Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

Νέα Αιρετική Ομάδα: Η θρησκεία του Hanif του Προφήτη Αβραάμ

$
0
0
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833 (19), Fax +30 210 4528332 e-mail: impireos@hotmail.com


Εν Πειραιεί τη 27η Μαΐου 2013

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

ΝΕΑ ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: Η Θρησκεία του Hanif του Προφήτη Αβραάμ.

Χριστιανοί της Ιεράς Μητροπόλεώς μας μας κοινοποίησαν φυλλάδιο μιας ακόμα αιρετικής ομάδας, η οποία δραστηριοποιείται στην εκκλησιαστική μας περιφέρεια και γενικότερα στη χώρα μας. Πρόκειται για την «Θρησκεία του Hanif του Προφήτη Αβραάμ», την οποία προωθεί κάποιο ίδρυμα με την επωνυμία «Διεθνές Ίδρυμα M.I.H.R για την Ένωση στη Θρησκεία του Hanif του Προφήτη Αβραάμ».

Σύμφωνα με τα λίγα στοιχεία που παραθέτει το φυλλάδιο για τη νέα αυτή αίρεση συμπεραίνουμε πως ανήκει στο Ισλάμ και είναι στρατευμένη να προωθήσει τον οικουμενισμό για λογαριασμό του.Αρχίζει με τη διαπίστωση ότι ο σημερινός κόσμος είναι χωρισμένος σε διάφορες θρησκείες και πίστεις σφόδρα εχθρικές μεταξύ τους, οι οποίες διεκδικούν η καθεμιά την σωστότερη θρησκεία και την αλήθεια. Πολλοί πιστοί αυτών των θρησκειών προωθούν την εχθρότητα προς τους πιστούς των άλλων θρησκειών, φτάνοντας σε πράξεις αιματοχυσίας και τρομοκρατικών ενεργειών.

Η διάσπαση των ανθρώπων σε ομάδες και θρησκείες είναι έργο του διαβόλου «ο στόχος του διαβόλου είναι να προωθεί τις εχθρότητες μεταξύ των διαφόρων θρησκειών. Καθ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας η εχθρότητα είναι το πράγμα που σημείωσε την μεγαλύτερη επιτυχία ο διάβολος». Και συνεχίζει το φυλλάδιο, αποκαλύπτοντας την «ταυτότητα» της οργάνωσης:«Δεν υπάρχει άλλη θρησκεία εκτός από τη θρησκεία του Hanif. Σήμερα θα έπρεπε να ζούμε μέσα στην φιλία, την αλληλεγγύη και την ευτυχία όπως ακριβώς μας επιβάλλει (sic) η θρησκεία του Hanif. Το γεγονός ότι οι εχθρότητες απειλούν την παγκόσμια ειρήνη μας, αποδεικνύει ότι δεν ζούμε σωστά την θρησκεία, την οποία έχει διαλέξει ο Αλλάχ για μας». «Μοναδική λύση για την συμμαχία των πολιτισμών και την παγκόσμια ειρήνη (είναι) η ένωση στη Θρησκεία του Hanif. Το Ισλάμ δεν είναι τίποτα άλλο από τη θρησκεία του Hanif. Ο Χριστιανισμός δεν είναι τίποτε άλλο από την θρησκεία του Hanif.Ο Ιουδαϊσμός δεν είναι τίποτε άλλο από τη θρησκεία του Hanif. Και οι υπόλοιπες θρησκευτικές ομάδες δεν είναι τίποτε άλλο από τη θρησκεία του Hanif. Με άλλα λόγια δεν υπάρχουν θρησκείες αλλά μια και μοναδική θρησκεία, αυτή είναι η θρησκεία του Προφήτη Αβραάμ. Η θρησκεία αυτή είναι η θρησκεία του Νώε, του Προφήτη Μωυσή, του προφήτη Ιησού, και του Προφήτη Μωάμεθ. Είναι η θρησκεία όλης της ανθρωπότητας. Στην Παλαιά Διαθήκη, στην Καινή Διαθήκη και το Κοράνιο γίνεται αναφορά στη θρησκεία του Hanif, την οποία ασπάσθηκαν ο Μωυσής και οι πιστοί του, ο Ιησούς και οι απόστολοί του, ο Μωάμεθ και οι οπαδοί του».

Τέλος δίνει επιγραμματικά και τις αρχές της αίρεσης
«Αυτή η θρησκεία συμπεριλαμβάνει τρεις αρχές: 


1) Η πίστη σε ένα μοναδικό Θεό (μονοθεϊσμός), 

2) Η συγκρότηση μιας ομάδας από ανθρώπους, που θέλουν να ενωθούν με τον Θεό και 

3) Η παράδοση της ψυχής, του φυσικού σώματος, του εγωισμού και της βούλησης στον Θεό».

Από τα παραπάνω δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κάποιος, ότι πρόκειται για νεοεποχίτικη ομάδα, η οποία είναι εντεταγμένη στην υλοποίηση των στόχων του Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, τον οποίον, όπως είναι γνωστόν, προωθεί πυρετωδώς η «Νέα Εποχή» και η «Νέα Τάξη Πραγμάτων», για την εδραίωση της σχεδιαζόμενης εδώ και χρόνια εφιαλτικής Πανθρησκείας, η οποία θα λειτουργήσει ως φοβερή χοάνη όλων των θρησκειών του κόσμου και δυστυχώς και του Χριστιανισμού. Η εν λόγω ομάδα ειδικότερα φιλοδοξεί, να ενώση τους Χριστιανούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους, έτσι ώστε να καταστή η κοινή συνιστώσα των μονοθεϊστικών θρησκειών.

Για μας δεν τίθεται θέμα θρησκείας και θρησκειών, διότι η Εκκλησία μας δεν είναι καν θρησκεία, τουλάχιστον με την έννοια που υπάρχουν και «λειτουργούν» οι θρησκείες του κόσμου. Η Αγία μας Εκκλησία δεν είναι θρησκεία, για να συζητάη και το χειρότερο να ενταχθη στη χοάνη των άλλων θρησκειών, αλλά «καινή κτίσις» (Β΄Κορ.5,17), ο νέος κόσμος του Θεού και η επί γης βασιλεία Του. Η οντολογική μεταμόρφωση εν Χριστώ του ανθρώπου και ολοκλήρου της δημιουργίας.

Όσο και αν φαίνεται «ακίνδυνη» η νέα αυτή αίρεση, πρέπει να μας προβληματίζει ως Ορθοδόξους Χριστιανούς, διότι, απ’ ότι φαίνεται, λειτουργεί στις πολυπληθείς μουσουλμανικές ομάδες των χιλιάδων νομίμων και παρανόμων μεταναστών στη χώρα μας. Θέλει προφανώς να παρουσιάση ένα άλλο προσωπείο του Ισλάμ, του «ειρηνικού», του «ανεκτικού», του «αγαπητικού». Ωστόσο αντίθετα από τα γραφόμενα του φυλλαδίου, το Ισλάμ διδάσκει και εφαρμόζει τον Ιερό Πόλεμο (Τζιχάντ) κατά των μη μουσουλμάνων, που θεωρούνται ως άπιστοι και ειδωλολάτρες. 


Παραθέτουμε ένα σχετικό μικρό απόσπασμα από το Κοράνιο:«Και όταν οι απαγορευμένοι μήνες έχουν περάσει, τότε (πολεμάτε και) σκοτώνετε τους ειδωλολάτρες οπουδήποτε κι αν τους βρείτε, και συλλάβετέ τους και πολιορκείστε τους και στήστε τους παγίδες με κάθε (πολεμικό) στρατήγημα. Αν όμως μετανιώσουν και διατηρήσουν την τακτική προσευχή κι εφαρμόσουν (τακτική) ελεημοσύνη, τότε αφήστε τους ελεύθερους. Γιατί ο Αλλάχ είναι Πολυεύσπλαχνος, Πολυεπιεικής» (Κοράνιο, 9:5). Φρονούμε λοιπόν, πως η εν λόγω οργάνωση λειτουργεί ως παραπλανητική ομάδα για τη δημιουργία προφανώς ενός «προθαλάμου» του Ισλάμ, όπου θα εγκλωβίζει, όσους δεν ασπάζονται τα ακραία «δόγματά» του.

Με την παρούσα εγκύκλιό μαςεφιστούμε την προσοχή στους Ορθοδόξους πιστούς μας, να μην εμπιστεύονται φυλλάδια αγνώστου προελεύσεως και τα οποία έχουν στόχο να εξωραΐσουν διάφορες θρησκευτικές πίστεις και θρησκείες. Θα πρέπει να γίνει απόλυτο βίωμά μας η πίστη μας, πως μοναδικός και ανεπανάληπτος σωτήρας μας είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο ένσαρκος Λόγος του Θεού, ο Οποίος, μόνος Αυτός μας αποκάλυψε τον αληθινό Θεό και μας επανένωσε μαζί Του. «Ή μοναδική οδός σωτηρίας των ανθρώπων είναι ή πίστη στην Αγία Τριάδα, στο έργο και στη διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ποίος συνεχίζει διά της Εκκλησίας, την παρουσία του εν τω κόσμω μέχρι της συντελείας των αιώνων. 


Ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό φως, δεν υπάρχουν άλλα φώτα, για να μας φωτίσουν, ούτε άλλα ονόματα, που μπορούν να μας σώσουν: «Ουκ εστίν εν άλλω ούδενί ή σωτηρία, ουδέ γάρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις, εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πραξ.4,14) Όλα τα άλλα πιστεύματα, όλες οι θρησκείες, που αγνοούν και δεν ομολογούν τον Χριστό «εν σαρκί έληλυθότα» (Α΄Ιωάν.4,2), είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και έργα του Διαβόλου, δεν οδηγούν στην αληθινή θεογνωσία και στην δια του θείου βαπτίσματος αναγέννηση, αλλά πλανούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν στην απώλεια. Οι Χριστιανοί, πιστεύοντες εις την Άγια Τριάδα, δεν έχουμε τον ίδιο Θεό με καμμία άλλη θρησκεία, ούτε με τις λεγόμενες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό, οι όποιες δεν πιστεύουν στην Αγία Τριάδα» (Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού Σύναξης Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών, Απρίλιος 2009).

Εκ του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών.
Ο υπεύθυνος
Αρχ. Παύλος Δημητρακόπουλος.

Ο Γραμματέας
Κ. Λάμπρος Σκόντζος

Εκ της Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

5. ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ

$
0
0




5. ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ


Καί τό πρόβλημα τής διαιρέσεως τής Πατρολογίας σέ έποχές καί όμάδες συγγραφέων δέν άπασχόλησε λίγο τούς έρευνητές, πού φυσικά δέν συμφωνούν πάντοτε στίς έκτιμή- σεις καί τις προτάσεις τους. Ώς κριτήρια στήν προσπάθεια γιά διαίρεση τής Πατρολογίας χρησιμεύουν συνήθως πολυσήμαντα ίστορικά γεγονότα : ή κατάπαυση διωγμών (313), ή μονοκρατορία τοΰ Μ. Κωνσταντίνου (323), οίκουμενικές Σύνοδοι κλπ. Ή έπικρατέστερη διαίρεση έχει ώς έξής:
Περίοδος πρώτη : τέλος Α' αίώνα έως 325. Χαρακτηρίζεται ώς έποχή τής θεμελιώσεως. Περίοδος δευτέρα: 325 -451. Έποχή τής μεγάλης άκμής ή χρυσοΰς αίών. Περίοδος τρίτη : 451 μέχρι τόν 'Ιωάννη Δαμασκηνό (+749). Μία διαίρεση όμως τής Πατρολογίας καί μάλιστα μέ ίστορικά καί μή ένδο- θεολογικά κριτήρια δέν έχει σημασία ιδιαίτερη. Ή παραπάνω διαίρεση π.χ. έχει κανείς τήν έντύπωση δτι προτάθηκε μέ κριτήριο τήν Εκκλησιαστική 'Ιστορία. Έάν έπιθυμοϋμε νά έπιτύχωμε διαίρεση, ή όποία νά άνταποκρίνεται στά δεδο¬μένα τής πατερικής παρουσίας στήν Εκκλησία, τότε μονα-δικό κριτήριο γι' αύτή πρέπει νά είναι οί μεγάλες θεολογικές κρίσεις τής Εκκλησίας καί τό άνάλογο σπουδαίο έργο τών Πατέρων. Καί τοΰτο διότι ή θεολογία άναπτύχθηκε κάτω άπό τήν πίεση τών έκκλησιαστικών κρίσεων. Οί Πατέρες δηλαδή συνδέονται έξωτερικά μέν μέ τά μεγάλα ίστορικά γεγονότα, έσωτερικά δέ μέ μία θεολογική κρίση. Γιά τήν υπέρβαση μάλιστα τής κρίσεως αύτής έργάσθηκαν πολλοί Πατέρες. Τοΰτο συμβαίνει μέ τούς Πατέρες τοΰ Δ' αιώνα, πού κύριο μέλημά τους ήταν ή σχετική μέ τήν αγία Τριάδα κρίση .'Αθανάσιος, Βασίλειος, Γρηγόριος, Άμφιλόχιος, Χρυσόστομος κ.ά.

Καί πάλι ή διαίρεση κατά κρίσεις δέν είναι δυνατή, διότι στήν έποχή τής τριαδολογίας άρχίζει νά παρουσιάζεται καί ή χριστολογία. Ό Μ. Αθανάσιος π.χ., πού άσχολήθηκε μέ τή θεολογία τοΰ «ομοουσίου», έθεσε τις βάσεις καί τής χρι- στολογίας, ή όποία θά συγκλονίση τήν Εκκλησία κατά τούς έπόμενους αιώνες. "Αλλωστε ή πατερική θεολογία, εί¬παμε καί άλλοΰ, άποτελεΐ ένιαΐο καί άδιαίρετο γεγονός. Τό κάθε είδος τής θεολογίας έχει φυτρώσει στούς κόλπους μιάς άλλης έτσι, ώστε παλαιά καί νέα νά μή διακρίνωνται παρά μόνο συμβατικά. Αύτά μας όδηγοΰν στή σκέψη πώς δ,τι έχει έδώ σημασία είναι ή παρακολούθηση τοΰ προσώπου, τό ό¬ποιο δημιουργεί έκάστοτε τή θεολογία. Αύτό μόνο διακρίνε¬ται στον ένιαΐο χώρο τής θεολογίας καί αύτό μόνο άποτελεΐ τό μικρό ή τό μεγάλο σταθμό στήν πορεία τής θεολογίας.
Έτσι γίνεται, φρονούμε, φανερό γιατί δέ θεωροΰμε σκό¬πιμη τή διαίρεση τής Πατρολογίας καί γιατί προτείνομε τήν υπογράμμιση τών μεγάλων πατερικών μορφών σάν τόν κα¬λύτερο έπαγωγικό τρόπο έκφορας τής πατρολογικής ύλης. Άλλά ένώ δέν προβαίνομε σέ διαίρεση τής πατρολογικής
ύλης, μποροϋμε νά έπισημάνωμε τούς μεγάλους σταθμούς τής πατερικής θεολογίας, διακινδυνεύοντας τή γενίκευση :
Β' αι. : θεολογία ένότητος τής Εκκλησίας, έγκυρότητος τών λειτουργημάτων της, ρεαλισμού εύχαριστιακοϋ καί Πα-ραδόσεως (μέ τόν άντιγνωστικό άγώνα) (Ιγνάτιος, Ειρηναίος).
Γ' αι. : γνησιότης Εκκλησίας, τριαδολογία.
Δ* αϊ. : τριαδολογία, πνευματολογία, χριστολογία.
E'-TJ al. : χριστολογία.
Η' αι. : θεολογία τών ιερών εικόνων.
Τή διαίρεση τής πατρολογικής ΰλης σέ παλαιοχριστιανική καί πατρολο¬γική δέν θεωρούμε οΰτε αναγκαία οΰτε ρεαλιστική.'Ακόμα ή χρονική εγγύτητα ώρισμένων έκκλ. συγγραφέων πρός τούς αποστόλους δέν άποτελεΐ λόγο δια-κρίσεως τους σέ ειδική ομάδα, τήν ομάδα τών 'Αποστολικών Πατέρων. Ot λεγόμενοι άποστολικοί Πατέρες δέν έ'χουν δλοι τή δηλουμένη άποστολι- κότητα (γνωριμία τών 'Αποστόλων καί φρόνημα άποστολικό), άφοΰ στήν όμάδα περιλαμβάνονται καί άνώνυμα έ'ργα δχι άπολύτως ορθόδοξα. 'Αποστο¬λικοί Πατέρες στήν κυριολεξία υπήρξαν μόνον ό Κλήμης Ρώμης, ό 'Ιγνά¬τιος 'Αντιοχείας καί ό Πολύκαρπος Σμύρνης. Καί άπό αύτούς μεγάλος θεο¬λόγος μόνον όΊγνάτιος, πού γι'αύτό έγινε ό πρώτος Πατήρ καί Διδάσκαλος τής Εκκλησίας. Ό άγνωστος συντάκτης τής 'Επιστολής τοΰ Βαρνάβα, ό συντάκτης τοΰ Ποιμένα τοϋ Έρμα, ό ΙΙαπίας Ίεραπόλεως, ό άγνωστος συν¬τάκτης τής πρός Διόγνητον επιστολής, καθώς καί οί συντάκτες ^ής Διδα¬χής τών αποστόλων είναι άμφίβολο άν δλοι τουλάχιστο γνώρισαν τούς 'Α¬ποστόλους καί βέβαιο δτι δέν ήσαν πάντοτε φορείς τοΰ φρονήματος τους. Γιά τούς λόγους αύτούς δέν βρίσκομε κανένα λόγο οΰτε πρός διάκριση τής ομάδας τών λεγομένων 'Αποστολικών Πατέρων, οΰτε πρός διατήρηση τοΰ 6ρου πού κακώς έπικρατεΐ, άφότου τόν χρησιμοποίησε ό J.B. Cotelerius τό 1672 (βλ. σχετικά Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Περί τόν ορον «'Αποστολικοί Πατέρες», είς Κληρονομιά Ε [1974] 229-234).
Ή κατάταξη τής ύλης συνιστά πρόβλημα πού δέν βρήκε άκόμη τή λύση του. Οί άρχές πού μέχρι τώρα έπικρατούν στήν κατάταξη τής ύλης είναι τρεις, α) Ή άρχή τοΰ είδους τοΰ έργου. Τό φιλολογικό είδος γίνεται ειδοποιός διαφορά γιά τή συνεξέταση π.χ. τών άντιγνωστικών, τών ποιητικών κλπ. έργων, β) Ή άρχή τοΰ χρόνου. Οί συγγραφείς καί τά έργα έξετάζονται μέ χρονολογική σειρά. Σέ όλες όμως τις περιπτώσεις ή άρχή τοΰ χρόνου λαμβάνεται υπ' όψη σέ συν-δυασμό μέ τήν προηγούμενη καί τήν έπόμενη άρχή. γ) Ή άρχή τοΰ τόπου, τής σχολής ή τής γλώσσας. Συνεξετάζονται λ.χ. δσοι θεωροΰνται εκπρόσωποι τής 'Αλεξανδρινής σχολής ή όσοι έδρασαν στό χώρο τής 'Αντιοχείας ή όσοι έγραψαν λατινικά. Στά περισσότερα σχετικά έγχειρίδια καί μάλιστα στά έκτενέστερα ή κατάταξη γίνεται μέ συνδυασμό καί τών τριών άρχών. 'Επικρατεί όμως ή παράθεση τής ύλης κατά είδος καί όταν είναι δυνατόν τηρείται ή χρονολογική σειρά. Αύτό προδίδει φιλολογικό ή γραμματολογικό καί λιγώτερο θεολογικό ένδιαφέρον. Μέ τις εκτιμήσεις καί κατατάξεις αύτές άναδεικνύονται τά φιλολογικά είδη, σχηματίζονται— μέ γενικεύσεις επικίνδυνες—ομάδες καί σχολές συγγραφέων, ερευνάται ή γραμματεία μέ σκοπό τή γνώση τής Γραμματείας. Κατανοείται όμως έτσι ταυτόχρονα καί ή σχέση τής θεολο¬γικής γραμματείας πρός τήν 'Εκκλησία, πρός τις θεολογικές της κρίσεις, άπό τις όποιες καί γιά τις οποίες προέκυψε;
'Εκτιμούμε τις παραπάνω κατατάξεις, τις όποιες ό έρευ- νητής πρέπει νά μελετά γιά τή φιλολογική άξιολόγηση τών Εκκλησιαστικών έργων. Φρονοΰμε όμως ότι κριτήριο τής κα-τατάξεως τής ύλης είναι ή γνώση τής θεολογικής πορείας τής όλης Εκκλησίας. Τήν πορεία αύτή καθορίζουν βασικά οί έκάστοτε θεολογικές κρίσεις. Αύτές, καί μάλιστα οί με¬γαλύτερες, άφοροΰσαν σέ όλη τήν'Εκκλησία, τής'Ανατολής καί τής Δύσεως. Άφοΰ δέ οί σημαντικώτεροι έκκλησ. συγ¬γραφείς έγραφαν μέ άφορμή τις θεολογικές κρίσεις, σημαίνει ότι μπορούμε νά κατανοήσωμε όρθά καί βαθειά τούς συγγρα¬φείς αύτούς (άρα καί τή θεολογική πορεία τής 'Εκκλησίας) άν έξετάσωμε τούς Πατέρες κατά χρονολογική σειρά, όπως κατά χρονολογική σειρά έμφανίζονται καί οί θεολογικές κρίσεις.
Ή κρίση π.χ. τής τριαδολογίας ή τής χριστολογίας ά- πασχολοΰσε καί τούς άλεξανδρινούς καί τούς άντιοχεια- νούς. 'Εάν έξετάσωμε τούς μέν καί τούς δέ κατά σχολές καί τόπους όπου έζησαν, ρίπτομε τό βάρος στή γνώση τών χα¬ρακτηριστικών τών σχολών καί τών τόπων. Έτσι χάνομε ώς ένα βαθμό άπό τά μάτια μας τή γενική, τήν καθολική πορεία τής θεολογίας πρός άντιμετώπιση τής κρίσεως, ή όποία πορεία κίνησε τήν πέννα τόσο τών άλεξανδρινών όσο καί τών άντιο- χειανών. Ή σύγχρονη φιλοσοφική έρευνα, ό υπαρξισμός καί ό δομισμός (Structuralismus), πού άποτελοΰν τό ξεπέρα¬σμα τοΰ ίστορισμοΰ (Historismus), μέ τήν έπίδραση τοΰ ό¬ποιου γράφηκαν τά παλαιότερα κλασσικά πατρολογικά έγχει- ρίδια, έχουν καταδείξει ότι κάθε πνευματικό φαινόμενο κα¬τανοείται σωστά μόνο σέ σχέση μέ τήν αίτία πού τό προκαλεί. 'Επομένως καί ή θεολογική παρουσία ένός Πατρός θά κατα- νοηθή καλύτερα όταν έξετασθή σέ σχέση μέ τήν έκάστοτε κρίση. Καί έχοντας ένώπιό μας στήν ίδια χρονική περίοδο τις παράλληλες προσπάθειες όλων τών θεολόγων άπό τις διά¬φορες τοπικές 'Εκκλησίες πρός λύση τής κρίσεως, παρακο¬λουθούμε άριστα τήν άγωνιώδη πορεία όλων τών θεολόγων καί άρα τής καθόλου 'Εκκλησίας. 'Αντιλαμβανόμεθα ότι προτείνομε κι έφαρμόζομε μία μέθοδο, ή όποία θά έγείρη πολλές άντιρρήσεις καί συγχρόνως θά προβληματίση μέ τήν άπλότητά της. Άν όμως ό άναγνώστης θελήση νά δή τούς Πατέρες καί τά έργα τους όπως έμεϊς, ώς κάτι πού συνδέεται άπόλυτα μέ τή ζωή τής 'Εκκλησίας καί τήν άνάγκη νά δοθή άπάντηση στά προβλήματά της, τότε θά δεχθή τήν άπλή μας μέθοδο, γιατί μόνο έτσι κατανοούνται οί Πατέρες στήν πραγματική τους διάσταση.
Γνωρίζομε άκόμη πώς ή άπλή καί άπόλυτα χρονολογική κατάταξη τής πατρολογικής ύλης έχει τρωτά, μειονεκτήματα, δημιουργεί άρκετά προβλήματα. Πού θά καταταγοΰν π.χ. άχρονολόγητα έργα, τά πολλά άπόκρυφα, τά συλλογικά; Τί νόημα έχει νά παρατεθή στήν αύτή χρονική σειρά μέ τόν Α¬θανάσιο ένας άσημος συγγραφέας τής Δύσεως πού δέν άσχο- λεΐται μέ τήν τριαδολογία ή τή χριστολογία; Ή άπάντηση είναι άπλή: Κατ' άρχήν τά προβλήματα πού δημιουργεί ή χρονολογική κατάταξη είναι πολύ λιγώτερα άπό όσα λύνει. Σημασία πρώτιστη έχει ότι μέ τήν άπλή χρονολογική παρά¬θεση έπιτυγχάνεται ό κύριος σκοπός, ή όρθότερη καί βαθύ¬τερη κατανόηση τών μεγάλων θεολόγων και Πατέρων. Τά άχρονολόγητα έργίδια είναι άξια προσοχής, άλλά οπωσδή¬ποτε δευτερεύοντα. Θά τά άντιμετωπίσωμε κάπως συμβατικά. Θά τά τοποθετήσωμε όπου ή έρευνα προτείνει καί άς μήν εί¬ναι άπόλυτα βέβαιη. Θά τά συνδέσωμε όσο είναι δυνατό μέ τήν έποχή τους. Οί άσημοι καί οί άσχετοι πρός τή θεολογική προσπάθεια τών μεγάλων θεολόγων συγγράφεις θά δείχνουν κάποτε - κάποτε ότι ζοΰν έξω άπό τήν καθολική πορεία τής θεολογίας. Άλλά καί πάλι θά έχωμε κέρδος, διότι αύτό θά. είναι ένδεικτικό τής όλης ζωής τής Εκκλησίας, ή όποία τή στιγμή πού ταλανίζεται άπό τις χριστολογικές π.χ. έριδες μπορεί νά σκέπτεται καί άλλα πράγματα. Τήν ώρα πού ό Ίουστΐνος γράφει τήν * Απολογία του, κάποιος γνωστικίζων χριστιανός συντάσσει άπόκρυφο Ευαγγέλιο. Τήν έποχή πού ό Αθανάσιος καί οί Καππαδόκες άγωνίζονται κατά τών αι¬ρέσεων, ό Εύάγριος Ποντικός γράφει τά περίφημα Κεφά¬λαια περί προσευχής. Ή συμπαράθεση όμως τοΰ Εύαγρίου μέ τούς πρώτους, ένώ έκπλήσσει κάπως, παρέχει τή δυνατό¬τητα νά γνωρίσωμε τό εύρος καί τόν πολύπλευρο δυναμισμό τής 'Εκκλησίας σέ μία συγκεκριμένη έποχή. Έτσι μέσω τών Πατέρων θά γνωρίσωμε τήν Εκκλησία καί μέσω τής Εκ¬κλησίας τούς Πατέρες.
Ή χρονολογική κατάταξη, τήν όποία έφαρμόζομε, μπορεί νά προκαλέση καί τό έξής έρώτημα. Μέ τήν κατά είδος κα¬τάταξη τής ύλης έχομε τή δυνατότητα πριν άπό κάθε σχε¬τικό κεφάλαιο νά έξηγοΰμε είσαγωγικά τό είδος τών συγ¬γραφέων πού άκολουθοΰν. Στή χρονολογική κατάταξη πού θά καταχωρίζωνται τά κατατοπιστικά γιά κάθε φιλολογικο- θεολογικό είδος; Ή άπάντηση έδώ δέν είναι δύσκολη. Γιά όλα τά φιλολογικά είδη στήν πατερική γραμματεία έχομε μία παράγραφο στήν παρούσα «Εισαγωγή». Έκεΐ γίνεται λό¬γος σύντομος γιά κάθε είδος πατρολογικοΰ έργου, καθώς καί γιά τούς παράγοντες (ιουδαϊσμός, έλληνισμός, γνωστικισμός, ποικίλες χριστιαν. αιρέσεις, άνατολικές θρησκείες) πού έπέ- δρασαν στή διαμόρφωση τής θεολογικής σκέψεως τών Πα¬τέρων.Έτσι π.χ. ύπάρχει παράγραφος γιά τήν έκκλησιαστική ποίηση, τά μαρτυρολόγια, τούς άπολογητές, τό γνωστικισμό, τόν έλληνισμό κλπ. Άλλωστε στήν περίπτωση κάθε συγγρα¬φέα, πού έγκαινιάζει κάποιο νέο είδος γραμματείας ή σκέψεως καί προπαντός πού δημιουργεί «σχολή)), γίνεται ειδικός λό¬γος. Μέ τόν τρόπο αύτό άποκτά ό άναγνώστης τις άπαραίτη- τες γνώσεις πρός κατανόηση διαφόρων ειδών συγγραφέων, οί όποιοι παρατίθενται χρονολογικά, μολονότι έκφράσθηκαν μέ διαφορετικά φιλολογικά είδη καί δημιούργησαν διαφορετικής μορφής έργα. 

Σελίδες  90-96

4. ΤΙΤΛΟΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑΣ

$
0
0



4. ΤΙΤΛΟΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑΣ


Έδώ πρόκειται πράγματι γιά δύο προβλήματα, τοϋ όρθοϋ τίτλου, πού πρέπει νά έχη τό σχετικό μέ τούς Πατέρες υλικό, καί τοΰ όρισμοΰ τής έπιστήμης, ή όποία έρευνά τό υλικό τοΰτο. Ή στενή σχέση μεταξύ τών δύο προβλημάτων επιβάλλει τήν παρουσίασή τους στήν ίδια παράγραφο.
Άπό τούς ήδη χρησιμοποιηθέντες τίτλους φαίνεται καθαρά ή προτίμηση τών έρευνητών πρός τήν ίστορικοφιλολογική θεώρηση τής πατρολογικής ύλης. Ενδεικτικοίτίτλοι :



Altaner Β. -Stuiber Α., Patrologie, Herder 71966.
Bardenhewer Ο., Geschichte der altkirchlichen Literatur, Freiburg i. Br. 1913 έξ.
Β a r d y G., Literature grecque chr£tienne, Paris 1928.
Campenhausen v. Hans, Griechische Kirchenvater, Stutt¬gart 21956.
Δ έ ρ β ο υ Γ., Χριστιανική Γραμματολογία, 'Αθήναι 1903-1910.
Harnack Α., Geschichte der altchristlichen Literatur bis Euse- bius, Leipzig 1893.
Κοντογόνου Κ., Φιλολογική καί κριτική ιστορία... τών άγίων της Εκκλησίας Πατέρων καί τών συγγραμμάτων αύτών, 'Αθήναι 1851-1853.
Kraft Hein., Die Kirchenvater, Bremen 1966.
Μπαλάνου Δ., Πατρολογία, ήτοι οί εκκλησιαστικοί συγγραφείς μέχρι τοϋ Θ' αιώνος, 'Αθήναι 1930.
Μ π ό ν η Κ., Εισαγωγή εις τήν άρχαίαν χρίστιανικήν γραμματείαν (96 325 μ.Χ.), 'Αθήναι 1974.
Quasten J oh., Patrology, Utrecht 1950-1960.
Oi τίτλοι μέ τις λέξεις «Ιστορία» καί «γραμματεία» υπερ¬τερούν σαφώς. Ό τίτλος «Πατρολογία» άπαντα λιγώτερο, ενώ καί έκεΐ δπου άπαντα δηλώνεται συχνά μέ κάποιο ύπό- τιτλο δτι άκολουθεΐ ίστορικογραμματολογική κυρίως ύλη. Καί είναι άλήθεια δτι πρόκειται περί τής άρχαίας χριστιανι¬κής Γραμματείας, όπου άνήκει καί ή Πατρολογία, ή όποία έξετάζει τούς Πατέρες. Ό όρος Χριστιανική Γραμματεία σάν τίτλος είναι εύρύτερος άπό τόν όρο Πατρολογία, διότι ρητά περιλαμβάνει πάν ό,τι γράφηκε άπό χριστιανικό χέρι. 'Ενδιάμεσος όρος είναι βέβεκα ό όρος 'Εκκλησιαστική Γραμ¬ματεία, διότι περιλαμβάνει λιγώτερους άπό δσους περιλαμβά¬νει ή Χριστιανική Γραμματεία καί περισσότερους άπό όσους ή Πατρολογία, άφοΰ οί έκκλησιαστικοί συγγραφείς δέν είναι δλοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι. 'Εμείς, εκτιμώντας τήν παρα¬πάνω πραγματικότητα, προτιμήσαμε τόν δρο Πατρολογία γιά τούς εξής λόγους καί μέ τις εξής προϋποθέσεις :
α. Μας ένδιαφέρουν άπό τήν όλη χριστιανική γραμμα¬τεία πρωτίστως οί Πατέρες καί Διδάσκαλοι καί τά έργα τους.
β. Άπό τόν καίριο σκοπό τοΰ βιβλίου, πού είναι οι Πατέ¬ρες καί Διδ., πρέπει νά έξαχθή καί ό τίτλος του.
γ. Οί Πατέρες είναι κατά κανόνα οί στυλοβάτες καί τής δλης Χριστιανικής Γραμματείας, τήν όποία συνεξετάζομε.
δ. Κάτω άπό τόν τίτλο Πατρολογία μπορούμε νά δώσωμε καί δίδομε τό όλικό πού άφορά στήν όλη χριστιανική Γραμ¬ματεία. Άπό μία έποψη δηλαδή, άν δέν έπιθυμούσαμε νά ύπογραμμίσωμε τήν έξαιρετική σημασία τών Πατέρων καί άν δέν θέταμε θεολογικά κι έκκλησίολογικά κριτήρια στή θεώρηση τής ύλης μας, θά μπορούσαμε άνετα νά χρησιμο- ποιήσωμε τόν τίτλο ((Χριστιανική Γραμματεία)) ή (C Αρχαία Χριστιανική Γραμματεία)
Μετά άπ' όσα προηγήθηκαν στήν «Εισαγωγή» μας μποροϋμε νά δώσωμε σύντομο καί όπωσδήποτε συμβατικό καί περιγραφικό ορισμό τής Πατρολογίας:
Πατρολογία είναι ή θεμελιώδης θεολογική έπιστήμη πού έρευνα καί άξιολογεϊ κριτικά, μέ θεολογικές προϋποθέσεις (άλλά χωρίς προκαταλήψεις) καί μέ τή βοήθεια κάθε άναγ- καίας έπιστημονικής μεθόδου, τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τής Εκκλησίας. Συγχρόνως όμως, έρευνα καί άξιολογεϊ όλους τούς μεταποστολικούς χριστιανούς συγγραφείς καί τά παντός είδους χριστιανικά έργα (προσωπικά, συλλογικά, ά- νώνυμα, ψευδεπίγραφα, άπόκρυφα, ποιητικά).
Ή Πατρολογία δέ ώς έγχειρίδιο άποτελεΐ τόν πιστό κα¬θρέπτη ή τή σύνοψη τής όλης πατρολογικής έρευνας.

Σελίδες 88 - 90 

3 Η ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΟΛΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

$
0
0




3 Η ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΟΛΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Άφοΰ οι Πατέρες άποτελοΰν τή γνησιώτερη έκφραση τής θεολογίας τής Εκκλησίας, έπεται ότι ό τρόπος μέ τόν όποιο θεολογούσαν είναι καί ό γνησιώτερος, αύτός πού κυ¬ρίως άρμόζει στή φύση τής 'Εκκλησίας. Συχνά οί Πατέρες χαρακτηρίζονται π.χ. ώς έρμηνευτές τής Γραφής, ιστορικοί τής Εκκλησίας ή τών θεολογικών διαμαχών, ιστορικοί τών αιρέσεων, δογματικοί καί άντιρρητικοί. Ή άλήθεια όμως είναι ότι κάθε Πατήρ—τό τονίσαμε πολλές φορές—άντιμε- τώπιζε βασικά τή θεολογική κρίση τής έποχής του καί οι¬κοδομούσε τούς πιστούς. Δέν είχε σκοπό τήν έρμηνεία, τήν ιστορία ή τή δογματική. Άλλά πρός έπιτέλεση τοΰ έργου του χρησιμοποιούσε ώς θεμέλιο άσφαλές τή Γραφή, άναλύοντάς την, έρμηνεύοντάς την, πρός διαλεύκανση ειδικού θεο¬λογικού θέματος ή πρός οικοδομή γενικά τών πιστών.
Μέ τόν ίδιο τρόπο οί Πατέρες έπεξεργάζονταν τή θεολογική προσφορά τών προγενέστερων Πατέρων, έπιχειροΰσαν ύπο- τυπώδη σύνθεση τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας. Μέ κέντρο κάποιο επίμαχο έποχικό πρόβλημα εξέφραζαν μέ τά γλωσσι¬κά καί φιλοσοφικά μέσα ή μέτρα τής έποχής τή θεολογία τους, άλλά δέν είχαν ποτέ σκοπό νά συντάξουν δογματική, όπως γνωρίζομε αύτή σήμερα. Επίσης οί Πατέρες έγραψαν πρός άνατροπή τής θεολογίας τών κακοδόξων καί αιρετικών τής έποχής τους, άλλά δέν έκαμαν ποτέ κύριο έργο τους τήν ανατροπή όλων τών προγενέστερων αιρέσεων, διότι αύτές είχαν ήδη άνατραπή. 'Αντιρρητικό καθαρά έργο άσκησαν ώρισμένοι μόνο έκκλησιαστικοί συγγραφείς (π.χ. ό Έπιφάνιος Σαλαμίνας Κύπρου + 403) πού έδωσαν περιληπτικά τά έπι- χειρήματα τών παλαιοτέρων θεολόγων, μέ τά όποια έδειξαν τήν κακοδοξότητα τών γνωστών πλέον αιρέσεων. 'Ακόμη τό γεγονός ότι ό 'Αθανάσιος άσχολήθηκε μέ τήν ιστορία τών συνόδων τής έποχής του, δέ σημαίνει ότι σκοπό είχε νά καλλιεργήση τήν ιστοριογραφία. Σκοπό είχε νά παρουσιάση διά τών πραγματικών γεγονότων τήν άλήθεια, γι' αύτό καί είναι θεολόγος παρά τήν προσφυγή του στήν έξιστόρηση. Ιστοριογράφοι ήσαν ό Εύσέβιος Καισαρείας, ό Σωζομενός καί άλλοι, πού δέν είναι όμως Πατέρες καί Διδάσκαλοι.
Ή φύση τής θεολογίας τών Πατέρων μας ύποχρεώνει νά τή θέσωμε στό κέντρο τής όλης θεολογίας, διότι άποτελεΐ κυριολεκτικά τή συνείδηση τής 'Εκκλησίας, τήν Τδια τήν πορεία καί τή ζωή τής 'Εκκλησίας. Οί σημερινοί κλάδοι τής θεολογικής έπιστήμης, όπως ή Δογματική, ή Ποιμαντική, ή 'Εκκλησ. 'Ιστορία, ή 'Ερμηνευτική, ή 'Ομιλητική, ή Ιστορία Δογμάτων δέ φωτίζουν ούτε όρίζουν τήν Πατρολογία, άλλά αύτοί φωτίζονται ή όρίζονται άπό τήν Πατρολογία. Καί τοΰτο διότι τό πάν στό χώρο τής 'Εκκλησίας δημιουργήθηκε διά τών Πατέρων, διότι ό θεός δημιουργεί καί κατευθύνει τήν 'Εκκλησία μέσω τών εκλεκτών αύτών όργάνων του. Είναι αύ- τονόητο λοιπόν ότι, έάν κανείς θέλη νά γνωρίση όρθά ό,τι σπουδαίο συντελέσθηκε στό χώρο τής 'Εκκλησίας, πρέπει άπαραίτητα νά γνωρίση τούς Πατέρες, τούς όποιους μελετά ή Πατρολογία. Αύτός είναι ό λόγος γιά τόν όποιο ή Πατρο¬λογία βρίσκεται στό κέντρο τής όλης θεολογικής έπιστήμης. Έάν αύτή έργάζεται σωστά, τότε γίνεται είδος πηγής γιά όλους τούς θεολογικούς κλάδους. Ή Πατρολογία πρέπει νά άναλύη διεξοδικά καί νά έρμηνεύη τούς Πατέρες όρθά (θεο¬λογία, μέθοδο...), ώστε ό έρμηνευτής, ό δογματικός, ό ίστο- ρικός, ό έρευνητής τής ποιμαντικής, δ κατηχητής και ό Ιερα¬πόστολος νά έχουν στή διάθεσή τους τή θεμελιώδη καί γνή¬σια Παράδοση, στήν όποία στηριζόμενοι νά προχωρήσουν τυχόν σέ νέες θεολογικές προσπάθειες, άνάλογα μέ τις συν¬θήκες καί τά δεδομένα τής έποχής τους. Ή διαδικασία καί θεώρηση αύτή εξασφαλίζει τή δυναμική συνέχεια τής Παρα¬δόσεως. "Οσο οί Πατέρες θά έκτιμοΰνται κατά τόν τρόπο αύτό καί όσο ή Πατρολογία θά πετυχαίνη τήν όρθή έρμηνεία τους, τόσο γνησιώτερη καί δυναμικώτερη όρθοδοξία θά έχωμε σέ όλες τις εκφάνσεις καί μορφές τής θεολογίας μας
Έν τούτοις δ απολογισμός τών πατρολογικών ερευνών σέ άναφορά μέ τά παραπάνω είναι σχεδόν άπογοητευτικός. Ή πατρολογία έ'χει γίνει σέ βαθ¬μό επικίνδυνο έπιστήμη κυρίως ίστορικοφιλολογική, γεγονός πού τήν έμπο- δίζει νά διαδραματίση πρωτεύοντα ρόλο στό χώρο τών θεολογικών έξελίξεων. Λησμονείται ότι δσο ή θεολογία δέν εμπνέεται άπό τις τολμηρές καί συγκλο¬νιστικές πτήσεις τών Πατέρων, θά έκλαμβάνη ώς γενναία θεολογικά βήματα ποικίλες διανοητικές επεξεργασίας, θά ύπερτιμά τά θύραθεν φιλολογικοφιλο- σοφικά επιτεύγματα, θά επηρεάζεται άπό αύτά σέ βαθμό επικίνδυνο, θά μέ¬νη μικρή καί δειλή, θά μεταβάλλεται σέ σχολαστικισμό κι ας θέλη νά έμφανί- ζεται προοδευτική καί τολμηρή.
Θά μπορούσαμε νά ύποστηρίξωμε οτι τό μεγαλύτερο κακό, πού έ'γινε στήν Πατρολογία άπό τά μέσα τοΰ περασμένου αίώνα, είναι δτι τήν καλλιέρ¬γησαν ώς έπιστήμη κυρίως ίστορικοφιλολογική, δπως άποδεικνύουν άκόμγ^ καί οί τίτλοι τών σχετικών εγχειριδίων.

Σελίδες 86 - 88

2. ΟΡΙΑ

$
0
0



2. ΟΡΙΑ

Τά όρια τής Πατρολογίας συζητήθηκαν πολύ καί οί δυ¬τικοί θεολόγοι κατέληξαν στό συμπέρασμα ότι τήν περίοδο τής Πατρολογίας κλείνει στή μέν Δύση ό Γρηγόριος ό Μέγας (+604) ή ό 'Ισίδωρος Σεβίλλης (+636), στή δέ 'Ανατολή ό 'Ιωάννης Δαμασκηνός (4-749). 'Υπήρχαν όμως καί αύστηρότεροι πατρολόγοι (π.χ. Η. Fr. von Campenhausen, Die griechischen Kirchenvater, Stuttgart 1956, σ. 12) πού προσάπτουν τήν κατηγορία τής παρακμής καί τής σχολαστικότητος σέ όσους Πατέρες έγραψαν μετά τόν Δ' (όχι μόνο μετά τό Ζ') αιώνα κι έπομένως κλείνουν ούσιαστικά τά όρια στό τέλος τοΰ Δ' ή τις άρχές τοΰ Ε' αίώνα. Ή θεώρηση αύτή μαρτυρεί άποσύνδεση τών Πατέρων άπό τήν Εκκλησία καί άρ- κετή άγνοια τοΰ τί είναι Πατήρ καί Διδάσκαλος. Τό τελείως ιδιαίτερο στον Πατέρα καί Διδάσκαλο είναι ό κατ' έξοχήν φω¬τισμός του άπό τό άγιο Πνεΰμα καί ή συμβολή του πρός
άντι- μετώπιση μεγάλης θεολογικής κρίσεως στούς κόλπους τής 'Εκκλησίας. Τά δύο όμως καίρια στοιχεία, ό φωτισμός καί ή κρίση, υπάρχουν άνεξάρτητα άπό έποχές. Ή θεολογική κρί¬ση πού θέτει σέ κίνδυνο τή σωτηρία τών πιστών μπορεί νά άνακύψη σέ κάθε έποχή, όπως κι έγινε. Τά προβλήματα στό χώρο τής άληθείας διαδέχονταν τό ένα τό άλλο. Τόν Ε' αϊ.: τό πρόβλημα τής σχέσεως τών δύο φύσεων στό Χριστό. Τόν ΣΤ' αίώνα: πρόβλημα σχέσεως τών δύο ενεργειών καί θελή¬σεων τοΰ Χριστού. Τόν Η' αιώνα: πρόβλημα σχέσεως ιερών εικόνων καί θείων προσώπων ή άγίων. Τόν Θ' αίώνα: τό πρό¬βλημα τής σχέσεως διδασκαλίας καί έθίμων, ώς καί περί άγ. Πνεύματος (Φώτιος-Filioque). Τόν ΙΑ' αίώνα: πρόβλημα ένώ- σεως Θεοΰ καί άνθρώπου ή πρόβλημα θεώσεως. Τόν ΙΔ' αί¬ώνα: τό πρόβλημα τοΰ τί είναι ή ένέργεια τοΰ Θεοΰ, είς τήν όποία μετέχει ό άνθρωπος, άκτιστη κι άΐδια ή κτιστή ;
Στήν άπόλυτα συγκεκριμένη καί ιστορικά παρακολουθή- σιμη αύτή προβληματολογία άντιστοιχοΰν γνωστοί μεγάλοι θεολόγοι, πού μέ τό έργο τους συνέβαλαν στήν όρθή άντιμε- τώπιση τών προβλημάτων, φανερώνοντας άνάλογα μέ τήν περίπτωση ηύξημένη έμπειρία τής άληθείας, ή όποία εξασφά¬λιζε τή σωτηρία. Στήν πορεία δέ τής Εκκλησίας δέν έχομε κάποια έποχή πού, ενώ προέκυψε σπουδαίο πρόβλημα σχετικό μέ τή σωτηρία, δέν άνέδειξε τό άγιο Πνεΰμα ένα εκλεκτό σκεΰος, μέσω τοΰ όποιου θά λυνόταν τό θέμα. Παρατηροΰμε δηλαδή ότι ή παρουσία τών Πατέρων είναι άποτέλεσμα τής πνευματικής άδυναμίας τοΰ πτωτικού άνθρώπου καί τής έπεμ- βάσεως τοΰ Θεοΰ. "Οταν έπομένως θά λείψη ή άδυναμία τοΰ άνθρώπου καί όταν ό Θεός θά παύση νά όδηγή τόν άνθρω¬πο στήν άλήθεια, τότε θά λείψουν καί οί Πατέρες. Όσο λοιπόν ή Εκκλησία θά είναι ιστορία, θά έχη Πατέρες. "Αρα ή Πατρολογία δέν έχει όρια στήν Ιστορία, όπως δέν έχει όρια καί ή Παράδοση τής 'Εκκλησίας. Καί δέν μπορεί νά έχη όρια ή Παράδοση άκριβώς, διότι οί Πατέρες δέν είναι μόνο γνήσιοι φορείς της, άλλά καί δημιουργοί της, δυναμικοί συνεχιστές.
Ή μή όρθή όμως κατανόηση τής διαδικασίας αύτής, άκό¬μη καί άπό μέρους πολλών όρθοδόξων πατρολόγων, ώδήγησε στήν άποψη ότι στίς μετά τόν Ε' αίώνα εποχές παρατηρείται άπουσία τής πρωτοτυπίας καί τής πνευματικής δυνάμεως, τήν όποία γνωρίσαμε στούς προηγούμενους αιώνες. Άλλά ή πρωτοτυπία καί ή δύναμη τοΰ πνεύματος είναι φαινόμενα σχετικά. Ή Εκκλησία δέν ένδιαφέρεται γιά πρωτοτυπία, ένδιαφέρεται μόνο γιά τήν άλήθεια καί άρκεΐται σ' αύτή. Άλλωστε καί οί Πατέρες τοΰ Δ' αιώνα ήσαν πρωτότυποι μό¬νο σέ ώρισμένες άπόψεις ή σέ ώρισμένα θέματα σχετικά μέ τήν κρίση τής έποχής.
Κατά τά άλλα, στό μέγιστο μέρος τοΰ έργου τους, καί οί έπιφανέστεροι Πατέρες τοΰ Δ' αίώνα ήσαν φορείς τής διδα¬σκαλίας τής Εκκλησίας, μετέδιδαν μέ τρόπο δυναμικό ό,τι είχαν παραλάβει ώς γνήσια έκφραση τής άληθείας. Έάν δέν έκαναν αύτό δέν θά ήσαν Πατέρες. Επομένως ή έπανάληψη καί ή παρουσίαση μέ σύγχρονο τρόπο τής ήδη γνωστής δι¬δασκαλίας δέ χαρακτήριζε μόνο τούς Πατέρες μετά τόν Ε'αί. άλλά κατ' άνάγκην καί τούς προηγούμενους. "Οπως π.χ. ό Μάξιμος (+662) επαναλάμβανε τούς Καππαδόκες ή ό Δαμα¬σκηνός (+749) τό Μάξιμο ή ό Γρηγόριος Παλαμάς ( + 1359) όλους, έτσι καί οί Καππαδόκες επαναλάμβαναν τόν Αθανά¬σιο, άκόμη καί τόν Ώριγένη.
Υπάρχει όμως ένα σοβαρό στοιχείο πού εισάγει διάκριση όχι στούς Πατέρες τών διαφόρων έποχών, άλλά στίς έποχές καθεαυτές. Τό στοιχείο τοΰτο είναι ή συχνότης τών κρίσεων τής Εκκλησίας. Κατά τό Β' ή τόν Δ' αιώνα δηλαδή έμφανί- σθηκαν περισσότερα κρίσιμα καί ίσως έντονώτερα προβλή¬ματα στούς κόλπους τής 'Εκκλησίας άπό όσα παρουσιάσθηκαν τόν ΣΤ' ή τόν Ζ' ή τόν θ' αίώνα. Στό χώρο τής θεολογίας εί¬ναι πολύ φυσικό νά εϊπωμε : ή συχνότης τών Πατέρων καί Διδασκάλων μιας έποχής είναι ανάλογη μέ τή συχνότητα τών θεολογικών κρίσεών της. Επομένως μετά τόν Ε' αίώνα άπλώς έχομε λιγώτερους Πατέρες καί Διδασκάλους. Έάν δεχθοΰμε άλλη διάκριση μεταξύ τών Πατέρων, ύποτιμώντας τούς με¬ταγενέστερους, τότε σημαίνει ότι: α) δέν έκτιμοΰμε ορθά τή σημασία τής κρίσεως πού δρα σάν άφορμή γιά τήν έμφά- νιση τών Πατέρων, β) διαβαθμίζομε άνεπίτρεπτα τό φωτισμό τοΰ Πνεύματος στούς Πατέρες διαφόρων έποχών, γ) ύποτι- μοΰμε τή σημασία τών αιρέσεων μετά τόν Ε' αίώνα, δ) χρησι¬μοποιούμε πρός κατανόηση τών Πατέρων κριτήρια φιλοσο¬φικά, άφοϋ τούς άξιολογοΰμε βασικά μέ μόνο τό κριτήριο τής πρωτοτυπίας (τό όποιο μάλιστα ένώ ύπάρχει άδυνατοΰμε νά τό άναγνωρίσωμε).
Θά τελειώσωμε μέ τό Γρηγόριο Θεολόγο:
Μιλώντας γιά τόν 'Αθανάσιο, λέγει δτι, ένεκα τών προβλημάτων, τά ό¬ποια δημιούργησε ή κοσμολογική θεολογία τοΰ 'Αρείου, ό ιερός Πατήρ «έν- εβλήθη κατά καιρόν» (Λόγος ΚΑ' 7, PG 35, 1089Α) εις τόν κόσμο, είς τήν Έκκλησίαν, καί «τήν νόσον έστησεν» (ί.ά. 14, PG 35, 1096C). Οί άνδρες πού διαδραμάτισαν τό ρόλο αύτό στήν Εκκλησία ήσαν πολλοί. Ή Εκκλησία δπως εϊχε στό παρελθόν έτσι καί στό μέλλον θά έχη τούς «μεγάλους» άνδρες της. Τούς Πατέρες καί Διδασκάλους της : «Πολλών γάρ όντων ήμΐν καί με¬γάλων, ού μεν οΰν ε mot τις άν ήλίκων και δσων ών ε κ θ ε ο ΰ έχο¬με ν τ ε κ αί $ξομ εν » (έ.ά. 1, PG 35, 1084Α).

II. ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ - ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΔΟΜΗ, ΟΡΙΑ, ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΥΛΗΣ

$
0
0



II. ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ


ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΔΟΜΗ, ΟΡΙΑ, ΟΡΙΣΜΟΣ  ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΥΛΗΣ 

1. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΟΜΗ

Είναι άνάγκη νά τονίσωμε δτι έδώ ύπό τόν δρο «Πατρολογία δέν έννοοΰμε μόνο τό έγχειρίδιο τής Πατρολογίας, πού άποτελεΐ μόνο Εισαγωγή στήν Πατρολογία, άλλά τήν δλη έρευνα, ή όποία σχετίζεται μέ τούς Πατέρες καί τούς έκκλησιαστικούς συγγραφείς.
'Αντικείμενο τής Πατρολογίας είναι κάθε είδους κείμενο πού γράφηκε μετά τούς 'Αποστόλους στό χώρο τής 'Εκκλησίας, γιά νά έκφραση τήν έμπειρία, τή σκέψη, τά συναισθήματα, τις έλπίδες, τά όνειρα, τις άγωνίες καί αύτές τις άπογοητεύσεις τών πιστών. 'Από τόν κύκλο τοΰτο δέν εξαιρούμε τά άπόκρυφα, τά άνώνυμα ή τά συλλογικά έργα, τά κείμενα τών αιρετικών καί μάλιστα μερικών γνωστικών καί έθνικών φιλοσόφων πού έπέδρασαν στή σκέψη τών έκκλησιαστικών συγγραφέων.

Ή αναφορά στούς αιρετικούς, τούς γνωστικούς καί τούς φιλοσόφους διευκολύνει ώς Ινα βαθμό τήν κατανόηση τών Πατέρων καί έκκλησ. συγγραφέων, άφοΰ μάλιστα οί τελευταίοι συχνά έγραφαν γιά νά άπαντήσουν στούς πρώτους, δηλ. στά προβλήματα πού δημιουργούσε ή παρουσία τους. "Ετσι μποροϋμε νά ποΰμε οτι ό Ειρηναίος π.χ. δέν κατανοείται χωρίς προηγούμενη γνώση τοΰ γνωστικού Ούαλεντίνου, οί άλεξανδρινοί θεολόγοι χωρίς τήν έρμηνευτική τοΰ ιουδαίου Φίλωνα, ό 'Αθανάσιος χωρίς τήν άνάλυση της θεολογίας τοΰ 'Αρείου καί οί Καππαδόκες χωρίς τή φιλοσοφία τοΰ Πλω-τίνου. Βεβαίως ή Πατρολογία δέν πρέπει νά μεταβληθή σέ ΕΙοαγωγη στίς ΑΙ- ρέσεις ή στον Γνωστικισμό ή στή Φιλοσοφία' άλλά καί δέν Οά κατορθώση νά έπιτύχη τόν σκοπό της χωρίς τή σύνδεση της μέ τις γραμματείες αύτές, στίς όποιες θά γίνεται μόνο ή άπαραίτητη άναφορά.
'Από τούς έξωεκκλησιαστικούς συγγραφείς λοιπόν καί τά κείμενά τους έξετάζεται ό,τι συμβάλλει στήν κατανόηση τών Εκκλησιαστικών άνδρών καί κειμένων.
Περισσότερο συγκεκριμένα ό πατρολόγος καθήκον έχει:
Νά έπισημάνη και νά προσέγγιση τον συγγραφέα, κατα-νοώντας τον είς τό περιβάλλον, οπού έζησε και γιά τό όποιο έγραψε, και έκθέτοντας τά παντός είδους βιογραφικά στοι¬χειά του.
Νά έπισημάνη τά πρός μελέτη έργα.
Νά βεβαιωθή γιά τή γνησιότητά τους ή μή.
Νά έπεξεργασθή τήν κριτική τους έκδοση ή έπανέκδοση μέ βάση τή χειρόγραφη παράδοση καί τή σχετική φιλολο¬γική μέθοδο.
Νά άναλύση φιλολογικά τό κείμενο του (γλώσσα, υφος, λογοτεχνικό είδος, ρητορικά σχήματα, δομή, άθησαύριστες λέξεις κλπ.).
Νά άξιολογήση ιστορικά τά στοιχεία τοϋ κειμένου μέ τή βοήθεια καί τής θύραθεν ιστοριογραφίας.
Νά έρμηνεύση καί νά έκτιμήση θεολογικά τό κείμενο.
Άφοϋ δηλαδή συντελεσθή κάθε είδους μή αύστηρή θεολο¬γική έπεξεργασία, οφείλει ό πατρολόγος νά έπιχειρήση τό δυσχερέστερο έργο του: τή θεολογική άποτίμηση τοϋ κειμέ¬νου, τήν όρθή τοποθέτησή του στήν όλη πορεία τής εκκλη¬σιαστικής θεολογίας, τήν άξιολόγησή του σέ σχέση μέ τό σκοπό τοΰ ίδιου τοΰ κειμένου, σέ σχέση μέ τήν ίδιαίτερη συμβολή του στή θεολογία καί σέ σχέση μέ τά προγενέστερα σύγχρονα ή παρόμοια έργα άλλων συγγραφέων.
Τοΰ πατρολόγου ή έρευνα επομένως μπορεί νά είναι θεο¬λογική καί συγχρόνως φιλολογική, ιστορική, κοινωνιολο¬γική, φιλοσοφική, άγιολογική, λαογραφική κλπ. Μπορεί νά είναι όλα αύτά, άλλά μπορεί καί νά είναι μόνο ιστορική ή μόνο φιλολογική, άνάλογα μέ τήν προτίμηση καί τά προσ¬ωπικά ένδιαφέροντα τοΰ ερευνητή, χωρίς νά παύη νά είναι πατρολογική. Έάν όμως ό έρευνητής δέν έρευνα μέ θεολο¬γικές προϋποθέσεις (όχι προκαταλήψεις) τό έκκλησιαστικό κείμενο, τότε φυσικά ή έρευνα είναι απλώς φιλολογική, ιστορική... καί όχι πατρολογική.
Τό δύσκολο έργο του έπιτελεΐ ό πατρολόγος μέ τή βοή¬θεια έπιστημών και έπιστημονικών μεθόδων, όπως τής Ιστο¬ρίας, τής φιλολογίας, τής παλαιογραφίας, τής λαογραφίας, τής έπιγραφικής, τής παπυρολογίας, τής φιλοσοφίας, τής κοινωνιολογίας καί κάθε άλλης έπιστήμης, ή όποία θά συν¬έβαλε στήν έπιτυχία τοϋ σκοποΰ του. "Οπως ό πατρολόγος δέν πρέπει νά λησμονή ποτέ τό κύριο έργο του, πού είναι ή θεολογική έρμηνεία καί άξιόλογηση τής ίδιαίτερης προσφο¬ράς ένός συγγραφέα, έτσι πρέπει νά έκμεταλλεύεται καί τήν παραμικρή βοήθεια πού τοΰ προσφέρει όποιαδήποτε θύρα¬θεν έπιστήμη.
e Υπογραμμίζομε όμως ότι ή παραπάνω έρευνα κι έργα- σία, πού γίνεται σέ είδικές πατρολογικές μελέτες, δέν μπορεί νά γίνη καί σ' ένα έγχειρίδιο Πατρολογίας, τό όποιο τελικά είναι εισαγωγή, όργανο, εργαλείο έπιστημονικό. Στό έγχει¬ρίδιο έχομε βασικά τις τελικές γιά πρόσωπα καί κείμενα έκτι- μήσεις κι έρμηνεΐες μαζί μέ σύντομη βιβλιογραφία. Ή με¬λέτη τών έπί μέρους προβλημάτων έχει προηγηθή (όσο τού¬το έχει γίνει) καί μένει νά δοθοΰν στό έγχειρίδιο γενικές δια¬τυπώσεις καί συμπερασμοί. Τοΰτο σημαίνει ότι ό θεμελιώ¬δης χαρακτήρας τοΰ έγχειριδίου πρέπει νά είναι θεολογικός. Διότι, ένώ παραθέτει φιλολογικά καί ιστορικά στοιχεία, έπι- θυμεΐ κυρίως νά δώση τήν όρθή θεολογική έρμηνεία τοΰ συγ¬γραφέα καί τοΰ έργου του στό χώρο τής 'Εκκλησίας. Έάν παύ¬ση νά είναι θεολογικός ό χαρακτήρας τής Πατρολογίας, τό¬τε ή ίδια χάνει τήν ταυτότητά της, τόν προσανατολισμό της, δηλαδή έκκοσμικεύεται, γίνεται θύραθεν έπιστήμη μέ πλή¬ρη άδυναμία νά έρμηνεύση θεολογικά τά επιτεύγματα τών Πατέρων. Ή έρμηνεία αύτή άπαιτεΐ ώρισμένες προϋποθέσεις ομόλογες καί ανάλογες πρός αύτό πού είναι οί Πατέρες καί ή 'Εκκλησία.
Σπουδαίοι έρευνητές πατρολόγοι τοΰ τέλους τοΰ περα¬σμένου καί τών άρχών τοΰ παρόντα αιώνα, όντας όπαδοί τοΰ ίστορισμοΰ (Historismus), μετέτρεψαν μέ τούς συνε¬χιστές καί όμοϊδεάτες τους ώς ένα βαθμό τήν Πατρολογία σέ κοσμική έπιστήμη, πού γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια σχετι¬κή μέ τούς Πατέρες, χωρίς δμως νά εισέρχεται στό πνεΰμά τους, τό όποιο συχνά παρερμήνευε, καί περιφρονούσαν ή δέν έκτιμούσαν καί σάν άποτέλεσμα τής δράσεως τοΰ άγίου Πνεύματος χάριν τής σωτηρίας τοΰ άνθρώπου. Στήν τάση αύτή, πού είναι άποτέλεσμα καί τής άρχής sola Scriptura, όφείλεται τό γεγονός ότι σήμερα παρά τό έντονο ενδιαφέρον γιά τούς Πατέρες οί μεγάλοι αύτοί άνδρες άντιμετωπίζονται συνήθως σάν έξαιρετικοί συγγράφεις καί σπάνια σάν όργα¬να τοΰ Πνεύματος πρός εύρύτερη καί πληρέστερη φανέρωση τής θείας άληθείας. Ή κατάσταση αύτή άποδεικνύει ότι σή¬μερα ή Πατρολογία δέ βρίσκεται στον άληθινό της δρόμο, ότι ένώ έχομε πολλές έρευνες γιά τούς Πατέρες δέν έχομε Πα¬τρολογία ή όταν τήν έχωμε είναι άτροφική.

Σελίδες 80 -83 

IV. ΟΙ ΘΥΡΑΘΕΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

$
0
0


IV. ΟΙ ΘΥΡΑΘΕΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Ή σκέψη και ή θεολογία τών Πατέρων αποτελεί κεραυνό έν αιθρία στο πνευματικό κλίμα τής έποχής, άν βέβαια έξαιρέση κανείς άπό αύτό τήν Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Τούτο όφείλεται στον άποκαλυπτικό κυρίως χαρακτήρα τής πατερικής θεολογίας. Πρέπει δμως νά άναγνωρίσωμε δτι παρά ταύτα, φέρει στήν πορεία της καί τήν έξέλιξή της έκτυπη τήν έπί- δραση πνευματικών παραγόντων ξένων πρός αύτήν ούσιαστικά. Άκόμη περισσότερο, ή πατερική θεολογία είναι δημιούργημα μέ άφορμή ώς ένα βαθμό τούς παράγοντες αύτούς. Τό θύραθεν πνευματικό κλίμα γίνεται πολλές φορές ή άφορμή τής πατερικής θεολογίας καί τής δανείζει μορφές, γλώσσα, έκφραστική δυνατότητα. Αύτονόητο λοιπόν είναι δτι σύντομη εισαγωγή στούς παράγοντες αύτούς θά εύκολύνη τήν παρακολούθηση τής πατερικής θεολογίας, πού θ' άκολουθήση κατά χρονολογική καί μόνο σειρά. Οί παράγοντες αύτοί είναι ή θρησκεία, ή φιλοσοφία καί οί αιρέσεις.


I. ΘΡΗΣΚΕΙΑ

α) 'Ιουδαϊσμός.
"Αν δέ διακρίναμε Παλαιά Διαθήκη καί 'Ιουδαϊσμό θά ήταν περιττό νά κάνω με ειδικό λόγο εδώ. Ή πατερική θεολογία δέν έχει άπλώς τήν επίδραση τής ΠΔ, άλλά συνιστά τήν άνάπτυξή της, τή συνέχειά της, είναι στήν ούσία της παλαιόδιαΟηκική. Ό δρος ιουδαϊσμός εκφράζει περισσότερο τόν τρόπο μέ τόν όποιο κατάλαβαν τήν ΠΔ οί έβραΐοι, εκφράζει τόν τρόπο μέ τόν ό¬ποιο αύτοί έζησαν τό περιεχόμενο της στή λατρευτική τους ζωή, στήν κοι¬νωνική τους οργάνωση, στή φιλολογία ή στά ήθη καί τά έθιμα, στήν ποίηση καί τά άποφθέγματα (πιρκέ' Αβώθ=Κεφάλ. πατέρων). Τόν ιουδαϊσμό αύτό άν- τικατοπτρίζουν τό Ταργούμ, τό Ταλμονδ, τά Midhras, τά ποικίλα ραββινικά έργα, ή σχετική μέ τό Νόμο του Μωυσή φιλολογία (νομική) του Β' καί Γ' π.Χ. αι., τά άπόκρυφα τής ΠΔ, τά υπομνήματα στά βιβλία γενικά τοΰ Μωυ¬σή, καθώς καί στά έ'ργα μεταγενέστερων άλλά επιφανών ιουδαίων, δπως π.χ. τοΰ Φίλωνα (+45 μ.Χ.).
*Η ΠΔ κυρίως, άλλά και ό Ιουδαϊσμός, υπήρξαν τό λίκνο, στους κόλ¬πους τών δποίων γεννήθηκε ή Εκκλησία, ή δποία φυσικά άνέπνευσε τό κλί¬μα τοΰτο και έζησε μέ αύτό τουλάχιστο μέχρι τά μέσα τοΰ Β' αϊ. Τά πρώτα χριστιανικά κηρύγματα καί άρα ή πρώτη θεολογία άκούσθηκαν μέσα σέ συν¬αγωγές, τά μέλη τών οποίων έπρεπε νά άκούσουν τήν πνευματική τους γλώσ¬σα, γιά νά καταλάβουν τό μυστήριο τοΰ Χριστοΰ. 'Αρκεί σύντομη άνάγνωση τής Επιστολής τοΰ Κλήμεντα Ρώμης πρός Κορινθίους γιά νά διαπιστώση κανείς τά παραπάνω. Οί πρώτοι μεταποστολικοί συγγραφείς τής Εκκλη¬σίας — καί άρα ή Εκκλησία — θεολογοΰσαν ώς ένα βαθμό μέ τις προϋπο¬θέσεις τής Π Δ καί τοΰ παλαΐστινοΰ ίουδαϊσμοΰ, κάτι πού ώδήγησε πολλούς ερευνητές νά ομιλούν περί θεολογίας Εουδαιοχριστιανικής. Άλλα τοΰτο εί¬ναι μία γενίκευση πού δέ δικαιώνεται άπό τήν πραγματικότητα. Στίς πε¬ριπτώσεις άλλωστε μεγάλων θεολόγων της πρώτης μεταποστολικής έποχής έχομε άκριβώς τήν άπόλυτη άπελευθέρωση άπό τόν ιουδαϊσμό. Παράδειγμα, ό 'Ιγνάτιος 'Αντιοχείας.
"Ο,τι πρέπει νά σημειώσωμε άκόμα είναι δύο άλλοι δρόμοι διά τών ό¬ποιων υποστηρίζεται βτι επέδρασε δ ιουδαϊσμός στή διαμόρφωση τής εκκλη¬σιαστικής θεολογίας. Πρώτον. Οί παλαιοδιαθηκολόγοι, πού έρευνοΰν- τελευταία μέ ζήλο θαυμαστό μά κι επικίνδυνο τήν τυπολογία καί τήν άλλη- γορία τής ΠΔ, επισήμαναν τις περιπτώσεις εκείνες πού γίνεται στήν ΠΔ λόγος γιά θειες «υποστάσεις» (= δυνάμεις), γιά τό έργο τών άγγέλων καί γιά τή Σοφία. Ή σχετική φρασεολογία τούς βοήθησε νά δοΰν στά κείμε¬να αύτά προσωποποίηση τής θείας δυνάμεως, τών άγγέλων καί τής Σοφίας? κάτι πού θά μποροΰσε νά συνιστά τήν προϋπόθεση τής διακρίσεως τοΰ ένός θεοΰ σέ τρία πρόσωπα, όπως τή συναντάμε στούς έκκλησ. συγγραφείς. Δεί¬γματος χάριν βλ. τά παρακάτω χωρία, πού άνήκουν σέ δευτεροκανονικά πα- λαιοδιαθηκικά έργα (τοΰ ίουδαϊσμοΰ) :
«Έστι γάρ έν αύτή (= στή Σοφία) πνεΰμα νοερό ν, άγιο ν, μονογενές, πολυμερές ...σ α φ έ ς ...φιλάγαθον
...εύεργετικόν ... φιλάνθρωπον,
...π α ν τ ο δ ύ ν α μ ο ν, πανεπίσκοπον
καί διά πάντων χωροΰν πνευμάτων
νοερών καθαρών λεπτοτάτων
...άτμίς γάρ έστι τής τοΰ θεοΰ δυνάμεως
καί άπόρροια της τοΰ Παντοκράτορος δόξης είλι-
...απαύγασμα γάρ έστι φωτός άιδίου    [κ ρ ι ν ή ς
καί έσοπτρον άκηλίδωτον τής τοΰ Θεοΰ ένεργείας
...ούδέν γάρ άγαπα ό Θεός είμήτόν σ ο φ ί συνοικοϋντα»
(Σοφία Σολομώντος 7, 22-29).
«Θεέ πατέρων καί κύριε τοΰ έλέους, ΰ ποιήσας τά πάντα έν λόγω σου
καί τη σοφία σου κατασκευάσας άνθρωπον
...δός μοι τήν τών σών θρόνων πάρεδρον σοφία ν,
...καί μετά σου ήσοφία ή είδυΐα τά έργα σου
καί παροΰσα ο τ ε έποίεις τόν κόσμον
...έ ξαπόστειλον αύτήν έξ άγίων ούρανών
...Ενα συμπαροΰσά μοι κοπιάση
καί γνώ τί εύάρεστόν έστι παρά σοί.
Ο ί δ ε γάρ εκείνη πάντα καί συνίει
καί δδηγήσει με έν ταΐς πράξεσί μου σωφρόνως»
(Σοφ. Σολ. 9, 1-11).
«Έγώ (= ή Σοφία) άπό στόματος Υψίστου έξήλθον καί ώς ομίχλη κατεκάλυψα γήν* έγώ έν ύψηλοΐς κατεσκήνωσα...
π: ρ ό τοΰ αιώνος άπ' άρχής έκτισέ με, καί έως αιώνος ού μή έκλίπω...
έγώ ώς άμπελος βλαστήσασα χάριν...
έγώ μήτηρ τής άγαπήσεως τής καλής...
προσέλθετε πρός με, οί έπιθυμοΰντές μου,
καί άπό τών γεννημάτων μου έμπλήσθητε*
τό γάρ μνημόσυνόν μου ύπέρ τό μέλι γλυκύ
καί ή κληρονομιά μου ύπέρ μέλιτος κηρίον.
Ό ι έσθίοντές με έτι πεινάσουσι
καί οίπίνοντές με έτι διψήσουσιν.
*0 ύπακούων μου ούκ αίσχυνθήσεται
καί οί εργαζόμενοι έν έμοί ούχ άμαρτήσουσι»
(Σοφία Σειράχ 24, 3-22).
Τά δευτεροκανονικά βιβλία τής Π Δ Σοφία Σολομώντος καί Σοφία Σειράχ γράφηκαν τό μέν πρώτο στό τέλος τοΰ Γ', τό δέ άλλο στά μέσα τοΰ Β' αί. π.Χ. καί φέρουν έκτυπη τήν επίδραση τοΰ θύραθεν φιλοσοφικού πνεύ¬ματος καί μάλιστα τοΰ έλληνιστικοΰ. Είς τά ύστερα αύτά κείμενα τοΰ ίουδαϊ¬σμοΰ είναι πράγματι εΰκολη ή προσωποποίηση τής σοφίας καί τοΰ πνεύμα¬τος τής σοφίας, ώστε νά εύρισκώμεθα πλησίον τής Τριάδος, άφοΰ είς αύτά έχομε τό Θεό («παντοκράτορα»), τό Λόγο («σοφία») καί τόν Παράκλητο («πνεΰμα άγιον...»). Ή προσωποποίηση έδώ τής σοφίας καί τοΰ πνεύματος ή καλύτερα ή ύποστασιοποίηση αύτών είναι άποτέλεσμα επιδράσεως έξω- διαθηκικών πηγών καί οπωσδήποτε δέ συνδέεται ούσιαστικά καί άβίαστα ,μέ τήν τριαδική θεολογία. Περισσότερο σέ τέτοιου είδους κείμενα πρέπει
Λίά προσέξωμε φράσεις δπως «άτμίς γάρ έστι της τον Θεον δυνάμεως», «ά- παύγασμα γάρ έστι φωτός άΐδίου» ή «πρό τον αΙώνος άπ αρχής £χτισέ με» κ.ά. Τις φράσεις αύτές χρησιμοποίησε ή μεταγενέστερη θεολογία στήν προσ- πάθειά της νά έκφράση τήν ορθή σχέση Τίοΰ καί Πνεύματος πρός τό Θεό Πατέρα. "Ετσι π.χ. οί λέξεις ιιάπαύγασμα» καί «άτμίς» εϊναι συνήθεις στούς συγγραφείς τοΰ Γ' αι.,δπως ό Ώριγένης (π.χ. Εις Ίερεμίαν, *Ομιλία Θ\ ΒΕΠ 11, 64). καί δ Διονύσιος Αλεξανδρείας ("Ελεγχος και απολογία, ΠΕΠ 17, 243), τούς οποίους έπαναλαμβάνουν ό Μ. Αθανάσιος καί οί Καππαδόκες.
Δεύτερο. Ή επίδραση τοΰ ίουδαϊσμοΰ στούς χριστιανούς συγγρα¬φείς άκολούθησε καί άλλο δρόμο, περίεργο κάπως. Πρόκειται γιά τόν άλε- ξανδρινό ιουδαϊσμό, δπως εϊχε διαμορφωθή στήν κοσμοπολίτικη αιγυπτιακή πρωτεύουσα μέ τή βαθειά επίδραση τοΰ έλληνικοΰ πνεύματος. Καί δέν έννοοΰ¬με άπλώς τή μεγάλη επίδραση τής έλληνικής μεταφράσεως τών Ο' (Έβδομή- κοντά), πού, ενώ στήν άρχή ήταν τό ίερό κείμενο τών *άλεξανδρινών ιουδαίων, οί ίδιοι τό άπέρριψαν ώς βδέλυγμα, δταν άρχισαν νά τό χρησιμοποιοΰν καί οί χριστιανοί ώς ίερό τους βιβλίο μαζύ μέ τήν ΚΔ. Έννοοΰμε κυρίως τό έργο έλληνιστών ίο,υδαίων καΓμάλιστα τοϋ ιουδαίου φιλοσόφου καί σπουδαίου έρμηνευτή Φίλωνα (30 π.Χ. - 45 μ.Χ.), γιά τό έργο τοΰ όποιου γίνεται λό¬γος δπου καί γιά τόν [Κλήμεντα 'Αλεξανδρέα. Έδώ άρκεΐ νά σημειώσωμε δτι δ Φίλων συνιστά τήν πρώτη μεγάλη προσπάθεια γεφυρώσεως τής φιλο¬σοφικής καί τής θρησκευτικής σκέψεως. Χρησιμοποίησε στήν έρμηνεία τήν άλληγορική μέθοδο σέ μεγάλο βαθμό και παρουσίασε ισχυρές μυστικιστικές τάσεις. Ή διάθεση του δμως νά γεφυρώση τήν ΠΔ μέ τήν φιλοσοφική σκέ¬ψη ήταν τόσο ριζική, ώστε κατ' άνάγκην προχώρησε στόν εξελληνισμό τής Π Δ μέ τή βοήθεια τής άλληγορίας, ή όποία έτσι έγινε μέθοδος κατάλ¬ληλη γιά κάθε επιδίωξη. Ή άποψη τοΰ Ίουστίνου δτι στήν Π Δ βρίσκονται πολλές ορθές άντιλήψεις τών ελλήνων φιλοσόφων διατυπώθηκε πρώτα άπό τό Φίλωνα, χωρίς τή γνώση τοΰ όποιου δέν μποροϋμε νά έχωμε όρθή έκτί- μηση τής άλεξανδρινής θεολογίας τοΰ Κλήμεντα ή τοΰ Ώριγένη [{άλληγο- ρία, θεολογία Λόγου κλπ.) ή άκόμη καί τοΰ Γρηγορίου Νύσσης (νηπτική θεολογία, δερμάτινοι χιτώνες κλπ.). Ό άλεξανδρινός λοιπόν ιουδαϊσμός έχει καί μιά άλλη σημασία γιά τήν 'Εκκλησία. "Εγινε [μία οδός μέσω τής οποίας οί θεολόγοι της γνώρισαν καί κάποτε δέχθηκαν τήν έλληνική σκέψη.
Βιβλιογρ.: H.-J. SCHOEPS, Theologie und Geschichte des Judenchristentums, 1949. R.WILDE, The Treatment of the Jews in Greek christ. Writers of the First Three Centurys,Washington 1949. J. DANIELOU, Thiologie du Jud£o - christianisme, Paris 1958. B.WERNER, The sacred bridge. The interdependence of liturgy and mu¬sic in Synagogue and CAmrch during Uie iirst mWlefimm, London 1953. G. SCHO- LEX, Jewish Gnosticism, Merkabah mysticism and Talmudic Tradition, New York 1960. L. GOPPELT, Les origines de Γ 6glise. Christianisme et judaisme aux deux premiers sifccles, Paris 1961. M. SIMON, Verus Israel, •1964.
Βλέπε έκτενέστερη βιβλιογραφία στο κεφάλαιο «Φιλολογικά εΐδη...» παράγραφο «' Απολογία».
β) 'Ελληνική, ρωμαϊκή καί Ανατολική θρησκεία.
Ή έλληνική θρησκεία στίς ποικίλες μορφές της είχε κυριολεκτικά δια¬ποτίσει τό γνωστό ελληνιστικό χώρο, στούς κόλπους τοϋ οποίου άναπτύχθη- κε ό χριστιανισμός. Ή άνάγκη τοΰ άνθρώπου νά λύση τά φοβερά προβλή¬ματα πού πιέζουν τό στήθος του βρήκε τις ύψηλότερες καί βαθύτερες εκ¬φράσεις του σέ δ,τι όνομάζομε γενικά έλληνική θρησκεία. Οί έλληνες παρα¬μέρισαν γρήγορα τό άφελές καί ειδυλλιακό δωδεκάθεο τοΰ 'Ολύμπου. Ή τραγικότης, τό φώς, τό δντως "Ον, ύπήρξε ή μοϊρά τους. Ή άνάγκη νά γνω¬ρίσουν τόν έαυτό τους, τόν κόσμο, τόν προορισμό τους, ώδήγησε αύτούς στή δημιουργία θρησκευτικών μορφών πάθους καί φωτός, σέ θρησκευτικές μορ¬φές έρμηνείας καί λυτρώσεως. Τά ελευσίνια μυστήρια, τά ορφικά καί ή λα¬τρεία τοΰ Διονύσου, εκφράζουν τήν άναγωγή τοΰ έλληνα στήν αίσθηση τοΰ τραγικοΰ, κάτι πού άποτελεΐ τό ύψηλότερο επίτευγμα τοΰ ανθρώπινου πνεύ¬ματος. Ή μύηση τών ελευσίνιων εξέφραζε τήν άνάγκη γιά γνώση καί βα¬θύτερη σχέση μέ τό θειο. Τά ορφικά μυστήρια είναι ή έκτύλιξη τοΰ άνθρώ- πινου δράματος. Ή μέχρι αύτοθυσίας άγάπη τοΰ 'Ορφέα πρός τήν Εύρυδί- κη δίνει τό μέτρο τής νοσταλγίας τοΰ άνθρώπου γιά τό άνώτερο, τό τέλειο, τό ώραΐο, τό ύψιστο. Τό πνευματικό περιεχόμενο τών ορφικών καταφαίνε¬ται καί στίς άντιλήψεις περί άθανασίας τής ψυχής, περί μετεμψυχώσεως καί περί μελλοντικής άμοιβής ή τιμωρίας τών άνθρώπων, άντιλήψεις πού ίσχυαν ώς δόγματα καί πού μποροΰσαν νά συγκινήσουν τούς χριστιανούς. Ή λατρεία τοΰ Διονύσου, πού καλλιεργήθηκε δπως δλα τά μυστήρια κυρίως άπό τόν ΣΤ' αίώνα π.Χ., προσπαθεί νά έρμηνεύση τή ζωή καί τό θάνατο. Ξεκινώντας άπό τό φαινόμενο αύτό στή φύση, θέτει τό πρόβλημα τής άδιά- λειπτης μεταμορφώσεως καί άναπαραγωγής. Ό Διόνυσος πεθαίνει καί άνα- σταίνεται, εξουθενώνεται καί γίνεται μορφοποιητική καί μορφοδοτική δύ¬ναμη μεγάλη. Ό διονυσιασμός έκφράζει μέ τόν ενθουσιασμό του τό δργιο τής ζωής καί οδηγεί σέ έκσταση, πού κάποτε γίνεται προφητική. Στό πνευ-ματικό- αύτό κλίμα, μορφοποιημένο άπό τόν ελληνικό φιλοσοφικό λόγο, γεν¬νήθηκε ή Τραγωδία. Στήν κλασσική θρησκεία βρίσκομε ισχυρή τήν τάση πρός ενοποίηση τών θεών, πρός άναγωγή στό ένα καί μοναδικό "Ον, πού συ¬χνά δμως έχει άντίπαλη δύναμη σκοτεινές θεότητες, οί όποιες ύποτάσσονται χάριν τής φυσικής καί ήθικής τάξεως στον κόσμο. Ό άνθρωπος ύποβάλλεται σέ καθαρμούς ή εξαγνισμούς γιά τήν προσέγγιση καί γνώση τοΰ θείου. Στήν προσέγγιση αύτή δμως δέν πρέπει νά ξεπερνά ώρισμένα δρια. Τό ξεπέρασμα αύτό συνιστά τήν «ϋβριν» τών θεών, πού ισοδυναμεί μέ τό μεγαλύτερο έγκλη¬μα τών άνθρώπων.
Άπό τούς ελληνιστικούς κυρίως χρόνους ή ύψηλή θρησκευτικότης τών έλλήνων υποχωρεί, δπως υποχωρεί καί ή Τραγωδία. Ή επίδραση ώρισμένων φιλοσοφικών κινήσεων (σοφιστεία, 'Επίκουρος [323-270]), ή πτώση γενικά τοΰ πνευματικού επιπέδου καί ή επικοινωνία μέ τούς άνατολικούς κυρίως λαούς άλλοίωσαν άκόμη καί τόν ύψηλό συμβολικό χαρακτήρα τών μυστηρίων. *Η δεισιδαιμονία, ή άγυρτεία καί ή μαγεία κυριάρχησαν. Τό ένδιαφέρον γιά τά μεγάλα θρησκευτικά βιώματα άτονοΰσε, μέχρις δτου τό εύρύ φαινόμενο τοϋ συγκρητισμοϋ άναζωπύρησε κάπως τή θρησκευτικότητα ολόκληρου τοΰ έλληνορωμαϊκοΰ κόσμου. "Ετσι έχομε τήν πρόσμιξη τών ελληνορωμαϊ¬κών θρησκευτικών άντιλήψεων μέ τή λατρεία τής αιγυπτιακής "Ισιδος (καί Όσίριδος καί Σεράπιδος), τής φρυγικής Κυβέλης, τοΰ συριακοΰ "Αδωνη καί τοΰ ίρανικοΰ Μίθρα, πού ήταν άγαπητός ιδιαίτερα στά λαϊκά στρώματα καί στούς ρωμαϊκούς στρατώνες. 'Ενίοτε ή πρόσμιξη αύτή απέβαινε είς βάρος τών έλληνορωμαΐκών θεοτήτων. Τό πρόβλημα άντιμετώπισε ό ρωμαίος Αύ-γουστος (31 π.Χ. - 14 μ.Χ.) ενισχύοντας τή λατρεία τοΰ αύτοκράτορα ή τοΰ δαιμονίου τοΰ αύτοκράτορα. 'Έτσι ένίσχυε καί τό μοναδικό παράγοντα πού ένωνε τούς ύπηκόους τοΰ άπέραντου ρωμαϊκοΰ κράτους, άφοΰ ή λατρεία αύτή ήταν ύποχρεωτική γιά δλους τούς ύπηκόους.
Οί μυστηριακές θρησκείες, δπως ονομάζονται οί θρησκείες πού έχουν μυστήρια, προσέδωσαν ιδιαίτερο βάθος καί κάποτε ισχυρό μυστικιστικό χα¬ρακτήρα στίς εκδηλώσεις τους καί τό περιεχόμενο τους. Ή μεγάλη τους άνά- πτυξη οφείλεται στήν πεποίθηση τοΰ άνθρώπου δτι μέ τή λογική αδυνατεί νά λύση τά μεγάλα του προβλήματα. Σχεδόν δλες άπαιτοΰσαν τή μύηση καί τηροΰσαν τυπικό πού άγνοοΰσαν οί άμύητοι. *Η λατρεία γενικά ήταν άπό- κρυφη πράξη καί άπέβλεπε στήν ένωση μέ τό θείο ή τή λύτρωση άπό τό θάνατο. Ή προπαρασκευή γιά τήν ύψιστη αύτή πράξη, ή κάθαρση, ή άσκηση καί κάποτε τό βάπτισμα καί τά μυστικά δείπνα ήσαν άπαραίτητα. Παράλ¬ληλα οί έπιστήμες καί ή μεγάλη έπικοινωνία τών λαών συντελοΰσαν στή δη-μιουργία τοΰ φαινομένου εκείνου, κατά τό όποιο ή θρησκεία φιλοσοφεί καί ή φιλοσοφία θρησκεύει. Αύτό παρατηρείται προπαντός στήν 'Αλεξάνδρεια, τή χοάνη αύτή πολιτισμών, θρησκειών, φιλοσοφικών σχολών, τεχνών καί έπιστημών.
'Ιδιαίτερα πρέπει νά ύπογραμμίσωμε δτι άποτέλεσμα τοΰ θρησκευτικού συγκρητισμού, τής προσμίξεως τών θεοτήτων, είναι δτι οί θεότητες αύτές άρχισαν νά άποπροσωποποιοΰνται. Τά χαρακτηριστικά στοιχεία τών δια¬φόρων θεοτήτων γίνονται συχνά καί σέ κάποιο βαθμό ιδιότητες μιας θεότητος, ιδιώματα τοΰ ύψιστου θεοΰ, τοΰ όντως "Οντος, δπως θά έκφράση αύτό κατά τόν πρώτο χριστιανικό αιώνα ό Πλούταρχος (45-120. Περϊ "ΙσιδοςκαιΌσίριδος 77 έξ.).
P. DE LABRIOLLE, La reaction paienne, Paris 1934. L. CERFAUX - J. TONDRIAU, Le culte de souverains dans la civilisation grecoromaine, 1960. R. EIZENSTEIN, Die hellenistischen Mysterienreligionen, Darmstadt 1956 (άνατύπωσητου 1927). Ν. ARSENIEV, The Christian Message and the Hellenic Religious Outlook, είς NDid, 14 (1964) 29-60. R. EISLER, Orphisch - dionysische Mysteriengedanken in der christlichen Antike (άνατύπωσητοΰ 1925), Hildesheim 1966. R. STEINER, Le chri¬stianisme et les mystfercs de 1' antiquity, Paris 1968. C. COLPE, Die Mythrasmy- terium und die Kirchenvater, είςStudia J. H. Waszink..., Amsterdam 1973, σσ. 29-43.

