Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

Ἡ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν

$
0
0

 Ἡ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν εἶναι ὑπακοή στόν Χριστό. Τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ πᾶμε νά μιμηθοῦμε. Στόν Χριστό πᾶμε νά μοιάσουμε.

Δέν εἶναι σπάνιο τό φαινόμενο νά ... κόβουμε καί νά ράβουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στά μέτρα μας! Προσπαθοῦμε νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του ... ἐπιλεκτικά! Διαλέγουμε αὐτές πού μᾶς φαίνονται πιό εὔκολες καί βολικές γιά τόν χαρακτῆρα καί τήν ἰδιοσυγκρασία μας!

Ἔτσι συχνά ἀκοῦμε πολλούς νά λένε:

Κάνω ὅσες νηστεῖες θέλεις, ἀλλά μή μοῦ εἰπεῖς νά συγχωρήσω τόν ἐχθρό μου! 

Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, πολλοί ἀπορρίπτουν ἤ ἔστω ὑποτιμοῦν τήν νηστεία. Καί ὑπερτονίζουν τήν ἀρετή τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἐλεημοσύνης. Λένε:


Κάνω ὅσες ἐλεημοσύνες θέλεις, ἀλλά μή μοῦ εἰπεῖς νά νηστέψω. Αὐτά εἶναι τύποι καί ὑποκρισίες.


Μερικοί μάλιστα τολμοῦν νά χρησιμοποιοῦν τήν ἐλεημοσύνη καί σάν ‘προπέτασμα’ γιά νά καλύψουν πάθη τους. Γιά παράδειγμα, λένε:


Κάνω ὅσες ἐλεημοσύνες θέλεις, ἀλλά μή μοῦ εἰπεῖς νά ἀφήσω ... τήν ἐξωσυζυγική μου σχέση!


Ἕνα τόσο ἀκραῖο σύμπτωμα διαστροφῆς τῆς ‘ἐλεημοσύνης’ δέν ξέφυγε καί ἀπό τόν κορυφαῖο ‘παθολόγο’ τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος παρατηρεῖ: «Πολλές φορές οἱ φιλήδονοι ‘τό παίζουν’ συμπαθεῖς καί ἐλεήμονες...»!

 
* * *
Ἕνα τροπάριο τῆς Δευτέρας τῆς Τυρινῆς βάζει τά πράγματα στήν θέση τους, λέγοντας:

«Διά νηστείας καθαρθῆναι σπεύσωμεν τοῦ ρύπου τῶν πταισμάτων ἡμῶν· ΚΑΙ δι’ ἐλέους καί φιλανθρωπίας τῆς πρός τούς πένητας, εἰσελθεῖν εἰς τόν νυμφῶνα τοῦ νυμφίου Χριστοῦ...».


Μέ ἄλλα λόγια: Ὅσο ἀπαραίτητη προπόνηση εἶναι ἡ νηστεία, ἄλλο τόσο ἀπαραίτητη ἄσκηση εἶναι καί ἡ ἐλεημοσύνη. Ἡ μιά, γιά νά μᾶς καθαρίσει ἀπό τήν βρωμιά τῆς ἁμαρτίας. Καί ἡ ἄλλη, γιά νά μᾶς ‘φορέσει’ τό ‘ἔνδυμα γάμου’, ὥστε νά μπορέσουμε νά καθήσουμε στό γαμήλιο τραπέζι τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ.


Καί γιά τά δυό χρειάζεται νά δουλέψουμε. Καί γιά καθαρό σῶμα. Καί γιά σπλαχνική καρδιά. Ὅλες τίς ἀρετές πρέπει νά τίς καλλιεργήσουμε. Ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ πρέπει νά τίς τηρήσουμε. Πολλά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μᾶς συμβουλεύουν νά ἀσκοῦμε τίς ἅγιες ἀρετές ΣΥΝΤΟΝΩΣ. Δηλαδή, ‘συντονισμένα’! Ὅπως ἀκριβῶς κουρδίζουμε ἕνα ἔγχορδο ὄργανο. Ἄν ἀφήσουμε ἔστω καί μιά χορδή ξεκούρδιστη, τότε τό ὄργανο ἀκούγεται ‘φάλτσο’. Καί δέν ὑπάρχει πιό ἀνυπόφορη ‘ἠχορύπανση’ ἀπό ἐκείνη πού βγάζει ἕνα ξεκούρδιστο μουσικό ὄργανο!

 
* * *
Καί κάτι ἀκόμη:

Κουρδίζοντας τήν ‘κιθάρα’ τῶν ἀρετῶν ΣΥΝΤΟΝΩΣ, δέν πᾶμε νά φτιάξουμε δικό μας ... ἀνθρωπισμό. Κάθε τι δικό μας θά εἶναι πάντοτε ‘φάλτσο’!


Τόν σωστό ‘τόνο’ γιά τό κούρδισμα τόν δίνει μόνο ὁ Χριστός. Ἡ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν εἶναι ὑπακοή στόν Χριστό. Τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ πᾶμε νά μιμηθοῦμε. Στόν Χριστό πᾶμε νά μοιάσουμε.


Ὁ στόχος δέν εἶναι ἡ ‘πρωτιά’ σέ κάποιο ἐπίγειο ...πρωτάθλημα ἀρετῶν! Ὁ στόχος εἶναι νά μποροῦμε νά συμμετέχουμε ΑΠΟ ΤΩΡΑ στό ‘γαμήλιο Τραπέζι’ τοῦ Χριστοῦ! Στό Δεῖπνο τῆς Βασιλείας Του! Στήν Θεία Εὐχαριστία! Ὁ Χριστός εἶναι ὁ στόχος μας! Καί ἡ ἕνωση μέ Αὐτόν, πού εἶναι ἡ ὄντως ΖΩΗ!


‘Ἀρετές’ χωρίς τόν Χριστό – δηλαδή χωρίς τήν ἀληθινή ΖΩΗ, πού νικάει καί ξεπερνάει τόν θάνατο - στήν καλύτερη περίπτωση θά καταντήσουν ... ἁπλῶς ὡραῖα λουλούδια σέ κάποιον τάφο... 



Ο Άγιος απόστολος Ιούδας ο Θαδδαίος (+19 Ιουνίου)

$
0
0
Ο Άγιος απόστολος Ιούδας ο Θαδδαίος (+19 Ιουνίου)

Τα βιογραφικά στοιχεία του Αγίου Ιούδα, είναι κάπως συγκεχυμένα, διότι συγχέονται μ' αυτά του Αποστόλου Θαδδαίου που η μνήμη του γιορτάζεται την 21η Αυγούστου. Ο μεν Σ. Ευστρατιάδης στο Αγιολόγιό του αναφέρει ότι, ο Ιούδας αυτός ήταν αδελφός του Χριστού και ο κατά σάρκα του Αποστόλου Ιακώβου του αδελφοθέου (ο Ιούδας και ο Ιάκωβος ήταν παιδιά του Ιωσήφ από άλλο γάμο).
Ο Ιούδας λοιπόν, κατά την παράδοση, κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία, επισκέφθηκε την Έδεσσα και στην πόλη Αραράτ συνελήφθη από τους άπιστους, οι οποίοι τον εκτέλεσαν δια τοξευμού. Επίσης, ο Σ. Ευστρατιάδης, αναφέρει ότι στον Λαυριωτικό Κώδικα Ι 78 φ. 2156 φέρεται κατά την ημέρα αυτή και η μνήμη άλλου Αγίου Αποστόλου Ιούδα του Ζηλωτού, ο οποίος μετά την Ανάληψη του Χριστού περιήρχετο σ' όλες τις πόλεις και τα χωριά και δίδασκε το σωτήριο μήνυμα του Αναστάντος Χριστού. Και αφού έφερε πλήθος λαού σε μετάνοια απεβίωσε ειρηνικά. 

Ο δε Μιχαήλ Γαλανός στους «Βίους των Αγίων», αναφέρει για τον Απόστολο Ιούδα ότι ήταν ένας από τους δώδεκα Αποστόλους, γιος του Αλφαίου και αδελφός του Ιακώβου του μικρού, που ήταν και αυτός Απόστολος. Βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Ο Απόστολος Ιούδας έφερε και την προσωνυμία Θαδδαίος ή Λεββαίος. Η ζωή του κοντά στο Χριστό ήταν παρόμοια με των άλλων Αποστόλων. Μετά την Πεντηκοστή, αφού εργάστηκε για λίγο στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία ανάμεσα σε πολλούς κινδύνους. Αλλά ο Ιούδας, άξιος Απόστολος του Χριστού, γεμάτος αυταπάρνηση, μαρτύρησε τελικά στην Έδεσσα.

Στην Καινή Διαθήκη, έχουμε και μια Καθολική Επιστολή του Ιούδα, που είναι σύντομη, αλλά γεμάτη μηνύματα αληθινής ζωής. Να τι συμβουλεύει στους χριστιανούς, που ζουν μέσα στο διεφθαρμένο από την αμαρτία κόσμο: «Υμείς δε, αγαπητοί, τη άγιωτάτη υμών πίστει έποικοδομούντες εαυτούς, εν Πνεύματι Αγίω, προσευχόμενοι, εαυτούς εν αγάπη Θεού τηρήσατε, προσδεχόμενοι το έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις ζωήν αίώνιον» (Επιστολή. Ιούδα 20-21). Δηλαδή, σεις όμως. αγαπητοί, αντίθετα με το διεφθαρμένο κόσμο, να οικοδομείτε τους εαυτούς σας πάνω στο θεμέλιο της αγιωτάτης πίστης σας με την προσευχή, που θα κάνετε με την έμπνευση του αγίου Πνεύματος, φυλάξτε και διατηρείστε τους εαυτούς σας στην αγάπη του Θεού, περιμένοντας με εμπιστοσύνη το έλεος του Χριστού, για να πετύχουμε την αιώνια ζωή.

Υπάρχει τέλος μια προσευχή εννεαημέρου, προς τον Άγιο Ιούδα το Θαδδαίοπου λέγεται όταν συναντάμε προβλήματα ή όταν δεν φαίνεται να υπάρχει βοήθεια και έχουμε σχεδόν απελπιστεί. Οι προσευχές του εννεαημέρου πρέπει να απαγγέλονται εξ (6) φορές την ημέρα, επί εννέα (9) συνεχείς ημέρες. Οι προσευχές εισακούγονται την ενάτη και πριν και ποτέ μέχρι τώρα δεν απέτυχαν. Θα λάβετε τη Χάρη που ζητάτε, όσο απραγματοποίητη κι αν φαίνεται.


Προσευχή στον Άγιο Ιούδα το Θαδδαίο


Αγιώτατε Απόστολε, Άγιε Ιούδα Θαδδαίε, πιστέ υπηρέτη και φίλε του Ιησού, η Ορθοδοξία, σ’ όλον τον κόσμο σε τιμά και σε επικαλείτε ως Προστάτη των απελπισμένων υποθέσεων, αυτών για τις οποίες έχει χαθεί κάθε ελπίδα.

Προσευχήσου για μένα. Είμαι τόσο απελπισμένος/η και μόνος/η. Σε ικετεύω κάνε χρήση αυτής της ιδιαίτερης Χάρης που σου έχει δοθεί, να φέρνεις ορατή και γρήγορη βοήθεια όπου δεν υπάρχει καμμία σχεδόν ελπίδα βοηθείας. Βοήθησέ με τούτη την ώρα της ανάγκης, για να μπορέσω να λάβω την παρηγοριά και την βοήθεια της Αγίας Τριάδος, σ’ όλες μου τις ανάγκες, δοκιμασίες, και βάσανα – (εδώ εκφράζετε το αίτημά σας)– και να μπορώ να υμνώ τον Χριστό μαζί με σένα και με όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς.
Υπόσχομαι, ω ευλογημένε Άγιε Ιούδα Θαδδαίε, να ενθυμούμαι πάντοτε αυτή τη μεγάλη Χάρη. Να σε τιμώ πάντοτε, ιδιαίτερα ως τον πιο δυνατό προστάτη μου, και μ’ ευγνωμοσύνη να ενθαρρύνω την ευλάβεια προς εσένα, ΑΜΗΝ.

Είθε το όνομα της Αγίας Τριάδος να λατρεύεται και να υμνείται απ’ όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, στους αιώνες των αιώνων, ΑΜΗΝ.

Είθε το όνομα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, να υμνείται και να δοξάζεται τώρα και παντοτινά, ΑΜΗΝ.

Άγιε Ιούδα Θαδδαίε δεήσου για μας και άκουσε τις προσευχές μας, ΑΜΗΝ.

Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Ιησού Χριστού. Ας είναι ευλογημένο το όνομα της Υπεραγίας και Αειπαρθένου Μαρίας. Ας είναι ευλογημένος ο Άγιος Ιούδας ο Θαδδαίος. Σ’ όλο τον κόσμο και σ’ όλους τους αιώνες, ΑΜΗΝ.

Πάτερ Ημών……

Χαίρε Μαρία Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ο Ιησούς. Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών νυν και αεί και την ώρα του θανάτου ημών, ΑΜΗΝ.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστοῦ σὲ συγγενῆ, ὢ Ἰούδα εἰδότες, καὶ μάρτυρα στερρόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην πατήσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα, ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαίς σου λαμβάνομεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Ἰούδα, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Ἐκ ῥίζης εὐκλεοῦς, θεοδώρητον κλῆμα, ἀνέτειλας ἡμῖν, τοῦ Κυρίου αὐτόπτα, Ἀπόστολε θεάδελφε, τοῦ Χριστοῦ κήρυξ πάνσοφε, τρέφων ἅπαντα, κόσμον καρποῖς σου τῶν λόγων, τὴν ὀρθόδοξον, πίστιν Κυρίου διδάσκων, ὡς μύστης τῆς χάριτος.

κατεβάστε
Ακολουθία Αγίου Ιούδα του Αποστόλου
Παράκληση στον Άγιο Ιούδα τον Απόστολο 

pentapostagma.gr

Ο πόνος και οι θλίψεις στη ζωή μας...

$
0
0
Ο πόνος και οι θλίψεις στη ζωή μας...
Γέροντος Εφραίμ, προηγουμένου Ι. Μονής Φιλοθέου

Το μονοπάτι της ζωής είναι όλο πόνος και δάκρυ όλο αγκάθια και καρφιά; παντού φυτρωμένοι σταυροί παντού αγωνία και θλίψη. Κάθε βήμα και μία Γεθσημανή. Κάθε ανηφοριά και ένας Γολγοθάς. Κάθε στιγμή και μία λόγχη. «Αν μπορούσαμε να στίψουμε την γη σαν το σφουγγάρι θα έσταζε αίμα και δάκρυα».
«Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει», λέγει ο ψαλμωδός.

Το τριαντάφυλλο βγάζει αγκάθι και το αγκάθι τριαντάφυλλο. Τα ωραία συνοδεύονται με πόνο, αλλά κι ο πόνος βγάζει στη χαρά. Συνήθως το ουράνιο τόξο υψώνεται ύστερα από την μπόρα. Πρέπει να προηγηθούν οι καταιγίδες για να ξαστερώσει ο ουρανός.


Η διάκριση - φωτισμένη από την χριστιανική πίστη και φιλοσοφία - βλέπει. Έχει την ικανότητα με την ενόραση να βλέπει πολύ βαθιά απ' τα φαινόμενα. Μέσα από τον πόνο βλέπει την χαρά και την ελπίδα, όπως ο θρίαμβος του Χριστού βγήκε μέσα από τον πόνο του Πάθους και του Σταυρού.

Τα πιο θαυμάσια αγάλματα έχουν τα περισσότερα κτυπήματα.. Οι μεγάλες ψυχές οφείλουν την μεγαλοσύνη τους στα κτυπήματα του πόνου. Τα χρυσά και βαρύτιμα κοσμήματα περνούν πρώτα απ' την φωτιά.

Συγκλονίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ο πόνος. Είναι φωτιά καμίνι που καίει και κατακαίει. Είναι καταιγίδα και τρικυμία. «Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», λέει ο Σολωμός. Είναι στιγμές που οι δοκιμασίες έρχονται απανωτές, η μία μετά την άλλην ή και όλες μαζί. Πολύ βαρύς τότε ο σταυρός. Η αγωνία κορυφώνεται. Η ψυχή φορτίζεται τόσο, ώστε είναι έτοιμη να λυγίσει. Όλα φαίνονται μαύρα. παντού σκοτεινά. Παντού αδιέξοδα. Λέει ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Τα καλά φύγανε, τα δεινά είναι γυμνά και προκλητικά, το ταξίδι γίνεται μέσα στη νύχτα, φάρος δεν φαίνεται πουθενά και ο Χριστός φαίνεται να κοιμάται»

Καρφιά και μαχαίρια είναι της ζωής οι θλίψεις. Μαχαίρια και καρφιά που σκίζουν ανελέητα και τρυπούν τις καρδιές. Τις πυρακτώνουν και τις παραλύουν εξουθενωτικά.

Το μόνο που απομένει σε τούτες τις στιγμές είναι η κραυγή που σαν παράπονο ικεσίας απευθύνεται στο Θεό. «Ελέησον με Κύριε.... Η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα...εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου...εγενήθη η καρδία μου ωσεί κηρός τηκόμενος... Ελέησόν με Κύριε ότι θλίβομαι...εξέλιπεν εν οδύνη η ζωή μου και τα έτη μου εν στεναγμοίς...επελήσθην ωσεί νεκρός...εγενήθην τα δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός...ινά τι περίλυπος ει η ψυχή μου, και ίνα τι συνταράσσεις με;»

Ο άνθρωπος είναι ο βασιλιάς της δημιουργίας, αλλά το στεφάνι του είναι από αγκάθια. Η πορεία του είναι άλλοτε τραγούδι και συμφωνία χαράς, τις περισσότερες όμως, φορές είναι ένα θλιβερό και ασταμάτητο πένθιμο εμβατήριο.

Μεγάλο και αιώνιο το πρόβλημα του πόνου. Το μελέτησαν φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι και άλλοι πολλοί. Την αυθεντικότερη ωστόσο απάντηση τη δίνει ο χριστιανισμός, η πίστη, ο νόμος του Θεού. Και η απάντηση είναι διπλή. Θεολογικά είναι συνέπεια της πτώσεως, όπως όλα τα κακά.. Είναι αποτέλεσμα της κακής χρήσεως της ελευθερίας. Είναι καρπός της παρακοής. Ηθικά είναι ευκαιρία και μέσον αρετής και τελειώσεως.

Θα σέβομαι πάντα τον Θεό- λέγει ο Θεολόγος. Γρηγόριος - όσα ενάντια και αν επιτρέπη να με βρουν. Ο πόνος για μέσα είναι φάρμακο σωτηρία. Ο δε μέγας Βασίλειος λέγει: «Εφ' όσον μας ετοιμάζει ο Θεός το στεφάνι της βασιλείας Του, αφορμή για αρετή ας γίνει η ασθένεια». Οι θλίψεις θα πει και ο ιερός Χρυσόστομος μας φέρνουν πιο κοντά στο Θεό. Και όταν σκεφτόμαστε το αιώνιο κέρδος των θλίψεων δεν θα στεναχωριόμαστε.

Ο άγιος Απόστολος Παύλος, ο όσο διωγμένος και πονεμένος και κατάστικτος από τα «στίγματα του Κυρίου», διδάσκει ότι, ο Θεός αφήνει τον άνθρωπο να πονέσει με τις θλίψεις, « επί το συμφέρον, εις το μεταλαβείν της αγιότητος αυτού».

Χιλιάδες τρόπους έχει ο Θεός για να σε κάμει να ιδείς την αγάπη Του. Ο Χριστός μπορεί να μετατρέψει την δυστυχία, σε μελωδικό δοξολογητικό τραγούδι. «Η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται» είπε ο Κύριος.

Τέτοια μάχη, τέτοια νίκη. «Στην αγορά τ' ουρανού δεν υπάρχουν φτηνά πράγματα». Οι στιγμές του πόνου και της θυσίας είναι στιγμές ευλογίας. Κοντά σε κάθε σταυρό, είναι και μια ανάσταση. Τι κι' αν τώρα πονάμε και κλαίμε ασταμάτητα; «Το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ' υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν», λέει ο Παύλος.

Ο άνθρωπος του πόνου είναι ο άριστος αθλητής της ζωής με τις ένδοξες νίκες. Θ' ακριβοπληρωθεί με τα αιώνια βραβεία, «α οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν», λέει προς Κορινθίους ο Παύλος.

Όποιος ατενίζει και αντιμετωπίζει τον πόνο με το πρίσμα της αιωνιότητος, είναι ήδη από τώρα νικητής. Είναι ο εκλεκτός που με την ακατάβλητη πίστη στο Θεό έφθασε στην χαρά. Γεύτηκε την χρηστότητα του Κυρίου και είναι υποψήφιος στεφανηφόρος. Μπορεί να επαναλάβει του Απ., Παύλου την νικηφόρα κραυγή: «τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο Κύριος εν εκείνη τη ημέρα».

Με τέτοιες μεταφυσικές διαστάσεις η υπέρβαση του πόνου και η μεταμόρφωση του σε χαρά λυτρωτική, είναι πραγματικότητα, Είναι αλλοίωση που οφείλεται στη δύναμη του Θεού. Είναι μετακαίνωση - παράλογο για τον άνθρωπο του ορθού λόγου - φυσική συνέπεια της χριστιανικής πίστεως. Είναι για τον άνθρωποι της πίστεως, το μέγα θαύμα της αλλοίωσης του Θεού. Η μεταφυσική βίωση του πόνου οδηγεί στη λύση του μεγάλου προβλήματος. Οδηγεί από το σκοτάδι στο φως.

Οφείλουμε λοιπόν, ν' αποδεχόμαστε τον πόνο που μας επισκέπτεται, σαν μια ευλογία του Θεού. Το σιτάρι συμπιέζεται και λιώνει μέσα στη γη, αλλά τότε καρποφορεί την ζωή. Πλούσια και ευλογημένη του πόνου η συγκομιδή. Μεγάλη η ευλογία του Θεού στον αγρό των δακρύων. Ευλογία που την βιώνουν όσοι με το χάρισμα της διακρίσεως αληθινά πιστεύουν.

Ευλογία Θεού και έλεος όσοι διήλθαν το καμίνι του ποικίλου πόνου με θεϊκή δύναμη και επίγνωση. Τους περιμένει η αιώνια, η αθάνατη, η πανευτυχής ανάπαυσις εν τω Θεώ. Αμήν.

ΠΗΓΗ

Άγιος Σιλουανός:περί ειρήνης και θυμού.

$
0
0
ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
Ὅλοι ἐπιθυμοῦν τὴν εἰρήνη, μὰ δὲν ξέρουν πῶς νὰ τὴν ἀποκτήσουν

Ὁ Μέγας Παΐσιος κυριεύθηκε ἀπὸ θυμὸ καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Παΐσιε, ἂν θέλεις νὰ μὴν ὀργίζεσαι, μὴν ἐπιθυμεῖς τίποτε, μὴ κρίνεις καὶ μὴ μισήσεις κανένα καὶ θὰ ἔχεις τὴν εἰρήνη». Ἔτσι κάθε ἄνθρωπος ποὺ κάνει τὸ θέλημά του νὰ ὑποχωρεῖ ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, θὰ εἶναι πάντα εἰρηνικὸς στὴν ψυχή. Ὅποιος ὅμως ἀγαπᾶ νὰ κάνει τὸ θέλημά του, αὐτὸς δὲν θἄχει εἰρήνη. Ψυχὴ ποὺ παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὑποφέρει εὔκολα κάθε θλίψη καὶ κάθε ἀσθένεια· γιατὶ τὸν καιρὸ τῆς ἀσθένειας παραμένει στὴ θέα τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται: «Κύριε, Σὺ βλέπεις τὴν ἀσθένειά μου. Ἐσὺ ξέρεις πόσο ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύνατος εἶμαι· βοήθησε μὲ νὰ ὑπομένω καὶ νὰ εὐχαριστῶ τὴν ἀγαθότητά Σου». Καὶ ὁ Κύριος ἀνακουφίζει τὸν πόνο καὶ ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται τὴν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ καὶ μένει κοντὰ στὸν Θεὸ γεμάτη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη.

Ἂν ὑποστεῖς καμιὰν ἀποτυχία, σκέψου: «Ὁ Κύριος βλέπει τὴν καρδιά μου καὶ ἂν εἶναι θέλημά Του, ὅλα θὰ εἶναι γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό μου καὶ τῶν ἄλλων». Ἔτσι ἡ ψυχή σου θὰ ἔχει πάντα εἰρήνη. Ἀλλ᾿ ἂν ἀρχίζει κανεὶς νὰ παραπονεῖται: αὐτὸ δὲν εἶναι καλό, ἐκεῖνο δὲν εἶναι ὅπως πρέπει, τότε ποτὲ στὴν ψυχή του δὲν θὰ ὑπάρχει εἰρήνη, ἔστω κι ἂν νηστεύει καὶ προσεύχεται πολύ… 

… Ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ κι ἔτσι μποροῦμε νὰ μὴ φοβόμαστε τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία· γιατὶ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας χάνεται ἡ χάρη καὶ χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἐχθρὸς παρασύρει τὴν ψυχή, ὅπως παρασύρει ὁ ἄνεμος τὰ ξερὰ φύλλα ἢ τὸν καπνό. … 

… Τὸ κατόρθωνε γιατὶ ἀγαποῦσε τὸν λαὸ καὶ δὲν ἔπαυε νὰ προσεύχεται γι᾿ αὐτόν: 
«Κύριε, δῶσε τὴν εἰρήνη Σου στὸν λαό Σου». 

«Κύριε, δῶσε στοὺς δούλους Σου τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο, γιὰ νὰ θάλπει τὶς ψυχές τους μὲ τὴν ἀγάπη Σου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ σ᾿ ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ σὲ κάθε ἀγαθό». … 

… Ἔτσι, προσευχόμενος συνεχῶς γιὰ τὸν λαό, διαφύλασσε τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἐμεῖς τὴν στερούμαστε, γιατὶ δὲν ὑπάρχει μέσα μας ἀγάπη γιὰ τὸν λαὸ. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι ποθοῦσαν τὴν σωτηρία τοῦ λαοῦ καὶ, ὅταν βρίσκονταν ἀνάμεσα σ᾿ ἀνθρώπους, προσεύχονταν διακαῶς γὶ᾿ αὐτούς. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς ἔδινε τὴ δύναμη ν᾿ ἀγαποῦν τὸν λαὸ. Κι ἐμεῖς, ἂν δὲν ἀγαποῦμε τὸν ἀδελφό, δὲν θὰ ἔχομε εἰρήνη. … 

… Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Μέγας προσευχόταν γιὰ ἕνα μαθητή του ποὺ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ἐνῶ λοιπὸν προσευχόταν, τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπε: «Παΐσιε, γιὰ ποιὸν παρακαλεῖς ; Δὲν ξέρεις πῶς μ᾿ ἔχει ἀρνηθεῖ ;» Ὁ Παΐσιος ὅμως ἐσυνέχιζε νὰ λυπᾶται τὸν μαθητή του καὶ τότε τοῦ εἶπε ὁ Κύριος: «Παΐσιε, ἔγινες ὅμοιος μὲ μένα στὴν ἀγάπη». 

Ἔτσι ἀποκτᾶται ἡ εἰρήνη καὶ ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος. … 

… Ψυχὴ ἁμαρτωλή, αἰχμάλωτη στὰ πάθη, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Κυρίῳ, ἔστω κι ἂν ἔχει ὅλα τὰ πλούτη τῆς γῆς, ἔστω κι ἂν βασιλεύει σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Ἂν σ᾿ ἕνα τέτοιο βασιλιὰ, τὴν ὥρα ποὺ διασκεδάζει σὲ συμπόσιο μὲ τοὺς πρίγκιπές του καθισμένος στὸ θρόνο του δοξασμένος, ἂν τοῦ ποῦμε ξαφνικά: «Βασιλιὰ, πεθαίνεις σὲ λίγο», τότε ἡ ψυχή του θὰ ταραζόταν, θὰ ἔτρεμε ἀπὸ τὸ φόβο καὶ θὰ ἔβλεπε τὴν ἀδυναμία του. 

Πόσοι ὅμως ὑπάρχουν φτωχοὶ, ἀλλὰ πλούσιοι σὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, ποὺ ἂν τοὺς ἔλεγαν: «Τώρα πεθαίνεις», θὰ ἀπαντοῦσαν εἰρηνικά: «Ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος, γιατὶ μὲ θυμήθηκε καὶ θέλει νὰ μὲ πάρει ἐκεῖ, ὅπου πρῶτος μπῆκε ὁ ληστής». … 
… Δόξα Σοι, Κύριε, γιατὶ τώρα ἔρχομαι σὲ Σένα καὶ θὰ βλέπω αἰώνια μὲ εἰρήνη καὶ ἀγάπη τὸ Πρόσωπό Σου. Τὸ ἱλαρὸ, πράο βλέμμα Σου αἰχμαλώτισε τὴν ψυχή μου καὶ αὐτὴ λιώνει γιὰ Σένα». … 
… Ἂν ὅμως συνηθίσομε νὰ προσευχόμαστε θερμὰ γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς ἀγαποῦμε, θὰ παραμείνει γιὰ πάντα ἡ εἰρήνη στὶς καρδιές μας. 

Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη ἡ ψυχή, ἂν δὲν μελετᾶ μέρα καὶ νύχτα τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ αὐτὸς ὁ νόμος γράφτηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πηγαίνει ἀπὸ τὴ Γραφὴ στὴν ψυχή. Κι ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται γλυκύτητα καὶ εὐχαρίστηση γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν θέλει πιὰ ν᾿ ἀγαπᾷ τὰ ἐπίγεια, γιατὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὰ ἐπίγεια ἐρημώνει τὸν νοῦ. Ἡ ψυχὴ τότε καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀθυμία, ἀγριεύει καὶ παύει νὰ προσεύχεται. Κι ὁ ἐχθρός, βλέποντας πῶς ἡ ψυχὴ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν σαλεύει καὶ εὔκολα συγχύζει τὸν νοῦ μὲ διάφορους ἄτακτους λογισμοὺς κι ἔτσι περνᾶ ὁλόκληρη τὴ μέρα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει καθαρὰ τὸν Κύριο. 

Ὅποιος ἔχει μέσα του τὴν εἰρήνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σκορπίζει εἰρήνη καὶ στοὺς ἄλλους. Ὅποιος ὅμως ἔχει μέσα του πνεῦμα κακὸ, σκορπᾶ καὶ στοὺς ἄλλους τὸ κακό. … 

… Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος ὑποφέρει ὁ ἴδιος μεγάλο μαρτύριο ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφανείας του. Ὁ ὑφιστάμενος, ὅποιος κι ἂν εἶναι, πρέπει νὰ τὸ καταλαβαίνει καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ τὸν ψυχικὰ ἄρρωστο προϊστάμενό του καὶ τότε ὁ Κύριος, βλέποντας τὴν ὑπομονή του, θὰ τοῦ δώσει ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ. Εἶναι μέγα ἔργον ἐνώπιόν του Θεοῦ τὸ νὰ προσεύχεται κανεὶς γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀδικοῦν καὶ τὸν προσβάλλουν. Ἐξαιτίας αὐτοῦ θὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος τὴ χάρη καὶ θὰ γνωρίσει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸν Κύριο. Κι ἔτσι θὰ ὑπομείνει τότε, χάριν τοῦ Κυρίου, μὲ χαρὰ ὅλες τὶς θλίψεις καὶ θὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ θὰ ἐπιθυμεῖ ὁλόψυχα τὸ καλὸ γιὰ ὅλους καὶ θὰ προσεύχεται γιὰ ὅλους ὅπως γιὰ τὴν ψυχή του. 

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ ν᾿ ἀγαποῦμε τοὺς ἐχθροὺς καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθροὺς ἐξομοιώνεται μὲ τὸν Κύριο. Ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς δὲν εἶναι δυνατὴ παρὰ μόνο μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ, μόλις σὲ προσβάλει κανείς, προσευχήσου γι᾿ αὐτὸν στὸν Θεὸ κι ἔτσι θὰ διατηρήσεις τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή σου. … 

… Ἂν κάποιος ὡς προϊστάμενος ἀναγκαστεῖ νὰ δικάσει ἕναν ἄλλο γιὰ κάποιο παράπτωμα, πρέπει νὰ παρακαλεῖ τὸν Κύριο νὰ τοῦ δώσει συμπάσχουσα καρδιά, τὴν ὁποία ἀγαπᾶ ὁ Κύριος, καὶ τότε θὰ κρίνει σωστὰ. Ἂν κρίνει ὅμως λαμβάνοντας ὑπόψη μόνο τα ἔργα τοῦ ὑποδίκου, τότε θὰ πέσει σὲ λάθη καὶ δὲν θ᾿ ἀρέσει στὸν Κύριο. 

Πρέπει νὰ κρίνει κανεὶς μὲ σκοπὸ τὴ διόρθωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνεπῶς εἶναι ἀνάγκη νὰ συμπονῇ ὁ δικαστῆς κάθε ψυχή, κάθε πλάσμα καὶ κτίσμα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἔχει καθαρὴ συνείδηση σ᾿ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς του καὶ τότε θὰ βρεῖ βαθιὰ εἰρήνη στὴν ψυχὴ καὶ τὸν νοῦ. … 

… Ἂν ἐγνώριζαν οἱ βασιλιάδες καὶ οἱ κυβερνῆτες τῶν λαῶν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ἔκαναν ποτὲ πόλεμο. Ὁ πόλεμος προέρχεται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Ὁ Κύριος μᾶς ἐδημιούργησε κατὰ τὴν ἀγάπη Του καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ ζοῦμε μὲ ἀγάπη. 

Ἂν οἱ ἄρχοντες τηροῦσαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ ὁ λαὸς καὶ οἱ ὑπήκοοι ὑπάκουαν μὲ ταπείνωση, θὰ ὑπῆρχε μεγάλη εἰρήνη καὶ ἀγαλλίαση πάνω στὴ γῆ. Ἐξαιτίας ὅμως τῆς φιλαρχίας καὶ τῆς ἀνυπακοῆς τῶν ὑπερήφανων ὑποφέρει ὅλη ἡ οἰκουμένη. …

orthodoxa-ofelimata.blogspot.gr

Μετάνοια και ψυχική υγεία κατά τον Ι. Χρυσόστομο

$
0
0
Μετάνοια και ψυχική υγεία κατά τον Ι. Χρυσόστομο
Ο Ψυχικός Θάνατος

Αμαρτία: η σκληρή πραγματικότητα θανάτου
Μία τραγική πραγματικότητα για κάθε άνθρωπο είναι το γεγονός της αμαρτίας. Το ζει μόνιμα∙ βλέπει να τον επισκέπτεται, να κατρακυλά και να πέφτει. Έρχεται σαν πειρασμός, σαν θέαμα, σαν λογισμός, σαν μία εξωτερική προσβολή, γίνεται ενήδονη φαντασία και επιθυμία και καταλήγει στην πράξη της αμαρτίας. Είναι, όπως λέγει ο Αδελφόθεος Ιάκωβος, «μία άνομη κυοφορία που αποκυεί τον θάνατο». Η ποικιλόμορφη αμαρτία ξεπηδά και γεννιέται απειλητικά μέσα από δύο παράγοντες, πρώτον, από τον πειρασμό του αρχέκακου δαίμονος, που ως λιοντάρι ωρυόμενο ζητά ποιόν να καταπιεί, και δεύτερον, από την εσωτερική επιθυμία, που δελεάζει και θέλγει. Ο Απ. Παύλος περιγράφει με τραγικότητα την πτώση και την παραπλάνηση. Εκεί που πάω να κάνω το καλό, λέγει, βλέπω έναν άλλο εαυτό μου να με παρασύρει και να κάνω τελικά το κακό, και ποιος άραγε μπορεί να με γλιτώσει από τον θάνατο αυτό; «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;».

Ο ίδιος Απόστολος πολύ ξεκάθαρα λέγει ότι αυτό που τελικά ο άνθρωπος κερδίζει από την αμαρτία είναι ο θάνατος, «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος». Άραγε τι να σημαίνει ο όρος θάνατος στην σκέψη του Αποστόλου; Θάνατος εδώ σημαίνει τρία πράγματα:

πρώτον, η αμαρτία διαλύει τις διαπροσωπικές σχέσεις, είναι ο θάνατος της αγάπης,

δεύτερον, διαλύει το ανθρώπινο σώμα, διότι «τα πλείονα των αρρωστημάτων εξ ιδίων αμαρτημάτων εισίν» και

τρίτον
διαλύει και απορρυθμίζει όλο τον ψυχικό κόσμο με τη παρουσία ψυχολογικών προβλημάτων και μάλιστα καταθλιπτικών καταστάσεων.

Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την πειρασμό και την αμαρτία. Η αμαρτία είναι μία σκληρή πραγματικότητα, η πιο σκληρή πραγματικότητα στην ζωή όλων. Όμως το πρόβλημα γεννιέται μετά από την αμαρτία. Πως μπορεί να ξεφύγει κανείς από τον τριπλό αυτό θάνατο; Πως πρέπει να σταθεί λυτρωτικά ο άνθρωπος απέναντι στο μέγεθος αυτό; Ανάλογα με την στάση του οδηγείται ή στον ψυχικό θάνατο ή στην χαρά της λύτρωσης. Ο λυτρωτικός μονόδρομος είναι η μετάνοια στην γλυκύτατη αγκάλη του Θεού. Η παραδοχή των λαθών, η ομολογία και η συγχώρηση του Θεού γεμίζει τον άνθρωπο με την χαρά της νέας ζωής μέσα στην ελπίδα της αιωνιότητας και στην ειρήνη της καρδιάς την «πάντα νούν υπερέχουσαν». Όμως αυτόν τον ταπεινό δρόμο είτε δεν τον γνωρίζει , είτε τον φοβάται, είτε δεν έχει χειραγωγό αγάπης και, χωρίς να αντιληφθεί ,πέφτει μέσα στην δίνη του πνευματικού αυτού θανάτου. Η μετάνοια δεν νοείται ως μία απλή αναγκαστική μεταμέλεια, αλλά ως μία νέα ζωή εν Χριστών.

Ηδονή και οδύνη

Η αμαρτία κουβαλά πάνω της την ηδονή και παρασύρει τον άνθρωπο με το θέλγητρό της, αλλά, όταν τελεσθεί, έρχεται αμέσως η μεγάλη οδύνη για τα πεπραγμένα. Είναι φοβερό πράγμα η γρήγορη αυτή εναλλαγή από την ηδονή στην οδύνη. Είναι ένα μαρτύριο εσωτερικό και μία πνευματική σχιζοφρένεια αδιανόητη. Είναι ο ψυχικός θάνατος που ζει ο άνθρωπος κατά την αμαρτία. Οι ενοχές στέκονται σαν δήμιος και σφοδρός κατήγορος και οδηγούν σον αμαρτωλό στην απελπισία. Πως μπορεί να ξεφύγει από τον φοβερό αυτό θάνατο; «ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» αναφωνεί ο Απ. Παύλος.
Πολύ όμορφα περιγράφει την κατάσταση αυτή ο Ιερός Χρυσόστομος:

Αυτός είναι ο τρόπος της αμαρτίας∙από την μία μεριά, προτού προχωρήσει και γίνει πράξη, σκοτίζει τον λογισμό και απατά στη σκέψη∙ όταν όμως πλέον έχει τελεστεί, τότε παρουσιάζει μπροστά μας πολύ έντονα την αθλιότητα της, και η σύντομη εκείνη και άνομη ηδονή γίνεται συνεχής οδύνη, και του αφαιρεί την καθαρότητα της συνείδησης και περιβάλλει με ντροπή τον πεπτωκότα αμαρτωλό. Ο φιλάνθρωπος Δεσπότης φύτεψε μέσα μας αυτόν τον κατήγορο, ώστε ποτέ να μην ησυχάζει, αλλά αδιάλειπτα να είναι παρών και να φωνάζει και να δικάζει απαιτώντας ευθύνες για τα λάθη.

Κι αυτό μπορεί να το δει με σαφήνεια από την ίδια την πραγματικότητα. Ο πόρνος ή ο μοιχός, ή αυτός με τέτοιου είδους πτώσεις, ακόμη κι αν διαφεύγει όλων την προσοχή ,ούτε πάλι όμως είναι ήσυχος, διότι έχοντας μέσα του αυτόν τον «σφοδρό κατήγορο» ζει διαρκώς μέσα στους φόβους των υποψιών, τρέμει τις σκιές, φοβάται στην σκέψη αν τον είδαν ή δεν τον είδαν, έχοντας συνεχή φουρτούνα μες στην ψυχή του και αλλεπάλληλα κύματα.

Και ούτε χαίρεται τον ύπνο του, είναι δε γεμάτος από φόβους και αγωνίες∙ ούτε και το φαγητό του δεν μπορεί να το απολαύσει, ούτε και η παρέα και ο λόγος των φίλων μπορεί να του δώσει χαρά, ή να τον απαλλάξει από τον πόλεμο αυτό∙ αλλά σαν να περιφέρει έναν δήμιο, που τον ξεσχίζει και τον μαστιγώνει συνεχώς, έτσι ομοιάζει να ζει μετά από την αμαρτία∙ ακόμη και να μη τον είδε κανείς σηκώνει τις αφόρητες αυτές τιμωρίες και γίνεται δικαστής και κατήγορος του εαυτό του.

Αλλά αυτός που έπεσε σε τέτοιες αμαρτίες, αν θέλει πραγματικά να βοηθηθεί από την συνείδηση του, τότε να σπεύσει σε εξομολόγηση των αμαρτημάτων του και να δείξει την πληγή του στον γιατρό, που θεραπεύει και δεν κοροϊδεύει, και να δεχθεί τα φάρμακα και μόνο μ’ αυτόν να ομιλήσει, και, χωρίς να ξέρει κανείς άλλος, να τα πει όλα με ακρίβεια και έτσι γρήγορα θα διορθώσει τα λάθη του. Η εξομολόγηση των αμαρτημάτων είναι ο αφανισμός των αμαρτημάτων.

Κατάθλιψη και ενοχές

Μέσα στον άνθρωπο κατοικεί ο λόγος του Θεού γραμμένος σε σάρκινη πλάκα, την καρδιά του, και είναι γραμμένος από το χέρι Του. Από γεννησιμιού του είναι πλασμένος για την αιωνιότητα και τον παράδεισο, εικόνα Θεού και μικρόθεος για να φθάσει στο καθ’ ομοίωση. Μέγα πρόβλημα γεννιέται μετά από την αμαρτία. Απειλητικές έρχονται οι ενοχές στον άνθρωπο. Πως θα μπορέσει να ξεφύγει από το πέπλο της απελπισίας, που τον σκεπάζει με όλες τις ενοχές αυτές και τις τύψεις; Ο Ιερός Χρυσόστομος πολύ συγκεκριμένα τονίζει ότι ο διάβολος δεν χαίρεται τόσο με την πτώση του ανθρώπου, όσο χαίρεται με την απελπισία, η οποία στ’ αλήθεια είναι λατρεία του διαβόλου. Ο Ιερός Πατήρ αναφέρει την απελπισία σαν ένα τεχνικό όρο που θέλει να δηλώσει τα πολλά και ποικίλα ψυχολογικά προβλήματα που γεννιούνται μέσα στον άνθρωπο από την εγκατάλειψη του εαυτού του και την έλλειψη της υγιούς αντιμετώπισης της κρίσης της συνειδήσεως μετά από την αμαρτία.

Σήμερα μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων ζουν με τα φάρμακα μόνιμα στην τσέπη τους. Ένας ψυχικός θάνατος πλανιέται μέσα στον άνθρωπο που είναι εικόνα Θεού Παντοκράτορος. Παντού, όπου κι αν σταθείς, θα ακούσεις να μιλούν για άγχος και αγωνίες, για κατάθλιψη και μελαγχολία και για ανάγκη ηρεμίας και χαράς. Η λέξη κατάθλιψη και μόνο με το άκουσμα της μας δίνει την υπόστασή της. Μία ψυχική ασθένεια μοντέρνα στην μεγάλη εξάπλωσή της στον σημερινό κόσμο, αλλά και πολύ παλαιά: χρονολογείται η εμφάνισή της με τη δημιουργία του ανθρώπου.

Πολλοί πιστεύουν πως με γιατροσόφια και ψεύτικα δεκανίκια μπορούν να ξεφύγουν από την απειλή αυτή του μεγάλου κενού και της εποχικότητας και της ανίας. Και ψάχνουν την λύση και την χαρά μέσα στις διακοπές και στην χαλάρωση των μυστικών θεραπειών καθώς και στο ξέδομα της νύχτας και του ποτού και του χορού. Και όσο κανείς ψάχνει για να βρεί την ψαρά σε έναν σκόρπισμα και σε μια εξωτερίκευση , τούτο το κενό ακόμη πιο πολύ μεγαλώνει και διογκώνεται. Και άραγε που πρέπει να ψάξει κανείς για να βρει την αληθινή χαρά και την ανάσταση; Πρέπει να το ψάξει μόνο μέσα του. 

Πίσω από κάθε μορφή θανάτου υπάρχει πάντα κρυμμένο σαν κατακάθι ένα μεγάλο κακό, που είναι η αμαρτία.Πίσω από μία ψυχολογική απορρύθμιση (φοβίες και καταθλίψεις), πίσω από μία σωματική αρρώστια, πίσω από μία διαταραχή σχέσεων στέκεται πάντοτε ως αιτία και ρίζα η πολυποίκιλη αμαρτία με τον εγωισμό της. Η εξωτερική αυτή κλινική εικόνα της κατάθλιψης δείχνει ένα άλλο βάθος εσωτερικής αμαρτίας. Από την ρίζα της η αμαρτία έχει την φθορά. Πολλές ψυχικές αρρώστιες είναι τα τέκνα, που γεννά ο ίδιος ο άνθρωπος από τον συγχρωτισμό του με τον πειρασμό και την σπορά της αμαρτίας. Προέρχονται από την σύγκρουση του ανθρώπου με την ηθική συνείδηση , τον νόμο του Θεού. Πολλά ψυχολογικά προβλήματα μπορούν να θεωρηθούν ως ασθένειες της συνειδήσεως.

Το τραγικό είναι ότι κανείς δεν θέλει βλέποντας αυτόν τον θάνατο να ξαπλώνεται πάνω του να σκύψει και να δει τα λάθη του και λυτρωτικά να ζητήσει την συγχώρηση. Είναι ο πιο σκληρός φόβος να δει τον εαυτό του κατάματα και να αποδεχθεί την αμαρτία του. Φοβάται μήπως διαλυθεί το είδωλο του προσώπου του που λατρεύει. Ένα μεγάλο τέρας έρχεται να καταφάει την ύπαρξη του, ο εγωισμός , που είναι η κοινή ρίζα όλων των αμαρτιών και συνάμα όλων των ψυχικών ασθενειών που ακολουθούν ως άμεσο παρεπόμενο. Είναι ακριβή τα λόγια «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος».

Η ευθύνη του ανθρώπου

Και εδώ είναι η μεγάλη ευθύνη του ανθρώπου, να σκύψει ευθυνοκεντρικά και να δει την αμαρτία που φωλιάζει μέσα του. Ο άνθρωπος που δεν έχει συναίσθηση του εαυτύ του και επίγνωση των αμαρτιών του , λέγει ο Χριστός στην Αποκάλυψη του Ιωάννου , έχει όνομα ότι ζει αλά είναι νεκρος. Πολλές φορές ψάχνει την λύτρωση του από τον ψυχικό θάνατο μέσα από φάρμακα και συνεδρίες και μοντέρνες ψυχοθεραπείες, χωρίς βέβαια να αποκλείονται κι αυτά, και δεν σκύβει υπεύθυνα να δει την αμαρτία του, που είναι η μόνη αιτία και η ρίζα του ψυχικού θανάτου που ζει. Την αμαρτία του ή την αμνηστεύει ή την απωθεί δοξολογούμενος ποικιλοτρόπως. Πιο εύκολα είναι να παίρνει κανείς αντικαταθλιπτικά και ηρεμιστικά φάρμακα παρά να μετανοήσει και να αλλάξει τρόπο ζωής μέσα στην απέραντη αγάπη και γλυκύτητα του Θεού και την θυσιαστική αγάπηη του στον πλησίον. Εκεί τον εαυτό του με όλη την ειλικρίνειά του πρέπει να σκύψει και να τον δει. Είναι το πιο δύσκολο έργο να τον δει σαν σε καθρέφτη ενώπιον του Θεού. Όμως και τόσο λυτρωτικό! Πολλές φορές, μην μπορώντας να αποτινάζει το γλυκό δέσιμο με την αμαρτία και να απορρίψει το σώμα της, βρίσκει σαν μία εύκολη λύση τον δρόμο της απενοχοποίησης. Κάνει τα πάντα για να απενοχοποιηθεί. Έχοντας κύριο σκοπό αυτόν είτε δικαιολογεί τον εαυτό του και ρίχνει το βάρος στους άλλους ή προσπαθεί να ξεχάσει, είτε απομακρύνεται από τον Θεό, είτε καταλήγει σε ψυχοθεραπείες. Οι επιστήμες της ψυχιατρικής ή και της ψυχολογίας, όταν εξασκούν το έργο τους απρόσωπα και μόνο δια των φαρμάκων , όταν αγνοούν τον Θεό της αγάπης, όταν αγνοούν ακόμη πιο πολύ την διεργασία της αμαρτίας και αμνηστεύουν και απενοχοποιούν τον άνθρωπο καταργώντας τον ηθικό νόμο του Θεού, αδυνατούν να θεραπεύσου το πρόσωπο.

Η λυτρωτική στάση

Ποια όμως πρέπει να είναι η λυτρωτική στάση του ανθρώπου μπροστά στο μεγάλο μέγεθος αυτό της αμαρτίας και του επερχόμενου ψυχικού θανάτου;
Ο ασφαλής δρόμος, πρώτον , είναι η μετάνοια και η αποδοχή ταπεινά της πτώσης. Θέλει δύναμη και ελευθερία, ταπείνωση προσωπική και γενναιότητα για να σκύψει κανείς ευθυνοκεντρικά στο λάθος του.
Χρειάζεται , δεύτερον , και μεγάλη γνώση και αίσθηση της αγάπης του Θεού.

Από την μία μεριά, στέκεται το μέγεθος της αμαρτίας, για την οποία εξ ολοκλήρου φέρει την ευθύνη προσωπικά ο άνθρωπος και από την άλλη είναι ο Χριστός με την αγάπη Του, που δεν ήρθε να δικάσει τον κόσμο, αλλά να στον σώσει. Υπάρχει και ένας άλλος-χώρος, της απελπισίας με όλο το πέπλο του θανάτου που τον προβάλλει και προωθεί ο διάβολος και ου εξαιτίας του έχασε τον παράδεισο.

Τι φοβόταν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος σε συμβούλιο με τους αξιωματούχους του προσπαθούσε να βρει μία τιμωρία που πραγματικά θα έπληττε τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Προτάθηκε η εξορία, η δήμευση, ο θάνατος, αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε πραγματικά να είναι η τιμωρία που θα φοβόταν , διότι ούτε πλούτη είχε, ούτε και τον θάνατο φοβόταν και παντού πατρίδα ήταν γι’ αυτόν. Τότε κάποιος απ ο τους αυλικούς του πρότεινε τα εξής:

Βρείτε κάποιον τρόπο ώστε να αμαρτήσει ο Ιωάννης. Η μεγαλύτερη του δυστυχία είναι μόνο αυτό. Μόνο την αμαρτία φοβάται.

Αρχ.Σεβαστιανού Τοπάλη
Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας

http://talantoblog.blogspot.gr

ΟΣΙΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ: ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΡΟ ΒΛΕΠΩ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

$
0
0
BΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ: ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΡΟ ΒΛΕΠΩ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Τί κάνεις εδώ, πάτερ; Κοιτάζω τον νερό. Και τί βλέπεις; -Εσύ, δεν βλέπεις τίποτα; – Απολύτως, τίποτα. – Μέσα από τον νερό βλέπω την σοφία του Θεού.
ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΥ. 5
Το πλύσιμο του ποτηριού
Δόκιμος ακόμα, μια καλοκαιριάτικη νύχτα περπατούσα ανάμεσα στους κήπους της Σκήτης. Μόνος με μόνο τον Θεό. Πλησιάζοντας την μεγάλη λίμνη βλέπω τον μεγαλόσχημο π. Γεννάδιο. Από τότε πού πέρασε τον κατώφλι της Σκήτης είχαν περάσει 62 ολόκληρα χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έβγαινε καθόλου από την Σκήτη. Είχε λησμονήσει εντελώς τον κόσμο. Στεκόταν ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο νερό. Με τρόπο διακριτικό, για να μην τον τρομάξω, έκαμα αισθητή την παρουσία μου. Τον πλησίασα, και τον ερώτησα:
- Τί κάνεις εδώ, πάτερ;
- Κοιτάζω τον νερό.
- Και τί βλέπεις;
- Εσύ, δεν βλέπεις τίποτα;
- Απολύτως, τίποτα.

- Μέσα από τον νερό βλέπω την σοφία του Θεού.Γνωρίζεις πολύ καλά, πώς είμαι άνθρωπος ολιγογράμματος. Το μόνο πού κατάφερα και έμαθα στην ζωή μου είναι να διαβάζω τον Ψαλτήρι. Ό Κύριος όμως, δεν με αφήνει στο σκοτάδι, αλλά μου φανερώνει τον άγιο θέλημά Του· σε μένα, τον ταπεινό δούλο Του. Πολλές φορές εκπλήσσομαι πού άνθρωποι μορφωμένοι δεν κατανοούν μερικά άπλα θέματα της πίστεως. Βλέπεις; Όπως όλος αυτός ό ουρανός με τα άστρα αντικαθρεφτίζεται μέσα στο νερό, έτσι και ό Κύριος, όχι μόνο αντικαθρεφτίζεται μέσα στην καθαρή καρδιά, αλλά την κάνει και κατοικία Του. Ένα πράγμα σου λέω. Ή χαρά και ή μακαριότητα πού αισθάνεται ή ψυχή του ανθρώπου πού φρόντισε να καθαρίσει την καρδιά του, δεν περιγράφεται. Τα λόγια τού Χριστού «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» δεν είναι τυχαία! Ανάμεσα και γνωρίζω πόσο απαραίτητο είναι στον άνθρωπο να έχει καρδιά καθαρή, όμως, τόσα χρόνια αγωνίζομαι και ακόμη δεν τον έχω κατορθώσει. Μήπως, μπορείς εσύ να μού εξηγήσεις, τί σημαίνει καρδιά καθαρή;

- Πάτερ, τί υψηλά πράγματα ζητάς από εμένα; Τέτοιες εμπειρίες δεν έχω! Το μόνο πού έχω καταλάβει, και αυτός μόνο από διάβασμα, είναι, πώς ή καθαρότητα της καρδιάς ταυτίζεται με την πλήρη απάθεια. Όποιος την έχει κάνει κτήμα του είναι ξένος σε κάθε πάθος.

- Όχι! Αυτός πού λες δεν επαρκεί. Δεν φτάνει να πλύνεις τον ποτήρι. Πρέπει και να τον γεμίσεις με νερό, διαφορετικά δεν έχει καμία άξια. Όταν ό άνθρωπος αγωνιστεί να ξεριζώσει από μέσα του τα πάθη, οφείλει να γεμίσει τον χώρο της καρδιάς του με τις αντίστοιχες αρετές. Μόνο τότε μπορεί να λέει ότι απέκτησε καθαρή καρδιά.

- Πάτερ Γεννάδιε, πιστεύεις ότι θα πας στον παράδεισο;

- Σε ένα μόνο πιστεύω και ελπίζω: στο έλεος του Θεού- είπε με βεβαιότητα ό π. Γεννάδιος.

- Μα σύ λες, πώς μόνο οι καθαροί στην καρδιά θα δουν τον Θεό· και σύ ό ίδιος τον ομολογείς, ότι καθαρή καρδιά δεν έχεις. Τί μου λες τώρα;

- Εγώ καλά σου τα λέω. Σύ δεν κατάλαβες σωστά. Ξεχνάς τον έλεος του Θεού. Το έλεος του Θεού τα αναπληρώνει όλα. Είναι απέραντο και ανεξάντλητο. Πιστεύω ακράδαντα, ότι ό πολυεύσπλαχνος Κύριος δεν θα με απορρίψει και εμένα, πού είμαι και καλόγηρος. Πίστη. Πίστη μας χρειάζεται. Πίστη και ελπίδα σε Εκείνον πού σταυρώθηκε για μας· αντί για μας· στην θέση μας. Ό Θεός Πατέρας πού από απέραντη αγάπη μας έδωσε τον Υιό Του, δεν θα μας δώσει και τον παράδεισο;

Ω, πόσοι αδελφοί, με τέτοια βαθειά πίστη, ζουν ανάμεσα μας, κρυμμένοι από τα μάτια των πολλών χωρίς ποτέ να δίνουν την παραμικρή εντύπωση «χαρισματούχου» γέροντα. Και όμως έχουν τόσο βαθειά πνευματική ζωή. Και μόνο με την συνομιλία μαζί τους, ανακαλύπτεις την ομορφιά της καλλιεργημένης ψυχής τους.

