Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

Άγιος Παντελεήμων

$
0
0
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μέσα εις το νέφος των μαρτύρων και αγίων της πίστεώς μας, οι οποίοι έδωσαν την ζωήν των δια την αγάπην των προς τον Χριστόν, περιλαμβάνεται και η μορφή του αγίου Παντελεήμονος. Νέος, γεμάτος σφρίγος και παλμόν, δύναμιν και θάρρος, εμαρτύρησε δια την Ορθόδοξον Πίστιν του. Με αποφασιστικότητα διεκήρυξε και διελάλησε την αλήθειαν της πίστεώς του εις όλους, όσοι κατά την εποχήν εκείνην ευρίσκοντο εις το βασίλειον του σκότους και του ψεύδους, της ειδωλολατρίας. 

Ηρνήθη να θυσιάσει εις τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα και παρ' όλας τας κολακείας του βασιλέως Μαξιμιανού έμεινε ακλόνητος και επροτίμησε να θυσιασθή και να καταστή έτσι κληρονόμος της ουρανίου Βασιλείας. Είλκυσεν εις τον Χριστόν και την πίστιν του όσους είχαν πραγματικόν πόθον και δίψαν να γνωρίσουν τον αληθινόν Θεόν.

Σου ευχόμεθα, αγαπητέ αναγνώστα να σε εμπνεύσει προς μίμησιν η αγία ζωή του Αγίου Παντελεήμονος και η ανάγνωσις του βίου του να γίνει αφορμή δια προσέγγισιν εις την πηγή του φωτός και των ιαμάτων, τον Χριστόν.

Ο άγιος αυτός έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, ήτοι περί το 304. Κατήγετο από την πόλιν Νικομήδεια. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήτο ειδωλολάτρης. Η μητέρα του ωνομάζετο Ευβούλη, και ήτο χριστιανή. Όσην περιποίησιν έκανε ο πατέρας προς τα είδωλα, τόσην προθυμίαν και αγάπην προς την ορθόδοξον πίστιν εδείκνυε η μητέρα του, που με στοργή και αγάπην ανέτρεψε τον υιόν των Παντολέοντα (έτσι τον εί­χαν ονομάσει). Του έδινε όχι μόνον υλικήν τροφήν, αλλά και πνευματικήν. Όμως απέθανε ενωρίς η ευτυχισμένη Ευβούλη.

Ο Παντολέων αφού έμαθε τα πρώτα γράμμα­τα, εμορφώθη και εις τα Ελληνικά. Αργότερον, αφού έμαθε αρκετά και προχώρησε, ο πατέρας του τον έστειλε να μαθητεύσει εις τον ξακουστόν ιατρόν Ευφρόσυνον. Πράγματι ο νέος, ευφυής κα­θώς ήτο, εξεπέρασε τους υπολοίπους συμμαθητάς του εις την επίδοσιν, μέσα εις σύντομον χρονικόν διάστημα.

Ητο πολύ ωραίος εις την όψιν. Εις την ομιλία γλυκύς και εις το παράστημα μέτριος και ταπεινός. Ήτο στολισμένος με τας αρετάς, και είχε τόσον καλήν διαγωγήν που διεκρίνετο εις τας συναναστροφάς του από τους συνομηλίκους του. 'Ολοι όσοι τον επλησίαζαν ευχαριστούντο και έ­χαιραν διότι απεκόμιζαν πολλάς ωφελείας.
Ένεκα των αρετών του ο Παντολέων έγινε ξα­κουστός και φημισμένος εις ολόκληρον την Νικομήδεια. 



Αλλά και αυτός ο βασιλεύς, όταν κάποια ημέρα επήγε με τον πατέρα του Ευστόργιον εις το παλάτι και τον είδε, ήρωτησε και έμαθε δια τας αρετάς του Παντολέοντος. Όταν είδε την ορθήν του σκέψιν και τον καλόν του χαρακτήρα, εκάλεσε τον Ευστόργιον και τον παροτρύνε να σπουδάση τον υιόν του όσον το δυνατόν περισσότερον, ούτως ώστε να τον κάνη τέλειον ιατρόν, και εν συ­νεχεία να τον τοποθέτηση μέσα εις το παλάτι του.

 Βαπτίζεται Χριστιανός.

Ο άγιος Ερμόλαος ήτο ιερεύς της εκκλησίας της Νικομήδειας την εποχή εκείνην. Όμως ήτο κρυμμένος εις μίαν οικία μαζί με άλλους Χριστι­ανούς, επειδή εφοβούντο τον βασιλέα.

Καθώς λοιπόν έβλεπε τον νέον, που επερνούσε από την οικία καθημερινώς δια να πάη εις τον διδάσκαλόν του, διεπίστωσε και αντελήφθη ότι ο νέος αυτός έχει σεμνότητα και ήθος και εξ αυτών έκρινε ότι και η ψυχική του κατάστασις θα ήτο α­γαθή, όπως η αγαθή και καρποφόρος εκείνη γη που αναφέρει το Ευαγγέλιον. 

Ενώ εσκέπτετο ο Ερμόλαος αυτά, ηθέλησε να δοκιμάσει και να σαγήνευση τον Παντολέοντα και αφού ήνοιξε την θύρα της οικίας, τον εφώναξε δια να του ειπή κάτι. Ο Παντολέων εισήλθε εις την οικία και ο άγιος τότε τον ρώτησε περί της κα­ταγωγής του και περί του αντικειμένου της λα­τρείας των (δηλ. σε τι πιστεύουν). Ο νέος απήντη­σεν εις την ερώτηση με όλην την αλήθειαν, ότι δηλαδή η μητέρα του ήτο Χριστιανή και ο πατέρας του Ειδωλολάτρης. Ο Ερμόλαος και πάλιν τον ρώτησε λέγων: «Εσύ, παιδί μου, ποίαν θρησκείαν αγαπάς περισσότερον;» Και ο νέος απήντησε ως εξής: «Όταν εζούσεν η μητέρα μου, με συμβούλευε καθημερινώς να γίνω χριστιανός. Και εγώ αυτό ποθούσα να γίνω. Η μητέρα μου απέθανε, και έμεινα μόνος με τον πατέρα μου, ο οποίος με αναγκάζει να τον ακολουθώ εις την θρησκείαν και σκοπεύει να μου προσφέρει εις ένδειξιν τιμής θέσιν εις το παλάτι» Τον ξαναρωτά ο Ερμόλαος: «Ποίαν επιστήμη ακολουθείς, παιδί μου;» Και ο Παντολέων  απεκρίθη λέγων: «Την Ιατρικήν, σεβα­στέ γέροντα, ακολουθώ. Αυτήν που δίδαξε ο Α­σκληπιός, ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός και άλλοι σο­φοί. Απ' όλα τα επαγγέλματα εις τον πατέρα μου, ήρεσε αυτό το επάγγελμα. 'Αλλά και ο δάσκαλός μου με πληροφόρησε ότι εάν γίνω τέλειος ιατρός, δεν θα υπάρχη ασθένεια που να μην μπορώ να την θεραπεύσω». 

Τότε ο Ερμόλαος ευρών την κατάλληλον ευκαιρία, είπε προς τον νέον: «Πίστευσε με, παιδί μου, ότι η επιστήμη του Ασκλη­πιού, του Γαληνού και των υπολοίπων σοφών που μου ανέφερες, μικρή βοήθεια μπορεί να προσφέρη εις αυτούς που την σπουδάζουν. Αλλά και αυ­τοί οι θεοί που προσκυνεί ο Μαξιμιανός, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψευδείς μύθοι, που τους πιστεύουν οι ανόητοι. Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, εις τον οποίον εάν πιστεύσης εξ όλης της καρδίας σου, θα ιατρεύσης κάθε νόσον, χωρίς τα ιατρικά βότανα, με μόνην την Χάριν και δύναμιν Εκείνου. Ο Χριστός φώτισε πολλούς τυφλούς, ανέστησε νεκρούς, εκαθάρισε λεπρούς, θεράπευσε δαιμονιζομένους και αιμορροούντας, γιάτρευε δυσθεράπευτους ασθενείας και έκανε α­μέτρητα θαύματα. Αλλά και σήμερον ο Χριστός ευρίσκεται μεταξύ των πιστών δούλων Του, και τους βοηθεί να τελούν έργα που προκαλούν κατάπληξιν και δέος. Και τους πιστούς Του αυτούς τους καθιστά κληρονόμους της ουρανίου βασιλεί­ας Του». 

Μόλις άκουσε αυτά ο Παντολέων, ένοιωσε μεγάλην χαράν. Η καρδιά του γέμισε ευφροσύνη και διεπίστωσεν, ότι όλα όσα τον έλεγε ο ιερεύς ήσαν αληθή και δίκαια. Και απήντησεν ως εξής: «Άγιε γέροντα, όσα μου είπες τα άκουσα και από την μητέρα μου πολλές φορές. Την έβλεπα να προσ­εύχεται και να επικαλείται τον Θεόν, που και εσύ κηρύττεις. Τον παρακαλούσε θερμώς να μας φωτίζει και να μας βοηθά».


Αφού ευχαρίστησε ο Παντολέων, δια την διαφώτισιν και συμβουλήν τον Ερμόλαον έφυγε συνεχίσας τον δρόμον του. Όμως εντυπωσιάσθηκα από τους λόγους του Ερμολάου και δι' αυτό πολλές φορές ήρχετο και ήκουε την διδασκαλία του. Τοι­ουτοτρόπως η πίστις του εις τόν Χριστόν ολίγον κατ' ολίγον αύξανε.

Μίαν ημέραν ένω επέστρεφε από τόν διδάσκαλόν του, εύρεν εις τον δρόμον ένα παιδί που το δάγκωσε φαρμακερό φίδι. Το παιδί απέθανε και η έχιδνα που το εδάγκωσε έστεκε πλησίον του. Ο Παντολέων μόλις είδε το συμβάν, ενεθυμήθη τους λόγους του Ερμολάου. Εσκέφθη λοιπόν ως εξής: «εάν ο Χριστός εκπλήρωση την απαίτησί μου ν' αναστηθή το παιδί, και να θανατωθή το φίδι δεν χρειάζομαι άλλην διαπίστωσιν ούτε άλλην απόδειξιν των όσων με εδίδαξεν ο σεβάσμιος γέρων. Μάλιστα θα γίνω αμέσως Χριστιανός». Αφού έ­καμε προσευχήν, το παιδί την ίδια ώρα ανεστήθη σαν να είχε ξυπνήσει από βαθύν ύπνον. Η έχιδνα έγινε κομμάτια και εχάθη. Τότε ο Παντολέων εξ όλης της ψυχής και καρδίας του επίστευσεν εις τον Χριστόν. Και αφού έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανόν με πολλήν χαράν ευχαρίστησε και εδόξασε τον Κύριον, που τον ελύτρωσε από την πλάνην και από το σκοτάδι των ειδώλων, και τον ωδήγησεν εις την επίγνωσιν της αληθείας. Έπειτα τρέχων, επήγεν εις τον Ερμόλαον και του ανέφερε το γεγονός και με μεγάλην χαράν του εζήτησε να τον καταστήση τέλειον Χριστιανόν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Ο Ερμόλαος με χαράν εδέχθη να τον βάπτιση, επειδή εγνώριζεν ότι το μύρον του Αγ. Πνεύματος θα το έβαζε εις εκλεκτόν σώμα. Αφού τον εβάπτισε τον εκοινώνησε του Δεσποτι­κού σώματος και αίματος και τον εδίδαξε περί των μυστηρίων της αληθούς μας πίστεως.

Πλησίον του αγίου γέροντος έμεινε επτά η­μέρας πληρούμενος χαράς και τρεφόμενος με εκεί­να τα μελίρρυτα λόγια. Την ογδόην ημέραν έφυγε και επήγε εις την οικία του.
 
Από τότε «φρόντιζε με κάθε τρόπον να επιστρέψη τον πατέρα του εις την αληθινήν πίστιν. Δια τούτο μίαν ημέραν του είπε: «Διατί πατέρα, όσα είδωλα κατεσκευάσθησαν όρθια δεν εκάθησαν ποτέ, και όσα πάλιν κατεσκευάσθησαν καθήμενα ποτέ δεν εσηκώθησαν;». Ο Ευστόργιος δεν ημπό­ρεσε ν' απάντηση εις τον υιόν του και μάλιστα ήρχισε ολίγον κατ' ολίγον να ψυχραίνεται η ευλάβειά του προς αυτά, και δεν θυσίαζε εις αυτά συχνά, όπως πριν.
 
Ο Παντολέων ευχαριστούσε τον Θεόν, διότι έ­βλεπε και διεπίστωνε την αλλαγή του πατρός του και παρακαλούσε ασταμάτητα τον θεό να τον φωτίση και να τον λύτρωση από την πλάνην και την αγνωσία το συντομότερων. Εσκέπτετο να συντρίψη τα είδωλα που ευρίσκοντο εις την οικία του, αλλ' όμως δεν ήθελε να λυπήση τον πατέρα του και δεν το έκαμε. Σκέφθηκε ότι θα ήταν καλύτερον ο πατέρας του με τα λόγια να πιστέψει εις τον Χριστόν και αφού τον έπειθε, ο ίδιος ο πατέ­ρας του θα συνέτριβε τα είδωλα. «Όπερ και έγι­νε. Ο Θεός ήκουσε την προσευχή του δούλου Του και οικονόμησε τα πράγματα με κατάλληλοντρό­πον, ώστε να φέρη εις την ευσέβειαν με ένα θαύ­μα τον Ευστόργιον.

Θεραπεύει τον τυφλόν.

Εις την οικία του Ευστοργίου έφεραν ένα τυφλόν. Αφού κτύπησαν την θύραν οι συγγενείς του τυφλού ηρώτησαν εάν ήτο μέσα ο ιατρός Παντολέων. Μόλις ήκουσε αυτός ότι τον εκάλεσαν, εβγήκε με τον πατέρα του έξω και ηρώτησαν τον τυφλόν τι εζητούσε. Εκείνος τους είπε:«Άριστε ιατρέ, επιθυμώ σφοδρώς το φως μου, διότι δεν υ­πάρχει εις τους ανθρώπους γλυκύτερον πράγμα. Σε παρακαλώ να λυπηθής την ταλαιπωρίαν και την συμφοράν μου και να με ελεήσης τον άθλιον. Διότι πολλοί ιατροί υπεσχέθησαν να με θεραπεύ­σουν, αλλά δεν ημπόρεσαν. Έχω μάλιστα εξοδεύσει όλην την περιουσίαν μου εις φάρμακα χωρίς να ιδώ καμμίαν απολύτως ωφέλειαν. Μάλιστα διεπίστωσα ότι και το ολίγον φως που είχα, το έχα­σα, και έμεινα όχι μόνον τυφλός αλλά και φτω­χός ο άθλιος».
Ο Παντολέων του είπε τότε: «Επειδή εξώδευσες όλην την περιουσίαν σου εις τους άλλους ια­τρούς και δεν είδες ωφέλεια, εάν εγώ σε θεραπεύσω τί θα μου δώσης;» Και ο τυφλός αποκρίθηκε: «Σου χαρίζω μετά χαράς και προθύμως ό,τι μου απέμεινε από την περιουσίαν». Τότε του είπε: «Τους μεν οφθαλμούς σου θα θεραπεύσει ο αληθής Θεός, δια μέσου μου, την δε αμοιβήν που μου υποσχέθηκες θέλω να την διαμοίρασης εις τους πτω­χούς». Ο Παντολέων βεβαίως μίλησε έτσι επειδή ήλπιζε εις την Χάριν και την δύναμιν του Χριστού. Ο πατήρ του όμως, επειδή ενόμισε ότι θα τον θεραπεύσει με τα βότανα της ιατρικής επιστήμης, τον εμπόδισε λέγων. «Αγαπημένε μου υιέ, μην επιχειρήσεις κάτι ανώτερον από την δύναμίν σου, μή­πως και ντροπιασθής αν αποτύχης. Τί άλλο μπο­ρείς εσύ να προσφέρεις ή επιτύχεις περισσότερον από τους υπολοίπους ιατρούς πού δεν κατώρθωσαν να τον θεραπεύσουν;» Και εκείνος αποκρίθηκε: «Ουδείς άλλος δύναται να τον θεραπεύσει, πατέρα, όπως εγώ, επειδή από τον διδάσκαλόν μου μέχρις αυτούς τους ιατρούς υπάρχει μεγάλη διαφορά». 

Ο πατέρας του επειδή ενόμισε ότι μιλούσε περί του διδασκάλου του Ευφρόσυνου του είπε πάλιν: «Μα εγώ, παιδί μου, άκουσα πως αυτόν τον τυφλόν τον επήγαν και εις τον διδάσκαλόν σου και τί­ποτα δεν κατώρθωσε να επιτύχη». Ο Παντολέων είπε προς τον πατέρα του: «Πρόσεχε πατέρα να διαπίστωσης ολοφάνερα την αλήθειαν μου». Και μόλις τελείωσε τα λόγια του αυτά, άπλωσε το δεξιό του χέρι και έκανε το σημείον του Σταυρού εις τα μάτια του τυφλού, επικαλούμενος συγχρό­νως και το γλυκύτατο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και, ω του θαύματος!, αμέσως άνοιξαν τα μάτια του τυφλού, και ανέβλεψαν και τα μάτια του σώματός του και της ψυχής του, διό­τι ήτο ειδωλολάτρης. Μόλις λοιπόν είδε το θαύμα που του έγινε με την επίκληση του ονόματος του Χριστού, αμέσως επίστευσεν. Και όχι μόνον ο πρώ­ην τυφλός πίστευσε, αλλά και ο πατέρας του Παντολέοντος, και μεγαλοφώνως διακήρυξα τον Χριστόν Θεό αληθέστατο. Ο Άγιος Παντολέων εχάρη δοξάζων τον Κύριον και τους επήγε εις τον άγιον Ερμόλαον, ο οποίος και τους βάπτισε.

Ο Ευστόργιος μόλις επέστρεψε εις την οικίαν του συνέτριψε όλα τα είδωλα. Ύστερα απ' ολίγον καιρόν, αφού έζησε εν μετάνοια, απεδήμησε προς Κύριον.
 
Ο Παντολέων μοίρασε όλην την περιουσίαν του, εις τους πτωχούς και τους φυλακισμένους. Ελευθέρωσε τους δούλους του, εφρόντισε δια τους αδυνάτους και ασθενείς και όχι μόνον τους ιάτρευε από κάθε ασθένεια, αλλά τους έδινε και αρκετά χρήματα δια να ζήσουν.

Εξ αιτίας των ευεργεσιών του αυτών, η φήμη του και το όνομά του διεδόθη παντού. Όσοι είχαν ασθενείς ζητούσαν, καλούσαν και επροτιμούσαν απ' όλους τους ιατρούς τον Παντολέοντα. Αυτός αφού τους εθεράπευε, δεν εζητούσε πληρωμήν παρά μόνον τους καλούσε να ομολογήσουν τον Χριστόν τον μόνον αληθή θεραπευτήν των σωματικών και των ψυχικών πόνων. Έτσι όσοι πίστευαν εις τον Χριστόν θεραπεύονταν διπλά, λαμβάνοντες την σωτηρίαν της ψυχής και την υγείαν του σώματος.

 Φθονούν και συκοφαντούν τόν άγιον εις τον βασιλέα.

Οι ιατροί της πόλεως, όταν είδαν ότι ο Παντολέων τελεί τόσα αξιοθαύμαστα πράγματα, τον φθόνησαν.
 

Μίαν ημέραν ενώ κάθονταν εις την αγορά, είδαν τον πρώην τυφλόν που επερνούσε από εκεί. Μόλις λοιπόν τον είδαν υγιή εσυγχύσθησαν και έλεγαν μεταξύ των: «Μα δεν είναι αυτός που δο­κιμάσαμε με πολλούς τρόπους να τον θεραπεύσωμεν και τίποτα δεν επετύχαμεν;» Και τον ηρώτη­σαν, και έμαθαν ότι τον εθεράπευσε ο Παντολέων. Και εθαύμασαν λέγοντες: «Όπως είναι ο διδά­σκαλος σπουδαίος, έτσι ανέδειξε και τον μαθητήν του αξιοθαύμαστον». Πλην όμως από τότε εφθόνη­σαν περισσότερον τον άγιον και εζητούσαν αιτίαν να τον συκοφαντήσουν εις τον βασιλέα.

Ευρήκαν λοιπόν ένα χριστιανό ομολογητή που ετιμώρησε ο ασεβής Μαξιμιανός, εξ αιτίας της πίστεώς του, και τον οποίον περιέθαλπε και εφρόντιζεν ο Παντολέων. Έτρεξαν λοιπόν χωρίς χρονοτριβήν και είπαν εις τον βασιλέα: «Μεγαλειότατε, γνώριζε ότι ο Παντολέων, τον οποίον αγαπάς τό­σον και έχει σπουδάσει, ώστε να γίνη τέλειος ια­τρός, δια να τον έχης δια βοήθειαν εις καιρόν ανάγκης, τώρα ούτε την μεγάλην δύναμιν και εξουσίαν της βασιλείας σου φοβείται, ούτε τον ενδια­φέρει η φιλία και η αγάπη της βασιλείας σου. Περιέρχεται και ευρίσκει και θεραπεύει αυτούς που τιμωρεί τόσον δικαιολογημένα η βασιλεία σου και που είναι εχθροί των θεών σου. Αλλά δεν αρ­κεί μόνον ότι ηρνήθη την πατρικήν του θρησκείαν, και πιστεύει εις τον Εσταυρωμένον, αλλά διδά­σκει και άλλους Έλληνας, όσους μπορεί, δια να τους κάνη χριστιανούς. Εμείς λοιπόν οι δούλοι σου, ως πιστοί που είμεθα της βασιλείας σου, σου προτείνομε να τον βγάλης από το μέσον το συντομώτερον. Διότι ύστερα θα λυπηθής όταν ιδής τους έλληνας (ειδωλολάτρας) ν' αρνούνται τους θεούς, και να γίνωνται χριστιανοί με τας ευεργε­σίας του, και μάλιστα τας θεραπείας του Ασκλη­πιού να διαδίδουν ότι τας τελεί ο Χριστός. 


Αν θέλης να μάθης την αλήθειαν των όσων είπαμε, πρόσταξε να έλθη εδώ ο τυφλός που ιάτρευσε ο Παντολέων να τ' ακούσης και από τον ίδιον». Ο βασιλεύς μόλις άκουσε αυτάς τας πληρο­φορίας λυπήθηκε και διέταξε να του παρουσιάσουν τον πρώην τυφλόν. Πράγματι ωδηγήθη ενώπιόν του, και ο βασιλεύς τον ηρώτησε με ποίον τρόπον τον εθεράπευσε ο Παντολέων και εκείνος ωμολόγησε την αλήθειαν χωρίς φόβον ή δειλίαν λέγων: «Με το όνομα του Χριστού με ιάτρευσεν και το εκπληκτικώτερον είναι ότι προτού τελείωση τους λό­γους του, τα μάτια μου ήνοιξαν και έτσι κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι μ' εθεράπευσε με την ιατρικήν επιστήμην». Ο βασιλεύς τότε του είπε: «Εσύ λοιπόν τί παραδέχεσαι δι' αυτό το θέμα. Ο Χριστός σ' εθεράπευσε ή οι θεοί;» Και εκείνος απεκρίθη: «Ας εξετάσωμεν την υπόθεσιν καλώς και θ' αποδειχθή η αλήθεια. Βλέπεις τους ιατρούς αυτούς που προσεπάθησαν να με ιατρεύσουν; Όμως παρ' όλον ότι ευηργετήθησαν από εμέ, και εξώδευσα όλην μου την περιουσίαν εις τα φάρμακα, τίποτα δεν με ωφέλησαν, μάλλον μ' έβλαψαν, διό­τι μου αφαίρεσαν και το ολίγον φως που είχα. Ποί­ον λοιπόν πρέπει να ονομάσω ιατρό και βοηθόν μου; 

Τον Ασκληπιόν που επικαλούνται εις βοήθεια αυτοί εδώ οι ιατροί και τίποτα δεν μου προσ­έφεραν ή τον Χριστόν που με τ' όνομά του μόνον ο Παντολέων μου χάρισε το φως που λαχταρούσα; Την απάντησιν, βασιλεύ, την ξέρει και ένας τυφλός και αγράμματος». Ο βασιλεύς μη γνωρί­ζων τι ν' αποκριθή εις τον πρώην τυφλόν είπε: «Μήπως είσαι ανόητος άνθρωπε; Ούτε καν ν' αναφέρης ότι ο Χριστός σε γιάτρεψε. Οι θεοί σου έδω­σαν το φως και αυτό είναι ολοφάνερο». Τότε ο άλλοτε τυφλός, φωτισμένος εις την ψυχήν περισσό­τερον παρά εις το σώμα δεν φοβήθηκε την βασιλι­κήν εξουσίαν ούτε τον θυμόν του βασιλέως. Εσκέφθη ότι θα ετιμωρείτο, αλλά με μεγάλο θάρρος είπε προς τον βασιλέα: «Συ βασιλεύ είσαι ανόη­τος που ισχυρίζεσαι ότι οι ψεύτικοι και αναίσθητοι θεοί σου μου έδωσαν το φως. Είσαι τόσον πολύ τυ­φλός όπως και αυτοί εδώ και δεν μπορείς να διακρίνεις την αλήθειαν που λάμπει περισσότερον από τον ήλιον».

Ο τύραννος βασιλεύς όταν ήκουσε αυτά βεβαιώθηκε ότι όσα του είπαν οι ιατροί ήσαν αληθή. Αμέσως διέταξε και απεκεφάλισαν τον ευτυχή, άλλοτε τυφλόν που ήτο φίλος του Χριστού, συνή­γορος της αληθείας, μάρτυς αψευδής, ο οποίος εθυσιάσθη δια τον Χριστόν που τον εθεράπευσε και εμαρτύρησε δια την αγάπην Του.


Ο άγιος αγόρασε μυστικά το τίμιον λείψανόν του και το ενεταφίασε εκεί όπου έθαψε τον πα­τέρα του.


Μαρτύριον και θαύματα του αγίου.

Ο βασιλεύς ειδοποίησε τον Παντολέοντα να πάει να τον συνάντηση. Ο άγιος ενώ πήγαινε προς αυτόν προσηύχετο λέγων: «Ο Θεός την αίνεσίν μου μη παρασιώπησης» και την συνέχειαν του ψαλμού. Όταν έφθασεν εις το παλάτι και παρουσιάσθηκε ενώπιον του βασιλέως, του είπε ο βα­σιλεύς: «Άκουσα μερικά λόγια για σένα, Παντολέον, επιβαρυντικά. Δηλαδή ότι υβρίζεις, και πε­ριφρονείς τον Ασκληπιό και τους άλλους θεούς. Άκουσα ότι πιστεύεις εις τον Χριστόν και ισχυρί­ζεσαι ότι μόνον αυτός είναι αληθινός Θεός και τρέ­φεις ελπίδα εις αυτόν που εύρε τόσον ατιμωτικόν θάνατον. Γνωρίζεις, Παντολέον, πόσον σε αγαπώ και έδωσα εντολάς εις τον διδάσκαλόν σου να σε διδάξη όσον το δυνατόν καλύτερον την επιστήμη σου δια να σ' εγκαταστήσω εις το παλάτι μου. Βέ­βαια γνωρίζαμεν ότι πολλοί εξ αιτίας του φθόνου των διαδίδουν και ψέματα. Δι' αυτό και σε προσεκάλεσα να κάμεις θυσία εις τους θεούς, δια να μάθομε την αλήθειαν». Ο άγιος απεκρίθη: «Τα έργα είναι αξιότερα, ω βασιλεύ, παρά τά λόγια όπως όλοι γνωρίζομεν. Εάν ερευνώμεν και εξετάζωμεν τα μικρά και τόσον ασήμαντα πράγματα εάν είναι αληθινά και γνήσια, πολύ περισσότερον επιβάλλεται να εξετάζωμεν με μεγάλην προσοχή όσα αφορούν τον Θεόν, δια να μη ζημιωθώμεν. Διότι η ευσέβεια προς τον Θεόν είναι το υψηλότερον όλων των πραγμάτων. Ο Θεός λοιπόν που εγώ προσκυνώ και σέβομαι, εδημιούργησε τον ουρανόν, την θάλασσαν, την γην και όλον τον κόσμον. Αυτός ανέστησε νεκρούς, εφώτισε τυφλούς, εκαθάρισε λεπρούς, σήκωσε παράλυτους και όλα αυ­τά τα θαύματα τα έκαμε μόνον με τον λόγον και την διαταγήν.

Οι θεοί που προσκυνούν οι Έλληνες (ειδωλολάτρες) δεν γνωρίζω εάν έκαμαν ποτέ τέτοια έρ­γα ή εάν ημπορούν να κάμουν. Εάν ασφαλώς επιθυμείς, βασιλεύ, ας δοκιμάσωμεν τώρα, δια να μάθης την αλήθειαν. Δώσε διαταγήν να φέρουν εδώ ένα ασθενή που να πάσχη από αθεράπευτον ασθένειαν και ας προσέλθουν οι ιερείς σας να παρακα­λέσουν τους θεούς των, όσον θέλουν, δια να τον θεραπεύσουν. Έπειτα να παρακαλέσω και εγώ τον Θεόν μου, με τ' όνομα του οποίου θα ιατρευθή ο ασθενής. Αυτόν λοιπόν τον Θεόν πρέπει ν' ονομάζωμεν αληθινόν και τους υπόλοιπους θα τους περι­φρονήσουμε». Οι λόγοι του Παντολέοντος άρεσαν εις τον βασιλέα, και αφού έδωσε εντολήν, έφεραν ένα παράλυτον καθισμένον εις το κρεββάτι του, ο οποίος δεν ημπορούσε να κινηθή καθόλου. Οι ιε­ρείς των ειδώλων έκαμαν την ανοσίαν δέησίν των, επικαλούμενοι επί πολλήν ώραν τους αναίσθητους θεούς των. Αυτοί ως κωφοί και άλαλοι δεν εισήκουσαν. Και ο άγιος τους εχλεύασε εξ αιτίας της μεγάλης αγνοίας των. Όταν τελικώς διεπίστωσαν ότι δέν ημπόρεσαν να κατορθώσουν τίποτα, είπαν προς τον άγιον να επικαλεσθή τον Θεόν του. Τότε ο Παντολέων εσήκωσε τα μάτια του και όλην την διάνοιάν του προς τον ουρανόν και είπε. «Κύ­ριε, εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς σε ελθέτω. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ' εμού. Εν η αν ημέρα επικαλέσωμαί σε, ταχύ επάκουσόν με. Δείξον Δέσποτα εις αυτούς που δεν σε γνωρίζουν, ότι συ είσαι ο μόνος Θεός ο αληθής και ο παντοδύναμος». 

Έτσι είπε και αφού έπιασε τα χέρια του παραλύτου είπε: «Εν ονόμα­τι του Χριστού, ο οποίος ανορθώνει τους καταπλη­γωμένους και κτυπημένους, σήκω και περιπάτει». Τότε αμέσως ο λόγος έγινεν έργον. Και ο ασθενής εσηκώθη και περιεπάτησε με μεγάλην προθυμίαν και αγαλλίασιν. Όταν είδαν οι ειδωλολάτραι το θαύμα αυτό εξεπλάγησαν, και πολλοί ηρνήθησαν τα είδωλα, και επίστευσαν εις τον αληθινόν Θεόν. Οι βδελυροί όμως ιερείς εξηκολούθησαν να παρα­μένουν άπιστοι. Και αφού προσήλθαν εις τον βασι­λέα του είπαν. «Σε ορκίζομεν εις τους αθανάτους θεούς μας να μην αφήσης πλέον τον Παντολέοντα να ζήση ούτε μίαν ώραν, διότι θα εξαφάνιση την θρησκείαν μας και οι χριστιανοί θα γίνουν ισχυ­ροί και θα στραφούν εναντίον μας. «Ο βασιλεύς όταν τους ήκουσε, εκάλεσε πάλιν τον άγιον και εδοκίμασε να τον παραπλάνηση με κολακευτικά λό­για, μήπως τον πείση και συμφωνήση μαζί του. Αφού τίποτα όμως δεν κατόρθωσε ούτε με τας κο­λακείας ούτε με τας απειλάς να τον πείση, ήρχισε να τον τιμωρή με διάφορα βασανιστικά μέσα. Κατ' αρχήν τον εκρέμασαν εις ένα ξύλον και τον εξέσχισαν με σιδερένια νύχια. Έπειτα κατέκαυσαν τας πλευράς του, και τα υπόλοιπα ευαίσθητα μέλη του.
 
Αλλ' ενώ το σώμα του αγίου και Μάρτυρος με αυτούς τους τρόπους ετιμωρείτο, ο νους του ήτο εστραμμένος προς εκείνον που ημπορούσε να του παράσχη βοήθειαν. Τα μάτια του ήσαν γυρι­σμένα προς τον ουρανόν και με θερμήν πίστιν προσηύχετο εις τον Κύριον νοερώς. Και ο Κύριος εισήκουσε την προσευχήν του, και έφθασε κατ' εκείνην την στιγμήν μπροστά του με την μορφήν του Ερμολάου και του είπε, καθώς είναι πατήρ γνή­σιος και φιλόστοργος: «Μη φοβήσαι, διότι εγώ εί­μαι μαζί σου, βοηθός σου, εις όσα θα υποφέρης δι' εμέ». Και αμέσως τα χέρια των στρατιωτών παρέ­λυσαν, αι λαμπάδες εσβήσθησαν, και αι πληγαί του αγίου εθεραπεύθησαν. Ο βασιλεύς εντροπιάσθη μόλις είδε τα όσα συνέβησαν και αφού διέταξε να τον κατεβάσουν από το ξύλον είπε προς τον άγιον: «Με ποίαν τέχνην και μαγείαν έκανες τα χέρια των στρατιωτών να παραλύσουν και τας λα­μπάδας να σβήσουν;» Και απεκρίθη: «Η τέχνη και η μαγεία μου είναι ο Χριστός που αγαπώ και ο οποίος ευρίσκεται πλησίον μου και τελεί τα θαύ­ματα». Ο Μαξιμιανός τότε του είπε: «Αλλ' εάν σε βάλω σε χειρότερα και σκληρότερα βασανιστήρια τί θα γίνης;» Και ο Άγιος απήντησε: «Τότε θα λάβω και εγώ μεγαλυτέραν βοήθειαν από τον Χριστόν μου».

Διέταξε λοιπόν ο Μαξιμιανός και εγέμισαν με μολύβι ένα δοχείον μεγάλο και αφού το έβρα­σαν πολύ έβαλαν μέσα τον άγιον. Και πάλιν προσηύχετο και επεκαλείτο την βοήθειαν του Κυρίου λέγων. «Εισάκουσον ο Θεός της φωνής μου. Εν τω δέεσθαί με προς σε από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου» και εσυνέχιζε τον ψαλμόν.



Και πάλιν παρουσιάσθη ο Κύριος με την μορφήν του Ερμολάου και εισήλθε εις το μεγάλο δο­χείον και αμέσως η φωτιά που το έβραζε έσβησε και ο μόλυβδος εκρύωσε. Ο Άγιος συνέχισε να ψάλλη το «Εγώ προς Θεόν εκέκραξα και εισήκουσέ μου».


Όσοι ευρέθησαν εκεί εξεπλάγησαν και από­ρησαν δια το παράξενον γεγονός.


Ο βασιλεύς πωρωμένος και αναίσθητος καθώς ήτο, δεν αντελήφθη ότι τα θαύματα αυτά ετελούντο από τον ισχυρόν και αληθινόν Θεόν. Αλλά τα εθεωρούσε ως μαντικάς επιτυχίας. Εσυλλογίζετο λοιπόν με ποίον άλλο βασανιστήριον θα ημπορού­σε να καταβάλη τον αήττητον Μάρτυρα. Αφού μά­λιστα συνεβουλεύθη τους άρχοντάς του, διέταξε να δέσουν εις τον λαιμόν του αγίου ένα μεγάλο λίθον και να τον ρίψουν εις την θάλασσαν. Οι στρατιώται έτρεξαν να εκτελέσουν την διαταγήν. Και ο Θεός πάλιν εφρόντισε να διαφύλαξη και βοηθήση τον δούλον Του που εκινδύνευε χάριν Αυτού. Μόλις τον έρριψαν εις την θάλασσαν επενέβη ο Χριστός καθώς φαίνεται και έκαμε την βαρειάν εκείνην πέτρα που είχε εις τον λαιμόν του ελαφροτέραν και από το φύλλον του δένδρου και έπλεε εις την θάλασσαν. Ο Άγιος περιεπάτησε επάνω εις το νερό της θαλάσσης, όπως άλλοτε ο πρωτό­θρονος Πέτρος, και εβγήκε εις τον αιγιαλόν σώος και αβλαβής. Ο βασιλεύς όταν τον είδεν εις την ξηράν εθαύμασε και του είπε: «Τί είναι αυτό που βλέπω, Παντολέον; Εξουσιάζεις δια της μαγείας σου και την θάλασσαν;» Και ό άγιος απεκρίθη: «Η διαταγή Εκείνου που την εξουσιάζει έκανε αυ­τό που βλέπεις. Πρέπει να ξέρης ότι η γη, η θάλασ­σα και όλα τα δημιουργήματα υπακούουν και υ­ποτάσσονται εις τον Θεόν περισσότερον απ' ό,τι υ­πακούσουν εις σε οι υπηρέται σου».


Η σκληρή και πωρωμένη καρδιά του βασι­λέως δεν άλλαξε καθόλου. Παρ' όλον ότι είδε τό­σα και τόσα θαύματα ο ασυνείδητος, διέταξε να συγκεντρώσουν όλα τα άγρια θηρία της γης. Έ­πειτα θέλων να δείξη ότι λυπάται δήθεν τον άγιον, και δια να τον φοβίση του είπε: «Βλέπεις αυ­τά τα θηρία; Δια τον χαμόν σου τα έφεραν. Λυπή­σου λοιπόν τον εαυτόν σου. Εγώ λυπάμαι την νεό­τητα και ωραιότητά σου, μάρτυρές μου οι θεοί. Σε συμβουλεύω όπως ο πατέρας, να προτίμησης ως λογικός το συμφέρον σου, δια να μην αποθάνης πρόωρα με τέτοιον πικρόν θάνατον και να στερηθής την γλυκυτάτην και τόσον ποθητήν ζωήν».

Ο άγιος απεκρίθη τότε: «Εάν δεν σε υπήκουσα προηγουμένως, πώς ελπίζεις να σε ακούσω τώ­ρα που είδα τόσην βοήθειαν από τον Θεόν μου; Ούτε καν να το σκεφθής λοιπόν ότι θα κάμω ποτέ θυσίαν εις τους δαίμονας. Διατί με απειλείς με τα θηρία σου; Εκείνος που παρέλυσε τα χέρια των στρατιωτών σου, και επάγωσε τον βραστόν μόλυβδον και εξήρανεν την θάλασσαν, θα κάμη και τα φοβερά σου θηρία ημερώτερα από τα πρόβα­τα».

Ο άγιος δεν επείσθη από τον βασιλέα να προσκυνήση τα είδωλα και προτίμησε να ριφθή εις τα άγρια θηρία. Ο βασιλεύς όμως επέμενε και μάλι­στα του έδωσε προθεσμίαν τρεις ημέρας δια να σκεφθή και να θυσιάση εις τα είδωλα. Διαφορετικά θα εκτελείτο η διαταγή του και ο άγιος θα ερρίπτετο εις τα θηρία, δια να τον κατασπαράξουν. Το γεγονός αυτό διεδόθη εις ολόκληρον την πόλιν. Όλοι έτρεξαν δια να ιδούν τον ωραιότατον και ευγενή νέον που προετίμησε να ριφθή εις τα θηρία παρά να θυσιάση εις τα αναίσθητα είδωλα.

Συνεκεντρώθη λοιπόν μεγάλο πλήθος εις το θέατρον και ο βασιλεύς εκάθισε εις υψηλήν εξέδραν. Έδωσε την διαταγήν, και αμέσως οι υπηρέται έ­συραν τον άγιον δια να τον ρίξουν εις τα άγρια θηρία. Ο άγιος με τόλμην και θάρρος επροχώρησε, επειδή είχε προστάτην και βοηθόν τον Χριστόν.

Οι υπηρέται έρριξαν τον άγιον εις τον τόπον που τους ώρισαν, και απελευθέρωσαν όλα τα θη­ρία. Όλοι επερίμεναν να ίδουν τον Παντολέοντα να κατασπαράσσεται και να καταβροχθίζεται από τα πεινασμένα και άγρια θηρία. Η κακία των ανθρώ­πων εκείνων είχε ξεπεράσει και την αγνωσίαν των αλόγων ζώων, διότι δεν επροσκυνούσαν τον αληθινόν Θεόν και ετιμωρούσαν, όσους επίστευαν εις Αυ­τόν, με αγριότητες και ωμότητες. Και ο Θεός που μετατρέπει τα πάντα όπως θέλει, οικονόμησε και εδώ ούτως ώστε να φάνουν τα θηρία ήρεμα, και να γίνουν όπως τα λογικά όντα, και μιμηθούν την ημερότητα των ανθρώπων και να γίνουν ακόμη φανεροί μάρτυρες της κακίας των ανθρώπων και της αγαθότητος του θεού.