7} ΜΑΡΚΙΩΝΙΤΙΣΜΟΣ .

"Ο Μαρκίων είχε τδ προνόμιο νά συγκλονίση κυριολεκτικά τήν 'Εκκλη¬σία κατά τόν Β' καί Γ' αίώνα, όταν αύτή προσπαθούσε νά αύτοθεμελιωθή, θεολογικά καί οργανωτικά. "Ετσι ό Μαρκίων έγινε μία άπό τις κυριώτερες άπειλές γιά τήν Εκκλησία στούς δύο αύτούς αιώνες. Καί τοΰτο διότι δέν ήταν- άπλώς Ινας γνωστικός διδάσκαλος ή Ινας αιρετικός καί σχισματικός, άλλά ιδρυτής γνωστικής εκκλησίας. "Οταν οί γνωστικοί άνοιγαν σχολές καί οί αι¬ρετικοί παρασυναγωγές, ό Μαρκίων συγκροτοΰσε καινούργια 'Εκκλησία μέ πλήρη ιεραρχία καί μυστήρια. Μεγαλοφυής οργανωτής καί άξιόλογος δημα¬γωγός έπεισε γρήγορα πάρα πολλούς χριστιανούς — δπου ύπήρχαν εκκλη¬σίες — δτι άληθινή εκκλησία είναι ή δική του. Τό μέγα πλήθος τών πιστών, στερημένο θεολογικής παιδείας, δέ μπορούσε νά διακρίνη τις βαθειές ρί-ζες τοΰ γνωστικισμοΰ κάτω άπό τό εκκλησιαστικό περίβλημα τοΰ εγχειρή¬ματος τοΰ Μαρκίωνα. Γι' αύτό καί ή σύγχυση τήν όποία δημιούργησε ή πα¬ρουσία του ήταν τόσο βαθειά, ώστε νά συζητήται άκόμη καί σήμερα τό τί εκ¬προσωπούσε ό ισχυρός αύτός άνδρας. Ή άρχαία 'Εκκλησία τόν χαρακτήρισε γνωστικό αίρεσιάρχη, διότι ίδρυσε εκκλησία, καί ό Harnack ύποστήριξε δτι δέν ήταν γνωστικός άλλά μεταρρυθμιστής, πού ήθελε νά άποκαταστήση τό πνεΰμα τοΰ Παύλου. Όρθά δμως επανέρχεται ή έπιστήμη στήν πρό τοΰ Har¬nack άντίληψη. Ό Μαρκίων δέ χωρίζεται άπό τό γνωστικισμό, παρά τό δτι. απουσιάζουν άπό τό σύστημά του χαρακτηριστικά γνωστικές θεωρίες, δπως τών αιώνων (όντα μεταξύ Θεοΰ καί άνθρώπων), τής λυτρώσεως διά τής γνώ¬σεως καί τής άλληγορικής έρμηνείας τών Γραφών. Θεμελιώδη γνωστικά στοιχεία πού προσδιορίζουν άποφασιστικά τό σύστημα τοΰ Μαρκίωνα είναι ή διαρχία, ό άντιιουδαϊσμός, οί άκραϊες έγκρατιτικές τάσεις, ή περιφρόνηση τής ύλης, ό δοκητισμός κ.ά. "Αλλωστε οί μοναρχιανικές του τάσεις καί ό ά- κραίφνής δοκητισμός του άποδυνάμωναν άκόμη περισσότερο τό άδύνατο κι έπιφανειακό στρώμα χριστιανισμού στό σύστημά του. "Ετσι αύτό πού δημιούρ¬γησε ό Μαρκίων ήταν έκκλησία (διότι έ'τσι τό ώνόμαζε), άλλά αύτή ύπήρξε γνωστική έκκλησία, διότι γνωστικά ήσαν τά καίρια χαρακτηριστικά της. "Ιχνη της διατηρήθηκαν μέχρι τόν ΣΤ' αίώνα.
Άπό τό 144, πού ό Μαρκίων κινήθηκε γιά τήν ίδρυση τής εκκλησίας του, έ'χομε τό φαινόμενο τοΰ μαρκιωνιτισμοΰ, δπως γενικά χαρακτηρίζεται ή προσπάθεια του. Τό σύστημα - έκκλησία τοΰ Μαρκίωνα γνώρισε ποικίλες διακυμάνσεις καί στήν δργάνωση καί στή θεωρία, έπειδή κάθε ισχυρός έπί- γονος τοΰ Μαρκ. πρόσθετε καί δικά του στοιχεία ή άλλαζε κάτι στήν άρχι- κή διδασκαλία τοΰ ιδρυτή. Οί σημαντικώτεροι άπό τούς μαθητές τοΰ Μαρ¬κίωνα καί τούς μεταρρυθμιστές ώς ένα βαθμό τοΰ συστήματός του ύπήρξαν ό Πρέπων, ό 'Απελλής καί ήΦιλουμένη.
Βιβλιογρ.: Ε. C. BLACKMAN, Marcion and his Influence, London 1949. W. RI¬CHARDSON, Nomos έμψυχος: Marcion, Clement of Alexandria and St. Luce's Gospel, είς SP 6 (1959) 188-196. A. HARNACK, Marcion. Das Evangelium vom fremden Gott (TU 45), Leipzig - Berlin 21924. J. KNOX, Marcion and the New Testament, Chi¬cago 1942.1. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ΟίΠαυλικιανοί, 'Αθήνα 1959. Ε. U. ScatiLE, Der Ursprung des Bosen bei Marcion, είςZeitschrift. f. Relig. und Geistesgeschichte 16 (1964) 23-41. Βλ. καί λήμμα Μαρκίων.

8} Μ α ν ι χ α ϊ σ μ ό ς.

Ό μανιχαϊσμός είναι κράμα άνατολικών θρησκευτικών άντιλήψεων καί χριστιανισμοΰ, άνήκει όμως βασικά στό χώρο τών γνωστικών συστημά¬των. Πέτυχε νά διακριθή σέ ιδιαίτερα επιβλητικό σύστημα, έδρασε άνε- ξάρτητα καί γιά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα άπό τό γνωστικισμό καί α¬πείλησε μέ ιδιαίτερα δξύ τρόπο τή γνησιότητα πολλών τοπικών 'Εκκλησιών. Αύτός είναι ό λόγος γιά τόν όποιο μιλάμε περί μανιχαϊσμοΰ στό πλαίσιο τών θρησκειών πού ήρθαν σ' έπαφή μέ τήν Έκκλησία.
'Ιδρυτής τοΰ μανιχαϊσμοΰ είναι δ Μάνης (216-277), πού γεννήθηκε στή Βαβυλωνία σέ περιβάλλον γνωστικό καί βαθειά θρησκευτικό. Τήν άποστολή του άρχισε τό 240 μετά άπό δράματα. Ή διδασκαλία του άπαρτίσθηκε άπό χριστιανικά, βουδδιστικά, ζωροαστρικά καί γνωστικά στοιχεία καί ήταν αύστηρά διαρχική. Μέ τό σύστημά του, τό όποιο διατύπωσε σέ σειρά βιβλίων, νόμιζε δτι πέτυχε τή συνένωση τής δλης άληθείας πού εϊχαν εκ¬φράσει μέχρι τότε δλοι μαζί οί προφήτες καί σοφοί πού προηγήθηκαν ('Αδάμ, Σήθ, Ένώχ, Νώε, 'Αβραάμ, Βούδδας, Ζωροάστρης, Ίησοΰς κλπ.). Ό Μά¬νης άποτελοΰσε τή συνισταμένη καί τό πλήρωμα τής άποκαλύψεως, τήν όποία πίστευε δτι θά έπιβάλη σ' 'Ανατολή καί Δύση, κάτι πού δέν κατώρθωσαν οί προ-ηγούμενοι προφήτες. Βασική επιδίωξη τοΰ μανιχαϊσμοΰ εΤναι ή γνώση, πού προσφέρει τή λύτρωση καί πού βασίζεται στή διάκριση δύο άντιθέτων δυνά¬μεων, τοΰ καλοΰ καί τοΰ κακοΰ. Τό Καλό είναι ό Θεός, ή άλήθεια, τό φώς. Τό Κακό είναι τό σκότος, ή ΰλη, στήν όποία καί μέ τήν όποία ζή ό άνθρωπος, μέ άποτέλεσμα τόν πόνο, τήν άγνοια, τήν εξορία άπό τό φώς καί ιήν άλήθεια.
Ό άνθρωπος παρά τό συμφυρμό του μέ τήν ύλη δέν έπαψε ν' άποτελή μέρος τής αιωνίας θείας ούσίας, στήν δποία επανέρχεται καθολικώτερα μέ τή γνώση, πού στήν περίπτωση τοΰ μανιχαϊσμοΰ συνδέεται άρρηκτα μέ τήν άσκηση. Γιά τη γνωστική αύτή λύτρωση άπαιτεϊται φωτισμός εσωτερικός, πού συντελείται μέ τή μύηση του πιστού στή μανιχαϊκή κοινότητα. Ή πε¬ριφρόνηση τής ύλης γενικά και τής σάρκας ειδικά γίνονται σταθερά χαρα¬κτηριστικά τοϋ κινήματος τούτου καί ισχυρά μέσα πρός άπελευθέρωση τοϋ φωτεινού στοιχείου, πού βρίσκεται αιχμαλωτισμένο στήν ΰλη καί στόν ϊδιο τόν άνθρωπο. Ό Μάνης, πού συχνά ύπέγραφε ώς «Μάνης απόστολος Ίησοϋ Χριστοΰ» είχε συνείδηση ελευθερωτή καί οργάνου τοΰ ΙΙαρακλήτου, τό όποιο είχε ύποσχεθή στούς άνθρώπους ό Κύριος (Ίωάν. 14, 26 καί 16, 13). Γρήγορα ό Μάνης διαπίστωσε ότι χωρίς τούς άμαρτωλούς καί γήινους δέν θά μπορούσε νά έξασφαλίση τήν επιβίωση τής θρησκείας του, άφοΰ οί πι¬στοί δέν έπρεπε νά τεκνοποιοΰν. "Ετσι διέκρινε τούς οπαδούς του σέ τελείους {ή έκλεκτούς) καί κατηχουμένους. Οί τελευταίοι δέν ήσαν ύποχρεωμένοί νά τηροΰν τόν αύστηρό ήθικό νόμο κι έτσι προσέφεραν μέ τις άμαρτίες καί τό γάμο τους νέους οπαδούς στό μανιχαϊσμό.
Τήν δργάνωση τοΰ μανιχαϊσμοΰ πραγματοποίησε κυρίως ό διάδοχος (281) τοΰ Μάνη Σισσίνιος, πού χειροτόνησε 12 άποστόλους, 72 επισκόπους καί πλήθος πρεσβυτέρων καί διακόνων μέ δικαιοδοσία στήν 'Ασία, τήν 'Α¬φρική καί τήνΕύρώπη, δπου μέ ταχύτητα διαδόθηκε ή συγκρητιστική αύτή θρησκεία. Ή λατρεία καί ή τελετουργία του ήσαν μάλλον άπλες καί προπαντός απαλλαγμένες άπό μυστηριακό χαρακτήρα. Τό βάπτισμα, πού γινόταν μέ τήν επίθεση τών χειρών, καί ή εύχαριστία, πού ήταν συνηθισμένο δείπνο, δέν άπαιτοΰσαν ναούς.
Τά πολλά συγγενή πρός τό χριστιανισμό στοιχεία τοΰ μανιχαϊσμοΰ δημιουργούσαν συχνά σύγχυση στά μέλη πολλών τοπικών 'Εκκλησιών. Τοΰτο εΤχε σάν άποτέλεσμα τή δημιουργία στούς κόλπους τής 'Εκκλησίας άντιμα- νιχαΐκής γραμματείας πρός διαφώτιση καί προφύλαξη τών πιστών. "Ετσι έχομε τά άντιμανιχαικά έργα τοΰ Σεραπίωνα Θμούεως, τοΰ Διδύμου Τυφλοϋ, τοΰ Ήγεμονίου, τοΰ Τίτου Βόστρων, τοΰ Αύγουστίνου, τοΰ 'Ιωάννου Δαμα- σκηνοϋ, τοΰ Φωτίου, τοΰ Έφραίμ τοΰ Σύρου, τοΰ Πέτρου Σικελιώτη κ.ά. Τά άντιμανιχαικά μάλιστα έργα τής βυζαντινής περιόδου μαρτυροΰν τή δρά¬ση τής θρησκείας αύτής καί μετά τόν Ζ' αίώνα, έστω καί μέσω τοΰ Παυλι- κΐανισμοΰ, τώε Βογομίλων, τών Βαλδίων, τών Καθαρών κλπ. Άλλωστε γνω¬ρίζομε ότι στήν Κίνα δ μανιχαϊσμός άποτελοΰσε τήν επίσημη θρησκεία ώρι- σμένων κρατών μέχρι τόν ΙΓ' αίώνα.
Βιβλιογρ.: H.-C. PUECH, Le manicheisme («Mus6e Guimet» No 56), Paris 1949. ALEX. BOHLIG, Der Manicheismus im Lichte der neuren Gnosisforschung, είς Chri¬stentum. am Nil, Essen 1963, σσ. 114-123. J. P. ASMUSSEN. X"astvanift. Studies in Manicheism, Kopenhagen 1965. OTAKAR KLIMA, Manis Zeit und Leben, Prag 1962, II. - G. PUECH, Liturgie et pratiques rituelles dans le manicheisme, ειςAnnuaire du College de France, (1960) aa. 181-189, (1961) 181-190, (1962) 203-208, (1963) 213-221, (1964) 217-226, (1965) 257-266, (1966) 262-268. ALEX. BOHLIG, Christliche Wur- zeln im Manichaismus, είς TOY AYTOY, Mysterion und Wahrheit, Leiden 1968, <τσ.202- 221. G. GNOLI, Manichaismus und persische Religion, είς Antaios 11 (1969)274- 292. R. M. GRANT, Manichees and Christians in the third and early fourth Centu¬ries, είς Studia G. Widengren, I, Leiden 1972, σσ. 430-439. Βλ. καί λήμμα Μάνης.

9. ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ

Ό γνωστικισμός άνήκει στά μεγάλα πνευματικά κινήματα τής ιστο¬ρίας. 'Αποτελεί μία άπό τίς συγκλονιστικώτερες στιγμές ζητήσεως καί νο¬σταλγίας, πάθους και ειλικρίνειας γιά τήν υπέρβαση τών ορίων τοΰ άνθρώ¬που. Τά αγωνιώδη προβλήματα πού πιέζουν τό άνθρώπινο στήθος (τί είμεθα, πόθεν έρχόμεθα, ποΰ πηγαίνομε, τί είναι και πώς πετυχαίνεται ή λύτρω¬ση) ήσαν τά προβλήματα τοΰ γνωστικισμοΰ. Στούς κόλπους του δμως ήταν εύκολη ή συνύπαρξη τοϋ πάθους καί τής άφελότητος, τής βαθειάς θρη¬σκευτικής νοσταλγίας καί τής έπιφανειακής αισιοδοξίας. "Έχομε δηλα¬δή ένώπιό μας ένα κράμα μεγαλείου καί μικρότητος, άγωνιώδους ζητή¬σεως καί άφελοΰς ικανοποιήσεως, ύψηλών φιλοσοφικοθρησκευτικών αντι¬λήψεων καί λαϊκής δεισιδαιμονίας ή πίστεως. Τίς τελευταίες δεκαετίες κα¬ταβάλλεται τεράστια προσπάθεια γιά τήν ιστορική καί φιλοσοφική κατανόη¬ση κι έρμηνεία τοΰ γνωστικισμοΰ. Έν τούτοις άδυνατοΰμε νά παρακολουθή¬σουμε τήν ιστορική άρχή τοΰ φαινομένου τούτου. 'Αναμφιβόλως άρχισε νά μορφοποιήται καί νά ώριμάζη κυρίως άπό τά μέσα τοΰ Α' μ.Χ. αίώνα πα-ράλληλα πρός τήν Έκκλησία μά καί πολλές φορές μέ τήν έπίδρασή της. Οί ρίζες του δμως ξεκινούν άπό τούς ελληνιστικούς χρόνους, έποχή πού είναι γι' αύτόν προϊστορική. Οί Μανδαΐοι στίς όχθες τοΰ 'Ιορδάνη καί ίσως ό γνω¬στός Σίμων ό Μάγος (μέσα Α' μ.Χ. αί.) άποτελοΰν τά άρχαιότερα ίστορικά δείγματα γνωστικισμοΰ. Δυστυχώς ή απώλεια τών περισσότερων σχετικών ■πηγώνεμποδίζειτήνκαλήιστορικήτουγνώσηκαίτήντελικήφιλοσοφικο- θρησκευτικήέρμηνείατου.
Τό μέγα τοΰτο φαινόμενο γεννήθηκε στό κλίμα τοΰ συγκρητισμοΰ. Ή Μ. 'Ανατολή, άλλά καί ό έλληνορωμαι'κός χώρος, άποτελοΰσαν στον πρώτο χριστιανικό αίώνα μία τεράστια χοάνη, στό εύρος τής όποιας γνώρισαν τόν έναγκαλισμό τέσσερες μεγάλοι πολιτισμοί: ό ελληνικός, ό αιγυπτιακός, ό βαβυλωνοπερσικός (άκόμη καί ό ινδικός) καί ό ιουδαϊκός. Τά πνευματικά αύτά μεγέθη δέν εξέφραζαν μόνο φιλοσοφικές καί κοσμολογικές άντιλήψε^ άλλά καί μεταφυσικά βιώματα, βαθειές θρησκευτικές έμπειρίες καί πεποι¬θήσεις. Στήν πολυσήμαντη δμως αύτή συνάντηση ή 'Ανατολή προσφέρει κυρίως τό θρησκευτικό της πάθος καί ή Ελλάδα τό φιλοσοφικό της λόγο. *Η 'Ανατολή τή χωρίς δρια καί μορφή νοσταλγία τοΰ θείου καί ή Ελλάδα τή μορφοποιητική δύναμη τής φιλοσοφίας. Εγγύτεροι προσδιορισμοί είναι πολύ δύσκολοι. Σημασία έχει δτι άπό τή συνάντηση αύτή δημιουργήθηκε ό γνωστικισμός. Τό πάθος γιά τή λύτρωση, ή νοσταλγία τοΰ άνωτέρου,ή άπελ- πισία, ή έλπίδα, ή λαϊκή πίστη καί αισιοδοξία υποτάχθηκαν, μορφοποιήθηκαν, έγιναν διδασκαλίες καί τίς περισσότερες φορές συστήματα θρησκευτικοφι- λοσοφικά ή φιλοσοφικοθρησκευτικά. Ή γνώση είναι τό θεμέλιο τοΰ γνωστι¬κισμοΰ. Άλλά ή γνώση αύτή, πού είχε σταδιοδρομήσει ώς φιλοσοφικό έπί- τευγμα, παίρνει τώρα καί θρησκευτικό περιεχόμενο, γίνεται προϋπόθεση λυτρώσεως ή μάλλον ταυτίζεται πρός τή θρησκευτική λύτρωση καί άποβαί- νει έτσι Γνώση.
Ή θρησκευτικότης τής γνώσεως στά συστήματα αύτά συνδέεται μέ αύ- τοφανέρωση ή άποκάλυψη τοΰ θεοΰ, πού έρμηνεύεται βάσει τών πλατωνικών ιδεών, τοΰ όρφισμοΰ, τών άνατολικών κοσμολογικών άντιλήψεων κ.ά. προ¬ϋποθέσεων. Παρατηροΰμε δηλαδή δτι ή φιλοσοφία άναζητεΐ τήν εγκυρότητα τής γνώσεως στήν άποκάλυψη, κάτι πού φανερώνει τήν κόπωση καί τήν απο¬γοήτευση τής ΐδιας τής φιλοσοφίας άπό τά έπιτεύγματά της. Παράλληλα παρατηροΰμε, δτι ή θρησκεία ζητά νά στηρίξη τή μυθολογική της γνώση στό φιλοσοφικό λόγο, κάτι πού προδίδει τήν αμφιβολία τών θρησκειών πρός τήν κηρυττόμενη άλήθειά τους. Καί ή φιλοσοφία καί ή θρησκεία άνα- ζητοΰν νέα σταθερά έρείσματα γιά νά πείσουν καί νέους τρόπους γιά νά βοη¬θήσουν τόν άνθρωπο, πού έρριμένος στον άπειρο κόσμο άγωνιά καί σπαράσ¬σει. Μέ τό κίνημα τοΰ γνωστικισμοΰ ή άνθρωπότης έγινε θεατής γιά πρώτη φορά τοΰ άπρόσμενου φαινομένου : ό φιλοσοφικός λόγος καταφάσκει καί υιο¬θετεί τήν ' αποκάλυψη * - ή θρησκευτική αλήθεια εμπλουτίζεται μέ φιλοσοφικές άντιλήψεις. Βασικό πρίσμα στό γνωστικισμό θεωρήσεως τοΰ θεοΰ, τοΰ κό¬σμου καί τοΰ κακοΰ, είναι ή διαρχία ή δυαλισμός. Διακρίνει ριζικά ύψιστη άρχή καί θεότητα, τόν άγαθό θεό άφ'ένός, καί τή δημιουργική δύναμη καί θεό¬τητα τοΰ κακοΰ, τόν κακό ή δημιουργό θεό άφ' έτέρου. Ό άγαθός θεός παρα¬μένει έξω τοΰ κόσμου, εϊναι άπρόσιτος καί αμέτοχος τοΰ κόσμου καί τοΰ κα¬κοΰ. Ό δημιουργός θεός φέρει τήν εύθύνη γιά τό φυσικό καί ήθικό κακό στον κόσμο. Ή άρση τοϋ κακοΰ καί ή λύτρωση τοΰ άνθρώπου άπαιτεΐ τήν ήττα τοΰ δημιουργοΰ θεοΰ καί τή γεφύρωση τής άβύσσου μεταξύ ύψιστου θεοΰ καί άνθρώπου. Ή γεφύρωση επιτυγχάνεται μέ σειρά δντων, τούς αιώνες, πού διά τής άπορροής προβάλλονται — γεννώνται άπό τόν ύψιστο θεό καί φθάνουν μέχρι τόν άνθρωπο. Πολλές φορές στό χριστιανίζοντα γνωστικισμό ό Λόγος ή ό Χριστός ή ό Ίησοΰς ή καί ή Έκκλησία άποτελοΰν αιώνες στήν πάντα άνομοιόμορφη σειρά τών ενδιάμεσων αύτών δντων. Άποτέλεσμα τής ριζικής διαρχίας είναι ή περιφρόνηση τής ύλης καί τοϋ άνθρώπινου σώμα¬τος, πού συνιστά φυλακή τής ψυχής (Πλάτων) καί γι* αύτό πρέπει νά κατα¬νικηθούν οί δυνάμεις του. "Ετσι κατανοούνται ο Ε ισχυρές άσκητικές τάσεις τοΰ γνωστικισμοΰ, άπό τόν όποιο πάντως δέν έλειψαν καί οί άκριβώς άντί- θετες. Ό υιός καί μαθητής τοΰ Βασιλείδη 'Ισίδωρος π.χ. δίδασκε δτι ό τέ-λειος γνωστικός δικαιοΰται νά πράττη κάθε είδους άμαρτία, διότι είναι ε¬λευθερωμένος άπό δλα. Ή άσκηση τών γνωστικών μέ τήν τιμωρία καί τήν υποταγή τοϋ σώματος άπέβλεπε στήν απελευθέρωση τοϋ θείου ή φωτεινού στοιχείου, πού ενυπάρχει μέν στον άνθρωπο άλλά μένει δέσμιο τοϋ κυρίαρχου ύλικοϋ στοιχείου.
Ό γνωστικισμός, άκριβώς διότι ύπήρξε δυναμικό πνευματικό φαινό¬μενο καί άποτέλεσμα συγκρητισμού, δέν ώργανώθηκε σέ σύστημα ένιαΐο καί σταθερό. Τουναντίον μάλιστα, παρουσιάσθηκε μέ ποικίλες μορφές καί τάσεις, όσοι ακριβώς ήσαν καί οι μεγάλοι γνωστικοί διδάσκαλοι. Ή εμ¬φάνιση ισχυρής φιλοσοφικοθρησκευτικής προσωπικότητος στούς κόλπους τοΰ γνωστικισμοΰ σήμαινε καί νέο γνωστικό σύστημα ή τουλάχιστο νέα παραλ¬λαγή ένός έκ τών παλαιών συστημάτων. Τόσο δέ τά συστήματα αύτά διαφέ¬ρουν μεταξύ τους, ώστε είναι συμβατική ή άνεύρεση καί υπογράμμιση γε¬νικών κοινών χαρακτηριστικών. Αύτός είναι ό λόγος γιά τόν όποιο θά παρα- μένη άναπάντητο καί τό πρόβλημα περί τοΰ έάν ό γνωστικισμός είναι πρώ¬τιστα θρησκεία ή φιλοσοφία. Σέ άλλα συστήματα επικρατεί τό θρησκευτι¬κό στοιχείο καί σέ άλλα τό φιλοσοφικό, χωρίς δμως νά άποσυνδέεται ή γνώση άπό τή λύτρωση. Τό κίνημα τοΰ γνωστικισμοΰ δέν ήταν άπλώς ισχυρό στοι¬χείο τοΰ πνευματικοϋ κλίματος τής έποχής, κατά τήν όποία άναπτύχθηκε ό χριστιανισμός* ήταν καί πνευματικό μέγεθος επικίνδυνο γιά τήν Έκκλησία, διότι έλαβε σέ μερικές περιπτώσεις καί σέ μερικές χώρες (Αϊγυπτο, Συρία) τόσα πολλά χριστιανικά στοιχεία, ώστε νά εμφανίζεται ώς άντίπους τής'Εκ¬κλησίας ή ώς χριστιανικός (ή ορθότερα: χριστιανίζων) γνωστικισμός, Οί όπαδοί τοΰ χριστιανίζοντος γνωστικισμοΰ παρουσιάζονταν έναντι τών με¬λών τής Εκκλησίας ώς οί έκλεκτοι καί οί καθαροί (elite), διότι δήθεν είχαν εξαι¬ρετικά άνώτερη γνώση καί καθαρότητα, πού τούς εξασφάλιζε ή διδασκαλία καί ή έγκράτειά τους. Τοΰτο δημιούργησε μεγάλη σύγχυση στούς κόλπους τής Εκκλησίας, διότι τά μέλη της δέν ήταν δυνατόν νά είναι δλα σπουδαίοι θεολόγοι καί διότι ή θεολογία της δέν είχε προλάβει νά άντιμετωπίση τά σχε¬τικά προβλήματα. "Ετσι πλήθος χριστιανών δέν μπορούσε νά διακρίνη με¬ταξύ Εκκλησίας καί χριστιανίζοντος γνωστικισμοΰ, μέ άποτέλεσμα νά προσ- χωρή εύκολα στίς τάξεις τοΰ τελευταίου.
Ή παραπάνω σύγχυση, τήν όποία έφερε ό γνωστικισμός, μεγάλωνε μέ τήν εκτεταμένη γνωστική φιλολογία, ή όποία στούς πρώτους χριστιανικούς αιώνες ήταν σαφώς εύρύτερη καί πολυπληθέστερη άπό τή χριστιανική. Καί ή επίδραση σέ βάρος τής γνησιότητος τής Εκκλησίας γινόταν εύκολώτερη, έπειδή οί γνωστικοί χρησιμοποιούσαν στό λόγο τους καί ποιητικές μορφές, μέσω τών όποιων συγκινούσαν ασφαλέστερα τούς ακροατές. Ή Έκκλησία έζησε έντονη άγωνία ενώπιον τών κινδύνων αύτών καί άγωνίσθηκε έπί δύο καί πλέον αιώνες γιά νά δείξη μέ σαφήνεια καί θεολογική πειθώ τήν ψευδο- χριστιανικότητα τοΰ γνωστικισμοΰ. Τοΰτο μάλιστα είναι κατά κύριο λόγο έργο κι επίτευγμα τής θεολογίας του άγίου Ειρηναίου κατά τίς τελευταίες δεκαετίες τοΰ Β' αίώνα. Πρέπει δέ νά σημειώσωμε δτι μέσω τοΰ Ειρηναίου κυρίως καί του Ιππολύτου, άλλά καί άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων, δπως δ Κλήμης Άλεξανδρέας, σώθηκαν τά περισσότερα καί άξιολογώτερα γνωστικά κείμενα πού γνωρίζαμε παλαιότερα. Οί έκκλησιαστικοί δηλαδή συγγραφείς προκειμένου νά άναιρέσουν τό γνωστικισμό παρέθεταν σύντομα ή μακρά άποσπάσματα γνωστικών κειμένων στά δικά τους έργα κι έτσι σώθηκε μικρό μέρος τής μεγάλης [γνωστικής φιλολογίας. Οί γνώσεις μας δμως γιά τό γνωστικισμό έμπλουτίσθηκαν σοβαρά μέ τήν άνακάλυψη στό Nag Hammadi (Άνω Αίγυπτος) κατά τό 1945 σημαντικού άριθμού γνω¬στικών κειμένων. Οί επιφανέστεροι δάσκαλοι τοΰ γνωστικισμοΰ ύπήρξαν ό Ούαλεντΐνος, δ Βασιλείδης, ό 'Ισίδωρος καί δ Βαρδεσάνης. Οί τρεΤς πρώτοι έδρασαν τόν Β' καί δ τέταρτος τόν Γ' αίώνα.
*Η ποικιλία τών γνωστικών συστημάτων καθιστά δύσκολη τή σαφή διάκριση τών σταθερών κοινών χαρακτηριστικών τοΰ γνωστικισμοΰ. "Ετσι αύτό πού έπιχειροΰμε παρακάτω, τήν καταγραφή τών χαρακτηριστικών αύ¬τών, έχει μέσα του τό στοιχείο τής συμβατικότητος, τήν όποία βλέπομε, άλλά προχωροΰμε χάριν τοΰ κατατοπισμοΰ τοΰ άναγνώστη. Τά χαρακτηρι¬στικά μάλιστα παραθέτομε βάσει τής σχετικής προτάσεως τοΰ Th. P. Baa- ren σέ ειδικό γιά τό γνωστικισμό συνέδριο (Le origini dello Gnosticismo. Colloquio di Messina 13-18 Aprile 1966, Leiden 1970, σσ. 174-180: To- wars a definition of Gnosticism):
α. Ή Γνώση δέν είναι πρώτιστα ύπόθεση διανοητική, διότι βασίζεται στήν άποκάλυψη.
β. *0 γνωστικισμός ισχυρίζεται πώς κατέχει δική του άποκάλυψη, ή ό¬ποία μάλιστα είναι μυστική, δπως μυστικά (άπόκρυφα) κρατοΰσε πολλές φορές τά σχετικά μέ αύτή κείμενά του.
γ. Απορρίπτει συνήθως τήν ΠΑ ή τήν ερμηνεύει άλληγορικά, μολονό¬τι δέν λείπουν ιουδαϊκά στοιχεία άπό τό γνωστικισμό.
δ. Ό ύψιστος θεός, ή Μονάς, εΤναι υπερβατικό 6ν, άπρόσιτο, άμέτοχο τής δημιουργίας καί ξένο πρός τόν άνθρωπο. Γι* αύτό προβάλλονται τά ενδιά¬μεσα δντα, οί «αιώνες», γιά νά γεφυρώσουν τήν μεταξύ θεοΰ καί κόσμου άβυσσο.
ε. Ό κόσμος άποτελεΐ άπόλυτη άπαξία, άφοΰ δημιουργήθηκε άπό τό δημιουργό θεό.
στ. Στόν άνθρωπο συνυπάρχει τό πνευματικό καί τό υλικό στοιχείο, ζ. Οί άνθρωποι γενικά εϊναι πενματιχοί (δσοι έχουν τήν πλήρη γνώση), ψυχικοί (δσοι έχουν μόνο πίστη) καί σωματικοί (δσοι είναι στραμμένοι μόνο στήν ύλη καί γι' αύτό δέν μποροΰν νά έλπίζουν σέ καμμιά σωτηρία), η. Ή γνώση είναι πολύ άνώτερη άπό τήν πίστη.
θ. Ή ριζική διαρχία οδηγεί στόν αυστηρό άσκητισμό (χωρίς νά λείπη. καί ή άκριβώς άντίθετη τάση), πού προϋποθέτει τέλεια περιφρόνηση τοΰ σώ¬ματος.
ι. Ό γνωστικισμός άποτελεΐ είδος διαμαρτυρίας.
ια. Ό γνωστικισμός είναι θρησκευτικοφιλοσοφικό κίνημα πού άπευθύ- νεται στούς εκλεκτούς.
ιβ. Ό γνωστικισμός βλέπει (δταν βλέπη) δοκητικά το έ'ργο τοϋ Ίη- σοΰ στον κόσμο (έπαθε φαινομενικά κλπ.).

Βιβλιογρ.:\¥. VOLKER, Quellen zur Geschichte der christlichen Gnosis, Tubin¬gen 1932. F. C. BURKITT, Church and Gnosis, Cambridge 1932. F. SAGNARD, La gnose valentinienne et le timoignage de S. ΪΓΕΗΕΒ, Paris 1947. H. LEISEGANG, Die Gnosis, •1955. G. QUISPEL, Gnosis als Weltreligion, Zurich 1951. R. M. GRANT, Gnosticism and early Christianity, New York 1959 (Ί966). TOY ΙΔΙΟΥ, Gnosticism. A soucre- book of heretical writings from the early christian period, New York 1961. Σ. ΑΓΟΥ- ΡΙΔΟΥ, Τά Γνωστικά χειρόγραφα τοϋ Nag - Ilammadi, 'Αθήναι 1959. Γ. ΓΑΛΙΤΗ, Οί Κοπτικοί πάπυροι του Nag - Hammadi, 'Αθήναι 1960. Ο. ΒΕΤΖ, Der Paraklet, Lei¬den - Koln 1963. Η.-Μ. SCHENKE, Der Gott «Mensch» in der Gnosis, Berlin 1962. ADAM ALFRED, Neurc Literatur zum Problem der Gnosis, είς Cottingische Gelehrte Anzeigen 217 (1963) 22-46. H. JONAS, The gnostic religion, Boston 1963. II. JO¬NAS, Gnosis und spatantiker Geist, I: Die mythologische Gnosis, Gottingen 81964, II 1: "Von der Mythologie zur mystischen Philosophie, Gottin.'a1966. W. SCIIMITHALS, Die Gnosis in Korinth, Gottingen 1965. P. POKORNY, Der Epheserbrief und die Gnosis, Berlin 1965. N. BROX, Offenbarung, Gnosis und gnostischer Mythos bei Irenaus von Lyon, Salzburg 1966. R. MCL WILSON, The gnostic problem, London 1964. J. MATER, Vom KulLus zur Gnosis. Studien zur Vor- und Fruhgeschichte der judischen Gnosis, Salzburg 1964. Cn. TALBERT, Luke and Gnostics, Nashville 1966. ED.YAMAUCHI, The Present status of Maodean Studies, είς Iournal of Near Eastern Studies 25 (1966) 88-96- G. VAN GRONINGEN, First Century Gnosticism..., Leiden 1967. AL. BOHLIG, Mysterion und Wahrheit. Gesammelte Beitrage zur spatantiken Religionsgeschichte, Leiden 1968. R. I-IAARDT, Die Gnosis. Wesen und Zeugnis- se, Salzburg 1967. A.K. ILELMBOLD,The Nag Hammadi Gnostic Texts and the Bible, Grand Rapids 1967. I. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ, Τό γνωστικόν κατά Θωμάν Εύαγγέλιον, είς Θεολογικσν Συμπόαιον, Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 23-67. R.WAGNER, Die Gnosis von Alexandria, Stuttgart 1968. R. MCLWILSON, Gnosis and the New Testament» Oxford 1968. W. FOERSTER, Die Gnosis, I: Zeugnisse der Kirchenvater, Zurich-Stut¬tgart 1969, II: Koptische und mandaische Quellen (ύπόΜ. KRAUSE καίΚ. RUDOLPH), 1971. W. ELTESTER (εκδότης), Christentum und Gnosis, Berlin 1969. U. BIANCHI, Le origini dollo Gnosticismo, Colloquio di Messina 13-18 Aprile 1966(Testi et discusioni), Leiden 1970.G.QUISPEL, Gnostic studies, I-II, Leiden 1973. L.SCIIOTTROFF, Der Glau- bende und die feindliche Welt..., Neukirchenvluyn 1970. F. H. BORSCII, The Chri¬stian and the Gnostic Son of Man, London 1970. H. KOESTER - J. ROBINSON, Tra- jectores through Early Christianity, Philadelphia 1971. M.FRIEDLAENDER, Der vor- christliche judische Gnostizismus, Farnborough 1972 (πρώτηέκδοση 1898). Μ. KRAU¬SE, Essays on the Nag Ilammadi Texts in Honour of A. Bohlig, Leiden 1972. J. LACARRIERE, Les gnostiques, Paris 1973 (μετάφρ. στάέλλην. άπόΜ. Κοντούλη, ΟίΓνωστικοί,'Αθήνα 1975). Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ένοφυλία τό ιδεώδες τών γνωστικών, είς Κλη- ρσνομία 5(1973) 1-27. Ε. YAMAUCUI, Pre-Christian Gnosticism: A survey of the Pro- posent Evidence, London 1973. J. GRUNVALD, Knowledge and Vision: Towards a clarification of two 'Gnostic' concepts in the Light of their alleged origins, είς
Israel Oriental Studies 3 (1973 63-107. H. JONAS, Gnosis, Existentialismus und Nihilismus, είς Organismus und Freiheit.., Gottingen 1973, σσ. 292-316. Κ. Rudolph (εκδότης), Gnosis und Gnostizismus, Darmstadt 1975. Δ. ΔΡΙΤΣΑ, Ρυθμικαίτίνεςεύχαΐέκτώνγνωστικώνάποκρύφων«Πράξεων», είςΓρηγ. Παλ. 58 (1975) 372-389. Α. BOHLIG - F.WISSE, Die griechische Schule und die Bibliothek von Nag Hammadi, Wiesbaden 1975. M. KRAUSE, Essays on the Nag Hammadi Texts in Honour of P. Labib, Leiden 1975.

3. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Ή φιλοσοφία ώς πνευματικό μέγεθος καί έπίτευγμα τοΰ ανθρωπίνου πνεύματος ήρθε πολύ ένωρίς σ' επαφή εύρεΐα καί βαθεϊα μέ τήν άναπτυσσό- μενη νέα πνευματική πραγματικότητα, τό χριστιανισμό, Καί τοΰτο ήταν άπόλυ¬τα άναγκαιο, άφοΰ ή Έκκλησία δέν έχει δική της γλώσσα. Ή πραγματική άλήθεια, ή άλήθεια πού είναι άποτέλεσμα διαδικασίας άποκαλυπτικής ή φω- τισμοΰ, είναι καθολική. Άφορα τούς ανθρώπους δλων τών πολιτισμών καί όλων τών πνευματικών κλιμάτων, γι' αύτό καί δανείζεται συνετά μέν άλλά χωρίς φόβο καί προκατάληψη τή γλώσσα τών άνθρωπίνων πνευματικών δη¬μιουργημάτων καί πρώτιστα τής φιλοσοφίας. Γιά λόγους μάλιστα, ή άναζήτη- ση τών όποιων δέν ώδήγησε άκόμη σέ ικανοποιητικά συμπεράσματα, ή εναν¬θρώπηση τοΰ Θεοΰ καί άρα ή αύτοφανέρωση τής θείας άληθείας έγινε στό χώ¬ρο πού κυριαρχούσε ή έλληνική φιλοσοφία. "Εδοξε λοιπόν τώ Πνεύματι τώ Άγίω ή θεολογική γλώσσα τής θείας άληθείας νά είναι βασικά ή γλώσσα τής έλληνικής φιλοσοφίας, ή όποία έτσι έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στή διαμόρ¬φωση (δχι άρχική δημιουργία) τής χριστιανικής θεολογίας, δηλαδή στήν έκ¬φραση καί ύποστήριξη τής θείας άληθείας. Πέρα δέ τούτων στό χώρο τής χριστιανικής θεολογίας συναντάμε πλήθος μεταφυσικών, ήθικών κ.ά. άντι- λήψεων, οί όποιες είναι γνωστές άπό τούς έλληνες φιλοσόφους. Τέτοιου εί¬δους άντιλήψεις δέν άποτελοΰν βέβαια τό καίριο τής θεολογίας, άλλά οπωσ¬δήποτε τήν πλαισιώνουν καί τήν παρακολουθούν σέ δλες τίς φάσεις της.
Τή μεγαλύτερη σχέση μέ τήν έκκλησιαστική θεολογική σκέψη είχαν τά φιλοσοφικά συστήματα τοΰ Πλάτωνα, τοΰ Αριστοτέλη, τών Στωικών καί τών Νεοπλατωνικών. Άπό τίς φιλοσοφικές αύτές προσπάθειες θά ύπογραμ- μίσωμε μέ συντομία μεγάλη ώρισμένα στοιχεία πρός κατατοπισμό τοΰ άνα- γνώστη.
α. Ό Πλάτων (428-347 π.Χ.), πού θεωρείται ό μεγαλύτερος έλ¬ληνας φιλόσοφος, επιχείρησε νά δώση άπάντηση στό πρόβλημα τής γνώσεως, ή όποία επιτυγχάνεται ώς εξής : Οί ψυχές τών άνθρώπων, πού τώρα είναι φυλακισμένες στά σώματα, προϋπήρχαν καί μάλιστα προϋπήρχαν σ' ένα κό¬σμο άνώτατο καί τέλειο, στόν κόσμο τών ιδεών, άπό τόν όποιο καί ξέπεσαν.
Άπεικονίσματα ασθενικά του βασιλείου τών ιδεών είναι τά πράγματα τοΰ κόσμου, τά όποια δταν τά βλέπη ή ψυχή θυμάται (άναμιμνήσκεται) τά ά- ληθινά δντα, τά πρότυπα τών έγκοσμίων πραγμάτων, τά όποια γνώριζε δσο ήταν κι' αύτή στόν κόσμο τών ιδεών, τών προτύπων. Κλειδί τής πλατωνικής γνωσιολογίας είναι ή ανάμνηση τής ψυχής. Οί ιδέες ύποστασιοποιοΰνται λί¬γο - πολύ στό τέλος τής ζωής τοϋ Πλάτωνα, γίνονται άπειροι άριθμοί καί ιεραρχούνται γιατί φυσικά είναι πολλές. Στήν κορυφή τους βρίσκεται ή ιδέα τοΰ άγαθοϋ, πού δμως δέν παρουσιάζει ενότητα καί προϋποθέσεις απαραίτη¬τες, ώστε νά ταυτισθή μέ τήν έννοια τοΰ θεοΰ. Πάντως οί ιδέες άντιπροσω- πεύουν τή μοναδική πραγματικότητα («όντως ον»), είναι ύπερβατικές, άπρό- σιτες, αιώνιες. Ό κόσμος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα τών ιδεών μέ τήν ενέρ¬γεια δμως τής κοσμικής ψυχής, ή όποία παίζει τό ρόλο δημιουργού βάσει ύλης, πού προϋπάρχει, καί ιδεών. Τό βντως όν ώς ύπερβατικό καί τέλειο δέν έξέρχεται τοΰ έαυτοΰ του, δέ δημιουργεί.
β. Ό 'Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) μαθήτευσε πολλά χρόνια στόν Πλάτωνα. 'Επηρεάσθηκε σέ μεγάλο βαθμό άπό αύτόν, άλλά ή δομή τοΰ πνεύματός του καί άρα καί τοΰ έργου του ήταν διαφορετική. ΤΗταν βαθειά πραγματιστική, ρεαλιστική. *Η παρατήρηση καί ή μελέτη τών φυσικών άν- τικειμένων άποτελοΰσε τή θεμελιώδη μέθοδό του. Ή πραγματικότης έπρεπε νά ήταν εγκόσμια. Γι' αύτό, δεχόταν μέν τίς ιδέες τοΰ δασκάλου του, άλλά τίς έκανε έγκόσμιες, λέγοντας δτι αύτές άποτελοΰν τή μορφή σέ κάθε συγ¬κεκριμένο άνώτερο άντικείμενο. Τά πράγματα έτσι άποτελοϋνται άπό μορφή (= είδος) καί νλη. Μέτρο επομένως γνώσεως τής δλης πραγματικότητος (καί τής ύπερβατικής) γίνεται κατ' άνάγκην δ,τι ύπάρχει στόν κόσμο. Ό δέ κόσμος δέν είναι δημιούργημα τοΰ θεοΰ ή κάποιας άλλης άρχής, διότι ύπήρχε άνέκαθεν, προαιωνίως, είναι γεγονός αιώνιο. Έν τούτοις ύπάρχει σχέση μεταξύ θεοΰ καί κόσμου: ή ύλη, πού είναι ή βάση τοΰ κόσμου, προαιωνίως ύπήρχε «δυνάμει», ήταν «δυνάμει δν», τό όποιο γίνεται «έντελεχεία ον», γίνεται δη¬λαδή κοινή πραγματικότης παίρνοντας μορφή' κατά κάποιο τρόπο δηλαδή έξέρχεται ή ύλη άπό τή δυναμική της κατάσταση καί γίνεται συγκεκριμένο πράγμα. Τή μορφή τή δίδει «τό πρώτον κινούν», ό θεός, πού δμως μένει «άκί- νητον». Ή διαδικασία αύτή ερμηνεύεται μέ τόν έρωτα τής «δυνάμει» ύλης πρός «τό κινοΰν άκίνητον». Ό έρως κινεί τήν ύλη πρός τό θεό, ό όποιος άπο¬τελεΐ μορφοποιητική δύναμη. Ό έ'ρως είναι κάτι τό συνεχές, τό άδιάλειπτο, τό άκατάπαυστο, πού εμπνέεται στήν ύλη άπό τό θεό, χωρίς αύτό νά σημαί- νη δημιουργική πράξη. Ό άσίγαστος έρως εξηγεί καί τή συνεχή πορεία τοΰ άνθρώπου πρός τό τέρμα, πού είναι τό τέλειο, άλλά στό όποιο δέ θά φθάση ποτέ.
Ή ένασχόληση μέ τό θεό, πού άνήκει στό χώρο τών πρώτων άρχών, χαρακτηρίζεται άπό τόν 'Αριστοτέλη «πρώτη φιλοσοφία)> ή «θεολογική έπι¬στήμη». Ό τρόπος πού άναφέρεται στό «κινούν άκίνητον» δημιουργεί τήν εντύπωση της μονοθεΐας, άλλά εδώ πρόκειται γιά φιλοσοφικομεταφυσική σκέ¬ψη μέ προϋποθέσεις δχι άντίθετες, άλλά διαφορετικές άπό τίς προϋποθέσεις της μονοθεΐας. "Αλλωστε ή πρώτη άρχή, «τό κινοϋν άκίνητονσυνυπάρχει, μέ άλλες αρχές, μερικές άπό τίς όποιες μάλιστα μπορούν νά ταυτισθούν πρός τούς συγκεκριμένους θεούς τοϋ ελληνικού πανθέου. Τό ύψιστο ήθικό ιδεώ¬δες έξαρτά ό'Αριστοτέλης άπό τήν «κατά λόγον» ζωή τοΰ άνθρώπου. Ό άν¬θρωπος πρέπει νά ζή σύμφωνα μέ τό λόγο, διότι αύτή είναι ή άληθινή ή φυσική θέση καί κατάσταση του. Ό άνθρωπος πού τό επιτυγχάνει είναι εύτυχής, «ευδαίμων». 'Αρετή είναι ή σύμφωνα μέ τό λόγο συμπεριφορά τής ψυχήςΤ ή όποία είναι θεωρητική, δταν έχη άρετές, δταν έχη εύδαιμονία.Ή διαδικα¬σία αύτή κατορθώνεται άπό τόν ϊδιο τόν άνθρωπο, μολονότι σέ πρώιμο έργο του όμιλεϊ περί εμπνεύσεων, γιά νά έξηγήση τό θρησκευτικό βίωμα.
Ό 'Αριστοτέλης καί ή σκέψη του έπηρέασαν τή θεολογία τής Εκκλη¬σίας κυρίως άπό τόν Δ' αίώνα κι έπειτα. Είναι παρατηρημένο δτι μετά τόν Δ' αί. οί θεολόγοι μελετούσαν καί χρησιμοποιούσαν περισσότερο τόν 'Α¬ριστοτέλη άπό δσο τόν Πλάτωνα. Στή Δύση μάλιστα ό 'Αριστοτέλης κατά τό Μεσαίωνα είχε άποβή αυθεντία καί όργανο, μέσω τοΰ όποιου οί θεολόγοι ώργά- νωναν τά σχολαστικά συστήματά τους καί άποδείκνυαν τήν όρθότητά τους, δπως π.χ. συνέβη μέ τό Θωμά 'Ακινάτη. 'Αντίθετα ή πλατωνική φιλοσοφι¬κή σκέψη δέ μποροΰσε νά γίνη βργανο στά χέρια τής θεολογίας, μολονότι συγκινοΰσε πάρα πολύ τούς θεολόγους δλων τών έποχών. Καί τοΰτο διότι ήταν περισσότερο ποιητική σύλληψη καί λιγώτερο λογική συνέπεια' ήταν περισσότερο ρωμαλαΐο πέταγμα τοΰ πνεύματος καί λιγώτερο οργανωμένο καί άποδείκνυόμενο σύστημα. Ή πλατωνική σκέψη άνοιγε τά φτερά γιά νέους ορίζοντες. Τό άριστοτελικό σύστημα ώριζε (καί άρα περιώριζε) τούς ορίζον¬τες, άλλά ήταν έξοχο όργανο. Ή 'Εκκλησία συνέλαβε όρθά τό πρόβλημα, μο¬λονότι δέν φαίνεται νά τό διατύπωσε μέ σαφήνεια. Έάν οί πιστοί παραδίδον¬ταν στήν πλατωνική σκέψη, θά τούς αιχμαλώτιζε μέ τήν ωραιότητα (ό Πλά¬των ήταν ποιητής) καί τήν πνευματική ρωμαλαιότητά της. Ένώ έάν παρα¬δίδονταν στήν άριστοτελική σκέψη θά εντυπωσιάζονταν μέν άπό τή συστη¬ματικότητα, άπό τή μεθοδικότητα καί τήν αύστηρή λογική διαδικασία, άλλά δέν θά σαγηνεύονταν' τουναντίον μάλιστα, θά δοκίμαζαν νά τή χρησιμοποιή¬σουν πρός μεθοδική έκφραση τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας, δπως έκαμε π.χ. ό Μάξιμος Όμολογητής καί ό 'Ιωάννης Δαμασκηνός. Οί Πατέρες αύτοί χρησιμοποίησαν τήν άριστοτελική ορολογία πρός μεθοδική μόνο διατύπωση καί ύποστήριξη τής άληθείας, γι' αύτό καί ή γνησιότης τής θεολογίας τους είναι άδιαμφισβήτητη. "Αλλοι δμως άκολούθησαν διαφορε¬τική διαδικασία. Ζήτησαν νά φθάσουν στήν άλήθεια καί νά άποδείξουν αύτή μέ τή βοήθεια τών δεδομένων τής άριστοτελικής σκέψεως, κάτι πού- ώδήγησε φυσικά στήν παρέκκλιση, στήν κακοδοξία, κάθε φορά πού έπιχει- ρήθηκε. Ή διαδικασία αύτή σήμαινε τόν περιορισμό τής άληθείας στά μέ¬τρα της φιλοσοφικής σκέψεως. Είναι δέ πολύ χαρακτηριστικό δτι έκκλησια- στική σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη καταδίκασε παρόμοιες προσπάθειες, τό 1117 μέ άφορμή τή σχετική θεολογία τοΰ Ευστρατίου Νικαίας.
γ. *Η Στωική φιλοσοφία τών άρχαίων ελλήνων ήταν καί αύτή ένα άπό τά ισχυρά στοιχεία, τά όποια συνέθεταν τό πνευματικό κλίμα τής έποχής, κατά τήν όποία έζησαν καί θεολόγησαν οί Πατέρες τής Εκκλησίας. Οί έκκλησ, μάλιστα συγγραφείς εξεδήλωσαν μεγάλη προτίμηση στίς απόψεις τών στω¬ικών φιλοσόφων καί χρησιμοποιούσαν τά κείμενά τους εύρύτερα καί συχνό¬τερα άπό όσο τών λοιπών έλλήνων φιλοσόφων. Τό γεγονός έχει τήν έξήγησή του καί σχετίζεται μέ τήν έπιφανειακή εγγύτητα στωικών (ήθικών κυρίως) άντιλήψεων καί χριστιανικής πίστεως, κάτι πού οπωσδήποτε θά γνώριζαν οί επιφανέστεροι τουλάχιστον άπό τούς έκκλησ. συγγραφείς.
Ή άνάλυση τής στωικής φιλοσοφίας είναι δύσκολο καί κάποτε άνέφι- κτο έργο, διότι συντελέσθηκε μέ τή συμβολή πολλών προσώπων καί στή διάρ¬κεια αιώνων, άπό τό Ζήνωνα (342-270 π.Χ.), πού είναι ό ιδρυτής της, μέχρι τό φιλόσοφο αύτοκράτορα Μάρκο Αύρήλιο (121-180), τοΰ όποιου ή φιλοσο¬φική έπίδοση δέν τόν εμπόδισε νά κηρύξη φοβερούς διωγμούς κατά τών χρι¬στιανών. Θά προσπαθήσωμε δμως μία σύντομη σκιαγράφηση τών βασικών θέσεων τής στωικής φιλοσοφίας, άποδίδοντας κυρίως τήν άρχαία Στοά.
Ή Στοά ώς φιλοσοφική διάθεση καί σύνθεση είναι άπόλυτα μονιστική. Κόσμος, άνθρωπος καί θεός άποτελοϋν τελικά ενότητα καί άρχή ενιαία, τό σύμπαν. Τά πάντα είναι σωματικά. 'Ακόμα καί ή ψυχή δέν είναι παρά λε¬πτότερη σωματική ύπόσταση. Ή γένεση τών δντων καί ή πρόνοια εξηγούν¬ται ώς έξής: Στό σύμπαν διακρίνονται δύο άρχές (ή δυνάμεις): ή παθητική καί ή Ενεργητική. Ή τελευταία (πού είναι έπίσης σωματική, άλλά λεπτότερη)• γεννά, μορφοποιώντας τήν πρώτη, τήν ύλη. Έτσι τό σύμπαν διαπερνά, δια¬τρέχει καί διακατέχει μία πανίσχυρη ζωογονική, προνοητική καί οργανωτι¬κή δύναμη, πού ονομάζεται καί πυρ θείο, ενώ άποτελεΐ κι αύτό στοιχείο τοΰ σύμπαντος καί δρα σέ δλα τά μέρη του (άνθρωπος, ζώα, φυτά, ουράνια σώματα κλπ.). Τό πΰρ τούτο είναι ψυχή, νοερό, λογικό καί θείο, γι' αύτό καί οί στωι¬κοί δέ διστάζουν νά χαρακτηρίσουν τόν κόσμο <(£μψνχον» «νοερόν», αλογι- κόν» καί «θείον», δπως θά έκαναν γιά τόν άνθρωπο. Τό πΰρ, πού άνάγεται σέ θείο καί καθολικό λόγο ή νοΰ τοΰ σύμπαντος, όριζε ι τά πάντα στόν κόσμο, είναι ή πρόνοια καί ή ειμαρμένη, στήν όποία ό άνθρωπος πρέπει νά ύποτάσσε- ται άδιαμαρτύρητα, διότι ουδέποτε μπορεί νά τήν μεταβάλη. Οί στωικοί μιλοΰν περί «σπερματικών λόγων» τών πραγμάτων. Δηλαδή τά συγκεκριμένα άντικείμενα έχουν στούς κόλπους τής δημιουργικής άρχής άντίστοιχους λό¬γους, εις τούς όποιους οφείλουν τήν προέλευσή τους.
Ή πρακτική ή ήθική δψη τής στωικής φιλοσοφίας είναι άπλή κι έντυπω- σιακή. Τό ήθικό ιδεώδες βρίσκεται στό κατά «φύσει ζην», τό όποιο ταυτίζε¬ται μέ τήν άρετή, τήν άληθινή σοφία καί γνώση τής ζωής. Τό νά σκέπτεται.
•ό άνθρωπος όρθά δέν διαφέρει άπό τό νά πράττη όρθά. Ή όρθή σκέψη παίρνει νόημα μόνο άπό τήν όρθή πράξη. "Οταν οί στωικοί λέγουν δτι ό άνθρωπος πρέ¬πει νά ζή σύμφωνα μέ τή φύση, εννοούν σύμφωνα μέ τό λόγο τοΰ σύμπαντος, μέ τό πνευματικό δηλαδή έκεΐνο πΰρ, πού μορφοποιεί καί κατευθύνει τά πάν¬τα καί τό όποιο άποτελεΐ μέ τόν άνθρωπο καί τόν κόσμο ένιαΐο ολο έτσι, ώστε νά λέγεται δτι οί άνθρωποι είμεθα «γέιος» τοϋ πυρός ή τοΰ θείου αύτοΰ λόγου. Ό άνθρωπος γιά νά ζή «κατά λόγον)) πρέπει νά άπαλλαγή άπό τά πά¬θη καί τίς όρμές, πού είναι άνήθικες, οπότε θά έχη τήν άπάθεΐα, θά είναι δμοιος καί ταυτόσημος πρός τό λόγο τοϋ σύμπαντος, θά «βυζη τώθεω». Ε¬πειδή δμως ό λόγος αύτός (ή δ θεός) άνήκει στό σύμπαν (είναι τελικά σωματι¬κός δπως τά πάντα), σημαίνει δτι τό ήθος τής Εκκλησίας έχει μόνο έξωτερι- κή όμοιότητα πρός τήν ήθική τών στωικών, οί όποιοι έχουν πανθεϊστικές προϋ¬ποθέσεις, άφοϋ μάλιστα δ άνθρωπος είναι «γένος» θεΐο καί ό νούς του (=τό ή- γεμονικό, τό κορυφαίο μέρος τής ψυχής) άποτελεΐ τμήμα τοΰ παγκόσμιου λό¬γου (ή ψυχής), δηλ. τοΰ θεοΰ. Τό εντυπωσιακό ηθικό σύστημα τών στωικών περικλείει γενικά τήν αύτοαναίρεση, διότι πρακτικά άποβαίνει άνεφάρμοστο} ανέφικτο. Μόνο μερικά εκλεκτά κατά τούς στωικούς πνεύματα, δπως δ Ζή¬νων (ιδρυτής τής Στοάς), δ Κλεάνθης, δ 'Ηρακλής καί δ Σωκράτης, κατώρθω- σαν νά φθάσουν στή στωική ααιάθεια. 'Εδώ δηλαδή έχομε άπόλυτο περιορισμό τοΰ κύκλου τών εκλεκτών, μεγαλύτερο άπό αύτόν πού συναντήσαμε στό γνω¬στικισμό, δ όποιος ύπέφερε μόνιμα άπό έλιτισμό, έκλεκτισμό (προοριζόταν μόνο γιά εκλεκτές ομάδες).
Σημειώσαμε ήδη δτι στίς αντιλήψεις τών στωικών παρατηροΰμε εξελί¬ξεις καί παραλλαγές, πού ύπογραμμίζουν τήν ελευθερία κινήσεως τών μεγά¬λων στω'ίκών φιλοσόφων, άλλά καί τόν έκλεκτικό γενικά χαρακτήρα τής Στο¬άς. Ή προτίμηση της μάλιστα στρεφόταν πρός τήν πλατωνική φιλοσοφία, ή όποία μέ τή σειρά της ύπέστη επίδραση τοϋ στωι'κισμοϋ, ώστε νά δικαιολο- γήται κάποτε-κάποτε τό δίλημμα: έχομε πλατωνίζουσα στωική φιλοσοφία ή στωικίζουσα πλατωνική φιλοσοφία; Τή στωική φιλοσοφία καλλιέργησαν πριν άπό τό Σενέκα (4-65 μ.Χ.) καί τόν Μάρκο Αύρήλιο (4- 180) δ Παναίτιος (180-110 π.χ.) πού δίδασκε δτι ή ψυχή δέν ύπάρχει πριν άπό τά σώμα, καί δ Ποσειδώνιος (135-40 π.Χ.), πού προσέδωσε χαρακτήρα έντονα μυστικό στή φιλοσοφική σκέψη καί εξάρτησε σχεδόν τή γνώση άπό τήν έκσταση, ή όποία είναι δυνατή ένεκα τής όμοιότητος γένους μεταξύ ανθρώπινου λόγου καί θείου. Ή τελευταία ιδέα είναι προσφιλής στούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς καί άπαντα συχνά στά κείμενά τους.
δ. Ό Ν ε οπλατωνισμός είναι ισχυρότατο φιλοσοφικό κίνημα μέ σαφείς (ή κάποτε ύπολανθάνουσες) θρησκευτικές προϋποθέσεις. Κορυφαίος έκπρόσωπος τοΰ κινήματος είναι στήν πρώτη περίοδο ό άλεξανδρινός Πλω¬τίνος (204-270), πού έδρασε στή Ρώμη, καί στή δεύτερη ό Πρόκλος (410¬485), πού καταγόταν άπό τήν Κωνσταντινούπολη καί δίδαξε στήν 'Αθήνα.
Ό Πλωτίνος είναι ή μεγαλύτερη φιλοσοφική προσωπικότητης στόν άρχαϊο κόσμο μετά τόν Πλάτωνα και τόν 'Αριστοτέλη καί σ' αύτόν κυρίως οφείλει τήν άκμή καί τή δόξα του ό νεοπλατωνισμός. Τό φιλοσοφικό τούτο κίνημα εί¬ναι βέβαια είδος άναβιώσεως κι ερμηνείας τής πλατωνικής (δσο καί αριστο¬τελικής) φιλοσοφίας, άλλά είναι συγχρόνως καί κυρίως νέο πνευματικό μέγε¬θος, δημιούργημα μέ νέες προϋποθέσεις πολλές φορές, άγνωστες και άντίθε- τες πρός τήν πλατωνική φιλοσοφία. Άπό τήν άποψη αύτή ή ονομασία νεοπλα- τωνισμός άδικει τό νέο φιλοσοφικό κίνημα. Ό νεοπλατωνισμός, διαθέτοντας τήν άνεπανάληπτη έμπειρία τής κλασσικής έλληνικής φιλοσοφίας, άφωμοίωσε τά νεώτερα φιλοσοφικοθρησκευτικά δεδομένα μέ άποτέλεσμα νά γίνη τό κα- θολικώτερο φιλοσοφικό ρεύμα τής άρχαιότητος. Τήν καθολικότητα ό Πλωτί¬νος κερδίζει άφ' ενός μέ τήν προσπάθειά του νά δώση έρμηνεία σέ βλα τά με¬γάλα προβλήματα τοΰ κόσμου καί άφ' έτέρου μέ τό θεϊσμό του, πράγμα πού φανερώνει τή βαθειά θρησκευτικότητα τοΰ φιλοσόφου, ό όποιος καί μπορεΐ νά θεωρηθή ή γνησιώτερη φιλοσοφικοθρησκευτική φυσιογνωμία στόν κόσμο.
Ό Πλωτίνος επηρεάσθηκε άπό τήν άνατολική θρησκευτική σκέψη καί τό γνωστικισμό καί δέν εργάσθηκε ερήμην τοΰ χριστιανισμού, ό όποιος δροΰσε στήν περίπτωση ώς άντίπαλο δέος. Τό πλωτινικό σύστημα είναι μονιστικό (δπως καί ό στωικισμός, πού έχει δμως τήν άντίθετη άκριβώς βάση). Άρχή άπό τήν όποία πηγάζουν τά πάντα καί πρός τήν όποία επιθυμούν νά επιστρέ¬ψουν δλα είναι τό "Εν, τό "Υψιστον, ή Ένάς, ό θεός, πού είναι άρρητος, ά- κατάληπτος, άπαθής, τέλειος καί γιά τοΰτο χωρίς δημιουργική πράξη, Ό κόσμος προέρχεται άπό τό θεό μέ άπορροή, μέ έκχυση τής θείας τελειότητος καί ούσίας, κάτι πού χωρίς νά είναι πράξη δημιουργική φέρνει στήν ύπαρ¬ξη τά δντα, τόν κόσμο. Συμβαίνει δηλαδή δ,τι παρατηροΰμε στόν ήλιο, πού ακτινοβολεί, εκπέμπει τήν εύεργετική του θερμότητα, χωρίς νά έχη συνεί¬δηση εύεργέτη. Μέ τήν άπορροή ό θεός δέ μειώνεται, δέ χάνει κάτι άπό τήν τελειότητα του, διότι ή άπορροή μοιάζει μέ άπαύγασμα. Ό θεός είναι υπόσταση ύπερβατική, είναι πέρα καί ύπεράνω άπό κάθε τι. Κανένα κατηγό¬ρημα δέν ισχύει διά τό "Εν. Συμβατικά μόνον όνομάζομε αύτό αγαθόν, τέ- λειον, ώραΐον κλπ., διότι ό θεός, τό "Εν δέν είναι άγαθός, άλλά ή άγαθότης* δέν είναι τέλειος, άλλά ή τελειότης.
Τά δντα πού προέρχονται μέ άπορροή βρίσκονται σέ κλιμακωτή καί ιεραρχική σχέση πρός τό "Εν καί μεταξύ τους. Είναι δέ αύτά τά εξής: Ό Νοΰς (ή τό Πνεΰμα), ή Ψυχή τοΰ παντός, οί Ψυχές τών άνθρώπων καί ή "Υλη. Ό Νους περιλαμβάνει τίς πλατωνικές ιδέες καί ή Ψνχή είναι τό δυναμικό πνεΰ¬μα πού διαπερνά τό σύμπαν καί διακρίνεται σέ ψυχή άνώτερη καί κατώτερη (τής φύσεως, τών φαινομένων άντικειμένων). Οί ψνχές τών ανθρώπων έχουν μέσα τους τήν παρουσία τής Ψυχής τοΰ παντός γι' αύτό καί άποτελοϋν συγ¬χρόνως μικρόκοσμο καί μακρόκοσμο. Έχουν επίσης μέσα τους δύο τάσεις, τή μία πού τίς συνδέει μέ τήν Ψυχή τοΰ παντός (μέ τό πνεΰμα) καί τήν άλλη πού τις συνδέει μέ τήν "Υλη καί τίς σύρει πρός τό κακό. Τό έσχατο ιδεώδες τών ψυχών είναι ή έπαναγωγή τους εις τό Έν (τό θεό), άπό τό όποιο προήλ¬θαν - άποκόπηκαν διά τής άπορροής. Ή έπαναγωγή αύτή σημαίνει ένωση (θέα) καί ταύτιση μέ τή θεία ούσία. Τούτο δμως προϋποθέτει τόν ισχυρό πλω- τινικό μυστικισμό, τήν έκσταση καί τήν αύστηρή άσκηση, μέ τήν όποια κα¬τορθώνεται ή κάθαρση. Έν τούτοις ή έκσταση καί ή θέα τοΰ θεοΰ άποτελεΐ πολύ σπάνιο γεγονός, άφοΰ καί δ ίδιος ό Πλωτίνος τό γεύθηκε μόνο τέσσερες φορές σέ διάστημα πέντε έτών, κατά μαρτυρία τοΰ μαθητή καί βιογράφου του Πορφυρίου (Βίος Πλωτίνου 23).
Γενικά παρατηροΰμε δτι στή φιλοσοφικοθρησκευτική δομή τοΰ Πλω¬τίνου έχει άντικατασταθή τό ιδεώδες της γνώσεως (ή τοΰ πλατωνικού ωραίου) τών κλασσικών φιλοσόφων μέ τό πάθος τής λυτρώσεως διά τής ένώσεως μέ τό θεό, κάτι πού ύπογραμμίζει τή σχέση τοΰ Πλωτίνου μέ τίς άνατολικές θρησκείες, τό γνωστικισμό και τό χριστιανισμό, πού γνώρισε πολύ καλά στήν 'Αλεξάνδρεια, στό μεγάλο αύτό σταυροδρόμι θρησκειών, φιλοσοφικών συστη¬μάτων καί πολιτισμών τού άρχαίου κόσμου.
Ό νεοπλατωνισμός σχετίσθηκε βαθειά κι έκτεταμένα μέ τό χριστιανι¬σμό περισσότερο άπό κάθε άλλο φιλοσοφικό σύστημα, άλλά παρά ταΰτα δέν έχει διερευνηθή άκόμα ικανοποιητικά τό θέμα, ώστε νά έχωμε οριστι¬κές άποτιμήσεις τών σχέσεων νεοπλατωνισμοΰ καί χριστιανισμού. Πάν¬τως τό επιβλητικό τοΰτο φιλοσοφικοθρησκευτικό ρεΰμα εκπροσωπούσε (μά¬λιστα μέ τό μυστικισμό καί τήν άσκησή του) σοβαρό κίνδυνο γιά τήν Έκ¬κλησία, κάτι πού γνώριζαν καλά οί Πατέρες. Συγχρόνως όμως τό ρεΰμα τοΰτο, έχοντας εισδύσει βαθειά στούς μορφωμένους κύκλους, είχε άποβή ή πνευματική γλώσσα τής έποχής, κάτι πού ύποχρέωνε τούς Πατέρες νά τό χρησιμοποιούν συχνά πρός έκφραση τής θείας άληθείας. Ή χρήση δμως γλώσ¬σας καί έκφραστικών μέτρων, ή υιοθέτηση άκόμη κοσμολογικών καί μετα-φυσικών άντιλήψεων, πού δέν συγκρούονται μέ τή διδασκαλία τής Εκκλησίας, δέ σημαίνει κατ' άνάγκη ν ούσιαστική επίδραση τοΰ νεοπλατωνισμοΰ στή θεο¬λογία τών Πατέρων ή μεταστοιχείωση — έστω καί μερική —τοΰ χριστιανι¬σμού σέ φιλοσοφική σκέψη. Τοΰτο συνέβη σέ μεμονωμένες περιπτώσεις, οί όποιες άπλώς επιβεβαιώνουν τόν κανόνα. Δεδομένου δέ δτι ή Έκκλησία δέν έχει γλώσσα δική της, ούτε ιδιαίτερο γνωστικό σύστημα άστροφυσικής ή ψυχολογίας, οί Πατέρες ήσαν έλεύθεροι νά χρησιμοποιούν τή γλώσσα τής έποχής καί νά υιοθετούν έκάστοτε κάτι πού δέν άντιβαίνει στήν πίστη.
*Η έντυπωσιακώτερη όμοιότης νεοπλατωνισμοΰ καί χριστιανισμού βρί¬σκεται στήν άποφατική ορολογία τών δύο πνευματικών μεγεθών. Καί πάλι δμως δέν πρόκειται γιά ούσιαστική επίδραση τοΰ πρώτου έπί τοΰ δευτέρου, γιά τούς έξης λόγους :
Ό άποφατισμος είναι μέθοδος φιλοσοφική, μέ τήν όποία εργάζεται ό φιλόσοφος πού θέτει τό πρόβλημα περί τοΰ θεοΰ : τί τό δντως δνκαί πώς φθά- ^ει κανείς είς αύτό. Στή θεολογία τών Πατέρων δέν έχομε άποφατική μέθοδο. Όάποφατισμός δέν είναι τρόπος μέσω τοϋ όποιου ό πιστός φθάνει στή θεοπτία, στή γνώση τοΰ Θεοΰ. Έάν οί Πατέρες ενδιαφέρονταν γιά τό τί είναι ό Θεός, έάν σκοπός τους ήταν ή ούσιαστική γνώση τοΰ Θεοΰ, τότε κατ* άνάγκην θά άσκοΰσαν μέθοδο άποφατική, άφοΰ θά έπρεπε νά γνωρίσουν τί δέν είναι ό Θεός, ώστε άφαιρετικά καί άρνητικά τουλάχιστον νά καταλήξουν σέ ό,τι «ίναι. Οι Πατέρες δμως δέν έθεταν πρόβλημα Θεοΰ, διότι τόν είχαν .'Αγω- νιοΰσαν μόνο νά ζήσουν έντονώτερα τό Θεό, νά βρεθοΰν έν αύτώ" επιθυμού¬σαν τήν έμπειρία τοΰ Θεοΰ (τή θεία ενέργεια ή τά «περϊ» τόν Θεό) καί 6χι τή νοησιαρχική γνώση τοΰ Θεοΰ (τής θείας ούσίας). Επομένως ή άποφατική μέ¬θοδος δέν εξυπηρετούσε τό θεολογικό τους στόχο καί γι* αύτό δέν μπορούσε νά υίοθετηθή καί νά γίνη χαρακτηριστική τακτική τής θεολογίας τους. Ό Πλωτίνος, δντας βέβαιος γιά τό άκατάληπτο τής θείας ούσίας, προσπάθησε νά άποκλείση (άποφατισμός) κάθε τι πού δέν ήταν θεία ούσία, ώστε νά δεχθή τό άπομένον ώς Θεό καί άρα ώς θεία ούσία, άφοΰ δ Θεός ήταν γι* αύτόν ή ούσία του. Οί Πατέρες, προσβλέποντας στή θεία χάρη, ή μετοχή στήν όποία σημαίνει τή θέωση, χρειάζονταν άπλώς νά δηλώσουν δτι στή φύση του ό Θεός είναι άκατάληπτος' αισθάνονταν τήν άνάγκη άπλώς νά εκφράσουν μέ άποφα¬τική δρολογίατάταπεινόφρονα αίσθήματά τους έναντι τοΰ άπειρου Θεοΰ. Έτσι μπορούμε ϊσως νά μιλάμε καταχρηστικά γιά διάθεση άποφατική σέ κάποιες στιγμές τής πατερικής θεολογίας, άλλά είναι τεράστιο σφάλμα νά χαρακτη¬ρίσουμε τήν πατερική θεολογία άποφατική, σάν νά ήταν τό κύριο χαρακτηρι¬στικό της ό άποφατισμός, ή άποφατική μέθοδος. (Αύτά βέβαια πού σημειώ- νομε εδώ δέν σημαίνουν καθόλου δτι δεχόμεθα τήν πατερική θεολογία ώς κα¬ταφατική, διότι γενικά ή θεολογία είναι εμπειρική τον Θεοΰ ή θεοπτική). (Βλέπε Βιβλιογραφία στήν παράγραφο 7 τοΰ Α' κεφαλαίου).

4. A I Ρ Ε Σ Ε I Σ

Τό φαινόμενο τών αιρέσεων στήν ιστορία τής Εκκλησίας άποτελεΐ μέγα πρόβλημα καί ερώτημα, ή άπάντηση στό δποΐο εξαρτάται άπό τήν τοποθέ¬τηση τοΰ μελετητή στήν Έκκλησία. Σημαντικό μέρος τής πατερικής γραμμα¬τείας συνδέεται άμεσα καί άπόλυτα μέ τίς ποικίλες κακοδοξίες καί τίς αι¬ρέσεις, πού έμφανίσθηκαν κατά καιρούς στούς κόλπους τής Εκκλησίας. Ή ορθόδοξη θεολογία είναι συνυφασμένη μέ τήν κακόδοξη μέ τήν έννοια δτι βα¬δίζουν παράλληλα καί άλληλοπροϋποθέτονται. Επομένως ή κατανόηση τής πρώτης άπαιτεΐ τή γνώση τής δεύτερης. Οί κακοδοξίες στή διαδικασία τής πατερικής θεολογίας έπαιξαν φυσικά μόνο ρόλο άφορμής καί κίνητρου. Καί τοΰτο διότι ή γέννηση τής θεολογίας στήν κύρια στιγμή της είναι άποτέλεσμα 6είας εμπνεύσεως, τήν όποια δέχεται δ Πατήρ μέ σκοπό νά άπαντήση στό πρόβλημα πού δημιουργεί κάποια κακοδοξία, βασισμένος πάντα στήν Πα¬ράδοση καί χρησιμοποιώντας τή γλώσσα τής έποχής του. Ή αίρεση δηλα¬δή ώθεϊ πρός θεολογία, άλλά δέν μπορεί νά δημιουργήση ορθόδοξη θεολο¬γία. Έν τούτοις — είναι πολύ φυσικό — οί αιρέσεις δημιουργούν Ινα κλίμα πνευματικό, δημιουργούν μία ορολογία, ή όποία έστω καί άρνητικά δρα στήν πορεία καί τή διαμόρφωση τής θεολογίας τών Πατέρων. Ή πατερική θεολογία λοιπόν ύπάρχει «έν άναφορά» πρός τήν κακοδοξία καί γι' αύτό κα¬τανοείται «έν αχέσει» πρός αύτήν. Είναι λοιπόν εύεξήγητο γιατί στήν πορεία τοΰ έργου θά γίνεται λόγος καί γιά τούς αιρετικούς στήν άνάλογη χρονολογι¬κή θέση. Έπειδή μάλιστα θά γίνη τοΰτο, δέ θεωρούμε άναγκαία τήν άνά- λυση στήν παρούσα «Είσαγωγη)> τών αιρέσεων, πού εμφανίσθηκαν στή ζωή τής Εκκλησίας. Οί αιρέσεις αύτές ήσαν κυρίως οί έξής:
Τών Ιονδαϊζόντων χριστιανών, οί όποιοι δέν ήθελαν νά άρνηθοΰν τό μω¬σαϊκό νόμο, οί όποιοι διακρίθηκαν στούς Έβιωναίους, τούς Έλκεσαίονς καί τουςΝαζηραίονς καί οί όποιοι άνέμιξαν ποικίλα στοιχεία στήν βχι πολύ άνα- πτυγμένη διδασκαλία τους. Ό δοκητισμός θεωρούσε φαινομενικά τή γέννηση καί τό πάθος τοΰ Κυρίου, ενώ οί έγκρατικοϊ κήρυτταν άπόλυτη εγκράτεια καί καταδίκαζαν τό γάμο. Περισσότερο δμως ταλαιπώρησαν τήν Έκκλησία οί λεγόμενες άντιτριαδικές αιρέσεις, ό μοναρχιανισμός καί ό αρειανισμός. Ό πρώτος διακρίθηκε στούς πατροπασχίτες καί τούς νίοΘετιστές, Οί πατροπα- σχίτες ώνομάσθηκαν καί τροπικοί, διότι δίδασκαν δτι τά τρία πρόσωπα τής άγιας Τριάδος ήσαν άπλοί τρόποι εμφανίσεως τοΰ ένός καί μόνου Θεοΰ, πού είναι ούσία καί υπόσταση μία (μοναρχία). Τήν αίρεση αύτή άνέπτυξε περισ¬σότερο καί διέδωσε ό Σαβέλλιος. Ό μοντανισμός έμφανίσθηκε σάν προφητι¬κό κίνημα μετά τά μέσα τοΰ β' αίώνα. Ό ιδρυτής του Μοντανός ισχυριζόταν δτι κηρύττει τήν τελική άποκάλυψη, δντας ό ίδιος δ ύπεσχημένος Παράκλη¬τος ή εκφράζοντας τήν άποκάλυψη εκείνου. Στή δεύτερη δεκαετία τοϋ Δ' αί• έμφανίσθηκε ό άρειανισμός, πού κυριολεκτικά συγκλόνισε τήν Έκκλησία καί πού συνεχίσθηκε άπό τόν Εννόμιο καί τό Μακεδόνιο στό β ήμισυ τοΰ Δ' αϊ•> δπου έδρασαν καί οί πνενματομάχοι σάν παρακλάδι τοΰ άρειανισμοΰ. 'Ακο-λουθούν δ ώριγενισμός καί δ απολλιναρισμός, πού ώδήγησε στό νεστοριανι- σμό τοΰ Ε' αι., όπότε έχομε καί τόν μονοφνσιτισμό. Οί τρεις τελευταίες αι¬ρέσεις είναι πλέον χριστολογικές αιρέσεις καί παρεξηγοΰν τή μία ή τήν άλ¬λη φύση τοΰ Χριστοΰ. Ό μονοφυσιτισμός άναβιώνει στό μονοΘελητισμό τόν ΣΤ' αί. Στή Δύση άναστάτωσαν τήν Έκκλησία ό δο^ατισμός, ό πρισκιλλια- νισμός καί δ πελαγιανισμός. Βραδύτερα στήν 'Ανατολή έχομε τόν πανλικια- νισμό καί τήν εικονομαχία. Ή τελευταία μάλιστα, έχοντας καί πολιτικές προεκτάσεις, δημιούργησε ολόκληρο πνευματικό κόσμο, τόν όποιο ή ορθο¬δοξία ώφειλε νά άναπνεύση καί νά άπορρίψη.
Βιβλιογρ.: J DANIELOU, Histoire des doctrines chretiennes avant Nic6e. I: Th6o- logie du jud£o-christianisme, Paris 1958. J. N. D. KELLY, Early Christian Doctri¬nes, London 1958, 41968. G. PRESTIGE, Fathers and Heretics, London 1958. ΒΑΣΙΛ. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ, Αίώριγενιστικαΐίριδες, 'Αθήνα 1958. I. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά δογματικά καί συμ¬βολικά μνημεία της 'Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, I, 'Αθήνα 1960. 'Α Θεοδώρου,. 'Ιστορία τών δογμάτων, Α, 'Αθήνα 1963. ALFRED ADAM, Lehrbuch der Dogmengeschi- chte, I: Die Zeit der Alten Kirche, Giitersloh 1965. H. BETZ, Orthodoxy and Heresy in primitiv Christianity, είς Interpretation 19 (1965) 299-311. A. HILGENFELD, Die Ketzergeschichte des Urchristentums, urkundlich dargestellt, Hildesheim 1963 (άνατύπωσητηςέκδ. τοϋ 1884). MARC LCDS, Precis d' histoire de la th^ologie chre¬tienne du lie au debut du IVe sifecle, Neuch&tel 1966. M.WILES, The making of Chri¬stian Doctrine. A stndy in the principles of early doctrinal development, London. 1967.


 Σελίδες 136-159

Δοξαστικόν - Doxastikon

$
0
0
Δοξαστικόν - Doxastikon

Ο επίλογος στην Κυριακή Προσευχή, η επίκληση, το Δοξαστικό.
Το «Πάτερ ἡμῶν» - Η Κυριακή Προσευχή με σύντομη ερμηνεία 
«Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»

Βοήθησε με Θεέ μου να καταφέρω αυτά πού εύχομαι,
Επειδή, δικά Σου είναι,
τα πάντα Θεέ μου, δικά Σου είναι (αιτολογία) - Ένας ο Θεός

Η Βασιλεία, η κτίση, η κυριαρχία - Ο Πατέρας, Άγιος ο Θεός
Η Δύναμη, η ισχύς δια του Σταυρού, με την θυσία - Ο Υιός, Άγιος Ισχυρός
Η Δόξα, “δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς” (Λουκ. α΄, 8) - Το Άγιον Πνεύμα, Άγιος Αθάνατος

Οι τρεις Ιδιότητες:Βασιλεία, Δύναμη, Δόξα.
Τα τρία Πρόσωπα: Ο Πατέρας, Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, Η Αγία Τριάδα.

Ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος (27 Μαΐου)

$
0
0

Ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος (27 Μαΐου)
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

Η ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ:Ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος γεννήθηκε το 1690 στη Νότια Ρωσία (σημερινή Ουκρανία).

Οι γονείς του, πιστοί χριστιανοί οι ίδιοι, βάπτισαν τον γιο τους χριστιανό και τον μεγάλωσαν με νουθεσία Κυρίου. Έτσι ο Ιωάννης από μικρός έγινε θερμός χριστιανός. Όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, ο Άγιος Ιωάννης κατετάγη στο ρωσικό στρατό. Την εποχή εκείνη, επί μοναρχίας του τσάρου Πέτρου, μαινόταν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1711-8). Στις μάχες για την ανακατάληψη του Αζώφ, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Απ' εκεί στο Προκόπιο, κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας της Μ. Ασίας, στην κατοχή ενός Αγά που διατηρούσε στρατόπεδο των Γενιτσάρων. Ο Τούρκος αξιωματούχος προσπάθησε, όπως συνηθιζόταν τότε, να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει. Ο Άγιος αντιστάθηκε σθεναρά σε όλες τις προσπάθειες του Τούρκου.

ΜΑΡΤΥΡΙΟ – ΠΡΩΤΟ ΘΑΥΜΑ:Καταδικασμένος ψυχολογικά στην περιφρόνηση και το μίσος των Τούρκων, είναι ο «κιαφίρ», ο «άπιστος» που του αξίζουν σκληρά βασανιστήρια. Και τον χτυπούν με χοντρά ξύλα ραβδιά, τον κλωτσούν, τον φτύνουν, του καίνε τα μαλλιά και το δέρμα της κεφαλής του με πύρινο τάσι. Τον πετούν στις κοπριές του σταύλου και τον υποχρεώνουν να ζει με τα ζώα των οποίων τη φροντίδα του είχαν αναθέσει. Έτρωγε ελάχιστα, τα ρούχα του ήταν φτωχικά και ήταν αναγκασμένος να περπατά χωρίς υποδήματα. Σε αυτόν τον στάβλο, ο Άγιος προσευχόταν, ενώ τα βράδια συχνά επισκεπτόταν μια εκκλησία που ήταν εκεί κοντά, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Δέχεται ο Όσιος Ιωάννης τους σκληρούς όρους της μαρτυρικής ζωής, τα βασανιστήρια, τη διαμονή με τα ζώα στο σταύλο που του θύμιζε, όπως έλεγε, το σταύλο της Βηθλεέμ, τις ασκήσεις, νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές σε τέτοιο βαθμό, που δαμάσθηκε η θηριωδία των Τούρκων και έκπληκτοι τον ονομάζουν «βελή», άγιο.

Μάλιστα, σε συνεστίαση Τούρκων αξιωματούχων θαυματουργικά έστειλε με Άγγελο Κυρίου φαγητό σε χάλκινο πιάτο από το Προκόπιο της Μ. Ασίας στην Μέκκα της Αραβίας και ο Τούρκος Αγάς το έφαγε εκεί ζεστό. Επιστρέφοντας έδειξε το πιάτο με το οικόσημο στους αξιωματούχους τρεις μήνες μετά. Το θαύμα αυτό που έγινε από τον Όσιο κατά παραχώρηση του Κυρίου, σταμάτησε το μίσος και την αδιάλλακτη μανία των βασανιστών του. Η πνευματική και ηθική ακτινοβολία του δάμασε την θηριωδία των Τούρκων.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Ο Τούρκος θέλοντας να τιμήσει τον Άγιο προσφέρθηκε να του καλυτερέψει τις συνθήκες διαβίωσης. Ο Άγιος όμως αρνήθηκε και συνέχισε να φροντίζει τα ζώα του αφεντικού του και να μένει στον στάβλο. Δουλεύοντας την ημέρα και προσευχόμενος την νύχτα έζησε ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος τον υπόλοιπο του βίου του Η Θεία Κοινωνία κάθε Σάββατο ήταν η μεγάλη του ξεκούραση και ανάπαυση. Τελευταία ημέρα, 27 Μαΐου του 1730, ειδοποίησε τον ιερέα και εκείνος του πήγε τη Θεία Κοινωνία μέσα σε ένα μήλο που το είχε κουφώσει. Κοινώνησε εκεί στο σταύλο για τελευταία φορά. Η πρόσκαιρη αιχμαλωσία του, η δεινή κακοπάθεια πήραν τέλος. Ο Όσιος Ιωάννης πέρασε στην αιώνια αγαλλίαση και μακαριότητα, μόλις πήρε τα Άχραντα Μυστήρια σε ηλικία 40 ετών. Το σώμα του παραδόθηκε από το αφεντικό του στους χριστιανούς του Προκοπίου, που το έθαψαν σύμφωνα με τους κανόνες του Χριστιανισμού στο χριστιανικό νεκροταφείο.

ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ: Μετά από τρισήμισι χρόνια ο Άγιος εμφανίστηκε στον ύπνο του γέροντα ιερέα, που τον κοινωνούσε όσο ζούσε, ζητώντας του να γίνει ανακομιδή του ιερού λειψάνου του. Οι Χριστιανοί έκαναν την ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου, που βρέθηκε ακέραιο, αδιάφθορο και μυρωμένο με αυτή τη θεία ευωδία που συνεχίζει να έχει μέχρι σήμερα και το τοποθέτησαν σε μια λάρνακα κάτω από την Αγία Τράπεζα του Ναού του Αγίου Γεωργίου, στον οποίο προσευχόταν ο Άγιος εν όσο ήταν στη ζωή. Το 1834 κτίστηκε στο Προκόπι ένας μεγάλος Ναός του Μεγάλου Βασιλείου, μεταφέρθηκε εκεί το λείψανό του. Σε αυτόν τον ναό έμεινε ο Άγιος μέχρι το 1924.

Ο ΑΓΙΟΣ “ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ” ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ:Με την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας και Τουρκίας, αμέσως μετά την μικρασιατική καταστροφή, μεταφέρθηκε και το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου στο Νέο Προκόπι στην Εύβοια, όπου εγκαταστάθηκαν οι ξεριζωμένοι Έλληνες του Προκοπίουι της Μικράς Ασίας. Μέσα στη λαίλαπα της καταστροφής οι πρόσφυγες που έχασαν τα πάντα, πήραν το Ιερό Λείψανο, άλλα κειμήλια της Εκκλησίας και λιγοστά προσωπικά τους είδη και ξεκίνησαν για το δρόμο της ξενιτειάς. Από την Καισάρεια στη Μερσίνα. Από το λιμάνι της Μερσίνας με το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης», μεταφέρεται στην Χαλκίδα. Παραμένει εκεί ένα χρόνο και το 1925 έφθασε στο σημερινό Νέο Προκόπιο. Το 1930 άρχισε να χτίζεται ναός προς τιμή του Αγίου, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1951. Τότε μεταφέρθηκε ο Άγιος στο νέο Ναό και εκεί βρίσκεται μέχρι τις μέρες μας. Πιστοί επισκέπτονται τον ναό αυτό και προσκυνούν τον Άγιο από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο με δέος, με κατάνυξη, σιωπηλοί, περνούν μπροστά από το Ιερό του Λείψανο.

Σε όλους δίνει την αύρα της χάρης που έλαβε από το Θεό. Μπροστά στην Λάρνακα που είναι το Άγιό του σώμα, παράλυτοι περπατούν, τυφλοί βλέπουν, δαιμόνια φεύγουν, άλλες ανίατες αρρώστιες θεραπεύοντα ακόμη και σήμερα. Την μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου εορτάζουμε στις 27 Μαΐου.

“Τω Ιωάννη οι πιστοί νυν προσδράμωμεν, οι εν δεινοίς και συμφοραίς, και προσπέσωμεν, εν ευσέβεια κράζοντες, εκ βάθους ψυχής· Όσιε, βοήθησον, εφ' ημίν σοις ικέταις, πρόφθασον και λύτρωσαι της παρούσης ανάγκης· μη παραβλέψης δέησιν οικτράν των προσφευγόντων τη σκέπη σου, Άγιε.”

Μεγαλυνάριο:“Τους συναθροισθέντας τω σω ναώ, αοράτων πάντας, ορατών τε επιβουλής, ημάς τυραννούντων. δεόμεθα ρυσθήναι, υπό την σην αιγίδα θερμώς προσφεύγοντας.

………………………………………………………………..

Βιβλιογραφία:Πρωτοπ. Ιωάννου Βερνέζου, Σύντομος βίος του Οσίου Ιωάννου του Ρώσσου «Ορθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη.

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

Πηγή:
http://zoiforos.gr/pnevmatiki-zoi/logoi/agies-morfes

57. ΚΑΝΩΝ MOURATORI

$
0
0



57. ΚΑΝΩΝ MOURATORI

Τό 1740 ό L.A. Muratori άνακάλυψε στην Άμβροσιανή βιβλιοθήκη τοϋ Μιλάνου άπόσπασμα λατινικού κειμένου πού εΐναι ό άρχαιότερος Κατάλογος κανονικών βιβλίων τής ΚΔ. Τό σωζόμενο άπόσπασμα, άκέφαλο καί κολοβό, είναι σέ βάρβαρη λατινική καί άνεπιτυχές συμπίλημμα τοΰ Ε'-ΣΤ' αί. δύο κειμένων. 'Αποτελείται άπό 85 στίχους, παρουσιάζει σοβαρά κενά καί προπαντός στό τέλος του είναι κατεστραμμένο. 'Αρχίζει άπό τό τέλος τής άναφο- ράς του στό Ευαγγέλιο τοϋ Μάρκου και παραλείπει τήν Πυός 'Εβραίους καί τις 'Επιστολές 'Ιακώβου, Πέτρου (Α,Β) καί 'Ιωάννου (Γ).

Στή σημερινή του μορφή τό κείμενο δείχνει ότι ό κατάλογος έχει διακοπή στό σημείο άναγραφής τριών παυλείων έπιστολών (ΙΙρός Κορινθίους, Γαλάτας καί Ρωμαίους) καί άρχίζει νέος, δπου πάντως παρατηρείται ή παραπάνω έλλει¬ψη. Συγχρόνως άπορρίπτονται οί νόθες επιστολές τοϋ Παύλου Προς Λαοδικεΐς καί Άλεξανδρεϊς, άναφέρεται ή Σοφία Σολομώντος (άδηλο αν ώς κανονικό βι¬βλίο), μνημονεύεται σάν καλό πρός άνάγνωση τό μή κανονικό βιβλίο Ποιμήντοϋ 'Ερμα καί καταδικάζονται τά άνάλογα έργα τών Ούαλεντίνου, Μαρκίωνα καί Βασιλείδη. Οί δύο ένωμένοι κατάλογοι δέν εκπροσωπούσαν τήν ιδια παράδο¬ση καί πιθανό στόν πρώτο νά υπήρχαν οι επιστολές πού άπουσιάζουν οπτό δεύ¬τερο.
Ό τόπος, ό χρόνος καί ό συγγραφέας τοΰ Καταλόγου μας είναι άγνωστοι. Φαίνεται δμως δτι τό άρχικό κείμενο γράφηκε στή Γαλλία στό τέλος τοϋ Β' ή τις άρχές τοΰ Γ' αιώνα άπό ελληνόφωνο χριστιανό. Τό άπόσπασμα συνι¬στά σπουδαία μαρτυρία, άλλά ή σημασία του μειώνεται άπό τήν άνωνυμία, τά κενά καί τήν συμπίληματικότητά του.
Βφλιογρ.: HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 18-20. ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΣΑΚΚΟΥ, Ό κατά¬λογος τοϋ Muratori..., είς ΕΕΘΣΠΘ 15(1970)225-287 (κριτική έκδοση λατινικού κει¬μένου, έπαναφορά του στήν έλληνική γλώσσα καί διερεύνηση τών προβλημάτων αύτοΰ), Η. LIETZMAN N,Wie wurden die Bucher des Neuen Tesrtaments heilige Schrift? είς KIT II, Berlin 1958, σσ. 15-98 (έκδ. Κ. Aland), Ν.A. DAHL, Welche Ordnung der Paulus- briefe wird vom Muratorischen Kanon vorausgesetzt ? είς ZNW 52(1961)39-53. II. VON CAMPENIIAUSEN, Die Entstehung der christlichen Bibel, Tubingen 1968.
58. ABEPKIOY ΕΠΙΓΡΑΦΗ
Στό μουσείο τοΰ Λατερανοΰ (Ρώμη) φυλάσσονται δύο άποσπάσματα έμ-μετρης επιταφίου 'Επιγραφής, πού άνακάλυψε ό W. Ramsey τό 1883 στήν Ί- ερόπολη τής άνατολικής Φρυγίας. Ή έμμετρη έπιγραφή άποτελεΐται σήμερα άπό 22 στίχους (σειρές) καί οφείλεται στόν Άβέρκιο άπό τήν Ίερόπολη, πού τήν έγραψε μάλλον στά τέλη τοΰ Β' αί. καί οπωσδήποτε πρό τοΰ 216, δταν ή¬ταν 72 έτών, σέ γλώσσα μυστική καί συμβολική καί γι' αύτό γριφώδη. Έ¬νεκα τούτου είναι άρκετά δυσνόητη, άλλ' οπωσδήποτε πληροφορεί δτι ό συν¬τάκτης ύπήρξε μαθητής τοΰ «άγίου Ποιμένος» καί κατ' έντολήν του ταξίδεψε στή Ρώμη, άπό τήν όποία επέστρεψε κι έφθασε μέχρι τή Νίσιβη. Ό Βίος τοΰ Άβερκίου, άγιολογικό κείμενο τοΰ Δ' αί. στηριγμένο στίς πληροφορίες ολόκληρης τής 'Επιγραφής, πληροφορεί δτι ό Άβέρκίος ήταν έπίσκοπος Ί- εροπόλεως. Ή ύπόθεση δτι ό Άβέρκίος είναι ό Άβέρκιος Μάρκελλος (Εύσε¬βίου, 'Εκκληα. Ιστ. Ε 16,3), στόν όποιο ό ανώνυμος (βλ. λήμμα) συντάκτης τοΰ τρίμερους άντιμοντανιστικοΰ έργου άφιερώνει τήν εργασία του, δέν έχει κανένα στήριγμα.
Τό κείμενο έχει μεγάλη σημασία, διότι είναι γραμμένο σέ στίχους, κά¬τι πού φανερώνει άφ' ένός μέν τή συνήθεια καί τή διάθεση τών χριστιανών νά έκφράζωνται σέ στίχους, άφ' ετέρου δέ τήν ύπαρξη στούς κόλπους της Εκκλη¬σίας φιλολογικών προϋποθέσεων γιά τήν ανάπτυξη της εκκλησιαστικής ύμνο- λογίας.
Βιβλιογρ.: W. LijDTKE-Th. NIESSEN, Die Grabinschrift des Aberkios...,Leipzig 1910. Th. NIESSEN, St.Abercii vita, Leipzig 1912. A. FERRUA, Nuove osservazioni suli' epitaffio di Abercio, είςRAC 20(1943) 279-305. BURZACHECHI, είς RAC (1955) 261¬7. P. TESTINI, Archeol. Christiana, Roma 1958, σσ. 423-427.
59. ΥΜΝΟΙΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ
Κατά τή διάρκεια τοϋ Β' αί. συναντάμε συχνά τόν έμμετρο πεζό λόγο σέ έργα έκκλησιαστικών συγγραφέων, μεταξύ τών όποιων αναφέρομε τόν Κλήμεντα Ρώμης, τόν 'Ιγνάτιο, τό Μελίτωνα καί τό συντάκτη τής Πρός Διόγνητον επιστολής. Σέ γνωστικά δέ καί άπόκρυφα βιβλία διαπιστώνομε τήν ύ¬παρξη όχι μόνο ρυθμικοϋ πεζού λόγου, πού είναι έξαιρετικά συχνός, άλλά καί στροφικών ύμνων (όπως είναι τών ούαλεν- τινιανών : «Πάντα κρεμάμενα πνενματι βλέπω...» καί τών ναασσηνών : ((Νόμος ήν γενικός τοϋ παντός ο πρωτότοκος νόος...». Βλ. J. Wolberg, Griechische religiose Gedichte der ersten nachchristlichen Jahrh., I,Meisenheimam Glan 1971, σσ. 5- 12). Υπήρχαν άρα οί απαραίτητες φιλολογικές προϋπο¬θέσεις πρός σύνταξη ποιητικών ύμνων γιά τήν έκφραση τών έμπειριών πού οί άνθρωποι άποκτοΰσαν στήν Εκκλησία, γιά τήν ευχαριστία καί τή δοξολογία τοΰ Θεοΰ, γιά τή φανέρωση τής νέας πνευματικής καταστάσεως, πού οί χριστιανοί εκ¬προσωπούσαν ένώπιον τοΰ κόσμου, γιά τήν όμολογία καί τή διδασκαλία τής νέας άλήθειας.
Άπό τόν έθνικό Πλίνιο τό 112 (Epist. 10, 96) καί τόν Ίου-στΐνο ( + 165) («διά λόγου πομπάς [=εύχάς] καί ϋμνους πέ¬μπει ν», Α' 'Απολογία 13) πληροφορούμεθα δτι ή Εκκλησία χρησιμοποιούσε ύμνους κατά τήν ευχαριστιακή της σύναξη. Καί βέβαια ή κατάσταση διωγμού δέν έπέτρεπε τήν πολύ με¬γάλη άνάπτυξη ύμνων, άλλ* όπωσδήποτε θά γράφηκαν άρκετοι πρός έκφραση καί λειτουργική διακονία τής Εκκλησίας. Τέ¬τοιοι ευχαριστιακοί καί δοξολογικοί ύμνοι είναι αύτοί πού παραδίδονται στό 9 καί 10 κεφ. τής Διδαχής τών 12 'Απο¬στόλων (90-110 μ.Χ), γιά τούς οποίους εγινε λόγος καί οί όποιοι £χουν καί έφύμνιο.
Σαφείς εξωτερικές μαρτυρίες καί άποδείξεις γιά ιδιαίτε¬ρους αύτοτελεΐς εκκλησιαστικούς ύμνους στό χώρο τής Εκ¬κλησίας, κατά τόν Β' αι., δέν υπάρχουν. Εσωτερικοί δμως. λόγοι καί αρχαιότατη παράδοση (Μ. Βασιλείου, Περϊ άγ. Πνεύματος 29, 73) θέλουν δικαίως τόν κατανυκτικό Αυχνικά υμνο
α' στροφή : «Φως ίλαρόν
άγιας δόξης άθανάτου Πατρός, ουρανίου, άγίου, μάκαρος, Ίησοϋ Χριστέ,
έφύμνιο : Έλθόντες επί τήν ήλιου δύσιν, υ-υυ--υ-υ-υ ιδόντες φώς έσπερινόν, υ-υ-υυυ- ύμνοϋμεν Πατέρα, Υίόν υ-υυ-υυ- και άγιον Πνεϋμα, Θεόν. υ-υυ-υυ-
β' στροφή : "Αξιος εΐ έν πάσι καιροΐς ύμνεΐσθαι φωναΐς όσίαις, Τίέ Θεοΰ, ζωήν ό διδούς, διό ό κόσμος σέ δοξάζει».
έργο τοϋ Β' αίώνα ( ό Τριπολίτης : άρχές Γ' αί.). Τό κείμενο είναι περισσότερο ρυθμικός πεζός λόγος καί λιγώτερο στρο¬φικό ποίημα. Χρησιμοποιεί ώς ένα βαθμό τά στοιχεία τής ό- μοιοκαταληξίας, τής όμοτονίας καί τής όμοσυλλαβίας (κατά στροφές). Τό εφύμνιό του όμως, πού ίσως νά είναι μεταγενέ-στερο, αποτελεί κανονική στροφή μέ σχετική τήρηση τών παραπάνω στοιχείων. Είναι Ιδιαίτερης σημασίας ότι στό κεί¬μενο τούτο και στά μεταγενέστερα λειτουργικά ποιήματα (κοντάκια) δέν άνευρίσκομε τήν τεχνική τών άνακρεοντείων στίχων ή κάποια κλασσική στιχουργική. Ή λειτουργική ποίηση, χωρίς νά είναι άπαλλαγμένη άπό ποικίλες έλληνοϊου- δαϊκές έπιδράσεις, βαδίζει τό δικό της δρόμο, δημιουργεί τΙς δικές της κανονιστικές άρχές, τίς όποιες δέν έχομε διακρι¬βώσει άκόμη μέ άκρίβεια. Ή έπισήμανση καί μελέτη τών έλληνικών λειτουργικών ύμνων τοΰ Β' καί Γ' αί. έδειξε ότι ή εξέλιξη τής έκκλησιαστικής ποιήσεως είναι άπόλυτα όργανική καί άρα ή θεωρία περί έξαρτήσεως τής μεταγενέστερης έκ- κλησιαστικής ποιήσεως άπό τήν ποίηση τοϋ μεγάλου σύρου συνθέτη Έφραίμ (+373) είναι άστήρικτη. Άκριβώς δέ ή όρ¬γανική αύτή έξέλιξη καί ή συνείδηση τών συνθετών ότι δη¬μιουργούν λειτουργικούς καί όχι προσωπικούς ύμνους συνέ¬τεινε στή συνεχή άνανέωση, έπεξεργασία καί ένσωμάτωση παλαιότερων ύμνολογικών κειμένων σέ νεώτερους ύμνους, μέ άποτέλεσμα τήν έξαιρετικά μεγάλη δυσκολία έπισημάνσεως τέτοιων ύμνων στό Β' αί. (βλ. καί Χρήστου).
"Ενας άλλος ύμνος, τόν όποιο οί έρευνητές άπό συμφώνου τοποθετούν στόν Β' αίώνα καί τόν όποιο δικαίως θεωρούν σάν τόν άρχαιότερο ύμνο τής Εκκλησίας, είναι ό Τρισάγιος:
«"Αγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης δ ούρανός καί ή γη τής δόξης αύτοΰ, εύλογητός εις τούς αιώνας, άμήν».
Παραδίδεται άπό τίς 'Αποστολικές Διαταγές (άρχές Δ' αί.) καί μαρτυ- ρεΐται ήδη άπό τήν έποχή τοϋ Κλήμεντα Ρώμης (34). Πρόκειται γιά δμνο πού προήλθε μέ τή βοήθεια τοΰ τρισαγίου δμνου τοΰ 'Ησαΐα (6,3) καί τής Ά- αοκαλύψεως (4,8).
Κατά παράδοση δ Ίγνάντιος εΐναι εισηγητής τής άντιφ(ονίας, ή όποία προϋποθέτει ύμνους. Ό Ίουστϊνος έγραψε χαμένο ήδη βιβλίο μέ τόν τίτλο Ψάλ¬της, οπού μάλλον θά υπήρχε ύμνογραφικό ύλικό. Στό χώρο τών άποκρύφων έ¬χομε συχνά ρυθμικό λόγο. Παράδειγμα οί 42 ΉδέςΣολομώντος, έργο καθώς φαί¬νεται τών ετών 90-105, καθολοκληρίαν ποιητικό, γιά τό όποιο μιλήσαμε ήδη καί τό όποιο δμως δέ νομίζομε δτι έπέδρασε στή σύνθεση τών ύμνων, οί όποιοι έφράζουν διαφορετικό κλΐμα κι* έχουν άλλο ΰφος, περιεχόμενο, πλοκή καί γλωσ¬σικό αισθητήριο. "Αλλα άπόκρυφα κείμενα, στά όποια σώζονται χριστιανικοί ύμνοι, δέν άναφέρονται εδώ, έπειδή άπό τή σύγχρονη έρευνα τοποθετούνται στόν Γ' αί. Πρόκειται γιά τις Πράξεις θωμα καί τις Πράξεις ' Ιωάννου.
Βιβλιογρ.: F. DOLGER, Lumen Christi, είς AC 5(1936) 11-26. Ε. ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ, At άρχαί της έκκλησ. ποιήσεως, 'Αθήνα 1937. Th. KLAUSER, Akklamation, είς RACh 1(1950) 216-233. Μ. PELLEGRINO, La poesia greca cristiana dei primi secoli, Tori¬no 1952. M. SIMONETTI, Studi sull' innologia popolare cristiana dei primi secoli, είς Atti Acad. Naz. Lincei, Mem. Ser. 8,4 (1952) 341-384. Α. ΦΥΤΡΑΚΗ, Ή έκκλησια- στική ήμών ποίησις κατά τάς κυριωτέρας αύτης φάσεις, 'Αθήνα 1956. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ΊΙ υμνολογία της άρχαϊκής έκκλησίας, εις ΕΕΘΣΠΘ 3(1958) 57-107. E.WELLESZ, A hi¬story of Buzantine Music and Hymnography, Oxford a1961. G. DEVAL, Φώίίλαρόνείς AcAnt 11(1963) 407-414 καί 13(1965) 455-461. R. DEICHGRABER, Gotteshymnus und Christushymnus in der friihen Christenheit..., Gottingen 1967. Χ. ΤΖΩΓΑ, *0 Τρισάγιος "Τμνος, είς Θεολογικόν Συμπόσιον, χαριστήριον είς Π, Χρήστου, Θεσσαλο¬νίκη 1967, σσ. 275-287. Α. TRIPOLITIS, Φώςίλαρόν. Ancient hymn and modern eni¬gma, εις VC 14(1970) 189-196. Κ. ΜΗΤΣΑΚΗ, Βυζαντινήύμνογραφία, Α, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 59-61. K.WENGST, Christologische Formeln und Lieder des Urchristentums (Studien zum N.T. VII), Gutersloh 1972. M. BRIOSO, Aportaciones al problema de la m^trica griega tardia, είς Estudios Cldsicos 16(1972)95-138. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ή γέ- νεσις τοϋ Κοντακίου, είς Κληρονομιά 6(1973) 273-348. Μ. ΦΩΣΚΟΛΟΥ, Ή θεολογία τοΰ Τρισάγιου "Τμνου, είς ΓρΠ 55(1972) 338-346, 515-526.
60. ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΑ
Μολονότι πλέον ή Εκκλησία, μέ τό έργο μεγάλων θεολό¬γων της άπό τόν 'Ιγνάτιο μέχρι τόν Ειρηναίο, είχε πετύχει νά δείξη και άσφαλίση τή γνήσια Παράδοσή της και συγχρόνως νά αύξήση αύτή δσο ήταν άναγκαΐο, ή κακοδοξία καί ή πα-ρέκκλιση άποτελοϋσε γεγονός, πού τήν ταλαιπωρούσε καί τήν άπειλοϋσε συνεχώς. Δέν είναι καθόλου παράδοξο τό φαι¬νόμενο τής έμφανίσεως άποκρύφων καί γνωστικών έργων
και στό τέλος τοϋ Β' αίώνα, δπως δέν είναι παράδοξη καί ή έμφάνισή τους—σέ μικρότερο φυσικά βαθμό — στούς επόμε-νους αιώνες.
ΚΑΙΝΟΔΙΑΘΗΚΙΚΑ
α) Πράξεις Πέτρου. "Ενα άπό τά πολλά άπόκρυφα έργα πού άποδόθη- καν στόν άπόστολο Πέτρο. Πρόκειται δμως γιά συλλογή διαφορετικών μετα¬ξύ τους κειμένων, τά όποια έχουν κοινό τίτλο : Πράξεις Πέτρου τοϋ 'Αποστό¬λου. Ή συλλογή αύτή είναι ή άρχαιότερη τοΰ είδους της καί περιλαμβάνει τά έξης κείμενα.
I.             Πράξεις Πέτρου μετά Σίμωνος (Actus Petri cum Simone). Παραδί¬δονται άπό ένα καί μόνο λατινικό χειρόγραφο (codex Varc. 158). Πληροφορεί γιά τήν άναχώρηση τοΰ Παύλου άπό τή Ρώμη στήν 'Ισπανία, γιά τήν άφιξη καί τήν αιρετική δράση τοΰ Σίμωνα Μάγου στή Ρώμη, γιά τήν έλευση τοΰ Πέτρου στή Ρώμη πρός άντιμετώπηση τοΰ Σίμωνα, τήν ήττα καί τό θάνατο τοΰ Σίμωνα καί τέλος τό μαρτύριο τοΰ Πέτρου.
II.            Μαρτύρων τοΰ άγίου αποστόλου Πέτρου. Τό κείμενο τοΰτο άποτε¬λοΰσε κάποτε μέρος τοΰ παραπάνω κειμένου, άπό τό όποιο δμως χωρίσθηκε γρήγορα. Περιλαμβάνει τήν περίφημη ιστορία Domine quo υαάίε («Κύριε, ποΰ πηγαίνεις;»). 'Αναχωρώντας άπό τή Ρώμη ό Πέτρος συναντά τόν Κύριο, τόν όποιο ερωτά: Domine quo vadis? Ή άπάντηση τοΰ Κυρίου «πηγαίνω στή Ρώμη νά σταυρωθώ γιά δεύτερη φορά» δίνει τό θάρρος στόν Πέτρο νά. έπιστρέψη στή Ρώμη καί νά μαρτυρήση μέ σταυρικό θάνατο, άφοΰ πρώτα κά¬νει κήρυγμα, πού είναι βαθειά επηρεασμένο άπό τό γνωστικισμό. Σώζεται καί στήν έλληνική.
III.           Δ ιήγησις περί τών θυγατέρων τοϋ Πέτρου. Βρέθηκε άπό τόν C. Schmidt σέ κοπτικό πάπυρο καί εκφράζει έγκρατιτικές τάσεις (ύπέρ της παρ¬θενίας κλπ.).
IV.          Διήγησις περί τής θυγατρός τοϋ κηπουροϋ. Ή άνήθικη κόρη πεθαί¬νει μέ προσευχή τοΰ Πέτρου καί άνασταίνεται πάλι άπό τόν Πέτρο κατόπιν παρακλήσεων τοΰ πατέρα της. Τό κείμενο, πού είναι παράλληλο πρός άλλο απόκρυφο (Τίτου, De dispositione actimonii), εκφράζει, δπως καί τό προηγούμενο, έγκρατιτικές τάσεις.
Οί Πράξεις Πέτρου γράφηκαν στή Ρώμη ή τή Μικρασία στό τέλος τοϋ Β' αί. καί πιθανόν μεταξύ 180 καί 190 άπό συντάκτη μέ δοκητικές, έγ- κρατιτικές καί λαικοευσεβιστικές τάσεις.
L. VOUAUX, Les Actes de Pierre, Paris 1922. G. SCHMIDT, Die alten Petrus- akten, Berlin 1903. TOY IAIOY, Studien zu den alten Petrusakten, είς ZKG 43(1964) 321-348• 45(1927) 481-513. G. TURNER, The Latin Acts of Peter, είς JThSt 32(1931) 119-133. HENNECKE-SCHNEEMELCHER, II, 177-221.
β) Πράξεις Παύλου. Στή μερική άποκατάσταση τοΰ έργου, πού ώς σύν¬ολο έχει άπολεσθή, συνετέλεσε πολύ δ κοπτικός Πάπυρος Heidebberg 1, πού βρέθηκε τό 1894, καθώς καί σειρά μεταγενέστερων άνευρέσεων χειρο¬γράφων κωδίκων μέχρι τό 1959. "Ετσι άποδείχθηκε δτι τίς Πράξεις Παύλου συνιστούν κείμενα, τά όποια σώζονται αποσπασματικά, τά όποια ήσαν άλλοτε Ανεξάρτητα μεταξύ τους καί τά όποια εκθέτουν:
I.             Ταξίδια καί δράση τοϋ Παύλου στη Δαμασκό, τά 'Ιεροσόλυμα καί τήν Αντιόχεια.
II.            Πράξεις Παύλου καϊ Θέκλης (=ταξίδια καί δράση είς 'Ικόνιο, Αν¬τιόχεια, Μύρα καί Σελεύκεια). Ή Θέκλα καταγόταν άπό τό 'Ικόνιο κι έγινε -χριστιανή άπό τόν Παϋλο, τόν όποιο έπειτα άκολούθησε στίς περιοδείες του.
III.           Ταξίδια καί Δράση είς Μύρα, Σιδώνα, Τύρο, Έφεσο, Φιλίππους, Κόρινθο, 'Ιταλία.
IV.          Μαρτύριον τοϋ Παύλου.
Στίς Πράξεις Παύλου καί Θέκλης περιλαμβάνεται επιστολή τών Κο¬ρινθίων πρός τόν Παϋλο καί άπάντηση αύτοΰ, δηλ. ή Γ' πρός Κορινθίους, ή ■όποίαδμωςενωρίςάποσπάσθηκεάπότόδλοσώμα, καθώςφαίνεταιάπότήν-υπαρξήτηςστόνπάπυρο Bodmer Χκαίάπόάλλες μαρτυρίες.
Ό χαρακτήρας τοϋ έργου είναι οίκοδομητικός. Ή άναζήτηση θεολογι¬κών προϋποθέσεων καί τάσεων στό έργο εΤναι μάταιη, διότι ό συντάκτης σκοπό είχε μόνο νά συμπληρώση τά καινοδιαθηκικά κενά χάριν της 'Εκκλη¬σίας. Κατήντησε βέβαια στή σύνταξη μυθιστορήματος, άλλά μέ αύτό δέν ά- -πέβλεπε στήν άλλαγή της καΐνοδιαθηκικής παραδόσεως, τήν όποία γνώριζε καί χρησιμοποίησε (Ποιμαντικές 'Επιστολές, Πράξεις *Αποστόλων κυρίως).
Ό συντάκτης τών Πράξεων τοϋ Παύλου ήταν μικρασιάτης πρεσβύτερος καί έγραψε μεταξύ τών έτών 185 καί 195 στήν έλληνική, στήν όποία έχομε -σημαντικό μέρος άπό τά σωζόμενα τμήματα τοΰ έργου.
L. VouAux.Les Actes de Paul et ses Lettres apocryphes, 1913. C. SCHMIDT, ΠράξειςΠαύλου,... unter Mitarbeit vonW. SCHUBART, Hamburg 1936. W. CRUM, είς RJR 5(1920)497 έξ. H. SANDERS, dqflThR 31(1938) 73-90. G. KILPATRICK - C.Ro- PETS, είς JThSt 47(1946) 196-199. M. TESTUZ, Pap. Bodmer X: Correspondansce a- pocryphe de s. Paul et des Corinthiens, Cologny-Gen6ve 1959. TOY ΙΔΙΟΥ, Lite¬rature et theologie paulinienne, 1960, σσ. 217-223. Th. KLAUSER, είς ThLZ 1964, σσ. 241-254. Ε. PETERSON, Fruhkirche, Judentum und Gnosis, 1959, σσ. 183-208. R, KASSER, Acta Pauli, είςRHPR 40(1960) 45-57. HENNECKE - SCHNEEMELCHER, II, 221-270. W. SCHNEEMELCHER, Die Acta Pauli. Neue Funde und neue Aufgaben, εις 'ThLZ 89(1964)241-254.
γ) Πράξεις 'Ανδρέου. Τό έργο τοΰτο, πού ήταν άπό τά εκτενέστερα τοΰ είδους του, σώζεται κατά ένα πολύ μικρό μέρος στήν ελληνική, τή λατι¬νική καί τήν κοπτική. Τά περισσότερα σωζόμενα τμήματα είναι μεταξύ τους ανεξάρτητα, άνήκουν στό έργο Πράξεις Πέτρου καί εΐναι μεταγενέστερες (καί μάλιστα τών βυζαντινών χρόνων) επεξεργασίες. Μέ τήν σπουδαία δμως εργασία τοΰ Flamion (έπί ελληνικών καί λατινικών κειμένων), τή βοήθεια τοΰ God. Vatic, gr. 808 καί τοΰ κοπτικοΰ παπύρου Utrecht 1 έγινε ήδη μερι¬κός εντοπισμός τοΰ άρχικοΰ έλληνικοΰ πρωτοτύπου τών Πράξεων. "Ετσι π. χ. στό άρχικό έργο άνήκουν τά κείμενα 'Εγκώμιο (Laudacio) καί τά Μαρτύ¬ρια I καί II. Θέμα δλων τών σχετικών κειμένων εΐναι ή δράση τοΰ άποστόλου 'Ανδρέα άπό τόν Πόντο μέχρι τό Βυζάντιο καί τήν Πάτρα ('Αχαΐα), δπου υφί¬σταται τό μαρτυρικό θάνατο, τόν όποιο άφηγεΐται. Ό συγγραφέας τοΰ έρ¬γου, πού κατά τόν Εύσέβιο (Έκκλησ. ίστ. Γ 25,6) ύπήρξε αιρετικός, εΐναι άρκετά προσεκτικός στίς περιγραφές του, ώστε νά δίνη σ' αύτές άληθοφάνεια. Συγχρόνως πρέπει νά λεχθή δτι ό συντάκτης κινείται μάλλον στό χώρο τής 'Εκκλησίας, οί δέ εξωτερικές έπιδράσεις (γνωστικισμοΰ κλπ.) είναι τουλάχι¬στον μικρές. Ή σύνταξη τοΰ έργου τοποθετείται στά τέλη τοΰ Β' αί. καί πάν-τως δχι μετά τό 190.
R. LIPSIUS-M. BONNET, Acta apostolorum apocrypha, III, Leipzig 1898, σσ. 1-127. J. FLAMION, Les Actes apocryphes de I'apStre Andri..., Louvain 1911. F. BLATT, Die lateinischen Bearbeitungen der Acta Andreae et Matthiae.., Berlin 1931. G. QUISPEL, A Unknown Fragment of the Acts of Andrew, εις VC 10(1956) 129-148. F. DVORNIK, The Idea of Apostolicity in Byzantium and the Legend of the Apo¬stle Andrew, Cambridge (Mass) 1958. P. PETERSON, Andrew, Brother of Simon Pe¬ter..., Leiden 1958. HENNECKE-SCHNEEMELCHER, II, 270-297.
δ) Κηρύγματα Πέτρου. Κηρυγματικό ύλικό καί μία επιστολή τοϋ Πέ¬τρου πρός τόν 'Ιάκωβο 'Ιεροσολύμων. Υπάρχουν στό σώμα τών Ψενδοκλη~ μεντίων, πού παραδίδεται ως Όμιλίαι ή ως * Αναγνωρισμοι (=λατινική πα¬ραλλαγή: Recognitiones), γιά τά όποια γίνεται άλλου λόγος. Τό κηρυγμα¬τικό ύλικό, δηλαδή τά δήθεν κηρύγματα τοΰ Πέτρου κατά τις περιοδεΐές του, δυνατόν νά έχουν συνταχθή στό τέλος τοΰ Β' αί. ή περί τό 200.
Β. REHM-F. PASCHKE, Die Pseudoklementinen, I: Homilien, Berlin 21969. A. SALLES, La diatribe antipaulinienne dans le «Roman pseudoclemenlin» et l'origi- ne des «Kerygmes de Pierre», είςBb 64(1957) 516- 551. G. QUISPEL, L'fivangile selon Thomas et les Clementines, είς VC 12(1958) 181-196.
ε) Σοφία Ίησοϋ Χριστοΰ. Γνωστικό κείμενο μέ χριστιανικό ένδυμα. Πα-ραδίδεται άπό τόν ελληνικό πάπυρο Berolin. 8502 καί άπό κοπτικό κώδικα τοΰ Nag-Hammadi (1946), ένώ άπόσπασμα δύο σελίδων έχομε καί στόν πάπυρο 1081 τής Όξυρύγχου. Τό έργο έχει τή μορφή τών γνωστικών Εύαγγελίων καί διηγείται γεγονότα, πού δήθεν έλαβαν χώρα μεταξύ άναστάσεως καί άνα- λήψεως τοΰ Κυρίου σέ κάποιο βουνό. Οί άπόστολοι καί επτά γυναίκες δέχον¬ται σάν άπαντήσεις άπό τό Χριστό άποκαλύψεις εξαιρετικά σπουδαίες, λύσεις σέ δλα τά προβλήματα καί εξηγήσεις δλων τών μυστηρίων. Ή άνάμιξη στο έργο τοΰτο εθνικών, γνωστικών καί άνατολικοθρησκευτικών άντιλήψεων εί¬ναι προφανής.
Τό παρόν άπόκρυφο, πού τό χαρακτηρίζομε έτσι μόνο ένεκα τών σχημά¬των πού διατηρεί άπό τό χριστιανισμό, προδίδει τήν τάση τών γνωστικών νά ενδύουν τήν κοσμοθεωρία τους καί νά χρησιμοποιούν γιά τήν έκφρασή της τή γλώσσα τής έποχής, ώστε νά άνθέξη περισσότερο στήν κριτική καί νάπροσ- εχθή άκόμη καί άπό τούς χριστιανούς. Τό έργο γράφηκε άρχικά στήν έλλη¬νική κατά τό β' ήμισυ τοΰ Β' ή στίς άρχές τοΰ Γ' αί. "Ηδη έχομε έκδοση καί τής κοπτικής μεταφράσεως τοΰ έργου.
W. TILL, Die gnostischen Schriften des koptischen Papyrus Berolinensis- 8502, Berlin 1955, σσ. 52 - 61 καί 194-295. J. DORESSE, Trois livres gnostiques inidits, ειςVC 2(1948) 146-160. C.WESSELY, είς PO 18(1924) 493-495. HENNECKE- SCHNEEMELCHER, 1,168-173. M. KRAUSE, Das literarische Verhaltnis des Eugnostos- briefes zur Sophia Jesu Chrisrti, εις Mullus. Festschrift Theodor Klauser, 1964. H.-M. SCHENKE, Nag-Hammadi Studien, II: Das System der Sophia Jesu Chrisrti, είς ZRGG 14(1962) 263-278" βλ. καίσσ. 352-361. P. PERKINS, The soteriology of So¬phia of Jesus Christ, είς The society of Bibl. Literature 1971, I, σσ. 165-181., W. FOERSTER, Gnosis. A Selection of Gnostic Texts, II : Coptic and Mandean Sources.., Oxford 1974, σσ. 24-39.
στ) Διάλογος τοϋ Σωνήρος. Σώζεται μόνο κοπτικά καί σέ κακή κα¬τάσταση στή συλλογή τοΰ Nag-Hammadi (1946).'Ανήκει στόντύπο τών γνω¬στικών Ευαγγελίων καί ή φιλολογική του μορφή είναι διαλογική. "Οπως στή Σοφία'ΙησοϋΧριστοΰ, έτσι κι εδώ ό Σωτήρ άπαντά ικανοποιητικά σέ ολα τά ερωτήματα τών μαθητών του, τά όποια είναι κοσμολογικά, άνθρωπολογικά, σωτηριολογικά καί έσχατολογικά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τοΰ γνωστικού τούτου κειμένου είναι μερικά συμβολικά επεισόδια καί οράσεις, καθώς έπί- σης καί άπηχήσεις τών συνοπτικών Εύαγγελίων. Πιθανώτατα ό συντά¬κτης χρησιμοποίησε παλαιότερα άπόκρυφα Εύαγγέλια, δπως π.χ. τό Εύαγγέλιο κατ' Αιγυπτίους. Ό προσδιορισμός τοΰ χρόνου, τοΰ τόπου καί τοΰ συντάκτη τοΰ Διαλόγου δέν είναι δυνατός. "Ισως προέρχεται άπό τό τέλος
Η. PUECH, Decouverted' unebibliothequegnostiqueenHaute-Egypte, εις EncyclopedieFranpaiseXIX(1957) fasc. 19, 42-47. HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 173-174. C.D.G. MULLER, Dialog des Erlbsers, είς Kindlers Literatur Lexicon, 2, Zurich 1966, σσ. 1149-1150. W. FOERSTER, Gnosis. A Selection of Gnostic Texts, II, Oxford 1974, σσ. 35-39.
ζ) 'Επιστολή πρύς Ααοδικεΐς ϋαύλον.Τύ σύντομο έπιστολικό τοΰτο κείμενο συνιστά δυσεπίλυτο φιλολογικό πρόβλημα. Στόν Κανόνα τοΰ Muratori αναφέρεται ώς μή κανονικό έργο όμοιότιτλη έπιστολή, άλλά δέ γνωρίζομε άν τό σωζόμενο λατινικό κείμενο εΐναι ή επιστολή τοΰ Murotori. Υπόθε¬ση, κατά τήν όποία τό σημερινό κείμενο έχει μαρκιωνιτική προέλευση, δέν γίνεται δεκτή (W. Schneemelcher). Πρόκειται γιά συρραφή παυλείων κειμέ¬νων^ άπό τήν πρός Φιλιτιπησίονς κυρίως),πού έγινε άπό 6χι σπουδαίο συγγρα¬φέα μεταξύ τοΰ Β' καί τοΰ Δ' at.
Α. HARNACK, Apokrypha IV: Die Apokryphen Briefe des Paulus an die Lao- dicener und Korinther, Berlin^ 1931. G. QUISPEL, De Brief aan de Laodicensen een Marcionitische vervaking, είς Nederl. Theolog. Tijdschrift 5(1950)43-46. HEWNECKE- SCHNEEMELCHEF, II, 80-84.
ΠΑΛΑΙΟΔΪΑΘΗΚΙΚΑ
Καταχωρίζομεεδώμερικάπαλαιοδιαθηκικάάπόκρυφα, διότιάπότιςυπάρχουσεςενδείξειςχριστιανοίσυγγραφείςήτάεπεξεργάσθηκανβάσειπα-λαιότερουύλικοΰήτάέγραψανέκνέουήπροσέθεσανειςαύτάνέούλικό.
α) Δια&ήκαι τών δώδεχα Πατριαρχών. Τόέ'ργο έχειπροέλευση ιουδαϊκή, άλλά γνώρισε τήν επεξεργασία χριστιανού συγγραφέα μάλλον στό β' ήμισυ• τοΰ Β' αιώνα μ.Χ. Παραδίδει τά δήθεν τελευταία λόγια τών υιών τοΰ 'Ιακώβ,, εκφράζει τις ιουδαϊκές άντιλήψεις περί τοΰ μέλλοντος τοΰ 'Ισραήλ καί τοΰ; Μεσσία καί φανερώνει τή βαθειά έπίδραση τής ελληνικής λαϊκής σκέψεως στόν ιουδαϊσμό.
Μ. DE JONGE, Testament of the twelve patriarchs, Gorcum 1953. Tot ΙΔΙΟΥ, Testamenta XII Patriarcharum, Leiden 1964. Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Διαθήκαιτών XII Πατριαρχών(Είσαγωγή-κείμενον), 'Αθήνα 1973. Μ. PHILONENKO, Les inter¬polations chretiennes des Testaments des douze Patriarches et les manuscrits des Qoumr&n, Paris 1960. CH. BURCHARD, Neues zur Oborlieicrung der Tbstamente der zwolf Patriprclien. Eino unbeachtele griechische Handschrifl (Athos, Laura I 48) und eine unbekannle neugrichische Fassung (Bucarest, Bibl. Akad. 580 (341), εις WRS 12(1965/6) 245-258. E. TURDF.ANU, Les Testaments des douze Patriarches, είς Journal for the Study of Judaism 1(1971) 348-184 (άνάλυσητώνσλαβικώνμετα¬φράσεων). J. BECKER, Untersuchungen zur Entstehungsgeschichte der Testament der zwolf Patriarchen, Leiden 1970.
β) Μαρτύριον Hal άνάληψις τον 'Ησαΐα. Διμερές έργο τοΰ Β' αίώναΤ τό όποιο σώθηκε ολόκληρο μόνο στήν αίθιοπική. Έν τούτοις έχομε τμήματά του στήν ελληνική, τήν κοπτική, τή σλαβική καί τή λατινική. Χριστιανικό χέ¬ρι έ'χει συντάξει μόνο τό δεύτερο μέρος, δπου ή δράση τοΰ προφήτη, κατά τήν όποία άνεβαίνει στόν έβδομο ούρανό καί λαμβάνει τήν άποκάλυψη γιά τήν έλευ¬ση τοΰ Χριστοΰ.
R. II. CHARLES, The Ascension of Isaiah, London 1919. E. TISSERANT, Ascen¬sion d' Isaie de la version Sthiopienne, Paris 1909. LEFORT, είς Mu 1938, σσ. 24-32. 1939, σσ. 1-10. P. LACAU, εις Mu 1946, σσ. 453-467. A. IIELMBOLD, Gnostic elements in the Ascension of Isaiah, εις NTS 18(1972) 222-227. K. IIELSSI, Die Ascencio Isai- ae und ihr vermeinliches Zeugnis fur ein romisches Martyrium des Ap. Petrus, είς WZ Jena 12 (1963) 269-279.
γ) ΤόΕ' Mai ΣΤ' βιβλίον "Εύδρα. 'Ιουδαίο - χριστιανικό αποκαλυ¬πτικό έργο πού κυριαρχείται άπό τό δραμα τής μεσσιανικής βασιλείας. Δια¬κρίνεται σέ δύο μέρη. Στό πρώτο έκθέτει τή γενεαλογία τού Έσδρα καί δια¬τυπώνει άπειλή κατά τών ιουδαίων. Στό δεύτερο άναφέρει τίς ύποσχέσεις πρός τούς χριστιανούς, πού έχουν πάρει τή θέση τών ιουδαίων σάν εκλεκτός λαός τοΰ Θεοΰ. Τόέθνος τών χριστιανών άποκαλεΐ «μητέρα». 'Αποτελεί επεξεργασία- διασκευή παλαιότερου ύλικοΰ άπό χριστιανό στό τέλος τοΰ Β' ή τίς άρχές τοΰ Γ' αίώνα. 'Ολόκληρο τό έργο σώζεται σέ μετάφραση λατινική, ένώ άπό τό πρω¬τότυπο ελληνικό κείμενο έχομε μόνον άπόσπασμα. 'ODani61ou ύποστηρίζει τήν άποψη δτι τό έργο γράφηκε άπ' ευθείας στή λατινική, συγγενεύει μέ τόν Ποιμένα τον Έρμα καί μένει ένεπηρέαστο άπό τή θύραθεν σκέψη. Τό έργο έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στή λειτουργική ζωή της Δυτικής Εκκλησίας.
R. BENSLY, The Fourth Book of Ezra, III 2,1895. D. DE BRUYNE, Fragments d' une apokalypse perdu, είς RB 33(1921) 97-109. A. OEPKE, Ein bisher unbeachte- tes Zitat aus dem 5.Buch Esra, είς ZNW 42 (1949)158-172. HENNECKE-SCHNEEMEL¬CHER, II, 488-498. M. STONE, Some Remarks on the Textual Critisism of IV Esra, είςHThR 60(1967) 107-115. J. DANIELOU, Le Ve Esdras et le Judio-christianisme latin au second sifecle, είς Studia G. Widengren, I, Leiden 1972, σσ. 162-171.


53. ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ

$
0
0




53. ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ

Ό θεολόγος τής παραδόσεως
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό δεύτερος χριστιανικός αιώνας άνοίγει μέ τή μεγάλη άποστολική και πατερική μορφή τοΰ Ιγνατίου καί κλείνει μέ τό μεγάλο θεολόγο τής Παραδόσεως Ειρηναίο. Καί οί δύο αύτοί Πατέρες καί Διδάσκαλοι άποτελοΰν τούς γνησιώτερους καί σημαντικώτερους θεολογικούς σταθμούς στήν πορεία τής Παραδόσεως τών δύο πρώτων μεταποστολικών αιώνων. Ή σχέση μεταξύ τών δύο άνδρών είναι βαθειά. Ο Είρηναΐος κατανοείται σάν συνέχεια κι έπέκταση τοΰ Ιγνατίου. Τή θεολογία του ό Είρηναΐος άσκεΐ μέ τίς θεολογικές προϋποθέσεις τής 'Ανατολής καί τήν έμπειρία τής Δύσεως. Φέρνει τήν παράδοση τής μικρασιατικής Ανατολής καί γνωρίζει τά προβλήματα τής Δύσεως.
Νέο κλϊμα. Ή παρουσία τοΰ Ειρηναίου στό χώρο τής 'Εκκλησίας καί τής θεολογίας στό τέλος τοΰ Β' αί. σημαίνει τή δημιουργία νέου κλίματος: τή στέρεη επανασύνδεση τής θεολογικής σκέψεως μέ τήν άποστολική καί ΐγνατιανή Παράδοση καί τή γνήσια προέκτασή της, ώστε νά καταστή έπαρκής πρός άντιμετώπιση τών προβλημάτων τής έποχής.


* Υπέρβαση τον κλίματος τών άπολογητών. Άπό τό 140
μέχρι τό 185 περίπου κυριάρχησε σχεδόν ή άπολογητική θεο-λογία μέ κάποιες έξαιρέσεις, ή σπουδαιότερη τών όποιων ή¬ταν τοϋ Διονυσίου Κορίνθου (4-180;). Ή τακτική τής άπολο¬γίας φαίνεται νά κούρασε, άν δέν άπογοήτευσε τήν Έκκλη¬σία. "Ετσι τώρα στό πρόσωπο τοϋ Είρηναίου ή Έκκλησία δοκιμάζει νά ξεπεράση τό κλίμα τών άπολογητών, διότι οΰτε οί θεολογικοφιλοσοφικές τους προϋποθέσεις ούτε ή τακτική τους φαίνονται πρόσφορα γιά τήν άντιμετώπιση τής συγκλο¬νιστικής κρίσεως, τήν όποία προκάλεσε ό γνωστικισμός, ό μοντανισμός και ή εξασθένηση τής Παραδόσεως μέ τούς άπο¬λογητές. Βέβαια τό φαινόμενο τοΰ γνωστικισμοΰ είναι πολύ παλαιότερο. Στήν έποχή όμως τοΰ Είρηναίου ή Έκκλησία δοκίμασε στό μέγιστο βαθμό τίς συνέπειες καί τήν έπίδρασή του στούς κόλπους της. Πόσο μεγάλος καί πραγματικός υ¬πήρξε ό κίνδυνος άπό τήν παρουσία καί τή δράση τοΰ γνω¬στικισμοΰ φανερώνουν άφ' ένός μέν ή εύρεΐα χρήση βιβλικών στοιχείων άπό τά ποικίλα γνωστικά συστήματα, άφ' έτερου δέ ό ισχυρισμός τους δτι κατέχουν άπόκρυφε ς παραδόσεις ("Ελεγχος Α 25, 5), πού έρχονται άπ' εύθείας άπό τόν Κύριο καί πού είναι άνώτερες άπό αύτές πού διέσωσε ή Έκκλησία. "Ετσι τό πρόβλημα τής άντικρούσεως τοΰ γνωστικισμοΰ έγινε πρόβλημα ερμηνευτικό καί ιστορικό. Οί γνωστικοί, παρερμη¬νεύοντας τή Γραφή (Α 8,1• 9,1* 19,1• 20,2), διέστρεφαν τή θεία άποκάλυψη καί κατέληγαν στή διαρχία καί τήν άπαισιοδοξία. Ό Ειρηναίος, έρμηνεύοντας γιά νά τούς άντικρούση, δημιούρ¬γησε τήν περίφημη θεολογία τής άνακεφαλαιώσεως, τονίζον¬τας τήν ενότητα τοΰ κόσμου καί δίνοντας ελπίδα στόν άνθρω¬πο. Προσπαθώντας δέ νά δείξη άνυπόστατες ίστορικά τίς δή¬θεν γνήσιες παραδόσεις τους, ώδηγήθηκε στή Θεολογία τής Παραδόσεως καί άποκάλυψε τελεσίδικα γιά τήν Έκκλησία τήν ψευδοχριστιανικότητα τοΰ γνωστικισμοΰ. Αύτή ύπήρξε ή έσωτερική τακτική τής θεολογίας τοΰ Είρηναίου, στόν ό¬ποιο μάλιστα θετικό καί άρνητικό στοιχείο άποτελοϋν ένιαΐο πνευματικό άγώνισμα μέ δύο όψεις. Ύπήρξε άπό τούς πρώτ τους χριστιανούς συγγραφείς πού κατανόησε δτι έκθέτοντας καί αναλύοντας τό μή αληθές (=τό γνωστικισμό), προσεγγί- ζομε καί ψαύομε τό άληθές (=τό χριστιανισμό). Εύρευνώντας καί συνειδητοποιώντας τό άληθές, διακρίνομε καί δείχνομε εύκολα τί δέν είναι άληθές. Άπό τούς άπολογητές διέφερε βασικά στό έξης: οί άπολογητές απολογούνται καί ύπερασπί- ζουν τό χριστιανισμό μέ τή βοήθεια φιλοσοφικών καί παλαιο- διαθηκικών όπλων περισσότερο. Ό ΕΙρηναιος καταπολεμεί κυρίως (δέν άπολογεΐται) τούς εχθρούς τής 'Εκκλησίας μέ δπλα τής 'Εκκλησίας περισσότερο. Έτσι γίνεται καί ό κύριος είσηγητής τής πολεμικής λεγομένης Θεολογίας, ή όποία στήν πορεία τοϋ χριστιανισμοΰ εδωσε τά σπουδαιότερα θεολογικά εργα καί ή όποία στή βάση της είναι πρώτιστα εργο κι έπίτευ- γμα θετικό, παρά τόν έξωτερικά άρνητικό της χαρακτήρα. Οι άπολογητές προσέφευγαν στή βοήθεια τής φιλοσοφικής σκέ¬ψεως, διότι πίστευαν στή δυνατότητά της νά φθάση στήν άλή¬θεια εστω καί μερικώς (Ίουστΐνος : σπερματικός λόγος, Άθη- ναγόρας : συμπάθεια καί θεία πνοή κλπ.). Ό Ειρηναίος βασί¬σθηκε άποκλειστικά στή θεολογική σκέψη, διότι πίστευε δτι ή άλήθεια πού ύπάρχει μόνο στήν'Εκκλησία είναι τό μόνο άλη- θινό καί άποτελεσματικό δπλο. "Οπως καί οί άλλοι μεγάλοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τής Εκκλησίας ετσι καί ό Ειρηναίος δημιούργησε στό πλαίσιο τής Παραδόσεως, τήν όποία αύξη¬σε, υιοθετώντας την καί εκκινώντας άπό αύτή. Χρησιμοποίη¬σε τούς προγενέστερούς του έκκλησιαστικούς συγγραφείς (άπό Κλήμεντα Ρώμης καί Ιγνάτιο μέχρι Μελίτωνα), χωρίς τοΰτο νά σημαίνη δτι άγνοοΰσε καί άδιαφοροΰσε τελείως γιά τούς θύραθεν (Spanneut, Schoedel), δπως υπέθεσαν πολλοί. Ή διάκριση π.χ. στόν άνθρωπο σώματος, ψυχής καί πνεύμα¬τος άπηχεΐ τήν πλατωνική φιλοσοφία. Τέλος, ό Ειρηναίος εγινε δημιουργός στό χώρο τής Παραδόσεως, διότι ήθελε πάν¬τοτε νά είναι μάρτυς τής Παραδόσεως.
Ανακεφαλαίωση. Έτσι ώνομάσθηκε άπό τόν Ειρηναΐσ ή δλη θεία οικονομία καί ή διά τοΰ Χριστοΰ σωτηρία τοϋ άνθρώπου. Ό ιερός αυτός άνδρας εφθασε πρώτος σέ τόσο• πλήρη θεώρηση τής ιστορίας καί τής θείας οικονομίας, έρ- μηνεύοντας όρθά τά βιβλικά δεδομένα καί τήν Παράδοση τής Εκκλησίας. Ό Χριστός, πού γεννάται άχρόνως—άνάρχως (Β 30,9) καί όχι έν χρόνφ, όπως φρονούσαν γενικά οί άπολο¬γητές, άνακεφαλαιώνει τήν πλάση όλη στό θεανθρώπινο πρόσ¬ωπο του. Δηλαδή άναδημιουργεΐ τόν πεσόντα κόσμο καί άνακαινίζει αύτόν βάσει τοΰ έαυτοΰ του, παρέχοντας τόν έαυ- τό του πρός μετοχή καί ώς πρότυπο. Ό άνθρωπος μόνο στό Χριστό συνειδητοποιεί τό ποΰ έγκειται τό «κατ' εικόνα)) του καί μόνο διά τοΰ έργου τοΰ Χριστοΰ επιτυγχάνει τό «καθ* όμοίωσιν». Καί τοΰτο διότι ό Λόγος πρό τής ένανθρωπήσεώς του ήταν άόρατος, δέν ήταν προσιτός είς τόν άνθρωπο (Ε 16,2). Τό έργο τοΰ Χριστοΰ άποτελεΐ άπάντηση στήν άτυχή προσ¬πάθεια τοΰ Αδάμ. "Οπου άπέτυχε ό πρώτος 'Αδάμ, έπρεπε νά πετύχη ό νέος 'Αδάμ χάρη τής σωτηρίας τών έπιγόνων τοΰ πρώτου 'Αδάμ καί τής άποκαταλλαγής τους πρός τό Θεό (Ε 16, 3). Ό άνθρωπος έν Χριστώ έπιστρέφει στήν προπτωτική μακαρία κατάσταση, πορεύεται πρός τόν τελικό του σκοπό, ή φύση άποκαθίσταται (Ά. Θεοδώρου) καί έπαναλαμβάνεται ή διακοπείσα πορεία πρό τήν τελείωση μέ νέες προϋποθέσεις. Ή τελική όμως φάση τής άνακεφαλαιώσεως θά πραγματοποιη- θή στά έσχατα, μεταϊστορικά.
Τό μέγα θεολογικό θεμέλιο τής άνακεφαλαιώσεως είναι ό ρεαλισμός, βιβλικός καί ίγνατιανός. 'Αφορμή της οί γνω¬στικοί πού δέν είχαν ρεαλισμό κι έτσι έβλεπαν στά γεγονότα τής ΚΔ σχήματα καί άνυπόστατα φαινόμενα, πού γι' αύτό δέν έξηγοΰσαν τό μυστήριο τοΰ κόσμου καί δέν έσωζαν τόν άνθρωπο. Ό Είρηναΐος άναγνώρισε τήν πραγματικότητα στό πρόσωπο καί τό έργο τοΰ Χριστοΰ κι έτσι μόνο συνειδητοποίη¬σε τήν «τραγωδία» (Α 4,3) τοΰ κόσμου καί προχώρησε στήν ύπέρβασή της: συνέλαβε τήν ένότητα τής άρχής τοΰ κόσμου, όταν οί γνωστικοί διασποΰσαν τήν άρχή αύτή σέ δύο (θεός, πατήρ—δημιουργός)• άναγνώρισε γενικά τό ένιαΐο στήν πο¬ρεία τής ιστορίας• τόνισε τήν ταυτότητα τοΰ Μονογενοΰς μέ τό Σωτήρα, τοΰ Λόγου μέ τό Χριστό, πού οί γνωστικοί τάή-
Φελαν διαφορετικά πρόσωπα. Ή διάσπαση καί ή διαπίστωση τής τραγωδίας τοϋ κόσμου ώδηγοϋσε στήν άπαισιοδοξία, διότι Αντιμετωπιζόταν μέ σχηματικούς άφορισμούς καί όχι μέ τό ρεαλισμό τοϋ προσώπου τοΰ Χριστοΰ, πού δημιουργεί τήν αισιοδοξία: «ει μή συνηνώθη ό άνθρωπος τφθεφ,ούκ άν ήδυ- νήθη μετασχεΐν τής άφθαρσίας» (Γ 18,7). Τοΰτο δέ ήταν δυ¬νατό μόνο καί μόνο, διότι πραγματικά «ό Θεός άνθρωπος έγέ- νετο)) (Γ 21,1). Τήν παραπάνω ένότητα καί τό λυτρωτικό εργο τοΰ Χριστοΰ άναγνώριζαν βέβαια καί οί άπολογητές, άλλά έκπροσωποΰσαν γενικά μία ύπεραισιοδοξία γιά τόν κόσμο, πού βασιζόταν στή μή όρθή έκτίμηση τής τραγωδίας τοΰ κό¬σμου. "Ετσι τό εργο τοΰ Χριστοΰ φαινόταν κάπως συμπληρω¬ματικό, διορθωτικό, βελτιωτικό μόνο, ένώ ή άνακεφαλαίωση τοϋ Ειρηναίου σημαίνει ριζική, συγκλονιστική, έξ ύπαρχής νέα δημιουργία, νέα πλάση, δπως ό Χριστός είναι νέος Αδάμ. Γιά πρώτη φορά δηλ. τό μυστήριο τής ένανθρωπήσεως παίρ¬νει στή θεολογία τής 'Εκκλησίας τόσο όρθές καί βαθειές διαστάσεις. Καί γιά πρώτη φορά μέ τή θεολογία τής άνακε- φαλαιώσεως γινόταν φανερό πώς ό γνωστικισμός δέν είχε— £έν μποροϋσε νά έχη—σχέση μέ τήν 'Εκκλησία. Επομένως ό χριστιανικός γνωστικισμός ήταν άπατηλό σχήμα, μέσο συγ¬χύσεως καί κίνδυνος γιά τή γνησιότητα τής 'Εκκλησίας.
Στό εργο τής άνακεφαλαιώσεως έχει σπουδαία θέση καί ή Θεοτόκος. Ό ρόλος της είναι «σωτηριώδης», καθόσον συμ-βάλλει στήν πνευματική άναμόρφωση τοΰ πιστοΰ. Ή Εύα πα- ρακούσασα εγινε άρχή τής πτώσεως, ένώ ή Μαρία «ύπακού- σασα» εγινε «αιτία σωτηρίας» γιά όλόκληρη τήν άνθρωπότη- τα (Γ 22,4). Ή προσφορά τής Θεοτόκου είναι λοιπόν πολύ περισσότερο άπό παραδειγματική.
Ό ρεαλισμός τοΰ Ειρηναίου εκτείνεται σέ δλα τά θέματα πού άφοροϋντή σωτηρία, άκριβώςδιότι βασίζεται στό πρόσ¬ωπο τοΰ Χριστοΰ. "Ετσι π.χ. ή θεία Εύχαριστία συνιστά γεγονός άπόλυτα ρεαλιστικό, γι' αύτό καί καθιστά δυνατή τήν άνάσταση τών νεκρών. Διότι δηλαδή γίνεται πραγματική μεταβολή τοΰ άρτου καί τοΰ οίνου σέ σώμα καί αίμα Χριστοΰ κατά τήν Ευχαριστία καί διότι ό άνθρωπος κοινωνεί καί με¬τέχει τοϋ πραγματικού Χριστοΰ, εΐναι άληθινή ή άνάσταση τών νεκρών. Οί προγενέστεροι του έκκλησιαστικοί συγγραφείς, πού άσχολήθηκαν μέ τό θέμα τής άναστάσεως, δέ βασίστηκαν γιά τή δικαίωσή της στόν εύχαριστιακό ρεαλισμό, όπως έκαμε ό Ειρηναίος, άλλά οί περισσότεροι ζητοΰσαν έπιχειρήματα άπό τόν κόσμο τής λογικής καί τής φυσικής πραγματικότητος.
Τέλος, ό Ειρηναίος εχει τόσο βαθειά συνείδηση τής ση¬μασίας τής έν Χριστώ καί διά Χριστοΰ άνακεφαλαιώσεως, ώστε εισάγει αύτή ρητώς είς τό βαπτιστήριο Σύμβολο, όπως χαρακτηρίζεται σύντομη καί τυποποιημένη όμολογία πί¬στεως, τήν όποία παραθέτει στό έργο του: «Είς iva Θεόν, Πα¬τέρα παντοκράτορα... καί είς ενα Χριστόν Ίησοϋν... έπϊ τό e άνα- κεφαλαιώσασθαι τά πάντα')) (Α 10, 1).
Ή θεολογία της Παραδόσεως. Ή άλλη σπουδαία καί δη-μιουργική όψη τής είρηναιϊκής σκέψεως είναι ή θεολογία τής Παραδόσεως, πού συνδέεται τόσο όργανικά μέ τή θεολο¬γία τής άνακεφαλαιώσεως, ώστε νά μή διακρίνη κανείς ποιά προηγείται τής άλλης καί νά μή νοοΰνται ή μία χωρίς τήν άλλη. Ή θεολογία τής Παραδόσεως είχε άφορμή τή διάθεση (καί πράξη) τών γνωστικών καί τών αιρετικών νά ύποτιμοΰν καί νά άγνοοΰν τήν ιστορικότητα τοϋ Χριστοΰ καί τής άπο¬στολικής παραδόσεως, κάτι πού τούς παρείχε τήν άνεση νά δημιουργούν δικές τους παραδόσεις. "Ήταν επικίνδυνα συχνός ό ισχυρισμός τους, ότι κατείχαν παραδόσεις πού ό Χριστός έμπιστεύθηκε μυστικά στούς άποστόλους, άπό τούς όποιους πάλι τίς έλαβαν γνωστικοί (Α 25, 5) καί τίς παρέδιδαν μόνο στούς μυημένους, διότι ήσαν άνώτερες άπό αύτές πού διατή¬ρησε ή Έκκλησία. Ή πρώτη άντίδραση τοϋ Είρηναίου ήταν νά δείξη, ότι ό Ούαλεντΐνος καί οί άλλοι επιφανείς γνωστικοί δέ γνώρισαν τό Χριστό καί δέν άκουσαν τί είπε στούς άπο¬στόλους κατά τήν άνάληψή του, ώστε νά διασώσουν λόγους του καί διδασκαλίες του. Τουναντίον πλησίον τοΰ Κυρίου ήσαν οί τής ((Καινής διαθήκης πολϊται», οί όποιοι μόνοι άκου¬σαν καί διέσωσαν διδασκαλίες τοΰ Κυρίου (Γ 12, 5). Ύπογραμ- μίζοντας τό τελευταίο τοϋτο, έχει ό Ειρηναίος τόν ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστοΰ και μεταποστολικής έκκλησιαστικής Παραδόσεως. "Εχει δηλαδή τή δυνατότητα νά υπόδειξη τις πηγές τής παραδόσεως και τή γνησιότητα της δια τής κατονο- μάσεως τών προσώπων, πού διαδοχικά παραλάμβαναν και παρέδιδαν τή διδασκαλία τοϋ Κυρίου καί τών άποστόλων. "Ετσι δημιουργείται τόέπιχείρημα τής ιστορικής παραδόσεως, τήν όποία μπορεί κανείς νά έλέγξη καί νά άποδείξη ιστορικά. Ή σκέψη αύτή σέ γενικές γραμμές μας είναι γνωστή άπό τόν Ήγήσιππο, άλλά στόν Ειρηναίο βρίσκει τήν άνάπτυξή της καί τήν άναγωγή της σέ θεολογία, ώστε νά πεισθοΰν οί ένδια- φερόμενοι δτι μόνο ή 'Εκκλησία είχε τή γνήσια Παράδοση καί μόνο αύτή μπορούσε νά τήν άποδείξη, διότι μόνο ή 'Εκκλη¬σία μπορούσε νά άπαριθμήση σέ κάθε τοπική 'Εκκλησία τούς επισκόπους—πρεσβυτέρους, πού έγιναν κατά σειρά διάδοχοι τών άποστόλων καί παραλήπτες τής Παραδόσεώς τους. Έ¬χομε λοιπόν τις μαρτυρημένες ιστορικά άποστολικές διάδο¬χες ώς έγγύηση γνησιότητος στήν 'Εκκλησία. Μέ τόν τρόπο αύτό ή Παράδοση, παίρνοντας τις όρθές διαστάσεις της, άπο- βαίνει στόν Ειρηναίο τό γενικώτατο καί εύρύτατο πλαίσιο* έντός τοΰ όποιου ύπάρχει πάν δ,τι είναι καί έχει ή 'Εκκλησία καί άρα καί ή Γραφή, πού άποτελεΐ τό πρώτο γραπτό στοιχείο τής Παραδόσεως. Ό Ειρηναίος δέ θεωρεί τή Γραφή κάτι ξε¬χωριστό άπό τήν Παράδοση, δέν είναι μέγεθος ιδιαίτερο, άλλά δψη, στοιχείο, πλευρά διακεκριμένη (δχι χωρισμένη) στό πλαίσιο τής δλη ς Παραδόσεως, τήν όποία μάλιστα χαρακτη¬ρίζει στό σύνολο της «κανόνα τής αληθείας» (Α 9, 4) καί θεωρεί «άκλινή» καί «βεβαία» (Α 9, 5), δρο, κριτήριο καί πλαίσιο ζωής τοΰ πιστοΰ. Οί ζωντανοί φορείς τής Παραδό¬σεως έχουν στόν Ειρηναίο μεγαλύτερη σημασία άπό τά κεί¬μενα τής ΚιI, κάτι πού ίσχύει άπόλυτα καί γιά τόν 'Ιγνάτιο. Οί φορείς αύτοί όνομάζονται έπίσκοποι ή πρεσβύτεροι. Ό δρος πρεσβύτεροι σημαίνει πρώτιστα τούς εγγυητές τής γνήσιας Παραδόσεως.
Ή Παράδοση παρά τήν κοινωνική, πολιτιστική καί γεω-γραφική διαφορά τών τοπικών Εκκλησιών είναι ή αύτή παν¬τού (Α 10, 2). Πρόκειται γιά φαινόμενο εσωτερικής πνευματι¬κής ζωής, πού δέν έμποδίζεται άπό τόν ποικίλο έξωτερικό τρόπο ζωής καί τό είδος τής γλώσσας, μέσω τής όποιας έκ- φράζεται. Ή διαφύλαξη τής έσωτερικής ταυτότητος καί γνη- σιότητος τής Παραδόσεως όφείλεται στό ότι διαθέτει «δύναμη»* «ή δύναμις τής Παραδόσεως» (αύτόθι). Είναι λοιπόν ή Παρά¬δοση δυναμικό γεγονός καί γΓ αύτό ζή τή διαδικασία τής αύ- ξήσεως, χωρίς κατ' ούσίαν νά μεταβάλλεται. Καί τοΰτο διότι αύξησή της δέ σημαίνει αλλαγή καί επινόηση άλλης άληθείας, δέ σημαίνει τήν κήρυξη άλλου Χριστοΰ καί άλλου δημιουρ- γοΰ Θεοΰ (Α 10, 3), άλλά τήν είσοδο βαθύτερα στήν ίδια άλή¬θεια, μέ σκοπό τήν άναγωγή σέ περισσότερες όψεις τής ίδιας Αληθείας, στήν περαιτέρω διείσδυση στό θέλημα τοΰ Θεοΰ, στήν εύρύτερη κατανόηση τής θείας οικονομίας (αύτόθι). Τή διαδικασία αύτή, πού στήν ιστορία δέ μπορεί νά έχη τέ¬λος, θεμελιώνει ό Είρηναΐος στούς παυλείους λόγους περί τοΰ βάθους τοϋ πλούτου τοΰ Θεοΰ, τής σοφίας καί τής θείας γνώσεως καί περί τοΰ ότι τά κρίματα, τό θέλημα τοΰ Θεοΰ, ή άλήθεια, είναι ανεξερεύνητα (αύτόθι). "Ενεκα τοΰ άπειρου τής άληθείας ό Θεός θά διδάσκη πάντοτε τόν άνθρωπο καί ό άνθρωπος θά μαθαίνη συνεχώς άπό τό Θεό περί τοΰ Θεοΰ (Β 28, 3). Είναι προφανές ότι ή αύξηση τής Παραδόσεως συν¬δέεται άρρηκτα μέ τήν αύξηση του άνθρώπου γενικά.
Ή αϋζηση τοϋ άν&ρώπον. Ή έννοια καί ή πραγματικό¬της τής αύξήσεως είναι συνέπεια τών θεολογικών προϋποθέ¬σεων τοΰ Είρηναίου. Είναι ή τακτική, ή «τάξις» καί «ό ρυθμός» τής θείας οικονομίας (Δ 38, 3). Ό άνθρωπος δημιουργήθηκε νήπιος, έγινε γιά νά αύξηθή καί νά προκόψη έν Θεώ (Β 22, 4). Ό Θεός «επλασεν αύτόν εις αϋξησίν τε και άκμήνϊ> (Δ 11, 1). Ή «προκοπή» του σέ μία έποχή άποτελεΐ έκάστοτε τό «πλεΐ- ον» (Δ 11, 2 - 3) έν σχέσει μέ ό,τι είχε στό παρελθόν. Ή προ¬κοπή είναι συνεχής καί άφορα στή γνώση τής άληθείας καί τήν ήθική βελτίωση (Δ 11, 3* Δ 9, 2 - 3* Δ 38, 1 - 3) μέ τή βοήθεια τοΰ άγ. Πνεύματος. Τήν αύξηση τοΰ άνθρώπου σέ θεογνωσία διαπιστώνει ό Ειρηναίος δχι μόνο σχετικά μέ τήν παλαιοδιαθηκική έποχή (Δ 38, 2), άλλά καί στήν έποχή τής Εκκλησίας. Πρόκειται γιά διαδικασία πού άφορα στήν πο¬ρεία τοϋ ένωμένου μέ τό Θεό άνθρώπου, τοϋ χριστιανισμού γενικά, πού θά προοδεύη χωρίς νά άλλάζη κάτι άπό τήν ήδη παραδοθείσα θεογνωσία. "Ετσι λοιπόν ή δημιουργία, ή άνακε- φαλαίωση, ή Παράδοση καί ή αύξηση άποτελοΰν όψεις τοΰ μυστηρίου τής θείας οικονομίας, ό χαρακτήρας τοΰ όποιου είναι σαφώς δυναμικός, γιά νά γίνεται ό άνθρωπος θεός. Ή γνώση τοΰ Θεοΰ, γιά τήν όποία ένδιαφέρεται ό Ειρηναίος, δέν είναι θεωρητική άναγωγή, άλλά έκφραση εμπειρίας τήν όποία έχει ό άνθρωπος καθόσον μετέχει στόν ϊδιο τό Θεό: «μετοχή δέ Θεοϋ έστι τό γινώσκειν τόν Θεόν» (Δ 20, 5). Στήν ίδια συνάφεια έξηγεΐ ό Ειρηναίος δτι ό άνθρωπος γνωρίζει τήν άλήθεια, καθόσο εισέρχεται σ' αύτή καί ζή έν αύτή, δπως γιά νά ιδη κανείς τό φώς πρέπει νά είσέλθη σ' αύτό: «ώσπερ οί βλέποντες τό φώς έντός είσί τοΰ φωτός καί τής λαμπρότη- τος αύτοΰ μετέχουσιν, ούτω καί οί βλέποντες τόν Θεόν έντός είσί τοΰ Θεοΰ, μετέχοντες αύτοΰ τής λαμπρότητος» (αύτόθι). Ή μετοχή ή κοινωνία ή θέα τοΰ Θεοΰ έχει σάν άποτέλεσμα «ζωή καί φώς» (Ε 24, 2 καί Δ 20, 5), δηλαδή πνευματική άπό- λαυση καί γνώση, ικανοποίηση τοΰ όλου πνευματικοϋ άνθρώ¬που. Καί στό σημείο τοΰτο διαπιστώνομε δτι ό Ειρηναίος μέ τόν έντονο ρεαλισμό του είναι ό συνεχιστής τής ίγνατιανής θεολογίας, τήν όποία σαφώς αύξάνει, καί όχι τής θεολογίας τών άπολογητών.
Ό ίερός άνδρας υιοθέτησε τή λαϊκή άντίληψη τών χρόνων του περί τής χιλιετοΰς βασιλείας τοϋ Χριστοΰ καί τών έκλε- κτών του επί τής γής καί τήν ένσωμάτωσε στή θεολογία τής άνακεφαλαιώσεως καί αύξήσεως.
Τό πρωτείο άλη&είας. Ή περίπτωση τοΰ Διονυσίου Κο-ρίνθου, πού έδρασε περί τό 160 - 180 καί έγινε φορέας τοΰ πρωτείου άληθείας, έπαναλαμβάνεται στόν Ειρηναίο. Ό τε-λευταίος, μολονότι έπισκοπεύει στήν άσημη καί μακρυνή επισκοπή τής Λυών, συμβουλεύει, έπιπλήττει καί έπι βάλλει* τις άπόψεις του στήν πρώτη, τήν ένδοξη καί πανίσχυρη έ- πισκοπή τής Ρώμης. Αύτό συνέβη, διότι ό Ειρηναίος έξέφρα- ζε τήν άλήθεια, τήν όρθή άπάντηση στή μεγάλη κρίση τής έποχής του καί μάλιστα στό πρόβλημα τής έπιεικείας (έναντι μετανοούντων) καί τής ένότητος τής Εκκλησίας (παρά τις ύ- φιστάμενες ριζικές διαφωνίες γιά τόν έορτασμό τοϋ Πάσχα στή Ρώμη καί τή Μικρασία). Ή άλήθειά του, πού στό μεταξύ- άναγνωρίσθηκε, τοϋ έδινε τό προβάδισμα, τό πρωτείο έναντι άλλων, νά συμβουλεύη. Ή άναφορά τοϋ Ειρηναίου (Γ 3, 2) στήν 'Εκκλησία τής Ρώμης μέ τρόπο Ιδιαίτερα τιμητικό γιά τή γνησιότητα τής παραδόσεώς της δέν άλλάζει τήν ιστορική πραγματικότητα, κατά τήν όποία πρωτείο = άλήθεια εξέφρασε ό Ειρηναίος καί όχι ό ίσχυρός έπίσκοπος Ρώμης. Ή στάση λοιπόν τοϋ ΕΙρηναίου πρέπει νά γίνη έρμηνευτικός δρος τοϋ κειμένου του, πού θέλει τις Εκκλησίες ή τούς πιστούς νά «συμφωνούν μέ τήν Εκκλησία τής Ρώμης ή νά προσέρχωνται σ' αύτή». Είναι γνωστό πώς ό Ειρηναίος στήν πράξη δέ ζητεί άπό τήν'Εκκλησία τής 'Εφέσου νά συμφωνήση μέ τήν'Εκ¬κλησία τής Ρώμης, δηλ. δέν καταφάσκει τό χωρίο του, δπως είναι στή λατινική. Επομένως ή τό πρωτότυπο έλληνικό κεί¬μενο τόϋ Ειρηναίου ήταν διαφορετικό ή τό χωρίο, δπως έχει, δέν άποδίδει πράγματι πρωτείο έξουσίας στήν 'Εκκλησία τής Ρώμης, άλλά εΐδος τιμητικής διακρίσεως μόνο ένεκα τής ι¬στορίας της καί τής προελεύσεώς της άπό τούς δύο κορυφαίους άποστόλους. Πιθανόν άκόμη νά άφορα ή σχετική φράση στίς πολλές σχισματικές χριστιανικές ομάδες, πού συχνά σχηματί¬ζονταν στή Ρώμη μέ άποτέλεσμα νά δημιουργούν σύγχυση στούς απλούς πιστούς καί τούς νεήλυδες χριστιανούς (Π. Χρήστου). Στήν άρχαία 'Εκκλησία κατά συνέπεια δέν έμφα- νίζεται τό πρωτείο έξουσίας, άλλά τό πρωτείο άληθείας, άφοΰ καί δταν ό έπίσκοπος Ρώμης άπειλοϋσε τις μικρασιατικές Εκκλησίες πρόβαλλε συνήθως τήν ορθότητα καί τήν παρα- δοσιακότητα τής θέσεώς του καί δχΐ κάποια έξουσία.
Ό Ειρηναίος ατή &εολογία καί τή μνήμη τής 'Εκκλησίας. Ή θεολογική σκέψη τοΰ 'Αθανασίου καί τών άλλων μεγάλων
Πατέρων τής Εκκλησίας είναι αδιανόητη χωρίς τήν προσφο¬ρά τοϋ Είρηναίου. Ή θεολογία του περί άνακεφαλαιώσεως, Παραδόσεως καί αύξήσεως έγιναν ζωή, φρόνημα καί Παρά¬δοση τής Εκκλησίας. Έν τούτοις τό συγγραφικό έργο τοΰ Είρηναίου σχεδόν λησμονήθηκε στή Δύση καί τήν Ανατολή. "Ισως διότι έλειψε ό κίνδυνος τοΰ γνωστικισμοΰ, μέ άφορμή τοϋ όποιου θεολόγησε ό Είρηναΐος. "Ισως διότι τελείως νέα προβληματολογία κυριάρχησε άπό τόν Δ' αίώνα καί έξής: Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία. Καί στό χώρο αύτό ή Έκκλησία ζητοΰσε κάτι πέρα τής προσφοράς τοΰ Είρηναίου.
ΒΙΟΣ
Ό Ειρηναίος μνημονεύεται άπό πολλούς μεταγενέστερούς του (Τερτυλ- λιανός, Κλήμης Άλεξ., Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Ναζίαν- ζηνός, 'Επιφάνιος Κύπρου, Θεοδώρητος, Μάξιμος Όμολογητής, Αύγουστϊ- νος, Φώτιος κ.ά.), άλλά δλοι γνωρίζουν περι του βίου του δ,τι διέσωσε ό Εύ¬σέβιος (Έκκλησ. /στ. Ε 3-8). Καί αύτός δμως κυρία πηγή εΐχε μόνο τά έργα τοϋ Είρηναίου, πού δυστυχώς δέν είναι πλούσια σέ αύτοβιογραφικά στοιχεία. Ή γέννηση τοΰ Ειρηναίου τοποθετείται μεταξύ 130 καί 140. Στήν εφηβική του ήλικία γνώρισε καί άκουσε τόν Πολύκαρπο Σμύρνης. Πλησίον αύτοΰ έ¬ζησε φαίνεται μερικά έτη, δσα ήσαν άναγκαΐα γιά τή μύησή του στήν άποστο¬λική Παράδοση, δπως τήν παρέδιδε ό άκουστής τοΰ Εύαγγελιστοΰ (ή τοΰ Πρε¬σβυτέρου) 'Ιωάννου Πολύκαρπος, καί γιά τή θεολογική του κατάρτιση πού συμ¬πληρώθηκε άλλοΰ καί ίσως καί στή Ρώμη, δπου ήταν δυνατό νά γνωρίση κα¬λά τά γνωστικά συστήματα.
Αίφνης τό 177 πληροφορούμεθα δτι βρίσκεται στή Λυών ώς πρεσβύτε¬ρος. Τήν άποχή αύτή ήταν πολύ σύνηθες τό νά μεταναστεύουν μικρασιάτες στή Γαλλία. Φαίνεται μάλιστα δτι πολλοί πιστοί της Λυών προέρχονταν άπό τήν 'Ανατολή, μέ άποτέλεσμα ό κοσμοπολιτισμός νά χαρακτηρίζη τό περιβάλ¬λον, οπού έδρασε ό Ειρηναίος. Άπό τή Λυών μεταβαίνει τό ίδιο έτος στή Ρώ¬μη, άπεσταλμένος τών χριστιανών της πόλεως αύτής, πού πολλοί καί οί ση- μαντικώτεροι τών όποιων είχαν φυλακισθή στή διάρκεια τοΰ φοβεροΰ διωγμού τοϋ Μάρκου Αύρηλίου. "Ισως μάλιστα οί χριστιανοί της Λυών νά είχαν ήδη εγκρίνει τόν Ειρηναίο ώς επικεφαλής καί υπεύθυνο τής 'Εκκλησίας τους, άφοΰ ό έπίσκοπός τους Ποθεινός καί πολύ γέρων καί φυλακισμένος ήταν. Αύτό δμως δέ νομίζομε δτι σημαίνει καί τήν έπισκοποίηση τοΰ Είρηναίου, δπως ύπέθε- σαν πολλοί. Στή Ρώμη ήρθε μέ συστατική επιστολή, έξαιρετικά έπαινετική γιά τό πρόσωπότου, καί μέ σκοπό νά πείση τόν Ελεύθερο (174-189) περί τοΰ €τι δέν πρέπει νά έναντιωθή στον έπίσκοπο Εφέσου, ό όποιος άντιμετώπιζε μέ επιείκεια τούς μετανοοΰντες (Nautili).
"Οταν επέστρεψε στή Λυών, πολλοί χριστιανοί είχαν μαρτυρήσει καί μα- ζύ τους ό έπίσκοπος Ποθεινός, τόν όποιο διαδέχθηκε αμέσως ό Ειρηναίος τό 177 ή 178. Κατά τό Nautin τά γεγονότα αύτά έλαβαν χώρα τό 175 καί ό Ει¬ρηναίος £γινε έπίσκοπος καί τής Βιέννης. "Ετσι εξηγεί καί δτι τήν περίφημη 1 Επιστολή (=Μαρτνριο) περί τών μαρτύρων τής Λυών πρός τις Εκκλησίες * Ασίας καί Φρυγίας έγραψε ό ϊδιος ό Ειρηναίος έκ μέρους τών δύο αύτών Εκ¬κλησιών. Ώς έπίσκοπος εργάσθηκε γιά τήν καταπολέμηση τών γνωστικών xal τή διάδοση του χριστιανισμού μεταξύ τών Κελτών, χρησιμοποιώντας κα¬τά πάσα πιθανότητα τή γλώσσά τους. Ή γνήσια παράδοση του καί ή άλήθεια πού εξέφραζε τοΰ έδωσαν τή δυνατότητα νά παίξη ρόλο σημαντικό χάριν τής ενότητος τής δλης Εκκλησίας. Στή μεγάλη διένεξη τών χρόνων του, έξ άφορ^ μής τοΰ χρόνου έορτασμοΰ τοΰ Πάσχα (ή Μικρασία τό έώρταζε τή 14η τοΰ μ,ηνός Νισάν, ή Ρώμη τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν ημερομηνία αύτη), άνα- μίχθηκε έντονα μέ αποτέλεσμα νά ύποχωρήση δ Ρώμης Βίκτωρ (189-198), "ού ήθελε νά άποσχίση τις μικρασιατικές Εκκλησίες. Στήν 'Επιστολή του πρός Βίκτωρα συναντάμε γιά πρώτη φορά τή θεολογία τήςένότητος καί τής ποικι-λίας έθών μεταξύ τών τοπικών 'Εκκλησιών. Ή επέμβαση αύτή είναι τό τε¬λευταίο γνωστό στοιχείο τής ζωής τοΰ Ειρηναίου καί συνέβη μάλλον περί τό 192-195. Ό Γρηγόριος Τουρώνης στό τέλος τοΰ ΣΤ' αιώνα πληροφορεί δτι δ Ειρηναίος μαρτύρησε τό 202 έπίΣεπτιμίου Σεβήρου (Historia Francorum I 27), κάτι πού δέν άπο ρ ρίπτεται, άλλά καί δέν επιβεβαιώνεται άπό τις άρχαΐες πηγές. "Η 'ΑνατολικήΕκκλησία, υιοθετώντας τήν παράδοση δτι ό Ειρηναίος μαρτύ¬ρησε, τιμά τή μνήμη του στίς 23 Αύγούστοϋ καί ή Δυτική στίς 28 'Ιουνίου.
ΕΡΓΑ
Ό Ειρηναίος ύπήρξε πολυγράφος. Δυστυχώς δμως τά περισσότερα έργα του χάθηκαν. Καί δσα διασώθηκαν ύπάρχουν σέ λατινική καί αρμενική μετά¬φραση. Στήν ελληνική διασώθηκαν μόνο άποσπάσματα καί μάλιστα μέγα τμή¬μα τοΰ Α' μέρους τοΰ σπουδαιότερου έργου του νΕλεγχος. Τά έργα του εΤναι βασικά πολεμικά καί έκκλησιολογικά, σέ τύπο διατριβής καί επιστολής.
Ό Ειρηναίος δέν είναι ταλαντούχος συγγραφέας, άλλά διαθέτει αξιόλο¬γη κλασσική φιλολογική καί φιλοσοφική κατάρτιση καί άρκετή γνώση τώνπρό αύτοΰ έκκλησιαστικών καί γνωστικών συγγραφέων, τούς οποίους καί χρησι¬μοποιεί. Καταφανώς υστερεί στή σύνθεση, στήν οικονομία τής ΰλης του, άλλά έχει συχνές εξάρσεις, οί όποιες έκπλήσσουν τόν άναγνώστη, πού ενίοτε διαπιστώ¬νει ρυθμικό πεζό λόγο, κάτι πού προϋποθέτε άνεπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο.
"Ελεγχος καί Ανατροπή τής ψευδωνύμου γνώσεως. Γράφηκε περί τό 185 καί σύγκειται άπό πέντε βιβλία, πού σώζονται σέ μία σχεδόν κατά λέξη λατινική μετάφραση, εκπονημένη πριν άπό τόν Αυγουστίνο. Στό Α' βι-
20
βλίο παρουσίαζες περιγράφει και αναλύει κυρίως τά γνωστικά συστήματα. τοΰ Ούαλεντίνου, τών οπαδών αύτοΰ καί τών άρχαιοτέρων γνωστικών (Σίμω¬να Μάγου, Μενάνδρου κλπ). Στό Β' βιβλίο άντικρούει καί καταπολεμεί κυρίως τά συστήματα αύτά. Συγχρόνως στό Α' καί περισσότερο στό Β' βι¬βλίο εκθέτει τήν πίστη καί τήν Παράδοση της Εκκλησίας, άντιπαραθέτοντάς την πρός τή διδασκαλία τών γνωστικών. Μέ τά ύπόλοιπα τρία βιβλία, πού είναι άνεξάρτητα τών δύο πρώτων καί μεταγενέστερα, προβαίνει σέ πληρέστε¬ρη έκθεση τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας άναφορικά πρός τά μεγάλα θέ¬ματα τής έποχής.
Τά έλληνικά άποσπάσματα άντιπροσωπεύουν μόλις τό 20% τοΰ δλου κειμένου (τό Α' βιβλίο σώζεται κατά 90% έλληνικά). Σημειωθήτω ότι ό πά¬πυρος της Iena τοΰ 3 /4 αί. περιλαμβάνει τά 14 πρώτα κεφάλαια τοΰ Ε' βι¬βλίου, άλλά δυστυχώς ευρίσκεται σέ κακή κατάσταση. Τά βιβλία Δ' καί Ε' σώζονται καί σέ άρμενική μετάφραση, ένώ τμήμα τοΰ έργου σώζεται συριακά, Ή προσπάθεια τοΰ Α. Rousseau νά έπαναφέρη τό έργο στά έλληνικά μέ πρό¬τυπο τά σωθέντα άποσπάσματα καί μέ τή βοήθεια τής λατινικής μεταφρά¬σεως είναι πράγματι άξιοθαύμαστη, άλλά δχι πάντοτε έπιτυχής (SCh).
'Επίδειξις τον άποστολικον κηρύγματος* Γράφηκε μετά τό 190, διαι¬ρείται σέ 100 παραγράφους καί είναι προτρεπτικό καί κατηχητικό έγχειρίδιο. Άποτελεΐ σύντομη κι έναργή περίληψη δ σων έγραψε στό προηγούμενο μεγά¬λο έργο του. 'Αρχίζει μέ τήν άνάλυση τοΰ κανόνα τής πίστεως πού λαμβάνο- με στό βάπτισμα, άλλά βασικά εμμένει στήν προβληματολογία τοΰ 'Ελέγχου του: στήν ένότητά μεταξύ Θεοΰ πατρός καί δημιουργού, στό έργο καί τήν ενότητα τοΰ προσώπου τοΰ Χριστοΰ, στά στάδια τής θείας οικονομίας καί στίς «άπο~ δείξεις» τών παραπάνω μέ προφητικές ρήσεις. Τό έργο τοΰτο βρέθηκε μό¬λις τό 1904 σέ μετάφραση άρμενική καί δημοσιεύθηκε τό 1907. Ό Ί. Καρα- βιδόπουλος μετέφερε τό κείμενο στή νεοελληνική βάσει γαλλικής καί άγγλι- κής μεταφράσεως.
Επιστολές. "Εγραψε πολλές, άλλά σώζονται μόνο άποσπάσματα άπό τίς Πρός Βίκτωρα (Α καί Β) καί Πρός Φλωρϊνον (Εύσεβίου, Έκκλησ. Ιστ. Ε 24,12-17 καί 20,4-8). Ή πρώτη άναφέρεται στό θέμα τοΰ έορτασμοΰ τοΰ Πάσχα καί ή δεύτερη στήν προσχώρηση στό γνωστικισμό τοΰ Φλωρίνου (βλ. λήμμα), παλαιοΰ συμμαθητή τοΰ Είρηναίου πλησίον τοΰ Πολυκάρπου.
*Αποσπάσματα. Σώζεται καί αποδίδεται στόν Ειρηναίο μεγάλος άρι- θμός άποσπασμάτων άπό άδηλα συνήθως έργα του.
Άπολεο&ένΐα. α) Λόγος πρός έλληνας περί ίπιστήμης. β) Περί μο¬ναρχίας. γ) Περϊ όγδοάδος (τά δύο τελευταία έγραψε γιά τό Φλωρΐνο). δ) Βιβλίον διαλέξεων διαφόρων (άσχολεΐται μέ τήν πρός 'Εβραίους καί τή Σοφία Σο- λομώντος ή τίς μνημονεύει), ε) Περί σχίσματος πρός Βλάστον (επιστολή), στ) 'Επιστολή πρός Βίκτωρα σχετική με τό Φλωρΐνο. ζ) Διάφορες άλλες 'Ε¬πιστολές. η) Στό έργο του "Ελεγχος (Α 27) υπόσχεται νά γράψη κατά Μαρκίω- νος, άλλά δέ γνωρίζομε άν τελικά έγραψε. Καί γιά τά έ'ργα αύτά πηγή μας εί¬ναι ό Εύσέβιος (Έχκλησ. ίστ. Ε 20,1-2' 23, 3' 24,11-17- 26,1).
Άμφιβαλλόμενα. Μαρτύριον (επιστολή) περί τών μαρτυρησάντων στή Λυών το 177 (ύπάρχει αύτοτελές σχετικό λήμμα).
Βίκτωρ Ρώμης (189-198). Συνεργάσθηκε μέ τόν Ειρηναίο καί συνέτα¬ξε 'Επιστολές, σχετικές μέ τό θέμα τοϋ Πάσχα, καί «άλλα έ'ργα» κατά τόν 'Ιερώνυμο (De vir. ill. 34). Δυστυχώς δέ σώζεται τίποτε άπό αύτά. Τό αύτό ίσχύει καί γιά τόν προκάτοχο του Έλεύ&ερο (174-189), πού ίσως έγραψε κα¬τά τοΰ μοντανισμοΰ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
'Εκδόσεις: "Ελεγχος. PG 7. ΒΕΠ 5,93-188. W.W. HARVEY, Sancti Irenaei... li- bros quinque Adversus haereses, I-II, Cambridge 1857 (έπανέκδοσητό 1949). U. MANNUCCI, Irenaei Adversus haereses libri quinque, I (τάβιβλίαΑκαίΒ), Roma. ΉκαλύτερηκριτικήέκδοσητοϋέργουείναιτώνΑ. ROUSSEAU, Β. HEMMERDINGER, L. DOUTRELEAU καί Ch. MERCIER στήσειρά^&Νο 210-211 (βιβλ. Γ), No 100 (βιβλ. Δ), No 152-153 (βιβλ. Ε), δπου δίδεται τό λατινικό κείμενο, γαλλική μετάφραση καί τό πιθα¬νό άρχικό έλληνικό κείμενο (Paris 1965 έξης). Τάάποσπάσματα : Κ. HOLL, Fragmente vornicanischer Kirchenvater aus den Sacra parallela (TU 20), Leipzig 1899, σσ. 58¬84. Β. HEMMERDINGER, Trois nouveaux fragments grecs du livres III de s.I ΓΕΗΕΒ, είςScriptorium 10 (1956) 268. Μ. RICHARD-B. HEMMERDINGER, Trois nouveau frag¬ments..., είς ZNW 53(1962)252-255. Ό A. ROUSSEAU μελέτησε κι έξέδωσε στίς SCh 6λα τά γνωστά άποσπάσματα, δσα προέρχονταν άπδ τά βιβλία πού έξέδιδε. Βλ. δμως άκόμη Ot.A. SANTOS, DOS Capitolos ineditos del original griego de Ireneo de Lyon, είς Emerita 41 (1973) 479-489 (δύο κεφάλαια τοϋ 'Ελέγχου Β 50-51 σέ χειρόγραφο τοΰ Βατοπεδίου 236). Γιά τήν άρμενική μετάφραση τοϋ 'Ελέγχου: G. BAYEN-L. FROIDEVAUX, La traduction armenienne de l'Adversus haereses..., εις ROC 29(1933-34) 315-377' 30(1935-36 καί 1946) 47-169, 285-340. Βλ. σχετικάκαίτ& χρησιμώτατοέργοτοΰΒ. REYNDERS, Lexique compar6 du texte grec et des versions latine, arminienne et sy- riaque de l'Adversus haereses de s. Irenee (CSCO 141-142), I-II, Louvainl954. 'E- πίόειξιςτοϋάποστ. κηρύγματος: Des hi. Irenaeus Schrift «Zum Erweis der apostoli- schen Verkundigung», Ειςάπόδειξίντοΰάποστολικοΰκηρύγματος in armenichen Ver¬sion... von Κ. TER MAKERTTSCIIIAN-E. TER-MINASSIANTZ-A. HANRACK, Leipzig 1907 [TU 31,3). Επανέκδοσηστήν PO 12,5 (1919). L. M. FROIDEVAUX : Γαλλικήμετάφρασηστίς SCh No 62, Paris 1959. Βλ. έλληνική μετάφραση άπό τόν I. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΑΟ, Ειρηναίου.... Έπίδειξις τοΰ άποστολικοΰ κηρύγματος (εισαγωγή, μετάφρασις, σχόλια), Θεσσαλονίκη 1965. Βλ. καίΒ. REYNDERS, Vocabulaire de la Demonstration et des fragments de s. ΪΓΕΗΕΒ, Chevetogne 1958. 'ΕπιστολήπρόςΒίκτωρα: Μ. RICHARD, La lettre de s. ΪΓΕΗΟΒ au pape Victor, εις ZNW 56(1965)260-282. P. Nautin, Lettres et icrivains Chretiens des lie III si^cle, Paris 1961, σσ. 74-85.
Μελέτες :Παραθέτομε τά λήμματα κατανεμημένα σέ όμάδες, μολονότι ή κατανομή είναι συμβατική.
Γενικά-Βίος : F. LOOFS, Theophilus von Ant. Adv. Marcionem und die anderen theologischen Quellen bei Irenaeus (TU 46, 2), Leipzig 1930. C. PERRAT-Α. AUDIN, S. Irenee. L' histoire et la I6gende, είς Cahiers d'histoire 1(1956)227-251. R.POELMAN,
De la plenitude de Dieu, Tournai 1959. A. BENOIT, S. Ir6nee. Introduction a Γ 6tu- de de sa theologie, Paris 1960. E. LANNE, La vision de Dieu dans 1'oeuvre de S. Ir£- n6e, εις Irenikon 33 (1960)311-320 H.-I. MARROU, Lyon et l'histoire ancienne du cri- stianisme, είς Actes du Congrds de Lyon 1958, Paris 1960, σσ. 325-344. P. NAUTIN, Lettres et 6crivains chritiens..., Paris 1961, σσ. 92-104: Biographie d'Ir0n<5e. A. GAR- REAU, Saint Ir^n^e (les Merits des saints), Namur 1962. J. COLIN, l'empire des Anto- nius et les martyrs gaulois de 177, Bonn 1964. P.HEFNER, Theological Methodology in St. Irenaeus, εϊς JR 44(1964)294-309. J.COLIN, S. Knee 6tait-il <5vSque de Lyon? Latomus 23(1964)81-85. E. GRIFFE, Les persecutions contre les chr£tiens aux ler et 2e s., Paris 1965 (κεφ. 6). J.P. DE JONG, Der ursprungliche Sinn von Epiklese und Mischungsritus von Eucharistielehre des hi. Irenaus, είς ALW 9(1965/6) 28-47. ΓΕΡ. ΜΙ&ΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ, 'Ακολουθία τοϋ άγ. ίερομάρτυρος Ειρηναίου, έπισκόπου της έν ΓΑ- λατίςε πόλεως Αουγδούνου, 'Αθήνα 1965. Α. ORBE, San Ireneo y el conocimiento na¬tural de Dios, είςGregorianum 47 (1966) 441-471, 710-747. N. BROX, Zum literari- schen Verhaltnis zwischen Justin und IrenSus, είς ZNW 38(1967)121-128. O. ALBERT, Problemi di origine in s. Ireneo, είς Misc£llanea A. Combes, I, Rome 1967, σσ. 95-116i. H. URS VON BALTASAR, La Gloire et la Croix, Il.Paris 1968, σσ. 27-84. H.F. VON CAM-PENHAUSEN, Ostertermin Oder Osterfasten? Zum Verhaltnis des Iren&usbriefes an Victor, είς VC 28(1974)114-138.
Σχέσημέτήνέλληνικήπαιδείακαίτόγνωστικισμό : F. SAGNARD, La gnose valen-tinienne et le timoignage de s.Irinie, Paris 1947. R.M. GRANT, Irenaeus and Helle¬nistic Culture, είς HThR 42 (1949)41-51. W. R. SCHOEDEL, Philosophy and Rheto¬ric in the Adversus haereses of Irenaeus, εις VC 13(1959)22-32. L. DEISS, Les apo¬logistes grecs du deuxifeme sifcele, Paris 1964, σσ. 117-181. Ν. BROX, Offenbarung, Gnosis und gnostischer Mythos bei Irenaus von Lyon, Salzburg 1966. Η.Β. TIMO- THT, The early christian apologists and Greek philosophy, exemplified by Irenae-us.., είς Philos. texts and stud. XXI Assen Van Gorcum 1973. Δ. ΔΡΙΤΣΑ, Η συγ¬γραφική μέθοδος τοϋ Είρηναίου, είς Θεολογία 46(1975)338-347. P. PERKINS, Ireneus and the Gnostics..., είς VC 30(1976)193-200.
'Ανακεφαλαίωση-Χριστολογία-αϋξηση. J. DANIELOU, S. ΐΓέηόβ et les origines de la theologie de Γ histroire, είς RSR 34(1947)227-231. A. HOUSSIAU, La christolo- gie de s. ΐΓέηέβ, Louvain 1955. G. JOUASSARD, Amorces chez s. ΐΓόηέβ pour la doctri¬ne de la maternity spirituelle de la sainte Vierge, είς Nouvelle Revue mariale 7(1955) 217-232. A. BENGSCH, Heilsgeschichte und Heilswissen.., Leipzig 1957. G.WINGREN, Man and the Incarnation. A study in the Biblical Theology of Irenaeus, Philadel- phie 1959. A.W. ZIEGLER, Das Brot von unseren Feldern. Ein Beitrag zur Euchari¬stielehre des hi. Ireneius, είς Pro mundi vita. Festschrift zum eucharist.Weltkongress, Munchen 1960, σσ. 21-43. G. JOPPICH, Salus carnis. Eine Untersuchung in der Theo¬logie des hi. Irenaus von Lyon, Miinsterschwarzach 1965. H. ZONEWSKI, Ucenieto no sv. Irinej Lionski za licnostta iizkupitelnoto delo na Iissussa Christa (Ήδι¬δασκαλίατοϋΕίρηναίουπερίτοΰπροσώπουκαίτοΰλυτρωτίκοΰίργουτοΰΊησοΰΧριστοΰ), εί<; GDA 14(1965)153-210. J. I. GONZALEZ FAUS, Creaci6n y progreso en la teologia de san Ireneo, Barcelone 1968. J. T. NIELSEN, Adam and Christ in the Theology of Irenaeus of Lyon, Assen 1968. EMM. LANNE, Le nom de J3sus -Christ et son invocation chez saint Ir^n^e de Lyon, εις Ir6nikon 48(1975)447-467. J.-P. Jos- SUA, Le salut, Incarnation ou Mysore pascal chez les P6res...de s. Irin^e s. L6on le Grand, Paris 1968. BOYLE E. O' ROURKE, Irenaeus' millennial hope. A polemi¬cal weapon, είςRTAM 36(1969)5-16. A. ORBE, San Ireneo y la primerii pascua de Salvador (Jo. 2,13-3,21), είς EE 44(1969)297-344. J. PLAGNIEUX, La doctrine maria¬le de s. Irenie, εις RSRUS 44(1970)179-189. K. DUCHATELEZ, La notion d'<5conomie et ses richesses thiologiques, εις NRTh 92(1970)267-292. G. JOSSA, Regno di Dio e Chiesa. Riserche sulla concezione escatologica ed ecclesiologica dell' Adversus hae¬reses di Ireneo di Lione, Napoli 1970. J. I. GONZALEZ FAUS, Game de Dios. Signifi- cado Salvador de la encarnaci0n en la teologia de san Ireneo, Barcelona 1970. A. ROUSSEAU, La doctrine de s. ΐΓέηέβ sur la pr^existence du Fis de Dieu dans Dim. 43, είς Mu 84(1971)5-42. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ή περί άνακεφαλαιώσεως διδασκαλία τοϋ Ει¬ρηναίου, 'Αθήνα 1972. Ε.Ρ. METERING, Die physische Erlosung in der Theologie des Irenaus, είς Nederl. Archief voor Kerkgesch. 53(1972)147-159. E. LANNE, Le non de J6sus -Christ et son invocation chez saint Irinie de Lyon, είς Irenikon 48(1975) 447-467 καί 49(1976)34-53.
Έκχλησία-Παράδοση-Γραφή : Λ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Περί τής σημασίας τοϋ έπ^σκοπΐ- κοΰ άξιώματος κατά τόν Είρηναϊον, είς ΝΣ 10(1910)33 έξ. J. DANIELOU, La tradition selon Cl6ment d'Alexandrie, είςAugustinianum 12(1952)5-18. J. OCHAGAVIA, Visi- bile Patris Filius. A study of Irenaeus' Teaching on Revelation and Tradition (OCA 171), Rome 1964. A. M. JAVIERRE, In Ecclesiam. Ireneo Adv. haer 3,3,2,είς Commu- nione interecclesiale.., Romae 1967, σσ. 221-317. D. FARKASFALVY, Theology of Scripture in st. Irenaeus, εις RB 78(1968)319-333. Α. ΓΙΕΒΤΙΤΣ, Εκκλησία, 'Ορθο¬δοξία καί Ευχαριστία παρά τφ άγ. ΕΕρηναίφ, είς Κληρονομία 3(1971)217-249. I. FRANK, Der Sinn der Kanonbildung... vom 1. Clemensbrief bis Irenaus, Freiburg 1971. V. GROSSI, Reguia veritatis e narratio battesimale in sant' Ireneo, είςAugustinianum 12(1972) 437-463. Γ. NAUTIN, Irenee et la canonicite des fipitres pauliniennes, είς RHR 122 (1972)113 - 130. A. ORBE, Parabolas evangelicas en San Ireneo, Madrid 1972. J. G. SOBOSAN, The role of the presbyter. An investigation into the Adv. haer. of s. Iranaeus, είς Scottish Jurn. of Theol. 27(1974)129- 146. N. BROX, Rom und «jede Kirche» im 2. Jahrhundert. Zu Irenaus Adv. haer. Ill 3, 27, είςAn- nuarium historiae conciliorum 7(1975)42-78.
'Ανθρωπολογία : I. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, ΤΙ> προπατορικώνάμάρτημαμέχριςΕιρηναίου, Ά- θήνχ 1956. CH. HORGL, Die gottliche Erziehung des Menschen nach Irenaus, είς NDid' 13(1963) 1-28 καίείς Oikoumene. Studi Paleo chris tioni in onore del concilio Ecum. Yaticano II, Catania 1964, σσ. 323-349. P. EVIEUX, La thiologie de Γ accoutumance- chez S. Irenee, είς RSR 55 (1967)5-54. A. ORBE, Antropologia de San Ireneo, Madrid 1969. Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Όάνθρωποςκατάτί>νάγ. Είρηναϊον..., Θεσσαλονίκη 1970. Α. ORBE, Supergrodiens angeios (s. Ireneo Adv. haer. V 36,3), είςGregorianum 54(1973) 5-59. B. CZESZ, La Parabola del «Ricco e pulone» in S. Ireneo, είςAugustinianum 17(1977)107-112.
ΈπιασχρότηςτονΕιρηναίου: L. S. THORNTON, St. Irenaeus and contemporary Theology, είς SP 2(1957)317-327. V. SUBILIA, L' attualiti di Ireneo, είς Protestanti- smo 15(1960)129 έξ-W. II. CAPPS, Motif-research in Irenaeus, Thomas Aquinas and Luther, είς StTh 25(1971)133-159.
54. ΠΡΟΣ ΔΙΟΓΝΗΤΟΝ (έτπστολή)
Χειρόγραφο τοϋ ΙΓ' ή ΙΔ' αίώνα, πού κάηκε τό 1870, διέ¬σωσε κείμενο μέ τόν τίτλο «Ίουστίνου φιλοσόφου καί μάρ¬τυρος πρός Διόγνητον». Γρήγορα όμως ή έρευνα διαπίστωσε ότι ό συγγραφέας τοΰ έργου δέν είναι ό Ίουστΐνος. Παρά τίς πολλές προτάσεις καί ύποθέσεις πού έγιναν σχετικά δέ γνω¬ρίζομε τό συγγραφέα, όπως δέ γνωρίζομε καί τό χρόνο συν¬τάξεως τοΰ έργου. Οί συγγραφείς τής αρχαίας Εκκλησίας καί τοΰ μεσαίωνα άγνοοΰντόέργο. Άπό τόν πρόλογο του πλη¬ροφορούμεθα ότι κάποιος Διόγνητος, όχι τυχαίος άνδρας, ζήτησε άπό τό συγγραφέα νά τόν είσαγάγη στή χριστιανική «θεοσέβεια», δηλ. νά τόν πληροφορήση γιά τήν πίστη τών χριστιανών, γιά τήν άπό μέρους τους άπόρριψη τοϋ ίουδαϊ¬σμοΰ, γιά τή μεγάλη αγάπη πού εκδηλώνουν μεταξύ τους καί γιατί ή νέα θρησκεία, ό χριστιανισμός, έμφανίσθηκε τότε καί όχι ένωρίτερα. Ή άπάντηση δίνεται μέ κείμενο πού μπορεί νά χαρακτηρισθή έπιστολιμαία διατριβή, χωρίς όμως τούς συν¬ήθεις προλόγους κι έπιλόγους. Σκοπός τοΰ συγγραφέα ήταν ή παρουσίαση τής άνωτερότητος τής χριστιανικής θρησκείας έναντι τοΰ ίουδαϊσμοΰ καί τώνέθνικών θρησκειών. Τήν άνωτε¬ρότητα αύτή βρίσκει άποκλειστικά καί μόνο στήν ήθική ή τή θεοσέβεια τών χριστιανών. "Ετσι άξονας τοΰ όλου έργου γίνεται ή ήθική. Ή χριστολογία είναι προβληματικά απλο¬ποιημένη. Έάν τό έργο γράφηκε στό τέλος τοΰΒ'αίώνα ή περί τό 200, τότε δέν έκφράζει τή θεολογία τής έποχής του, άλλά προγενεστέρων έποχών καί μάλιστα κύκλων ίουδαιοχριστια- νικών (Χριστός = παις, δέ χρησιμοποιεί τόν όρο Ίησοΰς Χριστός), μολονότι απορρίπτει τόν ιουδαϊσμό. Έπειδή όμως τό κείμενο δέν μπορεί, όπως πιστεύεται, νά είναι προγενέστερο τών χρόνων τοΰ Είρηναίου, ύποθέτομε τά εξής: ό συγγραφέας είχε μεγάλη παιδεία, φιλολογική εύαισθησία, ταλέντο λογο¬τεχνικό, γνώση τών στωικών, τοϋ Πλάτωνα καί τών γνωστι¬κών συστημάτων, άλλά ήταν νεοφώτιστος χριστιανός καί χωρίς προϋποθέσεις γιά βαθύτερη θεολογική κατανόηση τοΰ χριστιανισμού. Εις αύτό συνετέλεσε μάλλον καί ή σχέση του μέ ίουδαιοχριστιανικούς κύκλους, τών όποιων ή θεολογία γενικά ήταν έλάχιστα άνεπτυγμένη.
"Ετσι τό κείμενο πού έλαβε ό Διόγνητος είναι λογοτεχνι¬κά έξοχο, άλλά θεολογικά ρηχό κι επιφανειακό. Ή θεοσέβεια καί ή μίμηση τοΰ Χριστού, όπως περιγράφονται, δέ συνδέον¬ται μέ τό πάθος τοΰ Κυρίου καί τό ρεαλισμό τής άσκήσεως. Τά μεγάλα προβλήματα τής Εκκλησίας τών χρόνων του ά- γνοοΰνται.
Τά δύο τελευταία κεφάλαια τοΰ έργου (XI καί XII) έχουν προστεθή άπδ άλλο συντάκτη. "Ολ' αύτά πυκνώνουν τό σκοτάδι πού καλύπτει τό σύνθετο πρόβλημα: ποίος ό συντάκτης τοΰ ωραιότατου κειμένου πρός Διόγνητον, ποία παράδοση εκπροσωπούσε, πότε άκριβώς έγραψε;
Τό κείμενο μας καταλέγεται συνήθως μεταξύ τών έσφαλμένα λεγομέ¬νων αποστολικών πατέρων καί κάποτε μεταξύ τών άπολογητών, πρός τούς όποιους ομολογουμένως έχει ομοιότητες ώς πρός τή διάθεση καί τήν προβλη- ματολογία. Μάλιστα ό Adriessen προσπάθηκε νά δείξη δτι τό παρόν κείμενο είναι ή άπολεσθεΐσα Άπολογία τοΰ Κοδράτου. Ή δλη δμως έπιχειρηματολο- γία του στηρίζεται κυρίως σέ ύποθέσεις εύφυεΐς μέν, άλλ' άναπόδεικτες. Τε¬λευταία ό Jossa ύποστηρίζει παλαιότερη πρόταση, σύμφωνα μέ τήν όποία είναι προτιμότερο νά δεχθούμε ώς συγγραφέα τοΰ κειμένου μικρασιάτη θεο¬λόγο, τό Μελίτωνα Σάρδεων π.χ., παρά άλεξανδρινό ή γνωστικό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εκδόσεις: J. GEFFKEN, Der Brief an Diognetos, Heidelberg 1928. E, BLAKENEY The Epistle to Diognetus, London 1843. H. MEECHAM, The Epistle to Diognetus. The Greek text with introd..., Manchester 1949. ΒΕΠ 2, 251-257. H. MARROU, A Diognfete (SCh 33), Paris a1965. J. THIERRY, The Epistle to Diognetum (κείμενο-είσα- γωγή-σημειώσεις-γλωσσάρίο), Leiden 1964. Δ. Κομποθέκρα, Ό αληθής βίος του Ί. Χρί¬στου έκ τών καθαρών πηγών της Γραφής. Ή πρός Διόγνητον έπιστολή παραπεφρασμέ- νη, 'Αθήνα 1866.
Μελέτες: EMM. ΚΑΡΠΑΘΙΟΥ, Συμπλήρωση τοΰ χάσματος της πρός Διόγνητον έπιστο- λής, Θεσσαλονίκη 1925 (θεωρεί συγγραφέα τόν 'Ιερόθεο, πού αναφέρουν οί άρεοπαγιτικές συγγραφές, ό όποίος δμως είναι πρόσωπο μάλλον άνύπαρκτο). Ρ. ANDRIESSEN, L' Apolo¬gie de Quadratus conservee sous le non d' £pltre a Diagnfctc, είς RTAM 13(1946) 5-39, 125-149, 237-260. TOY ΙΔΙΟΥ, εις ii7MM 14(1947)121-156. TOY ΙΔΙΟΥ, είς VCl (1947) 129-136. C. La VESPA, La lettera a Diagneto, Catania 1947. P. NAUTIN, Let¬tres et 6crivains chr^tiens des lie et Ille siecle, Paris 1961, σσ. 167-175 (τότέλοςτοΰκειμένου). G. LAZZATI, Ad Diognetum VI 10..., είς SP 4(1961)291-297. C. TIBILETTI, Aspetti polemici dell' Ad Diognetum, είς AtTor 79(1961/2) 343-388. TOY ΙΔΙΟΥ, Osservazioni lessicali..., είς AtTor 80(1962/3) 210-248. TOY ΙΔΙΟΥ, Terminologia gnostica e cristiana.., εΕ%AtTor 81(1963/4) 105-119. M. MARA, Osscrvazioni suIl'«A(i Diognetum», εις SMSR 35(1964)267-280. L. BARNARD, The enigma of the Epistlo to Diognetus, είς Studies in the Apostolic Fathers and their background, Oxford 1966, σσ. 165-173 (τόίργογράφηκεπερίτό 150). S. PETREMENT, Valentin est-il Γ au- teur de 1' ipitre de Diognfcte? είς RI1PR 46(1966)34-62. Epistula ad Diognetum Ver- sione e presentazione di BERN M. ZaNELLA, Vicenza 1967. J. SCHWARTZ, L'fipi- tre k Diognfcte, εις RHPR 48(1968)46-53. G. JOSSA, Melitone e l'A Diogneto, εις AIIS 2(1969/70) 89-101. G. NIELSEN, The Epistle to Diognetus: Its Date and Re¬lationship to Marcion, είς AThR 52(1970) 77-90. J. LIENHARD, The christology of the Epistle to Diognetus, είς VC 24(1970) 280-289 (τόφιλολογικόείδοςτοΰκειμένουδικαιολογείτήνπαράλειψητοΰβρου 'ΙησούςΧριστός). W. ELTESTER, Das Mysterium des Christentums. Anmerkungen zum Diognetusbrief, είς ZNW 61(1970) 278-293. P. NAUTIN, Diognetus: Its Date and Relationship to Marcion, είς AThR 52(1974) 98¬105. R. BRANDLE, Die Ethik der «Schrift an Diognet». Eine Wiederaufnahme pauti- nischer und johanneischer Theologie..., Zurich 1975. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Κριτικά είς τό κεί- μενον της πρός Διόγνητον, είς Κληρονομία 7(1975) 273-283 (προτείνει διορθώσεις σέ $ χωρία).
55. ΘΕΟΔΟΤΟΣ Βυζάντιος
Σκοτεινό πρόσωπο, πού έδρασε στό τέλος τοΰ Β' αιώνα στή Ρώμη καί άναθεματίσθηκε άπό τόν επίσκοπο της Βίκτωρα (189-198). Τίταν ύποδημα- τοποιός, άλλά έπαιξε σημαντικό ρόλο στή θεολογία, διότι ίδρυσε σχολή, στήν όποία δίδασκε οτι δ Χριστός ήταν «ψιλός άνθρωπος», μολονότι γεννήθηκε κα¬τά θεία βούληση άπό τήν Παρθένο Μαρία καί δέχθηκε θεία δύναμη κατά τό βάπτισμά του, όπότε καί υιοθετήθηκε άπό τόν Πατέρα. Θεός δέ ό Χριστός ε¬γινε μετά τήν άνάστασή του. Κατά τόν Εύσέβιο ό Θεόδοτος είναι πατέρας καί «εύρετής» τής αίρέσεως πού θέλει τόν Ίησοΰ ψιλό άνθρωπο. Συνδέεται λοι¬πόν δ Θεόδοτος άρρηκτα μέ τή γένεση τής αίρέσεως τών δυναμικών μοναρ- χιανών καί τών υίοθετιστών, δπως ώνομάζονταν οί οπαδοί του, οί όποιοι μά¬λιστα είχαν δεχθή μεγαλύτερη άπό δσο ό ίδιος ό Θεόδοτος έπίδραση άπό τό γνωστικισμό. Τις λίγες αύτές πληροφορίες δίνουν ό 'Ιππόλυτος (Κατά αιρέ¬σεων 7,35) καί ό Εύσέβιος (Έκκλησ. ίστ. Ε 28, 6 καί 9).
56. ΣΕΞΤΟΥ ΓΝΩΜΑΙ
Πρόκειται γιά πλούσια συλλογή ήθικοφιλοσοφικών άποφθεγμάτων, πού συνάχθηκαν άπό κάποιον εθνικό Σέξτο, τοϋ όποιου γνωρίζομε μόνο τό δνομα. Ή συλλογή καταχωρίζεται έδώ, διότι μεταξύ τών έτών 180 και 210 μάλλον γνώρισε άξιόλογη επεξεργασία επίσης άγνώστου χριστιανού μέ άπολογητι- κό, ήθικιστικό καί οίκοδομητικό σκοπό. Ό χριστιανός διασκευαστής μετέβα¬λε τή μορφή καί τό περιεχόμενο τών «Γνωμών» μόνο τόσο, ώστε νά δια¬κρίνεται ή πραγματική τους δομή, πού είναι νεοπυθαγορική, πλατωνική καί στωική. Γενικά τό εκχριστιανισμένο κείμενο τών «Γνωμών» έκπροσω- πεΐ: α) τήν τάση τών άπολογητών πρός έναρμόνιση της ελληνικής ήθικοφιλο- σοφίκής σκέψεως μέ τό χριστιανισμό' β) τήν άντίληψη δτι ή πλατωνική μετα¬φυσική καί ήθική περί καθάρσεως, άσκήσεως, τελειώσεως, έλλάμψεως καί όμοιώσεως μέ τό θεό ισχύει καί γιά τό χριστιανισμό' καί γ) τίς έγκρατιτικές τάσεις τοϋ Β' αίώνα, ώστε νά φθάνη στήν περιφρόνηση τοΰ κόσμου καί τοϋ γάμου. Πρώτοί μνημονεύει τό £ργο ό Ώριγένης {Κατά Κέλσον 8,30). *0 Ρου- φινος μετάφρασε αύτό στά λατινικά, νομίζοντας δτι γράφηκε άπό τόν Ρώμης Σίξτο Β' (257-258), άποψη πού άπέρριψε ό 'Ιερώνυμος. Ό τελευταίος μά¬λιστα, πού άποδίδει τό £ργο σέ πυθαγόρειο έθνικό φιλόσοφο, είναι κατά της χρήσεως αύτοΰ άπό χριστιανούς (Υπομνήματα είς ΊερεμΙαν 4,41" εϊς'Εζε- κίαν 6 καί 'Επιστολή 133,3). Οί προσπάθειες εντοπισμού τοΰ διασκευαστή τών «Γνωμών» δέν τελεσφόρησαν. Ή κάποια συγγένεια μεταξύ τοΰ κειμένου τούτου καί τών έργων τοΰ άλεξανδρινοΰ Κλήμεντα δέν άποδεικνύουν δτι ό Κλήμης μπορεί νά είναι ό ζητούμενος διασκευαστής.
Ή έπίδραση «τών Γνωμών» διαπιστώνεται άπό τή λατινική, τή συρια¬κή καί άρμενική μετάφρασή τους, καθώς καί άπό τή χρήση τους είς τά μονα¬στικά έργα, βπως π.χ. εις τόν Κανόνα τοΰ άγίου Κολουμπανοΰ (Vogiie).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εκδόσεις : Α. ELTER, Gnomica, I, 1892(610 «Γνώμαι»). Η. CHADWICK, The sen¬tences of Sextus, Cambridge 1959 («ίμτνοέλλην. καιλατιν.-υπόμνημα). ΤΗ.HERMANN, Die armenische Ueberlieferung des Sextussentenzen, είςZKG 57(1938) 217-226.
Μελέτες: Β. ALTANER, Augustinus und die neutestamentlichen Apokryphen, Sibyllinen und Sextusspruche, είς AB 67(1949) 236-248. G. DELLING, Zur Helleni- sierung des Christentums in den «Spriichen des Sextus», είςιStudien zum NT und Patristik. E. Klostermann... dargebracht, Berlin 1961, σσ. 208-241. GORDON LEFT- RICHARD FITZRALPHIS, Commentary on the Sentences, είς BJR 45 (1963) 390-422. P. M. BOGAERT, La pr£face de Rufin aux Sentences de Sexte... είς RB (Bull) 82 (1972)26-46. A. DE VOGTIE, Ne juger de rien par soi-m6me, Deux emprunts de la Rfegle colombanienne aux Sentences de Sextus et a S. J6r5me, elzRHSpir 49(1973)129-134.