ΒΙΒΛΙΟΓ. ΟΣΙΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ ΤΕΥΧΟΣ Γ ΕΚΔΟΣΗ Ι.Μ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΠΡΕΒΕΖΗΣ
oparadeisos.wordpress.com

Πώς συμβιβάζεται η αγάπη του Θεού με την κόλαση;

$
0
0
Πώς συμβιβάζεται η αγάπη του Θεού με την κόλαση;

Η ύπαρξη της κολάσεως δεν αναιρεί την αγαθότητα του Θεού;

Πολλοί συλλογίζονται: αφού ο Θεός είναι αγαθός, πως θα ανεχθεί να βασανίζονται τα πλάσματα του επ’ άπειρον; Συμβιβάζεται η άπειρη αγαθότητα του με την πραγματικότητα της κολάσεως; Εκ πρώτης όψεως το ερώτημα είναι βάσιμο· εξετάζει όμως τα πράγματα από μια περιορισμένη οπτική και μονομερώς.
Ο Θεός είναι βέβαια αγαθός. Είναι αγάπη, στοργή, φιλανθρωπία. Από αγάπη έπλασε τα όντα, τους παρέχει στα αγαθά και τις δωρεές του, προνοεί για την συντήρηση τους και τα κατευθύνει, ώστε να πετύχουν τον στόχο της υπάρξεως τους. Και όταν το λογικό πλάσμα έπεσε στην αμαρτία, ο Θεός έγινε άνθρωπος και πέθανε για τη σωτηρία του. Αυτό είναι βασικό και αναμφισβήτητο άρθρο της πίστεως μας. « Ο Θεός αγάπη εστί», λέγει ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής. Είναι όμως μόνο αγάπη; Και φυσικά είναι, όταν πρόκειται για την εσωτερική ζωή της θεότητας. Τα θεία πρόσωπα της Τριάδος κοινωνούν μεταξύ τους και εμπεριχωρεί το ένα το άλλο, εν αγάπη. Ο πλούτος όμως της θείας αγάπης, ξεχειλίζοντας από την άπειρη φύση της θεότητας, δημιουργεί και άλλα όντα έξω από αυτή, για να είναι μέτοχα της δικής της μακαριότητας και ζωής. Στο σημείο ακριβώς αυτό, στη σχέση δηλαδή της θεότητας με τα εξωτερικά όντα, και κυρίως τα λογικά, κάνουν την εμφάνιση τους άλλες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το Θεό ως πρόσωπο τέλειο και απόλυτο. Για το ζήτημα που συζητάμε, οι ιδιότητες αυτές είναι κυρίως δύο, η αγιότητα και η δικαιοσύνη. Είναι φανερό ότι οι ιδιότητες αυτές αφορούν στην πραγματικότητα της αμαρτίας, που είναι πλάσμα της ελευθέρας βουλήσεως των λογικών όντων. Ως προς την αμαρτία, ο Θεός είναι άγιος και δίκαιος. Είναι άγιος γιατί είναι καθαρός και αμέτοχος από κάθε ιδέα αμαρτίας και κακού, απ’ αυτόν εξ άλλου προέρχεται ο ηθικός νόμος, ο οποίος είναι διάχυτος στη λογική κτίση. Όσες όμως φορές ο νόμος αυτός παραβαίνεται και καταπατείται από τον άνθρωπο, ο άγιος Θεός τιμωρεί τον παραβάτη, ως δίκαιος πλέον κριτής.

Η αγιότητα και η δικαιοσύνη (κυρίως η δεύτερη), αν και ιδιότητες που έχουν εφαρμογή στο κτιστό πεδίο των λογικών όντων, δεν είναι ιδιότητες επουσιώδεις και δευτερεύουσες, οι οποίες μπορούν να ανασταλούν στη θεότητα και να μείνουν ανενέργητες. Αυτό θα ανέτρεπε την ισόρροπη έννοια του Θεού, στη ουσία του οποίου οι ιδιότητες αποτελούν σύνολο ενιαίο και αδιαχώριστο, χωρίς η μια να παρεμβαίνει στο έργο και την εκδήλωση της άλλης, η μια να καταργεί ή να αναστέλλει την άλλη. Ο Θεός είναι στο αυτό μέτρο και αγαθός και άγιος και δίκαιος. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, αν θέλουμε να έχουμε σωστή πρόσβαση στο ζήτημα που μας απασχολεί.

Και αυτά από τη μεριά του θεού. Ας πάρουμε τώρα και τη μεριά του ανθρώπου. Όπως επανειλημμένα τονίσαμε, ο άνθρωπος είναι ον λογικό και ελεύθερο. Τον έπλασε ο Θεός « κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» αυτού. Αυτό σημαίνει, ότι παράλληλα με τη σωματική φύση του, έχει και ουσία πνευματική, όπως πνευματική είναι και η ουσία του Θεού. Την πνευματική ουσία του ανθρώπου συνιστά η νοερά και αθάνατη ψυχή, η οποία είναι λογική, θελητική και ελεύθερη. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να θέλει και να ενεργεί και να κάνει τις οποιεσδήποτε επιλογές του. Η λογική ελευθερία είναι το πολύτιμο δώρο που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο, που τον ανεβάζει πολύ πιο πάνω από όλη την υπόλοιπη άλογη ζωική κτίση. Το προνόμιο αυτό του δημιουργεί την υποχρέωση να δουλεύει την προσωπικότητα και την ζωή του, σύμφωνα με το θέλημα εκείνου που τον έπλασε και του έδωσε τόσα χαρίσματα και τόσες δωρεές. Αυτό αποτελεί το νομοτελειακό στόχο της υπάρξεως του και το νόημα γενικά της ζωής του.

Στην ελευθερία το λογικού πλάσματος έγκειται όμως και η δυνατότητα μιας άλλης επιλογής, που είναι αντίθετη προς τη φυσική του νομοτέλεια· να λέγει όχι στο θέλημα του Πλάστη του, να τραβά το δικό του δρόμο, να ξεστρατίζει από το αγαθό στη βάση του οποίου είναι κτισμένη η φύση του. Τότε ο άνθρωπος αμαρτάνει. Αυτό συνέβη σε μέρος των πρώτων λογικών κτισμάτων, των αγγέλων, οι οποίοι αποστάτησαν ελεύθερα από τη φυσική τάξη τους, έπεσαν στο κακό και αμαυρώθηκε η φύση τους μέχρι σημείου ώστε να παγιωθούν στο κακό, να νεκρωθούν πνευματικά και να παραμείνουν ξένοι προς κάθε ιδέα αγαθού. Το αυτό, με παραλλαγές φυσικά, συνέβη και στον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο που έπλασε ο Θεός. Και αυτός, παρασυρόμενος όμως από το διάβολο, έπεσε στην αμαρτία αποστατήσας από το δημιουργό και πλάστη του. Ο Θεός φυσικά δεν αδιαφόρησε για το πεσμένο πλάσμα του. Η αλόγιστη συμπεριφορά του ανθρώπου του κόστισε μια σάρκωση και ένα επονείδιστο θάνατο. Με αυτά συνέτριψε τα έργα του διαβόλου και την αμαρτία, για να ελευθερώσει τον πεσμένο άνθρωπο από τη φθορά και την πνευματική νέκρωση. Η αμαρτία, λοιπόν, αν και ουσιαστικά είναι κάτι ανύπαρκτο, έχει όμως ένα τεράστιο και αιώνιο βάρος ηθικής δυνάμεως, ώστε γι’ αυτή να πεθάνει ο Θεός, ο δε άνθρωπος, που πεισματικά αρνείται το λυτρωτικό έργο του Χριστού να εξακοντίζεται στην κόλαση, στον αιώνιο πνευματικό θάνατο.

Την κόλαση ουσιαστικά τη δημιουργεί ο ίδιος ο άνθρωπος. Όταν αρνείται το σωτήριο έργο του Χριστού, αγνοεί τη σωτήρια κλήση της χάριτος του Θεού και διαπράττει πεισμόνως την αμαρτία, θα φθάσει στο όριο της πνευματικής νεκρώσεως και σαν κλαδί ξερό θα κοπεί από το δέντρο της ζωής και θα παραδοθεί στη φωτιά να καεί. Οι αλήθειες αυτές είναι ξεκάθαρες. Ο Θεός δεν υποτιμά την αμαρτία όμως εμείς οι ασυλλόγιστοι και επιπόλαιοι άνθρωποι. Η αγιότητα και η δικαιοσύνη του δεν είναι ιδιότητες χαλαρές, αλλά φέρουν στο απόλυτο μέτρο το άπειρο βάρος της θείας ενέργειας. Ο Θεός δεν γνωρίζει μεταπτώσεις και χλιαρότητες. Πεθαίνει μεν για τον αμαρτωλό άνθρωπο, εκφράζοντας την απειρία της αγαθότητας και της αγάπης του· όταν όμως το πλάσμα δειχθεί ανάξιο της υπέρτατης δωρεάς· όταν ποδοπατεί την ευλογία του Θεού· όταν εξαντληθεί όλη η προσπάθεια του Θεού να το συνετίσει και να το οδηγήσει σε μετάνοια, τότε η δικαιοσύνη του Θεού πέφτει σαν αστροπελέκι στην κεφαλή του υβριστή και αποστάτη. «Φοβερόν το εμπέσειν εις χείρας Θεού ζώντος», λέγει η Γραφή. Όντως φοβερό που εξαργυρώνεται με φωτιά στην αιώνια κόλαση! Ανάγλυφο παράδειγμα έχουμε τον Ιούδα, το δούλο του διαβόλου και δόλιο.

Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ.

Η κόλαση θα είναι και αδιεξόδευτη;

Ναι, είναι και το ένα και το άλλο.

Είναι κατάσταση αιώνια, χωρίς πέρας και σταματημό.

Εμείς από τη γη αυτή, στην οποία η ζωή εξελίσσεται στο ροώδη εβδοματικό χρόνο με τις πολλές εναλλαγές και εξελίξεις του, δεν έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε μια ζωή που να εξελίσσεται επ’ άπειρον. Έτσι έχουμε την αξίωση – μια και δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώτικα – να κρίνουμε τις καταστάσεις της αιωνιότητος με τα δικά μας χρονικά και πεπερασμένα κριτήρια. Θέλουμε να κρίνουμε τον αιώνα του Θεού, την άφθιτη ογδοατική ημέρα, στην οποία η κίνηση είναι ευθύγραμμη (όχι κυκλική, ώστε να γίνονται και να απογίνονται τα πράγματα, επαναλαμβανόμενα ομοιοτρόπως) χωρίς ανασχέσεις και πέρατα, με τις δικές μας χρονικές εμπειρίες, στις οποίες κάθε πράγμα έχει τέλος και αρχή. Και σκανδαλιζόμαστε, όχι βέβαια για την κατάσταση της Βασιλείας των ουρανών, που είναι τερπνή και ευχάριστη, αλλά για την κατάσταση της κολάσεως, που είναι κατάσταση οδύνης και βασάνων. Γιατί όμως να κάνουμε τη διάκριση αυτή; Γιατί η αιωνιότητα στη Βασιλεία των ουρανών να μη μας ενοχλεί – τουναντίον να μας αρέσει και να την επιδοκιμάζουμε – η δε αιωνιότητα της κολάσεως να μας ενοχλεί και να μας σκανδαλίζει; Και γιατί η Βασιλεία του Θεού πρέπει να είναι αδιεξόδευτη, να μην έχει πέρας και σταματημό, η δε κόλαση να έχει τέλος, να μπορεί κανείς να τη διεξέλθει και να λυτρωθεί απ’ αυτή; Που στηρίζεται η συλλογιστική αυτή, στη μεν Βασιλεία του Θεού να μην εφαρμόζουμε το δικό μας επίκηρο χρόνο (ο οποίος ούτως ή άλλως θα καταργηθεί), στη δε κόλαση να μετράμε με τις χρονικές κατηγορίες της γης; Στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου ο πλούσιος, στην άγρια και απελπιστική μόνωση του στον τόπο της βασάνου, νόμισε ότι μπορούσε να έχει κάποια εξέλιξη η κατάσταση του. Γι’ αυτό ζήτησε να τον επισκεφθεί ο Λάζαρος σε μια φιλική χειρονομία συμπαθείας. Και μετά ζήτησε να μετακινηθεί ο άγιος από τη μακάρια του κατάσταση στους κόλπους του Αβραάμ, όπου ζούσε τον αιώνα του Θεού, και να κατέβει στη γη να νουθετήσει τους αδελφούς του. Για να ακούσει αποστομωτική την απάντηση του Αβραάμ, ότι υπάρχει χάσμα αγεφύρωτο και αιώνιο στις δύο διαμετρικά αντίθετες καταστάσεις, στις οποίες ελλείπουν πλήρως όποιας φύσεως μετακινήσεις, εξελίξεις και προσδιορισμοί.

Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 227

Μπορούν κάποτε ν’ αποκατασταθούν όλα τα όντα πλησίον του αγαθού Θεού;

Η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων απαντά θετικά στο ερώτημα. Κατ’ αυτήν η αμαρτία δεν έχει ουσία, η οποία βγήκε από τα χέρια του Θεού. Δεν έχει ρίζες οντολογικές. Είναι άρριζη, μοιάζοντας με το χορτάρι που φυτρώνει στα δώματα, το οποίο μη έχοντας ρίζες βαθιές φυτρώνει μεν, ξηραίνεται όμως πολύ γρήγορα (Γρηγόριος Νύσσης). Υπάρχουν μόνο αμαρτωλοί άνθρωποι, στη φύση των οποίων η αμαρτία κάθεται όχι σαν ουσία, αλλά ως ποιότητα, συμβεβηκός. Όταν αφανισθεί η ποιότητα αυτή, ο άνθρωπος γίνεται και πάλι καλός και αποκαθίσταται σαν παιδί αγαπητό στους κόλπους του ουράνιου Πατέρα. Η θεωρία επίσης συλλογίζεται ως εξής· το τέλος των όντως πρέπει να είναι όμοιο με την αρχή τους (ιδέα πλατωνική). Αφού τα όντα ξεκίνησαν από το Θεό, πρέπει στο τέλος να γυρίσουν και πάλι σ’αυτόν. Το κακό δεν μπορεί να νικήσει το αγαθό. Έτσι θα αφανισθεί και ο ηθικός δυισμός των όντων (δίκαιοι – αμαρτωλοί) και θα επικρατήσει η θεία παναρχία.

Η θεωρία της αποκαταστάσεως προσπαθεί να εξισορροπήσει στο Θεό τις ιδιότητες της αγαθότητας και της δικαιοσύνης, που φαινομενικά είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η αγαθότητα δεν θέλει την αιώνια τιμωρία του πλάσματος, ενώ η δικαιοσύνη τη θέλει. Ακολουθεί όμως μέση οδό. Θα τιμωρηθεί μεν το πλάσμα για τις αμαρτίες του (ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης), προσωρινά όμως και όχι αιώνια (ικανοποίηση της θείας αγαθότητας). Ο Θεός, λέγουν οι υποστηρικτές της θεωρίας, δεν είναι Θεός εκδικητικός. Θα τιμωρήσει βέβαια το αμαρτωλό πλάσμα του, όχι για να το εκδικηθεί, αλλά για να το ευεργετήσει. Θα του επιβάλλει ποινές για τις αμαρτίες που διέπραξε. Οι ποινές όμως αυτές θα είναι παιδαγωγίες, φάρμακα πνευματικά, δια των οποίων θα επιδιώκεται η κάθαρση των αμαρτωλών από το στοιχείο της αμαρτίας, που κάθεται στη φύση τους. Η κάθαρση δεν θα είναι για όλα τα καθαιρόμενα πνεύματα η ίδια. Σε άλλα θα διαρκέσει λίγο και σε άλλα περισσότερο, σε διαδρομή μακρών αιώνων, και ανάλογα με την ποσότητα της αμαρτίας που πρέπει να καθαρθεί, όπως και η διάρκεια του πυρετού των σωμάτων εξαρτάται από την ποσότητα των δηλητηρίων, που υπάρχουν στο σωματικό οργανισμό. Όταν δε η κάθαρση αυτή φθάσει αργά ή γρήγορα στο τέλος της, όλα τα όντα – συμπεριλαμβανομένου και του Σατανά – καθαρά πλέον θα επιστρέψουν στους κόλπους της θείας παναρχίας, ώστε ο Θεός να είναι «τα πάντα εν πάσιν».

Η θεωρία αυτή που διατυπώθηκε στην αρχαιότητα (Ωριγένης, Γρηγόριος Νύσσης, τελευταίος με πολλές διαφοροποιήσεις από τον πρώτο), είναι θεωρία ευφυής και πολύ ελκυστική, διότι ικανοποιεί το πρακτικό θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου, για το λόγο δε αυτό γίνεται αποδεκτή από πολλούς ανθρώπους.

Δεν είναι όμως δογματικώς ορθή. Προσκρούει αδυσώπητα στο δόγμα περί αιωνίου κολάσεως, που δίδαξε ο Κύριος, και το οποίο βρίσκεται στην καρδιά του ορθόδοξου δόγματος, της λατρείας και της πνευματικότητας της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό και καταδικάστηκε από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία.

Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 22

ΠΗΓΗ

Τι ξέρεις εσύ για τις εικόνες;

$
0
0

Ποιά διαφορά ἔχει τό εἴδωλο ἀπό τήν εἰκόνα;

Ἡ βασική διαφορά τοῦ εἰδώλου ἀπό τήν εἰκόνα ἔγκειται σ᾿ αὐτό πού ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅτιἡ εἰκόνα εἶναι «ὁμοίωση» μέ τό ὑπαρκτό, ἐνῶ τό εἴδωλο εἶναι «ὁμοίωση» μέ τό ἀνύπαρκτο.

Ἑπομένως εἶναι πλάσμα, φαντασία, ἀπάτης ὁμοίωμα. «…ψεύδους καί ἀπάτης ὁμοίωμα…, ψευδές τό εἴδωλον ἀνειποῦσιν μίμημα· τήν δ᾿ αὖ εἰκόνα, τοῦ ἀληθοῦς ἀφομοίωμα».

Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, τό ἀρχέτυπο τοῦ εἰδώλου εἶναι ἀνύπαρκτοεἶναι φανταστικό εἴδωλο, δέν εἶναι πραγματικό πρόσωπο, ἐνῶ ἡ εἰκόνα ἔχει συγκεκριμένο ὑπαρκτό ἀρχέτυπο, εἶναι ὁμοίωμα τοῦ ἀληθινοῦ καί ὑπάρχοντας Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει αὐτό πού ὑπάρχει πραγματικά, ἐνῶ τό εἴδωλο δέν ἔχει μιά τέτοια δυνατότητα, δηλαδή δέν ἀπεικονίζει μιά πραγματική Θεότητα. Ἐνῶ π.χ. ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπεικονίζει τό πρωτότυπο, τόν Σαρκωμένο Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό ἄγαλμα τοῦ Δία τί ἀπεικονίζει; Ἕνα ξόανο πού λατρεύεται καθεαυτό.

Γι᾿ αὐτό τό λόγο τά εἴδωλα ἀπαγορεύονται ἀπό τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ στήν Παλαιά Διαθήκη. Μετά τή Σάρκωση ὅμως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τή δυνατότητα τῆς περιγραφῆς Του. Ἡ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν ἀποτελεῖ εἰδωλική κατασκευή, ἀλλά ἀπόδειξη καί ὁμολογία τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Ἄν ἐπιχειροῦσε νά περιγράψει κανείς σέ εἰκόνα τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, πρίν ἀπό τή Σάρκωσή Του, κάτι τέτοιο θά ἀποδεικνυόταν, «ὄχι μόνον φαῦλον, ἀλλά καί ἔκτοπον, τόν μή Σαρκωθέντα Λόγον σάρκα τοπάζειν». Καί αὐτό διότι ἐφόσον δέν ὑπῆρχε πρωτότυπο, θά ἐλεγχόταν ἡ πράξη του αὐτή ἀπό τό Νόμο τοῦ Θεοῦ πού λέει: «Τίνι ὁμοιώματι, ὁμοιώσατέ με»; (Ἡσ. 40, 18). Ἀλλά οἱ εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων, ἀποτελοῦν ἀπεικονίσεις πραγματικῶν ἱστορικῶν προσώπων, τά ὁποῖα βρίσκονται σέ ἄμεση σχέση, προσωπική καί οὐσιαστική, σχέση κοινωνίας μέ τόν Ἕνα καί Μόνο ἀληθινό Θεό.

Εἴπατε ὅτι τά εἴδωλα ἀπαγορεύονται ἀπό τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ στήν Παλαιά Διαθήκη.

Πῶς ὅμως ὁ Θεός φαίνεται νά ἐπιτρέπει τήν κατασκευή δυό γλυπτῶν ἀνθρωπόμορφων Χερουβίμ καί τήν τοποθέτησή τους στή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου; Δέν ἦταν αὐτά εἴδωλα;

Τά ἀνθρωπόμορφα Χερουβίμ πού κατασκευάστηκαν καί τοποθετήθηκαν ἐπάνω στή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου δέν ἦταν εἴδωλα, δηλαδή ἀπεικονίσεις φανταστικῶν ὁμοιωμάτων μέ ἀνύπαρκτο ἀρχέτυπο, ἀλλά ἀπεικονίσεις ἀσωμάτων Ἀγγέλων, ἔτσι ὅπως εἶχαν ἐμφανιστεῖ στούς πατριάρχες τοῦ Ἰσραήλ (Γεν. 3, 24. 16, 11. 19, 1. Ἑβρ. 1, 14). Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν τά ὁμοιώματα αὐτά «ἐκτυπώματα» καί «μορφώματα»καί τονίζουν ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός φαίνεται νά ἐπιτρέπει τήν κατασκευή τῶν ἱερῶν αὐτῶν συμβόλων, δηλαδή τά ὁμοιώματα τῶν Χερουβίμ ἤ τήν Κιβωτό ἤ τή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου κ.λ.π. Διότι τά ἱερά αὐτά σύμβολα παιδαγωγοῦσαν τόν περιούσιο λαό τοῦ Ἰσραήλ ὥστε νά συνειδητοποιεῖ ἀφ᾿ ἑνός τή διαρκή παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του καί ἀφ᾿ ἑτέρου τό χρέος του στό νά ἀποδίδει λατρεία πρός τόν Ἕνα καί Μόνο ἀληθινό Θεό. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναφέρεται στά «ἐκτυπώματα» αὐτά καί λέει ὅτι γιά τόν παιδαγωγούμενο ἄνθρωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ἱερά σύμβολα, τά ὁποῖα «ἤ εἰς τύπον Χριστοῦ αἰνιγματωδῶς παραλαμβάνεται» (χάλκινος ὄφις) ἤ γενικῶς ἀποτελοῦν «προχάραγμα ἐναργές… τῆς ἐν πνεύματι λατρείας». Καί σέ ἄλλο σημεῖο: «Δι᾿ ἐκτυπωμάτων καί μορφωμάτων τινων συμβολικῶς ἀνάγεσθαι τόν Ἰσραήλ, ἐπί τήν τοῦ Ἑνός Θεοῦ, ὡς ἐφικτόν θεωρίαν καί λατρείαν».

Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Μωσαϊκός Νόμος ἦταν ἀποτρεπτικός κάθε ἀπόπειρας ἐξεικονίσεως τοῦ Θεοῦ ὅπως ὑποστήριζαν οἱ εἰκονομάχοι;

Ναί, βέβαια, ἦταν ἀποτρεπτικός. Ὑπῆρχε ἀπόλυτος περιορισμός γιά τήν κατασκευή οἱουδήποτε ὁμοιώματος καί οἱασδήποτε ἐξεικονίσεως. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδέ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καί ὅσα ἐν τοῖς ὕδασι, ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδέ μή λατρεύσεις αὐτοῖς» (Ἐξ. 20, 1-6. Λευιτ. 26, 1. Δευτ. 4, 16-19). Παρά ταῦτα οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν ἐπανειλημμένα τίς ἀπαγορεύσεις αὐτές τοῦ Θεοῦ, πού τούς δόθηκαν μέσω τοῦ Μωυσῆ καί «ὠλίσθησαν», γλίστρησαν πρός τήν εἰδωλολατρεία.

Δηλαδή στήν Παλαιά Διαθήκη λείπει ἐντελῶς ὁ εἰκονισμός τοῦ Θείου;

Στήν Παλαιά Διαθήκη δέν ἔχουμε πλήρη ἀπουσία τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θεοῦ, παρόλο πού οἱ Μωσαϊκοί κώδικες εἶναι γεμάτοι ἀπαγορεύσεις γιά οἱανδήποτε ἐξεικόνισή του. Ἀντίθετα, ἄν μελετήσουμε βαθύτερα, θά δοῦμε ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἀπό εἰκονολογικά στοιχεῖα, εἶναι ἕνα βιβλίο κατεξοχήν εἰκονολογικό. Ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἐξεικονίσεως, ὅπως ἀφήσαμε νά ἐννοηθεῖ καί στήν προηγούμενη ἀπόκριση, γινόταν γιά λόγους παιδαγωγικούς πρός ἕνα λαό ἀνώριμο πνευματικά πού εἶχε ροπή πρός τήν ἀποστασία ἀπό τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἕνα λαό «εὐόλισθον» πρός τήν εἰδωλολατρεία. Γιά νά προφυλάξει λοιπόν ὁ Θεός τό λαό Του ἀπό τέτοια ἀποστασία, ἀπό τό μεγάλο πειρασμό τῆς εἰδωλολατρείας, δίνει τήν ἐντολή μέσω τοῦ Μωυσῆ νά μήν ἐξεικονίζει μέ ὁποιονδήποτε τρόπο τό πρόσωπό Του.

Ἔτσι ὁ παιδαγωγούμενος λαός συνειδητοποιοῦσε σιγά-σιγά τήν ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε «Τόν Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε»! Πῶς ἦταν δυνατόν νά ἐξεικονισθεῖ; Ἀφοῦ εἰσῆλθε ὅμως ὁ Χριστός στόν κόσμο καί «ἑωράκαμεν Αὐτόν καί ἐψηλαφήσαμεν», ὁ Θεός πλέον «ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», μποροῦσε νά ἐξεικονισθεῖ. Διότι ὁ Χριστός εἶναι «ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ, ἑώρακε καί τόν Πατέρα» (Ἰωάν. 14, 9), μᾶς λέει ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς.

Τί σημαίνει αὐτό πού εἴπατε ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἕνα βιβλίο κατεξοχήν εἰκονολογικό;

Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι κατάμεστη ἀπό εἰκονικές παρομοιώσεις καί προτυπώσεις, ἀλλά καί παραστατικές ἐξεικονίσεις γεγονότων τῆς θείας Οἰκονομίας, ἡ πραγματοποίηση τῶν ὁποίων ἔλαβε χώρα στήν Καινή Διαθήκη, στούς χρόνους τῆς ἐπίγειας Παρουσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τέτοιες προτυπώσεις εἶναι: «Ἡ φλεγομένη καί μή καιομένη βάτος», πού προεικονίζει τήν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου. Ἡ τριήμερη παραμονή τοῦ Ἰωνᾶ στήν κοιλιά τοῦ κήτους, πού προεικονίζει τήν τριήμερη ταφή τοῦ Κυρίου. Ἡ κιβωτός τοῦ Νῶε ὡς προεικόνιση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μωσαϊκός Νόμος ὡς προεικόνιση τοῦ Εὐαγγελίου κ.λ.π. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ προεικονίζει τό Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατέρα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἅγιοι εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ναός εἶναι εἰκόνα τοῦ οὐρανοῦ, ἡ Θ. Λειτουργία τῆς οὐράνιας Λειτουργίας. Τό καθετί δηλαδή εἶναι εἰκόνα κάποιου ἄλλου; Τότε ὁ ὄρος «εἰκόνα» ἀποκτᾶ μεγάλο εὖρος καί σημασία. Ὁ Ἰάκωβος Μάινας στό ἄρθρο του «Ἡ καινή γλώσσα τῶν εἰκόνων», μᾶς ἀναλύει καίρια αὐτό τό σημεῖο: «Ἡ εἰκόνα», λέει, «γιά τήν ὀρθοδοξία, εἶναι τρόπος καί στάση ζωῆς, ἦθος καί ὕφος καί οὐσιώδης διάσταση τῆς ἀλήθειάς της, σημεῖο ἀπό τά καίρια τῆς διδασκαλίας της καί τῆς θεολογίας της καί ἴσως συνιστᾶ τό ἐνδότερο σημεῖο τοῦ εἶναι της. Αὐτό ἀποκαλύπτουν τά θέματα καί τά στοιχεῖα τῆς ζωῆς της καί τῆς σκέψεώς της: Ἡ Ἀνάσταση, ἡ Μεταμόρφωση, ὁ Χριστός ὡς εἰκόνα καί ἀπαύγασμα τοῦ Πατέρα, ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἅγιοι ὡς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ Λειτουργία, ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός μέ τή θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός. Τό καθετί κρύβει τό θέμα τῆς εἰκόνας. Ὅλα ὑπάρχουν καί βιώνονται, ὄχι καθεαυτά, ἀλλά ὡς διάβαση, ἀναγωγή, πέρασμα, Πάσχα. Τό καθετί βρίσκει τόν ἑαυτό του μέσα στό ἄλλο, κατά τό λόγο τοῦ Κυρίου, ” ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε καί τόν Πατέρα” . Τό καθετί δέν ἀναπαύεται στόν ἑαυτό του, ἀλλά ὁδεύει, διαβαίνει πρός τό πρωτότυπο. Αὐτή ἡ διάβαση εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἀλήθειας τῆς εἰκόνας ἀλλά καί τῆς ὀρθοδοξίας».

Συμπέρασμα: Μέ τόν ὅρο «εἰκόνα» στήν ὀρθοδοξία δέν ἀναφερόμαστε σ᾿ ἕνα στατικό φαινόμενο, ἀλλά σέ μιά προσωπική κλήση καί ἐνέργεια, σέ μιά διάβαση γιά ὑπαρκτική καθολική θέαση τῆς ἀλήθειας στήν ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ ἡ εἰκόνα. Στή Χριστοποίησή μας, στήν εἰκονοποίησή μας, στήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας.

Τότε γιατί οἱ εἰκονομάχοι μάχονται τίς εἰκόνες καί χύθηκε τόσο αἷμα στήν Ἐκκλησία;

Ἡ εἰκονομαχία (726-843) εἶναι σύνθετο ἱστορικό γεγονός, μιά αἵρεση πού δέν ἔχει μελετηθεῖ ἀρκετά. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, εἶναι κυρίως ἐκεῖνοι πού ἀσχολήθηκαν μέ τά θεολογικά θέματα τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ ἀπαντήσεις πού ἔδωσαν στερέωσαν καί θεμελίωσαν μιά γιά πάντα τή θέση τῶν ἁγίων εἰκόνων στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Οἱ εἰκονομάχοιἀρχικά, ξεκινώντας ἀπό τήν ἀπαγόρευση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά κάθε εἴδους ἐξεικονισμό τοῦ Θείου, κατηγοροῦσαν τούς πιστούς ὀρθόδοξους ὡς εἰδωλολάτρες, διότι λάτρευαν, καθώς ἔλεγαν, σανίδες, πέτρες καί τοίχους. Αὐτό ὅμως ἦταν μόνο πρόφαση. Τό κύριο πρόβλημα τῶν εἰκονομάχων ἦταν ὅτι δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν καί νά περιλάβει ὁ νοῦς τους τό γεγονός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου. Τό ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος «ἵνα τόν ἄνθρωπον Θεόν ποιήσῃ». Τό σκάνδαλο τῆς Σαρκώσεως, αὐτό τό φοβερό γεγονός, ἦταν τό πρόβλημα τῶν εἰκονομάχων. Μή μπορώντας λοιπόν νά ἀποδεχτοῦν ὅτι ὁ Θεός ἦλθε στόν κόσμο «ἐν σαρκί», ἔφτασαν σ᾿ αὐτή τήν ἀκραία εἰκονοκλαστική τοποθέτησή τους. Διότι ἡ εἰκόνα εἶναι τεκμήριο, ἀπόδειξη, τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀρνούμενοι λοιπόν τίς εἰκόνες, ἀρνοῦνται τή Σάρκωση τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καί ἀρνούμενοι τή σάρκωση, ἀπέρριπταν καί τό ὅλο μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.

Γι᾿ αὐτό καί οἱ Πατέρες ἀντέταξαν σθεναρή ἀντίσταση, ἀναπτύσσοντας μιά βαθιά θεολογία καί ἀπολογητική πάνω στό θέμα τῶν ἱερῶν εἰκόνων πού καταδεικνύει ὅτι ἡ θέση καί ἡ τιμή πού ἀπονέμει ἡ ὀρθόδοξη Ἑκκλησία στήν εἰκόνα, δέν ἀποτελεῖ ὀπισθοδρόμηση στήν εἰδωλολατρεία, ἀλλά εἶναι ἀκριβῶς μιά ἔμπρακτη ὁμολογία τοῦ ὅτι «ὁ Λόγος ἐν σαρκί ἐγένετο», τοῦ ὅτι ὁ Θεός ἔγινε «τέλειος ἄνθρωπος ἐν ὅλῃ θεότητι καί τέλειος Θεός ἐν ὅλῃ ἀνθρωπότητι». «Προσέλαβε, ἐκάλλυνε καί ἔσωσε τήν ἀμαυρωθεῖσαν» στόν ἄνθρωπο «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» καί «τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξε» (Συνοδικόν Ὀρθοδοξίας).

Μέ τό «συγκατέμιξε» ἐννοοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες τή θέωσή μας καί τή σωτηρία μας: «Ἀφ᾿ οὗ ἡ θεότης τῇ ἡμετέρᾳ φύσει συνεκράθη, οἷόν τι ζῳοποιόν καί σωτήριον φάρμακον, ἐδοξάσθη ἡ φύσις ἡμῶν καί πρός σωτηρίαν μετεστοιχειώθη. Δηλαδή, ἀφοῦ ἡ θεότητα ἔγινε ἕνα κράμα μέ τή δική μας ἀνθρώπινη φύση, σάν μέ κάποιο ζωοποιό καί σωτήριο φάρμακο, δοξάστηκε ἡ φύση μας καί μεταστοιχειώθηκε πρός ἀφθαρσία.

Ποιές εἶναι οἱ πηγές τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας;


Πηγές ἀνεξάντλητες γιά τή θεολογία τῆς εἰκόνας ἀποτελοῦν: 
1) Ἡ Καινή Διαθήκη (Ἀπ. Παῦλος). 
2) Οἱ Καππαδόκες Πατέρες (κυρίως ὁ Μ. Βασίλειος, στόν ὁποῖο στηρίζονται οἱ Πατέρες πού ἔζησαν τήν εἰκονομαχική περίοδο). 
3) Ἡ Δ' Οἰκουμενική Σύνοδος πού ἀσχολήθηκε κυρίως μέ τό Χριστολογικό δόγμα. 
4) Ὀ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. 
5) Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. 
6) Η Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδος πού ἔγινε τό 787 μ.Χ. στη Νίκαια.

Ποῦ γίνεται μνεία στήν Καινή Διαθήκη γιά τό θέμα τῶν εἰκόνων;

Δέν γίνεται ἄμεση μνεία γιά τό θέμα τῶν εἰκόνων στήν Καινή Διαθήκη. Ἄν γινόταν ἄμεση ἀναφορά, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, οἱ ἄνθρωποι θά θεοποιοῦσαν τίς εἰκόνες. Δέν ἀναφέρεται λοιπόν ἄμεσα τό θέμα τῶν εἰκόνων στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά βρίσκουμε σαφῶς χωρία στά ὁποῖα ἀναφέρεται ἡ «εἰκονική» σχέση τοῦ Χριστοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα: «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε καί τόν Πατέρα» (Ἰωάν. 14, 9). Ὁ δέ ἀπ. Παῦλος λέει: «Χριστός ἐστι εἰκών Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15).

Ποιό ἦταν τό κύριο πρόβλημα τῶν εἰκονομάχων πού δέν τούς ἐπέτρεπε νά ἀποδεχτοῦν τίς εἰκόνες;

Ὁ ὅρος «εἰκόνα» εἶχε κατανοηθεῖ ἐντελῶς λανθασμένα ἀπό τούς εἰκονομάχους. Δηλαδή οἱ εἰκονομάχοι διατείνονταν ὅτι «μιά πραγματική εἰκόνα πρέπει νά εἶναι τῆς ἴδιας φύσης μέ τό ἀναπαριστώμενο, πρέπει νά εἶναι ὁμοούσια μέ αὐτό», διαφορετικά εἶναι εἴδωλο.

Γι᾿ αὐτό τό λόγο ὑποστήριζαν ὅτι ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ εἶναι μόνο ἡ Θεία Εὐχαριστία. Γιά τούς Ὀρθόδοξους ὅμως «τά Τίμια Δῶρα δέν μποροῦν νά ἀναγνωρισθοῦν σάν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἀκριβῶς εἶναι ταυτόσημα μέ Αὐτόν πού εἶναι τό Πρωτότυπό τους. Ἡ μετουσίωση τῶν Τιμίων Δώρων δέν τά μεταβάλλει σέ εἰκόνα, ἀλλά σέ Τίμιον Σῶμα καί Τίμιον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Οἱ θέσεις αὐτές τῶν εἰκονομάχων ἦταν ἀκατανόητες καί ἀπαράδεκτες γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.

Γι᾿ αὐτό, μέ πρωτοπόρους τούς μαχητικούς Πατέρες, ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό καί Θεόδωρο Στουδίτη, ἀγωνίστηκε γιά τό ὀρθόδοξο δόγμα. Οἱ Πατέρες αὐτοί ἄνοιξαν βαθύτατο θεολογικό διάλογο μέ τούς αἱρετικούς καί μᾶς ἔδωσαν τίς ὀρθόδοξες θέσεις στίς ὁποῖες στηρίζεται σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῶν εἰκόνων.

Ποιά εἶναι ἡ θέση τῶν ὀρθοδόξων γιά τή σχέση εἰκόνας καί πρωτοτύπου;

Γιά τούς ὀρθόδοξους ἡ εἰκόνα βέβαια δέν εἶναι ταυτόσημη μέ τό πρωτότυπό της, δέν εἶναι ὁμοούσια. Ἄλλωστε ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «εἰκών» αὐτό δείχνει. «Ἄλλο γάρ ἐστι εἰκών καί ἄλλο τό εἰκονιζόμενον», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἐνῶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὀνομάζει τό πρωτότυπο «ἀρχέτυπον», «σφραγίδα» καί ἡ εἰκόνα ἑρμηνεύεται ὡς «παράγωγον», «ἐκτύπωμα», «ἀποσφράγισμα». Ὑποστηρίζει μάλιστα ὅτι τό πρωτότυπο καί ἡ εἰκόνα δέν εἶναι δυνατόν νά ταυτίζονται, διότι πρόκειται γιά δύο παράγοντες, ὅπου ὁ ἕνας -τό πρωτότυπο-ἐπέχει λόγο αἰτίου καί ὁ ἄλλος -ἡ εἰκόνα -ἐπέχει λόγο αἰτιατοῦ. Εἶναι δύο πραγματικότητες πού διακρίνονται μεταξύ τους, ἀλλά εἶναι συγχρόνως ἀδιάσπαστα ἑνωμένες.

Ἐπίσης ὁἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει ὅτι ἡ φύση τῆς εἰκόνας εἶναι νά ὑπάρχει ὡς «μίμημα τοῦ πρωτοτύπου». Ἔτσι μποροῦμε πιό εὔκολα νά ἐννοήσουμε ὅτι ἡ «μίμηση» ὡς ἰδίωμα τῆς εἰκόνας, δηλώνει συγχρόνως τήν ὁμοιότητά της μέ τό πρωτότυπο ὡς πρός τή μορφή, ἀλλά καί τή διαφορά της ὡς πρός τή φύση, τήν οὐσία της, μέ τό πρωτότυπο. Ὁ δέ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέει: «Οὐκ ἄν μανείη ἄν τις τοσοῦτον, σκιάν τε καί ἀλήθειαν, ἀρχέτυπον καί παράγωγον, αἴτιόν τε καί αἰτιατόν, ταὐτόν ὑπολαμβάνειν κατ᾿ οὐσίαν». Δηλαδή, μέ ἁπλά λόγια, καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὑποστηρίζει τήν ἴδια θέση καί λέει: Σίγουρα, θά ᾿ναι τρελλός ὅποιος ταυτίζει τή σκιά μέ τήν ἀλήθεια, τό ἀρχέτυπο μέ τό παράγωγο, τό αἴτιο μέ τό αἰτιατό.

Ἑπομένως ἄλλη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ πρωτοτύπου, «ἀρχετύπου» καί ἄλλη τοῦ ἐκτυπώματος, τῆς εἰκόνας. Μάλιστα, γιά νά μᾶς κάνει σαφέστερη τή διάκριση μεταξύ εἰκόνας καί πρωτοτύπου, μᾶς φέρνει τό παράδειγμα τοῦ καθρέφτη. Πάνω στόν καθρέφτη διαγράφεται τό ὁμοίωμα τοῦ προσώπου πού καθρεφτίζεται. Τό ὁμοίωμα αὐτό φυσικά ἔχει ἐντελῶς διαφορετική οὐσία ἀπό τό πρωτότυπο, τό πρόσωπο δηλαδή πού καθρεφτίζεται. Δέν ἔχει κοινή τήν ὕλη καί τήν οὐσία τό πρωτότυπο μέ τό ὁμοίωμα.

Ἀπ᾿ ὅλα αὐτά βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι κάθε ὀρθόδοξη εἰκόνα εἶναι ὅμοια μέ τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο ὡς πρός τά χαρακτηριστικά του ἰδιώματα, ὡς πρός τή μορφή, ἀλλά ὡς πρός τήν οὐσία, εἶναι ἀνόμοια. Δέν ἔχει ἡ εἰκόνα κοινή τήν οὐσία μέ τό ἀρχέτυπο. Γι᾿ αὐτό ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα ἔχει τή δυνατότητα νά λειτουργεῖ μέ δυό τρόπους: Συγχρόνως ἀποκρύπτει καί ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια. Λειτουργεῖ, ὅπως λένε, καί «ὡς ἀπόκρυψη καί ὡς ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας».

Εἴπατε ὅτι «ὁ Χριστός ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου». Δέν ταυτίζεται σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση «ἡ εἰκόνα», ὁ Χριστός, μέ τό πρωτότυπό της, τό ἀρχέτυπό της, τόν Θεό-Πατέρα;

Καί σ᾿ αὐτό τό θέμα ἔχουμε ἀπάντηση ἀπό τόν ἅγιο Πατέρα μας Θεόδωρο τό Στουδίτη. Ὁ ὅσιος Πατήρ κάνει ἕνα διαχωρισμό ἀνάμεσα στή «φυσική» εἰκόνα καί στήν «τεχνητή» εἰκόνα. Στή «φυσική» εἰκόνα, τό πρωτότυπο, καί ἡ εἰκόνα ταυτίζονται «οὐσιωδῶς», ὡς πρός τήν οὐσία, ἀλλά διαφέρουν ὡς πρός τήν ὑπόσταση, ἔχουν διαφορετικές ὑποστάσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα «φυσικῆς» εἰκόνας προβάλλει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτηςτή σχέση τοῦ Χριστοῦ πρός τόν Πατέρα Του κατά τή θεότητά Του καί τή σχέση Του πρός τή Μητέρα Του κατά τήν ἀνθρωπότητά Του. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Σαρκωμένος Θεός καί Λόγος, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ-Πατέρα ὡς πρός τή θεότητα. Ἐνῶ κατά τήν ἀνθρωπότητα εἶναι φυσική εἰκόνα τῆς Μητέρας Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καί ὅσον ἀφορᾶ τή θεότητα, μέ βάση τήν τριαδικότητα, διαφέρει ὡς πρός τήν ὑπόσταση. Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ-Πατέρα καί ἄλλη τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν ἴδιο τρόπο μπορεῖ ὁ Χριστός νά ταυτίζεται, ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη φύση Του μέ τή Μητέρα Του, «τήν τεκοῦσαν Αὐτόν Θεοτόκον», ἀλλά νά διαφέρει ὅμως ὑποστατικῶς ἀπό αὐτήν, διότι ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος, εἶχε ὑποστατικά ἰδιώματα τά ὁποῖα διέφεραν ἀπό τῆς Μητέρας Του. Ἐνῶ ἡ «τεχνητή» εἰκόνα -τό εἰκόνισμα πού ἔχουμε στούς Ναούς καί στά σπίτια μας- ταυτίζεται μέ τό πρωτότυπό της «τῇ ὁμοιώσει», ὡς πρός τήν ὁμοιότητα τῆς μορφῆς, ἀλλά διακρίνεται ἀπό αὐτό «φυσικῶς», ὡς πρός τήν οὐσία.

Παράδειγμα: Ἡ «τεχνητή» εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ εἶναι διαφορετική ὡς πρός τήν οὐσία ἀπό τό πρωτότυπό της, τό Σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συνδέεται μέ αὐτό γιατί ἀναπαριστᾶ τό πρόσωπο τοῦ πρωτοτύπου, φέρει τό ὄνομα του καί ἔτσι ταυτίζεται ὑποστατικά μέ αὐτό (κατά τήν ὁμοίωση). «Τό πρωτότυπον καί ἡ εἰκών ἕν μέν ἐστι τῇ ὑποστατικῇ ὁμοιώσει, δύο δέ τῇ φύσει», λέει ὁ ἅγιος Νικηφόρος. Γι᾿ αὐτό ἡ «εἰκών τοῦ Χριστοῦ Χριστός», κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Δαμασκηνό.

Στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποιά ἀπό τίς δύο φύσεις εἰκονίζεται;

Τό ἴδιο ἐρώτημα ἔθεταν καί οἱ εἰκονομάχοι. Γι᾿ αὐτό ἔλεγαν πρός τούς ὑπέρμαχους τῶν ἁγίων εἰκόνων: Τί ἀπεικονίζει ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τή θεία φύση ἤ τήν ἀνθρώπινη; Καί πῶς εἶναι δυνατόν νά περιγράφεται ὁ Θεός πού εἶναι «ἀσχημάτιστος», «ἀπερίγραπτος», καί «ἄποσος»; Ἄν πάλι, ἔλεγαν, εἰκονίζετε τήν ἀνθρώπινη φύση, πῶς εἶναι δυνατόν νά χωρίζεται ἡ θεία φύση ἀπό τήν ἀνθρώπινη στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ; Στά ἐρωτήματα αὐτά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἔδωσε τήν ἑξῆς ἀπάντηση: «Πάλαι μέν ὁ Θεός, ὁ ἀσώματος καί ἀσχημάτιστος οὐδαμῶς εἰκονίζετο. Νῦν δέ σαρκί ὀφθέντος Θεοῦ καί τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος, εἰκονίζω τοῦ Θεοῦ τό ὁρώμενον». Δηλαδή: Τούς χρόνους πρό τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὁ Θεός, ὁ ἀσώματος, ὁ ἀσχημάτιστος δέν εἰκονιζόταν πουθενά. Τώρα ὅμως πού ἔλαβε σάρκα καί φανερώθηκε καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους, εἰκονίζω τόν ὁρατό Θεό. Καί σέ ἄλλο σημεῖο πάλι λέει: «Διό θαρρῶν εἰκονίζω Θεόν τόν ἀόρατον, οὐχ ὡς ἀόρατον, ἀλλ᾿ ὡς ὁρατόν, δι᾿ ἡμᾶς γενόμενον μεθέξει σαρκός τε καί αἵματος. Οὐ τήν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλ᾿ εἰκονίζω τοῦ Θεοῦ τήν ὁραθεῖσαν σάρκα». Δηλαδή: Γι᾿ αὐτό παίρνω θάρρος καί εἰκονίζω Θεό τόν ἀόρατο, ὄχι ὡς ἀόρατο, ἀλλά μέ τή σωματική Του ὑπόσταση μέ τήν ὁποία ἔγινε σέ μᾶς ὁρατός, ἀφοῦ προσέλαβε γιά τή δική μας σωτηρία σάρκα καί αἷμα.

Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ, λένε οἱ ὀρθόδοξοι, μᾶς δίνει τό δικαίωμα νά Τόν ἀπεικονίζουμε, νά ζωγραφίζουμε τήν εἰκόνα Του, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι χωρίζουμε τή σάρκα Του ἀπό τή θεότητά Του. Γιατί ἄν δέν ἀπεικονίσουμε τόν Κύριο, ἀρνούμαστε τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Θά εἴμαστε τότε ἤ Μονοφυσίτες-διότι αὐτοί παραδέχονται μόνο τή θεία φύση Του- ἤ Δοκητές -διότι αὐτοί πιστεύουν στή φαινομενική παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς.

Ἀλλά σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀντιμετώπισε τούς αἱρετικούς εἰκονομάχους μέ μιά πιό σαφή θεολογική τοποθέτηση καί ἔλυσε παντελῶς τό ἀκανθῶδες αὐτό πρόβλημα. Ἔκανε δηλαδή ἕνα σαφή διαχωρισμό, μιά εὔστοχη διάκριση ἀνάμεσα στή φύση καί στό πρόσωπο-ὑπόσταση. Καί μᾶς δίδαξε ὅτι ἡ εἰκόνα ἐξεικονίζει, ὄχι τή φύση, ἀλλά τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζόμενου. «Παντός», λέει «εἰκονιζομένου, οὐχ ἡ φύσις ἀλλ᾿ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται». Ὁ δέ σύγχρονος εἰκονολόγος Michel Quenot λέει ὅτι «στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι οὔτε ἡ θεότητα οὔτε ἡ ἀνθρωπότητά Του (δέν πρόκειται γιά τίς φύσεις πού παριστάνονται), ἀλλά γιά τό μοναδικό πρόσωπο πού ἑνώνει τίς δύο φύσεις».

Τί ἐννοῦμε μέ τόν ὅρο «ὑπόσταση»;

Εἶναι εὔλογο τό ἐρώτημα καί οὐσιαστικό. Πρόκειται γιά ἕνα σημαντικό θεολογικό ὅρο πού σαφῶς ἔλειπε ἀπό τήν εἰκονομαχική σκέψη. Στήν προχαλκηδόνιο περίοδο, οἱ ὅροι «φύσις», «ὑπόστασις» καί «πρόσωπο» ταυτίζονταν, ἦταν συνώνυμοι. Ἡ ταύτιση ὅμως αὐτή δημιουργοῦσε σοβαρές δυσκολίες γιά τήν κατανόηση τῆς τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ ἀφ᾿ ἑνός, ἀλλά καί τῆς ἑνότητας Θεοῦ καί ἀνθρώπου ἐν τῷ προσώπω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐφ᾿ ἑτέρου. Τό δόγμα τῆς Χαλκηδόνας ἔκανε αὐτή τή σαφή διάκριση ἀνάμεσα στή «φύση» καί στήν «ὑπόσταση», τό πρόσωπο.

Ἔτσι ἀποσαφηνίστηκε ὅτι ἡ «ὑπόστασις ταυτόν οὖσα πρός τό πρόσωπον», εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό τή «φύση», διότι προϋποθέτει, περιλαμβάνει τή «φύση». Καί γιά νά τό καταλάβουμε καλύτερα, οἱ ὅροι «οὐσία» καί «φύσις» δηλώνουν ἁπλῶς τό «εἶναι», τό γενικό, τό καθολικό, τό εἶδος τό κοινό σέ ὅλους, π.χ. τή θεία φύση, τήν ἀγγελική ἤ τήν ἀνθρώπινη. Ἐνῶ ἡ «ὑπόσταση» ὑποδηλώνει τό καθεαυτό εἶναι, τό πρόσωπο, τόν ἰδιαίτερο, ἀτομικό καί προσωπικό τρόπο ὑπάρξεως. Ἡ «φύσις» εἶναι κοινή σέ ὅλους. Τό πρόσωπο προσθέτει σ᾿ αὐτή τό σύνολο τῶν ἀτομικῶν ἰδιωμάτων, τῶν ἰδιαίτερων χαρακτηριστικῶν Π.χ. ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι κοινή σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Τά πρόσωπα ὅμως μπορεῖ νά εἶναι πολυάριθμα, ἀλλά τό καθένα ἀπ᾿ αὐτά εἶναι μοναδικό, συγκεκριμένο καί ἀναντικατάστατο, ἔχει δέ τά δικά του, τά ἀτομικά του ἰδιώματα καί χαρακτηριστικά.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνόςδιευκρινίζει πλήρως τόν ὅρο ὑπόσταση καί λέει: «Ἐπειδή δέ πολλοί εἰσιν ἄνθρωποι, ὁ καθείς ἄνθρωπος ὑπόστασίς ἐστιν, οἷον ὁ Ἀδάμ, ὑπόστασις ἐστι, καί ἡ Εὔα ἄλλη ὑπόστασις, καί ὁ Σήθ ἑτέρα ὑπόστασις». Δηλαδή: Ὑπάρχουν πολλοί βέβαια ἄνθρωποι, ἀλλά ὁ καθένας εἶναι ξεχωριστή, ἰδιαίτερη ὑπόσταση, π.χ. ὁ Ἀδάμ εἶναι ὑπόσταση ξεχωριστή, ἡ Εὔα ἄλλη ὑπόσταση, ὁ Σήθ διαφορετική ὑπόσταση. Γιά νά καταδείξει δέ ὁ ἱερός Πατήρ τή διαφορά μεταξύ ὑποστάσεως καί οὐσίας, φύσεως ἤ εἴδους, ἀναφέρει τά παραδείγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων. Λέει λοιπόν: «Ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε τρεῖς ὑποστάσεις. Εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Φύση καί οὐσία εἶναι μία, ἡ ὑπερούσια καί ἀκατάληπτη Θεότητα. Στούς Ἀγγέλους ὑποστάσεις εἶναι ὁ Μιχαήλ καί ὁ Γαβριήλ καί οἱ λοιποί κατά μέρος Ἄγγελοι, ἐνῶ ἡ οὐσία, τό περιεκτικό εἶδος, εἶναι ἡ ἀγγελική φύση. Τό ἴδιο μποροῦμε νά ποῦμε καί γιά τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι ξεχωριστές ὑποστάσεις εἶναι ὁ Πέτρος, ὁ Παῦλος, ὁ Ἰωάννης καί οἱ λοιποί κατά μέρος ἄνθρωποι. Περιεκτικό δέ εἶδος αὐτῶν, ἡ οὐσία τους, εἶναι ἡ ἀνθρωπότης».

Καί οἱ λοιποί Πατέρες ἔλεγαν: Κοινή, μία ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά μυριοϋπόστατη. Μονάς ὁ Θεός, ἀλλά Τρισυπόστατος. Τρία πρόσωπα, τρεῖς ὑποστάσεις πού τό καθένα ἔχει τά δικά του προσωπικά ἰδιώματα. Ἡ εἰκόνα ἀναπαριστᾶ λοιπόν τό πρόσωπο, τήν ὑπόσταση τοῦ πρωτοτύπου της καί φέρει τό ὄνομα του.

Ἔτσι ἀκριβῶς καθίσταται δυνατή ἡ γνώση αὐτοῦ τοῦ προσώπου. Χάρη σ᾿ αὐτό τό δεσμό «ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Στό ἐρώτημα λοιπόν πού ἔθεταν οἱ εἰκονομάχοι -καί θέτουμε κι ἐμεῖς πολλές φορές- «ποιά φύση εἰκονίζεται, ἡ θεία φύση, ἤ εἰκονίζεται ὁ ἄνθρωπος Χριστός, ἡ ἀνθρώπινη φύση χωρισμένη ἀπό τή θεότητα;», ὁ ὀρθόδοξα σκεπτόμενος θά δώσει τήν ἀπάντηση πού ἔδωσε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: Οὔτε τή θεία φύση εἰκονίζουμε οὔτε τήν ἀνθρώπινη. Εἰκονίζουμε τήν ὑπόσταση, τό πρόσωπο. «Ὁ Χριστός εἶναι περιγραπτός καθ᾿ ὑπόστασιν, κἄν ἐν τῇ θεότητι ἀπερίγραπτος», μᾶς λέει σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἱερός Πατέρας.

Καί ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκυ, Ρῶσος θεολόγος τοῦ αἰώνα μας, θεολογεῖ μέ βάση τούς Πατέρες καί λέει: «Ἀναπαριστάνοντας τόν Κύριό μας, δέν ἀναπαριστάνουμε οὔτε τή θεία οὔτε τήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἀλλά τήν ὑπόστασή Του, τό Πρόσωπό Του, τό ὁποῖο σύμφωνα μέ τό δόγμα τῆς Χαλκηδόνας ἑνώνει ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως τίς δύο φύσεις». Ὁ δέ VΙ. Lossky λέει τά ἑξῆς γιά τόν ὅρο ὑπόσταση: «Ἡ ὑπόστασις περιλαμβάνει ἀμφοτέρας τάς φύσεις. Ἐν Χριστῷ ὑπῆρχαν δύο διάφοροι φύσεις ἐν μιᾷ ὑποστάσει».