Τα θηρία επλησίασαν τον άγιον ωσάν λογικά δημιουργήματα με πολλήν ευλάβειαν, εκινούσαν την ουράν των και έγλειφαν τα πόδια του, συναγω­νιζόμενα ποίον θα επήγαινε μπροστά του να τον κολακεύση και να τον προσκύνηση. Και το κάθε θηρίον δεν έφευγε από κοντά του εάν δεν άπλωνε το χέρι του δια να το ευλόγηση.


Το πλήθος σαν είδε αυτό το θαύμα εξεπλάγη. Όλοι μ' ένα στόμα εφώναζαν «Μέγας και αψευδής ο Θεός των Χριστιανών, και ας αφεθή ο δίκαιος».


Όταν ο ασύνετος βασιλεύς είδε ότι τα θηρία ηρνήθησαν να εκτελέσουν την προσταγήν του ωργίσθη τόσον πολύ, ώστε διέταξε να τα σκοτώσουν. Επί πολλάς ημέρας εκοίτοντο σκοτωμένα, χωρίς να πλησίαση κανένα πτηνόν από τα σαρκοφάγα δια να τα φάνε. Και αυτό συνέβαινε από τον Θεόν εις ένδειξιν τιμής προς τον Άγιον, δια να επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν. Κατόπιν ο βασιλεύς έ­στειλε ανθρώπους και τα έθαψαν. Ύστερα διέταξε να κατασκευασθή ένας τροχός και αφού τον τοπο­θετήσουν εις χώρον υψηλόν να δέσουν τον άγιον και μετά να κυλήσουν τον τροχόν προς τον κατήφορον, δια να λειώση τον Μάρτυρα. Αυτό βέβαια το εισηγήθησαν εις τον βασιλέα μερικοί τεχνίται εφευρέται της κακίας και ειδικοί εις το να βλάπτουν τους άλ­λους.


Αλλ' ο φιλάνθρωπος Κύριος προστάτης των πι­στών δούλων Του, επενέβη πάλιν εις την κατάλληλον στιγμήν, κατά την οποίαν θα άφηναν τον φοβερόν εκείνον τροχόν να κυλήση μαζί με τον Μάρτυρα που ήτο δεμένος εις αυτόν. Το φρικτό θέαμα έτρε­ξαν να το ίδουν όλοι οι κάτοικοι της πόλεως.

Άφησαν λοιπόν τον τροχόν να κυλήση οι υ­πεύθυνοι. Τότε προς έκπληξιν όλων, τα δεσμά ελύθησαν και ο τροχός έφυγε μόνος του και επλήγωσε και εθανάτωσε πολλούς από τους απίστους. Ο Άγιος έστεκε σώος δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Ο βασιλεύς που εξεπλάγη βλέπων τα όσα συνέ­βησαν εκάλεσε τον Παντολέοντα και του είπε: «Έ­ως πότε θα κάνης τέτοια υπερφυσικά πράγματα και άλλους μεν ανθρώπους της βασιλείας μου να θανατώνης και άλλους να τους κάνης εχθρούς των θεών και της βασιλείας μου; Ειπέ μας από πού εδιδάχθης τον Χριστιανισμόν;» Και ο άγιος ωμολόγησε την αλήθειαν και έφανέρωσε τον άγιον Ερμόλαον, επειδή εκρινεν ότι ένας τέτοιος θησαυρός δεν έπρεπε να μείνη κρυμμένος, αλλά έπρεπε να φανερωθή, δια να ωφελήση πολλούς.



Έδωσε διαταγήν ο Μαξιμιανός να τους δείξη ο Παντολέων τον τόπον όπου διέμενε ο Ερμόλαος. Και ο άγιος υπήκουσε μετά χαράς, επειδή εγνώριζεν ότι ο Ερμόλαος θα έφερνε με το μέρος του και άλλους εις την ευσέβειαν. Ήξερε πολύ καλά ότι ο άγιος Ερμόλαος διέθετε ωραίον λόγον και σύνεσιν και ήτο ικανός να ελκύση και να διδάξη τους βαρβάρους, όπως πιστεύσουν εις τον αληθινόν Θεόν.


Συνοδευόμενος λοιπόν ο άγιος Παντολέων από τρεις στρατιώτας που τον εφρουρούσαν, έφθασε εις την οικίαν όπου εκρύπτετο ο Ερμόλαος. Εκτύπησε την θύραν, και εβγήκεν έξω ο άγιος Ερμόλαος, ο οποίος είπε εις τον Παντολέοντα. «Πώς ήλθες μέχρις εδώ τέκνον μου;» Και εκείνος απήντησε: «Σε καλεί ο βασιλεύς, Κύριέ μου, και θέλει να πας προς αυτόν». Και ο Ερμόλαος πάλιν είπε: «Εγώ το ξέ­ρω, ότι επλησίασεν η ώρα μου ν' αποθάνω, δια το όνομα του Χριστού μου, επειδή μου το εφανέρωσε και μου το απεκάλυψε με όραμα που είδα αυτήν την νύκτα».


Οι στρατιώται συνέλαβαν τον Ερμόλαον και άλλους δύο χριστιανούς που ευρίσκοντο μαζί του. Όταν ωδηγήθη ενώπιον του βασιλέως και ηρωτήθη πώς ωνομάζετο και εάν είχε μαζί του και άλλους χριστιανούς, ο άγιος Ερμόλαος απήντησε, με την αλήθειαν που τον διέκρινε, ως εξής: «Το όνομά μου είναι Ερμόλαος. Έχω μαζί μου και άλλους δυο χριστιανούς τον Ερμοκράτην και τον Έρμιππον». Τότε διέταξε να τους οδηγήσουν και αυτούς ενώ­πιόν του. Αφού παρουσιάσθησαν τους ηρώτησε: «Εσείς είσθε που παρεπλανήσατε τον Παντολέοντα και ηρνήθη τους θεούς;» Και εκείνοι γεμάτοι τόλμην και θάρρος απήντησαν: Ο Χριστός καλεί κον­τά Του τους αξίους». Ο βασιλεύς τότε τους είπε: «Να αφήσετε τους ανόητους και ανωφελείς λόγους σας κατά μέρος, και να με ακούσετε. Συμβουλεύσα­τε τον Παντολέοντα να θυσιάση εις τους αθανά­τους θεούς, εάν θέλετε βέβαια να σας έχω φίλους, και υπόσχομαι να σας δώσω αμέτρητα δώρα και αξιώματα». Και εκείνοι απήντησαν. «Μη γένοιτο να συμβουλεύσωμεν κάποιον να χάση την ψυχήν του. 

 Όλοι εμείς οι Χριστιανοί έχομεν μίαν ασάλευτον γνώμην. Και καλύτερον ν' αποθάνωμεν με χίλιους θανάτους και με διάφορα βασανιστήρια, παρά να προσκυνήσουμε τα κωφά και αναίσθητα είδωλα». Και όταν ετελείωσαν τα λόγια των αυτά έστρεψαν τα μάτια προς τον ουρανόν και προσηυχήθησαν εις τον Κύριον να τους προστατεύση από τας παγίδας του δαίμονος. Ο Κύριος εισήκουσε την προσευχήν των, και τους εφανερώθη και τους ενδυνάμωσε. Α­μέσως έγινε μεγάλος σεισμός εις εκείνον τον τόπον. Ο δε Μαξιμιανός έχων ταραγμένον νουν είπε: «Βλέπετε οι θεοί ωργίσθησαν εξ αιτίας σας και έ­καμαν σεισμόν». Και του απεκρίθη ο άγιος Ερμόλαος. «Αλλ' εάν συμβή να πέσουν κάτω οι θεοί σου τι θα είπης;» Προτού τελείωση τον λόγον του, έφθα-σεν ένας υπηρέτης του παλατιού και είπεν εις τον βασιλέα: «Μεγαλειότατε, ήλθα να σου αναφέρω ότι οι θεοί έπεσαν κάτω και συνετρίβησαν». Οι τρεις Χριστιανοί εγέλασαν και εχλεύασαν τους φοβερούς θεούς που έσεισαν την γην και μετά συνετρίβησαν! Ο ασεβής τύραννος έγινε περισσότερον σκοτεινός όπως εκείνοι που τους πονούν τα μάτια και δεν η­μπορούν να ίδουν τον ήλιον.


Ετιμώρησε τους τρεις μάρτυρες με διάφορα βασανιστήρια. Αφού διεπίστωσεν ότι δεν επρόκειτο να τους πείση και να υποχωρήσουν, έδωσε εντολήν και τους απεκεφάλισαν. Τα λείψανά των τα επήραν Χριστιανοί μυστικά, και τα έθαψαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν.


Τον Παντολέοντα τον ωδήγησαν και πάλιν, κα­τόπιν διαταγής, εις τον βασιλέα. Όταν παρουσιάσθη, ο βασιλεύς του είπε: «Μάθε ότι ο διδάσκαλός σου Ερμόλαος και η συνοδεία του αντελήφθησαν το συμφέρον των και εθυσίασαν εις τους θεούς. Και εγώ ως ανταμοιβήν των τους ετίμησα όπως έπρεπε και τους έκανα πρώτους εις το παλάτι.


Εάν τους μιμηθής και εσύ, θα διαπίστωσης πό­σον πάλιν τιμώ και επιβραβεύω εκείνους που υπα­κούουν. Ει δ' άλλως αν επιμένης να μην θυσιάσης εις τα είδωλα, θα εξακρίβωσης πόσο σκληρά τιμω­ρώ τους παρηκόους και τους υπερόπτας. Λοιπόν εάν παρακούσης δεν θα γλυτώσης από τα χέρια μου, και μάλιστα εντός της σήμερον θα θανατωθής με φοβερόν θάνατον. Ο Μάρτυς του Χριστού, μόλις ετελείωσε ο βασιλεύς τους λόγους του αυτούς, φω­τισθείς υπό του Αγίου Πνεύματος αντελήφθη την δολιότητα και πανουργίαν του βασιλέως και τον ηρώτησε πού ευρίσκοντο οι τρεις που εθυσίασαν εις τα είδωλα! Και ο μιαρός βασιλεύς είπε προς τον Παντολέοντα. «Δεν είναι εδώ τώρα. Τους έστειλα δια κάποιαν υπηρεσίαν εις την πόλιν». Και ο Άγι­ος τότε του είπεν. «Αν και είσαι φίλος του ψεύδους, τώρα είπες την αλήθειαν, διότι τώρα αυτοί ευρί­σκονται εις τους ουρανούς, εις την πόλιν της άνω Ιερουσαλήμ και χαίρονται».

Όταν λοιπόν είδε ο ανόητος βασιλεύς ότι δεν ημπορούσε να πείση τον Παντολέοντα ούτε με κολα­κείας ούτε με δωρεάς, ούτε με απειλάς ούτε με άλλας τιμωρίας, διέταξε, επειδή έγινε έξω φρενών, να δείρουν τον άγιον δια να ικανοποιηθή η μοχθηρία του και ο θυμός του. Εν συνεχεία εξέδωσε απόφασιν να τον αποκεφαλίσουν και το λείψανόν του να το ρίξουν εις την φωτιάν να το κάψουν.


Το τέλος του αγίου.


Οι στρατιώται οδήγησαν τον άγιον εις τον τό­πον της εκτελέσεως. Καθ' οδόν επειδή εγνώριζε ότι επρόκειτο να ησυχάση από την ταλαιπωρίαν και την θλίψιν, έψαλλε χαίρων. «Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου. Και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι» και εσυνέχισε τον ψαλμόν αυτόν. Και πάλιν συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Ενώ έδεσαν τον άγιον εις μίαν ελαίαν και ο δήμιος κατέβασε το ξίφος να τον απο­κεφάλιση ω του θαύματος! η κόψις του ξίφους εγύρισε και ελύγισε όπως το κερί. Οι στρατιώται ετρόμαξαν πολύ από το γεγονός αυτό και έπεσαν εις την γην λέγοντες: «Πιστεύομεν ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και σε παρακαλούμεν να μην μας εναντιωθής. Συγχώρησέ μας και κάνε δέησιν προς τον Θεόν δια να δεχθή την μετάνοιάν μας».


Ο Άγιος τότε τους ήκουσε και προσηυχήθη θερμώς εις τον Κύριον και δι' αυτούς. Αμέσως μετά την προσευχήν ηκούσθη φωνή από τον ουρανόν, η οποία έλεγε: «Εισηκούσθη ήδη η προσευχή σου και όλα όσα εζήτησες θα γίνουν. Από τώρα δεν θα ονομάζεσαι Παντολέων αλλά Παντελεήμων, διότι όσοι θα επικαλούνται τ' όνομά σου δια των πρεσβει­ών σου θα ευρίσκουν ευσπλαγχνίαν και έλεος». Μό­λις ήκουσε την φωνήν ο άγιος αντελήφθη ποίων χα­ρισμάτων ηξιώθη και ετιμήθη παρά του Κυρίου.


Τότε ενεθάρρυνε τους στρατιώτας να μην φοβη­θούν και να εκτελέσουν την διαταγήν. Εκείνοι πά­λιν δεν ετολμούσαν, επειδή εξηκρίβωσαν την δύναμιν του Χριστού. Ο άγιος Παντελεήμων τους εξηνάγκασε να εκτελέσουν την απόφασιν του τυράννου. Εκείνοι, επειδή δεν ήθελαν να παρακούσουν τον Άγιον, αφού τον κατεφίλησαν, και έδειξαν την αγάπην και την ευλάβειάν των, του έκοψαν την τιμίαν κεφαλήν την 27ην Ιουλίου του έτους 304.


Ο Θεός επειδή ήθελε να δοξάση τον άγιον Παντελεήμονα, έκανε και άλλα πολλά θαύματα. Το δένδρον της ελαίας εις το οποίον «εδέθη ο άγιος ήτο ξηρόν. Αμέσως όμως εβλάστησε και εκαρποφόρησε. Ο βασιλεύς μάλιστα σαν έμαθε αυτό το γε­γονός διέταξε να κόψουν την ελαίαν.


Διέταξε ωσαύ­τως να κατακαύσουν το σώμα του Αγίου.

Οι στρατιώται όμως εμιμήθησαν τους Μάγους που δεν επέστρεψαν εις τον Ηρώδην. Αυτοί λοιπόν διέφυγαν και διεκήρυτταν παντού τον Χριστόν και όλα τα θαύματα του Θεού.
Το δε λείψανον του Αγίου μερικοί Χριστιανοί το επήραν και μ' ευλάβειαν το έθαψαν με μύρα και θυμιάματα εις ένα τόπον έξω της πόλεως που ωνομάζετο του Σχολαστικού Αδαμαντίνου.
Αυτό είναι το μαρτύριον του ιαματικού Παντε­λεήμονος. Η μνήμη του εορτάζεται την 27ην Ιου­λίου.



ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος γ'

Αθλοφόρε άγιε, και ιαματικέ Παντελεήμον, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν, παράσχη ταις ψυχαίς ημών.


Έτερον. Ήχος γ'. Θείας Πίστεως.

Θείων τρόπων σου, τη επιστήμη, νέμεις άμισθον, την θεραπείαν, των ψυχών και των σωμάτων εν Πνεύματι. όθεν ημάς πάσης νόσου απάλλαξον, Παντελεήμον ελέους θησαύρισμα. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ. Ήχος πλ. α'. Αυτόμελον.

Μιμητής υπάρχων του ελεήμονος και ιαμάτων την χάριν παρ' αυτού κομισάμενος, αθλοφόρε και μάρτυς Χριστού του Θεού, ταις ευχαίς σου τας ψυχικάς ημών νόσους θεράπευσον, απελαύνων του αεί πολεμίου τα σκάνδαλα, εκ των βοώντων απαύστως. σώσον ημάς Κύριε.







Βλέποντας το Θεό - Μοναχισμός και θέα του Ακτίστου Φωτός.

$
0
0
Βλέποντας το Θεό.
Μοναχισμός και θέα του Ακτίστου Φωτός

Του π. Γεωργίου Καψάνη, της ιεράς μονής Οσίου Γρηγορίου (Άγιο Όρος)

Κατά τον μέγα Φωστήρα της Εκκλησίας,άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, υπάρχουν τριών ειδών θεολογίες:

α)Η ασφαλής και μυστική των θεοπτών θεολόγων, οι οποίοι ομιλούν εκ προσωπικής εμπειρίας και κοινωνίας με τον Ζώντα Θεό.

β) Η φιλόσοφος θεολογία των μη εχόντων προσωπική εμπειρία θεοπτίας, αλλά εν ταπεινώσει δεχομένων τις εμπειρίες και θεοπτίες των Άγιων και θεολογούντων συμφώνως προς αυτές. Η θεολογία αυτή χρησιμοποιεί την αποδεικτική μέθοδο, αυτήν δηλαδή που αποδεικνύει τις θεολογικές θέσεις με συλλογισμούς βάσει της Αποκαλύψεως και των καταγεγραμμένων εμπειριών των Αγίων, και 

γ) Η καινή θεολογία των θρασέων θεολόγων, οι οποίοι απορρίπτουν τις εμπειρίες των Αγίων και θεολογούν διαλεκτικώς κατά τις δικές τους φιλοσοφικές αρχές. Εκπρόσωπος της διαλεκτικής θεολογίας ήταν στους χρόνους του Αγίου Παλαμά ο δυτικός μοναχός Βαρλαάμ.

Την αποδεικτική μέθοδο ηκολούθησαν και οι Αγιορείται Πατέρες οι συντάξαντες τον Αγιορειτικό Τόμο το έτος 1340, οι οποίοι καταλήγουν: «Ταύτα υπό των Γραφών εδιδάχθημεν, ταύτα παρά των ημετέρων Πατέρων παρελάβομεν. ταύτα δια της μικράς έγνωμεν πείρας»1.
Είναι χαρακτηριστικός και ο τρόπος που υπέγραφε ο επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους, Ιάκωβος:
 

«Ο ταπεινός Επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιάκωβος, ταις αγιορειτικαίς και πατρικαίς ανατεθραμμένος παραδόσεσι, και μαρτυρών, ότι δια των ενταύθα υπογραφάντων λογάδων, άπαν το Άγιον Όρος συμφωνούντες υπέγραψαν, και αυτός συμφωνών και επισφραγίζων, υπέγραψα. Και τούτο μετά πάντων προσγράφων. ότι τον μη συμφωνούντα τοις αγίοις καθώς και ημείς και οι μικρό προ ημών Πατέρες ημών, ημείς την αυτού κοινωνίαν ου παραδεξόμεθα»2.
 

Στην ταπεινή μου εισήγησι θα ακολουθήσω την αποδεικτική μέθοδο. 

Α΄. Το Άκτιστον Φως, Φως της Θεότητος

Στους αγίους μοναχούς οφείλεται ο πλούτος της εμπειρίας και της θεολογίας του Ακτίστου Φωτός.Γι' αυτό και θα δώσω τον λόγο σε αγίους μοναχούς, παλαιούς και νέους, οι οποίοι θα διαπραγματευτούν την περί Ακτίστου Φωτός πίστι της Εκκλησίας. Έτσι θα διαπιστωθή ότι στον χώρο του Ορθοδόξου Μοναχισμού εβιώθη η εμπειρία του Ακτίστου Φωτός και διετυπώθη η περί αυτού θεολογία.

Ο Θεός είναι Φως, κατά τονάγιο Ιωάννη τον Θεολόγο: «Και αυτή εστίν η επαγγελία ην ακηκόαμεν απ' αυτού και αναγγέλλομεν υμίν, ότι ο Θεός φως εστί και σκοτία εν αυτώ ουκ εστίν ουδεμία» (Α΄ Ιω. α΄ 5).
Ερμηνεύων ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης το εν λόγο χωρίον γράφει:

«Φως λοιπόν είναι ο Θεός και φως αληθινόν, με την λαμπρότητα του όποίου συγκρινόμενος ο ήλιος και όλα τα κτιστά φώτα, ευρίσκονται φώτα ψευδή.
» 

Φως είναι ο Θεός, κατά τον Αρεοπαγίτην Διονύσιον, διότι γεμίζει από κάθε νοητόν φως κάθε υπερουράνιον νουν, και διότι διώκει κάθε αγνωσίαν και πλάνην από τας ψυχάς εκείνας, εις τας οποίας λάμπει τας ακτίνας του και μεταδίδει εις αυτάς φως ιερόν (κεφ. δ' Περί θείων ονομάτων). Φως είναι ο Θεός νοερόν, κατά τον Θεοφύλακτον και Οικουμένιον, διατί κινεί τους οφθαλμούς της ψυχής εις το να θεωρήσουν, και διατί αποστρέφει τα ομμάτια του νοός από ταύτα όλα τα υλικά και τραβίζει την όρεξιν και επιθυμίαν του άνθρώπου, εις το να αγαπά μόνον τον Θεόν με ένα ερωτικόν πάθος»3.

Στο σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «Φως εκ Φωτός». Σε πολλά άλλα σημεία της θείας Λατρείας χαρακτηρίζουμε τον Τριαδικό Θεό ως Φως.


Άραγε στις περιπτώσεις αυτές το φως νοείται εν ηθική έννοια η εν οντολογική; Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής απαντά ότι «κατ' ουσίαν αληθώς φως υπάρχων ο Θεός» και «φύσει φως ο Θεός» και «ουκ άλλο και άλλο φως υπάρχων αλλά κατ' ουσίαν εν και το αυτό, κατά τον της υπάρξεως τρόπον τρισσοφαές»4 .

Ο «υπερφαής και αρχίφωτος Θεός»5, κατά τον άγιο Γρηγόριo τον Παλαμά, έπλασε τις λoγικές φύσεις, αγγέλους και ανθρώπους, δεκτικές του θείου φωτός και ικανές να βλέπουν το θείον φως, αφού «φως είναι την του Θεού τελειωτάτην θέαν»6.
Οι θείοι άγγελοι, όσο δεν εξέπεσαν, έχουν πλέον συνεχή την κοινωνία με το Tρισήλιο Φως, που είναι και «η των πνευμάτων τροφή, των τε αγγέλων και των δικαίων»7.


Ο Αδάμ προ της παρακοής μετείχε της θείας ελλάμψεως και λαμπρότητος. Αυτήν φορούσε «ως στολήν δόξης». Έτσι δεν ήταν γυμνός «ουδ' ασχήμων υπήρχεν ότι γυμνός», αλλ' αντιθέτως ήταν πολύ λαμπρότερος αυτών που φορούν τα στολισμένα με πολύ χρυσό και πολύτιμους λίθους διαδήματα8.

Ακολουθεί όμως η παράβασις και ο χωρισμός από τον Θεό, που είναι ο χωρισμός από την Ζωή και το Φως του Θεού. Τώρα η ανθρωπίνη φύσις είναι γυμνή και άσχημη. Κάλυμμα σκότους έχει επιβληθεί στην ψυχή. Οι πρωτόπλαστοι αισθάνονται την γύμνωσί τους και εντρέπονται. 


Την έλλαμψι του θείου Φωτός "προϋπέγραφε" ο Θεός στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης και μάλιστα κατά την τεσσαρακονταετή πορεία του Ισραήλ στην έρημο10.
Αναφέρονται συχνά οι Πατέρες στον Μωϋσή, ο οποίος, όταν συνωμίλησε με τον Θεό τεσσαράκοντα ήμέρες και νύκτες και εδέχθη τις δεύτερες πλάκες του Δεκαλόγου, «τόσην πολλήν δόξαν έλαβε εκ της θείας συνομιλίας το πρόσωπον αυτού, ώστε δεν εδύναντο οι Υιοί Ισραήλ να ιδούσιν αυτό. όθεν ηναγκάσθη να βάλλη κάλυμμα εις το πρόσωπόν του, και να εγκλείση τρόπον τινά την πολλήν λαμπρότητα και δόξαν την έξω χυνομένην, και ούτως εδυνήθησαν και είδον αυτόν οι Ισραηλίται. "Και είδον, φησίν, οι Υιοί Ισραήλ το πρόσωπον Μωϋσέως ότι δεδόξασται. και περιέθηκε Μωϋσής κάλυμμα επί το πρόσωπο αυτού" (Έξ. λδ΄ 35)»11.


Κατά τους αγίους Πατέρας, η δόξα και λαμπρότης του Μωϋσέως εν σχέσει προς την δόξαν του μεταμορφωθέντος Χριστού δεν είναι απλώς ολιγωτέρα αλλά πέρα πάσης συγκρίσεως.


Κατά τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο: «Έδειξεν ο Χριστός ότι εξ όλου του σώματος έβρυεν η δόξα της Θεότητος αυτού, και εξ όλων των μελών έλαμπε το φως αυτού. ου γαρ ως Μωσής έξωθεν η σαρξ αυτού έλαμψεν εν ευπρεπεία, αλλ' εξ αυτού έβρυεν η δόξα της Θεότητος αυτού»12.


Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει: «οράτε ότι και Μωϋσής μετεμορφώθη αναβάς εις το Όρος, και ούτως είδε την δόξαν Κυρίου; αλλ' έπαθε την μεταμόρφωσιν, ουκ ενήργησε, κατά τον λέγοντα (ήτοι τον Θεολόγον Γρηγόριον). εις τούτο με φέρει το μέτριον ενταύθα φέγγος της αληθείας, λαμπρότητα Θεού ιδείν και παθείν. ο δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός οίκοθεν είχε την λαμπρότητα εκείνην»13.


Επιλέγει δε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Λέγων δε ο άγιος ότι ο Μωϋσής έπαθε την μεταμόρφωσιν και ουκ ενήργησε, δηλοί ότι έξωθεν εκ του φωτός του προσώπου Κυρίου μετεμορφώθη: ήτοι ενηλλάγη κατά ψυχήν και σώμα. και ο μεν Μωϋσής δια του γνόφον εφωτίσθη, ο δε Χριστός και αυτόν τον γνόφον φωτίζει, επειδή και φωτεινήν έδειξεν εν τω Όρει Θαβώρ την γνοφώδη νεφέλην. και ο συνομιλών με τον Θεόν, από εκεί έλαβε το φως. ο δε Χριστός μίαν μικράν φλέβα ανοίξας της κατά φύσιν πηγαίας φωτοχυσίας του, το Θαβώριον όλον εφαίδρυνε, και τους δύο Προφήτας και τους τρεις Αποστόλους ελάμπρυνε»14.


Την γυμνή από το θείο Φως ανθρωπίνη φύσι ελέησε ο Χριστός προσλαβών αυτήν και ενώσας με την θεία του φύσι στην υπόσταση του Θεού Λόγου.



Κατά την θεία Μεταμόρφωσι στο Θαβώρ απεκαλύφθη ότι ο Κύριος ενέδυσε πάλι την ανθρωπίνη φύσι με το ένδυμα του θείου Φωτός και της θείας δόξης και την εθέωσε.

Ερμηνεύων ο άγιος Νικόδημος τροπάριον του α΄ Κανόνος (του άγιου Κοσμά Μαϊουμά) της εορτής της Μεταμορφώσεως γράφει: «Αστράψας λοιπόν ο Χριστός επάνω εις το Θαβώριον Όρος με δόξαν απρόσιτον της Θεότητος, ελάμπρυνε μεν την Κτίσιν, μόνους δε τους ανθρώπους εθέωσε. γαρ η φύσις δεκτική εστί της Θεώσεως. Όθεν οι άνθρωποι δια μέσου του θεωθέντος προσλήμματος του Κυρίου εθεώθησαν κατά χάριν, κατά το "Έγώ είπα. θεοί εστέ και υιοί υψίστου πάντες"(Ψαλμ. πα΄ 6)»15.
Εις άλλο σημείο διευκρινίζει:


«Σημείωσαι δε, ότι οι Μαθηταί είδον εις το Όρος το άκτιστον φως της του Κυρίου Θεότητος όχι μόνον με τον νουν, όστις είναι οφθαλμός της ψυχής, αλλά και με τους αισθητούς οφθαλμούς του σώματος.Αλλά πως είδον αυτό; μένοντες εν τη φυσική δυνάμει αυτών; όχι, αλλά αλλοιωθέντες εις το κρείττον και θειότερον, και δυναμωθέντες υπό της δυνάμεως του φωτός εκείνου. επειδή κτιστοί και αισθητοί οφθαλμοί το άκτιστον και υπέρ αίσθησιν και νουν φως χωρήσαι ου δύναται. Υπό του φωτός εκείνου λοιπόν ενισχυθέντες και δυναμωθέντες οι των Αποστόλων αισθητοί οφθαλμοί, και υπέρ τους όρους της εαυτών φύσεως γεγονότες, είδον το υπερφυές εκείνο και άκτιστον και της θείας ουσίας αχώριστον φως, κατά την κοινήν δόξαν των Ιερών Θεολόγων»16 .

Είναι γνωστό ότι τόσο η ιερά υμνολογία της Εκκλησίας μας, όσο και οι άγιοι Πατέρες, τονίζουν ότι το λάμψαν εις το Θαβώρ Φως δεν είναι η ουσία του Θεού, ούτε κτιστόν φως, ούτε φάντασμα φωτός, αλλά το άκτιστον Φως του Θεού, άκτιστος και θεία και θεοποιός ενέργεια17.


Το άκτιστον της θείας Χάριτος, ενεργείας, θείου φωτός, είναι προϋπόθεσις της δυνατότητος της θεώσεώς μας.


Ο δυτικός Βαρλαάμ επολέμησε λυσσωδώς την περί θέας του Ακτίστου Φωτός εμπειρία των Αγιορειτών, διότι δεν εδέχετο την διάκρισι ουσίας και ενεργείας στον Θεό.


Αλλά ο Αγιορείτης της άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανέλαβε σθεναρόν άγωνα, διότι, εάν επικρατούσε η ορθολογιστική άποψις του Βαρλαάμ, ο άνθρωπος δεν θα ημπορούσε να θεωθή δια κτιστής Χάριτος.


Το Άγιον Όρος με τον Αγιορειτικό Τόμο του 1340, τον οποίο υπέγραφαν οι λογιώτεροι Αγιορείται, υιοθέτησε την διδασκαλία του αγίου Παλαμά. Ομοίως και η Εκκλησία, δια των εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδων των ετών 1341,1347 και 1351, ανεκήρυξε τον άγιο Γρηγόριο ως απλανή διδάσκαλο της Εκκλησίας και την διδασκαλία του ως διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ανεθεματίσθησαν μάλιστα οι μη δεχόμενοι την διδασκαλία αυτή και το άκτιστον της θείας Χάριτος, όπως αναφέρεται και στο "Συνοδικόν της Οpθoδoξίας". 


Στις Συνόδους αυτές συμμετείχαν και πρωταγωνίσθησαν και διακεκριμένοι μοναχοί. Ειρήσθω παρεμπιπτόντως ότι μέχρι σήμερα ο δυτικός Χριστιανισμός (Παπικοί και Προτεστάνται) δεν δέχονται το άκτιστον της θείας Χάριτος, θεωρούντες μάλλον την Χάριν κτίσμα. Αλλ' όταν η Χάρις είναι κτίσμα, δεν ημπορεί να θεώση τον άνθρωπο. Γι' αυτό οι δυτικοί δεν ομιλούν περί θεώσεως αλλά μόνον περί ηθικής καλλιτερεύσεως του ανθρώπου.
Φρονούμεν ότι η σοβαρά αυτή διαφορά θα πρέπει να προστεθή στις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας αφ' ενός και Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών αφ' έτέρου. 


Β'. Οι συνέπειες της ελλάμψεως του θείου Φωτός

Ο άνθρωπος ελλαμπόμενος από το θείο και άκτιστο Φως απολαμβάνει πολλών θείων και υπερφυών δωρεών.Οι συνέπειες της ελλάμψεως του Φωτός δεν είναι μόνον ηθικές, άλλά πρωτίστως είναι οντολογικές. Η παρουσία του θείου Φωτός γίνεται πηγή υπερφυών πνευματικών χαρισμάτων.

Το Άκτιστο Φως ονομάζεται από τους αγίους Πατέρας ενυπόστατον φως, διότι δεν γίνεται και απογίνεται, όπως τα πνευματικά νοήματα, αλλά μένει και φωτίζει μονίμως την ψυχή. Λέγει σχετικώς ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Η τοιαύτη, φησί, του Πνεύματος έλλαμψις, ουχ οίον νοημάτων μόνον αποκάλυψίς εστί και φωτισμός χάριτος, ώσπερ είρηται, αλλ' υποστατικού φωτός εν ταις ψυχαίς βεβαία και διηνεκής έλλαμψις»18 .

Κατά τον όσιο Νικήτα τον Στηθάτο, με την παρουσία του Φωτός οι δυνάμεις της ψυχής ειρηνεύουν και η ψυχή συνάγεται από τον έξωθεν διασκορπισμό προς το θείο Φως και ενούμενη με αυτό τελειούται και καθίσταται μύστις θείων θεωριών και κατοικητήριον της ΑγίαςΤριάδος19.
Κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο, δια της ελλάμψεως του θείου Φωτός αίρεται από την ψυχή το εκ της πτώσεως του Αδάμ πνευματικό σκότος: «Φανερώς ουν δια τούτων απέδειξε, κάλυμμα σκότους επιβεβλήσθαι την ψυχή. όπερ από της του Αδάμ παραβάσεως, χώραν έσχε εις την ανθρωπότητα παραδύναι. νυνί δε από της του Πνεύματος ελλάμψεως περιαιρείσθαι τούτο πιστεύομεν εκ των πιστών και αξίων τω όντι ψυχών»20 .


Ο άγιος Γέροντας Σωφρόνιος
Ο άνθρωπος, κατά τον π. Σωφρόνιο, δια της μετοχής και ελλάμψεως του θείου Φωτός αξιούται «βαθείας τινός αισθήσεως του Ζώντος Θεού εν τη καpδία και τω νοΐ»21, δέχεται την «αποκάλυψιν της Θεότητος του Κυρίου Ιησού Χριστού»22 και «την πείραν της αναστάσεως ως πρόγευσιν της μελλούσης μακαριότητος»23, κοινωνεί με τον Θεό πρόσωπον προς πρόσωπον24, ασκεί τις αρετές και αποκτά τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος:«Το άγιον τούτο Φως, όταν εμφανίζηται εν δυνάμει, φέρει την ταπεινήν  αγάπην.  Αποδιώκει πάσαν  αμφιβολίαν  και  πάντα  φόβον, εγκαταλείπει μακράν εις τα οπίσω πάσας τας γήινας σχέσεις»25 , κατά δε τον αββά Φιλήμονα: «κατατρυφά του Κυρίου πνευματικήν τίνα και ακατάληπτονευφροσύνην»26.   

Συμφώνως προς την προσωπική μαρτυρία του οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη στον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, οι καρποί του Αγίου Πνεύματος, που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, αποκτώνται επίσης δι' αυτού του Φωτός:«Και τότε ωσάν αρπαχθή ο νους του άνθρώπου από εκείνο το θεϊκόν φως και φωτισθή φωτισμόν θεϊκής γνώσεως, γίνεται η καρδία του γαληνή και πραοτάτη και αναβρύει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, την χαράν, την ειρήνην, την μακροθυμίαν, την καλωσύνην, την συμπάθειαν, την αγάπην, την ταπείνωσιν και τα λοιπά»27 .

Όπως παρατηρεί και ο άγιος Διάδοχος Φωτικής, μόνον δια της μετοχής του θείου Φωτός είναι δυνατή η απόκτησις της τελείας αγάπης: «Εάν γαρ μη τελείως το καθ' ομοίωσιν δια του θείου φωτός απολάβη ο νους, πάσας μεν τας άλλας αρετάς σχεδόν έχειν δύναται, της δε τελείας αγάπης έτι άμοιρος μένει»28.


Αλλά και μόνο δι' αυτού του Φωτός αποκτώνται τα υπερφυή χαρίσματα των τελείων, λέγουν οι άγιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος, οι Ξανθόπουλοι:

«Και αυθίς ούτως, ως εξ ηλιακού δίσκου, ανατέλλει τούτοις το ανακρίνειν, το διακρίνειν, το διοράν, το προοράν, και τα παραπλήσια. και απαξαπλώς δι' αυτού απαυγάζει τούτοις η των αδήλων μυστηρίων πάσα δηλωσίς τε και αποκάλυψις. δυνάμεώς τε υπερφυούς και θείας εν πνεύματι εμπίπλανται. και δια της τοιάσδε υπερφυούς δυνάμεως και ο χους αυτών κουφιζόμενος, ή μάλλον το βρίθον της σαρκός απολεπτυνόμενον και μετεωριζόμενον, υπερίπταται. Δια ταύτης της εν Αγίω Πνεύματι φωτιστικής δυνάμεως, έτι μετά σαρκός όντες και τίνες των Αγίων Πατέρων, ως άϋλοι και ασώματοι, ποταμούς αβάτους και θαλάττας ναυσιπόρους, ποσίν αβρόχοις διήλθον. δρόμους τε μακρούς και πολυημέρους, ακαριαίως διώδευσαν. και έτερα εξαίσια, εν ουρανώ, εν γη, εν ηλίω, εν θαλάσση, εν ερημίαις, εν πόλεσιν, εν παντί τόπω και χώρα, εν θηρίοις και ερπετοίς και απλώς εν πάση τη κτίσει και πάσι τοις στοιχείοις εξειργάσαντο και δια πάντων εδοξάσθησαν.


και εν προσευχαίς δε τούτων ισταμένων και τα αυτών ευαγή και τίμια σώματα γήθεν ως υπόπτερα υπερήροντο, τω αναλωτικώ και ενθέω και αύλω πυρί, τω της χάριτος, το σωματικόν πάχος, ναι μην και το βάρος, αποτεφρούμενοι. κούφως τε αίρεσθαι ενεργούμενοι, ω του θαύματος, μεταστοιχειούμενοι και μεταχαλκευόμενοι προς το θειότερον, το θεουργώ παλάμη της ενσκηνούσης αυτοίς ισχύος και χάριτος. και μετά τέλος δε, ενίων και τα σεβάσμια σώματα το αδιάλυτον φέρουσι, προδήλως την ενοικούσαν αυτοίς και πάσι τοις βεβαιοπίστοις υπέρ φύσιν χάριν και δύναμιν πιστούμενα»29
 

Εν τω Φωτί, λέγει ο π. Σωφρόνιος ακολουθών τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τους άλλους Πατέρας, γινόμεθα τρόπον τινά άναρχοι: «Ως άναρχος ενέργεια του Θεού, το Φως τούτο εισδύει εν ημίν δια της δυνάμεως αυτού και ημείς γινόμεθα άναρχοι, ουχί κατά την φύσιν ημών, αλλά κατά την δωρεάν της χάριτος: «Άναρχος ζωή μεταδίδεται εις ημάς»30.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «πάντες οι Δίκαιοι εν τω αυτώ ακτίστου φωτί της Θεότητος έχουν να γνωρίσουν αλλήλους και όσους ποτέ σωματικώς δεν εγνώρισαν, κατά τον μέλλοντα αιώνα»31 .

Γ΄. Εμπειρίες θέας Ακτίστου Φωτός 

Πολλοί μοναχοί δια μέσου των αιώνων έπαθαν την θέωσιν και αξιώθηκαν της θέας του Ακτίστου Φωτός. Ολίγοι όμως ωμίλησαν γι' αυτήν.
 