43. ΠΡΟΛΟΓΟΙ - ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

$
0
0



43. ΠΡΟΛΟΓΟΙ - ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝΚΑΙΠΑΥΛΟΥΕΠΙΣΤΟΛΩΝ



Στό β' ήμισυ τοϋ Β' αί. εμφανίσθηκε νέο καί άσήμαντο φιλολογικό είδος στην έκκλησιχστική γραμματεία, πού ονομάζεται Πρόλογος. Ό Πρόλογος τίθεται σάν είσαγωγή-σύντομη βέβαια—στήν έκδοση τών καινοδιαθηκικών βιβλίων καί άναφέρεται στό περιεχόμενο, τό συγγραφέα καί κάποτε στίς συνθήκες, κάτω άπό τις όποιες γράφηκε Ινα βιβλίο. Οί Πρόλογοι, ενώ γράφηκαν στήν ελληνική, σώζονται στή λαϊκή λατινική (πλήν ενός στό Ευαγγέλιο τοϋ Λουκά) καί βρίσκονται σέ πολλά χειρόγραφα τής Βουλγάτας. Είναι μεταξύ τους διάφοροι καί άνισοι σέ έκταση. Διακρίνονται σέ δυό ομάδες: α) Πρόλογοι άντιμαρκιωνιτικοί στά Ευαγγέλια. Είναι μόνο τρεις, διότι χάθηκε ό πρόλογος στό Εύαγγέλιο τοϋ Ματθαίου, προέρχονται μάλλον άπό τή Ρώμη καί άπό τήν μεταξύ 160 καί 180 εποχή κατά τόν Α. Harnack κ.ά. Ό συντάκτης, πού δέν φαίνεται νά ήταν ένας, σκοπό είχε νά προφυλάξη τά βιβλικά κείμενα άπό τή νόθευση τοΰ Μαρκίωνα. β) Πρόλογοι στίς 'Επιστολές τοΰ Παύλου. Σύντομα κείμενα, πού δσα μέν άφοροΰν στίς Καθολικές έπιστολές προέρχονται μάλλον άπό τή Ρώμη, δσα δέ στίς λοιπές πλήν τής πρός 'Εβραίους προέρχονται άπό μαρκιωνιτικούς κύκλους, πού σκοπό είχαν τή δικαιολόγηση τής νοθείας τών βιβλικών κειμένων. Υπάρχουν άκόμη καί οί λεγόμενοι μοναρχιανικοί Πρόλογοι, άλλά αύτοί συντάχθηκαν άπό τόν Γ' αί. καί έπειτα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
'Εκδόσεις: α- D. de BRUYKE, Les plus anciens prologues latins des Evangilcs, είςRB (Bull) 40 (1928)193-214. A. HARNACK, Die altesten Evangelien-Prologe und die Bildung des Neuen Testamentes, είς SbB 24(1928)322-341. K.T. SCHAFER, Grund- riss der Einleitung in das Neue Testament, Bonn 1938,2*. Β. D. DE BRUYNE, Prolo¬gues bibliques d' origine marcionite, εις RB (Bull) 24(1907)1-16. P. CORSSEN, Zur Oberlieferungsgeschichte des ROmerbriefes, εις ZNW 8(1909)1-45 καί 97-102. Κ. ΤΗ. ScHAFER, ά., 1*.
Μελέτες: a.B.W. BACON, The Anti-Marcionite prologue to John, εις JBL 49(1930) 43-54. J. LAGRANGE, είς Rb (1929)11-121. R. EISLER, La ponctuaetion du prologue antimarcionite a... Jean, είς RPh 4(1930)350-371. E. GUTWENGER, The Anti-Mario- nite prologues, εις TS 7(1946)393-409. F. StEGMijLLER, Repertorium biblicum me- dii Aevi, I: Initia bibl., Apocrypha, Prologi, Madrid 1949, σσ. 280-306. HEARD, είς JThS (1954)1-16. (3.G.W. MUNDLE, Die Herkunft der marcionitischen Prologe zu den paulinischen Briefen, εις ZNW (1925)56-77. A. HARNACK, Der marcionit. Ursprung der altesten Vulgata-Prologe zu den Paulusbriefen, είς ZNW (1925) 204-218 καί (1926) 160-163. J. LAGRANGE, Les prologues pretendus marcionites, εις Bb 35(1935) 161-173. H. FREDE, Altlateinische Paulushandschriften, 1964, σσ. 168-178.K. ΤΗ. ScHAFER.Marius Yictorinus und die^marcionitischen Prologe zu den Paulusbriefen, είς RB (Bull) 80(1970)7-16. Toy ΙΔΙΟΥ, Marcion und die altesten Prologe zu den Paulusbriefen, είςKyriakon. Festschrift J. Quasten, I, Miinster 1970, σ.σ. 135-150.
44. ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ TOY ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ (ήΑΠΟΛΛΩ)
Εκτενές σχετικά κείμενο μέ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τήν έντονη άπο- λογητική του διάθεση. Προφανώς άποτελεΐ μεταγενέστερη έπεξεργασία Πρα¬κτικών γιά λόγους άπολογητικούς. Τό στοιχείο τοΰτο δέ λείπει στήν πραγμα¬τικότητα άπό κανένα Μαρτύριο, εδώ δμως έπικρατεΐ καί γίνεται σκοπός, ενώ τό γεγονός τοΰ μαρτυρίου μένει άφορμή καί μέσο. Τήν άπολογητική κάνει ό έξαιρετικά μορφωμένος καί γνωστός κοινωνικά χριστιανός 'Απολλώνιος (Ά- πολλώ κατά τό πλήρες ελληνικό κείμενο) ενώπιον του Ρωμαίου Περεν- νίου στή Ρώμη μεταξύ 180 καί 185. Μνεία τοΰ μαρτυρίου κάνει ό Εύσέβιος (Έκκλησ. ιστ. Ε 21). Τό κείμενο ολόκληρο άνακαλύφθηκε σέ χειρόγραφο τοΰ ΙΑ' αϊ. τό 1895. 'Υπάρχει καί σύντομη άρμενική μετάφραση.
Ε. THEOD. KLETTE, Der Process und die Acta S. Apollonii (TU 15,2), Leipzig 1897, σσ. 92-131 (fecS.). F. C. CONYBEARE, The Armenian Apology and Acts of A- pollonius, London 1896. ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, 'Απολογία τοϋ ρωμαίου γερουσια- στοϋ 'Απολλώνιου, εις Ίστορικα.1 Μελέται, 'Ιεροσόλυμα 1908, σσ. 56-69. Η. DELEHAYE, Le Passions des martyrs et les genres litt6raires,Brusselles 1921, σσ.125-136. Ε. GRIF- FE, Les Actes du martyr Apollonius et les probl6mes de la base juridique de perse¬cution, είς BLE 53(1952) 65-76. J. ZF.ILER, Sur un passage de...Apollonius, είςRSR 40(1952) 153-157. G. TIBILETTI, Gli Atti di Apollonio et Tertyll.^ AtTor 99(1964/ 5)295-337. E. GABBA, II processo di Apollonio, είς Melanges d'archeologie... a J. Carcopino, Paris 1966, σσ. 397-402. II. MUSURILLO, The Acts..-,σσ. XXIII-XXV, 90¬105.
45. ΘΕΟΦΙΛΟΣΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Θεόφιλος Αντιοχείας έδρασε κυρίως μεταξύ 169 και 188 καί άποτελεΐ μοναδικό φαινόμενο έπισκόπου συγγραφέα στήν άρχαία Έκκλησία, πού έκπροσωπεΐ άπόλυτα ϊουδαιο- χριστιανική θεολογία καί νοοτροπία, σέ βαθμό πού τά χρι-στιανικά του στοιχεία νά φαίνωνται διακοσμητικά. Έάν ό Εύσέβιος (Έκκλησ. ΐστ. Δ 20 καί 24) καί ό 'Ιερώνυμος (De vir. ill. 25) δέν ήσαν σαφείς, θά άμφέβαλλε κανείς σοβαρά, άν ό Θεόφιλος ήταν επίσκοπος* διότι μένει άνεξήγητο πώς ένας έπίσκοπος, πού λειτουργεί καί τελεί τά μυστήρια, πού είναι διάδοχος ένός 'Ιγνατίου κι έχει τή δυνατότητα νά γνωρίση τήν Παράδοση τής Εκκλησίας, κινείται ούσιαστικά—σύμφω¬να μέ τό έργο του—σέ Ιουδαιοελληνιστικό κλίμα καί μόνο συμ¬βατικά σέ χριστιανικό. Ή θεογνωσία καί ή θεολογία του, πού έπηρεάζονται πολύ καί άπό τά σιβυλλικά βιβλία, σπάνια ξεπερνούν τά πλαίσια τής παλαιοδιαθηκικής σκέψεως. Ό Θεόφιλος άπό τούς έκκλησιαστικούς συγγράφεις γνώριζε κυρίως τούς άπολογητές, άπό τούς όποιους μάλιστα έλαβε τίς βασικές του γραμμές: Άπό τόν Ίουστΐνο τήν προσήλωση στήν άπόλυτη σημασία τής προφητείας («έντυχε φιλοτίμως ταΐς προφητικαΐς Γραφαΐς)) Α 14), τήν ιδέα δτι οί έλληνες δανείσθηκαν στοιχεία άπό τό Μωυσή, οτι διώχθηκαν δσοι έθνικοί έδειχναν πράγματι σεβασμό στό Θεό (Γ 30) κ. ά. Άπό τόν Άθηναγόρα τήν περί Λόγου διδασκαλία, τήν άπόδειξη τής άναστάσεως χωρίς βιβλικά έπιχειρήματα καί πρό παντός τήν τακτική έκείνου νά κινείται στά περιθώρια τής έκκλησια- στικής Παραδόσεως καί νά μή άναφέρεται ούτε στό έργο οΰτε στό πρόσωπο ούτε κάν στό δνομα τοϋ Χριστού. (Τό όνομα χριστιανός δέν όφείλεται στό Χριστό, άλλά στό δτι «χριό- μεθα έλαιον θεού» Α 12). Άπό τόν Τατιανό τήν περιφρόνη¬ση πρός τήν έλληνική σκέψη καί τό έπιχείρημα τής άρχαιό- τητος τής ΠΔ, δτι δηλαδή, άν είπαν κάτι ορθό οί ελληνες, τό παρέλαβαν άπό τούς προφήτες (Μωυσή κυρίως).
Ό Θεόφιλος σύμφωνα μέ δική του μαρτυρία (Α 14), γεν-νήθηκε στή Συρία, πλησίον τοϋ Εύφράτη, άπό έθνικούς γονείς. Τό έργο του προϋποθέτει έξαιρετική παιδεία καί σο¬βαρή σπουδή τών έλλήνων ποιητών καί φιλοσόφων. Άγνωστο πώς, ήρθε σέ έπαφή μέ τή Γραφή (προφήτες) κι έγινε χριστια¬νός, μολονότι έκφράζεται πάντοτε ώς ίουδαιοχριστιανός. Ή περίπτωση τοϋ Θεοφίλου καί τοϋ συγχρόνου καί συμπα¬τριώτη του Τατιανοϋ προϋποθέτει στή Συρία καί τήν Αντιό¬χεια τήν ύπαρξη άνθελληνικοϋ κλίματος καί ίσχυροϋ ίουδαιο- χριστιανικοϋ ρεύματος. Διέθετε άνεπτυγμένο γλωσσικό αι¬σθητήριο, καθαρή καί άπλή σκέψη καί γνωμική ή άποφθεγμα- τική διάθεση στό λόγο του. Είναι πολύ έπηρεασμένος άπό τή λεγόμενη άσιανική ρητορική, πού συναντάμε καί στό Μελίτωνα Σάρδεων. Άπό χαρακτήρα καί επίδραση τοϋ πε¬ριβάλλοντος του γράφει συχνά σέ ρυθμικό πεζό λογο, στόν όποιο διακρίνομε προπαροξυτονισμό, παροξυτονισμό, βρα¬χέα κώλα, τάση πρός ΐσοσυλλαβία κ.ά. (Δ. Δρίτσας). Περί τό 169 έγινε έκτος έπίσκοπος Αντιοχείας, άλλά δέ γνωρίζο¬με τίποτε γιά τή δράση του. Τοποθετείται μεταξύ τών άπολο¬γητών, άλλά διαφέρει άπό αύτούς, διότι τό έργο του είναι βασικά προτρεπτικό μέ άπολογητικά στοιχεία. Ή θεολογία του έξαρταται σέ μεγάλο βαθμό άπό τήν ήθική. "Ετσι, ένώ στόν Ίουστΐνο οί έθνικοί μπορούσαν νά φθάσουν κάπως τήν αλήθεια μέ τό σπερματικό λόγο καί στόν Άθηναγόρα μέ τήν «πνοή» τοΰ Θεοϋ, στό Θεόφιλο τοΰτο γίνεται μέ τή νήψη, τήν κάθαρση τής ψυχής : «τινές (=έλληνες) τή ψυχή έκνήψαντες ...εΐπον άκόλουθα τοις προφήταις» (Β 8). Εμπόδιο γιά τή γνώ¬ση τοϋ Θεοϋ είναι ή άμαρτία. Ή άναγνώριση τής άρμονίας στόν κόσμο, ή άποδοχή είδους φυσικής Θεο?ιογίας όδηγεΐ είς τό ((όράν τόν Θεόν» (A ΐ*2). Τά πάντα κατ' άρχή ν εξαρτώνται άπό τόν ιδιο τόν άνθρωπο, άκόμη καί ή άθανασία του, άφου ό Θεός δέν τόν δημιούργησε άθάνατο ή θνητό, άλλά έτσι, ώστε άπό τήν τήρηση τής έντολής τοϋ Θεοϋ νά έξαρταται ή άθανασία του (Β 27).
Ή θεολογία τοϋ Θεοφίλου παρά ταΰτα παρουσιάζει ιδιαί¬τερο ενδιαφέρον, διότι χρησιμοποιεί νέα γιά τήν έποχή του όρολογία. Πρώτος δηλ. άναφέρει τόν δρο «Τριάς» καί δια¬κρίνει μεταξύ ενδιαθέτου καί προφορικού Λόγου. Τήν Τριάδα συνιστούν ό Θεός, ό Λόγος καί ή Σοφία (Β 15). Ό Λόγος είναι κατ1 αρχήν ένδιάθετος νους ή σύμβουλος είς τό Θεό κι έπειτα γίνεται προφορικός χάριν τής δημιουργίας (Β 10) καί ώς προ¬φορικός συνομιλεί μέ τόν άνθρωπο (Β 22). Τονίζεται δτι «έν πρώτοις μόνος ήν ό θεός καί έν αύτώ ό λόγος» (Β 22), άλλ' ώς ένδιάθετος, πού προβάλλεται «οπόταν βούληται ό Πατήρ» (Β 22), δηλ. έν χρόνφ. Ό Λόγος, «θεός ών», στέλλεται ύπό του Θεοΰ στόν κόσμο, δπου «άκούεται καί όράται... καί έν τόπω ευρίσκεται» (Β 22). Ό Λόγος ταυτίζεται συχνά μέ τή Σοφία (άγιο Πνεΰμα) (Β 10), ή όποία παρουσιάζεται καί ώς ψυχή τοΰ κόσμου άπό έπίδραση τοΰ μέσου πλατωνισμοΰ καί τοΰ Ιουδαϊσμοΰ. Μέ τήν τριαδολογία του αύτή ό Θεόφι¬λος δείχνει ότι παραμένει στά πλαίσια τοΰ μονοθεϊσμού, πού εύκολα όδηγεΐ σέ σαβελλιανισμό.
"Αντίθετα πρός τό σύγχρονο του Άθηναγόρα ό Θεόφιλος γνωρίζει, παραθέτει κι έρμηνεύει εύρέως τίς Γραφές καί μά¬λιστα τήν ΠΔ, χρησιμοποιώντας κυρίως τή γραμματική έρ¬μηνεία καί κάποτε τήν τυπολογική. "Ετσι π.χ. είναι ό πρώτος έκκλησ. συγγραφέας πού τίς τρεις πρώτες ήμέρες τής δημιουρ¬γίας βλέπει σάν τύπο τής αγίας Τριάδος (Β 15). Ιδιαίτερα στήν έρμηνεία τής άρχής τής Γενέσεως εμφανίζει τήν έπίδραση τής άποκαλυπτικής γραμματείας, κάτι πού, σέ συνδυασμό πρός τό βαθύτατο ήθικιστικό ενδιαφέρον του, μας έπαναφέρει στό κλίμα μερικών άποκρύφων χριστιανικών έργων τών πρώτων δεκαετιών τοΰ Β' αί. Σημαντική υπήρξε ή προσφορά τοΰ Θεο¬φίλου στό πεδίου τής χρονογραφίας. Διότι χάθηκε μέν τό κυρίως χρονογραφικό έργο του Περϊ Ιστοριών, άλλά μέ αύτό έγινε ό δάσκαλος τών μεταγενέστερων χριστιανών χρονο¬γράφων.
ΕΡΓΑ
Ό Θεόφιλος έγραψε πολλά εργα, άπδ τά όποια σώθηκαν μόνο τρεις πρα-γματείες Πρός Αντόλνκον, γραμμένες λίγο μετά τό 180. Πρόκειται γιά ιδιαί¬τερα έργα μέ έσωτερική μεταξύ τους σχέση. Εκφράζουν ίουδαιοχριστιανικό κλίμα καί χρησιμοποιούν προϋπάρχον «κατηχητικό» ύλικό (Grant). Ό Θεό¬φιλος δμως έκανε σύνθεση και δχι απλή παράθεση τών πηγών του. Τό τριμε¬ρές έργο άπευθύνεται σέ πρόσωπο κατά πάσα πιθανότητα εικονικό, πού ονομά¬ζεται Αύτόλυκος, καί στό όποιο ό συγγραφέας βλέπει ένα καλής θελήσεως κά¬τοχο τής έλληνικής παιδείας.
*Η α' πραγματεία, μέ 14 κεφάλαια, είναι θεολογική καί απολογητική. Ό μιλεί γιά τή γνώση τοΰ Θεοΰ (θετικά), γιά τούς ειδωλολατρικούς Θεούς (άρνητικά), γιά τήν άνάσταση τών νεκρών κ.ά. Ή β' είναι έκθεση (άρνητική) τής ειδωλολατρικής θρησκείας, έκθεση τής κοσμογονίας καί ερμηνεία αυτής. Καταδεικνύεται ή ματαιότητα τής έλλην. θρησκείας καί ή ορθότητα τής πα- λαιοδιαθηκικής δημιουργίας. Ή γ' είναι ηθικολογική καί χρονολογική πρός άπόδειξη κυρίως τής άρχαιότητος τής ΠΔ έναντι τών ελλήνων σοφών, οί όποιοι «έκλεψαν έκ τών άγίων Γραφών» (Α 14). Ό Vermander θεωρεί τήν τελευταία πραγματεία άπάντηση στό έργο τοΰ Κέλσου 'Αληθής λόγος. Στά έργα παρατίθενται άπό άνθολόγια κυρίως πολλοί στίχοι έλλήνων ποιητών, γιά νά δειχθή ή μεταξύ τους άντινομία.
Άπολεσ&έντα: Ό Θεόφιλος έγραψε άκόμη τά εξής έργα, κατά μαρτυρίες τοΰ ίδιου, τοΰ Εύσεβίιυ καί τοΰ 'Ιερωνύμου:
α) Περί Ιστοριών. Τό άρχαιότερο χρονογραφικό έργο στό χώρο τής Εκ-κλησίας.
β) 1 Υπομνήματα εις Παροιμίας και εις τά Ευαγγέλια. Επίσης άπό τά άρχαιότερα στό ειδός τους εκκλησιαστικά έργα. Ό Ιερώνυμος δμως νομίζει δτι τό ΰφος τών 'Υπομνημάτων αυτών διαφέρει άπό τόΰφος τών πραγματειών Πρός Αύτόλυκον {De υΪΓ. ill. 25).
γ) Κατά 'Ερμογένους τοΰ αίρετικοΰ.
δ) Κατά Μαρκίωνος καί ε) Κατηχητικά έργα. 'Υπομνήματα στή λατι¬νική τών τεσσάρων Ευαγγελίων, πού συχνά προσγράφονται στό Θεόφιλο 'Αντιο¬χείας (καί κάποτε στό Θεόφιλο 'Αλεξανδρείας), είναι πολύ μεταγενέστερα έργα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
'Εκδόσεις : S. FRASKA, Justinus, Apologie: Segue, Theophilus Antiochensis, Gli tre libri ad Autolico, Torino 1938. G. BARDY,Trois livres a Autolycus (SCh. 20), Paris 1948. ΒΕΠ 5,13-68. R. M. GRANT, Theophilus of Antioch Ad Autolycum.., Oxford 1972.
Μελέτες : Γ. ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΙΙ, Ή περί Θεοϋ διδασκαλία τοΰ Θεοφίλου 'Αντιοχείας, Λειψία 1891. F. LOOFS, Theophilus von Antiochien Adversus Marcionem und die anderen theologischen Quellem bei Irenaeus (71Z7 46,2), Leipzig 1930, σσ. 10-100, 397-431. Ε. RAPISARDA, Teofilo di Antiochia (μετάφρ. - σχόλια), Torino 1937. Μ. RICHARD, Le fragment ex£g6tiques de Thiophile d'Alexandrie et de Thiophile d' Antioch, είς Rb 47(1938)387-397. R. GRANT, Theophilus of Antioch to Autolycus, είςHThR 40(1947)227-256. Toy ΙΔΙΟΥ, είς HThR 43(1950)179-196 (The problem of Theophilos). TOY ΙΔΙΟΥ, είς VC 12(1958)136-144 (Notes on the Text). ΤΟΥΙΔΙΟΥ, είς VC 13(1959)33-45 (Scripture, Rhetoric and Theologiein Theophilus). TH. RUSCH,
Die Entctehung der Lehre vom Heiligen Geist bei Ignatius... Theophilus... IrenaeusT Zurich 1952. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ό Θεόφιλος 'Αντιοχείας περί άνθρώπου, είς ΓρΠ 40(1957) 30-36, 106-114, 197-210. P. NAUTIN, Notes critiques sur Theophile d' Antioche, a Autolycum Lib. II, είς VC 11(1957)212-225. A. ZIEGLER, Die Erklarung des Gottes- namcns bei Theophilus..., είς Einsicht und Glaube. Festschrift fur G. Sohngen 1962, σσ. 332-336. P. GRAMAGLIA, S. Teofilo d' Antiochia: Tre libri ad Autolico (μετάφρ. είσαγωγή-σχόλια), Roma-Ancona 1965. Σ. Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΙΙ, Ή ύπδ τοϋ Θεοφίλου 'Αν¬τιοχείας έτυμολογία τοϋ βρου «Θεός», εις ΓρΙΙ 50(1967)276-278. Μ. KEARY, Note on 'Αθήναφιλόκοληος..., εις REG 84(1971)94-100. J. VERMANDER, Theophile d' Anti¬oche contre Celse, A Autolycos III, εις REAug 17(1971)203-225. ZEEGERS-VAN DER VORST N., Les citations poetiques chez Thiophile d' Antioche.., είς SP 10(1970)168- 174. R. GRANT, Jewish Christianity at Antioch in the second century, είς RSR 60 (1972) 97-108. M. SIMONETTI, Lasacra scrittura in Teofilo.., εις Epectasis. ΜέΙ. a J. Dani&ou, Paris 1970, σσ. 197-207. P. NAUTIX, Ciel, pneuma et lumtere chez Τΐιέο- phile d' Antioche.., είς VC 27(1973)165-171. F. BOLGIANI, L' ascesi di Νοό (A propo- sito di Theophilo... Ill 19), είς Forma fuluri (ειςτιμήνΜ. Pellegrino), Torino 1975, σσ. 295-333. Δ. ΔΡΙΤΣΑ, Θεόφιλοςό 'Αντιοχείαςώςσυγγραφεύς, είςΘεολογία47(1976) 105-113.Ν. ZEEGERS-VAN DER VORST, La elation de l'homme (Gn 1,26) chez Thec- phile d'Ant., είς VC 30(1976) 258-267.
46. ΗΓΗΣΙΠΠΟΣ
Σπουδαίος έκκλησιαστικός άνδρας καί γνήσιος φορέας τής Παραδόσεως. "Εδρασε στό β' ήμισυ του Β' αι. κι έργο του έκαμε τήν κατάδειξη καί ύποστήριξη τής όρθοδόξου Παρα¬δόσεως. Συνειδητοποίησε τόν κίνδυνο πού διέτρεχε ή Έκκλη¬σία άπό τή σύγχυση, τήν όποία δημιούργησαν οί αιρέσεις καί προπαντός ό γνωστικισμός έκεΐνος, πού έμφανιζόταν ώς άνώτερος χριστιανισμός. Αναζήτησε στά μεγάλα έκκλησία- στικά κέντρα τής έποχής του, Κόρινθο καί Ρώμη, τήν άληθι- νή Παράδοση, ξεκινώντας άπό τά Ιεροσόλυμα. Χωρίς νά εΐναι μεγάλος θεολόγος, διέκρινε ότι ένας τρόπος καταπολε¬μήσεως τοΰ χριστιανίζοντος γνωστικισμοΰ ήταν ή άνάδειξη σέ κριτήριο τής συνεχούς αποστολικής διαδοχής, ή όποία ύπήρχε στίς τοπικές Εκκλησίες κι έλειπε άπό τό γνωστικι¬σμό. Παρουσιάζοντας δηλαδή ίστορικά τή διαδοχή έπισκό- πων στίς Εκκλησίες, δημιουργούσε τό σημαντικό γιά τήν έποχή του έπιχείρημα, ότι σέ όποια Έκκλησία διαπιστώνεται διαδοχή εχομε καί «απλανή», άδιάφθορη, τήν άποστολική Παράδοση. Ήταν φορέας παραδόσεων περί τής ζωής τής πρώτης Εκκλησίας τών Ιεροσολύμων, τήν όποία φαίνεται θεωροϋσε είδος μητέρας τών 'Εκκλησιών, γι' αύτό κι εδωσε πολλά στοιχεία του βίου της καί μάλιστα περί τοϋ πρώτου επισκόπου της 'Ιακώβου του άδελφοθέου.
Ό Εύσέβιος όρθά θέλει τόν Ήγήσιππο ιουδαϊκής (Παλαι-στίνη) καταγωγής, κρίνοντας άπό τό δτι χρησιμοποιούσε τό καθ' 'Εβραίους Εναγγέλιον, γνώριζε τήν άραμαϊκή και λεπτο¬μέρειες άπό τήν 'Εκκλησία Ιεροσολύμων. Πρός διαπίστωση τής άποστολικής Παραδόσεως καί διαδοχής έπισκέφθηκε τήν Κόρινθο, δπου εμεινε πολλές ημέρες, καί τή Ρώμη, δπου £μεινε έπί Άνικήτου (155 - 166). 'Επέστρεψε στήν 'Ανατολή, δπου εγραψε περί τό 180 τά περίφημα πέντε Υπομνήματα (Εύσέβιος, *Εκκλησ. ιστ. Δ 8, 1 - 2), δηλαδή τά συμπεράσματά του σχετικά μέ τήν Παράδοση, πού βρήκε σέ δσες Εκκλη¬σίες έπισκέφθηκε. Ό θάνατος του τοποθετείται στούς χρό¬νους τοϋ Κομμόδου (180- 192) (Πασχάλιον χρονικόν 1).
Τά 'Υπομνήματα έχουν χαθή, άλλά δ Εύσέβιος, πού εΤναι καί ή κυρία πη¬γή περί τοϋ Ήγησίππου, διέσωσε μερικά άποσπάσματα, πού δίνουν μόνο άμυδρή εικόνα τοϋ έργου. Επρόκειτο γιά συναγωγή ιστορικού ύλικοΰ προς άπόδειξη της γνησιότητος τής εκκλησιαστικής Παραδόσεως καί κατάδειξη της ψευδοχριστιανικότητος τών γνωστικών παραδόσεων. "Ετσι ή ιδιαίτερη συμβολή καί σημασία τοϋ Ήγησίπου βρίσκεται στήν προβολή τής ιστορικής παραδόσεως ώς επιχειρήματος κατά τών αιρετικών καί γνωστικών. Στό έπι- χείρημα τοΰτο δίνει ό Ειρηναίος θαυμαστό θεολογικό βάθος.
Άποσπάσματα βρίσκονται στήν Έκκληα. ίστ. τοΰ Εύσεβίου Β 23, 4¬18 (Περί τοΰ Ιακώβου), Γ 20,1-8 (Περί τών Ιεροσολύμων), Γ 32 (Περί Έκ~ κλησ. Ίεροσ.), Δ 22,2-3 (περί τής παραμονής τοΰ Ήγησίππου στήν Κόρινθο καί τή Ρώμη-μνεία έπισκόπων Ρώμης), Δ 22,4-6 (Περί 'Ιακώβου, Συμεών, τών πρώτων αιρέσεων καί τών γνωστικών), Δ 22,7 (ιουδαϊκές αιρέσεις κακο- δοξίες), Δ 8,2 (περί ναοΰ καί άγώνων πρός τιμή ειδωλολατρική Άντινόου), καί ατό Μνριόβιβλον τοΰ Φωτίου 232. Φαίνεται δτι ό Ειρηναίος λιγώτερο καί όΕύσέβιος πολύ περισσότερο χρησιμοποίησαν στά έργα τους τό ιστορικό ύλικό τών Ύπομνημάτων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
'Εκδόσεις : ΤΗ. ZAHN, Forschungen zur Geschichte des neutestamentlichen Kanons, Erlangen 1900, σσ. 243-246. Ε. PREUSCIIEN, Antilegomena, Tubingen 21905,. σσ. 107-113. ΒΕΠ 5, 82-86.
Μελέτες : Ε. BUONAIUTI, Marcione ad Egesippo, είς Religio (1936) 401-413. L. HERMANN, Lafamille du Christ d' aprfes H6g£sippe, εις Ree. Univ.Brux. (1957) 387-394. H. SUHLIN, Noch einmal Jacobus «Oblias», εις Bi 28(1947)1952-1953. A. EHRHARDT, The Apostolic Succession in the First Two Centuries..., London 1953. L. BIELER, Adamnan und Hegesipp^ WSt 69(1956)344-349. K. MRAS, Die Hege- sippus-Frage, είς AOAW 95(1958)143-153. A. JAVIERRE, EI adiadochen epoiesamen» de Hegesipo y la primera lista papal, ειςSalesianum 21(1959)237-253. N. HYLDAHL, Hegesipps Hypomnemata είς SlTh 14(1960)70-113. W. TELFER, Was Hegesippus a Jew ? εις HThR 53(1960) 143-153. H.VON CAMPENHAUSEN, Kirchliches Amt,...21963, σσ. 240-249. A. LUMPE, Zum Ilegesippe-Problem, ειςByFo 3(1968)165-167. II. KEMLER, Hegesipps romische Bischofsliste, είς VC 25(1971) 182-196. B.GRAY, The movements of the Jerusalem Church during the first Jewish War, εις J EH 24(1973) 1-7.
47. ΤΑΤΙΑΝΟΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Τατιανός άποτελεΐ ένδιαφέρουσα και μοναδική περί¬πτωση στό χώρο τής Εκκλησίας. Δέν είναι πολύ γόνιμος θεο¬λόγος, άλλά δημιούργησε δική του σχολή, δική του θεολογική τοποθέτηση καί σχεδόν δική του «εκκλησία)). Γεννήθηκε (120;) στή Συρία, όπου σπούδασε φιλοσοφία καί γνώρισε άνα- τολικές μυστηριακές θρησκείες. Προικισμένος μέ άνήσυχο κι έρευνητικό πνεΰμα, μέ θρησκευτικό άνατολικό πάθος γιά τήν άλήθεια, μέ προδιάθεση μεσσιανική καί προφητική, μέ γνώση άλλά καί περιφρόνηση γιά τόν έλληνορωμαικό πολι¬τισμό, έπιχείρησε πολλά ταξίδια, γιά νά καταλήξη στό παγκό¬σμιο κέντρο τής έποχής, στή Ρώμη. Έδώ έγινε χριστιανός υπό συνθήκες άγνωστες. Ό ιερός Ίουστΐνος, τοΰ όποιου έγι¬νε μαθητής, ϊσως έπαιξε σχετικά κάποιο ρόλο. Ό ίδιος ό Τα- τιανός διηγείται ότι στό χριστιανισμό κατέληξε ώς έξής: άνα- ζητώντας τήν άλήθεια συνέβη νά γνωρίση «γραφάς βαρβα- ρικάς» ( = τήν ΠΔ), οί όποιες ήσαν αρχαιότερες άπό τις έλληνικές φιλοσοφικές αντιλήψεις, θειότερες (όρθότερες) και άπλούστερες άπό αύτές. Έτσι πείσθηκε κι εγινε «θεοδί- δακτος» (Πρός έλληνας 29). Ή διήγηση τής μεταστροφής δείχνει τήν θεολογική διαφορά του πρός τόν Ίουστΐνο, ό ό¬ποιος δέ φθάνει στήν άλήθεια μόνος του, άλλά όδηγημένος άπό ξένη δύναμη, άπό τό σεβάσμιο γέροντα- τήν άπόδεξη τής άληθείας βρίσκει στήν επαλήθευση τών προφητειών στήν ΚΔ' συνδέει τή μεταστροφή του μέ τό πρόσωπο τοϋ Χριστοΰ. Ό Τατιανός άνάγεται στήν άλήθεια μόνος. 'Απόδειξη τής άληθείας καί άρα δικαίωση τής μεταστροφής του βρίσκει ά- πλώς είς τήν άρχαιότητα, τών παλαιοδιαθηκικών βιβλίων, στή χρονική προτεραιότητα τοΰ Μωυσή έναντι τών ελλήνων σο¬φών. Ό Χριστός δέ διαδραματίζει κανένα ρόλο στή θεολογία του. Δέν είναι τυχαίο δτι δέν τόν άναφέρει στό εργο του. "Οπως ό Ίουστΐνος προσπάθησε σέ δλη του τή χριστιανική ζωή νά δικαίωση θεολογικά καί φιλοσοφικά τή μεταστροφή του, άναλύοντας τήν έπαλήθευση τών προφητειών, ετσι καί ό Τα- τιανός σέ δλη του τή ζωή κινήθηκε βασικά γύρω άπό τήν άρ-χαιότητα τής ΠΔ έναντι τών έλλήνων. "Εγινε δηλαδή τό θέμα τούτο κέντρο πού έρμηνεύει τή θεολογικο - φιλοσοφική του πορεία. Ή άλήθεια τοΰ Τατιανοΰ υπάρχει βασικά στόν κόσμο τών βαρβάρων καί κατ' εξοχήν στούς προφήτες. Δέν βλέπει δέ στήν ΚΔ οΰτε καν συμπλήρωση τής άληθείας αύτής. Ή θεολογία του περί Λόγου μοιάζει μ' έκείνη τών γνωστικών συστημάτων. Ό Λόγος δέν είναι ιδιαίτερη υπόσταση, άναπη- δα «κατά μερισμόν» (5) άπό τό Θεό ώ άπαρχής τής δημιουρ¬γίας, χωρίς νά διακρίνεται άπό τό άγ. Πνεύμα. Ή ψυχή δέν είναι άθάνατη* γίνεται δμως άθάνατη δταν γνωρίση τήν άλή¬θεια. Στόν Τατιανό εχομε τό τρισύνθετο τοΰ άνθρώπου (σώμα,, ψυχή, πνεΰμα). Οί άντιλήψεις του στό μόνο σωζόμενο εργο του είναι πολύ λίγο άνεπτυγμένες καί γι' αύτό λείπει μία πλή¬ρης εικόνα τους. Τό εργο του εχει κυρίως αρνητικό χαρακτή¬ρα: Μέ έπιμέλεια έπιστρατεύει πολλά όνόματα καί στοιχεία τοϋ ελληνικού κόσμου, γιά νά δείξη δτι προηγείται αύτών ό
Μωυσής, ό α πάσης βαρβάρου σοφίας αρχηγός» (31), δτι ελ¬ληνες και ρωμαίοι έλαβαν στοιχεία τής βαρβάρου σοφίας (= κυρίως τής Π Δ), τά όποια διαστρέβλωσαν καί παρεξήγησαν. ~Ετσι τίποτε τό άξιόλογο δέν &χει ό ελληνορωμαϊκός κόσμος. Αντίθετα μάλιστα, εκφράζει τήν άνηθικότητα, τή μυθομανία καί τή γενική άποτυχία. Ειρωνεύεται βάναυσα καί ύποτιμα τελείως τούς Πλάτωνα, 'Αριστοτέλη καί λοιπούς ελληνες φιλοσόφους, ποιητές, ρήτορες καί καλλιτέχνες.
'Εν τούτοις ό Τατιανός εΐναι βαθειά έπηρεασμένος άπό τή φιλοσοφία καί ίδίως άπό τή δημώδη καί τή μέση πλατω¬νική. Ούσιαστικά είναι μονοθεϊστής καί δυαλιστής φιλόσο¬φος, ενώ συγχρόνως χρησιμοποιεί άντιλήψεις γνωστικές καί δοκητικές, χωρίς δμως νά είναι οΰτε γνωστικός οΰτε δοκήτης. Ώς θρησκευτική φύση είναι έγκρατίτης. 'Απέρριπτε τό γάμο, κάθε κοσμική απόλαυση, τή βρώση κρέατος, τήν πόση οίνου άκόμη καί στή θ. Εύχαριστία. Οί έγκρατιτικές του άντιλήψεις έξέφραζαν τή θρησκευτικό - πρακτική πλευρά τής φιλοσο¬φικής θεολογίας του. Έπί τή βάσει αύτών μποροΰσε νά συ- στήση «διδασκαλείον» (Ειρηναίου, "Ελεγχος 1, 28) μέ «ίδιον χαρακτήρα», γιά νά δημιουργήση επειτα δική του όμάδα πι-στών, δπως καί τό εκαμε, άλλά στήν 'Ανατολή, ίσως περί τό 170 (Συρία, Μεσοποταμία). Στήν 'Ανατολή έπέστρεψε, Εγκα-ταλείποντας τή Ρώμη, μάλλον μετά τό μαρτύριο (165) τοΰ Ίου-στίνου. "Ισως διότι καί ό ίδιος κινδύνευε άπό τό μίσος τοΰ φι-λοσόφου Κρήσκεντα, άφοΰ καί αύτός είχε ιδρύσει σχολή στή Ρώμη, κατά τό παράδειγμα τοΰ διδασκάλου του Ίουστί¬νου. Περισσότερο δμως ή φυγή αύτή έκφράζει τήν περιφρό- νησή του πρός τόν έλληνορωμαϊκό κόσμο, άλλά καί τήν τυ¬πική άπομάκρυνσή του άπό τήν Εκκλησία. Τόσο δέ ξένος αισθάνεται καί είναι πρός τήν 'Εκκλησία, ώστε χρειάσθηκε νέο Εύαγγέλιο, δπως συνήθιζαν οί γνωστικοί διδάσκαλοι, τό Διατεσσάρων.
Ό Τατιανός λοιπόν δρα στό χώρο τής 'Εκκλησίας δια-σπαστικά, δταν ή ένότητά της δοκιμαζόταν* δρα υποτιμώντας καί άγνοώντας τήν Παράδοσή της σέ στιγμές κρίσιμες γΓ «ύτήν. Καί ό Ίουστΐνος βέβαια δέ ζοΰσε μέ πληρότητα ιγνα- τιανή τήν Παράδοση, άλλά είχε άπόλυτη έμπιστοσύνη στήν Έκκλησία, γι* αύτό δημιούργησε καί μαρτύρησε στούς κόλ¬πους της, τούς οποίους ό Τατιανός άρνήθηκε, ίσως χωρίς ποτέ νά γνωρίση καλά.
Τοποθετώντας τό έργο τοΰ Τατιανοΰ στά χρονικά πλαίσια τής έποχής του, παρατηροΰμε ότι άποτελεΐ άντίρροπη δύνα¬μη καί προσπάθεια στό πολυσήμαντο έργο τοΰ Ειρηναίου καί τοΰ Διονυσίου Κορίνθου.
ΕΡΓΑ
ΙΤρός έ'λληνας. Τό μοναδικό σωζόμενο εργο τοϋ Τατιανοΰ τιτλοφορείται «Πρός έλληνας». Γράφηκε μετά τό 165, μ,άλλον στήν 'Ανατολή, καί συνι¬στά εξαγγελία τοΰ προγράμματός του ή τών προϋποθέσεων, έπί τών οποίων θά στηριζόταν τό «διδασκαλεΐον», δηλ. ή σχολή και ή ομάδα τοΰ Τατιανοΰ. Δέν πρέπει νά καταλέγεται μεταξύ τών άπολογητικών έ'ργων, διότι δέν άπολογεΐται, επιτίθεται καί άναιρεΐ* αύτό δμως γίνεται θέση, τρόπος σκέψεως καί έρεισμα της σχολής του. Τά θετικά του στοιχεία (μοναρχία Θεοΰ Πατρός, κοσμογο¬νία, άγγελοι, δαιμονολογία, Λόγος, περι άναστάσεως τών σωμάτων, περί ψυ¬χής) είναι λίγα (5 εξής), άλλά ενδεικτικά της διαθέσεως του νά δώση στίς άν- τιλήψεις του μορφή άπηρτισμένου συστήματος, δπως θά έκανε καί κάθε γνω¬στικός διδάσκαλος.
Τό Διατεσαύρων (Εύαγγέλιον) (55 κεφάλαια). Τό έργο τοΰτο, πού τό πρωτότυπό του έχει χαθή, είναι είδος εναρμονίσεως τοΰ ύλικοΰ τών τεσσά¬ρων Εύαγγελίων. 'Ακολουθεί τά χρονικά πλαίσια τοΰ κατά Ίωάννην Ευαγ¬γελίου, παραλείπει τή διήγηση της γεννήσεως, τή γενεαλογία καί δ,τι ύπο- γραμμίζει τήν άνθρώπινη φύση τοΰ Κυρίου, χρησιμοποιεί σποραδικά υλικό απόκρυφο καί ενσπείρει έγκρατιτικές, δοκητικές καί άντιϊουδαΐκές άντιλή- ψεις. Γράφηκε στήν έλληνική (δπως άποδεικνύεται άπό μικρό άπόσπασμά του, πού βρέθηκε στή Συρία) μάλλον περί τό τέλος τοϋ Β' αι. Φαίνεται δμως δτι ό ΐδιος ό Τατιανός μεταγλώττισε στά συριακά τό έργο του κι έτσι γνώ¬ρισε τεράστια διάδοση. Χρησιμοποιήθηκε εύρύτατα στή λατρεία 6χι μόνο τών όπαδών τοΰ Τατιανοΰ, άλλά συχνά καί της Εκκλησίας μέχρι τόν Ε' αί. (Θεο- δωρήτου, Αιρετικής κακομνθίας 1,20). "Ετσι εξηγείται γιατί τό Διατεσσάρων Ευαγγέλιο έπέδρασε πολύ στή μορφή γενικά τοΰ Εύαγγελικοΰ κειμένου. Σώ¬ζονται πολλές μεταφράσεις (άραβική, περσική, λατινική-τών κάτω χωρών-πα- λαιογερμανική κ.ά.) καί ύπόμνημα Εύφραίμ (+373) τοΰ Σύρου (γνωστό άπό τό 1957), μέ τή βοήθεια τών όποιων γίνεται προσπάθεια προσεγγίσεως τοΰ πρωτοτύπου.
'Απολεσθέντα. Άπό μνείες ή άναφορές τοΰ Τατιανοΰ καί μεταγενέ- στερώ ν του εκκλησιαστικών συγγραφέων γνωρίζομε δτι έγραψε άκόμα ή, σκόπευε νά γράψη τά έξης έργα:
α) Περί ζώων} β) περί δαιμόνων (;), γ) Πρός τους άποφηναμένονς τά πεοί θεοϋ(;), δ) Περί προβλημάτων (\), ε) Περι τοϋ κατά Σωτήρα καταρ¬τισμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
'Εκδόσεις. Πρός ίλλψας : Ε. SCHWARTZ, Tatiani Oratio ad Graecos (TU 4,1), Leipzig 1888. E. GOODSPEED, Die altesten Apologeten, Gottingen 1914. ΒΕΠ 4,242¬267. Διατεσσάρων : A. GIASCA, Tatiani Evangeliorum harmoniae arabicae.., Ro¬me 1888. C. KRAELING, A Greek Fragment of Tatians Diatessaron from Dura, Lon¬don 1935. A. MARMARDJI, Diatessaron de Tatian. Texte arabe... collation£ avecles an- ciennes versions syriaques, suivi d' un 6vange]iaire diatessarique syrique, Bey¬routh 1935. The Lifcge Diatessaron..., by D. PLOOIJ - PHILLIPS - BAKKR, Amsterdam 1963-1970.
Μελέτες. Πρόςϋλλψας: L. ALFONSI, Appunti sul λόγος di Taziano, είς Gonvi- vium 14(1942)273-281. R. GRANT, The date of Tatian's Oration, είς HThR 46 (1953) 99-101. TOY ΙΔΙΟΥ, The heresy of Tatian, εις JTSt N.S. 5(1954)62-68. H. DORRIE, Re- zension von Andresen, Logos und Nomos, εις Gnomon 29(1957)185-196. MARTIN ELZE, Tatian und seine Theologie, Gott. 1960. L, LEONE, Due date della vita di Ta¬ziano, εις OCP 27(1961)27-37. R. GRANT, Fragments of Greek Apologists and Ire- naeus, είς Biblical and Patristic Studies in memory of R. Casey, Freiburg 1963, σσ. 188-191. TOY ΙΔΙΟΥ, Tatian (Or. 30) and the Cnostics, εις JTS, N.S 15(1964)65-69. G. F. HAWTHORNE, Tatian and his Discourse to the Greeks, zlqHThR 57(1964) 161¬188. L. BARNARD, The Heresy of Tatian-once again, είς JEH 19(1968)1-10. F. BOG- LIANI, Taziano, Oratio ad Graecos, Cap. 30,1, είς Kyriakon, Festschrift J. Quasten, I, Munste 1970, σσ. 226-235. R. WEIJENBORG, DieBerichte uber Justin und Crescens Lei Tatian, είς Antonianum 47(1972)372-390.
Αιατεσαάρων: C. PETERS, Das Diatessaron Tatians. Seine Oberlieferung und sein Nachwirken im Morgenland... (Orientalia Christ. Analecta 123), Roma 1939. L. LELOIR, Le Diatessaron de Tatien, είς OrSyr 1(1956)208-231, 313-335. G. Quis- PEL, L' ivangile selon Thomas et le Diatessaron, ειςVC 13(1959)87-117. Βλ. TOY ΙΔΙΟΥκαίείς JBL 88(1969)321-330. A. BAKER, The Gospel of Thomas and the Dia¬tessaron, εις JThS 17(1965)449-454. L. LELOIR, fiphrem de Nisibe : Commentaire de 1' Evangile concordant au Diatessaron... (μετάφρ. άπδ συριακά καί άρμενικά, ει¬σαγωγή καί σημειώσεις) (.SCA 21), Paris 1966. Βλ. σχετικά P. KODJANIAN, ειςΗΑ 81 (1967) 345-354, 481-484. Ι. ORTIZ DE URBINA, Biblia Polyglotta Matritensia. Ve- tus Evangelium Syrorum et exinde excerptum Diatessaron Tatiani, είς Biblia Po¬lyglotta Matritensia & (1967)XVI 3-310. G. QUISPEL, Tatianus latinus, είς NTT 21 (1966/7) 409-419. J. MOLITOR, Tatians Diatessaron und sein Verhaltnis zur altsy- rischen und altgeorgischen Cberlieferung, είς OC 53(1969)1-88, 54(1970)1-75, 55 (1971)1-61. K. L. CARROLL, Tatian's influence on the developing Ν.Τ.,εΐς Stadies... in honor of K.W. Clark, Salt Lake City Univ. of Utah Pr. 1967, σσ. 58-70. G. QUI¬SPEL, Some remarks on the Diatessaron Haarense, είς VC 25(1971)131-139. TOY ΙΔΙΟΥ, Tatian and the Gospel of Thomas. Studies in the history of the Western Diatessaron, Leiden 1975,
48. ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ άπά τά ΣΑΜΟΣΑΤΑ (έθνικός, 125-192).
Ό Λουκιανός καταγόταν άπό τή Συρία, μορφώθηκε στή Μικρασία, σπού¬δασε φιλοσοφία στή Ρώμη, έζησε πάνω άπό είκοσι χρόνια στήν 'Αθήνα (165¬185) καί πέθανε δικαστικός υπάλληλος περί τό 192 στήν Αίγυπτο. Δέν ήταν βαθύς φιλόσοφος, άλλά είχε μεγάλο ταλέντο στή σάτιρα καί γι' αύτό στά πολ¬λά του έ'ργα διακωμωδούσε τούς πάντες καί τά πάντα : φιλοσοφία, τέχνη, θρη¬σκεία. Στό έ'ργο του «ΙΤερί τής Περεγρίνου τελεντής», δπου περιγράφει τήν περιπετειώδη ζωή, τή μύηση σέ διάφορες θρησκείες καί τόν έξιλεωτικό θά¬νατο τοϋ Περεγρίνου, βρίσκει εύκαιρία νά διακωμωδήση καί τό χριστιανισμό (κεφ. 16), τόν όποιο πάντως δέ γνώρισε άπευθείας, άλλά έξ άκοής καί διαδό¬σεων λαϊκού έπιπέδου. 'Οπωσδήποτε δμως ό Λουκιανός άπό τά Σαμόσατα τής Συρίας έ'γινε εκφραστής —έ'νας άπό τούς λίγους γνωστούς—τοΰ άντιχρι- στιανικοΰ πνεύματος, τό όποιο ήταν αιτία νά γράφουν άπό μέρους χριστιανών άπολογητικά έργα.
J. SCHWARTZ, Lucien de Samosate, Philopseudes et De morte Peregrini, 1951 (SXS.). H. D. BETZ, Lukian von Samosata und das NT (TU 76), 1961. J. SCHWARTZ, phie de Lucien de Samosate (collection Latomus 83), Bruxelles 1965.
49. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΝΤΙΜΟΝΤΑΝΙΣΤΗΣ
Ή σύγχυση πού προκάλεσε ό μοντανισμός ειχε σάν άποτέλεσμα σειρά χαμένων συνήθως άντιμοντανιστικών συγγραφών, μιας τών οποίων σώθηκαν οκτώ άποσπάσματα στήν 'Εχχλησιαατική Ιστορία (Ε 16-17) του Εύσεβίου. Δυστυχώς ό συντάκτης της συγγραφής παραμένει άνώνυμος. Πρόκειται δμως γιά τριμερές καί εξαιρετικά σπουδαίο έ'ργο μικρασιάτη θεολόγου μέ άξιόλο- γες πληροφορίες γιά τή διδασκαλία καί τήν ιστορία τοΰ μοντανισμοΰ. Τό έργο, πού άπευθύνεται σέ κάποιο Αύίρκιο Μάρκελλο, υπήρξε φαίνεται ή άρχαιότε- ρη πηγή τοΰ Εύσεβίου γιά τό μοντανισμό.
Κατά τόν Harnack (I 1, σελ. 240 καί II 1, σελ. 381) τό έργο γράφηκε 13/14 έτη μετά τό θάνατο τής Μαξιμίλλας (+179), ή όποία συνέχισε τήν προ¬φητική δράση καί πράξη τοΰ Μοντανοΰ.
Ό αύτός Εύσέβιος, καθώς καί μεταγενέστεροι έκκλησιαστικοί συγγρα¬φείς (Έπιφάνιος, Δίδυμος, Ίερο>νυμος, 'Ισίδωρος Πηλουσίου κ.ά.), άναφέρον- ται σέ άντιμοντανιστικά έργα χωρίς δμως άκριβέστερες ενδείξεις (Harnack, I Ι,σσ. 241-242), κάτι πού υπογραμμίζει τήν πληθώρα τών σχετικών έργων άλλά καί τή γρήγορη έξαφάνισή τους ένεκα της ύποχωρήσεως άσφαλώς τοΰ μοντανισμοΰ καί τής μικρής θεολογικής τους άξιας.
50. ΡΟΔΩΝ
Μικρασιάτης λαϊκός θεολόγος, πού μετανάστευσε στή Ρώμη καί μαθή¬τευσε στόν πολύ Τατιανό (+190;) πριν άπό τό 172. Πότε ήκμασε ό Ρόδων δέ γνωρίζομε. 'Τποθέτομε δμως δτι έδρασε μεταξύ 170 καί 195 τουλάχιστον, άφοΰ αντέκρουσε βιβλία καί άντιλήψεις τοΰ δασκάλου του Τατιανοΰ, δπως πλη¬ροφορεί ό Εύσέβιος στήν Έκκλησ. ϊστορ. (Ε 13), δπου καταχωρίζονται τρία άποσπάσματα έργων του καί πενιχρές ειδήσεις. Διακρίθηκε σάν άντιγνωστι- κός συγγραφέας, γράφοντας μάλλον στή Ρώμη καί συνομιλώντας μέ τούς άρ- χηγέτες τών γνωστικών, δπως π.χ. μέ τόν 'Απελλή, τόν όποιο έφερε σέ δύσκο¬λη θέση. Ό Εύσέβιος (αύτόθι) σημειώνει δτι ό Ρόδων συνέταξε «διάφορα βι¬βλία», έκ τών όποιων άναφέρει δύο", α) Πρός τήν Μαρκίωνος αϊρεσιν καί β) Είς τήν Έζαήμερον υπόμνημα. Τό άντιτατίανικό του έργο ήταν καθαρά ερμη¬νευτικό καί σκοπό είχε τήν άνατροπή τής ερμηνείας πού έδινε ό Τατιανός σέ άσαφή καί σκοτεινά σημεία (νοήματα) τής Γραφής.
51. ΠΟΛΥΚΡΑΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΠΕΡΙ ΠΑΣΧΑ
Ό Πολυκράτης καταγόταν άπό χριστιανική λευϊτική οι-κογένεια, πού είχε ήδη δώσει στήν Έκκλησία έπτά έπισκό- πους. Τό γεγονός τούτο μέ τή θεολογική του κατάρτιση και τή γνησιότητα τής διδασκαλίας του τοΰ έδωσαν περίοπτη θέση μεταξύ τών μικρασιατών έπισκόπων, τούς όποιους έπάξια έκπροσώπησε στήν περίφημη διαμάχη γιά τό χρόνο έορτα- σμοΰτοΰ Πάσχα. Σώζονται δύο άποσπάσματα άπό τήν 'Επι¬στολή πού έγραψε πρός τόν έπίσκοπο Ρώμης Βίκτωρα περι τό 195.
Ό Βίκτωρ, σκληρύνοντας τη στάση της ρωμαϊκής Εκκλησίας, ζήτησε άπό τόν Πολυκράτη νά συγκαλέοτη σύνοδο τών μικρασιατών έπισκόπων, δπου νά δεχθούν τόν έορτασμό τοϋ Πάσχα, σύμφωνα μέ τδ ρωμαϊκό έθος, έγκατα- λείποντας τήν τοπική τους παράδοση (14 τοΰ μηνός Νισάν μαζύ μέ τό εβραϊ¬κό Πάσχα). Ό Βίκτωρ στό γράμμα του άπειλοΰσε τΙς μικρασιατικές Εκκλη¬σίες μέ απόσχιση, άν δέ συμφωνοϋσαν μέ τήν άποψή του, άλλά ό Πολυκρά¬της υπερασπίσθηκε τήν άποστολικότητα τής κοινής παραδόσεώς τους, τονί¬ζοντας καί τή σχέση τής Εφέσου μέ τόν Εύαγγελιστή 'Ιωάννη, τοΰ οποίου ό τάφος βρίσκεται εκεί. Παράλληλα γνωρίζομε καί τήν επέμβαση τοϋ Ειρη¬ναίου ύπέρ τοϋ Πολυκράτη καί τών τεσσαρεσκαιδεκατιτών, χάρη τών ό¬ποιων έγραψε αύστηρά («πληκτικώτερον καθαπτομένων τοΰ Βίκτωρος») καί συμβουλευτικά (Εύσεβίου, Έκκλησ. ϊστορ. Ε 24,10) πρός τόν Βίκτωρα, μέ ά- ποτέλεσμα ή άποψή του νά επικράτηση, νά μή καταδικασθοΰν οί μικρασιάτες δηλαδή, μολονότι ό ίδιος ό Ειρηναίος έώρταζε τό Πάσχα τήν πρώτη Κυριακή μετά τή 14η τοΰ Νισάν, δπως καί ή Εκκλησία τής Ρώμης.
Οί πληροφορίες καί τά 8υό άποσπάσματα της έπιστολής όφείλονται βασικά στόν Εύ- σέβιο, Έκχλησ. ίστ. Ε 22 καί 24,1-8. Β. LOHSE, Das Passafest der Quartadecimaner, 1953. P. NauTiN, Lettres et icrivains Chretiens ..,Paris 1961, σσ. 65-74 (τά άποσπά¬σματα καί ή άνάλυσή τους).
Επιστολές μικρασιατών πβρί Πάσχα. Έξ αιτίας τοΰ εορτασμού τοΰ Πάσχα καί κυρίως έξ αιτίας τής άποφάσεως τοΰ Βίκτωρα Ρώμης νά άποκόψη μικρασιατικές 'Εκκλησίες γράφηκαν άπό μικρασιάτες Επιστολές, τις όποιες αόριστα άναφέρει ό Εύσέβιος καί οί όποιες δέ σώζονται (Έκκλησ. ίστ. Ε 24,10):
Βακχύλον Κορίν&ον Επιστολή, σχετική μέ τό Πάσχα, πρός τόν Βίκτωρα Ρώμης περί τό 195 (Εύσεβίου, Έκκλησ. ίστ. Ε 23,4).
'Επισκόπων Αλεξανδρινών Έπιστολαί, σχετικές μέ τό Πάσχα. Τής ιδίας έποχής μνημονεύονται 'Επιστολές άλεξανδρινών έπισκόπων, οί οποίοι έώρταζαν τό Πάσχα δπως καί στήν Παλαιστίνη, δηλαδή κατά τήν Κυριακή (Εύσεβίου, Έκκλησ. ίστ. Ε 25).
Έπισκόπων παλαιστινών Επιστολή πρός τούς μικρασιάτες, σχετική μέ τό Πάσχα. Γιά τις παραπάνω 'Επιστολές τών άλεξανδρινών πληροφορεί έπιστολή, πού συνέταξε ό Νάρκισσος (185-215;) 'Ιεροσολύμων καί υπέγρα¬ψαν καί άλλοι παλαιστίνοι επίσκοποι (Εύσεβίου, *Εκκλησ. ιστ. Ε 25). Βλ. P. Nautin, Lettres et dcrivains chr&iens..., Paris 1961, 85-89. Σώζεται μικρό άπόσπασμα.
52. ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Ό 'Απολλώνιος, γιά τόν όποιο δυστυχώς δέν έχομε ειδήσεις, είναι ένας άπό τούς πολλούς μικρασιάτες θεολόγους, πού, χωρίς νά είναι επίσκοποι ή πρεσβύτεροι καθώς φαίνεται, έπαιξαν σημαντικό θεολογικό ρόλο στή ζωή της Εκκλησίας. "Εγραψε περί τό 196/197 Kara μοντανιστών, 40 δηλαδή χρό¬νια, κατά τή μαρτυρία τοϋ ιδίου, μετά τήν έμφάνιση τοΰ Μοντανοΰ. 'Από τό πλούσιο σέ πληροφορίες έργο του σώζονται μόνο Ιξη άποσπάσματα στήν Έκ- κλησ. ιστορία (Ε 18) τοΰ Εύσεβίου, άπό τόν όποιο άντλησαν σχετικά οί με¬ταγενέστεροι. Στό έργο τοΰ 'Απολλώνιου έκτος άλλων ύπηρχαν, κατά τόν Εύ¬σέβιο, ειδήσεις καί παραδόσεις παράδοξες, δπως π.χ. δτι ό Χριστός διέταξε τούς άποστόλους νά μή χωρισθοΰν άπό τά 'Ιεροσόλυμα γιά δέκα έτη κ.ά.

