Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΜΗ ΑΔΙΚΟΥΝΤΑ ΟΥΔΕΙΣ ΠΑΡΑΒΛΑΨΑΙ ΔΥΝΑΤΑΙ

$
0
0
«ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΜΗ ΑΔΙΚΟΥΝΤΑ ΟΥΔΕΙΣ ΠΑΡΑΒΛΑΨΑΙ ΔΥΝΑΤΑΙ»

Εισαγωγή

    Η πραγματεία «Τον εαυτόν μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται» γράφτηκε τη εποχή της δευτέρας εξορίας του αγίου Χρυσοστόμου (404-407) και πιθανώς στην Κουκουσόν της Αρμενίας το έτος 406. Στην πραγματεία αυτή ο άγιος Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι η ευτυχία ή η δυστυχία, η ζημία ή η ωφέλεια στον άνθρωπο δεν εξαρτώνται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος ούτε από τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, αλλά είναι καταστάσεις εντελώς υποκειμενικές. Η ευτυχία ή η δυστυχία εξαρτώνται μόνο από εμάς και ανάλογα με το αν τηρούμε ή όχι το θέλημα του Θεού. Συνεπώς δεν μπορούμε να κατηγορούμε την πρόνοια του Θεού αλλά ούτε και τους ανθρώπους ή τις συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία κάθε εποχής για το ότι μας συμβαίνει, αλλά μόνο τον εαυτό μας. Εμείς είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να τον αδικήσουμε. Εάν εμείς δεν τον αδικούμε κανένας δεν μπορεί να μας αδικήσει. Ας δούμε την θαυμάσια αυτή πραγματεία του μεγάλου αγίου της Εκκλησίας μας σε περιληπτική διασκευή.



    Γνωρίζω ότι ο λόγος μου θα φανεί παράδοξος και γελοίος. Μη απορρίψεις όμως καμμία γνώμη εκ των προτέρων, αν δεν ακούσεις τα επιχειρήματά της. Όσο δίκαια και σωστή κι αν φαίνεται η δική σου. Αυτό κάνουν και οι σωστοί δικαστές.

    Σήμερα όλοι πιστεύουν ότι όλα έχουν γίνει άνω κάτω. Οι αδύνατοι αδικούνται, υβρίζονται, βλάπτονται. Οι πτωχοί καταδυναστεύονται... Όπως δεν μπορούμε να μετρήσουμε τα κύματα της θάλασσας, έτσι δεν μπορούμε να μετρήσουμε τις αδικίες που γίνονται. Και για όλα αυτά, λένε κάποιοι, φταίει η πρόνοια του Θεού.


   Ας δούμε όμως τι είναι αδικία, τι είναι αρετή και από τι βλάπτεται.

    Το σίδερο το βλάπτει η σκουριά, το μαλλί ο σκόρος, τα πρόβατα οι λύκοι, τα σώματα οι ασθένειες και ούτω καθ’ εξής. Λοιπόν τι βλάπτει την αρετή; Η φτώχεια, η ασθένεια, η χρηματική ζημία, η συκοφαντία, ο θάνατος; Μήπως η φυλακή, η εξορία, ο σεισμός, η πλημμύρα και γενικά το λεγόμενο φυσικό κακό; Ή μήπως την βλάπτει η αμαρτία και ότι καταστρέφει την αρετή;

    Ας δούμε με παραδείγματα τι είναι αρετή.


    Αρετή του αλόγου τι είναι; Μήπως να έχει χρυσά χαλινάρια, χρυσά λουριά, σέλα από μεταξωτά υφάσματα και να έχει χαίτη πλεγμένη με χρυσά σχοινιά; Ή να είναι γρήγορο, ανθεκτικό, ακούραστο, άφοβο και υπάκουο;

    Αρετή της αμπέλου είναι να έχει κλήματα και φύλλα ωραία ή να είναι κατάφορτη από καρπούς;

    Ποιά η αρετή του ανθρώπου;

    Μήπως είναι τα χρήματα, για να φοβηθούμε την πτωχεία;

    Μήπως η υγεία, για να φοβηθούμε την αρρώστια;

    Μήπως η εκτίμηση των πολλών, για να φοβηθούμε την συκοφαντία;

    Μήπως το ζην εική και ως έτυχε, για να φοβηθούμε το θάνατο;

    Μήπως η ελευθερία για ν’ αποφύγουμε τη δουλεία;

    Αρετή όμως είναι η των αληθών δογμάτων η ακρίβεια και η κατά βίο ορθότητα. Αυτά κανείς, ούτε ο διάβολος, μπορεί να μας τα αφαιρέσει, αν προσέχουμε.
    
    Το παράδειγμα του Ιώβ μας αποκαλύπτει και πρακτικά όσα είπαμε θεωρητικά.

    Ο διάβολος του αφαίρεσε την περιουσία, για να τον εξαναγκάσει να βλασφημήσει.

    Του γέμισε το σώμα με έλκη, για να τον καταβάλει ψυχικά.

    Τον πολύτεκνο τον έκανε άτεκνο, για να του σπάσει το ηθικό.

    Δεν τον εξόρισε σε άλλη πόλη και οικία, αλλά τον πέταξε στην κοπριά.

    Έκανε να τον απαρνηθούν και οι φίλοι του και η γυναίκα του.

    Κι όμως εκείνος υπήρξε άκαμπτος και άτρωτος. Σε τίποτα δεν αδικήθηκε.

    
    Τον Αδάμ δεν τον υποσκέλισε ο διάβολος, αλλά η απερισκεψία του και η ραθυμία του.

    Τον Άβελ δεν τον έβλαψε ο πρόωρος θάνατος ούτε τον Κάιν ωφέλησε ο φόνος. Ο πρώτος εγκωμιάζεται εις τους αιώνες και βλέπει το Θεό σαν φως, ο δεύτερος έχει γίνει σιχαμερός και απεχθής εις τους αιώνες και βλέπει το Θεό σαν φωτιά.

    Τον Ιωσήφ τι τον έβλαψε το μίσος των αδελφών του, η συκοφαντία της γυναίκας του Πετεφρή, η φυλακή...

    Τους αποστόλους οι οποίοι παλεύαν συνέχεια με πείνα, δίψα, γυμνότητα, διωγμούς, κατατρεγμούς, συκοφαντίες και στο τέλος μαρτύρησαν, τι αδικήθηκαν απ’ όλα αυτά.

    Τον φτωχό και ασθενή Λάζαρο τι τον ζημίωσε η φτώχεια, η εγκατάλειψη, η ασθένεια, η πείνα, η θέα της ευτυχίας των άλλων ενώ αυτός έπασχε; Όχι απλώς δεν τον βλάψανε όλα αυτά, αλλά αντίθετα εξ αιτίας αυτών πήρε τα στεφάνια, γιατί δεν βαρυγκώμησε και τα υπέμεινε όλα. Γιατί από μόνα τους αυτά ούτε μας δίνουν τη σωτηρία ούτε μας οδηγούν στην κόλαση.

    Συνεπώς όχι μόνο δεν αδικείται κανείς από κανένα, αλλά και περισσότερα κερδίζει, εάν προσέχει τον εαυτό του.

    Μα τότε, αφού δεν αδικεί κανείς, γιατί υπάρχει κόλαση και τόσες τιμωρίες; Μη συγχέουμε τα πράγματα. Γιατί δε λέω ότι κανείς δεν αδικεί, αλλά ότι κανείς δεν αδικείται.

    Πολλοί είναι οι αδικούντες, ουδείς όμως ο αδικούμενος.

    Τον Ιωσήφ τον αδίκησαν οι αδελφοί του, αυτός όμως δεν αδικήθηκε.

    Τον Άβελ το αδίκησε ο Κάιν, αλλά αυτός δεν αδικήθηκε.

    Ο Θεός δεν καταργεί τις τιμωρίες λόγω της αρετής των πασχόντων. Διότι αυτοί, αν γίνονται καλύτεροι, το οφείλουν στην υπομονή τους και όχι στην κακία αυτών που τους επιβουλεύονται.

    Συνεπώς σου αφαίρεσαν χρήματα; Πες ότι «γυμνός βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου και γυμνός θα φύγω (στον άλλο κόσμο) (Ιώβ 1,21). «Τίποτα δεν φέραμε στον κόσμο αυτό· φανερό είναι ότι και τίποτα δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας (Α´Τιμ. 6,7).

    Σε κακολόγησαν και σε περιέλουσαν με αμέτρητες βρισιές; Θυμήσου αυτά που είπε ο Κύριος μας, ότι «Αλλοίμονο σας, όταν σας επαινούν όλοι οι άνθρωποι (Λκ. 6,26). Είστε όμως μακάριοι όταν σας βρίζουν και σας καταδιώκουν και λένε ψευδόμενοι κάθε είδους συκοφαντία, εξ αιτίας μου. Να είστε χαρούμενοι όταν σας συμβαίνουν αυτά και να νιώθετε ικανοποίηση, γιατί ο μισθός σας είναι πολύς εις τους ουρανούς. Διότι τα ίδια έκαναν και στους προφήτες, που ήταν πριν από σας (Ματθ. 5,11-12).

    Σε εξόρισαν; Κατάλαβε ότι δεν είναι εδώ η πατρίδα σου και ότι στην πραγματικότητα είσαι εξόριστος, όπου κι αν βρίσκεσαι.

    Αρρώστησες; Πες αυτό που λέγει ο Παύλος ότι δεν απελπιζόμαστε, διότι όσο ο εξωτερικός άνθρωπος (το σώμα) διαρκώς φθείρεται, όμως ο εσωτερικός άνθρωπος (η ψυχή) διαρκώς ανανεώνεται (Β´Κορ. 4,16).

    Αλλά μήπως κάποιος πέθανε κατά τρόπο μαρτυρικό; Θυμήσου τον Τίμιο Πρόδρομο, τον επίγειο άγγελο και τον επουράνιο άνθρωπο, πως σφαγιάστηκε, για να ικανοποιηθεί μια μοιχαλίδα και ελεεινή γυναίκα και να βραβευτεί η κόρη της που χόρεψε πορνικά. Όταν πάσχεις αδίκως τότε και τα αμαρτήματά σου συγχωρούνται και δίκαιος αποβαίνεις.

    Συνεπώς πως μπορεί να αδικηθεί κανείς, όταν έτσι έχουν τα πράγματα. Και κείνο που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι οι πραγματικά αδικημένοι είναι αυτοί που απεργάζονται την αδικία. Ο Κάιν, οι αδελφοί του Ιωσήφ, η Ηρωδιάδα, ο Ιούδας, ο διάβολος, είναι ελεεινοί και τρισάθλιοι και αδικημένοι, αλλά από τον εαυτό τους. Με όλη την κακία τους δεν πέτυχαν τίποτα και ενώ είναι αδικημένοι δεν είναι αξιολύπητοι.

    Συνεπώς, για να επανέλθουμε στο πρώτο θέμα μας, αρετή δεν αποτελεί για τον άνθρωπο ούτε ο πλούτος, ούτε η χλιδή και η πολυτέλεια, ούτε η υγεία, ούτε η δόξα, ούτε η ελευθερία αλλά τα της ψυχής κατορθώματα. Θα θυμηθούμε εδώ τους στίχους του Διονυσίου Σολωμού (1797-1857) που ταιριάζουν απόλυτα με όσα υποστηρίζει ο άγιος Χρυσόστομος. «Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν / και τα βασίλεια κι όλα / τίποτα δεν είναι / σαν στητή μένει η ψυχή κι ολόρθη».

    Μόνο όταν βρίσουν κάποιον, τον συκοφαντήσουν, τον εξορίσουν, τον ληστέψουν και κείνος ερεθιστεί και βρίσει και καταραστεί και ανταποδώσει ΤΟΤΕ ΑΔΙΚΕΙΤΑΙ.

    Μη πούμε ότι ήταν φοβερός ο πειρασμός και ανταπέδωσα, αφού τον Ιώβ που έζησε προ της χάριτος, δεν μπόρεσε να νικήσει κανείς να μη δικαιολογείται. Αλλά και τον Παύλο ας σκεφθούμε. Τα δεινά του δεν μπορούμε να τα απαριθμήσουμε. Φυλακίσθηκε, δέθηκε με αλυσίδες, μαστιγώθηκε, ραβδίστηκε, λιθοβολήθηκε, ναυάγησε, τον πολεμούσαν συνεχώς γνωστοί και άγνωστοι, αντιμετώπιζε συνεχώς διωγμούς, πείνα, γυμνότητα, δίψα, φτώχεια, καθημερινά απέθνησκε. Κι όμως συχνά αναφωνεί· «Χαίρω εν τοις παθήμασί μου» (Κολ. 1,24), «ου μόνον δε αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν» (Ρωμ. 5,3) και άλλα παρόμοια. Αν ο Παύλος χαιρόταν και καυχάτο δια τα παθήματά του, που ήταν πολλά, ποιά απολογία θα έχουμε εμείς, που το ελάχιστο απ’ αυτά δεν υπομένουμε κι όμως βλασφημούμε;

    «Μα αδικούμαι όταν με ληστέψουν, ακόμη κι αν δεν βλασφημήσω, διότι δεν μπορώ να δώσω ελεημοσύνη». Η πενία δεν είναι εμπόδιο για την ελεημοσύνη. Η χήρα της εποχής του προφήτη Ηλία έδωσε μια χούφτα αλεύρι και λίγο λάδι κι όμως ο  Θεός την αντάμειψε. Η χήρα του ευαγγελίου έδωσε τον ελάχιστο οβολό εκ του υστερήματός της κι όμως έγινε το πρότυπο της ελεημοσύνης. Και έδωσε περισσότερα από τους πλουσίους κατά την αψευδή ρήση του Κυρίου μας. Άρα και σ’ αυτή την περίπτωση δεν αδικείσαι αλλά μάλλον ωφελείσαι.

    Δίνετε σημασία στα ωραία της ζωής, που μοιάζουν με τα άνθη που σαπίζουν και τις σκιές. Όπως τα μικρά δίνουν σημασία στα παιχνίδια τους και σε ευτελή πράγματα.

    Δίνετε σημασία στον πλούτο. Τον θεωρείτε πολυτιμότερο από την υγεία, αφού χάριν αυτού πολλές φορές την θυσιάζετε. Τον θεωρείτε ανώτερο από τη ζωή, αφού κι αυτή τη διακινδυνεύετε και τη χάνετε χάριν αυτού. Τον θεωρείτε ανώτερο από την καλή υπόληψη, αφού χάριν αυτού κλέβετε και κάνετε μύρια όσα ανόσια και βδελυρά. Τον θεωρείτε ανώτερο από την πατρίδα, την οικογένεια, την φιλία, αφού χάριν αυτού ήρθατε σε σύγκρουση και διακοπή σχέσεων με συγγενείς και φίλους και προδώσατε και την πατρίδα.

    Υψώθηκε η μανία του πλούτου μέχρι τα σύννεφα. Κυρίευσε γη και θάλασσα. Κανείς δεν μπορεί να σβήσει αυτή τη φλόγα. Λύσσα αθεράπευτη, μανία ακατάσχετη, ασθένεια μη ιάσιμη, έρωτας που νικά κάθε άλλο έρωτα, κύριος απάνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τους υπηρέτες του.

    Κι όμως ο πλούτος ούτε πιο σοφό σε κάνει, ούτε πιο φρόνιμο, ούτε πιο χριστό και φιλάνθρωπο, ούτε σε δίνει τη δύναμη ν’ αντιμετωπίζει τα πάθη σου αλλά μάλλον στα εξάπτει και σε υποδουλώνει σ’ αυτά. Εις τι αδικήθηκε ο Λάζαρος από την έλλειψη του πλούτου; Εις τι αδικήθηκε ο Παύλος; Και ο Ιούδας από τι έχασε το αποστολικό αξίωμα και τον ίδιο τον Χριστό;

    Συνεπώς αυτόν που δεν θέλει να αδικήσει τον εαυτό του, κανείς άλλος δεν μπορεί να τον αδικήσει. Αυτόν δε που δεν θέλει να νήφει και να αγωνίζεται όσο μπορεί κανείς δεν μπορεί να τον ωφελήσει.

    Ας θυμηθούμε την παραβολή του σπορέως, που ενώ ο σπόρος είναι ίδιος ο καρπός είναι διαφορετικός, ανάλογα με τη γη που θα πέσει.

    Ας θυμηθούμε την οικία που κτίστηκε στην άμμο και έπεσε. Δεν την ρίξανε οι καιρικές συνθήκες αλλά τα σαθρά θεμέλια. Η βροχή φανερώνει τις τρύπες της σκεπής, αλλά δεν τις δημιουργεί.

    Ο Ιούδας χωρίς κανένα πειρασμό έπεσε, αφού απόλαυσε μεγάλη καλωσύνη, ενώ ο Παύλος με πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες όχι μόνο δεν έπεσε αλλά ανεδέιχθη o μέγας των αποστόλων.

    Ο ιουδαϊκός λαός τα είχε όλα στην έρημο. Είχε τη νεφέλη που, αφ’ ενός μεν τους οδηγούσε που θα πάνε, αφ’ ετέρου την ημέρα τους σκέπαζε από τον ήλιο και τη νύχτα τους φώτιζε. Είχαν συνεχώς από τον ουρανό το μάννα και τα ορτύκια για να τρέφονται. Οι πέτρες ανέβλυζαν νερό για να πίνουν. Ασθένεια δεν υπήρχε όλη την περίοδο που περιπλανήθηκαν στην έρημο (Ψαλμ. 104,37). Βάδιζαν ανάμεσα στην θάλασσα, κέρδιζαν μάχες. Ο Θεός τους έδωσε το νόμο του. Κι όμως συνεχώς τον παραπίκραναν και ήρθε στιγμή που αντ’ αυτού λάτρευσαν το χρυσό μοσχάρι που οι ίδιοι έκαναν. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής τους από τα 2.000.000 ψυχές που εξήλθαν από την Αίγυπτο μόνο 2, Ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεβ, να εισέλθουν στη γη της επαγγελίας.

   Οι Νινευΐτες δεν είχαν τίποτα. Βάρβαροι, αλλόφυλοι, αλλόθρησκοι, χωρίς προφήτες και θαύματα, πιστέψαν στον Ιωνά και σώθηκαν. Ανακάλεσαν απόφαση του Θεού να τους καταστρέψει. Ενώ η κακία τους είχε ανεβεί μέχρι τον ουρανό, σε τρεις μέρες –με νηστεία, πένθος, μετάνοια­– διώξανε τη θεόσταλτη οργή. Έτσι τα θαύματα που απόλαυσαν οι Ισραηλίτες δεν τους ωφέλησαν τίποτα ούτε ζημίωσε τους Νινευΐτες σε τίποτα η μη συμμετοχή σ’ αυτά.

    Οι τρεις παίδες εν καμίνω.Νέοι, ανώριμοι, εξόριστοι, αιχμάλωτοι· μακριά από το ναό των Ιεροσολύμων, τους ιερείς και τις θυσίες· μακριά από ανθρώπους που μπορούσαν να τους στηρίξουν, μέσα στους πειρασμούς των ανακτόρων.

    Τους διέταξε ο βασιλεύς να συμμετέχουν σε συβαριτική και ακάθαρτη τράπεζα κι αυτή αρνήθηκαν ενώ είχαν πολλές δικαιολογίες να το κάνουν. Πείσαν με τους λόγους τους τον αξιωματούχο του βασιλιά και δέχθηκε αυτοί να σιτίζονται με τις δικές τους τροφές. Εν τέλει αυτοί ήταν οι πιο υγιείς και ροδοκόκκινοι από τους άλλους που σιτιζόταν από την τράπεζα του βασιλιά (Δαν. 1ο κεφ.). Εάν κάνεις όσα εξαρτώνται από σένα, τότε βάζει και ο Θεός το χέρι του. Έτσι οι τρεις παίδες δοξάστηκαν περισσότερο απ’ ότι αν έμεναν στο Ισραήλ ελεύθεροι και άνετοι.

    Μόλις πέτυχαν αυτό το κατόρθωμα καλούνται σε άλλο. Μπαίνουν στην κάμινο του πυρός, γιατί δεν προσκυνούσαν την εικόνα του Ναβουχοδονόσορος. Και κει είναι που δοξάσθηκαν. Ενώ οι στρατιώτες που ρίχνανε τα ξύλα καήκανε τα γένια τους, τα μαλλιά τους και τα ρούχα τους από την υπερβολική πυρά, εκείνοι δεν πάθανε τίποτα. Αντίθετα δροσιζόμενοι και αλώβητοι ψάλλανε με έξαρση και ενθουσιασμό. Η ψαλμωδία που ψάλλανε τότε έγινε ψαλμωδία της Εκκλησίας και ψάλλεται σ’ ολόκληρη την οικουμένη και θα ψάλλεται μέχρι Β´Παρουσίας. Ο άγιος Χρυσόστομος δεν θαυμάζει για το υπερφυσικό και καταπληκτικό θαύμα, αλλά για το ότι δέχθηκαν να καούν χάριν των αληθινών δογμάτων. Θαυμάζει για τα λόγια που είπαν. «Υπάρχει ο Θεός εις τους ουρανούς, τον οποίον εμείς λατρεύουμε και ο οποίος είναι ικανός να μας σώσει από τη φωτιά και από τα χέρια σου βασιλιά. Κι αν όμως δεν θελήσει να το κάνει, να ξέρεις βασιλιά ότι εμείς τους θεούς σου δεν τους λατρεύουμε και την εικόνα σου τη χρυσή δεν την προσκυνούμε» (Δαν. 3,16-18). Με αυτά που είπαν ήδη υπήρξαν νικητές. Αργότερα βέβαια έδειξαν και την πίστη τους έμπρακτα. Λοιπόν σε τι τους αδίκησε ο Ναβουχοδονόσορας.

    Οι Ιουδαίοι είχαν ναό και θυσιαστήριο, κιβωτό, χερουβίμ, ιλαστήριο, ιερείς, θυσίες, τους προφήτες, συνεχή θαύματα του Θεού. Κι όμως έστησαν είδωλα μέσα στο ναό, έκαναν ανθρωποθυσίες, έκαναν του κόσμου τα άτοπα.

    Συνεπώς ας μη νομίζουμε, όταν αμαρτάνουμε, ότι μας αρκούν προς απολογία η δυσκολία των καιρών ή των περιστάσεων, ή οι ανάγκες και η βία και η τυραννική εξουσία των αρχόντων. «Τον εαυτόν μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται».
                                             

    Για την διασκευή·

    ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
    ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

    www.pmeletios.com    

   
     

Οι μάρτυρες του Ιεχωβά και η Ανάστασις του Χριστού

$
0
0
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ 

Του Πρωτ. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Λέκτωρος Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Ακρογωνιαίος λίθος του Χριστιανισμού γενικά και του μυστηρίου της Εκκλησίας ειδικά, αποτελεί η ομολογία του γεγονότος, που διατυπώνεται με εξαιρετική ακρίβεια από τον Απ. Παύλο, ότι ο Κύριος ανέστη όντως, αληθινά και σωματικά και αυτό αποτελεί την ακατάλυτη βεβαιότητα, την αδιάψευστη απόδειξη για την ανάσταση όλων των νεκρών (Α’ Κορ, 15, 20-24).

Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο το γεγονός ότι για την ανάσταση του Κυρίου, μέσα στην ιστορία, από πολέμιους του προσώπου Του και εχθρούς της Εκκλησίας επινοήθηκαν ποικίλες, αστήρικτες, δοκησίσοφες και αληθοφανείς θεωρίες για να αμφισβητήσουν αυτό το κορυφαίο και καταλυτικό γεγονός του μυστηρίου της θείας Οικονομίας.

Μεταξύ όμως των πολεμίων της σωματικής ανάστασης του Κυρίου, στα νεώτερα χρόνια, συναριθμείται και η αιρετική κίνηση των Μαρτύρων του Ιεχωβά.Γιορτάζουν κάθε χρόνο, όχι την ανάσταση του Χριστού, αλλά πάντα κατά τους ισχυρισμούς τους, την επέτειο του θανάτου του μεγαλύτερου ανθρώπου που έζησε ποτέ.

Είναι σύνηθες το φαινόμενο, η εν λόγω αίρεση να αλλάζει κατά καιρούς τις διάφορες διδασκαλίες της. Στο θέμα όμως της ανάστασης του Θεανθρώπου από την εποχή του Κ Ρώσσελ μέχρι σήμερα, υποστηρίζουν σταθερά την κακοδοξία, ότι ο Ιεχωβά Θεός εξαφάνισε, εκμηδένισε το σώμα του Χριστού, που καταναλώθηκε μέσα στον τάφο και ποτέ δεν αναστήθηκε σωματικά.

Τι αναστήθηκε λοιπόν; Ένα πνευματικό ον, απαντούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, που επιστρέφει στους ουρανούς και ξαναγίνεται, σύμφωνα με μία άλλη κακόδοξη δοξασία της κίνησης, ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ό,τι ήταν, λέγουν, πριν έλθει στη γη.

Δεν θα επεκταθούμε εδώ στα αστήρικτα και αντιφατικά ευφυολογήματα των Μαρτύρων του Ιεχωβά της θεωρίας τους περί αντιλύτρου, αλλά θα υπενθυμίσουμε μόνο τις αντίθετες και καταλυτικές αυτής της πλάνης μαρτυρίες της Αγίας Γραφής.

Ι) Ο απ. Πέτρος υπενθυμίζει στους Ιουδαίους ότι ο βασιλιάς Δαβίδ στον Ψαλμό 15, 10 προφητεύει για τη σωματική Ανάσταση του Κυρίου, καθώς, μεταξύ των άλλων, η προφητεία αναφέρει ότι: «ούτε η σαρξ αυτού είδεν διαφθοράν» (Πραξ. 2, 31-32).

ΙΙ) Στην ανάσταση του Σώματός Του αναφέρεται ο ίδιος ο Χριστός. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας διασώζει ένα διάλογο του Χριστού με τους Ιουδαίους, όταν διώχνει τους εμπόρους από το Ναό. Οι Ιουδαίοι του ζητούν θαύμα-απόδειξη της εξουσίας Του και ο Ιησούς απαντά: «Γκρεμίστε αυτόν τον ναό και σε τρεις ημέρες θα τον ξανακτίσω» (Ιωάν. 2, 18-20). Σε τι αναφερόταν ο Κύριος; Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας απαντά ότι μιλούσε για την ανάσταση του σώματός Του (Ιωάν. 2, 21-22).

ΙΙΙ) Την σωματική ανάσταση του Χριστού την ομολογούν και τη διαπιστώνουν οι αγίες Μυροφόρες γυναίκες. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος μας δίνει την πληροφορία όταν τις συνάντησε ο Κύριος, καθώς πήγαιναν να ανακοινώσουν το γεγονός της αναστάσεως στους μαθητές αυτές: «προσελθούσαι εκράτησαν αυτού τους πόδας και προσεκύνησαν αυτώ» (Ματθ. 28, 9)

ΙV) Ο ίδιος ο Θεάνθρωπος, σε μία από τις εμφανίσεις Του στους μαθητές Του, στην πορεία προς τους Εμμαούς, τους διαβεβαιώνει ακριβώς για το αντίθετο απ’ αυτό που υποστηρίζουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τους προσκαλεί να τον ψηλαφίσουν, τους δείχνει τα χέρια και τα πόδια Του, τους προτρέπει να διαπιστώσουν ότι δεν είναι φάντασμα.

Επιπλέον, παίρνει και τρώει πραγματικά μπροστά τους τα φαγώσιμα, που τους ζήτησε, όχι λόγω ανάγκης, αλλά ως μία επιπλέον επιβεβαίωση ότι ανέστη σωματικά όντως (Λουκ. 24, 36-43). Υπογραμμίζει πολύ χαρακτηριστικά ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός στη συνάφεια αυτή ότι: «Μετά την ανάστασίν του από τους νεκρούς άφησε κατά μέρος όλα τα πάθη, εννοώ την φθοράν, την πείναν και την δίψαν, τον ύπνον και τον κάματον και τα παρόμοια. Διότι αν και εδοκίμασε τροφήν μετά την ανάστασιν, όμως την εδοκίμασε όχι σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους -διότι δεν επείνασεν- αλλά επειδή ήθελε να βεβαιώση την αλήθειαν της αναστάσεως με τον τρόπον της οικονομίας του, ότι δηλαδή είναι η ίδια η σάρκα που έπαθε και ανέστη» (Έκδ. Ακριβής, Δ, 1. ΕΠΕ 1, 421)

V) Ανάλογη είναι και η πρόσκληση προς τον απ. Θωμά για να αποδειχθεί για μία ακόμη φορά κατά τρόπο ρεαλιστικό και αδιάψευστο το γεγονός της σωματικής αναστάσεώς Του.

VΙ) Ο ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις μας διαβεβαιώνει, ότι: «παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς» (Πραξ. 1, 3. Πρβλ. Α’ Κορ. 15, 4-8).

Τι αποδεικνύουν αυτά τα γεγονότα που καταγράφονται μέσα στην Αγία Γραφή;Την αλήθεια της σωματικής αναστάσεως του Θεανθρώπου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και την κακοδοξία της αιρετικής θέσης. Για μία ακόμη φορά, σχετικά με τις θέσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά και για την Ανάσταση του Χριστού, επιβεβαιώνεται το αγιογραφικόν «ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον;» (Ματθ. 6, 23).

Ορθόδοξος Τύπος, Αριθμός Φύλλου 1976, 24 Μαΐου 2013
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
www.impantokratoros.gr/‎

Μνήμη της Γ’ ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου

$
0
0
Μνήμη της Γ’ ευρέσεως της τιμίας κεφαλής 
του προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου

Εορτάζει στις 25 Μαΐου εκάστου έτους.

Η τιμία κεφαλή του Βαπτιστή Ιωάννη, ενώ ήταν κρυμμένη για πολλά χρόνια, φάνηκε μέσα από τη γη και έλαμψε ως χρυσός. Και ενώ στην αρχή ευρίσκετο τοποθετημένη σε ειδική στάμνα, βρέθηκε μέσα σε αργυρό αγγείο και σε ιερό τόπο. Η εύρεση εγένετο κατόπιν πληροφορίας, την οποία έδωσε κάποιος ιερέας από τα Κόμανα της Καππαδοκίας, ο οποίος είδε το ακριβές σημείο σε ιερό εφύπνιο. Από εκεί η ιερά κεφαλή μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη (στη Μονή του Στουδίου), όπου εγένετο μεγαλειώδης υποδοχή, παρουσία του αυτοκράτορα του Πατριάρχου και του πιστού και φιλαγίου λαού της Βασιλεύουσας.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)

Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.

Ὡς θεῖον θησαύρισμα, ἐγκεκρυμμένον τῇ γῇ, Χριστὸς ἀπεκάλυψε, τὴν Κεφαλήν σου ἡμῖν, Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, πάντες οὖν συνελθόντες, ἐν τῇ ταύτῃ εὒρέσει, ᾄσμασι θεηγόροις, τὸν Σωτῆρα ὑμνοῦμεν, τὸν σώζοντα ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς ταῖς ἱκεσίαις σου.

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς οὐρανίων δωρεῶν πηγὴ θεόβρυτος τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκ βυθοῦ τῆς γῆς ἀνέλαμψε ἡ ἁγία Κεφαλή σου Χριστοῦ Προφῆτα ἦς τὴν τρίτην ἑορτάζοντες φανέρωσιν ἀνυμνοῦμεν τῶν θαυμάτων σου τὸ μέγεθος καὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Λόγου ὁ Πρόδρομος.

Ἕτερον Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Προφῆτα Θεοῦ, καὶ Πρόδρομε τῆς χάριτος, τὴν Κάραν τὴν σήν, ὡς ῥόδον ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὐράμενοι, τὰς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν· καὶ γὰρ πάλιν ὡς πρότερον, ἐν κόσμῳ κηρύττεις τὴν μετάνοιαν.

Μεγαλυνάριον

Τρίτην τῆς παντίμου σου Κεφαλῆς, μνείαν ἐκτελοῦμεν, ἣν ἐδόξασεν ἡ Τριάς, Βαπτιστὰ Κυρίου· ἐκ γῆς γὰρ τρίτως ὤφθη, μετανοεῖτε πᾶσιν, ἀνακραυγάζουσα.

Φωνὴ βοῶντος γῆς μυχῷ κεκρυμμένη,
Τῆς γῆς ῥαγείσης, πᾶσιν ἤχησε ξένως.
Εἰκάδι δὲ Προδρόμοιο Κάρην εὗρον κατὰ πέμπτην.
Πηγή:saint.gr

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΙΟΣ 2013

$
0
0



ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ – ΜΑΙΟΣ  2013 ΑΡΧΕΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ
 2013 ( 423 )
 May ( 60 )

 March ( 184 )
  2012 ( 3285 )

Περί της υπερηφάνειας

$
0
0





ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ

    

 Όγδοος είναι ο αγώνας κατά της υπερηφάνειας. Φοβερότατος αυτός ο αγώνας και από όλους τους προηγούμενους αγριότερος. Αυτός πολεμά προπάντων τους τέλειους και προσπαθεί να καταστρέφει εκείνους που ανέβηκαν σχεδόν στην κορυφή των αρετών. Και όπως μία κολλητική και θανατηφόρα αρρώστια δεν καταστρέφει ένα μέλος του σώματος, αλλά ολόκληρο το σώμα, έτσι και η υπερηφάνεια όχι μόνον ένα μέρος της ψυχής, αλλά ολόκληρη την καταστρέφει. Και το καθένα από τα άλλα πάθη, αν και ταράζει την ψυχή, αλλά με το να πολεμά μια μόνον αρετή, εκείνη που είναι αντίθετη του, και να προσπαθεί αυτή να νικήσει, σκοτίζει και ταράζει την ψυχή εν μέρει.

Ενώ το πάθος της υπερηφάνειας σκοτίζει ολόκληρη την ψυχή και την ρίχνει σε τέλεια πτώση.

Για να εννοήσουμε καλύτερα τα λεγόμενα, ας σκεφτούμε ως εξής: Η γαστριμαργία προσπαθεί να διαφθείρει την εγκράτεια• η πορνεία, τη σωφροσύνη• η φιλαργυρία, την ακτημοσύνη• ο θυμός, την πραότητα και όλα τα λοιπά είδη της κακίας, τις αντίθετες αρετές. Η υπερηφάνεια όμως, όταν κυριεύσει την άθλια ψυχή, σαν φοβερότατος τύραννος που κατέλαβε μια μεγάλη και δοξασμένη πόλη, την καταστρέφει ολόκληρη και την κατεδαφίζει από τα θεμέλια. Μάρτυρας γι' αυτό είναι ο άγγελος εκείνος που έπεσε από τον ουρανό εξαιτίας της υπερηφάνειας του, ο οποίος αν και δημιουργήθηκε από το Θεό και στολίστηκε από Αυτόν με κάθε αρετή και σοφία, δεν θέλησε να τα αποδίδει όλα αυτά στον Κύριο, αλλά στη δική του φύση. Και έτσι νόμιζε ότι είναι ίσος με το Θεό. Ελέγχοντας αυτή τη σκέψη του, ο προφήτης έλεγε: «Συ είπες με το νου σου• θα καθήσω πάνω σε ψηλό βουνό, θα στήσω το θρόνο μου πάνω στα σύννεφα, θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο.
Και όμως εσύ είσαι άνθρωπος και όχι θεός». Και πάλι άλλος προφήτης λέει: «Γιατί καυχιέται μέσα στην κακία του ο δυνατός;» Γνωρίζοντας αυτά, ας φοβηθούμε και με κάθε προσοχή ας φυλάξομε την καρδιά μας από το θανατηφόρο πνεύμα της υπερηφάνειας, λέγοντας πάντοτε στον εαυτό μας, όταν κατορθώσομε κάποια αρετή, τον λόγο του Αποστόλου: «όχι εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου», και τον λόγο του Κυρίου: «ότι χωρίς τη βοήθειά Μου, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε».
Επίσης, το λόγο του προφήτη: «Αν ένα σπίτι δεν το οικοδομήσει ο Κύριος, μάταια κουράστηκαν οι οικοδόμοι», και το: «Δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει, ούτε από εκείνον που τρέχει, αλλά από το Θεό που θα δείξει έλεος». Επειδή και αν ακόμη έχει κανείς ολόθερμη προθυμία και αποφασισμένη προαίρεση, εφόσον είναι δεμένος με σάρκα και αίμα, δεν μπορεί να φτάσει την τελειότητα, παρά μόνο με τη χάρη και το έλεος του Χριστού. Και ο Ιάκωβος λέει: «Κάθε ωφέλιμη δωρεά προέρχεται από ψηλά». Και ο Απ. Παύλος: «Τι έχεις που δεν το πήρες από το Θεό; Κι αν έχεις πάρει, γιατί καυχιέσαι σαν να μην πήρες, αλλά υπερηφανεύεσαι σαν να είναι δικά σου;» Ότι με τη χάρη και το έλεος του Θεού έρχεται η σωτηρία, είναι μάρτυρας αληθινός εκείνος ο ληστής, ο οποίος κέρδισε τη βασιλεία των Ουρανών όχι ως ανταμοιβή της αρετής του, αλλά με τη χάρη και το έλεος του Θεού.

Γνωρίζοντας αυτά οι Πατέρες μας όλοι, με μια γνώμη, μας παρέδωσαν ότι δεν μπορούμε διαφορετικά να φτάσομε στην τελειότητα της αρετής, παρά μόνο με την ταπείνωση, η οποία έρχεται στον άνθρωπο από την πίστη και το φόβο του Θεού, από την πραότητα και την τέλεια ακτημοσύνη. Με τις αρετές αυτές κατορθώνεται και η τέλεια αγάπη, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες.
Αμήν



ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος Α' ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ περί των οχτώ λογισμών της κακίας

Κασσιανός ο Ρωμαίος, περί των οχτώ λογισμών της κακίας




Περί της κενοδοξίας

$
0
0

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ


     Έβδομος είναι ο αγώνας κατά της κενοδοξίας. Αυτό το πάθος είναι πολύμορφο και πολύ λεπτό και δεν το εννοεί γρήγορα ούτε εκείνος που πειράζεται από αυτό. Επειδή οι προσβολές των άλλων παθών είναι πιο φανερές και ευκολότερα καταπολεμούνται, καθώς η ψυχή αναγνωρίζει τον εχθρό και με την αντίρρηση στις προσβολές του και την προσευχή, αμέσως τον ανατρέπει. Η κενοδοξία όμως, με το να είναι πολύμορφη όπως είπαμε, δύσκολα νικιέται. Γιατί φανερώνεται σε κάθε πράξη και σε φωνή και σε λόγο και σε σιωπή και σε έργο και σε αγρυπνία και σε νηστεία και σε προσευχή και σε πνευματικές αναγνώσεις και σε ησυχία και σε μακροθυμία. Με όλα αυτά προσπαθεί να προσβάλλει το στρατιώτη του Χριστού.




Όποιον δε μπόρεσε να απατήσει στην κενοδοξία με την πολυτέλεια των ρούχων, δοκιμάζει να τον πειράξει με το φτωχικό ρούχο. Όποιον δεν μπόρεσε να πολεμήσει με την τιμή, τον πολεμά με το να νομίζει ότι υπομένει την ατιμία. Και όποιον δε μπόρεσε να καταφέρει στην κενοδοξία με τη γνώση των λόγων, τον δελεάζει με τη σιωπή, να κενοδοξεί δήθεν ως ήσυχος. Και όποιον δε μπόρεσε να φέρει σε χαλαρότητα με την πολυτέλεια των τροφών, τον κάνει να επιζητεί τον έπαινο με τη νηστεία. Και γενικά κάθε έργο, κάθε απασχόληση δίνει αφορμή στον πονηρό αυτό δαίμονα. Ακόμη αυτός υποβάλλει επιθυμία για το αξίωμα της Ιεροσύνης. Θυμάμαι κάποιον γέροντα, όταν ήμουν στη σκήτη, που πήγε στο κελί ενός αδελφού για επίσκεψη, και αφού πλησίασε την πόρτα, τον άκουσε να μιλάει από μέσα. Ο γέροντας νόμισε ότι μελετά κάτι από την Γραφή και στάθηκε για να ακούσει. Κατάλαβε τότε ότι ο αδελφός είχε βγει από τα λογικά του από την κενοδοξία και χειροτονούσε τον εαυτό του διάκονο και έκανε απόλυση των κατηχουμένων. Όταν λοιπόν ο γέροντας τα άκουσε αυτά, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Ο αδελφός αφού τον υποδέχτηκε, τον προσκύνησε κατά τη συνήθεια και τον ερώτησε να μάθει αν στεκόταν πολλή ώρα εμπρός στην πόρτα. Ο γέροντας με χαριτωμένο τρόπο του είπε: «Τώρα ήρθα, όταν έκανες την απόλυση των κατηχουμένων».

