Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

11. ΠΟΙΜΗΝ ΤΟΥ ΕΡΜΑ

$
0
0


11. ΠΟΙΜΗΝ ΤΟΥ  ΕΡΜΑ

Το έργο Ποιμήν, πού άνήκει στήν Εουδαιοχριστιανική άποκαλυπτική γραμματεία, έγραψε μεταξύ 120 καί 140 μάλλον κάποιος, τοΰ όποιου τό δνομα δηλώνεται στήν άρχή τοϋ κειμένου (1, 4) καί είναι Έρμάς. Στόν Κανόνα τοΰ Muratori διαβάζομε δτι ό Έρμάς αύτός ήταν άδελφός τοΰ έπισκόπου Ρώμης Πίου (142 - 155), κάτι πού δέν μποροϋμε δμως νά έπιβεβαιώσωμε. Τά αύτο- βιογραφικά πάλι στοιχεία στόν ποιμένα είναι φανταστικά χάριν τής οικονομίας τοΰ έργου. Ό τίτλος Ποιμήν, συνδέεται βέβαια μέ τόν άγγελο πού παρέχει, δπως και ή γυναίκα, τις αποκαλύψεις, εξηγείται δμως και άπδ τή διάθεση τοΰ Έρμα νά κατευθύνη, νά ποιμάνη τούς πιστούς.


Σκοπός τοΰ έργου είναι βασικά νά όδηγήση τούς άνθρώπους στή μετάνοια καί νά τούς διδάξη νά ζοΰν ήθικά κι ένάρετα. Γιά νά γίνη πειστικός δ Έρμας, έμφανίζει τόκήρυγμά του περί μετανοίας σάν αποκάλυψη, πού τοΰ δίδεται άπό τό Θεό μέσω σεβαστής γυναίκας καί ωραίου αγγέλου σέ περι¬βάλλον συχνά ειδυλλιακό (τά έλληνικά άρκαδικά τοπία).
Ό συντάκτης τοΰ £ργου είναι άσημος συγγραφέας, ήθι κολόγος καί δχι θεολόγος, εύφάνταστος, φλύαρος, άλλά καί παραστατικός, δυσνόητος ένίοτε, άλλά καί έλκυστικός. Ή σταθερή αισιοδοξία του άφαιρεΐ κάθε βάθος άπό τή μετά¬νοια, ή όποία καί δέν £χει μυστηριακό χαρακτήρα. Τό εργο γενικά έκφράζει τό πνεΰμα τών κύκλων έκείνων, οί όποιοι κινοΰνταν μεταξύ άποστολικής παραδόσεως καί ίουδαϊσμοΰ. Ή Έκκλησία μέχρι τό 150 τουλάχιστον (διότι γενικά τά απόκρυφα έχουν πλέον σαφή ή σαφέστερο γνωστικό ή ιου¬δαϊκό χαρακτήρα) εζησε τή σύγχυση αύτή σέ μεγάλο βα¬θμό, παρά τούς άγώνές της πρός αυτοσυνειδησία (Ιγνάτιος). Πολλοί δηλαδή χριστιανοί δέ διέκριναν σαφώς μεταξύ Εκ¬κλησίας καί ίουδαϊσμοΰ, δέ θεωροΰσαν άναγκαία τήν έγ- κατάλειψη τής ιουδαϊκής παραδόσεως (π.χ. κοινότης Κουμ- ράν - Έσσαΐοι), δπως καί δέ διέκριναν μεταξύ ΠΔ καί ίου¬δαϊσμοΰ. Ή κατάσταση αύτή άποτελοΰσε γενικώτερο φαι-νόμενο σέ άρκετές περιοχές καί γιά πολλούς πιστούς, καθώς άποδεικνύει τό γεγονός δτι τόν Ποιμένα, πού έκφράζει τήν έν λόγω σύγχυση, τιμούσαν ιδιαίτερα στήν αρχαία Έκκλησία συγγραφείς δπως ό Είρηναΐος, ό Τερτυλλιανός, ό Ώριγένης (πού πληροφορεί δμως δτι άλλοι περιφρονοΰσαν τόεργο) κ.ά., οί όποιοι θεωροΰσαν τό έργο Γραφή ή σχετικό μέ τόν Κα¬νόνα τής ΚΔ ή δευτεροκανονικό (Μ. Αθανάσιος). Αύτά ύ- πογραμμίζουν τό πόσο δύσκολα ή Έκκλησία έξήλθε άπό τή σύγχυση τών όρίων της μέ τόν ιουδαϊσμό καί τήν ηθικο¬λογία τοΰ έλληνισμοΰ.
Στόν Ποιμένα ό Έρμάς δέν άναφέρει τούς όρους Λόγος καί Ίησοϋς Χριστός παρά μόνο τούς δρους Σωτήρ,Υίός του  Θεοϋ καί Κύριος, πού ώς άγιο Πνεΰμα (ταύτιση) κατοίκησε στή σάρκα. Ή άγγελολογία συγχέεται μέ τήν πνευματολο- γία. Ή άρετολογία είναι ή βάση τοϋ οικοδομήματος του. Χαρακτηριστικά μάλιστα τήν Έκκλησία, πού παρομοιάζει μέ πύργο, στηρίζουν καί φυλάττουν οί άρετές, μολονότι. «πάντων πρώτη έκτίσθηϊ) (8, 1) καί μολονότι μέσω αύτής κτίσθηκαν τά πάντα. Ή μετάνοια γίνεται δεκτή μόνο μιά φορά. Ό Έρμας είναι ό πρώτος χριστιανός συγγραφέας πού όμιλεΐ γιά ύπέρτακτα εργα (56, 2-3). Επίσης δέχεται τό δεύτερο γάμο.
Tό Εργο

 Ό Ποιμήν τοΰ Έρμα παραδίδεται βασικά άπδ τούς κώδικες : Michigan τοΰ Γ' αί. (μδνο τίς Παραβολές 2, 8-9, 5), Σιναϊτικό τοΰ Δ' αί. (άποσπάσματα) καί άθωνικου Γρηγορίου 96 τοΰ ΙΔ' αί. (ό οποίος περιείχε ολό-κληρο τδ κείμενο, τοΰ όποίου δμως μέρος αφήρεσε δ περιβόητος πλαστογράφος Κ. Σιμωνίδης τδ 1855, δταν άνακάλυψε τον κώδικα τοΰτο). Μέ τή βοήθεια τών αποσπασμάτων πού άνευρέθηκαν στό μεταξύ έχομε στά έλληνικά όλόκλη- ρο τό κείμενο, τό όποιο σημειωθήτω σώζεται καί σέ δύο λατινικές μεταφράσεις, τής έποχής τοΰ 200 καί 400. Ή μορφή καί τό περιεχόμενο τοΰ έργου τούτου δημιουργοΰν τεράστια καί δυσεπίλυτα προβλήματα, πού έπιτείνονται άπό τήν έλλειψη εξωτερικών μαρτυριών. Κατ' άρχήν τό έργο άποτελεΐται άπό 5 δρά¬σεις, 12 έντολές καί 10 παραβολές, πού στίς πρόσφατες κριτικές εκδόσεις ά- ριθμοΰνται 6λες ενιαία. Βάσει εσωτερικών κριτηρίων δ Giet διαπιστώνει δτι έχομε στό έργο τρία άνεξάρτητα μεταξύ τους μέρη: ορ. I-IV// παραβ. Ι-ΙΧ// όρ. 5, έντπαραβ. Χ. Ή ριζική διάκριση σέ μέρη προϋποθέτει καί πολ¬λούς συγγραφείς. Ή έρευνα δέν έχει καταλήξει άκόμη— καί δέν φαίνεται δτι, θά καταλήξη— σέ παραδεκτά άπ' δλους συμπεράσματα. Γι' αύτό καί, χωρίς ν' άμφίσβητοΰμε τή σοβαρότητα πολλών έπιχειρημάτων, δεχόμεθα τήν παρα¬δοσιακή άποψη δτι συγγραφέας τοΰ Ποιμένα είναι ένας (ιδιαίτερη άξια έχουν έν τούτοις τά γλωσσικά επιχειρήματα τοϋ W. Coleborne, πού θέλει πε¬ρισσοτέρους άπό Ινα συγγραφείς). Συγχρόνως δμως, πρός εξήγηση τών πολ¬λών διαφορών, προτείνεται ή λύση δτι πρώτα γράφηκε τό τμήμα όρ. I - IV καί άκολούθησαν ώς εύρύτερη άνάπτυξη τά λοιπά. *Η διαδικασία δυνατόν νά διήρκεσε άπό τό 100 μέχρι τό 140, άν βέβαια τό έργο δέ γράφηκε ολόκληρο τήν ίδια έποχή, μάλιστα μεταξύ 120 καί 140.
"Η χρονολογία τοΰ έργου είναι δυσεξακρίβωτη. Ή εύφάνταστη ιδιοσυγ-κρασία τοΰ Έρμα τον άπομάκρυνε τόσο πολύ άπό τό ιστορικό περιβάλλον του, ώστε καί οί έσωτερικές μαρτυρίες νά είναι άσθενεΐς. *Η περίοδος πάντως με¬ταξύ 100 καί 130 δικαιολογεί τήν ύπαρξη καί τή δράση τοΰ Έρμα σέ μεγάλο βαθμό, ένεκα της ευρείας συγχύσεως καί των ποικιλωτάτων τάσεων της επο¬χής στούς κόλπους τής Εκκλησίας. Πηγές τοΰ Ποιμένα εϊναι ή ΠΔ, τά Ευαγγέλια κι 'Επιστολές τοϋ Παύλου. Συγχρόνως δμως έμφανίζει σαφή σχέση μέ απόκρυφα έργα, δπως είναι τδ IV νΕσδρα, αί ΔιαΟήκαι τών 12 Πατριαρ¬χών καί μία άπδ τίς πηγές πού παραδίδουν τή διήγηση περί τών Δύο όδών, γνωστή άπδ τή Διδαχή καί τή δήθεν 'Επιστολή τοΰ Βαρνάβα. Στά έρμητικά έπίσης κείμενα καί μάλιστα στδν Ποιμάνδρη, δπως στδν Πίνακα Χοϋ Κέβητος καί στά κείμενα τοΰ Κουμράν, ύπάρχουν θέματα καί μορφές πού γνωρίζει δ Έρ¬μάς. "Ο Michaels επισήμανε γλωσσικές δμοιότητες στο κείμενο τοΰ Έρμα καί τοΰ Συμμάχου, πού άνήκε στούς κύκλους τών Έβιωναίων.
Ό Ποιμήν μεταφράσθηκε στήν κοπτική καί τήν αίθιοπική, καθώς καί στήν άχμινική καί τήν περσική. Άπδ τίς δύο τελευταίες έχομε μόνο άποσπάσματα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις: ΒΕΠ 3, 38-110. Μ. WHITTAKER, Der Hirt des Hermas, Berlin 21967. R. JOLY, Hermas le Pasteur (SCh 53 bis), Paris 1968. E. LAPPA-ZIZIKAS, Cinq fragments du Pasteur d'Hermas dans un manuscrit de la Bibliothfcque nationale, είς RSR, 1965, σσ. 251-256. Κ. TREU, Ein neuer Hermas-Papyrus, εις VC 24 (1970) 34¬39.
Μελέτες: S. SALAVILLE, Le «Pasteur» d'Hermas et la «Divine Comedie» de Dante, είς EO 20 (1921) 385-401. A. STROM, Allegorie und Wirklichkeit im Hirten des Hermas, Upsala-Leipzig 1936. B. POSCHMANN, Paenitentia secunda, Bonn 1940, σσ. 134-205. Ε. PETERSON, Kritische Analyse der V. Vision des Hermas, είς HJG 77 (1958) 362-369. S. PRETE, Cristianesimo antico e riforma orthodossa. Note intorno al «Pastore» di Herma, είς Convivium, 1950, σσ. 114-128. W. SCHMID, Eine friih- christliche Arcadien-Vorstellung, είς Convivium, 1954, σσ. 121-130. Ε. PETERSON, Die Begegnung mit dem Ungeheuer Hermas, Visio IV,είς VC 8 (1954) 52-71. K.RAH- NER, Die Busslehre im Hirten des Hermas, είς ZKTh 77 (1955) 385- 431. R. JOLY, La doctrine penitentielle du Pasteur d'Hermas et l'exdgfese ricente, RHR 147 (1955) 32-49. K. HOERMANN, Das «Reden im Geiste» nach der Didache und dem Pastor Hermae, εις Mystische Theologie 3 (1957) 135-161. J. DANIELOU, Th6oIogie du judio - christianisme, Tournais-Paris 1958, σσ. 46-49 καί 169-177. F. BAR- BERET, La formule ζην τω Θεω dansle Pasteur d'Hermas, εις RSR 46 (1958) 379-407. J. SCHWARTZ, Survivance litteraires paiennes dans le Pasteur d'Hermas, είς RB 72 (1965) 240-247. L.BARNARD, The Shepherd of Hermas in recent Study, εις The Hey throp Journal 9 (1968) 29-36. L. PERNVEDEN, The Concept of the Church in the She¬pherd of Hermas,Lund 1966. S.GIET, De trois expressions... dans le Pasteur d'Hermas, εις SP VIII (1966) 24-29. G. CORTI, II Pastore (I Padri Apostolici, σσ. 239-353), Roma 1966.1. SURUBARU, Doctrina despre biserica «Pastorul lui Herma», el$Studii teologice 19 (1967) 432-45. G. MEDICA, La penitenza nel Pastore di Erma, εις Rivista liturgica 54 (1967) 573-596. S. GIET, 'A propos de l'ecctesiologie du Pasteur d'Hermas, RHE 63 (1968) 429-437. The Shepherd of Ilermas, new transl. and comment by G. SNY¬DER, Camden 1968.
Η. OPITZ, Urspriinge fruhkatholischer Pneumato logie..., Berlin 1960. ST. GIET, Ilermas et les Pasteurs, Paris 1963. O. SOFFRITI, Erma il Pastore (Introduzione, traduzione e note), Albae 1970. W. COLEBORNE, The Shepherd of Hermas. A case of multiple autorschip and some implications, είς SP10 (1970) 65-70. J.MICHAELS, The level ground in the Shepherd of Hermas, είς ZNW 59 (1968) 245-250. J. REI- LING, Hermas and christian prophecy, Leiden 1973,




7. ΚΟΔΡΑΤΟΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΑΙ

$
0
0



7. ΚΟΔΡΑΤΟΣ   ΑΠΟΛΟΓΗΤΑΙ


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Ό Κοδρατος άπό τή Μικρά 'Ασία είναι ό πρώτος γνωστός χριστιανός πού εγραψε μέ σκοπό νά έξηγήση στούς έκτός Εκκλησίας τή στάση τών χριστιανών καί νά υπεράσπιση αύ¬τούς κατά τίς έναντίον τους άδικες επιθέσεις τών έπισήμων παραγόντων τοϋ κράτους, τών έκπροσώπων τών φιλοσοφικών ρευμάτων καί τοΰ λαοΰ.
Άπό τόν Κοδρατο οί χριστιανοί άρχισαν σιγά - σιγά νά γράφουν καί γιά μή χριστιανούς. "Αρχισαν νά έκφράζωνται ετσι, ώστε ό λόγος τους νά συνιστά: α) άπάντηση στίς κατη-γορίες έναντίον τών χριστιανών, β) άπάντηση στίς μεταφυσικές ή θρησκευτικές άντιλήψεις τών μορφωμένων τής έποχής, γ) άπολογία ή δικαίωση τής πίστεως καί στάσεως τών χριστιανών. Τοΰτο προϋπέθετε χριστιανούς συγγραφείς, γνώστες τών φιλοσοφικοθρησκευτικών ρευμάτων τής έποχής. Τέτοια γνώση θά έχουν στό έξής όχι μόνο οί λεγόμενοι άπολογητές τοϋ Β' αί,, άλλά καί όλοι οί μεγάλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς τών αιώνων πού άκολούθησαν.


Ό Κοδράτος έγραψε 'Απολογία, τήν όποια επέδωσε στόν αύτοκράτορα 'Αδριανό τό 123/24 ή τό 129. Σήμερα σώζεται μόνο μικρό άπόσπασμα (Εύσεβίου, Έκχλ. ίστορ. Δ 3, 1-2), τό όποιο αναφέρεται στήν έγκυρότητα τών 6αυμάτων τοΰ Κυρίου. Γιά τό συγγραφέα δ Εύσέβιος σημειώνει άπλώς δτι ή 'Απολογία του είναι λαμπρό τεκμήριο τής όξύνοιάς του, της δρθής καί α¬ποστολικής πίστεως του καί της άρχαιότητός του. Πιθανώτατα λοιπόν 6 Κοδράτος νά υπήρξε μαθητής τών άποστόλων, άλλά μέ τόν έπίσκοπο 'Αθη¬νών Κοδράτο, πού άναφέρει ό Διονύσιος Κορίνθου, δέν πρέπει νά έχη σχέση, διότι ο τελευταίος έζησε στούς χρόνους τοΰ Διονυσίου Κορίνθου, δηλ. περί τό 170-180. Ό P. Andriessen προσπάθησε νά ταύτιση τή χαμένη 'Απολο¬γία τοΰ Κοδράτου μέ τήν άνώνυμη 'Επιστολή πρός Αιογνητον, άλλά ή θεω¬ρία του δέν είναι πειστική.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
J. HARRIS, The Quest for Quadratus, είς Bull. John Rylands Library 8(1924) 384-397. E. KLOSTERMANN-E. SEEBERG, Die Apologie der hi. Katharina, Berlin 1924. P. ANDRIESSEN, L'Apologie de Quadratus conserve sous le nom d'fipitre a Diognfete, είς RTAM 13 (1946) 5-39, 125-149, 257-260. Βλέπε καί 14 (1947) 121-156. G. BARDY, Sur l'apologiste Quadratus, είς Annuaire de I'Inst. de Philol. et d'Hist. orientales el slaves 9 (1949) 75-86. P. ANDRIESSEN, Un prophfcte du Nouveau Testa¬ment, είς Bijdragen van de Phil, eu Theol. Faculteiten der Nederl. Zezuiten 11 (1950) 140-150.

 ΑΠΟΛΟΓΗΤΑΙ — ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Έπειδή τά άπολογητικά κείμενα τών χριστιανών συγγραφέων τοΰ Β' αί. συνήθως συνεκδίδονται, έπειδή οί συγγραφείς αύτοί συχνά συνεξετάζον¬ται άπό άρχαιότερους κυρίως ερευνητές κι επειδή ύπάρχουν πολλές γενικές μελέτες (γιά περισσότερους άπό ένα άπολογητές), τίς οποίες δέν θά μνημο- νεύσωμε στά έπί μέρους λήμματα, κρίναμε χρήσιμο νά παραθέσωμε εδώ σύν¬τομη καί κατ' επιλογήν σχετική βιβλιογραφία:
Ε. J. GOODSPEED, Die altesten Apologeten, Gottingen 1914. Ο. ZOKLER, Geschichte der Apologie des Christentums, Gutersloh 1907. W. CARSLAW, The Early Christian Apologetics, London 1911. E. PUECH, Les apologistes grecs du 2e s. de notre 6re, Paris 1912. J. GEFFCKEN, Das Christentum in Kampf und Ausgleich mit der griechisch-romischen Welt, Leipzig-Berlin 81920. I. ΜΟΣΧΑΚΗ, Μελέτη περί τών χριστιανών άπολογητών τοΰ β' καί γ' αιώνος, 'Αθήνα 1876. C. MOODY, The Mind of the Early Converts, London 1920. J. GIORDANI, La prima polemica cristiana, gli apolo- getici greci del II0 secolo, Torino 1930. V. LITTLE, The Christology of the Apolo¬gists..., London 1934. G. PRESTIGE, Got in Patristic Thought, London 1936. H. Ros- SBACHER, Die Apologeten als politisch-wissenschaftliche Schriftsteller, Halbersdt 1937. P. PALAZZINI, II inonotheismo nei padri apostolici e negli apologistici del II0 secolo, Roma 1945. A. CASAMASSA, Gli apologisti greci, Roma 1944. M. PELLECRINO, Studi sull' antica apologetica, Roma 1947. W. SCHMID, Fruhe Apologetik und Pla¬tonismus, είς Hermeneia, Heidelberg 1952, σσ.163-182. R. GRANT, The Chronology of the Greek Apologists, είς VC 9 (1955) 25-33. H. WEY, Die Functionen der bosen Geister bei den griechischen Apologeten des 2. Jahrh. nach Christus, Winterthur 1957. W. PANNENBERG, Die Aufnahme des philosophischen Gottesbegriffes als dogma- tisches Problem der frilhchristlichen Theologie, είς ZKG 70 (1959) 1-45. Κ. ΜΠΟΝΗ, Οί Άπολογηταί τοϋ Β' καί Γ' αίώνος έν τη σχέσει αύτών πρί>ς τόν έλληνισμόν, 'Αθήνα 1960. J. DANIELOU, Message 6vang£lique et culture h^ltenistique au He et III sifecle, Paris 1961. A. P. O'HAGAN, Material re-creation in the Apostolic Fathers, Berlin 1968. Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Ή Χριστολογία τών 'Απολογητών, είς Κληρονομιά 1 (1969) 39-64- Α. DULLES, A history of Apologetics. Theological ressources, London 1971. V. ZEE- GERS-VANDER, Les citations des pontes grecs chez les apologistes chr6tiens du II sifecle (είς Rec. de Trav. d'hist. et de philol. 4e S6r. 47), Louvain 1972. R. JOLY. Christianisme et philosophie. Etudes sur Justin et les apologistes grecs du He sifecle» Bruxelles 1973.

8. ΕΠΙΣΤΟΛΗ δήθεν TOY ΒΑΡΝΑΒΑ

To κείμενο δέν είναι πράγματι επιστολή, άλλά οίκοδομητικοθεολογικό έργίδιο,πού δέν έχει σχέση μέ τόν άπόστολο Βαρνάβα. Επομένως είναι άπό- κρυφο έργο κι έκφράζει τό άντιιουδαϊκό κλίμα, πού δημιουργήθηκε στούς κόλπους της Εκκλησίας, ένεκα της εμμονής ίουδαιοχριστιανών στό Τυπικό της ΠΔ. Ό συντάκτης τοΰ κειμένου μας, πού παραμένει άγνωστος, έλαβε στό θέμα τήν άκραία θέση καί καταδίκασε άπόλυτα τήν ΠΔ. Τήν άξια της βλέπει μόνο στό δτι μερικά σημεΐά της όδηγοΰν στήν άλήθεια τής ΚΔ μέ άλληγορική έρμηνεία, ή οποία δμως δέν έχει δρια και μέτρο. Ό συγγραφέας είναι κάποιος έξ εθνικών χριστιανός, πού εργάσθηκε ώς προφήτης ή διδάσκα¬λος, άλλά πού δέν έκπροσωπεΐ πάντοτε τή γνήσια Παράδοση τής Εκκλησίας. Καί τοΰτο διότι θεωρεί τούς άποστόλους ύπερβολικά άμαρτωλούς κατά τήν κλήση τους (5, 9), άπορρίπτει καί περιφρονεί τελείως τήν ΠΔ, τήν οποία ή Έκκλησία θεωροΰσε παιδαγωγό (Παΰλος), καί παρουσιάζει γενικά άπόκλιση πρός τό Γνωστικισμό. Ώς ένα σημείο μάλιστα δ ψευδό - Βαρνάβας μπορεί νά θεωρηθή τό προστάδιο τοΰ Μαρκίωνα. Ό συντάκτης σκοπό τοΰ έργου του θέτει τήν «τελείαν γνώσιν» (1, 5) τών πιστών, διότι ή πίστη άποτελεΐ μόνο τήν άρχή. Στή γνώση αύτή, πού προορίζεται γιά λίγους, άνήκει εκτός άλλων ή απόρριψη καί ή άλληγορική έρμηνεία της ΠΔ. Τό έργίδιο άποτελεϊται βασι¬κά άπό δύο μέρη: Τά κεφ. 1-17 καί τά κεφ. 18 - 21. Τό δεύτερο περιέχει τό προσφιλές θέμα τών δύο όδών (φωτός καί σκότους) καί στηρίζεται σέ πηγή πού είναι κοινή και γιά τή Διδαχή. Τό πρώτο μέρος, τό καί σπουδαιότερο, βασίζε¬ται σέ άντιιουδαϊκά καί χριστολογικά (άν μποροϋμε νά χρησιμοποιήσωμε τόν βρο) ανθολόγιαy τά όποια τότε θά ήσαν σέ χρήση. "Ετσι δ συντάκτης είναι βασικά διασκευαστής παλαιότερου ύλικοΰ καί εκφραστής γνωστών άντιλή- ψεων, δπως ή Subordinatio καί ή ταχεία έλευση τοΰ Κυρίου. Τά κεφ. 18 - 21 θεωροΰνται προσθήκη πού έγινε στό τέλος τοΰ Β' αίώνα. Τίποτε δμως δέν εμποδίζει καί τό β' μέρος νά συντάχθηκε μεταξύ 100 καί 130, έποχή κατά τήν οποία νομίζομε δτι συντάχθηκε τό πρώτο μέρος. Ό φόβος τοϋ ίουδαϊσμοΰ, ή ελαφρά επίδραση τοΰ Γνωστικισμοΰ, ή έλλειψη οργανώσεως της Εκκλησίας -καί τό πνευματικό κλίμα τοΰ κειμένου ταιριάζουν περισσότερο στούς χρόνους αύτούς, ύπό τόν δρο μάλιστα δτι έχομε άπλή διασκευή παλαιότερου ύλικοΰ. Έάν ύποθέσωμε δτι γράφηκε πρό τοΰ 100, δέν θά μπορούσαμε νά έξηγήσωμε εΰκολα τή γνωστική του απόκλιση. Έάν γραφόταν μετά τό 130, δέν θά μπορού¬σαμε νά έξηγήσωμε εΰκολα τήν εμβρυώδη εκκλησιαστική καί θεολογική κατά¬σταση πού έκφράζει ό συντάκτης. Πιθανός τόπος συντάξεως τοΰ έργιδίου είναι ή Παλαιστίνη. Κατά τόν Robillard δυνατόν τό έργο νά γράφηκε άπό έξ ιου¬δαίων χριστιανό μαθητή τοΰ Βαρνάβα. Βραδύτερα δμως επεξεργάσθηκαν τό κείμενο δύο συντάκτες, ένας ιουδαιοχριστιανός ελληνιστής περί τό 90-115 χοά Ινας άντινομιστής γνωστικός περί τό 130.
Τό έργίδιο σώζεται καί σέ λατινική μετάφραση τοΰ Γ' αί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
'Εκδόσεις: ΒΕΠ 2,227-243. P. PRIGENT-R. KRAFT, fipitre de Barnaba (SCh 172), Paris 1971. O. SOFFRITTI, La lettera di Barnaba (είσαγ. μετάφρ. σημειώσεις), Edizioni Paoline 1974. J. M. HEER, Die Versio latina des Barnabasbriefes..., Freiburg i. Br. 1908. F. SOR. BARCELLONA, Epistola di Barnaba (Corona Patrum 1), Torino 1975.
Μελέτες: PH. HAUSER, Der Barnabasbrief neu untersucht und erklart, Paderborn 1912. P. MEINHOLD, Geschichte und Exegese im Barnabasbrief, είς ZKG 64 (1940) 255¬303. C. ANDRY, Introduction to the Epistle of Barnabas, Harvard 1950. G. SCHILLE, Znr urchristlichen Tauflehre: Stilistische Beobachtungen am Barnabasbrief, είς ZNW 49 (1958) 31-52. L. BARNARD, The Problem of the Epistle of Barnabas, είς ChQ 159 •(1958) 211-230. A. HERMANS, Le Pseudo-Barnab<§ est-il millenariste? είς EThL 35 (1959) 849-876. R. KRAFT, Barnabas'Isaiah Text and the 'Testimony Book' Hy¬pothesis, εις JBL 79 (1960) 336-350. P. PRIGENT, Les Testimonia dans le christianisme primitif. L'fipltre de Barnab6 (I-XVI) etses sources, Paris 1961. L. BARNARD, Is the Epistle of Barnabas a Paschal Homily? είς Studies in the Apostolic Fathers, Oxford 1966, σσ. 73-85. Βλέπε στό ϊδιο ίργο: The Dead Sea Scrolls, Barnabas, the Didache itnd the Later History of the "Two Ways' (σσ. 87-107) καί The Use of Testimonies in the Early Church and in the Epistle of Barnabas (σσ. 109-135). W. SHEA, The Sab¬bat in the Epistle of Barnabas, εις Andrews Univ. Seminary Studies 4 (1966) 491¬175. R. KRAFT, A unnoticed papyrus fragment of Barnabas, είς VC 21 (1967) 150¬163. G. ABI-SABER, Le baptfeme dans l'Epltre de Barnaba (άραβικά), εις Melto 4 (1968) No 2, 193-215. E. ROBILLARD, L'£pitre de Barnaba,* trois ipoques, trois theologies, trois redacteurs, είς Rb 78 (1971) 184-209. Κ. WENGST, Tradition und Theologie des Barnabasbriefes, Berlin 1971.

9. ΚΑΡΠΟΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΦΑΝΗΣ

Ή άκμή τοϋ γνωστικισμοΰ άρχίζει μέ τήνάνατολή τοΰ Β' αί. μ.Χ. Στούς πρώτους ονομαστούς δασκάλους του καταλέγεται δ Καρποκράτης, πού έδρασε <ττήν 'Αλεξάνδρεια, τή μεγάλη αύτή χοάνη θρησκευτικών καί φιλοσοφικών ρευμάτων καί διά τοΰτο κατάλληλο χώρο γιά νά γίνη λίκνο τοΰ γνωστικισμοΰ. Ή άκμή τοΰ Καρποκράτη τοποθετείται στούς χρόνους τοΰ αύτοκράτορα 'Α¬δριανού (117 - 138). Στήν 'Αλεξάνδρεια ήταν γνωστός ώς φιλόσοφος καί μά¬λιστα διδάσκαλος τής πλατωνικής φιλοσοφίας, άπό τήν όποία έπηρεάσθηκε. Νυμφεύθηκε τήν 'Αλεξάνδρεια άπό τή Σάμη τής Κεφαλληνίας καί άπέκτησε υιό, τόν Έπιφάνη, πού έγινε καί συνεχιστής του. Πρέπει δμως νά ύπογραμμί- σωμε τήν πρόσφατη ύπόθεση τοΰ Η. Kraft, σύμφωνα μέ τήν όποία δέν υπήρ¬ξε γνωστικός μέ τό δνομα Καρποκράτης, άλλά γνωστική σχολή πού πήρε τό ΰνομα τοΰ αίγυπτιακοϋ θεοΰ Harpocrate.
Ό Έπιφάνης είναι άπό τούς άρχαιότερους γνωστικούς συγγραφείς, τών όποιων σώθηκαν άποσπάσματα. Μολονότι δέ πέθανε σέ ήλικία 17 έτών, προσπάθησε νά δώση μορφή στή διδασκαλία τοϋ πατέρα του. Άπό τά αποσπά¬σματα πληροφορούμεθα δτι δ Καρποκράτης θεωροϋσε τόν Ίησοΰ φυσικό υίό τής Μαρίας καί τοΰ 'Ιωσήφ, δικαιότερο άπό τούς άλλους άνθρώπους καί έλευθε- ρωμένο άπό τήν καταδυνάστευση τών άγγέλων, πού δημιούργησαν τόν κόσμο. 01 δύο γνωστικοί ήσαν αύστηροί άντινομιστές καί κήρυκες της άπελευθερώ- ■σεως της ψυχής μέσω της άμαρτίας καί τών οργίων, είς τά όποια παρέδιδαν τό σώμα πρός φθορά. Τά δργια καί μάλιστα τά σεξουαλικά σέ ειδικά ώργανωμένα ■δείπνα, προϋποθέτουν άφ' ένός μυστηριακό χαρακτήρα τών δείπνων αύτών καί άφ' ετέρου άντιλήψεις περί κοινοκτημοσύνης πραγμάτων καί γυναικών.
Ό Έπιφάνης, πού μετά τό θάνατο του τιμήθηκε σάν θεός στήν Κεφαλ¬ληνία, φέρεται ώς συντάκτης «συγγραμμάτων», άπό τά όποια μνημονεύεται μόνο ένα, τό Περί δικαιοσύνης (Κλήμης Άλεξ., Στρωματεΐς Γ 2).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η. LIBORON, Die Karpokratianische Gnosis, Leipzig 1938. Η. KRAFT, Gab es •einen Gnostiker Karpokrates? είς ThZ 8 (1952) 434-443. M. SMITH, Carpocrates..., «Ις Clement of Alexandria and aSecret Gospel of Mark, Cambridge 1973, σσ. 266-278, 295-350.

10. ΠΑΠΙΑΣ

Ό Παπί ας είναι περίεργη και προβληματική φυσιογνωμία, πού εδρασε κυρίως στίς τρεις πρώτες δεκαετίες τοϋ Β' <χΙ. Όσα γνωρίζομε γι' αύτόν είναι πολύ λίγα. "Εγινε έπίσκο- πος Ίεραπόλεως της μικρασιατικής Φρυγίας. Ή περιοχή1 είναι γνωστή γιά τήν έπίδραση ίουδαιοχριστιανικων παρα¬δόσεων. Ή γειτνίασή της μέ τήν Έφεσο προϋποθέτει καί τή γνώση τής ίωαννείου παραδόσεως, τής οποίας πάντως, ό Παπίας δέν είναι φορέας, δπως γενικά δέν είναι φορέας καί γνήσιας άποστολικής παραδόσεως. Ό Είρηναΐος θέλει τόν Παπία «άκονστήν» τοϋ Ιωάννου καί «έταϊρον» τοϋ Πολυ¬κάρπου ("Ελεγχος Ε 33, 4). Ό Εύσέβιος είς μέν τήν Ιστορία του άπορρίπτει (Γ 39), είς δέ τό Χρονικό του φαίνεται δεχό¬μενος (ετος 2122) τήν είδηση αύτή. Δυνατόν δμως ή παρα¬πάνω άντίθεση νά εχη τήν έξήγησή της : Ό Παπίας, ζών¬τας πλησίον τής Εφέσου, στήν Ίεράπολη, όπωσδήποτε θά γνώρισε και θά εγινε «άκουστής» τοϋ άποστόλου Ιωάννου, πού δροϋσε στήν "Εφεσο. Μαθητής δμως μέ τή βαθύτερη έννοια τής λέξεως ήταν τοΰ πρεσβυτέρου 'Ιωάννου, δπως πληροφορεί ό Εύσέβιος καί δπως συνάγεται μέ τρόπο αρκετά σαφή άπό τό προοίμιο τοϋ μοναδικού γνωστοϋ εργου του. Ό Είρηναΐος άναφέρεται στόν Παπία μέ εκτίμηση καί ό Εύσέβιος μέ περιφρόνηση («σφόδρα γάρ τοι σμικρός ών τόν νοϋν») (Γ 39, 13), τήν όποία στήριζε στό εργο τοϋ Παπία.
Τό 8QYO. Έγραψε Λογίων xvQiateaiv έξηΥήοεις σέ πέντε βιβλία ή ορθότερα «Λογίων κυριακων έξηγήσεως βιβλία πέντε», άπό τά όποια σώζονται μόνον 12 σύντομα άποσπάσματα. Ή απώλεια τοΰ έργου αύτοΰ είναι μεγάλο άτύχημα, διότι ό Παπίας, θέλοντας νά πρωτοτυπήση σέ μεγάλο βαθμό, κατέ¬γραψε στό έργο του δσες ίουδαίοχριστιανικές κυρίως παραδόσεις καί άπόκρυ- φες διηγήσεις μπόρεσε νά συγκεντρώση περί τοΰ προσώπου τοΰ Κυρίου καί τών άποστόλων. Ό ίδιος εξηγεί τό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τοΰ έ'ργου του: Εκτι¬μά περισσότερο τή στοματική - προφορική παράδοση περί Χριστοΰ, πού κυ¬κλοφορεί, άπό τήν παράδοση πού είναι γραμμένη στά Ευαγγέλια (Εύσε- βίου, Έκκλ. ίστορ. Γ39, 4). Επομένως θά είχε συγκεντρώσει σημαντικό μέρος τής ποικιλόμορφης προφορικής παραδόσεως καί τό βιβλίο του θά ήταν αξιό¬λογο ταμείο παραδόσεων μέ σχόλια κι επεξηγήσεις τοΰ Παπία. Άπό τή μελέτη τών άποσπασμάτων συνάγεται δτι εκπροσωπεί ίουδαιοχριστιανική παράδοση καί άρέσκεται στίς έντυπωσιακές, τίς λαϊκές καί τίς απόκρυφες διηγήσεις,, πράγμα πού έκανε τόν Εύσέβιο νά τόν κατηγορήση γιά εξαιρετικά μικρό νοΰ. "Η μόνη άξιόλογη άπό τίς ειδήσεις τοΰ Παπία είναι ή σχετική μέ τόν ευαγγε¬λιστή Μάρκο, γιά τόν όποιο λέγει δτι ύπήρξε ερμηνευτής τοΰ Πέτρου. Ή πλη^ ,ροφορία περί τοΰ δτι δ Ματθαίος «έβραΐδι διαλεχτώ τα λόγια σννετάξατο, ήρ- μήνευσαν δέ αν τά ώς ήν δυνατός έκαστος» εκτιμάται σήμερα λιγώτερο άπό άλλοτε. Ή διάθεση τοΰ Παπία (έμμονή στόν ίουδαιοχριστιανισμό) εξηγείται συχνά σάν άντίδραση στο μαρκιωνιτισμό. Τοΰτο δμως πρέπει νά άπορριφθή, διότι δ Παπίας ύποθέτομε δτι έγραψε μεταξύ 120 καί 130, ένώ δ Μαρκίων άρχίζει τή δράση του περί τδ 140 στή Ρώμη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις : Μ. BUCELLATO, Papias di Ilierapoli. Frammenti e testimonialize nel testo greco, Milan 1936. K. BIHLMEYER, Die apostolischen Vater, Tubingen a1956, <τσ. 133-140. ΒΕΠ 2, 116-123.
Μελέτες : Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Παπίας ό Ίεραπόλεως, Τεργέστη 1906. Η. LAWLOR, Eusebius on Papias, Hermathena 43 (1922) 167-222. P. VANUTELLI, DO presbytero Ioanne apud Papiam, Roma 1933. E. GUTWENGER, Papias. Eine chronologische Studie, είς ZKTh 69 (1947) 385-416. J. BLIGH, The Prolog of Papias, είς TS 13 (1952) 234-240. R. ANNARID, Papias and the four Gospels, είqScott. Journ. Theolog. 9 (1956) 46-62. H. RIGG, Papias on Marc, εις NovTest. 1 (1956) 161-183. Π. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥ- ΛΟ Υ, Ή παράδοσις τοϋ ΠαπΕου καί ό συγγραφεύς της Άποκαλύψεως τοϋ 'Ιωάννου, 'Αθή¬να 1959. J. KURZINGER, Das Papiaszeugnis und die Erstgestalt des Matthaeusevan- gelium, είς BiZ 4 (1960) 19-38. K. BEYSCHLAG, Herkunft und Eigenart der Papias- fragmente, είς SP (Tu 79) 4 (1961) 268-280. J. MUNCH, Die Tradition tiber das Mat- thaeusevangelium bei Papias, είς Neotestamentica et Patristica, Leiden 1962, 249¬260. R. GRYSON, A propos du t^moignage de Papias sur Matthieu..., εις EThL 41 (1965) 530-547. A. WALLS, Papias and oral tradition, είς VC 21 (1967) 137-140. J. TORRIS, Papias et I'authenticite des 6vangiles, είς Bulletin E. Renan 16/140 (1968) 4-5. J. COLSON, Papias d'Hierapolis, εις L'6nigme du disciple que J6sus aimait, Paris 1969, σσ. 46-56. ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Οί πρεσβύτεροι καί ή παράδοσις τοϋ Παπιού, εις ΔΒΜ 2 (1974) 218-229. Ο. GIORDANO, Commentari di Papia di Ierapoli, είς ACl 39 (1970) 106-146. B. DE SOLAGES, Le t<5moignage de Papias, εις BLE 71 (1970) 3-14. CH. M. NIELSEN, Papias, polemicist against whom? εις TS 35 (1974) 529- 535. Τ. MULLUS, Papias... und Mark's Gospels, είς VC 30 (1976) 189-192.





5. ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

$
0
0


5. ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Ό Θεοφόρος Ιγνάτιος είναι ό πρώτος Πατήρ καί Διδάσκαλος τής Εκκλησίας, δπως είναι καί ό πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τούς άποστόλους. Ή άλήθεια, ή άμεσότης καί ή βεβαιότης τών λόγων του παρέχουν τήν έντύπωση άποστολικού πράγματι άνδρα. Μέ τόν 'Ιγνάτιο ή Έκκλησία προχωρεί στή θεολογική θεμελίωση τής πορείας της καί Αντιμετωπίζει τά προβλήματά της οχι πλέον περιστασιακά καί πρακτικά (Κλήμης, Διδαχή), άλλά κυρίως θεολογικά. Εγκαινιάζεται λοιπόν ή τακτική πού θά ίσχύση σ' όλόκληρη τήν πορεία τής Εκκλησίας: Τά ζωτικά προβλήματα λύνονται μέ θεολογική προσπάθεια γιά τή φανέρωση τής άληθείας πρός τήν όποία σχετίζονται. Ή Έκκλησία στό πρόσωπο τού Ιγνατίου ξεπερνά τό στάδιο τής εύκολης ηθικολογίας καί άρετολογίας* πού άνέπνεε στά πλαίσια τοϋ ίουδαϊσμοΰ καί τοϋ έλληνίσμοϋ.

'Ακόμη εύρύτερα, ό Ιγνάτιος έδειξε δτι ό χριστιανός θεολό¬γος μπορεί νά χρησιμοποιή τή γλώσσα τοϋ συγχρόνου του πνευματικοϋ κλίματος (ίουδαϊκοϋ, γνωστικοϋ, έλληνικοϋ)* χωρίς ούσιαστικά νά έπηρεάζεται άπό αύτό. Ή θεολογία τής Εκκλησίας είναι δρόμος Ιδιαίτερος μέ προϋποθέσεις καί προοπτικές, τίς όποιες πρέπει ν' άναζητή κανείς στό χώρο τής έκκλησιαστικής άληθείας. Έτσι ό Ιγνάτιος—καί στό πρόσωπο του ή Έκκλησία—ύπερνικα όριστικά τό κλίμα τοϋ ίουδαϊσμοΰ καί προχωρεί στή δημιουργία μιας άλλης θεολο¬γίας, τής θεολογίας τής Εκκλησίας, πού δέν έχει δ,τι θά χα¬ρακτηρίζαμε συστηματικό τρόπο έκφάνσεως ή σχολαστική άνάλυση τών έννοιών καί τών θεμάτων.
Θεολογική προσφορά. Ή θεολογία τοϋ Ιγνατίου, πού φέρει τή σφραγίδα τοΰ μεγάλου έργου, είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος καί Παράδοση τής Εκκλησίας, διότι είναι ποιμαν¬τική, συνιστά έκφραση καί συνέχεια τής άποστολικής Παρα¬δόσεως καί δημιουργήθηκε μέ τήν καθοδήγηση τοϋ άγ. Πνεύ¬ματος, καθώς ό Ιδιος βεβαιώνει. Αύτή μπορεί νά διακριθή σέ τρία σημεία: Θεολογία τοϋ έπισκοπικοϋ λειτουργήματος. Θεο¬λογία τής ένότητος τής Εκκλησίας. Καί θεολογία τοΰ εύχα- ριστιακοΰ ρεαλισμού, α. Στήν πρώτη ώδηγήθηκε, διότι πολ¬λοί πιστοί δέ θεωρούσαν άναγκαΐο νά μετέχουν στήν Εύχαρι- στία, τήν όποία τελοϋσε ό έπίσκοπος τοϋ τόπου. Άρα οί πι¬στοί άμφέβαλλαν καί δίσταζαν νά δεχθοϋν τή μοναδικότητα.
και άποκλειστικότητα τοΰ έπισκόπου σέ κάθε τόπο, και γι' αύτό είχαν προβή στή δημιουργία όμάδων μέ δική τους φυσικά εύχαρίστία. "Ετσι ό έπίσκοπος καί τό λειτούργημά του στήν Έκκλησία γινόταν άξίωμα έπιφανειακό, χωρίς θεολογική θε-μελίωση καί Αποκλειστικότητα (=ήταν τό μεγάλο πρόβλημα τής έποχής ήδη άπό τούς χρόνους τοΰ Κλήμεντα Ρώμης)- Ό 'Ιγνάτιος άντιμετωπίζει ριζικά - θεολογικά τό πρόβλημα, συνδέοντας τήν έγκυρότητα τής Εύχαριστίας μέ τόν έπίσκοπο, πού είναι «έγκεκραμένος» μέ τό Χριστό, δπως πρέπει νά είναι μέ τόν έπίσκοπο καί οί πιστοί. Ό έπίσκοπος είναι άναντικα- τάστατος, διότι στήν Έκκλησία ένεργει ώς έκπρόσωπος τοΰ Θεοΰ, διότι είναι «τύπος τοϋ Πατρός» (Τράλ. 3, 1), ή συνέχεια τοΰ έργου τοΰ Κυρίου καί τών άποστόλων.
β. Ή θεολογία τής ένότητος είναι τό έπόμενο βήμα. "Ο έπίσκοπος γίνεται τό αισθητό καί πραγματικό σημείο τής ένότητος τής Εκκλησίας. eO σύνδεσμος μέ τόν έπίσκοπο είναι προϋπόθεση τής ένώσεως τοΰ άνθρώπου μέ τό Θεό καί συγχρό¬νως άπόδειξη τής ένώσεως αύτής, δηλ. άπόδειξη δτι ό άνθρω¬πος αύτός άνήκει στήν Έκκλησία. Έάν δέν έχωμε τήν ένότη- τα τών πιστών μέ τόν έπίσκοπο, δέν έχομε καί τήν «καθολι- κήν Έκκλησίαν)). (.(."Οπου άν (pavfj ό επίσκοπος, εκεί τό πλή¬θος έστω, ώσπερ όπου άν ϋ Χριστός 'Ιησούς, έκεϊ ή καθολι¬κή έκκλησία» (Σμνρν. 8). Ό 'Ιγνάτιος είναι ό πρώτος έκκλη- σιαστικός συγγραφέας πού χρησιμοποιεί τόν πολυσήμαντο δρο ((καθολική εκκλησία)), δπως έπίσης καί τούς δρους «χρι¬στιανισμός» (Μαγν. 10,3) καί «Εναγγέλιον)) (Σμνρν. 7,2 κ.ά.) (πρός δήλωση τών τεσσάρων κειμένων—Εύαγγελίων).
γ. Στή θεολογία τοΰ εύχαριστιακοΰ ρεαλισμού φθάνει ό 'Ιγνάτιος, άντιμετωπίζοντας τίς δοκητικές άντιλήψεις, πού είχαν εισχωρήσει σέ κύκλους έκκλησιαστικούς καί πού σύμ¬φωνα μέ τίς όποιες ό Χριστός έπαθε φαινομενικά μόνο. Ή πρα¬γματικότης τοΰ πάθους καί τής άναστάσεως τοΰ Κυρίου είναι Απαραίτητη προϋπόθεση τής πραγματικής παρουσίας αύτοΰ στήν Εύχαρίστία. Τήν πραγματικότητα γενικά τής σχέσεως πιστοΰ και Χρίστου, ή όποία μέ τήν Ευχαριστία γίνεται κυ¬ριολεκτικά άνάκραση, χαρακτηρίζομε ευχαριστιακό ρεαλισμό.
Ό ρεαλισμός αυτός, πού είναι πράγματι διάχυτος και έντυπωσιακός σέ δλα τά ίγνατιανά κείμενα, έγινε αίτία νά ομιλούν οί έρευνητές περί μυστικισμού τοΰ 'Ιγνατίου. Δέν πρόκειται δμως περί μυστικισμού, πού έχει στάδια καί βα¬θμούς άγνωστα στόν 'Ιγνάτιο, άλλά περί συγκλονιστικού, φλογεροΰ καί άμετρου ένθουσιασμοΰ γιά τήν ένωσή του (ή μάλλον τήν άνάκρασή του) μέ τόν Κύριο, ή όποία θά κορυ- φωθή στό μαρτύριο, πρός τό όποιο βαδίζει ώς διψασμένη έ- λαφος. Ή άγάπη γιά τόν Κύριο καί τό πραγματικό τής ένό- τητος μέ αύτόν κατακαίουν τόν 'Ιγνάτιο καί τόν μεταμορφώ¬νουν σέ θεοφόρο. Ή θεολογία τοΰ 'Ιωάννου καί τοΰ Παύλου συναντώνται στό πνεΰμα τοΰ 'Ιγνατίου, ό όποιος τώρα προ¬χωρεί στή θεολογία τής ένώσεως μέ τόν Κύριο καί στή θεο-λογία τοΰ μαρτυρίου.
Ό πρώτος Πατήρ καί Διδάσκαλος τής 'Εκκλησίας είναι και ό πρώτος έκκλησιαστικός συγγραφέας, πού έξαρτά τή θεολογία του, τή διδασκαλία του, άπό τό φωτισμό καί τήν καθοδήγηση τοΰ Θεοΰ. Ή άπάντηση τοΰ 'Ιγνατίου σέ προ¬βλήματα πού άφοροΰν τή θεία άλήθεια είναι άποτέλεσμα φωτισμού. 'Εκφράζει «γνώμη» σέ τέτοια ζωτικά, σωτηριο- λογικά θέματα, μόνο «εάν — δπως γράφει ό ίδιος — ο Κύ¬ριος μοι άποκαλνψτ] τω (?Εφεσ. 20, 1). Βεβαιώνει τούς Φι- λαδελφεΐς (7) δτι δσα είπε γιά τήν ένότητά τους μέ τόν έ¬πίσκοπο τοΰ τά φανέρωσε τό Πνεΰμα• προϋπόθεση έπομένως τής θεολογίας γιά τόν 'Ιγνάτιο είναι δχι μόνο τό ένδιαφέρον γιά τά ζωτικά προβλήματα τών πιστών, άλλά καί ό φωτισμός τοΰ άγ. Πνεύματος.
Γενικά τό έργο τοΰ 'Ιγνατίου σημαίνει σπουδαίο καί τολμηρό βήμα στήν πορεία τοΰ βίου τής Εκκλησίας. Σέ άντί- θεση πρός τόν Κλήμεντα Ρώμης καί τή Διδαχή έδώ έχομε : Σαφή τήν ιεραρχική όργάνωση τής 'Εκκλησίας καί πλήρη, διότι γιά πρώτη φορά έμφανίζονται διακεκριμένα ό έπίσκο¬πος, ό πρεσβύτερος καί ό διάκονος. Ή άντίληψη γιά τήν τα- χεΐα έλευση τού Κυρίου υποχωρεί άπόλυτα στή θεολογία τής ένότητος τοΰ άνθρώπου μέ τό Χριστό. Ή ΚΔ γίνεται ή κυρία πηγή τών έκκλησιαστικών συγγραφέων. Ή χριστο¬λογία είναι εύρύτερη και πληρέστερη, δπως μαρτυρούν οί στίχοι πού άκολουθοΰν.

ΒΙΟΣ
Σπανίως ή ιστορία διέσωσε τόσα λίγα βιογραφικά στοιχεία γιά Ινα τόσο μεγάλο άνδρα. Οί 'Επιστολές τοΰ 'Ιγνατίου είναι σχεδόν οί μόνες πηγές τοΰ βίου του. 'Αλλ' έπειδή τά κείμενα αύτά δέν είναι ίστορικά-βιογρα- φικά, γνωρίζομε ελάχιστα γιά τό συντάκτη τους, παρά τή σχετική συμβολή τοΰ ίστορικοΰ Εύσεβίου καί τοΰ πολύ μεταγενέστερου Μαρτυρίου τοΰ Ιγνατίου.
Ό 'Ιγνάτιος ύπήρξε δεύτερος επίσκοπος 'Αντιοχείας. Ή έπισκοπία του αρχίζει άπό τό 70 μ.Χ. Ή γνωριμία του μέ άποστόλους είναι βεβαία. Τό περιβάλλον στό όποιο γεννήθηκε καί μορφώθηκε ήταν μάλλον έλληνικό, καθώς μαρτυρεί τό ανεπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο τών Επιστολών του. Τά κεί¬μενα γενικά τοΰ 'Ιγνατίου προϋποθέτουν δχι μόνο καλή παιδεία, άλλά καί α¬ξιόλογο συγγραφικό τάλαντο μέ σαφή κλίση κι έπιτυχία στόν ποιητικό λόγο. Στήν 'Αντιόχεια, πού σάν άσημο χωριό υπάγεται σήμερα στήν Τουρκία, κον¬τά στά σύνορά της μέ τή Συρία, είχε τή δυνατότητα ώς νέος ό 'Ιγνάτιος νά γνωρίση τά φιλοσοφικά καί τά θρησκευτικά ρεύματα τής έποχής του. Σέ ποιά ήλικία έγινε έπίσκοπος δέ γνωρίζομε. Σίγουρα δμως τό κΰρός του καί ή πνευ¬ματική του εξουσία ξεπερνούσαν τά 6ρια τής 'Αντιοχείας καί κάλυπταν ολόκλη¬ρη τή Συρία, ενώ ή φήμη του ήταν άκόμη εύρύτερη. Τοΰτο φαίνεται άπό τό μεγάλο σεβασμό καί τήν άπέραντη εμπιστοσύνη, πού τοΰ έδειξαν οί μικρασιά- τες καί οί ρωμαίοι χριστιανοί. Πρόκειται λοιπόν γιά έπίσκοπο οικουμενικού κύρους.
Στό διωγμό τοϋ Ρωμαίου αύτοκράτορα Τραϊανού συλλαμβάνεται καί καταδικάζεται σέ κατασπαραγμό άπό θηρία στό Κολοσσαΐο της Ρώμης. Πότε άκριβώς έγινε ό διωγμός αύτός δέ γνωρίζομε. 'Ασφαλώς δμως συνέβη με¬ταξύ τών έτών 107 καί 117. Τότε ώδηγήθηκε ό'Ιγνάτιος στή Ρώμη μέ τή συν¬οδεία στρατιωτών, πού τούς ονομάζει «λεοπάρδους». "Εκανε δμως ένδιάμε- σους σταθμούς στίς μικρασιατικές πόλεις Φιλαδέλφεια, Σμύρνη καί Τρωάδα^ άπό τήν όποία συνέχισε τό ταξίδι του μέσω Φιλίππων (Νεαπόλεως Μακεδο¬νίας), Δυρραχίου ('Αλβανίας) καί Πρίντεζι (Ιταλίας). Στή Ρώμη έγινε βορά τών θηρίων, άφοΰ είχε θερμά ίκετεύσει νά μή φροντίσουν οί ρωμαίοι χριστι¬ανοί γιά τήν άποτροπή τοΰ μαρτυρίου του. Τό επίθετο «θεο^ορος», πού χρη¬σιμοποιεί γιά τόν εαυτό του ό 'Ιγνάτιος, δέν έχει έρμηνευθή. Κατά τήν παρά¬δοση θεοφόρος είναι, διότι υπήρξε τό παιδί εκείνο πού σήκωσε στά χέρια του ό Κύριος σάν ύπόδειγμα άθωότητος (Ματθ. 18,1) ή διότι μετά τό μαρτύριό του εϊδαν οί χριστιανοί χαραγμένο στό στήθος του τό όνομα τοΰ Χριστοΰ. Προφα¬νές δμως είναι δτι θεοφόρος αύτοαποκλήθηκε, διότι ζοΰσε κατ' εξοχήν τό Χριστό καί είχε συνείδηση τής ρεαλιστικής σχέσεώς του μέ τό Χριστό. Τή μνήμη τοΰ Θεοφόρου 'Ιγνατίου τιμά ή μέν 'Ορθόδοξος Έκκλησία στίς 20 Δε¬κεμβρίου, ή δέ Ρωμαϊκή τήν 1η Φεβρουαρίου.

ΕΡΓΑ

Στίς τελευταίες ημέρες τής ζωής του ό 'Ιγνάτιος έγραψε έπτά 'Επιστολές, οί όποιες τοΰ εξασφάλισαν τήν έξαιρετική τιμή τοΰ πρώτου μετα- ποστολικοΰ μεγάλου θεολόγου καί πρώτου Πατρός καί Διδασκάλου τής 'Εκ¬κλησίας. "Ιχνη, απηχήσεις ή μνείες άλλων έργων του δέ σώθηκαν. Οί Επι¬στολές του δμως είναι τόσο σπουδαία φιλολογικά καί θεολογικά κείμενα, ώσ¬τε θά είναι άφελές νά δεχθοΰμε δτι ό Ιγνάτιος αίφνης, χωρίς προηγούμενη θητεία στή συγγραφή, έγινε στά γηρατειά του μεγάλος συγγραφέας. Οί *Επι¬στολές εκφράζουν τό ισχυρό καί πολυσχιδές πνεΰμα τοΰ 'Ιγνατίου, τήν πρω¬τοτυπία του στή σκέψη καί στήν έκφραση, τήν άνεσή του στήν εναλλαγή ύ¬φους. "Ετσι ό λόγος του άλλοΰ είναι λυρικός καί άλλοΰ δραματικός, άλλοΰ αρμονικός καί άλλοΰ έλαττωματικός ή άσύντακτος. Άλλοΰ δωρικός καί άλλοί> πλαδαρός. Ό λόγος του είναι διαυγής, άλλά οί συριακοί ιδιωματισμοί τόν κά¬νουν ενίοτε σκοτεινό, κάτι πού οφείλεται καί στόν αύθορμητισμό καί τόν έν- θουσιασμό τού 'Ιγνατίου. Σέ καμμιά περίπτωση δέ φαίνεται νά διαθέτη χρό¬νο γιά τή φιλολογική επιμέλεια τής γραφής του. Γράφει κάτω άπό εξωτερική καί έσωτερική πίεση. Τόν πιέζουν τά προβλήματα τών μικρασιατικών 'Εκκλησιών καί ή άλήθεια πού πληρώνει τό στήθος του. *0 αναγνώστης έχει. ένίοτε τήν εντύπωση δτι ό λόγος άναπηδά βίαια σάν άπό κάποια ύπερπληρω- μένη πηγή. 'Εντούτοις ό ρυθμός καί ή ποιητική διάθεση άνήκουν στή φύση τοΰ Εγνατιανοΰ λόγου. Παραλληλισμοί, άντιθέσεις, ίσόκωλα, εικόνες καί οί άπο- φθεγματική διάθεση άπαντοΰν σέ κάθε βήμα. Άκόμη διαπιστώθηκε έπίδραση
της δευτέρας (ή άσιανικής) σοφιστικής καί τοΰ στωϊκισμοΰ. Έχομε λοι¬πόν συγγραφέα πού μπορούσε νά εκφράζεται μέ πολλούς τρόπους, χωρίς νά ενδιαφέρεται γι' αύτούς. Έχομε άνδρα πού μποροΰσε νά ένδιαφέρεται μέ πά¬θος γιά τά προβλήματα όλων τών Εκκλησιών, πού νουθετούσε μέ τόση άγάπη καί τρυφερότητα, ώστε νά μή προσβάλη κανένα. "Εχομε ιερόν άνδρα πού έχει τή συναίσθηση δτι θεολογεί μέ τήν καθοδήγηση τοΰ Θεοΰ καί πού έκφράζεται μέ άπέραντη ταπεινοφροσύνη γιά τόν εαυτό του καί άπόλυτη βεβαιότητα γιά τήν άλήθεια πού εκφράζει.
Οί ®Επιστολές είναι επτά, καί γράφηκαν ή πρός Έφεσίους, ή πρός Μαγνη- σιεις, ή πρός Τραλλιανσνς καί ή πρός Ρωμαίους άπό τή Σμύρνη, ενώ ή πρός Φιλαδελφεϊς, πρός Σμυρναίους καί Πολΰκαρπον άπό τήν Τρωάδα. Πρώ¬τος μάρτυς τών κειμένων αύτών είναι ό Πολύκαρπος Σμύρνης, πού τά έστειλε — πλήν τής πρός Ρωμαίους — είς τούς Φιλιππησίους (13,2). Έν τούτοις έπ' δύο αιώνες συζητήθηκε ή γνησιότης τών επιστολών μέ άποτέλεσμα νά γίνε¬ται σήμερα άπό δλους δεκτή ή προέλευσή τους άπό τόν 'Ιγνάτιο. Τό ζήτημα τής γνησιότητος δημιουργήθηκε κυρίως, διότι μέ νόθευση καί πλαστογράφηση τών γνησίων επιστολών προέκυψαν τρεΐς συλλογές, ή Εκτενής (13 έπιστολές), ή μέση καί ή βραχεία (3 σέ συριακή μετάφραση). Μέ αύστηρή κριτική έρευνα τών Ruinart, Zahn, Harnack καί μάλιστα τοΰ Lightfoot δείχθηκε δτι τίς γνή¬σιες επιστολές (πλήν της πρός Ρωμαίους) διέσωσε ή μέση συλλογή. Ή πρός Ρωμαίους άνευρέθηκε στόν κώδικα Paris, gr. 1475 τοΰ Γ αί. Οί νόθες έπιστο- λές είναι έργα τοΰ Δ' αι., δπου θά γίνη σχετικά λόγος. Τελευταία τή γνησιό¬τητα τών επιστολών προσέβαλε χωρίς πειστικά έπιχειρήματα ό R. Weijen- borg. Βλ. κριτική τοΰ R. Staat εις ZKG 84(1973) 103.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εκδόσεις: J. Β. LIGHTFOOT, The Apostolic Fathers. S. Ignatius, S. Polycarp III, London a1889. P. CRONE, Ignatius von Antiochien. Briefe, Munster 1936. ΒΕΠ 2 264-284. P. CAMELOT, Ignace d'Antioche. Polycarpe de Smyrne, Lettres, Martyre de Polycarpe (είς SCh 10), Paris 41969. Ελληνική μετάφραση: Β. MoΥΣΤΑΚΗ, Ot άποστολι- κοί πατέρες, 'Αθήνα 1953.
Μελέτες: Μ. RACKL, Die Christologie des hi. Ignatius von Antiochien, Freiburg 1914. H. SCHLIER, Religionsgcschichtliche Untersuchungen zu den Ignatiusbriefen, Giessen 1929. H.-W. BARTSCH, Gnostisches Gut und Gemeindetradition bei Ignatius von Antiochien, Gutersloh 1940. Α. ΦΥΤΡΑΚΗ, Ή άναγκαιότης της πειθαρχίας καί ή ένότης έν ταϊς έκκλησίαις κατά 'Ιγνάτιον τόν Θεοφόρον, είς Ποιμ-fjv 8 (1940) 87-90,122-126. ΤΗ. TORRANCE, The Doctrine of Grace in the Apostolic Fathers, London 1948, σσ. 56-89. G. MAURER, Ignatius von Antiochien und das Johannesevangelium, Zurich 1949. T. RUESCH, Die Entstehung der Lehre vom Heil. Geist bei Ignatius von Ant. und Ireneus von Lyon, Zurich 1952. R. BULTMANN, Ignatius undPaulus, εΐς Studia Paulina, Haarlem 1953, σσ. 37-51. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ζωή άληθινή κατά τήν διδασκαλίαν 'Ιγνατίου τοϋ Θεοφόρου, 'Αθήνα 1951. Κ. ROZEMOND, L'figlise chez. s. Ignace d'Ant., είς Verbum Caro 9 (1955) 157-167.W.BIEDER,Das Abendmahl im christlichen Lebens- zusammenhang bei Ignatius von Ant., είς Evangelische Theologie 16 (1956) 75-97.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Zur Deutung des kirchlichen Schweigens bei Ignatius von Ant., είς ThZ 12 (1956) 28-43. J. VIAL, Ignace d'Antioche, Paris 1956. V. CORWIN, Ignatius and Christianity in Antioch, New Haven 1960. Κ. ΜΠΟΝΗ, Ό άγ. 'Ιγνάτιος 6 Θεοφόρος καί αί περί Εκκλησίας άντιλήψεις αΰτοϋ, 'Αθήνα 1958. Κ. ΦΟΥΣΚΑ, 'Από τάς ^πιστολάς 'Ιγνατίου τοϋ Θεοφόρου, είς 'Ακτίνες, 1958, σσ. 169-174. Σπ. ΜΠΙΛΑΛΗ, Ό πρωταθλη¬τής τοϋ Κολοσσαίου 'Ιγνάτιος ό Θεοφόρος, 'Αθήνα 1960. J. ROMANIDES, The Ecclesiology of St. Ignatius, είς Greek Orth. Theologcal Rev. 7 (1961) 53-57. J. COLSON, Agap6 (charit6) chez s. Ignace d'Antioche, Paris 1961. G. F. SNYDER, The historical Jesus in the Letters of Ignatius of Antioch, εις Biblical Recearches 8 (1963) 3-12. M. P. BROWN, The authentic writings of Ignatius. A Study of Linguistic Criteria, Durham 1963. L. BARNARD, The background of St. Ignatius of Antioch, είς FS 17 (1963) 193¬206. J. ROGGE, "Ενωσις und verwandte Begriffe in den Ignatiusbriefen, εις Festschrift fiir E. Barnicol, Berlin 1964, σσ. 45-51. J. COLSON, Le role du presbyt^rium et de Γ 6veque dans le contr61e de la Liturgie chez st. Ignace..., είς Paroisse et Liturgie 47 (1965) 14-24. S. GIBZART, The Eucharist in the Ignatian Epistles, είς VIII (1966) 214-218. F. VON LILIENFELD, Zur syrischen Kurzrezension der Ignatianen, είς SP VIII (1966) 233-247. PH. SAMRANI, S. Ignace d'Antioche et ses lettres, Bey-routh 1966. P. SERRAZANETTI, Bibliographia eucaristica ignaziana recente, είς Mi¬scellanea liturgica in onore Card. Lercaro, I, Roma-Paris... 1966, σσ. 341-387. Ο. TARVAINEN, Glaube und Liebe bei Ignatius von Antiochien, Ioensuu 1967. Β. Στο- ΓΙΑΝΝΟΥ, Ή χριστολογία τών έπηστολων 'Ιγνατίου του Θεοφόρου, εις Θεολογικών Συμπά- σιον, Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 69-110. Μ. THURIAN, L'organisation du minist&re dans 1' Eglise primitive selon s. Ignace d'Antioch, είς Verdum Caro 21 (1967) 26-38. B. BASILE, Un ancien t^moin arabe des lettres d'Ignace d'Antioche, είς Melto 4 (1968) 107-191. H. RATHKE, Ignatius von Antiochien und die Paulusbriefe (TU 99), Berlin 1967. G. SNYDER, The text and syntax of Ignatius Πρός 'Εφεσίους 20, 2c, είς VC 22 (1968) 8-13. P. MEINHOLD, Αί περί της Ιστορίας θεολογικαί άντιλήψεις τοΰ 'Ιγνατίου 'Αν¬τιοχείας, 'Αθήνα 1969. R. WEIJENBORG, Les lettres d'Ignace d'Antioche. Etude de critique litt6raire et de th6ologie (γαλλ. μετάφρ.), Leiden 1969. Π. ΧΡΠΣΤΟΥ, 'Ιγνά¬τιος 'Αντιοχείας (κείμενα-μετάφρασις), Θεσσαλονίκη 1970. Ε. ΑΣΗΜΙΑΔΟΥ, Ό 'Ιγνάτιος καί ή Έκκλησία της Ρώμης, Θεσσαλονίκη 1972. Κ. ΝΟΥΣΚΑ, Αί έκκλησιολογικαί, χρι- στολογικαί καί έσχατολογικαί προϋποθέσεις της ηθικής σκέψεως τοΰ 'Ιγνατίου 'Αντιοχείας, εις ΕΕΘΣΠΘ, 1970, σσ. 357-420. J. MARTIN, La pneumatologia en Ignatio de Antio- quia, εις Salesianum 38 (1971) 379-454. O. PERLER, Die Briefe des Ignatius von Anti¬ochien, εις FZPT 18 (1971) 381-396. W. SWARTLEY, The imitatio Christi in the Ignatiam letters, εις VC20 (1973) 81-103. A. VILELA, Le presbyt6rium selon s. Ignace d'Antioche, εις BLE 74 (1973) 161-186. R. BOWER, The meaning of έπιτυγχάνω in the Epistles of St. Ignatius of Antioch, είς VC 28(1974) 1-14. P. SERRA ZANETTI, Una nota ignaziana: άντίψυχον, είς Forma futuri (πρός τιμήν τοΰ Μ. Pellegrino), Torino 1975. σσ. 963-979. JOSEF SUDBRACK, Das Wagnis des Lebens aus Gott. Zur ignatiani- schen Lehre von der Geisterunterscheidung, είς Festschift fiir J. Auer..., Regensburg 1975, σσ. 412-426. R. STAATS, Die martyrologische Begrundung des Romprimats bei Ignatius non Antiochien, είς ZKG 73 (1976) 461-470. ST. VAVIES, The Predicament of Ignatius of Antioch, elqVC 30(1976) 175-180. N. BROX, Pseudo -Panlus uud Pseudo- Ignatius, ε Ις VC 30, (1976) 181-188. TER. RICCARDO, Ignazio e Pseudoignazio (Alcunj termini confronto), είς Rivista di storia e letteratura religiosa 12 (1976) 78-93.

6. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ( + μαλλον τό 167/68)

Ό Πολύκαρπος Σμύρνης ύπήρξε ή κατ' εξοχήν ορθόδοξος φυσιογνωμία στήν Έκκλησία τής Μικρας 'Ασίας κατά τό α ήμισυ τοϋ Β' αιώνα. Καί τοϋτο διότι ό Πολύκαρπος ήταν άποστολικός άνδρας, μέ τήν έννοια δτι γνώρισε Απο¬στόλους, μαθήτευσε (;) στόν απόστολο 'Ιωάννη κι εγκατα¬στάθηκε ώς έπίσκοπος άπό άποστόλους, καθώς πληροφορεί ό μαθητής καί συνεχιστής τής παραδόσεώς του Ειρηναίος ("Ελεγχος III 3,4). Τό κϋρός του δμως ό Πολύκαρπος όφεί- λει περισσότερο στό γεγονός δτι υπήρξε ό κατ'έξοχήν φο¬ρέας τής γνήσιας άποστολικής παραδόσεως, σέ μιά έποχή πού ή Έκκλησία γνώρισε στούς κόλπους της πλήθος διδα¬σκάλων, οί όποιοι έξέφραζαν άμφίβολη καί πάντως όχι γνή¬σια άποστολική παράδοση. (Τά πολλά απόκρυφα εργα, άλλά άκόμη καί ό συντάκτης τής Διδαχής, ό Παπίας, ό Έρμας κ.ά.). Σημαντικό ρόλο στήν πνευματική πορεία τοϋ Πολυκάρπου διαδραμάτισε άσφαλώς ή γνωριμία του στή Σμύρνη (107-117) μέ τόν 'Ιγνάτιο, άπό τόν όποιο είχε λάβει καί προσωπική 'Επιστολή, στήν όποία τόν επαινεί καί τόν συμβουλεύει. Ή άποστολικότης τοϋ φρονήματος τοϋ Πολυκάρπου εξηγεί τό κϋρός του καί τήν ειρηνευτική του άποστολή στή Ρώμη κατά τούς χρόνους τοϋ Άνικήτου (154-166). Ή διαφορά ημερομηνίας έορτασμοΰ τοΰ Πάσχα (Ρώμη : Κυριακή, Μ. 'Ασία : 14η τοϋ μηνός Νισάν) καί ή άσύνετη τακτική τοΰ Ρώμης προκάλεσε σχίσμα, τό όποιο έπιχείρησε νά άποτρέ- ψη ό Πολύκαρπος. Καί τό πέτυχε, διότι, δέ συμφώνησαν βέ¬βαια οί δύο έπίσκοποι στή Ρώμη, χωρίσθηκαν δμως έν άγά- πη καί μέ τή συναίσθηση δτι διαφορά σέ θέματα νηστείας, εορτών κλπ. εκφράζει (Ι)τήνένότηταστήν πίστη (Ειρηναίου, "Επιστολή πρός Βίκτωρα, BE Π 5, 173).
Τή ζωή του ό Πολύκαρπος τελείωσε μέ μαρτύριο σέ πολύ μεγάλη ήλικία στό στάδιο τής Σμύρνης, τήν 'Εκκλησία τής όποιας ποίμανε σχεδόν έξι δεκαετίες. Γιά τό χρόνο τοϋ μαρτυρίου, πού ή παράδοση τοποθετεί στό £τος 155/156, έγιναν πρόσφατα νέες προτάσεις (167 /8 ή 177). Ή πρώτη άπό αύτές (167-168) είναι πιθανή, ένώ πολλοί πατρολόγοι δέχονται άκόμη τήν παραδοσιακή χρονολογία.
Ό Πολύκαρπος, τόν όποιο τιμοΰσαν ώς «διδάσκαλο» τής (('Ασίας» (Μαρτνριον Πολνκ. 12, 2), δέν εΐναι μεγάλος συγ-γραφέας.
Ή έπιστολή Ό Πολύκαρπος κατά τόν Ειρηναίο έγραψε πολλές έπκττο- Λες πρός διάφορες εκκλησίες, άλλά σώθηκε μόνο μία, τήν όποία έστειλε στούς Φιλιππησίους, άπαντώντας στό αϊτημά τους νά έχουν άπδ τόν Πολύκαρπο ε- πιστολεςτου 'Ιγνατίου, ό όποιος πρόσφατα πέρασε άπό την πόλη τους, πορευό- μενος γιά τή Ρώμη. Ή επιστολή είναι πρακτική - συμβουλευτική καί εκφρά¬ζει τή θερμή πίστη τοΰ συντάκτη της. Κανένα άπό τά θεολογικά θέματα της έποχής δέν θίγει. 'Αναφέρεται μόνο στήν πραγματικότητα τής ένσαρκώσεως τοΰ Κυρίου.
Τό 1936 ό P. Harrison έκανε μιά νέα καί ευλογοφανή υπόθεση πρός λύ¬ση τοΰ φιλολογικού προβλήματος της επιστολής: Άπό τό σώμα τοΰ κειμέ¬νου χώρισε τό κεφ. 13, τό όποιο θεώρησε γράμμα-σημείωμα (ή μέρος τοΰ γράμ¬ματος), μέ τό όποιο ό Πολύκαρπος συνώδευσε τίς έπιστολές τοΰ 1 Ιγνατίου πού άπέστειλε στούς Φιλιττπησίους. Τό ύπόλοιπο κείμενο άποτελεΐ δεύτερη επι¬στολή, πού τοποθετείται μεταξύ 135 καί 137. 'Ανεξάρτητα μέ τήν ορθότητα τής υποθέσεως αύτης, πού πάντως δέν εΤναι εΰκολο νάάπορριφθή, τό κείμενο τής δεύτερης έστω επιστολής κατανοείται εύχερέστερα, έάν δεχθοΰμε δτι γράφηκε λίγο καιρό μετά τά γεγονότα τοΰ 'Ιγνατίου (107-117). Αύτός δέ εΤ- ναι ο λόγος πού τοποθετούμε τό κεφάλαιο περί Πολυκάρπου άμέσως μετά τό κεφ. περί Ιγνατίου. Γιά τό Μαρτύριό του, πού έχει εξαιρετική σημασία, θά γίνη λόγος βραδύτερα, ένώ δ Βίος τοΰ Πολυκάρπου είναι φανταστικό έργο τοΰ Δ' αί.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις: J. KLEIST, The Didache, The Epistle of Barnabas, The Epistles and the Martyrdom of St. Polycarp..., London 21957. ΒΕΠ 3, 15-20. P. CAMELOT, Lettres et Martyre de Polycarpe (SCh 10), Paris •1969. Κ. ΠΛΗΖΙΩΤΗ, Επιστολή άγίου Πολυκάρπου πρ&ς Φιλιππησίους, είς ΔΙΕΕ 1969 1 (1883/84) 209-226.
Μελέτες: G. P. CLARKE, St. Ignatius and St. Polycarp, London 1930. J. BOVER, Un fragmento attribuito a san Polycarpo sobre los principios de los Evangelios, είς EE 14 (1935) 5-19. P. HARRISON, Polycarp's Two Epistles to the Philippians, Cam¬bridge 1936. Δ. Σ. ΜΠΑΑΑΝΟΥ, Ό Σμύρνης Πολύκαρπος, εις Μικρ. Χρον. 1 (1938)58-62. Α. GLOUCESTER, The Epistle of Polycarp to the Philippians, είς ChQ 141 (1945) 1-25. H. VON CAMPENHAUSEN, Polykarp von Smyrna und die Pastoralbriefe, Heidelberg 1951. L. BARNARD, The problem of St. Polycarp's Epistle to the Philippians, είς ChQ 163 (1962) 421-430. Eve. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ, 'Απί> τών 'Αποστόλων μέχρι της Α' °ίκ.
Συνόδου. "Αγιος Πολύκαρπος..., εΙς'Εχκλησία 40 (1963) 79-82, 220-223. N.DAHL, Der Erstgeborene Satans und der Vater des Teufels (Polyk. VIII und Joh. VIII 44), εις A- pophoreta, Festschrift f. E. Haenchen..., Berlin 1964, σσ. 70-84. Th. GLASSON, Hort's Rendering of Passages from Ignatius and Polycarp, είς ChQ 167 (1966) 302-308. P. ME INHOLD, είς PWK 21, 2, oe. 1662-1693. Γιά τδϊτος μαρτυρίου τοΰ Πολυκάρπου βλ. Η. GREGOIRE-P. ORGELS, είς 69 (1951) 1-38 (=177). Η. MARROU, εις ΑΒ 71 (1953) 5-20 ( = 161-168/9). Ε. GRIFFE, Un nouvele article snr la date du martyre de S.PoIypar- pe, είς BLE 54 (1953) 178-181. N. BROX, Le conflit entre Anicet et Polycarpe, είς Con- cilium No 71 (1972) 35-42. P. STEINMETZ, Polykarp von Smyrna iiber die Gerechtig- keit, είς Hermes 100 (1972) 63-75. A. BOVON-THURNEYSEN, Ethik und Eschatologie im Philipperbrief des Polykarp von Smyrna, είς ThZ 29 (1973) 241-256.



4. ΔΙΔΑΧΗ (ΑΙ) ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

$
0
0

4. ΔΙΔΑΧΗ (ΑΙ) ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Τό 1883 ό μητροπολίτης Φιλόθεος Βρυέννιος  άνακάλυψε τό κείμενο της «Διδαχής» σέ κώδικα τοΰ έτους 1056. Τό ψευδεπίγραφο τοΰτο έργίδιοπού γνώριζε καί τιμοΰσε ιδιαίτερα ή άρχαία Έκκλησία καί πού άποτελεϊται μόλις άπό 16 σύντομα κεφάλαια, ρίπτει άρκετό φώς στή ζωή τής πρώτης Εκκλησίας, μολονότι οΰτε τό συντάκτη του γνωρίζομε ούτε περί σπουδαίου κειμένου πρόκειται άπό άποψη φιλολογική καί θεολογική. Γενικά μπορούμε νά χαρακτηρίσουμε τό έργο σάν σύντομο πρακτικό οδηγό τών χριστιανών καί χρήσιμο βοήθημα γιά τούς κατηχουμένους. Τόν δδηγό συγκροτούν δύο διαφορετικά μέρη μέ χαλαρή ή μάλλον άνύπαρκτη σύνδεση.

Τό πρώτο (1-6), τό ήθικοοικοδομητΐκό, περιλαμβάνει κυρίως τήν εκχριστιανισμένη διδασκαλία τών δνο όδών (τής ζωής καί τοΰ θανάτου), πού είναι γνωστή άπό ελληνικές (Παρμενίδης, Πίναξ Κέβητος, Νεοπυθαγόρειοι) καί ιουδαϊκές πηγές {ΠΔ καί 'Εγχειρίδιο πειθαρχίας). Τό δεύτερο περιλαμβάνει άφ* ένός μέν οδηγίες περί βαπτίσματος, νηστείας καί Εύχαριστίας (7-10), άφ* έτέρου δέ οδηγίες (11-15) γιά τό πώς νά διακρίνουν οί πιστοί τούς άληθινούς προφήτες άπό τούς ψευδοπροφήτες. Τό κεφ. 16 άναφέρεται είς τά έσχατα, πού είναι εγγύς.
Προφανώς ό συντάκτης είχε μπροστά του τό ιουδαϊκής προελεύσεως κείμενο τών δύο όδών καί οδηγίες έκκλησια- στικής εύταξίας καί συμπεριφοράς. "Ενωσε δέ τά δύο κείμενα, επιφέροντας δ,τι χρειαζόταν γιά τήν έπιφανειακή σύνδεσή τους καί προσθέτοντας — στό δεύτερο κυρίως μέρος — δ,τι νόμιζε γιά τήν άντιμετώπιση τής κρίσεως καί τής προβλημα- τολογίας τής έποχής του. "Ετσι ή σπουδαιότης τής Διδαχής βρίσκεται στό δεύτερο μέρος, πού υπογραμμίζει δτι ή Έκ¬κλησία μαστιζόταν άπό ψευδοπροφήτες καί χρειαζόταν κρι¬τήρια γιά νά διακρίνη τούς άληθινούς προφήτες, πού άρχιζαν ήδη νά έκλείπουν. Τό σημαντικότερο δέ καί προσωπικώτερο στοιχείο, πού προσφέρει ό συντάκτης τοϋ παρόντος έργου, είναι ή έντολή : «χειροτονήσατε οϋν έαυτοϊς έπισκόπουζ και διακόνους άξιους τοϋ Κυρίου,.. *Υμϊν γάρ λειτουργοϋσι καί αυτοί τήν λειτουργίαν τών προφητών καί διδασκάλων. Μή οϋν ύπερίδητε αυτούς)) (15). Ή έντολή προϋποθέτει δι¬σταγμό τής Εκκλησίας στό νέο θεσμό τών μονίμων λειτουρ¬γών καί ειδικώτερα στήν άναγνώριση τοϋ έργου τους ώς Ισοδύναμου πρός τό έργο τών προφητών καί διδασκάλων, πού σπάνιζαν ή καί είχαν πλέον έκλείψει. Ό συμπιλητής συντάκτης μας, στή γραφίδα τοϋ όποιου δμως άνήκει τό κεφάλαιο 15, λύει καταφατικά τό θέμα, μολονότι χωρίς θεολογική εξή¬γηση, δπως έκαμε καί ό Κλήμης Ρώμης. Ή Διδαχή έπομένως μέ τήν έντολή περί χειροτονίας έπισκόπων άποδεικνύει δτι ή Έκκλησία περνούσε άπό τήν έποχή τών άποστόλων καί τών χαρισματούχων στήν έποχή τών μονίμων ποιμένων της. Τό πέρασμα βέβαια τοϋτο έγινε μέ πολλή δυσκολία καί άπει¬ρες άμφιβολίες, τίς όποιες προϋποθέτει ή παραπάνω δήλωση οτι χαρισματοϋχοι καί ποιμένες τελοϋν τό αύτό έργο, δτι οί μόνιμοι τοπικοί ποιμένες δέν πρέπει νά ύποτιμώνται σέ σχέση μέ τούς χαρισματούχους.
Αύτά δλα βοηθούν στή σχετική χρονολόγηση τού κειμένου μας, τό όποιο πρέπει νά άνήκη στήν έποχή τοϋ Κλήμεντα Ρώμης, τοϋ όποιου ή Επιστολή προϋποθέτει σχεδόν τήν ιδια προβληματολογία. Ό Audet τοποθετεί τό έ'ργο μεταξύ 50 καί 70. Άλλά τότε τούς επισκόπους καί διακόνους έξέλεγαν άκό- μα οί άπόστολοι. Οΰτε πάλι μπορεί νά γράφηκε μετά τό 110, διότι τά προβλή- ματά του στήν έποχή αύτή έχουν κάπως ξεπερασθή, δπως δείχνουν οί 'Επι¬στολές τοΰ Ιγνατίου, πού φυσικά δέν εκφράζουν μόνο τήν εκκλησιαστική κα¬τάσταση τής Συρίας. Είναι μάλιστα περίεργο τό 6τι οί περισσότεροι τών ερευ¬νητών δέχονται ώς τόπο συντάξεως τής Διδαχής τή Συρία, ή όποία δμως έ¬χει προηγμένη εκκλησιαστική οργάνωση. Πρέπει βέβαια νά εϊπωμε ότι, ένώ ή τελική σύνταξη τοΰ έργου έγινε μάλλον μεταξύ τών έτών 90 καί 110, ή πη¬γή του ώς πρός τίς «όδηγίες» περί εύταξίας εκκλησιαστικής εΤναι παλαιότε¬ρη, ίσως τών έτών 60 μέ 70.
Τό κείμενο τής Διδαχής έχει εξαιρετική σημασία γιά τήν ιστορία τής λειτουργικής εκκλησιαστικής ποιήσεως, διότι σώζει έμμετρους ύμνους πού ήσαν σέ λειτουργική χρήση :
«Εύχαριστοΰμέν σοι, πάτερ ημών, ύπέρ τής άγιας άμπέλου Δαβίδ τοϋ παιδός σου, ής έγνώρισας ήμΐν διά Ίησοΰ τοΰ παιδός σου" σοι ή δόξα είς τούς αιώνας.
Εύχαριστοΰμέν σοι, πάτερ ήμών,
ύπέρ τής ζωής καί γνώσεως,
ής έγνώρισας ήμΐν διά 'Ιησού τού παιδός σου'
σοι ή δόξα είς τούς αιώνας» (9).
'Επίσης εύχαριστιακούς ύμνους διασώζει καί στήν § 10. Οί ύμνοι αύτοί σέ συνδυασμό μέ πλήθος άλλων ποιητικών τμημάτων χριστιανικών έργων τοΰ β' αι. άποτελοΰν τήν άπαρχή τής έκκλησιαστικής ποιήσεως καί τό κλειδί γιά τή λύση τοΰ προβλήματος τής προελεύσεως τών Κοντακίων, τής πρώτης (οργα¬νωμένης καί σταθεροποιημένης μορφολογικά εκκλησιαστικής ποιήσεως (β' ήμισυ Ε' αι.). Οί ύμνοι μάλιστα τής Διδαχής έκφράζουντό πέρασμα άπό τήν άπλή εύχή-έπίκληση στόν ύμνο, πού στήν προκειμένη περίπτωση έχει καί τό έφνμνιο («σοι ή δόξα είς τούς αιώνας») έτσι, ώστε ή μορφή αύτή νά συνιστά κυριολεκτικά τόν πρόδρομο τού Κοντακίου, τό όποιο γεννήθηκε σταδιακά στούς κόλπους τής έλληνόφωνης εκκλησιαστικής ποιήσεως καί δέν έχει συ¬ριακές ή καθαρά γνωστικές πηγές.
Σχετικά μέ τόν τίτλο τοϋ έργου ύποστηρίχθηκε δτι ή επιγραφή τοΰ Εερο- σολυμιτικοΰ χειρόγραφου («Διδαχή κυρίου διά τών δώδεκα αποστόλων τοις έθνεσιν») άφορα μόνο στό πρώτο μέρος τοΰ έργου, πού γενικό τίτλο είχε: «Δι- δαχαΐ τών αποστόλων» (Audet, 91-103).
Τοΰ έργου βρέθηκαν άκόμη άποσπάσματα έλληνικά, μετάφραση στή γεωργιανή, καθώς καί άποσπάσματα κοπτικής καί αίθιοπικής μεταφράσεως.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :

'Εκδόσεις: ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ, Μητροπ. Νικομηδείας, Διδαχή τών 12 άποστό- λων έκ τοΰ ίεροσολυμίτίκοϋ χειρογράφου νΰν πρώτον έκδιδομένη μετά προλεγομένων καί σημειώσεων..., Κωνσταντινούπολη 1885. ΒΕΠ 2, 215-220. Η. LILJE, Die Lehre der zw6lf Apostel, Hamburg '1956. J.-P. AUDET, La Didache. Instructions des Apolres, Paris 1958. A. AGNOLETTO, La Didache. Lettura dinno testo cristiano antico, Milano 1968.
Μελέτες. ΜΗΤΡΟΠ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ, Νεώτεραι άπόψεις έπί της Διδασκαλίας, Διδαχής καΐτών'Αποστολικών Διαταγών, είς ΕΦ 32 (1933) 325-358 καί 481-510. Ε. PETERSON, Uber einige Probleme der Didache - Uberlieferung, είς Rivista di archeol. christ.
27    (1951) 37-68. C. RICHARDSON, The Teaching of the Twelve Apostles, Commonly called the Didache, Philadelphie 1953. A. ADAM, Erwagungen zur Herkunft der Di¬dache, είς ThLZ 81 (1956) 353-356 καί είς ZKC 68 (1957) 7-47. Τό συνθετικώτερο μέχρι τώρα ίργο τοΰ J.-P. AUDET, La Didachi, Paris 1958 (σελίδες 498). P. NAUTIN, La com¬position de la Didachi) et son titre, είς RHR 155 (1959) 191-214. O. GIORDANO, L' escatologia nella Didach6, είς Oikoumene, University di Catania 1964, σσ. 121-139. M. DECROOS, De eucharistische liturgie van «Didache IXe en Χ», είς Bijdragen
28    (1967) 376-398. B. LAYTON, The Sources, date and transmission of Didache 1.3b- 2.1, είς HThR 61 (1968) 343-383. U. MATTIOLI, La Didache. Dottrina dei dodeci apostoli, Saggio introduttivo..., Alba 1969. J. BETZ, Die Eucharistie in der Didache, είς Archie, f. Liturgiewissenschaft 11 (1969) 10-39. St. GIET, L'^nigme de la Didache, Paris 1970. M. MEES, Die Bedeutung der Sentenzen und ihrer auxesis fiir die For- mung der Jesusworte nach Didache L,3b-2,l, είς VetChr 8 (1971) 55-76.W. ROR- DORF, La remission des pchis selon la Didach6, είς Imikon 46 (1973) 283-297. E. WOLF, Zur Bedeutung der Didache fiir oecumenisches Kirchenrecht, είς Ξένιον (τιμητ. Τόμος Ζέπου), 'Αθήνα 1973, σσ. 739-756. L. ALFONSI, Propriety lavoro e famiglia nella Didach<5..., είς Augustinianum 17 (1977) 101-106.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΙΩΝΑΣ - 1. ΚΛΗΜΗΣ ΡΩΜΗΣ (92 - 101)

$
0
0



ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

1. ΚΛΗΜΗΣ ΡΩΜΗΣ (92 - 101)


Ό έπίσκοπος Ρώμης Κλήμης είναι ό πρώτος έπώνυμος Εκκλησιαστικός συγγραφέας, άλλά δσα γνωρίζομε γι' αύτόν είναι πενιχρά. Κατά τόν Ειρηναίο ("Ελεγχος Γ ΠΙ 3) ήταν τρίτος έπίσκοπος Ρώμης (Αίνος, Άνέγκλητος, Κλήμης), ένώ κατά τόν Τερτυλλιανό (De praescr. haeret. ΧΧΧΗ 2) χειροτονήθηκε άπό τόν άπόστολο Πέτρο και άρα εγινε πρώτος έπίσκοπος Ρώμης. Ή παράδοση τής 'Εκκλησίας εκλινε ύπέρ τής πρώτης έκδοχής. Ή ελλειψη βιογραφικών στοιχείων γιά τόν Κλήμεντα, ή αφελής εύσέβεια και ή έκκλησιαστικοπολιτική σκοπιμότης έγιναν άφορμή γιά σύνταξη κειμένων (Μαρτύρων και Ψευδοκλημέντια), τά όποια παρέχουν μακρά σειρά φανταστικών ειδήσεων. Τή μνήμη του ή Έκκλησία ('Ανατολής καί Δύσεως) τιμά στίς 23 Νοεμβρίου.


Ή παράδοση άπό τόν Β' αιώνα άποδίδει στόν Κλήμεντα 'Επιστολή πρός Κορινθίους, ή όποία καί σώζεται. 'Αναφορές ή ένδείξεις τοϋ κειμένου τούτου, σέ συνδυασμό μέ πληροφορία τοϋ Εύσεβίου (*Εκκλ. ιστορία Γ 15, 34), όδηγοϋν στό συμπέρασμα δτι ό Κλήμης ποίμανε τήν Έκκλησία τής Ρώμης μεταξύ τών έτών 92 και 101 καί εγραψε τήν Επιστολή μεταξύ 95 καί 98. Άπό τό κείμενο τής Επιστολής συνάγεται δτι ό Κλήμης είχε μόρφωση έλληνική, ήταν Ισχυρή φυσιογνωμία, θεληματικός άνδρας, φλεγματικός, θαυμαστής τής πειθαρχίας, γνώστης (χριστός τής ΠΔ (άλλ' όχι τηρητής τοΰ τυπικοΰ της), έκφραστής τοϋ ρωμαϊκού κοινωνικοΰ κλίματος τών χρόνων του, πλήρης άγάπης καί κατανοήσεως γιά τίς τοπικές Εκκλησίες, φορέας τής άποστολικής παραδόσεως καί άρκετά ικανός γιά νά έπιβάλη τίς άπόψεις του. Παράλληλα δμως διαπιστώνομε δτι δέν ήταν ταλαντοϋχος συγγραφέας, όπως δέν ήταν και σπουδαίος θεολόγος.