36. ΜΕΛΙΤΩΝ ΣΑΡΔΕΩΝ

$
0
0

36. ΜΕΛΙΤΩΝ ΣΑΡΔΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ


Σπουδαία έκκλησιαστική και θεολογική μορφή πού εδρασε κυρίως μεταξύ 160 και 180 ώς έπίσκοπος Σάρδεων τής Λυδίας καί ώς συγγραφέας. Εκπροσωπεί τήν πρωτοπόρο μικρασιατική θεολογία, πού υφαίνεται μέ παύλεια, ίωάννεια καί σύγχρονα θεολογικά στοιχεία και πού λίγο αργότερα θά δώση τό μεγάλο Πατέρα και Διδάσκαλο τής Εκκλησίας Ειρηναίο. Γιά τό βίο καί τή δράση τοΰ Μελίτωνα δέν εχομε πληροφορίες. Γενικά γνωρίζομε δτι ήταν διαπρεπής (Εύσέβιος, Έκκλησ. ίστ. Α 26, 1), πολιτεύθηκε ((έν άγίω Πνεύματι» (Πολυκράτης, στό παραπάνω εργο Ε 24,5) καί θεωρήθηκε στυλοβάτης («στοιχεΐον») τής Εκκλησίας καί τής Παρα- δόσεώς της (Ε 24, 1). Επίσης χαρακτηρίσθηκε «προφήτης)) ('Ιερώνυμος, De viris ill. 24) μάλλον μέ τήν άρχαία έννοια ή τήν έννοια τοΰ φορέα τής Παραδόσεως καί δχι διότι άνηκε στό προφητικό κίνημα τοΰ Μοντανοΰ, άπό τό όποιο δμως πιθανόν νά είχε κάποια επίδραση, μολονότι γνωρίζομε δτι τό άπέρριπτε. Οί περισσότεροι ερευνητές θέλουν τό Μελίτωνα τεσσαρεσκαιδεκατίτη (έώρταζε τό Πάσχα τήν 14 τοΰ Νισάν). Άπό τά πολλά του εργα, πού χάθηκαν έκτος άπό £να, συμπεραίνομε δτι εργάσθηκε καρποφόρα γιά τήν άντι μετώπιση προβλημάτων τής έποχής του, δπως τοΰ γνωστικισμοΰ, τοΰ μοντανισμοΰ ή τοΰ μαρκιωνιτισμοΰ.


Τή συγγραφική του δραστηριότητα άρχισε ίσως μέ τήν α'Απολογία», πού έστειλε στό Μάρκο Αυρήλιο (161-180) καί πού έκτος άπό ένα άπόσπασμα έχει χαθή. Γενικά τό έργο τούτο έκφράζει τό κλίμα τών άπολογητών τοϋ Β' αιώνα, άλλά προσθέτει κι ένα νέο στοιχείο. Μεταξύ χριστιανισμού καί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας πρέπει νά ύπάρχη αρμονία. Καί ό μέν καί ή δέ ξεκίνησαν συγχρόνως καί άνθισαν στούς προ-χριστιανικούς χρόνους, αύξήθηκαν δμως βραδύτερα, κάτι πού δείχνει δτι υπάρχει σ' αύτά κοινή μοίρα, ένεκα βέβαια τής ένιαίας θείας οικονομίας καί τής δυνατότητος τοϋ κόσμου νά θριαμβεύση έπί τοΰ κακοϋ (κοινή άντίληψη στούς άπο¬λογητές). Τό περίφημο έργο «Περί Πάσχα», πού είναι καί τό μόνο πλήρες σωζόμενο κείμενο τοΰ Μελίτωνα (δημοσιεύ¬θηκε όλόκληρο τό 1940 καί πληρέστερα μόλις τό 1960), άπο- καλύπτει μιά άλλη διάσταση τής προσωπικότητός του, ή όποία κατανοείται στό θεολογικοεκκλησιαστικό κλίμα τής έποχής, Ή θεολογία του εδώ είναι βιβλική καί βασικά δέ φαίνεται νά έπηρεάζεται άπό φιλοσοφικές ή κοσμολογικές άντιλήψεις. Τά δάνειάτου είναι δευτερευούσης σημασίας (π.χ. άπό τό γνωστικό Θεόδοτο). Διευρύνει κι έμβαθύνει σέ θαυμαστό βαθμό τή θεολογία τής ένιαίας θείας οικονομίας, τής ένότητος δηλαδή τοΰ σωτηριώδους έργου άπό τήν πτώση τοΰ Αδάμ καί έξης. "Ετσι έρμηνεύει τήν ιστορία καί τή σωτηρία σάν ένιαΐο γεγονός μέ διάθεση άπόλυτα αισιόδοξη.Είναι χαρα¬κτηριστικό δτι στήν ιστορία γενικότερα καί στό βίο τοΰ Ισραη- λιτικοϋ λαοΰ συγκεκριμένα άναζητα καί βρίσκει τή δράση τοΰ Χριστοΰ, ώστε νά χαρακτηρίζωμε τή θεώρηση αύτή τοΰ προχριστιανικοΰ κόσμου χριστολογική. Αύτό δέν τόν έμποδί- ζει νά είναι όξύς καί δεικτικός γιά τούς έβραίους, πού τούς θεωρεί υπεύθυνους σταυρωτές τοϋ Χριστοΰ καί θεοκτόνους.
Τή θεολογία του ό Μελίτων αναπτύσσει ξεκινώντας άπό τή θεώρηση τής Π Δ ώς τύπου καί τής ΚΔ ώς έκπληρώσεως καί θριάμβου. Τό μυστήριο τοΰ Χριστοΰ καί τής σωτηρίας έχει έκδηλη τήν προτύπωσή του στήν Π Δ, ή όποία κατανοείται μόνο μέσω τής ΚΔ: «ουδέν έστι τό λεγόμενον καί γινόμενον δίχα παραβολής καί προκεντήματος... τό μέ λεγόμενον παραβολής, τό δέ γινόμενον προτυπώσεως» (35). Τό Πάσχα τής ΠΔ είναι τύπος τοϋ καινού Πάσχα, τοϋ μυστη¬ρίου καί τής άληθείας τής σωτηρίας. Έτσι ό Μελίτων γίνεται στήν αρχαία Έκκλησία ό έπιφανέστερος έκπρόσωποςτής έξη- γητικής μεθόδου τής τυπολογίας.'Ολόκληρο τό εργο του «Περί Πάσχα» αποβαίνει υπογράμμιση τοΰ ρόλου τοΰ Χριστοΰ στήν ιστορία γιά τή σωτηρία τοΰ άνθρώπου, κάτι πού άποτελοΰσε τό κέντρο τής έορτής τοΰ Πάσχα καί πού ενίσχυσε ό Μελίτων.
Ή περιγραφή κι έρμηνεία τοΰ προσώπου τοϋ Χριστοΰ άποδίδει γενικά τή Χριστολογία τοΰ Β' αίώνα, ένώ ενίοτε γίνεται «πρόδρομος)) τής μεταγενέστερης χριστολογίας (μέ φράσεις, δπως : ό Χριστός «φύσει θεός ών καί άνθρωπος» 8• «Θεός γάρ ών όμοΰ τε καί άνθρωπος τέλειος ό αύτός τάς δύο αύτοΰ ουσίας)), Περϊ σαρκώσεως άπόσπασμα) καί «προ¬ετοιμάζει)) τό μοναρχιανισμό και σαβελλιανισμό (μέ φρά¬σεις, δπως : ό Χριστός είναι «καθ' δ γέννα πατήρ, καθ' δ γεννάται υιός)) 9* «Κύριος ένδυσάμενος τόν άνθρωπον» 100• ό Χριστός «φορεί τόν πατέρα καί υπό τοΰ πατρός φορεί- ταΐ)) 105). Ή τελευταία τάση είναι συνήθης είς τούς άπολο¬γητές, μάλιστα στό β' ήμισυ τοΰ Β' αιώνα. Βέβαια ό Μελί¬των δέν προετοιμάζει συνειδητά καμμία κακοδοξία, εκφρά¬ζει άπλώς τήν έποχή του.
Ή προσφορά τοΰ Μελίτωνα στή ζωή τής Εκκλησίας αποβαίνει έξαιρετικά μεγάλη στόν τομέα τής ύμνωδίας της. Τό σωζόμενο κείμενο του, πού είναι στό μεγαλύτερο του μέρος ποιητικό καί πού συνιστά τό εκτενέστερο ρυθμικό κεί¬μενο τής αρχαίας Εκκλησίας, έγινε τό λίκνο τής εκκλη¬σιαστικής ποιήσεως κι έδωσε ώθηση στή δημιουργία τών περιφήμων «κοντακίων)), πού γράφηκαν άπό τό τέλος τοΰ Δ' μέχρι τόν Ζ' αιώνα. Αντιπαραβολή τοΰ «Περί Πάσχα» καί τής ακολουθίας τής Μ. Παρασκευής (Π. Χρήστου) δείχνει έντυπωσιακά δτι τό κείμενο τοΰ Μελίτωνα άποτέλεσε τή βάση ή τήν πηγή τής ακολουθίας αύτής. Έτσι τό κείμενο τοΰτο, σέ συνδυασμό μέ τήν έπισήμανση ποιητικών καί υ¬μνολογιών τμημάτίον καί σέ άλλα κείμενα τοΰ Β' αι., λύνει
οριστικά τό περίφημο πρόβλημα της προελεύσεως, τής πηγής και τής προϊστορίας τής έξαιρετικής ποιοτικά καί ποσοτικά έκκλησιαστικής ποιήσεως τών μεταγενέστερων χρόνων.

ΕΡΓΑ

Ό Μελίτων υπήρξε πολυγραφώτατος, αν κρίνωμε άπό τόν κατάλογο τών έργων πού τοΰ προσγράφει δ Εύσέβιος (Έκκλησ. «στ. Δ 26,1-3), μολονότι δέν άποκλείεται κάποιοι τίτλοι νά είναι απλώς τίτλοι κεφαλαίων.
Περί ΊΙάοχα. Τό έ'ργο, γραμμένο μεταξύ 160 καί 170, έγινε γνωστό στό σύνολό του τό 1940 μέ δημοσίευση παπύρου τοΰ Michigan άπό τόν Bonner (καί πληρέστερα μόλις τό 1960 μέ τή δημοσίευση τοΰ Παπύρου Bodmer XIII άπό τόν Testuz). 'Αμέσως δημιούργησε πολλά προβλήματα σχετικά μέ τήν ταυτότητά του, ενώ συγχρόνως έρριξε πολύ φώς στήν ιστορία τής θεολο¬γίας τοΰ Β' αί. Οί περισσότεροι ερευνητές ταυτίζουν τό παρόν έργο μ' εκείνο πού άναφέρει ό Εύσέβιος (περί χον Πάσχα δύο). Ό Β. Ψευτογκάς σέ άξιόλο- γη μελέτη (Μελίτωνος Σάρδεων...) προσπαθεί νά δείξη δτι τό σωζόμενο τοΰτο έργο συνιστά τό δεύτερο τμήμα τοΰ διμεροΰς Περί Πάσχα έργου τοΰ Μελί- τωνα, ενώ τό πρώτο τμήμα αύτοΰ άποτελεΐ 'Ομιλία στό Πάσχα, πού άποδό- θηκε στόν Ιππόλυτο πρώτα καί τό Χρυσόστομο έπειτα (PG 59, 735-746, ή έκτη άπό συλλογή έπτά όμιλιών στό Πάσχα). Οί δμοιότητες, θεολογικές καί μάλιστα μορφολογικές, πού υπάρχουν μεταξύ τών δύο τούτων κειμένων είναι πράγματι εντυπωσιακές, άλλ' άκριβώς οί ομοιότητες αύτές όδηγοΰν στήν υπόθεση ότι δυνατόν ή ψευδοχρυσοστόμεια ομιλία νά κατασκευάσθηκε μέ πρότυπο τήν όμιλία τοΰ Μελίτωνα ή ν' άποτελή είδος διασκευής της. Εύ ρεϊα συζήτηση έγινε καί γιά τήν προέλευση τοΰ έργου. Πολλοί επιμένουν {έκ τών τελευταίων ό Hall, Melito in the light...) δτι σχετίζεται άμεσα μέ τήν πασχάλια ιουδαϊκή Ilaggadah, χωρίς νά είναι Haggadah, άφοΰ πρόκει¬ται γιά προπασχάλια όμιλία, πού άκούσθηκε στήν άγρυπνία τής Μ. Παρασκευ¬ής. Ή έπίδραση τής ιουδαϊκής γραμματείας καί μάλιστα τών ποιητικών βι¬βλίων τής ΠΔ στό Μελίτωνα πρέπει νά θεωρήται βεβαία, άλλά στό χώρο τής 'Εκκλησίας είχαν ήδη δημιουργηθή οί άπαραίτητες προϋποθέσεις καί τό ά- ναγκαΐο κλίμα γιά τέτοια ρυθμικά έργα, δεδομένου δτι ποιητικά καί ρυθμικά στοιχεία βρίσκομε σέ πολύ παλαιότερα έργα, όπως τοΰ Κλήμεντα Ρώμης καί τοΰ 'Ιγνατίου. "Αλλωστε ό Μελίτων δέν εργάσθηκε ερήμην τοΰ γνωστικού κλίματος, άφοΰ εΈναι βέβαιο δτι χρησιμοποίησε κείμενα τοΰ γνωστικοΰ Θεοδό- του (Cantalamessa). Γενικά ώς πρός τό θέμα τών πηγών τοΰ Μελίτωνα μπο- ροΰμενά ποΰμε δτι χρησιμοποιοΰσε ύλικό, πού υπήρχε στή διάθεσή του, χωρίς δμως νά τό έπαναλαμβάνη μηχανικά. Τό δέ ύλικό αύτό ήταν κατηχητικές συλλογές ή κάτι παρόμοιο, συγκροτημένες μέ άφορμή τό γνωστικισμό, τό μοντα- νισμό κλπ. Τό ύλικό μάλιστα τοΰτο, ίσως νά έξηγή τήν εντυπωσιακή ομοιότητα της ψευδο-χρυσοστομικής ομιλίας πρός τό Περί Πάσχα έργο τοΰ Μελίτωνα.
Ό χαρακτήρας τής ομιλίας εΤναί οϊκοδομητικός καί συγχρόνως πολεμικός. Οικοδομεί καί διδάσκει μέ ισχυρό ενθουσιασμό, άναλύοντας τήν έννοια τοϋ χριστιανικού Πάσχα σέ σχέση μέ τό ιουδαϊκό Πάσχα. *Η άσιανική λεγο¬μένη δευτέρα σοφιστική έδωσε τή φιλολογική μορφή στήν ομιλία {ή στις ό- μιλίες, άν δεχθούμε τήν πρόταση τοϋ Ψευτογκά) τοΰ Μελίτωνα. Τοΰτο έξηγεΐ τήν υπερβολική έπιτήδευση, τίς κουραστικές έπαναλήψεις καί τήν προσφυγή σέ εύκολα μέσα γιά τήν έπιτυχία τοΰ ρυθμοΰ. Γενικά πάντως επιτυγχάνεται άρμονία καί ρυθμός μέ ίσόκωλα, όμοιοτέλευτα, ϊσοσυλλαβίες, άντιθέσεις κλπ. Τό γεγονός δτι όλόκληρο σχεδόν τό κείμενο είναι ρυθμικό έκανε πολλούς νά δεχθοΰν αύτό σάν ύμνο τής προπασχάλιας άκολουθίας τών τεσσαρεσκαιδε- κατιτών (μολονότι μερικοί δέ θέλουν τεσσαρεσκαιδεκατίτη τό Μελίτωνα: Huber, Passa und Ostern). Τήν έποχή δμως εκείνη ήταν άδύνατο νά είχα¬με τόσο μακρούς λειτουργικούς ύμνους, ή δέ πλοκή τοΰ κειμένου προϋποθέτει άκροατήριο. Πιθανόν λοιπόν νά πρόκειται περί ομιλίας ρυθμικής, ή όποία έκφωνήθηκε μέν τή Μ. Παρασκευή, άλλά ένεκα τής ποιητικής μορφής καί τής θεολογίας της έπαιξε μεγάλο ρόλο στή δημιουργία τής υμνολογίας τής Μ. Παρασκευής καί ίσως εν μέρει χρησιμοποιήθηκε σάν ύμνος κατά τόν Β' αίώνα.
Τό κείμενο άποτελεΐται άπό 826 στίχους (έκδ. Perler) ή 105 ενότητες καί άρχίζει μέ τήν παρουσίαση τοϋ θέματος. Στίς ένότητες 2-34 άσχολειται μέ τό Πάσχα τών 'Ιουδαίων, στίς ένότητες 35-46 μέ τή σχέση Π καί ΚΔ, ή όποία είναι σχέση τύπου καί πραγματικότητος ή άληθείας, καί στίς ένότητες 47-105 μέ τό καινό Πάσχα. Ό συγγραφέας τελειώνει μέ τό θρίαμβο τοΰ ά- ναστημένου Χριστοΰ, πού είναι τό Α καί τό Ω, ό βασιλεύς, ό Κύριος, ό καθήμε¬νος έν δεξιά τον Πατρός.
Τό έργο μεταφράσθηκε στή λατινική, τή συριακή, τήν κοπτική καί τή γεωργιανή γλώσσα έν δλω ή έν μέρει.
'Αποσπάσματα. Σέ κείμενα έκκλησιαστικών συγγραφέων έπισημάνθηκαν δέκα πέντε άποσπάσματα έργων τοΰ Μελίτωνα. Τά τρία τελευταία ήσαν μόνο σέ λατινική γλώσσα, άλλά τό 1972 ό Μ. Richard δημοσίευσε τό ελλη¬νικό πρωτότυπο τών δύο (XIII καί XV).
'Απολεσθέντα. Ή άναφορά τοΰ Εύσεβίου στά έργα τοϋ Μελίτωνα δέν φαίνεται νά έχη τήν έννοια τοΰ άκριβοΰς καταλόγου αύτών, γι* αύτό καί μερικοί τίτλοι πιθανόν νά είναι τίτλοι καφαλαίων βιβλίου καί 6χι τίτλοι βιβλίων. Πάντως μέ τή βοήθεια τοΰ Εύσεβίου {'Εκκλ. ίστ. Δ 26,1-2) γνωρίζομε τούς εξής τίτλους έργων (ή κεφαλαίων) τοϋ Μελίτωνα:
α. Άπολογία (σώζονται δύο μικρά σχετικώς άποσπάσματα, πού φέρουν τόν τίτλο: Προς Άντωνϊνον Βιβλίδιον). β. Περί πολιτείας και προφητών (ί¬σως άναίρεση τοΰ μοντανισμοΰ). γ. Περι 'Εκκλησίας. δ. Περί Κυριακής λό¬γος. ε. Περί πίστεως (σώζεται άπόσπασμα έλληνικά, λατινικά καί συριακά. Σχετικά βλ. Ψευτογκά, Τό άπόσπασμα...). στ. Περί πλάσεως. ζ. Περι ύπα- κοής πίστεως αισθητηρίων (;) Μήπως πρόκειται γιά τρία έργα ή τρία κεφά¬λαια; η. ΠερΙψνχήςκαι σώματος έν ενώσει (άπόσπασμα έλλην. καί λατινικά) Τό περί «ιρυχής καί σώματος» έργο τοΰ 'Αλεξάνδρου 'Αλεξανδρείας άποτε- λεϊ ϊσως μέρος τοΰ παρόντος έργου καί τοΰ «Περί σταυροΰ» τοΰ Μελίτωνα. θ. Περί Λοντρον (άπόσπασμα). ι. Περί αληθείας, ια. Περί πίστεως (μήπως: κτίσεως) καί γενέσεως Χρίστου, ιβ. Λόγος {περί τής) αύτοϋ προφητείας, ιγ. ΙΤερΙ φιλοξενίας, ιδ. Κλείς. ιε. Περί τον διαβόλου και τής Άποκαλύψεως 'Ιωάννου (άπόσπασμα). Ό Ιερώνυμος τό αναφέρει σάν δύο χωριστά έργα. Δια τοΰ έργου τούτου άποδεικνύεται ό Μελίτων ό αρχαιότερος ύπομνηματιστής τής 'Αποκαλύψεως. ιστ. Περί ενσωμάτου Θεοϋ (μάλλον ταυτόσημο πρός τό περι σαρκώσεως, πού άναφέρει καί άπό τό όποιο σώζει άπόσπασμα ό 'Αναστάσιος Σιναΐτης, PG 89, 228D-229B). ιζ. ΈκλογαΙ (άπόσπασμα πού παραδίδει τόν άρχαιότερο κατάλογο βιβλίων τής ΠΔ). ι η. Περί Πάσχα. Πρόκειται γιά τμήμα τοΰ διμεροΰς Περί Πάσχα έργου του ή γιά νέο έργο; Σώζονται δύο άποσπάσματα. ιθ. Περί άληθείας τοϋ Τιμίου Σταυροϋ {και) εφ' ου £παθεν ο Χριστός. Σώζεται τμήμα στή γεωργιανή γλώσσα. Βλ. Β. Ψευτογκα (Ή γεωργιανή όμιλία...), ό όποιος φρονεί δτι τά τέσσερα πρώτα ελληνικά άποσπάσματα προέρχονται άπό τό έργο τοΰτο (Αί περί σταυροΰ και πάθους.... 25-71).
Νό&α: Ή χειρόγραφη παράδοση προσγράφει εσφαλμένα στό Μελίτωνα καί τά έξής έργα. α) "Η κοίμησις τής Θεοτόκου, πού άνήκει σέ εποχή μετά τόν Δ' αιώνα, β) 'Απολογία σέ συριακή γλώσσα, πού γράφτηκε μάλλον τό 169. γ) Κλείς Γραφής σέ λατινική γλώσσα. Συλλογή άπό έργα κυρίως τοΰ Αυγου¬στίνου καί Γρηγορίου τοΰ Μεγάλου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις: Μέχρι τό 1940 είχαν γνωσθή καί δημοσιευθη μόνο άποσπάσματα. CAM¬PLE LL BONNER, The Homily on the passion by Melito..., London-Philadelphia 1940 (τό μεγαλύτερο μέρος τοϋ Περί Πάσχα άπό πάπυρο τοϋ Δ' αί. της συλλογής Α. Chester Beatty καί Πανεπιστημίου τοΰ Michigan). ΒΕΙΙ 4,271-276 (11 άποσπάσματα). Β. LOH- SE, Die Passa-IIomilie des Bischofs Meliton von Sardes, Leiden 1958. M. TESTUZ, Papyrus-Bodmer XIII, Meliton de Sardes, Hom&ie sur la Paque, manuscrit du Ille Steele (Bibliotheca Bodmeriana), Cologny-Ginfcve 1960 (άνεύρεση στόν πάπυρο Bod- mer XIII καί δημοσίευση τοϋ έργου στή σημερινή πληρέστερη μορφή του). G. Ruhbach, Altkirchlichen Apologeten, Gutersloh 1965, σσ. 29-33 (τάΐΐ άποσπάσματα). Ο. PER- LER, Meliton de Sardes, Sur la Paque et Fragments (SCh 123), Paris 1966. Π. ΧΡΗ¬ΣΤΟΥ, Πατερικόν έγχειρίδιον, Α, Θεσσαλονίκη 1966, σσ. 124-143. Κ. ΔΡΑΤΣΕΛΛΑ, Όμι¬λία είς τό πάθος ή περί Πάσχα, 'Αθήνα 1971. I. IBANEZ IBANEZ-F. Μ. Ruiz, Melit6n de Sardes, Ilomilia sobre la Pascua, Pampelune, έκδοση Univ. de Navarra, 1975. B. ΨΕΥΤΟΓΚΑ, Ή γεωργιανή όμιλία περί Σταυροΰ, είς Κληρονομιά 5(1973) 277-307 (έλλη- νική μετάφραση έπί τη βάσει λατινικής μεταφράσεως τοΰ γεωργιανού κειμένου). ΤΟΥ Ι¬ΔΙΟΥ, ΑΙ περί σταυροϋ καί πάθους τοΰ Κυρίου όμιλίαι άνατολ. πατέρων..., Θεσσαλονίκη 1973 (τά 4 έλλην. άποσπάσματα), σσ. 25-71- Γιά τις μεταφράσεις βλέπε Ο. Perler, παραπάνω .ϊργο, σσ. 46-47, καί τά σχετικά λήμματα στίς Μελετες.
Μελέτες: C. BONNER, The New Homily of Melito and its place in Christian Li¬terature, Oxford 1937. P. KAHLE,Was Melito's Homily on the passion originally writ¬ten in syriak? είς JTS 44(1943) 52-56. E. WELLESZ, Melito's Homily on the passion. Investigation into the sources of Byzantine Hymnography, εις JTS 44(1943)41-52. G. ZUNZ, On the Opening sentence of Melito's pascal Homily, εις HThR 36(1943)299- 315. P. NAUTIN, Le dossier d' Hippolyte et de Meliton .., Paris 1953, σσ. 44-73 (απο¬σπάσματα). Τοϋ ΙΔΙΟΥ, L' hom£lie de M61iton sur la passion, εις RHE 44(1949)429- 438. E. PETERSON, PS. Cyprian, Adversus Judaeos und Melito von Sardes, είς VC 6(1952)33-45. A. GRILLMEIER, «Das Erbe der Sohne Adams» in der Omilia de passio- ne Melito's, Bischof von Sardes, είς Scholastik 20/24 (1949)481-502. J. ZEILLER, A propos d' un passage 6nigmatique de Meliton.., είς REAug 2(1956)257-265. W. ScnNEEMELCHER, Der Sermo 1 De anima et corpore'. Ein Werk Alexanders von Ale- xandrien? εις Festschrift far G. Dehn.., Neukirchen 1957,119-143. H. ChadwiCK, A latin Epitome of Meliton Homily on the Pascha, είς JTS (N.S.) 11(1960) 76-82. J. DANIELOY, Figure et 6v^nement chez Meliton des Sardes, είς Neotestamentica et Patristica, Leiden 1962, σσ. 282-292. G. RACLE, A propos du Christ-Pfere dans 1' Hom^lie pascale de ΜέΜοη de Sardes, είς RSR 50 (1962)400-408. J. BLANK, Meliton von Sardes. Von Passa, Freiburg 1963 (έρμ.+υπόμνημα) O. PERLER, L'0van- gile de Pierre et Militon de Sardes, είς Rb 71(1964)584-590. N. HYLD AHL, Zum Ti- tel Περί Πάσχα bei Meliton, είς StTh 19(1965)55-67. R. MAINKA, Melito von Sardes (βιβλιογραφία), είς Clarentianum 5, Roma 1965, 225-255. D. M. MONTAGNA, Appunti sul ' Transitus Mariae ' dello Pseudo-Melitone, είς Marianum 1965, σ.177-195. G.RA- CLE, Perspectives christologiques de l'Hom&ie pascaie de Meliton,., είς SP 9(1966) 263-269. J. BIRDSALL, Melite of Sardis Περί τοϋ Πάσχα in a Georgian version, είς Mu 80(1967)121-138. B. TSAKONAS, The usage of the Scriptures in the Homily of Melito.., είς Θεολογία 38(1967)609-620. S.G. HALL, The Melito papyri, είς JTS, N.S. 19(1968)476-508. Π.ΧΡΗΣΤΟΥ, Τό £ργον τοΰ Μελίτωνος Σάρδεων Περί Πάσχα καί ή άκο- λουθία τοϋ πάθους, είς Κληρονομιά 1(1969)65-78. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑ, Τό άπόσπασμα έκ τοΰ Περι πίστεως τοϋ Μελίτωνος, άντιγνωστική /ριστολογική ομολογία, είς Κληρονομιά 1 (1969) 247-274.Th.HALTON, Valentinianechoes in Melito Peri Pascha? είς JTS, N.S. 20 (1969)535-538. A. HANSEN, The Sitz im Leben of the Pascal homily of Melito of Sardis... (διατριβή), Northwestern Univ. 1968. SIBINGA SMIT, Melito of Sardis, the artist and his text, είς VC24(1970)81-104. M. VAN ESBROECK, Le traiteSur la Paque de ΜέΙΗοη de Sardes en geoergien, είς Mu 84(1871) 373-394. S.G. HALL, Melito Περί Πάσχα 1 and 2. Text and interpretation, είς Festschrift J. Quasten, Munster Achen- dorf 1970, I, σσ. 236-248. S. G. HALL, Melito in the light of the Passover Haggadah, είς JTS, N.S. 22(1971)29-46. H.VON CAMPENHAUSEN, Die Entstehung der Heilsge- schichte..., είς Saeculum 21(1970)189-212 (Μέ τόν Ίουστινο, τό Μελίτωνα καί τόν Ειρη¬ναίο άρχίζει μιά πραγματικά ιστορική εξήγηση της ΠΔ). R. CANTALAMESSA, Questioni melztoniane.., είς RSLR 6(1970)245-267. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Les homelies pascales de Μέ- liton et les extraits de Th£odote, είς Epektasis, M6I. h J. Danielou, Paris 1972, σσ. 263-271. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑ, Μελίτωνος Σάρδεων «Τά περί Πάσχα δύο» {'Ανάλεκτα Βλάτ. 8), Θεσσαλονίκη 1971. Μ. VAN ESBROECK., Nouveaux fragments de Meliton des Sardes dans une hom. giorgien «Sur la croix», είς AB 90(1972)63-99. M. RICHARD, T^moins grecs des gfragments XIII et XV de Militon..., είς Mu 85(1972)309-336. M. BRIO- so, Aportationes al problema de la metrica griega tardia, είς Estudios Cldsicos 16(1972)95-138. G. JOSSA, Melitone e I' A Diogneto, είς AIIS 2(1969/70)89-109. A. T. KRAABER, Melito the bishop and the synagogue at Sardis, είς Studies pres6nted to G. M. Haufmann, Harvard 1971, σσ. 77-85. W. SCHNEEMELCHER, Heilsgesei)|icllte Und Imperium. Meliton v. Sardes und der Staat, εις Κληρονομιά 5(1973)Stffi476.
R. WEIJENBORG, Μέΐίΐοη de Sardes lecteur...des S. Justin, είς Antonianum (1974) 362-366. O. PERLER, Peri Pascha 56 et la traduction g^orgienne, είς Forma futuri (πρός τιμήν τοϋ Μ. Pellegrino), Torino 1975, σ. 334-349. WILKEN ROBERT, Melito, the Jewish community at Sardis and the sacrifice of Isaac, είς TkS 37 (1976)53-69.

37. ΑΠΕΛΛΗΣ

Ό σημαντικώτερος μαθητής τοΰ Μαρκίωνα στή Ρώμη, μέ τόν όποιο- δμως διαφώνησε σέ ώρισμένα σημεία τής διδασκαλίας του. ΤΗταν φαίνεται πρόσωπο μέ καθαρό βίο κι ένέπνεε πολύ σεβασμό. Οί σπουδαιότερες ιδιοτυ¬πίες τοΰ 'Απελλή είναι: ή απόρριψη τής διαρχίας (ή άρχή τοΰ κόσμου είναι, μία), ή σχετική άπόρριψη τοΰ δοκητισμοΰ καί ή ολοκληρωτική καταδίκη τής ΠΔ. "Ενεκα τής διαφωνίας του μέ τό Μαρκίωνα έφυγε γιά τήν 'Αλεξάνδρεια, άλλά επανήλθε στή Ρώμη, δπου πέθανε μάλλον περί τό 180. Τις «προφητεΐές» του ώφειλε στή Φιλουμένη, πού επίσης άνήκε στούς μαρκίωνιτικούς κύκλους. "Ο,τι γνωρίζομε περί 'Απελλή όφείλομε στόν άντιαιρετικό συγγραφέα τοΰ Β' αιώνα Ρόδωνα, τοΰ όποιου άποσπάσματα καταχωρίζει στήν 'Ιστορία του ό Εύσέβιος (Ε' 13). Ό Ρόδων γνώρισε τόν Άπελή γέροντα. Στή διδασκαλία τοΰ 'Απελλή άναφέρονται ό 'Ιππόλυτος, ό Τερτυλλιανός, ό Έπιφάνιος καί ό 'Αμβρόσιος (άποσπάσματα).
"Εργα: Ό 'Απελλής έγραψε τούς Συλλογισμού; καί τις Φανερώσεις, τά όποια έκτος άπό λίγα άποσπάσματα έχουν χαθή. Στό πρώτο έξηγοΰσε τή ρι¬ζικά άρνητική του θέση έναντι τής ΠΔ καί στό δεύτερο κατέγραφε γενικά τις άπολαλύψεις-άντιλήψεις του. Ό Χριστός ήταν πραγματικός υιός τοΰ άγαΟοΰ Θεοΰ, άτελές κτίσμα, μέ άληθινή σάρκα, τήν όποία δμως είχε 6χι άπό τήν Παρ¬θένο, άλλά άπό τό σύμπαν (στοιχεία: θερμό, ψυχρό, ύγρό, ξηρό). "Οσοι πι¬στεύουν στόν εσταυρωμένο θά σωθοΰν, έάν πράττουν άγαθά έργα, τά όποια φαίνεται νά έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα άπό τήν πίστη. Ό Ρόδων ομιλεί πε¬ρί «πλειόνων συγγραμμάτων», τά όποια δέ γνωρίζομε. Εύαγγέλιο, τό όποιο προσγράφει στόν Απελλή ό Ιερώνυμος (Comment, εις Matth., Prol. XXVI 17Α), οΰτε άνευρέθηκε, οΰτε φαίνεται νά υπήρξε ποτέ.
Βιβλιογρ. : F. FRIED NER, Die ketzergeschichtlihen Angaben des Agapius und das System des Florinus (διατριβή), Munster i. w. 1942.

38. ΦΛΩΡΙΝΟΣ

Ό ΦλωρΤνος άνηκε στήν ίταλιωτική σχολή τοΰ Ούαλεντίνου. *Η περί¬πτωση του εκφράζει τή σύγχυση καί τήν κρίση πού δημιούργησε ό γνωστι- κισμός στούς κόλπους τής Εκκλησίας. Καί τοΰτο διότι ό Φλωρϊνος ήταν κατ* άρχάς μέλος τής Εκκλησίας, μαθητής τοΰ Πολυκάρπου Σμύρνης καί φιλικά συνδεδεμένος μέ τόν Ειρηναίο. Ό τελευταίος κατηγορεί σέ ίπιστολή του τόν Φλωρΐνο βτι εγκατέλειψε τήν όρθή διδασκαλία καί δτι οί άντιλήψεις πού έκφρά- "ζει είναι τελείως διάφορες άπό εκείνες πού άκουσαν μαζύ πλησίον τοΰ Πο¬λυκάρπου γύρω στό 150 μάλλον. Ό γνωστικισμός λοιπόν παρέσυρε 6χι μόνο άπλούς καί άπαίδευτους χριστιανούς, άλλά καί μαθητές αποστολικών άνδρών, ■πιστούς δηλαδή, πού γνώρισαν καλά τήν όρθή Παράδοση τής 'Εκκλησίας. Τό γεγονός δτι ό Ειρηναίος κατηγορεί τό Φλωρΐνο, γράφει εναντίον του τό χαμένο του έργο Περι Όγδοάδος καί συνιστά (πιθανώς) στό Ρώμης Βίκτω¬ρ α νά προσέχη τις κακόδοξες αντιλήψεις τοΰ ούαλεντινιανοΰ ιερέα καί συγ¬γραφέα Φλωρίνου, προϋποθέτει πλούσια δράση καί ϊσως συγγραφική δραστη¬ριότητα τοΰ τελευταίου (Εύσεβίου, Έκκλησ. ίστορ. Ε 20, 1 καί 4).
Βιβλιογρ : Α. von HARNACK, Marcion : Das Evangelium vom Fremden Gott, Leipzig a1924, σσ. 404-420. TOY ΙΔΙΟΥ, Unbeachtete und Neue Quellen zur Kenntnis des H&retikers Apelles (TV 28), Leipzig 1900, σσ. 93-108. HENNECKE- SCHNEEMELCHER, I, 259-260. G. QUISPEL, Die Reue des Schoephers, εις ThZ 5 (1949) 157-158. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ, Πανάριον 44, 1-3. ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ, De Paradiso VI 30-32, VII 35.

39. ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Ή συλλογή τοΰ 'Ιωάννου Δαμασκηνοΰ eΙερά παράλληλα περιλαμβάνει καί άποσπάσματα τοΰ έργου Περί αναστάσεως, τό όποιο προσγράφει στόν Ί¬ουστΐνο. Τό έργο έχει άπολογητικό χαρακτήρα καί γνωρίζουν ό Ειρηναίος ("Ελεγχος Α 5) καί ό Τερτυλλιανός (De reiMrreciione), άλλά πρώτος ό Με¬θόδιος (Γ αί.) τό άπέδωδε στόν Ίουστΐνο, μεταξύ τών έργων τοΰ οποίου έκ- δόθηκε άπό τόν Otto. Τό έργο πάντως δέν έχει σχέση μέ τόν Ίουστΐνο. Σ' αύτό όδηγοΰν εσωτερικοί κυρίως λόγοι (π.χ. δέ χρησιμοποιεί τήν 77<d, κάτι πού γιά τόν Ίουστΐνο είναι άδιανότητο), δηλ. τό ΰφος καί ή θεολογική δομή τοΰ έργου, πού είναι διαφορετικά στόν Ίουστΐνο. 'Ανεξάρτητα άπό τήν πατρότητά του τό έργο, σύμφωνα μέ τά επιχειρήματα τοΰ Α. Harnack, πρέ¬πει νά γράφηκε μεταξύ τών ετών 150 καί 180.
Τό κείμενο διαιρείται σέ 10 κεφάλαια καί ό συντάκτης του ύπήρξε άξιό- λογη θεολογική μορφή. Σκοπό είχε νά καταδείξη σέ πιστούς καί άπιστους δτι θά πραγματοποιηθή ή άνάσταση σώματος καί ψυχής. Τά έπιχειρήματά του λαμβάνει άπό τήν θύραθεν σκέψη (ιδίως χάριν τών άπιστων) καί τή Γρα¬φή. Ό σημαντικώτερος άποδεικτικός του λόγος είναι τό πρόσωπο τοϋ Χρι¬στοΰ (1),πού άνέστησε νεκρούς κι ενδιαφέρθηκε γιά τή σάρκα(9), τήν όποία ό συγγραφέας χαρακτηρίζει πρωτοποριακά «τίμιον κτήμα παρά τφ Θεώ», διότι δημιουργήθηκε άπό αύτόν κι έγινε «είκών τώ πλάστη τιμία» (7). Τό άκόμη σημαντικώτερο είναι δτι δ άνώνυμος συγγραφέας μας επιχειρεί, έστω κι επιγραμματικά, θεολογία τής ιστορίας καί θεωρία τής άπολογητικής. "Ετσι, μιλώντας γιά τούς εκτός τής Εκκλησίας άνθρώπους, σπεύδει νά διευ¬κρίνιση «δτι ούδέν έξωθεν τοΰ Θεοΰ, ούδέ αύτός ό κόσμος, ποίημα γάρ έστιν αύτοΰ»(5). Κόσμος καί ιστορία έπομένως είναι ιερά καί οί άνθρωποι διακρί¬νονται δχι σέ άνθρώπους έκτος ή εντός τοΰ Θεοΰ, άλλά σέ πιστούς καί άπι¬στους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις: J. C. Th. OTTO, Corpus apologetarum christianorum saeculi secun- di, III, σσ. 21-24, 258. Κ. HOLL, Fragmente vornicanischer Kirchenvater aus den «Sacra Parallela» [TU 20, 2), Leipzig 1899, σσ. 36-49. ΒΕΠ 4, 224-232.
Μελέτες: Th. ZAHN, είς ZKG 8(1886)1-15, 20-37. G. ARCHAMBAULT, Le t0moi~ gnage de 1' ancienne literature chr6tienne sur 1' authenticity d' un περί άναστάσεως attribui a Justin Γ apologiste, εις RPh 29(1905)73-93. A. PUECH, Les apologistes grecs du II e sifccle de notre 6re, Paris 1912, σσ. 267-275, 339-342. F. LOOFS, Theophi- lus von Antiochien Adversus Marcionem und die anderem theologischen Quellen bei Irenaus [TU 46,2), Leipzig 1930, σσ. 211-257, 281-299. F. R. HITCHCOCK, Loof's Asiatic Source (IQA) and the Ps-Justin De resurrectLone, είς ZNW 36(1938) 35-60. W. DELIUS, Ps-Justin, tlber die Auferstehung, είς Theologia via- torum 4(1952)181-204. A. HARNACK, III, σσ. 508-510.
40. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (ττερίττου 160-180) Ό Οικουμενικός Διδάσκαλος
Ό Διονύσιος Κορίνθου υπήρξε ή μεγαλύτερη φυσιο¬γνωμία τής Εκκλησίας μεταξύ τών έτών 160 και 175/180, γιά τά όποια μάλιστα πληροφορίες εχομε σχεδόν μόνον άπό τίς * Επιστολές του. Ή παρουσία του στή θεολογία τοϋ Β' αιώνα έκφράζει τήν όπέρβαση τοϋ άπολογητικοΰ πνεύματος, τήν έπανεύρεση τοϋ κλίματος τοϋ Ιγνατίου καί τήν προετοιμα¬σία τής θεολογίας τοΰ Ειρηναίου. Ή μεγάλη σημασία τοΰ
Διονυσίου σχετίζεται μέ τήν κρίση τής εποχής και τή συμβο¬λή του στήν αντιμετώπιση τής κρίσεως αύτής. Ή Εκκλησία τών χρόνων του συνταρασσόταν κυριολεκτικά α) άπό τις τά¬σεις τών έγκρατιτών κατά τοϋ γάμου, β) άπό τό πρόβλημα τής συγχωρήσεως ή μή όσων πίπτουν σέ άμαρτίες ή αίρεση και γ) άπό τις προσπάθειες νοθεύσεως τοϋ άσχημάτιστου Κανόνα τής Κ. Διαθήκης. Ή άπάντηση τοϋ Διονυσίου στά παραπάνω προβλήματα, πού υίοθετήθηκε τότε άπ* όλες σχε¬δόν τις Εκκλησίες καί πού άπό τόν Γ' αί. έγινε Παράδοση τής Εκκλησίας, είναι ή έξης : ή άγαμία είναι προαιρετική καί ό γάμος ιερός* δσοι μετανοοϋν πρέπει νά γίνωνται δεκτοί σέ οποιεσδήποτε άμαρτίες ή αιρέσεις καί δίν έπεσαν* ό κανών τοΰ Μαρκίωνα είναι ψευδής καί οί χριστιανοί πρέπει νά γνω¬ρίζουν τόν άληθή Κανόνα καί τή σημασία του ("Έτσι στό πρόσωπο τοϋ Διον. εχομε τόν πρώτο θεολόγο τοϋ Κανόνα). Ή στάση αύτή, πού συνιστοϋσε προσωρινά τουλάχιστο τή λύση τής κρίσεως στούς κόλπους τής Εκκλησίας, έδωσε στό Διονύσιο έξαιρετικά μεγάλο κϋρος, οικουμενική αναγνώριση καί άσυνήθη εμπιστοσύνη τών Εκκλησιών στό πρόσωπο του. Τοΰτο άποδεικνύεται (άλλά κι έξηγεΐται) άπό τό γεγονός δτι πολλές Εκκλησίες, κατά τή μαρτυρία του καί τις περιλήψεις. Επιστολών του, άπευθύνονταν στόν έπίσκοπο Κορίνθου, ζητώντας άπάντηση σέ θέματα πού τις άπασχολοϋσαν. Αυτά συνέβαιναν κατά τούς χρόνους τής ρωμαϊκής παντοδυναμίας, ή όποία έδινε άσυνήθη δύναμη καί κϋρος στήν Εκκλησία τής Ρώμης, πού άλλωστε ήταν ή «προκαθημένη τής άγάπης» (Ιγνατίου, Πρός Ρω μ.). Έν τούτοις στούς χρόνους τής άκμής τοΰ Διονυσίου (160 - 175/80) οί τοπικές Εκκλησίες προσέ- φευγαν γιά θέματα άληθείας στόν έπίσκοπο Κορίνθου, καί δχι στόν έπίσκοπο Ρώμης, στόν όποιο προσέφευγαν γιά αίτη¬ση προστασίας καί οικονομικής ενισχύσεως. Ό Διονύσιος δέ συμβούλευε άπλώς, άλλά κάποιος παράγων τοΰ δημιουργοΰ- σε αίσθημα γενικής εύθύνης, ώστε νά απροστάττη» (Εύσε¬βίου, Έκκ/.ησ. Ιστ. Δ' 23,6) πρός άποδοχή κι εφαρμογή όσων πρέσβευε. 'Από αύτό δέν εξαιρείται ούτε ό Ισχυρός επίσκοπος
Ρώμης Σωτήρ, πού, ένώ διαφωνούσε μέ τό Διονύσιο, ύποχώ- ρησε σιγά - σιγά στις άπόψεις τοϋ τελευταίου. Ή πραγματι¬κότης αύτή καί ή αίσθηση ηύξημένης εύθύνης τοϋ Διονυσίου όδηγοϋν στή διαπίστωση τοϋ πρωτείου άλη&είας. Στήν 'Εκ¬κλησία δηλαδή ύπήρχε καί υπάρχει πράγματι πρωτείο, άλλά τοΰτο εξαρτάται άπό τήν αλήθεια, άπό τό δτι ένας έπίσκοπος έκφράζει γνησιώτερα καί βαθύτερα άπ' όσο οί άλλοι έπίσκο- ποι τή θεία άλήθεια σχετικά μέ προβλήματα πού άφοροϋν τή σοτηρία, στή ζωή τής 'Εκκλησίας. Τό πρωτείο τής άληθείας, πού είναι θείο μυστήριο, άνευρίσκομε στόν Κλήμεντα Ρώμης πρώτα, στόν 'Ιγνάτιο 'Αντιοχείας έπειτα καί στό Διονύσιο Κορίνθου τώρα (βλ. σχετικά Στυλ. Παπαδοπούλου, Διονύσιος Κορίνθου, 'Αθήνα 1975, σ. 19 - 21). Τό πρωτείο τούτο, πού δημιουργεί έσί,οτερική ευθύνη στόν έκφραστή του καί τοϋ παρέχει τό λόγο γιά νά έπιμένη καί νά «προστάττη» τίς 'Εκ¬κλησίες, δχι μόνο δέν έχει καμμία σχέση μέ τό πρωτείο δι¬καιοδοσίας ή έξουσίας, άλλά καί τό αναιρεί ούσιαστικά.

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Γιά τό βίο τοΰ Διονυσίου τίποτε τό ασφαλές δέ γνωρίζομε, έκτος τοΰ δτι έδρασε στούς χρόνους τοΰ Ρώμης Σωτήρα. (166-175) καί δτι μετά τό 180 έ-πίσκοπος Κορίνθου ήταν ό Βάκχυλος ή Βακχυλίδης. Οί άπηνεϊς διωγμοί τοΰ Μάρκου Αυρηλίου κυρίως, ή δράση τοΰ γνωστικού αιρετικού Μαρκίωνα καί οί έγκρατιτικές τάσεις δημιούργησαν στήν Έκκλησία οχ ι άκόμη σχίσματα, άλλά διχογνωμίες, διαιρέσεις, μεγάλη σύγχυση καί αμφιβολία, πρΰς άντιμετωπιση των οποίων ο Διονύσιος έγραψε Επιστολές, επτα ο;πο τις οποίες χαρακτηρίσθηκαν Καθολικές, ενεκα τοΰ κύρους τής γνήσιας διδασκαλίας τους, άλλά καί τής γενικής άποδοχής τους. Δυστυχώς οί 'Επιστολές αύτές άπωλέ- σθηκαν εκτός άπό τέσσερα σύντομα άποσπάσματα καί περιλήψεις οκτώ έπι- στολών (επτά καθολικών καί μιας προσωπικής), πού όφείλομε στόν Εύσέβιο (Έκκλησ. ίσχ. Δ 23,1-13). Οί επιστολές απευθύνονταν πρός «Αθηναίους», πρός «Νικομηδεις», πρός τήν Έκκλησία ιιΓορτύνης» Κρήτης, πρός τήν «'Αμά- στριδος» ΙΙόντου, πρός «Κνωσσ(ους)) Κρήτης, πρός «Ρωμαίους» καί πρός «Χρυσοφόραν». Τά άποσπάσματα (Εύσεβίου, *Εκκλησ. ίστ. Δ 10-12, Β' 25,8) προέρχονται άπό τήν «Προς Ρωμαίους» έπιστολή. Έκτος τών άλ¬λων άπό τά αποσπάσματα συνάγεται δτι επιχειρήθηκε ή νόθευση τών Επι¬στολών καί δτι οί 'Εκκλησίες Ρώμης καί Κορίνθου είναι ίσόκυρες, υπήρξαν καί οί δύο ((φυτεία» τών αποστόλων Πέτρου καί Παύλου καί άρα έχουν τήν αύτή παράδοση καί τήν αύτή άλήθεια. Τδ τελευταίο άποτελεΐ άπάντηση σέ άμε¬ση ή έμμεση αξίωση τοϋ επισκόπου Ρώμης γιά εύρύτερη δικαιοδοσία επί τών άλλων Εκκλησιών.
Ό Εύσέβιος fΕκκλησ. Ιστ. Δ 23,6, 8, 11) πληροφορεί ότι πρός τό Διονύσιο έγραψαν 'Επιστολές ό Ρώμης Σωτήρ (166-175), ό Βακχυλίδης μέ- τόν "Ελπιστο άπό τήν Άμάστριδα του Πόντου καί ό Κνωσσοΰ Κρήτης Hi- νυτός.Τά. κείμενα αυτά χάθηκαν. Ό Σωτήρ, δσο γνωρίζομε, είναι ό πρώτος Ρωμαίος επίσκοπος μετά τόν Κλήμεντα πού έγραψε επιστολή. "Ενα άπό τά πρόσωπα, μέ τά όποια σχετίσθηκε ό Διονύσιος, ήταν καί ό επίσκοπος στήν ' Α- μαστρη Πάλμας, πού έγραψε μάλιστα κι 'Επιστολή γιά τόν εορτασμό τοϋ Πάσχα (Εύσέβιος, Έκκλησ.. ιστ. Ε 23,2) Τό κείμενο δέ σώζεται.
ΦιλΙηηου Γορτύνης κατά Μαρκίωνος. Στούς χρόνους τοϋ Διονυσίου ό Φίλιππος έγραψε άντιμαρκιωνιτικό έργο πού χάθηκε (Εύσέβιος, Έκκλησ. ιστ. Δ 25).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

A. HARNACK, Die Briefsammlung des Apostels Paulus und die anderen vor- konstantinischen christlichen Briefsammlungen, Leipzig 1926, σ. 37 έξ. Σ. ΑΑΓΟ- ΠΑΤΗ, Ό άγ. Διονύσιος Κορίνθου, είς Κιβωτός 2(1953) 476-479. P. NAUTIN, Lettrea et^crivains chritiens des lie et Ille sifecles, Paris 1961, σσ. 13-32, ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΠΑΔΟ¬ΠΟΥΛΟΥ, Διονύσιος Κορίνθου ό οικουμενικές διδάσκαλος, Αθήνα 1975. Toy ΙΔΙΟΥ, Ό Διονύσιος Κορίνθου καί το μέγα κϋρος τής Εκκλησίας Κορίνθου (Β' αί. μ. Χ), είς Πρα¬κτικά τοΰ Α' Συνεδρίου Κορινθιακών Σπουδών, 'Αθήνα 1975, σσ. 138-146. Α. HARNACK, είς ZNW 6 (1905) 67 έξ. (ύπόθεση ττερί τοϋ δτι ή λεγομένη Β' Επιστολή Κλήμεντα Ρώμης είναι 6ργο τοΰ Σωτήρα Ρώμης).

41. ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΣΚΙΑΑΙΤΑΝΩΝ Passio Sanctorum Scillitanorum
Σύντομο λατινικό κείμενο τοϋ είδους τών Πρακτικών. Α-ναφέρεται στήν καταδίκη έξη χριστιανών άπό τή Scilli τής Νου- μιδίας, πού έγινε στήν Καρθαγένη τό 180 άπό τόν άνθύπατο Σατουρνινο. Τό χωρίς ιδιαίτερη θεολογική αξία κείμενο τοΰ¬το άποκτα μεγάλη σημασία, διότι α) είναι τό άρχαιότερο χρο-νολογημένο κείμενο τής ρωμαϊκής Εκκλησίας σέ γλώσσα λατινική, β) τό άρχαιότερο γραπτό μνημείο γιά τήν Εκκλη¬σία στή Β. 'Αφρική καί γ) τό πρώτο κείμενο στό όποιο μνημο¬νεύεται λατινική 'Αγία Γραφή. Τοΰ λατινικοΰ κειμένου υπάρ¬χει έλληνική καί άρμενική έπεξεργασία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
*Εκόδσεις: J. ARM. ROBINSON, The Acts of the Scillitam Martyrs, Cambridge 1891 (καί ή έλληνική έπεξεργ.). G. KRUGER G. RUHBACH, AusgewShltc Martyreracten, Tub. «1965, σο. 28-29. Η. MUSURILLO, The Acts..., σσ. XXII-XXIII, 85-89. F. COR- SAR0,N0te sugli Acta Martyrum Scillitanorum, είς NDid 6(1956) 5-51. H. KARPP,- Die Zahl der Scilitanischen Martyrer, είς VC 15(1961)165-172. R. HANSLIK, Secre tarium und Tribunal in den Acta Martyrum Scil, et? Milanges Mohrmann, Utrecht 1963, σσ. 165-168. Β. SCHIAVINATO, Gli atti dei Martiri Scillitani, είς Euntes Doccte 17(1964)448-484. R. FREUDENBERGER, Die Acten der scilitanischen Martyrer als hi- elorisches Document, είς WSt N.F 7(1973)196-215.

42. ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ Ό Χριστιανός φιλόσοφος
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Έάν έπιτρέπεται ή χρήση τοϋ δρου «χριστιανός φιλόσοφος», ό μόνος χριστιανός συγγραφέας τής έποχής του πού τόν δικαιοΰται άπόλυτα είναι ό Άθηναγόρας. Δυστυχώς ή αρχαία Εκκλησία δέ διατήρησε στή μνήμη της τό χριστιανό αύτό φιλόσοφο, πού σύμφωνα μέ τήν έπιγραφή τής «Πρεσ¬βείας» (= άπολογίας) του ήταν άθηναΐος. Έτσι άγνοοϋμε κάθε τι πού σχετίζεται μέ τό βίο και τή δράση του, άφοϋ καί ό μόνος έκκλησ. συγγραφέας πού τόν άναφέρει, ό Μεθόδιος 'Ολύμπου (Περί αναστάσεως 37,1), δέν είναι διαφωτιστικός. "Εζησε στούς χρόνους τοϋ Μάρκου Αύρηλίου (161 -180) και ίσως καί τοϋ Κομμόδου (180- 192), άγνωστο ποϋ. Ήταν ε¬ξαιρετικά μορφωμένος καί ή φιλοσοφική του κατάρτιση σκία¬ζε τή θεολογική. Προερχόταν άπό έγκρατιτικούς χριστιανι¬κούς κύκλους ή τουλάχιστο συμπαθούσε Ιδιαίτερα τις τάσεις αυτές, άν κρίνωμεάπό τις αυστηρές περί γάμου καί έγκρατείας απόψεις του. Δέν άποκλείεται νά άσκησε τό έπάγγελμα τοϋ ρήτορα ή νά ήταν δάσκαλος τής ρητορικής, διότι τά δύο έρ- γίδιά του είναι φιλολογικά διαμάντια στήν καθόλου γραμμα¬τεία τών χρόνων του. Ό Άθηναγόρας υπερέχει δλων σχεδόν τών συγγραφέων τοϋ ΒΓ αί. σέ λογοτεχνικό τάλαντο, σέ γλωσ¬σικό αισθητήριο, σέ γλωσσική άκρίβεια καί καθαρότητα, κι έπιτυχές λεξιλόγιο.
Ό Άθηναγόρας ύπήρξε απολογητής τοϋ χριστιανισμού, άλλά τό έργο του στήν ούσία είναι περισσότερο φιλοσοφικό καί λιγώτερο θεολογικό. Χωρίς νά έχη βέβαια τήν άγωνία τής φιλοσοφικής άληθείας, προχωρεί μέ λογικά καί φιλοσο¬φικά έπιχειρήματα στήν υποστήριξη τής θέσεως του, ή όποία συνίσταται στό δτι οί χριστιανοί πιστεύουν (δέν είναι άθεοι) στόν ένα άληθινό Θεό (πού είναι άγένητος, δημιουργός τοϋ κόσμου, ακατάληπτος, προβολέας τοΰ Υίοϋ καί τοΰ Πνεύμα¬τος) καί στήν ανάσταση ψυχής καί σώματος. eH άκολουθου- μένη τακτική στό έργο τοΰ Άθηναγόρα δημιουργεί μεγάλα καί πολύ συζητημένα προβλήματα, διότι απουσιάζει σ' αύτά τελείως ή βιβλική θεμελίωση καί ή έκφραση της Παραδόσεως τής 'Εκκλησίας. Προτείνεται συνήθως ή εξήγηση δτι ό απο¬λογητής μας παραμέρισε τή βιβλική θεμελίωση, διότι έπιθυ- μοϋσε νά δείξη τήν ορθότητα τής πίστεώς του μέ έπιχειρήματα, πού δέν άμφίσβητοΰσαν οί κατήγοροι τής 'Εκκλησίας. Αύτό δμως σημαίνει δτι πίστευε πώς μπορούσε νά έπιτύχη τό σκο¬πό του μέ μόνη τή λογική. Στήν άρχή τής «Πρεσβείας)) του σημειώνει δτι θά πληροφορήση τά άφορώντα στούς χριστια¬νούς (1). 'Εν τούτοις απουσιάζει κάθε τι περί τοϋ Χριστοΰ καί τοΰ έργου του (άκόμη απουσιάζει καί τό δνομα Χριστός), τής 'Εκκλησίας καί τής θεολογίας της, έκτος άπό σύντομη, άλλά πολυσήμαντη, άναφορά στήν τριαδολογία καί τή σχέση άγενήτου Θεοΰ καί Αόγου. Οί άποδέκτες τοϋ «Περί αναστά¬σεως», πού εΐναι οί άπιστοι καί οί άμφιβάλλοντες(1-2), δέν πλη¬ροφορούνται οΰτε καν γιά τήν άνάσταση τοϋ Κυρίου. 'Απαντά στούς εθνικούς πού παραξηγοϋν ο,τι τελοϋν οί χριστιανοί στίς συνάξεις τους, άλλά δέν αναφέρει τί περίπου γίνεται σ'αύτές. "Ολα αύτά έχουν κατά τή γνώμη μας τήν ακόλουθη έξήγηση :
Πρώτον ό Άθηναγόρας, πού προερχόταν άπό φιλοσοφικά περιβάλλοντα, δέν άρνήθηκε στή φιλοσοφία τή δυνατότητα νά φθάση στήν αλήθεια, άσχετο άν δέν έφθασε πάντοτε. Α¬πόδειξη δτι ό Πλάτων κατά τόν Άθηναγόρα πίστευε π.χ. στόν ενα Θεό, «ποιητήν» τών όλων, «άγένητον καί άΐδιον» (Πρε¬σβεία 6). Τοϋτο είναι δυνατόν, έπειδή ό άνθρωπος μπορεί νά κινήται πρός τήν άλήθεια «παρά (τής) τοΰ Θεοΰ πνοής» (7). Ή κίνηση αύτή χαρακτηρίζεται «συμπάθεια» (7) καί προϋ¬ποθέτει μάλλον συγγένεια καί σχέση μέ τό Θεό, έξάρτηση καί ελξη άπό καί πρός τό Θεό. Πρόκειται γιά νέα όψη τής ιδέας τοΰ Τουστίνου περί σπερματικοϋ λόγου. Παράλληλα όμως ό Άθηναγόρας έχει καί άλλα στοιχεία πού δυσχεραί¬νουν τήν κατανόησή του : α) οί ποιητές καί φιλόσοφοι δέ βρήκαν τό όν, διότι δέν έμαθαν άπό τό Θεό όσα είπαν περί Θεοΰ: «ούχ εύρειν τό όν, ού παρά Θεοΰ περί Θεοΰ άξιώσαντες μαθειν, άλλά παρ5 αύτοΰ έκαστος» (7). Τό «ούχ εύρειν τό δν» σημαίνει εδώ δτι δέ βρήκαν πλήρως καί τελείως, διότι, ό¬πως ό Πλάτων καί άλλοι, κατώρθωσαν «περινοήσαι» (7) αύτό. Επομένως άπόλυτα τό Θεό γνωρίζει κανείς, μόνο εάν τό ζη- τήση άπό τό Θεό καί ό Θεός τοϋ τό δώση. β) Ή άλήθεια, τήν όποία ύποστηρίζει ό Άθηναγ., δηλ. ό χριστιανισμός, δέ λαμ¬βάνεται άπό κάπου, άπό τις Γραφές ή τήν Παράδοση, άλλά είναι κάτι πού «νοοΰμεν καί πεπιστεύκαμεν» καί γιά τό όποιο απλώς «έχομεν προφήτας μάρτυρας» (7). Εμφανίζεται ή χρι¬στιανική άλήθεια μέ περίεργη αύτονομία. Άφοΰ οί προφήτες έπιβεβαιώνουν μόνον («αί φωναί τών προφητών πιστοΰσιν ήμών τούς λογισμούς») (9) δέν είναι αύτοί ή πηγή, δέ δίνουν αύτοί τούς λογισμούς μας ή δέν ταυτίζονται μέ αυτούς. Συγ¬χρόνως ή χριστιανική άλήθεια, σημειώνει, δέν είναι «άνθρω- πικός... λόγος» (9). Άρα, εάν ό φιλόσοφος φιλοσοφοΰσε μέ τήν «πνοή» τοΰ Θεοΰ καί άν οί προφήτες έπιβεβαίωναν τις άντιλήψεις του, ό φιλόσοφος δίδασκε τήν πραγματική άλήθεια.
Δεύτερον. Ό Άθηναγόρας, ύπερηφανευόμενος γιά τήν παρθενία καί τήν «εύνουχία» τών χριστιανών, περιορίζοντας τις σαρκικές σχέσεις τών έγγάμων άποκλειστικά καί μόνο στήν «παιδοποιΐα» καί χαρακτηρίζοντας τό δεύτερο γάμο «εύπρεπή μοιχεία» (33), δείχνει δτι είχε σχέσεις μέ έγκρατιτι- κές ομάδες (ίσως τις μοντανιστικές) ή άνηκε σ* αύτές. Οί τέ¬τοιου είδους δέ όμάδες ζοΰσαν στό περιθώριο κάπως τής Έκ- κλησίας, δέν έδειχναν ενδιαφέρον γιά τή ζωή, τήν Παράδοση καί τή θεολογία τής Εκκλησίας. Κύριο μέλημά τους ήταν ή ήθικολογία, τήν όποία εύρισκαν καί στούς ποιητές καί φιλο¬σόφους. Τά μεγάλα θεολογικά προβλήματα δέν τούς άπασχο- λοϋσαν.
"Έτσι λοιπόν μπορούμε νά κατανοήσωμε τόν Άθηναγόρα: έπειδή είχε τίς άντιλήψεις αύτές περί άληθείας, δέν αισθανό¬ταν τήν άνάγκη βιβλικής καί θεολογικής θεμελιώσεως τών λεγομένων του. Έπειδή είχε έγκρατιτικές τάσεις, άδιαφορου- σε γιά τά μεγάλα θεολογικά προβλήματα. Ή έρμηνεία αύτή τοϋ φαινομένου Άθηναγόρας έξηγεΐ ίσως καί τήν απόλυτη σχεδόν σιωπή τής αρχαίας 'Εκκλησίας γιά τό πρόσωπο καί τόέργο του. Ό Άθηναγόρας δηλαδή τοποθετήθηκε μόνος του στό περιθώριο τής Εκκλησίας. Γι' αύτό άλλωστε, διότι δηλ. έγραφε γιά τή χριστιανική αλήθεια μέ φιλοσοφικές μόνο• προϋποθέσεις, χαρακτηρίσθηκε όρθά χριστιανός φιλόσοφος.
Ό Άθηναγόρας ήταν έκλεκτικός καί προσπαθούσε νά δείξη δτι ό χριστιανισμός άποτελοΰσε τή συνέχεια τοϋ άρ- χαίου κόσμου, δέν ήταν κάτι τό δλως άλλο, ή άλήθειά του ή¬ταν τελείωση τής άληθείας τών ποιητών καί φιλοσόφων. Αύ¬τά έξηγοΰν καί τήν άπουσία στό έργο τοΰ Άθηναγόρα τοΰ προβλήματος περί άσυμφωνίας ή συμφωνίας πίστεως καί φι-λοσοφίας. Τό συμπέρασμα τοΰ Barnard (Athenag., A Study ..., σ. 192) δτι ό Άθηναγόρας προσπάθησε νά έκχριστιανίση τόν πλατωνισμό καί δχι νά έξελληνίση τό χριστιανισμό φαίνεται άνεδαφικό, διότι γιά τόν Άθηναγόρα ό Πλάτων είχε άλήθεια πραγματική. "Αρα δέν είχε διάθεση νά τόν άλλάξη, νά τόν μεταστοιχειώση σέ κάτι άλλο, σέ χριστιανό φιλόσοφο. Γι' αύτό καί, ένώ συχνά έπαναλαμβάνει τόν Ίουστΐνο, ούδέποτε άναφέρει τήν ΐουστίνεια ιδέα περί χριστιανών πρό Χριστοΰ. Αύτό θά ύποτιμοΰσε τήν αύθεντικότητα τής άληθείας ποιητών καί φιλοσόφων.

Τέλος, παρατηροΰμε δτι μετά τόν Ίουστΐνο έργάσθηκαν δύο ισχυρά πνεύματα κάτω άπό τή σκιά του. Ό Άθηναγόρας, πού έμφανίσθηκε έναντι τής φιλοσοφίας πολύ διαλλακτικά)- τερος τοϋ Ίουστίνου, καί ό Τατιανός πού καταδίκασε άπόλυ¬τα τή φιλοσοφική σκέψη, ξεπερνώντας έτσι τό δάσκαλο του Ίουστΐνο. Καί οί δύο αύτές κατευθύνσεις δέ βρήκαν θέση στήν Παράδοση τής Εκκλησίας, αγνοήθηκαν καί σπανίως είχαν μιμητές.
Θεολογία. Ιδιαίτερη σημασία στήν «Πρεσβεία» τοΰ Άθη-ναγόρα έχουν οί σύντομες κι έπιγραμματικές αναφορές του στή θεολογία καί τήν τριαδολογία. Είναι ό πρώτος πού σχεδόν όρίζει τή θεολογία («Θεολογικόν μέροζ») ώς λόγο περί Θεοΰ Πατρός, Υίοΰ, άγίου Πνεύματος, άγγέλων καί λειτουργικών πνευμάτων (10). Στό χριστιανισμό μαθαίνει κανείς «περί Θεοΰ» «παρά(=άπό) Θεοΰ» (7). Οί προφήτες «κινοϋνται» (9) άπό τό ενθεο ή θεϊο Πνεΰμα καί όμιλοΰν, έκψωνοϋν, περί τοϋ Θεοΰ, είναι άπλώς ό «αύλός» καί τό Πνεΰμα ό «αύλητής». Σημειώνει μάλιστα ό Άθηναγόρας δτι οί προφήτες ένεργοΰν «κατ' έκστασιν» (9). Τοΰτο κινεί τήν υποψία δτι ό συγγρα¬φέας μας συμπαθοΰσε ή άνηκε σέ μοντανιστικούς καί προφη¬τικούς κύκλους, οί όποιοι έπεφταν σέ έκσταση γιά νά προφη¬τέψουν. Παράλληλα πρός «τόν θεολογικόν λόγον» (=τή θεο¬λογία) έχομε καί «τόν φυσικόν λόγον» (13), ό όποιος ση¬μαίνει μάλλον τά περί Θεοΰ έπιχειρήματα άπό τήν κατα¬σκευή καί τήν άρμονία τοϋ κόσμου (στωϊκή έπίδραση) καί ό όποιος θά μποροϋσε γι* αύτό νά χαρακτηρισθή πρόδρομος τής φυσικής Θεολογίας.
Ή τριαδολογία τοϋ Άθηναγόρα είναι αξιόλογη, άλλά δέ νομίζομε δτι πραγματικά ξεπερνά τήν έποχή της. Άγένητος καί άΐδιος καί ακατάληπτος—άλλά λόγω καταληπτός — είναι ό Θεός Πατήρ(ΙΟ). Ό Υίός είναι γένημα έν χρόνφ χάριν τής δημιουργίας τοϋ κόσμου, άλλά προϋπήρχε ώς ιδέα καί λόγος είς τόν Πατέρα, καθόσον ό Πατήρ είναι «λογικός»(10). Μέ τό Λόγο συνυπάρχει, συμπορεύεται («συνάδει») καί «τό προφη- τικόν Πνεΰμα» (10), τό όποιο απορρέει άπό τό Θεό κι επανέρ¬χεται εϊς αύτόν : «άπορρέον καί ε π α ν αφ ε ρ ό μ εν ο ν ώς ακτίνα ήλίου» (10). Τό θαυμαστό στή θεολογία αύτή είναι ή «έν τή ένώσει δύναμις καί ή έν τή τάξει διαίρεσις»(10). Άλλά ή αντίληψη δτι τό Πνεύμα έπανέρχεται στόν Πατέρα,δτι ή δύ¬ναμη του Θεοϋ βρίσκεται στήν ένωση Πατρός, Υίοϋ καί Πνεύματος, οδηγεί στό συμπέρασμα ή τουλάχιστο στήν υπο¬ψία δτι ή ίδιαιτερότης Υίοϋ καί Πνεύματος είναι αμφίβολη καί δτι τά πρόσωπα δέν είναι αύτοϋπάρξεις. "Ετσι ό Άθη¬ναγόρας μπορεί νά θεωρηθή πρόδρομος τοΰ Σαβελλίου καί τών μοναρχίανών. Στό έργο «Πρεσβεία» κεφ. 13 βρίσκομε γιά πρώτη φορά στή χριστιανική γραμματεία τόν δρο «αναίμακτος Θυσία» σέ σχέση μέ τή λογική λατρεία, χωρίς όμως νά άναφέρεται καί ή λέξη Εύχαριστία.

ΕΡΓΑ

Ό παρισινός ελληνικός κώδικας 451 τοϋ έτους 914 αποδίδει στόν Άθη- ναγόρα δύο έργα, τό κείμενο τών οποίων μάλιστα έχει θεωρήσει δ ϊδιος ό έ- πίσκοπος Καισαρείας 'Αρέθας, στήν προσωπική φροντίδα τοϋ όποιου άλλωσ¬τε οφείλεται ή διάσωση καί πολλών άλλων θεολογικών καί θύραθεν κειμένων. Νεώτεροι κώδικες μέ τό αύτό κείμενο προέρχονται άπό τόν κώδικα τοΰ Άρέθα.
α. Πρεσβεία περί χριστιανών Άθηναγόρου αθηναίου, φιλοσόφου χρι• στιανοϋ. Γράφηκε μεταξύ 166 καί 3 Αύγούστου 168. 'Αποτελείται άπό 37 κεφάλαια καί σκοπό έχει τήν άναίρεση τριών βασικών κατηγοριών εναντίον τών χριστιανών: περί άθεότητος, θυεστείων δείπνων καί οίδιποδείων μίξεων. 'Αρχίζει μέ τήν έπιχειρηματολογία τοΰ Ίουστίνου ('Απολογία 1-2) περί τοΰ δτι δέν πρέπει νά καταδικάζωνται οί χριστιανοί μόνο καί μόνο διότι είναι χρι¬στιανοί. 'Αφιερώνει τό μέγιστο μέρος τοΰ έργου στήν άναίρεση τής περί άθεό¬τητος κατηγορίας, εκθέτοντας καί τήν πίστη τών χριστιανών είς τόν ένα Θεό. Χρησιμοποιεί πλήθος ελλήνων ποιητών καί φιλοσόφων, μέ τή βοήθεια τών ο¬ποίων πρώτος αύτός επιχειρεί νά καταδείξη τήν ενότητα τοΰ Θεοΰ. Ό έπη- ρεασμός του άπό τή φιλοσοφία είναι εμφανής. 'Αντλεί άπό τό μέσο πλατω- νισμό καί τούς στωικούς (ή ιδέα τής άρμονίας πρός άπόδειξη τής υπάρξεως τοΰ Θεοΰ). Σύγκριση μάλιστα τοΰ α Διδασκαλικού» τοΰ 'Αλβίνου (δίδαξε πε¬ρί τό 151/2 μ.Χ. στή Σμύρνη) μέ τήν «Πρεσβεία» τοΰ 'Αθηναγόρα δείχνει 8τι
ό τελευταίος έκθέτει τις άντιλήψεις του βάσει άνθολογίων κι επιτομών τής πλατωνικής φιλοσοφίας (Malherbe).
β. Περί Αναστάσεως νεκρών. Τό έργο παραδίδει ό ίδιος κώδικας Paris, gr. 451 καί διαιρείται σέ 25 κεφάλαια. Διατυπώθηκαν άμφιβολίες γιά τήν πατρότητά του, άλλά χωρίς πειστικά επιχειρήματα. Τό έργο άποτελεΐ συνα¬γωγή λογικών καί φιλοσοφικών επιχειρημάτων καί μαρτυριών πρός άπόδει¬ξη τής άναστάσεως τών νεκρών, δηλ. τής ψυχής καί τοΰ σώματος. Ό Άθη¬ναγόρας είναι πεπεισμένος δτι μπορεί νά φθάση στό σκοπό του χωρίς τή βοή¬θεια τής Γραφής καί τής Παραδόσεως, τις όποιες θά περίμενε κανείς νά βρή τουλάχιστο στά μέρη τοϋ έ'ργου οπού, μετά τήν επιχειρηματολογία, πα¬ρατίθενται οί λόγοι «περί τής άληθείας» (1), δηλαδή οί θέσεις τοΰ Άθηναγό¬ρα. Χαρακτηριστικό τής τοποθετήσεως τοΰ Άθηναγόρα είναι οτι θεωρεί τήν άνάσταση τών νεκρών σύμφωνη μέ τή φύση καί δτι δέν άναφέρει κάν τήν ά- νάσταση τοΰ Κυρίου. Πάντως μέ τό έργο τοΰτο έχομε τά πρώτα στοιχεία χρι¬στιανικής άνθρωπολογίας (Barnard, The Father...), ή όποία μάλιστα δέ στη¬ρίζεται στά βιβλικά δεδομένα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις : Ε. SCHWARTZ, Athenagorae Libellus pro christianis, Oratio de resur- rectione cadaverum (TU 4,2), Leipzig 1899. W. OWEN, Athenagoras, NY 1904. J. GEFFCKEN, Zwei griechischen Apologeten, Leipzig 1907, σσ. 120-238. Μ. PELLEGRINO, Gli apologeti greci del lis., Roma 1947. P. UBALDI-M. PELLEGRINO, Atenagora : La Supplica... Della risuiTezione..., Torino 1947. ΒΕΠ 4, 283-331. G. RUIIBACII, Altkir- chliche Apologeten, Giitersloh 1966, σσ. 35-62 (μόνον ή Πρεσβεία.). W. SCIIOEDEL, Athe¬nagoras: Legatio and De Resurrectione, Oxford 1972 .
Μελέτες : Γ.ΒΕΛΛΙΟΥ, Πάρεργα ήτοι κριπκαί τίνες παρατηρήσεις είς τόνΆθηναγό- ραν..., 'Αθήνα 1859. Α. ΙΙΙ ΑΝ ΝΙΔΟΥ, Πραγματεία περί της παρ' Άθηναγόρα φιλοσοφικής γνώσεως (διατριβή), Ίένα 1883. Π. ΑΟΓΟΘΕΤΟΥ, Ή θεολογία τοϋ Άθηναγόρου, Λειψία 1839. L. CHAUDOUARD, Etude sur le Περί άναστάσεως d' Athinagore, Lyon 1S08. G. PORTA, La dedica e la data della Πρεσβεία di Atenagora, είς Didaskaleion (1916)53- 70. S. PAPPALARDO, II monoteismo e la dottrina del Logos in Ath6nagora, είς Dida¬skaleion (1924)11-40. Καί τοϋ ΙΔΙΟΥ περί δαιμόνων, άγγέλων καί προνοίας στό ίδιο περιο¬δικό, σελ. 67-180. Κ. PREYSING, Ehezweck und zweite Ehe bei Athenagoras, είς ThQ 110(1929)85-110. R. WITT, Albinus and History of Middle Platonism, Cambridge 1937. M.PELLEGRINO, Studi sull' antica apologetica, Roma 1947, σσ. 65-79. M.ALFONSJ, Motivi tradizionali del giovane Aristotele in Clemente Ales, e in Atenagora, εις VC 7(1953)129-142. R. GRAND, Athenagoras or Pseudo-Athenagoras, εις IIThR 47(1954) 121-129. J. CREIIAN, Athenagoras, είς Ancient christian Writers 23, Weslm.-Maryl. London 1956. D. POWELL, Athenagoras and the philosophers, είς CQR 168(1967) 282-289. N. SCIVOLETTO, Cultura e scolastica in Atenagora, εις GiorFil 13(1960) 231-248. P. GRAMAGLIA, Atenagora : Supplica per i christiani (εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις), Roma-Ancona 1964. L. BARNARD, Athenag., Galen, Marcus Aurel. and Celsus, είς CQR 1G8(1967)1G8-181). J. CARAZA, Ή διδασκαλία περί άναστάσεως τών νεκρών στόν Άθηναγόρα (στά ρουμανικά), είς Metropolia Moldovei sisuccvei 44(1968) 361-372. Κ. ΝΟΥΣΚΑ, Ό άπολογητής Άθηναγόρας ώς φιλόσοφος χριστιανός, είς ΓρΠ 51(1968)173-182, 259-269, 355-362. Α. MALHERBE, Athenagoras on Christian ethics, είς JEM 20(1969) 1-5. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, The Holy Spirit in Athenagoras, εις JTS 20(1969) 538-542. TOY ΙΔΙΟΥ, The structure of Athenagoras Supplicatio pro christianis, εις VC 23(1969) 1-20. L. BARNARD, Church and sacraments in the works of Athenago¬ras, εις RB 80(1970)138-152. TOY ΙΔΙΟΥ, God, the Logos, the Spirit and the Tri¬nity in the Theology of Athenagoras, είς SlTh 24 (1970)70-92. A. MALIIERBE, Athe¬nagoras and the Location of God, είς ThZ 26(1970)45-52. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Athenagoras on the poets and philosophers, είς Kyriakon. Festschrift J. Quasten, I, Munster 1970, σσ. 214-225. ZEEGERS-VAN DER VORST N., La «prcnotion commune» au chapitre 5 de la Legatio d'AthSnagore, εις VC 25(1971)161-170.L. BARNARD, Athenagoras. A stu¬dy in second century christian Apologetic, Paris 1972. TOY, ΙΔΙΟΥ Notes on Atha- nagoras, είς Latomus 31(1972)413-432. Τον ΙΔΙΟΥ, The Father of Christian an¬thropology, είς ZNW 63(1972)254-270. TOY ΙΔΙΟΥ, The philosophical and biblical background of Athen., είς Epektasis. M6lan... είς J. Dani&ou, Paris 1972, σσ. 3-16. R. FERWERDA, Le serpent, le noeud d'Hercule et la caduc6e d' Herm£s. Sur un passage orphique chez Athinagore, είς Numen 20(1973)104-115. W.SCHOEDEL, Chri¬stian «atheism» and the peace of the Roman empire, είς CHh 42(1973)309-319. T. BARNES, The embassy of Athenagoras, εις JTS (N.S) 26(1975)111-114. J.C.M. VAN WINDEN, The Origin of falshood. Some comments... «On the resurrection of the dead» .., είς VC 30(1976)303-306. L. BARNARD, Athenagoras, De resurrectione. The background and theology . . ., είς STh 30(1976) 1-42.



31. ΚΕΛΣΟΣ (έθνικός)

$
0
0


31. ΚΕΛΣΟΣ (έθνικός)



Ό Κέλσος δέν είναι βέβαια μεγάλος φιλόσοφος, άλλά είναι ό μεγαλύτερος άπό όσους έγραψαν κατά τοΰ χριστιανισμού. Συνέλεξε τά έπιχειρήματα πού είχαν δίατυπωθή στούς κόλπους τοΰ έθνισμοΰ, τά συστηματοποίησε καί τά άνέπτυξε περαιτέρω στό τετραμερές έργο του 'Αληθής λόγος. "Ετσι υπήρχε στή διάθεση τών εθνικών μία σύνοψη, μία φαρέτρα, μέ τό περιεχόμενο τής οποίας πολεμοΰσαν τήν Εκκλησία. Ή ζωή καί ή δράση τοΰ Κέλσου μας είναι τελείως άγνωστη. Καί τό έργο του σώθηκε μόνο μέσω τοΰ Ώριγένη, στό βιβλίο τοΰ τελευταίου δηλ. Κατά Κέλσου, δπου άντικρούεται ό Κέλσος βήμα πρός βήμα, βάσει τών κειμένων του, πού παρατίθενται αύτούσια. "Ετσι σώθηκαν τά 3 /4 σχεδόν τοΰ άντιχριστιανικοΰ τούτου έργου, πού γράφηκε περί τό 178.