Ο αδελφός μόλις το άκουσε, έπεσε στα πόδια του γέροντα και τον παρακαλούσε να προσευχηθεί γι' αυτόν, για να ελευθερωθεί από αυτή την πλάνη. Αυτό το θυμήθηκα για να δείξω σε πόση αναισθησία φέρνει τον άνθρωπο αυτός ο δαίμονας. Εκείνος λοιπόν που θέλει να πολεμήσει τέλεια και να στεφανωθεί με το στεφάνι της δικαιοσύνης, πρέπει με κάθε τρόπο να φροντίσει να νικήσει το πολύμορφο αυτό θηρίο, έχοντας πάντοτε μπροστά στα μάτια του το ρητό του Δαβίδ: «Ο Κύριος διασκόρπισε τα κόκκαλα των ανθρωπαρέσκων». Και να μην κάνει τίποτε επιδιώκοντας τον ανθρώπινο έπαινο, αλλά να επιζητεί την αμοιβή μόνο από το Θεό. Και αποβάλλοντας πάντοτε τους λογισμούς που έρχονται στην καρδιά του και τον επαινούν, να εξουθενώνει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού. Έτσι θα μπορέσει με τη βοήθεια του Θεού να απαλλαγεί από το πνεύμα της κενοδοξίας.


ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος Α' ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ περί των οχτώ λογισμών της κακίας

Κασσιανός ο Ρωμαίος, περί των οχτώ λογισμών της κακίας





Περί της ακηδίας

$
0
0

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΚΗΔΙΑΣ




       Έκτος είναι ο αγώνας μας εναντίον της ακηδίας (αμέλεια, πλήξη) που ενώνεται και βοηθεί το πνεύμα της λύπης. Δεινός και βαρύς δαίμονας αυτός, πολεμά πάντοτε τους μοναχούς. Αυτός επιτίθεται εναντίον του μοναχού κατά το μεσημέρι, προκαλώντας του ατονία και φόβο και μίσος εναντίον του τόπου όπου ασκείται και εναντίον των αδελφών που είναι μαζί του και εναντίον κάθε εργασίας, ακόμη και της αναγνώσεως των θείων Γραφών. Σου υποβάλλει ακόμη και λογισμούς μεταβάσεως σε άλλο τόπο, και ότι αν δεν πάει άλλου, μάταια κοπιάζει εδώ και χάνει τον καιρό του.
Επίσης του φέρνει κατά το μεσημέρι και πείνα τόση, όση δεν θα προξενούσε σ' αυτόν τριήμερη νηστεία ή μακρά οδοιπορία ή βαρύτατος κόπος. Έπειτα του υποβάλλει λογισμούς ότι με κανένα άλλο τρόπο δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ασθένεια αυτή και το βάρος της, παρά με το να βγαίνει έξω συνεχώς και να επισκέπτεται τους αδελφούς, τάχα για ωφέλεια ή επίσκεψη των ασθενών. Κι όταν δεν μπορέσει να τον εξαπατήσει με αυτά, τότε αφού του φέρει πολύ βαρύ ύπνο, επιτίθεται εναντίον του σφοδρότερος και δυνατότερος, και δεν μπορεί διαφορετικά να νικηθεί, παρά με την προσευχή και την αποχή από την αργολογία και με τη μελέτη των θείων λόγων και την υπομονή στους πειρασμούς. Γιατί αν δεν τον βρει ασφαλισμένο με αυτά τα όπλα, τότε αφού τον κατατρυπήσει με τα βέλη του, τον κάνει άστατο, ονειροπόλο, ράθυμο, άεργο και τον οδηγεί να επισκέπτεται πολλά μοναστήρια και να μη φροντίζει για τίποτε άλλο, παρά που γίνονται τραπέζια και συμπόσια. Γιατί η διάνοια αυτού που έπεσε σε ακηδία τίποτε άλλο δεν φαντάζεται παρά τις μάταιες σκέψεις όσων αναφέραμε. Από αυτά τον δεσμεύει και σε κοσμικά πράγματα και τον δελεάζει λίγο-λίγο σε επιβλαβείς ασχολίες, μέχρις ότου και από αύτη τη μοναχική ζωή τον διώξει.   

  Ο Απόστολος, γνωρίζοντας πόσο βαριά είναι αυτή η αρρώστια και επειδή ήθελε ως σοφός γιατρός να τη βγάλει μαζί με τη ρίζα από τις ψυχές μας, μας φανερώνει τις αιτίες από τις οποίες γεννιέται και λέει: «Σας παραγγέλλομε αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να αποχωρίζεστε από κάθε αδελφό που συμπεριφέρεται άτακτα και όχι σύμφωνα με την παράδοση που παραλάβατε από μας. Γνωρίζετε πως πρέπει να μας μιμείστε, επειδή δε ζήσαμε ως άτακτοι ανάμεσά σας, ούτε πήραμε από κανένα το φαγητό μας δωρεάν, αλλά εργαζόμαστε ημέρα και νύχτα με κόπο και μόχθο για να μην επιβαρύνομε κανένα σας• όχι γιατί δεν είχαμε τέτοιο δικαίωμα, αλλά για να σάς δώσομε παράδειγμα να μας μιμείστε. Και όταν ήμαστε κοντά σας, αυτή την εντολή σάς δίναμε, ότι οποίος δε θέλει να εργάζεται, ούτε να τρώει. Γιατί μαθαίνομε ότι μερικοί από σάς δεν εργάζονται, αλλά περιεργάζονται ξένες υποθέσεις. Σ' αυτούς παραγγέλλομε, στο όνομα του Ιησού Χριστού, να εργάζονται ήσυχα για να κερδίζουν το ψωμί τους».

Ας ακούσομε πόσο καθαρά φανερώνει τις αιτίες της ακηδίας ο Απόστολος. Εκείνους που δεν εργάζονται τους ονομάζει άτακτους, φανερώνοντας με μία λέξη πολλή κακία. Γιατί ο άτακτος, είναι και ανευλαβής και αυθάδης στα λόγια και πρόχειρος σε κατηγορίες και γι' αυτό είναι ακατάλληλος για την ησυχία και δούλος της ακηδίας. Παραγγέλλει λοιπόν να αποχωριζόμαστε από αυτούς σαν να έχουν κολλητική αρρώστια. Με τη φράση «και όχι σύμφωνα με την παράδοση που παραλάβατε από μας», φανερώνει ότι αυτοί είναι υπερήφανοι και καταφρονητές και ακυρώνουν τις αποστολικές παραδόσεις. Κατόπιν λέει: «Δεν πήραμε το φαγητό μας δωρεάν από κανένα, αλλά εργαζόμαστε νύχτα και ημέρα με κόπο και μόχθο». Ο διδάσκαλος των εθνών, ο κήρυκας του Ευαγγελίου, που ανέβηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, αυτός που λέει ότι ο Κύριος διέταξε τους κήρυκες του Ευαγγελίου να συντηρούνται από τους ακροατές του κηρύγματος, αυτός εργάζεται ο ίδιος νύχτα και ημέρα με κόπο και μόχθο για να μην επιβαρύνει κανένα. Τι λοιπόν θα κάνομε εμείς, που είμαστε στην εργασία οκνηροί και επιδιώκομε τη σωματική ανάπαυση, εμείς που ούτε κήρυγμα του Ευαγγελίου μας έχει ανατεθεί, ούτε η μέριμνα για τις εκκλησίες, αλλά μόνο η φροντίδα για την ψυχή μας; Κατόπιν για να δείξει πιο καθαρά τη βλάβη που φέρνει η αργία, καταλήγει: «Δεν εργάζονται καθόλου αλλά περιεργάζονται». Γιατί από την αργία γεννιέται η περιέργεια, από την περιέργεια η αταξία και από την αταξία κάθε κακία. Για τη θεραπεία όλων αυτών, συμπληρώνει: «Να εργάζονται ήσυχα για να κερδίζουν το ψωμί τους». Και για να τους επιπλήξει περισσότερο, λέει: «Όποιος δε θέλει να εργάζεται, ούτε να τρώει».

Αυτές τις αποστολικές διαταγές έχοντας υπόψη οι άγιοι πατέρες της Αιγύπτου, δεν αφήνουν ποτέ να μένουν αργοί οι μοναχοί και μάλιστα οι νεώτεροι, επειδή γνωρίζουν ότι με την υπομονή της εργασίας και την ακηδία διώχνουν, και την τροφή τους προμηθεύονται, και βοηθούν όσους έχουν ανάγκη. Γιατί δεν εργάζονται μόνο για τις δικές τους ανάγκες, αλλά και σε ξένους και φτωχούς και φυλακισμένους δίνουν από την εργασία τους, πιστεύοντας ότι η αγαθοεργία αυτή είναι θυσία αγία και ευπρόσδεκτη στο Θεό. Και λένε επίσης οι πατέρες, ότι ο εργαζόμενος πολεμά με ένα δαίμονα πολλές φορές και στενοχωρείται από αυτόν, ενώ ο αργός αιχμαλωτίζεται από χιλιάδες πονηρά πνεύματα.

Καλό είναι ακόμα να θυμηθούμε και το λόγο που μου είπε ο αββάς Μωυσής, που ήταν πολύ άξιος μεταξύ των πατέρων. Αφού είχα καθήσει λίγο καιρό στην έρημο, με πείραξε ο δαίμονας της ακηδίας. Τον επισκέφτηκα τότε και του είπα: «Χθες ενοχλήθηκα πάρα πολύ από την ακηδία και εξασθένησα υπερβολικά• και δε γλύτωσα από αυτή, παρά όταν σηκώθηκα και επισκέφτηκα τον αββά Παύλο». Σ' αυτά μου αποκρίθηκε ο αββάς Μωυσής: «Έχε θάρρος• δεν ελευθερώθηκες από την ακηδία, αλλά μάλλον παραδόθηκες και υποδουλώθηκες σ' αυτή. Να γνωρίζεις λοιπόν ότι τώρα θα σε πολεμήσει περισσότερο ως λιποτάκτη, αν στο εξής δε φροντίσεις με την υπομονή και την προσευχή και την εργασία των χεριών σου να παλαίψεις εναντίον της και να τη νικήσεις».



ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος Α' ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ περί των οχτώ λογισμών της κακίας

Κασσιανός ο Ρωμαίος, περί των οχτώ λογισμών της κακίας




Περί της λύπης

$
0
0


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ


     Πέμπτος είναι ο αγώνας εναντίον του πνεύματος της λύπης, το οποίο σκοτίζει την ψυχή από κάθε πνευματική θεωρία και την εμποδίζει από κάθε αγαθή πράξη. Επειδή όταν το πονηρό αυτό πνεύμα αρπάξει την ψυχή και την σκοτίσει ολόκληρη, δεν της επιτρέπει να προσεύχεται με προθυμία, δεν την αφήνει να εγκαρτερεί στην ωφέλεια των ιερών αναγνωσμάτων δεν ανέχεται να είναι ο άνθρωπος πράος και να κινείται εύκολα σε κατάνυξη και συμπάθεια προς τους αδελφούς, για όλες τις εργασίες και εναντίον ακόμη της υποσχέσεως του μοναχικού βίου φέρνει μίσος. Και γενικά η λύπη, αφού ανακατώσει όλες τις σωτήριες σκέψεις της ψυχής και παραλύσει τη δραστηριότητα και την καρτερία της, τη φέρνει σε σημείο να είναι σαν ανόητη και ηλίθια, δένοντας την με το λογισμό της
απελπισίας. Γι' αυτό, αν έχομε σκοπό να αγωνιστούμε τον πνευματικό αγώνα και να νικήσομε, με τη βοήθεια του Θεού, τα πονηρά πνεύματα, όσο μπορούμε με μεγαλύτερη προσοχή ας φυλάξομε την καρδιά μας από το πνεύμα της λύπης. Γιατί όπως ο σκόρος τρώει το ρούχο και το σκουλήκι το ξύλο, έτσι η λύπη κατατρώγει την ψυχή του άνθρωπου. Πείθει τον άνθρωπο να αποφεύγει κάθε καλή πνευματική συναναστροφή και δεν επιτρέπει ούτε από γνήσιους φίλους να δέχεται συμβουλή, ούτε καλή και ειρηνική απάντηση να δίνει σ' αυτούς, αλλά αφού καταλάβει όλη την ψυχή, τη γεμίζει με δυσαρέσκεια, πλήξη και μελαγχολία.

Και τότε τη βάζει να αποφεύγει τους ανθρώπους, γιατί γίνονται σ' αυτήν αίτιοι ταραχής. Και δεν επιτρέπει στην ψυχή να εννοήσει ότι όχι απέξω, αλλά μέσα της έχει την αρρώστια, η οποία τότε φανερώνεται, όταν έρθουν οι πειρασμοί και με την δοκιμασία τη φέρουν στην επιφάνεια. Γιατί ποτέ δεν μπορεί να βλαφτεί ο άνθρωπος από άλλον, αν δεν έχει μέσα του αποθηκευμένες τις αφορμές των παθών. Και γι' αυτό ο Δημιουργός των πάντων και Ιατρός των ψυχών, ο Θεός, ο μόνος που γνωρίζει ακριβώς τα τραύματα της ψυχής, δεν παραγγέλλει να αποφεύγομε τις συναναστροφές των ανθρώπων, αλλά να κόβομε τις αιτίες της κακίας που είναι μέσα μας, και να γνωρίζομε ότι η υγεία της ψυχής δεν κατορθώνεται με τον χωρισμό από τους ανθρώπους, αλλά με την διαμονή και εξάσκηση με τους ενάρετους ανθρώπους. Όταν λοιπόν για προφάσεις που τις νομίζομε δήθεν εύλογες, εγκαταλείπομε τους αδελφούς, δεν κόψαμε τις αφορμές της λύπης αλλά μόνον κάναμε εναλλαγή τους, γιατί η αρρώστια που έχομε μέσα μας τις ανακινεί πάλι εξαιτίας άλλων πραγμάτων. Γι' αυτό, όλος ό πόλεμος μας ας είναι εναντίον των παθών που είναι μέσα μας, γιατί αν αυτά, με τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, βγουν από την καρδιά μας, όχι μόνο με τους ανθρώπους, αλλά και με τα άγρια θηρία εύκολα μπορούμε να ζήσομε, όπως λέει ο μακάριος Ιώβ: «Τα άγρια θηρία θα γίνουν ειρηνικά μαζί σου». Πρώτα-πρώτα λοιπόν να αγωνιστούμε εναντίον του πνεύματος της λύπης, που φέρνει την ψυχή στην απελπισία, για να το εξορίσομε από την καρδιά μας. Γιατί αυτό το πνεύμα δεν επέτρεψε στον Κάιν να μετανοήσει μετά την αδελφοκτονία, ούτε στον Ιούδα μετά την προδοσία του Κυρίου. Μια μόνο λύπη να έχομε, την μετάνοια για τις αμαρτίες μας ενωμένη με την αγαθή ελπίδα, για την οποία ο Απόστολος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προξενεί μετάνοια που οδηγεί σε οριστική σωτηρία».

Κι αυτό, γιατί η κατά Θεόν λύπη τρέφοντας την ψυχή με την ελπίδα που ακολουθεί τη μετάνοια, είναι ανάμικτη με χαρά. Γι' αυτό και πρόθυμο και υπάκουο για κάθε καλή πράξη, ευκολοπλησίαστο, ταπεινό, πράο, ανεξίκακο, υπομονετικό σε κάθε αγαθό κόπο και κάθε συντριβή κάνει τον άνθρωπο η λύπη αυτή, αφού είναι κατά Θεόν. Και με αυτό λοιπόν γίνονται οι καρποί του Αγίου Πνεύματος φανεροί στον άνθρωπο, δηλαδή η χαρά, η αγάπη, η ειρήνη, η μακροθυμία, η αγαθότητα, η πίστη, η εγκράτεια. Από την αντίθετη λύπη είναι φανεροί οι καρποί του πονηρού πνεύματος, οι οποίοι είναι ακηδία, ανυπομονησία, θυμός, μίσος, αντιλογία, απελπισία, οκνηρία στην προσευχή. Αυτή τη λύπη πρέπει να την αποφεύγομε, όπως και την πορνεία και τη φιλαργυρία και το θυμό και τα υπόλοιπα πάθη. Αυτή η λύπη θεραπεύεται με την προσευχή και την ελπίδα στο Θεό και τη μελέτη των θείων λόγων και με τη συναναστροφή με ευλαβείς ανθρώπους.



ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος Α' ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ περί των οχτώ λογισμών της κακίας

Κασσιανός ο Ρωμαίος, περί των οχτώ λογισμών της κακίας





Περί της οργής

$
0
0

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

 Τέταρτος αγώνας είναι εμπρός μας εναντίον του πνεύματος της οργής• και είναι ανάγκη, με τη βοήθεια του Θεού, το θανατηφόρο δηλητήριο της οργής να το κόψομε από το βάθος της καρδιάς μας. Γιατί όσο το πονηρό τούτο πνεύμα κάθεται στην καρδιά μας και τυφλώνει με τις σκοτεινές αναταραχές τα μάτια της καρδιάς μας, ούτε το συμφέρον της ψυχής μας μπορούμε να διακρίνομε, ούτε να φτάσομε ποτέ την πνευματική γνώση, ούτε την τελειότητα αγαθής σκέψεως να πάρομε στην κατοχή μας, ούτε να γίνομε μέτοχοι της αληθινής πνευματικής ζωής, ούτε το θείο και αληθινό φως μπορεί να δεχτεί ο νους μας• γιατί λέει η Γραφή: «Ταράχθηκαν τα μάτια μου από το θυμό». Ούτε θα γίνομε μέτοχοι της θείας σοφίας, και αν ακόμη οι άλλοι μας νομίζουν για πολύ σοφούς, γιατί είναι γραμμένο:
«Στον κόρφο των ανοήτων αναπαύεται ο θυμός». Αλλά ούτε και τις σωτήριες σκέψεις της διακρίσεως μπορούμε να αποκτήσομε και αν ακόμη οι άνθρωποι μας νομίζουν για φρόνιμους, γιατί είναι γραμμένο: «Η οργή καταστρέφει και τους φρόνιμους». Αλλά ούτε θα μπορέσομε να αποδώσομε το δίκαιο με προσεκτική και νηφάλια καρδιά, καθώς είναι γραμμένο: «Ο θυμός του ανθρώπου δεν πραγματοποιεί τη δικαιοσύνη του Θεού» • ούτε την κοσμιότητα και σεμνότητα που όλοι οι άνθρωποι την επαινούν μπορούμε να αποκτήσομε, γιατί είναι γραμμένο: «Άνθρωπος που θυμώνει δεν είναι κόσμιος».

Όποιος λοιπόν θέλει να φτάσει την τελειότητα και επιθυμεί να αγωνιστεί νόμιμα τον πνευματικό αγώνα, ας είναι ξένος από το ελάττωμα της οργής και του θυμού, και ας ακούει τι παραγγέλλει το σκεύος της εκλογής, ο Απ. Παύλος: «Κάθε έχθρα και οργή και θυμός και κραυγή και βλασφημία, ας φύγει από σάς μαζί με κάθε κακία». Λέγοντας τη λέξη «κάθε», δε μας άφησε καμία πρόφαση θυμού ούτε σαν αναγκαία, ούτε σαν εύλογη. Εκείνος λοιπόν που θέλει να διορθώσει τον αδελφό του όταν αμαρτάνει ή να του βάλει επιτίμιο, ας φροντίζει να παραμένει ατάραχος, μήπως θέλοντας να θεραπεύσει άλλον, αρρωστήσει ο ίδιος και ακούσει τα ευαγγελικά λόγια: «Ιατρέ, θεράπευσε πρώτα τον εαυτό σου». Και πάλι: «Γιατί βλέπεις το άχυρο στο μάτι του αδελφού σου και δεν παρατηρείς το δοκάρι μέσα στο δικό σου μάτι;» Γιατί αν από οποιαδήποτε αιτία η κίνηση της οργής θερμανθεί πολύ, τυφλώνει τα μάτια της ψυχής και δεν την αφήνει να δει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Όπως εκείνος που βάζει πάνω στα μάτια του χρυσά καλύμματα ή μολύβδινα, εμποδίζει εξίσου την δράση και καμιά διαφορά δεν προκαλεί στη τύφλωση η αξία του χρυσού, έτσι από οποιαδήποτε αιτία, εύλογη δήθεν ή παράλογη, και αν ανάψει η οργή, σκοτίζεται η πνευματική δράση.

Τότε μόνο χρησιμοποιούμε κατά φύση το θυμό, όταν τον στρέφομε εναντίον των εμπαθών και φιλήδονων λογισμών. Έτσι διδάσκει και ο προφήτης: «Να οργίζεστε και να μην αμαρτάνετε»• δηλαδή να οργίζεστε κατά των παθών σας και των πονηρών λογισμών, και μην αμαρτάνετε εκτελώντας όσα αυτοί σάς υπαγορεύουν. Κι αυτό θέλει να πει και η συνέχεια: «Διά όσα λέτε μέσα στις καρδιές σας, πάνω στο κρεβάτι σας να κατανύγεστε», δηλαδή όταν έρθουν στην καρδιά σας οι πονηροί λογισμοί, αφού τους διώξετε με την οργή, τότε ευρισκόμενοι στην ησυχία της ψυχής σαν σε κάποιο κρεβάτι, μετανοείτε με κατάνυξη. Συμφωνεί σ' αυτό και ο μακάριος Παύλος, που ανέφερε αυτόν το στίχο και πρόσθεσε: «Ο ήλιος να μη βασιλεύει αφήνοντας σας θυμωμένους, ούτε να δίνετε τόπο στο διάβολο», δηλ. μη διαθέτετε έτσι τον Κύριο Ιησού, τον Ήλιο της δικαιοσύνης, παροργίζοντάς Τον με τη συγκατάθεση σας στους κακούς λογισμούς, ώστε να δύει στις καρδιές σας και να φεύγει, για να μη βρίσκει τόπο ο διάβολος με την αναχώρηση του Χριστού. Δι' αυτόν τον ήλιο λέει και ο Θεός δια μέσου του προφήτη: «Θ' ανατείλει ο ήλιος της δικαιοσύνης και τα φτερά του θα φέρουν τη θεραπεία». Αν πάλι εννοήσομε το ρητό κατά γράμμα, ούτε μέχρι τη δύση του ηλίου δεν μας επιτρέπεται να διατηρούμε την οργή.

     Τι λοιπόν θα πούμε γι' αυτά, εμείς όπου από αγριότητα και μανία της εμπαθούς ψυχικής καταστάσεως μας, όχι μόνο μέχρι τη δύση του ηλίου διατηρούμε την οργή, αλλά και για πολλές ημέρες την κρατάμε; Και δε μιλάμε εκφράζοντας την οργή με λόγια, αλλά με τη σιωπή μεταξύ μας αυξάνομε το δηλητήριο της μνησικακίας για ψυχική καταστροφή μας. Και δεν γνωρίζομε ότι πρέπει όχι μόνο να απέχομε από την ενεργητική οργή, αλλά και από την κατά διάνοια, για να μη σκοτεινιάσει ο νους μας από το σκοτάδι της μνησικακίας και ξεπέσει από το φως της πνευματικής γνώσεως και της διακρίσεως, και στερηθεί την κατοίκηση μέσα του του Αγίου Πνεύματος. Δι' αυτό και ο Κύριος στα Ευαγγέλια παραγγέλλει να αφήνομε το δώρο μας στο θυσιαστήριο και να μονιάζομε πρώτα με τον αδελφό μας, γιατί δεν είναι δυνατό να γίνει ευπρόσδεκτο, αν διατηρούμε μέσα μας θυμό και μνησικακία. Αλλά και ο Απόστολος το ίδιο μας διδάσκει, λέγοντας: «Να προσεύχεστε αδιάλειπτα», και «σε κάθε τόπο να υψώνετε σε προσευχή όσια χέρια, χωρίς οργή και λογισμούς απιστίας». Δεν μένει λοιπόν, παρά ή να μην προσευχόμαστε ποτέ, οπότε είμαστε υπεύθυνοι στην αποστολική παραγγελία, ή να φροντίζομε να τηρούμε τη διαταγή και να προσευχόμαστε χωρίς οργή και μνησικακία.

Και επειδή πολλές φορές αν λυπηθούν ή ταραχθούν οι αδελφοί, αδιαφορούμε λέγοντας ότι δεν λυπήθηκαν εξαιτίας μας, ο Ιατρός των ψυχών, θέλοντας να ξεριζώσει τις προφάσεις, παραγγέλλει να αφήσομε το δώρο και να συνδιαλλαγούμε όχι μόνο αν είμαστε εμείς λυπημένοι κατά του αδελφού μας, αλλά και αν αυτός είναι λυπημένος εναντίον μας δίκαια ή άδικα, να τον θεραπεύομε δίνοντας εξηγήσεις, και τότε να προσφέρομε το δώρο μας. Αλλά γιατί να διατρίβομε πολύ στα ευαγγελικά παραγγέλματα αφού και από τον παλαιό νόμο μπορούμε να μάθομε, ο οποίος αν και θεωρείται πιο συγκαταβατικός, λέει: «Μη νιώσεις μέσα σου μίσος για τον αδελφό σου», και άλλου λέει: «Ο δρόμος του μνησίκακου οδηγεί στο θάνατο». Και εδώ όχι μόνον την ενεργητική μνησικακία τιμωρεί, αλλά και την κατά διάνοια.

Πρέπει λοιπόν, σύμφωνα με τους θείους νόμους, να αγωνιζόμαστε με όλη τη δύναμη μας εναντίον του πνεύματος της οργής και της αρρώστιας που έχομε μέσα μας• και όχι, επειδή στρέφομε το θυμό εναντίον των ανθρώπων, να επιδιώκομε την ερημία και την απομόνωση, γιατί δήθεν εκεί δεν υπάρχουν αφορμές να μας παρακινούν στην οργή, και στη μόνωση θα κατορθώσομε εύκολα την αρετή της μακροθυμίας. Επειδή είμαστε υπερήφανοι και δεν θέλομε να κατηγορούμε τον εαυτό μας και να αποδίδομε στη δική μας αμέλεια τις αφορμές της ταραχής, επιθυμούμε να χωριστούμε από τους αδελφούς μας. Ενόσω λοιπόν αποδίδομε στους άλλους τις αφορμές της ασθένειας μας, είναι αδύνατο να φτάσομε την τελειότητα της μακροθυμίας.

     Το κυριότερο λοιπόν μέρος της διορθώσεως μας και της ειρήνης μας δεν κατορθώνεται από τη μακροθυμία των άλλων απέναντι μας αλλά από τη δική μας ανεξικακία προς τους άλλους. Όταν όμως, αποφεύγοντας τον αγώνα της μακροθυμίας, επιδιώκομε την έρημο και τη μόνωση, τότε, όσα πάθη φέρνομε αθεράπευτα εκεί, είναι κρυμμένα μέσα μας και δεν χάθηκαν. Επειδή η ερημιά και η αναχώρηση σε όσους δεν έχουν απαλλαγεί από τα πάθη τους, ξέρει όχι μόνο να τα διατηρεί, αλλά και να τα σκεπάζει• και ούτε επιτρέπει να αισθάνονται σε ποιο πάθος νικιούνται. Απεναντίας η έρημος υποβάλλει σ' αυτούς να φαντάζονται ότι απόκτησαν αρετή και τους πείθει να πιστεύουν ότι κατόρθωσαν τη μακροθυμία και την ταπείνωση, όσο δεν είναι παρών κάποιος που να τους ερεθίζει και να τους φέρνει σε δοκιμασία. Και όταν τύχει αφορμή θυμού που τους προκαλεί και τους δοκιμάζει, αμέσως τα πάθη που βρίσκονται μέσα αποθηκευμένα και λανθάνοντα, σαν άλογα χωρίς χαλινάρι ξεπηδούν από τον τόπο που ησύχαζαν, θρεμμένα από την μακρά ησυχία και αργία, και με μεγαλύτερη σφοδρότητα και αγριότητα σύρουν στον όλεθρο τον άνθρωπο που κάθεται πάνω σ' αυτά. Γιατί περισσότερο εξαγριώνονται τα πάθη όταν στερούνται τη δοκιμασία που προέρχεται από τους ανθρώπους.

Και αυτήν ακόμη τη σκιά της υπομονής και μακροθυμίας, την οποία φαινομενικά νομίζομε, όταν ήμαστε μαζί με τους αδελφούς, ότι είχαμε, τη χάνομε από την αμέλεια της εκγυμνάσεως και της απομονώσεως. Όπως τα φαρμακερά φίδια στην ερημιά που ησυχάζουν στη φωλιά τους, τότε δείχνουν τη μανία τους, όταν τα πλησιάσει κανείς, έτσι και οι εμπαθείς άνθρωποι που ησυχάζουν όχι λόγω της αρετής, αλλά αναγκαστικά εξαιτίας της ερημιάς, τότε χύνουν το δηλητήριο τους, όταν αρπάξουν κάποιον που τους πλησιάζει και τους ερεθίζει. Και γι' αυτό πρέπει εκείνοι που επιζητούν την τελειότητα της πραότητας, να φροντίζουν όσο μπορούν περισσότερο, όχι μόνο εναντίον των ανθρώπων να μην οργίζονται, αλλά ούτε και εναντίον των ζώων, ούτε κατά των άψυχων. Γιατί θυμούμαι, όταν ήμουν στην έρημο θύμωσα εναντίον καλαμιού που δεν μου άρεσε το πάχος ή η λεπτότητά του. Επίσης θύμωσα και εναντίον ξύλου που δεν μπόρεσα να το κόψω αμέσως. Επίσης και εναντίον πέτρας από εκείνες που βγάζουν φωτιά, όταν προσπάθησα να βγάλω φωτιά και δεν έβγαλε γρήγορα. Έτσι είχε δυναμώσει η οργή, ώστε να στρέφεται και κατά των αναίσθητων πραγμάτων.

Αν λοιπόν επιθυμούμε να επιτύχομε το μακαρισμό του Κυρίου, όχι μόνον την ενεργητική οργή, όπως είπαμε, αλλά και την κατά διάνοια πρέπει να εμποδίσαμε. Γιατί δεν ωφελεί τόσο πολύ να συγκρατούμε το στόμα μας στον καιρό του θυμού να μη λέει λόγια μανιασμένα, όσο να καθαρίζομε την καρδιά μας από τη μνησικακία και να μη στριφογυρίζομε μέσα στο μυαλό μας πονηρούς λογισμούς εναντίον του αδελφού. Γιατί η ευαγγελική διδασκαλία παραγγέλλει να κόβομε τις ρίζες των αμαρτημάτων, παρά τους καρπούς• επειδή όταν κοπεί η ρίζα του θυμού από την καρδιά, ούτε μίσος ούτε φθόνος προχωρεί σε έργο. Όποιος μισεί τον αδελφό του, έχει ονομαστεί ανθρωποκτόνος•, που φονεύει αυτόν με τη διάθεση του μίσους κατά διάνοια, αυτού το αίμα δεν το βλέπουν οι άνθρωποι, αφού δεν χύθηκε με χτύπημα ξίφους, αλλά ότι κατά διάνοια και κατά διάθεση φονεύτηκε, το βλέπει ο Θεός, ο οποίος όχι μόνο για τις πράξεις, αλλά και για τους λογισμούς και τις προαιρέσεις αποδίδει στον καθένα στεφάνια ή τιμωρίες, καθώς λέει ο Ίδιος δια μέσου του προφήτη: «Ιδού, έρχομαι για να συγκεντρώσω τα έργα και τις σκέψεις τους». Και πάλι, ο Απόστολος λέει: «Όταν οι λογισμοί τους κατηγορούν αναμεταξύ τους ή και απολογούνται, κατά την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει τα κρυφά έργα των ανθρώπων». Αυτός ο Ίδιος ο Κύριος διδάσκει να αποβάλομε κάθε οργή και λέει στα Ευαγγέλια: «Όποιος οργίζεται κατά του αδελφού του, θα είναι ένοχος στο δικαστήριο». Τα ακριβή αντίγραφα (του Ευαγγελίου) έτσι περιέχουν αυτό το χωρίο. Γιατί η λέξη «εική» δηλ. χωρίς λόγο, είναι μεταγενέστερη προσθήκη, κι αυτό είναι φανερό και από το πνεύμα της Γραφής. Επειδή το θέλημα του Κυρίου είναι να κόβομε με κάθε τρόπο τη ρίζα και το σπινθήρα της οργής και να μην κρατάμε καμιά πρόφαση οργής- μήπως θυμώνοντας στην αρχή εύλογα τάχα, ύστερα πέσομε στη μανία του παράλογου θυμού.

Η τέλεια θεραπεία της ασθένειας της οργής είναι αυτή: να πιστέψομε ότι ούτε για δίκαιες ούτε για άδικες αφορμές επιτρέπεται ποτέ να θυμώνομε. Επειδή όταν η οργή σκοτίσει τη διάνοια, ούτε διάκριση, ούτε σωστή σκέψη, ούτε δικαιοσύνη θα βρεθεί μέσα μας, ούτε και ναός του Αγίου Πνεύματος μπορεί να γίνει η ψυχή μας, αλλά θα μας κατακυριεύσει το πνεύμα της οργής σκοτίζοντας τη διάνοια μας. Τελευταίο απ' όλα, πρέπει να έχομε εμπρός στα μάτια μας κάθε ημέρα, την αβεβαιότητα της ώρας του θανάτου μας, κι έτσι να φυλαγόμαστε από την οργή. Και ας γνωρίζομε ότι ούτε η σωφροσύνη, ούτε η απάρνηση του υλικού κόσμου, ούτε οι νηστείες και αγρυπνίες θα μας ωφελήσουν κατά την ημέρα της κρίσεως, αν βρεθούμε ένοχοι επειδή κατεχόμαστε από οργή και μίσος.


ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος Α' ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ περί των οχτώ λογισμών της κακίας

Κασσιανός ο Ρωμαίος, περί των οχτώ λογισμών της κακίας




Περί της φιλαργυρίας

$
0
0

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ

     Τρίτος είναι ο αγώνας εναντίον του πνεύματος της φιλαργυρίας, αγώνας ξένος και έξω από την ανθρώπινη φύση, που βρίσκει αφορμή την απιστία του μοναχού. Γιατί οι ερεθισμοί των άλλων παθών, εννοώ του θυμού και της επιθυμίας, έχουν τις αφορμές από το σώμα, και κατά κάποιο τρόπο είναι έμφυτα και έχουν την αρχή από τη γέννηση. Γι' αυτό και χρειάζεται πολύς καιρός για να νικηθούν. Η αρρώστια όμως της φιλαργυρίας έρχεται από έξω και μπορεί ευκολότερα να κοπεί αν καταβάλει κανείς επιμέλεια και προσοχή. Αν όμως παραμεληθεί, γίνεται πιο καταστρεπτική από τα άλλα πάθη και δύσκολα φεύγει- γιατί είναι ρίζα όλων των κακών, κατά τον Απόστολο. Ας σκεφτούμε ως εξής: οι φυσικές κινήσεις του σώματος υπάρχουν όχι μόνο στα παιδιά, στα οποία κρίση του καλού και του κακού δεν
υπάρχει ακόμα, αλλά και σ' αυτά τα νήπια που τρώνε γάλα, που δεν έχουν ούτε ίχνος ηδονής, δίνουν όμως σημάδι ότι έχουν εκ φύσεως κίνηση στη σάρκα τους. Επίσης και το κεντρί του θυμού παρατηρείται στα νήπια, όταν τα βλέπομε να διεγείρονται ζωηρά εναντίον εκείνων που τα λύπησαν. Και αυτά δεν τα λέω για να κατηγορήσω τη φύση σαν αιτία της αμαρτίας• μη γένοιτο• αλλά για να δείξω ότι ό θυμός και η επιθυμία, αν και για καλό ενώθηκαν με τον άνθρωπο από το Δημιουργό και είναι κάπως από τα φυσικά προσόντα του σώματος, εξαιτίας της αμέλειας ξεπέφτουν σε πράξεις έξω από τη φύση. Γιατί η κίνηση του σώματος δόθηκε από το Δημιουργό για τη γέννηση απογόνων και την παράταση της ανθρωπότητας κατά διαδοχή και όχι για την πορνεία. Και ο θυμός έχει κατασπαρεί μέσα μας για τη σωτηρία μας, για να θυμώνομε εναντίον της κακίας και όχι να γινόμαστε θηρία εναντίον των ανθρώπων. Αν λοιπόν χρησιμοποιούμε για κακό το θυμό και την επιθυμία, δεν είναι η ανθρώπινη φύση αμαρτωλή ούτε θα κατηγορήσομε τον Πλάστη, όπως δεν κατηγορούμε εκείνον που έδωσε στον άλλον ένα σιδερένιο εργαλείο για μια αναγκαία και ωφέλιμη εργασία, και αυτός το χρησιμοποίησε σε φόνο.

     Αυτά τα είπαμε για να φανερώσομε ότι το πάθος της φιλαργυρίας δεν προέρχεται από τη φύση, αλλά μόνο από πολύ κακή και διεφθαρμένη διάθεση. Γιατί η αρρώστια αυτή της φιλαργυρίας, όταν βρει στην αρχή της αποταγής χλιαρή και άπιστη την ψυχή, της υποβάλλει δίκαιες τάχα και ευλογοφανείς προφάσεις για να κατακρατήσει μερικά από εκείνα που έχει. Σου λέει ότι θα έχει μακροχρόνια γηρατειά και ασθένεια και ότι εκείνα που δίνει για τις ανάγκες το κοινόβιο δεν είναι αρκετά όχι για άρρωστο, αλλά ούτε για υγιή, και ότι εδώ δεν φροντίζουν όπως χρειάζεται τους αρρώστους, αλλά με πολλή αμέλεια, και αν δεν έχει κρύψει χρυσάφι, θα πεθάνει άθλια. Τελευταία του υποβάλλει τη σκέψη, ότι ούτε στο μοναστήρι μπορεί να μείνει πολύ, λόγω της βαριάς εργασίας και της αυστηρότητας του ηγουμένου. Και όταν παραπλανήσει τη διάνοια με τέτοιες σκέψεις, για να αποκτήσει έστω και ένα δηνάριο, τότε τον καταφέρνει και εργασία του χεριού να μάθει κρυφά από τον ηγούμενο, από την οποία θα μπορέσει να αυξήσει το χρήμα που τόσο επιθυμεί. Και παραπέρα τον εξαπατά τον άθλιο με κρυφές ελπίδες και του ψιθυρίζει το κέρδος που θα έχει από την εργασία του και την ανάπαυση και αμεριμνησία που θα αποκτήσει. Και αφού παραδοθεί ολόκληρος στη σκέψη του κέρδους, κανένα άλλο κακό δεν προσέχει- ούτε την παράφορα της οργής αν του συμβεί καμιά ζημιά, ούτε το σκοτάδι της λύπης αν δεν πετύχει το κέρδος, αλλά όπως σε άλλους γίνεται θεός η κοιλιά τους, έτσι και σ' αυτόν γίνεται θεός ο χρυσός.

Γι' αυτό ο μακάριος Απόστολος γνωρίζοντάς τα αυτά, όχι μόνο ρίζα όλων των κακών ονόμασε τη φιλαργυρία, αλλά και ειδωλολατρία την είπε. Ας δούμε λοιπόν σε πόση κακία η αρρώστια αυτή σέρνει τον άνθρωπο, ώστε να τον ρίξει και στην ειδωλολατρία, γιατί αφού απομακρύνει ο φιλάργυρος το νου του από την αγάπη του Θεού, αγαπά είδωλα, δηλ. ανάγλυφες εικόνες ανθρώπων που είναι χαραγμένες πάνω στα νομίσματα. Με τέτοιους λογισμούς λοιπόν αφού σκοτισθεί ο μοναχός και προχωρήσει στο χειρότερο, δεν μπορεί να έχει διόλου υπακοή, αλλά αγανακτεί, νομίζει ότι πάσχει άδικα, και για την κάθε εργασία γογγύζει, αντιλέγει και χωρίς διόλου ευλάβεια σαν άλογο σκληρότατο βαδίζει στο γκρεμό. Ούτε στην καθημερινή τροφή αρκείται, και διαμαρτύρεται ότι δεν μπορεί να υποφέρει μέχρι τέλος. Και λέει ότι ο Θεός δεν είναι μόνο εκεί, ούτε ότι εκεί αποκλειστικά βρίσκεται η σωτηρία του, και ότι αν δεν φύγει από το μοναστήρι εκείνο, θα χαθεί. Και έτσι έχοντας για συνεργό της διεφθαρμένης γνώμης του τα χρήματα που φυλάει, τα αισθάνεται σαν φτερά και με αυτά μελετά να φύγει από το μοναστήρι. Και λοιπόν απαντά υπερήφανα και άγρια σε όλες τις εντολές που του δίνουν, και νομίζοντας τον εαυτό του ξένο και εξωμερίτη, αν δει στο μοναστήρι ότι κάτι έχει ανάγκη να διορθωθεί, αμελεί και περιφρονεί και κατηγορεί όλα όσα γίνονται. Έπειτα ζητάει προφάσεις για να οργιστεί και να λυπηθεί, για να μην τον νομίσουν επιπόλαιο και ότι φεύγει από το μοναστήρι χωρίς αιτία. Κι αν μπορέσει με κρυφομιλήματα και μάταια λόγια να εξαπατήσει και άλλον και να τον βγάλει από το μοναστήρι, κι αυτό το κάνει, για να έχει και συνεργό. Έτσι λοιπόν με το να ανάβει από τη φωτιά των χρημάτων του ο φιλάργυρος, ποτέ δεν μπορεί να ησυχάσει στο μοναστήρι του ούτε να ζήσει κάτω από κανόνα. Κι όταν ο διάβολος σαν λύκος τον αρπάξει από την μάνδρα και τον ξεχωρίσει από το ποίμνιο και τον πάρει για να τον φάει, τότε τον φέρνει στο σημείο, τα έργα που βαριόταν να κάνει τις ορισμένες ώρες στο κοινόβιο, αυτά να τα κάνει στο κελί του μέρα και νύχτα με μεγάλη προθυμία. Και ούτε τις συνήθειες των προσευχών, ούτε τις νηστείες, ούτε τον κανόνα των αγρυπνιών επιτρέπει να τηρεί, αλλά αφού τον δέσει με τη μανία της φιλαργυρίας, όλη του την προθυμία τον πείθει να την δείξει στο εργόχειρο του.