Οάγιος Σuμεώνο Νέος Θεολόγος εδέχετο συχνά την επίσκεψι του Ακτίστου Φωτός και μάλιστα κατά την τέλεσι της θείας Λειτουργίας, την οποία καθημερινώς ετελούσε:

«Διατί εις αυτόν δεν έστειλεν ο Θεός Αγγέλους και Χερουβείμ δια να τον φυλάττωσιν, οίτινες είναι "πνεύματα λειτουργικά εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν", ως λέγει ο μακάριος Παύλος, αλλ' αυτό αμέσως το ίδιον ζωαρχικόν και πανάγιον Πνεύμα ο φύσει Θεός και Δεσπότης όλων ομού των Αγγέλων και των ανθρώπων έσκεπεν αυτόν και εφύλαττε δια της φωτοφόρου Χάριτός Του και πάντοτε μεν, εξαιρέτως δε και μάλιστα όταν ο άγιος ευρισκόμενος ως Ιερεύς μέσα εις το άδυτον βήμα ελειτούργει Θεώ την μυστικήν και αναίμακτον ιερουργίαν. η γαρ φωτεινή νεφέλη εκείνη, όπου τότε τον εσκέπαζε και όλον αυτόν από κάθε μέρος περιελάμβανε, καθώς αναφέρει ο βίος του, η παντοδύναμος και φωτοπάροχος χάρις του παναγίου και ζωοποιού Πνεύματος ήτον. Όθεν και από αυτήν τοσούτον ο Άγιος ελαμπρύνετο και ψυχή και σώματι, και νοΐ και καρδία, ώστε όπου το θείον και ιερόν του πρόσωπον ηκτινοβόλει και ήστραπτεν, ωσάν άλλος δεύτερος ήλιος. Διο κανείς δεν ηδύνατο να βλέπη αυτό ακλινώς, καθώς δεν δύναται να βλέπη ούτε τον ήλιον. Ω δόξαι! Ω μεγαλεία! Ω υπερφυή και ουράνια χαρίσματα του ιερού Συμεώνος, τα οποία βυθίζουσι κάθε νουν και κάμνουσιν άλαλον κάθε γλώσσαν!»32

Αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εκ της προσωπικής του πείρας ομιλεί περί του Ακτίστου Φωτός,χωρίς όμως να αποκαλύψη ότι αυτός υπήρξε θεόπτης: «Βλέπει βεβαίως ως φως εκείνο το αγαπητότατο πράγμα που αρπάζει τον νου, τον κάνει να εξίσταται από όλα και τον στρέφει ολόκληρο μόνο σ' αυτό, είναι αποκαλυπτικό άλλ' όχι αισθητών σωμάτων, το βλέπει να μη τελειώνη ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα άνω ούτε προς τα πλάγια, και δεν διακρίνει κάποιο τέλος του φωτός που βλέπει και τον περιλάμπει, αλλά σαν να ήταν ήλιος που είναι απειροπλάσια λαμπρότερος και μεγαλύτερος του σύμπαντος. στο μέσον δε ευρίσκεται αυτός, όντας ολόκληρος οφθαλμός. κάτι τέτοιο είναι εκείνο (η έκστασις )»33.


Είναι χαρακτηριστικό πως ένας σύγχρονος όσιος Γέροντας, ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, διατυπώνει την εμπειρία του εκ της θέας του Ακτίστου Φωτός: 


«Η ενέργεια του Φωτός, περί του οποίου γράφω, επί του πνεύματος του ανθρώπου μαρτυρεί περί της Θεότητος Αυτού: Είναι άκτιστον, ανονόμαστον, ακράτητον. είναι μυστηριώδες, άϋλον, απαραβίαστον. Απορώ. Πώς να σκεφθώ ή να ομιλήσω περί αυτού;

»Το Φως τούτο είναι ως προς την φύσι αυτού υπερκόσμιον. Η κάθοδος αυτού εφ' ημάς δεν είναι άλλο τι, ει μη η φανέρωσις του Θεού εις τον άνθρωπον: αποκάλυψις ουρανίων μυστηρίων. Κατά την Μεταμόρφωσιν επί του Θαβώρ δια της δωρεάς του Φωτός τούτου εδραιώθη η Θεογνωσία. Από της στιγμής της ελλάμψεως των Αποστόλων υπό του Φωτός τούτου επί του Θαβώρ, το Φως εισήλθεν εις την Ιστορίαν του κόσμου και εγένετο "αναφαίρετος κληρονομία" δια τας επερχομένας γενεάς των πιστευόντων εις τον Χριστόν-Θεόν. Άνευ του Φωτός τούτου η γη θα παρέμενεν έξω της αληθούς Θεογνωσίας. Βάσει της προσωπικής μου πείρας, επέτρεψα εις εαυτόν να ονομάση το Φως τούτο Φως αναστάσεως.


Δια της ελεύσεως του Φωτός τούτου το πνεύμα του ανθρώπου εισάγεται εις την σφαίραν όπου δεν υπάρχει θάνατος.Άνευ της ελλάμψεως του Φωτός τούτου δεν κατανοείται ορθώς το μυστήριον των οδών της σωτηρίας. ο κόσμος, οι άνθρωποι, θα παρέμενον εν τω σκότει της αγνοίας. Η αφηρημένη θεολογική μόρφωσις, έτι και η πλέον εκλελεπτυσμένη, δεν σώζει, διότι παρέχει διανοητικήν μόνον γνώσιν και δεν ανάγει όντως εις τον χώρον του θείου Είναι.»

Ενίοτε δυνάμεθα να παρουσιάσωμεν το Φως τούτο προς νεφέλην καλύπτουσαν την κορυφήν όρους, επί του οποίου ιστάμεθα: Η νεφέλη καθ' εαυτήν είναι έμπλεος Φωτός, αλλ' ημείς ουδέν βλέπομεν, ει μη μόνον αυτήν. Άπας ο λοιπός κόσμος δεν οράται. Κατά τον αυτόν τρόπον το Θείον Φως, αποκαλύπτον ημίν νέαν μορφήν πνευματικού είναι, αποκρύπτει από των οφθαλμών ημών την θέαν του υλικού κόσμου. Το Φως τούτο είναι ομοιόμορφον, ακέραιον, πλήρες βαθείας ειρήνης. Εν αυτώ η ψυχή θεωρεί την Αγάπην και την Αγαθότητα του Θεού. Όταν τούτο εκχέηται αφθόνως επί τον άνθρωπον, παύει ούτος να αντιλαμβάνηται την υλικότητα του περιβάλλοντος αυτόν χώρου, έτι δε και την του σώματος αυτού. Επί πλέον βλέπει εαυτόν ως φως. Το Φως τούτο έρχεται ιλαρώς, τρυφερώς, ούτως ώστε να μη παρατηρώμεν πως τούτο περιέβαλεν ημάς. Ουχί αίφνης, αλλ' ηρέμα ο κόσμος συνήθως "λησμονείται". Το φαινόμενον τούτο ομοιάζει προς ήρεμον επέλευσιν ύπνου εις φυσιολογικώς υγιά άνθρωπον. όμως, βεβαίως, δεν πρόκειται περί ύπνου, αλλά περί πληρώματος ζωής»34.

Δ΄. Διάκρισις Ακτίστου Φωτός από άλλα φώτα

Οι θεόπται Πατέρες διευκρινίζουν ότι κάθε ορώμενον φως δεν είναι Άκτιστον Φως. Υπάρχουν και άλλα φώτα, που δεν πρέπει να συγχέωνται με αυτό. Υπάρχει το φως του νοός35 και το δαιμονικόν φως.




Η διάκρισις των φώτων είναι ιδιαιτέρως αναγκαία σήμερα που διάφορες "πνευματικότητες", ανατολικής κυρίως προελεύσεως, επαγγέλλονται εμπειρίες υπέρλογες που, εάν δεν είναι δαιμονικές, είναι του νοός, αποτέλεσμα ανθρωποκεντρικών ασκήσεων.

Για τα φώτα αυτά γράφει ο π. Σωφρόνιος: «Επειράσθην ωσαύτως υπό φωτοειδών εμφανίσεων προερχομένων εκ των εναντίων πνευμάτων. Αλλ' ότε εις ώριμον ήδη ηλικίαν επέστρεψα εις τον Χριστόν ως τον τέλειον Θεόν, περιέλαμψεν εμέ το άναρχον Φως. Το θαυμαστόν τούτο Φως, έστω και εν τω μέτρω εν τω οποίο εδόθη εις εμέ να γνωρίσω δια της Άνωθεν ευδοκίας, επεσκίασε πάντα τα άλλα, ως ο ανατέλλων ήλιος δεν επιτρέπει να ίδωμεν εισέτι και τους πλέον λαμπρούς αστέρας»36.

Οι άγιοι Ιγνάτιος και Κάλλιστος Ξανθόπουλοι διασώζουν την περιγραφήν του δαιμονικού φωτός, όπως την διετύπωσε ο όσιος Παύλος ο εν τω Λάτρω: «Το μεν της αντικειμένης δυνάμεως φως, πυροειδές εστί και καπνώδες και του αισθητού πυρός όμοιον. και επειδάν αυτό μετριοπαθής και κεκαθαρμένη ψυχή θεάσηται, αηδώς έχει προς αυτό και βδελύττεται. το δε του αγαθού αγαθόν, χαριέστατόν τε εστί και ακραιφνές, και προσβαλόν αγιάζει, φωτός τε και χαράς και ιλαρότητος πληροί την ψυχήν και ηπίαν αυτήν ,και φιλάνθρωπον απεργάζεται»37.


 Ο βασανιζόμενος μέσα στην ορθολογιστική και αιτιοκρατική φυλακή σύγχρονος άνθρωπος, αγνοών ή και μη θέλων λόγω αυταρκείας να γνωρίση το Άκτιστο Φως του Χριστού, καταλήγει σ' αυτές για να βρη κάποια διέξοδο στο πνευματικό του αδιέξοδο.
Θα μπορούσαμε να ειπούμε ότι στις ανατολικές πνευματικότητες ο άνθρωπος κάνει διάλογο με τον εαυτό του. Στην Ορθόδοξο άσκησι αντίθετα ο άνθρωπος εισέρχεται στον έσω άνθρωπο, για να συναντήση, διαλεχθή και ενωθή με τον Θεό.
 

Ε'. Προϋποθέσεις της θέας του Ακτίστου Φωτός.

Κατά τον Μέγα Βασίλειο:

H κάθαρσις από τα πάθη επιτρέπει, «ίνα γαληνιώσης της ημών ψυχής και δι' ουδενός πάθους ταρασσομένης, οίον εν κατόπτρο τινί καθαρά γένηται και ανεπισκότητος η έλλαμψις του Θεού»38. και «ούτε γαρ κατόπτρω ρυπώντι δυνατόν των εικόνων δέξασθαι τας εμφάσεις, ούτε ψυχήν ταις βιοτικαίς προειλημμένην μερίμναις και τοις εκ του φρονήματος της σαρκός επισκοτουμένην πάθεσι δυνατόν υποδέξασθαι του Αγίου Πνεύματος τας ελλάμψεις»39.

Κατά τον άγιον Ισαάκ:
«Ου δύναται άνθρωπος θεάσασθαι το κάλλος το όν ένδοθεν αυτού, πριν η ατιμάση και βδελύξηται παν κάλλος έξωθεν αυτού» και «Ο σωφρονών, και ταπεινοφρονών, και βδελυττόμενος την παρρησίαν, και τον θυμόν εκ της καρδίας απωσάμενος, εγώ πιστεύω, ότι όταν αναστή εν τη προσευχή, καθορά εν τη ψυχή αυτού το φως του αγίου πνεύματος, και σκιρτά εν ταις λαμπηδόσιν αυτού της ελλάμψεως του φωτός, και ευφραίνεται εν τη θεωρία της δόξης αυτής, και εν τη εαυτής αλλοιώσει προς την αυτού ομοιότητα»40.

Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη: 

«Κατά την αναλογίαν της καθαρότητος των καρδιών ημών εφώτισεν ημάς ο φωτοπάροχος Ιησούς. καθώς γαρ το αισθητόν τούτο φως φωτίζει τους έχοντας καθαρούς και υγιείς τους οφθαλμούς του σώματος. ούτω και το άϋλον και άκτιστον φως της υπερουσίου Θεότητος φωτίζει τους έχοντας νουν καθαρόν και καρδίαν λελαμπρυσμένην. οι γαρ με το θείον φως ενωθήναι βουλόμενοι, φως πρέπει να είναι και αυτοί δια των αρετών» .

Η νήψις, η μετάνοια, η αυτομεμψία είναι κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο προϋποθέσεις της ελλάμψεως του θείου Φωτός:
«Έχειν δε τον νουν πάντοτε προς τον Θεόν, εν τε ύπνω και εγρηγόρσει, εστιάσει και ομιλία, εργοχείρω τε και πάση άλλη πράξει κατά το προφητικόν λόγιον. προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός. Ηγού δε εαυτόν αμαρτωλότερον παντός ανθρώπου. Χρονιζούσης γαρ ταύτης της μνήμης, πέφυκεν εγγίνεσθαι τη διανοία έλλαμψις δίκην ακτίνος. Και όσον ταύτην επιζητείς, πολλή προσοχή και απερισπάστω διανoία, κόπω τε πολλώ και δάκρυσι, τηλαυγέστερoν φαίνεται. Φαινομένη δε, αγαπάται. αγαπωμένη δε, καθαίρει. καθαίρουσα δε, θεοειδή απεργάζεται, φωτίζουσα και διδάσκουσα διακρίνειν το καλόν από του χείρονος.

Πλην, αδελφέ, πολλού δει κόπου, συν Θεώ του τελείως ταύτην εισοικισθήναι τη ση ψυχή και ταύτη καταυγάσαι, ώσπερ η σελήνη, τον της νυκτός ζόφον. Προσέχειν δε δει και τας προσβολάς των λογισμών, κενοδοξίας τε και οιήσεως, και του μη κατακρίνειν τινά ορώντα απρεπές τι πράττοντα»42 .

Βασική προϋπόθεσις θεώσεως και θεωρίας είναι η αδιάλειπτος νοερά καρδιακή προσευχή. 




Ο αββάς Ισαάκ λέγει:  

«Ο θέλων ιδείν τον Κύριον, μηχανάται καθαρίσαι αυτού την καρδίαν εν αδιαλείπτω μνήμη του Θεού. και ούτως εν τη λαμπρότητι της διανοίας αυτού εν πάση ώρα όψεται τον Κύριον»43.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην περίφημη ομιλία του στα Εισόδια της Θεοτόκου λέγει, ότι η Κυρία Θεοτόκος σχολάζουσα στα Άγια των Αγίων ήσκησε πρώτη την προσευχή αυτή: 


«Ταύτας λοιπόν τας γηίνας σχέσεις αποβαλούσα η Παρθένος από την πρώτην αρχήν της ζωής της, αναχώρησεν από τους ανθρώπους, και φυγoύσα τον αμαρτωλόν βίον, εδιάλεξε μίαν ζωήν αθεώρητον από όλους ενδιατρίβουσα μέσα εις τα άγια, εις τα οποία διατελούσα ελύθη από κάθε δεσμόν υλικόν. απετίναξε κάθε σχέσιν. ανέβη επάνω από κάθε αγάπην έως και αυτού του ιδίου σώματός της και ούτω ήνωσε τον νουν της εις τον εαυτόν του με μίαν στροφήν και προσευχήν και με θείαν και παντοτεινήν προσευχήν. και δια μέσου αυτής της στροφής του νοός ηνώθη όλως δι' όλου με τον εαυτόν της. υψώθη επάνω από κάθε είδος και σχήμα, και έτζι κατεσκεύασε μίαν καινούριαν στράταν εις τούς ουρανούς, δηλαδή την νοητήν (δια να την ονομάσω έτζι) σιωπήν, εις την οποίαν προσκολλήσασα τον νουν της, αναβαίνει επάνω από όλα τα κτίσματα, και βλέπει δόξαν Θεού τελειότερον από τον Μωϋσήν, και ορά θείαν Χάριν, ήτις δεν καταλαμβάνεται τελείως από την αίσθησιν, αλλά είναι ένα ιερόν και χαριέστατον θέαμα μοναχών των ψυχών των καθαρών και αγίων αγγέλων»44.

Έτσι η Θεοτόκος εισήγαγε στον κόσμο την ησυχαστική προσευχή, κατά την οποίαν ο νους απερίσπαστος από κάθε σκέψι εισέρχεται στην καρδιά και εκεί ενώνεται δια της προσευχής με τον Χριστό και αξιούται της θεωρίας του θείου Φωτός.
Επειδή στους αγωνιζομένους για την ησυχαστική προσευχή ελλοχεύει ο κίνδυνος της πλάνης, οι άγιοι Πατέρες συνιστούν την υπακοή σε πεπειραμένο γέροντα που εκ πείρας προσωπικής θα ημπορεί να οδηγή απλανώς τον ασκούμενο μοναχό45. 


ΣΤ΄. Άλλες εμπειρίες της Ακτίστου Χάριτος του Θεού.

Σύμφωνα με όσα μας παραδίδουν οι θεόπται άγιοι Πατέρες, η ανωτέρα και τελειωτέρα εμπειρία της Χάριτος του Θεού είναι η θεωρία-θέα του Ακτίστου Φωτός.

Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, η θεωρία του θείου Φωτός και κάλλους είναι η γλυκυτέρα και ποθεινοτέρα των άλλων του Θεού προσόντων, που γεννά στην ψυχή τον θείο πόθο και "έρωτα".
Προς παρηγορίαν ημών των μη θεασαμένων το Άκτιστον Φως οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν ότι ο Φιλάνθρωπος Κύριος παρακαλεί τις πιστές ψυχές και με άλλες εμπειρίες της Ακτίστου Χάριτός του.

Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης: 


«Εν τίσι μεν οράται ως φως ανατέλλον. Εν άλλοις δε, αγαλλίασις έντρομος. Εν ετέροις δε, χαρά. Εν άλλοις δε, σύμμικτος χαρά και φόβος. Ev τίσι δε, τρόμος και χαρά. Εστί δ' ότε και εις τίνας, δάκρυα και φόβος. χαίρει μεν η ψυχή την επισκοπήν και το έλεος του Θεού, φοβείται δε και τρέμει την παρουσίαν αυτού, ως υπεύθυνος εν αμαρτίαις πολλαίς. Ετέροις δε πάλιν γίνεται παρά τας αρχάς άρρητος συντριβή και πόνος άφατος ψυχής, οδυνωμένη καθάπερ η τίκτουσα και ωδίνουσα κατά την Γραφήν. διϊκνούμενος γαρ ο ζων και ενεργής λόγος, τουτέστιν ο Ιησούς, ως φήσιν ο Απόστολος, μεχρι μερισμού ψυχής και σώματος, αρμών τε και μυελών, Ίνα το εμπαθές εξ όλων των της ψυχής μερών και του σώματος βιαίως εκτήξη. Εν άλλοις δε, αγάπη και ειρήνη άμαχος προς πάντας οράται. Εν ετέροις δε, αγαλλίαμα, όπερ σκίρτημα πολλαχώς οι Πατέρες ειρήκασι, πνεύματος ούσα δύναμις και καρδίας ζώσης κίνημα. τούτο και παλμός λέγεται και στεναγμός, του πνεύματος αλαλήτως υπέρ ημών προς τον Θεόν εντυγχάνoντoς. Κύμα δε τούτο της του Θεού δικαιοσύνης και ο Ησαΐας ονόμασε. και νυγμόν ο μέγας Εφραίμ. ο δε Κύριος, πηγήν ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον. (ύδωρ δε, το πνεύμα ονόμασε,) πηδώντος εν καρδία και υπερζέον τω σφοδρώ της δυνάμεως»47.

Όμως κανείς δεν πρέπει να γίνεται μοναχός για να λάβη εμπειρίες της θείας Χάριτος. Κατά τον άγιο Διάδοχο Φωτικής: «Ου δει ουν επί ταύτη τη ελπίδι τίνα τον ασκητικόν μετιέναι βίον, Ίνα μη ο σατανάς ετοίμην εύρη την ψυχήν εντεύθεν εις συναρπαγήν. Αλλ' ίνα φθάσωμεν μόνον εν πάση αισθήσει και πληροφορία της καρδίας αγαπήσαι τον Θεόν, όπερ εστίν εν όλη ψυχή και εν όλη καρδία και εν όλη διανοία. Ο γαρ εις τούτο υπό της χάριτος ενεργούμενος του Θεού, αποδημεί του κόσμου, καν εν τω κόσμω παρή»48 .

Μήπως επειδή, πριν μετανοήσουμε και καθαρθούμε από τα πάθη, δεν πρέπει να ζητούμε εμπειρίες θεωρίας, δεν πρέπει ούτε και να ομιλούμε γι' αυτές και μάλιστα για την θέωσι ως σκοπό της ζωής μας;

Την απάντησι δίδει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: 

«Αυτός που δεν πιστεύει σ' αυτό το μεγάλο μυστήριο της νέας χάριτος, μήτε αποβλέπει στην ελπίδα της θεώσεως, δεν θα ημπορούσε να καταφρονή ούτε ηδονή σαρκός ούτε χρήματα και κτήματα και την δόξα των ανθρώπων. Αλλά και αν ημπορούσε έστω και για λίγο, τον ακολουθεί η υπερηφάνεια, ωσάν να επέτυχε το τέλειο. Έτσι με την υπερηφάνεια εκπίπτει στους ακαθάρτους. Αλλά εκείνος που αποβλέπει (στην θέωσι), ακόμη και όταν κατορθώση κάθε αγαθό, έχοντας εμπρός του την υπερτελεία και ατελείωτη τελειότητα, δεν νομίζει ότι επέτυχε κάτι, κι έτσι γίνεται ταπεινότερος. Σκεπτόμενος δε αφ' ενός μεν την υπεροχή των προπορευθέντων Αγίων, αφ' έτέρου δε το ύφος της θείας φιλανθρωπίας, πενθεί και βοά το του Ησαΐου "οίμοι ότι ακάθαρτος ων και ακάθαρτα χείλη έχων, Κύριον Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου". Αυτό το πένθος προσθέτει στην καθαρότητα (της ψυχής), ο δε Κύριος της χάριτος επιδαψιλεύει σ' αυτήν παράκλησι (παρηγορία) και έλλαμψι»49.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μέσα στο θεϊκό Φως




[Aξιοσημείωτη και η όραση του Φωτός από το βουδιστή ιερέα Νείλο Στράικερ, που έγινε στη συνέχεια ορθόδοξος χριστιανός]  


Ζ'. Επίλογος 
 
Από τις όσες εμπειρίες των Αγίων εξετέθησαν στην εισήγησι αυτή έγινε, νομίζω, φανερός ο στενός δεσμός μοναχισμού και θέας του Άκτίστου Φωτός. Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι κυρίως στον χώρο του Μοναχισμούάνθησαν τα εύοσμα άνθη της θεώσεως.

Παράδοξο θα ήταν το αντίθετο, να μη ανθούν αυτά στον χώρο του Μοναχισμού, χώρο διαρκούς μετανοίας, νήψεως, καθάρσεως από τα πάθη, αδιαλείπτου προσευχής, αποκτήσεως των ευαγγελικών αρετών, εκδημίας του κόσμου και ενδημίας στον Κύριο.

Ας δώσουμε τον λόγο στον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, για να κλείση αυτός την εισήγησί μας:

«Μοναχόν διαμένοντα εν τη αγρυπνία μετά διακρίσεως νοός, τούτον μη ίδης ως σαρκοφόρον. Τάξεως γαρ αγγελικής ως αληθώς τούτο το έργον. Αδύνατον γαρ τους εν τη διαγωγή ταύτη δια παντός πολιτευομένους, άνευ χαρισμάτων μεγάλων παρά Θεού αφεθήναι δια την νήψιν αυτών, και εγρήγορσιν της καρδίας, και δια την εμμέριμνον διαγωγήν των λογισμών αυτών προς αυτόν. Ψυχή η εν το διαγωγή ταύτης της αγρυπνίας κοπιώσα και διαπρέπουσα, οφθαλμούς χερουβικούς έξει, του διαπαντός ατενίζειν και κατοπτεύειν την επουράνιον θεωρίαν»50. 




(*) Εισήγησις εις το Παμμοναστικόν Συνέδριον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος εις τα Άγια Μετέωρα (12-14 Σεπτεμβρίου 2000), ωργανωθέν εις τα πλαίσια των εορτασμών της Εκκλησίας της Ελλάδος δια τα 2000 χρόνια από της Γεννήσεως του Κυρίου.


ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Η αγιότητα ένα «λησμονημένο όραμα»

$
0
0
Η αγιότητα ένα «λησμονημένο όραμα».Αέναη επΑνάσταση
Η αγιότητα ένα «λησμονημένο όραμα»

του μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη


Η λέξη «άγιος» ή «αγιότητα»παραπέμπει σε κάτι εντελώς άσχετο και ξένο προς την εποχή μας, προς τον πολιτισμό και τις αναζητήσεις του συγχρόνου ανθρώπου. Ποιος από τους γονείς της εποχής μας φιλοδοξεί να κάνει τα παιδιά του «άγιους»; Ποιο από τα σχολεία μας και τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα καλλιεργούν την αγιότητα ή την προβάλουν ως όραμα και πρότυπο;

Ο «επιτυχημένος» άνθρωπος της εποχής μας, το ιδανικό της σύγχρονης παιδείας και του πολιτισμού μας, δεν είναι καν ο «καλός κι αγαθός» των κλασσικών χρόνων. Είναι εκείνος που εξασφαλίζει χρήματα, ανέσεις και κοινωνική προβολή - αυτό θέλουν οι γονείς από τα παιδιά τους, σ’ αυτό κυρίως αποβλέπουν τα εκπαιδευτικά μας συστήματα, αυτό καλλιεργούν τα μέσα επικοινωνίας, αυτό ονειρεύεται η πλειονότητα των νέων μας.

Πράγματι, σε μια κοινωνία, η οποία βιώνει ως το σοβαρότερο πρόβλημά της την ανεργία, και κυριαρχείται από το άγχος πώς να αυξήσει το κατά κεφαλήν εισόδημα, το να γίνεται λόγος για άγιουςκαι αγιότητα αποτελεί πρόκληση, αν όχι πρόσκληση σε γέλωτα και χλευασμό. Ούτως, η αγιότητα αποτελεί ένα «λησμονημένο όραμα».

Λησμονημένο γιατί κάποτε υπήρχε, γιατί αυτό ενέπνεε τον πολιτισμό μας, διότι οι άνθρωποί μας άλλοτε ζούσαν με τους αγίους και αντλούσαν από αυτούς το μέτρο του πολιτισμού τους, αυτοί ήταν οι ήρωες, οι μεγάλοι πρωταθλητές, οι «διάσημοι ποδοσφαιριστές» και «σταρ» των χρόνων τους. Τώρα έχουν μείνει μόνο τα ονόματα των αγίων μας, και αυτά «κουτσουρεμένα» και αλλοιωμένα επί το ξενικώτερον, ενώ οι άνθρωποι προτιμούν πλέον να γιορτάζουν, όχι τις μνήμες των αγίων τους, μα τα δικά τους προσωπικά γενέθλια. Σε μια τέτοια εποχή τι να πει κανείς για την αγιότητα; Ο λόγος του θα πέσει στο κενό.

Μα, από το άλλο μέρος, πώς να μη μιλήσει κανείς για κάτι τόσο κεντρικό και θεμελιώδες για τη ζωή του χριστιανού; Γιατί η πίστη μας χωρίς τους αγίους παύει να υφίσταται. Διότι, αν λησμονήσουμε την αγιότητα, δεν απομένει από την Εκκλησία παρά ο ταυτισμός της με τον κόσμο, η «εκκοσμίκευσή της» είναι πλέον αναπόφευκτη.

Αλλά η αγιότηταδεν είναι μόνο «λησμονημένη» στις μέρες μας, είναι όταν και όπως γίνεται λόγος γι’ αυτήν, και παρεξηγημένη. Τι σημαίνει αγιότητα, όταν τη δει κανείς ως εικονισμό της Βασιλείας τού Θεού, ως βίωμα και πρόγευση των εσχάτων;

του μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη
Από το βιβλίο «Αγιότητα, ένα λησμονημένο όραμα», εκδ. Ακρίτας. sermyli.gr

πηγή: Sophia-Siglitiki.blogspot.gr/Αέναη επΑνάσταση



Βίος Αγίας Παρασκευής της Οσιοπαρθενομάρτυρος

$
0
0
Βίος Αγίας Παρασκευής της Οσιοπαρθενομάρτυρος 
Η Αγία Παρασκευή η Οσιοπαρθενομάρτυς εορτάζει στις 26 Ιουλίου

Καταγωγή, γέννηση και ανατροφή
Κατά το α΄ μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα στην αρχαία κοσμοκράτειρα Ρώμη, ζούσε και το γεμάτο χριστιανική ευσέβεια ζεύγος του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Αν και πλούσιοι δεν ζούσαν όπως οι σύγχρονοι τους, με διασκεδάσεις και σπατάλες. Μέριμνα τους καθημερινή ήταν η ελεημοσύνη των φτωχών, η ανακούφιση των ασθενών, η υποστήριξη χηρών και ορφανών.

Ένιωθαν όμως και μια λύπη:
Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά! Γι’ αυτό και αδιάκοπα προσεύχονταν στον Κύριο να τους χαρίσει έστω και ένα παιδί. Και για να ενισχύσουν το αίτημα τους, πολλαπλασίαζαν τις φιλανθρωπίες τους. Και, ώ του θαύματος η αρμονική και ευσεβής συζυγία τους, με τη χάρη του Θεού που εισακούει τις προσευχές των πιστών, απέκτησε τον καρπό της. Η Πολιτεία έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. το όποιο, επειδή γεννήθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, ονόμασαν Παρασκευή.

Η μητέρα της Πολιτεία την κατηύθυνε σε έργα θεάρεστα, την ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», της μάθαινε τα ιερά γράμματα, την οδηγούσε στην εκκλησία. 

Όταν δε έφθασε στην εφηβική και την πρώτη νεανική ηλικία, παρά τη σωματική ωραιότητα της, ελκύσθηκε η ψυχή της από τον παρθενικό βίο και, καθώς αναφέρουν οι βιογράφοι της «όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι όποιοι είναι οδός τον έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών», αλλά και καθετί που θα στεκόταν εμπόδιο στην κατά Χριστόν ζωή.

Θάνατος των γονέων, διανομή της περιουσίας

Όταν η Παρασκευή έφθασε στην ηλικία των 20 χρόνων, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου κάλεσε κοντά του τους γονείς της. Εκείνη έμεινε μόνη και κάτοχος της μεγάλης πατρικής περιουσίας. Όπως και πριν, πολλαπλασιάστηκαν οι προτάσεις γάμου εκ μέρους πολλών νέων αντρών. Η Παρασκευή όμως δεν συγκινήθηκε απ’ αυτές. Πούλησε όλη την περιουσία της και μοίρασε το αντίτιμο της στους φτωχούς, τους εμπερίστατους, τις χήρες και τα ορφανά, ένα δε μέρος το πρόσφερε «εἰς κοινόν ταμεῖον παρθένων, αἵ ὁποῖαι ἔζων ὁμού, ἀφιερωμέναι εἰς τά ἔργα τοῦ ἐλέους καί εἰς τήν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου».

Η ίδια αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στην προσευχή, την ελεημοσύνη, τη διάδοση των αληθειών της χριστιανικής πίστης. Πολλοί από τους ειδωλολάτρες που την άκουγαν προσελκύονταν στην χριστιανική πίστη, απαρνούμενοι τα είδωλα.

Αυτό όμως, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή και το φθόνο των φανατικών εθνικών και των Ιουδαίων. Οι οποίοι έσπευσαν να καταγγείλουν το γεγονός στον αυτοκράτορα Αντωνίνο, λέγοντας του ότι «κάποια γυναίκα, που λέγεται Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησού, τον Υιό της Μαρίας» και υποστηρίζει πως «αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός.

Ενώπιον του αυτοκράτορα

Ακούγοντας την καταγγελία αυτή ο Αντωνίνος θύμωσε πολύ να συλλάβουν την Παρασκευή. Ο Αντωνίνος προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να την πείσει ν’ αρνηθεί τη χριστιανική πίστη και να προσέλθει στην εθνική θρησκεία της πολυθείας. Βρέθηκε όμως μπροστά σε μια ψυχή με ανδρείο φρόνημα και ακλόνητη πίστη στο Χριστό. Έβλεπε ότι δεν επηρεάζεται από τα λόγια του. Αλλά στα κολακευτικά του λόγια απάντησε η Παρασκευή: «Μη νομίσεις, βασιλιά, ότι με τις κολακείες αυτές ή με παρόμοιους φοβερισμούς θα αρνηθώ τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, διότι δεν υπάρχει κανένας βασανισμός, ούτε τιμωρία, ούτε παιδεμός, που να με χωρίσει από την αγάπη του».

Τα πρώτα μαρτύρια της Αγίας

Ακούγοντας αυτά ο αυτοκράτορας διέταξε τον βασανισμό της. Πύρωσαν μέσα σε δυνατή φωτιά μια σιδερένια περικεφαλαία.Όταν αυτή κοκκίνισε την τοποθέτησαν στο κεφάλι της αθλήτριας του Χριστού. Ο Κύριος όμως έκανε το θαύμα του και την προστάτεψε.Τότε πολλοί ειδωλολάτρες που είδα το θαύμα αυτό πίστεψαν στο Χριστό και ομολόγησαν την αλλαγή τους αυτή μπροστά στο αυτοκράτορα. Ο οποίος και εξαιρετικά θυμωμένοςδιέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Τη δε Παρασκευή να κλείσουν σε φυλακή.

Ο Συναξαριστής της αναφέρειότι γύρω στα μεσάνυχτα εμφανίσθηκε μπροστά στην Αγία άγγελος Κυρίου. Κρατούσε στα χέρια του φωτεινό σταυρό, κάλαμο, σπόγγο και στεφάνι και είπε προς αυτήν: «Χαῖρε, Παρασκευή, ἀθληφόρε τοῦ Κυρίου! Μή φοβᾶσαι τά βασανιστήρια τοῦ αὐτοκράτορα. Διότι ὁ Κύριος πού καταδέχθηκε νά σταυρωθεῖ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, θά εἶναι βοηθός καί θά σέ λυτρώσει ἀπό κάθε μελλοντική δοκιμασία σου». Αυτά της είπε ο άγγελος κι αφού την έλυσε από τα δεσμά πέταξε στους ουρανούς.

Η δε Παρασκευή, γεμάτη θάρρος και γαλήνη στην καρδιά της, συνέχισε να υμνεί και να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό της.

Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας δίνει εντολή να κρεμάσουν την Παρασκευή από τα μαλλιά της σ’ ένα όρθιο ξύλο και με λαμπάδες αναμμένες να καίνε τις μασχάλες και άλλα μέλη του σώματος της.Όμως ο Ιησούς Χριστός τη διαφύλαξε σώα και αβλαβή. Εκείνη προσευχόταν, ενώ ελεεινολογούσε τους ψεύτικους θεούς των ειδωλολατρών.

Το θαύμα που την ανέδειξε προστάτιδα των ματιών

Βλέποντας αυτά διέταξε λοιπόν να βράσουν δυνατά σε ένα μεγάλο καζάνι λάδι και πίσσα και να ρίξουν μέσα την Παρασκευή. Και πάλι όμως η παντοδύναμη πρόνοια του Θεού την λύτρωσε. Απορημένος ο αυτοκράτορας δεν πίστευε στα μάτια του. Πλησίασε λοιπόν στο καζάνι και απευθυνόμενος στην μάρτυρα του Χριστού της είπε: «Ράντισε με, με το λάδι αυτό, για να διαπιστώσω αν πραγματικά είναι καυτό, όπως και η πίσσα. Γιατί νομίζω ότι βλέπω κάτι που μοιάζει με φαντασία, αφού δεν κατακαίεσαι».

Η αγία Παρασκευή συμμορφώθηκε. και με τη χούφτα της έριξε στο πρόσωπο του λάδι και πίσσα. Αμέσως ο βασιλιάς έχασε το φως των ματιών του. Πανικοβλημένος φώναξε δυνατά: «Ἐλέησον μέ, δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί δός μοί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί πιστεύσω εἰς τόν Θεόν, ὄν σύ κηρύττεις». Πράγματι, η αγία Παρασκευή προσευχήθηκε στο Σωτήρα Χριστό. Ο Αντωνίνος πίστεψε, ξαναβρήκε το χαμένο φως και μαζί μ’ αυτόν αρκετοί αξιωματούχοι της Ρώμης προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη, όπως αναφέρει η Παράδοση. Έκτοτε η μεν αγία Παρασκευή θεωρείται από τους χριστιανούς ως προστάτιδα των ματιών και των τυφλών, ο δε αυτοκράτορας διέταξε να πάψουν οι διωγμοί κατά των χριστιανών και άφησε ελεύθερη την αθλήτρια του Χριστού.

Διαδίδει τη χριστιανική πίστη σε άλλες περιοχές

Ύστερα από το γεγονός τούτο η φλογερή Ιεραπόστολος Παρασκευή επεξέτεινε τη δράση της σε άλλες περιοχές, πέρα της Ρώμης. Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Αντωνίνος και στο θρόνο της κοσμοκράτειρας Ρώμης ανέβηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.). Νέοι διωγμοί ξέσπασαν κατά των χριστιανών. Έτσι, όταν η Αγία μας βρέθηκε σε κάποια πόλη, στην οποία διοικητής ήταν ο Ασκληπιός, συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του για να δικαστεί, επειδή κήρυττε αντίθετη προς των ειδολολατρών πίστη.

Απαλλάσσει μια πόλη από το φοβερό δράκοντα

Ο Ασκληπιός έδωσε εντολή να μεταφέρουν την ομολογήτρια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στο μεγάλο και φοβερό δράκοντα που έμενε έξω από την πόλη και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων. Σ’ αυτόν έριχναν για τροφή τους καταδίκους και τους χριστιανούς.

Όταν η Αγία πλησίασε στο σημείο που έμενε ο δράκοντας, εκείνος βρυχήθηκε άγρια και έβγαλε από τα ρουθούνια του καπνό και φλόγες από το στόμα του, σα να ήθελε να την καταπιεί. Εκείνη όμως του είπε αυστηρά: «Θηρίο πονηρό, ήρθε η ώρα του αφανισμού σου, γιατί πολλούς μέχρι τώρα κατασπάραξες χωρίς λόγο». Και μόλις έκανε το σημείο του σταυρού και φύσηξε προς τον δράκοντα, ώ του παραδόξου θαύματος! Ο τρομερός εκείνος δράκοντας σφύριξε δυνατά στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του και άνοιξε στα δύο!

Το μέγα τούτο θαύμα συγκλόνισε τον Ασκληπιό, τους άλλους αξιωματούχους και το πλήθος που παρακολουθούσε τα γενόμενα. Και συνετέλεσε στο να πιστέψουν στο Θεό της Αγίας Παρασκευής και αργότερα να βαπτισθούν.

Νέα μαρτύρια με εντολή του Ταρασίου

Η Αγία συνέχισε το έργο της και έφθασε σε άλλη περιοχή, διοικητής της οποίας ήταν ο Ταράσιος. Χωρίς να χάνει χρόνο άρχισε να μιλάει για τον Ιησού Χριστό και να προσελκύει κοντά του τους καλοπροαίρετους εθνικούς. Σύντομα το νέο έφτασε στ’ αυτιά και του Ταρασίου έδωσε εντολή να την συλλάβουν. Ο οποίος διέταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο με λάδι, πίσσα, και μόλυβδο. Να βάλουν από κάτω δυνατή φωτιά και όταν αρχίσει να κοχλάζει το μίγμα, να ρίξουν μέσα την αγία Παρασκευή. Πράγμα που έγινε αμέσως.

Αλλά ο Θεός έκανε και πάλι θαύμα μέγα, έστειλε τον άγγελο του και τη μεν φλόγα έσβησε τελείως, τα δε κοχλάζοντα τρία στοιχεία του μίγματος τα έκανε πιο κρύα από το νερό.

Κι ενώ αρκετοί από τους παρόντες ομολογούσαν πίστη στο Θεό της Αγίας, ο σκληρόκαρδος Ταράσιος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να συνεχίσουν με το βασανιστήριο του τανύσματος. Την κάρφωσαν στο δάπεδο με τεντωμένα τα τέσσερα άκρα της και τοποθέτησαν επάνω στο στήθος της βαριά πλάκα!

Κι ενώ η οσιοπαρθενομάρτυς υπέμεινε και προσευχόταν, «φαίνεται προς αυτήν ο Χριστός», καθώς αναφέρει ο Συναξαριστής, δορυφορούμενος από πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων και της είπε: «Χαῖρε, Παρασκευή, καλιπάρθενε. Μή δειλιάσεις στά βασανιστήρια, γιατί ἡ χάρη μου θά εἶναι μαζί σου, γιά νά σέ σώζει ἀπό κάθε πειρασμό. Δεῖξε λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί θά ἔρθεις στήν αἰώνια βασιλεία, κοντά μου».Και λέγοντας αυτά, θεράπευσε τις πληγές της και την απελευθέρωσε από τα δεσμά της.

Το επόμενο πρωί οδήγησαν και πάλι την Αγία ενώπιον του Ταρασίου. Έκπληκτος εκείνος, όταν την αντίκρυσε υγιή, απέδωσε την επούλωση των πληγών της στους θεούς των Ρωμαίων και την κάλεσε να προσέλθει στο ναό τους, να τους προσκυνήσει και να λάβει μεγάλες δωρεές από τον ίδιο. Η Παρασκευή του απάντησε: «Δεν μου έδωσαν την υγεία οι θεοί σου, οι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι, αλλά ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, στον όποιο πιστεύω και αυτόν λατρεύω». Έπειτα δέχθηκε να μεταβούν μαζί στο ναό των ειδώλων.

Τους ακολούθησαν πολλοί αξιωματούχοι και πλήθος εθνικών, νομίζοντας ότι η Παρασκευή θα πρόσφερε θυμίαμα στα είδωλα. Όμως διαψεύσθηκαν!