Ὑπῆρχαν πράγματι ἔκτροπα ἐκ μέρους τῶν εἰκονόφιλων, τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας;

Ἀναφέρεται ὅτι ὑπῆρχαν πλανεμένοι τρόποι προσκύνησης τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Προσκυνοῦσαν καί λάτρευαν κατά κάποιο τρόπο τό ξύλο τῆς εἰκόνας καί ὄχι τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Εἶχαν δηλαδή ἐκπέσει οἱ εἰκονολάτρες σέ ἕνα εἶδος εἰδωλολατρείας, ἀπέδιδαν μαγικές ἰδιότητες στίς εἰκόνες καί ἔφταναν πολλές φορές σέ φοβερές ὑπερβολές. Ἱερεῖς ἔξυναν τά χρώματα τῶν εἰκόνων καί τά προσέθεταν στά Τίμια Δῶρα, γιά νά τά δώσουν στή συνέχεια στούς πιστούς νά κοινωνήσουν! Ἄλλοι ἱερεῖς πάλι τελοῦσαν τή Θεία Εὐχαριστία πάνω σέ μιά εἰκόνα ἀντί στήν ἁγία Τράπεζα.

Ἔπειτα οἱ ζωγράφοι ἱστοροῦσαν εἰκόνες πού σκανδάλιζαν μέ τόν ἐκλεπτυσμένο αἰσθησιασμό τους τούς πιστούς. Οἱ εἰκόνες αὐτές δέν ἦταν δυνατόν νά ἀντικατοπτρίσουν τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων καί νά εἰσαγάγουν τούς προσευχόμενους στόν πνευματικό κόσμο, στήν ὑπερβατική ἀτμόσφαιρα πού δημιουργεῖ ἡ Βυζαντινή εἰκόνα, ὅπως διαμορφώθηκε ἀργότερα μέ τά πάγια ἐκεῖνα ἀντινατουραλιστικά χαρακτηριστικά πού ἔχουμε ἤδη περιγράψει. Ἔτσι ἦταν σχεδόν βλασφημία καί ἡ παρουσία τέτοιων εἰκόνων μέσα στίς Ἐκκλησίες, ἦταν ἕνα εἶδος προσχώρησης στήν εἰδωλολατρεία.

Δηλαδή δέν δημιουργοῦσαν προβλήματα στήν Ἐκκλησία μόνο οἱ εἰκονομάχοι, ἦταν καί οἱ εἰκονολάτρες.

Δέν ἦταν μόνο οἱ εἰκονομάχοι καί οἱ εἰκονολάτρες, ἦταν καί οἱ Δυτικοί καί οἱ Μανιχαῖοι, οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ Εἰδωλολάτρες, ἀλλά καί ὅσοι δέν εἶχαν ἐνημερωθεῖ καί δέν εἶχαν πλήρη γνώση, οἱ ὁποῖοι ἄγονταν καί φέρονταν καί παρασύρονταν ἀπό τούς φανατικούς. Διότι τότε δέν εἶχε διαμορφωθεῖ ἀκόμη ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας.

Οἱ Πατέρες ἔδωσαν τή μάχη γιά νά κρατήσουν τήν ὀρθόδοξη βίωση καί τό ὀρθόδοξο δόγμα. Διαγράφουν τήν ἀκαταστασία πού ἐπικρατοῦσε τήν περίοδο αὐτή ὅσα μᾶς λέει ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης στό βιβλίο του «Θεολογικό σχόλιο στίς τοιχογραφίες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα», τά ὁποῖα διατρανώνουν συγχρόνως καί τήν ὀρθόδοξη πατερική ἄποψη: «Οἱ εἰκονοκλάστες», μᾶς λέει, «σπάζουν τίς εἰκόνες καί ἀρνοῦνται ἔργῳ τή σάρκωση τοῦ Λόγου. Οἱ εἰκονολάτρες λατρεύουν τήν ὕλη τῆς εἰκόνας καί χάνουν τόν Θεό. Οἱ Δυτικοί τή θεωροῦν διακοσμητικό στοιχεῖο (ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Φραγκφούρτης 794).

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅμως μένει πιστή στόν Σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἀρνεῖται ὅλες αὐτές τίς πεπλανημένες δοξασίες. Δέν ἀπορρίπτει τήν ὕλη Μανιχαϊκά, οὔτε τή λατρεύει παγανιστικά, οὔτε τή θεωρεῖ ἀδιάφορα θεολογικά, ἀλλά ὁμολογεῖ τήν πίστη της διά στόματος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: Λατρεύω τόν Θεό πού μέ ἔσωσε, πού ἔγινε ὕλη γιά μένα. Καί δέν θά πάψω νά σέβομαι τήν ὕλη διά τῆς ὁποίας σώθηκα καί ἡ ὁποία εἶναι ἔμπλεως τῆς θείας Χάριτος.

Γι᾿ αὐτό μέ σεβασμό κινοῦμαι μέσα στήν κτίση πού τή βλέπω νά ἀστράφτει ἀπό τό φῶς τοῦ Ἀναστάντος πού γέμισε τόν Οὐρανό, τή γῆ καί τά καταχθόνια. Προσκυνῶ πάντα Ναόν Θεοῦ ἅγιον καί πᾶν ἐφ᾿ ᾧ Θεός ὀνομάζεται, οὐ διά τήν αὐτῶν φύσιν, ἀλλ᾿ ὅτι θείας ἐνεργείας εἰσί δοχεῖα». Πού θά πεῖ: Προσκυνῶ κάθε ἅγιο Ναό τοῦ Θεοῦ καί καθετί τό ὁποῖο ἔχει ἐνεργήσει καί ἐπί τοῦ ὁποίου ἔχει φανερωθεῖ ὁ Θεός. Δέν τά προσκυνῶ ἐπειδή εἶναι θεῖα ἀπό τή φύση τους, ἀλλά ἐπειδή εἶναι δοχεῖα τῆς θείας καί ἄκτιστης ἐνέργειας.

Δηλαδή ἡ ὕλη τῆς εἰκόνας γίνεται ἔμπλεως τῆς θείας Χάριτος;

Βέβαια, ὅπως μᾶς ἀνέφερε ἤδη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γίνεται ἡ ὕλη τῆς εἰκόνας ἔμπλεως τῆς θείας Χάριτος διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν αὐτῆς τῆς θείας Χάριτος,«ὅτι θείας ἐνεργείας εἰσι δοχεῖα». Ἡ ἴδια ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τήν ὁποία ἦταν πληρωμένοι οἱ Ἅγιοι κατά τήν ἐπίγεια ζωή τους διαπερνᾶ καί διαποτίζει καί τίς εἰκόνες τους. Ἡ θεία Χάρη εἶναι ἐκείνη πού ἑνώνει πρωτότυπο καί εἰκόνα (ὕλη).

Στίς εἰκόνες πρέπει νά ἀπονέμουμε προσκύνηση ἤ λατρεία; Τί εἶναι προσκύνηση καί τί λατρεία;

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει ὅτι ἡ προσκύνηση εἶναι σημεῖο ὑποταγῆς, ὑποβιβασμοῦ καί ταπεινώσεως «σημεῖον ὑποπτώσεως, τουτέστιν ὑποβιβασμοῦ καί ταπεινώσεως».Στήν προσευχή πού κάνουμε ἐνώπιον τῶν εἰκόνων, σάν σέ μιά ἄλλη «ἱερά πρόθεση», καταθέτουμε καί ἐναποθέτουμε τά αἰτήματά μας, διότι ἡ εἰκόνα λειτουργεῖ «ὡς μεσίτρια» στήν ἀπόλυτα προσωπική μας προσευχή.

Ἔτσι δημιουργεῖται μιά γέφυρα, ἡ εἰκόνα γίνεται ἕνα πέρασμα, μιά διάβαση μέσω τῆς ὁποίας ὑπαρξιακά προσκυνοῦμε τόν εἰκονιζόμενο Ἅγιο καί κατ᾿ ἐπέκταση τόν ἀληθινό Θεό. «Διότι δέν ἀποδίδεται λατρεία στό “σημαῖνον”, δηλαδή στήν ὕλη, ἀλλά στό “σημαινόμενον” πρόσωπο πού παριστάνεται». «Ἡ τιμή τῆς εἰκόνος ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει».

Ἑπομένως ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας καί τῆς προσκύνησης τῆς εἰκόνας γίνεται μιά θεολογία σχέσεως πρός τό εἰκονιζόμενο (εἴτε εἶναι ὁ Χριστός εἴτε ἡ Θεοτόκος εἴτε οἱ Ἅγιοι) καί σέ τελική ἀνάλυση ἡ προσκύνηση ἀπονέμεται πρός τόν Τριαδικό Θεό.

Στήν ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει διατηρηθεῖ μέχρι σήμερα ἡ διάκριση ἀνάμεσα στή λατρεία τοῦ Θεοῦ (λατρευτική προσκύνηση) καί στήν τιμή (τιμητική προσκύνηση) τῶν εἰκόνων τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων. Ἡ τιμητική προσκύνηση τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων πηγάζει ἀπό τό γεγονός ὅτι τιμήθηκαν καί οἱ ἴδιοι ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Οἱ εἰκόνες μαρτυροῦν αὐτή τήν τιμή καί μᾶς παρακινοῦν καί μᾶς νά κάνουμε τήν ἴδια κίνηση. Οἱ Ἅγιοι ἄλλωστε εἶναι Χριστοποιημένες ὑπάρξεις καί χαρισματικές παρουσίες καί εἶναι παρόντες ἐκεῖ κατά χάριν. Μᾶς βλέπουν. Ἀκοῦνε τίς προσευχές μας καί μᾶς καλοῦν σέ ἀγαπητική κοινωνία καί σχέση. Καί ὅταν λέμε ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι Χριστοποιημένες ὑπάρξεις, ἐννοοῦμε ὅτι ἔχουν γίνει Χριστοί-Θεοί κατά χάριν. «Ὅπου εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἐκεῖ εἶναι καί ὅλος ὁ Κύριος καί Θεός. Ὁ Θεός ἐν Ἁγίοις ἀναπαυόμενος. Κάθε Ἅγιος εἶναι Χριστός ἐπαναλαμβανόμενος», λέει ὁ π. Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς. Καί σέ ἄλλο σημεῖο: «Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ πληρέστερες, οἱ ὀφθαλμοφανέστερες, οἱ τελειότερες καί γι᾿ αὐτό οἱ πειστικότερες Θεοφάνειες». Ὁ δέ ἅγιος Παχώμιος διατυπώνει τήν ἴδια ἔννοια ἀκόμη καί γιά τούς ζῶντες, στήν παροῦσα ζωή, Ἁγίους: «Ἐάν ἴδῃς», λέει, «ἄνθρωπον, ἁγνείᾳ συζῶντα καί ταπεινοφροσύνης ἐξηρτημένον, ἐλεήμονα, πρᾶον, χρηστόν, συμπαθῆ, φιλόθεον, φιλάδελφον, πάσαις ἁπλῶς κομῶντα ταῖς ἀρεταῖς, ὤ οἵου δράματος ἔτυχες! Αὐτόν γάρ τόν ἀόρατον Θεόν ἰδεῖν ἠξιώθης ἐν τῶ ὁρωμένῳ ἐκείνου ναῷ καί τῇ εἰκόνι αὐτοῦ».

Καί ἄν μιά τέτοια θέση διατυπώνεται γιά τούς ἐξαγιασμένους ἀνθρώπους, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἀσφαλῶς εἶναι «ἡ παντελεία Θεοφάνεια ἐν μορφῇ ἀνθρώπου, ἡ ὁρατή εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου». Τιμώντας λοιπόν τούς Ἁγίους καί προσκυνώντας τίς ἅγιες εἰκόνες τους, τιμοῦμε καί προσκυνοῦμε τόν ἴδιο τόν ἀληθινό Θεό. Βέβαια δέν πρέπει νά γίνεται σύγχυση ἀνάμεσα στή λατρεία καί στήν τιμή.

Ἡ λατρεία, κατά τή Ζʹ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀπονέμεται μόνο στόν Τριαδικό Θεό, ἐνῶ ἡ τιμή στούς Ἁγίους. Ἡ Θεοτόκος «κατέχουσα τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος» ἔχει καί τά πρωτεῖα στήν τιμητική προσκύνηση, εἶναι ἡ Δέσποινα τοῦ Κόσμου ἡ Βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων. Γι᾿ αὐτό ὑπερβολικά τιμᾶται ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔχει ξεχωριστή θέση στή λατρεία, χαιρετίζεται δέ ὡς «τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διακρίνει διάφορους τρόπους προσκυνήσεως. Μᾶς ἀναφέρει πρῶτα-πρῶτα τό «δοξαστικό» τρόπο προσκυνήσεως πού ἀναφέρεται στόν Τριαδικό Θεό: «Δοξαστικά, εὐλογοῦμε τόν Θεό γιά τή φυσική του δόξα, διότι εἶναι ὁ μόνος δοξασμένος καί ὁ αἴτιος κάθε δόξας, κάθε ἀγαθοῦ, φῶς ἀκατάληπτο, γλυκασμός ἀσύλληπτος, κάλλος ἀπροσμέτρητο, ἄβυσσος ἀγαθότητας, σοφία ἀνεξιχνίαστη, δύναμη ἀπειροδύναμη, μόνος ἄξιος νά θαυμάζεται καί νά προσκυνεῖται καί νά δοξάζεται καί νά ποθεῖται».

Δεύτερος τρόπος προσκυνήσεως εἶναι ὁ εὐχαριστιακός ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τήν εὐγνωμοσύνη τῆς Ἐκκλησίας γιά τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἄπειρη ἀγάπη Του, «διά τοῦ Ὁποίου ὅλα συνίστανται καί συγκροτοῦνται» καί σέ ὅλα μεταδίδει ἄφθονα τίς Δωρεές Του. Τρίτος τρόπος προσκυνήσεως εἶναι τῶν παρακλήσεων καί τῶν δεήσεων καί τέταρτος τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως. Μέ αὐτούς τούς τρόπους καί τά ἀνάλογα βιώματα πού ἀναπτύσσονται καθαρίζουμε τούς ἑαυτούς μας, μετέχουμε στή θεία ζωή καί προσκυνοῦμε πλέον ὑπαρξιακά τόν Θεό.

Ὑπάρχουν θαυματουργές εἰκόνες;

Ἀποδίδονται πολλά θαύματα στίς εἰκόνες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τούς παλαιούς χρόνους μέχρι σήμερα. Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος, ἐπίσκοπος Καισαρείας († 339 μ.Χ.) ἀναφέρει ὅτι στήν Πανέα (Β. Γαλιλαία) ὑπῆρχε στήν ἐποχή του ἕνας ἀνδριάντας, τόν ὁποῖο εἶχε στήσει ἡ Χαναναία τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀπεικόνιζε τό Πρόσωπο καί τή σωματική κατάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στή βάση αὐτοῦ τοῦ ἀνδριάντα φύτρωνε ἕνα βότανο πού θεράπευε πολλά ἀνίατα νοσήματα.

Ἐπίσης καί ὁ Εὐάγριος ὁ σχολαστικόςμᾶς ἀναφέρει καί αὐτός στήν ἱστορία του γιά τά θαύματα τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνας τοῦ “ἁγίου Μανδηλίου”, γιά τή θεραπεία τοῦ βασιλιᾶ τῆς Μεσοποταμίας Ἀβγάρου, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπό ἀνίατη ἀρρώστια, καθώς καί γιά τή σωτηρία τῆς πόλεως Ἔδεσσας ἀπό τούς εἰσδρομεῖς Πέρσες, μετά τή λιτάνευση τοῦ “ἁγίου Μανδηλίου” (615 μ.Χ.).

Ἄλλο γνωστό μας θαῦμα εἶναι ἡ διάσωση τῆς βασιλίδας τῶν πόλεων τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Ἡρακλείου, μέ θαῦμα τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας. Οἱ Ἄβαροι εἶχαν ἀνεβεῖ ἤδη στά τείχη τῆς Πόλεως καί οἱ ἀμυντικές δυνάμεις ἦταν ἐλάχιστες, διότι ὁ Ἡράκλειος πολεμοῦσε μακριά ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μέ ἄλλους ἐχθρούς τῆς αὐτοκρατορίας. Τότε ὁ πατριάρχης Σέργιος πῆρε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία μάλιστα ἀποδίδεται στόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, τή λιτάνευσε γύρω ἀπό τά τείχη καί τότε, ὡς ἐκ θαύματος, ἄρχισαν νά ὑποχωροῦν οἱ ἐχθροί, ἡ δέ Πόλη διατηρήθηκε σώα καί ἀβλαβής. Μάλιστα σέ ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ θαύματος συνετέθησαν, ὅπως ἀναφέρει ἡ Παράδοση, “ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος” καί τό Κοντάκιο “τῇ Ὑπερμάχῳ” πού ψάλλεται μέχρι σήμερα τήν κατανυκτική περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.

Ἀλλά καί πολλά ἁγιολογικά κείμενα, συναξάρια κ.λ.π. ἀναφέρουν πλεῖστα ὅσα θαύματα ἱερῶν εἰκόνων. Ἀναβλύσεις μύρου, δακρύων, αἵματος, εὐωδίας, τά ὁποῖα γίνονται θεραπευτικά μέσα γιά τούς πιστούς. Καί σήμερα ἔχουμε τέτοια θαύματα καί ἀπό εἰκόνες νεωτέρων Ἁγίων. Ἀκόμη καί τό λάδι ἀπό τά καντήλια πού καῖνε μπροστά σέ εἰκόνες Ἁγίων θαυματουργεῖ.

Πῶς ἐξηγεῖται τό φαινόμενο τοῦ θαύματος τῶν ἁγίων εἰκόνων;

Τό θαῦμα κυρίως εἶναι ἔργο τῆς πίστεως καί τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Τό θαῦμα προϋποθέτει μεγάλη καί ἀκράδαντη πίστη. Ὁ Μάρκος Σιώτης στό βιβλίο του «Ἱστορία καί θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων», λέει τά ἑξῆς: «Τό θαῦμα εἶναι μιά ἐμπειρία κατά τήν ὁποία ἡ ψυχή τοῦ προσευχομένου, ἐνώπιον μιᾶς οἱασδήποτε εἰκόνας, ἀποσπᾶ μέσω τῆς πίστεως φορτία θείας Χάριτος τόσο ἐνεργά ὥστε βιώνει τό θαῦμα τῆς δυναμικῆς καί σωστικῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ».

Φυσικά τήν ἐπενέργεια τοῦ θαύματος ἡ θεολογία τήν ἀποδίδει πάντοτε στίς ἀνεξερεύνητες βουλές τοῦ Θεοῦ. Διότι πολλοί ἀσθενεῖς καί πονεμένοι παρακαλοῦν, ἀλλά δέν τούς γίνεται τό θαῦμα ὅπως τό ζητοῦν. Στίς περισσότερες ἀπ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις ἐπέρχεται ἐσωτερική ἀλλοίωση, γίνεται θαῦμα ψυχικό, ὡρίμανση τῆς προσωπικότητας καί ἀποδοχή τῶν θλιβερῶν, πού θεωρεῖται καί αὐτό ἕνα ἐξίσου μεγάλο θαῦμα.

Εἶναι πολύ παράξενο! Ὑπάρχει πράγματι τέτοια θαυματουργική Χάρη καί στήν ὕλη τῶν ἱερῶν εἰκόνων;

«Χάρις δίδεται ταῖς θείαις ὕλαις διά ταῖς τῶν εἰκονιζομένων προσηγορίαις», μᾶς λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Δηλαδή: Παρέχεται Χάρη στίς θεῖες ὕλες (τῶν εἰκόνων), χάρη στίς πρεσβεῖες τῶν εἰκονιζομένων. Καί ἀλλοῦ: «Τά τῶν Ἁγίων εἰκονίσματα… Πνεύματος Ἁγίου εἰσί πεπληρωμένα».

Καί αὐτό δέν εἶναι παράδοξο, διότι οἱ εἰκονιζόμενοι Ἅγιοι εἶχαν καταστήσει τά σώματά τους στόν ἐπίγειο βίο τους «ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί ὅπως «”ἡ τιμή καί ἡ προσκύνησις τῆς εἰκόνος ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», τό ἴδιο «καί ἡ θαυματουργική ἐνέργεια ἐκ τοῦ πρωτοτύπου ἐκπορεύεται». Ἐπίσης ὁ Π. Εὐδοκίμωφ μᾶς δίνει μιά ἄλλη μυστικιστική διάσταση στό θέμα τῆς ἱερότητας τῆς ὕλης τῆς εἰκόνας. Λέει λοιπόν: «Ἡ εἰκόνα δέν εἶναι διόλου σάρκωση, δέν εἶναι οὔτε τύπος, ἀλλά σημεῖο ὁρατό τῆς ἀκτινοβόλας Παρουσίας». Καί σέ ἄλλο σημεῖο: «Ἡ εἰκόνα εἶναι ἕνα ἀπό τά μυστηριακά μέσα τῆς Παρουσίας. Θεωρεῖται κανάλι τῆς Χάριτος μέ ἁγιαστική δύναμη, τόπος τῶν ἐπιφανειῶν».

Ἀπ᾽ ὅλα αὐτά μπορεῖ κανείς νά συμπεράνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία τή χαρισματική παρουσία τῶν εἰκονιζομένων στίς εἰκόνες τους τήν ἑρμηνεύει ὡς παρουσία τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναπτύξαμε καί σέ προηγούμενη ἐρώτηση, οἱ ὁποῖες εἶναι μεθεκτές γιά τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση πού ἀπονέμει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στίς εἰκόνες.

Πῶς ὁδηγούμαστε στήν εἰκονοποίησή μας καί στή Χριστοποίησή μας μέσω τῆς εἰκόνας;

Ἰδιαίτερα αὐτό τό βιώνουμε μέσα στήν Ἐκκλησία καί μάλιστα στή λειτουργική ζωή, στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο «εἶναι εἰκόνα ὁλοκλήρου τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, διότι εἰκονίζει καί ἀναπαριστᾶ ὅλα τά σωτήρια γεγονότα ἐν Χριστῷ». Μέσα στή θεία Λειτουργία ἔχουμε τή δυνατότητα νά γίνουμε οἱ ἴδιοι ζωντανές εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του.

Καί ὄχι μόνο νά γίνουμε ζωντανές εἰκόνες, ἀλλά νά μεταμορφωθοῦμε καί νά περάσουμε ἀπό τό εἰκονικό στό πραγματικό. Μέσα στή θεία Λειτουργία ὁδεύουμε πρός τό “καθ᾽ ὁμοίωσιν”. Ὁ Θεόδ. Νικολάου στό βιβλίο του: «Ἡ σημασία τῆς εἰκόνας στό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας», ἀναπτύσσει τήν ἄποψη αὐτή καί λέει τά ἑξῆς: «Μέσα στή Θεία Λειτουργία οἱ πιστοί τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες, ἀποθέμενοι πᾶσα βιωτική μέριμνα, ψάλλουν τόν Τρισάγιο Ὕμνο στή ζωοποιό Τριάδα. Γίνονται οἱ ἴδιοι ζωντανές εἰκόνες τῆς μόνης πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του. Στή Θεία Λειτουργία ἐν Χριστῷ ἀρχίζει ἡ πραγμάτωση τοῦ “καθ᾽ ὁμοίωσιν”. Ὁ ἄνθρωπος μεταμορφώνεται καί περνάει ἀπό τό εἰκονικό στό πραγματικό. Περιλούζεται ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί γίνεται “θέσει θεός”. Ἡ δοξολογία του ἐνορχηστρώνεται μέ τή δοξολογία τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἐν πίστει τετελειωμένων.

Κάθε πιστός, βλέποντας τίς εἰκόνες τῶν πατριαρχῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἁγίων, μέσα στή λειτουργική αὐτή συμφωνία, βιώνει σάν ἔμβρυο στήν κοιλιά τῆς Μητέρας του, ἤδη κατά τρόπο μοναδικό, τό γεγονός τῆς μέλλουσας πραγματικῆς ὑπάρξεως καί ζωῆς».

Ἀπό τό βιβλίο “ Τί ξέρεις ἐσύ γιά τίς εἰκόνες;”
Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέας 2000


imaik.gr

Τί είναι η Θεοσοφία;

$
0
0

Τί είναι η Θεοσοφία;

Άλλοτε ονομάζονταν Γνωστικισμός, άλλοτε Μασονία, άλλοτε θεοσοφία.Ο απ Παύλος γράφοντας προς τους Κολοσσαείς, προειδοποιεί να μην πέσει κανένας σε αυτήν την απάτη του διαβόλου. «Βλέπετε μη σας εξαπατήση τις διά της φιλοσοφίας και της ματαίας απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ουχί κατά Χριστόν». (β 8).

Είναι αρχαίο φιλοσοφικό σύστημα, εμποτισμένο με την πλάνη του πανθεϊσμού και της ειδωλολατρίας που ταυτίζουν τον θεό με την ύλη. Η θεοσοφία υποστηρίζει ότι η σοφία αποκτάται από την άμεση γνώση του Θεού. Υποστηρίζει ότι κάθε θρησκεία διακρίνεται σε εσωτερικό και σε εξωτερικό μέρος, δηλαδή την γνώση του Θεού και τους τύπους, και ότι είναι η μόνη που γνωρίζει το εσωτερικό και τις κρυμμένες διδασκαλίες όλων των θρησκειών. Έτσι, εμφανίζεται ως μία υπέρ- θρησκεία, διαλέγοντας από τις θρησκείες και τα φιλοσοφικά συστήματα αυτά τα στοιχεία που θέλει.

Ο όρος «θεοσοφία»αποδίδεται αρχικά σε έναν Αιγύπτιο, τον Ποτ Αμμών, που έζησε επί δυναστείας των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Αργότερα, κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ., χρησιμοποιήθηκε από τον Νεοπλατωνικό Αμμώνιο Σακκά.

Σήμερα εμφανίζεται ως μια μυστηριακή θρησκεία, που κατέχει την Γνώση για τον θεό, τον άνθρωπο, και το σύμπαν.

Το ρεύμα της θεοσοφίας πέρασε και στην Ιουδαϊκή φιλολογία σε ένα εσωτερικό μυστικιστικό σύστημα φιλοσοφίας που ονομάζεται «Καμπάλα» ή «Καββάλα».

Η νεότερη θεοσοφική κίνηση ξεκινά με την Έλενα Μπλαβάτσκυ (1875), που ήταν μέντιουμ και πίστευε στον αποκρυφισμό. Στο Θιβέτ μυήθηκε στην Ινδική φιλοσοφία, και στην Αμερική ίδρυσε την πρώτη θεοσοφική εταιρία. Αφού επανήλθε στις Ινδίες, ίδρυσε θεοσοφικό κέντρο.

Η διάδοχός της, η Αγγλίδα Άννα Μπεζάντ, συνέλαβε την ιδέα να παρουσιάσει στον κόσμο ως μεσσία έναν Ινδό, τον Κρισναμούρτι (1908), τον οποίο μύησε στο θεοσοφικό σύστημα και του πέρασε την ιδέα ότι είναι το πρόσωπο εκείνο που βρίσκεται στην γη αφού πέρασε 32 μετενσαρκώσεις. Τότε, παρουσιάζεται και το πρώτο σχίσμα μεταξύ των θεοσοφικών εταιριών, καθώς η της Γερμανίας δεν δέχτηκε τον Κρισναμούρτι. Αργότερα ο ίδιος, μετά τον θάνατο της Μπεζάντ, δήλωσε στον δημόσιο τύπο στις 26/11/1931 ότι «έχασα κάθε τέτοια παραίσθηση και αισθάνομαι πολύ καλά ότι είμαι τόσο λίγο μεσσίας όσο και εσείς ο ίδιος».


Στην Γερμανία, η θεοσοφική εταιρία αποχωρίστηκε από τις υπόλοιπες και μετονομάστηκε σε άνθρωπο-σοφιστική ή Ροδοσταυρική εταιρία. Οι Ροδόσταυροι είναι ο 18ος βαθμός μύησης στην μασονία, πράγμα που δείχνει την σύνδεση θεοσοφίας και μασονισμού.

Η «θεοσοφία» σχετίζεται με την μασονία. Η ίδια η Μπεζάντ δήλωσε: «η θεοσοφία δάνεισε τα σύμβολά της στην μασονία και απέκρυψε μερικά εκ των μυστηρίων της στις μασονικές τελετές».

Η διδασκαλία της «θεοσοφίας» έχει ως σημεία αναφοράς τον θεό, τον άνθρωπο, και τον κόσμο. Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις θρησκείες και με όλα τα φιλοσοφικά συστήματα, επομένως είναι και θρησκεία (μάλιστα συγκρητιστική και μυστηριακή) και φιλοσοφία.

Σχετικά με τον θεό:Δεν υπάρχει προσωπικός θεός, θεός δηλαδή που να έχει αυτοσυνείδηση. Δεν ισχύει κατ’ αυτούς δηλαδή, αυτό που λέει ο Θεός στην Αγία Γραφή: «Εγώ Κύριος» ή «Εγώ είμί Κύριος ο Θεός σου», που δείχνει ύπαρξη και αυτοσυνείδηση. Η Μπεζάντ δήλωσε: «ο θεός είναι το παν και το παν είναι θεός», δίνοντας έτσι πανθεϊστική χροιά, εφόσον έχουμε ταύτιση θεού και φύσεως.


Σχετικά με τον άνθρωπο:Ο άνθρωπος είναι ένα μικρό τμήμα της παγκόσμιας συνείδησης. Η συνείδηση αυτή, δεν έχει την έννοια της αυτοσυνείδησης. Ο άνθρωπος ταυτίζεται με την φύση, όχι με την έννοια ότι είναι μέρος της κτίσης αλλά με την έννοια ότι από αυτήν προέρχεται και σε αυτήν θα επιστρέψει και θα ενωθεί. Η Μπεζάντ δήλωσε: «η ανθρώπινη εξέλιξη είναι η εξέλιξη του διανοητού». Είναι η ατομικοποίηση του θεϊκού.

Για τον κόσμο και την δημιουργία: Η κτίση λαμβάνει ύπαρξη με την ανακύκληση. Η ανακύκληση, είναι μια κυκλική πορεία, κατά την οποία μικρά τμήματα βγαίνουν από τον θεό- κτίση με την λεγόμενη «απορροή», αυτονομούνται και έπειτα καταλήγουν πάλι στον θεό- κτίση με τον θάνατό τους. Το πρώτο μέρος ονομάζεται «εξέλιξη» και το δεύτερο «ανέλιξη».

Ηθική:Έχει χαρακτήρα αλτρουιστικό. Η ηθική μοιάζει με αυτήν του Βουδισμού. Η ασκητική συνίσταται στην αποχή από το κρέας με σκοπό την νέκρωση της επιθυμίας. Στο ζωικό βασίλειο υπάρχει ψυχή, εφόσον και αυτό είναι μέρος της κτίσης- θεού. Έτσι, φονεύεις όταν τρως κρέας. Επίσης, πιστεύει ότι κανένας δεν είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του, εφόσον όλα κινούνται υπό νόμους και επομένως δεν υπάρχει πραγματικά το αγαθό της ελευθερίας. Υπάρχει, αντί αυτής, ο νόμος του αιτίου και του αιτιατού.

Μορφές άσκησης:Στο θεοσοφικό σύστημα, η έκσταση και ο διαλογισμός παίζουν σημαντικό ρόλο. Με την έκσταση, επιτυγχάνεται η εξάλειψη της συνείδησης η οποία μας πληροφορεί ότι το «εγώ» μας είναι ανεξάρτητο από τον περιβάλλον μας και τον Θεό. Έτσι, το «εγώ» ταυτίζεται με το σύμπαν- θεό, και ενώνεται με αυτό. Με τον διαλογισμό, δηλαδή την συγκέντρωση του νου και τον σύντομο αποχωρισμό από τον εξωτερικό κόσμο, επιτυγχάνεται η ανάπλαση του εαυτού μας.Αυτό όμως έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη υποκειμενικών συναισθημάτων και φαντασιοπληξιών.



Ο Χριστός θεωρείται ενσάρκωση παλαιότερων θεοτήτων και γνήσιοι εκπρόσωποι του Χριστιανισμού είναι οι αιρετικοί Γνωστικοί, κατά τους θεοσοφιστές.

Τα μυστήρια: Αυτά είναι όμοια με αυτά των μασόνων, και είναι ένα κράμα μυστηρίων της Ινδίας, της Αιγύπτου, και της αρχαίας Ελλάδας. Μέσω αυτών, ο άνθρωπος γνωρίζει τον θεό-φύση (μητέρα φύση), προσφέρει την λατρεία του, και ζητά την κοινωνία με το σύμπαν.
Η ευαγγελική ιστορία για τον Ιησού είναι σύμβολο. Η Μπεζάντ δήλωσε: «τα ευαγγέλια δεν είναι τόσο ιστορία ενός προσώπου, όσο το μεγαλειώδες δράμα της μυήσεως του ανθρώπινου πνεύματος».

Οι διαφορές της με τον Χριστιανισμό είναι τεράστιες. Ο Χριστιανισμός είναι Βασιλεία και αποκάλυψη του ίδιου του Θεού. Οι άλλες θρησκείες είναι φυσικές και ανθρώπινα επινοήματα που μπλέκουν και στοιχεία από την φιλοσοφία. Αυτό το σκεπτικό υπήρχε ανέκαθεν στον άνθρωπο. Εκδηλώνεται σε κάθε εποχή και τόπο με διαφορετικό όνομα, αλλά στην ουσία παραμένει το ίδιο πράγμα.

Συμπερασματικά, η «θεοσοφία» χαρακτηρίζεται ως θρησκευτικό-φιλοσοφική σύνθεση, πάνω από κάθε θρησκεία. Η δομή της είναι συγκρητιστική και κατατάσσεται στις μυστηριακές θρησκείες. Η θεολογία και η ανθρωπολογία της παρουσιάζεται ως επί το πλείστον Ινδουιστική και Βουδιστική. Ανήκει στον νοητικό πανθεϊσμό, υποστηρίζει την μετενσάρκωση, διδάσκει ακρεοφαγία επειδή πιστεύει ότι τα πάντα μετέχουν της θεότητας (ενώ στον Χριστιανισμό η ουσία της θεότητας που δημιουργεί δεν έχει καμία σχέση με την ουσία του κόσμου). Καλλιεργεί την έκσταση και τον διαλογισμό, και διάκειται εχθρικότατα προς τον Χριστιανισμό. Τέλος, απορρίπτει την πίστη και προβάλλει την απόκρυφη Γνώση.

xristianos.gr

Θεία Κοινωνία. Πραγματικό Σώμα &Αίμα ή σύμβολα;

$
0
0

Θεία Κοινωνία. Πραγματικό Σώμα & Αίμα ή σύμβολα;



Ανδρέου Θεοδώρου, Βασική Δογματική Διδασκαλία 
& 174. Πώς παρίσταται ο Χριστός στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας;

Η παρουσία του Κυρίου στη θεία ευχαριστία δεν είναι απλός συμβολισμός, αλλά παρουσία πραγματική. Ο Κύριος με όλη την υπόσταση του βρίσκεται πραγματικά στον άρτο και τον οίνο της ευχαριστίας κατά τη στιγμή του καθαγιασμού των τιμίων δώρων από τον ιερέα. Η ομολογία του Δοσιθέου περιγράφει άριστα το ζήτημα: «Τούτου εν τη ιερουργία πιστεύομεν παρείναι τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ου τυπικώς ουδ’ εικονικώς ουδέ χάριτι υπερβαλλούση, ώς εν τοις λοιποίς μυστηρίοις, ουδέ κατά μόνην παρουσίαν, καθώς τινες των Πατέρων ειρήκασι περί του βαπτίσματος, ουδέ κατ’ εναρτισμόν, ώστε ενούσθαι την θεότητα του Λόγου τώ προκειμένω της ευχαριστίας άρτω, καθώς οι από Λουθήρου λίαν αμαθώς και αθλίως δοξάζουσι, αλλ’ αληθώς και πραγματικώς, ώστε μετά τον αγιασμόν του άρτου και του οίνου μεταβάλλεσθαι, μετουσιούσθαι, μεταποιείσθαι, μεταρρυθμίζεσθαι τον μέν άρτον εις αυτό το αληθές του Κυρίου σώμα, όπερ εγεννήθη εν Βηθλεέμ τής αειπαρθένου, εβαπτίσθη εν Ιορδάνη, έπαθε, ετάφη, ανέστη, ανελήφθη, κάθηται εκ δεξιών του Θεού και Πατρός, μέλλει ελθείν επί των νεφελών του ουρανού. τον δέ οίνον μεταποιείσθαι και μετουσιούσθαι εις αυτό το αληθές του Κυρίου αίμα, όπερ κρεμαμένου από του σταυρού εχύθη υπέρ της του κόσμου ζωής»
.

Από την περιγραφή της Ομολογίας ανακύπτει ανάγλυφη η περί θείας ευχαριστίας ορθόδοξη διδασκαλία. Ο Χριστός στη θεία ευχαριστία δεν είναι παρών τυπικά και εικονικά ή με το πλήρωμα της θείας χάριτος, όπως στα υπόλοιπα έξι μυστήρια της Εκκλησίας. αλλά βρίσκεται ο ίδιος πραγματικά παρών, στον μέν άρτο κατά το άχραντο σώμα του σε όλες τις φάσεις της αναπτύξεώς του από τη στιγμή που γεννήθηκε από την Παρθένο μέχρι της εκ δεξιών του Πατρός καθέδρας Του. στον οίνο δέ, κατά το αίμα Του που χύθηκε επάνω στο σταυρό.

Στο μυστήριο της ευχαριστίας τα φυσικά στοιχεία του άρτου και του οίνου χάνουν τη φυσική τους υπόσταση, η οποία μετατρέπεται στην ουσία της ανθρωπότητας του Χριστού, δηλαδή στο σώμα και το αίμα του. Αλλάζουν ουσία, γι’ αυτό και η μεταβολή καλείται «μετουσίωση». Το μόνο που παραμένει στα φυσικά στοιχεία είναι τα λεγόμενα συμβεβηκότα, αυτά που δεν ανήκουν στην ουσία αλλά την περιβάλλουν, οι φυσικές ποιότητες, όπως η μορφή, το βάρος, η οσμή, η γεύση κ.τ.λ. Αυτό είναι μέτρο της θείας παιδαγωγίας , η οποία καλύπτει κάτω από τα συμβεβηκότα την ουσία του κυριακού σώματος και αίματος, για να διευκολύνει την κοινωνία των πιστών, που σαν άνθρωποι ασθενείς δεν θα άντεχαν να μεταλάβουν γυμνά, δηλαδή όπως στην πραγματικότητα είναι, το σώμα και το αίμα του Κυρίου.

& 175. Τι φρονούν οι Προτεστάντες περί της παρουσίας του Χριστού στην ευχαριστία;

Αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανούς, Αρμινιανούς), οι οποίοι, εξετάζοντας ορθολογιστικά την έννοια των μυστηρίων, θεωρούν την ευχαριστία ώς απλή τελετή κατά την οποία καταγγέλλεται ο θάνατος του Κυρίου και με ύμνους πανηγυρίζονται και δοξάζονται τα λυτρωτικά του αποτελέσματα, οι άλλες προτεσταντικές Ομολογίες δέχονται την ευχαριστία ώς μυστήριο μεταδοτικό της θείας χάριτος, αν και διαφωνούν μεταξύ τους ώς πρός τον τρόπο της παρουσίας του Χριστού στην ευχαριστία.

& 176. Τι είναι ο εναρτισμός (Impanatio);

Είναι δόγμα των Λουθηρανών, δια του οποίου καταβάλλεται προσπάθεια να ερμηνευθεί η πραγματική παρουσία του σώματος και του αίματος του Χριστού. Στη θεία ευχαριστία.

Οι Λουθηρανοί δέχονται την ευχαριστία ώς μυστήριο, στο οποίο «εν τώ άρτω, συν τώ άρτω και υπό τον άρτον» (in pane, cum pane, sub pane) μεταδίδεται το σώμα του Χριστού στους μέν πιστούς εις σωτηρίαν, στους δέ απίστους εις κατάκριμα. Ομοίως εν τώ οίνο μεταδίδεται το αίμα του Κυρίου. Η παρουσία αυτή του Κυρίου δεν είναι μεν μετουσίωση, είναι όμως πραγματική και υποστατική και όχι απλώς δυναμική. Ώς παράδειγμα διασαφητικό οι Λουθηρανοί φέρουν το παράδειγμα της ένωσης των φύσεων στο Χριστό. Όπως δηλαδή στο χριστολογικό μυστήριο η θεία φύση ενώνεται με την ανθρώπινη χωρίς η μία να βλάψει την άλλη, έτσι και στην ευχαριστία ενώνονται τα στοιχεία του άρτου και του οίνου με το σώμα και το αίμα του Χριστού. Η παρουσία του Χριστού στο μυστήριο είναι μέν πραγματική, δεν γίνεται όμως σωματοειδώς, καταληπτώς και περιγραφικώς, αλλά κατά τρόπο πνευματικό, ακατάληπτο και υπερφυσικό. Επειδή δέ δεν συμβαίνει μετουσίωση, η παρουσία του Χριστού στο μυστήριο διαρκεί μόνο κατά την τέλεση της όλης διαδικασίας από τους ιδρυτικούς λόγους του Κυρίου μέχρι τη μετάδοση των τιμίων δώρων στους πιστούς. Έξω από τη χρήση αυτή (extra usum a Christo institutum) η παρουσία του Χριστού παύει να υφίσταται. Φυσική συνέπεια της διδασκαλίας αυτής είναι ότι τα ορατά είδη του άρτου και του οίνου της ευχαριστίας, επειδή δεν μεταποιούνται εις σώμα και αίμα Χριστού, δεν μπορούν και δεν πρέπει να είναι αντικείμενο προσκυνήσεως και λατρείας.

Στη διατύπωση της θεωρίας του οδηγήθηκε ο Λούθηρος από τη μία μεριά για ν’ αποφύγει τη θεωρία της μετουσιώσεως της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, και από την άλλη τη συμβολική περί ευχαριστίας αντίληψη των άλλων προτεσταντικών Ομολογιών. Εντούτοις αντί να επιλύσει το πρόβλημα της παρουσίας του Χριστού, το έκανε περισσότερο πολύπλοκο και δυσνόητο. Απόβλητη κυρίως είναι η προσπάθεια ερμηνείας της θεωρίας με βάση το χριστολογικό δόγμα. Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι ένωση προσωπική (στο πρόσωπο του Θεού Λόγου), ενώ στον εναρτισμό είναι ένωση μυστηριακή, η οποία υπερβαίνει την νοητική του ανθρώπου κατάληψη. Από την άλλη μεριά η άρνηση προσκυνήσεως των τιμίων δώρων αντιβαίνει πρός το έθος και την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας.

& 177. Τι είναι οι Ubiquitas;

Είναι θεωρία λουθηρανική συναφής πρός τον εναρτισμό, διά της οποίας ομοίως καταβάλλεται προσπάθεια ερμηνείας της παρουσίας του Χριστού στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Ο όρος, παραγόμενος από τη λατινική λέξη ubique ( = παντού), αναφέρεται στο σώμα του Χριστού, το οποίο, ώς πανταχού παρόν, είναι παρόν και στη θεία ευχαριστία. Η θεωρία είναι πολύ απλουστευτική, απόβλητη και εσφαλμένη.

Το χριστολογικό της υπόβαθρο είναι εντελώς σαθρό. Βασίζεται σε μία πολύ κακή αντίληψη περί αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων στο Χριστό. Ενώ κατά την ορθή αντίληψη οι φύσεις αντιδίδουν τα ιδιώματά τους η μία στην άλλη στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, μένοντας ασυγχύτως ενωμένες, κατά τη Λουθηρανική αντίληψη η αντίδοση γίνεται απ’ ευθείας στις φύσεις, πράγμα που οδηγεί στο μονοφυσιτισμό. Η ανθρώπινη φύση λαμβάνει ιδιότητες της θείας φύσεως, την παντοδυναμία, την πανσοφία και την πανταχού παρουσία, κινδυνεύουσα να εξέλθει των ορίων της πεπερασμένης της φύσεως.

Το σώμα του Χριστού, αν και εθεώθη στο μυστήριο του Χριστού, δεν έπαυσε οστόσο να είναι καθ’ αυτό σώμα πεπερασμένο και κτιστό. Έτσι, ορατό και περιγραπτό, φανερώθηκε στους μαθητές μετά την ανάσταση του Κυρίου, αναλήφθηκε στους ουρανούς και πρόκειται να επανέλθει στη γή για να κρίνει τον κόσμο. Ο Χριστός είναι εκείνος που με το σώμα και τη θεότητά του βρίσκεται πανταχού παρών και όχι μοναχή της η ανθρώπινη φύση.

Στα χωρία της Γραφής στα οποία στηρίζεται η Ubiquitas: «ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», «ο καταβάς αυτός έστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα», «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γής» δεν αναφέρονται στον άνθρωπο Χριστό ξεχωριστά, πράγμα που δεν θα είχε νόημα, αλλά στο Θεάνθρωπο Κύριο. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος κατά του Ευτυχούς και η Ζ’ κατά των Εικονομάχων, απορρύψασαι τα διδάγματα των αιρετικών ότι η σάρξ του Κυρίου ήταν άπειρη και απερίγραπτη, δίδαξαν ορθώς ότι η αντίδωση των ιδιωμάτων γίνεται συγκεκριμένα (δηλ. στο πρόσωπο του Χριστού) και όχι αφηρημένα. δηλαδή ότι ο Θεός έπαθε και όχι η θεότητα, ή ότι ο Θεός στην ανθρώπινη φύση του είναι πανταχού παρών και όχι η ανθρωπότητά Του.

Τέλος είναι αλλόκοτη η ιδέα ότι το σώμα του Κυρίου, ώς πανταχού παρόν, είναι παρόν και στη θεία ευχαριστία. Αν ήταν έτσι, το σώμα του Κυρίου θα ήταν παρόν και σε κάθε φυσική τροφή και δεν θα υπήρχε λόγος να το μεταλαμβάνουμε ειδικά στη θεία ευχαριστία. Θα το τρώγαμε και στα λάχανα!

& 178. Τι φρονούν περί θείας ευχαριστίας οι υπόλοιποι Προτεστάντες;

Οι Αναμορφωτές, απορρίπτοντες όλοι την περί πραγματικής παρουσίας του Χριστού διδασκαλία του Λουθήρου, δεν έχουν ωστόσο ενιαία μεταξύ τους περί του μυστηρίου αντίληψη. Όπως και εις όλα τα άλλα ζητήματα, έτσι και εδώ επηρεάζονται λίγο πολύ από τις ιδιαίτερες θεολογικές και εκκλησιολογικές προκαταλήψεις τους.

Οι Ζβιγγλιανοί, φρονούντες ότι το Πνεύμα το Άγιο δεν έχει ανάγκη από εξωτερικά μέσα και αγωγούς για να ενεργήσει στις ψυχές των ανθρώπων, διδάσκουν ότι τα στοιχεία της ευχαριστίας δεν είναι πραγματικά το σώμα και το αίμα του Κυρίου, αλλ’ εικονίζουν απλώς αυτά, όπως με εικονική έννοια λέγεται περί του Χριστού ότι είναι «η άμπελος η αληθινή» (ο Χριστός δεν είναι αμπέλι, αλλ’ εικονίζεται απλώς έτσι). Συνεπώς ο άρτος και ο οίνος της ευχαριστίας δεν είναι εχέγγυα και όργανα της κοινωνίας του Χριστού, αλλ’ εικόνες αισθητές του σταυρωθέντος και αποθανόντος Χριστού. Στη μετάληψη δεν γίνεται πραγματική κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού αλλά μόνον όσοι πιστεύουν κοινωνούν των ευεργετημάτων του θανάτου του Κυρίου.

Ο Καλβίνος διδάσκει αντίθετα πράγματα από τον Ζβίγγλιο. Κατ’ αυτόν η μετάληψη δεν είναι αναμνηστικό δείπνο, αλλά δείπνο στο οποίο ο Χριστός μας μεταδίδει τη σάρκα και το αίμα του. Τα στοιχεία της ευχαριστίας δεν είναι μόνο εικόνες, αλλά εχέγγυα και σφραγίδες της πραγματικής παρουσίας του Κυρίου και της πνευματικής μετ’ αυτού ενώσεως των πιστευόντων. Η διδασκαλία αυτή του Καλβίνου φαίνεται να είναι η ίδια με την αντίστοιχη διδασκαλία του Λουθήρου. εντούτοις οι δύο διδασκαλίες διαφέρουν οξύτατα μεταξύ τους σε ένα κύριο και βασικό σημείο. Ενώ ο Λούθηρος διδάσκει εναρτισμό (μυστηριακή ένωση του σώματος και του αίματος του Χριστού), ο Καλβίνος διδάσκει μυστηριακή ένωση μόνο με τις ψυχές των πιστευόντων διά της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μεταβιβάζει σ’ εμάς το Χριστό όχι από το θυσιαστήριο, αλλ’ απ’ ευθείας από τον ουρανό. Σε όλες τις περι πτώσεις βασικό στοιχείο της λειτουργίας του μυστηρίου είναι η πίστη.

Η πιό πάνω εικονική-συμβολική περί ευχαριστίας διδασκαλία των Προτεσταντών έρχεται σε οξεία αντίθεση με τον περί ευχαριστίας πραγματισμό της Αγίας Γραφής. Θα αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Μετά το θαύμα της διατροφής των πεντακισχιλίων στην έρημο ο Κύριος, ελέγχοντας τους παχυλούς Ιουδαίους ότι επιζητούν βρώματα υλικά, τους παρότρυνε να επιζητούν πνευματικές τροφές, εννοώντας στην αρχή το λόγο του και κατόπιν τη βρώση του σώματος και την πόση του αίματός Του. Τους είπε δέ «ο άρτος, όν εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής, η σάρξ μου εστίν» (Ιωάν. 6,51) και «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 6,54). Ότι πραγματικά εννοούσε τα λόγια αυτά ο Κύριος δείχνει η αντίδραση των ακροατών Του, οι οποίοι δυσφορώντας έλεγαν: «Πώς δύναται ούτος δούναι υμίν την σάρκα φαγείν» (Ιωάν. 6,52); Ομοίως και οι μαθητές: «σκληρός έστιν ο λόγος ούτος. τις δύναται αυτού ακούειν; « (Ιωάν. 6,60). Και ο Παύλος, αποκαλώντας το κυριακό δείπνο «κοινωνίαν» του σώματος και του αίματος του Χριστού, το βρίσκει ασυμβίβαστο πρός την κοινωνία των ειδωλοθύτων, που φυσικά δεν ήταν τροφή συμβολική αλλά πραγματική. Μάλιστα δέ τους τονίζει: «Ός άν εσθίη τον άρτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου» (Α’ Κορ. 11,27). Πώς ενοχοποιείται κάποιος όταν τρώγει κάτι που δεν είναι πραγματικό, αλλά εικονικό; Αλλά και κατά τους Πατέρες η Ευχαριστία, η προτυπωθείσα στην Π. Διαθήκη υπό του μάννα, του Πασχάλιου Αμνού, της θυσίας των Μελχισεδέκ κ.ά., αν και κατά την αίσθηση και τη γεύση φαίνεται απλός άρτος και οίνος, όμως δεν είναι έτσι αλλά το πραγματικό σώμα και το αίμα του Χριστού. την πραγματικότητα δέ αυτή την χρησιμοποιούσαν σαν επιχείρημα κατά των Δοκητών, που αρνούνταν τη σωματική φύση του Κυρίου.


Ψυχοσάββατα.

$
0
0

Στον εβδομαδιαίο λειτουργικό κύκλο, η προσευχή της Εκκλησίας κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένη στους κεκοιμημένους, σε ανάμνηση της εις Άδη καθόδου του Χριστού κατά το Μ. Σάββατο.
Το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω, λέγεται «Σάββατο των Ψυχών» ή Ψυχοσάββατο. Είναι το πρώτο από τα τέσσερα Ψυχοσάββατα του έτους (το τέταρτο επιτελείται το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής) οπότε και τελούνται επίσημα μνημόσυνα της Εκκλησίας υπέρ των κεκοιμημένων "των επ' ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου, [. . . ] ευσεβώς ορθοδόξων, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομόναχων, ιεροδιακόνων, μοναχών, μοναζουσών, πατέρων, προπατόρων, πάππων, προπάππων, γονέων, συζύγων, τέκνων, αδελφών και συγγενών ημών εκ των απ' αρχής και μέχρι των εσχάτων".
Η καθιέρωση του Ψυχοσάββατου είναι μια υπόμνηση ότι το σώμα θα αναστηθεί κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, για να ενωθεί με την αθάνατη ψυχή.
Ο Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας στον λόγο του γιὰ τοὺς κοιμηθέντες μάς λέει:
Μὴν ἀρνεῖσαι νὰ προσφέρεις λάδι καὶ νὰ ἀνάβῃς κεριὰ στὸν τάφο του, ἐπικαλούμενος Χριστὸν τὸν Θεὸν, καὶ ἂν ἀκόμα ὁ κοιμηθεὶς τελείωσε εὐσεβῶς τὴ ζωή του καὶ τοποθετήθηκε στὸν οὐρανό. Γιατί αὐτὰ εἶναι εὐπρόσδεκτα ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ προσκομίζουν μεγάλη τὴν ἀνταπόδοσή Του, γιατί τὸ λάδι καὶ τὸ κερὶ εἶναι θυσία καὶ ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἐξιλέωση. Ἡ δὲ ἀγαθοεργία φέρνει τελικὰ προσαύξηση μὲ κάθε ἀγαθὴ ἀνταπόδοση. Ὁ σκοπὸς τοῦ προσφέροντος, γιὰ τὴν ψυχὴ κοιμηθέντος, εἶναι ἴδιος μὲ τὰ ὅσα κάνει ὅποιος ἔχει μικρὸ παιδὶ ἄρρωστο καὶ ἀδύναμο, γιὰ τὸ ὁποῖο προσφέρει στὸν ἱερὸ ναὸ κεριὰ, θυμίαμα καὶ λάδι μὲ πίστη καὶ τὰ χαρίζει ὅλα γιὰ τὸ παιδί του. Τὰ κρατάει καὶ τὰ προσφέρει μὲ τὰ χέρια του σὰν νὰ τὰ κρατάει καὶ νὰ τὰ προσφέρῃ τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ, ἀκριβῶς δηλαδὴ ὅπως γίνεται ὅταν στὸ βάπτισμα ἀποκηρύσσεται ὁ σατανᾶς ἀπὸ τὸν ἀνάδοχο γιὰ λογαριασμὸ τοῦ νηπίου.
Παρομοίως πρέπει νὰ θεωρεῖται καὶ ὅποιος πέθανε πιστὸς στὸν Κύριο, ὅτι κρατάει καὶ προσφέρει τὰ κεριὰ καὶ τὸ λάδι, καὶ ὅλα ὅσα προσφέρονται γιὰ τὴ λύτρωσή του. Ἔτσι μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ προσπάθεια ποὺ γίνεται μὲ πίστη δὲ θὰ πάει χαμένη. Νὰ εἶστε σίγουροι ὅτι οἱ Θεῖοι ἀπόστολοι καὶ οἱ Θεοδίδακτοι διδάσκαλοι καὶ οἱ Θεόπνευστοι πατέρες, ἀφοῦ πρῶτα ἑνώθηκαν μὲ τὸ θεῖο καὶ φωτίσθηκαν καθόρισαν μὲ τρόπο θεάρεστο τὶς λειτουργίες, τὶς προσευχὲς καὶ τὶς ψαλμωδίες, ποὺ γίνονται κάθε χρόνο στὴ μνήμη ἐκείνων ποὺ πέθαναν. Καὶ ὅλα αὐτὰ μέχρι σήμερα, πάντα μὲ τὴ χάρη τοῦ Φιλανθρώπου Θεοῦ, αὐξάνονται καὶ συμπληρώνονται σ᾿ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος γιὰ νὰ δοξάζεται καὶ νὰ ἐξυμνεῖται ὁ Κύριος τῶν κυρίων καὶ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων.
Και ο μακαριστός π. Παίσιος (από τον Δ’ τόμο, Οικογενειακή Ζωή, Λόγοι του π. Παισίου, Εκδόσεις Ησυχαστήριο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή, Θεσσαλονίκη) μας ενημερώνει:
-Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί (πλην των Αγίων) μπορούν να προσεύχονται;
-Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια , αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνο ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από εμάς βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνο το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση, και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια! Γιατί, τι να τους κάνει ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει και τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνει αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως οι υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούντια θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μία ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σε αυτή τη ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσοαλαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι κι αν είναι κανείς φίλος με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στο Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους από την μία φυλακή σε άλλη καλύτερη, από το ένα κρατητήριο σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμα μπορεί να τους μεταφέρει και σε ένα δωμάτιο ή σε διαμέρισμα.
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κλπ που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για τη ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνει η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει δυνατότητα να βοηθηθούν….
…Ο Θεός θέλει να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για τη σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώσει δικαίωμα στο διάβολο να πει: Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε; Όταν εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνει. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός όταν προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν τη δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν τη ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβα για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι: Σπείρετε εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία (Α’ Κορινθ, κεφ 15, εδ 42)(δηλαδή συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση του ανθρώπου), λέει η Γραφή…
-Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
-Εμ , όταν μπαίνει κάποιος στη φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνει κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στη πραγματικότητα να μην ήταν-και είχε αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για τη ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για τη σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί “να αγιάσουν τα κόκκαλά του”, ώστε να καμθεί ο Θεός και να τον ελεήσει. Έτσι ότι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμα και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπόψη μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιο γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσεις, με ξέχασες και υποφέρω! Πράγματι, μου λέει (ο προσκηνυτής)εδώ και 20 μέρες είχα ξεχαστεί με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν
-Όταν, Γέροντα, πεθάνει κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
-Άμα κάνεις κομποσχοίνι γι’αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάει η αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνο επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθεί γι'αυτούς! Μερικοί , κάθε τόσο, κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτό το τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στο Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
-Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχονται γι’αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
-Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους…Αν καμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθεί στο πόλεμο, τον είδα μπροστά μου μετά τη Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονεύονταν στη Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνο ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι!
Ειρήνη εστί μετ' εκείνων, οίτινες ενίκησαν τον κόσμον. ειρήνη ειή μεθ' ημών, οίτινες έτι και νυν αγωνιζόμεθα. Ούτω φεύγει η θλίψις του κόσμου, ούτως εξαφανίζεται του θανάτου το κέντρον, και ώς νικητής υπεράνω της κόνεως ίσταται ο Χριστός μετά πάντων των εις αυτών πιστευόντων και λέγει:
ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον. (Ιωαν 16 33)
pentapostagma.gr

Τα Ψυχοσάββατα στην εκκλησιαστική μας παράδοση

$
0
0
Τα Ψυχοσάββατα στην εκκλησιαστική μας παράδοση

Η αγάπη προς τους κεκοιμημένους οδήγησε την Ορθόδοξη Εκκλησία στην καθιέρωση ιδιαίτερης ημέρας της εβδομάδας για να προσευχηθούμε γι’ αυτούς. Η ημέρα του Σαββάτου είναι η ημέρα των κεκοιμημένωνγια αυτό και κατά την παράδοση τα μνημόσυνα οφείλουν να γίνονται το Σάββατο και όχι την Κυριακή.
Η Κυριακή είναι η ημέρα της Αναστάσεωςτου Κυρίου γι’ αυτό και οι γάμοι γίνονται Κυριακή, άλλο αν κάποιοι λόγω κοσμικού φρονήματος και ότι βλέπουν τον γάμο κοσμική τελετή και όχι ιερό μυστήριο νυμφεύονται το Σάββατο. Όλα αυτά φυσικά γίνονται για το γλέντι που θα ακολουθήσει τα αποτελέσματα του οποίου είναι κρεπάλη, μέθη και άλλες παρεκλίνουσες συμπεριφορές.