Είναι τρεις τρόποι αυτής της αρρώστιας, τους οποίους εξίσου απαγορεύουν οι θείες Γραφές και οι διδασκαλίες των Πατέρων. Ένας είναι που κάνει όσους ήταν φτωχοί, να προσπαθούν εκείνα που δεν είχαν στον κόσμο να τα αποκτήσουν τώρα. Άλλος είναι που κάνει να μετανοούν όσοι αρνήθηκαν μια φορά τα χρήματα όταν έγιναν μοναχοί και τους βάζει να ζητούν εκείνα που πρόσφεραν στο Θεό. Τρίτος είναι αυτός, ο οποίος αφού από την αρχή δέσει το μοναχό με απιστία και χλιαρότητα, δεν του επιτρέπει να απαλλαγεί τελείως από τις κοσμικές ασχολίες, με το να του υποβάλλει φόβο της φτώχειας και απιστία στην πρόνοια του Θεού, και να τον κάνει παραβάτη των υποσχέσεων του που έδωσε, όταν αρνήθηκε τον κόσμο. Τα παραδείγματα αυτών των τριών τρόπων βρήκαμε ότι κατακρίνονται στην Αγία Γραφή. Έτσι επειδή επιθύμησε να αποκτήσει χρήματα που δεν είχε πρωτύτερα, δεν πέτυχε την προφητική χάρη, την οποία ο διδάσκαλος ήθελε να του αφήσει ως κληρονομιά. Και αντί ευλογία, κληρονόμησε αιώνια λέπρα με την κατάρα του Προφήτη. Και ο Ιούδας που θέλησε να πάρει χρήματα, τα οποία είχε εγκαταλείψει προηγουμένως, αφού ακολούθησε το Χριστό, όχι μόνον γλύστρησε στην προδοσία του Κυρίου και χωρίστηκε από τον χορό των Αποστόλων, αλλά και τη ζωή του τελείωσε με βίαιο θάνατο. Ο Ανανίας και η Σαπφείρα, με το να φυλάξουν μερικά από εκείνα που είχαν, τιμωρούνται με θάνατο από το αποστολικό στόμα. Ο μέγας Μωυσής στο Δευτερονόμιο παραγγέλλει με μυστικό τρόπο σ΄ εκείνους που υπόσχονται να αποταχθούν και να φύγουν από τον κόσμο και από φόβο απιστίας πάλι κρατιούνται από τα γήινα πράγματα: «Αν είναι κανείς φοβιτσιάρης και δειλός να μη βγει στον πόλεμο, αλλά να πάει στο σπίτι του και να καθήσει, μη τυχόν κάνει και τους αδελφούς του να φοβηθούν και αυτοί».

Υπάρχει άλλη πιο σίγουρη και καθαρή μαρτυρία; Δεν μαθαίνομε απ' αυτά ότι εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο, πρέπει τελείως να τα απαρνούνται όλα κι έτσι να βγαίνουν στον πόλεμο, και όχι με το να κάνουν αρχή νωθρή και διεφθαρμένη, να απομακρύνουν τους άλλους από την ευαγγελική τελειότητα και να τους φέρνουν σε δειλία; Αυτό που λέει καλώς η θεία Γραφή• «Φέρνει μακαριότητα πιο πολύ το να δίνεις παρά το να παίρνεις», το ερμηνεύουν κακώς, καθώς βιάζονται προς εξαπάτηση τους και προς την επιθυμία της φιλαργυρίας, παρεξηγώντας την έννοια του ρητού και τη διδασκαλία του Κυρίου που λέει: «Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώστα στους φτωχούς και θ' αποκτήσεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα ακολούθησέ με». Και έτσι συμπεραίνουν ότι από την ακτημοσύνη είναι ανώτερο το να εξουσιάζουν τον πλούτο τους και από αυτόν να δίνουν σε όσους έχουν ανάγκη.

     Ας μάθουν αυτοί ότι δεν απαρνήθηκαν ακόμα τον κόσμο, ούτε έφτασαν τη μοναχική τελειότητα, αφού ντρέπονται να γίνουν φτωχοί για χάρη του Χριστού σαν τον Απόστολο Παύλο και με την εργασία των χεριών τους να συντηρούν και τον εαυτό τους και να εξυπηρετούν και όσους έχουν ανάγκη και με έργα να εκπληρώσουν την μοναχική υπόσχεση και να δοξαστούν μαζί με τον Απόστολο. Και αφού διασκορπίσουν τον παλιό πλούτο, να αγωνίζονται μαζί με τον Παύλο με πείνα και δίψα, με κρύο και γύμνια τον καλό αγώνα. Γιατί αν γνώριζε ο Απόστολος ότι ο παλιός του πλούτος ήταν πιο χρήσιμος για την τελειοποίηση του άνθρωπου, δεν θα τον περιφρονούσε, αφού ήταν και διακεκριμένος Ρωμαίος πολίτης. Αλλά και οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων πουλούσαν τα σπίτια και τα χωράφια τους και έβαζαν το αντίτιμο καταγής κοντά στα πόδια των Αποστόλων.

Δεν θα το έκαναν αυτό αν γνώριζαν ότι οι Απόστολοι θεωρούσαν καλύτερο να τρέφονται από τα δικά τους χρήματα και όχι από τον προσωπικό τους κόπο και από τις προσφορές των εθνικών. Ακόμα πιο καθαρά διδάσκει γι' αυτά ο Απόστολος Παύλος μ' εκείνα που γράφει προς τους Ρωμαίους: «Τώρα πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ για να διακονήσω τους αγίους... Το θέλησαν να τους βοηθήσουν, αλλά ήταν και οφειλέτες τους». Και ο ίδιος, καθώς ήταν σε δεσμά και φυλακές πολλές φορές και ταλαιπωρημένος από την οδοιπορία, πράγμα πού τον εμπόδιζε να εργάζεται όπως συνήθιζε με τα χέρια του για να προμηθεύεται τα αναγκαία, διδάσκει ότι αυτά τα πήρε από τους αδελφούς που ήρθαν από τη Μακεδονία, λέγοντας• «Το υστέρημά μου το συμπλήρωσαν οι αδελφοί που ήρθαν από τη Μακεδονία». Και προς τους Φιλιππησίους γράφει: «Ξέρετε και σεις, Φιλιππήσιοι, ότι αφού αναχώρησα από τη Μακεδονία, καμία άλλη εκκλησία δε με βοήθησε, παρά μόνο σεις, γιατί και στη Θεσσαλονίκη και μια και δύο φορές μου στείλατε τα αναγκαία». Ας είναι λοιπόν και αυτοί κατά τη γνώμη των φιλάργυρων πιο ευτυχείς από τον Απόστολο επειδή από τα υπάρχοντα τους του χορήγησαν τα αναγκαία. Αλλά δεν θα φτάσει κανείς σε μια τόσο μεγάλη ανοησία, να το πει αυτό. Αν λοιπόν θέλομε να ακολουθήσομε την ευαγγελική εντολή και όλη εκείνη την Εκκλησία τη θεμελιωμένη από την αρχή πάνω στους Αποστόλους, να μη στηριζόμαστε στις υποκειμενικές γνώμες μας, ούτε όσα έχουν καλά ειπωθεί να τα εξηγήσομε άσχημα. Αλλά, αφού πετάξομε μακριά τη χλιαρή και άπιστη γνώμη μας, να εντυπώσομε καλά στο νου μας την ακρίβεια του Ευαγγελίου.

Έτσι θα μπορέσομε να ακολουθήσομε και τα ίχνη των Πατέρων και ποτέ να μην απομακρυνθούμε από την προσοχή και επιμέλεια του κοινοβίου και τον κόσμο τούτο να τον απαρνηθούμε αληθινά. Καλό είναι λοιπόν και εδώ να θυμηθούμε τον λόγο κάποιου Αγίου. Ο άγος Βασίλειος, λοιπόν, ο επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, σε κάποιο συγκλητικό που απαρνήθηκε με χλιαρότητα τον κόσμο και κράτησε μερικά από τα χρήματά του, λέγεται ότι του είπε ένα τέτοιο λόγο: «Και τον συγκλητικό έχασες και μοναχός δεν έγινες». Πρέπει λοιπόν με κάθε επιμέλεια να ξεριζώνομε από την ψυχή μας τη ρίζα όλων των κακών, που είναι η φιλαργυρία, γνωρίζοντας καλά ότι όταν μεγαλώνει η ρίζα, εύκολα φυτρώνουν τα κλαδιά. Αλλά την αρετή αυτή είναι δύσκολο να την κατορθώσομε αν δεν μένομε σε κοινόβιο• γιατί στο κοινόβιο δεν έχομε φροντίδα ούτε για τις απαραίτητες ανάγκες μας. Έχοντας εμπρός στα μάτια μας την καταδίκη του Ανανία και της Σαπφείρας, να μας πιάνει φρίκη αν θέλομε να αφήσομε τίποτε στα χέρια μας από την παλιά περιουσία μας. Επίσης ας φοβηθούμε το παράδειγμα του Γιεζή, ο οποίος εξαιτίας της φιλαργυρίας του παραδόθηκε σε αιώνια λέπρα, κι ας φυλαχτούμε μήπως μαζέψομε για τους εαυτούς μας χρήματα τα οποία ούτε στον κόσμο τα είχαμε.

Κι ακόμη έχοντας στο νου μας το κρέμασμα του Ιούδα, ας φοβηθούμε να πάρουμε πίσω κάτι από εκείνα που καταφρονήσαμε όταν γίναμε μοναχοί. Πάνω απ' όλα, ας έχομε πάντοτε εμπρός μας την αδηλότητα του θανάτου, μήπως σε ώρα που δεν περιμένομε έρθει ο Κύριος μας και βρει λερωμένη τη συνείδηση μας από φιλαργυρία και μας πει εκείνα που είπε στο Ευαγγέλιο προς τον πλούσιο εκείνο: «Ανόητε, αύτη τη νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου σε ποιόν θα πάνε αυτά που ετοίμασες;»


ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος Α' ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ περί των οχτώ λογισμών της κακίας

Κασσιανός ο Ρωμαίος, περί των οχτώ λογισμών της κακίας




Περί του πνεύματος της πορνείας και της σαρκικής επιθυμίας

$
0
0

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ  ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ ΚΑΙ  ΤΗΣ  ΣΑΡΚΙΚΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ

     Δεύτερος αγώνας που έχομε να κάνομε είναι εναντίον του πνεύματος της πορνείας και της σαρκικής επιθυμίας, η οποία επιθυμία αρχίζει από τη μικρή ηλικία να ενοχλεί τον άνθρωπο. Ο αγώνας αυτός είναι μεγάλος και δύσκολος και έχει δύο μέτωπα. Γιατί ενώ τα άλλα ελαττώματα κάνουν τη μάχη μόνο μέσα στην ψυχή, ο σαρκικός πόλεμος είναι διπλός, και στην ψυχή και στο σώμα. Και γι' αυτό πρέπει να αναλάβομε διπλό πόλεμο.

Γιατί δεν είναι αρκετή η σωματική νηστεία για να αποκτήσομε την τέλεια σωφροσύνη και αληθινή αγνεία, αν δεν ακολουθεί και συντριβή καρδιάς και πυκνή προσευχή προς τον Θεό και συχνή μελέτη των Γραφών και κόπος και εργασία των χεριών, τα οποία μπορούν να αναστέλλουν τις ακατάστατες ορμές της ψυχής και να ανακαλούν την ψυχή από τις αισχρές φαντασίες. Προπάντων βοηθά η ταπείνωση της ψυχής, χωρίς την οποία ούτε την πορνεία, ούτε άλλο πάθος μπορεί κανείς να νικήσει. Πρώτα-πρώτα λοιπόν πρέπει με κάθε προσοχή να φυλάγει κανείς την καρδιά του από ρυπαρούς λογισμούς.
Γιατί από την καρδιά βγαίνουν -όπως είπε ο Κύριος- διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείες, πορνείες και τα λοιπά. Και η νηστεία δεν έχει διαταχθεί μόνον για κακοπάθεια του σώματος, αλλά και για την προσοχή και νηφαλιότητα του νου, για να μη σκοτιστεί ο νους από την πολυφαγία και γίνει αδύνατος στην επιτήρηση των λογισμών. Πρέπει λοιπόν όχι μόνο στη σωματική νηστεία να βάζομε όλη την επιμέλεια μας, αλλά και στην προσοχή των λογισμών και στην πνευματική μελέτη, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ανέβομε στο ύψος της αληθινής αγνείας και καθαρότητας. Πρέπει λοιπόν να καθαρίζομε πρώτα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, το εσωτερικό του πιάτου και του ποτηριού, για να γίνει και το εξωτερικό τους καθαρό. Γι' αυτό ακριβώς, αν υπάρχει μέσα μας η φροντίδα να πολεμήσομε νόμιμα και να στεφανωθούμε, αφού νικήσομε το ακάθαρτο πνεύμα της πορνείας, να μην έχομε θάρρος στη δική μας δύναμη και άσκηση, αλλά στη βοήθεια του Κυρίου μας και Θεού. Γιατί δεν παύει ο άνθρωπος να πολεμείται από αυτό το πνεύμα, μέχρις ότου πιστέψει αληθινά ότι όχι με τη δική του επιμέλεια και το δικό του κόπο, αλλά με τη βοήθεια του Θεού ελευθερώνεται από αυτή την αρρώστια και ανεβαίνει στο ύψος της αγνείας. Και αυτό είναι υπόθεση πάνω από τη φύση• κατά κάποιο τρόπο υπερβαίνει το σώμα εκείνος που έχει υποτάξει τους ερεθισμούς της σάρκας και τις ηδονές της.

Και γι' αυτό είναι αδύνατον ο άνθρωπος (για να το πω έτσι) με τα δικά του φτερά να πετάξει προς το υψηλό και ουράνιο βραβείο της αγιοσύνης και να γίνει μιμητής των Αγγέλων, αν δεν τον σηκώσει η χάρη του Θεού από τη γη και τη λάσπη. Γιατί με καμιά άλλη αρετή οι άνθρωποι με τη σάρκα που φέρουν δεν εξομοιώνονται περισσότερο με τους αγγέλους, όσο με την αρετή της σωφροσύνης. Με την αρετή αυτή, ενώ βρίσκονται ακόμη στη γη, έχουν το πολίτευμα στους ουρανούς, κατά τον Απόστολο. Δείγμα του ότι αποκτήσαμε τελείως αυτή την αρετή είναι να μη προσηλώνεται η ψυχή κατά τον ύπνο σε καμία εικόνα αισχρής φαντασίας. Γιατί αν και δεν λογαριάζεται ως αμαρτία αύτη η κίνηση στον ύπνο, είναι όμως γνώρισμα ότι η ψυχή είναι άρρωστη και δεν έχει ελευθερωθεί από το σαρκικό πάθος. Γι' αυτό τις αισχρές φαντασίες που μας έρχονται στον ύπνο, πρέπει να πιστεύομε ότι είναι έλεγχος της προηγούμενης αμέλειας και της ασθένειας μας, αφού την κρυμμένη μέσα στα απόκρυφα της ψυχής μας νόσο την κάνει φανερή η ρεύση κατά την ανάπαυση του ύπνου. Γι' αυτό και ο Ιατρός των ψυχών μας, στα απόκρυφα της ψυχής έβαλε το φάρμακο, όπου γνώριζε ότι βρίσκονται και οι αιτίες της ασθένειας, λέγοντας- «Καθένας που βλέπει γυναίκα με σκοπό να την επιθυμήσει, έκανε κιόλας μοιχεία μαζί της μέσα στην καρδιά του». Δε διορθώνει τόσο τους περίεργους και πορνικούς οφθαλμούς, όσο την ψυχή που έχει την κατοικία της μέσα μας, η οποία κακώς μεταχειρίζεται τα μάτια τα οποία έδωσε ο Θεός για το καλό του ανθρώπου. Γι' αυτό και η σοφή Παροιμία δε λέει «Με κάθε τρόπο να προσέχεις τα μάτια σου», αλλά «Με κάθε τρόπο να προσέχεις την καρδιά σου». Έβαλε δηλαδή το φάρμακο της προσοχής στην καρδιά που μεταχειρίζεται τα μάτια για ό,τι θέλει.

     Λοιπόν αυτή ας είναι η φρουρά και προφύλαξη της καρδιάς μας• όταν έρθει στο νου μας ενθύμηση γυναίκας που ξεφύτρωσε από διαβολική δολιότητα, είτε μητέρας ή αδελφής ή άλλων ευλαβών γυναικών, αμέσως να την διώξομε από την καρδιά μας, μήπως επιμένοντας πολύ σ' αυτή την ενθύμηση, μας κυλήσει εκείνος που μας εξαπατά στο κακό, ο διάβολος, και μας ρίξει μέσα στον γκρεμό των αισχρών και βλαβερών σκέψεων. Αλλά και η εντολή που δόθηκε από το Θεό στον πρωτόπλαστο διατάζει, να συντρίβομε το κεφάλι του φιδιού, δηλαδή την αρχή των βλαβερών λογισμών, μέσω των οποίων επιχειρεί αυτό να συρθεί μέσα στις ψυχές μας. Αλλιώς με το να παραδεχτούμε το κεφάλι, που είναι η αρχή του λογισμού, θα παραδεχτούμε και το υπόλοιπο σώμα του φιδιού, που είναι η συγκατάθεση στην ηδονή, και αυτό θα κατακρημνίσει τη διάνοια μας στην παράνομη πράξη. Αλλά πρέπει κατά την Γραφή, κάθε πρωί να εξολοθρεύομε όλους τους αμαρτωλούς της γης, δηλαδή με το φως της γνώσεως να διακρίνομε και να εξολοθρεύομε τους αμαρτωλούς λογισμούς από τη γη, η οποία είναι η καρδιά μας, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυρίου. Και όσο είναι ακόμη νήπια οι γιοι της Βαβυλώνας, δηλαδή οι πονηροί λογισμοί, να τους χτυπάμε στο έδαφος και να τους τσακίζομε πάνω στην πέτρα, η οποία πέτρα είναι ό Χριστός. Γιατί αν οι νήπιοι λογισμοί μεγαλώσουν και γίνουν άνδρες λόγω της συγκαταθέσεώς μας σ' αυτούς, τότε δεν θα νικηθούν χωρίς μεγάλο στεναγμό και κόπο.

Μετά τα όσα είπαμε από την Αγία Γραφή, καλό είναι να θυμηθούμε και λόγους αγίων Πατέρων. Είπε λοιπόν ο άγιος Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας- «Και γυναίκα δε γνωρίζω και παρθένος δεν είμαι». Τόσο πολύ γνώριζε ότι το δώρο της παρθενίας δεν κατορθώνεται μόνο με αποχή από γυναίκα, όσο με την αγιοσύνη της ψυχής και την καθαρότητα, η οποία κατορθώνεται με το φόβο του Θεού. Λένε επίσης και τούτο οι Πατέρες, ότι δεν μπορούμε να αποκτήσομε τελείως την αρετή της αγνείας, αν δεν αποκτήσομε πρωτύτερα την αληθινή ταπεινοφροσύνη μέσα στην καρδιά μας. Ούτε μπορούμε να κριθούμε άξιοι ν' αποκτήσομε την αληθινή θεία γνώση, αν μέσα στα απόκρυφα της ψυχής έχει θρονιαστεί το πάθος της πορνείας. Θα δείξομε και από τον Απόστολο πόσο μεγάλο είναι το κατόρθωμα της σωφροσύνης, και αφού αναφέρομε μια φράση του μόνο, θα τελειώσομε: «Επιδιώκετε να έχετε ειρήνη με όλους και τον αγιασμό, που χωρίς αυτόν κανένας δεν θα δει τον Κύριο». Ότι αναφέρεται στο θέμα μας, είναι φανερό από εκείνο που λέει αμέσως παρακάτω: «Κανένας πόρνος και βέβηλος όπως ο Ησαύ».

Όσο λοιπόν ουράνιο και αγγελικό είναι το κατόρθωμα της αγιοσύνης, τόσο με βαρύτερες συνωμοσίες και δόλους πολεμείται από τους εχθρούς δαίμονες. Και γι' αυτό οφείλομε να φροντίζομε να έχομε όχι μόνον εγκράτεια σώματος, αλλά και συντριβή καρδιάς και πυκνές προσευχές με στεναγμούς, ώστε το καμίνι της σάρκας μας, το οποίο ο βασιλιάς της Βαβυλώνας ανάβει καθημερινά με τους ερεθισμούς της επιθυμίας, να το σβήσομε με τη δρόσο του Αγίου Πνεύματος. Εκτός από αυτά, μέγιστο όπλο για τον πόλεμο αυτό είναι η κατά Θεόν αγρυπνία. Γιατί όπως η προσοχή και η προφύλαξη της ημέρας ετοιμάζει τη νυχτερινή αγιοσύνη, έτσι η νυχτερινή κατά Θεόν αγρυπνία ετοιμάζει και διευκολύνει την ψυχή στην καθαρότητα της ημέρας.

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος Α' ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ περί των οχτώ λογισμών της κακίας

Κασσιανός ο Ρωμαίος, περί των οχτώ λογισμών της κακίας




Για την εγκράτεια της κοιλίας

$
0
0

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ


Προς τον επίσκοπο Κάστορα περί των οχτώ λογισμών της κακίας.

Αφού πρωτύτερα συντάξαμε τον λόγο «περί διαμορφώσεως των Κοινοβίων», έχοντας το θάρρος στις προσευχές σου, επιχειρούμε πάλι να γράψομε για τους οχτώ λογισμούς της κακίας• της γαστριμαργίας, λέω, και πορνείας, φιλαργυρίας, οργής, λύπης, ακηδίας, κενοδοξίας και υπερηφάνειας.

1. Για την εγκράτεια της κοιλίας

     Πρώτα θα κάνω λόγο για την εγκράτεια στα φαγητά, η οποία είναι αντίθετη της γαστριμαργίας, και για τον τρόπο των νηστειών και την ποσότητα των φαγητών. Και αυτά, όχι από τον εαυτό μου, αλλά καθώς παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες. Εκείνοι λοιπόν, δεν έχουν παραδώσει ένα κανόνα νηστείας, ούτε ένα τρόπο της διατροφής, ούτε το ίδιο μέτρο, γιατί δεν έχουν όλοι την ίδια δύναμη, είτε λόγω ηλικίας, είτε ασθένειας, είτε
καλύτερης συνήθειας του σώματος. Έχουν όμως παραδώσει σε όλους ένα σκοπό, να αποφεύγομε την αφθονία και να αποστρεφόμαστε το χορτασμό της κοιλιάς. Έχουν δει στην πράξη ότι είναι ωφελιμότερο και βοηθά στην καθαρότητα το να τρώει κανείς μία φορά την ημέρα από το να τρώει κάθε τρεις ή τέσσερις ή εφτά ημέρες. Γιατί λένε, εκείνος που επεκτείνεται υπέρμετρα στη νηστεία, υπέρμετρα κατόπιν τρώει. Και από αυτό, άλλοτε εξαιτίας της υπερβολής της αποχής από την τροφή ατονεί το σώμα και γίνεται πιο απρόθυμο για τις πνευματικές εργασίες, και άλλοτε όταν γεμίσει από το βάρος των τροφών προκαλεί αμέλεια και εξασθένηση της ψυχής. Και πάλι οι άγιοι Πατέρες δοκίμασαν και είδαν ότι δεν είναι για όλους κατάλληλη η διατροφή με χόρτα, ούτε με όσπρια, ούτε όλοι μπορούν να τρέφονται μόνο με ξερό ψωμί. Και άλλος, καθώς είπαν, ενώ τρώει δύο λίτρες ψωμί, πεινά ακόμη, ενώ άλλος τρώει μία λίτρα ή εξ ουγγιές και χορταίνει. Σε όλους λοιπόν, όπως είπα, ένα κανόνα εγκράτειας έχουν παραδώσει, το να μην ξεγελιούνται με το χορτασμό της κοιλιάς, ούτε να παρασύρονται από την ηδονή του λάρυγγα. Γιατί δεν είναι μόνο η διαφορά της ποιότητας των τροφών, αλλά και η ποσότητα που ανάβει τα πυρωμένα βέλη της πορνείας. Γιατί με οποιαδήποτε τροφή όταν γεμίσει η κοιλιά, γεννά το σπόρο της διαφθοράς. Και πάλι δεν είναι μόνο η κραιπάλη του κρασιού που φέρνει μέθη στη διάνοια, αλλά και η αφθονία του νερού και κάθε τροφής η υπερβολική χρήση, τη ζαλίζει και φέρνει νύστα σ' αυτήν. Αιτία της καταστροφής των σοδομιτών δεν ήταν η κραιπάλη του κρασιού και των διαφόρων φαγητών, αλλά η αφθονία του άρτου, κατά τον προφήτη.

Η ασθένεια του σώματος δεν είναι αντίθετη με την καθαρότητα της καρδιάς, όταν δώσομε στο σώμα εκείνα που απαιτεί η ασθένεια, όχι ό,τι θέλει η ηδονή. Τις τροφές τις χρησιμοποιούμε τόσο ώστε να ζήσομε, όχι για να σκλαβωθούμε στις ορμές της επιθυμίας. Η μετρημένη και μέσα σε λογικά όρια τροφή βοηθά στην υγεία του σώματος, δεν αφαιρεί την αγιότητα. Ακριβής κανόνας εγκράτειας, όπως παρέδωσαν οι Πατέρες, είναι να σταματούμε να τρώμε πριν χορτάσομε. Και ο Απόστολος που είπε: «Μη φροντίζετε για τη σάρκα, πως να ικανοποιήσετε τις επιθυμίες της», δεν εμπόδισε την αναγκαία κυβέρνηση της ζωής, αλλά απαγόρευσε την φιλήδονη φροντίδα.

Άλλωστε, για την τέλεια καθαρότητα της ψυχής, δεν αρκεί μόνη η εγκράτεια στα φαγητά, αν δεν συντρέχουν και οι υπόλοιπες αρετές. Λοιπόν, η ταπείνωση με την υπακοή και την καταπόνηση του σώματος, ωφελούν πολύ. Η αποχή από τη φιλαργυρία, όχι μόνον το να μην έχει κανείς χρήματα, αλλά και το να μην τα επιθυμεί, οδηγεί στην καθαρότητα της ψυχής. Η αποχή από την οργή, από τη λύπη, από την κενοδοξία, από την υπερηφάνεια, όλα αυτά προξενούν τη γενική καθαρότητα της ψυχής. Τη μερική καθαρότητα της ψυχής, μέσω της σωφροσύνης, ιδιαίτερα κατορθώνουν η νηστεία και η εγκράτεια. Γιατί είναι αδύνατον εκείνος που έχει γεμάτη την κοιλιά του, να κάνει νοερό πόλεμο εναντίον του πνεύματος της πορνείας. Ώστε λοιπόν πρώτος αγώνας μας ας είναι να συγκρατούμε την κοιλιά μας και να υποδουλώνομε το σώμα. Όχι μόνο με νηστεία, αλλά και με αγρυπνία και κόπο και πνευματικά αναγνώσματα και με το να μαζεύομε την καρδιά μας πάνω στο φόβο της κολάσεως και στον πόθο της βασιλείας των Ουρανών.



ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος Α' ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ περί των οχτώ λογισμών της κακίας

Κασσιανός ο Ρωμαίος, περί των οχτώ λογισμών της κακίας





Περί των οχτώ λογισμών της κακίας

$
0
0
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΚΤΩ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ

 Σύντομη βιογραφία


     Ο όσιος πατέρας μας Κασσιανός ο Ρωμαίος ζούσε όταν βασίλευε ο Θεοδόσιος ο Μικρός, γύρω στο έτος 451 μ.Χ. Από τα έργα τα οποία έγραψε, συμπεριλήφθηκαν εδώ ο λόγος «Περί των οχτώ λογισμών» και ο λόγος «Περί διακρίσεως», γιατί σταλάζουν κάθε λογής ωφέλεια και χάρη. Αυτούς τους λόγους τους αναφέρει και ο σοφότατος Φώτιος, λέγοντας στην 157η ανάγνωσή του τα εξής: «Και ο δεύτερος λόγος προς τον ίδιο (τον Κάστορα δηλαδή) απευθύνεται και επιγράφεται «περί των οχτώ λογισμών», περί γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, οργής, λύπης, ακηδίας, κενοδοξίας και υπερηφάνειας.Οι λόγοι αυτοί είναι χρήσιμοι και ωφέλιμοι όσο κανένας άλλος για κείνους που έχουν αναλάβει τον ασκητικό αγώνα... Και τρίτος μικρός λόγος διαβάστηκε... που διδάσκει τι είναι διάκριση και ότι η διάκριση είναι μεγαλύτερη απ' όλες τις αρετές, και από τι γεννιέται αυτή, και ότι κυρίως είναι ουράνια δωρεά κλπ.» Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 29 Φεβρουαρίου, βραβεύοντάς τον με τιμές και εγκώμια.



Εισαγωγικά σχόλια
     Ο άγιος Ιωάννης Κασσιανός, ο επικαλούμενος Ρωμαίος, ανήκει στη χορεία των ασκητικών συγγραφέων. Αφού μόνασε στα μοναστικά κέντρα της Αιγύπτου, έγινε μαθητής του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και αργότερα έκτισε μοναστήρι στη Μασσαλία, στο οποίο έγινε ηγούμενος. Έλαβε μέρος στις ακραίες αντιθέσεις μεταξύ Αυγουστίνου και Πελαγίου, υποστηρίζοντας την ορθόδοξη διδασκαλία, κατά την οποία απορρίπτεται εξίσου τόσο ο απόλυτος προορισμός του πρώτου, όσο και η αυτάρκεια της φύσεως του δευτέρου.

Ο άγιος Κασσιανός -του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 29 Φεβρουαρίου- έγραψε αρκετά έργα ασκητικά, από τα οποία οι έκδοτες της Φιλοκαλίας ξεχώρισαν το λόγο «περί των οκτώ της κακίας λογισμών», που απέστειλε στον επίσκοπο Κάστορα, και τον λόγο «περί διακρίσεως», που έστειλε στο ηγούμενο Λεόντιο. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος λόγος είναι πολύ ωφέλιμοι και στάζουν χάρη, κατά τον άγιο Νικόδημο. Πράγματι πρόκειται για συστηματική μελέτη των «οκτώ λογισμών της κακίας», όπου συμπυκνώνονται η εμπειρία των ασκητών αγίων που βίωσαν τις διάφορες φάσεις των ενεργημάτων των παθών αυτών.

Οι «λογισμοί» κατά βάθος αποτελούν τα θανάσιμα λεγόμενα πάθη, όταν, από την μη σωστή χρήση τους, σταδιακά γίνονται έξεις, αποκτούν δύναμη, στερεώνονται στην ψυχή, αναχωνεύονται με τη νοερή ουσία της και μεταβάλλονται σε «σκληρές ουσίες», κατά την έκφραση του αββά Ισαάκ του Σύρου.


Ο άγιος Κασσιανός προβαίνει στην ανάλυση των «λογισμών» αυτών, ακολουθώντας ορισμένους αγίους Πατέρες που διακρίνουν το πάθος της υπερηφάνειας σε υπηρηφάνεια και κενοδοξία και αριθμούν τα θανάσιμα πάθη σε οκτώ, ενώ άλλοι θεωρούν την κενοδοξία ως μια ενέργεια της υπερηφάνειας και τα αριθμούν σε επτά, όπως έχει πλέον επικρατήσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το περί παθών της ψυχής θέμα αγνοείται από πολλούς και τα πάθη θεωρούνται ως συμφυή με τη φύση της, ενώ πρόκειται για παραφυσικές καταστάσεις, η αφετηρία των οποίων είναι ο λογισμός. Και είναι καταπληκτικό το φαινόμενο, κατά το οποίο μια νοερή ουσία αγαθή, θεόπλαστη «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Θεού», που είναι η ψυχή (μαζί με το σώμα), αποκτάει τα τυραννικά αυτά πάθη εξ αφορμής της σφαλερής χρήσεως της ελευθερίας της.

Φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι τα θανάσιμα πάθη, (θανάσιμα γιατί πεθαίνει πνευματικώς η ψυχή), σχηματίζονται σταδιακά από έννοιες. Όμως είναι γνωστό από την κλασσική φιλοσοφία, ότι είχε γίνει παραδεκτό, πως η συνήθεια, η έξη, δημιουργεί δεύτερη φύση. Σε τελευταία ανάλυση, τα διάφορα πάθη αποτελούν στερεωμένους λογισμούς, που έχουν επαναληφθεί και έχουν βιωθεί. Κλασσικό είναι το απόφθεγμα: «εκ του οράν τίκτεται το εράν». Η επανάληψη μιας σκέψεως, μιας ιδέας, μιας φαντασίας αποκτάει ανάλογη δύναμη, είτε πονηρή είναι είτε αγαθή.


Αλλά για τα αγαθά πάθη δεν γίνεται λόγος από τον άγιο Ιωάννη τον Κασσιανό. Στην υπόψη πραγματεία προβαίνει σε μια διεξοδική ανάλυση των αμαρτωλών παθών ως προς τη γένεσή τους και τη θεραπεία τους, ακολουθώντας την πνευματική και ασκητική παράδοση που θεμελιώνεται στις θείες Γραφές, στις οποίες συνεχώς παραπέμπει. Με τις λεπτές παρατηρήσεις του επάνω στα πάθη, προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία στην Εκκλησία.


Η δεύτερη πραγματεία του «Περί διακρίσεως», είναι επίσης μια θαυμάσια έκθεση της σημασίας του χαρίσματος της διακρίσεως. Με αναφορές σε γεγονότα, σε γνώμες των αγίων Πατέρων και σε σχετικά χωρία των αγίων Γραφών, ο άγιος Κασσιανός θεμελιώνει την αναγκαιότητα της διακρίσεως για όλες τις εργασίες της πνευματικής ζωής.

Πρόκειται για μια χαρισματική λειτουργία της ψυχής, χωρίς την οποία όχι μόνον οι αρετές δεν είναι αρετές, αν δεν γίνονται με διάκριση, αλλά και όλες οι πνευματικές εργασίες πέφτουν στο κενό ή υπηρετούν τον εχθρό.


Η διάκριση είναι βέβαια χάρισμα, ως φωτισμός της ψυχής, που διακρίνει τις πλέον λεπτές πλευρές των πνευματικών προβλημάτων. Αλλά αν δεν υπάρχει το χάρισμα, μπορεί η σύνεση να προφυλάξει τον αγωνιζόμενο, σύνεση που συνίσταται στη μετριοπάθεια και την άγρυπνη ανάκριση των διαλογισμών η τη δυσπιστία στους οικείους λογισμούς, που οδηγεί στην ερώτηση των εμπείρων. Είναι η διδασκαλία περί μεσότητας, κατά την οποία εκκλίνει κανείς από τις υπερβολές και τις ελλείψεις. Γι' αυτό και ο Θεολόγος Γρηγόριος έλεγε• «Ορθοδοξείν έστι το αεί σχοινοβατείν». Πάντως εκείνο που σώζει πάντοτε, είναι η ταπείνωση.


ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος Α' ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ περί των οχτώ λογισμών της κακίας


Κασσιανός ο Ρωμαίος, περί των οχτώ λογισμών της κακίας

Ἀντιαιρετικόν Ἐγκόλπιον    www.egolpion.com


Πάπας Φραγκίσκος: «Καὶ οἱ ἀθεϊστὲς ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου» και ΑΜΕΣΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓ.ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

$
0
0
Πάπας Φραγκίσκος:«Καὶ οἱ ἀθεϊστὲς ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου»
Πρωτοφανὴς δήλωση τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

. Οἱ ἀθεϊστὲς δὲν εἶναι κακοὶ ἄνθρωποι, δήλωσε ὁ πάπας Φραγκίσκος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πρωινῆς προσευχῆς του τὴν Πέμπτη [23.05.13] σὲ παρεκκλήσι τοῦ Βατικανοῦ. Καὶ προσέθεσε ὅτι ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι ἀρκεῖ νὰ κάνουν τὸ καλό.

. Ἡ δήλωση τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία μετέδωσε καὶ ὁ ραδιοσταθμὸς τοῦ Βατικανοῦ, εἶναι κάτι τὸ ἐντελῶς πρωτοφανὲς καὶ ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ “κρέντο” τοῦ προκατόχου του Βενέδικτου ΙϚ´, ὁ ὁποῖος ἐπανειλημμένα καταδίκασε τὸν ἀθεϊσμό, μάλιστα πολλὲς φορὲς στὸ κήρυγμά του ἔδειχνε τὴν ἀποστροφή του γιὰ τοὺς μὴ καθολικούς, τοὺς θεωροῦσε δεύτερης κατηγορίας χριστιανούς.

. Σὲ ἕναν εἰκονικὸ διάλογο, τὸν ὁποῖο ὁ πάπας Φραγκίσκος ἔκανε μὲ τὸ ἐκκλησίασμά του, ἀναρωτήθηκε ἂν θὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου ἕνας ἀθεϊστής. «Καὶ βέβαια, ὅλοι μας τὴν ἔχουμε. Ἀρκεῖ νὰ κάνουμε τὸ καθῆκον μας, τὸ καλό», ἀπάντησε. «Κάντε τὸ καλὸ καὶ θὰ τὰ βροῦμε», εἶπε στοὺς ἔκπληκτους ἐκκλησιαζομένους.