Ή 'Επιστολή. 'Αποτελείται άπδ 65 κεφάλαια καί μάλλον προϋποθέτει κείμενο πού περιείχε διατάξεις καί παραινέσεις γιά τη ζωή τής'Εκκλησίας. Στήν άρχή επαινείται εξαιρετικά ή Έκκλησία τής Κορίνθου. "Επειτα επιση¬μαίνεται ή άναταραχή στούς κόλπους της, γίνεται παραίνεση γιά ύπακοή, τα¬πεινοφροσύνη, ειρήνη καί ομόνοια* ύπενθυμίζεται δτι ό Θεός θά έκπληρώση τίς υποσχέσεις του, άναφέρεται στή μέλλουσα άνάσταση, τονίζεται ή άνάγκη πειθαρχίας μέ τήν προσαγωγή παραδειγμάτων άπό τή ζωή τοΰ 'Ισραήλ καί τοΰ ρωμαϊκοΰ στρατού. Πρός τό τέλος (59,4-61) ύπάρχει ρυθμική προσευχή, ή όποία βασικά έχει ληφθή άπό τίς ύπάρχουσες ήδη εύχές τής λειτουρ¬γικής ζωής τής Ρώμης ή καί τής 'Αλεξανδρείας. Τό κείμενο τοΰτο είναι ά- ξιόλογο καί πρέπει νά θεωρήται άπό τά άρχαιότερα ύμνολογικά δείγματα μέ ποιητική διάθεση (τονικής ρυθμοποιίας). Τά ρυθμικά χαρακτηριστικά τοΰ κειμέ¬νου αύτοΰ, πού πάντως δέν μπορεί νά θεωρηθή ποίημα, είναι τάση γιά όμοιο- τέλευτο, παροξυτονισμό, παραλληλισμό μελών καί άντίθεση (Δ. Δρίτσας). Τά στοιχεία αύτά ύπάρχουν ώς ένα βαθμό καί σέ άλλα σημεία τοΰ κειμένου.
Αιτία τής 'Επιστολής είναι ή κρίση στούς κόλπους τής 'Εκκλησίας τής Κορίνθου. Μερικοί «φιλόνεικοι καί ζηλω- rat» (45) δηλαδή προσπάθησαν νά αντικαταστήσουν τούς πρεσβυτέρους τής Κορίνθου μέ άλλους. Τή διάθεση αύτή τών κορινθίων κατανοούμε στό γενικώτερο κλίμα τής έποχής. Οί τοπικές 'Εκκλησίες είχαν εντονες αμφιβολίες γιά τή μονι¬μότητα τοϋ λειτουργήματος τών κληρικών, εκείνων δηλ. πού τελούσαν τή <(λειτουργία» ( = τό λειτουργικό ή μυστηριακό έργο). Άκόμη άμφέβαλαν καί γιά τό έάν οί πράξεις τών μό¬νιμων λειτουργών (έπισκόπων-πρεσβυτέρων) ήσαν τόσο εγ¬κυρες, όσο καί οί πράξεις τών χαρισματούχων, οί όποιοι άρχι¬σαν ήδη νά έκλείπουν καί στούς όποιους είχαν ιδιαίτερη έμπιστοσύνη. Τήν προβληματολογία καί τήν κρίση αύτή, πού δέν έκτιμήθηκε όσο πρέπει, έκφράζουν καί άλλα κείμενα τής έποχής, όπως κυρίως ή Διδαχή (αϊ) τφν 'Αποστόλων καί οι 'Επιστολές τοΰ 'Ιγνατίου. Μερικοί κορίνθιοι λοιπόν πρό¬τειναν τήν άντικατάσταση τών λειτουργών, νομίζοντας προ¬φανώς ότι τό λειτούργημάτους είναι κάτι πού εξαρτάται μόνο άπό τή θέληση τών μελών τής 'Εκκλησίας. Τό διάβημα τοΰτο γιά τόν Κλήμεντα όφείλεται άπλώς εις τήν αύθάδεια καί τόν άμετρο ζήλο (1) τών κορινθίων. Ή άπάντηση δέ στό πρόβλη¬μα δίδεται στό κεφάλ. 44: τούς λειτουργούς, πού κατέστησαν οί 'Απόστολοι ή καί οί διάδοχοι αύτών, δέ μπορεί νά τούς άντικαταστήση κανείς, διότι έλαβαν τό λειτούργημα τους άπό τούς 'Αποστόλους. Ή άπαγόρευση ίσχύει υπό τόν δρο δτι οί λειτουργοί τελούν «άμέμπτως καϊ όσίωςη τή λειτουρ¬γία. Αύτό είναι τό μέγα πρόβλημα τής έποχής τοϋ Κλήμεντα καί αύτή ή άπάντησή του, τήν όποία προσφέρει μέ έντονη ήθικολογία καί παραινέσεις γιά υπακοή, ταπεινοφροσύνη, ύποταγή, δικαιοσύνη καί άγνότητα. Ό τρόπος αύτός άντιμε- τωπίσεως τοΰ προβλήματος καί ή δήλωση δτι σκοπός τής 'Επιστολής είναι ή <( ειρήνη καί ή ομόνοια» (43) καί δχι ή λύση τοΰ προβλήματος πού φυγάδευσε τήν ειρήνη, δείχνει δτι ό Κλήμης δέ συνέλαβε τό βάθος τής κρίσεως καί δέν κατώρθωσε νά λύση τό θεολογικό πρόβλημα τοΰ κύρους καί τής μονιμότητος τοΰ λειτουργήματος τών έπισκόπων, οί ό¬ποιοι διαδέχθηκαν τούς χαρισματούχους. Αύτό θά τό έπιτύχη πρώτος ό 'Ιγνάτιος. Είναι δμως ήδη σημαντικό δτι ό Κλήμης καταδικάζει τήν κίνηση τών «προπετών» κορινθίων, άναφέ- ρεται (χωρίς θεολογική άνάλυση) στήν άποστολική διαδοχή καί τονίζει τήν άνάγκη ύποταγής είς τούς λειτουργούς, τούς όποιους όνομάζει επισκόπους καί διακόνους (κεφ. 42) ή πρε¬σβυτέρους (47 καί 54). Ό τρόπος μέ τόν όποιο άναφέρει ό Κλήμης τούς λειτουργούς μαρτυρεί άστάθεια στή χρήση τών δρων έπίσκοπος, πρεσβύτερος καί διάκονος καί μάλιστα δυσ¬χέρεια στή διάκριση έπισκόπου καί πρεσβυτέρου, κάτι πού έκφράζει τό κλίμα τοΰ τέλους τοΰ Α' αίώνα.
Ό χαρακτήρας τής έπεμβάσεως τοΰ έπισκόπου Ρώμης στά πράγματα τής Κορίνθου άποτελεΐ πρόβλημα, πού έδωσε άφορμή σέ ποικίλες υποθέσεις κι ερμηνείες. Ή κατάσταση νομίζομε έχει ώς έξης: Ή άποστολική Έκκλησία τής Κορίν¬θου συγκλονίζεται άπό φοβερή κρίση. Στή Ρώμη, πού δέν εχομε παρόμοια κρίση, έπισκοπεύει ένας άποστολικός, πα¬ραδοσιακός καί θεληματικός άνδρας, ό Κλήμης, μέ βαθεΐα συνείδηση τής γνησιότητός του. Αύτή, συνδυασμένη μέ τήν αύταρχικότητα τοΰ χαρακτήρά του, τόν ώθεΐ στήν έπέμβαση. Ή γνησιότης λοιπόν τής άληθείας πού έξέφραζε τοΰ έδινε τό θάρρος τής επεμβάσεως. Ήταν δέ επέμβαση και όχι άπλώς παραίνεση, διότι στό τέλος τής *Επιστολής ό Κλήμης ζητα έμμεσα νά τοϋ άπαντήσουν μέσω τών άπεσταλμένων του, έάν συμμορφώθηκαν («υπήκοοι γενόμενοι», κεφ. 63) μέ τίς υπο-δείξεις του. Τό ίδιο φαινόμενο παρατηρείται καί λίγο άργό- τερα μέ τό Διονύσιο Κορίνθου, ό όποιος άκριβώς διότι είχε συνείδηση τής άληθείας πού έξέφραζε, έγραφε καί ζητοΰσε νά συμμορφωθοΰν πρός τίς άπόψειςτου άλλες τοπικές 'Εκκλη¬σίες, μεταξύ τών όποιων καί τής Ρώμης. Μποροϋμε λοιπόν νά μιλήσωμε γιά ένα είδος πρωτείου άλη&είας στήν Έκκλη¬σία, τό όποιο όταν έχη κάποιος έπίσκοπος αισθάνεται ηύξη- μένη εύθύνη καί μάλιστα ηύξημένο κΰρος έναντι έκείνων πού δέν έχουν τήν άλήθεια ή τήν Παράδοση όσο αύτός Τό πρω¬τείο δέ τοϋτο δέν έχει σχέση μέ πρωτείο εξουσίας. "Αλλωστε καί αν άκόμη ό Κλήμης θεωρηθή έκφραστής πρωτείου εξου¬σίας, αύτό άποτελοΰσε γιά τήν Έκκλησία παρέκκλιση, κάτι ξένο πρός τό πνεΰμά της, γι' αύτό καί τό άπέρριψε.
Νόθα Εργα. Στόν Κλήμεντα Ρώμης άποδόθηκαν εσφαλμένα 'Ομιλία (ώς Β' 'Επιστολή πρός Κορινθίους), έργο τών μέσων τοΰ Β' αι., δύο επιστο¬λές πρός Παρθένους, έργο τοΰ Γ' αι., καί τά λεγόμενα Ψευδοκλημένηα (20 ^Ομιλίες, ή *Επιτομή τους καί οί Άναγνωρισμοί), έργα τοΰ Δ' αί. Γιά τά έργα αύτά θά γίνη λόγος στή χρονολογική τους σειρά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις : Κ. BIHLMEYER, Die apostolischen Vater, Tubingen 21956. J.A. FISCHER, Die apostolischen Vater, Darmstadt ®1966. AN. JALIIERT, Cl6ment de Rome. Epitre aux Corinthiens (SCh 167), Paris 1971 (ή τελειότερη). Ή έπιστολή παραδίδεται έλλειπής άπό τόν αλεξανδρινό κώδικα της άγ. Γραφής καί όλόκληρη άπό ίεροσολυμιτικό χειρόγραφο (11ου αι.), σύμφωνα μέ τό όπο-ο έξέδωκε αύτή άκέραιη γιά πρώτη φορά ό Φι¬λόθεος Βρυέννι,ος (Τοϋ έν άγίοις πατρός ήμών Κλήμεντος, έπισκόπου Ρώμης, At δύο πρός Κορινθίους Έπιστολαί έκ χειρογράφων τής έν Φαναρίω Κων)λεως Βιβλ. τοΰ Παναγίου Τά¬φου..., Κωνσταντινούπολη 1875). Νεώτερες έλλην^κές έκδόσεις έχομε τοϋ Β. ΜΟΥΣΤΑΚΗ, 'Αποστολικοί Πατέρες, 'Αθήνα 1953 (μέ μετάφραση), της ΒΕΠ 1, 13-39 καί τοΰ Κ. Μπο- ΝΗ, Κλήμεντος Ρώμης 'Επιστολή Α' πρός Κορινθίους, 'Αθήνα 1973.
Μελέτες : F. GERKE, Die Stellung des ersten Klemensbriefes innerhalb der Entwicklung der altchristlichen Gemeindeverfassung und des Kirchenrechts, Leipzig 1931. L. SANDERS, L'h^llenisme de S. Clement de Rome et le Paulinisme, Louvain 1943. G. BARDY, La th£ologie de l'figlise de S. Clement de Rome a S. ΐΓέηό, Paris 1945. M. SPANNEUT, Le stoicisme des Pferes de I'Eglise de Clement de Rome a Clement d'Alexandrie, Paris 1957. A. ZIEGLER, Neue Studien zum ersten Klemens- brief, Munchen 1958. A. jAviERRE.La primera «diadoch^» de la patristica y los «el- logimoi» de Clemente Romano..., Torino 1958. Η. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τό κείμενον της ΠΔ κατά τήν Α' Κλήμεντος, είς Θεολογία 33 (1962) 600-626. Ο. KNOCH, Eigenart und Bedeu- tung der Eschatologie im theologischen Aufriss des ersten Clemensbriefes..., Bonn
1964.    E. BASTIEN, Le ministfcre dans I'liglise selon Clement de Rome (διατριβή), Montpellier 1965. G. MINCHIOTTI, La figura del Cristiano negli scritti dei Padri Apo- stolici (διατριβή), Milano 1966. K. BEYSCHLAG, Clemens Romanus und der Friihkatho- lizismus..., Tubingen 1966. P. MIKAT, Die Bedeutung der Begriffe Stasis und Aponoia fur das Verstandnis des I. Clemensbriefes, Koln 1969. W. VAN UNNIK, «Tiefer Friede» (1. Klemens 2, 2), είς VC 24 (1970)261-279. G. BRUNNER, Die theologische Mitte des Ersten Klemensbriefs, Frankfurt am M. 1972. A. STUIBER, Klemens Romanus, είς RACh, III, σσ.188-197. R. GRANT and H. GRAHAM, The Apostolic Fathers, II, N. York
1965.    La version syriaque de l'Octateuque de Clement, trad, τοϋ F. NAU, re6d. τοΰ P. CIPROTTI, Paris 1967. J. CAMBIER, Deux 6tudes sur Clement de Rome, είς RHE 63(1968) 415-428. H. BUMPUR, The christological awareness of Clement of Rome and its sources, Cambritge 1972. C. RIGGI, La Iiturgia della pace nella Prima Clementis, ε Ες Salesianum 33 (1971) 31-70 καί 205-261. A. DAVIDS, Irrtum und Haresie. 1 Clem.— Ignatius von Antiochien—Justinus, εις Kairos 15 (1973) 165-187. A. HAGUER, The use of the Old und New Testament in Clement of Rome, Leyde 1973. A. E. WILHELM- HOOIJBERGH, A different view of Clemens Romanus, Heythrop J. 16 (1975) 266-288. Δ. ΔΡΙΤΣΑ, Μορφολογική θεώρησις της Α' Κλήμ..., εϊς Θεολογία 47 (1976) 711-720. Β. VVF.ISS, Amt und Eschatologie im I. Klemensbrief, είς ThPh 70( 1975) 70-83.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ

Ή συνήθεια πού κράτησε καί κρατεί μέχρι σήμερα νά χαρακτηρίζωνται οί πρώτοι μετακαινοδιαθηκικοί συγγραφείς, μαζύ μέ κάποια ψευδεπίγραφα έργα, «αποστολικοί Πατέρες» είναι ούσιαστικό καί μεθοδολογικό σφάλμα (βλ. Εισαγωγή). Τούτο παραταύτα είχε καί έχει σάν συνέπεια τό νά μελετούν καί νά εκδίδουν πολλοί έπιστήμονες τά κείμενα τών λεγομένων άποστολικών Πα¬τέρων σέ βιβλία ένιαΐα, κάτι πού μας υποχρεώνει νά παραθέσωμε έδώ χάριν τοΰ άναγνώστη τή σχετική βιβλιογραφία κατ' επιλογήν.
J. DEBLAVY, Les id6es eschatologiques de s. Paul et des Pfcres apostoliques, Alengon 1924. L. CHOPPIN, La Trinity chez les Pferes apostoliques, Paris 1925. H.SCHUMACHER, Kraft der Urkirche.Das «neue Leben» nach den Dokumenten der ersten zwei Jahrhunderte, Freiburg i. B. 1934. G. BARDY, La vie spirituelle d'aprfes les Pferes des trois premiers sifccles, Paris 1935. I. GIORDANI, The Social Message of the Early Church Fathers (μετάφρ. έκ τού ίταλικοΰ άπό τόν Α. Zizzamia), New York 1944. J. KLEVINGIIAUS, Die theologische Stellung der apostolischen Vater zur alt- testamentlichen Offenbarung, Gutersioh 1948. G. BARTELING, Lexikologisch-sema- tische studie over de taal van de Apostol Vaders, Nijmegen 1952. A. BENOIT, Le baptfeme au 2e sifecle, Paris 1953. J. STARK, L'figlise de Paque sur la.-,εΐς NRTh 75 (1953)337-364. H.KOESTER, Synoptische Ueberlieferung bei den apostolischen Vatern, Berlin 1957. T.F. TORRANCE, The doctrine of grace in the Apostolic Fathers, Grand Rapids 1959. G. KRETSCHMAR, Studien zur fruhchristlichen Trinitatstheologie, Tu¬bingen 1956. Α. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Οί 'Αποστολικοί Πατέρες περί προβλημάτων τινών της έποχής των, 'Αθήνα 1959. Ε. GOODSPEED, Index patristicus sive clavis patrum aposto- licorum operum, Naperville-Illinois 1960. F. Go KEY, The Terminology for the Devil and Evil Spirits in the Apostolic Fathers, Wash. 1961. J. LAWSON, A Theological and Historial Introduction to the Apostolic Fathers, New York 1961. H. KRAFT, Clavis Patrum Apostolicorum, Munchen 1963. G. BLUM, Tradition und Sukzession. Studien zum Normbegriff des Apostolischen von Paulus bis Irenaus, Berlin 1963. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, 'Αποστολικοί Πατέρες, είς ΘΗΕ 2(1963) 1172-75. L. BARNARD, Studies in the Apostolic Fathers and their Background, Oxford 1966. G. CORTI, I Padri Apostolici, Roma 21966. JEAN COLSON, Ministre de J^sus-Christ ou le sacerdoce de l'ivangile. itude sur la condition sacerdotale des ministres chritiens dans I'liglise primitive [Thtiologie historique, 4], Paris: Beauchense 1966. Κ. ΚΑΡΑΚΟΛΗ, Ή έ- νότης τής 'Εκκλησίας κατά τούς 'Αποστολικούς Πατέρες, είς ΓρΠ 50 (1967) 299 - 306, 383-396 καί 490-495. J. LIEBAERT, Les enseignements moraux des Pfcres Aposto¬liques, Gembloux 1970. ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΙΙΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Περί τόν δρον «'Αποστολικοί Πα¬τέρες», εΕς Κληρονομιά 6 (1974) 229-234. Τ. Η. VAN ETJK, La resurrection de morts chez les Pfcres apostoliques, Paris 1974. FISCHER JOSEPH Α., Die altesten Ausgaben der Patres Apostolici. Ein Beitrag zu Begriff und Begrenzung der Apostolischen Vater, εις Historisches Jahrbuch 94(1974) 157-190.

2. ΚΗΡΙΝΘΟΣ KAI ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟΙ ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ (ΣΙΜΩΝ, ΔΟΣΙΘΕΟΣ, ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ)

Στό τέλος τοϋ πρώτου χριστιανικού αίώνα έζησε κι έδρασε ό Κήρινθος, πρόσωπο σκοτεινό, πού δμως έπαιξε σημαντικό ρόλο στήν άνάπτυξη τών αι¬ρέσεων, δπως μαρτυρούν οί πολλές άλλά σύντομες άναφορές τών μεταγενέ¬στερων εκκλησιαστικών συγγραφέων. Κινήθηκε γενικά στό μεταίχμιο αίρέ- σεως (ιουδαϊκής κυρίως), γνωστικισμοΰ καί άνατολικών θρησκειών. Τά χριστια¬νικά του στοιχεία δέν ορίζουν, δέ θεμελιώνουν, τή διδασκαλία του, άλλά μάλ¬λον τήν έμπλουτίζουν. Τή διδασκαλία του, πού είναι περίεργο καί δχι πάν¬τοτε αρμονικό κράμα, εμπνεύσθηκε στήν Αϊγυπτο, πού σπούδασε, καί στή Μι~ κρασία, δπου έδρασε. Καί στίς δύο χώρες τό κλίμα τού συγκρητισμού ήταν έν¬τονο. Ερευνητές, δπως ή S. P6trement, θεωρούν τόν Κήρινθο, καθώς καί τούς λίγο προγενέστερους γνωστικούς Σίμωνα, Μένανδρο καί Δοσίθεο, πολύ στενά συνδεδεμένους μέ τό χριστιανισμό, τόν όποιο ό γεννώμενος ή συντασ-σόμενος γνωστικισμός άκολουθοΰσε βήμα πρός βήμα. Ό Κήρινθος εμφανί¬ζεται δέκτης ίωαννείων άντιλήψεων, τίς όποιες οδηγεί στά άκρα κι έτσι στό σημείο τούτο έχομε μάλλον κακοδοξία παρά κάτι τό δλως διαφορετικό άπό τό χριστιανισμό. Γενικά στό πρόσωπο τού Κηρίνθου διαπιστώνομε τίς απαρχές τοΰ χριστιανίζοντος γνωστικισμοΰ, τοΰ γνωστικισμοΰ δηλ. πού συνειδητά ή άσυνείδητα πορεύεται παράλληλα πρός τήν Έκκλησία καί κάποτε εμφανίζε¬ται ώς ό κατ* εξοχήν χριστιανισμός στούς ίδιους τούς κόλπους της.
Ή παράδοση θέλει τόν Κήρινθο συντάκτη χαμένου Ευαγγελίου, τό όποιο ήταν άπλή διασκευή τοΰ κατά Ματθαίον μέ χαρακτήρα μάλλον ιουδαϊκό παρά γνωστικό (Bardy). Στόν Κήρινθο άποδίδονται άντιλήψεις, σύμφωνα μέ τίς όποιες ό Ίησοΰς ήταν ψιλός άνθρωπος, γεννήθηκε φυσιολογικά κι έλαβε μέ μορφή περι¬στεράς τό Χριστό κατά τό βάπτισμα. Ό 'Ιησούς κήρυξε τόν Πατέρα κι έπειτα χωρίσθηκε άπό τό Χριστό γιά νά σταυρωθή καί νά άναστηθή. Ό Κήρινθος ήταν ήδονιστής, φιλοσώματος καί, όσο γνωρίζομε, ό άρχαιότερος άπό τούς συγγραφείς πού δέχονταν τή βασιλεία τοΰ Χριστού επίγεια (χιλίαστής). 'Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι ό Κήρινθος είναι ό πρώτος ή έκ τών πρώ¬των πού διέκριναν τό δημιουργό θεό άπό τόν άληθινό Θεό. Πολύ πιθανόν, σύμ¬φωνα μέ τήν πληροφορία καί τοΰ 'Ιππολύτου, νά ήταν έβιωναΐος καί πιθανώς ήγέτης ομάδας Νικολαϊτών, δηλαδή άντινομιστών, μολονότι ό ίδιος δέν άπέρ- ριπτε τελείως τήν ΠΔ (Έπιφανίου, Πανάρων 28, 5,11. Ειρηναίου, "Ελεγχος 3,3,4. Εύσεβίου, Έκκληα.ιστορία Γ 28,4. 'Ιππολύτου, Φιλοσοφούμενα Ζ 33-35).
ΠρΙν άπό τόν Κήρινθο έζησαν καί δίδαξαν ό Μάγος Σ ί μ ω ν, ό Δ ο- σ ί θ ε ο ς καί ό Μένανδρος, πού θεωρούνται γενάρχες καί θεμελιωτές τοΰ γνωστικισμοΰ καί μάλιστα τοΰ χριστιανίζοντος γνωστικισμοΰ. Τό Σ ί- μ ω ν α Μάγο γνωρίζομε άπό τίς Πράξεις (8,9-29). Καταγόταν άπό τή Σαμάρεια (Ίουστίνου, Απολογία Α 26), άσκοΰσε τό επάγγελμα τοΰ μάγου, χαρακτηριζόταν ιώύναμις τοϋ Θεοΰ ή καλουμένη μεγάλη», δίδασκε τίς άντι- λήψεις του, έπιζητοΰσε τήν υποκατάσταση τής'Εκκλησίας, έκανε ταξίδια, θε¬ωρήθηκε στή Ρώμη θεός κι έγραψε τό έργο Μεγάλη άπόφασις. Τοΰτο, πού έκ- τιμάται ώς θεμελιώδες έργο τοΰ γνωστικισμοΰ, σώζεται άποσπασματικά στά Φιλοσοφούμενα τοΰ 'Ιππολύτου (ΣΤ 9). Επισημαίνεται δμως δτι τά άπο- σπάσματα αύτά εκπροσωπούν παράφραση τοΰ άρχικοΰ έργου. Έν τούτοις πα¬ρέχουν γενική εικόνα τοΰ συστήματος τοΰ Σίμωνα, πού ήταν παράδοξο συνοθύ- λευμα άνατολικοθρησκευτικών, φιλοσοφικών καί μάλιστα κοσμολογικών άν- τιλήψεων. Σύμφωνα μέ αύτό ό Θεός εΤναι ιιπνρ φλέγον» (Δευτ. 4,24), ούσία νοερά, πού άπό δύναμη μπορεί νά γίνη ενέργεια. Έτσι δημιουργείται σειρά άνωτέρων όντων, οί α ί ώ ν ε ς. Σ' αύτούς παρεμβάλλεται ή Σ ι γ ή (άρρε- νόθυλυ 6ν),άπό τήν όποία προήλθε ή "Ε ν ν ο ι α ή 'Ελένη. Ή "Εννοιακαί ό κό¬σμος όλόκληρος είναι δέσμιος τών δημιουργών άγγέλων καί τυραννοΰνται άπό αύτούς. Τήν άπελευθέρωση Εννοίας καί κόσμου γενικά μπορεί νά πρα- γματοποιήση μόνον ό Σίμων, διότι μόνον αύτός έχει τή δύναμη πού έχει καί ό Θεός. Επομένως ό Σίμων είναι ό ίδιος λυτρωτής, είναι Χριστός καί 6χι μαθη¬τής τοΰ Χριστοΰ. Αύτό δείχνει ότι ό Σίμων είχε μόνο έμμεσα σχέση μέ τό Χρι-στιανισμό, άν καί δέν κατανοείται χωρίς αύτόν. Χρησιμοποιεί αύθαίρετη καί άμετρη άλληγορική έρμηνεία τής ΠΔ, εκφράζει γενικά άντιϊουδαϊκό καί άν- τινομικό πνεΰμα, πού χαρακτηρίζει σχεδόν δλους τούς γνωστικούς.
Ό σαμαρείτης Δ ο σ ί θ ε ο ς υπήρξε μαθητής καί σύγχρονος τοΰ Σί¬μωνα, έδρασε πριν καί μετά τήν άνάσταση τοΰ Κυρίου, άφησε έργα πού χάθη¬καν, δίδασκε βτι είναι δ Χριστός, γιά τόν όποιο προφήτευσε ό Μωυσής, καΐδέν απέρριπτε τό μωσαϊκό νόμο. Οί οπαδοί του, δοσιβεανοί, πίστευαν βτι δέν θά πεθάνουν.
Ό τρίτος πρόδρομος τοϋ χριστιανίζοντος γνωστικισμοΰ, όΜένανδρος, άπό τή Σαμάρεια καί αύτός, ήταν μαθητής καί συνεργάτης τοΰ Σίμωνα κι έ¬δρασε στήν 'Αντιόχεια. Δίδασκε δτι ή πρώτη δύναμη παραμένει γιά δλους ά¬γνωστη, δτι ό ίδιος στάλθηκε γιά νά γίνη σωτήρας τοΰ κόσμου, βτι τήν άπα- ραίτητη γιά τό έργο του μαγεία παρέλαβε άπό τήν "Εννοια, δτι δσοι βαπτί¬ζονταν στό βάπτισμά του θά γίνουν άθάνατοι καί άφθαρτοι. Τή διδασκαλία του συνέχισαν ό Σατουρνεΐλος καί ό Βασιλείδης, πού καλλιέργησε συνειδητά τό χριστιανίζοντα γνωστικισμό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. WURM, Cerinth-ein Gnostiker oder Judaist ? είς ThQ 86 (1904) 20-38. G. BARDY, Cirinthe, εις Rb 30 (1921) 373. L. CERFAUX, La gnose simonienne, είς RSR 15(1929) 489-502• 16 (1926) 5-20, 265-285, 481-503. G. QUISPEL, είς NTT (1951) 338¬345 (Σίμων καί Ελένη). P. ALFARIC, είς Cahiers du cercle Ernest-Renan 2:5 (1955) 116 καί G. ORLY, παραπάνω 3:9 (1956) 1-6' 3:12(1956) 1-32. ΤΗ. CALDWELL, Dositheos Samaritanus, είς Kairos (1962) 105-117. J. FRICKEL, Die «Apophasis Megale» in Hippolit's Refutatio..., Roma 1968. TOY ΙΔΙΟΥ, Die «Apophasis Megale», eine Grund- schrift der Gnosis? εις Le origini dello Cnosticismo, Leiden 1970, σσ. 197-202. W. FOERSTER, Die «ersten Gnoskiker» Simon und Menander, είς τό αύτό παραπάνω έργο, 190-196. J. SALLES-DABADIE, Recherches sur Simon le Mage, I: L*Apophasis Megale, Paris 1969. J. FRICKEL, Eine neue kritische Textausgabe der Apophasis Megale (Hippolyt., Ref. 6, 9-18); είς WSt 6 (1972) 162-184. K. BEYSCHLAG, Simon Magus und die christliche Gnosis, Tubingen 1975. S. PETREMENT, Le mythe des sept archon- Ιβ&...,είς Le origini dello Gnosticismo, Leiden 1970, σσ.461-486. A. KLIJN-G. REININK, «Cerinthians» and «Pseudo-Tertyllian...», είς Patristic evidence for Jewish-Christian Sects, Leiden 1973, σσ. 3-19, 74-77. G. LUEDEMANN, Untersuchungen zur simoniani- schen Gnosis, Gattingen 1975.

3. ΩΔΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

Τό 1909 ήρθε στό φώς σημαντικό άπόκρυφο ποιητικό κείμενο, γραμμένο στά συριακά, άποδιδόμενο στό Σολομών- τα και άποτελούμενο άπό 42 'Ωδές. Τό κείμενο θέτει πολλά φιλολογικά προβλήματα, χωρίς νά λύη κανένα θεολογικό. Φέρει τόσο έκδηλη τήν έπίδραση τής έβραϊκής ποιήσεως (εΙκόνες, διάθεση, μορφή), ώστε μποροϋμε νά εΐπωμε δτι ά- ποτελεΐ εβραϊκή ποίηση, μολονότι δέν έχει καμμία σχέση μέ τό Σολομώντα. Συγχρόνως δμως ό άγνωστος συντάκτης τών 'Ωδών συχνά έκφράζει τό γνωστικό κλίμα τής έποχής, ενώ ή σχέση του μέ τά βιβλία τών «"Υμνων» καί τών «'Ιωβη¬λαίων)πού βρέθηκαν στή Νεκρά θάλασσα, είναι πράγματι έντυπωσιακή (Μ. Testutz). Ή τελευταία διαπίστωση πείθει, νομίζομε, δτι ό συγγραφέας τών'Ωδών ήταν μέλος τής κοινό¬τητος τών Έσσαίων, πού κατόπιν έγινε χριστιανός. Γνωρί-ζοντας δέ τό πράγματι άξιόλογο ποιητικό του τάλαντο, φιλο¬δόξησε νά δημιουργήση ένα νέο Ψαλτήρα γιά τίς άνάγκες τών χριστιανών, χρησιμοποιώντας τίς οίκεΐές του λογοτεχνι¬κές μορφές, διατηρώντας γενικά τόν παλαιό πνευματικό του όπλισμό καί εισάγοντας τή νέα χριστιανική θεματολογία μέ τρόπο έντεχνο καί αρκετά καλυμμένο. Μιλάει γιά τό πά¬θος τοϋ Κυρίου (2), γιά τήν ένανθρώπησή του (7), τή γέννη- σή του άπό τήν Παρθένο Μαρία (19) καί τήν άνάσταση (42) μέ γλώσσα, πού φανερώνει τήν προσπάθεια τοΰ ποιητή νά κρατήση τήν Έκκλησία στά μέτρα του ίουδαϊσμοΰ. Δέν πέ¬τυχε δμως τό σκοπό του, δπως φαίνεται άπό τήν καθολι¬κή αγνόηση τοϋ έργου στήν αρχαία Έκκλησία, προφανώς γιά τούς έξης λόγους: α) Ό ποιητής τών 'Ωδών μιμείται άπλώς τά παλαιά σχήματα, χωρίς νά έκφράζη τό δραματικό στοιχείο τών προτύπων του (τών ποιητικών κυρίως κεμένων τής ΠΑ). β) Ή χριστιανική θεματολογία παραμένει έπιφανειακή κι έπίπλαστη. γ) 'Απουσιάζει κάθε ρεαλισμός άπό τούς λόγους του γιά τήν ένσάρκωση καί τό πάθος τοϋ Κυρίου, λείπει τό σωτηριολογικό στοιχείο καί κυριαρχεί τό αλληγορικό, τό λυρικό καί τό άγαπητικό κατά μίμηση τοϋ "Ασματος τών ασμάτων, δ) Ή έλληνίζουσα καί γνωστικίζουσα διάθεση τοΰ κειμένου καθιστοϋσε αύτό ύποπτο στούς χριστιανούς, μολον¬ότι δέν έκφράζει σαφώς καμμιά άπό τίς θεμελιώδεις αντιλήψεις τοϋ γνωστικισμοΰ.
Ό ταλαντοΰχος καί εύαίσθητος ποιητής τών Ωδών έ¬γραψε στήν έλληνική πιθανόν στό τέλος τοϋ Α' ή τίς άρχές τοϋ Β' αιώνα.
Παράδοση χών Ωδών• Τό κείμενο τών Ωδών παραδίδεται σέ συρια¬κή (οί 'Ωδές 3-42) καί κοπτική (μόνο πέντε 'Ωδές, μέσα στό γνωστικό έ'ργο Πίστις Σοφία) μετάφραση. Πρόσφατα ό Testutz δημοσίευσε (1959) άπό τόν πάπυρο τοΰ Γ' αίώνα Bodmer XI τήν 11η Ώδή στά έλληνικά, κάτι πού βά¬ρυνε άποφασιστικά στή συζήτηση γιά τήν άρχική γλώσσα τών 'Ωδών, πού έ¬τσι άποδεικνύεται πώς ήταν ή έλληνική. Κάποια τάση γιά ίσοσυλλαβία καί ό- μοιοτέλευτο εϊναι ιδιαίτερα φανερή στό ελληνικό κείμενο τής 11ης 'Ωδής. Τό δλο έργο προσπάθησαν νά επαναφέρουν στά έλληνικά ό W. Frankenberg χω¬ρίς έπιτυχία καί ό Β. Τσάκωνας μέ έπιτυχία.
ΙΙεριεχόμενο. Οί 'Ωδές μέ τήν ύψηλή ποιητική τους έμπνευση εκφρά¬ζουν σέ ποικίλους τόνους τή θερμή άγάπη καί πίστη στόν Κύριο, πού δέν ονο¬μάζεται Χριστός άλλά στέφανος τής άληθείας. Ό ποιητής ενώνεται μέ τόν Τίό, άφοΰ γίνει καί ό ίδιος υιός. Ή γνώση θά πληρώση τή γή, έπειδή ό Κύριος έφερε τήν άλήθεια. "Ο,τι λέγει ό ποιητής είναι άλήθεια, διότι τό έχει άπό τόν Κύριο πού πληθαίνει τή γνώση τοΰ εύσεβοΰς ποιητή. Ό Θεός είναι συγχρόνως Πατήρ, Υιός καί Μήτηρ, ή όποία παρέχει τό στήθος της γιά νά τραφή τό παιδίον. Ή Ευχαριστία είναι τό γλυκύτατο γάλα τοΰ Κυρίου, ό άλ- μεχθείς είναι ό Πατήρ καί ό άλμεκτής τό άγιο Πνεΰμα. 'Αναφέρει τό βάπτι¬σμα, τό χρίσμα καί τή σταύρωση, άλλά ή έσώτατη μεταστοιχείωση, τήν ό¬ποία προκαλούν τά μυστήρια, καί ή συγκλονιστική μετάνοια, τήν όποία προϋ¬ποθέτουν τά μυστήρια, εϊναι άγνωστα στόν ποιητή. Ύμνεΐ συνεχώς τήν ήδύ- τατη ένωση μέ τόν Κύριο, άλλά ή ένωση αύτή είναι αύτοματική καί προσιδιά¬ζει περισσότερο στό γνωστικισμό καί στό κλίμα τών κειμένων τοΰ Κουμράν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις: J.R.HARRIS, The Odes and Psalms of Solomon, Cambridge 1911. J.H. BERNARD, The Odes of Sol., Cambrdige 1912. J. FLEMMING-A. HARNACK, Ein judisch- christliches Psalmbuch aus dem 1. Jahrhundert (TU 35, 4), Leibzig 1910. H. GRIMME, Die Odem Salomos, syrisch-hebraisch-deutsch, Heidelberg 1911. W. FRANKENBERG, Das Yerstandnis der Oden Salomos, Giessen 1911. E. HENNECKE, Neutestamentliche- Apokryphen, Tubingen 21924, 437-472. W. BAUER, Die Oden Salomos, Berlin 1933. C. BBUSTON, Les plus anciens cantiques chritiens, Paris 1912. H.J.E. WESTERMAN HOLSTIJN, Odem van Salomo, Zutphen 1942. Β. ΤΣΑΚΩΝΑ, Αί Ώδαί. τοΰ Σολομώντος (είσαγωγή-κείμενον-έρμηνεία), 'Αθήνα 1974. Μ. TESTUTZ, Papyrus Bodmer X-XII. La Onzifcme Ode de Salomon, Cologny-Genfeve 1959, σσ. 47-69. J.H. CHARLES WORTH,. The Odes of Salomon, edited with translation and notes, Oxfotd 1973.
Μελέτες : G. KITTEL, Die Oden Salomons, uberarbeitet oder einheitlich? .. .1 : Bibliographie der Oden, Leipzig 1914. J. M. BOVER, La mariologia en las Odas de- Salomon, EE 10 (1931) 349-363. R. ABRAMOWSKI, Der Christus der Salomonoden, είς ZNW 35 (1936) 44-89. L. G. RYLANDS, The Beginnings of Gnostic Christianity, London 1940, 23-118. R. M. GRANT, The Odes of Salomon and the Church of Antioch, είς JBL (1944) 363-377. A. OMODEO, Le Odi di Salomone, είς Parola del Passato 1 (1946), 84-118. M. MAR JOSIP, Oldest Christian hymnbook, Temple (Tex.) 1948..
A. V06BUS, Celibacy, a Requirement for Admission to Baptism in the Early Syrian Church (Papers of the Esthonian Theol. Society in Exit, 1), Stockholm 1951. A. EHRHARDT, The Birth of the Synagogue and R. Akiba, Studia Theologica IX, 2 (1955), 88 έξ. J. DANIELOU, Odes de Salomon είς Diet, de la Bible. Suppl. 32, ■σσ. 677-84; J. LIEBAERT, Les enseignements moraux des P6res Apostoliques, Gem- bloux 1970, σσ. 227-238. J. T. SANDER, The New Testament Christological Hymns. Their Historical Religious Background, Cambridge Univ. Press 1971, σ. 101-120. A. KLIJN, The influence of Jewish theology on the Odes of Solomon and the Acts of Thomas, είς Aspects du Judio-christianisme, Paris 1964, σσ.167-177. Κ. RUDOLPF, War der Verfasser der Oden Salomos ein «Qumran-Christ»?, είς RQu 4 (1964) 523¬555. K. GAMBER, Die Oden Salomos als friihchristliche Gesange beim heiligen Mahl, ε Ες OstkSt 15 (1966) 182-195. J. EMERTON, Same problems of Text and Language in the Odes of Salomon, είς JThS 18 (1967) 372-406. F.-M. BRAUN, L'^nigme des Odes de Salomon, έν Revue thomiste 1957, σσ. 597-625. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ή 'Τμνογραφία της άρχαΐκής Εκκλησίας, είς ΕΕΘΣΠΘ 3 (1958) 64-69. Ε. FABBRI, EL tema de Cristo vivificante en las Odas de Salomon, Ciencia y Fe (1958) 483 - 498. H.-M. SCHENKE, Herkunft des sog. Evangelium Veritatis, 1959. F.-M. BRAUN, Jean le Thiologien et son ivangile dans I'Eglise ancienne, Paris 1959, σσ. 224-251. J. CARMIGNAC, Les af- finitis qumr&niennes de ia onzifcme Ode de Salomon, RQu 3 (1961-2) 71-102. TOY ΙΔΙΟΥ, Un Qumranien converti au christianisme: l'auteur des Odes de Salomon, είς Η. BARTKE, Oumran-Probleme, Berlin 1963, σσ. 75-108. A. HAMMAN, La prifere, II, Toumai 1963, σσ. 38-50. J. CHARLESWORTH, The Odes of Solomon — Not Gnostic, είς CBQ 31(1969) 457-369. TOY ΙΔΙΟΥ, Qumran, John and the Odes of Salomon, είς John and Qumran, London 1972, σσ. 107-136. TOY ΙΔΙΟΥ, είς CBQ 35 (1973) 298-322.



Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός (28 Μαΐου)

$
0
0
Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός

Εορτάζει στις 28 Μαΐου εκάστου έτους.

Παύλου τὸ ῥῆμα καὶ μεταστὰς Ἀνδρέας
Ἡμεῖς γε μωροὶ διὰ Χριστὸν κεκράγει.
Ὀγδοάτῃ εἰκάδι Ἀνδρέας ἔκθανε πυκινόφρων.

Βιογραφία
Ο βίος του Αγίου Ανδρέου συντάχθηκε από τον πρεσβύτερο Νικηφόρο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τα μέσα του 10ου αιώνος μ.Χ. (956 - 959 μ.Χ.), επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου.

Ο Άγιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886 - 912 μ.Χ.). Από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή, ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.

Τον Ανδρέα είλκυανπερισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος δε υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.

Αλλά ο Άγιος Ανδρέας διακρινότανκαι για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, υπενθύμιζε τους λόγους του Κυρίου «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», και τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.

Ο Άγιος, σε μία ολονύκτια Ακολουθία στο ναό των Βλαχερνών είδε τη Θεοτόκο στον ουρανό προσευχόμενη και σκέπουσα το λαό με το τίμιο ωμοφόριό της (1και 28 Οκτωβρίου).

Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξοστο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί· το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο· έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».

Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού· βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων· ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: «Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού».

Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας. Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάια και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή· μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο. Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία· σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».

Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;». και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.

Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Άγιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία εξήντα έξι ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος. Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία. την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου έκειτο ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό· ήδη δε ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του. Έτραξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Αγίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Αγίου, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο Άγιος Ανδρέας έγραψε πολλές προφητείες οι οποίες δεν εκδόθηκαν ποτέ και βρίσκονται στην Μονή Iβήρων.

Προσευχή του Αγίου Ανδρέου προ της μακαρίας κοιμήσεώς του

«Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ζωοποιὸς καὶ ὁμοούσιος, σύνθρονος καὶ ἀμέριστος, παρακαλοῦμέν Σε οἱ πένητες, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοὶ καὶ γυμνοί· οἱ μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου κλίνομεν τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος καὶ δεόμεθά Σου καὶ ἱκετεύομέν Σε, τὸν Θεόν, τὸ φοβερὸν ὄνομα Σαβαώθ· ἀγαθὲ καὶ ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσδεξε εὐμενῶς τὴν ἱκετήριον δέησιν ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ ἀξίωσόν μας νὰ ἁγιασθῶμεν, ἐν τῇ δυνάμει καὶ τῷ ὀνόματί Σου, Κύριε, οἰκτίρμον, ἐλεῆμον, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε. Ἐλθέ, Πατέρα, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο· ἐλθέ, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετὰ συμπαθείας διὰ τὰ παραπτώματά μας, τὰ ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ ἐν ἐνθυμήσει ἢ διανοίᾳ. Πάριδε καὶ ἄφες ταῦτα ἀγαθέ, εὔσπλαχνε, ἐλεῆμον, πολυέλεε. Καὶ μὴ μᾶς καταισχύνῃς· μὴ μᾶς ἀπορρίψῃς ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου· Σύ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπην ὑπερβολικὴν καὶ γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι ἀπὸ τὰς προσευχὰς τῶν φίλων Σου».

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μωρίαν ἑκούσιον διὰ Χριστὸν τὸν Θεόν, ἐπόθησας Ὅσιε, τὸν σοφιστὴν ἀληθῶς, μωράνας καὶ ἤνυσας, μέσον πολλῶν θορύβων, τὸν ἀγῶνα Ἀνδρέα· ὅθεν σε ὁ Δεσπότης, Παραδείσου πρὸς πλάτος, ἐσκήνωσε πρεσβεύειν ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον
Ἦχος α´. Χορὸς ἀγγελικός.
Τὸν βίον εὐσεβῶς, ἐκτελέσας θεόφρον, δοχεῖον καθαρόν, τῆς Τριάδος ἐδείχθης, Ἀνδρέα μακάριε, καὶ Ἀγγέλων ὁμόσκηνος· ὅθεν αἴτησαι τὸν ἱλασμὸν καὶ εἰρήνην, τοῖς τιμῶσί σε, καὶ ἐκτελοῦσι σὴν μνήμην, δοθῆναι πρεσβείαις σου.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἑκουσίως κακουχούμενον, πενόμενον, ἐμπαροινούμενον ἑκάστοτε, τυπτόμενον, λιθαζόμενον καὶ θέατρον ἐποφθέντα κόσμῳ μέλψωμεν Ἀνδρέαν ὁσιώτατον, ὥσπερ σαλὸν διὰ Χριστὸν πολιτευσάμενον, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, Πάτερ θεόληπτε.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Σταυρὸν ἐπ᾿ ὤμων σου, ἀναλαβόμενος, προθύμως ὅσιε κατηκολούθησας, τῷ σταυρωθέντι δι᾿ ἡμᾶς, ἀδίκως μαστιζόμενος, λίθοις τε βαλλόμενος, δαιμόνων προσποιούμενος, ζήσας ὑπὲρ ἄνθρωπον, μάκαρ βίον ἰσάγγελον διὸ καὶ σὺν ἀγγέλοις χορεύων, μέμνησο μάκαρ τῶν τιμώντων σε.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι προσποιήσεις τὰς μωράς σου, Ἀνδρέα, ἐθαύμασαν, πανόσιε πάτερ, ὅτι πέλων σοφὸς ἀληθῶς ὡς σαλὸς ἐβίως, δαιμόνων, ἔξηχος καὶ ἀνο μος· διόπερ νῦν βοῶμέν σοι ἀξιόχρεως·Χαῖρε, ἀπαύγασμα ἐγκρατείας·χαῖρε, θησαύρισμα ἀπαθείας.Χαῖρε, τοῦ Χριστοῦ ἐν σαρκὶ φέρων στίγματα·χαῖρε, τοῦ ἐχθροῦ ὁ συντρίψας φρυάγματα.Χαῖρε, πάτερ, ἐνδιαίτημα προσποιήσεων μωρῶν·χαῖρε, ἄνερ, καλλιέργημα προσφερθεὶς διὰ Χριστόν.Χαῖρε, ὅτι κατεῖδες Παραδείσου τὸ κάλλος·χαῖρε, ὅτι ἀνεῖλες ἀρχεκάκου τὸ μένος.Χαῖρε, αὐτόπτης τῆς Σκέπης Παρθένου·χαῖρε, ὁ λάτρης τοῦ Λόγου Ὑψίστου.Χαῖρε, σοφῶς σὺν κυσὶν ὁ βιώσας·χαῖρε, σαφῶς ὡς σαλὸς διαπρέψας.Χαίροις, Πάτερ θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον
Σοῦ ἡ ὑπὲρ ἄνθρωπον βιοτή, ἐξέπληξε νόας, καὶ δαιμόνων τοὺς ζοφερούς, πῶς γυμνὸς Ἀνδρέα, καὶ ἔξηχον τὸν τρόπον, λαθὼν ἐπολιτεύσω· διὸ τιμῶμέν σε.


saint.gr


47. ΥΜΝΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ

$
0
0
47. ΥΜΝΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ

Χωρίς άμφιβολία ή άρχαία Εκκλησία είχε ύμνους γιά τίς λειτουργικές της άνάγκες ήδη άπό τό τέλος τοϋ Α' αιώνα. Δυστυχώς δμως γιά τούς τρεις πρώτους αιώνες τοϋ βίου της γνωρίζομε μόνο λίγους ύμνους, πού μάλιστα χρονολογούνται πολύ δύσκολα. Ή άναφορά μάλιστα στό σημείο τοΰτο μερικών ύμνων, πού γενικά μπορούμε νά τούς τοποθετήσωμε στόν Γ' αιώνα, είναι άπόλυτα συμβατική καί γίνεται γιά νά δείξω- με ότι ήδη από τά μέσα του αιώνα τούτου ή Εκκλησία είχε πλούσιο ύμνολόγιο.
α. Τό εργο 'Αποστολικάι διαταγαι (πού συντάχθηκε τελικά μάλλον στίς άρχές τοΰ Δ' αιώνα) παραδίδει στό κεφ. Ζ 47-48 δύο πολύ σπουδαίους πρώιμους ρυθμικούς ύμνους, οί όποιοι έχουν τίς ρίζες τους στό Β' αί. Πρόκειται γιά ρυθμικό πεζό λόγο, πού εχει διευθετηθή σέ στίχους :


Υμνος Εωθινος
Δόξα έν ύψίστοις Θεώ    εύχαριστοϋμέν σοι,
και έπι γης ειρήνη    προσκυνοϋμέν σε,
εν άνθρώποις ευδοκία.    δοξολογοϋμέν σε
Αίνονμέν σε,    δια τήν μεγάλην σον δόξαν
ενλογονμεν σε,
       
Υμνος Εσπερινος
Αινείτε παίδες Κύριον,    ος αίρει τήν αμαρτίαν τον κόσμου,
αινείτε τό όνομα Κυρίου.    σοι πρέπει αίνος,
Αίνοϋμέν σε,    σοι πρέπει ύμνος,
ύμνοϋμέν σε,    σοι δόξα πρέπει
εύλογοϋμέν σε    τω Θεώ και Πατρι
διά τήν μεγάλην σου δόξαν.    διά τοϋ Υϊοΰ
Κύριε βασιλεϋ,    έν Πνεύματι τω Παναγίω
Ο Πατήρ τον Χριστού    είς τους αιώνας τών αιώνων,
τον άμώμου άμνοΰ,    αμήν.
Οί περισσότεροι στίχοι τών δύο τούτων ύμνων βρίσκονται στή σημερι¬νή Δοξολογία, κάτι πού σημαίνει δτι στούς παραπάνω στίχους διαπιστώνο- με τόν πρώτο σημαντικό σταθμό στήν έξέλιξη της Δοξολογίας, ή όποία γεννή¬θηκε στό κλίμα της εβραϊκής ποιήσεως.
β. Στόν Γ' αίώνα φαίνεται δτι άνήκει και ό περίφημος "Υμνος τον Πάσχα, πού ψάλλεται μέχρι σήμερα. Δυστυχώς δμως δέν έχομε άποδείξεις γι' αύτό (J. Β. Pitra, Hymnogra- phie de I'Eglise grecque, Rome 1867, σ. 37):
Πάσχα ιερόν ήμίν σήμερον άναδέδεικται, πάσχα καινόν, αγιον} πάσχα μυστικόν, πάσχα πανσεβάσμιον.
γ. Ό πάπυρος Oxy. 1786, γραμμένος τό α ήμισυ τοϋ Γ' αιώνα, παραδίδει στό όπισθεν μέρος του άκέφαλο ύμνο, κατα¬γραμμένο έκεΐ μάλλον στό β' ήμισυ τοϋ Γ' αϊ. Πρόκειται γιά κείμενο εξαιρετικά μεγάλης σημασίας, διότι είναι ό πρώτος γνωστός χριστιανικός ύμνος σέ λόγια γλώσσα (σέ άναπαι- στικά δίμέτρα) και μέ μουσικά σημαδόφωνα (συνοδεύεται άπό μουσικό τονισμό). Ή προσωδία του, πού δέν είναι πάντοτε συνεπής, δταν μάλιστα χρησιμοποιή τήν τριαδική δοξολογία, δείχνει δτι στούς κόλπους τής Εκκλησίας ύπήρχαν θιασώ¬τες καί νοσταλγοί τών άρχαίων προσωδιακών μέτρων, οί όποιοι θέλησαν νά τά έπιβάλουν, άλλά χωρίς έπιτυχία. Καί τοϋτο διότι επιβλήθηκαν άπόλυτα τά νέα τονικά μέτρα. Ό ύμνος είναι οπωσδήποτε λειτουργικός καί συνδέεται άμεσα μέ τήν Εύχαρίστία (Wolberg). Ό μουσικός τονισμός ΐσως έχει τήν έπίδραση τής έβραϊκής λειτουργικής μουσικής, στη¬ρίζεται στήν έλληνιστική μουσική παράδοση καί άποτελεΐ τό πρώτο γνωστό δείγμα έκκλησιαστικής μελωδίας, πού δμως δέν έγινε πρότυπο τής μεταγενέστερης Βυζαντινής καί Γρηγοριανής ψαλμωδίας.
δμοϋ
πασαί τε Θεοΰ λόγιμοι ά    αρ
υτανήω
σιγάτω μήδ* άστρα φαεσφόρα λ [αμπ]έ[σ]Β<ον,
άπο]λει[πόντων ρ]αδιναΙ προχοαί,
ποταμών ροθίων πάσαι υμνούν των δι' ημών
Πατέρα χ ΥΙόν χ3 "Αγων Πνεΰμα,
πάσαι δυνάμεις έπιφωνούντων, αμήν,
κράτος, αίνος [άεί καϊ δόξα Θεώ],
δ[οτ]η[ρι] μόνφ πάντων άγαθών.
*Αμήν, άμήν (Τδ κείμενο κατά τδν Wolberg).
δ. Ό πάπυρος Rainer 542 παραδίδει τρεις αρχαίους ύ¬μνους, οί όποιοι άνήκουν μάλλον στόν Γ' αιώνα, άφου ό πά¬πυρος είναι τών άρχών τοϋ Δ'. Πρόκειται γιά έρρυθμο πεζό λόγο. Ό πρώτος καί ό τρίτος ύμνος εκτιμούνται ιδιαίτερα καί συχνά θεωρούνται τελείως συγκροτημένα ποιήματα μέ βάση τό μετρικό πρότυπο τοϋ μεταγενέστερου κοντακίου (Kunz). Πιθανόν νά πρόκειται γιά ύμνο στά Χριστούγεννα:
Ό γεννηθείς εν Βηθλεέμ και ανατραφείς εν Ναζαρέτ
και οίκήσας έν τη Γαλιλαία. *
Εϊδαμεν σημεϊον
έξ ούρανοϋ τοϋ αστέρος φανέντος, *
Ποιμένες άγραυλοϋντες
έβαύμασαν οΰν
γονυπεσοϋντες έλεγον'
δόξα τώ Πατρι
άλληλούια,
δόξα τω ΥΙω
καϊ τώ άγίφ Πνεύματι
αλληλούια, άλληλούΐα, άλληλουΐα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλ. το λήμμα «"Υμνοι λειτουργικοί» στό β' αίώνα. α) Τ. WOLBERG, Griechische re¬ligiose Gedichte der ersten nachchristlichen Jahrhunderte, I, Meisenheim am Glan 1971, σ. 102. J. KROLL, Die christliche Hymnodik bis Klemens von Alex., Darmstadt ■1968, σσ. 32 καί άλλοΰ. γ) G. WESSELY, Les plus anciens monuments du christianisme Merits sur papyrus, εις PO 18,3 8(1924)506-508. DEL GRANDE, Liturgiae, preces, hy- mni christianorum e papyris collecti, Νεάττολη a1934. E.J. WELLESZ, είς Classical
Quarterly 39(1945) 34 έξ. Ε. POHLMANN, Griechische Musikfragmente. EinWeg zur altgriechischen Musik, Erlangen 1960, σ<τ. 47,80. TH. WOLBERG, μνημ. 8ργ., σσ. 13¬14,100-111. A.W.J. HOLLEMAN, The Oxyrhynchus papyrus 1786 and the relationship between ancient Greek and early christian music, εις VC 36(1972)1-17. S) C.WES- SELY, μνημ. σσ. 438-9. DEL GRANDE, μνημ. £ργ., σ. 542. J. KUNZ, Die Stru- kturder drei altesten Epiphanie-Troparien, εις BZ 44(1941)40-44. J. SCHATTENMANN, Studien zum neutestamentlichen Prosahymnus, Munchen 1965, σσ. 103-104.
48. ΑΝΩΝΥΜΑ (δήθεν ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ)
De laudi martyrii (Έγκώμιον μαρτυρίου). Γράφηκε στό β' ήμισυ τοΰ Γ' αιώνα μέ σκοπό τήν έ'ξαρση τής άξίας τοϋ μαρτυρίου.
CSEL III 3,σσ. 26-52. G. MERCATI, είς Opera minore, II, Vaticano 1937, σσ. 184¬191.
Ad vigilium episcopum de Judaica incredulitate. Πρόλογος γιά τή λατινική μετάφραση τοΰ πρώτου χριστιανικού άντιιουδαϊκοΰ έργου Διάλογος Ίάσωνος καϊ Ποαιίσκον περί Χριστοΰ, πού έγραψε ό 'Αρίστων έκ Πέλλας (δπου βιβλιογρ.). "Εργο τοΰ Γ' αι.
De montibus Sina et Sion (Περί τών ορέων Σινά καί Σιών). Συμβο¬λική έρμηνεία τοΰ Σινά καί τής Σιών, πού έκπροσωποϋν τήν Π καί τήν ΚΔ. Γράφηκε μάλλον στήν 'Αφρική τόν Γ' ΐσως αϊ. καί κακώς άποδίδεται στόν Κυπριανό.
CSEL III 3, σσ. 104-119. P. CORSSEN, Ein theologisher Traktat...^ ZNW 12 (1911)1-36. A. STUIBER, εις JbAC (1959)86-89. J. E. BRUNS, Biblical citations and the agraphon in Pseudo-Cyprian's Liber de montibus ..., είς VC 26(1972)112-116.
Adversus aleatores (Κατά κυβευτών - παικτών τυχηρών παιχνίων). "Εργο ισως άφρικανοΰ έπισκόπου τής έποχής τοϋ 300. Πρόκειται γιά όμι¬λία, γραμμένη σέ λαϊκή λατινική γλώσσα, j
CSEL III 3,σσ. 92-104. J. DE LANNOU, Etude critique sur 1' opuscule uDe alea- toribus», Louvain 1891. H. KOCH, Zur Schrift Adversus aleatores, είς Festgabe IT. Muller, Tubingen 1922, σσ. 58-67.
De singularitate cleric or um (Περί μονήρους [κατοικήσεως] τών κλη¬ρικών). Γράφηκε στό β' ήμισυ τοΰ Γ' αιώνα, άπηχεΐ αντιλήψεις τοΰ Κυπρια¬νοΰ καί καταπολεμεί έντονα τή συνήθεια κληρικών νά συγκατοικοϋν μέ γυ¬ναίκες, μέ τίς όποιες δέν ήσαν παντρεμένοι (τό ζήτημα τών συνεισάκτων). Άπό τόν ίδιο άγνωστο συγγραφέα ΐσως νά προέρχεται καί ή έπιστολή 4 της συλλογής τοΰ Κυπριανού.
CSEL III 3. Β. MELIN, Studia in Corpus Cyprianeum, Uppsala 1946, σσ.215-232.
49. ΑΠΟΚΡΥΦΑ
α) Άποκάλυψις Ηλία. Μέ τδν τίτλο αύτό σώζεται κοπτικό κείμενο πού βασίζεται σέ άποκαλυπτικό ιουδαϊκό έργο τοΰ Α' π.Χ. αιώνα. Στό τέλος τοΰ Γ' μ.Χ. αιώνα και μάλλον στήν Αίγυπτο τό άρχικό κείμενο άναθεωρήθηκε καί έκσυγχρονίσθηκε τό β'προπαντός κεφάλαιό του άπό χριστιανό, πού γνώ¬ριζε καλά τήν αίρεση τοΰ Κουμράν.
G. STEINDORFF, Die Apokalypse des Elias, eine unbekannte Apokalypse... (TU 17,3a), Leipzig 1899. M. BUTTENWIESER, Die hebraische Eliasapokalypse 1898 (ή σχέ¬ση της έβραΐκής Άποκαλνψεως τον Ηλία μέ τί) παρόν κοπτικό κείμενο δέν είναι ξεκαθα¬ρισμένη). R. RIESSLER, Altjudisches Schrifttum ausserhalb der Bibel, 1928. J.M.Ro- SENSTIEHL, L' Apokalypse d' £lie, Paris 1972.
β) 'Αλληλογραφία Σενέκα καί ΙΙαύλον. Στό β' ήμισυ τοΰ Γ' αιώνα κυκλοφοροΰσε στήν 'Ιταλία καί σέ λαϊκή λατινική γλώσσα (Itala) συλλογή 12 επιστολών, τίς όποιες δήθεν άντήλλαξαν ό φιλόσοφος Σενέκας (πού τό 66 αύ- τοκτόνησε κατ' έντολήν τοΰ μαθητή του Νέρωνα) καί ό Παΰλος. 'Αναφέρον¬ται άπό τόν 'Ιερώνυμο (De vir. ill. 12) σάν γνήσιες, άπό άποψη περιεχομένου είναι σχεδόν κενές καί έκφράζουν τή λαϊκή άντίληψη τόσο περί χριστιανισμού, δσο καί περί φιλοσοφίας. Ό ήθικοφιλόσοφος Σενέκας εμφανίζεται σάν κήρυ¬κας τού Εύαγγελίου στά ίδια τά άνάκτορα. 'Αργότερα προστέθηκαν δύο άκό¬μη επιστολές.
W. BARLOW, Epistolae Senecae ad Paulum et Pauli ad Senecam quae vocantur, Rom 1938. J. HUSLEITER, Literatur zu der Frage «Seneca und das Christentum», είς Bursians Jahresbericht ttber die Fortschritte der klassischen Altertumswissen- schaft 281(1943)172-175 (πλήρης μέχρι τότε βιβλιογραφία). Α. KURFESS, ZU dem a- pokryphen Briefwechsel zwischen ...Seneca und... Paulus, είς Aevum 26 (1952)42- 48. J. N. SEVENSTER, Paul and Seneca, Leiden 1961, σσ. 11-14. A. KURFESS, είς Hen¬necke-Schneemelcher, II, σσ. 84-85.
γ) Πίατις αοφία. Τό 1773 βρέθηκε ό περγαμηνός κοπτικό ς κώδικας As- kewianus, πού φυλλάσσεται στό βρεττανικό Μουσείο καί περιλαμβάνει τέσ¬σερα κείμενα. Τά τρία πρώτα συνιστούν τμήματα ένός έργου μέ τό δυσνόη¬το τίτλο Πίστις σοφία,, ένώ συγχρόνως τό δεύτερο καί τό τρίτο αύτοτίτλοφο- ροΰνται στό τέλος τενχη (ή μέρος) τον Σωτήρος.Στύ έργο τοΰτο, πού τοπο¬θετείται στό β' ήμισυ τοΰ Γ' αιώνα, βρίσκει κανείς τό ύλικό τοΰ προγενέστε¬ρου έργου Επιστολή τον Ενγνώστου (βλ. λήμμα). Τό έργο άνήκει στόν τύ¬πο τών γνωστικών εύαγγελίων, γράφηκε στήν Αίγυπτο καί μάλιστα στήν έλληνική, μολονότι τά επιχειρήματα γιά τό δτι γράφηκε άπ* ευθείας στήν κο¬πτική δέν είναι άσθενή. Σκοπός του είναι νά προσφέρη διδασκαλία μέ άπο¬καλυπτικό κΰρος. "Ετσι παρουσιάζει τόν Κύριο ν' άπαντα σέ 46 έρωτήσεις, ττού θέτουν οι μαθητές του (τις 39 θέτει ή Μαγδαληνή Μαρία) 12 χρόνια μετά τήν άνάσταση.
G. SCHMIDT, Pistis Sophia, Kopenhagen 1925. H-CH. PURCII, είς Hennecke-Schnee¬melcher, I, 174-183.
δ)'Ερωτήσεις Βαρθολομαίου (Εύαγγέλιον). Ό 'Ιερώνυμος, τό Decre- tum Gelasianum, ό Ψευδο-Άρεοπαγίτης κ.ά. άναφέρουν Εύαγγέλιον κατά Βαρθολομαΐον. Τή σταδιοδρομία τοΰ κειμένου αύτοΰ δέ μποροϋμε νά παρακο-λουθήσουμε. Γνωρίζομε δμως μιά σειρά κειμένων πού σχετίζονται μέ τδ Βαρ-θολομαίο. "Ετσι έχομε τίς 'Ερωτήσεις Βαρθολομαίου πού σώζονται σέ έλληνι¬κή, λατινική καί σλαβική μορφή. Τίς ερωτήσεις πρδς τδν «Κύριον Χριστδν» θέτουν οί άπόστολοι πριν άπδ τδ πάβος, ζητώντας τήν άποκάλυψη τών μυστι¬κών τοΰ ούρανοΰ. Αύτδ δημιούργησε τδ πρόβλημα έάν τδ έργο έχη χαρακτήρα Ευαγγελίου ή 'Αποκαλύψεως. Τδ κείμενο γράφηκε στήν έλληνική ίσως κατά τδν Γ' αίώνα. "Εχουν έπισημανθή σ' αύτδ γνωστικές άντιλήψεις καί παραστά¬σεις, στοιχεία τοΰ αίγυπτιακοΰ πολιτισμού καί κοπτικές λαϊκές άντιλήψεις.
Α. VASSILIEV, Quaestiones s. Bartholomaei...,είς Anecdota Graeco-Byzanttna I (1893). N. BONWETSCII, Die apokryphen Fragen der Bartholom&us, Gottingen 1897. A.WILMART -E. TISSERANT, Fragments grecs et latins..., είς Rb (1913)GL61 έξ. F. HAASE, Zur Rekonstruktion des Bartholomausevangeliums, είς ZNW (1915)93 Ιξ. HENNECKE -SCHNEEMELCHER, I, σσ. 359-361.
ε) 'Αποσπάσματα γνωστικοΰ Ευαγγελίου (Strasbourg). Στό τέλος τοΰ περασμένου αιώνα ή βιβλιοθήκη τοΰ Πανεπιστημίου τοΰ Στρασβούργου άπέκτησε δύο φύλλα κοπτικοΰ παπύρου τοϋ Ε' ή ΣΤ' αίώνα, στά όποια ύπάρ- χουν άποσπάσματα μή γνωστοΰ εύαγγελίου. Ή κατάσταση τών φύλλων εΐ¬ναι άθλια. Ό G. Schmidt δμως κατώρθωσε νά διαβάση τδ μεγαλύτερο μέρος. Τδ κείμενο περιέχει προσευχή τοΰ Ίησοΰ, ή όποία συνιστά ϊσως τδ τέλος συν¬ομιλίας τοΰ Ίησοΰ μέ τούς μαθητές του. Χρησιμοποιοΰνται σ* αύτό οί συν¬οπτικοί καί προϋποτίθεται ή γνώση τοΰ Ιωάννη καί τοΰ Παύλου. Προέρχε¬ται άπό γνωστικούς κύκλους καί γράφηκε ϊσως τόν Γ' αιώνα.
C. SCHMIDT, είς Gottingische Gelehrte Anzeigen, Gott. 1900, σσ. 481-506. F. HAASE, Literarkritische Untersuchungen zur orientalisch-apokryphen Evangelien- literatur, 1913, σσ. 1-11. HENNECKE-SCHNEEMELCHER, II, σσ. 155-156.
στ) ΙΙράξεις *Ιωάννου. Είναι μυθιστορία μέ γνωστικό καί άποκαλυ- -πτικό χαρακτήρα. Σώζονται μόνο τά 2/3 περίπου τοΰ κειμένου στήν έλληνι¬κή, τή συριακή, σέ άλλες άνατολικές γλώσσες (άρμενική, γεωργιανή, κοπτική, άραβική, αίθιοπική), καθώς καί στή λατινική καί τή σλαβική. Είναι άκέφαλες καί διηγοΰνται τήν παραμονή τοΰ Ιωάννη στήν Έφεσο, τό κήρυγμά του, τίς δράσεις του, άφελή επεισόδια της δράσεώς του καί τέλος τδ θάνατο καί τή με¬τάσταση του. Πότε καί ποΰ γράφηκαν δέ γνωρίζομε. Ή Συρία μέ τούς γνω¬
στικούς κύκλους της κατά κύριο λόγο και ή Μίκρασία μέ τήν ΐωάννεια παρά¬δοση κατά δεύτερο λόγο μπορεί νά εΤναι ή πατρίδα τών Πράξεων τούτων. Γράφηκαν ίσως κατά τό β' ήμισυ τοϋ Γ αίώνα καί πάντως οχι πέρα τών άρ¬χων τοΰ Δ', διότι άναφέρονται άπό τόν ιστορικό Εύσέβιο (Έκκλησ. ίστ. Γ 25,6).
Τό παρόν κείμενο έχει μεγάλη σημασία ένεκα μακροΰ στροφικοΰ ποιή¬ματος (28 στροφές, 108 στίχοι), τό όποιο ψάλλει έν χορώ πρός τό Θεό μετά τό μυστικό δείπνο ό Χριστός μέ τούς άποστόλους. Τό ποίημα έχει σαφή στροφική όργάνωση καί ό ρυθμός του στηρίζεται άπόλυτα στήν όμοτονία (92 στούς 108 στίχους είναι παροξύτονοι) καί στήν ΐσοσυλλαβία. Δέν πρόκειται δηλαδή, μόνο γιά έρρυθμο πεζό λόγο, τόν όποιο γνωρίσαμε καί στό Β'αίώνα, άλλά γιά οργανωμένη στροφική τονική ποίηση. Ή εξέλιξη αύτή συντελέσθηκε φαίνεται, στό β' ήμισυ τοΰ Γ' καί τίς άρχές τοΰ Δ' αίώνα. Ό Πάλλας ύποστήριξε 6τι τό ποίημα τοΰτο, πού είναι δοξολογικό καί εύχαριστιακό καί πού τμήματά του προδίδουν άσφαλώς παλαιότερα στρώματα, δέ χρησιμοποιοΰσαν ώς ευ¬χαριστιακό ΰμνο μόνο οί γνωστικοί αιρετικοί, άλλά καί οί ορθόδοξοι. Τά έ¬πιχειρήματα δμως δέν είναι πειστικά καί πρέπει νά προστεθή δτι τδ ΰφος τοΰ- ποιήματος, τδ αισθητήριο τοΰ συντάκτη του, ένώ ταιριάζουν άπόλυτα στούς γνωστικούς κύκλους, είναι ξένα πρδς τούς συγγραφείς της Εκκλησίας. Ό' Brioso άρνεΐται παραδόξως τήν ποιητική σημασία τοΰ κειμένου τούτου.


ια. Λύχνος ειμί σοι
α. Σωθήναι θέλω    Λυθήναι θέλω και λύσαι θέλω.
τω βλέποντι με.  και σωσαι θέλω.
Εσοπτρον ειμί σοι, τω νοουντί με.
θ. Ένωθήναι θέλω    

κδ. Έγώ έσκίρτησα,
και ένώσαι θέλω.    αν δέ νόει [τό] παν.
Οίκον ουκ έχω    Και νοήσας λέγε,
και οικους έχω.    δόξα σοι, πάτερ.


(Bonnet, σσ. 197-198)


Εκδόσεις: R. Α. LIPSIUS-M. BONNET, Acta apostolorum apocrypha, II 1,Hil¬desheim «1959, σσ. 151-216 (έπανέκδοση τοϋ 1898).
Μελέτες : R. H.CONNOLLY, The original Language of the syrian Acts of John, είς JThS 8(1907)249-261. W. BOUSSET, Hauptprobleme der Gnosis, Gottingen 1907» σσ. 276-319. Δ. ΠΑΛΛΑ, Ό ΰμνος τών Πράξεων τοϋ 'Ιωάννου κεφ. 94-97..., είς Melanges Merlier, II, 'Αθήνα 1956, σσ. 221-264. Κ. SCHAFERDIEK, είς Hennecke-Schneemelcher, II, σσ. 125-134. Μ. PULVER, Jesn Reigen und Kreuzigung nach den Johannesacten, εις Eranos Jb 9(1942)141-177. Κ. ΜΗΤΣΑΚΗ, Βυζαντινή ύμνογραφία, Α, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 152-156. M.BRIOSO, Sobre e Tanzhymnus de Acta Joannis 94-96, είς Erne- rita 40(1972)31-45. M. VAN ESBROECK, Les formes g6orgiennes des Acta Joannis, είς AB 93(1975)693-711.

38. ΠΡΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥΣ (Δήθεν Έπιστολαι Κλήμεντα Ρώμης)

$
0
0

38. ΠΡΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥΣ (Δήθεν Έπιστολαι Κλήμεντα Ρώμης)
Ανώνυμο εργο πού εΐναι γνωστό σάν δύο ΈπιστολαΙ πρός παρθένους τοϋ Κλήμεντα Ρώμης. Γράφηκε στό β' ήμισυ τοΰ Γ' αίώνα έλληνικά, πιθα- νώνατα στήν Παλαιστίνη, άπό άγνωστο συγγραφέα, 6 οποίος πρέπει νά ήταν άσκητής κύρους. Σκοπός του ήταν δ έγκωμίασμός τοϋ παρθενικοΰ βίου καί άφορμή του ή σποραδική συνήθεια τών συνεισάκτων, ή συγκατοίκηση δηλαδή άνδρών καί γυναικών πού ήθελαν νά ζήσουν παρθένοι. Ή συνήθεια τών συνεισάκτων καταδικάζεται άπόλυτα . Εξαίρεται ή παρθενία ώς θεία δωρεά, βίος αγγελικός, υπερφυσική ζωή καί προϋπόθεση γιά τήν κατάληψη διακεκριμένης θέσεως εις τόν παράδεισο, κάτι όμως πού θά γίνη μόνο εάν οί παρθένοι επιδείξουν συγχρόνως καί έργα άγάπης. Τό κείμενο, πού χωρίσθηκε βραδύτερα σέ δύο τμήματα, έχει μεγάλη σημασία γιά τήν ίστορία τής άσκήσεως καί τοΰ μοναχισμού, διότι πρώτο αύτό εκφράζει συγκεκριμένες σχετικές άν- τιλήψεις. Άπό τό έλληνικό πρωτότυπο σώθηκαν μόνο μερικά άποσπάσμα¬τα στόν Πανδέκτη τής άγιας Γραφής τοϋ μοναχοΰ Άντιόχου (περί τό 600). 'Ολόκληρο τό κείμενο σώζεται σέ συριακή καί τμήμά του (1,1 /8) σέ κοπτική μετάφραση.


Βιβλιογρ. Duae epistolae S. dementis Romanis, Graz 1962 (φωτοτυπική έπανέκδοση τοΰ 1752). PG 1,349-460. F. MARTINEZ, L'ascStisme Chretien pendant les trois premiers socles, Paris 1913, σσ.171-186. L.TH. LEFORT, Le De virginitate de saint Clement ou de s. Athanase, εις Mu 40(1927) 249-264. Βλ. καί Mu 42(1929)197-274. Η. DUENSING, Die dem Klemens zugeschriebenen Briefe iiber die Jungfraulichkeit, είς ZKG 63(1950/1)166-188. A. VOOBUS, Ein merkwurdiger Pentateuchtext in der Pseudoklem. Schrift De virginitate, είς OC 43 (1959)54-58.


39. ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΜΑΡΙΝΟΥ


Σύντομο κείμενο καταχωρημένο στήν Έκκλησ. ίστ. (Ζ 15) τοΰ Εύσεβίου. Περιγράφει μέ άπέριττη άπλότητα τήν αιτία καί τό γεγονός τοϋ μαρ¬τυρίου τοϋ ρωμαίου στρατιωτικοϋ Μαρίνου τό 261. Ή λεγεώνα του (Χ Fra- tensis) στάθμευε στήν Καισάρεια τής Παλαιστίνης καί ό Μαρίνος επρόκειτο νά τιμηθή ώς έκατόνταρχος, άλλά κατηγορήθηκε ώς χριστιανός* όταν προκλήθηκε άπό τό δικαστή Αχαιό ώμολόγησε τήν πίστη του. Προηγουμένως είχε έπισκεφθή τόν έπίσκοπο Θεότεκνο, ό όποιος τόν έθεσε πρό τοΰ διλήμμα¬τος: τό ρωμαϊκό ξίφος ή τό Εύαγγέλιο. Ό μάρτυρας προτίμησε τό εύαγγέλιο καί σέ λίγο υπέστη τό μαρτύριο. Ό Μαρίνος εΐναι ό πρώτος μιας μεγάλης σειράς μαρτύρων, πού προέρχονταν άπό τίς τάξεις τοΰ ρωμαϊκοΰ στρατού.
KROGER-RUHBACH 85-86. MusuRiLLO.The Acts..., σσ. XXXVI, 240-241. G. STOKES, είς Dictionary of Christian Biography 3(1882)832. J. WOGT, Christenvegfolgung, είς RAC 2(1954)1188-9.

40. ΠΡΑΞΕΙΣ ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝΟΥ


Κείμενο μάλλον τοϋ τέλους τοΰ Γ' αιώνα, πού διηγείται την αίτια καί τδ μαρτύριο τοΰ νεαροΰ χριστιανοϋ Μαξιμιλιανοΰ στήν Tebessa της Νουμι- δίας τδ 295/0 Μαξιμιλιανδς είχε όδηγηθή άπδ τδν πατέρα του στδν Πομπια- νδ μέ τδ σκοπδ νά καταταγή στδ ρωμαϊκδ στρατό. Μετά τδ μαρτύριο τά λείψανα τοΰ Μαξιμιλιανοΰ μεταφέρθηκαν στήν Καρθαγένη και άποτέθηκαν κον¬τά στά λείψανα τοΰ άγίου Κυπριανοΰ. Τδ κείμενο φέρει επίδραση τών άναλόγων λατινικών κειμένων της Β. 'Αφρικής.
KRIJGER-RUHBACH 86-87. MUSURILLO, The Acts... XXXVII, 244-248. G. LAZ- ZATI, Gli sviluppi.., σσ. 139-140. Η. DELEHAYE, Les pasions de martyrs.., σσ. 104-110. A. HARNACK, Militia Christi..., Tubingen 1905, σσ. 114-117. F.J. DOLGER, Sacramen¬tum militiae, εις AC 2(1930)268-280. P. SINISCALCO, Massimiliano, un obiettore di conscienza del tardo impero. Studi sulla Passio s. Maximiliani, Torino 1974 (καί κρι¬τική έκδοση).

41. ΠΡΑΞΕΙΣ ΜΑΡΚΕΛΛΟΥ

Άπδ τδ 1923 (Η. Delehaye) γνωρίζομε δύο μορφές τών λατινικών Acta Marcelli, τή Μ καί τή Ν. 'Αξιοπιστότερη φαίνεται ή Μ, σύμφωνα μέ την όποία δ έκατόνταρχος Μάρκελλος ύπηρετώντας στή λεγεώνα Β Traiana, πέταξε τά διακριτικά του στίς εορτές τών γενεθλίων τών αύτοκρατόρων Μαξι- μιανοΰ καί Διοκλητιανοΰ τδ 298, μέ άποτέλεσμα νά καταδικασθή σέ θάνατο διά ξίφους στήν Tanger τής Μαυριτανίας. Μέ τή μορφή Ν τών Acta άσχο- λήθηκε τδ 1943 καί δ Β. de Gaiffier, άλλά τδ φιλολογικό πρόβλημά τους δέ λύθηκε.
KROGER-RUMBACH 87-89 (καί οί δύο μορφές κειμένου). MUSURILLO, The Acts...XXXVII- XXXIX, 250-256. LAZZATI, Gli sviluppi... 143-146. II. DELEHAYE, Les actes de S. Marcel..., είς AB 41(1923) 257-287. G. LAKATA, Gli Atti... Marcello, εις Β 42(1972) 509-522. A. BONILAURI, Gli «Acta Marcelli», εις Didaskaleion 9(1930) 1-27. B. DE GAIFFIER, L* «elogiumw dans la Passion de S. Marcel.., ίείς Archivium Latinitatis Medii Aevi 16(1941)127-136. TOY ΙΔΙΟΥ, S. Marcel de Tanger ou de Lion ? βίς AB 61(1943) 116-139. W. SESTON, A propos de la passio Marcelli centurionis, είς Aux tources de la tradition chrit. (M61anges Goguel), Paris-Neuch&tel 1950, σσ. 239-246. Β. DE GAIFFIER, A propos des Marcel..., είς Archivos Leonenses 45/6 (1969) 13-23. TOY IAIOY, εις Anal, sacra Tarac. 43(1970)93-96. F. DOLBEAU, A propos du texte de la passio Marcelli Centurionis, είς AB 90(1972)329-335.

42. MAPTYPION MONTANI et LUCII


Μακρδ σχετικά λατινικδ κείμενο άνώνυμου χριστιανοϋ, πού σκοπδ είχε νά περιγράψη καί νά έξάρη βέβαια τδ μαρτύριο τοΰ Μοντανοΰ καί τοΰ Λου- κ ίου, άλλά καί νά ξεπεράση τό περίφημο Μαρτύριο της Περπέτουας. Τά γε¬γονότα συνέβησαν τό 259 στήν Καρθαγένη, άλλά τό σωζόμενο κείμενο άπο- τελεΐ έπεξεργασία πηγής, πού γράφηκε πιθανόν άπό μαθητή τού Κυπριανού. Ή ύπόθεση τοϋ Α. D' Ales δτι συντάκτης είναι ό διάκονος τοΰ Κυπριανοΰ Πόντιος μένει άναπόδεικτη.
GRUGER-RUIIBACH 67-85. MUSURILLO, The Acts... XXXIV-XXXVI, 214-238. G. LAZZATI, GLi sviluppi della letteratura sui martiri..., Torino 1956, σσ. 201-213.

43. ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΠΙΟΝΙΟΥ


Ό Εύσέβιος {Έκκλησ. ίστ. Δ 15, 46-47) άναφέρεται στό μαρτύριο τοϋ σμυρναίου πρεσβυτέρου Πιονίου, πού μαρτύρησε στούς χρόνους τού Αύ- ρηλίου (J. Vogt), ένώ φαίνεται δτι τά περιγραφόμενα γεγονότα συνέβησαν μάλλον στό διωγμό τοΰ Δεκίου (249-250). Τό έλληνικό κείμενο τοϋ «Μαρτυ¬ρίου» γνώσθηκε τόν περασμένο αιώνα, εϊναι πολύ μακρό, έ'χει μορφή ομιλίας πρός τούς έθνικούς καί τούς όμολογητές χριστιανούς, έκφράζει έντονο άν- τισημιτισμό, έχει επίδραση άπό τό «Μαρτύριο» τών μαρτύρων τής Λυών, υπενθυμίζει τή ρητορεία τών διατριβών τών κυνικών καί άποτελεΐ παλαιών πηγών έπεξεργασία, ή όποία έγινε μάλλον στό τέλος τοϋ Γ' αιώνα.
KRUBER-RUHBACII, 45-57. MUSURILLO, The Acts... XXVIII-XXX, 136-166. Η. DELEHAYE, Les passions de martyrs et les genres littiraires, Bruxelles 1921, σσ. 27-59. L.WOLLEB, Die Oberlieferung des Pioniosmartyrium, είς HQ 37(1929) 173¬177 (λατινικό κείμενο). Η. FR. VON CAMPENHAUSEN, Bearbeitungen und Interpola- tionen des Polykarpmartyriums, Tubingen 1963. M. SORDI, La data del martirio di Policarpo e di Pionio e il rescritto di Antonino Pio, είς RSCI 15(1961)277-285. CY- RILLA, Pionius of Smyrna, εις SP 10(1970) 281-284.

44. ΜΑΡΤΎΡΙΟΝ MARIANI et IACOBI

Κείμενο λατινικό πού παρουσιάζει τά ιδια προβλήματα μέ τό Μαρτύριο Montani et Lucii καί πού ϊσως προέρχεται άπό τόν 'ίδιο συγγραφέα. Τά γεγονότα συνέβησαν τό 259 στήν Cirta τής Νουμιδίας, άλλά τό σωζόμενο κείμενο πρέπει νά είναι μεταγενέστερη έπεξεργασία μάλλον τοΰ τέλους τοΰ Γ' ή τών άρχών τοΰ Δ' αιώνα.


KRUGER-RUHBACH 67-74. MUSURILLO, The Acts.... XXIII-XXXIV, 194-212. G. LAZZATI, Gli sviluppi... 190-200. M. SIMONETTI, La Passione di Mariano Giaco¬mo είς Orpheus 4(1957)76-82.


45. DE EXECRANDIS GENTIUM DIIS καί CARMEN ADVERSUS MARCIONITAS (δήθεν του Τερτυλλιανοϋ)


Τά δύο αύτά έργίδια, μολονότι άποδόθηκαν στόν Τερτυλλιανό,είναι άνώνυμα και δέν παρέχουν έσωτερικές μαρτυρίες γιά τή χρονολόγηση τους. Νομίζομε δμως δτι κατανοούνται σάν κείμενα τοϋ τέλους τοΰ Γ' ή τών άρχών  Α  του Δ αιώνα.
1.    Το De execrandis gentium diis εκφράζει τδ κλίμα τών αύστηρών άπολογητών, έξαντλεΐται στήν κατάδειξη τών άδυναμιών τών εθνικών θρησκειών καί το γλωσσικό του στύλ ειναι διαφορετικό άπο το στύλ τοΰ Τερτυλλιανοϋ.
R.WILLEMS, είς CCL 2(1954)1411-1415.
2.    Το ποιητικο έργο Carmen adversus Marcionitas χρησιμοποιεί σέ μεγάλο βαθμό τδ Adversus Marcionem τοΰ Τερτυλλιανοϋ καί εκθέτει καί άν- αιρει τή διδασκαλία τοΰ Μαρκίωνα. Διαιρείται σέ πέντε βιβλία. Τά λατινικά του είναι πολύ κατώτερα άπδ εκείνα τοΰ Τερτυλλιανοϋ.
R.WILLEMS, είς CCL 2(1954)1417-1454. II. WAITZ, Das pseudotertullianische {ledicht adversus Marcionem, Darmstadt 1901.

46. ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΠΕΚΤΟΡΙΟΥ


Στό χώρο τής Εκκλησίας άναπτύχθηκε άκόμη καί ή επιγραφή, μάλιστα δέ ή επιτάφια σέ λόγο έμμετρο, μέ τόν όποιο εκφράζονταν τά συναισθήματα τών πιστών μπροστά στό θάνατο οικείων προσώπων. Στίς έπιγραφές αύτές διατυπώνεται ή πίστη τών χριστιανών στήν αιώνια ζωή, οί άντιλήψεις τους γιά τά μυστήρια κλπ.
"Ετσι τό 1839 βρέθηκε στό νεκροταφείο Autum ή επιτάφια επιγραφή τοΰ Πεκτορίον σέ σπασμένη μαρμάρινη πλάκα. "Εχει τρία δίστιχα καί 5 έξάμετρα. Ή χρονολόγηση της είναι πολύ δύσκολη. Τοποθετείται γενικά μεταξύ Γ' καί Ε' αίώνα. Τό κείμενο ύπενθυμίζει τήν επιγραφή τοϋ Άβερκίου στό Β' αίώνα.
F. DOLGER, ΙΧΘΤΣ, I, Rome 1910, σσ. 12-15,177-183" II, Munster 1922, σσ. 507¬515. Μ. GUARDUCCI, Nuove Osservazione sull iscrizione eucaristica di Pectorios, εις Rendiconti della Pontif. Accidentia di Archeologia 23-24 (1947-9) 243-252.



Η Ίδρυση της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας

$
0
0
Η Ίδρυση της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας.
Υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Τις πρώτες ειδήσεις της ιστορίας της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας πρέπει να τις αναζητήσουμε σ’ αυτό το Ιερό Ευαγγέλιο, όπου μνημονεύεται ο Ευαγγελιστής Μάρκος, που ονομάζεται και Ιωάννης1. Πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφεύς που μνημονεύει τον Μάρκο είναι ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων2.  Σύμφωνα με τα όσα μας πληροφορεί το  βιβλίο  των  Πράξεων των Αποστόλων πολλοί «Ιουδαίοι,  άνδρες ευλαβείς»3  από την «Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατά Κυρήνην»4  υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του μεγάλου θαύματος της Πεντηκοστής5.  Αυτοί, αφού επανήλθαν από  τα Ιεροσόλημα  στην  Αίγυπτο,  όπου  ήσαν  διασκορπισμένοι  χάρι του  εμπορίου, πρώτοι έφεραν  το  χαρμόσυνο  μήνυμα της  διδασκαλίας  του  Ιησού  Χριστού,  και  ως αυτόπτες μάρτυρες της καθόδου του Παναγίου Πνεύματος, προετοίμασαν τό έδαφος για την αποδοχή του Χριστιανισμού6.


Ο Δημιτσάς υποστηρίζει, ότι στην αποδοχή του Χριστιανισμού από τους Αιγυπτίους και τους Έλληνες της Αιγύπτου συντέλεσαν δύο περιστατικά:  Ο κλονισμός της πίστεως των Αιγυπτίων προς τα ιερά ζώα και θηρία, που χλευαζόταν από  τους Έλληνες, και η εξασθένηση της πίστεως των Ελλήνων στους Ολυμπίους θεούς, που συζούσαν με τους ανθρώπους7.   «Εντεύθεν δε αμφότεροι Έλληνες τε και Αιγύπτιοι αηδιάσαντες εκ της λατρείας των χειροποιήτων αγαλμάτων και δυσηρεστημένοι εκ της αλληγορικής θεολατρείας, έδειξαν προθυμίαν εις την αποδοχήν της νέας θρησκείας»8.

Ο  Απόστολος  και  Ευαγγελιστής  Μάρκος,  μαθητής  και  «ερμηνευτής»9    του Αποστόλου Πέτρου10  και ανεψιός του Αποστόλου Βαρνάβα11, υπήρξε ο εισηγητής12  -ιδρυτής13 και ο πρώτος Επίσκοπος της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας14  (41 μ.Χ)15.  Ο Μάρκος σύμφωνα με μία ομάδα ερευνητών καταγώταν από την Κυρήνη της Πεντάπολης και ήτο γιός του Αριστοβούλου, γεωργού στο επάγγελμα, και της Μαρίας, Ιουδαίων της διασποράς16. Μία άλλη ομάδα ερευνητών υποστηρίζει ότι ήτο Αλεξανδρεύς, που κατοικούσε στα Ιεροσόλημα, όπου είχε και ιδιόκτητο σπίτι17.   «Συνιδών τε (ο Πέτρος) ήλθεν επί την οικίαν Μαρίας της μητρός Ιωάννου, του επικαλουμένου Μάρκου, ου ήσαν ικανοί σθνηθροισμένοι και προσευχόμενοι»18.

Ο  Μάρκος, σύμφωνα  με  τις  διηγήσεις  των  Πράξεων,  είχε  δύο  ονόματα,  το «Ιωάννης» ήτο το Ιουδαϊκό, και το «Μάρκος» ήτο το Ρωμαϊκό19.   «Βαρνάβας δε και
Σαύλος υπέστρεψαν εξ Ιερουσαλήμ πληρώσαντες την διακονίαν, συμπαραλαβόντες και Ιωάννην, τον επικληθέντα Μάρκον»20.   Μερικοί υποστήριξαν την γνώμη, ότι υπήρξαν δύο ή και τρεις Μάρκοι21, αλλ’ η γνώμη αυτή αποδείχθηκε από τις διάφορες μελέτες ως αβάσιμος22.  Ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει ότι μερικές φορές χρησιμοποιεί μόνον το όνομα «Μάρκος»23. Υπάρχει η γνώμη, καθ’ ην ο Μάρκος είνε ο νεανίσκος εκείνος, όστις περιβεβλημέ-νος σινδόνα επί γυμνού ηκολούθησε τω Ιησού κατά την εσπέραν της συλλήψεως αυτού, και καταλιπών την σινδόνα γυμνός έφυγε24, επίσης ότι εν τη οικία της μητρός του Ιωάννου Μάρκου ετελέσθη υπό του Κυρίου το μυστήριον της Ευχαριστίας25, αλλ’ ουδαμόθεν ταύτα δύνανται ν’ αποδειχθώσι26.  Ο Επιφάνιος Κύπρου σημειώνει την εξής λεπτομέρειαν, «ετύγχανε είς των εβδομήκοντα δύο, των διασκορπισθέντων επί τω ρήματι ω είπεν ο Κύριος, εάν μη τις φάγη μου την σάρκα και πίη μου το αίμα ουκ έστι μου άξιος … όμως διά Πέτρου ανακάμψας ευαγγελίζεσθαι καταξιούται Πνεύματος αγίου εμφορούμενος»27.