Κατά τους Πατέρες, με τα μνημόσυνα παρέχεται όνησις δηλαδή ωφέλεια αλλά δεν ξέρουμε όμως τι είδους ωφέλεια είναι αυτή. Τα μνημόσυνα είναι η προσευχή των ζώντων μελών που καταδεικνύει αγάπη και κοινωνία για τους απελθόντες. Οι ζώντες με τους κεκοιμημένους γίνονται αγκαλιά εις δόξα Κυρίου. Για τον Θεό είμαστε πρόσωπα μοναδικά γι’ αυτό και όταν πηγαίνουμε κόλλυβα στον ναό δίνουμε και το χαρτάκι με τα ονόματα. Φυσικά μπορεί να έχουμε αρκετές φορές το ίδιο όνομα και φυσικά το γράφουμε ξεχωριστά, διότι ο άνθρωπος είναι ξεχωριστός και μοναδικός. Αυτή η προσευχητική κοινωνία είναι ουράνια κατάσταση. Δεν αποκόπτουμε τους κεκοιμημένους από τους ζώντες, διότι «προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος αμήν» μας λέει το Σύμβολο της πίστεως. Η Αγία μας Εκκλησία νοιάζεται για όλους γι’ αυτό και τα ψυχοσάββατα είναι ξεχωριστή ημέρα να θυμηθούμε και να προσευχηθούμε για τους κεκοιμημένους αδερφούς μας. 


Τα Ψυχοσάββατα στην εκκλησιαστική μας παράδοση υπάρχουν δύο. Το ένα είναι το Σάββατο προ των Απόκρεω και το δεύτερο, το Σάββατο προ της Πεντηκοστής. Επίσης στη Βόρειο Ελλάδα υπάρχει κι ένα τρίτο καθιερωμένο ως Ψυχοσάββατο που πιθανόν έχει να κάμει με τους εορτασμούς του πολιούχου της πόλεως Θεσσαλονίκης, Αγίου Δημητρίου. Στη λειτουργική μας Παράδοση έχουμε εκτός της Μεγάλης Εβδομάδας του Κυρίου μας κι άλλες εβδομάδες, ή άλλους κύκλους μεγάλων εορτών που τείνουν να μοιάσουν προς τη Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα. Αυτή είναι μία μιμητική καλή πράξη που άρχισε πολύ παλαιά και είναι θα λέγαμε η γενεσιουργός μητέρα όλων των άλλων μεγάλων εορτών, σε υμνογραφία και νηστεία. Έτσι της εορτής του Αγίου Δημητρίου προηγείται Μεγάλη Εβδομάδα που καθιερώθηκε τελευταίως ανελλιπώς, κάθε χρόνο στην αγιοτόκο Θεσσαλονίκη, προνοία του οικείου Παναγιωτάτου Μητροπολίτου. 

Το Σάββατο που προηγείται της Εβδομάδας του Αγίου Δημητρίου, υπάρχει ως τρίτο Ψυχοσάββατο για το οποίο κάναμε λόγο παραπάνω. Επίσης εκτός των παραπάνω ψυχοσαββάτων σε ορισμένα μέρη, κυρίως στην κεντρική Ελλάδα και σ' αυτή την πρωτεύουσα των Αθηνών συνηθίζονται και άλλα δύο Σάββατα να αφιερώνονται στους κεκοιμημένους, αποκαλούμενα κι αυτά ως Ψυχοσάββατα. Αυτά είναι το Σάββατο μετά το Ψυχοσάββατο της Απόκρεω δηλ. Το Σάββατο της Τυρινής κι επίσης το αμέσως επόμενο Σάββατο της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών, το λεγόμενο Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων. Το Ψυχοσάββατο μας υπενθυμίζει τη διάσταση της αιώνιας ζωής, που φωτίζει και την επίγεια.




Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησία μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου». Μνημονεύει:
* Όλους εκείνους που υπέστησαν «άωρον θάνατον», σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα.

* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.

* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.

* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακολουθίες και τα Μνημόσυνα.

Μέρα ξεχασμένη για τους πολλούς του κόσμου. Ο θάνατος είναι άλλωστε για τη νοοτροπία της εποχής μας το τέρμα. Οι κεκοιμημένοι μάς πονούν, αλλά πρέπει να ζήσουμε. Να προχωρήσουμε. Και το μνημόσυνο είναι μόνο ατομική υπόθεση. Όταν συμπληρώνονται οι μέρες, οι σαράντα, ο χρόνος, θυμόμαστε. Πάμε στο ναό. Έρχονται και όσοι μας αγαπούν και όσοι αγαπούσαν τον κεκοιμημένο. Και φτάνει. Γιατί άραγε όλοι μαζί, να έχουμε δύο ημέρες το χρόνο στις οποίες να θυμόμαστε πάντας τους κεκοιμημένους. Έτσι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων ορθοδόξων χριστιανών, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών, γονέων, προγονέων, πάππων, προπάππων, διδασκάλων, αναδόχων ημών εν τη πίστει.

Ας βρεθούμε το απόγευμα της Παρασκευής και το πρωί του Σαββάτου στο ναό της γειτονιάς μας. Μεγαλύτεροι και μικρότεροι. Πρέπει να ζήσουμε, αυτό είναι δεδομένο. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος για μας δεν είναι τέρμα, αλλά μια στάση και ένα πέρασμα, ένα Πάσχα. Τη στάση την περνάμε μόνοι μας, ακόμη κι αν έχουμε την ώρα του θανάτου κοντά μας αυτούς που μας αγαπούνε. Ο θάνατος είναι η προσωπική μας έξοδος, στην οποία κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει, να καταλάβει, να συντροφεύσει. Μία ροπή όμως είναι η στάση. Και μπαίνουμε στο πέρασμα της ανάστασης. Συντροφευμένοι από όσους έχουν προηγηθεί και πρωτίστως όσους αγάπησαν το Θεό και τον άνθρωπο. Κι αυτοί θα μας οδηγήσουν στο να αναγνωρίσουμε Εκείνον που θανάτω τον θάνατον επάτησε.


Σχετικά με τα Κόλλυβα

Τά κόλλυβα είναι σιτάρι βρασμένο.Έχουν τή μορφή στολισμένου δίσκου ή πιάτου μέ ξηρούς καρπούς, καρύδια, σταφίδα, ρόδι καί κυρίως ζάχαρη. Συμβολίζουν τήν κοινή μας ανάσταση. Όπως ο σπόρος τού σιταριού πέφτει στή γή, θάβεται, χωνεύεται, σαπίζει καί στή συνέχεια φυτρώνει καλύτερος καί ωραιότερος, έτσι καί τό νεκρό σώμα τού ανθρώπου θάβεται στή γή, λιώνει καί σαπίζει, γιά νά αναστηθή καί πάλι άφθαρτο, ένδοξο καί αιώνιο. Αυτήν τήν εικόνα μάς δίδει ο απόστολος τών εθνών Παύλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους επιστολή, καθώς καί ο Χριστός γιά τήν Ανάστασή Του. “Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μή ο κόκκος τού σίτου πεσών εις τήν γήν αποθάνη, αυτός μόνος μένει; εάν δέ αποθάνη πολύν καρπόν φέρει”.(Ιω. 12,24).

Δυστυχώς, η ουσιαστική αυτή προσφορά πρός τούς κεκοιμημένους αδελφούς μας, τόσο από λειτουργική όσο καί από σωτηριολογική οπτική, τά τελευταία χρόνια έχει υποστεί αλλοιώσεις καί διαφοροποιήσεις πού τείνουν νά απαξιώσουν τή σημασία καί τό μέγεθος τού Μυστηρίου. Ο χαρακτήρας τών κολλύβωνέχει από πολλούς αλλοιωθεί μέ τήν ανοχή, αλλά καί τήν παρότρυνση, σέ μερικές περιπτώσεις, τών υπευθύνων ανθρώπων τής Εκκλησίας, πού χαράζουν μιά διαφορετική γραμμή από αυτήν τής παραδόσεως. Έτσι δυστυχώς παρουσιάζεται μιά εικόνα κωμικοτραγική, πού ουδόλως συνάδει μέ τό πνεύμα καί τή σημασία τού Σαββάτου τών ψυχών.

Αντί, λοιπόν, κολλύβων, γεμίζει ο Ιερός Ναός μέ πάσης φύσεως πίττες καί γλυκίσματα.Πρόσφορα, κουλούρια καί τσουρέκια, έως φρούτα εποχής από τόν μανάβη, τά εποχιακά ροδάκινα, κεράσια καί βερίκοκα, συνθέτουν εικόνα απρέπειας πρός τό Ναό καί προσβολής πρός τήν μνήμη τών κεκοιμημένων. Οι γιαγιάδες μας τά παλαιότερα χρόνια, προσέφεραν κεράσματα, πίττες καί γλυκά κατά τά Ψυχοσάββατα, αλλά έξω, στήν αυλή τής Εκκλησίας. Μέσα στό Ναό, προσκόμιζαν τά κόλλυβα μόνο γιά τήν ακολουθία.
Ας Τον παρακαλέσουμε λοιπόν. Και των κεκοιμημένων μνημόνευσον Σωτήρ μου, εν δόξη όταν έλθης. Των δικών μας και όλων των ανθρώπων. Να συναντιόμαστε στην αγάπη Σου!

Σας παραθέτουμε ένα μέρος των ύμνων που ακούσαμε σήμερα το πρωϊ στους ναούς. Ας εστιάσουμε στα λόγια και ας σταθούμε προσευχητικά σε αυτά ώστε να ανοίξουμε την καρδιά μας στο μεγαλείο τους.

Εις τούς Αίνους - Στιχηρά Προσόμοια - Ήχος πλ. δ'
Ο εν Εδέμ Παράδεισος


Δεύτε πρό τέλους πάντες Αδελφοί, τόν χούν ημών βλέποντες, καί τής φύσεως ημών τό ασθενές, καί τήν ευτέλειαν ημών, καί τό τέλος οψώμεθα, καί τά όργανα τού σκεύους τής σαρκός, καί ότι κόνις ο άνθρωπος, βρώμα σκωλήκων καί φθορά, ότι ξηρά τά οστά ημών, όλως μή έχοντα πνοήν, τούς τάφους κατίδωμεν, πού η δόξα; πού τό κάλλος τής μορφής; πού η εύλαλος γλώσσα;πού η οφρύς; ή πού ο οφθαλμός; πάντα κόνις καί σκιά, διό φείσαι Σωτήρ πάντων ημών.

Τί απατάται άνθρωπος αυχών, τί μάτην ταράττεται, ο πηλός, καί μετ' ολίγον ο αυτός; τί ου λογίζεται ο χούς, ότι κόνις τό φύραμα, καί σαπρίας καί φθοράς αποβολή; Ει ούν πηλός εσμέν άνθρωποι, τί προστετήκαμεν τή γή; καί ει Χριστού εσμέν σύμφυτοι, τί ου προστρέχομεν αυτώ, καί όλην αφέμενοι τήν επίκηρον καί ρέουσαν ζωήν, τή ζωή τή αφθάρτω, ακολουθούντες; ήτις εστίν ο Χριστός, ο φωτισμός τών ψυχών ημών.

Ο τή χειρί σου πλάσας τόν Αδάμ, καί στήσας μεθόριον, αφθαρσίας, καί θνητότητος Σωτήρ, καί τής εν χάριτι ζωής, τής φθοράς απαλλάξας τε, πρός τήν πρώτην μεταθέμενος ζωήν, αυτός τούς δούλους σου Δέσποτα, ούς προσελάβου εξ ημών, μετά Δικαίων ανάπαυσον, καί εν χορώ τών εκλεκτών, καί τούτων τά ονόματα, μεταγράψας εν βίβλω τής ζωής, εν φωνή Αρχαγγέλου, εξαναστήσας σάλπιγγος ηχοί, καταξίωσον αυτούς, τής ουρανίου βασιλείας σου.

Χριστός ανέστη λύσας τών δεσμών, Αδάμ τόν πρωτόπλαστον, καί τού Άδου καταλύσας τήν ισχύν, θαρσείτε πάντες οι νεκροί, ενεκρώθη ο θάνατος, εσκυλεύθη καί ο Άδης σύν αυτώ, καί ο Χριστός εβασίλευσεν, ο σταυρωθείς καί αναστάς, αυτός ημίν εχαρίσατο, τήν αφθαρσίαν τής σαρκός, αυτός ανιστά ημάς, καί δωρείται τήν ανάστασιν ημίν, καί τής δόξης εκείνης, μετ' ευφροσύνης πάντας αξιοί, τούς εν πίστει ακλινεί, πεπιστευκότας θερμώς επ' αυτώ.

Δόξα... Νεκρώσιμον Ήχος β'

Ως άνθος μαραίνεται, καί ως όναρ παρέρχεται, καί διαλύεται πάς άνθρωπος, πάλιν δέ ηχούσης τής σάλπιγγος, νεκροί ως εν συσσεισμώ πάντες αναστήσονται, πρός τήν σήν υπάντησιν Χριστέ ο Θεός, Τότε Δέσποτα, ούς μετέστησας εξ ημών, έν ταίς τών Αγίων σου κατάταξον σκηναίς, τά πνεύματα Δέσποτα τών σών δούλων αεί. (euxh.gr)

Η κόλαση κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

$
0
0

Η κόλαση κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό
στο Κατά Μανιχαίων έργο του
του π. Νεκταρίου Γ. Κουτρουμάνη
Μεταπτυχιακού Φοιτητού Συστηματικής Θεολογίας
της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Πρόλογος........................................................................................ 5
Εισαγωγή........................................................................................ 6
Κεφάλαιο Α
1. Ο Οντολογικός χαρακτήρας του κακού και της αμαρτίας .................... 8  
2. Τα χαρακτηριστικά του κακού............................................................ 10
Κεφάλαιο Β
1. Η Τρεπτότητα και το γνωμικό θέλημα ως πηγή του κακού..................... 13
2. Η φύση της κολάσεως και η ευθύνη του ανθρώπου απέναντι στο κακό....15
3. Το κακό ως παιδαγωγία του Θεού.........................................................17
Επίλογος............................................................................................... 18
Βιβλιογραφία......................................................................................... 19

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η αγάπη οδηγεί στην ζωή. Η γεύση της, μας βεβαιώνει ότι το αγαθό, το καλό στην κτίση, υπάρχει ως μετοχή στην Εκκλησία, ως ένταξη στο Σώμα του Κυρίου μας. Από την άλλη, το κακό, η Κόλαση δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο, παρά το απόλυτο κενό, η απουσία του καλού. Η απουσία της ζωής. Όποιος βιώνει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία ως μετοχή και κοινωνία κτιστού και άκτιστου, μπορεί μετά από βαθιά σιωπή να ομιλήσει. Αυτήν την εμπειρία, εκφράζει και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός για να επαναφέρει και να ελέγξει όσους αιρετικά και ανθρωπομορφικά θέλουν να ερμηνεύσουν τα πάντα με τον δικό τους απόλυτα ναρκισσιστικό τρόπο. Στο έργο του Κατά Μανιχαίων Διάλογος, απαντάει σε όσους θεωρούν την διαρχία καλού κακού, σώματος και ψυχής ως βάση της ερμηνείας της δημιουργίας του κόσμου. Η ύλη δεν είναι κάτι κακό. Ούτε ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να εξουσιάζεται από ένα αυθύπαρκτο και αιώνιο κακό. Η Κόλαση δεν είναι υπαρκτό μέρος με τα σχήματα του χωροχρόνου, αλλά μόνο ως παρά φύση χρήση του αυτεξουσίου και της ζωής. Ο Θεός είναι η μόνη αρχή και εξουσία που συνεχώς ουσιώνει τα κτίσματα τα συντηρεί και τα διακρατεί ως καλή λίαν δημιουργία και παρέχει το αγαθό πάντοτε σε όλη την πλάση Του. Ο Άγιος Ιωάννης, μας δίνει την ορθόδοξη προοπτική του κόσμου, αισιόδοξα. Βαδίζουμε μέσα από πτώσεις και δεινά, άφοβα τον δρόμο της αγιότητάς μας με αγωνιστικό φρόνημα, γνωρίζοντας ότι το κακό και η αμαρτία λογίζεται μονάχα ως στρέβλωση του αγαθού.
π. Ν. Γ. Κ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η εποχή μας είναι ταχύτατη. Με πολλές προσδοκίες και ανακαλύψεις. Στην γνωσιολογία και την τεχνολογία της, πρακτική, χρήσιμη και εξειδικευμένη. Μεταβάλλεται συνεχώς. Το επίκεντρο της είναι η υλικότητα και ο άνθρωπος. Σήμερα ο κόσμος ερμηνεύεται ανεξάρτητα από τις γνωστές μας θεολογικές αρχές. Πολλές φορές ανθεί και μία πνευματική αναζήτηση με έντονα ειδωλολατρικά και αρχαία ελληνικά χαρακτηριστικά, αναμεμειγμένα με αγνωστικισμό και ανατολικές παραδόσεις. Συνάμα το κακό ασκεί μία έντονη γοητεία. Αρχίζει να προβάλλεται από τα Μ.Μ.Ε. και την παγκόσμια κοινωνία μας, ως κάτι το γοητευτικό. Ο σατανισμός είτε με την θρησκευτική του μορφή, είτε ως καταναλωτισμός, φαίνεται να επιβάλλεται ως τρόπος ζωής. Ο άνθρωπος σήμερα αισθάνεται καταθλιπτική και απόλυτη την εξουσία του κακού.

Ο Μάνης, Πέρσης ευγενής του 3ου αιώνα, διαμόρφωσε μία διδασκαλία η οποία για περισσότερα από χίλια χρόνια (έως και στις ημέρες μας, θα λέγαμε), έγινε ένα ιδιότυπο σύστημα, μία θρησκείας με Ιερατείο και οπαδούς από τον Ατλαντικό ωκεανό μέχρι τον Ειρηνικό. Ήταν ένα συγκριτικό σύστημα, με ιουδαϊκά, ελληνιστικά, χαλδαϊκά, και ινδουιστικά στοιχεία. Χαρακτηριστική είναι η διδασκαλία του για την ύπαρξη δύο παράλληλων αρχών και Θεών, αιώνια׃ Η διαρχία καλού και κακού, φωτός και σκότους, ύλης και πνεύματος. Θεωρούσαν το κακό αιώνιο και με συγκεκριμένη υπόσταση. Όπως και σήμερα, το κακό δείχνει να υπάρχει αυθύπαρκτα και να έχει παράλληλη θέση απέναντι στον Θεό. Αυτή η θεοποίηση έχει ολέθριες συνέπειες για την πορεία του ανθρώπου και την κατανόηση της ιστορίας του. Εάν δεχθούμε τις θέσεις των Μανιχαίων, ο Θεός όπως τον ξέρουμε, δεν είναι παντοδύναμος. Αποτελεί μια αδύναμη και περιορισμένη θεότητα απόμακρη και ανίσχυρη να βοηθήσει ουσιαστικά τον άνθρωπο. Το Κατά Μανιχαίων έργο του Δαμασκηνού, είναι μία ευθεία απάντηση σε όλες αυτές δοξασίες. Για εμάς, κόλαση είναι στέρηση, διάβρωση ενός κτιστού και πάντοτε αγαθού κατά την μετοχή στον όντως αγαθό Θεό, όντος. Το κακό υπάρχει διότι υπάρχει το αγαθό το οποίο πάντοτε προηγείται. Ο Άγιος μας κινείται σε δύο βασικούς θεολογικούς άξονες׃ 1) Την τρεπτότητα των όντων και 2) Το αυτεξούσιο των λογικών όντων. Υπάρχει μόνον μία αρχή׃ Ο άτρεπτος και άκτιστος Τριαδικός Θεός. Όλα τα κτιστά ( και μόνον αυτά) τρέπονται από την φύση τους. Η κόλαση είναι η αστοχία του ανθρώπου να ξεπεράσει το μηδέν. Είναι η επιθυμία του να κάνει κάτι που θέλει αλλά είναι ανύπαρκτο.
Πολλές ευχαριστίες οφείλω στον αγαπητό μου Καθηγητή της Δογματικής Θεολογίας στην Θεολογική μας Σχολή, κ. κ. Νικόλαο Ξιώνη, ο οποίος με διάκριση και προσωπικό ενδιαφέρον μου ανέθεσε την εκπόνηση του παρούσης εργασίας. Είναι σημαντικό για τον Ποιμένα να γνωρίζει την έννοια της κολάσεως θεολογικά, ώστε να διακρίνει την έννοια της αμαρτίας και να συμβουλεύει σωστά τους ενορίτες του. Τότε θα μπορέσουν όλοι μαζί να αποφύγουν τις ανθρωπομορφικές παρεκτροπές και τους εγκλωβισμούς σε ηθικισμούς, ώστε να αναπτύξουν σωστά το αυτεξούσιό τους.

Το θέμα μας μεθοδολογικά χωρίζεται σε δύο Κεφάλαια. Στο πρώτο, γίνεται μία εισαγωγή στους ορισμούς και τις προϋποθέσεις για να ομιλήσει κανείς ορθόδοξα για την κόλαση. Περιγράφουμε τον μη οντολογικό χαρακτήρα του κακού και τα χαρακτηριστικά του. Στο δεύτερο μέρος, εξετάζουμε τις θέσεις του Δαμασκηνού για την τρεπτότητα και το γνωμικό θέλημα ως πηγές του κακού, περί της φύσης της κολάσεως και σχετικά με την ευθύνη του ανθρώπου. Τέλος βλέπουμε το κακό, ως παιδαγωγία του Θεού. Ως κύριες πηγές της συγγραφής μας, χρησιμοποιήσαμε το Κατά Μανιχαίων έργο του Ιωάννη του Δαμασκηνού, στις δύο σημαντικότερες εκδόσεις του, στην έκδοση του J. P. Migne (P.G), παράλληλα με το γνωστό κριτικό κείμενο του B. Kotter. Ευελπιστούμε τούτη η μικρή συμβολή, να προσφέρει στην θεολογική έρευνα και στην ανάδειξη του σύγχρονου θεολογικού λόγου περί της Χριστιανικής οντολογίας.

Κορωπί, Ιούνιος του 2010,
Πρεσβύτερος π. Νεκτάριος Κουτρουμάνης
Κεφάλαιο Α
1.         Ο Οντολογικός χαρακτήρας του κακού και της αμαρτίας.

Η σκέψη του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού είναι περιεκτική׃ Εκφράζει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία. Βλέπει τον κόσμο και τον άνθρωπο και την λοιπή κτίση ως την δημιουργία ενός και μοναδικού Θεού. Οι Μανιχαίοι πίστευαν ότι ο κόσμος μας είναι σύνθετος τόσο στην προέλευσή του, όσο και στην μορφή του. Κατά την διδασκαλία τους, η ψυχή είναι δημιούργημα του αγαθού θεού, ενώ ταυτόχρονα και παράλληλα υπήρχε και το κακό που συσχετίσθηκε με την ύλη.1 Σε αυτούς το κακό ήταν αυθύπαρκτο και με συγκεκριμένη υπόσταση. Από την ορθόδοξη σκοπιά καταρχάς, ο Δαμασκηνός απαντά ότι τα κτιστά όντα δημιουργήθηκαν όχι από την ουσία του Θεού, αλλά από το μη όν δια της βουλήσεώς Του.2 Ο κόσμος μας εάν ήταν αποτέλεσμα πολυαρχίας θα είχε αταξία και θα αυτοκαταστρέφονταν.3 Συνεπώς τα κτιστά όντα έχουν μία αρχή, τον Θεό. Το κακό είναι απλά η μη τέλεση του καλού. Ολοκληρωτική κακία δεν εντοπίζεται στα όντα. Ο Θεός ως Δημιουργός δεν έχει κακία. Τα πάντα είναι λίαν καλά. Το κακό επομένως, δεν έχει υπόσταση.4 Το κακό υπάρχει ως ανυπαρξία. Είναι η κακή χρήση των φυσικών μας δυνάμεων. Εάν κάθε κτιστή πραγματικότητα προέρχεται από το μηδέν, το κακό είναι κάθε κίνδυνος εκτροπής και μηδενισμού της κτιστής πραγματικότητας.5

Τα κτιστά όντα δεν αποτελούν προβολή της ουσίας του Θεού. Είναι δημιουργήματα που προέρχονται από τα μη όντα.6 Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο αγαθό.7 Παρέχει το είναι, την αρχή των όντων, από αγάπη αλλά τους δίνει και την ευθύνη της διατήρησης του καλώς είναι, δηλαδή να τελειώσουν την ύπαρξη τους. Ο Αδάμ όσο είχε κοινωνία με τον Θεό, υπερφυσικά ζωοποιούσε την φύση του. Το κακό μπήκε στην ζωή του ως συνέπεια τις απομακρύνσεως του από την πηγή της ζωής, τον Θεό. Έτσι κατέληξε από την αθανασία στην φθορά, στον θάνατο. Ο Θεός όμως, όπως είδαμε, όλους τους δημιούργησε αγαθούς. Παρέχει την ύπαρξη και το καλώς είναι συνεχώς.8 To είναι, την ύπαρξη και την γέννηση δεν τα επιλέγουμε με την ελευθερία μας. Όμως, το καλώς είναι, την ανάπτυξη και την τελείωση μας την κατευθύνουμε ανάλογα με την βούληση μας. Η ύπαρξή μας είναι μία δεδομένη δωρεά του Θεού. Όταν βιώνεται ως επιλογή μη κοινωνίας με τον Θεό, τότε η απουσία του αγαθού γίνεται πόνος, φθορά, θάνατος, κακό.

2.         Τα χαρακτηριστικά του κακού.

Όπως είδαμε προηγουμένως, το κακό δεν έχει ύπαρξη. Είναι απλά, στέρηση του καλού. Κατά αντιστοιχία θα λέγαμε ότι το σκοτάδι είναι στέρηση του φωτός. Το πρώτο είναι απουσία του δευτέρου. Παρόμοια και το κακό, είναι απουσία του καλού.9   Δεν είναι παρουσία, αλλά απουσία παρουσίας. Ο Άγιος, μας δίνει το παράδειγμα του φωτός του λυχναριού׃ Το φώς είναι το αγαθό. Το σκότος είναι η απουσία του φωτός, δηλαδή το κακό. Μεταξύ τους δεν υπάρχει καμία σχέση επειδή απλά το φώς υπάρχει, ενώ το σκότος δεν υφίσταται. Είναι η στέρηση του φωτός ως αγαθού.10   Η κακία είναι φθορά. Είναι ακίνητο μέγεθος. Από την άλλη το αγαθό είναι κίνηση, ζωή. Μόνο ο θάνατος ως ακινησία, είναι φθορά και νέκρωση κάθε κινήσεως.11   Το κακό έχει διπλή σημασία׃ Πρώτα είναι η έκπτωση της κατά φύση λειτουργίας των κτισμάτων. Για παράδειγμα, ο Θεός δημιούργησε ευθείς τους ανθρώπους, αυτοί όμως ζήτησαν πολλούς λογισμούς. Κατά μία δεύτερη έννοια, το κακό είναι η στέρηση της αρετής και της χαράς.12   Το να χρησιμοποιείς το όν ως μη ον. Το κακό υπάρχει πάντοτε σαν διάβρωση του αγαθού. Η κακία είναι μη ον, αλλά του όντος. Στην πράξη παρυφίσταται, ως εθελούσια παρακοή και αναίρεση του όντος.13   Το κακό γίνεται ως παραμόρφωση του αγαθού, με την ελεύθερη γνώμη του υποκειμένου.14   Συνεπώς το κακό, οδηγεί στην στέρηση του Θεού ως ευφροσύνη. Κατά συγκατάβαση ο κακός πράττει το νομιζόμενο για τον ίδιο καλό, δηλαδή το κακό δανείζεται την υπόσταση του καλού, χωρίς από μόνο του να μπορεί να σταθεί.

Η κακία δεν μπορεί να δημιουργεί. Δεν είναι άναρχο μέγεθος, αθάνατο ή άτρεπτο. Αφού είναι φθορά, δεν μπορεί να παράγει κάτι από τα μη όντα׃ Π.χ. το σώμα ή ύλη, όπως υποστηρίζουν οι Μανιχαίοι.15 Ο Άγιος Ιωάννης, συνεχώς υποστηρίζει την ορθόδοξη άποψη ότι η κακία είναι αλλοίωση, κακή χρήση της ελευθερίας του κτιστού. Το κακό δεν μπορεί να υπάρξει αυτόνομα ή σε σχέση ισότητας με το καλό, ούτε το σώμα προς την ψυχή. Το καλό ζωοποιεί και το κακό.16 Το κακό είναι τελείως ακοινώνητο προς το αγαθό. Είναι οντολογικά αδύνατη η μεταξύ τους σχέση.17 Το κακό είδαμε ότι είναι ακίνητο, δηλαδή παράγει θάνατο, φθορά, νέκρωση.18 Το κακό εάν για τους άλλους είναι κακό, για τον εαυτό του είναι αγαθό׃ Συγκροτεί τον εαυτό του και κατά τούτο, δεν είναι εντελώς κακό.19 Το κακό δεν είναι ούτε όν, ούτε αγαθό, ούτε αίτιο πραγμάτων, ούτε κάποια δημιουργική δύναμη των όντων.20 Η φθορά είναι πράγμα συμβεβηκός. Δεν προϋπάρχει, ούτε παραμένει μετά την διάλυση.21 Κάθε κακό ως φθειρόμενο δεν είναι άναρχο. Η κακία ως φθορά, δεν έχει αυτόνομη και δημιουργική ύπαρξη. Η γένεση και η φθορά είναι αντίθετα και ασύμπτωτα μεγέθη.22

Το κακό, χαρακτηρίζεται και ως ραθυμία. Ως απροθυμία να ανταποκριθεί ο άνθρωπος στην δωρεά του είναι, της υπάρξεώς του και να κρατήσει το καλώς είναι, να καλλιεργήσει την Θεία δωρεά.23 Μετά τον θάνατο, η κακία γίνεται άτρεπτη. Δεν υπάρχει μετάνοια. Η ψυχή δεν αλλάζει πια.24 Το κακό είναι, ότι γίνεται έξω από την φυσική τάξη και τον νόμο του Δημιουργού, κατά την οικεία γνώμη του καθενός.25 Είναι η αποτυχία του δέοντος σκοπού της δημιουργίας.26 Κάθε κατάχρηση της δωρεάς του Θεού στην κτίση, αποτελεί έκπτωση από το αγαθό. Για παράδειγμα, η χρήση της βρώσης και της πόσης, όταν γίνονται άσκοπα, με τον τρόπο των αλόγων ζώων, είναι κακά.27 Όταν η κτίση λατρεύεται χωρίς τον Κτίστη, αυτοθεώνεται. Το κακό, εισάγεται ως μη κοινωνία και μετοχή στην ζωοποιό ενέργεια του Θεού. Βιώνεται ως θάνατος, πόνος, φθορά και οδύνη. Τότε η κακία εκδηλώνεται στην ανθρώπινη ιστορία, ως φθόνος, εχθρότητες, κακίες, ψέμα, συκοφαντίες και μίσος.28

Κεφάλαιο Β
1.         Η Τρεπτότητα και το γνωμικό θέλημα ως πηγή του κακού.

Ο Άγιός μας, θέτει ως βασική θεολογική προϋπόθεση για την εμφάνιση του κακού, μέσα στο είναι του αγαθού κτιστού, την τρεπτότητα των όντων. Οτιδήποτε κτιστό, δημιουργήθηκε όχι από την Θεία ουσία, αλλά από το μη όν, μέσω της βουλητικής ενέργειας του Θεού. Μόνος άτρεπτος είναι ο άκτιστος Τριαδικός Θεός.29 Για όλα τα κτιστά, υπάρχει η αλλοίωση, η τροπή σαν κίνηση ή προς την αλλοίωση και τον μηδενισμό τους, ή προς την τελείωση τους. Άρα ότι τρέπεται, δεν είναι άναρχο.30 Τα σωματικά είναι συμβεβηκότα, γίνονται και ξεγίνονται. Η ύλη δεν είναι άναρχη, ούτε άτρεπτη. Αρετή είναι να μείνει κανείς στα όρια της φύσης του. Κακό είναι τα δημιουργήματα, που δεν είναι ο άκτιστος Θεός, να θέλουν ενώ ανήκουν στα κτιστά, να υπερβούν αυτά τα όρια και να γίνουν άκτιστα.31 Η ύλη είναι δημιουργία κατά φύση καλή λίαν. Το κακό για τον εαυτό ενώ είναι τροπή προς το μηδέν, δεν είναι εντελώς κακό,32 διότι ενώ είναι φθορά συγκροτεί τον εαυτό του. Ένα ακόμη δώρο που δόθηκε στον άνθρωπο, είναι και το γνωμικό θέλημα. Έχει μέσα του την δύναμη της θέλησης ως δύναμη δημιουργίας και προόδου στο αγαθό και κίνησης προς τον Θεό, ως δυνατότητα αγιασμού του. Εξαιτίας της τρεπτότητας των όντων, κάθε άνθρωπος, ιδιαίτερα μετά την πτώση, θέλει το ίδιον όφελος. Έχει το λεγόμενο γνωμικό θέλημα. Ανάλογα πώς και πού το κατευθύνει, γίνεται καλό, ως θέωση και ομοίωση Θεού, ή κακό ως εγωισμός και κίνηση προς το μηδέν, ως γεύση του κακού. Εάν προκρίνει την απόλαυση των κτισμάτων από τη απόλαυση του Κτίστη Θεού, ή προκρίνει το δικό του θέλημα, τρέπεται προς την φθορά και τον θάνατο.33

Η τρεπτότητα είναι μία κίνηση οντολογική, χαρακτηρίζει ολόκληρη την δημιουργία από την γέννηση της και αφορά ολόκληρο το κτιστό, τόσο το νοερό, όσο και το υλικό της μέρος.34 Η τρεπτότητα του ανθρώπου, παύει, μετά τον θάνατο, διότι η ψυχή παγιώνεται στην συγκεκριμένη θέση που είχε την στιγμή της εξόδου της από την παρούσα ζωή.35 Το θέλημα είναι μια δωρεά προς την ανθρωπότητα. Ο άνθρωπος την εξέτρεψε από την κατά φύση λειτουργία της και αντί να οδηγηθεί στην θέωση του ανθρώπου με την μετοχή του, στην Αγάπη του Θεού, το διέστρεψε σε φιλαυτία και αυτοθέωση, πράγμα που κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή μας οδήγησε στην πτώση.36 Ο Θεός παρέχει συνεχώς στα δημιουργήματά Του, το είναι και το καλώς είναι. Το πρώτο δεν μπορεί κανένα κτίσμα να αρνηθεί. Το δεύτερο είναι στην ελεύθερη βούληση του καθενός να κατευθύνει το γνωμικό του θέλημα, προς την θέωση ή τον μηδενισμό του. Είναι έργο της ελευθερία μας να διαφυλάξουμε τα αγαθά που μας δόθηκαν.37 Η ελευθερία είναι ένα μεγάλο δώρο, αλλά και μία μεγάλη ευθύνη. Η κατά φύση χρήση της ως μετοχή στις άκτιστες θείες ενέργειες, είναι το αληθινά καλό. Η κατάχρηση και η παραμόρφωση της δημιουργικής προόδου προς την κοινωνία με τον Θεό, ως εγκλωβισμός στην αυτάρκεια του εγωισμού μας, η πορεία προς τον θάνατο, είναι ο πυρήνας του κακού.38

2.         Η φύση της κολάσεως και η ευθύνη του ανθρώπου απέναντι στο κακό.

Η Κόλαση, είναι για τον Δαμασκηνό, η αστοχία και η αποτυχία του ανθρώπου να ξεπεράσει την κακή του αλλοίωση και να νικήσει το μηδέν, το μη όν. Εάν ο Παράδεισος είναι η μετοχή, η τρυφή των θείων αγαθών, η Κόλαση είναι η αμεθεξία τους. Ο κολασμένος έχει παγιωμένη την ύπαρξη του στην στασιμότητα, στο κακό. Έχει σκληρυνθεί από την αμετανοησία. Φλέγεται από την επιθυμία του που δεν μπορεί να ικανοποιήσει, αφού δεν υπάρχει το αντικείμενο της.39 Η Κόλαση είναι φωτιά που βασανίζει χωρίς τέλος, με υλικό την άστοχη επιθυμία, την κακία.40 Εδώ φαίνεται και η ευθύνη του ανθρώπου, αφού αίτιος της κολάσεως, δεν είναι ο Θεός, αλλά η προαίρεση του ανθρώπου, η προσωπική του ευθύνη.41   Ο καθένας μας, ανάλογα με τον τρόπο που δέχεται ή απορρίπτει τον Ζωοδότη, είναι δεκτικός της χάρης του Θεού. Εκείνος δεν κολάζει κανένα.42 Ο Θεός θα παρέχει διαρκώς την παρουσία Του σε όλα τα δημιουργήματα, ακόμη και στον Διάβολο. Η αγαθότητά Του θα είναι διαρκής, ανεξάρτητα της δεκτικότητας ή μη των όντων. Η παρουσία Του θα καταργήσει κάθε κτιστή ηδονή. Αυτό, για όσους τον αρνούνται, θα είναι οδύνη, διότι θα κολάζονται από την απουσία των μάταιων πραγμάτων που στην εδώ ζωή είχαν θεοποιήσει. Χωρίς ο Θεός να είναι αίτιος, οι άνθρωποι θα γίνουν εφευρέτες της κόλασης, του θανάτου, διότι από την φύση τους ως δημιουργικές ενέργειες του Θεού, τρέφονται και συντηρούνται στην ύπαρξη από Εκείνον. Τελικά όμως επέλεξαν την συνθετότητα και όχι την φυσική απλότητα. Με αυτόν τον τρόπο εισχώρησε μέσα τους ο θάνατος.43

Η Κόλαση θα γίνει γεγονός αμετάκλητο και οριστικό μετά θάνατο, όπως οι άγγελοι και οι δαίμονες έγιναν άτρεπτοι στην κατάσταση που βρίσκονται, το ίδιο θα συμβεί και με τους ανθρώπους. Σαν φωτιά και σκώληκας η κόλαση θα κατατρώγει τους κολασμένους, αφού θα επιθυμούν πράγματα που δεν θα υπάρχουν ως αντικείμενα της κακίας τους. Εκεί θα υπάρχει διαβάθμιση της κακίας και της οδύνης, ανάλογα με το μέτρο της αποτυχίας του κάθε κολαζόμενου.44 Τέλος, είναι αξιοπρόσεκτος ο ορισμός της Κολάσεως ως αιώνια και τέλεια αναίρεση της κακίας και της αμαρτίας και των αντικειμένων τους, των σωματικών ηδονών. Δηλαδή στην Κόλαση οι κολαζόμενοι θα φαντάζονται, θα επιθυμούν τις επιθυμίες που εδώ στην γη εκπλήρωναν, χωρίς όμως πλέον αιώνια να μπορούν να τις πραγματοποιήσουν, αφού δεν θα υπάρχει το αντίστοιχο αντικείμενο. Η αμαρτία ως ηδονή έξω από τον φυσικό νόμο, η χρήση τους παρά τον νόμο του Κτίστη Θεού, δημιουργεί την πείρα της Κολάσεως, ως γεγονότος αποκλειστικής επιλογής και ευθύνης του ανθρώπου.45

3.         Το κακό ως παιδαγωγία του Θεού.

Χαρακτηριστική είναι η θέση του Δαμασκηνού, για το κακό ως παιδαγωγία του Θεού. Δεν είναι μόνο η προσωπική ευθύνη του ανθρώπου, το αίτιο των δεινών του παρόντος βίου. Η κακία συναντάται με διπλή έννοια. Υπάρχει το όντως κακό ως παρά φύση εκτροπή από την κατά φύση τάξη και τον νόμο του Θεού, κατά την οικεία γνώμη του καθενός, όπως την εξετάσαμε διεξοδικά παραπάνω, αλλά υπάρχουν και τα ακούσια κακά. Αναλυτικότερα, η εκτροπή του γνωμικού θελήματος στην παρά φύση κατάσταση της αμαρτίας, ονομάζεται ως πρώτο κακό. Τα δεύτερα κακά, που συνήθως ακολουθούν τα πρώτα, τα δίνει ο Θεός ως αποτέλεσμα των πρώτων, αυτά ονομάζονται ακούσια ή επίπονα.46 Ο Θεός δεν είναι αίτιος κανενός κακού, εμείς πέφτουμε με την θέληση μας στα πρώτα, στα εκούσια κακά, Εκείνος στέλνει ως παιδαγωγία τα δευτέρα, τα ακούσια κακά, ως στεναχώριες και λύπες που μας ακολουθούν ενάντια στην επιθυμία μας για ηδονή. Αυτό ο Θεός το κάνει για να μας παιδαγωγήσει προς το συμφέρον μας, ώστε με την στεναχώρια να αποτραπούμε από την επανάληψη της κακίας.47 Η τιμωρία Του είναι στην ουσία παιδαγωγία, δηλαδή ωφέλεια. Μας αφήνει να γευθούμε τις λάθος μας επιλογές, επιτρέποντας τον πόνο της αποτυχίας μας, μήπως και κατανοήσουμε έγκαιρα τα λάθη μας. Στην αιωνιότητα θα έχουμε την τέλεια αναίρεση του κακού, της αμαρτίας σε απόλυτο βαθμό, αφού το κακό δεν μπορεί να είναι αιώνιο. Η έλλειψη του αντικειμένου της κακίας, και η παράλληλη επιθυμία ενός πράγματος που δεν θα υφίσταται, παρά μόνο ως επιθυμία και φαντασία του κολαζόμενου, είναι το περιεχόμενο του κακού. Στην αιώνια του προοπτική ο άνθρωπος που επιλέγει την παρά φύση ζωή, θα βιώνει πόνο και στέρηση, μη κατοχή των ηδονών που στην παρούσα ζωή γεύονταν.48

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όταν μελετάει κανείς τα έργα του Δαμασκηνού, ανασαίνει με ανακούφιση. Αντιλαμβάνεται κατά τον όρο της 4ης Οικουμενικής Συνόδου, ότι η ελευθερία και η Θ. Πρόνοια, κατά τρόπο αρμονικό στην ανθρώπινη ζωή, συνεργάζονται μεταξύ τους άτρεπτα, αχώριστα, αδιαίρετα και ασύγχυτα. Από την άλλη, το κακό, ως διάβρωση της κτίσης, δεν είναι ολοκληρωτικό, ούτε αιώνιο. Υπάρχει, όχι όμως ως αυθύπαρκτη υπόσταση, αλλά ως δανειζόμενο την υπόσταση του καλού, ως καρικατούρα και παραποίηση της ζωής. Η αγωνία γύρω μας, ο πόνος, η οδυνηρή ανθρώπινη ιστορία, δεν εξουσιάζεται από το κακό. Γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι δίπλα μας και με ακατάληπτο τρόπο, συντηρεί και προνοεί για τα πάντα. Όσο και εάν η ανθρώπινη ανταρσία οδηγεί την κτίση κοντά στον αφανισμό της, εμείς γνωρίζουμε ότι η Δευτέρα παρουσία του Κυρίου μας, θα μεταποιήσει τα πάντα σε καινή ζωή. Ο Μανιχαϊκός τρόπος ζωής και σήμερα μας προκαλεί να δούμε τον κόσμο χωρίς Θεό, με το κακό σαν μοναδική πραγματικότητα, ως Θεό στην θέση του Θεού. Η αγωνία και το άγχος μιας τέτοιας παραδοχής, είναι η μεγαλύτερη απειλή για τον κόσμο μας που κινδυνεύει να αυτοβυθιστεί στην αυτό-ειδωλοποίηση του. Όσο τρέφουμε το κακό με τις λάθος επιλογές μας, τόσο εκείνο θα φαίνεται αιώνιο ή απόλυτο. Οφείλουμε τις αλήθειες της πίστεως να τις βιώσουμε έμπρακτα, ώστε σαν το αλάτι της γης να συντηρούμε και κυρίως να νοστιμεύουμε με την ζωντανή μας παρουσία τον πεινασμένο και διψασμένο για αλήθεια και Θεό κόσμο, γύρω μας.
π. Ν.Γ.Κ.

Υποσημειώσεις:
  1. 1.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος P.G., 94 1521 B και παράλληλα στο κριτικό κείμενο του B. Kotter, Contra Manichaeos, σ. 360, 361 Κεφ. 28 1-19.
  2. 2.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος P.G., 94, 1513 C και B. Kotter, Contra…,σ. 356 10,9
  3. 3.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος P.G., 94, 1515 B και B. Kotter, Contra…,σ. 357, Κεφ. 11,1-5.
  4. 4.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1517 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 358, Κεφ. 14,7-17.
  5. 5.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1537 C και B. Kotter, Contra…, σ. 370, Κεφ. 31,34-45, την ίδια σκέψη συναντάμε και στον Γρηγόριο Νύσσης, Περί Κατασκευής του ανθρώπου, P.G. 44,184 C.
  6. 6.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1545 A και B. Kotter, Contra…, σ. 374, Κεφ. 37,4-15.
  7. 7.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1568 A και B. Kotter, Contra…, σ. 387, Κεφ. 69,8-9.
  8. 8.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1569 D και B. Kotter, Contra…, σ. 390, Κεφ. 72,14-17.
  9. 9.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1525 C και B. Kotter, Contra…, σ. 361-363, Κεφ. 22.
  10. 10.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1528 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 364, Κεφ. 23.
  11. 11.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1549 D και B. Kotter, Contra…, σ. 378, Κεφ. 53,1-5.
  12. 12.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1552-1553 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 378, Κεφ. 60,1.
  13. 13.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1545 D και B. Kotter, Contra…, σ. 375, Κεφ. 43,6-10.
  14. 14.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1540 D,1541 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 372, Κεφ. 35,5-6.
  15. 15.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1545 Α και B. Kotter, Contra…, σ. 374-375, Κεφ. 42,12-15.
  16. 16.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1549 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 377, Κεφ. 50,2-6.
  17. 17.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1549 C και B. Kotter, Contra…, σ. 378, Κεφ. 52.
  18. 18.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1549 D, 1551 Α και B. Kotter, Contra…, σ. 378-379, Κεφ. 57,1-7.
  19. 19.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1551 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 378-379, Κεφ. 57.
  20. 20.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1551 C και B. Kotter, Contra…, σ. 379, Κεφ. 58.
  21. 21.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1553 C και B. Kotter, Contra…, σ. 381, Κεφ. 62,5.
  22. 22.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1555 D και B. Kotter, Contra…, σ. 381-382, Κεφ. 63.
  23. 23.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1569 D και B. Kotter, Contra…, σ. 389-390, Κεφ. 72,14-20.
  24. 24.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1573 Α-C και B. Kotter, Contra…, σ. 391, Κεφ. 75,7-9.
  25. 25.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1579 C και B. Kotter, Contra…, σ. 395, Κεφ. 81,1-3.
  26. 26.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1580 D/1581 A και B. Kotter, Contra…, σ. 396, Κεφ. 82,4.
  27. 27.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1581 C και B. Kotter, Contra…, σ. 396, Κεφ. 84,1-5.
  28. 28.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1581 D και B. Kotter, Contra…, σ. 397, Κεφ. 85,1-5.
  29. 29.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια, Νίκου Ματσούκα, Εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 14 κ. εξ.
  30. 30.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1528 Α και B. Kotter, Contra…, σ. 364-365, Κεφ. 24,24-28.
  31. 31.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1537 C-D και B. Kotter, Contra…, σ. 370-371, Κεφ. 31.
  32. 32.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1552 C και B. Kotter, Contra…, σ. 378-379, Κεφ. 57.
  33. 33.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1541 D και B. Kotter, Contra…, σ. 372-373, Κεφ. 36,20-26.
  34. 34.Αθανασίου Β. Βλέτση, Το Προπατορικό Αμάρτημα στην Θεολογία του Μαξίμου του Ομολογητού, Έρευνα στις απαρχές μιας οντολογίας των κτιστών, Εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1998, σ. 168.
  35. 35.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1573 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 391-392, Κεφ. 75,7-8.
  36. 36.Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, P.G., 90, 313 Α.
  37. 37.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1568 D, 1569 Α-Β και B. Kotter, Contra…, σ. 387-388, Κεφ. 69,17-20.
  38. 38.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1553 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 379-380, Κεφ. 60,14-17.
  39. 39.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια, Νίκου Ματσούκα...., ο. π., σ. 16-17.
  40. 40.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1541C και B. Kotter, Contra…, σ. 373, Κεφ. 36,8-10.
  41. 41.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1544 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 373, Κεφ. 37,3-5.
  42. 42.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1545 D/1548Α και B. Kotter, Contra…, σ. 376, Κεφ. 44,1-2.
  43. 43.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1569 Β-C και B. Kotter, Contra…, σ. 389, Κεφ. 71,1-15.
  44. 44.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1573 A-C και B. Kotter, Contra…, σ. 391-392, Κεφ. 75,1-24.
  45. 45.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1580 D / 1581 A-B και B. Kotter, Contra…, σ. 396, Κεφ. 82,8-17.
  46. 46.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1580 C, και B. Kotter, Contra…, σ. 395, Κεφ. 81,1-12.
  47. 47.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1581 A και B. Kotter, Contra…, σ. 396, Κεφ. 82,8-17.
  48. 48.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1581 A-B και B. Kotter, Contra…, σ. 396, Κεφ. 82,9-12.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. ΠΗΓΕΣ
1.         Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος, BONIFATIUS KOTTER, DIE SCHRIFTEN DES JOHANNES VON DAMASKOS, IV, CONTRA MANICHAEOS, WALTER DE GRUYTER, BERLIN, NEW YORK, 1981. (Κριτική έκδοση του κειμένου της Ελληνικής Πατρολογίας του J. P. Migne).
2.         J. P. Migne, (P.G.), Ελληνική Πατρολογία, Κέντρο Πατερικών Εκδόσεων, Αθήνα 1989, Τόμοι׃ 44, 90 και 94 .
Β. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
1.         Αθανασίου Β. Βλέτση, Το Προπατορικό Αμάρτημα στην Θεολογία Μαξίμου του Ομολογητού. Έρευνα στις απαρχές μιας οντολογίας των κτιστών, Εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη, 1998.
     2. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος, Κείμενο – Μετάφραση- Εισαγωγή – Σχόλια, Νίκου Ματσούκα, Εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2007.
Εικόνες του βιβλίου:
1. Μανιχαίοι κληρικοί, τοιχογραφία, ερείπια του Κχο-τσο της Κίνας, 10ος/11ος αιώνας μ. Χ.
(Museum für Indische Kunst, Berlin-Dahlem).
2. Εικόνα εξώφυλλου׃ Μανιχαίοι ιερείς, κατά το συγγραφικό έργο τους, με επιγραφή στη Σογδιανή γλώσσα. Κινέζικο χειρόγραφο από την περιοχή του λεκανοπεδίου Ταρίμ.

http://filoumenos.com


Γιατί το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινης γλώσσας (Αγίου Νικολάου Αχρίδος)

$
0
0

Όταν ο Κύριος βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε εν είδει περιστεράς. Εμφανίσθηκε όχι για να προσθέσει κάτι στον Χριστό, αλλά συμβολικά, έτσι ώστε να δείξει αυτό που υπάρχει μέσα στον Χριστό: την ακακία, την καθαρότητα και την ταπεινότητα. Αυτό συμβολίζει το περιστέρι.

Όταν οι απόστολοι συγκεντρώθηκαν την πεντηκοστή ημέρα από την ήμερα της Ανάστασης, το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινων γλωσσών. Εμφανίσθηκε ως πύρινη γλώσσα για να τους αφαιρέσει κάτι και να τους προσθέσει κάτι.

Δηλαδή, να αφαιρέσει από αυτούς κάθε αμαρτία, κάθε αδυναμία, φόβο και ακαθαρσία της ψυχής και να τους δωρίσει τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά. Οι πύρινες γλώσσες επισημαίνουν συμβολικά αυτά τα τρία: τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά.

Γνωρίζεις ότι το πυρ είναι δυνατό, γνωρίζεις πως φωτίζει και ζεσταίνει. Αλλά όταν μιλάς για το Αγιο Πνεύμα πρόσεξε να μην σκέπτεσαι υλικά αλλά πνευματικά. Γίνεται λόγος λοιπόν, για την πνευματική δύναμη, για το πνευματικό φώς και για την πνευματική ζεστασιά.

Και αυτά είναι: η δυνατή θέληση, ο φωτισμένος νους και η ζέση της αγάπης. Μ΄αυτά τα τρία πνευματικά όπλα εξόπλισε το Αγιο Πνεύμα τους στρατιώτες του Χριστού για να αντιμετωπίσουν τον κόσμο. Ο Διδάσκαλος τους είχε απαγορεύσει ακόμα και ράβδο να φέρουν από τα επίγεια όπλα.

Γιατί το πυρ εμφανίζεται με τη μορφή γλωσσών πάνω άπό τα κεφάλια τους; Επειδή οι απόστολοι έπρεπε μέσω της γλώσσας να κηρύξουν στους λαούς το χαρμόσυνο νέο, την ευαγγελική αλήθεια και ζωή,την επιστήμη της μετάνοιας και της συγχώρεσης.

Με τον λόγο έπρεπε να μάθουν με τον λόγο να θεραπεύουν, με τον λόγο να παρηγορούν, με τον λόγο να αγιάζουν και να καθοδηγούν, με τον λόγο να φροντίζουν την Εκκλησία. Επίσης, με τον λόγο να αμύνονται, αφού τους είπε ό Οδηγός να μην φοβούνται τους διώκτες και να μην υπερασπίζονται εαυτούς στα δικαστήρια κατά το δοκούν, επειδή είναι απλοί άνθρωποι, και τους βεβαίωσε: «Ου γαρ υμείς έστε οι λαλούντες αλλά το Πνεύμα του πατρός υμών το λαλούν εν υμίν» (Ματθ. 10,20). Θα μπορούσαν άραγε να μιλούν τη συνηθισμένη γλώσσα των ανθρώπων για το μέγιστο χαρμόσυνο νέο το όποιο έφθασε ποτέ στα αυτιά των ανθρώπων, ότι ο Θεός εμφανίσθηκε στη γη και άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της αθάνατης ζωής;

Θα μπορούσε άραγε ο άνθρωπος με τη θνητή ανθρώπινη φύση να διαδώσει αυτό το ζωοποιό βάλσαμο μέσα από τη δυσωδία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μάλιστα έως την άκρη του κόσμου; Με τίποτα και ποτέ. Μόνο το πύρινο Πνεύμα του Θεού μπορούσε να το κάνει, το οποίο διά στόματος αποστόλων σκόρπισε ουράνιες σπίθες στο επίγειο σκοτάδι.

Αλλά, άνθρωπε, δεν αισθάνθηκες ποτέ το Πνεύμα του Θεού μέσα σου; Δες, και εσύ είσαι βαπτισμένος με Πνεύμα· με νερό και Πνεύμα. Άραγε ποτέ δεν σε ξάφνιασε μέσα σου κάποια μεγάλη και φωτεινή σκέψη, σιωπηρός λόγος του Αγίου Πνεύματος; Ποτέ δεν σε ξάφνιασε σαν άνεμος και δεν φούντωσε μέσα στην καρδιά σου η αγάπη για τον Δημιουργό σου φέρνοντας σου δάκρυα στα μάτια;

Παραδώσου στην θέληση του Θεού και φύλαξε αυτό που δονεί την ψυχή· θα γνωρίσεις το θαύμα της Πεντηκοστής, που στάθηκε πάνω από τους αποστόλους.