ΣΧΟΛΙΟ «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»:«Λένε: ὑπάρχουν καὶ ἄθεοι καλοὶ ἄνθρωποι. Ναί, οἱ ἄθεοι μποροῦν νὰ εἶναι προσωρινὰ καλοί, ἐπιφανειακὰ καλοί, φαρισαϊκὰ καλοί. Ἀλλὰ ὁ ἄθεος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὰ καλός, διαρκῶς καλός, βαθειὰ καλός, ἀθάνατα καλός, ἐπειδὴ γι᾽ αὐτὸ χρειάζεται νὰ εἶσαι σὲ πνευματικὴ σχέση, σὲ πνευματικὴ συγγένεια μὲ τὸν πραγματικὰ Μοναδικὸ Ἀγαθὸ καὶ Αἰώνια Ἀγαθό: μὲ τὸν Θεὸ καὶ Κύριο Χριστό. Εἶναι ἀληθινὸς δι᾽ ὅλων τῶν αἰώνων ὁ θεῖος λόγος τοῦ Σωτῆρος: “χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν”.
(Ἰωάν. ιε´ 5)» , Ἅγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Ἑρμηνεία στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγ.Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐκδ. Ἐν Πλῷ, Ἀθῆναι 2006, σελ. 172)

. Συνεπῶς, ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ, συνεχίστε μὲ τὴν ἴδια καλὴ θέληση νὰ συνομιλεῖτε ἀπαραμείωτα, νὰ διαλέγεσθε «ἐν ἀγάπῃ», «ἐν εἰλικρινείᾳ» μὲ τὴν ἀδελφὴ “ἐκκλησία” μέχρι πάντες καταντήσωμεν εἰς τὴν ἑνότητα τῆς ὡραίας αὐτῆς χριστιανικῆς πίστεως…!

http://christianvivliografia.wordpress.com


Η Μέγιστη αρετή της σιωπής

$
0
0
Η ΜΕΓΙΣΤΗ ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΩΣΤΗ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Γράφει ο: Αρχιμανδρίτης Νικόλαος

Η μέγιστη αρετή της σιωπής (μέρος Α΄)

Η αξία και η απαξία της…

«Είναι χαρακτηριστικό:

Το να λες πολλά και καλά: του έξυπνου.
Το να λες λίγα και καλά: του φρόνιμου.
Το να λες πολλά και άτοπα: του επιπόλαιου.
Το να λες λίγα και σαχλά: του ανόητου.
Το να σιωπάς: του σοφού
(Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 29)

«Σε κάποιον σοφιστή που είπε: «Ο λόγος είναι το πιο δυνατό πράγμα από όλα», αποκρίθηκε: «Εσύ, επομένως, αν δεν μιλάς, δεν αξίζεις τίποτα». (Πλούταρχος,Αποφθέγματα Λακωνικά, Αγις ο Αρχιδάμου,7)
«Η σιωπή είναι η αρετή των ηλιθίων» (Φράνσις Μπέικον)
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωφέλιμο από τη σιωπή» (Μένανδρος)
«Την σιωπή αγαπούσαν όλα τα μεγάλα πνεύματα, διότι βαθέως ησθάνοντο την αλήθεια της λαϊκής παροιμίας: η ομιλία είναι άργυρος, η σιωπή είναι χρυσός. Εκαστος σκεπτόμενος άνθρωπος εξ ιδίας του εμπειρίας γνωρίζει ότι ο εαυτός του δεν είναι εκείνος περί του οποίου ομιλεί, παρά ο εαυτός τον οποίο αποσιωπά. Όχι εκείνο το οποίο αποσιωπά εκουσίως, αλλά εκείνο το οποίο αποσιωπά αναγκαίως, διότι αδυνατεί να το εκφράσει. Οι συζητήσεις μας στον κόσμο είναι σαν τα ψιλά κέρματα με τα οποία εξαγοράζουμε τον εαυτό μας, ενώ το μέγα νόμισμα παραμένει εντός μας μη φανερούμενο… Εξάλλου όλα τα μεγάλα στοιχεία είναι πολύ σιωπηλά, και ο ίδιος ο Θεός ο πλέον σιωπηλός των πάντων, ενώ όλα τα μικρά πράγματα είναι ομιλητικά. Τι περίεργο, λοιπόν, το ότι όλα τα μεγάλα πνεύματα είναι σιωπηλά;» (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί του καλού και του κακού, εκδ. Πέτρου Μπότση σελ. 149-150)

Ο λόγος

Σκυλί ο λόγος,
Δάγκωσε τη σιωπή
Και τού σπασαν τα δόντια. (Ελευθέριος Μάινας, Τα Ποιήματα σελ. 153)
«Ο ίδιος ο αββάς Θεόφιλος ο Αρχιεπίσκοπος πήγε κάποτε στη Σκήτη. Συνάχθηκαν λοιπόν οι αδελφοί και λέγουν στον αββά Παμβώ: «Πές ένα λόγο στον πάπα, για να ωφεληθεί». Τούς αποκρίνεται ο γέρων: «Αν δεν ωφελείται με τη σιωπή μου, ούτε με τον λόγο μου δεν πρόκειται να ωφεληθεί» (Γεροντικόν, του αρχιεπισκόπου Θεοφίλου β΄)
«Πώς νάσαι ακριβομίλητος
τ’ αηδόνι σε  μαθαίνει·
τον ένα μήνα κελαηδεί
τους έντεκα σωπαίνει» (Δροσίνης)
«Κανένας δεν διδάσκει καλύτερα από το μυρμήγκι που δεν λέει τίποτα» (Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 28)

Χορικό

Υπάρχουνε λύπες που κανείς δεν τις ξέρει,
Υπάρχουνε βάθη που δεν τ’ ανιχνεύει ο ήλιος.
Ορη σιωπής περιβάλλουν τα χείλη. Και σιωπούν όλοι οι μάρτυρες.
Τα μάτια δε λένε. Δεν υπάρχουν σκάλες τόσο μεγάλες να κατέβει κανείς
ως εκεί που ταράζεται του ανθρώπου ο πυρήνας.
Αν μιλούσε η σιωπή, αν φυσούσε, αν ξέσπαγε - θα ξερίζωνεν όλα τα δέντρα του κόσμου. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Η σιωπή! Το πιο δύσκολο κατόρθωμα

«Όταν ο Αριστοτέλης ρωτήθηκε ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή, απάντησε: «Το να σωπαίνεις για όσα δεν πρέπει να μιλάς». (Αριστοτέλης,Ανθ. Στοβ., ΜΑ,8)
«Όταν επιπλήχθηκε ο Αισχίνης ο Σωκρατικός, επειδή σιωπούσε, ενώ υπήρξε μαθητής του Σωκράτη, είπε: «Κοντά στο Σωκράτη δεν έμαθα μόνο να μιλώ, αλλά και να σιωπώ» (Αισχίνης, Ανθ. Στοβ., ΛΔ,10)
«Ο Ιπποκράτης, ένας από τους δέκα σπουδαίους ρήτορες, ζήτησε από τον Κάρφωνα, που ήταν φλύαρος και ήθελε να σπουδάσει κοντά του, διπλό μισθό. Όταν ρωτήθηκε από τον μαθητή του γιατί ζητά διπλό μισθό, είπε: «Ένα μισθό για να μάθεις να ομιλείς και ένα για να μάθεις να σιωπάς». (Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 302)
«Μερικοί φιλόσοφοι και ρήτορες του κόσμου επισκέφτηκαν κάποτε το κελί ενός φημισμένου για την αρετή του Γέροντα. Μετά τη συνήθη προσευχή της συναντήσεως, ο Γέροντας συνέχισε να πλέκει το εργόχειρό του, σιωπώντας, και μη σηκώνοντας καν το κεφάλι προς εκείνους. Αφού πέρασε λίγη ώρα, εκείνοι τον παρακάλεσαν:  - Γέροντα, πές μας κάποιο λόγο. Εκείνος πάλι συνέχιζε να σιωπά. Και εκείνοι επιμένουν:
- Εμείς, Γέροντα, για αυτό ήρθαμε σε σένα, να ακούσουμε κάποια λόγια σου και να ωφεληθούμε. Και τότε ο γέροντας τους είπε:  - Εσείς ξοδέψατε πολλά χρήματα, για να μάθετε να μιλάτε· εγώ, όμως, εγκατέλειψα τον κόσμο για να μάθω να σιωπώ. Εκείνοι, ακούγοντας τούτα τα λόγια, εθαύμασαν τη σοφία του γέροντα, και αναχώρησαν με την ψυχή ωφελημένη» (Ερως Ερήμου,Π.Β.Πάσχου σελ. 85-86)
«Χρειάζεται δύο χρόνια σχεδόν ο άνθρωπος, για να μάθει να μιλάει και πολλές φορές περισσότερο από εξήντα χρόνια για να μάθει, πότε να μιλάει»
«Έλεγαν για τον αββά Αγάθωνα, ότι πέρασε τρία χρόνια έχοντας ένα βότσαλο μέσα στο στόμα του ώσπου κατόρθωσε να σιωπά» (Γεροντικόν, αββάς Αγάθων ιε΄)

Η σιωπή του Ιησού

Κατά Ματθαίον. 27,12 καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο. (=Και ενώ κατηγορείτο από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους, αυτός δεν έδωσε καμμίαν απάντησιν).
Ματθ. 27,13    τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; (=Τοτε λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος• “δεν ακούεις πόσα καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;”)
Ματθ. 27,14    καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν. (=Και δεν απήντησεν εις αυτόν ούτε ένα λόγον, ώστε ο ηγεμών να θαυμάζη παρά πολύ την γαλήνην και το ηθικόν μεγαλείον του δεσμώτου)
«Και διέφυγε την προσοχή του άρχοντα του παρόντος κόσμου η παρθενία της Μαρίας και ο τοκετός της, καθώς και ο θάνατος του Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγαλέα, που έγιναν με ησυχία Θεού» (Αγίου Ιγνατίου Θεοφόρου προς Εφεσίους εκδ. ΕΠΕ σελ. 89)
«Η σιωπή είναι μυστήριο του μέλλοντος αιώνος, ενώ οι λόγοι είναι όργανο του κόσμου τούτου» (όσιος Ισαάκ ο Σύρος εκδ. ΕΠΕ τομ. Γ σελ. 333)

 Η σιωπή στις σχέσεις μας

«Έχοντας μιλήσει, πολλές φορές μεταμελήθηκα, ενώ σιωπώντας, ποτέ» (Γεροντικόν, αββάς Αρσένιος μ΄)
Η σιωπής της Αγίας Μόνικας μητέρας του ιερού Αυγουστίνου.

«Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος κατά βάθος πολύ καλός, αλλά τρομερά οξύθυμος. Εκείνη ήξερε πως έπρεπε όχι μόνο να υπομένει καρτερικά τα ξεσπάσματα του άντρα της, αλλά και να κρατά το στόμα κλειστό. Όταν πια τον έβλεπε ήρεμο και χαλαρωμένο κι έκρινε τη στιγμή κατάλληλη, τότε μόνο θα του έδινε εξηγήσεις, να τα νεύρα του είχαν ξεσπάσει αδικαιολόγητα. Ένα σωρό γυναίκες είχαν άντρες πολύ πιο ήρεμους, και όμως είχαν σημάδια από το ξύλο και παραμορφωμένα πρόσωπα. Ωστόσο, όταν τα συζητούσαν, έριχναν πάντοτε το φταίξιμο στον άντρα. Τότε η μάνα μου τις μάλωνε για τη γλώσσα τους… Εκείνες πάλι, επειδή γνώριζαν πως έπρεπε να υπομένει έναν άνδρα τόσο οξύθυμο, έμεναν κατάπληκτες που ουδέποτε ακούστηκε κι ούτε ποτέ υπήρξε ένδειξη ότι ο Πατρίκιος χτύπησε τη γυναίκα του, ή ότι το ζευγάρι λογόφερε, έστω και για μια μέρα, για τα οικογενειακά του. Όταν τα λέγανε αναμεταξύ τους και ψάχναν την αιτία, εκείνη τους εξηγούσε τη μέθοδο της, την οποία ανέφερα παραπάνω…» (αγίου Αυγουστίνου Εξομολογήσεις, εκδ. Πατάκη σελ. 66-67)
«Κάποτε, πήγε στον άγιο Βικέντιο Φερρέρ μια κυρία, η οποία παραπονιόταν πως ο άντρας της ήταν πάντα κακόκεφος και θυμωμένος ώστε να κάνει ανυπόφορη τη συμβίωσή τους.  – Πήγαινε στο μοναστήρι, απάντησε ο άγιος και πες στο θυρωρό να σου δώσει λίγο νερό από τη βρύση. Όταν ο άνδρας σου επιστρέψει στο σπίτι, πιες μια γουλιά, χωρίς όμως να την καταπιείς και κράτησε το νερό μέσα στο στόμα σου. Θα δεις τι θαύματα θα γίνουν.

Η γυναίκα έκανε όπως ακριβώς της είχε πει ο άγιος. Το βράδυ, όταν ο άνδρας της, νευρικός ως συνήθως, γύρισε στο σπίτι, εκείνη ήπιε μια γουλιά από το θαυματουργό νερό και έκλεισε τα χείλη της. Πράγματι το θαύμα έγινε. Ύστερα από λίγα λεπτά, ο άνδρας της σώπασε κι έτσι η οικογενειακή τρικυμία πέρασε. Και τις επόμενες ημέρες, η γυναίκα κατέφυγε σε αυτό το ίδιο φάρμακο και κάθε φορά το νερό εκείνο είχε το ίδιο θαυματουργό αποτέλεσμα. Ο άνδρας της δεν ήταν πια νευρικός, αντιθέτως είχε γίνει ξανά όπως άλλοτε: της ψιθύριζε τρυφερά και στοργικά λόγια και την επαινούσε για την υπομονή και την πραότητά της. Η γυναίκα ήταν τόσο ευτυχής για την αλλαγή του άνδρα της, που έτρεξε πάλι στον άγιο για να του αναφέρει το θαύμα που είχε γίνει με αυτό το ιδιαίτερο νερό. Ο άγιος Βικέντιος χαμογέλασε και της είπε:  - Όχι! Δεν ήταν το νερό της βρύσης που προκάλεσε αυτό το θαύμα, αλλά μόνον η δική σου σιωπή. Άλλοτε οι συνεχείς αντιρρήσεις σου, έκαναν τον άνδρα σου να οργίζεται, ενώ τώρα η σιωπή σου τον κάνει να είναι πάλι στοργικός και τρυφερός. Ακόμη σήμερα στην Ισπανία, κυκλοφορεί το ρητό: Πιες λίγο νερό του αγίου Βικεντίου.» (Στοχασμοί και Αποφθέγματα, π. Rosario Scognamiglio σελ. 153-154)

Ι.Ν. Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης © 2012

http://www.sostis.gr/blog/item/380-h-areth-ths-siwphs


Η μέγιστη αρετή της σιωπής (μέρος Β')

Σιωπή στα χείλη και σιωπή στην καρδιά

«Η σιωπή σου να είναι μυστική, στην καρδιά σου. Εξωτερικά να μην φαίνεται ότι σιωπάς και το αντιλαμβάνονται οι άλλοι. Ευθύς ως ειπείς δύο τρία λόγια, συνεχίζεις μέσα σου μυστικά να στέλνεις προσευχή για όλους στον Κύριο. Να αγκαλιάζεις μυστικά στην καρδιά σου, με αγάπη, όλο το κοινόβιο. Όλη την Εκκλησία… Να αγιάζεις τη σιωπή σου με την προσευχή, να μην είναι στείρα και άγονη» (Γέροντος Πορφυρίου Ανθολόγιο Συμβουλών σελ. 281)

«Σε άλλο σημείο των Αποφθεγμάτων των πατέρων της Ερήμου, αναφέρεται πως «ο Θεός επέλεξε την ησυχία πάνω από όλες τις άλλες αρετές». Σύμφωνα με τον άγιο Νείλο Αγκύρας «είναι αδύνατον να καθαρίσει το λασπόνερο, όταν αναδεύεται συνεχώς· και είναι αδύνατον να γίνει κάποιος μοναχός χωρίς ησυχία» (Καλλίστου Γουέρ, Η εντός ημων βασιλεία σελ. 12)

«Ένας αρχάριος μοναχός πήγε να συμβουλευτεί τον αββά Ποιμένα. Ήταν το μέσο περίπου της Σαρακοστής. Αφού εξομολογήθηκε τους λογισμούς του κι η ψυχή του αναπαύτηκε, είπε στον Όσιο: - Παρ’ ολίγο δεν θα αποφάσιζα να έλθω ως εδώ σήμερα και θα έχανα τόση ωφέλεια.

- Γιατί τέκνο μου; ρώτησε ο όσιος. – Μου έλεγε ο λογισμός πως δεν θα με δεχόσουν, αββά, επειδή είναι Τεσσαρακοστή. – Εμείς εδώ, τέκνον, είπε ο αββάς Ποιμήν, δεν συνηθίζουμε την Τεσσαρακοστή να κλείνουμε εκείνη τη μικρή ξύλινη εξώπορτα, αλλά τούτη. Κι έβαλε το δάκτυλο στα χείλη» (Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη σελ. 82-83)
«Έχεις κακές αναμνήσεις; Μην τις λες σε κανέναν. Άφησέ τις στο βυθό της ψυχής σου και γρήγορα θα εξαφανιστούν. Ας μην αφήσουμε τις σκέψεις μας να γίνουν λόγια. Ας τις καταπιέζουμε εντός μας και θα χαθούν. Όταν κλείσεις σε ένα λάκκο διάφορα θηρία, και φράξεις το λάκκο από πάνω, τα θηρία θα σκάσουν από ασφυξία. Όταν όμως από κάποια τρυπούλα μπει λίγος αέρας, τότε όχι μόνο δεν θα ψοφήσουν, αλλά και θα εξαγριωθούν! Έτσι γίνεται και με τις πονηρές μας σκέψεις. Όταν εμφανιστούν μέσα μας, ας κλείσουμε την έξοδο (=στόμα) και θα τις εξαφανίσουμε αμέσως. Αν τις εξωτερικεύσουμε με τα λόγια, θα αναπνεύσουν με τη γλώσσα και θα γίνουν δυνατές. Και έτσι γρήγορα θα κατρακυλίσουμε στα βάραθρα των παραλόγων πράξεων». (Ιωάννου Χρυσοστόμου στο αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, «Τέρμα δε σε χωνεύω» σελ67-68)

«Ο αββάς Διάδοχος είπε: - Όπως συμβαίνει με τις πόρτες των λουτρών, που όταν ανοίγουν συχνά διώχνουν τη θέρμανση προς τα έξω, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την ψυχή: όταν θέλει πολύ συχνά να ανοίγει διάλογο με πολλούς για διάφορα θέματα, έστω και να για όλα λέει σωστά πράγματα, χάνει ωστόσο τη θέρμη της, η οποία εξαφανίζεται από την πύλη των λόγων. Για αυτό και είναι πολύ ωφέλιμη η σιωπή, όταν χρειάζεται, που δεν είναι βέβαια τίποτα άλλο από μητέρα σοφωτάτων εννοιών» (Ερως Ερήμου,Π.Β.Πάσχου σελ. 36)

Σιωπή κακή, ένοχη…

«Όταν η ελευθερία διατρέχει κίνδυνο ή όταν το δίκαιο στραγγαλίζεται, τότε η σιωπή δεν είναι χρυσός, είναι κάρβουνο που μουντζουρώνει. Γιατί, όπως είμαστε υπόλογοι για κάθε βλαβερό μας λόγο, έτσι είμαστε υπόλογοι και για κάθε ένοχη σιωπή μας» (Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 182)

«Μη διακινδυνεύεις την ζωή σου. Γίνε επιφυλακτικός», τον συμβουλεύουν οι φίλοι του. – «Μα, αγαπητοί μου, δεν πρόκειται περί τόλμης!» απαντούσε ο Κόνων. «Κάνω το καθήκον μου. Αν βλέπατε έναν να πνίγεται δεν θα πέφτατε στη θάλασσα να τον σώσετε; Αυτό κάνω! Διακηρύσσω την αλήθεια για να σώσω όχι πλέον σώματα, αλλά ψυχές. Η σιωπή είναι ένοχος, αλλά και η βραδύτητα είναι ένοχος».

Οι ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και τον πέταξαν στη θάλασσα. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και η τρικυμία εμαίνετο. Νόμισαν δε πως καταπόντισαν και το κήρυγμά του στην άβυσσο των κυμάτων. – Αλλά το κήρυγμα το Κώνονος διδάσκει και σήμερα: «Η σιωπή είναι ένοχος. Πρέπει να μιλάς για την αλήθεια παντού» (Κων/νου Κούρκουλα, Ψιχία από της τραπέζης Νο 487)

«Είναι χαρακτηριστικό δούλου το να μην λες αυτά που σκέφτεσαι, όταν μάλιστα υπάρχει ανάγκη να μιλήσεις» (Μουσωνίου, Ανθ. Στοβ., Μ,9)

«Συχνά πλανιόμαστε, όταν πιστεύουμε ότι είμαστε υπομονετικοί και πράοι, επειδή δεν καταδεχόμαστε να απαντήσουμε στην πρόκληση του αδελφού μας. Πρέπει να ξέρουμε όμως, ότι την ώρα που κρατάμε αυτήν την πικρόχολη σιωπή ή όταν κάνουμε μια κοροϊδευτική χειρονομία, τότε ουσιαστικά χλευάζουμε τους ταραγμένους αδελφούς μας και με αυτό το απαθές προσωπείο τούς εξοργίζουμε, και μάλιστα πολύ περισσότερο από ό,τι θα είχε κάνει η οργισμένη αντίδρασή μας. Νομίζουμε ότι δεν είμαστε διόλου ένοχοι απέναντι στο Θεό, επειδή δεν απαντήσαμε άσχημα και δεν πέσαμε στα μάτια των ανθρώπων. Στα μάτια του Θεού όμως δεν μετράνε μόνο τα λόγια, αλλά κυρίως και πρωταρχικά αξιολογείται η προαίρεση… Κατά τον ίδιο τρόπο, σε τίποτα δεν εξυπηρετεί η σιωπή μας την ώρα της αντιδικίας, αν αυτή παίρνει τη θέση της βρισιάς και της αντιλογίας ή αν την συνδυάζουμε με κάποιες χειρονομίες, οι οποίες θα εξοργίσουν ασφαλώς περισσότερο αυτόν που προσπαθούμε να κατευνάσουμε και έτσι θα γίνουμε αιτία της καταστροφής του. Γινόμαστε μεγαλύτεροι εγκληματίες και μόνο από το γεγονός ότι φροντίζουμε να καλύψουμε φίλαυτα την αδιαφορία μας, θέλοντας να δικαιωθούμε. Και αυτό το κάνουμε τη στιγμή που βλέπουμε πως ο αδελφός μας κινδυνεύει άμεσα και εμείς θα μπορούσαμε ασφαλώς να του συμπαρασταθούμε. Μια τέτοια σιωπή θα είναι ασφαλώς για όλους ολέθρια… Συχνά, μια προσποιητή υπομονή εξωθεί πιο βίαια προς την οργή από ό,τι θα έκαναν τα υβριστικά λόγια. Μια μοχθηρή σιωπή ξεπερνά σε πίκρα και τις πιο δυνατές βρισιές. Επιπλέον, υπομένουμε πιο εύκολα τα χτυπήματα από ένα δηλωμένο εχθρό, παρά τα ψεύτικα καλοπιάσματα κάποιου υποκριτή. (αββά Κασσιανού, εκδ. Ετοιμασία τόμος Β σελ. 30-32)

Πότε να μιλώ, πότε να σιωπώ; Η αρετή της διάκρισης

«Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τι είναι καλύτερο, να μιλήσει κάποιος ή να σιωπήσει;». Του λέει ο γέρων: «Όποιος μιλά για χάρη του Θεού, καλά κάνει. Και όποιος σιωπά για χάρη του Θεού, πάλι καλά κάνει». (Γεροντικό, αββάς Ποιμήν ρμστ΄)

«Ο αββάς Ιωσήφ λέει στον αββά Νισθερώο: «Τι να κάνω με τη γλώσσα μου, που δεν μπορώ να τη συγκρατήσω;». Και του λέει ο γέρων: «Αν λοιπόν μιλήσεις έχεις ανάπαυση;» Του απαντά: «Όχι». Και είπε ο γέρων: «Αν δεν έχεις ανάπαυση, γιατί μιλάς; Καλύτερα να σιωπάς. Και αν γίνεται ομιλία, πιο πολλά να ακούς παρά να λες» (Γεροντικόν αββάς Νισθερώος γ΄)

«Ένας αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα: «Αν δω κάτι, εγκρίνεις να το πω;». Του λέει ο γέρων: «Είναι γραμμένο: Όποιος αποκρίνεται λόγον πριν ακούσει, αφροσύνη αυτω εστί και όνειδος. Αν ρωτηθείς, πες. Αλλιώς, ας σιωπάς». (Γεροντικόν αββάς Ποιμήν με΄)
«Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο καθηγητής του λόγου και της σιωπής, θα μας πει και πάλι: «Φθέγγου μεν, ει τι κρείττον σιωπής έχεις». «Τότε μόνο να μιλάς, όταν έχεις να πεις κάτι καλύτερο από τη σιωπή. Διαφορετικά, «σιωπή, λόγου τιμιωτέρα». (Μιχαήλ Μιχαηλίδη, Διάκριση σελ. 125)

«Ή να λες κάτι καλύτερο από τη σιωπή ή να σωπαίνεις» (Ευριπίδης,Ανθ.Στοβ., ΛΔ1)

Ο πιο δύσκολος αγώνας
«Άλλοτε, καθώς έγινε συνέδριο στη Σκήτη, θέλοντας οι πατέρες να δοκιμάσουν τον αββά Μωϋσή τον Αιθίοπα, τού φέρθηκαν πολύ περιφρονητικά, λέγοντας: «Τι θέση έχει ανάμεσά μας αυτός ο αράπης;». Και εκείνος, ακούοντας, σιώπησε. Όταν δε διαλύθηκε η σύναξη, τού λέγουν: «Αββά, δεν ταράχτηκες;». Και τους λέει: «Ταράχτηκα, αλλά δεν μίλησα». (Γεροντικόν, αββάς Μωϋσής γ΄)

«Είπε κάποτε ο αββάς Σισώης αυθόρμητα: «Θάρρος. Να, τριάντα χρόνια έχω όπου δεν παρακαλώ πλέον το Θεό για αμαρτία. Αλλά η προσευχή μου αυτή είναι: Κύριε Ιησού, φύλαξέ με από τη γλώσσα μου. Και έως τώρα, κάθε μέρα, εξαιτίας της πέφτω και αμαρτάνω». (Γεροντικόν αββά Σισώη ε΄)

Καθολική Επιστολή αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου

Ιακ. 3,2     πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες. εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. (=Διότι όλοι μας βέβαια πταίομεν πολύ απέναντι του Θεού και πολύ περισσότερον μάλιστα και ευκολώτερα πταίομεν με τα λόγια μας. Εάν κανείς δεν πταίη εις τα λόγια του και ομιλή πάντοτε τα ορθά, αυτός είναι τέλειος άνθρωπος, έχων την ικανότητα να συγκρατήση και κυβερνήση ολόκληρον τον ευατόν του.

Ιακ. 3,3     ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλινοὺς εἰς τὰ στόματα βάλλομεν πρὸς τὸ πείθεσθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετάγομεν. (=Ιδετε τι συμβαίνει με τους ίππους. Εις τα στόματα των ίππων βάζομεν το χαλινάρι, δια να υποτάσσωνται αυτοί εις ημάς και έτσι διευθύνομεν και καθοδηγούμεν, όπου θέλομεν, όλο το σώμα των.

Ιακ. 3,4     ἰδοὺ καὶ τὰ πλοῖα, τηλικαῦτα ὄντα καὶ ὑπὸ σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα, μετάγεται ὑπὸ ἐλαχίστου πηδαλίου ὅπου ἂν ἡ ὁρμὴ τοῦ εὐθύνοντος βούληται. (=Ιδού και τα πλοία, καίτοι είναι τόσον μεγάλα και ωθούνται ισχυρώς από ορμητικούς ανέμους, κυβερνώνται εν τούτοις και διευθύνονται όπου η επιθυμία του πηδαλιούχου θέλει, από ένα μικρότατον πηδάλιον.

Ιακ. 3,5     οὕτω καὶ ἡ γλῶσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῖ. ἰδοὺ ὀλίγον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει! (=Ετσι και η γλώσσα είναι μικρόν μέλος στο σώμα του ανθρώπου και εν τούτοις καυχάται με αλαζονείαν και με τας ακρισίας και δολιότητάς της προκαλεί μεγάλα κακα. Ιδού πως λίγη φωτιά ανάπτει τεραστίαν πυρκαϊάν εις απέραντα δάση.

Ιακ. 3,6     καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας. οὕτως ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ φλογιζομένη ὑπὸ τῆς γεέννης. (=Και η γλώσσα είναι φωτιά, αιτία αναριθμήτων κακών, κόσμος ολόκληρος αδικίας και πάσης κακίας. Ετσι και η γλώσσα γίνεται μεταξύ των μελών μας η κατ' εξοχήν επικίνδυνος, η οποία μολύνει όλον το σώμα και ανάπτει πυρκαϊάν, που καταφλογίζει όλον τον κύκλον της ζωής, και καταφλέγεται έπειτα και αυτή από το πυρ της γεέννης δια τας παρεκτροπάς της.

Ιακ. 3,7     πᾶσα γὰρ φύσις θηρίων τε καὶ πετεινῶν ἑρπετῶν τε καὶ ἐναλίων δαμάζεται καὶ δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ, (=Μεγα κακόν η γλώσσα. Διότι κάθε φυσική αγριότης και θηρίων και πτηνών και ερπετών και θαλασσίων ζώων δαμάζεται από την θεόσδοτον επινοητικότητα και κυριαρχίαν του ανθρώπου.

Ιακ. 3,8     τὴν δὲ γλῶσσαν οὐδεὶς δύναται ἀνθρώπων δαμάσαι· ἀκατάσχετον κακόν, μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου. (=Την γλώσσαν όμως κανείς από τους ανθρώπους δεν ημπορεί να την δαμάση. Είναι ασυγκράτητον κακόν, γεμάτη από θανατηφόρον δηλητήριον (που προκαλεί θανάτους σωματικούς και ψυχικούς).

Ι.Ν. Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης © 2012

http://www.sostis.gr/blog/item/381-h-areth-ths-siwphs2




Κυριακή του Παραλύτου: Λόγος για την συνήθεια της αμαρτίας (Αγ. Μακάριος ο Πάτμιος)

$
0
0
Κυριακή του Παραλύτου: Λόγος για την συνήθεια της αμαρτίας 
(Αγ. Μακάριος ο Πάτμιος)

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον: ε' 1 – 15.


Τω καιρώ εκείνω, ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα. Έστι δέ εν τοις Ιεροσολύμοις επι τη προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγομένη εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα. Εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν. Άγγελος γάρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και εταράσσετο το ύδωρ. Ο ούν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος, υγιής εγίνετο ώ δήποτε κατείχετο νοσήματι. Ην δέ τις άνθρωπος εκεί, τριάκοντα και οκτώ έτη έχων εν τη ασθενεία αυτού. Τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ: «θέλεις υγιής γενέσθαι;» Απεκρίθη Αυτώ ο ασθενών: «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν. Εν ώ δέ έρχομαι εγώ, άλλος πρό εμού καταβαίνει.» Λέγει αυτώ ο Ιησούς: «έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει.» Και ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος, και ήρε τον κράβαττον αυτού και περιεπάτει. Ην δέ σάββατον εν εκείνη τη ημέρα. Έλεγον ούν οι Ιουδαίοι τω τεθεραπευμένω: «σάββατον εστίν, ουκ έξεστί σοι άραι τον κράβαττον.» Απεκρίθη αυτοίς: «ο ποιήσας με υγιή, Εκείνός μοι είπεν, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει.» Ηρώτησαν ούν αυτόν: «τίς εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει;» Ο δέ ιαθείς ουκ ήδει τίς εστιν, γάρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τω τόπω. Μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τω ιερώ και είπεν αυτώ: «ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρόν σοί τι γένηται.» Απήλθεν ο άνθρωπος και ανήγγειλε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς εστίν ο ποιήσας αυτόν υγιή.

Απόδοση:

Εκείνο τον καιρό, οι Ιουδαίοι είχαν μια γιορτή, κι ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. Κοντά στην προβατική πύλη, στα Ιεροσόλυμα, υπάρχει μια δεξαμενή με πέντε στοές, που εβραϊκά ονομάζεται Βηθεσδά. Σ’ αυτές τις στοές κείτονταν πολύ άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό• γιατί, από καιρό σε καιρό, άγγελος Κυρίου κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε τα νερά• όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. 

Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο, τον ρώτησε:«Θέλεις να γίνεις καλά;» Ήξερε πως ήταν έτσι για πολύν καιρό. «Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχτούν τα νερά• έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα». Ο Ιησούς του λέει: «Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε.

Η μέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο. Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στο θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου». Αυτός όμως τους απάντησε: «Εκείνος που μ’ έκανε καλά, εκείνος μου είπε ‘‘ πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα’’». Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε ‘‘ πάρε το και περπάτα’’; Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος εξαιτίας του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί. Αργότερα ο Ιησούς τον βρήκε στο ναό και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά• από ’δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως κι ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε. 
(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα Γεωργία Παπαρδάκη)

Λόγος του Αγίου Μακαρίου του Πατμίου εις την Κυριακήν του Παραλύτου

Ο άνθρωπος κλίνει φυσικά στο να λυπήται και να πονά στις δυστυχίες και συμφορές των άλλων. Ίσως επειδή είναι κοινές ή επειδή όλοι είμεθα από το ίδιο φύραμα, ή επειδή δεν γνωρίζει ο άνθρωπος «τι τέξεται η επιούσα». Δεν είναι βέβαιος ότι αργότερα δεν θα φυτρώσουν στον ίδιον οι άκανθες των πόνων τις οποίες βλέπει σε άλλους. Γι’ αυτούς τους λόγους δικαίως σύρεται κανείς σε συμπαθή διάθεση, όταν θεωρή τις ασθένειες και τους πόνους των συνανθρώπων του. Ποίος, λοιπόν, θα ήταν τόσο σκληρός στην καρδία, τόσο θηριογνώμων στην διάθεση ώστε να μη συλλυπηθή και να μη συμπονέση σήμερα, ακούγοντας από το ιερόν Ευαγγέλιον τους πολλούς εκείνους χρόνους, τους οποίους επέρασεν ο σημερινός παράλυτος κατάκοιτος, σαν αναίσθητος λίθος, επάνω σε ένα κρεββάτι; Ποίου η ψυχή δεν θα πονούσε ακούγοντας πως αυτός ο ταλαίπωρος ήταν όχι μόνον παράλυτος αλλά και ευρίσκετο σε εσχάτην πτωχεία, και γι’ αυτό ήταν έρημος από φίλους, γυμνός από συγγενείς; Ποίος να μη συλλυπηθή, όταν συλλογισθή όχι μόνον τους πόνους που του προκαλούσε η βαρυτάτη ασθένεια της παραλυσίας, αλλά ακόμη την λύπη και το παράπονο που ησθάνετο όταν έβλεπε τον Άγγελο να ταράσση το ύδωρ της κολυμβήθρας, να ιατρεύεται άλλος και να φεύγη, και ο ίδιος να κείτεται πάντοτε εκεί; Μου φαίνεται, λοιπόν, πως όσοι χρόνοι επερνούσαν και όσοι ασθενείς ιατρεύοντο, τόσες πληγές εδέχετο ο δυστυχισμένος αυτός παράλυτος, συλλογιζόμενος πως οι άλλοι όλοι είχαν συγγενείς και φίλους, οι οποίοι τους εβοηθούσαν στην θεραπείαν τους, ενώ γι’ αυτόν δεν ευρέθη ποτέ σε τόσους χρόνους ούτε φίλος ούτε συγγενής να τον βοηθήση για να ιατρευθή. Ποίος, λοιπόν, είναι που θα συλλογισθή την εσχάτην αυτήν πτωχεία του παραλύτου και δεν θα λυπηθή μαζί του; 


Και καθώς δεν υπάρχει κανείς που να μην παρακινηθή σε συμπάθεια από αυτήν την εσχάτη δυστυχία του παραλύτου, ομοίως δεν ευρίσκεται κανείς που να μην αγανακτήση και να μην παρασυρθή σε θυμόν και οργήν όταν ιδή ότι κάποιος άλλος παρόμοιος παράλυτος, έχοντας άνθρωπον που στέκεται πάντοτε πρόθυμος, έτοιμος να του δώση την θεραπείαν, αυτός παρακινημένος από την ιδικήν του εθελοκακίαν και αγνωσίαν, αναβάλλει τον χρόνον της θεραπείας του, ημπορεί και δεν θέλει να σηκωθεί μέσα από τον τάφον εκείνον της ασθενείας; Τοιούτον παράλυτον, τοιούτον ασθενή, ποίος θα τον ακούση και δεν θα αγανακτήση; Ποίος θα τον ιδή και δεν θα οργισθή εναντίον του; Αλλά είναι δυνατόν να ευρεθή, θα μου ειπή κάποιος, τοιούτος ανόητος ασθενής, τοιούτος αναίσθητος παράλυτος, που να αποστρέφεται τον ιατρόν του; Να μη θέλη την υγείαν του, αλλά να προτιμά να είναι λεπρωμένος παρά καθαρός, να είναι συζώντανος ενταφιασμένος μέσα στους πόνους, μέσα στην δυσωδία της ασθενείας; Ναι, είναι πολλοί. Τόσοι, όσοι και οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, οι οποίοι μένουν κατάκοιτοι, παράλυτοι, ακίνητοι στην εργασίαν των εντολών του Θεού. 

Όλους αυτούς εικονίζει ο παράλυτος εκείνος ο οποίος αποστρέφεται τον ιατρόν του, εκείνος που είχε άνθρωπον, τον Υιόν του Θεού, ο οποίος ημπορεί να τον ιατρεύση σε μία στιγμή, χωρίς να χρειάζεται άγγελο να ταράξη το ύδωρ μίαν φορά τον χρόνο, επειδή αυτός ο ίδιος είναι «ο της μεγάλης βουλής Άγγελος», και μάλιστα έχει στήσει πολλές φορές κολυμβήθρες εμπρός στους οφθαλμούς του αμαρτωλού. Όσα μυστήρια, όσοι σταλαγμοί δακρύων της μετανοίας, τόσες και οι θεραπευτικές αναταραχές. Όσες στιγμές έχει η ώρα, τόσες φορές και ο της μεγάλης βουλής Άγγελος είναι έτοιμος να δώση την συγχώρηση για να ιατρεύση την λέπραν της αμαρτίας. Και όμως ο αμαρτωλός, ο πνευματικώς παράλυτος, σφαλίζει τους οφθαλμούς του να μην ιδή τον ιατρόν, προτιμά να είναι νεκρός, κατάκοιτος στην αμαρτία παρά ζωντανός στην αρετή.

Από που προέρχεται αυτή η εσχάτη αναισθησία;Από πού αυτή η αξιοδάκρυτος καταδίκη στον αμαρτωλόν; Από την πονηράν συνήθεια της αμαρτίας. Αυτή είναι που έχει δεμένον τον αμαρτωλό στο κρεβάτι της αναισθησίας, αυτή είναι που τον παρακινεί να προτιμήση τον θάνατον από την ζωήν. Και για να βεβαιωθής πως είναι τόσο δυνατή αυτή η συνήθεια, πρόσεχε: Εκείνος που έχει ανοικτές τις ακοές του στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και δέχεται με τόσην προθυμία τα κηρυττόμενα, ωσάν επιστολές που του στέλλει ο Ουράνιος του Πατήρ, εύκολα αντιλαμβάνεται πως ο σημερινός παράλυτος παριστάνει μίαν εικόνα εκείνου που είναι δεμένος από την συνήθεια της αμαρτίας. Διότι καθώς η παράλυσις, επειδή διαλύει τα νεύρα του σώματος, κάμνει το σώμα νεκρόν και ακίνητον, τοιουτοτρόπως και η συνήθεια της αμαρτίας, κόπτει τα νεύρα της ψυχής και γι’ αυτό την κάμνει ακίνητον σε κάθε εργασία της αρετής, στην οποίαν δεν έχει δύναμιν η ψυχή να ανεβή, επειδή σύρεται πάντοτε κάτω από το βάρος των αμαρτημάτων. 


Όθεν και ο μέγας Βασίλειος γράφει: «η συνήθεια που επαγιώθη, με την πάροδο μακρού χρόνου, λαμβάνει ισχύν φύσεως. Γι’ αυτό δεν είναι μικρός ο πόλεμος να νικήση κάποιος την συνήθεια». Ας κοπιάση όσον θέλει, ας προσπαθήση όποιος θέλει με ό,τι τρόπον ημπορεί να κόψη ένα φυσικόν ιδίωμα του ανθρωπίνου σώματος, ας ειπούμεν το γελαστικόν ή το επιθυμητικόν. Ματαίως κοπιάζει. Κατά τον ίδιον τρόπον και η συνήθεια της αμαρτίας, όταν γηράση, μεταβάλλεται σε φύσιν, αποκτά ιδιότητες φυσικής δυνάμεως. Και βεβαίως, ο μέγας Πατήρ που αναφέραμε δικαίως λέγει ότι δεν είναι μικρός ο πόλεμος να νικήση κάποιος την παλαιάν συνήθεια. Τρισόλβιος λοιπόν και άξιος πολλών εγκωμίων όποιος, πριν να γηράση η αμαρτία, της κόπτει τα νεύρα και πριν τον νεκρώση αυτή, την θανατώνει. Καθώς σε ένα καινούργιον αγγείον, ό,τι βάλεις στην αρχή και το αφήσεις να πολυκαιρίση, παίρνει εκείνου την οσμή, είτε καλή είναι είτε κακή, και ύστερα όσον και αν πλύνης εκείνο το αγγείον, δεν ημπορείς με τίποτε να αφαιρέσης εκείνην την ευωδίαν ή δυσωδίαν, κατά τον ίδιον τρόπον και η αμαρτία, όταν πολυκαιρίση στην καρδία, όταν γίνη συνήθεια, δύσκολα πλέον ή παντελώς δεν χωρίζεται από τον άνθρωπον, αλλά όσον πολυκαιρίζει τόσον ριζώνει η συνήθεια του κακού και της αμαρτίας. Όθεν επαινώ εκείνον τον σοφόν, όποιος και αν είναι, ο οποίος θέλοντας να φανερώση το πλάτος και βάθος της πονηράς συνηθείας, της έδιδε τοιούτον σύμβολον. Εζωγράφιζεν ως ιερογλυφικόν ένα σπήλαιον υπόγειον με την επιγραφήν: «το εύρος τόσον, όσον και το βάθος». Θέλοντας με τούτο να φανερώση ότι η πονηρά συνήθεια αυξάνοντας κάθε ημέρα με το γάλα της κακίας και της πονηρίας, όσον πολυχρόνιον πάθος είναι, τόσο είναι και χειρότερον. Διότι καθώς και τα άλλα πράγματα αρχίζουν από μικρά και αυξάνουν με την πολυκαιρίαν, με ανάλογον τρόπον και η συνήθεια της αμαρτίας φθάνει με την πολυκαιρία σε τόσην αύξηση, ώστε γίνεται ακατανίκητος. 