Πέφτουν και συντρίβονται τα είδωλα

Μόλις μπήκαν στο ναό η Αγία απευθυνόμενη προς το είδωλο του Απόλλωνα, έκανε το σημείο του σταυρού. Το δαιμόνιο που βρισκόταν μέσα στο άγαλμα, φώναξε δυνατά:

«Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε και κανένας άλλος από μας. Μόνος αληθινός Θεός είναι αυτός που κηρύττει η Παρασκευή...». Και στη στιγμή όλα τα είδωλα , που βρίσκονταν στο ναό κατέπεσαν και συντρίφτηκαν στο δάπεδο.

Αγανακτισμένοι οι ιερείς των ειδώλων όρμησαν κατά της Αγίας και σπρώχνοντας την, την έβγαλαν έξω από το ναό, ζητώντας από τον Ταράσιο να δώσει τέρμα στη ζωή της, για να μη προξενηθεί μεγαλύτερο κακό στην εθνική θρησκεία. Πράγματι, ο Ταράσιος έβγαλε αμέσως διαταγή για τον αποκεφαλισμό της.

«Ξίφει τελειούται»

Οι στρατιώτες πήραν μαζί τους την καλλιπάρθενο αθλήτρια του Χριστού Παρασκευή και την οδήγησαν έξω από την πόλη για να την αποκεφαλίσουν. Εκείνη, όταν έφτασαν στο καθορισμένο σημείο, ζήτησε να της επιτρέψουν να προσευχηθεί στον ουράνιο Νυμφίο της. Κι ενώ προσευχόταν παραδίδεται ότι ακούστηκε φωνή μυστηριώδης από τους ουρανούς που έλεγε: «Άκουσα την προσευχή σου, Παρασκευή, και θα γίνει αυτό που ζήτησες».

Η οσιομάρτυς έσκυσε το κεφάλι της με πνευματική χαρά και αποκεφαλίστηκε από έναν στρατιώτη. Και η μεν ψυχή της ανήλθε στους ουρανούς, το δε τίμιο και αγιασμένο διά των μαρτυρίων σώμα παρέλαβαν κάποιοι από τους χριστιανούς και το έθαψαν με τιμή και ευλάβεια ο Θεός όμως, βραβεύοντας την οσιομάρτυρα αγία Παρασκευή, έδωσε και γίνονταν θαύματα σε πολλούς που προσέρχονταν στον τάφο της με πίστη και επικαλούνταν τη χάρη της.

Ταῖς αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καί σωσον ἠμᾶς!

Ἀπολυτίκιον

Τήν σπουδήν σου τή κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τήν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καί πρεσβεύεις ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ακούστε το Απολυτίκο της Αγίας Παρασκευήεδώ.
xristianos.gr


Αγίου Νείλου του ασκητού - Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

$
0
0
Αγίου Νείλου του ασκητού 
- Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Πρόλογος

ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ, άραγε, οι σημερινοί χριστιανοί, τί είναι η αληθινή προσευχή, ποια τα χαρακτηριστικά της και ποιοι οι καρποί της;


Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, που υπήρξαν οι κα­τεξοχήν προσευχόμενοι άνθρωποι, μας έχουν παραδώσει την ιερή τους εμπειρία με τρόπο εκφραστικό και κατηγορηματικό. Η προσευχή, μας λένε, είναι ανύψωση του νου στο Θεό και συνομιλία μαζί Του. Η προσευχή είναι ένωση του ανθρώπου με το Θεό. έργο των αγγέλων. κλειδί του Παραδείσου. φωτισμός της ψυχής. συγχώρηση των αμαρτημάτων. μητέρα των αρετών. Η προσευχή είναι όπλο ακαταμάχητο. θησαυρός αδαπάνητος. γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς.τείχος που προστατεύει από τις θλίψεις. Η προσευχή είναι καθρέφτης της πνευματικής ζωής του ανθρώπου και εργασία που ποτέ δεν τελειώνει.

Εύκολα, λοιπόν, αντιλαμβάνεται κανείς, πως η προσευχή δεν αποτελεί ένα απλό «θρησκευτικό καθήκον» ή μια «συναισθηματική εκτόνωση». Είναι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει η ψυχή. Είναι η ολοκληρωτική στροφή και προσφορά του ανθρώπου στο Θεό. Μια προσφορά, που, όταν συνοδεύεται από τον αγώνα για την τήρηση των εντολών του Χριστού, ελκύει τη θεία χάρη. Κι αυτή με τη σειρά της καθαρίζει την καρδιά, φωτίζει το νου, μεταμορφώνει τον όλο άνθρωπο και τον χριστοποιεί.

       Γι' αυτό, χριστιανός που δεν προσεύχεται, δεν είναι αληθινός χριστιανός. Και άνθρωπος που δεν ξέρει να προσευχηθεί, δεν είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος.
        «Όπως το σώμα», λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «χωρίς την ψυχή, είναι νεκρό, έτσι και η ψυχή, χωρίς την προσευχή, είναι νεκρή».


       Στις επόμενες σελίδες προσφέρεται επιλεκτικά, σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση, ένα κλασικό έργο της πατερικής γραμματείας, ο «Λόγος περί προσευχής», που βρίσκεται καταχωρημένος στη Φιλοκαλία και αποδίδεται στον Σιναΐτη άγιο Νείλο τον ασκητή (5ος αι.).


        Ολόκληρο το έργο αποτελείται από 153 μικρά μα περιεκτικά "κεφάλαια", που χειραγωγούν με ασφάλεια στην οδό της πνευματικής προσευχής όποιον θελήσει όχι να τα διαβάσει βιαστικά, μα να τα μελετήσει προσεκτικά και να τ' αφομοιώσει. Γιατί είναι αλήθεια, πως για τον σημερινό άνθρωπο ο λόγος του αγίου Νείλου είναι τροφή στέρεη. Είναι ισχυρό αντίδοτο στον πνευματικό λιμό της εποχής μας, όπου το «μυστήριον της ανομίας» ενεργείται με ταχύτατους ρυθμούς.


        Στις επερχόμενες δοκιμασίες θα μας θρέψει και θα μας στηρίξει μόνο η «εν πνεύματι και αληθεία» κοινωνία με τον όντως Όντα Θεό, τον Παντοκράτορα Κύριο. Ο δικός Του αιώνιος λόγος ακούγεται σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, αφυπνιστικός και σωτήριος: «Βλέπετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε... ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι και σταθήναι έμπροσθεν του Υιού του ανθρώπου» (Μαρκ. 13:33 και Λουκ. 21:36).



Η προσευχή
     
  ΠΡΟΣΕΥΧΗ είναι το ανέβασμα του νου στο Θεό. Πρόκειται για μια εργασία πνευματική, που αρμόζει στην αξία του ανθρώπινου νου περισσότερο απ' οποιαδήποτε άλλη ασχολία.
*
        Η προσευχή γεννιέται από την πραότητα και την αοργησία. φέρνει στην ψυχή τη χαρά και την ευχαριστία. προφυλάσσει τον άνθρωπο από τη λύπη και την αθυμία.
*
        Όπως το ψωμί είναι τροφή του σώματος και η αρετή τροφή της ψυχής, έτσι και του νου τροφή είναι η πνευματική προσευχή.
*
        Όπως η όραση είναι ανώτερη απ' όλες τις αισθήσεις, έτσι και η προσευχή είναι η πιο θεία και ιερή απ' όλες τις αρετές.
*
        Εκείνος που αγαπά το Θεό, συνομιλεί πάντοτε μαζί Του σαν γιος προς πατέρα και αποστρέφεται κάθε εμπαθή σκέψη.
*

      
  Αφού η προσευχή είναι συναναστροφή του νου με το Θεό, σε ποιαν άραγε κατάσταση θα πρέπει να βρίσκεται αυτός, για να μπορέσει, χωρίς να στρέφεται αλλού, να πλησιάσει τον Κύριό του και να συνομιλεί μαζί Του χωρίς τη μεσολάβηση άλλου;
*
        Αν ο Μωυσής, προσπαθώντας να πλησιάσει τη φλεγόμενη βάτο, εμποδιζόταν, ώσπου έβγαλε τα σανδάλια από τα πόδια του, εσύ, που θέλεις να δεις το Θεό και να συνομιλήσεις μαζί Του, δεν θα πρέπει να βγάλεις και να πετάξεις από πάνω σου κάθε αμαρτωλό λογισμό;
*
        Όλος ο πόλεμος ανάμεσα σ' εμάς και τους ακάθαρτους δαίμονες δεν γίνεται για τίποτ' άλλο παρά για την πνευματική προσευχή. Γιατί σ' αυτούς είναι πολύ εχθρική και ενοχλητική η προσευχή, ενώ σ' εμάς είναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνή και ευχάριστη.
*
        Τί θέλουν οι δαίμονες να ενεργούν μέσα μας; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα λοιπά πάθη, για να παχυνθεί ο νους απ' αυτά και να μην μπορέσει να προσευχηθεί σωστά. Γιατί όταν υπερισχύσουν τα άλογα πάθη, δεν τον αφήνουν να κινείται λογικά.

*
       
Μη νομίζεις ότι απέκτησες αρετή, αν προηγουμένως δεν αγωνίστηκες γι' αυτήν μέχρις αίματος. Γιατί, κατά τον απόστολο Παύλο (Εφ. 6:11), πρέπει ν' αντιστεκόμαστε στην αμαρτία μέχρι θανάτου, με αγωνιστικότητα και άμεμπτο τρόπο.
*
       Δεν μπορεί ο δεμένος να τρέξει. Ούτε ο νους, που δουλεύει σαν σκλάβος σε κάποιο πάθος, θα μπορέσει να κάνει αληθινή προσευχή. Γιατί σύρεται και γυρίζει εδώ κι εκεί από την εμπαθή σκέψη και δεν μπορεί να σταθεί ατάραχος.
*
        Δεν θα κατορθώσεις να προσευχηθείς καθαρά, αν ανακατεύεσαι με υλικά πράγματα και ταράζεσαι με αδιάκοπες φροντίδες. Γιατί προσευχή σημαίνει απαλλαγή από κάθε μέριμνα.
*
        Αν θέλεις να προσευχηθείς, έχεις ανάγκη από το Θεό, που δωρίζει την αληθινή προσευχή σ' όποιον επιμένει ακούραστα στον αγώνα της προσευχής. Να Τον επικαλείσαι, λοιπόν, λέγοντας. «αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ. 6:9 )· δηλαδή, ας έρθει το Άγιο Πνεύμα και ο Μονογενής Σου Υιός. Γιατί αυτό μας δίδαξε ο Χριστός, λέγοντάς μας πως πρέπει να προσκυνούμε και να λατρεύουμε τον Θεό Πατέρα «με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια» (Ιω. 4:24).

*

        Πρώτα-πρώτα προσευχήσου ν' αποκτήσεις δάκρυα, για να μαλακώσεις με το πένθος την αγριότητα της ψυχής σου. Εύκολα τότε θα ομολογήσεις με ειλικρίνεια, ενώπιον του Κυρίου, τις αμαρτίες που διέπραξες, και θα λάβεις απ' Αυτόν την άφεση.
*
        Να χρησιμοποιείς τα δάκρυα για να πετύχεις κάθε αίτημά  σου. Γιατί χαίρεται πολύ ο Κύριος, όταν προσεύχεσαι με δάκρυα.
*
        Αν στην προσευχή σου χύνεις πηγές δακρύων, μην υπερηφανεύεσαι πως είσαι τάχα ανώτερος από τους πολλούς. Δεν είναι δικό σου κατόρθωμα αυτό, αλλά βοήθεια για την προσευχή σου από τον Κύριο, για να μπορέσεις έτσι να εξομολογηθείς πρόθυμα τις αμαρτίες σου και να Τον εξευμενίσεις.
*
        Όταν νομίσεις πως δεν έχεις ανάγκη από δάκρυα στην προσευχή σου για τις αμαρτίες σου, να αναλογιστείς πόσο πολύ έχεις απομακρυνθεί από το Θεό, ενώ θα 'πρεπε να είσαι διαρκώς κοντά Του. και τότε θα κλάψεις με μεγαλύτερη θέρμη.
*
        Πράγματι, αν έχεις επίγνωση της καταστάσεώς σου, θα πενθήσεις μ' ευχαρίστηση, ελεεινολογώντας τον εαυτό σου και λέγοντας όπως ο προφήτης Ησαΐας: «Πώς, ενώ είμαι ακάθαρτος και γεμάτος από πάθη, τολμώ να παρουσιάζομαι μπροστά στον Παντοδύναμο Κύριο;» (πρβλ. Ησ. 6:5 ).

*
      
  Αν θέλεις να προσεύχεσαι αξιέπαινα, να αρνείσαι τον εαυτό σου κάθε στιγμή. κι αν υποφέρεις πολλά δεινά, να στοχαστείς την ανακούφιση που θα βρεις, όταν καταφύγεις στην προσευχή.
*
        Αν λαχταράς να προσευχηθείς όπως πρέπει, μη λυπήσεις κανέναν άνθρωπο. Διαφορετικά άδικα προσεύχεσαι.
*
        Όσα κάνεις εναντίον κάποιου αδελφού, που σ' έχει αδικήσει, όλα θα σου γίνουν εμπόδιο στον καιρό της προσευχής.
*
       «Άφησε το δώρο σου», λέει ο Χριστός, «μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και μετά έλα και προσευχήσου χωρίς ταραχή» (πρβλ. Ματθ. 5:24). Γιατί η μνησικακία θαμπώνει το λογικό του ανθρώπου που προσεύχεται, και σκοτίζει τις προσευχές του.
*
        Εκείνοι που προσεύχονται, αλλά συσσωρεύουν μέσα τους λύπες και μνησικακίες, μοιάζουν με ανθρώπους που αντλούν νερό απ' το πηγάδι και το αδειάζουν σε τρύπιο πιθάρι.
*
       Μην αγαπάς τα πολλά λόγια και την ανθρώπινη δόξα. Διαφορετικά, όχι πίσω από την πλάτη σου, αλλά μπροστά στα μάτια σου θα σε επιβουλεύονται οι δαίμονες και θα χαίρονται μαζί σου στον καιρό της προσευχής, καθώς εύκολα τότε θα σε παρασύρουν και θα σε δελεάζουν με αλλόκοτους λογισμούς.

*
      
Αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, μην υποχωρήσεις σε καμιά σαρκική απαίτηση, και δεν θα 'χεις στην ώρα της προσευχής κανένα σύννεφο να σε σκοτίζει.
*
        Μην αποφεύγεις τη φτώχεια και τη θλίψη, γιατί αυτές κάνουν ανάλαφρη την προσευχή.
*
        Πρόσεχε! Στέκεσαι αληθινά ενώπιον του Θεού την ώρα της προσευχής, ή μήπως νικιέσαι απ' τον ανθρώπινο έπαινο κι αυτόν επιδιώκεις με το να κάνεις πολλές και μεγάλες προσευχές;
*
        Να προσεύχεσαι όχι φαρισαϊκά αλλά τελωνικά, για να δικαιωθείς κι εσύ από τον Κύριο.
*
        Έπαινος της προσευχής δεν είναι η ποσότητα αλλά η ποιότητα. Αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου και από το λόγο του Χριστού: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουστούν» (Ματθ. 6:7).

*
       
Μην προσεύχεσαι μόνο με εξωτερικά σχήματα, αλλά να προτρέπεις το νου σου να συναισθάνεται το έργο της προσευχής με πολύ φόβο.
*
       Είτε μόνος σου είτε μαζί με αδελφούς προσεύχεσαι, αγωνίσου να προσεύχεσαι όχι από συνήθεια, αλλά με συναίσθηση.
*
        Συναίσθηση προσευχής σημαίνει συγκέντρωση του νου με ευλάβεια, με κατάνυξη, με στεναγμούς μυστικούς και με πόνο ψυχής, που συνοδεύει την εξομολόγηση των αμαρτιών μας.
*
       Να στέκεσαι υπομένοντας τον κόπο, να προσεύχεσαι με ένταση και επιμονή και ν' αποστρέφεσαι τις φροντίδες και τις σκέψεις που σου έρχονται. Γιατί σε ταράζουν και σε θορυβούν, για να παραλύσουν τη δύναμη και την έντασή σου.
*
        Αν είσαι υπομονετικός, θα προσεύχεσαι πάντα με χαρά.
*
        Αγωνίσου να κρατήσεις το νου σου την ώρα της προσευχής κουφό και άλαλο. Έτσι μόνο θα μπορέσεις να προσευχηθείς.
*
        Η ψαλμωδία καταπραΰνει τα πάθη και γαληνεύει τις άτακτες κινήσεις του σώματος. Γι' αυτό να ψάλλεις με συναίσθηση και κοσμιότητα. και θα μοιάζεις έτσι με αετόπουλο που πετάει στα ύψη.

*
       
Αν δεν έλαβες ακόμα χάρισμα προσευχής ή ψαλμωδίας, ζήτησέ το με επιμονή και θα το λάβεις.
*
        Ο διάβολος φθονεί πολύ τον άνθρωπο που προσεύχεται, και χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα, προκειμένου να πλήξει το σκοπό του. Έτσι, όταν δουν οι δαίμονες ότι είσαι πρόθυμος να προσευχηθείς αληθινά, σου θυμίζουν κάποια δήθεν αναγκαία πράγματα. Σε λίγο όμως σε κάνουν να τα ξεχάσεις και σε σπρώχνουν να τα αναζητήσεις. Κι επειδή δεν τα θυμάσαι, στενοχωριέσαι και λυπάσαι. Όταν ξανασταθείς στην προσευχή, σου υπενθυμίζουν πάλι εκείνα που έψαχνες, για να στραφεί ξανά ο νους σ' αυτά και να χάσει τελικά την καρποφόρα προσευχή.
*
        Στην ώρα της προσευχής η μνήμη σου φέρνει ή φαντασίες παλαιών πραγμάτων ή καινούργιες φροντίδες ή το πρόσωπο εκείνου που σ' έχει λυπήσει. Φύλαγε λοιπόν καλά τη μνήμη σου, για να μη σου παρουσιάζει τις δικές της υποθέσεις. Και να παρακινείς συνεχώς τον εαυτό σου να συνειδητοποιεί μπροστά σε ποιον βρίσκεται. Γιατί είναι πολύ φυσικό για το νου να παρασύρεται εύκολα από τη μνήμη στον καιρό της προσευχής.
*
         Η προσοχή του νου που προσπαθεί να βρει προσευχή, θα βρει προσευχή. Γιατί η προσευχή ακολουθεί όσο τίποτε άλλο την προσοχή. Ας φροντίσουμε, λοιπόν, με προθυμία ν' αποκτήσουμε την προσοχή.
*
        Άλλοτε, με το που θα σταθείς στην προσευχή, μπορείς αμέσως να συγκεντρωθείς και να προσευχηθείς καλά. κι άλλοτε πάλι θα κοπιάσεις πολύ χωρίς να πετύχεις το σκοπό σου. Αυτό συμβαίνει για να ζητήσεις με περισσότερη ζέση την προσευχή. κι αφού τη λάβεις, να την έχεις αναφαίρετο κατόρθωμα.
*
        Να ξέρεις πως οι άγιοι άγγελοι μας παροτρύνουν σε προσευχή και στέκονται μαζί μας και χαίρονται και προσεύχονται για μας. Αν λοιπόν αμελήσουμε και δεχθούμε τους λογισμούς που μας υποβάλλουν οι δαίμονες, πολύ παροργίζουμε τους αγγέλους. Γιατί, ενώ αυτοί τόσο πολύ αγωνίζονται για μας, εμείς ούτε για τον εαυτό μας δεν θέλουμε να ικετεύσουμε το Θεό, αλλά, περιφρονώντας την υπηρεσία τους και εγκαταλείποντας τον Κύριό τους και Θεό, συνομιλούμε με ακάθαρτους δαίμονες.
*
        Πραγματική προσευχή κάνει εκείνος που προσφέρει πάντα στο Θεό ως θυσία την πρώτη του σκέψη.
*
        Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν
συμφωνούν με το θέλημα του Θεού.αλλά μάλλον, καθώς διδάχθηκες, λέγε στην προσευχή σου: «Γενηθήτω το θέλημά σου» (Ματθ. 6:10). Και για κάθε πράγμα αυτό να ζητάς από το Θεό, να γίνει το θέλημά Του, γιατί Αυτός θέλει το καλό και το συμφέρον της ψυχής σου. ενώ εσύ οπωσδήποτε δεν ζητάς πάντοτε το συμφέρον σου.
*
        Πολλές φορές ζήτησα με την προσευχή από το Θεό να μου γίνει κάτι που νόμιζα καλό. Και επέμενα παράλογα να το ζητώ, βιάζοντας το θείο θέλημα. Δεν άφηνα το Θεό να οικονομήσει ό,τι Αυτός γνώριζε ως δικό μου συμφέρον. Και λοιπόν, αφού έλαβα ό,τι ζητούσα, στενοχωρήθηκα ύστερα πολύ, που δεν είχα παρακαλέσει να γίνει μάλλον το θέλημά Του. Γιατί δεν μου ήρθε το πράγμα έτσι όπως το νόμιζα.
*
        Τί είναι αγαθό, παρά ο Θεός; Σ' Αυτόν λοιπόν ας αναθέσουμε όλα μας τα ζητήματα, και θα πάνε καλά. Γιατί ο αγαθός οπωσδήποτε χορηγεί και αγαθές δωρεές.
*
        Στην προσευχή σου να ζητάς μόνο τη δικαιοσύνη και τη βασιλεία του Θεού, δηλαδή την αρετή και τη θεία γνώση. Και όλα τα υπόλοιπα θα σου προστεθούν.
*
        Ανάθεσε με εμπιστοσύνη στο Θεό τις ανάγκες του σώματός σου, κι αυτό θα φανερώσει πως Του αναθέτεις και τις ανάγκες του πνεύματος.
*
        Ν' αγωνίζεσαι, ώστε να μη ζητήσεις το κακό κανενός στην προσευχή σου, για να μην γκρεμίσεις ό,τι χτίζεις, κάνοντας σιχαμερή την προσευχή σου.
*
         Ο χρεωφειλέτης των μυρίων ταλάντων της ευαγγελικής παραβολής ας σου γίνει παράδειγμα. Αν δεν συγχωρέσεις αυτόν που σ' έβλαψε, ούτ' εσύ θα πετύχεις την άφεση των αμαρτιών σου. Γιατί λέει το Ευαγγέλιο για τον χρεωφειλέτη των μυρίων ταλάντων, που δεν συγχωρούσε τον δικό του χρεώστη, ότι «τον παρέδωσε στους βασανιστές» (Ματθ. 18:24-35).
*
        Καλό είναι να μην προσεύχεσαι μόνο για τον εαυτό σου, αλλά και για κάθε συνάνθρωπό σου, ώστε να μιμηθείς έτσι τον αγγελικό τρόπο προσευχής.
*
        Μη θλίβεσαι, αν δεν παίρνεις αμέσως από το θεό ό,τι ζητάς. Γιατί θέλει να σ' ευεργετήσει περισσότερο με το να υπομένεις καρτερικά στην προσευχή. Τί ανώτερο υπάρχει, αλήθεια, από το να συναναστρέφεσαι το Θεό και να συνομιλείς μαζί Του;
*

       
Ο Κύριος, θέλοντας να διδάξει τους μαθητές Του ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποθαρρύνονται, τους διηγήθηκε μια σχετική παραβολή (Λουκ. 18:1-8). Σ' αυτή την παραβολή κάποιος άδικος δικαστής είπε για μια χήρα γυναίκα, που ζητούσε επίμονα το δίκιό της: "Αν ούτε το Θεό φοβάμαι ούτε τους ανθρώπους ντρέπομαι, όμως, επειδή αυτή η γυναίκα με ενοχλεί συνεχώς, ζητώντας το δίκιό της, θα της το δώσω". Και ο Κύριος κατέληξε στο συμπέρασμα: "Έτσι και ο Θεός θα εκπληρώσει σύντομα το θέλημα αυτών που Τον παρακαλούν νύχτα-μέρα". Γι' αυτό, λοιπόν, κι εσύ μη χάνεις το θάρρος σου και μη στενοχωριέσαι, επειδή δεν έλαβες. Γιατί θα λάβεις αργότερα. Να είσαι χαρούμενος και να επιμένεις, υπομένοντας τον κόπο της αγίας προσευχής.
*
        Να παραβλέπεις τις ανάγκες του σώματος όταν προσεύχεσαι, για να μη χάσεις το μέγιστο κέρδος της προσευχής σου από το τσίμπημα ενός κουνουπιού ή την ενόχληση μιας μύγας.
*
       Αν έχεις επιμέλεια στην προσευχή, να ετοιμάζεσαι για επιθέσεις δαιμόνων και να υπομένεις με γενναιότητα τα χτυπήματά τους. Γιατί θα ορμήσουν επάνω σου σαν άγρια θηρία, για να σε ταλαιπωρήσουν.
*
        Εκείνος που υποφέρει τα λυπηρά, θα επιτύχει και τα χαρμόσυνα. Κι εκείνος που εγκαρτερεί στα δυσάρεστα, θα απολαύσει και τα ευχάριστα.
*

       
Μη φανταστείς κανένα σχήμα για το Θεό όταν προσεύχεσαι, μήτε να επιτρέψεις να τυπωθεί κάποια μορφή στο νου σου, αλλά πλησίασε με άυλο τρόπο τον άυλο Θεό.
*
        Μην επιθυμήσεις να δεις με τα μάτια του σώματός σου αγγέλους ή δυνάμεις ή το Χριστό, μην τυχόν και χάσεις εντελώς το μυαλό σου και δεχθείς έτσι λύκο αντί για βοσκό και προσκυνήσεις τους εχθρούς δαίμονες.
*
        Φυλάξου από τις παγίδες των δαιμόνων. Γιατί συμβαίνει, εκεί που προσεύχεσαι ήσυχα και καθαρά, ξαφνικά να σου παρουσιάσουν κάποια παράξενη μορφή, για να σε οδηγήσουν στην υπερηφάνεια, καθώς θα υποθέσεις ότι εκεί βρίσκεται το θείο. Το θείο όμως είναι άυλο και χωρίς σχήμα.
*
        Φρόντισε να έχεις πολλή ταπεινοφροσύνη και ανδρεία, και δεν θ' αγγίξει την ψυχή σου δαιμονική επήρεια. Οι άγγελοι αοράτως θα διώξουν μακριά όλη την ενέργεια των δαιμόνων.

*
       
Όταν μεταχειριστεί ο παμπόνηρος δαίμονας πολλά μέσα και δεν μπορέσει να εμποδίσει την προσευχή του δικαίου, τότε αποσύρεται για λίγο. Μα τον εκδικείται αργότερα, σπρώχνοντάς τον στην οργή, για να εξαφανίσει την εξαίρετη εσωτερική κατάσταση που δημιουργήθηκε με την προσευχή, ή ερεθίζοντάς τον σε σαρκική ηδονή, για να μολύνει την ψυχή του.
*
        Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, να περιμένεις πειρασμούς. Στάσου λοιπόν γενναία, για να διατηρήσεις τον καρπό της προσευχής. Γιατί εξαρ­χής σ' αυτό έχεις ταχθεί, να εργάζεσαι την προσευχή και να φυλάττεις τους καρπούς της (Πρβλ. Γεν. 2:15). Αφού εργαστείς, λοιπόν, μην αφήσεις αφύλαχτο ό,τι κέρδισες.διαφορετικά, δεν ωφελήθηκες καθόλου από την προσευχή σου.
*
        Αν προσεύχεσαι θεάρεστα, θα σε βρουν τέτοιες δοκιμασίες, ώστε να νομίσεις πως είναι δίκαιο να θυμώσεις. Δεν υπάρχει όμως καθόλου δικαιολογημένος θυμός εναντίον του πλησίον. Αν καλοεξετάσεις την υπόθεση, θα βρεις πως είναι δυνατό και χωρίς θυμό να διευθετηθεί το ζήτημα. Μεταχειρίσου, λοιπόν, κάθε τρόπο για να μη θυμώσεις.
*
        Το Άγιο Πνεύμα, συμπάσχοντας με την ασθένειά μας, έρχεται σ' εμάς, μολονότι είμαστε ακάθαρτοι από τα πάθη και τις αμαρτίες. Κι αν βρει το νου να προσεύχεται ειλικρινά μόνο σ' Αυτό, κυριαρχεί πάνω του, εξαφανίζει όλη τη φάλαγγα των πονηρών λογισμών και σκέψεων, που τον περικυκλώνουν, και τον προτρέπει στον έρωτα της πνευματικής προσευχής.
*
        Έχεις πόθο να προσευχηθείς; Γίνε νεκρός για τη γη. Έχε παντοτινά πατρίδα τον ουρανό -όχι με λόγια, άλλα με ζωή αγγελική και με γνώση θεϊκή. Απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το παν.
*
        Αν είσαι πραγματικός θεολόγος, θα προσεύχεσαι αληθινά. Κι αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι πραγματικός θεολόγος.
*
        Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής δεν σχηματίζει μέσα του καμιάν απολύτως μορφή. Μακάριος ο νους, που προσεύχεται απερίσπαστα και αποκτά διαρκώς περισσότερο πόθο για το Θεό. Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής γίνεται άυλος κι ελεύθερος απ' όλα. Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής μένει ανεπηρέαστος από κάθε πράγμα.
*
        Αν στον καιρό της προσευχής σου νιώσεις χαρά μεγαλύτερη από κάθε άλλη χαρά, τότε πράγματι βρήκες την αληθινή προσευχή.


http://proskynitis.blogspot.gr/

ΠΕΡΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ

$
0
0
ΠΕΡΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ

Ἰωσὴφ Βρυέννιος (1350-1431) 

- Οὐκ ἀρνησόμεθά σε
Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία·
οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·
ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα·
εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα.
Κ. Π. Καβάφης (1863-1933) - Οὐκ ἔγνως
Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες - ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς.
«Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.

ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων: παροιμιακὴ ἔκφραση ἀπάντηση τοῦ Ἰουλιανοῦ σὲ ἐπιστολὴ ἐπισκόπων.
Ἡ ἀνταπάντηση ὅμως ποὺ ἔλαβε, ἐνδεχομένως μάλιστα ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο,
ἦταν ἐξ ἴσου παροιμιώδης: ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως. εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως.
________________________________________


Ἀπάντηση ἐπεξηγηματική περὶ Ἀναθεμάτων
Οἱ πλάνες τῶν φιλοσόφων

Ἴσως σὲ μερικοὺς νὰ φαίνεται ὑπερβολικὸς ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν ἀρχαίων σοφῶν ὡς μωρῶν. Τί θὰ λέγαμε ὅμως ἂν πληροφορούμασταν ὅτι πρὶν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐξέφερε περὶ τῶν σοφῶν του προχριστιανικοῦ κόσμου αὐστηρότατη κρίση κάποιος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ συγκαταλεχθεῖ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ρήτορες τῆς εἰδωλολατρικῆς δύσεως;

Πρόκειται γιὰ τὸν Κικέρωνα, ὁ ὁποῖος δὲν δίστασε νὰ διακηρύξει ὅτι «δὲν ὑπάρχει παραλογισμός, ὁσονδήποτε χονδροειδής, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ ἐγένετο παραδεκτὸς καὶ νὰ μὴ ἐδιδάχθη ὑπὸ τινὸς φολοσόφου» De divin. II 58, «Sed nescio quo tam absurde dici potest quod non dicatur ab aliquo philosophorum»

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ - Ο ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

$
0
0
ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1924-1994)
Ὁ Ἀσυρµατιστής τοῦ Στρατοῦ καί τοῦ Θεοῦ 
Του Συντ/ρχη Καραίσκου Δημητρίου

Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἀπό ἕνδεκα χρονῶν διάβαζα βίους Ἁγίων καί ἔκανα νηστεῖες καί ἀγρυπνίες. Ὁ ἀδελφός µου ὁ µεγαλύτερος ἔπαιρνε καί ἔκρυβε τούς βίους. Δέν κατάφερε τίποτε. Πήγαινα στό δάσος καί συνέχιζα. Κάποιος φίλος του τότε, ὁ Κώστας, τοῦ εἶπε: «Θά σοῦ τόν κάνω νά τά παρατήση ὅλα».

«Ἦρθε καί µοῦ ἀνέπτυξε τήν θεωρία τοῦ Δαρβίνου. Κλονίστηκα τότε καί εἶπα:«Θά πάω νά προσευχηθῶ, καί, ἄν ὁ Χριστός εἶναι Θεός, θά µοῦ παρουσιαστῆ νά πιστέψω. Μιά σκιά, µιά φωνή, κάτι θά µοῦ δείξει». Τόσο µοὔκοβε. Πῆγα καί ἄρχισα µετάνοιες καί προσευχή γιά ὧρες, ἀλλά τίποτε. Στό τέλος τσακισµένος σταµάτησα. 

Μοῦ ἦρθε τότε στήν σκέψη κάτι πού µοῦ᾿χε πεῖ ὁ Κώστας: «Παραδέχοµαι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας σπουδαῖος ἄνθρωπος, δίκαιος, ἐνάρετος, τόν ὁποῖο ἐµίσησαν ἀπό φθόνο γιά τήν ἀρετή του καί τόν καταδίκασαν οἱ συµπατριῶτες του». Τότε εἶπα: «Ἀφοῦ εἶναι τέτοιος, καί ἄνθρωπος νά ἦταν, ἀξίζει νά τόν ἀγαπήσω, νά τόν ὑπακούσω καί νά θυσιασθῶ γι᾿ Αὐτόν. Δέν θέλω οὔτε πα- ράδεισο, οὔτε τίποτε. Γιά τήν ἁγιότητά του καί τήν καλωσύνη του ἀξίζει κάθε θυσία». (Καλός λογισµός καί φιλότιµο).

»Ὁ Θεός περίµενε τήν ἀντιµετώπισή µου. Ὕστερα ἀπό αὐτό παρουσιάσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός µέσα σέ ἄφθονο φῶς. Φαινόταν ἀπό τήν µέση καί πάνω. Μέ κοίταξε µέ πολλή ἀγάπη καί µοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἰµι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐµέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται». Τά λόγια αὐτά ἦταν γραµµένα καί στό Εὐαγγέλιο πού κρατοῦσε ἀνοικτό στό ἀριστερό χέρι Του».

Τό γεγονός αὐτό διέλυσε στόν δεκαπενταετῆ Ἀρσένιο τούς λογισµούς ἀµφιβολίας, πού τάραζαν τήν παιδική του ψυχή, καί γνώρισε µέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ τόν Χριστό ὡς Θεό ἀληθινό καί Σωτῆρα τοῦ κόσµου. Βεβαιώθηκε γιά τόν Θεάνθρωπο, ὄχι ἀπό ἄνθρωπο ἤ ἀπό βιβλία, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, πού τοῦ ἀποκαλύφθηκε καί µάλιστα σέ τέτοια ἡλικία. 

Στερεωµένος πλέον στήν πίστη µονολογοῦσε: 
«Κώστα, ἅµα θέλης τώρα, ἔλα νά συζητήσουµε».


Η ΝΟΕΡΑ ΚΑΡ∆ΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

$
0
0
Η ΝΟΕΡΑ ΚΑΡ∆ΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

† Περί νοερᾶς προσευχῆς
Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης (Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου).
†    Ψυχή - Νους - Νοερά προσευχή
Πνευματικές ανταύγειες από το Άγιον Όρος
†    Η ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
†    Κείμενο από το βιβλίο του γέροντος Ιωσήφ "ΑΣΚΗΣΗ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ".
†    Η ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ "ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ".ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ "ΕΛΕΗΣΟΝ ΗΜΑΣ"
†    Η NΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ !!!
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης
†    Η ωφέλεια της νοεράς προσευχής
†    ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
†    Αρχιμ. Παύλου Νικηταρά
Ο Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής
†    ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Από το βιβλίο Ο Αόρατος Πόλεμος
†    Νήψις (Νοερά Προσευχή) του Γέροντα Δανιήλ του Κατουνακιώτη
†    Ὁδηγίες Προσευχῆς
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΣΤΕ
†    ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με»
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους




Του Χριστού να γίνεις ! Ακούς ; Του Χριστού !

$
0
0
Του Χριστού να γίνεις! Ακούς; Του Χριστού!

Λένε οι πολλοί πως τάχα αυτοί που θέλουν να είναι του Χριστού είναι είτε «ντεμοντέ», είτε «βαρεμένοι».Μάλιστα, τείνοντας να ερμηνεύσουν με ψυχολογικά κριτήρια την πίστη, μιλούν για τους –όχι κατ’ όνομα- χριστιανούς σαν αναγκεμένους ανθρώπους που η εξουθενωμένη τους ψυχή βρίσκει ανάπαυση στου Χριστού την πίστη και στην εκκλησία Του. Μιλούν για ψυχικά ανώριμους ανθρώπους που καταφεύγουν νευρωτικά στην πίστη, σαν καταφύγιο.

Σπεύδουν επίσης να δικαιολογήσουν την δική τους απροθυμία για την εκκλησία και την χριστιανική πίστη, μιλώντας για το διαβλητό σύστημα της εκκλησίας, για ακατήχητους και ψυχο-πνευματικά ανεπαρκείς παπάδες, για το αναξιόπιστο εκκλησιαστικό ιερατείο, για αναχρονιστική σκέψη και λειτουργία, για κακή διοίκηση.


Μάλιστα αρκετοί αμφισβητούν την εγκυρότητα εκείνων των επιστημόνων που μιλούν με προθυμία για την πίστη στο Χριστό, τους χαρακτηρίζουν, περιπαιχτικά, «ρομαντικούς», και τείνουν να απορρίψουν συλλήβδην την επιστημοσύνη τους.

Ακόμα κι αν υποθέσει κανείς πώς τα πιο πολλά από τα παραπάνω ισχύουν. Αν και έχω σοβαρή ένσταση σ’ αυτό: Είμαι προσωπικά ιδιαίτερα «καχύποπτος» με τους ανθρώπους που εύκολα τείνουν να ταυτίζονται με τη «σαθρή» και προβληματική πλευρά των ανθρώπων και της ζωής, με την αντίστοιχη μερίδα του σώματος της εκκλησίας, καθώς και με τα αληθινά τους κίνητρα πίσω απ’ αυτήν την συνολική απόρριψη : με το πρόσχημα του ρεαλισμού και της ευθυκρισίας, εστιάζοντας στο «ξένο κακό», ακριβώς για να ακυρώσουν –χωρίς να το γνωρίζουν- στη συνείδηση τους το όντως καλό…

Παρόλο λοιπόν που τα οι περισσότεροι απ’ τους παραπάνω ισχυρισμούς ανταποκρίνεται στην ορατή πραγματικότητα, δεν είναι σε καμία περίπτωση, οι πραγματικοί λόγοι που αποτρέπουν την πλειοψηφία των βαπτισμένων –κατ΄όνομα- χριστιανών από το να προσπαθήσουν να συμμετέχουν στα μυστήρια της εκκλησίας, από το να πιστέψουν και να αγαπήσουν τον Χριστό.

Χριστιανός δεν είναι να πηγαίνεις στην εκκλησία, να σέβεσαι και να προσκυνάς τα εικονίσματα, να παρακολουθείς τα τυπικά και τις ακολουθίες, να είσαι ένας «καθώς πρέπει» «καλοκάγαθος» «ηθικός» οπαδός μιας ακόμη θρησκείας. Την εκκλησία και την προσευχή την χρειάζεται ο πιστός για να ψυχωθεί, να παίρνει κουράγιο, για να συνεχίζει να μάχεται στον πόλεμο που δεν έχει, σ’ αυτήν τη ζωή, τελειωμό.

Μιλάει ο βουδισμός για συμπόνια. Καλό κι ανθρώπινο, μα δεν έχει ιδέα για την «παράλογη» αγάπη γιατί αυτή είναι ο ίδιος ο Χριστός. Ο μωαμεθανισμός πνιγμένος στα τυπικά τερτίπια και την χρησιμοθηρία του. Κανένας ποτέ δεν μίλησε, ούτε έγινε ο ίδιος το σύμβολο της χωρίς όρια παράδοσης για χάρη του άλλου, σταυρική θυσία για όλους τους άλλους, που δεν ήταν «άλλοι» αλλά αδέρφια…

Ο Χριστός δεν είναι ιδεολογία, ούτε «μύστης»-όπως ισχυρίζονται οι νεοεποχήτες σχετικιστές. Δεν είναι ένας «καλός και σοφός δάσκαλος», ούτε ο ιδρυτής ενός φιλοσοφικού κινήματος.
  

Είναι πρώτος Αυτός που τον λόγο Του τον έκανε πράξη. Είναι ο Θεός, γιατί κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να αρθρώσει ούτε να πραγματώσει την παραπάνω αρχή με τίμημα την δική του ζωή.