Ειρήνη και χαρά από το Άγιο Πνεύμα.

(ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται, Εκδ. Εν πλω, σ. 104)

anavaseis.blogspot.gr

Η Εκκλησία μια διαρκής Πεντηκοστή.(Αγ.Ιουστίνου Πόποβιτς)

$
0
0

Ποιός είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός; Ποιός είναι σε Αυτόν ο Θεός και ποιος ο άνθρωπος; Πώς γνωρίζεται ο Θεός στον Θεάνθρωπο και πώς ο άνθρωπος; Τι εδώρησε σε μας τους ανθρώπους ο Θεός εν τω Θεανθρώπω; Όλα αυτά τα φανερώνει σε μας το Πνεύμα το Άγιον, το «Πνεύμα της αληθείας». Μας αποκαλύπτει δηλαδή όλη την αλήθεια για Αυτόν, για τον Θεό εν Αυτώ και για τον άνθρωπο και για το τι χάρισε σ’ εμάς μ’ όλα αυτά. Αυτό επίσης απείρως ξεπερνά κάθε τι που οι ανθρώπινοι οφθαλμοί είδαν ποτέ και τοις ωσίν αυτών ηκούσθη και η καρδία αυτών κάποτε αισθάνθηκε
.
Με την ένσαρκη ζωή του στη γη ο Θεάνθρωπος εγκαθιδρυσε το Θεανθρώπινό του Σώμα, την Εκκλησία, και με αυτήν προετοιμάζει τον γήινο κόσμο για την έλευση και τη ζωή και τη δραστηριότητα του Αγίου Πνεύματος στο Σώμα της Εκκλησίας, ως ψυχής Αυτού του Σώματος. Την ημέρα της Πεντηκοστής το Αγιο Πνεύμα κατήλθε εξ ουρανού στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας και για πάντα παρέμεινε σε Αυτό σαν Παν-Ζωοποιός ψυχή Αυτού. Αυτό το ορατό θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας συγκροτούν οι Άγιοι Απόστολοι με την πίστη των στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό ως Σωτήρα του κόσμου και ως τέλειου Θεού και ως τέλειου ανθρώπου. Και η κάθοδος και η σύνολη δρατηριότητα του Αγίου Πνεύματος στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας έρχεται από τον Θεάνθρωπο και εξαιτίας του Θεανθρώπου. Κάθε τι στην Θεανθρώπινη Οικονομία της σωτηρίας προήλθε από το Θεανθρώπινο πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τέλος, ακόμη όλα συνοψίζονται και υπάρχουν στην κατηγορία της θεανθρωπότητας ακόμη και η δραστηριότητα του Αγίου Πνεύματος. Κάθε ενεργητικότητα Αυτού στον κόσμο είναι αχώριστη από το θεανθρώπινο ανδραγάθημα του Κυρίου Ιησού Χριστού για τη σωτηρία του κόσμου. Η Πεντηκοστή με όλες τις αιώνιες δωρεές της Τριαδικής Θεότητος και Αυτού του Αγίου Πνεύματος προσδιόριζε την Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων δηλαδή της Αγίας Αποστολικής πίστης, της Αγίας Αποστολικής παράδοσης, της Αγίας Αποστολικής ιεραρχίας, ακόμη και κάθε τι Αποστολικού που είναι θεανθρώπινο.
Η Άγια πνευματική ημέρα η οποία άρχισε με την Αγία Πεντηκοστή αδιάκοπα συνεχίζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία με ανείπωτη πληρότητα όλων των θεϊκών δωρεών και ζωοποιών δυνάμεων. Κάθε τι στην Εκκλησία υπάρχει εν Αγίω Πνεύματι και από αυτό το πολύ μικρό και από αυτό το υπερμεγέθες. Όταν ο ιερείς θυμιάζοντας στην Εκκλησία παρακαλεί τον Κύριο Ιησού Χριστό να καταπέμψει την χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά και όταν το ανέκφραστο θαύμα του Θεού η Αγία Πεντηκοστή πριν από την χειροτονία του επισκόπου επαναλαμβάνεται και δίδει όλο το πλήρωμα της χάριτος και με αυτό πασιφανώς μαρτυρεί ότι όλη η ζωή της Εκκλησίας συγκροτείται εν τω Αγίω Πνεύματι.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι με το Πνεύμα το Άγιο στην Εκκλησία και η Εκκλησία είναι με το Πνεύμα το Αγιο στον Κύριο Ιησού Χριστό. Ο Κύριος είναι η κεφαλή και το σώμα της και το Πνεύμα το Άγιον είναι η ψυχή της Εκκλησίας. Από την αρχή ήδη της θεανθρώπινης οικονομίας της σωτηρίας το Πνεύμα το Άγιο συνδέθηκε με το θεμέλιο της Εκκλησίας δηλαδή με το θεμέλιο του σώματος του Χριστού «του Λόγου κτίσας την σάρκωσιν».
Στην πραγματικότητα κάθε άγιο μυστήριο και όλες οι θείες αρετές είναι μία Αγιοπνευματικότης. Το Πνεύμα το Άγιο διά μέσου αυτών έρχεται σε εμάς και εντός ημών. Αυτό κατέρχεται ουσιωδώς που σημαίνει αληθινά και ουσιαστικά με όλες τις θεϊκές του σημαντικές ενέργειες. Αυτό -ο πλούτος της θεότητος. Αυτό -το πλήρωμα της χάριτος. Αυτό -η χάρις και η ζωή κάθε υπάρξεως. Είναι αιώνιο και Διαθηκικό Ευαγγέλιο. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με το Άγιο Πνεύμα κατοικεί σε μας και εμείς σ’ Αυτόν. Αυτό και μόνο μαρτυρεί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος σε μας. Εμείς με το Πνεύμα το Άγιο ζούμε εν Χριστώ και Αυτός σε μας. Μάλιστα αυτό το γνωρίζουμε «εκ του Πνεύματος ού ημίν έδωκεν» (Α΄ Ιω. 3,24).
Με μία λέξη όλη η ζωή της Εκκλησίας σε όλες τις δικές τις αναρίθμητες θεανθρώπινες πραγματικότητες οδηγείται και χειραγωγείται από το Πνεύμα το Άγιο το οποίο πάντοτε είναι το Πνεύμα του Θεανθρώπου Χριστού (Γαλ. 4,6). Γι’ αυτό έχει γραφτεί στο Άγιο Ευαγγέλιο «ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν Αυτού» (Ρωμ. 8,9).
Ο χερουβικά μυηθείς στο θεανθρώπινο μυστήριο της Εκκλησίας σαν το πιο αγαπητό παν-μυστήριο του Θεού ο Μέγας Βασίλειος διακηρύσσει το παναληθές και χαρμόσυνο μήνυμα «Το πνεύμα το Άγιο αρχιτεκτονεί Εκκλησία Θεού».


Άγιον Πνεύμα και Εκκλησία στην Πατερική Παράδοση..

$
0
0
Άγιον Πνεύμα και Εκκλησία στην Πατερική Παράδοση
Πρωτοπρεσβύτερος  Θεόδωρος Ζήση
1.Η εκτός της Εκκλησίας δράσις του Αγίου Πνεύματος.

α'. Άγιον Πνεύμα και Εκκλησία.
Η ζωή και η ύπαρξις της Εκκλησίας συνδέονται στενώτατα προς την εν αυτή παρουσίαν του Αγίου Πνεύματος. Η Πεντηκοστή, κατά την οποί­αν απεστάλη το Άγιον Πνεύμα εις τους αποστόλους, ίνα μένη εις τον αιώνα μετ' αυτών και οδηγή αυτούς εις πάσαν την αλήθειαν, αποτελεί την γενέθλιον της Εκκλησίας ημέραν· "ει μη Πνεύμα παρήν, ουκ αν συνέστη η Εκ­κλησία, ει δε συνίσταται η Εκκλησία, εύδηλον ότι το Πνεύμα πάρεστιν", παρατηρεί ο Ιωάννης Χρυσόστομοςεις ομιλίαν του εις την Πεντηκοστήν[1]. Η εσωτέρα υφή και δομή της Εκκλησίας, η όλη υπόστασις αυτής είναι πνευ­ματική.

Ως προς την ιδιαιτέραν θέσιν, ην εν τη Εκκλησία έχουν ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα, διδάσκεται υπό των Πατέρων και υπό νεωτέρων περί Εκ­κλησίας και Πνεύματος καθορισμών ότι ο Χριστός αποτελεί την κεφαλήν, το δε Άγιον Πνεύμα την ψυχήν της Εκκλησίας, την ζωοποιούσαν το σώμα αυτής και συνδέουσαν τα μέλη προς την κεφαλήν και προς άλληλα[2].

Ιδιάζουσα ενέργεια του Πνεύματος εν τη Εκκλησία είναι η συνέχισις του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου και η εις έκαστον των μελών αυτής μετάδοσις των καρπών της απολυτρώσεως. Άνευ της δράσεως του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία η υπό του Χριστού πρόσληψις της ανθρωπίνης φύσεως, η αποκάθαρσις, η αφθαρτοποίησις και η θέωσις αυτής θα παρέμενον ψιλόν επίτευγμα άνευ σωτηριώδους αντικρύσματος ή, διά να χρησιμοποιήσωμεν άριστα εν προκειμένω αρμόζουσαν συνήθη φράσιν, θα παρέμενον "δώρον άδωρον". Η διά του Χριστού επιτευχθείσα νίκη κατά του θα­νάτου και της αμαρτίας θα παρέμενεν απρόσιτον διά τον ασθενή άνθρωπον κατόρθωμα, εάν δεν διηγείρετο και δεν ενεδυναμούτο υπό του Πνεύματος. Αυτήν την έννοιαν έχει και ο αποκλεισμός της δυνατότητος της σωτηρίας εκτός της Εκκλησίας, το exrta ecclesiam nulla salus, ιδέα αναπτυχθείσα υπό πολλών Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Χαρακτηριστικώς αναφέρομεν την γνώμην του Ωριγένους παρατηρούντος ότι αφ' εαυτού, άνευ της ενεργείας των αγιαστικών της Εκκλησίας μέσων, ουδείς σώζεται, αλλά περιπίπτει εις τον θάνατον[3].


Διά τούτο και η περίοδος εν τη οποία εκδιπλούται η ζωή της Εκκλη­σίας χαρακτηρίζεται ως ο ιδιαίτερος χρόνος της ενεργείας του Αγίου Πνεύ­ματος· Ubi enim Ecclesia, ibi et Spiritus Dei, et ubi Spiritus Dei, illic Ecclesia et omnis gratia, κατά τον Άγιον Ειρηναίον[4]. Εκκλησία και Άγιον Πνεύμα συν­δέονται οντολογικώς θα έλεγέ τις λαμβάνων μάλιστα υπ' όψιν την εικόνα του σώματος και της ψυχής, και ως προς την εν τη ιστορία έκφανσίν των το εν προσδιορίζει την παρουσίαν του ετέρου.


Ήδη εις την Καινήν Διαθήκην η παρουσία του Άγιου Πνεύματος εμφα­νίζεται ως συνέπεια της υπό του Χριστού τελειώσεως του έργου της σωτη­ρίας· "συμφέρει υμίν, ίνα εγώ απέλθω· εάν γάρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς"[5]. Προ του Σταυρού και της δόξης του Χριστού δεν είχε δοθή το Άγιον Πνεύμα· "ουδέπω γαρ ην Πνεύμα άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη"[6]. Η αφαίρεσις του σκέποντος τον άνθρωπον Πνεύματος εν τω παραδείσω ωφείλετο εις την εκ του Θεού αυτεξούσιον απομάκρυσιν αυτού· μένων εν τω Θεώ ο πρωτόπλαστος εσκέπετο υπό της Θ. Χάριτος. Έπρεπε διά τούτο να προηγηθή η διά του Χριστού επαναπροσέγγισις Θεού και ανθρώπου και εν συνεχεία να δοθή το Άγιον Πνεύμα ως "καταλλαγής τεκμήριον" κατά τον Χρυσόστο­μον[7].


Η περί Αγίου Πνεύματος ιδέα ως προσώπου διακεκριμένου εν τη Τριάδι αποτελεί χριστιανικήν καθαρώς διδασκαλίαν, ως άλλωστε και το περί Τριάδος δόγμα.Η γνώσις δε του Πνεύματος συνδέεται περισσότερον προς την εν τη Εκκλησία ενέργειαν αυτού, παρά προς την εκ της Γραφής πληροφορίαν. Οι αιρετικοί στηριζόμενοι εις το γεγονός της απουσίας ρητής εν τη Αγία Γραφή μνείας της Θεότητος του Αγίου Πνεύματος κατηγορούν τους υποστηρίζοντας ταύτην, ως εισάγοντας "ξένον Θεόν και άγραφον". Διά τούτο και η εναντίον των πνευματομάχων επιχειρηματολογία των πα­τέρων στηρίζεται όχι μόνον επί της Γραφής, αλλά και επί της εν τη Εκκλη­σία βιώσεως της ανακαινιστικής και θεωτικής δυνάμεως του Πνεύματος[8].


Η περί του τριαδικού προβλήματος θέσις του Σαβελλίου, κατά την οποί­αν ο εις την ουσίαν Θεός εμφανίζεται κατά διάφορον τρόπον εις τα στάδια της Θ. Οικονομίας, ως Πατήρ εν τη Παλαιά, ως Υιός εν τη Καινή και ως Πνεύμα εν τη Εκκλησία, παρά το εσφαλμένον αυτής τονίζει αρνητικώς τον ιδιαίτερον Εκκλησίας και Πνεύματος σύνδεσμον.


Την διάφορον θέσιν εκάστου προσώπου της Τριάδος εν τη Οικονομία συνδέει Γρηγόριος ο Θεολόγος προς την προοδευτικότητα της Αποκαλύψεως.Η Αποκάλυψις του Πνεύματος, η "εμπολίτευσις" του Αγίου Πνεύμα­τος εν τη Εκκλησία, αποτελεί πρόοδον εν τη αποκαλύψει του τριαδικού Θε­ού προς τον κόσμον. Η ανάληψις του Ιησού σημαίνει το πέρας των ενερ­γειών αυτού, αρχομένης έκτοτε της δράσεως του Πνεύματος[9].


Η διάκρισις ιδιαιτέρων περιόδων δράσεως και ενεργείας των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδοςείναι γενικώτερον παραδεκτή, συνδυαζομέ­νη προς τα ιδιάζοντα γνωρίσματα εκάστου προσώπου εν τη προς τον κόσμον σχέσει της Τριάδος. Εκ της επόψεως ταύτης ο Πατήρ είναι ο εξ ου τα πάντα, ο δημιουργός του κόσμου, ο Υιός ο δι' ου τα πάντα, ο λυτρωτής του κόσμου και το Άγιον Πνεύμα, η ζωογόνος του αγιασμού αρχή, το εν ω τα πάντα. Πρόκειται περί ενός καταμερισμού εργασίας, θα ελέγομεν, μεταξύ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος εν τη πορεία του σχεδίου της Θ. Οικονομίας. 


Την ιδέαν του εν λόγω καταμερισμού εκφράζει ο Χρυσόστο­μος λέγων "διενείμαντο την υπέρ ημών οικονομίαν Πατήρ και Υιός και Άγιον Πνεύμα"[10]. Βεβαίως η εν λόγω διανομή δεν πρέπει να νοηθή ως μεμο­νωμένη εκάστου προσώπου ενέργεια, αλλ' απλώς ως ιδιάζουσα· γενικώς η προς τα έξω ενέργεια της Τριάδος είναι κοινή, ει και κατά διάφορον τρό­πον συμμετέχει εις αυτήν έκαστον πρόσωπον "όπου γαρ αν μία της Τριά­δος υπόστασις παρή, πάσα πάρεστιν η Τριάς· αδιασπάστως γαρ έχει προς αυτήν και ήνωται μετ' ακριβείας απάσης"[11].

Η διάκρισις περιόδων εν τη Θ. Οικονομία εγένετο και μεταγενεστέρως εν τη Δυτική Θεολογία εις διαφόρους παραλλαγάς. Ο Ruppert von Deutz και ο Hugo von St. Victor  ως περίοδον δράσεως του Πατρός θέτουν το διάστημα από της δημιουργίας μέχρι της πτώσεως, ως βασιλείαν του Υιού το διάστη­μα από της πτώσεως μέχρι του θανάτου του Χριστού και ως βασιλείαν του Πνεύματος το διάστημα από του θανάτου του Χριστού μέχρι του τέλους του κόσμου. Κατά άλλην παραλλαγήν, ην εισηγείται ο Ioachim von Fiore, η βασιλεία του Πατρός διαρκεί μέχρι του Ζαχαρίου, πατρός Ιωάννου του Προδρόμου, του Υιού από του Προδρόμου μέχρι του Αγίου Βενεδίκτου, και του Αγίου Πνεύματος από του Αγίου Βενεδίκτου μέχρι του τέλους του κό­σμου. Ο εντοπισμός της δράσεως του Αγίου Πνεύματος εις την από του Α­γίου Βενεδίκτου περίοδον, εσφαλμένος βασικώς, εφ’ όσον το Άγιον Πνεύμα εκκέχυται επί της Εκκλησίας από της Πεντηκοστής, οφείλεται εις τας μυστικιστικάς τάσεις των μοναχικών ταγμάτων της Δύσεως, εις την έξαρσιν της διά του Αγίου Πνεύματος αμέσου επικοινωνίας προς την Θεότητα ά­νευ άλλων μέσων αποκαλύψεως[12].


Εκ των ανωτέρω καθίσταται φανερόν ότι η δόσις, η αποστολή του Πνεύ­ματος εις τον κόσμον συνδέεται προς την περίοδον της ιδρύσεως και συν­τηρήσεως της Εκκλησίας. Άμα Πνεύμα άμα Εκκλησία και άμα Εκκλη­σία άμα Πνεύμα, θα ελέγομεν μεταποιούντες την θέσιν του Αγίου Ειρη­ναίου.           


Είναι επομένως δυνατή η ενέργεια και δράσις του Αγίου Πνεύματος εκτός της Εκκλησίας;


β'. Το Άγιον Πνεύμα προ της επί γης ιδρύσεως της Εκκλησίας.


Εκκλησία κατά ευρείαν του όρου έννοιαν σημαίνει την κοινωνίαν Θε­ού και ανθρώπου. Η κοινωνία αύτη πραγματοποιείται εντός του κλίματος, της ατμοσφαίρας, την οποίαν δημιουργεί το Άγιον Πνεύμα. Η κοινωνία δεν είναι παρά αγάπη, και ο σύνδεσμος της αγάπης και εν τη εσωτερική της Θεότητος ζωή και εν τη σχέσει αυτής προς τον κόσμον είναι το Άγιον Πνεύμα. Ο Γρηγόριος Παλαμάς παραδίδει ότι υπάρχουν και οι δεχόμενοι ότι το Πνεύμα είναι "η κοινωνία και η αγάπη του Πατρός και του Υιού". Ο δε Χρυσόστομος ωραιότατα παρατηρεί ότι η παρουσία του Πνεύματος μεταξύ των ανθρώπων εξαρτάται εκ της φιλίας ή οργής του Θεού, νοουμέ­νων βεβαίως ουχί ανθρωποπαθώς αλλ’ ως σχέσεων απομακρύνσεως, αλλοτριώσεως του ανθρώπου εκ του Θεού αφ' ενός και έγγύτητος αφ' ετέρου· ο Θεός "αναστέλλει του Πνεύματος την χάριν, επειδάν ημίν οργίζεται"· αντι­θέτως "της καταλλαγής του Θεού δώρόν έστι το δοθήναι το Πνεύμα"[13].


Η ιστορία της επικοινωνίας ταύτης Θεού και ανθρώπου, διελθούσα διάφορα στάδια, χαρακτηριζόμενα ένθεν μεν εκ της προς τον Θεόν εγγύτη­τος και φιλίας ένθεν δε εκ της μακρύνσεως εξ αυτού - οργή, καταλλαγή -προσδιορίζει και την δράσιν του Πνεύματος και την ύπαρξιν της Εκκλη­σίας. Εφ' όσον δε δεν υπάρχει περίοδος, κατά την οποίαν να έχη παντελώς αποκοπή πάσα σχέσις Θεού και ανθρώπου, έπεται ότι το Πνεύμα ενεργούν την εν λόγω κοινωνίαν δρα και κατ' αυτήν ακόμη την περίοδον της πτώσε­ως και της απομακρύνσεως του ανθρώπου εκ του Θεού, προπαρασκευάζον την επαναπροσέγγισιν.


Η αρχή της Εκκλησίας άλλωστε δεν τίθεται εις την επί γης διά του Χριστού ίδρυσιν και στερέωσιν αυτής, αλλά ανατρέχει πολύ οπίσω· έχομεν την προεκκλησίαν όχι μόνον καθ' όλα τα στάδια του περί ανθρώπου σχεδίου του Θεού, αλλά απ’ αυτής της δημιουργίας των πνευματικών όντων, των αγγέλων. Εις την Εκκλησίαν των πνευματικών δυνάμεων "επιστάτης παρά Θεού και διδάσκαλος και αγιοποιός ο Παράκλητος"[14]. 


Ωρισμένοι μά­λιστα συγγραφείς το της Γενέσεως "και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος" ερμηνεύουν τροπικώς ως σημαίνον την επί των αγγέλων επιστασίαν[15]. Οι δε Γρηγόριος Θεολόγος και Μέγας Βασίλειος την τελείωσιν, έλλαμψιν και το προς κακίαν δυσκίνητον ή ακίνητον αυτών θεωρούν ως έρ­γον του Αγίου Πνεύματος[16]. Την Εκκλησίαν ως κοινωνίαν του Θεού προς τας πνευματικάς και λογικάς δυνάμεις ητοίμασεν ο Θεός προ καταβολής κόσμου[17].


Η πνευματική αύτη Εκκλησία μετεφυτεύθη επί της γης κατά την δημιουργίαν των πρώτων ανθρώπων και ηκολούθησεν έκτοτε την ιστορίαν του περί ανθρώπου σχεδίου του Θεού. Επιγραμματικώτατα ο Ωριγένης εκφρά­ζει την περί προεκκλησίας διδασκαλίαν, λέγων ότι δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι η Εκκλησία υφίσταται μόνον ex adventu Salvatoris in carne, από της ενσαρκώσεως δηλαδή του Σωτήρος, sed ab initio humanis generis et ab ipsae constitutione mundi, αλλ’ από της αρχής του ανθρωπίνου γένους και απ’ αυτής της ιδρύσεως του κόσμου. Άλλωστε, λέγει, ο απόστολος Παύλος δέχεται ότι αύτη εθεμελιώθη όχι μόνον επί τω θεμελίω των αποστόλων αλλά και των προφητών. Προφήτης όμως ήτο και ο Αδάμ, διότι προείδε την διά του γάμου αύξησιν του ανθρωπίνου γένους. Το γεγονός επίσης ότι ο Ιησούς πα­ρέλαβε την Εκκλησίαν διά να ανακαινίση και αποκαθάρη αυτήν σημαίνει ότι προϋπήρχεν η Εκκλησία- δεν ήτο δυνατόν να εκλέξη και λάβη την μη υπάρχουσαν Εκκλησίαν[18].


Υφίσταται λοιπόν η Εκκλησία ως κοινωνία Θεού και ανθρώπου ήδη από της αρχεγόνου καταστάσεως. Η εν τω παραδείσω ζωή των πρωτοπλά­στων παρουσιάζεται υπό πλείστων πατέρων ως ζωή εγγύτητος και φιλίας προς τον Θεόν, εν τη οποία υφίστατο και αυτή έτι η δυνατότης της προς τον Θεόν ομιλίας. Οι πρωτόπλαστοι διήγον ως άγγελοι εν τω παραδείσω, απηλλαγμένοι παθών και αναγκών. Η αγγελική, η πνευματική αύτη κατάστασις της πλήρους προς τον Θεόν κοινωνίας, της παρρησίας, οφείλεται εις την λόγω των αρμονικών σχέσεων Θεού και ανθρώπου παρουσίαν "της άνωθεν δόξης", "της άνωθεν ροπής", η οποία "παντός ιματίου μάλλον αυτούς περιέσκεπε"[19]. Το Άγιον Πνεύμα, λέγει ο Νύσσης, πριν αμαρτήσουν οι πρω­τόπλαστοι ήτο καταμεμιγμένον αυτοίς· απεφοίτησε δε εν συνεχεία "διά το γενέσθαι σάρκα τον άνθρωπον"[20]. Ο δε Θεοφάνης Κεραμεύς ομιλών περί της παρουσίας του Πνεύματος εν παραδείσω παρατηρεί· "ουκ άλλως γαρ ην εν αγιασμώ είναι τον άνθρωπον, και τη προς Θεόν οικειότητι, ει μη τη του αγίου Πνεύματος μετουσία κατεκαλλύνετο"[21]. Δεκτικός πάσης αρετής ο άνθρωπος ως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού πλασθείς, κατά τον Κύριλλον Αλεξανδρείας, "ηγιάσθη του θείου Πνεύματος αποδεδειγμένος μέτοχος· ο και διά την αμαρτίαν αποβέβληκε"[22].


Εις τον Δίδυμον Αλεξανδρείας ευρίσκομεν την άποψιν ότι το κατ' εικό­να αναφέρεται εις το θεϊκόν εμφύσημα, το οποίον προέρχεται εκ του Αγίου Πνεύματος. Διά τούτο και εν τω βαπτίσματι "την γεγραμμένην εικόνα και ομοίωσιν του Θεού απολαμβάνομεν, ην εδεξάμεθα διά του θεϊκού εμφυσή­ματος και απωλέσαμεν διά του αμαρτήματος· και αύθις ευρισκόμεθα οίοί περ επί του πρωτοπλάστου εγεγόναμεν, αναμάρτητοι και αυτεξούσιοι"[23]. Βεβαίως το εμφύσημα της ζωής δεν σχετίζεται υπό όλων των πατέρων προς το Άγιον Πνεύμα· υπό μερικών μάλιστα καταπολεμείται η εν λόγω άποψις. Εκλαμβάνεται δε τούτο ως η υπό του Θεού δωρηθείσα ζωτική δύναμις, η οποία έθεσεν εις κίνησιν το ανενέργητον και εκ χοός πλασθέν σώμα. Δεν πρόκειται δηλαδή περί μετοχής εις την ουσίαν του Θεού, αλλά περί οντο­λογικού εφοδιασμού του ανθρώπου διά της δυνάμεως της ζωής. Το Άγιον Πνεύμα ενεργούν επί των πρωτοπλάστων καθίστα αυτούς μετόχους της αγιαστικής αυτού ενεργείας[24]. Γενικόν πάντως δίδαγμα της εκκλησιαστικής παραδόσεως τυγχάνει η άποψις ότι η εξαίρετος κατάστασις του πρωτοπλά­στου, οφειλομένη και εις την υπό του Πνεύματος χαρισματοδότησιν και εις τον οντολογικόν αυτού εφοδιασμόν διά φυσικών πλεονεκτημάτων, λόγω της διαπράξεως της αμαρτίας χάνεται. Η κοινωνία Θεού και ανθρώπου δέ­χεται ισχυρόν πλήγμα. Άρχεται η περίοδος της οργής, της από του Θεού αλλοτριώσεως, της αναστολής της διαρκούς παρουσίας του Αγίου Πνεύ­ματος.


Μετά του ανθρώπου πίπτει και η Εκκλησία και άρχεται η δραματική πορεία αυτής εντός ενός κόσμου, ένθα το Άγ. Πνεύμα δεν αποτελεί διαρ­κή παρουσίαν, αλλά έχει αποδημήσει. Η Εκκλησία άνευ επαρκών πνευμα­τικών εφοδίων εγκαταλείπει ως πόρνη τον Νυμφίον αυτής, διαφθείρεται υπό των δαιμόνων, προσκολλάται εις ψευδείς θεούς και καταρρυπούται υπό των κηλίδων της ειδωλολατρείας και της αμαρτίας - κατέστη αύτη θυγάτηρ των δαιμόνων, προσκεκολλημένη εις την γην, ρυπώσα, αιχμώσα, γυ­μνή, πεφυρμένη αίματι[25].


Και εν τη αισχρότητι και τη εις τους δαίμονας προσφυγή δεν εγκατα­λείπεται υπό του Θεού η Εκκλησία. "Πόρνης επεθύμει ο Θεός;", ερωτά ο Χρυσόστομος, διά να απαντήση ο ίδιος· "ναι πόρνης· της φύσεως της ημε­τέρας λέγω"[26]. Η φροντίς του Θεού διά την πεσούσαν ανθρωπότητα εκδηλούται διά της δράσεως του Αγίου Πνεύματος καθ' όλην την διάρκειαν της πτώσεως προς προπαρασκευήν της ανακαινίσεως και τελειώσεως της Εκκλησίας. Η εν τη Παλαιά Διαθήκη δράσις του Αγίου Πνεύματος είναι αναμ­φισβήτητος· περί αυτού δε είναι σύμφωνος ολόκληρος η εκκλησιαστική παράδοσις. Ήδη εις την Καινήν Διαθήκην ο Στέφανος ομιλών περί της σκλη­ρύνσεως των Ιουδαίων και της αντιστάσεώς των εις το κήρυγμα του Ιησού θεωρεί την εν λόγω στάσιν ως αντίδρασιν κατά του Πνεύματος κατά τρό­πον όμοιον προς την στάσιν των πατέρων των, οι οποίοι αντέδρων εις την διά του Πνεύματος εν διαφόροις θαυματουργίαις εκδηλουμένην θείαν χειραγωγίαν[27]. Η προφητεία επίσης αποτελεί ενέργειαν του Πνεύματος ως και η θεοπνευστία των ιερών της Παλ. Διαθήκης συγγραφέων· τούτο παρέχει πνευματικούς οφθαλμούς εις τους προφήτας και κινεί την χείρα των συγ­γραφέων. Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων εις τας Κατηχήσεις του λαμβάνων κα­τά σειράν τα βιβλία της Π. Διαθήκης αποδίδει πάντα τα εξιστορούμενα εν αυτοίς θαυμαστά γεγονότα εις δράσιν του Αγίου Πνεύματος. Εις τον Μωϋσέα, Ιησούν του Ναυή, την ζωήν των δικαίων Πατριαρχών, τους Κριτάς και τους Προφήτας δρα σαφώς το Άγιον Πνεύμα[28]. Ακριβώς δε λόγω της πολυσχιδούς εν τη Π. Διαθήκη δράσεως του Αγίου Πνεύματος, ο Χρυσό­στομος δέχεται ότι οι Ιουδαίοι ενώ ηγνόουν τα περί Θεού Λόγου, εγνώριζον τα περί Πατρός και Πνεύματος, αν και περί του τελευταίου δεν είχον την προσήκουσαν γνώμην. Το Άγ. Πνεύμα δρα εις την λατρείαν των Ιου­δαίων και την Ιερωσύνην αυτών. Εγκαταλείπει δε τον Ιουδαϊσμόν από της εποχής, καθ’ ην ήραν τας χείρας κατά του Χριστού, οπότε μεταφέρεται εις τους αποστόλους. Το προφητικώς λεχθέν υπό του Κυρίου εν σχέσει προς την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ "ιδού αφίεται ο οίκος υμών έρημος" ση­μαίνει κατά τον αυτόν πατέρα την ερημίαν του Πνεύματος. Από της ημέ­ρας εκείνης απέστη παντελώς η του Πνεύματος χάρις, αν και προ ταύτης εισέτι της προφητείας, μετά την περίοδον των μεγάλων προφητών σπανίως ενεφανίζετο αύτη, ούτε επώπτευε πλέον την Σκηνήν του Μαρτυρίου[29].


Η Π. Διαθήκη δεν περιέχει μόνον την ιδιαιτέραν εν τω Ισραήλ ενέργειαν του Θεού, η οποία άρχεται διά της επί Αβραάμ εκλογής αυτού ως εκλεκτού λαού. Προ της εκλογής αλλά και μετ’ αυτήν υπήρχεν η Εκκλη­σία των Εθνών, επί της οποίας δρα η Χάρις του Θεού. Δεν υπάρχει περίο­δος της Ιστορίας άνευ της δράσεως του Αγίου Πνεύματος. Ήδη το Άγιον Πνεύμα ενεργεί επί του Νώε, του Ιώβ, του Αβραάμ. Ο χριστιανικός Θεός είναι οικουμενικός Θεός· "ουκ έστι μερικός Θεός, αλλά πάντων πατήρ... Ότι γαρ ουκ αυτούς (τους Ιουδαίους) εξελέξατο μόνον, αλλά πάντων ην κηδεμών, δείκνυσι μεν και τα προ Μωϋσέως, ουκ έλαττον δε και τα επ' αυτού· και μετά τούτον τα καθέκαστα γινόμενα"[30]. Ο Γρηγόριος ο Θεολό­γος μάλιστα διατυπώνει την άποψιν ότι την ύπαρξιν του Αγίου Πνεύματος συνέλαβον και οι θεολογικώτεροι των Ελλήνων, οι μάλλον προς τον Χριστιανισμόν προσεγγίσαντες· "διηνέχθησαν" όμως ως προς την ονομασίαν, αποκαλέσαντες αυτό νουν του παντός, και θύραθεν νουν[31].


Λόγω ακριβώς της δράσεως του Άγ. Πνεύματος εν τη προεκκλησία οι προπάτορες, οι προφήται και οι δίκαιοι θεωρούνται ως μέλη της Εκκλησίας σεσωσμένα, έχουν δε καθιερωθή εν τω εορτολογίω ειδικαί εορταστικαί ημέραι επί τη μνήμη αυτών. Το "όσα ουν παρά πάσι καλώς είρηται, ημών των Χριστιανών εστι", διά του οποίου ο Ιουστίνος ενέταξε εις τον Χριστιανισμόν τα σπερματικώς αληθή στοιχεία της ελληνικής φιλοσοφι­κής σκέψεως[32], επεκτείνεται υπό του Χρυσοστόμου και επί της ζωής των προ Χριστού δικαίων "Τι δε έστιν εν σώμα; Οι πανταχού της οικουμένης πιστοί και όντες και γενόμενοι και εσόμενοι. Πάλιν και οι προ της του Χριστού παρουσίας ευηρεστηκότες εν σώμά εισΓ[33]. Την θέσιν ταύτην της χρο­νικής και τοπικής καθολικότητος της Εκκλησίας αναπτύσσει και ο Αυγου­στίνος, δεχόμενος ότι μέλη της Εκκλησίας είναι όχι μόνον οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης, αλλά και οι εκ των εθνικών δίκαιοι· μεταξύ αυτών δε μνημο­νεύει τον Ιώβ, τον Μελχισεδέκ και μερικάς των Σιβυλλών[34].


Εκτός της εν τη Παλαιά Διαθήκη δράσεως του Αγίου Πνεύματος, τούτο ενεργεί και εν τη Καινή Διαθήκη προ της κατά την Πεντηκοστήν επιφοιτήσεως. Ο ευαγγελισθείς την Θεοτόκον άγγελος βεβαιοί ότι το παιδίον θα συνελαμβάνετο εκ Πνεύματος Αγίου. Η Ελισσάβετ επλήσθη Πνεύματος Αγίου και προφητικώς διείδε τον μέλλοντα να προέλθη εκ της Μαρίας Κύριον. Κατά την βάπτισιν του Ιησού το Πνεύμα εν είδει περιστεράς μαρτυ­ρεί περί της θεότητός του. Την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος εχάρισεν εις τους αποστόλους ο Ιησούς, όταν εμφανισθείς μετά την ανάστασιν έδω­κεν εις αυτούς την εξουσίαν του αφιέναι αμαρτίας[35].


Αναμφισβήτητος λοιπόν η εν τη προεκκλησία δράσις του Πνεύματος. Αλλ’ ως μεταξύ προεκκλησίας και Εκκλησίας παρεμβάλλεται μία σταδια­κή, βαθμιαία πορεία της προσεγγίσεως Θεού και ανθρώπου, υπάρχει μία δυναμικότης μεταξύ ατελούς και τελείου, προπαρασκευής και πληρώσεως, και η Εκκλησία πληρούται και τελειούται εν Χριστώ και Αγίω Πνεύματι, ανάλογόν τι συμβαίνει και με την δράσιν του Πνεύματος εν τη προεκκλησία και τη Εκκλησία.


γ'. Η διαφορά της εν τη προεκκλησία και τη Εκκλησία δράσεως του Αγίου Πνεύματος.

Επί τη βάσει της διδασκαλίας των Πατέρων αι διαφοραί της εν τη προ­εκκλησία και τη Εκκλησία δράσεως του Αγίου Πνεύματος είναι αι εξής:

1. Εν τη προεκκλησία η ενέργεια του Πνεύματος εις πρόσωπόν τι ήτο ειδική εκλογή αυτού προς επιτέλεσιν ωρισμένου έργου. Δεν ήτο γενική χά­ρις μεταδιδόμενη εις πάντας διά του βαπτίσματος ως εις την Εκκλησίαν. Διά τούτο και η εις πάντας έκχυσις του Αγίου Πνεύματος κατά τον προφήτην Ιωήλ ήτο ελπίς εσχατολογική, η οποία επληρώθη κατά τους Πατέ­ρας εις την Πεντηκοστήν και πληρούται διαρκώς εν τη Εκκλησία. Ούτω κατενοήθη η θέσις του Ιωήλ υπό του Πέτρου ως εμφαίνεται εις το μετά την επιφοίτησιν κήρυγμα αυτού[36].


2.Εν τη προεκκλησία οι προφήται και οι δίκαιοι μετείχον του Πνεύ­ματος δεν κατείχον το Πνεύμα. Η παρουσία αυτού ήτο έκτακτον, ασύνη­θες γεγονός, όχι διαρκής παραμονή. Αντιθέτως κατά την Πεντηκοστήν το Πνεύμα εκάθισεν εφ’ ένα έκαστον των αποστόλων· "τουτέστι, παρέμεινεν, επανεπαύσατο· το γαρ καθίσαι του εδραίου εστί σημαντικόν και του μείναι". Η πνοή του Πνεύματος απετέλεσε κολυμβήθραν εντός της οποίας εβαπτίσθησαν οι απόστολοι. "Έφθασε μεν γαρ και επί τους πατέρας η χάρις, αλλ’ ώδε υπερβολικώς. Εκεί μεν γαρ μετέσχον αγίου Πνεύματος ώδε δε αυτοτελώς εβαπτίσθησαν". Ακόμη και οι απόστολοι προ της Πεντηκοστής μετείχον μερικώς του Πνεύματος· μετ' αυτήν ενεδύθησαν υπ' αυτού παντα­χόθεν. Προηγουμένως εθαυματούργουν τη εξουσία απλώς του Πνεύματος και δεν ηδύναντο να παράσχουν αυτό και εις άλλους. Μετά την Πεντηκο­στήν όμως "ώσπερ επί του πυρός όσους αν τις θέλοι λύχνους ανάπτει, το πυρ ουδέν ελαττών· ούτω και επί των αποστόλων συνέβαινε τότε. Και γαρ διά του πυρός, ου μόνον το δαψιλές της χάριτος εδείκνυτο, αλλά και πηγήν έκαστος ελάμβανε Πνεύματος"[37].


3. Υπάρχει διαφορά και ως προς την έντασιν ή την ποσότητα του Πνεύ­ματος. Το Άγιον Πνεύμα δρα κατά διάφορον έντασιν εις τας διαφόρους αυτού "εμφάσεις"· "ούτως η του Πνεύματος χάρις αμυδροτέρα μεν εν τοις πατριάρχαις, ισχυροτέρα εν τω νόμω και τοις προφήταις, τηλαυγέστερον δε και οίον ουσιωδώς, θεολογικώς ειπείν, εν τοις αποστόλοις εξέλαμψεν". Κατά την Πεντηκοστήν παρεσχέθη τελειωτικώς και καθ' ολοκληρίαν η χά­ρις του Πνεύματος[38]. Το πλήρες της παρουσίας του Αγ. Πνεύματος εκφρά­ζει και η εις τον Γρηγόριον Θεολόγον απαντώσα ιδέα περί είδους τινός εναν­θρωπήσεως του Πνεύματος. Το Πνεύμα δεν είναι, λέγει, εν τη Εκκλησία "ενεργεία παρόν... ως πρότερον", αλλά "ουσιωδώς δε, ως αν είποι τις, συγγινόμενόν τε και συμπολιτευμένον. Έπρεπε γαρ, τον Υιόν σωματικώς ημίν ομιλήσαντα, και αυτό φανήναι σωματικώς· και Χριστού προς εαυτόν επανελθόντος εκείνο προς ημάς κατελθείν"[39]. Η πλήρης και διαρκής παρουσία του Πνεύματος εκφράζεται και διά των όρων "επιδημία" του Πνεύματος, "κατάμειξις" και "ανάκρασις" αυτού προς την ψυχήν του βαπτιζομένου[40].


Δρα λοιπόν το Άγιον Πνεύμα και εκτός της τελειωθείσης εν Χριστώ Εκκλησίας. Την δράσιν του άλλωστε ταύτην συνάγει κανείς και εκ της αναφερθείσης βασικής δογματικής θέσεως, καθ' ην, αν και έκαστη περίο­δος της ιστορίας της Θ. Οικονομίας χαρακτηρίζεται εκ της ιδιαζούσης ενός προσώπου της Τριάδος ενεργείας, εν τούτοις γενικώς η προς τα έξω ενέργεια της Τριάδος είναι κοινή.


 δ'. Το Άγιον Πνεύμα μετά την εν Χριστώ ίδρνσιν της Εκκλησίας.

Έτερον σκέλος του προβλήματος ως προς την εκτός της Εκκλησίας δράσιν του Πνεύματος είναι εάν ιδρυθείσης ήδη επί της γης της Εκκλη­σίας, είναι δυνατόν να σωθούν οι εκτός αυτής ευρισκόμενοι. Πρόκειται πε­ρί δυσχερούς προβλήματος, ιδίως όταν εξετασθή τούτο υπό το δεδομένον της διαιρέσεως των "εκκλησιών", εκάστη των οποίων διεκδικεί δι’ εαυτήν την αλήθειαν και την αποκλειστικήν του Πνεύματος κατοχή, θεωρούσα τας λοιπάς ως σχισματικάς, αιρετικάς μη καθοδηγουμένας υπό του Αγίου Πνεύ­ματος. Ο Οικουμενισμός έχει αμβλύνει βεβαίως τας διαφοράς, αι μονομέρειαι τείνουν να εξαλειφθούν και η μομφή της αιρέσεως δεν επιρρίπτεται ευκόλως εις τινα εκκλησίαν[41]. Η θέσις πάντως της αρχαίας ηνωμένης Εκ­κλησίας ως προς τους αιρετικούς και σχισματικούς είναι ότι εθεώρει αυτούς αποκεκομμένους του σώματος της Εκκλησίας, διότι ενσυνειδήτως προέβαλλον την ενότητα της πίστεως οι αιρετικοί και της διοικήσεως οι σχι­σματικοί. Η ενότης όμως είναι έργον του Αγ. Πνεύματος και οι λυμαινόμενοι αυτήν ανθίστανται εις την ενοποιόν δράσιν του Πνεύματος[42].

Ως προς την δυνατότητα σωτηρίας των μη βεβαπτισμένων, των μη ανη­κόντων εις την χριστιανικήν Εκκλησίαν, γίνεται δεκτόν, ότι δια τους ακουσίως και υπ' αδηρίτου ανάγκης τη πλάνη προσκειμένους είναι δυνα­τόν να έλθη η Χάρις του Πνεύματος δι' εκτάκτων αγωγών, χωρίς να παρα­βλάπτεται η Εκκλησία ως διατεταγμένος και τακτικός φορεύς της Θείας Χάριτος[43]. Πρόθεσις του Θεού είναι η σωτηρία πάντων των ανθρώπων. Ως δε εν τη περιόδω της πτώσεως η εκλογή του Ισραήλ ως ιδιαιτέρου οργάνου της Αποκαλύψεως δεν έσήμαινεν έγκατάλειψιν των Εθνών, ούτω και η εις την Εκκλησίαν ανάθεσις του έργου της σωτηρίας δεν σημαίνει αποκλει­στικόν εν αυτή περιορισμόν του σωτηριώδους σχεδίου του Θεού. Άλλωστε διά να εισέλθη τις εις την Εκκλησίαν και πριν γίνη μέλος αυτής πρέπει να διεγερθή η διάθεσίς του υπό του Αγ. Πνεύματος, υπό της προκαταρκτικής, προπαρασκευαστικής λεγομένης Χάριτος. Προπαρασκευάζεται δηλαδή υπό του Αγίου Πνεύματος η είσοδος εις την Εκκλησίαν, όχι μόνον κατά το προ της επί γης ιδρύσεως ταύτης στάδιον εις τον Ιουδαϊσμόν και τα Έθνη, αλλά και μετά την ίδρυσιν αυτής. Αι μεγάλαι ιεραποστολικαί εξορμήσεις της Εκκλησίας του Βυζαντίου και αι επιτυχίαι αυτών, ως και η σύγχρονος ιερα­ποστολική των Εκκλησιών δραστηριότης επί της εν λόγω δράσεως του Πνεύ­ματος ερείδονται.


Οι εκτός της Εκκλησίας υπό την επήρειαν του Πνεύματος τελούντες είναι μέλη της Εκκλησίας ουχί τω πράγματι (in re), αλλά τη διαθέσει, τη επιθυμία (in voto) και η παραμονή των εκτός της Εκκλησίας δεν οφείλεται εις συνειδητήν κατά του Πνεύματος αντίστασιν, αλλά εις ιστορικούς, γεωγραφικούς, εξωτερικούς εν γένει παράγοντας. Η Β' Βατικάνειος σύνοδος έχει διατυπώσει ως εξής την σχετικήν διδασκαλίαν της· "Διά τους ανθρώ­πους, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τον πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αναγνωρίζουν όμως Δημιουργόν ή διά συμβόλων και εικόνων αναζητούν τον άγνωστον Θεόν, από αυτούς δεν είναι πολύ μακράν ο Θεός, 'ο διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα' και θέλων ως Λυτρωτής 'πάντας ανθρώ­πους σωθήναι'. Διότι εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι χωρίς ιδικήν των ευθύνην δεν γνωρίζουν το Ευαγγέλιον του Χριστού και της Εκκλησίας αυτού, αναζητούν όμως καθαρά τη καρδία τον Θεόν και εκπληρούν εμπράκτως την εν τη επιταγή της συνειδήσεως εκφραζομένην θέλησιν του Θεού, τη βοήθεια, της Χάριτος αυτού δύνανται να επιτύχουν την αιωνίαν σωτηρίαν"[44].


Το γεγονός ακριβώς της υπάρξεως ανθρώπων ζώντων εκτός της Εκκλη­σίας άνευ ιδίας ευθύνης, ωδήγησε τον Κ. Rahner εις την διατύπωσιν της θέ­σεως ότι εκτός της ιδιαιτέρας, μερικής οικονομίας του Θεού (Heilsgleschiche), η οποία πραγματούται εν τω Ισραήλ και τη Εκκλησία, υφίσταται και γε­νική Οικονομία, καθολικόν περί ανθρώπου σωτηριώδες σχέδιον. Το ίστασθαι εκτός της καθιδρυμένης εκκλησιαστικής κοινωνίας δεν σημαίνει και έξωσιν εκ του γενικού περί ανθρώπου σχεδίου του Θεού. Υπάρχει κοινός σκοπός και κοινόν τέρμα των δύο του Θεού σχεδίων κατά το τέλος της ιστο­ρίας, η πλήρης κοινωνία και ενότης του ανθρώπου μετά του Θεού εν τω Χρι­στώ, εις την ουράνιον Εκκλησίαν, εις την βασιλείαν του Θεού. Εν τη Εκκλησία πραγματούται ενδεικτικώς η εν λόγω ενότης· ταύτην δε εξαίρει αρνητικώς η εκτός της Εκκλησίας διεσπασμένη ανθρωπότης, η οποία κα­λείται να μετάσχη της εν τη Εκκλησία ενότητος. Εν τη Εκκλησία αντιπροσωπευτικώς ο Θεός αισθητοποιεί το τελικόν περί ανθρώπου σχέδιον αυτού, ως εν τω Ισραήλ προετυπούτο το εν τη Εκκλησία μέλλον να πραγματωθή σωτηριώδες γεγονός της λυτρώσεως[45].


Ομοίας απόψεις είχε διατυπώσει ενωρίτερον ο Μπερδιάγιεφ. Ούτος ετόνισε την δυναμικήν πορείαν της Εκκλησίας προς την ολοκλήρωσίν της πέραν της ιστορίας εις τα έσχατα. Η εν τη ιστορία πραγματοποιουμένη και ενσαρκουμένη Εκκλησία δεν εξαντλεί το απροσμέτρητον βάθος αυτής. Η ενσάρκωσις είναι συμβολισμός· η ορατή εκκλησία συμβολισμός της αο­ράτου, μερική πραγματοποίησις αυτής, ατελής μορφή της ύλης, του δυνά­μει αυτής. Επικρίνει διά τούτο την παλαιάν αντίληψιν των Καθολικών πε­ρί Εκκλησίας, η οποία κατεδίκαζε την πλειονότητα των ανθρώπων εις απώλειαν, παρατηρών ότι πρέπει να γίνη δεκτόν ότι ο κύκλος της δυνάμει Εκ­κλησίας είναι ευρύτερος του κύκλου της ορατής Εκκλησίας. Αναφέρει δε και την προς διόρθωσιν της στενής εκκλησιολογικής προοπτικής γινομένην υπό των Καθολικών διάκρισιν μεταξύ της ψυχής και του σώματος της Εκ­κλησίας. Κατ' αυτήν όλοι, όσων η βούλησις προσανατολίζεται προς τον Θε­όν και το θείον ανήκουν εις την ψυχήν της Εκκλησίας, έστω και αν η συνείδησίς των δεν είναι ακόμη χριστιανική και δεν λαμβάνουν μέρος εις την ζωήν, την ένσαρκον και ορατήν της Εκκλησίας. Όσοι μετέχουν των μυ­στηρίων και υπακούουν εις την ιεραρχίαν ανήκουν και εις το σώμα της Εκ­κλησίας[46].


Όλαι αύται αι προσπάθειαι επιχειρούν να διασπάσουν τον περιορι­σμόν της Εκκλησίας εις αυστηρώς εξωτερικά, οργανωτικά πλαίσια, να ανεύρουν την πνευματικήν υπόστασιν της Εκκλησίας, να συνδέσουν την εκκλησιολογίαν προς την πνευματολογίαν, η οποία λόγω του υπερτονισμού της δικαιώσεως εν Χριστώ, της καταλλαγής και του ορατού της Εκκλησίας στοιχείου, έμεινεν εν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κυρίως ατροφική και υπανάπτυκτος[47].


ε'. Η κοσμική λειτουργία του Αγίου Πνεύματος.

Τα μέχρι τούδε λεχθέντα ανεφέροντο εις την επί των λογικών όντων και κυρίως των ανθρώπων ενέργειαν του Πνεύματος. Και η άλογος όμως κτίσις καθίσταται αντικείμενον ενεργείας του Πνεύματος. Ήδη κατά την δημιουργίαν του κόσμου το Πνεύμα του Θεού, ως παραδίδει η Γένεσις[48], επεφέρετο επάνω του ύδατος, ζωογονούν και θάλπον την φύσιν αυτού "κα­τά την εικόνα της επωαζούσης όρνιθος, και ζωτικήν τινα δύναμιν ενιείσης τοις υποθαλπομένοις"[49]. Πρόκειται πάντως περί επιμάχου εις την πατερικήν ερμηνευτικήν παράδοσιν χωρίου· διίστανται αι γνώμαι των εκκλησια­στικών συγγραφέων επί του εάν η Γένεσις εννοή α) του αέρος την χύσιν, β) το Άγιον Πνεύμα και γ) ενέργειαν απλώς του Θεού ζωογονούσαν το ύδωρ[50]. Ο Θεοδώρητος θεωρεί ως αληθεστέραν την άποψιν ότι εννοεί την χύσιν του αέρος[51], ο δε Βασίλειος αναφέρων και την εν λόγω εκδοχήν ως πιθανήν, εκλαμβάνει ως αληθεστέραν την άποψιν, εγκριθείσαν δε και υπό των προ αυτού ερμηνευτών ότι "Πνεύμα Θεού το άγιον είρηται· διά το τετηρήσθαι τούτο ιδιαζόντως και εξαιρέτως της τοιαύτης μνήμης υπό της Γραφής αξιούσθαι, και μηδέν άλλο Πνεύμα Θεού ή το άγιον το της θείας και μα­καρίας Τριάδος συμπληρωματικόν ονομάζεσθαι"[52]. Την άποψιν ταύτην δέ­χονται και ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Θεοφάνης Κεραμεύς, αλλά ερμηνεύ­ουν αλληγορικώς τα ύδατα, ως τας αγγελικάς δυνάμεις επί των οποίων επεστάτει το Πνεύμα[53]. Απλήν ενέργειαν του Θεού, ερμηνεία η οποία σημειω­τέον γίνεται αποδεκτή και υπό της συγχρόνου θεολογίας της Π. Διαθήκης, μνημονεύει ο Προκόπιος, χωρίς να αναφέρη τον εισηγητήν της[54].

Είναι γενικώτερον πάντως παραδεκτόν ότι υπό του Αγίου Πνεύματος ενδυναμούται "πάσα κτίσις, ορατή και αόρατος, λογική και μη λογική". Το Άγιον Πνεύμα θεωρείται ως το στοιχείον το συνέχον την σύνθετον των όντων δομήν και εναρμονίζον τας αντιτιθεμένας των φυσικών στοιχείων ενεργείας. Τούτο κατά τον Δίδυμον "φιλίαν μόνιμον τη κτίσει χορηγεί, και αλύτοις αυτήν έσφιξε δεσμοίς και ήδρασεν άκατάσειστον και πάντα τη εαυτού δυνάμει στηρίζει". Ουδέν κτιστόν έχει εν εαυτώ την αιτίαν της ζω­ής, ούτε δύναται να παραγάγη αυτήν. Εστερημένη η κτίσις του θεϊκού Πνεύ­ματος απονεκρούται[55]. Η συντήρησις του κόσμου είναι έργον του Αγίου Πνεύματος. Τούτο δηλοί κατά τους Πατέρας η Π. Διαθήκη λέγουσα "εξαποστελείς το πνεύμα σου και κτισθήσονται και ανακαινιείς το πρόσωπον της γης... αντανελείς το πνεύμα αυτών και εκλείψουσι και εις τον χουν αυτών επιστρέψουσι" και "τω λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι αυτού πάσα η δύναμις αυτών". Ονομάζεται διά τούτο συνδημιουργόν και ισουργόν του υποστήσαντος κατ' αρχήν την κτίσιν Θεού[56].


Η επί των στοιχείων της φύσεως δράσις του Πνεύματος καταφαίνεται άριστα εις την λατρείαν της Εκκλησίας, εν τη οποία όλα τα δημιουργήμα­τα εμφανίζονται ως δυνάμενα να δεχθούν τον αγιασμόν του Αγίου Πνεύ­ματος, και να κατευθυνθή ούτω η λειτουργία αυτών εις επιθυμητούς στό­χους. Υπενθυμίζομεν ακόμη την εν τοις μυστηρίοις μεταβολήν, μεταποίησιν των στοιχείων τη δυνάμει του Πνεύματος και την τελικήν του κόσμου ανακαίνισιν και αφθαρτοποίησιν των ανθρωπίνων σωμάτων, ίνα καταδειχθή ευκρινέστερον η κοσμικών διαστάσεων δράσις του Πνεύματος. Το ενοικούν εν ανθρώποις Πνεύμα θα ζωοποιήση τα νεκρά σώματα κατά την ανάστασιν, ως λέγει ο Παύλος, και ως προείδεν ο Ιεζεκιήλ εν τω οράματι αυτού, κατά το οποίον τα οστά τα γυμνά και ξηρά ζωοποιούνται υπό του Πνεύμα­τος. Η συστενάζουσα και συνωδίνουσα τω ανθρώπω κτίσις θα ελευθερωθή και αύτη της φθοράς και του θανάτου ακολουθούσα τον άνθρωπον, η ιστο­ρία του οποίου προσδιορίζει και την ιδικήν της[57].



2. Η σημασία της Ορθοδόξου Πνευματολογίας.

Εις το μυστήριον της σωτηρίας και ανακαινίσεως του ανθρώπου δια­κρίνονται ευχερώς δύο φάσεις, δύο οικονομίαι· η οικονομία του Υιού και η οικονομία του Αγίου Πνεύματος. Ο Χριστός αναλαβών την ασθενήσασαν ανθρωπίνην φύσιν δεν αποκατέστησεν απλώς αυτήν εις την προ της πτώσεως κατάστασιν, εις το κατά φύσιν και το κατ' εικόνα Θεού, αλλά τεθεωμένην κατά χάριν ύψωσεν αυτήν εις τον ουρανόν διά της Αναλήψεως. Τα αποκτηθέντα εν Χριστώ είναι ασυγκρίτως υψηλότερα και περισσότερα των απολεσθέντων εν τω παραδείσω.