Ακολούθησε τον Παύλο και τον συγγενή του Βαρνάβα στην πρώτη Αποστολική περιοδεία, από Αντιόχεια μέχρι της Πέργης της Παμφυλίας, απ’ όπου, αφού λιποψύχησε εξ αιτίας των κινδύνων, εγκατέλειψε28 «εκ μικροψυχίας», κατά την έκφραση του Χρυσοστόμου29, τους αγώνας της αποστολικής διακονίας, επιστρέψας στα Ιεροσόλυμα. Ο δε Παύλος, όταν το 51 μ.Χ. άρχισε την δευτέρα Αποστολική του περιοδεία «ηξίου τον αποστάντα απ’ αυτών από Παμφυλίας και μη συνελθόντα αυτοίς εις το έργον μη συμπαραλαβείν τούτον»30.   Αποτέλεσμα της στάσης αυτής του Παύλου ήτο να επέλθη παροξυσμός μεταξύ του ιδίου και του Βαρνάβα.  

Ο Χρυσόστομος παρατηρεί, «Πάνυ δε ωφέλει τον Μάρκον η μάχη αύτη’ το μεν γαρ Παύλου φοβερόν απέτρεψεν αυτόν, το δε Βαρνάβα χρηστόν εποίει μηκέτι απολειφθήναι, ώστε μάχονται μεν προς έν δε τέλος απαντά το κέρδος’  και γαρ Παύλον ορών αιρούμενον αποστήναι, πάνυ αν εφοβήθη και κατέγνω εαυτού, και πάλιν Βαρνάβαν ορών ούτως αυτού αντεχόμενον, πάνυ αν αυτόν εφίλησεν’ και διωρθούτο   ο   μαθητής   διά   της   μάχης   των   διδασκάλων’   τοσούτον   απείχε   του σκανδαλισθήναι.  Ει μεν γαρ διά την εις εαυτούς τιμήν τούτο έπραττον, εικότως’ ει δε διά την αυτού σωτηρίαν, και δι’ έν φιλονεικούσιν, ώστε δείξαι τον τιμήσαντα αυτόν καλώς βεβουλευμένον, τι άτοπον;» 31. Έκτοτε συνώδευσε τον θείο του Βαρνάβα στην Κύπρο και σ’ άλλες χώρες κηρύττοντας τον Χριστιανισμό, έως ότου έγινε «συνέκδημος» του Αποστόλου Πέτρου και συνέταξε το Ευαγγέλιό του βάση της προφορικής διδασκαλίας του  Πέτρου32.  

Ο  Παπαδόπουλος  είναι  της  γνώμης, ότι  «η  σύνταξις  αυτού  συνέβη πιθανώτατα καθ’ ον χρόνον ο Πέτρος ευρισκόμενος εν Μικρά Ασία μετά την εξ Ιεροσολύμων και Αντιοχείας (Πράξ. ΙΕ΄και Γαλ. Β΄,11) αναχώρησίν του»33.  

Ο Sidarous είναι της αντίθετης γνώμης και υποστηρίζει, ότι ο Μάρκος ακολούθησε τον Πέτρο στην Ρώμη όπου έγραψε το Ευαγγέλιό του34.   

O Δημιτσάς υποστηρίζει, ότι μετά σύντομη παραμονή του Μάρκου στην Αλεξάνδρεια αναγκάσθηκε, κατά το ενδέκατο χρόνο της βασιλείας του Νέρωνα, να μεταβεί στην Ρώμη όπου μετά από  παράκληση των εκεί πιστών  συνέγραψε  το  Ευαγγέλιο,  που  φέρει  το  όνομά  του35.    

Ο  Ευσέβιος  γράφει, «Τοσούτον δ’ επέλαμψεν ταις των ακροατών του Πέτρου διανοίαις ευσεβείας φέγγος, ως μη  τη  εισάπαξ ικανώς έχειν αρκείσθαι  ακοή,  μηδέ  τη  αγράφω του  θείου  κηρύγματος διδασκαλία, παρακλήσεσι δε παντοίαις Μάρκου, ου το Ευαγγέλιον φέρεται, ακόλουθον όντα Πέτρου λιπαρήσαι, ως αν και διά γραφής υπόμνημα της διά λόγου παραδοθείσης αυτοίς καταλείψοι διδασκαλίας, μη πρότερον τε ανείναι, ή κατεργάσασθαι τον άνδρα, και ταύτη αιτίους γενέσθαι της του λεγομένου κατά Μάρκον Ευαγγελίου γραφής»36.

Ο Μάρκος  μετά την  αναχώρησή του  από  την  Μικρά Ασία επισκέφθηκε  την Αίγυπτο αποβιβασθείς στην Κυρήνη της Πεντάπολης, απ’ όπου, σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες37, καταγόταν και όπου κήρυξε το Χριστό, συνοδεύσας το κήρυγμά του και διά πολλών θαυμάτων38.   Από εκεί «θεία αποκαλύψει» πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου μετάδωσε τον Χριστιανισμό.

Η αρχή του  Χριστιανισμού στην  Αίγυπτο  βρίσκεται κάτω από  το  πέπλο  της αγνοίας39, μέχρι του Επισκόπου Δημητρίου (189-232), ο οποίος στην ιστορία της Αλεξανδρινής Εκκλησίας εμφανίζεται «πρώτος μοναρχικός Επίσκοπος εν αλεξανδρεία και εν όλη τη Αιγύπτω»40.  «Η τοιαύτη του Δημητρίου εμφάνισις δεν υπήρξε τυχαλια, διότι εξεπήγασεν   εξ   αυτών   των   βάσεων   του   διοικητικού   συστήματος   της   Εκκλησίας Αλεξανδρείας, ας έθηκεν ο Ευαγγελιστής Μάρκος»41.   Γιά τη δράση του Ευαγγελιστού και τις αρχαίες παραδόσεις που σχετίζονται μ’ αυτή, μερικοί από τους διαδόχους του διέσωσαν στα έργα των42.   Βέβαιον είναι, ότι ο Μάρκος προ της τελευταίας με τον Απόστολο Παύλο συνεργασίας, ίδρυσε την Εκκλησία της Αλεξανδρείας στην Αίγυπτο43. Λέγεται μάλιστα ότι εκεί είχαν εργασθεί ήδη όχι μόνον ο Βαρνάβας, αλλά και ο Σίμων44.

Μεγάλη διαφορά παρουσιάζεται στη γνώμη των ερευνητών ως προς το χρόνο της ίδρυσης της Εκκλησίας Αλεξανδρείας.  Οι Παπαδόπουλος και Σίσκος θέτουν ως χρόνο το 60 μ.Χ.45    Ο Kyrillos II τοποθετεί το 61 μ.Χ. σαν χρόνο ίδρυσης46  και σημειώνει, “Renan …met en cause la venue de St. Marc en egypt et foundation par lui de l’ Eglise d’ Alexandrie”47.  Στο αναφερόμενο έργο του αναιρεί την εσφαλμένη γνώμη του Renan, ότι ο Μάρκος ουδέποτε ήρθε στην Αίγυπτο48. Ο Ζοgheb θέτει το 42 μ.Χ.49 και ο Sidarous το 43 μ.Χ.50

Από  την Αλεξάνδρεια ο  Μάρκος  μεταβαίνει στη Ρώμη προς τον  Απόστολον
Παύλο, ο οποίος του ανάθεσε κάποια αποστολή προς τις Εκκλησίες της Μικράς Ασίας51, διότι γράφει στην προς Κολασσαείς επιστολή του, «ασπάζεται υμάς Μάρκος, ο ανεψιός Βαρνάβας, περί ου ελάβετε εντολάς, εάν έλθη προς υμάς δέξασθε αυτόν»52.  Γύρω στο 62 μ.Χ. ή στις αρχές του 63 μ.Χ. γύρισε στην Αίγυπτο, διά της Κυρηναϊκής.

Στην Αλεξάνδρεια βρήκε αυξημένους τους Χριστιανούς και επιδόθηκε με δραστηριότητα στο κήρυγμα.    Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας ως «επαρχία»53 ακολουθούσε το ενοριακό σύστημα ως προς την οργάνωση του αρχαίου πολιτεύματός της54.  Το σύστημα αυτό διαπιστώθηκε ότι υφίστατο στην Αλεξάνδρεια ενωρίτερα από οποιαδήποτε άλλη Εκκλησία55.

Τις πληροφορίες περί του μαρτυρίου του αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου διασώθηκαν σποραδικώς μεν στα συγγράμματα των διαφόρων συγγραφέων, συνολικά δε από κάποιον άγνωστο συντάκτη του “Μαρτυρίου”   του56. Κατά τις οργιώδεις γιορτές, τα «Σεραπιακά», την ώρα που τελούσε την θεία Λειτουργία συνελήφθη από το φανατισμένο εθνικό όχλο στις 3ης Απριλίου το 63 μ.Χ, ημέρα του Πάσχα (κατά τους Αιγυπτίους 29 Φαρμουθί) και αφού τον έδεσαν με σχοινί από τον τράχηλό  του  εσύρετο  στους  δρόμους  της  Αλεξάνδρειας57.    Την  επόμενη  ημέρα,  4
Απριλίου 63 μ.Χ., αφού επαναλήφθηκε το ίδιο μαρτύριο, παέδωσε το πνεύμα μέσα στους δρόμους, ευχαριστώντας το Θεό, διότι αξιώθηκε να πάθει υπέρ του ονόματος αυτού58. Απηχήσεις των γεγονότων αυτών βρίσκονται σε μεταγενέστερα έργα, Κοπτικά και Αραβικά, που αναφέρονται στην ιστορία της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας59.

Μεγάλη διαφορά γνωμών παρατηρείται μεταξύ των διαφόρων ερευνητών και ως προς την ακριβή ημερομηνία του θανάτου του Ευαγγελισοτύ Μάρκου.  Έτσι οι Zogheb και Sidarous τοποθετούν τον θάνατο του Ευαγγελιστού Μάρκου στις 25 Απριλίου του 62 μ.Χ.60   Ο Παπαδόπουλος δέχεται την 4η Απριλίου του 63 μ.Χ.61

Με όποιο τρόπο κι αν δούμε τον ρόλο του Ευαγγελιστή Μάρκου, γεγονός είναι ότι με τη διδασκαλία του κατώρθωσε να ελκύσει πολλούς οπαδούς, κυρίως   από τις τάξεις  των  ελληνομαθών  διανοουμένων62,  στη  Χριστιανική  θρησκεία63.    Στην  αρχή
διεδίδετο μεταξύ του Ελληνικού και Εβραϊκού στοιχείου, αργότερα όμως και μεταξύ του ιθαγενούς64.  “Οι μεν Αιγύπτιοι ευχερέστατα και ταχύτατα, δυσχερέστατα δε και βραδύτατα οι Έλληνες της Αιγύπτου απεδέχθησαν τον Χριστιανισμόν”65.   Μέσα σε λίγο  χρονικό διάστημα εξαπλώθηκε στην ύπαιθρο χώρα της Αιγύπτου μεταξύ των ιθαγενών, ώστε κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα στις περιοχές της Θηβαϊδος, Άνω Αιγύπτου και του Δέλτα, όλοι σχεδόν οι Αιγύπτιοι είναι Χριστιανοί, ενώ ελάχιστοι ήσαν οι Έλληνες προσύλητοι66. Παρ’ όλα αυτά πουσθιάσθησαν και σφοδρές αντιδράσεις εκ μέρους των Αιγυπτίων κατά του Χριστιανισμού67.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβειο, ο Ευαγγελιστής Μάρκος άφησε διάδοχό του τον Αννιανό  (63-86).  «Νέρωνος δε όγδοον άγοντος της βασιλείας έτος, πρώτος μετά Μάρκον τον απόστολον και ευαγγελιστήν, της εν Αλεξανδρεία παροικίας, Αννιανός την λειτουργίαν διαδέχεται, ανήρ θεοφιλής ων και τα πάντα θαυμάσιος»68. Ήλπιζε, ότι σαν Ιουδαίος, που είχε πιστέψει μετά από κάποιο θαύμα που έκαμε ο Απόστολος πάνω του69, θα μπορούσε να επιδράσει θετικώτερα πάνω στο Ιουδαϊκό πνεύμα. Με τον τρόπο αυτό θα ήλκυε τους συμπατριώτες του στη νέα θρησκεία, την οποία με προθυμία δέχθηκαν οι Πλατωνίζοντες Ιουδαίοι70.

Ο άγιος Μάρκος χειροτόνησε ένα μόνον Επίσκοπο για την Αλεξάνδρεια, έκτοτε επεκράτησε συνήθεια «ενός όντος του κατά πάντων επισκόπου, πρεσβυτέρους ιδία τας Εκκλησίας κατέχειν και τον εν αυταίς λαόν συνάγειν»71.

Οι στενές σχέσεις των   εκχριστιανισθέντων Πλατωνικών Ιουδαίων με τους Έλληνες άνοιξε τον δρόμο του Χριστιανισμού στους εθνικούς κύκλους των Ελλήνων φιλοσόφων της Ελληνικής πόλης του Μεγάλου Αλεξάνδρου72.

Για  περισσότερο  από  ένα  αιώνα  η  ιστορία  της  Αλεξανδρινής  Εκκλησίας Εκκλησίας βυθίζεται στο βυθό της αγνοίας, ελλείψει γραπτών μαρτυριών73.  Οι διωγμοί των χριστιανών ανακόπτουν την εξάπλωση της νέας θρησκείας74.   Ο εκκλησιαστικός ιστορικός  Ευσέβιος,  αυτόπτης  μάρτυς  των  διωγμών  στην  οξύτερη  περίοδό  τους, αναφέρει στο κατάλογο των μαρτύρων που απαραριθμεί, πολλά ονόματα ελληνικά75.
Μεταξύ των εθνικών Ελλήνων και των Χριστιανών Αιγυπτίων παρουσιάσθηκε ισχυρά θρησκευτική αντίθεση, που προσέλαβε φυλετικό χρωματισμό.   Το μίσος που έτρεφε η μία παράτξη προς την άλλη φανερώθηκε στην περίοδο των διωγμών εναντίον των Χριστιανών.  Η αντίθεση αυτή που εκδηλώθηκε κατά τους διωγμούς άσκησε μεγάλη επίδραση στην άμεση ιστορική πορεία της Αλεξανδρεινής Εκκλησίας.   Στα τέλη του δευτέρου αιώνα, υπήρχε στην Αλεξάνδρεια ισχυρός χριστιανικός πυρήνας, που δεν άργησε να διαβρωθεί από τις δογματικές αντιθέσεις των πιστών76.

Στην Κατηχητική Σχολή Αλεξανδρείας77  γεννήθηκε η πρώτη θεολογική σχολή της νέας θρησκείας με εκλεκτούς διδασκάλους78, όπως τους Πάνταινο79, Κλήμεντα80, Ωριγένη81 και Ηρακλά82.   Μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιόδους της Αλεξανδρινής Σχολής, την κατηχητική (από το 41 μ.Χ. – 180 μ.Χ) και την θεολογική – κατηχητική (από το 180 μ.Χ. – 405 μ.Χ.)83.  Αρχαίες παραδόσεις μας πληροφορύν, ότι τις βάσεις της Κατηχητικής  Σχολής  έθεσε  ο  Ευαγγελιστής  Μάρκος84,  αλλά δεν  υπάρχουν  σχετικές λεπτωμέρειες.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των χριστιανών έγινε οξύτερος, όταν εμφανίστηκε η αίρεση του Αρειανισμού85.  Τα δογματικά θέματα παραμέρισαν κάθε άλλη συζήτηση.  Ο ιστορικός της Αλεξανδρινής Εκκλησίας Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, παρατηρεί ότι στην αίρεση «προσήρχοντο πυκναί μάζαι λαού μάλλον εκ των Ελλήνων κατοίκων της χώρας»86.   Ο Αρβανιτάκης παρατηρεί:   «Οι Βυζαντινοί μετεχειρίσθησαν κάκιστα τους λαούς τηςλαούς της Αυτοκρατορίας.   Η διοίκησις ήτο διεφθαρμένη και συχνά το παλάτιον εστία διαφθοράς και αδικίας.   Αι ραδιουργίαι των ευνούχων και των γυναικών, αι αντιζηλίαι των αρχιερέων, η προέλευσις  των ανωτέρων κληρικών από άξεστα λαϊκά στρώματα, το σύστημα των ξένων μισθοφορικών στρατευμάτων, εξ ων απετελούντο αι φρουραί των επαρχιών, αρπακτικαί, βίαιαι και επικίνδυνοι, κατέστησαν τόσον μισητόν το Βυζάντιον εις τους λαούς τούτους, ώστε πάσα διδασκαλία αποκρουομένη εν Βυζαντίω ήτο δι’ αυτό τούτο ασπαστή εις αυτούς»87.

Ο  μονοφυσιτισμός  του  Ευτυχίου,  που  καταδικάστηκε  από  την  Ορθόδοξο Ελληνική Εκκλησία,  κατάκτησε  κυριολεκτικά την  Αιγυπτιακή88.   Ο  μονοφυσιτισμός γίνεται στα χέρια των μοναχών της Αιγύπτου, μέσον πολιτικής αντίδρασης προς την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και σύμβολο απελευθερωτικού αγώνα89.  Οι ντόπιοι πολεμούν με κάθε μέσο τους Βυζαντινούς, βλέπουν σ’ αυτούς το θανάσιμο εχθρό τους.

Ο μονοφυσιτισμός των Κοπτών ταυτίζεται με τα πατριωτικά ιδεώδη τους.   Ο Ιουστινιανός πέτυχε με την πολιτική του να παύσουν οι αιματηρές συγκρούσεις στους δρόμους της Αλεξάνδρειας.   Μόνο  στα χρόνια του Ηράκλειου, ο  Πατριάρχης άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων κατόρθωσε να κερδίσει τη συμπάθεια των Αιγυπτίων, ποτέ όμως δεν του αναγνώρισαν το αξίωμα90.

Οι θεολογικές διαφορές, με το διαβρωτικό τους χαρακτήρα, είχαν και μία άλλη συνέπεια.   Η Αίγυπτος δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στην προέλαση των Περσών91.   Κι όταν την κατάκτησαν, οι εισβολείς δεν έκαμαν διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Κοπτών, Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών.

Οι Έλληνες χριστιανοί από τον 5ο μ.Χ. αιώνα διαχωρίζουν τη θέση τους από τους Αιγυπτίους. Το διαχωρισμό ενίσχυσε η αίρεση    του Μονοφυσιτισμού, που καταδικάζεται από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ.), και ο μαρτυρικός θάνατος του Ορθοδόξου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Προτερίου (457 μ.Χ.), ο οποίος φονεύεται μέσα στα δημόσια λουτρά από το  φανατισμένο όχλο των Κοπτών.   Η Αλεξανδρινή Εκκλησία, που ξεκίνησε ενωμένη, διχάζεται τελικά, με βάση εθνικά κριτήρια92.

Οι Κόπτεςθεωρούν την ελληνική γλώσσα αλληλένδετη με το παλαιό θρήσκευμα. Όμως  η επίδραση  του  Ελληνισμού,  παραμένει πανίσχυρη93.    Το  κοπτικό  αλφάβητο αποτελείται από το ελληνικό, συμπληρωμένο με μερικά γράμματα των παπύρων94.  Στις κοπτικές   εκκλησίες,   μέχρι   σήμερα,   ψάλλουν   πολλά   τροπάρια   στην   ελληνική, διανθισμένα μ’ ευχές στην ίδια γλώσσα95.

Ο Αυτοκράτωρ Ηράκλειτος,όταν απελευθέρωσε την Αίγυπτο, θέλησε να βρεί κάποιο  τρόπο  συμβιβασμού  με  τους  Κόπτες.     Η  συμφωνία  ήταν  παοσική  και  η αναταραχή δεν άργησε να χωρίσει και πάλι τους χριστιανούς σε δύο στρατόπεδα.  Στο μεταξύ οι Άραβες πλησίαζαν.  Οι Κόπτες στο μίσος τους, δεν δίστασαν, να βοηθήσουν τους  εισβολείς  να  καταλάβουν  την  Αίγυπτο.    Ο  Γιαλουράκης  σημειώνει:  «Με  την αραβική κατοχή, το χάσμα ολοκληρώνεται.  Κι είναι θαυμαστή σελίδα του Ελληνισμού, το πώς κατό ρθωσε  τελικά να περισωθεί  η  Εκκλησία το υ,  και  μαζί  μ’  αυτήν η  ελληνική παρουσία»96.

--------

1 Πράξεις, 12:12, 25’ 13:5, 13’ 15:37.
2 Πράξεις, 12:12.
3 Πράξεις, 2:5.
4 ένθ’ ανωτέρω, β:10. Στην Ιερουσαλήμ υπήρχαν αντιπρόωποι των Συναγωγών Αλεξανδρείας και Κυρήνης
(Πράξ. 6:9).   Επίσης ανάμεσα στους πρώτους Ευαγγελιστές στην Αντιόχεια ήσαν και Κυρηναίοι, των
οποίων προεξήρχεν ο Λούκιος (Πράξ. 11:20. 13:1). Πρβλ. Παπαδοπούλου, «Μάρκος», Εκκλ. Φάρος, σελ.
197.
5 ένθ’ ανωτέρω, β: 1-6.
6 Δήμιτσα, Αλεξάνδρεια, σελ. 695
7 αυτόθι.
8 αυτόθι.
9 «Marcus evangelista, Petri ενterpres, Alexκαιrian veniens Christum ibi praedicabat annis XXII», Migne, P.G.  τόμ.  XIX,  στήλ.  648.  Ο  Παπίας  έγραψε:  «Μάρκος  μεν  ερμηνευτής  Πέτρου  γενόμενος,  όσα εμνημόνευσεν, ακριβώς έγραψεν», Migne, P.G., τόμ. ΧΧ, στήλ. 300.
10   Ο Ευσέβιος σημειώνει, «Πέτρος ο κυρυφαίος, πρώτην εν Αντιοχεία θεμελιώσας Εκκλησίαν, εις Ρώμην άπεισι κηρύττων το Ευαγγέλιον’ ο δ’ αυτός μετά της εν Αντιοχεία εκκλησίας και της εν Ρώμη πρώτος
προέστη έως τελειώσεως αυτού», Migne, ΣΕΛ.G, τόμ. ΧΙΧ, 559, στήλ. 648. Πρβλ.   Migne, P.G., τόμ.
CXXXIX, στήλ. 248 D.  Δημιτσά, Αλεξάνδρεια, σελ. 642. Δεν ευσταθεί η γνώμη ότι ο Πέτρος καλούσε τον  Μάρκο  «υιόν»  με  τη  φυσική  έννοια  της  λέξης  Νικηφόρου  Καλλίστου,  Εκκλ.  Ιστορία,  11,  43. Προκοπίου. Migne, τόμ. 100, στήλ. 1189, 1142.
11 Κολ. δ: 10.

12 Ο Ευσέβιος σημειώνει, «Τούτον δε Μάρκον πρώτον φασιν επί της Αιγύπτου στειλάμενον, το Ευαγγέλιον ο δη και συνεγράψατο, κηρύξαι, εκκλησίαις τε πρώτον επ’ αυτής Αλεξανδρείας συστήσασθαι», Migne, P.G., τόμ. ΧΧ, στήλ. 173. πρβλ. P.G., τόμ. ΧΙΧ, στήλ. 539-540.
13 Ο Ιωήλ στην Χρονογραφία του γράφει: «Μετά Γάϊον εβασίλευσε Κλαύδιος έτη ιγ΄, εφ’ ου και Μάρκος ο ευαγγελιστής εν Αιγύπτω πρώτος Εκκλησίαν πηξάμενος», Migne, P.G., τόμ. CXXXIX, στήλ. 248 C.  πρβλ. Δήμιτσα, ένθ’ ανωτέρω, σελ. 642.
14 Migne, ΣΕΛ.G, τόμ. ΧΙΧ, στήλ. 543. πρβλ. P.G., τόμ. ΧΧ, στήλ. 173. πρβλ. Δημιτσά, Αλεξάνδρεια, σελ.
695.  Μαζαράκη, Συμβολή, σελ. ε΄.  Γιαλουράκη, Αίγυπτος, σελ. 24.
15 Δήμιτσα, Αλεξάνδρεια, σελ. 489.
16 «Ην γαρ το γένος εκ της αυτής χώρας της Κυρήνης ορμώμενος», Migne, P.G., τόμ. 115, στήλ. 164. πρβλ. Sidarous, Patriarcats, σελ. 60.   Zogheb, Etude, σελ. 209.   Macaire,   Histoire,   σελ. 23.   Kyrill II, “Le voyage”, σελ. 384.  Κατά παράδοσιν (Acta, Jun. II, σελ. 421) την μητέρα του Μάρκου Μαρία εβάπτισε ο Βαρνάβας, τον δε  ο Απόστολος Πέτρος (Felten, Marcus, σελ. 672).
17 Solleri, De sancti Marci, στο Acta Sanctorum, Junii V, σελ. 1 και εξής. Lipsius, Die apocryphen, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 390 και εξής. Bolotow, “Ημέρα και έτος”, Χριστιανικόν Ανάγνωσμα, τεύχ. LXXIII, σελ. 426 και εξής.
.Παπαδοπούλου, Ιστορία, σελ. 47.
18 Πράξεις 12: 12.
19 Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 71. πρβλ. Παπαδοπούλου, «Μάρκος», σελ. 194.
20 Πράξεις 12: 25.
21 Tillemont, Memoires, σελ 99. πρβλ. Παπαδοπούλου, «Μάρκος», σελ. 194.
22 Πρβλ. Henschen, Acta Sanctorum, April III, σελ. 344.  Septem. VII, σελ. 379. J. Felten, Marcus. Βλέπε λέξη στο Kirchenlexikon, τόμ. VIII, σελ. 671.
23 Migne, P.G., τόμ. 60, στήλ. 198.
24 Μάρκ. 14:51.
25 Μάρκ. 14:12-25.
26 Παπαδοπούλου, «Μάρκος», σελ. 194.


27  Μigne,  P.G.,  τόμ.  41,  στήλ.  695.  Πρβλ.  Ιππολύτου  (Θηβαίου),  Μigne,  P.G.,  τόμ.  10,  στήλ.  953. Δωροθέου, Τύρου, Μigne, P.G., τόμ. 92, στήλ. 530.   Προκοπίου, Μigne, P.G., τόμ. 100, στήλ. 1189. Tillemont, Memoires, σελ. 546.
28 Πράξεις 15: 38.  Sidarous, Patriarcats, σελ. 61.
29  Migne,  P.G.,  τόμ.  60,  στήλ.  247.    Την  περί  μικροψυχίας  γνώμη  επαναλαμβάνει  και  το  Κοπτικό
Συναξάρη, βλέπε: Kyrillos II, “Le voyage”, σελ. 385.
30 Πράξεις 15: 38.
31 Migne, P.G., τόμ. 60, στήλ. 247.
32  Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 72.   Migne, P.G., τόμ. ΧΧ, στήλ. 300. Μερικές ειδήσεις βρίσκονται στο απόκρυφο έργο «Περίοδοι και μαρτύριον του αγίου Βαρνάβα του Αποστόλου», του οποίου συγγραφεύς φέρεται  ο  Μάρκος.     Πρβλ.  Tischendorf,  Apocrypha,  σελ.  64-74.  Acta,  Junii  II,  σελ.  431-436. Παπαδοπούλου, «Μάρκος», Εκκλ. Φάρος, τόμ. 4ος, σελ. 173-174, 201.
33 Παπαδοπούλου, Ιστορία, σελ. 54.
34 Sidarous, Patriarcats, σελ. 63.
35 Ο Ιωήλ σημειώνει: «Μάρκος ο ευαγγελιστής … το Ευαγγέλιον συνεγράψατο, και επ’ αυτής Αλεξανδρείας
Εκκλησίαν πρώτον συνεστήσατο», Migne, P.G., τόμ. 139, στήλ. 248. Πρβλ. Δήμιτσα, Αλεξάνδρεια, σελ.695.


36 Migne, P.G., τόμ. ΧΧ, στήλ. 172.
37 Βλέπε σημ. 15 αυτής της εργασίας.
38 Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 73.  Πρβλ. Παπαδοπούλου, «Μαρκος», Εκκλ. Φάρος, σελ. 203.
39 Duchesne, Histoire,  σελ. 330.
40 Harnack, Mission, σελ. 450.
41 Παπαδοπούλου, «Μάρκος», Εκκλ. Φάρος, σελ. 175-176.
42 Migne, P.G., τόμ. 111, στήλ. 889 και εξής.
43 Παπαδοπούλου, «Μάρκος», Εκκλ. Φάρος, σελ. 201-202, 204.
44 Acta,τεύχ. Jun. 11, σελ. 421.  Oct. XII, σελ. 424.
45 Παπαδοπούλου, Ιστορία, σελ. 54, 58. Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 72.
46 Kyrillos II, “Le voyage”, σελ. 382
47 Kyrillos II, “Le voyage”, σελ. 382.
48 Kyrillos II, “Le voyage”, σελ. 382.
49 Zogheb, Etude, σελ. 210.
50 Sidarous, Patriarcats, σελ. 61.
51 Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 73.


52 Κολασ. 4: 10.
53 Harnack, Mission, σελ. 450.
54 Παπαδοπούλου, «Μάρκος», Εκκλ. Φάρος, σελ. 208.
55 Αυτόθι.
56 Το πρώτο κείμενο του Μαρτυρίου υπάρχει στο Παρισινό κώδικα και που εσφαλμένως αποδόθηκε στον Συμεών τον Μεταφραστή ( Migne, P.G.,  τόμ. 115, στήλ. 164) .  Δεύτερο κείμενο προερχόμενο από τον κώδικα του Βατικανού εδημοσιεύθη από τον Godfried Henschen  στο Acta Sanctorum, April III, Apend. XVI-XVII, ο οποίος βρήκε και λατινική μετάφραση (Acta Sanctorum, April III, 347-349)..
57 Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 73. Πρβλ. Acta, σελ. 347-349.
58 Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 73. πρβλ. Δήμιτσα, Αλεξάνδρεια, σελ. 695.  Κ. Διαθήκη, σελ. 132.
59 Sollerii, “De sancti”, Acta, τεύχ. Junii V, σελ. 1 και εξής. Lipsius, Die apokryphen, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 329. Bolotow, «Ημέρα », τεύχ. LXXIII, σελ. 426-430. Πρβλ. Και την μικρά πραγματεία, αλλά με εσφαλμένα χρονολιγικά συμπεράσματα, του Kyrillos II, “Le voyage”, Bulletεν, No 7, σελ. 381-406.
60 Zogheb, Etude, σελ. 21. Sidarous, Patriarcats, σελ. 63.
61 Παπαδοπούλου, Ιστορία, σελ. 61.  Γιά το μαρτύριο του Ευαγγελιστού Μάρκου βλέπε: Παπαδοπού-λου, ένθ’ ανωτέρω, σελ. 62 και 63. Του αυτού, «Μάρκος», Εκκλ. Φάρος, σελ. 175.  Macaire, Histoire, σελ. 24. Ζogheb, Etude, σελ. 210. Kyrillos II, “Le voyage”, σελ. 385 και 401.   Palladius, Lausaica, κεφ. 113. Sidarous, Patriarcats, σελ. 63.
62 Γιαλουράκη, ένθ’ ανωτέρω, σελ. 24. πρβλ. Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 75.


63 Migne, P.G., τόμ. 19, στήλ. 647.  πρβλ. Δημιτσά, Αλεξάνδρεια, σελ. 695.
64 Παπαδοπούλου, Ιστορία, σελ. 159. πρβλ. Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 73.
65 Παπαδοπούλου, ένθ’ ανωτέρω, σελ. 23.
66 Crum, “Koptische”, RE, τόμ. XII, σελ. 801 και εξής.
67 Φιριππίδου, Ιστορικόν σημείωμα, σελ. 84-86.
68 Migne, P.G., τόμ. 20, στήλ. 205.  «Της Αλεξανδρείας Εκκλησίας μετά Μάρκον τον ευαγγελιστήν πρώτος επίσκοπος εχειροτονήθη Ανιανός, ος προέστη έτη κβ΄», Migne, P.G., τόμ. 19, στήλ. 543.   Πρβλ. Migne, P.G., τόμ. 19, στήλ. 647. Migne, P.G., τόμ. 115, στήλ. 167. Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 73.  Dictionary, τόμ. Α-D, σελ. 118.  Οι Κόπτες και Άραβες χρονογράφοι τον ονομάζουν «Ανανία».
69 Dictionary,τόμ. Ι, σελ. 118.
70 Δήμιτσα, Αλεξάνδρεια, σελ. 696.
71 Migne, P.G.,τόμ. 42, στήλ. 201-205.
72 Migne, P.G.,τόμ. 42, στήλ. 201-205.
73 Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 75.
74 Γιαλουράκη, Αίγυπτος, σελ. 25.
75 Migne, P.G., τόμ. 20, στήλ. 605-612. Πρβλ. Γιαλουράκη, Αίγυπτος, σελ. 25.

76 Γιαλουράκη, ένθ’ ανωτέρω, σελ. 25.
77 Η Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας κατά διαστήματα έφερε διάφορα ονόματα, όπως 1) «διατριβή των  πιστών»  Ευσεβ.  Ιστορ.  5,10,  2)  Διδασκαλείον  των  ιερών  λόγων  και  το  κατ’  Αλεξάνδρειαν διδασκαλείον (στ. 3), 3) το της κατηχήσεως διδασκαλείον, η του κατηχείν διατριβή (στ. 6), 4) ecclesiastica Schola (Jeronym. Catalog. Caσελ. 38), 5) SΚολ.a Κατηχήσεων (Rufενus hist. Eccl. 11. 7), 6) Magisterium catechexκαιi (VI, 3 αυτόθι), 7) Αuditorium κατηχήσεως (VI, 22), 8) Ιερόν διδασκαλείον των μαθημάτων (Σωζομεν. Εκκλ. Ιστ. 3, 15), 9) Εκκλησιαστικόν διδασκαλείον (Φωτ. Κωδ. 118, σ. 297), 10) το κατ’ Αλεξάνδρειαν παιδευτήριον (ο αυτός Κωδ. 119, σ. 300), 11) Θεία διατριβή, ιερόν διδασκαλείον και ιερά διατριβή (Νικ. Καλλιστ. Εκκλ. Ιστ. (5, 32), 12) η των κατηχήσεων διατριβή (5,18), 13) η εν Αλεξανδρεία
διατριβή των ιερών μαθημάτων (7, 17).  Δημιτσά, Αλεξάνδρεια, σελ. 489. Σίσκου, Οργάνωσις, σελ. 75.
78  Αθηναγόρας  (160-181  μ.Χ.),  Πάνταινος  (180-190  μ.Χ.),  Πάνταινος  και  Κλήμης  (190-203  μ.Χ.), Ωριγένης (203-206 μ.Χ.), Πάνταινος, Κλήμης και Ωριγένης (206-211 μ.Χ.), Κλήμης και Ωριγένης (211-
213 μ.Χ.), Ωριγένης και Ηρακλάς (213-232 μ.Χ.), Ηρακλάς και Διονύσιος (232-265 μ.Χ.), Πιέριος (265-
280 μ.Χ.), Πιέριος και Αχιλλάς (280-282 μ.Χ.), Θεόγνωστος και Αχιλλάς (282-290 μ.Χ.), Σεραπίων (290-
295 μ.Χ.), Πέτρος, μάρτυς (295-312 μ.Χ.), Άρειος (313-330 μ.Χ.), Μακάριος (330-340 μ.Χ.), Δίδυμος
(340-390 μ.Χ.), Δίδυμος και Ρόδων (390-395 μ.Χ.), Ρόδων (395-405 μ.Χ.).
79 Migne, P.G., τόμ. 20, στήλ. 453-456.
80 Migne, P.G., τόμ. 20, στήλ. 535.
81 Migne, P.G., τόμ. 20, στήλ. 536.
82 Migne, P.G., τόμ. 20, στήλ. 553.
83 Δήμιτσα, Αλεξάνδρεια, σελ. 490.
84 Καλογερά, Σχολής. Guerike, De Shola. Harnack, “Alexκαιrενische”.  Dimitriewsky, Αλεξ. Σχολή.
85  Dictionary,  τόμ. Ι, A-D, σελ. 155-158.   Για τις πηγές του Αρειανισμού βλέπε:  Ρουφίνο, Σωκράτη, Σωζομενό, Θεοδώρητο και τους περισσοτέρους Πατέρες του 4ου μ.Χ. αιώνα.   Πρβλ. Dictionary, όπου εκτίθεται εκτενέστερη βιβλιογραφία, σελ. 158-159.
86 Παπαδοπούλου, Ιστορία, ;


87 Αρβανιτάκη, Ελληνισμός, σελ.
88 Γιαλουράκη, Αίγυπτος, σελ. 27.
89 Αυτόθι.
90 Ένθ’ ανωτέρω, σελ. 29.
91 Αυτόθι
92 Γιαλουράκη, ένθ’ ανωτέρω, σελ. 25.
93 Αυτόθι.
94 Αυτόθι.
95 Αυτόθι.
96 Ένθ’ ανωτέρω, σελ. 29.




ΠΑΛΑΙΟΝ ΚΑΙ ΝΕΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ

$
0
0



ΠΑΛΑΙΟΝ ΚΑΙ ΝΕΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ

ΙΩΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (+)
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ
Ε’ ΕΚΔΟΣΙΣ-ΑΘΗΝΑΙ 2002

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το «Ημερολογιακόν Ζήτημα» από ετών  ταράσσει την Εκκλησίαν. Σημείον αντιλεγόμενον έχει καταστή.
Οι Παλαιοημερολογίται   διακηρύττουν απεριφράστως    ότι    ακολουθούν   το     «σωστόν»,   το «γνήσιον»,   εξ ου   και  αυτοκαλούνται   «Γνήσιοι Ορθόδοξοι   Χριστιανοί»,   Γ.Ο.Χ.,   φθάσαντες  εις   το σημείον   να   πιστεύουν   και   να   διακηρύττουν   ότι   ο Παράδεισος είναι  μόνον  δι’  αυτούς.  Δι’  ημάς   δε  τους υπολοίπους, τους  Νεοημερολογίτας,  τους  «Φράγκους», τους «Σχισματικούς», τους «αιρετικούς» ως μας αποκαλούν, παραμένει η Κόλασις.
Ακόμη    διακηρύττουν   απεριφράστως   ότι   τα Μυστήριά   μας    είναι   άκυρα,   καθ’   ο   «άχαρα»,   άνευ χάριτος.
Οι του Νέου δε Ημερολογίου, ως επί το πλείστον, αδιαφορούν  δια  τα   προαναφερθέντα,  ωρισμένοι αντιδρούν,  άλλοι  περνούν   και  εις την   αντεπίθεσιν και ολίγοι   προβληματίζονται   προ   των    κατηγοριών   των Παλαιοημερολογιτών μη γνωρίζοντες τι να πράξουν.
Υπάρχουν  λοιπόν  θέματα, κατά  την  γνώμην  μας, εις   αμφοτέρας τας    παρατάξεις,  που   άλλοτε  ολίγον άλλοτε πολύ κερδίζει εξ αυτών  μόνον ο Διάβολος.
Το  παρόν,  έργον  ανέκδοτον, απάντησις εις τινα Θεολόγον Μοναχόν,  του αειμνήστου Πατρός Ιωήλ Γιαννακόπουλου, γνωστού απολογητού των Ορθοδόξων θέσεων,   έρχεται   να   ρίξη   άπλετον  φως  εις   το    εν προκειμένω αντιλεγόμενον ζήτημα του  Ημερολογίου και να  καταστήση  αναπολογήτους όλους  εκείνους,  οίτινες καταδικάζουν την  ενέργειαν της  Εκκλησίας, (ενός ζωντανού  Οργανισμού),  ώστε   να  διορθώση το Ημερολόγιον, αλλά  και να διαφωτίση τους θέλοντας, ίνα ούτω ειρηνεύσουν αι συνειδήσεις και μη κερδίζη πλέον  ο Διάβολος.
Το παρόν εκδίδεται εκ χειρογράφου, ευρισκομένου εις χείρας πνευματικού τέκνου του αειμνήστου Κληρικού, εις το οποίον είχε  κάμει διορθώσεις τινάς ο ίδιος ο συγγραφεύς ολίγον  προ της εκδημίας του (Δεκέμβριος 1966).



Οι Παλαιοημερολογίται μου είναι άνθρωποι συμπαθείς, διότι παρ’ όλην την άγνοιαν  που έχουν εις το Παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα, έχουν ζήλον  και φόβον Θεού. Δια τον λόγον  αυτόν δεν ηθέλησα να ασχοληθώ ούτε  προφορικώς εις διάλεξίν μου τινά  περί του Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος, ούτε  να γράψω και δημοσιεύσω τι περί αυτού. Εθεώρησα σκοπιμώτερον να ασχοληθώ συγγραφικώς περί τον υπομνηματισμόν της Παλ.  Διαθήκης και γύρω από τους  Ευαγγελικούς, Χιλιαστάς και λοιπά θέματα προς διαφωτισμόν τους ευσεβούς λαού μας  και ουδόλως με τους Παλαιοημερολογίτας.

Εις  όμως παλαιοημερολογίτης Θεολόγος Μοναχός, αντί να ασχοληθή και αυτός  με τόσας αιρέσεις που κατακλύζουν την Πατρίδα μας,  ήτοι Χιλιαστάς, Ευαγγελικούς κ.λ.π. και  να γράψη  τι  κατ’  αυτών, καταφέρεται καθ’ ημών γραπτώς και προφορικώς, ονομάζων  ημάς   κακοδόξους, αιρετικούς,  αβαπτίστους. Δεν  αρκείται εις την  γενικήν και  ανώνυμον  αυτήν καταφοράν  καθ’   ημών,   αλλά   κατ’   επανάληψιν εις  το παρελθόν έγραψε  κατ’  εμού προσωπικώς και εσχάτως εις το  τελευταίον  βιβλίον  του:   «Ποία   η  διαφορά  μεταξύ Παλαιού και Νέου  Ημερολογίου» με  αποκαλεί  εν  σελίδι
19  νεωτεριστήν, πάντα  δε νεωτεριστήν θεωρεί εν σελίδι 43 αβάπτιστον.

Έπειτα απ’ όλα  αυτά,  νομίζω,  ότι δεν  έπρεπε  να σιωπήσω,  διότι  η  σιωπή  μου  δύναται  να  θεωρηθή  ως
αδυναμία  μου  ή  ως  σιωπηρά συγκατάθεσις  μου  εις  το Παλαιοημερολογιτικόν  ζήτημα.   Επειδή  δε   ο  Μοναχός ούτος  φέρει τον  τίτλον του  Θεολόγου, η  σιωπή μου  θα επηρεάση ακόμη  περισσότερον τους αναγνώστας του βιβλίου του.
Απεφάσισα  λοιπόν  να  απαντήσω.  Και  ιδού πως:

Θα  βασισθώ εις  το  τελευταίον  βιβλίον  του   «Ποία   η διαφορά  μεταξύ Παλαιού και Νέου  Ημερολογίου» και  με την  βοήθειαν του  Πηδαλίου της   Εκκλησίας μας  και  με τας  γνώμας των  Αγίων  Πατέρων και τα  δεδομένα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας θα  φέρω  εις  φως όλους  τους παραλογισμούς και τας  πλάνας  του εν λόγω Μοναχού.


Και συγκεκριμένως: Επειδή ούτος  α)  συγχέει το νέον ημερολόγιον με το Γρηγοριανόν, το Παπικόν ημερολόγιον, β) αγνοεί τον  τρόπον  του  κανονισμού του Πάσχα  υπό της  Α’  Οικουμενικής Συνόδου, γ) αγνοεί τον τρόπον  του  εορτασμού  της   μεγάλης  ακινήτου εορτής των    Χριστουγέννων   και    των    συναφών    προς   αυτήν εορτών   και   δ)   δεν    έχει     ιδέαν   περί   παραδόσεων, Εκκλησίας  και  σχίσματος,  θα  διαιρέσω  την   απάντησίν μου εις τέσσαρα μέρη:
α) Ιουλιανόν και  Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, β) το Πάσχα  και ο χρόνος  εορτασμού του  κύκλου  των  κινητών εορτών, γ) τα  Χριστούγεννα και  αι  συναφείς προς  αυτά ακίνητοι εορταί και δ) αι παραδόσεις της  Εκκλησίας,  η Εκκλησία μας  και το σχίσμα.

Α’ ΙΟΥΛΙΑΝΟΝ  ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ


Ο εν λόγω Μοναχός  συνταυτίζει το Νέον Ημερολόγιον, το οποίον ακολουθούμεν ημείς οι Νεοημερολογίται, με το Γρηγοριανόν ή Παπικόν  ή Φραγκικόν Ημερολόγιον εν σελίδι ΙΙ του εν λόγω βιβλίου του, εν ω το υπ’ αυτών  ακολουθούμενον Παλαιόν (Ιουλιανόν) Ημερολόγιον θεωρεί εν την αυτή  σελίδι ως πατροπαράδοτον γνήσιον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον.
Όχι, αγαπητέ Μοναχέ! Έχεις παχυλήν  άγνοιαν  του

Ημερολογίου ή εν  γνώσει σου σκοτίζεις και  διαστρέφεις τα  πράγματα.  Το  νέον  Ημερολόγιον,  το  οποίον ακολουθούμεν ημείς,  δεν   είναι   Γρηγοριανόν,  Παπικόν, Φραγκικόν,   όπως  το   ονομάζεις  συ,   αλλά    Ιουλιανόν. Θέλεις απόδειξιν αυτού; Άκουσον:
Πρώτον: Άνοιξε  μίαν  οιανδήποτε Κοσμογραφίαν

που  διδάσκεται εις  τας   ανωτέρας τάξεις  του Γυμνασίου. Θα  ίδης εις το  κεφάλαιον  περί του Ημερολογίου  την  διαφοράν Γρηγοριανού  και  Ιουλιανού Ημερολογίου   από   απόψεως   καθαρώς   ημερολογιακής. Ιδού   τι  λέγει  η   Κοσμογραφία   της    ΣΤ’    τάξεως  του Γυμνασίου εν σελ. 5: Γνωρίζομεν ότι το έτος αποτελείται ακριβώς  από  365,242217  ηλιακάς ημέρας.  Η  διάρκεια του   πολιτικού έτους  του   Ιουλιανού  Ημερολογίου  είναι
365  ημέρας και ¼ της  ημέρας, διότι ανά τέσσερα χρόνια προστίθεται μία ημέρα  η 29η  Φεβρουαρίου. Επομένως το Ιουλιανόν Ημερολόγιον  υπερέχει, είναι  μεγαλύτερον του πραγματικού  έτους   κατά    (365,  25-365,  242217)  =
0,007783  ηλιακάς ημέρας. Η  διαφορά  αύτη  εντός 400 ετών   ανέρχεται εις  3,1132  ημέρας ανά  400   έτη.  Ίνα
διορθώση το σφάλμα  τούτο  ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ’, βοηθούμενος υπό του αστρονόμου LILIO, διέταξεν όπως η μετά  την  4ην  Οκτωβρίου 1582 ημέρα  κληθή  15η Οκτωβρίου  και  ουχί  5η  Οκτωβρίου.  Ίνα  δε  μη  εις  το μέλλον επαναληφθή το σφάλμα  αυτό, ώρισεν  όπως εντός
400  ετών  μη  λαμβάνωνται 100  δίσεκτα έτη, ως γίνεται

κατά   το  Ιουλιανόν Ημερολόγιον,  αλλά  μόνον  97. ούτω κατά     το    Γρηγοριανόν   Ημερολόγιον,    η    χρονολογία υστερεί εντός 400  ετών, μόνον κατά  0,1132 ημέρας.


Πρέπει  να  παρέλθουν 4.000  έτη,  όπως η χρονολογία υστερήση κατά  1,132 ημέρας.
Προς  διόρθωσιν του  Ιουλιανού Ημερολογίου ώρισεν  ο  Πάπας  Γρηγόριος  όπως τα  έτη   των  αιώνων (λόγου χάριν  1600, 1700, 1800) μη είναι  δίσεκτα, εκτός αν ο αριθμός των εκατοντάδων διαιρήται δια 4. Ούτω το έτος  1600 ήτο  δίσεκτον  κατά   το  Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, διότι ο αριθμός των εκατοντάδων 16  είναι διαιρετός  δια   4,  δια   το   Ιουλιανόν  Ημερολόγιον  είναι ομοίως δίσεκτον, διότι ο αριθμός 1600 είναι   διαιρετός δια 4. Τα έτη  όμως 1700, 1800, 1900 είναι δίσεκτα κατά το  Ιουλιανόν Ημερολόγιον,  διότι οι αριθμοί ούτοι 1700,
1800,  1900  είναι διαιρετοί δια 4,  δια το  Γρηγοριανόν Ημερολόγιον δεν είναι δίσεκτα, διότι οι αριθμοί των εκατοντάδων 17,  18, 19   δεν είναι διαιρετοί δια 4.


Ούτω  μετά  πάροδον  από σήμερον 1600 περίπου ετών, όσα περίπου παρήλθον  από της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου  μέχρι σήμερον, ημείς,  επειδή ακολουθούμεν το
Ιουλιανόν Ημερολόγιον  και  θα  έχωμεν  δίσεκτα  έτη   τα διαιρετά δια 4, θα έχωμεν νέαν  διαφοράν 13  ημερών, εν ω  το  Γρηγοριανόν  Ημερολόγιον  δεν  θα  έχη,   διότι  ανά
400  έτη  θα έχη 97 δίσεκτα έτη  και ουχί 100.

Ιδού η διαφορά Νέου Ημερολογίου που ακολουθούμεν ημείς  και   του   Γρηγοριανού,  το  οποίον ακολουθούν οι Δυτικοί από καθαρώς ημερολογιακής απόψεως! Εκείνοι θα έχουν  97  έτη  δίσεκτα ανά 400  έτη, ημείς  όμως  θα  έχωμεν 100.  ο  Πάπας  Γρηγόριος  δεν ηρκέσθη εις  την   ημερολογιακήν  αυτήν   μεταρρύθμισιν. Προσήρμοσε και  το Πάσχα  του προς το Ημερολόγιον του αγνοήσας το  Πάσχα  των  Εβραίων και την  απόφασιν  της Α’  Οικουμενικής  Συνόδου   σχετικήν με  το  Χριστιανικόν Πάσχα και το Εβραϊκόν.


Β’ ΠΑΣΧΑ  ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ


Εάν ανοίξωμεν το Πηδάλιον, θα ίδωμεν εις την σελίδα 9, ότι 4 σημεία είναι εκείνα τα οποία πρέπει να τηρώνται δια την εορτήν του Πάσχα!
α) Εαρινή ισημερία.

β)   Πρώτη    πανσέληνος   μετά    την    ισημερίαν ταύτην.

γ) Μετά το Νομικόν  Πάσχα και

δ) Η πρώτη Κυριακή μετά  από όλα αυτά

Το  Γρηγοριανόν  ή  Παπικόν  Ημερολόγιον  λαμβάνει υπ’ όψιν  του  μόνον  τα  τρία: Εαρινήν ισημερίαν, πανσέληνον και  Κυριακήν.  Αγνοεί  εντελώς  το  Νομικόν
Πάσχα  των  Εβραίων. Ούτως οι Παπικοί συνεορτάζουν το Πάσχα   των   μετά   των  Εβραίων  ή  προηγούνται  αυτού παρά  τον  7ον   Κανόνα   των   Αποστόλων  και   παρά  την ιστορικήν ακρίβειαν, καθ’  ην  ο Κύριος ανέστη μετά  το Πάσχα   των  Εβραίων.  Ημείς  όμως οι  Νεοημερολογίται λαμβάνομεν  υπ’  όψιν  και  τα  4  σημεία  του  Πάσχα  και ούτω   διαφέρομεν  του  Γρηγοριανού  ή  Παπικού Ημερολογίου  και   Εκκλησιαστικώς.  Εορτάζομεν  δηλαδή το  Πάσχα  μας  μετά  το  Πάσχα  των  Εβραίων, συμφώνως με την διάταξιν της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου.
Επομένως: Ημερολογιακώς και Εκκλησιαστικώς διαφέρομεν σεις  και   ημείς  με  το  Γρηγοριανόν Ημερολόγιον. Σεις   και  ημείς   ακολουθούμεν Ημερολογιακώς και Εκκλησιαστικώς το Ιουλιανόν Ημερολόγιον!
Διατί συνταυτίζεις τελείως το  Νέον  Ημερολόγιον,

αυτό   που  ακολουθούμεν ημείς,  με  το  Παπικόν Γρηγοριανόν, αφού υπάρχη τόση  μεγάλη διαφορά από Ημερολογιακής   και  Εκκλησιαστικής   απόψεως μεταξύ των; Αλλοίμονον σου!  Θα δώσης  μεγάλον λόγον  εις τον Θεόν.  Μαντεύω  την  αντίρρησίν σου.  Θα μου είπης: Διατί να γίνη η προώθησις των 13 ημερών; Σου απαντώ: Η προώθησις αύτη  μόνη  της  δεν έθιξε το Ιουλιανόν Ημερολόγιον,   αλλά    το   μηνολόγιον   του   Ημερολογίου τούτου.  το  Ημερολόγιόν  μας  παρέμεινεν  και  θα παραμείνη Ιουλιανόν. Ιουλιανόν έχετε  σεις.  Ιουλιανόν έχομεν  και   ημείς.  Χώνεψέ   το  καλά   αυτό   μέσα   εις  το μυαλό σου. Μόνον ότι το ιδικόν μας Ιουλιανόν είναι διορθωμένον.
Και πάλιν  θα μου είπης: Έστω. Διατί να μεταβληθή το  μηνολόγιον του  Ιουλιανού Ημερολογίου; Σου  απαντώ: Γνωρίζομεν από το  Πηδάλιον της  Εκκλησίας μας  ότι οι Πατέρες της  Α’  Οικουμενικής Συνόδου,  που  εκανόνισαν το  Πάσχα  με  βάσιν   την  εαρινήν ισημερίαν,  είχον   τότε εαρινήν  ισημερίαν  21  Μαρτίου.  Αυτό  μας   το  λέγει το Πηδάλιον. Ιδέ  σελίδα 9. Μετά  την  πάροδον  όμως 1600 περίπου  ετών  από τότε  μέχρι σήμερον, εξέπεσαμεν  από την   ημερομηνίαν  εκείνην   και  εφθάσαμεν  να   έχωμεν εαρινήν  ισημερίαν  την  8ην  Μαρτίου.  Και  αυτό αναφέρεται  εις   το   Πηδάλιον.  Ιδέ   σελίδα 9.  Με  ένα πήδημα     λοιπόν     13     ημερών      ημείς    οι    λεγόμενοι
«Νεοημερολογίται»   έχομεν  εαρινήν  ισημερίαν  εκείνην που είχον  οι Άγιοι Πατέρες της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Ούτω έχομεν την παλαιάν  ημερομηνίαν της  εαρινής ισημερίας, 21 Μαρτίου, ενώ σεις έχετε την νέαν ημερομηνίαν  της   ισημερίας  ταύτης,  8  Μαρτίου. Επομένως   ημείς   ακολουθούμεν  την    παλαιάν ημερομηνίαν, σεις  την  νέαν  ημερομηνίαν.  Ημείς πηγαίνομεν με  το  παλαιόν  Ιουλιανόν Ημερολόγιον της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου, σεις με το Νέον Ιουλιανόν Ημερολόγιον. Κατά  συνέπειαν ημείς είμεθα όντως Παλαιοημερολογίται και σεις Νεοημερολογίται, διότι και πάλιν  σου  επαναλαμβάνω έχομεν την  21ην  Μαρτίου  ως εαρινήν ισημερίαν όπως είχον  οι Πατέρες της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ σεις εξεπέσατε και έχετε την
8ην Μαρτίου.

Θα μου είπης: Διατί ο Άγιος Νικόδημος μαζί  με  τον

Χρυσόστομον εις  τα  υποσημειώσεις του  Πηδαλίου,  σελ.
9,  καταφέρεται κατά  της  προωθήσεως  των  10  ημερών υπό του Γρηγοριανού Ημερολογίου;
Απαντώ: Ο  Ιερός  Χρυσόστομος ουδεμίαν σημασίαν δίδει εις τας  ημερομηνίας των εορτών ως κόπτεσθε σεις δι’ αυτάς. Μας το  λέγει ρητώς: «Ει τω  δείνα  μηνί  ει  τω δείνα  μηνί  εορτάσητε το  Πάσχα  ουδείς ποτέ  εκολάσθη ουδέ ενεκλήθη». Ήκουσες; Εάν εορτάσωμεν την τάδε  του μηνός  ή την  τάδε  του  μηνός  ημέραν το  Πάσχα  ή άλλην εορτήν ουδείς ποτέ  εκολάσθη ούτε  κατηγορήθη.  Εκείνο το  οποίον ενδιαφέρει  τον  Άγιον   αυτόν  Πατέρα  είναι  ο εορτασμός του Πάσχα  κατά  τους ορισμούς της  Α’ Οικουμενικής  Συνόδου.  Ποίοι  είναι   οι  όροι  αυτοί;  Μα τους  αναλύει  θαυμασίως ο  Άγιος Νικόδημος εις  τους υπομνηματισμούς  του  Πηδαλίου  της   Εκκλησίας μας.   Ο Άγιος  δηλαδή   Νικόδημος  καταφέρεται  κατά   του Γρηγοριανού Ημερολογίου εις  τας   υποσημειώσεις  του Πηδαλίου του,  διότι το  Ημερολόγιον αυτό  δεν  λαμβάνει υπ’ όψιν του  το Πάσχα  των  Εβραίων και  ούτω  οι Δυτικοί εορτάζουν ενίοτε  προ  του  Εβραϊκού  Πάσχα  ή  μαζί   με αυτό   παρά  τον   7ον  Κανόνα   των   Αποστόλων  και   την ιστορικήν αλήθειαν, καθ΄ ότι ο Κύριος ανέστη μετά  το Πάσχα  των Εβραίων. Ιδού τι λέγει ο Άγιος Νικόδημος εις την πρώτην  υποσημείωσιν αυτού  του Κανόνος:
«Το  να κάνη  τις το  Πάσχα  μετά  την  21ην  Μαρτίου

ως κάμνομεν ημείς οι Γραικοί ή μετά  την  11ην  Μαρτίου ως κάμνουν  οι Λατίνοι δεν  είναι  έγκλημα. Το  να  σχίση όμως την Εκκλησίαν είναι αμάρτημα ασυγχώρητον».
Πως  σχίζουν  οι  Δυτικοί  την   Εκκλησίαν;  Μας  το λέγουν ευθύς αμέσως τα  σχόλια  του  ιδίου Αγίου Πατρός Νικοδήμου:
«Η  ακρίβεια αύτη  (του  Γρηγοριανού  Ημερολογίου)

προξενεί δύο μεγάλας ατοπίας εις τους  Λατίνους το  να εορτάζουν δηλαδή  το Πάσχα  ή μετά  Ιουδαίων ή προ των Ιουδαίων».
Βλέπεις λοιπόν,  αγαπητέ μου, τι λέγει το Πηδάλιον;

Δεν  είναι   έγκλημα, δεν  είναι   σχίσμα, ο  κατά  διάφορον χρόνον   εορτασμός  του   Πάσχα,  αλλά   κακόν   είναι    να γίνεται  το   ιδικόν   μας    Πάσχα    προ   του   Πάσχα    των Εβραίων ή  μαζί με  αυτό.   Ιδού  που  ο  Άγιος Νικόδημος εντοπίζει    την     κυρίαν     διαφοράν    Γρηγοριανού    και Ιουλιανού Ημερολογίου. Να μη γίνεται το Πάσχα  μας  προ ή    μαζί   με    το    Πάσχα    των    Εβραίων.   Αυτό    όμως αποφεύγεται από ημάς. Διατί λοιπόν συ ταυτίζεις και συγχέεις το  Νέον  Ημερολόγιον με  το  Γρηγοριανόν;  Θα μου  είπης: Δεν  έπρεπε  να ονομάσωμεν την  8ην  Μαρτίου
21ην, ώστε  να προωθήσωμεν το μηνολόγιόν μας  κατά  13 ημέρας. Το Πηδάλιον μας  είπεν, ως είδομεν άνω,  ότι δεν είναι  έγκλημα, όταν εορτάζωμεν το Πάσχα εις δύο διαφόρους  χρόνους   μετά   την  8ην  Μαρτίου   ή  μετά   την
21ην   Μαρτίου,  αρκεί  να  γίνεται  μετά   το  Πάσχα   των Εβραίων. Πολύ περισσότερον δεν έχει  ουδεμίαν σημασίαν αφού  σεις  και ημείς  εορτάζομεν το  Πάσχα  την  αυτήν ημέραν και η ημέρα  αύτη  είναι  δι’ ημάς  η 22α  Μαρτίου και ημείς  την  ονομάζομεν  1ην  Απριλίου.  Αφού  δηλαδή κατά    τον   Ιερόν   Χρυσόστομον  και  το   Πηδάλιον της Εκκλησίας,  ο   κατά   διάφορον  χρόνον   εορτασμός  του
Πάσχα   δεν   είναι    έγκλημα,  ουδέ   καταδίκη τις,  πολύ περισσότερον δεν  έχει   σημασίαν ο  παρ’  ημίν  κατά  τον χρόνον μεθ’  υμών, αλλά  κατά  διάφορον ημερομηνίαν εορτασμός  του,   αρκεί  να  γίνεται μετά   το  Πάσχα  των Εβραίων. Είδες ποία η διπλή  διαφορά από Ημερολογιακής και Εκκλησιαστικής  απόψεως μεταξύ  Ιουλιανού και Γρηγοριανού;  Ας  έλθωμεν  όμως  να  εξετάσωμεν πλατύτερον το θέμα του εορτασμού του Πάσχα.
Δεύτερον: Το  Πάσχα:  Εν  σελίδι 14  του  βιβλίου σου γράφεις  δια  το  Πάσχα:   «Οι  Θεοφόροι Πατέρες  της   Α’ Οικουμενικής Συνόδου  ώρισαν  το  Πάσχα,  κατ’  έμπνευσιν του    Παναγίου   Πνεύματος,    ίνα   κυμαίνεται    από    22 Μαρτίου  μέχρι 25  Απριλίου».  Ή  αγνοείς τα  πράγματα ή τα διαστρέφεις εν γνώσει σου!
Εις πρακτικά της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου  ουδαμού μνημονεύεται η ημερομηνία αύτη  που γράφεις συ, αλλά  4 σταθερά, ως είπον και προηγουμένως, τα οποία αναφέρει το  Πηδάλιον: Πρώτον: ισημερία. Δεύτερον: Πανσέληνος. Τρίτον: Νομικόν  Πάσχα.   Και τέταρτον:  Ημέρα   Κυριακή. Και επί λέξει:  «Τέσσαρα τινα  αναγκαία ζητούνται δια το ιδικόν  μας   Πάσχα.   Πρώτον,  ότι   το  Πάσχα   πρέπει  να γίνεται    πάντοτε   ύστερα   από    την     ισημερίαν  της ανοίξεως.  Δεύτερον, ότι δεν  πρέπει   να  γίνεται εις την αυτήν  ημέραν με το Νομικόν  Πάσχα  (τα  οποία ταύτα και τα  δύο  διορίζονται από  τον  7ον  Αποστολικόν Κανόνα). Τρίτον, να  μη  γίνεται  απλώς και  αορίστως ύστερα από την  εαρινήν ισημερίαν,  αλλά   ύστερα  από  την   πρώτην πανσέληνον,   όπου    τύχη     μετά     την    ισημερίαν.   Και τέταρτον, να γίνεται την  πρώτην  Κυριακήν  ύστερα  από
την  πανσέληνον. (Ταύτα τα  δύο  εκ  παραδόσεως έχομεν και όχι από Κανόνα)». Πηδάλιον σελ. 9-10.
Βλέπεις,  ποία είναι   τα  «αναγκαία»,  ως  ονομάζεις αυτά,  χρονικά  σημάδια, τα «απαραίτητα», δια τον εορτασμόν του  Πάσχα;  Διατί λοιπόν  συ θέτεις ένα  μόνον όρον,  την  ημερομηνίαν  22  Μαρτίου   –  25  Απριλίου  που πρέπει  να κυμαίνεται το Πάσχα;  Διαστρέφεις το κείμενον του  Πηδαλίου, αφού ουδόλως αναφέρεται ως αναγκαίον στοιχείον του  υπολογισμού του  Πάσχα  η ημερομηνία 22 Μαρτίου  – 25  Απριλίου,  αλλά  τα  τέσσαρα «χρονόμετρα»

που αναφέρθησαν: Εαρινή Ισημερία, Πρώτη  Πανσέληνος, Πάσχα Εβραίων και Κυριακή.
Μαντεύω    την    απορίαν   σου:    Η   ημερομηνία 22 Μαρτίου  – 25  Απριλίου που κυμαίνεται το  Πάσχα  με  το Παλαιόν Ημερολόγιον ουδόλως θα  ληθφή  υπ’  όψιν;  Πως αναγράφεται  αύτη   εις  το  τέλος  των   Ευαγγελίων της Εκκλησίας και  βάσει αυτών  κανονίζονται τα  Ευαγγελικά και Αποστολικά αναγνώσματα όλου του έτους;
Αγαπητέ  μου,   η  ημερομηνία  αύτη   έχει  την   θέσιν της,  όχι όμως εκείνην που της  δίδεις συ.  Η ημερομηνία 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου δεν είναι  μοναδική χρονολογία υπολογισμού του  Πάσχα, ως την  παρουσιάζεις συ, αλλά Πέμπτη  κατά   σειράν  και  συμπτωματική,  διότι κανονίζεται   από   τα    τέσσερα   «αναγκαία»   στοιχεία: Εαρινή   ισημερία.   Πανσέληνος,   Πάσχα    Εβραίων   και Κυριακή. Συνέπεσε δηλαδή, κατά  την Α’ Οικουμενική Σύνοδον, η  εαρινή ισημερία να  είναι την  21ην  Μαρτίου και  το   Πάσχα   των   Εβραίων  να  κυμαίνεται μέχρι 20 Απριλίου,  ωρίσθη   το  Πάσχα  μας  την  22  Μαρτίου   –  25 Απριλίου.  Εάν   όμως   αύριον οι Εβραίοι  διορθώσουν το ημερολόγιόν  των  κατά  13  ημέρας  και ούτω  το  Πάσχα των  γίνη ενωρίτερον του  σημερινού, τότε προκειμένου να  τηρηθή ένα  από  τα  2  απαραίτητα  σημεία  του  7ου Αποστολικού Κανόνος (ο ορισμός δηλαδή  του Πάσχα  μας μετά  το  Πάσχα  των  Εβραίων) θα πρέπει  να αγνοήσωμεν την  ημερομηνίαν του  παλαιού 22  Μαρτίου  – 25  Απριλίου και να μεταφέρωμεν το Πάσχα μας ενωρίτερον. Αν θελήσωμεν  να  εμμείνωμεν εις  την   ημερομηνίαν  του Παλαιού Ημερολογίου 22 Μαρτίου  – 25 Απριλίου, θα παραβώμεν   τον    7ον    Αποστολικόν   Κανόνα,   διότι   η Εκκλησία μας  ανέκαθεν την  πρώτην  Κυριακήν μετά  το Πάσχα  των  Εβραίων εώρταζε το  ιδικόν μας  Πάσχα.  Θα παραβώμεν την  ιστορικήν αλήθειαν, καθόσον  ευθύς  μετά το  Πάσχα  ο Κύριος ανέστη. Τούτο  εξάγεται και  εκ  του Πηδαλίου το  οποίον, ως είπομεν και  ανωτέρω, λέγει τα εξής: «Το  να κάμη  τις  το Πάσχα  μετά  την  21ην  Μαρτίου ως  κάμνουν   οι  Γραικοί  ή  μετά   την  11ην   Μαρτίου,  ως κάμνουν   οι  Λατίνοι  δεν  είναι   έγκλημα...  Ασυγχώρητον είναι   το  σχίσμα καθ’ ο εορτάζουν οι Λατίνοι μετά  των Ιουδαίων ή  προ  αυτών». Ως  βλέπεις  η  ημερομηνία της
21ης  Μαρτίου    δια  την   εορτήν  του   Πάσχα   δεν   έχει σημασίαν, αλλά μόνον το μετά  Ιουδαίων ή προ αυτών εορτάζειν το Πάσχα. Βλέπεις λοιπόν,  τι διώρισαν οι Άγιοι Πατέρες μας  ως χρονολογικά σημεία του εορτασμού του Πάσχα;  Έθεσαν εαρινήν ισημερίαν, πρώτην  πανσέληνον, Πάσχα  Εβραίων και  Κυριακήν,  και  όχι ημερομηνίαν 22
Μαρτίου   –  25  Απριλίου, ως νομίζεις  συ.  Ιδού  η  πρώτη πλάνη   σου.  Αγνοείς  τα   τέσσερα  αναγκαία σημεία,  τα βασικά του Πάσχα:  Εαρινή ισημερία, Πανσέληνος, Πάσχα Εβραίων και Κυριακή και αναφέρεις πέμπτον  και συμπτωματικόν  ως  μοναδικόν  όρον:   22   Μαρτίου   –  25 Απριλίου!

Η πλάνη  σου  αύτη  προέρχεται από άλλην  άγνοιαν. Νομίζεις ότι η ισημερία δεν  είναι  σταθερά και  ευρίσκεις ως σταθεράν βάσιν  του υπολογισμού του Πάσχα την ημερομηνίαν   22   Μαρτίου   –   25   Απριλίου.   Δια   τούτο γράφεις   εν    σελίδι   14:    «Οι   Πατέρες   είχον    πλήρην επίγνωσιν ότι  η  ισημερία δεν  είναι σταθερά...  Οι  θείοι Πατέρες της  Α’  Οικουμενικής Συνόδου  κατεβίβασαν την ισημερίαν εις την  21ην  Μαρτίου...».  Ουδέποτε περίμενα από   Θεολόγον   να   λέγη    τόσον    αμαθή    πράγματα!   Η ισημερία,   αγαπητέ  μου,   είναι    σταθερά.  Δι’  αυτό   το Πηδάλιον την  ονομάζει «μέτρον διαιρετικόν του  τελείου ενιαυτού». Ιδέ σελίδα 10. Μεταβλητή είναι  η ημερομηνία της  εαρινής ισημερίας,  διότι αύτη  εις την  εποχήν  των Αποστόλων ήτο  22α  Δρύστου, του  Μαρτίου, κατά  δε την εποχήν  της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου  την  21ην  Μαρτίου, και  σήμερον  την   8ην   Μαρτίου   με   το  παλαιόν.  Τούτο αναφέρει  το   Πηδάλιον εις   σελίδα  10.    Άλλο   πράγμα λοιπόν  είναι   η  εαρινή ισημερία και  άλλο  η  ημερομηνία της  εαρινής ισημερίας. Το  πρώτον,   η  εαρινή ισημερία, είναι   σταθερόν και ως τοιούτον είναι  «διαιρετικόν του τελείου ενιαυτού», το δε δεύτερον, η ημερομηνία της εαρινής ισημερίας, είναι  μεταβλητόν και  μετέπεσεν  από 23  Μαρτίου μέχρι  8  Μαΐου.   Και  έπειτα  γράφεις:  «  Οι Πατέρες κατεβίβασαν την  ισημερίαν εις την  21ην  μηνός Μαρτίου».  Καλέ  μου  άνθρωπε: Οι  Πατέρες κατεβίβασαν
την  ισημερίαν; Η ισημερία είναι σταθερά. Η ημερομηνία της  κυμαίνεται. Χώρισε τα  πράγματα αυτά  εις το μυαλό σου  και μη  εντροπιάζεις το  όνομα  του  Θεολόγου. Άλλο πράγμα  είναι  η ισημερία, η οποία ως σταθερά και πάλιν λέγω,   κατά    το   Πηδάλιον, σελίς   10,   είναι    «μέτρον διαιρετικόν    του     τελείου    ενιαυτού»,    άλλο     δε     η ημερομηνία της  ισημερίας, ήτις κυμαίνεται.
Μετά   τας   δύο  αυτάς  πλάνας   σου   γύρω   από  το Πάσχα   έρχεται  και   τρίτη  πλάνη   σου.   Εν   σελίδι  15 γράφεις: «Τους Λατίνους ελέγχει  ο  θείος Χρυσόστομος ως   σχισματικούς   και    ομολογεί   ότι   οι   Θεόπνευστοι Πατέρες της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου  ώρισαν  ως ημέραν ισημερίας την  21ην  Μαρτίου». Τόσον  ανιστόρητος είσαι; Ο   Χρυσόστομος  έζησεν   τον   4ον   αιώνα.   Πως   είναι δυνατόν  να ελέγχη ο Θείος αυτός  Πατήρ  το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, το  οποίον έγινε  έπειτα  από  1100 χρόνια; Αναφέρει  βέβαια  το  Πηδάλιον  κάτι   επ’   αυτού.   Τούτο όμως  έχει   ανάγκην   διασαφήσεως.  Δεν   έπρεπε   συ  ως Θεολόγος να ανατρέξης εις την  πηγήν,  το ίδιον κείμενον του  Ιερού  Χρυσοστόμου, και να ίδης, τι  ακριβώς λέγει  ο Άγιος  Πατήρ,  δια  να  εννοήσης  την   συμπεπυκνωμένην αυτήν  σημασία του εν τω Πηδαλίω;
Άκουσε     λοιπόν     να    μάθης     τι   λέγει   ο    Ιερός Χρυσόστομος επ’ αυτού.

Επί της  εποχής  του  Χρυσοστόμου έζων  Χριστιανοί τινες, οι οποίοι, ακολουθούντες παλαιάν  παράδοσιν  του Αγίου  Πολυκάρπου Σμύρνης, στηριζόμενοι  και εις το του Αποστόλου Παύλου  «Και γαρ  το  Πάσχα  ημών  υπέρ  ημών ετύθη   Χριστός»  Α’  Κορινθ.  5,  7,  εώρταζον το  Πάσχα
κατά  την  14ην  του  μηνός  Νισάν,  Μαρτίου, ότε  ο Κύριος εσταυρώθη. Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος ώρισε  να τελήται το  Πάσχα  την   πρώτην   Κυριακήν  μετά   το  Πάσχα   των Εβραίων,  διότι μετά   το  Πάσχα  των  Εβραίων  ανέστη  ο Κύριος.  Ούτω  οι Χριστιανοί  οι εορτάζοντες  το  Πάσχα κατά την 14ην του Μαρτίου τεσσαρεσκαιδεκατίται ονομαζόμενοι (Στεφανίδης Ιστορία 1,  101),  εώρταζον μετά   των  Ιουδαίων και  είχον   Πάσχα   σταυρώσιμον.  Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος ώρισε  να γίνεται Πάσχα αναστάσιμον, την  πρώτην  Κυριακήν μετά  το  Πάσχα  των Εβραίων.  Ο  Ιερός    αυτός   Πατήρ   θέλει να  απομακρύνη τους  Χριστιανούς  από  το  σταυρώσιμον  Πάσχα  και  να τους οδηγήση εις  το  αναστάσιμον  Πάσχα.   Εκείνοι επιμένουν και εορτάζουν Χριστιανικόν Πάσχα  συγχρόνως με  τους Εβραίους και  ο Ιερός  Πατήρ   τους ελέγχει.  Και ιδού τι λέγει: «Ιδού  γουν  κατά  τον  παρόντα  ενιαυτόν η πρώτη  των  αζύμων  εις Κυριακήν ημέραν εμπίπτει και  η ανάγκη  πάσαν νηστεύσαι την  εβδομάδα....» (Τομ. ΙΙ, 398. BAREILLE).
Εκείνοι  όμως  δεν   ήθελον  και  έλεγον:  «Τοσούτον

ενήστευσα  χρόνον   και  νυν  μεταθήσομαι;»  Ενήστευσα τόσην    τεσσαρακοστήν   και   να   μεταθέσω   τώρα    την εορτήν του Πάσχα;  Η πρώτη  Οικουμενική Σύνοδος ώρισε το Πάσχα ημέραν Κυριακήν μετά  το Πάσχα  των Εβραίων. Τότε    ο   Πατήρ    τους    ελέγχει:  «Ει  γαρ   εσφάλλετο  η Εκκλησία ου τοσούτον κατόρθωμα από της  των  χρόνων ακριβείας ην,  όσον  το  έγκλημα από της  διαιρέσεως και του  σχίσματος».  Επομένως ο Άγιος Πατήρ  καταφέρεται κατά   των  Παλαιοημερολογιτών  της   εποχής   του,   διότι
δεν  θέλουν  να τηρήσουν τον  κανών  της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου  περί του εορτασμού του Πάσχα την πρώτην Κυριακήν μετά  το  Πάσχα  των  Εβραίων. Δια  τον  αυτόν περίπου  λόγον  λαμβάνει και  το Πηδάλιον τον  λόγιον  του Αγίου  Πατρός και καταφέρεται κατά  των  Δυτικών, διότι εορτάζουν το  Πάσχα  ούτοι προ των  Ιουδαίων ή μαζί με αυτούς παρά τον  Κανόνα  και  ούτοι της  Α’  Οικουμενικής Συνόδου.   Ουδαμού    ο   Ιερός    Πατήρ    αναφέρει  ότι   οι Πατέρες   ώρισαν    21ην    Μαρτίου   την    ισημερίαν.   Δεν κάμνει λόγον  ο Ιερός Πατήρ  περί ημερομηνίας, αλλά  περί εορτασμού του  Πάσχα  μας,  μετά  Πάσχα  των  Εβραίων εν ημέρα  Κυριακή.
Πόσο λοιπόν πλανάσαι!

Τέταρτη πλάνη  σου γύρω από το Πάσχα. Γράφεις εν σελίδι 39  κεφ.  51ον:   «Η κατά  13  ημέρας προώθησις του ημερολογίου  φέρει  την   εορτήν  του  Αγίου   Γεωργίου, ούτινος  η  ασματική  ακολουθία  είναι  συνυφασμένη με χαρμόσυνα τροπάρια  της   Αναστάσεως  του  Κυρίου  προ του    Πάσχα,    οπότε    η   προκύπτουσα αταξία   εις   την Εκκλησιαστικήν  διάταξιν  φθάνει   εις ανίερον κωμικοποίησιν της  θρησκευτικής πίστεως, προς παράκαμψιν    της    οποίας    η   σχισματική Εκκλησία της Ελλάδος μεταθέτει την  εορτήν ταύτην εις άλλην  ημέραν μετά   το  Πάσχα,   αλλ’   όμως  αυθαιρέτως  και αντικανονικώς. Σημειωτέον ότι η εορτή αύτη  του  Αγίου Γεωργίου   κατά    το    Παλαιόν   Ημερολόγιον   συμπίπτει πάντοτε με το Πάσχα  σπανιώτατα δε και  κατ’  αυτήν  την ημέραν του Πάσχα».
Εδώ συλλαμβάνεσαι επ’ αυτοφώρω ψευδόμενος ασυστόλως. Γράφεις,  ότι  η  εορτή του  Αγίου  Γεωργίου κατά  το Παλαιόν  ημερολόγιον «συμπίπτει πάντοτε με  το Πάσχα  σπανιώτατα δε  και  κατ’   αυτήν  την  ημέραν του Πάσχα»
Καλέ  μου άνθρωπε! Αφού η εορτή του Πάσχα φθάνει

το βραδύτερον την  25ην  Απριλίου, ως γράφεις ο ίδιος εν σελίδι  25,   και  η  εορτή  του   Αγίου   Γεωργίου  είναι  23
Απριλίου, δεν  θα  συμβή  με  το  παλαιόν  ημερολόγιον  να συμπέση  η εορτή του  Αγ.  Γεωργίου την  Μ. Παρασκευήν, αν το Πάσχα φθάση το έσχατον όριον της  25ης Απριλίου, ή  το   Μέγα   Σάββατον,  αν   το   Πάσχα   γίνη  την   24ην Απριλίου; Όταν  λοιπόν  κατά  το  παλαιόν ημερολόγιον το Πάσχα  έλθη  τόσον  αργά,  24  ή 25  Απριλίου,  και  η εορτή του  Αγ.  Γεωργίου Μ.  Παρασκευήν ή το  Μ.  Σάββατον, τι θα   κάμητε;   Θα   εορτάσητε   την    εορτήν   του    Αγίου Γεωργίου Μ. Παρασκευήν ή Μέγα  Σάββατον; Δεν  θα την μεταθέσητε  και  σεις  την   Δευτέραν  του   Πάσχα;   «  Η Εκκλησία   της    Ελλάδος   μεταθέτει   αυτήν»,   γράφεις,
«όλως  αυθαιρέτως  και  αντικανονικώς».  Η  ιδική  σας

μετάθεσις δεν είναι  αυθαίρετος και αντικανονική; Συνεχίζων  τας   ανοησίας  σου  λέγεις, ότι  «όταν   η εορτή του  Αγ.  Γεωργίου συμπέση προ του  Πάσχα  (1926-1936  κ.λ.π)  έπρεπε   να  κάμωμεν  προηγιασμένην Λειτουργίαν και να μη μεταθέσωμεν αυτήν  την  Δευτέραν του  Πάσχα,  διότι ουδείς έχει  το  δικαίωμα της  τοιαύτης μεταθέσεως». Σεις όμως, όταν  συμπέση η  23  Απριλίου, εορτή Αγίου Γεωργίου, το Μέγα Σάββατον, διατί την μεταθέτετε;  Σεις έχετε το  δικαίωμα μεταθέσεως,  ημείς
δεν  έχομεν; Δι’  ημάς   η  μετάθεσις  είναι  αντικανονική, ανίερος  κωμικοποίησις!  Δια   σας   δεν   είναι;  Το  ίδιον τυπικόν  της  Εκκλησίας διατάσσει την  μετάθεσιν ταύτην! Διάβασέ το καλά!
Ναι, λέγεις, «Το Πάσχα τηρείται υπό των Νεοημερολογιτών  σύμφωνα με τα ορισθέντα 4 αναγκαία σημεία που ώρισε  η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος.
Η   προώθησις  όμως   13   ημερών    του   μηνολογίου

ετάραξε  τον   κύκλον    των   ακινήτων   εορτών (Χριστούγεννα και τας  εξ  αυτών  εξαρτωμένας χρονικώς εορτάς) και εορτάζομεν αυτάς εις ημέρας διαφορετικάς εκείνων τας  οποίας  ώρισεν ο Θεός»!!! Πρέπει λοιπόν  να ίδωμεν βάσει  της   Αγίας  Γραφής και  των  Πατέρων της Εκκλησίας, αν αι εορταί αυταί, δηλ. των  Χριστουγέννων και αι εξ  αυτών  εξαρτώμεναι εορταί, είναι υπό του Θεού ωρισμένοι  χρονικώς  ή  ο  καθορισμός  των  έχει  άλλην πηγήν.


Γ’. ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΑ ΑΚΙΝΗΤΟΙ ΕΟΡΤΑΙ


Φροντίζεις να αποδείξης τον  ακριβή χρόνον  των εορτών  των  Χριστουγέννων,  Ευαγγελισμού  της Θεοτόκου, Γεννήσεως του Προδρόμου, Υπαπαντής του Σωτήρος και Περιτομής  εκ  της   εμφανίσεως  του Αρχαγγέλου εις  τον   Ζαχαρίαν,  τον   πατέρα   του Προδρόμου, κατά  την 23ην  Σεπτεμβρίου. Και γράφεις:
«Εις  το    κατά    Λουκάν    Ευαγγέλιον   Α’   8-24:

«Εγένετο δεν  εν  τω  ιερατεύειν αυτόν  (τον  Ζαχαρίαν) εν τη  τάξει της  εφημερίας αυτού  έναντι του  Θεού  κατά  το έθος  της  ιερατίας έλαχε του  θυμιάσαι, εισελθών εις τον ναόν  του  Κυρίου...» Αι  ημέραι αύται, καθ’  ας  έλαχεν  ο Ζαχαρίας  να  ιερατεύη  και  είδε  τον  Γαβριήλ,  είναι  αι ημέραι    της     εορτής    της     Σκηνοπηγίας    κατά     την παράδοσιν.   (Όρα   μηνολόγιον μεγάλου Ωρολογίου 23
Σεπτεμβρίου  και Χρυσοστόμου: Λόγος  εις το  γενέθλιον του  Σωτήρος, Γαλανού  β’ σελίδα 917-925). Ότε  λοιπόν ετελείωσεν η εορτή της  Σκηνομηγίας, δηλαδή  κατά  την
23ην    Σεπτεμβρίου,    εγένετο   η   σύλληψις   του    τιμίου

Προδρόμου   κατά   την  23ην   Σεπτεμβρίου,  κανονισθείσα όντως υπ’ αυτού  του Θεού δι’ αγγελικής οπτασίας. Η 23η λοιπόν  Σεπτεμβρίου είναι η  εορτή της  συλλήψεως   του Αγίου  Προδρόμου  ορισθείσα από αυτόν  τον  Θεόν». (Κεφ.
8ον  σελίς 19-20). Αφού δηλαδή  η εμφάνισις του  Αγγέλου έγινε  κατά   την   23ην   Σεπτεμβρίου,   «τω   έκτω   μηνί» (Λουκ. Ι, 26)  εφάνη  ο Αρχάγγελος εις την  Θεοτόκον, άρα έχομεν   τον    Ευαγγελισμόν   της    Θεοτόκου   την    25ην Μαρτίου. Κατά  συνέπειαν μετά  9  μήνας θα  έχωμεν την Γέννησιν του  Σωτήρος,  ήτοι   την  25ην   Δεκεμβρίου και την  Υπαπαντήν του  Σωτήρος την  2αν  Φεβρουαρίου, την Γέννησιν του Προδρόμου  23 Ιουνίου».
Ερωτάται όμως: Είναι ακριβής ο χρονικός προσδιορισμός  δια  την  εμφάνισιν  του  Αγγέλου εις  τον Πατέρα του  Προδρόμου  την  23ην  Σεπτεμβρίου; Κάμνεις χρήσιν   της   Γραφής,  της   Παραδόσεως  και  κυρίως  του Ιερού Χρυσοστόμου. Εις αυτά θα στηριχθώ και εγώ.
Εν   πρώτοις  ο  ιερός  Χρυσόστομος  δεν   ορίζει ημέραν του  μηνός, ημερομηνίαν, ως κάμετε σεις,  αλλά μήνα  Σεπτέμβριον εις την  σχετικήν ομιλίαν του  περί του Ευαγγελισμού του Ζαχαρίου. Πλην αυτού: Ο Ιερός Χρυσόστομος  ομιλεί περί του  Ζαχαρίου του  πατρός  του Ιωάννου  (εν  σελ. ΙΙΙ, 6000 BAREILLE), ότι ήτο  Αρχιερεύς και ως τοιούτος εισήλθεν εις  τα  Άγια  των  Αγίων κατά την εορτήν της  Σκηνοπηγίας. Τιμώμεν και σεβόμεθα απολύτως τον  Άγιον  Πατέρα. Η γνώμη  ούτως αύτη  δεν φαίνεται να έχη ισχυρά στηρίγματα.
Ας ίδωμεν τι περί του θαύματος τούτου μαρτυρεί η Γραφή και οι Πατέρες.
Και πρώτον η Αγία Γραφή:

Εις τα  Άγια  των  Αγίων εισήρχετο  ο  Αρχιερεύς άπαξ  του  έτους  κατά   τον  έβδομον  μήνα.   Ο  Ζαχαρίας όμως  δεν   ήτο   Αρχιερεύς,  αλλά   ιερεύς.  Μας  το  λέγει ρητώς ο Λουκάς: «εν  ταις ημέραις Ηρώδου του βασιλέως της  Ιουδαίας, Ιερεύς τις  ονόματι Ζαχαρίας εξ  εφημερίας Αβιά» Λουκ.  1, 5. Βλέπεις ο Ζαχαρίας ονομάζεται Ιερεύς. Εκτός της  ρητής αυτής δηλώσεως, ότι ο Ζαχαρίας ούτος ήτο  Ιερεύς, ανήκεν εις την  εφημερίαν Αβιά, Λουκ.  1, 5, 8, γνωρίζομεν ότι η εφημερία Αβιά  είναι  ιερατική τάξις του Αβιά, ήτις κατά  το  Α’  Παραλ. ΚΔ,  10  ήτο  όγδοη  εν  τη ιερατική τάξει.  Πως λοιπόν   ο  ιερεύς  Ζαχαρίας έγινε Αρχιερεύς, ώστε  να εισέλθη εις τα  Άγια  των  Αγίων, δεν δυνάμεθα να το εννοήσωμεν.
Αλλ’   έστω.  Ας  δεχθώμεν, ότι  η  αναγγελία της γεννήσεως του Προδρόμου  εις τον πατέρα  του Ζαχαρίαν, έγινε  τον   έβδομον  μήνα   και  ο  ιερεύς  Ζαχαρίας  ήτο
Αρχιερεύς! Πως θα ορισθή βάσει του υπολογισμού αυτού η  23η  Σεπτεμβρίου  ως ημέρα  εμφανίσεως του  Αγγέλου προς  τον  Ζαχαρίαν;  Πως  δηλαδή   θα  προσαρμοσθή το Ιουλιανόν ημερολόγιον,  που  ακολουθούμεν σήμερον και το οποίον ήρχισε το έτος 45 π.Χ., με το Εβραϊκόν ημερολόγιον  το   οποίον  είχε    σεληνιακούς  μήνας  και ηλιακά έτη;  Είναι  γνωστόν, ότι  έκαστον ηλιακόν έτος έχει δώδεκα   σεληνιακούς  μήνας και  11  ημέρας.  Προς συμπλήρωσιν λοιπόν   των  11  ημερών  ανά  2  ή  3  έτη  οι Εβραίοι προσέθετον ένα  σεληνιακόν μήνα  και  είχον  έτος με   13   μήνας.  Ο  13ος  μήνας  ωνομάζετο  ΒΕ   –  Αδάρ, δεύτερος  Αδάρ.  Ούτω   τα  έτη   των   Εβραίων  διέφερον κατά  11  ημέρας το  πρώτον  του  δευτέρου και κατά  20 ημέρας το πρώτον  του τρίτου. Ανά 2 ή 3 έτη  προσέθετον ένα  ολόκληρον μήνα.  Εκείνο δηλαδή  το οποίον κάμνομεν ημείς με το Ιουλιανόν Ημερολόγιον προσθέσαντες 13 ημέρας  έπειτα  από  1600  περίπου   έτη,  το  έκαμον  οι Εβραίοι  προσθέτοντες  ένα   μήνα   ανά  δύο  ή  τρία   έτη. Μέσα   λοιπόν    εις  αύτην    την    ανωμαλίαν   σεληνιακών μηνών   και   ηλιακού  έτους   παρ’  Εβραίοις,   πως  είναι δυνατόν  να ευρεθή, βάσει του υπολογισμού, ώστε  να συμπέση, η  ημέρα   του  εξιλασμού παρ’  Εβραίοις με  την
23ην   Σεπτεμβρίου  με  το  Ιουλιανόν ημερολόγιον;  Είναι αδύνατον!  Τούτο   καταφαίνεται  και  από  τους   πατέρας της  Εκκλησίας και  από αυτόν  τον Ιερόν  Χρυσόστομον, οι οποίοι ηγνοούν  την  ημέραν της  Γεννήσεως του  Χριστού! Και ιδού:
Δεύτερον. Η παράδοσις των Πατέρων
Α’. Εν Ιερουσαλήμ: Ο ασκητής Κοσμάς Ινδικοπλεύστης ζήσας το  500-550 μ.Χ. γράφει  εν  Ε’ Χριστιανική   τοπογραφία  (Ε.Π.   88,   9-477):   «Οι Ιεροσολυμίται τοις  Επιφανίοις ποιούσιν την  Γένναν». Οι Χριστιανοί δηλαδή  των  Ιεροσολύμων κατά  τα  Επιφάνια, ήτοι την 6ην Ιανουαρίου, εώρταζον την Γέννησιν του Χριστού. «Εκ  στοχασμού πιθανού ουκ ακριβώς δε ποιούσι τοις Επιφανίοις».  Εώρταζον, λέγει ο ίδιος, τα  Επιφάνεια την 6ην Ιανουαρίου όχι από εξηκριβωμένα ιστορικά δεδομένα, αλλά  από πιθανότητας. (Κοντογόνου Εκκλησιαστική Ιστορία σελίς 621). Το ίδιον συμβαίνει και δια  την  εορτήν των  Χριστουγέννων, την  οποίαν συνεώρταζον μετά  των Θεοφανείων. Δεν είχον δηλαδή ιστορικάς μαρτυρίας ούτε  περί της  ημερομηνίας της Γεννήσεως του  Χριστού. Η μετά  της  εορτής των Επιφανείων σύνδεσις  της  Γεννήσεως του  Χριστού καταφαίνεται  και  εκ  τούτου, ότι  εν  τη  Εκκλησία  των Ιεροσολύμων η σχετική Θεία  Λειτουργία ετελείτο  εν  τω Σπηλαίω της  Βηθλεέμ» (MIGNE 64,  44) (Στεφανίδου Τ.Α.
104).   Ιδού     μαρτυρία    του     Αγίου     αυτού     ασκητού

μαρτυρούντος,  ότι  ηγνόουν   οι  Χριστιανοί της Ιερουσαλήμ  την   εορτήν  των  Χριστουγέννων,  ως ιδιαιτέραν εορτήν.
Β’. Εν  Αιγύπτω:  Ο  Μοναχός  Ιωάννης Κασσιανός

365  μ.Χ. ιδρυτής πολλών  Μονών  εν  Σικελία εν COLLATIONES PATRUM  «διαλέξεις Πατέρων» Χ 2, γράφει:
INRA       AEGYPTI       REGIONEM      MOS       ISTE       ANTIQUA
TRADITIONE   SERVATUR,    UT   PERACTO    EPIPHANIORUM DIE,    QUAM     PROVINCIAE    ISTIUS     SACERDOTES     VEL DOMINICI BAPTISMI  VEL SECUNDUM CARNEM  NATIVITATIS ESSE  DEFINIUNT, ET  IDCIRCO   UTRIYSQUE  SACRAMENTI SOLEMNITATEM  NON   BIFARIE,  UT   IN   OCCIDIUS PROVINCIIS SED SUB UNA HUIUS DIEI FESTIVITATE CONCELEBRANT  (REAL   ENCYKLOPADIE  τομ.   16ος σελίς
690).