Στην σημερινή εποχή, που ο κόσμος έδωσε απόλυτη έμφαση στην αρχή της ατομικής ικανοποίησης, της ευκολίας, του ανέξοδου οφέλους, και της απροϋπόθετης –χωρίς δέσμευση- σχέσης, σχεδόν κανείς δεν μπορεί, δεν θέλει, χωρίς κόπο να συν-χωρέσει τον λόγο και τη βιωτή του Χριστού.

Κι αν ακόμα τα δεχτεί διανοητικά, η σκοτισμένη από την φιληδονία ψυχή δεν βούλεται να προχωρήσει στον δρόμο με τα’ αγκάθια. Κι αν ένα τμήμα της το ποθήσει, η μεγάλη στρατιά των προσωπείων του εγώ έρχεται να συντρίψει την προθυμία της βούλησης.

Κανένας λοιπόν δεν θέλει να γίνει χριστιανός, γιατί για να γίνεις μαθητής του Χριστού χρειάζεται να δεσμευτείς στην σχέση εκείνη που σου ζητά καθημερινά να παραδίδεσαι στον άλλον. Κανείς ''λογικός'' άνθρωπος δεν θέλει να χύνει δάκρυα και ιδρώτα για τον άλλον, ούτε καν για τον ίδιο.. 


Χρειάζεται ανά πάσα στιγμή να είσαι έτοιμος να γονατίζεις αποκαμωμένος από την πάλη με το έσω θηρίο, «να νικιέσαι, αλλά να χρησιμοποιείς την «ήττα» σου ως ευκαιρία αυτογνωσίας κι ολοκλήρωσης.» Θέλει να μάθεις να συμφιλιώνεσαι πιότερο με τον μεταμορφωτικό πόνο, παρά με τον αυτοαπαξιωτικό φόβο.

Θυμήσου τον μέγα Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκι, που λέει στο Χριστό: «Εμείς δεν έχουμε πια ανάγκη από τον δικό σου Χριστιανισμό, αυτή την αλλόκοτη, την απόλυτη και την απάνθρωπη θρησκεία που θέλησες να διδάξεις στον κόσμο! Εσύ δεν πας να λες ό,τι θέλεις μέσα στο Ευαγγέλιο! Εμείς φτιάξαμε έναν Χριστιανισμό βολικό, λογικό, ένα σύστημα σαν όλα τα συστήματα που κάνουνε οι άνθρωποι. Τι ήρθες πάλι στον κόσμο να μας χαλάσεις ξανά ό,τι κάναμε; Να ξέρεις λοιπόν, πως θα δώσω προσταγή, αύριο να σε κάψουνε και σένα εν ονόματί σου…».

Αυτά σας τα λέει ένας άνθρωπος που δεν έχει αγάπη, θα ήθελε όμως να αποκτήσει. Θα ήθελε να μάθει να δίνει στους αδερφούς του, ό,τι ο Χριστός απλόχερα και δίχως όρους, του χάρισε δωρεάν. 


Ένας άνθρωπος που –καθώς υποψιάζεται ότι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο αυτόν είναι να γίνεσαι χριστιανός- ξέρει πως φυσικά δεν είναι χριστιανός, θέλει όμως κάθε ημέρα, κάποια μέρα, να είναι … του Χριστού !

Γρηγόρης Βασιλειάδης Ψυχολόγος Ψυχοθεραπευτής 
www.aftognosia.gr


ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ;

$
0
0
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ;
Άγιος Δαμασκηνός 

Η προσκύνηση λοιπόν είναι σημείο υποταγής, δηλαδή υποβιβασμού και ταπεινώσεως. Υπάρχουν πολλοί τρόποι προσκυνήσεως.

Πόσοι τρόποι προσκυνήσεως υπάρχουν;

Πρώτος τρόποςπροσκυνήσεως είναι εκείνος που γίνεται κατά τη λατρεία. Την προσκύνηση αυτή την προσφέρουμε μόνο στον από τη φύση του προσκυνητό Θεό, και γίνεται με διάφορους τρόπους. Πρώτα κατά τον τρόπο της δουλείας' γιατί τον προσκυνούν όλα τα κτίσματα, όπως δούλοι τον δεσπότη, γιατί " διότι τα σύμπαντα είναι υποταγμένα σε σένα ". Και τον προσκυνούν άλλοι εκούσια, και άλλοι ακούσια. Άλλοι δηλαδή τον προσκυνούν εκούσια με επίγνωση, όπως οι ευσεβείς, ενώ όσοι έχουν επίγνωση αυτού και χωρίς να θέλουν τον προσκυνούν ακούσια όπως οι δαίμονες˙ άλλοι πάλι χωρίς να γνωρίζουν τον κατά φύση Θεό, προσκυνούν ακούσια αυτόν που αγνοούν.

Δεύτερος τρόποςπροσκυνήσεως είναι εκείνος που γίνεται από θαυμασμό και πόθο, και κατά τον τρόπο αυτόν προσκυνούμε το Θεό για τη φυσική του δόξα' γιατί είναι ο μόνος δοξασμένος, χωρίς να έχει τη δόξα από κανέναν άλλο, και είναι ο ίδιος αίτιος κάθε δόξας και κάθε αγαθού, φως ακατάληπτο, γλυκασμός ασύλληπτος, κάλλος απροσμέτρητο, άβυσσος αγαθότητας, σοφία ανεξιχνίαστη, δύναμη απειροδύναμη, μόνος άξιος να θαυμάζεται για τον εαυτό του και να προσκυνείται και να δοξάζεται και να ποθείται.

Τρίτος τρόποςείναι εκείνος που γίνεται από ευχαριστία, για τα αγαθά που συμβαίνουν για χάρη μας˙ γιατί όλα τα όντα οφείλουν να ευχαριστούν το Θεό και να του προσφέρουν διαρκή προσκύνηση, αφού όλα απ'αυτόν έχουν την ύπαρξή τους και σ'αυτόν συγκροτούνται και σε όλα μεταδίδει άφθονα τις δωρεές του και χωρίς το ζητούν, και θέλει όλοι να σωθούν και να μετέχουν στην αγαθότητα του και μακροθυμεί για μας όταν αμαρτάνουμε, ανατέλλει τον ήλιο σε δικαίους και αδίκους και βρέχει σε πονηρούς και αγαθούς και ότι ο Υιός του Θεού για μας έγινε ότι είμαστε και μας έκανε κοινωνούς θείας φύσεως, γιατί "θα γίνουμε όμοιοι με αυτόν", όπως λέει ο Ιωάννης ο θεολόγος στην Καθολική επιστολή του.

Τέταρτος τρόπος είναι εκείνος που γίνεται από ένδεια και από ελπίδα ευεργεσιών, κατά τις οποίες, έχοντας επίγνωση ότι χωρίς αυτόν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ή να αποκτήσουμε κάποιο αγαθό, τον προσκυνούμε ζητώντας από αυτόν ο καθένας αυτό που αισθάνεται ότι του λείπει και το οποίο ποθεί, και να σώσει απο τα κακά και να επιτύχει τα αγαθά.

Πέμπτος τρόποςπροσκυνήσεως είναι ο τρόπος της μετάνοιας και της εξομολογήσεως˙ γιατί όταν αμαρτάνουμε προσκυνούμε και προσπίπτουμε στο Θεό παρακαλώντας ως δούλοι ευγνώμονες να συγχωρηθούν τα σφάλματα μας. Και αυτός ο τρόπος είναι τριπλός˙ γιατί, ή από αγάπη λυπάται κάποιος, ή για να μη χάσει τις ευεργεσίες του Θεού, ή επειδή φοβάται τις τιμωρίες. Έτσι, ο πρώτος τρόπος γίνεται από ευγνωμοσύνη και πόθο για τον ίδιο τον Θεό και απο υιική διάθεση, ο δεύτερος από διάθεση συμφεροντολογική, και ο τρίτος από διάθεση δουλική.

Πόσα είναι αυτά που βρίσκουμε να προσκυνούνται στην αγία γραφή και με πόσους τρόπους προσφέρουμε προσκύνηση στα κτίσματα.

Πόσα είναι αυτά που βρίσκουμε να προσκυνούνται στην αγία γραφή και με πόσους τρόπους προσφέρουμε προσκύνηση στα κτίσματα.

Πρώτα εκείνοι στους οποίους αναπαύεται ο Θεός, ο μόνος άγιος "που αναπαύεται (κατοικεί) στους αγίους", όπως είναι η αγία Θεοτόκος και όλοι οι άγιοι. Αυτοί είναι εκείνοι που κατά το δυνατόν έγιναν όμοιοι με το Θεό και από τη δική τους προαίρεση και από τη θεία ενοίκηση και βοήθεια, οι οποίοι λέγονται και θεοί, αληθινά, όχι κατά φύση, αλλά κατά θέση, όπως και το πυρακτωμένο σίδερο λέγεται φωτιά, όχι ως προς τη φύση του, αλλά ως προς τη θέση και τη μέθεξη της φωτιάς' γιατί λέγει " να γίνετε άγιοι, γιατί εγώ είμαι άγιος". Αυτό είναι το πρώτο, δηλαδή η προαίρεση. 

Έπειτα, στον καθένα που θέλει το αγαθό, ο Θεός βοηθάει για το αγαθό , έπειτα "θα κατοικήσω ανάμεσα τους και θα περπατώ μαζί τους", και " είμαστε ναοί του Θεού και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα μας" και "τους έδωσε εξουσία εναντίον των πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα βγάζουν και να θεραπεύουν κάθε αρρώστια και κάθε αδυναμία", και " όσα κάνω, θα τα κάνετε και εσείς και θα κάνετε μεγαλύτερα από αυτά", και "ζω εγώ", λέει ο Κύριος, "εκείνους που με δοξάζουν θα τους δοξάσω οπωσδήποτε", και "εφ' όσον πάσχουμε με τον Κύριο, θα δοξασθούμε και μαζί του", και "ο Θεός στάθηκε ανάμεσα σε σύναξη θεών, και μέσα από τη σύναξη αυτή θα ξεχωρίσει τους θεούς" (ψαλ.81,1). 

Όπως λοιπόν είναι αληθινά θεοί, όχι κατά φύση αλλά ως μέτοχοι του κατά φύση Θεού, έτσι είναι και προσκυνητοί, όχι κατά φύση, αλλά επειδή έχουν μέσα τους τον κατά φύση προσκυνητό, όπως το πυρακτωμένο σίδερο δεν είναι από τη φύση του απρόσιτο στην αφή και καυστικό, αλλά επειδή μετέχει στο κατά φύση καυστικό. Προσκυνούνται λοιπόν ως δοξασμένοι από το Θεό, επειδή αποδείχθηκαν φοβεροί στους αντίθετους και ευεργέτες σ'εκείνους που τους πλησιάζουν με πίστη, όχι βέβαια ως κατά φύση θεούς και ευεργέτες, αλλά ως υπηρέτες και λειτουργούς του Θεού και ως προικισμένους με θάρρος εξαιτίας της αγάπης τους προς αυτόν.

Τους προσκυνούμε λοιπόν, επειδή λατρεύεται ο βασιλιάς βλέποντας να προσκυνείται αγαπημένος του υπηρέτης, όχι ως βασιλιάς, αλλά ως υπάκουος λειτουργός και αγαπητός φίλος. Και ικανοποιούνται τα αιτήματα όσων πλησιάζουν με πίστη, είτε διότι ο υπηρέτης το ζητά από το βασιλιά, είτε διότι ο βασιλιάς δέχεται την τιμή και την πίστη εκείνου που ζητάει από τον υπηρέτη του˙ αφού τελικά από αυτόν το ζήτησε. Έτσι όσοι προσήρχοντο μέσω των αποστόλων θεραπεύονταν. Έτσι η σκιά και τα σουδάρια και τα σιμικίνθια των αποστόλων παρήχαν τις ιάσεις. Εκείνοι όμως που θέλουν με τρόπο αντάρτη και αποστάτη να προσκυνούνται ως θεοί, αυτοί είναι απροσκύνητοι και άξιοι της αιώνιας φωτιάς. Και όσοι περιφρονητικά, με υπερήφανο φρόνημα, δεν προσκυνούν τους υπηρέτες του Θεού, ως αλαζόνες και υπερήφανοι, καταδικάζονται, σαν να ασεβούν στο Θεό. Και αυτό το βεβαιώνουν τα παιδιά που ξεφώνιζαν περιφρονητικά τον Ελισσαίο και έγινα τροφή στις αρκούδες.

Δεύτερος τρόπος είναι εκείνος με τον οποίο προσκυνούμε τα κτίσματα, μέσω των οποίων και στα οποία ο Θεός πραγματοποίησε τη σωτηρία μας, είτε πριν από τη παρουσία του Κυρίου, είτε μετά την ένσαρκη οικονομία του , όπως είναι το όρος Σινά και η Ναζαρέτ, η φάτνη στη Βηθλεέμ και το σπήλαιο, ο άγιος Γολγοθάς, το ξύλο του σταυρού, τα καρφιά , ο σπόγγος, το καλάμι, η ιερή και σωτήρια λόγχη, η εσθήτα, ο χιτώνας, τα σεντόνια, τα σπάργανα, ο άγιος τάφος, η πηγή της αναστάσεως μας, ο λίθος του μνήματος, το άγιο όρος Σιών, το όρος επίσης των Ελαιών, η προβατική κολυμβήθρα και ο πανάγιος τάφος της Γεσθημανής. Αυτά και τα παρόμοια τα σέβομαι και τα προσκυνώ και κάθε άγιο ναό του Θεού και κάθε τι στο οποίο αναφέρεται το όνομα του Θεού, όχι εξαιτίας της φύσεως τους, αλλά επειδή είναι δοχεία θείας ενέργειας και μέσω αυτών και μέσα σ'αυτά ευδόκησε ο Θεός να πραγματοποιήσει τη σωτηρία μας. 

Και αγγέλους και ανθρώπους και κάθε ύλη που είναι μετοχή της θείας ενέργειας και διακόνησε τη σωτηρία μου, τη σέβομαι και την προσκυνώ εξαιτίας της θείας ενέργειας. Δεν προσκυνώ τους ιουδαίους, γιατί δεν είναι μέτοχοι της θείας ενέργειας, ούτε σταύρωσαν τον Κύριο της δόξας, το Θεό μου, με σκοπό τη σωτηρία μου, αλλά μάλλον κινήθηκαν από φθόνο και μίσος προς το Θεό και ευεργέτη. "Κύριε, αγάπησα την ευπρέπεια του οίκου σου", λέει ο Δαβίδ, "και τον τόπο όπου κατασκηνώνει η δόξα σου" (ψαλμ. 25,8), και "προσκυνήστε τον τόπο όπου στάθηκαν τα πόδια του" (ψαλμ. 131,7), και "προσκυνείτε στο όρος του τον Άγιο. Άγιο και έμψυχο όρος του Θεού είναι η αγία Θεοτόκος, όρη του Θεού λογικά είναι οι απόστολοι' "τα όρη σκίρτησαν σαν κριάρια και τα βουνά σαν αρνιά προβάτων.

Τρίτοςείναι ο τρόπος με τον οποίο προσκυνούμε όσα είναι αφιερωμένα στο Θεό, εννοώ τα ιερά Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία' "Γιατί γράφτηκαν για να νουθετήσουν εμάς που ζούμε στα έσχατα χρόνια". Επίσης είναι φανερό ότι οι δίσκοι και τα ποτήρια, τα θυμιάματα, οι λυχνίες και οι τράπεζες, όλα αυτά είναι σεβάσμια' Γιατί πρόσεχε, όταν ο Βαλτάσαρ διέταξε να εξυπηρετηθεί ο λαός με τα ιερά σκεύη, πώς ο Θεός κατάργησε τη Βασιλεία του.

Τέταρτος είναι ο τρόπος με τον οποίο προσκυνούνται οι εικόνες που φανερώθηκαν στους προφήτες (γιατί είδαν το Θεό με εικονική όραση) και οι εικόνες που αναφέρονται σ' εκείνα που επρόκειτο να συμβούν, όπως είναι η ράβδος του Ααρών, που εικονίζει το μυστήριο της Παρθένου, και η στάμνα και η τράπεζα' Αλλά και ο Ιακώβ προσκύνησε στο άκρο της ράβδου και ήταν τύπος του Σωτήρα. Επίσης και οι εικόνες που αποτελούν ανάμνηση γεγονότων' διότι η ίδια η σκηνή ήταν παγκόσμια εικόνα (γιατί λέει στο Μωυσή, "πρόσεχε τον τύπο που σου επιδείχθηκε πάνω στο Όρος"), και τα χρυσά Χερουβείμ, έργο χυτό, και τα Χερουβείμ του παραπετάσματος, έργο υφαντό. Έτσι προσκυνούμε τον τίμιο τύπο του Σταυρού, το ομοίωμα της σωματικής μορφής του Θεού μου και εκείνης που τον γέννησε κατά σάρκα, και των υπηρετών του.

Πέμπτος τρόπος είναι εκείνος κατά τον οποίο ο ένας προσκυνά τον άλλο, επειδή έχουμε ένα κομμάτι του Θεού και δημιουργηθήκαμε κατ' εικόνα Θεού, δείχνοντας ταπείνωση ο ένας προς τον άλλο και εκπληρώνοντας νόμο αγάπης.

Έκτος τρόπος είναι εκείνος κατά τον οποίο προσκυνούμε όσους βρίσκονται σε αρχές και εξουσίες (γιατί λέει' "αποδώστε σε όλους ό,τι οφείλετε, σε εκείνον που οφείλετε τιμή, την τιμή"), όπως ο Ιακώβ προσκύνησε τον Ησαύ, ως μεγαλύτερο αδελφό του, και τον Φαραώ, που χρίστηκε από το Θεό άρχοντας.

Έβδομοςτρόπος είναι εκείνος κατά τον οποίο προσκυνούν οι δούλοι τους δεσπότες και τους ευεργέτες και όσους μπορούν να βοηθήσουν, εκείνοι που έχουν ανάγκη, όπως ο Αβραάμ προσκύνησε τους υιούς Εμμώρ, όταν αγόρασε το διπλό σπήλαιο.

Και για να μιλήσουμε με συντομία, η προσκύνηση αποτελεί σύμβολο φόβου και τιμής και υποταγής και ταπείνωσης, αλλά δεν πρέπει να προσκυνούμε κανένα ως Θεό, παρά μόνο το κατά φύση Θεό, και να αποδίδουμε σε όλους ότι οφείλουμε, όπως είπε ο Κύριος. Βλέπετε πόση δύναμη και ποια θεία ενέργεια δίνεται σ'εκείνους που πλησιάζουν τις άγιες εικόνες με πίστη και καθαρή συνείδηση. Γι αυτό, αδελφοί μου, ας σταθούμε στη πέτρα της πίστεως και στην παράδοση της Εκκλησίας, χωρίς να μετακινούμε τα όρια που έθεσαν οι άγιοι πατέρες μας, και χωρίς να υποχωρούμε σ" εκείνους που θέλουν να καινοτομούν και να γκρεμίσουν την οικοδομή της αγίας καθολικής και αποστολικής του Θεού Εκκλησίας' γιατί, αν δοθεί άδεια στον καθένα που θέλει, τότε σιγά σιγά θα καταλυθεί όλο το σώμα της Εκκλησίας.

Επίσης να προσκυνούμε και τους αγίους, ως εκλεκτούς φίλους του Θεού που έχουν την παρρησία προς αυτόν. Γιατί, αν οι άνθρωποι προσκυνούν τους φθαρτούς και πολλές φορές ασεβείς και αμαρτωλούς βασιλείς, και τους άρχοντες που εγκαθίστανται από αυτούς και τους υπηρέτες τους, σύμφωνα με τα θεία λόγια του αποστόλου, "να υποτάσσεστε στις αρχές και τις εξουσίες", και "αποδώστε σε όλους τις οφειλές ,σ' εκείνον που οφείλετε τιμή, την τιμή, σ' εκείνον που οφείλετε σεβασμό, τον σεβασμό", και "αποδώστε στον Καίσαρα όσα ανήκουν στον Καίσαρα", όπως λέει ο Κύριος, και "όσα είναι του Θεού στο Θεό", πόσο περισσότερο πρέπει να προσκυνούμε των βασιλέα των βασιλέων, που είναι ο μόνος κατά φύση κυρίαρχος, και τους δούλους και φίλους του, που έγιναν κυρίαρχοι των παθών και αναδείχθηκαν από αυτόν άρχοντες όλης της γης( γιατί λέει ο Δαβίδ, "και θα τους αναδείξεις άρχοντες σ' όλη τη γη (ψαλμ 44,17), και έλαβαν εξουσία εναντίον των δαιμόνων και των ασθενειών και θα βασιλεύσουν μαζί με το Χριστό βασιλεία άφθαρτη και ακατάλυτη, των οποίων και μόνο η σκιά έδιωχνε αρρώστιες και δαίμονες;

Ας μη θεωρήσουμε λοιπόν την εικόνα ασθενέστερη και ατιμότερη από τη σκιά˙ γιατί σκιαγραφεί αληθινά το πρωτότυπο.

anavaseis.blogspot.gr 


Αββά Δωροθέου - Για το θείο φόβο

$
0
0
Αββά Δωροθέου έργα ασκητικά 
Δ' Διδασκαλία - ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΙΟ ΦΟΒΟ

Ο Αγιος Ιωάννης λέει στις Καθολικές Επιστολές: H τέλεια αγάπη φυγαδεύει το φόβο (Α' Ιωάννου 4, 18). Άραγε, τι θέλει μ' αυτό να μας επισημάνει ο Αγιος; Ποια άραγε ονομάζει αγάπη και ποιο φόβο; Ο Προφήτης λέει στον ψαλμό:Φοβήθητε τον Κύριο, πάντες οι άγιοι αυτού (Ψαλμ. 33, 10) και χίλια άλλα παρόμοια βρίσκουμε στις Άγιες Γραφές. Αν λοιπόν και οι άγιοι που τόσο αγαπούν τον Κύριο τον φοβούνται, πως λέει: Η αγάπη φυγαδεύει τον φόβο; Θέλει να μας δείξει ο άγιος ότι είναι δύο είδη φόβων, ένας αρχικός και ένας τέλειος. Και ότι ο μεν ένας είναι χαρακτηριστικό των αρχαρίων, όπως θα λέγαμε, στην πνευματική ζωή, ο δε άλλος είναι χαρακτηριστικό των αγίων που έχουν πια τελειωθεί πνευματικά, αυτών που έφτα­σαν στο μέτρο της άγιας αγάπης. Να, τι θέλω να πω: Κάνει κανείς το θέλημα του Θεού για το φόβο της τιμωρίας.

Αυτός, όπως είπαμε, είναι ακόμα ολότελα αρχάριος. Δεν αγωνίζεται για το ίδιο το καλό, αλλά επειδή φοβάται τις τιμωρίες. Άλλος κάνει το θέλημα του Θεού επειδή αγαπάει το Θεό, επειδή χαίρεται ιδιαίτερα με το να είναι η ζωή του ευάρεστη στο Θεό. Αυτός γνωρίζει την ουσία του καλού, αυτός γεύτηκε τι σημαίνει να είναι κανείς ενωμένος με το Θεό. Αυτός είναι εκείνος που έχει αληθινή αγάπη, που ο άγιος την ονομάζει τέλεια. Και αυτή η αγάπη τον οδηγεί στον τέλειο φόβο. Γιατί αυτός φοβάται και κάνει το θέλημα του Θεού, όχι από φόβο για τις τιμωρίες, όχι από φόβο μήπως κολαστεί, αλλά, όπως ακριβώς είπαμε, επειδή γεύτηκε τη γλυκύτητα που δοκιμάζει όποιος είναι ενωμένος με το Θεό, φοβάται μήπως τη χάσει, φοβάται μήπως τη στερηθεί. Αυτός λοιπόν ο τέλειος φόβος, που προέρχεται απ' αυτή την αγάπη, απομακρύνει τον αρχικό φόβο. Και γι' αυτό λέει: Η τέλεια αγάπη φυγαδεύει το φόβο. Είναι όμως αδύνατο να φτά­σει κανείς διαφορετικά στον τέλειο φόβο, παρά μόνο με τον αρχικό.

Γιατί υπάρχουν τρία είδη ψυχικών διαθέσεων, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, με τα οποία μπορούμε να ευαρεστήσουμε στο Θεό. Δηλαδή,ευαρεστούμε στο Θεό ή επειδή φοβό­μαστε την κόλαση -και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του δούλου- ή εκπληρώνουμε τις εντολές του Θεού, επειδή επιδιώ­κουμε τα κέρδη που θα πάρουμε σαν μισθό από το Θεό για την προσωπική μας ωφέλεια -και σ' αυτό το σημείο μοιάζουμε με τους μισθωτούς- ή για το ίδιο το καλό και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του υιού.Γιατί, όταν ο υιός φτάσει σε ώριμη ηλικία, κάνει το θέλημα του πατέρα του, όχι γιατί φοβάται μήπως τον δείρει, ούτε για να πάρει άπ' αυτόν μισθό, αλλά επειδή τον αγαπάει ιδιαίτερα και τον σέβεται και είναι σίγουρος ότι όλα τα υπάρχοντα του πατέρα του είναι δικά του. Αυτός αξιώνεται ν' ακούσει: Δεν είσαι πια δούλος, αλλά υιός και κληρονόμος του Θεού, δια Χριστού (Γαλ. 4, 7). Αυτός δεν φοβάται πια το Θεό, μ' εκείνον βέβαια τον αρχικό φόβο, αλλά τον αγαπάει, όπως λέει ο Αγ. Αντώνιος:Εγώ δεν φοβάμαι πια το Θεό, αλλά τον αγαπώ. 

Και ο Κύριος που είπε στον Αβραάμ, μετά την προσφορά του παιδιού του: Τώρα πια βεβαι­ώθηκα ότι φοβάσαι το Θεό (Γεν. 22, 12), εκείνον τον τέλειο φόβο εννοούσε, που έρχεται στην ψυχή από την αγάπη. Γιατί πως θα έλεγε: Τώρα πια βεβαιώθηκα; - Συγχωρά με, Θεέ μου, που θα κάνω αυτή τη σκέψη. Τόσα πολλά έκανε ο Αβραάμ. Υπά­κουσε στο Θεό και άφησε όλα του τα υπάρχοντα και ξενιτεύτηκε σε ξένη γη και σε ειδωλολατρικό έθνος, όπου δεν υπήρχε ούτε ίχνος θεοσέβειας, και πάνω άπ' όλα του έστειλε και το φοβερό πειρασμό της θυσίας του παιδιού του. Και μετά άπ' όλα αυτά του λέει: Τώρα πια βεβαιώθηκα ότι φοβάσαι το Θεό; Είναι ολοφάνερο ότι τον τέλειο φόβο ευνοούσε, αυτόν που έχουν οι Άγιοι. Γιατί δεν κάνουν πια το θέλημα του Θεού από το φόβο της τιμωρίας ή για να πάρουν μισθό, αλλά επειδή αγαπάνε το Θεό, όπως πολλές φορές είπαμε, επειδή φοβούνται να κάνουν κάτι που δεν συμφωνεί με το θέλημα του Αγαπημένου. Και γι' αυτό λέει: Η αγάπη απομακρύνει το φόβο. Γιατί δεν τηρούν πια το νόμο του Θεού από φόβο, αλλά φοβούνται επειδή αγαπάνε. 

Αυτός είναι ο τέλειος φόβος, αλλά δεν μπορεί κανείς να φτάσει στον τέλειο φόβο, όπως πριν είπαμε, αν δεν αποκτή­σει πρώτα τον αρχικό φόβο. Γιατί λέει:Η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου (Ψαλμ. 110, 10). Και πάλι λέει: Αρχή τέλος είναι ο φόβος του Θεού(Παροιμ. 1, 7: 9,10: 22, 4). Αρχή εννοεί τον αρχικό φόβο που τον διαδέχεται ο τέλειος, ο φόβος των αγίων. Ο αρχικός λοιπόν φόβος ταιριάζει στο δικό μας πνευματικό επίπεδο. Αυτός προφυλάσσει την ψυχή από κάθε κακία, όπως το γάνωμα προφυλάσσει το χάλκωμα. Γιατί λέει:Με το φόβο του Κυρίου ξεφεύγει καθένας από κάθε κακό(Παροιμ. 15,  Εάν λοιπόν απομακρυνθεί από το κακό, με το φόβο της τιμωρίας, σαν το δούλο που φοβάται το αφεντικό του, φτάνει σιγά-σιγά να κάνει το καλό, και κάνοντας το καλό αρχίζει λίγο-λίγο να ελπίζει και σε κάποια αμοιβή της εργασίας, όπως ακριβώς και ο μισθωτός. 



Όταν λοιπόν επιμείνει στην αποφυγή του κακού, όπως είπαμε, από φόβο σαν το δούλο, και πάλι, όταν συνεχίσει να κάνει το καλό με την ελπίδα της αμοιβής, όπως ακριβώς ο μισθωτός, παραμένοντας, με τη Χάρη Θεού, στην προσπάθεια του καλού για αρκετό χρονικό διάστημα και προσεγγίζοντας το Θεό, ανάλογα με την πρόοδο του, γεύεται τελικά τη Θεϊκή παρουσία και δεν θέλει πια ν' απομακρυνθεί από το Θεό. Γιατί ποιος μπορεί πια να τον χωρίσει, όπως είπε ο Απόστολος, από την αγάπη του Χριστού; (Ρωμ. 8, 35). 


Τότε φτάνει στην κατάσταση του υιού και αγαπάει το καλό για το ίδιο το καλό και φοβάται επειδή αγαπάει. Αυτός ακριβώς είναι ο μεγάλος και τέλειος φόβος Γι' αυτό ο Προφήτης διδάσκοντας μας τη διαφορά αυτών των φόβων έλεγε: Ελάτε, παιδιά μου, ακούστε με,θα σας διδάξω το φόβο του Θεού (Ψαλμ. 33,12). Προσέξτε σε κάθε λόγο του Προφήτη,προσέξτε ότι κάθε λέξη του έχει δύναμη. Πρώτα-πρώτα λέει: Ελάτε κοντά μου, προσκαλώντας μας στην αρετή. Προσθέτει και τη λέξη παιδιά. Παιδιά ονομάζουν οι άγιοι εκείνους που με το λόγο τους μεταμορφώνονται από την κακία στην αρετή, όπως λέει ο Απόστολος:Παιδιά, που για χάρη σας ξαναδοκιμάζω τις ωδίνες του τοκετού, μέχρι να μορ­φωθεί ο Χριστός μέσα σας (Γαλ. 4, 19). Μετά, αφού μας προ­σκάλεσε και μας παρακίνησε για μια τέτοια μεταμόρφωση, λέει: Θα σας διδάξω το φόβο του Κυρίου. 

Βλέπετε την παρρησία του Αγίου; Εμείς όταν θέλουμε να πούμε κάτι καλό, πάντα λέμε: Θέλετε να μιλήσουμε λίγο και να εμβαθύνουμε στο τι σημαίνει φόβος του Θεού ή κάποια άλλη αρετή; Ο Άγιος όμως δεν μίλησε έτσι, αλλά με παρρησία έλεγε:Έλατε, παιδιά μου, ακούστε με, θα σας διδάξω το φόβο του Θεού. Ποιος είναι εκείνος ο άνθρωπος, που θέλει να ζήσει, που επιθυμεί να δει καλές ημέρες (Ψαλμ. 33, 13). Μετά σαν κάποιος ν' απάντησε: Εγώ θέλω. Μάθε με πως να ζήσω, ώστε να δω καλές ημέρες, τον διδάσκει λέγοντας:Σταμάτησε τη γλώσσα σου να λέει ανάρμοστα λόγια και τα χείλη σου να μιλάνε με τρόπο δόλιο (Ψαλμ. 33, 14). 

Να, αμέσως κόβει την ενέργεια του κακού με το φόβο του Θεού. Το να σταματήσεις τη γλώσσα σου να λέει ανάρμοστα λόγια, σημαίνει να μην πληγώσεις με κάποιο λόγο τη συνείδηση του πλησίον, να μην κακολογήσεις, να μην κάνεις κανέναν να οργιστεί. Το δε τα χείλη σου να μη μιλάνε με τρόπο δόλιο σημαίνει να μην εξαπατήσεις τονπλησίον.Μετά προσθέτει: Απομακρύνσου από το κακό. Ανέφερε πρώτα μερικές αμαρτίες,την καταλαλιά, τη δολιότητα, και συμ­πλήρωσε γενικά για κάθε άλληκακία το απομακρύνσου από το κακό. Δηλαδή, μ' ένα λόγο, απόφυγε κάθε κακό, απομακρύνσου από κάθε πράγμα που οδηγεί στην αμαρτία. Και δεν είπε μόνον αυτό και σιώπησε αλλά πρόσθεσε: Κάνε το καλό. Γιατί πολλές φορές δεν κάνει κανείς το κακό, άλλ' όμως δεν κάνει ούτε καλό. Δεν αδικεί, όμως ούτε και ελεεί. Δεν μισεί, όμως ούτε αγαπάει. Καλά λοιπόν είπε ο Προφήτης: Απομακρύνσου από το κακό και κάνε το καλό. Έτσι μας δείχνει με τη σειρά τις τρεις εκείνες καταστάσεις που προείπαμε. Με το φόβο δηλαδή του Θεού οδηγεί την ψυχή μακριά από το κακό και την παρο­τρύνει να ανυψωθεί στο χώρο του καλού. 

Γιατί, αν αξιωθεί κανείς να σταματήσει να κάνει το κακό και ν' απομακρυνθεί άπ' αυτό, με φυσικό τρόπο πια κάνει το καλό, με την καθοδή­γηση των αγίων. Αφού είπε πολύ καλά αυτά, στη συνέχεια πρό­σθεσε: Ζήτησε την ειρήνη και επιδίωξε την, και δεν είπε: Ζήτησε μόνον, αλλά κυνήγησε την για να την αποκτήσεις.. Προσέξτε πολύ αυτό το ρητό και παρατηρήστε την ακρίβεια του Αγίου. Όταν αξιωθεί κανείς ν' απομακρυνθεί από το κακό και αγωνιστεί, με τη Χάρη του Θεού, να κάνει συνέχεια το καλό αμέσως αρχίζουν οι εχθροί του να τον πολε­μούν. Αγωνίζεται λοιπόν, κοπιάζει, συντρίβεται, όχι μόνον επειδή φοβάται να μην ξαναγυρίσει στο κακό, όπως είπαμε για το δούλο, αλλά ελπίζοντας ότι θα πάρει το μισθό του για το καλό, όπως ακριβώς ο μισθωτός. Με το να πολεμιέται λοιπόν και να πολεμάει και να κτυπιέται με τον εχθρό, κάνει το καλό, αλλά με πολλή θλίψη, με πολλή συντριβή. 

Όταν λοιπόν πάρει βοήθεια από το Θεό και αρχίζει να συνηθίζει να κάνει το καλό, τότε βλέπει την ανάπαυση, τότε γεύεται προοδευτικά την ειρήνη, τότε αισθάνεται ποια είναι η θλίψη του πολέμου και ποια η χαρά και η ευφροσύνη της ειρήνης. Τότε λοιπόν τη ζητάει, αγωνίζεται και την καταδιώκει τρέχοντας για να την κερδίσει, για να την κατακτήσει τέλεια, για να την εγκαταστήσει στην ψυχή του. Ποιος λοιπόν είναι πιο μακάριος από την ψυχή εκείνη, που αξιώθηκε να φτάσει σ' αυτό το μέτρο; Αυτός, όπως πολλές φορές είπαμε, βρίσκεται στην κατάσταση του υιού. Γιατί, πρα­γματικά, είναι μακάριοι αυτοί που επιδιώκουν την ειρήνη. Γιατί αυτοί θα ονομαστούν παιδιά του Θεού (Ματθ. 5, 9). Ποιος λοι­πόν μπορεί να πείσει πλέον την ψυχή εκείνη να κάνει το καλό για κάποιον άλλο λόγο, εκτός από την απόλαυση αυτού του ίδιου του αγαθού; Ποιος άλλος γνωρίζει αυτή τη χαρά, παρά εκείνος που τη γεύτηκε; Τότε αυτός γνωρίζει, όπως πολλές φορές είπαμε, τον τέλειο φόβο.Ακούσαμε λοιπόν ποιος είναι ο τέλειος φόβος των αγίων και ποιος είναι ο αρχικός φόβος της δικής μας καταστάσεως και από που ξεκινάει κανείς και που φτάνει με το φόβο του Θεού. 

Τώρα λοιπόν μας απομένει να μάθουμε το πως έρχεται ο φόβος του Θεού και να πούμε ποια είναι αυτά που μας αποξενώνουν άπ' αυτόν. Είπαν οι Πατέρες ότι ο άνθρωπος αποκτάει το φόβο του Θεού: Με τη διαρκή μνήμη του θανάτου και των τιμωρι­ών. Με το να έρευνα τον εαυτό του, κάθε βράδυ, πως πέρασε την ημέρα, και κάθε πρωί πάλι, πως πέρασε τη νύκτα. Με το να μην έχει παρρησία. Με το να ζήσει με κάποιον άλλον άνθρωπο που πραγματικά φοβάται το Θεό. Γιατί λέγεται ότι ρώτησε '=ένας αδελφός κάποιον από τους Γέροντες: Τι να κάνω, πάτερ, για να φοβάμαι το Θεό; Και του λέει ο Γέροντας: Πήγαινε να ζήσεις μαζί με κάποιον που φοβάται το Θεό, και καθώς εκείνος θα ζει το φόβο του Θεού, θα μάθεις και συ πως να Τον φοβάσαι.Διώχνουμε δε το φόβο του Θεού μακριά μας κάνοντας όλα τα αντίθετα άπ' αυτά που αναφέραμε, δηλαδή με το να μην έχουμε μνήμη θανάτου και των τιμωριών, να μην προσέχουμε τους εαυτούς μας, να μην εξετάζουμε πως περάσαμε, αλλά να ζούμε αδιάφορα και μ' αδιάφορους πνευματικά να συναναστρε­φόμαστε, και ακόμα έχοντας παρρησία. Αυτό είναι χειρότερο άπ' όλα. Αυτό είναι τέλειος αφανισμός. Γιατί, τι άλλο διώχνει μακριά από την ψυχή το φόβο του Θεού, όπως η παρρησία; 

Γι' αυτό, όταν ρώτησαν τον αββά Αγάθωνα για την παρρησία, είπε ότι μοιάζει με μεγάλο καύσωνα, που όταν έλθει, όλοι τρέχουν να κρυφτούν και που καταστρέφει τους καρπούς των δέντρων. Βλέπετε, αδελφοί μου, τι δύναμη έχει το πάθος; Βλέπετε τι οργή; Και όταν τον ξαναρώτησαν: Πραγματικά, είναι τόσο φοβερή αμαρτία, η παρρησία; Απάντησε: Δεν υπάρχει χειρότερο πάθος από την παρρησία, γιατί αυτη είναι η μητέρα όλων των παθών. Πολύ καλά και με πολλή σύνεση είπε ότι είναι μητέρα όλων των παθών, επειδή αυτή διώχνει το φόβο του Θεού από την ψυχή. Γιατί, αν με το φόβο του Κυρίου απομακρύνεται κανείς από κάθε κακό, οπωσδήποτε όπου δεν υπάρχει φόβος Θεού, εκεί βρίσκεται κάθε πάθος. Ο Θεός να γλυτώσει τις ψυχές μας από το καταστροφικό πάθος της παρρησίας.-. Και η παρρησία εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Παρρη­σιαζεταί κανείς και με τα λόγια και με την αφή και με το βλέμμα. Φτάνει κανείς από την παρρησία και στην αργολογία, και στο να κουβεντιάζει για κοσμικά πράγματα και στο να κάνει αστεία και να προξενεί άσεμνα γέλια. Παρρησία είναι το να αγγίζεις κάποι­ον χωρίς να υπάρχει ανάγκη, το να απλώσεις το χέρι σου σε κάποιον για ν' αστειευτείς, το να σπρώξεις κάποιον ή να του αρπάξεις κάτι, το να κοιτάζεις κάποιον με αναίδεια. Αυτά όλα τα γεννάει η παρρησία. Αυτά όλα γίνονται γιατί δεν υπάρχει στην ψυχή φόβος Θεού. Και άπ' αυτά φτάνει κανείς σιγά-σιγά και σε τέλεια καταφρόνηση . Γι' αυτό, όταν παρέδιδε ο Θεός τις εντολές του νόμου, έλεγε:Κάνετε ευλαβείς τους υιούς του Ισραήλ (Λευίτ. 15, 31). 

