλέσεις πόνο. Και, αν μπορούσε, δε θα σου έλεγε ποτέ το πρόβλημά του – θα σου το έκρυβε για πάντα. Επειδή φοβάται ότι θα στραφείς εναντίον του, χωρίς αγάπη, για να υπερασπιστείς τιποτένιες «αξίες»: το όνομά σου, την «αξιοπρέπειά σου», με δυο λόγια: τον εγωισμό σου.

Γι’ αυτό, αδελφέ μου, γι’ αυτό, αδελφή μου, πρέπει να σε ρωτήσω κι εγώ:

Ποιον αγαπάς περισσότερο, το παιδί σου ή τον εαυτό σου; Το παιδί σου ή τις ηθικές αρχές σου;

Πρόσεξε, γιατί από την απάντησή σου θα κριθούν οι ίδιες οι ηθικές αρχές σου.

Ξέρω κάποιον γνωστό σου, που έδωσε ξεκάθαρη απάντηση σ’ αυτό το πρόβλημα: ότι αγαπάει μόνο το παιδί του, όχι τον εαυτό του, ούτε το όνομά του, ούτε νοιάζεται για τις ηθικές αρχές του ή για την «αξιοπρέπειά του», όταν το παιδί του κινδυνεύει, ακόμη κι αν εκείνο, με λάθη και ανωριμότητα, έχει προκαλέσει μόνο του τη συμφορά του. Δεν τον νοιάζει η γνώμη «της κοινωνίας» για τις πράξεις του, ενώ ο ίδιος νοιώθει όμορφα και αξιοπρεπής όταν σωθεί το παιδί του από τα προβλήματα που το ίδιο έχει προκαλέσει στον εαυτό του. Και ξέρει ένα μόνο τρόπο να το σώσει: να το σφίξει στην αγκαλιά του και να το φροντίσει, χωρίς να το ρωτήσει τίποτα, χωρίς να του ζητήσει τίποτα, χωρίς να το κρίνει για τίποτα.

Αυτός ο γνωστός σου –πολύ γνωστός σου– είναι ο Χριστός. Έδωσε αυτή την απάντηση, όχι μόνο συγχωρώντας τους σταυρωτές Του πάνω στο σταυρό, αλλά και διδάσκοντας την παραβολή του ασώτου υιού. Σ’ αυτή την παραβολή, ο Πατέρας (που είναι ο ίδιος ο Χριστός) όχι μόνο ανοίγει την πόρτα του στο γιο του, που επιστρέφει σε κακά χάλια από δικές του ανοησίες (έφαγε το μερίδιό του από την πατρική περιουσία και μετά πέθαινε απ’ την πείνα), αλλά και βγαίνει ο ίδιος να τον αγκαλιάσει και να τον πάρει στο σπίτι, μόλις τον βλέπει από μακριά να πλησιάζει.

Ξέρω ότι η στάση αυτή σκανδαλίζει πολλούς, που νομίζουν πως είναι πιο δίκαιοι ή πιο σοφοί απ’ το Χριστό, δηλαδή το Θεό. Αυτοί θα έκλειναν την πόρτα στο παιδί τους – είναι εκείνοι που λένε τα απάνθρωπα και εγκληματικά λόγια: «Εγώ σε προειδοποίησα. Αν χρειαστείς βοήθεια, να μην έρθεις σε μένα».

Δε φαντάζομαι να είσαι κι εσύ απ’ αυτούς. Αν όμως είσαι (σκέψη που με πικραίνει βαθύτατα), τότε κακώς έγινες γονιός. Κακώς ο Θεός σού εμπιστεύτηκε το παιδί σου, ή τα παιδιά σου. Δεν το άξιζες, γιατί δεν ξέρεις να αγαπάς. Ή μάλλον ξέρεις να αγαπάς τον εαυτό σου, αλλά όχι τα παιδιά σου.

Δεν είσαι τέτοιος γονιός, ελπίζω. Είσαι από τους γονιούς που αγαπούν το παιδί τους πιο πολύ από την ηθική τους, πιο πολύ από το όνομά τους και τη γνώμη των άλλων γι’ αυτούς, πιο πολύ ακόμη και από την αξιοπρέπειά τους και φυσικά πιο πολύ από τον εαυτό τους. Έτσι είναι;

Πάντως, ό,τι κι αν είναι, ήρθε η ώρα να το δείξεις. Τώρα η κόρη σου σε χρειάζεται πιο πολύ από κάθε φορά. Πολύ περισσότερο απ’ όσο σε χρειάζεται για να της πληρώνεις τα φροντιστήρια ή τις ξένες γλώσσες ή το κολυμβητήριο. Τώρα δεν παίζεται η εισαγωγή της στο πανεπιστήμιο, αλλά κάτι αφάνταστα πιο σημαντικό, κάτι πραγματικά σοβαρό: η ζωής της και η ζωή του παιδιού της.

Ναι, καλά κατάλαβες: η κόρη σου είναι έγκυος.

Καλά θα κάνεις να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου. Είπες ότι την αγαπάς. Άρα δε θες να της προκαλέσεις πόνο. Δε θες να την «τιμωρήσεις». Δε θες να χειροτερέψεις το πρόβλημά της. Άλλωστε, αν τη στενοχωρήσεις, εσύ θα στενοχωρηθείς πιο πολύ. Αν την κάνεις να πονέσει, εσύ θα πονέσεις πιο πολύ. Αυτό δεν είναι η αγάπη;

Αυτό είναι και το κριτήριο, για να δεις αν πράγματι αγαπάς την κόρη σου πιο πολύ ή τον εαυτό σου: όταν βρέθηκες στην ανάγκη να την τιμωρήσεις, πόνεσες εσύ το ίδιο ή και πιο πολύ απ’ αυτήν; Αν ναι, τότε την αγαπάς. Αν ένιωσες ικανοποίηση, που «απέδωσες δικαιοσύνη» ή που «έκανες το καθήκον σου» και τη «συνέτισες» ως γονιός, τότε φοβάμαι πως πρέπει να την αγαπήσεις πιο πολύ. Δεν την αγαπάς αρκετά.

Τώρα, πάντως, ήρθε η ώρα να τη στηρίξεις. Αυτό είναι –μόνον αυτό– το καθήκον σου ως γονιού. Όχι να την κρίνεις, όχι να την κατηγορήσεις, όχι να τη «διορθώσεις» ή να τη «συνετίσεις», όχι όλες αυτές οι βλακείες. Είναι αργά πια. Τώρα η κόρη σου έχει ένα πρόβλημα. Και το καθήκον σου είναι να της συμπαρασταθείς – με το μόνο τρόπο που μπορεί κάποιος να συμπαρασταθεί στο συνάνθρωπό του, με την αγάπη.

Αγκάλιασέ την, στήριξέ την, άφησέ την να σου μιλήσει, να κλάψει κοντά σου, αν το έχει ανάγκη, πες της και δείξε της ότι την αγαπάς εξίσου με πριν, ότι δε νομίζεις ότι «σε πρόδωσε», «σε απογοήτευσε» κ.τ.λ. Όλοι κάνουμε λάθη. Αλλά οι αληθινά δικοί μας άνθρωποι μάς αγαπάνε γι’ αυτό που είμαστε, όχι γι’ αυτά που κάνουμε. Κι εμείς αγαπάμε τους άλλους, και τα παιδιά μας, γι’ αυτό που είναι, όχι γι’ αυτά που κάνουν. Και αυτό που είναι αξίζει πάρα πολύ την αγάπη μας, όσα λάθη κι αν έχουν κάνει ή εξακολουθούν να κάνουν.


Πρόσεξε όμως. Εδώ, εκτός από την κόρη σου, άλλος ένας άνθρωπος αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα. Ο άνθρωπος αυτός είναι το εγγονάκι σου.

Έχεις ένα εγγονάκι, ξέρεις. Η κόρη σου είναι έγκυος, κι αυτό σημαίνει ότι μέσα της άρχισε ήδη να ζει ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, πάρα πολύ ανθρώπινο, άνθρωπος όσο κι εσύ, όσο ο άλλος γονιός του παιδιού σου, όσο το ίδιο το παιδί σου. Κι αυτός ο καινούργιος άνθρωπος (δεν τον βλέπεις, ίσως δεν έχει ακόμη σχηματιστεί η καρδιά του, αλλά υπάρχει, ζει και έχει ανθρώπινη ψυχή, δώρο του Θεού, ψυχή αθάνατη, που δεν θα πεθάνει ακόμη κι αν το μικροσκοπικό σώμα του πεθάνει τώρα), αυτός λοιπόν ο καινούργιος άνθρωπος δεν είναι ξένος για την κόρη σου, δεν είναι ξένος για σένα, είναι σάρκα από τη σάρκα σου και αίμα από το αίμα σου. Είναι πολύ στενός σου συγγενής, εγγονάκι σου. Σε λίγους μήνες θα είναι κοντά σου, θα το κρατάς αγκαλιά και θα το παίζεις στα γόνατά σου. Και σε λίγα χρόνια θα είναι ολόκληρος άντρας ή κοτζάμ γυναίκα.

«Το έμβρυο είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος, έχει σώμα και ψυχή, και ας μην έχει αναπτύξει ακόμα τη λογική» (Μέγας Βασίλειος)


Εδώ λοιπόν, αγαπητέ μου γονιέ (αγαπητέ μου αδελφέ, αγαπητή μου αδελφή), θα δώσεις εξετάσεις στη συνείδησή σου, στο παιδί σου και στον ίδιο το Θεό, άσχετα αν πιστεύεις ή όχι σ’ Αυτόν.

Τι θα προτιμήσεις; Προτιμάς το εγγονάκι σου (το μελλοντικό άντρα, τη μελλοντική γυναίκα) ή θα απαιτήσεις από την κόρη σου να το ξεφορτωθεί και θα το ξεχάσετε όλοι μαζί, για ένα φτηνό τίμημα, όπως το να μπει στο πανεπιστήμιο ή να κάνει καριέρα ή να ζήσει τη ζωή της (με σεξουαλικές χαρές, αλλά χωρίς υποχρεώσεις) ή, ακόμα χειρότερο, για να μη «ρεζιλευτείτε στη γειτονιά ή στη δουλειά σας ή στον κύκλο σας»;

Άλλωστε η κόρη σου είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει ποτέ να το ξεχάσει. Αντίθετα, είναι μάλλον σίγουρο πως σε κάθε πρόβλημα, που θα συμβαίνει αργότερα στη ζωή της, θα σκέφτεται: «Τιμωρούμαι, γιατί κάποτε σκότωσα εκείνο το παιδάκι, το παιδάκι μου». Ακόμη κι όταν γεράσει, δε θα της έχουν φύγει οι τύψεις.

Αυτό το παιδί, ξέρεις, δεν είναι σκουπίδι, δεν είναι αντικείμενο. Δεν είναι «λάθος». Είναι ένας άνθρωπος. Ένα δώρο του Θεού στην κόρη σου και σε σένα. Είναι οι εξετάσεις που δίνετε όλοι μαζί για να χάσετε τα πάντα (όσα αξίζουν περισσότερο στον κόσμο, και δεν είναι η καριέρα ή οι απολαύσεις) ή να κερδίσετε τα πάντα. Όχι μόνο τώρα, αλλά (δε με νοιάζει αν δεν το πιστεύεις) στην αιωνιότητα.

Θα κλείσω αυτό το γράμμα λέγοντας τίμια τι θα έκανα εγώ στη θέση σου...

Θα συμπαραστεκόμουν στην κόρη μου δίνοντάς της όλη μου την αγάπη και χωρίς να την κατηγορήσω για τίποτα. Και θα την παρακαλούσα να κρατήσει το μωρό, ακόμη κι αν η ίδια είχε αποφασίσει να «τερματίσει την κύηση» (όπως λέμε τώρα, εξευγενισμένα, τη δολοφονία μωρών μέσα στη μήτρα της μητέρας τους). Θα της εξηγούσα ότι:

α) Ακόμη κι αν η εγκυμοσύνη την εμποδίσει να διαβάσει για το σχολείο ή για τις πανελλήνιες, αξίζει να θυσιάσει μια χρονιά για να φέρει στη ζωή κάτι τόσο πολύτιμο, το παιδί της και το εγγονάκι μου. Δεν πειράζει, θα συνεχίσει το σχολείο του χρόνου.

β) Η εγκυμοσύνη δεν την εμποδίζει να σπουδάσει. Κι αν πρέπει να φύγει σε άλλη πόλη για τις σπουδές της και δυσκολεύεται να συνδυάσει το ρόλο της μητέρας με τις υποχρεώσεις της φοιτήτριας, θα πάω κι εγώ μαζί της (ή κι οι δυο γονείς της, αν είναι δυνατόν) και θα τη βοηθήσω όσο μπορώ. Ακόμη κι αν ανατραπεί η ζωή μου όπως την έχω τώρα, αξίζει κάθε θυσία για να μεγαλώσουμε αυτό το πολύτιμο πλασματάκι, το μελλοντικό άντρα, τη μελλοντική γυναίκα, το παιδί της και το εγγονάκι μου. Είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μας έχει συμβεί.

γ) Αν ο πατέρας του παιδιού επιθυμεί και είναι σε θέση να την παντρευτεί, θα βοηθήσω όσο μπορώ για να γίνει αυτός ο γάμος. Αν είναι ένας ανεύθυνος ή βίαιος ή ήδη παντρεμένος ή δεν επιθυμεί να παντρευτεί την κόρη μου, αλλά την ήθελε μόνο για να κάνει το κέφι του, ας πάει στην ευχή του Θεού. Εγώ είμαι εδώ για το παιδί μου, εγώ είμαι εδώ και για το εγγονάκι μου. Ο Θεός να τα έχει καλά και τα δυο.

Αυτά λοιπόν, αδελφέ μου, αδελφή μου, θα έκανα εγώ, αν βρισκόμουν στη θέση σου. Αυτά θα κάνω, αν κάποτε βρεθώ στη θέση σου. Αυτά σε παρακαλώ να κάνεις κι εσύ, τώρα, που (χωρίς να το περιμένεις) βρέθηκες σ’ αυτή τη θέση.

Δε θα το μετανιώσεις. Θα ανταμειφθείς με τη χαρά της παρουσίας αυτού του πολύτιμου ανθρώπινου πλάσματος στη ζωή σου. Αυτού του ανθρώπου, που θα σου δώσει τόση αγάπη, όση θα του προσφέρεις κι εσύ, και θα σου τη δώσει όχι μόνο τώρα αλλά και μετά από χρόνια.

Θα ανταμείψεις και την κόρη σου, που θα της δείξεις πόσο την αγαπάς και ότι την αγαπάς περισσότερο από τον εαυτό σου, το όνομά σου ή την «αξιοπρέπειά σου». Και, υπόψιν, ότι, όποιος αγαπάει το παιδί της κόρης σου, της δίνει τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι αγαπάει και την ίδια. Το δώρο αυτό που της κάνεις είναι ανεκτίμητο, πίστεψέ με.


Θα τελειώσω με ένα υστερόγραφο...

Μήπως η κόρη σου δεν σου έχει πει τίποτα; Μήπως, χωρίς να το καταλαβαίνεις, η σχέση σας είναι τέτοια, που δεν πρόκειται να σου μιλήσει, ακόμη κι αν έχει (ή αν της προκύψει στο μέλλον) αυτό το πρόβλημα; Μήπως θα προτιμήσει να πάει ολομόναχη, ή σιωπηλά με μια φίλη της ή με τον άλλο γονιό της, σ’ ένα χειρουργικό σφαγείο για να κατασκάψουν το σώμα της και να πετσοκόψουν το μωρό της, επειδή η σχέση σας είναι τέτοια, ώστε το καλύτερο πράγμα στον κόσμο (την εγκυμοσύνη) το έχεις κάνει εσύ «πρόβλημα»;

Έστω κι αν νομίζεις πως η σχέση σας είναι αρμονική, πιστεύω ότι θα πρέπει να αναρωτηθείς και να κάνεις από τώρα –πριν είναι αργά– προληπτικές κινήσεις, όπως:

ν’ αρχίσεις να χτίζεις μια σχέση αληθινής επικοινωνίας με την κόρη σου, γεμάτη αγάπη, κατανόηση και σεβασμό προς αυτήν – εκείνη, από την πλευρά της, είναι σίγουρο πως σε αγαπά και σε σέβεται, ακόμη κι αν η δική σου συμπεριφορά είναι απότομη ή απόμακρη και δεν την αφήνει να σου το δείξει·

να μιλήσεις μαζί της συγκεκριμένα γι’ αυτό το θέμα και να τη βοηθήσεις να καταλάβει πως η αντίδρασή σου, σε περίπτωση που προκύψει, θα χαρακτηρίζεται από αγάπη και συμπαράσταση και προς εκείνη και προς το μωρό της, για τους οποίους θα θυσιάσεις ευχαρίστως την «αξιοπρέπειά σου» και «το όνομά σου στην κοινωνία».

Ίσως είναι δύσκολο για σένα να σκεφτείς έτσι, γιατί πρέπει να σπάσεις ένα ταμπού που βασανίζει την κοινωνία μας εδώ και αιώνες, το ταμπού της «ηθικής» και της «αξιοπρέπειας». Όμως υπάρχει μια δύναμη που σπάει όλα τα ταμπού: η αγάπη. Και υπάρχει κάποιος που παρέχει την αγάπη ως δώρο σ’ εκείνον που του τη ζητάει με αγωνία. Κάποιος που είναι ολόκληρος αγάπη και που συνεχώς μας προσκαλεί να μοιραστούμε την αγάπη του. Δε μας ζητάει τίποτα και μας δίνει τα πάντα – και, αν μας ζητάει κάτι, πάλι για δικό μας όφελος το ζητάει. Θα τον συναντήσεις εύκολα και θα του μιλήσεις ακόμα πιο εύκολα. Είναι συνέχεια on line. Κοίταξε γύρω σου και θα δεις την κεραία του. Έχει το πιο αναγνωρίσιμο σχήμα στον κόσμο:

ΜΙΛΗΣΑΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΑΔΔΑΙΟΣ 

Ερώτηση: Θα συγχωρήσει ο Κύριος τις γυναίκες εκείνες που έχουν κάνει πολλές εκτρώσεις, αλλά κατόπιν μετανόησαν ειλικρινά; Τι μπορούν να κάνουν για να εξιλεωθούν;

Απάντηση: Η γυναίκα που καταστρέφει τον καρπό της κοιλίας της διαπράττει μεγάλη αμαρτία. Καταστρέφει την ίδια τη ζωή. διότι μόνο ο Θεός είναι ο Δωρεοδότης της ζωής και Εκείνος είναι που καθιστά εφικτή τη σύλληψη μιας ανθρώπινης ύπαρξης στη μήτρα. Εκείνος δίνει ζωή και μια γυναίκα την καταστρέφει.

Είναι απαραίτητη μεγάλη μετάνοια από τα βάθη της ψυχής της. Πρέπει να αλλάξει και να μην επαναλάβει ξανά αυτή την αμαρτία. Ειδάλλως, θα κατακριθεί ως δολοφόνος. Κανένα πλάσμα στη γη δεν σκοτώνει τα μικρά του — μόνο ο άνθρωπος, το λογικό πλάσμα. Είναι τεράστια αμαρτία και αν η γυναίκα δεν μετανοήσει από τα βάθη της ψυχής της, θα κατακριθεί ως δολοφόνος. Θα περάσει από το τελωνείο της ψυχής; Δεν υπάρχει αμαρτία που να μην μπορεί να συγχωρηθεί, εκτός από την αμετανοησία. Απαιτείται αληθινή και ειλικρινής μετάνοια για μια τέτοια αμαρτία, και ποτέ δεν πρέπει να επαναληφθεί.

Ο λαός μας είναι τραγικά ένοχος γι' αυτή την αμαρτία. Ολόκληρα χωριά έχουν εξαφανιστεί. Όταν ήμουν εγώ παιδί, υπήρχαν 110 σπιτικά στη Βιτόβνιτσα. Τώρα λιγότερα από τα μισά έχουν μείνει όρθια. Είναι θλιβερό το γεγονός ότι εμείς οι Σέρβοι θα είμαστε σύντομα μειοψηφία στα ίδια μας τα εδάφη, διότι άλλα έθνη θα έρθουν να τα κατοικήσουν. Είναι πολύ θλιβερό. Οι άνθρωποι επίσης κάνουν τεράστιο λάθος, όταν χωρίζουν την περιουσία τους στα παιδιά τους. Αυτό δεν συμβαίνει, για παράδειγμα, στη Γερμανία. Μόνο ένα παιδί μένει στο αγρόκτημα' τα άλλα πρέπει να βρουν δουλειά.

Εδώ στη Σερβία, μικρά κομμάτια γης τεμαχίζονται σε ακόμη μικρότερα. Τι θα κάνουμε όταν δεν θα είναι δυνατόν να τεμαχιστούν περισσότερο; Δείτε όμως τους τσιγγάνους! Δεν έχουν ούτε σπίτι, ούτε γη, ούτε ψωμί να φάνε, αλλά τα τσαντίρια τους είναι γεμάτα από παιδιά! Είναι πολύ θλιβερό αυτό που κάνουμε εμείς στον εαυτό μας. Ας μετανοήσουμε και ας γίνουμε καλύτεροι, αν μπορούμε!

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ένα πιστό ανδρόγυνο πήγε κάποτε στον Γέροντα ζητώντας τη συμβουλή του (δεν είχαν αυτόν Πνευματικό).Το πρόβλημα τους ήταν ότι η γυναίκα έπαιρνε δυνατά φάρμακα για κάποια ασθένειά της και κατά τη διάρκεια της θεραπείας έμεινε έγκυος. Ο γιατρός την προέτρεπε να κάνει άμβλωση διότι το παιδί θα γεννιόταν ανάπηρο.

Ο Γέροντας τους είπε:

-Και τι ήλθατε σε μένα; Να σας δώσω άδεια να το

σκοτώσετε; Έχετε άλλα παιδιά;

-Ναι, απάντησαν. Έχουμε ένα αγοράκι.

-Είναι υγιές; ρώτησε ο Γέροντας.

-Μάλιστα, απαντούν αυτοί.

-Εάν, Θεός φυλάξει πάθει μια ημιπληγία το παιδί σας αυτό ή το κτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο και το καταστήσει φυτό θα το πετάξετε ή θα το σκοτώσετε;

- Ασφαλώς όχι!

-Τότε γιατί θέλετε να σκοτώσετε το κυοφορούμενο; Επειδή δεν το είδατε ακόμη ή επειδή δεν το αγαπήσατε; Δεν έχει καμιά σημασία αυτό. Είναι κι αυτό παιδί σας!

Ακούστε: Η επιστήμη δεν είναι αλάθητη. Οι γιατροί πέφτουν πολλές φορές έξω. Και πάνω από τους γιατρούς υπάρχει ο Δημιουργός Θεός. Σ' αυτόν να έχετε εμπιστοσύνη. Εγώ πιστεύω ότι δεν θα γεννηθεί ανάπηρο, όπως λένε οι γιατροί.

Αλλά κι αν συμβεί κάτι τέτοιο, να δοξάσετε τον Θεό και να θεωρήσετε ότι αυτό είναι ο σταυρός σας, τον οποίο πρέπει να φέρετε αγογγύστως και Εκείνος θα πιστώσει το λογαριασμό σας στον Ουρανό. Και όταν θα πάτε εκεί, θα Του πείτε: «Κύριε, διά τους λόγους των χειλέων Σου, ημείς εφυλάξαμεν οδούς σκληράς» (Ψαλμ. ις' 4).

Μην θελήσετε να αποφύγετε τον σταυρό αυτό, διότι θα σας περιμένει κάποιος άλλος πιο βαρύς. Έχετε θάρρος. Προσευχηθείτε στον Κύριό μας. Θα προσευχηθώ κι εγώ και πιστεύω ότι θα γεννηθεί υγιές το παιδάκι σας. Πηγαίνετε στην ευχή του Κυρίου.

Πράγματι, μετά από μερικούς μήνες γεννήθηκε ένα χαριτωμένο και υγιέστατο κοριτσάκι. Με δάκρυα, οι γονείς το ανακοίνωσαν στον Γέροντα λέγοντας:

- "Σας ευχαριστούμε για τη συμπαράσταση και τις προσευχές σας. Ζει Κύριος ο Θεός!»

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ


'Τώρα γερὰ παιδιὰ τὰ σκοτώνουν μὲ τὶς ἐκτρώσεις '

-Γέροντα, κάποια κυρία 40 χρόνων, ποὺ ἔχει μεγάλα παιδιά, εἶναι ἔγκυος 3 μηνῶν. Ὃ ἄνδρας τῆς τὴν ἀπειλεῖ πῶς, ἂν δὲν κάνη ἔκτρωση, θὰ τὴν χωρίσει.

-Ἂν κάμει ἔκτρωση, θὰ τὴν πληρώσουν τὰ ἄλλα παιδιά τους μὲ ἀρρώστιες καὶ ἀτυχήματα Σήμερα οἱ γονεῖς σκοτώνουν τὰ παιδιὰ μὲ τὶς ἐκτρώσεις καὶ δὲν ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Παλιά, ἂν γεννιόταν ἕνα παιδάκι ἄρρωστο, τὸ βάπτιζαν, πέθαινε ἀγγελούδι, καὶ ἦταν πιὸ ἀσϕαλισμένο.

Εἶχαν οἱ γονεῖς καὶ ἄλλα γερὰ παιδιά, εἶχαν καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τώρα γερὰ παιδιὰ τὰ σκοτώνουν μὲ τὶς ἐκτρώσεις καὶ διατηροῦν στὴν ζωὴ ἄλλα ποὺ εἶναι ἀρρωστημένα. Τρέχουν οἱ γονεῖς στὴν Ἀγγλία, στὴν Ἀμερικὴ νὰ τὰ θεραπεύσουν. Καὶ συνεχίζεται μετὰ νὰ γεννιοῦνται πιὸ ἄρρωστα, γιατί καὶ αὐτά, ἂν ζήσουν καὶ κάνουν οἰκογένεια, μπορεῖ νὰ γεννήσουν πάλι ἄρρωστα παιδιά, ὅποτε τί βγαίνει; Ἐνῶ, ἂν γεννοῦσαν μερικὰ παιδιά, δὲν θὰ ἔτρεχαν τόσο πολὺ γιὰ τὸ ἕνα, τὸ ἄρρωστο. Θὰ πέθαινε καὶ θὰ πήγαινε ἀγγελούδι.

- Γέροντα, διάβασα κάπου ὅτι κάθε χρόνο γίνονται σὲ ὅλο , τὸν κόσμο 50.000.000 ἐκτρώσεις καὶ 200.000 γυναῖκες πεθαίνουν ἀπὸ τὶς ἀμβλώσεις ποὺ κάνουν.

- Σκοτώνουν τὰ παιδιά, γιατί λένε ὅτι, ἂν πληθύνει ὃ κόσμος, δὲν θὰ ἔχουν νὰ ϕᾶνε, νὰ συντηρηθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Τόσες ἀκαλλιέργητες ἐκτάσεις ὑπάρχουν, τόσα δάση, ποὺ σὲ λίγο χρόνο, μὲ τὰ μέσα ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, μποροῦν νὰ τὰ κάνουν λ.χ. ἐλαιῶνες καὶ νὰ τὰ δώσουν στοὺς ἀκτήμονες. Δὲν εἶναι ὅτι θὰ κοποῦν τὰ δένδρα καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει ὀξυγόνο, γιατί πάλι δένδρα θὰ μποῦν. Στὴν Ἀμερικὴ καινὲ τὸ σιτάρι καὶ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα πετοῦν τὰ ϕροῦτα κ.λπ. στὴν χωματερή, καὶ ἐκεῖ στὴν Ἀϕρικὴ οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα. Ὅταν στὴν Ἀβησσυνία πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ πείνα, γιατί εἶχε πολλὴ ἀνομβρία, εἶχα πεῖ σὲ κάποιον γνωστό μου ἐϕοπλιστή, ποὺ βοηθάει σὲ τέτοιες περιπτώσεις, νὰ πάει στὴν χωματερὴ καὶ νὰ παρακάλεση νὰ ϕόρτωση κανένα πλοῖο νὰ τὰ πάει ἐκεῖ δωρεάν. Μὲ κανέναν τρόπο δὲν τοῦ ἔδωσαν. Πόσες χιλιάδες ἔμβρυα σκοτώνονται κάθε μέρα!

- Ἡ ἔκτρωση εἶναι ϕοβερὴ ἁμαρτία. Εἶναι ϕόνος, καὶ μάλιστα πολὺ μεγάλος ϕόνος, γιὰ τί σκοτώνονται ἀβάπτιστα παιδιά. Πρέπει νὰ καταλάβουν οἱ γονεῖς ὅτι ἢ ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς συλλήψεως.

Μία νύχτα ὃ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ δῶ ἕνα ϕοβερὸ ὅραμα, ποὺ μὲ πληροϕόρησε γὶ αὐτὸ τὸ θέμα! Ἦταν βράδυ, Τρίτη της Διακαινησίμου τὸ 1984. Εἶχα ἀνάψει δύο κεράκια μέσα σὲ δύο τενεκεδάκια, ὅπως συνηθίζω νὰ κάνω, ἀκόμη καὶ ὅταν κοιμᾶμαι, γιὰ ὅλους ὅσους πάσχουν ψυχικὰ καὶ σωματικά. Σ' αὐτοὺς συμπεριλαμβάνω ζῶντες καὶ κεκοιμημένους. στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα, ἐκεῖ ποὺ ἔλεγα τὴν Εὐχή, βλέπω ἕνα μεγάλο χωράϕι περιϕραγμένο μὲ μία μάνδρα, σπαρμένο μὲ σιτάρι ποὺ μόλις ἄρχιζε νὰ ψηλώνει. Ἐγὼ στεκόμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χωράϕι, ἄναβα κεριὰ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ τὰ στερέωνα πάνω στὸν τοῖχο τῆς μάνδρας. Ἀριστερὰ ἦταν ἕνας ξερότοπος, γεμάτος βράχους καὶ κρημνούς, ποὺ σειόταν συνέχεια ἀπὸ μία δυνατὴ βοὴ ἀπὸ χιλιάδες σπαραχτικὲς ϕωνές, πού σου σπάραζαν τὴν καρδιά.

Καὶ ὃ πιὸ σκληρὸς ἄνθρωπος, ἂν τὶς ἄκουγε, ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴ συγκλονισθεῖ. Ἐνῶ ὑπέϕερα ἀπὸ τὶς σπαραχτικὲς ϕωνὲς καὶ ἀναρωτιόμουν ἀπὸ ποὺ προέρχονται καὶ τί σημαίνουν ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔβλεπα, ἄκουσα μία ϕωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Τὸ χωράϕι μὲ τὸ σπαρμένο σιτάρι, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη ξεσταχυάσει, εἶναι τὸ Κοιμητήρι μὲ τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν. Στὸν τόπο δὲ ποὺ σείεται ἀπὸ τὶς σπαραχτικὲς ϕωνὲς βρίσκονται οἱ ψυχὲς τῶν παιδιῶν ποὺ ἔχουν σκοτωθεῖ μὲ τὶς ἐκτρώσεις»! Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὅραμά μου ἦταν ἀδύνατο νὰ συνέλθω ἀπὸ τὸν μεγάλο πόνο ποὺ δοκίμασα γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκείνων τῶν παιδιῶν. Οὔτε νὰ ξαπλώσω μποροῦσα, γιὰ νὰ ξεκουραστῶ, παρόλο ποὺ ἤμουν κατάκοπος ἐκείνη τὴν ἥμερα

- Γέροντα, μπορεῖ νὰ γίνει κάτι, ὥστε νὰ ἀρθεῖ ὁ νόμος γιὰ τὶς ἐκτρώσεις;

Μπορεῖ, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ κινηθεῖ ἢ Πολιτεία, ἢ Ἐκκλησία κλπ., ὥστε νὰ ἐνημερωθεῖ ὁ κόσμος γιὰ τὶς συνέπειες ποὺ θὰ ἔχει ἢ ὑπογεννητικότητα.

Οἱ Ἱερεῖς νὰ ἐξηγήσουν στὸν κόσμο ὅτι ὁ νόμος γιὰ τὶς ἐκτρώσεις εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου.

Οἱ γιατροὶ πάλι ἀπὸ τὴν δική τους πλευρὰ νὰ μιλήσουν γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχει ἢ γυναίκα ποὺ κάνει ἔκτρωση. Βλέπεις, οἱ Εὐρωπαῖοι εἶχαν τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἄϕησαν κληρονομιὰ καὶ στὰ παιδιά τους.

'Ἐμεῖς εἴχαμε τὸν ϕόβο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν χάσαμε καὶ δὲν τὸν ἀϕήσαμε κληρονομιὰ στὴν ἑπόμενη γενιά, γι' αὐτὸ τώρα νομιμοποιοῦμε τὶς ἐκτρώσεις, τὸν πολιτικὸ γάμο...Ὅταν παραβαίνει ἕνας ἄνθρωπος μία ἐντολὴ τοῦ Εὐαγγελίου, εὐθύνεται μόνον αὐτός. Ὅταν ὅμως κάτι ποὺ ἀντίκειται στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου γίνεται ἀπὸ τὸ κράτος νόμος, τότε ἔρχεται ἢ ὀργὴ τοῦ θεοῦ σὲ ὅλο τὸ ἔθνος, γιὰ νὰ παιδαγωγηθεῖ.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ

* Καλύτερα νὰ μὴν γεννιόταν ἡ γυναίκα ἐκείνη ποὺ σκοτώνει τὰ παιδιά της. Διότι εἶναι ἁμαρτία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἔπειτα, ποῦ ἔπρεπε νὰ βρίσκει ὁ Θεὸς καλύτερη κατοικία γιὰ τὸ παιδὶ παρὰ στὴ κοιλία τῆς μητέρας του; Καὶ ἀπὸ ’κει τὸ βγάζεις καὶ τὸ πετᾶς στὰ σκυλιὰ καὶ τὸ σκοτώνεις; «Ποιὰ λέαινα, λέει ὁ ἅγιος Ἔϕραιμ ὁ Σύρος, ποιὰ ἀρκούδα θὰ σκότωνε ποτὲ τὸ μικρό της; Καὶ ἐσύ, λογικὸ ὄν, κάνεις χειρότερα ἀπὸ τὰ ἄγρια ζῶα, ὅταν ἔϕτασες νὰ σκοτώσεις τὰ παιδιά σου». Πήγαινε στὸ δάσος γιὰ νὰ συναντήσεις μία ἀγριογουροῦνα μὲ γουρουνόπουλα. Ἐγὼ ἤμουν στὸ δάσος, ἔμεινα ἐννέα χρόνια καὶ ἑπτὰ μῆνες μόνος μου σ’ ἕνα βουνὸ στὸ «Ποϊάνα Κραϊνικούλουι». ΄Ἤμουν μόνος μου. Ὅταν βρεθήκαμε ἀντιμέτωποι, ὁ Θεὸς ϕυλάξοι, γύρισα διότι εἶχα ἕνα ἔλατο καὶ γαντζώθηκα ἀπ’ αὐτό. Σὰν ἀστραπὴ ὤρμησε πάνω μου. Ὅταν ἀγγίξεις τὸ γουρουνόπουλο σκόνη σὲ ἔκανε? ἐκεῖ μπορεῖς νὰ πεθάνεις. Καὶ οἱ κυνηγοὶ τὶς ϕοβοῦνται. ΄Ἔτσι ϕυλάει τὸ ἀγριογούρουνο τὰ γουρουνόπουλά του. Οἱ χριστιανὲς μητέρες μόνο σκοτώνουν τὰ παιδιά τους! ΄Ἔτσι εἶναι οἱ νόμοι τῆς ϕύσης ποὺ ἄϕησε ὁ Θεός? ἡ μητέρα νὰ ϕυλάσσει τοὺς υἱούς της. Νὰ εἶναι ὅμως ὁ λογικὸς ἄνθρωπος χειρότερος ἀπὸ τὰ ζῶα καὶ τὰ κτήνη καὶ νὰ σκοτώνει τὰ παιδιά του; Ἄλλοιμονο γιὰ τέτοιες μητέρες! Θεὸς ϕυλάξοι! Ὅλες οἱ ἁμαρτίες εἶναι βαριές, ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι βαρύτερη ἀπὸ ὅλες. Γι’ αὐτὸ οἱ ΄Ἅγιοι Πατέρες τὴν τιμωροῦν τόσο βαριά….

Ποιὸ εἶναι τὸ σημαντικότερο καὶ πιὸ ὠϕέλιμο ἐπιτίμιο ποῦ πρέπει νὰ δοθεῖ στὴν ἱερὰ ἐξομολόγηση; Στοὺς παλαιοὺς καιρούς, ὅταν οἱ χριστιανοὶ εἶχαν μεγάλη ϕιλοτιμία καὶ εὐλάβεια νὰ κοινωνήσουν πιὸ συχνὰ μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια, τὸ βαρύτερο ἐπιτίμιο τότε ἦταν ἡ ἀποκοπὴ γιὰ συντομότερο ἡ μακροτερο χρόνο ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κανόνες τῶν παλαιῶν Πατέρων, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης κ.λπ. ἀπαγόρευαν στοὺς ἁμαρτωλούς, μὲ βαριὲς ἁμαρτίες, τὴν θεία Κοινωνία, ἐνίοτε μέχρι καὶ 10, 15 ἡ ἀκόμα 20 χρόνια» καὶ τοὺς ἐϕάρμοζαν στὴν ἐξομολόγηση τὰ τέσσερα βήματα ἐπιτίμησης? τὸ κλαυμα στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας, τὸ γονάτισμα στὸν πρόναο καὶ ἡ μετοχὴ μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς στὴν ἐκκλησία. Μόλις στὸ τέλος τοὺς δέχονταν στὴ θεία Κοινωνία (βλ. καν. 11 τοῦ ἄγ. Γρηγορίου Νεοκαισαρείας). Τώρα ὅμως, ποὺ ἡ πίστη χαλάρωσε καὶ οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ κεῖνται στὸ βάθος τῆς ἀναισθησίας καὶ τῆς ἔλλειψης εὐλάβειας πρὸς τὴν θεία Κοινωνία μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, νομίζω πῶς τὸ μεγαλύτερο ἐπιτίμιο γιὰ τὴ διόρθωση τῶν ψυχῶν τοὺς εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη τῶν ἐξομολογηθέντων ἁμαρτιῶν καὶ ἡ πάλη ἐναντίον τοὺς μέχρι θανάτου. Ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, ἡ ἐλεημοσύνη, οἱ μετάνοιες καὶ ἄλλες ἀσκήσεις νὰ τοὺς δίνονται κατὰ τὴ δύναμη, κατὰ τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τους καὶ κατὰ τὴ σοβαρότητα τῶν ἁμαρτιῶν τους, σύμϕωνα μὲ τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν οἰκονομία τῶν ἱερῶν κανόνων….

Ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς ἁμαρτίες, διότι ἡ ἐγκατάλειψη τῶν ἁμαρτιῶν, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, εἶναι ἀληθινὴ μετάνοια.Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος λέειὅτι... «τὸ χειρότερό της ἁμαρτίας εἶναι νὰ διάγεις στὴν ἁμαρτία, καὶ τὸ χειρότερό της πτώσεως εἶναι νὰ μὴν σηκώνεσαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία». Ἑπομένως, ἂν τὸ ϕοβερότερο πράγμα εἶναι νὰ διάγει κανεὶς στὴν ἁμαρτία, τότε τὸ ὠϕελιμότερο εἶναι τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἐγκατάλειψης τῆς ἁμαρτίας. Ἂν τὸ χειρότερο πράγμα τῆς πτώσεως εἶναι νὰ κεῖται κανεὶς στὴν πτώση του, τότε τὸ μεγαλύτερο καὶ ὠϕελιμότερο ἐπιτίμιο εἶναι νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὴν πτώση! Οἱ ἱεροὶ κανόνες, τόσο οἱ ἀποστολικοί, ὅσο καὶ τῶν οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἦταν πάντοτε, εἶναι καὶ θὰ εἶναι κανόνες καὶ καθοδηγοὶ τῶν ψυχῶν, καὶ ἐμεῖς ὅλοι πρέπει νὰ ὑποτασσόμαστε καὶ νὰ ϕυλάσσουμε ἀναλλοίωτά τους ἱεροὺς κανόνες, διότι «ὁποῖοι δὲν τοὺς τηροῦν ὑποβάλλονται σὲ ϕοβερὲς δοκιμασίες καὶ ἐπιτίμια»….

Δὲν εἶναι οἱ ἱεροὶ κανόνες ἡ αἰτία γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἡ μὴ ϕύλαξη τῆς ἀκρίβειας καὶ τῆς οἰκονομίας τῶν ὁριζομένων ἀπὸ τοὺς κανόνες πραγμάτων ἀπομακρύνει τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πάντοτε οἱ ἱεροὶ κανόνες εἶναι πρὸς ὄϕελος καὶ πρὸς σωτηρία τῶν ψυχῶν, ἀκόμα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἱστορικὴ μόνο ἀξία καὶ δὲν ἐϕαρμόζονται πιὰ σήμερα. Οἱ ἱστορικοὶ κανόνες μᾶς δείχνουν πὼς ἐϕαρμόζονταν τότε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ ἀπὸ τοὺς ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν αἱρέσεις καὶ διωγμοὶ ἐπιτίθεντο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ πράγμα δὲν εἶναι ἀσήμαντο γιὰ τὸν προσανατολισμὸ ἐκείνων ποὺ ποιμαίνουν σήμερα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ κανόνες, οἱ ὁποῖοι περιέχουν μέσα τοὺς δόγματα καὶ ἠθικοὺς νόμους δὲν ἔχασαν τὴν ἀξία τους μὲ τίποτε. Αὐτοὶ εἶναι σὰν ϕάροι ϕωτὸς τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς καθοδήγηση τοῦ ζωντανοῦ καραβιοῦ ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία πλέει στὰ κύματα τῶν αἰώνων πρὸς τὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας. Ἑπομένως σὲ κανέναν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κατηγορήσει τοὺς ἱεροὺς καὶ θείους κανόνες γιὰ τὴν κακία ποὺ ἐξουσιάζει σήμερα ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ϕόβο Θεοῦ. ΄Ἕνα πράγμα νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας. Οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ποιμένες νὰ γνωρίσουν καλὰ τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν οἰκονομία τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ νὰ τοὺς ἐϕαρμόζουν κατὰ τοὺς καιροὺς καὶ ἀπὸ περίπτωση σὲ περίπτωση στὴν κάθε πληγωμένη ἀπὸ ἁμαρτίες ψυχή…. * Ὁ πνευματικὸς δὲν εἶναι παρὰ ἕνας μάρτυρας ἐνώπιόν του Θεοῦ, ἕνα ὄργανο διὰ τοῦ ὁποίου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ τὸ μυστήριο τῆς συγχώρησης τῶν ἁμαρτιῶν. Ὁ πνευματικὸς ἑρμηνεύει καὶ ἐϕαρμόζει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ἂν ὁ πνευματικὸς διαπιστώνει ὅτι κάποιος δὲν εἶναι εἰλικρινής, ἔχει χρέος νὰ τὸν ἀπορρίπτει ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση. Ἂν δὲν θὰ ἔκανε ἔτσι θὰ σήμαινε ὅτι ὁ πνευματικὸς δὲν λειτουργεῖ στὸ Θεὸ μὲ πίστη, μὲ καθαρὰ καὶ ἀϕοσιωμένη καρδιά. Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μυστήρια ποὺ ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ ἀόρατο τρόπο διὰ τῆς ὁρατῆς λειτουργίας τοῦ πνευματικοῦ….