Γράφει με πολύν πόνο στο χρυσόν βιβλίον των Εξομολογήσεών του ο μέγας Αυγουστίνος: ανεστέναζα δεμένος. Από ποίον ω άνθρωπε του Θεού; Όχι από άλλον, λέγει, όχι από ξένην αλυσίδα, αλλά με την ιδικήν μου σιδηράν συνήθεια, η ιδική μου θέλησις ήταν ο τύραννος. Η άρρηκτος άλυσις ήταν η συνήθεια, η οποία με έδεσε τόσον που με έφερε σε ακολασίαν, πράγμα το οποίο, μην ημπορώντας να αποκόψω, έγινεν ανάγκη, και η ανάγκη κατέληξε να γίνη φύσις. Όθεν μετά από όλα αυτά φωνάζει: κανείς δεν ημπορεί να καταλάβη πόσην δυσκολίαν έχει, πόσον πόνον, πόσον πόλεμον, το να αποκόψη κάποιος μίαν παλαιάν συνήθεια, εκτός από αυτόν που έχει αγωνισθή. Για ποίον λόγον όμως, εξήγησέ μας καθαρώτερα, διδάσκαλε της οικουμένης; Διότι, λέγει, ο πονηρός λογισμός γεννά ηδονήν, από αυτήν πάλι γεννάται η συγκατάθεσις, και από την συγκατάθεσιν η πράξις, και από την πράξιν η συνήθεια, και από την συνήθεια γεννάται η ανάγκη, και αυτήν ακολουθεί ο θάνατος. Όθεν δεν σφάλλεις αν παρομοιάσης τον αμαρτωλόν εκείνον που άφησε την αμαρτία να γίνη στην ψυχή του συνήθεια, δεν σφάλλεις λέγω, εάν τον παρομοιάσης με κάποιον που έπεσε στα χέρια ενός ασπλάχνου και ανελεήμονος τυράννου, τον οποίον, θέλοντας εκείνος ο τύραννος να θανατώση, τον έκλεισε σε μία σκοτεινήν φυλακήν, χωρίς να τον κλειδώση. Πλην όμως έχασε την πόρτα και δεν ευρίσκει από πού να εξέλθη. Όθεν τριγυρίζοντας αποθνήσκει εκεί μέσα. Το ίδιο συμβαίνει και σ’ εκείνον για τον οποίον η αμαρτία έχει γίνει συνήθεια. Αισθάνεται πως ευρίσκεται σε μία σκοτεινή φυλακή και τριγυρίζει να εύρη την πόρταν, πλην όμως την έχει κλεισμένην η πονηρά συνήθεια. Γι’ αυτό, αφού αναβάλλει συνεχώς να εύρη την πόρτα της ελευθερίας, ευρίσκει τον θάνατον της παντελούς απωλείας, καθώς έχει γραφή: «συνήθειαν λαβούσα η αμαρτία, έλκει εις παντελή απώλειαν». Ήλθε σε μεγάλην ανάγκην ο βασιλεύς Σαούλ, στον πόλεμον εκείνον που εκήρυξεν εναντίον του ο υπερήφανος Γολιάθ, γι’ αυτό ηναγκάσθη να ενδύση με τα ιδικά του βασιλικά άρματα τον Δαβίδ. Εκείνος τα εφόρεσε μετά πολλής χαράς, όμως εκεί που έκαμε να σαλεύση για να υπάγη εναντίον του Γολιάθ, βλέπει ότι από τα άρματα εκείνα περισσότερον εμποδίζεται παρά βοηθείται. Ενθυμούμενος λοιπόν ο Δαβίδ ότι αυτός δεν εσυνήθιζε ποτέ να νικά εχθρούς με τοιαύτα όπλα, αλλά με την βοήθειαν του Θεού, σε συνδυασμό με την ιδικήν του ποιμαντικήν σφενδόνα, λέγει στον βασιλέα: «Υψηλότατε βασιλεύ, ευχαριστώ για την τιμήν που μου έκαμες. Λαμπρά και πολύτιμα είναι τα άρματά σου, αλλά δεν είναι για εμένα, διότι εγώ δεν εσυνήθισα να νικώ εχθρούς με τοιαύτα άρματα.

Βλέπεις πόσην δύναμιν έχει η συνήθεια, ώστε να υπερβαίνη και την δύναμη των βασιλικών αρμάτων; Πόσοι ευγενείς, πόσοι βασιλικού αίματος, πόσοι βασιλικού νοός, πόσοι σοφίας θρέμματα; Και όμως δεν ημπορούν να αντιπαλαίσουν έναν Γολιάθ, ένα πάθος, έναν θυμόν, μίαν μέθην, μίαν παλλακίδα, μίαν φιλαργυρίαν, μίαν κενήν δόξαν; Αλλά αρματωμένοι με βασιλικά και λαμπρά όπλα σύρονται στο σκότος της αμαρτίας, από την πονηράν συνήθειαν των καταφρονεμένων εκείνων παθών, τα οποία και αυτοί οι ίδιοι το ομολογούν ότι είναι επονείδιστα, πως είναι θανατηφόρα. Αναστενάζουν αυτοί οι βασιλικοί άνδρες, οι λαμπροφορεμένοι γίγαντες, κάτω από τα πόδια ενός υβριστού και βλασφήμου Γολιάθ, αναστενάζουν κάτω από την τυραννία μιας πολυκεφάλου Ύδρας, την οποίαν ο νέος Ηρακλής Δαβίδ θανατώνει ευκολότατα με μίαν σφενδόνα, με μίαν φυγήν, με μίαν γρήγορον αποκοπήν της αμαρτίας. Ω κατηραμένη συνήθεια της αμαρτίας, ποίος θα αναλογισθή την δύναμη που έχεις και δεν θα αναστενάξη; Ποίος θα αναλογισθή την καταφρόνηση και το όνειδος που προξενείς στους βασιλικούς και ευγενικούς άνδρες, και δεν θα ειπή με τον μεγαλοφωνότατον Ησαϊαν «Ουαί οι επισπώμενοι τας αμαρτίας αυτών ως σχοινίω μακρώ»’;

Ας σας απαριθμήσω όμως με συντομίαν τα άλλα όσα προξενεί στην ψυχή αυτή η πονηρά συνήθεια: Πρώτον, κάμνει τα αμαρτήματα βαρύτερα, επειδή οι ρίζες τους, τα πάθη, προχωρούν όλο και βαθύτερα. Είναι φανερόν για κάθε σκεπτόμενον άνθρωπον αυτό που λέγω, ότι δηλαδή κάθε αμαρτία, όσον αργοπορεί στον άνθρωπο, τόσο γίνεται βαρυτέρα, τόσον αυξάνει η κακία της. Δεύτερον, η πονηρά συνήθεια σμικρύνει τα έμφυτα αγαθά, και τούτη η ζημία δεν χρειάζεται απόδειξιν σε κάποιον που στοχάζεται την ευλάβειαν, την αγάπην που είχε προς τον Θεόν κάθε ψυχή πριν να κυριευθή από κάποιο θανάσιμον πάθος, ή και την κλίσιν που είχε στο να ελεή και να σπλαχνίζεται τους άλλους πριν να κυριευθή από την φιλαργυρίαν. Αυτές τις αρετές που έχει ο άνθρωπος πριν να πέση στις αντίθετες αυτών των αρετών αμαρτίες, εάν τις μετρήσης ύστερα, ευρίσκεις ότι εξέπεσαν πολύ από τον πρώτον τους βαθμόν. Τρίτον, κάμνει η συνήθεια τον άνθρωπον ευάλωτον στα λοιπά αμαρτήματα, επειδή ανοίγει δρόμον η μία αμαρτία στην άλλη, το ένα βοηθά το άλλο. 


Τέταρτον, με το βάρος που δίδει στην ψυχήν η συνήθεια, δεν παρακινεί πλέον όπως στην αρχήν, αλλά εξαναγκάζει, βιάζει, στενοχωρεί τον άνθρωπο, πολλές φορές, και χωρίς να το θέλη, να αμαρτάνη. Πέμτον αποτέλεσμα της συνηθείας είναι η απελπισία, και τελευταίον η αιώνιος κόλασις. Όθεν ο ιερός Αυγουστίνος παρομοιάζει την κακήν συνήθεια της αμαρτίας, με έναν ύπνο βαθύ, από τον οποίον, όταν ξυπνήση ο άνθρωπος, θέλει να περιπατήση, αλλά δεν ημπορεί, επειδή εμποδίζεται από το βάρος του ύπνου. Έτσι και αυτός που είναι κυριευμένος από την πολυκαιρινήν συνήθεια της αμαρτίας, ακούει τον λόγον του Θεού που λέγει: «απολιπέτω ο ασεβής τας οδούς αυτού, και ανήρ άνομος τας βουλάς αυτού, και επιστράφητε προς με, και ελεήσω υμάς, και αφήσω τας αμαρτίας υμών». Θέλει να επιστρέψη στον Θεόν, επιθυμεί να αφήση τις αμαρτίες, όμως δεν ημπορεί, εμποδιζόμενος από την συνήθειαν. Και εάν καμμίαν φοράν φαίνεται πως επιστρέφει προς τον Θεόν, η επιστροφή του δεν είναι αληθινή, αλλά επίπλαστος. Και καθώς, όταν πέση η βροχή στην γη, φαίνονται πως βρέχονται και οι πέτρες, αλλά από έξω, και εάν τις ιδής στο εσωτερικόν τους είναι κατάξηροι και έρημοι από την δρόσον της βροχής, το ίδιο γίνεται και σ’ εκείνους που η καρδία τους εσκληρύνθη από την πονηράν συνήθειαν. Εξωτερικώς φαίνονται πως εδέχθησαν την θείαν δρόσον της μετανοίας, όθεν πολλές φορές και αναστενάζουν και κλαίουν, όμως από μέσα η καρδία τους είναι ξηρά και έρημος από την δρόσον της Θείας μετανοίας, επειδή η πονηρά συνήθεια δεν επιτρέπει στην δρόσον του Θείου λόγου να φθάση μέχρι τα ενδότερα μέρη της ψυχής.

Ένας διδάσκαλος παρομοιάζει εκείνους οι οποίοι είναι κυριευμένοι από συνήθεια μιας αμαρτίας, με ένα παιγνίδι που παίζουν τα παιδιά. Πιάνουν πολλές φορές κανένα άγριον πουλί και το δένουν από το πόδι με κλωστήν. Το αφήνουν να πετάξη, και αυτό πετά στο ύψος για να φύγη, αλλά εκείνα το σύρουν πάλι χαμηλά. Το ίδιο παιγνίδι φαίνεται πως κάμνει και ο διάβολος με εκείνους που έχει δεμένους με το σχοινί της συνηθείας. Πολλές φορές τους αφήνει να πετάξουν στο ύψος της αρετής, και βλέπεις ότι, ενώ ευρίσκονται ακόμη μέσα στα πάθη, στα δεσμά των προηγουμένων αμαρτιών, αρχίζουν να εγκρατεύωνται, να νηστεύουν, να κατηγορούν την ζωή που έκαμαν, να ψέγουν την δουλεία της αμαρτίας, να επαινούν την ελευθερία της αρετής. Όμως, ενώ κάμνουν αυτό το καλόν προοίμιον της αρετής, τους βλέπεις πάλι να κρημνίζωνται στο βάραθρον της κακίας, επειδή ο διάβολος τους έχει δεμένους με το σχοινί της συνηθείας, γι’ αυτό τους αφήνει να πετάξουν λίγο μόνον στο ύψος της αρετής, προς αισχύνην και όνειδός τους, και προς ηδονήν και χαράν ιδικήν του, διότι ποτέ δεν εγνώρισεν άλλην απόλαυσιν, άλλην ηδονήν από τότε που εξωρίσθη από τα κάλλη του ουρανού, από το να εμπαίζη τον ταλαίπωρον άνθρωπον με την συνηθειαν της αμαρτίας.

Γράφουν οι Ιστορικοί για τον Μιθριδάτην, εκείνον τον περιβόητον τύραννον, ότι μεταχειριζόμενος συχνά για τροφήν το δηλητήριο που λέγεται κώνειον, έφθασε σε τοιαύτην έξιν, ώστε και αναγκαζόμενος κάποτε να θανατωθή από την μεγάλην του δυστυχίαν, εζήτησε αυτό το δηλητήριο και έφαγε πολύ. Όμως αυτό δεν ενήργησε, δεν του επέφερε εκείνο που επιθυμούσε, δηλαδή τον θάνατον, τον οποίον εθεωρούσε προτιμότερον από το να πέση στα χέρια των εχθρών του και να γίνη παιγνίδι ιδικό τους. Το ίδιο συμβαίνει και στον ταλαίπωρον αμαρτωλόν. Επειδή η καθημερινή μεταχείρισις της αμαρτίας γίνεται γι’ αυτόν δευτέρα φύσις, συμμετέχει χωρίς όρεξη και πόθο στα Μυστήρια. Όμως με την συχνή καταφρόνηση που κάμνει σ’ αυτά, παρακινημένος από την συνήθεια, τελικά τα ευρίσκει ανενέργητα. Του συμβαίνει κάτι παρόμοιον καθώς σε έναν διαβάτην, ο οποίος ερχόμενος να περάση ένα ποταμόν, ευρίσκει στην αρχή μια μικρή ξύλινη γέφυρα, αλλά την καταφρονεί και προχωρεί νομίζοντας ότι θα εύρη άλλην μεγαλύτερη γέφυρα πέτρινη. Κοπιάζει όμως πολύ και δεν την ευρίσκει, γι’ αυτό αναγκάζεται να γυρίση πίσω, για να τον περάση τάχα από εκείνη την ξύλινη. Όμως μέχρι να έλθη αυτός, ο ποταμός αυξάνει από την βροχή, κατεβαίνει ρεύμα πολύ, σκεπάζεται η γέφυρα εκείνη η ξύλινη, οπότε ο διαβάτης απομένει στην ερημία και ακολούθως στον θάνατο. Το ίδιο γίνεται και στον δυστυχισμένον αμαρτωλόν, ο οποίος δεμένος με την συνήθεια στην αμαρτίαν, ευρίσκει στην αρχήν εύκολο να λυθή με την ουράνιο γέφυρα της μετανοίας. Επειδή όμως στην αρχή την καταφρονεί, παρακινείται ύστερα να την ζητήση, αλλά δεν την ευρίσκει, επειδή η συνήθεια έχει κατεβάσει πολλά ρεύματα παθών και αμαρτιών, και σκεπάζει την συντριβή της καρδίας, παχύνει τον νου, ψυχραίνει την θείαν αγάπην, οπότε δεν απομένει άλλο στον ταλαίπωρον αμαρτωλόν από του να κρημνίζεται από το μικρότερο βάραθρο της αμαρτίας στο μεγαλύτερο, και τελικώς στα τάρταρα του άδου. Για να πληροφορηθής αυτό που σου λέγω, γύρισε μίαν φορά το βλέμμα σου στην αυλήν του Καϊάφα. Θα ιδής εκεί τον Πέτρον, ο οποίος, όταν ηρωτήθη στην αρχή αν είναι και αυτός μαθητής του Χριστού, λέγει: «Ουκ οίδα τον άνθρωπον», και πάλιν, όταν μετά από λίγην ώραν ηρωτήθη για δευτέρα φορά, κάμνει και όρκον ότι δεν γνωρίζει. Την δε τρίτην φορά που ηρωτήθη, προσθέτει και ανάθεμα. «Τότε ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον». Ω κατηραμένη συνήθεια, και τι δεν ημπορείς να κάμης; Ποίον δεν ημπορείς να κρημνίσης; Ας αποφύγωμε λοιπόν, ω αγαπημένοι μου, την συνήθεια της αμαρτίας, ας μην καταφρονήσωμε την μικρά συνήθεια, για να μην κυριευθούμε από την μεγάλη. Ο Πέτρος, αν δεν άφηνε να χωρέση στην ψυχή του αυτή η παραμικρή πρότασις «ουκ οίδα τον άνθρωπον», δεν θα έφθανε σε τόσην ανάγκη, ώστε σ’ εκείνο το «ουκ οίδα τον άνθρωπον», να προσθέση όρκον και ανάθεμα. Είναι αξιέπαινον, αν και φαίνεται αξιοκατάκριτον, το έργον που έκαμε ο νέος εκείνος, τον οποίον παίρνοντας οι δήμιοι για να τον κρεμάσουν, επειδή ήταν κλέπτης, παρεκάλεσε τους δημίους να τον αφήσουν να πλησιάση την μητέρα του, η οποία ήταν εκεί κοντά και έκλαιε. Εκείνοι, αν και άσπλαχνοι στις συμφορές των άλλων, όμως τότε δεν γνωρίζω πώς, εφάνησαν συμπαθητικοί και έδωσαν άδεια στον καταδικασμένον εκείνον νέο να πάει κοντά στην μητέρα του, νομίζοντας ότι θέλει ίσως να την ασπασθή και να της ειπή το τελευταίον «υγίαινε», αφού εκείνη την ώρα επρόκειτο να αποχωρισθούν με τοιούτον χωρισμόν. Άφησαν λοιπόν οι δήμιοι τον νέον, αν και δεμένον, και επλησίασε την μητέρα του, και εκεί που έκαμε πως θέλει να της ειπή ένα λόγον κρυφόν, αυτός αρπάζει με τα δόντια το αυτί της μητέρας και το κόπτει. Αυτό το ασεβές έργον ετάραξε πολύ τους παρευρισκομένους εκεί, οι οποίοι έλεγαν ότι αυτός ο νέος ήταν άδικος όχι μόνον στους άλλους, αλλά και στην ιδία την μητέρα του. Εκείνος όμως αποκρίνεται «αυτή είναι αίτιος τούτου του θανάτου μου και όλης της άλλης μου κακίας. Διότι εάν μου έκοπτε την συνήθεια που είχα στην νεότητά μου να κλέπτω τις πλάκες που είχαν για να γράφουν οι συμμαθηταί μου, δεν θα τολμούσα να κλέψω και την Οκτώηχο εκείνη, και ακολούθως τα μεγαλύτερα, και έτσι να έλθω σε αυτήν την συμφορά.»

Βλέπει ο Πλάτων ένα φίλον του που έπαιζε κύβους, και αρχίζει ευθύς να τον κατηγορή δριμύτατα και να τον υβρίζη χωρίς έλεος. Και εκείνος ο φίλος του Πλάτωνος, απορώντας για την υπερβολικήν αντίδρασή του, το μόνο που απήντησε ήταν: «ως επί μικροίς» σαν να του έλεγε: «ω σοφότατε Πλάτων, για ένα τόσο μικρόν αμάρτημα μου κάμεις τόσες ύβρεις; Για τόσην ολίγην άνεσιν, που δίδω στο σώμα μου με το αθώον αυτό παιγνίδι, μου πλέκεις τόσους ονειδισμούς; Μου δίδεις τόσες ύβρεις; Τόσες πολλές κατηγορίες; Και μάλιστα εμπρός σε τόσους πολλούς ανθρώπους; Μεγάλη αντίδρασις, για μικρά πραγματα. Με υβρίζεις για τόσο μικρόν πράγμα». Και εκείνος του αποκρίνεται: «Όταν όμως θα γίνη συνήθεια, δεν θα είναι μικρόν». Ακούεις λόγον από στόμα έλληνος, ακούεις διδασκαλίαν χρυσήν ευαγγελικήν; Μικρόν είναι το αμάρτημα που κάμεις, φίλε μου, όμως η συνήθεια της αμαρτίας δεν είναι μικρόν πράγμα, αλλά θανατηφόρον, το οποίο κάμνει πολλούς να κλείνουν τους οφθαλμούς, για να μη ιδούν τον ιατρόν της ψυχής τους. Αυτό έχει θανατώσει και καθημερινώς θανατώνει πολλούς και μάλιστα γίγαντες. Πράγματι, η αμαρτία όταν γίνη συνήθεια δεν είναι μικρόν πράγμα. Διότι αυτή είναι η παράλυσις της ψυχής, είναι η αλυσίδα με την οποίαν ο διάβολος δένει τον άνθρωπον επάνω στο κρεβάτι της αναισθησίας. Δεν είναι μικρόν πράγμα η συνήθεια, αλλά μέγα και φοβερόν, επειδή προξενεί στον άνθρωπον την φοβεράν εκείνην και απαρηγόρητον κόλασιν. Δεν είναι κάτι μικρόν η συνήθεια, διότι είναι ανίατος σε εκείνους που δεν γνωρίζουν τα θεραπευτικά μέσα, τα οποία είναι:

Το πρώτον που χρειάζεται για να κόψη τις ρίζες και τα νεύρα μιας πονηράς συνηθείας, δεν είναι άλλο από την παντοδυναμίαν του Θεού. Αυτή είναι που αχρόνως και ακόπως θεραπεύει αυτό το ανίατον πάθος, όπως κηρύττει ο σημερινός παράλυτος με τον κράββατο στον ώμο. Αυτή όμως η παντοδυναμία δεν ενεργεί μόνη της. Όχι πως δεν ημπορεί, ούτε πως δεν θέλει, αλλά για να μην αναιρέση εκείνο που εχάρισεν άπαξ δια παντός στον άνθρωπο, το προαιρετικόν. Χρειάζεται λοιπόν πολλά η παντοδυναμία αυτή του Θεού για να ενεργήση σ’ εμάς: την αποχήν του κακού, το μίσος κατά της αμαρτίας, την συντριβήν της καρδίας, την ικανοποίησιν, το μυστήριον της μετανοίας και αληθινής εξομολογήσεως. Και μαζί με όλα αυτά, την προσευχή και την θέληση του ανθρώπού να κλίνη τον αυχένα, και με θερμά δάκρυα να ζητά την παντοδυναμίαν του Θεού. Αυτό που λέγω γίνεται φανερόν από τον σημερινόν παράλυτον. Εγνώριζεν ο καρδιογνώστης μας Χριστός και τους πολλούς χρόνους που τον είχεν η ασθένεια δεμένον στον κράββατον επάνω, εγνώριζεν επίσης και τους πόνους και την ταλαιπωρίαν την πολλήν που υπέμεινε. Δεν αγνοούσε ούτε την επιθυμίαν που είχεν ο ταλαίπωρος εκείνος να ελευθερωθεί από την ασθένειαν, ούτε την έλλειψη των αναγκαίων, ούτε την ερημία των φίλων και των συγγενών. Παρ’ όλα ταύτα όμως τον ερωτά: «θέλεις υγιής γενέσθαι;» για να του δώση αφορμή να τον ομολογήση Κύριον και Παντοδύναμον, και μαζί με την ομολογία να ζητήση και την θεραπείαν του. Αλλά για να δώσει και σ’ εσέ, άνθρωπε, να καταλάβης πόσην δύναμη έχει η πονηρά συνήθεια της αμαρτίας, ώστε να χρειάζεται την παντοδυναμίαν του Θεού για να την κόψη.

Δεύτερον θεραπευτικό μέσον είναι η επιθυμία και η αγάπη των αντιθέτων της αμαρτίας, πράγμα που συμφωνεί και με τον ορισμόν που δίδουν οι ιατροί, «τα εναντία τοις εναντίοις ιάματα». Θέλεις λοιπόν να κόψης την πονηράν συνήθειαν της μέθης και της πολυφαγίας; Βάλε σαν δραστικό βότανον επάνω στο πάθος την αγάπην και επιθυμίαν της νηστείας. Σε κυριεύει πάθος σαρκικόν, είσαι δεμένος από την συνήθεια της κτηνώδους πορνείας και μοιχείας; Αγάπησε, ζήτα να αποκτήσης την καθαρότητα και την παρθενίαν των Αγγέλων, και με αυτήν την επαινετήν και αγίαν όρεξιν, κόπτεις την πρώτην, την βδελυκτήν και βρωμεράν. Σε κυριεύει το πάθος της μνησικακίας και έχθρας; Αγάπησε την αμνησικακίαν του Θεού και την αγάπην της Ευαγγελικής ζωής, και με τον τρόπον αυτόν κόπτεις εκείνην την συνήθεια. Σε κυριεύει το πάθος της φιλαργυρίας και ασπλαχνίας; Αγάπησε την Ευαγγελικήν αυτάρκεια και τα φιλάνθρωπα σπλάχνα του ουρανίου σου Πατρός, και τοιουτοτρόπως κόπτεις εκείνο το πάθος της Ιουδαϊκής αναισθησίας. Σε κυριεύει η διαβολική αλαζονεία και η υπερηφάνεια; Αγάπησε την ταπεινοφροσύνην του Δεσπότου σου, και με τον τρόπον αυτόν ιατρεύεις τα πονηρά μαθήματα του εωσφόρου.

Τρίτον θεραπευτικό μέσον είναι η πλήρης υποταγή του σώματος, το οποίον δεν ημπορείς να το νικήσης με άλλον τρόπο από αυτόν που σου έδειξεν ο εσταυρωμένος Ιησούς επάνω στον Γολγοθά, και με όλον το παράδειγμα της παναγίας ζωής του. Καθώς, λοιπόν, εκείνος παρέδωσε την παναγίαν του σάρκα στο πικρότατον εκείνο πέλαγος των φρικτών παθών, με τον ίδιο τρόπον και συ μη λυπηθής την σάρκα, για να κερδίσης την ψυχήν. Γνώρισε πως αυτό το σώμα είναι δούλος, και η ψυχή είναι κύριός του. Μή λυπήσαι τον δούλο μήπως πεινάση, μην ιδρώση και κοπιάσει, και θα τιμηθή έτσι ο κύριός του. Μη λυπηθής τον δούλον, την σάρκα σου, αν καταφρονηθή και γυμνωθή προσκαίρως, διότι έτσι θα ενδυθή με το ένδυμα της αθωότητος και θα δοξασθή αιωνίως η ψυχή.

Αυτά είναι τα μέσα με τα οποία ημπορεί κανείς να κόψη τα νεύρα κάθε πονηράς συνηθείας. Στοχάσου, άνθρωπε, και την ευκολίαν, αλλά και την τιμήν και την δόξαν που έχουν αυτά. Εάν λοιπόν τα αποστραφής, γνώριζε ότι είσαι ένας παράλυτος, ο οποίος και άνθρωπον έχει για να τον βοηθήση να εισέλθη στα ύδατα της κολυμβήθρας, και θεραπευτικά μέσα για να τον ελευθερώσουν από εκείνο το αξιοδάκρυτον πάθος, και με το ιδικόν του θέλημα τον αποστρέφεται. Συ είσαι που με το ίδιο το χέρι σου υπογράφεις στην διαθήκην του ουρανίου Πατρός να είσαι απόκληρος της Βασιλείας Του.

Γράφει ο Αριστοτέλης στα «πολιτικά» του, πως στους Σκύθες υπήρχε νόμος που όριζε να μην έχη δικαίωμα στις πανηγύρεις να χρησιμοποιή το ποτήρι με το οποίον έπιναν όλοι όποιος δεν έχει θανατώσει έστω έναν εχθρόν της πόλεως. Αυτό γνώριζε, άνθρωπε, ότι θα συμβή και σ’ εσέ, αν δεν θανατώσης, αν δεν κόψης την πονηράν συνήθειαν της αμαρτίας, στην οποίαν ευρίσκεσαι δεμένος από την έχθρα και την συμβουλή του εχθρού σου διαβόλου. Δεν πρόκειται να αξιωθής ποτέ να πίης το ποτήριον εκείνο της Καινής Διαθήκης, το ποτήριον εκείνο της ουρανίου ζωής, την κληρονομία της άνω δόξης. Και από αυτήν την δυστυχίαν, από αυτήν την συμφοράν, ημπορεί να ευρεθή ή να εννοηθή άλλη μεγαλυτέρα;

Λοιπόν, εσύ ταλαίπωρε άνθρωπε, το υποφέρεις για μίαν κακήν συνήθεια να χάσης την ουράνιο Βασιλείαν; Είναι τούτο έργο ψυχής λογικής, να πωλή για τόσο λίγο, για μίαν πρόσκαιρον ηδονήν, την δόξαν, την παρρησίαν, την αγάπην της τρισυποστάτου Θεότητος; Είναι τούτο έργον φρονίμου ανδρός, να αφήση την συντροφίαν των Αγγέλων, την συνοδείαν των Αποστόλων, την χαράν των Προφητών, τις σκηνές των δικαίων, για μίαν συνήθειαν κακήν και διεστραμμένην; Μη, παρακαλώ, ας μην ευρεθή κάποιος από εμάς τόσον ανόητος, αλλά όλοι, με τα θεραπευτικά μέσα που είπα, ας κόψωμε κάθε πονηράν συνήθεια, για να αξιωθουμε των επηγγελμένων ημίν αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

(18ος αιών - "Ευαγγελική Σάλπιγξ", σελ. 162. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 59 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

alopsis.gr

Αγίου ΙΩΑΝΝΟΥ του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ - ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

$
0
0
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
Ὁμιλία τοῦ ἁγίου ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Στό χρυσωρυχεῖο οὔτε τήν πιό ἀσήμαντη φλέβα δέν θά δεχόταν νά περιφρονήση κανένας κι ἄς προξενῆ πολύν κόπο ἡ ἔρευνά της. Ἔτσι καί στίς θεῖες Γραφές δέν εἶναι χωρίς βλάβη νά προσπεράσης ἕνα γιῶτα ἤ μιά κεραία. Ὅλα πρέπει νά ἐξετάζωνται. Τό ἅγιο Πνεῦμα τά ἔχει πεῖ ὅλα καί τίποτα δέν εἶναι ἀνάξιο σ' αὐτές. Πρόσεξε λοιπόν τί λέει ὁ Εὐαγγελιστής κι ἐδῶ: Αὐτό πάλι ἦταν τό δεύτερο σημεῖο πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πηγαίνοντας ἀπό τήν Ἰουδαία στήν Γαλιλαία. Καί δέν πρόσθεσε βέβαια ἔτσι ἁπλᾶ τή λέξη «δεύτερο», ἀλλά τονίζει ἀκόμα περισσότερο τό θαῦμα τῶν Σαμαρειτῶν. Δείχνει ὅτι, μόλο πού ἔγινε καί δεύτερο σημεῖο, δέν εἶχαν φτάσει ἀκόμα στό ὕψος ἐκείνων πού τίποτα δέν εἶδαν (τῶν Σαμαρειτῶν) αὐτοί πού ἔχουν δεῖ πολλά καί θαυμάσει. Ύστερα απ' αὐτά ἦταν ἑορτή τῶν Ἰουδαίων. Ποιά ἑορτή;Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, νομίζω, καί ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα. Συστηματικά τίς γιορτές βρίσκεται στήν πόλη.


Απ' τή μιά για νά φανῆ πώς ἑορτάζει μαζί τους, ἀπ' τήν ἄλλη γιά νά τραβήξη κοντά του τόν ἁπλό λαό. Γιατί αὐτές τίς μέρες γινόταν περισσότερη συρροή τῶν πιό ἁπλῶν.Ὑπάρχει στά Ἱεροσόλυμα ἡ προβατική κολυμβήθρα, Βηθεσδά μέ τό Ἑβραϊκό ὄνομά της, μέ πέντε στοές. Σ' αὐτές ἦσαν πεσμένοι ἄρρωστοι πλῆθος - κουτσοί, τυφλοί, ξηροί, πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦ νεροῦ. Τί σημαίνει αὐτός ὁ τρόπος τῆς θεραπείας; Τίνος μυστηρίου κάνει ὑπαινιγμό;Αὐτά δέν ἔχουν γραφῆ ἁπλᾶκαί τυχαῖα ἀλλά εἰκονίζει καί ὑποτυπώνει ὅσα ἀνάγονται στό μέλλον. Μ' αὐτόν τόν τρόπο, τόν ὑπερβολικά παράξενο, ὅταν συνέβαινε ὁλότελα ἀπροσδόκητα, δέθά κατάστρεφε μέσα στίς ψυχές τῶν πολλῶν τή δύναμη τῆς πίστης. Ποιό εἶναι λοιπόν αὐτό πού εἰκονίζει;

Σκόπευε νά δώση τό βάπτισμα πού ἔχει πολλή δύναμη καί μεγάλη χάρη . Τό βάπτισμα πού ἀποπλύνει ὅλες τίς ἁμαρτίες καί ζωοποιεῖ τούς νεκρούς. Ὅπως λοιπόν σέ εἰκόνα, προδιαγράφονται αὐτά στήν κολυμβήθρα καί σέ πολλά ἄλλα. Καί πρῶτα ἔδωσε τό νερό πού βγάζει τά στίγματα τῶν σωμάτων καί πού δέν εἶναι μιάσματα ἀλλά φαίνονται, ὅπως τά μολύσματα ἀπό κηδεῖες, ἀπό λέπρα καί ἄλλα τέτοια. Καί πολλές ἄλλες θεραπεῖες στήν Παλαιά Διαθήκη θά μποροῦσε κανείς νά δῆ πού πραγματοποιήθησαν μέ νερό, γι' αὐτό τό λόγο. Ἀλλά ἄς μποῦμε στό θέμα μας. Πρῶτα λοιπόν ὅπως εἶπα πρωτύτερα, μολυσμούς σωματικούς κι ἔπειτα διάφορες ἄλλες ἀσθένειες κάνει νά θεραπεύωνται μέ νερό. Γιατί θέλοντας ὁ Θεός νά μᾶς ὁδηγήση κοντύτερα στή δωρεά τοῦ βαπτίσματος δέν θεραπεύει τούς μολυσμούς μονάχα ἀλλά καί ἀσθένειες. Γιατί οἱ πλησιέστερες πρός τήν ἀλήθεια εἰκόνες καί σχετικά μέ τό βάπτισμα καί τό πάθος καί τά ἄλλα ἦσαν καθαρώτερες ἀπό τίς παλαιότερες. Γιατί ὅπως οἱ κοντινοί τοῦ βασιλιᾶ δορυφόροι εἶναι λαμπρότεροι ἀπό τούς πιό μακρινούς, ἔτσι γίνεται καί σχετικά μέτούς τύπους.

Κι ὁ ἄγγελος καταβαίνοντας ἀνατάραζε τό νερό καί τοῦ ἔδινε θεραπευτική δύναμη, γιά νά μάθουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι πολύ περισσότερο ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων μπορεῖ νά θεραπεύση ὅλα τά νοσήματα τῆς ψυχῆς. Ἀλλά ὅπως ἐδῶ ἡ θεραπευτική δύναμη δέν ἦταν φυσική ἰδιότητα τοῦ νεροῦ, γιατί τότε θά ἐκδηλωνότανἀδιάλειπτα, ἀλλά παρουσιαζόταν μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου, ἔτσι καί πάνωσ' ἐμᾶς δέν ἐνεργεῖ ἁπλᾶ τό νερό ἀλλά ὅταν δεχτῆ τή χάρη τοῦ Πνεύματος τότε διαλύει ὅλες τίς ἁμαρτίες. Γύρω ἀπ' αὐτή τήν κολυμβήθρα κοίτονταν ἕνα μεγάλο πλῆθος ἄρρωστοι τυφλοί, κουτσοί, λεπροί πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦνεροῦ καί τότε ἡ ἀσθένεια γινόταν ἐμπόδιο σ' ἐκεῖνον πού ἤθελε νά θεραπευτῆ. Μά τώρα εἶναι κύριος ὁ καθένας νά προσέλθη. Γιατί δέν ἀναταράζει κάποιος ἄγγελος ἀλλά εἶναι τῶν πάντων ὁ Κύριος αὐτός πού τά ἐκτελεῖ ὅλα καί δέν εἶναι δυνατό νά πῆ ὁ ἀσθενής«μόλις πάω νά κατεβῶ, ἄλλος κατεβαίνει πρίν ἀπόμένα». Ἀλλά, κι ἄν ἔρθη ὅλη ἡ οἰκουμένη, ἡ χάρη δέν ξοδεύεται, οὔτε ἡ ἐνέργεια δαπανᾶται ἀλλά ἴδια καί ἀπαράλλακτη μένει ὅπως πρῶτα. Κι ὅπως οἱ ἡλιακέςἀκτῖνες καθημερινά δίνουν τό φῶς τους καί δέν δαπανῶνται οὔτε λιγοστεύει ἡ λάμψη τους ἀπό τήν ἄφθονη παροχή των, ἔτσι καί πολύ περισσότερο ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, δέν ἐλαττώνεται μ' ὅλο τό πλῆθος πού τήν ἀπολαμβάνει.

Αὐτό συνέβαινε, μέ τό σκοπό ἐκεῖνοι πού ἔμαθαν ὅτι εἶναι δυνατό μέ τό νερό νά θεραπευτοῦν πολλά σωματικά νοσήματα καί ἀσκήθηκαν στή γνώση αὐτήπολύν καιρό, νά πιστέψουν εὔκολα ὅτι μπορεῖ νά θεραπεύση καί νοσήματα τῆς ψυχῆς. Καί γιατί τέλος πάντων ὁ Ἰησοῦς ἄφησε ὅλους τούς ἄλλους καί ἦρθε σ' αὐτόν, πού εἶχε τριάντα ὀχτώ χρόνια καί γιατί τόν ρώτησε ἄν θέλη νά γίνη ὑγιής. Ὄχι γιά νά μάθη, αὐτό ἦταν περιττό, ἀλλά γιά νά δείξη τήν ὑπομονή τοῦπαραλυτικοῦ καί γιά να καταλάβωμε ὅτι γι'αὐτό ἄφησε τούς ἄλλους καί πῆγε σ' αὐτόν. Κι ὁ ἀσθενής τοῦ ἀποκρίθηκε καί τοῦ εἶπε:«Κύριε δέν ἔχω κάποιον νά μέβάλη στήν κολυμβήθρα, ὅταν ταραχθῆ τό νερό. Κι ἐνῶ πηγαίνω ἐγώ, κατεβαίνει ἄλλος πρίν ἀπό μένα».Γι' αὐτό ρώτησε, ἄν θέλη νά γίνη γερός. Γιά νάπληροφορηθοῦμε αὐτά τά πράγματα. Δέν τοῦ εἶπε θέλεις νά σέ κάμω καλά; - Γιατί δέν φανταζόταν ἀκόμα τίποτα σπουδαῖο γι' αὐτόν - ἀλλά θέλεις νά γίνης καλά; Ξαφνιάζεται ὁ καρτερικός παράλυτος. Ἔχοντας τριάντα ὀχτώ ἔτη τήν ἀσθένεια καί κάθε χρόνο ἐλπίζοντας ὅτι θά γλύτωνε ἀπ' αὐτή, ἔμενε μόνιμα ἐκεῖ καί δέν ἀπομακρυνόταν. Χωρίς τήν καρτερία του ἄν ὄχι τά περασμένα, δέν θά ἦσαν ἱκανά τά μέλλοντα νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό κεῖ;

Σκέψου σέ παρακαλῶ πῶς ἦταν φυσικό καί οἱ ἄλλοι ἄρρωστοι νά εἶναι ἥσυχοι. Γιατί μήτε ἡ ὥρα δέν ἦταν φανερή πού ταραζόταν τό νερό. Καί στό κάτω-κάτω οἱκουτσοί καί οἱ κουλλοί μποροῦσαν νά παρατηρήσουν. Οἱ τυφλοί ὅμως πού δέν ἔβλεπαν; Ἴσως τό καταλάβαιναν ἀπό τό θόρυβο. Ἄς νιώσωμε λοιπόν, ἀγαπητοίμου, ντροπή καί ἄς στενάξωμε γιά τήν πολλή ἀδιαφορία μας. Τριάντα ὀχτώ χρόνια ἔμεινε στό ἴδιο μέρος ἐκεῖνος καί, μ' ὅλο πού δέν πετύχαινε ὅ,τι ἤθελε, δέν ἀπομακρυνόταν. Καί δέν πετύχαινε ὄχι ἀπό ἀδιαφορία δική του ἀλλά γιατί τόν ἐμπόδιζαν καί τόν παραμέριζαν οἱ ἄλλοι. Καί ὅμως δέν ἀπογοητευόταν. Ἐμεῖς ὅμως δέκα ἡμέρες, ἄν μείνωμε κάπου καί παρακαλέσωμε γιά κάτι χωρίς νά πετύχουμε στό τέλος βαρυόμαστε νά δείξωμε τόν ἴδιο ζῆλο. Καί στούς ἀνθρώπους κάποτε μένουμε κοντά τόσο διάστημα ὑποφέροντες τίς ταλαιπωρίες τῆς ἐκστρατείας καί ἐκτελώντας ἐργασίες δουλοπρεπεῖς, χωρίς νά ἐκπληρώνεται πολλές φορές ἡ ἐλπίδα μας. Στόν Κύριο ὅμως τό δικό μας, ὅπου θά πάρωμε ὁπωσδήποτε μεγαλύτερη ἀπό τούς κόπους μας ἀμοιβή - ἡ ἐλπίδα, γράφει, δέν ἀπογοητεύει - δέν θέλομε νά μείνωμε κοντά του μέ τό ζῆλο πού πρέπει.