Γιατί χωρίς την ευλάβεια ούτε τον ίδιο το Θεό δεν τιμάει κανείς, ούτε καν δίνει προσοχή, έστω και μια φορά, σ' οποιαδήποτε εντολή. Γι' αυτό δεν υπάρχει τίποτα πιο επιζήμιο από την παρρησία. Γι' αυτό είναι η μητέρα όλων των παθών, επειδή απομακρύνει την ευλάβεια,επειδή διώχνει το φόβο του Θεού, επειδή γεννάει την καταφρόνηση.Επειδή έχετε παρρησία μεταξύ σας, γι' αυτό και δεν έχετε σεβασμό και μιλάτε άσχημα και πληγώνετε ο ένας τον άλλο. Και αν ένας σας δει κάτι που δεν ωφελεί, φεύγει, το κουβεντιάζει και το βάζει στην καρδιά άλλου αδελφού. Και δεν βλάπτεται μόνον αυτός, αλλά βλάπτει και τον αδελφό του, βάζοντας στην καρδιά του το θανατηφόρο σπέρμα του κακού. Και ενώ πολλές φορές έχει το νου του στην προσευχή ή σε κάποιο άλλο καλό πράγμα, πάει ο άλλος και του δίνει θέμα ν' απασχολείται, και όχι μόνον εμποδίζει την πνευματική του ωφέλεια, αλλά του φέρνει και πειρασμό. Και δεν υπάρχει τίποτα ποιο βαρύ, τίποτα πιο κατα­στρεπτικό, από το να κάνει κανείς κακό, όχι μόνον στον εαυτόν του, αλλά και στους άλλους.. 

Ας έχουμε ευλάβεια, αδελφοί μου, ας φοβόμαστε την καταστροφή, τη δική μας και των άλλων. Ας τιμούμε ο ένας τον άλλον και ας προσέχουμε ώστε ούτε να σηκώνουμε τα μάτια μας στα πρόσωπα των άλλων. Γιατί και αυτό, όπως είπε κάποιος από τους Γέροντες, είναι είδος παρρησίας.Και αν κάποτε συμβεί και δει κανείς τον αδελφό του ν' αμαρτάνει, ούτε να τον αποστραφεί και να σιωπήσει και να τον αφήσει να καταστραφεί, ούτε πάλι να τον βρίσει και να τον καταληλήσει, αλλά με συμπάθεια και φόβο Θεού ν' αναφέρει το γεγονός σε κάποιον που είναι σε θέση να τον διορθώσει, ή να του μιλήσει ο ίδιος με αγάπη και ταπείνωση λέγοντας: Συγχώρε­σε με, αδελφέ μου, γιατί σαν άνθρωπος που δεν έχω μάθει να βλέπω τα χάλια μου, παρατηρώ ότι ίσως δεν κάνουμε καλά αυτό εδώ το πράγμα. Και αν δεν τον ακούσει, ας το πει σε άλλον, σ' όποιον η συνείδησή του τον πληροφορεί ότι είναι ευλαβής. Ας το πει στον προεστώτα του ή στον ηγούμενο, ανάλογα με το μέγεθος του σφάλματος, και ας ησυχάσει. 

Αλλά, όπως είπαμε, να το πει με σκοπό να διορθώσει τον αδελφό του και όχι για φλυαρία ή για καταλαλιά ή για εξουδενωσή του, χωρίς να θέλει να τον διαπομπεύσει, χωρίς να τον κατακρίνει,χωρίς να προφασίζεται ότι δήθεν θέλει να τον διορθώσει, έχοντας μέσα του κάποια κακή πρόθεση άπ' όσες ανέφερα. Γιατί πραγματικά, και στον ίδιο το Γέροντα του αν πει κανείς κάτι, χωρίς να έχει την πρόθεση να διορθώσει τον πλησίον ή γιατί ο ίδιος σκανδαλίστη­κε, είναι αμαρτία, είναι καταλαλιά. Αλλ' ας εξετάσει την καρ­διά του και αν έχει κάποια εμπαθή τάση, να μην το πει. Αν όμως παρατηρεί με ακρίβεια μέσα του ότι πραγματικά από συμπάθεια και για την ωφέλεια του πλησίον θέλει να το πει, τον ενοχλεί όμως και κάποιος λογισμός μέσα του εμπαθής, να αναφέρει στο Γέροντα με ταπείνωση και το δικό του αμάρτημα και του πλησί­ον λέγοντας: Η μεν συνείδηση μου με πληροφορεί ότι θέλω να το πω για τη διόρθωση του αδελφού, αλλά αισθάνομαι ότι μέσα μου έχει μπλεχτεί και κάποιος λογισμός, είτε γιατί είχα κάποτε κάτι εναντίον του αδελφού, είτε γιατί κάποιος απατηλός λογι­σμός θέλει να μ' εμποδίσει να το πω και να διορθωθεί, δεν ξέρω. Και τότε ο Γέροντας θα του πει αν πρέπει να το πει ή όχι

Πολλές φορές λέει κανείς κάτι χωρίς να έχει σκοπό ούτε να ωφελήσει τον αδελφό του, ούτε να εξομολογηθεί το σκανδαλισμό του, ούτε επειδή έχει κάποια μνησικακία, αλλά έτσι απλά στη συζήτηση, από διάθεση αργολογίας. Και τι χρειάζεται αυτή η φλυαρία; Πολλές φορές μάλιστα, μαθαίνει ο αδελφός ότι έλεγε γι' αυτόν και ταράζεται και θλίβεται και μεγαλώνει το κακό. Γιατί όταν λέει κανείς κάτι μόνο και μόνο για να ωφεληθεί ο άλλος, δεν επιτρέπει ο Θεός να ταραχθεί, δεν αφήνει να επακο­λουθήσει καμιά θλίψη και βλάβη.. 

Αγωνιστείτε λοιπόν όπως είπαμε, να φυλάτε τη γλώσ­σα σας, να μη λέει κανείς σας κακό για τον πλησίον, ούτε να πληγώνει κανέναν με λόγο ή έργο ή με κίνηση ή μ' οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Ούτε να είσαστε ευέξαπτοι, ώστε, όταν ακούσει κανείς σας από τον αδελφό του ένα λόγο, να θυμώνει ή να απαντάει και αυτός άσχημα ή να παραμένει θλιμμένος μαζί του. Αυτά δεν είναι σημάδια αυτών που αγωνίζονται. Αυτά δεν τα κάνουν όποιοι θέλουν να σωθούν.Αποκτήστε το φόβο του Θεού, αλλά με ευλάβεια, ώστε, όταν συναντιόσαστε, να σκύβει καθένας το κεφάλι του μπροστά στον αδελφό του, όπως είπαμε,ταπεινώνοντας τον εαυτόν του, μπρο­στά στο Θεό και μπροστά στον αδελφό του και κόβοντας για χατήρι του το θέλημα του. 

Πραγματικά είναι αξιέπαινο πράγμα το να παραχωρεί κάποιος διακονητής τη θέση του στον αδελφό του και να τον προτιμάει. Ωφελείται αυτός που την παραχώρη­σε περισσότερο από τον άλλο. Εγώ δεν θυμάμαι να έκανα τίποτα καλό, άλλ' αν πάντοτε με σκέπασε η Χάρη του Θεού, άπ' αυτό ξέρω ότι με σκέπασε, δηλαδή από το ότι ποτέ δεν προτίμησα τον εαυτό μου από τον αδελφό μου, αλλά πάντα έβαζα πρώτο τον αδελφό μου.-. Όταν ακόμα βρισκόμουν στο Μοναστήρι του αββά Σερίδου, αρρώστησε ο διακονητής του Γέροντα, του αββά Ιω­άννη, που ήταν υποτακτικός του αββά Βαρσανουφίου, και μου έδωσε ευλογία ο Γέροντας μου να υπηρετήσω εγώ τον άρρωστο Γέροντα. Και φιλούσα με τέτοιο τρόπο την πόρτα του κελλιού του άπ' έξω, όπως ακριβώς προσκυνάει κανείς τον Τίμιο Σταυ­ρό. Πόσο μάλλον ήμουν ευτυχισμένος να τον υπηρετώ! Γιατί ποιος δεν θα 'θελε ν' αξιωθεί να διακονήσει έναν τέτοιον άγιο; Μι­λούσε μάλιστα και πολύ θαυμαστά και κάθε μέρα, πάντα αφού τελείωνα τη διακονία μου, του έβαζα μετάνοια για να πάρω την ευχή του να φύγω, και πάντοτε μου έλεγε κάτι. Γιατί ο Γέροντας είχε τέσσερις λόγους. Και, όπως είπα, κάθε βράδυ, όταν επρόκει­το ν' αναχωρήσω, μου έλεγε οπωσδήποτε έναν από αυτούς τους τέσσερις και μιλούσε έτσι: Πάνω άπ' όλα, αδελφέ μου -γιατί έτσι συνήθιζε ο Γέροντας σε κάθε λόγο να χρησιμοποιεί αυτή τη φράση- ο Θεός να φυλάξει την αγάπη. Είπαν οι Πατέρες: Το να προσέξει κανείς να μην σκανδαλίσει τη συνείδηση του πλησί­ον, γεννάει την ταπεινοφροσύνη. Το άλλο βράδυ μου έλεγε:Πάνω άπ' όλα, αδελφέ μου, ο Θεός να φυλάξει την αγάπη.Είπαν οι Πατέρες: Ποτέ δεν έβαλα το θέλημα μου, εμπρός από το θέλημα του αδελφού μου. Άλλοτε πάλι έλεγε: Πάνω άπ' όλα, αδελφέ μου, ο Θεός να φυλάξει την αγάπη. Είπαν οι Πατέ­ρες:Φεύγε από τα ανθρώπινα και σώζου. Πάλι έλεγε: Πάνω άπ' όλα, αδελφέ μου, ο Θεός να φυλάξει την αγάπη. Να σηκώνει ο ένας τα βάρη του άλλου και έτσι ν' αναπληρώσετε το νόμο του Χριστού (Γαλ. 6, 2).

Πάντοτε κάτι άπ' αυτά τα τέσσερα θα μου ' δινε σαν προτρο­πή, όταν κάθε βράδυ έφευγα, σαν να μου'δινε εφόδια, και έτσι τα είχα προστασία σ' όλη μου τη ζωή. Και όμως παρόλο ότι είχα τόση ανάπαυση κουτά στον άγιο και τέτοια διάθεση να τον διακονώ, μόνο με το να αισθάνομαι ότι κάποιος αδελφός θλιβό­ταν, ζητώντας και αυτός να τον διακονήσει, πήγαινα στον ηγού­μενο και τον παρακαλούσα λέγοντας: Είναι καλύτερα, αν ευλο­γείτε, αυτός ο αδελφός να διακονεί το Γέροντα. Και δεν μου έδωσε ευλογία, ούτε ο ηγούμενος, ούτε ο ίδιος ο Γέροντας. Πλην όμως τότε εγώ έκανα ό,τι μπορούσα να προτιμηθεί ο αδελφός. Και ενώ πέρασα εκεί εννέα χρόνια, δεν θυμάμαι να μίλησα άσχημα σε κανέναν, αν και ήμουνα πάντοτε σε διακονία -για να μην νομίζει κανείς ότι έγώ δεν βρέθηκα σε περιστάσεις που θ' απαιτούσαν να πω κάποιο λόγο. 

Και πιστέψτε με, θυμάμαι ότι με ακολούθησε ένας αδελφός από το νοσοκομείο μέχρι την εκκλησία βρίζοντας με, και εγώ περπατούσα μπροστά του, χωρίς να του πω ούτε μια λέξη, αλλά και όταν το έμαθε ο Γέροντας -δεν ξέρω ποιος του τ0 είπε, και θέλησε να τον επιτιμήσει, εγώ έπεσα στα πόδια του λέγοντας: Μη, για την αγάπη του Κυρίου, εγώ έσφαλα, τι φταίει ο αδελφός; Και κάποιος άλλος πάλι, είτε από πειρασμό, είτε από απλότητα -ο Θεός ξέρει από τι- για μεγάλο χρονικό διάστημα ουρούσε τη νύκτα στο προσκέφαλο μου, ώστε να βρέχονται και αυτά τα στρωσίδια μου. Παρόμοια και μερικοί άλλοι αδελφοί έρχονταν κάθε μέρα και τίναζαν τις ψάθες τους μπροστά στο κελλί μου και παρατηρούσα τόσο πλήθος κοριών να μπαίνουν στο κελλί μου, ώστε να μην προλαβαίνω να τους σκοτώνω, γιατί ήταν πάρα πολλοί από την πολλή ζέστη. 

Όταν λοιπόν πήγαινα να κοιμηθώ, μαζεύονταν όλοι οι κοριοί πάνω μου. Και μ' έπαιρ­νε μεν ο ύπνος από την πολλή κούραση, όταν όμως σηκωνόμου­να από τον ύπνο, έβλεπα όλο μου το σώμα καταφαγωμένο. Και ποτέ δεν είπα σε κανέναν άπ' αυτούς:Μην κάνεις έτσι ή γιατί το κάνεις αυτό; Ούτε θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου, όπως προείπα, να είπε κάποιο λόγο και να πλήγωσε ή να λύπησε κανέναν.Μάθετε και σεις να υπομένετε ο ένας τα βάρη του άλλου (Γαλ. 6, 2), μάθετε να έχετε σεβασμό μεταξύ σας. Και αν ακόμα ακούσει κανένας σας από κάποιον ένα λόγο, που δεν τον ευχα­ριστεί, ή αν πάθει κάτι παρά τη θέλησή του, να μην το πάρει αμέσως κατ' άκαρδα, να μην ερεθιστεί, και σε καιρό που προσφέ­ρεται για αγώνα και ωφέλεια, βρεθεί να έχει την καρδιά του χαλαρωμένη, ασυλλόγιστη, αδύναμη, ανίκανη να δεχτεί οποια­δήποτε προσβολή, όπως ακριβώς το πεπόνι, που και μικρό πετραδάκι να το εγγίσει, αμέσως τραυματίζεται και σαπίζει. 

Αλλά να έχετε καλύτερα σταθερή καρδιά, να έχετε μακροθυμία, για να νικάει η μεταξύ σας αγάπη όλα όσα συμβαίνουν.-. Και αν έχει κανείς μια διακονία ή αν τύχει και θέλει να ζητήσει κάτι από τον κηπουρό, είτε από τον κελλαρίτη, είτε από το μάγειρο, είτε μ' ένα λόγο από οποιονδήποτε συνδιακονητή του, να φροντίζει, και αυτός που ζητάει την υπηρεσία και ο διακονητής που την εκτελεί, να διατηρήσουν, πάνω άπ' όλα, την ευπροσήγορη και ειρηνική κατάσταση τους. Και ποτέ να μην αφήνουν τους εαυτούς τους να παρεκκλίνουν από την εντολή του Θεού και να τραπούν είτε σε ταραχή, είτε σε αντιπάθεια ή προσπάθεια, ή σ' οποιοδήποτε θέλημα ή δικαίωμα τους. Άλλ' ό,τι και αν συμβεί μικρό ή μεγάλο, ας το περιφρονήσει και ας αδιαφορήσει. Η αδιαφορία βέβαια είναι κακό πράγμα. Ούτε όμως πάλι είναι καλό να προτιμήσει ν' ασχοληθεί μ' αυτό που θα του συμβεί και να χάσει την ειρήνη του, ώστε να ζημιωθεί η ψυχή του. Γιατί σ' όποια διακονία και αν βρεθείτε, και αν ακόμα είναι πολύ βιαστική και σπουδαία, δεν θέλω να κάνετε τίποτα με φιλονικία, τίποτα με ταραχή, αλλά να είσαστε βέβαιοι ότι κάθε έργο που κάνετε, είτε μεγάλο είναι, είτε μικρό, όπως προείπα, είναι το ένα όγδοο άπ' αυτό που μας ζητιέται. 

Το να διατηρήσε­τε όμως την ειρήνη σας -και αν ακόμα συμβεί ν' αποτύχετε στο διακόνημα από την υποχώρηση που θα κάνετε- είναι τα τέσσε­ρα όγδοα, δηλαδή το μισό από το ζητούμενο. Βλέπετε πόση διαφορά υπάρχει;-. Όταν λοιπόν κάνετε κάτι, αν θέλετε να το κάνετε τέ­λειο και ολόκληρο, φροντίστε και αυτό να το κάνετε τέλειο -πράγμα που είναι, όπως είπα, το ένα όγδοο- και την εσωτερι­κή σας κατάσταση να φυλάξετε αβλαβή - πράγμα που είναι τα τέσσερα όγδοα. Αν όμως τύχει ανάγκη και παρασυρθείτε και παραβείτε αυτή την εντολή και βλαβείτε ή βλάψετε, δεν είναι συμφέρον, επειδή πρέπει να τελειωθεί η διακονία, να χάσετε τα τέσσερα όγδοα, δηλαδή την ειρήνη σας, μόνο και μόνο για να φυλάξετε το ένα όγδοο, δηλαδή την τελειότητα του έργου. 

Αν δείτε και κάνει κανείς κάτι τέτοιο, να είσαστε βέβαιοι ότι δεν κάνει το διακόνημα του με επίγνωση. Γιατί ή από κενοδοξία ή από ανθρωπαρέσκεια επιμένει φιλονικώντας και κολάζοντας τον εαυτόν του και τον πλησίον, για ν' ακούσει μετά άπ' αυτά ότι κανείς δεν μπόρεσε να τον νικήσει. Άλλοίμονο! Μεγάλο κατόρθωμα! Δεν είναι αυτή νίκη, αδελφοί μου, αυτή είναι ζημιά, αυτή είναι απώλεια. Σάς δίνω εντολή, ότι, και αν έγώ στείλω κάποιον από σας σ' οποιαδήποτε διακονία και δει να ξεσηκώνε­ται ταραχή ή οποιαδήποτε άλλη βλάβη, να σταματήσει. Και ποτέ να μην βλάψετε τους εαυτούς σας ή τους άλλους, αλλά να σταματήσει η δουλειά. Να μην γίνει. Μόνον μην ταράζεσθε. Επειδή, όπως είπα, κάνοντας έτσι, χάνετε τα τέσσερα όγδοα για να κερδίσετε το ένα όγδοο. Αυτό είναι παραλογισμός.

 Αυτά σάς τα λέω όχι για να μικροψυχείτε αμέσως και να σταματάτε τις διακονίες ή ν' αδιαφορείτε και να πετάτε δια μιας τα πράγματα και να καταπατάτε τη συνείδηση σας, επειδή θέλετε να ζείτε αμέριμνα. Ούτε πάλι για να παρακούετε και να λέει καθένας σας: Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, γιατί βλάπτο­μαι, δεν είναι στα μέτρα μου. Γιατί μ' αυτήν την πρόφαση δεν θα κάνετε ποτέ καμιά διακονία, ούτε ποτέ θα μπορέσετε να τηρήσετε την εντολή του Θεού. Αλλά σας το λέω, για να βάζετε όλη τη δύναμη σας, ώστε να κάνετε με αγάπη κάθε διακονία σας, με ταπεινοφροσύνη, υπακούοντας, τιμώντας, παρηγορών­τας ο ένας τον άλλο. Τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από την ταπεινοφροσύνη. Αν όμως δει κανείς κάποια στιγμή τον πλησί­ον ή τον εαυτόν του να θλίβεται, σταματήστε, υποχωρήστε, μην επιμένετε μέχρι σημείου που να επακολουθήσει και πνευματική βλάβη. Γιατί είναι καλύτερα, χίλιες φορές το λέω, να μη γίνει η δουλειά όπως θέλετε, αλλά όπως βολεύει, και όχι από ισχυρογνωμοσύνη ή από δικαίωμα, και αν ακόμα είναι ολοφάνερο ότι η υποχώρηση αυτή θα σας ταράξει ή θα θλίψει τους άλλους και χάσετε έτσι τα τέσσερα όγδοα. 

Γιατί υπάρχει πολλή διαφορά στη ζημιά. Πολλές φορές μάλιστα συμβαίνει και να χάνει κανείς το ένα όγδοο, και να μην καταφέρνει απολύτως τίποτα. Αυτές είναι οι συνέπειες των φιλονικιών. Αυτήν την αρχή να τηρήσου­με. Δηλαδή, όλα τα έργα που κάνουμε να τα κάνουμε με σκοπό να ωφεληθούμε άπ' αυτά. Ποια όμως ωφέλεια προκύπτει, όταν δεν ταπεινώνουμε τον εαυτό μας ο ένας στον άλλο; Αλλά αντίθετα συγχύζουμε και στενοχωρούμε ο ένας τον άλλο; Και ξέρετε αυτό που λέει το Γεροντικό: Από τον πλησίον εξαρτά­ται η ζωή και ο θάνατός μαςΝα τα μελετάτε πάντα μέσα σας αυτά, αδελφοί μου, να εντρυφάτε στα λόγια των αγίων Γερόντων, να φροντίζετε με αγάπη και φόβο Θεού να ζητάτε την ωφέλεια τη δική σας και των άλλων. Έτσι μπορείτε να βοηθιέστε άπ' όλα όσα συμβαί­νουν και να προοδεύετε, με τη Χάρη του Θεού. Αυτός δε ο φιλάνθρωπος Θεός μας να σας χαρίσει το φόβο Του. Γιατί λέει η Αγία Γραφή: Να φοβάσαι το Θεό και να τηρείς τις εντολές Του. Γιατί μόνο μέσα σ' αυτό το σχήμα βρίσκει και ολοκληρώνει τον προορισμό του κάθε άνθρωπος. 

http://anavaseis.blogspot.gr


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

$
0
0
Περί της αργίας της Κυριακής 
του Επισκόπου Αγίου Ευσεβίου Αλεξανδρείας

Μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας, μια ημέρα Κυριακή, ενώ καθόταν έξω από τον Ναό ο Επίσκοπος Ευσέβιος, τον πλησίασε ο Αλέξανδρος και του λέει:

-Σε παρακαλώ, άγιε Πατέρα, πες μου, για ποιο λόγο είναι αναγκαίο σ' εμάς τους Χριστιανούς να τηρούμε την αργία της Κυριακής και ποιο κέρδος έχουμε με το να μην εργαζόμαστε;

Τότε ο Επίσκοπος Ευσέβιος, άρχισε να του λέει:
-Άκουσε, παιδί μου, και θα σου πω, για ποιο λόγο μας δόθηκε η εντολή να τηρούμε την αργία της Κυριακής και να μην εργαζόμαστε. Όταν ο Κύριος Ιησούς Χριστός παρέδωσε στους μαθητές Του το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, πήρε το ψωμί, το ευλόγησε και κόβοντας σε κομμάτια το έδωσε στους μαθητές Του λέγοντας:

«Λάβετε και φάγετε, αυτό είναι το Σώμα μου, που τεμαχίζεται για χάρη σας, για τη συγχώρεση των αμαρτιών». Το ίδιο έδωσε σ' αυτούς και το κρασί, λέγοντας:

«Πιείτε απ' αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το Αίμα μου, της νέας διαθήκης, και χύνεται για χάρη σας και χάρη πολλών, για τη συγχώρεση των αμαρτιών. Αυτό να κάνετε σε ανάμνηση μου» (Ματθ. 16,26).


Ανάμνηση, λοιπόν, του Κυρίου είναι η αγία ημέρα της Κυριακής.Και γι' αυτό και ονομάστηκε Κυριακή, γιατί είναι η κυρία των ημερών. Γιατί, πριν από το πάθος του Κυρίου, δεν λεγόταν Κυριακή αλλά πρώτη ημέρα. Κατά την ημέρα αυτή ο Κύριος έκανε την αρχή της Αναστάσεως και έδωσε την εντολή να επιτελούνται τα άγια Μυστήρια. Η Κυριακή, λοιπόν, έγινε αρχή κάθε καλού για εμάς: Αρχή της δημιουργίας του κόσμου, αρχή της Αναστάσεως, αρχή της εβδομάδας. Η ημέρα αυτή έχει τρεις αρχές, υποδηλώνοντας την εξουσία της υπεραγίας Τριάδος.

Έχοντας, λοιπόν, η εβδομάδα επτά ημέρες, τις έξι μας τις έδωσε ο Θεός για να εργαζόμαστε και τη μια μας την έδωσε για προσευχή και ξεκούραση, για τη συγχώρεση των αμαρτιών μας και για να παρακαλέσουμε κατά την ημέρα της Κυριακής για τα αμαρτήματα που κάναμε κατά τις έξι ημέρες. Έλα, λοιπόν, το πρωί της Κυριακής στο Ναό του Θεού, πλησίασε τον Κύριο, εξομολογήσου στον Ιερέα Του τις αμαρτίες σου, μετανόησε σ' Αυτόν με θερμή προσευχή και συντετριμμένη καρδιά, μείνε στη Θεία Λειτουργία και σε καμιά περίπτωση μη φύγεις πριν από την απόλυση.

Πρόσεξε τον Κύριο σου που τεμαχίζεται στην Αγία Τράπεζα και μοιράζεται στους πιστούς χωρίς να δαπανάται, και εάν μεν έχεις καθαρή τη συνείδηση σου, πλησίασε και κοινώνησε από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Εάν όμως σε κατακρίνει η συνείδηση σου για πονηρά έργα, μη κοινωνείς μέχρι να διορθωθείς με τη μετάνοια. 

Να επιμένεις στην προσευχή και μη βγεις έξω από το Ναό μέχρι την απόλυση. 

Θυμήσου τον προδότη Ιούδα. Αρχή της απώλειας του έγινε από τη στιγμή που δεν παρέμεινε στην προσευχή μαζί με όλους και αποχώρησε γεμάτος τύψεις.

Και παίρνοντας τον Άγιο Άρτο μαζί του, βγήκε έξω πριν απ' όλους και αμέσως μπήκε μέσα του ο Σατανάς και απεφάσισε να προδώσει τον Κύριο. Εάν, λοιπόν, βγεις έξω από το Ναό πριν από την απόλυση, έγινες μιμητής του Ιούδα. Βλέπεις ότι για λίγη ώρα, πρόκειται να κατακριθείς μαζί με τον Ιούδα. Αλλά αντίθετα σε τίποτε δεν σε βλάπτει το να παραμείνεις. Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας απαιτείται μια διάθεση υπομονής ώστε να ολοκληρωθεί η Προσευχή σου. Για τίποτε άλλο δεν τηρούμε την αργία της Κυριακής, παρά για ν' απέχουμε από την εργασία και να συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία και να ευκαιρήσουμε για την προσευχή.

Εάν όμως δεν εργάζεσαι αλλά συγχρόνως και δεν προσέρχεσαι στο Ναό, δεν κέρδισες τίποτε. Αντίθετα, έβλαψες όχι λίγο τον εαυτό σου. Πολλοί δέχονται την Κυριακή, αλλά όχι όλοι για τον ίδιο σκοπό. Εκείνοι που σέβονται και αγαπούν το Θεό, δέχονται την Κυριακή για να αναπέμψουν προσευχές στο Θεό και να απολαύσουν το τίμιο Σώμα και άχραντο Αίμα του Χριστού. Οι αδιάφοροι και οι αμελείς δέχονται την Κυριακή για να απέχουν μεν από την εργασία αλλά να ευκαιρούν δε για την αμαρτία. Και ότι δεν ψεύδομαι, το μαρτυρεί η πραγματικότητα.

Οι μεγαλύτερες αμαρτίες, τα άσεμνα θεάματα, οι παράνομες ηδονές, οι περισσότερες ασωτίες. τα σαρκικά αμαρτήματα, οι φόνοι, οι κλεψιές, η κραιπάλη, η μέθη γίνονται την ημέρα της αργίας της Κυριακής. Λες και αυτή η ημέρα είναι αφιερωμένη στη λατρεία του σατανά. 

Εκείνοι όμως που προσέρχονται στη Θεία Λειτουργία τι απολαμβάνουν; 

Εγώ σου λέω πως βλέπουν τον Κύριό μας Ιησού Χριστό να βρίσκεται επάνω στην Αγία Τράπεζα, πως ακούν τον τρισάγιο ύμνο των Σεραφείμ να ψάλλεται, πως απολαμβάνουν την παρουσία και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, πως μελωδούν και χαίρονται οι Χριστιανοί με τον ύμνο των Αγγέλων, με το ακατάπαυστο «Αλληλούια», τις νουθεσίες και τις προτροπές των οσίων, όλα πνευματικά, όλα Ουράνια, όλα να προξενούν τη σωτηρία, όλα να φανερώνουν τη Βασιλεία του Θεού, να χαρίζουν την ειρήνη στην ψυχή, την ηρεμία στις αισθήσεις, την Ουράνια ηδονή στις ψυχές.

Αυτά ακούει, αυτά βλέπει και αυτά χαίρεται αυτός που έρχεται στο Ναό του Θεού την Κυριακή. Τι απολαμβάνουν όσοι τρέχουν μακριά από τη Θεία Λειτουργία; Το θρίαμβο της αμαρτίας, πράξεις γεμάτες αισχρότητα και ατιμία, ανθρώπους που κολυμπούν στα πάθη και δαιμονίζονται οι περισσότεροι βουλιάζουν στην πορνεία και στη μοιχεία. Δηλαδή ασχολίες σατανικές. Γι' αυτό και ο μισθός τους είναι πονηρός. 

Τέτοια ήταν και η συμπεριφορά του Ηρώδη μετά το χορό της Ηρωδιάδας και έκοψε το κεφάλι του προφήτη Ιωάννη του Βαπτιστή και κληρονόμησε τον καταχθόνιο Άδη.

Αυτοί λοιπόν που αγαπούν τα κακότεχνα έργα, θα έχουν την ίδια κληρονομιά, το μερίδιο της τιμωρίας και της καταδίκης.

Αρκέσου, λοιπόν, αγαπητέ, να ασχολείσαι με τα βιοτικά τις έξι ημέρες της εβδομάδας και σταμάτα να κάνεις αμαρτωλά έργα κατά την Κυριακή ημέρα. Υπάρχουν δε και πολλοί που, όταν βγουν από το Ναό, σαν να μη τους άγγιξε καθόλου η Θεία Λειτουργία, παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορές, διαπληκτισμούς, βρισιές, κοροϊδίες και πολλά άλλα τέτοια άσχημα, υποβλέπονται μεταξύ τους και, όπως ακριβώς τα θηρία, τρίζουν τα δόντια τους. Γνωρίζω πολλούς, και αλλοίμονο στην ψυχή εκείνου που, ενώ κάνει έργα αμαρτίας, προσέρχεται και κοινωνεί. Αυτός αντί να λύσει με εξομολόγηση τ' αμαρτήματα του, τα επιβαρύνει περισσότερο.

Γι' αυτό απαιτείται πρώτα να καθαρίζεται με τη μετάνοια και κατόπιν να παίρνει την αγία Μερίδα της Θείας Κοινωνίας. Αλλά κι αυτός που γνωρίζει τα πονηρά του έργα και κοινωνεί πριν τα εξομολογηθεί με τη μετάνοια, θα έχει την ίδια τιμωρία του προδότη Ιούδα. Διότι, όσο μεγαλύτερη είναι η ημέρα της Κυριακής, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αμαρτία. Αλλοίμονο σ' εκείνους που αφιερώνουν την Κυριακή ημέρα στο να κάνουν αμαρτίες, διότι θα καταδικασθούν στην αιώνια απώλεια και το μερίδιο τους θα είναι μαζί με τους υποκριτές. Γιατί αυτή η ημέρα μάς δόθηκε για προσευχή, για να γευθούμε τους καρπούς της Θείας Λειτουργίας, για μετάνοια και συγχώρεση, για να συναντούμε στο Ναό Τον ίδιο το Χριστό μας.

Την Κυριακή ημέρα τη δημιούργησε ο Κύριος, για να την χαιρόμαστε όχι σκοτιζόμενοι σε μεθύσια και βρώμικες πράξεις, αλλά αισθανόμενοι ευχαρίστηση στη μελέτη των Αγίων Γραφών. Μας έδωσε ο Θεός αυτή την ημέρα κατά την οποία κατέστρεψε τη δύναμη του θανάτου και την ονόμασε Κυριακή, ώστε και από αυτό το όνομα να σεβαστούμε την ημέρα και να τηρήσουμε τις εντολές του Κυρίου. Μην προσπερνάς την εντολή της Κυριακής αργίας, μην κλέβεις την ημέρα Του, μη χωρίζεσαι από την προσευχή, μην απομακρύνεσαι από τη Θεία Λειτουργία.

Δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο από την Εκκλησία. Είναι υψηλότερη από τον ουρανό, λαμπρότερη από τον ήλιο, φωτεινότερη από όλο τον κόσμο. 

Γνωρίζω πολλούς, που σπάνια πατούν στην Εκκλησία, και πολλές φορές καθόλου. Εάν τους έλθει κάποιο κακό για τα αμαρτωλά τους έργα, θεωρούν υπαίτιο το Θεό και όχι τους εαυτούς τους, λέγοντας: «Γιατί επέτρεψε ο Θεός να γίνει αυτό;». Και δεν γνωρίζουν ότι όσο αυτοί απομακρύνονται από την Εκκλησία του Χριστού και ο Θεός απομακρύνεται από αυτούς;

Είναι αρκετά ίσως αυτά, αγαπητέ, για νουθεσία πολλών. Διότι, εάν αυτά που είπα δεν είναι αρκετά και δεν πείθουν τους ανθρώπους, τότε αυτοί δεν θα ακούσουν ούτε τα περισσότερα. Διότι για τον μυαλωμενο άνθρωπο είναι αρκετός ένας λόγος για να νουθετισθεί, τον επιπόλαιο όμως άνθρωπο και πνευματικά αδιάφορο, όσο κι αν προσπαθήσεις να του εξηγήσεις, δεν θα πείσεις την καρδιά του μέχρι να πεθάνει. Θέλεις να μην έλθει επάνω σου το κακό;

Να μην προσβάλλεις την Κυριακή, απομακρύνσου από πονηρά έργα, ασχολήσου με την προσευχή, απόλαυσε τη Θεία Λειτουργία, πάψε να λες αισχρολογίες, πήγαινε στη σύναξη με ευλαβείς Χριστιανούς και μαζί μ' αυτούς ευχαρίστησε το Θεό και ανάπεμψε δοξολογία.

Την Κυριακή ημέρα, λοιπόν, τη δημιούργησε ο Κύριός μας για προσευχή, για απόλαυση της Θείας Λειτουργίας, για μελέτη της Αγίας Γραφής, για έργα αγάπης, ας αγαλλιασθούμε και ας χαρούμε και ας απευθύνουμε δοξολογία στο Χριστό που αυτή την ημέρα αναστήθηκε, μαζί και στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.

Ευσέβιος Επίσκοπος Αλεξανδρείας 

------------------------------------

Η Ιερά Σύνοδος πάντως εμμένει σταθερά μέχρι και σήμερα μέσω του Δελτίου Τύπου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της 25ης Ιουνίου 2013 για την μη κατάργηση της Αργίας της Κυριακής από την Κυβέρνηση. 

Τι είναι το αντίδωρον, ποια η ερμηνεία του και πως πρέπει να το παίρνουμε από το αγιασμένο χέρι του Ιερέα μας

$
0
0
Τι είναι το αντίδωρον, ποια η ερμηνεία του 
και πως πρέπει να το παίρνουμε από το αγιασμένο χέρι του Ιερέα μας

Ο Ιερός Καβάσιλας μας λέει: «Ο άρτος που διανέμεται ως αντίδωρο, έχει από πριν αγιασθεί, επειδή προσφέρθηκε στον Θεό. Όλοι οι εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί τον δέχονται με ευλάβεια μέσα στην δεξιά κυρτή τους παλάμη και ασπάζονται το δεξί χέρι του Ιερέως που πριν από λίγο ακούμπησε και κομμάτιασε το πανάγιο Σώμα του Σωτήρος Χριστού. Επειδή αγιάσθηκε ολόκληρο, γιαυτό πιστεύεται από την Εκκλησία μας ότι το χέρι του λειτουργού μεταδίδει αυτόν τον αγιασμό σε όσους το αγγίζουν και το ασπάζονται».

Βασικά πράγματα που πρέπει να γνωρίζουμε για το αντίδωρο:


Πρέπει να μοιράζεται μέσα σε ησυχία και τάξη.Το παίρνουμε από το χέρι του Ιερέα και όχι από το παγκάρι.Τοποθετούμε το δεξί μας χέρι πάνω στο αριστερό και με ανοιχτή την παλάμη.Οι ιεροψάλτες ψάλλουν ύμνους κατά την διάρκεια της διανομής. Πρέπει να είμαστε νηστικοί για να το φάμε.Το καταναλώνουμε όλο και δεν το πετάμε πουθενά.Μην ξεχνάμε ότι δίνεται αντί-δώρου δηλαδή αντί για το μεγάλο δώρο που είναι η Θεία Κοινωνία, αλλά και ως επιπλέον δώρο για αυτούς που κοινώνησαν.



Πιο αναλυτικά:

α. Το αντίδωρο βγαίνει από τα πρόσφορα, που προσεκόμισαν και προσέφεραν οι πιστοί, προκειμένου να τελεσθεί η Θ.Λειτουργία. (γι'αυτό και η ονομασία "πρόσφορο", από το ρήμα προσφέρω). Το πρόσφορο ζυμώνεται με προσευχές και θυμιάματα και σφραγίζεται με τα σύμβολα του Χριστού μας ΙC XC ΝΙΚΑ. Γι'αυτό ήδη από την παρασκευή του ενέχει ευλογία, δεν είναι κοινός άρτος. Με το που προσφέρεται στο Αγιο Βήμα, αποκτά ακόμη μεγαλύτερο αγιασμό. Τελικά, αμέσως μετά τον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, όπου το τμήμα του προσφόρου, που προσκομίσθηκε στο Αγιο Δισκάριο και την Αγία Τράπεζα, έγινε Σώμα και Αίμα Χριστού, παίρνει ο Λειτουργός τα κάνιστρα με το Αντίδωρο ένα-ένα και τα υψώνει εμπρός από την Αγία Τράπεζα λέγοντας "Μέγα το Όνομα της Αγίας Τριάδος". Αυτό είναι μιά προσομοίωση της πράξεως που προηγήθηκε στο "τα σα εκ των σων", όπου ο Λειτουργός ύψωσε και σχημάτισε στον αιθέρα το σχήμα του Τιμίου Σταυρού, δοξολογώντας ευγνωμονικά τον Πλαστουργό μας. Έτσι το Αντίδωρο αποκτά και μιά ακόμη ευλογία.

Επίσης ωρισμένοι Ιερείς λέγουν και μιά άλλη σύντομη ευχή (όχι απαραίτητη - η ευλογία κατέρχεται με τη Δοξολόγηση του εν Τριάδι Προσκυνητού και Λατρευτού Θεού μας): "ευλόγησον, Κύριε, τους άρτους τούτους και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας αγίασον". Ομοίως, άλλοι Λειτουργοί προσθέτουν έναν Θεομητορικό Ύμνο: "η το Χαίρε δι'Αγγέλου δεξαμένη και τεκούσα τον Κτίστην τον ίδιον, Παρθένε σώζε τους σε μεγαλύνοντας". Και κάπου συνάντησα έναν ευσεβέστατο Εφημέριο (σε χωριό των Καλαβρύτων) που λειτουργεί καθημερινώς! να λέει "η το Χαιρε δι'Αγγέλου δεξαμένη και τεκούσα τον Κτίστην τον ίδιον, Παρθένε Υπερένδοξε, Απειρόγαμε, Υπερευλογημένη, σώζε τους σε μεγαλύνοντας". Τούτο, πραγματικά, έχει τη θέση του, διότι το Αντίδωρο συμβολίζει το σώμα της Αειπαρθένου. Είναι τμήμα του προσφόρου, απ'όπου προήλθε ο Αμνός του Θεού. Και άκουσα κάποτε ένα παιδάκι που κοινώνησε να προσέρχεται στο Αντίδωρο και να λέει, "μαμά, να πάρουμε τώρα και την Παναγία μας".

β.Καλό είναι το Αντίδωρο να υπάρχει σε ένα κάνιστρο κοντά σε όσους κοινωνούν, ώστε αμέσως μετά τη Θ.Μετάληψη να λαμβάνουν ένα κομμάτι και να σπογγίζουν τα χείλη και το στόμα τους.
γ. Μερικοί αποζητούν το λεγόμενο "Ύψωμα".Αυτό είναι Αντίδωρο, αλλά τέτοιο κομμάτι που να διατηρεί τη σφραγίδα του Κυρίου (IC XC ΝΙΚΑ) πάνω του. Και το θεωρούμε πιό τιμητικό. Το προσφέρει ο Ιερεύς σε όσους ήδη είχαν προσκομίσει πρόσφορο γιά την τέλεση της Θ.Λειτουργίας, ή σε όσους τιμώνται (πχ Δήμαρχος του τόπου) ή σε συγγενείς ανθρώπου, του οποίου τελούμε Μνημόσυνο, προς παρηγορίαν τους μεγαλυτέρα. Τούτο όμως δεν πρέπει να καταλήγει να γίνεται αφορμή ξεσυνέργιας ή παρεξηγήσεων. Ίδια είναι η ευλογία που παίρνουμε. Ακόμη και με τα ψίχουλα που απέμειναν στο κάνιστρο!! Κι'όσο πιό ευλαβική και κατανυκτική και ανώτερη και εύτακτη είναι η ψυχή μας, τόσο πιό πολύ ωφελούμεθα.