Ὁ πνευματικὸς ἔχει τὸ μεγάλο καθῆκον νὰ ἐπιτηρεῖ τὰ πνευματικά του τέκνα, νὰ τοὺς διδάσκει ἀδιαλείπτως καὶ νὰ προσεύχεται στὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία τους.Καὶ τὰ πνευματικὰ τέκνα ἔχουν τὸ χρέος νὰ ὑπακούουν στὶς διδασκαλίες τοῦ πνευματικοῦ τους, νὰ τοῦ ζητοῦν πάντοτε συμβουλὴ καὶ εὐλογία γιὰ ὅλα, νὰ κάνουν τὸ ὁριζόμενο ἐπιτίμιο, νὰ κοπιάζουν γιὰ τὴ διόρθωσή τους καὶ νὰ προσεύχονται γιὰ τὸν πνευματικό τους πατέρα. Τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ «εἶναι ἐσωτερικὸ δικαστήριο τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἔχει μέσα τῆς τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας ὡς δικαστὴ τὴν συνείδησή της, δηλαδὴ τὴν αὐτογνωσία, σὲ σχέση μὲ τοὺς νόμους τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν βοήθεια τῶν ὁποίων ὁ ἱερέας μπορεῖ νὰ διακρίνει ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό. 


Ἐϕ’ ὅσον ὁ χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει μὲ ἀκρίβεια τὸν ἑαυτό του, οὔτε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ δὲν τὸ ξέρει πλήρως, οὔτε τὴν ἐϕαρμογὴ στὶς δικές του πράξεις δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κάνει ἀμερόληπτα. Γιὰ νὰ συμπληρώσει τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ κρίση ἀπευθύνεται σὲ ἕναν ἐξωτερικὸ κριτή, ὅμοιό του, ἀλλὰ ἀνώτερο διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸν ὁποῖο τὸν συμβουλεύεται καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖο ζητάει αὐτὸ ποὺ τοῦ λείπει, συγχώρηση, ϕῶς καὶ ἀλήθεια». Ἡ ἀποστολὴ τοῦ πνευματικοῦ εἶναι νὰ ἐξετάσει, νὰ καθοδηγήσει, νὰ κρίνει ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, νὰ δώσει τὴν ἀπόϕαση τῆς λύσεως ἡ τῆς μὴ λύσεως τῶν ἁμαρτιῶν, μὲ ὅρους ἡ ἄνευ ὅρων. Γίνονται δὲ ὅλα στὸ πλαίσιο τῶν νόμων τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς δίνει ἡ Ἁγία Γραϕὴ καὶ ἡ ἱερὰ Παράδοση, ἐκτὸς αὐτῶν δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει δέσιμο καὶ λύση ἁμαρτιῶν, ϕῶς καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια (Ἰω. 14, 15-30? 15, 1-14).

Μπορεῖ κανεὶς νὰ σωθῆ χωρὶς πνευματικὸ καὶ χωρὶς ἐξομολόγηση;Ὄχι. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ, οὔτε λαϊκοὶ οὔτε μοναχοὶ οὔτε κληρικοί, χωρὶς τὴν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ χωρὶς τὴ λύση ἀπὸ τὸν πνευματικό, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ λέει; «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἂν τίνων ἄψητε τὰς ἁμαρτίας, ἀϕίενται αὐτοῖς? ἂν τίνων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰω. 20, 23). Καὶ σὲ ἄλλο χωρίο; «ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γής, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῶ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ γής, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῶ» (Μάτθ. 18, 18). Ἑπομένως πῶς θὰ μπεῖ κανεὶς στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὴ ὄντας λελυμένος στὴ γῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του; Διότι ἡ ἐξουσία αὐτὴ δόθηκε μόνο στοὺς ἐκλεκτούς, δηλαδὴ στοὺς Ἀποστόλους, στοὺς Ἐπισκόπους καὶ στοὺς Ἱερεῖς, καὶ ὄχι στοὺς λαϊκούς. Πρέπει ὅλοι νὰ ἔχουμε τοὺς πνευματικούς μας καὶ νὰ ἐξομολογούμεθα τακτικά, ἀκόμα καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι δὲν ἔχουν ἁμαρτίες.


Ἔτσι μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης? «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ, ἔστιν ἐν ἠμίν. ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἠμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἴνα ἅϕη ἠμὶν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίση ἠμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας» (Ἃ’ Ἴω. 1, 8-9). Καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης δείχνει λέγοντας? «Ὅλοι πρέπει νὰ μετανοήσουμε, καὶ λαϊκοὶ καὶ μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς. Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι (νὰ ἐξομολογηθοῦμε) γιὰ νὰ σωθοῦμε». Χωρὶς ἐξομολόγηση κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ, ἐπειδὴ «πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες» (Ἰακὼβ 3, 2). Πᾶς ἄνθρωπος συλλαμβάνεται καὶ γεννιέται μὲ ἁμαρτίες (Γέν. 8, 21? Ψάλ. 50, 6? Μάτθ. 7, 11? Ρώμ. 3, 11). Ἡ Ἁγία Γραϕὴ μᾶς δείχνει ὅτι «ἡ δὲ ἁμαρτία γεννᾶ τὸν θάνατον» (Ἰακ. 1, 15) καὶ ὅτι «τίποτα ἀκάθαρτο δὲν θὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Νὰ ἐνθυμούμαστε ὅτι «ἁμαρτία εἶναι ἡ καταπάτηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκαθαρσία ἐνώπιόν Του», καὶ ὅτι ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου ἔρχεται πάνω στοὺς κακοὺς καὶ ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι πεθαίνουν ἀνεξομολόγητοι καὶ χωρὶς μετάνοια. Οἱ ἁμαρτωλοί, δὶ’ ἐξομολογήσεως καὶ μετανοίας, στρέϕουν τὴν δίκαια ὀργὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκτοῦν τὴν σωτηρία, τῶν ψυχῶν τους….



Η προσευχή υπερνικά το αδιέξοδον τής τραγωδίας

$
0
0


Γ’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΥΠΕΡΝΙΚΑ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Επιτυχών  του  σκοπού  αυτού  είδεν  ότι  δεν  έλαβεν  εκείνο,  όπερ  ανέμενε:

«Κατέλαβον την υψίστην εξουσίαν …, αλλά δεν υπάρχει ευτυχία εν τη ψυχή μου».

Υπάρχουν και άλλαι αναζητήσεις επί του επιπέδου του πνεύματος, της τέχνης ή της επιστήμης, αίτινες είναι ευγενέστεραι. Εις τον μεγαλοφυή νουν αποκαλύπτονται νοεραί θεωρίαι, τας οποίας αδυνατεί ούτος να πραγματοποίηση, διότι υπερβαίνουν το μέτρον του επιτευκτού εν τω κόσμω τούτω. Πειθόμενος δια την ανεπάρκειαν αυτού όπως επιτύχη εν τη τελειότητι την αρχικήν αυτού θεωρίαν, την οποίαν έθεσεν ως μοναδικόν σκοπόν του είναι αυτού υφίσταται βαθύ ρήγμα εν τω πνεύματι αυτού και απόλλυται. Η μορφή αύτη του μοιραίου τέλους παρατηρείται συχνότερον μεταξύ των ποιητών.

Ουχί  άνευ  τρόμου  παρετήρουν  και  παρατηρώ  εισέτι  τα  πεπρωμένα  του κόσμου.  Η ανθρωπίνη ζωή  εις  οιονδήποτε  επίπεδον  και  αν  θεωρήσωμεν  αυτήν, εμφανίζεται τραγική. Και η αγάπη εισέτι είναι πλήρης οξειών αντιφάσεων και ουχί σπανίως μοιραίων κρίσεων.


Φρικτή εικών η κατάρρευσις της μεγάλης Αυτοκρατορίας! Η συμπλοκή είναι αγρία και ανίλεως, όταν «οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι» εν τη απογνώσει αυτών αποφασίζουν τον αγώνα δια τα δίκαια και την αξιοπρέπειαν αυτών. Έζησα εν μέσω των παθημάτων πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων.

Παραλλήλως  προς  αυτά  εκρημνίζοντο  εν  εμοί  τα  νεανικά  όνειρα  και  αι ελπίδες,  πράγμα  το  οποίον  κατά  παράδοξον  τρόπον  συνεδυάζετο  μετά  νέας,βαθυτέρας κατανοήσεως του νοήματος του είναι εν γένει. Η νέκρωσις και ο όλεθρος ανεμιγνύοντο μετά της αναγεννήσεως.

Η πείρα όμως του θανάτου είναι αναγκαία εις ημάς, ίνα γνωρίσωμεν ότι εκλήθημεν εκ του «μηδενός» δια του θελήματος του Ουρανίου Πατρός. Η αυτογνωσία είναι απαραίτητος ώστε παν βήμα ημών να τελήται εκ συμφώνου προς το αυθεντικόν, ασάλευτον Είναι. Ώ, τούτο δεν είναι εύκολον, ουδέ απλούν: Εκατοντάκις προσεγγίζει ημάς το πυρ της φρίκης, το παν εντός ημών πιέζεται εκ του ακραίου πόνου, Ούτος όμως ενίκησε και καλεί ημάς να ακολουθήσωμεν Αυτόν. Ακολουθούντες δε Αυτόν, εις έκαστον στάδιον λαμβάνομεν πείραν και του αντιστοίχου προς αυτό μαρτυρίου. Το πνεύμα ημών ταράσσεται υπό του φόβου, και δια των λογισμών ημών ενδέχεται να εισέλθωμεν εις πάλην μετ’ Αυτού, επιρρίπτοντες εις Αυτόν  την αιτίαν όλων των παθημάτων. Έχομεν ανάγκην σταθεράς πίστεως, ίνα μη εκπέσωμεν απ’ Αυτού. Αλλ’ εάν εις την νύκτα της αγνοίας ημών εισέδυσεν η λάμψις της αστραπής, έστω και άπαξ, εάν εν τω φωτί της θείας αυτής αστραπής εν τη ψυχή ελήφθη η απόφασις, ή να μείνωμεν μετ’ Αυτού εν τη Απολυτότητι Αυτού, ή κάλλιον να υποστώμεν απόλυτον θάνατον – μεσότης δεν υπάρχει – τότε, είναι δυνατόν να δοθή και εις ημάς η χαρά της αιωνίου νίκης.… εν τω Θεώ δεν υπάρχει τραγωδία. … Ο Χριστός ουδόλως είναι τραγικός τύπος. … Έζη την τραγωδίαν πάσης της ανθρωπότητος, αλλ’ εν Αυτώ τω Ιδίω δεν έμενεν αύτη. … «Ειρήνην την Εμήν δίδωμι υμίν». … Τραγωδία δεν υπάρχει εν Αυτώ, αλλ’ εν ημίν.

Ωσαύτως και ο χριστιανός, όστις έλαβε την δωρεάν της αγάπης του Χριστού, παρά την συνείδησιν του εισέτι μη επιτευχθέντος πληρώματος, αποφεύγει την τραγωδίαν του παγκαταλυτικού θανάτου. Συμπάσχων μετ’ οδύνης και προσευχόμενος μετά κλαυθμού υπέρ του κόσμου δεν αποβαίνει θύμα της αδιεξόδου απογνώσεως, του ανεπανορθώτου ολέθρου. Εναργέστερα καθίσταται η όρασις αύτη, όταν η προσευχή εισέλθη καθ’ οιονδήποτε τρόπον εις το αιωνόβιον ρεύμα της Γεθσημανίου προσευχής του Χριστού: Όταν διαρραγούν τα στενά όρια του ατόμου, όταν διαπερασθή το τείχος του χρόνου, τότε δίδεται εις τον άνθρωπον η πείρα της καταστάσεως, «Εγώ ειμι». Αισθανόμενος ούτος εν εαυτώ την ζωοποιόν πνοήν του Πνεύματος του Αγίου, προσευχόμενος δι’ αυτής της προσευχής, προαισθάνεται την τελικήν νίκην του Φωτός. Η Αγάπη του Χριστού εισέτι και εν τη υψίστη εντάσει της ευσπλαχνίας – όπερ συνιστά την ουσίαν του

«άδου της αγάπης» - παραμένει απαθής ένεκα της υπαρχούσης εν αυτή αιωνιότητος. Η αγάπη αύτη ζη αυθεντικώς και αμειώτως  την τραγωδίαν της ανθρωπότητος, διότι ίδιον αυτής είναι να συμμετέχη εις τα παθήματα πάσης της κτίσεως και πρωτίστως του ανθρώπου. Δεν γνωρίζω δια ποίου ακριβώς τρόπου να περιγράψω ουχί την αφηρημένην, αλλά την ζώσαν πνευματικήν πείραν, ήτις δύναται να φανή αντιφατική εις την τυπικήν λογικήν. Η χάρις είναι άκρως πλουσία εις   τας   εκφάνσεις   αυτής.   Ας  λάβωμεν  ως   παράδειγμα   μίαν  εκ   των  πλέον ενδεικτικών περιπτώσεων.

Εν Χριστώ ελάβομεν αποκάλυψιν περί της αμεταθέτου αξίας του ανθρώπου. Αγαπώμεν τον άνθρωπον ως την ιδίαν ημών ζωήν. Κατά στιγμάς δίδεται να θεωρήσωμεν το ανεκτίμητον κάλλος της εικόνος αυτής του Υψίστου Θεού. Παρατηρούντες το πολύτιμον τούτο όν εν τη πτώσει αυτού, συντριβόμεθα φυσικώ τω τρόπω τη καρδία και αναζητούμεν οδούς σωτηρίας δια τους ηγαπημένους, καθ’ ό μέτρον ο Κύριος εξέχεεν εφ’ ημάς την χάριν να γνωρίσωμεν την οδόν Αυτού. Ο λόγος του εκκλησιαστικού κηρύγματος πίπτει κατά το πλείστον ή παρά την οδόν ή εις τας ακάνθας ή επί τα πετρώδη μέρη, και η ψυχή στρέφεται εν προσευχή προς Εκείνον,  Όστις  έπλασε  τον  άνθρωπον.  Πειθόμεθα  ότι  και  ο  Θεός  δεν  θέλει  να παραβιάση   την   ελευθερίαν   του   αυτοπροσδιορισμού   του   ανθρώπου.   Εκ   της προσπαθείας     όπως  υπερνικήσωμεν   δια   προσευχής   ευσπλαχνίας   τας απολιθωθείσας  καρδίας  ηγαπημένων  υφ’  ημών  υπάρξεων,  η  ψυχή  αισθάνεται βαθέως ως να ίσταται όντως ενώπιον του τείχους του θανάτου – κατάστασις ομοία προς  την  θλίψιν  μητρός  ήτις  βαστάζει  εν  ταις  χερσίν  αυτής  αποθνήσκον νήπιον,   τον   καρπόν   της   κοιλίας   αυτής.   Το  αίσθημα  του  αδιεξόδου,  του   ανεπανορθώτου της απωλείας, καταβροχθίζει παν άλλο αίσθημα και η ψυχή του ευχομένου «αποθνήσκει» μετ’ εκείνων δια τους οποίους προσφέρεται η προσευχή.

Ο Μονογενής Υιός του Πατρός προσέλαβε τον θάνατον ημών. Απέθανεν επί του σταυρού φέρων εν Εαυτώ τον όλεθρον ημών δια της «εις τέλος αγάπης» Αυτού. Αλλ’ ο Θεός ανέστησεν Αυτόν.  Η   ιδία   επαγγελία   εδόθη   εις  πάντας  τους πιστεύοντας εις Αυτόν, τον Χριστόν-Θεόν.

Η θέσις των ανθρώπων είναι πλέον περίπλοκος: Ημείς οι ίδιοι δεν είμεθα έως τέλους ελεύθεροι από της αμαρτίας, τουτέστι φέρομεν εν εαυτοίς τον ημέτερον θάνατον. Και ημείς, καίτοι δεν αποθνήσκομεν σωματικώς εν τη προσευχή υπέρ των αδελφών ημών και υπέρ του κόσμου εν γένει όμως εν πνεύματι ζώμεν όντως τον θάνατον αυτών: Βεβαίως θα έλθη και η ημέρα κατά την οποίαν θα αποθάνωμεν.

Ο Χριστός δια του θανάτου Αυτού επάτησε τον θάνατον του Αδάμ και των απογόνων αυτού. Τούτο αποτελεί την εγγύησιν της ημετέρας αναστάσεως.

Η προσευχή υπέρ του κόσμου είναι η πλέον βαρεία και αδιέξοδος υπό την έννοιαν ότι το πνεύμα ημών ουδέποτε επιτυγχάνει τελείως του σκοπού αυτού. Ευχόμενος υπέρ εαυτού ο άνθρωπος δύναται να γευθή εν τω βάθει της καρδίας αυτού πλημμύραν τρυφεράς αγάπης και ειρήνης. Διατηρεί την κατάστασιν ταύτην επί τινα χρόνον. Κατά την υπέρ του κόσμου όμως προσευχήν, και την πλέον εισέτι φλογεράν και παρατεταμένην, η ψυχή ταχέως αντιλαμβάνεται ότι βαρύ νέφος αντιπαθείας, ως και πρότερον, κρέμαται επάνω της γης:  Είναι  καθ’  υπερβολήν πολλοί οι άνθρωποι, οίτινες «ηγάπησαν μάλλον το σκότος (του μίσους) ή το φως» της αγάπης του Θεού.

Και παράδοξον και θλιβερόν: Ο κόσμος ως σύνολον δεν δέχεται το πνεύμα του Θεού, και η προσευχή επιστρέφει εις τον προσευχόμενον ουχί μόνον μετά του αισθήματος του ανικανοποιήτου, αλλά και μετά πληθυνθείσης εισέτι θλίψεως. Τούτο βεβαίως δεν είναι αληθινή αίσθησις. Όντως η αναζητουμένη αλλαγή της πνευματικής ατμοσφαίρας της οικουμένης δεν επήλθεν. Εάν όμως δεν υπήρχον ευχέται υπέρ του κόσμου, η «εξουσία του σκότους» θα ενετείνετο μετά μεγαλυτέρας έτι δυνάμεως.

Και όσοι εισέτι δεν εβίωσαν μετ’ εντάσεως την ως άνω περιγραφείσαν πείραν ευκόλως θα εννοήσουν εμέ, εάν εμπνευσθέντες υπό του Θεού προσηυχήθησαν υπέρ του κόσμου ή υπέρ μεμονωμένων αγαπητών εις αυτούς ανθρώπων. Συχνάκις η καρδία εν τοιαύτη προσευχή ταχέως εισέρχεται εις αυτήν ταύτην την ζωήν εκείνου ή εκείνων δια τους οποίους προσεύχεται, και γνωρίζει τι συνέχει αυτούς: χαρά και ανάπαυσις, αδημονία και θλίψις, το απαίσιον ενίοτε σκότος του άδου και το όμοιον προς  αυτό  κακόν.  Ο  προσευχόμενος  αισθάνεται  τας  καταστάσεις  αυτάς  ως ιδίας. Και τούτο αποτελεί ιδιαιτέρου είδους παραπλάνησιν. Κατ’ ουσίαν η ψυχή δια της προσευχής βλέπει – ζη – ενούται μετ’ εκείνων υπέρ των οποίων προσεύχεται. Εάν μετά το βαρύ τούτο αίσθημα, του οποίου έλαβεν ούτος πείραν, επακολουθή χαρά ή ανάπαυσις, τούτο είναι ενδεικτικόν σημείον ότι η προσευχή αυτού εισηκούσθη. Ο ασθενής θα αναρρώση, ο απεγνωσμένος θα λάβη φως ελπίδος, η επαπειλουμένη συμφορά θα παρέλθη, και τα όμοια.

Ακριβώς η τοιαύτη μετά των ανθρώπων κοινωνία εν τω είναι, εισέτι δε και μετά του κόσμου τούτου εν γένει, χαρακτηρίζει την γνησίαν προσευχήν.

Η ζωή του προσευχομένου πνεύματος δύναται, αλλά και οφείλει, να λάβη κοσμικάς διαστάσεις, τας οποίας απαιτούν αι ευαγγελικαί εντολαί του Χριστού. Εν Αυτώ ο άνθρωπος γίνεται αληθώς παγκόσμιος: ουχί υπό την έννοιαν του φιλοσοφικού  συγκρητισμού,  αλλά  κατά  τον  βαθμόν  και  την  κλιμάκωσιν  της κατοχής  του  πραγματικού  όντος·  κατά  την  εν  πνεύματι  προσέγγισιν  εις  τα έσχατα όρια της δυνατής ζώσης πείρας.

Η πείρα της τραγικότητος των πεπρωμένων της γης είναι απαραίτητος εις ημάς. Δεικνύει τα όρια των κτιστών ημών χαρισμάτων εν τω αποχωρισμώ ημών εκ της μετά του Θεου συνεργασίας. Είναι φυσικόν μετά τα παθήματα  και την αποτυχίαν  όλων  των  προσπαθειών,  να  ανοιγώμεθα  προς  νέους  ορίζοντας άλλου ήδη κόσμου, απείρως υψηλοτέρου. Τότε αντί του «μοιραίου τέλους» εν τη πλειονότητι  των  περιπτώσεων  ταλαντούχων  και  μεγαλοφυών  ανθρώπων ανατέλλει ευλογημένη αρχή ήτις δύναται να φανή εις τον άνθρωπον ως Φως Αναστάσεως, ως είσοδος εις τον άφθαρτον κόσμον, όπου δεν υπάρχει τόπος δια την τραγωδίαν, διότι εκεί βασιλεύει η άναρχος αιωνιότης.

Η προσωπική ημών πείρα οδηγεί εις την διαπίστωσιν ότι η ανθρωπότης εν τη πλειονότητι αυτής μέχρις και της σήμερον ημέρας, δεν έφθασεν εις το ύψος των εντολών του Ευαγγελίου. Απορρίπτοντες τον Χριστόν ως τον αιώνιον Άνθρωπον και προπαντός ως τον Αληθινόν Θεόν, υπό οιανδήποτε μορφήν, υπό οιανδήποτε πρόθεσιν, οι άνθρωποι στερούνται του Φωτός της ανάρχου Βασιλείας και της δόξης της υιοθεσίας. … Όταν αισθανθώμεν τον Χριστόν ως Θεόν-Σωτήρα, υπερβαίνομεν τα όρια του χρόνου και του χώρου· εισερχόμεθα εις εκείνην την μορφήν του είναι, εν τη οποία δεν υπάρχει η έννοια της τραγωδίας.




Η προσευχή ώς οδός πρός τήν γνώσιν

$
0
0


Β’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ Η ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΓΝΩΣΙΝ

Όσον και εάν είμαι όντως “μηδέν”, εν τούτοις το Άκτιστον Φως εφανερούτο εις εμέ ακριβώς δια την εις Χριστόν πίστιν.

Βραχεία η απάντησις, αλλ’ ο λόγος του Θεού φέρει εις την ψυχήν νέαν ιδαιτέραν αίσθησιν του είναι. Η καρδία λαμβάνει πείραν πληρώματος φωτοφόρου ζωής. Ο νους αίφνης συλλαμβάνει κεκρυμμένα εώς τότε νοήματα. Η εγγύτης του Θεού εμπνέει ημάς. Η επαφή της δημιουργικής Αυτού δυνάμεως ζωοποιεί ημάς. Η αποκτηθείσα   δια   της   οδού   ταύτης   γνώσις   είναι   ποιοτικώς   διάφορος   της αποκτωμένης δια της φιλοσοφικής διανοήσεως: Μετά της κατανοήσεως των πραγματικοτήτων του πνευματικού κόσμου μεταδίδεται εις όλην την ύπαρξιν του ανθρώπου άλλη μορφή ζωής, ομοία ίσως προς εκείνην του πρωτοπλάστου. Η οντολογική αύτη γνώσις του Θεού ενούται μετά του ρεύματος της ευχομένης προς Αυτόν αγάπης.

Εν τη καταστάσει της πτώσεως ημών είμεθα αποκεκομμένοι από του Θεού υπό αοράτου δια γυμνού οφθαλμού παραπετάσματος, αδιοράτου και εν ταυτώ αδιαπεράστου δι’ ημάς. Κατά τρόπον δε απρόβλεπτον, νεύματι Θεού, διαγράφεται επί του  παραπετάσματος τούτου μικρά τις σχισμή. Προσηλούντες τον οφθαλμόν επ’ αυτής βλέπομεν ουχί μόνον εκείνο, όπερ απετέλει το αίτημα της προσευχής ημών αλλά και τους εν τη αυτή προοπτική κειμένους ευρείς ορίζοντας. Εάν ο οφθαλμός ημών είναι «απλούς» και ημείς δεν αποσπάσωμεν αυτόν από της δοθείσης εις ημάς θεωρίας, ούτος θα αντιληφθή, τρόπον τινά θα αισθανθή την απειρότητα της φωτοφόρου βασιλείας. Και τότε θα λάβη την οφειλομένην λύσιν, ουχί μόνον το πρόβλημα ημών αλλά και ολόκληρος σειρά άλλων προβλημάτων, συνδεδεμένων μετ’ αυτού. Εν τη θεία αιωνιότητι όλαι αι «παράλληλοι» συμπλέκονται εις κόμβον, ως και πάσαι αι αποκλίνουσαι ακτίνες.

Εάν ο Θεός είναι τοιούτος ως εφανέρωσεν Αυτόν ο εσταυρωμένος Χριστός, τότε πάντες ημείς και μόνον ημείς είμεθα υπεύθυνοι δια πάντα τα κακά, τα πληρούντα άπασαν την ιστορίαν της ανθρωπότητος.

Η Θεία ταπείνωσις δύναται να χαρακτηρισθή ως ετοιμότης, ως άνοιγμα  δια την αποδοχήν πάντων, και πασών των πληγών των προερχομένων εκ χειρών ανθρώπων, υπ’ Αυτού κτισθέντων. … Και είδον εν πνεύματι ότι η αιτία των αλύτων βασάνων των ανθρώπων δεν ήτο η απουσία ευσπλαχνίας προς ημάς εκ μέρους του Θεού, αλλά αποκλειστικώς και μόνον η κατάχρησις υπό του ανθρώπου του δώρου της ελευθερίας, όπερ δεν ήρθη αφ’ ημών εισέτι και εν τη πτώσει ημών. … εκάλυψεν εμέ πικρόν αίσθημα αισχύνης δια την άφρονα και υπερήφανον σκέψιν ότι δήθεν ήμην πλείον ελεήμων ή Εκείνος. … Βραδύτερον κατενόησα ότι και αυτή αύτη η προσευχή ευσπλαχνίας ήτο η ενέργεια Αυτού εν εμοί.

Η πείρα έδειξεν εις εμέ πόσον αδρανής είναι η φύσις ημών εν τη αμαρτία. Και τοιαύται εισέτι προσευχαί καθώς ανέφερον ανωτέρω, δεν θεραπεύουν παρευθύς την πεπτωκυίαν ημών φύσιν. … Νυν κατανοώ ότι καίτοι επιφανειακώς η ζωή μου έρρεεν άνευ ορατών υπό των ανθρώπων παραβάσεων, εν τω βάθει εν τούτοις – πνευματικώς – ήμην, και είμαι σκότος.

Το πρόβλημα του καλού και του κακού δεν λύεται εν τοις ορίοις της γης.

Η επίγειος ημών ζωή δεν είναι κατ’ ουσίαν πλείον τι, ει μη βραχεία στιγμή, δοθείσα εις ημάς υπό του Αγαθού Πατρός,  ίνα διεισδύσωμεν εις την υπερέχουσαν την διάνοιαν κενωτικήν αγάπην του Χριστού. … Ενταύθα κρεμάμεθα επί σταυρού, έστω και εισέτι αοράτου. Αλλά μόνον δια του τρόπου τούτου δυνάμεθα να κατανοήσωμεν το μεγαλείον του ανθρώπου και την ανεξιχνίαστον άβυσσον του Θείου Όντος. Είναι αδύνατον να εκφράσωμεν δια της γνώσεως ημών τον δια της σταυρικής οδού εις ημάς υπό του Θεού αποστελλόμενον πλούτον.

Ο Θεός είναι αδιαίρετος εν Εαυτώ. Όταν έρχηται, έρχεται όλος «καθώς εστιν» εν τω προαιωνίω Αυτού Είναι. Ημείς δεν χωρούμεν Αυτόν. … Προφέρει Ούτος βραχείαν  φράσιν  αλλά  δεν  επαρκεί  η  ζωή  ίνα  αφομοιώσωμεν  το  περιεχόμενον αυτής. Μετ’ ευλαβείας αισθανόμεθα την Πατρότητα Αυτού. Βλέπομεν ότι διψά να μεταδώση εις ημάς την άναρχον Αυτού Ζωήν: να ίδη ημάς εις τέλος ομοίους προς τον Υιόν Αυτού, Όστις είναι «σφραγίς ισότυπος» του Πατρός. Ακατάληπτος είναι η Βουλή Αυτού περί ημών. Εκ του «μηδενός» ποιεί ομοίους προς Αυτόν θεούς. Και άπασα η ύπαρξις ημών εν κατανύξει προσπίπτει ενώπιον Αυτού, ουχί εν φόβω ενώπιον αυστηρού Δεσπότου, αλλ’ εν ταπεινή αγάπη προς τον Πατέρα.

Ο Κύριος διεφύλαξεν εμέ από παντός δεσμού τον οποίον θα ήτο δύσκολον να διαρρήξω. Και ούτως, ότε είχον ανάγκην ελευθερίας εξ οιασδήποτε ευθύνης, δι’ άλλας ζωάς είχον αυτήν (ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ).

Ανεπαυόμην εις την σκέψιν ότι εάν απέθνησκον ουδείς θα υφίστατο ζημίαν εξ αυτού. Μεγάλη ήτο η ευτυχία μου: Ηδυνάμην αφόβως να διακινδυνεύσω το παν· να πορευθώ εισέτι και εις τον θάνατον. Ο νους μου εν πάση προσοχή συνήγετο εις τα έσω και εκεί παρέμενεν επί έτη απαράκλητος.

Ενίοτε αόρατον πυρ ήγγιζε την κορυφήν της κεφαλής μου και εισέδυε ταχέως εις όλον το σώμα μου μέχρι των ποδών, φλογερά δε προσευχή μετά μεγάλου κλαυθμού δια τον κόσμον εκυρίευεν εμού επί ώρας.

Τότε   προσηυχόμην   ως   επί   το   πλείστον   γονυπετής   προσπίπτων   κατά πρόσωπον επί του δαπέδου. Ότε δε εξησθένει το σώμα, απεκοιμώμην, αλλ’ εν αυτή τη   συνειδήσει   μου   δεν   έπαυον   να   προσεύχωμαι,   ούτε   ησθανόμην   εαυτόν κοιμώμενον. Μόνον ότε ηγειρόμην ηδυνάμην να εννοήσω ότι το σώμα μου εκοιμάτο διότι δεν ήτο πάντοτε εν τη αυτή στάσει εν τη οποία προσηυχόμην.

Δις, ισως και τρις, επί των οδών των Παρισίων απώλεσα εκ της προσευχής την αίσθησιν του πέριξ εμού υλικού κόσμου. Αισίως όμως ηδυνήθην να φθάσω εις τον τόπον του προορισμού μου.

Μίαν φοράν (εν Παρισίοις) ήμην εις δεξίωσιν διασήμου ποιητού, …  Επέστρεφον εις την οικίαν μου περί το μεσονύκτιον. Καθ’ οδόν εσκεπτόμην: Πώς συσχετίζεται το φαινόμενον τούτο, έν εκ των πλέον ευγενών της ανθρωπίνης δημιουργικότητος, μετά της προσευχής; Εισελθών εις το δωμάτιόν προσηυχόμην:

«Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος …». Και ιδού απαλή φλόξ αοράτως και τρυφερώς επί της επιφανείας του προσώπου και του στήθους μου έκαιε λεπτόν τι ως αύραν, όπερ εν τούτοις δεν ήτο σύμφωνον προς το Πνεύμα του Θεού.

Εντός μου έζων την θαυμαστήν διαδικασίαν της πάλης μεταξύ της έλξεως προς την τέχνην και της προσευχής. Η τελευταία ενίκησε το πάθος του ζωγράφου, αλλ’  ουχί  ευκόλως  ουδέ  ταχέως.  Μετά  ταύτα  εις  το  Θεολογικόν  Ινστιτούτον  η προσευχή δεν εβοήθει εμέ να έχω εστραμμένην την προσοχήν μου εις τα παραδιδόμενα μαθήματα. Έπρεπε να παλαίσω προς το ιδιόμορφον τούτο κώλυμα, όπερ καθ’ εαυτό είναι πολύτιμον. … παρά το ενδιαφέρον μου προς τας εκκλησιαστικάς επιστήμας, η πνευματική μου ανάγκη, όπως παραμένω εν τη προσευχή, υφίστατο ζημίαν, και εγώ ανεχώρησα δια τον Άθωνα.

Εκεί  εις  το  Άγιον  Όρος  η  ζωή  μου  εύρε  την  τροχιάν  αυτής.  Καθ’  εκάστην σχεδόν ημέραν μετά την Λειτουργίαν επλήρου εμέ η πασχάλιος χαρά. Όσον παράδοξον και αν φαίνηται η αδιάλειπτος προσευχή μου ομοίως  προς ηφαίστειον έκρηξιν επήγαζεν εκ της βαθείας απογνώσεως, ήτις εσκήνωσεν εν τη καρδία μου. Δύο καταστάσεις φαινομενικώς εκ διαμέτρου αντίθετοι, συνυπήρχον εντός μου.

Ευθύς ως εξησθένει εν εμοί η απόγνωσις, εμειούτο η θέρμη της προσευχής και ο θάνατος εισέβαλλεν εις την καρδίαν. Δια της μετανοίας τοσούτον επλατύνετο το είναί μου, ώστε να άπτηται εν πνεύματι και του άδου και της Βασιλείας. … Ούτε τον θάνατον ούτε το παράλογον ηδυνάμην να δεχθώ. Τότε εντός μου εισήλθεν η σκέψις–αίσθημα: Παν ό,τι εγνώριζον, παν ό,τι ηγάπων, και ό,τι εζωοποίει και ενέπνεεν εμέ –τα πάντα απολύτως, εισέτι δε και ο Ίδιος ο Θεός– αποθνήσκει εντός μου και δι’ εμέ, εάν εγώ αφανίζωμαι τελείως. Το βίωμα τούτο ήτο ισχυρόν. Εμορφοποιείτο δε εις την σκέψιν ότι το ανθρώπινον εγώ δύναται να αποβή κέντρον–φορεύς πάσης της κτίσεως.
… Ότε ανεγίνωσκον το Ευαγγέλιον, πάντες οι λόγοι αυτού εφαίνοντο εις εμέ οικείοι, αλλά δεν ηδυνάμην να κατανοήσω ό,τι κρύπτεται εντός εκάστου εξ αυτών – εν αυτώ τούτω τω Είναι του Θεού. … Η δίψα μου γνωρίσω τον Θεόν ήτο άσβεστος: Όσον και εάν προσηυχόμην, όσον βαθέως και εάν εστέναζον, το πνεύμα μου ουδέποτε ικανοποιείτο. Τοιούτον ήτο το «ποτήριόν» μου εν τω Άθωνι: Θλίψις και χαρά συνεχωνεύοντο εν αυτώ, αναιρούσαι η μία την άλλην. Δεν έβλεπον εναργώς ενώπιόν μου την οδόν: Ευρισκόμην όλος εν αμηχανία· και ο πόνος επλήρου όλον εμέ. Αλλ’ όμως εν τη ατμοσφαίρα του πνευματικού πόνου εγεννάτο η κατανόησις του μεγαλείου του Ανθρώπου. Και δεν είναι άρα γε ο άγιος ούτος πόνος είς εκ των αγωγών, δια των οποίων ο Ύψιστος Θεός κοινωνεί κατ’ άμεσον τρόπον μετά των κτισμάτων Αυτού, δίδων εις αυτά βαθμηδόν την γνώσιν ουχί μόνον περί του κτιστού–κοσμικού είναι, αλλά και περί Αυτού του Ιδίου;

… χάρις εις τον Γέροντα, απέβη εις εμέ οφθαλμοφανές ότι ως θεμέλιον πασών των τραγωδιών του ανθρωπίνου γένους κείται η πτώσις εις την υπερηφανίαν. Το πάθος τούτο είναι αυτή αύτη η ουσία του άδου· άδου αληθώς σατανικού βάθους.

Ουδείςδύναταιναείναιβέβαιοςότιεκείνοςήοάλλοςλογισμός,οελθών προς αυτόν δεν θα κυριεύση αυτού δι’ όλην την αιωνιότητα.

Ουδείς υπερέβη Αυτόν κατά τα παθήματα Αυτού. Εξωτερικώς πολλοί υπέμειναν, και νυν υπομένουν φρικτά βασανιστήρια εντός των θαλάμων των συγχρόνων φυλακών, αλλά ποιοτικώς ο άδης Αυτού, «άδης αγάπης», είναι οδυνηρότερος πάντων των λοιπών.

Παρομοίως, οι ακολουθήσαντες τον Χριστόν κατά τον χρόνον της επιγείου Αυτού ζωής έλαβον το δικαίωμα ομού μετ’ Αυτού να κρίνουν τον κόσμον:

Δεν ήτο μικρός ο κίνδυνος κατ’ εκείνον τον καιρόν, να εξοστρακισθή τις κοινωνικώς.  Οι  Απόστολοι,  εν  τούτοις,  απεφάσισαν  να  αναλάβουν  τον  αγώνα αυτόν, και σχεδόν πάντες εφονεύθησαν  δια το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Δια τούτο και εδόθη εις αυτούς το «δικαίωμα» να κρίνουν τους μη ακολουθήσαντας τον Χριστόν.

Επί αιώνας επαναλαμβάνονται πολλοί εκ των ουρανών καταβάντες λόγοι εις τους πλέον ποικίλλους συνδυασμούς, αλλ’ ούτοι δεν ευρίσκουν την οφειλομένην απήχησιν εις τας απολιθωθείσας καρδίας, εις την αδιάφορον δια τον άνω κόσμον σκέψιν. Και όμως υπήρξαν πολλαί στιγμαί κατά τας οποίας οι λόγοι ούτοι εδίδοντο Άνωθεν εις τους ανθρώπους ως βρονταί συγκλονίζουσαι τας καρδίας των ανθρώπων, και ως αστραπαί φωτίζουσαι την συνείδησιν αυτών. Ούτοι κατήλθον   εις   την   γην   ημών   εκ   της   κεκρυμμένης   Βασιλείας,   ως   σωτήριος αποκάλυψις περί της αφάτου σοφίας του Ουρανίου Πατρός, περί της προς ημάς αγάπης Αυτού περί του μεγάλου μυστηρίου του Είναι.

Ανά τους αιώνας επανελαμβάνοντο οι ιεροί λόγοι άνευ της οφειλομένης προσοχής, και πιθανόν ένεκα τούτου απώλεσαν την πρωταρχικήν αυτών δύναμιν – εκείνην την οποίαν είχον, ότε ενεφανίζοντο δια πρώτην φοράν εις την συνείδησιν των προφητών των αποστόλων και των αγίων.  (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ) Θα ευρεθούν άρα γε άλλοι τρόποι εκφράσεως του βαθυτάτου νοήματος της δοθείσης εις ημάς γνώσεως περί του μεγάλου Θεού; Η αγάπη ημών προς Αυτόν ζητεί να εκφρασθή μετά τοιαύτης πλήρους ζωής ενεργείας, ώστε ούτε ο παν-καταλύτης χρόνος να δύναται να μειώση αυτήν.

Προ των οφθαλμών ημών τελείται το ανεκφράστως μέγα θαύμα της δημιουργίας του κόσμου, της δημιουργίας θεών, όπερ εισέτι δεν συνετελέσθη. Η τελείωσις αυτού είναι υπεσχημένη δια τον μέλλοντα αιώνα.

Η απόκτησις αυτής της Βασιλείας της Πατρικής αγάπης συνδέεται μετά πολλών παθημάτων. Η καρδία καταπονείται μέχρι βαθέος «πόνου» εκ της συνειδήσεως της απωλείας, την οποίαν υπέστη ο άνθρωπος. Ομιλώ περί πνευματικού μεταφυσικού πόνου, και επιθυμώ όπως ο αναγνώστης ορθώς κατανοήση εμέ. Εις τους λόγους ημών ενυπάρχει πάντοτε ρευστότης τις: Δια της εκάστοτε νέας εμπειρίας μεταβάλλεται το περιεχόμενον των εννοιών και το νόημα το περικλειόμενον εις τας αυτάς κατά τους ήχους λέξεις. (ΜΟΡΦΗ ΖΩΗΣ)

Αι οδύναι της καρδίας του χριστιανού ασκητού δεν είναι φαινόμενον παθολογικόν. Αναφύονται «οργανικώς», προερχόμεναι εκ της ελεήμονος αγάπης. Ο πόνος ούτος δεν καλλιεργείται –τούτο θα ήτο απόκλισις εις μη υγιή οδυνισμόν (dolorism). Δεν είναι επακόλουθον ψυχολογικών συγκρούσεων, ούτε αποτέλεσμα εκείνων  ή  των  άλλων  ανικανοποίητων  παθών:  Είναι  κατά  την  φύσιν  αυτού διάφορος. Η γέννησις ημών δια την αιωνιότητα εν τω Θεώ συνδέεται μετά πολλών κόπων.

Οδυνάται το πνεύμα ημών, αλλ’ η οδύνη αύτη αντανακλάται εφ’ όλου του ανθρώπου: επί της καρδίας, επί του σώματος. «Όλος» ο άνθρωπος πάσχει εν τη παραστάσει αυτού ενώπιον του αιωνίου Θεού, τα παθήματα όμως ταύτα δεν φονεύουν,  αλλά  ζωοποιούν  ημάς.  …   Δι’ αυτών (των βασάνων) αναγόμεθα υπεράνω των ορίων της ύλης, εις τον κόσμον του ακτίστου Φωτός. (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ)

Είναι ανεπαρκές να πεισθώμεν δια του νοός περί της θεότητος του Χριστού ούτως ώστε ήδη να εννοώμεν τα πάντα, ως ώφειλεν. Είναι απαραίτητον να καταβάλωμεν  προσπαθείας  εις  τον  υπέρτατον  βαθμόν,  όπως  ζήσωμεν συμφώνως προς τον λόγον Αυτού. Έχοντες γνώσιν των κοσμικών διαστάσεων της πτώσεως   ημών   εν   τη   διαδικασία   του   αγώνος   τούτου,   είναι   αναγκαίον   να διέλθωμεν  δια  παρατεταμένης  προσευχής  μετανοίας.  Τότε  μόνον  δίδεται  εις ημάς να βιώσωμεν εκείνο όπερ βλέπομεν εν τω Χριστώ την άκραν αυτοσμίκρυνσιν και εν συνεχεία πλέον αξιούμεθα της ελεύσεως της «δυνάμεως εξ ύψους», είτε εν πυρίναις  γλώσσαις,  είτε  εν  τη  επιλάμψει  του  Θαβωρίου  Φωτός.  Τότε αποκαλύπτεται εις ημάς το αυθεντικόν νόημα του Ευαγγελίου.