Διά της Αναλήψεως περατούται η οικονομία του Υιού. Η εκ της ιστο­ρικής σκηνής απουσία αυτού καθιστά προβληματικήν την καρποφορίαν και οικείωσιν του επιτελεσθέντος υπ' αυτού σωτηριώδους έργου. Υπήρχε βε­βαίως ο σύλλογος των μαθητών και η περί αυτούς κοινότης· είχον πιστεύσει ούτοι εις το κήρυγμα του Χριστού και είδον ιδίοις όμμασι την δύναμιν αυτού. Έλαβον οι απόστολοι την χάριν των ιάσεων και των θαυμάτων, διά του εμφυσήματος δε του Αγίου Πνεύματος μετά την ανάστασιν απεστάλησαν εις τον κόσμον και εις τα έθνη διά να διδάσκουν το ευαγγέλιον και να βαπτίζουν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος[58]. Εις το σχέδιον όμως του Θεού ήσαν ταύτα ανεπαρκή και δεν παρείχον εγγυήσεις καρποφορίας του επιτελεσθέντος έργου. Ως νέος Αδάμ ο Χριστός είχε προσφέρει το πρότυπον, το αρχέτυπον της σωτηρίας· εκαλούντο όμως και οι άνθρωποι να με­τάσχουν της υιοθεσίας. Είχεν ανοιγή και πάλιν ο παράδεισος· έπρεπεν όμως η θεία παρουσία να είναι τώρα μόνιμος, ώστε να μη αποτύχη το σχέδιον σωτηρίας, να μη αφεθή δηλαδή εις χείρας μόνον των ανθρώπων το έργον της συμμετοχής εις την εν Χριστώ απολύτρωσιν. Εχρειάζετο και πάλιν θεί­ον πρόσωπον, άλλος Παράκλητος, διά να αναλάβη το έργον της καθοδηγήσεως εις πάσαν την αλήθειαν[59]. Ενώ δε και προηγουμένως συνήργει το Άγιον Πνεύμα εις τα της οικονομίας του Υιού, αναλαμβάνει τώρα ως ιδία υπόστασις, ως ιδιαίτερον πρόσωπον, να επιτελέση την ιδικήν του οικονομίαν. Διάδοχος του Χριστού επί της γης είναι το Άγιον Πνεύμα, όπως λέ­γει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: "Γεννάται Χριστός, προτρέχει· βαπτίζε­ται, μαρτυρεί· πειράζεται, ανάγει· δυνάμεις επιτελεί, συμπαρομαρτεί· ανέρ­χεται, διαδέχεται"[60].


Την αναγκαιότητα αυτής της ρυθμίσεως εξήγησεν ο Χριστός εις τους Αποστόλους δι' όσων είπε ότι συμφέρει να απέλθη εκείνος, διότι εάν δεν απέλθη, δεν θα έλθη ο Παράκλητος, ο οποίος θα διδάξη τα πάντα εις αυτούς και θα οδηγήση εις πάσαν την αλήθειαν[61]. Εις τους λόγους αυτούς του Ιη­σού, ότι συμφέρει να αρχίση η οικονομία του Αγίου Πνεύματος, ημπορεί να ιδή κανείς την θεμελιώδη σημασίαν της νέας περιόδου, της νέας εποχής, η οποία αρχίζει με την κάθοδον και παραμονήν του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία από της ημέρας της Πεντηκοστής.


Επί της Καινής Διαθήκης και της εμπειρίας της Εκκλησίας ερειδόμενοι οι Πατέρες της Εκκλησίας χαρακτηρίζουν την Πεντηκοστήν ως μητρόπολιν των εορτών, ως σκοπόν συμπάσης της ενσάρκου οικονομίας, ως έναρξιν της εποχής του Αγίου Πνεύματος, ως τελείωσιν της απολυτρώσεως. Την διδασκαλίαν των περί Αγίου Πνεύματος αποδίδει η θαυμάσια υμνογραφία της Πεντηκοστής, ανταξία του χορηγουμένου υπό του Αγίου Πνεύματος πνευματικού πλούτου. Λέγει χαρακτηριστικώς ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, επαναλαμβανόμενος υπό σχετικού ύμνου της Πεντηκοστής· "Πε­ντηκοστήν εορτάζομεν και Πνεύματος επιδημίαν και προθεσμίαν επαγγε­λίας και ελπίδος συμπλήρωσιν... Τα μεν δη σωματικά του Χριστού πέρας έχει, τα δε του Πνεύματος άρχεται"[62]. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επίσης λέγει· "Σήμερον δε λοιπόν εις αυτό το τέλος υπηντήσαμεν των αγαθών, εις αυτήν την μητρόπολιν εφθάσαμεν των εορτών, εις αυτόν τον καρπόν παρεγενόμεθα της του Κυρίου επαγγελίας... Τι γαρ ειπέ μοι των συνεχόντων την σωτηρίαν την ημετέραν ουχί διά Πνεύματος ημίν ωκονόμηται; Διά τού­του δουλείας απαλλαττόμεθα, εις ελευθερίαν καλούμεθα, εις υιοθεσίαν αναγόμεθα και άνωθεν, ως ειπείν, αναπλαττόμεθα, το βαρύ και δυσώδες των αμαρτημάτων φορτίον αποτιθέμεθα· διά του Πνεύματος του Αγίου ιε­ρέων βλέπομεν χορούς, διδασκάλων έχομεν τάγματα· από της ενταύθα πη­γής και αποκαλύψεων δωρεαί και ιαμάτων χαρίσματα και τα λοιπά πάντα, όσα την Εκκλησίαν του Θεού κοσμείν είωθεν, ενταύθα έχει την χορηγίαν"[63]. Η άποψις αυτή του Χρυσοστόμου ότι τα πάντα εις την Εκκλησίαν χορη­γούνται υπό του Αγίου Πνεύματος αποτελεί κοινόν τόπον της ορθοδόξου διδασκαλίας. Ο Μ. Βασίλειος επί παραδείγματι απαριθμών συχνά τας δω­ρεάς και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος κυρίως εις το Περί Αγίου Πνεύ­ματος έργον του λέγει ότι "ουδέ γάρ εστιν όλως δωρεά τις άνευ του Αγίου Πνεύματος εις την κτίσιν αφικνουμένη"[64]. Αυτό επαναλαμβάνει επίσης ο πολύ αγαπητός εις τους Ορθοδόξους ύμνος της Πεντηκοστής· "Πάντα χο­ρηγεί το Πνεύμα το Άγιον, βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξε, αλιείς θεολόγους ανέδειξε, όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας".


Προοδευτικώς η Θεία Οικονομία χωρεί προς την εν τω κόσμω φανέρωσιν και παραμονήν του Αγίου Πνεύματος· εις αυτήν δε την κατά στάδια χωρούσαν θείαν οικονομίαν και αποκάλυψιν της τριαδικής θεότητος έκαστον πρόσωπον της Αγίας φανερούται εις ιδιαιτέραν εποχήν ως ιδιαιτέρα υπόστασις, διότι λόγω της ασθενείας του ανθρώπου εκ της αμαρτίας δεν ήτο δυνατόν να γίνη χωρητόν το μυστήριον της θεολογίας και της οικονομίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δράσις εκάστου προσώπου εις ιδιαιτέραν επο­χήν σημαίνει μείωσιν των μη δρώντων κατ’ αυτήν δύο άλλων προσώπων, ώστε να έχωμεν "Πατρομονισμόν" εις την Πάλαιαν Διαθήκην, "Χριστομονισμόν" εις την Καινήν και "Πνευματομονισμόν" εις την Εκκλησίαν, διά να χρησιμοποιήσωμεν συνήθεις εις την σημερινήν θεολογικήν γλώσσαν όρους. Πρόκειται περί ρυθμίσεως την οποίαν η ιδία η Αγία Τριας επετέλεσε, και κατά τούτο τα πάντα είναι τριαδοκεντρικά. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ομιλεί περί διανομής της θείας οικονομίας μεταξύ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος· "Διενείμαντο την υπέρ ημών οικονομίαν Πα­τήρ και Υιός και Άγιον Πνεύμα"[65]. Δεν ενεργεί όμως κεχωρισμένως των άλλων έκαστον πρόσωπον, ούτε προς ίδιον σκοπόν[66]. Η σώζουσα δύναμις είναι κοινή, όπως παρατηρεί αναπτύσσων αυτήν την άποψιν περί προοδευτικότητος της αποκαλύψεως της Τριάδος ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης· "Το μεν γαρ σώζον ημάς η ζωοποιός έστι δύναμις εν ονόματι Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος πιστευομένη". Ο δε στόχος είναι η προσαγωγή των πάντων ενεργεία του Αγίου Πνεύματος διά του Υιού προς τον Πατέρα, η σωτηρία δηλαδή και η θέωσις[67].

Η διά της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος σωτηρία και θέωσις του ανθρώπου, η δημιουργία καινής κτίσεως, εδιδάχθησαν και εβιώθησαν υπό της Εκκλησίας αδιακόπως και με έντασιν. Εις τους πρώτους αιώνας του Χριστιανισμού εθεωρούντο ταύτα αυτονόητοι πραγματικότητες, διότι ήσαν θέματα και πλευραί της ζωής και της εμπειρίας της Εκκλησίας. Κατέχου­σα αύτη το Άγιον Πνεύμα, ως αρραβώνα, ήτο ασφαλής και βεβαία περί του πνευματικού αυτής θησαυρού, περί της δυναμικότητος της νέας ζωής. Ως μικρά ζύμη, εζύμωνε κατ' ολίγον τον κόσμον ο οποίος κατ' αρχήν αντετάχθη με λύσσαν. Εν μικρόν επιτελείον αγραμμάτων αλιέων, χωρίς κοσμικήν δύναμιν ούτε φιλοσοφικόν εξοπλισμόν, μετέβαλεν εντός ολίγου την πνευματικήν όψιν της ανθρωπότητος την οποίαν δεν ημπόρεσαν να βελτιώ­σουν πνευματικώς στρατιαί ολόκληροι φιλοσόφων επί πολλούς αιώνας. Εν τη ανθρωπίνη ασθενεία και αδυναμία της Εκκλησίας εφανερούτο η δύναμις του οδηγούντος αυτήν Παρακλήτου, όπως εν τη ασθενεία της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού εφανερώθη η δύναμις της θεότητος.


Κατά τον 4ον αιώνα, μετά την κατάπαυσιν των διωγμών, αποτυχών ο κόσμος να καταβάλη την Εκκλησίαν εις ανοικτήν σύγκρουσιν επεχείρησε να διαβρώση αυτήν εκ των ένδον αφ’ ενός μεν διά των αιρέσεων, αι οποίαι αντεπροσώπευον τον αυτόνομον θεολογικόν στοχασμόν, αφ’ ετέρου δε με την προσπάθειαν εκκοσμικεύσεως, χαλαρώσεως του ηρωϊκού, του εσχατολογικού φρονήματος της Εκκλησίας. Αντέδρασε με επιτυχίαν εις αυτά η Εκκλησία και εις μεν τας φιλοσοφούσας και λογοκρατουμένας αιρέσεις αντέταξεν όχι θεωρητικούς στοχασμούς ούτε την διαλεκτικήν των φιλοσό­φων, αλλά την εμπειρικήν βεβαιότητα της σωτηρίας. Τας τάσεις δε εκκοσμικεύσεως και προσαρμογής προς τον κόσμον συνεκράτησε με την ανάπτυξιν του Μοναχισμού. Κατά θαυμαστήν ενότητα οι Πατέρες οι οποίοι ανέπτυξαν την μυστικήν, την αγιοπνευματικήν θεολογίαν, εθεμελίωσαν και τον Μοναχισμόν.


Είναι γνωστόν ότι ο Άρειος και οι Πνευματομάχοι έπιχειρούντες να υποτάξουν το μυστήριον της θεολογίας και της οικονομίας εις την φιλοσοφικήν σκέψιν, την αριστοτελικήν κυρίως, ηρνήθησαν ο πρώτος την θεότη­τα του Χριστού, οι δεύτεροι δε την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Η Εκ­κλησία δεν ηρκέσθη εις κάποιον "Χριστομονισμόν", εις την αντιμετώπισιν δηλαδή του Αρείου μόνον. Τον αυτόν κίνδυνον διείδε και εις την προσπά­θειαν μειώσεως του Αγίου Πνεύματος. "Αμφίβολα γέγονε τα αναντίρρη­τα" παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος εις το έργον του Περί Αγίου Πνεύματος [68], όπου θεμελιώνει την θεότητα του Αγίου Πνεύματος εις το ανακαινιστικόν και θεωτικόν αυτού έργον. Σχετικώς ο Γρηγόριος Θεολόγος λέγει το γνω­στόν εκείνο "Ει μη θεός το Πνεύμα το Άγιον θεωθήτω πρώτον και ούτω θεούτω με τον ομότιμον". Χωρίς την θεότητα του Αγίου Πνεύματος, κατά τον αυτόν πατέρα, παραμένομεν αφώτιστοι μετά το βάπτισμα, ο δε ενταφια­σμός εις το ύδωρ γίνεται όχι εις αναγέννησιν, αλλ’ εις νέκρωσιν[69]. Εις τας υπερφιάλους αξιώσεις του Ευνομίου ότι ο ανθρώπινος νους ημπορεί να ιδή και να κατανοήση την ουσίαν του Θεού, ο Μ. Βασίλειος αφ’ ενός μεν θεμε­λιώνει το διπλούν της αγνωσίας και γνώσεως του Θεού με την διάκρισιν εν τω Θεώ ουσίας, η οποία μένει απρόσιτος, και ενεργειών, αι οποίαι καταβαίνουν προς ημάς[70], αφ’ ετέρου δε στηρίζει την δυνατότητα γνώσεως του Θεού και εποπτείας αυτού ήδη κατά την παρούσαν ζωήν όχι εις τον νουν του ανθρώπου αλλ’ εις την εποπτικήν δύναμιν του Αγίου Πνεύματος· ο άν­θρωπος καθίσταται ικανός να αναχθή εις το υπέρκαλον θέαμα, όταν εισαχθή όχι έξωτερικώς αλλά εσωτερικώς διά του ενοικούντος Αγίου Πνεύμα­τος εις την θείαν επίγνωσιν, αφού προηγουμένως διά της καθαρότητος από τα πάθη καταστή δεκτικός της φωτιστικής χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Οι αγώνες της ασκητικής ζωής και του Μοναχισμού, ο οποίος αποτελεί υποδειγματικήν έκφρασιν της ορθοδόξου πνευματικότητος, αποβλέπουν εις το να αποκτήση ο άνθρωπος τας ενεργείας του Αγίου Πνεύματος[71]. Όλη επί­σης η λατρευτική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι μία διαρκής επίκλησις του Αγίου Πνεύματος. Η πνευματική πανήγυρις της Πεντηκοστής συνεχίζεται αδιακόπως εις ένα διαρκή αγιασμόν των αψύχων και των εμψύ­χων, των αλόγων και των λογικών.


Οι Πατέρες του δ' αιώνος εκράτησαν την θεολογίαν και την ζωήν επί της οδού της πρωτοχριστιανικής κοινότητος και επ' αυτής της οδού επορεύθη η Ανατολική Ορθόδοξος Πνευματολογία με τον Διονύσιον τον Αρεοπαγίτην, τον Μάξιμον τον Ομολογητήν, τον Ιωάννην της Κλίμακος, Συ­μεών τον Νέον Θεολόγον, Γρηγόριον Παλαμάν. Και επί Τουρκοκρατίας η ιδία πνευματικότης διετηρήθη, παρά τας ισχυράς πιέσεις και επιδράσεις της θεολογίας των Δυτικών. Η γνωστή συλλογή κειμένων "Φιλοκαλία" και η πνευματική ακτινοβολία του Αγίου Όρους συνέβαλον τα μέγιστα εις την διατήρησιν και τόνωσιν της ορθοδόξου πνευματικότητος και εις το σλαβόφωνον και εις το ελληνόφωνον τμήμα αυτής, μολονότι εις μεν την Ρωσίαν με την μεταρρύθμισιν του Μ. Πέτρου, εις δε τον Ελληνισμόν με την ίδρυσιν του Νεοελληνικού Κράτους και τας μεταρρυθμίσεις των Βαυαρών συμβού­λων του Όθωνος, παρετηρήθησαν παρεκκλίσεις κυρίως εις τον χώρον της ακαδημαϊκής θεολογίας. Χαρακτηριστικαί επ' αυτού είναι αι διαπιστώσεις του Η. Biedermann, ο οποίος εις την μελέτην του Einige Grundlinien Orthodoxen Kirchenverständnisses, αναλύει ορισμούς περί Εκκλησίας ορθοδόξων δο­γματικών εγχειριδίων και ευρίσκει ότι εις πολλούς εξ αυτών απουσιάζει τελείως η υπόδειξις της σχέσεως του Αγίου Πνεύματος προς την Εκκλησίαν[72]. Αι παρεκκλίσεις πάντως αυταί δεν ημπόδισαν την νεωτέραν Ορθόδοξον Θεολογίαν να επανασυνδεθή με την παραδοσιακήν της πνευματικό­τητα, δεδομένου ότι η ορθόδοξος λατρεία και ο Μοναχισμός, τα οποία εκφρά­ζουν το ορθόδοξον ήθος, δεν εδέχθησαν τον αντίκτυπον αυτών των επιδρά­σεων.


Εις την Δύσιν επί μακρόν η θεολογία και η πνευματικότης ηκολούθησαν βασικώς τον δρόμον που εχάρασσεν η Ανατολή. Όπως παρατηρεί ο G. J. Dumont αι πηγαί και αι αρχαί της θεολογικής σκέψεως, της λειτουργίας και της πνευματικότητος των Δυτικών, που χαρακτηρίζουν την ανθούσαν εποχήν του λατινικού Καθολικισμού ευρίσκονται εις την Ανατολήν, όσο και αν αυτό εκπλήσσει πολλούς Δυτικούς Χριστιανούς. Εις την Ανατολήν οφείλει η Δύσις την μορφοποίησιν εις δόγματα των μεγάλων μυστηρίων του Χριστιανισμού περί της Αγίας Τριάδος, περί της ενώσεως της θείας και ανθρωπίνης φύσεως εν τω ένί προσώπω του Χριστού, μεγάλον αριθμόν εορ­τών του εκκλησιαστικού έτους, ιδιαιτέρως των εορταζομένων προς τιμήν της Θεοτόκου, ως και την ίδρυσιν και οργάνωσιν του Μοναχισμού[73]. Βεβαί­ως λόγω της διαφορετικής πολιτιστικής παραδόσεως, υπήρχον εύλογοι και δικαιολογημέναι διαφοραί, αι οποίαι όμως δεν εθεωρούντο σοβαραί, ώστε να διασπάσουν την ενότητα. Παρόμοιαι διαφοραί συναντώνται πολλάκις μεταξύ των διαμερισμάτων και των επαρχιών μιας και της αυτής χώρας.


Η αποξένωσις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως και η διαφοροποίησις της Πνευματολογίας αρχίζουν εις συγκεκριμένην εποχήν και οφείλονται όχι εις θεολογικούς αλλ’ εις πολιτικούς λόγους. Η δυναμική εμφάνισις εις το προσκήνιον της ιστορίας των γερμανικών εθνών προσφέρει εις μεν τον θρόνον της Ρώμης ισχυρόν σύμμαχον διά να αντιμετωπίση τας πιέσεις του ανα­τολικού αυτοκράτορος κατά την περίοδον της εικονομαχίας, εις δε τον Γερμανόν ηγεμόνα Κάρολον Μέγαν και τους διαδόχους του την ευκαιρίαν να θεμελιώσουν και οικοδομήσουν την Αγίαν Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν του γερμανικού έθνους και να υποκαταστήσουν το ανατολικόν ρωμαϊκόν κρά­τος, το ονομασθέν πολύ μεταγενεστέρως Βυζάντιον. Ο Κάρολος ο Μέγας εφιλοδόξησε να δημιουργήση λαμπράν θεολογίαν, η οποία πάντως δεν επρό­κειτο τώρα να στηριχθή εις την ανατολικήν θεολογικήν παράδοσιν. Η αγία έδρα κατά την εποχήν αυτήν, όπως αναλύει ο Le Guillou, "ήτο υποχρεωμέ­νη να κατευθύνη το σύνολον της προσοχής της επί της μεταρρυθμίσεως της Δυτικής Εκκλησίας, η οποία από ετών διήρχετο μίαν περίοδον βαθείας ηθικής και πνευματικής πτώσεως. Συγχρόνως ενεφανίσθησαν εις την Δύσιν νέαι δυνάμεις· ένα νέον κοσμοείδωλον, εις νέος τρόπος βιώσεως του μυστηρίου της Εκκλησίας, συνετέλεσαν ώστε να μη προσεχθούν τα σύγ­χρονα πνευματικά ρεύματα της Ανατολής και μαζί μ’ αυτά και η πατερική της παράδοσις. Αυτή η κίνησις, συνεχίζει ο Le Guillou, ήρχισε τουλάχι­στον από την εποχήν της Καρολινείου Αναγεννήσεως· εις τα Καρολίνεια βιβλία ανελήφθη, χωρίς αμφιβολίαν, διά πρώτην φοράν, η προσπάθεια να προσδιορίση η Δύσις εαυτήν κατ' αντίθεσιν προς την Ανατολήν"[74].


Η προσπάθεια αυτή θεολογικού αυτοπροσδιορισμού της Δύσεως ανε­ξαρτήτως ή και κατ' αντίθεσιν προς την Ανατολήν είχε σοβαράς συνεπείας επί της Πνευματολογίας, δι' αυτής δε και επί των άλλων τομέων της θεο­λογίας και της ζωής. Εισάγεται κατ' αρχήν εις το Σύμβολον της πίστεως και δογματοποείται το filioque, με σοβαράν κατ' αρχήν αντίδρασιν ωρισμένων παπών. Ήδη αυτό εδήλου μείωσιν του Αγίου Πνεύματος και έξαρσιν του Χριστού, όπερ επρόκειτο να έχη συνεπείας επί της εκκλησιολογίας και της καθόλου πνευματικότητος. Η εκκλησιολογία αναπτύσσεται επί της γραμμής Χριστός - Πέτρος - πάπας, και όχι επί της γραμμής Χριστός - Ά­γιον Πνεύμα - Απόστολοι. Κατά την παρατήρησιν του Ρώσου θεολόγου Παύλου Ευδοκίμωφ, "ενώ η Ορθοδοξία βιώνεται ως συνεχιζομένη Πεντη­κοστή, αντλώντας από αυτό την αρχή μιας εξουσίας συλλογικής, συνοδι­κής, στη Δύση η Ρώμη αυτοβεβαιώνεται ως συνεχιζόμενος Πέτρος, μόνος ηγεμών και αντιπρόσωπος όλων των εξουσιών του Χριστού"[75]. Το ιδρυματικόν στοιχείον της Εκκλησίας και η εγκόσμιος αποστολή αυτής υπερτο­νίζονται, ενώ ατονεί το εσχατολογικόν βίωμα, η εν τη Εκκλησία διά του αρραβώνος του Πνεύματος πρόγευσις των εσχάτων. Η πνευματικότης χά­νει τα κίνητρα, την έλξιν, διότι δεν αφήνεται εις τον πιστόν να γευθή κάτι από την θεότητα εδώ και τώρα, (Hier und Jetzt), αλλά διδάσκεται η εις τα έ­σχατα μόνον θέα της θείας ουσίας. Αυτό που είδον ο Μωϋσής επί του όρους Σινά, ο απόστολος Παύλος και όλοι οι άγιοι με την οπτικήν δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, το οποίον καθίσταται όμμα της ψυχής, δεν είναι διά την Δύσιν θέα υπό εσχατολογικήν έννοιαν, μία πρόληψις της αιωνιότητος. Θεο­λογικός τόπος κάθε μυστικής εμπειρίας δεν είναι το Άγιον Πνεύμα, όπως δέχεται η ορθόδοξος παράδοσις, αλλά μία διανοητικού είδους πίστις[76]. 


Επί αιώνας αυτό που ελαφρώνει τους πόνους της ασκήσεως και ωθεί εις τους πνευματικούς αγώνας τους Ορθοδόξους, ιδιαιτέρως δε τους Μοναχούς, είναι η ελπίς της εσχατολογικής προγεύσεως, η απόκτησις της βεβαιότητος διά την κατοχήν του αρραβώνος του Πνεύματος. Ημπορεί κανείς από εδώ, κατέχων τον αρραβώνα και την εγγύησιν, να είναι βέβαιος περί της πληρότητος αγαθών των εσχάτων[77]. Ο πνευματικός αγών αποσκοπεί εις το να τηρήται ο άνθρωπος καθαρός από πάθη ώστε να αποκαλύπτεται και να ενεργή το εντετυπωμένον διά του Βαπτίσματος Άγιον Πνεύμα. Κατά το μέτρον της αμαρτίας και εμπαθείας αποβάλλεται το Άγιον Πνεύμα- ημπο­ρούμε όμως να το φυλάξωμεν ολόκληρον εντός μας διά της κατά Χριστόν πολιτείας[78].

Την αποξένωσιν όμως μεταξύ Ανατολής και Δύσεως και τον βαρύν τραυματισμόν της Πνευματολογίας προεκάλεσε περισσότερον παντός άλ­λου η οικοδόμησις της νέας θεολογίας επί της αριστοτελικής συλλογιστι­κής, η διαμόρφωσις της Σχολαστικής Θεολογίας. Η κοινωνία, η ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν, ο φωτισμός και η θεογνωσία δεν στηρίζονται εις άκτιστα, θεϊκά μέσα, αλλ’ εις κτιστά· ο νους του ανθρώπου, ο λόγος, η δια­λεκτική καθίστανται τα μοναδικά όργανα γνώσεως του Θεού. Απορρίπτε­ται ακόμη και η διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου περί εσωτερικού φω­τισμού, και όπως παρατηρεί ο Ratzinger "η είσοδος του Αριστοτελισμού εσήμαινε το τέλος της μεταφυσικής του φωτός και όλων των παραγομένων εκείθεν θεωριών"[79]. Το πράγμα όμως καθίσταται σοβαρόν, διότι δεν πρόκει­ται περί μιας ακινδύνου θεολογικής διαφοράς, αλλά περί της δυνατότητος ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεόν. Εις την σύγκρουσιν του ιδ' αιώνος με­ταξύ του Βαρλαάμ και του Παλαμά έχομεν σύγκρουσιν της νέας θεολογίας του Σχολαστικισμού, προς την σταθεράν Μυστικήν θεολογικήν παράδοσιν της Ανατολής, την οποίαν ηκολούθει μέχρι τότε και η Δύσις.


Η σημασία πάντως της ορθοδόξου Πνευματολογίας έχει αρχίσει από καιρού να γίνεται κατανοητή και εις την Δύσιν, υπάρχει δε εμφανής στρο­φή προς το μυστικόν και πνευματικόν στοιχείον του Χριστιανισμού, με παράλληλον μείωσιν της υπερβολικής εκτιμήσεως προς τον Σχολαστικισμόν. Ενώ επί παραδείγματι τον ιδ' αιώνα (1329), ότε εκυριάρχει η Σχολαστική Θεολογία, κατεδικάσθησαν αι 28 θέσεις του Meister Eckart από τον πάπαν Ιωάννην τον 12ον, κατά τον αιώνα μας ανεγνωρίσθη, μετά παρέλευσιν τόσων αιώνων, ο Ιωάννης του Σταυρού ως διδάσκαλος της Εκκλησίας (1926)[80]. Ανάλογος είναι και η στάσις έναντι του Ησυχασμού και της ορθοδόξου μοναχικής πνευματικής εμπειρίας, η οποία σημειωτέον βιούται μέχρι σή­μερον και παραδίδεται εν τη πράξει εις το Άγιον Όρος. Η παράδοσις αυτή ημπορεί να επιδράση ευεργετικώς επί των χριστιανικών εκκλησιών και του πολιτισμού της Δύσεως, ένθα το βάρος πίπτει επί του ορθού λόγου, της εξω­τερικής δράσεως, της αυστηράς νομικής ρυθμίσεως της χριστιανικής ζωής και της υπερτιμήσεως του κόσμου και των επιτευγμάτων του ανθρώπου. 


Η ορθόδοξος πνευματικότης δεν μορφοποιεί την πνευματικήν ζωήν με εντολάς και ηθικάς απαιτήσεις. Προσπαθεί να βελτιώση την φύσιν του ανθρώπου με τας θεωτικάς ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, ώστε η τήρησις των εντολών και όλαι αι εκδηλώσεις της ζωής να αποτελούν αυτονόητον και αναγκαίαν συνέπειαν της εσωτερικής αλλοιώσεως, χωρίς εξωτερικόν καταναγκασμόν. Την σημασίαν αυτής της πνευματικότητος διά τον Χριστιανισμόν της Δύσεως υπογραμμίζων ο W. Kretschmer εις την μελέτην του Theologie und Subjektives Erlebnis· Ein Beitrag zum Verständnis der Palamitischen Mystik παρατηρεί ότι "δικαίως χαρακτηρίζεται η επί της εσωτερικής εμπει­ρίας θεμελιουμένη μυστική θεολογία ως το χαρακτηριστικόν γνώρισμα της Ορθοδόξου Θεολογίας και εντοπίζεται εις αυτό η σπουδαιότερα διαφορά με την Δύσιν, όπου ο Μυστικισμός και από τους Ρωμαιοκαθολικούς και από τους Προτεστάντας πάντοτε έζη υπό την σκιάν και υπήρχε κατά συγχώρησιν"[81]. Εις την σημερινήν μάλιστα εποχήν κατά την οποίαν εις την εκκοσμικευμένην Ευρώπην εισάγονται εξωχριστιανικαί μυστικαί μέθοδοι της Άπω Ανατολής, με φοβεράν μάλιστα ανταπόκρισιν εκ μέρους κυρίως των νέων, η αγιοπνευματική μυστική παράδοσις της Ανατολής, αλλά και όσα μυστικά στοιχεία κατώρθωσαν να επιβιώσουν εις την Δύσιν, ημπορούν να πλουτήσουν την ζωήν της Εκκλησίας και την θεολογικήν σκέψιν, να αποτελέσουν δε και την βάσιν της συνεννοήσεως μεταξύ των χριστιανικών εκκλησιών, ως και ενός διαλόγου με τας μεγάλας θρησκείας της Ανατο­λής, όπως διαπιστώνει ο Georg Blum εις την μελέτην του "Meditative Praxis und Theologie. Aspekte Östlicher und Westlicher Spiritualität"[82].

Πράγματι εις τον διάλογον αγάπης μεταξύ των χριστιανικών εκκλη­σιών η Πνευματολογία διαδραματίζει πλέον σημαντικόν ρόλον. Διά τους Ρωμαιοκαθολικούς τον δρόμον ήνοιξεν η Β' Βατικάνειος Σύνοδος, η οποία αναγνωρίζει εις την απόφασιν De Oekumenismo ότι μερικαί πλευραί της χριστιανικής ζωής κατενοήθησαν και εβιώθησαν εις την Ανατολήν καλύ­τερον. Ιδιαιτέρως τονίζεται ότι "αρχή της ενότητος της Εκκλησίας είναι το Άγιον Πνεύμα" (κεφ. I, 2). Η σπουδαιότης αυτής της στροφής προς την Πνευματολογίαν επεσημάνθη υπό πολλών, μολονότι εξ ορθοδόξου πλευράς ετονίσθη υπό του Ρουμάνου καθηγητού πατρός Joan Coman ότι "λέγονται μεν πολλά υπό της Β' Βατικανής Συνόδου περί του Αγίου Πνεύματος, μέ­νουν όμως ταύτα άνευ εφαρμογής επί της οργανώσεως της Εκκλησίας. Πρό­κειται μάλλον περί ενός "Χριστομονισμού" και μιας αντιλήψεως απορρεούσης εκ του filioque"[83].


Κατά τον διάλογον επίσης με τους Λουθηρανούς τονίζεται εκ μέρους των Ορθοδόξων ότι η διάφορος Πνευματολογία αποτελεί την αιτίαν των περισσοτέρων διαφορών Ορθοδοξίας και Λουθηρανισμού. Εις την έκθεσιν της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής διά τον διάλογον με τους Λουθηρανούς λέγεται ότι "η βάσις της Ιστορικής διαφοροποιήσεως μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λουθηρανών υπήρξεν η διαφορετική αντίληψις του έργου του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία. Τα θέματα του διαλόγου δύνανται να θεωρηθούν υπό την προοπτικήν της παρουσίας και του έργου του αγίου Πνεύματος εις την ζωήν της Εκκλησίας"[84]. Ο Λουθηρανισμός βεβαί­ως ωδηγήθη εις ιστορικήν διαφοροποίησιν αντιτιθέμενος προς τον Ρωμαιοκαθολικισμόν και όχι προς την Ορθοδοξίαν. Εκ της διαπιστώσεως του ότι η Παράδοσις του Ρωμαιοκαθολικισμού είχεν απομακρυνθή από το πνεύμα της πρωτοχριστιανικής κοινότητος, εκήρυξεν επιστροφήν εις την πρώτην εποχήν και έλαβε ελάχιστα υπ' όψιν την εντός της ιστορικής και ιδρυμένης Εκκλησίας παρουσίαν και δράσιν του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν άλλωστε είχε μειώσει και ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Ορθώς διά τούτο τονί­ζεται ότι η διαφορετική αντίληψις περί του έργου του Αγίου Πνεύματος εντός της Εκκλησίας δημιουργεί και τας άλλας θεολογικάς διαφοράς. Ο ρόλος της ορθοδόξου Πνευματολογίας εν προκειμένω αποβαίνει αποφασι­στικός, διότι συν τοις άλλοις, διά της υποδείξεως του κοινού χριστιανικού παρελθόντος, το οποίον συνεχίζει χωρίς αλλαγάς και προσαρμογάς, προσφέρει το έδαφος και διά την συνεννόησιν μεταξύ Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμού.


Δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθούν αι επιπτώσεις της Ορθοδόξου Πνευματολογίας επί των επί μέρους θεμάτων της θεολογίας και της εκκλη­σιαστικής ζωής. Εις γενικάς μόνον γραμμάς θα υποδείξωμεν ότι η Πνευματολογία διέρχεται δι' όλων, από του δόγματος της Αγίας Τριάδος μέχρι της εσχατολογικής απολαύσεως των αγίων.


Εις την Τριαδολογίαν η απόλυτος ομοτιμία και ισότης του Αγίου Πνεύ­ματος προς τα δύο άλλα πρόσωπα έχει ως συνέπειαν να έχωμεν αληθή και πραγματικήν τριάδα προσώπων, διακρινομένων μόνον κατά τα τρία υπο­στατικά ιδιώματα· το αγέννητον του Πατρός, το γεννητόν του Υιού και το εκπορευτόν του Αγίου Πνεύματος. Η ομοτιμία αυτή και κυριότης έχει επι­πτώσεις και επί της οικονομίας· μείωσις του Αγίου Πνεύματος εν τη Τριάδι και εξάρτησίς του και εκ του Υιού, (filioque) οδηγεί εις μείωσιν του έρ­γου του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία. Η Ορθόδοξος Εκκλησία απορ­ρίπτει το filioque όχι μόνον ως προσθήκην χωρίς απόφασιν οικουμενικής συνόδου, αλλά ως διδασκαλίαν μειούσαν το εν πρόσωπον επικινδύνως και καθιστώσαν κατά τούτο την Τριάδα ανομοίαν προς εαυτήν, έχουσαν δε και σοβαρός εκκλησιολογικάς επιπτώσεις.


Το Άγιον Πνεύμα είναι το μέσον αγιασμού και τελειώσεως των λο­γικών όντων. Ετελειοποίησε και εστερέωσε τους αγγέλους εις την αγιότη­τα, επρόκειτο δε να τελειοποιήση και τον άνθρωπον εις τον παράδεισον, κα­τά την πορείαν εκ του κατ' εικόνα εις το καθ' ομοίωσιν. Λόγω της παραβά­σεως και της εκουσίας απομακρύνσεως εκ του Θεού, το Άγιον Πνεύμα απεδήμησε. Μετά την διά του Χριστού, του νέου Αδάμ, καταλλαγήν, επιδημεί τον Άγιον Πνεύμα. Σκοπός του έργου του Χριστού είναι να συνεχισθή διά του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία η διακοπείσα πορεία εν τω Παράδεισω· να γίνη ο άνθρωπος δεκτικός του Αγίου Πνεύματος.


Ο Χριστός εβάδισε και έδειξε την οδόν της θεώσεως. Το Άγιον Πνεύμα μάς αναγεννά πνευματικώς και μας θέτει εις την αρχήν της νέας πορείας. Άνευ αυτού ουδέν των όσων επετέλεσεν ο Χριστός είναι δυνατόν να γίνη κτήμα του ανθρώπου. Χωρίς το Άγιον Πνεύμα είναι ανόνητος (=ανωφελής) η διά του Χριστού οικονομία.


Η μίμησις του Χριστού δεν είναι κάτι εξωτερικόν· μίμησις δηλαδή πρά­ξεων και λόγων. Είναι πραγματική μίμησις, μεταβολή και ανακαίνισις της φύσεως, συμμετοχή εις τον σταυρόν και τον θάνατον, συνεχής ενίσχυσις του ανθρώπου προς τήρησιν του κατ' εικόνα Χριστού. Η καλή αυτή αλλοίωσις και η μετά ταύτα ενίσχυσις γίνεται διά των μυστηρίων, διά των οποί­ων διαρκώς μετοχετεύεται η χάρις εις τους πιστούς. Τα μυστήρια δεν είναι απλή ανάμνησις λόγων και πράξεων του Χριστού, αλλ’ αυτή αύτη η άκτιστος Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Διά τούτο διαρκώς εις την ορθόδοξον λατρείαν γίνεται επίκλησις της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος.


Η διά των μυστηρίων παρεχομένη χάρις του Αγίου Πνεύματος είναι άκτιστος. Διότι η κοινωνία με κτιστήν χάριν, έστω και αν χαρακτηρίζεται ως υπερφυσική, δεν δημιουργεί κοινωνίαν με τον Θεόν. Το κτιστόν δεν ημπο­ρεί να ενώση με το άκτιστον.


Η ιεραρχική δομή της Εκκλησίας και η ποικιλία των πνευματικών χα­ρισμάτων προέρχονται εκ της αυτής πηγής, εκ του Αγίου Πνεύματος. Ε­ξουσία και χάρισμα, αυθεντία και ελευθερία εδόθησαν εις την Εκκλησίαν υπό του Αγίου Πνεύματος, το οποίον ιδιαζόντως εκάθισεν επί των απο­στόλων κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Την πρωτοβουλίαν του κηρύ­γματος και της μεταδόσεως της χάριτος έχουν οι απόστολοι, διά της δια­δοχής δε αυτών οι επίσκοποι, ώστε να συνεχίζεται αδιακόπως η μετάδοσις του Πνεύματος. Η εκδήλωσις άλλων πνευματικών χαρισμάτων δεν ημπο­ρεί να υποκαταστήση το μοναδικόν λειτούργημα της κατά αποστολικήν διαδοχήν ιερωσύνης, η οποία φθάνει μέχρι των ημερών μας. Εις ουδένα εκ των Αποστόλων εδόθη ιδιαιτέρα χάρις κατά την ημέραν της Πεντηκοστής.


Η ορθόδοξος πνευματικότης δεν ερείδεται μόνον επί της αναμονής της εσχατολογικής απολαύσεως· από της παρούσης ζωής έχομεν τον αρραβώνα του Πνεύματος, ο οποίος είναι μέρος της πλήρους απολαύσεως των αγαθών, δημιουργεί όμως βεβαιότητα και εγγύησιν και διεγείρει την επιθυμίαν διά την πλήρη απόλαυσιν.


Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γνωρίσωμεν τον Θεόν από το να ζήσωμεν μέσα εις τον Θεόν. Η νόησις και ο λόγος και η φιλοσοφία δεν οδηγούν εις θεογνωσίαν. Διά του Αγίου Πνεύματος, το οποίον ερευνά και τα βάθη του Θεού, αποκτούν οι άγιοι γνώσιν αυτού. Η εμπειρία των αγίων δημιουρ­γεί την Παράδοσιν της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει διαφορά της δράσεως του Αγίου Πνεύματος κατά την εποχήν των αποστόλων και κατά την ιδικήν μας εποχήν. Διά τούτο Αγία Γραφή και Παράδοσις έχουν την αυτήν αξίαν. Διά τούτο και σήμερον εμφανίζονται άγιοι, πατέρες και διδάσκαλοι. Η εμφάνισις πατέρων δεν είναι γνώρισμα της αρχαιότητος, αλλά κάθε εποχής και της ιδικής μας επίσης.



 3. Η Εκκλησία ως η κατ' εξοχήν κοινωνία.

Ο άνθρωπος ως πολιτικό και κοινωνικό ον, επειδή και επιθυμεί αλλά και είναι αναγκασμένος να συμβιώνει με τους συνανθρώπους του, διεμόρφωσε διαφόρους τύπους κοινωνικής συμβιώσεως, με σκοπό την ελαχιστο­ποίηση των κοινωνικών τριβών και αντιθέσεων και την εξασφάλιση ενός εφικτού μέτρου κοινωνικής ισορροπίας, ειρήνης η και ανοχής. Πληθύς νό­μων που προέρχονται από πλήθος νομοθετών και αρχόντων σε όλα τα είδη του πολιτεύματος από τα πλέον αυταρχικά μέχρι τα πλέον δημοκρατικά, επιδιώκουν να επιβάλουν την τάξη και την αρμονία στις κοινωνίες των ανθρώπων, χωρίς πάντως να εμφανισθεί μέχρι τώρα η τέλεια κοινωνία, που δεν έχει ανάγκη νομικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων με αιώνια σταθε­ρότητα στις αρχές και στους νόμους της. Οι διαρκείς αλλαγές και μεταβο­λές των νόμων και των κοινωνικών συστημάτων επιβεβαιώνουν την αλή­θεια αυτής της διαπιστώσεως. Για την πολιτική και ιστορική σκέψη, που αποτυπώνουν την πραγματικότητα, μία τέτοιου είδους κοινωνία αποτελεί ουτοπία. Με το δεδομένο αυτό της ελλείψεως κοινωνικής συνοχής στις εκκοσμικευμένες κοινωνίες ερμηνεύεται καλά και η ουσιαστική αδυναμία του κράτους στην πρόληψη ή καταστολή των αντικοινωνικών εκδηλώσεων. Έ­τσι η παρατηρούμενη και στις ημέρες μας έντονη υποβάθμιση της κοινω­νικής αλληλεγγύης και συνοχής, με έκδηλα τα ίχνη αντικοινωνικής συμπε­ριφοράς, που αρχίζει από την αυτοαπομόνωση και φθάνει μέχρι τις πιο επι­θετικές μορφές καταλύσεως της αξιοπρέπειας και της ζωής των άλλων, απλώς καταγράφεται. Οι αντικοινωνικώς δρώντες ή παραπέμπονται στους ψυχιάτρους ή τίθενται υπό την κρίση των νόμων ή ακόμη και αφήνονται ελεύθεροι να δρουν, χωρίς να προκύπτει πάντως ουσιαστική βελτίωση της κοινωνικής αρμονίας και θεραπεία του κακού. Και για να μεταφέρουμε τις εκτιμήσεις του αποστόλου Παύλου για τον αρχαίο κόσμο στην σύγχρονη εποχή, η κατάσταση αυτή οφείλεται στο ότι, ενώ γνωρίζουν οι άνθρωποι το ενοποιητικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, αποδεδειγμένο εν τοις πράγμασι στην ιστορική της πορεία και ηχηρά κραυγαλέο, εν τούτοις αφή­νουν την Εκκλησία έξω από τις κοινωνικές τους προοπτικές και τα κοινω­νικά τους προγράμματα και το πολύ χειρότερο, δεν αναγνωρίζουν καν τον κοινωνικό της ρόλο. "Έματαιώθησαν ούτω, εν τοις διαλογισμοίς αυτών. 

Φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν"[85]. Επειδή δε η αρετή και η υγιής κοι­νωνική συμπεριφορά είναι αξεχώριστα συνδεδεμένα με τον Θεό, τον εν τη Εκκλησία διαρκώς υπάρχοντα και αποκαλυπτόμενο, το παρατιθέμενο από την ίδια συνάφεια της Προς Ρωμαίους επιστολής χωρίο του αποστόλου Παύλου, του ιδιαίτερα προς την πόλη αυτή των Φιλίππων συνδεδεμένου, έ­χει μεγάλη σπουδαιότητα, γιατί καθορίζει με ακρίβεια και ασφάλεια την αιτία της κακίας και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων που οφείλεται στην άγνοια του Θεού, στην από Θεού αλλοτρίωση. "Και καθώς ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν ποιείν τα μη καθήκοντα, πεπληρωμένους πάση αδικία, πο­νηρία, πλεονεξία, κακία, μεστούς φθόνου, φόνου, έριδος, δόλου, κακοηθεί­ας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγείς, υβριστάς, υπερηφάνους, αλαζό­νας, εφευρέτας κακών, γονεύσιν απειθείς, ασυνέτους, ασυνθέτους, αστόρ­γους, ανελεήμονας· οϊτινες το δικαίωμα του Θεού επιγνότες ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν, ου μόνον αυτά ποιούσιν αλλά και συνευδοκούσι τοις πράσσουσιν"[86]. Θα χρειαζόταν πολλά κοινωνιολογικά και ψυχολογικά συγγράμματα για να αναλύσουν τις κοινωνικές κακίες και τις αιτίες τους, τις οποίες όμως τόσο λιτά και με τόση πληρότητα πα­ρουσιάζει ο μέγας απόστολος.

Και είναι όντως αναπολόγητοι οι άνθρωποι που ψάχνουν για κοινωνι­κά πρότυπα στις διάφορες επισφαλείς κοινωνιολογικές συλλήψεις και στους κοινωνικούς σχεδιασμούς, έξω από το χώρο της Εκκλησίας, όπως ήσαν αναπολόγητοι και οι αρχαίοι, που κατέφευγαν για τη γνώση του Θεού στην ανοησία της ειδωλολατρείας, διότι η μόνη αληθής κοινωνία, όπου εναρμο­νίζονται οι σχέσεις Θεού και ανθρώπου αφ’ ενός και των ανθρώπων μετα­ξύ τους αφ’ ετέρου, είναι η Εκκλησία του Χριστού, ως μονίμως ζωοποιουμένη και καθοδηγουμένη υπό του Αγίου Πνεύματος. Την κοινωνική αυτή μοναδικότητα της Εκκλησίας εκφράζει με πολλή επιτυχία ο Ρώσος μητρο­πολίτης Αντώνιος, δίνοντας συγχρόνως και τη θεολογική της διάσταση και κατοχύρωση: "Η ύπαρξις της Εκκλησίας δεν συγκρίνεται με τίποτ' άλλο πάνω στη γη, διότι πάνω στη γη δεν υπάρχει ενότης, αλλά μόνο διαίρεσις, μόνο στον ουρανό υπάρχει κάτι παρόμοιο μ' αυτήν. Η Εκκλησία είναι μια τέλεια, νέα, ιδιότυπη, μια μοναδική ύπαρξις πάνω στη γη, ένα unicum που δεν μπορεί να ορισθεί επαρκώς με καμμιά έννοια, απ’ όσες μπορεί να πά­ρει κανείς απ’ τη ζωή του κόσμου. Η Εκκλησία είναι το ομοίωμα, η εικό­να της υπάρξεως της Αγίας Τριάδος μια εικόνα μέσα στην οποία οι πολλοί γίνονται ένα"[87].


Πριν όμως αναφερθούμε θεολογικά στην κοινωνική μοναδικότητα της Εκκλησίας είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι η Εκκλησία εφανέρωσε ιστορικά την κοινωνική της δύναμη και επέτυχε να συγκροτήσει κοινω­νίες μοναδικές μέσα στη διάσπαση και στη διαίρεση των ανθρώπων. Αρ­κεί σύντομα να υπενθυμίσουμε το παράδειγμα της πρώτης χριστιανικής κοινότητος των Ιεροσολύμων, όπου "του πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία και ουδέ εις των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδια είναι, αλλ’ ην αυτοίς πάντα κοινά"[88]. Και μολονότι με την αύξηση και τον πλη­θυσμό της κοινότητος αυτής άρχισαν οι γογγυσμοί, που οφειλόταν σε παραθεώρηση των χηρών των Ελληνιστών στις καθημερινές τους βιωτικές ανάγκες, πράγμα που οδήγησε τους Αποστόλους να χειροτονήσουν τους επτά-διακόνους[89], εν τούτοις η Εκκλησία κατόρθωσε, σε δυστυχείς και ευτυχείς καιρούς, να παραμείνει η ίδια σε θαυμαστή ενότητα και να ενο­ποιήσει τον πολυδιάστατο και ταλανιζόμενο από ποικίλες διαιρέσεις ελλη­νορωμαϊκό κόσμο, αλλά και τους εκτός αυτού βαρβαρικούς λαούς.


Η ιστορική έρευνα ομόφωνα διαπιστώνει ότι ο σοβαρότερος λόγος που ώθησε τον Μ. Κωνσταντίνο στην αναγνώριση του Χριστιανισμού ως επί­σημης θρησκείας του κράτους, ήταν ο θαυμασμός του για την ενότητα των Χριστιανών μεταξύ τους και η ορθή εκτίμησή του, που επαληθεύθηκε στη συνέχεια από την ιστορική εξέλιξη, ότι η "Εκκλησία θα αποτελούσε τον ισχυρότερο ενοποιητικό παράγοντα της αυτοκρατορίας. Δεν μπορεί να αμφι­σβητήσει κανείς ότι η υπερχιλιετής ζωή της αυτοκρατορίας με τα θαυμά­σια πολιτιστικά και πνευματικά της δημιουργήματα στους τομείς της τέ­χνης, της γραμματείας και όλων των πνευματικών εκδηλώσεων, ιδιαίτερα όμως η ενιαία αυτοσυνειδησία των πολιτών ως μελών της μιας, αγίας, κα­θολικής και αποστολικής Εκκλησίας μαζί με την κοινωνική συνοχή και εξισορρόπηση, οφείλονται στο ενοποιητικό και κοινωνικό έργο της Εκκλη­σίας. Η ισοτιμία και ομοτιμία των ανθρώπων ως εικόνων Θεού και ως μελών του ενός σώματος του Χριστού, που διακηρύχθηκε από τον απόστολο Παύλο με το γνωστό "ουκ ένι Έλλην καν Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρ­βαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος"[90], πραγματοποιήθηκε με την καθολικό­τητα και οικουμενικότητα της Εκκλησίας που περιέλαβε ισότιμα στους κόλπους της όλους τους ανθρώπους, άσχετα προς τις οποιεσδήποτε διακρί­σεις. Ο Άγιος Ειρηναίος παρατηρεί ότι η Εκκλησία, μολονότι είναι διεσπαρμένη σ' όλη την Οικουμένη, εν τούτοις φυλάσσει την ίδια πίστη "ως ένα οίκον οικούσα, ως μίαν ψυχήν και την αυτήν έχουσα καρδίαν και ως εν στόμα κεκτημένη"[91]. "Ετσι ούτε οι ιδρυμένες στην Γερμανία εκκλησίες πιστεύουν και παραδίδουν διαφορετικά, ούτε οι εκκλησίες της Ιβηρίας, ούτε της Αιγύπτου, ούτε της Λιβύης, ούτε της Ανατολής, αλλά ενοποιούνται όλες στην αυτήν πίστη. Τα ίδια περίπου επαναλαμβάνει και ο Άγιος Ιω­άννης ο Χρυσόστομος, λέγοντας ότι ο Χριστός συνήγαγε τους εγγύς και τους μακράν στην Εκκλησία και τους έκανε ένα σώμα, ώστε και "ο εν Ρώμη καθήμενος τους Ινδούς μέλος είναι νομίζει"[92]. Και ο Μ. Βασίλειος παρα­τηρεί ότι η ενότης αυτή καθίσταται δυνατή, διότι, διά της αγάπης ενούνται όλοι αρμονικά στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία· "τους τοσούτω τω πλήθει των τόπων διηρημένους τη διά της αγάπης ενώσει καθοράν εις μίαν μελών αρμονίαν εν σώματι Χριστού δεδέσθαι"[93].


Η ενοποιητική αυτή και συνεκτική δύναμη της Εκκλησίας αποδεί­χθηκε και στους εκτός του ελληνορωμαϊκού κόσμου λαούς, όπως π.χ. στους Ρώσους, οι οποίοι, ταλαιπωρούμενοι από τις διαιρέσεις και διενέξεις των ηγεμόνων τους μέσα στο διασπαστικό κλίμα της ειδωλολατρικής πολυθεΐας, απέκτησαν για πρώτη φορά με το Χριστιανισμό την πολιτιστική και εθνική τους ενότητα, εις τρόπον ώστε ο ηγεμών Βλαδίμηρος που εισήγαγε το Χριστιανισμό στη Ρωσία να παραλληλίζεται προς τον Μ. Κωνσταντίνο και να εξυμνείται όπως και εκείνος ως ισαπόστολος[94].

Το κοινοτικό πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που εσχάτως αποτε­λεί αντικείμενο ενδελεχούς ερεύνης, δεν εμφανίζεται ξαφνικά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ξεκινάει από τις αρχαίες χριστιανικές κοινότητες και κατασταλάζει στην οργάνωση των επισκοπών και των ενοριών σε πυκνό δί­κτυο, ακόμη και των μοναχικών κοινοτήτων, που διασώζουν με γνησιότη­τα το κοινοβιακό πνεύμα της πρώτης χριστιανικής κοινότητος των Ιεροσολύμων, ως αντίδραση στη διάλυση και την εκκοσμίκευση των εν τω κόσμω πιστών. Μέσα στις μονές ζει κανείς την Εκκλησία ως την κατ’ εξοχήν κοι­νωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων, στην αδιάλειπτη προσευχή και λατρεία, και των μοναχών μεταξύ τους στην κοινότητα της ζωής και την εν Χριστώ αδελφότητα και αγάπη, μακριά από τα διαιρετικά στοιχεία της εν τω κό­σμω ζωής.


Πού όμως έγκειται η κοινωνική μοναδικότητα της Εκκλησίας και του έργου της θεολογικά θεωρημένη; Η μοναδικότητα της Εκκλησίας έγκειται στην μοναδικότητα της συνθέσεώς της, η οποία με βάση την παύλεια εικό­να του σώματος Χριστού, την οποίαν εμφαντικά προέβαλαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, έχει ως κεφαλή της όχι κάποιον άνθρωπο, αλλά τον Θεάνθρω­πο Χριστό και ως μέλη της όχι μόνον τους ζώντας, αλλά τους πιστούς όλων των εποχών, σε μια διαχρονική ενότητα, που καθιστά την Παράδοση όχι απλώς τήρηση σχημάτων και τύπων του παρελθόντος, αλλά εμφάνιση και έκφραση της διαχρονικής αυτής κοινωνίας των ζώντων και των τεθνεώτων, της στρατευομένης και της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Πολίτες της βασι­λείας του Θεού, όπως αποκαλείται επίσης η Εκκλησία, δεν είναι μόνον οι ζώντες, όπως συμβαίνει σ' όλα τα πολιτεύματα και τις ανθρώπινες κοινω­νίες, αλλά, όπως επιγραμματικά διατυπώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος, "οι πανταχού της οικουμένης πιστοί και όντες και γενόμενοι και εσόμενοι"[95].

Η σύνθεση αυτή της Εκκλησίας, με κεφαλή της το Θεάνθρωπο Χρι­στό, και μέλη της τους ανθρώπους όλων των εποχών, εξασφαλίζει σ' αυτήν ασφάλεια, σταθερότητα και ευστάθεια, διότι ούτε η κεφαλή της υπόκειται εις λάθη, ούτε τα μέλη μιας συγκεκριμένης ιστορικής εποχής μπορούν να στραφούν εναντίον των μελών της προηγουμένης εποχής και να διακόψουν την ενότητα της πίστεως με μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Αν το τελευταίο συμβεί, οι δράστες τίθενται εκτός του σώματος της Εκκλησίας ως αιρετι­κοί ή σχισματικοί.


Η Εκκλησία είναι επίσης μοναδική, διότι σώζει και διασώζει τη μο­ναδικότητα του ανθρώπου ως εικόνος του Θεού, η ακεραιότητα της οποίας διασφαλίζεται μόνον με την εγγύτητα προς το Θεό και την ενέργεια της Χά­ριτός του. Ο άνθρωπος παραμένει στη φυσική του κατάσταση και προχω­ρεί προς την τελείωση, μόνον όταν ζει μέσα στο κλίμα και στην ατμόσφαιρα της Χάριτος του Θεού, όπου αναπτύσσονται αρμονικά και οι κοινωνικές του σχέσεις προς τους άλλους ανθρώπους, κατά το πρότυπο των σχέσεων των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, τα οποία χωρίς να χάνουν την ιδι­αιτερότητα και προσωπικότητά τους σε μία απρόσωπη συλλογικότητα δια­τηρούν εν τούτοις απόλυτη ενότητα και σύμπνοια. Ο ίδιος ο Θεός θεώρη­σε κατά τη δημιουργία ότι "ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον", ο δε Χρι­στός είπε ότι είναι παρών εκεί που είναι συνηγμένοι στο όνομά του δύο ή τρεις[96]. Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερωτά χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στην εν συνάξει παρουσία αυτή του Χριστού: "Διατί είπε δύο; Αν γαρ εις η εις το όνομα σου διατί μη ει εκεί; ότι πάντας ομού βούλομαι είναι και μη διασπάσθαι"[97].