Πόση τιμωρία ἁρμόζει σ' αὐτή τή στάση; Ἀκόμη κι ἄν δέν ἦταν δυνατό νά πάρουμε τίποτα, αὐτή τήν ἀδιάκοπη συνομιλία μαζί του δέν ἔπρεπε νά τήν θεωροῦμεἄξια ἄπειρων ἀγαθῶν; Ἀλλά εἶναι κουραστική ἡ ἀδιάκοπη προσευχή; Ἀλλά καί ποιά ἀρετή δέν εἶναι κοπιαστική; Κι αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀπορία: ὅτι μαζί μέ τήν κακία κληρώθηκε ἡ εὐχαρίστηση, ἐνῶ μέ τήν ἀρετή ὁ πόνος. Πολλοί ἀναζητοῦν τήν αἰτία. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός ἀπ' τήν ἀρχή ζωή ἐλεύθερη ἀπό φροντίδες καίκόπους. Ἡ ἀργία ὡδήγησε στή διαστροφή καί χάσαμε τόν παράδεισο. Γι' αὐτό ἔκαμε ἐπίπονη τή ζωή μας, σάν νά δικαιολογοῦνταν στό γένος τῶν ἀνθρώπων λέγοντας. Σᾶς ἔβαλα μέσα στήν τρυφή, ἀλλά ἡ ἀπιστία σᾶς ἔκαμε χειρότερους. Γι' αὐτό διέταξα νά δοκιμάζετε τόν πόνο καί τόν ἱδρῶτα. Ἐπειδή ὅμως οὔτε αὐτόςὁ πόνος δέν συγκράτησε τόν ἄνθρωπο, μᾶς ἔδωσε νόμο μέ πολλές ἐντολές βάζοντάς μας, ὅπως στό δύσκολο ἄλογο, δεσμά καί χαλινάρια. Τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἀλογοδαμαστές. Γι' αὐτό εἶναι ἐπίπονη ἡ ζωή μας. Ἡ ζωή ἡ χωρίς κόπο συνήθως διαφθείρει. Ἡ φύση μας δέν δέχεται τήν ἀργία, εὔκολα κλίνει στήν κακία. Ἄςὑποθέσωμε ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κόπους ὁ φρόνιμος καί ἐνάρετος γενικά, ἀλλά ἐπιτυγχάνουν τό κάθε τι ἀκόμα καί κοιμισμένοι. Τήν ἄνεση πού θάπροέκυπτε ποῦ θά τή χρησιμοποιούσαμε; Ὄχι στήν ἀνοησία καί τήν ὑπερηφάνεια;

Ἀλλά γιατί ἔχει συζευχθῆ μέ τήν κακία πολλή εὐχαρίστηση καί μέ τήν ἀρετή πολύς κόπος καί ἱδρῶτας; Καί τί χάρη θά εἶχε καί τί μισθό θά ἔπαιρνε, ἄν τόπρᾶγμα δέν ἦταν κοπιαστικό; Ἔχω νά σᾶς δείξω πολλούς πού ἀποστρέφονται ἐκ φύσεως τό γάμο καί τόν ἀποφεύγουν μέ σιχαμάρα. Αὐτούς θά τούς ποῦμε φρόνιμους καί θά τούς στεφανώσωμε καί θά τούς ἀνακηρύξωμε πανηγυρικά; Καθόλου. Γιατί ἡ σωφροσύνη εἶναι ἐγκράτεια καί ὑπερίσχυση πάνω στίς ἡδονέςὕστερα ἀπό μάχη. Καί τά πολεμικά τρόπαια εἶναι λαμπρότερα, ὅταν οἱ ἀγῶνες εἶναι σκληροί, ὄχι ὅταν οἱ ἀντίπαλοι δέν ἀντιστέκονται. Εἶναι πολλοί νωθροί ἀπότή φύση. Αὐτούς δέ θά τούς ποῦμε ἐνάρετους.

Γιαυτό ὁ Χριστός ἀναφέροντας τρεῖς τρόπους εὐνουχισμοῦ τούς δύο τούς ἀφήνει ἀβράβευτους καί τόν ἕναν μόνο βραβεύει μέ τή βασιλεία. Σᾶς λέω καί γιατί χρειάζεται ἡ κακία. Ποιός ἄλλος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς κακίας ἀπό τή θεληματική ἀδιαφορία; Κι οἱ ἀγαθοί ἔπρεπε νάεἶναι μόνοι. Ποιό εἶναι τό γνώρισμα τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ νηφαλιότητα καί ἡ ἀγρυπνία ἤ ὁ ὕπνος καί τό ροχαλητό; Καί γιατί φαινόταν γιά ἀγαθό τό νά ἐπιτυγχάνης χωρίς κόπο; Φέρνεις ἐνστάσεις πού θά ἔφεραν ζωντανά καί λαίμαργοι καί ἄνθρωποι πού νομίζουν Θεό τήν κοιλιά τους. Ἀποκρίσου μου ὅτι αὐτοί εἶναι λόγοιἀδιαφορίας. Ἄν ὑπάρχη βασιλέας καί στρατηγός, κι ἐνῶ ὁ βασιλιάς κοιμᾶται καί μεθᾶ, ὁ στρατηγός μέ ταλαιπωρίες τήν ἕκτη ὥρα στήνει τά τρόπαια, σέ ποιόν θά ἀπέδιδες τήν νίκη; Καί ποιός χάρηκε τή χαρά τῆς νίκης;

Βλέπεις ὅτι ἡ ψυχή κλίνει σ' ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖον κοπίασε; Γι' αὐτό καί τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς τή συνώδεψε μέ κόπους, ἐπειδή ἤθελε νά ἐξοικειώση τήν ψυχήμ αὐτή. Γι' αὐτό τήν ἀρετή κι ἄν ἀκόμα δέν τήν πραγματοποιήσωμε τή θαυμάζομε, ἐνῶ τήν κακία μ' ὅλη τή γλυκύτητα τήν καταδικάζομε. Κι ἄν ἐρωτήσης, γιατί δέθαυμάζομε πιό πολύ τούς ἐκ φύσεως ἀγαθούς ἀπό ἐκείνους πού εἶναι ἀγαθοί μέ τήν θέλησή τους; Ἐπειδή εἶναι δίκαιο νά προτιμᾶται αὐτός πού κοπιάζει. Καίγιά πιό λόγο τώρα κοπιάζομε; Ἐπειδή τήν ἔλλειψη τοῦ κόπου δέν τήν ἐκρατήσαμε ὅπως ἔπρεπε. Κι ἄν τό καλοεξετάση κανένας, ἡ ἀργία πάντα μᾶς ἔβλαψε καίδημιούγησε πολύν κόπον. Κι ἄν θέλης, ἄς κλείσουμε κάποιον σ' ἕνα σπίτι κι ἄς ἱκανοποιοῦμε μόνο τή λαιμαργία του, χωρίς νά τόν ἀφήνουμε οὔτε νά βαδίζη οὔτε στήν ἐργασία νά τόν βγάζουμε. Ἀλλά ἄς χαίρεται τό φαγητό καί τόν ὕπνον καί ἄς γλεντᾶ ἀδιάκοπα. Ὑπάρχει ἀθλιώτερη ζωή ἀπ' αὐτήν; Εἶναι ἄλλο ὅμως νάἐργάζεσαι καί ἄλλο νά κοπιάζης. Ἦταν στό χέρι μας τότε νά ἐργαζώμαστε χωρίς κόπους. Μά εἶναι δυνατό; Βέβαια εἶναι, κι αὐτό θέλησε ὁ Θεός, ἀλλά δέν τόἐβαστάξαμε ἐμεῖς. Γι' αὐτό μᾶς ἔβαλε νά καλλιεργοῦμε τόν Παράδεισο, ὁρίζοντάς μας τήν ἐργασία χωρίς νά ἀναμείξη τόν κόπο. Γιατί βέβαια ἄν ὁ ἄνθρωπος κοπίαζε ἀπό τήν ἀρχή δέν θά πρόσθετε ἔπειτα τόν κόπο σάν τιμωρία. Γιατί εἶναι δυνατόν νά ἐργάζεται κανείς καί νά μήν κοπιάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι.

Γιά νά πεισθῆτε ὅτι ἐργάζονται, ἀκοῦστε τί λέγει: Μποροῦν μέ τή δύναμή τους νά ἐκτελέσουν τό λόγο του. Τώρα ἡ ἔλλειψη τῆς δυνάμεως προξενεῖ πολλήκούραση. Τότε ὅμως αὐτό δέ γινόταν. Αὐτός πού μπῆκε στήν περίοδο τῆς ἀναπαύσεώς του, ἀναπαύθηκε λέει, ἀπό τά ἔργα του, ὅπως ἀπό τά δικά του ὁ Θεός. Ἐδῶ δέν ἐννοεῖ ἀργία ἀλλά ἔλλειψη κόπου. Γιατί ὁ Θεός καί τώρα ἀκόμη ἐργάζεται καθώς λέγει ὁ Χριστός. Ὁ πατέρας μου ὡς τώρα ἐργάζεται κι ἐργάζομαι κι ἐγώ. Γι' αὐτό συμβουλεύω ἀφοῦ ἐγκαταλείψεται κάθε ἀδιαφορία νά ζηλέψετε τήν ἀρετή. Γιατί ἡ εὐχαρίστηση τῆς κακίας εἶναι σύντομη ἐνῶ ἡ λύπη παντοτινή. Τῆς ἀρετῆς ἀντίθετα, ἀγέραστη εἶναι ἡ χαρά καί πρόσκαιρος ὁ κόπος. Ἡ ἀρετή ξεκουράζει τόν ἐργάτη της καί πρίν ἀπό τή βράβευσή του, συντηρῶντας τον μέτίς ἐλπίδες, ἐνῶ ἡ κακία τιμωρεῖ τόν δικό της ἐργάτη, πιέζοντας τή συνείδηση καί τρομοκρατῶντας την καί προδιαθέτοντας σέ ὑποψία ἐναντίον ὅλων. Κι αὐτάβέβαια ἀπό πόσους κόπους καί ἱδρῶτες εἶναι χειρότερα.

Κι ἄν στή θέση τους ὑπῆρχε μόνο εὐχαρίστηση, τί χειρότερο ὑπάρχει ἀπό τήν εὐχαρίστηση αὐτή; Τήν ἴδια ὥρα φανερώνεται καί μαραμένη χάνεται καί φεύγει πρίν τήν πιάση κανένας, κι ἄν πῆς τήν ἀπόλαυση τῶν σωμάτων ἤ τοῦ γλεντιοῦ ἤ τῶν χρημάτων. Δέν παύουν νά γερνοῦν καθημερινά. Κι ὅταν ἡ ἡδονήσυνεπάγεται κόλαση καί τιμωρία, ποιός θά ἦταν πιό ἀξιολύπητος ἀπό αὐτούς πού τήν ἐπιδιώκουν;

Ἄς τά ξέρωμε αὐτά κι ἄς ὑποφέρωμε τά πάντα γιά χάρη τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἔτσι θά χαροῦμε καί τήν ἀληθινή ἀπόλαυση μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦΚυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζί μ' ἐκεῖνον καί στόν Πατέρα καί στό ἅγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

(Πηγή: Ι. Μ. Καισαριανής, Βύρωνα και Υμηττού)

Κυριακή του Παραλύτου (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)

$
0
0

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ἀπό τό βιβλίο « Ἀναστάσεως ἡμέρα»

«Ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα ὥς τήν Πεντηκοστή»
Τρίτη Κυριακή τοῦ Πάσχα (Κυριακή τοῦ Παραλύτου)

(Εὐαγγέλιο: Ἰωάν. Ε΄ 1-16)

Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ὑπομένει ὅλα τά λυπηρά αὐτῆς τῆς ζωῆς μέ καρτερία κι ἐλπίδα στό Θεό. Γι᾿ αὐτόν ἡ κάθε μέρα θά εἶναι μήνας στόν οὐρανό, ἐνῶ στόν ἄπιστο θά μοιάζει μέ χρόνο ὁλόκληρο. Γιατί ὁ ἄπιστος χαίρεται μόνο ὅταν δέν ὑποφέρει· κι ὅταν ὑποφέρει, τό κάνει χωρίς ὑπομονή κι ἐλπίδα στό Θεό καί δυσανασχετεῖ…

Ὁ συνειδητός ἄνθρωπος εἶναι λογικό ν᾿ ἀναζητήσει τίς αἰτίες πού τόν βασανίζουν μέσα του, ἐνῶ ὁ ἀνόητος κατηγορεῖ πάντα τούς ἄλλους. Ὁ συνειδητός ἄνθρωπος θυμᾶται ὅλες τίς ἁμαρτίες πού ἔκανε ἀπό παιδί. Τίς θυμᾶται μέ φόβο Θεοῦ καί περιμένει νά πληρώσει γι᾿ αὐτές…


Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐπωφελεῖται ἀπ᾿ ὅλα τά βάσανά του, γνωρίζοντας πώς ὅλ᾿ αὐτά τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός μέ τήν ἀγάπη Του γιά τόν ἄνθρωπο, γιά τή δική του ὠφέλεια. Μέ τό ἔλεός του ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ἐπισκεφτοῦν τόν ἄνθρωπο βάσανα γιά τίς ἁμαρτίες του. Μέ τό ἔλεός Του τό κάνει αὐτό, ὄχι μέ τή δικαιοσύνη Του. Ἄν ἐνεργοῦσε μέ τή δικαιοσύνη Του, τότε κάθε ἁμαρτία ἀναπόφευκτα θά ᾿ φερνε θάνατο, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος:

«Ἡ δέ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον» (Ἰακ. Α΄ 15). Κι ὁ Θεός ἀντί γιά θάνατο χαρίζει θεραπεία μέσ᾿ ἀπό τά βάσανα. Τά βάσανα εἶναι ὁ τρόπος πού χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός γιά νά θεραπεύσει τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου.

Μόνο ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος σκέφτεται πώς τά βάσανα εἶναι κακό. Ὁ συνειδητός ἄνθρωπος γνωρίζει πώς τά βάσανα δέν εἶναι κάτι κακό ἀλλά ἡ φανέρωση τοῦ κακοῦ, ἡ θεραπεία του. Πραγματικό κακό γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία. Ἐκτός ἁμαρτίας δέν ὑπάρχει τίποτα κακό. Ὅλα τ᾿ ἄλλα πού οἱ ἄνθρωποι ἀποκαλοῦν κακά δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο, παρά τό πικρό φάρμακο πού θεραπεύει τό κακό. Ὅσο πιό ἄρρωστος πνευματικά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο πικρότερο εἶναι τό φάρμακο πού τοῦ δίνει ὁ γιατρός.

Μερικές φορές ὁ ἄρωστος νομίζει πώς τό φάρμακο εἶναι χειρότερο καί πιό πικρό ἀπό τήν ἴδια τήν ἀρρώστια. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τόν ἁμαρτωλό. Τά βάσανα εἶναι βαρύτερα καί πιό πικρά ἀπό τήν ἁμαρτία πού ἔκανε. Αὐτό ὅμως εἶναι ἀπάτη, μιά πολύ μεγάλη αὐταπάτη. Δέν ὑπάρχει στόν κόσμο βάσανο τόσο σκληρό καί τόσο ὀλέθριο ὅσο ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τά βάσανα πού ὑποφέρουν ἄνθρωποι καί λαοί δέν τίποτ᾿ ἄλλο, παρά ἡ πλούσια θεραπεία πού παρέχει σέ ἀνθρώπους καί ἔθνη τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά νά τούς σώσει ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο. Κάθε ἁμαρτία, ἑπομένως, ὅσο μικρή κι ἄν εἶναι, ἀναπόφευκτα τήν ἀκολουθεῖ θάνατος, ἄν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν ἐπιτρέψει τήν ἐπίσκεψη τῆς ἀρρώστιας, γιά νά συνεφέρει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή μέθη τῆς ἁμαρτίας. Γιατί ἡ θεραπεία πού ἀκολουθεῖ τόν πειρασμό, προέρχεται ἀπό τήν εὐεργετική δύναμη τοῦ Ἁγίου καί Ζωοποιοῦ Πνεύματος.

Ἰσως ἰσχυριστεῖς: «Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται τά βάσανα ἐπειδή φοβᾶται τό θάνατο. Μποροῦν τά βάσανα ν᾿ ἀπομακρύνουν τό θάνατο;» Τί εἶναι αὐτό πού ὁδηγεῖ τό σῶμα στό θάνατο; Ἡ ἀρρώστια ἤ τό φάρμακο; Σίγουρα ἡ ἀρρώστια, ὄχι τό φάρμακο. Μέ τόν ἴδιο τρόπο λοιπόν δέν εἶναι τά βάσανα πού ὁδηγοῦν τήν ψυχή στό θάνατο ἀλλά ἡ ἁμαρτία, πού φέρνει τήν ἀρρώστια στόν ἄνθρωπο καί τό θάνατο στήν ψυχή. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ σπόρος τοῦ θανάτου, ἕνας φριχτός σπόρος, πού ἄν δέν ξερριζοθεῖ ἔγκαιρα μέ τά βάσανα καί δέν καεῖ μέ τό πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θ᾿ ἀναπτυχθεῖ καί θά καλύψει ὁλόκληρη τήν ψυχή καί θά τήν κάνει δοχεῖο θανάτου, ὄχι ζωῆς.

Εἶναι σαφές λοιπόν πώς τόν πόνο πρέπει νά τόν ἀντιμετωπίσεις μέ ὑπομονή κι ἐλπίδα στό Θεό, μέ εὐχαριστία, μέ χαρά. «Ὅσας ἔδειξάς μοι θλίψεις πολλάς καί κακάς, λέει ὁ προφήτης Δαβίδ στό Θεό, καί ἐπιστρέψας ἐζωοποίησάς με… ψαλῶ σοι ἐν κιθάρᾳ, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ. Ἀγαλλιάσονται τά χείλη μου, ὅταν ψάλω σοι, καί ἡ ψυχή μου, ἥν ἐλυτρώσω» (Ψαλμ. Ο΄20-23). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος συμβουλεύει τούς πιστούς: «ἀλλά καθό κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε» (Α΄ Πέτρ. Δ΄ 13 ). Αὐτό σημαίνει πώς πρέπει νά χαιρόμαστε συνειδητά, ταπεινά, μέ ὑπομονή καί πραότητα. Κι αὐτό γιά τήν κάθαρση τῶν ἁμαρτιῶν μας, γιά καινή ζωή, γιά νά κατοικήσει μέσα καί γύρω μας ὁ Χριστός. Ὅταν ὁ ἱερός Χρυσόστομος πέθαινε στήν ἐξορία, βασανισμένος καί περιφρονημένος ἀπό τούς ἀνθρώπους, τά τελευταῖα λόγια πού ψέλισε, ἥταν:«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

……

Ἡ Ἁγία Γραφή κι ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία μᾶς προσφέρουν τά μεγαλύτερα παραδείγματα ὑπομονῆς σέ βάσανα πρωτάκουστα στούς ἀνθρώπους. Τό σημερινό Εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα τέτοιο παράδειγμα μεγάλης καί μακρόχρονης ὑπομονῆς στόν πόνο. Καί ὄχι μόνο αὐτό. Κάνοντας τήν περιγραφή τοῦ δύστυχου ἀνθρώπου πού ἦταν παράλυτος γιά τριάντα ὀκτώ χρόνια, μέ ὑπομονή κι ἐλπίδα, τό Εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει ταυτόχρονα ἤ μᾶλλον μᾶς διαβεβαιώνει γιά δυό μεγάλα μυστήρια. Τό πρῶτο εἶναι πώς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, πού ἦταν τόσα χρόνια ἄρρωστος, χρωστοῦσε τήν αἰτία τῆς ἀρρώστιας του στόν ἴδιο, στήν ἁμαρτία του. Τό δεύτερο εἶναι πώς ὁ παντοδύναμος Κύριος Ἰησοῦς θεράπευσε τόν ἄρρωστο μέ τή θεϊκή του δύναμη, λέγοντας τά ἑξῆς: «ἔγειρε, ἆρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει» ( Ἰωάν. Ε΄ 8). μέ τά λόγια αὐτά ἀποκαλύφτηκαν γιά μιά ἀκόμα φορά ἡ θεϊκή ἀγάπη Του γιά τό ἀνθρώπινο γένος κι ἡ θεϊκή Του δύναμη, πού ἐπιφανειακά καλύπτονταν μέ τό παραπέτασμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας.

Ἐκεῖνο τόν καιρό «ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπί τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς ἔχουσα» ( Ἱωάν. Ε΄ 1,2) … Ἡ Προβατική Κολυμβήθρα ἤ Βηθεσδά, πῆρε τ᾿ ὄνομά της ἀπό τή γειτονική Προβατική Πύλη (βλ. Νεεμ. Α΄ 1,32), ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν τά πρόβατα πού προορίζονταν γιά θυσία, γιά νά τά πλύνουν πρῶτα στήν κολυμβήθρα…

«Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολύ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τήν τοῦ ὕδατος κίνησιν. Ἄγγελος γάρ κατά καιρόν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καί ἐταράσσετο τό ὕδωρ· ὁ οὕν πρῶτος ἐμβάς μετά τήν ταραχήν τοῦ ὕδατος ὑγιής ἐγίνετο ῷ δήποτε κατείχετο νοσήματι» (Ἰωάν. Ε΄ 3-4)…

Πέντε στοές γεμάτες μέ ἀνάπηρους· τί περίεργος χῶρος γιά τήν ἄσκηση τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἐλπίδας στό Θεό! Τί περίεργη, τί ζωντανή εἰκόνα! Τί παράδοξη καί ψηλαφητή ἀπεικόνιση τῆς κατάστασης ὅπου δαπανοῦν τή ζωή καί τήν ὑγεία τους ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης! Καί γιά ποιό σκοπό; Γιά ν᾿ ἀγοράσουν ἁμαρτία, νά μαζέψουν ἁμαρτία.

Οἱ πέντε στοές στήν Προβατική Κολυμβήθρα ἔχουν καταρρεύσει ἐδῶ καί πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Μή νομίζετε ὅμως πώς ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης θλίψης καί τῆς φτώχειας πού κείτεται θαμμένη στά ἐρείπιά της ἔχει τελειώσει. Μή νομίζετε πώς αὐτή εἶναι μιά μεμονωμένη ἱστορία, πώς βρίσκεται μακριά ἀπό σᾶς καί πώς δέν ἔχει τίποτα κοινό μέ τή δική σας ζωή. Δέν ἔχει ὑποπέσει στίς αἰσθήσεις σας συγκεντρωμένος πόνος καί θλίψη, δάκρυα καί στεναγμοί, ἁμαρτία κι ἀνομία, πονηρές καί κακές σκέψεις, τυφλές ἐπιθυμίες καί ἄνομα πάθη, ἀτελέσφορες προσπάθειες καί φροῦδες ἐλπίδες; Ἄχ Βηθεσδά, Βηθεσδά, πόσο παγκόσμια εἵσαι! Σέ σένα ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐκείνη τήν ἐποχή λειτουργοῦσε σάν τόν ποιμένα πού σώζει ἕνα ἕνα τά χαμένα πρόβατά του, ὡσότου ἐμφανιστεῖ ὁ Ποιμήν τῶν πάντων, ἀγγέλων κι ἀνθρώπων. Ἕνας σιωπηλός ἄγγελος, ὑπηρέτης τοῦ Δημιουργοῦ του, τάραζε τό νερό γιά νά πλύνει τό ἄρρωστο πρόβατο ἀπό τή μόλυνση τῆς ἁμαρτίας. Κι ὅταν κατέβηκε σέ σένα ὁ καλός Ποιμένας, ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, μέ τό δημιουργικό λόγο Του ἀπομάκρυνε τήν ἁμαρτωλή μόλυνση καί σέ ἄδειασε. Αὐτός ἦταν ὁ Καλός Ποιμένας. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἡ κολυμβήθρα αὐτή προφητικά εἵχε ὀνομαστεῖ προβατική. «Τά πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καί τά ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ᾿ ὄνομα καί ἐξάγει αὐτά… καί τά πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τήν φωνήν αὐτοῦ» ( Ἰωαν. Ι΄3,4). Τά πρόβατα ἀκοῦνε τή φωνή τοῦ Καλοῦ Ποιμένα.

«Ἥν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καί ὀκτώ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. Τοῦτον ἰδών ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καί γνούς ὅτι πολύν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιής γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν· ἐν ᾡ δέ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρό ἐμοῦ καταβαίνει» (Ἰωαν. Ε΄5-7). Ὁ παντογνώστης Κύριος εἵχε δεῖ ἀπό πρίν κι ἀπό μακριά ποιός τόν ζητοῦσε, ποιός τόν εἵχε ἀνάγκη…

Ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος ἦταν πολύ ἄρρωστος. Μιά ἀρρώστια πού κρατάει τριάντα ὀκτώ μέρες στούς ἀνθρώπους μοιάζει ἀτέλειωτη. Τι νά ποῦμε τώρα γιά μιά ἀρρώστια πού κρατάει τριάντα ὀκτώ χρόνια; Τό πόσο γρήγορα ἤ ἀργά περνάει ἡ ἀρρώστια, ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική μας στάση, ἀπό τή δική μας διάθεση. Οἱ χαρούμενες ὥρες ἔχουν φτερά, περνᾶνε γρήγορα. Οἱ ὧρες τοῦ πόνου ὅμως εἶναι ἄπτερες, συχνά δέν ἔχουν οὔτε πόδια καί περνᾶνε πολύ ἀργά. Γιά ἕναν παράλυτο ἄνθρωπο, φαίνεται νά ᾿χει παραλύσει κι ὁ ἴδιος ὁ χρόνος. Ὁ χρόνος γιά ἐκεῖνον μοιάζει ἀκίνητος, ὅπως εἶναι κι ὁ ἴδιος…

Τί ἡρωική ὑπομονή εἶχε ὁ ἄνθρωπος αὐτός! Τί ὑπεράνθρωπες προσπάθειες θά κατέβαλε γιά νά συρθεῖ ὥς τήν κολυμβήθρα τή στιγμή πού ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τάραζε τό νερό! Τί σταθερή ἐλπίδα εἶχε στή θεραπεία του ἀπό μέρα σέ μέρα, ἀπό χρόνο σέ χρόνο, ἀκόμα κι ἀπό δεκαετία σέ δεκαετία! Μ᾿ ὅλο πού ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὑπόφερε τόσο πολύ γιά τίς ἁμαρτίες του, δέν μποροῦμε παρά νά τόν θαυμάζουμε. Ὅταν τόν φέρνουμε στό νοῦ μας, δέν μπορεῖ παρά νά σκεφτόμαστε τόσους ἀδύναμους χαρακτῆρες – ἄντρες καί γυναῖκες, νέους καί νέες – στίς μέρες μας πού, ἄν καί ὑφίστανται πολύ λιγότερη πίεση, σηκώνουν τά χέρια τους, παραιτοῦνται ἀπό τή ζωή κι ἀναχωροῦν γιά τήν ἄλλη αὐτόχειρες.

«Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;», τόν ρώτησε ὁ μοναδικός Φίλος πού ἔσκυψε ποτέ κοντά του, στό κρεβάτι του, τά τριάντα ὀκτώ αὐτά χρόνια. «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἄρρωστος. Ὁ τυφλός ἔχει κάποιον ὁδηγό, ὁ ἀνάπηρος ἔχει συγγενεῖς, ὁ ἀδύνατος ἔχει φίλους. Ἐγώ δέν ἔχω κανέναν στόν κόσμο ὁλόκληρο νά μέ λυπηθεῖ καί νά μέ βάλει στό νερό τή στιγμή πού παίρνει τή θεραπευτική δύναμη. Τήν ὥρα πού προσπαθῶ νά συρθῶ στό νερό ἄλλος προλαβαίνει, μπένει πρῶτος καί θεραπεύεται κι ἐγώ πρέπει νά ξανακάνω τήν ἴδια ἐπώδυνη προσπάθεια γιά νά γυρίσω στό κρεβάτι μου. Κι αὐτό γίνεται γιά τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια τώρα. Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Δέν ἔχω οὔτε χρήματα οὔτε ὑπηρέτη.

Ἀνάμεσα σέ τόσους ἀνθρώπους στήν Ἱερουσαλήμ, ἀπό τούς ἄνεργους ὥς τούς πλούσιους καί δυνατούς, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας καί μοναδικός γιά ν᾿ ἀπλώσει τό χέρι του καί νά σέ βοηθήσει γιά χάρη τῆς ψυχῆς του; Δέν μποροῦσε τουλάχιστο νά στείλει τόν ὑπηρέτη του καί νά σέ βοηθήσει; Ὄχι οὔτε ἕνας…

Ὑπάρχουν, Κύριε, πολλοί περπατοῦν κοντά μου, μά ἐγώ ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Κι ὑπάρχουν τόσο πολλοί ἱερεῖς! Δές τό ναό, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπό τό δρόμο. Ἀμέτρητοι ἱερεῖς διαβάζουν τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί διδάσκουν τούς ἀνθρώπους νά δίνουν ἐλεημοσύνες. Καί δέ βρέθηκε κανένας τους νά ἔρθει ἤ ἔστω νά στείλει κάποιον γιά νά σέ βοηθήσει; Ἔτσι εἶναι, Κύριε. Ἐκεῖ στό ναό ὑπάρχουν πολλοί ἱερεῖς. Ἐγώ ὅμως ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Ὑπάρχουν πολλοί Ἰουδαῖοι, χιλιάδες χιλιάδων, πού συνάχτηκαν στήν Ἱερουσαλήμ γιά τή γιορτή. Κανένας τους ὅμως δέν ἐνδιαφέρεται γιά ἕναν πονεμένο καί ἥσυχο ἄνθρωπο. Ἐνδιαφέρονται γιά τό Σάββατο…

Ἐδῶ βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος – ὁ μοναδικός ἄνθρωπος! Ἐδῶ εἶναι ὁ Κύριος, πού ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπό τό συγγενή καί τό φίλο, πού ὑπηρετεῖ πιό πιστά ἀπό τόν ὑπηρέτη. Δέν ἔκανε τό μακρύ καί κουραστικό ταξίδι ἀπό τή Γαλιλαία ὥς τήν Ἱερουσαλήμ γιά τό Σάββατο καί τή γιορτή, ἀλλά γιά χάρη ἑνός πονεμένου ἀνθρώπου. Ἥρθε ὥστε μέ τά ἔργα Του, κι ὄχι μέ λόγια, νά καταγγείλει τή φοβερή ἔλλειψη ἀγάπης ἑνός λαοῦ πού τά αἰσθητήριά του ἔχουν ἀμβλυνθεῖ. Ὁ Ἄνθρωπος ἥρθε γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου. «Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἇρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει. Καί εὐθέως ἐγένετο ὑγιής ὁ ἄνθρωπος, καί ἧρε τόν κράβαττον αὐτοῦ καί περιεπάτει» (Ἰωάν. Ε΄8-9). Ἀπό τή στιγμή αὐτή καί προφανῶς γιά πάντα, ὁ ἄγγελος σταμάτησε νά ᾿ρχεται καί νά ταράζει τό νερό στήν Προβατική Κολυμβήθρα. Γιατί ἐμφανίστηκε ὁ Μεσσίας, ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων, πού θεραπεύει χωρίς μεσάζοντες. Ἐνόσω οἱ ἄνθρωποι βρίσκονταν κάτω ἀπό τό Νόμο, ὑπηρέτες τοῦ Νόμου, ὁ Κύριος χρησιμοποιοῦσε τούς δούλους Του. Τώρα πού ἥρθε ἡ χάρη κι ὁ Νόμος ἀτόνησε, ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κοντά στόν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ πατέρας στά παιδιά του. Ὁ ἴδιος, μέ τά ἴδια Του τά χέρια, τούς προσφέρει τίς δωρεές Του.

Ἴσως ρωτήσει κάποιος: Γιατί ὁ Κύριος δέν ἔκανε στόν ἄρρωστο ἄνθρωπο τή συνηθισμένη ἐρώτηση: Πιστεύεις; Γιατί δέν ἐρεύνησε νά δεῖ ἄν ὑπῆρχε πίστη μέσα του, ὅπως ἔκανε μέ πολλούς ἄλλους; Μά ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ δέν ἦταν ὁλοφάνερη; Τριάντα ὀκτώ χρόνια κείτονταν ὑπομονετικά σ᾿ ἕνα συγκεκριμένο τόπο, μέ τήν ἐλπίδα πώς θά λάβει βοήθεια ἀπό τόν οὐρανό…

Στή Βηθεσδά τότε ὁ Κύριος ἐνήργησε ἀπό τή μιά ἀπό ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο πού ὑπόφερε γιά τόσο μακρύ διάστημα, σ᾿ ἔνα περιβάλλον ἐλεεινό. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά τώρα, ἔδρασε ἔτσι καί μ᾿ ἕνα σκοπό: γιά νά καταδείξει τήν ἔλλειψη ἀγάπης ὄχι μόνο τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλά ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, πού ἔβλεπαν τό συνάνθρωπό τους νά ὑποφέρει καί δέν κουνάγανε τό δαχτυλάκι τους γιά νά βοηθήσουν. Καί τέλος, ὁ Κύριος σκόπιμα θεράπευσε τόν παραλυτικό ἡμέρα Σάββατο, ἄν καί θά μποροῦσε νά τό κάνει αὐτό καί Παρασκευή, ἄν ἤθελε. Τό ᾿κανε αὐτό γιά νά καταγγείλει τήν εἰδωλολατρική προσκύνηση τῶν Ἰουδαίων στήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Νά δείξει πώς ὁ ἄνθρωπος ἀξίζει περισσότερο ἀπό ὁποιοδήποτε εἵδος νομικῆς τυπολατρείας. Ἡ πράξη αὐτή τοῦ Χριστοῦ ἔχει τή μοναδική σφραγίδα τοῦ τρόπου πού ἐνεργεῖ ὁ Θεός: νά στοχεύσει σέ πολλούς στόχους ταυτόχρονα.

«Ἥν δέ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. Ἔλεγουν οὕν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἅραι τόν κράβαττον» (Ἰωάν. Ε΄ 9-10). Τί στρεψόδικες ψυχές ἔχουμε ἐδῶ! Πόσο κλεισμένες καρδιές! Ἀντί νά χαροῦν πού ἕνα σερνάμενο σκουλήκι στάθηκε ὄρθιο καί ξανά ᾿γινε ἄνθρωπος, ἀντί νά τόν συγχαροῦν πού ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία του, ἀντί νά ξεσηκώσουν τήν πόλη ὁλόκληρη, νά τούς καλέσουν ὅλους γιά νά δοξάσουν τό ζωντανό καί στοργικό Θεό, ἀντί γιά ὅλ᾿αὐτά ἐξοργίστικαν μέ τόν ἄνθρωπο ἐπειδή κουβαλοῦσε στούς ὤμους του τό κρεβάτι του καί ξαναγύριζε ὑγιής στό σπίτι του…

«Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἇρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει. Ἠρώτησαν οὕν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἅρον τόν κράβαττόν σοι καί περιπάτει;» ( Ἰωάν. Ε΄ 11,12). Ἐδῶ ἔχουμε μιά ἀκόμα ἀπόδειξη τῆς τυφλότητας τῶν Ἰουδαίων, τῆς τυπολατρικῆς καί μαγικῆς ἀντίληψης πού εἵχαν γιά τό Σάββατο…

Πόσο διεφθαρμένος κατάντησε ὁ περιούσιος λαός! Δέστε τί καρποί βλάστησαν στή γῆ πού ἐξέθρεψε τό Μωυσῆ, τόν Ἡσαΐα, τό Δαβίδ! Ἡ ἄλλοτε γνωστή εὐλάβεια τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξελίχτηκε σέ μιά σαββατολατρεία. Ἡ ἰερατική ὑπηρεσία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ ἔγινε μιά ἀστυνομική ἐγρήγορση καί παρακολούθηση τῆς τάξεως τῆς θεᾶς πού ὀνομάζεται «Σάββατο»!

«Ὁ δέ ἰαθείς οὐκ ἤδει τίς ἐστιν· ὁ γάρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. (Ἰωάν. 3΄13). Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος εἵχε κοιτάξει ἀπό τό κρεβάτι του τά μάτια τοῦ Κυρίου. Εἵχε νιώσει τή ζωοποιό ἀνάσα Του, εἶχε γνωρίσει τή θαυματουργική Του δύναμη. Παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτά ὅμως δέν μποροῦσε νά τούς δώσει τό ὄνομα τοῦ θεραπευτῆ του ἤ νά τούς πεῖ ἀπό ποῦ ἐρχόταν. Ὁ Κύριος μέ τό πού πραγματοποίησε τή θεραπεία χάθηκε μέσα στό πλῆθος κι ἄφησε τά πράγματα νά ἐξελιχτοῦν μόνα τους. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ σπορέας. Σπέρνει τόν καλό σπόρο καί τόν ἀφήνει ν᾿ ἀναπτυχθεῖ καί μέ τόν καιρό νά καρποφορήσει, ἀνάλογα μέ τόν τόπο ὅπου ἔπεσε. Ὁ Κύριος ἔκανε τό καλό ἔργο, τό θεϊκό, τόσο σέ δύναμη ὅσο καί σέ ἀγάπη, κι ἀποσύρθηκε γιά νά γλιτώσει τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶπε λίγο ἀργότερα: «Δόξαν παρά ἀνθρώπων, οὐ λαμβάνω» (Ἰωάν. Ε΄ 41). Φεύγει μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους γιά νά μή τόν φθονήσουν, ὅπως γίνεται συνήθως. Φεύγει ὅμως γιά νά δώσει παράδειγμα καί σ᾿ ὅλους ἐμᾶς πού λεγόμαστε χριστιανοί. Τό καλό ἔργο τελειοποιεῖται καί δικαιώνεται ὅταν γίνεται μόνο ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο καί γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά κάνουν καλά ἔργα, ἄς μή τά κάνουν ἀπό ματαιότητα, γιά νά προσελκύσουν τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ὅποιος ἐπιδείχνει τά καλά του ἔργα σέ κοινή θέα, μοιάζει μέ τόν ἄνθρωπο πού βάζει τά πρόβατα ἀνάμεσα στούς λύκους. Γι᾿ αὐτό καί πρέπει νά προσέχουμε πολύ τά καλά μας ἔργα, ν᾿ ἀποφεύγουμε νά προκαλοῦμε τόν ἔπαινο ἤ τό φθόνο τῶν ἄλλων. Ὅποιος γυρεύει σκόπιμα τόν ἔπαινο τῶν ἄλλων, ξέχωρα ἀπό τό καλό του ἔργο, θά κάνει καί δυό κακά: Τόν ἔπαινο, πού θά βλάψει τόν ἴδιο προσωπικά, καί τό φθόνο, πού θά βλάψει τούς ἄλλους.

«Μετά ταῦτα εὑρίσκει αὐτόν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καί εἶπεν αὐτῶ· ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ἰωάν. Ε΄14 ). Ὁ Κύριος θεράπευσε τό σῶμα καί τώρα ἀναβιβάζει τό γεγονός αὐτό σέ ἀνώτερη σφαίρα, στήν πνευματική του διάσταση. Κάνει τόν θεραπευμένο νά συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ πηγή κι ἡ αἰτία τῆς φοβερῆς του ἀρρώστιας ἦταν ἡ ἁμαρτία. Καί τόν προειδοποιεῖ νά πάψει ν᾿ ἁμαρτάνει. Ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται.

Δέν εἶναι γνωστό σέ τί εἵδος ἁμαρτίας εἵχε πέσει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μά οὔτε καί μᾶς βοηθάει ἡ γνώση αὐτή. Ξέρουμε πώς ὁ Θεός ἀποστρέφεται κάθε ἁμαρτία, πώς ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό κοντά Του. Γνωρίζουμε πώς κάθε ἁμαρτία γιά τήν ὁποία δέν ἔχουμε μετανοήσει, ἀργά ἤ γρήγορα θά προκαλέσει πόνο, θά φέρει βάσανα. Μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται. Τώρα ὁ Θεός σοῦ ἔδειξε τό ἔλεός Του, ἡ ἁμαρτία σου συχωρέθηκε. Μήν ἐξακολουθεῖς νά πειράζεις τό Θεό ὅμως, μή τόν προκαλεῖς. Γιατί τότε, ἀντί γιά τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ἴσως συναντήσεις τή δικαιοκρισία Του. Ἄν κατόρθωσες νά δικαιωθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τήν προηγούμενη ἁμαρτία σου, μέ μιά ἀνεπαρκή γνώση γιά τή δύναμή Του, μετά ἀπ᾿ αὐτό πού ἔγινε δέ θά μπορέσεις νά βρεῖς δικαιολογία.

Αὐτή εἶναι μιά θαυμάσια ἀλλά καί φοβερή προειδοποίηση πρός ὅλους μας. Πώς ἄν γιά μιά φορά νιώσαμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πάνω μας δέν πρέπει νά ξαναμαρτήσουμε, μήπως μᾶς βρεῖ κάτι χειρότερο ἀπ᾿ αὐτό πού μᾶς λύτρωσε ὁ Θεός.

«Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καί ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτόν ὑγιῆ» (Ἰωάν ε΄15). εἶδε ὅτι ὠφελήθηκε ὁ ἄνθρωπος κι εἶπε στούς Ἰουδαίους πώς τόν ἔκανε καλά ὁ Ἰησοῦς. Τό ἔκανε αὐτό μέ καλή πίστη, μέ καλές προθέσεις. Τόν ρωτήσανε γιά τόν Ἰησοῦ κι αὐτός νόμισε πώς ἦταν καλο νά τό πεῖ. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἔνιωσε πώς ὄφειλε αὐτό στόν εὐεργέτη του, ἔπρεπε νά γνωρίσει τό ὄνομά του στούς ἄλλους, νά τό μάθουν ὅλοι, καί μάλιστα ἐκεῖνοι πού τόν ρώτησαν. Οὔτε νά φανταστεῖ δέν μποροῦσε πόσο πονηρές ἤταν οἱ καρδιές ἐκείνων πού ρωτοῦσαν γιά τόν Ἰησοῦ. Πῶς θά μποροῦσε νά ὑποψιαστεῖ πώς ἐκεῖνοι δέ ρωτοῦσαν γιά νά δοξάσουν τόν Ἰησοῦ σάν θαυματουργό, μά γιά νά τόν θανατώσουν, ἐπειδή δέν τήρησε τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου;

Πρέπει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα τό σημεῖο αὐτό. Πηγαίνει καί λέει στούς Ἰουδαίους πώς ὁ Ἰησοῦς ἦταν πού τόν θεράπευσε. Κατέχεται ὁλόκληρος ἀπό τή σκέψη τῆς θεραπείας καί τοῦ θεραπευτῆ του. Οἱ Ἰουδαῖοι, ἀντίθετα, κατέχονταν ἀπό τήν σκέψη τοῦ σαββατισμοῦ, τῆς μή τήρησης τοῦ Σαββάτου…

Ἡ σκέψη καί ἡ διάθεσή του ἦταν νά δοξολογήσει τόν Κύριο Ἰησοῦ, τόν εὐεργέτη του. Ἡ σκέψη κι ἡ διάθεση τῶν Ἰουδαίων ἦταν νά τόν θανατώσουν. «Οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτουν αὐτόν ἀποκτεῖναι», γράφει ὁ Εὐαγγελιστής (Ἰωάν. Ε΄ 16) γιατί ἥθελαν νά τόν σκοτώσουν; Μήπως ἐπειδή ἦταν ὁ μοναδικός ἄνθρωπος πού πρόσεξε τό δυστυχή παράλυτο τά τριάντα ὀκτώ αὐτά χρόνια; Μάλιστα, γι᾿ αὐτό. Ἀλλά καί γιά ἕναν ἀλλο λόγο. Ἐπειδή ὁ Κύριος ἦταν ὁ μοναδικός ἄνθρωπος πού ἔδωσε μεγαλύτερη σημασία στή ζωή ἑνός ἀνθρώπου, ἀπό τήν τυπολατρία τοῦ σαββατισμοῦ τῶν Ἰουδαίων.

Ὁ Κύριος πέρασε ἀπαρατήρητος ἀνάμεσα ἀπό τίς παγίδες καί τίς ἐνέδρες τῆς κακίας τῶν Ἰουδαίων, σκορπίζοντας μέ λόγο καί ἔργα τό εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης γιά τούς ἀνθρώπους, ὥς τή στιγμή πού ἀποφάσισε πώς ἥρθε ἡ ὥρα νά παραδοθεῖ στά χέρια τῶν Ἰουδαίων. Γιά νά δείξει τή μεγαλοσύνη Του μέ τήν ταπείνωσή Του, νά νικήσει τό θάνατο μέ τό θάνατό Του.

Σ᾿ Αὐτόν πρέπει ἡ τιμή κι ἡ δόξα, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μετάφραση – ἐπιμέλεια Πέτρου Μπότση


http://www.hristospanagia.gr/?p=9826

Πρός μία κοινωνία αγάπης

$
0
0
ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΓΑΠΗΣ.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΟΡΑΜΑ  ΚΑΙ ΑΓΩΝΑΣ

Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου Παγκσμιότητα και Ὀρθοδοξία, Ἀθήνα 2005.

Στίς σύγχρονες συνθῆκες του παγκόσµιου τεχνολογικοῦ πολιτισµοῦ ἐµφανίζεται µιά φοβερή  κρίση σχετικά  µέ τήν αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρώπου,
µιά κρίση ταυτότητος. Οἰ θρησκεῖες, γιά νά προσφέρουν οὐσιαστικό λόγο στό θέµα  αὐτό,  ὀφείλουν νά δώσουν  ἀπάντηση στό  ἐρώτηµα  περί  ἀνθρώπου, ἡ όποία  νά ὑπερβαίνει τή µηχανιστική βιολογική περιγραφή. Ἡ ἀποφασιστική συµβολή  τοῦ Χριστιανισµοῦ στό καίριο  αὐτό σηµεῖο  εἶναι ὅτι ἀποκαλύπτει τό πρόσωπο καί τήν ἀνάγκη  ἐντάξεώς του σέ µιά κοινωνία  ἀγάπης.
Μέ   τρόµο    διαπιστώνουµε   ὅτι   στούς    δρόµους,    στήν    ἐργασία,    στήν οἰκογένεια, αὐξάνονται τά «προσωπεῖα» καί  ἐξαφανίζονται τά  «πρόσωπα»· οἰ ἂνθρωποι ἔχουν  «ρόλους»   - συνήθως  ἂψυχους. Μοιάζουν µέ  ἐξαρτήµατα


µηχανῶν, δέν εἶναι «πρόσωπα». Συχνότατα, ἔχει κανείς τήν αἴσθηση  ὅτι βρίσκεται σέ ἰδιότυπο  χορό  µεταµφιεσµένων, ὅπου  οί συµµετέχοντες καλύπτουν τήν ταυτότητά τους µέ τήν πρωτοτυπία ὅµως,  ὅτι κάθε φορά πού ἀποσύρεται µιά µάσκα,  ἀποκαλύπτεται νέο προσωπεῖο. Σέ µιά τέτοιου  εἴδους κρίση   αὐθεντικότητος  τοῦ   ἀνθρώπου  ἡ  συµβίωση  δέν   εἶναι   δυνατόν   νά καταστεῖ  «κοινωνία».
Σύµφωνα  µέ   τή   χριστιανική  ἀντίληψη,  ἐνῶ   ὁ  ᾂνθρωπος  ἦταν   «κατ' εἰκόνα»,    κατάντησε  (κατά   τήν   ἔκφραση    τοῦ   ᾁγίου   Γρηγορίου  Νύσσης)
«εἰδεχθές προσωπείον»1, ὅταν  ἀρνήθηκε νά δεχθεί  τήν  κοινωνία  ἀγάπης  µέ τόν   Θεό   καί   καταχράσθηκε  τή   φύση   του.   Άλλά,   γιά   νά   κατανοηθεῖ  ἡ ἀντίληψη τοῠ Χριστιανισµοῦ περί ἀνθρώπου, ἰστορίας  καί κοινωνίας, θά ἀπαιτηθεί  συστηµατική  ἀναφορά   στίς  θεολογικές ρίζες  τῆς  πίστεως.   Τότε
Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς του άνθρώπου, ΡG 44,193C: «Διάτoῦτo πολλάκις άγνοείσθαι
ποιεῖ τό θείον δώρον ή περί ἡµάς ἀθλιότης, οἷον προσωπείον εἰδεχθές τῷ κατά τήν εἰκόνα κάλλει τά πάθη τῆς σαρκός ἐπιπλάσσουσα».Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τούς Μακαρισµούς, PG 44, 1197 BC: «  ...  ὁ τῆς ἁµαρτίας ῤύπος τό ἐπί εἰκόνος κάλλος ἠχρείωσε». Πρβλ. Κ. Σκουτέρη, Συνέπειαι τῆς πτώσεως και λουτρόν παλιγγενεσίας. Ἐκ τῆς ανθρωπολογίας τοῠ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀθῆναι 1973, σελ. 51-61.
µόνο  θά  ἀποκαλυφθεῖ πληρέστερα πώς  ὁ  χριστιανός, ἀντλώντας ἀπό  τήν πεµπτουσία τοῦ θρησκευτικοῦ του πιστεύω,  ἀντιλαµβάνεται τίς πνευµατικές προϋποθέσεις καί  ρίζες  τῆς  ανθρώπινης ἑνότητος   καί  πῶς  ἐµπνέεται ἀπό αυτές στό ὅραµα καί στόν ἀγώνα του γιά τήν παγκόσµια κοινότητα.
α)   Στό   σηµεῖο   αὐτό   θά   πρέπει   νά   γίνουν   δυό   διευκρινήσεις:  Στόν χριστιανικό  κόσµο,   ὅπως   καί   στίς   ἄλλες   µεγάλες   θρησκευτικές  όµάδες, υπάρχουν ποικίλες   θέσεις  µέ  ἰδιαίτερη   ἔµφαση  καί  δέν  εἶναι  δυνατόν   στό δοκίµιο  αὐτό νά εκφρασθεῖ όλόκληρο τό consensus τῶν χριστιανικῶν θέσεων· οἰ γραµµές   πού  ἀκολουθοῦν παραµένουν κυρίως  ἡ  θεολογική τοποθέτηση ἑνός  ὀρθοδόξου ἕλληνος  θεολόγου, ὁ ὁποίος  προσπαθεῖ νά ἔχει ἀνοικτό  τόν ὁρίζοντά  του στόν πανανθρώπινο προβληµατισµό.
β) Δέν σκοπεύουµε νά υἱοθετήσουµε αδογµατικές, ἄχρωµες  θρησκευτικές διατυπώσεις  -  διότι   µιά   τέτοιου   εἲδους   γλώσσα   οὔτε   γνήσια   εἶναι   οὔτε ἐκπροσωπεί συγκεκρισµένη θρησκευτική ὁµάδα. Ἀσφαλώς, ὁρισµένες χριστιανικές ἀρχές, ὅπως οἰ περί Ἁγίας Τριάδος,  Σταυροῦ,  Ἀναστάσεως, ἀποτελοῦν σκάνδαλο γιά ἀνθρώπους ἄλλων  θρησκειών. Γιά τόν πιστό ὅµως χριστιανό συνιστοῦν τή µυστική  δύναµη  πρός ὑπερνίκηση τοῦ ἐγωισµοῦ του καί πρός ἐργώδη προσπάθεια γιά µιά κοινωνία  ἀγάπης.  Στή φάση αὐτή ἀλληλοκατανοήσεως προέχει  ἡ ἀνάλυση  τών βαθυτέρων θρησκευτικῶν ἐµπνεύσεών µας  καἱ  ὅχι  ἡ ἀναζήτηση τεχνητοῦ   κοινοῦ  παρονοµαστοῦ.  Τό πρόβληµα   δέν    εἶναι,    ὡς    ἂτοµα    νά    ὐπερβοῦµε   λεκτικά     τό    κλειστό θρησκευτικό µας κύκλωµα γιά νά συναντήσουµε τούς ἄλλους, ἀλλά νά ανοίξουµε  τίς θύρες καί τά παράθυρα  τῶν θρησκευτικῶν µας συστηµάτων ἐκ τῶν ἒσω, γιά τή διευκόλυνση ἀληθινῆς κοινωνίας µἐ ὅλους τούς ἀνθρώπους.


Ἡ ὑπέρτατη κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀφετηρία τῆς ἐγκόσμιας.

1.  Οἱ χριστιανικές  βεβαιότητες  ξεκινοῦν ἀπό τήν ἀφετηρία µιᾶς ὑπέρτατης
Κοινωνίας.   Πρόκειται  γιά  τήν  ὕψιστη  ἔκφραση  κοινωνίας,   καί  αὐτή  εἶναι  ἡ
«ὂντως  οὖσα»  πραγµατικότητα:  ὁ  Θεός,  ὁ  ἀπρόσιτος   καί  ἄπειρος  Τριαδικός Θεός,  νοούµενος  κυρίως  ὡς τελεία  «κοινωνία»,  ὡς ἄπειρη  καί τελεία  ἑνότητα· ὕπαρξη  ἑνιαίας  οὐσίας  καί  µετοχή  προσώπων·  µονάς  ἐν  τριάδι  καί  τριάς  ἐν
µονάδι. Αὐτό τελικῶς σηµαίνει  ὑπέρβαση  τῶν ἀριθµητικών  κατηγοριῶν,  ἔξοδο ἀπό  τή σύγχυση  τῆς  πολλαπλότητος ἀλλά  καί  τῆς  µονώσεως  τοῦ  ἑνός  οὔτε στατικότητα  οὔτε  ἀπλή  δυναµικότητα, ἀλλά  ὑπέρβαση  καί  τοῦ  ἑνός  καί  τοῦ ἑτέρου:  κοινωνία  αγάπης2.  Ἡ βεβαιότητα  αὐτή,  µολονότι  ὑπῆρξε  σταυρός  γιά
«Ἐν  τῆ  Ἁγία  Τριάδι  ἡ  ἑνότητα  δέν  εἶναι  οὔτε  στατική,  οὔτε  ἁπλως  λειτoυργική:   εἶναι
ὑποστατική· δηλαδή καθένα ἀπό τά πρόσωπα διατηρεῖ τά ἰδιάζοντα χαρακτηριστικά Του σέ µιά ἀσύγχυτη ἕνωση, καί ἡ ἑνότητα "µεταδίδει" τά χαρακτηριστικά αὐτά στούς ἀνθρώπους, ὥστε νά ἐγκαθιδρύσει  κοινωνία  διά  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύµατος  ἐν  τῆ  χάριτι  τοῦ  Υἱοῦ  καί  τῆ  ἀγάπη  τοῦ
τούς     ἀνθρώπινους    τρόπους     σκέψεως,     παραµένει     καίριο     σηµεῖο     τοῦ χριστιανικοῦ  στοχασµοῦ, ἑποµένως καί ὡς πρός τό θέµα «πρός παγκόσµια κοινωνία».
«Κατ' εἰκόνα Θεοῦ», βάση ἑνότητος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως.

2.  Ὁ Τριαδικός  Θεός  δηµιούργησε  καί συντηρεῖ  «τόν κόσµον  καί πάντα  τά ἐν αὐτῷ» (Πράξ. 17:24)· παραµένει  «Κύριος οὐρανοῦ καί γῆς» ἀλλά καί Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων.  «Εἷς Θεός καί πατήρ  πάντων,  ὁ ἐπί πάντων  καί διά πά- ντων  καί  ἐν  πᾶσιν  ἡµῖν»  (Έφεσ.  4:6).  Ἡ  ἀνθρωπότητα παρουσιάζει   µεγάλη ποικιλία   καί   πολλαπλότητα  ἁλλά   ἡ   ἀληθινή   φύση   της   ἑδράζεται    στήν ἑνότητα. Ὄχι ἁπλῶς διότι «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνός αἵµατoς πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων  (ὁ Θεός)»   (Πράξ.   17:26)   ἀλλά   κυρίως   διότι   «κατ'   εἰκόνα   Θεοῦ   ἐποίησε   τόν ἄνθρωπον» (Γεν. 5:1)3 µέ οὐσιαστικό χαρακτηριστικό νά ἀποτελεῖ «κοινωνία ἀγάπης»   κατά   τό  πρότυπο   τῆς  Ἁγίας   Τριάδος,   σέ  ἁρµονία   µέ  τήν  κτίση ὁλόκληρη   καί  τήν  πηγή  τῆς  ἀγάπης,  τόν  Θεό.  Ἔτσι,  ὅλοι  οἱ ἄνθρωποι,ἀνεξαρτήτως φυλῆς,  χρώµατος,   γλώσσας,  µορφώσεως,   φέρουν  τή θεία εἰκόνα4, νοῦν δηλαδή,  ἐλεύθερη θέληση  καί ἀγάπη.  Ἡ µετοχή  ὁλόκληρης

Πατρός».  Ν  .Α.  Nissiotis,  «The  Importance  of  the  Doctrine  of  the  Trinity  for  Church  Life  and
Theology», A.J. Philippou, ed., The Orthodox Ethos, Oxford 1964, σελ. 43.
Ἁγιογραφική ἀνάλυση τοῦ καθοριστικοῦ αὐτοῦ στίχου βλ. Π. Μπρατσιώτου, «Τό Γενέσεως α'
26 ἐν τῆ ὀρθοδόξῳ θεολογία.», Ὀρθοδοξία 27 (1952), σελ. 359-372, καί στά γερµανικά στό περιοδ. Evαngelische Theologie 11 (1951-52), σελ. 289-297. Πρβλ. τοῦ αὐτοῦ, Ὁ ἄνθρωπος ἐν τῆ Καινῆ Διαθήκη, Ἀθῆναι 1955. Ν. Μπρατσιώτου,  Ἀνθρωπολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Ι. Ὁ ἄνθρωπος  ώς θεῖον δηµιούργηµα,  Ἀθήναι  1967. Ἰ. Καραβιδοπούλου,  «Εἰκών Θεοῦ» καί «κατ' εἰκόνα» Θεσῦ παρά τῷ ἀποστόλῳ Παύλῳ. Αἱ χριστολογικαί βάσεις τῆς παυλείου ἀνθρωπολογίας, Θεσσαλονίκη 1964.
4
Χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀναλύει: «Εἰπών ὁ λόγος ὅτι ἐποίησεν ὁ Θεός τόν
ἅνθρωπον, τῷ ἀορίστῳ τῆς σηµασίας ἅπαν ἐνδείκνυται τό ἀνθρώπινον...  Oὐκοῦν τῆ καθολικῆ
τῆς φύσεως κλήσει τοιοῦτόν τι ὑπονοεῖν ἐναγόµεθα, ὅτι τῆ θείᾳ προγνώσει τε καί δυνάµει πᾶσα ἡ ἀνθρωπότης  ἐν τῆ πρώτη κατασκευῆ  περιείληπται  ... οἶµαι καθάπερ ἐν ἑνί σώµατι ὅλον τό τῆς ἀνθρωπότητος πλήρωµα τῆ προγνωστικῆ δυνάµει παρά τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων περισχεθῆναι, καί τοῦτο διδάσκειν τόν λόγον τόν εἰπόντα, ὅτι καί  ἐποίησεν  ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον,  καί κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν. Οὐ γάρ ἐν µέρει τῆς φύσεως ἡ εἰκών, οὐδέ ἔν τινι τῶν καθ' αὑτόν θεωρουµένων ἡ χάρις ἀλλ' ἐφ' ᾅπαν τό γένος ἐπίσης ἡ τοιαύτη διήκει δύναµις ... Ὁµοίως ἔχει ὅ τε τῆ  πρώτη  τοῦ  κόσµου  κατασκευῆ  συναναδειχθείς  ἄνθρωπος,  καί  ὅ κατά  τήν  τοῦ  παντός συντέλειαν  γενησόµενος, ἐπίσης ἐφ' ἑαυτων φέρουσι  τήν θείαν εἰκόνα ... Πᾶσα τοίνυν ἡ φύσις, ἡ ἀπό τῶν πρώτων  µέχρι  τῶν ἐσχάτων  διήκουσα,  µία τις τοῦ ὅντος  ἐστίν  εἰκών'  ἡ δέ πρός  τό ἄρρεν  καί  θῆλυ  τοῦ  γένους  διαφορά   προσκατεσκευάσθη  τελευταῖον   ῷ  πλάσµατι,   διά  τήν αἰτίαν,  ὡς οἶµαι,  ταύτην»·  Γρηγορίου  Νύσσης,  Περί κατασκευῆς  τοῦ ἀνθρώπου, ΡG 44,185 B-D. Παράλληλα   µέ   τόν   τονισµό   τῆς   ἑνότητος   τοῦ   ἀνθρωπίνου   γένους   ἐπισηµαίνεται  καί   ἡ διάκριση µεταξύ οὐσίας (τῆς καθόλου ἀνθρωπότητος) καί ὑποστάσεως  (κάθε ἀνθρώπου). Περισσότερα   γιά   τίς   ἀπόψεις   τοῦ   ἁγίου   Γρηγορίου   Νύσσης   σ'   αὐτό   τό   σηµεῖο   βλ.   Ἠ. Μουτσούλα,   Ἡ  σάρκωσις   τοῦ  Λόγου   καί  ἡ  θέωσις   τοῦ  ἀνθρώπου   κατά   τήν  διδασκαλίαν
της ἀνθρώπινης ὑπάρξεως στή  θεία  εἰκόνα  καθιστᾶ   τήν  ἀνθρώπινη φύση
«ἀδιάτµητον» ἑνότητα.
Ἡ φυσική  συνεπῶς  κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι  νά ζεῖ σέ κοινότητα - ἀκριβέστερα  σέ   κοινωνία.  Δυστυχῶς  ὅµως,   στήν   ἀφετηρία  τῆς   ἱστορίας συνέβη µιά διάσπαση, µιά οὐσιαστική «ἀλλοτρίωση», ὅταν ὁ ἀνθρωπος, προσκολληµένος στό  ἀτοµικό  του  ἐγώ,  θέλησε  νά καθορίσει τήν  περαιτέρω πορεία  του  θέτοντας έν  ἀµφιβόλῳ τήν  κοινωνία µέ  τόν  Θεό  -  τή  βάση  τῆς ἑνότητος    καί   «κοινωνίας»  µέ   τούς   ἄλλους    ἀνθρώπους   καί   τό   φυσικό περιβάλλον.
Ὑστερα    ἀπό   τή   ρήξη   τῶν   σχέσεων    τοῦ   ἀνθρώπου  µέ   τόν   Θεό,   ἡ δραµατική αὐτή τάση προκαλεῖ ἀδιάκοπη κίνηση χωρισµοῦ ἀπό τούς συνανθρώπους,  τούς  «κατ'  εἰκόνα   Θεοῦ»   πλασθέντας,  καί  ἀπό  τή  φύση  - κίνηση   πού  κορυφώνεται  στή  διάσπαση   του  ἴδιου  τοῦ  ἐγώ.  Ἡ  ὁρµή  αὐτή θεωρήθηκε ἀπό τή χριστιανική σκέψη  ἐκφυλισµός, «ἁµαρτία», «ἀλλοτρίωση» τῆς οὐσίας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως  λόγω δέ τοῦ ἑνιαίου τοῦ ἀνθρώπινου φυράµατος  κατέστη   πανανθρώπινη  ἀναπηρία.  Τόσο  λοιπόν   στό  µεγαλεῖο ὅσο  καί στήν  πτώση  της  ἡ ἀνθρώπινη φύση  βρίσκεται ἑνωµένη   καί ἡ θέση ὅλων  τῶν ἀνθρώπων ὑπό τήν κρίση  τοῦ Θεοῦ  παραµένει κοινή·  «πάντες  γάρ ἥµαρτον   καί ὑστεροῦνται τῆς  δόξης  τοῦ  Θεοῦ»  (Ρωµ.  3:22-23)5.   Ἔκτοτε,  τήν ἀνθρώπινη ἱστορία  τήν προσδιορίζει ἡ ἀµφίδροµη τάση: πρός ἑνότητα, χαρακτηριστικό  τῆς   «θείας   εἰκόνος»,    καί  πρός   διάσπαση,  συνέπεια  τῆς πτώσεως.
Στίς  συνθῆκες  αὐτές   δέν  ἦταν   πλέον   δυνατόν   νά  γίνεται   λόγος   περί
«κοινωνίας» µέ τήν πρώτη της ἔννοια. Ἐπεβάλλετο ὅµως νά διατηρηθεῖ τουλάχιστον µιά  δυνατότητα συνυπάρξεως, δυνατότητα συµβιώσεως, µέχρι τήν ἀποκατάσταση τῆς πρώτης  κοινωνίας ἀγάπης.  Τό στοιχειῶδες χρέος δικαιοσύνης καί ἀλληλοβοήθειας ἐπαναλαµβάνεται συνεχῶς  στίς σελίδες  τῆς Παλαιᾶς  Διαθήκης ὡς  ἐντολή  Θεοῦ,  γιά  νά κορυφωθεῖ µέ  τόν  πιό συγκλονιστικό τρόπο στίς σελίδες  τῆς Καινῆς.



Γρηγορίου   τοῦ  Νύσσης,   Ἀθῆναι   1965.  Κ.  Σκουτέρη,   Ἡ  ἑνότης  τῆς  ἀνθρωπίνης   φύσεως   ὡς πραγματική   προϋπόθεσις   τῆς   Σωτηρίας.   (Ἐκ   τῆς   ἀνθρωπολογίας   τοῦ   αγίου   Γρηγορίου Νύσσης),  Ἀθῆναι 1969.


Τό  γεγονός  ὅτι  ὅλοι  οἱ  ανθρωποι   είναι  ἄµαρτωλοί   καἶ  ἔχουν  ἀνάγκη  συγχωρήσεως  καί
καταλλαγῆς   φωτίζει   µιά   ἰδιάζουσα   πλευρά   τῆς  ἀνθρώπινης   ἑνότητος.   Κατανοώντας  µέ ταπείνωση τήν ἁµαρτωλότητά µας, τήν πανανθρώπινη αὐτή ὑπαρκτική τραγωδία, συνειδητοποιοῦµε τήν κοινή φύση µας. Πρβλ. Ch.W. Fonnan,  Α Fαith for the Nαtions, Philadelphia
1967, σελ. 42-45.







Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, νέα δύναμη «κοινωνίας».

3.  Γιά  νά προσφέρουν ὅµως  οἱ  χρωτιανοί τήν  οὐσιαστική τους  συµβολή στήν  ἑνότητα  τῆς  ἀνθρωπότητος, εἶναι  ὑποχρεωµένοι  νά  µιλήσουν ἀπερίφραστα  γιά   ἕνα   γεγονός    γιά   τό   κατ'   ἐξοχήν    γεγονός,    τό   ὁποῖο πιστεύουν ὅτι ἔδωσε νέο βάθος καί περιεχόµενο στίς σχέσεις  µεταξύ  Θεοῦ καί ἀνθρώπων καί ὅτι  ἀποτελεῖ  τό βασικό  κέντρο  ἑνότητος  τοῦ  σύµπαντος, τόν ἀποφασίστικό  παράγοντα  ἐπαναφορᾶς  τῆς  θείας  κοινωνίας  ἀγάπης. Πρόκειται ἐπιγραµµατικά γιά τό ὅτι «ὁ Λόγος  σάρξ ἐγένετο  καί ἐσκήνωσεν  ἐν ἡµίν, πλήρης  χάριτος  καί ἀληθείας»  (Ἰω.1:14). Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου  τοῦ Θεοῦ ἀποτελεί ἀποφασιστική ὤθηση πρός «κοινωνίαν»  κάθε ἀνθρώπινου προσώπου  µέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους  καί µέ ὁλόκληρο  τόν φυσικό κόσµο. Μέ τήν  πρόσληψη   τῆς  ἀνθρώπινης   φύσεως   «τῆ  κενώσει»   Αὐτοῦ  (Φιλιπ.  2:7),  ὁ Χριστός ἑνώθηκε µέ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο φύραµα. «Σῶµα δέ Αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ), καθώς εἴρηται πολλάκις, πᾶσα ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἧ κατεµείχθη»6.
Ἡ παρουσία  τοῦ Λόγου  τοῦ Θεοῦ  φέρνει  µιά ὀντολογικῶς  νέα δύναµη  γιά τήν   κάθαρση   τῆς   «θείας   είκόνος»,   τήν   ἀποκατάσταση  τῆς   ἀγάπης,   τήν ἐξύψωση  τῆς  ἑνιαίας  ἀνθρωπίνης  φύσεως  στή  σφαίρα  τοῦ  Θείου7.  Ἡ  ἄλλοτε


6
Γρηγορίου  Νύσσης, Λόγος εἰς τό «Ὅταν ὑποταγῆ αὐτῶ) τά πάντα ... », PG 44,1320Β.  Πρβλ. τοῦ
αὐτοῦ, Εἰς τήν Ὑπαπαντήν  τοῦ Κυρίου, PG 46,1165ΑΒ:  «Ἁγιάζει δέ τῷ) Θεῷ) καί Πατρί οὐ µόνον τά  τῶν  ἀνθρώπων   πρωτότοκα,   ἀλλ'  ἤδη  καί  παν  τό  ἀνθρώπινον   φῦλον,  διά  τῆς  ἐν  αὐτῷ) ἀπαρχῆς  τοῦ ἡµετέρου  φυράµατος,  ... ὄλον ὥσπερ ἀναζυµώσας εἰς ἁγιασµόν  τῆς ἀνθρωπίνης οὐσίας τό σύγκριµα».  Καί εἰς τόν Ἀντιρρητικόν πρός τά Ἀπολλιναρίου, ΡG 45,1152C, προσθέτει:
« ... τῷ)  ἀνθρώπῷ  ἀνακραθείς,  καί  πᾶσαν  ἐν ἐαυτῷ)  τήν  ἡµετέραν  φύσιν  δεξάµενος,  ἵνα  τῆ
πρός  τό  θεῖον  ἀνακράσει   συναποθεωθῆ  τό  ἀνθρώπινον,   διά  τῆς  ἀπαρχῆς   ἐκείνης  παντός
συναγιαζοµένου   τοῦ  τῆς  φύσεως   ἡµῶν   φυράµατος».   Τήν  ἰδέα   τῆς  ἐν  τῷ  Ἰησου   Χριστῷ)
«ἀνακεφαλαιώσεως» σύµπαντος  τοῦ ἀνθρώπινου  γένους  τονίζει  ἤδη ὁ Εἰρηναῖος  κατά τόν Β'
αἰ µ.Χ. (Contra  Haereses,  ΠΙ, 18,1 -PG 7,952Β:  «sed quando  incamatus  est, et homo factus, longam hominum  expositionem  in seipso  recapitulavit,  in compendio  nobis  salutem  praestans  ... ». Πρβλ. αὐτόθι,   ΠΙ,  22,3   PG  7,958Α:   «  ...  et  generationem  hominum   cum   ipso   Adam   in  semetipso recapitulatus    est».   Ἰδέ   πλείονα,   Α.   Θεοδώρου,    Ἡ   περί   Ἀνακεφαλαιώσεως   διδασκαλία   τοῦ Εἰρηναίου,  Ἀθηναι  1972.  (Ἀνάτυπον  ἐκ τῆς  Ἐπιστημονικῆς  Ἐπετηρίδος  τῆς Θεολογικῆς  Σχολῆς τοῦ  Πανεπιστημίου  Ἀθηνῶν,  τόμος  ΙΗ').  Ἡ  βεβαιότητα   αὐτή  διαποτίζει   τή  σκέψη   πολλῶν Πατέρων  τῆς Ἀνατολικῆς  Ἐκκλησίας.  Πρβλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς τό κατά Ἰωάννην,  PG
74,432D: Ὁ Χριστός «ἡµας ἵστησιν ἐν ὄψει τοῦ Πατρός, ἀρχή ὤν τῆς ἀνθρωπότητος ... ». Αὐτόθι,
73,753: «ἐπείπερ  ἄνθρωπος  γεγονώς,  ὄλην εἶχεν ἐν ἑαυτῷ) τήν φύσιν, ἵνα πᾶσαν ἐπανορθώση
µετασκευάσας  εἰς  τό  ἀρχαῖον.»   Πρβλ.  Ἰωάννου  Δαµασκηνοῦ,   Κεφάλαια   δογµατικά,   PG  94,
985C,  κεφ.   µε':   «σάρκα   ἐψυχωµένην    ψυχῆ   λογικῆ   τε   καί   νoερᾷ   ὑπεστήσατο,    ἀπαρχήν
προσλαβόµενος τοῦ ἀνθρωπείου  φυράµατος,  αὐτός ὁ Λόγος γενόµενος  τῆ σαρκί ὑπόστασις».
7
Στήν   πατερική   θεολογία   εἶναι   προσφιλής   ἡ  διδασκαλία   τῆς   ἐν  Χριστίῷ   θεώσεως   τῆς
ἀνθρώπινης  φύσεως, τῆς ἀνυψώσεως  τοῦ ἡµετέρου  φυράµατος  στή δόξα τῆς κοινωνίας  µέ τόν
Θεό: «Ὅλη ἡ ἱστορία  τῆς Θείας Προγνώσεως διαιρεῖται  κατά τόν ἅγιο Μάξιµο  σέ δύο µεγάλες

5
«ἠλλοτριωµένη» ἀνθρωπότητα ἐπανέρχεται  ἐν Χριστῶ  στήν  «κοινωνία»  µετά τῆς  Ἁγίας  Τριάδος.  Λόγω  τοῦ  ἐνιαίου  τῆς  ἀνθρώπινης  φύσεως  οἱ ἐπιπτώσεις τῆς Σαρκώσεως, τοῦ Πάθους, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καθίστανται παγκόσµιες  µέσα στόν χῶρο καί τόν χρόνο,  καί ἡ παρουσία  Του λυτρώνει  τόν κόσµο  µέ  τή  συνεχή  ἐνέργεια   τοῦ  Ἁγίου  Πνεύµατος.   Τό  ἀνθρώπινο   γένος ἀποκτᾶ   νέα   δύναµη   κατανοήσεως  καί   προσεγγίσεως  τοῦ   Θεοῦ,   ή  ὁποία συγχρόνως  εἶναι καί ή πηγή ἑνότητος τῶν ἀνθρώπων.
Ἐν τῷ Χριστῷ πραγµατοποιεῖται µιά συµφιλίωση,  µιά «καταλλαγή» παγκοσµίων  διαστάσεων,  «ὅτι ἐν Αὐτῷ εὐδόκησε  πᾶν τό πλήρωµα  κατοικῆσαι καί δι' Αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τά πάντα εἰς Αὐτόν» (Κολ. 1:21)8. Ὑστερα ἀπό τήν ὁλοκληρωτική καταλλαγή τῶν ὅντων µέ τόν Θεό, πραγµατοποιεῖται καί ἡ συµφιλίωση   µεταξύ  τους.  Ὁ χριστιανός  ὑποχρεοῦται   νά  διατηρεῖ  ζωηρή  τήν αἴσθηση   τῆς   πανανθρώπινης  τραγικῆς   διχοστασίας    καί   νά   συνεχίζει,   µέ ἀκτίνα ὁράσεως  καί δράσεως  τήν οἰκουµένη,  τό διακόνηµα  τῆς καταλλαγῆς  (Β' Κορ.  5:18-21).  Δέν  ἐπιτρέπεται   νά  κλεισθεῖ  σέ  ὁποιοδήποτε   εἶδος  αὐτάρκειας οὔτε νά ἐκλάβει  τήν ἐν Χριστῷ  λύτρωση  ὡς ἀποκλειστική σωτηρία  τοῦ µικροῦ του ἐγώ. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀνήγγειλε  ὁ Ἰησους, εἶναι πρός ὅλους ἀνοικτή.


Ἡ Ἐκκλησία ὡς κίνηση πανανθρώπινης ἑνότητος.

4. Μέ τό γεγονός αὐτό, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό θεµελιῶδες πιστεύω τὡν ἐνσυνειδήτων χριστιανικῶν κοινοτήτων,  ἀρχίζει  µιά νέα κίνηση  πρός ἑνότητα



περιόδους»,  παρατηρεῖ  ὁ π. Γεώργιος  Φλωρόφσκυ  (Βλ. «Ἡ ἔννοια  τῆς δηµιουργίας  στόν  Ἅγιο
Ἀθανάσιο»,  µτφρ.  Σ. Παπαλεξανδροπούλου, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Ἀθῆναι  1973,σελ.
38).   «Ἡ   πρώτη   κορυφώνεται   στήν   Ἐνσάρκωση    τοῦ   Λόγου,   εἶναι   ἡ   ἱστορία   τῆς   Θείας συγκαταβάσεως («ἐπί τῷ ἀνθρωπισθῆναι»). Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης ἀνυψώσεως    στή   δόξα   τῆς   Θεώσεως,   µία   προέκταση,   θά   λέγαµε,   τῆς   Ἐνσαρκώσεως  σέ ὁλόκληρη τή Δηµιουργία.  "Διέλωµεν  οὖν τῆ ἐπινοία τούς αἰῶνας, καί ἀφορίσωµεν, τούς µέν, τῷ
µυστηρίῳ   τῆς  θείας  ἐνανθρωπήσεως,  τούς  δέ  τῆ  χάριτι  τῆς  ἀνθρωπίνης   θεώσεως   ...  καί συντόµως  εἰπεῖν τῶν αἰώνων  οἱ µέν τῆς τοῦ Θεοῦ πρός ἀνθρώπους  εἰσί καταβάσεως, οἱ δέ τῆς ἀνθρώπων  πρός Θεόν ὑπάρχουσιν  ἀναβάσεως.  Ἤ  µᾶλλον,  ἐπειδή  καί ἀρχή, καί µεσότης,  καί τέλος πάντων ἐστί τῶν αἰώνων, τῶν δέ παρελθόντων καί ὄντων, καί ἐσοµένων,  ὁ Κύριος ῆµῶν Ἰησους  Χριστός"»  (Μαξίµου  Ὁµολογητοῦ, πρός  Θαλάσσιον  περί  διαφόρων  ἀπόρων  τῆς θείας γραφῆς, 22, PG 90, 317' πρβλ. Περί διαφόρων  ἀπόριῶν PG 91,1308 έξ.). Γιά περισσότερες ἀπόψεις ἀπό τήν πατερική  θεολογία  βλ.: Ἀ. Θεοδώρου,  Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων  Πατέρων  τῆς  'Εκκλησίας  μέχρι  Ἰωάννου  τοῦ  Δαμασκηνοῦ,  Ἀθηναι   1956.  Γ.Ἰ.  Μα- ντζαρίδου,  Ἡ  περί  θεώσεως  τοῦ  ἀνθρώπου  διδασκαλία  ΓρηΥορίου  τοῦ  Παλαμᾶ,  Θεσσαλονίκη
1963. Δ. Γ. Τσάµη, Ἡ τελείωσις τοῦ ἀνθρώπου κατά Νικήταν τόν Στηθᾶτον, Θεσσαλονίκη 1971. Ν.
Ε. Μητσοπούλου, Ἡ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ δόξα τοῦ ἀνθρώπου, Ἀθηναι 1972.
8
Πρβλ.  Σ. Ἀγουρίδου,  Ἡ  περί  καταλλαγῆς  διδασκαλία  τῆς  Κ.  Διαθήκης  κατά  τήν  ὀρθόδοξον
παράδοσιν,  Ἀθῆναι 1964.

6
µέσα  στήν  ἀνθρώπινη  ἱστορία,  µιά  ἄλλης  τάξεως  καί  ποιότητος  «κοινωνία». Γιά   τόν   σκοπό   αὐτό   συγκαλεῖται   ἐν  Χριστῷ   ἡ  Ἐκκλησία,   διά   τοῦ   Ἁγίου Πνεύµατος,   «εἰς  κοινωνίαν   ἀγάπης»,   καταργουµένων  ὅλων   τῶν  συνόρων: φυλῶν, γλωσσῶν, φύλων, τάξεων, πολιτιστικῶν προϋποθέσεων. Ἡ ἀληθινή χριστιανική  Ἐκκλησία  δέν νοεῖται  ἐντούτοις  σάν µιά νέα, κλειστή  στόν ἑαυτό της κοινότητα,  σάν  ἑταρεία  ἡ ὁποία  ζητεῖ  τή δική  της αὔξηση  πρός  ἐνίσχυση τῶν δυνάµεών της, ἀλλά ὡς σύµβολο, ὡς σηµεῖο τῆς ποθητῆς παγκοσµίου ἑνότητος.   Ἡ  Ἐκκλησία   ἐνεργεί   ὡς  «µυστήριον»,  ὡς  ζωτικός   πυρήνας   τῆς βασιλείας  τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκτείνεται  πέραν τῶν αἰσθητῶν ὁρίων τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων.  Καθετί  πού κατέχει,  καθετί  πού πράττει,  ἀνήκει στόν κόσµο ὁλόκληρο·  γίνεται  - πρέπει νά γίνεται  - πρός χάριν ὁλόκληρης  τῆς οἰκουµένης.
Πρόκειται  ἀκόµη  γιά ἑνότητα  πού δέν στηρίζεται  στήν ἰσοπέδωση  καί δέν ὁδηγεῖ στή δηµιουργία  µάζας, σέ σύµφυρµα.  Εἶναι ἡ ἑνότητα  ἑνός ὀργανισµοῦ καί  ὄχι  ἑνός  βράχου.  Ὁ πιστός  ἀποτελεῖ  ζωντανό  κύτταρο  τοῦ  σώµατος  τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε πρόσωπο καί κάθε σύνολο προσώπων καλεῖται νά πραγµατοποιήσει τόν ἰδιαίτερο  ἑαυτό του, νά ἀναπτύξει  τίς ὑπάρχουσες  µέσα του δυνάµεις  σέ ἀρµονία  πρός τό ὅλον, ἐν ἀγάπη  ἡ ὁποία ἀποτελεί  τό βασικό χαρακτηριστικό  τῆς  «θείας   εἰκόνος».   Ἡ  καθολικότητα  τῆς  Ἐκκλησίας   δέν σηµαίνει ἀποκλειστικότητα ἀλλά περιεκτικότητα9.


Πνεῦμα  ἑνοποιοῦν.

5. Ἀπό τά πιό κρίσιµα σηµεῖα γιά τή θεολογική  κατανόηση  τῆς παγκόσµιας ἑνότητος εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ὀρθόδοξη συνείδηση περί τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος.  Ἀπό τήν ἀρχή  τῆς δηµιουργίας  τό Πνεῦµα  «ἐπεφέρετο»  (Γεν.  1:2) πάνω ἀπό τό χάος, ἕως ὅτου αὐτό διαµορφώθηκε σέ «κόσµον».  Τό ἴδιο συνέχισε νά ἐπιτελεῖ  µέσα στήν ἱστορία,  ἐµπνέοντας  τούς προφῆτες  καί καθοδηγώντας πολυτρόπως  τούς ἀνθρώπους  ἀπό τό ἐρεβῶδες  χάος στήν περιοχή τῆς πνευµατικῆς  δηµιουργίας.  Συνέβαλε  ἄµεσα στή σάρκωση  τοῦ Σωτῆρος  καί στή γέννηση   τῆς  Ἐκκλησίας.   «Πανταχοῦ   παρών  καί  τά  πάντα   πληρῶν»,   ὅπως ἀναφέρει    ἡ   προσευχή    µέ   τήν    ὁποία    ἀρχίζουν    συνήθως    οἱ   ὀρθόδοξες Ἀκολουθίες,  συνεχίζει  νά δρᾶ γιά τόν ἀγιασµό  τῶν ἀνθρώπων,  τήν πλήρωση


9
Σχετικά  µέ τό θέµα τῆς Καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας  ἀπό πλευρᾶς  Ὀρθοδόξου  εἶναι πολύ
ἐνδιαφέρουσες  οἱ εἰσηγήσεις   καί  παρατηρήσεις,  πού  ἔγιναν  στό  Δεύτερο  Διεθνές  Συνέδριο Ὀρθοδόξου    Θεολογίας    (The   Second    International    Conference    of   Orthodox    Theology,    St. Vladimir’s  Seminary),  25-29 Σεπτεµβρίου  1972, υπό των J. Meyendorff,  5.5. Verhovskoy,  Τ. Hopko, R.  Stephanopoulos,  Τ. Ιstavridis,  Τ.  Dobzhansky,   Ν.  Chitescu,  D.  5ahas,  L. Milin,  J. Κ1inger,  G. Μantzarides,  J. Boojamra,  πού δηµοσιεύθηκαν στό St. Vladimir's Theological Quarterly 17(1973),  Nos
1-2, σελ. 1-186.