«Εν  τη  χώρα  δηλ. της  Αιγύπτου η  αρχαία αύτη συνήθεια   επεκράτησε,    όπως   κατά    την    ημέραν  της τελετής των  Θεοφανείων,  ην  της   επαρχίας ταύτης  οι ιερείς  ορίζουν είτε  ως  ημέραν βαπτίσεως του  Κυρίου είτε ως ημέραν γεννήσεως Αυτού  και ούτω εκατέρας την ιεράν  επισημότητα  ουχί  διττώς  (εις   δύο   διαφόρους ημέρας ως εις τας  επαρχίας της  Δύσεως γίνεται),  αλλά εν μια ημέρα  δι’ εορτής πανηγυρίζουν». Επομένως και εν Αιγύπτω  τα  Χριστούγεννα εωρτάζοντο το 365  μ.Χ. κατά την εορτήν των Θεοφανείων!
Γ’. Εν  Αλεξανδρεία:  Ο  Κλήμης  ο  Αλεξανδρεύς Στρωμ. Α’  κεφαλ. κα’,  γράφει, ότι  άλλοι μεν  την  κε’ του μηνός   Παχών  (20   Μαΐου),  άλλοι   δε  την  κδ’, ή  κε’ του Φαρμουθί (19  ή 20  Απριλίου) ετοποθέτουν την  Γέννησιν του Χριστού. (Εκκλησ. Ιστορία Κοντογόνου σελίς 32-33).
Δ’  Εν  Κύπρω:  Ο Άγιος Επιφάνιος αρχάς  του  3ου

αιώνος  γράφει   εις το  κατά   αιρέσεων  ΝΑ,  29:   «Ημέρα

Επιφανίων, ότε  εγεννήθη εν  σαρκί ο Κύριος» (Ε.Π. τομ.

41-43).  (Κοντογόνου Εκκλησιαστική  Ιστορία σελίς 621). Επομένως   και   εν    Κύπρω    η   Γέννησις   του    Χριστού εωρτάζετο την ημέραν των Θεοφανείων, την 6ην Ιανουαρίου.
Ε’. Εν Κωνσταντινοπόλει: Μη υπαρχούσης έτι εορτής ιδίας Χριστουγέννων, την  6ην  Ιανουαρίου εορτήν των  Θεοφανείων εωρτάζετο  η  Γέννησις του  Σωτήρος», γράφει ο Μπαλάνος  εν τη  Πατρολογία του  σελίς 312  εις τον βίον του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, όστις πρώτος εισήγαγε την  ιδιαιτέραν εορτήν των Χριστουγέννων την  25ην   Δεκεμβρίου το  379   μ.Χ. (Ε.Π.
36,  312-356).

ΣΤ’. Εν  Αντιοχεία: Η  εορτή των  Χριστουγέννων εισήχθη την 25ην  Δεκεμβρίου του έτους 386  μ.Χ. υπό του Χρυσοστόμου.  Ο  ίδιος  Πατήρ   γράφει:  «Την   Γενέθλιον ημέραν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού άδηλον  μεν έτι ούσαν,  προ  δε  ολίγων ετών  γνωρισθείσαν των  από της Δύσεως  ελθόντων  και  αναγγειλάντων,  ούπω  δέκατον έτος,  εξ   ου  δήλη   και   γνώριμος  ημίν   αύτη   η  ημέρα γεγένηται». (BAREILLE τόμ.  3ος, 592).
Επομένως Αίγυπτος, Αλεξάνδρεια, Παλαιστίνη, Βυζάντιον, Αντιόχεια επί 300  και πλέον  έτη  ηγνόουν  την ημέραν του Δεκεμβρίου ως ημέραν εορτής των Χριστουγέννων· ούτε  ο Άγιος Κοσμάς, ούτε  ο Άγιος Επιφάνιος, ούτε  ο Άγιος Χρυσόστομος εγνώριζον προηγουμένως αυτήν.  Μόνον  εν  Ρώμη  ήτο  γνωστή  ως ημέρα   εορτής των  Χριστουγέννων  η  ημέρα   αύτη,  25η Δεκεμβρίου.
Ο Ιερώνυμος (345 μ.Χ.) γράφει:

«EPIPHANIORUM DIES  NON, UT CUIDAM PUTAI, NATALIS IN CARNE, TUNC ENIM AL CONDITUS EST  ET NON APPARUIT».
«Η ημέρα  των  Θεοφανείων δεν είναι ως νομίζουν τινές, η  κατά  σάρκα  γέννησις (του  Κυρίου), διότι τότε (κατά την  γέννησιν) κεκρυμμένος ήτο  και ουχί φανερός» (Κοντογόνου, Εκκλησιαστική Ιστορία 621).  Εδώ  ο Ιερώνυμος χωρίζει  Χριστούγεννα  και  Θεοφάνεια. Αλλά και εκεί, εν Ρώμη,  δεν εωρτάζετο η γέννησις του  Κυρίου προ του  334-357 μ.Χ. Προ  της  χρονολογίας ταύτης δεν απαντά  ουδεμία εορτή των  Χριστουγέννων. Και αυτή  η εορτή των  Θεοφανείων εισήχθη το  300  μ.Χ. δια λόγους πολεμικούς – δογματικούς. (Ιδέ  Στεφανίδου Ιστορίαν Τ. Α’
104).

Συμπέρασμα: Τριακόσια χρόνια  από του  Χριστού μέχρι του  Χρυσοστόμου, Γρηγορίου, Επιφανίου, ουδαμού φαίνεται  η  εορτή  των   Χριστουγέννων!  Λέγεις,  ότι  αι εορταί  Χριστούγεννα και  λοιπαί έχουν  ορισθή υπό  του Θεού. Εάν  η Γέννησις του  Χριστού είχεν ορισθή υπό του Θεού,  θα ήτο  γνωστή εις την  αρχαίαν Εκκλησίαν. Διατί προ  του   300   μ.Χ.  ουδαμού   αναφαίνεται  ως  ιδιαιτέρα εορτή αγομένη την  25ην  Δεκεμβρίου; Διατί μέχρι το 300 μ.Χ. την  εώρταζον οι Χριστιανοί  της  Παλαιστίνης, της Αιγύπτου, της  Κύπρου την 6ην Ιανουαρίου κατά  τα Θεοφάνεια;
Εάν  η 25ην  Δεκεμβρίου ήτο  έκπαλαι γνωστή ως ημέρα   Γεννήσεως του   Χριστού και είχεν  ορισθή υπό του  Θεού,  διατί  ο  Ιερός  Χρυσόστομος  να  ομιλή   περί εορτής νέας, ήτις εισήχθη μόλις προ δεκαετίας;
Και τώρα  σε  ερωτώ: Ποίος  γνωρίζει καλλίτερα την  εορτήν των  Χριστουγέννων, συ  που την  ορίζεις εις την  25ην   Δεκεμβρίου ακριβώς ή  η  αρχαία   Εκκλησία  η οποία  την  ηγνόει  επί 300   έτη;  Είσαι ανώτερος συ  του Αγίου  Επιφανίου, Επισκόπου Κύπρου, του  ασκητού Κοσμά Ινδικοπλεύστου, του περιφήμου Μοναχού Κασσιανού, οι οποίοι μαρτυρούν, ότι  αι  Εκκλησίαι  Κύπρου,  Αιγύπτου, Παλαιστίνης, εώρταζον την 6ην Ιανουαρίου;
Είσαι  ανώτερος  του   Χρυσοστόμου,   ο   οποίος ρητώς έλεγεν,  όταν   εξεφώνει  τον  λόγον   του   εις  τα Χριστούγεννα, ότι μόλις προ 10  ετών  εισήλθεν η εορτή αύτη; Πως λοιπόν  καταφέρεσαι εναντίον μου και με ονομάζεις νεωτεριστήν εις το  βιβλίον σου,  διότι γράφω εις  το  βιβλίον  μου  «Ζωή   Χριστού»,  ότι  η  εορτή της Γεννήσεως του  Χριστού κατά  την  25ην  Δεκεμβρίου δεν ωρίσθη  ιστορικώς, αλλά  δογματικώς; Αντικατέστησαν δηλαδή  οι Πατέρες την  εθνικήν ειδωλολατρικήν εορτήν του  χειμερινού  ηλιοστασίου  με  την  Γέννησιν  του  νέου Ηλίου  της  Δικαιοσύνης του Χριστού.
Την  γνώμην  ταύτην τονίζουν και  οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Άγιος Αμβρόσιος παραβάλλων την  εορτήν της  Γεννήσεως του  Χριστού  προς την  ειδωλολατρικήν εορτήν  του  ηλίου  του  χειμερινού  ηλιοστασίου  γράφει:
«BENE QUODAM  MODO  SANCTUM  HUNC  DIEM  NATALIS DOMINI  SOLEM  NOVUM  VULGUS APPELATI». Καλώς την ιεράν ταύτην ημέραν γενέθλιον του  Κυρίου νέον  Ήλιον  ο λαός   καλεί».  (SERMONI IN  APP.  BENED.  P.  393   REAL ENCYKLOPADIE τόμος 16ος 690).  Και ο  Μάξιμος (επίσκοπος) Τουρίνου  ρήτωρ  του  Ε’ αιώνος  (MIGNE P. L. 57,   221-832) λέγει  ότι  ο  Χριστός  εγεννήθη κατά   τας εθνικάς εορτάς, ίνα αντικαταστήση ταύτας.
Ο  ιερός Αυγουστίνος λέγει  ότι:  «Οι Χριστιανοί εορτάζουν  την   Γέννησιν  του  Χριστού,  όχι  ως  άπιστοι ένεκα του  ηλίου, αλλά  ένεκα του  Δημιουργού του  ηλίου» (REAL  ENCYKLOPADIE τόμος 16ος  σελίς  690).  Ιδέ   και Εκκλησιαστικήν  Ιστορίαν  Στεφανίδου 1,  10.   Ο  Άγιος Προυδέντιος  348-405  μ.Χ.   εν   ύμνω   αυτού    εις   την Γέννησιν του Κυρίου λέγει:
QUID     EST      QUOD     ARCTUM      CIRCULUM    SOL     JAM

RECURRENS DESERIT? (REAL ENCYKLOPADIE τόμος 16ος σελίς 690). «Τι  είναι εκείνο, το οποίον τον κύκλον (αστερισμόν) της  άρκτου  ο ήλιος ήδη διατρέχων εγκαταλείπει; Ο  Χριστός δεν  γεννάται εν  τη  γη,  όστις αυξάνει τον  δρόμον  του  φωτός;». Ομοίως εκφράζεται  ο ιερός Παυλίνος ο Επίσκοπος Νόλης  ζήσας κατά  το  400 μ.Χ.  (Ποίημα XIV,  15.P. 382   ED. MURATORI) NAM POST SOLSTITUM GUO CHRISTUS CORPORE NATUS  SOLE NOVO GELIDIAE MUTAVIT  TEMPORA BRUMAE PROCEDENTE  DIE SECUM   DECRESCERE   NOCTES  JUSSIT.  (REAL ENCYKLOPADIE  τόμος  16ος   σελίς   690).   «Μετά  την τροπήν   του  ηλίου,  ότε   Χριστός  σωματικώς  εγεννήθη, κατά  τον  νέον  ήλιον μετέβαλε  τας  ψυχράς  ημέρας του χειμερινού ηλιοστασίου και  διέταξε τη  επιούση  ημέρα  αι νύκτες να μειώνωνται μετ’ αυτού».
Βλέπεις την ιστορίαν της  Εκκλησίας;

Ναι, θα μου είπης. Επεκράτησεν όμως  η ημερομηνία    αύτη     και     έπρεπε     ως   παράδοσις της Εκκλησίας να τηρήται.
Έχεις  μεγάλην  σύγχυσιν περί  παραδόσεως και Εκκλησίας. Ας έλθωμεν λοιπόν και εις το ζήτημα αυτό.

Δ’ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ – ΕΚΚΛΗΣΙΑ – ΣΧΙΣΜΑ.


Εκείνο εις το οποίον έχεις πάθει μεγάλην σύγχυσιν είναι  εις τας  παραδόσεις, την Εκκλησίαν και το σχίσμα. Συμπνίγεις  την Εκκλησίαν μέσα  εις τας παραδόσεις και νομίζεις ότι η Εκκλησία διευθύνεται μόνον με τας  παραδόσεις της  και πάσα παρέκκλισις απ’ αυτών  αποτελεί σχίσμα. Εν τοιαύτη περιπτώσει πρώτος σχισματικός είσαι συ, διότι παραβαίνεις Αποστολικάς, Πατερικάς και Συνοδικάς παραδόσεις και Κανόνας ουκ ολίγους.

Πρώτον: Παραδόσεις και  Εκκλησία. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Εάν  ανήρ  τις κομά  ατιμία αυτώ  εστι» Α’ Κορινθ.  11,   14.   Άνδρας    ο  οποίος  φέρει  κόμην   είναι άτιμος. Αι Αποστολικαί διαταγαί Α’.  3 MIGNE 1564-5 διατάσουν  να  κόπτωμεν  την   κόμην:  «την   τρίχα   της κόμης  συγκόπτειν και καθαίρειν αυτήν...  ουκ  έξεστί σοι τρέφειν τας  τρίχας της  κεφαλής σου». Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς καταφέρεται κατά  της  κόμης  ονομάζων το τρόπον    αυτόν    πορνικόν.   «Πορνικός   ο    τρόπος     και άθεος...». Κλήμης Αλεξ. Παιδ. Γ’ 3 MIGNE 8, 577. Ο Άγιος Επιτάφιος MIGNE  42,  765-8. «Αλλότριόν εστι της  καθολικής Εκκλησίας κόμη  εκτεινομένη... ανήρ ουκ οφείλει κομάν».
Ο Ιερώνυμος συνιστά να αφήνωμεν την κόμην τόσον    μόνον,    ώστε    να   καλύπτεται   το    δέρμα    της κεφαλής, την  δε άλλην  να αποκόπτωμεν. MIGNE  P. L. 25,
437.
Κατά  τον 11ον  αιώνα ο περίφημος Αρχιεπίσκοπος Θεσ/νίκης Ευστάθιος κανονίζει τους  Μοναχούς  φέροντας κόμην  λέγων:  «Οι πλείους παρανομείτε κανταύθα τρέφοντες κόμην...»  Την  κόμην   μας   καταδικάζουν  όχι μόνον  αι φωναί των  αγίων ανδρών,  αλλά  και  οι κανόνες και  δη  ο  22ος,  42ος  και 96ος  της   6ης   Οικουμενικής Συνόδου.  Και   τα   διάφορα  χειροτονικά   αυτό διακελεύσουσι:  «Προσαγόμενος τω  αρχιερεί (ο αναγνώστης) κείρεται  σταυροειδώς,  είτα  τέλειον  υπό τινος κληρικού κείρεται».
Αφού θέλεις να  είσαι πιστός τηρητής όλων  των αρχαίων παραδόσεων, διατί  τρέφεις κόμην και δεν κουρεύεσαι; Που  είναι   η  τήρησις των  παραδόσεων και των  Κανόνων  της   Εκκλησίας;  Διατί τους   παραβαίνεις; Είσαι  σχισματικός!  Πρέπει να  κουρευθής,  αν  θέλης  να τηρήσης  πιστώς τους   Κανόνας και  τας   παλαιάς παραδόσεις και  μάλιστα την  Αποστολικήν διαταγήν του Παύλου  Α’ Κορινθ. 11,  14.


Δεύτερον: Σχετική με την κουράν  της  κόμης  είναι η αρχαιοτάτη παπαλήθρα, την οποίαν είχεν η παλαιά Εκκλησία,   αλλά    σήμερον   δεν   υπάρχει.   Και συγκεκριμένως:  Εις το  Πηδάλιον  της   Εκκλησίας μας  ο Άγιος Νικόδημος ερμηνεύων τον ΚΑ’ Κανόνα  της  6ης Οικουμενικής Συνόδου  ομιλεί περί παπαλήθρας των Κληρικών. «Η  παπαλήθρα  αύτη  ήτο  μία στρογγυλοειδής κουρά  των  εν  τη  κορυφή  τριχών  της  κεφαλής παρομοία με  στέφανον. Τούτο  ήτο  έθος, παράδοσις όλης  της Εκκλησίας, ως βεβαιούται από τον  21ον  Κανόνα  της  6ης Οικουμενικής Συνόδου  και από τους Αγίους Πατέρας.  Ο Άγιος  Ιερώνυμος γράφων  προς  τον  Αυγουστίνον  λέγει:
«Παρακαλώ    την     στεφάνην    σου».    Ομοίως    και     ο Αυγουστίνος έγραφε προς  τον  Επίσκοπον Προκουλιανόν:

«Μα  την  υμετέραν στεφάνην». Η  στεφάνη αύτη  ήτο  το διακριτικόν γνώρισμα των Κληρικών». Και τέλος ο Άγιος Νικόδημος σημειώνει:  «Πρέπει  να  ποιούσι  και  οι  καθ’ ημάς  Κληρικοί εν τη  κορυφή  την  τοιαύτην στεφάνην. Ου γαρ  δίκαιον όρια αιώνια μεταίρειν,  α έθεντο οι Πατέρες ημών».

Οι  Κληρικοί σας  με  το  «Παλαιόν Ημερολόγιον»

φέρουν  εις την  κεφαλήν των την  παπαλήθραν αυτήν, την στεφάνην  ταύτην;   Όχι!   Διατί   παραβαίνετε   τον   ΚΑ’ Κανόνα  της  6ης  Οικουμενικής Συνόδου  ο  οποίος  ομιλεί ρητώς   περί  αυτής;   Διατί   παραβαίνετε  την    αρχαίαν ταύτην παράδοσιν της  Εκκλησίας; Διατί δεν ακολουθείτε τους  παλαιούς Αγίους Κληρικούς, οι οποίοι έφερον  την στεφάνην ταύτην;
Διατί «αίρετε όρια  αιώνια» α έθεντο οι Πατέρες ημών,  ως ομολογεί ο Άγ.  Νικόδημος; Αφού παραβαίνετε τον  ΚΑ’  Κανόνα  της  6ης  Οικουμενικής Συνόδου  και  όλην την  εν  προκειμένω  παράδοσιν   της   αρχαίας  Εκκλησία, είσθε παραβάται, είσθε σχισματικοί!


Τρίτον:  Ο Ε’ Κανών  των  Αγίων Αποστόλων λέγει

«Επίσκοπος   ή   Πρεσβύτερος   ή   Διάκονος   την   εαυτού γυναίκα   μη   εκβαλέτω   προφάσει  ευλαβείας.   Εάν    δε εκβάλη αφοριζέσθω, επιμένων δε καθαιρέσθω».
Ο Κανών  εδώ ομιλεί περί Επισκόπου και λέγει ότι δεν   πρέπει   ούτος    να   απομακρύνη   την   γυναίκα   του προφάσει ευλαβείας.  Βλέπεις;  Οι Επίσκοποι παλαιά ηδύναντο να  είναι έγγαμοι. Δια  το  αυτό,  περί εγγάμου Επισκόπου, ομιλεί και  ο 18ος Αποστολ. Κανών.  Έρχεται όμως ο 12ος Κανών  της  6ης  Οικουμενικής Συνόδου  και τροποποιεί  τον  Αποστολικόν  αυτόν  Κανόνα  και απαγορεύει να έχουν γυναίκα οι Επίσκοποι!
Η τροποποίησις αύτη προήλθεν εκ του ότι ο Αρχιερεύς έπρεπε  να  είναι ο τελειότερος  και δια τούτο έπρεπε  να είναι  άγαμος, διότι η παρθενία  είναι ανωτέρα του  γάμου  κατά  το  Α’  Κορινθ. 7, 38.  Δεν  παύει όμως  η τροποποίησις  αύτη  να  είναι   αναίρεσις  του  Ε’ Αποστολικού Κανόνος και μεταβολή παραδόσεως της Εκκλησίας  των  πρώτων   αιώνων,  η  οποία  εδέχετο  τον γάμον των Επισκόπων.
Δυνάμεθα να κατηγορήσωμεν ως παραβάτην την 6ην  Οικουμενικήν Σύνοδον, διότι κατήργησε το  έγγαμον των  Αρχιερέων, ήτοι παλαιάν  και μάλιστα αποστολικήν παράδοσιν;


Τέταρτον: Ο ΡΑ’ Κανών της  6ης Οικουμενικής Συνόδου  απαγορεύει να δίδεται η Θεία Κοινωνία εις τους λαϊκούς δια τινος αντικειμένου, ως γίνεται σήμερον δια της  λαβίδος, αλλά  απ’ ευθείας να τίθεται ο Άγιος Άρτος εις τας  χείρας των  λαϊκών  και το  Αίμα  του  Κυρίου δια του  αγίου  Ποτηρίου να  προσφέρεται δια  των  Διακόνων εις το στόμα  των  πιστών, όπως, δηλαδή  μεταλαμβάνουν σήμερον οι Κληρικοί.
Ο Κανών  ούτος  διατάσσει να αφορίζεται ο Ιερεύς ο οποίος δεν  θα δώση  το  Άγιον  Άρτον  εις αυτάς ταύτας τας  χείρας των πιστών.
Αφωρισμένον θέλει   και   το   λαϊκόν    ο   οποίος κοινωνεί κατ’ άλλον  τρόπον  και  όχι δεχόμενος επί  των χειρών  του το Σώμα  του Κυρίου: Και επί λέξει: «Ει δε τις αλώ  της  αχράντου κοινωνίας μεταδιδούς τοις  τοιαύτα δοχεία  προσφέρουσι αφοριζέσθω και αυτός  και ο τοιαύτα επιφερόμενος».
Ο Άγιος Κυρίλλος Ιεροσολύμων (Κατηχ. Μυσταγ.Ε’)  ορίζει  σαφέστερον την   παλαιάν   παράδοσιν  λέγων

«Όταν  πλησιάζης εις τα  μυστήρια άπλωνε  τας  παλάμας σου...  το   μεν   αριστερόν  χέρι  υποκάτω   το   δε  δεξιόν επάνω  και  βαθουλώντας την  παλάμην  σου έτσι δέχου  το Σώμα   του  Χριστού».  Πηδάλιον σελίς  310.  ήκουσες τι διατάσσει ο 101ος Κανών  ούτος  της  6ης  Οικουμενικής Συνόδου; Ήκουσες τι ορίζει η παλαιά  παράδοσις; Να κοινωνής  με   τα   ίδια  σου  τα   χέρια  και   όχι  με   άλλα αντικείμενα,   ως   π.χ.    είναι   η   λαβίς.   Είναι   δε    υπό αφορισμόν  και   ο  λαϊκός  ο  οποίος  κοινωνεί  με  άλλον τρόπον   και   ο  Κληρικός  ο  οποίος   δίδει  το  Σώμα   του Χριστού ούτω.


Συ  ο οποίος  κοινωνείς  όχι δια των  χειρών σου, αλλά  με λαβίδα και θεωρείς ότι μόνον Κανόνες και παραδόσεις υπάρχουν  και τίποτε άλλο, πως θα δικαιολογήσης την παράβασιν αυτήν;
Που    θα   στηριχθής;   Μία    υποσημείωσις   του

Πηδαλίου φέρει  πιθανήν ερμηνείαν της  καταργήσεως του
Κανόνος  την   έλλειψιν  των  Διακόνων   εις την   αρχαίαν Εκκλησίαν και ότι ο  Ιερεύς δεν  ηδύνατο   μόνος  του  να μεταδίδη  χωριστά το  Σώμα  του  Χριστού  από  το  Αίμα. Ήνωσεν  αυτά  εις το  Άγιον   Ποτήριον και  τα  μεταδίδει ομού με την λαβίδα ή δια να διευκολύνωνται τα νήπια.
Αυτή  η  πιθανή  κατά  το  Πηδάλιον ερμηνεία  δεν είναι   ικανοποιητική,  διότι  Διακόνοι υπάρχουν  σήμερον εις  πολλάς Εκκλησίας.  Θα  έπρεπε,  τουλάχιστον  όπου λειτουργεί  Ιερεύς  και  Διάκονος,  να  τηρήται  ο  Κανών ούτος   και  να  μη  παραβαίνεται. Αν  πάλιν  έγινε  δια την διευκόλυνσιν  των  νηπίων,  έπρεπε   να  περιορισθή  μόνον εις αυτά  και να μη  γενικευθή εις όλους. Μέχρι της  6ης Οικουμενικής  Συνόδου   ότε   ετέθη ο  νόμος,  πως εκοινώνουν τα νήπια;  Έτσι να κοινωνούν  και μετά  ταύτα.


Αλλά  και μία άλλη  δικαιολογία δια την εισαγωγήν της  λαβίδος, την  οποίαν αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος εις το   Πηδάλιον,  δεν   είναι  καθόλου    ικανοποιητική:  «Το αίτιον δε  οπού επενοήθη η λαβίδα ήτο,  διατί μερικοί, ή υποκρινόμενοι πως είναι Χριστιανοί,  ή αιρετικοί ή δεισιδαίμονες, λαμβάνοντες εις χείρας τον  Άγιον  Άρτον ή τον έρριπτον ή τον έκρυπτον ή εις μαγείας ή πονηρίας άλλας  τον  εμεταχειρίζοντο.  Όθεν  δια  της   επινοήσεως της   λαβίδος,  διδομένης  της   Αγίας  Κοινωνίας εις  το στόμα, εσηκώθη από το  μέσον  κάθε  αιτία και πρόφασις της  Μυστηρίου τοιαύτης καταφρονήσεως».
Αλλ’  είναι   προφανές ότι  και  με  την  χρήσιν   της λαβίδος ουδέ  κατ’  ελάχιστον εμειώθη ο κίνδυνος οιασδήποτε τοιαύτης καταφρονήσεως του  Μυστηρίου.  Ο
λαμβάνων εις  το  στόμα   την   Αγίαν   Κοινωνίαν  ημπορεί ευκολώτατα και  ανετώτατα να μη την  καταπίη, αλλά  να την  κρατήση και  ρίπτοντάς την  αμέσως εις ένα  κουτάκι που θα έχη εις την τσέπην του, να την χρησιμοποιήση εις οιανδήποτε πονηρίαν  ή  μαγείαν ή  να  την  καταφρονήση και να την  βεβηλώση, με όποιον τρόπον  του υπαγορεύσει ο   Διάβολος...   Δεν    προστατεύει   λοιπόν    η   λαβίς   το Μυστήριο από καταφρόνησιν ή βεβήλωσιν.


Βλέπεις,   ότι  φέρομεν  μέχρι  σήμερα  όχι  μόνο ημείς, αλλά  και σεις την παράβασιν του Κανόνος τούτου; αφού    όλοι     οι   Κανόνες,  όλαι   αι   παραδόσεις της Εκκλησίας,   είναι   απαράβατοι  και   η   παράβασίς   των σημαίνει  σχίσμα,  πως  καταργήσατε  τον  101ον   αυτόν Κανόνα  της  6ης  Οικουμενικής Συνόδου;
Θα   ηδυνάμην   να   φέρω   και   άλλα    παρόμοια

τοιαύτα  παραδείγματα καταργήσεως  παλαιών Κανόνων δια νεωτέρων, όχι μόνο από ημάς  τους νεοημερολογίτας αλλά  και από σας τους παλαιοημερολογίτας.
Τα  τέσσερα όμως   ως  άνω  παραδείγματα είναι

αρκετά, δια να μη μακρηγορώ. Και σε ερωτώ: Που στηρίζεσθε σεις οι παλαιοημερολογίται και καταργήσατε τους ανωτέρω Κανόνας, Αποστ.  Διαταγάς, παλαιά  έθη, αρχαίας συνηθείας και  παραδόσεις της  Εκκλησίας άνευ νεωτέρας Οικουμενικής Συνόδου;  Ασφαλώς δεν  δύνασαι να απαντήσης και να δικαιολογήσης τας  παραβάσεις σας αυτάς,    διότι   συγχέεις    παραδόσεις   και   Εκκλησίαν. Νομίζεις   ότι   η    Εκκλησία   είναι   μόνον    αι   αρχαίαι παραδόσεις και οι παλαιοί Κανόνες.  Ουδεμίαν σημασίαν
δίδεις εις την  σημερινήν Εκκλησίαν ως όλον,  ως Σώμα, με τα Πατριαρχεία και τας  αυτοκεφάλους Εκκλησίας. Θεωρείς αυτάς σχισματικάς,  διότι τινές  ακολουθούν το νέον   ημερολόγιον  και  αι  άλλαι,  αι  ακολουθούσαι το παλαιόν, έχουν πνευματικήν επικοινωνίαν με νεοημερολογίτας.  Είσαι  Θεολόγος  και  δεν   πρέπει   να αγνοής την διαφοράν παραδόσεων και Εκκλησίας.


Άκουσον  λοιπόν την διαφοράν:



Η  Εκκλησία  διαιρείται,  ως  γνωρίζεις,  εις  δύο μέρη: θριαμβεύουσαν και στρατευομένην.
Θριαμβεύουσα είναι  η εν τω ουρανώ Εκκλησία, οι Άγιοι Απόστολοι και Μάρτυρες και Πατέρες και Όσιοι και Δίκαιοι, οι οποίοι απέθανον.
Στρατευομένη  είναι  η εν τη γη ζήσα  Εκκλησία.

Η ήδη εν ουρανώ θριαμβεύουσα Εκκλησία αφήκεν ωρισμένους Νόμους, Κανόνας, συνηθείας. Αυτά  λέγονται παραδόσεις.
Η  στρατευομένη Εκκλησία  δύναται και αυτή  να

θέτη  νόμους, να νομοθετή δια τον εξής λόγον:

Ο Κύριος όταν  είπεν  ότι  «μεθ’ υμών  ειμι πάσας τας  ημέρας έως της  συντελείας του  αιώνος» Ματθ.  28,
20,    δεν   απηυθύνετο εις   την    θριαμβεύουσαν   εν   τω

ουρανώ   Εκκλησίαν,  αλλά   εις  την   εν   τη   γη στρατευομένην,  διότι  μετά   της   στρατευομένης  θα είναι  μέχρι το τέλος του  κόσμου, μέχρι «της συντελείας του  αιώνος», ενώ  μετά  της  θριαμβευούσης θα είναι  και πέραν   της   «συντελείας  του   αιώνος»  και  του   κόσμου
τούτου, εις αιώνας αιώνων. Τούτο  βεβαιοί και η ιστορία της  Εκκλησίας μας.  Θα σου φέρω μερικά παραδείγματα: Όταν  έγιναν η 6η Οικουμενική Σύνοδος το έτος 690  μ.Χ. είχον   οι τότε  Πατέρες προ  αυτών  τας   παραδόσεις και τους  Κανόνας  των   προ  αυτής  Αποστόλων και   Αγίων Πατέρων, οίτινες  απετέλουν ήδη  την  θριαμβεύουσαν εν ουρανώ Εκκλησίαν.
Ως    Εκκλησία   ζώσα    η    στρατευομένη  τότε

Εκκλησία, το 690, είχε  το δικαίωμα να τροποποιήση τους δύο  Αποστολικούς Κανόνας, οι οποίοι ομιλούν  υπέρ  του γάμου     των     Επισκόπων.     Κατήργησε    την     παλαιάν συνήθειαν  και   παράδοσιν   του  γάμου   των   Επισκόπων, καίτοι αύτη  είχε  Αποστολικήν καταγωγήν, και  εθέσπισεν νέαν κατάστασιν: Την υποχρεωτικήν αγαμίαν των Επισκόπων.
Οι   Πατέρες  της    6ης    Οικουμενικής   Συνόδου

ώρισαν   επίσης  δια του  ΡΑ’  Κανόνος ότι  δεν  πρέπει  να κοινωνώμεν δ’ οιουδήποτε αντικειμένου (ως είναι και η λαβίς), αλλά   δια  των  ιδίων  μας  χειρών,  όχι  μόνον  οι Κληρικοί, αλλά  και οι λαϊκοί. Οι Πατέρες της  6ης Οικουμενικής Συνόδου   απέθανον   και  μετεφέρθησαν εις την  θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν. Έμεινεν  ο  Κανών  αυτός ως παράδοσις.
Ήλθεν η έπειτα Εκκλησία τον 10ον  ή 11ον  αιώνα

μέχρι  σήμερον και  ως  Εκκλησία  ζώσα  καταργεί εν  τη πράξει τον Κανόνα αυτόν. Η κουρά των Μοναχών και Κληρικών  μετά   της   παπαλήθρας απετέλεσε  παράδοσιν της  Εκκλησίας μέχρι του  15ου  αιώνος. Έφυγον  όλοι οι Πατέρες εκείνοι, μετέβησαν εις τον ουρανόν  και αφήκαν
την   παράδοσιν  της   κουράς.  Η  μετά   τον  16ον   αιώνα Εκκλησία κατήργησε την  παράδοσιν  αυτήν  και  σήμερον όλοι οι Κληρικοί, ιδικοί μας,  και ιδικοί σας,  φέρουν κόμην και ουδεμίαν παπαλήθραν.


Τι  διδασκόμεθα  από  τα  παραδείγματα, που  σου ανέφερα; Άλλο  πράγμα  είναι  αι παραδόσεις και άλλο  η Εκκλησία.
Παραδόσεις είναι  τα κατάλοιπα εν γη της θριαμβευούσης εν ουρανώ Εκκλησίας. Αυτά  είναι  αρχαίαι συνήθειαι, διάφοροι Κανόνες  Συνόδων  Οικουμενικών και Τοπικών    και    γνώμαι   Αγίων   Πατέρων   ευρισκομένων σήμερον εν τω ουρανώ.
Εκκλησίαν δε  λέγοντας  εννοούμεν την  εκάστοτε

ζώσαν  εν  γη  Εκκλησίαν, την  στρατευομένην, ήτις  έχει παρά  Θεού  την  εξουσίαν είτε  να  νομοθετή ρητώς,  ως έκαμεν η 6η Οικουμενική Σύνοδος, καταργήσασα Αποστολικούς Κανόνας και  αρχαιοτάτην παράδοσιν  περί εγγάμων Επισκόπων, ή και να ζη σιωπηρώς καταστάσεις διαφόρους   των    καταλοίπων   της    θριαμβευούσης  εν ουρανώ  Εκκλησίας, ως έκαμε και κάμνει η μετά  την  6ην Οικουμενικήν  Σύνοδον   Εκκλησία  μέχρι  σήμερον με  την εισαγωγήν της  αγίας λαβίδος και η μετά  τον 16ον  αιώνα Εκκλησία μέχρι σήμερον δια την κουράν  των Κληρικών.
Εκκλησία λοιπόν  και  παραδόσεις αποτελούν ένα ζώντα     οργανισμόν.   Όπως   εις    πάντα     οργανισμόν υπάρχουν δύο πράγματα, ένα αμετάβλητον και ένα μεταβλητόν,  κατά   παρόμοιον  τρόπον  παραδόσεις και Εκκλησία, ήτοι παλαιά  και  νέα  Εκκλησία,  αποτελουμένη
από  Θείον  και ανθρώπινον   στοιχείον, έχει   τι το αμετάβλητον,  απολύτως με  το  δόγμα   και  την  ηθικήν, σχετικώς δε παν ό,τι ολόκληρος η Εκκλησία σιωπηρώς ή ρητώς θεσπίση. Ουδείς δηλαδή  έχει το  δικαίωμα μόνος του, έστω  και  αν  είναι Ιερεύς η  Αρχιερεύς, να  παραβή παράδοσίν  τινα  των  Πατέρων. Ούτε  μία  Εκκλησία δικαιούται εις  γενικής  φύσεως ζητήματα να  αγνοή  την συγκατάθεσιν των  άλλων  τοπικών  Εκκλησιών. Επομένως σχίσμα   δεν  λέγεται  η  παράβασις μιας  αρχαίας παραδόσεως  (τοιαύται   ως   είδομεν   ανωτέρω  έγιναν πολλαί  χωρίς να γίνη  σχίσμα), αλλά  όταν  παράβασις της αρχαίας παραδόσεως σχίση  την  μίαν Εκκλησίαν από της άλλης, όταν  διακοπή η κοινωνία των  Εκκλησιών.  Μόνον λοιπόν  «η  παράδοσις της  Πίστεως», ήτοι  η ηθική, είναι πράγματα αιωνίως αμετάβλητα  και  αναλλοίωτα και δεν επιδέχονται ουδεμίαν τροποποίησιν. Αι άλλαι όμως παραδόσεις, αι αναφερόμεναι εις  θέματα λατρείας, διοικήσεως,  εκκλησιαστικής  ευταξίας κ.λ.π. δύνανται να τροποποιούνται και να μεταβάλλωνται, υπό τον όρον βεβαίως ότι τούτο  γίνεται  όχι υπό του  α’  ή  β’ ατόμου, έστω  και  αν είναι  Ιερεύς ή Αρχιερεύς (εν τη  περιπτώσει ταύτη  έχομεν παράβασιν και ανταρσίαν),  αλλ’   υπό  της ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ!







Το Νέον Ημερολόγιον αποτελεί σχίσμα;


Αφού     εξεκαθαρίσαμεν     το      έδαφος      περί παραδόσεων Εκκλησίας,  Σχίσματος,  ας  ίδωμεν  εάν  το Νέον Ημερολόγιον αποτελή σχίσμα. Δια να αποδείξης ότι το Νέον Ημερολόγιον είναι σχισματικόν, επικαλείσαι διάφορα   επιχειρήματα,  τα   οποία  θα  εξετάσωμεν  ένα προς ένα:


Και πρώτον: Επικαλείσαι τας  Πανορθοδόξους Συνόδους 1582,  1587,  1593,  1848  εν  σελ.  26-29 και αλλαχού, αι οποίαι κατεδίκασαν το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον.  Σου   απαντώ:  Επειδή  ταυτίζεις  το Γρηγοριανόν και Νέον Ημερολόγιον, ισχυρίζεσαι ότι είναι καταδικασμένον  και  αυτό   που  έχομεν ημείς.  Εις  την αρχήν  της  πραγματείας μου  σου  απέδειξα ότι το  Νέον λεγόμενον Ημερολόγιον δεν  είναι Γρηγοριανόν, αλλά διωρθωμένον Ιουλιανόν, όχι μόνον από καθαρώς ημερολογιακής απόψεως, αλλά  και  από Εκκλησιαστικής, καθ’  όσον  το  Γρηγοριανόν δεν  λαμβάνει υπ’ όψιν του  το Πάσχα  των  Εβραίων και εορτάζουν οι Δυτικοί προ αυτού ή μαζί με αυτό.
Αι  Πανορθόδοξοι Σύνοδοι κατεδίκασαν το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, το  Πασχάλιον τούτου  και  το Καλανδάριον, το  εορτολόγιον δηλ. των  κινητών εορτών Μεσοπεντηκοστής, Αναλήψεως, Πεντηκοστής, Αγίας Τριάδος κ.λ.π., διότι ξεφεύγει από τας  πραγματικάς οροθεσίας  της   Α’   Οικουμενικής  Συνόδου,  καθ’  ην  το Πάσχα  μας  πρέπει  να  γίνεται μετά  το  Εβραϊκόν Πάσχα. Το  Νέον  Ημερολόγιον τηρεί  την  διάταξιν ταύτην. Άρα δεν    υπάγεται  εις   την    καταδίκην   αυτήν.   Μόνη    η προώθησις   των   13   ημερών,  εφ’   όσον   δεν   έθιξε  το Πασχάλιον  ούτε   το   Καλανδάριον  του   Πασχαλίου,  δεν
υπόκειται εις την  καταδίκην εκείνην των  Πανορθοδόξων Συνόδων  των ετών  1582, 1587, 1593, 1848.



Δεύτερον «Με την  προώθησιν  των 13  ημερών  και την    διατήρησιν   του    Πασχαλίου   κύκλου    περιωρίσθη, ενίοτε δε καταργείται η νηστεία των Αγίων Αποστόλων», γράφει εν σελ. 13.
Η νηστεία των  Αγίων  Αποστόλων αν και δεν  έχει νομοθετηθή υπό Οικουμενικής ή τοπικής Συνόδου, ως αρχαίον έθος  έχει  νόμου ισχύν και δεν δύναται να καταργηθή ή τροποποιηθή. Ναι, δεν δύναται να τροποποιηθή η νηστεία αύτη  υπό τινος Χριστιανού, έστω και Αρχιερέως. Δεν δύναται ακόμη να μην καταργήση μία Εκκλησία  εν  αγνοία   της   άλλης. Εφ’  όσον  όμως  και  αι τηρούσαι  το  Παλαιόν  και  διατηρούσαι  το  Νέον Ημερολόγιον Εκκλησίαι,  αι  μεν  δέχονται  και  αι  άλλαι ανέχονται  τον   περιορισμόν  αυτόν,  δεν  έγινε  Σχίσμα. Σχίσμα θα ήτο,  εάν διεφώνουν επί του προκειμένου αι Αυτοκέφαλοι    Εκκλησίαι     και     τα     Πατριαρχεία    και διέκοπτον    τας     σχέσεις   των    μετά     των Νεοημερολογιτικών  Εκκλησιών.  Τούτο   όμως  δεν  έγινε. Άρα δεν υπάρχει Σχίσμα!


Τρίτον: Θεωρείς ως Σχίσμα εν τη Εκκλησία το ότι αι Εκκλησίαι Νεοημερολογιτών και Παλαιοημερολογιτών έχουν    τας    εορτάς   Χριστουγέννων   και   τας    άλλας ακινήτους εορτάς και νηστεύουν κατά  διάφορον χρόνον. Ούτω,    όταν    η   μία    Εκκλησία   νηστεύη,   η   άλλη    δεν
νηστεύει.  Όταν  η μία  Εκκλησία νηστεύη η άλλη  έχει  τα Φώτα κ.λ.π.

Βεβαίως ωραιότερον είναι  να συνεορτάζουν όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και να νηστεύουν ομού κατά  τον αυτόν  χρόνον.  Ουδεμία αντίρρησις υπάρχει  επ’  αυτού. Η διαφορά  όμως του  χρόνου  της  εορτής και της  νηστείας Χριστουγέννων   και   Αγίων    Αποστόλων,   δεν   αποτελεί Σχίσμα, διότι η αρχαία  μας  Εκκλησία μέχρι της  πρώτης Οικουμενικής Συνόδου  ούτε τα  Χριστούγεννα ούτε  το Πάσχα  συνεώρταζεν ούτε  και  η νηστεία της  ήτο  η αυτή πανταχού.   Εν    τούτοις   δεν    υπήρχε    Σχίσμα  εις   τας επιμέρους Εκκλησίας. Το ότι δεν εώρταζον ουδέ συνεώρταζον   οι   προ   του    300    μ.Χ.   Χριστιανοί  τας ακινήτους εορτάς,  έδειξα  δι’  ων  είπον  προηγουμένως. Όχι μόνον  τα  Χριστούγεννα και  τας  συναφείς προς αυτά εορτάς  δεν  συνεώρταζον οι  παλαιοί Χριστιανοί,  αλλά ουδέ το Πάσχα.  Αυτό μας  λέγει η ιστορία: Ο Άγιος Πολύκαρπος (150  μ.Χ.)  Επίσκοπος Σμύρνης μετέβη  εις την  Ρώμην  και  συνηντήθη με  τον  Επίσκοπον Ανίκητον. Συνέπεσε το Πάσχα.  Ο πρώτος  ήθελε να τελέση αυτό  την
14ην  του μηνός  Νισάν. Ο Πάπας Ανίκητος ήθελε να κάμη το  Πάσχα  την  Κυριακήν. Συνεζήτησαν επ’  αυτού. Ούτε  ο Πολύκαρπος έπεισε  τον  Ανίκητον ούτε  ο  Ανίκητος  τον Πολύκαρπον. Συνελειτούργησαν  και απεχωρίσθησαν ειρηνικώς (Ευσεβίου εκκλης. Ιστορ. Ε’ 24,  14).


Δεν   απετέλεσε   Σχίσμα  μεταξύ   των   ο   κατά διάφορον   χρόνον   εορτασμός  του   Πάσχα   (ιδέ  Εκκλης.
Ιστορ. Στεφανίδου σελίδα 99). Ούτε  και  η κατά  διάφορον χρόνον γινομένη νηστεία αποτελεί Σχίσμα.
Ιδού τι λέγει επ’ αυτού  η Εκκλησιαστική ιστορία του  Ευσεβίου Ε’ 24,  12-13. «Ου  μόνον  περί της  ημέρας εστίν η  αμφισβήτησις,  αλλά  και περί του  είδους αυτού της  νηστείας. Οι  μεν  οίονται μίαν  ημέραν δεις αυτούς νηστεύειν, οι δε  δύο,  οι δε  και  πλείονας. Οι δε τεσσαράκοντας  ώρας    ημερινάς  τε   και  νυκτερινάς.... Πάντες   ούτοι   ειρήνευσάν   τε    και   ειρηνεύομεν   προς αλλήλους και η διαφωνία της  νηστείας την  ομόνοιαν της πίστεως συνίστησιν».
Βλέπεις· τι  εγίνετο εις την  πρώτην  Εκκλησίαν;

Είχον   διαφοράς εις  την   νηστείαν  και   όμως  ειρήνευον μεταξύ των και η διαφορά αύτη  όχι μόνον δεν ετάρασσεν αυτούς, αλλά   «η  διαφωνία της   νηστείας την  ομόνοιαν της  πίστεως συνίστησιν»! Διατί λοιπόν  συ  θέτεις τόση βαρύτητα εις  την   διαφοράν  της   νηστείας  των  Αγίων Αποστόλων,   αφού    εις   την    αρχαίαν     Εκκλησίαν   «η διαφωνία  της  νηστείας την  ομόνοιαν  της  πίστεως συνίστησιν»;
Θα μου είπης  ότι πριν κανονισθούν αι εορταί και αι νηστείαι, είχε  το  δικαίωμα εκάστη Εκκλησία να τηρή την παράδοσίν  της. Όταν όμως εκανονίσθησαν, δεν δικαιούμεθα να  εκφεύγωμεν της  οροθεσίας αυτής. Ναι, δεν  δύναται, επαναλαμβάνω, έκαστον άτομον, έστω  και Αρχιερεύς, παρά  την  γνώμην   της  Εκκλησίας του  ή  και εκάστη Εκκλησία  εν  αγνοία  των  άλλων,  να  παραβαίνη χρόνους  εορτών και διάρκειαν νηστειών. Όταν  όμως η Εκκλησία  ως  όλον,   ως  Σώμα,  με   τας   αυτοκεφάλους
Εκκλησίας  και τα  Πατριαρχεία, δέχεται  ή  ανέχεται  το Παλαιόν και Νέον  Ημερολόγιον και  τον  διάφορον χρόνον των  εορτών και της  νηστείας,  ουδείς δύναται να ομιλή περί Σχίσματος. Μήπως και αι Πανορθόδοξοι Σύνοδοι που κατεδίκασαν  το  Γρηγοριανόν  Ημερολόγιον  δεν παρέβαινον τον  ρητώς  ομιλούντα περί του  τρόπου  της θείας Κοινωνίας 101  Κανόνα  της  6ης  Οικουμενικής Συνόδου  και  εκοινώνουν τους  λαϊκούς με  λαβίδα, ή δεν έφερον  κόμην  και παρέβαινον τους σχετικούς  Κανόνας; Και όμως δεν ήσαν Σχισματικοί!


Τέταρτον:  Θα  μου  είπης:  Διατί  λοιπόν   γίνεται τόσος   λόγος     περί   τηρήσεως   της    Παραδόσεως;   Ο Απόστολος  Παύλος,   οι   Πατέρες   της    Εκκλησίας,   αι Σύνοδοι φωνάζουν: «Στήκετε  και  κρατείτε τας παραδόσεις».
Επί του σημείου αυτού αναφέρεις πλήθος παραπομπών  εις ωρισμένους Κανόνας που ρητώς καταφέρονται  κατά   νεωτερισμών.  Πως,  θα  μου  είπης, τόσαι φωναί περί παραδόσεως ελέχθησαν εις μάτην;
Όχι, αγαπητέ μου. Αι  αφωναί αύται  ισχύουν και πρέπει  να ισχύουν. Πρέπει να  προσέξης όμως, εις ποίον απευθύνονται αι φωναί και οι αφορισμοί ούτοι.  Αι φωναί αύται απευθύνονται υπό της  Εκκλησίας δια των αντιπροσώπων της,  Πατέρων και Συνόδων  Οικουμενικών και Τοπικών, εις τους  πιστούς και  όχι από τους πιστούς προς τας  Εκκλησίας των!  Τα μέλη  της  Εκκλησίας δηλαδή είναι  υποχρεωμένα να τηρούν  τας  γραπτάς και αγράφους
Παραδόσεις. Δεν  δικαιούται τις να παραβή  αυτάς, έστω και αν είναι Ιερεύς ή Αρχιερεύς.
Διότι τούτοι όλοι οι Κανόνες έχουν  την  φράσιν:

«Επίσκοπος   ή   Πρεσβύτερος  ή   Διάκονος....», απευθύνονται προς  επί  μέρους άτομα. Η Εκκλησία όμως ως όλον,  ως Σώμα, έχει  διαφορετικήν θέσιν  από τα μέλη της. Αύτη  είναι ο  Ύπατος Κριτής της   Παραδόσεως. Τι είδομεν  προηγουμένως εις   το   θέμα   του   γάμου   των Αρχιερέων;  Ενώ  ούτος   επετρέπετο  κατά   τους Αποστολικούς  Κανόνας  και  την   αρχαίαν   παράδοσιν, η Εκκλησία  τον  κατήργησε  ρητώς  δια  της   6ης Οικουμενικής  Συνόδου.   Τι  είδομεν  εις  το   θέμα   της λαβίδος;    Ότι   η    Εκκλησία    σιωπηρώς   έθεσεν     εις αχρηστίαν  τον  101ον  Κανόνα   της   6ης   Οικουμενικής Συνόδου   εισαγαγούσα  εν  τη  κοινωνία  των  λαϊκών   την χρήσιν    λαβίδος.  Η   ίδια   πάλιν    Εκκλησία έθεσεν εις αχρησίαν νόμους και παραδόσεις περί κουράς, θεσπίσασα σιωπηρώς την κόμην των Κληρικών.
Μάθε   λοιπόν    ότι    ημείς  μεν    ως   άτομα    δεν δυνάμεθα   να   καταργώμεν   ή   να   τροποποιώμεν τας παραδόσεις. Η  Εκκλησία όμως έχει  άλλην   δύναμιν· δεν είμεθα ίσοι με  αυτήν. Αυτό  μας  διακηρύσσει η  ιστορία της  Εκκλησίας, η Παράδοσις!


Πέμπτον: Εν  κεφ.  1  και 2  γράφεις ότι  «το  Νέον Ημερολόγιον  εισήχθη  μονομερώς  αντικανονικώς  άνευ της  συναινέσεως απασών  των ορθοδόξων  Εκκλησιών και διέσπασεν την  ενότητα της  καθ’  όλου  ορθοδόξου Εκκλησίας».
Απαντώ:  Ούτε  το  Ημερολόγιον ήλλαξεν,  όπως σου  είπα   εις  την   αρχήν   (Ιουλιανόν  –  διορθωμένον  – έχομεν   και     ημείς)   ούτε     αντικανονική    υπήρξεν   η προώθησις του  μηνολογίου κατά  13  ημέρας, διότι αύτη εγένετο κατόπιν  συνεννοήσεως των  Εκκλησιών και  ούτω δεν   διεσπάσθη  η   ενότης  της    Ορθοδόξου    Εκκλησίας. Τούτο  άλλωστε απέδειξε και το εν Ρόδω συνελθόν Πανορθόδοξον Συνέδριον του  1961 και 1964 όπου Εκκλησίαι  Παλαιού   και   Νέου  Ημερολογίου συνελειτούργησαν   και   έδωσαν     τον    ασπασμόν     της αγάπης.  Μόνον  σείς  ως σχισματικοί απεκλείσθητε του Διορθοδόξου αυτού  Συνεδρίου, διότι ουδείς εξ  υμών των αυτοτιτλοφορουμένων    «γνησίων    ορθοδόξων Χριστιανών» εγένετο δεκτός εις το  Πανορθόδοξον αυτό Συνέδριον 1961 και 1964.


Έκτον: Εν  κεφ.   5ω  γράφεις ότι  η  τήρησις  υφ’ υμών   των   Νεοημερολιγιτών   αθίκτου   του   Πασχαλίου Κανόνος επέδρασεν  επί  του  εορτολογίου  του  ενιαυσίου κύκλου  των  εορτών, μεθ’ ου αναποσπάστως συνδέεται  ο υπό  της   Α’  Οικουμενικής  Συνόδου   καθιερωθείς Πασχάλιος Κανών και επέφερε διαταραχήν. Απαντώ:
Η σημερινή διαταραχή εορτολογίου κινητών και ακινήτων εορτών, είναι   επάνοδος εις  τας  ημερομηνίας της   Α’  Οικουμενικής Συνόδου, διότι επανήλθον εις  την
21ην    Μαρτίου    ως   εαρινήν   ισημερίαν   που   είχον    οι Πατέρες της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Εν  άτομον, έστω και Αρχιερεύς, μία επί μέρους Εκκλησία, δεν  δύναται, εν αγνοία των άλλων, να κάμη  τας  αναπροσαρμογάς αυτάς,
έστω   και  αν  αύται   μας   επαναφέρουν εις  τας   αρχαίας ημερομηνίας.
Η ηνωμένη όμως Εκκλησία Νεοημερολογιτών και Παλαιοημερολογιτών, ως όλον,  ως Σώμα, δεχομένη η πρώτη,  ανεχομένη η δευτέρα, το  Νέον  Ημερολόγιον έχει δικαίωμα   να    κάμνη    τοιαύτας   μεταβολάς,   τοσούτω μάλλον καθ’ όσον δια της  προωθήσεως 13 ημερών φθάνομεν, ως είπομεν, εις τας  πραγματικάς ημερομηνίας των  Πατέρων  της   Α’  Οικουμενικής  Συνόδου, οι  οποίοι είχον  εαρινήν ισημερίαν, επαναλαμβάνω, την  21ην Μαρτίου  ως έχομεν ημείς  με  την  προώθησιν  αυτήν  και όχι την 8ην Μαρτίου  που έχετε σεις.


Έβδομον: Εις το  κεφ.  16  γράφεις ότι, αι ακολουθούσαι το  Παλαιόν Ημερολόγιον Εκκλησίαι  έχουν
200  εκατομμύρια πιστών  αι ακολουθούσαι το Νέον έχουν

25 εκατομμύρια. Ιδού λοιπόν ότι έγινε Σχίσμα.

Σχίσμα,  αγαπητέ μου,   έχομεν  όταν  διακοπή η πνευματική κοινωνία μεταξύ των Εκκλησιών και όχι όταν εορτάζουν  κατά   διάφορον  χρόνον  τας   εορτάς.  Αυτό λέγει η ιστορία της  Εκκλησίας, ως ίδωμεν προηγουμένως εις τον διάφορον εορτασμόν του Πάσχα  προ της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου.
Εφ’    όσον   λοιπόν  αι   ακολουθούσαι  το   Παλαιόν

Ημερολόγιον Εκκλησίαι  δεν  διέκοψαν  τας   σχέσεις των μετά     των    Νεοημερολογιτών,   Σχίσμα   δεν    υπάρχει. Διάβασε καλά  την Ιστορίαν της  Εκκλησίας μας.
Μου αναφέρεις τον αριθμόν των ακολουθούντων το

Παλαιόν Ημερολόγιον, 200.000.000   με   τα   25.000.000
που ακολουθούν το  Νέον  δια να δείξης ότι  η πλειονότης είναι  με το Παλαιόν. Σου απαντώ: Τα 200  εκ. των Παλαιοημερολογιτών εφ’  όσον  είναι ηνωμένα με  τας Εκκλησίας των  «σχισματικών Νεοημερολογιτών», κατά την  γνώμην   σας,   είναι σχισματικοί! Διατί  λοιπόν   τους επικαλείσαι; Εν σελ. 47 καταδικάζεις συ ο ίδιος όλας  τας αυτοκεφάλους Εκκλησίας   όχι  μόνον   των Νεοημερολογιτών  αλλά   και  των  Παλαιοημερολογιτών και λέγεις: «Δεν  είναι  εν τάξει, διότι όταν εκαινοτόμησεν η Εκκλησία της  Ελλάδος έπρεπε  να κόψουν πάσαν επικοινωνίαν». Δεν έκοψαν όμως. Άρα είναι και αυτοί Σχισματικοί!   Αφ’    ου    και    τα    200     αυτά    εκ.   είναι Σχισματικοί,  πως παρουσιάζεις  τους   αριθμούς  των  ως απόδειξιν υπέρ του Παλαιού  Ημερολογίου;
Βλέπεις, πως αντιφάσκεις;



Όγδοον:  Εις το κεφ.  83  φροντίζεις να αποδείξης ότι είναι   μυθώδες και  από  αστρονομικής  απόψεως η μετατόπισις των  εποχών  του  Χειμώνος και  του  Θέρους, εάν  συνεχίζετο η διαφορά του  Ημερολογίου. Και λέγεις:
«Αφού  Μάρτιον  είχομεν την  έξοδον των  Ισραηλιτών εκ της  Αιγύπτου  το 1500 μ.Χ.,  Μάρτιον έχομεν και  σήμερον
2000 μ.Χ., πως δεν επήλθε μεταβολή τις;

Απλούστατα το  προ του  Ιουλιανού Ημερολογίου 45 π.Χ.    ακολουθούμενον  ημερολόγιον   των   Εβραίων είχε σεληνιακούς μήνας και  ηλιακά έτη.  Επειδή το  ηλιακόν έτος  έχει  12   σεληνιακούς  μήνας  και  11   ημέρας  οι Εβραίοι προσέθετον ως είπομεν ανωτέρω ανά 3 ή 2 έτη
τον 13ον  μήνα  τον οποίον ωνόμαζαν βε  – Αδάρ και  ούτω εκάλυπτον την διαφοράν.
Εκείνο δηλ. το  οποίον  κάνομεν ημείς με  την προσθήκην   των    13    ημερών    εις   1600  έτη    δια   να καλύψωμεν την διαφοράν  του Ιουλιανού ημερολογίου  από της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου  μέχρι σήμερον, το έκαμνον οι Εβραίοι ανά δύο ή τρία  έτη  προ του Ιουλιανού Ημερολογίου, ήτοι προ του  45  π.Χ., προσθέτοντες ολόκληρον,  σεληνιακόν  μήνα  ανά  δύο  ή  τρία   έτη   και ούτω διετηρήθη το Πάσχα των τον Μάρτιον  μήνα.


Την διαφοράν αυτήν των 13 ημερών  από της  Α’ Οικουμενικής  Συνόδου    την   δέχεται   και  το   ίδιον  το Πηδάλιον. Ιδέ  σελίδα 9, ερμηνείαν του  7ου  Αποστολικού Κανόνος. Πως συ την  αρνείσαι; Πλην  αυτού  γνωρίζομεν εκ  της   Κοσμογραφίας  της   6ης  τάξεως των  Γυμνασίων σελ. 57,   ότι  το  π.Χ.  ακολουθούμενον ημερολόγιον  υπό των   Ρωμαίων  από  το   700   μέχρι  το  45   π.Χ.   ήτο   το ημερολόγιον  του  Νουμά,   το  οποίον,  είχεν 354   ημέρας. Ήτο  δηλαδή   όμοιον   με  το  ημερολόγιον  των  Εβραίων, είχε  σεληνιακούς μήνας και ηλιακά έτη.  Καθ’ έκαστον έτος υπελείποντο 11  ημέραι. Προσέθετον οι Ρωμαίοι εις έκαστον 2ον  έτος  συμπληρωματικόν μήνα,   22  ημέρας. Ενόμιζον ότι  ούτω  θα καλυφθή  η διαφορά του  πολιτικού έτους και του  ηλιακού, του  τροπικού, έτους. Πράγματι όμως με τον συμπληρωματικόν μήνα  το έτος ήτο μικρότερον   του    πραγματικού   κατά    0,242217  μέσης ηλιακής  ημέρας.  Μέχρι δε  του  Ιουλίου Καίσαρος  είχον
προχωρήσει τοσούτον, ώστε  αι εορταί του θερισμού εωρτάζοντο εις το τέλος του χειμώνος!
Ο Ιούλιος Καίσαρ επεχείρησε το 45  π.Χ.  να άρη την ασυμφωνίαν ταύτην καλέσας τον αστρονόμον Σωσιγένην εκ  της   Αλεξανδρείας.  Και  εν  πρώτοις επεξέτεινε  την διάρκειαν του  έτους της  μεταρρυθμίσεως (του  45  π.Χ.) εις 445   ημέρας.  Ήτοι προσέθεσαν εις  το  ημερολόγιον του Νουμά 91 ημέρας, ούτως ώστε  αι διάφοροι εορταί να εορτάζωνται εις τας  καταλλήλους ημέρας του έτους. Το έτος τούτο  ωνομάσθη  έτος συγχύσεως. Έπειτα από αυτό ο Ιούλιος Καίσαρ ώρισε  το  Ιουλιανόν ημερολόγιον,  365 ημέρας, και  εν  δίσεκτον έτος ανά  4  έτη. Βλέπεις ότι  ο Ιούλιος  Καίσαρ  προσέθεσεν 91  ημέρας εις  το  έτος 45 π.Χ.   δια  να  καλύψη   την   διαφοράν  των  προηγουμένων ετών;
Επομένως προ Χριστού Εβραίοι και Ρωμαίοι έκαμον

προσθήκας προς κάλυψιν  ημερολογιακών διαφορών. Πως αγνοείς τα πράγματα αυτά;


Ένατον: «Πρέπει να υπακούωμεν», γράφεις εν  κεφ.

86  σελ. 74, «εις τους  Θεοφόρους και  Αγίους εκείνους Πατέρας και  όχι εις τους  σημερινούς». Εκείνοι όμως  οι Πατέρες εδέχοντο τον  γάμον  των  Επισκόπων, δεν  είχον κόμην,  έφερον   παπαλήθραν,  εκοινώνουν  τους  λαϊκούς ουχί δι’  αγίας  λαβίδος  και  κατεδίκαζον  τους  έχοντας κόμην,  μη  φέροντας  παπαλήθραν και  μη  δίδοντας την θείαν  Κοινωνίαν στους λαϊκούς επί  των  χειρών αυτών. Διατί και  αυτά  δεν  τα  τηρείς;  Διατί δεν  υπακούεις εις αυτούς;


Δέκατον:  Λέγεις  εν   σελίδι  85:    Η   Εκκλησία της

Ελλάδος προτίθεται  να προβή  εις μεταρρυθμίσεις, ώστε να    υπάρχη    γάμος     Μοναχών,     κατάργησις   Εικόνων, μεταβολή του Βαπτίσματος και άλλα. Εδώ είσαι συκοφάντης!
Διάφορα   σπερμολογήματα  ανευθύνων   τα παρουσιάζεις ως γνώμας της  Εκκλησίας!


Δέκατον: Λέγεις  όλως  αφελώς:  «Με  ποίους εορτάζουν   τα    επουράνια,   όταν    τα    επίγεια   έχουν διαφόρους   ημέρας   εορτών;   Όταν    δηλ.   οι Νεοημερολογίται  ψάλλουν  «Σήμερον  γεννάται  ο Χριστός....» 13  ημέρας προ  των  Παλαιοημερολογιτικών Εκκλησιών,  με  ποίους  θα  εορτάσουν τα  επουράνια την Γέννησιν του Χριστού, αφού υπάρχη διαφορά χρόνου;
Όταν    πάλιν    μετά    την    Γέννησιν   του    Σωτήρος λέγομεν εις την  σχετικήν ευχήν  «Σήμερον τα  άνω εορτάζουν...» με  ποίους  εορτάζουν τα  επουράνια; Με το Παλαιόν ή το Νέον;
Σε  ερωτώ  και  εγώ: Όταν  επί  300  έτη  εώρταζον αι μεν  Εκκλησίαι της  Δύσεως Πάσχα  την  Κυριακήν μετά  το Νομικόν  Πάσχα,  αι δε  Εκκλησίαι της  Μ. Ασίας την  14ην Νισάν, με  ποίους  εώρταζον το  Πάσχα  τα  ουράνια; Την
14ην   Νισάν   με  τον  Άγιον  Πολύκαρπον Σμύρνης  ή  την Κυριακήν με τον Άγιον  Ανίκητον Πάπαν Ρώμης; Ασφαλώς και  με  τους  δύο.  Όταν   η  Αίγυπτος,  η  Παλαιστίνη,  η Κύπρος εώρταζον την Γέννησιν του Χριστού την 6ην Ιανουαρίου μετά  των Θεοφανείων, ως είδομεν, η δε Ρώμη
την  25ην  Δεκεμβρίου, με ποίους εώρταζον τα επουράνια; Και με τους δύο! Το ίδιον συμβαίνει και  σήμερον, αφού η Εκκλησία η επί γης  είναι  ηνωμένη. Τα ουράνια  εορτάζουν και με τους δύο. Τα ουράνια έχουν  πάσαν ημέραν εορτήν, διότι εκεί δεν υπάρχουν  εργασίαι ως εν τη γη και  ημέραι ιδιαίτεραι  εορτών.  Τα  ουράνια   πανηγυρίζουν  πάντοτε, διότι πάσα ημέρα  εορτή εστι δια τους εκεί.


Συμπέρασμα:  Πρώτον:  Συγχέεις   το   Νέον Ημερολόγιον με  το  Γρηγοριανόν. Ιδού  η  εσφαλμένη σου βάσις. Σου  απέδειξα ότι το  Νέον  Ημερολόγιον δεν  είναι το  Γρηγοριανόν από ημερολογιακής και  εκκλησιαστικής απόψεως,  αλλά   διορθωμένον  Ιουλιανόν  με  τας ημερομηνίας της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Άρα το Ημερολόγιον   που   ακολουθούμεν   είναι     πράγματι  το Παλαιόν Ιουλιανόν Ημερολόγιον.


Δεύτερον: Δια  το Πασχάλιον Κανόνα  δεν  λαμβάνεις ως κύρια  χαρακτηριστικά τα ορισθέντα υπό της  Α’ Οικουμενικής Συνόδου  (εαρινήν ισημερίαν,  Πανσέληνον, Πάσχα   Εβραίων  και  Κυριακήν),  αλλά   την   ημερομηνίαν
22αν     Μαρτίου     –    25ην     Απριλίου,   ήτις    ουδόλως μνημονεύεται εις  τα   πρακτικά   της    Α’   Οικουμενικής Συνόδου.

Την     συμπληρωματικήν οροθεσίαν  ταύτην   22 Μαρτίου  – 25  Απριλίου έλαβε  ως μοναδικόν και  κύριον χαρακτηριστικόν παρά του ρητούς Κανόνας.
Τρίτον:  Θεωρείς  τας   ακινήτους  εορτάς Χριστουγέννων και  τας  συναφείς προς  αυτάς ορισθείσας υπό του Θεού,  και επομένως ουδείς δύναται να τας μετακινήση!
Σου   απέδειξα   δια   των    Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας ότι αύται επί 300  έτη  μ.Χ. ηγνοούντο. Κατόπιν η  των  Χριστουγέννων  συνεωρτάζετο  μετά   των Θεοφανείων  και  έπειτα  εχωρίσθησαν τα  Χριστούγεννα από τα Θεοφάνεια. Αυτά  λέγουν οι Πατέρες. Αν αι εορταί αύται ήσαν,  ως λέγεις συ,  υπό Θεού  ορισθείσαι, ηγνόουν αυτάς οι Πατέρες και τας  εγνώριζες συ;


Τέταρτον: Συγχέεις  παραδόσεις και  Εκκλησίαν και νομίζεις ότι δεν  δύναται η  Εκκλησία  ως όλον  να  κάμη μεταβολήν εις τας  παραδόσεις. Και όμως σου  απέδειξα πως εκάστοτε  Εκκλησία,  ζώσα  ούσα,  μετέβαλε ρητώς ή σιωπηρώς  ουκ  ολίγα  έθιμα,  προγενεστέρας  συνηθείας και  παραδόσεις.  Πως  και  σεις  σήμερον παραβαίνετε παραδόσεις αρχαίας της  Εκκλησίας; Αφού λοιπόν  δεν ημπόρεσες   να   διακρίνης   διαφοράν    παραδόσεων και Εκκλησίας  και δεν  εννοείς τι  θα  είπη  Σχίσμα, θεωρείς Σχισματικήν την  Εκκλησίαν των  Νεοημερολογιτών, διότι ακολουθεί το Νέον  Ημερολόγιον! Και  όμως σου απέδειξα δια της  Ιστορίας της  Εκκλησίας ότι Σχίσμα δεν συνιστά ο κατά  διάφορον χρόνον εορτασμός, αλλά  η μη πνευματική κοινωνία   των    αυτοκεφάλων   Εκκλησιών   και Πατριαρχείων.



Σεις λοιπόν που έχετε αποκοπή από την ολομέλειαν αυτήν  της  Ορθοδοξίας είσθε σχισματικοί και προς υμάς
ως τοιούτους απευθύνονται όλοι οι αφορισμοί των
Πατέρων και τα ουαί.


Είχον  υποχρέωσιν να σου απαντήσω, διότι γραπτώς και προφορικώς δια γνωστών σου προσώπων με προεκάλεσας εις τούτο. Έκαμα το καθήκον  μου προς σε και πάντα άλλον, ο οποίος  θέλει να μάθη την αλήθειαν περί Παλαιού  και Νέου Ημερολογίου.

Τα  περαιτέρω  ανήκουν   εις σε,   τους   αναγνώστας μου και τον Θεόν!  Υγίαινε!

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ (29 Μαΐου 1453)

$
0
0
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ (29 Μαΐου 1453)

Τοῦ Ιωάννου Ελ. Σιδηρᾶ
Θεολόγου – Εκκλησιαστικοῦ Ιστορικοῦ – Νομικοῦ

«Το δε την πόλιν σοι δοῦναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα τῆς ζωῆς ημῶν»
(Απόκριση Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τοῦ Παλαιολόγου προς Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή).

Οι κυριότεροι βυζαντινοί ιστορικοί χρονογράφοι, οι οποίοι κατέγραψαν και διέσωσαν αυθεντικά και τεκμηριωμένα τα γεγονότα, πριν, κατά και μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είναι ο Δούκας, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο Γεώργιος Φραντζής και ο Μιχαήλ Κριτόβουλος. Με γνώμονα την ιστορική γραφή των παραπάνω χρονογράφων συντίθεται το «Χρονικόν της αλώσεως» μέχρι την 29η Μαΐου του 1453, ημέρα που σφράγισε επί αιῶνες την πορεία τοῦ ευσεβοῦς Γένους μας.

Τον Οκτώβριο του 1448 εκοιμήθη ο βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος και διάδοχος αυτοῦ ορίσθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, ο οποίος εστέφθη στο Δεσποτάτο του Μυστρά και « εγένετο παρά πάντων δεκτός» στην Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη πλευρά, κατά το έτος 1451, είχε πεθάνει ο Σουλτάνος των οθωμανῶν Μουράτ Β΄ και διάδοχός του ανεδείχθη στην Ανδριανούπολη ο υιός του, Μωάμεθ Β΄ ο μετέπειτα πορθητής της Κωνσταντινουπόλεως.

Από τον Μάρτιο μέχρι και τα τέλη Αυγούστου του 1452 οικοδομείται υπό την απόλυτη επίβλεψη του Μωάμεθ το νέο φρούριο των οθωμανῶν στο πιο στενό και δύσπλευτο σημείο τοῦ Βοσπόρου προκειμένου να ελέγχεται απολύτως υπό τους οθωμανούς η δίοδος του Βοσπόρου. Ταυτόχρονα οι οθωμανοί προβαίνουν σε σκληρές λεηλασίες στον ευρύτερο χώρο του νέου φρουρίου και δημιουργούν τα πρώτα σοβαρά πλήγματα στους βυζαντινούς. Τότε ακριβώς (Ιούλιος του 1453) ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος αναγκάζεται να σφραγίσει τις πύλες της Κωνσταντινουπόλεως.

Την ίδια περίοδο ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄αγωνιᾶ και υποφέρει βλέπει ότι οι Ρωμιοί είναι αποφασισμένοι να υπερασπισθούν τα ιερά και τα όσια του Γένους. Είναι δε χαρακτηριστική των τότε ιστορικών, οι οποίοι αναφέρουν ότι ο Μωάμεθ στην Ανδριανούπολη «οίκοι διάγων ουκ εδίδου ανάπαυσιν τοῖς βλεφάροις, αλλά και εν νυκτί και ημέρα την πάσαν φροντίδαν της πόλεως είχε, πώς αυτήν καταλάβοι, πώς κύριος αυτής γένοιτο». Τότε συμβαίνει αναπάντεχα ακόμη ένα κακό. Κάποιος ικανότατος μηχανικός –πιθανότατα Ούγγρος- μεταπηδά από τους βυζαντινούς στους οθωμανούς έναντι αδράς αμοιβῆς και αναλαμβάνει να κατασκευάσει ένα τεράστιο σε μέγεθος κανόνι, του οποίου η αποτελεσματικότητα να καταστρέφει τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, απεδείχθη εφιαλτική από την πρώτη στιγμή.

Από την πλευρά τους οι βυζαντινοί με την αποστολή πρέσβεων ζητούν βοήθεια από την Ιταλία και την Ουγγαρία, αλλά ο Ιωάννης Ουνυάδης για την παροχή στρατιωτικής ενισχύσεως υπέρ των βυζαντινών ζητεί ως αντάλλαγμα τουλάχιστον την πόλη της Μεσημβρίας στον Εύξεινο Πόντο.

Κατά τους μήνες Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1452 ενεργοποιούνται στοιχειωδώς και βαθμιαία η Βενετία και η Γένοβα ύστερα από σειρά σοβαρών εχθρικών επιθέσεων των οθωμανών εναντίον δικών τους υπηκόων. Υποβάλλουν αιτήσεις για παρέμβαση του Πάπα Νικολάου Ε΄ προς τους Δυτικούς ηγεμόνες και τελικώς αποφασίζουν την στρατιωτική ενίσχυση μόνον των δικών τους εγκαταστάσεων στον Εύξεινο Πόντο και στη συνοικία Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως. Και όλα αυτά προς υπεράσπιση των οικονομικών τους συμφερόντων και όχι από ενδιαφέρον για την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως.

Τον Δεκέμβριο του 1452 γίνονται στην Κωνσταντινούπολη δεκτοί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ο ελληνικής καταγωγής εξωμότης Επίσκοπος του Κιέβου Ισίδωρος ως απεσταλμένος του Πάπα και ο Λεονάρδος Χίος, Λατίνος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Οι δύο αυτοί παπικοί απεσταλμένοι στις 12 Δεκεμβρίου 1452 με συναίνεση και παρουσία του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου κηρύσσεται στην Αγία Σοφία η ένωση των δύο Εκκλησιών προκαλώντας την εντονότατη δημόσια αντίδραση της μερίδος των ορθοδόξων ανθενωτικών, οι οποίοι γνώριζαν ότι τίποτε δεν μπορούσαν να αναμένουν ως βοήθεια από τους Λατίνους. Γράφεται μάλιστα ότι το ανοσιούργημα της ψευδοενώσεως των Εκκλησιών εθεωρήθη από τους πνευματικούς ανθρώπους της Πόλεως ως πράξη ασυγχώρητη από τον Θεό, ο οποίος απέστρεψε το πρόσωπο αυτού από τους βυζαντινούς και η Πόλη έπεσε στα χέρια των αλλοθρήσκων οθωμανών.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1452 αποφασίζεται να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη και να συμμετάσχουν στην άμυνά της όσα πλοία είχαν ελλιμενισθεί για εμπορικούς λόγους, αλλά ένας αριθμός από αυτά –κυρίως βενετικά- δεν πειθαρχεί και αποχωρεί φυγαδεύοντας και εκατοντάδες ενόπλους άνδρες.

Στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου του 1453 οι οθωμανοί μεταφέρουν το μεγάλο κανόνι από την Ανδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη και συγκεντρώνουν σταδιακά τα στρατιωτικά σώματα του Μωάμεθ. Λαμβάνουν θέσεις απέναντι από τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και σταδιακά αποκλείουν την Πόλη από ξηράς.

Οι βυζαντινοί ενισχύουν με κάθε μέσο τα τείχη, χερσαία και θαλάσσια, και στις 2 Απριλίου κλείουν με την μεγάλη αλυσίδα την είσοδο του Κερατίου κόλπου. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών η αντιπαράθεση ενωτικών και ανθενωτικών είναι πάντοτε αισθητή. Γράφεται μάλιστα ότι ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, όταν είδε τον αναρίθμητο στρατό των οθωμανών, είπε: «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη Πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν». (Είναι καλύτερο να δεί κάποιος στη μέση της Πόλεως να βασιλεύει τουρκικό φρακιόλιο παρά παπική τιάρα).
Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος υπερασπίζει μάχιμες θέσεις και κυρίως την κεντρική χερσαία Πύλη, την γνωστή ως Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ σώμα ενόπλων κινείται σε διάφορα σημεία στο εσωτερικό της Πόλεως. Το σύνολο των τότε κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως ανέρχονταν στις 50.000 και από αυτούς, οι μεν ένοπλοι βυζαντινοί ήταν περίπου 7.000, ενώ 2.000 ήταν οι Βενετοί και οι Γενουάτες. Στο πεδίο της μάχης δηλαδή η αναλογία ήταν ένας Ρωμιός προς είκοσι οθωμανούς.

Στις 5-7 Απριλίου έχουμε την έναρξη της πολιορκίας της Πόλεως και στις 12 Απριλίου αρχίζουν συνεχείς κανονιοβολισμοί των χερσαίων τειχών, ημέρα και νύκτα, από τους οθωμανούς. Οι βυζαντινοί με επινοητικότητα προσπαθούν με ειδικές κατασκευές να εξουδετερώσουν τις βολές, να κλείσουν με κάθε μέσο τα ρήγματα στα τείχη και να δημιουργήσουν νέα προκαλύμματα και προμαχώνες.

Στις 18 Απριλίου, κατά τα ξημερώματα, γίνεται η πρώτη επίθεση των οθωμανών στα τείχη, αλλά απωθούνται επιτυχώς από τους βυζαντινούς. Εξοργισμένος τότε ο Μωάμεθ από την μεγάλη του αλαζονεία ορμά στην θάλασσα και την ραβδίζει ως παρανοϊκός, ενώ αντικαθιστά και τον αρχηγό του στόλου του. Στις 22 Απριλίου ο Μωάμεθ τεχνάζεται ένα πρωτοφανές σόφισμα. Διατάζει την μεταφορά δια ξηράς των πολεμικών πλοίων του μέσα στον κεράτιο κόλπο. Η μεταφορά των πολεμικών πλοίων γίνεται πανηγυρικά και με τυμπανοκρουσίες μέσω ειδικά διαμορφωμένης διόδου στην περιοχή του Γαλατά από το Διπλοκιόνιον έως απέναντι στο Κοσμίδιον.

Στις 7 Μαΐου γίνεται αποτυχημένη επίθεση κατά των χερσαίων τειχών με 30.000 άνδρες και ισχυρές απώλειες για τους οθωμανούς. Στις 12 Μαΐου ο Μωάμεθ τυφλωμένος από το πάθος να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη διατάζει μεγάλη επίθεση με δύναμη 50.00 ανδρών κατά τα μεσάνυχτα. Σε μάχη επί των τειχών κοντά στα ανάκτορα σημειώνονται μεγάλες απώλειες και για τα δύο μέρη. Ο αυτοκράτωρ εκείνη τη νύκτα παρά τις πιέσεις και τις προτροπές από το στενό περιβάλλον του δεν εδέχθη να εγκαταλείψει την Πόλη.

Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι ότι κατά την ημέρα της ονομαστικής εορτής του Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) η πρόταση του Μωάμεθ προς τον αυτοκράτορα να παραδώσει την Πόλη με αντάλλαγμα την περιουσία του ιδίου, της οικογένειας και των αρχόντων του. Τότε ο γενναίος και μαρτυρικός Ρωμιός αυτοκράτορας αποκρίνεται στο Μωάμεθ: «δε την πόλιν σοι δοῦναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα τῆς ζωῆς ημῶν».

Μεταξύ 25ης και 26ης Μαΐου συμβαίνουν διάφορα εντυπωσιακά δυσοίωνα, όπως η πτώση της Ιεράς Εικόνος της Θεοτόκου κατά την λιτάνευσή της και «τοῦτο παρά δόξαν γεγονός φρίκην τε πολλήν και αγωνίαν μεγίστην και φόβον πάσιν ανέβαλεν». Παράλληλα, ισχυρή καταιγίδα με αστραπές και χαλάζι αναστατώνει τους βυζαντινούς, ενώ την επομένη «νέφος βαθύ την πόλιν πάσαν περιεκάλυψε από πρωίας βαθείας έως εσπέρας». Ορισμένοι μάλιστα ιστορικοί χρονογράφοι της εποχής εκείνης αναφέρουν ότι από την πρώτη ημέρα της πολιορκίας μέχρι και την 27η Μαΐου, τρείς δηλαδή ημέρες προ της αλώσεως, ολόκληρη την Πόλη εκάλυπτε περιφερόμενη ουράνια φωτεινή νεφέλη, η οποία όταν εξαφανίστηκε προκάλεσε τον τρόμο των Ρωμιών, επειδή θεωρήθηκε ότι η Θεοτόκος είχε πλέον αφήσει απροστάτευτη την Πόλη της στα χέρια των οθωμανών.

Κατά τις δύο τελευταίες ημέρες (26/27 Μαΐου) προ της αλώσεως ο οθωμανικός στρατός προετοιμαζόταν με νηστεία και προσευχή. Φωτοχυσίες και θορυβώδεις νυκτερινοί εορτασμοί στο οθωμανικό στρατόπεδο έσπερναν τον πανικό στους πολιορκουμένους Ρωμιούς. Την παραμονή της μεγάλης επιθέσεως (28 Μαΐου) ο Μωάμεθ ανακοινώνει στα στρατεύματά του ότι την επομένη θα γίνει η μεγάλη και τελική επίθεση. Επακολουθεί γενική κινητοποίηση με υποσχέσεις ανταμοιβών στους στρατιώτες, προσευχές και ηθική ενίσχυση, ενεργοποίηση ποικίλων πολιορκητικών κατασκευών και αλλεπάλληλοι κανονιοβολισμοί.

Κατά τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου, ημέρα της μάρτυρος Αγίας Θεοδοσίας, αρχίζει η επίθεση των οθωμανών με κύριο στόχο την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Γίνονται αλλεπάλληλες προσπάθειες εισόδου δια μέσου των τειχών, ενώ εξακολουθούν οι κανονιοβολισμοί. Παρά την σθεναρή αντίσταση των πολιορκουμένων σχεδόν ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η διείσδυση των οθωμανών γενιτσάρων από την κερκόπορτα και από την πύλη του Χαρισίου. Η κερκόπορτα ήταν υπόγεια, κρυφή, παλαιά είσοδος, «παραπόρτιον», πλησίον του παλατίου που είχαν ανοίξει προσφάτως για τις δικές τους ανάγκες οι βυζαντινοί. Διαθρυλείται ότι την πύλη του Ρωμανού είχαν ανοίξει στους οθωμανούς γενιτσάρους για να εισέλθουν στην Πόλη ορισμένοι Εβραίοι, οι οποίοι συνεργάζονταν μαζί τους.

Επικρατεί παντού πανικός και όλοι, κατακτητές και μη, κατευθύνονται στο κέντρο της Πόλης. Θρίαμβος, λεηλασία, αγριότητα και βιαιοπραγίες για τους κατακτητές. Σφαγή, αιχμαλωσία και κάθε είδους ατίμωση για τους κατακτημένους. Τότε πεθαίνει μαχόμενος μέχρι τέλους επί των επάλξεων και ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε το επεισόδιο, το οποίο καταγράφει ο χρονογράφος Φραντζής και αφορά την πίστη και την ταπεινότητα του αυτοκράτορος. Η διήγησή του έχει ως εξής: «Ερχόμενος ο αυτοκράτορας στον πάνσεπτο ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για την τελευταία θεία Λειτουργία προσευχήθηκε κλαίγοντας και γονυπετής μετέλαβε τα Άχραντα και Θεία μυστήρια. Έπειτα μετέβη στα ανάκτορα, σταμάτησε για λίγο και ζήτησε συγχώρεση από τους πάντες. Ποιος να διηγηθεί τα κλάματα και τους θρήνους στο παλάτι εκείνη την ώρα; Ακόμη και αν υπήρχε άνθρωπος καμωμένος από ξύλο ή πέτρα ήταν αδύνατο να μη θρηνήσει».

Οι χρονογράφοι αναφέρουν επίσης ότι ο Κωνσταντίνος βλέποντας την άλωση της Πόλεως είπε γοερά τις εξής φράσεις: «Δεν υπάρχει κανείς χριστιανός να πάρει το κεφάλι μου; Χίλιες φορές να πεθάνω παρά να ζήσω και να δώ την άλωση της Πόλης».
Τέτοιες ήταν οι επί τρείς ημέρες σφαγές, καταστροφές και ιεροσυλίες, ώστε ο χρονογράφος Φραντζής δεν είναι υπερβολή όταν γράφει ότι: «σε ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη δεν φαινόταν σπιθαμή χώμα από τις σωρούς των νεκρών». Μετά από τρείς ημέρες έπαυσε η λεηλασία και ο Μωάμεθ Β΄ ο πορθητής, αφού εισήλθε έφιππος στον ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για να προσευχηθεί για την νίκη του, μετέβαλε την «Μεγάλη Εκκλησία», όπως λέγεται σε τέμενος.

Η Πόλη εάλω και ήταν Μάϊος του 1453.Κατά μήνα Μάϊο είχαν γίνει τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως και πάλι κατά μήνα Μάϊο «επάρθεν η Ρωμανία». Κωνσταντίνος ο Μέγας την έχτισε και επί Κωνσταντίνου εάλω. ΗΚωνσταντινούπολη ήταν και παραμένει η πόλη της Θεοτόκου, η πόλη των θρύλων, των δακρύων και των στεναγμών του ευσεβούς Γένους μας. Τελικά, η Πόλη των πόλεων διαχρονικά αποτελεί την «κιβωτό της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας».

http://yiorgosthalassis.blogspot.com/2013/05/29-1453.html


Η Αγία Σοφία της Πόλης , Διαχρονικό σύμβολο της Ορθοδοξίας μας

$
0
0




29 ΜΑΪΟΥ 1453
 Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΑΣ

Γράφει ο Καθηγητής Χρήστος Γερ. Σιάσος

 «…οφείλουμε να θυμούμαστε και να αντλούμε διδάγματα από την αποφράδα εκείνη ημέρα που στην μνήμη μας βρίσκεται σαν μια σκοτεινή σελίδα της ιστορίας του Ελληνισμού…»

Κάθε χρόνο τέλος Μαΐου ολόκληρος ο Ελληνισμό γιορτάζει την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, 29 Μαΐου 1453. Αναμφισβήτητα στο πέρασμα του χρόνου ο Έλληνας αγωνιζόταν για τα Ιερά και τα Όσια της Πατρίδος του, έχοντας προσήλωση στο τρίπτυχο, Θρησκεία – Πατρίδα – Οικογένεια. Τα χρόνια εκείνα η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε το κέντρο της Ορθοδοξίας και η Αγία Σοφία το Σύμβολό της.

Η Αγία Σοφία αρχικά ήταν ένας μικρός Ναός (360 μ.Χ.), ο οποίος καταστράφηκε από πυρκαγιά. Ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός έχτισε στη συνέχεια μεγαλοπρεπέστατο Ναό αφού ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Μηχανικό Ισίδωρο τη μελέτη και την κατασκευή του. Ο Ναός αυτός ήταν αφιερωμένος στην «Του Θεού Σοφία». Για το σκοπό αυτό συγκέντρωσε ότι σπάνια υλικά βρήκε από διάφορες Πόλεις και περιοχές όπως, πολύτιμες πέτρες, χρυσό, ασήμι και άλλα.

Η ανέγερση του Ναού ξεκίνησε τέλος Φεβρουαρίου το 532 και τελείωσε τέλος Δεκεμβρίου το 537. Για την ανέγερση του Ναού εργάστηκαν 10.000 εργάτες και το κόστος ξεπέρασε τα 350 εκατομμύρια χρυσές δραχμές της εποχής. Την όλη επίβλεψη του μεγάλου αυτού έργου την είχε ο ίδιος ο Ιουστινιανός και όταν το έργο παραδόθηκε ολοκληρωμένο ο Αυτοκράτορας είπε: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντι με τοιούτον έργο επιτελέσας. Νενίκηκά σε Σολομών».

Ο Μεγαλοπρεπέστατος αυτός Ναός έχει 100 παράθυρα, 1000 καντήλια και 1000 Κληρικούς. Ακόμη υπηρετούσαν 80 Πρεσβύτεροι 150 Διάκονοι, 25 ψαλτάδες, καθώς και πολύ βοηθητικό προσωπικό. Σήμερα η Αγία Σοφία έχει συληθεί. Το 1935 μετατράπηκε σε Μουσείο ενώ το 1930 το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο ανέλαβε την αποκάλυψη και τον καθαρισμό των ψηφιδωτών εικόνων.

Η Άλωση της Βασιλεύουσας.
Το 1404 στην Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο Βασιλιάς Ιωάννης, αδελφός του Κωνσταντίνου, ζητάει βοήθεια από την Ιταλία για να αντικρούσει τον Τουρκικό κίνδυνο. Το 1439 ο Κωνσταντίνος αναλαμβάνει τον Θρόνο που απουσίαζε ο αδελφός του. Στην Ιταλία επιχειρείται η άλωση της Ορθοδοξίας με την υπογραφή της Ένωσης των δύο Εκκλησιών και από τον Ιωάννη. Αρνήθηκαν την Ένωση και την υπογραφή Επίσκοποι και τοποτηρητές των Ανατολικών Πατριαρχείων και ο λαός άρχισε να εξοργίζεται κατά των Βασιλέων.

Το 1448 προς το τέλος Οκτωβρίου πεθαίνει ο Βασιλιάς Ιωάννης και νέος Βασιλιάς αναλαμβάνει στις 6 Ιανουαρίου το 1449 στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στο Μυστρά ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ανήμερα της εορτής του Αγίου Σπυρίδωνος 12 Δεκεμβρίου 1452 γίνεται συλλείτουργο στην Αγία Σοφία από τον Καρδινάλιο Ισίδωρο παρουσία του Κωνσταντίνου. Αυτό ενόχλησε και αναστάτωσε τους Ορθοδόξους της Βασιλεύουσας.

Στις 7 Απριλίου 1453 ο Μωχάμετ αρχίζει την πολιορκία της Πόλης. Ο Παλαιολόγος ζητά βοήθεια αλλά μετά από το συλλείτουργο που έγινε στην Αγία Σοφία δεν τον βοηθάει κανείς. Στις 18 Απριλίου το Ελληνικό Πυροβολικό χτυπά τα πυρομαχικά του Μωάμεθ. Στις 20 Απριλίου στον Κεράτιο κόλπο γίνεται μεγάλη Ναυμαχία. Ο Ελληνικός στόλος με αδιάκοπη προσευχή στην Παναγία Βλαχερνών άρχισε σιγά-σιγά να καταστρέφει τα Τουρκικά καράβια.

Ο Μωάμεθ μετά από δύο ημέρες προσπαθεί να «πολιορκήσει» τον Κεράτιο κόλπο από την ξηρά. Αμέσως ο Ελληνικός στρατός αναχαιτίζει τον Τουρκικό στρατό. Προς τα μέσα Μαΐου ο Τουρκικός στρατός υψώνει μεγάλο ανάχωμα μπροστά στα Ελληνικά κάστρα της Πόλης και σ’ αυτήν την περίπτωση ο Ελληνικός στρατός αντέκρουσε και αυτή την προσπάθεια των Τούρκων.

Στις 23 Μαΐου ο Μωάμεθ στέλνει αγγελιοφόρους του στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και του ζητούσε την παράδοση της Πόλης, υποσχέθηκε ότι δεν θα πειράξει κανέναν από τους ανθρώπους του. Ο Κωνσταντίνος δεν τα πίστεψε αυτά που του είπαν, αφού κοίταξε την εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης απάντησε στον απεσταλμένους του Μωάμεθ με την Ιστορική φράση: «Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄εμόν εστίν ουτ΄άλλον των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».