Η διαίρεση και η διάσπαση δεν είναι φυσικό γνώρισμα της ανθρωπίνης κοινωνίας, αλλά συνέπεια της αμαρτίας και της απομακρύνσεως από το Θεό, εξ αιτίας της οποίας αποδημεί η ενοποιός Χάρις του Παναγίου Πνεύ­ματος. Με την αμαρτία διαταράσσει ο άνθρωπος τις σχέσεις του με το Θεό, με συνέπεια να διαταράσσεται και η δική του ευστάθεια και ισορροπία, να διχάζεται και να διαιρείται η ίδια του η φύση από τον πόλεμο και τη δια­μάχη των παθών και των επιθυμιών, η πλήρωση και ικανοποίηση των οποί­ων τον φέρνει σε αντίθεση και σε πόλεμο προς τους άλλους ανθρώπους προ­καλώντας έτσι κοινωνικές αναστατώσεις και διαμάχες. Η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας με αλάθητο και μοναδικό ρεαλισμό διδάσκουν ότι η κοινωνική συναίνεση και συνδιαλλαγή δεν επιτυγχάνονται με εξω­τερικές νομικές ρυθμίσεις, γιατί το κακό δεν βρίσκεται έξω από τον άνθρω­πο, αλλά με εσωτερική αλλαγή και μεταμόρφωση. Από τον άνθρωπο εκπηγάζει η κακία, γι' αυτό αν την πολεμήσεις έξω από αυτόν, αφήνοντας άθικτες τις ρίζες της και τα εσωτερικά της ορμητήρια, θα εμφανισθεί και πά­λι. "Πόθεν πόλεμοι και μάχαι εν υμίν; Ουκ εντεύθεν εκ των ηδονών υμών των στρατευομένων εν τοις μέλεσιν υμών;", ερωτά ο αδελφόθεος Ιάκωβος[98]. Η αμαρτία είναι το μοναδικό κακό που αποδιοργανώνει τον άνθρωπο και τις κοινωνίες. Γι' αυτό και κάθε προσπάθεια εξαλείψεως των κακών σε προ­σωπικό και κοινωνικό επίπεδο πρέπει να έχει ως στόχο τη βελτίωση των εντός του ανθρώπου, για να βελτιωθούν και τα εκτός αυτού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επαναλαμβάνει το ερώτημα του αποστόλου Ιακώβου: "Πόθεν γαρ οδυνηρός τε και πολυστένακτος, φιλοπόλεμος τε και πολυσύμφορος ημίν ο βίος γέγονεν; Ουκ από του εμβαλείν υμάς αυτούς διά της πα­ραβάσεως της εντολής εις τον απηγορευμένον πειρασμόν, την αμαρτίαν λέ­γω;"[99]. Η κοσμική επιστήμη, ιστορική, κοινωνική και πολιτική, επειδή δεν διακρίνει μεταξύ παραδείσου και πτώσεως, θεωρεί ως φυσική την κατά­σταση του εσωτερικού διχασμού του ανθρώπου και των κοινωνικών αντι­παραθέσεων, γι' αυτό βλέπει απαισιόδοξα και τη θεραπεία τους. 


Η Θεολο­γία όμως βλέπει την Εκκλησία ως τον νέο παράδεισο, μέσα στον οποίο ο άνθρωπος επανευρίσκει την αρχική του ενότητα και ακεραιότητα και απο­φεύγει έτσι το διχασμό και τη διαίρεση σε προσωπικό και κοινωνικό επί­πεδο. Η Εκκλησία στη φύση και στην ουσία της είναι κοινωνία, έχει ως σκοπό την συναγωγή, την συνένωση των ανθρώπων. Είναι καρπός του απολυτρωτικού έργου του Χριστού, ο οποίος συμφιλίωσε τους ανθρώπους με το Θεό και ανακαίνισε την ανθρωπινή φύση. Μέσα στην Εκκλησία, που με την παρουσία και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος συνεχίζει το απολυτρωτικό έργο του Χριστού, ευρίσκει ο άνθρωπος τις παραδείσιες συνθήκες της εγγύτητας προς το Θεό και της πολυποίκιλης ενέργειας του Αγίου Πνεύ­ματος. Η σωτηρία δεν είναι απλώς ακρόαση της διδασκαλίας του Χριστού και ατομική προσπάθεια ηθικής προκοπής και βελτιώσεως, αλλά ένταξη στην κοινότητα, στο σώμα του Χριστού, και εσωτερική αλλαγή και μετα­μόρφωση με τα μέσα της Χάριτος, που άφθονα παρέχει η Εκκλησία. Για το λόγο αυτό αντιμετωπίζεται ως νοσηρό φαινόμενο η προσπάθεια δημιουρ­γίας αυτόνομης χριστιανικής ζωής, μακριά από την ευχαριστιακή κοινό­τητα, από τον ναό και την ενορία, όπου διά των μυστηρίων και της όλης ατμόσφαιρας δρα και ενεργεί η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος. "Το γαρ της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλά ενώσεώς εστι και συμφωνίας όνομα" και "Εκκλησία γέγονε, ουχί ίνα διηρημένοι ώμεν οι συνελθόντες, αλλ’ ίνα οι διηρημένοι συνημμένοι" κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστο­μο[100]. Τον σύνδεσμο αυτόν και την ενότητα παριστά και πραγματοποιεί εμφαντικώτατα το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας κατά το οποίο με την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος ενσωματούμεθα όλοι εις τον Χριστόν ως κε­φαλήν της Εκκλησίας. 

Ο Χριστός, ως κεφαλή της Εκκλησίας, και το Άγιον Πνεύμα, ως η ζωοποιός δύναμη, αποτελούν τους δύο απαραίτητους και μοναδικούς όρους κάθε γνήσιας κοινωνικότητας. Το κατ' εξοχήν κοινωνι­κό ον είναι το εκκλησιαστικό ον, το μετά της κοινότητος συνδεδεμένο διά του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. "Το κατασκευάζον ημάς εν σώμα γενέσθαι και αναγεννών ημάς το εν Πνεύμα εστί" κατά τον Μ. Βασίλειο[101]. Άγιο Πνεύμα και Εκκλησία είναι ταυτόσημα, είναι οντολογικό γνώρισμα της Εκκλησίας η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο δημιουργεί με­ταξύ των μελών θεϊκή συγγένεια, ανώτερη κάθε άλλης συγγενείας και ενότητος. "Ο γαρ γέρων και ο νέος, ο πένης και ο πλούσιος, ο παις και ο έφη­βος, η γυνή και ο ανήρ και πάσα ψυχή εν τι γίνεται και μάλλον ει σώμα εν ην. Ταύτης γαρ της συγγενείας πολλώ μείζων εκείνη και πλείων η ακρίβεια της ενώσεως" κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο[102].

Από τα στοιχεία που συνθέτουν την μοναδική και ιδιάζουσα κοινωνι­κότητα της Εκκλησίας πρέπει ιδιαίτερα να τονίσουμε την επαναστατική όντως εντολή της αγάπης σ' όλες της τις κοινωνικές διακλαδώσεις, της φιλαδελφίας, της φιλοξενίας, της φροντίδος για τους ασθενείς, τους κάθε μορ­φής πάσχοντες, την φιλανθρωπία γενικώς της Εκκλησίας, την ανάπτυξη της οποίας στο Βυζάντιο παρουσίασε με πολλή επιτυχία ο π. Δημήριος Κωνσταντέλος, στο ομώνυμο και ευφήμως γνωστό στους θεολογικούς και βυζαντινολογικούς κύκλους βιβλίο του[103]. Πρέπει να μνημονεύσουμε ακόμη την ισότιμη και πέραν κάθε προσωποληψίας αντιμετώπιση όλων των ανθρώ­πων ως εικόνων Θεού, που συνετέλεσε στην ουσιαστική βελτίωση της νο­μοθεσίας σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις κάθε μορφής δια­κρίσεις. Την διοίκηση επίσης των της Εκκλησίας εκ μέρους των ποιμένων όχι με το πνεύμα των κοσμικών αρχόντων, τυραννικώς και αναγκαστικώς, αλλά διακονικώς και εν ελευθερία, όπως δείχνει κάλλιστα και η αρχή της "οικονομίας" στην εφαρμογή των ιερών κανόνων. Την ασκητική τέλος και εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας η οποία συντελεί στο να μη προ­σκολλώνται οι Χριστιανοί στα μικρής αξίας πράγματα του κόσμου τούτου, για τα οποία ερίζουν και διχάζονται οι άνθρωποι, αλλά να πράττουν τα πάν­τα "προς ετέρου βίου παρασκευήν"[104], προσβλέποντες προς την κεφαλήν αυτών, τον μέγαν της Εκκλησίας αρχιερέα, όστις ήδη κάθηται "εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς, των αγίων λειτουργός και της σκηνής της αληθινής, ην έπηξεν ο Κύριος και ουκ άνθρωπος"[105].


Κλείνοντας την επί τροχάδην παρουσίαση αυτών των θέσεων πρέπει να αναφερθώ σε μια βασική ένσταση. Πώς η Εκκλησία θα επιτελέσει το κοινωνικό και ενοποιητικό της έργο, αφού η ίδια είναι διχασμένη και διηρημένη, και καθημερινά γίνεται λόγος για την ένωση των "εκκλησιών"; Έ­χουμε παρασυρθή όλοι τόσο πολύ από τον εκκλησιαστικό συγκρητισμό που καλλιέργησε ο λεγόμενος Οικουμενισμός, ώστε να υιοθετούμε ορολογία που από ορθόδοξη άποψη είναι απορριπτέα.

Ο χαρακτηρισμός ως εκκλησιών χριστιανικών κοινοτήτων ή ομάδων ή πληθυσμών που δεν είναι ενωμένες μαζί μας στην πίστη, στη λατρεία και στη διοίκηση, που δεν έχουν κοινωνία στο ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας, είναι για την ορθόδοξη εκκλησιολογία όχι απλώς εσφαλμένος άλλ’ επικίν­δυνος.
Η ευχή "υπέρ των αγίων του Θεού εκκλησιών" εννοεί τις τοπικές εκκλη­σίες που ανήκουν στη μία αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, την οποία συνεχίζει αδιάκοπα η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως επανειλημμένα έ­χουν διακηρύξει παλαιότερα ορθόδοξοι θεολόγοι σε συναντήσεις του Παγ­κοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών αλλά και πρόσφατα στην Γ' Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Γενεύης, μολονότι ο προτεσταντικός σχετικισμός, που θέλει όλες τις χριστιανικές ομολογίες, ανάμεσα δε σ’ αυτές και την Ορθόδοξη Εκκλησία, να έχουν μέρος μόνον της αληθείας, τείνει να επη­ρεάσει πολλούς "ορθοδόξους" θεολόγους. Για την ορθόδοξη όμως αυτο­συνειδησία η Εκκλησία είναι μία και ταυτίζεται με την Ορθόδοξη Εκκλη­σία, που είναι η Εκκλησία του Θεού. Όλες οι άλλες χριστιανικές κοινό­τητες οφείλουν να επανέλθουν σε ενότητα και κοινωνία με αυτήν.

Γράφει σχετικώς ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς. "Αφού ούτως έχουν τα πρά­γματα, τότε διά τον παπιστικόν-προτεσταντικόν Οικουμενισμόν με την ψευδοεκκλησίαν του και τον ψευδοχριστιανισμόν του δεν υπάρχει διέξοδος από το αδιέξοδόν του άνευ ολοψύχου μετανοίας ενώπιον του Θεανθρώπου Χριστού και της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Του. Η μετάνοια είναι το φάρμακον δι' εκάστην αμαρτίαν, φάρμακον δοθέν εις τον άνθρωπον από τον μόνον Φιλάνθρωπον"[106]. Η συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, δεν σημαίνει σχετικοποίηση της απόλυτης εκκλησιολογίας τους, αλλά γίνεται για τη μαρ­τυρία της αληθείας προς επανεύρευση της αρχικής ενότητος, μολονότι πρέ­πει να ομολογηθεί ότι οι θεωρητικές διακηρύξεις μέχρι τώρα αναιρούνται στην πράξη που οδηγεί σε εκκλησιαστικό συγκρητισμό και εξαφάνιση η εξασθένηση των ολιγάριθμων Ορθοδόξων.107.           

Η ενότητα λοιπόν της Εκκλησίας είναι δεδομένη, έστω και αν υπάρ­χουν σχίσματα και αιρέσεις, που δεν έλειψαν στη ζωή της Εκκλησίας με μεγάλο μάλιστα αριθμό οπαδών και σε μεγάλη γεωγραφική και εθνολογι­κή έκταση. Η καθολικότητα άλλωστε της Εκκλησίας δεν έχει σχέση με αριθμούς πιστών και πλειοψηφίες, αλλά με την μαρτυρία του πληρώματος της αληθείας, της καθολικής αληθείας. Κατά τον π. Γεώργιο Φλορόφσκυ "η Εκκλησία ήταν καθολική, και τότε που οι χριστιανικές κοινότητες δεν ήσαν παρά απομονωμένα, διασκορπισμένα, μέσα σε μιά θάλασσα απιστίας και παγανισμού νησάκια και θα παραμείνη καθολική μέχρι το τέλος των καιρών, όταν θα άποκαλυφθή το μυστήριο της εκπτώσεως, όταν η Εκκλη­σία θα σμικρυνθή σ’ ένα μικρό ποίμνιο. 'Πλήν ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης; ' 


"[107]. Η έκπτωση μιας χώρας η ενός έ­θνους από την οικουμενική Εκκλησία δεν παραβλάπτει την καθολικότητα ούτε την ενότητα της Εκκλησίας. Αυτό έχει μεγάλη σημασία σήμερα στην πορεία μας προς την Ενωμένη Ευρώπη, όπου η παρουσία της Ορθοδοξίας είναι ζωτική αναγκαιότης, γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού και μπορεί γι' αυτό να παίξει και πάλιν σπουδαίο κοινωνικό και ενοποιητικό ρόλο. Μπορεί να γίνει, όπως παρατηρεί ο π. Πλακίδας, "ένα δυνατό προζύμι για την ανασύσταση της πνευματικής ενότη­τας της Ευρώπης". Για το λόγο αυτό, κατά τον ίδιο, "η όρθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να θεωρή τις καθολικές και προτεσταντικές Εκκλησίες των δυτικών χωρών, ως τις νόμιμες και αυθεντικές τοπικές εκκλησίες αυτών των χωρών. Χωρισμένες από τον κορμό της Ορθοδοξίας, οι εκκλησίες αυτές δεν είναι πια σε σχέση με την ορθόδοξη πίστη, η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Χριστού, παρούσα σ' αυτές τις χώρες"[108].

Αυτό είναι ίσως το νέο κοινωνικό και ενοποιητικό έργο της Εκκλησίας, της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις νέες συνθήκες της Δύσεως, πάντοτε βέ­βαια κάτω από τον σχεδιασμό και την πρόνοια του Θεού περί του σύμπα­ντος κόσμου.

l.PG 50,459.

[2] Χρυσοστόμου, Εις Εφ. Ομιλία 9, 3, PG 62, 72. Εις Κολ. Ομιλία 1, 3, PG 62, 303. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 32, 11, PG 36, 185. Βλ. και Ι. Καρμίρη, Η εκκλησιολογία των τριών Ιεραρχών, Αθήναι 1962, σ. 64 ε. Κ. Μουρατίδου, Η ουσία και το πολίτευμα της Εκκλησίας, Αθήναι 1958, σ. 135 ε. V. Lossky, Η Μυστική Θεολογία της Ανατ. Ορθοδ. Εκκλησίας, Θεσ/νίκη 1964, σ. 206 ε. F. Hollböck - Th. Sartory, Mysterium Kirche, Wien 1962,τόμ. Ι,σ. 309 ε.
[3] In Jesu Nave 3, 5, PG 12, 841: Nemo ergo sibi persuadeat, nemo semetipsum decipiat: extra hanc domum, id est extra Ecclesiam nemo salvatur. Nam si quis foras exierit mortis suae fit reus.
[4] Κατά αιρέσεων 3, 24, PG 7, 966.
[5] Ιω. 16, 7.
[6] Αυτόθι 7, 39.
[7] Εις την Πεντηκοστήν 1, 3, PG 50, 457.
[8] Βλ. Π. Χρήστου, Η περί του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία του Μεγάλου Βασι­λείου, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 3, 6 ε. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 34, 12, PG 36, 252: 'Έι μη Θεός το Πνεύμα το Άγιον, θεωθήτω πρώτον και ούτω θεούτω με τον ομότιμον". Του αυτού, Λόγος Θεολογικός 5, 4, PG 36, 137. 'Έι τέτακται μετ' εμού πώς εμέ ποιεί Θεόν, ή πώς συνάπτει Θεότητι". Χρυσοστόμου, ένθ' ανωτ.
[9] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 42, 5, PG 36, 436. Π. Χρήστου, "Γρηγόριος ο Θεολό­γος", εν Θρησκ. και Ηθ. Έγκυκλ. τόμ. 4, σ. 725.
[10] Είς την Πεντηκοστήν 1, 2, PG 50, 456.
[11] Χρυσοστόμου, Εις Ρωμ. Ομιλία 13, 8, PG 60, 519. Μ. Βασιλείου, Κατά Σαβελλιανών... 5, PG 31, 600. Βλ. και Χ. Ανδρούτσου, Δογματική, Αθήναι 1956, σ. 77.
[12] Βλ. Μ. Schmaus, Katolische Dogmatik, München 1958, τόμ. 3, 1 σ. 331 ε.
[13] Γρηγορίου Παλαμά, Αντεπιγραφαί εις επιγραφάς Βέκου, εν Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1962, τόμ. Ι,σ. 164,14. Χρυσοστόμου, Εις την Πεντηκοστήν 1, 3, PG 50, 457.
[14] Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις 16, 23, PG 33, 957.
[15] Προκοπίου Γάζης, Εις Γένεσιν, PG 132, 776.
[16] Λόγος 41,11, PG 36,444. Περί Αγίου Πνεύματος 16, 38, PG 32,136. Πλείονα πε­ρί του αγιασμού των αγγέλων τη ενεργεία του Πνεύματος βλ. εν Α. Heising, "Der Heilige Geist und die Heiligung der Engel in der Pneumatologie des Basilius von Cäsarea", εν Zeitschrift für Katholische Theologie 87 (1965)257-308. Τα περί πνευματικής Εκκλησίας αναπτύσ­σονται εν τη αποδιδομένη εις τον Κλήμεντα Β' Επιστολή προς Κορινθίους, ένθα λέγε­ται· "Την εκκλησίαν ου νυν είναι αλλά άνωθεν. Ην γαρ πνευματική ως και ο Ιησούς ημών, εφανερώθη δε επ' εσχάτων των ημερών, ίνα ημάς σώση" (ΒΕΠ, 1, 45). Ο Ερμάς επίσης παρατηρεί περί της Εκκλησίας· "... ότι, φησίν, πάντων πρώτη εκτίσθη διά τούτο πρεσβυτέρα, και διά ταύτην ο κόσμος κατηρτίσθη", (Ποιμήν, Όρασις 2, 4. ΒΕΠ. 3, 42). Η περί προϋπάρξεως της Εκκλησίας ιδέα αποτελεί προσφιλές θέμα εις την νεωτέραν επιστημονικήν έρευναν. Βλ. Κ. Μουρατίδου, ένθ' ανωτ., σ. 71, Ι. Καρμίρη, ένθ’ ανωτ., 6. 8, Μ. Schmans, ένθ' ανωτ., σ. 60 ε, Υ. Congar, "Ekklesia ab Abel", εν Abhandlungen über Theologie und Kirche, Festschrift für K. Adam (1952) 79-108, J. Beumer, "Die altchristliche Idee einer präexistierenden Kirche und ihre theologische Anwendung", εν Wissenschaft und Weisheit 9(1942) 13-22, M. Pribilla, "Die Kirche von Anbeginn", εν Stimmen derZeit 117(1929) 241-254.
[17] Ματθ. 25, 34 Εφ. 1,4.
[18] Εις Άσμα ασμάτων 2, 62, PG 13, 134. Βλ. και Εφ. 2, 20.
[19] Χρυσοστόμου, Εις Γένεσιν Ομιλία 16, 5, PG 53, 131. Αυτόθι 15, 4, PG 53, 125 και 16, 1,PG53, 128.
[20] Εις το Άγιον Πνεϋμα PG 46,697.
[21] PG 132,784.
[22] Κατά ανθρωπομορφιτών 2, PG 76, 1081 ΑΒ.
[23] Περί Τριάδος 2, 7, 3 PG 39, 565-566. Βλ. και PG 132, 784.
[24] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά ανθρωπομορφιτών 2, PG 76, 1081. Γρηγορίου Παλαμά, Περί θεοποιού μεθέξεως 13, εν Π. Χρήστου, Γρηγ. Παλαμά συγγράμματα, τόμ. 2, σ. 149. Χρυσοστόμου, Εις Γένεσιν Ομιλία 13, 2, PG 53,106-107.
[25] Γρηγορίου Νύσσης, Εις το ΆγιονΠνεύμα, PG 46, 697. Θεοφάνους Κεραμέως, Εις Γένεσιν PG 132, 784. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ένθ΄ ανωτ. Χρυσοστόμου, Εις Γένεσιν 15, 4, PG 53, 125. Αυτόθι 16, 5, PG 53, 131. Εις την Πεντηκοστήν 1,3, PG 50, 457. Εις Ευτρόπιον 2, 6-9, PG 52,402, Εγκώμιον εις Μάξιμον 2, PG 51, 227 ε. Εις Ευτρόπιον 2, 15, PG 52, 411, Εις Ψαλμόν5, 2, PG 55, 63.
[26] Εις Ευτρόπιον 2, 11, PG 52, 405.
[27] Πράξ. 7, 51. Βλ. PG 28, 56-57.
[28] Κατηχήσεις 16, 24-32, P8
[29] Εις Ιω. Ομιλία 3, 2, PG 59, 361 και Ομιλία 31, 2, PG 59, 284. Κατά Ιουδαίων 6, 4, PG 48, 99.
[30] Εις 113 Ψαλμόν 6, PG 55, 313.
[31] Λόγος Θεολογικός  5, 5, PG 36, 137.
[32] Απολογία 2, 13, 3-4, ΒΕΠ 3, 207.
[33] Εις Εφ. ομιλία 3, 1, PG 62, 75.
[34] De peccato originali 24,28, PL 44, 389. De Babtismo 1,15,24. Βλ. Μ. Schmaus, ένθ' άνωτ., σ. 64 ε.
[35] Ματθ. 1, 18, Λουκά 1, 35. Μάρκ. 1, 10. Λουκά 1, 42. Ιω. 20, 22. Πλείονας γραφικάς μαρτυρίας περί της δράσεως του Πνεύματος εν τη Παλαιά και Καινή Διαθήκη βλ. εν Στεργίου Σάκκου, Η έρευνα της Γραφής, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 174 ε.
[36] Ιωήλ 3, 1-5. Πράξεις 2, 16-21. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις 16, 27, PG 33,956.
[37] Χρυσοστόμου, Εις τας Πράξεις 4, 1, PG 60, 43. Αυτόθι 2, PG 60, 44-46. Εις Ιω. Ομιλία 51,1-2, PG 59,284. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις 17,12-14 και 18,PG 33, 984.989.
[38] Θεοφάνους Κεραμέως, PG 132, 777-781.
[39] Λόγος 41,11, PG 36,444. Την άποψιν περί ενανθρωπήσεως του Πνεύματος κα­ταπολεμεί ο Χρυσόστομος. Εις Ιω. Ομιλία 75,1, PG 59,404. Εις Ματθ. Ομιλία 12, 3, PG 57, 205,
[40] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 41, 5, PG 36,436. Χρυσοστόμου, Εις την Πεντηκο­στην 2, 1, PG 50,463. Τον Λόγον του Γρηγορίου επαναλαμβάνει ύμνος της Πεντηκοστής· "Πεντηκοστήν εορτάζομεν και Πνεύματος επιδημίαν...".
[41] Περί αυτών βλ. Ι. Καλογήρου, "Εκ της Γ' Γενικής Συνελεύσεως του Παγκο­σμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών εις Νέον Δελχί των Ινδιών" εν Γρηγόριος Παλαμάς 45 (1962) 149 ε.
[42] Γενικώς περί της θέσεως της Εκκλησίας έναντι των αιρετικών και του σχίσμα­τος βλ. Χ. Ανδρούτσου, ένθ' ανωτ., σ. 267, σημ. 2., Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. 2, σ. 331 ε. Ι. Καρμίρη, "Αίρεσις", εν ΘHE τόμ. Ι,στ. 1088. J. Korbacher, Ausserhalb der Kirche Kein Heil, München 1963, σ. 155 ε. Περί της ενότητος ως έργου του Πνεύματος βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Περί θεοποιού μεθέξεως 6, εν Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., τόμ. 2, σ. 141.
[43] Χ. Ανδρούτσου, ένθ' ανωτ.
[44] Το κείμενον εν γερμανική μεταφράσει βλ. εν Küng, Die Kirche, Freiburg 1967, σ. 374. Προς θεμελίωσιν της δράσεως του Πνεύματος εκτός της Εκκλησίας γίνεται υπό του Ρωμαιοκαθολικού θεολόγου Tromp τριπλή διάκρισις της ενεργείας του Αγίου Πνεύ­ματος ως ψυχής της Εκκλησίας. Ενεργεί τούτο α) ως anima informans corpus Christi mysticum, δηλ. ψυχή μορφούσα, διαπλάττουσα την Εκκλησίαν, β) ως amina assimilans corpori Christi mystico, ψυχή αφομοιούσα προς το μυστικόν σώμα του Χριστού και γ) ως amina trahens ad corpus Christi mysticum, ψυχή ελκύουσα προς το μυστικόν σώμα του Χριστού. Εις την πρώτην περίπτωσιν το Άγιον Πνεύμα ενεργεί μόνον επί των αληθών μελών της αληθούς Εκκλησίας, αποκλειομένων των οπαδών ετέρας θρησκείας, των αιρετικών, σχισματικών, αποστατών. Εις την δευτέραν περίπτωσιν ενεργεί, ίνα οδηγήση εγγύτερον προς τον Χριστόν και την Εκκλησίαν όλους, όσοι ολιγώτερον ή περισσότερον διά εκπεφρασμένης επιθυμίας τείνουν να υποταγούν εις την Εκκλησίαν. Εις την τρίτην τέλος περίπτωσιν, η οποία ενδιαφέρει κυρίως ημάς ενταύθα, το Άγ. Πνεύμα, ως ψυχή ελκύουσα προς το μυστικόν σώμα του Χριστού ενεργεί εις όλους τους καλής θελήσεως ανθρώπους, οι οποίοι έστω και ασυνειδήτως, επιθυμούν την εκκλησίαν, τείνουν προς ανάλογον τρόπον ζωής. Τούτους σύρει το Άγιον Πνεύμα, ως μεμακρυσμένος μαγνήτης, προς την Εκκλησίαν. Βλ. S. Tromp, S. J., Corpus Christi quod est Ecclesia, Pars III: De Spiritu Christi anima, σ. 195-200 και F. Holböck, Mysterium Kirche, σ. 319 ε.
[45] Κ. Rahner, "Das Christentum und die nichtchristlichen Religionen" εν Schriften zur Theologie V, 136-158. Βλ. και J. Feiner, "Kirche und Heiesgeschichte", εν Gott in Welt, Freiburg 1964, τόμ. 2, σ. 317-345.
[46] Πνεύμα και Ελευθερία, Αθήναι 1952, σ. 341 ε.
[47] Ν. Μπερδιάγιεφ, ενθ' ανωτ., σ. 355. Τούτο αναγνωρίζεται και υπό Ρωμαιοκαθο­λικών θεολόγων βλ. Holbock, ενθ' ανωτ., σ. 308.
[48] Γεν. 1,2.
[49] Μ. Βασιλείου, Εις 'Εξαήμερον 2, 6, PG 29, 44.
[50] Προκοπίου, Εις Γένεσιν ΡG 77, 45 ε.
[51] Εις Γένεσιν PG 80, 89.
[52] Ένθ' ανωτ. Εκ των προηγουμένων του Βασιλείου συγγραφέων ο Δίδυμος έχει την εν λόγω αποψιν· Περί Τριάδος 2, 7, 3, PG 39, 565.
[53] PG 44, 81 και PG 132, 776.
[54] Προκοπίου, ένθ' ανωτ. W. Eichrod, Theologie des Α. Testaments, Gottingen 51964, 2ov μέρος, σ. 24 ε.
[55] Διδύμου, Ένθ. ανωτ. 2, 7, 1, PG 39, 452. Αυτόθι 2, 7, 3, PG 39.
[56] Του αυτού, ένθ’ ανωτ. 2, 7, 3, PG 39,564. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος41, 14, PG 36, 448. Ψαλμός 103, 78. Ψαλμός 32, 6.
[57] Εις Α' Κορ. 15, 53. Ιεζεκιήλ 37, 5. Πέτρου Β'3, 10. Ρωμ. 8,21 και 8, 11.
[58] Ματθ. 28, 19-20. Μάρκ. 16, 15-19. Ιω. 20, 19-23.
[59] Ιω. 14, 16-17. 15,26. 16, 7-8.
[60] Λόγος 31, 29, Θεολογικός 5ος.
[61] Ιω. 16, 7-8.
[62] Λόγος 41, 5, PG 36,436.
[63] Εις την ΑγίανΠεντηκοστήν 2, 1, PG 50, 463.
[64] Περί του Αγίου Πνεύματος 24, PG 32, 172Β.
[65] Εις την Αγίαν Πεντηκοστήν 1, 2, PG 50, 456. Βλ. σχετικώς Θ. Ζήση, "Η εκτός της εκκλησίας δράσις του Αγίου Πνεύματος", Θεσσαλονίκη 1971, εις τον τόμον Άγιον Πνεύμα του Σεμιναρίου Θεολόγων Θεσσαλονίκης αναδημοσιευόμενον εν τω ανά χείρας τόμω.
[66] Εις την Πεντηκοστήν PG 46, 697. Τα αυτά αναπτύσσει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος 31, 26, Θεολογικός 5ος, PG 36, 161C· "Εκήρυσσε φανερώς η Παλαιά τον Πατέρα, τον Υιόν αμυδρότερον εφανέρωσεν η Καινή τον Υιόν, υπέδειξε του Πνεύ­ματος την θεότητα· εμπολιτεύεται νυν το Πνεύμα, σαφεστέραν ημίν παρέχον την εαυτού δήλωσιν".
[67] Γρηγορίου Νύσσης, Εις την Αγίαν Πεντηκοστήν, PG 46,697. Μ. Βασιλείου, Πε­ρί Αγίου Πνεύματος 18, PG 32, 153Β. "Ώστε εν εαυτώ δείκνυσι την δόξαν του Μονογε­νούς και τοις αληθινοίς προσκυνηταίς εν εαυτώ την του Θεού γνώσιν παρέχεται. Η τοίνυν οδός της θεογνωσίας εστιν από ενός Πνεύματος, διά του ενός Υιού επί τον ένα Πα­τέρα. Και ανάπαλιν, η φυσική αγαθότης, και ο κατά φύσιν αγιασμός, και το βασιλικόν αξίωμα εκ Πατρός διά του Μονογενούς επί το Πνεύμα διήκει".
[68] Περί Αγίου Πνεύματος 28, PG 32, 197C.
[69] Λόγος 34,11-12, PG 252.
[70] Επιστολή 234, 1, PG 32, 868C.
[71] Περί Άγιου Πνεύματος 18. 21. 22.
[72] Ostkirchliche Studien 19 (1970) 3 ε.
[73] Βλ. πρόλογον του βιβλίου του Μ. - J. Le Guillou, Vom Geist der Orthodoxie, Aschaffenburg 1963, σ. 7.
[74] Αυτόθι, σ. 86.
[75] P. Evdokimov,  Η Ορθοδοξία, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 41.
[76] Βλ. Fl. Wulf, "Mystik", H.Th.G.
[77] Βλ. Θ. Ζήση, Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον ιε­ρόν Χρυσόστομον, Ανάλεκτα Βλατάδων 9, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 226 ε.
[78] Βλ. Θ. Ζήση, Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον ιε­ρόν Χρυσόστομον, Ανάλεκτα Βλατάδων 9, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 226 ε.
[79] J. Ratzinger, "Licht", H.Th.G.
[80] Βλ. G. G. Blum, "Meditative Praxis und Theologie. Aspekte östlicher und westlicher Spiritualität", Ostkirchliche Studien 28 (1979) 25.
[81] Πανηγυρικός Τόμος εορτασμού της εξακοσιοστής επετείου του θανάτου του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αρχιεπισκόπου Θεσ/νίκης 1359-1959, επιμέλεια Π. Χρή­στου, Θεσσαλονίκη 1960, σ. 142-143.
[82] Ένθ’ ανωτ. 
[83] Βλ. Επίσκεψιν, τεύχος 229, σ. 14.
[84] Επίσκεψις, τεύχ. 217, σ. 11.
85.Ρωμ. 1,21.
[86]Αυτόθι, 1,28-32.
[87] Το παράθεμα από το έργο του π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Θέματα Όρθοδόξου Θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 197.
[88] Πράξ. 4, 32.
[89] Αυτόθι, σ. 1-6.
[90] Κολ. 3, 11 Βλ. και Γαλ. 3, 28: "ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού".
[91] Έλεγχος, 1, 10, 1,2, PG 7, 552, 553
[92] Εις Ιω. Ομιλ. 65, 1, PG 59, 361-362.
[93] Επιστολή 70, PG 32, 433.
[94] Βλ. την σχετική μελέτη του γράφοντος "Η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ως παράγων ενότητος των υπ' αυτής εκχριστιανισθέντων Ρώσσων", στο έργο του ιδίου Κωνσταντινούπολη και Μόσχα, Θεσ/νίκη, 1989, σελ. 39 ε. και στον τιμητικό τόμο, Αναφορά εις μνήμην Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου 1914-1986, Γενεύη 1989, τόμ. 2, σ. 215έ.
 [95] Εις Εφ. Ομιλ. 10, 1 PG 62, 77.
[96] Γεν. 1, 18· Ματθ. 18,20.
[97] Εις Β' Θεσ/νικείς Ομιλ. 5, 4 PG 62, 491.
[98] Ιακ.4, 1.
[99] Ομιλ. 15, PG 151, 177.
[100] ΕίςΑ'Κορ. Όμιλ. 1, 1, PG 63, 13 και Όμιλ. 27, 3, PG 61, 228.
[101] Κατά Εύνομίου 3, 4, PG 29, 664.
[102] Εις την Πεντηκοστήν Όμιλ. 1, 4 PG 50, 459. Εις Όμιλ. 9, 3 PG 62, 72.
[103] Δημητρίου Κωνσταντέλου, Βυζαντινή Φιλανθρωπία και Κοινωνική Πρόνοια, Αθήναι 1983.
[104] Μ. Βασιλείου, Προς τους νέους.
[105] Έβρ. 8, 1-3.
[106]Αρχ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Θεσ/νίκη 1974, σελ. 225. Ο μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας Τίτος σε εισήγηση του προς την ιε­ραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, που έδημοσιεύθη στο περιοδικό Εκκλησία και εκυκλοφορήθη και ως ανάτυπο με τίτλο "Η μετά των ετεροδόξων επικοινωνία", Αθή­ναι 1976, γράφει στη σ. 8: "Κατ’ αρχήν πρέπει να λεχθή ότι ημείς οι ορθόδοξοι επ’ ουδενί λόγω δυνάμεθα όπως αναγνωρίσωμεν τας ειρημένας Εκκλησίας, ως μέρη της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, καθ’ ότι αύται απομακρυνθείσαι ταύτης χαρακτηρίζονται ως αιρετικοί. Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία η Ορθόδοξος ανατολική Εκκλησία, ως παρά πολλών ημετέρων προσαγορεύεται αύτη, δέχεται ότι εκείνη είναι η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, η υπό του Σωτήρος Χριστού ιδρυθείσα".
[107] Ένθ. ανωτ., σ. 193· Λουκά 18, 8.
[108] Αρχιμ. Πλακίδα Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, Αθήναι 1986, σ. 154-158.

ΠΗΓΗ

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

$
0
0

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ

Ό πόνος μας γιά τόν θάνατο των πλησίον μας θά ήταν άπαρηγόρητος καί άπέραντος εάν ο Κύριος δεν μας εΙχε δώσει τήν αιώνια ζωή.Η ζωή μας θά ήταν κενή νοήματος αν τελείωνε μέ τόν θάνατο. Τί όφελος, τότε, θα υπήρχε από την αρετή ή τις αγαθές πράξεις; Θα εΙχαν δίκιο αυτοί πού λένε: «Άς φάμε καί ας πιούμε, αύριο πεθαίνουμε!». Αλλάο άνθρωπος δημιουργήθηκε για αιώνια ζωή, και δια του Αναστάντος Χριστού άνοιξαν οι πύλες της Ουράνιας Βασιλείας, της αιωνίας μακαριότητας, για εκείνους που πιστεύουν σ' Αυτόν και που ζουν ενάρετα.

Η επίγεια ζωή μας είναι προετοιμασία για τη μελλοντική μας ζωή,και αυτή η προετοιμασία τελειώνει με τον θάνατό μας. «Καί καθ' όσον άπόκειται τοις άνθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Πρός Έ6ραίους 9:27). Τότε ο άνθρωπος αφήνει πίσω όλες τις επίγειες φροντίδες του· το σώμα του διαλύεται για να εγερθεί ξανά κατά τη γενική ανάσταση. Η ψυχή του, ωστόσο, συνεχίζει να ζεί· ούτε για ένα λεπτό δε σταματάει να υπάρχει. 

Πολλές εμφανίσεις νεκρώνμας έχουν επιτρέψει να γνωρίζουμε εν μέρει τί συμβαίνει στην ψυχή όταν αφήνει το σώμα. Όταν πια δε βλέπουμε με τα σωματικά μάτια, η πνευματική μας όραση είναι ενεργή . Αυτό συχνά συμβαίνει και πριν τον πραγματικό μας θάνατο· ενώ ο ετοιμοθάνατος βλέπει και ακόμα συνομιλεί με τους παρευρισκομένους, ωστόσο, βλέπει και κάτι που οι άλλοι δε μπορούν να δουν. Αφήνοντας το σώμα, η ψυχή βρίσκεται μεταξύ άλλων πνευμάτων, καλών καί κακών. Συνήθως, αγωνίζεται εναντίον εκείνων των πνευμάτων που ομοιάζουν περισσότερο πρός αυτήν: αλλά αν όσο βρισκόταν στο σώμα ήταν υπό την επίδραση συγκεκριμένων πνευμάτων, η ψυχή συνεχίζει να εξαρτάται απ' αυτά, ακόμα και όταν αφήνει το σώμα, ανεξάρτητα από το πόσο δυσάρεστη μπορεί να αποδειχθεί η συνάντηση της με τα πνεύματα.

Για δυό μέρες η ψυχή απολαμβάνει σχετική ελευθερία και μπορεί να επισκεφτεί αγαπημένα της μέρη στη γη, αλλά την τρίτη μέρα παίρνει τον δρόμο προς άλλους κόσμους. Κατά τον χρόνο της τρίτης μέρας περνάει μέσα από ορδή μοχθηρών πνευμάτων, τα οποία εμποδίζουν τη διάβασή της και κατηγορούν την ψυχή για διάφορες αμαρτίες, μέσω των οποίων τα ίδια τα πνεύματα την είχαν εξαπατήσει. Σύμφωνα μ με αποκαλύψεις, υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, ονομαζόμενα «φυλάκια διοδίων». Σε κάθε εμπόδιο η ψυχή ελέγχεται για μία συγκεκριμένη αμαρτία. Αφού περάσει το ένα εμπόδιο, πηγαίνει στο επόμενο, και μόνο όταν έχει επιτυχώς περάσει όλα τα εμπόδια μπορεί η ψυχή να συνεχίσει τον δρόμο της και να μην πέσει αμέσως στη γέεννα. Αυτοί οι δαίμονες και οι δοκιμασίες τους είναι τόσο φρικτά, ώστε ή Θεοτόκος η ίδια όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ για την επικείμενη ανάπαυση της, ικέτευσε τον Υιό της να την απαλλάξει από εκείνους τους δαίμονες και για να ανταποκριθεί στην προσευχή της, ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός φανερώθηκε από τον ουρανό για να πάρει την ψυχή της Υπεραγίας Θεοτόκου και να τη μεταφέρει στον ουρανό. Η τρίτη μέρα είναι τρομακτική για την ψυχή, η οποία ιδιαιτέρως εχει ανάγκη της προσευχής. 

Όταν Έχει περάσει με ασφαλή τρόπο από τα φυλάκια διοδίων και έχει υποκλιθεί ενώπιον του Θεού, η ψυχή τις επόμενες τριάντα επτά μέρες επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τα χάσματα του Άδη, χωρίς να γνωρίζει που θα βρεθεί, και μόνο την τεσσαρακοστή μέρα προσδιορίζεται ο τόπος της αναμονής μέχρι τήν ανάσταση των νεκρών. Κάποιες ψυχές προγεύονται την αιώνια χαρά και μακαριότητα, ενώ κάποιες άλλες έχουν εμπειρία του φόρου των αιωνίων δαπάνων, που θα αρχίσουν τελεσίδικα μετά τη φοδερή κρίση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, αλλαγές στη κατάσταση της ψυχής είναι ακόμα πιθανές, ιδιαίτερα μέσω της προσφοράς στ’ όνομά τους της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόνευση κατά τή Θεία Λειτουργία) και ομοίως μέσω των προσευχών. Η σπουδαιότητα της μνημόνευσης κατά τη Θεία Λειτουργία καταδεικνύεται από το παρακάτω συμβάν. Πριν από το άνοιγμα του σκηνώματος του

Αγίου Θεοδοσίου του Τσέρνιγκοφ (1896), ο ιερέας, που είχε ενδύσει με άμφια το σκήνωμα, κάθισε εξουθενωμένος κοντά στα λείψανα και αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του εμφανίστηκε ο ιεράρχης και του είπε: «Σ' ευχαριστώ που κοπιάζεις για χάρη μου. Σε παρακαλώ όταν ιερουργείς να μνημονεύεις τους γονείς μου» και έδωσε τα ονόματά τους, πρεσβύτερος Νικήτας και Μαρία. Ο ίερέας τον ρώτησε: «Μα πώς ζητάς εσύ, ένας Αγιος Ίεράρχης, τις προσευχές μου, όταν βρίσκεσαι στον ουράνιο θρόνο και χορηγείς στους ανθρώπους την ευλογία του Θεού;». «Αυτό είναι αλήθεια», απάντησε ο Αγιος. «Αλλά η ποοσφορά κατά τη Θεία Λειτουργία είναι πιο ισχυρή από τις δικές μου προσευχές».

Οι αποθανόντες παρομοίως ωφελούνται από τις επιμνημόσυνες ακολουθίες και προσευχές που τελούνται γι’αυτούς στο σπίτι και επίσης από τις αγαθοεργίες που τελούνται στ’ όνομα τους, όπως για παράδειγμα, οι ελεημοσύνες και οι δωρεές προς τις εκκλησίες. Αλλά, ιδιαιτέρως ωφελούνται από τη μνημόνευσή τους κατά τη Θεία Λειτουργία. Πολλές έμφανίσεις κεκοιμημένων και άλλα περιστατικά επιβεβαιώνουν το μεγάλο όφελος που προκύπτει από τις επιμνημόσυνες δεήσεις. Πολλοί που έχουν αποβιώσει μετανοημένοι, αλλά δεν μπόρεσαν να το φανερώσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ανακουφίζονται από τις οδύνες και αναπαύονται. 


Στην εκκλησία προσφέρονται πάντοτε προσευχές για την ανάπαυση των κεκοιμημένων, ακόμη και τη μέρα της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος - στις προσευχές της γονυκλισίας κατά τον Εσπερινό, διαβάζεται ιδιαίτερη παράκληση «γι' αύτούς που κρατούνται στον Άδη». Για τον καθέναν από μας που επιθυμεί να δείξει την αγάπη του προς τους αποθανόντες και να τους βοηθήσει ουσιαστικά, ο καλύτερος τρόπος για να το κάνει, είναι να προσεύχεται γι' αυτούς και, ιδιαιτέρως να τους μνημονεύει στη Θεία Λειτουργία όταν τα τεμάχια, τα οποία αφαιρούνται από τον Αμνό για τους ζωντανούς και τους κεκοιμημένους, τοποθετούνται στο Αίμα του Κυρίου με τα λόγια: “ Απόπλυνον, Κύριε, τα αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τω Αίματί σου τω αγίω». 

Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα σημαντικότερο, τίποτα καλύτερο για τους κεκοιμημένους από το να προσευχόμαστε γι' αυτούς,δίνοντας τα ονόματά τους για μνημόνευση κατά τή Θεία Λειτουργία. Πάντοτε έχουν ανάγκη απ' αυτό και ιδιαιτέρως στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής κατά την οποία η ψυχή των αποθανόντων παίρνει τον δρόμο της για τις αιώνιες μονές. Το υλικό σώμα δεν αισθάνεται τίποτα πια, δεν βλέπει τους πλησίον του που έχoυν συγκεντρωθεί, δεν μυρίζει την ευωδιά των λουλουδιών, δεν ακούει τους επικήδειους μονολόγους. Αλλά η ψυχή αισθάνεται τις προσευχές που ποοσφέρονται υπέρ αυτής και ευγνωμονεί εκείνους που τις προσφέρουν και είναι πνευματικά κοντά τους.

Συγγενείς και αγαπημένοι φίλοι των αποθανόντων! Κάντε ό,τι είναι αναγκαίο γι' αυτούς και ό,τι εναπόκειται στη δύναμη σας. Αντί να δαπανάτε χρήματα σε εξωτερικούς στολισμούς του φερέτρου και του τάφου, βοηθήστε τους φτωχούς υπέρ της μνήμης των δικών σας κεκοιμημένων και ενισχύστε τις εκκλησίες, όπου προσφέρονται προσευχές υπέρ αυτών. Δείξτε ευσπλαχνία στους αποθανόντες και φροντίστε για το καλό της ψυχής τους. Απ' αυτό το μονοπάτι θα περάσουμε όλοι. Και τότε πόσο μεγάλη θα είναι η επιθυμία μας να μας θυμούνται στις προσευχές. Ας είμαστε ευσπλαχνικοί με τους κεκοιμημένους. Μόλις κάποιος αποβιώσει, καλέστε αμέσως έναν ιερέα, ο οποίος αναγιγνώσκει τη «Συγχωρητική ευχή μετά θάνατον». Καταβάλετε κάθε προσπάθεια προκειμένου η νεκρώσιμη ακολουθία να τελεστεί σε εκκλησία, ενώ εσείς μέχρι τη στιγμή εκείνη να αναγιγνώσκετε το Ψαλτήριο στο προσκέφαλο του αποθανόντος. Η νεκρώσιμη ακολουθία δεν χρειάζεται να είναι περίτεχνη, αλλά δεν πρέπει να είναι συντομευμένη· μη σκέφτεστε τον εαυτό σας και τη δική σας άνεση, αλλά τους αποθανόντες, τους οποίους θα αποχωριστείτε για πάντα. Εάν στην εκκλησία υπάρχουν πολλοί κεκοιμημένοι ταυτοχρόνως, μη προβάλλετε αντίρρηση να τελεστεί κοινή νεκρώσιμη ακολουθία. 

Είναι καλύτερο όταν μια νεκρώσιμη ακολουθία τελείται για δύο ή περισσότερους κεκοιμημένους ταυτοχρόνως,καθώς οι προσευχές όλων των οικείων τους συγκεντρώνονται και γίνονται πιο θερμές, παρά όταν η μία ακολουθία διαδέχεται την άλλη και συντομεύεται λόγω έλλειψης χρόνου και ενέργειας, επειδή η κάθε λέξη της προσευχής είναι για τον κεκοιμημένο όπως μία σταγόνα νερού για ένα διψασμένο. Παρομοίως, είναι σημαντικό να φροντίζετε για την καθημερινή μνημόνευση των αποθανόντων στη Θεία Λειτουργία κατά τή διάρκεια των πρώτων σαράντα ημερών. Συνήθως, στις εκκλησίες όπου έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία τελούνται καθημερινές ακολουθίες, κατά τις οποίες οι αποθανόντες μνημονεύονται στη πορεία των σαράντα ημερών και περαιτέρω. 

Εάν, όμως, η νεκρώσιμη ακολουθία τελείται σε μία εκκλησία όπου δεν τελούνται καθημερινές ακολουθίες, οι οικείοι του αποθανόντος οφείλουν να ρυθμίσουν να μνημονεύεται τ’ όνομα του σα εκκλησία όπου τελούνται καθημερινές ακολουθίες. Επιπλέον, είναι καλό να αποστέλλεται τ’ όνομα του αποθανόντος για μνημόνευση σε μοναστήρια και στην Ιερουσαλήμ, σε ιερούς τόπους όπου αναπέμπονται αδιάποπες προσευχές. Είναι σημαντικό η επί σαράντα ημέρες μνημόνευση να αρχίζει αμέσως μετά τη κοίμηση του προσώπου, όταν η ψυχή έχει ιδιαιτέρως ανάγκη των ποοσευχών.

Ας φροντίσουμε για εκείνους που έχουν προηγηθεί στον άλλο κόσμο και ας κάνουμε γι' αυτούς ό,τι μπορούμε, ενθυμούμενοι ότι: «μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί έλεηθήσονται».

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: "Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ"

Το Άγιο Πνεύμα μεταμορφώνει σε χαρά ότι αγγίξει (Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ)

$
0
0

«Ἤτανε μία συννεφιασμένη μέρα. Χιόνι πολὺ εἶχε σκεπάσει τὴ γῆ, καὶ πέφτανε πυκνὲς οἱ ἄσπρες μπαμπακοῦρες. Ὁ πάτερ Σεραφεὶμ μ᾿ ἔβαλε νὰ καθίσω δίπλα του, ἀπάνω σ᾿ ἕνα κομμένο δέντρο, σ᾿ ἕνα ξέφωτο μέσα στὸ δάσος. Ὕστερά μου εἶπε: «Ὁ Θεός μου φανέρωσε πὼς στὰ παιδικὰ χρόνια σου ἤθελες νὰ μάθης ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Σὲ συμβουλεύανε νὰ πηγαίνης στὴν ἐκκλησία, νὰ κάνης τὴν προσευχή σου στὸ σπίτι, νὰ δίνης ἐλεημοσύνη καὶ νὰ κάνης ὅλα τὰ καλὰ τὰ ἔργα, γιατὶ σ᾿ αὐτὰ βρίσκεται ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Μὰ δὲν σὲ ἱκανοποιούσανε αὐτὰ μοναχά. Λοιπόν σου λέγω πὼς ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, οἱ ἀγρυπνίες καὶ κάθε ἄλλο χριστιανικὸ ἔργο εἶναι πολὺ καλά. Ἀλλὰ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι νὰ κάνουμε μοναχὰ αὐτὰ τὰ ἔργα, ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι τὰ μέσα ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.



Ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νὰ ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.Γνώριζε πὼς κανένα καλὸ ἔργο δὲν φέρνει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἂν δὲν γίνεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι μοναχὰ ἡ ἀπόκτηση τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Ἐγὼ τότε τὸν ρώτησα:«Τί ἐννοεῖς, πάτερ, λέγοντας ἀπόκτηση; Δὲν καταλαβαίνω καθαρά». Ὁ Ἅγιος μου εἶπε:«Ἀποκτῶ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ κερδίζω. Ξέρεις τί θὰ πῆ κερδίζω χρήματα. Ἀποκτῶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Στὴ ζωή, οἱ συνηθισμένοι ἄνθρωποι ἔχουνε γιὰ σκοπὸ νὰ κερδίσουνε χρήματα, καὶ κεῖνοι ποὺ στέκουνται πιὸ ψηλὰ στὴν κοινωνία, θέλουνε νὰ κερδίσουνε τιμὲς καὶ δόξα. Τὸ νὰ ἀποκτήση κανένας τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι σὰν νὰ κερδίζη ἕνα αἰώνιο ἀπόκτημα, τὴν αἰώνια ζωή, ἕνα θησαυρὸ ποὺ δὲν καταστρέφεται κι᾿ οὔτε χάνεται ποτέ. Κάθε καλὸ ἔργο, ποὺ κάνουμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μᾶς δίνει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα μας δίνει αὐτὴ τὴ χάρη ἡ προσευχή, γιατὶ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ προσευχηθῆ, πλούσιος ἢ φτωχός, ἄρχοντας ἢ χωριάτης, δυνατὸς ἢ ἀδύνατος, γερὸς ἢ ἄρρωστος, ἐνάρετος ἢ ἁμαρτωλός.

Λοιπὸν ἂς συνάξουμε τὸ θησαυρὸ τῆς θεϊκῆς εὐσπλαχνίας.Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζητᾶ νάβρη τὴ σωτηρία του καὶ ποὺ μετανοεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, μπορεῖ μὲ τὶς καλὲς πράξεις νὰ ἀποκτήση τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἐργάζεται μέσα μας καὶ μᾶς εἰσάγει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μ᾿ ὅλα τὰ πεσίματά μας, μ᾿ ὅλο τὸ σκοτάδι ποὺ περιζώνει τὴν ψυχή μας, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὸ βάπτισμα, δὲν παύει νὰ λάμπη μέσα στὴν καρδιά μας μὲ τὸ φῶς τῆς μετανοίας. Αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ σβήνει ὅλα τὰ σημάδια ποὺ ἀφήσανε τὰ παλιὰ ἁμαρτήματά μας καὶ μᾶς ντύνει μ᾿ ἕνα μανδύα ἄφθαρτον ποὺ εἶναι καμωμένος ἀπὸ τὴ χάρη».

Τοῦ λέγω:«Πάτερ μου, μοῦ μιλᾶς γιὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ πὼς μπορῶ νὰ τὴ δῶ; Τὰ καλὰ τὰ ἔργα τὰ βλέπουμε, μὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πὼς μπορεῖ νὰ τὸ δὴ κανένας; Πῶς μπορῶ νὰ γνωρίσω ἂν βρίσκεται ἢ δὲν βρίσκεται μέσα μου;» Ὁ Ἅγιος μου ἀποκρίθηκε: «Ὅταν κατεβαίνη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο καὶ εἰσχωρεῖ μέσα του, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει ἀπὸ μία χαρὰ ἀνέκφραστη, γιατὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μεταμορφώνει σὲ χαρὰ ὅ,τι ἀγγίξει. Φανερώνεται σὰν ἕνα ἀνιστόρητο φῶς σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐκδηλώνεται ἡ θεϊκὴ ἐνέργεια. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι γνωρίσανε μὲ τὶς αἰσθήσεις τοὺς τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Τότε τὸν ρώτησα:«Πῶς θὰ μπορέσω νὰ τὸ δῶ κ᾿ ἐγὼ μὲ τὰ μάτια μου;» Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ὁ πάτερ Σεραφεὶμ ἔβαλε τὰ χέρια του στοὺς ὤμους μου καὶ μοῦ εἶπε: «Τέκνον μου, βρισκόμαστε κ᾿ οἱ δυό μας μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα… Γιατί δὲν θέλεις νὰ μὲ κοιτάξης;» «Πάτερ μου, τοῦ εἶπα, δὲν μπορῶ νὰ σὲ κοιτάξω. Τὰ μάτια σου βγάζουνε ἀστραπές. Τὸ πρόσωπό σου ἔχει γίνει πιὸ ἀστραφτερὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ τὰ μάτια μου θαμπώσανε ἀπὸ τὸ φῶς». «Μὴ φοβᾶσαι, τέκνο τοῦ Θεοῦ, εἶπε ὁ γέροντας. Κ᾿ ἐσὺ εἶσαι ὁλόφωτος ὅπως εἶμ᾿ ἐγώ. Γιατὶ βρίσκεσαι μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μὲ δῆς μὲ τὴν ὄψη ποὺ μὲ βλέπεις».

Ἔσκυψε ἀπάνω μου καὶ μοῦ εἶπε σιγανὰ στὸ αὐτί: «Εὐχαρίστησε τὸν Ὕψιστο γιὰ τὴν ἄπειρη καλοσύνη του. Προσευχήθηκα μυστικὰ στὸν Κύριο καὶ εἶπα μέσα μου: Κύριε, ἀξίωσε τὸν νὰ ἰδῆ καθαρὰ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια τοῦ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Σου, ποὺ τὴ φανερώνεις στοὺς δούλους σου ὅποτε καταδέχεσαι νὰ παρουσιασθὴς μέσα στὸ μεγαλοπρεπὲς φῶς τῆς δόξης Σου. Κι᾿ ὅπως βλέπεις, ὁ Κύριος ἀμέσως δέχθηκε τὴν προσευχὴ τοῦ τιποτένιου Σεραφείμ. Πόση εὐγνωμοσύνη πρέπει νὰ χρωστοῦμε στὸ Θεὸ γιὰ τοῦτο τὸ ἀνείπωτο δῶρο ποὺ μᾶς ἔδωσε! Μήτε οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου δὲν ἀξιώνονταν πάντα νὰ δοῦνε τέτοια φανερώματα τῆς ἀγαθότητός Του. Λοιπόν, τέκνον μου, κοίταξέ με
ἐλεύθερα. Μὴ φοβᾶσαι, ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας».