Ό Κέλσος ύπήρξε πλατωνικός φιλόσοφος μέ άριστη γνώση τοΰ συστήματος τών επικούρειων, τών λοιπών φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του και τοΰ γνωστικισμοΰ. Φαίνεται δμως δτι είχε τήν υπομονή — πρώτος μεταξύ τών εχθρών τοΰ χριστιανισμοΰ-νάγνωρίση 6σο ήταν δυνατόν τάάφορώντα στή ζωή καί τό φρόνημα τής Εκκλησίας, καθώς έπίσης καί στόν ιουδαϊσμό.
Ή τακτική τοΰ Κέλσου είναι περίεργη, διότι άρχίζει τήν άναίρεση τοΰ χριστιανισμοΰ βάσει επιχειρημάτων, πού θά μποροΰσε νά προβάλη ένας ίουδαΐος, γιά τόν όποιο βέβαια δέν εκπληρώθηκαν στό πρόσωπο του Χριστοΰ- οί προφητείες της ΠΔ, τήν όποία έπειτα δ Κέλσος προσβάλλει καί άπορρί πτει τελείως. Συνεχίζει τήν έπιχειρηματολογία του βάσει τής άνθρώπινης σοφίας. 'Αρνείται κάθε είδος θαύματος, χαρακτηρίζει τόν Κύριο άπατεώνα, απορρίπτει τήν ενανθρώπηση καί τήν άνάστασή του. Διακωμωδεί καί περι¬φρονεί τούς χριστιανούς, οί όποιοι στεροΰνται δήθεν καί τής παραμικρής παιδείας, επιδίδονται σέ σχίσματα καί αιρέσεις καί ζοΰν άποκομμένοι άπό τήν κοινωνική ζωή. Υποστηρίζει άκόμη οτι ό Κύριος είχε μελετήσει τόν Πλάτω¬να καί δτι ό χριστιανισμός έλαβε πολλά στοιχεία άπό τήν έλληνική φιλοσοφία, άλλά τά διέστρεψε. Τό τελευταίο τοΰτο έπιχείρημα είς βάρος τοΰ χριστιανι¬σμού ήταν πολύ δημοφιλές καί γι' αύτό συναντάμε συχνά τήν άπάντηση τών χριστιανών. "Ετσι π.χ. ό Ίουστΐνος, ό Τατιανός κ.ά. άπαντώντας άντιστρέ- φουν τό έπιχείρημα καί υποστηρίζουν δτι οί έλληνες έλαβαν άπό τό Μωϋσή καί τούς εβραίους, οί δέ χριστιανοί συνεχίζουν τούς εβραίους.
Γενικά ό Κέλσος εξέφρασε τά αισθήματα καί τήν τοποθέτηση τοΰ εθνικού κόσμου έναντι τής 'Εκκλησίας, γι' αύτό καί τό έργο του εντυπωσίασε, έπέδρασε καί πολεμήθηκε.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις: O.GLOCKER, Celsi'Αληθής λόγος [KIT 151), Bonn 392'•. R. BADI.R, Der 'Αληθής λόγος des Kelsos, 1940. W. DEN BOER, Scripta paganorum I-IV sacc. de Christianis testimonia, Leiden 1948. M. BORRET, Origene: Contre Celse, I-II (SCk 132), Paris 1967" III-IV (SCh 136), Paris 1968.
Μελέτες: P. LABRIOLLE, La reaction paienne. Etude sur la poicmique anlichnHi- enne du le au 6e s. 1931.W. DEN BOER, De eerste bestrijder van het Christendom, Gro- ningen 1950. C. ANDRESEN, Logos und Nomos. Die Polemik des Kelsos wider das Christentum, Berlin 1955. H. DORRIE, Die platonische Theologie des Kelsos in ihrer Auseinandersetzung mit der christlichen Theologie, auf Grund von Origenes * Contra Celsum 7,42 Gott. 1967. J. VERMANDER, De quelques reliques a Celse dans Γ Apologeticum de Tertullien, είς REAug 16(1970)205-225. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Celse, source ct adversaire de Minucius Felix, είς REAug 17(1971)13-25. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Theophile d' Antioche contre Celse, A Autolycos III, είς REAaug 17(1971)203. 225. L. BARNARD, Athenagoras..., Paris 1972, σσ. 65-68. J. VERMANDER, La parution do l'ouvrage de Celse et la datation de quelques apologies, είς REAug 18 (1972)27-42. Π. ROSEXRA- TJM, Zur Datierung von Celsus 'Αληθής λόγος, είς VC 26(1972)102-111.W. ULLMAIN>\ Die Bedeutung der Gotteserkenntnis fur die Gesamtkonzeplion von Celsus ' Logos alethes \ εις 14,3(1971)180-188.

32. ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ (ανωνύμου)

Τό έργίδιο Περί μοναρχίας, διηρημένο σέ εξι κεφάλαια, άποτελεΐ συλλο¬γή χωρίων καί ρητών άπό άρχαίους έλληνες ποιητές καί σοφούς. Μέ τά κείμε- -να αύτά, πού δέν είναι πάντοτε γνήσια, ό άγνωστος μας συντάκτης επιθυμεί νά άποδείξη δτι και στούς έλληνες βρίσκει κανείς τήν ιδέα τοϋ ένός ή τοϋ ενιαί¬ου Θεοΰ. Τών κειμένων, πού λαμβάνονται άπό τόν Αισχύλο, τό Σοφοκλή, τό Φιλήμονα, τόν Πυθαγόρα, τόν Εύριπίδη, τόν Πλάτωνα, τό Μένανδρο, τόν "Ο¬μηρο προηγοΰνται σύντομα ένίοτε σχόλια. Πότε γράφηκε τό έργο δέ γνωρί¬ζομε. Βασιζόμενοι δμως στή δομή του καί στόν άπολογητικό του χαρακτήρα, τοποθετοΰμε αύτό στό β' ήμισυ τοΰ Β' αι., εποχή πού παρήγαγε σχετικά έργα. Ό J. Vermander τοποθετεί τό έργο μεταξύ τών ετών 140 καί 178, δηλ. πριν άπό τόν 'Αληθή λόγον τοΰ Κέλσου. Τό Περί μοναρχίας άποδόθηκε στόν Ίου- στΐνο, συντάκτη ομωνύμου έργου πού χάθηκε. Ό Ίουστϊνος δμως, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοΰ Εύσεβίου (Έκκλησ. tcrt. Δ 18), άποδεικνυε τή μοναρχία τοΰ Θεοΰ όχι μόνο μέ θύραθεν κείμενα, δπως γίνεται στό παρόν έργο, άλλά κυρίως μέ χωρία τής Γραφής. Συνεκδίδεται μέ τά έργα τοΰ Ίουστίνου.
E.J. GOODSPEED, Die altesten Apologeten, Gott. 1914. ΒΕΠ 4,44-51. J. VERMANDER, La partition de I'ouvrage de Celse et la datation de quelqucs apologies, είς BEAug 18(1972) 27-42

33. ΕΡΜΕΙΑΣ
Ό Ερμείας, πρόσωπο άγνωστο στήν αρχαία γραμματεία, φέρεται σάν συγγραφέας τοϋ έργου Διασυρμός τών εξω φιλοσόφων, πού έχει 19 σύντομες παραγράφους. Ό τί¬τλος, ό πρόλογος καί ό επίλογος τοϋ βιβλιδίου προσδιορί¬ζουν τό χαρακτήρα καί τό σκοπό του. "Εχει λοιπόν τό εργο χαρακτήρα διασυρτικό (διασυρμός) καί χλευαστικό καί σκο¬πεύει νά δείξη πόσο ή εθνική φιλοσοφία είναι μωρία (1), σύμφωνα μέ τόν Παϋλο. Στό σκοπό του ό Ερμείας φτάνει παραθέτοντας απόψεις ελλήνων φιλοσόφων άπό τόν Ηρά¬κλειτο μέχρι τούς στωικούς ετσι, ώστε νά γίνεται σαφής ή αντίθεση μεταξύ τους (σ' ενα συγκεκριμένο θέμα, όπως θεός, ψυχή...) καί ή παντελής ελλειψη κριτηρίου τής άληθείας πού έκφράζουν. Ή παράθεση δμως τών άπόψεων γίνεται χωρίς κριτική επεξεργασία καί βαθύτερη κατανόηση τών φιλο¬σοφικών αντιλήψεων καί συστημάτων. Τοΰτο άποδεικνύει δτι ό Ερμείας ούτε είχε σπουδάσει καλά, ούτε είχε κατανοή¬σει ορθά τήν έλληνική φιλοσοφία, τήν όποία οπωσδήποτε
γνώριζε, άλλά μέσω τών σχετικών άνθολογιών και εγχειρι¬δίων τής έποχής του.
Πότε έζησε και έγραψε ό 'Ερμείας δέ γνωρίζομε. Γενικά τοποθετείται στό Β' ή Γ' αίώνα. Τελευταία ό J. Vermander (La parution de l'ouvrage de Celse et la datation de quelques apologies, είς REAug 18 (1972)27- 42) τοποθετεί τό έργο μεταξύ τών έτών 140 καί 178. Επομένως ό Τατιανός επηρεάσθηκε στήν άντιφιλοσοφική του κριτική άπό τόν 'Ερμεία καί 6χι ό Ερμείας άπό τόν Τατιανό, δπως πιστεύεται. Πιθανόν μάλιστα ή δριμεία κρι¬τική τοΰ 'Ερμεία νά έγινε άφορμή καί τοΰ άντιχριστιανικοΰ έργου τοΰ Κέλσου Αληθής λόγος (178).
Τό εγχείρημα τοΰ 'Ερμεία είναι στό είδος του γιά τήν Εκκλησία φαινό¬μενο μοναδικό, χωρίς προηγούμενο καί επόμενο. Δέν είναι τυχαίο μάλιστα δτι ή παράδοση άγνόησε καί τό έργο καί τό συγγραφέα του. "Αλλωστε καί ό Τατιανός, πού εΤναι πολύ περιφρονητικός γιά τήν [έλληνική φιλοσοφία, βγή¬κε άπό τά δρια τής Εκκλησίας. Ό Ερμείας εσφαλμένα καταλέγεται ένίο- οτε μεταξύ τών χριστιανών άπολογητών. Δέν άπολογεϊται τοΰ χριστιανισμού, μόνο περιφρονεί καί σαρκάζεί τή φιλοσοφία, άπό τήν όποία μάλιστα έλαβε καί τόν δρο «διασυρμός».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η. DIELS, Doxographi graeci, Berlin 21929, σσ. 649 - 656• ΒΕΠ 5,7b-77. L. ALFONSI, Ermia filosofo, Brescia 1974. S. GENNERO, Sullo 'Scherno' di Ermia filo- eofo, Catania 1950. Tor ΙΔΙΟΥ, Una parola del Teeteto nell Scherno di Ermia, είς VC 5(1951) 80-83. Τοϋ ΙΔΙΟΥ, Due note ad Ermia, είς RSLR 4(1968) 470-472.

34. ΜΟΝΤΑΝΟΣ

"Ο Μοντανός άνέπτυξε άξιόλογη δράση καί δημιούργησε ισχυρό προφη¬τικό κίνημα στήν περιφέρεια τής Εκκλησίας μ* επικίνδυνες συνέπειες γι' αύτή. Οί πληροφορίες δμως γιά τό πρόσωπο καί τό έργο τοΰ έκστατικοΰ αύτοΰ προ¬φήτη σπανίζουν. 'Αξιολογώντας τίς ελάχιστες ειδήσεις τοΰ Εύσεβίου καί του Έπιφανίου, τοποθετούμε τήν έναρξη τής δράσεως τοΰ Μοντανοΰ στό έτος 156 καί τό κορύφωμά της (στή Μικρασία) τό 172. Ό Μοντανός, ιερέας τής θεάς Κυβέλης καταρχάς, έδρασε στή μικρασιατική Φρυγία, πού είχε πλούσια χι- λιαστική καί προφητική παράδοση (Παπίας, θυγατέρες Φιλίππου). Τήν πα¬ράδοση αύτή άνέπτυξε καί συμπλήρωσε μέ έγκρατιτικά καί θεολογικά στοι¬χεία, πού ώδηγοΰσαν στό μοναρχιανισμό. Ό Μοντανός έμφανίσθηκε σάν φορέας τής τρίτης προφητείας, τοΰ Παρακλήτου δηλαδή, πού συμπλήρωνε τήν προ¬φητεία τοΰ Χριστοΰ καί φυσικά καί τής ΠΔ. Θεωροΰσε τόν έαυτό του δργανο του Παρακλήτου και τελευταία και τελεία μορφή προφητείας. Ό Θεός Πατήρ ενήργησε καί άποκαλύφθηκε στόν κόσμο μέσω τοΰ Ίησοΰ καί τώρα μέσω τοΰ Παρακλήτου (μοναρχιανισμός). 'Ανέμενε τάχιστα τή χιλιετή βασιλεία καί στούς οπαδούς του έπέβαλε έγκρατιτικές άρχές. Διέκρινε τούς άνθρώπους σέ πνευματικούς, ψυχικούς καί σωματικούς, άπαγόρευε τό γάμο, αύξησε τις νηστείες, άπέκλειε τή συγχώρηση άμαρτιών μετά τό βάπτισμα καί καλλιερ- γοΰσε τόν ενθουσιασμό γιά τό μαρτύριο (σημειωθήτω δτι τά πρώτα είσπηδη- τικά μαρτύρια παρουσιάσθηκαν κατά τό μαρτύριο τοΰ Πολυκάρπου άπό Φρύ- γες χριστιανούς καί τό 177 στή Λυών άπό όπαδό τοΰ Μοντανοΰ).
"Ενεκα τών προφητικών κι έγκρατιτικών του τάσεων περισσότερο καί τών θεολογικών του άρχών λιγώτερο άναστάτωσε κυριολεκτικά τήν Εκκλη¬σία και γι' αύτό πολεμήθηκε σφοδρά μέ πολλές συγγραφές άπό έκκλησιαστι- κούς άνδρες, δπως ό Άπολινάριος Ίεραπόλεως (171), ό 'Απολλώνιος (193 /6) τόν Β' αιώνα καί πολλοί άλλοι βραδύτερα. Φαίνεται μάλιστα δτι οί πρώτες σύνοδοι μετά τήν άποστολική συγκροτήθηκαν στήν 'Ασία έξ αιτίας τοΰ κι¬νήματος τοΰ Μοντανοΰ, τό όποιο άπό μέν τούς οπαδούς του ώνομαζόταν Νέα προφητεία, άπό δέ τήν Εκκλησία κατά Φρνγας αΐρεσις (Εύσεβίου, Έκκλησ. ίστ. Ε 18,1). Ή αίρεση αύτή δημιούργησε τεράστια προβλήματα στήν 'Εκ¬κλησία, διότι εμφανίσθηκε σ' εποχή μεγάλης κρίσεως γι' αύτή, σέ έποχή πού τά ποικίλα γνωστικά συστήματα, ό μαρκίωνιτισμός καί οί διωγμοί τή συγ¬κλόνιζαν.
"Οπως κάθε ενθουσιαστικό κίνημα, έτσι καί ό μοντανισμός εξαντλήθη¬κε γρήγορα καί περιωρίσθηκε περισσότερο στή γενέτειρά του Φρυγία. Ό επι-φανέστερος χριστιανός πού προσεχώρησε στό μοντανισμό υπήρξε ό Τερτυλ- λιανός (μετά τό 220).
Οί προφητείες τοΰ Μοντανοΰ καί τών συνεργάτιδων του Μαξιμίλλας καί Πρίσκιλλας, πού συνήθως γίνονταν έν έκστάσει, καταγράφηκαν άλλά χάθη¬καν. Τά σύντομα καί χωρίς ιδιαίτερη σημασία διασωθέντα άποσπάσματα ε¬λάχιστα συμβάλλουν στήν γνώση τοΰ έργου τοΰ Μοντανοΰ. Οί σπουδαιότεροι συγγραφείς οπαδοί τοΰ μοντανισμοΰ έκτος άπό τόν Τερτυλλιανό είναι οί Άστέριος, Όρβανός, Θεμίσων, πού έγραψε καθολική έπιστολή, Πρόκλος, θεόδοτος, 'Αλκιβιάδης, Μιλτιάδης κ.ά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Εκδόσεις : P. DB LABRIOLLE, Les sources de L'histoire du montanisme, Pa¬ris Freiburg 1913. N. BONWETSCH, Texte zur Geschichte des Montanismus (KIT 129), Berlin 1914.
Μελέτες s W. ScsEPELER,Der Montanismus und die phrygischen Kulte, Tubin. 1929. A.HOLLARD, Deux hir^tiques: Marcion et Montan, 1935. H.KRAFT, Die altchrist- liche Prophetie und Entstehung des Montanismus, εις ThZ 11 (1955) 249 - 271. FREEMAN - GRENVILLE G., The Date of the Outbreak of the Montanism, εις J EH 5(1954)7-15. K. ALAND, Der Montanismus und die kleinasiatische Theologie, εις ZNW 46(1955) 109-116. E. BEHZ, Montana Lehre vom Parakleten, είς ErJb 2S (1956) 293-301. Κ. ALAND, Bemerkungen zur Montanismus.., είς Kirchengeschi- chtliche Entwurfe, Gutersloh 1960, σσ. 105-148. I. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Οί Παυλικιανοί, 'Αθήνα 1959, σσ. 149- 153. J. DANIELOU-H. MARROU, Geschichte der Kirche, I, Zu- rich-KOln 1963, σσ. 121-124.

35. ΣΙΒΥΛΛΑΙ

Τ ά ίργα πού έφεραν τον τίτλο Σίβυλλαι ήταν έκτεταμένη καί πολύ διαδε-δομένη σειρά κειμένων στόν έλληνικό καί ελληνιστικό χώρο. Περιείχαν δράματα, χρησμούς καί κατόπιν προβλέψεις, συγγενείς πρός τίς βιβλικές προφητείες καί τήν άποκαλυπτική γραμματεία. Ή άκμή τών Σιβυλλών τοποθετείται στούς Η'-Ζ' π.Χ. αί. Οί Σίβυλλες ήσαν προφήτιδες ή μάντιδες γυναίκες {δπως ή Πυθία) μέ δαιμονική ένίοτε δύναμη, πού σέ κατάσταση έκστάσεως ή δχι προ¬έβλεπαν τά μέλλοντα καί συνήθως προέλεγαν καταστροφές καί συμφορές. Γιά τήν άρχή καί τήν προέλευσή τους δέ γνωρίζομε κάτι τό άκριβές. Κοιτίδα πάντως τής πρώτης Σίβυλλας-ονομα κατ' άρχήν, πού έγινε κατόπιν συνώνυ¬μο ή προσηγορικό τής προφήτιδας—ήταν ή 'Ανατολή (Μικρασία, Λιβύη, Περ¬σία, Ελλάδα), πολλές πόλεις τής όποιας ισχυρίζονταν δτι ή Σίβυλλα ήταν δι¬κή τους (Μάρπησσος Ελλησπόντου, Έρυθραί τής 'Ιωνίας, Βαβυλών, Δελ¬φοί κλπ.) 'Από τήν 'Ανατολή ή Σίβυλλα έφθασε στήν Κύμη τής Ιταλίας, δ¬που πώλησε στό βασιλέα τής Ρώμης Ταρκύνιο τόν 'Υπερήφανο (534-510 π.Χ.) σιβυλλικά βιβλία, πού έκτοτε φυλάσσονταν στό ναό τοϋ Δία στό Καπιτώλιο.
Τά κείμενα αύτά, διότι περιείχαν άπειλές καί προέλεγαν καταστροφές βασιλέων καί πόλεων, χρησιμοποιήθηκαν ήδη κατά τό Β' π.Χ. αί. άπό έλλη- νιστές ιουδαίους τής διασποράς μέ σκοπό τήν άντιρωμαϊκή τους προπα¬γάνδα. Πρός τούτο ιουδαίοι έλληνιστές επεξεργάσθηκαν καταλλήλως τά ύπάρχοντα κείμενα ή έγραψαν άλλα μέ τή δομή τών παλαιών. "Ετσι στά 14 (άπότά 15) σωζόμενα σιβυλλικά βιβλία, πού γράφονταν σέ ήρωϊκά έξάμετρα, έξ ολοκλήρου ιουδαϊκά ή μέ ιουδαϊκά στοιχεία είναι τά βιβλία Α-Ε καί ΙΑ-ΙΓ.
"Ο,τι δμως περισσότερο μας ενδιαφέρει είναι τά βιβλία VI, VII καί VIII, τά όποια έν δλω ή έν μέρει γράφηκαν άπό χριστιανούς συγγραφείς στό Β'μ•Χ• αί. μέ τή δομή καί στό πλαίσιο τών άρχαιοτέρων έλληνοϊουδαΐκών συβυλλικών βιβλίων, πού στό μεταξύ μερικά είχαν έμπλουτισθή μέ σημαντικά γνωστικά στοιχεία, ό'πως λ.χ. τό VII βιβλίο. Καί οί χριστιανοί, δπως οί ιουδαίοι, βρήκαν στά βιβλία αύτά δυνατότητα προπαγάνδας κατά τών έθνικών γενικά καί τής σκληρής Ρώμης ειδικά, πού ήταν τό κέντρο τών διωγμών τής 'Εκκλη¬σίας. 'Ακόμη παρουσίαζαν τά δράματα, τίς άπόκρυφες προφητείες καί άπο- καλύψεις τών σιβυλλικών βιβλίων ώς θύραθεν φυσικά, άλλά θεία σημεία καί μαρτυρίες πρός άπόδειξη τής έπαληθεύσεως τών βιβλικών προφητειών περί Χριστοΰ καί νίκης τοΰ χριστιανισμού.
Τά χριστιανίζοντα σιβυλλικά βιβλία γνώριζε ό συντάκτης τοΰ Ποιμένα τοϋ Έρμα, ο Ίουστΐνος καί βραδύτερα ό Άθηναγόρας, ό Μελίτων Σάρδεων, ό Τατιανός, ό Θεόφιλος, ό Κλήμης Άλεξανδρέας, ό Τερτυλλιανός, ό Εύσέ¬βιος κ.ά. Στό Μεσαίωνα μάλιστα καί στήν 'Αναγέννηση τό ύλικό τών βιβλίων αύτών έ'γινε συχνά πηγή εμπνεύσεως πολλών καλλιτεχνών (Ραφαήλ, Δάντης, Μιχαήλ "Αγγελος κ.ά.). 'Από τά χριστιανίζοντα σιβυλλικά βιβλία τό VIII (ι¬διαίτερα τό πρώτο μέρος του) γράφηκε οπωσδήποτε πρό τοΰ 180 καί τό VII μέ τά πολλά γνωστικά στοιχεία ί'σως περί τά τέλη τοΰ Β' αιώνα.
Τό στεοιεχάμενο τών βιβλίων VI καί VII. Τόνΐ,πού εχει μόνον 28 στί¬χους, περιλαμβάνει ΰμνο στό Χριστό καί στό ξύλο τοΰ Σταυροΰ. To VIII, πού έχει 500 στίχους, διακρίνεται σέ τρία τμήματα, είναι τό σπουδαιότερο καί τό γνωστότερο άπό όλα καί περιλαμβάνει: α) Αναγγελία τής θείας τιμωρίας καί τής καταστροφής τής Ρώμης.β) "Υμνο γιά τό τελικό θρίαμβο τοΰ Χριστοΰ (μέ τήν άκροστοιχίδα α ΤΗΣ ΟΥΣ ΧΡΕΙΣΤΟΣ ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ ΣΩΤ1ΙΡ ΣΤΑΥΡΟΣ») καί άναφορά στό έργο τοΰ Χριστοΰ καί στή βασιλεία τοϋ παντοδύναμου Θεοΰ μετά τήν τιμωρία τών κακών. Οί Σίβυλλες καί μάλιστα ή Ερυθραία προφη¬τεύει μέ άκρίβεια γιά τό Χριστό καί τό έ'ργο του καί θεωρείται προφήτης τοΰ Σωτήρα, μολονότι κατά παράδοση έ'ζησε έξι γενεές μετά τόν κατακλυσμό καί ήταν ιέρεια τοΰ Απόλλωνα (Εύσεβίου, Κωνσταντίνου λόγος 18 καί 19)* άλλά φυσικά ό χριστιανός συγγραφέας εργάζεται στό β' ήμισυ τοΰ Β' αί. 'Α¬νάλογα προφητεύει καί ή Κυμαία Σίβυλλα, γ) "Υμνο στό δημιουργό Θεό καί τό Λόγο του πού έγινε άνθρωπος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Εκδόσεις: ,1. GEFFCKEN, Die Oracula Sibillina (GCS), Berlin 1902. P. LieofcR Christ us im Munde der Sibylle, Wien 1911. A. KURFESS, Sibyllinische Weissagungen, Miinehen 1951 (ή καλλίτερη έκδοση τών βιβλίων I-VITI καί XI). V. NIKIPROWETSK Υ, La Lroisiiime Sibylle, Paris 1970.
Μελέτες: Κ.Κ., Περί Σιβυλλών καί ιδίως περί της είς ήμας διασωΟείσης συλλογής τών χρησμών αύ•:ών, είς Ευαγγελικός Κήρυξ 5(1861) 241-258. H.FL'CHS, Der geistige Widerstand gegen Iloin in der anlikenVVelt, 1938. A. KURFESS,Wie sind die Fragmen- te der Oracula Sibyllina eizuordnon? Ein Beitrag zu ihrer Ueberlieferung, είς Αένιιπι 26(1952) 228-35. Του ΙΔΙΟΥ, Zu den Oracula Sibyllina, Colligere Fragmenta, είς Beu- ron 1952, σο. 75-83. Tot; ΙΔΙΟΥ, Λ lie lateinische Sibyllinenverse, zic,ThQ 133 (1953) 80-96. TOY ΙΔΙΟΥ, Zum II. Bueh der Oracula Sibyllina, είς Rhein. Museum fttr Phi- lologie 29(1956)225-41. TOY ΙΔΙΟΥ, Dies irae. Zurn sog. 2. Buch der Or. Sibyllina, είς IIJG 77(1958)328-338. TOY ΙΔΙΟΥ, είς Hennecke-Schneemelcher, Ii, σσ. 498¬532. JEAN-MAIRE, La Sibylle et la relour de l'age d'or, 1939. II. ERBSE, FragmenLe griecluschor Theosophien, 1941. A. PERKTTI, La Sibilla Babilonese nella propaganda ellenistica, Φλωρεντία 1943. Ο. THOMSON σ-ό RevR (1952) 115-136 έρευνα τή θέση τών συβυλλικών κειμένων στούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς. J. AMIR, ΊΙ μεσσιανική Ιδέα στόν ελληνιστικό ιουδαϊσμό (εβραϊκά), Tel Aviv 1971 (μέ άναφορά στα σιβυλλικά βιβλία). J. G. GAGER, Some attempts to label the Oracula Sibyllina, book 7, εις HThR 65(1972) 91-97. G. SALANITRO, Note criliche al testo degli Oracoli Sibillini, εις Ilelikon 9-10 (1969-70) 680-688. A. DUPONT-SOMMER, Histoire ancienne de Γ Orient, είς AEUEB IVe sect.1971/72, σσ. 129-142 (τά σιβυλ. βιβλία IVxal V). V. NIKIPROWETSKY, Refle¬xions sur quelques problfcmes du quatrifeme et du cinquifeme livre des Oracles Sibyl- lins, είς Hebrew Union College Annual, Cincinati 43(1972)29-76. D. KORZENIEWSKI, ΝΕΓΟΗ et la Sibylle, είς Latomus 33(1974) 921-925. D. FLUSSER, A quotation from the Ghathas in a Christian Sibylline oracle, εΙςΕχ orbe relig. Studia G. Widengren oblata, I, Leiden 1972, σσ. 172-175. J. AMIR, Homer und Bibel als Ausdrucksmitte im 3. Sibyllenbuch, είς Scrip taClassica Israelica 1(1974)73-89. J. COLLINS, The sibyl¬line Oracles of Egyptian Judaism (Diss), Montana 1974.




21. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ - Ό Απολογητής καί μάρτυς (+ Περί τά 165)

$
0
0

21. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ


Ό Απολογητής καί μάρτυς (+ Περί τά 165)

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Ό ίερός Ίουστΐνος, ό ίδρυτής τής πρώτης χριστιανικής θεολογικής σχολής, άποτελει νέα καί συγκλονιστική παρουσία στήν Εκκλησία. Τό μεγαλείο του βρίσκεται δχι τόσο στό Αποτέλεσμα τής προσπαθείας του δσο στήν πρωτοτυπία. Σκοπός του ήταν νά δημιουργήση τό νέο καί άληθινό τύπο φιλοσόφου, τό χριστιανό φιλόσοφο, σάν έκφραση τής ένό- τητος τής άληθείας στόν κόσμο καί άρα τής ένότητος τοϋ ίδιου τοΰ κόσμου. Μολονότι ώνομάσθηκε «φιλόσοφος», είναι κάτι τελείως διαφορετικό άπό ένα στοχαστή ή ενα έρευ- νητή φιλόσοφο. Είναι καί θέλει νά είναι πάντοτε κατηχητής ή μάλλον διδάσκαλος τής Εκκλησίας. Καί σάν γνήσιος διδάσκαλος τής Εκκλησίας άπαντα, μολονότι γενικά, στήν τριπλή πρόκληση τής έποχής του : τοϋ ιουδαϊσμού, τοΰ έλληνισμοϋ καί τοϋ γνωστικισμοϋ. Τό φιλοσοφικό του παρελθόν χρωματίζει βέβαια τό εργο του καί συχνά ορίζει τή μέθοδό του, άλλά οί προϋποθέσεις τής σκέψεώς του είναι ή Εκκλησία καί ή Γραφή της. Συγχρόνως είναι ό πρώτος μεγάλος θεολόγος τής Εκκλησίας πού αισθάνθηκε τήν άνάγκη τής έλληνικής φιλοσοφίας, τήν όποία κατάλαβε μέ τόν τρόπο τοϋ στωϊκοΰ Ποσειδωνίου καί τής όποιας πάντως χρησιμοποιεί λίγα μόνο στοιχεία


Άκόμη ό Ίουστΐνος δέν υπήρξε γνήσιος φιλόσοφος, διότι δέν είχε γνήσιο φιλοσοφικό προβληματισμό, όπως φαίνεται άπό τά έργα του. Δέν τοΰ έλειπε όμως ή καλή φιλοσοφική κατάρτιση, τήν όποία χρησιμοποίησε σάν όργανο καί όχι σάν βάση άληθείας. Έτσι δέ μεταστοιχείωσε τήν ευαγγελική αλήθεια σέ φιλοσοφική ούτε καί τήν παρεξή¬γησε. Άπλώς προσπάθησε νά τήν έκφράση μέ τή γλώσσα τής έποχής του καί μάλιστα κάτω άπό τό πλέγμα τής προσω¬πικής του πνευματικής όδοιπορίας, τής μεταστροφής του δηλαδή άπό τόν έθνισμό στό χριστιανισμό. Γι'αύτό σέδλη του σχεδόν τή ζωή αισθάνεται τήν άνάγκη νά άπαντα στό γιατί τής μεταστροφής του. Είναι λοιπόν βασικά άπολογη- τής τής προσωπικής του ζωής, τής μεταστροφής του,ή ό¬ποία στηρίζεται άποκλειστικά στό γεγονός ότι οί προφη¬τείες τής ΠΔ επαλήθευσαν στό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ, κάτι πού έπίσης αναπτύσσει συνεχώς. Άλλά καί πάλι τό έργο τοϋ Ίουστίνου δέν θά γίνη θεωρητική φιλοσοφία, θά μένη πάν¬τοτε φιλοσοφία τής ζωής. Άλλωστε στά ισχυρά επιχειρή¬ματα ύπέρ τοΰ χριστιανισμού πρώτη θέση κατέχει ή ήθική ζωή τών χριστιανών, τήν όποία δείχνει καί άναλύει μέ πολλούς επαίνους καί απέραντο θαυμασμό, ώστε μποροϋμε νά εΐπωμε, ότι Άν δέν ήταν φιλόσοφος, ήταν ήθικολόγος.
Ή σκέψη καί ή θεολογία τοΰ Ίουστίνου, παρά τή γνησιότητά της, βρίσκεται σέ γραμμή διαφορετική καί άποτελεΐ κλίμα διαφορετικό άπό έκεΐνο, πού εκφράζει ό Ιγνάτιος λόγου χάρη καί ό Ειρηναίος. Οί τελευταίοι υιοθετήθηκαν πε¬ρισσότερο άπό τήν Έκκλησία, ώστε ή θεολογία τους νά γίνη Παράδοσή της. Τοΰτο ισχύει μόνο έν μέρει γιά τόν Ίουστΐνο καί ή έξήγηση δέν είναι δύσκολη : Ό Ίουστΐνος δέν προερχόταν άπό τούς κόλπους τής έκκλησιαστικής Πα¬ραδόσεως, όπως οί άλλοι. Έτσι ή προβληματολογία του ά- φορούσε γενικά στήν τριπλή πρόκληση τής εποχής πρός τήν Εκκλησία, άλλά ήταν σέ μεγάλο βαθμό προσωπική. Συγχρόνως πρέπει νά σημειώσωμε δτι τό ένα άπό τά δύο θέ¬ματα πού άπασχόλησαν τόν Ίουστΐνο, τό θέμα τής ένότητος τής άληθείας (σπερματικός λόγος καί Λόγος) καί τής καταλ- λαγής τοϋ χριστιανισμού μέ τή φιλοσοφική σκέψη, δε λύ¬θηκε ικανοποιητικά άπό τόν ιερό συγγραφέα μας καί ή θεο¬λογία του έπί τοΰ προκειμένου δέν έγινε ή θεολογία τής Εκ¬κλησίας. Άκόμη δέν είναι άνευ σημασίας δτι ό Ίουστινος δέ μίλησε στό πλαίσιο τής λατρείας τής Εκκλησίας, άλλά στήν Ιδιωτική του σχολή, πού μορφολογικά έμοιαζε μέ τις πολλές φιλοσοφικές σχολές. Απευθυνόταν μάλλον έξ ϊσου σέ πιστούς καί άπιστους, στήν έποχή μάλιστα πού ή Εκκλη¬σία δέν είχε βγή άπό τις κατακόμβες. Ή αίσθηση τοΰ λει- τουργικοϋ μυστηρίου λείπει άπό τό έργο του καί τά μοναδι¬κής άξίας κεφάλαιά του περί Βαπτίσματος καί Ευχαριστίας είναι πληροφοριακά, μολονότι έχουν τή θέρμη ένός μελλον¬τικού μάρτυρα τής πίστεως.
'Ολόκληρο τό έργο τοϋ Ίουστίνου κινείται γύρω άπό δύο βασικές θέσεις:
α) Ό άν&ρώπινος λόγος Βχει τή δυνατότητα νά προασεγίσει  την άλήϋεια έστω καί μέ τρόπο ατελή. "Ετσι, κόσμος καί ιστορία καταξιώνονται άπόλυτα, κάτι πού οδηγεί άβίαστα στή συνδιαλλαγή τής εκκλησίας μέ τόν πνευματικό κόσμο. Τοΰτο είναι δυνατό, διότι ή άλήθεια, τήν όποία ολόκληρη έχο¬με στό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ, υπήρχε ανέκαθεν στόν κόσμο σέ βαθμό σπερματικό ή μερικό. Ό Χριστός, έπειδή είναι αύτοαλήθεια, δροϋσε ώς άλήθεια καί Λόγος καί πριν άπό τήν ένανθρώπησή του, γι' αύτό οί προ Χριστοΰ άνθρωποι καί μάλιστα οί φιλόσοφοι μέ τούς άνδρες τής ΠΑ δέν ήσαν έκτος Χριστοΰ. Ή άλήθεια στόν κόσμο είναι άρα ενιαία καί όλοκληρώνεται στό Χριστό. Οί περισσότεροι έθνικοί φιλό¬σοφοι δμως παρερμήνευσαν τή σπερματική άλήθεια κι έτσι κατέληξαν σέ λανθασμένα συστήματα, άπό τά όποια δέν έ- ξαιρεΐται τοΰ Πλάτωνα, στόν όποιο μάλιστα ό Ίουστινος είχε ιδιαίτερη προτίμηση. Φαίνεται δμως δτι ό Ίουστΐνος, πού δέν τοΰ έλειπε ό ρεαλισμός, δέν άναπαύθηκε μέ τήν πα¬ραπάνω θέση του, ή όποία στηρίζεται στήν ύπαρξη τοΰ σπερ- ματικοΰ λόγου (ή άληθείας). Γι' αύτό συχνά καταγγέλλει δτι όσα όρθά είπαν οί έλληνες φιλόσοφοι τά έλαβαν άπό τούς προφήτες τής ΠΔ κι έπομένως είναι «ήμών τών χριστιανών ». Άλλά σέ καμμιά περίπτωση δέ μας έξηγεΐ τό λόγο, γιά τόν όποιο οί έλληνες άναγκάσθηκαν νά δανεισθούν άπό τούς προφήτες, παρά τό γεγονός δτι ή σπερματική άλήθεια ύπήρ¬χε πάντοτε και γιά όλους. Αύτό δείχνει δτι ό φιλόσοφος τής Εκκλησίας διαπίστωσε άδιέξοδο, πού δέν κατώρθωσε νά ξεπεράση. Ή Έκκλησία θά ξεπεράση τό άδιέξοδο αύτό τοΰ Ίουστίνου είδικά καί τών άπολογητών της γενικά μέ τή θεο¬λογία περί «άνακεφαλαιώσεως» τοΰ Ειρηναίου λίγες δεκα¬ετίες άργότερα.
β) 01 προφητείες τής ΠΔ έπαλήϋ'ενσαν ατό πρόαωπο τον Χριστοΰ καί τοΰτο άποτελεΐ τό ισχυρότερο έπιχείρημα γιά τήν όρθότητα καί τήν ώλοκληρωμένη άλήθεια τοΟ χρι¬στιανισμού. Ό μωσαϊκός νόμος περιέχει άλήθεια, άλλά εί¬ναι άτελής καί γι' αύτό καιρικής σημασίας. Ή τελική καί τε¬λεία άποκάλυψη γίνεται άπό τό Θεό στό άνθρώπινο γένος διά τοΰ Χριστοΰ. Ή θέση αύτή άποτελεΐ κάτι περισσότερο άπό δεύτερο κέντρο, στή σκέψη καί τή ζωή τοΰ Ίουστίνου. Άποτελεΐ τή βάση, στήν όποία στήριξε τή μεταστροφή του καί τήν άφετηρία γιά κάθε θεολογική έρμηνεία. Άκόμη καί ή θεολογία του περί τής ένότητος τής άληθείας κατανοείται εύχερέστερα σάν συνέπεια άλλά καί σάν έπιχείρημα τής περί προφητείας θέσεώς του. Ό ίερός Ίουστΐνος, άναπτύσ- σοντας τή θέση του αύτή, άρχισε, αύτός πρώτος, στό χώρα τής Εκκλησίας, τή βαθύτερη άνάλυση κι έρμηνεία τής ΠΔ, χρησιμοποιώντας τήν άλληγορική καί τυπολογική μέθοδα τών Ιουδαίων, καθώς καί τή ραββινική τεχνική στήν έξή- γηση. Άκόμη αύτός πρώτος έρευνα τόν τίτλο Χριστός.
Γενικά τό έργο τοΰ Ίουστίνου δέν είναι συστηματικός άλλά έχει τή διάθεση νά δείξη τήν καθολικότητα τοΰ χρι- στιανισμοϋ, νά δείξη δτι είναι τό κορύφωμα τής ιστορίας καί τής άληθείας. Ή έπιστημονική κατανόηση τοϋ προσώ¬που καί τοϋ έργου τοΰ μεγάλου αύτοϋ διδασκάλου καί μάρτυ¬ρα τής 'Εκκλησίας γίνεται έξαιρετικά δύσκολη, διότι : υ¬πήρξε φύση άπλή καί θερμή, άλλά μέ πολλά προβλήματα- διότι συχνά πρωτοτύπησε' διότι θεολόγησε σέ κλίμα καί σέ χώρο πού ίστορικά δέ γνωρίζομε καλά (135-165)• διότι δέν ώλοκλήρωσε τό έργο του* διότι δέ σώθηκαν δλα τά έργα του* διότι μέρος άπό τή θεολογική του σκέψη δέν έγι¬νε Παράδοση τής Εκκλησίας. Ή 'Εκκλησία δμως δέ δυσκο¬λεύθηκε νά τόν κατανοήση καί νά τόν τιμήση, διότι ό δι¬δάσκαλος "Ιουστΐνος, πού ήταν μόνο λαϊκός, έγινε μάρτυρας τής πίστεώς της καί διότι πρώτος αύτός, έστω καί χωρίς απόλυτη έπιτυχία, έπιχείρησε σοβαρά, μέ τόλμη καί σύνεση, νά άντιπαραβάλη τή χριστιανική άλήθεια στή φιλοσοφική σκέψη καί μάλιστα τήν πλατωνική.

ΒΙΟΣ

Κυρία πηγή βιογραφικών στοιχείων τοϋ Ίουστίνου εϊναι τά έργα τοΰ ιδίου. Πληροφορίες δμως άντλοΰμεκαί άπό άρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, δπως άπό τό μαθητή του Τατιανό, τόν Ιππόλυτο, τόν Τερτυλλιανό καί τόν Εύσέβιο, ο! όποιοι μέ τήν ?δια σειρά χαρακτήρισαν τόν Ίουστΐνο «θαυμα- σιώτατον», «μάρτυρα», «φιλόσοφον καί μάρτυρα» καί μάρτυρα «έν φιλοσό¬φου σχήματι». Γεννήθηκε μέ τήν άνατολή τοΰ Β' αί. άπό εθνικούς καί μάλλον λατίνους γονείς στή Φλαβία Νεάπολη (σήμερα Ναπλούς) κοντά στή Σαμά¬ρεια της Παλαιστίνης. Άπό νεαρή ηλικία έδειξε πολύ ένδιαφέρον γιά τήν ά¬λήθεια. ΤΗταν κατ* εξοχήν άνήσυχο πνεΰμα καί σέ μικρό διάστημα γνώρισε καί άλλαξε διαδοχικά ένα στωικό, ένα περιπατητικό κι' ένα πυθαγόρειο δάσκα¬λο τής φιλοσοφίας. Τοΰτο οφείλεται στό άνυπόμονο καί τό άνικανοποίητο τοΰ Ίουστίνου, καθώς καί στό άναπτυγμένο αίσθητήριό του περί άληθείας. "Επειτα κατέφυγε σέ πλατωνικό φιλόσοφο, κοντά στόν όποιο βρήκε ικανοποίηση, μάλι¬στα μέ τή θεωρία τών ιδεών (Αιάλογ. 2), ή όποία νόμιζε δτι θά τόν όδηγήση στό νά ϊδη τό Θεό. Γρήγορα δμως αισθάνθηκε νέα άπογοήτευση. Κουρασμένος άπό τις άναζητήσεις του καί ποθώντας ειλικρινά τήν άλήθεια, περιδιάβαζε μελαγχολικός καί στοχαζόμενος σέ κάποια παραλία (πιθανόν της Εφέσου), δ- που συνάντησε μυστηριώδη σεβάσμιο γέροντα. Αύτός τοΰ τόνισε δτι ή φιλο¬σοφία δέν μπορεί νά θεραπεύση τήν έσώτατη περί Θεοΰ ζήτηση τοΰ άνθρωπου καί τοΰ υπέδειξε τή μοναδική σημασία τών προφητών, οί όποιοι «μόνοι τό αληθές καί είδον καί έξεΐπον άνθρώποις» (Διάλογ. 7).
"Εκτοτε δ Ίουστΐνος άφωσιώθηκε μέ ζέση στή μελέτη τών προφητών και διαπίστωνε συνεχώς τήν έπαλήθευσή τους στο πρόσωπο τοϋ Χριστοΰ, δπως τοΰ υπέδειξε ό πολιός γέροντας. "Οσα δ Ίουστΐνος καταγράφει στά κεφάλ. 1-8 τοϋ Διαλόγου του σχετικά μέ τίς πνευματικές του άναζητήσεις καί τό έ- πεισόδιο στήν παραλία, πού σήμαινε τή μεταστροφή του στό χριστιανισμός θεωροΰνται φιλολογική επένδυση καί έκφραση τής πνευματικής περιπλανή- σεως καί όδοιπορίας τοΰ συγγραφέα μέχρι τήν είσοδό του στήν Έκκλησία. Τή μεταστροφή τοΰ Ίουστίνου, πού τοποθετείται μεταξύ 132 καί 135, άκο- λούθησε διήμερη συζήτηση μεταξύ αύτοΰ καί τοΰ ιουδαίου νομοδιδασκάλου Τρύφωνα, τοΰ όποιου ή ταυτότητα παραμένει άγνωστη, παρά τίς προταθείσες ταυτίσεις. 'Αργότερα, φορώντας πάντοτε τό φιλοσοφικό του τρίβωνα, ήρθε στή Ρώμη (τό 150 ή λίγο νωρίτερα), δπου παρέμεινε σέ δύο περιόδους καί συνέστησε είδος ιδιωτικής κατηχητικής (γενικώτερα χριστιανικής) σχολής. Τό διάβημα τοΰτο τοΰ Ίουστίνου στό κέντρο τής αύτοκρατορίας εγκαινίαζε μιά νέα έποχή: Ή Έκκλησία τών κατακομβών προκαλοΰσε σχεδόν φανερά τούς διανοουμένους τής έποχής. Καί δ πνευματικός γενικά έθνικός κόσμος άναγκα- ζόταν νά άντιμετωπίση 6χι μόνο μέ ειρωνείες τό νέο πνευματικό μέγεθος, τήν Έκκλησία.
Τή σχολή, πού λειτούργησε μάλλον στήν οικία κάποιου Μαρτίνου πλησίον τοΰ λουτροΰ Τιμοθίνου, παρακολούθησε σημαντικός άριθμός μαθητών, μεταξύ τών οποίων καί εθνικοί, κάτι πού δείχνει τήν εύρύτητα σκοποΰ καί προγράμματος τοΰ Ίουστίνου, άλλά καί τήν έπιτυχία του σάν διδασκάλου. Ποιο τό πρόγραμμα καί τό περιεχόμενο τών μαθημάτων τοΰ Ίουστίνου στήν πρώτη χριστιανική θεολογική σχολή δέ γνωρίζομε. Βέβαιο είναι δμως δτι. οί 'Απολογίες καίό Διάλογός του είναι άπολύτως ενδεικτικά τοΰ περιεχομέ¬νου τής διδασκαλίας του. Βέβαιο είναι άκόμη δτι ό νεοφερμένος χριστιανός φιλόσοφος στή Ρώμη έγινε γρήγορα γνωστός καί δέ δίσταζε νά έλέγχη τούς εθνικούς φιλοσόφους. Αύτά προκάλεσαν τό φθόνο κάποιων φιλοσόφων, ένας άπό τούς όποιους μάλιστα, όΚρίσκης, κατάγγειλε γιά εκδίκηση τόν Ίουστινο στίς Ρωμαϊκές άρχές, μέ άποτέλεσμα τήν σύλληψή του καί τήν παρουσίασή του στόν έπαρχο της Ρώμης Ρουστικό (162-167). Αύτός ύπήρξε δάσκαλος τοΰ φιλοσόφου αύτοκράτορα Μάρκου Αύρηλίου (161-180), τοΰ οποίου ή φιλο¬σοφική καλλιέργεια καί ή καθημερινή αυτοκριτική δέν τόν εμπόδισαν νά κηρύξω τούς πιό σκληρούς διωγμούς έναντίον τών χριστιανών. Ενώπιον τοΰ Ρουστικοΰ λοιπόν κατά τό έτος 165, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ό Ίουστΐνος άπολογήθηκε, άρνήθηκε νά θυσιάση στούς θεούς, ώμολόγησε τήν πίστη του, κατηγόρησε τίς ρωμαϊκές άρχές γιά άδικη μεταχείρηση τών χριστιανών κι έπειτα παραδόθηκε στό μαρτύριο τής άποτομής τής κεφαλής μέ άλλους έξι άκόμη μαθητές του.
Ή 'Ορθόδοξη Έκκλησία εορτάζει τή μνήμη του τήν 1η Ιουνίου καί ή. Ρωμαϊκή στίς 14 'Απριλίου.

ΕΡΓΑ

Ό Ίουστΐνος χωρίς νά είναι ταλαντούχος συγγραφέας υπήρξε ό πολυ- γραφώτερος θεολόγος της έποχής του. Δυστυχώς δμως άπό τά έργα του σώ¬θηκαν μόνο τρία. Ό χαρακτήρας τους είναι άπολογητικός μέ άρνητική, άλλά καί άδιαμφισβήτητα θετική διάθεση. Γράφει περισσότερο γιά νά έκθέση καί νά άποτιμήση τή χριστ. διδασκαλία καί λιγώτερο γιά νά άρνηθή έξωχρ ιστία - νικές ή ψευδοχριστιανικές (Μαρκίων) αντιλήψεις. Ό χαρακτήρας πάντως αυ¬τός καθώρισε τή μορφή τών έργων, πού δέν είναιέπιμελημένη καί δέν έχει πάν¬τοτε συνέπεια. Συχνές παρεκβάσεις, έλλειψη βαθειάς άναλύσεως καί διεργα¬σίας, έπαναλήψεις καί άμετρία δέν είναι σπάνια φαινόμενα. Συγχρόνως ή πρω¬τοποριακή θεματολογία, ή πρωτοτυπία, ή θερμή πίστη, ή άπλότης, ή εύθύ- της καί ή άξιοθαύμαστη σαφήνεια συγκρατούν τό ενδιαφέρον τοΰ άναγνώστη άμείωτο καί δημιουργούν βαθειά εντύπωση.
Καί τά τρία έργα πού σώθηκαν, δύο 'Απολογίες καί ό Διάλογος πρός Τρύφωνα, παραδόθηκαν άπό ένα καί μοναδικό κώδικα, τόν Parisin. gr. 450 τοΰ έτους 1363. Νεώτερο άθωνικό χειρόγραφο μέ τά έργα τοΰ Ίουστίνου ά¬ποτελεΐ άντίγραφο τής πρώτης εκδόσεως τών έργων (1551) (βλ.\Υ. Eltester),.
Άπολογία Α'Πρώτος δ Εύσέβιος αναφέρει δύο 'Απολογίες τοΰ Ίουστίνου, πού απευθύνονται ή μία πρός τόν Άντωνΐνο (138-161) καί ή άλλη πρός τό Μάρκο Αύρήλιο. (Στήν πραγματικότητα δμως ή Β' Άπολογία, δπως τή γνωρίζομε σήμερα, παραλήπτη έχει τή ρωμαϊκή σύγκλητο). Ή άπολογία τοΰ• Ίουστίνου εΐναι τό σημαντικώτερο καί εκτενέστερο άπολογητικό κείμενο τής άρχαίας Εκκλησίας. Γράφηκε μεταξύ τών έτών 150 καί 155. 'Αρχίζει μέ τήν έμμεση άποδοχή τής φήμης δτι αύτοκράτορας, παλατιανοί καί συγκλητικοί, οί• άποδέκτες δηλ., εϊναι «εύσεβεΐς καί φιλόσοφοι, φύλακες δικαιοσύνης καί έρα- σταί παιδείας» (2). Αύτό άκριβώς τούς ύποχρεώνει νά σέβωνται τήν άλήθεια καί νά μή καταδικάζουν τούς χριστιανούς πριν μάθουν ποία εϊναι ή άλήθεια σχετικά μέ τό φρόνημα καί τή ζωή τους. Έάν μάθουν θά διαπιστώσουν δτι δσα λέγονται σέ βάρος τών χριστιανών είναι συκοφαντίες. Οί χριστιανοί δέν εϊναι άθεοι, άπλώς πιστεύουν στόν ένα καί άληθινό Θεό. Τοΰτο τούς κάνει ειρηνι¬κούς κι εύπειθεΐς καί δχι άνυπότακτους κι έπαναστατικούς πολίτες της ρω¬μαϊκής αύτοκρατορίας (4-12). 'Ακολουθοΰν τά τρία μεγάλα επιχειρήματα γιά τή δικαίωση τών χριστιανών, α) Ό ηθικός βίος τών χριστιανών, β) Ή εξόφθαλμη ήθική κατάπτωση τοΰ έθνικοΰ κόσμου γενικά, πού προσβάλλει άκόμη καί τόν κοινό άνθρώπινο νοΰ. γ) Ότι οί προφητείες τής Ι7Δ έγιναν ίστορικά γεγονότα, επαλήθευσαν, στά χρόνια της ΚΔ καί τής Εκκλησίας (30-53), εϊναι άνώτερες άπό τά φιλοσοφικά, γνωστικά (Μαρκίων) καί μυθολο¬γικά στοιχεία καί δτι ό Πλάτων δανείσθηκε (44) άλήθειες άπό τό Μωυσή, πού είναι ό άρχαιότερος άπ' δλουςτούς συγγραφείς (54-60 καί 44-46), Τά τελευταία κεφάλαια (61-67) καί μάλιστα τά 61, 65-67 περιγράφουν τή μυστηριακή καί λατρευτική ζωή τών χριστιανών. Περιγράφουν δηλαδή μέ άδρές γραμμές τό.
μυστήριο τοϋ Βαπτίσματος καί τής Θ. Ευχαριστίας, γι' αύτό καί είναι τεράστια ή σημασία τους, βχι μόνο ή θεολογική, άλλά καί ή ιστορική, άφοΰ ά- ττοτελοΰν τήν άρχαιότερη καί πληρέστερη περιγραφή τής Εύχαριστίας (κυ¬ρίως). Ή πληρότης μάλιστα αύτή ώδήγησε πολλούςσ τήν άρνηση τής γνησιό- τητος τών κεφ. 65-67 χωρίς δμως πειστικά επιχειρήματα. "Αλλωστε τά κε¬φάλαια περί τής έσωεκκλησίαστικής μυστηριακής ζωής τών χριστιανών συνι¬στούν άπόλυτα φυσιολογική άπόληξη τής πορείας τοϋ όλου έργου, στό όποιο ■δέ διαφαίνεται πρόθεση νά κρύψη κάτι άπό τούς έθνικούς. Υπάρχει άκόμη τό κεφ. 68, δπου έχομε τελική άποστροφή στούς άρχοντες, οί όποιοι δέν θ' άποφύγουν τήν κρίση τοΰ Θεοϋ, αν έπιμένουν ν' άδικοΰν τούς χριστιανούς. Τούς ύποδεικνύει δτι πρέπει ν' άκολουθοϋν τό παράδειγμα τοϋ αύτοκράτορα 'Αδριανού (117-138), πού έδινε μ' επιστολή του έντολή νά μή καταδικάζων- ται οί χριστιανοί μόνο βάσει φημών. Παρατίθεται μάλιστα ή όλιγόστιχη * Επιστολή.
'Απολογία Β', Τό σύντομο τοΰτο κείμενο, πού άποτελεϊται μόνο άπό 15 κεφάλαια, δημιούργησε μεγάλη συζήτηση σχετικά μέ τήν αυτοτέλεια καί τή γνησιότητά του άκόμα, οί όποΐες δμως γενικά δέν κλονίσθηκαν στή συνεί¬δηση τών έρευνητών. Ή δομή τοϋ κειμένου είναι υπέρ της αύτοτελείας του καί θέλει συγγραφέα τόν ίδιο τόν Ίουστΐνο, πού τώρα επιχειρεί ν* άξιολογήση θετικά τή φιλοσοφία, άναγνωρίζοντας σ' αύτή στοιχεία άληθείας. Ή άποψη αύτή στηρίζεται στήν περίφημη θεωρία περί σπερματικού λόγον (8,13), τόν οποίο έδωσε ό Θεός στόν κόσμο, ώστε κάθε άνθρωπος νά δύναται νά συλλο¬γίζεται ορθά. "Ετσι εξηγείται γιατί τά διδάγματα τοϋ Πλάτωνα δέν είναι «πάν- τη δμοια», άλλ' οΰτε καί «άλλότρια» πρός τά διδάγματα τών χριστιανών (13). Κατά τά άλλα έπαναλαμβάνει τις θέσεις ύπέρ τών χριστιανών τοΰ προηγουμέ¬νου έργου του.
Διάλογος πρός Τρύφωνα. Σπουδαιότατο θεολογικό έργο τής άρχαίας 'Εκκλησίας καί τό άρχαιότερο σωζόμενο άντιιουδαϊκό έργο, πού παρά ταΰτα εξισορροπεί θαυμάσια γιά πρώτη φορά στό χώρο τής 'Εκκλησίας τά ρεύ¬ματα τοΰ άντινομισμοΰ καί νομισμοΰ, τοΰ άντιιουδαϊσμοΰ (Μαρκίων, Γνω¬στικοί) καί φιλοϊουδαισμοϋ. Ό πυρήνας τοΰ Διαλόγου άναζητεΐται σέ συζή¬τηση πού είχε ό Ίουστΐνος μέ τόν ιουδαίο νομοδιδάσκαλο Τρύφωνα στά έτη 132-135. Ή άναζήτηση τής ταυτότητος τοΰ Τρύφωνα συνεχίζεται άκαρπη. Ή μορφή τοΰ έργου δείχνει δτι πρόκειται γιά μεταγενέστερη επεξεργασία προφορικού διαλόγου, χωρίς μάλιστα νά άπαλειφθοΰν τελείως τά εγγενή μειο¬νεκτήματα τοΰ προφορικοΰ λόγου.
Στήν άρχή τοΰ έργου, πού άπευθύνεται σέ κάποιο Μάρκο Πομπήϊο, έχομε τήν περίφημη {κεφ. 1-8) καταγραφή τής πνευματικής όδοιπορίας τοΰ Ί¬ουστίνου, μέχρι νά δεχθή τό χριστιανισμό μέ τή βοήθεια τοΰ πολιοΰ γέροντα, τό πρότυπο τοΰ οποίου μάλιστα βρίσκεται στήν ελληνική γραμματεία. 'Η ε¬νάτης Π καί ΚΔ εΈναι ό βασικός σκοπός τοϋ έργου, τό όποιο δμως έχει πολ¬λά μειονεκτήματα δομής καί γι' αύτό δύσκολα διαιρείται σέ συνεπή τμήματα. Διακρίνομε δμως τά έξης τρία μέρη: Πρώτο μέρος (9-31), στό όποιο τονίζεται ό καιρικός καί προπαρασκευαστικός χαρακτήρας τοΰ μωσαϊκού νόμου καί τής δλης ΠΔ. Δεύτερο μέρος (32-110), στό όποιο συνδέονται οί προφητείες μέ τό πρόσωπο καί τό έργο τοΰ Κυρίου, ό όποιος άποδεικνύεται Τίός τοΰ Θεοΰ καί ό έπηγγελμένος Μεσσίας, τοΰ οποίου ή λατρεία δέν άντιβαίνει στή μο- νοθεΐα. Τρίτο μέρος (111-141), δπου άναπτύσσεται ή άποψη δτι στό Θεό Πα¬τέρα τή θέση τοΰ έκλεκτοΰ λαοΰ τοΰ 'Ισραήλ έ'λαβαν τώρα δσοι εθνικοί πί¬στεψαν ή θά πιστέψουν στό Χριστό, πού είναι ή κεφαλή τοΰ νέου έκλεκτοΰ γέ¬νους, τοΰ γένους τών χριστιανών. Αύτοί είναι τέκνα Θεοΰ, θεοί (124), σύμφω¬να μέ τις προφητείες. Τό κεφ. 142 άποτελεϊ επίλογο, χωρίς νά έχωμε καί πρό¬λογο, πού μάλλον ξέπεσε, όπως ξέπεσε καί τμήμα τοΰ έργου μεταξύ τών
κεφ. 74,3 καί 74,4.
Μαρτύριον Πτολεμαίου καϊ Αουκίον. Είναι ιδιαίτερης σημασίας δτι ό Ίουστινος στή Β' Ά πολογία (2) του περιγράφει (κι επαναλαμβάνει ό Εύσέβιος: Έκκλησ. Ιστ. Δ 17) μέ πολλή συντομία τό γεγονός τοΰ μαρτυρίου δύο χριστια¬νών, τοΰ Πτολεμαίου καί τοΰ Λουκίου. Ή έ'μφαση βέβαια δίδεται στα αίτια πού προκάλεσαν τό μαρτύριο καί πού είναι ή άνηθικότης τών Ρωμαίων, άλλά ο¬πωσδήποτε έχομε ενώπιον μας τό πρώτο κείμενο περιγραφής μαρτυρίου. Δηλ. ό Ίουστΐνος είναι συντάκτης τοΰ πρώτου χριστιανικού Μαρτυρίου, τοϋ είδους πού ή θεμελίωσή του γίνεται μέ τό Μαρτύριο τοΰ Πολυκάρπου (167;). "Εκδοση τοΰ κειμένου τούτου τοΰ Ίουστίνου γίνεται καί στίς έκδόσεις Μαρτυρίων (βλ. Η. Musurillo, The Acts of the Christian Martyrs, Oxford 1972, σσ XVI- XVII, 3-41).

ΑΠΟΛΕΣΜΑΤΑ

Ό Ιερός Ίουστΐνος έγραψε καί άλλα έ'ργα, τά όποια δμως χάθηκαν ολοκληρωτικά καί πιθανώτατα οριστικά. Ό Εύσέβιος καί άλλοι συγγραφείς διασώζουν τούς παρακάτω τίτλους έργων τοΰ Ίουστίνου.
1.    Σύνταγμα κατά πασών τών αιρέσεων. Τό άναφέρει καί ό ΐδιος ό Ίουστΐνος ('Απολογία 26). 'Από τά άρχαιότερα άντιγνωστικά κείμενα πού άποτέλεσαν ϊσως τήν πηγή τών άναλόγων έργων τοΰ Ειρηναίου καί τοΰ Ιππο¬λύτου.
2.    Πρός 8λληνας (Εύσεβίου, Έκκλησ. ίστ. Δ 18). Περί τής φύσεως τών δαιμόνων.
3.    "Ελεγχος πρός ϋλληνας (αύτόθι).
4.    Περί Θεοϋ μοναρχίας (αύτόθι). "Εδειχνε τήν ενότητα τοΰ Θεοΰ διά τών Γραφών καί τών φιλοσόφων.
5.    Ψάλτης (αύτόθι).
6.    Περί "ψυχής σχολιχόν (αύτόθι). Σημειώσεις μάλλον άπό τις παραδό¬σεις του, στίς όποιες ανέφερε τις σχετικές άπόψεις τών φιλοσόφων. Ύποσχό- τα ν δτι σέ άλλο σύγγραμμα θά τις άντικρούση εκθέτοντας καί τίς δικές του.
7.    Πρός Μαρκίωνα (αύτόθι). Τδ άναφέρει δ Είρηναΐος ("Έλεγχος Δ 6,2"Ε 26,2), πού παραθέτει καί δύο βραχύτατα άποσπάσματα:
«αύτφ τω Κυρίω ουκ άν έπείσθην άλλον Θεόν καταγγέλλοντι παρά τδν δημιουργών» καί
«πρό μέν της τοΰ Κυρίου παρουσίας ουδέποτε έτόλμησεν δ Σατανάς βλασφημήσαι τδν Θεόν, άτε μηδέπω είδώς αύτοΰ τήν κατάκρισιν».
8.    Έρμηνεία είς τήν Άποχάλνψιν ('Ιερωνύμου, De viris ill. 9).
9.    Πρός σοφία τήν Ενφράαιον περί προνοίας xal πίστεως (Μάξιμος Όμολογητής, PG 91, 280).
Ό ιερός Φώτιος στή Μυριόβιβλό του (125) άναφέρει διασωθέντα καί ά- πολεσθέντα έργα τοΰ Ίουστίνου μέ τρόπο πού δέν μπορεί κανείς νά διακρίνη άν πρόκειται γιά τά παραπάνω ή γιά τελείως διαφορετικά: «Άνεγνώσθη Ί¬ουστίνου τοΰ μάρτυρος *Απολογία υπέρ Χριστιανών καί κατά Έλλήν(ον καί κατά 'Ιουδαίων καί έτι έτέρα αύτοΰ πραγματεία κατά τοϋ πρώτου και δευτέ¬ρου της φυσικης άκροάσεως, ήτοι κατά είδους καί ύλης καί στερήσεως, επι¬χειρηματικοί καί βίαιοι καί χρειώδεις λόγοι* καί κατά τοϋ πέμπτου σώματος δμοίως, καί κατά τής άϊδίου κινήσεως, ήν Αριστοτέλης δεινότητι λογισμών έναπέτεκεν" έτι τε 'Αποριών κατά τής εύσεβείας κεφαλαιώδεις επιλύσεις» (.PG 103, 405). ΝΟΘΟΣ
Ή μεγάλη τιμή πού ή άρχαία Έκκλησία άπέδωσε στόν Ίουστΐνο έγινε άφορμή γιά τό εξής φαινόμενο: Διάφοροι συγγραφείς τής άρχαίας Εκκλη¬σίας επιχείρησαν καί πέτυχαν νά διαδώσουν τίς άντιλήψεις τους, στεγάζοντας τά έργα τους κάτω άπό τό γνωστότατο καί σεβαστό ονομα τοΰ Ίουστίνου. "Ετσι αποδόθηκαν σ' αύτόν έξεπίτηδες—χωρίς βέβαια ν' άποκλείεται κάποτε καί λάθος άθέλητο—τά εξής μεταγενέστερα έργα, πού θά έξετασθοΰν δμως στή χρονολογική τους σειρά. Παρατηροΰμε δτι πολλά νόθα έργα έχουν τίτλους λί¬γο πολύ δμοιους ή σχετικούς μέ τίτλους άπολεσθέντων έργων τοΰ Ίουστίνου, πράγμα πού άποδεικνύει τή σκόπιμη πλαστογράφηση. Οι μεταγενέστεροι δηλαδή αύτοί συγγραφείς γνώριζαν πιθανώτατα τήν άπώλεια έργων τοΰ Ί¬ουστίνου κι εκμεταλλεύθηκαν τό γεγονός:
1. Λόγος πρός έλληνας. "Εργο τοΰ Γ' αί. 2. Δόγος παραινετικός πρός έλληνας. Τοΰ Γ' αί. 3. ΙΓερΙ μοναρχίας. Τοΰ Β' αί. 4.Περϊ άναστάσεως. Τοΰ Β'αί. 5. Πρός Ζηνάν χαϊ Σερήνον (επιστολή). Τοΰ Δ' αί. 6. "Εχ&εοις τής όρ&ής όμολογίας. Μερικοί τό νόμισαν έργο τοΰ Θεοδωρήτου Κύρου.Τοΰ Ε' μάλ" λον αI. 7. 'Ερωτήσεις χριοτιανιχαΐ πρός τούς έλληνας. "Οχι πρό τοΰ Ζ αί. 8. Ερωτήσεις έλληνικαΐ πρός τούς χριστιανούς. "Οχι πρό τοΰ Ζ' αί. 9. 'Αποκρίσεις πρός τονς όρ&οδόξονς περί τίνων άναγχαίων ζητημά¬των. Τοΰ Δ' αί. 10. 'Ανατροπή δογμάτων χιν&ν άριστοτελιχών. Τοΰ Ε-ΣΤ' αί. 11. Πρός Διόγνηνον έπιατολή. Τοΰ Β' αί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις :
'Απολογίες: Ή πρώτη ϊκδοση τών ϊργων τοΰ Ίουστίνου ίγίνε στό Παρίσι τδ 1551 άπό τό Στέφανο Ροβέρτο. J. G. ΤΗ. OTTO, Corpus Apologitarum Christianorum, I-V, Iena 1847-1850. A.W.F. BLUNT, The Apologies of Justin Martyr, Cambridge 1891. B. L. GILDERSLEEVE, The Apologies of Justin Martyr, New York 1904. G. RAUSCHEN, Florilegium Patristicum fasc. 2: S. Justini Apologiae duae, Bonnae 1904 (καί Sx8. τοϋ 1911). L. PLAUTIGNIS, Les Apologies de Justin, Paris 1904. J. M. PFATTISCH, Justinus des Philosophen und Martyrers Apologien, I: Text- II: Kommentar, Mun- ster 1912. ED. GOODSPEED, Die Apologeten, Gottingen^ 1914. G. KRIJGER, Die Apolo¬gien Justins des Martyrers, Freiburg i. Β. *19l5 (άνατύπωση τό 1968 στό Leiden). S. FRASCA, S. Justinus, Apologie. Testo, versione, introducione, Torino 1938. BEIT 3 (1955) 162-208. Α. HAMMAN (μετάφρ. γαλλ.: G. ARCHAMBAULT), La philosophie passe au Christ (Lettres chr6tiennes 3), Paris 1958. J. GIORDANI, Justinus, Le Apo¬logie. Introd. e trad, (editrice Citta Nuova), Roma 1962, 144 σσ. R. GRANT, Frag¬ments of Greek Apologists and Irenaeus, είς Biblical and Patristic Studies in memory of R.P Casey, σσ. 82-183 (πρόκειται γιά τέσσαρα πολύ μικρά άποσπάσματα). Κ. BAYER, Justin, Philosoph und Martyrer. Die erste Apologie. Ausgewahlt-erl&u- tert, είς Humanitas Christiana 4 (1967) 7-144.
Διάλογος : G. ARCHAMBAULT, Justin. Dialogue avec Tryphon. Text grec, traduction fran^aise, introdution, notes et index (Textes et Documents 8, 11),I-II,Paris 1909. PG 6, 229-804. ΒΕΠ 3, 209-338. AL. WILLIAMS, The Dialogue with Trypho, Translation, Introduction and Notes, London 1930. MERCATI, είς Biblica, 1941, σσ. 339-366 (νέο άπόσπασμα). J. C. Μ. van WINDEN, An Early christian philosopher. Justin Martyr's Dialogue with Trypho, Chapters one to nine (Introduction, Text and commentary), Leiden 1971.
Μελέτες :
Γ. ΜΗΤΣΑΚΗ, "Έννοια τοϋ σπερματικοΰ λόγου κατά τόν 1ερόν Ίουστΐνον, είς ΝΣ 4 (1906) 68-74. Α. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Ή νομική θέσις τών χριστιανών κατά τήν Άπολογίαν τοϋ Ίουστίνου, είς ΝΣ 10 (1910) 581-596 καί 11(1911) 100-111. J. Μ. PFATTISCH, Der Einflnss Platos auf die Theologie Justins des Martyrers, Paderborn 1910. A. HAR- HACK, Judentum und Judenchristentum in Justins Dialog mit Trypho (TU XXXIX), Leipzig 1913. I. ΦΩΚΥΑΙΔΟΥ, Ίουστΐνος, φιλόσοφος καί μάρτυς, είς ΕΦ 21 (1922) 213¬237 καί 336-352. Β.Α. ΑΝ ΤΟΝ ΙΑΔΟ Υ, Ίουστίνου τοΰ φιλοσόφου άνθρωπολογία,είς Άρχεϊον Φιλοσοψας, 1930, σ. 207 έξ. E.R. GOODENOUGH, The Theology of Justin Martyr, Jena 1923 (άνατύπωση τό 1968). Ε. SEEBERG, Die Geschichtstheologie Justins des MSrtyrers, Kiel 1939. B. KOMINIAK, The Theophanies of Old Testament in the Wri¬tings of Justin Martyr, Wash. 1948. H. BACBT, Die Lehre des hi. Justins Martyr von der prophetischen Inspiration, Scholastik 1951. C. AWDRESEN, Justin und der mit- tlere Platonismus, είς ZNW 44 (1952/3) 157-195. A BENOIT, Le bapt€me chr^tien an lie sifecle, Paris 1953. ΑΝΘ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ή περί Μυστηρίων διδασκαλία τοΰ Ίου¬στίνου, είς 'Ορθοδοξία, 31 (1956) 321-30. ΧΡ. ΚΡΙΚΠΝΗ, Ή περί Λόγου διδασκαλία τοΰ Ίουστίνου, είς ΓρΠ 40 (1957) 55-60. Λ. ΧΑΤΖΗ ΚΩΣΤΑ, Ή θεία εύχαριστία κατά τ&ν Ί¬ουστΐνον, είς ΓρΠ 40 (1957) 144-151. R. HOLTE, Logos Spermatikos, Christianity and Ancient Philosophy according to St. Justin's Apologies, είς Studia Theological 12 (1958) 109-168. J. ROMANIDES, Justin Martyr and the Fourth Gospel, είς Greek Orthodox Theological Rev. 4 (1958/9) 115-134. Ι. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ό Ίουστΐνος ό φι¬λόσοφος καί μάρτυς περί τοΰ άρχαίου κόσμου, θεσσαλ. 1959. Ά. ΘΒΟΛΩΡΟΥ, Ή θεολογία τοϋ Ίουστίνου, φιλοσόφου καί μάρτυρος καί αϊ σχέσεις αΰτής πρός τήν έλλην. φιλοσοφίαν, 'Αθήνα 1960. Ν. PYCKE, Connaissance rationelle et connaissance de grace chez S. Justin, είς EThL 37 (1961) 52-85. W. ELTESTER, Bericht uber eine neue Justinhand- schrift...,είς Studien zum N.T.und zum Patristik, E. Klostermann zum 90. Geburts- tag, TU 77, 1961, σσ. 161-176. J. S. SIBINGA, The Old Testament Text of Justin Martyr, 1 : The Pentateuch, Leiden 1963. R. JOLY, Christianisme et philosophie. Etude sur Justin et les apoligistes grecs du II Steele, Bruxelles 1963. P. PRIGENT, Justin et l'Ancien Testament, Paris 1964. J. II. WASZINK, Bemerkungen zu Justins Lehre vom Logos Spermatikos, είς Mullus (Festschrift Th. Klauser), Miinster 1964, σσ. 380-390. W. A. SHOTWELL, The Biblical Exegesis of Justin Martyr, London 1965. H. CHADWICK, Justin Martyr's Defence of Christianity, είς BJR 47 (1965) 275-297. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Early Christian Thought and classical Tradition. Studies in Justin..., Oxford 1966. N. HYLDAHL, Philosophie und Christentum. Eine Interpretation der Einleitung zum Dialog Justins, Copenhagen 1966 (βιβλιογρ.στίς σσ. 301-308). (Βλ. κριτική στί» βιβλίο αύτό άπδ τόν Τ. CHRISTENSF.N στδ DTT 29 (1966) 193-232). Α. GOMEZ-NOGUEIRA, La inspiracibn biblico-prof^tico en el pensamiento de S. Justino, είς Helmantica 18 ( 1967) 55 - 87. L. W. BARNARD, Justin Martyr. His Life and Thought, Cambridge 1967. A. J. BELLINZONI, The sayings of Jesus in the Writings of Justin Martyr, Leiden 1967. I. COMAN, Elemente de antropologie in operele sf. Justin martirul si filozoful, είς Orlodoxia (Bucuresti) XX 3 (1968) 378-394. B. R. Voss, Der Dialog in der fruchristlichen Literatur, Munchen 1970.Χ. ΚΡΙΚΩΝΗ, Ό Αόγος καί ή περί αύτοΰ διδασκαλία τοϋ φιλοσόφου καί μάρτυρος Ίουστίνου, Θεσσαλ. 1970. L. W. BARNARD, The Logos theology of St. Justin Martyr, είς DR 89 (1971) 132—141. E. C. RATCLIFF, The Eucharistic institution narrative of Justin Martyr's first Apology, είς JEH 22 (1971) 97-102. R. WEIJENBORG, Die Berichte iiber Justin und Crescens bei Tatian, είς Antonianum 47 (1972) 372-390. S. SABUGAL, EI titulo Χριστές en los Padres apostolicos y apologistas griegos, είς Augustinianum 12 (1972) 407-423. Κ. ΤΣΙΡΠΑΝΛΗ, Ή θεολογία τής ιστορίας κατά τόν Κλήμεντα τον Άλεξανδρέα, είς Πλάτων 24 (1972) 252-274. P. J. DONAHUE, Jewish-Christian controversy in the second century. A study in the Dialogus of Justin Martyr (διατριβή), New Haven 1973. E. F. OSBORN, Justin Martyr, Tubingen 1973. S. SABUGAL, EI vocabulario pneu- matol0gico en la obra de S. Justino..., είς Augustinianum 13 (1973) 459-467. A. DA¬VIDS, Irrtum und Haresie. 1 Clem.-Ignatius v. Antoch-Justinus, είς Kairos 15(1973) 165-187. J. P. MARTIN, El Espiritu santo en los origines del cristianismo. Estudio sobre I Clemente... y Justino Martir, Zurich 1971. ΔΗΜ. ΤΡΑΚΑΤΕΛΛΗ, Ή χριστολο- γική έρμηνεία τών Οεοφανειών τής Π.Δ. παρά τω μάρτυρι Ίουστίνω, είς Εισηγήσεις Α' 'Ορθοδόξου 'Ερμηνευτικοί Συνεδρίου, 'Αθήνα 1973, σσ. 139-150. Α. ΜΕΗΑΤ, Le «lieu supraceleste de S. Justin a Origfene, είς Forma futuri (πρός τιμήν Μ. Pellegrino), To¬rino 1975, σσ. 282-294. C.I.K. STORY, The nature of truth in the Gospel of truth and in the writings of Justin Martyr..., Leiden 1971. Th. STYLIANOPOULOS, Justin Mar¬tyr and the Mosaic low, Missaula 1975. WILLIAMS GEORGE H, Baptismal theology and practice in Rome as reflected in Justin Martyr, εις Russia and Orthodoxy, Essays in honor of Georges Florovsky, III, The Hague 1975, σσ. 9-34. G. OTRAN- TO, La tipologia di Gisud nel «Dialogo con Trifone ebreo» di Giustino, είς Augusti¬nianum 15 (1975) 29-48. O. SKARSAUNE, The conversion of Justin martyr, είς STh 30 (1976) 53-73. L. KLINE, Harmonized sayngs of Jesus in ... Justin, είς ZNW 66 (1975) 223-241.

22. ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ (165)

Ή χειρόγραφη παράδοση γνωρίζει τρεις μορφές τοϋ Μαρτυρίου τοϋ "Ιουστίνου καί τών έξι μαθητών ή συντρό¬φων του. Τό κείμενο βασικά είναι πρακτικά, τά όποια κρατήθηκαν στή διάρκεια τής δίκης τοϋ Ίουστίνου (165). Στήν άγιολογία Πρακτικά καί συνήθως Πράξεις όνομάζονται τά κείμενα πού, έκτος άπό τήν εισαγωγή καί τόν έπίλογό τους, άποτελοϋν κατά κύριο λόγο άντίγραφα τών επισήμων πρα¬κτικών τής δίκης τοϋ μάρτυρα ή οπωσδήποτε αποδίδουν πι¬στά τά κύρια σημεία τους. Έχουν δέ οί Πράξεις αύτές ιδιαί¬τερα υπηρεσιακό, ξηρό, αυστηρό καί μονότονο ύφος, πού λίγο πολύ επηρέασε τή μορφή τών Μαρτυρίων, τά όποια όμως συνιστούν διήγηση αυτόπτων ή μεταγενέστερων συγ¬γραφέων. Τό είδος αύτό τών κειμένων εχει τεράστια σημασία, γιά τήν ακρίβεια τών ιστορικών στοιχείων τους, μέσω τών όποιων δμως κάποτε κάποτε γνωρίζομε περισσότερα γιά τούς ρωμαίους καί τήν κατάσταση τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καί λιγώτερα γιά τούς χριστιανούς πού καταδικάζονται.
Στήν περίπτωση τοϋ Μαρτυρίου (πρακτικών) τοϋ Ίουστίνου έκτος τοϋ προλόγου καί τοϋ επιλόγου, πού είναι μεταγενέστερες προσθήκες, ολόκληρο τό κείμενο καταλαμβάνουν οί ερωτήσεις τοϋ έπάρχου Ιουνίου Ρουστικοϋ καί οί ά~αντήσεις τοΰ Ίουστίνου. ΊΙ καταδίκη στηρίζεται στήν άρνηση τών χρι¬στιανών νά θυσιάσουν στά εΐδωλ". καί είς τό οτι δέν υπακούουν δήθεν στόν αυτο¬κράτορα. Οί τρεις μορφές τοϋ Μαρτυρίου χαρακτηρίζονται ώς βραχεία, μέση καί εκτενής. Ό Lazzati δέχεται σάν αρχικό κείμενο τή βραχεία μορφή καί 6χι τή μίση, &τως γενικά γινόταν δεκτό !

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

P. FR. de CAVAMEIU, Note agiografichc, 6°, είς Studi c Teaii 33(1920) 5-17 καί 8 (1902) 33-6, 9(1902) 73-5. G. LAZZATI, Gli sviluppi delta letteratura sui martiri nei primi quatlro secoli, Torino 1956, σσ. 120-7. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, είς Aevum 27 (1953) 473¬497. IT. MUSUHILLO, The Acts of tho Christian .Martyrs, Oxford 1972, σσ. XVII-XX, 42-60.
23. ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΚΑΡΠΟΥ, ΠΑΠΥΑΟΥ ΚΑΙ ΑΓΑΘΟΝΙΚΗΣ
Οί χριστιανοί Κάρπος, Παπύλος καί Άγαθονίκη μαρτύρησαν στή μι-κρασιατική Πέργαμο μάλλον στά χρόνια τοϋ Μάρκου Αύρηλίου μεταξύ τών έτών 161 καί 169. Τό κείμενο έχει τή δομή Πρακτικών ή πράξεων καί μας εί¬ναι γνωστό σέ μία έλληνική καί μία λατινική μορφή. 'Υποστηρίχθηκε χωρίς έ¬πιτυχία ή άποψη δτι τό μαρτύριο τοΰτο έλαβε χώρα στούς χρόνους τοΰ Δεκίου (Γ αί).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. HARNACK, Die Acten des Karpus..., είς TU 3, 3, 4, Leipzig 1888, σσ. 440-454. G. LAZZATI, Gli svilppi..., σσ. 132-137. Η. LIETZMANN, Die Slteste Gestalt der Passio ss. Carpi..., εις Festgabe K. Mailer, Tubingen 1922, σσ. 46-57. Η. DELEHATE, εΕς AB 1940, σσ. 142-176. Μ. SIMONETTI, Studi agiogralici, Ρώμη 1955, σσ. 57-107• F. HALKIN, Une nouvelle passion de martyrs de Pergame, είς Mullus Festschrift Th. Klauser, Munster 1964, σσ. 150-154. Η. MUSURILLO, The Acts.-.,σσ. XV-XVI, 22-37.
24. ΑΠΟΑΟΓΙΑ συριακή.
Στή συριακή γλώσσα είναι γνωστό άρχαιότατο άπολογητικό κείμενο, πού άποδίδεται συχνά στό Μελίτωνα Σάρδεων, γράφηκε άπ' εύθείας στή συ¬ριακή καί μάλιστα δχι στήν έποχή τοΰ Καρακάλλα, δπως πίστευαν, άλλά με¬ταξύ τοΰ τέλους Ιανουαρίου καί μέσων 'Οκτωβρίου τοϋ 169, σύμφωνα μέ πειστική πρόταση τοΰ J. Vermander.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

J. VERMANDER, La parution de 1'ouvrage de Celse et la datation de quelques apologies, είς REAug 18 [1972] 27-42. Ή 8κδοση τοΰ κειμένου όφείλεται στόν J. C. de OTTO, Corpus Apologetarum Christianorum, IX, σσ. 497-512. Βλ. καί F. HAASE, Altchristliche Kirchengeschichte nach orientalischen Quellen, Leipzig 1925, σσ. 133 έξ. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Zur Bardesanischen Gnosis, Leipzig 1910, σσ. 68-72. TN. ULBRICH, Die pseudomelitonische Apologie, Breslau 1906.
25. ΘΕΟΔΟΤΟΣ γνωστικός.
Ό Θεόδοτος έγινε γνωστός σάν έκπρόσωπος τής άνατολικης σχολής τοϋ γνωστικού Ούαλεντίνου. Ή γνωστική αύτή σχολή είχε διακριθή ήδη άπό τούς χρόνους τοΰ Ούαλεντίνου (135-160), διότι ό 'Αλεξανδρέας Κλήμης (άρ- χές Γ' αιώνα) σύναξε αποσπάσματα,«έπιτομάς», πού αποδίδει στό Θεόδοτο και στήν «άνατολικήν διδασκαλίαν», τήν όποία τοποθετεί στούς «χρόνους» τοΰ Ούαλεντίνου. 'Επομένως μπορούμε νά ύποθέσωμε δτι καί ό Θεόδοτος έδρα¬σε τουλάχιστον άπό τά μέσα τοΰ Β' αιώνα καί έξης. Άπό τά άποσπάσματα (86 έν 6λω) πού μνημονεύσαμε άναφέρουν τό βνομα τοΰ Θεοδότου μόνον τέσ¬σερα. Γίνεται δμως δεκτό δτι τοϋ άνήκουν περισσότερα. Είς τά λίγα αύτά κείμενα βρίσκει κανείς τή γνωστή άπό τό σύστημα τοΰ Ούαλεντίνου όρολο- γία: Πλήρωμα, Βνθός Σιγή, Όγδοάς, Σοφία κλπ. 'Ενδεικτικό της ευρείας προσλήψεως χριστιανικών στοιχείων καί στήν άνατολική σχολή τοΰ Ούαλεν¬τίνου είναι δτι ό Θεόδοτος θεωρεί τά μυστήρια τοΰ Βαπτίσματος, τής Εύχα- ρίστίας καί τοΰ Χρίσματος άπαραίτητα μέσα γιά τή λύτρωση τοΰ άνθρώποι> άπό τήν εξουσία τών πονηρών δυνάμεων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο. STXHLIN, Klemens von Alexandrien (είς GCS), 3, Leipzig 1909, σσ. 105-133. ΒΕΠ 8, 317-336. R. P. CASEY, Excerpta ex Theodoto of Clement of Alexandria, London 1934. F.-M. SAGNARD, Extraits de Theodote (SCh 23), Paris 1948. A. ORBE, A proposito de Excerpta ex Thedoto 54, 2 (κατ' Ιδίαν), είς Greg 41 (1960) 481-485. A ORBE, La trindad malifica (A prop0sito de Excerpta ex Theodoto 80,3), είς Greg 49 (1968) 726-755. R. CANTALAMESSA, Les homilies pascales de M61iton de Sardes et du Pseudo-Hippolyte et les extraits de Theodote, είς Epektasis. M61. J. Daniilou, Paris 1972, σσ. 263-271 (χρησιμοποιούνται άπ£> τις πασχάλιες αύτές όμιλίες άποσπάσμα¬τα τοϋ Θεοδότου). Α. ORBE, La encarnation entre los Valentinianos, είς Greg 53(1973) 201-235.


26. ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΙΝΑΡΙΟΣ ΙΕΡΑΠΟΛΕΩΣ

Στή χορεία τών απολογητών καί άντιαίρετικών συγγραφέων τοΰ Β' αί. άνήκουν καί ό Μιλτιάδης μέ τόν Άπολινάριο, τών όποιων δμως τά έργα χάθηκαν τελείως.
Α. Ό Μιλτιάδης καταγόταν άπό τή Μικρασία καί φαίνεται δτι έζησε καί στή Ρώμη. Μνημονεύεται άπό τόν Τερτυλλιανό περιφρονητικά (Adv. Val. 5) καί άπό τόν Εύσέβιο μεταξύ τών σπουδαίων εκκλησιαστικών άνδρών της έποχής (Έκκλ. ίστ. Ε 17,5 καί 28,4). Ό Μιλτιάδης έγραψε τά εξής έργα : α) Πρός έλληνας δύο βιβλία" β) Πρός ιουδαίους δΰο βιβλία* γ) Πρός τους κο¬σμικούς άρχοντας υπέρ τοΰ χριστιανισμού" δ) Περί τον μή δεϊν προφήτην έν έκστάαει λαλεϊν άντιμοντανιστικό* ε) Κατά Ούαλεντίνου. Χρονικά ό Μιλτιά¬δης τοποθετείται μεταξύ Ίουστίνου ( + 165) καί Τατιανοΰ (+περί τό 190). Έάν οί «κοσμικοί άρχοντες» τοΰ γ' βιβλίου του είναι οίγιά ένα διάστημα συν- άρχοντες Μάρκος Αυρήλιος (161-180) καί Λούκιος Ούήρος (161-169), τότε γνωρίζομε δτι έγραψε τήν άπολογία του πρό τοΰ 169.
Β. Ό Άπολινάριος Ίεραπόλεως έζησε στούς χρόνους τοΰ Μάρκου Αυ¬ρηλίου (161-180) καί μνημονεύεται μέ θαυμασμό άπό τόν Εύσέβιο ('Εκκλησ. Ιατ. Δ 26,1* 27) ώς έπίσκοπος καί συγγραφέας. Έγινε γνωστός περισσό¬τερο άπό τούς άντιμοντανιστικούς του άγώνες, άλλά ήταν συγχρόνως καί. άπολογητής τοϋ χριστιανισμού μέ τήν ήδη καθιερωμένη έννοια. "Εγραψε: α) Λόγον πρός τόν βασιλέα (Μάρκο Αύρήλιο μετά τό 169 καί πρό τοΰ 176) απολογητικό' β) Προς έλληνας πέντε «συγγράμματα»" γ) Περϊ άληθείας δύο βιβλία* δ) Πρός Ιουδαίους δύο βιβλία* ε) Κατά τής τών Φρυγών αίρέσεως (μοντανισμοΰ). Άπό τή φρασεολογία τοϋ Εύσεβίου συνάγεται δτι ό Άπο¬λινάριος έγραψε λίγο μετά τήν έμφάν:ση καί δράση (156-172) τοΰ Μοντανοΰ. Τό Πασχάλιο χρονικό (PG 92, 80-81) άποδίδει στόν Άπολινάριο έ'ργο περϊ τοΰ Πάσχα, τοΰ οποίου μάλιστα σώζονται δύο άποσπάσματα, άλλά ή γνησιό- της τους δέν είναι βεβαία (OTTO, Corpus apologetarum, IX, Iena 1872, σσ- 486 έξ. W. BAUR, Rechtglaubigkeit und Ketzerei..., Tiibin. 1934, σ. 146 έξ. A. HARNACK, 1/1, σσ. 243-246).

27. ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΚΟΣ

Ό Πτολεμαίος υπήρξε μαθητής καί συνεχιστής τοΰ Ούαλεντίνου, έκπρό- σωπος τοΰ ούαλεντινισμοΰ, δπως αύτός μορφώθηκε στήν 'Ιταλία (Ίταλιωτική σχολή). "Εγραψε μία Έπιστολήν πρός Φλώραν, ή όποία καί σώζεται ολό¬κληρη, κάτι τό μοναδικό γιά γνωστικό κείμενο, άν φυσικά έξαιρέσωμε τίς κο¬πτικές μεταφράσεις γνωστικών έργων. Στήν Επιστολή του ό Πτολεμαίος άξιολογεϊ τήν ΠΔ, τήν όποία διαιρεί σέ τρία μέρη: τό μέρος πού έχει θεία προέλευση, τό μέρος πού όφείλεται στό Μωϋσή καί τό μέρος πού συνέταξαν οί πρεσβύτεροι. Γενικά ή ΠΔ συμπληρώνεται, πνευματοποιεΐται (τό νομικά μέρος), άλλά δέν άπορρίπτεται. Τοΰτο άποδεικνύει τήν σχεδόν τελεία ύποχώ- ρηση τοΰ άντινομιστικοΰ ή άντιϊουδαϊκοΰ πνεύματος στή σχολή τοΰ Ούαλεν¬τίνου, τόν όποιο στό σημείο τοΰτο ξεπέρασαν οί μαθητές του (τό κείμενο τής επιστολής: Έπιφάνιος, Πανάριον ΑΓ 3,1-7,10' 3,1).
Εκπρόσωπος τής άνατολικής σχολής τοΰ Ούαλεντίνου έγινε καί ό γνω¬στικός Μάρκος, πού έδρασε πρό τοΰ Ειρηναίου καί άρα ήταν σύγχρονος τοΰ Πτολεμαίου. Τί έγραψε ό Μάρκος δέ γνωρίζομε. Ό Είρηναΐος (*Ελεγχος Α 13,2'21,3-5) δμως εκθέτει τίς άντιλήψεις του, πού είχαν διαδοθή άκόμη καί στή Δύση (Γαλατία). Ή αριθμολογία καί ή μαγεία ήσαν φαίνεται τά 'ιδιαί¬τερα χαρακτηριστικά του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. HARNACK, Der Brief des I'tolemaeus an die Flora, Bonn 1912. G. QUISPEL,
Lettre a Flora (SCh 24), Paris 21966. W. FOERSTER, Die Grundziige der ptole- maeischen Gnosis, είς NTS 6 (1959/60) 16-31. CESARINI, είς Bolletmo di studi sto- rico-relig. 1 (1922) 155-171 (περί τοϋ Μάρκου).
28. ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ
Ό 'Ιούλιος Κασσιανής, μαθητής του Ούαλεντίνου, έγινε επιφανής δο- κήτης (δοκήται) καί ό σημαντικώτερος συγγραφέας μεταξύ τών έγκρατητών. Έδρασε περί τδ 170 μάλλον στήν Αίγυπτο, διότι χρησιμοποιεί τό κατ' ΑΙ- γνπτίονς εναγγέλιον. Ό Άλεξανδρέας Κλήμης, πού διασώζει μερικά άποσπά¬σματα τοΰ 'Ιουλίου, άποδίδει εις αύτόν τά χαμένα έργα Έξηγητικά καί Περί έγκρατείας ή Περί εύνονχίας. Ό 'Ιούλιος καταδικάζει τό γάμο καί τή σεξουα¬λική πράξη, ομιλεί περί δερματίνων χιτώνων, τούς όποιους ταυτίζει μέ τό σώ¬μα, πού έλαβε ό άνθρωπος μετά τήν πτώση του, καί τονίζει τήν προτεραιότη¬τα τοΰ Μωϋσή καί τής εβραϊκής φιλοσοφίας έναντι τών έλλήνων (Στρωματεϊς Α 21' Γ 13 καί 14). Καί εις τήν περίπτωση τοΰ'Ιουλίου έχομε αντίδραση στόν άκραιφνή άντινομισμό τών γνωστικών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
W. CHRIST, Philologische Studien zu Clemens Alexandrinus, Munchen 1900, σσ. 55. J. GABRIELSSON, t)ber die Quellen des Clemens Alexandrinus, I, Upsala 1906, σσ. 137-148, 153 έξ., 215 έξ. A. HARNACK, I 1, σσ. 202-204 (δπου καί τά σωθέντα άπο¬σπάσματα) .

29. ΗΡΑΚΛΕΩΝ

Ό Ήρακλέων υπήρξε μαθητής καί αύτός τοΰ Ούαλεντίνου καί θεωρείται ό έπιφανέστερος συνεχιστής του. 'Ανήκε στήν Ιταλιωτική σχολή καί γνωρί¬ζομε δτι έγραψε 'Υπόμνημα είς τό Εναγγέλιον τοΰ 'Ιωάννου ή τουλάχιστο σγβλια σέ χωρία ευαγγελικά. Ό Ώριγένης διασώζει άρκετά άποσπάσματα τοΰ έργου τούτου. Πιθανό άκόμη νά είναι ό συγγραφέας τοΰ κοπτικού γνωστι- κοΰ έργου Περϊ τών τριών φύσεων (βλ. σχετικό λήμμα στό κεφ. περί Άποκρύ- φων). Δύο άποσπάσματα πού διασώζει ό Κλήμης Άλεξανδρέας δέ γνωρίζομε σέ ποιο άπό τά παραπάνω έργα άνήκουν. Ό Ήρακλέων μικραίνει τό χάσμα μεταξύ Εκκλησίας καί γνωστικισμοΰ καί σέ άντίθεση μέ τό διδάσκαλό του Ούαλεντΐνο κατανοεί τήν ΠΑ σάν ένα στάδιο, επόμενο τοΰ όποιου είναι ή ΚΑ.
"Εχομε δηλ. άπόρριψη ή τουλάχιστον άμβλυνση τοΰ άντινομισμοΰ, χαρακτηριστικό των διαδόχων τοΰ Ούαλεντίνου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

W. FOERSTER, Von Valentin zu Herakleon, Giessen 1928. J. MOUSSON, Jean- Baptiste dans les Fragments d'H(5racl6on, είς EThL 30 (1954)301-322. Y. JANSSENS, H6rakl6on, Commentaire sur l'fivangile selon Jean, είς Mu 72 (1959) 101 - 152 καί 277-299. Ε. PAGELS, A valentinian interpretation of baptism and eucharist and its critique of orthodoxe sacramental theology and practice, είς HThR 65 (1972) 153-170 (άνάλυση τών αποσπασμάτων τοΰ Ήρακλέωνα, τά όποια χρησιμοποιεί ό Ώριγέ¬νης). D. DEVOTI, L'antropologia di Eracleone attraverso la figura del Battista, είς A AT 107(1973)709-756. G. QUISPBL, Origen and the valentiniam Gnosis, είς VC 28 (1974)29-42.MOILENBERG Ekkehard,Wieviel Erlosungen kennt der Gnostiker Hera¬kleon ? είς ZNW 66(1975) 170-93.
30. MAPTYPION TWV μαρτυρησάντων είς ΛΥΩΝ (Λούγδουνον) ('Επιστολή τών 'Εκκλησιών Λυών καί Βιέννης)
Τό Μαρτύρων τών 48 χριστιανών, πού μαρτύρησαν στή Λυών τής Γαλλίας τό 177, είναι τό εκτενέστερο κείμενο τοϋ είδους του στό Β' αίώνα. Γράφηκε άπό εκπρόσωπο τών Εκκλησιών Λυών καί Βιέννης γιά τις 'Εκκλησίες τής Μι- κρασίας καί Φρυγίας, χώρες άπό τις όποιες προέρχονταν 18 άπό τούς 48 μάρτυρες. Σκοπός τοϋ συντάκτη είναι νά έξά- ρη τή σταθερή πίστη τών μαρτύρων, τή θερμή αγάπη πρός τό μαρτύριο και τήν άλληλεγγύη μεταξύ τών χριστιανών* νά στιγματίση τή λιποψυχία μερικών ένώπιον τοΰ μαρτυρίου, τήν τραχύτητα καί τήν άπάνθρωπη συμπεριφορά τών ρω¬μαίων καί τοΰ πλήθους πρός τούς χριστιανούς* νά υπο¬γράμμιση τό μεγαλείο καί τήν έπίδραση τοΰ μαρτυρίου, τό όποιο επιτυγχάνεται μόνο μέ τή θεία χάρη σάν θέλημα τοΰ Θεοΰ. Περιγράφονται ή σύλληψη, οί προπηλακισμοί, οί κακουχίες καί τά φρικτά βασανιστήρια πολλών άπό τούς 48 μάρτυρες.
Τήν έπιστολή-Μαρτ^ρκ» διέσωσε ό Εύσέβιος στήν *Εκκλησ. ιστ. (Ε 1,3-2,8). Ή γνησιότης τοΰ κειμένου εΖναί άδιαμφίσβήτητη, άλλά δέν άποκλεί- ονται μικρές επεμβάσεις κατά τόν Γ' αΐ. Ό P. Nautin ύποστήριξε ότι τό κεί- μενό μας είναι έργο του άγίου Ειρηναίου και γράφηκε ?σως τό 175. Εκτός δμως τοΰ βτι ή επιχειρηματολογία του κινείται μόνο στό χώρο της πιθανο- λογίας, ή πρόταση του προσκρούει στό ΰφος τοΰ κειμένου, πού είναι πολύ δια¬φορετικό άπό τό ΐίφος τών έργων τοΰ Ειρηναίου, παρά τΙς κάποιες δμοιότη- τες (λέξεων κυρίως) πού βρίσκει ό Nautin.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
'Εκδόσεις τοϋ Εύσεβίου. G. KRUGER-G. RUHBACH, Ausgewahlte Martyrerakten, 41965, σσ. 18-28. A. CHAGNY.Les martyrs de Lyon de 177, Lyon 1936. Α. ΦΤΤΡΑ- KH, Τό μαρτύριον τών έν Λουγδούνφ μαρτύρων, είς Ποιμήν 8(1940)158-162, 190-196, 9(1941)11-15. Η. MUSURILLO, The Acts.-.,σσ. XX-XXII, 62-85. Μελέτες: J. Η. OLI¬VER - R.E.A. PALMER, Minutes of an Act of the Roman Senate, είς Hesperia 24(1955) 320-349. H. QUENTIN, La liste des martyrs de Lyon, είς AB 39(1921)113-138. P. NAU¬TIN, Lettres et 6crivains, Paris 1961, σσ. 33-64.W. FREND, Martyrdom and Persecu¬tion in the Early Church, Oxford 1965, σσ.1-21. E.DEMOUGEOT, A propos des martyrs lyonnais de 177, είς REAug 68(1966)323-331. P. KERESZTES, The massacre at Lugdu- num in 177 A.D., είς Historia 16(1967)75-86. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Marcus Aurelius a Perse¬cutor ? είς HThR 61(1968)321-341. P.G. LANARO, Prezenze scritturistische nella Letftra dei Martiri Lionesi, είς SiPad 14(1967)56-76. TOY ΙΔΙΟΥ, Temi del martiiio nell' antichitk cristiana. I martiri di Lione, είς StPad 14(1967) 204-235, 335-359.







18. MAPTYPION ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ

$
0
0

18. MAPTYPION ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ


ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Σπάνια τόσο μικρό κείμενο άπέκτησε τόσο μεγάλη σημασία στή ζωή τής Εκκλησίας. Τό Μαρτύριο τοϋ Πολυκάρπου, πού ισως νά μήν είναι τό άρχαιότερο, εγινε κυριολεκτικά τό θεμέλιο τής μαρτυριολογίας και ίσχυσε πράγματι σάν πρόγραμμα στή ζωή τής Εκκλησίας, δσον άφορα τούς μάρτυρες καί τήν τιμή τους. Ό συντάκτης του Μαρκίων, πού άσφαλώς χρησιμοποίησε μνήμες κι έμπειρίες και άλλων χριστιανών αυτόπτων, δέν διαγράφει άπλώς τή διαδικασία τοΰ μαρτυρίου, άλλά έρμηνεύει, ρίχνει φώς στά γεγονότα, κι ετσι εχομε μαζύ μέ τό Μαρτύριο καί τή θεολογία τοΰ μαρτυρίου, τήν όποία ή Έκκλησία υίοθέτησε απόλυτα,, κάνοντάς την ετσι ζωή της, Παράδοσή της. Ό συντάκτης, πού δημιουργεί τή θεολογία τοΰ μαρτυρίου καί τής τιμής τών μαρτύρων, εχει συνείδηση τοΰ τί δημιουργεί μέ τήν έξιστό- ρησή του καί τήν έρμηνεία του, γι' αύτό ύπογραμμίζει δτι τά σχετικά μέ τόν Πολύκαρπο έγιναν δλα ετσι, ώστε νά δείξη ό Κύριος στήν Έκκλησία του πώς πρέπει νά είναι τό μαρτύριο καί ποία είναι ή σημασία του : «σχεδόν γάρ πάντα τά προάγοντα έγένετο, Ινα ήμΐν ό Κύριος άνωθεν επιδείξει τό κατά τό Εναγγέλιον μαρτύρων» (1). Ή θεολογία δηλαδή έδώ εΐναι ή άληθινή θέα τών γεγονότων.


Τό μαρτύριο γενικά είναι μίμηση τοΰ μαρτυρίου τοϋ Κυρίου (19), άλλά κανείς δέν πρέπει νά τό έπιζητή (4). Τό είσπηδητικό μαρτύριο καταδικάζεται. Οί βασανισμοί τής μιας ώρας συνιστούν τή θύρα τοΰ παραδείσου (2). Ό μάρτυς, πού όδεύει καρτερικά στό μαρτύριο του, έχει χαριτωθή καί μεταστοιχειωθή έσωτερικά τόσο, ώστε νά εχη τή θέα τής άληθείας, νά βλέπη άγγέλους καί ν' άκούη αισθητά τή φωνή
τοϋ Θεοΰ. Οί παράγοντες πού καταπολεμούν τήν εύώδωση τοϋ μαρτυρίου, μέ σκοπό τήν υποτίμηση τής πίστεως καί τήν άποδυνάμωση τής Εκκλησίας, είναι βασικά τρεις : οί κοσμικοί άρχοντες, οί 'Ιουδαίοι (πού πάντα εμφανίζονται νά ύποδαυλίζουν τούς διωγμούς) καί ό διάβολος μέσω καί τής φύσεως τοϋ άνθρωπου (δειλία, ένστικτο αυτοσυντηρήσεως...) (12-13). Τά δπλα τοΰ μάρτυρα είναι πάντοτε ή πίστη καί ή θεία χάρη (12). Ή σημασία τοϋ μαρτυρίου δέν περιορίζεται σέ μόνο τό μάρτυρα, άλλ' έκτείνεται στούς λοιπούς πιστούς καί σ' αυτούς άκόμη τούς έθνικούς μέσω τοΰ παραδείγματος καί τοΰ κηρύγματος (10). Ό μάρτυς δηλαδή τήν ώρα τοΰ βασανισμού του ή γενικά κατά τή διαδικασία τοϋ μαρτυρίου συχνά κηρύττει, όχι μόνο μέ τήν ομολογία τής πίστεως του άλλά καί μέ λόγους περί τοΰ άληθινοϋ τριαδικού Θεοϋ καί τής Εκκλησίας.
Τό μαρτύριο εχει καί δλλη σημασία γιά τήν Εκκλησία, βαθύτερη αυτή καί πράγματι μυστηριακή. Εκπροσωπεί δύναμη στερεωτική, ένισχυτική, θεμελιωτική γιά τήν Εκκλη¬σία. Είναι είδος άποκλειστικοΰ καί καρποφόρου έδάφους, επάνω στο όποιο μόνο άναπτύσσεται ή τοπική Εκκλησία. 'Απόδειξη δτι μέ πάθος ιερό οί πιστοί προσπαθοΰν νά έξα- σφαλίσουν τό λείψανο τοΰ μάρτυρα ή κάτι άπό τά προσωπι¬κά του άντικείμενα (ένδύματα κλπ.) (17). Έν τούτοις δέ συγ¬χέουν : ή προσκύνηση άνήκει στο Θεό, ενώ στούς μάρτυρες ή ά γ ά π η καί ή τιμή, διότι έγιναν μαθητές, μιμητές και είχαν κατ' εξοχήν τήν εύνοια τοΰ Κυρίου (17). "Ετσι τίθε¬ται γιά πρώτη φορά καί οριστικά ό θεμέλιος λίθος τής δια¬κρίσεως μεταξύ προσκυνήσεως τοΰ Θεοϋ καί τιμής τών ά¬γιων. Τά λείψανα τοϋ μάρτυρα γίνονται άντικείμενο ασυ-νήθιστου σεβασμοΰ (18) καί άποβαίνουν σιγά - σιγά κέντρο, γύρω άπό τό όποιο συγκεντρώνεται ή τοπική 'Εκκλησία γιά τήν κοινή λατρεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι σήμερα ή θεία Ευχαριστία τελείται στήν αγία Τράπεζα, όπου υπάρ¬χουν λείψανα μαρτύρων ή αγίων. Ή σύναξη γύρω άπό τά λείψανα δέν εχει πένθιμο, άλλά χαρμόσυνο χαρακτήρα (18).
Καθιερώνεται συγκεκριμένη ήμερα τιμής τοϋ μάρτυρα, πού όνομάζεται χαρακτηριστικά «ήμερα γενέθλιος» (18), διότι τότε ό μάρτυς γεννήθηκε στή βασιλεία τοϋ Θεοϋ. Ή Έκκλη¬σία λοιπόν πανηγυρίζει λαμπροφόρα τούς μάρτυρές της, δέν τούς πενθεί. Τό μαρτύριο εΐναι ό στέφανος της (19) καί ή αύτοβεβαίωσή της, δπως τό εκφράζει ή θεολογία τοϋ πα¬ρόντος κειμένου, πού έκτοτε είναι καί θεολογία - Παράδοση τής Εκκλησίας.
Παραθέτομε τό 18 κεφάλαιο τοΰ Μαρτυρίου, διότι είναι κατ ' έξοχήν έκφραστικό τών παραπάνω:
('Ιδών ούν ό κεντυρίων τήν τών ιουδαίων γενομένην φιλονεικίαν, θείς αύτόν (= τόν άποκεφαλισθέντα μάρτυρα Πολύκαρπο) έν μέσφ, ώς εθος αύτοΐς, έκαυσεν. Ούτως τε ήμεΐς ύστερον άνελόμενοι τά τιμιώτερα λίθων πολυτε-λών καί δοκιμώτερα ύπέρ χρυσίον όστα αύτοΰ, άπεθέμεθα δπου καί άκόλουθον ήν. Ένθα ώς δυνα¬τόν ήμΐν συναγομένοις έν αγαλλιάσει καί χ α ρ ςί παρέξει ό Κύριος έπιτελεΐν τήν τοϋ μαρτυρίου αύ¬τοΰ ήμέραν γενέθλιο ν, εις τε τήν τών προηθληκό- των μνήμην καί τών μελλόντων & σ κ η σ ί ν τε καί έ- τοιμασία ν».

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Τό Μαρτύριο του Πολυκάρπου έγραψε ο σμυρναίος χριστιανός Μαρκίων αμέσως μετά τά γεγονότα. Σώζεται σέ έξι χειρόγραφα καί έχει στήν άρχή καί στό τέλος τά γνωρίσματα επιστολής τής Εκκλησίας τής Σμύρνης πρός τήν Έκκλησία Φιλομηλίου (Φρυγίας) καί πρός'δλες τίς τοπικές καθολικές Εκ¬κλησίες. Πρόκειται δμως, καθώς σημειώσαμε ήδη, γιά περιγραφικό κείμε¬νο μέ θεολογικές προεκτάσεις. Τό κείμενο, στή μορφή πού τό γνωρίζομε σή¬μερα, προκάλεσε πολλές συζητήσεις καί αμφισβητήσεις, άκριβώς διότι στό σύνολό του θεμελιώνει άπό τήν πρώιμη αύτή έποχή τή θεολογία του μαρτυ¬ρίου, τήν τιμή καί τόν εορτασμό τών μαρτύρων άπό τήν Έκκλησία. Τελευταία μέ τό Μαρτύριο τοϋ Πολυκάρπου άσχολήθηκε ό von Campenhausen, πού μέ βάση τήν περίληψη τοΰ κειμένου μας είς τόν Εύσέβιο (Έκκλησ. Ίστορ. Δ 15) άπέρριψε σάν διαδοχικά μεταγενέστερα στρώματα ύλικοΰ(4) δ,τι δέν έβρισκε στόν Εύσέβιο, στόν όποιο επίσης άποδίδει μερικές προσθήκες. Τά φι-λολογικά δμως επιχειρήματα τοΰ Campenhausen είναι κυρίως πιθανολογι- κά καί 6χι αποδεικτικά. Ό Marrou, πού επίσης ασχολήθηκε μέ τό παρόν κείμενο καί τις απόψεις τοΰ Campenhausen, δέχεται σάν παρέμβλητο μόνο τό σύντομο χωρίο δπου ό Πολύκαρπος άκούει άπό τόν ούρανότή φωνή: «ΐσχυεΤ Πολύκαρπε, και άνδρίζου»(9). Γενικά ή ένότης τοϋ κειμένου είναι άδιαμφισβή- τητη, τό γεγονός δέ ότι δέν έχομε τις άντιλήψεις (σύγκριση τοΰ βίου καί τοΰ πάθους τοϋ Κυρίου μέ τό βίο καίτό μαρτύριο χριστιανών) τοΰ Μαρτυρίου καί σέ άλλα κείμενα τών μέσων τοΰ Β' αί. δέν μπορεί νά είναι λόγος άμφισβητή- σεως τής γνησιότητος. Παρά ταΰτα δέν μπορεί ν* άποκλείσωμε κάποιες ε¬πουσιώδεις έπεμβάσεις στό άρχικό κείμενο, όπως είναι έν δλω ή έν μέρει τά χωρίς ιδιαίτερη θεολογική σημασία κεφάλαια 21 καί 22.
Ανάλογες συζητήσεις έγιναν σχετικά καί μέ τή χρονολόγηση τοΰ Μαρ¬τυρίου, πού εξαρτάται βέβαια άπό τό μαρτύριο τοΰ Πολυκάρπου. Έτσι προ¬τάθηκαν οί χρονολογίες 161-167/8, 168/9, 177. Ή χρονολογία 167/8 εί¬ναι πιθανή, άλλά οί περισσότεροι πατρολόγοι προτιμούν τή χρονολογία τής παραδόσεως 156, δχι διότι έπιβεβαιώνεται άπόλυτα, άλλά διότι δέν είναι απο¬λύτως ισχυρά τά επιχειρήματα ύπέρ τών άντιπροτεινομένων χρονολογιών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εκδόσεις: Α. HTLGENFELD, Ignatii Ant. et Polycarpi Smyrnaei epistulae et marty- ria, Berolini 1902 (56-70, 113-121,331-345). Xp. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μαρτύριον τοϋ άγ. Πολυκάρπου, 'Αλεξάνδρεια 1908 (άνάτ. άπδ ΕΦ). Β. ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ Ικδοση κειμένων εις Ν. Ποιμτ\ν 1 (1919)608-624. Θ. ΚΑΣΤΑΝΑ, Μαρτύριον Πολυκάρπου, είς ΓρΠ 17(1933) 154-158, 235-239. Β. ΙΙΕΝΤΖΑ, Μαρτύριον άγ. Πολυκάρπου, εις Κιβωτός 2(1953) 69-74.Κ. BIHLMEYER, Die apostolischen Vater, Tubingen fl956 (Nachtrag W. Schneemelcher), σσ.120-132. ΒΕΠ 3,21-27. P.-TH. CAMELOT, Ignace d'Antioche, Polycarpe de Smyrne: Lettres; Martyre de Polycarpe (50ΛΝο 10), Paris 41969.G. KRUGER-G. RUHBACH, Aus- gewahlte Martyrerakten, Tubingen 1965, σσ. 1-7. Η. MUSURILLO, The Acts of fhe christian Martyrs, Oxford 1972, σσ. XIII-XVII, 2-18
Μελέτες : J.W. TYRER, The Prayer of St. Pol. and its Concluding doxology, εις JThS 23 (1922) 390 έξ. R.H. CONNOLLY, The Doxology in the Prayer of St. Polycarp JThS 24(1923) 144 !ξ. J. A. ROBINSON, Liturgical echoes in Polycarp's prayer, εις JThS 21(1920) 97-105• 24(1923) 141-144. W. R. RAMSEY, The date of St. Polycarps Martyrdom, εις Beiblatter der Jahreshefte d. oesterr. archdot. Institute 27 (1932) 245¬258. H. SURKAU, Martyrien in judischer und fruhchristlicher Zeit, Gottingen 1938, 126-134. H. GREGOIRE-Ρ. ORGELS, La veritable date du martyre de S. Polycarpe et le Corpus Polycarpianum, είς 45 69(1951)1-38. Βλ. καί Bull. Acad. R. Belg. 1961, σσ. 72-83. Β. GRIFFE, A propos de la date du martyre de S. Polycarpe, είς Revue d'histoire deVEglist de France 37(1951) 40-52. P. MEINHOLD, Polykarpos, είς PWK 21, 2(1952)1662-1693.W. TELFER,The date of martyrdom of Polycarpi JTS 3 (1952) 79-83. H.-J. MARROU, LA date du marture de S. Polycarpe, είς AB 71 (1953) 5—20 καί είς ThLZ 84(1959)361-363.M. SIMONETTI, Alcune osservazione sul martirio diS. Poiicarpo, είς Giornal. Italian d. Filolog. 4(1956) 328-344. II. VON CAMPNENHAUSEN, Bearbeitungen und Interpolationen des Polykarpmartyriums είς Sitzungsber.Heidelb,
Ak. d. Wiss., phil-hist. Klasse, Heidelberg 1957 καΐείς Aus der Frilhzeit des Ckristen- tums, Tubingen 1963.M.SORDI, La data delmartirio di Policarpo e di Pionio e il rescri- to di Antonino Pio, είς Rivista di storia della chiesa in Italia 15 (1961)277-285. T.D, BARNES, A note on Polycarp, εις JTS 18(1967)433-7καΙ 19(1968)510-14.L.W. BARNARD, In defence of Pseudo-Pionius' account of S. Polucarp's Martyrdom, είς Kyriakon Festschrift J. Quasten, Munster Aschendorff, I, 1970, σσ. 192-204 (στό κείμενο τοϋ Ψευδο-Πιονίου, Βίος Πολυκάρπου.... υπάρχουν τά κύρια σημεία τοϋ Μαρτυρίου). L, Ει- ZENHOEFER, Das Gebet aus dem Polykarpmartyrium als Kommuniongebet in Brevier des Abtes Oderisius von Monte Gassino, είς SEJG 19(1969/70)5—25. M—L. GUILLAUMIN, En marge du Martyre de Polycarpe. Le discernement des allussions scripturaires είς Forma futuri (πρός τιμήν Μ. Pellegrino), Torino 1975, σσ. 462-469.

19. ΟΥΑΛΕΝΤΙΝΟΣ

Ό Ούαλεντΐνος είναι ό έπιφανέστερος διδάσκαλος τοϋ γνωστικισμοΰ κατά τόν Β' αι. Τοΰτο όφείλει στή βαθειά του θρησκευτικότητα, στά διανοητικά του χαρίσματα, στή χρήση τής ΚΔ καί στή γνώση τής έλληνικής φιλοσοφίας, άπό τήν όποία έπηρεάσθηκε καί διά τής όποιας ώργάνωσε τή δι¬δασκαλία του. Κατώρθωσε μέ τό εργο του νά δημιουργήση στούς κόλπους τής Εκκλησίας μία συγκλονιστική κρίση> ή όποία ήταν τό κορύφωμα τής κρίσεως, πού άπό τό τέλος τοΰ Α' αί. είχε άρχίσει νά προκαλή ό γνωστικισμός. 'Από τήν κρίση αύτή έξήγαγε δριστικά τήν Έκκλησία ό Ειρηναίος, είς τόν όποιο μάλιστα όφείλομε τήν πρώτη περιγραφή καί τήν πρώτη άναίρεση τοΰ συστήματος τοΰ Ούαλεντίνου.
Ό Ούαλεντΐνος κατήγετο άπό τήν Αίγυπτο, σπούδασε έπί 'Αδριανού (117-138) στήν 'Αλεξάνδρεια, δπου δίδαξε τό σύστημά του, καί ταξίδευσε στή Ρώμη (135), στήν Έκκλησία τής όποιας προσπάθησε νά σταδιοδρομήση χω¬ρίς έπιτυχία. Έκεΐ δημιούργησε δική του έκκλησία καί σχολή, στήν όποία δί¬δαξε μέχρι τήν έποχή του Άνικήτου (154-165). "Αγνωστο πότε, επισκέφθηκε τήν Κύπρο, δπου συνέστησε ισχυρή ομάδα μαθητών καί πέθανε. Στήν περί¬πτωση τοϋ Ούαλεντίνου έχομε ένσυνείδητο χριστιανικό γνωστικισμό, πού εί¬ναι δμως άπόκρυφος, διότι ό διδάσκαλός του ισχυριζόταν δτι τήν ιδιαίτερη χρι¬στιανική του παράδοση έχει άπό μαθητή τοΰ Παύλου, Θεοδά όνόματι, καί άπό άρτιγέννητο παιδί, τό «Aoyo».
"Εργα: Στόν Ούαλεντΐνο προσγράφονται Έπιστοληί} Όμιλίαι καί Ψαλ¬μοί, άπό τά όποια έχομε μόνον άποσπάσματα. Μεταξύ των γνωστικών έρ¬γων, πού βρέθηκαν στό Nag-Hammadi της Αιγύπτου τό 1945/6, υπάρχει Ευαγγέλιο, πού οί περισσότεροι τών ειδικών ερευνητών καί οί έκδοτες του (Ma- linine-Puech-Quispel) ταυτίζουν μέ τό Εύαγγέλιον τής αληθείας, τό όποιο, βπως άναφέρει ό Ειρηναίος, θεωρούσαν οί ούαλεντινιανοί σάν πέμπτο Εύαγ- γέλιο. Τό κείμενο τοΰτο, πού θεωρείται σπουδαίο καί χαρακτηριστικό έργο, διότι εΖναι τό πρώτο πλήρες έργο γνωστικού διδασκάλου, δέν περιέχει τή δρά¬ση καί τούς λόγους τοΰ Κυρίου, οΰτε τυχόν δράσεις καί διαλόγους μέ τόν Κύ¬ριο, μολονότι γνωρίζει τούς συνοπτικούς καί τόν 'Ιωάννη καί χρησιμοποιεί τήν 1Αποκάλυψη καί επιστολές τοΰ Παύλου. Παρουσιάζει μιά δημόσια ομι¬λία πρός τά «τέκνα τής γνώσεως τής καρδίας» (Hennecke-Schneemelcher, I, σ. 162,164), δηλαδή πρός τούς πνευματικούς, πού συνιστοΰσαν τήν τρίτη καί τελεία τάξη τών άνθρώπων σύμφωνα μέ τόν Ούαλεντΐνο.
Τό σύστημα. Ό Ούαλεντινος μέ τή βοήθεια τής ελληνικής φιλοσοφίας, χριστιανικών στοιχείων καί προπαντός παλαιοτέρων γνωστικών συστημάτων (κυρίως τών Όφιτών), συγκρότησε προσωπικό σύστημα, σύμφωνα μέ τό όποιο :
Έν άρχή προϋπήρχε ένας Αιών , δηλ. ό Προπάτωρ ή Βυθός, πού συνυ¬πήρχε δμως μέ τήν "Εννοια ή Σιγή. "Ετσι έχομε τήν πρώτη συζυγία, άπό τήν οποία προήλθε άλλη συζυγία, ό Νους καί ή 'Αλήθεια. Άπό αύτή 6 Λό¬γος καί ή Ζωή. Άπό έκείνη ό "Ανθρωπος καί ή 'Εκκλησία. Στή συνέχεια προ¬βάλλονται μέ άπορροή άκόμη δώδεκα αιώνες, οί όποιοι στό σύνολό τους γίνον¬ται τριάντα κι έτσι συγκροτείται τό πλήρωμα. Τόν Προπάτορα ή Βυθό γνώ¬ριζε μόνον ό νοΰς, πού είναι πατέρας καί άρχή τών πάντων. Κάποτε ό τελευταίος αιώνας, ή Σοφία, επαναστάτησε άπό έπιθυμία νά γνωρίση τό Βυθό. Μέ τήν επέμβαση τοΰ "Ορου, φύλακα τοΰ πληρώματος, επανήλθε στή θέση της ή Σο¬φία, άλλά είχε γίνει κακή άρχή, πού μποροΰσε νά διαταράξη τήν δλη τάξη στό πλήρωμα. Γιά τοΰτο ό Νοΰς προβάλλει νέα συζυγία, Χριστος-ΙΙνεΰμα, ή όποία βοηθεΐ τούς αιώνες στήν άναγνώριση τής συζυγίας τους καί τήν κατανόηση τοΰ Προπάτορα. Οί αιώνες έτσι ίκανοποιοΰνται καί δλοι μαζύ προβάλλουν άζυγο αιώνα, τόν Ίησοϋ, πού είναι γι' αυτό τό τελειότερο άστρο τοΰ πληρώματος. Τόν Ίησοϋ ώνόμαζαν καί Σωτήρα.
Ή δημιουργία τοϋ κόσμου καί τών αγγέλων οφείλεται στήν κάτω Σοφία (ή Άχαμώθ), ή οποία, είναι μόρφωμα τοΰ Χριστοΰ καί τής Σοφίας. Ή τελευ¬ταία δηλαδή είχε σάν κατάλοιπο τής παλαιάς της άνταρσίας ιήν 'Ενθύμηση ή όποία μέ τήν επέμβαση τοΰ αιώνα Χριστοΰ καί τής Σοφίας έγινε κάτω Σο¬φία, χωρίς νά έπανέλθη στό πλήρωμα. Τό γεγονός αύτό τήν ώδήγησε στή δη¬μιουργία, μορφοποιώντας μόνο τά κατώτερα πάθη της. "Ετσι δημιούργησε τδ Δημιουργό καί αυτός μέ τή σειρά του τούς άγγέλους, τόν κόσμο καί τούς άνθρώπους. Έπειδή δμως ή τραγωδία τής Άχαμώθ συνεχιζόταν, δηλαδή δημιουργούσε μορφοποιώντας τό πάθος της, έστειλε ό Χριστός τόν Ίησοΰ, ό όποιος άπήλλαξε τήν Άχαμώθ άπό τό πάθος καί τήν ίκάνωσε νά προβάλη καί τό πνευματικό της στοιχείο, πού έδωσε στό δημιουργό καί τούς άνθρώ¬πους. Οί άνθρωποι, άνάλογα μέ τό βαθμό πνευματικού στοιχείου πού παίρ¬νουν, διακρίνονται σέ χοΐκούς, ψυχικονς καί πνευματικούς. Ή τελείωση ό'μως τής σωτηρίας πραγματοποιείται μέ τήν αποστολή τρίτου * Ιησοΰ Χριστοί, ό όποιος γεννάται άπό τή Μαρία.
Οί δύο σχολές, Ιταλκοτίκή καί άναζοΑιχή, πού συνέχισαν τήν παράδοση τοΰ Ούαλεντίνου, δίδαξαν διαφορετικά γιά τή φύση τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ. Γενικά ή πρώτη κήρυττε δτι ό Ίησοΰς γεννήθηκε ψυχικός κι έλαβε κατά τό βάπτισμά του τό Πνεΰμα. "Η δεύτερη δεχόταν τόν Ίησοΰ άπό τήν άρχή πνευματικό, διότι στή Μαρία είχε κατοικήσει τό Πνεΰμα πριν νά τόν γεννήση. Γενικά, σωτηρία σημαίνει γιά μέν τήν 'Αχαμώθ επάνοδο στό πλήρωμα, γιά δέ τούς άνθρώπους τή σύνδεση τους μέ τούς άγγέλους τοΰ Σωτήρα (οί άνθρω¬ποι είναι οί νύφες καί οί άγγελοι οί σύζυγοι).
Ό Ούαλεντΐνος πέτυχε μεγάλη έξάπλωση τής σχολής του μέ τή βοήθεια μάλιστα σπουδαίων μαθητών, οί όποιοι συχνά διαφοροποίησαν σέ πολλά ση¬μεία τή διδασκαλία του. Συγχρόνως δμως οί άρχαιες πηγές δέν κάνουν πάν¬τοτε διάκριση μεταξύ τών προσωπικών άντιλήψεων τοΰ Ούαλεντίνου καί ιών ιδεών τών μαθητών του, οί γνωστότεροι άπό τούς οποίους ήσαν: ό Πτολε¬μαίος, δ Ήρακλέων, δ Φλωρϊνος, ό Σεκοΰνδος, ό Άξιόνικος, ό Άρδησάνης, ό Θεόδοτος, ό Μάρκος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

W. FORSTER, Von Valentin zu Herakleon, Giessen 1928. G. QUISPEL, The Origi¬nal Doctrine of Valentine είς VC 1(1947) 43-73. G. QUISPEL, La conception de 1'hom- me dans la gnose valentinienne, είς Eranos Jahr 15(1947) 249-286. F.-M. SAGNARD, La gnose valentinienne et le t^moignage de Saint Ir6nie, Paris 1947. A. FESTUGIERE, Notes sur les fragments de Valentin, είς VC 3(1949) 193-207. H.-J. SCHOEPS, Von himmlischen Fleisch Christi, Tubingen 1951. G. QUISPEL, Christliche Gnosis und jiidische Heterodoxie, έν Evang. Theol. (1954) 474-484. H. - CH. PUECH καί G. QUIS¬PEL, Les Merits gnostiques du Codex Jung, είς VC 8 (1954) 1-51. ΤΩΝ ΙΔΙΟΝ, Le quatrifeme 6crit gnostique du Codex Jung, είς VC 9(1955) 65-102. H.-CH. PUECH, G. QUISPEL, W. C. van UNNIK, The Jung Codex. A newly recovered Gnostic Papyrus, London 1955. A.J. VISSER, Der Lehrbrief der Valentinianer, είς VC 12 (1958) 27-36. M. CRAMER, Zur Deutung des Ausdrucks «Gnosis» im «Evangelium Veritatis», είς Studia Biblica et Orientalia, Rom 1959, σσ. 48-56. Ε. HENNECKE -W. SCHNEEMEL¬CHER, Neutestamentliche Apokryphen, I, Tubingen '1959, σσ. 160-166. A. ORBE, La muerte de J6sus en la economia valentiniana, είς Greg 40 (1959) 467-499 καί 636-670. Η.-Μ. SCHENKE, Die Herkunft des sogenannten Evangelium Veritatis, GiJttingen 1959. TOY ΙΛΙΟΥ, Das Evangelium der Wahrheit, είς W. Unnik, Eoangelien aus dem Nilsand, Frankfurt 1960, σσ. 174-185. W. C. TILL, Das Evangelium-der Wahr- heit. Neue Ubersetzung des vollstandigen Textes, είς ZNW 50 (1959) 165-185. E. SEGELBERG, Evangelium Veritatis - a Confirmation Homily and its relation to the Odes of Salomon, είς Orientcdia Suecana 8 (1959/1960) 3-42. J. MENARD, L'fivangile de V6rit6. Retrovertion grecque et commentaire, Paris 1952. K. GROBEL, The Gos¬pel of Truth. A Valentinian Meditation on the Gospel, London 1960. G. FECHT, Der erste «Teil» des sogenannten Evangelium Veritatis, είς Orientcdia 30 (1961) 371-390* 31 (1962) 85-119- 32 (1963) 298-335. S. ARAI, Die Christologie des Evangelium Veri¬tatis, Leiden 1964. A. ORBE, Estudios Valentinianos, IV: La teologia del Espiritu Santo, Roma 1966. J.-E. MENARD, La «Connaissance» dans l'fivangile de V6riti, είς RSR 41 (1967) 1-28. H. MARROU, La thiologie de l'histoire dans la Gnose valen- tinienne, είς Σέ origini dello Gnosticismo, Leiden-Brill 1970, σσ. 215-225. Ε.Η. PAGELS, A Valentinian interpretation of baptism and eucharist, and its critique of «orthodox» sacramental theology and practice, είς HThR 65 (1972) 153-169. A. ORBE, Ipse tuum calcabit caput..., είς Greg 52 (1971) 95-150, 215-271 (ή έξηγητική στόν Είρηναΐο καί τούς ούαλεντινιανούς). Ε. PAGELS, Conflicting versions of Valentinian eschatology..., είς HThR 67 (1974) 35-53.

30. ΜΑΡΚΙΩΝ

Ό Μαρκίων, δ δημιουργός του Μαρκιωνιτισμοϋ (βλ. Εισαγωγή,), ήταν υίδς τοΰ επισκόπου Σινώπης στόν Πόντο καί γεννήθηκε τέλος τοΰ Α' ή αρχές τοϋ Β' αιώνα. 'Απόκτησε μόρφωση καί πολλά χρήματα ως εφοπλιστής. Φύ¬ση άνήσυχη καί επαναστατική συγκινήθηκε άπό γνωστικούς κύκλους, διατύ¬πωσε κακόδοξες άντιλήψεις καί γι' αύτό έκδιώχθηκε άπό τήν επισκοπή τοΰ πατέρα του. Περί τό 140 βρίσκεται στή Ρώμη, όπου έπιβάλλεται ως ένα βα¬θμό μέ τή μόρφωση, τά πλούτη καί τό θεληματικό χαρακτήράτου. Γνωρίσθη¬κε μέτόν μετριοπαθή γνωστικό Κέρδωνα, ό όποιος ένίσχυσε φαίνεται —βχι ε¬νέπνευσε—τις γνωστικές τάσεις του. Τό 144, επιζητώντας γενικώτερη άνα- γνώριση καί ΐσως τόν επισκοπικό θρόνο της Ρώμης, άνακοινώνει εύρύτερα τις άντιλήψεις του ενώπιον τών πρεσβυτέρων τής ρωμαϊκής Εκκλησίας μέ άπο- τέλεσμα νά καταδικασθή γι' αύτές καί νά άφορισθή. Άπό τή στιγμή αύτή χρο¬νολογείται ή προσπάθεια τοΰ Μαρκίωνα νά όργανώση σέ σύστημα ενιαίο τις άντιλήψεις του καί νά ίδρυση τή γνωστική του εκκλησία (εξηγήσαμε ήδη στήν είσαγωγή, γιατί χρησιμοποιούμε τόν δρο αύτό), πού κάνει τήν παρουσία της σέ 6λα σχεδόν τά μεγάλα χριστιανικά κέντρα.
Οί θεμελιώδεις αρχές καί αντιλήψεις τοϋ μαρκιωνιτικοϋ συστήματος είναι οι έξης :
Διαρχία. 'Υπάρχουν δύο άρχές ή θεοί, ό Δημιουργός, πού είναι δίκαιος, καί ό Ύψιστος, πού είναι «ξένος» πρός δ,τι συμβαίνει στόν κόσμο. Άνταουδαϊσμός— Ασκητισμός.
Ό Κύριος δέν έπαθε πράγματι και ή θ. Εύχαρίστία δέν εχει ρεαλισμό (ό Μαρκ. είχε άντικαταστήσει τούς κυριακούς λόγους «τοΰτό έστι τό σώμά μου» μέ τή φράση «τοϋτό έστι τό σχή¬μα τού σώματος μου»). Δικό τον Κανόνα. Τόν συγκροτού¬σε τό «Εναγγελικόν» (= τό Ευαγγέλιο τοϋ Λουκά μέ πολλές έπεμβάσεις) και τό «3Αποατολικόν» (=10 επιστολές τοΰ Παύ¬λου). Στό έργο του «'Αντιθέσεις)) άνέλυε τίς αντιθέσεις με¬ταξύ Π καί ΚΔ, άπέρριπτε τήν πρώτη ή άδιαφοροΰσε γι' αύτή, διότι, υποστήριζε, άφοροΰσε μόνο τόν ιουδαϊσμό. * Ασκητικές τάσεις. Οί τάσεις αύτές, πού ήσαν άποτέλεσμα τε¬λείας περιφρονήσεως τοΰ σώματος, προσέδιδαν ιδιαίτερη λάμψη στό μαρκιωνιτισμό καί δέν εΐναι άσχετες πρός τόν ήρωϊσμό πού έδειχναν οί όπαδοί του στούς διωγμούς. Εκ-κλησιαστική οργάνωση. Ή έπιτυχία τοϋ Μαρκίωνα στό πε¬δίο τοΰτο ύπήρξε κυριολεκτικά θαυμαστή. Ένώ άπέρριπτε τίς θεολογικές προϋποθέσεις καί τόν ιδιαίτερα θείο χαρα¬κτήρα τών μυστηρίων καί μάλιστα τής ίερωσύνης, διατήρησε σ* αύτά έκκλησιαστικές μορφές. "Έτσι είχε έπισκόπους, πρε¬σβυτέρους καί διακόνους, οί όποιοι όμως δέ διέθεταν κάποιο ειδικό θειο χάρισμα. Ήσαν διοικητικά κυρίως όργανα μέ απόλυτη έξάρτηση άπό τό Μαρκίωνα, όσο φυσικά ζοϋσε.
Ή όργάνωση τοΰ μαρκιωνιτισμοϋ, πού εμοιαζε μέ τήν εκκλησιαστική, καί τά πολλά - νοθευμένα όμως - χριστια¬νικά του στοιχεία έκαμαν πολλούς νά πιστέψουν ότι πρό¬κειται γιά χριστιανική αίρεση. Έν τούτοις ή αίρεση είναι στήν ύφή της κάτι τό τελείως διαφορετικό. Δημιουργείται μέ τή διαφοροποίηση ένός μέλους τής Εκκλησίας ώς πρός ενα θεμελιώδες σημείο τής πίστεως, ένώ τά λοιπά σημεΐά της διατηροΰνται. Ό Μαρκίων ούσιαστικά δέν κράτησε ά- νόθευτο κανένα στοιχείο άπό τήν έκκλησιαστική Παρά¬δοση. Συγχρόνως ό Μαρκίων παραμέρισε μερικά θεμελιώ¬δη γνωστικά στοιχεία, όπως τή θεωρία περί αιώνων καί περί λυτρώσεως διά μόνης τής γνώσεως, άλλά διατήρησε άλλα, όπως τή διαρχία, τόν άντινομισμό, τό δοκητισμό, τίς έγκρα- τιτικές τάσεις κ. ά. "Αλλωστε οί μοναρχιανικές του τάσεις καί ό δοκητίσμός άποδυνάμωναν τό ήδη άσθενές κι έπιφα- νειακό χριστιανικό στρώμα του συστήματος του, ώστε νά γίνεται φανερό οτι πρόκειται γιά ιδιότυπο γνωστικό σύστημα μέ ένδυμα έκκλησιαστικό.
Έργα : Τίς άντιλήψεις του δ Μαρκίων παρουσίασε μέ τδ έργο Αντιθέ¬σεις καί τδ δικό του Κανόνα Γραφής. Στό πρώτο άνέλυε τήν αντίθεση πού ύ¬πάρχει μεταξύ Π καί ΚΔ. Ή μία παραμερίζεται διότι είναι έργο τοΰ κατωτέ¬ρου δημιουργού θεοΰ πού γνωρίζομε. Ή άλλη φανερώνει τόν άνώτερο Θεό τής άγάπης καί τής χάριτος, πού είναι ξένος πρός τόν κόσμο καί πού άποκα- λύπτεται διά τοΰ Χριστοΰ. Ό Χριστός έμφανίσθηκε στόν κόσμο ένήλικος, τό δέ σώμά του ήταν φαινομενικό. Επομένως δέ σταυρώθηκε πράγματι, δπως γράφουν οί εύαγγελιστές, οί όποιοι εκπροσωπούν τόν έξιουδαισμό τών γεγονότων πού άφοροΰν τό Χριστό. Στό δεύτερο έργο, τόν Κανόνα, τόν όποιο συγκροτούσαν τό Εναγγελικόν καί τό *Αποστολικόν (ή : Εύαγγέλιον καί Απόστολος), έπι- χειροΰσε νά διασώση τό Εύαγγέλιο άπό τόν έξιουδαισμό, έναντίον τοΰ οποίου άγωνίσθηκε δ Παΰλος καί ό συνεχιστής του Λουκάς. "Ετσι τό εύαγγελικό κεί¬μενο τοΰ Λουκά άποτέλεσε τή βάση τοΰ μαρκιωνιτικοΰ εύαγγελίου μέ τήν άφαί- ρεση βέβαια τών πρώτων κεφαλαίων περί γεννήσεως τοΰ Κυρίου καί τή δια¬σκευή άλλων χωρίων του. Στό 'Αποστολικό του κρατοΰσε μόνο δέκα άπό τίς 'Επιστολές τοΰ Παύλου (άπέρριπτε τίς Ποιμαντικές καί τήν πρός ΓΕβραίονς). Γιά τό εΐδος τοΰ Εύαγγελικοΰ κειμένου πού χρησιμοποίησε ό Μαρκίων καί τή σχέση του μέ τό ήδη γνωστό κείμενο τοΰ Λουκά έχουν διατυπωθή ποικίλες θεωρίες, οί όποιες δμως δέ γνώρισαν γενική επιδοκιμασία.
Πάντως ή δημιουργία Κανόνα της ΚΔ άπό τό Μαρκίωνα συντόμευσε πο¬λύ τή συγκρότηση τοΰ καινοδιαθηκικοΰ Κανόνα τής Εκκλησίας. Ή σχετική άντίδραση τής 'Εκκλησίας φαίνεται καί στούς γνωστούς άντιμαρκιωνιτικούς Προλόγονς τών Εύαγγελίων (βλ. σχετικό λήμμα).
Ή 'Επιστολή τοΰ Μαρκίωνα, τήν όποία ό Τερτυλλιανός άναφέρει συχνά,, φαίνεται δτι άποτελεΐ μεταγενέστερο κατασκεύασμα, περιεκτικό έν τούτοις; τών άντιλήψεών του (Mahe).
'Αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, βπως ό Ίουστΐνος, ό Είρηναΐος, δ Τερτυλλιανός, έγραψαν αύτοτελή έργα κατά Μαρκίωνος καί πολέμησαν τίς άντιλήψεις του. Μέσω δέ τών έργων αύτών έχομε ειδήσεις γιά τό Μαρκίωνα καί περιλήψεις τών έργων του. Ό Harnack πέτυχε ιδιαιτέρως πολλά στήν αποκατάσταση τοΰ μαρκιωνιτικοΰ Κανόνα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. von HARNACK, Marcion. Das Evangelium vom fremden Gott, Leipzig A1924. R. WILSON, Marcion, London 1933. G. QUISPEL, De Bronnen van Tertullianus Adversus Marcionem, Leiden 1943. E. BLACKMAN, Marcion and his Influence, Londoiv 1948. A. HJGGINS, The Latin Text of Luke in Marcion und Tertullian, είς VC 5 (1951) 1-42. F. BRAUN, Marcion et la gnose simonienne, είς Byz 25-27 (1955/57) 631-648. L. HouGiER.La critique biblique dans l'antiquiti: Marcion et Fauste de Μϊΐένβ [Cercle E. Renan 18), Paris 1958. A. SALLES, Simon le Magicien ou Marcion, είς VC 12 (1958) 197-224. W. RICHARDSON, Νόμος έμψυχος: Marcion..., είς SP 6 (1962) 188-196. Ε. SCHULE, Der Ursprung des BOsen bei Marcion, είς ZRGG 16 (1964) 23-41.J.FIEY, Le Marcionites dans les textes historiques de I'figlise de Perse, είς Mu 83 (1970) 183¬188. K. SCHIFER, Marius Victorinus und die marcionitischen Prologe zu den Paulus- briefen, είς RB 80 (1970) 7-16. H. WEISS, Paulus und die Haretiker..., είς W. Eltes- ter, Christentum und Gnosis, Berlin 1969, σσ. 116-128 (άποδεικνύει 6τι ό Παϋλος δέν είχε λησμονηθη άπό τήν Εκκλησία, καθώς υποστηρίχθηκε, καί δέν τόν έπανέφεραν στδ προσκήνιο ό Μαρκίων καί άλλοι αίρετικοί καί γνωστικοί). J. ΜΑΗΕ, Tertullian et Γ Epistula Marcionis, είς RSRUS 45 (1971) 358-371. J. GUNTHER, Syrian Christian, dualism, είς VC 25 (1971) 81-93 (ή γνωστική διδασκαλία τοϋ Μαρκίωνα). Ε. SAMEK LODOVICI, Sull'interpretazione di alcuni testi della Lettera di Galati in Marcione e in Tertulliano, είς Aevurn 46 (1972) 371-401. J. GAGER, Marcion and philosophy, ε1ί> VC 26 (1972) 53-59.


ΕΥΑΓΓΈΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΙANΙZONTA

$
0
0

ΕΥΑΓΓΈΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΙANΙZONTA
στ) Γέννησις Μαρίας  Άποκάλυψις 'Ιακώβου.

Είναι ό άρχαιότερος τίτλος πού έχομε γιά τό γνωστό ΙΙρωτεναγγέλιον τον 'Ιακώβου }πού γράφηκε σταδιακά άπό έξ εθνικών—καί μάλλον όρθόδοξο—χριστιανό περί τά μέσα ίσως τοΰ Β' αί., μολονότι πολλοί τό τοποθετοΰν σέ μεταγενέστερους χρόνους. Τό 1958 ό Μ. Testutz εξέδωσε τόν πάπυρο Bodmer V, στόν δποΐο περιέχεται τό παρόν Εύαγγέλιο στά έλληνικά. Τό έργο τοΰτο σκοπό έχει νά υπογράμμιση τήν άειπαρθενία τής Θεοτόκου καί φυσικά νά καλύψη μέ περισσή άφέλεια καί εύ- σέβεια τά πραγματικά κενά πού παρατηρούνται στά κανονικά Ευαγγέλια σχετικά μέ τή ζωή τής Μαρίας καί τά παιδικά έτη τοΰ Κυρίου. "Ετσι διηγείται τή γέννηση της Μαρίας, τή ζωή της στό ναό, τή μνηστεία της μέ τόν ήλικιωμένο χήρο 'Ιωσήφ, δ όποιος είχε υιό άπό τήν πρώτη του σύζυγο τόν δήθεν συγγραφέα τοΰ παρόντος έργου 'Ιάκωβο. 'Ακολουθούν τό γεγονός τής γεννήσεως τοΰ Κυρίου καί τά θαύματα πού έλαβαν χώρα. Πολλά στοιχεία τοΰ Εύαγγελίου τούτου εισήλθαν στήν παράδοση τής Εκκλησίας, ή όποία πάντως άπέρ ριπτε αύτό πάντοτε.


Μ. TESTUTZ, Nativiti de Marie, Cologny-Gen£ve 1958 (Πάπυρος Bodmer V). P. VANUTELLI, Protoevangelium Jacobi synoptice, Roma 1940. HENNECKE-SCHNEE¬MELCHER, I, 277-290. E. BURROWS, The Gospel of the Infancy and other Biblical Es¬says, 1945. E. STYCKER, La forme la plus ancienne du Prot6vangile de Jaques, Brussel- les 1961. L. PERETTO, Recenti ricerche sul protovangelo di Giacomo, εις Marianum 24 (1962) 129-157. Η. SMID, Protevangelium Jacobi. A Commentary, Assen 1965. ALF. M. DI NICOLA, Protevangelo di Giacomo. La nativity di Maria, Parma 1966. N. Ra- DOVICH, Un frammento slavo del Protovangelo di Giacomo, Napoli 1968. J. BIRD- SALL, A second Georgian recension of the Protevangelium Jacobi, εις Mu 83 (1979) 49-72 (έκδοση καί μετάφραση). G. GARITTE, 'Protevangelii Iacobi' versio arabica anti- quior, είς Mu 86 (1973) 377-396. E. DE STYCKER, Une metaphrase in6dite du Pro- t^vangile de Jacque, εις OLP 6-7 (1975-6) 163-184.
ζ) Εναγγέλιον τοϋ Θωμά (ή Τά ηαιδικά τοϋ Κυρίου). Χαρακτηρίζομε έτσι το έργο «Θωμά τον 'Ισραηλίτον φιλοσόφου ρητά εις τά παιδικά τοϋ Κυρίον», ή «Σύγγραμμα τοϋ άγιου 'Αποστόλου Θωμά περί τής παιδικής ανα¬στροφής τον Κυρίουδπως τιτλοφορείται στάέλληνικά χειρόγραφα. 'Απδ πλη¬ροφορία του Ειρηναίου γνωρίζομε οτι τδ Ευαγγέλιο τοΰτο χρησιμοποιούσαν οι ο¬παδοί του γνωστικού Μάρκου (150 - 170). "Αρα γράφηκε περί τά μέσα του Β' αιώνα άπδ γνωστικίζοντα χριστιανό. Σκοπός του είναι κυρίως νά περιγράψη την καθημερινή ζωή και τά θαύματα πού έκαμε ό Κύριος μεταξύ πέντε καί δώδεκα έτών. Τοΰτο γίνεται χωρίς φιλολογική εύαισθησία καί μέ τήν άπουσία κάθε θεολογικής κατανοήσεως τής άποστολής καί του προσώπου τοϋ Κυρίου. "Ετσι τδ παιδίον Ίησοΰς κάνει θαύματα άπλώς γιά εκδίκηση ή γιά παιχνίδι (κατα¬σκευάζει άπδ πηλδ πτηνά, πού έπειτα πετοΰν κι εξαφανίζονται κ.δί. πολλά). Τδ κείμενο σώζεται στδ έλληνικδ πρωτότυπο καί σέ πολλές μεταφράσεις άνα- τολικών γλωσσών, καθώς καί στή λατινική καί σλαβική. Υπάρχουν άκόμη στήν άραβική, τή συριακή καί τή λατινική άποσπάσματα Ευαγγελίων, πού εξαρτώνται άπδ τδ παρδν έ'ργο, άποτελοΰν σύντομες παραλλαγές ή προ¬σθήκες είς αύτδ καί είναι οπωσδήποτε μεταγενέστερα.
IIFNNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 290-299. P. PETERS, Evangiles apocryphes, II: L'Evangile de l'enfance, Paris 1914. E. UUDG£, Legends of aur Lady Mary the perpetual virgin and her mother Anna, Oxford 1933. S. GERO, The infancy Gospel of Tho¬mas..., είςNov Test 13 (1971) 46-80 J. DANIELOU, Les Evangiles de 1'Enfance, Paris 1967. V. ARRAS-L. VAN ROMPAY, Les manuscrits 6thiopiens der Miracles de Jesus (comprenant l'fivangile apocryphe de Jean et l'Evangile de l'Ennfance selon Thomas l'Isra<5lite), είς AB93(1974)133-146. M. PROVERA, II Vangelo arabo del Infanzia..., Jerusalem 1973.
η) Εναγγέλιον των Δώδεκα 'Αποστόλων. Δεν σώζεται άλλά μνημονεύεται άπο τον Ώριγένη, τον Θεοφύλακτο καί άλλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Πολλοί ερευνητές ταυτίζουν αύτδ μέ τδ Εναγγέλιον των Έβιωναίοχν. Μέ τδν ΐδιο τίτλο μνημονεύεται χαμένο κείμενο τών Κουκιανών της περιοχής τής Έδεσσας στή Συρία καί Εύαγγέλιο, πού χρησιμοποιούσαν μανιχαϊκοί κύκλοι, δπως βεβαιώνει ό μελχίτης Theodor Abu Qurra.
H,-CH. PUECH, είς HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 186-188, 190-191.


θ) Κατά Φίλιππον Εύαγγέλιον. Ό Έπιφάνιος διασώζει μικρό άπόσπασμα, τό δποΐο ήταν καί τό μόνο ΐχνος τοΰ άποκρύφου τούτου έργου, μέ¬χρι τό 1945, οπότε άνευρέθηκαν τά κοπτικά χειρόγραφα στά Nag-Hammadi της Αιγύπτου. Στά κείμενα αύτά ύπάρχει καί τό εναγγέλιον τοΰ Φιλίππου. Γιά τό δήθεν συγγραφικό έργο τοΰ Φιλίππου γνωρίζομε καί άπό τό περίφημο γνωστικό κείμενο Πίστις Σοφία, σύμφωνα μέ τό όποιο ό «μακάριος» Φίλιπ¬πος κατέγραψε όλους τούς λόγους καί βλες τίς πράξεις τοΰ Κυρίου. Τό Εύαγ- γέλιο τοΰ Φιλίππου άποτελεΐ μάλλον άνθολόγιο γνωστικών άποφθεγμάτων καί άντιλήψεων παρά οργανικό σύνολο. Έπικρατοΰν τά στοιχεία τής διδασκα¬λίας τοΰ Ούαλεντίνου καί άρα τό χρησιμοποιούσαν οί γνωστικοί ούαλεντινια- νοί. Δυνατόν νά γράφηκε περί τά μέσα (ή λίγο μετά) τοΰ Β' αίώνα. Ό συν¬τάκτης έπανέρχεται συχνά στό θέμα τοΰ 'Αδάμ καί τοΰ Παραδείσου καί προσ¬φέρει πολύ ύλικό γιά τή γνώση τοΰ συστήματος τοΰ Ούαλεντίνου.
J. LEIPOLDT - Η.-Μ. SCHEN ΚΕ, Koptisch-gnostische Schriften aus den Papyrus- Codices von Nag-Hammadi, Hamburg 1960, σσ. 33-65 καί 81-82. HENNECKE-SCHNEE- MELCHER, 1,194-199. C. de CATANZARO, The Gospel according to Philipp, είς JThSt 13 (1962) 35-71. W. TILL, Das Evangelium nach Philippos, Berlin 1963. H.-M. SCHENKE, Die Arbeit am Philippus-Evangelium, είς ThLZ 90 (1965) 321-332. M. KRAUSE, είς W. Foerster, Die Gnosis, II, Zurich-Stut. 1974, σσ. 92-124. J. SevRiN, Les Noces SpiritueJIes dans 1'Evangile selon Philippe, είς Mu 87 (1974) 143-193. J.-E. MENARD, L'Evangile selon Philippe. Introd., texte, traduction, commentaire, Strasbourg-Paris 1967. Y. JANSSENS, L'Evangile selon Philippe, είς Mu 81 (1968) 79-133. H.-G. GAF- FRON, Studien zum koptischen Philippusevangelium .. ., Bonn 1969. A.H.C. VAN Ειακ, The Gospel of Philipp and Clement of Alexandria, είς VC 25(1971) 94-120. M. ERBETTA, II Vangelo di Filippo..., είς Euntes Docete 23(1970) 317-370. Κ. KOSCHORKE, Die 'Namen' im Philippusevangelium: Beobachtungen zur Ausein- andersetung zwischen gnostichem und kirchlichem Christentum, είς ZNW 64 (1973) 307-322. G. L. FORCHERT, Insights into the Gnostic Threat to Christianity as Gained through the Gospel of Philipp, είς New Dimensions in NT Study, Grand Rapids 1974, σσ. 79-93.
ι) Κατά Θωμϋίν Εύαγγέλιον. Μέχρι τό 1945, πού βρέθηκαν τά κοπτικά χειρόγραφα στό Nag-Hammadi τής Αιγύπτου, γνωρίζαμε διά τοΰ 'Ιππολύ¬του μικρό άπόσπασμα τοΰ εύαγγελίου τοΰ Θωμά. "Εκτοτε έχομε στή διάθε¬ση μας άλλά σέ κοπτική μετάφραση ολόκληρο τό κείμενο, τό όποιο μάλιστα ΐσως νά μή ταυτίζεται πρός έκεΐνο πού άναφέρει ό 'Ιππόλυτος (Φιλοσοφού¬μενα Ε 7). Παρά τόν τίτλο τοΰ κειμένου ή μορφή του είναι συλλογή 114 δήθεν «λογίων» ή άποφθεγμάτων τοΰ Κυρίου, τά όποια κατέγραψε ό Θωμάς καί τά όποια προδίδουν τή γνωστική προέλευσή τους. Συγχρόνως δμως υπάρ¬χουν καί «λόγια» ξένα πρός τό κλίμα τοΰ γνωστικισμοΰ. Τοΰτο ώδήγησε στήν ύπόθεση 6τι δυνατόν τό κείμενο νά γνώρισε δύο επεξεργασίες, μία άπό όρ¬θόδοξο συντάκτη καί μία άπό γνωστικό. Τό εναγγέλιο τοΰτο, πού γνώ¬ριζαν καί χρησιμοποίησαν οί μανιχαϊκοί κύκλοι τόν Γ' αίώνα, προϋποθέτει παράδοση διάφορη άπό τήν παράδοση τών κανονικών Ευαγγελίων. Κάποιοι έσπευσαν νά χαρακτηρίσουν την παράδοση αύτη «προσυνοπτική», άλλά ορθό¬τερο είναι νά την χαρακτηρίσωμε παράλληλη προς τά Συνοπτικά ή καί μεταγε¬νέστερη, διότι επί του προκειμένου κάθε τιτδ δευτερεΰον καί τδ ύποπτο ή λαϊ- κώτερο κατασκευάζεται κατά κανόνα άφοϋ έμφανισθή τό γνήσιο. *Η σημασία του έργου τούτου, πού μελετήθηκε πολύ τις τελευταίες δεκαετίες χωρίς δμως νά λυθοϋν τά προβλήματα πού δημιουργεί, βρίσκεται άκριβώς στήν συλλο¬γή των δήθεν κυριακών «Aoy/ων», τά όποια είχαν κατασκευασθη άπδ γνω¬στικούς κύκλους καί άπδ εκπροσώπους τής άφελοΰς λαϊκής εύσεβείας, ή οποία στερείται παραδόσεως. Τά «λόγια» αύτά πρέπει γενικά νά θεωρηθούν σαν ά- πόκρυφη εύαγγελική παράδοση, παράλληλη πρδς τήν παράδοση των συνοπτι¬κών καί βάση δλων τών γνωστικών εύαγγελίων του Β' καί Γ' αιώνα.
Ή σύνταξη τοϋ έργου τοποθετείται στήν εποχή τοϋ 140 ή λίγο άργότε- ρα. Πατρίδα του θεωρείται άπδ πολλούς ή "Εδεσσα τής Συρίας.
Θ. ΜΟΣΧΟΝΑΣ, Τά Λόγια τοϋ Ίησοΰ ή τό νέον άπόκρυφον Εΰαγγέλιον τοϋ Θωμα, είς Πάνταινος 51 (1959) 330-332• 52 (1960) 60-61, 88-91, 120-122, 148-149, 182-184. Α. GUILLAUMONT-H. PUECH-W. TILL-Υ. 'ABD AL-MASIH, Evangelium secundum Thoman, Leiden 1959. J. DORESS, The secret books of the Egyptiangnostics, New York 1960. J. LEIPOLDT-H. SCHENKE, Koptisch-gnostische Schriften, Hamburg 1960. W. SCHRAGE, Das Verhaltnis des Thornas-Evangeliums zur synoptischen Tra¬dition, Berlin 1964. R. MCL.WILSON, Studies in the Gospel of Thomas, London 1960. J. BAUR, Echte Jesusworte, είς W. can Unnik, Evangelien aus dern Nilsand, Frank¬furt a. M. 1960, σσ. 108-150. HENNECKE-SCHNEEMELCHER, 1,199-223. H.-W. BARTSCH, Das Thomas - Evangelium und die synoptischen Evangelien, εΕς NTS 6 (1959) 249-261. J. DORESSE, Les livres secrets des Gnostiques d'Egypte. 2: L'Evangile selon Thomas ou les paroles secrfetes de Jisus, Paris 1959. O. CULLMANN, Das Thomas- evangelium und seine Bedeutung fur die Erforschung der kanonischen Evangelien, είς Universitas 15 (1960) 865-874. G. GARITTE, Les «Logoi» d'Oxyrynque et l'apo- cryphe copte dit fivangile de Thomas, είς Mu 73(1960) 151-172. Βλ. καί σσ. 335-349 (μετάφραση τών λόγων). R. GRANT-D. FREEDMAN, The Secret Sayings of Jesus, New York 1960. R. KASSER, L'fivangile selon Thomas, Neuchatel 1961, J. LEIPOLDT, Das Evangelium nach Thomas, Berlin 1967. R. SUMMERS, The Secret Sayings of the Living Jesus..., Waco, Texas 1968. I. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ, Τό γνωστίκδν κατά Θωμαν Εύαγγέ- λιον, είς Θεολογικόν Συμπάσιον, Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 23-67. Α. de OTERO SANTOS, Das kirchenslavische Evangelium des Thomas, Berlin 1967. B. EHLERS, Kann das Thomasevangelium aus Edessa stammen;..., είς NovTest 12 (1970) 284-317. J. MENARD, L'£vangile selon Thomas [Nag Hammadi Studies V], Leiden 1975. D. CARTLIDGE, The Coptik Gospel Thomas. Sourcebook of Texts for the Comparative Study of the Gospels, είς Literature of the Hellenistic and Roman Period, Knoxvill Univ. of Tennessee 1971, σσ. 90-110• 1972, σσ. 112-131• 1973, σσ. 177-194. Β. DE- HAND SCIIUTTER, L'fivangile selon Thomas: t^moin d'une tradition prilucanienne ? είς L'£vangile de Luc... Memorial L. Cerfaux, Gembloux 1973, σσ. 287-297. H.-CH. PUECH, Doctrines isotiriques et thfemes gnostiques dans I'Evangile selon Thomas, είς Annuaire du College de France 72(1972) 287-322. J.A. FITZMYER, The Oxyrhyn- chus Logoi of Jesus and the Coptic Gospel According to Thomas, είς Essays on the Semitic Background of the NT, Missoula 1974, σσ. 355-433.
ία) Εναγγέλιον κατά Ματ&Ιαν. Τδ κείμενο τοΰτο μνημονεύει ώς αίρε- τικό δ Ώριγένης, ένώ ό Κλήμης 'Αλεξανδρέας καταχωρίζει στό έργο του Στρω- ματεΐς τρία ή τέσσερα σύντομα άποσπάσματα, τά όποια δμως προσγράφει δχι στό ευαγγέλιο, άλλά στίς «Παραδόσεις» τοϋ Ματθία. Πιθανώς πρόκειται γιά τό ίδιο έργο, τό όποιο προέρχεται άπό γνωστικούς μάλλον κύκλους (τοΰ Βα¬σιλείδη;) τής Αιγύπτου και γράφηκε στό α' ήμισυ τοΰ Β' αίώνα.
ιβ) Εύαγγέλιον των Αίγυπτίων (Τό ιερόν βιβλίον τον μεγάλον άοράτου Πνεύματος). Τό έργο παραδίδεται άπό τούς κοπτικούς κώδικες III καί IV τοΰ Nag-Hammadi καί χαρακτηρίζεται Εναγγέλιον τών ΑΙγνπτίων μόνο στό β' Έπίλογό του. 'Ανήκει στόν τύπο τών γνωστικών εύαγγελίων μέ δικά του δμως χαρακτηριστικά. Γράφηκε στήν έλληνική άπό σηθιανονς γνωστικούς της Αιγύπτου στό α' ήμισυ τοΰ Β' αίώνα καί δέν έχει σχέση μέ τό ήδη γνω¬στό άπόκρυφο εναγγέλιον κατ' Αιγυπτίων. Τό κείμενο διακρίνεται σέ τέσσε¬ρα κύρια μέρη καί περιλαμβάνει 50 μυθολογικά ονόματα καί 20 κρυπτογράμ- ματα. Διηγείται τή δημιουργία τοΰ κόσμου, τοΰ φωτός καί τοΰ σύμπαντος. Κεντρικό πρόσωπο είναι ό Σήθ, πού εμφανίζεται βραδύτερα στούς πλανηθέν- τες άπογόνους του μέσω τοΰ Ίησοΰ γιά νά τούς σώση. Τοΰτο επιτυγχάνεται τόσο μέ τή γνώση, δσο καί μέ τό βάπτισμα καί τή λατρεία. Τό σηθιανό γνωστι¬κό τοΰτο έργο επηρεάσθηκε θεματικά άπό τό χριστιανισμό (Παΰλος, Ιωάννης), άλλά ερμηνεύει τά πράγματα μέ τρόπο άπόλυτα γνωστικό.
J. DORESSE, 'Le Livre sacr6 du grand Esprit invisible'au'L'Evangile Egypti- ens': Texte copte 3dit0, traduit et comments d'aprfes la Codex I (= 6 Doresse έχει δική του άρΕθμηση τών κωδίκων τοϋ Nag-Hammadi) de Nag-Hammadi/Khinoboskion, είς JA 254 (1966) 317-435 καί 256 (1968) 289-386. Α. BOHLIG, Christentum und Gnosis im Agypterevangelium von Nag Hammadi, είς W. Eltester, Christentum und Gnosis, Berlin 1969, σσ. 1-18. A. BOHLIG, Das Agypterevangelium von Nag Ham¬madi (Das heilige Buch des grossen unsichtbaren Geistes)..., Wiesbaden 1974 (εί- σοιγωγή-μετάφραση).
ιγ) Εύαγγέλιον τοϋ Ίούδο. Τίποτε σχεδόν δέ σώζεται άπό αύτό. *Ηταν έργο γνωστικών Καϊνιτών, οί όποιοι τό έγραψαν μάλλον μεταξύ 130 καί 150 (Hennecke -Schneemelcher, I, 228-229).
ιδ) Εύαγγέλιον Ματά Μαριάμ. Σώζεται μόνο τμηματικά σέ κοπτική μετάφραση (Papyr. Berol. 8502) καί στό ελληνικό πρωτότυπο (Pap. J. Ry- lands 463: μόνο ένα φύλλο). Τό κείμενο πρέπει νά διακριθή σέ δύο μέρη. Στό πρώτο έχομε συζήτηση τοϋ άναστημένου Χριστοΰ μέ τούς μαθητές του. Τό δεύτερο άρχίζει μέ παράκληση τοΰ Πέτρου πρός τή Θεοτόκο, γιά νά κοινο- ποιήση άποκαλύψεις, πού εΖναί οράματα. Τό κλίμα, ή γλώσσα καί τά θέματα τοΰ έργου μαρτυροΰν τή γνωστική του προέλευση. Τοποθετείται γενικά στό Β' αίώνα.
W. TILL, Die gnostischen Schriften des koptischen Papyrus Berol. 8502, Berlin 1955, σσ. 24-32 καί 62-79. G. CARRATELLI, είς La parola del Passato 2 (1946) 266 έξ. Γ. ΚΑΥΩΜΕΝΟΥ, Τό κατά Μαριάμ άπόκρυφον Εύαγγέλιον, είς 'Αθήνα 49 (1939) 177-186.
R. MCL.WILSON, The NT in the Gnostic Gospel of Mary, NTS 3 (1956/7) 233-243. HENNECKE-SCHNBEMELCHER, I, 251-255.
ιε) Εύαγγέλιον Εϋας. Του κειμένου τούτου έχομε μόνο τόν τίτλο καί ένα άσφαλές άπόσπασμα ('Επιφάνιος, Πανάριον 26,2,6). Δέν είναι περίεργο γιά τό γνωστικισμό δτι ένας άπό τούς άναρίθμητους δασκάλους καί συγγραφείς του έθεσε δνομα παλαίοδιαθηκικοΰ προσώπου στό κείμενο του, άν καί εΈναί ή μοναδική γνωστή περίπτωση (Hennecke-Schneemelcher, I, 166-168).
ιστ) Εύαγγέλιον τελειώοεως. Τούτο γνωρίζομε διά τοϋ Έπιφανίου• (Πανάριον 26,2,6-3). Επρόκειτο γιά γνωστικό έργο μάλλον τοΰ Β' αί., πού πα¬ρουσίαζε τό ιδεώδες τής τελειώσεως (ή άπευθυνόταν στούς τελείους) καί συνι¬στούσε τό πλήρωμα καί τήν τελείωση τής άποκαλύψεως (Hennecke-Schnee- melcher, I, 159-160).
ιζ) Τό βιβλίον Θωμά τοϋ άΦΧητοϋ. Περιέχεται στά χειρόγραφα τοί> Nag-Hammadi, άνήκει οπωσδήποτε στόν τύπο τών γνωστικών Ευαγγελίων, άπευθύνεται πρός τούς τελείους καί προσφέρει μυστική γνώση. Αρχίζει μέ άπο¬κάλυψη τοΰ «Σωτήρος» εις τόν Θωμά (καταγράφει αύτή ό Ματθαίος), τε¬λειώνει μέ μακρά ομιλία τοΰ Σωτήρος, πού γίνεται πριν άπό τήν άνάληψή του, καί διατυπώνει έγκρατιτικές άντιλήψεις.
HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 223-224. Μ. KRAUSE-P. LABIB, Gnostische und hermetische Schriften aus Code* II und Codex VI, Gluckstadt 1971, σσ. 88-106 (έκδοση τοϋ κοπτικοΰ-σαχιδικοΰ κειμένου καί γερμανική μετάφραση). ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, είς W. Foerster, Die Gnosis, II, σσ. 139-148.
ιη) 'Αγνώστων Εύαγγελίων άποσπάσματα. α) Στόν πάπυρο Egerton 2, πού είναι γραμμένος πριν τό 150, υπάρχουν πέντε περικοπές άγνώστου Εναγγέλιον. Τοΰτο είναι σαφώς άπόκρυφο, άλλά παρουσιάζει μεγάλη συγ¬γένεια πρός τά συνοπτικά καί τόν 'Ιωάννη. Μαρτυρεί παράδοση ελαφρά πα¬ραλλαγμένη άπό τήν κανονική εύαγγελική παράδοση, άλλά μάλλον ύψηλής στάθμης, άν βέβαια συγκριθή πρός τά λοιπά άπόκρυφα Ευαγγέλια.
Στόν μικροσκοπικό περγαμηνό κώδικα 840 τής Όξυρύγχου (Μέση Αί¬γυπτος), σώζεται άπόσπασμα άλλου άγνώστου Εναγγέλιονf τό όποιο έχει πολλούς σημιτισμούς καί παρουσιάζει γενικά σοβαρότητα στίς διηγήσεις.
Άποσπάσματα άκαθορίστων άποκρύφων Εύαγγελίων βρέθηκαν στόν πάπυ¬ρο 1224 τής Όξυρύγχου, στόν πάπυρο 10735 Cairensis καί στόν πάπυρο Rai- ner της Βιέννης (Fajjum fragment). "Ολα τά παραπάνω άποσπάσματα σώ¬θηκαν στήν έλληνική, πού φυσικά εΖναί καί ή γλώσσα τών πρωτοτύπων έρ¬γων, άπό τά όποια προέρχονται.
G. MAYEDA, Das Leben-Jesu-Fragment Papyrus Egerton 2, Bern 1946. J. JEREMIAS, Unbekannte Jesusworte, Gutersloh s1963, σσ. 23-25, 39. Β. GRENFELL- A. HUNT, Fragment of an Uncanonical Gospel from Oxyrynchus, Oxford 1908• HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 57-60, 72-74.
ιθ) Λόγια τοϋ KVQCOV. «Λόγια» του Κυρίου, πού άλλα είναι άγνωστα καί άλλα γνωστά είς τά κανονικά ή τά άπόκρυφα ευαγγελικά κείμενα, παραδί¬δουν οί πάπυροι τής Όξυρύγχου 1(=7 Λόγια), 654 (=6 Λόγια) και 655(=1) «ττήν έλληνική γλώσσα.
J. JEREMIAS, Unbekannte Jesusworte, Giitersloh "1963, σσ.66-70, 81, 88-91. Η. WHITE, The Sayings of Jesus from Oxyrynchus, Cambridge 1920. HEN NECKE-SCHNE- EMELCHER, I, 61-72. J. FITZMYER, The Oxyrhynchus Logoi of Jesus and the Coptic -Gospel According to Thomas, είς Essays on the Seme tic Background of the New Testament, Missoula 1974, σσ. 355-433.