Στις 24 Μαΐου αρχίζει η μεγάλη παράκληση και η λιτανεία με την Αγία Εικόνα της Παναγίας Βλαχερνών. Όλοι τώρα λένε ότι η Πόλη δεν θα πέσει στα χέρια των Τούρκων. Η απόφαση όμως των Τούρκων ήταν ακριβώς αντίθετη δηλαδή ότι η Πόλη θα έρθει υπό την κυριαρχία των, γι’ αυτό το λόγο ετοίμαζαν γενική επίθεση.

Την Δευτέρα 28 Μαΐου 1453 με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, τον Κλήρο και τον λαό αρχίζει στο Ναό μεγάλη λιτανεία, γονατιστοί όλοι άρχισαν την προσευχή των. Η νύχτα της 28ης Μαΐου στην Αγία Σοφία ήταν ατελείωτη. Την Τρίτη τα ξημερώματα οι Τούρκοι ξεκίνησαν τον πόλεμο και οι γενναίοι Έλληνες με μπροστάρη τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο αμύνονταν ηρωικά.

Πανικός απλωνόταν παντού. Οι γενίτσαροι περικύκλωσαν τον Κωνσταντίνο. Ήταν μόνος του, όλοι γύρο του ήταν νεκροί. Κάποια στιγμή φωνάζει «…δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι…». Ένας γενίτσαρος τον χτυπάει πισώπλατα και τότε ο Αυτοκράτορας με τρεμάμενη φωνή λέει «Εάλω η Πόλις», κάποιο δόρυ στη συνέχεια τον βρίσκει στο στήθος και ο Κωνσταντίνος «έφυγε» για τους ουρανούς λέγοντας, «Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολύ δακρύζεις, πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θ΄άναι» μια υπόσχεση του Κωνσταντίνου που όλοι μας αναζητούμε.

Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Εκκλησία της Αγιάς Σοφιάς ο Ιερέας που τελούσε την Θεία Λειτουργία μόλις είδε τους άπιστους Τούρκους πήρε το δισκοπότηρο με την Θεία Κοινωνία και από μια μικρή πόρτα έφυγε. Αμέσως οι Τούρκοι προσπάθησαν να ανοίξουν την πόρτα αλλά δεν τα κατάφεραν, η Παναγία έκανε το θαύμα της και οι Άγιες Γραφές μας λένε ότι ο Ιερέας κάποια ημέρα θα ολοκληρώσει την Θεία Λειτουργία.

Όλοι μας οφείλουμε να θυμούμαστε και να αντλούμε διδάγματα από την αποφράδα εκείνη ημέρα που στην μνήμη μας βρίσκεται σαν μια σκοτεινή σελίδα της Ιστορίας του Ελληνισμού και όχι μόνο. Σήμερα ας βρούμε τη δύναμη να δούμε μέσα από τους εφιάλτες και τις κερκόπορτες της παγκοσμιοποίησης και την αποκοπή από τις ρίζες μας, το αληθινό φως, που θα φέρει τον πολιτισμό μετατρέποντας τη μαύρη εκείνη επέτειο σε ελπίδα, περηφάνια, πνευματική και ψυχική ανάταση στο Έθνος μας. Οφείλουμε να αγωνιζόμαστε για τα ιδανικά που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας και αυτά να τα αποδώσουμε με σεβασμό και ευλάβεια στη νέα γενιά, στα παιδιά μας.

Ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος μακαριστός Χριστόδουλος απηύθυνε προς όλους μας ένα προφητικό, για τις μέρες μας μήνυμα: «…Χρειάζονται να πολλαπλασιασθούν οι άνθρωποι που κάνουν Αντίσταση. Που παραμένουν πιστοί στις παραδόσεις μας, στις αξίες μας, στην ιστορία μας και στους αγώνες μας. Οι αναθεωρητές πολύ κακή συγκυρία επέλεξαν για να γκρεμίσουν από τις καρδιές των Ελλήνων τα κάστρα των θυσιών. Σταθήτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μην ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ’ επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ό,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ό,τι κινδυνεύει…»

http://fdathanasiou.wordpress.com/
http://periergaa.blogspot.com/





H Άλωση της Πόλης! Θρύλοι κα παραδόσεις

$
0
0
H Άλωση της Πόλης! 
Θρύλοι κα παραδόσεις

29η Μαϊου, 2:30 το μεσημέρι: Η χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία είχε καταλυθεί. Καμιάς πολιτείας η πτώση δεν θρηνήθηκε τόσο πολύ όσο της Πόλης του Ελληνισμού, επειδή ως το 1453 είχε παραμείνει το αδούλωτο προπύργιο του Βυζαντινού κράτους. Η αντίσταση των πολιορκουμένων μπροστά στους πολυάριθμους άπιστους για την πατρίδα και τη θρησκεία, έμεινε χαραγμένη στον υπόδουλο Ελληνισμό και δημιούργησε την εθνική συνείδηση στους 4 αιώνες σκλαβιάς..... 

Οι Ελληνες μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη, άλλοι άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πολλοί πάνω στα πλοία βιαστικά και με ακαταστασία χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση... 

Ένα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγια Σοφιά. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Αλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για που. Σε λίγο άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως από τους Ελληνες φάνηκαν γενναίοι αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους. 

"Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν". Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, "Απόδειξις ιστοριών" (μετάφραση). Ο λαός διέδιδε με το τραγούδι του το σκληρό μήνυμα ως θέλημα Θεού. Πηραν την πόλιν, πηραν την, πηραν τη Σαλονίκη, πηραν και την Αγία Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι, που ειχε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυό καμπάνες κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Σιμά να βγουν τά άξια κι ο βασιλιάς του κόσμου φωνή τους ηρθ' εξ ουρανου κι απ' Αρχαγγέλου στόμα. Στις 2:30 το μεσημέρι η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το σύμβολο του Ελληνισμού και Χριστιανισμού, είχε καταλυθεί.



Η Λαϊκή μούσα θρηνεί για την άλωση της Πόλης: "Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη". "Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες". Αλλά το γενναίο φρόνημα του έθνους με αισιοδοξία δηλώνει: "Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία, το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους. Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο; Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το: -"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;" -"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος, ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην. Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα." (δημοτικό, απόσπασμα). 

Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι,αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες. "ΠΑλι με ΧρΟνουΣ και καιροΥΣ" Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο "Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία". 

Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε "Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Πάρθεν η Ρωμανία Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια, επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον. Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον, εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον, Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει. Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν. "Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!" Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι -Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο. (Δημοτικό τραγούδι του Πόντου).


"ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ":Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος...


"ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ":Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.

"Ο Πύργος της Βασιλοπούλας": Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται "πύργος της βασιλοπούλας". Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: "αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.". Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.


"0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ": Έ ναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.


http://1myblog.pblogs.gr/2011/05/h-alwsh-ths-polhs-thryloi-ka-paradoseis.html



Μεσοπεντηκοστή

$
0
0
Μεσοπεντηκοστή

Ημερομηνία εορτής: 29/05/2013Μεσοπεντηκοστή
Τύπος εορτής: Με βάση το Πάσχα.
Εορτάζει 24 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα.

Βιογραφία
Την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μας μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Τα βυζαντινά χρόνια, η εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού. Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 μ.Χ. στον ναό του Αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτωρ το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μωκίου, όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλεύς και πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο έπαιρνε μέρος και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλεύς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» και με πολλούς ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι.

Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδραση της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.

Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή ένας σταθμός, μία τομή. Ωραία το τοποθετεί το πρώτο τροπάριο του εσπερινού της εορτής:

«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν,
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».


Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» την δόξα της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορτασθεί μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσσίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάρι της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός σαν Μεσσίας - μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάρι. Σ’ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που εξελέγη για την ημέρα αυτή (Ιω. 7, 14-30). Μεσούσης της εορτής του Ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρά αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο Ιησούς η δεν είναι; Είναι η διδασκαλία του Ιησού εκ Θεού ή δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού η κατασκευάσασα τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στον ναό, στο μέσον των διδασκάλων του Ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού Σοφία. Εκλέγομε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια, το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού του πλ. δ’ ήχου:

«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.
Δόξα σοι».


Λίγες σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, που έλαβε χώρα μεταξύ Χριστού και των Ιουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία μεγαλήγορο φράση του Κυρίου.« Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ιω. 7, 37-38). Και σχολιάζει ο Ευαγγελιστής.« Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ιω. 7, 39). Δεν έχει σημασία ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξ’ άλλου τόσο πολύ με το θέμα της εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθεί πιο παραστατική εικόνα για να δειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον, που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές.« Ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ιω. 7, 38). «Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», εἶπε στήν Σαμαρείτιδα» (Ιω. 4, 14). Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτεμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους. Διαλέγομε τρεις, τους πιο χαρακτηριστικούς: Το κάθισμα του πλ. δ’ ήχου προς το «Τήν Σοφίαν καί Λόγον», που ψάλλεται μετά την γ’ ωδή του κανόνος στην ακολουθία του όρθρου:

«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».


Το απολυτίκιο και το κοντάκιο της εορτής, το πρώτο του πλ. δ’ και το δεύτερο του δ’ ήχου:

«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».

«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».


Και τέλος το απαράμιλλο εξαποστειλάριο της εορτής:

«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».


Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψη ιστορικού υποβάθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακενώτου ύδατος. Συνέβη με αυτή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περίφημους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανεγέρθησαν, κατήντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής η του αγίου Πνεύματος η της αγίας Τριάδος η των Εισοδίων η της Κοιμήσεως της Θεοτόκου η και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν.
http://www.saint.gr

Η ΕΤΕΡΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

$
0
0






Η ΕΤΕΡΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Νίκος Θ. Μπουγάτσος


Η Ορθόδοξη Θεολογία για το σκοπό του Γάμου
Εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 1989. © Νίκος Μπουγάτσος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V


Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία 


Στη Ρωμαιοκαθολική ή Δυτική Εκκλησία1, ο εκάστοτε Πάπας Ρώμης εκφράζει αυθεντικά τη διδασκαλία της ή επικυρώνει τις αποφάσεις των Συνόδων2. Στον Κώδικα του Κανονικού Δικαίου της Δυτικής Εκκλησίας βρίσκουμε όλη τη διδασκαλία της.

Ο σκοπός του γάμου για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τα τελευταία χρόνια αποτελεί πρόβλημα. Τη διδασκαλία της για το σκοπό του γάμου μπορούμε να τη διαιρέσουμε σε δύο περιόδους: 1) Μέχρι τη Β' Βατικανή Σύνοδό της (11 Οκτ. 1963 έως 8 Δεκ. 1965) με εμπνευστή τον φιλορθόδοξο Πάπα Ιωάννη τον ΚΓ', που  ίσχυε ο «Κώδιξ του Κανονικού Δικαίου» (ΚΚΔ) του 1917. - 2) Tην μετά τη Β' Βατικανή Σύνοδο και κυρίως από το 1983, που άρχισε να εφαρμόζεται ο νέος «Κώδιξ του Κανονικού Δικαίου»3. 



Για την πρώτη περίοδο: Στον ΚΚΔ του 1917 και συγκεκριμένα στον Κανόνα 1013, παράγρ. 1, εκφράζεται σαφώς η διδασκαλία της για το σκοπό του γάμου: «Κύριος σκοπός του γάμου είναι η γέννηση και η μόρφωση των παιδιών· δεύτερος σκοπός είναι η αμοιβαία βοήθεια και η καταπράυνση των σωματικών παθων»4. Kαι στα Λειτουργικά βιβλία της Δυτικής Εκκλησίας βρίσκουμε τις εξής σχετικές με το γάμο και το σκοπό του ευχές: «Ευμενώς εισάκουσον, Κύριε, τας παρακλήσεις ημών και επίχυσον την χάριν σου επί του μυστηρίου τούτου, όπερ προς πολλαπλασιασμόν του ανθρωπίνου γένους εθέσπισας, και δος ίνα η χάρις σου συντηρήίση την ένωσιν ην συ Αυτός προσδιώρισας»5. Και «επίβλεψον, Κύριε, δεόμεθά σου, επί τους δούλους σου τούτους και πάρεσο τοις σοις μυστηρίοις, δι' ων την επαύξησιν του ανθρωπίνου γένους εθέσπισας, ίνα οι τη ση ενεργεία ενούμενοι τη ση χάριτι διαφυλάττωνται»6. Kαι στις παπικές εγκυκλίους βρίσκουμε την ίδια ιεράρχηση των σκοπών του γάμου. Ο Πάπας Πίος ο 11ος στην εγκύκλιό του Casti Cοnnubii, της 3lης Δεκεμβρίου 1930, διακηρύσσει: «την πρώτη θέση μεταξύ των αγαθών του γάμου κατέχουν τα τέκνα... Ας εννοήσουν οι χριστιανοί γονεiς, ότι προορισμός τους είναι όχι μόνο να διαδώσουν και να διατηρήσουν επί της γης το ανθρώπινο γένος· και μάλιστα όχι μόνο να αναθρέψουν οπωσδήποτε τους λάτρεις του αληθινού Θεού, αλλά να παράσχουν τέκνα στην Εκκλησίζ του Χριστού, για να γεννήσουν συμπολίτες των αγίων και οικείους του Θεού... Το δεύτερο αγαθό του γάμου... είναι το αγαθό της πίσmς. Η πίστη είναι η αμοιβαία εμμονή των συζύγων στην εκπλήρωση του συζυγικού συμβολαίου» (ενότητα, αγάπη κ.λπ.7). 

Την ιεραρχία αυτή των σκοπών του γάμου υποστήριξαν πολλοί από τους μεγάλους διδασκάλους της Δυτικής Εκκλησίας, όπως Θωμάς ο Ακινάτης8 και άλλοι9, εκτός βέβαια από τον Άγιο Αυγουστίνο που ανήκει στην ενωμένη Εκκλησία. 

Συνεπείς προς τη διδασκαλία αυτή, όλοι οι θεολόγοι συγγραφείς της δυτικής Εκκλησίας αναπτύσσουν σε διαφορετικό τόνο την προτεραιότητα της τεκνογονίας. Το γαλλικό Dictiοnnaire de Théοlοgie Cathοlique10 αναφέρει την τεκνογονία ως σκοπό του γάμου. Kαι η αγγλόγλωσση Καθολική Εγκυκλοπαιδεία αναφέρει ως σκοπό του γάμου, τον πολλαπλασιασμό της ανθρώπινης φυλής, την εκπαίδευση των απογόνων, τον από κοινού συμμερισμό της ζωής, την αλληλοβοήθεια δι' αμερίστου συζυγικής στοργής, που προέρχεται από μια μόνιμη ένωση»11. Kαι από τους Έλληνες δυτικούς θεολόγους ο Υάκινθος Δημητρίου Γάδ (Ελληνόρρυθμος επίσκοπος Γρατιανουπόλεως) επανειλημμένα θέτει πρώτη την τεκνογονία12. Δέχονται όμως οι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι τη ρύθμιση της τεκνογονίας13. 

Οι Δυτικοί θεολόγοι όταν ασχολούνται με την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, υποστηρίζουν πως κι αυτή διδάσκει την προτεραιότητα της τεκνογονίας μεταξύ των σκοπών του γάμου. Έτσι, στη διδασκαλία περί των σκοπών του γάμου των Ελληνορρύθμων Καθολικών (Ουνιτών) αναφέρουν τη διδασκαλία του Λατινικού ρυθμού (της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας), δηλ. την προτεραιότητα της τεκνογονίας14. Kαι συγκρίνοντας τη διδασκαλία της  Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας προς τη διδασκαλία της Δυτικής Εκκλησίας, καταλήγουν στο συμπέρασμα οτι και οι δύο ως πρώτο σκοπό του γάμου δέχονται την τεκνογονία15. 

Παρ' όλ' αυτά, για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τους θεολόγους της από χρόνια τώρα16, ο σκοπός του γάμου είναι ένα άλυτο πρόβλημα. Αυτά για την προ της Β' Βατικανής Συνόδου περίοδο.

Για τη δεύτερη περίοδο: Από τις συζητήσεις στις συνεδριάσεις και γενικά στην περίοδο της Β' Βατικανής Συνόδου (1963-1965), φάνηκε καθαρά το αδιέξοδο της Ρωμαιοκαθολικης θεολογίας σε μερικά σημεία για το θέμα του γάμου17, ιδίως όμως στο σκοπό του γάμου. Και η επιτροπή για την αναθεώρηση του ΚΚΔ του 1917 που εργάσθηκε 18-20 χρόνια δεν κατόρθωσε να δώση μια σαφή και σωστή (ορθόδοξη) ιεράρχηση των σκοπών του γάμου. Ο νέος ΚΚΔ που εγκρίθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1983 απ' τον Πάπα Ιωάννη-Παύλο το Β' είναι ασαφής.

Ο νέος ΚΚΔ ούτε καν αναφέρει τον όρο «σκοπός του γάμου». Tο μόνο σχετικό για το σκοπό είναι: άρθρο 1055, παράγρ. 1: Οι σύζυγοι «συνιστούν μεταξύ τους κοινότητα ολόκληρης ζωής που από τη φύση της τείνει στο καλό των συζύγων και στη γέννηση και μόρφωση των παιδιών»18. Δηλαδή ορίζει με κάποια αόριστη έκφραση ως σκοπό του χριστιανικού γάμου το σκοπό του φυσικού γάμου (του μεταπτωτικού ανθρώπου), γιατί η μεν γέννηση και διαπαιδαγώγηση είναι μια φυσική κατάσταση, που ικανοποιεί το φυσικό αίσθημα της μητρότητας, η δε επιδίωξη του «καλού των συζύγων» είναι η φυσική συνέπεια της κοινωνικότητας και της αλληλεγγύης. Αυτά τα φυσικά χαρακτηριστικά «έχουν ανυψωθεί... σε εκκλησιαστικό ιερό μυστήριο», συμπληρώνει το ίδιο εδάφιο του ΚΚΔ. 

Οι διαφορές για το σκοπό του γάμου μεταξύ των δύο περιόδων είναι: 1) αντιστροφή της ιεράρχησης της τεκνογονίας, 2) αφαίρεση της «εγκοίτωσης των επιθυμιών» ως σκοπού του γάμου, και 3) η αοριστία της «αλληλοβοήθειας» («το καλό). Λοιπόν οι σκοποί του γάμου κατά τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήταν Α μέχρι του 1983: 1) γέννηση καί ανατροφή των παιδιών, 2) αλληλοβοήθεια και 3) «εγκοίτωση των επιθυμιών», και Β' μετά το 1983 είναι: 1) «αλληλοβοήθεια» και 2) γέννηση και ανατροφή των παιδιών. 


2. Εκκλησία των Διαμαρτυρομένων

Οι Διαμαρτυρόμενοι ή Προτεστάντες, που αποσχίσθηκαν από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 15ο αιώνα, κατέληξαν να οργανώσουν διάφορες Εκκλησίες19, με διαφορετική απόχρωση στη διδασκαλία εκάστης. 

Δύο κυρίως κλάδοι αποχρώσεων διακρίνονται μεταξύ των Διαμαρτυρομένων Εκκληαιών, οι Λουθηρανικοί και οι Καλβινιστές. Kαι αυτό, γιατί οι δύο κυριότεροι πνευματικοί αρχnγοί των Διαμαρτυρομένων υπήρξαν ο Λούθηρος (1433-1546) και ο Καλβίνος (1509-1566). 

Ο Λούθηρος ειδικά για όλο το θέμα του γάμου δεν υπήρξε αρκετά ακριβολόγος και δημιούργησε παρεξηγήσεις20. Για το Λούθηρο ο γάμος είναι «μια κοσμική (νομική πράξη, που η τέλεσή της δεν έχει καμιά θεμελιώδη σημασία για την Εκκλησία. Απλούστατα, γιατί απ' τή δημιουργία του κόσμου είναι ένας θεσμός για όλους τους ανθρώπους κι όχι μόνο για τους Χριστιανούς»21. «Ο γάμος δεν έχει το νόημα της σωτηρίας του ανθρώπου, ότι δηλαδή κάποιος σώζεται με το γάμο»22. «Ο Λούθηρος και οι μεταρρυθμιστές (Λουθηριανοί), με τη μεταφυσική νομιμοποίηση του ιδεώδους της νοικοκυράς, έγιναν οι πρόδρομοι της νοοτροπίας των τριών Κ (Kinder = παιδιά, Küche = κουζίνα, Kirche = Εκκλησία), που ισχυρά έχει επηρεάσει το ρόλο της γυναίκας κυρίως στην κοινωνία της Γερμανίας»23. Ο Λούθηρος δηλαδή βλέπει το γάμο μόνο στον «πεπτωκότα» άνθρωπο (κι όχι στον αναγεννημένο χριστανικά), γι' αυτό υποστηρίζει πως «η σεξουαλική ζωή είναι αναγκαίο κακό και πιστεύει πως κανένα «συζυγικό καθήκον (συνουσία κ.λπ.) δεν εκτελείται χωρίς αμαρτία»24. Γι' αυτό περιγράφει το γάμο ως ένα «υποτυπώδες νοσοκομείο (για τη θεραπεία) εναντίον της πληγής του ενστίκτου»25. Ο Λούθηρος δηλαδή δέχεται μια απαισιόδοξη αντίληψη της ζωής (που διαφέρει απ' την όμοια του Αυγουστίνου), «εν αντιθέσει προς τον αισιόδοξο χαρακτήρα της ανθρωπολογίας της (Ορθόδοξης)- Ανατολικής Εκκλησίας, η οποία δεν θεωρεί τους ανθρώπους τελείως διεφθαρμένους (απ' το προπατορικό αμάρτημα)...»26. Ώστε μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο Λούθηρος δέχεται την έκφραση του Αποστόλου Παύλου: «διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω, και εκάσm τον ίδιον άνδρα εχέτω»27, δηλαδή σκοπός του γάμου είναι κατά το Λούθηρο η «εγκοίτωση των επιθυμιών». 

Ο Καλβίνος είναι συνεπής κι αυτός προς την απαισιόδοξη αντίληψη, πως ο άνθρωπος είναι τέλεια διεφθαρμένος, αλλά ακριβολόγος στη σκέψη του (όπως ήταν πάντοτε πειθαρχημένος στη ζωή του). Υποστηρίζει λοιπόν κι αυτός ουσιαστικά τα λόγια του Χριστού: «ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω»28. Δέχεται κι ο Καλβίνος πως η γυναίκα «είναι βοηθός και στήριγμα του άνδρα γι' αυτό πρέπει να υπηρετεί το σώμα του άνδρα και γενικά να τον βοηθεί. Γι' αυτό πρέπει να φροντίζει τον άνδρα με πραότητα, ηρεμία και εξυπνάδα»29. «Οι συνέπειες της σεξουαλικής ηθικής του Καλβίνου είναι η ηθικότητα και ο νομικισμός (νομοκρατία, που φαίνεται καλά στο παρακλάδι του Καλβινισμού, τον Πουριτανισμό). Ο όρος «Πουριτανισμός» αρκεί για να μας δώσει αμέσως μια εικόνα περί του πώς ενεργεί (και επιδρά) η καλβινική ηθική στην (ευρωπαϊκή) κοινωνία, που την ονομάζουμε χριστιανική. Κάποια ανάλογη επίδραση έχει ο Λουθηρανισμός στον ευρωπαϊκό λεγόμενο χριστιανικό πολιτισμό με τον «πιετισμό» («ευσεβισμό»)30. Για το σκοπό του γάμου βλέπουμε πως κι ο Καλβίνος συμφωνεi (σε ηπιότερο τόνο) με το Λούθηρο στην «εγκοίτωση των επιθυμιών», αλλά σε διάφορο τόνο ο καθένας. 

Η Αγγλικανική Εκκλησία, που είναι η συντηρητικότερη από τις Εκκλησίες των Διαμαρτυρομένων, σαφώς ιεραρχεί τους σκοπούς του γάμου στο επίσημο «Βιβλίο των Προσευχών» της. Στην εισαγωγή της Ακολουθίας του γάμου αναφέρονται τα εξής: «Οι αιτίες για τις οποίες διατάχθηκε ο γάμος είναι: Πρώτο, διατάχθηκε για την αύξηση του ανθρωπίνου γένους, κατά το θέλημα του Θεού, και την ανατροφή των πιθανών τέκνων με φόβο και νουθεσία (καθοδήγηση) Kυρίου, και για τη δοξολογία του αγίου ονόματος Αυτού. Δεύτερο, διατάχθηκε για να είναι εξαγιασμένοι και καλώς οδηγημένοι οι πόθοι και οι φυσικές ορμές, που έχουν φυτευθεί από το Θεό. Αυτή που ονομάστηκε από το Θεό αγία κατάσταση, θα τους διατηρήσει ταυτόχρονα σε καθαρότητα ζωής. Τρίτο, διατάχθηκε για τη φυσική κοινωνία, βοήθεια και περίθαλψη που οφείλει να έχει ο ένας προς τον άλλο, και στις δύο περιπτώσεις, ευτυχία και δυστυχία»31. Ενώ κατά τον «Οδηγό για το Γάμο» (βιβλίο της Αγγλικανικής Εκκλησίας), ο γάμος είναι μια «ιερή κατάσταση» και μια ισόβια συνεργασία και επαφή από «το φυσιολογικό επίπεδο» της «γενετήσιας σχέσης» μέχρι της πλήρους «ενότητας στην καρδιά και το νού». Τέλος, είναι η ένωση των δύο ημίσεων της ανθρωπίνης φυλής, του άνδρα δηλαδή και της γυναίκας32. Στο βιβλίο «Ποιμαντική προπαρασκευή για το γάμο» της Επιτροπής Ηθικών Προβλημάτων της Επισκοπής Blackburn αναφέρεται ως «τρίπτυχος σκοπός (του γάμου): 1) Η γέννηση τέκνων σύμφωνα με το νόμο του Θεού, - 2) Ο εξαγιασμός και η ορθή κατεύθυνση του γενετησίου ενστίκτου. Kαι 3) η αμοιβαία και οικογενειακή ευτυχία»33. Kαι στο «Συνοπτικό Οδnγό για τη Γενετήσια Χριστιανική Εκπαίδευση», που συντάχθηκε από την Εκπαιδευτική Επιτροπή του Επισκοπικού Συμβουλίου της Οξφόρδης για την Ηθική Ευημερία, αναφέρονται δύο φορές οι σκοποί του γάμου με διαφορετική ιεράρχησή τους. Τη μια φορά συμφωνεί προς το «Βιβλίο των Προσευχών»34. Μπορούμε λοιπόν να συμπεραίνομε ότι η Αγγλικανική Εκκλησία δέχεται τρεις σκοπούς του γάμου. Η επίσημη ιεράρχηση (Βιβλίο Προσευχών) των σκοπών αυτών είναι: 1) η τεκνογονία, 2) η εγκοίτωση των επιθυμιών και 3) η ηθικοκοινωνική αλληλοβοήθεια. Αλλά εκκλησιαστικοί άνδρες ως άτομα ή ως Επισκοπικές Επιτροπές διατυπώνουν διαφορετικα την ιεράρχηση, μέχρι και αντίστροφα από την επίσημη άποψη (Επίσκοπος Οξφόρδης), ώστε, για να χρησιμοποιήσω την ορθόδοξη ιδεολογική ορολογία, το ζήτημα της ιεράρχησης των σκοπών του γάμου είναι θεολογούμενο για την Αγγλικανική Εκκλησία. 

Επομένως από τους ετερόδοξους οι μεν Ρωμαιοκαθολικοί σταθερά εμμένουν σε ιεράρχηση των σκοπών του γάμου με πρώτη την τεκνογονία (τεκνογονία - διαπαιδαγώγηση, αλληλοβοήθεια, εγκοίτωση των επιθυμιών), ενώ οι Αγγλικανοί από τους Διαμαρτυρόμενους επίσημα δέχονται ως ιεράρχηση: 1) την τεκνογονία; 2) την εγκοίτωση των επιθυμιών και 3) την ηθικοκοινωνική αλληλοβοήlθεια. Πάντως για τους Αγγλικανούς το θέμα της ιεράρχησης των σκοπών του γάμου είναι θεολογούμενο, ενώ για τους Ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους μάλλον αποτελεί πρόβλημα.

***



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ V

1. Καθολική ή Ρωμαϊκή, ή Ρωμαιοκαθολική, ή Παπική, ή Δυτική, ή Λατινική Εκκλησία ονομάζεται.

2. Χ. Ανδρούτσος, Συμβολική, έκδ. 2, σ. 90 εξ.

3. Διά την σύνταξιν του νέου ΚΚΔ κατά τας αποφάσεις της Β' Βατικανικής Συνόδου, ιδέ Δημ.Ι. Σαλάχα, Το Μυστήριο του Γάμου στον νέο Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ανάλεκτα Βλατάδων, 43. (Θεσσαλονίκη, 1985).

4. Cοdex Juris Canοnici 1013. §l:Matrimοni finis primarius est prοcreatiο atque educatiο prohs; Secundarius mutuum adiutοrium et remedium cοncupiscentiae. Και Σαλάχα, ένθ' αν., σ. 77.

5. Η ευχή είναι εκ της Λειτουργικής Ακολουθίας του γάμου. Το λατινικόν κείμενον: Ρrοpitiare Dοmine, supplicatiοnibus nοstris, et institutis tuis, quibus prοpagatiοnem humani generis οrdinasi, benignus assiste: Ut, quοd et auctοre jungitur, te auxiliante serνetur.

6. Είναι η τελική ευχή της Ακολουθίας του Μυστηρίου του γάμου. Το λατινικόν κείμενον: Respice, quaesumus, Dοmine, super hοs famulοs tuοs: et institutis tuis, quibus prοpagatiοnem humani generis οrdinasti, benignus assiste; ut qui te auxiliante Junguntur, te auctοre junguntur, te auxiliante serνentur.

7. Εγκύκλιος Επιστολή της Α.Α. Πάπα Πίου του ΙΑ', Περί Χριστιανικού γάμου (Casti Cοnnubii). Μετάφρασις εις την Ελληνικήν. (Αθήναι, 1931), σ. 6-8. Πρβλ. και εκφράσεις του αυτού Πάπα (1944) εις Η. Rοndet, Intrοductiοn à l' étude de la Théοlοgie du Mariage. (Paris, 1960), pp. 179-180.

8. DTC 9,1, p.2179. Η. Dοms, Amοrces d' une cοnceptiοn persοnnaliste du mariage d' après Saint Thοmas, εις «Reνue Thοmiste», 1939, p. 754-763. J. Gerlaud, Les fins du mariage dans Saint Thοmas, εις «Reνue Thοmiste», 1939, p. 764-773. M.J. Nicοlas, Remarques sur le lens et la fin du mariage dans Saint Thοmas, εις «Reνue Thοmiste», 1939, p. 774-793.

9. Πρβλ. Α. Periera, La dοctrine du mariage selοn Saint Augustin (1930). C. Schahl, La dοctrine des fins du mariage dans la théοlοgie Scοlastique (1949).

10. v. 9, 1, p. 2044 ff.

11. The Cathοlic Encyclοpaedia, vοl. ΙΧ (Ν.Υοrk, 1910), p. 699. Εις το άρθρον Marriage υπό Jοe Selinger. Το πλήρες κείμενον: Marriage is that indiνidual union thrοugh which man and wοman by their reciprοcal rights fοrm οne principle οf generatiοn. This is effected by their mutual cοnsent tο giνe and accept each οtheτ fοr the purpοse οf prοpagating the human race, οf educating their οffspring, οf sharing life in cοmmοn, οf suppοrting each οtheτ in undivided cοnjugal affectiοn by a lasting uniοn.

12. Ο Γάμος. (Αθήναι, 1938). Εις σ. 15-16 γράφει: «Ο πρωτεύων σκοπός του γάμου είναι η διατήρησις, η διάδοσις του ανθρωπίνου γένους και η ανατροφή των τέκνων... Άλλος πρωτεύων σκοπός του γάμου είναι η ανατροφή των τέκνων... (Εκτός των πρωτευόντων σκοπών του γάμου), υπάρχει και δευτερεύων (σκοπός του γάμου) και αυτός είναι η αμοιβαία αλληλοβοήθεια... Άλλος δευτερεύων σκοπός, είναι ο κατευνασμός των ανθρωπίνων παθών, διότι μόνον με τον νόμιμον γάμον ημπορούν να περιορισθούν αι άτακτοι ορμαί». Kαι Μεγάλη Κατήχησις, προς χρήσιν των Καθολικών πιστών. Μέρος Γ'. Τα μέσα του εξαγιασμού. (Αθήναι, 1942). Εις σ. 126-127, γράφει: «Ο πρωτεύων σκοπός του γάμου είναι ο πολλαπλασιασμός του ανθρωπίνου γένους... Ο δε δευτερεύων σκοπός είναι τι από κοινού καλυτέρα συμβίωσις προς αμοιβαίαν βοήθειαν».

13. Ιδέ προχείρως εφ. Καθολική, α.φ.1238 (15-6-1961), σ. 4: «Η Καθολιή ηθική δεν συγχωρεί μεν την αποφυγήν της τεκνοποιΐας όταν αυτή εμπνέεται από εγωϊστικούς λόγους ή υπό την υλίστικήν περί ζωής έννοιαν, επιδοκιμάζει όμως τον διακανονισμόν της γονιμότητος, όταν ούτος κατευθύνεται φρονίμως, αποβλέπων εις το καλόν των τέκνων, των γονέων, της πολιτείας και της Εκκλησίας. Καρδινάλιος Ζερλιέ, αρχιεπίσκοπος Λυώνος.

14. Αποστολικαί Επιστολαί. Ιδιοβούλως (Μοtu Prοpriο) δοθείσαι προς... Περί των διατάξεων του Μυστηρίου του Γάμου δια την Ανατολικήν Έκκλησίαν. Ηυξημέναι μετά σημειώσεων των πηγών. Φροντίδι της Ποντιφικής Επιτροπής διά την σύνταξιν του Κώδικος του Ανατολικού Κανονικού Δικαίου. Κατά μετάφρασιν εκ του Λατινικού υπό Υακίνθου Δημητρίου και Παντ. Ευστρατιάδου. (Αθήναι, 1958). Εις σ. 4 γράφει: «Κανών 2ος, παρ.1. Κύριος σκοπός του γάμου είναι η γέννησις και αγωγή των τέκνων δευτερεύων είναι η αμοιβαία βοήθεια και η κατασίγασης των σαρκικών επιθυμιών». Kαι είς σ. 24: «Κανών 73, παρ.1... Ο γάμος είναι διαρκής κοινωνία μεταξύ ανδρός και γυναικός προς τεκνοποίησιν».

15. F. Galtier, Le mariage, discipline οrientale et discipline οccidentale. La refοrme du 2 Mai 1949. Uniνersité St. Jοseph de Beyrοuth-Faculté de Théοlοgie. Publicatiοns du 75. Anniνersaire (1950). Εiς σ. 2: «La fin principale du mariage est la prοcreatiοn et l'educatiοn des enfants; la fin secοndaire est l'aid mutuelle et le remède à la cοncupiscence.»

16. Πρβλ. Edmοnd Buissard, Questiοns Théοlοgiques sur le Mariage. (Paris, 1948), ιδίως σ. 15-35.

17. Ο καθηγητής Σ. Αγουρίδης (Αγιογραφικά κείμενα περί γάμου, π. «Εκκλησία», 48(1971), σ. 401) γράφει: Επί του θέματος του γάμου παρετηρήθησαν «διακυμάνσεις κατά τας σχετικάς συζητήσεις εις την Β' Βατικανήν Σύνοδον και παραλλαγαί «μεταξύ του αρχικού κειμένου και του τελικού τοιούτου», εγκριθέντος υπό της Συνόδου.

18. Σαλάχα, ένθ' αν., σ. 77. Ιδέ και σ. 81-82. (άρθρο 1096, παράγρ. 1).

19. Χ. Ανδρούτσου, Συμβολική, έκδ. 2α, σ. 55.

20. Έλεγεν ο Λούθηρος «δεν εννοώ τίνι τρόπω ο γάμος μετετράπη εις μυστήριον». Και υπεστήριζεν ότι ο «γάμος έδιδεν απλώς αφορμήν και αιτίαν εις την εκκλησιαστικήν εξουσίαν να αναμιχθή... εις τας οικογενειακάς και οικιακάς υπάρξεις». Χρυσάνθου Επισκόπου (Πρυτάνεως της Θεολογικής Ακαδημίας Πετρουπόλεως), Ο χαρακτήρ του Προτεσταντισμού και η ιστορική αυτού εξέλιξις. Μετάφρασις εκ του ρωσσικού. (Παράρτημα της «Εκκλ. Αληθείας». Κωνσταντινούπολις, 1902), σ.57. Ιδέ και Dοllinger, Die Refοrmatiοn, τόμ. 2ος σ. 429 και 439, υποσ. 18 και 19, όπου αναφέρεται κριτική διά την διδασκαλίαν του Λουθήρου περί γάμου εκ των συγχρόνων του.

21. Helmut Thielice, Theοlοgische Ethik, v. ΙΙΙ (Tübigen 1968), p. 621.

22. Ένθ' αν., σ. 626.

23. Δημοσθένους Σαβράμη, Religiοn und sexualität (2α έκδ. Βόννη, 1980), σ. 89.

24. Λουθήρου, Εκλογή απ' το έργο του, από τον Ο. Lersche, εις Δ. Σαβράμην, ένθ' αν., σ. 86.

25. W.D. Marsch, Χριστιανική ηθική και η εξέλιξη της σεξουαλικής ζωής, εις του Δ. Σαβρ., ένθ' αν., σ. 86.

26. Σαβράμης, ένθ' αν., σ. 86-87.

27. Α' Κορ. ζ', 2. Αλλά πρόσεξε και την αντιφατικήν έκφρασιν του Λουθήρου: «Όταν η γυναίκα αρνείται, αφησε να έλθη η υπηρέτρια», εις του Σαβράμη, ένθ' αν., σ. 89.

28. Ματθ. ιθ', 12. Kαι καταλήγει: «Όταν η αντοχή του Χριστιανού αδυνατεί να καταβάλη την πύρωσίν του, ας σκεφθώμεν τούτο, ότι ο Κύριος τον έχει θέσει υπό μίαν ανάγκην του να υπανδρευθή...». Jοhn Calvin, Institutes οf the Christian Religiοn. Translated frοm the οriginal Latin, and cοllated with the authοr's last editiοn in French, by Jοhn Allen, v. 1, pp. 365.

29. Σαβράμη, ένθ' αν., σ. 88.

30. Σαβ., ένθ' αν., σ. 87.

31. «... The causes fοr which Matrimοny was οrdained. First, it was οrdained for the increase οf mankind accοrding tο the will οf Gοd, and that children might be brοught up in the fear and nurture οf the Lοrd, and tο the praise οf his hοly Name. Secοndly, it was οrdained in οrder that the natural instincts and affectiοns, implanted by Gοd, shοuld be hallοwed and directed aright; that thοse whο are called οf Gοd tο this hοly estate, shοuld cοntinue therein in pureness οf liνing. Thirdly, it was οrdained for the mutual sοciety, help, and comfοrt, that the οne οught tο haνe οf the οther, bοth in prοsperity and adversity». The Bοοk οf Cοmmοn Prayer (1928). The Sοlemnizatiοn οf Matrimοny. The Intrοductiοn.

32. The Threshοld οf Marriage. Α practical guide fοr all whο intend tο be married in Church. (Revised and Re-written 1949, Lοndοn, Published fοr the Church οf Εngland Μοra1 Welfare Cοuncil by the Press). Σελ. 6. Τo φυλλάδιον αυτό εις το οποίον χρησιμοποιούνται τα πορίσματα του Συνεδρίου του Λάμπεθ (1930), εκυκλοφόρησεν από του 1932, μέχρι του Σ/βρίου 1949, εις 252.000 αντίτυπα. Ασφαλώς συνεχίζεται η επανέκδοσίς του.

33. «Its purpοse is threefοld: (a) The prοcreatiοn οf children within Gοd's law; (b) the hallοwing and right directing οf the sexual instinct; (c) mutual and family happiness». «Pastοral preparatiοn fοr Μarriage». Βy Blackburn Μοral Prοblems Group, p. 3.

34. Α Shοrt Guide tο Christian Sex Educatiοn. With sοme οutlines fοr lecture cοurses. Drawn up by the Educatiοn Cοmmittee οf the Οxfοrd Diοcesan Cοuncil fοr Marital Welfaτe. With an Intrοductiοn by Canοn Leοn. Hοdgsοn. Religiοus Prοfessοr οf Diνinity, Οxfοrd, pp. 19-20. «The Christian traditiοn (οf Marriage): Vοluntary permanent indissοluble union fοr the three purpοses stated in the Prayer Bοοk: ennοbling the character, pleasing Gοd, and the basis οf a prοgressiνe sοciety. The threefοld οbject οf marriage: (a) Το raise children as Christian believers. (b) Το fulfill mutual lοve in sexual uniοn. (c) Το establish a permanent relatiοnship between a man and a wοman. Acceptance οf all three purpοses is nοrmally necessary».



MYRIOBIBLOS

http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/bougatsos_gamos_kef05.html


79. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ( + 373)

$
0
0
79. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (+ 373) Ο ΜΕΓΑΣ

ΓΕΝΙΚΑ

Ό 'Αθανάσιος 'Αλεξανδρείας ύπήρξε ή μεγαλύτερη φυσιογνωμία τής άρχαίας Έκκλησίας. Σήκωσε τό βάρος πολλαπλής καί βαθιάς κρίσεως καί θεμελίωσε θεολογικά καί όριστικά τήν όρθόδοξη τρια¬δολογία. Μετέβαλε κυριολεκτικά τήν πορεία τής θεολογίας, πού εί¬χε στρεβλωθεί μέ τήν 'Αλεξανδρινή σχολή, τήν άνασυνέδεσε μέ τήν θεολογία τοΰ 'Ιγνατίου, τοΰ Ειρηναίου, τοϋ Διονυσίου 'Αλεξανδρείας καί τοΰ Θεογνώστου, καί τήν εθεσε στήν διακονία τής Έκκλησίας καί τής σωτηρίας. "Εσπασε τό φράγμα τών λεγόμενων θεολογικών σχολών. Φωτίστηκε κατ' έξοχήν, ώστε αύτός κυρίως νά κατανοή¬σει τό μυστήριο τής Τριάδας καί αύτός νά τό έκφράσει. Καί ύπέστη τις περισσότερες διώξεις γιά τήν ύπεράσπιση τής άλήθειας άπό τούς αίρετικούς καί τούς Καίσαρες τής έποχής. Γιά τέσσερες δεκαετίες καί πλέον (328-373) άπέβη τό σύμβολο καί ή κεφαλή, πρός τήν ό¬ποία μέ άγωνία είχαν στραμμένα τά βλέμματα οί πάντες, όρθόδοξοι καί κακόδοξοι. Οί λίγοι ορθόδοξοι, δσο έβλεπαν τόν ιερό άετό όρ¬θιο στόν θρόνο του ή άνυποχώρητο στίς έξορίες του, ήταν βέβαιοι πώς ή 'Ορθοδοξία ζει καί άναθαρροϋσαν. Οί πολλοί κακόδοξοι, δσο έβλεπαν όρθιο τόν άνυπότακτο άνδρα, ήξεραν δτι παρά τούς διωγμούς ή 'Ορθοδοξία έπιζεΐ καί γι' αύτό θηριώνονταν.

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ


Ό Μέγας 'Αθανάσιος έζησε στήν κρισιμότερη έποχή τής άρχαίας Έκκλησίας, τότε πού αύτή κινδύνευε, άνθρώπινα, νά χάσει τήν ταυ- τότητά της. Ή παιδεία του καί ή αύτοσυνειδητοποίησή του τοποθε¬τούνται στίς δύο πρώτες δεκαετίες τοϋ Δ' αιώνα. Άπό τό 313 καί δή μέ τήν μονοκρατορία (324) τοϋ Μ. Κωνσταντίνου, οί χριστιανοί έβγαιναν άπό τά γκέττο κι έκλειναν οριστικά τίς κατακόμβες. Α¬ποκτούσαν γιά πρώτη φορά κοινωνικό πρόσωπο καί τήν άναγκαία έλευθερία γιά εύρύτατη μελέτη τών προβλημάτων πού δημιουργού¬σε ή βίωση τής άλήθειας. Παράλληλα όφειλαν νά έργάζονται καί νά ζοϋνγιά δύο κυρίους, τόν καίσαρα καί τόν Χριστό. Τά γεγονότα προ¬κάλεσαν άρχικά στούς χριστιανούς άπέραντο ένθουσιασμό, πού γρή¬γορα μεταβλήθηκε σέ δραματικούς άγώνες γιά τήν γνησιότητα τής διδασκαλίας καί τήν φανέρωση τής άλήθειας στά θέματα πού άνέ- κυπταν. Ή Εκκλησία γνώρισε τότε ολέθριο συγκλονισμό, δεδομέ¬νου μάλιστα ότι άπό τις τρεις τελευταίες δεκαετίες τοϋ Γ' αιώνα, δηλ. μετά τό σπουδαίο έργο τοϋ Διονυσίου Αλεξανδρείας καί τήν άξιόλογη σκέψη τοϋ Θεογνώστου, ή θεολογία έχανε ολοένα καί κά¬τι άπό τήν ρώμη της, άπό τήν έμμονή στήν «άνακεφαλαίωση» τοϋ Ειρηναίου. "Η κάμψη αύτή τής θεολογίας, μέ τήν έπήρεια τών διω¬γμών, τών κακοδοξιών, τών μικρών θεολόγων καί δή τής ήθικιστι- κής φιλοσοφικής σκέψεως, όδηγοϋσε στήν άποδυνάμωση τής Παρα¬δόσεως καί τήν ήθικολογική θεώρηση τής Εκκλησίας, όπως δείχνουν οί σπουδαιότεροι έκκλησιαστικοί συγγράφεις τών έτών 300-320, δηλ. Μεθόδιος 'Ολύμπου καί Εύσέβιος Καισαρείας στήν Ανατολή, Άρ- νόβιος de Sicca καί Λακτάντιος στήν Δύση.

Ή κατάσταση αύτή, τονισμένη ιδιαίτερα στό άδιαφιλονίκητο πνευ-ματικό κέντρο τής έποχής, δηλ. στόν άλεξανδρινό χώρο, παρήγαγε μεταξύ άλλων τά εξής φαινόμενα:
α) 'Υποβάθμιση τής άπόλυτης σημασίας τής ένανθρωπήσεως τοϋ Λόγου, άναζωπύρηση τών συζητήσεων περί άρχής τοϋ κακοϋ καί ύ- περτονισμό τής άξίας τής φιλοσοφικής σκέψεως (άλεξανδρινή πα¬ράδοση, άλληγορική έρμηνεία). Στό φαινόμενο τοΰτο, πού είχε βαθύτατα διαβρώσει τήν έπιφανειακή θεολογία τής έποχής και συ¬νιστούσε τόν πρωταρχικό καί γενεσιουργό κίνδυνο στήν Έκκλησία, άπάντησε ό 'Αθανάσιος μέ τούς δύο πρώτους Λόγους του «Κατά Ελ¬λήνων» και „Περί ένανθρωπήσεως».

β) Έπειδή έπικρατοΰσε τέτοιο κλίμα, όταν άνέκυψε συζήτηση καί άμφισβήτηση γιά τό πώς τής δημιουργίας, τής προελεύσεως τοΰ Υίοΰ τοΰ Θεοϋ άπό τόν Πατέρα καί τής σωτηρίας, έπόμενο ήταν ό "Α¬ρειος καί οί πολλοί όπαδοί του νά λύνουν (περί τό 318) τά προβλή¬ματα, στηριζόμενοι στίς κοσμολογικές καί φιλοσοφικές (οντολογικές) άρχές, διατηρώντας δμως τά βιβλικά σχήματα. "Ετσι ό Άρειος οΰ¬τε τήν σχέση Υίοΰ καί Πατέρα μποροΰσε νά καταλάβει οΰτε τήν σω¬τηρία νά έξασφαλίσει, έφόσον ό Υιός ήταν γι' αύτόν κτίσμα, πού σάν τέτοιο δέν μπορούσε νά «συνάψη» τόν άνθρωπο μέ τόν Θεό. Λίγο άργότερα (μετά τό 355) έμφανίστηκαν κακοδοξίες πού στρέφονταν κατά τής θεότητας τοΰ άγίου Πνεύματος καί τών δύο φύσεων τοϋ Χριστοΰ. Καί αύτές άμεσα κι έμμεσο', συνδέονταν μέ τόν "Αρειο. Εί¬ναι φανερό πώς έτσι έχανε ή Έκκλησία τό έρεισμά της, τήν δύναμή της, έκεϊνο γιά τό όποιο ύπήρχε, δηλ. τήν σωτηρία. Επομένως με¬ταστοιχειωνόταν σέ ήθικολογικό σύστημα, άλλαζε ριζικά τό είναι της. Στήν φοβερή αύτή κρίση άπάντησε ό 'Αθανάσιος μέ τούς τρεις Λόγους του «Κατά Άρειανών», τούς όποιους έπεξεργάστηκε έπα- νειλημμένα, καί μέ πλήθος μεταγενέστερων έργων του.

γ) Καί πάλι ένεκα τοΰ κλίματος αύτοΰ, όταν ό αύτοκράτορας, όρ-θόδοξος ή κακόδοξος, έπενέβαινε στά θέματα τής Εκκλησίας, οί άρειανοί κακόδοξοι, πού εξέφραζαν τό κλίμα τοΰτο, θεωρούσαν αυ¬τονόητη τήν έπέμβαση τοΰ καίσαρα, τόν όποΐο μάλιστα προκαλού¬σαν σ' αύτήν γιά τήν άνατροπή τής διδασκαλίας, πού συνοδικώς (Νίκαια 325) ή Έκκλησία κύρωσε ώς γνήσια καί άληθή. 'Απαντών¬τας ό 'Αθανάσιος στήν πρόκληση αύτή, πού όντως έθετε στήν κρί¬ση τοϋ έκάστοτε καίσαρα τήν άλήθεια τής Έκκλησίας, μίλησε γιά τήν σχέση Έκκλησίας καί κοσμικής έξουσίας καί θεμελίωσε τήν θε¬ολογία τής Οικουμενικής γενικά Συνόδου.
Παρατηροΰμε ότι ό 'Αθανάσιος άναγκάστηκε ν' άπαντήσει καί ά-πάντησε όρθά σέ πολλά καί θεμελιώδη προβλήματα, διότι ή κρίση ήταν πολλαπλή καί τόσο ριζική, πού άναμόχλευε τά σπουδαιότερα θέματα τής Εκκλησίας: Θεός - κόσμος - άνθρωπος - δημιουργία - τριαδολογία - ένανθρώπηση τοΰ Υίοϋ - σωτηρία - χριστολογία - οι¬κουμενική σύνοδος - πνευματολογία. Κανείς άλλος Πατέρας καί Δι¬δάσκαλος τής Έκκλησίας δέν άντιμετώπισε τόσο ριζική καί τόσο πολλαπλή έκκλησιαστικοθεολογική κρίση. Ό 'Αθανάσιος διατηρεί καί αύτό τό πρωτείο.

ΤΟ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΚΑΚΟ ΚΑΙ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ


α. Ό άνθρωπος «γέγονεν εις τό όράν τόν Θεόν»

Ή θεολογία τοΰ Παύλου καί τοΰ Ειρηναίου περί άνακεφαλαιώσε- ως καί άναδημιουργίας τών πάντων στό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ φαι¬νόταν άτονη καί λησμονημένη στίς άρχές τοΰ Δ' αιώνα. Ό 'Αθα¬νάσιος διέβλεπε καθαρά τίς φοβερές συνέπειες καί, άπαντώντας σέ έθνικούς καί κακοδόξους, ύπογράμμισε ότι τό κακό δέν έχει «ύπό¬σταση» δική του, καθώς πίστευαν πολλοί "Ελληνες (Κατά έλλήνων 6): «τό κακόν ού παρά Θεοΰ ούδέ έν Θεώ οΰτε έξ άρχή ς γέγονεν, οΰτε ούσία τις έστιν αύτοΰ. Άλλ' άνθρωποι κατά στέρησιν τής τοΰ κα¬λού φαντασίας έαυτοΐς έπινοεΐν ήρξαντο καί άναπλάττειν τά μή όντα... (= δπως ενώπιον τοϋ ήλίου) καμμύων τούς όφθαλμούς, σκό¬τος έαυτώ έπινοεΐ ούκ όντος σκότους... καί έν σκότει πλανώμε- νος περιπατεί» (Αύτόθι 7).

Τό κακό έπινοήθηκε άπό τόν άνθρωπο, ό όποιος δημιουργήθηκε άπό τό μηδέν άπό τόν παμβασιλέα Θεό διά τοΰ Λόγου του «κατ' ει¬κόνα». Ή άνυπαρξία τοΰ κακοϋ καί ή δημιουργία άπό τό μηδέν τό¬νιζαν ότι αυθυπαρξία έχει μόνο «ή πηγή τής άγαθότητος» άγένητη Τριάδα. 'Έδειχναν ότι μόνο ό,τι συνδέεται μέ αύτόν πού έχει αύθεν- τική ζωή (τόν Θεό) άποκτά ΰπαρξη, ότι ουδεμία άναλογία ύπάρχει μεταξύ Θεοΰ καί κτισμάτων (Κατά άρειανών Α' 57). 'Απέκλειαν τήν φιλοσοφική ιεραρχία τών όντων (άπό τόν ένα Θεό μέχρι τόν άνθρω¬πο) καί διέκριναν σαφώς δύο μόνο πραγματικότητες, τελείως διά¬φορες μεταξύ τους, τήν άγένητη άρχή, δηλ. τόν Θεό, καί τόν κτιστό κόσμο:
ό Λόγος, «ώσπερ έν πάση τή κτίσει ών, έκτός μέν έστί τοϋ παντός κατ' ούσίαν, έν πάσι δέ έστί ταΐς έαυτοΰ δυνάμεσι τά πάντα δια- κοσμών» (Περί ένανθρωπήσεως 17).
Τό πολυσήμαντο στόν άνθρωπο ήταν ότι ό Λόγος είχε έντυπώσει σ' αύτόν τήν εικόνα τοϋ Θεοΰ, μέ τήν όποία ό άνθρωπος «γέγονεν είς τό όράν τόν Θεόν καί ύπ' αύτοΰ φωτίζεσθαι» (Κατά έλλήνων 7), έγινε θεωρητής τοϋ Θεοϋ καί τών όντων, είχε «έννοιαν καί γνώσιν» τής «άιδιότητός» του, δηλ. τής θειότητας καί όμοιώσεώς του πρός τόν Θεό. "Οσο θά διατηρούσε τήν «ταυτότητά» του, δηλ. καθαρή μέσα του τήν θεία εικόνα, όσο θά έμενε δπως δημιουργήθηκε («έαυ¬τώ συνών, ώς γέγονεν έξ άρχής») (Κατά έλλήνων 2 καί 3), θά είχε κάποια θέα τοΰ Θεοΰ, θά έπικοινωνοΰσε καί θ' άγαλλόταν μέ τόν Θεό, θά συναπτόταν μέ τά θεΐα.

β. 'Επιστροφή τον άνθρώπου στό μή ϋν, στό μηδέν (πτώση)
Παρά ταϋτα ό άνθρωπος άπό τήν θέα τοΰ Θεοΰ στράφηκε στήν θέα, δηλ. τήν άποκλειστική έκτίμηση, τοϋ έαυτοΰ του καί τοΰ κόσμου:
ό άνθρωπος, «έως μέν τόν νοϋν είχε πρός τόν Θεόν καί τήν τούτου θεωρίαν, άπεστρέφετο τήν πρός τό σώμα θεωρίαν. "Οτε δέ ...άπέ- στη μέν τής πρός τόν Θεόν διανοίας, έαυτόν δέ κατανοεΐν ήρξα- το... εις έπιθυμίαν τοΰ σώματος έπεσεν» (Κατά έλλήνων 3).

Τήν κατάσταση αύτή χαρακτηρίζει ό 'Αθανάσιος έπιστροφή στό «κατά φύσιν», τό όποΐο ταυτίζει μέ τό «ούκ δν», δηλ. μέ τό μηδέν, άπό τό όποΐο προήλθαν οί άνθρωποι. "Ετσι αμαρτία, πτώση, θάνα¬τος, κακό, ειδωλολατρία, ταυτίζονται
«ή γάρ παράβασις τής έντολής είς τό κατά φύσιν αύτούς έπέστρε- φεν, ίνα, ώσπερ ούκ δντες γεγόνασιν, ούτω καί τήν είς τό είναι φθο- ράν ύπομείνωσι τω χρόνω εικότως. Εΐ γάρ, φύσιν έχοντες τό μή είναι ποτε, τή τοΰ Λόγου παρουσία καί φιλανθρωπία είς τό είναι έκλήθησαν, άκόλουθον ήν, κενωθέντας τούς άνθρώπους τής περί Θεοΰ έννοιας καί εις τά ούκ όντα άποστραφέντας (ούκ όντα γάρ έστι τά κακά, όντα δέ τά καλά, έπειδήπερ άπό τοΰ δντος Θεού γε- νόνασι), κενωθήναι καί τοΰ εΐναι άεί... "Εστι μέν κατά φύσιν άν¬θρωπος θνητός, άτε δή έξ ούκ δντων γεγονώς» (Περί ένανθρωπήσεως 

4)μέ τήν άνυπαρξία, άφοΰ ό άνθρωπος ύπάρχει μόνο καθόσον βλέπει στό κάτοπτρο τής ψυχής του τήν εικόνα τοΰ Πατέρα, δηλ. καθόσον μπορεί νά έχει σχέση μέ τόν Θεό. Ό άνθρωπος άμαυρώνει τό κάτο¬πτρο κι έτσι, μή έχοντας θεωρία τοΰ Θεοΰ καί συνεπώς καί μή όρθή θεωρία τοΰ κόσμου, τοποθετεί στήν θέση του φανταστικά πράγμα¬τα, δηλ. μή όντα (Κατά έλλήνων 8). Αύτό άκριβώς είναι ή ειδωλο¬λατρία καί αύτό ύπογραμμίζει τήν «κατά φύσιν» ζωή τής ανυπαρξίας. Μέ αύτά κατανοεί κανείς γιατί έπιμένει ό 'Αθανάσιος νά υποστηρί¬ζει ότι ό Άρειος είναι άθεος: διότι, θεωρώντας τόν Υίό κτίσμα, κα¬τατάσσει αύτόν στά κτιστά όντα, πού έχουν ΰπαρξη μόνο έφόσον κοινωνούν μέ τόν Θεόν, δέν έχουν δική τους ΰπαρξη, δέν είναι θεοί. Ή δυσκολία τοΰ 'Αθανασίου νά έξηγήσει τό κακό είναι εμφανής. Χρη¬σιμοποιεί πέρα άπό τούς πλατωνικούς όρους «όν», «μή όν», παρα¬στατικά τό σχήμα τής ψυχής ώς κάτοπτρο, τό όποΐο δταν έπικα- λύπτεται δέν λειτουργεί, δέν δίνει εικόνα, δηλ. δέν κατοπτρίζει τόν Θεό καί αύτό είναι ή κακία. Τό σχήμα τοΰτο θά άναπτύξουν πολύ ό Μ. Βασίλειος καί ό Γρηγόριος Νύσσης. Έπίσης, γιά νά δείξει ό 'Αθανάσιος τήν άνυπαρξία τοΰ κακοΰ, περιγράφει τόν σκοτισμό πού προκαλεί ή θέα τοΰ ήλιου μέ γυμνό μάτι. Έκεΐ δέν ύπάρχει σκοτάδι, άλλά, μή έχοντας δυνατότητα γιά άπευθείας θέα τοΰ ήλιου, νομίζου¬με ότι έπέρχεται σκοτάδι, πού δέν ύπάρχει καθεαυτό, άφοΰ έκεΐ εί¬μαστε μέσα στό φως. Ό 'Αθανάσιος, παρακολουθώντας προσεκτικά τήν πορεία τοΰ άνθρώπου, διαπιστώνει ότι αύτός άδυνατεΐ άπό μό¬νος του νά έπαναποκτήσει τήν κοινωνία καί τήν γνώση τοΰ Θεοΰ, άρα τήν ΰπαρξη. Ή άδυναμία αύτή τοΰ άνθρώπου είναι ή τραγωδία του, ή αύτοαπόρριψή του σ' έναν κόσμο αντιφάσεων, όπου δέν γνω¬ρίζει οϋτε τόν έαυτό του, οϋτε τόν Θεό, οϋτε τόν κόσμο* δέν άνα- γνωρίζει οΰτε κάν ότι ό Θεός είναι άγένητος καί ό άνθρωπος κτιστός: «ό Θεός... κατιδών πάλιν τήν άσθένειαντής φύσεως αύτών ( = τών άνθρώπων), ώς ούχ ικανή εΐη έξ έαυτής γνώναι τόν δημιουργόν, ούδόλως έννοιαν λαβείν Θεοϋ τω τόν μέν είναι άγένητον, τά δέ έξ ούκ όντων γεγενήσθαι« (Περί ένανθρωπήσεως 1).

γ. Ό Λόγος «ένηνθρώπησεν ϊνα ήμεϊς θεοποιηθώ μεν»
Αύτή άκριβώςή μηδενική πτωτική κατάσταση κάνει τόν Αθανά¬σιο νά άγωνιά. Θέλει νά ύψώσει τόν άνθρωπο άπό τήν άνυπαρξία του, πασχίζει νά δείξει πώς ό Θεός έπεμβαίνει άποφασιστικά στήν ιστορία τής άνθρωπότητας, ποιά είναι ή διαδικασία τής θειας οικο¬νομίας, δηλαδή τής θείας έπεμβάσεως. Προϋποθέσεις είναι ή άγα- θότητα τοϋ Θεοϋ, πού θέλει νά δεΐ τόν άνθρωπο πάλι εύτυχή, δηλαδή ύπάρχοντα, καί ή θεία εικόνα, τήν όποία ό Λόγος έγχάραξε στόν άν¬θρωπο κατά τήν δημιουργία του. Ή άγαθότητα δέν μεταβάλλεται, άλλά καί ή θεία εικόνα στόν άνθρωπο δέν χάνεται* έπικαλύπτεται, σκοτίζεται, δέν λειτουργεί, άλλά ύπάρχει. Σ' αύτήν άκριβώς έπεμ¬βαίνει ό Θεός άπό «φιλανθρωπία» καί αύτήν θεραπεύει, άνανεώνει. Ή εικόνα στόν άνθρωπο γίνεται ό τόπος ύποδοχής τής έπεμβάσεως τοϋ Θεοϋ, μολονότι αύτή δέν έχει καμμία σχέση μέ τόν σπερματικό λόγο τών στωικών καί τοϋ Ίουστίνου, τόν όποΐο ξεπέρασε ό Ειρη¬ναίος καί τώρα ό 'Αθανάσιος (Κατά έλλήνων 40). Τήν επέμβαση συ¬νιστά ή ένανθρώπηση τοϋ ίδιου τοϋ θείου Λόγου, τοϋ Υίοϋ τοϋ Πα¬τέρα: ό Θεός «έλεήσας πάλιν τό γένος τό άνθρώπινον, άτε δή άγαθός ών, ούκ άφήκεν αύτούς έρήμους τής έαυτοΰ γνώσεως, ίνα μή άνό- νητον έχωσι καί τό είναι» (αύτόθι).
«τί έδει γενέσθαι, άλλ' ή τό κατ' εικόνα πάλιν άνανεώσαι, ίνα δι' αύτοϋ πάλιν αύτόν (= τόν Θεόν) γνώναι δυνηθώσιν οί άνθρωποι; Τοΰτο δέ πώς άν έγεγόνει, εί μή αύτής τής τοϋ Θεοϋ εικόνος παρα- γενομένης τοϋ Σωτήρος ύμών;» (αύτόθι 13).

Πρώτος ό Μ. 'Αθανάσιος έπιμένει τόσο έντονα στήν ψηλάφηση τοϋ τρόπου, μέ τόν όποΐο έπεμβαίνει ό Θεός στήν ανακαίνιση τοΰ άνθρώπου, στήν σωτηρία του. Προσπαθεί νά παρακολουθήσει βήμα πρός βήμα τήν κίνηση τοΰ Θεοϋ, κυριολεκτικά ζητάει τήν «λογική» τοΰ μυστηρίου. Γι' αύτό, έξειδικεύοντας θεολογικά, δέν μιλάει πλέ¬ον γενικά γιά τόν δημιουργό Θεό, άλλά γιά τόν δημιουργό Λόγο, πού άνακαινίζει τήν δική του εικόνα στόν άνθρωπο, άφοΰ ό ίδιος είναι (άλλου είδους βέβαια, δηλαδή άπαράλλακτος) εικόνα τοΰ Πατέρα. «'Ανατυπώνει» τώρα ό Λόγος στό ίδιο όν τήν «μορφή» (τήν εικόνα) πού δημιούργησε, άλλά ή όποία σχεδόν έσβησε (αύτόθι 14). Καί τό κάνει ό Λόγος αύτό, διότι άλλιώς, άν ό άνθρωπος δέν ίδεΐ τήν εικό¬να τοϋ Πατέρα μέσα του, πώς θά γνωρίσει καί θά κηρύξει τόν Πατέ¬ρα; "Αλλος τρόπος θεογνωσίας, άλλο «σύστημα» γνωσιολογίας, δέν ύπάρχει άπό τήν ένανθρώπηση καί εντεύθεν (αύτόθι). Ό Θεός πλέον δέν διδάσκει μέ κραυγές καί νεφέλες, όπως στήν ΠΑ, άλλά φανε¬ρώνει τήν άλήθεια γινόμενος άνθρωπος, προσλαμβάνοντας τό φθαρτό κτίσμα, άνακαινίζοντας καίένώνοντας τήν θεία εικόνα στόν άνθρωπο μέ τήν ίδια τήν άλήθεια, δηλαδή θεώνοντας όλόκληρο τόν άνθρωπο, ό Λόγος τοϋ Θεοϋ «ένηνθρώπησεν ϊνα ήμεϊς θεοποιηθώμεν» (αύτό¬θι 54).

Η ΚΑΚΟΔΟΞ1Α ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΚΑΙ «Η ΦΥΣΕΙ ΓΕΝΝΗΣΙΣ» ΤΟΥ ΥΙΟΥ


α. Ό "Αρειος εισάγει τήν άρχή τον χρόνον στήν ζωή τής άγιας Τριάδας

'Από τις δύο Επιστολές (320/4;) τοϋ 'Αλεξάνδρου 'Αλεξανδρείας κατά τοϋ άρειανισμοΰ συνάγεται ότι ό Άρειος, προκειμένου νά μι¬λήσει γιά τήν προέλευση τοϋ Υίοϋ, έκκινοϋσε άπό τήν κοινή άντίλη¬ψη ότι τό άγένητο καί άτρεπτο είναι ένα. Κοινή όμως ήταν καί ή πλατωνική θέση, ότι μόνο «τό έν» δέν «μετέχει χρόνου, οϋτε ποτέ γέγονεν, οΰτε έγίγνετο» (Παρμενίδης 14/e). Έπίσης μόνο «τό έν» τού¬το είναι τό «έχον άκινήτως» (Τίμαιος 37e-38a) καί ώς άκίνητο είναι καί άτρεπτο. Συνεπώς, ύποστήριζε ό Άρειος, άγένητος είναι μόνο ένας, ό Θεός, καί οτιδήποτε άκολουθεΐ, άκόμη καί ό Υίός, «ήν ποτε ότε ούκ ήν», είναι «έξ ούκ όντων», δημιούργημα έν χρόνω καί μάλι¬στα μέ τήν βούληση τοΰ Θεοΰ, δπως δίδασκε ό Ώριγένης. Ή άποψη αύτή γιά τόν Υίό γινόταν εύκολα δεκτή, διότι ήταν διάχυτη ή άντί¬ληψη τής κατωτερότητας (ύποταγής) τοΰ Υίοΰ στόν Πατέρα, διότι έπικρατοΰσε παντοϋ ή πλατωνική και νεοπλατωνική ιεράρχηση τών όντων (άπό τό έν ή τήν ένάδα μέχρι τόν άνθρωπο) καί τέλος διότι ό Άρειος είχε τό χάρισμα τής πειστικότητας.

"Ετσι ό "Αρειος εισάγει στήν θεολογία τήν φιλοσοφική θεώρηση τοΰ «άγενήτου» καί ειδικά στήν ζωή τής Τριάδας τήν αρχή τοΰ χρό¬νου, δηλαδή χρονικοποιεΐ, τοποθετεί στόν χρόνο δ,τι γίνεται στούς κόλπους τής Τριάδας, στήν φύση της. Οί ορθόδοξοι αντέδρασαν στήν θεολογική αύτή νοθεία, κυρίως διότι κατέληγε στόν Υίό κτίσμα, πού σάν τέτοιο ήταν άγνωστο στήν Παράδοση καί πού δέν μποροΰσε νά προσφέρει σωτηρία. Συγκεκριμένα ό 'Αθανάσιος, ήδη άπό τήν έπο¬χή τής Β' 'Επιστολής τοϋ 'Αλεξάνδρου, άντέταξε τήν άρχή τοϋ 'Α¬ριστοτέλη δτι στήν θεότητα δέν ισχύει «πρότερον καί ύστερον» (Φυσικά 4, 219β κα[Κατά άρειανών Β' 33), δέν ύπάρχει «διάστημα» μεταξύ Πατέρα καί Υίοΰ. Δέν άρκοΰσε δμως αύτό γιά νά στηρίξει τήν άλήθεια τής θεότητας καί άιδιότητας του Υίοΰ, όπως ήταν γνω¬στή και άπό τόν Ώριγένη, τόν Διονύσιο 'Αλεξανδρείας, τόν Θεόγνω- στο κ.ά. "Επρεπε νά ύποδειχτεΐ, δσο ήταν έφικτό, καί ό πειστικός τρόπος τής προελεύσεως τοΰ Υίοΰ έξω άπό τόν χρόνο, νά παραστα¬θεί ή διαδικασία μέ τήν όποία προήλθε ό Υίός.

β. Φύσει γέννησις-φνσει Υίός
Καί αύτό προσπάθησε μ' επιτυχία ό 'Αθανάσιος. 'Οδηγήθηκε λοι¬πόν στήν θεολογία τής «φύσει γεννήσεως», τήν όποία διέκρινε ριζι¬κά άπό τήν «έν χρόνω δημιουργίαν». "Οταν δηλαδή οί φιλόσοφοι καί μαζί τους οί Ώριγένης καί "Αρειος κατανοούν τήν δημιουργία ώς γένεση μέ βούληση τοΰ Θεοΰ, δ 'Αθανάσιος άντιπροβάλλει τήν άλή¬θεια δτι ή φυσική γέννηση στήν θεότητα, άκριβώς ώς φυσική, είναι ξένη καί πρός τόν χρόνο καί πρός τήν θεία θέληση. "Εχει άπόλυτη συνείδηση δτι βρίσκεται σέ άντίθεση πρός τό φιλοσοφικό άρειανικό κλίμα καί, γιά νά γίνει σαφέστερος, χρησιμοποιεί γιά τόν Υίό καί τίς έκφράσεις:
«γέννημα τής ούσίας» (Κατά άρειανών Β' 34), «Υίός φύσει μονο¬γενής» (Β' 9), «φύσει καί άληθινός Υίός» (Β' 59), «άίδιος καί γνή¬σια γέννησις» (Β' 45), «Λόγος εστίν άίδιος φύσει τής ούσίας τοϋ Θεοϋ ό Υίός» (Β' 31).
Τό γεγονός τής φυσικής γεννήσεως προϋποθέτει ταυτότητα φύσε¬ως γεννώντος καί γεννωμένου (όμοιότητα «άπαράλλακτον» αύτών)' άρα ό Υίός έχει τήν φύση τοϋ Πατέρα, είναι όμοούσιος δπως ό άνθρωπος-υίός έχει τήν φύση, τήν ούσία, τοϋ πατέρα του. Ταυτόχρονα άποκλείει, ώς φυσική, τήν έννοια τής βουλήσεως στόν γεννώντα, διότι ή βούληση έκδηλώνεται έν χρόνω. Επομένως ό φυσικός Υίός είναι πέρα τής βουλήσεως, πέρα τοΰ χρόνου, είναι δηλαδή άίδιος, καθώς καί ό φυσικός Πατέρας του. "Οπως ό ήλιος συνυπάρχει πάντα, «άεί», μέ τό άπαύγασμα, μέ τό φως, έτσι καί ό Πατέρας, δντας άίδιος καί προαιώνιος, έχει «άεί» τόν Υίό, άίδιο καί προαιώνιο (βλ. καί Κατά αρ. Α' 27). "Ηλιος χωρίς τό σύγχρονο του φως δέν ύπάρχει καί πη¬γή χωρίς σύγχρονο νερό δέν ύπάρχει, δπως δέν ύπάρχει καί Θεός Πατέρας χωρίς άίδιο Υίό (Δ' 27 καί 29). 'Αλλιώς, πρέπει νά ζητή¬σουμε διάστημα, όπόταν ό Θεός δέν ήταν Πατέρας κι έγινε μετά. 'Αλλ' αύτό θά σήμαινε δτι μεσολάβησε τροπή, πού είναι άδιανόητη στόν Θεό:
«άεί Πατήρ καί ούκ έπιγέγονε τω Θεώ τό Πατήρ, ϊνα μή καί τρε- πτός είναι νομισθή» (Κατά άρ. Α' 28).
'Αντίθετα, δ,τι δέν προέρχεται μέ φυσική γέννηση, είναι «έξωθεν», δημιουργείται άπό τό μηδέν έν χρόνω, δηλαδή έχει φύση διαφορετι- «Τό ποίημα έξωθεν ( = ad extra) τοϋ ποιοϋντός έστιν... ό δέ Υιός ίδιον ( = ad intra) τής ούσίας γέννημα έστι. Διό καί τό μέν ποίημα ούκ άνάγκη άεί είναι* δτε γάρ βούλεται ό δημιουργός έργάζεται. Τό δέ γέννημα ού βουλήσει ύπόκειται, άλλά τής ούσίας έστίν ιδιό- της. Καί ποιητής μέν άν εΐη καί λέγοιτο κάν μήπω ή τά έργα• Πα¬τήρ δέ ούκ άν λεχθείη ούδ' άν εΐη, μή ύπάρχοντος υίοϋ» (Κατά άρ. Α' 29). «...ό Υίός μή έξωθεν, άλλ' έκ τοϋ Πατρός είναι φύσει γέν¬νημα ... δήλον δτι καί έξ αύτοϋ καί άεί έστι συνυπάρχων ό Λόγος τω Πατρί» (Α' 27).
Ή άρχή πού θέτει ό 'Αθανάσιος είναι άπλή, πειστική καί άποφα- σιστική: Αύτό πού είναι ή φύση τοϋ γεννώντος, αύτό είναι καί ή φύ¬ση τοϋ γεννωμένου. Καί ή διαφορά τών ρημάτων, τά όποια ή Γραφή χρησιμοποιεί, αύτό θέλει νά δείξει* όπως τό «γεννάν σημαντικόν έ¬στιν Υίοϋ», έτσι τό «ποιεΐν δηλωτικόν έστι τών έργων» (Κατά άρ. Β' 59). "Ετσι ό,τι είναι ό Πατέρας είναι, κατά τήν φύση, καί ό Υίός του. Αύτά ισχύουν καί στόν άνθρωπο γονέα, μόνο πού αύτός, δη¬μιουργημένος άπό τό μηδέν, έχει άρχή καί γι' αύτό έχει άρχή καί ό υίός του. 'Αντίθετα, ό Λόγος τοϋ Θεοϋ δέν έχει άρχή, διότι καί ό Θε¬ός Πατέρας δέν έχει άρχή. Έπίσης, διευκρινίζει, ό λόγος τοϋ άνθρώ¬που διαφέρει άπό τόν Λόγο τοϋ Πατέρα, διότι ό πρώτος είναι απλός λόγος προφορικός, δέν έχει ύπόσταση κι εξαντλείται, ένώ ό θεΐος Λόγος είναι φυσικός Υίός, ύπόσταση καί ΰπαρξη δηλαδή δρώσα καί ένεργοϋσα καί γι' αύτό είναι «αεί» μέ τόν πατέρα «ώς απαύγασμα φωτός»:
«όποιος γάρ άν ή ό γεννών, τοιοϋτον άνάγκη καί τό γέννημα είναι. Καί όποιος άν ή ό τοϋ Λόγου Πατήρ, τοιούτος άν εΐη καί ό Λόγος αύτοΰ. Ό μέν ούν άνθρωπος έν χρόνφ γεννώμενος, έν χρόνω καί αύτός γεννφ τό τέκνον. Καί έπειδή έκ τοϋ μή δντος γέγονε, διά τοΰ¬το καί ό λόγος αύτού πέπαυται καί ού μένει. Ό δέ Θεός ούχ ώς άνθρωπος έστι... διά τούτο καί ό Λόγος αύτοϋ ών έστι καί άιδίως έστί μετά τοϋ Πατρός ώς άπαύγασμα φωτός» (Κατά άρ. Β' 35).
Έξηγεΐ άκόμα ότι ή φυσική γέννηση δέν συνεπάγεται «πάθος» ή τροπή στόν Θεό, οΰτε τό γεννώμενο συνιστά «μέρος» τοΰ Θεοΰ (Κα¬τά άρ. Α' 29). Τό γεννάν είναι ιδιότητα τοΰ Πατέρα τόσο φυσική, ώστε άν έλειπε θά σήμαινε έλάττωμα τής ούσίας τοΰ Θεοΰ (Α' 29).
Είναι προφανές ότι ό 'Αθανάσιος άναζητεΐ τρόπους καί εικόνες τής φυσικής πραγματικότητας, γιά νά έξηγήσει δσο άκριβέστερα μπο¬ρεί τήν ζωή τής άγ. Τριάδας. Τελικά όμως έπισημαίνει γεγονότα, υ¬ποδεικνύει όψεις τής άλήθειας, χωρίς νά νομίζει δτι εισέρχεται στήν εσώτερη διαδικασία, χωρίς πράγματι νά έξηγεΐ δηλαδή τό πώς τής άλήθειας καί ειδικά εδώ τό «πώς γεννά ό Θεός». Ή έξήγησή του, ή θεολογία του, έγκειται στήν έπισήμανση τοΰ «γεννάν», στήν υπο¬γράμμιση τής σημασίας τοΰ «γεννάν» καί τών συνεπειών αύτοΰ γιά τήν σωτηρία τοϋ άνθρώπου. Περισσότερο δέν έπιτρέπεται οΰτε μπο¬ρεί ό άνθρωπος νά προχωρήσει (Κατά άρ. Β' 36). Πρέπει όμως νά παρατηρήσουμε ότι ή έπισήμανση του «φύσει» γεννάν είναι ήδη κά¬θοδος, είσοδος στήν άλήθεια κι έξήγηση μερική τής ζωής τής Τριά¬δας. Επομένως ή προτροπή του νά μή ζητάμε νά μάθουμε περισσό¬τερα, νά μή ζητάμε τό «πώς γεννά ό Θεός», έχει σχετική σημασία, πού όρίζεται άπό τήν δική του αίσθηση έπάρκειας τής γνωσθείσης άλήθειας καί άρα - έφόσον ό Αθανάσιος είναι μέτρο - άπό τις ά- νάγκες τής έποχής του.
Ή εισαγωγή καί θεμελίωση τής θεολογίας τής «φυσικής γεννήσε¬ως», ότι ό Υίός είναι φυσικός Υίός, είναι άπόλυτης σημασίας. Παρά τις έξηγήσεις τοϋ Αθανασίου οί άντίπαλοι παρεξηγούσαν τήν χρή¬ση στήν Γραφή τών ρημάτων γεννώ καί ποιώ γιά τόν Υίό. Καί μόνο μέ τήν βαθιά καί άποφασιστική τομή τής «κατά φύσιν» γεννήσεως, μόνο μέ τήν χαρισματική είσοδο στήν άλήθεια ότι ό Υίός εΐναι τοϋ Πατέρα «φυσικός» Υίός, τό θέμα λυνόταν όριστικά. Γι5 αύτό καί προ¬έτρεπε νά μήν πολυπραγμονοϋν γιά τήν έννοια τών ρημάτων, άρκεΐ νά όμολογοϋν «τό κατά φύσιν» (Κατά άρ. Β' 3),
Γιά τήν άλήθεια τής «φύσει» γεννήσεως έχει ό 'Αθανάσιος ένα ση¬μαντικό έρεισμα στήν ιστορία τής θεολογίας. Ό Θεόγνωστος, διευ¬θυντής τής άλεξανδρινής κατηχητικής σχολής μεταξύ 264 καί 281, έγραψε τό έξής πολυσήμαντο: «ούκ έξωθέν τις έστιν... ή τοϋ Υίοϋ ούσία ούδέ έκ μή όντων έπεισήχθη, άλλά έκ τής τοϋ Πατρός ούσίας έφυ, ώς τοϋ φωτός τό άπαύγασμα» (Περί Νικαίας 25,2). Τό «έφυ» τοϋτο τοϋ Θεογνώστου ταυτίζεται μέ τό «φύσει γέννησις» τοϋ 'Αθα¬νασίου, άλλά σέ σημεία, τά όποια γνώριζε ό Φώτιος (Μυριόβιβλον 106), ό Θεόγνωστος κατανοεί τόν Υίό σάν δημιούργημα καί οπωσ¬δήποτε δέν διανοείται ταυτότητα φύσεως στά δύο θεία πρόσωπα, ό¬πως πρώτος στήν ιστορία τής θεολογίας κάνει ό θεόπνευστος 'Αθανάσιος, πού γι' αύτό είναι καί Μέγας καί στϋλος τής 'Ορθο¬δοξίας.
γ. Ή φυσική γέννηση τον Υίοϋ προηγείται τής θείας βουλήσεως
Στήν προσπάθειά του ό 'Αθανάσιος νά άποχωρίσει τήν έν χρόνω δημιουργία άπό τήν φυσική γέννηση, διακρίνει δύο άρχές: τήν άρχή τοϋ «διαστήματος» (όπου έχουμε κίνηση κι έκταση χρονική στό διά¬στημα), κατά τήν όποία τά όντα κτίζονται άπό τό μηδέν, άρχίζουν καί τήν άρχή τής κατ' έξοχήν «οικονομίας», κατά τήν όποία έν χρόνω ένανθρωπίζει ό Υίός καί άρχίζει ή καινή κτίση.
Οί δύο αύτές άρχές είναι άποτέλεσμα τής θείας βουλήσεως καί προϋποθέτουν χρόνο:
«ταύτόν έστιν είπεΐν 'βουλήσει' καί 'ήν ποτε ότε ούκ ήν' ... βουλι,- σει λέγοντες χρόνους πρό Υίοϋ σημαΐνουσι• τών γάρ ποτε μή όν¬των προηγείται τό βουλεύεσθαι... εί προηγείται ή βουλή, πώς δι* αύτοϋ τά πάντα;» (Κατά άρ. Β' 61). «ή μέν βουλή καί ή πρόθεσις (= τοϋ μυστηρίου τής ένανθρωπήσεως) πρό τοϋ αιώνος ήτοιμάσθη, τό δέ έργον γέγονεν ότε ή χρεία άπήτησε καί έπεδήμησεν ό Σω- τήρ» (Κατά άρ. Β' 77).
Τό πρώτο χωρίο δείχνει άβάσιμον τόν περίφημο ελιγμό τών άρεια¬νών, πού, άντί τοΰ «ήν ποτε ότε ούκ ήν» ό Υίός, πρόβαλαν τό σχή¬μα: «θελήματι τοΰ Θεοΰ πρό χρόνων καί πρό αίώνων κτισθέντα» τόν Υίόν ('Αρείου, "Εκθεσις πίστεως... πρός Άλέξανδρον). Δέν δίστα¬σε μάλιστα ό "Αρειος νά γράψει καί τήν φράση «ό Υίός άχρόνως γεννηθείς» (αύτόθι). Ό 'Αθανάσιος κατάλαβε τόν έλιγμό καί σπεύ¬δει νά καταδείξει ότι ή βούληση (θέληση) συνεπάγεται χρόνο καί ό χρόνος βούληση. Είτε τήν άρχή τοϋ χρόνου θέσει κανείς είτε τήν άρ¬χή τής θείας βουλήσεως, καταλήγει στό ίδιο άποτέλεσμα, δηλαδή στά κτιστά όντα ή στήν θεία οικονομία. "Ετσι τό τελευταίο βήμα στήν θεολογία αύτή τοΰ 'Αθανασίου είναι ότι ή «φύσει» γέννηση προηγεί¬ται τής βουλήσεως:
«ύπεραναβέβηκε δέ τής βουλήσεως τό πεφυκέναι» (Κατά άρ. Β' 2). «ύπέρκειται καί προηγείται τοϋ βουλεύεσθαι τό κατά φύσιν» (Κατά άρ. Γ' 62).
"Αλλωστε ή βουλή τοΰ Θεοΰ Πατέρα είναι ό ΐδιος ό Υίός, πού γεν¬νάται «φύσει», δηλαδή στήν ίδια τήν θεία φύση καί άπό αύτήν καί άρα έξω άπό κάθε είδους προσδιοριστική άρχή:
ό Υίός «έστιν ή τοϋ Πατρός βουλή καί ένούσιος ένέργεια ... δεύτε- ρόν έστιν ... τό δημιουργεΐν τοϋ γεννάν τόν Θεόν. Τό μέν γάρ Υίός ίδιον καί άληθώς έκ τής μακαρίας έκείνης καί άεί ούσης ούσίας έστί' τά δέ έκ βουλήσεως αύτής έξωθεν συνιστάμενα γίνεται καί δημιουργείται διά τοϋ ιδίου καί έξ αύτής γεννήματος» (Β' 2). «τόν δέ ίδιον Λόγον έξ αύτοΰ φύσει γεννώμενον ού προβουλεύεται» (Γ' 61).
Ή θεία βούληση δέν μπορεί νά προηγείται τής γεννήσεως τοΰ Λό¬γου, διότι τότε πώς θά έλεγε ό ευαγγελιστής 'Ιωάννης ότι «πάντα δι' αύτοΰ έγένετο» (1,3); "Αν δεχτοΰμε ότι «βουλήσει» γεννήθηκε ό Λό¬γος, τότε θά πρέπει νά ζητήσουμε καί άλλον Λόγο, άπό τόν όποΐο προήλθε καί αύτός, μέ τόν όποΐο δημιούργησε ό Θεός τόν κόσμο (Γ' 60). Τήν διαφορά μεταξύ γεννήσεως τοΰ Υίοΰ καί τής δημιουργίας τοϋ κόσμου παριστάνει ό 'Αθανάσιος μέ τήν διαφορά μεταξύ τοϋ υίοΰ πού ό άνθρωπος γεννά φυσικώς έσωθεν, άπό τήν ούσία του, καί τής οικίας, πού ό ίδιος κατασκευάζει μέ ύλικά έξωθεν τής ούσίας του καί μέ τήν βούλησή του, πού έκδηλώνεται έν χρόνω (Γ' 62). Κάνει μάλιστα ό 'Αθανάσιος μιά λεπτότατη καί άποκαλυπτική έρμηνευτι¬κή παρατήρηση στά βιβλικά κείμενα, πού άναφέρονται στόν Λόγο τοΰ Θεοΰ. Αύτά, όταν πρόκειται γιά τήν οικονομία τής ένανθρωπή¬σεως τοΰ Λόγου, προσθέτουν φράση ένδεικτική τής κινήσεως, τοΰ σκοποΰ, τής αιτίας, τοΰ χώρου, όπως: «ό Λόγος σάρξ έγένετο» καί «έσκήνωσεν έν ήμΐν» (Ίω. 1,14). Έδώ έχουμε «διαστηματικήν άρ- χήν»: κάτι κάπου κάποτε αρχίζει νά γίνεται. "Οταν πρόκειται νά δη¬λωθεί μόνο ή Θεότητα τοΰ Λόγου, τότε λέγεται άπλώς: «έν άρχή ήν ό Λόγος καί ό Λόγος ήν πρός τόν Θεόν καί Θεός ήν ό Λόγος» (Ίω. 1,1), χωρίς τά στοιχεία τοΰ χρόνου (διαστήματος) ή τής αιτίας. "Ε¬τσι μόνο κατανοεί καί τό περίφημο χωρίο «Κύριος έκτισέ με άρχήν όδών αύτοΰ εις έργα αύτοΰ» (Παροιμ. 8,22), πού έγινε τό μέγα έρει¬σμα τών άρειανών, γιά νά στηρίξουν τήν ιδέα ότι ό Υίός είναι κτί¬σμα. Έδώ τό «έκτισε» δέν σημαίνει «τήν άρχήν τοΰ είναι, άλλά τήν ένανθρώπησιν», τήν «οίκονομίαν» πρός «άνανέωσιν» τών έργων, τά όποΐα προστίθενται στό χωρίο ώς αιτία τής οικονομίας. 'Έχουμε, λοι¬πόν, τήν άρχή τής θείας οικονομίας, πού συνδέεται μέ τόν χρόνο, καί όχι τήν γέννηση τοΰ Υίοΰ, στήν όποία δταν άναφέρονται τά βι¬βλικά κείμενα δέν προσθέτουν αιτία, δπως π.χ. στά χωρία: «έγώ ει¬μί ή αλήθεια» (Ίω. 8,12) καί «έγώ καίό Πατήρ έν έσμεν» (Ίω. 10,30). (Βλ. Κατά άρ. Β' 53-54, 57-58).
Μέ τήν θεολογία τής «φυσικής γεννήσεως» ό 'Αθανάσιος θεμελιώνει γιά πρώτη φορά στήν Έκκλησία α) τήν άιδιότητα τοΰ Υίοΰ καί Λό¬γου τοΰ Θεοΰ, β) τήν ταυτότητα φύσεως Πατέρα καί Υίοΰ καί γ) τήν άπόλυτη διαφορά μεταξύ άτρεπτης φύσεως Υίοΰ καί τρεπτής φύσε¬ως τών δημιουργημάτων. Αύτονόητο δτι ξεπερνά όριστικά την ώρι¬γενιστική θεολογία, πού κατανοούσε τήν άιδιότητα τοΰ Λόγου κυρίως μέ τήν άντίληψη δτι ό Πατέρας γεννά - δημιουργεί αιωνίως- διαρ¬κώς, καί μέ τόν έπικίνδυνο συνδυασμό (ή ταύτιση) γεννήσεως τοΰ Υίοΰ καί δημιουργίας τοΰ κόσμου. Ό συνδυασμός αύτός ήταν ακό¬μη πιό έπικίνδυνος, διότι ό Ώριγένης, γιά ν' άποφύγει τόν γνωστικι- σμό, δέν ήθελε τόν Υίό γεννώμενο άπό τήν ούσία τοΰ Πατέρα. "Ενα βήμα περισσότερο καί φθάσαμε στόν "Αρειο, πού δίδαξε δτι ό Υίός «άρχήν τοΰ κτίζεσθαι» είχε (Κατά άρ. Α' 5), γιατί έτσι διαφύλαττε στόν Θεό τό άγέννητο (Γραφή) καί τό πρώτο κινοΰν άναρχο (Αρι¬στοτέλης). Στήν Παράδοση φυσικά, τήν κοινή πίστη, ύπήρχε, ύπο- γραμμίζει ό 'Αθανάσιος, τό δτι «έξ άρχής... ό Θεός Υίόν τόν Λόγον, τήν σοφίαν... έχει- καί ταΰτά έστιν αύτοΰ είκών καί άπαύγασμα» (Κα¬τά άρ. Β' 34). Γιατί δμως τό «έξ άρχής» σημαίνει άεί, γιατί ό Υίός είναι άεί καί όμοιος στήν ούσία μέ τόν Πατέρα καί γιατί δέν είναι κτίσμα άποτελοΰν τό έργο τής άθανασιανής θεολογίας.
δ. Τό όμοούσιον
Ό Μ. 'Αθανάσιος άργησε νά χρησιμοποιήσει τόν δρο όμοούσιος, πού έγινε θεμέλιος λίθος τής τριαδολογίας καί κριτήριο τής ορθοδο¬ξίας. Ειδικότερα, ύποστηρίζουν ότι δέν χρησιμοποίησε μέχρι τό 350 περίπου τήν όρολογία τής Α' Οίκουμ. Συνόδου τής Νίκαιας (325). Άλλά ή Νίκαια πρόβαλε γιά τήν ούσιαστική σχέση Υίοΰ καί Πατέ¬ρα τούς έξής δύο ταυτόσημους όρους: «έκ τής ούσίας τοΰ Πατρός» καί «όμοούσιος». Ό Αθανάσιος άναφέρει τόν πρώτο πολύ συχνά καί τόν δεύτερο άπαξ (Κατά άρ. Α' 9). Επομένως άκολουθεΐ τήν άποφασιστική όρολογία τής Νίκαιας, μόνο πού προτιμά τόν περι¬φραστικό όρο. Καί αύτό γιατί ό όρος «έκ τής ούσίας τοΰ Πατρός» συνδέεται άμεσα μέ τό κλίμα τής έποχής, μέ τήν διαμάχη γύρω άπό τόν άρειανισμό καί τόν προσωπικό του άγώνα. Τό «όμοούσιος» προ¬τάθηκε όρθά στήν Νίκαια (κι έγινε δεκτό άπό τόν Κωνσταντίνο, μέ τήν προτροπή ίσως τοΰ Όσίου Κορδούης) κι έπεκράτησε όριστικά (ώς μονολεκτικός καί άκριβέστερος όρος), άλλά δέν ήταν θεολογι¬κό κλειδί στίς άρχικές συζητήσεις τών όρθοδόξων καί τών άρεια¬νών, οί όποιοι μάλιστα τόν άπέρριπταν καί ώς μή βιβλικό.
Οί άρχικές άπαντήσεις (καί φράσεις) πού οί όρθόδοξοι έδιναν στούς άρειανούς καταχωρίζονται στίς δύο Επιστολές, πού κυκλοφόρησαν μέ τό όνομα τοΰ Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, ώς προτάσεις άπορ- ριπτόμενες άπό τούς άρειανούς. Οί ορθόδοξες θέσεις πού μάς ένδια- φέρουν είναι κυρίως δτι ό Λόγος ή ό Υίός είναι «όμοιος κατ' ούσίαν τω Πατρί», δτι εΐναι «άληθινός καί φύσει τοΰ Πατρός Λόγος» (καί Υίός), δτι έχει «φυσικήν υίότητα», δτι είναι «γνήσιος» (άληθινός) Υίός, δτι είναι άπαράλλακτη εικόνα τής ούσίας ή φύσεως τοΰ Πατέρα, δτι είναι άτρεπτος κ.ά. Πρόκειται γιά θεματική καί όρολογία πού συνε¬χίζεται καί μάλιστα άναπτύσσεται θεολογικά γιά πρώτη φορά στά έργα τοΰ Αθανασίου. Αύτός είναι ό λόγος πού μάς κάνει νά πιστεύ¬ουμε δτι ό Αθανάσιος άναμίχτηκε γρήγορα στίς θεολογικές συζη¬τήσεις πού προκάλεσε ό "Αρειος καί δτι ή Β' Έπιστολή τοΰ Αλε¬ξάνδρου συντάχτηκε κυρίως άπό τόν Αθανάσιο. Ό μόνος κρίσιμος δρος τών έργων τοΰ Αθανασίου, πού δέν βρίσκουμε αυτούσιο στήν 'Επιστολή, είναι τό «ίδιον», δτι ό Υίός δηλαδή είναι τής φύσεως τοΰ Πατέρα, είναι άπό τήν ίδια φύση, άνήκει στήν ίδια φύση («ίδιος τής ούσίας τοΰ Πατρός») (Κατά άρ. Α' 9). Στήν Έπιστολή χρησιμοποιεί¬ται ή πολύ γνωστή στούς λόγους Κατά άρειανών λέξη «ιδιότητα» καί «ιδιότροπος» γιά νά δηλώσει τό ίδιο θέμα. Στούς λόγους του Κατά έλλήνων (π.χ. 40) καί Περί ένανθρωπήσεως (π.χ. 20 καί 55), τής έ¬ποχής πρό τοΰ 325, χρησιμοποιεί έπίσης ώς δρους κλειδιά γιά τήν θεότητα τοΰ Υίοΰ τά έπίθετα «μονογενής», «άληθινός» καί «ίδιος». Είναι χαρακτηριστικό δτι τό «μονογενής άληθινός» τής Επιστολής καί τοΰ Περί ένανθρωπήσεως γίνεται στούς Κατά άρειανών «Υίός άληθινός φύσει» (Α' 9) ή «φύσει μονογενής» (Β' 9). "Εχουμε δηλα¬δή έξέλιξη καί άνάπτυξη τής ορολογίας, ιδιαίτερα έδώ πού θέλει νά δείξει τήν «κατά φύσιν» ένότητα Υίοΰ καί Πατέρα.
Οί παραπάνω λέξεις-κλειδιά «Ιδιος», «άληθινός», «έκ τής ούσίας τοϋ Πατρός», «φύσει Υίός» ή «φύσει γέννημα» αποτελούν θετική έκ¬φραση, δηλώνουν αύτό πού είναι ό Υίός πρός τόν Πατέρα. Ό όρος όμοούσιος είναι ή συνέπεια τών παραπάνω, προκύπτει άβίαστα άπό αύτό πού δηλώνουν οί παραπάνω λέξεις. Καί ήταν πολύ φυσικό γιά τόν 'Αθανάσιο νά χρησιμοποιήσει μετά τό 341 τό όμοούσιος ώς ά- ποκλειστικό όρο, διότι τότε παρουσιάστηκαν έπίσημα (π.χ. στήν σύ¬νοδο τών Εγκαινίων) ήμιαρειανοί ή μετριοπαθείς άρειανοί (οί όμοιοι καί δή οί όμοιουσιανοί). Αύτοί υιοθετούσαν πολλούς κρίσιμους άθα- νασιανούς όρους - μαζί καί τόν «έκ τής ούσίας τού Πατρός» - μέ δική τους κατανόηση, γεγονός πού δημιουργούσε σύγχυση, τήν ό¬ποία ό 'Αθανάσιος ήθελε νά άποφύγει.
ε. Διάκριση αληθείας καί ορολογίας
'Από τό 355 καί μετά, δταν πολλοί μετριοπαθείς άρειανοί πλησία¬ζαν μέ ειλικρίνεια τούς δρθοδόξους, τό όμοούσιος γινόταν έμπόδιο γιά τήν τελική τους ένσωμάτωση στήν Έκκλησία. Αύτοί έζησαν ό- λόκληρες δεκαετίες στό άντιομοουσιανικό κλίμα καί ύποπτεύονταν ή άποστρέφονταν άκόμα καί συναισθηματικά τόν δρο τούτο. Τό πρό¬βλημα άντιμετώπισε ό 'Αθανάσιος μέ συνετή συγκατάβαση, προτεί¬νοντας, άπό τό 362 καί μετά, τήν χρήση τών δρων «φύσει γέννημα», «άληθώς φύσει Υίός» καί «έκ τής ούσίας τού Πατρός» (βλ. Περί τών έν Άριμίνω καί Σελεύκεια συνόδων [41] καί Πρός τούς έν 'Αφρική [9]) άντί τοΰ όμοούσιος. Τό γεγονός είναι πολυσήμαντο, διότι έμφα- νίζει τόν 'Αθανάσιο άναπτυσσόμενο θεολογικά καί μετά τά 65 του χρόνια καί τόν άποδεικνύει ικανό νά διακρίνει μέ σαφήνεια όρολο¬γία καί άλήθεια, άφοΰ ήδη άπό παλαιότερα δίδασκε δτι τίς λέξεις- δρους ορίζουν τά πράγματα καί δχι.τό άντίθετο:
«ού γάρ αί λέξεις τήν φύσιν παραιροΰνται, άλλά μάλλον ή φύσις τάς λέξεις είς έαυτήν έλκουσα μεταβάλλει. Καί γάρ ού πρότεραι τών ούσιών αί λέξεις, άλλ' αί ούσίαι πρώται καί δεύτεραι τούτων αί λέξεις» (Κατά άρ. Β' 3).
Στήν περίπτωση αύτή δέν ύποδουλώνεται ό θεολόγος στούς δρους, άλλά, δπως κατά τόν Γρηγόριο Θεολόγο έκανε ό 'Αθανάσιος, προ¬χωρεί σέ άλλες έκφράσεις, δταν έχει άσφαλή τήν άλήθεια (τό πρά¬γμα). Τότε ό 'Αθανάσιος μπόρεσε νά χρησιμοποιήσει γιά τήν άλή¬θεια καί άλλους δρους:
«προσκαλεσάμενος άμφότερα τά μέρη... καί τόν νοΰν τών λεγο¬μένων έξετάσας, έπειδή συμφωνοΰντας εύρε καί ούδέν διεστώτας κατά τόν λόγον, τά όνόματα συγχωρήσας συνδεΐ τοις πράγμασι»
in
(Γρηγορίου Θεολόγου, Εις Άθανάσιον, Λόγος ΚΑ' 25: PG 35, 1125Β).
Πρέπει άκόμη νά σημειώσουμε ότι οί άρχικοί θεολογικοί δροι του 'Αθανασίου, δπως «φύσει Υίός», «άληθινός Υίός», τούς οποίους όρ¬θά είχε άφήσει χάριν του όμοούσιος, έρχονταν τώρα στήν έπικαιρό- τητα καί λειτουργούσαν ώς γέφυρες ένσωματώσεως τών ήμιαρειανών στήν Έκκλησία. Ή τακτική βέβαια τοϋ 'Αθανασίου δέν άποτελοϋ- σε έγκατάλειψη τοϋ όμοουσίου, άλλά μόνο παραχώρηση καί μόνο γιά δσους είχαν έπιφανειακούς ένδοιασμούς γιά τήν άποδοχή τοϋ ό¬ρου αύτοΰ.

ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ


α. Σύναψη Θεοϋ καί άνθρώπου

Ή χριστολογία τοΰ 'Αθανασίου καί τής Έκκλησίας είναι άπόλυ- τα σωτηριολογική. Δέν θά έκανε χριστολογία, έάν δέν έπρεπε νά δεί¬ξει, δσο γινόταν άκριβέστερα, πώς μέ τό μυστήριο τοΰ Χριστοΰ σώ¬ζεται πράγματι ό άνθρωπος. Τό ίδιο, δέν θά έκανε τριαδολογία, έάν δέν έπρεπε νά δείξει δτι μόνο ώς άληθινός Θεός ό Υίός μποροΰσε νά άναλάβει τό έργο τής σωτηρίας. Στήν σωτηριολογική του χριστο¬λογία ό 'Αθανάσιος άποδεικνύει θαυμαστό καί στέρεο ρεαλισμό. Ή σκέψη του έδώ έχει τόν χαρακτήρα συνεπούς καταγραφής καί άπο- κρυπτογραφήσεως τοΰ σωτηριώδους έργου τοϋ Χριστοΰ. Καταγρά¬φει δ,τι βιώνει στήν Παράδοση καί άποκρυπτογραφεΐ δσο τόν φωτίζει τό άγιο Πνεΰμα.

Ή σωτηρία ή θέωση τοΰ άνθρώπου πραγματώνεται μόνο έφόσον ύπάρξει «σύναψις» ή «συγγένεια» τοΰ Υίοΰ τοΰ Θεοϋ καί τοΰ κτιστοΰ. Ό Υίός άνήταν κτιστός, όμότιμος δηλαδή τοΰ κτιστοΰ, δέν θά μπο¬ροΰσε νά θεώσει τό κτιστό, νά τοΰ προσφέρει κάτι πού δέν έχει, νά τό «συνάψει» μέ τόν Θεό. Γι' αύτό καί μόνο ό φυσικός (Θεός) Υίός τοΰ Θεοΰ μπορεί νά συνάψει στόν εαυτό του τόν φυσικό (κτιστό) άνθρωπο:
«εί κτίσμα ήν ό Υίός, έμενεν ό άνθρωπος ούδέν ήττον θνητός, μή συναπτόμενος τω Θεώ. Ού γάρ κτίσμα συνήπτε τά κτίσματα τω Θεφ, ζητούν καί αύτό τόν συνάπτοντα* ούδέ τό μέρος τής κτίσεως σωτηρία τής κτίσεως άν είη, δεόμενον καί αύτό σωτηρίας... κατά τήν συγγένειαν τής σαρκός ήλευθερώθημεν καί λοιπόν συνήφθη- μεν καί ημείς τω Λόγω» (Κατά άρ. Β' 69). «ούκ άν έθεοποιήθη ό άνθρωπος, εί μή φύσει έκ τού Πατρός καί . άληθινός καί ίδιος αύτοΰ ή ν ό Λόγος ό γενόμενος σάρξ. Διά τοΰτο γάρ τοιαύτη γέγονεν ή συναφή, ίνα τφ κατά φύσιν τής θεότητος συνάψη τόν φύσει άνθρωπον καί βεβαία γένηται ή σωτηρία καί ή θεοποίησις αύτοΰ» (Β' 70).
β. "Επρεπε νά πεθάνει ό θάνατος. Άφθαρτοποίηση τοϋ σώματος
Γιά νά έπιτευχτεΐ σύναψη Θεοΰ και άνθρώπου, έπρεπε ή ένανθρώ- πηση νά είναι πραγματική, δχι δοκητική ή φανταστική. 'Αλλιώς καί ή σωτηρία θά ήταν μή πραγματική, άπλή φαντασία:
«εί γάρ θέσει ήν έν τφ σώματι ό Λόγος, κατ' έκείνους, τό δέ θέσει λεγόμενον φαντασία έστί, δοκήσει εύρίσκεται καί ή σωτηρία καί ή άνάστασις» (Πρός Έπίκτητον 7).
Τό γεγονός τής σωτηρίας δμως προϋποθέτει τόν θάνατο, τήν ά¬ναίρεση, τό τέλος τής μεταπτωτικής θνησιμότητας, δηλ. τό τέλος τοΰ θανάτου στόν άνθρωπο. Αύτό μπορούσε νά γίνει μόνο στό πρό¬σωπο τοΰ Υίοΰ καί Λόγου τοΰ Θεοΰ. 'Αλλ' έπειδή ό Λόγος ώς άθά- νατος δέν μποροΰσε νά πεθάνει, προσέλαβε κάτι, δηλ. τόν άνθρωπο, στό σώμα τοϋ όποιου -ώς άνθρώπινο σώμα- θά πέθαινε.
Γιά νά έπιτευχτεΐ ό θάνατος τής φθοράς καί νά μή στρέφεται ό άν¬θρωπος στά μή δντα, δπως μέ φιλοσοφική γλώσσα έξηγοΰσε ό 'Α¬θανάσιος τόν πνευματικό θάνατο, τό σώμα πού ό Λόγος θά δεχόταν έπρεπε νά ήταν πραγματικό, γιά νά είναι σ' αύτό πραγματικός καί ό θάνατος δλων τών θνητών. Καί παράλληλα έπρεπε τό σώμα νά ά- ναδεικνυόταν, νά άπέβαινε, πραγματικά άφθαρτο ώς προϋπόθεση καί άπόδειξη τής άφθαρσίας ή αθανασίας ή θεώσεως τών άνθρώπων. Ή άφθαρσία τοΰ άνθρώπινου σώματος έπιτεύχτηκε μέ τήν κατοί¬κηση σ' αύτό τοΰ Λόγου ή άλλιώς μέ τήν πρόσληψη ή άφθαρτοποίη- ση τοΰ σώματος άπό τόν Λόγο. Τό γεγονός έξασφάλισε τήν δυνα¬τότητα άφθαρτοποιήσεως δλων τών άνθρώπινων σωμάτων, έφόσον μετέχουμε στό σώμα τοΰ Λόγου καί δχι σέ κάποιο κοινό άνθρώπινο σώμα (Πρός Μάξιμον 2 καί Κατά άρ. Γ' 34):
«Συνιδών γάρ ό Λόγος, δτι άλλως ούκ άν λυθείη τών άνθρώπων ή φθορά, εί μή διά τοϋ πάντως άποθανεΐν (ούχ οίόν τε δέ ήν τόν Λόγον άποθανεΐν, άθάνατον δντα καί τοϋ Πατρός Υίόν), τούτου ένεκεν τό δυνάμενον άποθανεΐν έαυτφ λαμβάνει σώμα, ΐνα τοΰτο τοϋ έπί πάντων Λόγου μεταλαβόν, άντί πάντων ίκανόν γένηται τω θανάτφ καί διά τόν ένοικήσαντα Λόγον άφθαρτον διαμείνη καί λοι¬πόν άπό πάντων ή φθορά παύσηται τή τής άναστάσεως χάριτι» (Πε¬ρί ένανθρωπήσεως 9. Βλ. καί 20).
«Τό μέν ούν σώμα ( = τοΰ Λόγου), ώς καί αύτό κοινήν έχον τοις πάσι τήν ούσίαν (σώμα γάρ ήν άνθρώπινον, εί καί καινοτέρφ θαύ- ματι συνέστη έκ Παρθένου μόνης), δμως θνητόν όν, κατά άκολου- θίαν τών όμοιων καί άπέθνησκε. Τή δέ τοΰ Λόγου εις αύτό έπιβάσει ούκέτι κατά τήν 'ιδίαν φύσιν έφθείρετο, άλλά διά τόν ένοικήσαντα τοΰ Θεού Λόγον έκτός έγίνετο φθοράς. Καί συνέβαινεν άμφότερα έν ταύτφ γενέσθαι παραδόξως• δτι τε ό πάντων θάνατος έν τφ κυ- ριακφ σώματι έπληροϋτο καί ό θάνατος καί ή φθορά διά τόν συ- νόντα Λόγον έξηφανίζετο. Θανάτου γάρ ήν χρεία καί θάνατον υπέρ πάντων έδει γενέσθαι, ϊνα τό παρά πάντων όφειλόμενον γένηται» (αύτόθι 20).
«ει καί άπέθανε ( = τό σώμα τοϋ Χριστού) διά τό ύπέρ πάντων λύ- τρον, άλλ' ούκ οΐδε φθοράν. Όλόκληρον γάρ άνέστη, έπεί μηδέ άλλου τινός άλλ' αύτής τής ζωής ήν τό σώμα» (αύτόθι 21).
γ. Τό θεολογεΐν
Οί άρειανοί επέμεναν στήν άρχή δτι δέν μπορεί νά ύπάρχουν δύο άγένητα καί άρα δύο άίδια (Πατήρ και Υίός), διότι λογικά τό τέκνο δέν ύπάρχει πρίν γεννηθεί καί διότι ό Θεός δέν θά μπορούσε νά δη¬μιουργήσει τόν κόσμο χωρίς ένδιάμεσο δν, χωρίς «υποκείμενη ΰλη», δηλ. χωρίς τόν Υίό (Κατά άρ. Α' 22-23). Πρόκειται γιά λαϊκοφιλο- σοφική θεώρηση μέ τις έξής έπιπτώσεις στήν μέθοδο τοϋ θεολογεΐν: α) 'Απομονώνει άπό τό μυστήριο τής Τριάδας τόν άγένητο Πατέρα, πού μένει μόνος άληθινός Θεός, μόνος άκατάληπτος, μόνος άτρε- πτος, μόνος άκίνητος. Ή διαχωριστική γραμμή μεταξύ θείου καί κτι¬στοΰ σύρεται μεταξύ Θεοϋ Πατέρα καί δλων τών άλλων, δηλαδή Υίοϋ, Πνεύματος, κόσμου- καί δχι μεταξύ Τριάδας (Πατήρ, Υίός, Πνεΰμα) καί δημιουργίας της. β) Μεθοδολογικά τήν άπομόνωση τοϋ Θεοϋ Πατέρα επιτυγχάνει εισάγοντας τήν κατηγορία τοΰ χρόνου στήν γέννηση τοΰ Υίοΰ. Ό χρόνος είναι τό άποφασιστικό σημείο, άφοΰ δ,τι είναι πάνω άπό αύτόν είναι άναρχο καί άγνωστο- δ,τι άρχίζει μέ αύτόν είναι κτιστό καί γνωστό, γ) Ό μόνος άληθινός καί άναρ¬χος Θεός τελικά μένει στόν κόσμο άγνωστος, άφοΰ καί ό Λόγος, όντας κτίσμα, δέν τόν γνωρίζει τέλεια (Κατά άρ. Α' 6). Επομένως ό άρειανισμός είχε είδος αγνωστικισμού, πού κρατοϋσε τόν κυρίως Θεό σέ άπόσταση άπό τήν δημιουργία του. Δέν ήταν ό ίδιος πού έπι- κοινωνοϋσε μέ τόν κόσμο, άλλά ένα ένδιάμεσο δν, ό Υίός του, πού δμως ήταν τό πρώτο κτίσμα του, μέ τό όποΐο έκτισε τόν λοιπό κό¬σμο. 'Αντίθετα πάλι, ό νεοαρειανισμός μέ τόν Εύνόμιο ισχυριζόταν δτι γνώριζε άπόλυτα καί αύτήν τήν ούσία τοΰ Θεοϋ, έπειδή ταύτιζε τά γνωστά θεία ιδιώματα μέ τήν άγνωστη θεία ούσία.
Ό 'Αθανάσιος κατάλαβε δτι ό άρειανισμός άποτελοϋσε τό δλως άλλο άπό τήν άλήθεια τής Έκκλησίας καί τό φρόνημά της καί δτι οί έσφαλμένες ριζικές του τομές στήν άλήθεια συνιστούσαν πρόκλη¬ση. Θά έμπαινε στήν δοκιμασία ό 'Αθανάσιος; Θά άπαντοΰσε στόν άγνωστικισμό μέ γνώση, δηλ. μέ τήν έμπειρία τής άλήθειας; Αύτό ήταν τό πρόβλημα τοΰ 'Αθανασίου, πού προχώρησε θετικά, διότι οί συνέπειες ήταν σωτήριο λογικές. Προσπάθησε, λοιπόν, νά γνωρίσει καί νά έκφράσει τήν άλήθεια, πού άγνοοΰσε καί παρεξηγούσε ό Ά- ρειος. 'Αρχίζοντας τό συγγραφικό του έργο, θέλει ν' άποδείξει δτι τό μυστήριο τοΰ Χριστοΰ δέν είναι «άλογον» (Κατά έλλήνων 1), έχει άκολουθία λογική, τήν όποία μπορούμε καί οφείλουμε νά γνωρίσου¬με. Γιά τόν σκοπό του χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο, τήν Πα¬ράδοση τής Έκκλησίας, τήν Γραφή καί τήν θύραθεν παιδεία. Στήν τελευταία δέν φαίνεται νά είχε κάνει σπουδές ειδικές, άλλά τήν γνώ¬ριζε καλά τουλάχιστον στό έργο τοΰ Πλάτωνα, τόν όποιο τιμά Ιδιαί¬τερα καί τοΰ όποιου στοιχεία χρησιμοποιεί, δταν π.χ. προσπαθεί νά δείξει τήν σχέση Πατέρα καί Υίοΰ ή δταν μιλάει γιά τόν Θεό γενικά, τόν κόσμο καί τόν άνθρωπο. Άλλά καί τήν είδωλολατρικότητα τής φιλοσοφίας καί δή τής πλατωνικής τήν δείχνει μέ δρους πλατωνι¬κούς. Παρά ταΰτα δέν όργανώνει μέ φιλοσοφική μεθολογία τήν επι-χειρηματολογία του, δέν έχει άφηρημένη (speculative) συλλογιστική. Ή σκέψη του άντίθετα είναι κυρίως βιβλική, έντυπωσιακά άπλή καί βαθύτατα θεολογική. "Εχει συνείδηση δτι, γιά νά φθάσει στήν ζητού¬μενη δψη τής άλήθειας, χρειάζεται τό δλο φρόνημα τής Έκκλησίας (Γραφή καί Παράδοση) καί τόν φωτισμό τοΰ Πνεύματος. Έκεΐ δέν τόν όδηγεΐ σέ καμμία περίπτωση ή φιλοσοφούσα σκέψη, πού δέν μπό¬ρεσε οΰτε «έννοιαν λαβείν Θεοΰ» (Περί ένανθρωπήσεως 11. Βλ. καί Κατά έλλήνων 47). Ή Γραφή είναι στόν Αθανάσιο «αυτάρκης» γιά νά δείξει τήν άλήθεια. "Οταν δμως έμφανίζονται κακοδοξίες πού προσβάλλουν τήν ίδια τήν άλήθεια, γίνεται άναγκαΐος ό φωτισμός τοΰ Πνεύματος, μολονότι φυσικά ή Γραφή διατηρεί τόν καθοριστι¬κό ρόλο πυξίδας, δπως άλλωστε καί οί «θεόπνευστοι» διδάσκαλοι τής Έκκλησίας, ή Παράδοση. Ό φωτισμός είναι άπόλυτη συνάρ¬τηση τής μετοχής τοΰ άνθρώπου στόν Χριστό καί στό Πνεΰμα καί βασίζεται στήν άνανέωση τής θείας εικόνας μέσα στόν άνθρωπο. Ή έμπειρία τής άλήθειας είναι ό κατοπτρισμός τής εικόνας τοΰ Λόγου στό άναζωογονημένο κατ' εικόνα πού υπάρχει στόν άνθρωπο. Έ¬πειδή δμως ό Λόγος είναι «είκών άπαράλλακτος» τοΰ Πατέρα, θε-ωρώντας έντός του ό άνθρωπος τήν εικόνα τοΰ Λόγου, θεωρεί καί τόν Πατέρα. Γι' αύτό κι έπιμένει ό Αθανάσιος δτι τόν Πατέρα «έ- δώρησε», δίδαξε, τελικά στόν άνθρωπο ό Υίός• δέν μπορούμε νά γνω¬ρίσουμε τόν Πατέρα μέσω τής φύσεως ή τής φιλοσοφίας. "Ο,τι άφορα στήν θεολογία, στήν ζωή τής Τριάδας καί τό έργο τής θείας οικονο¬μίας, τό γνωρίζουμε μόνο καθόσον ή Τριάδα μάς παρέχεται ή ίδια νά μετάσχουμε είς αύτήν, δσο οί ένέργειές της έκτείνονται σέ μάς, δσο δηλ, άποκαλύπτεται σέ μάς. Τό γεγονός, λοιπόν, δτι ό Θεός εί¬ναι Πατέρας πού έχει όμοούσιο Υίό, τό γεγονός δτι ό Υίός γεννάται φύσει (γι' αύτό καί όμοούσιος) καί δχι ώς δημιούργημα έν χρόνω, τό γεγονός δτι ό Υίός ένανθρωπίζοντας προσλαμβάνει όλόκληρο τόν άνθρωπο καί άνανεώνει τό κατ' εικόνα σ' αύτόν, άποτελοΰν χώρο άπροσπέλαστο γιά τόν άνθρώπινο νοΰ, είναι ή θεία άλήθεια καθεαυ¬τή. Καί δέν μπορεί κανείς άφ' έαυτοΰ, μέ τίς άνθρώπινες δυνάμεις του, νά εισέλθει στήν θεία άλήθεια, έάν δέν τόν βοηθήσει ό ίδιος ό Θεός, άν δέν του άποκαλυφτεΐ, άν ό Θεός δέν φωτίσει τόν θεολόγο νά βιώσει κι έτσι νά καταλάβει τήν διαδικασία τοϋ μυστηρίου. Μέ τά όλίγα αύτά γίνεται φανερό ότι ό 'Αθανάσιος πέτυχε νά δείξει τήν ένότητα φύσεως Πατέρα, Υίοϋ καί Πνεύματος πού διασπούσε ό Ά- ρειος, νά άποκλείσει τόν χρόνο άπό ό,τι συμβαίνει στήν ζωή τής Τριά¬δας καί νά καταρρίψει τόν άγνωστικισμό μέ τήν γνώση τής άλήθειας, πού είναι άποτέλεσμα έμπειρίας καί θείου φωτισμού.
«Αύτάρκεις μέν γάρ είσίν αί άγιαι καί θεόπνευστοι Γραφαί πρός τήν τής άληθείας άπαγγελίαν... άναγκαΐόν έστι, ά παρ' έκείνων ( = τών διδασκάλων τής Έκκλησίας) έμάθομεν ταϋτα καί άπαγ- γέλλειν καί γράφειν σοι... ίνα μήτε εύτελή τις τήν τοϋ καθ' ήμάς λόγου διδασκαλίαν ήγήσηται, μήτε άλογον τήν εις Χριστόν πίστιν όπολάβη» (Κατά έλλήνων 1),
Οί Γραφές «διά θεολόγων άνδρών παρά Θεοϋ έλαλήθησαν καί έ- γράφησαν ήμεΐς δέ παρά τών αύταΐς έντυγχανόντων θεοπνεύστων διδασκάλων, οΐ καί μάρτυρες τής Χριστοΰ θεότητος γεγόνασι, μα¬θό ντες μεταδίδομεν» (Περί ένανθρωπήσεως 56). "Οταν «τό κατ' εικόνα καθαρόν ( = ό άνθρωπος) φυλάττη, εΐκό- τως, διαλαμπρυνθέντος τούτου, ώς έν κατόπτρφ θεωρεί τήν εικό¬να τοϋ Πατρός, τόν Λόγον, καί έν αύτώ τόν Πατέρα, ού και έστιν είκών ό Σωτήρ, λογίζεται» (Κατά έλλήνων 34). «τό Πατήρ παρά τού Κυρίου ημών έγνώσθη καί κεχάρισται» (Κα¬τά άρ. Α' 34).
«χάρισμα δέδωκεν ήμΐν ό Λόγος, ώστε μή έκ τών φαινομένων ά- πατάσθαι, άλλά καί μάλλον, κάν ταϋτα κεκαλυμμένα τυγχάνη ( = όψεις ή ζητήματα τής άλήθειας) διακρίνειν τή τοϋ Πνεύματος χάριτι» (Πρός έπισκόπους Αιγύπτου καί Λιβύης 1). «ά γάρ άγνοοϋμεν έν τοις λογίοις ούκ έκβάλλομεν, άλλά ζ η τ οϋ- μεν οΰς άπεκάλυψεν ό Κύριος καί παρ'αύτών μαν- θάνειν άξιοϋμεν» (Περί συνόδων 40,3).
«ούκοϋν άποκαλύπτειν χρή τόν νοϋν τοϋ ρητού ώς κεκρυμμένον τε τούτον ζητεΐν καί μή έν παρρησία είρημένων απλώς έκλαμβά- νειν» (Κατά άρ. Β' 44) ( = ό νοϋς τοϋ ρητού-χωρίου άφορά σέ όψη τής άλήθεια ς).
Ό Γρηγόριος Θεολόγος βεβαιώνει ότι ό 'Αθανάσιος έγινε κατ' έ- ξοχήν δέκτης τοϋ φωτισμού πού μνημονεύει, έφθασε τό ΰψος βιβλι¬κών προσώπων καί μάλιστα ύπερέβαλε κάποια άπό αύτά, διότι κυριολεκτικά έκράθη μέ τό θείο φως (Λόγος ΚΑ': PG 35, 1085Β). Έτσι μόνο κατόρθωσε νά «στήση» τό «κακόν» τής έποχής του, δη¬λαδή τόν άρειανισμό.
S. Οί χριστολογικές δυσκολίες τών άρειανών
Τό μυστήριο τής ένανθρωπήσεως, στό όποΐο προσπάθησε νά εί- σέλθει τόσο βαθιά ό 'Αθανάσιος, έχει ώς πρώτο μέγα σκόπελο τά έρωτήματα τών άρειανών: πώς μπορούσε ό Υίός νά είναι Θεός καί νά γίνει άνθρωπος, πώς μπορούσε αύτός πού έχει άνθρώπινο σώμα νά έχει καί τήν ούσία τοϋ Θεοϋ Πατέρα (Κατά άρ. Γ' 27); Καί αύτά διότι κίνηση-μετάβαση άπό τήν μία κατάσταση στήν άλλη, άπό τήν θεία στήν άνθρώπινη, σημαίνει γιά τήν φιλοσοφία καί τούς άρειανούς μεταβολή, τροπή, κάτι πού είναι άδιανόητο στό θειο «πρώτον κινοϋν άκίνητον». Άπό άλλους κακοδόξους ύποστηριζόταν ότι, άφοϋ ή θεία ούσία τοΰ Υίοϋ δέν μεταβάλλεται, ό Λόγος απλώς «ήλθε» σέ άνθρω¬πο, δηλ. μόνο έπιφοίτησε, όπως καί αττ\νΠΔ φανερωνόταν ό λόγος Κυρίου κι έπιφοιτοΰσε στούς Προφήτες (Γ' 30* Πρός Άντιοχεϊς Ί). "Αλλοι πάλι δίδασκαν ότι ό θειος Λόγος μετέβαλε τήν φύση του καί πλέον τό σώμα του ήταν αύτός ό ίδιος ό Λόγος, δηλ. έλαβε σώμα «φύσει» καί όχι «θέσει» ή ότι τό σώμα τοϋ Λόγου είναι έκ τής θείας ούσίας, όπότε μιλοϋσαν γιά τετράδα καί όχι γιά θεία Τριάδα (Πρός Έπίκτητον 2). Όλ' αύτά, βεβαιώνει ό Αθανάσιος, δέν άποτελοΰν Παράδοση τής Εκκλησίας καί άπορρίπτονται. Άλλά, γιά νά ζοϋν έν άληθεία οί πιστοί, έπιχειρεΐ νά έξηγήσει θετικά τί προσέλαβε ό Λό¬γος καί πώς έγινε άνθρωπος, εισερχόμενος βαθύτερα στήν θεία οι¬κονομία, πού είναι μυστήριο, δηλαδή άλήθεια καί θεία βουλή, άλλ' όχι αίνιγμα, τό όποΐο μπορεί κανείς νά ερμηνεύσει όπως έπιθυμεΐ (Κα¬τά άρ. Α' 41).
ε. «Ό Λόγος σάρξ έγένετο» χωρίς νά μεταβάλει τήν θεία φύση τον
Κατ' άρχήν οφείλουμε νά υπενθυμίσουμε δτι άπό τόν ΙΟ' αί. έπι- κρατεΐ ή άντίληψη δτι ό Αθανάσιος κατανοεί τήν χριστολογία μέ τό άλεξανδρινό σχήμα Λόγος - σάρξ («ό Λόγος σάρξ έγένετο»), πού όδηγεΐ στόν άπολιναρισμό (στήν άντίληψη δτι ό Λόγος άνέλαβε άν¬θρωπο χωρίς νοϋ ή ψυχή, δηλαδή τήν σάρκα), σέ άντίθεση μέ τό άν- τιοχειανό σχήμα Λόγος - άνθρωπος (ένανθρώπησε), πού όδηγεΐ ένίοτε στόν νεστοριανισμό. Τό σχήμα Λόγος-άνθρωπος ύπεράσπιζαν κυ¬ρίως οί ορθόδοξοι εύσταθιανοί. Τό σχήμα Λόγος-σάρξ πρόβαλλαν έπίσης όρθόδοξοι, νομίζοντας δτι έτσι άποφεύγουν τίς χριστολογι- κές συνέπειες τοϋ άρειανισμοΰ. Ό Αθανάσιος, προσπαθώντας νά ερμηνεύσει τήν ένανθρώπηση, χρησιμοποιεί τίς έκφράσεις:
ό Λόγος έπεφάνη άνθρωπος-ό Λόγος έγένετο άνθρωπος ό Λόγος έγένετο σάρξ-ό Λόγος λαβών (ή φορών) σάρκα ό Λόγος λαβών (ή φορέσας ή έσχε) σώμα.
Ή λέξη άνθρωπος (έγένετο) είναι έπικρατέστερη, δπως έδειξε μέ στατιστική άνάλυση ή έρευνα, ένώ ή συχνότητα τής λέξεως σάρξ εί¬ναι μικρότερη. "Αλλωστε γιά τόν Αθανάσιο ό δρος σάρξ είναι, δ¬πως καί στήν Γραφή άλλωστε, ταυτόσημος μέ τόν δρο άνθρωπος:
«τής Γραφής έθος έχούσης λέγειν σάρκα τόν άνθρωπον» (Κατά άρ. 30). Καί «ό Λόγος σάρξ έγένετο ίσον πάλιν έστίν ειπείν ό Λόγος άνθρωπος γέγονε» (Πρός Έπίκτητον 8).
Οί κακόδοξοι τόν άνάγκασαν νά γίνει πολύ σαφέστερος στό θέμα τούτο και νά ταυτίσει τήν «ένσαρκον παρουσίαν» μέ τό «άνθρωπος γέγονε». Γι* αύτό καί, προσκυνώντας τόν «Κύριον έν σαρκί, ού κτί- σματι προσκυνοΰμεν, άλλά τόν κτίστην ένδυσάμενον τό κτιστόν σώ¬μα» (Πρός Άδέλφιον 6 καί 1). Σέ λίγες περιπτώσεις όμως τό σάρξ ταυτίζεται μέ τό σώμα. "Ετσι έχουμε δύο ταυτόχρονες θεολογικές θέσεις. Ή μία είναι δτι ό Λόγος έγινε άνθρωπος (ή σάρξ), ή άλλη δτι ό Λόγος έλαβε σώμα (ή σάρκα). Καί οί δύο άνταποκρίνονται στήν Παράδοση, δπως μάλιστα διατυπώθηκε ατό Σύμβολο Νικαίας μέ τίς μετοχές «σαρκωθέντα» καί «ένανθρωπήσαντα».
Τά χρησιμοποιούμενα ρήματα «έγένετο» καί «έλαβε» προϋποθέ¬τουν χρόνο καί θεία βούληση. Σημαίνουν κάτι πού έγινε στόν Λόγο καί διά τοϋ Λόγου στήν διάρκεια τής ιστορίας. Τό γεγονός άνήκει στήν θεία οικονομία καί δχι στήν άιδιότητα, έπομένως δχι στήν φύ¬ση τοϋ Λόγου. Πρόκειται γιά ένέργεία τοϋ Θεοϋ πρός τά έξω (ad extra), δχι γιά διαδικασία στήν ζωή καί τήν φύση τής θεότητας (ad intra). Γι' αύτό ή ένέργεία αύτή, τό δτι ό Λόγος έγινε άνθρωπος, δέν έπηρεάζει τήν θεία ούσία του, πού μένει άτρεπτη. Δέν γίνεται ή ού¬σία τοϋ Λόγου άνθρωπος:
«ούκ έπί τής ούσίας τοΰ Λόγου έλεγε τό 'γενόμενος5, άλλ' έπί τής δι' αύτοϋ γενομένης διακονίας» ( = οικονομίας) (Κατά άρ. Α' 62). «Πάντα γάρ ταϋτα τά λεξείδια τής άνθρώπου συστάσεως ίδια τυγ¬χάνει δντα. Καί τά τοιαύτα ού τήν ούσίαν τοϋ Λόγου, άλλά τόν άν¬θρωπον αύτόν γεγενήσθαι σημαίνει» (Β' 11). «Ού δει τάς τοιαύτας λέξεις εις τήν θεότητα αύτοϋ λαμβάνειν, άλλ' έρευνάν διατί καί πώς ταϋτα γέγραπται- καί πάντως άπαντήσει τοις ζητοϋσιν ή άνθρωπίνη οικονομία, ήν δι' ήμάς άνεδέξατο» (Β' 12).
Τό γεγονός δτι ό Λόγος έγινε άνθρωπος δέν σημαίνει δτι «έτρά- πη» (Α' 48), έγινε, ή φύση τοϋ Λόγου κάτι άλλο. 'Αντίθετα, ό Λόγος ήταν πάντα Θεός, είναι πάντα Υίός τοΰ Πατέρα καί σέ ορισμένο χρό¬νο γίνεται άνθρωπος, άνθρωπος έπίσης άπόλυτα πραγματικός:
«άεί Θεός ήν καί Υίός έστι, Λόγος ών καί άπαύγασμα καί σοφία τοϋ Πατρός• καί ότι ύστερον, δι' ήμάς σάρκα λαβών έκ Παρθένου τής Θεοτόκου Μαρίας, άνθρωπος γέγονε» (Γ' 29). «ούδέ γάρ, έπειδή γέγονεν άνθρωπος, πέπαυται τού είναι Θεός. Ου¬δέ, έπειδή Θεός έστι, φεύγει τό άνθρώπινον» (Γ' 38). «ό έκ Μα¬ρίας προελθών Κύριος, Υίός μέν τή ούσία καί φύσει τού Θεοϋ έστι• τό δέ κατά σάρκα έκ σπέρματος έστι Δαυίδ, σαρκός δέ τής αγίας Μαρίας» (Πρός Έπίκτητον 2).
Μέ τήν εύκαιρία όσων ύπογραμμίσαμε γιά τήν χρήση τών δρων άνθρωπος-σάρξ-σώμα, είναι άνάγκη νά σημειώσουμε δτι έναλλαγή κι έλευθερία θέλει έπίσης ό 'Αθανάσιος μέ τούς δρους Λόγος καί Υίός (Κύριος, Χριστός). 'Αναμφίβολα καί ρητά ταυτίζει τόν Λόγο μέ τόν Υίό, άλλά παρατηρούμε δτι τό Υίός άποβαίνει ό θεολογικός του ό¬ρος κλειδί (technicus terminus), μέ τόν όποΐο έπιχείρεΐ τήν θεολογία τής σχέσεως τού Υίοϋ πρός τόν Πατέρα (άντιαρειανική καί τριαδο- λογική θεολογία)• ένώ ό δρος Λόγος έπικρατεΐ στήν θεολογία τής ένανθρωπήσεως καί τής χριστολογίας.
στ. Ή γένεση τον άνθρώπου στόν Λόγο κατά τήν ενανθρώπηση
Ό Λόγος, μένοντας φύσει Θεός, έλαβε σώμα κι έγινε άνθρωπος. Τά 'έλαβε σώμα κι έγινε άνθρωπος' εισάγουν σέ δύο δψεις τοϋ μυ¬στηρίου. Ή πρώτη: Ό Λόγος λαμβάνει μέ θεία θέληση τό κτιστό σώ¬μα, πού γνωρίζει τόν θάνατο καί πού είναι άνυπόστατο. Τά μεταβα¬τικά ρήματα «έλαβε» ή «έφόρεσε» ή «έσχε» σώμα δέν σημαίνουν ποτέ «έγινε» (άμετάβατο) ή «έτράπη» σέ σώμα ό Λόγος, μολονότι τό σώ¬μα του είναι «άληθινόν» καί «ταύτόν» καί «όμοταγές» μέ τό δικό μας (Πρός Έπίκτητον 7. Περί Διονυσίου 10,5). Ή πρόσληψη δμως τοϋ σώματος άπό τόν ένανθρωπήσαντα Λόγο είχε άποτέλεσμα νά μή ένεργεΐ τό σώμα τίς άμαρτίες. Συνέβη δηλαδή «λόγωσις» τής σάρκας-σώματος, έφόσον ενώθηκε στόν Λόγο, καί γι' αύτό οί άν¬θρωποι μπορούμε μέ τήν δύναμη τοϋ Λόγου νά ξεπεράσουμε τά πά¬θη καί νά γίνουμε άφθαρτοι καί άθάνατοι:
«Νϋν δέ τοϋ Λόγου γενομένου άνθρώπου καί ΐδιοποιουμένου τά τής σαρκός, ούκέτι ταϋτα τοϋ σώματος άπτεται διά τόν έν αύτώ γενό- μενον Λόγον... λοιπόν λογωθείσης τής σαρκός διά τόν τοϋ Θεοϋ Λόγον, ός δι' ήμάς έγένετο σάρξ» (Κατά άρ. Γ' 33).
ΓΗ δεύτερη: Ή φράση 'ό Λόγος γίνεται άνθρωπος' κατανοείται, ώς πρός τό τί γίνεται, άπό τίς θεανθρωπολογικές άναλύσεις, πού είδα¬με σέ προηγούμενες παραγράφους. Ό άνθρωπος, δημιουργημένος ώς εικόνα τοϋ Λόγου, δταν άπομακρύνθηκε άπό τόν Θεό, στράφη¬κε στό μή δν, στό μή είναι, ένώ ήταν προορισμένος σέ κοινωνία μέ τόν Θεό, τό μόνο αυθύπαρκτο καί αυθεντικό είναι. Ή κοινωνία τοϋ έξασφάλιζε τό είναι, τήν ύπόστασή του. "Οσο είχε τήν κοινωνία ή-ταν όντως, ύπήρχε δντως. Ό ένανθρωπήσας Λόγος ήρθε νά άνανε- ώσει τήν εικόνα του στόν άνθρωπο κι έτσι γίνεται άνθρωπος. Γίνεται ή χαρισματική πραγματικότητα τής εικόνας, πού είχε άδρανήσει, άλ¬λά δέν είχε χαθεί. Γίνεται ή άνανεωμένη εικόνα τοϋ έαυτοΰ του στόν άνθρωπο κι έτσι, ένώ είναι Υίός τοϋ Θεοϋ, γίνεται καί υίός τοϋ άν¬θρώπου. "Οντας Μονογενής τοΰ Θεοϋ, γίνεται καί πρωτότοκος (ώς καινός άνθρωπος) μεταξύ τών άνθρώπων (Πρός Άντιοχεϊς Ί).
Ή ένωση-σύναψη τοΰ Λόγου καί τοΰ άνθρώπου άποτελεΐ τελικά έπανακοινωνία, πράξη έπαναποκτήσεως τοΰ είναι τοΰ άνθρώπου, ά- φοΰ απόκτα είναι μόνο στήν σχέση του μέ τόν Θεό. Ό άνθρωπος γνωρίζει τρόπον τινά άναγένεση ύποστατική στόν Λόγο, γίνεται αυ¬θεντικός μόνο ώς ενωμένος μέ τόν Λόγο, διότι μόνο ό Λόγος είναι αύθυπόστατος. Τό ιδιαίτερο χαρισματικό καί αυθεντικό ύποστατι- κό στοιχείο τοΰ άνθρώπου είναι ή χάρη τοΰ κατ' είκόνα, τό όποΐο δμως είναι τοΰ δημιουργοΰ Λόγου, έχει άδρανήσει καί άπό άρρωστο γίνεται ύγιές καί αυθεντικό μόνο ένωμένο στό πρωτότυπο του. Τό δλως άλλο πού ένώνεται μέ τόν Λόγο είναι τό σώμα, τό όποιο δμως ώς ύλική πραγματικότητα δέν έχει ύπόσταση κι έτσι δέν μπορεί νά γίνει συζήτηση γιά δεύτερη ύπόσταση στόν Λόγο, άφοΰ μάλιστα ό Λόγος λαμβάνει, άλλά δέν γίνεται σώμα, δπως γίνεται άνθρωπος. Άπό τήν άποψη τής ύποστάσεως ό άνθρωπος έγκεντρίζεται στόν Λό¬γο, ένυπάρχει σ' αύτόν καί άποκτά ένυπόσταση. Κάθε τί τό πνευμα¬τικό τοΰ άνθρώπου καί τό ίδιο τό ύλικό του σώμα ενώνονται στόν Λόγο καί έχουμε τόν Χριστό, τόν Θεάνθρωπο. Βέβαια, έάν ό άνθρω¬πος θεωρηθεί φιλοσοφικά καί δή άριστοτελικά ώς αύθύπαρκτη καί αύτόνομη ύπόσταση, χωρίς νά κατανοείται ή έξάρτηση τής ύποστά¬σεως αύτής άπό τό είναι τοΰ Θεοΰ καί χωρίς νά έκτιμάται ή σχέση τοΰ Λόγου μέ τό κατ' είκόνα τοΰ άνθρώπου πρίν καί μετά τήν πτώ¬ση, τότε γίνεται προβληματική ή άνθρώπινη ύπόσταση, ή όποία στήν ένανθρώπηση ή πρέπει νά κολοβωθεί (άπολιναρισμός) ή νά διατη¬ρηθεί χωρίς πραγματική ένωση μέ τήν θεία φύση (νεστοριανισμός) ή νά άπορροφηθεΐ άπό τήν φύση τοΰ Λόγου (μονοφυσιτισμός).
Είναι πολύ χαρακτηριστική ή σχετική έκφραση τοΰ Αθανασίου, πού αποθέτει τήν «γένεσή» μας στόν Λόγο χωρίς νά άφήνει περιθώ¬ριο άνθρώπινης ύποστάσεως στόν Λόγο, ένεκα τής σχέσεως Λόγου καί εικόνας του στόν άνθρωπο:
«τής γενέσεως ήμών καί πάσης τής σαρκικής άσθενείας μετατε- θέντων είς τόν Λόγον, έγειρόμεθα άπό τής γής, λυθείσης τής δι' άμαρτίαν κατάρας διά τόν έν ήμΐν ύπέρ ήμών γενόμενον κατάρα» (.Κατά άρ. Γ' 33).
ζ. Στόν Λόγο ένώνεται ολόκληρος ό άνθρωπος. 'Απάντηση στόν πρώιμο άπολιναρισμό
Τό ριζικό σφάλμα τοΰ Αρείου έπηρέασε καί τήν χριστολογία. "Ο¬ταν ή θεολογία τοΰ Αθανασίου έπικρατοΰσε σιγά-σιγά καί τά έπι- χειρήματα τών άρειανών έξαντλοΰνταν, οξύνθηκε Ιδιαίτερα τό πρό¬βλημα τοΰ τί ένώθηκε μέ τόν Λόγο κατά τήν ένανθρώπηση. Ό Ά¬πολινάριος καί κάποιοι πού είχαν άνάλογες τάσεις ύποστήριζαν δτι ό Λόγος προσέλαβε μόνο τήν σάρκα («σάρξ έγένετο») τοΰ άνθρώ-που καί τήν θέση τοΰ νοΰ ή τής ψυχής κατέλαβε ό ίδιος ό Λόγος. "Ετσι μόνο μποροΰμε νά έχουμε έν, μία ύπόσταση τοΰ Λόγου.
Στήν εκτίμηση αύτή κατέληξαν γιά δύο λόγους: α) κατά τήν άρι- στοτελική λογική «δύο τέλεια έν γενέσθαι ού δύναται» καί β) άν ό Λόγος προσελάμβανε τέλειο άνθρωπο, θά έπρεπε νά προσλάβει καί τίς αμαρτίες του, άφοΰ ούδείς άναμάρτητος.
Ή άπάντηση τοϋ 'Αθανασίου έχει δύο τελείως διαφορετικές προϋ¬ποθέσεις: α) Λέγοντας ότι ό Λόγος προσλαμβάνει τόν άνθρωπο, έν- νοοϋμε ότι άνακαινίζει τήν δική του είκόνα στόν άνθρωπο καί λαμβάνει τό ύλικό σώμα πού δέν έχει ύπόσταση. Ή πράξη τής άνα- νεώσεως ή άνακαΐνίσεως τοϋ κατ' εικόνα δέν συνεπάγεται λήψη ά- μαρτίας άπό τόν Λόγο, διότι καθεαυτό τό κατ' είκόνα είναι «χάρις» τοϋ Θεοϋ, ένέργεία καί δώρο, μέ τό όποιο σχετίζεται άμεσα ό Λόγος καί τό όποιο παρά τήν πτώση δέν χάθηκε. "Ετσι, λοιπόν, ό 'Αθανά¬σιος διδάσκει χωρίς δισταγμό ότι ό Λόγος προσέλαβε τόν άνθρωπο όλόκληρο, μέ νοϋ καί ψυχή, άφοϋ μάλιστα σ' αύτά έντοπίζεται τό κατ' είκόνα. β) 'Εφ' όσον πίστη τής Έκκλησίας είναι ή σωτηρία ο-λόκληρου τοϋ άνθρώπου, έπεται κατ' άνάγκην ότι ό Σωτήρας είχε στόν έαυτό του όλόκληρο τόν άνθρωπο, νοϋ καί σάρκα. Καί άπό- κειται στόν φωτισμένο θεολόγο νά έξηγήσει τό πώς τής ένώσεως αύ¬τής. Ό 'Αθανάσιος θέτει τήν πρώτη στέρεη βάση γιά τήν θεολογία τής ολοκληρωτικής ένώσεως τοϋ άνθρώπου μέ τόν Λόγο, άλλά δέν προχωρεί περισσότερο, οϋτε έξηγεΐ τό πώς τής ένώσεως αύτής. Τό έργο του θά συνεχίσουν οί Καππαδόκες καί μάλιστα ό Γρηγόριος Θε¬ολόγος θά θεμελιώσει τό πώς τής ένώσεως, ή όποία θά έξηγηθεΐ ορι¬στικά στήν Δ' Οικουμενική Σύνοδο (451).
Είναι άλήθεια ότι ό 'Αθανάσιος μόνο στόν Τόμο πρός Άντιοχεϊς (7) μιλάει ρητά γιά άνθρώπινο νοϋ ή ψυχή στόν Χριστό. Τό γεγονός έδωσε άφορμή γιά πολλές συζητήσεις, πού οδήγησαν στήν άποψη ότι ό 'Αθανάσιος, άκολουθώντας τό σχήμα Λόγος-σάρξ, είχε τάσεις άπολιναριστικές. Άλλά τό ένδιαφέρον καί τό κριτήριο τοϋ Αθανα¬σίου ήταν άλλο, ήταν ή σωτηρία ολόκληρου τοϋ άνθρώπου. Έφ' ό¬σον αύτός έδειχνε τήν σωτηρία ολόκληρου τοϋ άνθρώπου μέ τήν πρόσληψη άπό τόν Λόγο όλόκληρου τοϋ άνθρώπου, περίττευε συζή¬τηση γιά ΰπαρξη ή μή άνθρώπινης ψυχής στόν Κύριο:
«ού σώμα άψυχον, ούδ' άναίσθητον, ούδ' άνόητον εϊχεν ό Σωτήρ. Ούδέ γάρ οΐόν τε ήν, τοΰ Κυρίου δι' ήμάς άνθρώπου γενομένου, ά¬νόητον είναι τό σώμα αύτοϋ" ούδέ σώματος μόνον άλλά καί ψυ¬χής έν αύτώ τω Λόγω σωτηρία γέγονεν. Υίός τε ών άληθώς τοϋ Θεοϋ, γέγονε καί υίός τοϋ άνθρώπου* καί μονογενής ών Υίός τοϋ Θεοϋ, γέγονε ό αύτός πρωτότοκος έν πολλοίς άδελφοΐς» (Πρός Άν- τιοχεϊς 7).
«ού φαντασία ή σωτηρία ήμών, ούδέ σώματος μόνου, άλλ' όλου τοϋ άνθρώπου, ψυχής καί σώματος άληθώς, ή σωτηρία γέγονεν έν αύτφ τω Λόγφ. Άνθρώπινον άρα φύσει τό έκ τής Μαρίας κατά τάς Γραφάς καί άληθινόν ήν τό σώμα τοϋ Κυρίου. Άληθινόν δέ ήν έπεί ταύτόν ήν τφ ήμετέρω» (Πρός Έπίκτητον 7).
η. Τά ιδιώματα τής θείας καί τής ανθρώπινης φύσεως διασώζονται
Είναι άπόλυτα σαφές στόν Αθανάσιο ότι, γιά νά σωθεί ό άνθρω¬πος, έπρεπε ό Χριστός νά είναι συγχρόνως καί άληθινός Θεός (γι' αύτό καί ονόμαζε Θεοτόκο τήν Παρθένο Μαρία: Κατά άρ. Β' 14 και 29* Γ'33) καί άληθινός-όλόκληρος άνθρωπος. Ενεργούσε καί ώς φύσει Θεός καί ώς φύσει άνθρωπος. "Ενδειξη τής πραγματικής ένώ¬σεως θεότητας καί άνθρωπότητας στόν Χριστό καί συγχρόνως προϋ¬πόθεση τής σωτηρίας τοϋ άνθρώπου είναι ότι ένεργοϋσε ώς Θεός μέ τό σώμα:
«εί γάρ τά τής θεότητος τοϋ Λόγου έργα μή διά τοϋ σώματος έγέ¬νετο, ούκ άν έθεοποιήθη άνθρωπος. Καί πάλιν* εί τά ΐδια τής σαρ¬κός ούκ έλέγετο τοϋ Λόγου, ούκ άν ήλευθερώθη παντελώς άπό τούτων ό άνθρωπος» (Κατά άρ. Γ' 33).
Επομένως ή διάσωση τών ιδιωμάτων τής θείας καί τής άνθρώπι- νης φύσεως στόν Χριστό ήταν άπόλυτη. Άλλά καί ή ένωση ήταν τόσο πραγματική, ώστε, όταν ό Χριστός ένεργοϋσε θαϋμα, τό έκτελοϋσε μέ τά 'ιδιώματα τής άνθρώπινης φύσεώς του* όταν έπασχε ώς άνθρω¬πος άπό πείνα, δίψα, πόνο κ.λπ., ήταν έκεΐ καί ό Λόγος. Ανέλαβε τήν άνθρώπινη φύση μέ όλα τά πάθη της, έκτός τής αμαρτίας, καί γι' αύτό τά σωματικά πάθη τής σάρκας του είναι δικά του, όπως γι' αύτό δικά του είναι καί τά πνευματικά κατορθώματα. Καί αύτός πού θαυματοποιοϋσε καί αύτός πού έπασχε ήταν «ό αύτός» (τό αύτό πρό¬σωπο, δηλαδή ό Χριστός):
«ό αύτός δέ ήν σωματικώς μέν ώς άνθρωπος πτύων, θεϊκώς δέ ώς Υίός τοϋ Θεοϋ άνοίγων τούς οφθαλμούς τοϋ έκ γενετής τυφλοϋ* καί σαρκί μέν πάσχων... θεϊκώς δέ άνοίγων τά μνήματα» (Πρός Άν- τιοχεϊς 7).
«τής σαρκός πασχούσης, ούκ ήν έκτός ταύτης ό Λόγος. Διά τού¬το γάρ αύτοϋ λέγεται τό πάθος. Καί θεϊκώς δέ ποιοϋντος αύτοϋ τά έργα τοϋ Πατρός, ούκ ήν έξωθεν αύτοΰ ή σάρξ, άλλ' έν αύτω τω σώματι ταϋτα πάλιν ό Κύριος έποίει... ένδεδυμένος άνθρωπίνην σάρκα, ταύτην μετά τών ιδίων παθών αύτής όλην ένδύσασθαι, ίνα, ώσπερ ίδιον αύτοϋ λέγομεν είναι τό σώμα, ούτω καί τά τοΰ σώμα¬τος πάθη ϊδια μόνον αύτοΰ λέγηται, εί καί μή ήπτετο κατά τήν θε¬ότητα αύτοϋ» (Κατά άρ. Γ' 32).
Στήν ιστορία τής θεολογίας τά άνθρώπινα πάθη τοϋ Κυρίου ονο¬μάστηκαν αδιάβλητα πάθη καί άποτελοϋν τίς φυσικές άνθρώπινες άδυναμίες, χωρίς νά ταυτίζονται μέ τήν άμαρτία, διότι, άφότου ιδιο¬ποιήθηκαν άπό τόν Λόγο, δέν ρέπουν στήν άμαρτία:
«τοΰ Λόγου γενομένου άνθρώπου καί ίδιοποιουμένου τά τής σαρ¬κός, ούκέτι ταϋτα (= τά πάθη) τοϋ σώματος (= τής ροπής του στήν άμαρτία) άπτεται διά τόν έν αύτφ γενόμενον Λόγον» (Γ' 33).
Βέβαια, λέγοντας ότι τά πάθη είναι τοϋ Κυρίου, τοϋ Χριστοΰ ή τοϋ Λόγου, δέν έννοεΐ δτι είναι τοϋ Λόγου τοϋ Θεοϋ, άλλ' δτι είναι τής σάρκας τοΰ Κυρίου, μολονότι λέει δτι ή σάρκα «θεοφορεΐται» στόν Λόγο: ή χάρη, ή θεία δύναμη, είναι τοΰ Λόγου καί δχι τής σάρκας: «εΐ γάρ καί ό Λόγος σάρξ έγένετο, άλλά τής σαρκός ίδια τά πάθη. Καί εί ή σάρξ θεοφορεΐται έν τφ Λόγω, άλλ' ή χάρις καί ή δύναμίς έστι τοΰ Λόγου. Τά γοΰν έργα τοΰ Πατρός διά τής σαρκός έποΐει» (Γ' 41).
Τά ιδιώματα δηλαδή τής κάθε φύσεως άνήκουν καί μένουν σέ κά¬θε μία άπό τις δύο φύσεις, άλλά καί οί δύο φύσεις είναι άπόλυτα ε¬νωμένες στό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ, πού είναι καί θεΐος Λόγος καί άνθρωπος. ΓΗ θεολογία αύτή τών ιδιωμάτων, άναπτυγμένη περισσό¬τερο, κυρώθηκε τό 451 άπό τήν Δ' Οίκουμ. Σύνοδο.
θ. Ή προκοπή τοϋ Ίησοϋ καί ή προσκύνηση τον Κνρίον
Ή θεολογία τής ένώσεως τών δύο φύσεων στόν Χριστό καί τής διασώσεως τών ιδιωμάτων αύτών διευκόλυνε τήν άπάντηση στά έ- ρωτήματα: τί σημαίνει τό εύαγγελικό «καί Ίησοΰς γάρ προέκοπτε σοφίςι καί χάριτι» (Λουκ. 2, 52) καί τί προσκυνούμε στό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ;
Τό πρόβλημα τής προκοπής ή αυξήσεως τοΰ Ίησοΰ συζητήθηκε πολύ καί συζητείται. Έφ' δσον διασώζονται τά ιδιώματα τών φύσε¬ων, ή προκοπή έδώ άφορα στήν άνθρώπινη φύση καί συνιστά τό γε¬γονός τής άναπτύξεως ή αύξήσεως τοΰ Ίησοΰ ώς άνθρώπου καί ποτέ ώς Λόγου, ό όποιος ώς άτρεπτος Θεός δέν είχε τέτοιο ιδίωμα. 'Αν¬θρωπίνως, λοιπόν, ό Ίησοΰς προκόπτοντας καί ώριμάζοντας αύξα- νόταν καί μεγάλωνε ή φανέρωση τής θεότητας τοϋ Λόγου μέσω τοϋ Ίησοϋ ώς όργάνου. Δηλ. δσο προέκοπτε ό άνθρωπος Ίησοϋς τόσο φανερωνόταν δι' αύτοΰ ή θεότητα στούς γύρω άνθρώπους, οί όποιοι θαύμαζαν έστω καί άν δέν κατανοούσαν άκριβώς:
«ώσπερ εΐπομεν δτι σαρκί πέπονθε καί σαρκί έπείνα ... είκότως άν λέγοιτο ότι σαρκί προέκοπτεν... οΰτ' ούν τοϋ Λόγου ή προκο¬πή, οΰτε ή σάρξ ήν ή Σοφία, άλλά τής σοφίας σώμα γέγονεν ή σάρξ... τό άνθρώπινον έν τή Σοφί^ προέκοπτεν, ύπεραναβαΐνον κατ' όλίγον τήν άνθρωπίνην φύσιν καί θεοποιούμενον καί όργανον αύτής πρός τήν ένέργειαν τής θεότητος καί τήν έκλαμψιν αύτής γινόμενον καί φαινόμενον πάσι. Διό ούδέ ειπεν 'ό Λόγος προέκο¬πτεν', άλλ' ό "Ιησοϋς', όπερ δνομα γενόμενος άνθρωπος ό Κύριος έκλήθη, ώς είναι τής άνθρωπίνης φύσεως τήν προκοπήν» (Γ' 53). «τοΰ σώματος άρα έστίν ή προκοπή. Αύτοϋ γάρ προκύπτοντος, προέκοπτεν έν αύτφ καί ή φανέρωσις τής θεότητος τοις δρώσιν.
"Οσω δέ ή θεότης άπεκαλύπτετο, τοσούτφ πλεΐον ή χάρις ηΰξα- νεν ώς άνθρώπου παρά πάσιν όνθρώποις» (Γ' 52).
Στήν ένότητα τών δύο φύσεων του Χριστοΰ καί στήν άφθαρτοποί- ηση καί θέωση τής άνθρώπινης φύσεως θεμελιώνει ό 'Αθανάσιος καί τήν άπάντησή του στό πρόβλημα τοΰ τί προσκυνοΰμε στόν Χριστό. Δέν μπορούμε νά χωρίσουμε τις φύσεις του καί νά προσκυνήσουμε μόνο τόν θειο Λόγο, γιατί τό σώμα είναι σώμα του. Καί δέν μποροΰ- με νά ξεχωρίσουμε άπό τήν θεία τήν κτιστή φύση του (πού άπό μόνη της βέβαια δέν είναι προσκυνητή), γιατί αύτή θεώθηκε, άφθαρτοποι- ήθηκε στήν συνάφειά της μέ τήν θεία, ώστε νά μή μπορεί νά πει κα¬νείς δτι προσκυνώντας τόν Κύριο προσκυνεί τό κτιστό:
«ού γάρ κτίσματι ή κτίσις προσκυνεί» (Πρός Άδέλφιον 4). «Τόν Κύριον έν σαρκί προσκυνοΰντες ού κτίσματι προσκυνοΰμεν, άλλά τόν κτίστην ένδυσάμενον τό κτιστόν σώμα» (αύτόθι 6).

ΠΝΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ



α. Μετέχουμε τον Θεον διά τον άγ. Πνεύματος

"Οπως στήν χριστολογία έτσι και στήν πνευματολογία ό 'Αθανά¬σιος ξεκινάει άπό τήν βεβαιότητα τής σωτηρίας, ή όποία πραγμα¬τώνεται, καθόσον οί άνθρωποι μετέχουμε στό άγιο Πνεΰμα. Ή μετοχή μας αύτή, πού είναι γεγονός έμπειρικό, λειτουργεί αποδεικτικά καί γιά τήν σωτηρία μας καί γιά τήν θέση τοΰ άγίου Πνεύματος στήν άγ. Τριάδα, επομένως γιά τό δτι δέν είναι κτίσμα, άλλά τής φύσεως τοΰ Θεοΰ. Ή θέωση άποτελεΐ έργο καί τοΰ Πνεύματος, πού «συνάπτει» τόν άνθρωπο μέ τόν Υίό καί τόν Πατέρα, κάτι πού δέν θά μπορούσε νά κάνει, άν δέν είχε τήν φύση τοϋ Υίοΰ καί τοΰ Πατέρα.
«διά τοΰ Πνεύματος λεγόμεθα πάντες μέτοχοι τοΰ Θεοϋ ... εί κτί¬σμα δέ ήν τό Πνεύμα τό άγιον, ούκ άν τις έν αύτώ μετουσία τοϋ Θεοϋ γένοιτο ήμΐν, ...άλλότριοι δέ τής θείας φύσεως έγενόμεθα, ώς κατά μηδέν αύτής μετέχοντες. Νϋν δέ, ότε λεγόμεθα μέτοχοι Χρι¬στού καί μέτοχοι Θεοϋ, δείκνυται τό έν ήμΐν χρίσμα καί ή σφραγίς μή ούσα τής τών γενητών φύσεως, άλλά τής τοϋ Υίοϋ διά τοϋ έν αύτφ Πνεύματος συνάπτοντος ήμάς τω Πατρί. Διά τοΰτο καί έν οίς γίνεται ( = ή μετουσία τοϋ άγ. Πνεύματος) ούτοι θεοποιούνται. Εί δέ θεοποιεί ( = τό Πνεΰμα), ούκ άμφίβολον ότι ή τούτου φύσις Θεοΰ έστί» (Πρός Σεραπίωνα Α' 24).
Ή ρεαλιστική αύτή πνευματολογία διατυπωνόταν ώς άπάντηση στήν ήθικιστική θεώρηση τής σωτηρίας άπό τούς άρειανούς καί τούς ήμιαρειανούς. Οί πρώτοι, ισχυριζόμενοι δτι ό Υίός (καί τό Πνεΰμα) είναι κτίσμα, άρνοΰνταν τήν πραγματική ένωση τοΰ άνθρώπου μέ τόν Θεό. Οί δεύτεροι, δέχονταν τήν όμοουσιότητά τοΰ Υίοΰ πρός τόν
Πατέρα, άλλά δίδασκαν δτι τό Πνεΰμα είναι «έτερούσιον» τής Τριά¬δας, είναι κτίσμα, σύμφωνα δήθεν μέ τό Άμώς 4,13: «"Ιδού έγώ στε¬ρεών βροντήν καί κτίζων πνεΰμα καί άπαγγέλλων είς άνθρώπους τόν Χριστόν αύτοΰ». Έφ' δσον δμως τό Πνεΰμα ώς κτίσμα δέν μπορεί νά συνάψει-ένώσει τόν κτιστό άνθρωπο μέ τόν άκτιστο Θεό, ή σω¬τηρία μένει στό έπίπεδο τής ηθικολογίας.
β. Ή τελεία Τριάδα
Οί ήμιαρειανοί αύτοί, πού χαρακτηρίζονται «πνευματομαχοΰντες» καί άγνωστο γιατί «τροπικοί», έμφανίστηκαν στήν περιοχή τής Θμού¬εως τής Αίγύπτου, λίγο μετά τό 355. 'Ισχυρίζονταν δτι δέχονταν τήν Τριάδα, τήν όποία δμως κατέλυαν, άφοΰ άλλης φύσεως ήθελαν τόν Πατέρα καί τόν Υίό καί άλλης τό άγ. Πνεΰμα (.Πρός Σεραπίωνα Α' 2).
"Εθεταν λοιπόν καί πρόβλημα ένότητας ή άδιαιρέτου τής Τριάδας. Τό πρόβλημα προσεγγίζει ό 'Αθανάσιος άπό τήν θεία οικονομία, τήν όποία όρθά θεωρεί κοινό έργο τοΰ Πατέρα, τοΰ Υίοΰ καί τοΰ άγ. Πνεύματος:
«ένα είναι τόν άγιασμόν, τόν έκ Πατρός δι' Υίοϋ έν Πνεύματι άγίω γινόμενον» (Πρός Σεραπίωνα Α' 20).
"Ετσι, μολονότι υίοποιούμεθα, έπειδή ό Υίός είναι φυσικός Υίός, υίοποιούμεθα διά τοϋ Πνεύματος καί ζωοποιούμεθα διά τοϋ Πνεύ¬ματος, άλλ' άποκτοϋμε τήν ζωή τοΰ Χριστοΰ. Φωτιζόμεθα διά τοΰ Πνεύματος, άλλά φωτίζων είναι ό Χριστός (αύτόθι 19).
Ότιδήποτε λοιπόν τό άγ. Πνεΰμα ένεργεΐ στήν πορεία τής θείας οικονομίας γιά jov άνθρωπο συνιστά ένέργεία δλης τής Τριάδας. Κά¬ποτε άφήνει τήν υπόνοια δτι ταυτίζει τήν θεία ένέργεία μέ τό ίδιο τό άγ. Πνεΰμα:
«Ένός γάρ όντως τοΰ Υίοΰ...μίαν είναι δει τελείαν καί πλήρη τήν άγιαστικήν καί φωτιστικήν ζώσαν ένέργειαν αύτοϋ καί δωρεάν, ή¬τις έκ Πατρός λέγεται έκπορεύεσθαι, έπειδή παρά τοϋ Λόγου τοϋ έκ Πατρός όμολογουμένου έκλάμπει καί άποστέλλεται καί δίδο- ται» (αύτόθι 20).
γ. Τό Πνεΰμα έκ τής ουσίας τοΰ Θεοϋ
Τό γεγονός δτι τό Πνεΰμα είναι έκ τοΰ Θεοϋ καί θεώνει τόν άν¬θρωπο δείχνει δτι είναι τής ούσίας καί τής φύσεως τοϋ Θεοϋ Πατέ¬ρα, δπως καί ό Υίός. Χρησιμοποιεί μάλιστα, γιά νά δηλώσει αύτό, κυρίως τήν άρνητική έκφραση «ού ξένον» ή «ούκ άλλότριον» καί τόν θετικό προσδιορισμό «ίδιον» (τοΰ Θεοΰ), δπως έκανε καί προ-κειμένου νά έξηγήσει ότι ό Υίός είναι τής φύσεως τοΰ Πατέρα:
«ώσπερ ό Υίός, ό έν τφ Πατρί ών, έν φ καί ό Πατήρ έστιν, ούκ μα τό έν τφ Υίφ, έν φ καί ό Υιός έστι...ίδιον δέ καί έν τής έν Τριά- δι θεότητος» (Πρός Σεραπίωνα Α' 21).
«είδέναι άγίαν μέν Τριάδα, μίαν δέ θεότητα καί μιάν άρχήν καί Υίόν μέν όμοούσιον τφ Πατρί, ώς είπον οί Πατέρες, τό δέ άγιον Πνεΰ¬μα ού κτίσμα, ούδέ ξένον, άλλ' ίδιον καί άδιαίρετον τής ούσίας τοΰ Υιού καί τού Πατρός» (Πρός Άντιοχεϊς 5). «τό Πνεΰμα δέδεικται μάλλον ίδιον είναι τοΰ Υίοΰ καί ού ξένον τού Θεοΰ. Εί δέ ό Υίός, έπειδή έκ τοΰ Πατρός έστιν, ίδιος τής ούσίας αύτοΰ έστιν, άνάγκη καί τό Πνεΰμα, έκ τοΰ Θεοΰ λεγόμενον, ίδιον είναι κατ' ούσίαν τοΰ Υίοΰ. Ούκ άρα τών γενητών έστι τό Πνεΰμα, άλλ' ίδιον τής τού Πατρός θεότητος, έν φ καί τά γενητά ό Λόγος θεοποιεί. Έν φ δέ θεοποιείται ή κτίσις, ούκ άν εΐη έκτός αύτός τής τού Πατρός θεότητος» (Πρός Σεραπίωνα Α' 25).
Μολονότι ό 'Αθανάσιος, δταν έρωτήθηκε (περί τό 358-360) γιά τίς πνευματομαχικές άντιλήψεις, χρησιμοποιούσε γιά τόν Υίό ευρύτα¬τα τόν δρο όμοούσιος, τόν άποφεύγει προκειμένου περί τοΰ Πνεύ¬ματος. Τόν χρησιμοποιεί μία μόνο φορά λίγο έμμεσα («ούκ έστι τών πολλών τό Πνεΰμα, άλλ' ούδέ άγγελος, άλλ' έν δν, μάλλον δέ τοΰ Λόγου ένός όντος ίδιον, καί τοΰ Θεού ένός δντος καί όμοούσιον έ¬στιν») (αύτόθι 27), κάτι πού ΐσως ύποσημαίνει δισταγμό, άφοΰ μάλι¬στα δέν χρησιμοποιεί γιά τό Πνεΰμα καί τόν δρο «ταύτόν», μέ τόν όποΐο διασαφηνίζει τήν ταυτότητα ούσίας τοΰ Πατέρα καί τοΰ Υίοΰ. Παράλληλα δμως δέν διστάζει νά ύπογραμμίσει δτι ή σχέση («ιδιό¬τητα»), πού ύπάρχει μεταξύ Πατέρα καί Υίοΰ, ύπάρχει καί μεταξύ Πνεύματος καί Υίοΰ. Προφανώς δέν έξειδικεύει τήν σχέση αύτή στόν τρόπο ύπάρξεως τοΰ Υίοΰ (γέννηση) καί τοΰ Πνεύματος (έκπόρευ¬ση)• έπισημαίνει μόνο τήν σχέση φύσεως:
«οΐαν γάρ έγνωμεν ιδιότητα τοΰ Υίοΰ πρός τόν Πατέρα, ταύτην έ- χειν τό Πνεΰμα πρός τόν Υίόν εύρήσομεν» (Πρός Σεραπίωνα Γ' 1),
Γενικά δμως ή ένέργεία έμφανίζεται ώς κίνηση τής όλης Τριάδας: «μία άρα... ή τής Τριάδος ένέργεία δείκνυται» (Πρός Σεραπίωνα Α' 31).
Μίλησε μέ σαφήνεια γιά τήν αναγκαιότητα τής ένότητας τής Τριά¬δας. Επισήμανε τόν ρόλο τοΰ Πατέρα ώς άρχής καί πηγής, τόν ρό¬λο τοΰ Υίοΰ ώς δημιουργού καί τόν ρόλο τοΰ Πνεύματος πού ένεργεΐ στά πάντα. Τόνισε τήν ύπαρκτικότητα καί τών τριών προσώπων, χωρίς νά τά όνομάζει πρόσωπα ή υποστάσεις. Έπίσης έξήγησε έπι- γραμματικά ότι «άρχή καί πηγή» είναι ό Πατέρας (αύτόθι 28) καί δτι τό Πνεΰμα «έκπορεύεται» άπό τόν Πατέρα, ένώ «άποστέλλεται καί δίδοται» άπό τόν Υίό (αύτόθι Α' 20). Στήν Α' Έπιστολή του πρός Σεραπίωνα έχουμε τήν πρώτη τόσο έξοχη διατύπωση τής τριαδο- λογίας:
«Τ ιάς τοίνυν άγια καί τελεία έστίν. έν Πατοί καί Υίώ καί άγίω
Πνεύματι θεολογουμένη, ούδέν άλλότριον ή έξωθεν έπιμιγνύμενον έχουσα ... όμοία δέ έαυτή και άδιαίρετός έστι τη φύσει καί μία ταύ¬της ή ένέργεία. Ό γάρ Πατήρ διά τοϋ Λόγου έν Πνεύματι άγίω τά πάντα ποιεΐ καί οΰτως ή ένότης τής 'Αγίας Τριάδος σώζεται καί ούτως εις Θεός έν τή Έκκλησίςι κηρύττεται... *έπί πάντων' ό μέν ώς Πατήρ, ώς άρχή καί πηγή* 'διά πάντων' δέ διά τοΰ Λόγου- 'έν πάσι' δέ έν τώ Πνεύματι τω άγίω. Τριάς δέ έστιν ούχ έως όνόμα- τος μόνον καί φαντασίας λέξεως, άλλά άληθείςι καί ύπάρξει Τριάς. "Ωσπερ γάρ ό ών έστιν ό Πατήρ, οΰτως ό ών έστι καί ό έπί πάντων Θεός ό τούτου Λόγος. Καί τό Πνεΰμα τό άγιον ούκ άνύπαρκτόν έστι, άλλ' ύπάρχει καί ύφέστηκεν άληθώς» (28).
δ. Ή ύπόσταση ταυτίζεται μέ τήν ονσία. Άλλά δσοι τήν διακρίνουν δέν είναι άναγκαστικά αιρετικοί
Είναι γνωστό ότι άπό τά πρώτα έτη οί άρειανοί άνετα πρόβαλλαν τόν όρο δύο ή τρεις υποστάσεις, γιά νά τονίσουν τήν διαφορά φύσε¬ως μεταξύ τοϋ Πατέρα καί τών δύο άλλων προσώπων τής Τριάδας. Τό γεγονός άνάγκαζε τόν 'Αθανάσιο νά μιλάει άπολογητικά γιά τήν ένότητα ύποστάσεως στήν Τριάδα, ταυτίζοντας βέβαια τήν ύπόστα¬ση μέ τήν θεία ούσία ή φύση, γιά νά δείξει ότι ό Υίός έχει τήν Ιδια φύση μέ τόν Πατέρα:
«άλλ' ύπόστασιν μέν λέγομεν, ήγούμενοι ταύτόν είναι ειπείν ύπό- στασιν καί ούσίαν. Μίαν δέ φρονοΰμεν... διά τήν ταυτότητα τής φύσεως» (Πρός Άντιοχεΐς 6).
«όμοούσιον είναι τόν Υίόν τω Πατρί καί άνεθεμάτισαν τούς λέγον¬τας έξ έτέρας ύποστάσεως είναι τόν Υίόν» (Πρός τούς έν Αφρική 9).
Γνώριζε παρά ταϋτα τήν συζήτηση πού άρχισε λίγο πρίν άπό τό 360 γιά τόν όρο «τρεις ύποστάσεις», τόν όποιο τώρα πρόβαλλαν ορ¬θόδοξοι (αύτόθι 11) μέ όρθόδοξο περιεχόμενο. "Ακουσε μέ προσοχή τούς ύποστηρικτές τοΰ όρου αύτοϋ. Καί άφοϋ τόν βεβαίωσαν ότι δέν έννοοΰν τόν Υίό «άλλοτριούσιον» καί ότι προβάλλουν τόν δρο γιά νά τονίσουν τήν πραγματικότητα τών τριών θείων προσώπων, δέ¬χτηκε δτι δέν είναι κακόδοξοι δσοι τόν χρησιμοποιούν (Πρός Άν- τιοχεϊς 5). Ό ίδιος δέν μπόρεσε νά εισέλθει στήν θεολογική προ¬βληματική τής διακρίσεως τών δρων ύπόσταση καί ούσία. Τό άγιο Πνεΰμα θά όδηγοΰσε άλλους στήν διάκριση αύτή, τούς Καππαδό- κες καί δή τόν Μ. Βασίλειο, λίγα μόλις χρόνια μετά.
Ή άπολογητική αύτή προοπτική έγκλωβίζει μάλιστα τόν 'Αθανά¬σιο στήν φιλοσοφική άντίληψη, δτι μέ τίς λέξεις Θεός καί Πατέρας σημαίνεται ή θεία ούσία καί δχι κάτι «περί τήν» ούσία. "Ετσι έφθανε στήν όμοουσιότητά τοΰ Υίοϋ, άφοΰ οί έκφράσεις «έκ τοϋ Θεοΰ» (Γρα¬φή) καί «έκ τής ούσίας τοϋ Πατρός» (Νίκαια) άναγκαστικά σημαί¬νουν δτι ό Υιός ήταν άπό αύτό πού μόνο είναι ό Θεός, δηλαδή άπό τήν ούσία του. Τήν άποψη αύτή, πού εμφαντικά δίδαξε ό Εύνόμιος, άντέκρουσε ό Μ. Βασίλειος καί οί άλλοι καππαδόκες, πού έδειξαν δτι τό «Πατέρας», τό «Υιός» καί τό «Πνεύμα» δηλώνουν τό είναι κάθε προσώπου, τήν ύπόστασή τους. Άλλά καί ό Αθανάσιος, δια¬τυπώνοντας αύτή τήν άποψη, είχε ριζικά διαφορετικές προϋποθέσεις καί γι* αύτό συγχρόνως τόνιζε δτι ή θεία ούσία είναι άκατάληπτη, ένώ γιά τόν Εύνόμιο εΐναι καταληπτή:
«λέγοντες τόν Θεόν καί όνομάζοντες τόν Πατέρα ούδέν τι ώς περί αύτόν όνομάζομεν, άλλ' αύτήν τήν ούσίαν αύτοϋ σημαί- νομεν κάν γάρ καταλαβεϊν δ,τι ποτέ έστιν ή τοΰ Θεοϋ ούσία μή ή δυνατόν, άλλά μόνον νοοϋντες είναι τόν Θεόν... δπου ποτέ λέγει ή Γραφή 'ό Θεός' ήμεΐς άναγιγνώσκοντές ούδέν έτερον ή αύτήν τήν άκατάληπτον αύτοΰ ούσίαν σημαινομένην νοοϋμεν» (ΠερίΝικαίας 22,3. Βλ. καί Περί συνόδων 35,2).
Είναι σαφές δτι δσο άπουσίαζε άπό τήν θεολογική του σκέψη ή διάκριση είναι καί ούσίας, τόσο άδυνατοϋσε νά διακρίνει μέ συνέ¬πεια τήν προβληματική τών ύποστάσεων τών θείων προσώπων (τό ιδιαίτερο είναι τους) καί τήν κοινή τους φύση.

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ



Ό Αθανάσιος μέ τό έργο του άπέβη καί ό πρώτος θεολόγος τής Οικουμενικής Συνόδου. Δημιούργησε θεολογικά τό πορτραίτο της. Οί σχετικές άπόψεις του έγιναν άπόλυτος οδηγός στήν μετέπειτα συ¬νοδική ζωή τής Έκκλησίας. Άφορμή νά θεολογήσει γιά τήν σύνοδο ύπήρξε ή άρνηση τών άρειανών νά υιοθετήσουν τήν σύνοδο τής Νί¬καιας (325) μέ ποικίλες προφάσεις. Γιά ν' άφοπλίσει τούς άρειανούς, έξήγησε τίς προϋποθέσεις, τήν διαδικασία, τά κριτήρια καί τήν αύ- τάρκεια τής Οικουμενικής Συνόδου (Βλ. ειδική μελέτη μας, Αθα¬νάσιος ό Μέγας καί ή θεολογία τής Οικουμενικής Συνόδου, Αθήνα 19802).

Ή σύγκληση Συνόδου γίνεται άπό άνάγκη έπείγουσα, δταν έμφα¬νίζεται νέα κακοδοξία, πού παρεξηγεί τήν άλήθεια καί ταράσσει γι' αύτό καί διαιρεί τό σώμα τής Εκκλησίας• δταν δέν έχει έκφραστεΐ δριστικά στήν Παράδοση τό σημείο έκεΐνο τής άλήθειας, στό όποιο άφορά ή νέα κακοδοξία. "Αν ή κακοδοξία δέν είναι νέα, τότε ή Εκ¬κλησία καταφεύγει σέ δ,τι έχει διατυπωθεί ήδη στήν Γραφή καί τήν Παράδοση. Μέλη τής Συνόδου είναι μόνο δσοι έχουν τήν ορθή πί¬στη, αύτοί πού φρονοϋν δ,τι καί ή Έκκλησία. Κανένα θέμα στήν Σύ¬νοδο δέν συζητείται, άν γενικά δέν έχει έξασφαλιστεΐ συμφωνία στήν πίστη.
«ή μέν γάρ έν Νικαίςι σύνοδος ούχ άπλώς γέγονεν, άλλ' είχε τήν χρεΐαν κατεπείγουσαν καί τήν αίτίαν εϋλογον» (Περί σννόδων 5,1). «Αί δέ νϋν κινούμεναι παρ' αύτών σύνοδοι (= τών άρειανών) ποίαν έχουσιν εϋλογον αίτίαν; εί μέν γάρ καινοτέρα τις άλλη γέγονεν αΐ- ρεσις μετά τήν άρειανήν, είπάτωσαν τά τής έπινοίας αύτής ρήμα¬τα καί τίνες οί ταύτην έφευρόντες είσίν... εί δέ μηδέν τι τοιούτον γέγονε, μηδέ δύνανται δεΐξαι τίς ή χρεία τών (= άρειανικών) συνό¬δων, άρκούσης τής έν Νικαίςι γενομένης πρός τε τήν άρειανήν καί τάς άλλας αιρέσεις, άς κατέκρινε πάσας διά τής ύγιαινούσης πί¬στεως» (αύτόθι 6,1).
«Διά τοϋτο καί οικουμενική γέγονεν ή έν Νικαίςι σύνοδος, τριακο¬σίων δέκα καί όκτώ συνελθόντων έπισκόπων περί τής πίστεως διά τήν άρειανήν άσέβειαν. Τί γάρ έκείνη λείπει, ίνα καινότερα ζητή- ση τις»; (Πρός τούς έν 'Αφρική έτησκόπους 2). «ού γάρ οίόν τε συνόδφ συναριθμηθήναι τούς περί πίστιν άσεβοϋν- τας, ούδέ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος έξέτασιν τής περί πί¬στεως έξετάσεως. Χρή γάρ πρώτον πάσαν περί πίστεως διαφωνίαν έκκόπτεσθαι...» (Περί τών γεγενημένων παρ' άρειανών 36, 3-4).
Τά μέλη τής Συνόδου, όπως άλλωστε οί Πατέρες τής 'Εκκλησίας γενικά, έπιτελοϋν τό έργο τους μέ τόν φωτισμό καί τήν αποκάλυψη τοϋ άγ. Πνεύματος, έφόσον μετέχουν στήν άλήθεια, όπως είδαμε σέ άλλη παράγραφο. Άποτέλεσμα τής άποκαλύψεως καί τής «θεοφα- νείας», κατά τήν εκάστου «χρεία», είναι ότι ή άπόφαση τής Νίκαιας είναι «θεΐον» «ρήμα Κυρίου», πού μόνο γι' αύτό έχει άπόλυτη ισχύ καί «μένει» στούς αιώνες (Πρός τούς έν 'Αφρική 2• Κατά άρ. Α' 63). Ό φωτισμός τών Πατέρων είναι συγχρόνως καί ό λόγος γιά τόν ό¬ποΐο ή άπόφαση τής Συνόδου είναι σύμφωνη μέ δ,τι δηλώνεται στήν Γραφή. Οί συνοδικοί όροι δηλαδή άποτελοϋν άποκάλυψη τοϋ «νοϋ», τοϋ βαθύτερου πνεύματος, βιβλικών χωρίων, είναι συναγωγή τής «δια¬νοίας» τής Γραφής, είναι άνάπτυξη έκείνου πού άπλώς σημειώνει ή Γραφή, είναι ή άναζήτηση τοϋ πνεύματος κάτω άπό τό γράμμα τής Γραφής. "Ο,τι νέο έκφράζεται μέ τόν τρόπο τοϋτο καί μέ μή βιβλι¬κούς όρους δέν πρέπει ποτέ νά άντιτίθεται σέ ό,τι είναι ήδη διατυ¬πωμένο στήν Γραφή καί τήν Παράδοση. Τό νικαϊκό π.χ. «έκ τής ούσίας τοϋ Πατρός» δέν είναι άντίθετο πρός τό βιβλικό «έκ τοϋ Πα¬τρός», άλλά τό βαθύτερο πνεΰμα του, ή εύρύτερη φανέρωση τής ί¬διας άλήθειας. Βέβαια ή 'Εκκλησία θά μπορούσε νά μένει μόνο μέ τούς άπλούς δρους τής Γραφής, άν δέν τήν άνάγκαζαν οί κακόδο¬ξοι νά προχωρήσει στήν θεολογία τών δρων τούτων , δηλαδή στήν εύρύτερη έκκάλυψη τής άλήθειας πού δηλώνουν. Θά προτιμούσε ά¬κόμη νά μή χρησιμοποιεί «άγράφους», μή βιβλικούς, δρους στήν δια¬τύπωση τής πίστεως. Άναγκάζεται δμως νά τό πράξει, διότι άγραφα καί πιστοί στήν Γραφή μένουν καί τό βαθύτερο πνεύμα της φανε¬ρώνουν:
«άποκαλύπτειν χρή τόν νοΰν τοϋ ( = βιβλικού) ρητοϋ, ώς κεκρυμ- μένον τοϋτον ζητεΐν» (Κατά άρ. Β' 44).
«δ γάρ άγνοοϋμεν έν τοις λογίοις ( = τής Γραφής) ούκ έκβάλλομεν, άλλά ζητοΰμεν οΰς άπεκάλυψεν ό Κύριος καί παρ' αύτών μανθά- νειν άξιοϋμεν» (Περί συνόδων 40, 2-3).
«τώ δέ πνεύματι φωτιζομένων ήμών» (Πρός Σεραπίωνα Α' 19). «έδει καί περί τοϋ Κυρίου έκ τών Γραφών τά περί αύτοΰ γεγραμμέ- να λέγεσθαι και μή άγράφους έπεισάγεσθαι λέξεις... Ναί έδει, φαί- ην άν καί έγωγε... άλλ'... ή άσέβεια ... ήνάγκασε τούς έπισκόπους λευκότερον έκθέσθαι τά τήν άσέβειαν αύτών άνατρέποντα ρήμα¬τα» (Περί Νικαίας 32,1).
«οί πατέρες, θεωρήσαντες έκείνων (= τών άρειανών) τήν πανουρ- γίαν, λευκότερον είπεΐν τό 'έκ τοϋ Θεοϋ* καί γράψαι 'έκ τής ού¬σίας τής Θεοϋ' είναι τόν Υίόν» (αύτόθι 19,2). «οί έπίσκοποι... ήναγκάσθησαν ... συναγαγεΐν έκ τών Γραφών τήν διάνοια ν καί άπερ πρότερον έλεγον, ταϋτα πάλιν λευκότερον εί¬πεΐν καί γράψαι 'όμοούσιον' είναι τφ Πατρί τόν Υίόν, ίνα μή μό¬νον δμοιον τόν Υίόν, άλλά ταύτόν τή όμοιώσει έκ τοϋ Πατρός είναι σημαίνωσιν» (αύτόθι 20,3).
«ίνα... μάθωσιν άπό τοϋ γράμματος έπιστρέφειν είς τό πνεΰμα» (Πε¬ρί συνόδων 45,3).
Ό χαρακτήρας τής άποφάσεως τής Οίκουμ. Συνόδου είναι κυρίως θετικός καί δευτερευόντως άρνητικός. Ή διατύπωση τής άλήθειας γίνεται μέ τρόπο θετικό (π.χ. «όμοούσιος»), διότι μόνο μέ τήν θέση, δηλαδή τήν φανέρωση τής άλήθειας, καταρρίπτεται αύτό, πού δέν είναι άλήθεια, ή κακοδοξία. Κρίση, κατάκριση καί καταδίκη τής κα¬κοδοξίας άποβαίνει άφ' έαυτής ή άλήθεια. Τήν συνοδική άπόφαση (τόν «δρο») άκολουθεΐ άναθεματισμός τών κακοδόξων, ώστε οί ά- θεολόγητοι πιστοί νά άκούουν μέ έμφαση ποιούς πρέπει νά άπο- φεύγουν.
ή Νίκαια «κατέκρινε (= τίς αιρέσεις) διά τής ύγιαινούσης πίστε¬ως» (Περί συνόδων 6).
οί πατέρες τής συνόδου «έδήλωσαν φανερώς δτι τό 'έκ τής ούσίας' καί τό 'όμοούσιον' άναιρετικά τών τής άσεβείας λογαρίων είσίν, άπερ έστίν 'κτίσμα' καί 'ποίημα' καί 'ούκ ήν πρίν γεννηθή'» (Περί Νικαίας 20,6).
«ούτω νοήσαντες οί πατέρες, έγραψαν (= θετικός χαρακτήρας) ό-μοούσιον είναι τόν Υίόν τφ Πατρί καί άνεθεμάτισαν (= άρνητικός χαρακτήρας) τούς λέγοντας έξ έτέρας ύποστάσεως είναι τόν Υίόν» (αύτόθι 20,3).
Ή άπόφαση τής Συνόδου χαρακτηρίζεται συνήθως «αύτάρκης». Ή Σύνοδος «άρκεΐ» γιά νά όρθοδοξοΰν οί πιστοί καί νά κατακρί¬νονται οί κακόδοξοι. Ό 'Αθανάσιος δέν χρησιμοποιεί γιά τήν Σύνο¬δο δρους δπως «αυθεντία» ή «άλάθητος». Τό γεγονός έχει μεγάλη σημασία. Ή άπόφαση, ό δρος ή ή «πίστη» τής Συνόδου, δέν είναι άφ' έαυτής ή άλήθεια καί δή δλη ή άλήθεια. Άποτελεΐ άπλως δήλωση- έπισήμανση έκείνου τοϋ μέρους τής άλήθειας, τό όποΐο παρεξήγησε κάποιος κακόδοξος. Ή άπόφαση τής Νίκαιας είναι «αυτάρκης» «ώς πρός» τήν άρειανική αίρεση κυρίως. Τό αύτάρκης έδώ είναι ταυτό¬σημο πρός τά: «θεόπνευστος», «άποστολική», σύμφωνα μέ τήν Γρα¬φή, ή όποία καί αύτή χαρακτηρίζεται «αύτάρκης». Ή «αυτάρκεια» «ώς πρός τι» άφήνει τόν δρόμο άνοικτό γιά νέα Σύνοδο, άν παρα¬στεί άνάγκη, δπως καί παρέστη.
«ή γάρ έν αύτή ( = τή συνόδφ τής Νίκαιας)... όμολογηθεΐσα πίστις αύτάρκης έστί» (Πρός τούς έν 'Αφρική 1). «άρκούσης τής έν Νικαίςι γενομένης ( = συνόδου) πρός τε τήν ά- ρειανικήν καί τάς άλλας αιρέσεις, άς κατέκρινεν» ( = δσες μέ τά άρθρα τοϋ Συμβόλου καταδίκασε) (Περί συνόδων 6,1).
ΓΗ άπόφαση τής Συνόδου ώς «αύτάρκης» καί θεόπνευστη είναι ορ¬θή καί άμετάβλητη. Ώς έκφραση δμως τής άλήθειας, ώς μορφή δη¬λαδή, άντιμετωπίστηκε ρεαλιστικά. Ό Αθανάσιος είχε συνειδη¬τοποιήσει δτι άπόλυτη καί άμετάβλητη είναι μόνο ή άλήθεια. Ή γλωσ¬σική μορφή πού τήν εκφράζει μπορεί νά μεταβληθεί:
«ού γάρ αί λέξεις τήν φύσιν παραιροϋνται, άλλά ή φύσις (ή άλή¬θεια, τό πράγμα) τάς λέξεις είς έαυτήν έλκουσα μεταβάλλει. Αί ού- σίαι πρώται καί δεύτεραι τούτων αί λέξεις» (Κατά άρ. Β' 3).
Στήν θεολογία προσδιοριστική άρχή άποτελεΐ τελικά ή άλήθεια. Ή έκφραση είναι τό προσδιοριζόμενο, τό μεταβαλλόμενο μέ κριτή¬ριο τήν άλήθεια. "Οταν οί όμοιουσιανοί έδειχναν δτι πιστεύουν όρ- θόδοξα καί έπιθυμοΰν νά ένσωματωθοϋν στήν Έκκλησία, άλλά ύποπτεύονταν τόν δρο «όμοούσιος», ό Αθανάσιος έκανε τήν ύπο- χώρηση νά δεχτεί άπό αύτούς τήν χρήση άλλου δρου (μορφή γλωσ¬σική), πού θά έξέφραζε δμως τήν ίδια άλήθεια. "Ετσι ό κατ' έξοχήν έμπνευστής καί ύπερασπιστής τής θεολογίας (καί τών δρων) τής Νί¬καιας είχε τήν τόλμη νά προτείνει γιά τούς όρθοδοξοϋντες όμοιου- σιανούς τόν δρο «φύσει Υίός»:
«εί δέ... προσποιούνται... τήν λέξιν φοβεΐσθαι τοϋ όμοουσίου, εί- πάτωσαν καί φρονείτωσαν άπλούστερον ...( = άς χρησιμοποιούν δηλ. τήν διατύπωση) άληθώς τόν Υίόν φύσει Υίόν» (Πρός τούς έν 'Αφρική 9).