Φώτης Κόντογλου – Ὁ Πολυαγαπημένος Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ



oparadeisos.wordpress.com

Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας.

$
0
0

Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας.

Με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, έγινε η γέννηση και η συγκρότηση της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, μέσα στον κόσμο. Την ημέρα αυτή, η δοξασμένη ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού κατέστη, εν Αγίω Πνεύματι, ο τόπος συνάξεως και ενώσεως των πιστών με Αυτόν, αλλά και μεταξύ τους.

Για το Πανάγιο Πνεύμα και την Εκκλησία, αλλά και για τη σπουδαιότητα του γεγονότος της Πεντηκοστής, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ορθά εάν δεν έχουμε υπόψη μας τα κεφάλαια της «Θεολογίας» και της «Οικονομίας». Τους δύο αυτούς θεμελιώδεις περιεκτικούς θεολογικούς όρους καθιέρωσε ο Μέγας Αθανάσιος, για να διευκρινίσει και να αποσαφηνίσει τα θεολογικά πράγματα, σε μία εποχή που αν και οι προ αυτού Πατέρες της Εκκλησίας μετείχαν στην αυτή Χάρη του Αγίου Πνεύματος, είχαν την ίδια Πίστη και το αυτό ήθος, εντούτοις δεν κρίθηκε σκόπιμο να περιγράψουν με κάθε λεπτομέρεια, ακρίβεια και σαφήνεια την αγιοπνευματική τους εμπειρία, γιατί δεν υπήχε ανάλογη πρόκληση από κάποια αίρεση.

Όταν όμως φάνηκε το πρωτοπαλίκαρο των αιρετικών, ο Άρειος, ο οποίος, εκ των έσω, επιχείρησε να νοθέψει την πραγματικότητα, τότε η Εκκλησία απάντησε καθώς πρέπει, και με τον στόμα του Μεγάλου Αθανασίου.Μεταξύ των άλλων, λοιπόν, έγινε και ο ορθόδοξος προσδιορισμός του περιεχομένου των βασικότατων θεολογικών όρων «Θεολογία» και «Οικονομία».

Όταν αναφερόμαστε στο κεφάλαιο της Θεολογίας κάνουμε λόγο για τον εν Τριάδι Θεό και ειδικότερα για τις ενδοτριαδικές σχέσεις των Τριών Υποστάσεων (Προσώπων) του Θεού. Εξ αποκαλύψεως, η Εκκλησία γνωρίζει έναν άκτιστο Θεό, ο οποίος είναι τρισυπόστατος. Η φύση των τριών Υποστάσεων της Θεότητας είναι μία και κοινή, γι’αυτό μεταξύ τους δεν υπάρχει καμία διαφορά παρά μονό ότι ο Πατέρας γεννά -εκ της ουσίας- τον Υιό και εκπορεύει -εκ της ουσίας- το Άγιο Πνεύμα ή ότι ο Υιός γεννάται και το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα. Με άλλα λόγια ο Πατέρας είναι η πηγή και η αιτία των Υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. 

Αυτό όμως δεν σημαίνει υπεροχή κάποιου ή κατωτερότητα άλλου. Ο Άγιος Επιφάνιος, για να κάνει περισσότερο κατανοητή αυτή τη σχέση προβάλλει το παράδειγμα της πηγής και του νερού. Δεν νοείται πηγή χωρίς νερό και νερό χωρίς πηγή. Το Πανάγιο Πνεύμα είναι Πρόσωπο «ομοούσιο» του Πατέρα και του Υιού. Επίσης, λόγω της μίας κοινής άκτιστης ουσίας οι τρεις Υποστάσεις της Θεότητας έχουν μία κοινή άκτιστη ενέργεια, γι’αυτό μεταξύ τους δεν υπάρχει αντικείμενο και υποκείμενο ενέργειας, δηλαδή "ενεργών" και "ενεργηθέν". Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι η ύπαρξη και οι σχέσεις των τριών Υποστάσεων της Θεότητας δεν καθορίζονται και δεν εξαρτώνται από την ύπαρξη ή μη του κόσμου.

Στο χώρο της «Οικονομίας», δηλαδή της σχέσης του εν Τριάδι Θεού με τον κόσμο, οι Πατέρες λένε ότι ο Θεός δημιούργησε «εκ του μη όντος» το σύμπαν, κατά το θεοπρεπές σχήμα «εκ του Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι». Το ιερό αυτό σχήμα, με το οποίο ο Θεός ενεργεί στον κόσμο, φαίνεται στην Αγία Γραφή σε πολλές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, όταν ο Θεός είπε στο Μωυσή να συνάξει εβδομήντα άνδρες και μαζί να πάνε στη Σκηνή του Μαρτυρίου, του υποσχέθηκε ότι: «Καὶ καταβήσομαι καὶ λαλήσω ἐκεῖ μετά σου καὶ ἀφελῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἐπὶ σοῖ καὶ ἐπιθήσω ἐπ’ αὐτούς». Έτσι, «κατέβη Κύριος ἐν νεφέλῃ», αναφέρει η Γραφή (αρ. ια’, 16). Λοιπόν, το περιστατικό αυτό περιγράφει ότι η Χάρη δόθηκε δια του Κυρίου (Υιού) εν Αγίω Πνεύματι.

Ο κόσμος, λοιπόν, προέρχεται εκ του μη όντος, γιατί είναι αποτέλεσμα της άκτιστης ενέργειας -και όχι της ουσίας- του Θεού και ως προϊόν της θείας αυτής ενέργειας έχει αρχή, γι’ αυτό και λέγεται κτιστός. Κατά συνέπεια ο κόσμος ρέπει προς το μην ον, που σημαίνει ότι η ύπαρξη, αλλά και η πρόοδός του, εξαρτώνται από τη μετοχή του σε αυτή την άκτιστη θεία ενέργεια. Ειδικά στην περίπτωση του ανθρώπου ο εξαγιασμός και η θέωσή του προϋπόθεταν –και προϋποθέτουν- την ελεύθερη και αβίαστη συνέργιά του με το Θεό, προς επίτευξη του σκοπού αυτού. 

Ο άνθρωπος, όμως, δεν θέλησε, γι' αυτό αμαύρωσε το «κατ’ εικόνα», συμπαρασύροντας και τον υπόλοιπο κόσμο στη φθορά και το θάνατο. Επειδή δε η πτώση δεν ήταν παράβαση ενός κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, αλλά οντολογικό γεγονός, που τραυμάτισε και επηρέασε τον όλο άνθρωπο οργανικά, ανέλαβε ο ίδιος ο Θεός την ανόρθωσή του. Ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατέρα, λοιπόν, γινόμενος άνθρωπος ενώθηκε με ολόκληρη την ανθρώπινη φύση στη θεανδρική προσωπικότητα του Ιησού Χριστού, ώστε να λυτρώσει και να σώσει τον άνθρωπο, αλλά και τον κόσμο του. Όπως, λοιπόν, τα πάντα στην ιστορία γίνονται κατά το θεοπρεπές σχήμα «εκ του Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι», έτσι και η ενανθρώπηση του Κυρίου έγινε εκ Πνεύματος Αγίου.«Σκοπός και τέλος της ενσάρκου οικονομίας τού Χριστού ήταν νά λάβουν το Άγιο Πνεύμα οι πιστοί», αναφέρει ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.

Έχοντας ως βάση τα παραπάνω μπορούμε να προχωρήσουμε στη μελέτη του γεγονότος της Πεντηκοστής και σε ό,τι αφορά στο έργο του Αγίου Πνεύματος μέσα στον κόσμο. Κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, λοιπόν, η Εκκλησία εορτάζει «Πνεύματος επιδημίαν, και προθεσμίαν επαγγελίας, και ελπίδος συμπλήρωσιν» (α’ στιχηρό Εσπερινού Πεντηκοστής). Δηλαδή, η εν κόσμω επιδημία του Παναγίου Πνεύματος σχετίζεται με κάποια υπόσχεση, που έδωσε ο Χριστός και την εκπλήρωση της οποίας ανέμεναν τόσο η Κυρία Θεοτόκος και οι Απόστολοι, όσο και ο ευρύτερος κύκλος των 70 Αποστόλων.

Η υπόσχεση αυτή δόθηκε από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, κατά την Αρχιερατική προσευχή του στο Όρος των Ελαιών, το βράδυ που επρόκειτο να συλληφθεί, όπου, μεταξύ άλλων, είπε τα εξής: 

«πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, καὶ ὑμεῖς ἦτε. καὶ ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε, καὶ τὴν ὁδόν οἴδατε.... καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν Πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένει μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ' ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται. Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς.... ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν.... Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν παρ' ὑμῖν μένων· ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν.... ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· .... ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ·.... συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς· καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως.... Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ' οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν· .... ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. μικρὸν καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα. Εἶπον οὖν ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους· Τί ἐστι τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καί ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα; ἔλεγον οὖν· Τοῦτο τί ἐστιν ὃ λέγει τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμε τί λαλεῖ. ἔγνω οὖν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Περὶ τούτου ζητεῖτε μετ' ἀλλήλων ὅτι εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με; ... πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ' ὑμῶν. καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἄν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν» (Ιω. 14-17). 

Έτσι ο Ιησούς Χριστός αποκάλυψε στους μαθητές του την επιδημία του Αγίου Πνεύματος και του έργου Του.


Επίσης, λίγο πριν από την Ανάληψή του, τους υπενθύμισε:«καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς». (Πράξ. 1, 4 - 8). 

Ο παραπάνω περιεκτικός και ιδιαίτερα αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου αναφέρεται στην επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο κατά ένα μυστήριο τρόπο γέννησε και συγκρότησε -και συνεχίζει να το πράττει- την Εκκλησία μέσα στον κόσμο ως Σώμα Χριστού. Κατανοούμε, λοιπόν, γιατί η επιδημία Του είναι σπουδαιότατο γεγονός.

Είναι δε πολύ δύσκολο επιχείρημα να αναφερθεί κανείς στο Πρόσωπο και το έργο του Αγίου Πνεύματος με βεβαιότητα, εάν ο ίδιος δεν εμφορείται από Αυτό. Επειδή όμως οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν την απαιτούμενη θεία εμπειρία δανειζόμαστε από αυτούς τα δικά τους ασφαλή ρήματα. Ο υμνωδός, λοιπόν, αναφέρει ότι αυτός ο Βασιλιάς και Παράκλητος «βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τόν θεσμόν τής Εκκλησίας» (γ’ στιχηρό του Εσπερινού της Πεντηκοστής). Αυτός μάς παρηγορεί και Αυτός «συναντιλαμβάνεται τῇ ἀσθενείᾳ ἡμῶν• τὸ γὰρ τί προσευξώμεθα καθὸ δεῖ οὐκ οἴδαμεν ἀλλὰ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» μέσα μας, μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ. 8,26). 

Δεν υπάρχει δωρεά στον κόσμο, που να μην την έδωσε ο Παράκλητος, σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος.Επίσης, κατά τον Άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, το Πανάγιο Πνεύμα είναι «δοτικόν και παρεκτικόν πάντων των εν τη Εκκλησία πνευματικών χαρισμάτων», το Οποίο, όπως αναφέρει το Συναξάρι της εορτής Του, «ἁγιάζει, ἀφορίζει, νεοποιεῖ, ἀποστέλλει, σοφίζει, χρίει Προφήτας• ἁπλῶς εἰπεῖν ἅπαντα, αὐτεξούσιον ὄν, παντοδύναμον, ἀγαθόν, εὐθές, ἡγεμονικόν. Δι’ αὐτοῦ πάσα σοφία, ζωή, κίνησις...δι’ αὐτοῦ τὰ ἔθνη πάντα πρὸς θεογνωσίαν ἐχειραγωγήθησαν καὶ πάσα νόσος καὶ πάσα μαλακία ἐξώρισται».

Ας αναφωνήσουμε, λοιπόν, μαζί με τον υμνωδό•«Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός• ἐλθέ, καὶ σκήνωσον ἐν ὑμῖν, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος, καὶ σῶσον ἀγαθὲ τάς ψυχάς ἡμῶν», ώστε όχι να μάθουμε απλώς για τον ταπεινό Παράκλητο, αλλά να τον γνωρίσουμε πραγματικά.

Πηγή: churchofcyprus.org.cy

Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: Λόγος εις την Πεντηκοστή

$
0
0
Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος. Λόγος εις την Πεντηκοστή 

Ε.Την Πεντηκοστή εορτάζουμε καί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και την πραγματοποίηση της υποσχέσεως καιί την εκπλήρωση της ελπίδας. Το μυστήριο, πόσο και μεγάλο είναι και σεβαστό! Τελειώνουν λοιπόν όσα έχουν σχέση με το σώμα του Χριστού, ή μάλλον με τη σωματική παρουσία Του(1). Διότι διστάζω να πω τα σωματικά, εφ' όσον κανένας λόγος δεν μπορεί να με πείσει ότι θα ήταν καλύτερα να είχε απαλλαγεί από το σώμα [ο Χριστός](2).

Αρχίζουν δε όσα έχουν σχέση με το Άγιο Πνεύμα(3). Ποια δε ήταν όσα έχουν σχέση με το Χριστό; Η Παρθένος, η γέννηση, η φάτνη, το σπαργάνωμα, οι άγγελοι που τον δοξάζουν, οι ποιμένες που τρέχουν προς Αυτόν, η διαδρομή του αστέρα, η προσκύνηση και η προσφορά των δώρων από τους μάγους, ο φόνος των νηπίων από τον Ηρώδη, ο Ιησούς που φεύγει στην Αίγυπτο, που επιστρέφει από την Αίγυπτο, που περιτέμνεται, που βαπτίζεται, που δέχεται την μαρτυρία από τον ουρανό, που πειράζεται, που λιθάζεται για μας (για να μας δώσει υπόδειγμα κακοπάθειας υπέρ του Λόγου) που προδίνεται, που προσηλώνεται [στον Σταυρό], που θάπτεται, που ανασταίνεται, που ανεβαίνει [στους ουρανούς]. Από αυτά και τώρα υφίσταται πολλά από τους μισόχριστους μεν, αυτά που Τον ατιμάζουν και τα υπομένει (διότι είναι μακρόθυμος)• από τους φιλόχριστους δε, αυτά που Του αποδίδουν τιμή. 

Και αναβάλλει να ανταποδώσει όπως σ' εκείνους την οργή, έτσι σε μας την αγαθότητα• επειδή ίσως σ' εκείνους μεν δίνει καιρό μετανοίας, σε μας δε δοκιμάζει τον πόθο, εάν δεν λιποψυχούμε και δεν αποκάμουμε στις θλίψεις και στους αγώνες για την ευσέβεια• όπως ακριβώς ορίζεται από την θεία οικονομία και τα ανεξιχνίαστα κρίματά Του, με τα οποία κυβερνά με σοφία τη ζωή μας. Όσα λοιπόν αναφέρονται στο Χριστό είναι αυτά' και τα πέρα απ' αυτά θα τα δούμε ενδοξότερα [στη βασιλεία των ουρανών] και μακάρι και μεις να φανούμε [δοξασμένοι από το Θεό]. Όσα δε αναφέρονται στο Άγιο Πνεύμα, παρακαλώ το Πνεύμα να έλθει εντός μου και να μου δώσει(4)λόγο όσον επιθυμώ κι' αν όχι τόσον, αλλ' όσος απαιτείται σ' αυτή την περίπτωση. Πάντως όμως θα έλθει με εξουσία δεσποτική, και όχι με τρόπο δουλικό, ούτε περιμένοντας πρόσταγμα, όπως νομίζουν μερικοί. Διότι πνέει όπου θέλει, καί σ' όσους θέλει, και όποτε και όσο θέλει. Μ' αυτόν τον τρόπο εμείς εμπνεόμαστε να νοούμε και να μιλούμε για το Άγιο Πνεύμα.

ΣΤ.Το Άγιο Πνεύμα όσοι Το υποβιβάζουν στην τάξη των κτισμάτων είναι υβριστές και δούλοι κακοί κι' απ' τους κακούς χειρότεροι. Διότι των κακών δούλων είναι (γνώρισμα) το να αθετούν την [θεία] δεσποτεία και να επαναστατούν κατά της κυριότητας [του Θεού] και να θεωρούν όμοιο με αυτούς δούλο το ελεύθερο [Πνεύμα]. Όσοι όμως Το πιστεύουν ως Θεό είναι θεοφόρητοι και φωτισμένοι στο νου. Εκείνοι όμως που και Το ομολογούν [ως Θεό], εάν μεν το κάνουν σε ανθρώπους με ευσεβές φρόνημα, θεωρούνται μεγάλοι• αλλ' εάν το κάνουν σ' όσους έχουν φρόνημα χθαμαλό, θεωρούνται όχι φρόνιμοι• διότι εμπιστεύονται το μαργαριτάρι στον πηλό [δηλ. την αλήθεια της πίστεως σ' εκείνους που δεν έχουν την διάθεση να την δεχθούν] και σε ακοή ασθενική ήχο βροντής και σε αδύνατους οφθαλμούς ηλιακό φως και στερεά τροφή σ' εκείνους που πίνουν ακόμα γάλα(5). Αυτούς πρέπει να κατευθύνει κανείς σιγά-σιγά προς τα εμπρός και να τους ανεβάζει προς τα υψηλότερα, ώστε από το φως να ζητούν [περισσότερο] φως και στην αλήθεια να προσθέτουν αλήθεια(6). Γι'αυτό κι' εμείς αφήνοντας για λίγο τον τελειότερο λόγο (γιατί δεν είναι ακόμα καιρός) έτσι θα μιλήσουμε προς αυτούς.

Ζ.Άνθρωποί μου, εάν μεν θεωρείτε ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ούτε άκτιστο ούτε άχρονο, αυτό είναι καθαρά ενέργεια του πονηρού πνεύματος• επιτρέψτε στο ζήλο μου να πω αυτό το τολμηρό. Εάν όμως έχετε τόση τουλάχιστον υγεία [ψυχής], ώστε ν' αποφεύγετε την φανερή ασέβεια και θέτετε έξω απ' την δουλεία Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] που κι' εμάς κάνει ελευθέρους, εξετάστε και σεις στην συνέχεια μαζί με το Άγιο Πνεύμα και μας. Διότι δέχομαι ότι σε κάποιο βαθμό μετέχετε Αυτού και σεις, και στο εξής θα συνεξετάσω με σας ως με οικείους πλέον [στην πίστη]. Ή παραχωρήστε μου το μέσον μεταξύ της δουλείας και της δεσποτείας, για να θέσω εκεί την αξία του Πνεύματος• ή εφ' όσον αποφεύγετε την δουλεία δεν είναι άδηλο, πού θα τοποθετήσετε αυτό το οποίο ζητούμε. Αλλά στενοχωρείσθε για τις συλλαβές και σκοντάφτετε επάνω στον λόγο και αυτό [το να ονομάζει κανείς το Άγιο Πνεύμα Θεό] γίνεται για σας «λίθος προσκόμματος» και «πέτρα σκανδάλου», αφού και ο Χριστός γίνεται για μερικούς(7). Ανθρώπινο είναι να πάθει κανείς κάτι τέτοιο. Ας σταθούμε κοντά ο ένας στον άλλο πνευματικά. 


Ας γίνουμε περισσότερο φιλάδελφοι παρά φίλαυτοι. Αναγνωρίστε την δύναμη της θεότητας κι'εμείς θα σας δώσουμε την συγκατάθεση για τη λέξη• ομολογείστε την [θεία] φύση με άλλες λέξεις, που συμπαθείτε περισσότερο, κι'εμείς θα σας γιατρέψουμε ως ασθενείς• αφού υποκλέψουμε με τρόπο αυτά που σας είναι ευχάριστα. Διότι είναι άξιο ντροπής και αρκετά παράλογο, ενώ είστε εύρωστοι στην ψυχή, να δείχνετε μια νοσηρή μικρολογία γύρω απ' τις λέξεις και να κρύβετε τον θησαυρό [της αλήθειας], ακριβώς σαν να φθονείτε τους άλλους ή να φοβάστε μήπως αγιάσετε και την γλώσσα σας [με την ομολογία της θεότητας του Αγίου Πνεύματος]. Ακόμα δε πιο άξιο ντροπής για μας είναι να πάθουμε αυτό που κατηγορούμε, και ενώ καταδικάζουμε την μικρολογία στους άλλους, να μικρολογούμε εμείς γύρω απ' τα γράμματα(8).

Η.Ομολογείστε, άνθρωποί μου, ότι μιας θεότητας είναι η Αγία Τριάς, ή, αν θέλετε, μιας φύσεως. Κι' εμείς θα ζητήσουμε από το Άγιο Πνεύμα για σας και τη λέξη Θεός. Διότι γνωρίζω καλά ότι Εκείνος που έδωσε το πρώτο [την πίστη στο ομοούσιο του Υιού] θα δώσει και το δεύτερο [και του Αγίου Πνεύματος] και μάλιστα, όταν το ζήτημα για το οποίο αντιλέγουμε είναι μία πνευματική δειλία και όχι διαβολική εναντίωση. Θα το πω ακόμα πιο καθαρά και πιο σύντομα. Μήτε σεις ν' αποδώσετε σε μας ευθύνη για τον υψηλότερο λόγο που χρησιμοποιούμε (διότι δεν υπάρχει κανένας φθόνος των άλλων μήπως ανέβουν), ούτ' εμείς θα σας κατηγορήσουμε για τον μέχρι τώρα δικό σας «προσιτό», εφ' όσον κι' από διαφορετικό δρόμο οδηγείστε προς το ίδιο [πνευματικό] κατάλυμα. Διότι δεν ζητούμε να νικήσουμε, αλλά να σας προσλάβουμε ως αδελφούς, που για τον χωρισμό σας από μας σπαραζόμαστε απ' τη λύπη. Αυτά [λέγουμε] προς εσάς, που υγιαίνετε ως προς την πίστη σας για τον Υιό, πού βρίσκουμε μέσα σας κάποια δύναμη ζωής [πνευματικής]• αυτών που αν και θαυμάζουμε τον τρόπο της ζωής, δεν επαινούμε εξ ολοκλήρου τον λόγο. Σεις που έχετε τα έργα του Πνεύματος, αποκτείστε και το Πνεύμα, για να μη «αθλήτε» μόνο, αλλά και «νομίμως», απ' όπου και ο στέφανος(9). 


Αυτός ο μισθός εύχομαι να σας δοθεί για την πολιτεία σας, να ομολογήσετε δηλαδή την πίστη σας στο Άγιο Πνεύμα κατά τρόπο τέλειο και να Το κηρύξετε [ως θεό αληθινό] μαζί με μας καί περισσότερο από μας όσο είναι άξιο. Τολμώ κάτι και μεγαλύτερο για σας να πω τον λόγο του Αποστόλου. Τόσο πολύ σας αγαπώ, και τόσο πολύ ευλαβούμαι σε σας αυτή την κόσμια περιβολή και το χρώμα της εγκράτειας καί τα ιερά αυτά τάγματα και την σεμνή παρθενία και τον αγνισμό και την ολονύκτια ψαλμωδία και την φιλοπτωχία και φιλαδελφία και φιλοξενία, ώστε και ανάθεμα [χωρισμένος] από τον Χριστό να είμαι δέχομαι και ο,τιδήποτε να πάθω ως καταδικασμένος• αρκεί να θελήσετε να σταθείτε μαζί μας και να θελήσετε να δοξάσουμε ενωμένοι την Αγία Τριάδα(10). Διότι για τους άλλους [που δεν ομολογούν το ομοούσιο του Υιού] τι πρέπει να πούμε, τους φανερά πεθαμένους [στην ψυχή] (που μόνο ο Χριστός που ζωοποιεί τους νεκρούς μπορεί ν' αναστήσει σύμφωνα με τη δύναμη που έχει), οι οποίοι κακώς διαχωρίζονται κατά τον τόπο, ενώ συνδέονται με το λόγο, και τόσο πολύ φιλονεικούν μεταξύ τους όσο οι αλλοίθωροι οφθαλμοί, που βλέπουν ένα πράγμα και δεν συμφωνούν όχι ως προς την όψη αλλ' ως προς την θέση. Αν βέβαια πρέπει να τους κατηγορήσει κανείς για αλλοιθωρισμό, και όχι όμως για τύφλωση. Αφού ανέπτυξα όσο έπρεπε αυτά που έχουν σχέση με σας, ας επανέλθουμε πάλι προς το Πνεύμα• πιστεύω ότι και σεις τώρα θα παρακολουθήσετε.

Θ. Το Άγιο Πνεύμα πάντοτε υπήρχε και υπάρχει και θα υπάρχει, δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλ' είναι πάντοτε ενωμένο και αριθμείται μαζί με τον Πατέρα καί τον Υιό. Διότι δεν θα άρμοζε ποτέ να ελλείπει ο Υιός από τον Πατέρα ή το Πνεύμα από τον Υιό, επειδή θα ήταν σε μέγιστο βαθμό άδοξη η θεότητα, σαν από μεταμέλεια ακριβώς να ήλθε σε συμπλήρωση για να γίνει τέλεια. [Το Άγιο Πνεύμα] λοιπόν πάντοτε και αιώνια μεταλαμβάνεται [με τις θείες ενέργειές Του], δεν μεταλαμβάνει• οδηγεί στην τελείωση [τους ανθρώπους], δεν τελειώνεται• παρέχει την πνευματική πλήρωση, δεν έχει ανάγκη πληρώσεως• αγιάζει, δεν αγιάζεται• κάνει [τους ανθρώπους] θεούς, δεν θεώνεται αυτό προς Εαυτό, και προς εκείνους με τους οποίους είναι ενωμένο, είναι πάντοτε το ίδιο και απαράλλακτο• αόρατο, άχρονο, αχώρητο, αναλλοίωτο, υπεράνω από κάθε έννοια ποιότητας, ποσότητας και μορφής, αψηλάφητο, κινούμενο αφ' Εαυτού, κινούμενο συνεχώς, έχοντας αφ' Εαυτού εξουσία, έχοντας αφ' Εαυτού δύναμη, παντοδύναμο (αν καί ως προς την πρώτη αρχή, όπως ακριβώς όλα τα αναφερόμενα εις τον Μονογενή Υιό, έτσι και του Πνεύματος ανάγεται [εις τον Θεό Πατέρα]). 


Είναι ζωή και πρόξενος ζωής, το φως και χορηγεί φως, αφ' Εαυτού αγαθό και πηγή αγαθότητας. Πνεύμα ευθές, ηγεμονικό, κύριο [καλεί και] αποστέλλει [τους άξιους, όπως ο Πατήρ και ο Υιός], θέτει όρια [σε όλη την κτίση] κάνει τους ανθρώπους ναούς οίκους Του, οδηγεί, ενεργεί όπως θέλει, διανέμει χαρίσματα. Είναι Πνεύμα υιοθεσίας [κάνει τους ανθρώπους υιούς του Θεού], αληθείας, σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, ευσέβειας, βουλής, δυνάμεως, φόβου [θείου], όσων έχουν απαριθμηθεί. Δια του Αγίου Πνεύματος γνωρίζεται ο Πατήρ και δοξάζεται ο Υιός, και από Αυτούς μόνο γνωρίζεται Αυτό, είναι δηλαδή τα τρία πρόσωπα Εν, μία είναι η λατρεία και η προσκύνηση [που προσφέρεται], μία η δύναμη, η τελειότητα, ένας ο αγιασμός [που παρέχεται]. Και γιατί να μακρολογώ; Όλα όσα έχει ο Πατήρ, είναι του Υιού, εκτός από την αγεννησία. Όλα όσα έχει ο Υιός, είναι του Αγίου Πνεύματος, εκτός από την γέννηση. Αυτά (τα ιδιώματα), όσο βέβαια μπορώ να εκφρασθώ με τον λόγο μου, δεν ξεχωρίζουν ουσίες, αλλ' ορίζουν την μία και ενιαία ουσία της θεότητας.

Ι. Στενοχωρείσαι για τις αντιθέσεις (που χρησιμοποίησα); Εγώ όμως για το μήκος του λόγου. Τίμησε λοιπόν την (σημερινή) ημέρα του Πνεύματος• συγκράτησε λίγο τη γλώσσα, αν γίνεται. Για άλλες γλώσσες γίνεται ο λόγος• αυτές ευλαβήσου ή φοβήσου, πύρινες καθώς φαίνονται. Σήμερα ας υψώσουμε μ' ευλάβεια όλο μας τον νου στο θείο μυστήριο [της καθόδου του Αγίου Πνεύματος], ας κάνουμε αύριο ανάλυση λέξεων σήμερα ας εορτάσουμε [με κατάνυξη], ας ειπωθεί κάτι άξιο ντροπής [από τους αντιλέγοντες] αύριο. Αυτά γίνονται με τρόπο μυστικό [στο ταμείο της ψυχής ενώπιον του Θεού], εκείνα γίνονται με τρόπο πομπώδη [ενώπιον των ανθρώπων]• αυτά γίνονται στις εκκλησίες, εκείνα στις αγορές• αυτά αρμόζουν σε ανθρώπους σώφρονες και νηφάλιους, εκείνα σε ανθρώπους που μεθούν αυτά είναι όσων ενεργούν με σοβαρότητα [όση αξίζει στο μεγάλο μυστήριο], εκείνα όσων παίζουν κατά του Πνεύματος. Αφού λοιπόν απαλλαγήκαμε απ' ό,τι είναι αλλότριο [της ευσεβείας], ας καταρτίσουμε το δικό μας [το λόγο περί του Αγίου Πνεύματος].

ΙΑ.Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] ενεργούσε πριν απ' όλα στις αγγελικές και ουράνιες δυνάμεις, σ' όσες είναι πρώτες μετά το Θεό και σ' όσες είναι κοντά στο Θεό. Διότι η τελείωση και η έλλαμψη σ' αυτές και η δυσκινησία ή η ακινησία τους προς το κακό δεν είναι από άλλη αιτία, αλλά από το Άγιο Πνεύμα. Έπειτα [ενεργούσε] στους Πατέρες και τους Προφήτες. Απ' αυτούς οι μεν είχαν θέα του Θεού ή Τον εγνώρισαν [με αποκάλυψη], οι δε προγνώρισαν και το μέλλον, με το να σχηματίζει το Πνεύμα εικόνες στο νου τους και σαν να ήσαν παρόντες συναναστρεφόμενοι όσα επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στο μέλλον. Τέτοια είναι η δύναμη του Πνεύματος. 


Έπειτα [ενεργούσε] στους μαθητές του Χριστού (διότι δεν λέγω για το Χριστό, στον Οποίο παρευρίσκετο [το Άγιο Πνεύμα] όχι ωσάν να ενεργούσε, αλλ' ως συμπαρευρισκόμενο σε ομότιμη σχέση [με Αυτό])• και σ' αυτούς κατά τρεις τρόπους, στο μέτρο πού μπορούσαν να Το δεχθούν, και κατά τρεις καιρούς: πριν να δοξασθεί ο Χριστός με το πάθος Του• αφού δοξάσθηκε με την Ανάσταση• και μετά την Άνοδό Του στους ουρανούς ή την αποκατάσταση, ή όπως και πρέπει να την ονομάσουμε, φανερώνει δε [την ενέργεια αύτη] η πρώτη θεραπεία και κάθαρση από τις ασθένειες και τα πονηρά πνεύματα, η οποία βέβαια δεν γινόταν χωρίς το Άγιο Πνεύμα• και το εμφύσημα [του Κυρίου στα πρόσωπα των μαθητών Του] μετά την τελείωση της [ενσάρκου] οικονομίας, πού είναι φανερά προσθήκη περισσοτέρας χάριτος• και τώρα ο διαμερισμός των πύρινων γλωσσών, που πανηγυρίζουμε. 

Αλλά το πρώτο έγινε αμυδρά• το δεύτερο, πιο φανερά• και το [τρίτο] τώρα, τελειότερα ... Και δεν παρίσταται τώρα [το Άγιο Πνεύμα] κατά την ενέργεια, όπως πρωτύτερα, αλλά κατά την ουσία , ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να το πει κανείς, και μένοντας μαζί τους και μέσα τους [στους αγίους αποστόλους] βοηθός και παραστάτης στο έργο τους(11). Διότι έπρεπε, αφού ο Υιός συνανεστράφη με μας σωματικά, καί Αυτό να φανερωθεί σωματικά(12)• και αφού επανήλθε προς Εαυτόν ο Χριστός, Εκείνο να κατέλθει προς εμάς• και έρχεται μεν ως Κύριο, «πέμπεται» [αποστέλλεται] δε όχι ως κατώτερο. Διότι οι λέξεις αυτές [έρχεται, πέμπεται] φανερώνουν εξ ίσου την ενότητα και ομοτιμία [των προσώπων] παρά χωρίζουν τις φύσεις.

ΙΒ.Δια τούτο μετά το Χριστό μεν [κατέρχεται το Άγιον Πνεύμα] για να μη μας λείπει Παράκλητος [Παρήγορος]• «Άλλος» δε, για να έχεις στο νου σου την ομοτιμία. Διότι το «άλλος» σημαίνει άλλος ακριβώς όπως εγώ γίνεται. Τούτο δε σημαίνει κοινή δεσποτεία και όχι υποτίμηση. Διότι εγώ ξέρω καλά ότι το «άλλος» λέγεται όχι για διαφορετικά πράγματα, αλλά της ιδίας ουσίας. Με μορφή γλωσσών δε [κατήλθε το Άγιο Πνεύμα] εξ αιτίας της συγγενείας προς το Λόγο. Πύρινων δε, και αναζητώ για ποίο απ' τα δύο: για την κάθαρση (διότι μιλούμε για πυρ - φωτιά - που καθαρίζει, όπως μπορούν από παντού να μάθουν όσοι θέλουν) ή για την ουσία; Διότι ο Θεός μας είναι πυρ [κατά μίαν εικόνα της απροσίτου θείας ουσίας] και «πυρ καταναλίσκον» [φωτιά που κατακαίει και αφανίζει] τη μοχθηρία, [και το λέω] έστω κι' αν αγανακτείς πάλι, διότι στενοχωρείσαι για το ομοούσιο [που αποδίδω στο Άγιον Πνεύμα]. Και εχωρίστηκαν [οι γλώσσες] διότι τα χαρίσματα [που εχορήγησε] ήταν πολλά και διάφορα• εκάθισαν δε, επειδή η εξουσία Του είναι βασιλική, και επειδή αναπαύεται εις τους αγίους• αφού και τα χερουβείμ είναι θρόνος του Θεού. Στο υπερώο δε (αν δεν θεωρηθώ ότι καταβάλλω μάταιο κόπο κάπως περισσότερο απ' ό,τι πρέπει) διότι θα ανέβαιναν και θα υψώνονταν από χάμω (πνευματικά) αυτοί που επρόκειτο να Το δεχθούν αφού και με θεία ύδατα [Αγγελικές δυνάμεις] στεγάζονται ουράνια υπερώα [ο θρόνος του Θεού] και υμνείται ο Θεός(13). 


Και ο Ιησούς επίσης στο υπερώο συμμετέχει στο μυστήριο [της Θείας Ευχαριστίας] με αυτούς που μυούνται στα υψηλότερα, για να παρασταθεί αυτό, ότι αφ' ενός μεν πρέπει ο Θεός να κατέβει λίγο προς εσάς, πράγμα που ξέρω ότι έγινε παλαιότερα στον Μωυσή, αφ' ετέρου δε πρέπει εμείς ν' ανέβουμε και έτσι να γίνει [δυνατή] η κοινωνία του Θεού προς τους ανθρώπους, ν' αναμειχθεί δηλαδή η [υπερτελεία] αξία [της θεότητας με την μηδαμινότητα της ανθρωπότητας]. Εφ' όσον όμως [το θείο και το ανθρώπινο] μένουν το μεν στην οικεία περιωπή, το δε στην ταπείνωση, παραμένει άμικτη η άγαθότης [του Θεού] και η φιλανθρωπία Του ακοινώνητη [από τον άνθρωπο]• και υπάρχει μεταξύ των χάσμα μεγάλο και αδιαπέραστο, που εμποδίζει όχι μόνο τον πλούσιο απο τον Λάζαρο και τους επιθυμητούς κόλπους του Αβραάμ, αλλά [όλη] την κτιστή και ρευστή φύση, από την άκτιστη και αμετάβλητη.

ΙΓ. Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] κηρύχθηκε μεν από τους προφήτες, όπως στο «Πνεύμα Κυρίου επ' εμέ»•και, θ' αναπαυθούνε επ' αυτόν επτά Πνεύματα• και «κατέβηκε Πνεύμα από τον Κύριο και οδήγησε αυτούς»• και, Πνεύμα επιστήμης που εγέμισε τον Βεσελεήλ τον αρχιτέκτονα της σκηνής• και, Πνεύμα που παροργίζεται και, Πνεύμα που εσήκωσε ψηλά τον Ηλία μέσα σε άρμα και που ο Ελισσαίος εζήτησε διπλάσιο• και, Πνεύμα αγαθό και ηγεμονικό από το οποίο ο Δαβίδ οδηγήθηκε και στηρίχτηκε. Το υποσχέθηκε δε [ο Θεός], προηγουμένως μεν με τον προφήτη Ιωήλ: «Και στις έσχατες ημέρες [όταν θα έλθει ο Μεσσίας] λέγοντας (ο Θεός ότι θα συμβεί τούτο) θα εκχύσω χαρίσματα από το Πνεύμα μου εις όλους τους ανθρώπους (που πιστεύουν δηλαδή) και εις τους υιούς σας και εις τας θυγατέρας σας» και τα εξής. Ο Ιησούς δε ύστερα, ο Οποίος δοξάζεται [από το Άγιο Πνεύμα] και αντιδοξάζει [Αυτό], όπως και τον Πατέρα και [δοξάζεται] από τον Πατέρα. Και η υπόσχεση [του Χριστού], ως πλούσια, βεβαιώνει ότι [το Άγιο Πνεύμα] θα μένει με τους πιστούς αιώνια, δηλαδή τώρα με τους άξιους σε κάθε καιρό, ύστερα δε μ' εκείνους που αξιώνονται [να κληρονομήσουν] τα εκεί [αγαθά], όταν φυλάξουμε Αυτό ολόκληρο με την [ενάρετη] ζωή μας, και δεν χωρισθούμε [από Αυτό] τόσο, όσο άμαρτάνουμε.

ΙΔ. Αυτό το Πνεύμα συνδημιουργεί μεν με τον Υιό και την κτίση και την ανάσταση. Και ας σε πείσει το «Με το Λόγο του Κυρίου έγιναν και εστερεώθηκαν οι ουρανοί, και με το Πνεύμα του στόματος Του έδημιουργήθηκε το αμέτρητο πλήθος των αστέρων»• «το Πνεύμα του Θεού με εδημιούργησε, η πνοή δε του Παντοκράτορας με διδάσκει»• και πάλι• «θα εξαποστείλεις το [ζωοποιό] Πνεύμα Σου, και θα κτισθούν [αναδημιουργηθούν] και [έτσι] θα ανακαινίσεις το πρόσωπο της γης». Δημιουργεί δε την πνευματική αναγέννηση• και ας σε πείσει το ότι κανείς δεν μπορεί να ιδεί ή να λάβει την βασιλεία [των ουρανών], αν δεν «γεννηθεί άνωθεν» [αναγεννηθεί πνευματικά] από το Άγιο Πνεύμα, και δεν καθαρισθεί από την προηγούμενη [κατά σάρκα] γέννηση. Αυτή [η πνευματική αναγέννηση] η οποία είναι μυστήριο που φανερώθηκε τη νύκτα [από τον Κύριο στο Νικόδημο] συντελείται με την διάπλαση [της ψυχής από την χάρη του Αγίου Πνεύματος που κάνει τον πιστό κοινωνό] του θείου φωτός και•της θείας ημέρας, την οποία καθένας δέχεται μέσα του [και με την δική του πνευματική εργασία]. Αυτό το Πνεύμα (διότι είναι σε άπειρο βαθμό σοφό και φιλάνθρωπο), αν λάβει ποιμένα προβάτων τον κάνει θεόπνευστο ψαλμωδό, που με την ψαλμωδία του απομακρύνει τα πονηρά πνεύματα, και τον αναδεικνύει βασιλέα του Ισραήλ. Αν πάρει αιγοβοσκό που χαράζει συκομορέες, τον κάνει προφήτη. Θυμήσου τον Δαβίδ και τον Αμώς. Αν πάρει νεανίσκο ευφυή, τον κάνει κριτή πρεσβυτέρων και προχωρημένων στην ηλικία. Αυτό μαρτυρεί ο Δανιήλ, που ενίκησε λέοντες μέσα στο λάκκο. Αν βρει αλιείς, τους πιάνει με την σαγήνη [της χάριτος] οδηγώντας τους στον Χριστό και τους κάνει ικανούς να συλλαμβάνουν όλον τον κόσμο με την πλοκή του λόγου. 


Να εννοήσεις τον Πέτρο και τον Ανδρέα και τους υιούς της βροντής [Ιωάννη και Ιάκωβο], που εβρόντησαν τα πνευματικά. Εάν [πάρει] τελώνες, τους κερδίζει στη μαθητεία [του Χριστού] και δημιουργεί εμπόρους ψυχών. Το λέει ο Ματθαίος, ο χθες τελώνης και σήμερα ευαγγελιστής. Εάν [πάρει] διώκτες θερμούς, μεταθέτει τον ζήλο τους και κάνει Παύλους αντί Σαύλων, και τόσο πολύ [τους ανυψώνει] προς την ευσέβεια, όσο ήταν στην κακία που τους βρήκε. Αυτό είναι και Πνεύμα πραότητας• και οργίζεται γι'αυτούς που αμαρτάνουν. Γι' αυτό λοιπόν ας γνωρίσουμε Αυτό ως πράο και όχι οργιζόμενο, ομολογώντας την αξία Του [ως Θεού] και αποφεύγοντας κάθε βλάσφημο λόγο, και ας μη θελήσουμε να το ιδούμε να οργίζεται για αμαρτία που είναι ασυγχώρητη [την βλασφημία εις Αυτό]. Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] κάνει κι' έμενα σήμερα τολμηρό κήρυκα σε σας• εάν μεν χωρίς να πάθω τίποτε, η χάρη, στον Θεό• εάν δε πάθω, και πάλι χάρη• το μεν [πρώτο], για να λυπηθεί [ο Θεός] αυτούς πού μας μισούν το δε, για να μας αγιάσει, με το να πάρουμε τον μισθό αυτό της ιερουργίας του Ευαγγελίου, το να τελειωθούμε δηλαδή με το αίμα μας(14).

ΙΕ.Μιλούσαν μεν λοιπόν [οι Απόστολοι] ξένες γλώσσες και όχι τις πατρικές τους, και το θαύμα είναι μεγάλο, να μιλούν άνθρωποι γλώσσα που δεν έμαθαν και αυτό το σημείο [θαύμα] είναι για τους απίστους, όχι γι' αυτούς που πιστεύουν, για να είναι κατήγορο των απίστων, όπως έχει γραφτεί• «Ότι με ανθρώπους που μιλούν ξένες γλώσσες και με χείλη ξένων λαών θα ομιλήσω προς το λαό αυτόν, αλλ' ούτε με τον τρόπο αυτό θα με ακούσουν, λέγει ο Κύριος». Άκουγαν δε [όσοι ήσαν τότε στα Ιεροσόλυμα]. Εδώ σταμάτησε λίγο και διερωτήσου, πώς θα διαιρέσεις τον λόγο. Διότι έχει κάτι το αμφίβολο η λέξη [«ήκουον»] το οποίο διαχωρίζεται με την τελεία. Άρα, δηλαδή, άκουγαν ο καθένας στη δική του γλώσσα, φερ' ειπείν σαν να ηχεί δυνατά μία φωνή, και ν' ακούγονται πολλές, με το να πάλλεται έτσι ο αέρας και, για να το πω σαφέστερα, με το να γίνεται η φωνή φωνές; Ή πρέπει να σταματήσουμε στο «ήκουον», το δε «Λαλούντων» στις δικές τους γλώσσες να το προσθέσουμε στα επόμενα, για να είναι: «Καθώς μιλούσαν γλώσσες», τις δικές των, αυτών που ακούγανε, που σημαίνει ξένες• προς τούτο δε και μάλλον τάσσομαι. Διότι με εκείνον μεν τον τρόπο το θαύμα θα ήταν εκείνων που άκουγαν μάλλον παρά εκείνων που μιλούσαν. Με αυτόν δε τον τρόπο εκείνων που μιλούσαν οι οποίοι και κατηγορήθηκαν για μέθη, είναι φανερό ότι με το να θαυματουργούν αυτοί ως προς τις γλώσσες με την δύναμη του Πνεύματος.

ΙΣΤ.Πλην είναι μεν άξια να εξυμνείται και η παλαιά διαίρεση των γλωσσών (όταν οικοδομούσαν τον πύργο εκείνοι που συμφώνησαν κακώς και αθέως, όπως και από τους σημερινούς τολμούν μερικοί)• διότι με το να διαλυθεί η ομογνωμοσύνη μαζί με το σχίσιμο (διαφορά) της γλώσσας, σταμάτησε το εγχείρημα. Περισσότερο όμως πρέπει να εξυμνείται αύτη [η διαίρεση] που θαυματουργείται σήμερα. Διότι αφού διαλύθηκε [η γλώσσα] από το ένα Πνεύμα σε πολλούς, συνάγεται πάλι σε μία αρμονία. Και υπάρχει διαφορά χαρισμάτων, [στην γλωσσολαλία] που χρειάζεται άλλο χάρισμα για να διακρίνεται το περισσότερο ωφέλιμο [για την σύναξη των πιστών]• επειδή όλες οι γλώσσες είναι επαινετές. Καλή δε θα λεγόταν και εκείνη, για την οποία λέει ο Δαβίδ• «Καταπόντισε, Κύριε, και καταμοίρασε τις γλώσσες τους». Γιατί; «Διότι αγάπησαν όλους τους λόγους που καταποντίζουν [τους ανθρώπους] γλώσσα δόλια»• φανερά σχεδόν κατηγορώντας αυτές τις γλώσσες εδώ, που χωρίζουν την θεότητα [με το να μη ομολογούν την θεότητα του Αγίου Πνεύματος]. Αυτά λοιπόν και αρκετά.

ΙΗ. Εμείς μεν πρέπει να απολύσουμε την σύναξη (διότι ήταν αρκετός ο λόγος), την πανήγυρη όμως ουδέποτε. Αλλ' είναι ανάγκη να εορτάσουμε, τώρα μεν και σωματικά [συμμετέχοντας στα τελούμενα], ύστερα δε από λίγο εντελώς πνευματικά [σε ησυχία με πνευματική μελέτη και νοερά προσευχή]• όπου και τους λόγους αυτών [των υμνωδών] θα κατανοήσουμε καθαρότερα και σαφέστερα, ενωμένοι με Αυτόν το Λόγο και Θεό και Κύριο ημών Ιησού Χριστό, την αληθινή εορτή και αγαλλίαση των σωζομένων με τον Οποίο η δόξα και η τιμή στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σημ. Οι παρενθέσεις ( ) είναι του κριμένου οι αγκύλες [ ] περιέχουν επεξηγηματικές προσθήκες.

1. Παρουσιάζει εδώ ένα σημαντικό σημείο της διδασκαλίας του περί της φανερώσεως της Αγίας Τριάδας στον κόσμο. Κατά τον άγιο Πατέρα, μέσα στην ιστορία της σωτηρίας, η θεία οικονομία ενεργεί σε τρία στάδια, τα οποία και ονομάζει «σεισμούς», «διαθήκας» και «μεταθέσεις βίου». Το πρώτο είναι η παράδοση του Νόμου, η περίοδος της Παλαιάς Διαθήκης• το δεύτερο είναι η σάρκωση του Λόγου, η περίοδος της Καινής Διαθήκης• το τρίτο είναι η φανέρωση του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, ο καιρός του Πνεύματος. Το δεύτερο καί το τρίτο στάδιο δεν διαχωρίζονται βέβαια χρονικά, οι ενέργειες δε και των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι κοινές. Το Άγιον Πνεύμα, κατά την υπόσχεση του Κυρίου ενώνεται με τους άξιους, και «διά προσθηκών» οδηγεί στην τελείωση της γνώσεως του Θεού. Κατά την διδασκαλία του Γρηγορίου, περί σταδιακής και οικονομικής φανερώσεως της Αγίας Τριάδος, η Παλαιά Διαθήκη εκήρυττε φανερά τον Πατέρα, και τον Υιό αμυδρότερα (σκιωδώς δε και το Άγιον Πνεύμα). Η Καινή εφανέρωσε τον Υιόν, υπέδειξε δε την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Αυτή φανερώνεται τρανότερα «εις ύστερον», από την ήμερα της Πεντηκοστής και μετά.

2. Αναφέρεται στην καταπλήσσουσα άπειρη φιλανθρωπία του Κυρίου που στην ένδοξο Ανάληψή Του συνανυψώνει και την ανθρώπινη φύση για να την έχει αχώριστη από την θεία φύση Του εις τους αιώνες, εν δεξιά του Πατρός• Η σημασία της ενώσεως των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Κυρίου για την θέωση του ανθρώπου τονίζεται βέβαια σε όλο το έργο του Γρηγορίου.

3. Το χρονικό σημείο αυτής της «αρχής» είναι η Πεντηκοστή. Το Άγιο Πνεύμα ενεργούσε βέβαια και πριν από αυτήν, όπως αναφέρει πιο κάτω ο θείος Πατήρ, αλλά δεν είχε φανερωθεί στον κόσμο ως θεία υπόσταση (Βλ. σημείωση 1).

4. Ο Άγιος θέτει εδώ την βάση της θεολογίας ως εκκλησιαστικής λειτουργίας. Η θεολογία είναι φωτισμός και έμπνευση του Αγίου Πνεύματος μετά προηγούμενη κάθαρση των γνωστικών δυνάμεων της ψυχής. Το Άγιον Πνεύμα διδάσκει και αποκαλύπτει στους άξιους τα θεία μυστήρια, τους οδηγεί στη γνώση της θείας αληθείας, όσον είναι αναγκαίο για την σωτηρία των πιστών. Αυτοί είναι οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν συνείδηση ότι γίνονται όργανα του Αγίου Πνεύματος για να φανερωθεί στον κόσμο η «πολυποίκιλος σοφία του Θεού». Οι άγιοι Πατέρες, φωτιζόμενοι και οδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γνωρίζουν στους πιστούς το θέλημα του Θεού για την σωτηρία τους. Κανείς δεν μπορεί να θεολογήσει, αν δεν «δώσει λόγον» το Άγιο Πνεύμα. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει τα του Θεού χωρίς τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος έχει την θαυμαστή παρρησία να ομολογεί ότι ομιλεί εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα. Πιο κάτω θα χρησιμοποιήσει το ρήμα «σκέπτομαι» (με το Άγιο Πνεύμα). (Πρβλ. την λέξη «συν-διασκεψάμενοι» του προσομοίου των αίνων των Αγίων Πατέρων).

5. Ποιους υπονοεί ο θείος Πατήρ, ότι κρίνουν με αυτόν τον τρόπο τον ίδιο και όσους ομολογούν την θεότητα του Αγίου Πνεύματος; Πρέπει μάλλον να νοήσουμε «κείνους που είχαν ευσεβές φρόνημα και πίστευαν στην θεότητα και το ομοούσιον του Αγίου Πνεύματος, πλην όμως δεν ομολογούσαν την πίστη τους φανερά για λόγους «οικονομίας».

6. Οι πνευματομάχοι διακρίνονταν σε διάφορες κατηγορίες. Οι πιο ακραίοι θεωρούσαν το Άγιο Πνεύμα κτίσμα. Οι πιο ήπιοι εδίσταζαν να ονομάσουν το Άγιο Πνεύμα Θεόν από σεβασμό δήθεν προς την Γραφή, που δεν το αναφέρει ρητά. Προς αυτούς κυρίως απευθύνει τον λόγο ο Άγιος με μεγάλη αγάπη και συγκατάβαση, δείωνοντας το ύψος της «ποιμαντικής επιστήμης» του.

7. Οι Πνευματομάχοι, όπως και όλοι οι αιρετικοί, προσκολλώνται στις λέξεις, στο γράμμα της Γραφής, και χάνουν τα νοούμενα από τις λέξεις. Κρατούν τα «ονόματα», και αφήνουν τα «πράγματα». Και κατηγορούν τους ορθοδόξους ότι εισάγουν «άγραφα», δηλ. λέξεις πού δεν υπάρχουν στην Γραφή. Ο Γρηγόριος, με την διάκριση αυτή (ονόματος-πράγματος) και με την παράθεση γραφικών χωρίων, αποδεικνύει ότι η αλήθεια πρέπει να αναζητηθεί μέσα και πέρα από το γράμμα των Γραφών, με πολύ προσεκτική και επίπονο μελέτη και θείο φωτισμό. Για παράδειγμα, η αλήθεια για την θεία φύση και το ομοούσιο του Αγίου Πνεύματος δεν αναφέρεται με αυτές τις λέξεις, αλλά είναι «λίαν έγγραφος» (κατ' αντιδιαστολή προς το «άγραφον»), μαρτυρείται δηλαδή, από την Γραφή.

8. Βλέπουμε εδώ τον ζέοντα πόθο του Αγίου να αλιεύσει τους ασθενούντες στην πίστη στην ορθοδοξία με μία διακριτικότατη παραχώρηση, ώστε να όδηγηθούν σταδιακά στην ομολογία της θεότητος του Αγίου Πνεύματος. Δέχεται δηλαδή να ομολογήσουν την θεία φύση του Πνεύματος με άλλες λέξεις, και θα παρακαλέσει το Πνεύμα να τους δώσει και την λέξη Θεός. Ο ίδιος δηλαδή, σε αντίθεση με τους αιρετικούς, δεν προσκολλάται καθόλου στις λέξεις καί τα γράμματα.

9. Απ' όσα αναφέρει εδώ και λίγο πιο κάτω ο θείος Γρηγόριος, συμπεραίνεται ότι οι πνευματομάχοι ή έστω μια μερίδα τους, διακρίνονταν ως ιδιαίτερη κοινότητα. Έδειχναν δε θαυμαστό ζήλο ευσέβειας και ξεχώριζαν όχι μόνον από την εξωτερική εμφάνιση, αλλά και από το ασκητικό ήθος. Όλα αυτά, και την ορθή πίστη στον Υιό, επαινεί ο ιερός Πατήρ για να τους οδηγήσει προς την τελεία ενότητα της πίστεως.

10. Μεγαλειώδης φανέρωση της θείας αγάπης η οποία κατέφλεγε την καρδία του Μεγάλου Πατρός. Οι άγιοι Πατέρες με όση δύναμη και ιερό πάθος εμάχοντο υπέρ της αληθείας της πίστεως, με τόση σπλαχνική στοργή εφέροντο προς τους πλανωμένους για να τους επαναφέρουν μέσα στην μάνδρα της Εκκλησίας.

11. Στην Παλαιά Διαθήκη, και κατά τον πρώτο καιρό της κλήσεως και αποστολής των Μαθητών, το Άγιο Πνεύμα ενεργούσε «αμυδρά», μετά δε την Ανάσταση του Κυρίου «εκτυπώτερα» κατά την δεκτικότητα των αγίων Αποστόλων. Κατά την ημέρα της Πεντηκοστής όμως και μετά «τελειώτερα». Τότε φανερωνόταν «κατά την ενέργεια», τώρα όμως, «κατά την ουσία». Η λέξη «ουσιωδώς» χρησιμοποιείται από τους Πατέρες με την σημασία της ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος, του πληρώματος της χάριτός Του, σε διάκριση από την ενέργεια ενός μόνον ή περισσοτέρων χαρισμάτων Αυτού. Κατά τον ίδιο άρρητο τρόπο που ενοικεί ο Πατήρ και ο Υίός. Δεν πρέπει βέβαια να νοήσουμε καμμία αναφορά στη θεία ουσία, ή οποία είναι απρόσιτη καί άμέθεκτη από κάθε κτιστή φύση.

12. Θέλοντας ο θείος Γρηγόριος να τονίσει το ομοούσιο του Αγίου Πνεύματος με τον Υιό, συνδέει συχνά διάφορα γεγονότα της θείας οικονομίας κατά την φανέρωση των δύο Προσώπων στον κόσμο. Έτσι, αφού αναφέρεται στην σωματική παρουσία του Υιού, ομιλεί για την «σωματική» εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος. Εννοεί μάλλον την κάθοδό Του κατά την Βάπτιση ως περιστεράς και κατά την Πεντηκοστήν εν είδει πύρινων γλωσσών, οι οποίες δείχνουν επίσης και την «συγγένεια προς τον Λόγο».

13. Αλληγορική ερμηνεία του «ο στεγάζων εν ύδασι τα υπερώα Αυτού» (ψαλμ. 103,3). Κατ' αυτήν, θεία ύδατα σημαίνουν αγγελικές δυνάμεις, οι οποίες είναι θρόνος δόξης της θείας μεγαλειότητος και υμνούν ακατάπαυστα τον Θεόν.

14. Την νύκτα του Πάσχα του ιδίου έτους, ο θείος Γρηγόριος είχε τραυματισθεί από τους εξαγριωθέντες αρειανούς, που όρμησαν με μανία εναντίον του για να τον εξοντώσουν. Αισθάνεται ότι και πάλι μπορεί να κινδυνεύσει, αν και ίσως όχι από τους πνευματομάχους.

http://www.myriobiblos.gr

Viewing all 1937 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>