… ήρχισα την Κυριακήν προσευχήν, «Πάτερ  ημών», και  η ψυχή μου παρεδόθη εις μακάριον δέος. Δεν ηδυνάμην να πορευθώ πέραν τούτου.  Ο νους μου έπαυσε να λειτουργή· το παν εν εμοί εσίγα. Νυν δε είναι λυπηρόν εις εμέ να γράφω περί του θαύματος τούτου του απολεσθέντος υπ’ εμού. Μετά τοιαύτης δυνάμεως συνέβη τούτο άπαξ εις εμέ. Δεν είναι άρα γε, διότι η σωματική σύστασις ημών δεν δύναται να φέρη την πυρίνην επαφήν της Θείας δόξης;

Μετά παρέλευσιν χρόνου τινος, μάλλον μακρού, παρόμοιόν τι συνέβη εις εμέ κατά την επίκλησιν του Ονόματος του Ιησού Χριστού. Κατ’ εκείνην την ώραν ηναγκάσθην να διακόψω την επίκλησιν του Ονόματος: Η ενέργεια αυτού ήτο καθ’ υπερβολήν ισχυρά.  Η ψυχή άνευ λόγων, άνευ σκέψεων, ετέλει εν τρόμω εκ της εγγύτητος του Θεού.  Τότε  διηνοίχθη  εις  εμέ  εν  μέρει  το  μυστήριον  της ιερουργίας.

Την επομένην ημέραν ετέλουν την Λειτουργίαν και ο Χριστός-Θεός ήτο εντός μου και μετ’ εμού, και εκτός εμού και εν τοις αγίοις μυστηρίοις του Σώματος και του Αίματος Αυτού. Το δε Όνομα του Θεού και οι λόγοι των λειτουργικών κειμένων εξήρχοντο εκ του στόματός μου ως πυρ. Εν τοιαύτη καταστάσει παρέμεινα επί τρεις ημέρας, εν συνεχεία δε εμειώθη η έντασις του βιώματος τούτου. Την μνήμην όμως περί αυτού ενεχάραξεν ο Κύριος ως δια σμίλης εις τον νουν και την καρδίαν μου.

Ο Απόστολος Παύλος έδωκεν εις ημάς την εντολήν «αξίως περιπατήσαι της κλήσεως».

Ούτως κλήσις και πρόσκλησις ημών είναι να γίνωμεν τέκνα του  Θεού και Πατρός δια του Μονογενούς και Ομοουσίου, Προαιωνίου και Ανάρχου Υιού Αυτού, και φορείς παντός του πληρώματος του Θεού.

Ουχί άπαξ ηξιώθην της θεωρίας του Θείου Φωτός. Περιπτυχθείς τρυφερώς υπ’ Αυτού  επληρούμην  υπερκοσμίου  αγάπης.  Είς  τινας  περιπτώσεις  ο  έξω  κόσμος «έχανε» την υλικότητα αυτού και απέβαινεν αόρατος. Ό,τι συνέβαινεν εις εμέ, ανήκεν εις άλλο επίπεδο του είναι. Ότε δε δι’ ακαταλήπτου τρόπου αποκαθίστατο η συνήθης αίσθησις του κόσμου, λεπτή θλίψις εισέδυεν εις την ψυχήν μου.

Η όρασις του Φωτός είναι οπωσδήποτε ηνωμένη μετά της ανιστώσης ημάς χάριτος, και η εγκατάλειψις της γης εις τοιαύτην κατάστασιν είναι ευλογία.

Η προσευχή είναι ενέργεια ιδιαιτέρας τάξεως. Είναι ένωσις δύο ενεργειών: της ημετέρας-κτιστής, και της Θείας-ακτίστου. Ως τοιαύτη δρα και εν τω σώματι και εκτός  του  σώματος·  εισέτι  δε  και  εκτός  του  κόσμου  τούτου,  του  χώρου  και  του χρόνου. Όταν ευρισκώμεθα εις μακάριον δέος εκ της οράσεως της αγιότητος του Θεού,  η  προσευχή  αποβαίνει  ισχυρά  ορμή  του  πνεύματος  διαρρηγνύουσα  τον στενόν    κλοιόν    της    βαρείας    ύλης.    Το    δοθέν    σώμα    ημών    οφείλει    να «πνευματοποιηθή». Το βιολογικόν σώμα «σάρξ και αίμα» δεν είναι εις θέσιν να ακολουθήση οπίσω του Πνεύματος εν όλη τη ορμή αυτού προς τον Αιώνιον Θεόν.

«Το (πνευματικόν) ημών  πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ού και Σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν, Ός μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης Αυτού κατά την ενέργειαν του δύνασθαι Αυτόν και υποτάξαι Αυτώ τα πάντα».

Η  ψυχή,  μη  διεγερθείσα  υπό  μεθυσθείσης  φαντασίας,  ουδέ χειραγωγηθείσα υπό της λογικής φιλοσοφίας, αναζητεί οδούς εκεί, όπου οδοί δεν υπάρχουν. Προς την αναζήτησιν ταύτην εσωτερική τις διαίσθησις ωθεί την ψυχήν την δεδεμένην υπό αοράτων, αλλά αλύτων αλύσεων «του νόμου της αμαρτίας» -μη θραυομένων υπό των ιδίων ημών δυνάμεων, αλλά μόνον υπό της ενεργείας του Παντοκράτορος Θεού, του Σωτήρος ημών. Πώς δυνάμεθα να παραστήσωμεν τον αγώνα της ψυχής δια την ελευθερίαν αυτής; Παρατηρούμεν αναλογίαν τινά προς το σώμα το οποίον εις τους αφορήτους πόνους συνελίσσεται εν  τη  προσπαθεία  να  αποφύγη  αυτούς.  Παρομοίως  η  ψυχή  «κινείται»  εν  τη προσευχή  του  πένθους,  όπως  ενωθή  μετά  του  Θεού  και  υπερνικήση  τον  πόνον αυτής.

Ο Κύριος σπλαχνίζεται ημάς και πολλάκις σπεύδει ταχέως· συμβαίνει όμως και το αντίθετον. Πάσαι αι κραυγαί ημών μένουν, τρόπον τινά, αναπάντητοι. Η ψυχή  κρέμαται εις το άπειρον αιωρουμένη επάνω της αβύσσου, και τρέμει, διότι ο Θεός παρουσιάζεται τελείως απρόσιτος: Ούτος είναι εκτός παντός υπαρκτού. Ο  νους  δεν  ευρίσκει  λόγους,  οίτινες  θα  ηδύναντο  να  φθάσουν  μέχρι  του  «απομεμακρυσμένου»  Θρόνου.  Άνευ  λόγων,  μετά  σιγηράς  κραυγής  εύχεται  η ψυχή εν τη ερήμω του κόσμου. Εν τούτοις, εν τω βάθει αυτής, εμφωλεύει ελπίς … Παρέρχεται το νέφος της Θεοεγκαταλείψεως και ανατέλλει εκ νέου ο ήλιος.

Εκ της πείρας μου δύναμαι να είπω ότι υπάρχουν δύο είδη απογνώσεως:  Η μία είναι καθαρώς αρνητική, φθείρουσα τον άνθρωπον πνευματικώς, εν συνεχεία δε και σωματικώς·  η άλλη είναι ευλογημένη. Περί αυτής δεν παύω να ομιλώ. Δια της απογνώσεως αυτού του είδους ανεγεννήθην εν τω Φωτί. … Ήμην συντετριμμένος δια το παράλογον του κόσμου τούτου, του πεπληρωμένου παθημάτων, άτινα φονεύουν πάσαν ζωήν… εσμικρινόμην μέχρι μηδαμινότητος και εν ταυτώ ελάμβανον ανυπολόγιστον εμπειρίαν βαθυτέρας θεωρίας του κόσμου, εισέτι δε και επαφής προς την αιωνιότητα.

Είναι μαρτύριον να συναισθάνηταί τις αδιακόπως την πτωχείαν αυτού. Εκ του βάρους αυτής συντρίβονται και τα οστά εισέτι  … Παράδοξον όμως: Ότε εξησθένει η αγία αύτη συντριβή, ησθανόμην ως να απέθνησκον πνεύματι. Δεν κατενόουν την φύσιν του φαινομένου τούτου. …  Ο κλήρος ημών επί της γης είναι να είμεθα «πτωχοί τω πνεύματι». Ευθύς ως εναγκαλισθή ημάς η ψευδής ανάπαυσις της αυτοϊκανοποιήσεως, πάραυτα το Πνεύμα της Ζωής, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, εγκαταλείπει ημάς.

Εις θεμέλιον πάσης πνευματικής προόδου κείται η εξαντλητική αίσθησις της «πτωχείας» ημών. Η επίγνωσις όμως αύτη είναι πηγή ενεργείας δια την προσευχήν, και εν ταυτώ το στερεόν θεμέλιον, επί του οποίου ερείδεται άπαν το οικοδόμημα της σωτηρίας μέχρι και της οροφής αυτού, πέραν της οποίας ακολουθεί «μισθός πολύς εν τοις ουρανοίς».

Και πάλιν επαναλαμβάνω ότι ρίζα πασών των κακιών είναι η υπερηφανία: Εν αυτή θάνατος και σκότος. Ίδιον δε της αγίας απαθείας είναι η ταπείνωσις, ήτις οδηγεί τον άνθρωπον να αισθάνηται εαυτόν υποκάτω πάσης της κτίσεως, και δι’ ανερμηνεύτου τρόπου ανάγει αυτόν υπεράνω παντός κτιστού.

Ο χριστιανός ασκητής εν τη κατά Θεόν ζωή αυτού δεν οφείλει να ομοιωθή προς τους ποιητάς ή τους συγγραφείς, τους ψυχολόγους, τους φιλοσόφους ή τους διανοουμένους. Εν τη στροφή αυτού προς τον Θεόν επεκτείνεται εις τα έμπροσθεν, μη επιστρέφων προς εαυτόν. Εκείνο, όπερ ούτος ενεργώς ζη εν τη προσευχή, θα αφήση εις το είναι αυτού ανεξίτηλα ίχνη, άτινα όμως θα ίδη εν εαυτώ ο ασκητής μόνον μετά πάροδον μακρού χρόνου, οσάκις θα αναλογίζηται το παρελθόν.

Η έλξις προς τον Θεόν εν τη αρχή του αγώνος συμβαίνει να είναι τοσούτον έντονος, ώστε το πνεύμα του ανθρώπου εν τη φλογερά αυτού ορμή προς τον Ύψιστον να ατενίζη αποκλειστικώς εις Εκείνον μόνον. Η ψυχή του μετανοούντος, όστις βλέπει εαυτόν ανεκφράστως μακράν της αναζητουμένης Αληθείας, γίνεται όλη κατώδυνος πληγή και δέεται του ήδη δια της «πρώτης αγάπης» ηγαπημένου Κυρίου περί ελέους και συγκαταβάσεως  προς αυτήν. Η αίσθησις της αμαρτίας ήτις κατέστρεψε την θεοειδή φύσιν ημών, γεννά ανεκδιήγητον μεταμέλειαν περί της   καταστάσεως,   εν   τη   οποία   επί   τοσούτον   μακρόν   διεμένομεν,   και   ήτις κατέστησεν  ημάς  παντελώς  αναξίους  του  Αγίου  των  αγίων.  Είναι  δυνατόν  ο τοιούτος Κύριος να δεχθή εμέ τον έως τέλους διεφθαρμένον; Η ψυχή παρίσταται, τρόπον τινά, ενώπιον του Φοβερού Κριτηρίου. Και όσον πλέον συντριπτικός είναι ο φόβος της καταδίκης, τοσούτον εντονωτέρα η προσευχή της μετανοίας. Είναι αδύνατον να είπωμεν πόσον διαρκεί μια τοιαύτη προσευχή.

Τον πέμπτον χρόνον της μοναστηριακής μου ζωής ο ηγούμενος της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, Αρχιμανδρίτης Μισαήλ, εκάλεσεν εμέ και ανέθεσεν εις εμέ ως διακόνημα την εκμάθησιν της Ελληνικής γλώσσης … «Πάτερ Σωφρόνιε ο Θεός δύο φοράς δεν κρίνει …»

Ανοίξας την Γραμματικήν της Αττικής διαλέκτου συνεκέντρωσα, ως ήτο εύλογον, την προσοχήν μου εις τα αναγινωσκόμενα. Και τι λοιπόν συνέβη; Ησθάνθην κατά τρόπον φυσικόν ως να εξήλθεν ο νους μου εκ της καρδίας να ανέβη έως του μετωπικού μέρους του κρανίου και να εκινήθη περαιτέρω προς την κατεύθυνσιν του βιβλίου. Κατ’ εκείνην την στιγμήν εγένετο εις εμέ εμφανές ότι ο νους  μου  παρέμενε  μονίμως  ημέρας  και  νυκτός  εν  τη  καρδία  μου  κατά  την διάρκειαν   των   επτά   ετών   προσευχής   μετανοίας.   Εγώ,   κατά   τον   λόγον   του ηγουμένου παρέμενον ήσυχος εσωτερικώς. … Η νέα ενασχόλησίς μου εστέρησεν εμέ της προγενεστέρας προσευχής, αλλ’ η χάρις υπό λίαν θαυμαστήν μορφήν ειρήνης, αγνώστου έως τότε, δεν εγκατέλειπεν εμέ κατά τους μήνας της προσπαθείας μου, όπως εκμάθω την Ελληνικήν γλώσσαν.

Ίνα αναγεννηθώμεν εν τω Θεώ, είναι αναγκαία η φρίκη δι’ ημάς αυτούς, ως είμεθα· είναι απαραίτητος η αποστροφή προς το ζων εν ημίν κακόηθες, αντίθεον πάθος της υπερηφανείας, όπερ εξέβαλεν ημάς μετ’ αισχύνης από της Βασιλείας του Πατρός των Φώτων. Η λύτρωσις εκ του πάθους τούτου ευρίσκεται εις την εντολήν του Χριστού: να αγαπήσωμεν τον Θεόν μέχρι του αυτομίσους.

Έκάλεσα την απόγνωσιν, ήτις κατείχεν εμέ, μέγα δώρον του Ουρανού. Τούτο όμως  συνειδητοποίησα  ουχί  ενωρίτερον,  ει  μη  μετά παρέλευσιν  τριάκοντα ετών αγώνο· δυνατόν ίσως και πλέον. Δεν ανεζήτουν έξωθεν βοήθειαν, διότι  ηρπάγην βιαίως ως ξηρόν φύλλον υπό ανέμου, όστις εστροβίλιζεν εμέ, και δεν ήτο δυνατόν να εννοήσω τι ετελείτο εν εμοί· ουδέν κατενόουν· ουδένα ηδυνάμην να ερωτήσω διότι  δεν ήμην εις θέσιν να διατυπώσω και την ερώτησιν.  Το κοσμικόν είναι απεκαλύπτετοειςτοννουνμουθυελλωδώςμετάταχύτητος,ήτιςδενεπέτρεπεν εις εμέ να ελέγξω δια του λογικού μου ο,τιδήποτε. Η απόγνωσις αύτη ωμοίαζε προς   αφροσύνην,  αλλ’  αφροσύνην  ιδιαιτέρου  γένους,  μη  υποκειμένην  εις  την αρμοδιότητα των ψυχιάτρων. Ήρχιζεν η διαδικασία της αποχωρήσεως μου εκ του κόσμου. Ωρθούτο τι μεταξύ εμού  και των ανθρώπων: Απώλεσα το ενδιαφέρον της μετ’ αυτών συναναστροφής.

Μετά του Θεού ουδέν είναι εύκολον ή απλούν: Ούτος είναι καθ’ υπερβολήν μέγας δι’ ημάς. Είναι «Πυρ καταναλίσκον», Φως απρόσιτον. Έρριψε το Πυρ Αυτού εις την γην και φλέγει τας καρδίας ημών.

Έχων ιδίαν πείραν περί του ασταθούς της φύσεως ημών ζω εν διαρκεί καταστάσει φόβου. Ο φόβος ούτος καλείται Θείος. Δεν ομοιάζει προς τον ζωώδη. Εν τω Θείω φόβω περικλείεται σοφία και γνώσις αγάπη και δύναμις. Η συνάντησις όμως μετά του μεγάλου Θεού, τον Οποίον δεν είμεθα ικανοί να χωρήσωμεν, και τον Οποίον  δεν  δυνάμεθα  να  αγαπήσωμεν,  δίδει  εις  ημάς  να  συναισθανθώμεν  ότι είμεθα απεριγράπτως μακράν αυτού, όπερ ετέθη προ ημών ως άγιος σκοπός και αυθεντικόν νόημα πάσης ημών της υπάρξεως. … αυτή ακριβώς η αγάπη γεννά εν εμοί τον φόβον μήπως παραμείνω ανάξιος απολογίας ενώπιον του Θεού. Συντρίβονται τα οστά μου, όταν βλέπω εντός μου έστω και μικράς ταλαντεύσεις.

Ότε επανήλθον εις την Ευρώπην, ερχόμενος εις επαφήν μετά ανθρώπων άλλου  πνεύματος,  ησθανόμην  ενέργειαν  εξερχομένην  απ’  αυτών,  ήτις  ως ψυχρός άνεμος προσέκρουεν εις την καρδίαν μου, και τρόπον τινά συνέχεε τον νουν  μου. Η ενέργεια αύτη, αλλοτρία του πνεύματος του Χριστού, ταράττει προς στιγμήν την εσωτερικήν ειρήνην, διεγείρει τον νουν είς τινα πάλην. Η Άνωθεν δωρεά, η δοθείσα εις εμέ εν τη ερήμω κατά την προσευχήν της αγάπης, υπερενίκα τας εναντίας αρνητικάς αντιδράσεις: «Ο γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσε (και) εμέ» από της εξουσίας του πνεύματος του κόσμου τούτου.

Καθ’ όν χρόνον η καρδία αισθάνεται την παρουσίαν του Θεού, ευρισκόμεθα εν ειρήνη και εξάρσει εκ της αγάπης προς Αυτόν. Όταν όμως αποχωρή Ούτος και δεν βλέπω εν εμοί αισθητήν την παρουσίαν Αυτού, τότε εκ νέου η συνείδησις της αδυναμίας μου μέχρι πόνου συνθλίβει εμέ. Ο σταυρικός αγών κατά τον ένα ή τον άλλον βαθμόν συνοδεύει εμέ έως του γήρατος.

Στερεούμενοι  δια  της  δυνάμεως  Αυτού  βλέπωμεν  παν  είδος  κακού  εν  τω κτιστώ κόσμω αλλά τούτο δεν έχει πλέον εξουσίαν εφ’ ημών. Εις τούτο έγκειται η «κυριότης» ημών, ήτις είναι απαραίτητος δια την «ασάλευτον Βασιλείαν».

Είναι απαραίτητος ο ευλαβής φόβος, έως ότου διέλθωμεν όλα τα κτιστά κατώφλια και πληρωθώμεν της εκ του Θεού εκπορευομένης ακτίστου Ζωής.

Η Εκκλησία διδάσκει περί του Ιησού Χριστού ότι ήρεν επ’ Αυτού τας αμαρτίας του κόσμου παντός. Και εκείνος όστις προσεύχεται εις Αυτόν «πρόσωπον προς Πρόσωπον»,  δέχεται  εν Πνεύματι  παρ’  Αυτού  το  «φρόνημα»  και  τα  αισθήματα, άτινα συναντώμεν και εν Αυτώ τω Ιδίω. Ουχί μόνον ταύτα αλλά και προσευχήν ομοίαν προς την προσευχήν Αυτού εν Γεθσημανή. Και τούτο  είναι εκείνο, όπερ ορίζομεν ως υποστατικήν προσευχήν.

Ο προσευχόμενος δια τοιούτου τρόπου εισέρχεται εις την σφαίραν της Θείας Ζωής. Όταν εν ανειδέω σιγή παριστάμεθα τω Θεώ εν πλήρει απογυμνώσει της όλης ημών υπάρξεως, τότε τα βάθη της φύσεως ημών διανοίγονται και δι’ ημάς αυτούς. Δια της ολοκληρωτικής αυτοσυγκεντρώσεως, δια της συναγωγής παντός εις τα έσω της προσωπικότητος ημών, δίδεται εις ημάς να ίδωμεν ότι το είναι απάσης της ανθρωπότητος κατά την προέλευσιν και την φύσιν αυτού αποτελεί έν είναι ένα άνθρωπον. Ως εκ τούτου  είναι «φυσική» η κίνησις του πνεύματος ημών προς προσευχήν υπέρ πάντων ανθρώπων, υπέρ όλου του Αδάμ ως περί εαυτού του ιδίου.

Κατά την προσευχήν της μετανοίας δια τας αμαρτίας ημών διδασκόμεθα να ζώμεν την τραγωδίαν παντός του ανθρωπίνου γένους δια μέσου ημών των ιδίων.

Η προσευχή μου ετελείτο άνευ εικόνων νοερών ή αισθητών. Η ψυχή μου απετάσσετο παντός παρερχομένου και ουδέν πλέον έβλεπεν αλλά δι’ όλης της δυνάμεως αυτής συνεκεντρούτο μόνον εις τον Θεόν μου. Δι’ ακαταλήπτου τρόπου η τελεία αύτη απουσία ορατών μορφών και εννοιών – κατά την οποίαν το παν εφαίνετο ως να εσίγα, παρά την εν εμοί αφθονίαν δυνάμεως ζωής – μετά την επιστροφήν μου εις την συνήθη αντίληψιν του κόσμου, μετεβάλλετο εις γνώσιν του Είναι.

Ίδιον της οράσεως ταύτης είναι να υπερβαίνη τον χώρον και τον χρόνον: Το παν συνάγεται εις τα «ένδον», είς τι απείρως μικρόν σημείον· να εκφράσωμεν όμως δια λόγων το γνωσθέν κατά τας στιγμάς ταύτας είναι ως να ιστάμεθα προ απεράντου πελάγους.

Το είναι παντός λογικού-προσωπικού όντος κινείται μεταξύ δύο ορίων: Το όνομα του ενός είναι αγάπη προς τον Θεόν μέχρι του αυτομίσους·  του άλλου, αγάπη προς εαυτόν μέχρι του μίσους προς τον Θεόν. (ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μίσος προς τον Θεον εννοούμεν την έκπτωσιν, την εγκατάλειψιν, την αποχώρησιν, την απομάκρυνσιν ... Δεν συνδέεται απαραιτήτως μετά τινων αισθημάτων, καρδιακών κινήσεων, πράγμα όπερ ωσαύτως δυνάμεθα να συναντήσωμεν. Το μίσος τούτο δύναται να λάβη μορφήν ψυχράς αποφάσεως του νου. Εις πολλούς εφάνη ως "φως" συνέσεως, αλλ' εξ αυτών απεκρύπτετο η πραγματικότης: Το "φως" αυτών δύναται να εξελιχθή κατά τον ιδιάζοντα εις αυτό τρόπον και να φθάση το σημείον του απολύτου ψύχους, όπερ φονεύει πάσαν ζωήν).

Υπάρχει    αναρίθμητον    πλήθος    ενδιαμέσων    καταστάσεων.    Τοιαύτας καταστάσεις βλέπομεν εις μεγάλην μάζαν  αδρανών ψυχών·  εις τας ψυχάς αυτάς δεν    υφίσταται    ούτε    καθαρά    συνείδησις    της    υπάρξεως,    ούτε    εναργώς    εκπεφρασμένος αυτοκαθορισμός προς οιανδήποτε κατεύθυνσιν. Εν τούτοις, όσον εγγύτερον πλησιάζομεν τα ακραία όρια, τοσούτον πλέον δυναμική καθίσταται η ορμή  του  πνεύματος,  τοσούτον  επιτακτικόν  τίθεται  το  ερώτημα  της  οριστικής εκλογής. Έκαστος θα εκλέξη εκείνο, όπερ πλείον ηγάπησε. ... η μακραίων ασκητική πείρα και η Αποκάλυψις μαρτυρούν ότι το κτισθέν πνεύμα δύναται να απωθήση τον μέχρι τούδε επιτευχθέντα σκοπόν αυτού και,  ομοίως  προς  αστραπήν  {[αρνητική περίπτωση] πτώση  Εωσφόρου  – [θετική περίπτωση] ομολογία ληστού επί του σταυρού}, αυτοστιγμεί να μεταφερθή δια μέσου της αβύσσου και να στερεωθή εις την απέναντι όχθην.

Από του μόνου όντως Όντος – Εγώ ειμι ο Ών – δύνανται να εκπέσουν και μεμονωμένα άτομα και ολόκληρα γένη.

Επομένως παρόμοιόν τι δύναται να συμβή και εις ημάς: Θα προσεγγίζη Ούτος ημάς, θα συνομιλή μεθ’ ημών, και ημείς δεν θα αναγνωρίζωμεν Αυτόν, τουτέστιν εκείνο όπερ είναι Ούτος, ο μέγας Θεός· μέγας αλλά πράος και ανεκφράστως ταπεινός. Και όταν φθάση η στιγμή και αναγνωρίσωμεν Αυτόν, τότε η ψυχή ημών θα αγαπήση Αυτόν καιηεκτηςγνώσεωςταύτηςέμπνευσιςθαπληρώση ημάς μακαριότητος. Η αποκτηθείσα δε δια του τρόπου τούτου έμπνευσις ουδέποτε πλέον θα εγκαταλείπη ημάς. Ενδέχεται να περιπέσωμεν εις διαφόρους δοκιμασίας και οδυνηράς καταστάσεις αλλ’ η θαυμαστή αύτη έμπνευσις θα παραμένη πάντοτε μεθ’ ημών: άλλοτε ως πλημμύρα φωτοφόρων σκέψεων, άλλοτε δε πάλιν ως χαροποιόν πένθος εν τη προσευχή και πολλά παρόμοια προς αυτά, των οποίων όμως  ουδέν όμοιον  υπάρχει  εν  τω  κόσμω  παντί,  εκτός  εκείνων  άτινα  εξ  Αυτού Μόνου εκπορεύονται.

Η προσευχή ώς ατελεύτητος δημιουργία

$
0
0

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Α΄ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης. Δια της προσευχής εισερχόμεθα εις κοινωνίαν μετά του Ανάρχου Όντος. Ή άλλως: Η ζωή του όντως Όντος Θεού εισχωρεί εν ημίν δια του αγωγού της προσευχής. Αύτη είναι πράξις υψίστης σοφίας, υπερέχουσα παντός κάλλους και πάσης αξίας. Εν τη προσευχή εγκρύπτεται η αγία αγαλλίασις του πνεύματος ημών. Αι οδοί όμως της δημιουργίας ταύτης είναι περίπλοκοι. Μυριάκις θα βιώσωμεν και την φλογεράν ανάτασιν προς τον Θεόν και τας επαναλαμβανομένας εκπτώσεις από του Φωτός Αυτού. Συχνάκις και πολυτρόπως θα αισθανθώμεν την ανικανότητα του νοός ημών να υψωθή προς Αυτόν· ενίοτε θα ιστάμεθα επί των ορίων, τρόπον τινά, της αφροσύνης και εν οδύνη καρδίας θα ομολογώμεν εις Αυτόν την οικτράν ημών κατάστασιν:

«Συ έδωκας την εντολήν Σου να αγαπώ, και αποδέχομαι αυτήν μεθ’ όλης της υπάρξεώς μου· αλλ’ ιδού, εν εμοί τω ιδίω δεν ευρίσκω την δύναμιν της αγάπης ταύτης … Συ εί η Αγάπη· ελθέ τοίνυν Συ Αυτός και σκήνωσον εν εμοί και ποίησον εν εμοί παν ό,τι Συ ενετείλω ημίν, ότι η εντολή Σου αμετρήτως υπερβαίνει εμέ … Αποκάμνει ο νους μου, δεν δύναται να Σε εννοήση. Αδυνατεί το πνεύμα μου να διεισδύση εις τα μυστήρια της ζωής Σου … Θέλω εν πάσι να ποιώ το θέλημα Σου, αλλ’ αι ημέραι μου παρέρχονται εν αδιεξόδοις αντιφάσεων … Τρέμω μη απολέσω Σε ένεκα των πονηρών εκείνων λογισμών, οίτινες εμφωλεύουν εν τη καρδία μου· και ο φόβος ούτος καθηλοί εμέ επί σταυρού … Ελθέ ούν και σώσον με τον καταποντιζόμενον, ως έσωσας τον Πέτρον, τον τολμήσαντα να πορευθή προς συνάντησιν Σου επί των υδάτων της θαλάσσης» (βλ. Ματθ. 14, 28-31).

Κατά καιρούς φαίνεται εις ημά ότι η ενέργεια της προσευχής είναι καθ’ υπερβολήν βραδεία, δυσανάλογος προς την βραχύτητα της ζωής ημών· και κραυγή εξέρχεται εκ του στήθους: «Τάχυνον»! Ούτος ουχί πάντοτε αποκρίνεται πάραυτα εις την πρόσκλησιν ημών. Εγκαταλείπει την ψυχήν ημών ως τινα καρπόν επί του δένδρου, να καίηται υπό του ηλίου να δέχηται τα κτυπήματα των ψυχρών και ισχυρών ανέμων, να καταπονήται υπό της δίψης ή να υποφέρη τα ρεύματα των υετών. Εάν όμως ημείς κρατώμεν ισχυρώς δια των χειρών ημών το κράσπεδον του ιματίου Αυτού θα ίδωμεν το αγαθόν αποτέλεσμα.
Είναι απαραίτητον να παραμείνωμεν εν προσευχή κατά το δυνατόν επί εκτενέστερον χρόνον, ίνα η αήττητος Αυτού δύναμις διεισδύση εντός ημών και καταστήση ημάς ικανούς να αντισταθώμεν προς πάσας τας καταλυτικάς επιδράσεις. Και όταν αυξηθή η δύναμις αύτη εν ημίν, τότε η χαρά της ελπίδος δια την τελικήν νίκην ανατέλλει εν ημίν.
Η προσευχή αποκαθιστά οπωσδήποτε εν ημίν την θείαν εκείνην πνοήν, την οποίαν ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον του Αδάμ», και δυνάμει της οποίας ούτος  «εγένετο εις ψυχήν ζώσαν» (Γέν. 2,7). Το αναγεννημένον δια της προσευχής πνεύμα ημών αρχίζει να εκπλήττηται προ του μεγάλου μυστηρίου του Είναι. Ιδιαίτερος δε ενθουσιασμός ισχυρού ρεύματος κατακλύζει τον νουν ημών: το Είναι! Οποίον θαυμαστόν μυστήριον … Πώς είναι τούτο δυνατόν! … «Θαυμαστός ο Θεός και θαυμαστή η δημιουργία Αυτού». Λαμβάνομεν πείραν του νοήματος των λόγων του Χριστού: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιωάν. 10,10). Περισσόν! Και αληθώς, ούτως έχει.

Αλλά και πάλιν επαναλαμβάνομεν το αυτό: Η ζωή αύτη είναι παρόδοξος, καθώς παράδοξος είναι πάσα διδαχή Κυρίου: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τί θέλω ει ήδη ανήφθη» (Λουκ. 12,49). Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς τους υιούς του Αδάμ να διέλθωμεν δια του ουρανίου τούτου πυρός του καταφλέγοντος τας ρίζας των θανατηφόρων παθών. Αλλέως δεν θα ίδωμεν το Πυρ τούτο μεταβαλλόμενον εις Φως νέας ζωής, διότι εν τη πτώσει ημών η καύσις προηγείται του φωτισμού και ουχί αντιθέτως. Συνεπώς ας ευλογήσωμεν τον Κύριον και δια την κατακαίουσαν ταύτην ενέργειαν της αγάπης Αυτού.
Ημείς ολίγα εισέτι γνωρίζομεν, και ταύτα μόνον εκ μέρους (βλ. Α’ Κορ. 13,9). Νυν όμως είναι και εις ημάς γνωστόν ότι δεν υπάρχει άλλη οδός, ίνα γίνωμεν «υιοί αναστάσεως» (Λουκ. 20,36), υιοί Θεού, ίνα συμβασιλεύσωμεν μετά του Μονογενούς. Όσον οδυνηρά και αν είναι η διαδικασία της αναπλάσεως ημών, οποιαδήποτε και αν είναι τα μαρτύρια και η κατά καιρούς αγωνία, δια μέσου των οποίων καθοδηγεί ημάς ο Θεός, το παν εν τέλει αποβαίνει ευλογημένον. Εάν η επίτευξις επιστημονικής πολυμαθείας απαιτή μακροχρόνιον και έντονον αγώνα, η απόκτησις της προσευχής απαιτεί ασυγκρίτως εντονώτερον.
 Όταν το Ευαγγέλιον και αι Επιστολαί των Αποστόλων αποβούν δι’ ημάς η καθ’ ημέραν πραγματικότης, τότε αρχόμεθα να βλέπωμεν εναργώς, οπόσον αφελείς υπήρξαν αι προηγούμεναι ημών αντιλήψεις περί του Θεού και της εν Αυτώ ζωής. Μυστηριώδης είναι η Σοφία της δοθείσης εις ημάς Αποκαλύψεως: Υπερβαίνει αύτη καθ’ υπερβολήν την ανθρωπίνην φαντασίαν: «… οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» (Α’ Κορ. 2,9). Η ελαχιστοτέρα εισέτι μεθ’ ημών επαφή του Θείου Πνεύματος αποτελεί δοξαν ασύγκριτον εν σχέσει προς το περιεχόμενον της άνευ Θεού ζωής ημών.

Η αυθεντική προσευχή ενούσα ημάς μετά του Υψίστου δεν είναι άλλο τι ει μη φως και δύναμις εκ των ουρανών προς ημάς καταβαίνουσα. Κατά την ουσίαν αυτής η προσευχή υπερβαίνει την κατάστασιν ημών. Δεν υπάρχει πηγή ενεργείας δι’ αυτήν εν τω κόσμω τούτω. Εάν καλώς τρέφωμαι, ίνα διατηρήσω ακμαίον το σώμα μου, τότε η σαρξ μου επανίσταται και αι απαιτήσεις αυτής αυξάνουν: Δεν διατίθεται αύτη εις προσευχήν. Εάν ταπεινώ την σάρκα δι’ υπερμέτρου νηστείας, τότε επί τινα χρόνον εν τη οδυνηρά εγκρατεία δημιουργείται ευνοϊκόν έδαφος δια την προσευχήν, κατόπιν όμως το σώμα αποκάμνει και αρνείται να ακολουθήση το πνεύμα. Εάν συναναστρέφωμαι μετά καλών ανθρώπων, συμβαίνει να αισθάνωμαι ηθικήν ικανοποίησιν, ενίοτε δε να λαμβάνω νέαν ψυχολογικήν ή διανοητικήν πείραν, όμως λίαν σπανίως παρόρμησιν προς βαθείαν προσευχήν. Εάν είμαι διανοητικώς πεπροικισμένος δια σοβαράν επιστημονικήν εργασίαν ή καλλιτεχνικήν δημιουργίαν, η επιτυχία μου εις αυτάς θα αποτελέση αφορμήν προς κενοδοξίαν, και θα  καταστή αδύνατον να εύρω την βαθείαν καρδίαν: τόπον της πνευματικής προσευχής. Εάν είμαι πλούσιος εις υλικά αγαθά και μεριμνώ να εκμεταλλεύωμαι την μετά του πλούτου συνδεομένην εξουσίαν ή την δυνατότητα υλοποιήσεως τινών εκ των ιδεών μου ή ικανοποιήσεως των αισθητικών ή συναισθηματικών επιθυμιών, η ψυχή μου δεν δύναται να αναχθή προς τον Θεόν, ως εγνωρίσαμεν Αυτόν δια του Χριστού. Εάν απέλθω εις την έρημον απαρνησάμενος τα υπάρχοντα μου, και εκεί η αντίστασις πασών των κοσμικών ενεργειών παραλύει την προσευχήν μου. Και ούτω καθ’ εξής άνευ τέλους.

Η αληθής προσευχή προς τον αληθινόν Θεόν είναι κοινωνία μετά του Πνεύματος του Θεού, το Οποίον προσεύχεται εν ημίν. Τούτο δίδει εις ημάς να γνωρίσωμεν τον Θεόν· οδηγεί το πνεύμα ημών εις κατάστασιν θεωρίας της αιωνιότητος. Η πράξις της προσευχής ως Άνωθεν καταβαίνουσα χάρις υπερέχει της γηΐνης φύσεως ημών, και εξ αιτίας τούτου το φθαρτόν σώμα, ανίκανον δια την ανάβασιν εις την σφαίραν του Πνεύματος, ανθίσταται εις αυτήν· η διάνοια ανίσχυρος να περιλάβη την απειρότητα, εναντιούται, σαλεύεται υπό των αμφιβολιών, απωθούσα παν ό,τι υπερβαίνει την αντίληψιν αυτής. Εις την προσευχήν αντιπαρατίθεται το κοινωνικόν περιβάλλον, εν τω οποίω διάγομεν και το οποίον ρυθμίζει την ζωήν αυτού συμφώνως προς άλλους σκοπούς εκ διαμέτρου αντιθέτους προς την προσευχήν. Την προσευχήν δεν υπομένουν τα ενάντια πνεύματα. Μόνον όμως η προσευχή ανακαλεί τον κτιστόν κόσμον εκ της πτώσεως αυτού, υπερνικώσα την εν αυτώ μονοτονίαν και αδράνειαν δια της μεγάλης εντάσεως του πνεύματος ημών εν τη τηρήσει των εντολών του Χριστού.

Κοπιώδης είναι ο αγών δια την προσευχήν. Εναλλάσσονται αι καταστάσεις του πνεύματος ημών: Ενίοτε η προσευχή ρέει εν ημίν ως ισχυρόν ποταμός, άλλοτε δε η καρδία αποβαίνει απεξηραμμένη. Ας είναι όμως πάσα ύφεσις της ευχητικής δυνάμεως κατά το δυνατόν βραχεία. Προσευχή σημαίνει πολλάκις να ομολογώμεν εις τον Θεόν την αθλίαν ημών κατάστασιν: αδυναμίαν, ακηδίαν, αμφιβολίας, φόβους, λύπην, απόγνωσιν, εν ενί λόγω, παν ό,τι συνδέεται μετά των συνθηκών της υπάρξεως ημών. Να ομολογώμεν μη επιζητούντες καλλιεπείς εκφράσεις, ουδέ εισέτι λογικόν ειρμόν … Συχνάκις ο τρόπος ούτος στροφής προς τον Θεόν αποβαίνει η αρχή της προσευχής-διαλόγου.

Ενίοτε θα είμεθα επί των κυμάτων της Θείας Αγάπης, την οποίαν κατ’ αφελή τρόπον θα εκλάβωμεν μονομερώς ως ημετέραν προς Αυτόν αγάπην. Ούτω συνέβαινεν εις εμέ: Δεν ετόλμων να διανοηθώ ότι ήτο δυνατόν ο απείρως μέγας Δημιουργός του παντός να επιβλέψη επ’ εμέ τον μηδαμινόν και αχρείον. Και έλεγον:
«Ω, εάν ήτο δυνατόν Συ να αγαπάς εμέ τοσούτον, όσον εγώ Σε αγαπώ … Βλέπεις άρα γε, πόσον η καρδία μου Σε διψά ημέρας και νυκτός; Κλίνον προς με· επίφανον το πρόσωπον Σου επ’ εμέ· ποίησον με τοιούτον, ως Συ θέλεις να βλέπης τους κτισθέντας υπό Σου· τοιούτον, ως Συ, Πανάγιε, δύνασαι να δέχησαι και να αγαπάς …»

Δεν εγνώριζον τί έλεγον (βλ. Λουκ. 9,33)· δεν ετόλμων να σκεφθώ ότι Αυτός ο Ίδιος προσεύχεται εν εμοί.
Η θεωρία της αγιότητος και ταπεινώσεως του Θεού πλήττει την ψυχήν, και αύτη μετά μεγάλης ευλαβείας  εσωτερικώς προσκυνεί Αυτόν εν αγάπη. Την τοιαύτην προσευχήν διαδέχεται ενίοτε η όρασις του ακτίστου Φωτός.

Ίνα αναγνωρίσωμεν τας εκ του Θεού προερχόμενας δωρεάς, Ούτος, μετά την επίσκεψιν, εγκαταλείπει ημάς προς καιρόν. Παράδοξον εντύπωσιν προξενεί η Θεοεγκατάληψις. Εν τη νεότητί μου υπήρξα ζωγράφος (φοβούμαι ότι και μέχρι του νυν ούτος δεν απέθανεν εντελώς εν εμοί). Το φυσικόν χάρισμα τούτο έμεινεν εντός μου. Ήτο δυνατόν να εξαντλούμαι να μη έχω δυνάμεις προς εργασίαν, ούτε έμπνευσιν· εγνώριζον όμως ότι το δώρον τούτο είναι φύσις μου. Όταν όμως ο Θεός εγκαταλείπει ημάς, τότε λαμβάνομεν αίσθησιν κενού τινος εν αυτώ τούτω τω είναι· και δεν γνωρίζει η ψυχή εάν ποτε θα επιστρέψη ο Απελθών. Ούτος απεκρύβη, εγώ δ’ εγκατελείφθην κενός· και ζω το φοβερόν τούτο κενόν ως θάνατον. ΄Δια της ελεύσεως Αυτού εις εμέ εφανερώθη τι το θαυμαστόν, ηδύ εις την καρδίαν, υπερέχον και την πλέον τολμηράν φαντασίαν. Και ιδού ευρίσκομαι εκ νέου εις εκείνην την κατάστασιν, ήτις πρότερον εφαίνετο εις εμέ φυσική, ικανοποιητική, νυν δε προξενεί φρίκην: Εμφανίζεται καθ’ υπερβολήν ζωώδης-κτηνώδης … Εισήχθην εις τον οίκον του μεγάλου Βασιλέως· εγνώρισα ότι είμαι συγγενής Αυτού, αλλ’ ιδού πάλιν δεν είμαι πλέον ει μη ανέστιος επαίτης.

Δια της εναλλαγής των καταστάσεων θα γνωρίσωμεν την διαφοράν μεταξύ των φυσικών χαρισμάτων και εκείνων τα οποία κατέρχονται ως Άνωθεν ευλογία. Δια της προσευχής της μετανοίας ηξιώθην της πρώτης επισκέψεως, αλλά και δια προσευχής, πλέον όμως ενθέρμου, ελπίζω  να επανέλθη Ούτος. Και όντως, Ούτος έρχεται. Συχνάκις, και μάλιστα συνήθως, μεταβάλλει Ούτος τον τρόπον της ελεύσεως Αυτού. Ούτως ακαταπαύστως εμπλουτίζομαι υπό των επισκέψεων τούτων επί του επιπέδου του Πνεύματος: Άλλοτε εν παθήμασιν, άλλοτε εν χαρά, εγώ όμως αυξάνω. Αυξάνει η ικανότης μου να παραμένω επί μακρότερον χρονικόν διάστημα εν τη πρότερον αγνώστω σφαίρα.

Κράττει στερρώς τον νουν εν τω Θεώ και θα έλθη στιγμή κατά την οποίαν ο αθάνατον Πνεύμα θα εγγίση την καρδίαν. Ώ, η επαφή αύτη του Αγίου των Αγίων! Είναι αδύνατον να συγκριθή μεθ’ οιουδήποτε άλλου: Αρπάζει το πνεύμα ημών εις τον χώρον του ακτίστου Είναι· τιτρώσκει την καρδίαν δι’ αγάπης, διαφόρου εκείνης, ήτις συνήθως εννοείται υπό την λέξιν ταύτην. Το Φως της αγάπης ταύτης εκχέεται προς πάσαν την κτίσιν, προς όλον τον κόσμον των ανθρώπων, εν τη μακροχρονίω αυτού εμφανίσει. Η αγάπη αύτη γίνεται αισθητή υπό της φυσικής καρδίας, αλλά κατά το είδος αυτής είναι πνευματική, άκτιστος, ως παρά του Θεού εκπηγάζουσα.