ΠΡΑΞΕΙΣ, ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ, ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

α) Πράξεις Πέτρου Hal τών 12 'Αποστόλων. Χαρακτηρίζεται έτσι τδ πρώτο έργο τοΰ κοπτικού κώδικα VI, πού βρέθηκε στδ Nag-Hammadi. Δέν φαίνεται νά έχη σχέση μέ τά ήδη γνωστά άπόκρυφα πού προσγράφονται ■στον άπόστολο Πέτρο. *0 παραπάνω τίτλος υπάρχει στδ τέλος τοΰ έργου.
Μ. KRAUSE-P. LABIB, Gnostische und hermetische Schriften aus Codex II und Codex VI, Gluckstadt 1971, σσ. 107-121. Η. SCHENKE, Die Taten des Petrus und der zwOlf Apostel. Die erste Schrift aus Nag Hammadi Codex VI, εις ThLZ 98 (1973) 13-19. M. KRAUSE, Essay on the Nag Hammadi Texts in Honour of Al. Bohlig (Nag Hammadi Studies III), Leiden 1972, σσ. 36-58.
β) Κήρυγμα Πέτρου. Άπδ τδν 'Αλεξανδρέα Κλήμη έχομε τήν πληρο¬φορία δτι υπήρχε άπόκρυφο έργο μέ τδν τίτλο αύτό. Ό ίδιος συγγραφέας δια¬σώζει άπδ αύτδ τόσο μικρά άποσπάσματα, ώστε νά είναι άδύνατη ή άξιολό- γηση τοΰ έργου. Γίνεται πάντως λόγος γιά τδν Ινα Θεό, πού δημιούργησε τδ παν καί τδν όποιο δέν άναγνωρίζουν οί έλληνες. Τοποθετείται στις άρχές τοΰ Β' αιώνα καί πατρίδα του θεωρείται ή Αίγυπτος.
G. QUISPEL-R. GRANT, Note on the Petrine Apocrypha, είς VC 6 (1952) 31 έξ. IIENNECKE- SCHNEEMELCHER, I, 58-63. M.G. MARA, II Kerygma Petrou, είς SMSR 38 (1967) 314-342.
γ) * Επιστολή τών 'Αποστόλων. Σημαντικδ άπόκρυφο έργο, γραμμένο έλληνικά στδ α' ήμισυ τοΰ Β' αιώνα. Βρέθηκε πρώτα σέ κοπτικδ χειρόγραφο τδ 1895. 'Ακολούθησε ανεύρεση λατινικών άποσπασμάτων καί ακέραιης ■αίθιοπικής μεταφράσεως (1913). Σκοπδς τοΰ έργου είναι ή άντιμετώπιση τοϋ κινδύνου πού δημιουργοΰσε ό δοκητισμδς καί δ γνωστικισμός, τοΰ οποίου δμως ασυνείδητα εξέφραζε τδ κλίμα καί χρησιμοποιούσε άντιλήψεις καί τρό¬πο σκέψεως. Π.χ. ή έννοια τοΰ Λόγου, πού μέ τή μορφή τοΰ Γαβριήλ έρχεται άπδ τδν ούρανό, δπως οί αιώνες, καί γίνεται άνθρωπος, εϊναι βαθειά επηρεα¬σμένη άπδ τά γνωστικά συστήματα. Τδ περιεχόμενο είναι συνομιλίες μέ τδν Κύριο, άποκαλύψεις καί διδασκαλίες τοΰ Κυρίου, τις όποιες δίδει μετά τήν ■άνάσταση στούς ένδεκα μαθητές του. Αύτοί άπευθύνονται μέ τήν 'Επιστολή τους σ' ολόκληρο τδν κόσμο, προσφέροντας δ,τι έλαβαν άπδ τδν Κύριο. Έτσι πληροφορούν γιά τήν έλευση τοϋ Κυρίου, γιά τήν άποστολή τής δννάμεώς του μέ τή μορφή τοΰ Γαβριήλ, γιά τήν κάθοδό του στόν Άδη, τήν άνάσταση τών σωμάτων κ.ά. Στό έργο τονίζεται ή ιστορικότητα τής άναστάσεως τοΰ Κυρίου —άσφαλώς άπό άντίδραση στό δοκητισμό τοΰ Κηρίνθου-άλλά τονίζεται καί ή ένότης Πατρός καί Υίοΰ τόσο, ώστε νά δίνεται ή έντύπωση τής ταυτότητος τών δύο προσώπων. Χρήσιμες πληροφορίες βρίσκομε στό παρόν κείμενο γιά τή ζωή τών χριστιανών καί μάλιστα γιά τήν τέλεση τής Εύχαριστίας καί τόν εορτασμό τοϋ Πάσχα άπό τούς Τεσσαρακαιδεκατίτες. Στήν αϊθιοπική πα¬ράδοση τοΰ κειμένου ύπάρχει σύντομη ομολογία πίστεως, πού συνιστά είδος βα- πτιστηρίου συμβόλου (τό άρχαιότερο γνωστό;) μέ ξηρή άναφορά στόν Πατέρα Κύριο τών δλων, στόν Ίησοΰ Χριστό, στό άγιο Πνεΰμα, στήν άγία Έκκλη¬σία καί στήν άφεση άμαρτιών.
Ό συντάκτης τοΰ έργου άντλει άπό ιουδαϊκές πηγές καί άπόκρυφα, γνωρίζει τά ερμητικά έ'ργα, έχει συγκρητιστική διάθεση, έκπροσωπεΐ είδος ίουδαιοεσσα'ικής εύσεβείας, γράφει στήν Αίγυπτο καί δέν μπορεί νά χαρα- κτηρισθή οΰτε φορέας τής παραδόσεως, άλλ' οΰτε καί γνωστικός.
C. SCHMIDT, Gesprache Jesu mit seinen Jiingern nach der Auferstehung, 1919. II.DUENSING, Epistula apostolorum, 1925. TOY ΙΔΙΟΥ, Studiem zur Epistula aposto¬lorum, Berlin 1965 (δπου καί πλήρης βιβλιογραφία).P. VAN OVERMEIRE, «Livre que Je¬sus r^vila k ses disciples»... (διατριβή δακτυλ.), Paris 1962. Α. A. T. EHRHARDT, Judeo- christians in Egypt: the Epistula Apostolorum and the Gospel of the Hebrews, είς Studia Evangelica III (1964) 360-382.
δ) Άπόκρυφον (—'Επιστολή) τοΰ Ίαχώβον. Στόν κοπτικό κώδικα Jung τών χειρογράφων τοΰ Nag-Hammadi περιλαμβάνεται σάν πρώτο έργο τό παρόν άπόκρυφο χωρίς άρχή καί τίτλο, τά όποια έχουν καταστραφή. Τό κεί- ,μενο έχει μορφή περισσότερο 'Επιστολής, ή όποία στέλνεται σέ άγνωστο γιά μας παραλήπτη καί στήν όποία ύπάρχει είδος έσωτερικής (προσωπικής) ά- ποκαλύψεως τοΰ Ιακώβου (τοΰ Άδελφοθέου;). Τό κλίμα τοΰ κειμένου είναι σαφώς γνωστικό. Γράφηκε μάλλον στό πρώτο ήμισυ τοΰ Β' αίώνα. Πιθανόν νά προέρχεται άπό κηρινθιανούς κύκλους.
Epistula Jacobi Apocrypha. Codex Jung F. Ir,—F VIII (p. 1-16). ED. M. MA- LININE-II. PUECH-G. QUISPEL-W. TILL-R. KASSER. Adj. R. WILSON-J. ZANDEE, (T. 4), Leiden 1968. H. PUECH-G. QUISPEL, Les Merits gnostiques du Codex Jung, είς VC 8 (1954) 7-22. W. VAN UNNIK, The Origin of the recently discovered 'Apocryphon Jacobi', είς Atti del VIII Congr. internaz. di Storia delle Religioni, Φλωρεντία 1956, <sa. 407 έξ. καί είς VC 10 (1956) 149-156 (= προτείνει ώς χρόνο συντάξεως τοΰ £ργου τήν περίοδο μεταξύ 125 καί 150). HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 245-249. Η. SCHENKE, Der Jakobusbrief aus dem Codex Jung, είς OLZ 66 (1971) 117-130 (μετάφραση γερμ.). Yv. JANSSENS, Traits de la passion dans 1'Epistula Jacobi apocrypha, είς Mu 88 (1975) 97-101.
ε) 'Επιστολή Πέτρου πρός Φίλιππον. Γνωστικό κείμενο πού ή επι¬στήμη τό γνώρισε άπό τόν κώδικα VIII τοΰ Nag-Hammadi.
P. PERKINS, Peter in Gnostic Revelation, είς Society of Biblical Literature, II (1974) 1-13.
στ) Άηοχάλνψις Πέτρου. Τό έ'ργο τοΰτο, πού ήταν εξαιρετικά γνωστά στήν άρχαία 'Εκκλησία (Κανών Muratori, Κλήμης Άλεξ., Μεθόδιος, Εύσέ- βιος), εΐχε χαθεί τελείως καί μόλις τό 1910 βρέθηκε σέ άκέραιη αίθιοπική μετάφραση. Λίγο νωρίτερα είχαν γίνει γνωστά μικρά άποσπάσματα στήν έλ¬ληνική, τά όποια δμως έκπροσωποΰν μάλλον μεταγενέστερη επεξεργασία τοΰ- πρωτοτύπου. 'Ασφαλέστεροι μάρτυρες τοΰ πρωτοτύπου έλληνικοΰ εΐναι τά σύντομα άποσπάσματα, πού διασώζουν οί εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Τό περιεχόμενο τής 'Αποκαλύψεως άναφέρεται στή φανέρωση γεγονότων, πού άφοροΰν τή δευτέρα παρουσία τοΰ Κυρίου, τήν τιμωρία τών αμαρτωλών, τήν άνάσταση τών νεκρών κ.ά. Αύτά γίνονται μετά τήν άνάσταση καί πριν άπό τήν άνάληψη τοΰ Κυρίου, μέ τήν περιγραφή της οποίας κλείνει τό έργο.
Τό παρόν άπόκρυφο εξαρτάται άπόλυτα άπό λαϊκές άποκαλυπτικές αν¬τιλήψεις, πού κυκλοφοροΰσαν στον ιουδαϊκό χώρο, καθώς καί άπό τά θρησκευ¬τικά ρεύματα τής έποχής (δρφισμός, πυθαγόρεια μυστήρια, άνατολικές θρη¬σκευτικές δοξασίες). "Ετσι ένώπιόν μας έχομε τον τρόπο, μέ τον όποιο θύραθεν καί λαϊκές άντιλήψεις περί ούρανοΰ καί κολάσεως προσπαθούσαν νά εισέλ¬θουν στήν Εκκλησία. Ενδεικτικό τής άποκλίσεως άπό τήν παράδοση τής Εκκλησίας είναι δτι στήν άπόκρυφη *Αποκάλυψη κεντρικό θέμα-πρόσωπο δέν εΐναι δ Κύριος, άλλά οί αφελείς καί αυθαίρετες περιγραφές τής καταστάσεως στή μετά θάνατο ζωή τών άνθρώπων καί κυρίως τών αμαρτωλών.
Τό έργο τοποθετείται στις αρχές τοϋ Β' αιώνα (στο 135=Maurer) καί δέν έχει σχέση οΰτε μέ τήν «Άποκάλυψιν Πέτρου» τοΰ κώδικα VII τοΰ Nag- Hammadi, οΰτε μέ ομότιτλο μεταγενέστερο άραβικό κείμενο (Mingana).
Β. PREUSCHEN, Antilegomena, Tubingen 1905, σσ. 84-88. S. GREBAUT, εις HOC 1907, σσ. 139 έξ. 1910, σσ. 198 έξ. 307 έξ. καί 425 έξ.(αίθιοτηκδ κείμενο). Η. DUENSING, είς ZNW 14(1913) 65-78. Α. MINGANA, The Apokalypse of Peter, Cambridge 1931 (με¬ταγενέστερη άραβική μετάφραση). Μ. R. JAMES, The Rainer Fragment of the Apo¬kalypse of Peter, είς JThSt 32(1931) 270-278.W. MICIIAELIS, Die apokryphen Schri¬ften zum Neuen Testament, 1956, σσ. 469-481. IIENNECKE - SCHNEEMELCIIER, II, 468-483 (Ch. Maurer).
ζ) Άποχάλυψις Πέτρου. "Εργο γνωστικό καί διάφορο άπό τό προη¬γούμενο κείμενο. Παραδίδεται άπό τον κώδικα VII τοΰ Nag-Hammadi.
Μ. KRAUSE-V. GIRGIS, Die Petrusapokalypse, είς F. Altheim- R. Stiehl, Chri- stentum am Roten Meer, II, Berlin-New York 1973, σσ. 152 - 179. A. WERNER, Die Apokalypse des Petrus : Die dritte Schrift aus Nag-Hammadi Codex VII, eingeleitet und ubersetzt..., εις ThLZ 99 (1974) 575-584.
η) Άποκάλυψις Παύλου. Γνωστικό έργο, πού παραδίδεται άπό τόν κώ¬δικα V τοϋ Nag-Hammadi, πού δέν έχει σχέση μέ τό άπό παλαιότερα γνω¬στό κείμενο τής 'Αποκαλύψεως τοϋ Παύλου (=λατινικά: Visio Pauli) καί πού ίσως είναι τό Άναβατικόν Παύλου (Έπιφάνιος, Πανάριον 38,2), τό ό- ποίο χρησιμοποιούσαν οί γνωστικαί Καινίτες. Κεντρική θέση στό έργο κα¬τέχει ή διήγηση τών συνθηκών - τυχών τής ψυχής στίς ουράνιες σφαίρες. Τίς συνθήκες αύτές περιγράφει ό Παύλος, πού δ ίδιος «άνηρπάγη» δχι μόνον «είς τρίτον ούρανόν», άλλά καί άπό τόν τρίτο μέχρι τόν δέκατο ουρανό.
Α. BOHLIG, Koptisch-gnostiche Apokalypsen aus codex V von Nag Hammadi im koptischen Museum zu Alt-Kairo,Wittenberg 1963. R. KASSER, L'apocalypse de Paul, είς RThPh 19(1969) 259-263. M. ERBETTA, L'apokalisse gnostica di Paolo (II sec.), είς Gli Apocrifi del Nuovo Testamentο, III, Marietti 1969, σσ. 348-351. W. MYS- ZOR, Apokalipsa Pauvla, είς Studia Theologica Varsaviensia 10(1972) 163-170. E. FIORENZA, Apocalyptic and Gnosis in the Book of Revelation and Paul, είς JBL 92(1973) 565-581.
θ) Άποχάλυψις τοϋ Ίαχώβου (πρώτη). Ό κώδικας VTOO Nag-Ham¬madi παραδίδει δύο διαφορετικά κείμενα μέ τόν τίτλο αύτό. Ό Άδελφόθεος 'Ιάκωβος δέχεται άποκαλύψεις σέ διαλογικές συζητήσεις πού έχει μέ τόν Κύ¬ριο πρό καί μετά τήν άνάστασή του. Γίνεται λόγος γιά τή Σοφία-'Αχαμώθ, γνωστή άΐτό τό σύστημα τοΰ Ούαλεντίνου, τήν άνάληψη της ψυχής, τίς έχθρι- κές δυνάμεις καί προφητεύεται ή καταστροφή τής 'Ιερουσαλήμ. Ή ψυχή γιά νά έπανέλθη στόν Πατέρα πρέπει νά περάση τούς 72 ούρανούς, ό άριθμός τών οποίων σχετίζεται μάλλον πρός τόν άριθμό 12 πού είναι οί "Αρχοντες (βλ. γνωστικό έργο: ' Υπόοταοις τών άρχόντων).Τ6 έργο γενικά εκφράζει ίουδαιο- χριστιανικό γνωστικισμό τοΰ συρίακοΰ χώρου.
Α. BOHLIG—P. LABIB, Koptisch-gnostische Apokalypsen aus Codex V von Nag Hammadi im Koptischen Museum zu Alt-Kairo,Wittenberg 1963. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Der religiongeschichtliche Hintergrund der Jakobusapokalypsen aus Codex V von Nag Hammadi, εις OC 50 (1966)1232-133. M. ERBETTA, La I Apocalisse di Giacomo (II sec), είς Gli Apocrifi del Nuovo Testamento, III, Marietti 1969, σσ. 333-340 (341¬347: ή δευτέρα 'Αποκάλυψη). R. KASSER, Bibliothfeque gnostique vi: Les deux apoca¬lypses de Jaques, είς RThPh 18(1968)163-186.
ι) ΆποχάΧυψις Ίαχώβου (δευτέρα) Κείμενο σημαντικό γιά τήν έμ¬μεση παρακολούθηση τής παραδόσεως τής άρχαίας Εκκλησίας καί τή διαδικα¬σία τής νοθεύσεως τής παραδόσεως αύτής κατά τόν Β' αιώνα. Ό Άδελφό¬θεος 'Ιάκωβος άποκτά δύναμη καί σημασία σχεδόν άνάλογη μέ τή δύναμη τοΰ Χριστοΰ, άπό τόν δποΐο δέχεται τήν άποκάλυψη. Τό περίγραμμα καί τό περιβάλλον στό γνωστικό τοΰτο έργο εμφανίζονται ίουδαιο-χριστιανικά. Ό Ιά¬κωβος προσφέρει τήν άποκάλυψη - διδασκαλία του στό λαό άπό τίς κλίμακες τοΰ ναοΰ, δπου καί υφίσταται τό μαρτύριο άπό τόν πλανεμένο καί καθοδηγη¬μένο λαό.
Βλ. καί βιβλιογρ. προηγουμένου λήμματος. Α. BOHLIG, Zum Martyrium des Ja- kobus, είς NovTest 5 (1962) 207-253. H. SCHENKE, Exegetische Probleme der zwei- ten Jakobusapokalypse in Nag-Hammadi Codex V, είς WZ Halle 1(1968)163-186. S. BROWN, Jewish and Gnostic elements in the second Apocalypse of James (CG V, 4), είς NovTest 17(1975) 225-237.

ΔΙΑΦΟΡΑ

α) Άπόκρυφο ν τοΰ 'Ιωάννου. Μέ τδν τίτλο αύτδ σώζεται γνωστικδ έργο στήν ελληνική καί σέ τέσσερες διαφορετικές κ οπτικές μεταφράσεις (Pap. Berol. 8502 καί χειρόγραφα τοΰ Nag-Hammadi). Εκφράζει προουαλεντινιανδ γνωστικισμό. Ό 'Ιωάννης πριν άπδ τήν άνάληψη τοΰ Κυρίου δέχεται απο¬καλύψεις, οί όποιες άποδίδουν τήν κοσμολογία και τήν άνθρωπολογία τοΰ πρώι¬μου γνωστικισμοΰ. Τδ κείμενο γνώρισε διασκευές και επεξεργασίες, ώστε νά έξυπηρετή τούς έκπροσώπους τών διαφόρων τοποθετήσεων. *Ηταν ιδιαί¬τερα προσφιλές είς τούς κύκλους τών χριστιανιζόντων γνωστικών, 8πως μαρ- τυροΰν οί συχνές μεταγραφές καί μεταφράσεις του. Τδ αρχικό κείμενο γρά¬φηκε στδ α' ήμισυ τοΰ Β' αιώνα καί ήταν αύστηρά γνωστικό.
W. TILL, Die gnostischen Schriften des Koptischen Pap. Berol. 8502, Berlin 1955. M. KRAUSE-P. LABIB, Die drei Versionen des Apokryphon des Johannes im Koptischen Museum zu Alt-Kairo, Wiesbaden 1962, σσ. 109-199. H.-M. SCHENKE, Nag-Hamadi Studien,I.Das literarische Problem des Apolkryphon Johannis.eL; ZRGG 14(1962) 57-63. S. GIVERSEN, Apocryphon Johannis..., Copenhagen 1963. HENNECKE- SCHNEEMELCHER, I, 229-243. W. FOERSTER, Die Gnosis, I, Zurich-Stuttgart 1969, σσ. 133-161. Τ. JANSSENS, L'Apocryphon de Jean, είς Mu 84 (1971)43-64, 403-432.
β) 'Αποσπάσματα συνομιλίας Ίησοΰ ttal (Ιωάννου). Άπό φύλλο περγαμηνής δημοσιεύθηκε τδ 1943 άπόσπασμα συνομιλίας Ίησοΰ καί ενός ά- ποστόλου. Λίγο αργότερα, τδ 1954, δημοσιεύθηκαν δύο άκόμη άποσπάσμα¬τα άπό τδν ί'διο περγαμηνό κώδικα . Τδ κείμενο, στα κοπτικά, έχει σαφώς γνωστικό χαρακτήρα καί συγγενεύει μέ τό 'Απόκρυψαν 'Ιωάννου, γι* αύτδ καί γίνεται ή ύπόθεση δτι πρόκειται γιά συνομιλία μέ τον Απόστολο 'Ιωάννη.
HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 244-245. W. CRUM, Coptic Anecdota, είς JThSt 44(1943) 176-182 («Α gnostic Fragment»).Ε. KAHLE, εΙςΒαΙα'ϊζαίι. Coptic Texts from Deir el-Bala'izah in Upper Egypt, I, London 1954, σσ. 473-477.
γ) Γέννα Μαρίας. "Ετσι χαρακτηρίζεται άπόκρυφο κείμενο άπό τδν Έ- πιφάνιο, είς τον όποιο όφείλομε τή μνεία καί τό μόνο άπόσπασμα (Πανάριον 26,12). Πρόκειται γιά γνωστικό κείμενο μάλλον τών μέσων τοΰ Β' αιώνα.
Α. BERENDS, Studien uber Zacharias-Apokryphon und Zacharias-Legenden, Leipzig 1895, σσ. 32-37. HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 255-256. L. M. PEREITO, «La Nativita di Maria», εις Marianum 12(1960)176-196.
δ) *Ερωτήσεις Μαρ ία ς (Μαγδαληνής ή Θεοτόκου;). Ό 'Επιφάνιος ά- ναφέρει μεταξύ άποκρύφων έργων καί τις «'Ερωτήσεις Μαρίας», πού ό ϊδιος συγγραφέας διακρίνει σέ «μικράς» καί «μεγάλας» (Πανάριον 26,8 1-2). Οί τελευταίες άνήκουν στον τύπο τών γνωστικών Εύαγγελίων καί προσφέρουν μυ¬στική άποκάλυψη. Αί «μικραί ερωτήσεις» παραμένουν άκόμη αίνιγμα, στή λύση τοϋ οποίου δέ βοηθοΰν τά δύο άποσπάσματα πού σώζει ό Έπιφάνιος.
Δυνατόν τδ έργο νά προέρχεται άπό τά μέσα τοϋ Β' αί.
HENNECKE - SCHNEEMELCHER, I, 250-251.
ε) Προσευχή Παύλου τοΰ 'Αποστόλου. Σύντομο κοπτικό έ'ργο πού βρίσκεται στό τέλος (σελ. 143-144) τοϋ κώδικα I τοΰ Nag-Hammadi.
R. KASSER-MALININE-PUECH-QUISPEL-ZANDEE, adiuv. VYCICHL-WILSON,Tra¬ctatus tripartitus... Oratio Pauli, code* Jung f. LXXII(?)...., Bern 1975.






'Ανευρέσεις Αποκρύφων καί γνωστικών Εργων.

$
0
0


'Ανευρέσεις Αποκρύφων καί γνωστικών Εργων.

Άπό τό τέλος τοϋ περασμένου αιώνα μέχρι τό 1945 /6 ή απόκρυφη καί γνωστική γραμματεία αυξήθηκε μέ ρυθμό εντυπωσιακό, δπως δείχνουν οί παρακάτω σημειούμενες περιπτώσεις ανευρέσεως κωδίκων—παπύρων, οί όποιοι παραδίδουν άπόκρυφα καί γνωστικά Ευαγγέλια, Πράξεις,'Επιστολές, *Αποκαλύψεις καί ποικίλης μορφής γνωστικά έργα.

α. Κώδικες (κοπτικοί) Askevianus καί Brucianus. Βρέθηκαν στήν 'Αγγλία τό β' ήμισυ τοΰ III' αί. καί είναι γραμμένοι τόν 4/5 αί.
β. Πάπυρος (κοπτικός) Berolinensis 8502. Βρέθηκε τό 1896 καί είναι γραμμένος τόν 5 αί.
γ. Πάπυρος Oxyrhynchus 1081.
δ. Χειρόγραφα (κοπτικά) τοΰ Nag - Hammadi. Άποτελοΰν γιά τόν αίώ- νά μας τήν πλουσιώτερη σέ άριθμό καί σπουδαιότερη σέ σημασία άνεύρεση χειρογράφων πού άφοροΰν τδ χριστιανισμό καί τδ γνωστικισμό. Τό 1945 /6 στό Nag-Hammadi τής Άνω Αιγύπτου, πλησίον τοΰ άρχαίου Χηνοβοσκίου, άνευρέθηκαν 13 κώδικες 1130 σελίδων πού περιλαμβάνουν τουλάχιστον 53 έ'ργα, σέ κοπτική μετάφραση. Τά έργα αύτά, πού άρχικά ήσαν δλα σχεδόν γραμμένα στήν έλληνική, παρέμεναν άγνωστα στήν έπιστήμη εκτός έλαχί- στων έξαιρέσεων (Άπόκρνφον 'Ιωάννου, Σοφία Ίησοΰ Χριστοΰ...), ή ήσαν γνωστά μόνον άποσπασματικά ή άπό τούς τίτλους τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
'Εκδόσεις : C. TESCHENDORF, Evangelia apocrypha, Leipzig 21876 (έπανέκδοση : 1966). Ε. PREUSCHEN, Antilegomena, Giessen 21905. CH. MICIIEL-P. PEETERS, fivangiles apocryphes, 1-2, Paris 1911, 1914. P. BONACCORSI, I Vangeli apocrifi, Φλωρεντία 1948. F. AMIOT, La Bible apocryphe (Introduction de M. Daniel-Rops), Paris 1952. E. HENNECKE-W. SCHNEEMELCHER, Neutestamentliche Apokryphen. I: Evangelien, Tubingen 1959. II: Apostolisches, Apokalypsen und Verwandtes, Tubingen 81964 (καί άγγλική ίκδοση-μετάφραση: 1966). C. TISCHENDORF, Apocalypses apocryphae,
Leipzig 1866 (έπανέκδ.: 1966). R. LIPSIUS- Μ. BONNET, Acta apostolorum apocrypha, I, III, 112, Leipzig 1891, 1892, 1903. W. WRIGHT, Apocrypha acts of the Apostles. Text (= συριακό) and tranlation, I-II, London 1871. E. BUDGE, The Contentigs of the Apostles (αίθιοπ.), I-II, London 1901. A. SMITH LEWIS, The mythological acts of the Apostles (άραβικδ κείμ.), Cambridge 1904. Ο. V. LEMM, Koptische apokryphe Apo- stelakten, είς Bulletin de I'Acadimie des Sciences de Saint-Pitersbourg, nouvelle stirie 1, 33 (1890) 509-581• 3, 35 (1892) 233-326. C. KHURCIKIDZE, Recensions g£or- giennes des Actes apocryphes des Apdtres..., Tiflis 1959. M. ERBETTA, Gli Apocrifi del Nuovo Testamento, I: Atti e leggente, Torino 1966. G. MEAD, Fragments of Faith Forgotten, Torondo 1960. J. DoRESSE.The secret books of the Egyptian Ggnostics, New York 1960. A. DE OTERO SANTOS, LOS evangelios apocrifos, Madrid 21963.W. MICIIAELIS, Die apokryphen Schriften zum Ν. Τ. (μετάφρ. είσαγ.), Bremen "1962. J. LEIPOLD-H. SCHENKE, Koptische gnostische Schriften, Hamburg 1960. W. VAN UNNIK, Evangelien aus dem Nilsand, 1960. R. HAARDT, Die Gnosis. Wesen und Zeugnisse, Salzburg 1967. P. VON DER OSTEN-SACKEN, Die Apokalyptik in ihrem Verhaltnis zu Prophetie und Weisheit, Munchen 1960 W. FSRSTER, Die Gno¬sis, I: Zeugnis der Kirchenvater, Zurich-Stuttgart 1969- II: Koptische und manda- ische Quellen, 1971. M. KRAUSE-P. LABIB, Gnostische und hermetishe Schriften aus Codex II und Codex VI, Gliickdstadt 1971. W. K.T ILL, Die gnostischen Schri¬ften des koptischen papyrus Berolinensis 8502 {TU 60), Berlin A1972. Facsimile Edition of the Nag Hammadi dodices...: Codex VI (1972), Codex VII (1972), Co-dices XI, XIII (1973), Codex II (1974), Codex IV (1975), Codex V (1975), Codex III (1976). Βλ. λοιπή βιβλιογραφία στά καθέκαστον άπόκρυφα καί γνωστικά έργα.
Μελέτες : W. BAUR, Das Leben Jesu im Zeitalter der neutestamentlichen Apokryphen, Tiibingen 1909 (έπανέκδ. τδ 1967). A. FINDLAY, Byways in Early Chri¬stian Literature..., Edinburgh 1923. W. PROCTOR, The value of the Apokrypha, 1926. H. BARDSLEY, Reconstructions of Early Christian Documents, I, London 1935. L. WRIGHT, Alterations of the words of Jesus as quoted in the literature of the second century, Cambridge (Mass.) 1952. L. BROCKINGTON, A critical introduction to the Apocrypha, London 1961. A.DE O. SANTOS, Das Problem der Kirchenslavischen Apokryphen, είς ZB 1 (1962) 123-131. Γ. ΓΑΛΙΤΗ, OE κοπτικοί πάπυροι τοϋ Nag Hammadi καί ή σημασία αύτών διά τήν έπιστήμην τής Κ. Δ. καί τοϋ πρώτου χριστιανι¬σμού, 'Αθήνα 1960. Α. HAMMAN, 'Sitz im Leben'des actes apocryphes du Nouveau Testament, εις SP VIII (1966) 62-69. O. KARRER, Altchristliche Erzahlungen, Munchen 1967. J. J. MICHL, είς Sacramen turn mundi 1 (1967) 214-223 καί 234-261. Η. ROWLEY, The origin and significance of the Apocrypha, London 1967. R. SODER, Die apokryphen Apostelgeschichten und die romanhafte Literatur der Antike, Darmstadt 1968 (έπανέκδοση τοϋ 1932). C. STURHAHN, Die Christologie der Apo¬kryphen Apostelakten, 1952. S. SCHULTZ, Die Bedeutung neuer Gnosisfunde fur die neutestamentliche Wissenschaft, είς ThRu 26 (1960) 209-266, 301-334. Y. JANSSENS, Deux '£vangiles' gnostiques, είς BR 35 (1965) 449-454. G. QUISPEL, Gnosticism and the New Testament, είς VC 19 (1965) 65-85. G. VAN GRONINGEN, First Century Gnosticism. Its origin and motivs, Leiden 1967. T. SOVE-SODERBERGH, Gnostic and canonical Gospel traditions, είς Le origini dello gnosticismo, Leiden 1967, σσ. 552¬562. R. WILSON, Gnosis and the New Testament, Oxford 1968. J. ROBINSON, The Coptic Gnostic Library, είς NovTest 12 (1968) 356-401.
Κ. PRUMM, Zur neutestamentlichen Gnosis-Problematik..., είς ZKTh 87 (1965) 399-422• 88 (1966) 1-50. P. POKORNY, Der Epheserbrief und die Gnosis..., Berlin 1965. W. VAN UNNIK, Die Gedanken der Gnostiker iiber, die Kirche, είς Vom Chri- stus zur Kirche, Charisma und Amt im Urchristentum, Herausgg. von J. Ciblet, Wien-Freiburg-Basel 1966, σσ. 223-238. Ν. BROX, Antignostische Polemik bei Christen und Heiden, είς MTZ 18 (1967) 265-291. A. HELMBOLD, The Nag-Hammadi Gnostic Texts and the Bible, Grand Rapids 1967. R. WAGNER, Die Gnosis von Ale¬xandria, Stuttgart 1968. W. ELTESTER, Christentum und Gnosis. Aufsatze, Berlin 1969. A. ADAM, 1st die Gnosis in aramaischen Weisheitsschulen enstanden ? είς Sprache und Dogma, Giitersloh (hersgg. G. Ruhbach) 1969, Γσσ. 101-108. Κ. RU¬DOLPH, Gnosis und Gnostizismus, ein Forschungsbericht, είς ThRu 34 (1969) 121¬175, 181-231, 358-361' 36 (1971) 1-61, 89-124. M. PEEL, Gnostic escatology and the New Testament, είς NovTest 12 (1970) 141-165. D. SCHOLER, Nag-Hammadi Biblio¬graphy 1948-1969, Leiden 1971. A. DENIS, L'Gtude des Pseudepigraphes. Etat actuel des instruments de travail, είς NTS 16j (1970) 348-353. L. SCHOTTROFF, Der glaubende und die feindliche Welt. Beobachtungen zum gnostichen Dualismus und seiner Bedeutung fur Paulus und das Johannesevangelium, Neukirchen-VIuyn, Neukirchener Verl. 1970. E. YAMAUCHI, Pre-Christian gnosticism. A survey of the proposed evidence, London 1973. K. TROGER (έκδότης), Gnosis und Neues Te¬stament, είς Studien aus Religionwissenschaft und Theologie, Berlin 1973. D. SCHOLER, Bibliographica Gnostica: Supplementum I είς NovTest 13 (1971) 322¬336• Supplementum II είς NovTest 14 (1972)* Supplementum III είς NovTest 15 ( 1973 ) 327-345' Supplementum IV είς NovTest 16 (1974) 316- 336 καί Suppl. νείς NovTestl 7 (1975)305-336. J. MENARD, Literature apocryphique juive et literature gnostique είς ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Exigese biblique et judaisme, Strasboug 1973, 149-169. J. ROBINSON, The Nag Hammadi Codices: A General Introduction to the Nature and Significance..., Claremont 1974. K. RUDOLPH, Gnosis und Gnosti- zismus, Darmstadt 1975. K. ALAND, Repertorium der griechischen christlichen Papyri, I: Biblische Papyri, Altes .Testament, Neues Test., Varia, Apokryphen, Berlin 1976. J. B. BAUR, Les apocryphes du Nouveau Testament, Paris 1973.
gj^jjjr Τά άπόκρυφα καί γνωστικά £ργα το Ο Nag-Hammadi (Χηνοβοσκίου).
ΟΙ δεκατρείς κοπτικοί κώδικες πού άνευρέθηκαν στό Nag - Hammadi της Αιγύπτου περιλαμβάνουν ό καθένας τά έξης έργα (ή σειρά τών κωδίκων άνταποκρίνεται στήν έπίσημη άρίθμηση είδικής επιτροπής):
Κώδικας I: α) Άπόκρνφον (Επιστολή) Ιακώβου, β) Εναγγέλιον τής αλη¬θείας. γ) Λόγος περί άναστάσεως. δ) Τριμερής πραγματεία, ε) Προσενχή Παύ¬λου τοΰ αποστόλου.
Κώδικας II : α) 'Απόκρυψαν τον 'Ιωάννου. β) Εύαγγέλιον τοΰ Θωμά. γ) Εύαγγέλιον τοΰ Φιλίταίου. δ) "Υπόστασις (=φύσις) τών 'Αρχόντων, ε) Περί τής άρχής τοΰ κόσμου (άτιτλο), στ) Έξήγησις περί τής ψυχής, γ) Βιβλίο ν Θωμά τοΰ άθλητοΰ.
Κώδικας III: α)Άπόκριψον τοΰ 'Ιωάννου, β) Εύαγγέλιον κατ* Αιγυπτίους.
γ) 'Επιστολή Ενγνώστου. δ) Σοφία'ΙησοΰΧριστοΰ. ε) Διάλογος τοΰ Σωτήρος-
Κώδικας IV : α) Άπόκρυφον τον Ιωάννου, β) Εύαγγέλιον κατ'Αίγυπτίους*
Κώδικας V: α) 'Επιστολή Εύγνώστου. β) Άποκάλνψις Παύλου, γ) 'Απο- κάλυψις 'Ιακώβου (πρώτη), δ) 'Αποκάλνψις 'Ιακώβου (δεύτερη), ε) Άπο- κάλυψις 'Αδάμ.
Κώδικας VI : α) Πράξεις Πέτρου καί τών 12 'Αποστόλων, β) Βροντή- Νοΰς τέλειος, γ) Αυθεντικός λόγος, δ) Αϊσθησίς τής διανοίας : Τό νόημα τής Μεγάλης δυνάμεως; ε) "Εργο άτιτλο (πρόκειται γιά άπόδοση των στίχων 588Β - 589Β της Πολιτείας τοϋ Πλάτωνα), στ) "Εργο άτιτλο (έρμητικό περί Όγδοάδος καί Έννεάδος). ζ) Ή προσευχή Ευχαριστίας, η) 'Ασκληπιός (άπο- κάλυψις).
Κώδικας VII: α) Ή παράφρασις τοΰ Σηέμ. β) Δεύτερος λόγος τοΰ μεγά¬λου Σήθ γ) Άποκάλυψις Πέτρου, δ) Διδασκαλία τον Σιλουανοΰ. ε) Αί τρεις στήλαι τοΰ Σήθ (Άποκάλυψις Δοσιθέου): Ή πρώτη στήλη τοΰ Σήθ' ή δευτέρα στήλη... ή τρίτη...
Κώδικας VIII : α) Λόγοι άληθείας Ζωστριανοΰ: Θεός άληθείας: Λόγοι Ζωροάστρου. β) 'Επιστολή Πέτρου, τήν όποίαν εστειλεν είς Φίλιππον.
Κώδικας IX : α) Μελχισεδέκ (άποκάλυψις). β) Σκέψις Νωρέας (άτιτλο), γ^ Μαρτυρία άληθείας (άτιτλο).
Κώδικας Χ : α) Ό κάταχος τών τριών δυνάμεων ή Μορσάνης (Ό κώδι¬κας είναι σέ κακή κατάσταση καί ό καθορισμός τοΰ τίτλου δυσχερής). β).~
Κώδικας XI: α) *Ερμηνεία τής γνώσεως, β) Ίησοΰς ό δημιουργός (άτιτλο έργο), γ) Πέντε άποσπάσματα—παραρτήματα (τρία περί Βαπτίσματος καί δύο περί Εύχαριστίας). δ) 'Αλλογενής, ε) Ύψιφρόνη.
Κώδικας XII : (Σώζονται άποσπασματικά : α) Γνώμαι Σέξτου. β) Εύαγ¬γέλιον τής άληθείας. γ) "Ατιτλο έργο.
Κώδικας XIII :α) Πρωτέννοια τρίμορφος (=λόγοι δύο), β) Περί τής άρ- χής τοϋ κόσμου (άτιτλο).
Έπειδή παρακάτω παρουσιάζομε κυρίως τά έργα πού έχουν τό χαρακτήρα, τοΰ άποκρύφου, παραθέτομε στή συνέχεια βιβλιογραφία κατ' επιλογήν γιά. τά υπόλοιπα κείμενα τοϋ Nag - Hammadi.
Περί Αναστάσεως (Codex I 3) :
Μ. MALININE- Η. PUECH-G. QUISPEL- W. TILL, De Resurrectione... codex Jung..., Zurich 1963. W. VAN UNNIK, The newly discovered Gnostic Epistle to• Rheginos on the Resurrection, είς JEH 15 (1964) 141-152, 153-167. M. PEEL^ The epistle to Rheginos, a Valentinian letter on the Resurrection, London 1969. R. HAARDT, Die Abhandlung liber die Auferstehung des Codex Jung aus der Bibliothek gnostiecher koprischer Schriften..., είς Kairos 12 (1970) 241-269. L. MARTIN, The anti-philosophical polemic and Gnostic soteriology in the treatise on the resurrection, είς Numen 20 (1973) 20-37. B. DEHANDSCHUTTER, L'fipitre a Rhe¬ginos, είς Oriental. Lovaniensia Periodica 4 (1973) 101-111.
Τριμερής πραγματεία (Ατιτλη) (I4) :
R. KASSER, Les subdivisions du Tractatus tripartitus (Codex Jung, p. 51-104), είς Mu 82 (1969) 101-121. R. KASSER-M. MALININE-II. PUECH..., Tractatus Tri¬partitus, I: De supernis. Codex Jung..., Bern 1973. B. DEHANDSCHUTTER, Tractatus tripartitus: Notitie, είς Bijdragen 35 (1974) 417-420. R. KASSER-MALININE-PUECH- QUISPEL-ZANDEE, adiuv. VYCICHL-WILSON, Tractatus tripartitus, pars II)III de ■creatione hominis de generibus tribus : Codex Jung..., Bern 1975.
Ύιτόστασις τών Αρχόντων (II4) :
J. MAGNE, L'exaltation de Sabaoth dans Hypostase des Archontes..., είς Ca- hiers du Cercles Ernest-Renan 21: 83 (1973) 1-56. P. NAGEL, Das Wesen der Archonten aus Codex II der gnostischen Bibliothek von Nag Hammadi: Koptischer Text, deutsche Obersetzung und griechiche Ruckubersetzung, Konkordanz und Indizes, Halle 1970. R. KASSER, Bibliotheque gnostique X: l'Hypostase des Archontes, είς RThPh 22(1972) 168-202. M. KRAUSE, Zur "Hypostase der Archonten' in Codex II von Nag Hammadi, είς Enchoria 2 (1972) 1-20. R. BULLARD, The Hypostasis of the Archons: The Coptic Text with Translation and Commentary, Berlin 1970.
Περί τής Αρχής τοΰ κόσμου (ΙΙβ) :
Μ. TARDIEU, Trois mythes gnostiques: Adam, Eros et les animaux d'£gypte ■dans un £crit de Nag Hammadi, Paris 1974. M. KRAUSE-P. LABIB, Gnostische und hermetische Schriften aus Codex II und Codex VI, Gluckstadt 1971.
Έξήγησις περί τής ψυχής (ΙΙ6):
W. FOERSTER, Die Gnosis, II: Koptische und mandaische Quellen..., Stuttgart 1971, σσ. 125-135. Μ. KRAUSE-P. LABIB, Gnostische und hermetische Schriften aus Codex II und VI, Gluckstadt 1971, σσ. 68-87 (κείμενο κοπτικό καί μετάφρ.) Ρ. NAGEL, Die Septuaginta-Zitate in der koptisch-gnostischen 'Exegese uber die Seele'..., είς Archiv f. Papyrus Forschung 22/23 (1974) 249-269.
'Επιστολή Εύγνώστου (III3) :
J. DORESSE, Trois livres gnostiques inedits: Evangile des figyptiens, fipitre d'Eugnoste..., είς VC 2 (1948) 137-160. M. KRAUSE, Das literarische VerMltnis des Eugnostos Briefes zur Sophia Jesu Christi..., είς Mullus: Festschrift Theodor Klauser, Munster 1964, σσ. 215-223 (Τό μέγιστο μέρος της Επιστολής του Εύγνώστου βρίσκεται είς τό ?ργο ΠΙστις σοφία τοΰ Γ' αι.). W. FOERSTER, Die Gnosis, II, Stuttgart 1971, ■σα. 32-45 (Είσαγ. καί μετάφραση). Δ. ΤΡΑΚΑΤΕΑΑΗ, Ό υπερβατικός θεός τοϋ Εύγνώ- <rrou (διατριβή), 'Αθήνα 1977 (Εισαγωγή, μεταγραφή κοπτικού κειμένου, έλλην. μετά-φραση).
Βροντή : ΝοΟς τέλειος (VI2) :
Μ. KRAUSE- P. LABIB, Gnostische und hermetische Schriften aus Codex II und Codex VI, Gluckstadt 1971, σσ. 122-132. Η. BETHGE, Nebront. Die zweite Schrift aus Nag-Hammadi Codex VI, είς ThLZ 98 (1973) 97-103. M. DARDIEU, LE titre du deuxifeme 0crit du Codex VI είς Mu 87 (1974) 523-530.
Αυθεντικός λόγος (VI3):
Μ. KRAUSE-P. LABIB, Gnostische und hermet. Schriften..., Gluckstadt 1971, <τσ. 133-149. W. FUNK, Authentikos Logos. Die dritte Schrift aus Nag-Hammadi- Codex VI, είς ThLZ 98(1973) 251-259.
ΑΙσθησις τής διανοίας - Τό νόημα τής Μεγάλης Δυνάμεως (VI4) :
Μ. KRAUSE-P. LABIB, Gnostische und herm. Schriften..., Gluckstadt 1971, σσ. 150-165. Κ. FISCHER, Der Gedanke unserer grossen Kraft (NoSma). Die vierte Schrift aus Nag-IIammadi-Codex VI, είς ThLZ 98 (1973) 169-176.
Περί ά δικιάς (άτιτλο) (VI.,) :
Πρόκειται γιά άπόδοση τών στίχων 588Β-589Β της Πολιτείας τοϋ Πλάτωνα. Μ. KRAUSE-P. LABIB, Gnostische und hermetische Schriften..., σσ. 166-169.
Περί Όγδοάδος καί Έννεάδος (άτιτλο) (VI„):
Μ. KRAUSE- P. LABIB, Gnostische und hermetische..., σσ. 170-184. L. KEITZER, The Eighth Reveals the Ninth: A new Hermetic Initiation Discours (Tractate 6, Nag Hammadi Codex VI). Traslated and Interpreted, Seaside, CA 1974. J.-P. MAH£, Le sens et la composition du traits hermStique "L'Ogdoade et l'Enniade', conserve dans le codex VI de Nag Hammadi, είς RSRUS 48 (1974) 54-65. Κ. TROGER, Die sechste und siebte Schrift aus Nag-Hammadi-Codex VI, είς ThLZ 98(1973) 495-503.
Προσευχή Ευχαριστίας (VI7):
Μ. KRAUSE-P. LABIB, Gnostische und hermetische..., σσ. 185-186. J. MAHE, La prtere d'actions de grace du codex VI de Nag-Hammadi et le discours parfait, είς ZPE 13 (1974) 40-60.
'Ασκληπιός (άποκάλυψις) (VI8) :
J. DORESSE, Hermes et la Gnose: A propos de l'Asctepius Copte, είς NovTest 1 (1956) 54-69. M. KRAUSE, Agyptische Gedankengut in der Apokalypse des Asclepius, είς XVII. Deutsche Orientalistentag vom 21. bis 27. Juli 1968 in Wiirzburg..., Wiesbaden 196-9, σσ. 48-57. Μ. KRAUSE-P. LABIB, Gnostiche Schriften..., σσ. 187-206. J. MAHE, Remarques d'un latiniste sur VAsclepius copte de Nag Hammadi, είς RS RUS 48 (1974) 136-155.
stentum aus Roten Meer, II, Berlin-New York 1973, σσ. 2-105. J.-Μ. SEVRIN, A pro- pos de le 'Paraphrase de Sem', είς Mu 88 (1975) 69-96.
Δεύτερος λόγος τοΟ μεγάλου Σήθ (VII2) :
Μ. KRAUSE, Der zweite Logos des Grossen Seth, είς A. Altheim-R. Stiehl (έκδότ.), Christentum am Roten Meer, II, Berlin-New York 1973, σσ. 106-151. H.G. BETHGE, 'Zweite Logos des grossen Seth'. Die zweite Schrift aus Nag-Hammadi- Godex VII, eingel. und urbers... είς ThLZ 100 (1975) 97-110.
Διδασκαλία τοΟ ΣιλουανοΟ (VII4) :
Μ. PEEL-J. ZANDEE, 'The Teaching of Silvanus' from the Library of Nag Ilam¬madi..., είς NovTest 14 (1972) 294-311. J.ZANDEE, Die Lehren des Silvanus: Stoische Rationalismus und Christentum im Zeitalter der fruhkatholischen Kirche, είς Μ. Krause, Essays on the Nag Hammadi Texts in Honour of Al. Bohlig, Leiden 1972, σσ. 144-155. W.-P. FUNK, 'Die Lehren des Silvanus'. Die vierte Schrift aus Nag-Ham¬madi-Codex VII eingel. und libers..., είς ThLZ 100 (1975) 7-23. J. ZANDEE, Les enseignements des Silvanos et Philon d'Alexandrie, είς ΜέΙα^β8 d'histoire des religions ... k H. Puech, Paris 1974, σσ. 337-345. Τοϋ Ιδίου, Les enseignements de Silvan et le platonisme, είς Les Texts de Nag Hammadi, Leiden 1975, σσ. 158-180.
Al τρεις στήλαι τοΟ Σήθ (VIIS) :
Μ. KRAUSE-V. GIRGIS, Die drei Stelen des Seth, είς F. Altheim- R. Stiehl, Chri¬stentum am Roten Meer, II, Berlin-New York 1973, σσ. 180-199. Μ. TARDIEU, Les Trois Steles de Seth: Un 6crit gnostique retrouv<5 a Nag Hammadi, είς RSPT57 (1973) 545-575. Κ. WEKEL, Die drei Stelen des Seth, είς ThLZ 100 (1975) 571-580.
Λόγοι άληθείας ΖωστριανοΟ : Λόγος Ζωροάστρου (Villi) •
J. SIEBERG, An Introduction to the Tractate Zostrianos from Nag Ilammadi, είς NovTest 15 (1973) 233-240.
Μαρτυρία άληθείας (IX3) :
Β. PEARSON, Jewish Haggadic Traditions in The Testimony of Truth from Nag Hammadi..., Ex orbe religionum, είς Studia Geo Widengren..., Pars Prior, Leiden 1972, σσ. 457-470.
Πρωτέννοια τρίμορφος (XIII:
Υ. JANSSENS, Le Codex XIII de Nag Hammadi, Mu 87 (1974) 341-413. H. SCHENKE, Die dreigestaltige Protennoia: Eine gnostische Offenbarungsrede in kopti- scher Sprache aus dem Fund von Nag Hammadi, eingeleitet und ubersetzt..., είς ThLZ 99 (1974) 731-746.
ΠΑΛΑΙΟΔΙΑΘΗΚΙΚΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ
Άηοκάλνψις τοϋ 'Αδάμ (Άηοχάλνψις Μωϋοέως). Τό έργο παραδίδε άπό τόν κοπτικό κώδικα V, πού μαζύ μέ άλλους βρέθηκε τό 1945 /6 στα Nag - Hammadi τής Άνω Αιγύπτου. Είναι έργο γνωστικής ύφής καί ύπάρ- χουν σ' αύτδ μόνο έ'μμεσες άπηχήσεις χριστιανικών άντιλήψεων. Ό 'Αδάμ λαμ¬βάνει άποκάλυψη άπδ τρεις άνδρες καΐ δίδει αυτή στον υιό του Σήθ, πολυσήμαν¬το πρόσωπο και σέ άλλα κοπτικά κείμενα του Nag - Hammadi. Περιγράφε¬ται ή ζωή και ή πτώση στδν παράδεισο και προσφέρεται ή διαδικασία της σωτηρίας, πού πραγματοποιείται τελικά μέ τή γνώση, την οποία σφραγίζει το βάπτισμα. Μέσω τοϋ Σήθ ή άποκάλυψη παραδίδεται στούς άπογόνους του. Οι πηγές του έ'ργου εΐναι άκόμη απροσδιόριστες. 'Αναζητούνται στον Ερανικδ και ιουδαϊκά χώρο και άνήκουν στήν προσυστηματική ή τή νηπιακή ηλικία τοϋ γνωστικισμοϋ. Έτσι τδ έργο δυνατόν νά γράφηκε στδ τέλος τοϋ Α' ή τις άρχές του Β' αιώνα.
Α. BOHLIG-P. LABIB, Koptisch-gnostische Apokalypsen aus Codex V von Nag Hammadi im kopt. Museum zu Alt-Kairo, Halle 1963, σσ. 86-95 (εισαγωγή) καί 96¬197 (κείμενο-γερμ. μετάφραση). Α. BOHLIG, Die Adamapokalypse aus Codex V von Nag- Hammadi als Zeugnis Judisch-iranischer Gnosis, εις OC 48 (1964) 44-49. G. MAC RAE, The Coptic Gnostic Apokalypse of Adam, είς Heythrop Journal 6 (1965) 27-35. R. KASSER, Apokalypse d'Adam, είς RThPh 17 (1967) 316-333. C. HEDRIKC, The Apocalypse of Adam: A Literary and source Analysis, είς The Society of Biblical Literature..., II, Los Angeles 1972, σσ. 581-590 (βλ. καί σσ. 573-579, δπου σχετικά άρθρο τοϋ G. Mac Rae). P. NAGEL, La vie grecque d'Adam et d'Eve (Apokalypse de Moise) (διατριβή) (δακτυλογρ.), Strasbourg 1972. TOY ΙΔΙΟΥ, «Marginalia coptica», I, είς Wissenschaftliche Zeitschhrift M. Luther-Univ., Halle 22: 6(1973) 111 - 115.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΙΟΥΑΑΙΟΧΡΙΣΤΊΑΝΙΚΑ
α) Εναγγέλιον τών Ναζαρην&ν. ΕΤναι ϊουδαιοχριστιανικης προελεύ¬σεως και συγγενεύει μέ τδ κανόνικδ Ευαγγέλιο τοϋ Ματθαίου. Γράφηκε μετα¬ξύ 70 καί 150 στήν άραμαϊκή ή συριακή γλώσσα.
HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 90-100.
β) Εναγγέλιον των Έβιωναίων. "Εργο τών άρχών τοϋ Β' αι., συγγενές προς τδ Εύαγγέλιο τοϋ Ματθαίου, αναφερόμενο έσφαλμένα και ώς Εναγγέλιον καθ' 'Εβραίους. Τδ χρησιμοποιούσαν οί Έβιωναϊοι, πού ήσαν εγκατεστημένοι στήν άνατολική δχθη τοϋ'Ιορδάνη. Γράφηκε ελληνικά και σώζονται μόνον απο¬σπάσματα.
HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 100-104. Μ. BOISMARD, Evangile des fibionites et problfeme synoptique, εις Rb 73 (1966) 321-352.
γ) Kad•' 'Εβραίους Εναγγέλιον. Τδ Εουδαιοχριστιανικδ αύτδ κείμενο γράφηκε κατά τδ πρώτο ήμισυ τοϋ Β' αί. στήν άραμαϊκή. Δέν συμφωνεί μέ τή συνοπτική παράδοση καί εκφράζει συγκρητιστικές καί γνωστικές τάσεις. Σώ¬ζονται μόνον άποσπάσματα, στά όποια καταφαίνεται ή πρωτεύουσα θέση τοϋ άδελφοθέου 'Ιακώβου.
HENNECKE-SCRNEEMELCHER, I, 104-108. A. SCHMIDTKE, Zum Hebraerevange- lium, είς ZNW 35 (1936) 24-43. J. BAUER, Sermo Peccati, Hieronymus und das Na- zaraerevangelium, είς Bibl. Zeitschr1960, σσ. 122-128.
S) Εναγγέλιον χατ' Αίγνπτίονς. νΗταν τό Ευαγγέλιο τών έξ εθνικών χριστιανών της Αιγύπτου καί μάλιστα εκείνων πού είχαν τάσεις έγκρατιτικές καί γνωστικές. Γράφηκε στό α' ήμισυ τοΰ Β' αίώνα καί δέν σώζονται άπό αύτό παρά ελάχιστα άποσπάσματα, τά όποια δέν επιτρέπουν άκριβεΐς εκτιμήσεις.
HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 108-117.
ε) Κατά Πέτρον Εύαγγέλιον. Άπό τό 1886 έχομε μέρος τοΰ Εύαγγελίου τοΰ Πέτρου, τό όποιο μνημονεύουν ό Σεραπίων Αντιοχείας καί ό Ώριγένης. Τό έργο είναι σημαντικό φιλολογικό καί θεολογικό τεκμήριο, μολονότι δ συν¬τάκτης του κινείται μεταξύ άποστολικής παραδόσεως, λαϊκών άντιλήψεων καί κακοδοξίας. Προϋποθέτει τούς συνοπτικούς, τούς οποίους άκολουθεΐ γενι¬κά στήν έκθεση τών γεγονότων, καί τόν 'Ιωάννη, άπό τή θεολογία τοϋ οποίου έχει έπηρεασθή. Σκοπός του είναι νά διηγηθή τό μυστήριο τοΰ Κυρίου, πράγμα πού κάνει μέ διάθεση άπολογητική. Χρησιμοποιεί έλεύθερα τά στοιχεία τής άποστολικής παραδόσεως, δέν έχει δοκητικές καί γνωστικές τάσεις, άλλά εκ¬φράζει άντιιουδαϊσμό (Mara). To έργο γράφηκε έλληνικά μέχρι τά μέσα τοΰ Β' αιώνα στή Μικρασία (Mara) καί οχι στή Συρία ή τήν Λ'ίγυπτο.
HENNECKE-SCHNEEMELCHER, I, 118-124. F. AMIOT, La Bible Apocryphe, Paris 1952. Ο. PERLER, L'Evangile de Pierre et Militon des Sardes, είς Rb 71(1964) 584¬590. M. MARA, fivangile de Pierre (SCh 201), Paris 1973.


ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΑ

$
0
0




17. ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τά άπόκρυφα χριστιανικά καί γνωστικά ή γνωστικίζοντα κείμενα σπανίως μπορούμε νά χρονολογήσωμε μέ κάποια άκρίβεια. Τά περισσότερα γράφηκαν στόν Β' αίώνα. Γιά 8σα σχετικά κείμενα υπάρχουν ενδείξεις δτι γράφηκαν στό α' ήμισυ τοϋ Β' αίώνα, θά κάνωμε λόγο στό σημείο τοΰτο. Γιά δσα ή έρευνα νομίζει δτι γράφηκαν στό β' ήμισυ τοΰ Β' ή στόν Γ' αί. θά γίνη λόγος βραδύτερα (δηλ. μετά τούς συγγραφείς τοΰ Β' ή στούς συγγραφείς τοΰ Γ' αι., πάλι μέ τόν τίτλο: Απόκρυφα), άφοΰ λείπουν άκριβεΐς χρονολογήσεις τών κειμένων αύτών. Μερικά άπόκρυφα πού επηρέασαν περισσότερο τή ζωή τής άρχαίας Εκκλησίας καί πού χρονολογούνται άκριβέστερα, καταχωρίσαμε στή χρονολογική τους σειρά. Τέτοια είναι π.χ. ή Διδαχή, ή δήθεν 'Επιστολή τοΰ Βαρνάβα, οί Ωδές τοΰ Σολομώντα.
Έπειδή τά άπόκρυφα συνιστοΰν δλως ιδιαίτερη ομάδα στο χώρο τής εκκλησιαστικής γραμματείας, έπειδή έ'χουν ίδιαίταιρα χαρακτηριστικά κι έπειδή θά είναι πολύ συνοπτική ή παρουσίασή τους, κρίναμε άναγκαία μία σύντομη γενική εισαγωγή είς αύτά. Τά άπόκρυφα βιβλία στή συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν σωθή σέ άνατολικές γλώσσες (Κοπτική, αίθιοπική...), μολονότι τά περισσότερα γράφηκαν άρχικά στήν έλ¬ληνική. Γιά τό Γνωστικισμό, άπό τούς κόλπους τοΰ οποίου προέρχονται πολλά άπό τά μνημονευόμενα εδώ έργα, δέν κάνομε ιδιαίτερο λόγο, διότι κάτι τέτοιο έγινε στήν Εισαγωγή (IV 2).
«Βίβλοι άπόκρυφοι» χαρακτηρίζονταν άρχικά τά κείμενα πού προορίζονταν γιά κλειστή ομάδα μυημένων (σέ θρη¬σκευτικά μυστήρια ή θρησκευτική γνώση). Στήν εκκλησια¬στική γραμματεία ώνομάστηκαν απόκρυφα τά έργα πού έμφα- νίστηκαν ώς κείμενα 'Αποστόλων ή καινοδιαθηκικών και πα- λαιοδιαθηκικών γενικά προσώπων χωρίς πράγματι νά προέρ¬χονται άπό αύτά. Ίουδαιοχριστιανοί, αιρετικοί, γνωστικίζον- τες χριστιανοί, γνωστικοί, εύφάνταστοι, άφελεΐς καί πάντως όχι γνήσιοι χριστιανοί Ισχυρίζονταν ότι κατείχαν άπόκρυφα βιβλία ή άπόκρυφες παραδόσεις, δηλαδή λόγους, διδασκα¬λίες, πληροφορίες (γιά τή ζωή, τή δράση, τά θαύματα) καί άποκαλύψεις προσώπων τής Κιί, συμπεριλαμβανομένου καί τοϋ Χρίστου. Τέτοιο ύλικό περιέχεται στά άπόκρυφα βιβλία, τά όποια μάλιστα κυκλοφορούσαν σέ μεγάλο αριθμό,.
πολύ μεγαλύτερο άπό τόν άριθμό τών βιβλίων μέ γνήσια έκκλησιαστική Παράδοση. Είναι μάλιστα κοινός τόπος ότι σημαντικό μέρος τής όρθοδόξου έκκλησιαστικής γραμμα¬τείας και ό καθορισμός (τό κλείσιμο) τοϋ Κανόνα τής ΚΔ άποτελοϋν άντίδραση τής Εκκλησίας στήν πληθωρική ά- πόκρυφη γραμματεία. Συνέβη δμως, παρά τόν άγώνα τής 'Εκ¬κλησίας, μερικά άπόκρυφα νά τιμηθούν στούς κόλπους της ώς κανονικά ή δευτεροκανονικά βιβλία ή τουλάχιστον ωφέλιμα έργα.
Τό είδος τών άποκρύφων έργων είναι σέ γενικές γραμμές ανάλογο μέ τό είδος τών κανονικών καινοδιαθηκικών βι¬βλίων. "Ετσι έχομε Ευαγγέλια, Πράξεις, 'Επιστολές καί 9Α¬ποκαλύψεις. Ή άναλογία αύτή είναι κάποτε πολύ σχετι¬κή, διότι π.χ. άποκαλυπτικό υλικό υπάρχει σέ άπόκρυφα εύαγγέλια. (Σχετικά πρέπει νά προσθέσωμε ότι οί κύκλοι, πού δημιούργησαν τήν καινοδιαθηκική άπόκρυφη γραμμα¬τεία, επεξεργάσθηκαν μέ τίς Ιδιες διαθέσεις καί Ιουδαϊκά άπό¬κρυφα, όπως είναι ή Διαθήκη τών 12 Πατριαρχών καί ή Ά- νάληψις τοΰ Ησαΐα). Οί συντάκτες άποκρύφων έργων δια-κρίνονται : είς αύτούς πού μένουν στό χώρο τής συνοπτικής καί καινοδιαθηκικής παραδόσεως, εις αύτούς πού συμπλη¬ρώνουν εύρύτερα τήν παράδοση αύτή καί ζητούν νά υποκα¬ταστήσουν τά κανονικά βιβλία, καί είς αύτούς πού δημιουρ¬γούν κάτι τό τελείως νέο, χωρίς νά προϋποθέτουν στοιχεία καινοδιαθηκικής παραδόσεως. Οί τελευταίοι είναι βασικά οί γνωστικοί, τών οποίων τά έργα συμβατικά μόνο χαρα- κτηρίζομε άπόκρυφα, διότι τό μόνο πού διατηρούν άπό τήν ΚΔ είναι οί έπιγραφές (Ευαγγέλιον, Επιστολή...) καί ή άπό- δοσή τους σέ άποστολικούς άνδρες, κάτι πού δέ θεωρείται πάντοτε άναγκαιο.
Σκοπός τών άποκρύφων ήταν ή οικοδομή τών πιστών μέ στοιχεία πού ένίσχυαν τήν ευσέβεια, ή συμπλήρωση τών πολλών κενών πού παρουσιάζουν οί περιγραφές καί διηγή¬σεις γιά τόν Κύριο (παιδική ήλικία κλπ.), τά συγγενικά του πρόσωπα (Θεοτόκος, Ιωσήφ) καί τούς 'Αποστόλους, ή δια- «δοση κι επιβολή κακοδοξιών και ή προβολή τελείως νέων Αποκαλύψεων, κάτι πού ισχύει κυρίως γιά τά έργα γνωστι¬κής προελεύσεως, δηλ. γιά τά περισσότερα άπόκρυφα έργα.
Ή αημααία τών άποκρύφων βιβλίων στή ζωή τής Εκ¬κλησίας υπήρξε άρνητική καί οπωσδήποτε μεγάλη. Ή πλη¬θώρα τους προϋποθέτει αμφιβολίες, πνευματικό άναβρασμό, άπώλεια τοΰ άποστολικοΰ φρονήματος ή καί διάθεση έν- συνείδητης ή άσυνείδητης άπορρίψεως τοΰ τελευταίου σέ μεγάλο άριθμό πιστών. Προϋποθέτει μία 'Εκκλησία, ή όποία Αγωνίζεται σκληρά γιά τή γνησιότητα καί τήν άλήθειά της, πού κινδυνεύει άπό ώρισμένα μέλη της. Τό μέγεθος καί τή σημασία τοΰ άγώνα αύτοΰ ύπογραμμίζει τό γεγονός ότι το¬πικές 'Εκκλησίες (ή ϊδια ή Έκκλησία) γιά μακρό χρονικό διάστημα έξέλαβαν άπόκρυφα βιβλία (τή δήθεν ®Επιστολή Βαρνάβα, τή Διδαχή...) σάν θεόπνευστα καί τά συμπεριέλαβαν στόν Κανόνα τής ΚΔ, μέ άποτέλεσμα τόν μερικό άποπροσα- νατολισμό τών πιστών. Τά άπόκρυφα εκφράζουν μέ τρόπο συγκλονιστικό τήν κρίση στούς κόλπους τής Εκκλησίας καί τήν άγωνία της ένώπιον τών πολλών τάσεων πού άνα- πτύχθηκαν μέ σκοπό τήν έπέκταση, τήν έρμηνεία καί κάποτε τήν άλλαγή τής άποστολικής Παραδόσεως. Καί είναι άξιο- θαύμαστο ότι κατώρθωσε τελικά ή Έκκλησία νά έκφράση τήν αύτοσυνειδησία της καί νά προστατεύση τή γνησιότητά της, παραμερίζοντας κάθε κίβδηλη παράδοση καί κακόδοξη έρμηνεία τών καινοδιαθηκικών γεγονότων. Ή διαδικασία αύτή υπήρξε μακρά, διήρκεσε γενικά άπό τίς τελευταίες δε¬καετίες τοΰ Α' μέχρι τίς τελευταίες τοΰ Β' καί τίς πρώτες τοΰ Γ' αίώνα. Τό σκοπό της ή Έκκλησία πραγματοποιοΰσε όσο πετύχαινε ή προσπάθειά της νά φανερώση καί νά έκφράση τήν άλήθειά της, τή γνήσια Παράδοσή της. Τήν έπιτυχή αύτή προσπάθεια διαπιστώνομε στήν όρθόδοξη έκκλησιαστική γραμματεία, ή όποία, γιάνά καταδείξη τήν έλλειψη γνησιό- τητος στά άπόκρυφα, έπρεπε νά φανερώση, νά έκφράση τήν ίδια τή γνησιότητα. Ό Θεοφόρος 'Ιγνάτιος άποτελεΐ τόν πρώτο μέγα σταθμό στήν άγωνιώδη θεολογική προσπά¬θεια τής 'Εκκλησίας νά ύπερνικήση τήν κακοδοξία καί τήν παρέκκλιση, φανερώνοντας τήν άλήθεια καί τή γνησιότητα. "Οσοι στήν πορεία τής Εκκλησίας άκολούθησαν τό παρά- δειγμά του καί πέτυχαν μέ τό φωτισμό του Πνεύματος νά εκφράσουν τήν άλήθεια σέ άλλα θέματα ώνομάσθηκαν Πα¬τέρες καί Διδάσκαλοι.
Ή προαφορά τών άποκρύφων — πρέπει συγχρόνως νά άναγνωρίσωμε — είναι σημαντική. Διότι άν στήν έποχή πού γράφηκαν δημιούργησαν στήν Έκκλησία μεγάλα προβλή¬ματα καί προκάλεσαν ώς ένα βαθμό τήν ορθόδοξη γραμ¬ματεία, σήμερα μας είναι χρήσιμα γιά τούς έξης λόγους : Μας δίνουν τήν εικόνα τής πνευματικής καί κάποτε τής λει¬τουργικής καταστάσεως τής άρχαίας Εκκλησίας. Προσφέ¬ρουν πολλά στόν ιστορικό καί λαογραφικό έμπλουτισμό μας. Μέ αύτά γνωρίζομε τίς ποικίλες τάσεις, τίς κεντρόφυγ- γες δυνάμεις πού γεννήθηκαν στήν Έκκλησία, τίς λαϊκώτερες θρησκευτικές καί φιλοσοφικές άντιλήψεις τών πιστών, τή διείσδυση του γνωστικισμοΰ, τοϋ ίουδαϊσμοΰ καί τών έλληνι- στικών ή κοσμολογικών άντιλήψεων στή ζωή τής Εκκλη¬σίας. Μοναδική γίνεται ή προσφορά τών άποκρύφων στή γνώση τών ηθών καί έθίμων, τών προσδοκιών καί τών προ¬βληματισμών, τών όνείρων καί τών φόβων, τών πόνων καί τών Απογοητεύσεων τών πρώτων χριστιανών. Αύτό ισχύει ιδιαίτερα γιά τά λαϊκώτερα στρώματα, διότι τά περισσότερα άπόκρυφα όφείλονται στή γραφίδα άφελών, άσήμων καί εύ- φάνταστων άνδρών. Σπανιώτατα στά άπόκρυφα βιβλία ά- νευρίσκει κανείς καί αναφορές ή διηγήσεις, πού κατά παράδοση άνταποκρίνονται στά ίστορικά δεδομένα προσώπων καί πραγμάτων τής ΚΔ. Ή άκατάσχετη τάση τών άποκρύ¬φων νά συμπληρώνουν τά κενά τών βιβλικών διηγήσεων μετέβαλε αύτά σέ μεταλλείο παραδόσεων, ειδήσεων καί έξ- ιστορήσεων, σχετικών μέ τά πρόσωπα τής ΚΔ. "Ετσι τά κείμενα αύτά έχουν συχνά χαρακτήρα θρησκευτικών μυθι¬στοριών, πού άπειρες φορές έγιναν πηγή έμπνεύσεως γιά τούς καλλιτέχνες (μωσαϊκά τής Santa Maria Magiore Ρώμης, Δάν- της κ.ά.), πρότυπα τών μεσαιωνικών θρησκευτικών μυθι¬στοριών καί άφορμή γιά έκκλησιαστικές έορτές (Είσόδια τής Θεοτόκου π.χ., τά όποια εορτάζονται στίς 21 Νοεμβρίου). Ιδιαίτερα ή ελευθερία τους στήν άποδοχή άλλά καί τήν κατασκευή παραδόσεων έπηρέασε ίσως καί τήν * Αγιολογία (Μαρτνρολόγια, Βίοι άγίων, διηγήσεις θαυμάτων), πού ήκμασε κυρίως άπό τόν Δ' αίώνα καί έξης. Υπεράνω όλων όμως ή προσφορά τών άποκρύφων έγκειται στό ότι αύτά συντελούν έμμεσα στήν κατανόηση καί τή συνειδητοποίηση τής άλη¬θείας, τής όρθοδοξίας καί τής γνησιότητος τής άποστολι- κής Παραδόσεως.


12. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

$
0
0


12. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

Ό άθηναιος 'Αριστείδης ήταν κατά τόν Εύσέβιο (Έκκλησ. ίστορ. Δ 3, 3) σύγχρονος τοϋ Κοδράτου και συνέταξε "Απολογίαν ", τήν όποία έπίσης έδωσε στόν αύτοκράτορα 'Αδριανό (117-138). Στή συριακή δμως μετάφραση πού βρέθηκε άποδέκτης δέν είναι ό 'Αδριανός, άλλά ό διάδοχος του 'Αδριανός Άντωνΐνος Πΐος (138-161). Πάντως τό εργο γράφηκε μάλλον περί τό 140 ή λίγο ένωρίτερα και είναι ή άρχαιότερη σωζόμενη χριστιανική απολογία καί γι' αύτό κυρίως ή σημασία της είναι μεγάλη.
Μέ τήν άπολογία τοϋ 'Αριστείδη ό άναγνώστης έντυπωσιάζεται, διότι βρίσκει σ' αύτή κλίμα τελείως διαφορετικό άπό έκεΐνο πού γνώρισε στά λίγο προγενέστερα ή καί σύγχρονα κείμενα τοΰ 'Ιγνατίου, τοϋ ψευδο-Βαρνάβα ή τοϋ Παπία.

Τά προβλήματα έκεΐ ήσαν θεολογικά καί έσωεκκλησιαστικά. Έδώ έχομε πτώση τοΰ θεολογικοϋ έπιπέδου καί προσπάθεια νά λεχθή κάτι άπλό καί πειστικό γιά τή νέα θρησκεία σέ άναγνώστες, πού δέ γνωρίζουν τή θεολογική προβλημα- τολογία τής 'Εκκλησίας ή πού δέν μποροϋν νά τήν παρακο¬λουθήσουν. Ή άπλοϊκή καί κάποτε αφελής επιχειρηματολο¬γία είναι τό χαρακτηριστικό τοϋ έργου, τό όποιο δέν είναι ξένο πρός τό κλίμα τής στωϊκής ήθικήςκαί τής πλατωνικής καί άριστοτελικής σκέψεως, τίς όποιες οπωσδήποτε γνωρίζει καί χρησιμοποιεί. Ή πίστη στόν άληθινό Θεό καί ό ήθικός βίος τών χριστιανών είναι τό κριτήριο άνωτερότητος τής θρη¬σκείας τοΰ Χριστοΰ. Ό ίδιος ό 'Αριστείδης θέλει νά δεί- ξη στό βασιλέα δτι τά έπιχειρήματά του άντλεΐ άπό τό χώρο τής φιλοσοφικής σκέψεως και δχι τής άποκαλύψεως. Στήν άρχή τής άπολογίας δηλώνει δτι ή αρμονία τής φύσεως τόν ώδήγησε στόν ένα Θεό πού κινεί τά πάντα. Μιλώντας γιά τούς χριστιανούς χρησιμοποιεί τρίτο πρόσωπο (ποτέ «.ήμεΐς») : «Τό εύαγγέλιο πού κηρύχθηκε πριν άπό λίγο χρόνο σ' α ύτ ο ύ ς» (= τούς χριστιανούς), «δπως πήραμε άπό τά βιβλία τους» (15, 1, 3). Εμφανίζεται δηλαδή ό Αριστείδης δχι σάν μέλος τής Εκκλησίας (δπως ό Ίουστΐνος), άλλά σάν φι¬λόσοφος πού έχει πεισθή γιά τήν άνωτερότητα τοϋ χριστια¬νισμού καί γι* αύτό άναλαμβάνει τήν άπολογία τών χρι¬στιανών.
Τό €QYO. Μέχρι τά τέλη σχεδόν τοΰ περασμένου αιώνα θεωροΰσαν χαμένη τήν άπολογία τοΰ 'Αριστείδη. Τό 1878 δμως βρέθηκαν άποσπάσματα άρμε- νικής μεταφράσεως καί τό 1889 δ R. Harris άνακάλυψε σέ κώδικα σιναϊτικό συριακή μετάφραση τοΰ έργου. Στή συνέχεια δ J. Robinson διαπίστωσε δτι στό χριστιανικό μυθιστόρημα Βαρλαάμ καϊ Ίωάσαψ, πού άνήκει μάλλον στόν 'Ιωάννη Δαμασκηνό, υπάρχει διασκευασμένο τμήμα τής άπολογίας τοΰ 'Αρι¬στείδη. Τέλος, σέ πάπυρο πού βρίσκεται στό βρεταννικό Μουσείο παραδίδον¬ται άποσπάσματα τοΰ έλληνικοΰ πρωτοτύπου {κεφ. 5,4" 6, 1 καί 15, 6 - 16). Ή άπολογία διακρίνεται σέ δύο άνισα μέρη: κεφ. 1-14 καί κεφ. 15 - 17. 'Αρχίζει μέ τήν άπλή φιλοσοφική σκέψη δτι ό 'ίδιος δ συντάκτης, θεωρώντας τήν αρμονία τοΰ κόσμου, έφθασε στήν ιδέα τοΰ Θεοΰ πού κινεί τά πάντα καί πού είναι δ αληθινός, αιώνιος, Θεός τών χριστιανών. Τοΰτο άποτελεΐ θεμέλια τοΰ δλου βιβλίου καί κριτήριο της θρησκείας καί τής ήθικής δλων τών άνθρώ¬πων, τούς οποίους διαιρεί σέ βαρβάρους ειδωλολάτρες (χαλδαίους, έλληνες, αιγυπτίους), σέ ιουδαίους καί χριστιανούς. Παρουσιάζει μέ άπλοικό τρόπο (γιά νά καταδικάση άμέσως) τή ζωή τών ειδωλολατρών τήν πίστη τους σέ πολλούς θεούς. Χαρακτηριστικά σημειώνει δτι καί οί έλληνες ποιητές καί φιλόσοφοι, πού θέλησαν νά ωραιοποιήσουν τίς κακές πλευρές τής ζωής τών έθνικών, στήν πραγματικότητα άποκάλυψαν τήν «αίσχύνην» τους. 'Αναφέρε¬ται κατόπιν στούς ιουδαίους, οί όποιοι ένεκα τής μονοθεΐας πλησίασαν περισ¬σότερο άπ' δσο τά λοιπά έθνη τήν άλήθεια, τήν όποία δμως διέστρεψαν, γι' αύτό τιμοΰν περισσότερο τούς άγγέλους άπό τό Θεό καί κατασκευάζουν πλήθος τυπικών διατάξεων περί τροφών, νηστειών, Σαββάτου κλπ. Τό δεύτερο τμήμαΤ δηλ. τά κεφ. 15 - 17, άφιερώνεται στούς χριστιανούς, οί όποιοι αγενεαλογονν- ται άπό τον Κνρίον Ίησον Χρίστου» (15, 1), έχουν τήν καθαρή περί Θεοΰ ιδέα,, διακρίνονται γιά τήν ήθική τους άνωτερότητα καί άγνότητα, χαρακτηρίζονται γιά τά φιλάνθρωποι αίσθήματά τους και είναι πάντα έτοιμοι νά θυσιασθοΰν γιά τό Χριστό (15, 10). Οί διωγμοί έναντίον τους είναι τελείως άδικαιολόγητοι. Γενικά ή θεολογία καί χριστολογία του περιορίζονται στό δτι δ Θεός είναι δημιουργός τών δλων, δτι δ Ίησοϋς Χριστός ομολογείται «έν πνεύματι άγίω» Υιός τοΰ υψίστου Θεοΰ καί δτι, «άπ' ονρανον καχαβάς», άνέλαβε σάρκα έκ της Παρθένου.
Σέ άρμενικά χειρόγραφα εσφαλμένα προσγράφονται στόν 'Αριστείδη 'Ο¬μιλία στό Λ ουκ. 23, 42 καί άπόσπασμα 'Επιστολής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις: J. HARRIS, The Apology of Aristides on Behalf of the chrtstians from syriac Ms. Preserved on Mount Sinai. Edited with an Introduction and Transla¬tion. With an Appendix containing the Main Portian of the Original Greek Text by J. Robinson, Cambridge a1893. H. MILNE, A new fragment of the Apology of Aristides, εις JThS 25 (1924) 73-77. A. MODONA, L'Apologia di Aristide ed il nuovo frammento d'Ossirinco, είς Bilychnis 19 (1922) I 317-327. J. GEFFCKEN, Zwei grie- chische Apologeten, Leipzig-Berlin 1907, σσ. 1-96. C. VONA, Aristides* Roma 1950. ΒΕΠ 3, 133-153. G. RUHBACH, Altkirchliche Apologeten, Giitersloh 1966, σσ. 15-28.
Μελέτες: W. HUNGER, Die Apologie des Aristides, eine Konversionsschrift, είς Scholastik 20/24 (1941) 390-400. F. DOLGER, Der griechische Barlaam-Roman. Ein Werk des Johan. von Damaskos, Ettal 1953. G.O'CEALLAIGH, «Marcianus» Aristides. On the Worship of God, είς HThR 51 (1958) 227-254. W. VAN UNNNIK, DieGoltes- lehre bei Aristides und in gnostischen Schriften, εις ThZ 17 (1961) 166-174. C. A. BEHR, Aelius Aristides and the sacred Tales, Amsterdam 1968 (307 σσ.). ΣΠΥΡ. Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ, ΠλατωνικαΙ επιδράσεις είς τόν άπολογητήν Άριστείδην, 'Αθήνα 1973 (8 oo.).L. ALFONSI, La teologia della storia neH'«ApoIogia» di Aristide, είς Augusti- nianum 16 (1976) 37-40.

13. ΑΡΙΣΤΩΝ ΠΕΛΛΑΙΟΣ

Ό 'Αρίστων άπό τήν Πέλλα τής Παλαιστίνης έγραψε περί τό 140 διαλο¬γικό έργο μέ τόν τίτλο «'Αντιλογία Παπίσκον καί 'Ιάσονος περί Χρίστου», δπως πληροφορεί δ Ώριγένης (Κατά Κέλσον 4, 52). Ό Παπίσκος, πού είναι χριστιανός έξ ιουδαίων, άποδεικνύει στόν άλεξανδρινό ιουδαίο 'Ιάσονα δτι οί προφητείες εκπληρώθηκαν στό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ. Δυστυχώς τό έργο χάθηκε τελείως, εκτός άπδ μικρό άπόσπασμα τής λατινικής μεταφράσεώς του, ή δποία έπίσης χάθηκε. Ό 'Αρίστων χρησιμοποίησε γιά τό σκοπό του άλληγο¬ρική έρμηνεία τής ΠΔ, κάτι πού έξερέθισε τόν Κέλσο, δ όποιος στό έργο του α"Αληθής λόγος» χαρακτήρισε τήν «άντιλογία» αύτή άξια γέλωτος.
'Από τίς πληροφορίες τοΰ Ώριγένη γιά τό έργο τοΰ Άρίστωνα συνάγεται δτι τδ έργο τοΰτο είναι ή παλαιότερη γνωστή άπολογία χριστιανοΰ πρδς τδν ιουδαϊσμό.
Α. Β. HULEN, The Dialogues with the Jews as sources for Ealry Jewish Argu¬ments against Christianity, εις JBL 51 (1932) 58-70. A WILLIAMS, Adversus Judaeos Cambridge 1935, aa. 28-30.

14. ΒΑΣΙΛΈΙΔΗΣ

Ό Βασιλείδης είναι ό πρώτος άπό τούς τέσσερες κορυ¬φαίους εκπροσώπους τοϋ χριστιανίζοντος γνωστικισμοΰ (οί άλλοι: Ούαλεντΐνος, Μαρκίων, Βαρδεσάνης). "Εδρασε στήν 'Αλεξάνδρεια (120-145), είχε γνώση τής ελληνικής φιλο¬σοφίας, ή όποία τόν έπηρέασε, και συνέβαλε πολύ στή διά¬δοση τοϋ γνωστικισμοΰ στούς κόλπους τής νεαρής άκόμη Εκκλησίας. Καί μόνο τό γεγονός ότι έγραψε Εναγγέλιον, Έξηγητικά εις αύτό, Ψαλμούς καί 'Ωδές αποδεικνύει τή διά- θεσή του νά δράση στό χώρο τής 'Εκκλησίας καί νά τήν ύποκαταστήση μέ τή γνώση πού προσέφερε.
Τά έργα του αύτά, έκτδς άπδ άποσπάσματα τών Έζηγητικών, χάθηκαν. "Ετσι άδυνατοΰμε νά σχηματίσωμε ικανοποιητική εικόνα τής διδασκαλίας του, τήν όποία δίδουν βέβαια δ Είρηναΐος {"Ελεγχος Α 24) καί δ 'Ιππόλυτος {Φιλο¬σοφούμενα Ζ 14 έξ.), άλλά δ καθένας μέ πολύ διαφορετικό τρόπο. Ό πρώτος αποδίδει, φαίνεται, πιστότερα τδ Βασιλείδη, ένώ ό δεύτερος καταγράφει μάλ¬λον άντιλήψεις μαθητών τοΰ Βασιλείδη καί τονίζει τήν έξάρτησή του άπδ τήν άριστοτελική φιλοσοφία.
Ό Βασιλείδης ήταν φορέας «απόκρυφου» παραδόσεως τοΰ Ματθία καί Γλαυκία καί τόνιζε τή μεγάλη άπόσταση μεταξύ άνώνυμου Θεοΰ, πού είναι άγέννητος, καί τοΰ αίσθητοΰ κόσμου. Ή θέση αύτή δέν προϋποθέτει δυαλισμό, πού μάλιστα συνιστά κοινδ τόπο τοΰ γνωστικισμοΰ. Ή γνώση τοΰ τρόπου μέ τδν δποΐο προήλθε δ κόσμος καί μάλιστα τοΰ τρόπου μέ τον δποΐο δ Ίησοΰς απέφυγε τή σταύρωση άποτελεΐ αύτοματικά μοναδικό δρο σωτηρίας τοΰ άν¬θρώπου. Κατά τδν Ειρηναίο δ άνώνυμος καί άγέννητος Πατήρ προβάλλει τδν πρωτότοκο Nov, άπδ τδν δποΐο προέρχεται ό Λόγος. 'Απδ αύτδν δέ ή Φρόνη- σις καί άπδ αύτή ή Σοφία καί Δνναμις. Άπδ τίς τελευταίες προήλθαν οί δυνά¬μεις, οί άρχές καί οί άγγελοι, καί άπδ αύτά ό πρώτος ούρανός. "Αλλοι άγγελοι πάλι δημιούργησαν σειρά ούρανών, οί όποιοι φθάνουν τούς 365, όσες οί ημέρες τοΰ έτους. "Ετσι έχομε τή συγκρότηση τοΰ πληρώματος. Οί άγγελοι πού δη¬μιούργησαν τόν τελευταίο καί ορατό α έμάς ούρανό έχουν καί τήν εύθύνη γιά τόν κόσμο, τόν όποιο μοίρασαν μεταξύ τους καί κατευθύνουν. Έπειδή όμως ό άρχηγός τους θέλησε νά ύποτάξη δλα τά τμήματα—έθνη, επαναστάτησαν οί λοιποί άγγελοι μέ άποτέλεσμα τήν άναστάτωση στόν κόσμο. Ό άγγελος μάλιστα μέ τίς κατακτητικές διαθέσεις ταυτιζόταν μέ τό θεό τών εβραίων. Ό κόσμος λοιπόν κινδύνευε νά ύποταχθή στούς έβραίους καί ή άντίδραση τοΰ κόσμου άπειλοΰσε γενική καταστροφή. Γιά νά άποφευχθή τό κακό τοΰτο, ό άνώνυμος Πατήρ στέλνει στόν κόσμο τό Nov, πού ώνομάσθηκε Χριστός. Σκο-πός του ήταν νά έλευθερώση τούς άνθρώπους άπό τήν κυριαρχία τών δημιουρ¬γών άγγέλων, κάτι πού θά συνέβαινε άν οί άνθρωποι θά πίστευαν σ' αύτόν. Ή πίστη δμως αύτή δέν άρκεΐ. Θά έπρεπε νά γνωρίζουν άκόμη δτι δ Νονς έμφανίσθηκε στόν κόσμο μέ μορφή άνθρώπου, δηλ. τοΰ 'Ιησοϋ, οτι δίδαξε, θαυματούργησε, άλλά δέ σταυρώθηκε. 'Αντί αύτοΰ σταυρώθηκε 6 Σίμων Κυ- ρηναΐος, πού μαγικά πήρε τή μορφή τοΰ Ίησοΰ, δ δέ Ίησοΰς τοΰ Κυρηναίου, έτσι ώστε νά άπατηθοΰν οί ιουδαίοι. Αύτά συνιστοϋν τή σωτηριώδη γνώση, ή όποία καί μόνο έχει άξία. Ή διδασκαλία της Εκκλησίας περί μαρτυρίου, περί άμαρτίας, περί άναστάσεως σώματος καί ψυχής, περί είδωλοθύτων καί μάλιστα περί Χριστοΰ άντικαθίστανται άπό τίς άντιλήψεις περί Ίησοΰ, περί γνώσεως (ή όποία πρέπει νά κρατήται μυστική γιά ελάχιστους εκλεκτούς), περί άνυπαρξίας τής άμαρτίας, περί άναστάσεως μόνο της ψυχής, περί της άνυπαρξίας τοΰ Χριστοΰ κλπ.
Ό 'Ιππόλυτος παραδόξως άγνοεΐ τά παραπάνω στοιχεία. Στή θέση τής κοσμολογικής άρχής ύπάρχει δ ονκ ών θεός, πού ν. εχει καταβληθέν» «οΰκ δν σπέρμα», τό δποΐο περιέχει πάν δ,τι άναπτύσσεται σέ κόσμο (Φιλοσοφούμενα Ζ 21). Ό κόσμος γίνεται πραγματικότης, διότι τό σπέρμα τοΰτο έχει ν'ιότητα τριμερή. ΊΙ τριμερής μάλιστα διαίρεση ανταποκρίνεται κατά τόν 'Ιππόλυτο στήν άριστοτελική διαίρεση τής ούσίας σέ γένος, είδος καί άτομον.
Ό Άγρίππας Κάστωρ υπήρξε ό άρχαιότερος καί σημαντικώτερος χρι¬στιανός θεολόγος πού έγραψε κατά τοΰ συστήματος τοΰ Βασιλείδη. Ό "Ελεγ¬χος τοΰ Άγρίππα, δπως λεγόταν τό έργο του, ήταν πολύ γνωστός στήν έποχή τοΰ Εύσεβίου (Έκκλησ. Ιστ. Δ 7, 6 - 7), άλλά έπειτα χάθηκε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Έκδόσεις-Κείμενα: W. VOLKER, Quellen zur Geschichte der Gnosis, Tubingen 1932, σσ, 38-52. W. FOERSTER, Die Gnosis. I: Zeugnisse der Kirchenvater, Ziirich- Stuttgart 1969, σσ. 80-110 (γερμ. μετάφραση άποσπασμάτων wd πηγών).
Μελέτες: P. IIENDRIX, De alexandrijnsche haeresiarch Basilides, Dordrecht 1926. G. QUISPEL, L'homme gnostique. La doctrine de Basilides, είς Eranos Jahrbuch 16 (1948) 89-139. ΔΙΑ τό Εναγγέλιον βλ. IIENNECKE-SCHNEEMELEHER, NT Apokry- phen, I, 257-258. R. GRANT, Gnostic origins and the Basilidians of Irenaens, είς VC 13 (1959) 121-125. W.FOERSTER, Das System des Basilides, είς NTS 9(1962/3)233-255. A. ORBE, La cristologia de Justine gnostico (Hippol. Ref.v.26, 29-32),^είς EE 47(1972) No 182-183, σσ. 437-457 (στί> κείμενο τοΰτο υπάρχουν αντιλήψεις τοϋ Βασιλείδη). Ε. MUHLENBERG, Wirklichkeitserfahrung und Theologie bei dem Gnostiker Basilides, εις Kerygma & Dogma 18 (1972) 161-172. ORBE Α., Los «apindices» de Basilides. «Un capitulo de filosofia gnostica», είς Gregorianum 57 (1976) 81-106, 251-284.

15. ΙΣΙΔΩΡΟΣ

Ό 'Ισίδωρος υπήρξε υιός, μαθητής καί συνεχιστής του Βασιλείδη, άλλά δέ γνωρίζομε τίποτε γιά τή δράση του. Ύποθέτομε δτι έδρασε περί τά μέσα τοϋ Β' αίώνα καί γνωρίζομε άπδ τδν άλεξανδρέα Κλήμεντα δτι έγραψε τρία έργα: * Εξηγηηκά είς Παρχόρ, πού ήταν προφήτης τής σχολής τοΰ Βασιλείδη, Ηθικά, δπου εξετάζονται προβλήματα σχετικά μέ τή γενετήσια όρμή, καί Περϊ προσφνοϋς ψυχής, δπου έχομε τήν πυθαγόρεια ιδέα δτι ή ψυχή άποτελεΐ- ται άπδ δύο μέρη, τδ άγαθό καί τδ πονηρό, άπδ τδ όποιο πηγάζουν τά πάθη τοΰ άνθρώπου. Τά δλίγα σωζόμενα άποσπάσματα τών παραπάνω έργων του δέν παρέχουν τήν εικόνα τής διδασκαλίας τοΰ 'Ισιδώρου (Κλήμης *Αλ., Στρωμα- τεΐς Β 20, Γ 1, ΣΤ 7).

16. ΟΜΙΛΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ (Ή δήθεν Β' 'Επιστολή του Κλήμεντα Ρώμης)


Ή Χριστιανική ομιλητική εχει τίς ρίζες της στόν Β' αί¬ώνα. Τό κήρυγμα τών ποιμένων καί διδασκάλων στήν ευχα¬ριστιακή σύναξη πήρε σιγά - σιγά συγκεκριμένη μορφή κι ί>γινε φιλολογικό είδος τής Εκκλησίας, ή όποία τό άνέ- πτυξε στούς μετέπειτα αιώνες δσο κανένα άλλο γραμματεια¬κό είδος.
Ή χειρόγραφη παράδοση γνωρίζει κείμενο πού χαρακτηρίζεται Β' 'Επι¬στολή πρός Κορινθίους τοΰ Κλήμεντα Ρώμης, ώς έργο τοΰ οποίου κάποτε καταχωρίσθηκε στόν Κανόνα τής ΚΔ. Δέν πρόκειται δμως οΰτε γιά Έπιοτο- λή ουτε γιά έ'ργο τοϋ Κλήμεντα. Πρόκειται γιά ομιλία γραμμένη άπό άγνωστο μέχρι τώρα χριστιανό στό α' ήμισυ τοϋ Β' αίώνα. Τελευταία ό G. Stanton υποστήριξε δτι τό παρόν κείμενο άνήκει στήν έποχή τοΰ 180 καί προέρχεται άπό ρωμαϊκούς κύκλους. Ή άποψη αύτή έχει σοβαρά επιχειρήματα, άλλά ή ολη φιλολογικοθεολογική δομή τοϋ κειμένου κατανοείται καλύτερα δταν τοπο- θετηθή στήν έποχή τοϋ 140 - 150. Ό συντάκτης διακατέχεται άπό τό πρό¬βλημα τής κρίσεως καί τής μετανοίας. 'Αρχίζει μέ τή δήλωση δτι ό Ίησοΰς Χριστός πρέπει νά έκλαμβάνεται «ώς» Θεός, είς τόν δποΐο όφείλομε δλα τά εύεργετήματα (1 - 4). Ή μετάνοια καί ή εγκράτεια συνιστούν τά κύρια χαρα-κτηριστικά τοϋ πιστοϋ (5 - 18), έάν έπιθυμή πράγματι νά άπολαύση τά άγαθά τής άναστάσεως (ψυχής καί σώματος). Στίς προθέσεις τοΰ συντάκτη είναι ή έμμεση άντιμετώπιση ιουδαϊκών καί γνωστικών αντιλήψεων, άπό τίς όποιες δμως δέ μένει άνεπηρέαστος. "Ετσι ή έννοια τής 'Εκκλησίας πού προϋπάρχει είναι παρμένη άπό τό γνωστικό χώρο, δπου ή 'Εκκλησία προβάλλεται ώς «αι¬ών». Ό Χριστός προϋπάρχει, άλλά ταυτίζεται μέ τό Πνεΰμα. Χρησιμοποιεί άπόκρυφα έργα καί φαίνεται νά γνωρίζη τόν 'Ιγνάτιο, τοϋ όποιου δμως δέν έχει τήν παράδοση. Τό έργο γενικά εκφράζει περιβάλλον, τό δποΐο, χωρίς νά είναι γνωστικό καί ιουδαϊκό, συγκινείται άπό άντιλήψεις πού δέν εκφράζουν πάντοτε τή γνήσια άποστολική Παράδοση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

'Εκδόσεις: Φ. ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ, Κλήμεντος έπισκόπου Ρώμης αϊ δύο Πρός Κορινθίους έπιστολαί, Κωνσταντινούπολη 1875. R. KNOPF, Die apostolischen Vater. Handbnch Zum Neuen Testament, erg.-Bd 1, Tubingen 1820, σσ. 151-184. ΒΕΠ 1, σσ. 40-47. Κ. BIHLMEYER, I, Tubingen 1956, σσ. 71-81. Κ. ΜΠΟΝΗ, Ή καλουμένη Β' Επιστολή Κλήμεντος Ρώμης «Πρός Κορινθίους», 'Αθήνα 1976 (εισαγωγή, κείμενο, σημειώσεις).
Μελέτες: H.WINDISCH, Das Christentum des 2. Klemensbriefes, είς Harnack' Ehrung, Beitrage zur Kirchengeschichte, Tubingen 1921, σσ. 119-134 J. RENDEL HARRIS, The Authorship of the So-called Second Epistle of Clement, είς ZNW (1924) 193-200. G. KRUBER, είς S. Case, Studies in Early Christianity, New York-London 1928, σσ. 417-439. J. MARTIN, El Espiritu santo en los origines del cristianismo. Estudio sobre I Clemente, Ignacio, II Clemente y Justino Martir, Zurich 1971. G. STANTON, 2 ClementVII and the origin of the document,είς CM 28 (1970) 314-320. W. VAN UNNIK, The interpretation of 2 Clement 15,5 είς VC 27 (1973) 29-34. K. P. DON- .FRIED, The setting of Second Clement in early Chrisrianity, Leiden 1974.



Viewing all 1937 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>