δ.Παίρνοντας το αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα, συγχρόνως και επικοινωνούμε μαζί του. Τον προσεγγίζουμε. Έκείνος λουσμένος στην ιερότητα και τη θεΪκή Χάρη (και στον ιδρώτα συχνά, έναν ξεχωριστό ιδρώτα κατανύξεως) κι'οι εκκλησιαζόμενοι, που μέχρι τώρα ήταν απέναντι, κάπως απόμακροι, να έρχονται και να τον εγγίζουν, σα να εγγίζουν τον ίδιο το Χριστό μας. Εκείνη τη στιγμή και ο Ιερέας θα δείξει μιά διακριτική οικειότητα προς κάθε ψυχή της Ενορίας του, θα τους χαιρετήσει με το όνομά τους, θα τους ευχηθεί, θα στείλει χαιρετίσματα σε κάποιον κατάκοιτο της οικογενείας κοκ. Λιτά όμως. Και χωρίς διαχύσεις ή πληθωρικά χαμόγελα ή άσχετα θέματα και καθυστερήσεις. Μέσα στο κλίμα της Λειτουργίας!.

ε.Αρκετές φορές από τα πρόσφορα που έφεραν οι πιστοί περίσσεψαν πολλά. Είναι ευλογία αυτό. Δείχνει πόσο οι πιστοί συμμετέχουν στο μεγάλο γεγονός της Θ.Λειτουργίας. Οι Ιερείς κρατούν ορισμένα  γιά να λειτουργήσουν ενδιαμέσως της εβδομάδος, και τα υπόλοιπα είναι επιτρεπτό να τα διοχετεύσουν σε σπίτια ευσεβών χριστιανών. Σκεφθείτε μάλιστα όταν υπάρχει πανηγύρι, πόσα περισσεύουν!.. 
Δεν είναι άτοπο να τα παραλάβουν οι πιστοί, αλλά πρέπει να παρατεθούν στο τραπέζι, όπου καθόμαστε κανονικά και κάνουμε προσευχή, τραπέζι οικογενείας, όπου όλα είναι ευλογημένα και ιερά, και έτσι το πρόσφορο, που το λαμβάνουμε ως ψωμί, προσθέτει στην ιερότητα του τραπεζιού μας. Υπάρχει και η περίπτωση να το φρυγανίσουμε λίγο, ώστε να διατηρηθεί και να το λαμβάνουμε με το τσάϊ μας. Ομοίως και ευλογημένο τμήμα Αντιδώρου μπορούμε να φρυγανίζουμε (γιά να διατηρηθεί πολλές μέρες), ώστε να λαμβάνουμε το πρωί κατά την προσευχή μας.

ΠΗΓΗ

Παραλίγο βασίλισσα!... ...Και τελικά αγία και θαυματουργή!

$
0
0
Παραλίγο βασίλισσα!... Και τελικά αγία και θαυματουργή! 
Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, η δασκάλα του πνευματικού αγώνα & αγαπημένη αγία του λαού μας.

Η Ειρήνη υπήρξε Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου κατά το δεύτερο μισό του 9ου και τις αρχές του 10ου αιώνα. Είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη φήμη για τις αρετές της και τιμάται ως οσία από την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Γέννηση και καταγωγή

Στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Θεόφιλος και σύζυγός του η εικονολάτρισσα Θεοδώρα ["Νεκρός": εδώ κάνω ένα σχόλιο: εικονόφιλοι είμαστε όχι "εικονολάτρες"], όταν η περίοδος της Εικονομαχίας, που για περισσότερο από 100 χρόνια ταλάνισε την αυτοκρατορία, βρισκόταν στην τελευταία φάση της, στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε και έζησε την πρώτη της νεότητα η οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου. Πατέρας της οσίας ήταν ο πατρίκιος Φιλάρετος ο Καππαδόκης. Ήταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και έμπιστος της συζύγου του Θεοδώρας. 

Ήταν ο στρατιωτικός διοικητής του εξαιρετικής σημασίας θέματος της Καππαδοκίας. Μητέρα της η πατρικία Ζωή, γυναίκα όμορφη και σεβαστή σε όλη την Καισαρεία για τον ενάρετο βίο της. Το ανδρόγυνο είχε αποκτήσει δυο κόρες, την Καλλινίκη και την Ειρήνη. Η Καλλινίκη γεννήθηκε το 825 μ.Χ. Οφείλει το όμορφο όνομά της στις θριαμβευτικές νίκες που πέτυχε ο πατέρας της εναντίον των Σαρακηνών τη χρονιά που γεννήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα, το 828, γεννήθηκε η Ειρήνη. Ο Φιλάρετος όμως έχασε τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν ακόμη πολύ νέα. Έτσι, η ανατροφή των δύο κορών τους ανατέθηκε στην πατρικία Σοφία, τη μεγαλύτερη αδερφή του στρατηγού.

Η Ειρήνη υποψήφια σύζυγος του αυτοκράτορα

Την άνοιξη του 839 μ.Χ., ο Φιλάρετος φιλοξένησε στο ανάκτορό του το νεαρό καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Αυγούστας Θεοδώρας, ο οποίος είχε μεταβεί στην Καισαρεία για κρατική υπόθεση, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Εκεί γνώρισε τη δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε από την καλλονή της και τη ζήτησε σε γάμο. Λίγους μήνες αργότερα, ολόκληρη η Καππαδοκία παρέστη στους υπέρλαμπρους γάμους της Καλλινίκης και του Βάρδα, όπου ο ίδιος ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συμμετείχε ως παραγαμπρός του γυναικαδερφού του.

Το χειμώνα του 843, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πια και επίτροπος του γιου της Μιχαήλ Γ΄, κάλεσε τον πατρίκιο Φιλάρετο στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αποφασίσει να θέσει οριστικό τέλος στην Εικονομαχία και γι’ αυτό το εγχείρημα χρειαζόταν τη βοήθεια και του στρατού και των ιερέων. Εμπιστεύτηκε λοιπόν το Φιλάρετο και τον Ομολογητή Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη). 


Όταν επιτεύχθηκε ο σκοπός της και οι ιερές εικόνες αναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε από το Φιλάρετο να φέρει στην Κωνσταντινούπολη την όμορφη θυγατέρα του, προκειμένου να την παντρέψει με το γιο της Μιχαήλ. Έψαχνε κατάλληλη νύφη, η οποία θα συνέτιζε το νεαρό αυτοκράτορα από τα ξέφρενα γλέντια και θεωρούσε ότι η φημισμένη για την ενάρετη ζωή της καλλονή θα εξυπηρετούσε το σκοπό της. Ο Φιλάρετος μήνυσε αμέσως στην αδερφή του να στείλει την Ειρήνη, που τότε ήταν 15 χρονών, στη Βασιλεύουσα με τη συνοδεία του πατρικίου στρατηγού Νικηφόρου, αδερφού της μακαρίτισσας συζύγου του. Τα νέα ότι η Ειρήνη θα παντρευόταν τον αυτοκράτορα και θα φορούσε το στέμμα της αυτοκρατορίας διαδόθηκαν σαν αστραπή σε όλη την Καππαδοκία.

Η μόνη που έμεινε παγερά αδιάφορη σε όλη αυτήν την αναστάτωση ήταν και η άμεσα ενδιαφερόμενη:η Ειρήνη. Από πολύ νωρίς είχε ποθήσει το μοναχικό βίο και οι λόγοι που δέχτηκε με χαρά αυτό το ταξίδι προς τη Βασιλεύουσα απείχαν πολύ από αυτό που όλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στην Πόλη για να αποχαιρετήσει την πολυαγαπημένη της αδερφή, την οποία δεν είχε ξαναδεί από την ημέρα των λαμπρών γάμων της (είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε) και για να αποσπάσει την ευχή του πατέρα της, ώστε να αποσυρθεί στη μονή που τόσο διακαώς ποθούσε.

Η Ειρήνη και οι συνοδοί της έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ένα ανοιξιάτικο πρωινό, για να πληροφορηθούν εκεί ότι μόλις πριν λίγες μέρες είχαν τελεστεί οι γάμοι του αυτοκράτορα με την Ευδοκία τη Δεκαπολίτισσα. Ο πατέρας της, η αδερφή της, ο θείος της με δυσκολία έκρυβαν την απογοήτευσή τους. Η Ειρήνη αντίθετα αισθανόταν αγαλλίαση για την τροπή των γεγονότων και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσει του πατέρα της και να πάρει την ευχή του, καθώς δεν ήθελε να τον λυπήσει με κρυφή της αναχώρηση.


Η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Ο Φιλάρετος γνώρισε σε μια αποστολή του στην Αδριανούπολη το γιο του Έπαρχου της πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ο Φιλάρετος θεώρησε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να ευτυχίσει στο πλευρό του η Ειρήνη και αμέσως μίλησε στον πατέρα του νέου. Οι δύο πατεράδες έδωσαν λόγο να αρραβωνιάσουν τα παιδιά τους. Η Ειρήνη όμως, όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε τους
προαποφασισμένους αρραβώνες της, τον πληροφόρησε για την αμετάκλητη απόφασή της να λάβει το μοναχικό σχήμα. Ακολούθησε έντονη συναισθηματική σύγκρουση πατέρα και κόρης, έπειτα από την οποία η ευαίσθητη Ειρήνη ασθένησε σοβαρά και κινδύνεψε ακόμη και η ζωή της. Όταν η υγεία της αποκαταστάθηκε, ο πατρίκιος Φιλάρετος, συνειδητοποιώντας ότι η Ειρήνη είχε λάβει μια απόφαση ζωής, την οδήγησε ο ίδιος στη γυναικεία κοινοβιακή μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ & Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, η οποία βρισκόταν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.


Η αγία Ειρήνη, μοναχή πια, προσεύχεται αιωρούμενη και λυγίζουν τα κυπαρίσσια 

Μοναχή και Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου

Στη μονή αυτή, σε ηλικία περίπου 15 ετών, η Ειρήνη εκάρη μοναχή και έξι χρόνια αργότερα Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου. Οι συναξαριστές αναφέρουν πολλά θαύματα τα οποία επιτέλεσε η Ειρήνη ως Ηγουμένη, τρία όμως από αυτά θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά, ώστε επηρέασαν άμεσα την ορθόδοξη αγιογραφία.

Ο άγγελος-οδηγός

Η Ειρήνη έδινε πολλή μεγάλη σημασία στην εξομολόγηση. Κάθε πρωί προσκαλούσε τις αδελφές στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων και τις εξομολογούσε, ενώ πολλές φορές πήγαιναν και λαϊκοί να την επισκεφθούν και να ζητήσουν την καθοδήγησή της. Η Ειρήνη ζήτησε στην προσευχή της το διορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει τι κρύβει ο εξομολογούμενος στην καρδιά του.


Ένα πρωί λοιπόν, όταν η Ειρήνη έμπαινε στο ναό για να προσκυνήσει και να αρχίσει το ποιμαντικό έργο της, βλέπει μπροστά της έναν άγγελο και τον ακούει να της απευθύνει τον εξής χαιρετισμό: 


 «Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη. Εκείνος μ’ έστειλε να σε διακονώ χάρις εκείνων που μέλλουν δια μέσου εσού να σωθούν. Έχω διαταγή, σύμφωνα με την αίτησή σου, να βρίσκομαι πάντα πλησίον σου και να σου αποκαλύπτω τα μυστικά που κρύβουν οι ανθρώπινες καρδιές».

Από εκείνη τη στιγμή ο άγγελος ήταν πάντα πλάι της και της φανέρωνε μύχιες σκέψεις των ανθρώπων που κατέφευγαν στη συμβουλή της. Μάλιστα, με τόση λεπτότητα διόρθωνε τα σφάλματα και συμβούλευε, που όλοι, μοναχές και λαϊκοί, από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Πόλης, την αποζητούσαν συνεχώς, ώστε να διδαχθούν και να διορθωθούν. Για τον Άγγελο τούτο που την καθοδηγούσε (σύμφωνα με μαρτυρίες του τότε, και τους βιογράφους της), λέγεται ότι είναι ο Άρχων Φιλάρετος, ένας Αρχάγγελος από τις τάξεις των Σεραφείμ ["Νεκρός": προσοχή μ' αυτά, γιατί εύκολα μπορεί κάποιος να πλανηθεί σε θέματα με αγγέλους].



Τα λυγισμένα κυπαρίσσια και η αιώρηση της αγίας

Το δεύτερο θαύμα, η συναξαριστική παράδοση μας το μεταφέρει ως εξής: Τις έναστρες νύχτες, η οσία Ειρήνη στεκόταν έξω από το κελί της και προσευχόταν. Μία από τις βραδιές αυτές, κάποια αδελφή αγρυπνούσε έξω από το κελί της και είδε το εξής παράδοξο: Τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, τα οποία ορθώνονταν αριστερά και δεξιά στην είσοδο του Καθολικού, λύγιζαν μπροστά στην προσευχόμενη αγία σαν να την προσκυνούσαν και η ίδια η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Όταν η οσία ολοκλήρωσε την προσευχή της, σταύρωσε τα δυο κυπαρίσσια και εκείνα επανήλθαν στη φυσιολογική τους θέση.

Η μοναχή κατάπληκτη, με ανάμειχτα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη αδελφότητα.Το επόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι έξω από το κελί της και το ίδιο παράδοξο γεγονός επαναλήφθηκε˙ και ξανά το ίδιο, το τρίτο κατά σειρά βράδυ. Την επόμενη νύχτα, η μοναχή, χωρίς να την αντιληφθεί η Ηγουμένη της, έτρεξε στα λυγισμένα κυπαρίσσια, έδεσε από ένα λευκό μαντήλι στις κορυφές τους και επέστρεψε στο κελί της.

Το επόμενο πρωί, η ήρεμη ατμόσφαιρα του κοινοβίου αναστατώθηκε, όταν οι μοναχές είδαν τα δεμένα μαντήλια και κατάπληκτες ρωτούσαν η μια την άλλη ποιος ήταν αυτός που έδεσε τόσο ψηλά δέντρα, για ποιο λόγο το έπραξε και προπάντων με ποιο τρόπο. Η αδελφή που υπήρξε μάρτυρας στα θαυμάσια αυτά περιστατικά αποκάλυψε όλη την αλήθεια και τότε όλες έκλαιγαν από χαρά και συγκίνηση και παραπονιόντουσαν γιατί δεν τις ξύπνησε να δουν και εκείνες το θαύμα της Ηγουμένης τους. 

Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η Ειρήνη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη και πώς μαθεύτηκε ένα μυστικό που εκείνη κρατούσε επτασφράγιστο για χρόνια ολόκληρα, επέπληξε αυστηρά την αδελφή που το μαρτύρησε με τα παρακάτω λόγια: «Αν με έβλεπες να αμαρτάνω σαν άνθρωπος, θα εφανέρωνες την αμαρτία μου»;Έθεσε λοιπόν βαρύ επιτίμιο για όποια τολμούσε να φανερώσει οτιδήποτε παράδοξο έβλεπε, όσο ήταν η ίδια εν ζωή. Έτσι, πολλά από τα θαύματα της αγίας εξαφανίστηκαν στη σιωπή της συνοδείας της.


Τα θεόσταλτα μήλα

Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας η γιορτή του μεγάλου Βασιλείου και μετά την τέλεση του εσπερινού, η αγία ξαγρυπνούσε προσευχόμενη. Πλησίαζε η ώρα του όρθρου και τότε η Ειρήνη ακούει κάποια φωνή να της λέει: «Υποδέξου το ναυτικό που σου φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου». Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, η αγία λέει στην πορτάρισσα να ανοίξει την πόρτα της μονής και να οδηγήσει τον άνθρωπο που περιμένει εκεί στον ξενώνα, όπου θα πήγαινε και η ίδια να τον συναντήσει.

Πράγματι,η οσία Ειρήνη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία:Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την Πάτμο. Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει. Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα. 

Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει: «Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στον Πατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας: «Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πεις: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επεθύμησε». Λέγοντας αυτά, ο γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ο ίδιος εξαφανίστηκε.

Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ο ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη. Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιάς Του προς τη δούλη Του.

Η αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυΐα της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε ότι το θείο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε η μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό

Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τους αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου. Το τρίτο μήλο η Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της.

Τη Μεγάλη Παρασκευή
, οι αδελφές έψαλλαν τα άγια Πάθη [μάλλον εννοεί τα 12 Ευαγγέλια, που σήμερα λέγονται Μ. Πέμπτη βράδυ] και η Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ο άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμη» της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να εγκαταλείψει τα επίγεια.


Η οσιακή της κοίμηση

Το σύντομο διάστημα από το ουράνιο αυτό μήνυμα μέχρι και την οσιακή της κοίμηση, η αγία προετοίμαζε την ακολουθία της για το μεγάλο γεγονός. Στον ιερό ναό τον Αρχαγγέλων τις δίδασκε για το μυστήριο του θανάτου, τη μελλοντική κρίση και την αιωνιότητα. Ο θάνατος είναι δύσκολο για κάθε ανθρώπινο πλάσμα και όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο η ψυχή της αγίας ένιωθε την επιθανάτια αγωνία.

Τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος η Κυριακή, όπου για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης (το πιστεύω), κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά με αυτά τα λόγια: 

«Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος. Συ ο Ποιμήν ο Καλός που με το Πανάγιο και Πολύτιμο Αίμα Σου μας ελύτρωσες από τα δεσμά της αμαρτίας, άκουσε την τελυταία δέησι της ταπεινής Σου δούλης. Στην κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα το μικρό τούτο ποίμνιο. Σκέπασε το με τη θεία σκέπη Σου και διαφύλαξέ το από τις επιθέσεις του αοράτου εχθρού. Διότι Συ είσαι ο αγιασμός μας και η απολύτρωσις και Σε θα δοξάζουμε αιωνίως. Αμήν».

Στη συνέχεια, σιωπηλά και ήρεμα, αποσύρθηκε στο κελί της και πλάγιασε στην ασκητική της κλίνη. Οι μοναχές της, με ευλαβική σιωπή, την περικύκλωσαν και την έβλεπαν να χαμογελά. Με αυτό το ουράνιο χαμόγελο, το οποίο αποδείκνυε την απόλυτη μακαριότητα και γαλήνη της ψυχής της, παρέδωσε το πνεύμα της η οσία Ειρήνη, Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου, σε ηλικία 104 χρόνων.


Η οσιακή της κοίμηση διαδώθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα αστραπιαία και χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στο μοναστήρι, για να προλάβουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα της πνευματικής τους μητέρας. Επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος με το πλήθος του λαού από όλες τις κοινωνικές τάξεις και των αρχιερέων και λοιπών κληρικών συνόδευσαν τη μακαριστή Ηγουμένη στην τελευταία της κατοικία, στο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρος αγίου Θεοδώρου.

Η οσία Ειρήνη στην αγιογραφία

Στην ορθόδοξη αγιογραφία, η αγία απεικονίζεται με το ένδυμα της ηγουμένης, να κρατάει στο δεξί χέρι της τα τρία θεόσταλτα μήλα. Ο άγγελος, ο οποίος την βοηθούσε στο δύσκολο έργο της σωτηρίας των ψυχών, στέκεται μπροστά της κρατώντας ειλητάριο με τμήμα του χαιρετισμού που της απηύθυνε («Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη…»). Ειλητάριο κρατεί και η αγία στο αριστερό της χέρι, το οποίο αναγράφει παραινέσεις της οσίας (συνήθως, διαβάζεται η φράση: «Φως μοναχών, άγγελοι˙ φως κοσμικών, μοναχοί…»). Δίπλα στην αγία, αγιογραφείται το κυπαρίσσι που λύγιζε, όταν εκείνη προσευχόταν με δεμένο το λευκό πανί στην κορυφή του, ενώ στο βάθος φαίνεται η μονή του Χρυσοβαλάντου. Συχνά, σε μια από τις θύρες της μονής, απεικονίζεται η καλόγρια που είδε την αγία να αιωρείται προσευχόμενη. 

Η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη της οσίας Ειρήνης, της ηγουμένης της μονής Χρυσοβαλάντου, στις 28 Ιουλίου.

Η θαυματουργική εικόνα της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου 
στην Αστόρια της Νέας Υόρκης 




Πλάνες - θαύματα. ''O Θεός που κρύβεται.''

$
0
0
Πλάνες - θαύματα 
''O Θεός που κρύβεται''

Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αρχαίου και του ορθόδοξου χριστιανικού πνευματικού βιώματος είναι οι παράξενες εμπειρίες που ονομάζονται «πλάνες» και απορρίπτονται ως δαιμονικές.

Δεν αναφέρομαι σε εφιαλτικές εμπειρίες, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν προϊόντα φόβου, αλλά σε φωτεινά βιώματα, εντελώς όμοια με τα θεϊκά, που όμως απορρίπτονται ως απομιμήσεις.
Η ύπαρξη τέτοιων εμπειριών ώθησε τους χριστιανούς, ήδη από τα χρόνια της Καινής Διαθήκης (βλ. π.χ. Β΄ προς Κορινθίους 11, 14, Α΄ Ιωάννου, 4, 1-6), στην ανάπτυξη της λεγόμενης «διάκρισης των πνευμάτων», δηλαδή της δοκιμασίας που θα τους επέτρεπε να αποφεύγουν τις παγίδες αυτού του είδους.

Ένα πρώτο κριτήριο, που μπορεί να βρει κάποιος στα κείμενα των ορθόδοξων ασκητών (π.χ. σε πολλά έργα αγίων που περιλαμβάνονται στη μεγάλη συλλογή Φιλοκαλίακαθώς και στη διδασκαλία του σύγχρονου αγίου Σιλουανούτου Αθωνίτη), είναι ότι το γνήσιο θεϊκό βίωμα προκαλεί στον άνθρωπο γαλήνη και αγάπη προς τους εχθρούς, ενώ το ψευδοβίωμα προκαλεί αποστροφή ή ταραχή, έστω κι αν συνοδεύεται με κάποιο αίσθημα ενθουσιασμού ή «χαράς».

 Αυτό το κριτήριο όμως δεν είναι απόλυτα ασφαλές, γιατί ένας αρχάριος μπορεί να νομίζει ότι αισθάνεται γαλήνηακόμη και σε κατάσταση πλάνης, γι’ αυτό όλοι οι δάσκαλοι της ορθόδοξης πνευματικότητας συνιστούν επίμονα να μην επιθυμούμε ούτε να επιδιώκουμε, αλλά αντιθέτως να αποφεύγουμε τις «υπερφυσικές» εμπειρίες (και να τις αγνοούμε νηφάλια, αν εμφανιστούν), δίνοντας έμφαση μόνο στην προσπάθειά μας για την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και την εγκατάσταση σ’ αυτήν της παγκόσμιας εν Χριστώ αγάπης.
 

Η ύπαρξη των «πλανών»

α) δεν είναι κάτι πανθρησκειακό, ούτε καν παγχριστιανικό, αλλά χαρακτηρίζει τον αρχαίο και τον ορθόδοξο χριστιανισμό. 
β) φανερώνει ότι τα πνευματικά βιώματα διαφοροποιούνται ως προς τα χαρακτηριστικά τους, πράγμα που έχουν μελετήσει οι αληθινοί χριστιανοί διδάσκαλοι.
γ) δε συμβάλλει στην ψυχική μας ισορροπία (αντίθετα, την υπονομεύει) κι έτσι, τουλάχιστον κατ’ αρχάς, αναιρεί την υπόθεση ότι «η φύση» μάς προίκισε με το πνευματικό βίωμα,
 δ)συνιστά ένα ισχυρό αντικίνητρο για τους χριστιανούς, μια άμυνα απέναντι στα πνευματικά βιώματα, τα οποία όμως, εφόσον επιμένουν, και πάλι εμφανίζονται ως ανεξάρτητα από κάθε «φυσική» ερμηνεία τους.

«Μην παρασύρεστε τόσο γρήγορα από αυτό που βλέπετε, αλλά να έχετε βαρύτητα και, δοκιμάζοντας τα πάντα με προσοχή, δεχτείτε το καλό και απορρίψτε το κακό. Πάντα πρέπει να δοκιμάζετε και να εξετάζετε και μονάχα μετά να πιστεύετε» (άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, 14ος αι.)


«Ένα μόνο κατάλαβα, ότι δεν πρέπει ποτέ ο άνθρωπος να ορμά προς τα οράματα, προς τη θεωρία [=θέα του Θεού], προς τις υψηλές κατακτήσεις. Όλα αυτά είναι ο δρόμος της πλάνης… Μην επιθυμείτε οράματα, ακόμα και την ώρα των οραμάτων»(Γ.Σωφρόνιος)

 «Οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανικού αγώνα ζητούν από τους ευσεβείς αγωνιστές να μην εμπιστεύονται κανενός είδους εικόνα ή οπτασία που θα εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά τους, ούτε ν’ αρχίζουν κουβέντα μαζί της ούτε να της δίνουν καμιά προσοχή.
Επίσης τους ζητούν να προφυλάσσουν τον εαυτό τους κατά τη διάρκεια αυτών των εμφανίσεων κάνοντας το σημείο του σταυρού, να κλείνουν τα μάτια τους και, με ακλόνητη επίγνωση της αναξιότητας και της ακαταλληλότητάς τους να βλέπουν άγια πνεύματα, να ικετεύουν το Θεό ζητώντας Του να τους προστατεύει απ’ όλες τις παγίδες και τις πλάνες που με πανουργία επινοούν εναντίον των ανθρώπων τα μοχθηρά πνεύματα…», άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, 19ος αι.(η παραπομπή από το π. Σεραφείμ Ρόουζ, «Η ψυχή μετά το θάνατο…»).

Εκτός αυτού, πάμπολλες αναφορές υπάρχουν στο«Γεροντικό» και στα άλλα ασκητικά συγγράμματα όλων των εποχών, αλλά και στους λόγους γ΄, ζ΄ κ.ά. της «Κλίμακας» του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη (6ος αι.) [αναλυτικό άρθρο για τις πλάνες δες εδώ].


Πολλοί άνθρωποι βαθιά πλανεμένοι ξαναγύρισαν στην Ορθοδοξία και, στη συνέχεια, ανέλυσαν τη διαφορά πλάνης και αυθεντικού θεϊκού βιώματος. Ένας από αυτούς είναι ο άγιος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ.

Ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο του θέματος που μας ενδιαφέρει είναι η κατάσταση, που οι χριστιανοί διδάσκαλοι ονομάζουν «θεοεγκατάλειψη». Μετά από ένα δείγμα ή μερικά δείγματα της χάριτος του Θεού στη ζωή μας, ο Θεός αποσύρεται. 

Ο χριστιανός Τον αποζητά και προσπαθεί να Τον φέρει πίσω, ώστε να νιώσει ξανά την ευφορία της παρουσίας Του. Προσεύχεται, αγρυπνά, νηστεύει, θρηνεί, όμως ο Θεός φαίνεται να κωφεύει. Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, ακόμη κι αν αγωνίζεται χρόνια, αισθάνεται πνευματικά ξηρός. Και ξαφνικά ο Θεός, όταν θέλει, επανέρχεται και ίσως δεν ξαναφεύγει ποτέ (βλ. π.χ.π. Σωφρονίου του Έσσεξ «Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης»και «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί»).

Η θεοεγκατάλειψη είναι μία «απόδειξη» ότι το ορθόδοξο πνευματικό βίωμα δεν είναι προϊόν μηχανισμού. 


Καθώς και ότι ο χριστιανισμός δεν χρησιμοποιεί τεχνικές αντίστοιχες με τον ανατολικό διαλογισμό, γιατί τότε η σωστή εφαρμογή της «μεθόδου» θα οδηγούσε αναπόφευκτα στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Αντίθετα, εδώ καμία μέθοδος δεν είναι αποτελεσματική – όλα δείχνουν ότι δεν πρόκειται για ενεργοποίηση μηχανισμών, αλλά γιαελεύθερη επικοινωνία προσώπων. 

Το οφθαλμοφανέστερο από τα στοιχεία που μας ενδιαφέρουν είναι ότι το ορθόδοξο πνευματικό βίωμα, μετά από ένα στάδιο πνευματικής προόδου, συνοδεύεται από τα «χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος», που εξαιτίας τους ένας άνθρωπος γίνεται διορατικός, προορατικός, ιαματικός κ.τ.λ. – ένα τμήμα της ευρύτερης πραγματικότητας,που ο μέσος άνθρωπος ονομάζει γενικώς «θαύματα».

Μα υπάρχουν θαύματα;
Πολλοί άνθρωποι είναι πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχουν θαύματα, αφού δεν έζησαν ή δεν αντιλήφθηκαν κανένα απ’ αυτά, ούτε και γνωρίζουν κανένα θαύμα «επιστημονικά επιβεβαιωμένο».

Το ότι δεν υπάρχουν θαύματα επιστημονικά επιβεβαιωμένα είναι θεολογικά εύλογο (ο Θεός δεν θέλει να «εξαναγκαστούμε» να Τον πιστέψουμε επηρεασμένοι από μια «επίδειξη» της παρουσίας Του), είναι όμως κάπως σχετικό. Υπάρχουν θαύματα πολύ καλά μαρτυρημένα, όπως η αποτροπή της καταστροφής του Ορχομενού Βοιωτίας από τους ναζί το 1943, με παρέμβαση της Παναγίας, όπου την εικόνα με τη σχετική παράσταση φιλοτέχνησε με έξοδά του ο ίδιος ο Γερμανός διοικητής Όφμαν (εορτάζεται στις 10 Σεπτεμβρίου). 
Η εικόνα αυτή της Παναγίας βρίσκεται στον Ορχομενό και παριστάνει την αποτροπή της καταστροφής του από τους ναζί το 1943.

Υπάρχουν όμως και θαύματα πιο τεκμηριωμένα, όπως η μετατροπή του άρτου και του οίνου της θείας Ευχαριστίας σε σάρκα και αίμα στο Λαντσιάνο της Ιταλίας τον 8ο αι. μ.Χ., που εξετάστηκε επιστημονικά στην εποχή μας πολλές φορές –βλ. σχετικά εδώ.

Κάθε γεγονός που φαίνεται θαύμα δεν είναι όντως θαύμα, όμως είναι καταγεγραμμένες χιλιάδες μαρτυρίες για τα αγιοπνευματικά χαρίσματα σύγχρονων αγίων :


όπως ο Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (1906-1991), ο Παΐσιος ο Αγιορείτης (1924-1994), ο Γεώργιος Καρσλίδηςτης Δράμας (1901-1959), ο Ευμένιος του Ρεθύμνου (1912-2005) κ.π.ά. ή, για να αναφερθώ σε κάπως παλαιότερους, ο άγιος Αγαπητός ο Ιαματικός (11ος αι.), ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (1754-1833), ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης (1829-1908), ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1840-1924), ο άγιος Νεκτάριος της Όπτινα (1853-1928), ο άγιος Σεραφείμ της Βίριτσα (1866-1949), η αγία Ματρώνα της Μόσχας (1882-1952), ο άγιος ΙωάννηςΜαξίμοβιτς (1896-1966) κ.π.ά.

Οι άνθρωποι αυτοί, εκτός π.χ. από κάμψεις χώρου και χρόνου που τους συνέβαιναν [προσέξτε: σα να ζούσαν σε κβαντικό σύμπαν (τέτοια περιστατικά καταγράφει ο Μαρκίδης στα βιβλία του «Riding with the Lion», «The Mountain of Silence» και «Gifts of the Desert»)], δεν «αισθάνονταν» απλώς ενωμένοι με όλα τα όντα (πράγμα που μπορεί να θεωρηθεί συνέπεια της εγκεφαλικής λειτουργίας), αλλά ένιωθαν, σύμφωνα με δημοσιευμένες μαρτυρίες, τη χαρά και τον πόνο των άλλων ως δικά τους.

Ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών Γεώργιος Παπαζάχος είχε καταθέσειότι ο γέροντας Πορφύριοςκινδύνεψε να πεθάνει, νιώθοντας τον πόνο των ανθρώπων, που σκοτώνονταν στις οδομαχίες κατά την πτώση του Τσαουσέσκου στη Ρουμανία. Ο γέροντας Γεννάδιος (1983), που ασκήτευε στα νότια του νομού Ρεθύμνης, «άκουγε» από το κελί του τις μάχες στο Λίβανο και την Περσία, ενώ μια φορά μεταφέρθηκε αιφνιδίως σε μια μάχη στο Λίβανο (σημειωτέον ότι «γέροντας» λέγεται ο ορθόδοξος πνευματικός διδάσκαλος, άσχετα από την ηλικία του –αν και συνήθως είναι και ηλικιωμένος).

Ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, το 1932, έγραφε στο Δαβίδ Μπάλφουρ (έναν Άγγλο με πολυτάραχη ζωή και πολυκύμαντη σχέση με την ορθοδοξία) λεπτομέρειες για την πνευματική του κατάσταση –του Μπάλφουρ– τις οποίες βίωνε κατά την ώρα της προσευχής του. Ο ίδιος έγραφε ότι «κατά την υπέρ του κόσμου προσευχήν» η ψυχή «ταχέως αντιλαμβάνεται ότι βαρύ νέφος αντιπαθείας, ως και πρότερον, κρέμαται επάνω της γης», από τη συσσώρευση της κακίας των ανθρώπων που «αγαπούν περισσότερο το σκότος του μίσους από το φως της αγάπης του Θεού» (Περί προσευχής, σελ. 93-94). Προσθέτει όμως ότι, αν δεν υπήρχαν άνθρωποι που προσεύχονται με ένταση υπέρ του κόσμου, η «εξουσία του σκότους» θα ισχυροποιούσε την κυριαρχία της σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σήμερα.
 

Η απλή άρνηση της αξιοπιστίας των χιλιάδων μαρτυριών για τα ξεχωριστά χαρίσματα αυτών των μεγάλων ορθόδοξων διδασκάλων, χωρίς έστω μια στοιχειώδη διερεύνηση, είναι επιστημονικά άτοπη [δες και εδώτι λέει ο ίδιος ο γέροντας Πορφύριος για το ΔΙΚΟ ΤΟΥ χάρισμα].

 Ομοίως και η υπόθεση ότι, εφόσον ερευνήθηκαν και διαψεύστηκαν περιπτώσεις μάγων, μάντεων, θαυματοποιών, θεραπευτών κ.λ.π., μπορούμε να επεκτείνουμε τα συμπεράσματά μας και στους αγίους της ορθοδοξίας. Μπορεί η αλήθεια να απουσιάζει από κάπου, αλλά να εμφιλοχωρεί κάπου αλλού. Οι κομπογιαννίτες δεν εξουδετερώνουν αυτονόητα την αξιοπιστία της ιατρικής (ούτε καν συλλήβδην της εμπειρικής ιατρικής).

Θα κλείσω παραπέμποντας σε μια ανθρωπολογική μελέτη από το χώρο της ορθόδοξης πνευματικότητας, γραμμένη από έναν άνθρωπο που δεν έχει ακαδημαϊκές περγαμηνές, αλλά ήταν μέλος της κοινωνίας την οποία περιγράφει.


Πρόκειται για το βιβλίο τουγέροντα Παΐσιου του Αγιορείτη «Αγιορείται Πατέρες και αγιορείτικα», έκδ. ιερού ησυχαστηρίου Σουρωτής Θεσσαλονίκης, 1993.

Στη μελέτη αυτή ο π. Παΐσιος καταγράφει απλά και φυσικά διάφορες περιπτώσεις χαρισματούχων μοναχών και ασκητών του Αγίου Όρους, τους περισσότερους από τους οποίους γνώρισε προσωπικά.

Είναι μια άμεση μαρτυρία, ανάλογη με τη μαρτυρία κάθε ανθρώπου που έζησε για δεκαετίες ανάμεσα στα μέλη μιας τοπικής κοινωνίας.
Παραπέμπω ταπεινά σε αυτήν κάθε ειλικρινή ερευνητή της ορθόδοξης πνευματικότητας και περιμένω την αξιοποίησή της από τον επόμενο σοβαρό ερευνητή.

ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ




Σκέψεις περί ομολογίας Χριστού.

$
0
0
Σκέψεις περί ομολογίας Χριστού.

Λίγες σκέψεις περί ομολογίας πίστεως, ήτοι ομολογίας Χριστού.

Χριστιανική πίστη, σημαίνει πάνω από όλα Φως, και ομολογία Φωτός, εν τω φωτί της Αναστάσεως, κατενώπιον όλου του κόσμου, είτε ομόδοξου είτε αντίθετου.

Δεν κρύβεται το φως, ούτε αποσιωπάται. Δείχνεται και ομολογείται. Όχι με αναίδεια και υπερηφάνεια, αλλά με σθένος και αγωνιστικό φρόνημα.

Δεν υπήρξε ποτέ καιρός που να μην είναι καιρός ομολογίας. Πάντα ήταν.

Πολύ περισσότερο δε τώρα, που η αποστασία και η ανομία κορυφώνονται, και οι εσχατολογικές αναφορές-σημεία, πολλαπλασιάζονται, ίνα πληρωθούν οι γραφές.

Χριστιανός σημαίνει ομολογία, όχι μόνο ως μαρτύριο, αλλά και ως στάση ζωής, σε κάθε τόπο και περίσταση, με το μαρτύριο να είναι η αποκορύφωση, της δόξας του κάθε ανθρώπου, που πιστεύει στο Χριστό, εάν το επιτρέψει ο Θεός. Λένε κάποιοι:

"Δεν έχει ανάγκη ο Χριστός, από την ομολογία μας, και την υπεράσπισή μας."

Αυτό είναι σόφισμα. Μέγα λάθος και πλάνη. Τους το είπε ο Χριστός προσωπικά ότι δεν έχει "ανάγκη"; Από που προκύπτει αυτό;
Γιατί, μήπως έχει ανάγκη τις προσευχές μας ο Θεός στην ύπαρξή Του;
Έχει ανάγκη την Θεία Λειτουργία και τα Μυστήρια μας;
Έχει ανάγκη τις νηστείες μας;
Έχει ανάγκη την φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη μας και την αγάπη στον πλησίον;
Έχει ανάγκη το μαρτύριο και το αίμα των μαρτύρων;
Έχει ανάγκη την άσκηση των ασκητών;
Έχει ανάγκη τα δάκρυα των μετανοούντων;
Έχει ανάγκη την εξομολόγησή μας;
Exει ανάγκη τις θυσίες και τις προσφορές μας, και το κανδήλι μας;
Τι έχει ανάγκη ο Θεός, που μπορεί να δώσει ο άνθρωπος; Τίποτα. Ουδέν.
Μήπως έχει ανάγκη την ιδία αυτήν την Εκκλησία Του;

Τότε; Γιατί τα έχουμε και τα κάνουμε ως άνθρωποι όλα αυτά, ως ορθόδοξο Γένος, και τα φυλάσσουμε ως κόρη οφθαλμού, και ως παράδοση αγία και ιερή, και κιβωτό σωτηρίας, και παινευόμαστε και δικαίως ενώπιον του κόσμου του άρχοντος του αιώνος τούτου, για όλα αυτά που μας χάρισε ο Θεός, μέσα στους αιώνες;

Για εμάς είναι όλα αυτά. Από τον Θεό δοσμένα ως ανοιχτές πύλες σωτηρίας και ελευθερίας, ως διεξοδα στα αδιέξοδα μας, ως λύσεις στα προβλήματά μας, και ως ζωή στον θάνατό μας.

Όχι. Ο Θεός ανενδεης είναι. Καμμια ανάγκη δεν έχει.

Όμως εμείς είμαστε άνθρωποι. Είμαστε παιδιά Του.
Ποιο παιδί εάν το ρωτήσεις, δεν θα ομολογήσει τον πατέρα του; Και ποιο παιδί θα τον αρνηθεί, και θα πει:" Αφού δεν έχει ανάγκη ο πατέρας μου, να πω ότι είμαι παιδί του.. (Το ξέρει..)"

Σκεφθείτε τον εαυτό σας, ως γονέα, σε μια δημόσια συνάθροιση όπου το παιδί σας, σας αρνείται με παρρησία. Το φέρατε στην ζωή, το αναστήσατε με πόνο, και δάκρυ, και αυτό λέει:" Δεν μου είναι τίποτα, δεν τον ξέρω. "
Και όταν πάτε πίσω στο σπίτι σας λέει με περίσσιο θρασσος:" E, καλά μωρέ, είχες ανάγκη την ομολογία μου; "

Ποσο θα πληγωθείτε, και θα γογγυσετε με δικαιο πονο, και πικρία.
Είναι αγάπη αυτό, και σχέση αληθινή τέκνου-γονέα; Ποιος φερεται ετσι τον πατερα, την μανα του, και δεν ειναι τρισαθλιος, στα μάτια των ανθρώπων και του Θεου;
Εμεις λοιπον τα εχουμε αναγκη, ολα τα παραπάνω για να έχουμε τον Θεον, ως Πατέρα μας, και Φιλο, και Αδελφο μας, και Προστατη και Βοηθο και Υπερασπιστη μας, ενώπιον μας, και ενώπιόν όλων.