Το ζωοποιόν Πνεύμα του Θεού επισκέπτεται ημάς, όταν ημείς διαμένωμεν εν καταστάσει ταπεινού ανοίγματος προς Αυτόν. Δεν παραβιάζει την ελευθερίαν ημών· περιβάλλει ημάς τοσούτον ιλαρώς, ώστε δυνάμεθα και να μη παρατηρήσωμεν Αυτό παραχρήμα. Δεν πρέπει να αναμένωμεν ότι ο Θεός θα εισβάλη εντός ημών δια της βίας, άνευ της ημετέρας συγκαταθέσεως. Ώ, ουχί: Σέβεται τον άνθρωπον, ταπεινούται ενώπιον αυτού: Η αγάπη Αυτού είναι ταπεινή· αγαπά ουχί αφ’ υψηλού, αλλ’ ως στοργική μήτηρ το εαυτής πάσχον βρέφος. Όταν ανοίγωμεν εις  Αυτό την καρδίαν ημών, τότε επικρατεί το δυνατόν αίσθημα ότι Τούτο είναι «οικείον» και η ψυχή προσπίπτει μετά θαυμασμού ενώπιον Αυτού εν ταπεινή αγάπη.

Η θεία αγάπη ήτις είναι ο βαθύτερος χαρακτήρ της ζώσης αιωνιότητος, δεν δύναται να μη πάσχη εν τω κόσμω τούτω. Εις την απαλυνθείσαν δια της ασκήσεως και της επισκέψεως της χάριτος καρδίαν δίδεται συχνάκις να βιώση, έστω και εκ μέρους, την αγάπην του Χριστού, την περιπτυσσομένην άπασαν την κτίσιν εν ατελευτήτω συμπαθεία προς παν υπαρκτόν. Νυν είμαι αιχμάλωτος του Χριστού-Θεού. Εγνώρισα εμαυτόν κληθέντα εκ του μηδενός· κατά την φύσιν αυτού ο άνθρωπος είναι μηδαμινότης. Παρα ταύτα όμως αναμένομεν από του Θεού συμπάθειαν και σεβασμόν. Και αίφνης, ο Παντοδύναμος αποκαλύπτεται εις ημάς εν τη απεριγράπτω Αυτού ταπεινώσει. Η όρασις αύτη κατανύσσει την ψυχήν, καταπλήττει τον νουν. Αυθορμήτως κλίνομεν το γόνυ ενώπιον Αυτού. Όσον δε και αν αγωνιζώμεθα να ομοιάσωμεν προς Αυτόν εν ταπεινώσει, βλέπομεν ότι είμεθα ανίσχυροι να φθάσωμεν το απόλυτον Αυτού.

Η ταπείνωσις του Χριστού είναι δύναμις τα πάντα νικώσα. Εν τη κενώσει και τη προς ημάς διακονία αυτής δεν γνωρίζει εξουθένωσιν· αναλλοιώτως διαμένει θεοειδώς μεγαλειώδης εν τη φύσει αυτής. Εκφραζομένη δια των λέξεων ημών παρουσιάζεται αντιφατική. Η ταπείνωσις είναι κατηγόρημα της Θείας Αγάπης, Ήτις, εν τω ανοίγματι αυτής προς την κτίσιν, πράως δέχεται παντοίας πληγάς εκ των υπ’ Αυτής κτισθέντων όντων.

Η όρασις του Θεού θέτει τον άνθρωπον ενώπιον της  αναγκαιότητος του εσωτερικού αυτοπροσδιορισμού εν αναφορά προς Αυτόν. Κατ’ ουσίαν εκάστη ενέργεια ημών απαραιτήτως ή προσεγγίζει ημάς προς τον Θεόν, ή, αντιθέτως, απομακρύνει ημάς. Όθεν η έναρξις εκάστου έργου δέον, όπως τελήται εν φόβω δια της επικλήσεως του Ονόματος του Θεού. Η ψυχή φοβείται ουχί μόνον το καταφανώς κακόν έργον, αλλά και την σκέψιν την δυναμένην να λυπήση το Πνεύμα το Άγιον, το Οποίον αύτη ηγάπησεν. Η απόστασις μεταξύ ημών και του Θεού είναι ανεκφράστως μεγάλη. Βλέπομεν εαυτούς αναξίους του Αγίου των Αγίων· η καρδία συντρίβεται εκ της μαρτυρικής επιγνώσεως της πτωχείας ημών. Δεν αντιλαμβανόμεθα εξ αρχής ότι τούτο ακριβώς το φαινόμενον είναι ήδη η αρχή της προσεγγίσεως ημών προς τον Θεόν. Η πρώτη εντολή των μακαρισμών – «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» – κατά τινα οργανικόν τρόπον οδηγεί προς τας επομένας βαθμίδας: προς το πένθος, την πραότητα, την πείναν και την δίψαν της δικαιοσύνης, προς την ευσπλαχνίαν, την καθαρότητα της καρδίας, προς την ζώσαν αίσθησιν της υιοθεσίας ημών· οδηγεί ημάς προς την θλιβεράν σύγκρουσιν μετά του κόσμου των παθών, προς χωρισμόν από των μη εκζητούντων την Βασιλείαν της δικαιοσύνης· προς τους διωγμούς, τους ονειδισμούς, τας δυσφημίας και τα παρόμοια. Όταν η αντίστασις του χριστιανικού πνεύματος προς το πνεύμα του κόσμου τούτου φθάση το απόγειον αυτής, η ζωή του ακολουθούντος τον Χριστόν ομοιάζει προς σταύρωσιν, έστω και επί αοράτου σταυρού. Η περίοδος αύτη είναι λίαν φοβερά και εν ταυτώ σωτήριος: Δια των εσωτερικών, ουχί σπανίως συνδεδεμένων και μετά των εξωτερικών περιστάσεων, τα παθήματα του πνεύματος ημών νικούν τα πάθη, και τότε καταργείται η εξουσία του κόσμου εφ’ ημών, εισέτι δε και ο θάνατος: Ανατέλλει η ομοίωσις προς τον σταυρωθέντα Χριστόν.

Εν τούτοις και εις την υψίστην ταύτην βαθμίδα οφείλομεν να διατηρήσωμεν την ταπείνωσιν του πνεύματος. Εξ αυτής ταύτης της πείρας θα αντιληφθώμεν ότι, ευθύς ως επέλθη αυτοϊκανοποίησις εις αντικατάστασιν της αισθήσεως της «πτωχείας», άπασα η κλίμαξ αύτη των πνευματικών αναβάσεων καταρρέει και «ο οίκος ημών αφίεται έρημος» (πρβλ. Ματθ. 23,38): Ο Θεός δεν είναι πλέον μεθ’ ημών. Ούτω γίνεται, έως ότου ταπεινωθή εκ νέου η καρδία και κράξη προς Αυτόν μετά πόνου. Εκ των εναλλασομένων τούτων βιωμάτων η ψυχή κατανοεί το μυστήριον των οδών της σωτηρίας· τρέμει παν ό,τι εναντιούται εις την ταπείνωσιν· η προσευχή αυτής καθαίρεται· ο νους και η καρδία υπό ουδενός αλλοτρίου ελκύονται, ουδέν επιθυμούν εκτός του Θεού. Δια της εξ όλης της υπάρξεως προσευχής επιχέεται εις τον προσευχόμενον δύναμις νέας ζωής. Η περαιτέρω ανάβασις είναι αρχή γνώσεως περί της μορφής του ουρανίου Όντος.

Η γηΐνη ημών ύπαρξις καθορίζεται εκ του χρόνου και του χώρου. Αλλά τί σημαίνει χρόνος; Είναι δυνατόν να δοθούν πολλοί και διάφοροι ορισμοί: Χρόνος είναι ο «τόπος» της συναντήσεως ημών μετά του Δημιουργού· χρόνος είναι η διαδικασία της πραγματοποιήσεως του σχεδίου του Θεού περί της δημιουργίας: «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι» (Ιωάν. 5,17). Η δημιουργία δεν είναι εισέτι τετελειωμένη: «… περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη· και ο περιπατών εν τη σκοτία ουκ οίδε πού υπάγει. Έως το φως έχετε, πιστεύετε εις το φως, ίνα υιοί φωτός γένησθε» (Ιωάν. 12,35-36). Εις ένα έκαστον εξ ημών παρεσχέθη «ίδιος τις χρόνος»,  βραχύς μεν, αλλ’ επαρκής δια την επίτευξιν της σωτηρίας. Η δημιουργική ιδέα του Θεού εν τη κτίσει αποπληρούται: «… ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα» (Λουκ. 1,37). Επί του Γολγοθά αποθνήσκων ο Κύριος είπε: «Τετέλεσται» … Θα έλθη άλλη στιγμή, κατά την οποίαν εκ νέου θα λεχθή όμοιος προς αυτόν λόγος· περί τούτου είναι γεγραμμένον εν τη Αποκαλύψει: «Και ο Άγγελος … ήρε την χείρα αυτού την δεξιάν εις τον ουρανόν και ώμοσεν εν τω Ζώντι εις τους αιώνας των αιώνων … ότι χρόνος ουκέτι έσται» (10,5-6).

Εφ’ όσον διάγομεν εν τούτω τω «σώματι της αμαρτίας» και συνεπώς εν τω κόσμω τούτω, δεν θα παύση η ασκητική πάλη προς τον «νόμον της αμαρτίας», τον ενεργούντα εν τη σαρκί ημών (πρβλ. Ρωμ. 6,6 και 7,23). Βλέποντες εαυτούς ότι δεν δυνάμεθα να υπερνικήσωμεν τον θάνατον τούτον δια των ιδίων ημών δυνάμεων, εμπίπτομεν εις απόγνωσίν τινα περί της σωτηρίας ημών. Όσον παράδοξον και αν φαίνηται τούτο, είναι εν τούτοις αναγκαίον να ζήσωμεν την βαρείαν ταύτην κατάστασιν, να βιώσωμεν αυτήν εκατοντάκις, ώστε βαθέως να εντυπωθή εν τη συνειδήσει ημών. Η πείρα αύτη του άδου είναι δι’ ημάς ωφέλιμος. Όταν φέρωμεν εν εαυτοίς το μαρτύριον τούτο επί έτη, επί δεκάδας ετών, τότε γίνεται το μόνιμον περιεχόμενον του πνεύματος ημών, ανεξάλειπτος ουλή επί του σώματος της ζωής ημών. Και ο Χριστός διετήρησεν επί του Σώματος Αυτού τους τύπους των ήλων της σταυρώσεως εισέτι και μετά την ανάστασιν: «… ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς· ειρήνη υμίν. Και … έδειξεν αυτοίς τας χείρας και την πλευράν Αυτού» (Ιωάν. 20,19-20).

 Εκ της πείρας των βασάνων του άδου δέον όπως γεννηθή προσευχή υπέρ όλου του γένους των ανθρώπων, ως και υπέρ ημών αυτών (βλ. Ματθ. 22,39). Εκάστην κατάστασιν ημών μεταφέρομεν εν πνεύματι εκ των στενών πλαισίων της ατομικότητος ημών εις άπασαν την ανθρωπότητα. Ούτω πάσα εμπειρία ημών αποβαίνει αποκάλυψις περί των διαδραματιζομένων ανά τους αιώνας εν τω κόσμω των ανθρώπων, και η πνευματική ημών μετ’ αυτών ταύτισις λαμβάνει χαρακτήρα απτής πραγματικότητος.

Ο Κύριος απεκάλυψεν εις ημάς το αυθεντικόν νόημα της εντολής «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» εν τη θεία αυτής απειρότητι. Πρότερον τουτέστιν εν τοις ορίοις του Μωσαϊκού Νόμου, η διάστασις της εντολής ταύτης αφεώρα μόνον εις τον Εβραϊκόν λαόν: «Ουκ εκδικάται σου η χειρ, και ου μηνίεις τοις υιοίς του λαού σου, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σαυτόν» (Λευϊτ. 19,18). Ο Χριστός όμως επεξέτεινε ταύτην εις όλους τους λαούς, εις πάντας τους αιώνας: «Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του Πατρός υμών του εν ουρανοίς» (Ματθ.  5,43-45). Ο Μονογενής Υιός του Ουρανίου Πατρός έδωκεν εις ημάς την γνώσιν ταύτην, εν τη Γραφή, δια της συνομιλίας μετά του νομικού (βλ. Λουκ. 10,27 κ.ε.), εν τη ζωή δε ημών, δια του Πνεύματος του Αγίου. Αυτός Ούτος εξεπλήρωσε πάντα ταύτα εν τη πληρότητι, ήτις επετελέσθη εν Γεθσημανή και επί του Γολγοθά. Ημείς δε, εισδύοντες εις το πνεύμα της εντολής ταύτης, εξομοιούμεθα προς τον Θεόν.

Πολλάκις ηρχόμην εις απόγνωσιν δι’ εμαυτόν λόγω της ανικανότητος μου να παραμένω αδιαλείπτως εν τω πνεύματι των εντολών του Χριστού. Κατά τας πικράς εκείνας ώρας εσκεπτόμην: Αυτός ο Κύριος είπεν ότι δεν είναι  εκ του κόσμου τούτου (βλ. Ιωάν. 8,23). Κατέβη εκ των ουρανών (βλ. Ιωάν. 3,13), εγώ δε όλος είμαι ακριβώς εκ του κόσμου τούτου: εκ της γης, την οποίαν πατώ δια των ιδίων μου ποδών. Ούτος, «ο ών εν τω ουρανώ», δεν απεχωρίσθη από του Πατρός διάγων μεθ’ ημών· και πώς θα ήτο δυνατόν εγώ να είμαι εκεί όπου είναι Αυτός; Ούτος είναι άγιος, εγώ όμως δεν δύναμαι να αποσπασθώ από του «σώματος» του παγκοσμίου Αδάμ, όστις εν τη πτώσει αυτού μετέβαλε τον κόσμον τούτον εις άδην, «έθεσεν αυτόν εν τω πονηρώ» (πρβλ. Α’ Ιωάν. 5,19), εκεί όπου και εγώ μετ’ αυτού (του κόσμου) κείμαι.

Τί σημαίνει να μη είναι τις εκ του κόσμου τούτου; Ουδέν άλλο, ει μη να «έχη γεννηθή άνωθεν». Δεν έβλεπον πέρας εις την θλίψιν μου: Να παραιτηθώ της αναζητήσεως προς ένωσιν μετ’ Αυτού είναι αδύνατον· να καταδικάσω εμαυτόν εις τον χωρισμόν από του Φωτός Αυτού είναι άδης πλήττων εμέ δια φρίκης. Φευ εις εμέ, τον γεννηθέντα εν αμαρτίαις. Και τίς θα σώση εμέ εκ του σκότους του εξωτέρου; Τις θα μεταμορφώση την φύσιν μου ούτως, ώστε να καταστή ικανή να μένη αδιαστάτως μετ’ Αυτού, Όστις είναι Φως, εν ώ ουκ έστι σκοτία ουδεμία;

Εγεννήθην εν αμαρτίαις. Εκληρονόμησα απιστεύτως τεραστίαν κληρονομίαν: την πτώσιν του Αδάμ· πτώσιν αυξηθείσαν εν τη ροή των αιώνων υπό των τέκνων αυτής· πτώσιν εις την οποίαν και εγώ προσθέτω τι καθ’ εκάστην ημέραν. Και θρηνώ ορών εμαυτόν οίος ειμι. Όταν όμως οι οδυρμοί μου εξαντλούν και οδηγούν εμέ εις το μεθόριον του θανάτου, εγώ δε αβοηθήτως κρέμαμαι επάνω  της αβύσσου του σκότους, τότε δι’ ανερμηνεύτου τρόπου έρχεται λεπτή αγάπη εξ ετέρου κόσμου και μετ’ αυτής Φως. Βεβαίως, τούτο είναι γέννησις Άνωθεν· καίτοι δεν είναι εισέτι πλήρης, εν τούτοις είναι απελευθέρωσις από της εξουσίας του ζοφερού θανάτου, αρχή αθανασίας. Όντως, απόκειται εις ημάς μακρός εισέτι αγών, όπως η δωρεά του Θεού αυξηθή εντός ημών. Και όταν το θαυμαστόν τούτο δώρον αρχίζη να ωριμάζη και δια της ευωδίας αυτού να διεισδύη εις τους πόρους του «σώματος της αμαρτίας» ημών (Ρωμ. 6,6), απέρχεται αφ’ ημών ο φόβος του θανάτου, και ελευθερούμεθα εκ της πολυμόρφου «δουλείας» (Εβρ. 2,15). Τότε εν τη αποκτηθείση αγία ελευθερία επιθυμούμεν δια πάντας το αγαθόν.

Η αγάπη του Χριστού εμπνέει ελεήμονα υπέρ πάντων των ανθρώπων προσευχήν, εν τη οποία συμμετέχουν και η ψυχή και το σώμα. Βαστάζοντες εν τοιαύτη προσευχή τας θλίψεις δια τας αμαρτίας του αδελφού, καθιστάμεθα κοινωνοί των κοσμοσωτηρίων παθών του Κυρίου: «… Χριστός … περί των αμαρτιών (ημών) έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων … Έπαθεν υπέρ ημών, ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν Αυτού» (πρβλ. Α’ Πέτρ. 3,18 και 2,21). Να συσταυρούται τις μετ’ Αυτού είναι δώρον του Αγίου Πνεύματος. Ευαρεστείται ο Πατήρ ημών ο ουράνιος, όταν πάσχωμεν βλέποντες τα προσκόμματα των αδελφών ημών. Κατά το πνεύμα της εντολής «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» οφείλομεν να συμπάσχωμεν ο είς υπέρ του άλλου. Είναι απαραίτητον να δημιουργηθή τρόπον τινά αλληλοκάλυψις ευθυνών, ήτις θα ενώση πάντας ημάς ενώπιον του προσώπου του Θεού του Δημιουργού ημών.

 Εν τη ευχητική καταπονήσει της ψυχής περί της σωτηρίας των ανθρώπων περικλείεται ζωοποιός δύναμις και αγία χαρά. Ο μη γήϊνος αλλά θεοειδής χαρακτήρ της χριστιανικής ζωής, έγκειται εις τον μετά θαυμαστού τρόπου συνδυασμόν θλίψεως και χαράς, βάθους και ύψους, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος εν τη μακραίωνι ιστορία της γης. Καθώς ο ήλιος πέμπει τας ακτίνας αυτού προς πάσας τας κατευθύνσεις, πληρών δια της θέρμης και του φωτός το περιβάλλον αυτόν διάστημα, ούτω και το Φως και η θέρμη της αγάπης του Χριστού διαρρηγνύουν πάντα περιορισμόν και οδηγούν το πνεύμα ημών εις την απειρότητα. Ποίος ποιητής θα ανεύρη λόγους αξίους, ίνα εκφράση τον ευγνώμονα θαυμασμόν δια την δοθείσαν εις ημάς ζωήν; Εν αυτή η νέκρωσις μεταβάλλεται εις ζωήν αιώνιον δια της αναστάσεως: «… ός δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν Εμού, ευρήσει αυτήν» (Ματθ. 16,25). «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει. Ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν» (Ιωάν. 12,24-25).

Βραδεία φαίνεται εις ημάς η διαδικασία της αφομοιώσεως της Άνωθεν δοθείσης εις την ανθρωπότητα Αποκαλύψεως. Τούτο δε ουχί μόνον εν τη ζωή του συνόλου των ανθρώπων, αλλά και εν τω προσωπικώ αγώνι ενός εκάστου εξ ημών. Ιδού δύο ενδείξεις: Πρώτον, η Σιναϊτική Αποκάλυψις – Εγώ ειμι ο Ών – απήτησε δέκα πέντε αιώνας έως ου εμφανισθή εκ του Εβραϊκού λαού μικρός τις αριθμός ανθρώπων, ικανών να δεχθούν την εκπλήρωσιν αυτής εν τη Καινή Διαθήκη (βλ. Ματθ. 5,17-19). Δεύτερον, είκοσι αιώνες παρήλθον, αφ’ ής στιγμής εν τω ακτίστω  Φωτί επί του Όρους Θαβώρ και εν συνεχεία δια της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος εν τω Υπερώω της Σιών εδόθη εις τον κόσμον η τελεία Αποκάλυψις περί του Τριαδικού Θεού. Είναι όμως άρα γε πολλοί οι αληθώς αφομοιώσαντες αυτήν; Δυσκόλως αφομοιούται υφ’ ημών η ζωή του Θεού. Εκείνοι δε, οίτινες ηγάπησαν την επιφάνειαν του Χριστού του Αμνού του Θεού, δεν χωρούν το πλήρωμα της εκχεομένης επ’ αυτούς ευλογίας. Πάσχουν μέχρι μεγάλου πόνου καθ’ όλην αυτών την ζωήν όσοι εν φλογερά ορμή πίστεως έλαβον τον σταυρόν επί των ώμων αυτών και ηκολούθησαν οπίσω Αυτού (βλ. Ματθ. 16,24). Ενισχύονται ούτοι υπό της ελπίδος ότι μετά την εντεύθεν έξοδον θα εισέλθουν εις εκείνην την φωτοφόρον σφαίραν, «όπου Αυτός εστι»: «Εάν Εμοί διακονή τις, Εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί Εγώ, εκεί και ο διάκονος ο Εμός έσται· και εάν τις Εμοί διακονή, τιμήσει αυτόν ο Πατήρ» (Ιωάν. 12,26)

Οσονδήποτε πεπυρωμένη και εάν είναι η πίστις του χριστιανού, το έργον της «μεταμορφώσεως του εξουθενημένου σώματος» ημών, όπως καταστή τούτο «σύμμορφον τω σώματι της δόξης του Κυρίου», απαιτεί μακροχρόνιον αγώνα νηστείας και προσευχής μετανοίας. Εν τη παρατεταμένη πορεία της ασκήσεως ταύτης αποκαλύπτεται η έως τότε άγνωστος διάστασις της πτώσεως του Αδάμ. Η όρασις αύτη δεν δίδεται εις πάντας κατά το αυτό μέτρον. Είναι εν τούτοις δυνατόν να υπάρχουν περιπτώσεις, καίτοι σπανίως, κατά τας οποίας το Πνεύμα του Θεού διαπερά τον μετανοούντα δια μέσου απροσίτων εις άλλους αβύσσων.

Η πίστις εις τον απόλυτον Θεόν οφείλει να είναι ελευθέρα  πάσης ταλαντεύσεως. Κατά τους χρόνους της εν τω Όρει Άθω ζωής μου δεν ενθυμούμαι στιγμήν, κατά την οποίαν προσήγγισεν αμφιβολία τον νουν και την καρδίαν μου. Υπήρξαν όμως περιπτώσεις, κατά τας οποίας η κατώδυνος εκ της μακράς προσευχής καρδία απώθει τον Θεόν λέγουσα: «Ώ, τούτο είναι υπέρ τας δυνάμεις μου»! Αι συνέπειαι εν τούτοις τοιούτων βραχυτάτων στιγμών απέβαινον λίαν θετικαί.

Προ πάντων και υπέρ πάντα ημείς αγαπώμεν τον Χριστόν. Όσον πληρεστέρα είναι η αγάπη, τοσούτον οδυνηρότερον βιούται πάσα διατάραξις της αρμονίας. Και εάν εισέτι κατέχωμεν μακράν πείραν και γνώσιν του «μηχανισμού» τοιούτων δοκιμασιών, ανακαλύπτομεν ουχί άνευ φόβου εν εαυτοίς την δυνατότητα νέας πτώσεως. Εξ ού και η προσευχή προς τον Θεόν μετά βαθέος θρήνου: «Ίασαι με έως τέλους». Και Ούτος ιάται. Η δε καρδία μετά χαράς ευχαριστεί τον Θεόν. Η αγάπη, ήτις εφαίνετο έως τότε τελεία, ανυψούται ποιοτικώς και δη μετ’ ηυξημένης κατανοήσεως της αγαθότητος του Κυρίου.

Ίδιον της εντόνου προσευχής είναι να ελκύη τας προς το Αιώνιον κινήσεις της καρδίας και του νου εις τοιούτον βαθμόν, ώστε άπαν το παρελθόν να περιέρχηται εις λήθην, και να μη υπάρχη εν τω νοΐ σκέψις περί επιγείου μέλλοντος· εν τη ψυχή επικρατεί μόνον η μέριμνα: να μη απολέση ένα τοιούτον Θεόν· να παύση να είναι αναξία Αυτού. Όσον ισχυροτέρα είναι η έλξις ημών προς τον Άπειρον, τοσούτον βραδυτέρα φαίνεται εις ημάς η προσέγγισις προς Αυτόν. Η τυραννική αίσθησις της μηδαμινότητος ημών αφ’ ενός, και η θεωρία του ανεκδιηγήτου μεγαλείου του Ποθουμένου αφ’ ετέρου καθιστούν αδύνατον  την έγκυρον κρίσιν περί της πραγματικής καταστάσεως ημών: Προσεγγίζομεν άραγε προς τον Θεόν ή απομακρυνόμεθα απ’ Αυτού; Εν τη θεωρία της αγιότητος του Θεού ο άνθρωπος αναπτύσσεται ταχύτερον παρ’ ό,τι προοδεύει εν τη ικανότητι αυτού όπως συμμορφοί την ζωήν αυτού προς την εντολήν. Εξ ού και η εντύπωσις ότι η διάστασις μεταξύ ημών και του Θεού δεν παύει να αυξάνη. Εν τη επιστημονική εργασία πάσα νέα ανακάλυψις, μη ούσα τελική, αποκαλύπτει την προτέραν ημών άγνοιαν και δι’ αυτού του γεγονότος ευρύνει τρόπον τινά την περιοχήν του μυστηριώδους και ακαταλήπτου, όπερ εκτείνεται έμπροσθεν ημών.

Η νοερά όρασις του σκοπού δύναται να δοθή εις ημάς εν βραχυτάτη στιγμή, ανεξαρτήτως της φυσικής ηλικίας, αλλ’ η εν τη πράξει εκπλήρωσις εκείνου, όπερ προεγεύθημεν εν διαισθήσει δύναται να απαιτήση ισόβιον αγώνα· αλλά και τότε η επιτυχία δεν είναι εισέτι βεβαία. Εν τω χώρω της επιστήμης και της τέχνης υπάρχουν σημεία τινα εις τα οποία ερείδεται η κρίσις ημών· δεν ισχύει όμως το αυτό δια το πνεύμα το ελκόμενον προς τον Άναρχον.

Είναι γνωστόν ότι και ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος και ο επιστήμων είναι δυνατόν όντως να πάσχουν εν τη δημιουργική πάλη, καίτοι το έργον αυτών είναι αληθώς μηδαμινόν εν συγκρίσει προς το ημέτερον.

Όταν ο προσευχόμενος νους του χριστιανού αποσπάται εκ της διαμονής αυτού εν τω Αιωνίω υπό των κακών λογισμών, τότε φόβος – εννοείται πνευματικός – κυριεύει αυτού. Να ίδη τις εαυτόν εν τη δουλεία των χαμερπών παθών των αποχωριζόντων αυτόν από του Θεού, θλίβει  αυτόν μέχρι μεγάλου πόνου. Εκ της απεγνωσμένης θλίψεως η προσευχή συνάγεται εις τα έσω, εις αυτόν τούτον τον καρδιακόν πυρήνα της υπάρξεως ημών, υπό μορφήν «σπασμού»: Ο όλος άνθρωπος συσφίγγεται εις έν, ως ισχυρός εσφιγμένος γρόνθος. Η προσευχή γίνεται κραυγή άνευ λόγων. Τούτο είναι μία εκ των πικροτέρων εμπειριών: να συνειδητοποιήση τις εαυτόν εν τω ζοφερώ λάκκω της αμαρτίας, ανάξιον του Αγίου των Αγίων. Δεν υπάρχει όμως άλλη ευκολωτέρα οδός δια την υπερνίκησιν των παθών.

Παν χριστιανικόν «έργον» αναποφεύκτως συνδέεται μετ’ ασκητικού αγώνος· η αγάπη δε, ως το ύψιστον πάντων των έργων, απαιτεί και τον μεγαλύτερον κόπον. Η ζωή του χριστιανού είναι κατ’ ουσίαν πορεία οπίσω του Χριστού: «Τί προς σε (οιοσδήποτε και εάν είναι ο άλλος); Συ ακολούθει Μοι» (πρβλ. Ιωάν. 21,22). Ως εκ τούτου έκαστος πιστός θα επαναλάβη εις τον ένα ή τον άλλον βαθμόν την οδόν του Κυρίου, αλλ’ ουχί δια της ιδίας αυτού δυνάμεως θα άρη επί των ώμων αυτού τον σταυρόν, ίνα πορευθή εις Γεθσημανή και περαιτέρω εις Γολγοθάν: «… ότι χωρίς Αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (πρβλ. Ιωάν. 15,5). Όσοι όμως έλαβον την φοβεράν ταύτην ευλογίαν, εγεύθησαν της αναστάσεως αυτών· ο κλήρος των υπολοίπων είναι η πίστις εις την ευσπλαχνίαν του Θεού.

Ούτως ηυδόκησε περί ημών ο Πατήρ ο ουράνιος: Πάντες οι γηγενείς οφείλουν «να άρουν τον σταυρόν αυτών», ίνα κληρονομήσουν ζωήν αιώνιον (πρβλ. Ματθ. 16,24-25). Οι εκκλίνοντες από της σταυροφορίας ταύτης δεν θα εκφύγουν την δουλείαν των παθών και θα «θερίσουν εκ της σαρκός φθοράν» (πρβλ. Γαλ. 6,8 και Ρωμ. 8,13). Η [//35] προς τον Θεόν και τον πλησίον εντεταλμένη αγάπη είναι πλήρης βαθέων παθημάτων, αλλά ταύτα συνοδεύει παράκλησις ουράνιος (πρβλ. Μάρκ. 10,29-30): Την ψυχήν ζωοποιεί η ειρήνη εκείνη, την οποίαν έδωκεν ο Κύριος εις τους Αποστόλους προ της αναβάσεως Αυτού εις τον Γολγοθάν. Όταν δε το πνεύμα του ανθρώπου εισαχθή εις την σφαίραν της φωτοφόρου αγάπης του Θεού και Πατρός ημών, τότε επιλανθάνεται πάντων των πόνων, και η ψυχή ανερμηνεύτως μακαριούται (βλ. Ιωάν. 12,50 και 17,3). Ούτως η γυνή, «όταν γεννήση το παιδίον, ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως δια την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον» (Ιωάν. 16,21). Ούτω και έτι μάλλον χαίρει ο χριστιανός, όταν εν επιγνώσει και βαθεία αισθήσει συνειδητοποιήση εαυτόν αναγεγεννημένον εν τω Θεώ δια την αιωνιότητα.

Είναι φυσικόν εις τον πιστόν να φυλάττη μετά ζήλου την αλήθειαν της δοθείσης εις τον Εκκλησίαν Αποκαλύψεως, ει δυνατόν, εν τη πληρότητι και τη αυθεντικότητι αυτής. Η μακραίων πείρα της Εκκλησίας απέδειξε μετά πειστικότητος ότι πάσα απόκλισις από της οδού των ευαγγελικών εντολών απομακρύνει από της οδού της γνώσεως, εν τη οποία περικλείεται η αιώνιος ζωή (βλ. Ιωάν. 12,50 και 17,3). Δεν είμεθα εις θέσιν να φθάσωμεν την τελειότητα των εντολών, αλλ’ εξ ημών εξαρτάται να επιδείξωμεν την μεγαλυτέραν δυνατήν φιλοπονίαν, και τότε Εκείνος ο Ίδιος θα επιτελέση το υπόλοιπον. Εν τω αγώνι ημών προς απόκτησιν της αγάπης του Χριστού δίδεται  εις ημά να θεωρήσωμεν το απρόσιτον της αγιότητος του Θεού, εν ταυτώ δε και το άμετρον της ταπεινώσεως Αυτού. Η δύναμις των ευαγγελικών εντολών έγκειται εις το ότι αύται εισάγουν κατά φυσικόν τρόπον εις την [//36] απειρότητα του Θείου Είναι. Η ψυχή εκπλήττεται μακαρίαν έκπληξιν ενώπιον του Θεού· εξίσταται προ του προαιωνίου Αυτού μεγαλείου, εκθαμβείται δια της προς ημάς συγκαταβάσεως Αυτού εν τη ενσαρκώσει. Εν πάσι τούτοις Διδάσκαλός αυτής είναι ο Χριστός (βλ. Ματθ. 23,8). Χωρίς Αυτού η ανθρωπότης αναποφεύκτως θα απολεσθή εις τον βαθύτατον ζόφον της κακίας αυτής. Ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου· δι’ Αυτού εγένετο η αλήθεια και «εκ του πληρώματος Αυτού πάντες ημείς λαμβάνομεν, και χάριν αντί χάριτος» (πρβλ. Ιωάν. 8,12 και 1,16-17).

Ο ταπεινός Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσε χάριν» (Α’ Πέτρ. 5,5· Ματθ. 23,12). Η χάρις είναι η ζωή του Θεού, και Ούτος δίδει την ζωήν Αυτού εις τους ποθούντας την προς Αυτόν ομοίωσιν. «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14,11). Δυνάμει της ασκητικής ταύτης αρχής παρατηρείται κίνησις προς αυτοσμίκρυνσιν, προς το «ατελευτήτως» μικρόν, και ουδόλως τάσις υπερήφανος προς αυτοεκθειασμόν. Η οδός ημών είναι οδός αποφατικής ασκήσεως δια «κενώσεως» εν πορεία οπίσω του Χριστού, του κενώσαντος Εαυτόν μέχρι και του σταυρικού εισέτι θανάτου (βλ. Φιλ. 2,5-9). Όσον βαθύτερον πορευόμεθα «προς τα κάτω», τοσούτον ριζικώτερον καθαιρόμεθα εκ των συνεπειών της υπερηφάνου πτώσεως του προπάτορος ημών Αδάμ. Όταν δε καθαρθή η καρδία ημών (βλ. Ματθ. 5,8), τότε ενοικούν εν ημίν και ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον, και ημείς εισαγόμεθα εις την ασάλευτον πραγματικότητα της Θείας Βασιλείας, ένθα το ανεκδιήγητον μεγαλείον συνενούται μετά της αφάτου ταπεινώσεως και του αρρήτου κάλλους.

 Αυτή αύτη η ενανθρώπησις του Θεού Λόγου είναι ωσαύτως κένωσις, προσιδιάζουσα οντολογικώς εις την Θείαν Αγάπην. Ο Πατήρ κενοί εαυτόν όλον εν τη γεννήσει του Υιού, ενώ ο Υιός ουδέν αποδίδει εις Εαυτόν, αλλά τα πάντα παραδίδει εις τον Πατέρα. Η δε κένωσις ημών εκφράζεται δια της αρνήσεως πάντων όσα είναι εις ημάς πολύτιμα επί της γής εν τη τηρήσει των εντολών: «… Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού … ός γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ός δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν Εμού, ευρήσει αυτήν» (Ματθ. 16,24-25). Και πάλιν: «Ούτως ούν πας εξ υμών, ός ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι Μου μαθητής» (Λουκ. 14,33).

Και αύτη είναι η οδός του Ζώντος Θεού.

«… Νομικός τις … εκπειράζων τον Ιησούν είπε: Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; Ο δε είπε προς αυτόν: Εν τω νόμω τί γέγραπται; Πώς αναγινώσκεις; Ο δε αποκριθείς είπεν: Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Είπε δε αυτώ: Ορθώς απεκρίθης· τούτο ποίει και ζήση (ζωήν αιώνιον)» (πρβλ. Λουκ. 10,25-28). Εις την ερώτησιν του νομικού «και τις εστι μου πλησίον;» ο Κύριος απήντησε δια της παραβολής του Καλού Σαμαρείτου, το ουσιώδες νόημα της οποίας συνέδεον τω καιρώ εκείνω μετά του πνεύματος της εντολή: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε … μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί Υψίστου» (Λουκ. 6,35).

 Περί της καταστάσεως του πνεύματος ημών, όταν δίδηται εις ημάς άνωθεν η χάρις να αγαπώμεν τους εχθρούς, ο Άγιος Σιλουανός ωμίλει ως περί εμπειρίας θείας αιωνιότητος, έτι εν τοις ορίοις της ζωής ταύτης. Ούτος έλεγε και έγραφεν: «Όστις δεν αγαπά τους εχθρούς, ούτος δεν εγνώρισεν εισέτι τον Θεόν, καθώς οφείλει να γνωρίζη Αυτόν».

Τολμώ απ’ εμαυτού να προσθέσω εις επεξήγησιν της χάριτος ταύτης: Όστις δια της ελλάμψεως υπό του ακτίστου Φωτός του Αγίου Πνεύματος ζη εντός αυτού την μετάβασιν «εκ του θανάτου εις την ζωήν την αιώνιον», εκείνος φυσικώ τω τρόπω συμπάσχει μετά πάντων, οίτινες στερούνται του αγαθού τούτου. Ο τοιούτος, ών εκτός του θανάτου, είναι ελεύθερος από του φόβου των συμφορών και γνωρίζει την σκέψιν του Πατρός περί αυτού: «Τέκνον, συ πάντοτε μετ’ Εμού εί, και πάντα τα Εμά σά εστιν» (Λουκ. 15,31). Και εάν παν ό,τι έχει ο Πατήρ δίδηται εις ημάς, τότε αποβαίνει απολύτως φυσικόν εις την ψυχήν «το χαίρειν και αγαλλιάσθαι», όταν ο πρότερον νεκρός αδελφός ζωοποιήται προς άφθαρτον δόξαν εν τη Βασιλεία του Ζώντος Θεού (πρβλ. Λουκ. 15,32).

Να είναι τις χριστιανός σημαίνει να πιστεύη εις την ανάστασιν των νεκρών· να ελπίζη εις την υπό του ουρανίου Πατρός υιοθεσίαν ημών· να αποδέχηται την θείαν μορφήν της υπάρξεως· να γίνηται δια της δωρεάς της Πατρικής αγάπης ό,τι Αυτός ο Ίδιος είναι κατά την ουσίαν Αυτού τουτέστι θεός. Τοιαύται είναι αι επαγγελίαι του Θεού και Πατρός εις ημάς τους πιστεύοντας εις Χριστόν Ιησούν ως τον Μονογενή και ομοούσιον Υιόν του Πατρός. Είναι μεγάλη αμαρτία να μειώσωμεν την δοθείσαν εις ημάς εν Πνεύματι Αγίω αποκάλυψιν περί του Ανθρώπου  περί του τρόπου δια του οποίου συνελήφθη ο Άνθρωπος εν τω νοΐ του Θεού, πριν ή δημιουργηθή ο ορατός ούτος κόσμος. Η τιμωρία δια την αμαρτίαν ταύτην – της απιστίας εις την ανάστασιν – είναι ιδιαιτέρου χαρακτήρος. Αποτελεί την ιδίαν ημών αυτοκαταδίκην: Απορρίπτομεν το δώρον του Δημιουργού ημών. Δια τι όμως απορρίπτομεν τούτο; Κυρίως και προ πάντων, διότι η Πατρική Δωρεά αποκτάται μετά μεγάλου κόπου και πολλών παθημάτων. Το θέμα τούτο είναι άκρως βαθύ. Ποίος είναι εις θέσιν να παρουσιάση το έργον τούτο εναργώς εις τους ανθρώπους, τους ισταμένους επί διαφόρων επιπέδων συνειδήσεως και νοημοσύνης; Τίς δύναται να περιγράψη πρεπόντως τον εντελώς ιδιαίτερον ενθουσιασμόν του πνεύματος ημών, όταν εν τω Φωτί της Θεότητος αποκαλύπτωνται εις ημάς αι πάνσοφοι οδοί του Ζώντος Θεού;

Πώς όμως δυνάμεθα να πιστεύσωμεν εις το δυνατόν της αναστάσεως ημών δια την αιωνιότητα μετά τον κατά το σώμα θάνατον ημών; Όλα τα βιώματα ημών φαίνονται εις ημάς συνδεδεμένα ακριβώς μετά του σώματος τούτου και των αισθήσεων αυτού. Αισθανόμεθα εισέτι και την σκέψιν ημών ως κίνησιν ενεργείας τινός εν τω φυσικώ εγκεφάλω και τη καρδία ημών … Δεν εδόθη εις πάντας η εμπειρία των καταστάσεων προσευχής, κατά τας οποίας το πνεύμα ημών ελευθερούται από των υλικών δεσμών και των συνθηκών του χρόνου και του χώρου. Τουναντίον εις ελαχίστους. Αλλ’ ιδού πιστεύομεν εις την επιστήμην μετ’ αφελούς πίστεως παρά την πασιφανή αυτής σχετικότητα. Πάντες δε ημείς χάριν αφομοιώσεως των τελευταίων αυτής επιτεύξεων από παιδικής ηλικίας παραδιδόμεθα εις επωδύνους προσπαθείας επί δεκαετίας. Εις τας υψίστας αυτού μορφάς ο πνευματικός αγών πορεύεται απείρως  πέραν πάσης ανθρωπίνης επιστήμης, αλλά εις τα αρχικά στάδια είναι απλούς και χαροποιός εισέτι. Προσπαθώ να εξηγήσω την αληθινήν αιτίαν της αρνήσεως των ανθρώπων να ακολουθήσουν τον Χριστόν-Αλήθειαν.

«Ει Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσι τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν; Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε η πίστις υμών … Και ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν … Τί και ημείς κινδυνεύομεν πάσαν ώραν; Καθ’ ημέραν (εγώ ο Παύλος) αποθνήσκω …» (Α’ Κορ. 15,12-14· 15,19 και 30-31).

«Και προσπορεύονται αυτώ Ιάκωβος και Ιωάννης οι υιοί Ζεβεδαίου λέγοντες: Διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ό εάν αιτήσωμεν ποιήσης ημίν. Ο δε είπεν αυτοίς: Τί θέλετε ποιήσαι Με υμίν; Οι δε είπον Αυτώ: Δος ημίν ίνα είς εκ δεξιών Σου και είς εξ ευωνύμων Σου καθίσωμεν εν τη δόξη Σου. Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς: Ουκ οίδατε τί αιτείσθε. Δύνασθε πιείν το Ποτήριον ό Εγώ πίνω, και το βάπτισμα ό Εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; Οι δε είπον Αυτώ; Δυνάμεθα. Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς: Το μεν ποτήριον ό Εγώ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ό Εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε» (Μάρκ. 10,35-39).

«Και Αυτός (ο Ιησούς) απεσπάσθη απ’ αυτών (των μαθητών) ωσεί λίθου βολήν, και θεις τα γόνατα προσηύχετο λέγων: Πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το Ποτήριον απ’ Εμού! … Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. Εγένετο δε ο ιδρώς Αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22,42-44).

Τι είναι το Ποτήριον τούτο του Χριστού κατά την  ουσίαν αυτού; Το βάθος του μυστηρίου τούτου είναι αποκεκρυμμένον αφ’ ημών. Εν τη προσπαθεία ημών όπως ακολουθήσωμεν τον Χριστόν δια της οδού της τηρήσεως των εντολών Αυτού, αναποφεύκτως και απαύστως πίνομεν ποτήριόν τι, αλλά δεν κατανοούμεν πλήρως το Ποτήριον εκείνο εις το οποίον ανεφέρετο και το οποίον έζη ο Χριστός «εν τη ώρα εκείνη». Εν τούτοις ανάλογον τι απαραιτήτως τελείται και μεθ’ ημών καθώς Αυτός  Ούτος είπε: «Το Ποτήριον ό Εγώ πίνω πίεσθε» (Μάρκ. 10,39). Το Ποτήριον του Χριστού είναι μυστηριώδες, αλλά και το ημέτερον ποτήριον είναι κεκρυμμένον από των αλλοτρίων οφθαλμών.

«Ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν», είπεν ο Παύλος (Α’ Κορ. 15,19). Όντως, τούτο ακριβώς ούτως έχει. Αλλά δια τι μένει ανερμήνευτος η ευλογημένη αύτη «δυστυχία» εις τους μη ακολουθήσαντας τον Χριστόν; Διότι πάσαι εν γένει αι αντιδράσεις του Πνεύματος του Χριστού, προς πάντα τα πέριξ ημών τελούμενα, διαφέρουν βαθέως – συχνάκις δε είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι – προς το πνεύμα των τέκνων του κόσμου τούτου. Ιδού έν παράδειγμα: Ενώ ο Ιούδας εξήρχετο του Υπερώου της Σιών, ίνα παραδώση τον Κύριον εις σταύρωσιν, την ώραν εκείνην ήνοιξε το στόμα ο Ιησούς και είπε: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν Αυτώ» (Ιωάν. 13,31). Ούτω, λοιπόν, παρατηρούμεν εν τω Ευαγγελίω ότι ο Κύριος εις έκαστον βήμα Αυτού έζη εις άλλο επίπεδον του Είναι· εκεί όπου τα πάντα ορώνται δια μέσου άλλου πρίσματος. Και όστις θέλει να γνωρίζη περί του μυστηρίου τούτου, έστω και εκ μέρους, ούτος οφείλει να άρη επί των ώμων τον σταυρόν αυτού και να παραδοθή τελείως εις το θέλημα του Ουρανίου Πατρός. Δεν υπάρχει  άλλη οδός. Και δεν υπάρχει εισέτι τέλος εις την σύγκρουσιν μεταξύ του Χριστού και του κόσμου τούτου.

Μεγάλη είναι η αγάπη και η ευγνωμοσύνη μου προς την Εκκλησίαν, εν τοις κόλποις της οποίας απεκαλύπτετο εις εμέ η Θεότης του Ιησού Χριστού και η εικών της φανερωθείσης υπ’ Αυτού ανθρωπότητος. Την εικόνα ταύτην βλέπομεν εν τη ζωή μεμονωμένων ανθρώπων, ως και εν ημίν αυτοίς τοις εξουθενημένοις. Η πλήρης πραγμάτωσις της εικόνος ταύτης ανήκει εις τον μέλλοντα αιώνα, αλλά και αι σπάνιαι εν τη ιστορία προσεγγίσεις προς αυτήν προκαλούν θαυμασμόν εις την ψυχήν. Εις τον χριστιανόν είναι φυσική η δίψα να ομοιωθή προς τον Κύριον: να περιβάλη δι’ αγάπης τον κόσμον, καθώς Εκείνος περιπτύσσεται αυτόν· ομοίως προς τον Χριστόν, να μη έχη εχθρούς, τουτέστι να είναι ελεύθερος από του άδου του μίσους προς οιονδήποτε, συμφώνως προς την εντολήν Αυτού: «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του Πατρός υμών του εν ουρανοίς» (Ματθ. 5,44-45). Ουδείς εκ των υιών του Αδάμ δύναται να ζήση ούτω (αγαπάτε τους εχθρούς υμών) δια μόνης της δυνάμεως αυτού. Τούτο δεν είναι δυνατόν άλλως ει μη εάν το Πνεύμα το Άγιον πληρώση την καρδίαν του ανθρώπου δια της ιδιαζούσης εις Αυτό αιωνιότητος. Άνευ Αυτού δεν δυνάμεθα να φυλάξωμεν την εντολήν του Θεού.

Όντως, εις τον χριστιανόν η δίψα να ομοιωθή προς τον Κύριον είναι φυσική. Εν τούτοις «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα» εις την μακαρίαν ταύτην  ζωήν (Ματθ. 7,14). Ο όφις ίνα απορρίψη αφ’ εαυτού το παλαιόν άχρηστον ένδυμα, διέρχεται δια στενής σχισμής· ούτω και πας άνθρωπος, ίνα σωθή οφείλει να διέλθη δια λίαν «στενής πύλης», όπως απεκδυθή τους «δερματίνους χιτώνας», τους οποίους ενεδύθημεν εν τη πτώσει ημών (βλ. Γέν. 3,21).

Ο ειπών, «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. 14,6), έδωκεν εις ημάς τοιαύτας εντολάς: «Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται Μου μαθητής είναι» (Λουκ. 14,26· πρβλ. 14,27 και 33·  Ματθ. 16,24-25). Εκ των λόγων τούτων βλέπομεν «Τις εστιν Ούτος» (Ματθ. 21,10). Εάν ο Χριστός δεν ήτο εν τη υποστατική Αυτού υπάρξει Θεός, ομοούσιος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εμφανισθείς εν τη σαρκί ημών, αλλά μόνον όμοιον προς ημάς κτιστόν όν, τότε οντολογικώς δεν θα ήτο δυνατόν να έλθουν εις Αυτόν τοιαύται ιδέαι. Εάν ο Ιησούς δεν ήτο Θεός κατά την ουσίαν Αυτού, θα ήρκει η εντολή αύτη να αποδείξη και το υπόλοιπον περιεχόμενον του Ευαγγελίου απαράδεκτον. Δύο χιλιετίαι πείρας της Εκκλησίας σταθερώς επιβεβαιούν το «μέγα της ευσεβείας Μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι» (Α’ Τιμ. 3,16). Ο Χριστός, γινόμενος αποδεκτός δια της πίστεως ως ο άναρχος Κύριος, αποβαίνει δι’ ημάς το Φως της αιωνιότητος, και οι λόγοι Αυτού ανοίγουν εις ημάς να απερινόητα βάθη του Θείου Είναι.

Κατά την ακατάληπτον δι’ εμέ Πρόνοιαν του Θεού ωδηγήθην εις τους πόδας του Σιλουανού, του εκλεκτού του Θεού του Υψίστου. Παρατηρών ευλαβώς τον αγώνα αυτού, ακούων τας διδαχάς αυτού, και εγώ, ο μηδαμινώτερος των ανθρώπων, ηδυνήθην να ίδω εκ μέρους το μυστήριον της οδού προς την σωτηρίαν. Νυν, επί τω τέλει των ημερών μου, τολμώ να διηγηθώ περί εκείνου, όπερ μετά ζήλου απέκρυπτον πρότερον. Ομιλώ ενταύθα εν τοις ορίοις εκείνοις και περί των μορφών εκείνων, εν τοις οποίοις εδόθη εις εμέ να ζήσω τον Θεόν.

Εις άλλας σελίδας γράφω περί του φοβερού ολισθήματός μου: περί της αυτοπροαιρέτου και υπερηφάνου απομακρύνσεως μου από της Αποκαλύψεως, της δοθείσης εις ημάς εν Χριστώ. Αλλ’ ο Πατήρ – είη το Όνομα Αυτού ευλογημένον εις τους αιώνας – εφανέρωσεν εις εμέ τον Υιόν Αυτού εν τω ανεσπέρω Φωτί, και ούτως έδωκεν εις εμέ να αισθανθώ την αμαρτίαν μου μετά τοιαύτης δυνάμεως, ώστε επί δεκαετίας να θρηνώ, προσπίπτων κατά πρόσωπον επί την γην εν απογνώσει δια την αχρειότητα μου. Η πράξις της απομακρύνσεως μου από του Θεού ενεφανίζετο εις εμέ εν τη καταχθονίω αυτής ειδεχθεία και ησθάνθην βαθείαν αισχύνην δι’ εμαυτόν· εβδελυσσόμην, περιεφρόνουν εμαυτόν, και η περιφρόνησις μου εύρε δι’ εαυτήν συνοδοιπόρον το αυτομίσος. Δεν θα είπω ότι εμίσησα τον πατέρα μου ή την μητέρα μου ή τους λοιπούς συγγενείς και φίλους. Ήρκει εις εμέ το μίσος προς εμαυτόν, ενώ περί των άλλων, τρόπον τινά, δεν εσκεπτόμην. Ο πόθος μου δια τον Θεόν προεκάλει μεγάλην οδύνην, τοσαύτην ώστε να επιλανθάνωμαι πάντων των λοιπών, διαμένων μόνος μετ’ Αυτού. Δεν γνωρίζω εάν ο Κύριος συνεχώρησεν εις εμέ πλήρως την αμαρτίαν μου, αλλά εγώ ο ίδιος δεν δύναμαι να συγχωρήσω εις εμαυτόν εκείνο, όπερ διέπραξα. Δια της προσωπικής μου τραγωδίας έζησα την τραγωδίαν του προπάτορος Αδάμ εν τοις ανά τους αιώνας απογόνοις αυτού: εν ταις αλληλοδιαδεχομέναις  γενεαίς των κατοίκων της γης. Δια της οδού ταύτης ήλθεν εις εμέ η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου.

Έζων αυθορμήτως, άνευ αναλύσεως των βιωμάτων μου. Δεν ήτο ίδιον εις εμέ να αναλύω εμαυτόν. Παρεδιδόμην απλώς εις την κατερχομένην επ’ εμέ δύναμιν του Θεού. Δεν ετόλμων όμως να σκεφθώ ότι Αυτός ο Ίδιος ενεργεί εν εμοί την προσευχήν. Ησθανόμην την δύναμιν ταύτην της ζωής ως ιδικήν μου. Και μόνον ότε απεχώρει απ’ εμού το πυρ της μετανοίας, κατενόουν ότι ο Χριστός έδιδεν εις εμέ την ευλογίαν να προσεγγίσω Αυτόν.

Μόνον ο Ίδιος ο Δωρητής Θεός γνωρίζει αυθεντικώς εις ποίον μέτρον εξέχεεν Ούτος επ’ εμέ την χαράν να γνωρίσω την Αγάπην Αυτού. Χάρις εις τον Άγιον Σιλουανόν διηνοίχθησαν και οι ιδικοί μου πνευματικοί οφθαλμοί, ώστε να ίδω ότι η εντολή του Χριστού να αγαπήσωμεν Αυτόν μέχρι του αυτομίσους είναι Αποκάλυψις περί της Θείας Αγάπης: της αγάπης εκείνης δια της οποίας ο Ίδιος αγαπά ημάς.

Εάν αι εντολαί «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν δι’ όλου του είναι σου και τον πλησίον ως σεαυτόν» προήρχοντο εξ οιουδήποτε προφήτου, ανθρώπου κατά την κτιστήν αυτού φύσιν, θα εστερούντο του νοήματος το οποίον αναζητούμεν. Αλλ’ ημείς εδέχθημεν τούτο εκ του Θεού και Κτίστου παντός υπαρκτού, και γνωρίζομεν ότι αι εντολαί αύται (αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν δι’ όλου του είναι σου και τον πλησίον ως σεαυτόν) αποτελούν αυτοαποκάλυψιν του Θεού ενώπιον ημών. Η τήρησις αυτών είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη όταν απεκδυθώμεν τον «παλαιόν άνθρωπον» και ενδυθώμεν «τον νέον» (Κολ. 3,9): τον Χριστόν, τον εκ του ουρανού καταβάντα (βλ. Α’ Κορ. 15,47).

Όταν ζώμεν εν τω πνεύματι των ευαγγελικών προσταγμάτων, είμεθα ήδη τεθεωμένοι, διότι η άναρχος ζωή διαπερά ημάς. Εδόθη εις ημάς η εντολή να αγαπώμεν. Η  αγάπη δε ενοποιεί ημάς εν τω Είναι. Το πλήρωμα της αγάπης οδηγεί να αγαπώμεν μέχρις αυτολήθης· «αυτολήθης», τουτέστιν αυτομίσους.

Το περιεχόμενον της ζωής του μετ’ εντάσεως προσευχομένου ανθρώπου είναι όμοιον προς απέραντον ωκεανόν ζώντος ύδατος. Το πνεύμα ημών πλουτεί ημάς ακαταπαύστως, αλλ’ ουχί τόσον ως προς το πλήθος νέων λόγων ή εννοιών, όσον ως προς την εμβάθυνσιν αποκτηθέντων βιωμάτων. Εις τας προηγουμένας σελίδας προσεπάθησα να αναφέρω παραδείγματα τινα της λεπτής, αλλ’ εν ταυτώ βαθείας ασκητικής πάλης προς τα φονεύοντα ημάς πάθη. Επί έτη, εισέτι δε και δεκαετίας, η παρατεινομένη εναλλαγή καταστάσεων οδύνης ή παρακλήσεως – άνωθεν κατερχομένης – διαπαιδαγωγεί το πνεύμα ημών, απεργαζομένη τούτο ικανώτερον προς νέας μορφάς σκέψεως και προσλήψεως του είναι εν γένει: Ο νους εθίζεται να σκέπτηται ασχηματίστως όλον τον κόσμον, η καρδία δε να φέρη ευκτικώς και μετά πόνου αγάπης εν εαυτή τον κόσμον τούτον εν τω συνόλω αυτού. Εν τη τοιαύτη πνευματική συνθέσει διαμένει η ώριμος προσευχή του χριστιανού του παρισταμένου τω Θεώ δι’ όλου του νου, δι’ όλης της καρδίας (βλ. Λουκ. 10,27), εν τη ενώσει αυτών εις έν. Ο ασκητής ανίσχυρος να εκφράση δια λόγου παν ό,τι φέρει εν εαυτώ, συχνάκις προσεύχεται άνευ λόγων, έχων εν τούτοις σφαιρικήν επίγνωσιν των όσων έλαβε πείραν, ή εν πλήρει καταδύσει εν τω Θεώ μέχρι λήθης της γης. Εν τη αμεθοδεύτω εξωτερικώς περιγραφή των διαδικασιών της ζωής του ανθρωπίνου πνεύματος γίνεται λόγος περί της βαθμιαίας μεταβάσεως εκ των ατομικών μορφών της υπάρξεως εις την υποστατικήν μορφήν του είναι εν τω αιωνίω Θεώ. Είναι αδύνατον να δοθή συστηματική, αναλυτική περιγραφή της αναβάσεως προς την ζωήν ταύτην. Δεν ευρίσκομεν ταύτην ουδέ εις τα έργα των μεγάλων Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας ημών. Η σχολαστική συστηματοποίησις του υλικού είναι δυνατή μέχρι σημείου τινός εις τα θεωρητικά θεολογικά έργα, αλλ’ ουδόλως και ουδέποτε εις τα ζώντα ρήματα περί της αυθεντικής ζωής του πνεύματος ημών.

Τω δε Θεώ τω Σωτήρι ημών είη δόξα αΐδιος εις πάντας τους αιώνας.

Περί Προσευχής

$
0
0


Ευχαί
Ευχή

Μέγας εί, Κύριε, και ουκ έστιν όμοιος Σοι.

 Έλεος και αλήθεια προπορεύονται προ προσώπου Σου, δικαιοσύνη και κρίμα εκπορεύονται εκ του θρόνου Σου.

Μακάριοι οι φυλάσσοντες την διαθήκην Σου, εν τω Φωτί της δόξης του προσώπου Σου διαμένουσι και εν τω Ονόματί Σου αγαλλιάσονται.

 Συ γαρ εί δύναμις αυτών και εν τη ευδοκία Σου υψωθήσονται, τη δε αληθεία Σου δοξασθήσονται και τη δικαιοσύνη Σου κραταιωθήσονται.

Κύριε, την βοήθειάν Σου επίθες εφ’ ημάς, και τω ελέει Σου περιτείχισον ημάς. Η χειρ Σου αντιλάβοιτο ημών και ο βραχίων Σου ενισχύσαι ημάς. Εχθρός ουδέν τεύξεται καθ’ ημών και εν τω Ονόματί Σου σωθησόμεθα.

Εν τω επικαλείσθαι Σε ημάς, Κύριε, κλίνον το ους Σου. Συ γαρ εί Πατήρ ημών, μη αποστρέφου αφ’ ημών εν θλίψει.

Κύριε, ο Θεός ημών, ο τω μικρώ ποιμνίω Σου ευδοκήσας επαγγείλασθαι βασίλειον αδιάσειστον και θησαυρόν εν ουρανοίς αναφαίρετον, κλίνον το ούς Σου εις την δέησιν ημών και ελθέ εις το σώσαι ημάς. Συ μόνος οίδας τα κρύφια των καρδιών πάντων, μη αποκρύψης αφ’ ημών το θέλημα Σου και τας οδούς της σωτηρίας Σου.

Άβυσσος ανεξιχνίαστος τα κρίματα Σου, βουλή δε Σου απρόσιτος. Ο πάντας θέλων σωθήναι και εις επίγνωσιν της Σης αληθείας ελθείν, μη παρίδης την δέησιν ημών και πάσαν από των καρδιών ημών δίωξον απορίαν.

Ότι μόνος Συ εί Θεός ημών, εκτός Σου άλλον ουκ οίδαμεν, το Όνομά Σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ονομάζομεν, και την δόξαν Σου άδομεν μετά πάντων των Αγίων εις αιώνας αιώνων. Αμήν.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος γεννήθηκε το 1896 από Ορθόδοξους γονείς στην Τσαρική Ρωσία. Από την παιδική του ηλικία έδειχνε μια σπάνια ικανότητα στην προσευχή και σαν νέος μπορούσε να απαντά σε θέματα θεολογικά από αιώνων συζητούμενα. Η αίσθηση εξορίας στον κόσμο αυτό μας δίνει την εντύπωση για μια αιωνιότητα που αγκαλιάζει το δικό μας τέλος. Η προσευχή κληροδοτεί την ιδέα της αιωνιότητας με το Θεό. Στην προσευχή η πραγματικότητα του ζώντος Θεού συνδυάζεται με την πραγματικότητα της επίγειας ζωής. Αν γνωρίζομε τί ο άνθρωπος σέβεται, γνωρίζομε το πιο σπουδαίο πράγμα γι’ αυτόν, δηλαδή αυτό που καθορίζει το χαρακτήρα του και τη συμπεριφορά του. Ο συγγραφέας του «Η ζωή Του ζωή μου» από νωρίς είχε καταληφθεί από επείγουσα επιθυμία να εισχωρήσει στην καρδιά της θείας αιωνιότητας από το φυσικό κόσμο με την θεωρία. Αυτή η έντονη επιθυμία, σαν φλόγα στην καρδιά, ακτινοβολούσε κατά τα μαθητικά του χρόνια στην Κρατική Σχολή Καλών Τεχνών στην Μόσχα. Αυτή ήταν η περίοδος κατά την οποία μια παράλληλη θεώρηση, ενδιαφέρον για το Βουδδισμό και γενικότερα για την Ινδική Φιλοσοφία και παιδεία άλλαξε την πορεία της εσωτερικής ζωής του. Ο ανατολικός μυστικισμός του φαινόταν τώρα βαθύτερος του Χριστιανισμού και η σύλληψη του υπερπροσωπικού Απολύτου πιο πειστική παρά του προσωπικού Θεού.


Η ανατολική μυστικιστική ιδέα του Όντος επικρατούσε δίνοντας το μεγαλείο του υπερφυσικού. Με την έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τη Ρωσσική  Επανάσταση στη συνέχεια άρχισε να θεωρεί αυτή καθαυτή την ύπαρξη ως «αιτίαν γεννώσαν» τις ταλαιπωρίες και έτσι προσπάθησε με την περισυλλογή να απογυμνωθεί απ’ όλα τα ορατά ή πνευματικά είδωλα.
Το μελετητήριο του ήταν στον τελευταίο όροφο ενός ψηλού κτιρίου σ’ ένα ήσυχο τμήμα της Μόσχας. Εκεί μπορούσε να εργαστεί επί ώρες ακατάπαυστα, επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις, απεικονίζοντας το αντικείμενο του γαλήνια, μεταφέροντας το πρόσκαιρο μεγαλείο του, και συνάμα χρησιμοποιώντας τούτο σαν αφορμή έρευνας της αιωνιότητας. Βασανιζόταν από τα συγκρουόμενα ερωτήματα: Αν η ζωή δημιουργήθηκε από το αιώνιο Όν γιατί το σώμα του είχε ανάγκη της αναπνοής, τροφής, ύπνου κ.λ.π.; γιατί αντιδρά σε κάθε εναλλαγή της φυσικής ατμόσφαιρας; Σε μια προσπάθεια του να ξεφύγει τα στενά όρια της υπάρξεως του, άρχισε να ασκείται στη γιόγκα και έδωσε τον εαυτό του στη θεωρία, αλλά ποτέ δεν έχασε την αγάπη του για την ωραιότητα της φύσεως.
Η καθημερινή ζωή του ήταν γεμάτη από εξωτερικά γεγονότα. Το μόνο αναγκαίο ήταν να ανακαλύψει το νόημα της παρουσίας μας σ’ αυτόν τον πλανήτη, να επιστρέψει στο χρόνο προ της δημιουργίας και να βυθιστεί στην αρχική πηγή. Έδειχνα αδιαφορία στις κοινωνικές και πολιτικές υποθέσεις προφανώς κατεχόμενος από τη σκέψη, ότι αν ο άνθρωπος πεθάνει χωρίς την πιθανότητα επιστροφής στην σφαίρα του Απολύτου Όντος, τότε η ζωή δεν έχει καμιά έννοια. Κατά καιρούς η θεωρία μπορούσε να του φέρει ανάπαυση με μια ψευδαίσθηση ατελεύτητης γαλήνης, πράγμα που απετέλεσε την πηγή του συγγραφέα.
Η τύρβη της μετεπαναστατικής περιόδου συνεχώς αύξανε τις δυσκολίες για τους καλλιτέχνες να εργαστούν στη Ρωσία, και το 1921 ο συγγραφέας άρχισε να ερευνά τρόπους μεταναστεύσεως στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη  Γαλλία, σαν κέντρο του κόσμου των ζωγράφων. Τελικά κατόρθωσε να ταξιδέψει μέσω Ιταλίας, θαυμάζοντας τα αριστουργήματα της αναγεννήσεως. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Βερολίνο επιτέλους έφτασε στο Παρίσι και δόθηκε με την ψυχή και το σώμα του στην ζωγραφική. Η καριέρα του είχε μια ικανοποιητική αρχή. Τα έργα του έγιναν δεκτά στο Salon d’ Automne και το Salon des Tuileries. Η Ελίτ του Salon d’ Automne τον προσκάλεσε να λάβει μέρος στην έκθεση της. Η επιτυχία την οποία ανέμενε δεν είχε την ίδια έκβαση σε όλα τα επίπεδα. Η τέχνη άρχισε να χάνει το μεγαλείο της σαν μέσον απελευθερώσεως και αθανασίας του πνεύματος, ακόμα και η παραμένουσα φήμη ήταν μια γελοιογραφία της ουσιώδους αθανασίας. Το τελειότερο καλλιτέχνημα ήταν χωρίς αξία αν συγκρινόταν με το βάθος της αιωνιότητας.
Σιγά-σιγά αντιλήφθηκε ότι η καθαρή διανόηση, ενέργεια καθαρά και μόνο του εγκεφάλου, δεν μπορούσε να προχωρήσει μακρύτερα από την έρευνα της πραγματικότητας. Τότε ξαφνικά θυμήθηκε την εντολή του Ιησού για την αγάπη προς το Θεό «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας». Αυτή η απροσδόκητη διάγνωση ήταν τόσο θαυμάσια και ουσιώδης, όπως προηγουμένως, όταν η ανατολική άποψη για ένα υπερατομικό Όν, τον είχε εξαπατήσει οδηγώντας στην απόρριψη του μηνύματος του Ευαγγελίου και αποτέλεσε κλήση σε συγκινήσεις. Η προηγούμενη ήταν σαν κεραυνός στο σκοτάδι, όμως η τωρινή αποκάλυψη ήταν φωτεινή σαν λάμψη. Διανόηση χωρίς αγάπη δεν ήταν αρκετή. Πραγματική γνώση ήταν κατορθωτή μόνο με την κοινωνία του Όντος, πράγμα το οποίο σημαίνει αγάπη. Και έτσι ο Χριστός επικράτησε: Η διδασκαλία του ομιλούσε στη σκέψη του υπόκωφα και ποικιλότροπα, απαιτούσε άλλες διαστάσεις. Η προσευχή για τον Προσωπικό Θεό ήταν φυλαγμένη στην καρδιά του απευθυνόμενη πρώτα  και κύρια στο Χριστό.
Έπρεπε ν’ αποφασίσει για ένα νέο τρόπο ζωής. Τότε εισάχτηκε στο πρόσφατα δημιουργημένο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο του Παρισιού, με την ελπίδα να διδαχτεί: πώς να προσεύχεται και την ορθή θέση μπροστά στο Θεό. Επιπλέον πώς να υπερνικήσει κανείς τα πάθη του και πώς να κατορθώσει τη Θεία αιωνιότητα. Αλλ’ η σύγχρονη Θεολογία δεν του έδωσε το κλειδί της βασιλείας των ουρανών. Εγκατέλειψε το Παρίσι και πήγε στο Άγιο Όρος όπου οι άνθρωποι αναζητούν ένωση με τον Θεό δια της προσευχής. Πατώντας το χώμα του Άγιου Όρους, φίλησε το έδαφος και παρακάλεσε το Θεό να τον δεχτεί και να τον ενισχύσει στη νέα ζωή. Κατόπιν έψαξε για έναν οδηγό (γέροντα), που θα τον βοηθούσε να απαλλαγεί από μια σειρά εμφανώς αλύτων προβλημάτων. Έρριξε τον εαυτό του στην προσευχή τόσο θερμά όπως προηγουμένως στη Γαλλία. Είχε αποκρυσταλλώσει στο νου του ότι αυτός πράγματι ζητούσε να γνωρίσει το Θεό και να είναι ολοκληρωτικά με αυτόν, έπρεπε ν’ αφιερώσει τον εαυτόν του σ’αυτόν, όπως προηγουμένως είχε κάμει στη ζωγραφική και ακόμα περισσότερο. Η προσευχή του έγινε ένδυμα και αναπνοή ακόμα και όταν κοιμόταν. Απελπισία συνδυασμένη μ’ ένα αίσθημα αναστάσεως αισθανόταν στη ψυχή του. Απελπισία για τον κόσμο πάνω στη γη που απομακρύνθηκε από το Θεό και θανατωνόταν μέσα στην άγνοια. Κατά τις ώρες της προσευχής του για τον κόσμον οδηγείτο σε πάλη με το Θεό ως Δημιουργό αυτού του κόσμου. Η ταλάντευση του μεταξύ των δύο άκρων, της κολάσεως από τη μια μεριά και του Θείου Φωτός από την άλλη, χαρακτηρίζει ακριβώς το σημείο του τί συνέβαινε σ’ αυτόν. Αλλ’ ακόμη μια τετραετία έπρεπε να περάσει πριν συναντηθεί για πρώτη φορά με το γέροντα Σιλουανό τον οποίο γρήγορα αντιλήφθηκε σαν το πιο πολύτιμο δώρο της Θείας Πρόνοιας  σ’ αυτόν. Ο ίδιος δεν τολμούσε να ονειρευτεί ένα τέτοιο θαύμα, αν και για πολύ πεινούσε και διψούσε για έναν τέτοιο σύμβουλο που θα έδινε ισχυρό χέρι βοήθειας και θα ερμήνευε σ’ αυτόν τους νόμους της πνευματικής ζωής. Επί οκτώ περίπου χρόνια κάθησε κοντά στα πόδια του Γαμαλιήλ του μέχρι τον θάνατο του γέροντα και ύστερα ζήτησε την ευλογία του Ηγουμένου της Μονής και του Συμβουλίου ν’ αναχωρήση στην «Έρημο». Αμέσως κατόπιν οι φήμες (γιατί δεν έρχονταν ειδήσεις στην έρημο) για τον επισυμβάντα Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμο, ενίσχυσαν την προσευχή του για την ανθρωπότητα. Μπορούσε να περάσει τη νύχτα του μπρούμυτα στο έδαφος της σπηλιάς του, παρακαλώντας το Θεό να επέμβει σ’ αυτό το ανόητο λουτρό αίματος. Προσευχόταν για τους σκοτωμένους, για τους φονιάδες, για όλους γενικά. Προσευχόταν στο Θεό να μην επιτρέψει να νικήσει το κακό.
Κατά τη διάρκεια των χρόνων του πολέμου η έρημος ήταν ιδιαίτερα σιωπηλή και απομακρυσμένη, καθώς η γερμανική κατοχή στην Ελλάδα έλεγχε όλη την θαλάσσια συγκοινωνία γύρω από την αθωνική χερσόνησο. Αλλ’ η ολοκληρωτική απομόνωση του συγγραφέα πήρε τέλος όταν υποχρεώθηκε να γίνει εξομολόγος και πνευματικός πατέρας των αδελφών της Μονής του Αγίου Παύλου. Ο γέροντας Σιλουανός είχε προείπει ότι μια μέρα θα γινόταν εξομολόγος και τον εξόρκισε να μην αποφύγει αυτό το κρίσιμο είδος υπηρεσίας του ανθρώπου – υπηρεσίας κατά την οποία απαιτείται να δίνει κανείς τον εαυτό του στον ικέτη, να οικειοποιείται τον ικέτη, να μοιράζεται μαζί του τα βαθύτερα συναισθήματα του. Πριν από πολύ καιρό τον καλούσαν και σ’ άλλες Μονές και μοναχοί από μικρά ερημητήρια του Άθωνα, αναχωρητές και ερημίτες έρχονταν σ’ αυτόν. Ήταν μια δύσκολη και άκρως υπεύθυνη αποστολή, αλλά την αισθανόταν σαν καθήκον και οφειλή για τη βοήθεια που έλαβε από τους κατά Θεό Πατέρες του, οι οποίοι με τόση αγάπη μοιράστηκαν μαζί του τη γνώση που έλαβαν από ψηλά. Δεν μπορούσε να κρύψει τη διδασκαλία τους στον εαυτό του. Έπρεπε να δίνει δωρεάν ό,τι έλαβε δωρεάν. Αλλά το να είναι κανείς πνευματικός οδηγός δεν είναι εύκολο έργο: απαιτεί τη μεταφορά της προσοχής και του σκοπού των άλλων στο σημείο που προορίζει κανείς τον εαυτό του, την έρευνα των καρδιών και των σκέψεων των άλλων με βλέμμα συμπάθειας και την ενασχόληση με τα προβλήματα του πλησίον αντί με τα δικά του.
Αφού πέρασε τέσσερα χρόνια σ’ έναν τόπο απομακρυσμένο, περιβαλλόμενο από όρη, κρημνούς και βράχους, με ελάχιστο νερό και σχεδόν χωρίς βλάστηση, ο συγγραφέας υπάκουσε στην εντολή της Μονής του Αγίου Παύλου να μεταφερθεί σ’ ένα σπήλαιο της περιοχής της Μονής. Αυτό το νέο σπήλαιο είχε πολλά προσόντα για έναν αναχωρητή ιερέα. Υπήρχαν πολλοί ερημίτες στην έρημο που είχαν σκοπό να ασκηθούν ο ένας κοντά στον άλλον, αν και αποκρυμμένοι μεταξύ τους από όγκους βράχων και κρημνών. Εδώ παρά την τέλεια απομόνωση, υπήρχε παρεκκλήσιο περίπου δέκα επί επτά πόδια λαξευμένο σε βράχο. Αλλ’ ο χειμώνας ήταν περίοδος δοκιμασίας. Η πρώτη καταιγίδα πλημμύριζε τον πριν στεγνό σπήλαιο και ύστερα καθημερινά για έξι μήνες περίπου ήταν υποχρεωμένος να καθαρίζει και να πετά έξω γύρω στα εκατό δοχεία νερό. Τοποθέτησε ένα σιδερένιο έλασμα για να εμποδίσει το νερό να καλύψει το κρεββάτι του. Μόνο το μικρό παρεκκλήσιο ήταν στεγνό. Εκεί προσευχόταν και φύλαγε τα βιβλία του. Γύρω τα πάντα ήταν υγρά. Ήταν αδύνατο ν’ ανάψει φωτιά και να ζεστάνει φαγητό. Τελικά τον τρίτο χειμώνα η επισφαλής υγεία του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το σπήλαιο που συνετέλεσε στο σπάνιο προνόμιο, δηλαδή να ζη κανείς μακριά από τον κόσμο.

 Αυτήν ακριβώς την περίοδο σκέφτηκε να γράψει ένα βιβλίο για τον γέροντα Σιλουανό, να καταχωρήσει τις εντολές του που τόσο τον βοήθησαν να βρει το δρόμο του, τη μεγάλη πνευματική συνεισφορά του γέροντα στην καθοδήγηση του σε δρόμους πνευματικού αγώνα. Για να τελειώση αυτό το έργο έπρεπε να επιστρέψει στη Δύση, στη Γαλλία όπου αισθανόταν ανετότερα από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης. Ο σκοπός του αρχικά ήταν να μείνει για ένα χρόνο, αλλ’ ύστερα αντιλήφθηκε ότι θα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο. Η εργασία κάτω από δύσκολες καταστάσεις έφερε σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του και μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση τον κατέστησαν ασθενικό, υποχρεωμένο να εγκαταλείψει τη σκέψη της επιστροφής στο έρημο σπήλαιο του Όρους Άθω.

Την αρχική έκδοση του βιβλίου του για το γέροντα Σιλουανό την εφιλοτέχνησε μόνος του. Μια έντυπη έκδοση ακολούθησε το 1952. Ύστερα άρχισαν οι μεταφράσεις. Πρώτα στην Αγγλική, μετά στη Γερμανική, Ελληνική, Γαλλική, Σερβική και συνέχεια σε άλλες γλώσσες. Η αντίδραση των ασκητών του Άγιου Όρους ήταν παρά πολύ ενδιαφέρουσα για τον συγγραφέα. Βεβαίωσαν ότι το βιβλίο ήταν μια αληθινή ακτινοβολία των αρχαίων παραδόσεων του Ανατολικού Μοναχισμού και αναγνώρισαν το Γέροντα σαν πνευματικό κληρονόμο των μεγάλων πατέρων της Αιγύπτου, Παλαιστίνης, Σινά και άλλων ιστορικών σχολών του ασκητισμού μέχρι των αρχών του Χριστιανισμού.

Ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος ήταν πεισμένος ότι η εντολή του Χριστού μέσω του Γέροντος Σιλουανού «έχετε κατά νου την κόλαση, και μην απελπίζεσθε» απευθυνόταν κύρια στο δικό μας αιώνα, το βυθισμένο στην απελπισία. (Δεν ήρθαν «οι χαλεποί καιροί» όταν «οι άνθρωποι θ’ αγαπούν μόνο τον εαυτό τους … θα είναι αγνώμονες … αμαρτωλοί, παραβαίνοντες τις υποσχέσεις τους, ψευδοκατήγοροι  … περιφρονούντες τους καλούς … λάτρεις των απολαύσεων παρά εραστές του Θεού, έχοντες έναν τύπο θεοσέβειας αλλά πέραν τούτου αρνούμενοι τη δύναμη του Θεού … πάντοτε διδασκόμενοι και ποτέ ικανοί να φτάσουν στη γνώση της αλήθειας;» Β’ Τιμ. 2,2-5). Πίστευε επίσης ότι, όπως ο Γέροντας είχε προσευχηθεί επί δεκαετίες με τέτοια ασυνήθιστη αγάπη για το ανθρώπινο γένος, βιάζοντας το Θεό δια του Αγίου Πνεύματος να βοηθήσει όλο το ανθρώπινο γένος να ‘ρθει στη γνώση του, έτσι κι οι άνθρωποι χρωστούσαν κατ’ επέκταση ν’ αγαπούν τον Γέροντα. Ο Ρώσος ποιητής Πούσκιν ισχυρίστηκε ότι κανένα μνημείο δεν ήταν αναγκαίο για να διατηρεί ζωντανή τη μνήμη του, γιατί οι συμπατριώτες του για πολύ θα τον θυμόνταν γιατί είχε υμνήσει την ελευθερία σε περίοδο αγριότητας, και το έλεος στους σκληρούς. Δεν είχε προσφέρει ο Γέροντας με την ταπείνωση του μια από τις ευγενέστερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα; Μας δίδαξε πώς να απομακρύνομε την απελπισία, εξηγώντας τί υπάρχει πίσω απ’ αυτή την τρομερή πνευματική κατάσταση. Μας αποκάλυψε τον ζωντανό Θεό και την αγάπη του για τους γιούς του Αδάμ. Μας δίδαξε πώς να ερμηνεύομε το Ευαγγέλιο με τις αιώνιες αλήθειες και έκαμε για τους πολλούς το λόγο του Χριστού πραγματικότητα, μέρος της καθημερινής ζωής τους. Και πέρ’ απ’ όλα στερέωσε στις ψυχές μας μια σταθερή ελπίδα για μια ευλογημένη αιωνιότητα στο Θείο Φως.
Ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος σ’ όλο αυτό το βιβλίο αντανακλά τη διδασκαλία του πνευματικού του πατέρα. Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει εξ ολοκλήρου κατανοητό κατά την πρώτη προσεκτική ανάγνωση, δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα με βάση μόνο τη λογική. Η μορφή πρέπει να θυσιάζεται στο περιεχόμενο όταν ο μεταφραστής βρίσκεται στη δύσκολη θέση μεταξύ δύο γλωσσών και σε ένα έργο σαν αυτό ο συγγραφέας ομιλεί συχνά μέσω σημειωτικού  χάσματος· γιατί λίγοι από εμάς έχομε κλήση για μια ζωή όπως αυτή περιγράφεται στις σελίδες του βιβλίου. Αλλά συχνή μελέτη θα μας εξοικειώσει με τον αθωνικό ασκητικό τρόπο ζωής και τότε θα επωφεληθούμε να εφαρμόσουμε μερικά διδάγματα του καθένας στη δική του περίπτωση. Η χάρη, που είναι δώρο αγιότητος του Θεού, βασίζεται στην προσπάθεια του ανθρώπου γι’ αγιότητα.
Ο συγγραφέας πιστεύει ακράδαντα στην ικανότητα του ανθρώπου να γίνει τέλειος και με δυνατές αλλά κομψές λέξεις δίνει το έναυσμα στη φωτιά μας. Διακηρύσσει σ’ όλους επανειλημμένα ότι η προσευχή είναι ο βεβαιότερος δρόμος για την αληθινή γνώση του Θεού. Ο Θεός γι’ αυτόν είναι παρών, αποκαλύπτει τον Εαυτό του σε κάθε πράγμα. Όλοι έχουμε ένα θείο σπινθήρα. Η ελευθερία μας βρίσκεται σ’ ευθεία αναλογία με τη συναίσθηση μας. Μόνο το αιώνιο μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή μας. Η κατάρρευση μιας απόλυτης αξίας οδηγεί την κατάρρευση των σχετικών αξιών. Όταν ο Θεός καταρρεύσει, καταρρέουν και η τιμή, η τιμιότητα, η υπακοή κ.ο.κ. Μια καλλιέργεια, ένας πολιτισμός μπορεί να είναι ισχυρός σε σχέση με την εσωτερική ζωή των ανθρώπων. Η μόνη επανάσταση για την οποία πρέπει να σκεφτόμαστε σοβαρά είναι η προσωπική, η εσωτερική ηθική του καθενός.
Πιστός στο πνεύμα της εντολής του γέροντα του ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος πριν 20 περίπου χρόνια ίδρυσε μια μικρή αδελφότητα στο Essex, όπου αρχικά δεχόταν όλους εκείνους που ζητούσαν την πνευματική του βοήθεια. Τώρα όμως, οπωσδήποτε, η ηλικία και η φθείνουσα υγεία του τον ανάγκασαν να αναθέσει πολλή από την πρότερη δραστηριότητα του στους μοναχούς του, για να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη λειτουργία. Οι πολύωρες λειτουργίες του δίνουν έννοια και ουσία στην ημέρα. Ζει τη λειτουργία, όχι σαν ένα αφηρημένο τύπο, αλλά με εμπιστοσύνη και αγάπη, με το πιο ισχυρό ανθρώπινο πάθος. Είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη με τη γνώση του Θεού. Συχνά δίνει την εντύπωση ανθρώπου που έρχεται σε επαφή με αγνώστου είδους υπάρξεις που βλέπει φως βαθειά στη σιωπή. Είναι καθαρός, σπλαχνικός και αυστηρός στις κρίσεις του, πράγμα που οδηγεί τον άλλο σε νέες ενδοσκοπήσεις. Έχει τους σκληρούς μα ευγενικούς οφθαλμούς ενός ασκητή. Γι’ αυτόν η δημιουργία είναι μια άλλη λέξη ελπίδας. Αν ένας άνθρωπος κατέχει μόνον αυτό το οποίο δίνει, τότε ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου είναι πράγματι ευλογημένος.

Rosemary Edmonds

Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ)

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Μετάφρασις εκ του Ρωσικού  Ιερομονάχου Ζαχαρίου
Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή
Τιμίου Προδρόμου
Έσσεξ Αγγλίας 1993
Τίτλος πρωτοτύπου:
Архимандрит СОФРОНИЙ (Сахаров), О МОЛИТВЄ
World © 1991 Archimandrite Sophrony (Sakharov)
ISBN 2-85065-192-3
Δια την ελληνικήν και πάσαν άλλην μετάφρασιν
© 1993 Stavropegic Monastery of St John the Baptist
ISBN 1 874679 05 3
Stavropegic Monastery of St John the Baptist
The Old Rectory Tolleshunt Knights
by Maldon, Essex CM9 8EZ
GREAT BRITAIN

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΓΝΩΣΙΝ
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΥΠΕΡΝΙΚΑ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΜΠΟΝΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΕΝ ΤΗ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΓΕΝΝΑΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Η ΑΣΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΕΝ ΠΑΝΤΙ ΚΑΙΡΩ ΚΑΙ ΠΑΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Μετάφρασις εκ του Ρωσικού  Ιερομονάχου Ζαχαρίου
Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 1993

Τίτλος πρωτοτύπου:

Архимандрит СОФРОНИЙ (Сахаров), О МОЛИТВЄ
World © 1991 Archimandrite Sophrony (Sakharov)
ISBN 2-85065-192-3
Δια την ελληνικήν και πάσαν άλλην μετάφρασιν
© 1993 Stavropegic Monastery of St John the Baptist
ISBN 1 874679 05 3
Stavropegic Monastery of St John the Baptist
The Old Rectory Tolleshunt Knights
by Maldon, Essex CM9 8EZ

GREAT BRITAIN

Όλα τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στόν Συγγραφέα του

Απαγορεύεται η εμπορική αξιοποίηση τού Έργου

Η επεξεργασία , η μετατροπή και η μορφοποίηση κειμένου έγινε από τόν Νικόλαον Β.

Αφιερώνεται είς μνήμην Βασιλείου






Περί τού έργου του πνευματικού Πατρός

$
0
0
\
Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ

Συνήρπαζεν εμέ η θέα των εκλεκτών του Θεού, των κεκρυμμένων υπό την ταπεινήν αυτών εμφάνισιν. Ενίοτε οι ίδιοι φυλασσόμενοι υπό του Θεού, δεν κατενόουν οπόσον πλουσία ευλογία επανεπαύετο εν αυτοίς. Εις αυτούς κατ’ εξοχήν εδόθη να διαισθανθούν την ανεπάρκειαν αυτών κατά καιρούς δε εις τοιούτον βαθμόν, ώστε τρόπον τινα να μη τολμούν και να σκεφθούν ότι ο Θεός επαναπαύεται εν αυτοίς και ούτοι εν Αυτώ. Τινές εξ αυτών ωδηγήθησαν εις την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός, αλλά δεν εγνώριζον περί αυτού του γεγονότος, εν μέρει διότι ήσαν ολίγον μόνον οικείοι προς τα Έργα των αγίων Πατέρων, οίτινες περιγράφουν το είδος της χάριτος ταύτης. Η άγνοια εφρούρει αυτούς εξ ενδεχομένης κενοδοξίας. Ακολουθών την παράδοσιν της ορθοδόξου πνευματικής πατρότητος, δεν ηρμήνευον εις αυτούς τι κατ’ ουσίαν ο Κύριος εχάρισεν εις αυτούς. Ίνα βοηθήσω τον ασκητήν της ευσεβείας, ήτο αναγκαίον να ομιλώ μετ’ αυτού ούτως, ώστε να ταπεινούται η καρδία και ο νους  αυτού διότι άνευ τούτου οιαδήποτε περαιρέρω ανάβασις θα ανεκόπτετο. … αφήκεν (ο άγιος Σιλουανός) εις ημάς προς διδαχήν τον λόγον αυτού περί της διακρίσεως μεταξύ της ασκητικής ταπεινώσεως και της «απεριγράπτου ταπεινώσεως του Χριστού». … Η υπερηφανία συνιστά τον πυρήνα της πνευματικής πτώσεως. Δια της υπερηφανίας οι άνθρωποι αποβαίνουν όμοιοι προς τους δαίμονας. Ίδιον εις τον Θεόν είναι η ταπεινή αγάπη, …
Καλείται (ο πνευματικός) προς υψίστην δημιουργίαν, εις ασύγκριτον τιμήν: να δημιουργήση θεούς δια την αιωνιότητα εν τω Ακτίστω Φωτί.