ΒΑΣΙΛΗ ΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ


α. Τό πρόβλημα

Ό 'Αθανάσιος ύπήρξε ό πρώτος μεγάλος θεολόγος, άφότου ή Έκ¬κλησία άπέκτησε «καλές σχέσεις» μέ τήν πολιτεία, άφότου βγήκε άπό τίς κατακόμβες καί δέχτηκε τήν προστασία τής κοσμικής έξου- σίας. Τό γεγονός τής «προστασίας» αύτής δημιούργησε τεράστια προ¬βλήματα στήν Εκκλησία, όχι μικρότερα ίσως άπό αύτά πού τής προκάλεσαν οί διωγμοί. Καί πρωταρχικό πρόβλημα έγινε ή άνάμιξη τοΰ χριστιανού αύτοκράτορα στά πράγματα τής Έκκλησίας, άλλο¬τε αυτοβούλως καί άλλοτε μέ πρόσκληση έκκλησιαστικών άνδρών. Ή πρόσκληση αύτή καί ή χρήση τής αυτοκρατορικής έξουσίας έγι¬νε πληθωρική άπό τούς άρείανόφρονες, πρώτον γιά τήν άνατροπή τής άποφάσεως τής Νίκαιας καί τής θεολογίας τοΰ 'Αθανασίου καί δεύτερον γιά τήν προσωπική καταδίκη τοΰ ίδιου τοΰ 'Αθανασίου καί τών όμοφρόνων του έπισκόπων. Γιά τήν έπίτευξη τοΰ διπλού αύτοΰ σκοποΰ συγκλήθηκε μεγάλος άριθμός συνόδων μέ τήν εκβιαστική παρουσία αύτοκρατόρων ή άντιπροσώπων τους. Ή άντίδραση τοΰ 'Αθανασίου, πού γνώρισε διάφορες φάσεις, έκδηλώθηκε έντονα καί άπέβλεπε στήν στερέωση τοΰ κύρους τής Συνόδου τής Νίκαιας καί στήν άθώωση τοΰ έαυτοΰ του, πού τόν συκοφαντούσαν γιά έκκλη- σιαστικά άδικήματα καί συνήθως γιά κοινά ποινικά έγκλήματα.
Ή διπλή αύτή έπιδίωξη τοΰ επέβαλλε μιά θεολογική θεώρηση τοΰ προβλήματος καί μιά ρεαλιστική τακτική.
β. Θεολογική θεώρηση
Μέ τήν θεολογική θεώρηση διέκρινε σαφώς μεταξύ έπισκόπων καί βασιλέα, μεταξύ τής φύσεως τών έκκλησιαστικοθεολογικών θεμά¬των καί τών άντικειμένων τής βασιλικής φροντίδας. "Αλλο είναι ή έκκλησιαστική άπόφαση καί άλλο ή «ρωμαϊκή άρχή». Ό βασιλέας δέν έχει καμμία θέση στήν άπόφαση («κρίσιν») τών έπισκόπων. Τό γεγονός δτι ό αύτοκράτορας είχε τήν βασιλεία (άπό τόν Θεό) δέν τοΰ έξασφάλιζε τό δικαίωμα νά άποφασίζει γιά τά έκκλησιαστικοθεο- λογικά, δπως δίδαξε ό Εύσέβιος Καισαρείας, θεμελιώνοντας τόν και- σαροπαπισμό. Ό 'Αθανάσιος άπέρριψε έντονα τήν ύπερφίαλη άπαί- τηση τοΰ Κωνσταντίου (361): «δπερ έγώ βούλομαι τοΰτο κανών (= έκκλησιαστικός) νομιζέσθω» (Περί τών γεγενημένων παρ' άρεια¬νών 33,7). Ή άπόφαση τών έπισκόπων δέν άποκτά «κϋρος» άπό τόν βασιλέα, μολονότι άποφάσεις συνόδων καί έπισκόπων συνοδεύον¬ταν άπό βασιλικά διατάγματα. Οί έπίσκοποι είναι οί μόνοι έγγυητές τής όρθότητας τών άποφάσεών τους. Αύτοί κρίνουν έάν ό βασιλέας πιστεύει ή δχι όρθόδοξα. Αύτοί μπορούν νά τόν συμβουλεύσουν σχε¬τικά, άκόμη καί νά τόν άπειλήσουν μέ θεία τιμωρία. Τήν τακτική προκλήσεως του κοσμικού άρχοντα νά άναμιχτεΐ στά έκκλησιαστι- κά έγκαινίασαν οί άρειανοί μετά τήν Σύνοδο τής Νίκαιας. "Ετσι, ένώ στήν Σύνοδο τής Νίκαιας ό Κωνσταντίνος άπλώς παρακολούθησε μέ ένδιαφέρον τις έργασίες της, δεχόμενος τίς όρθόδοξες θέσεις, στίς μετέπειτα φιλοαρειανικές συνόδους ό αύτοκράτορας ή ό άντιπρό- σωπός του πίεζε κι έξεβίαζε τούς έπισκόπους καί συχνά κατηύθυνε τίς έργασίες τής συνόδου, οί άποφάσείς τής όποιας γι' αύτό δέν εί¬χαν κΟρος. Ό 'Αθανάσιος βεβαιώνει δτι πρίν άπό τίς συνόδους αύ¬τές ποτέ ό κοσμικός άρχοντας δέν έπενέβαινε στά έκκλησιαστικά. Τουλάχιστον άποκρουόταν ή έπέμβασή του, δπως συνέβη στήν πε¬ρίπτωση του Μ. Κωνσταντίνου, πού μάταια ζητούσε άπό τούς Αλέ¬ξανδρο καί 'Αθανάσιο 'Αλεξανδρείας νά δεχτούν στήν Έκκλησία τόν "Αρειο:
«εΐ γάρ έπισκόπων έστί κρίσις, τί κοινόν έχει πρός ταύτην ό βασι¬λεύς; Εί δέ βασιλέως έστίν άπειλή, τίς ένταΰθα χρεία τών λεγομέ¬νων έπισκόπων; Πότε γάρ έκ τοϋ αιώνος ήκούσθη τοιαύτα; Πότε κρίσις Έκκλησίας παρά βασιλέως έσχε τό κύρος ή όλως έγνώσθη τοϋτο τό κρίμα; ... Παύλος απόστολος είχε φίλους τούς τής Καί¬σαρος οικίας... άλλ' ούκ είς κρίματα ( = άποφάσεις, κρίσεις) τού¬τους κοινωνούς παρελάμβανε. Νϋν δέ θέαμα καινόν καί τοϋ τής άρειανής αίρέσεώς έστιν εύρημα• συνήλθον γάρ αιρετικοί καί βα¬σιλεύς Κωνστάντιος, ίνα... καθ' ών άν έθέλοι πράττη ... καί ούτοι δέ (= οί άρειανοί), τήν βασιλέως έχοντες δυναστείαν, έπιβουλεύω- σιν οίς άν έθέλωσι, θέλουσι δέ τοις μή άσεβοϋσιν ώς αύτοί» (Περί τών γεγενημένων παρ' άρειανών 52, 3-5).
«οί έπίσκοποι... μετά λόγων έχρήσαντο διδάσκοντες μή είναι τήν βασιλείαν αύτοΰ ( = τοϋ Κωνσταντίου), άλλά τοϋ δεδωκότος Θε¬οϋ, δν καί φοβεΐσθαι αύτόν ήξίουν, μή έξαίφνης αύτήν άφέληται. Ήπείλουν τε τήν ή μέρα ν τής κρίσεως καί συνεβούλευον αύτφ μή διαφθείρειν τά έκκλησιαστικά μηδέ έγκαταμίσγει τήν ρωμαϊκήν άρ¬χήν τή τής Έκκλησίας διαταγή, μηδέ τήν άρειανήν αϊρεσιν είσά- γειν είς τήν έκκλησίαν τοϋ Θεοϋ» (αύτόθι 34,1). «Δέσποτα παντοκράτορ, βασιλεϋ τών ούρανών... λάμψον είς τήν καρδίαν αύτοϋ (= τοϋ Κωνσταντίου), ίνα, γνούς τήν καθ' ήμών συ- κοφαντίαν, εύμενώς μέν αύτός δέξηται τήν άπολογίαν, πάντας δέ ποιήση γνώναι δτι αί άκοαί αύτοϋ ήσφαλίσθησαν έν άληθεία» ('Α¬πολογία πρός Κωνστάντιον 12).
Είναι πολύ χαρακτηριστικό δτι ό 'Αθανάσιος υιοθετεί καί προβάλ¬λει έμφαντικά τίς άνάλογες άπόψεις τοϋ γηραιοϋ καί πανσέβαστου Όσιου Κορδούης, πού άπέτρεπε τόν βασιλέα Κωνστάντιο νά άναμι- γνύεται στά έκκλησιαστικά, γιατί σ' αύτόν ό Θεός έμπιστεύτηκε μόνο τήν κοσμική έξουσία:
«μή τίθει σεαυτόν είς τά έκκλησιαστικά, μηδέ σύ περί τούτων ή- μΐν παρακελεύου, άλλά μάλλον παρ' ήμών σύ μάνθανε ταϋτα. Σοί βασιλείαν ό Θεός ένεχείρισεν, ήμΐν τά τής Έκκλησίας έπίστευσε. Καί ώσπερ ό τήν σήν άρχήν ύποκλέπτων άντιλέγει τώ διαταξαμέ- νφ Θεώ, οϋτω φοβήθητι, μή καί σύ τά τής έκκλησίας εις έαυτόν έλκων ύπεύθυνος έγκλήματι μεγάλω γένη. "Απόδοτε5, γέγραπται, 'τά καίσαρος καίσαρι καί τά τοϋ Θεοϋ τώ Θεώ'. Οΰτε τοίνυν ήμΐν άρχειν έπί τής γής έξεστιν οΰτε σύ τοϋ θυμιάν έξουσίαν έχεις, βα- σιλεϋ!» (Περί τών γεγενημένων παρ' άρειανών 44,7).
Ρεαλιστική τακτική έναντι τοϋ βασιλέα
Ή ρεαλιστική τακτική τοϋ 'Αθανασίου είχε άφορμή τόν «έναγκα- λισμό» Έκκλησίας καί βασιλέα καί τήν έπιτυχία τών άρειανών νά συγκαλούν αύτοβούλως οί βασιλείς συνόδους. Καί ό ϊδιος ό 'Αθανά¬σιος προκάλεσε έπέμβαση τών αυτοκρατόρων, δχι δμως γιά νά κρί¬νουν τήν ορθότητα τών άποφάσεων τής Νίκαιας, άλλά γιά νά άκυρώσουν όσα έγιναν πρός άνατροπή τών άποφάσεων αύτών καί όσα βάσει ψευδών κατηγοριών άποφασίστηκαν κατά τοϋ 'Αθανα¬σίου σέ συνόδους, πού έργάστηκαν μέ τήν βία τών αυλικών καί τών άρειανών. Άκόμα δέχτηκε νά ζητήσει άδεια βασιλική γιά έγκαίνια ναοϋ, κάτι δμως πού σχετιζόταν μέ τόν δημόσιο βίο. Επιδίωξε λοι¬πόν μέ τήν έπέμβαση τοΰ βασιλέα νά άρθεΐ δ,τι κακό είχε γίνει μέ βασιλική εύθύνη:
«έκεΐνοι μέν ούν οΰτως έτύρευον καί τάς συσκευάς έπλαττον ( = είς τήν σύνοδον τής Τύρου τό 335), ήμεΐς δέ άνελθόντες έδείξαμεν βα- σιλεΐ τάς άδικίας τών περί Εύσέβιον, έπεί καί αύτός ήν ό τήν σύνο¬δον γενέσθαι κελεύσας καί κόμης αύτοΰ καθηγεΐτο ταύτης» ('Απολογητικός Β' 86,1).
Παρά ταΰτα ή παρουσία τοΰ βασιλέα στά έκκλησιαστικά πράγμα¬τα καί στίς Συνόδους άκόμη δέν άποκλείεται* άντίθετα, είναι έπιθυ- μητή καί τουλάχιστον δέν ένοχλεΐ, άλλά μέ τόν δρο δτι ό βασιλέας όρθοδοξεΐ ή τουλάχιστον δέχεται τήν «κρίσιν» τών έπισκόπων, δ¬πως έκανε ό Μ. Κωνσταντίνος στήν Νίκαια. "Οταν δμως ό βασιλέ¬ας γίνεται δργανο τών κακοδόξων, ή παρουσία του στήν σύνοδο είναι άνεπιθύμητη, δπως καί οί πρωτοβουλίες του σ' αύτήν. Τελικά, τό όρ- θοδοξεΐν καί ή ειλικρίνεια τοΰ βασιλέα είναι τό κριτήριο τής σχέσε¬ως Έκκλησίας καί κοσμικοΰ άρχοντα, πού μάλιστα είναι καί μέλος της. Γι' αύτό καί ό Αθανάσιος, δσο ήλπιζε δτι θά κατανοούσε τήν άπόφαση τής Νίκαιας καί τήν τοποθέτησή του ό Κωνστάντιος, τόν άποκαλοΰσε «θεοφιλέστατον Αϋγουστον», «φιλανθρωπότατον» καί «πλήρη θεοσεβείας καί εύλαβείας» (Άπολογία πρός Κωνστάντιον 1). "Οταν δμως πείστηκε άπόλυτα γιά τήν κακή διάθεση τοΰ ίδιου βασιλέα, τόν χαρακτήρισε «ώμόν», «μή κατά φύσιν έχοντα τάςφρέ- νας» καί «διώκτην θηριώδη», ένώ τοΰ ύπενθύμισε τά φοβερά έγκλή- ματά του κατά τών συγγενών του (Περί τών γεγενημένων παρ' άρειανών 69, 1-2).
Τό πρόβλημα έπομένως τής σχέσεως Έκκλησίας καί κοσμικού άρχοντα τίθεται άπό τόν 'Αθανάσιο σέ προσωπική βάση. Κανένα πά¬γιο θεωρητικό σύστημα δέν διανοήθηκε νά προβάλει. "Ολα εξαρτών¬ται άπό τήν ορθοδοξία ή τήν κακοδοξία τών συγκεκριμένων κοσμι¬κών άρχόντων ή γενικότερα άπό τις έποχές, κατά τίς όποιες οί κο¬σμικοί άρχοντες έμφοροΰνται άπό φιλορθόδοξη ή άντορθόδοξη νοο¬τροπία.
ΒΙΟΣ
Ό Μέγας 'Αθανάσιος γεννήθηκε κατά πάσαν πιθανότητα τό 295 στήν 'Αλεξάνδρεια. Ειδήσεις γιά τήν παιδική καί τήν έφηβική του ήλικία έχουμε λίγες καί αύτές όχι άσφαλεΐς. Οί γονείς του ήταν "Ελληνες καί μάλλον έ- θνικοί. 'Απέκτησε Ικανοποιητική θύραθεν παιδεία (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΑ' 6) στίς έκεΐ έθνικές σχολές. Άπό έφηβος βρέθηκε στό στενό περιβάλλον τοΰ 'Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, άπό τόν όποΐο έγινε άναγνώ- στης, γραμματέας καί διάκονος (319). Έτσι γνώρισε άριστα τήν έκκλη- σιαστικοθεολογική κατάσταση τής έποχής, όπως καί τόν άσκητικό βίο. Ζώντας πλησίον τού Αλεξάνδρου, τόν έπηρέαζε ποικιλοτρόπως ήδη άπό τήν έποχή τής έμφανίσεως τοΰ άρειανισμοΰ (περίπου τό 318). ΤΗταν τόσο γνωστή ή επιρροή τοΰ Αθανασίου στόν Αλέξανδρο, ώστε, δταν ό δεύτε¬ρος άρνιόταν νά δεχτεί στήν Έκκλησία τόν "Αρειο μετά τήν καταδίκη του άπό άλεξανδρινές συνόδους (320-322/3), οί άρειανόφρονες θεωρούσαν ύ- παίτιο τόν Αθανάσιο, δπως ό ίδιος πληροφορεί ('Απολογητικός Β' 6,2). Τήν ίδια έποχή βοήθησε τόν 'Αλέξανδρο νά άναιρέσει τίς άπόψεις τοΰ 'Α-ρείου (μέ τήν Έπιστολή πρός 'Αλέξανδρον Θεσσαλονίκης) καί νά υποστη¬ρίξει τήν όρθόδοξη άποψη στήν Α' Οικουμενική Σύνοδο τής Νίκαιας τό 325: «Αρείου... τής Έκκλησίας έκβληθέντος... οί περί Εύσέβιον... έγρα- φον πολλά παρακαλοΰντες Αλέξανδρον τόν έπίσκοπον μή άφεΐναι τόν αί- ρετικόν Άρειον έξω τής Έκκλησίας. Αλεξάνδρου δέ, διά τήν είς Χριστόν εύσέβειαν μή δεχομένου τόν άσεβή (= "Αρειον), είς Άθανάσιον, τότε διά- κονον δντα έλυποΰντο, έπειδή τά πλείστα συνόντα Άλεξάνδρορ τώ έπισκό- πω πολυπραγμονοΰντες αύτόν ήκουον καί τιμώμενον παρ' αύτοΰ. Πεΐραν δέ αύτοΰ ( = τοΰ Αθανασίου) καί τής εύσεβείας τής είς Χριστόν λαβόντες έκ τής συνόδου τής κατά Νίκαιαν συγκροτηθείσης, έν οΐς έπαρρησιάζετο κατά τής άσεβείας τών άρειομανιτών μειζόνως τό μίσος ηΰξανον» ('Απο¬λογητικός Β' 6,2). Έπομένως άπό τό 320 τουλάχιστον σήκωνε τό θεολογι¬κό βάρος τοΰ άντιαρειανικοΰ άγώνα, πού δικαιώθηκε στήν Νίκαια (325). Έκεΐ έγινε καθολικά γνωστός διότι πρωτοστάτησε στίς παρασκηνιακές θε¬ολογικές συζητήσεις, πού όδήγησαν στήν διατύπωση τής άλήθειας ότι ό Υίός είναι «Θεός άληθινός», «έκ τής ούσίας τοΰ Πατρός» καί «όμοούσιος», μέ τήν όποία άνατράπηκε ό άρειανισμός. Τήν έποχή αύτή, καί άσφαλώς μετά τήν έμφάνιση του άρειανισμοΰ, άρχισε τήν συγγραφική θεολογική του δρα¬στηριότητα. Οί δύο πολυσήμαντοι λόγοι του «Κατά έλλήνων» καί «Περί ενανθρωπήσεως» γράφηκαν τότε, δπως τότε πρέπει νά συντάχτηκαν σέ μία πρώτη μορφή οί «Κατά άρειανών» λόγοι του, μέ τούς όποιους θεμελίωσε τήν θεολογία του καί τούς όποιους άσφαλώς έπεξεργάστηκε καί μετά τήν έπισκοποποίησή του.
Λίγο πρίν πεθάνει ό έπίσκοπος 'Αλέξανδρος (+ 17.4.328) υπέδειξε γιά διά¬δοχο του τόν 'Αθανάσιο, γεγονός πού δημιούργησε μεγάλη άντίδραση. Ά- ναζωπυρήθηκε τό καταδικασμένο καί στήν Νίκαια μελιτιανό σχίσμα καί προβλήθηκε μελιτιανός γιά τόν θρόνο 'Αλεξανδρείας. Όμάδα όρθοδόξων έπισκόπων, ένθαρρυνόμενη καί πιεζόμενη έντονα άπό τό όρθόδοξο πλή¬ρωμα, προχώρησε (8.6.328) στη ' έκλογή καί τήν χειροτονία τοΰ 'Αθανα¬σίου ώς έπισκόπου 'Αλεξανδρείας, τόν όποΐο άναγνώρισαν άργότερα καί οί λοιποί έπίσκοποι Αίγύπτου καί Λιβύης. Ή άντίδραση κατά τοΰ 'Αθανα¬σίου συνεχίστηκε μέ τήν συνεργασία τώρα φίλων τοΰ Εύσεβίου Νικομήδειας καί μελιτιανών, οί όποιοι είχαν δικό τους κλήρο. Σκοπός τους ήταν ή άκύ- ρωση τής εκλογής τοϋ 'Αθανασίου, ένώ τόν συκοφαντούσαν στόν αύτοκρά¬τορα δτι π.χ. επέβαλε φόρο παράνομο στούς 'Αλεξανδρινούς, ότι ένίσχυσε μέ άφθονο χρυσό τόν έπικίνδυνο άνώτερο κρατικό ύπάλληλο Φιλούμενο καί ότι φόνευσε τόν έπίσκοπο 'Αρσένιο. 'Αποδείχτηκε τελικά ότι τόν τε¬λευταίο τόν έκρυβαν οί μελιτιανοί. Τό κλίμα γινόταν άκόμη δυσμενέστερο άπό τήν άρνηση τοϋ 'Αθανασίου νά ύποκύψει στίς ύποδείξεις τοϋ αύτοκρά¬τορα καί νά δεχτεί σέ κοινωνία τόν "Αρειο, καταδικασμένο στήν Νίκαια όριστικά. Τήν κατάσταση αύτή ό 'Αθανάσιος άντιμετώπισε μέ διαφωτιστι¬κές έγκύκλιες 'Επιστολές καί δή μέ συχνές επισκέψεις στίς έπισκοπές τής Αίγύπτου καί τά μοναστικά κέντρα, όπως τοϋ Παχωμίου, μέ άποτέλεσμα νά ένισχύσει τήν ένότητα καί τό όρθόδοξο φρόνημα τών πιστών.
Παράλληλα προσπαθούσε ν' άποδεικνύει άβάσιμες τίς έναντίον του κα¬τηγορίες στόν αύτοκράτορα. Αύτές αύξάνονταν καί τό 334 ό Μ. Κωνσταν¬τίνος δέχτηκε τήν ύπόδειξη τών μελιτιανών γιά σύγκληση συνόδου, πού θά έκρινε συνολικά τό πρόβλημα 'Αθανάσιος. "Ηδη δμως ό Κωνσταντίνος εί¬χε άπόλυτα πειστεί ότι ή έμμονη τοϋ 'Αθανασίου στήν όρθοδΓ ξία καί ή πο¬λεμική κατά τοϋ άρειανισμοΰ, ό όποιος άπλωνόταν όλοένα καί περισσότερο, άντιστρατευόταν τήν δική του πολιτική. Τήν τελευταία τοϋ είχαν έμπνεύ- σει οί άρειανόφρονες καί μάλιστα ό Εύσέβιος Νικομήδειας, μέ τόν όποΐο είχε μακρινή συγγένεια. Σύμφωνα μέ τήν πολιτική αύτή θά πετύχαινε στέ- ρεη ένότητα τοΰ άπέραντου ρωμαϊκού κράτους μέ βάση τήν έκκλησιαστι¬κή ένότητα όρθοδόξων καί άρειανών, ύποτιμώντας βέβαια άφελώς τίς θεολογικές καί δογματικές διαφορές. Είχε λοιπόν καί ό Κωνσταντίνος ι¬σχυρό λόγο νά λησμονήσει τόν θαυμασμό, πού όντως είχε γιά τό πρόσωπο τοϋ 'Αθανασίου.
"Ετσι οί μελιτιανοί καί οί άρειανοί, μέ τόν Εύσέβιο Νικομήδειας έπικε¬φαλής, όργάνωσαν εύρύ κατηγορητήριο γιά δήθεν έκκλησιαστικοκοινωνι- κά καί ποινικά παραπτώματα τοϋ 'Αθανασίου καί ό Κωνσταντίνος κάλεσε τό 335 σύνοδο στήν Καισάρεια τής Παλαιστίνης μέ σκοπό τήν έξέταση τών κατηγοριών. Ό 'Αθανάσιος δμως άρνήθηκε νά προσέλθει, έπειδή ό έπίσκο- πος τής πόλεως Εύσέβιος ήταν φίλος καί όργανο τών άρειανοφρόνων καί ή άπόφαση τής συνόδου προδικασμένη. Τότε οί επίσκοποι κλήθηκαν στήν Τύρο τής Φοινίκης, άλλά οί άρειανόφρονες ήταν 60 καί οί ορθόδοξοι μέ τόν 'Αθανάσιο, πού μέ τήν βία τόν άνάγκασαν νά προσέλθει, 49, όλοι άπό τήν Αίγυπτο.
Στήν σύνοδο άνέτρεψε μέ άνεση τίς κατηγορίες: ότι ό άποσταλμένος του Μακάριος φέρθηκε βάναυσα στό ίερό πού λειτουργούσε ό Ίσχύρας, τόν ό¬ποΐο δήθεν κακοποίησε (άποδείχτηκε ότι ό Ίσχύρας ήταν αύτοχειροτονη- μένος πρεσβύτερος καί τήν ήμέρα πού τάχα συνέβησαν αύτά ήταν κλινήρης, άπών άπό τόν ναό)* ότι φόνευσε τόν μελιτιανό έπίσκοπο στήν Θηβαΐδα 'Αρ¬σένιο, τού οποίου μάλιστα τό δεξί χέρι χρησιμοποιούσε γιά μαγεία (ό 'Αρ¬σένιος βρέθηκε στό κρησφύγετο του καί μάλιστα μέ τά δύο του χέρια στήν θέση τους)• ότι παρέσυρε στήν άκολασία γυναίκα (ή ψευδομάρτυς, πού πλη¬ρώθηκε γιά νά παραστήσει τό θύμα καί πού δέν γνώριζε προσωπικά τόν 'Αθανάσιο, εξέλαβε γιά 'Αθανάσιο κάποιον Τιμόθεο, τόν όποΐο καί κατη¬γόρησε ώς έκπαρθενευτή της). Τέτοιου είδους κακοήθειες, ένώ άπορρίπτον- ταν εύκολα, έπεισαν άπόλυτα τόν 'Αθανάσιο γιά τόν σκοπό τών άρειανών, πού πλειοψηφούσαν στήν Σύνοδο. Γι" αύτό καί, μετά άπό πληροφορίες ότι οργάνωναν έναντίον του δολοφονική άπόπειρα, έφυγε κρυφά γιά νά συναν¬τήσει προσωπικά τόν Κωνσταντίνο στήν Κωνσταντινούπολη, όπου έφτα¬σε, άλλά χωρίς νά πετύχει τήν επιθυμητή άκρόαση.
'Απογοητευμένος άπό τά συμβαίνοντα στήν αυλή τού αύτοκράτορα, μά καί άποφασισμένος νά τοϋ έξηγήσει τήν κατάσταση, τόν περίμενε σέ κά¬ποιο μέρος, τήν ώρα πού θά επέστρεφε άπό περίπατο. 'Εμφανίστηκε άπρόο- πτα στόν έφιππο βασιλιά, τόν σταμάτησε, τοϋ ζήτησε νά τόν άκούσει, άλλά ό βασιλιάς, άν κι εντυπωσιάστηκε βαθιά, δέν είχε τήν δύναμη νά ξεπερά¬σει τόν κλοιό, πού είχαν σχηματίσει γύρω του οί άρειανοί. Τό μόνο πού τό¬τε άποφάσισε ήταν νά καλέσει ολόκληρη τήν σύνοδο (πού είχε ήδη καθαι¬ρέσει τόν 'Αθανάσιο βάσει πορίσματος έξεταστικής έπιτροπής άπό άρεια- νούς) στήν Κωνσταντινούπολη πρός έπανεξέταση τών πραγμάτων. Πέτυ¬χαν δμως οί περί τόν Εύσέβιο Νικομήδειας νά μή μεταβούν στήν πρωτεύ¬ουσα παρά μόνο μερικοί άπό τούς φανατικούς άρειανούς έπισκόπους, οί όποιοι συνάντησαν τόσες δυσκολίες στήν έξουθένωση τοϋ 'Αθανασίου, ώ¬στε νά καταφύγουν σέ δραστική συκοφαντία. Ό 'Αθανάσιος δήθεν είπε ότι θά έμποδίσει τήν άποστολή σίτου άπό τήν 'Αλεξάνδρεια στήν Κωνσταντι-νούπολη. Ό βασιλέας τότε θύμωσε -ή έδειξε ότι θύμωσε- καί, δεχόμε¬νος τήν συνοδική καθαίρεση, έξόρισε τόν 'Αθανάσιο (τόν 'Ιούλιο τοΰ 335) στά Τρέβιρα (Γερμανία), όπου είχε τήν αυλή του ό όμώνυμος νεώτερος γιός του καί όπου έπισκόπευε ό Μαξιμΐνος. Καί οί δύο άντρες δέχτηκαν καί τί¬μησαν πολύ τόν 'Αθανάσιο, πού στά 40 του χρόνια είχε γίνει ό κατ' έξοχήν έκφραστής καί ύπερασπιστής τής 'Ορθοδοξίας καί ήρωας τής Έκκλησίας. Στίς παρακλήσεις άλεξανδρινών καί μάλιστα τοΰ Μ. 'Αντωνίου γιά άνά- κληση τής άποφάσεως δέν ύποχώρησε ό Κωνσταντίνος. Ή μόνη χειρονο¬μία του, πού δείχνει δτι παρά ταύτα έκτιμοϋσε τόν 'Αθανάσιο, ήταν δτι δέν επέτρεψε νά χειροτονηθεί άλλος έπίσκοπος 'Αλεξανδρείας καί δέν έμπόδι- σε τόν 'Αθανάσιο νά έπικοινωνεΐ μέ τό ποίμνιο του. Συγχρόνως οί διωγμοί καν οί καταπιέσεις είς βάρος τών όρθοδόξων αυξάνονταν έπικίνδυνα στήν 'Ανατολή.
Ό Μ. Κωνσταντίνος πέθανε τό 337 καί ό γιός του Κωνσταντίνος έδωσε άμνηστία (πού τήν άναγνώρισε καί ό Κωνστάντιος) καί ύπέγραψε διάτα¬γμα έπανόδου όλων τών έξόριστων όρθοδόξων καί τοΰ 'Αθανασίου, ό ό¬ποιος έπέστρεψε στήν 'Αλεξάνδρεια (23.11.337) κι έγινε δεκτός μέ πολύ έν- θουσιασμό άπό τόν λαό.
Εντός τοϋ 338 ό 'Αθανάσιος κάλεσε σύνοδο 100 περίπου έπισκόπων τής Αίγύπτου, τής Λιβύης καί τής Πενταπόλεως. Στήν σύνοδο καταδικάστη¬καν οί μέχρι τότε ένέργειες τών άρειανών καί τονίστηκε ή εγκυρότητα τών άποφάσεων τής Νίκαιας καί ή κανονικότητα τής θέσεως τοϋ 'Αθανασίου.
Οί άρειανοί όμως, στηριζόμενοι καί στήν βοήθεια τοϋ νέου αύτοκράτορα Κωνσταντίου, τόν όποΐο είχαν κάνει άρειανόφρονα, χάλκευσαν πολλές νέες κατηγορίες έναντίον τοϋ 'Αθανασίου καί τό 339 πέτυχαν σύγκληση συνό¬δου στήν 'Αντιόχεια, όπου τόν καθαίρεσαν ('Απρίλιος), άφοϋ είχαν άποτύ- χει νά πείσουν τήν Ρώμη νά στραφεί άμεσα κατά τοϋ 'Αθανασίου.
Μέ πολλές δυσκολίες βρήκαν καί δρισαν άντικαταστάτη του τόν καπ- παδόκη Γρηγόριο, πού ήρθε στήν 'Αλεξάνδρεια παρά τήν λαϊκή άντίδρα¬ση, άποτέλεσμα τής όποιας ήταν βιαιότητες καί διωγμοί σέ βάρος ορθόδο¬ξων κληρικών καί λαϊκών. Ό 'Αθανάσιος, όταν είδε νά έκτραχύνονται τά πράγματα σέ βάρος τών όρθοδόξων πήρε μόνος τόν δρόμο τής έξορίας.
Αύτή τήν φορά πήγε στήν Ρώμη (340), δπου τόν δέχτηκαν μέ σεβασμό καί πολλές τιμές. Συνοδευόταν άπό δύο μοναχούς, μέ τούς όποιους συνέ¬βαλε στήν γνωστοποίηση τοϋ μοναχισμού στήν Δύση. Ή παρουσία τού 'Α¬θανασίου στήν Ρώμη άπέβη πολυσήμαντη, γιατί έγινε ή αιτία ευρύτερου θεολογικού κατατοπισμοϋ τών δυτικών, οί όποιοι γιά πρώτη φορά, μετά έναν αιώνα, ευτύχησαν νά ακούσουν μεγάλο θεολόγο τής 'Ανατολής. Δέν είναι υπερβολή αύτό πού ειπώθηκε, ότι (άπό μία άποψη) ή Δύση έγινε άπό τήν έποχή αύτή άθανασιανή. Τότε κατάλαβε όρθά τά μεγάλα θεολογικά προβλήματα καί τό πνεύμα τοϋ Αθανασίου, πού έγινε πίστη καί Παράδο¬ση στήν Έκκλησία.
Άπό τήν Ρώμη καί μέ πρωτοβουλία τοϋ επισκόπου της Ιουλίου Α' έγι¬ναν προσπάθειες γιά δικαίωση καί επιστροφή τοϋ 'Αθανασίου, άλλά χωρίς άποτέλεσμα. Έπίσης έγινε καί προσπάθεια καθολικής συνεννοήσεως Δύ¬σεως καί 'Ανατολής, πάλι χωρίς αποτέλεσμα, διότι τελικά οί δυτικοί έπί¬σκοποι συνάχτηκαν στήν Ρώμη (341), γιά νά δικαιώσουν τόν 'Αθανάσιο καί νά άθωώσουν τόν Μάρκελλο 'Αγκύρας, ένώ οί άνατολικοί συνάχτη¬καν στήν 'Αντιόχεια (341), όπου καταδίκασαν τούς παραπάνω δύο έπισκό¬πους καί διατύπωσαν 4 σύμβολα συμβιβαστικά, σ' ένα τών οποίων ό Υίός χαρακτηρίζεται «άπαράλλακτος» είκόνα τής ούσίας τοϋ Πατέρα. Γιά τήν λύση τοϋ σχίσματος οργανώθηκε νέα σύνοδος γιά τά Μεδιόλανα, πού τελι¬κά έγινε τό 343 στήν Σαρδική (σημ. Σόφια). Έκεΐ έλαβαν μέρος πολλοί όρ- θόδοξοι δυτικοί, ένώ άργότερα ήρθαν καί οί άνατολικοί άρειανόφρονες. Οί τελευταίοι, μόλις διαπίστωσαν ότι ό βασιλέας δέν άσκεΐ πίεση, δτι πρόε¬δρος τής συνόδου ήταν ό φίλος τοΰ 'Αθανασίου "Οσιος Κορδούης καί δτι οί ορθόδοξοι πλειοψηφούσαν, βρήκαν μιά πρόφαση καί άφησαν τήν Σαρ- δική• ήρθαν στήν Φιλιππούπολη καί σχημάτισαν σύνοδο, ή όποία άνανέω- σε τήν καθαίρεση τοϋ 'Αθανασίου καί καταδίκασε σημαίνοντες όρθοδόξους τής Δύσεως.
Παράλληλα στήν Σαρδική ό 'Αθανάσιος άπολογήθηκε, άθωώθηκε καί άποκαταστάθηκε, άλλά ό Κωνστάντιος άπείλησε ότι θά τόν θανάτωνε, άν έπιχειροϋσε νά έπιστρέψει στήν 'Αλεξάνδρεια. Οί συνεχείς όμως πιέσεις τοϋ αύτοκράτορα τής Δύσεως Κώνστα, ή βαρβαρική άπειλή καί ό θάνατος τοϋ έπιβήτορα Γρηγορίου έκαναν τόν Κωνστάντιο νά συναινέσει στήν άποκα- τάσταση τοϋ 'Αθανασίου. Τόν προσκάλεσε (345) λοιπόν έπίμονα καί, μέ έγγραφες διαβεβαιώσεις γιά τήν άσφάλεια τής ζωής του, τόν προέτρεψε νά έπανέλθει στήν 'Αλεξάνδρεια. Ό ιεράρχης ταξίδεψε στήν Ρώμη καί σ.τά Τρέβιρα, γιά νά εύχαριστήσει καί νά άποχαιρετήσει τούς φίλους καί εύερ- γέτες του. Άπό έκεΐ ήρθε στήν Ανατολή, πέρασε άπό τήν 'Αντιόχεια, τήν Λαοδίκεια καί τά 'Ιεροσόλυμα καί στίς 21.10.346 έφτασε στήν 'Αλεξάν¬δρεια, όπου τό πλήθος τόν ύποδέχτηκε ώς όμολογητή καί σύμβολο τής 'Ορ¬θοδοξίας μέ συγκινητικές έκδηλώσεις.
Στά χρόνια πού άκολούθησαν έργάστηκε έντονα γιά τήν θεραπεία τών ποιμαντικών άναγκών τής περιοχής, γιά τήν θεολογική διαφώτιση δσων «καλή τή πίστει» παρασύρθηκαν στόν άρειανισμό καί γιά τήν ύποστήριξη τής 'Ορθοδοξίας σέ όλες κατά τό δυνατόν τίς τοπικές 'Εκκλησίες.
Ή δράση του έφερε σέ δύσκολη θέση τούς άρειανούς, πού έβλεπαν νά χάνεται ή κυριαρχία τους στήν Ανατολή. Κίνησαν λοιπόν πάλι γή καί ού- ρανό γιά τήν έξόντωση τοΰ Αθανασίου. Στήν άρχή ό Κωνστάντιος δέν συ¬ναινούσε. "Υστερα όμως, άπό τό 353, όπότε έξουδετέρωσε τόν Μαξέντιο, φονέα τοΰ άδελφοϋ του Κώνστα, άλλαξε στάση• παρασύρθηκε στά σχέδιά τους, διότι έβλεπε καί τήν τεράστια σημασία πού είχε γι' αύτόν μιά υποχεί¬ρια έκκλησιαστικοπολιτική κατάσταση στήν Αίγυπτο. Πρώτα φρόντισαν νά άπομακρύνουν τόν 'Αθανάσιο άπό τήν 'Αλεξάνδρεια μέ τέχνασμα, τό όποΐο εκείνος κατάλαβε καί στό όποΐο άντέδρασε (ό Κωνστάντιος τόν κά¬λεσε τόν Μάιο τού 353 γιά νά τόν δεχτεί σέ άκρόαση, τήν όποία δέν είχε ποτέ ζητήσει ό Αθανάσιος).
Στό πλαίσιο τής προσπάθειας πρός διάλυση τής ορθόδοξης Έκκλησίας καί έξόντωση προσωπική τοϋ 'Αθανασίου έγιναν δύο σύνοδοι: Ή μία στήν Άρελάτη (Aries) τό 353 καί ή άλλη στά Μεδιόλανα (Μιλάνο) τό 355, μέ τετρακόσιους περίπου έπισκόπους, κυρίως άπό τήν Δύση. Οί τελευταίοι κα¬ταδίκασαν τόν Αθανάσιο καί μάλιστα ώς αιρετικό μαζί μέ τόν Φωτεινό καί τόν Μάρκελλο 'Αγκύρας. Ελάχιστοι, πού άντιστάθηκαν στήν θέληση τοΰ Κωνσταντίου, (ό όποιος παρευρέθηκε προσωπικά στήν σύνοδο), εξορί¬στηκαν. .
Ό Ρώμης Λιβέριος στήν άρχή έμεινε πιστός στίς άποφάσεις τής Νίκαιας καί στόν 'Αθανάσιο. Δυστυχώς όμως κάμφθηκε άργότερα (357) καί ύπέ¬γραψε ήμιαρειανικό σύμβολο πίστεως καί καταδίκη τοΰ Αθανασίου. Τό λυπηρό είναι ότι τό ίδιο έκανε καί ή μεγαλύτερη φυσιογνωμία τότε στήν Δύση, ό "Οσιος Κορδούης, πού, παρά τούς μέχρι τότε άγώνες του, ύπέκυ¬ψε στις πιέσεις καί ύπέγραψε καί αύτός ήμιαρειανικό σύμβολο. Τά γεγονό¬τα αύτά, πού συνέβησαν δλα στήν Δύση, σήμαιναν κυριολεκτικά ότι καί ή δυτική Έκκλησία παραδόθηκε ολόκληρη στόν αρειανισμό, μολονότι άπό φόβο, ένίοτε καί άγνοια.
Τίς άποφάσεις τών συνόδων Άρελάτης καί Μεδιολάνων στάλθηκαν νά έφαρμόσουν μέ κάθε μέσο στήν Αλεξάνδρεια ό νοτάριος Διογένης (355) καί μάλιστα ό στρατηγός Συριανός ('Ιανουάριος 356), πού χρησιμοποίησε βίαια μέτρα. Έπειδή ό λαός τής πόλεως έμενε πιστός στόν έπίσκοπο του κι έπέμενε στήν μή έκτέλεση τών ληστρικών συνοδικών άποφάσεων, ό 'Α¬θανάσιος έμεινε στήν ' Αλεξάνδρεια μέχρι καί τήν 8η Φεβρουαρίου. Τήν νύ¬χτα δμως τής 8ης Φεβρουαρίου κι ένώ πλήθος πιστών μέ τόν 'Αθανάσιο μαζί παρακολουθούσαν άγρυπνία στόν ναό τοΰ 'Αγίου Θεωνά, ό Συριανός, μέ πέντε χιλιάδες στρατιώτες, κύκλωσε τόν ναό γιά νά συλλάβει τόν ιε¬ράρχη. Αύτός άρνήθηκε νά φυγαδευτεί, πρίν άπομακρυνθοΰν οί πιστοί καί άσφαλιστεΐ ή ζωή τους. Πολλοί υπάκουσαν καί άπομακρύνθηκαν. "Αλλοι έμειναν κοντά του. Σέ κάποια στιγμή συγχύσεως οί στρατιώτες εισέβαλαν στόν ναό, άλλά μερικοί κληρικοί καί μοναχοί, μέ κάλυψη πολλών πιστών, άρπαξαν τόν 'Αθανάσιο καί τόν όδήγησαν σέ άσφαλές μέρος. "Ετσι άρχι¬σε ή τρίτη έξορία τοΰ Άγίου, κοντά στούς μοναχούς τώρα, οί όποιοι τοϋ παραστάθηκαν άφάνταστα καί γιά τήν θεολογική ένημέρωση τών όποιων έγραψε σπουδαία έργα. Τό 354 μάλιστα, πρώτος ό 'Αθανάσιος, καθόσον γνωρίζουμε, χειροτόνησε μοναχούς σέ έπισκόπους. Τήν φυγή τοϋ 'Αθανα¬σίου άκολούθησαν βιαιότητες καί διωγμοί τών όρθοδόξων. Μέ τήν προστα¬σία μοναχών τής "Ανω Αίγύπτου άλλαζε συνεχώς στήν έρημο κρησφύγετο, γιατί οί άρειανοί κοσμικοί άρχοντες, μέ προσωπική έντολή τοΰ Κωνσταν¬τίου, τόν καταδίωκαν καί τόν άναζητοΰσαν παντοΰ.
Πολλοί μοναχοί διώχτηκαν καί ύπέστησαν πολλά μαρτύρια, γιά νά φα¬νερώσουν τήν καλύβη ή τό σπήλαιο τοΰ Αθανασίου. "Αντεξαν όμως δλοι καί δέν πρόδωσαν τόν προστατευόμενο τους. 'Αντίθετα, έκαναν τό πάν γιά νά εύκολύνουν τήν δράση του, τήν σύνταξη άπολογητικών καί πολεμικοϊ- στορικών έργων καί τήν άπό τά κρησφύγετά του διαποίμανση τών όρθοδό¬ξων τής 'Αλεξάνδρειας καί τής Αιγύπτου γενικά, πού βέβαια στέναζαν ύπό τούς αύλικοαρειανούς κοσμικούς καί έκκλησιαστικούς άρχοντες. Οί άρεια¬νοί στό μεταξύ έγκατέστησαν (24.2.357) στόν θρόνο τής Αλεξάνδρειας τόν άγροΐκο Γεώργιο, τόν όποΐο εκδίωξε ό λαός (2.10.358) μέ έξέγερση. Αύτός όμως έπανήλθε σέ τρία χρόνια μέ ύψηλή προστασία, γιά νά δολοφονηθεί άργότερα (24.12.361) άπό έξαγριωμένα πλήθη έθνικών.
Παρά τίς κακουχίες καί τούς κατατρεγμούς, ή έποχή αύτή, μέχρι τό 361, ήταν έξαιρετικώς καρποφόρα γιά τόν 'Αθανάσιο. Τότε έγραψε μερικά άπό τά καλύτερα έργα του. Παρακολουθούσε άγρυπνα καί κατηύθυνε τό ποί¬μνιο του, τό όποΐο μάλιστα έπισκεπτόταν κάποτε κάποτε κρυφά, μέ τήν βοήθεια τών πιστών. Τήν έποχή αύτή άρχίζει καί νέα φάση τής θεολογικής προσφοράς τοΰ 'Αθανασίου. Αύτής πού άφορά στήν θεολογία καί τήν προ¬βολή τοϋ μοναχισμού καί τής άσκήσεως γενικά μέ τήν σύνταξη τοϋ Βίου τοϋ Μ. 'Αντωνίου (356). Αύτής πού άφορά στήν πνευματολογία ('Επιστο¬λές πρός Σεραπίωνα τό 359), μέ τήν όποία έρμήνευε, έπεξέτεινε, έμπλούτι- ζε, άλλά καί στερέωνε περισσότερο τήν θεολογία τής Νίκαιας. Καί αύτής πού θεμελίωνε τήν στάση τοϋ έπισκόπου (Εκκλησίας) έναντι τοΰ κοσμι- κοϋ άρχοντα (πολιτείας), είτε αύτός είναι χριστιανός, είτε είναι έθνικός.
Ή άνοδος στόν θρόνο τού 'Ιουλιανού (Νοέμβριος 361) σήμανε τό τέλος τών μακρών έξοριών τού 'Αθανασίου. Ό νέος παγανιστής αύτοκράτορας έδωσε άμνηστία στούς όρθοδόξους, πού είχε έξορίσει ό Κωνστάντιος. "Ε¬τσι ό 'Αθανάσιος έπανέρχεται στήν 'Αλεξάνδρεια (21.2.362), γιά νά εγκαι¬νιάσει πολυσήμαντη τακτική μέ τήν περίφημη «Σύνοδο τών όμολογητών» τού ίδιου έτους. Μέ τό αύξημένο κύρος του σέ 'Ανατολή καί Δύση, άλλά καί μέ τό κύρος τών συνοδικών μελών, πού καί αύτοί είχαν πολλά υποστεί γιά τήν ορθοδοξία, προσπάθησε: α) νά δημιουργήσει γέφυρα έπανόδου ό¬σων πίστευαν όρθά, άλλά δίσταζαν στήν χρήση τοϋ όρου «ομοούσιος»• β) νά έπαναβεβαιώσει τήν «αυτάρκεια» τής συνόδου τής Νίκαιας, άπό τό σύμ¬βολο τής όποιας προκύπτει έμμεσα καί ότι τό άγιο Πνεΰμα δέν είναι κτί¬σμα* γ) νά άποτρέψει περαιτέρω συζήτηση γιά τόν δρο ύπόσταση, χωρίς νά έμποδίζει τήν χρήση τοϋ όρου «τρεις ύποστάσεις» καί χωρίς νά εγκατα¬λείπει τήν άρχική του θέση ότι ή ύπόσταση ταυτίζεται μέ τήν ούσία, θέση πού θεολογικά θά ξεπεραστεί μέ τόν Μ. Βασίλειο* δ) νά προβάλει όρθόδο¬ξη χριστολογία μέ βάση τούς όρους τής Νίκαιας «σαρκωθέντα» καί «έναν- θρωπήσαντα», άντιμετωπίζοντας έτσι τήν πρώτη φάση τοΰ άπολιναρισμοΰ• καί ε) νά δείξει τίς άναγκαΐες έκκλησιαστικοθεολογικές προϋποθέσεις, μέ τίς όποιες θά μποροϋσαν τότε νά ένωθοΰν οί άνατολικοί (προπαντός οί άν- τιοχειανοί) καί οί δυτικοί πού άσπάζονταν τό σύμβολο τής Νίκαιας (Βλ. σχετικά στόν Τόμον πρός Άντιοχεις). Βέβαια, ή συζήτηση γιά τίς ύποστά- σεις (τριαδολογία) δέν σταμάτησε. Τήν σχετική όρθόδοξη θεολογία θά τήν πραγματώσει ό Μ. Βασίλειος δύο χρόνια μετά στό Κατά Εύνομίου έργο του. Έπίσης ή χριστολογική διαμάχη θά συνεχιστεί μέ τούς Καππαδόκες καί θά λυθεΐ συνοδικά τόν έπόμενο αιώνα.
Άλλά καί στόν ποιμαντικό καί κατηχητικό τομέα τό έργο τοϋ Αθανα¬σίου ύπήρξε εντυπωσιακό. Όλ' αύτά καί τό γεγονός ότι ό ιερός άνδρας κατήχησε γυναίκες τής άλεξανδρινης άριστοκρατίας έξόργισαν τόν 'Ιου¬λιανό, πού έδειξε πόσο έπιφανειακά καί σκόπιμα είχε σκεφτεί τήν άμνη¬στία τών όρθοδόξων. Μέ άστεΐες λοιπόν προφάσεις διέταξε όχι μόνο νά έκδιωχτεΐ ό 'Αθανάσιος άπό τήν έπισκοπή του, «άλλά καί άναιρεθήναι», νά φονευτεί.
"Ετσι στίς 24.10.362 πήρε γιά τέταρτη φορά τόν δρόμο τής έξορίας. Μπήκε σ' ένα πλοίο μέ κατεύθυνση, μέσω Νείλου, τήν Θηβαΐδα. Τόν άκολούθησε όμως πλοΐο μέ στρατιωτικό άπόσπασμα μέ σκοπό νά τόν βρει καί νά τόν φονεύσει. "Οταν ό Αθανάσιος άντιλήφτηκε τό πλοΐο, άλλαξε πορεία. Σέ μιά καμπή τού ποταμού πήρε τό δρόμο τής έπιστροφής καί πέρασε έμπρός άπό τό πλοΐο τοϋ στρατιωτικού άποσπάσματος. Οί συνοδοί του στήν ερώ¬τηση τών διωκτών, άν είδαν τόν Αθανάσιο, άπάντησαν δτι προχωρώντας θά τόν προλάβουν. Επέστρεψε λοιπόν στήν Αλεξάνδρεια κι έμεινε γιά λί¬γο έξω άπό τήν πόλη. 'Αλλά κάτι τέτοιο ήταν πολύ έπικίνδυνο κι έφυγε γιά τήν Θηβαΐδα, δπου γνώρισε τούς Ταβεννησιώτες μοναχούς, οί όποιοι μέ τόν ήγούμενο τους Θεόδωρο τόν φιλοξένησαν δείχνοντάς του σεβασμό καί άγάπη.
Κοντά στούς μοναχούς έμεινε περίπου 10 μήνες. Ό 'Ιουλιανός φονεύτη¬κε (26.6.363) καί αντικαταστάθηκε άπό τόν άγαθό καί φιλορθόδοξο Ίοβια- νό. Ή Έκκλησία δέχτηκε ώς δώρο Θεοϋ σέ καταιγίδα τήν άνοδο τοϋ νέου αύτοκράτορα, τόν όποΐο άμέσως έπισκέφτηκε ό Αθανάσιος στήν έδρα του (Αντιόχεια). Έκεΐ, σ<1 διαδοχικές συναντήσεις τού έξήγησε τήνέκκλησια- στικοθεολογική κατάσταση (χωρίς νά έρθει σ' έπαφή μέ τήν κοινότητα τοϋ Μελετίου). Ό Ίοβιανός περιέβαλε μέ τιμή καί σεβασμό τόν 'Αθανάσιο γιά τούς άγώνες του, ένέκρινε τήν τακτική του καί τόν έφοδίασε μέ έπίσημα έγγραφα γιά τήνέπιστροφή του στήν 'Αλεξάνδρεια (Φεβρουάριος 364). Δυ¬στυχώς δμως τήν ίδια έποχή πέθανε ό Ίοβιανός καί ό αύτοκράτορας Ούα- λεντινιανός όνόμασε συνάρχοντα γιά τήν 'Ανατολή τόν Ούάλη, μέ τόν όποΐο τό σκηνικό άλλαξε ριζικά.
Οί όρθόδοξοι γνώρισαν τόσους άπηνεΐς διωγμούς, πού ή Έκκλησία δέν έζησε ούτε στήν έποχή τών κατακομβών. Ή άρειανική του τοποθέτηση ή¬ταν γνωστή άπό τό 360 (σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως). 'Υποστήριξε μέ κάθε μέσο τούς άρειανούς όμοιους καί τώρα (5.5.365) δημοσίευσε διάτα¬γμα, βάσει τοΰ οποίου έξορίζονταν δλοι όσους είχε έξορίσει ό Κωνστάν¬τιος καί φυσικά καί ό 'Αθανάσιος, πού ήταν πλέον έβδομήντα έτών, κου¬ρασμένος, άλλά μέ άκτινοβολία έντονότερη άπό άλλοτε. Τό ποίμνιο του όμως φαινόταν τώρα άποφασισμένο γιά όλα. Τήν λαϊκή άναταραχή τήν γνώ¬ριζε ό έπαρχος τής Αίγύπτου καί άφηνε νά νοηθεί ότι δέν θά εκτελέσει τό διάταγμα στήν περίπτώση τοΰ 'Αθανασίου. 'Υποκρινόταν όμως. Γι' αύτό καί ό 'Αθανάσιος, άναμετρώντας τίς συνέπειες μιάς έξεγέρσεως, εγκατέ¬λειψε άπροειδοποίητα τήν 'Αλεξάνδρεια στίς 5.10.365, τήν νύχτα μάλιστα πού είχε άποφασίσει ό έπαρχος νά τόν συλλάβει, κυκλώνοντας τόν ναό τοΰ άγίου Διονυσίου, στόν όποΐο ό 'Αθανάσιος θά τελοΰσε αγρυπνία μέ πολ¬λούς πιστούς. "Ετσι, άδικα τό στρατιωτικό άπόσπασμα είσόρμησε τήν νύ¬χτα έκείνη στόν ναό. Ό 'Αθανάσιος κρυβόταν ήδη κάπου κοντά στήν 'Αλεξάνδρεια, ίσως καί μέσα σ' αύτήν, «έν πατρώω μνήματι», λέει ό ιστο¬ρικός Σωκράτης (Έκκλ. ιστορία Δ' 13).
Ή κατάσταση αύτή κράτησε μόνο τέσσερες μήνες. Ό Ούάλης διακρι¬νόταν τουλάχιστον γιά τήν πολιτική του σύνεση. Συνέχιζε τήν άφόρητη κα¬ταπίεση τών όρθοδόξων, άλλά, προκειμένου νά έπαναστατήσει ό λαός τής 'Αλεξάνδρειας, πού πράγματι βρισκόταν σέ μεγάλο άναβρασμό, προτίμη¬σε νά άμνηστεύσει τόν 'Αθανάσιο, πού όπως είπαμε ήταν γιά όλη τήν Έκ¬κλησία σύμβολο τής ορθοδοξίας. Τό ίδιο μάλιστα έκανε άργότερα μέ τόν Μ. Βασίλειο. Μπορούσε νά τόν έξορίσει καί αύτόν, άλλά κάτι τέτοιο θά ήταν έσχατη πρόκληση. Τόν άφησε λοιπόν μέ πολλές πιέσεις στήν Καισά¬ρεια, γιατί, μετά τόν 'Αθανάσιο, σύμβολο τής 'Ορθοδοξίας έγινε ό Βασί¬λειος. Ό 'Αθανάσιος έπέστρεψε άπό τήν τελευταία του έξορία τήν 1η Φεβρουαρίου τοϋ 366 καί δέν άπομακρύνθηκε πιά άπό τό ποίμνιο του, πα¬ρά γιά λίγες ή μέρες, τόν Σεπτέμβριο τοϋ 367, όταν ό Λουκιανός, ένας ά- ρειανός έπίσκοπος, άποπειράθηκε νά τόν εκθρονίσει.
Στά τελευταία χρόνια τής ζωής του καί δή άπό τό 370, ένδιαφέρθηκε γιά τήν λύση τοϋ άντιοχειανοϋ σχίσματος, διατηρώντας έντονη συμπάθεια πρός τούς εύσταθιανούς, πού τούς έκπροσωπούσε τώρα ώς επίσκοπος τους ό Παυλΐνος. Στό μεταξύ, ό νέος άστέρας τής Έκκλησίας, ό Βασίλειος Και¬σαρείας τής Καππαδοκίας, καλούσε τόν Αθανάσιο, τόν μόνο στήν Έκ¬κλησία πού διέθετε τόσο κύρος καί τόσο φωτισμό, νά έπέμβει στήν Αντιόχεια, γιά δικαίωση τού παρεξηγημένου, άκόμη καί άπό τόν 'Αθανά¬σιο, κανονικού έπισκόπου Μελετίου καί τήν καταδίκη ώς κακοδόξου του Μαρκέλλου 'Αγκύρας, ό όποιος παλαιά είχε καταπολεμήσει τούς άρεια- νούς, ήταν συμπαθής στόν 'Αθανάσιο κι έδειχνε έμμονή στήν πίστη τής Νί-καιας. Άπό τό πλέγμα τοϋτο δέν έξήλθε ό Αθανάσιος. Κατά τά άλλα συνέχισε τό άνορθωτικό έργο τής ορθόδοξης πίστεως, μολονότι μέ τούς διωγμούς τοϋ Ούάλη μόνο νησίδες όρθοδοξίας έμεναν στό άνατολικό κρά¬τος. Στίς 2 (ή 3) Μαΐου τοϋ 373 παρέδωσε τό πνεύμα, χωρίς νά δεΐ τήν νίκη τής όρθοδοξίας. Τήν προετοίμασε όμως τόσο καλά, ώστε ήρθε όκτώ χρό¬νια μετά τήν κοίμηση του μέ τήν Β' Οικουμενική Σύνοδο (381).
Ή Έκκλησία τιμά τήν μνήμη του στίς 18 'Ιανουαρίου καί στίς 2 Μαΐου.
Πηγές
Πολλά στοιχεία γιά τόν βίο καί τήν δράση τοϋ Αθανασίου βρίσκουμε στά έργα του: Πρός τόν βασιλέα Κωνστάντιον 'Απολογία, Περί τών δια- βαλλόντων τήνέν τφ διωγμω φυγήν, 'Απολογητικός δεύτερος, Πρός τούς άπανταχοΰ μοναχούς περί τών γεγενημένων παρά τών Άρειανών έπί Κων¬σταντίου, Βίος τον Μ. 'Αντωνίου καί σποραδικά σέ άλλα. Πολύ χρήσιμος είναι ό Αόγος ΚΑ' (στόν Αθανάσιο) τού Γρηγορίου Θεολόγου (PG 35, 1081-1128), ό έλλιπής στήν λατινική βίος τοϋ Αθανασίου (Historia acephala: PG 26, 1443-1450), οί άναφορές τών Εύσεβίου, Έπιφανίου, Ρουφίνου, Σω- ζομενοϋ καί Σωκράτη, καί νέα κοπτικά κείμενα, όπως έπίσης έπιστολικά κείμενα τής έποχής (π.χ. Μ. Βασιλείου). Τά πολλά σχετικά αγιολογικά έρ¬γα (Βίος καί Εγκώμια τοΰ Αθανασίου) έχουν καθαρά οΐκοδομητικούς σκο¬πούς καί γι' αύτό μικρή ιστορική άξία.

ΕΡΓΑ

ΓΕΝΙΚΑ

Ό Αθανάσιος ύπήρξε γονιμότατος συγγραφέας, μολονότι οί συνθήκες τής ζωής του ύπήρξαν άποτρεπτικές γιά συγγραφή. Πέρασε 16 σχεδόν χρό¬νια σέ εξορίες καί άλλα τόσα ζούσε σέ κλίμα διωγμού καί μέ τό φάσμα τής έξορίας. Ή ζωή καί ή ποιμαντορία του ταυτίζονται κυρίως μέ τόν ά^ώνα τής Έκκλησίας κατά τοϋ άρειανισμοΰ καί τών συνεπειών του. "Ετσι λοι¬πόν, ένωρίς έπιδόθηκε στήν συγγραφή, άπό τά 25 του περίπου χρόνια, καί τήν συνέχισε μέχρι τά 78. Τά άθανασιανά κείμενα λίγες φορές μαρτυροΰν φροντίδα φιλολογική, δεδομένου ότι πολλά γράφηκαν στούς τόπους έξο¬ρίας του. Συντάχτηκαν μέ βία γιά νά προλάβουν τήν ένημέρωση, τήν άπο- τροπή έκκλησιαστικών ένεργειών, τήν δικαίωση ή τήν καταδίκη γεγονότων καί προσώπων. Αδιαμφισβήτητες άρετές τοϋ άθανασιανοϋ κειμένου είναι ή ένάργεια καί ή σαφήνεια τής φράσεως, ή αίσθηση τοϋ πραγματικού καί