7
καί τήν ὁλοκλήρωση  τῆς σωτηρίας τοῦ σύµπαντος  κόσµου.
Μερικοί θεολόγοι προτιµοῦν  νά βλέπουν τή δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος  νά περιορίζεται  στίς γνωστές ἐκκλησιαστικές δοµές. Ἀλλά ἡ βαθύτερη χριστιανική συνείδηση  αἰσθάνεται  σταθερά  ὅτι «τό Πνεῦµα  ὅπου θέλει πνεῖ»  (Ἰω. 3:8), ὅτι εἶναι ἡ ἐνεργός  δύναµη  τῆς ἀγάπης,  πανταχοῦ,  καί εὐφρόσυνα  ψάλλει:  «Ἁγίῳ Πνεύµατι  περικρατεῖται πάντα  τά  ὁρατά  τε  σύν  τοῖς  ἀοράτοις»  (Ἀναβαθµοί Κυριακῆς,   ἤχου  πλ.  α').  Στή  θεολογία   τῆς  Ἀνατολικῆς   Ἐκκλησίας   ἀπαντᾶ διάχυτη  ἡ βεβαιότητα  ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦµα  ἐργάζεται  γιά τήν ἐπίτευξη  ἑνότη- τος ὅλων τῶν ὅντων,  µέ τρόπους  οἱ ὁποῖο  ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρώπινη  σκέψη καί φαντασία  καί, συνεπῶς,  δέν µποροῦν  νά κλεισθοῦν  σέ θεολογικά  σχήµατα καί  περιγραφές.   Τά  κατ'  ἐξοχήν  δοµικά  ὑλικά  µιᾶς  ἀρµονικῆς   συµβιώσεως, ὅπως   «ἀγάπη,   χαρά,   εἰρήνη,   µακροθυµία,   χρηστότης,   ἀγαθωσύνη,   πίστις, πρᾳότης,  ἐγκράτεια»,  εἶναι «καρποί»  Του (Γαλ. 5:22). Ἀπό τή διαβεβαίωση  αὐτή τοῦ Ἀποστόλου  Παύλου δικαιούµεθα, νοµίζω, νά συµπεράνουµε ὅτι, ὅπου ὑφίσταται  ἡ παρουσία  τῶν στοιχείων  αὐτῶν - καί άναντιρρήτως διαπιστώνεται σέ οὐκ ὀλίγα  «ἐξωχριστιανικά» περιβάλλοντα-, εἶναι  δυνατόν  νά διακρίνουµε ἴχνη τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος.


Ἡ σφραγίδα τοῦ τέλους· ἐσχατολογική  ἑνότητα.

6. Τό ὅραµα τῆς τελικῆς  ἑνότητος  σφραγίζει  τήν ἱστορία καί τή χριστιανική προσδοκία.  Τό ἔργο  τῆς συγκλήσεως  τῶν  ἀνθρώπων  εἰς ἑνότητα  συνεχίζεται διά τοῦ  Ἁγίου  Πνεύµατος  µέχρι  τῆς συντελείας  τῶν  αἰώνων.  Ἡ πορεία  ὅµως αὐτή περνάει  µέσα ἀπό συνταρακτικές προσωπικές  καί παγκόσµιες  κρίσεις. Ὁ Σταυρός  ἐξακολουθεί  νά δεσπόζει  στή ζωή µας µέ ἀµείωτη  τήν ὀδύνη  καί τά δραµατικά   ἐρωτηµατικά  του,   ὡς   πόνος,   ὡς   ἀποτυχία,   ὡς   µαταίωση   τῶν ευγενῶν  ὁραµατισµῶν καί ἀγώνων.  Οἱ δυνάµεις  τοῦ κακοῦ  καί τῆς ἁµαρτίας συνεχίζουν  νά ἀµύνονται,  νά ἁντεπιτίθενται, νά ἐπιβάλλουν  τό µίσος καί τόν διχασµό   µεταξύ   τῶν  ἀνθρώπων.   Ἐντούτοις,   µέ  τή  συνεχή   αὐτοκριτική,   τή
µετάνοια  τήν ὁποία  ἐµπνέει  τό Εὐαγγέλιο,  καί  µέ τήν  παρουσία  τῆς  χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ προσανατολισµός πρός τήν κοινωνία ἀγάπης δέν χάνεται.
Τό τέρµα εἰκονίζεται  συµβολικά  ὡς συγκέντρωση σέ µιά νέα, ἄλλου εἴδους πόλη, οὐράνια, τήν «καινήν Ἰερουσαλήµ», ἡ ὁποία διαµορφώνεται εἰς «οὐρανόν καινόν καί γῆν καινήν» (Ἀποκ. 21:1). Ἡ «ἄνω» πόλις ἀποτελεῖ δῶρο πού προσφέρεται  σέ όλόκληρη  τήν ἀνθρωπότητα· ἡ συγκέντρωση εἶναι καθολική10. Δέν πρόκειται  γιά κοινωνική  σύναξη ἀλλά γιά κοινωνία ἐλευθέρων  προσώπων



10
Ἡ ἐπιστροφή «εἶναι οἰκουµενική, καθ' ὅσον ἀφορᾶ εἰς πάντας τούς ἀνθρώπους ὡς φορεῖς τῆς
θείας εἰκόνος καί εἰς τόν ὅλον ἀνθρωπον ὡς Ψυχοσωµατικήν ἑνότητα.» Δ.Γ. Τσάµη, Ἡ  διαλεκτική φύσις τῆς διδασκαλίας Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 44.

8
ἐν  τῷ  Θεῷ,  γιά  µεταµόρφωση τοῦ  ἀνθρώπου  καί  ἐπάνοδό  του  στό  µοναδικό κέντρο τῆς ἱστορίας καί τοῦ κόσµου, στόν Τριαδικό Θεό, ὁ ὁποίος εἶναι «τό Α καί τό Ω», ἡ άρχή  καί τό τέλος  τοῦ σύµπαντος.  Ἔτσι,  ἡ ὅλη θέα τῆς ἱστορίας  τῆς ἀνθρωπότητος ἀρχίζει µέ τό ὅραµα τῆς θείας Κοινωνίας Ἀγάπης καί καταλήγει σ' αὐτό.


Ἐνεργός συμμετοχή.

7. Σέ ὅλη αὐτή τή διαδικασία οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι  θεατές ἀλλά µέτοχοι. Τόν κάθε ἄνθρωπο τόν βαρύνει προσωπική εὐθύνη γιά τήν πορεία τοῦ κόσµου, ἔστω κι ἄν αὐτή ἔχει ἤδη λάβει σαφή φορά καί κατεύθυνση. Ἡ εὐθύνη εἶναι  ἀνάλογη µέ τίς δυνατότητές του ἀλλά δέν ἐξαιρείται κανείς11. Πρόκειται γιά ἕνα εἶδος δηµοκρατίας τῆς εὐθύνης, µιᾶς «διεθνοῦς» τῆς εὐθύνης. Αὐτό δέν πρέπει νά νοηθεῖ ἁπλῶς καί µόνο δεοντολογικά, ἠθικολογικά. Δέν πρόκειται τόσο γιά προστακτική τύπου καντιανῆς ήθικῆς ἀλλά γιά ἕνα γίγνεσθαι, στό ὁποῖο ὑπαρκτικά µετέχει ὁ χριστιανός. Τά γεγονότα πού περιγράφηκαν προηγουµένως, ἔθεσαν ἤδη σέ κίνηση
µιά διαδικασία, στήν ὁποία ὀργανικά συµµετέχει ὁ πιστός. Διότι κάθε κύτταρο τοῦ σώµατος ὄχι µόνο ἀπολαµβάνει τή ζωή τοῦ ὀργανισµοῦ ἀλλά καί συµβάλλει σ' αὐτήν12.
Συσσωµάτωση στήν Ἐκκλησία, κοινωνία  µέ τόν Χριστό, σηµαίνει ἀπόκτηση
«νοῦ Χριστοῦ» (Α Κορ. 2:16),  µίµηση τοῦ Χιστoῦ στίς προσωπικές συνθῆκες, ζωή ἐν Χριστῷ σήµερα. Ὁ χριστιανικός πόθος γιά µιά κοινωνία ἀγάπης δέν ἀποτελεῖ φυγή σέ  κάποιο  ὅραµα  πού  ἀποτελείται  ἀπό  ὡραῖες  προσδοκίες  ἐκφράζεται  στίς συνθῆκες τοῦ παρόντος ὡς συγκεκριµένη διακονία: ὡς καθηµερινή συνεχής προσφορά πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, τούς ἐγγύς καί τούς µακράν, ἀνεξάρτητα ἀπό τή θρησκευτική πίστη, τό ἠθικό ποιόν, τήν πνευµατική ἤ πολιτιστική κατά-

11
Κοινωνία µετά  τοῦ  Θεοῦ καί ἐνεργός συµµετοχή στήν ἐπικράτηση τῆς  «δικαιοσύνης αὐτοῦ»
(Ματθ. 6:33) ἀλληλεξαρτῶνται. «Ὁ συνεργός τοῦ Θεοῦ εἶναι καί κοινωνός τοῦ Θεοῦ» Ά.Π. Χαστούπη, Ἡ παρ' ἀρχαίοις Ἑβραίοις καί Ἕλλησι διάφορος θεώρησις τῶν ἐν τῆ θρησκεία καί τῆ φιλoσoφία προβλημάτων, Ἀθηναι 1968, σελ.27.
12
Χριστιανός ἀδιάφορος ἔναντι τῆς οἰκουµένης καί τῆς ἱστορικῆς πορείας ἀποτελεῖ ἀντίφαση. Οἱ
σχέσεις προσώπου καί συνόλου διευρύνονται στήν ἔκταση τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου. Ὁ πιστός
ἀνήκει τόσο στό παρελθόν, ὅσο καί στό µέλλον. Ἡ αἴσθηση εὐθύνης γιά τό σύνολο ἀποτελεῖ βασικό κίνητρο γιά τήν προώθηση τῆς παγκόσµιας κοινότητος, διότι ἐπιστρατεύει ὅλες τίς ἀτοµικές δυνάµεις. Ἡ ἀδιαφορία γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἄλλων ἀνθρώπων θεωρείται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή θανάσιµο ἁµάρτηµα, περιφρόνηση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ἐπανειληµµένως στίς παραβολές τοῦ Ἰησου στηλιτεύεται ἀδυσώπητα (παραβολή ἄφρονος πλουσίου - Λουκ. 12:16-21· πλουσίου καί Λαζάρου - Λουκ. 16:19-31) καί στήν ἔσχατη κρίση ἀναµένονται αὐστηρές κυρώσεις (Ματθ. 25:31-46). Ὁ Χριστιανισµός ἐπιβάλλει ἐνεργητική στάση ἀπέναντι στή ζωή καί τονίζει τήν εὐθύνη τοῦ καθενός γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ κόσµου. «Ὅποιος παραµένει ἀπαθής ἐνώπιον τῆς ἱστορίας, δέν µπορεῖ ποτέ νά εἶναι καλός χριστιανός» Γ. Φλωρόφσκυ, «Πορεία τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας», Θεολογία, ἀλήθεια καί ζωή. Πνευματικόν Συμπόσιον, Ἀθῆναι 1962, σελ. 29.

9
στασή τους  σύµφωνα µέ τό πρότυπο τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ κατ' ἐξοχήν διακόνου τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ ὁποίος «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Ματθ. 20:28). Ἡ  κεντρική ὀπτική γωνία, ἀπό τήν ὁποία βλέπει τήν εὐθύνη του ὁ χριστιανός γιά τήν παγκόσµια κοινότητα, ἡ κεντρική πηγή ἐµπνεύσεως καί ἐνεργείας παραµένει ἡ ΑΓΑΠΗ, µέ τό βάθος καί τό πλάτος πού προσέδωσε σ' αὐτήν ἡ χριστιανική θεολογία καί ζωή. Παράλληλα µέ τό λογικό καί τήν ἐλευθερία ἡ Ἀγάπη αὐτή συνιστᾶ βασικό στοιχεῖο τῆς «θείας εἰκόνος» στόν ἀνθρωπο. Μέ αὐτήν ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει τά ὅρια τοῦ έαuτoῦ του καί πραγµατοποιεῖ τήν ὁλοκληρωτική ἐπάνοδο, τήν «ἐπιστροφήν» στήν ἕνωση µέ τόν ὄντως Ὄντα.
Ἡ ἐλευθερία τῆς ἀγάπης δέν περιορίζεται ἀπό τή στάση τοῦ ἄλλου. Ὁ Χριστός ἀγάπησε  τούς  ἀνθρώπους  ἀνεξάρτητα  ἀπό  τή  δική  τους  ἀνταπόκριση,  πολλές φορές χωρίς ἐκεῖνοι νά Τόν ἀγαποῦν ἤ νά εἶναι  ἄξιοι τῆς ἀγάπης Του (Α  'Ιω. 4:1),
µόνο καί µόνο διότι Ἐκείνος ὑπῆρξε ἡ Ἀγάπη. Γιά τόν χριστιανό, ἀγάπη δέν σηµαίνει ἁπλώς µιά γενική διάθεση εὐγένειας καί πράξεις ἐπιµέρους φιλανθρωπίας. Πηγάζει ἀπό τόν Θεό13  καί βρίσκει  τήν  ὑπέρτατη  πραγµάτωσή της στό γεγονός  τῆς ἐνανθρωπήσεως καί τῆς σταυρώσεως  τοῦ Χριστοῦ·  ὅταν βιώνεται,  ὁδηγεῖ  σέ νέα σχέση  µέ τά ἄλλα ὄντα. Ἡ ἀγάπη  µεταµορφώνει τόν ἄνθρωπο   καί  µέ  τή  χάρη  τῶν  µυστηρίων   τόν  ὁδηγεῖ  -  κατά  τήν  ὀρθόδοξη ὁρολογία  - στή «θέωση»,  τόν ἐντάσσει  ὁριστικά  στή µακαρία  κοινωνία  ἀγάπης τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία ἀποτελεί τό τέρµα τῆς ἀνθρώπινης  πορείας καί τοῦ ἀνθρώπινου  προορισµοῦ.  «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ µένων ἐν τῆ άγάπη ἐν τῷ Θεῷ µένει καί ὁ Θεός ἐν αυτῷ» (Α' Ἰω. 4:16).




13  «Ἀγαπη πάλιν ὁ Θεός, καί ἀγάπης πηγή. Τοῦτο γαρ φησιν Ἰωάννης ὁ µέγας ὅτι "Ἀγάπη ἐκ τοῦ
Θεοῦ΄" καί, ''Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί" τοῦτο καί ἡµέτερον πεποίηται πρόσωπον ὁ τῆς φύσεως πλάστης.
''Ἐν  τούτῳ  γάρ,  φησί,  "γνώσονται  πάντες,  ὅτι  µαθηταί  µου  ἐστέ,  ἐάν  ἀγαπᾶτε  ἀλλήλους." Οὐκοῦν   µή  παρούσης   ταύτης,   ἅπας  ὁ  χαρακτήρ   τῆς  εἰκόνος  µεταπεποίηται».   Γρηγορίου Νύσσης,  Περί  κατασκευῆς  τοῦ  ἀνθρώπου,  PG  44,137C. Στό  πρόσωπο  ἀκόµα  καί  τοῦ  πλέον
«ἐλαχίστου»   (Ματθ.   25:45),   ἔστω   καί   ἄν  τοῦτο   εἶναι  ἀλλοιωµένο   ἀπό   ἀδυναµίες,   ψευδή θρησκευτικά  πιστεύω,  λάθη, ὁ πιστός διαβλέπει  ἀδελφόν  ὑπέρ οὗ Χριστός ἀπέθανε,  συνεργό τοῦ Θεοῦ, προορισµένον  νά εἶναι ζωντανός  ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος,  κληρονόµος  αἰωνίου ζωῆς, µέτοχος τῆς θείας φύσεως διακρίνει σ' αὐτόν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Προϋπόθεση τῆς ἐπικοινωνίας  µέ τόν Θεό παραµένει  ἡ ἀγάπη  πρός  τό συγκεκριµένο  πρόσωπο.  Ἡ  ὁδός πρός Ἐκεῖνον διέρχεται  µέσω τῶν ἀνθρώπων:  «ἐάν τις εἴπη ὅτι ἀγαπω τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ µισῆ, ψεύστης ἐστίν' ὁ γάρ µή ἀγαπων τόν ἀδελφόν ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ έώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α' Ἰω. 4:20). Ἡ ἀγάπη ἔχει καθολικό χαρακτήρα, διότι ὅλοι, µικροί καί
µεγάλοι, σπουδαῖοι καί ἄσηµοι, µορφωµένοι καί ἀγράµµατοι, ἄνθρωποι πάσης φυλῆς εἶναι σέ
θέση νά τήν προσφέρουν σέ ὁποιαδήποτε περιοχή καί σέ ὁποιαδήποτε χρονική στιγµή. Μεταµορφώνει  τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων  τόσο στόν µικρότερο  πυρήνα, τήν οἰκογένεια,  ὅσο καί στόν εὐρύτερο, τήν ἀνθρωπότητα.

10
Θεία κοινωνία·  ὑπέρ τοῦ σύμπατος κόσμου.

8.  Ἡ  «ἐν Χριστῷ»  εἰσπνοή  καί ἐκπνοή  δέν πραγµατοποιεῖται κατά  τρόπο αὐτόµατο·  ἀκολουθεί  τή διαδικασία,  ἡ ὁποία  καθορίζεται  πολύτροπα  ἀπό τή χριστιανική παράδοση. Ἡ βίωση τῆς ἐν τῷ Θεῷ κοινωνίας µέ ὅλoυς τoύς ἀνθρώπους  καί  µέ τήν  κτίση  προϋποθέτει  βαθιά  πίστη.  Στήν  πρακτική  της ἔκφραση  ή βίωση  αὐτή σηµαίνει  συνείδηση  ἀσκητικῆ,  αὐτοπειορισµό, στοχασµό  ἐπάνω  στίς µεγάλες  χριστιανικές  ἀλήθειες,  «ἡσυχία»,  ἀδιάλειπτη
µνεία  τοῦ  κέντρου  τοῦ  κοσµου,  τοῦ  Θεοῦ,  συνεχή  διάλογο  προσευχῆς  µαζί
Του.
Ἡ λατρευτική  ζωή κορυφώνεται στήν πνευµατική  σύναξη τῶν πιστῶν, εἰδικότερα   στό   µυστήριο   τῆς  θείας   Εὐχαριστίας,   τό  ὁποῖο   θεωρεῖται   κατ' ἐξοχήν «θεία κοινωνία». Σ' αὐτό τό µυστήριο προεκτείνεται τό γεγονός τῆς Σαρκώσεως   καί  τῆς  Σταυρώσεως, τό  µυστήριο  δηλαδή  τῆς  θείας  ἀγάπης  ἐν χρόνῳ,   καί  ἔτσι   καθίστανται   γιά  τόν   πιστό   ὑπαρξιακά   αἰσθητές   ὅλες   οἱ
µεγάλες  ἀλήθειες  τῆς  κοινωνίας  πού  προηγουµένως ἀναφέραµε.  Βιώνεται  ἡ ἀγάπη   τοῦ  Θεοῦ,   γιά  νά  φορτισθεῖ   ὁ  ἄνθρωπος   µέ  νέες  δυνάµεις,   ὥστε,
µεταφέροντας τούς  καρπούς  τοῦ Πνεύµατος  (Γαλ.  5:22) στήν  καθηµερινή  του
ζωή,   νά   συµβάλλει    στή   συνέχιση   τοῦ   ἔργου   τοῦ   Χριστοῦ,   δηλαδή   στήν καταλλαγή  καί τή σύνδεση ὁλόκληρης  τῆς ἀνθρωπότητος µέ τόν Θεό.
Ἡ χριστιανική  λατρεία  δέν εἶναι  ἁπλή  ἀναπαράσταση ἤ ἀνάµνηση  ἀλλά συνεχές δυναµικό γίγνεσθαι, κοινωνία στή ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπέρ τοῦ σύµπαντος  κόσµου.  Μετέχοντας  στή λατρεία  - ἱδιαιτέρως  στή θεία Κοινωνία  - ὁ   πιστός   διαστέλλεται   ἐν   ἐυχαριστίᾳ,    ὑπερβαίνει    τά   ἀτοµικά   του   ὅρια·
µεταλαµβάνοντας  τοῦ  «Σώµατος  τοῦ  Χριστου»  συσσωµατοῦται  ἐν Αὐτῷ  καί γίνεται «παγκόσµιος»· ἑνώνεται µέ ὅλους ἐκείνoυς τούς ὁποίους ὁ Χριστός ἔχει περιλάβει  στήν  ἄνευ  ὁρίων  ἀγαπη  Του.  «Τείνει  νά φέρει  ἐντός  του ὁλόκληρη τήν  ἀνθρωπότητα»14.  Καί  ἀκοµη,  συµφιλιώνεται  καί  ἐναρµονιζεται  µέ  τόν κόσµο, µέ ὁλόκληρη τήν κτίση.
Ἡ ἐµπειρία  αὐτή ἀποτελεῖ  ὑπαρκτική,  ἐσχατολογική ἐνατένιση  ἤ µᾶλλον
πρόγευση  τῆς  πλήρους  «κοινωνίας»   τῆς  ἀνθρωπότητος ἐν  τῷ  Θεῷ,  ἡ  ὁποία καταλήγει  σέ  συγκλονισµό τοῦ  ἀνθρώπου·  γιά  νά  ἐπιστρέψει  κατόπιν  στήν



O.  Clement,  Questions sur l' homme, Ρaris  1972,  σελ.  56:  «Ἀπό  καµµιά  πιά  ὕπαρξη  δέν  εἶναι
ἀποχωρισµένος  - ὄχι µόνο µέσα στό χῶρο, ἀλλά καί µέσα στό χρόνο. Τείνει νά φέρει µέσα του ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα».  Ἡ βεβαιότητα  αὐτή ἀπαντᾶ εὐρύτατα στά κείµενα σύγχρονων θεολόγων. Π.χ. «Μεταλαµβάνοντας τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ ἑνούµεθα µέ ὅλους τούς ἀνθρώπους,  τούς ὁποίους  ὁ Κύριος  περιλαµβάνει στή ζωηφόρο  ἀγάπη  Του»  G. Κhodre,  «The Economy  of Christ  and  the  Economy  of the  Holy  spirit»  S.J.Samartha  (ed.),  Living Fαiths αnd the Ecumenicαl Movement, Geneνa 1971, σελ.140.





καθηµερινή    ζωή   µέ   ἐλπίδα   γιά   τήν   πραγµάτωση  τῆς   ἀγάπης,   γιά   τήν προώθηση    τῆς   πανανθρώπινης   κοινωνίας.    Αὐτοῦ   τοῦ   εἴδους   ἡ   λατρεία ἀποτέλεσε     βασικό     παράγοντα     πνευµατικῆς     φορτίσεως,     ἀντοχῆς     καί αὐτοθυσίας,   γιά  τούς  χριστιανούς   κάθε  ἐποχῆς  καί  κάθε  τόπου,  ἀκόµη  καί
µέσα στά πλέον ἀθεῒστικά περιβάλλοντα.


Τό «ὅραμα» καί  ἡ «ἱστορία».

9. Ἡ  προηγηθεῖσα ἀνάλυση τῶν βασικῶν χριστιανικῶν θέσεων σχετικά µέ τήν  παγκόσµια   κοινωνία  ἀγάπης  εἶναι  δυνατόν  νά  ἐπισύρει  τή  µοµφή,  ὅτι ἀποτελεί κλειστό σύνολο, ὄνειρο ἤ ἰδανικό κατασκευασµένο ἀπό δόγµατα. Ἐπ' αὐτοῦ περιοριζόµαστε νά σηµειώσουµε ὅτι, τουλάχιστον  στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική  Ἐκκλησία,  ζωή  καί  δόγµα  συνδέονται  ἄρρηκτα.  Τά  δόγµατα  δέν εἶναι   αὐθαίρετες    ἰδέες   πού   σχηµατίζονται   ἀπό   θεωρητικά    νεφελώµατα, χρήσιµες  γιά θεολογικές  διαµάχες  ἀλλά καθορίζουν  τή ζωή, περιφρουροῦν τή βίωση,   προσανατολίζουν  καί   ἀποκαλύπτουν  τό  νόηµά   της.   Μοιάζουν   µέ
µαθηµατικές ἐξισώσεις  καί θεωρήµατα  πού συµπυκνώνουν βασικούς  νόµους τοῦ  σύµπαντος  καί  ἔχουν  τεράστια  σηµασία  γιά  τήν  κατανόησή  του  καί  τή λύση πολλῶν πρακτικῶν  προβληµάτων.
Βεβαίως,  ἡ ζωή,  ὅπως  τήν  περιγράφει  ἡ παγκόσµια  ἱστορία,  παρουσιάζει πλῆθος  παραβάσεων τοῦ Εὐαγγελίου.  Αὐτό ὅµως δέν σηµαίνει ὅτι χριστιανικά παραγγέλµατα  τά  ὁποῖα   ἀθετoῦνται,   ὅπως   λ.χ.  ἡ  ἐπί  τοῦ  Ὄρους   ὁµιλία, παύουν  νά παραµένουν  καθαρές  πηγές  ἐµπνεύσεως  γιά µιά ζωή ἀπό κοινοῦ. Οὔτε  τό  θέµα  µας  εἶναι  ἡ  συνέπεια   ἤ  µή  τῶν  χριστιανῶν   ἀλλά  οἱ  πηγές ἐµπνεύσεως   καί  οἱ  εὐθύνες   γιά  ζωή  ἀρµονική,   ὅπως  ἀναβλύζουν   ἀπό  τά βαθύτερα  ἀποθέµατα  τῆς  πίστεως,  τά ὁποῖα  φυλάσσονται στήν  Ἁγία  Γραφή καί   τήν   Ἱερά   Παράδοση.    Ἐπιπλέον,    ἡ   ἀµείλικτη    αὐτοκριτική    ἡ   ὁποία συντελεῖται  σήµερα  µέσα στούς  χριστιανικούς κύκλους  σχετικά  µέ τή διάστα- ση  µεταξύ  διδασκαλίας   καί  ζωῆς,  καταδεικνύει  τή  δυνατότητα   τοῦ Χριστιανισµοῦ νά διατηρεῖ εὐαίσθητη τή συνείδηση τῶν ὀπαδῶν του καί νά ἀνανεώνεται ἀπό τίς δικές του δυνάµεις.
Ἄλλωστε,    ἐκτός    ἀπό   τή   γνωστή    «ἱστορία»    τοῦ   Χριστιανισµοῦ   πού
περιγράφει  τίς παραβάσεις  τῶν ἐπισκόπων,  τῶν βασιλέων,  τῶν ἐθνῶν καί τῶν δῆθεν   χριστιανικῶν   κυβερνήσεων,   γενικῶς    τοῦ   ἑκάστοτε    κατεστηµένου, ὑπάρχει καί ἡ ἄγραφη ἱστορία τοῦ ἀπλου λαοῦ ὁ ὁποίος ἔζησε καί ζεί ἀθόρυβα
µέ πιστότητα  τίς χριστιανικές  ἀρχές του, ἔστω καί ἄν δέν ἀσχολείται  µέ αὐτόν ἡ παγκόσµια  ἱστορία.  Ἔχουν  διασωθεῖ  πολλές  ἱστορικές  πτυχές  στούς  βίους τῶν   ἁγίων   τῆς   Ἐκκλησίας,    πού   ἀποκαλύπτουν   µιά   ἄλλη,   κατά   κανόνα ἄγνωστη  ἱστορία  τῆς Χριστιανοσύνης, ἡ ὁποία εἶναι περισσότερο  «ἱστορία  τῆς Ἐκκλησίας»   ἀπό  ὅ,τι  τά  σκάνδαλα   καί  οἱ  ἀσυνέπειες   τῶν  ἐκκλησιαστικῶν
ἀρχόντων.  Αὐθεντικoί  ἐκπρόσωποι  τοῦ Χριστιανισµοῦ παραµένουν  οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖο χρησιµοποίησαν ὀρθά τίς ἀστείρευτες  πηγές ἐµπνεύσεως  καί δυνάµεως τοῦ λόγου καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.





























































13

Τρεις μέρες προ της κοιμήσεως (Παντελής Πάσχος)

$
0
0
Τρεις μέρες προ της κοιμήσεως
Παντελής Πάσχος 

Ένας πρεσβύτερος, ονομαζόμενος Πάρδος, από την Πελοπόννησο, ήρθε κοντά μου στη Μονεμβασιά, παρακαλώντας με να του δώσω το άγιο σχήμα των Μοναχών. Έκλινα μ’ ευμένεια προς την παράκλησή του και, αφού τον κατήχησα πρώτα, προχώρησα κατόπιν στην κουρά του· και δίνοντάς του τη στολή του αγίου μοναχικού σχήματος, τον μετονόμασα Πέτρο. Κ’ ενώ αγωνιζόταν κοντά μας ο μακάριος αυτός μοναχός, ο κατά σάρκα πατέρας του πιεστικά πολύ τον κάλεσε να πάει εκεί, κ’ έτσι, έφυγε από κοντά μου· όταν πήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο κάστρο το λεγόμενο Ενίκλιο, έπεσε άρρωστος βαριά και αναπαύτηκε εν Κυρίω, περιμένοντας την ανταμοιβή των ασκητικών κόπων του, όπως δείχνουν τα θαύματα που γίνονται καθημερινά στον τάφο του, που μαρτυρούν την παρρησία που απόχτησε προς το Θεό.

Κάποια μέρα που κουβέντιαζα με τον αείμνηστο αυτό μοναχό, ήρθε ο λόγος και στην έξοδο της ψυχής από το σώμα, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο την κατηγορούν και την παγιδεύουν τα πονηρά πνεύματα,και τότε μου είπε:


—Ένας φίλος μου αρρώστησε και, όταν πήγα να τον επισκεφθώ, μου λέει: «καθώς βλέπω την κατάστασή μου, πολυσέβαστε πάτερ μου, πρέπει να βρίσκομαι κοντά στην ώρα του θανάτου μου· αν μου επιτρέπεις, λοιπόν, θα ήθελα να εξομολογηθώ στην αγιωσύνη σου τα κρίματά μου». Κ’ εγώ του απάντησα: «εξομολογήσου τα, χωρίς να κοκκινίζεις από ντροπή, αδελφέ μου, γιατί όλοι μας αμαρτήσαμε γιατί είμαστε φθαρμένοι, και όλοι πέφτουμε στην αμαρτία διότι μας βάζει σε πειρασμό ο κοινός εχθρός μας, ο σατανάς· ωστόσο, την ευσπλαχνία του Θεού δεν μπορεί να τη νικήσει το πλήθος των αμαρτιών μας, αν τον πλησιάσουμε ζητώντας του με βαθειά και ειλικρινή μετάνοια να μας συγχωρήσει». Κι άρχισε τότ’ εκείνος με πολλή προθυμία να εξομολογείται τα κρίματά του.

Μετά το τέλος της εξομολογήσεως, ήρθαν να τον ιδούν αρκετοί συγγενείς και φίλοι του· κ’ ενώ καθόμασταν οι φίλοι του κ’ εγώ και τον ακούγαμε που μας μιλούσε, ξαφνικά στρέφει προς το άλλο μέρος του κρεββατιού του και λέει: «ο Θεός να σου χαρίζει έτη πολλά, αυθέντα μου!». Όπως ήταν φυσικό θαμπωθήκαμε και μας κυρίεψε φόβος, αλλά σκεφτήκαμε πως βλέπει κάποιο όραμα, ενώ εκείνος έβλεπε προς το ίδιο σημείο πάντα, λέγοντας: «ναι, πράγματι, αυθέντα μου, το έπραξα κι αυτό, μα το εξομολογήθηκα στον ιερέα». Και ύστερ’ από λίγο, τον ακούσαμε να λέει: «και αυτά τα έκαμα, αυθέντα μου, αλλά κι αυτά τα εξομολογήθηκα στον ιερέα». Ύστερα: «όχι, αυθέντα μου, λένε ψέματα· αυτά δεν τα έκαμα. Με συκοφαντούν με αυτές τις κατηγορίες». Είπε πολλά τέτοια, δηλαδή άλλοτε πως «ναι, τα έκαμα, αλλά τα εξομολογήθηκα», κι άλλοτε «όχι, λένε ψέματα και με κατηγορούν αδίκως». 


Κ’ ύστερ’ από αυτά είπε: «όσο για το χαρτί που αναφέρουν, αυθέντα μου, ο Κύριος γνωρίζει πως δεν ήθελα να το πάρω, αλλά με παρέσυραν άλλοι ανόητοι σαν εμένα, λέγοντάς μου, “πήγαινε να το κλέψεις απ’ τη μητέρα σου και να το δώσεις στον υπηρέτη, κ’ εκείνος θα σου δώσει χρήματα, ενώ θα έχεις και από το Θεό ευλογία”. Και αυτά όλα είναι, αυθέντα μου, η αλήθεια». Ύστερ’ από λίγο τον ακούγαμε να λέει: «λένε ψέματα, αυθέντα μου, και με κατηγορούνε άδικα· όμως, εσύ εξέτασε, κι αν είναι αλήθεια όσα ισχυρίζονται, τότε παράδωσέ με σε θάνατο». Κάποια στιγμή, έλεγε: «Λες, αυθέντα μου, να πας και να ξανάρθεις ύστερ’ από τρεις ημέρες; Αν έχεις φόβο Θεού, εάν είναι θέλημά σου να με πάρεις, πάρε με από τώρα, γιατί δεν αντέχω να βασανίζομαι από αγωνία επί τρεις ημέρες». Και ξανά είπε: «να πας, αφέντη μου, κ’ εγώ θα σε περιμένω ύστερ’ από τρεις ημέρες και ο Θεός να δίνει πολλά τα έτη σου».

Όλη αυτή την ώρα, που ο άρρωστος επαναλάμβανε τις φράσεις για το φριχτό και αόρατο αυτό κατηγορητήριο, εμείς όλοι ακούγαμε με πολύ φόβο και τρόμο κυριευμένοι συγχρόνως κι από μεγάλη έκπληξη για τα γινόμενα. Κι όταν ο άρρωστος γύρισε προς εμάς το κεφάλι του, τον ρώτησα:

—Αδελφέ μου, τί ήταν όλ’ αυτά που έλεγες και με ποιόν συνομιλούσες;

Κ’ εκείνος απαντά, σχεδόν ελέγχοντάς με:

—Μήπως νομίζεις πως τά ’χω χαμένα και ο νους μου έχει σαλέψει; Ή μπας και είστε τυφλοί και δεν βλέπατε τον βασιλικό αντιπρόσωπο και τους λαμπροντυμένους άνδρες πού ήταν μαζί του, και τους μαύρους αιθίοπες που στεκότανε δίπλα στην πόρτα;

—Ποιόν εκπρόσωπο του βασιλιά; τον ρωτώ.

—Εκείνο τον ευνούχο, μου απαντά, που ως τώρα μου μιλούσε και που το πρόσωπό του έλαμπε πιο πολύ από τον ήλιο και τα ενδύματά του άστραφταν ωσάν το φως. Δεν πρόλαβε νά ’ρθει, λοιπόν, αυτός, με τους αυστηρούς και λαμπροφορεμένους άνδρες της συνοδείας του, και ξεπρόβαλαν κάποιοι κατάμαυροι αιθίοπες, βρώμικοι, με τα μάτια τους να πετάνε φωτιές, στάθηκαν εκεί στην πόρτα και άρχισαν να με κατηγορούν και να μου λένε όσες αμαρτίες έκαμα και όσες δεν έκαμα. Κι όταν ο αντιπρόσωπος του βασιλιά με ρώτησε, «μήπως είναι αλήθεια όσα λεν οι αιθίοπες;» για όσα ήξερα και τα έκαμα, του έλεγα, «ναι αφέντη μου, αυτά τα έκαμα, αλλά τα εξομολογήθηκα στον ιερέα»· και για όσα ήξερα πως δεν τα έκαμα του έλεγα, ότι «λένε ψέματα, δεν τα έκαμα και με συκοφαντούν κατηγορώντας με άδικα».

Εγώ τον ξαναρώτησα τότε:

—Και το χαρτί που ανέφερες, τί ήταν; Δεν μου είπες τίποτε γι’ αυτό.

—Νόμιζα, μου αποκρίθηκε, πως δεν ήταν τίποτε γι’ αυτό και δεν τα εξομολογήθηκα.

—Και τί ακριβώς ήταν; τον ρώτησα.

Κ’ εκείνος απάντησε:

—Η μάνα μου είχε ένα δούλο και υπέγραψε σ’ ένα χαρτί την ελευθερία του· κρατούσε, ωστόσο, αυτό το χαρτί, λέγοντας: «μετά το θάνατό μου να δοθεί τούτο το χαρτί στον δούλο και να είναι πια ελεύθερος να πάει όπου θέλει και του αρέσει». Εκείνος, όμως, ήταν πολύ πονηρός• πήγε κ’ έπιασε κάποιους ανόητους γνωστούς μου, οι οποίοι με συμβούλεψαν να κλέψω το χαρτί από τη μάνα μου και να το δώσω στο δούλο· υποσχέθηκαν μάλιστα να μου δώσουν και χρήματα. Εγώ, δυστυχώς έπεσα θύμα της απάτης τους, έκλεψα το χαρτί και το έδωκα στο δούλο, χωρίς καν να λάβω καθόλου τα χρή¬ματα που μου υποσχέθηκαν. Ο δούλος, βέβαια, μόλις πήρε το χαρτί εκείνο, δεν ήθελε να προσφέρει καμμιά υπηρεσία στη μάνα μου· εκείνη τότε κάτι υποψιάστηκε, άρχισε να ψάχνει για το χαρτί εκείνο, και μη βρίσκοντάς το αγανάκτησε κι άρχισε να καταριέται τον κλέφτη. Μα εγώ, παρ’ όλο που την άκουγα να καταριέται συχνά τον κλέφτη, δεν είπα τίποτε. Και αυτό το γεγονός ήταν που ανέφεραν οι μαύροι δαίμονες· έλεγαν, βέβαια, και άλλα πολλά, τα οποία εγώ δεν είχα κάμει. Κι όταν με ρωτούσε ο αντιπρόσωπος του βασιλιά για όλ’ αυτά, του αποκρίθηκα, «λένε ψέματα, αφέντη μου, και με συκοφαντούν κατηγορώντας με· ωστόσο, εσύ εξέτασέ τα, κι αν βρεθούν αληθινά, τότε να με σκοτώσεις». Τότε ο βασιλικός απεσταλμένος έδιωξε τους αιθίοπες και μου είπε, «πήγαινε κ’ ετοιμάσου για την κουρά, να ντυθείς το άγιο σχήμα των μοναχών, και ύστερ’ από τρεις ημέρες θα ’ρθώ να σε παραλάβω». Κ’ εγώ τότε του είπα, «αν θέλεις να το κάνεις αυτό, αφέντη μου, πάρε με από τώρα, γιατί δεν μπορώ να βασανίζομαι και ν’ αγωνιώ αυτές τις τρεις ημέρες». Κ’ εκείνος μου λέει, «όχι, όχι· πήγαινε να κάνεις ό,τι σου λέω και ύστερ’ από τρεις ημέρες θα ’ρθώ να σε πάρω». Κ’ εγώ του είπα, «ο Θεός να κάνει πολλά τα έτη σου, αφέντη μου». Και αμέσως εξαφανίστηκαν αυτός και οι συνοδοί του.

Εμείς, ακούγοντας όλα τούτα που μας διηγήθηκε, νιώσαμε πραγματικά μεγάλη έκπληξη και φρίκη, βλέποντας τί φοβερό τέλος μας περιμένει· ενώ εκείνος, αφού ταχτοποίησε κατά τον καλύτερο τρόπο την περιουσία του και ντύθηκε το άγιο μοναχικό σχήμα, αναπαύτηκε εν Κυρίω ύστερ’ από τρεις ημέρες.

(Π. Β. Πάσχου, Αγγελοτόκος έρημος, εκδ. Αρμός, σ. 68-73).

pemptousia.gr
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>