Εις τον λόγον του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος … « … Ο τους κάτω παιδεύων άνωθεν εκ του ύψους δίδασκε … ου γαρ δυνατόν τοις κάτω τα χαμαί θεραπεύειν ποτέ».

Τούτο αναφέρεται κατ’ ουσίαν εις την εκ του Θεού γέννησιν του λόγου εν τη καρδία δια της προσευχής. Ούτως απεκάλεσέ τις τον Όσιον Σεραφείμ του Σαρώφ διορατικόν, αλλ’ εκείνος απήντησεν ότι ουδόλως είναι τοιούτος, αλλ’ ότι προσεύχεται κατά τον χρόνον της συνομιλίας μετά του ανθρώπου, και ότι η πρώτη σκέψις, ήτις εμφανίζεται εν τη καρδία εκ της προσευχής, οφείλει να γίνη αποδεκτή ως εκ του Θεού δεδομένη.

Το έργον του πνευματικού είναι φοβερόν, διότι εάν οι άνθρωποι προσέρχωνται εις τον ιερέα αναμένοντες να ακούσουν παρ’ αυτού καθαρώς το θέλημα του Θεού και αντ’ αυτού λάβουν υπόδειξιν προερχομένην εκ της προσωπικής λογικής του πνευματικού, ήτις δύναται να μη είναι ευάρεστος εις τον Θεόν, οδηγούνται εις αβεβαίαν οδόν και προκαλείται εις αυτούς ζημία. Ο Όσιος Σεραφείμ είπεν ωσαύτως ότι, οσάκις ωμίλει «εκ του νοός αυτού», εγίνοντο λάθη.

Και κατ’ αυτήν εισέτι την ώραν της συνομιλίας μετά των ανθρώπων προσεπάθουν να κρατώ την «ακοήν» του νοός μου εν τη καρδία, όπως συλλάβω το Θείον νεύμα, πολλάκις δε και τους λόγους τους οποίους ώφειλον να είπω

Οι πεπαιδευμένοι άνθρωποι κρατούν ισχυρώς άλλην αρχήν: την ιδίαν αυτών σύνεσιν.

Πας λόγος του ιερέως δι’ αυτούς είναι απλώς ανθρώπινος, και ως εκ τούτου υποκείμενος εις κριτικήν συζήτησιν. Να ακολουθήση τις αδιακρίτως την υπόδειξιν του πνευματικού θα ήτο δι’ αυτούς μωρία. Εκείνο όπερ βλέπει και φρονεί ο πνευματικός τούτο ουδόλως αποδέχεται ο ψυχικός άνθρωπος και απορρίπτει διότι ζη εις άλλο επίπεδον. Και εγώ ο ίδιος, συναντώμενος μετ’ ανθρώπων οίτινες κατευθύνονται υπό των προσωπικών αυτών παρορμήσεων και απορρίπτουν τον λόγον, τον διδόμενον υπό του ιερέως κατόπιν προσευχής, αρνούμαι να εκζητήσω παρά του Θεού, όπως αποκαλύψη εις τους προσερχομένους το άγιον και παντέλειον Αυτού θέλημα. Δια της οδού ταύτης δεν θέτω αυτούς εις κατάστασιν πάλης μετά του Θεού, αλλά λέγω εις αυτούς την προσωπικήν μου μόνον γνώμην, ήτις στηρίζεται επί των Έργων των αγίων Πατέρων ή της Αγίας Γραφής, και αφήνω αυτούς ελευθέρους από της Θεομαχίας, και τρόπον τινά εις το δικαίωμα να αποκλίνουν αναμαρτήτως από της συμβουλής μου, ως εξ ανθρώπου μόνον προερχομένης. Βεβαίως τούτο μακράν απέχει του ζητουμένου αφ’ ημών εν τοις μυστηρίοις της Εκκλησίας.

Είναι αδύνατον να εννοήση τις τους ανθρώπους. Ούτοι είτε είναι τυφλοί και «ουκ οίδασι τι ποιούσι», είτε πάσχουν υπό πνευματικού και νοερού δαλτωνισμού (πάθησις οφθαλμών μη επιτρέπουσα την διάκρισιν των χρωμάτων). Συχνάκις βλέπουν τα πράγματα εις διαμετρικώς αντίθετον φωτισμόν, ομοίως προς το αρνητικόν φωτογραφίας … Να γνωρίση τις τότε την πραγματικήν αλήθειαν της ζωής αποβαίνει πλέον αδύνατον. Εν τοιαύτη καταστάσει δεν απομένει χώρος δι’ ουδένα λόγον. Ούτοι διάκεινται εχθρικώς προς τας κινήσεις της αγίας αγάπης. Η υπομονητική ταπείνωσις εκλαμβάνεται ως υποκρισία. … δια του όλου κλίματος όπερ δημιουργούν δια της στάσεως αυτών, δυσχεραίνουν την παρουσίαν του ιερέως και εν ταυτώ κατακρίνουν αυτόν ότι αποφεύγει την επικοινωνίαν μετ’ αυτών υπό παρομοίας συνθήκας, και των τοιούτων ουκ έστι τέλος.

Είς επίσκοπος όστις μετά θέρμης παρέδωκεν εαυτόν εις την υπηρεσίαν των πασχόντων … έγραψεν εις εμέ: «Ήρχισα να φοβούμαι την αγάπην». Βραδύτερον κατενόησα τους λόγους αυτού ως εξής: Εκείνοι, οίτινες ωφελήθησαν υπ’ αυτού, προσεκολλώντο εις αυτόν, και κατ’ αρχάς εβοήθουν αυτόν εν τη αγία αυτού διακονία• εν συνεχεία όμως κερδήσαντες την εμπιστοσύνην αυτού και γενόμενοι απαραίτητοι δι’ αυτόν, επεβουλεύοντο την ελευθερίαν αυτού παρεμβάλλοντες πανταχού δυσκολίας, ότε ούτος παρέδιδεν εαυτόν εις τους εσχάτως προσερχομένους. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, ότε παρέλαβον την επιστολήν, δεν κατενόουν εισέτι το φοβερόν νόημα των λόγων αυτού. Διηνοίχθη εις εμέ τούτο κατά τους χρόνους της διακονίας μου εν Ευρώπη.

 Προς τον ιερέα συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, ως και προς τον Θεόν: Απορρίπτουν αυτόν μετά φοβεράς ευκολίας ως τι το άχρηστον, μετά της βεβαιότητος ότι ευθύς ως θα έχουν την ανάγκην αυτού, θα καλέσουν αυτόν και ούτος δεν θα αρνηθή να έλθη.Δεν αποκρύπτω ότι ήμην τελείως απροσανατόλιστος. Η ψυχολογία των μοναχών, η υπομονή και η αντοχή αυτών υπερέβαινον τοσούτον πάντας και πάντα (όσα εν Ευρώπη συνήντησα), ώστε δεν εύρισκον ούτε λόγους, ούτε εξωτερικούς τρόπους επικοινωνίας. Εκείνο όπερ οι μοναχοί αποδέχονται μετ’ ευγνωμοσύνης, εν Ευρώπη συνέτριβε τους ανθρώπους. Πολλοί απεστρέφοντο εμέ ως ασυνήθως σκληρόν, και δη σκληρόν μέχρι διαστροφής του Ευαγγελικού πνεύματος της αγάπης. Και εγώ κατενόουν τας κρίσεις ταύτας αντιλαμβανόμενος ότι τα «μέτρα» των μοναχών και τα μέτρα των ανθρώπων του δυτικού πολιτισμού διέφερον βαθέως. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πλέον αφύσικος, ουχί μόνον δια τος ανθρώπους των καιρών του

«Μεγάλου Ιεροεξεταστού», αλλά και δια τους συγχρόνους ημών θα ήτο ο Χριστός. Τις δύναται να ακούση του Χριστού ή έτι μάλλον να ακολουθήση Αυτόν; Εκείνο όπερ εδίδετο εις τους μοναχούς μετά παρέλευσιν δεκαετιών πένθους, οι σύγχρονοι άνθρωποι θέλουν να λάβουν εις σύντομον χρονικόν διάστημα, και μάλιστα κατά την διάρκειαν ολίγων ωρών ευχαρίστου «θεολογικής» συζητήσεως. Οι λόγοι του Χριστού – έκαστος λόγος Αυτού – ήλθον εις τον κόσμον τούτον Άνωθεν. Ανήκουν εις την σφαίραν άλλων διαστάσεων και δεν αφομοιούνται άλλως, ει μη δια της οδού της επί μακρόν προσευχής μετά πολλών δακρύων. Άνευ της προϋποθέσεως ταύτης θα παραμένουν εσαεί ακατανόητοι εις τον άνθρωπον, τον οσονδήποτε «πεπαιδευμένον» έστω και θεολογικώς (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ). Είπε τις εις εμέ: «Όταν ζης υπό το άχθος του ακατανοήτου τότε πνίγεσαι». Αληθώς, πάντες ημείς συντριβόμεθα, όταν αποπειρώμεθα δια των δυνάμεων ημών να εννοήσωμεν τον λόγον του Χριστού. … Συναντώντες την ιδιομορφίαν ταύτην του λόγου του Χριστού, βαθμηδόν εννοούμεν ότι ο λόγος ούτος φανεροί ενώπιον ημών τας αιωνίους σφαίρας του ανάρχου Πνεύματος. Και εν συνεχεία ζώμεν παν ό,τι ανθίσταται εν ημίν εις τον λόγον του Χριστού ως την παρουσίαν του θανάτου εντός ημών. Ούτω διαμένομεν εν καταστάσει βαθέως διχασμού: Αφ’ ενός μεν αισθανόμεθα την ευγνωμοσύνην ως γλυκείαν μάχαιραν να διαπερά την καρδίαν ημών• αφ’ ετέρου δε αφόρητον αισχύνην δι’ εαυτούς, αλλά και φρίκην ωσαύτως προ του απροσίτου του ημετέρου σκοπού.

Είναι απαραίτητος εις πάντα χριστιανόν ο αδιάκοπος αγών και η φορά προς το φως του Χριστού, ως και η αποφασιστικότης να υπομείνη πάσας τας συνεπείας ενός τοιούτου αγώνος εντός των ορίων της γης. Μόνον τότε φθάνομεν εις την κατανόησιν του Ευαγγελικού λόγου• η κατανόησις δε αύτη έρχεται άνευ δυνατότητος

«παρατηρήσεως», τίνι τρόπω συμβαίνει, διότι πρόκειται περί αληθούς διαμονής Αυτού του Θεού μεθ’ ημών.

Εις πάσαν περιοχήν του ανθρωπίνου πολιτισμού δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν «προόδους», αλλ’ ουχί εις την ζωήν ημών. Συχνάκις το Πνεύμα το Άγιον αποχωρεί αφ’ ημών δι’ εκείνας ή τας άλλας κινήσεις της καρδίας ή της σκέψεως ημών. Είναι όμως δυνατή η εγκατάλειψις και δια τον λόγον ότι το Πνεύμα βλέπει ημάς αναπεπαυμένους και ικανοποιημένους μετά των ήδη ληφθέντων ή επιτευχθέντων, και αποχωρεί, ίνα αποδείξη εις ημάς ότι είμεθα εισέτι μακράν εκείνου, όπερ οφείλομεν να είμεθα.

Ουδόλως είναι απλούν εις τον μοναχόν να βαστάση τον κόπον της πνευματικής πατρότητος. Και τούτο διότι είναι μεν ευεργετική εις αυτόν προσωπικώς η περί αυτού λίαν αρνητική γνώμη των ανθρώπων … όμως … πας αρνητικός λόγος περί αυτού εμπνέει δυσπιστίαν εις τους ανθρώπους οι οποίοι έχουν ανάγκην καθοδηγήσεως, παρηγορίας και στηριγμού. Η λύπη αυτού γίνεται διπλή: Λυπείται δι’ εαυτόν, διότι ζη αναξίως προς την κλήσιν αυτού, λυπείται και δια την ζημίαν, την οποίαν υφίσταται όλη η Εκκλησία, όλη η ανθρωπότης, όταν καταστρέφηται το κύρος των ιερουργών. Η ανυπακοή εις τον λόγον των πνευματικών πατέρων είναι ισοδύναμος προς την απόρριψιν του λόγου του Ιδίου του Χριστού: «Ο ακούων υμών Εμού ακούει και ο αθετών υμάς Εμέ αθετεί».

Είναι εξαιρετικώς σημαντικόν, όπως μεταξύ των ιερέων και των επισκόπων υπάρχη γνήσιος σεβασμός και αμοιβαία εκτίμησις• όπως αίρωνται μεταξύ αυτών αι κατηγορίαι του ενός δια τον άλλον καταπαύη η πάλη δια την εξουσίαν, ο φθόνος προς εκείνους οίτινες υπερέχουν δια των χαρισμάτων αυτών. Και εάν εισέτι υπάρχουν ανεπάρκειαί τινες εις τον ένα ή τον άλλον λειτουργόν της Εκκλησίας (και τις είναι τέλειος εκ των ανθρώπων;), κάλλιον είναι να εμπνεύσωμεν εις τους πιστούς εμπιστοσύνην προς εκείνους τους ιερείς, προς τους οποίους θα ήτο εύκολον  πρακτικώς να απευθύνονται ένεκα των γεωγραφικών συνθηκών ή άλλου τινος λόγου. Αυτή η εμπιστοσύνη των χριστιανών προς τους λειτουργούς θα αποβή πηγή εμπνεύσεως δια τους τελευταίους, ώστε να είπουν αληθινόν λόγον. Γνωρίζομεν εκ των λόγων του Ιδίου του Κυρίου ότι «επί της Μωσέως καθέδρας» εκάθηντο ανάξια πρόσωπα, και όμως ο Χριστός προέτρεπε τον λαόν να ακούη των ποιμένων αυτού, να τηρή τα εντελλόμενα υπ’ αυτών, μη μιμούμενος τον τρόπον ζωής ή των πράξεων αυτών.

Ο Γέρων Σιλουανός δεν είχεν ωρισμένον πνευματικόν κατά την διάρκειαν της μοναστηριακής αυτού ζωής. Απηυθύνετο εις εκείνον όστις κατά την δεδομένην στιγμήν ήτο πλησιέστερον, και πλέον ελεύθερος να δεχθή αυτόν. Προσηύχετο ούτος προηγουμένως όπως ο Κύριος ευδοκήση περί αυτού και δια μέσου του πνευματικού δώση εις αυτόν άφεσιν αμαρτιών και θεραπείαν ψυχής.

Εις ανθρώπους καταπεπονημένους υπό πτωχείας και  καμάτων δύναται και μικρά αφορμή να προκαλέση μεγάλον πόνον• και η προσευχή του πνευματικού στόχον έχει το βάθος της αρρωστίας. Η συμπάθεια εις πάσαν ανθρωπίνην συμφοράν φυσικώ τω τρόπω γεννά εις την ψυχήν του πνευματικού πατρός την προσευχήν.

Παρετήρησα ότι, εάν κατά τον χρόνον της προσευχής  υπέρ οιουδήποτε επήρχετο εν τη ψυχή μεταβολή της θλίψεως της καρδίας εις ανάπαυσιν και χαράν, το φαινόμενον τούτο απετέλει πάντοτε βέβαιον σημείον ότι η προσευχή εισηκούσθη και εδόθη η θεραπεία εις το πρόσωπον εκείνο.

Συχνότερον συμβαίνει εν τη προσευχή υπέρ των ζώντων η καρδία ημών να ζη μεταβολήν θλίψεως εις χαράν. Παρόμοιόν τι όμως γίνεται και κατά την προσευχήν υπέρ των κεκοιμημένων, και μάλιστα κεκοιμημένων προ πολλού χρόνου. Είναι θαυμαστή εμπειρία να συναντά τις εν πνεύματι προ πολλού αποθανόντας πρότερον μάλιστα αγνώστους εις αυτόν. Η τοιαύτη επικοινωνία μετά του επέκεινα κόσμου είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστική εις την προσευχήν προς τους αγίους. Συμβαίνει όμως, καίτοι σπανίως εν τη προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, γνωστών ή αγνώστων, η καρδία να λαμβάνη πληροφορίαν περί της καταστάσεως αυτών καλής ή κακής. Η πραγματική ένωσις εν Πνεύματι Αγίω μετά των ψυχών των ανθρώπων, των προσφάτως ή προ πολλών αιώνων κεκοιμημένων, μαρτυροί περί της υποστατικής αυτών αιωνιότητος εν τω Θεώ ημών.

Οι άνθρωποι ηγάπησαν το σκότος, εν τω οποίω ενοικεί ο θάνατος, και απορρίπτουν το Φως. Όπερ είναι ζωή, και πρόσκαιρος και αιώνιος.  Δια τον λόγον ότι οι πνευματικοί φέρουν το φως της ζωής, πολλοί άνθρωποι μισούν τους λειτουργούς του Χριστού, καθώς και πρότερον εμίσησαν και Αυτόν τον Κύριον: « Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν …»

Ο πνευματικός κατά την συνάντησιν αυτού μετά προσώπων άτινα διηγούνται εις αυτόν περί των οράσεων αυτών μεριμνά πρωτίστως όπως ασφαλώς διακρίνη την αληθή πηγήν της οράσεως εάν είναι αύτη όντως δεδομένη Άνωθεν, ή μόνον αποκύημα διεγηγερμένης φαντασίας, ή συνέπεια επιρροής των εχθρικών πνευμάτων. Το έργον είναι ενιότε δύσκολον και άκρως υπεύθυνον. Εάν το παρά του Θεού δοθέν επιγράψωμεν εις εναντίαν δύναμιν τότε κινδυνεύομεν να εμπέσωμεν εις βλασφημίαν κατά του Πνεύματος του Αγίου. Και αντιθέτως: Εάν δεχθώμεν δαιμονικήν επίδρασιν ως εκ του Θεού προερχομένην τότε ωθούμεν τον εμπεπιστευμένον εις ημάς εξομολογούμενον εις την λατρείαν των δαιμόνων. Συνεπώς είναι απαραίτητος εις πάντας ανεξαιρέτως τους πνευματικούς η θερμή και διηνεκής προσευχή εν γένει και εν εκάστη ιδιαιτέρα περιπτώσει, όπως Αυτός ο Κύριος διαφυλάξη αυτούς από σφαλμάτων εν τη διακονία αυτών.

Όταν η κατάστασις των πραγμάτων δεν είναι σαφής εις τον πνευματικόν δύναται ούτος να καταφύγη εις την «ψυχολογικήν μέθοδον»: Προτείνει εις τον εξομολογούμενον να μη εμπιστεύηται εις ιδιότυπα φαινόμενα παντός είδους. Εάν η όρασις είναι αληθώς εκ του Θεού, τότε εν τη ψυχή του εξομολογουμένου θα επικρατή ταπείνωσις και ησύχως θα δεχθή την συμβουλήν να ευρίσκηται ούτος πάντοτε εν νήψει. Εις την αντίθετον περίπτωσιν είναι δυνατόν να αντιδράση αρνητικώς ο εξομολογούμενος επιμένων να αποδείξη ότι η όρασις δεν ήτο δυνατόν να προέρχηται άλλοθεν ει μη εκ του Θεού. Τότε έχομεν λόγον να αμφιβάλλωμεν περί αυτού.

Βεβαίως η τοιαύτη μέθοδος  δεν είναι ει μη καταπραϋντικόν τι, και δεν πρέπει να προσφεύγωμεν εις αυτήν ευκόλως. Η πείρα κατέδειξεν ότι, όταν πειράζη τις τον αδελφόν αυτού ωθεί αυτόν εις θυμόν και πικρίαν.

Εις πάντας ημάς εδόθησαν αι αυταί εντολαί• εκ τούτου έπεται ότι όλοι είμεθα ίσοι ενώπιον των οφθαλμών του Κυρίου. Εις ουδένα θα αποκλείση την άνοδον μέχρι των εσχάτων ορίων, μέχρι του «πληρώματος της ηλικίας του Χριστού». Εν τω μέλλοντι αιώνι η επίγειος ιεραρχία, και η κοινωνική και η εκκλησιαστική, είναι δυνατόν συχνάκις να φανή ανεστραμμένη:

Οι πνευματικοί «γέροντες» δεν είναι απαραιτήτως ιερείς ή μοναχοί. … Η βιοτή αυτών δεν προεκάλει την εύνοιαν ούτε της εκκλησιαστικής ιεραρχίας ούτε των κρατικών και κυβερνητικών }224} αρχών και ιδρυμάτων. … Τινές εξ αυτών εξαιρέτως κεχαριτωμένοι υπεβάλλοντο λίαν συχνάκις εις διωγμούς διότι η ζωή αυτών ήτο υπεράνω της αντιλήψεως των κρατούντων το πηδάλιον της Εκκλησίας.

Αι μεταβάσεις από της μιας καταστάσεως εις την άλλην – συχνάκις από του οξέος πόνου εις την βαθείαν χαράν, από της απογνώσεως εις την θεωρίαν και την εμπνέουσαν ελπίδα, από του παρατεταμένου θρήνου εις την γλυκείαν ειρήνην και τα παρόμοια – χαρακτηρίζουν εκείνους, οίτινες προσεύχονται εκτενώς και από καρδίας. Εκ των πολλών και μακρών προσευχών εκ της μετά προσοχής εγκρατείας εις πάντα λεπτύνεται η αντίληψις: Η ψυχή γίνεται ομοία προς την πλέον ευαίσθητον ακουστικήν συσκευήν, ήτις αντιδρά εναργώς εις ήχους μόλις υποπίπτοντας εις την ακοήν, μάλιστα δε και εις τας μη αισθητάς κινήσεις του αέρος. Όταν δε το πνεύμα ημών βιώση πλέον ή εκατοντάκις τον αυτόν κύκλον αναβάσεων και πτώσεων, τότε αμφότεραι αι καταστάσεις τοσούτον αφομοιούνται υπό της ψυχής, ώστε αύτη τρόπον τινά να φέρη αδιαλείπτως εν εαυτή και την βασιλείαν και τον άδην. Εις πολλούς τούτο είναι δυνατόν να φανή παράδοξον κατ’ ουσίαν όμως είναι σημείον της αυξανομένης αγάπης – σημείον εγγύτητος εις την εξομοίωσιν προς τον }225} Χριστόν. … Συμφώνως προς την ποιμαντικήν αρχήν των Πατέρων, ουδείς οφείλει να εντέλληται εις τους ποιμαινομένους υπ’ αυτού ό,τι ο ίδιος δεν εξεπλήρωσεν εν τη πράξει της ζωής

Το βάθος των παθημάτων του Χριστού είναι ανεξιχνίαστον. Καθιστάμενοι κοινωνοί των παθημάτων Αυτού λαμβάνομεν την δυνατότητα της γνώσεως του ύψους του περί ημών Θείου σχεδίου και της αποκτήσεως της τελείας αγάπης. Μετά τον θάνατον ημών τα παθήματα παύουν να είναι θανατηφόρα, ως τούτο συμβαίνει εις την επίγειον ημών «σύστασιν»: Δεν θα δυνηθούν πλέον ταύτα να προξενήσουν απώλειαν της νέας ζωής, ήτις αφθόνως εδωρήθη εις ημάς ως αναφαίρετος κληρονομία. Το πνεύμα του ανθρώπου κατέχει την ικανότητα να συλλυπήται μετά πάντων των εστερημένων της δόξης του Θεού – αληθώς συμπάσχη -, αλλά τούτο θα είναι μόνον ως πολυμερής εκδήλωσις της τα πάντα περιπτυσσομένης αγάπης: Ο θάνατος δεν κυριεύει των εν Χριστώ σεσωσμένων. Ενταύθα επί της γης, οι πνευματικοί άνδρες οδηγούν ημάς μέχρι των προθύρων του θανάτου• συχνάκις όμως ως απάντησις εις την προσευχήν κατέρχεται εφ’ ημάς η δύναμις της χάριτος και επανορθοί τα κατεστραμμένα. Ενίοτε μάλιστα πληθύνει αύτη την εν ημίν ενέργειαν ζωής. Εάν ήμεθα ικανοί, έστω και εις μικρόν βαθμόν, να διεισδύσωμεν εις την άμετρον θλίψιν της Θεομήτορος παρά τω σταυρώ, θα εγίνετο εις ημάς εμφανές ότι άνευ της Άνωθεν συνεργίας θα ήτο αδύνατον δια το γήϊνον σώμα να υπομείνη τοιαύτην θλίψιν. Η αγάπη όμως του Πνεύματος του Αγίου, διαμένουσα εν Αυτή από της ημέρας του Ευαγγελισμού, υπερενίκησε τον θανάσιμον πόνον Αυτής: Παρέμεινε ζώσα, είδε τον Αναστάντα Υιόν Αυτής αναλαμβανόμενον εις τον ουρανόν και το Πνεύμα το Άγιον το αποσταλέν παρά του Πατρός εις την δια του Αίματος Αυτού γεννηθείσαν Εκκλησίαν.

Πάντες όσοι είναι οικείοι της Ιστορίας της Εκκλησίας του Χριστού γνωρίζουν μετά πόσου κόπου εζητούντο ανα τους αιώνας τοιαύται εκφράσεις της δογματικής συνειδήσεως – είτε περί του Θεού είτε περί αυτής ταύτης της Εκκλησίας – αίτινες θα διεφύλαττον από των διαφόρων ειδών παρεκκλίσεων, και δεν θα διέστρεφον την πνευματικήν ζωήν ενός εκάστου των μελών αυτής και της υπάρξεως αυτής εν τω συνόλω.

Είναι φυσική εις ημάς η πεποίθησις, η απορρέουσα εκ της αιωνοβίου πείρας, ότι εις έκαστον μέλος της Εκκλησίας θα αποκαλυφθή η οδός προς τους τελειοτέρους δυνατούς επί της γης και εν τω ουρανώ βαθμούς θεογνωσίας. Και τούτο ανεξαρτήτως οιασδήποτε κοινωνικής προελεύσεως ή ιεραρχικής θέσεως. … Και εάν τούτο αλλέως είχε, τότε θα έπρεπεν αι αναβάσεις ημών εις τας Θείας σφαίρας να εξηρτώντο εκ της ανθρωπίνης παιδείας.

«… εάν τις θέλη το θέλημα Αυτού ποιείν, γνώσεται περί της διδαχής …»

Η ανθρωπίνη επιστήμη παρέχει το μέσον δια την έκφρασιν της εμπειρίας, αλλά είναι αδύνατον να μεταδώση την γνώσιν, ήτις αληθώς σώζει άνευ της συνεργίας της χάριτος. Η γνώσις του Θεού είναι γνώσις οντολογική και ουχί αφηρημένη-θεωρητική. Χιλιάδες και χιλιάδες επαγγελματιών θεολόγων λαμβάνουν τα ανώτατα πτυχία, ενώ εν τη σφαίρα του Πνεύματος παραμένουν κατ’ ουσίαν εις βαθείαν άγνοιαν. Και τούτο διότι δεν ζουν συμφώνως προς τας εντολάς του Χριστού• ένεκα δε τούτου στερούνται του φωτός της Θεογνωσίας. Ο Θεός είναι αγάπη. Και η αγάπη αύτη αποκτάται δια της οδού της μετανοίας – ήτις συντρίβει οστά – και του φόβου του Θεού: … Οι Πατέρες της Εκκλησίας βεβαιούν ότι εάν τις δεν διέλθη δια μέσου της καμίνου του πυρός του φόβου του Θεού, η Θεία αγάπη δεν σκηνοί εν τη ψυχή. Η Αγάπη αύτη περιβάλλει όλην την κτίσιν• συνδέει τα πάντα μετά του Παντοκράτορος Δεσπότου του Θεού της Αγάπης• είναι Φως, θησαυρός ασύγκριτος. … Η φύσις του Θείου φόβου είναι απερίγραπτος καθώς απερίγραπτα είναι πάντα τα εν τω Θεώ ημών.

Είναι δυνατόν, τρόπον τινά, να ομιλήσωμεν περί «κόμβου» πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου: Η πίστις εν Χριστώ είναι η αρχή της αγάπης, αλλά και η αρχή της αυγής του Φωτός. Η πίστις αύτη εμπνέει βαθείαν μετάνοιαν εντός ημών και φόβον τινα, μήπως απολέσωμεν τον ευρεθέντα θησαυρόν, τουτέστι τον Θεόν. … Εκάστη ανάβασις του πνεύματος ημών προς μείζονα αγάπην αυξάνει αναποφεύκτως τον φόβον. Όταν δε η μεγάλη Αγάπη του Χριστού εγγίση την καρδίαν και τον νουν, τότε εν τη φλογί της αγίας ταύτης Αγάπης το πνεύμα ημών περιπτύσσεται άπασαν

την κτίσιν δι’ αγάπης, μεγάλης ευσπλαχνίας, και η αίσθησις της μεταβάσεως εις την Θείαν αιωνιότητα αποκτά ακατανίκητον δύναμιν. Το γεγονός τούτο είναι το μεγαλειωδέστερον όλων των γεγονότων εν τη ιστορία του πεπτωκότος κόσμου: Ο Θεός ενούται μετά του ανθρώπου εις έν.

Συγχωρήσατέ μοι, αδυνατώ να εκφράσω δια λόγων το «περισσόν ζωής», όπερ εχαρίσθη εις ημάς εν Χριστώ. Δεν βλέπω πώς είναι δυνατόν να προσεγγίσω εκείνο όπερ θα εξέφραζε, παρ’ όλον το παράδοξον του χαρακτήρος αυτού το θαυμαστόν εκείνο βάθος της πληρούσης την καρδίαν ζωής. Ιδού μισώ εμαυτόν ως είμαι. Εκ του αυτομίσους τούτου η προσευχή γίνεται τρόπον τινά παράφρων καταβροχθίζουσα το παν, και αποσπά εμέ από παντός κτιστού• μεταφέρει το πνεύμα μου εις φωτοφόρον απειρότητα, εις απερίγραπτον άβυσσον. Εκεί επιλανθάνομαι της πικρίας του τυραννικού αυτομίσους: Το παν μεταβάλλεται εις αγάπην Θεού εν τη πλήρει αυτοαπεκδύσει. Τοσούτον παραδόξως συνυφαίνεται το αυτομίσος μετά της αγάπης προς τον Θεόν. Το αυτό συμβαίνει και μετά του φόβου: Ούτος συνθλίβει εμέ μέχρι μεγάλου πόνου, αλλ’ η Αγάπη θεραπεύει τον πόνον τούτον και δεν ενθυμούμαι αυτόν. Όταν όμως το πνεύμα ημών επιστρέφη εκ της πανηγύρεως ταύτης της Αγάπης του Θεού εν Χριστώ, τότε εκ νέου εισβάλλει ο φόβος της απομακρύνσεως εξ εκείνου του Φωτός, εξ εκείνης της Ζωής: Δεν είναι άρα γε πάντοτε ούτως;

Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις αυτόν τον κόσμον, αλλ’ η αγάπη προς τον Χριστόν-Θεόν είναι αναπόσπαστος εκ της αγάπης προς τον πλησίον- τον συνάνθρωπον. Δεν είναι δυνατόν να διαμένη τις και να ενεργή εν ταις συνθήκαις της καθ’ ημέραν επιγείου ζωής άλλως, ει μη εν καταστάσει ηλαττωμένης χάριτος. Εν καταστάσει άκρας εντάσεως προσευχής, πώς και περί τίνος να ομιλήση ούτος μετά των ανθρώπων, οίτινες πάσχουν εις τον αγώνα δια την τροφήν και την στέγην, δια την οικογένειαν ή τας συζυγικάς σχέσεις, δια την αποτυχίαν εις τα έργα ή τας ασθενείας αυτών των ιδίων ή των αγαπητών εις αυτούς προσώπων και τα παρόμοια:Δεν θα βοηθήσης τον άνθρωπον εάν καταφρονήσης των πρωτογόνων αυτού αναγκών.

Κατά τας ημέρας ημών παρατηρειται πανταχού σύγχυσις πνεύματος και συνεχώς αυξανομένη απόγνωσις. Πλείστα βιβλία εκδίδονται παρά ποτε άλλοτε, αλλά δυστυχώς η πλειονότης αυτών φέρει συγκρητιστικόν χαρακτήρα εν τη αποπείρα να ενωθούν εις έν όλον ετερογενή στοιχεία, άτινα συχνάκις εις αυτόν τούτον τον πυρήνα αυτών είναι αντιφατικά και εν τη πράξει ασυμβίβαστα• εκ τούτου και η αυξανομένη ταραχή. Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος εξελάμβανε την μετάνοιαν και την συνετήν ησυχίαν ως την πλέον βεβαίαν οδόν προς την βαθείαν γνώσιν του Θεού και της εν Αυτώ ζωής. Και ακριβώς τούτο – πράγμα τοσούτον σπάνιον επί της γης – εθεώρει ούτος ως το πλέον σημαντικόν έργον. Η απώλεια της αληθινής Θεογνωσίαν – Θεογνωσίας ήτις εδόθη εις ημάς δια του Χριστού και του Πνεύματος του Αγίου – θα εσήμαινεν ανεπανόρθωτον ζημίαν δι’ όλον τον κόσμον.

Αλλ’ εμέ «κατέπνιγε» η προσευχή ημέραν και νύκτα και εγκατέλειψα το Ινστιτούτον, ίνα κατευθυνθώ εις τον Άθωνα, όπου όλη η ζωή συγκεντρούται κυρίως εν τη λατρεία και τη προσευχή. … Αναβαίνων από της θαλάσσης εις τον Μονήν προσεβλήθην υπό του λογισμού: Ιδού, πορεύεσαι εκουσίως εις ισόβια δεσμά! Και τούτο ήτο η μοναδική περίπτωσις εν όλη τη ζωή μου, κατά την οποίαν η καρδία μου προς στιγμήν εσαλεύθη

Όλον το σώμα μου ωσαύτως προσηύχετο συσφιγγόμενον στενώς εις έν. Το μέτωπον ήτο ισχυρώς προσκεκολλημένον εις την γην• τα δάκρυα έρρεον ποταμηδόν, φλογερά διαλύοντα εντός μου τας σκληράς πέτρας των παθών. … Ηγωνιζόμην να ανοίξω εις τον Θεόν εμαυτόν όλον μέχρι τέλους. Εδεόμην Αυτού όπως μη απορρίψη εμέ από του Προσώπου Αυτού, αλλ’ αποδιώξη απ’ εμού πάσαν πλάνην δυναμένην να εκτροχιάση εμέ. Εγνώριζον την ποταπότητά μου, την ασχημίαν μου, την αμάθειάν μου, την παραμόρφωσίν μου, την διαστροφήν μου, και απέκαμνον εκ της οράσεως του εαυτού μου ως ήμην. … Και η κραυγή μου περί ανακαινίσεώς μου εις όλα τα επίπεδα της υπάρξεως μου ήτο κραυγή εν ερήμω …

Το βιωθέν υπ’ εμού εβοήθει εμέ αφ’ ενός εν τη διακονία μου ως πνευματικού μοναχών, κατ’ αρχάς εν Αγίω Όρει, και έπειτα εν Ευρώπη ανθρώπων ποικίλων ηλικιών, ψυχολογικών καταστάσεων και διανοητικών επιπέδων• αφ’ ετέρου δε ωδήγει εμέ εις σφάλματα, διότι ενόμιζον ότι πάντες οι άνθρωποι ποθούν τον Θεόν μετά της ιδίας δυνάμεως.

Δεν υπήρχε δι’ εμέ τοιαύτη κοινωνική ή εισέτι και ιεραρχική θέσις, ήτις θα ηδύνατο να αποσβέση το πυρ, όπερ έφλεγε την ψυχήν μου. … Είχον μόνον ανάγκην να λάβω δι’ όλης της δυνάμεώς μου συγχώρησιν παρά του Θεού, και εις ουδέν άλλο έδιδον προσοχήν

Άνευ εντατικής εκ της καρδίας προσευχής δια την εκζήτησιν παρά του Θεού λόγου και ευλογίας εν παντί καιρώ, η πνευματική διακονία θα είναι ματαία• άνευ της συνεχούς εξ ύψους νουθεσίας και η Εκκλησία εισέτι θα μετατραπή εις μίαν εκ των ημιτύφλων δυνάμεων του κόσμου τούτου, δια της συγκρούσεως των οποίων (δυνάμεων) εισάγεται η καταστροφή εις την ζωήν της οικουμένης.… η αληθινή μόρφωσις έγκειται εις την αποκατάστασιν εν τοις απογόνοις του Αδάμ της εικόνος του Χριστού, ήτις ημαυρώθη εν τη πτώσει.

Προσευχόμενος υπέρ των ευρισκομένων εν τω άδη των παθών, γεύεται ο ίδιος της καταστάσεως του άδου.

Κατ’ αρχάς ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει• τελεί εν απορία: Διατί εκ νέου και μάλιστα πλείον ή πρότερον προσβάλλεται υπό παθών, πολλά των οποίων δεν εγνώριζεν εις το παρελθόν; Βραδύτερον μόνον αναγνωρίζει ότι εισήλθεν εις τον αγώνα δια την ζωήν των άλλων• ότι η προσευχή αυτού έφθασε την πνευματικήν πραγματικότητα εκείνων, υπέρ των οποίων προσφέρεται αύτη εις τον Θεόν. Περιβάλλεται ούτος υπό της πνοής του θανάτου, ήτις έπληξε το ανθρώπινον γένος. Και η προσωπική αυτού προσευχή και η λειτουργική λαμβάνουν κοσμικάς διαστάσεις. Ο αγών δια την ζωήν των εμπεπιστευμένων εις αυτόν υπό της Προνοίας

του Υψίστου ενίοτε δεν διαρκεί επί μακρόν. Αρκούν ολίγοι λόγοι εκ της καρδίας προς τον Θεόν της αγάπης• υπάρχουν όμως περιπτώσεις και παρατεταμένης πάλης. Ο πνευματικός παραδίδων την ζωήν αυτού εις την διακονίαν ταύτην, ουδέ εαυτόν ζη εισέτι ως τελείως ελεύθερον εκ των παθών• εύχεται υπέρ των άλλων ως και υπέρ αυτού του ιδίου, διότι η ζωή αυτών εταυτίσθη μετά της ζωής αυτού. Μετανοεί υπέρ εαυτού και υπέρ των άλλων. Εκδυσωπεί υπέρ «του ελεηθήναι πάντας ημάς». Η μετάνοια αυτού αποβαίνει μετάνοια δι’ όλον τον κόσμον, δι’ όλους τους ανθρώπους. Εις την κίνησιν ταύτην του πνεύματος αυτού συνίσταται η εξομοίωσις προς τον Χριστόν, Όστις ήρεν επ’ Αυτού τας αμαρτίας του κόσμου. Η προσευχή αύτη είναι βαρεία – ουδέποτε βλέπει τις το ποθούμενον αποτέλεσμα. Ο κόσμος εν τω συνόλω αυτού απωθεί την προσευχήν ταύτην μετ’ αντιπαθείας.

Η θεμελιώδης αρχή του κηρύγματος του Χριστού –«μετανοείτε• ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών»- απωλέσθη υφ’ ημών. Είναι σαφές ότι τούτο δεν ήτο άλλο, ει μη η συνέχισις του εν τω Παραδείσω αρξαμένου μεγάλου διαλόγου μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου. Οι κληθέντες υπό του Θεού εις μετάνοιαν, Αδάμ και Εύα, ηρνήθησαν να αναγνωρίσουν την αδικίαν αυτών. Η Εύα μετά μικροψυχίας ενοχοποίησε τον Όφιν, ο δε Αδάμ μετ’ αυθαδείας και την Εύαν και Αυτόν τον Θεόν, Όστις έδωκεν εις αυτόν τοιαύτην γυναίκα.

Παρήλθον βραδέως οι αιώνες ο είς μετά τον άλλον. Εν τη ανιαρά ροή αυτών εγνώρισεν ο άνθρωπος τας συνεπείας του ρήγματος μετά του Θεού Πατρός. … και τότε εφανερώθη εν σαρκί Εκείνος, Όστις συνωμίλει μετά του Αδάμ και της Εύας κατ’ εκείνην την ημέραν, ότε ήρχισεν η τραγική ιστορία της ανθρωπότητος. Ούτως απεκατεστάθη η επί χιλιετίας διακοπείσα άμεσος κοινωνία ημών μετά του Προσώπου του Δημιουργού του κόσμου.

Ο Κύριος απεκάλυψεν εις ημάς τα μυστήρια του Θείου Είναι και του κτιστού είναι (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ). Όλον όμως το «Έργον» Αυτού είναι τοσούτον μεγαλειώδες, ώστε ούτε ο οφθαλμός του νοός ημών δύναται να χωρήση έστω και τας λεπτομερείας αυτού (του Έργου), ούτε η ενέργεια της καρδίας να περιβάλη δια της αγάπης τα θαυμάσια Αυτού. … Βλέπωμεν άνθρωπον εν κτιστή σαρκί, αλλ’ εν τη πραγματικότητι Ούτος είναι Θεός. … Ακούομεν εκ του στόματος Αυτού τους συνήθεις ημών λόγους, αλλά δι’ αυτών αποκαλύπτεται εις ημάς η αιωνιότης του Απολύτου Είναι (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ).

Όσον πληρέστερον εντείνεται το πνεύμα ημών να ακολουθήσωμεν τον Ιησούν τον Ναζωραίον, τοσούτον καταπληκτικωτέρα γίνεται η αντίθεσις μεταξύ του ουρανίου Αυτού κόσμου και της ορατής πραγματικότητος της οικουμένης ημών. Μία εκ των πρώτων συνεπειών της προπατορικής πτώσεως υπήρξεν η αδελφοκτονία. … Η φύσις του Πανανθρώπου εδείχθη κατατεμαχισμένη: Συναντώμενοι μετά των ομοίων προς αυτούς οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν πλέον εαυτούς, δεν διακρίνουν την ενότητα αυτών εν τη κοινή ζωή. Αγωνιζόμενοι δια την ατομικήν αυτών ύπαρξιν φονεύουν τους αδελφούς, μη κατανοούντες ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον }242} βυθίζουν και εαυτούς εις τον κοινόν θάνατον. Αντί του συνδέσμου της αγάπης εισέδυσεν εις την ψυχήν των ανθρώπων το ολέθριον πάθος: να εξουσιάζουν επί των αδελφών, ίνα εξασφαλίσουν δι’ αυτούς και τα τέκνα αυτών άνετον ζωήν. Ένεκα της τυφλώσεως ταύτης όλος ο κόσμος ημών κατεποντίσθη εις θάλασσαν αίματος, εις ατμόσφαιραν εχθρότητος, εις εφιάλτην αμοιβαίων εξοντώσεων. Η προπατορική αμαρτία εισήγαγε πανταχού την διάσπασιν. Μέχρι της σήμερον η ανθρωπότης ουχί μόνον δεν ηλευθερώθη εκ του πνεύματος της αδελφοκτονίας, αλλα συνεχίζει έτι πλείον να βυθίζηται εις θανατηφόρον παραλήρημα. Η πείρα των αιώνων δεν εδίδαξε τους ανθρώπους. Η δια της βίας νίκη εν τω κόσμω τούτω είναι πάντοτε και αναποφεύκτως πρόσκαιρος. Όταν αύτη προεκταθή εις την αιωνιότητα, θα αποδειχθή ατελεύτητον όνειδος.