στήν σκέψη, ή σέ βάθος τής αλήθειας είσοδος καί ή πειστικότητα. Ό 'Α¬θανάσιος έγραψε κείμενα:
Πολεμικά: Κατά έλλήνων (ή έθνικών) Περί ένανθρωπήσεως.
Επιστολικά: Εορταστικές έπιστολές
Διατριβές πνευματολογικές καί χριστολογικές (Πρός Σεραπίωνα, Πρός Έ¬πίκτητον, Πρός Άδέλφιον)
Εγκύκλιες έπιστολές γιά έκκλησιαστικές ύποθέσεις Συνοδικές έπιστολές (Τόμος πρός Άντιοχεΐς, Πρός τούς έν 'Αφρική έπι¬σκόπους).
Άντιαρειανικά: Κατά άρειανών Α'-Γ' Περί Διονυσίου 'Αλεξανδρείας Πρός τούς έπισκόπους Αίγύπτου καί Λιβύης.
Ίστορικοαντιαρειανικά: Περί Νικαίας
'Απολογητικός δεύτερος περί άρειανών Περί τών γεγενημένων παρ' άρειανών Περί συνόδων (Άριμίνου, Σελευκείας κ.ά.).
'Απολογητικά: Άπολογία πρός τόν βασιλέα Κωνστάντιον Περί τής φυγής αύτοΰ (τοΰ Αθανασίου).
Ασκητικά: Βίος Μ. 'Αντωνίου Πρός μοναχούς Πρός Άμούν
Κοπτικά κείμενα περί παρθενίας και ποικίλα.
Ερμηνευτικά: Πρός Μαρκελλΐνον
Εξηγήσεις (έρμηνεΐαι είς τούς Ψάλμούς) Σχόλια έρμηνευτικά εις τήν ΠΔ καί ΚΔ.
Όμιλίες:
Είς τό πάθος τοΰ Κυρίου καί είς τόν Σταυρόν Εις τό «πάντα μοι παρεδόθη ύπό τοΰ Πατρός μου».
Άμφιβαλλόμενα:
Ή σύγχυση τών χειρογράφων κωδίκων, οί έπεξεργασίες καί νοθείες τών
άθανασιανών έργων καί ή άγνοια τών έκδοτών δημιούργησαν τό πρόβλη¬μα τών άμφιβαλλόμενων έργων, γιά μερικά άπό τά όποια έχουν γίνει εύρύ- τατες συζητήσεις χωρίς γενικώς άποδεκτά συμπεράσματα. Τό πρόβλημα έπιτείνεται ιδιαίτερα μέ τήν άνεύρεση κοπτικών κειμένων, πού δέν σώζον¬ται στήν έλληνική. 'Η λύση πού προτάθηκε, ότι πολλά άπό αύτά γράφη¬καν άπευθείας άπό τόν 'Αθανάσιο στήν κοπτική, δέν έχει σοβαρά ερεί¬σματα.
Νόθα:
Μέγας άριθμός κειμένων, κάποτε συγχρόνων άλλά συνήθως μεταγενε¬στέρων τού 'Αθανασίου, κυκλοφόρησαν μέ τό όνομά του, γιά νά έξασφα- λίσουν έπιτυχία καί άναγνώριση τοϋ περιεχομένου τους.
Τό πλήθος τών διασωθέντων άποσπασμάτων άπό άδηλα έργα τοϋ 'Αθα¬νασίου ύποδεικνύουν ότι μάλλον έγραψε καί άλλα έργα (όμιλίες, έρμηνευ¬τικά, άσκητικά), πού έχουν χαθεΐ.
ΕΙΔΙΚΑ
Λόγος κατά έλλήνων (ή έθνικών). Γράφηκε μεταξύ 319/20 καί 325. Εκ¬φράζει πρωτοαθανασιανή θεολογία, προϋποθέτει τήν β' Έπιστολή τοϋ 'Α¬λεξάνδρου 'Αλεξανδρείας (ή όποία φρονοϋμε πώς είναι έργο τοϋ 'Αθανασίου, όπως ύποστηρίξαμε στό κεφάλαιο περί 'Αλεξάνδρου) ή τουλάχιστον τίς ά- παντήσεις στήν διδασκαλία τοϋ 'Αρείου (π.χ. χρησιμοποιεί, δπως ή παρα¬πάνω Έπιστολή, ώς θεολογικούς όρους τά έπίθετα «ίδιος», «άληθινός» γιά τόν Υίό/Λόγο), δπως ϊσως καί στοιχεία πού βρίσκονται στό «Συνταγμά¬των» τοϋ 'Αστεριού. "Εχει χαρακτήρα πολεμικό (καί όχι άπολογητικό). Σέ 47 κεφάλαια καταπολεμεί τίς έθνικές-έλληνικές άντιλήψεις περί Θεοϋ, κα- κοΰ καί ειδωλολατρίας. Στά κεφάλαια 30-47 γίνεται ή θετική παρουσίαση τής γνώσεως τοϋ Θεοϋ καί δή τοϋ θείου Λόγου.
PG 25, 4-96. ΒΕΠ 30, 31-73. L. LEONE, Sancti Athanasii... Contra gentes, Napoli 1965. R.W. THOMSON, Athanasius *Contra gentes' and 'De incarnatione* (Early Christian Texts), Oxford 1971. ΑΜΑ 1, 129-184. ΕΠΕ 6, 72-225. P. CAMELOT: SCh 18 bis (1977).
Λόγος περί τής ένανθρωπήσεως τοϋ Λόγου καί τής διά σώματος πρός ή- μας επιφανείας αύτοΰ. Άποτελεΐ συνέχεια τοϋ προηγουμένου, άνήκει στήν ίδια έποχή, εΐναι σαφώς θεολογικότερο εκείνου κι έκτείνεται σέ 57 κεφά¬λαια, στά όποια ό συγγραφέας κυριολεκτικά θέτει τίς βάσεις τής θεολογι¬κής του σκέψεως γενικά καί περί ένανθρωπήσεως ειδικά. Τό 1925 βρέθηκε μιά σύντομη μορφή τοΰ έργου στόν κώδικα 78 τής μονής Διοχειαρίου ("Α¬θως) καί άλλοΰ μετέπειτα. Αύτή φιλοτεχνήθηκε πιθανόν στό β' ήμισυ τοϋ Δ' αί. καί άσφαλώς δχι άπό τόν Αθανάσιο, άλλά άπό κάποιον άπολινα- ριστή.
PG 25, 96-197. Βλ. καί έκδόσεις προηγούμενου έργου. F. L. CROSS, Athanasius De incarnatione, an Edition of the Greek Text, London 1957. ΒΕΠ 30, 75-121. CH. KANNENGIESSER: SCh 199. Καί ή άρχαία συριακή έκδοση: R.W. THOMSON, Athanasiana syriaca I: CSCO 257. ΑΜΑ 2, 113-166. ΕΠΕ 6, 226-375. G. J. RYAN-R. P.
CASEY, The "De incarnatione" of Athanasius (Studies and Documents 14), London- Philadelphia 1945/6 (τό δεύτερο μέρος καλύπτει ή έκδοση τής σύντομης μορφής άπό τόν Casey).
Έπιστολαί έορταστικαί. Γράμματα μέ τά όποια ό έπίσκοπος 'Αλεξαν¬δρείας γνωστοποιούσε τήν ήμερομηνΐα τοΰ Πάσχα και τήν έναρξη τής πρίν άπό αύτό νηστείας. Ή συνήθεια είναι παλαιότερη. Ή Α' Οικουμενική Σύ¬νοδος, τό 325, άνέθεσε στόν έπίσκοπο 'Αλεξανδρείας νά πληροφορεί έγ¬καιρα τήν όλη Έκκλησία γιά τήν ήμερομηνία τοΰ Πάσχα. Στήν Ρώμη καί στήν 'Αντιόχεια έφθανε ή Έπιστολή καί οί έκεΐ έπίσκοποι άνακοίνωναν σχε¬τικά στούς έπισκόπους τών πατριαρχείων τους (Γρ. Λαρεντζάκης). Οί πρώ¬τες σωζόμενες έορταστικές έπιστολές άνήκουν στόν 'Αθανάσιο, πού έβρισκε άφορμή νά γράφει καί γιά ποικίλα έκκλησιαστικοθεολογικά θέματα. Ή πρώτη άπό αύτές γράφηκε τό 329. Σήμερα σώζονται 12 άκέραιες, 2 στό με¬γαλύτερο μέρος τους καί 16 άποσπασματικά. Στό έλληνικό πρωτότυπο, στήν κοπτική (σαχιδική) καί τήν άρμενική έχουμε μόνο άποσπάσματα, ένώ στά συριακά πλήρες κείμενο 12 έπιστολών. Ή σημασία τους είναι μεγάλη γιά τόν θεσμό τής νηστείας (πού στήν 1η έπιστολή όρίζεται μόνο σέ έξη ήμέρες καί στίς άλλες σέ σαράντα ήμέρες), γιά τά κανονικά βιβλία τής Γρα¬φής (στήνΛΘ' έπιστολή τοΰ 367 περιέχεται ό πρώτος επίσημος κατάλογος- κανόνας τ\\ςΚΔ, άλλά καί κατάλογος τών παλαιοδιαθηκικών βιβλίων, στόν όποΐο τά δευτεροκανονικά χαρακτηρίζονται ώς μή «κανονιζόμενα» καί α¬πλώς χρήσιμα γιά τήν κατήχηση) καί άλλα εκκλησιαστικά θέματα.
Έλλην.: PG 26, 1367 (33), 1379 (46), 1389 (52), 1432-1444. W. WOLSKA CON US: SCh 197 (1973), σσ. 241-253. ΒΕΠ 33, 75-79. ΣΤ. ΣΑΚΚΟΥ, Ή ΛΘ' έορταστική έπιστολή τοΰ Μ. 'Αθανασίου, Θεσσαλονίκη 1973 (άνάτυπο). ΑΜΑ 10, 416-424. ΕΠΕ 10, 326-354. Συριακά: W. CURETON, The Festal Letters of Athanasius, London 1848. J. LEBON: CSCO 101 (1952), σο. 293-295 καί μετάφραση στόν Τόμο 102. Κοπτικά: L. ΤΗ. LEFORT, S. Athanase. Lettres festales et pastorales en copte: CSCO 150 (1955), σσ. 1-72 καί μετάφρα¬ση τόμος 151, σσ. 1-54. R. G. COQUIN-E. LUCCHES1: OLP 13 (1982) 137-142 καί 15 (1984) 133-158. 'Αρμενικά: CPG II 2102, 2.
Λόγοι κατά 'Αρειανών τρεΐς. Ή χρονολόγησή τους συζητήθηκε καί συ¬ζητείται. Πρόκειται γιά έργο πού άσφαλώς γνώρισε άπό τόν 'Αθανάσιο κόλ¬λες έπεξεργασίες. Ή τελική του μορφή δόθηκε μάλλον περί τό 338. Πρόκειται γιά τρεΐς θεολογικότατες διατριβές, μέ τίς όποιες, θεολογώντας γιά τήν σχέση Πατέρα καί Υίοΰ καί δή γιά τόν τρόπο γεννήσεως τοΰ Υιού, άντικρούει τήν διδασκαλία τού 'Αρείου καί τών οπαδών του ('Αστεριού κ.ά.). Τό έργο άνήκει στά σημαντικότερα έργα τής καθόλου θεολογίας καί άποτελεΐ τήν άσφαλή βάση τής τριαδολογίας.
Σώζονται άποσπάσματα λατινικής μεταφράσεως καί παλαιοσλαβική με¬τάφραση τοΰ Α' Λόγου.
PG 26, 12-468. ΒΕΠ 30, 123-305. ΑΜΑ 2-4. ΕΠΕ 11-12 (σσ. 12-199). Β. ALTANER: ΒΖ 41 (1941) 57-58. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Kleine patristische Schriften, Berlin 1967, σσ. 405 έξ. (λατ. μετάφρ.). Α. VAILLANT, Discours contre les Ariens de St. Athanase. Version slave et traduction en francais, Sofia 1954 (σλαβική μετάφραση).
Εγκύκλιος έπιστολή (πρός τούς άπανταχοΰ έπισκόπους). Γράφηκε τό 339 γιά νά έξηγήσει τήν άντικανονικότητα τοΰ σφετεριστή του Γρηγορίου καί νά διεκτραγωδήσει τίς βιαιότητες, πού συνέβησαν μέ τήν ένθρόνιση (15.4. 339) τοΰ τελευταίου.
PG 25, 221-240. Η. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, II, Berlin-Leipzig 1935-1941, σσ. 169-177. ΒΕΠ 31, 194-201. ΑΜΑ 10, 408-415.
Περί τής έν Νικαίςι Συνόδου («"Οτι ή έν Νικαίφ Σύνοδος έωρακυΐα τήν πανονργίαν τών περί Εύσέβιο ν έξέθετο πρεπόντως καί εύσεβώς κατά της άρειανικής αίρέσεως τά όρισθέντα»). Γράφηκε τό 350/1 καί άποτελεΐ ίστο- ρικοθεολογική δικαίωση καί έρμηνεία τής άποφάσεως τής Α' Οικουμενι¬κής Συνόδου (325). Δείχνει δτι οί όροι της έκ τής ούσίας καί όμοούσιος, καίτοι μή βιβλικοί, συμφωνοΰν άπόλυτα μέ τό πνεΰμα τής Γραφής, τό ό¬ποΐο μέ φωτισμό τοΰ άγ. Πνεύματος έρμήνευσαν οί πατέρες τής Συνόδου. Γιά τήν ένίσχυση τών θέσεών του παραθέτει στό έργο του δέκα σπουδαία κείμενα, μεταξύ τών όποιων 5 Έπιστολές της γραμματείας τοΰ Μ. Κων¬σταντίνου.
PG 25, 416-476. Η. G. ΟΡΙΤΖ, μνημ. έργο, σσ. 1^5. ΒΕΠ 31, 144-193. ΑΜΑ 7, 273-322.
Περί Διονυσίου Αλεξανδρείας («ΠερίΔιονυσίου τοΰ έπισκόπου 'Αλεξαν¬δρείας, δτι καί αύτός κατά τής άρειανικής αίρέσεως έφρόνει ώς ή έν Νί¬καια Σύνοδος καί μάτην αύτόν συκοφαντοϋσιν οί άρειομανΐται ώς όμόδοξον αύτών»). Γράφηκε λίγο μετά τό προηγούμενο καί άναιρεΐτόν ισχυρισμό τών άρειανών δτι δήθεν άκολουθοΰν τήν διδασκαλία τοΰ Διονυσίου 'Αλεξαν¬δρείας ( + 264/5), άναλύοντας αμφιλεγόμενα κείμενα τοΰ τελευταίου, τόν όποΐο ό 'Αθανάσιος χαρακτηρίζει «διδάσκαλο» τής Καθολικής Έκκλησίας.
PG 25, 480-521. Η. G. ΟΡΙΤΖ, μνημ. έργο, σσ. 46-67. ΒΕΠ 31, 202-219. ΑΜΑ 7, 323-340. ΕΠΕ 14, 16-76.
Πρός Δρακόντιον Έπιστολή. Γράφηκε τό 354 γιά νά πείσει τόν ήγούμενο μοναστηρίου Δρακόντιο νά δεχτεί έπισκοπή, μέ τά έξής έπιχειρήματα: δέν πρέπει νά άμελεΐ τό χάρισμα πού τοΰ έδωσε ό Θεός• ή διαποίμανση είναι Ιερό έργο• καί άλλους ήγουμένους είχε χειροτονήσει ό 'Αθανάσιος σέ έπι¬σκόπους (πρώτη μαρτυρία έπισκοποποιήσεως μοναχών-ήγουμένων)• επί¬σκοποι άγαμοι ύπήρχαν καί άλλοι• μπορούσε καί ώς έπίσκοπος νά ζήσει ασκητικά.
PG 26, 524-533. ΒΕΠ 33, 171-179. ΕΠΕ 26, 216-233.
'Απολογητικός δεύτερος κατά άρειανών. Γράφηκε τό 358. "Οχι νωρίτε¬ρα, διότι στήν §89 μνημονεύεται ό πάπας Λιβέριος ήδη στήν Ρώμη μετά τήν διετή έξορία του (356-358). Σπουδαιότατο έργο γιά τήν συνοδική καί λοιπή δράση τών άρειανών πρός παραμερισμό τής Συνόδου τής Νίκαιας
Wni Ληιητικτί wnrnisii^n τη Γι 'ΛβπυππίΛη IV/ti πηΐΐηνή irirnni\fiimi/ iwnii.
ροσολύμων, 335- έπίσημων προσώπων: αύτοκράτορα Κωνσταντίου, 'Ιουλίου Ρώμης, Ούρσακίου καί Ούάλη, Μ. Κωνσταντίνου καί άλλων έκκλησιαστι¬κών καί πολιτικών άνδρών) καλύπτει τήν περίοδο άπό τό 335 περίπου μέ¬χρι τό 347.
PG 25, 248-409. Η. G. ΟΡΙΤΖ, μνημ. έργο, σσ. 87-168. ΒΕΠ 31, 50-123. ΑΜΑ 5, 171-244 (κείμενο Opitz). ΕΠΕ 4, 32-260.
'Απολογία πρός τόν βασιλέα Κωνστάντιον. Έπίσης περί τό 358. Ό 'Αθα¬νάσιος μέ άσυνήθιστη γι' αύτόν φιλολογική φροντίδα άπολογεΐται καί ά- ναιρεΐ τήν κατηγορία ότι δήθεν προσπάθησε νά στρέψει τόν αύτοκράτορα τής Δύσεως Κώνστα έναντίον τοΰ αύτοκράτορα τής 'Ανατολής Κων¬σταντίου.
PG 25, 596-641. J. Μ. SZYMUSIAK: SCh 56 (1958) σσ. 88-132 (καί βελτιωμένη έκδοση τό 1987). ΒΕΠ 31, 11-33. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. Αθανασίου απολογητικός πρός Κωνστάντιον..., 'Αθήνα 1978, σσ. 66-87. ΑΜΑ 6, 141-163. ΕΠΕ 4, 262-336.
Περί τής φυγής αύτοΰ («Περί τών διαβαλλόντων τήνέν τώ διωγμφ φυγήν αύτοΰ»). Μετά τό Πάσχα τοΰ 357. "Εργο φροντισμένο καί μέ προσωπικό παλμό. Ό 'Αθανάσιος μετά τήν δραματική φυγή του άπό τήν 'Αλεξάνδρεια (Φεβρ. 356) κατηγορήθηκε ότι έφυγε άπό δειλία, εγκαταλείποντας τό ποί¬μνιο. Άπολογεΐται μέ τήν βοήθεια παραδειγμάτων άπό τήν Γραφή.
PG 25, 644-680. Η. G. ΟΡΙΤΖ, μνημ. έργο, σσ. 68-86. J. Μ. SZYMUSIAK: SCh 56 (1958) 133-167 (καί βελτιωμένη έκδοση τό 1987). ΒΕΠ 31, 34-49. ΑΜΑ 5, 155-170 (κείμενο Ο- pitz). ΕΠΕ 4, 338-389.
Βίος 'Αντωνίου («Βίος καί πολιτεία τοΰ όσίου πατρός ήμών Αντωνίου»). Περί τό 357. Πολυσήμαντο έργο γιά τήν γένεση καί τήν πρώτη θεολογική θεμελίωση τοΰ μοναχισμού. Βλ. στό κεφ. περί Αντωνίου ( + 356). Σώζον¬ται μεταφράσεις λατινικές, κοπτική, άραβική, αίθιοπική, συριακή, άρμε¬νική καί γεωργιανή: CPG II 2101.
PG 26, 837-976. ΒΕΠ 33, 11-57. Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤ1ΝΙΔΟΥ, Βίος καί πολιτεία τοϋ... 'Αν¬τωνίου... παρά τοΰ... 'Αθανασίου...: ΕΦ 32 (1932) 583-620• 33 (1934) 114-129, 303-320. Βίος άγ. 'Αντωνίου, Μετάφρ. Άρχιμανδρ. Ίωαννικίου, 'Εκδόσεις «Τήνος». ΑΜΑ 9, 381-427. CH, MOHRMANN-G. BARTELINK, Vita di Antonio (λατινικό κείμενο καί με¬τάφραση ιταλική), Milano Mondadori 1974. ΕΠΕ 26, 14-169.
Πρός μοναχούς έπιστολή («Τοις απανταχού κατά τόπον τόν μονήρη βίον άσκοϋσι... χαίρειν»). Περί τό 357/8, γιά νά υπογραμμίσει τήν θεμελιώδη διδασκαλία τής Έκκλησίας έναντι τών άρειανών. Ή έπιστολή συνόδευε φαίνεται τό έπόμενο έργο «Περί άρειανών», πού έγραψε γιά τούς μοναχούς.
PG 25, 692-695. Η. G. ΟΡΙΤΖ, μνημ. έργο, σσ. 181-183. ΒΕΠ 31, 240-241.
Περί τών γεγενημένων παρ' άρειανών («Πρός απανταχού μοναχούς περί τών εγενημένων παρά τών άρειανών έπί Κωνσταντίου»). "Οταν τόν Φίλο- ξενοϋσαν οί μοναχοί καί δχι πρίν τό 358, διότι αναφέρονται ό Λιβέριος Ρώ¬μης ώς έπανελθών στόν θρόνο του (τέλος 358) καί ό "Οσιος Κορδούης ώς μακαρίτης (357/8). Τά γεγονότα τοϋ 356 άφήρεσαν κάθε έλπίδα νά κατα¬νοηθεί ό 'Αθανάσιος άπό τόν αύτοκράτορα Κωνστάντιο. 'Αναφέρεται στήν έποχή άπό τό 335 μέχρι τό 357 καί άναλύει τήν άντορθόδοξη καί φιλοα- ρειανική πολιτική τοϋ αύτοκράτορα. Γιά πρώτη φορά ό 'Αθανάσιος είναι τόσο όξύς στίς κρίσεις του. Χαρακτηρίζει τόν Κωνστάντιο πολέμιο τής πί¬στεως, προστάτη τής αίρέσεως, πρόδρομο τού 'Αντίχριστου, ώμό καί σφα¬γέα τών συγγενών του. 'Απορρίπτει κάθε είδους άνάμιξη τοϋ κοσμικού άρχοντα στά έκκλησιαστικοθεολογικά. Καί πάλι καταχωρίζει έπίσημα έγ¬γραφα (δύο Έπιστολές τοϋ ίδιου τοϋ Κωνσταντίου, Έπιστολή τοϋ Όσιου Κορδούης καί μία Διαμαρτυρία χριστιανών τής 'Αλεξάνδρειας γιά τά γε¬γονότα τοϋ 356).
PG 25, 691-796. Η. G. ΟΡΙΤΖ, μνημ. έργο, σσ. 183-230. ΒΕΠ 31, 342-389. ΑΜΑ 6, 164-211.
Έπιστολαί πρός Σεραπίωνα (3 Περίάγ. Πνεύματος καί 1 Περί τοϋ θανά¬του τοϋ Αρείου). Περί τό 358/9. Οί Έπιστολές περί άγ. Πνεύματος έκδί- δονται ώς 4 κείμενα (πράγματι δμως οί θεωρούμενες ώς Β' καί Γ' είναι μία Έπιστολή), ένώ πρόκειται γιά τρεΐς, πού συνιστούν άπάντηση σέ έρω- τήματα τού έπισκόπου Θμούεως Σεραπίωνα σχετικά μέ πνευματομαχικές άντιλήψεις τής περιοχής. Μέ τήν εύκαιρία ό 'Αθανάσιος δημιουργεί τήν πρώ¬τη άναπτυγμένη πνευματολογία τής Έκκλησίας (Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Άθαν. Άλεξ. περί άγ. Πνεύματος..., Αθήνα 1971). Ή άλλη Έπιστολή δι¬ηγείται όσα γνωρίζει ό Αθανάσιος γιά τήν διαδικασία τής δόλιας έπιστρο- φής τοΰ 'Αρείου στήν Έκκλησία καί τόν έπελθόντα στό μεταξύ άτυχή θάνατο του. Σώζεται άρμενική καί συριακή μετάφραση.
PG 26, 529-676. ΒΕΠ 33, 90-149, 176-179. Η. G. ΟΡΙΤΖ, μνημ. έργο, σσ. 178-180. ΑΜΑ 9, 293-352. ΕΠΕ 14, 78-284. G. Α. EGAN, The Armenian Version of the Letters of Athanasius to Bishop Serapion concerning the Holy Spirit, Salt Lake City 1968. R. W. THOMSON, Athanasiana syriaca II: CSCO 272 (1967), 1-15 καί μετάφραση: CSCO 273, σσ. 1-13.
Πρός μοναχούς («Τοις τόν μονήρη βίον άσκοϋσι... χαίρειν»), Μάλλον περί τό 358/9. Καί λατινική μετάφραση: CPG II 2108.
PG 26, 1185-1188. G. DE JERPHANION: La voix des monuments, II, Rome 1938, σσ. 95-110.
Πρός τούς έπισκόπους Αίγύπτου καί Λιβύης. Έπιστολή έγκύκλιος κατά άρειανών. Γράφηκε τό 361 (άναφέρει ότι πρίν 55 χρόνια οί μελιτιανοί έγι¬ναν σχισματικοί, δηλαδή τό 305: παραγρ. 22) άπό τίς αιγυπτιακές έρήμους, γιά νά ένθαρρύνει τούς έπισκόπους Αίγύπτου καί Λιβύης νά μήν υπογρά¬ψουν σύμβολο πίστεως διαφορετικό άπό τής Νίκαιας, δπως επιδίωκαν οί άρειανοί.
PG 25, 537-593. ΒΕΠ 31, 220-239. ΑΜΑ 7, 341-360. ΕΠΕ 10, 20-84.
Περί συνόδων (« Έπιστολή περί τών γενομένων έν τή Άριμίνφ τής 'Ιτα¬λίας καί έν Σελεύκεια της Ίσανρίας συνόδων»). Γράφηκε μετά τόν θάνατο (βλ. παραγρ. 31) τοϋ Κωνσταντίου (3.11.361) καί πρίν έπιστρέψει στήν'Α¬λεξάνδρεια ό 'Αθανάσιος (21.2.362) μέ τήν αμνηστία τοΰ Ίουλιανοΰ. Μέ τήν έπικουρία 17 σπουδαίων επίσημων συνοδικών έγγραφων καί ομολογιών άρειανικής πίστεως ιστορεί τήν συνοδική δραστηριότητα τοΰ 359/360, γιά νά δείξει ότι οί σύνοδοι αύτές δέν είχαν λόγο νά συνέλθουν, άφοϋ νέα αίρε¬ση δέν είχε εμφανιστεί καί άφοΰ τήν παλαιά, δηλαδή τόν άρειανισμό, τήν είχε οριστικά άντιμετωπίσει ή Σύνοδος τής Νίκαιας, ή όποία γι' αύτό πρέ¬πει νά μένει σεβαστή καί άπαρασάλευτη. Παράλληλα στό παρόν έργο κο¬ρυφώνεται ή έκκλησιαστικοθεολογική προσπάθεια τοϋ 'Αθανασίου νά προσελκύσει τούς όμοιουσιανούς, τονίζοντας ότι κριτήριο ένότητας είναι ή όρθή πίστη καί όχι οί όροι.
PG 26, 681-793. Η. G. ΟΡΙΤΖ, μνημ. έργο, σσ. 231-278. ΒΕΠ 31, 290-339. ΑΜΑ 7, 361-410. ΕΠΕ 10, 150-302.
Τόμος πρός τούς Άντιοχεΐς. Συντάχτηκε άπό τόν 'Αθανάσιο, άλλά είναι άπόφαση συνόδου, τήν όποία συνεκάλεσε ό 'ίδιος μόλις επέστρεψε στήν 'Α¬λεξάνδρεια (362). Πρόκειται γιά συνοδική κάλυψη τής προσπάθειάς του νά προσελκύσει τούς όμοιουσιανούς, νά ειρηνεύσει τούς Άντιοχεΐς, νά στα¬ματήσει τήν συζήτηση γιά τούς δρους «ύπόστασις» (ή υποστάσεις) καί «ού¬σία» καί νά δηλώσει τί ό Λόγος προσλαμβάνει στήν ένανθρώπησή του. Ό 'Αθανάσιος προτρέπει νά μήν επιμένουν στήν συζήτηση γιά τούς παραπά¬νω δρους καί ύποστηρίζει ότι ό Λόγος προσλαμβάνει όλόκληρο τόν άνθρω¬πο, μέ νοΰ καί ψυχή. Περιλαμβάνεται καί όμολογία τοϋ Παυλίνου 'Αντιο¬χείας γιά τό θέμα τών υποστάσεων. Σώζεται κοπτική, λατινική καί συρια¬κή μετάφραση.
PG 26, 796-809. ΒΕΠ 31, 124-129. ΑΜΑ 6, 212-217. ΕΠΕ 10, 86-104. Ε. REV1LLOUT: Journal Asiatique σειρά 7,5 (1875) 251 έξ. (κοπτική). R.W. THOMSON: CSCO 272 (1967) 30-36 (συριακή) καί μετάφρ. είς CSCO 273, σσ. 25-30.
Επιστολή πρός Ρουφινιανόν. Περί τό 362, γιά νά συστήσει στόν έπίσκο¬πο Ρουφινιανό νά δέχεται στήν Έκκλησία τούς άρειανίσαντες άπό λάθος ή δειλία, άλλά νά μήν άναγνωρίζει τήν ιδιότητα τού κληρικοΰ σ' αύτούς πού πρωτοστάτησαν στήν αίρεση* στούς άπλoύc κληρικούς νά άναγνωρί¬ζει τήν ιδιότητα αύτή. Ή έπιστολή άπέκτησε κανονικό κΰρος στήν Έκ¬κλησία.
PG 26, 1180-1181. ΒΕΠ 31, 86-87. P. JOANNOU, Fonti, II, σσ. 76-80.
'Επιστολή πρός Ίοβιανόν. Γράφηκε τό 363 ώς άπάντηση στόν αύτοκρά¬τορα Ίοβιανό, πού ζήτησε όμολογία πίστεως άπό τόν 'Αθανάσιο. Τό κεί¬μενο είχε τήν κάλυψη συνόδου τοΰ ίδιου έτους στήν 'Αλεξάνδρεια. Προη¬γούνται στά χειρόγραφα καί τίς έκδόσεις ή σχετική Έπιστολή τοϋ Ίοβια- νου καί 4 σύντομα κείμενα Συζητήσεων μέ τόν Ίοβιανό κατά τοϋ 'Αθα¬νασίου.
PG 26, 813-824. PARMENTIER-SCHEIDWEILER: GCS 44 (1954) 212-216 (κατά τόν Θεοδώρητο). ΒΕΠ 31, 130-134.
Έπιστολαί δύο πρός Ώρσίσιον. Δύο άποσπάσματα έπιστολών πρός τόν ήγούμενο Ώρσίσιο. Ή μία τό 368 καί ή άλλη (πρώτη) νωρίτερα.
PG 26, 977-980. F. HALKIN, S. Pachomii Vitae graecae, Bruxelles 1932, σσ. 91, 95-96. ΒΕΠ 33, 180-181. ΕΠΕ 26, 244-249.
Πρός τούς έν 'Αφρική έπισκόπους κατά άρειανών. Μεταξύ 369 καί 371, Άπόφαση συνόδου 90 έπισκόπων στήν 'Αλεξάνδρεια. Συντάχτηκε άπό τόν 'Αθανάσιο γιά νά έξηγήσει τό άπόλυτο έκκλησιαστικά καί θεολογικό κύ¬ρος τοϋ συμβόλου τής Νίκαιας, τό όποΐο όμοιουσιανοί προσπαθούσαν νά άντικαταστήσουν μέ τό σύμβολο τοϋ Ρίμινι. Προτείνει νά χρησιμοποιείται ό όρος «φύσει Υίός» άντί τοϋ όμότιμού του καί συνοδικού «όμοούσιος» άπό τούς δυστροποΰντες, πού όμως όφειλαν νά άναθεματίζουν τούς άρειανούς καί νά ομολογούν ότι τό άγ. Πνεΰμα δέν είναι κτίσμα. Σώζονται μεταφρά¬σεις στήν λατινική καί τήν συριακή.
PG 26, 1029-1048• 31, 135-143. R. W. THOMSON: CSCO 212 (1967) 16-29 καί μετά¬φραση: CSCO 273, σσ. 14-24 (συριακή). ΑΜΑ 7, 411-419. ΕΠΕ 10, 120-148.
Επιστολή πρός Άδέλφιον έπίσκοπον καί όμολογητήν κατά άρειανών. Μάλλον περί τό 370/1. ΓΗ προσκύνηση τοΰ Χριστοΰ δέν σημαίνει ότι προ¬σκυνούμε κτιστή σάρκα, διότι αύτή ένώθηκε πραγματικά μέ τόν Λόγο καί θεώθηκε.
Μεταφράστηκε στήν λατινική, τήν συριακή καί τήν άρμενική.
PG 26, 1072-1084. ΒΕΠ 33, 161-166. ΑΜΑ 8, 340-345. ΕΠΕ 14, 314-333. Συριακή: R. W. THOMSON: CSCO 272 (1967) 42-51 καί μετάφρ. CSCO 273, σσ. 35-41. Άρμεν.: Ε. TAYECI, S. Athanasii... homiliae, epistulae..., Venetiis 1899, σσ. 124-133.
Επιστολή πρός Έπίκτητον. Γράφηκε μάλλον περί τό 371/2 μέ άφορμή χριστολογικές κακοδοξίες, συγγενείς μέ αρειανισμό, άπολιναρισμό καί δο- κητισμό, πού κυκλοφορούσαν στήν περιοχή τής Κορίνθου. Τό κείμενο έχει τεράστια θεολογική σημασία, διότι θεμελιώνει τήν σωτηριολογική χριστο¬λογία. Ή Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451) τό θεώρησε θαυμάσια έκφραση τής θεολογίας της.
Μεταφράστηκε στήν λατινική (δύο φορές), τήν συριακή, τήν άρμενική (τρεΐς φορές) καί τήν γεωργιανή.
PC 26, 1049-1069. G. LUDW1G, Epistula ad Epictetum 4, 286-312, lena 1911. ΒΕΠ 53, 153-159.ΑΜΑ 8, 400-408. ΕΠΕ 14, 286-313. Λατινικές: ACO I, 5, σσ. 321-334. Συριακή: R. W. THOMSON: CSCO 257 (1965) 73-85 καί μετάφρ. CSCO 288, σσ, 55-64. Άρμενι- 324-343* R. P. CASEY: HThR 26 (1933) 127-150• K. TER-MEKERTTSCHIAN, Sigillum Fidei, Etschmiadsin 1914, σσ. 57-70.
Επιστολή πρός Μάξιμον φιλόσοφον. 'Αρχές τοϋ 372. Έπαινεΐ τόν Μάξι¬μο, πού άντέκρουσε κακοδοξίες σχετικές μέ τό πρόσωπο τοϋ Χρίστου. Με¬ταφράστηκε στην λατινική καί την συριακή.
PG 26, 1085-1089. ΒΕΠ 33, 167-169. ΕΠΕ 14, 334-342. R. W. THOMSON: CSCO 272 (1967) 37-41 καί μετάφραση CSCO 273, σσ. 31-34.
Επιστολή πρός Παλλάδιον (πρεσβύτερον). Έπαινεΐ τόν Βασίλειο Καισα¬ρείας, μέ αφορμή τήν από μέρους του τήρηση «οικονομίας» στην διδασκα¬λία περί άγ. Πνεύματος. Τό πρόβλημα δημιουργήθηκε τόν Σεπτέμβριο τοϋ 372. Διατυπώθηκε ή άποψη δτι τό κείμενο δέν είναι γνήσιο.
PG 26, 1168-1169. ΒΕΠ 33, 89.
Επιστολή πρός Ίωάννην καί Άντίοχον (πρεσβυτέρους). Καί αύτή χάριν τοϋ Μ. Βασιλείου γραμμένη. "Αν είναι γνήσια, γράφηκε τήν ίδια εποχή.
PG 26, 1165-1168. ΒΕΠ 33, 88.
Epistula ad clerum Alexandriae. Σώθηκε μόνο στήν λατινική.
PG 26, 1335-1338.
Epistula ad easdem apud Mareotam ecclesias. Σώθηκε μόνο στήν λατινική.
PG 26, 1333-1335.
Έπιστολαί Πρός Ποτάμιον καί Πρός Έπιφάνιον. 'Αποσπάσματα δύο, της πρώτης στήν λατινική, της δεύτερης στήν ελληνική.
PL 101, 113. J. MADOZ: Rev. cspanol deteol. 7 (1947) 86. PG 26, 1257-1260. ΒΕΠ 33,200.
Επιστολή πρός Άμούν μονάζοντα. "Αγνωστο πότε γραμμένη. Συμβου¬λεύει τόν Άμούν πώς ν' αντιμετωπίζει ακούσια καί άλλα σαρκικά άμαρ- τήματα. 'Υποδεικνύει δτι ή όδός της παρθενίας είναι άνώτερη από τήν οδό τοϋ γάμου. Καί μετάφραση συριακή.
PG 26, 1169-1180. ΒΕΠ 33, 82-85. P. IOANNOU, Fonti, 11, σσ. 63-71. ΕΠΕ 26, 234-243.
Διήγησις 'Αθανασίου πρός Άμμώνιον επίσκοπον. Μετά τό 363, διότι ή διήγηση, τήν όποία κάνει ό 'Αθανάσιος, άναφέρει τόν θάνατο τοϋ 'Ιουλιανού.
F. HALK1N, S. Pachomii Vitae graecae, Bruxelles 1932, σ. 91. ΒΕΠ 33, 183-184. PG 26. 980-981.
Είς τό «πάντα μοι παρεδόθη ύπό τού Πατρός...» (Ματθ. 2, 27) (όμιλία;). Είναι μάλλον άπόσπασμα εκτενέστερου έργου. Πάντως τό κεφάλ. 6 γρά¬φηκε μετά τόν Δ' αιώνα.
PG 25, 208-220. ΒΕΠ 33, 242-247. ΑΜΑ 8, 291-296. ΕΠΕ 31, 244-261.
Εις τό πάθος τοΰ Κυρίου καί είς τόν Σταυρόν (όμιλία). Σήμερα θεωρείται γνήσια άπό πολλούς.
PG 28, 185-249. ΒΕΠ 36, 157-187. ΕΠΕ 31, 12-119.
Πρός Μαρκελλΐνον είς τήν έρμηνείαν τών Ψαλμών. "Αγνωστο πότε γρά¬φηκε. Είδος γενικής εισαγωγής στούς Ψαλμούς, τούς όποιους διακρίνει σέ όμάδες βάσει τού περιεχομένου, τοΰ χαρακτήρα καί τού σκοποΰ τους. Ε¬ξαίρεται ή χρησιμότητά τους στήν πνευματική ζωή. Μεταφράστηκε στήν συριακή καί τήν γεωργιανή: CPG II 2097.
PG 27, 12-45. ΒΕΠ 32, 11-29. ΑΜΑ II, 301-319. ΕΠΕ 15, 12-73.
Εξηγήσεις είς τούς Ψαλμούς. (Έρμηνεία). "Αγνωστο πότε γράφηκε. Τό κείμενο στήν σημερινή του μορφή έχει συγκροτηθεί άπό Σειρές, κυρίως τοΰ Νικήτα Ήρακλείας, μέ τίς προσπάθειες παλαιών έκδοτων, άλλά φυσικά δέν είναι συνεχές. Διαπιστώνεται χρήση άλληγορικής καί τυπολογικής έρ¬μηνείας. 2>'ατυπώθηκαν πολύ σοβαρές άμφιβολίες γιά τήν γνησιότητα τού έργου (Rondeau). Μεταφράστηκε στήν κοπτική, τήν γεωργιανή καί τήν άραβική: CPG II 2140. Εσφαλμένα έκδόθηκε (PG 27, 649-1340 καί ΒΕΠ 34) ώς έργο τοΰ 'Αθανασίου τό «Περίέπιγραφής Ψαλμών», πού άνήκει στόν 'Ησύχιο 'Ιεροσολύμων.
PG 27, 56-545 καί 548-589. ΒΕΠ 32, 33-299 καί 30Κ-323. ΑΜΑ 11, 323^59 καί 12, 269-424. ΕΠΕ 15 (82-313) - 17. J. DAVID: ROC 24 (1924) 3-57 (κοπτική). Testi inediti dal Commento ai Salmi di Atanasio, a cura di VIAN G. M., Roma Inst. Patrist. Augustinianum 1978 (κα¬τά τόν G. DORIVAL [RSLR 16, 1980, σσ. 80-89] πρόκειται γιά σχόλια τοϋ ΣΤ' αιώνα). L. LEONE, L' esegesi atanasiana dei Salmi, I: Introduzione e testi, Lecce Adriatica Ed. Salentina 1984.
'Αποσπάσματα έρμηνευτικών σχολίων (άπό Σειρές): Είς Όκτάτευχον καί Βασιλειών: R. Devreesse, Les commentateurs de 1' Octateuque, σσ. 104 έξ.
Είς Ίώβ-.PG 27, 1344-1348.1. Pitra, Analecta sacra, V, Paris 1888, σσ. 21-26. Είς Ήσαΐαν: A. Mai, Nova Patr. Biblioth., V 12, Roma 1853, σσ. 239 έξ. Είς Βαρούχ: Μ. Ghisler, In leremiam prophetam..., Ill, Λυών 1623, σ. 246. Είς Δανιήλ: Α. Mai, Script. Veter. nova collect. 12, Roma 1825, σ. 189. Εις Άσμα ασμάτων: PG 27, 1348-1349. Είς Ματθαίον: PG 27, 1364-1389.
ΕΙς Μάρκον: P. Possinus, Catena graecorum patrum in Evangelium secundum Marcum, Roma 1672, σσ. 102, 250, 319.
Εις Λουκάν; PC 27, 1392-1404. Α. Mai, Nova Patr. Biblioth., II2, σσ. 567-582. Εις Ιωάννη ν: Βλ. R. Devreesse: DBS I, 1200. Εις Πράξεις: PG 26, 1316-1317.
Εις Έπιστολάς Παύλου: PG 26, 1217-1221 ■ PG 27, 1404, ΒΕΠ 33, 184-186. Εις Καθολικός Έπιστολάς: PG 27, 396.
Ασκητικά σέ άνατολικές γλώσσες
Σέ συριακή, αρμενική, κοπτική καί άραβική μετάφραση παραδίδονται ποικίλα περί παρθενίας κείμενα τοϋ 'Αθανασίου.
Λόγος περί Παρθενίας (συριακά καί αρμενικά).
J. LEBON: Μυ 40 (1927) 209-218 καί 219-226. R. P. CASEY: SbB 33 (1935) 1026-1034 καί 1035-1045.
'Επιστολή πρός παρθένους (συριακή). J. LEBON: Μυ 41 (1928) 169-216.
Επιστολή πρός παρθένους (κοπτική).
LEFORT: CSCO 150(1955) 73-99 καί CSCO 151, σσ. 55-80 (μετάφραση γαλλική). ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Mu 42 (1929) 197-264.
Παραινέσεις πρός παρθένους (αποσπάσματα στή συριακή). LEFORT: ΑΒ 67 (1949) 142-152.
Περί παρθενίας (άκέφαλο, άποσπάσματα στήν κοπτική).
LEFORT: CSCO 150 (1955) 101-106 καί CSCO 151, σσ. 82-84.
'Ασκητικά άποσπάσματα (κοπτική). LEFORT: CSCO 150 (1955) 106-140 καί CSCO 151, σσ. 85-111.
'Επιστολή πρός παρθένους (άπόσπασμα στήν άραβική). Β. Evetts: ΡΟ 1 (1907) 404 έξ.
'Αποσπάσματα ποικίλα: Περί ασθενείας καί υγείας: F. Diekamp, Analecta patristica, Roma 1938, σσ. 5-9.
Εις τό «νϋνή ψυχή μου τετάρακται»: PG 26, 1240-1244. ΒΕΠ 33, σσ. 192-193. Επιστολή συμβουλευτική πρός παρθένους: PG 26, 1240. ΒΕΠ 33, 191-192. Επιστολή πρός Διόδωρον Τύρου (καί δχι Ταρσού): PG 26, 1261-1262.
Άποσπάσματα σύντομα
Μεγάλος άριθμός σύντομων καί πολύ ποικίλων κειμένων τυπώθηκαν στήν PG 26, 1224-1240, 1293-1296, 1320-1332 καί άπό έκεΐ στήν ΒΕΠ 33, 190-219. Προέρχονΐαι άπό γνήσια καί νόθα έργα τοϋ Αθανασίου.
Άμφιβαλλόμενα
Σημαντικός άριθμός κειμένων, προπαντός στήν κοπτική καί τήν άρμε¬νική, άποδίδονται στόν Αθανάσιο, γιά τήν πατρότητα τών όποιων ύπάρ- χουν σοβαρές άμφιβολίες:
Περί τής σαρκώσεως τον Κυρίου... κατά Άπολιναρίου, καί Περί τής σωτηριώδους έπιφανείας τοϋ Χριστοΰ καί κατά Άπολιναρίου. Ή γνησιότητα τών σημαντικών χριστολογικών καί άντιαπολιναριστικών αύ¬τών έργων συζητήθηκε καί συζητείται άκόμη. Φαίνεται δμως δτι ή άπόδο- σή τους στόν Αθανάσιο προσκρούει σέ σοβαρές δυσκολίες. Μεταφράσεις: λατινική, συριακή καί άρμενική (CPG II 2231).
PG 26, 1093-1165. Τ. Η. BENTLEY, St. Athanasii De incamatione contra Apollinarium, London 1887. ΑΜΑ 8, 409-440. ΒΕΠ 37, 267-298. ΕΠΕ 31, 140-243.
Λόγος είς τήν άνάστασιν τοϋ Κυρίου: Ανέκδοτος σέ κώδικα σιναϊτικό gr. 492, φφ. 122-139.
Κοπτικά: Περί αγάπης καί διχονοίας. Είς Ματθ. 20, 1-16. Oratio Athanasii antequam moreretur. Διαθήκη τών πατριαρχών Αβραάμ, 'Ισαάκ καί Ια¬κώβ. Εις τό πάθος τοϋ Κυρίου. Περί Λαζάρου έγερθέντος έκ νεκρών. Προσ- λαλιά πρός μοναχούς. Όμιλία κατά Αρείου. Νουθεσίαι. 'Επιστολή πρός Ώρσίσιον καί Θεόδωρον. Περί φόνου καί πλεονεξίας. Άποσπάσματα διά¬φορα. Καί τά άνέκδοτα: Είς τήν Πεντηκοστήν Περί νηστείας' Εις τό Λου¬κά 11, 5-15' Όμιλίες 3 εις τόν Άρχάγγελον Μιχαήλ (ή 3η καί εις τόν Γαβριήλ)• Περί τής άναλήψεως τοϋ Χριστοΰ. Βλ. CPG II 2180-2198.
Αρμενικά: Κατά τών λεγόντων δτι ό άνθρωπος έντολή τοϋ Θεοϋ πράττει τό καλόν καί τό κακόν. Πρός "Άρειον. Περί Τριάδος. Περί τής γεννήσεως τοϋ Χριστοΰ. Είς τήν Θεοτόκον. Είς τήν άειπάρθενον Θεοτόκο ν. Έγκώ- μιον εις τόν Σταυρόν. Έπιστολή πρός Ίουστϊνον τόν Άφρικανόν. "Ορα- σις Αθανασίου. Έγκώμιον είς τόνάγ. Στέφανον. Μαρτύριον τών άγ. Μηνά, Ερμογένους καί Ευγραφίου (καί στήν γεωργιανή). Βλ. CPG II 2201-2212.
Γεωργιανά καί συριακά: Ερωτήσεις καί άποκρίσεις. Βλ. CPG II, 2214.
Νόθα.
Κατά άρειανών λόγος Δ ': Α. Stegmann, Die pseudoathanasianische "IVte Rede gegen die Arianer" als κατά Άρειανών λόγος, ein Apollinarisgut, Rottenburg 1917. PG 26, 468-525. ΒΕΠ 30, 306-330.
Calvacanti, Pseudo Aianasio Dialogo contro i Macedoniani, Corona Patrum Torino 1983.
Έκθεσις πίστεως: PG 25, 200-208. 'Αποδίδεται στόν Μάρκελλο 'Αγκύρας. Περί πίστεως λόγος ό μείζων: PG 26, 1263-1294. Ε. Schwartz, Der sogennante Sermo maior de fide des Ath., Munchen 1925. 'Αποδίδεται στόν Μάρκελλο 'Αγκύρας.
Έπιστολαί δύο πρός Λουκίφερον (λατινικά): PG 26, 1181-1186 καί PL 13, 1037-1042.
Liber de Trinitate et Spiritu Sancto: PG 26, 1191-1218. V. Bulhart: CCL 9 (1957) 165-205. Λόγος περί υπομονής: PG 26, 1297-1309. ΒΕΠ 33, 201-208. Έρμηνεϊαι εις τό Σύμβολον: PG 26, 1232. ΒΕΠ 33, 187-188. Λόγος εις τά Baia.PG 26, 1309-1313. ΒΕΠ 33, 208-210. Περί των άζύμων: PG 26, 1328-1332. ΒΕΠ 33, 217-219. Ύπόθεσις εις τούς Ψαλμούς: PG 27, 56-60. ΒΕΠ 32, 30-32. Εις τό τΑσμα ασμάτων (αποσπάσματα): PG 27, 1349-1361. ΒΕΠ 35, 11-17. Μαρτυρίαι έκ της Γραφής της κατά φύσιν κοινωνίας (Πατρός, Υίοΰ, 'Αγ. Πνεύματος): PG 28, 29-80. ΒΕΠ 35, 259-285.
Επιστολή καθολική: PG 28, 81-84. ΒΕΠ 37, 75-76. Στήν PG 28, 88-1644 καί στήν ΒΕΠ 35-37 περιλαμβάνονται ακόμη: "Ελεγχος της ύποκρίσεως των περίΜελέτιον καίΕύσέβιον τόν Σαμοσα- τέα κατά τοϋ όμοουσίου. Περί της όιδίου υπάρξεως τοϋ Υίοΰ... καί πρός σαβελλ ι α νίζο ντα ς. Περί Σαββάτων καί περιτομής, έκ της Εξόδου. 'Ομιλία εις τόν σπόρον.
Εις τό «π ορευθέντες εις τήν απέναντι όχθη ν...». Περί παρθενίας.
Σύνοψις επίτομος της θείας Γραφής, Παλαιάς καί Νέας.
Διάλογος έν τή κατά Νίκαιαν Συνόδφ πρός "Αρειον.
Λόγος κατά πασών των αιρέσεων.
Διατί εκλήθη ό Μελχισεδέκ άπάτωρ...
Πρός τόν εύσεβέστατον βασιλέα Ίοβιανόν.
Περί δρω ν (α-β).
Διδασκαλία πρός Άντίοχον Δοϋκα. Ετέρα (διδασκαλία) πρός τόν αυτόν. 'Ετέρα (διδασκαλία) πρός 'Αντίοχον άρχοντα. "Ετεροι λύσεις αποριών έκ τών ιερών Ευαγγελίων. Λόγος περί τών άγιων εικόνων (απόσπασμα). Ρήσεις καί έρμηνεϊαι παραβολών τοϋ άγ. Ευαγγελίου. Έκ τοϋ παλαιού (=Παλαιάς) διάφοροι έρμηνεϊαι. "Ετεραί τίνες έρωτήσεις.
Περί της εικόνος τοϋ Κυρίου... καί τοϋ θαύματος έν Βηρυτφ. Έκ τοϋ κατά Λατίνων λόγου.
Σύνταγμα διδασκαλίας πρός μονάζοντας καί πάντας χριστιανούς... Διατύπωσις τών θελόντων έν ησυχία διάγειν.
Πρός Κάστορα... περί τών κανονικών τών κοινοβίων διατυπώσεων.
Πρός τόν αύτόν... περί τών όκτώ τής κακίας λογισμών.
Εις τό γενέθλιον τοΰ Προδρόμου.
Κηρυκτικόν εις τόν Εύαγγελισμόν.
Εις τήν άπογραφήν τής άγ. Μαρίας.
Εις τήν γέννησιν τοϋ Χριστού.
Εις τήν Ύπαπαντήν τοϋ Κυρίου.
Εις τόν έκ γενετής τυφλόν.
Είς τό «πορευομένου δέ αύτοΰ ύπεστρώννυον τά ιμάτια αυτών...».
Εις τήν άγίαν Πέμπτην καί εις τήν παράδοσιν τοΰ Ιούδα.
Εις τό πάθος τοϋ Κυρίου τή άγίφ Παρασκευή.
Είς τούς άγιους Πατέρας καί Προφήτα ς καί εις τήν... Έκκλησία ν.
Είς τό άγιον Πάσχα.
Είς τό άγιον Πάσχα καί εις τούς νεοφώτιστους τφ Σαββάτω τής άπο- λυσίμου.
Λόγος εις τήν Άνάληψιν τοϋ Κυρίου. Έγκώμιον είς τόν άγ. Άνδρέαν τόν Άπόστολον. Λόγος προτρεπτικός. Διάλογοι περί άγιας Τριάδος πέντε. Πρός τινα πολιτικόν σύνταγμα.
Λόγος διακριτικός καί είς τάς έντολάς τού Θεοΰ τοις άποταξαμένοις... Διδασκαλία πρός μοναχούς πραοτέρα, πνευματική (τό 1/3 άπό τό Περί βαπτίσματος τοΰ Μ. Βασιλείου καί τά 2/3 άπό τόν έλλην. Βίο τοϋ άγ. Ίλα- ρίωνα) (BHG 752-753). Περί τοϋ Ναού... τών διδασκαλείων καί τών θεάτρων τών έν Αθήναις. Περί σώματος καί ψυχής.
Βίος καί πολιτεία τής άγ. καί μακαρίας καί διδασκάλου Συγκλητικής. Έπιστολή πρός τόν έν Περσία έπίσκοπον. Σύμβολον Άθανασιανόν (τέσσερις τύποι). Περί Τριάδος.
De ratione Paschc (λατινικά).
Πίστις τών άγίων 318 άγ. θεοφόρων Πατέρων τών έν Νικαία. Βλ. CPG II 2242-2298.
Σέ άλλες έκδόσεις βρίσκουμε καί τά έξης ψευδοαθανασιανά κείμενα: Λόγος είς τήν άνάστασιν καί εις τούς νεοφώτιστους: Μ. Aubineau: Zetesis. Album amicorum door vrienolen en colloga's... E. de Strycker, Antwerpen- Utrecht 1973, σσ. 668-678.
Διάλογος Αθανασίου καίΖακχαίου: F. C. Conybeare, The Dialogues of Athanasius and Zacchaeus and of Timothy and Aquila, Oxford 1898. Καί με-τάφραση γεωργιανή.
Κανόνες Αθανασίου: W. Riedel-W. Ε. Crum, The Canons of Ath. of Alexandria. The Arabic and Coptic Versions, edited and translated, London 1904.
Περί τού μή κοινωνεϊν άνεξετάστως τών θείων μυστηρίων τούς ταίς ιδίαις γυναιξί μιγνυμένους: P. Joannou, Fonti, II, σσ. 82-84.
Άναφορά Αθανασίου (λειτουργική, στήν συριακή): Α. Baumstark: OC
3, 2 (1927) 243-298. Καί μετάφραση έλληνική: ΕΦ 5 (1910) 321-338. Βίος Φιλίππου τοϋ "Αγκυρανοϋ: ASS Mai, III, σσ. 34-36. De observationibus monachorum: PL 103, 665-672. Exhortatio ad sponsam Christi: CSEL 1 (1866) 225-250. Βλ. CPG II, 2299-2309.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γενικά έργα:
A. STIJLCKEN, Athanasiana. Literar-und dogmengeschichtlichc Untersuchungen (TV 19, 4), Leipzig 1899. F. L.AUCHERT, Leben des hi. Ath. desGrossen, Koln 1911. Μ. ΚΩΝ- ΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ, Ό Μέγας Άθ. καί ή εποχή του, 'Αθήνα 1937. Ci. MLI1.LER, Lexicon Athanasianum, Berlin 1944-1952. F. L. CROSS, The Study of St. Athanasius, Oxford 1945. j. N. D. KELLY, Early Christian Creeds, London 1950 (κατά τούς πίνακες). W. SCHNEE- MELCHER, Ath. von Alexandrien als Theologe und als Kirchenpolitiker: ZNW 43 (1950- 1951)242-256. V. C. DE CLERQU, Ossius of Cordova, Washington 1954. G. L. PRESTIGE, God in Patristic Thought, London 1956 (κατά τούς πίνακες). J. Ν. D. KELLY, Early Christian Doctrines, London 1958 (κατά τούς πίνακες). Ε. SCHWARTZ, Gcsammelte Schriflen 111: Zur Geschichte des Athanasius, Berlin 1959. D. R1TSCHL, Athanasius. Versuch einer Interpretation, Zurich 1964. I. ORTIZ DE URBINA, Nizaa und Konstantinopel..., Mainz 1964. XVI cenienario di S. Atanasio ( + 373). Incontro sul linguaggio trinitario nei Padri della Chiesa (Roma, 4-5 maggio 1973): Aug 13 (1973) 364-623. ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΠΑΔΟ¬ΠΟΥΛΟΥ, Ό "Αγιος Άθ. Άλεξ., σταθμός μέγας έν τη θεολογία της Εκκλησίας, 'Α¬θήνα 1974 (άνάτυπο: Θεολογία 1974, σσ. 102-128). Politique et theologic chcz Ath. d' Alexandre. Actes du colloque de Chantilly (23-25 septembrc 1973), edites par CH. KANNEN- GIESSER, Paris Beauchesne 1974. E. P. ME1JERING, Orthodoxy and platonism in Atha¬nasius. Synthesis or Antithesis? Leiden Brill 1968 (καί 1974). Τόμος έόρτιος χιλιοστής έ- ξακοσιοστής έπετείου Μ. Άθ. (373-1974), έκδ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Θεσσαλονίκη 1975. Μ. SIMONETTI, La crisi ariana nel IV secolo, Roma 1975 (κατά τόν πίνακα περιεχομέ¬νων). Μ. ΤΕΤΖ, Zur Biographie des Athanasius von ΑΙ.: ZKG 90 (1979) 304-338. G. DRAGAS, Athanasiana, 1, London 1980 (ανατύπωση 7 μελετών γιά τήν θεολογία καί τό εργο τοϋ Άθαν.). CH. KANNENG1ESSER, Ath. d' Alexandrie, eveque et ecrivain. Une lecture des traites Contrc les Ariens, Paris Beauchesne 1983. G. DRAGAS, St. Athanasius Contra Apollinarem, Athens 1985.
7 στορικοψιλολογι κά:
G. MERCAT1, Note di letteratura biblicae cristiana antica (ST5), Roma 1901, σσ. 145-179. EM. ΚΑΡΠΑΘΙΟΥ, Oi είς τόν Μέγαν ΆΟανάσιον αποδιδόμενοι δύο λόγοι κατά Άπο- λιναριστών: Γρ/7 9 (1925) 370-385, 442-452. J. LEBON, Athanasiana Syriaca, I...: Mu 40 (1927) 209-218. L. TH. LEFORT, S. Athanase sur la virginite: Mu 42 (1929) 197-275. Βλ. καί Mu 46 (1933) 1-33,48 (1935) 55-73• 67 (1954) 43-50* 69(1956) 235-241• 71 (1958) 5-50. TOY ΙΔΙΟΥ, S. Athanase, ecrivain coptc: Mu 46 (1933) 1-33. H. G. OPITZ, Untersuchungen zur Uberliefcrung der Schriften des Athanasius, Berlin 1935. A. GLINTHOR, Die sieben pseudo-alhanasianischen Dialoge, ein Werk Didymus des Blinden von Alexandrien, Rom 1941. j. GELTZER, Das Rundschreiben der Synode von Sardica: ZNW 40 (1941) 1-24. G. MERCAT1, Suir autore del De titulis psalmorum...: OCP 10 (1944) 7-22. P. PEETERS, Comment S. Ath. s' enfuit de Tyr en 335 (Subsidia hagiographica 27), Bruxelles 1951. Π.
ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ, Τό πρόβλημα τής γνησιότητος τοΰ «Περί σαρκώσεως τοΰ Κυ¬ρίου... κατά Άπολιναρίου Λόγοι δύο» τοΰ Άθ.: Θεολογία 24 (1953) 442-461, F. SCHEIDWEILER, Wer 1st der Verfasser des sogennanten Sermo maior de fide?: BZ47 (1954) 333-357. L. TH. LEFORT, Les Lettres Festales de S. Ath.: Bulletin de la Classe des Lettres de I' Academie Royale de Belgique 39 (1953) 643-656, 41 (1955) 183-185 καί: Clio 6 (1954) 225-230. M. AUBINEAU, Les ecrits de S. Ath. sur la virginite: RAM 31 (1955) 140-173. Μ. TETZ, Athanasiana...: VC9 (1955) 159 175. Tt)Y ΙΔΙΟΥ, Zur Edition der dogmatischen Schriften des Ath. von Alexandrien: ZKG 67 (1955) 1-28. G. D. GORDINI, Origini e sviluppo del Monachesimo a Roma: Greg 37 (1956) 220-260. V. PERI, La cronologia delle lettere festali di S. Atanasio e la Quaresima: Aevum 35 (1961)28-86. J. N. D. KELLY, The Atha- nasian creed. Quicumque vult, London Black 1964. M. SIMONETTI, Alcune considerationi sul contributo di Atanasio alia lotta contro gli Ariani: SMSR 38 (1967) 512-535. M. J. RONDEAU, Une nouvelle preuve d* 1' influence litteraire d* Eusebe de Cesaree sur Athanase...: RSR 56 (1968) 385-434. CH. KANNENGIESSER, La date de 1' apologie d' Athanase Contre les paiens et Sur 1' incarnation du Verbe: RSR 58 (1970) 383-428. CH. BIZER, Studien zu pseudo-athanasianischen Dialogen, Bonn 1970. Ν. M. HAR1NG, Commentaries on the pseudo-Athanasian creed: MS 34 (1972) 208-251. R. W. THOMSON, Athanasiana Syriaca III I (Περί σαρκώσεως κατά Άρειανών -Κατά Άπολιναρίου 1 - Περί τοΰ Σταυροΰ καί τοΰ Πάθους -"Οτι είς έστιν ό Χριστός- Περί σαρκώσεως τοΰ θεοΰ Λόγου- Πρός Ίοβιανόν): CSCO 324 (1972) καί CSCO 325 (μετάφραση). C. U. CRIM1, La paternita atanasiana di un testo Ad Virgines: Mu 86 (1973) 521-524. T. ORLANDI, Sull Apologia secunda (contra Arianos) di Atanasio di Alessadria: Aug 15 (1975) 49-79. Y. M. DUVAL, La problematique de la Lettre aux vierges d' Athanase: Mu 88 (1975) 405-433. J. C. M. VAN WINDEN, In the date of Athanasius apologetical treatises: VC 29 (1975) 291-295. G. C. STEAD, Rhetorical method in Athanasius: VC 30 (1976) 121-137. L. DATTRINO, II De Trinitate pseudoatanasiano, Roma 1976. G. J. M. BARTEL1NK, Grecismes lexicologiques et syntaxiques dans les traductions latines du I Ve s. de la Vita Antonii d' Ath.: Mnemosyne 30 (1977) 388-422. A. V00BUS, Entdeckung einer unbekannten Biographie des Athan... Eine angeblich von Amphilochius von lkonium verfasste Vita: BZ 71 (1978) 36-40. The Life of Antony and the Letter to Marcellinus, translat. with introduct. by R. GREGG, preface by W. CLEBSCH, New York 1980. R.C. GREGG, The Life of Antony and the Letter to Marcellinus (μετάφρ. καί είσαγ.), New York 1980. R. M. HLIBNER, Epiphanius, Ancoratus und Ps. - Athanasius, Contra Sabellianos: ZKG 92 (1981) 325-333. L. DATTRINO, Catechesi ai presbiteri: Lateranum 47 (1981) 70-79. ΓΡ. ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ, Ή ήμερομηνία έορτασμοΰτοΰ Πάσχα μετά τήν Α' ΟΙκουμενικήν Σύνοδον τής Νικαίας (325). Ό ρόλος τής Αλεξανδρείας καί τής Ρώμης: ΓρΠ 65 (1982) 140-158. G. J. Μ. BARTELINK, Die literarische Gattung der Vita Antonii. Struktur und Motive: VC 36 (1982) 38-62. M. TETZ, Athanasius und die Vita Antonii. Literarische und theologische Relationen: ZNTW 73 (1982) 1-30. V. TWOMEY, Apostolikos Thronos; the primacy of Rome as reflected in the church history of Eusebius and the historic-apologetic writings of Saint Athanasius the Great, Miinster 1982. G. GROSO, La lettera alle vergini. Atanasio e Ambrogio: Aug 23 (1983) 421-452. A. KAZHDAN, Hagiographical notes 1: Two versions of the Vita Athanasii: Β 53 (1983) 538-544. G. HERNANDEZ FERNANDEZ, La eleccion episcopal de Atanasio de Alejandria segun Filostorgio: Gerion 3 (1985) 211-229. P. FORCE, La traduction latine proposee par Migne au regard de son edition de la Vie d' Antoine par Athanase d' Alexandrie: Migne et la renouveau des etudes patristiques... (Theologie historique 66), Paris 1985, σο. 255-317. G. C. STEAD, St. Athanasius on the Psalms: VC 39 (1985) 65-78. M. ALEXANDRE, A propos du recit de la mort d' Antoine (Athanase, Vie d' Antoine, PG 26, 968-974, § 89-93). L' heure de la mort dans la litterature monastique. Le temps chr&ien dela fin derantiquiteauxMoyenAge..., Paris 1984, σσ. 263-282. CH. KANNENGIESSER,
Les blasphemes d' Arius (Athanase d' Alexandrie, De Synodis 15), un ecrit neo-arien: Memorial A.-J. Festugiere. Antiquitc patenne et chretienne..., έκδ. Ε. Lucchesi καί Η. D. Saffrey, Geneve 1984, σσ. 143-151. Η. G. THUMMEL, Aspektc und Probleme des sogennanten Arianischen Streits: Thl.Z 109 (1984) 413-423. G. C. STEAD, Athanasius' De incamatione. An edition reniewed: JThS 31 (1985) 378-390.
Θεολογικά γενικά:
J. Β. BERCHEN, L' incarnation dans lc plan divin d' apres s. Ath.: EO 33 (1934) 316-330.
C.    HAURET, Comment le 'Defenseur de Nicee* a-t-il compris le dogme de Nicee? Brudges 1936. L. BOUYER, L' incarnation et Γ Eglise corps du Christ dans la theologie de S. Athanase, Paris 1943. D. UNGER, A special Aspect of Alhanasian Soteriology: FS 6 (1946) 30-53, 171-194, R. BERNARD, L' image de Dieu d' apres S. Athanase, Paris 1952. Π. ΔΗΜΗ- ΤΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ή ανθρωπολογία τοϋ Μ. 'AO., 'Αθήνα 1954. Τ. Ε. POLLARD, Logos and Son in Origen, Arius and Athanasius: SP 2 (1957) 282-287. Κ. ΚΑΡΑΚΟΛΗ, Ή έκ- κλησιολογία του Μ. Αθ., Θεσσαλονίκη 1968. Γ. ΦΛΩΡΟΦΙΚΥ, ΓΗ έννοια της δημιουρ¬γίας στόν "Αγ. 'Αθανάσιο: Θέματα 'Ορθοδόξου Θεολογίας, 'Αθήνα 1973, σσ. 9-32 (μετάφρ. άπό άγγλικά). 1. COMAN, 'Απόψεις τινές της σωτηριολογικής διδασκαλίας τοϋ Μ. 'Αθανασίου: Κληρονομιά 5 (1973) 330-346. 1. BAKES, Das trinitarische Glaubens- verstandnis beim hi. Athan. des Grossen: TThZ 82 (1973) 129-140. G. LARENTZAKIS, Einige Aspekte des hi. Athanasius zur Einheit der Kirche: Κληρονομιά 6 (1974) 242-259.
D.    STAN1LOAE, Die Erlosungslehre des hi. Athanasius...: Kyrios 14 (1974) 25-41. M. STROHM, Die Trinitatslehre des hi. Athan. und ihr Mi6verstehen im Abendland: Kyrios 14(1974) 43-59. D. G. KRETSCHMAR, Kreuzund Auferstehung in der Sicht von Athanasius und Luther: Zurnal Moskovskoj Patriarchii 48 (1974) 57-74. Μ. TETZ, Liber nikaische Orthodoxie. Der sogen. Tomos ad Antiochenos des Ath. ...: ZNW 66 (1975) 194-222. J. CESKA, Die politischc Griinde der Homousios-Lehre des Athan.: Die Kirche angesichts der Konstantinischen Wende, έκδ. G. Ruhbach 1976, σσ. 297-321. GR. LARENTZAKIS, Einheit der Menschheit-Einheit der Kirche bei Athanasius, Graz 1978 (δακτυλογρ.). A. HAMILTON, Athan. and the simile of miror: VC 34 (1980) 14-18. G. ZAPHlRlS, Der Logos Gottes als Quelle des Lebens nach Ath...: Philoxenia. Fcstschrift iiir B. Koiting (έκδ. A. Kallis), Miinster Aschendorff 1980, σσ. 51-96 (καί εις Θεολογία 54 [1983] 425-450, 625-641• 55 [1984] 7-17). L. LEONE, Un punto fondamentale di ascetica atanasiana. La vocatione divinizzante dell' uomo: Quadernidell' 1st. di Lingue e Lctterature classica, Bari 1 (1980) 113-139. L. V1CARIO. Creazione e restaurazione dell' uomo nei cc. 1-32 del De incarnatione di S. Atanasio: Nicolaus 9(1981)63-127. L. DATTRINO, Sanctus Spiritus de unita naturaest: Lateranum 47 (1981) 356-379. R. SCHWAGER, Fluch und Sterblichkeit-Opfer und Sterblichkeit. Zu der Erlosungslehre des Ath.: ZKTh 103 (1981) 377-399. L. ABRAMOWSKI, Dionys von Rom ( + 268) und Dionys von Alexandrien ( + 264/5) in den arianischen Streitigkeiten des 4. Jahrhunderts: ZKG 93 (1982) 240-272. Δ. I. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Ή τριαδική ένότητα καί ή ένότητα τών πιστών κατά τόν Μ. 'Αθανάσιο: ΓρΠ 65 (1982) 37-50. ΧΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙ- Ν1ΔΟΥ, Οί δροι «ουσία» καί «ύπόστασίς» παρ' Άθανασίω τω Μεγάλψ: Θεολογία 53 (1982) 565-586. J. ROLDANUS, Die Vita Antonii als Spiegel der Theologie des Athanasius und ihr Weiterwirken bis ins V. Jhrh.: ThPh 58 (1983) 194-216. R. LORENZ, Die Christusseele im arianischen Streit. Nebst einigen Bemerkungen zur Quellenkritik des Arius und zur Glaubwurdigkeit des Athanasius: ZKG 94 (1983) 1-51. B. BRENNAN, Athanasius* Vita Antonii. A sociological interpretation: VC 39 (1985) 209-227.
Χρίστολογία:
J. B. BERCHEM, Le Christ sanctificateur d' apres s. Ath.: Angelicum 15 (1938) 515-558. M. RICHARD, S. Athanase et la psychologie du Christ selon les Ariens: Melanges de science religieuse 4 (1947) 5-54. Λ. GRILLMEIER, Die Stellung des Tomus von Alexandrien 362 in der Christologie des hi. Athan.: Das Konzil von Chalkedon 1 (1951) 91-99. P. GAMIER, S. Athanase et!' ame humaine du Christ: Greg 36 (1955) 553-589. ΧΡΥΣΟΣΤ. ΚΩΝΣΤΑΝ- ΤΙΝ1ΔΟΥ, Έδίδαξεν ό Μ. 'Αθανάσιος ότι είχεν ό Κύριος ανΟρωπίνην ψυχήν;: 'Ορθοδο-ξία 1956, σσ. 63-78. Α. GESCHE, I.' ame de Jesus dans la christologic du [Ve siccle: RHE 54 (1959) 385-425. B. SALI.ERON, Matiere ei corps dii Christ chez s. Athanase d' Alexandrie, Rome 1967. J. ROLDANUS, Le Christ et Γ homme dans la theologie d' Athanase d' Alexandrie, Leiden 1968. ΗΛ. ΜΟΥΤΣΟΥΛΑ, Ή πρός Έπίκτητον επιστολή τοϋ Μ. Άθ., 'Αθήνα 1972 (ανάτυπο). CH. KANNENGIESSER, Athan. of Alex, and the foundation of traditional Christology: TS 34(1973) 103-113. A. GRILLMEIER, Christ in christian tradition, 1, London, 19752, σο. 308-328. Γ. ΔΡΑΓΑ, Έγένετο άνθρωπος. Ή λησμονηθεϊσα άκο- ψις τής χριστολογίας τοϋ Μ. 'Αθανασίου (ανάτυπο άπό Θεολογία 1976), 'Αθήνα 1976. Α. GRILLMEIER, Ό Κυριάκος άνθρωπος. Eine Studie zu eincr christologischen Bezeich- nung der Vaterzeil: Traditio 33 (1977) 1-63. G. C. STEAD, The scriptures and the soul of Christ in Athanasius: VC 36(1982) 233-250. R. LORENZ, Die Christusseele im arianischen Streit...: ZKG 94 (1983) 1-51. A. LOUTH, Athanasius' understanding of the humanity of Christ: SP 16 (1985) 309-318.
Πνευματολογία:
P. GALTIER, Le Saint-Esprit en nous d' apres les Peres grecs, Rome 1946, σσ. 117-134. C. R. B. SHAPl.AND, The Letters of S. Athan. concerning the Holy Spirit, London-NY 1951. A. LAMINSK1, Der HeiligeGeist als Geist Christi und Geist der Cilaubigen. Der Beitrag des Ath... zur Formulierung des trinitarischen Dogmas im vierten Jahrhundert, Leipzig St. Beno Verl. 1969. ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, "Αθ. Άλεξ. περί άγ. Πνεύματος...: ΕΦ 53 (1971) 33-70 (καί άνάτυπο). Η. SAAKE, Pneumatologica. Untersuchungen zum Geist- verstandnis im Johannesevangelium bei Origenes und Athanasios von Alexandria, Frankfurt 1973. A. HERON, Zur Theologie der "Tropici" in der Serapionbriefen des Ath.: Kyrios 14 (1974) 3-24. C. CAMPBELL, The doctrine of the Holy Spirit in the theology of Athanasius: SJTh 27 (1974) 408-440. G. DRAGAS, Holy Spirit and tradition. The writings of St. Ath.: Sobornost 1 (1979)51-72. CH. KANNENGIESSER, Athanasius of Alex, and the Holy Spirit between Nicea I and Constantinople I: Irish Theoi. Quart. 48 (1981) 166-180.
'Ερμηνευτική:
Τ. Ε. POLLARD, The exegesis of John X 30...: NTS 3 (1957) 334-349. TOY ΙΔΙΟΥ, The exegesis of Scripture and the Arian Controversy: The Bulletin of the J. Rylands Library 41 (1959) 414-429. P. MERENDlNO, Paschale sacramentum. Eine Untersuchung iiber die Osterkatechese des hi. Ath... in ihre Beziehung zu den friihchrisUichen exegetisch-theo- logischen Uberlieferungen, Miinster Aschendorff 1965. M. J. RONDEAU, L' Epitre a Marcellinus sur les Psaumes: VC 22 (1968) 176-197. T. TORRANCE, The hermeneutics of St. Athanasius: ΕΦ 52/1 (1970) 446-468• 52/2(1970)89-106' 52/4(1970) 237-249• 53 (1971) 133-149. H. J. SIEBEN, Les citations bibliques du traite athanasien sur I' incarnation du Verbe et les Testimonia: La Bible et les Peres, Paris 1971, σσ. 135-160. TOY ΙΔΙΟΥ, Herm6neutique de Γ exegese dogmatique d' Athanase: Politique et theologie chez Ath. d' Alex... edite par Ch. Kannengiesser, Paris 1974, σσ. 195-214. W. SCHNEEMELCHER, Der Schriftgebrauch in der Apologien des Athanasius. Text, Wort, Glaube..., K. Aland gewidmet, έκδ. Μ. Brecht, Berlin 1980, σσ. 209-219. Μ. J. RONDEAU, Les commentaires patristiques du Psautier..., I, Roma 1982, σσ. 79-87. Ε. FERGUSON, Athanasius' Epistula ad Marcellinum in interpretationem Psalmorum: SP 16 (1985) 295-308.
Θεολογία Οικουμενικής Χυνό<5ου:
Μ. GOEMANS, Het Algemeen Concilie in de Vierdeeuw, Nijmegcn-Utrecht 1945. Βλ. γαλλική περίληψη του εις RSPh 31 (1947) 288-291. Η. J. SIEBEN, Zur Entwicklung der Konzilsidee. Werden und Eigenart der Konzilsidee des Athanasius von Alex.: ThPh 45 (1970) 353-389. W. DE VR1ES, Die Struktur der Kirche gemass dem ersten Konzil von Nikaia und seiner Zeit: Wegzeichen Festgabe... von Η. M. Biedcrmann, Wurzburg 1971, σσ. 55-81. ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ό Μ. 'Αθανάσιος καί ή θεολογία της Οικουμενικής Συ¬νόδου, 'Αθήνα 1975 (καί 1980).
'Εκκλησία καί βασιλέας:
Κ. F. HAGEL, Kirche und Kaisertum in Lehre und Leben des Athanasius, Giessen 1933 (διατριβή). L. W. BARNARD, Athanase et les empereurs Consiantin et Constance: Politique et theologie chez Athanase..., Paris 1974, σσ. 126-143. ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, rH κρίσις της Συνόδου καί ή κρίσις του κοσμικού άρχοντος κατά τόν Μ. Άθανάσιον (περί τό πρόβλημα της σχέσεως Εκκλησίας καί πολιτείας): Κοινωνία 18 (1975) 277-295. L. W. BARNARD, Athanasius and the Roman state: Latomus 36 (1977)422-437. R. KLEIN, Constantin 11 und die christliche Kirche, Darmstadt 1977.

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β


ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυρας (1η Ιουνίου)

$
0
0
ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ (Ο ΜΑΡΤΥΡΑΣ)

Ἰουστῖνον κώνειον ἦρεν ἐκ βίου,
Ὡς εἴθε πρῶτον τοὺς πιεῖν δεδωκότας.
Πρώτῃ Ἰουνίου Ἰουστῖνε ἐλλεβορίζῃ.

Ο Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος

Ο Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυρας,γνωστός και ως Ιουστίνος Καισαρείαςήταν χριστιανός φιλόσοφος και απολογητής. Ο Ιουστίνος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της πρωτοχριστιανικής ιστορίας, ο οποίος πριν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό ήταν ειδωλολάτρης.

Ο Ιουστίνος προσέφερε σημαντικό απολογητικό και ποιμαντικό έργο μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Οι απολογίες του αντιπροσωπεύουν τις αρχαιότερες σωζόμενες και σημαντικότερες Χριστιανικές απολογίες.

Το έργο του εκτιμάται για τη δυναμική σύνθεση του Ελληνικού πνεύματος και της χριστιανικής διδασκαλίας, ενώ άνοιξε σχολή η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη Ορθόδοξη χριστιανική Σχολή. Αν και η σχολή του απέκτησε σημαντική φήμη, ο Ιουστίνος ήρθε σε σύγκρουση με άλλους φιλοσόφους, οι οποίοι τον διέβαλαν προς τον φιλόσοφο-αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, με αποτέλεσμα να υποστεί το μαρτύριο μαζί με μια ομάδα μαθητών του.

Η πηγή των βιογραφικών στοιχείων του Ιουστίνου είναι τα έργα του, αλλά και συγγραφείς όπως ο Τατιανός, ο Ειρηναίος, ο Ιππόλυτος, ο Τερτυλλιανός και ο Ευσέβιος Καισαρείας. Κατά τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ο Ιουστίνος δεν απείχε πολύ από την αρετή των Αποστόλων.


Ο βίος του

Ο Άγιος Ιουστίνος γεννήθηκε στη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστινιακής Σαμάρειας, μιας πόλης κτισμένη πάνω στα ερείπια της πόλης Συχέμ (σήμερα Ναμπλούς), περί το 100 με 110 μ.Χ.. Ήταν γιος του Πρίσκου και εγγονός του Βακχείου και παρά το λατινικό του όνομα ήταν Ελληνικής καταγωγής. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες, όπως και ο ίδιος πριν μεταστραφεί στο Χριστιανισμό. Φρόντισαν ώστε ο Ιουστίνος να λάβει εξαιρετική θεολογική αλλά και φιλοσοφική μόρφωση, η οποία ωστόσο δεν ήταν αρκετή για να δώσει απάντηση στα ερωτήματα που έθετε η ανήσυχη ψυχή του.

Κατά τα νεανικά του χρόνια προσελκύστηκε στη φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον ίδιο, περιήρχετο εν μέσω πολλών διδασκάλων, αλλά στην αναζήτησή του αυτή περιέπεσε σε πολλές απογοητεύσεις. Χαρακτηριστικό είναι πως είχε απορρίψει την πιθανότητα να παραστεί σε μαθήματα της Στοάς, διότι ταύτιζαν το λόγο του Σύμπαντος με το Θεό μη έχοντας ουσιαστική θεολογία, τη σχολή του Περιπάτου διότι του ζητούσαν χρήματα κάτι που το θεωρούσε αναξιοπρεπές για ένα φιλόσοφο, αλλά είχε απορριφθεί και από τον πυθαγόρειο διδάσκαλο, διότι δεν είχε παρακολουθήσει προτέρως μαθήματα μουσικής, αστρονομίας και γεωμετρίας που ήταν απαραίτητα για την απαλλαγή της ψυχής από τα κοσμικά και την προετοιμασία της για τα νοητά. Την εποχή εκείνη όμως έγινε δεκτός από τον Πλατωνικό διδάσκαλο όπου γοητεύτηκε από τη θεωρία των ιδεών. Τα μαθήματα αυτά τα παρακολούθησε πιθανό στην Αθήνα, αλλά δεν αποκλείεται και η Καισάρεια της Παλαιστίνης.

Η μεταστροφή του στο χριστιανισμό έγινε περίπου την ίδια εποχή, πιθανώς στην Αίγυπτο. Ο Θεός βλέποντας την αγνότητα και την ειλικρινή πρόθεση των αναζητήσεών του, ανταποκρίθηκε θαυμαστά. Κάποια ημέρα, περίπου το 135 μ.Χ., πού ο Ιουστίνος βάδιζε κοντά στη θάλασσα, συνάντησε κάποιο γέροντα, ο οποίος ήταν βαθύτατα καταρτισμένος στις αλήθειες των Θείων Γραφών, ο οποίος μετά από διάλογο δίδαξε στον Ιουστίνο τη χριστιανική διδασκαλία. Ο γέροντας χρησιμοποιώντας τη μαιευτική σωκρατική μέθοδο, του αναίρεσε τις πλατωνικές δοξασίες περί αθανασίας της ψυχής και μετεμψύχωσης, τονίζοντάς του τη σημασία των προφητών που ήσαν οι μόνοι που είδαν το Θεό. Ο ίδιος τον προέτρεψε να διαβάσει την Αγία Γραφή και δεν επανεμφανίστηκε ποτέ.

Ο Ιουστίνος εδώ μας αποκαλύπτει πως είχε από καιρό συμπαθήσει το Χριστιανισμό, από την καρτερία και τη αφοβία την οποία επεδείκνυαν οι πιστοί ενώπιον του μαρτυρίου και του θανάτου. Λίγο αργότερα ο φιλόσοφος Ιουστίνος συνάντησε τον Τρύφωνα.

Περί το 136 μ.Χ. ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα το οποίο αυτοεξορίστηκε λόγω του φόβου εκδιώξεώς του, έμεινε μέχρι και το μαρτύριό του. Στη Ρώμη άνοιξε φιλοσοφική σχολή, πιθανότατα στο σπίτι κάποιου Μαρτίνου και επεδίωξε την υποκατάσταση των φιλοσοφικών συστημάτων δια της μόνης και ασφαλούς φιλοσοφίας του Χριστιανισμού. Η σχολή του μάλιστα ήταν συνάμα και ναός όπου τελούνταν λατρευτικές πράξεις. Οι μαθητές του, όπως συνάγεται από τη διασωθείσα γραμματεία, δεν ήσαν λίγοι και ανάμεσά τους βρίσκονταν κυρίως Ασιανοί και Φρύγες, μεταξύ αυτών ήταν ο Τατιανός ο Σύρος, ίσως και ο Ειρηναίος Λουγδούνου.

Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος Πίος, ο Ιουστίνος παρέδωσε στον αυτοκράτορα απολογία, στην οποία εξέθετε τις βασικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού και αναιρούσε όλες τις εναντίον των Χριστιανών κατηγορίες και αποδείκνυε την πλάνη των ειδώλων, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα από την Αγία Γραφή. Δια την ενέργειά του αυτή, εκλήθη και Απολογητής.

Το διδακτικό του έργο πολλές φορές διακόπτετο λόγω των επεμβάσεων των κρατικών αρχών, ιδίως από τις καταγγελίες των κυνικών και των Γνωστικών, ενώ η στάση της Αυτοκρατορικής αρχής μετά το 160 μ.Χ. και την ανάληψη του Μάρκου Αυρηλίου, έγινε αρκετά σκληρότερη. Την ίδια εποχή αυτοεξορίζεται λόγω καταγγελίας του φιλοσόφου Κρήσκεντος, ο οποίος υπήρξε διδάσκαλος του Αυρήλιου, ο οποίος έβλεπε τους μαθητές του να μειώνονται, αλλά και εξ αιτίας του ελέγχου που συχνά του ασκούσε. Κατά την επιστροφή του οι φόβοι του επαληθεύτηκαν, όταν τελικά επί έπαρχου Ιουνίου Ρούστικου (163-167 μ.Χ.), συνελήφθη και αφού υπέστη διάφορα βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκε το 165 μ.Χ. μαζί με ομάδα μαθητών του, γεγονός που διασώζεται και σε επίσημο δικαστικό έγγραφο της εποχής. Η μνήμη του εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Ιουνίου. Θεωρείται και εορτάζεται ως άγιος και από την Καθολική αλλά και από τη Λουθηρανική Εκκλησία.


Η αποτίμηση της προσφοράς του


Ο Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος

Το μεγαλείο της προσφοράς του σπουδαίου αυτού απολογητή, δε βρίσκεται τόσο στο αποτέλεσμα της προσπάθειας την οποία κατέβαλε, όσο στην πρωτοτυπία του έργου του. Μολονότι του αποδόθηκε το όνομα φιλόσοφος, ο ίδιος υπήρξε γνήσιος διδάσκαλος της Εκκλησίας. Θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος θεολόγος που αντιλήφθηκε την ανάγκη της ελληνικής φιλοσοφίας για τη σύγκραση Χριστιανισμού και Ελληνισμού.

Η φιλοσοφική του κατάρτισηαποτελεί σημαντικό όργανο στο λόγο του, αλλά δε τη χρησιμοποιεί ως βάση της αλήθειας. Δε μετεστοιχείωσε την ευαγγελική αλήθεια σε φιλοσοφική, αλλά προσπάθησε να εκφράσει τις χριστιανικές αλήθειες με τη γλώσσα της εποχής του. Ο ίδιος προσπάθησε να επιλύσει τα ουσιαστικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζαν στην εποχή του οι χριστιανοί και οι καταβολές του από το εθνικό περιβάλλον τον οδήγησαν σε μια προσπάθεια γεφύρωσης με τον εθνικό κόσμο, χρησιμοποιώντας όπου μπορούσε να ανεύρει τα κοινά τους σημεία. Η προσπάθεια αυτή όμως τον οδήγησε συγχρόνως και σε διδασκαλίες οι οποίες δεν έδιναν ικανοποιητικές απαντήσεις (π.χ. σπερματικός λόγος). Η θεολογία του τελικά δεν εγκολπώθηκε στους κόλπους της εκκλησίας, όπως στην περίπτωση του Ειρηναίου.

Το έργο του συγγραφέα κινήθηκε σε δύο άξονες. Τη δυνατότητα του ανθρώπινου λόγου να προσεγγίσει την αλήθεια και την επαλήθευση των προφητειών στο πρόσωπό του Ιησού Χριστού. Γενικότερα θα λέγαμε πως ο Ιουστίνος είναι πρώτος ο οποίος χρησιμοποίησε τη βαθύτερη ανάλυση των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, χρησιμοποιώντας την αλληγορική και τυπολογική μέθοδο των Ιουδαίων. Το έργο του δεν είναι συστηματικό και καθολικό της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά κάτι τέτοιο είναι λογικό διότι μέρος του έργου του χάθηκε, ενώ η γραμματεία του καθορίστηκε από το περιβάλλον και το κλίμα της εποχής. Η επιστημονική κατανόηση του έργου του καθώς και του προσώπου χαρακτηρίζεται ως δυσχερής καθότι υπήρξε φύση απλή και θερμή. Παρόλα αυτά είναι ο πρώτος, που έστω και δίχως μεγάλη επιτυχία, αλλά με σοβαρότητα, τόλμη και σύνεση επιχείρησε να αντιπαραβάλει τη χριστιανική αλήθεια με τη φιλοσοφική σκέψη και κυρίως την Πλατωνική.

Η σημαντικότητα του Ιουστίνου, ως προς την ιστορία της σχέσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική. Από όλους τους χριστιανούς θεολόγους της εποχής ο Ιουστίνος αναμφισβήτητα υπήρξε ο πλέον θετικός ως προς μία κατεύθυνση εναρμονισμού της φιλοσοφίας και του Χριστιανισμού. Δε δέχεται βέβαια την ειδωλολατρική λατρεία και τη θρησκευτική μυθολογία των Ελλήνων, αλλά μόνο τη φιλοσοφία τους. Ο ίδιος χαρακτηρίζεται ως εκλεκτικός, περνώντας τη φιλοσοφία από κριτικό έλεγχο για να διακρίνει τα ωφέλιμα σημεία της, αλλά και τα αποβλητέα. Σε πολλά σημεία για παράδειγμα επικροτεί την ηθική φιλοσοφία των στωικών, δεν αρνείται όμως και να επιτιμήσει τις μοιρολατρικές και υλιστικές τους αντιλήψεις. Ο ίδιος μάλιστα βρίσκει τόσες ομοιότητες μεταξύ Πλατωνισμού και Χριστιανισμού, ώστε να θεωρεί πως η μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο δεν έχει ανάγκη από μία επαναστατική αλλαγή, συνάμα όμως δεν ξεχνά να αντιτεθεί στη θεωρία του Πλάτωνος περί ψυχών ή περί δημιουργίας, αναζητώντας παρόλα αυτά και σε αυτές τις περιπτώσεις κοινά σημεία.

Το σπουδαιότερο σημείο του έργου του, είναι η προσπάθεια να δικαιολογήσει αυτές τις ομοιότητες, αφενός προσφέροντας μια ιστορική εξήγηση, όπως δανεισμός αληθειών από την Παλαιά Διαθήκη, αλλά και με τη θεωρία περί σπερματικού λόγου. Έτσι προσπαθεί να βρει κοινά στοιχεία με τη θεωρία του Λόγου των στωικών. Γι' αυτό Ιουστίνος επιχειρεί να πείσει κατά βάση, πως ο Λόγος είναι ο Χριστός, με αποτέλεσμα και οι Έλληνες να έχουν έρθει κοντά στην αλήθεια. Με αυτή την προσπάθεια όμως ο Ιουστίνος υποτάσσει τη θεολογία στη φιλοσοφία, αφού η έννοια του Θεού εξαρτάται πια από την αντίληψη που έχει κανείς για τον κόσμο.


Το συγγραφικό του έργο

Πολλά από τα έργα του Ιουστίνου έχουν χαθεί. Τα έργα που φέρουν το όνομά του και έχουν διασωθεί ως τις ημέρες μας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:

α) Εκείνα που είναι αδιαμφισβήτητης γνησιότητας.

Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι δύο Απολογίες του και ο Προς Τρύφωνα Ιουδαίον Διάλογος. Οι διασωθέντες κώδικές τους βρίσκονται σε κακή κατάσταση.

Ο Διάλογος προς Τρύφωνα διεξήχθη πιθανότατα στην Αθήνα περί το 136, αναφέρεται στις σχέσεις χριστιανισμού-Ιουδαϊσμού. Οι δύο Απολογίες του απαντούν στις κατηγορίες που προέρχονταν από τον Παγανιστικό κόσμο. Έτσι με το έργο του, ο Ιουστίνος, απαντά στις επιθέσεις των δύο κύριων αντιπάλων του Χριστιανισμού, παρουσιάζοντας τη θέση των Χριστιανών έναντι του Ιουδαϊσμού, από τον οποίο ξεκίνησε, και έναντι του Ελληνιστικού και παγανιστικού κόσμου, εντός του οποίου ανεπτύσσετο.

β) Τα απολεσθέντα ή εκείνα που είναι αμφίβολης γνησιότητας.

Σημαντικός αριθμός συγγραμμάτων του Ιoυστίνου έχει απολεσθεί. Το συγγράμματα αυτά μαρτυρούνται είτε από τον ίδιο, είτε από μεταγενέστερους συγγραφείς Για κάποια από τα έργα αυτά υπάρχει αντιλογία μεταξύ των ερευνητών όσον αφορά το αν είναι συγγραφέας τους ο Ιουστίνος. Εντούτοις, υπάρχει συμφωνία όσον αφορά τον χρόνο συγγραφής τους, ο οποίος πιστεύεται ότι δεν ξεπερνά τον 3ο αιώνα.

Τέτοια έργα είναι τα εξής: Σύνταγμα κατά πασών των αιρέσεων, Κατά Μαρκίωνος, Περί ψυχής, Προς Έλληνας, Λόγος Παραινετικός Προς Έλληνας, Περί μοναρχίας Θεού, Προς Διόγνητον, Περί Αναστάσεως, Ερμηνεία εις την Αποκάλυψιν, Ψάλτης, Προς σοφιστήν Ευφράσιον περί προνοίας και πίστεως, Διάλογος προς Κρήσκεντα, Προς Ιουδαίους.

γ) Τα έργα που αναμφίβολα δεν γράφτηκαν από τον Ιουστίνο και θεωρούνται νόθα.Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα εξής: Έκθεσις της Ορθής Πίστεως (αποδίδεται στον Θεοδώρητο), Αποκρίσεις Προς τους Ορθοδόξους Περί Τινων Αναγκαίων Ζητημάτων, Ερωτήσεις Χριστιανικαί Προς τους Έλληνας, Ερωτήσεις Ελληνικαί Προς τους Χριστιανούς, Προς Ζήνα και Σερήνο και Ανατροπή Δογμάτων Τινων Αριστοτελικών. Για τα δύο τελευταία δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το χρόνο συγγραφής τους, ενώ τα υπόλοιπα είναι βέβαιο ότι γράφτηκαν μετά την Σύνοδο της Νίκαιας.

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ

Η Θεολογία του Ιουστίνου

Στη θεολογία του ο Ιουστίνος δεν επεδίωξε να διατυπώσει προσωπικές απόψεις, αλλά να μεταδώσει ότι διδάχτηκε. Έτσι η θεολογία του γενικά προσδιορίζεται από τα εξωτερικά ερεθίσματα της εποχής. Επειδή ακριβώς δεν αμφισβητείται στην εποχή του τόσο το ενιαίο του Θεού, όσο η θέση του προσώπου του Χριστού, η θεολογία του περιστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος της γύρω από το ζήτημα αυτό. Ο Λόγος λοιπόν είναι το κέντρο του κηρύγματος του. Ο Λόγος στον Ιουστίνο αποτελεί συγκεκριμένη προσωπικότητα, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Είναι δηλαδή όχι απλώς μια ακαθόριστη δύναμη, αλλά πρόσωπο και μάλιστα υπόσταση ξεχωριστή και συναριθμούμενη και προ της ενανθρωπήσεώς της. Έτσι βάση της θεολογίας του γίνεται η Παλαιά Διαθήκη και κυρίως οι θεοφάνειες του άσαρκου Λόγου, χωρίς τις οποίες δε μπορεί να υπάρξει κατανόηση των πεπραγμένων της Καινής Διαθήκης.

Ο Θεός κατά τον Ιουστίνο θεωρείται ανώνυμος, είναι δημιουργός και διακοσμητής. Ο Θεός λοιπόν είναι ποιητής του παντός, στον οποίο μόνο ανήκει η πίστη και η λατρεία. Είναι η μοναδική αιτία της υπάρξεως και βρίσκεται έξω από κάθε αναγκαιότητα γεννήσεως. Ο Θεός αυτός όμως δεν είναι μονάς, αλλά τριάς.

Ο Ιουστίνος τα μυστήρια τα τοποθετεί στη βάση του τριαδολογικού τύπου.Γι' αυτό και συνδέει σαφώς την τριαδική κοινωνία με το βάπτισμα και τη λειτουργία της ευχαριστίας. Οι βαπτισμένοι λοιπόν αναγεννιούνται στο τριαδικό όνομα των υποστάσεων, ενώ στη θεία ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος μεταλαμβάνονται είς δόξα του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος. Στο σημείο αυτό ο Ιουστίνος αναφέρει πως ο Υιός λαμβάνει δεύτερη χώρα, ενώ το πνεύμα είναι τρίτο τη τάξη, με στόχο να καταδείξει την ενότητα και τη μοναδικότητα του Θεού, εξαίροντας πάντοτε την υπερβατικότητά του.

Ο Θεός ως ιδιότητες έχει την υπερβατικότητα και την παντοδυναμία, που αποτελούν αφετηρία της δημιουργίας προς χάριν της ανθρωπότητος. Γι' αυτό τελικά είναι ανωνόμαστος, η αιτία δε αυτού του γεγονότος βρίσκεται στο αγέννητο Αυτού. Οι προσηγορίες Θεός, Πατήρ, Κτίστης δεν αποτελούν πραγματικά ονόματα αλλά επίθετα Αυτού.

Ο ισχυρισμός περί μεταποιήσεως της Πλατωνικής ιδέας περί Θεού στον Ιουστίνο κρίνεται αβάσιμη.Παρόλα αυτά στη σκέψη του ενυπάρχουν πολλές ασάφειες και κενά καθώς και φιλοσοφικές επιδράσεις. Αυτές όμως είναι μάλλον εξωτερικές και μορφολογικές, προσαρμοσμένες στον απολογητικό σκοπό του συγγραφέα. Σε ότι αφορά την έννοια της υπερβατικότητας του Θεού, αυτή λαμβάνεται από τον πλατωνισμό, με στόχο να μιλήσει σαφέστερα στο περιβάλλον της εποχής του. Γι' αυτό και η περί Θεού ιδέα στον Ιουστίνο παραμένει στην ουσία της βιβλική.


Η Περί Λόγου διδασκαλία του Ιουστίνου

Ο Ιουστίνος είναι ο κατεξοχήν απολογητής που αναφέρεται στην περί Υιού και Λόγου θεολογία. Τα κατεξοχήν συγγράμματά του όμως περί της θεολογίας του Υιού δεν έχουν διασωθεί, με αποτέλεσμα να έχουμε ημιτελή εικόνα. Πάντως η διδασκαλία του Ιουστίνου περί του Λόγου κινείται στη γραμμή του Ευαγγελιστή Ιωάννη, προβάλλοντας ουσιαστικά τη διδασκαλία που ήταν οικεία στο εκκλησιαστικό περιβάλλον της εποχής.

Προσπαθεί μέσω των κειμένων της Αγίας Γραφής να αναπτύξει και να θεμελιώσει το λόγο του, προτάσσοντας με εμμονή την έννοια του Λόγου-Υιού. Έτσι για τον Ιουστίνο, ο Λόγος του Θεού είναι ο Υιός Αυτού. Αυτή είναι μία αλήθεια η οποία διακηρύσσεται στην Παλαιά Διαθήκη, έγινε όμως γνωστή με την Ενανθρώπησή Του. Ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Υιός και Λόγος του θεού, το ένα και αυτό πρόσωπο. Οι Ιουδαίοι δεν έγιναν μέτοχοι αυτής της αλήθειας. Αυτό το στοιχείο είναι που κατά βάση αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην κατανόηση της νέας πίστεως, αφού η γνώση του Πατρός επιτυγχάνεται μόνο μέσω του Υιού.

Ο Υιός λοιπόν προήλθε από τον Πατέρα και είναι Υιός του όντος Θεού. Η έννοια Υιός μάλιστα δε μπορεί να παραβληθεί προς την ανθρώπινη υιότητα και να κατανοηθεί με βάση την ανθρώπινη εμπειρία. Ο Υιός και Λόγος υπήρχε προαιωνίως μέσα στον Πατέρα και βρίσκεται σε σχέση μετά από Αυτόν. Η γέννηση Αυτού έγινε με τη βουλή του Πατρός, χωρίς όμως να έχουμε αποτομή ή μερισμό της ουσίας, αφού αυτή παρέμεινε αναλλοίωτη. Ο Λόγος τελικά είναι μεσίτης και ενδιάμεσος ακτίστου και κτιστού και έχει σαφώς δική του υπόσταση. Είναι Θεός και εξαγγέλθηκε από την Παλαιά Διαθήκη επανειλημμένως από τους Προφήτες. Στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης εμφανίζεται άτμητος και αχώριστος του Πατρός.

Ο Λόγος είναι τέλειος και πλήρης Θεός αφού καλείται Θεός και Κύριος. Καλείται Υιός του Θεού, Θεός και Χριστός. Επειδή είναι αληθινός Θεός, αυτό συνεπάγεται και την αληθινή λατρεία Του.

Η υποταγή του Λόγου

Η θεολογία του Ιουστίνου περιέχει και προβληματικά σημεία.Αυτά κυρίως εκκινούν από τη φιλοσοφική θεώρηση ορισμένων θεολογικών προεκτάσεων κυρίως κοσμολογικής προελεύσεως. Το βασικό αυτό πρόβλημα, είναι η γνωστή στην απολογητική γραμματεία υποταγή του Λόγου.

Οι λόγοι που οδήγησαν τον Ιουστίνο σε μία τέτοια θεολογία είναι κατά βάση τρεις: α) η θεωρία περί απολύτου υπερβατικότητος του Θεού, με αποτέλεσμα ο Θεός να έχει ανάγκη από ενδιάμεσο όργανο για να έλθει σε επαφή με τον κόσμο, β) η γέννηση του Λόγου, που γίνεται με βουλή του Πατρός και γ) η ανάγκη διαφυλάξεως της ενότητος της Τριάδος η οποία στο φιλοσοφικό περιβάλλον της εποχής με βάση την ετερότητα των υποστάσεων θα οδηγούσε σε διάσπαση.

Η υποταγή όμως θα αποδείκνυε μία γνώμη και όχι έτερες. Γενικώς η έννοια της υποταγής του Ιουστίνου κινείται σε δύο πεδία: το κοσμολογικό και το αποκαλυπτικό. Στην πρώτη περίπτωση εντοπίζεται η κοσμική ενέργεια του Λόγου, στην οποία κατά τον Ιουστίνο ο Λόγος δεν είναι η κύρια ποιητική των δημιουργημάτων αρχή, αλλά το όργανο. Στη δεύτερη μέσω των θεοφανειών, όπου ο Θεός-Λόγος είναι η εικόνα του Θεού Πατρός και αγγελιαφόρος. Γενικά θα λέγαμε πως μία τέτοια θεολογία θέτει σε κίνδυνο την προσωπική αυτοτέλεια του Λόγου.

Παρόλα αυτά γενικώς η προοπτική της θεολογίας του θα πρέπει να αντιπαραβάλλεται προς το περιβάλλον το οποίο απευθύνεται ο απολογητής. Αφενός μεν στην προσπάθειά του να μιλήσει στη φιλοσοφική γλώσσα της εποχής, όπου η ενότητα της θεότητας θα είχε διασπαστεί αν δεν προτασσόταν η υποταγή της γνώμης, αφετέτρου η αδυναμία των απολογητών να θέσουν το ζήτημα της λατρείας του Υιού, ειδικά από τη στιγμή που οι Αυτοκράτορες που επιζητούσαν την Αυτοκρατορική λατρεία, τον είχαν σταυρώσει σαν ένα κοινό επαναστάτη.


Η Ανθρωπολογία του Ιουστίνου

Η ανθρωπολογία του είναι θα λέγαμε βιβλική. Ο κόσμος είναι αγαθός και το υλικό στοιχείο δεν είναι κακό. Σημαντική θεολογική σκοπιά, συνεπής με τη πατερική θεολογική σκέψη, είναι το αναπόσπαστο της ψυχοσωματικής ενότητας του ανθρώπου.

Στο σημείο όμως το οποίο διαφοροποιείται είναι ότι η ψυχή είναι μεν ανωτέρα της αισθητής ύλης, αλλά όχι θεία. Καθώς και ότι ο Ιουστίνος φαίνεται να χρησιμοποιεί τριπλό συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Πέραν δηλαδή της ψυχής και του σώματος, το πνεύμα. Αυτό αποτελεί πρόσθετο στοιχείο, δώρο του Θεού προς τους αγαθούς, καθότι η ψυχή δεν έχει εγγενή και φυσική αθανασία.

Η έννοια του πνεύματος στον Ιουστίνο λαμβάνει την έννοια της χάριτος του Θεού. Σε ότι αφορά την αμαρτία και το προπατορικό αμάρτημα τη θεωρεί περισσότερο ως πρωτότυπη παρά ως προπατορική, ενώ τέλος η θεογνωσία αποκτάται δια της αποκαλύψεως και σε στάδια. Πριν την ενανθρώπηση ο Λόγος αποκαλυπτόταν στους Προφήτες και τους Πατριάρχες δι' εμφανίσεως του Λόγου, ενώ οι φιλόσοφοι τη δέχτηκαν ατελέστερα μέσω του σπερματικού λόγου, δηλαδή των σπερμάτων αληθείας που βρίσκονται μέσα σε όλους τους ανθρώπους. Η χάρη τελικώς μεταδίδεται στα μέλη της ανθρωπότητας μέσω της Εκκλησίας και της μυστηριακής ζωής αυτής. 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φιλοσοφίας ταὶς ἀκτίσιν ἐκλάμπων, θεογνωσίας ὑποφήτης ἐδείχθης, σαφῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν δυσμενῶν σὺ γὰρ ὠμολόγησας, ἀληθείας τὴν γνῶσιν, καὶ Μαρτύρων σύσκηνος, δι' ἀθλήσεως ὤφθης, μεθ' ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὢ Ἰουστίνε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.


Κοντάκιον
Ήχος β'. Τους ασφαλείς
Τον αληθή, της ευσεβείας κήρυκα, και ευκλεή, των μυστηρίων ρήτορα, Ιουστίνον τον φιλόσοφον, μετ' εγκωμίων ευφημήσωμεν δυνάμει γαρ σοφίας τε και χάριτος, τον λόγον κατετράνωσε της πίστεως, αιτούμενος πάσι θείαν άφεσιν.

Μεγαλυνάριον
Χάριτι σοφίας καταυγασθείς, ως αυτοσοφίαν, εθεράπευσας τον Χριστόν, υπέρ ου ενδόξως, αθλήσας Ιουστίνε, συν τούτω εις αιώνας, δοξάζη ένδοξε. 
(πηγή)



«Σάββατο τῶν Ψυχῶν»

$
0
0
«Σάββατο τῶν Ψυχῶν»

Γενικά μνημόσυνο ονομάζεται η τελετή εκείνη που γίνεται σε μνήμη νεκρών. Συνήθως είναι θρησκευτική και συνοδεύεται με σχετικές δεήσεις προς ανάπαυση της ψυχής τους.

Ψυχοσάββατο όμως θεωρείται κυρίως το Σάββατο 
πριν την Κυριακή των Απόκρεω και το Σάββατο
πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής

Θρησκευτικά μνημόσυνα
Το θρησκευτικό μνημόσυνο έχει δύο μορφές. Είτε ψάλλεται τρισάγιο στον τάφο του νεκρού είτε ψάλλεται επιμνημόσυνη δέηση στην εκκλησία μετά τη λειτουργία (συνήθως αμέσως πριν την απόλυση). Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο (“τριήμερα”) και στις εννιά ημέρες... (“εννιάμερα”) από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο “σαρανταήμερο” ή “στα σαράντα” (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες (“τρίμηνα”), στους έξι μήνες (“εξάμηνα”) και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία όπου γίνεται και η εκταφή.

Μετά το πέρας της τελετής του μνημοσύνου ακολουθεί το μοίρασμα κολλύβων στους συμμετέχοντες (όπως και στην κηδεία). 


Τα κόλλυβα ή “στερνά”είναι ένα γλύκισμα με κύρια συστατικά βρασμένο σιτάρι, σταφίδες και άλλα “ηδύσματα” καθώς και ζάχαρη. Αυτά λέγονται και “συγχώρια” επειδή καθένας που λαμβάνει για να φάει εύχεται τη συγχώρεση του νεκρού από τον Θεό με τη φράση “Θεός συγχωρέστον” ή “Θεός συγχωρέστω“. Κόλλυβα δε μοιράζονται στο τρισάγιο.

Ψυχοσάββατο
Στον εβδομαδιαίο λειτουργικό κύκλο, η προσευχή της Εκκλησίας κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένη στους κεκοιμημένους, σε ανάμνηση της εις Άδη καθόδου του Χριστού κατά το Μ. Σάββατο.

Ψυχοσάββατο όμως θεωρείται κυρίως το Σάββατο πριν την Κυριακή των Απόκρεω και το Σάββατο πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής, οπότε και τελούνται επίσημα μνημόσυνα της Εκκλησίας υπέρ των κεκοιμημένων “των επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου, [...] ευσεβώς ορθοδόξων, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομόναχων, ιεροδιακόνων, μοναχών, μοναζουσών, πατέρων, προπατόρων, πάππων, προπάππων, γονέων, συζύγων, τέκνων, αδελφών και συγγενών ημών εκ των απ’ αρχής και μέχρι των εσχάτων”.

Η καθιέρωση του Ψυχοσάββατου είναι μια υπόμνηση ότι το σώμα θα αναστηθεί κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, για να ενωθεί με την αθάνατη ψυχή σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Το Ψυχοσάββατο στη Λαογραφία
Στη γιορτή των Αγ. Θεοδώρων τιμούνται μαζί, οι μεγαλομάρτυρες ''Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων'' του 3ου αιώνα και Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης του 4ου αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θεόδωρος ο Τήρων που ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν στρατιώτης επί Διοκλητιανού στο τάγμα των Τηρώνων (νεοσύλλεκτων), κατά τη διάρκεια λιμού στην περιοχή των Ευχαΐτων της Γαλατίας, έθρεψε τον πληθυσμό μιας πόλης με κόλλυβα. Από τότε καθιερώθηκε να προσφέρονται στους ναούς, το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών (και Ψυχοσάββατο), κόλλυβα.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η καθιέρωση των κόλλυβων συνδέεται με ένα θαύμα που έκανε ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων επί του αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου, που ήταν αντίθετος στη νηστεία των χριστιανών. Ο αυτοκράτορας, διέταξε τον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, όταν πλησίαζε η πρώτη εβδομάδα των νηστειών, να εξαφανίσουν από την αγορά κάθε είδους τρόφιμα και να αφήσουν μόνο τα ειδωλόθυτα, ώστε να αναγκαστούν οι χριστιανοί να φάνε από αυτά που προέρχονταν από τις θυσίες. Τότε ο άγιος Θεόδωρος παρουσιάστηκε ως οπτασία στον πατριάρχη Ευδόξιο και του φανέρωσε το σχέδιο του Ιουλιανού, υποδεικνύοντας του συγχρόνως να χρησιμοποιήσουν οι χριστιανοί, αντί για άλλη τροφή, κόλλυβα.

Προέλευση
Τα μνημόσυνα είναι πανάρχαιο έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως με δεήσεις, θυσίες και προσφορές ήταν δυνατόν να πετύχουν την συγνώμη των Θεών για τα αμαρτήματα των νεκρών (Ιλιάδα Ι 497). Υπήρχαν μάλιστα και ιερείς αγύρτες που επισκέπτονταν τις οικίες των πλουσίων, ισχυριζόμενοι πως είχαν από τους θεούς την εξουσία να συγχωρούν τις αμαρτίες “ζώντων και νεκρών” με κατάλληλες γι΄ αυτές ιεροτελεστίες και θυσίες (Πλάτων “Πολιτείαι” Β’ 364).

Οι αρχαίοι Έλληνες τελούσαν μνημόσυνο την 3η, την 9η και την 30ή από της ημέρας θανάτου, καλούμενο το τελευταίο “τριακάς” όπου γινόταν και νεκρόδειπνο, καθώς και κατ’ έτος κατά την επέτειο των γενεθλίων του αποθανόντος. Στο Άργος το πρώτο μνημόσυνο γινόταν υπέρ του νεκρού προς τιμή όμως του Απόλλωνα, το δε της 30ης προς τιμή του Ερμή. Γενικά σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο τελούνταν μνημόσυνα καλούμενα “Νεκύσια” με προσφορές οίνου, ελαίου, αρωμάτων και με θυσία κόκορα ή κότας, χρώματος όμως κατά κανόνα μαύρου.

Σε αντίθεση με τους αρχαίους Έλληνες οι Εβραίοι φαίνεται πως δεν τηρούσαν παρόμοιο έθιμο. Στη Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται μόνο μια φορά παρόμοιο γεγονός στο Β’ Μακκαβαίων (12, 43) όταν ο Ιούδας φέρεται πως έστειλε από λάφυρα πολέμου το χρηματικό ποσό των περίπου 2.000 δραχμών στο ναό της Ιερουσαλήμ για τέλεση μνημοσύνου “θυσίας” για τα αμαρτήματα των νεκρών Εβραίων που σκοτώθηκαν σε μάχη επειδή προς στιγμή είχαν παραπλανηθεί στην ειδωλολατρεία που γι΄ αυτόν τον λόγο και σκοτώθηκαν!.

Περί των μνημοσύνων των πρώτων χριστιανών έχουν αναφέρει οι Τερτυλλιανός, Κυπριανός, Αυγουστίνος, Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Γρηγόριος Νύσσης κ.ά.

Από τους Βυζαντινούς χρόνους η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία τηρεί κατά παράδοση τέλεση μνημοσύνων υπέρ αναπαύσεως των νεκρών κατά τη 3η ημέρα από του θανάτου (που σχετίζεται με την Ανάσταση), την 9η, την 40η (που σχετίζεται με την Ανάληψη), στη συμπλήρωση 3 μηνών, 6 μηνών και έτους. Μετά τη συμπλήρωση έτους τελούνται μνημόσυνα υπέρ όλων των νεκρών της οικογένειας, Βασιλέων και λαϊκών κατά τον εσπερινό της Παρασκευής των Απόκρεων ενώ την Παρασκευή της Τυροφάγου μόνο για τους κληρικούς, καθώς επίσης (και για όλους) το Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων (α’ Σάββατο Νηστειών), το Σάββατο του Λαζάρου ως και στον εσπερινό της Παρασκευής της προηγουμένης του Ψυχοσαββάτου της Πεντηκοστής (κοινώς του Ρουσαλιού).


Ειδικότερα η Εκκλησία της Ελλάδος καθόρισε επιπλέον τη Γ’ Κυριακή των Νηστειών (ή Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως) ετήσιο μνημόσυνο των “υπέρ πίστεως και Πατρίδος αγωνισαμένων και πεσόντων…“. Παλαιότερα είχε επίσης καθορισθεί και η 29η Αυγούστου ετήσιο μνημόσυνο για τους πεσόντες εναντίον των συμμοριτών.

Βιβλιογραφία
“Εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ηλίου” τ.13
“Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια” Δρανδάκη.
Β. Στεφανίδου, “Εκκλησιαστική Ιστορία απ’ αρχής μέχρι σήμερον”. Αθήναι 1948

Του Σεβ. Μητροπολίτου Αντινόης Παντελεήμονος

http://vassileia.blogspot.gr/2012/06/saturday-of-souls.html

Το αντίδοτο στο φόβο

$
0
0
Το αντίδοτο στο φόβο

Το αντίδοτο στο φόβο δεν είναι το θάρρος ή το θράσος αλλά η αγάπη. Ο φόβος καλλιεργείται από τις αρχές και τις εξουσίες του κόσμου τούτου, προκειμένου το υποκείμενο να χειραγωγείται εύκολα, να καθίσταται υπήκοον και όχι πολιτικόν ζώον, να μην μπορεί να στοχαστεί αλλά να εφευρίσκει “αόρατους εχθρούς”, να μην έχει πραγματική ελευθερία.

φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει• ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ. Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς. ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν• ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ’ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ.

Α’ Ἰωάννου, 4, 18-21

Κυριακή της Σαμαρείτιδος - «Η εν πνεύματι και αληθεία λατρεία του Θεού»

$
0
0

Κυριακή της Σαμαρείτιδος 
«Η εν πνεύματι και αληθεία λατρεία του Θεού»

Μία από τις πλούσιες και περιεκτικές διδασκαλίες του Κυρίου μας διηγείται το Ευαγγέλιο της Κυριακής, η οποία χαρακτηριστικά αναφέρεται ως «Κυριακή της Σαμαρείτιδος». Κατ' αυτήν ο Ιησούς ομιλεί με μία γυναίκα Σαμαρείτιδα, γεγονός ξένο και ασυνήθιστο για την εποχή, διότι, πρώτον ως γυναίκα η Σαμαρείτιδα δεν θεωρούνταν ισάξια με τον άνδρα και ως εκ τούτου δεν ήταν ικανή να ακούσει και να αφουγκραστεί την θρησκευτική διδασκαλία και δεύτερον υπήρχε μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών την εποχή εκείνη.
Στο φρέαρ του Ιακώβ συναντά ο Ιησούς την Σαμαρείτιδα γυναίκα και παίρνοντας αφορμή από την άντληση του νερού και την επιθυμία να ξεδιψάσει, αρχίζει την διδασκαλία περί της λατρείας του Θεού. Στην ερώτηση της γυναικός για τον ενδεδειγμένο τόπο προσευχής και λατρείας του Θεού μεταθέτει το θέμα και το οριοθετεί όχι στον τόπο αλλά στον τρόπο προσευχής και λατρείας. Ήλθε - της λέει - ο καιρός κατά τον οποίο οι άνθρωποι θα λατρεύουν τον Θεό με τη δύναμη του Πνεύματος, η οποία φανερώνει την αλήθεια. Αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της λατρείας του Θεού η «εν πνεύματι και αληθεία» προσκύνηση και λατρεία. Τι συμβολίζουν όμως οι δύο αυτές έννοιες;
Μόνο οι αναγεννημένοι εκ του πνεύματος δικαιούνται να λατρεύουν τον Θεό. Όσοι δια του ιερού Βαπτίσματος και Χρίσματος έλαβαν την σφραγίδα Του, έγιναν μέλη του Σώματός Του, μετέχουν στη ζωοποιό Του χάρη και υπακούουν και ακολουθούν το άγιο Θέλημά Του. Η πνευματική λατρεία δεν περιορίζεται σε εξωτερικές ενέργειες, σε μία ψεύτικη τήρηση των εντολών, σε ποσοτικό υπολογισμό των αρετών με την σκέψη της μελλοντικής αμοιβής. Η πνευματική λατρεία δεν είναι η κατά χρέος άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων, ο εκκλησιασμός, το άναμμα του κεριού, η τυποποιημένη προσευχή. Η πνευματική λατρεία και προσευχή δεν πηγάζει από τα χείλη, αλλά αναβλύζει μέσα από την καρδιά, η οποία φλέγεται από αγάπη για τον Θεό. Πνευματική λατρεία είναι η έξ όλης της ψυχής και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ισχύος και εξ όλης της διανοίας προσήλωση στον Θεό και η ολόθυμη αφοσίωση και αφιέρωση σ' Εκείνον. Η αληθινή ευγνωμοσύνη για όσα, ορατά και αόρατα, μας προσφέρει η Πρόνοιά Του κάθε στιγμή, κάθε λεπτό. Η ανάδειξη της υπάρξεώς μας σε ναό στον οποίο κατοικεί το Πνεύμα το Άγιο και εξ αυτού υμνείται και δοξολογείται το πανάγιο Όνομά Του.
Την αλήθεια της λατρείας με την οποία λατρεύεται ο Θεός μάς την δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός. Με την ενανθρώπησή Του, τη διδασκαλία Του και τη θυσία Του μας φανέρωσε τον εν Τριάδι αληθινό Θεό και το σχέδιο της Θείας Οικονομίας για την σωτηρία μας. Μας έδωσε την δυνατότητα να μετέχουμε στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, να κοινωνούμε το πανάχραντο Σώμα Του και το Τίμιο Αίμα Του, να γινόμαστε μέλη του Σώματός Του. Άνοιξε τις πύλες της αιωνίου Βασιλείας Του, οι οποίες μέχρι τότε ήταν ερμητικά κλειστές, λόγω της παρακοής και της αμετανοησίας του ανθρώπου.
Λατρεύοντας τον Θεό μας «εν πνεύματι και αληθεία» παίρνουμε δύναμη. Αισθανόμαστε την ύπαρξή Του δίπλα μας. Παίρνουμε δύναμη και κουράγιο, να συνεχίσουμε τον βίο μας παρ' όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αναφύονται καθημερινά. Εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σ' Εκείνον και συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε τον προσωπικό μας Γολγοθά. Σηκώνουμε τον σταυρό μας, γνωρίζοντας ότι πάντοτε μετά την σταύρωση ακολουθεί η Ανάσταση, η αιώνια γαλήνη, η αιώνια τρυφή και Βασιλεία του Θεού. (http://aktines.blogspot.gr) 
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων Νεαπόλεως & Θάσου.
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>