Η απόγνωσις δια τους κατοίκους του πλανήτου ημών δεν παύει να αυξάνη, και είναι βαρύ μέχρις αίματος να προσεύχηταί τις δια τον κόσμον τούτον, καθώς είναι.

Υπήρξαν όμως ώραι παραδόξου θριάμβου, ότε η άκρα  μωρία των πάντων διεβεβαίου εμέ περί της αναποφεύκτου παρουσίας ενός άλλου «πόλου» εν τω είναι του κόσμου – της Σοφίας. Δεν έφθασα Αυτήν, αλλ’ εξέχεεν Αύτη εις την ψυχήν μου την ελπίδα της μεταμορφώσεως όλης της κτίσεως, και η προσευχή περί του κόσμου παντός ανεζωπυρούτο εν τη καρδία μου και το ανέσπερον Φως εθεράπευε την ψυχήν μου.

Στρέφων την προσοχήν αυτού προς τους αποθνήσκοντας, φυσικώ τω τρόπω, ο ιερεύς μεταφέρεται νοερώς εις εκείνον τον κόσμον και μετέχει ή της ησύχου παραδόσεως της ψυχής εις τον Θεόν ή του τρόμου αυτής ενώπιον του αγνώστου, όπερ πλήττει την φαντασίαν, πριν ή φθάση αυτό τούτο το γεγονός της αποχωρήσεως εκ του κόσμου τούτου.

Δια τον ιερέα και τον πνευματικόν είναι άκρως σημαντικόν το δίλημμα, τι να ποιήση: Να κλείση εις πάντα τους οφθαλμούς αυτού χάριν του φυσικού εις όλους ημάς ενστίκτου επιβιώσεως, ή να πορευθή περαιτέρω; Άνευ του προκαταρκτικού αγώνος της βαθείας μετανοίας κατά την άνωθεν δωρεάν τούτο το «περαιτέρω» είναι απρόσιτον εις τον άνθρωπον. Κατ’ ουσίαν πρόκειται περί του αν θα ακολουθήση τις τον Χριστόν εις τον κήπον της Γεθσημανή και τον Γολγοθάν, ίνα ζήση μετ’ Αυτού, δια της δυνάμεως Αυτού, την τραγωδίαν του κόσμου ως ιδίαν αυτού τραγωδίαν• ίνα υπεράνω του χρόνου και του χώρου περιπτυχθή εν τω πνεύματι της ελεήμονος αγάπης όλον το γένος ημών, όπερ κατήλθεν εις βυθόν αλύτων συγκρούσεων. Το ότι δεν ενθυμούμεθα, έτι δε και απερρίψαμεν την πρωταρχικήν ημών κλήσιν, συνιστά τον πυρήνα της παγκοσμίου τραγωδίας. Το πανωλέθριον πάθος της υπερηφανίας υπερνικάται μόνον δια της ολοκληρωτικής μετανοίας, δια της οποίας κατέρχεται επί του ανθρώπου η ευλογία της ταπεινώσεως του Χριστού, ήτις απεργάζεται ημάς τέκνα του ουρανίου Πατρός.

 Η ανάβασις προς τα «εκεί» πραγματοποιείται άνευ προκαταρκτικής ιδέας περί του γεγονότος τούτου. Η ψυχή κατά φυσικόν τρόπον ανυψούται θα έλεγε τις δια προσευχής μετανοίας περί των ιδίων }246} αυτής αμαρτιών, περί της ιδίας αυτής πτώσεως, ήτις ενοί δια της καταστάσεως αυτής την ψυχήν μεθ’ όλων των παρελθόντων αιώνων της ιστορίας της ανθρωπότητος. Και τούτο συμβαίνει αίφνης, απροσδοκήτως ακουσίως. … Τούτο δεν είναι φιλοσοφικός στοχασμός, ούτε διανοητική θεολογία. Είναι δεδομένον του είναι ημών: Εν τη πτώσει του Αδάμ η ανθρωπότης απέρριψε τον Θεόν. Όντως είναι φοβερόν πράγμα το ότι εν τη τυφλώσει ημών δεν βλέπομεν την ιδίαν ημών αμαρτίαν. Η φύσις αυτής διανοίγεται εις ημάς δια της πίστεως εις την Θεότητα του Χριστού.

Ούτω βλέπομεν ότι η προσωπική ημών αμαρτία είναι αμαρτία όλου του ανθρωπίνου γένους. Και η ιερατική προσευχή περί της αφέσεως των αμαρτιών του κόσμου είναι μετάνοια υπέρ όλης της ανθρωπότητος. … Ο αληθώς μετανοών δια τα εγκλήματα αυτού εναντίον της Πατρικής αγάπης μεταφέρεται }247} δια της δυνάμεως του Ιδίου του Θεού εις εκείνην την νυν μυστηριώδη δι’ ημάς σφαίραν. Είμαι μικρός άνθρωπος, αλλ’ ανήκω εις το μέγα σώμα της πανανθρωπότητος, και δεν δύναμαι να αποσπάσω εμαυτόν εξ εκείνου. Κατ’ αρχάς ζω την αμαρτίαν μου ως ιδίαν και μόνον• έπειτα δε αποκαλύπτεται εις εμέ ότι αύτη είναι η αμαρτία εκείνη, ήτις περιγράφεται εν τη Γραφή, εν τω βιβλίω της Γενέσεως. Είμαι μηδαμινός, αλλά το τελούμενον εν εμοί δεν είναι ασήμαντον• δεν είναι άνευ αξίας ούτε προ των οφθαλμών του Δημιουργού μου. Και Αυτός ο Ίδιος δεν «εκένωσεν» Εαυτόν μέχρις άκρας «εξουθενώσεως», ασυλλήπτου δι’ ημάς;

Ιδού επί πολλά ήδη έτη προσπαθώ να πείσω τους προσερχομένους εις εμέ, όπως εκλαμβάνουν τας δοκιμασίας τας οποίας συναντούν ουχί μόνον εν τοις ορίοις της ατομικής αυτών υπάρξεως, αλλά και ως αποκάλυψιν περί του πώς ζη και έζη σύμπασα η ανθρωπότης κατά τας παρελθούσας χιλιετίας. Παν βίωμα και χαράς και πόνου, δύναται να αποβή δι’ ημάς νέα γνώσις, απαραίτητος δια την σωτηρίαν ημών. Όταν ζώμεν εντός ημών των ιδίων όλον το γένος των ανθρώπων, όλην την ιστορίαν της ανθρωπότητος, τότε διαρρηγνύομεν το κλειστόν κύκλωμα της «ατομικότητος» ημών και εξερχόμεθα εις τας πλατείας εκτάσεις της “υποστατικής” μορφής του είναι, γινόμενοι νικηταί του θανάτου, μέτοχοι της θείας απειρότητος.

Η θαυμαστή αύτη οδός εις ουδένα είναι γνωστή ει μη εις τους χριστιανούς. Κατ’αρχάς η πείρα της τοιαύτης εξόδου εκ της στενής φυλακής του ατόμου δύναται να φανή παράδοξος. Ημείς οι ίδιοι είμεθα συντετριμμένοι υπό των ημετέρων παθημάτων, και πού θα ανεύρωμεν δύναμιν πνεύματος να περιβάλωμεν μετ’ ευσπλαχνίας τα εκατομμύρια εκείνα των ανθρώπων, άτινα καθ’ εκάστην δεδομένην στιγμήν πάσχουν ομοίως προς ημάς και ενδεχομένως πλείον ημών; … Παρά ταύτα επιχειρήσατε τούτο και θα ίδητε ότι εν τω βαθεί θρήνω της προσευχής δι’ όλην την πάσχουσαν ανθρωπότητα θα εμφανισθή ενέργεια άλλου είδους, ουχί εκ του κόσμου τούτου. Η νέα αύτη μορφή συμ-παθείας, κατερχομένη άνωθεν, διαφέρει της πρώτης, ήτις είναι ερμητικώς κεκλεισμένη εις εαυτήν, δια του ότι δεν αποκτείνει πλέον αλλά ζωοποιεί ημάς. Οι ορίζοντες της προσωπικής ημών ζωής πλατύνονται απείρως και πολλά χωρία του Ευαγγελίου και των Επιστολών γίνονται κατανοητά ως να επρόκειτο περί λόγου δι’ ημάς αυτούς … εισέτι δε: περί ημετέρου λόγου (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ). … Δια του ανοίγματος ημών εις μείζονα εν πνεύματι παθήματα

υπερνικώμεν την ατομικήν ημών δοκιμασίαν. Ιδιαιτέρως θα συμβή ούτως εν τω τέλει:Δια του θανάτου νικάται ο θάνατος και επικρατεί η δύναμις της αναστάσεως.

Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς να προσευχώμεθα εκτενώς, ίνα δια της φλογεράς και πολυετούς προσευχής, ιδιαιτέρως της μετανοίας, μεταμορφώσωμεν την πεπτωκυΐαν ημών φύσιν τοσούτον ώστε να καταστή ικανή να αφομοιώση την αποκαλυφθείσαν εις ημάς Άναρχον Αλήθειαν. Και τούτο πριν ή απέλθωμεν του κόσμου τούτου. … Η πάλη αύτη είναι απερίγραπτος. Τους ηττημένους υπό της πονηράς υπερηφανίας ή των χαμερπών παθών απειλεί το «σκότος το εξώτερον».

Αναμένει ημάς μεγαλειώδης πάλη, … Ο κοινός και μόνος αληθινός εχθρός είναι η θνητότης ημών. Οφείλομεν να παλαίσωμεν μαρτυρικώς εναντίον του ζώντος εν ημίν θανάτου, βάλλοντες αρχήν εξ ημών των ιδίων. Το Ευαγγέλιον του Κυρίου ανήκει  εις άλλο επίπεδον ανώτερον υπερκόσμιον. Τα πάντα εν αυτώ δεν είναι «κατά άνθρωπον», «ουδέ παρά ανθρώπου». Είναι εγκληματικόν να μειώσωμεν τας αιωνίους αυτού (του Ευαγγελίου) διαστάσεις, διότι τότε τούτο παύει να έχει δια τους ανθρώπους δύναμιν ελκτικήν, έτι δε και νόημα. … και εις ημάς είναι δυνατόν να δοθή η νίκη εάν είμεθα μετ’ Αυτού.

Εις το παρόν καφάλαιον θα αποπειραθώ να εκθέσω κατά το δυνατόν συντομώτερον τας πλέον ουσιώδεις απόψεις περί της προσευχής του Ιησού, της μεγάλης αυτής ασκήσεως της καρδίας, ως και την πλέον υγιαίνουσαν περί της ασκήσεως ταύτης διαδασκαλίαν την οποία συνήντησα εν Αγίω Όρει.

Επί πολλά έτη οι μοναχοί προφέρουν την προσευχήν αυτήν δια του στόματος, μη αναζητούντες τεχνητούς τρόπους ενώσεως του νου μετά της καρδίας. Η προσοχή αυτών συγκεντρούται εις την συμμόρφωσιν της καθ’ ημέραν ζωής αυτών προς τας εντολάς του Χριστού. Η αιωνόβιος πείρα της ασκήσεως ταύτης έδειξεν ότι ο νους ενούται ετά της καρδίας δια της ενεργείας του Θεού, όταν ο μοναχός διέλθη την σταθεράν πείραν της υπακοής και της εγκρατείας, όταν ο νους αυτού, η καρδία και αυτό το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν επαρκώς εκ της εξουσίας της αμαρτίας. Εν τούτοις και κατά το παρελθόν και κατά τον παρόντα καιρόν οι Πατέρες ενίοτε επιτρέπουν να προσφεύγωμεν εις την τεχνητήν μέθοδον εισαγωγής του νου εις την καρδίαν. Προς τούτο ο μοναχός, δίδων κατάλληλον θέσιν εις το σώμα και κλίνων την κεφαλήν προς το στήθος, νοερώς προφέρει την προσευχήν εισπνέων ησύχως τον αέρα μετά των λέξεων: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, (Υιέ του Θεού)» και έπειτα εκπνέων τελειώνει την προσευχήν: «ελέησον με (τον αμαρτωλόν)». Κατά τον χρόνον της εισπνοής η προσευχή του νου κατ’ αρχάς ακολουθεί την κίνησιν του εισπνεομένου αέρος και συγκεντρούται εις το άνω μέρος της καρδίας. Κατά την εργασίαν ταύτην επί τι χρονικόν διάστημα η προσοχή δύναται να διαφυλαχθή αδιάχυτος και ο νους να παραμείνη πλησίον της καρδίας, έτι δε και να εισέλθη εντός αυτής. Η πείρα θα δείξη ότι ο τρόπος ούτος θα δώση εις τον νουν την δυνατότητα να ίδη ουχί αυτήν την φυσικήν καρδίαν, αλλά εκείνο όπερ τελείται εν αυτή: Οποία αισθήματα εισδύουν εν αυτή• οποίαι νοεραί εικόνες προσεγγίζουν αυτήν εκ των έξω. Η τοιαύτη άσκησις θα οδηγήση τον μοναχόν να αισθάνηται την καρδίαν αυτού και να διαμένη εν αυτή δια της προσοχής του νοός μη προσφεύγων πλέον εις οιανδήποτε «ψυχοσωματικήν τεχνικήν».

Η τεχνητή μέθοδος δύναται να βοηθήση τον αρχάριον να ανεύρη τον τόπον, όπου οφείλει να σταθή η προσοχή του νοός κατά την προσευχήν και εν γένει εν παντί καιρώ. Εν τούτοις η πραγματική προσευχή δεν επιτυγχάνεται δια του τρόπου αυτού. Αύτη έρχεται ουχί άλλως, ει μη δια της πίστεως και της μετανοίας, αίτινες είναι η μόνη βάσις δι’αυτήν. Ο κίνδυνος της ψυχοτεχνικής, ως κατέδειξεν η μακρά πείρα, έγκειται εις το ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οίτινες αποδίδουν καθ’υπερβολήν μεγάλην σημασίαν εις την μέθοδον καθ’εαυτήν. Προς αποφυγήν της επιβλαβούς παραμορφώσεως της πνευματικής ζωής του προσευχομένου συνιστάται από παλιών χρόνων εις τιυς αρχαρίους ασκητάς ΄σλλος τρόπος, κατά πολύ βραδύτερος, αλλ’ασυγκρίτως ορθότερος και ωφελιμώτερος και δη: να συγκεντρούται η προσοχή εις το Όνομα του Ιησού Χριστού και εις τους λόγους της ευχής. Όταν η συντριβή δια τας αμαρτίας φθάση εις ωρισμένον βαθμόν, τότε ο νους φυσικώ τω τρόπω ενούται μετά της καρδίας.

Ο πλήρης τύπος της προσευχής είναι: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Εις τους αρχαρίους ακριβώς αυτός ο τύπος προτείνεται. Εις το πρώτον μέρος της προσευχής ομολογούμεν τον Χριστόν-Θεόν, τον σαρκωθέντα δια την ημών σωτηρίαν. Εις το δεύτερον μέρος εν μετανοία αναγνωρίζομεν την πτώσιν ημών, την αμαρτωλότητα και την λύτρωσιν ημών. Ο συνδυασμός της δογματικής ομολογίας με΄τα της μετανοίας απεργάζεται την προσευχήν πληρεστέραν κατά το θετικόν αυτής περιεχόμενον. Είναι δυνατόν να καθορίσωμεν στάδια τινα εν τη αναπτύξει της προσευχής ταύτης:

Πρώτον, είναι η προφορική. Λέγομεν την προσευχήν δια των χειλέων, ενώ προσπαθούμεν να συγκεκντρώσωμεν την προσοχήν ημών εις το Όνομα και τας λέξεις.

Δεύτερον, νοερά. Δεν κινούμεν πλέον τα χείλη, αλλά προφέρομεν το όνομα του Ιησού Χριστού και το λοιπόν περιεχόμενον της προσευχής νοερώς.

Τρίτον, νοερά-καρδιακή. Ο νους και η καρδία ενούνται κατά την ενέργεια αυτών• η προσοχή περικλείεται εντός της καρδίας και εκεί προφέρεται η ευχή.

Τέταρτον, αυτενεργουμένη. Η προσευχή στερεούται εν τη καρδία, και άνευ ιδιαιτέρας προσπαθείας της θελήσεως προφέρεται αφ’ εαυτής εντός της καρδίας, ελκύουσα προς τα εκεί την προσοχήν του νοός.

Πέμπτον, χαρισματική. Η προσευχή ενεργεί ως τρυφερά φλοξ εντός ημών, ως έμπνευσις Άνωθεν, γλυκαίνουσα την καρδίαν δια της αισθήσεως της αγάπης του Θεού και αρπάζουσα τον νου εις πνευματικάς θεωρίας. Ενίοτε συνοδεύεται μετά της οράσεως του Φωτός.

Η βαθμιαία ανάβασις εν τη προσευ΄χη είναι η πλέον αξιόπιστος. Εις τον εισερχόμενον εις το στάδιον του αγώνος δια την προσευχήν επιμόνως προτείνεται να αρχίζη δια της προφορικής προσευχής, εώς ότου αύτη αφομοιωθή υπό του σώματος, της γλώσσης, της καρδίας και της διανοίας αυτού. Η διάρκεια της περιόδου ταύτης διαφέρει εις έκαστον. Όσον βαθυτέρα είναι η μετάνοια, τοσούτον συντομωτέρα η οδός.

Η άσκησις της νοεράς προσευχής δύναται προς καιρόν να συνδέηται μετά της ψυχοσωματικής μεθόδου, τουτέστι να φέρη χαρακτήρα ρυθμικής ή αρρύθμου προφοράς της ευχής δια του νοερού μέσου της εισπνοής κατά το πρώτον μέρος και της εκπνοής κατά το δεύτερον, καθώς περιεγράφη ανωτέρω. Η τοιαύτη εργασία δύναται να είναι ωφέλιμος, εάν έχωμεν πάντοτε κατά νουν ότι εκάστη επίκλησις του Ονόματος του Χριστού πρέπει να συνδέηται αδιαστάτως μετ’Αυτού, του Προσώπου του Χριστού-Θεού. Αλλέως η προσευχή μετατρέπεται ειςτεχνητόν γύμνασμα και καταλήφει εις αμαρτίαν εναντίον της εντολής: «Ου λήψει το Όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω»(Εξ. 20,7 και Δευτ. 5,11).

Όταν η προσοχή του νοός στερεούται εν τη καρδία, τότε είναι δυνατός ο πλήρης έλεγχος των τελουμένων εντός της καρδίας, η δε πάλη προς τα πάθη διεξάγεται μετά συνέσεως. Ο ευχόμενος βλέπει τους εχθρούς προσεγγίζοντας εκ των έξω και δύναται να εκδιώξη αυτούς δια της δυνάμεως του Ονόματος του Χριστού. Δια της ασκήσεως ταύτης η καρδία λεπτύνεται και γίνεται διορατική: Διαισθάνεται την κατάστασιν του προσώπου εκείνου, περί του οποίου προσφέρεται δέησις. Κατ’ αυτόν τον τρόπον τελείται η μετάβασις εκ της νοεράς προσευχής εις την νοεράν-καρδιακήν, μετά την οποίαν δίδεται η αυτενεργούμενη προσευχή.

Αγωνιζόμεθα να παρασταθώμεν ενώπιον του Θεού εν τη ενότητι και ολότητι της υπάρξεως ημών. Η εν φόβω Θεού επίκλησις του Ονόματος του Σωτήρος συνδεομένη μετά της ακαταπαύστου προσπαθείας τηρήσεως των εντολών , οδηγεί βαθμηδόν εις την μακαρίαν ενότητα όλων των δυνάμεων ημών, των πρότερον εξησθενημένων εκ της Πτώσεως. Κατά τον θαυμαστόν, αλλά δύσκολον και οδυνηρόν αυτόν αγώνα ουδέποτε πρέπει να βιαζώμεθα. Είναι σημαντικόν να αποβάλωμεν τον λογισμόν, όστις εισηγείται εις ημάς την επιτυχίαν του μεγίστου εις τον βραχύτερον δυνατόν

χρόνον. Ο Θεός δεν βιάζεται την θέλησιν ημών, αλλ’ ούτε εις Αυτόν είναι δυνατόν να επιβάλωμεν δια της βίας να πράξη ο,τιδήποτε. Τα επιτυγχανόμενα δια της βίας της θελήσεως μέσω της ψυχοσωματικής μεθόδου δεν διατηρούνται επί μακρόν, και το κυριώτερον, δεν οδηγούν εις την ένωσιν του πνέυματος ημών μετά του Πνεύματος του Ζώντος Θεού.

Εν ταις συνθήκαις του συγχρόνου κόσμου η προσευχή απαιτεί υπέράθρωπον ανδρείαν, διότι εις αυτήν ανθίσταται το σύνολον των κοσμικών ενεργειών. Διαμονή εν απερισπάστω προσευχή σημαίνει νίκην εφ’ όλων των επιπέδων της φυσικής υπάρξεως. Η οδός αύτη είναι μακράκαι ακανθώδης, αλλ’ έρχεται στιγμή κατά την οποίαν ακτίς του Θείου Φωτός διαπερά το πυκνόν σκότος και δημιουργεί ενώπιον ημών ρωγμήν, δια μέσου της οποίας βλέπομεν την Πηγήν του Φωτός τούτου. Τότε η προσευχή του Ιησού λαμβάνει κοσμικάς και υπερκοσμίους διαστάσεις.

«Γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν• η γαρ σωματική γυμνασία προς ολίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσεβεία προς πάντα ωφέλιμος εστίν, επαγγελίαν έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης. Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος• εις τούτο γαρ και κοπιώμεν... ότι ηλπίκαμενεπί Θεώ ζώντι, Ος εστί Σωτήρ πάντων ανθρώπων... Παράγγελλε ταύτα και δίδασκε» ( Α’ Τιμ. 4,7-11). Η τήρησις της διδαχής ταύτης του Αποστόλου αποτελεί την πιστοτέραν οδόν προς τον Αναζητούμενον. Είναι αδύνατον να διανοηθώμεν ότι δια τεχνητών μέσων αποκτάται η θέωσις. Πιστεύομεν ότι ο Θεός ήλθεν εις την γην, απεκάλυψε το μυστήριον της αμαρτίας και έδωκεν εις ημ’ας την χάριν της μετανοίας, ημείς δε προσευχόμεθα: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», επ’ ελπίδι της συγχωρήσεως και της καταλλαγής εν τω Ονόματι Αυτού. Τους λόγους «ελέησόν με τον αμαρτωλόν» δεν εγκαταλείπομεν καθ’ όλην την ζωήν ημών. Η τελεία νίκη επί της αμαρτίας είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ανοικήσεως εν ημίν του Ιδίου του Θεού. Τούτο αποτελεί την θέωσιν ημών, ένεκα της οποίας καθίσταται δυνατή η άμεσος θεωρία του Θεού «καθώς εστί». Το πλήρωμα της χριστιανικής τελιότητος είναι ακατόρθωτον εν τοις ορίοις της γης. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε• ο Μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός Εκείνος εξηγήσατο» (Ιωαν. 1,18). Ο ίδιος δε διαβεβαιοί ημάς ότι εν τω μέλλοντι αιώνι θα συντελεσθή η θέωσις ημών, διότι «οψόμεθα Αυτόν καθώς εστί» (Α’ Ιωαν. 3,2). «Πας ο έχων την ελπίδα ταύτην... αγνίζει εαυτόν, καθώς Εκείνος αγνός εστί... πας ο εν Αυτώ μένων ουχ αμαρτάνει• πας ο αμαρτάνων ουχ εώρακεν Αυτόν ουδέ έγνωκεν Αυτόν» (Α’ Ιωαν. 3,3 και 6). Είναι ωφέλιμον να διαποτισθώμεν υπό του περιεχομένου αυτής της Επιστολής, ίνα η επίκλησης του Ονόματος του Ιησού γένηται ενεργός, σωτήριος, ίνα «μεταβώμεν» εκ του θανάτου εις την ζωήν» (πρβλ. Α’ Ιωαν. 3,14) και λάβωμεν «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. 24,49).

Εν εκ των πλέον θαυμασίων βιβλίων των ασκητών Πατέρων είναι η «Κλίμαξ» του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Αναγινώσκεται υπό των αρχαρίων μοναχών, αλλά χρησιμεύει και ως αυθεντικόν κριτήριον δια τους τελείους. (Είναι ίσως περιττόν να είπωμεν ότι η τελειότης επί της γης ουδέποτε είναι πλήρης). Παρόμοιόν τι δυνάμεθα να διαπίστώσωμεν και εις ό,τι αφορά εις την προσευχήν του Ιησού. Δι’ αυτής προσεύχονται κατά την διάρκειαν πάσης εργασίας απλοί και ευσεβείς άνθρωποι• δι’ αυτής αντικαθίστανται αι εκκλησιαστικαί ακολουθίαι• αυτήν «νοερώς»προφέρουν οι μοναχοί , ευρισκόμενοι εν τω ναώ κατά τον χρόνον των ακολουθιών• αύτη συνιστά ωσαύτως το κατ’ εξοχήν έργον των μοναχών εν τοις κελλίοις και των ερημιτών- ησυχαστών.

Η εργασία της προσευχής ταύτης συνδέεται στενώτατα μετά της θεολογίας του Θείου Ονόματος. Έχει αύτη βαθείας δογματικάς ρίζας, ως και όλη η ασκητική ζωή των ορθοδόξων: Συμβολίζει αρμονικώς μετά της δογματικής συνειδήσεως. Η προσευχή εις τινας των μορφών αυτής γίνεται αληθώς πυρ καταναλίσκον τα πάθη (βλ. Εβρ.12,29). Εν αυτή περικλείεται Θεία δύναμις, ήτις ανιστά τους νεκρωθέντας εκ της αμαρτίας. Είναι φως, όπερ λαμπρύνει τον νουν και μεταδίδει εις αυτόν την ικανότητα της διακρίσεως δυνάμεων αίτινες ενεργούν «εν τω κόσμω»• παρέχει ωσαύτως την δυνατότητα της υεωρίας των τελουμένων εντός του νου και της καρδίας ημών:

«Διικνουμένη (αύτη) άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτική ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (πρβλ. Εβρ. 4,12).

Η ευλαβής άσκησις της προσευχής τταύτης οδηγεί τον άνθρωπον εις συνάντησιν μετά πολλών εναντιουμένων ενεργειών κεκρυμένων εν τη ατμοσφαίρα. Προσφερομένη εν τη καταστάσει βαθείας μετανοίας διεισδύει εις τον χώρον, όστις κείται πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών και της συνέσεως των συνετών» (Α’ Κορ. 1,19). Εις τας πλέον εντατικάς εκδηλώσεις αυτής απαιτεί αύτη ή μεγάλην πείραν ή καθοδήγητήν. Είναι απαραίτητος εις όλους ανεξειρέτως τους ασκούντας αυτήν η νημτική περίσκεψις, το πνεύμα της συντριβής και του φόβου του Θεού, η υπομονή εις παν επερχόμενον επ’ αυτούς. Τότε γίνεται αύτη δύναμις, ήτις συνάπτει το πνεύμα ημών προς το Πνεύμα του Θεού, παρέχουσα την αίσθησιν της ζώσης παρουσίας της αιωνιότητος εντός ημών, έχουσα ήδη οδηγήσει ημάς δια μέσου αβύσσων σκότους εν ημίν κεκρυμένων.

Η προσευχή αύτη είναι μέγα δώρον του ουρανού προς τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα.

 Πόσο σημαντική είναι η διαμονή (ίνα μη είπω η άσκησις) εν τη προσευχή, μαρτυρεί και αυτή η πείρα. Θεωρώ επιτρεπτόν να παραβάλω ταύτην προς την φυσικήν ζωήν του κόσμου ημών και να φέρω παραδείγματα εκ των γνωστών εις ημάς γεγονότων της συγχρόνου επικαιρότητος. Οι αθληταί, προετοιμαζόμενοι δια τους προκειμένους εις αυτούς αγώνας, επαναλαμβάνουν επί μακρόν τας αυτάς ασκήσεις, ώστε να εκτελέσουν κατά την στιγμήν της διεξαγωγής αυτών ταχέως και μετά βεβαιότητος, και τρόπον τινά μηχανικώς, πάσας τας κινήσεις, τας οποίας ήδη καλώς αφωμοίωσαν. Εκ του αριθμού των ασκήσεων αξαρτάται και η ποιότητς της αποδόσεως. Ιδού, θα διηγηθώ εισέτι γεγονός, όπερ συνέβη εις κύκλον γνωστών εις εμέ προσώπων. Βεβαίως επαναλαμβάνω επί του προκειμένου εκείνα, άτινα ήκουσα εξ ενός εκ των πλησιεστέρων ανθρώπων προς τα πρόσωπα εις τα οποία αναφέρονται.

Εις ευρωπαικήν τινα πόλιν δύο αδελφοί ανυμφεύθησαν σχεδόν συγχρόνως δύο νέας. Η μία εξ αυτών ήτο ιατρός, άνθρωπος οξείας αντιλήψεως και ισχυρού χαρακτήρος. Η άλλη ήτο ωραιοτέρα, δραστήριος, ευγενής αλλ’ ουχί καθ’ υπερβολήν ευφυής. Ότε επλησίαζεν ο καιρός του τοκετού δι’ αμφοτέρας, απεφάσισαν να αποκτήσουν την πρώτην εμπειρίαν ακολουθούσαι την προς τινός εμφανισθείσαν μέθοδον του

«ανωδύνου τοκετού». Η πρώτη, η ιατρός, ταχέως κατενόησεν όλον τον μηχανισμόν της πράξεως ταύτης και μετά δύο ή τρία μαθήματα της καθωρισμένης γυμναστικής εγκατέλειψε τας ασκήσεις, πεπεισμένη ότι κατενόησε τα πάντα και ότι κατά την στιγμήν της ανάγκης θα εφήρμοζε τα γνώσεις αυτής. Η άλλη δεν εγνώριζε πολλά περί της ανατομίας του σώματος ούτε διετίθετο να ασχοληθή μετά της θεωρητικής πλευράς της μεθόδου ταύτης, αλλά παρεδόθη απλώς μετά ζήλου εις την επανάληψιν του προδιαγεγραμμένου συμπλέγματος κινήσεων του σώματος. Αφομοιώσασα δε ταύτας επαρκώς, ότε έφθασεν η στιγμή, απήλθε δια το προκείμενον εγχείρημα. Και τί νομίζετε ότι συνέβη; Η μεν πρώτη κατά την στιγμήν του τοκετού εκ των πρώτων ήδη ωδινών δεν ενεθυμήθη τας θεωρίας και έτεκε μετά μεγάλης δυσκολίας, «εν λύπαις» (Γεν. 3,16)• η δε άλλη έτεκεν άνευ πόνωνκαι σχεδόν άνευ δυσκολίας.

Ούτω θα συμβή και εις ημάς. Ο σύγχρονος και πεπαιδευμένος άνθρωπος είναι εις θέσιν να εννοήση τον «μηχανισμόν» της νοεράς προσευχής. Αρκεί να προσευχηθή δύο ή τρεις εβδομάδας μετά τινός ζήλου, να αναγνώση ολίγα βιβλία, και ιδού, ο ίδιος  δύναται ήδη εις τα γεγραμμένα βιβλία να προσθέση και το ίδιον αυτού. Κατά την ώραν όμως του θανάτου, όταν η όλη σύστασις ημών υποβάλληται εις βιαίαν διάσπασιν, όταν ο νους θολούται και η καρδία αισθάνηται ισχυρούς πόνους ή εξασθένησιν, τότε πάσαι αι θεωρητικαί ημών γνώσεις εκλείπουν και η προσευχή δύναται να απολεσθή.

Είναι αναγκαίον να προσευχώμεθα επί έτη. Να αναγινώσκωμεν ολίγον, και μόνον ό,τι κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπον άπτεται της προσευχής και συνεργεί, κατά το περιεχόμενον αυτού, εις την ενίσχυσιν της έλξεως προς προσευχήν μετανοίας δια της εσωτερικής φυλακής του νοός. Εκ της μακροχρονίου επαναλήψεως η προσευχή γίνεται φύσις της υπάρξεως ημών, φυσική αντίδρασις εις παν φαινόμενον εν τη πνευματική σφαίρα, είτε τούτο είναι φως, είτε σκότος, είτε εμφάνισις αγίων αγγέλων ή δαιμονικών δυνάμεων, χαρά ή λύπη – εν ενί λόγω, εν παντί καιρώ και πάση περιστάσει.

Μετά τοιαύτης προσευχής η γέννησις ημών δια την ουράνιον ζωήν δύναται όντως να αποβή ανώδυνος.

Η βίβλος της Καινής Διαθήκης, ήτις αποκαλύπτει εις ημάς τα έσχατα βάθη του ανάρχου Όντος, είναι σύντομος, αλλά και η θεωρία της προσευχής του Ιησού δεν απαιτεί ανάπτυξιν εις πλάτος. Η δια του Χριστού φανερωθείσα τελειότης είναι αέφικτος εν τοις ορίοις της γης• το πλήθος των πειρασμών, τους οποίους διέρχεται ο ασκών την προσευχήν ταύτην, είναι απερίγραπτον. Η άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί κατά παράδοξον τρόπον το πνεύμα του ανθρώπου εις συνάντησιν μετά των κεκρυμμένων εν τω «Κόσμω» δυνάμεων. Η δια του Ονόματος του Ιησού προσευχή προκαλεί εναντίον αυτής επίθεσιν εκ μέρους των κοσμικών δυνάμεων, κάλλιον δ’ ειπείν, την πάλην μετά «των κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευματικών της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (πρβλ. Εφεσ. 6,12). Αύτη, ανυψούσα τον άνθρωπων εις σφαίρας κειμένας πέραν των ορίων της γηίνης σοφίας, εις τα υψίστας μορφάς αυτής, απαιτεί «άγγελον πιστόν οδηγόν».

Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσίαν αυτής υπέρκειται παντός εξωτερικού σχήματος, εν τη πράξει όμως οι πιστοί ένεκα της ανικανότητος αυτών να σταθούν εν αυτή «καυαρώ νοΐ» επί μακρόν χρόνον, χρησιμοποιούν το κομβοσχοίνιον χάριν πειθαρχίας. Εν τω Αγίω Όρει του Άθω το πλέον διαδεδομένον κομβοσχοίνιον φέρειεκατό κόμβους διηρημένους εις τέσσαρα μέρη των είκοσι πέντε κόμβων. Ο αριθμός των προσευχών και των μετανοιών καθ’ ημέραν και νύκτα ορίζεται αναλόγως της δυνάμεως εκάστου και των πραγματικών συνθηκών της ζωής αυτού.



Διάλογος ανάμεσα σε ένα γέροντα και ένα άθεο

$
0
0

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΑΘΕΟ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ

Ένα πρωινό συζητά ο Γέροντας με δυο-τρεις επισκέπτες στο σπίτι του. Ο ένας είναι ιδεολόγος κομμουνιστής. Σε μια στιγμή έρχεται κάποιος απ’ έξω και τους πληροφορεί ότι η Αθήνα έχει γεμίσει από φωτογραφίες του Μαο Τσε Τουγκ με την επιγραφή: «Δόξα στον μεγάλο Μάο». Ήταν η ημέρα κατά την οποία είχε πεθάνει ο Κινέζος δικτάτορας. Γέροντας: Έτσι είναι, παιδάκι μου. Δεν υπάρχουν άθεοι. Ειδωλολάτρες υπάρχουν, οι οποίοι βγάζουν τον Χριστό από τον θρόνό Του και στη θέσι Του τοποθετούν τα είδωλά τους. Εμείς λέμε: «Δόξα τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι».

Αυτοί λένε: «Δόξα στον μεγάλο Μάο». Διαλέγεις και παίρνεις. Κομμουνιστής: Και σεις, παππούλη, το παίρνετε το ναρκωτικό σας. Μόνο που εσείς το λέτε Χριστό, ο άλλος το λέει Αλλάχ, ο τρίτος Βούδδα κ.ο.κ. - Ο Χριστός, παιδί μου, δεν είναι ναρκωτικό. Ο Χριστός είναι ο


Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Αυτός που με σοφία κυβερνά τα πάντα: από το πλήθος των απέραντων γαλαξιών μέχρι τα απειροελάχιστα σωματίδια του μικροκόσμου. Αυτός που δίνει ζωή σε όλους μας. Αυτός που σ’ έφερε στον κόσμο και σου’ χει δώσει τόση ελευθερία, ώστε να μπορής να Τον αμφισβητής, αλλά και να Τον αρνήσαι ακόμη. - Παππούλη, δικαίωμά σας είναι να τα πιστεύετε όλα αυτά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αληθινά. Αποδείξεις έχετε; - Εσύ όλα αυτά τα θεωρείς παραμύθια, έτσι δεν είναι; - Βεβαίως. - Αποδείξεις έχεις; Μπορείς να μου αποδείξεις ότι όσα πιστεύω εγώ είναι ψεύτικα; - ... - Δεν απαντάς, διότι και συ δεν έχεις αποδείξεις. Άρα και συ πιστεύεις ότι είναι παραμύθια. Κι εγώ μεν ομιλώ περί πίστεως, όταν αναφέρωμαι στον Θεό. Εσύ όμως, ενώ απορρίπτεις τη δική μου πίστι, στην ουσία πιστεύεις στην απιστία σου, αφού δεν μπορείς να την τεκμηριώσης με αποδείξεις. Πρέπει όμως να σου πω ότι η πίστι η δική μου δεν είναι ξεκάρφωτη. Υπάρχουν κάποια υπερφυσικά γεγονότα, πάνω στα οποία θεμελιώνεται. - Μια στιγμή! Μια και μιλάτε για πίστι, τι θα πήτε στους Μωαμεθανούς π.χ. ή στους Βουδδιστές; Διότι κι εκείνοι ομιλούν περί πίστεως. Κι εκείνοι διδάσκουν υψηλές ηθικές διδασκαλίες. Γιατί η δική σας πίστι είναι καλύτερη από εκείνων; - Μ’ αυτή την ερώτησί σου τίθεται το κριτήριο της αληθείας∙ διότι βεβαίως η αλήθεια είναι μία και μόνη. Δεν υπάρχουν πολλές αλήθειες. Ποιος όμως κατέχει την αλήθεια; Ιδού το μεγάλο ερώτημα. Έτσι, δεν πρόκειται για καλύτερη ή χειρότερη πίστι! Πρόκειται για τη μόνη αληθινή πίστι! Δέχομαι ότι ηθικές διδασκαλίες έχουν και τα άλλα πιστεύω. Βεβαίως οι ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού υπερέχουν ασυγκρίτως. Εμείς όμως δεν πιστεύουμε στον Χριστό για τις ηθικές Του διδασκαλίες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους», ούτε για τα κηρύγματά Του περί ειρήνης και δικαιοσύνης, ελευθερίας και ισότητος. Εμείς πιστεύουμε στον Χριστό, διότι η επί γης παρουσία Του συνοδεύθηκε από υπερφυσικά γεγονότα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι Θεός. - Κοιτάξτε. Κι εγώ παραδέχομαι ότι ο Χριστός ήταν σπουδαίος φιλόσοφος και μεγάλος επαναστάτης, αλλά μην τον κάνουμε και Θεό τώρα... - Αχ, παιδί μου! Όλοι οι μεγάλοι άπιστοι της ιστορίας εκεί σκάλωσαν. Το ψαροκόκκαλο που τους κάθησε στο λαιμό και δεν μπορούσαν να το καταπιούν, αυτό ακριβώς ήταν. Το ότι ο Χριστός είναι και Θεός. Πολλοί από αυτούς ήσαν διατεθειμένοι να πουν στον Κύριο: Μη λες ότι είσαι Θεός ενανθρωπήσας. Πες ότι είσαι απλός άνθρωπος και μεις είμαστε έτοιμοι να σε θεοποιήσουμε. Γιατί θέλεις να είσαι Θεός ενανθρωπήσας και όχι άνθρωπος αποθεωθείς; Εμείς δεχόμαστε να σε αποθεώσουμε, να σε αποκηρύξουμε τον μέγιστο των ανθρώπων , τον αγιώτατο, τον ηθικώτατο, τον ευγενέστατο, τον ανυπέρβλητο, τον μοναδικό, τον ανεπανάληπτο. Δεν σου αρκούν όλα αυτά; Ο κορυφαίος του χορού των αρνητών, ο Ερνέστος Ρενάν, βροντοφωνεί περί του Χριστού: «Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια ο κόσμος θα ανυψώνεται δια σου», είσαι «ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρωπότητος ώστε το να αποσπάση κάποιος το όνομά σου από τον κόσμο τούτο θα ήταν ίσο με τον εκ θεμελίων κλονισμό του», «οι αιώνες θα διακηρύσσουν ότι μεταξύ των υιών των ανθρώπων δεν γεννήθηκε κανένας υπέρτερός» σου. Εδώ όμως σταματούν, και αυτός και οι όμοιοί του. Η επόμενη φράσι τους; «Θεός όμως δεν είσαι!» Και δεν αντιλαμβάνονται οι ταλαίπωροι ότι όλα αυτά συνιστούν για την ψυχή τους μια ανέκφραστη τραγωδία! Το δίλημμα αναπόφευκτα είναι αμείλικτο: Ή είναι Θεός ενανθρωπήσας ο Χριστός, οπότε πράγματι, και μόνον τότε, αποτελεί την ηθικωτέρα, την αγιωτέρα και την ευγενεστέρα μορφή της ανθρωπότητος∙ ή δεν είναι Θεός ενανθρωπήσας, οπότε όμως δεν είναι δυνατόν να είναι τίποτε απ’ όλα αυτά. Αντιθέτως∙ αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, τότε πρόκειται για την απαισιοτέρα, τη φρικτοτέρα και την απεχθεστέρα ύπαρξι της ανθρωπίνης ιστορίας. - Τι είπατε; - Αυτό που άκουσες! Βαρύς ο λόγος, απολύτως όμως αληθής. Και ιδού γιατί: Τι είπαν για τον εαυτό τους, ή ποια ιδέα είχαν για τον εαυτό τους όλοι οι πράγματι μεγάλοι άνδρες της ανθρωπότητος; Ο «ανδρών απάντων σοφώτατος» Σωκράτης διεκήρυσσε το: «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Όλοι οι σπουδαίοι άνδρες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, από τον Αβραάμ και τον Μωϋσή μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Παύλο, αυτοχαρακτηρίζονται «γη και σποδός (=στάχτη)», «ταλαίπωροι», «εκτρώματα» κ.τ.τ.[1] Η συμπεριφορά, αντιθέτως, του Ιησού είναι παραδόξως διαφορετική! Και λέω παραδόξως διαφορετική, διότι το φυσικό και το λογικό θα ήταν να είναι παρόμοια η συμπεριφορά Του. Αυτός μάλιστα, ως ανώτερος και υπέρτερος από όλους του άλλους, θα έπρεπε να έχη ακόμα κατώτερη και ταπεινότερη ιδέα για τον εαυτό Του[2]. Ηθικώς τελειότερος από κάθε άλλον έπρεπε να υπερακοντίζη σε αυτομεμψία και ταπεινό φρόνημα όλους τους παραπάνω και οποιονδήποτε άλλον, από την δημιουργία του κόσμου μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο! Πρώτα – πρώτα διακηρύσσει ότι είναι αναμάρτητος: «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιωάν. η’ 46). «Έρχεται ο του κόσμου τούτου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιωάν. ιδ’ 30). Εκφράζει επίσης πολύ υψηλές ιδέες περί Εαυτού: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιωάν. η’ 12). «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. ιδ’ 6). Εκτός όμως αυτών, προβάλλει και αξιώσεις απολύτου αφιερώσεως στο Πρόσωπό Του. Εισχωρεί ακόμη και στις ιερώτερες σχέσεις των ανθρώπων και λέει: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος∙ και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι’ 37). «Ήλθον διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής» (Ματθ. ι’ 35). Απαιτεί ακόμη και μαρτυρική ζωή και θάνατο από τους μαθητές Του: «Παραδώσουσιν υμάς εις συνέδρια και εν ταις συναγωγαίς αυτών μαστιγώσουσιν υμάς∙ και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού... Παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς∙ και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου∙ ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται... Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα... Όστις αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ... Ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν» (Ματθ. ι’ 17 κ.ε.). Και τώρα σε ρωτώ: Τόλμησε ποτέ κανείς να διεκδικήση υπέρ αυτού την αγάπη των ανθρώπων πάνω κι απ’ την ίδια τους τη ζωή; Τόλμησε ποτέ κανείς να διακηρύξη την απόλυτη αναμαρτησία του; Τόλμησε ποτέ κανείς να εκστομίση το: «Εγώ ειμί η αλήθεια»; (Ιωάν. ιδ’ 6). Κανείς και πουθενά! Μόνο ένας Θεός θα μπορούσε να τα κάνη αυτά. Φαντάζεσαι τον δικό σας τον Μαρξ να ‘λεγε κάτι τέτοια; Θα τον περνούσαν για τρελλό και δεν θα βρισκόταν κανείς να τον ακολουθήση. Για σκέψου, τώρα, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι θυσίασαν τα πάντα για χάρι του Χριστού, ακόμα και αυτή τη ζωή τους, πιστεύοντας στην περί εαυτού αλήθεια των λόγων Του! Εάν οι περί εαυτού διακηρύξεις του ήσαν ψευδείς, ο Ιησούς θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας οδηγώντας τόσους πολλούς σε τόσο βαρειά θυσία. Ποιος άνθρωπος, όσο μεγάλος, όσο σπουδαίος, όσο σοφός κι αν είναι, θα άξιζε αυτή τη μεγάλη προσφορά και θυσία; Ποιος; Κανένας! Μόνο εάν ήταν Θεός! Μ’ άλλα λόγια: Όποιος άνθρωπος απαιτούσε αυτή τη θυσία από τους οπαδούς του, θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας. Ο Χριστός όμως και την απαίτησε και την πέτυχε. Παρά ταύτα από τους αρνητές της θεότητός Του αναγορεύθηκε η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ιστορίας. Οπότε: Ή παραλογίζονται οι αρνητές ονομάζοντας αγιώτερο τον απαισιώτερο, ή, για να μην υπάρχη παραλογισμός, αλλά να έχη λογική η συνύπαρξι απαιτήσεων του Χριστού και αγιότητός Του, θα πρέπει αναγκαστικά να δεχθούν ότι ο Χριστός εξακολουθεί να παραμένη η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ανθρωπότητος μόνο όμως υπό την προϋπόθεσι ότι είναι και Θεός! Αλλοιώς είναι, όπως είπαμε, όχι η αγιωτέρα, αλλά η φρικτοτέρα μορφή της ιστορίας, ως αιτία της μεγαλυτέρας θυσίας των αιώνων, εν ονόματι ενός ψεύδους! Έτσι η θεότητα του Χριστού αποδεικνύεται με βάσι αυτούς τους ίδιους τους περί αυτού χαρακτηρισμούς των αρνητών Του!... - Όσα είπατε είναι πράγματι εντυπωσιακά, δεν αποτελούν όμως παρά συλλογισμούς. Ιστορικά στοιχεία, που να θεμελιώνουν την Θεότητά του, έχετε; - Σου είπα και προηγουμένως ότι τα πειστήρια της Θεότητός Του είναι τα υπερφυσικά γεγονότα που συνέβησαν όσο καιρό ήταν εδώ στη γη. Ο Χριστός δεν αρκέσθηκε μόνο να διακηρύσση τις παραπάνω αλήθειες, αλλά επικύρωνε τους λόγους Του και με πλήθος θαυμάτων. Έκανε τυφλούς να βλέπουν, παράλυτους να περπατούν, έθρεψε με δύο ψάρια και πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες άνδρες και πολλαπλάσιες γυναίκες και παιδιά, διέτασσε τα στοιχεία της φύσεως και αυτά υπάκουαν, ανέστησε νεκρούς μεταξύ των οποίων και τον Λάζαρο τέσσερεις μέρες μετά τον θάνατό του. Μεγαλύτερο όμως από όλα τα θαύματα είναι η Ανάστασί Του. Όλο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού στηρίζεται στο γεγονός της Αναστάσεως. Αυτό δεν το λέω εγώ. Το λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α’ Κορ. ιε’ 17). Αν ο Χριστός δεν ανέστη, τότε όλα καταρρέουν. Ο Χριστός όμως ανέστη, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου, άρα Θεός. - Εσείς τα είδατε όλα αυτά; Πως τα πιστεύετε; - Όχι, εγώ δεν τα είδα. Τα είδαν όμως άλλοι, οι Απόστολοι. Αυτοί στη συνέχεια τα γνωστοποίησαν και μάλιστα προσυπέγραψαν τη μαρτυρία τους με το αίμα τους. Κι όπως όλοι δέχονται, η μαρτυρία της ζωής είναι η υψίστη μαρτυρία. Φέρε μου και συ κάποιον να μου πη πως ο Μαρξ απέθανε και ανέστη και να θυσιάση τη ζωή του για την μαρτυρία αυτή κι εγώ θα τον πιστεύσω ως τίμιος άνθρωπος. - Να σας πω. Χιλιάδες κομμουνιστές βασανίσθηκαν και πέθαναν για την ιδεολογία τους. Γιατί δεν ασπάζεσθε και τον κομμουνισμό; - Το είπες και μόνος σου. Οι κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Δεν πέθαναν για γεγονότα. Σε μια ιδεολογία όμως είναι πολύ εύκολο να υπεισέλθη πλάνη. Επειδή δε είναι ίδιον της ανθρωπίνης ψυχής να θυσιάζεται για κάτι στο οποίο πιστεύει, εξηγείται γιατί πολλοί κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Αυτό όμως δεν μας υποχρεώνει να την δεχθούμε και ως σωστή. Είναι άλλο πράγμα να πεθαίνης για ιδέες κι άλλο για γεγονότα. Οι Απόστολοι όμως δεν πέθαναν για ιδέες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους» ούτε για τις άλλες ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Οι Απόστολοι πέθαναν μαρτυρούντες υπερφυσικά γεγονότα. Κι όταν λέμε γεγονός, εννοούμε ό,τι υποπίπτει στις αισθήσεις μας και γίνεται αντιληπτό από αυτές. Οι Απόστολοι εμαρτύρησαν δι’ «ο ακηκόασι, ο εωράκασι τοις οφθαλμοίς αυτών, ο εθεάσαντο και αι χείρες αυτών εψηλάφησαν» (Α’ Ιωάν. α’ 1)[3]. Με βάσι έναν πολύ ωραίο συλλογισμό του Πασκάλ λέμε ότι με τους Αποστόλους συνέβη ένα από τα τρία: Ή απατήθηκαν ή μας εξαπάτησαν ή μας είπαν την αλήθεια. Ας πάρουμε την πρώτη εκδοχή. Δεν είναι δυνατόν να απατήθηκαν οι Απόστολοι, διότι όσα αναφέρουν δεν τα έμαθαν από άλλους. Αυτοί οι ίδιοι ήσαν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες όλων αυτών. Εξ άλλου δεν ήσαν καθόλου φαντασιόπληκτοι ούτε είχαν καμμιά ψυχολογική προδιάθεσι για την αποδοχή του γεγονότος της Αναστάσεως. Αντιθέτως ήσαν τρομερά δύσπιστοι. Τα Ευαγγέλια είναι πλήρως αποκαλυπτικά αυτών των ψυχικών τους διαθέσεων: δυσπιστούσαν στις διαβεβαιώσεις ότι κάποιοι Τον είχαν δει αναστάντα[4]. Και κάτι άλλο. Τι ήσαν οι Απόστολοι πριν τους καλέσει ο Χριστός; Μήπως ήσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ή οραματιστές φιλοσοφικών και κοινωνικών συστημάτων, που περίμεναν να κατακτήσουν την ανθρωπότητα και να ικανοποιήσουν έτσι τις φαντασιώσεις τους; Κάθε άλλο. Αγράμματοι ψαράδες ήσαν. Και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να πιάσουν κανένα ψάρι να θρέψουν τις οικογένειές τους. Γι’ αυτό και μετά τη Σταύρωσι του Κυρίου, παρά τα όσα είχαν ακούσει και δει, επέστρεψαν στα πλοιάρια και στα δίχτυα τους. Δεν υπήρχε δηλ. σ’ αυτούς, όπως αναφέραμε, ούτε ίχνος προδιαθέσεως για όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Και μόνο μετά την Πεντηκοστή, «ότε έλαβον δύναμιν εξ ύψους», έγιναν οι διδάσκαλοι της οικουμένης. Η δεύτερη εκδοχή: Μήπως μας εξαπάτησαν; Μήπως μας είπαν ψέματα; Αλλά γιατί να μας εξαπατήσουν; Τι θα κέρδιζαν με τα ψέματα; Μήπως χρήματα, μήπως αξιώματα, μήπως δόξα; Για να πη κάποιος ένα ψέμα, περιμένει κάποιο όφελος. Οι Απόστολοι όμως, κηρύσσοντες Χριστόν και Τούτον εσταυρωμένον και Αναστάντα εκ νεκρών, τα μόνα τα οποία εξασφάλισαν ήσαν: ταλαιπωρίες, κόποι, μαστιγώσεις, λιθοβολισμοί, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κίνδυνοι από ληστές, ραβδισμοί, φυλακίσεις και τέλος ο θάνατος. Και όλα αυτά για ένα ψέμα; Είναι εντελώς ανόητο και να το σκεφθή κάποιος. Συνεπώς ούτε εξαπατήθηκαν ούτε μας εξαπάτησαν οι Απόστολοι. Μένει επομένως η Τρίτη εκδοχή∙ ότι μας είπαν την αλήθεια. Θα πρέπει μάλιστα να σου τονίσω και το εξής: Οι Ευαγγελιστές είναι οι μόνοι οι οποίοι έγραψαν πραγματική ιστορία. Διηγούνται τα γεγονότα και μόνον αυτά. Δεν προβαίνουν σε καμμία προσωπική κρίσι. Κανένα δεν επαινούν, κανένα δεν κατακρίνουν. Δεν κάνουν καμμία προσπάθεια να διογκώσουν κάποιο γεγονός ή να εξαφανίσουν ή να υποτιμήσουν κάποιο άλλο. Αφήνουν τα γεγονότα να μιλούν μόνα τους. - Αποκλείεται να έγινε στην περίπτωσι του Χριστού νεκροφάνεια; Τις προάλλες έγραψαν οι εφημερίδες για κάποιον Ινδό, τον οποίο έθαψαν και μετά από τρεις μέρες τον ξέθαψαν και ήταν ζωντανός. - Αχ, παιδάκι μου. Θα θυμηθώ και πάλι το λόγο του ιερού Αυγουστίνου: «Άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι. Είσθε οι πλέον εύπιστοι. Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα, τα πιο αντιφατικά, για να αρνηθήτε το θαύμα!». Όχι, παιδί μου. Δεν έχουμε νεκροφάνεια στον Χριστό. Πρώτα – πρώτα έχουμε την μαρτυρία του Ρωμαίου κεντυρίωνος, ο οποίος βεβαίωσε τον Πιλάτο ότι ο θάνατος είχε επέλθει. Έπειτα το Ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι ο Κύριος κατά την ίδια την ημέρα της Αναστάσεώς Του συμπορεύθηκε συζητώντας με δύο μαθητές Του προς Εμμαούς, που απείχε πάνω από δέκα χιλιόμετρα από τα Ιεροσόλυμα. Φαντάζεσαι κάποιον να έχη υποστή όσα υπέστη ο Χριστός και τρεις μέρες μετά το «θάνατό» του να του συνέβαινε νεκροφάνεια; Αν μη τι άλλο θα ‘πρεπε για σαράντα μέρες να τον ποτίζουν κοτόζουμο για να μπορή να ανοίγη τα μάτια του, κι όχι να περπατά και να συζητά σαν να μη συνέβη τίποτα. Όσο για τον Ινδό, φέρε τον εδώ να τον μαστιγώσουμε με φραγγέλιο – και ξέρεις τι εστί φραγγέλιο; Μαστίγιο στα άκρα του οποίου πρόσθεταν σφαιρίδια μολύβδου ή σπασμένα κόκκαλα ή μυτερά καρφιά -, φέρε τον, λοιπόν, να τον φραγγελώσουμε, να του φορέσουμε ακάνθινο στεφάνι, να τον σταυρώσουμε, να του δώσουμε χολή και ξύδι, να τον λογχίσουμε, να τον βάλουμε στον τάφο, κι αν αναστηθή, τότε τα λέμε. - Παρά ταύτα όλες οι μαρτυρίες, τις οποίες επικαλεσθήκατε, προέρχονται από Μαθητές του Χριστού. Υπάρχει κάποια μαρτυρία περί αυτού, που να μην προέρχεται από τον κύκλο των Μαθητών του; Υπάρχουν δηλ. ιστορικοί, που να πιστοποιούν την Ανάστασι του Χριστού; Αν ναι, τότε θα πιστέψω κι εγώ. - Ταλαίπωρο παιδί! Δεν ξέρεις τι ζητάς! Αν υπήρχαν τέτοιοι ιστορικοί που να είχαν δει τον Χριστό αναστημένο, τότε αναγκαστικά θα πίστευαν στην Ανάστασί Του και θα την ανέφεραν πλέον ως πιστοί, οπότε και πάλι θα αρνιόσουν τη μαρτυρία τους, όπως ακριβώς απορρίπτεις τη μαρτυρία του Πέτρου, του Ιωάννου κ.λ.π. Πως είναι δυνατόν να βεβαιώνη κάποιος την Ανάστασι και ταυτόχρονα να μη γίνεται Χριστιανός; Μας ζητάς «πέρδικα ψητή σε κέρινο σουβλί και να λαλή»! Αι, δεν γίνεται! Σου θυμίζω πάντως, εφ’ όσον ζητάς ιστορικούς, αυτό το οποίο σου ανέφερα και προηγουμένως: ότι δηλ. οι μόνοι πραγματικοί ιστορικοί είναι οι Απόστολοι. Παρ’ όλα αυτά όμως έχουμε και μαρτυρία τέτοια όπως την θέλεις: από κάποιον δηλ. που δεν ανήκε στον κύκλο των Μαθητών Του. Του Παύλου. Ο Παύλος όχι μόνο δεν ήταν Μαθητής του Χριστού, αλλά και εδίωκε μετά μανίας την Εκκλησία Του. - Γι’ αυτόν όμως λένε ότι έπαθε ηλίασι και εξ αιτίας της είχε παραίσθησι. - Βρε παιδάκι μου, αν είχε παραίσθησι ο Παύλος, αυτό που θα ανεδύετο θα ήταν το υποσυνείδητό του. Και στο υποσυνείδητο του Παύλου θέσι υψηλή κατείχαν οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Τον Αβραάμ και τον Ιακώβ και τον Μωυσή έπρεπε να δη κι όχι τον Ιησού, τον οποίο θεωρούσε λαοπλάνο και απατεώνα! Φαντάζεσαι καμμιά πιστή γριούλα στο όνειρό της ή στο παραλήρημά της να βλέπη τον Βούδδα ή τον Δία; Τον Άι Νικόλα θα δη και την Αγία Βαρβάρα. Διότι αυτούς πιστεύει. Και κάτι ακόμη. Στον Παύλο, όπως σημειώνει ο Παπίνι, υπάρχουν και τα εξής θαυμαστά: Πρώτον, το αιφνίδιο της μεταστροφής. Κατ’ ευθείαν από την απιστία στην πίστι. Δεν μεσολάβησε προπαρασκευαστικό στάδιο. Δεύτερον, το ισχυρόν της πίστεως. Χωρίς ταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Και τρίτον, πίστι δια βίου. Πιστεύεις ότι αυτά μπορεί να λάβουν χώρα μετά από μια ηλίασι; Δεν εξηγούνται αυτά με τέτοιους τρόπους. Αν μπορής, εξήγησέ τα. Αν δεν μπορής, παραδέξου το θαύμα. Και πρέπει να ξέρης ότι ο Παύλος με τα δεδομένα της εποχής του ήταν άνδρας εξόχως πεπαιδευμένος. Δεν ήταν κανένα ανθρωπάκι να μην ξέρη τι του γίνεται. Θα προσθέσω όμως και κάτι επί πλέον. Εμείς, παιδί μου, ζούμε σήμερα σε εξαιρετική εποχή. Ζούμε το θαύμα της Εκκλησίας του Χριστού. Όταν ο Χριστός είπε για την Εκκλησία Του ότι «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ις’ 18), οι οπαδοί Του αριθμούσαν μόνο μερικές δεκάδες πρόσωπα. Έκτοτε πέρασαν δυο χιλιάδες περίπου χρόνια. Διαλύθηκαν αυτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικά συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες, η Εκκλησία όμως του Χριστού παραμένει ακλόνητη παρά τους συνεχείς και φοβερούς διωγμούς εναντίον της. Αυτό δεν είναι ένα θαύμα; Και κάτι τελευταίο. Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο αναφέρεται πως, όταν η Παναγία μετά τον Ευαγγελισμό επισκέφθηκε την Ελισάβετ, τη μητέρα του Προδρόμου, εκείνη την εμακάρισε με τα λόγια: «Ευλογημένη συ εν γυναιξί». Και η Παναγία απάντησε ως εξής: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον.. Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί» (α’ 48). Τι ήταν τότε η Παναγία; Μια άσημη κόρη της Ναζαρέτ ήταν. Ποιος την ήξερε; Παρά ταύτα από τότε ξεχάσθηκαν αυτοκράτειρες, έσβησαν λαμπρά ονόματα γυναικών, λησμονήθηκαν σύζυγοι και μητέρες στρατηλατών. Ποιος ξέρει ή ποιος θυμάται τη μητέρα του Μεγ. Ναπολέοντος ή τη μητέρα του Μεγ. Αλεξάνδρου; Σχεδόν κανείς. Όμως εκατομμύρια χείλη σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και σ’ όλους τους αιώνες υμνούν την ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ, «την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Ζούμε ή δεν ζούμε εμείς σήμερα, οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, την επαλήθευσι του προφητικού αυτού λόγου της Παναγίας; Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν όσον αφορά και σε μια «δευτερεύουσα» προφητεία του Χριστού: Όταν στην οικία του Σίμωνος του λεπρού μια γυναίκα περιέχυσε στο κεφάλι Του το πολύτιμο μύρο, είπε ο Κύριος: «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ο εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής» (Ματθ. κς’ 13). Πόσος ήταν ο κύκλος των οπαδών Του τότε, για να πη κανείς ότι αυτοί θα έκαναν τα αδύνατα δυνατά ώστε να εκπληρωθή η προφητεία αυτή του Διδασκάλου τους; Και μάλιστα μια τέτοια προφητεία, η οποία με τα κριτήρια του κόσμου δεν έχει και καμμιά σημασία για τους πολλούς; Είναι ή δεν είναι θαύματα αυτά; Αν μπορής, εξήγησέ τα. Αν δεν μπορής όμως, παραδέξου τα ως τέτοια. - Ομολογώ ότι τα επιχειρήματα σας είναι ισχυρά. Έχω όμως να σας ρωτήσω κάτι ακόμη: Δεν νομίζετε ότι ο Χριστός άφησε το έργο του ημιτελές; Εκτός κι αν μας εγκατέλειψε. Δεν μπορώ να φαντασθώ έναν Θεό να παραμένη αδιάφορος στο δράμα του ανθρώπου. Εμείς να βολοδέρνουμε εδώ κι εκείνος από ψηλά να στέκεται απαθής. - Όχι, παιδί μου. Δεν έχεις δίκιο. Ο Χριστός δεν άφησε το έργο Του ημιτελές. Αντιθέτως είναι η μοναδική περίπτωσι ανθρώπου στην ιστορία, ο οποίος είχε τη βεβαιότητα ότι ολοκλήρωσε την αποστολή Του και δεν είχε τίποτα άλλο να κάνη και να πη. Ακόμη κι ο μέγιστος των σοφών, ο Σωκράτης, ο οποίος μια ολόκληρη ζωή μιλούσε και δίδασκε, στο τέλος συνέθεσε και μια περίτεχνη απολογία και, αν ζούσε, θα είχε κι άλλα να πη. Μόνο ο Χριστός σε τρία χρόνια δίδαξε ό,τι είχε να διδάξη, έπραξε ό,τι ήθελε να πράξη και είπε το «τετέλεσται». Δείγμα κι αυτό της θεϊκής Του τελειότητος και αυθεντίας. Όσο για την εγκατάλειψι, την οποία ανέφερες, σε καταλαβαίνω. Χωρίς Χριστό ο κόσμος είναι θέατρο του παραλόγου. Χωρίς Χριστό δεν μπορείς να εξηγήσης τίποτε. Γιατί οι θλίψεις, γιατί οι αδικίες, γιατί οι αποτυχίες, γιατί οι ασθένειες, γιατί, γιατί, γιατί; Χιλιάδες πελώρια «γιατί». Κατάλαβέ το! Δεν μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίση με την πεπερασμένη λογική του τα «γιατί» αυτά. Μόνο με τον Χριστό εξηγούνται όλα: Μας προετοιμάζουν για την αιωνιότητα. Ίσως εκεί μας αξιώση ο Κύριος να πάρουμε απάντησι σε μερικά από τα «γιατί» αυτά. Αξίζει τον κόπο να σου διαβάσω ένα ωραίο ποίημα από τη συλλογή του Κωνσταντίνου Καλλινίκου «Δάφναι και Μυρσίναι» με τον τίτλο «Ερωτηματικά».

Είπα στον γέροντα ασκητή τον εβδομηκοντάρη, που κυματούσε η κόμη του σαν πασχαλιάς κλωνάρι: Πες μου, πατέρα μου, γιατί σε τούτη ‘δω τη σφαίρα αχώριστα περιπατούν η νύχτα και η μέρα; Γιατί, σαν να ‘σαν δίδυμα, φυτρώνουμε αντάμα τ’ αγκάθι και το λούλουδο, το γέλιο και το κλάμα; Γιατί στην πιο ελκυστική του δάσους πρασινάδα σκορπιοί φωλιάζουν κι όχεντρες και κρύα φαρμακάδα; Γιατί, προτού το τρυφερό μπουμπούκι ξεπροβάλει και ξεδιπλώσει μπρος στο φως τ’ αμύριστά του κάλλη, μαύρο σκουλήκι έρχεται, μια μαχαιριά του δίνει κι ένα κουρέλι άψυχο στην κούνια του τ’ αφήνει; Γιατί αλέτρι και σπορά και δουλευτάδες θέλει το στάχυ, ώσπου να γενή ψωμάκι και καρβέλι και κάθε τι ωφέλιμο κι ευγενικό και θείο πληρώνεται με δάκρυα και αίματα στο βίο, ενώ ο παρασιτισμός αυτόματα θεριεύει κι η προστυχιά όλη τη γη να καταπιή γυρεύει; Τέλος, γιατί εις του παντός την τόση αρμονία να χώνεται η σύγχυσι κι η ακαταστασία; Απήντησε ο ασκητής με τη βαρειά φωνή του προς ουρανούς υψώνοντας το χέρι το δεξί του: Οπίσω από τα χρυσά εκεί επάνω νέφη κεντά ο Μεγαλόχαρος ατίμητο γκεργκέφι (=κέντημα). Κι εφόσον εις τα χαμηλά εμείς περιπατούμεν την όψι την ξανάστροφη, παιδί μου, θεωρούμε. Και είναι άρα φυσικό λάθη ο νους να βλέπη εκεί που να ευχαριστή και να δοξάζη πρέπει. Πρέπει σαν Χριστιανός να έλθη η ημέρα που η ψυχή σου φτερωτή θα σχίση τον αιθέρα και του Θεού το κέντημα απ’ την καλή κοιτάξης και τότε... όλα σύστημα θα σου φανούν και τάξις!

Ο Χριστός, παιδί μου, δεν μας εγκατέλειψε ποτέ. Παραμένει κοντά μας, βοηθός και συμπαραστάτης, μέχρι συντελείας των αιώνων. Αυτό όμως θα το καταλάβης, μόνο αν γίνης συνειδητό μέλος της Εκκλησίας Του και συνδεθής με τα Μυστήριά της.


Το ύψος της ταπεινοφροσύνης! Η παγίδα της έπαρσης!

$
0
0

«Γιατί ο ταπεινός ποτέ δεν πέφτει. Από πού να πέσει, αφού βρίσκεται κάτω από όλους; Ταπεινώνει πολύ τον άνθρωπο η υψηλοφροσύνη, ενώ η ταπεινοφροσύνη γίνεται ύψωση και τιμιότητα και αξίωμα». (Όσιος Μακάριος, εκδ. ΕΠΕ σελ 353)

«Ας είναι παρούσα μαζί σου η ταπείνωση σε κάθε τόπο και σε όλα τα έργα που κάνεις˙ διότι, όπως το σώμα χρειάζεται το ένδυμα, είτε υπάρχει καύσωνας είτε παρουσιάστηκε υπερβολικό κρύο, έτσι η ψυχή χρειάζεται διαρκώς την ενδυμασία της ταπεινοφροσύνης.
Η ταπεινοφροσύνη είναι απόκτημα καλό και εκλεκτό˙ και αυτό το ξέρουν όλοι όσοι έσυραν ανεπαίσχυντα τον ζυγό της. Προτίμησε, καλύτερα, να βαδίζεις γυμνός και ξυπόλητος, παρά να είσαι απογυμνωμένος από αυτή˙ διότι αυτούς που την αγαπούν τους σκεπάζει με την προστασία τους ο Κύριος.

Ανώφελη όλη η άσκηση, όλη η εγκράτεια, όλη η υπακοή, όλη η ακτημοσύνη και όλη η πολυμάθεια, όταν στερείται από την ταπεινοφροσύνη. Διότι, όπως είναι η ταπεινοφροσύνη αρχή και τέλος των αγαθών, έτσι είναι η υψηλοφροσύνη αρχή και τέλος των κακών. Είναι μάλιστα πανούργο και πολύμορφο αυτό το ακάθαρτο πνεύμα.

Για αυτό και αγωνίζεται να εξουσιάζει όλους, και στον καθένα χωριστά, στον τρόπο με τον οποίο εργάζεται, στον ίδιο τρόπο στήνει την παγίδα. Τον σοφό παγιδεύει με τη σοφία, τον δυνατό με τη δύναμη, τον πλούσιο με τον πλούτο, τον όμορφο με την ομορφιά, τον γλυκόλογο με την ομιλία, τον καλλίφωνο με την καλλιφωνία, τον καλλιτέχνη με την καλλιτεχνία, τον έξυπνο με την εξυπνάδα». 
(Εφραίμ Σύρου Έργα, τομ. Β σελ 240-1, τομ. Α σελ 83)

«Μη θεωρείς σπουδαίο τον εαυτό σου προτού να ενοχληθείς από πειρασμό, διότι συνήθως, όταν έρθει ο πειρασμός, νικά και αυτούς ακόμη που νομίζουν ότι είναι σταθεροί.

Νομίζω ότι προτού να ενοχληθείς από πειρασμό, δε γνωρίζεις διόλου τον εαυτό σου, ποιος είσαι ως προς τη δύναμη. Πρέπει λοιπόν να ασφαλίζεις το νου σου και να είσαι άγρυπνος στις επιθέσεις του Εχθρού.

Όπως η φωτιά, στο χυτήριο, δοκιμάζει το χρυσάφι και το ασήμι ως προς τη γνησιότητα, έτσι στους πειρασμούς δοκιμάζονται οι ψυχές των ανθρώπων, έχοντας βοηθό τον Κύριο» 
(Οσίου Εφραίμ Σύρου, Έργα, τομ. Β σελ 242-3)

«Η φιλοδοξία.

Εάν ανάψεις όλας τας αρετάς εντός σου ως μεγάλα κηρία, καλώς θα πράξεις˙ αν όμως παραλλήλως διατηρήσεις την φιλοδοξίαν, εκείνη ως ισχυρός άνεμος ταχέως θα σβήσει όλα τα αναμμένα κηρία. Ίσως συ εκ νέου να τα ανάψεις, όμως ο άνεμος εκ νέου θα τα σβήσει. 
Δια τούτο, σταμάτησε πρώτον τον άνεμον». (αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί του καλού και του κακού, εκδ. Μπότση σελ. 252)

«Όσον σοφώτεροι εμφανιζόμεθα ενώπιον των ανθρώπων, τόσον μωρότεροι αισθανόμεθα ενώπιον του εαυτού μας. Όσον περισσότερον προβάλλομεν τας αρετάς μας ενώπιον των ανθρώπων, τόσον εντονώτερα εμφανίζονται ενώπιον μας αι συγκεκριμέναι αδυναμίαι και τα ελαττώματα μας. Ένας στρατιώτης εξομολογήθει εις τον φίλον του ότι όποτε εξεδήλωνε εις τον κόσμον και περιέγραφε τον ηρωισμόν του εις τον πόλεμον, εις την συνείδησή του τότε ήρχοντο αι εικόνες όλων των ηττών του και της δειλίας της ζωής του». 
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς Στοχασμοί περί του καλού και του κακού, εκδ. Μπότση σελ 49) 

«Ας προσπαθούμε να μένουν έναυλα μέσα μας τα λόγια του Σωτήρος: « Εάν μη στραφητε και γενήσθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. Ιη΄ 3, 4), καθώς και τα λόγια του Αποστόλου: « Ως αρτιγέννητα βράφη το λογικόν γάλα επιποθήσατε, ίνα εν αυτώ αυξηθήτε εις σωτηρίαν» (Α' Πέτρ. β' 2 ). Δηλαδή να είμαστε απλοί και καθαροί στην καρδιά.

Έχε νηπιακή απλότητα στις σχέσεις σου με τους ανθρώπους και με τον Θεό. Η απλότης της καρδιάς είναι το ύψιστο και πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Θεός είναι τελείως απλός, γιατί είναι τελείως πνευματικός και τελείως αγαθός. Μην αφήνεις λοιπόν την καρδιά σου μοιρασμένη ανάμεσα στο καλό και στο κακό». 
(αγ. Ιωάννου της Κρονστάνδης, Η εν Χριστώ ζωή μου, εκδ. Αστήρ, σελ 242)

«Μην λέγεις πως είσαι ταπεινός, μέσα είναι το γουρουνόπουλο της υπερηφάνειας. Με βλέπεις και εμέ με τούτα τα γένια; Όλο υπερηφάνεια είναι γεμάτα, και ο Θεός να μας την ξεριζώσει από την καρδίαν μας. Ο χριστιανός χρειάζεται δυο πτερύγες δια να πετάξει, να πηγαίνει εις τον Παράδεισον, με την αγάπην και με την ταπείνωσιν». 
(Πάσχου Π, Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, εκδ. Ακρίτας σελ 80)

Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: Ἀπόδειξις ὅτι εἷς ἐστι Θεός, καὶ οὐ πολλοί

$
0
0

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΚΡΙΒΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ

 Ὅτι μέν ἐστι Θεός, ἱκανῶς ἀποδέδεικται· καὶ ὅτι ἀκατάληπτός ἐστιν ἡ Αὐτοῦ οὐσία·ὅτι δὲ εἷς ἐστὶ καὶ οὐ πολλοί, τοῖς μὲν τῇ θείᾳ πειθομένοις Γραφῇ, οὐκ ἀμφιβάλλεται· φησὶ γὰρ ὁ Κύριος ἐν τῇ τῆς νομοθεσίας ἀρχῇ· Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἐξαγαγὼν σεἐκ γῆς Αἰγύπτου· οὐκ ἔσονταί σοι Θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ· καὶ πάλιν, ἄκουε Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεός σου, Κύριος εἷς ἐστι· καὶ διὰ Ἠσαΐου τοῦ Προφήτου· Ἐγὼ γάρ φησί Θεὸς πρῶτος, καὶ ἐγὼ μετὰ ταύτα, καὶ πλὴν Ἐμοῦ οὐκ ἔστι θεός· ἔμπροσθέν μου οὐκἐγένετο ἄλλος θεός, καὶ μετ' ἐμὲ οὐκ ἔσται· καὶ πλὴν Ἐμοῦ οὐκ ἔστιν· καὶ ὁ Κύριος δὲἐν τοῖς Εὐαγγελίοις, οὕτω φησὶ πρὸς τὸν Πατέρα· αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν· Τοῖς δὲ τῇ θείᾳ μὴ πειθομένοις Γραφῇ, οὕτω διαλεξώμεθα.


Τὸ Θεῖον τέλειόν ἐστι καὶ ἀνελλιπές, κατά γε ἀγαθότητα, κατά τε σοφίαν, κατά τε δύναμιν· ἄναρχον, ἀτελεύτητον, ἀΐδιον, ἀπερίγραπτον· καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, κατὰ πάντα τέλειον· εἰ οὖν πολλοὺς ἐροῦμεν θεούς, ἀνάγκη διαφορὰν ἐν τοῖς πολλοῖς θεωρεῖσθαι· εἰ γὰρ οὐδεμία διαφορὰ ἐν αὐτοῖς, εἷς μᾶλλον ἐστὶ καὶ οὐ πολλοί· εἰ δὲδιαφορὰ ἐν αὐτοῖς, ποῦ ἡ τελειότης; εἴτε γὰρ κατὰ ἀγαθότητα, εἴτε κατὰ δύναμιν, εἴτε κατὰ σοφίαν, εἴτε κατὰ χρόνον, εἴτε κατὰ τόπον, ὑστερήσει τοῦ τελείου, οὐκ ἂν εἴη θεός· ἡ δὲ διὰ πάντων ταυτότης, ἕνα μᾶλλον δείκνυσι καὶ οὐ πολλούς· πῶς δὲ καὶπολλοῖς οὖσι τὸ ἀπερίγραπτον φυλαχθήσεται; ἔνθα γὰρ ἂν εἴη ὁ εἷς, οὐκ ἄν εἴη ὁἕτερος. πῶς δὲ ὑπὸ πολλῶν κυβερνηθήσεται ὁ κόσμος, καὶ οὐ διαλυθήσεται, καὶδιαφθαρήσεται, μάχης ἐν τοῖς κυβερνῶσι θεωρουμένης; ἡ γὰρ διαφορά, ἐναντίωσιν εἰσάγει· εἰ δὲ εἴποι τις· ὅτι ἕκαστος μέρους ἄρχει· τί τὸ τάξαν, καὶ τὴν διανομὴν αὐτοῖς ποιησάμενον; ἐκεῖνο γὰρ μᾶλλον ἂν εἴη Θεός· εἷς τοίνυν ἐστὶ Θεός, τέλειος,ἀπερίγραπτος, τοῦ παντὸς ποιητής, συνοχεύς τε, καὶ κυβερνήτης, ὑπερτελὴς καὶπροτέλειος· πρὸς δὲ καὶ φυσικὴ ἀνάγκη, μονάδα εἶναι, δυάδος ἀρχήν.

Πως πρέπει να είναι οι πολιτικοί ηγέτες κατά τους Αγίους Πατέρες.

$
0
0

Καθώς η πατρίδα μας διέρχεται βαθιά οικονομική, πνευματική αλλά και πολιτική κρίση, όλο και περισσότερο ακούγονται απορριπτικές αντιλήψεις για τους πολιτικούς ηγέτες μας. Μάλιστα πολλοί αγανακτισμένοι πολίτες, εκφράζουν συχνά απόψεις τελείως απορριπτικές για το θεσμό των πολιτικών ηγετών. Ποιοι όμως πρέπει να είναι οι πολιτικοί ηγέτες; Πως οφείλουν να επιτελούν το έργο τους;Είναι αναγκαία η ύπαρξή τους; Σ’ αυτά τα ερωτήματα θα αντλήσουμε απαντήσεις μέσα από τη σοφία των Πατέρων της Εκκλησίας μας.

1. Η αναγκαιότητα των πολιτικών ηγετών και οι κίνδυνοι της εξουσίας

Μπορεί να υπάρξει οργανωμένο κράτος χωρίς πολιτικούς ηγέτες; Ο ιερός Χρυσόστομοςαπαντά:«Πρέπει να υπάρχουν οι άρχοντες, για να μην τρώμε ο ένας τον άλλο, σαν τα ψάρια» (PG 54, 596). «Ο Θεός μας χάρισε τους άρχοντες, για να έχουμε ευταξία και να μη συμπεριφερόμαστε πιο παράλογα από τα άλογα θηρία. Η εξουσία του άρχοντα είναι παρόμοια με την τέχνη του ηνίοχου και του κυβερνήτη του πλοίου» (PG 55, 491). Ταυτόχρονα όμως υπογραμμίζει: «Είναι προτιμότερο να μη διοικείται ένας λαός από κανέναν, παρά να διοικείται από έναν κακό ηγέτη» (PG 63, 231). Δυστυχώς όμως, τονίζει αλλού, «οι άρχοντες συνήθως είναι διεφθαρμένοι» (PG 59, 274).

Ας προσέξουμε τώρα τη φωνή του Μεγάλου Βασιλείου:«Οι άρχοντες υπάρχουν όχι για να καυχώνται για τη σπουδαία θέση την οποία κατέχουν, αλλά για να τιμούν οι ίδιοι τη θέση αυτή» (PG 32, 497). Γι’ αυτό «όσοι επιδιώκουν την αρετή, δεν αναλαμβάνουν με ευχαρίστηση δημόσια αξιώματα. Αντίθετα, όσοι αποβλέπουν σε χρήματα και δόξα, θεωρούν μέγιστο αγαθό την κατάκτηση κάποιας εξουσίας, για να μπορούν να αποκτούν όσα επιθυμούν» (PG 32, 1041). «Έργο των αρχόντων είναι: να αναχαιτίζουν τις αταξίες του λαού, να τον κατευθύνουν στο σωστό. Όταν όμως αυτοί πρώτοι παραβαίνουν το νόμο, πώς μπορούν να καθοδηγούν τους άλλους;» (PG 56, 24). Γι’ αυτό «πολλοί ηγέτες, όταν κλέβουν, αναγκάζονται να είναι επιεικείς στους αλ­λους, επειδή έχουν χάσει την παρρησία τους» (PG 51, 309).

Για το ίδιο ζήτημα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: «Πολλοί άρχοντες σπαταλούν αμέτρητα χρήματα για να κατασκευάσουν πολυτελή έπιπλα, και άλλοι βάζουν τα ακριβότερα αρώματα και ευφραίνονται με τη μουσική των οργάνων, αντί να συμπάσχουν και να υποφέρουν για τη συντριβή του λαού» (PG 35, 961). Γι’ αυτό, ο ιερός Πατήρ απευθύνεται σ’ αυτούς και τους λέει: «Να σέβεστε το αξίωμά σας. Γνωρίζετε πόσο σπουδαίο είναι το έργο σας και τι μεγάλο μυστήριο βρίσκεται γύρω από σας. Κόσμος ολόκληρος βρίσκεται κάτω από την εξουσία σας. Γίνεστε ‘‘θεοί’’ στους υπηκόους σας» (PG 36, 277).

2. Ποιο έργο πρέπει να επιτελούν οι πολιτικοί ηγέτες;

Λέει επιγραμματικά γι’ αυτό το θέμα ο Μέγας Βασίλειος: «Οι άρχοντες πρέπει να υπερασπίζονται τα δικαιώματα του Θεού, να τιμωρούν τους παραβάτες» (ΒΕΠΕΣ 53, 125). Και ο ιερός Χρυσόστομος συμπληρώνει: «Δεν πρέπει να επιζητούν τη δική τους τιμή αλλά το κοινό συμφέρον» (PG 62, 671). «Δεν ξεχωρίζουν από τη χλαμύδα, αλλά από το ότι προστατεύουν όσους υποφέρουν, διορθώνουν τα κακώς έχοντα, τιμωρούν την αδικία, δεν επιτρέπουν να καταπατείται το δίκαιο» (PG 52, 678).

3. Ποιά όμως πρέπει να είναι τα προσόντα των πολιτικών ηγετών;

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τα επισημαίνει: «Οι άρχοντες πρέπει να ξεπερνούν κατά πολύ τους άλλους, να γίνονται καθημερινά ανώτεροι, να έχουν αξία και αρετή ανάλογη με το αξίωμά τους» (PG 36, 547). Και ο ιερός Χρυσόστομος: «Ο πολιτικός ηγέτης πρέπει να έχει βίο ακηλίδωτο, ώστε να τον έχουν όλοι ως παράδειγμα» (PG 62, 547). «Εκείνος που ασκεί την πολιτική εξουσία δεν θα μπορέσει να τη διαχειρισθεί δίκαια, αν προηγουμένως δεν κυβερνήσει τον εαυτό του όπως πρέπει, και αν δεν τηρήσει με μεγάλη ακρίβεια και τους πολιτικούς και τους θρησκευτικούς νόμους» (PG 61, 508). «Εκείνος που είναι σε θέση να άρχει και να άρχεται, αυτός θα μπορέσει να κυβερνήσει και την οικογένειά του. Εκείνος που μπορεί να κυβερνήσει το σπίτι του, θα μπορέσει να κυβερνήσει και μια πόλη, θα μπορέσει να κυβερνήσει όλη την οικουμένη. Αν όμως δεν είναι σε θέση να ρυθμίσει τον ψυχικό του κόσμο, πώς θα μπορέσει να κυβερνήσει την οικουμένη; Πώς θα ωφελήσει άλλους αυτός που δεν μπόρεσε να ωφελήσει τον εαυτό του;» (PG 60, 366). Και αλλού σημειώνει: «Ο άρχοντας σ’ αυτό κυρίως πρέπει να άρχει, στο να νικάει με την αρετή του. Αν όμως νικιέται, δεν είναι πλέον άρχοντας» (PG 62, 99). Γι’ αυτό «ο άριστος άρχοντας πρέπει να είναι αδυσώπητος στον εαυτό του και στις πράξεις του» (PG 58, 668).

Και επιλέγει ο ιερός Χρυσόστομος: «Οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να έχουν υψηλή νοημοσύνη, να μιλούν με παρρησία, να περιφρονούν τα βιοτικά, να μισούν την πονηρία, να είναι ήπιοι και φιλάνθρωποι» (PG 52, 678). Έχουν χρέος «να παραβλέπουν τα δικά τους συμφέροντα και να φροντίζουν για τα προβλήματα του λαού τους» (PG 55, 306).

Τέτοιοι λοιπόν πρέπει να είναι οι πολιτικοί άρχοντες: ικανοί, αδιάφθοροι, ακέραιοι. Φιλάνθρωποι, φιλοπάτριδες και φιλόθεοι. Ανώτεροι σε αρετές και σε ικανότητες από το λαό. Τέτοιους πολιτικούς έχει ανάγκη ιδιαιτέρως σήμερα και η πατρίδα μας. Τέτοιους πολιτικούς έχει χρέος να εκλέγει και ο λαός.

Από το Περιοδικό: «Ο ΣΩΤΗΡ»

Πηγή: sophia-siglitiki.blogspot.gr/Αέναη επΑνάσταση


Α' Οικουμενική Σύνοδος ή Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας 
αποκαλείται η εκκλησιαστική σύνοδος, 
που διενεργήθηκε το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ - ΠΑΝ.ΧΡΗΣΤΟΥ - ΤΟΜΟΣ 3

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ - ΠΑΝ.ΧΡΗΣΤΟΥ - ΤΟΜΟΣ 4

Viewing all 1937 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>