Σε ολο το Ευαγγέλιο, ο Χριστός ζητά να μάθει, από τους ανθρώπους τι φρονούν περί Αυτού.
"Τίνα με λεγουσιν οι ανθρωποι;" Eρωτα ο Κύριος;
"Πιστεύεις ότι μπορώ να σε θεραπεύσω;" ρωτά ξανά και ξανά.
Και παλι λεει σχεδον με παράπονο: "Aραγε οταν ο Υιος του ανθρωπου, ερθει ξανα θα ευρει την πίστη επί της γης;"

Ακόμα και μετά την τριαδική άρνηση του Πέτρου, σε μια από τις μετά την Aνασταση, εμφανίσεις Του, του ζητά την τρισση επανόρθωση, με την σαφή και ξεκάθαρη ομολογία του πρωτοκορυφαιου Αποστολου, να ακολουθεί με παρρησία, οτι Τον αγαπα και Τον ομολογεί, αποκαθαίροντας τον έτσι από το όνειδος της αρνήσεως.
"Ναι Κύριε. Συ οιδας, οτι φιλω Σε", απαντα ο Πέτρος στο κατά Ιωαννην 21, 15-17.
Το προγνωριζει ο Κυριος, το αναφέρει όμως και το ομολογεί και ο Πέτρος.

Αυτο το περιστατικό είναι ιστορικό γεγονός όταν έγινε, αλλά και ταυτόχρονα και τύπος του μέλλοντος, από πλευράς Κυριου, για όλους μας.

Δεν είναι πλεονασμός, αλλά δίκαιο αίτημα κατάθεσης από τον Θεό, της ελεύθερης προαιρέσεως από πλευράς ανθρώπου.

Ουτε το είχε ανάγκη ο Κύριος ο Αναστας εκ των νεκρών, ο Παντοκρατωρ.

Το εκανε γιατι το είχε ανάγκη ο Πέτρος και ο κάθε αδελφός εις τον αιώνα, στο πρόσωπο του Πέτρου.

Το έκανε γιατί θέλει να φανεί το φιλότιμο μας.

Αυτο θελει ο Θεος. Την καθαρή στάση μας. Όλα τα γνωρίζει, αλλά το θέμα είναι εμείς τι κάνουμε.

Δεν έχει φτιάξει κανένα.. θέατρο, με μαριονέτες ο Θεός, αλλά ελεύθερους ανθρώπους.
Οτι και να γνωριζει ο Κυριος, και γνωριζει τα παντα προ καταβολης κόσμου, εάν εμείς δεν το πιστοποιησουμε και δεν το καταθέσουμε, παρρησια ενωπιον παντος ανθρωπου, οχι μονο δεν ισχυει, οχι μονο δεν μας καθιστά τέκνα Του, αλλά και δεν μας δίδει άξια ενώπιόν Του.

Έχουμε εμείς απόλυτη ανάγκη από την ομολογία και την υπεράσπιση της πίστεώς μας, καθότι έτσι φανερώνεται και βεβαιώνεται ο πλήρης ψυχοσωματικός δεσμός μας, με κάθε κοστος και τίμημα, ως αληθινών προσωπων εν ελευθερία, και αγαπητικά μαζι Του.

Οπου η αγαπη, δεν ειναι η συναισθηματικη αγαπη, συμφεροντος, του δούναι και λαβειν, αλλα η οντολογικη-υπαρξιακη καθολικη αναφορα και σχέση, τωρα και στον αιωνα, με-και-προς, το προσωπο Του, σε βαρος ολων των άλλων μεγεθών, από συγγενών μεχρι της ιδιας της ζωής μας.

Αυτό συμβαίνει παντού. Από το σπίτι μας, μέχρι τους συγγενείς μας, την εργασία μας, το διακονημα μας, και ολο τον κοσμο, οπου ζουμε και κινούμαστε.
Δεν ισχυει ομολογια στο εικονοστάσι του σπιτιού μας. Δεν ισχύει ομολογία μεσα στην ασφαλεια των ομοπιστων αδελφων μας. Δεν ισχύει ομολογία όταν όλα πάνε καλά, και δεν εχει ζορια, και κόστος.

Αυτή είναι η αλήθεια, και δεν αλλάζει, έστω και εάν εμείς αστοχήσουμε, η προδώσουμε. Δεν μπορεί εν ονόματι της αλλοτριωμένης, περιρρέουσας ατμόσφαιρας της ισοπεδώσεως, και του ωχαδερφισμού, να τα αλλάζουμε τα πράγματα κατά το δοκούν.

Αν εγω, ο καθένας μας, αστοχήσει, πέσει και προδώσει, η αλήθεια μένει εις τον αιώνα. Δεν αλλοιωνεται η αληθεια, με σοφισματα και βολέματα, να περναει ο καιρός, να κοροϊδευόμαστε.

Μεθαύριο εορτάζουμε τον μεγαλομάρτυρα και πολιούχο της Θεσσαλονίκης Άγιο Δημήτριο τον Μυροβλύτη.

Σαν κόσκινο τον έκαναν με τις λόγχες τους, οι μέχρι πρότινος συστρατιώτες και φίλοι του.

Του ζητησαν, να κανει λιγο πισω, να κανει λιγο πολιτικη, να μην είναι φανατικός, να βαλει νερο στο κρασί του.

Πηγαινε, βαλε λιγο θυμιαμα στα ειδωλα, αρνησου φαινομενικα τον παράδοξο Εσταυρωμένο Θεο σου, και στο σπίτι σου κανε ότι θες. Μην σκανδαλίζεις τον κόσμο..

Και ο Αη Δημήτρης, που τρέχει το μύρο του, σαν ποτάμι, τι έκανε; Ετάφη εκεί όπου ετάχθη.

Δεν σκέφτηκε λογικά κατά κόσμον, δεν έβαλε νερά στο κρασί του, δεν τον ένοιαζε εάν κακοχαρακτηριστεί.
Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, είδε τον Εσταυρωμένο, παράδοξο Θεό, για τον κόσμο, και ομολόγησε.

Γιαυτό είναι σήμερα ο Άγιος Δημήτριος, δόξα και καύχημα της Εκκλησίας, μαζί με τον Αγιο Γεώργιο, στυλοι και κραταιωμα της οικουμενικης ορθοδοξιας, μεσα στους αιωνες, και συμβασιλευουν μαζι με τον Δεσποτη Χριστο.

Ποσα τους έταξαν, ποσα τους χάριζαν, και όμως αυτοί, δεν έκαναν πίσω.
Ανθρωποι, με σαρκα, οστα, με οικογένειές, με αναγκες, με φοβο και πονο, με πολλα να χάσουν, και με φήμη κοσμική, και όλα τα φόντα να ζήσουν σαν επίγειοι βασιλιάδες εάν πρόδιδαν..

Ο Άγιος Γεώργιος ισως να εφτανε να γινει εως και αυτοκρατορας, αφου ηταν απο τα αγαπημένα παλικαρια του Ρωμαϊκού στρατού, ήρωας και αγαπημένος των βασιλέων.
Και εμείς..

Με πολύ λιγότερο κόστος, κλωτσάμε να κατεβούμε και σε μια απλή διαμαρτυρία. Έστω και λιγο, να δωσουμε μια παρουσια. Να πουμε μια κουβέντα βρε αδερφέ παραέξω..

Και επινοούμε φιλοσοφίες, για να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα. Κατα τα αλλα τιμουμε και ευλαβουμεθα και φερουμε τα ονόματα των Μαρτύρων της Πίστεώς μας.
Φοβομαστε μην μας λοιδορήσουν, μη μας κακοχαρακτηρισουν, μην γίνουμε περιγελο και δακτυλοδεικτουμενοι, οπως αυτοι που φοβόντουσαν να ομολογησουν τον Χριστο τα χρόνια που εδιδασκε στο Ισραήλ, ώστε να μην θεωρηθούν αποσυνάγωγοι, και πεταχθουν απο το Ιερατείο στα αζήτητα..

Ας αναλάβει ο καθένας την ευθύνη του, εν όψει των καιρών μας, και των αγίων και μαρτυρων μας, που μας παρέδωσαν την αδαμάντινη και κρυστάλλινη Πιστη των Πατερων μας, πλυμενη και λουσμένη ως Νύμφη περικαλλεστατη, με αίματα, με δάκρυα και στεναγμους αλαλητους, και ας σταθει μπροστα τον Πλάστη, Σωτήρα, Ευεργέτη και Προνοητη, Θεο του, και ας ζητήσει δύναμη εξ'υψους, πίστη, υπομονή, καρτερία, απαντοχη, στηριξη, ωστε να σηκωσει το βαρος του ονόματος: Χριστιανός.
Οι καιροι το απαιτούν και δεν αφήνουν περιθώριο. Αν δεν ασκηθούμε από τώρα στα μικρά, δεν θα σταθουμε ουτε στα μεγαλα κατα φυσικη συνεπεια. Δεν ειναι τυχαιο οτι η μαρτυρική μας Εκκλησία, χρησιμοποιεί όρους όπως, στάδιο, αγώνας, άθληση, και έπαθλο, στέφανος, βραβείο.

Χωρις σωστη και επίπονη προπόνηση, δεν μπαινεις στο σκαμμα, η εαν μπεις, πας για σίγουρη ήττα, αλλά εάν μείνεις πάλι μόνο στην προπόνηση, τότε θα χάσεις τον αγώνα όταν αυτός γίνει.

Ο Κυριος περιμενει απο εμας, την τοποθέτησή μας, για να δρασει οπως Αυτος ξερει πανσοφα και τελεια. Με υπεκφυγες και αναβολές, αυτοδικαιωση και δημιουργια συγχυσεως, Του δένουμε τα χέρια.

Ας σκεφτουμε, Ποιον λατρεύουμε, και που Τον λατρεύουμε, παρά την αμαρτία μας, και την αστοχία μας.

Καρφωμενο πανω στον Σταυρο, και οχι καθημενο σε καμμια πολυτελή πολυθρόνα, ουτε σαν συνδαιτημονα σε αιθουσα διπλωματικης συνομιλιας, η ομιλουντα σε κάποιο αμφιθέατρο ανταλλαγής φιλοσοφημάτων..

Ο Κυριος να μας, ενδυναμώνει, και να μας στηρίζει στον αγώνα με τις πενιχρές μας δυνάμεις.

Αυτος αναπληρωνει τα υστερηματα μας, και τελειοποιεί τα ατελή μας έργα και τις εφέσεις μας.

Εμεις ομως οφειλουμε, πρωτα απο φιλοτιμο, και έπειτα για ωφέλεια δική μας, να Τον ομολογουμε, εν παντι τοπω της Δεσποτειας Αυτου, και εν πασει περιστασει, είτε ειρηνική και ανωδυνη, ειτε εν διωγμω και εν θλιψεσει και ότι άλλο προκύψει.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ!

$
0
0
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ! 
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο και όχι δικαστήριο των ψυχών. Δεν καταδικάζει για τα αμαρτήματα, αλλά παρέχει συγχώρηση των αμαρτημάτων.

Τίποτα δεν κάνει τόσο χαρούμενη τη ζωή μας, όσο η ευχαρίστηση που νιώθουμε στην Εκκλησία. Στην Εκκλησία συντηρούν τη χαρά τους οι χαρούμενοι, στην Εκκλησία αποκτούν την ευθυμία οι στεναχωρημένοι και την ευφροσύνη οι λυπημένοι, στην Εκκλησία βρίσκουν την ανακούφιση οι ταλαιπωρημένοι και την ανάπαυση οι κουρασμένοι.

«Ελάτε» λέει ο Κύριος, «κοντά μου όλοι, όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι (με θλίψεις και αμαρτίες), κι εγώ θα σας ξεκουράσω» (Ματθ. 11:28).

Τι πιο ποθητό θα μπορούσε να υπάρξει απ’ αυτή τη φωνή; Τι πιο γλυκό απ’ αυτή τη πρόσκληση; Ο Κύριος σε προσκαλεί στην Εκκλησία για πλούσιο γεύμα. Σε μεταφέρει από τους κόπους στην ανάπαυση κι από τα βάσανα στην ανακούφιση. Σε απαλλάσσει από το βάρος των αμαρτημάτων σου. Γιατρεύει τη στεναχώρια με την ευχαρίστηση και τη λύπη με τη χαρά.

Κανένας δεν είναι πραγματικά ελεύθερος και χαρούμενος, παρά μόνο εκείνος που ζει για τον Χριστό. Αυτός ξεπέρασε όλα τα κακά και δεν φοβάται τίποτα!
Από το βιβλίο: Θέματα Ζωής Β' - Ιερά Μονή Παρακλήτου


Η αδιάλειπτη Προσευχή. Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

$
0
0
Άναψε τη ψυχή με τη προσευχή...
ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Άναψε τη ψυχή με τη προσευχή. Πίστεψέ με, δεν έχει τόσο την ικανότητα να καθαρίζει τη σκουριά η φωτιά, όσο η νυχτερινή προσευχή τη σκουριά των αμαρτιών μας. Ας ντραπούμε,αν όχι κανέναν άλλον, τους νυκτερινούς φύλακες.Εκείνοι περιέρχονται τους δρόμους για τον ανθρώπινο νόμο,φωνάζοντας δυνατά μέσα στην παγωνιά και περπατώντας μέσα από τα στενά, και πολλές φορές βρέχονται και παγώνουν για σένα και την σωτηρία σου και για τη φύλαξη των χρημάτων σου. 

Εκείνος για τα χρήματα σου παίρνει τόσα προνοητικά μέτρα, ενώ εσύ ούτε για τη δική σου ψυχή; Και μάλιστα εγώ δεν σε αναγκάζω να περιφέρεσαι έξω στο ύπαιθρο όπως εκείνος, ούτε να πιέζεσαι φωνάζοντας δυνατά, αλλά μένοντας μέσα σ' έναν απόμερο χώρο, στο ίδιο το δωμάτιο σου, γονάτισε, παρακάλεσε τον Δεσπότη. Γιατί αυτός ο ίδιος ο Δεσπότης διανυκτέρευσε πάνω στο όρος των Ελαιών; Όχι για να γίνει πρότυπο για μας;

Τότε αναπνέουν τα φυτά, τη νύχτα εννοώ· τότε και η ψυχή, ακόμη περισσότερο απ' αυτά, δέχεται τη δροσιά Αυτά τα οποία ο ήλιος της ημέρας τα ξήρανε, αυτά τη νύχτα δροσίζονται. Αποτελεσματικότερα από κάθε δροσιά είναι τα δάκρυα που χύνονται εναντίον των επιθυμιών και κάθε φλογώσεως και καύσωνα και δεν αφήνουν να πάθουμε κανένα κακό.

Αν δεν απολαύσει (η ψυχή) αυτή τη δροσιά, την ημέρα θα ξεραθεί εντελώς. Αλλά όχι, να μη συμβεί κανένας από μας να τροφοδοτήσει εκείνη τη φωτιά, αλλά αφού δροσιστούμε και απολαύσουμε τη φιλανθρωπία του Θεού, έτσι όλοι να ελευθερωθούμε από το φορτίο των αμαρτιών μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.


Η αδιάλειπτη Προσευχή. Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Όπως το να αναπνέεις ποτέ δεν είναι άκαιρο, έτσι ούτε και το να ζητάς, αλλά το να μη ζητάς είναι άκαιρο. Διότι όπως έχουμε ανάγκη από αυτήν, την αναπνοή, έτσι και από τη βοήθειά Του· και εάν θέλουμε, εύκολα μπορούμε να Τον προσελκύσουμε.

Αυτά που πολλές φορές δεν μπορούμε να κατορθώσουμε με τη δική μας προσπάθεια, αυτά εύκολα θα μπορέσουμε να τα επιτύχουμε με τις προσευχές, τις προσευχές εννοώ τις συνεχείς. Διότι πρέπει πάντοτε και ακατάπαυστα να προσεύχεται και αυτός που βρίσκεται σε θλίψη και αυτός που βρίσκεται σε άνεση, και μέσα στις συμφορές και μέσα στα αγαθά· αυτός που έχει άνεση και πολλά αγαθά, για να μένουν αμετακίνητα και αμετάβλητα και να μην τα στερηθεί ποτέ, και αυτός που έχει θλίψεις και πολλές συμφορές, για να δει κάποια αγαθή μεταβολή, να επέλθει γαλήνη και να παρηγορηθεί.

Έλεγε η Άννα (η μητέρα του Σαμουήλ) συνεχώς τα ίδια και δεν σταματούσε να προσεύχεται δαπανώντας πολύ χρόνο με τα ίδια λόγια. Έτσι λοιπόν και στο Ευαγγέλιο διέταξε ο Χριστός να προσευχόμαστε. Διότι λέγοντας στους Μαθητές: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουσθούν» (Ματθ. 6, 7), μας δίδαξε και τον τρόπο της προσευχής, δείχνοντας ότι το να εισακουσθεί η προσευχή εξαρτάται όχι από το πλήθος των λόγων, αλλά από την εγρήγορση του νου.

Εάν αγρυπνούμε, η Χάρη μας κάνει ναούς του Αγίου Πνεύματος, ώστε όλα να μας έρχονται πολύ εύκολα… οπουδήποτε κι αν είσαι, το θυσιαστήριο το έχεις μαζί σου… αφού συ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα που θυσιάζεται. Γιατί όπου και να είσαι μπορείς να στήσεις τον βωμό δείχνοντας μόνο άγρυπνη διάθεση, και καθόλου δεν σε εμποδίζει ο τόπος ούτε ο καιρός, αλλά κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κτυπήσεις το στήθος και δεν σηκώσεις τα χέρια στον ουρανό, αλλά δείξεις μόνο θερμή διάνοια, η προσευχή σου είναι πλήρης.

Είναι δυνατόν και γυναίκα που υφαίνει και γνέθει με τη ρόκα της να στραφεί βλέποντας τον ουρανό με τη διάνοια και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό· είναι δυνατόν και άνθρωπος που ευρίσκεται στην αγορά και περπατά μόνος του να κάνει μακρές προσευχές· και άλλος που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα να ανεβάσει τη ψυχή του στον Δεσπότη· είναι δυνατόν και ο υπηρέτης, και ο δούλος κι εκείνος που πηγαινοέρχεται κι εκείνος που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορεί να έλθει στην εκκλησία, να κάνη προσευχή μακρά και έντονη· δεν περιφρονεί τόπο ο Θεός· ένα μόνο ζητά, διάνοια θερμή και ψυχή που σωφρονεί.


Και πώς είναι δυνατόν, λέει, άνθρωπος κοσμικός, προσηλωμένος στο δικαστήριο, να προσεύχεται τρεις ώρες την ημέρα και να τρέχει στην Εκκλησία; Είναι δυνατόν και πάρα πολύ εύκολα· διότι και αν δεν μπορεί να τρέξει στην Εκκλησία, είναι δυνατόν εκεί που είναι όρθιος μπροστά στις πόρτες και προσηλωμένος στο δικαστήριο να προσευχηθεί. 

Γιατί δεν χρειάζεται τόσο η φωνή όσο ο νους, ούτε άπλωμα χεριών όσο συγκεντρωμένη ψυχή, ούτε στάση, αλλά φρόνημα· επειδή κι αυτή η Άννα, δεν εισακούστηκε από τη μεγάλη και λαμπρή φωνή της, αλλ’ επειδή φώναζε δυνατά μέσα στη καρδιά της: «Και αυτή φώναζε μέσα στη καρδιά της, και κινούσε τα χείλη της, αλλά η φωνή της δεν ακουγόταν…» (Α’ Βασιλ. 1, 13) και συνεχίζει: «…ο Θεός του Ισραήλ ας ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα ,που ζήτησες απ’ αυτόν… και την θυμήθηκε ο Κύριος» (στίχ. 17, 19).

Αυτό το έκαναν πολλές φορές κι άλλοι πολλοί· και ενώ ο άρχοντας από μέσα φώναζε, απειλούσε, χτυπιόταν, έκανε σαν τρελός, αυτοί με το στόμα κλειστό στέκονταν μπροστά στην πόρτα και λέγοντας στο Θεό λίγα λόγια με το νου, όταν έμπαιναν τον άλλαζαν, τον καταπράυναν και από άγριο τον έκαναν ήμερο και σε τίποτε δεν εμποδίστηκαν, ούτε από τον τόπο, ούτε από τον χρόνο, ούτε από τη σιωπή γι’ αυτή τη προσευχή.

Αυτό λοιπόν κάνε και συ: στέναξε πικρά, θυμήσου τα αμαρτήματά σου, κοίταξε ψηλά στον ουρανό, πες με το νου σου «ελέησόν με, ο Θεός…» και η προσευχή σου είναι πλήρης. Διότι αυτός που είπε «ελέησόν με, ο Θεός…», έκανε εξομολόγηση· αυτός που είπε: «ελέησον με…» έλαβε συγχώρηση των παραπτωμάτων, πέτυχε τη Βασιλεία των Ουρανών.

Έτσι προσευχόταν και ο Μωυσής, γι’ αυτό και χωρίς να προφέρει τίποτε, του λέγει ο Θεός: «γιατί μου φωνάζεις;…» (Έξοδ. 14, 15). Διότι οι άνθρωποι ακούνε μόνο αυτή την (εξωτερική) φωνή, ενώ ο Θεός πριν από αυτή ακούει όσους κραυγάζουν από μέσα τους.

Άρα γίνεται να ακουγόμαστε και χωρίς να φωνάζουμε, και να προσευχόμαστε με το νου μας με πολλή προσοχή περπατώντας στην αγορά, κι όταν συζητούμε με φίλους και οτιδήποτε κάνουμε να επικαλούμαστε το Θεό με πολύ δυνατή φωνή, την εσωτερική , και να μην την φανερώνουμε σε κανέναν από τους παρόντες, όπως έκανε τότε η Άννα «..και εμνήσθη αυτής Κύριος και συνέλαβε» (Α’ Βασιλ. 1, 13, 19). Τόσο δυνατή ήταν η εσωτερική κραυγή της.

(Η Άννα) «όταν αύξησε την προσευχή… και ο Ηλί παρατήρησε το στόμα της..». Είχε σφραγισθεί λοιπόν η φωνή της, δεν σφραγίσθηκε όμως η δύναμη της προσευχής της, αλλά η καρδιά από μέσα φώναζε περισσότερο. Διότι αυτό κυρίως είναι προσευχή, όταν οι φωνές προέρχονται από μέσα· αυτό είναι μάλιστα το γνώρισμα της ψυχής που πονά, να εκφράζει την προσευχή όχι με τον τόνο της φωνής, αλλά με την προθυμία της καρδιάς.


Όταν νομίσαμε ότι τα σπίτια έγιναν ξαφνικά οι τάφοι μας (από τον φοβερό σεισμό), όταν όλος μαζί ο λαός έκραζε το «Κύριε, ελέησον», τότε και ο Κύριος λύγισε από την ευσπλαχνία του· κινώντας δηλαδή τη γη με μόνο το βλέμμα του, με το χέρι υποβάσταξε την κτίση που έτρεμε.

Είναι εντελώς αδύνατον άνθρωπος που προσεύχεται με την προθυμία που αρμόζει και παρακαλεί το Θεό συνεχώς, να αμαρτήσει ποτέ. Και πώς; εγώ θα σου πω: Αυτός που θέρμανε το νου του και ανάστησε τη ψυχή του και μετέφερε τον εαυτό του κι έτσι επικαλέσθηκε τον Δεσπότη του και θυμήθηκε τις αμαρτίες του και συζήτησε μαζί Του για την συγχώρηση τους παρακαλώντας τον να φανεί ευσπλαχνικός και ήμερος, από την ενασχόληση με αυτά τα λόγια αποβάλλει κάθε βιοτική φροντίδα και αναπτερώνεται και γίνεται ανώτερος από τα ανθρώπινα πάθη· κι εάν ακόμη μετά την προσευχή δει εχθρό, δεν θα τον δει πλέον σαν εχθρό· κι εάν δει όμορφη γυναίκα, δεν θα επηρεασθεί βλέποντάς την, επειδή η φωτιά της προσευχής παραμένει μέσα του και διώχνει μακριά κάθε απρεπή λογισμό. 

Αλλά επειδή είμαστε άνθρωποι και είναι φυσικό να πέσουμε σε ραθυμία, όταν περάσουν μία και δύοώρες και τρεις μετά την προσευχή, και δεις τη θερμότητα που είχε προηγηθεί σιγά-σιγά ν’ αρχίσει να υποχωρεί, τρέξε πάλι γρήγορα στην προσευχή και θέρμανε την καρδιά σου που ψυχράθηκε. Κι εάν το κάνεις αυτό όλη την ημέρα θερμαίνοντας τα μεσοδιαστήματα με τις πυκνές προσευχές, δεν θα δώσεις στο διάβολο αφορμή και είσοδο εναντίον των λογισμών σου.

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β - ΛΑΚΤΑΝΤΙΟΣ ( + 325) ρητορικός Απολογητής τοΰ χριστιανισμού

$
0
0
(240 μ.Χ.-325 μ.Χ.)

22. ΛΑΚΤΑΝΤΙΟΣ (+ 325) ρητορικός Απολογητής τοΰ χριστιανισμού

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Λακτάντιος ήταν βορειοαφρικανός Ρωμαίος, πού σταδιοδρόμησε ώς έθνικός ρήτορας κυρίως στήν Νουμιδία ('Αλγερία) καί ώς χριστιανός συγγραφέας κυρίως στήν έλληνική πρωτεύουσα τοΰ Ανατολικού ρωμαϊκού κράτους Νικομήδεια τής Βιθυνίας. "Εγραψε στήν λατινική μέ τήν φιλοδοξία πρώτα νά κατατροπώσει τήν έθνική θρησκεία καί σκέψη καί ύστερα νά έκθέσει τήν διδασκαλία τοΰ χριστιανισμού. Πρός τοΰτο διέθετε ζήλο θαυμαστό, ταλέντο ρητορικό καί λογοτεχνικό καί γνώση έγκυκλοπαιδική τοΰ έλληνορωμαϊκοΰ πνεύματος. Του έλειπε όμως ή βαθιά φιλοσοφική παιδεία καί ή θεολογική κατανόηση τού μυστηρίου τής Εκκλησίας. Έπειδή έγινε χριστιανός σέ ήλικία περίπου 50 έτών, γνώρισε τόν χριστιανισμό έπι φανειακά καί άτελέστατα, ώς άνυπόμονος κατηχούμενος.

"Ετσι, έγραψε μέ ζήλο, πάθος καί γνωστή έπιχειρηματολογία, κατά τοΰ έθνικοΰ κόσμου, άλλά δέν κατόρθωσε νά παρουσιάσει, δπως ήθελε, όρθά καί όλοκληρωμένα, τήν χριστιανική πίστη, μολονότι τό έγχείρημά του παραμένει τό πιό έκτεταμένο μέχρι τότε στήν λατινική γλώσσα. Στήν φιλοσοφία δέν άναγνωρίζει τήν δυνατότητα εύρέ- σεως τής άλήθειας, παρά μόνο τυχαία. Τό έργο του έπιτέλεσε κυρίως μέ τήν βοήθεια τοΰ Κικέρωνα (προπαντός αύτοΰ), τοϋ Λουκρητίου, τοΰ Βιργιλίου, τού Σενέκα καί τών έρμητικών έργων, καί δευτερευόντως μέ τήν βοήθεια τής Γραφής, τοΰ Κυπριανοΰ, τοΰ Τερτυλλια- νοϋ καί τοΰ Μινουκίου Φήλικα. Άγνοοΰσε δχι μόνο τούς έλληνες έκκλησ. συγγραφείς, άλλά σχεδόν καί τήν Γραφή, τήν δποία κυρίως γνώριζε άπό συλλογές βιβλικών χωρίων (Testimonia), άπό τίς όποιες, φαίνεται, άντλησε καί ό Κυπριανός. Γιά τούς λόγους αύτούς δέν έ- ξέφρασε τόσο τό έκκλησιαστικό θεολογικό κλίμα τής έποχής, δσο διατράνωσε τόν ένθουσιασμό του γιά τήν νέα θρησκεία καί τούς λό¬γους πού δικαιώνουν τήν μεταστροφή του σ' αύτήν, δπως έκαναν πα-λαιότερα μερικοί άπολογητές. Είναι δμως πολύ σημαντικό δτι συνετέλεσε στήν διαμόρφωση τής χριστιανικής λατινικής γλώσσας, δεδομένου δτι ύπήρξε σπουδαίος ρήτορας κι έδωσε κείμενα τόσο γλαφυρά καί συναρπαστικά, ώστε νά χαρακτηριστεί χριστιανός Κικέρων.

Ενδεικτικό τών πλάνων του είναι δτι διατύπωσε δυαλιστικές ιδέες γιά νά έοιιηνεύσει τήν άρχή τοΰ κακοΰ. Ό Θεός δηλαδή γέννησε δύο Υιούς, έναν πρό τής δημιουργίας κι έναν μετά. Ό δεύτερος, πού εί-ναι ό άντίθεος, απομακρύνθηκε άπό τόν Θεό καί δημιούργησε τό κα¬κό, πού συγχρόνως έρμηνεύεται καί ώς άποτέλεσμα τής επιθυμίας τοΰ άνθρώπου. Δέν διακρίνει ώς 'ιδιαίτερη ύπαρξη τό άγιο Πνεΰμα, τό όποιο ταυτίζει μέ τόν Χριστό, καί μεταθέτει τήν τελική κρίση με¬τά άπό χιλιετή βασιλεία τού Χριστοΰ, ή όποία θά άρχίσει περίπου διακόσια έτη μετά τήν έποχή κατά τήν όποία γράφει.


Ιδιαίτερα σπουδαία είναι ή συμβολή τού Λακταντίου στήν εξέλι¬ξη τής λατινικής χριστιανικής ποιήσεως μέ τό έργο του «Περί τοΰ πτηνού τοϋ φοίνικος» σέ 85 δίστιχα. Ή ποίησή του έχει στοιχεία ση-μιτικά, χρησιμοποιεί γλώσσα ήμιλαϊκή καί συμφιλιώνει έθνικούς μύ¬θους μέ τήν διδασκαλία τής Εκκλησίας.

ΒΙΟΣ


Ό Lucius Caelius Firmianus Lactantius γεννήθηκε στήν Β. 'Αφρική περί τό 250, όπου έκτός άλλων δασκάλων άκουσε καί τόν 'Αρνόβιο στήν Sicca τής Νουμιδίας. Γρήγορα έγινε καί ό ϊδιος ρητοροδιδάσκάλος. "Ενεκα τής φήμης του κλήθηκε άπό τόν Διοκλητιανό, λίγο μετά τό 290, στήν τότε πρω¬τεύουσα τοϋ άνατολικοϋ κράτους Νικομήδεια, νά διδάξει λατινική ρητορική. Τό έργο του στήν έλληνικότατη πρωτεύουσα δέν είχε άνταπόκριση καί τό έγκατέλειψε μέ τήν έναρξη τοϋ διωγμού (303), άφοϋ στό μεταξύ είχε δε¬χτεί τόν χριστιανισμό. Γιά πολλά χρόνια έζησε μέ στερήσεις, άλλά δέν στα¬μάτησε νά γράφει. Περί τό 316/317, ηλικιωμένος πλέον, κλήθηκε άπό τόν Μ. Κωνσταντίνο στά Τρέβιρα (Treveris, Trier) γιά τήν διαπαιδαγώγηση τοϋ γιου του Κρίσπου. "Εκτοτε δέν έχουμε ειδήσεις. Πέθανε μάλλον περί τό 325.

ΕΡΓΑ


Ό Λακτάντιος υπήρξε πολυγραφότατος, άλλά δέν σώθηκαν όλα τά έργα του, μερικά τών όποιων γνωρίζουμε μόνο άπό τούς τίτλους πού αναφέρει ό Ιερώνυμος. 


Διασώθηκαν τά εξής:
De opificio Dei (Περί τής δημιουργίας τοϋ Θεοϋ). Γράφηκε τό 303/4 καί πλήν άλλων μιλάει γιά τήν ωραιότητα καί τήν αρμονία τοϋ άνθρώπινου σώματος.
PL 6,9-78. CSEL 27, 1 (1893) 3-64. SCh 213-214 (1974).
Divinae institutiones (Θεΐαι διδασκαλίαι) βιβλία 7. Γράφηκε μεταξύ 304 καί 313. Στά τρία πρώτα βιβλία καταπολεμεί τίς έθνικές θρησκείες καί στά άλλα τέσσερα έκθέτει τήν χριστιανική διδασκαλία, τονίζοντας τήν ηθική της υπεροχή.
PL 6, 111-884. CSEL 19 (1890) 1-672. SCh 204-205 (1973). SCh 326 (1986).
De mortibus persecutorum (Περί θανάτων τών διωκτών). Γράφηκε τό 314/315. Περιγράφει τούς τελευταίους διωγμούς (303-313), έξαίρει τήν στά¬ση τών χριστιανών σ' αυτούς καί άποδίδει στήν οργή τοϋ Θεοϋ τό φοβερό τέλος πολλών διωκτών, παλαιοτέρων και συγχρόνων του. "Αλλοτε ή γνη¬σιότητα τοϋ έργου είχε άμφισβητηθεΐ.
PL 7, 189-276. CSEL 27, 2 (1897) 171-238. SCh 39 (1954). F. CORSARO, De mortibus pcrsecutorum, Caiania 1970. J.L. CREED, Dc mortibus pcrsccutorum, ed. and transl., Oxford Clarendon Press. 1984.
De ira Dei (Περί τής οργής τοϋ Θεοϋ). Γράφηκε μεταξύ 314 καί 317. Ό Θεός αγαπά, συγχωρεί, άλλά καί τιμωρεί δίκαια. Καταπολεμεί τούς έπι- κουρείους καί τούς στωικούς πού θέλουν τόν Θεό ξένο πρός τόν κόσμο.
PL 7, 79-148. CSEL 27,1 (1893) 67-132. Η. KRAFT - Α. WI.OSOK, Lactantius, De ira dei..., Darmstadt 19741. CHR. 1NGREMEAUM: SCh 289.
Epitome divinarum institutionum (Επιτομή τών θείων διδασκαλιών). Γρά¬φηκε μεταξύ 314 καί 317. Δέν είναι όπλώς επιτομή, άλλά περισσότερο ε¬πανεξέταση καί άναθεώρηση άπόψεών του,
PL 6, 1017-1094. CSEL 19 (1890) 675-761.
l)e ave phoenice (Περί τοϋ πτηνού φοίνικος). Γράφηκε μεταξύ 314 καί 317. Ή αμφισβητημένη γνησιότητά του υποστηρίζεται σήμερα εντονότερα. Τό έργο άποτελεΐται άπό 85 δίστιχα καί συνιστά μεγάλο σταθμό στήν εξέλιξη τής λατινικής χριστιανικής ποιήσεως. Διηγείται μέ ιδιάζοντα τρόπο τόν γνω¬στό ('Ηρόδοτος καί μετά χριστιανοί συγγραφείς) μύθο τοϋ πτηνού φοίνι¬κα, πού, αφού ζήσει χίλια χρόνια στήν παραδεισιακή 'Ανατολή, έρχεται στήν Φοινίκη. Έκεΐ πεθαίνει σέ φοινικόδεντρο, άλλά άπό τήν τέφρα του γεννιέται νέος φοίνικας πού επιστρέφει στήν 'Ανατολή. Ό μύθος συμβολί¬ζει τήν άνάσταση τοϋ Κυρίου ή τήν Παρθένο Μαρία πού πραγματοποιεί τά έσχατα στήν ιστορία.
PL 7, 277-284. CSEL 27, 1 (1893) 135 έξ. Μ. C. ΓΓΓΧ-PATRlCK, Lact. De Phocnice..., Philadelphia 1933. F. RAR1SARDA, 1 carmc De ave phoenice di Lattanzio, Catania 1959'.


Αποσπάσματα. Σώζονται άπό Επιστολή καί άπό τό έργο του De mortibus animi.
PL 7, 275-6. CSEL 27, 1 (1893) 155-8. J. B. PESENT1, Lact. de mortibus persecutorum,
'Απολεσθέντα. Ό Ιερώνυμος (De vir. ill. 80) προσγράφει στόν Λακτάν- τιο καί τά έξης έργα, πού φαίνεται δτι ανήκουν στήν πρίν άπό τό βάπτισμα έποχή του καί πού πάντως χάθηκαν: Συμπόσιον. Όδοιπορικόν, όπου σέ στίχους διηγείται τό ταξίδι του άπό τήν Β. 'Αφρική στήν Νικομήδεια. Πρός Άσκληπιάδην βιβλία δυό. Έπιστολαί.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

P. MONCEAUX, Histoire litterairede Γ Afrique chritienne, III, Paris 1905, σα. 287-371. J. R. LAURIN, Orientations mailresscs des apologistes chretiens de 270 a 361, Roma 1954, σσ. 168-304, 326-443. J. STEVENSON, The Life and Literary Activity of Laetantius: SP
I    (1957)661-677 καί 4 (1961) 497-503 (Aspects of the Relations between Lact. and the classics). A. WLOSOK, Lactan/. und die philosophische Gnosis, Heidelberg 1960. C. MORMANN, Les elements vulgaires du latin des chretiens: VC 2 (1948) 89-101, 162-184. G. CRESCENTl, Gli elementi cristiani del carme De ave Phoen. di F. Lact., Messina 1960. L. THOMAS, Die Sapicntia ats Schlusselbegriff zu den Divinac Institutioncs des Lact., Freiburg ("Ελβε¬τία) 1959. V. LOI, Lattanzio nella storia del linguaggio e del pensiero teologico prc-niccno, Zurich 1970. M. WALLA, Der Vogcl Phoenix in der antiken Liieraiur und der Dichtung des Lactan/, Wien 1969. P. l.OPE C1LLERUELO, Nota sobre el termine Sacramento en Lactancio: Studio agostiniano 6 (1971) 89-100. R. VAN DEN BROECK, The Myth of the Phoenix..., Leiden 1972. E. HECK, Die dualistischen Zusatze und die Kaiseranrcdcn bei Lact., Heidelberg 1972. E. MESSMER, Lact. und die Dichiung, Munchen 1974. E. GAREAU, Bene e vere loqui. Lactance el la conception ciceroniennc de Γ oratcur ideal: REl. 55 (1977) 192-202. J. DOIGNON, Le placitum cschatologique attribue aux Sto'iciens par Lact: RPh 51 (1977) 43-55. J. FONTAINE - M. PERRlN, l.acianee et son temps ( - εισηγήσεις πολ¬λών σέ συνέδριο αφιερωμένο στόν Α.), Paris 1978. Ο. GIGON, Lact. und Philosophic: Kerygma und l.ogos - Festschrift t. C. Andresen, Gotiingen 1979, σσ. 196-213. Μ. PERRlN, L' homme antique et Chretien. 1.' antropologie de Lactance, Paris 1981. J. FONTAINE, Naissance de la poesic dans Γ Occident chrelien. Fsquissc d1 unc histoire... du 111 au VI siecle, Paris 1981, σσ. 52-66. V. LOI, II termine arcanum c la disciplina dell' arcano nclk' tesiimoniaze di Laiianzio: AFLC 37 (1974/5) 71-89. P. MONAT, Lactance ci Ciccron...: REL 53 (1975) 248-267. F.F. LUEHR, Wcltreichc und L.ebensalicr. Ein Kapitcl l.akianz: Der altsprachiiche Untcrrichi 21 (1978) 5, 19-35. R. M. OGIL VIE, Ί he library of Laciautius, Oxford Clarendon Pr. 1978. U. ΡΙΖΖΑΝΊ, Osservazioni sulla genesi della icologia della storia in Lattanzio: Aug 16(1976) 53-60. TOY ΙΔΙΟΥ: Aug 17 (1977) 145-151. A. WLOSOK, Vatcr und Vatcrvorstellungen in der romischen Kuliur: Das Vaierbild im Abcndlartd, 1, hrsg. von H. Tetleiibach, Sluttgart-Iicrlin-Koln-Mainz 1978, σσ. 18-54, 192-200. V. BUCHHEIT. Die Definition der Gerechiigkeit bci Laktanz und scinen Vorgangcrn: VC 33 (1979) 356-374. S. CASEY, Laetantius' reaction to pagan philosophy: CM 32 (1971-1980) 203-219. S. 1SETTA,
II    De ave Phoenice attribuito a Laitanzio: CCC 1 (1980) 379-409. A. SO BY CHR1STENSEN, Laetantius the historian. An analysis of the "De mortibus persecuiorum", Copenhagen 1980. M. PERRlN, Λ propos du chapitrc 24 dc I' F.piiomc des Institutions de Lactance: REAug 27(1981) 24-37. Μ. SIMONETTI, II regrcsso della icologia dello Spirito Santo in Occident dopo Teriulliano: Aug 20 (1980) 655-669. B. FAES DE MOTTONI, Lattanzio e gli Accii- demici: MEFR 94 (1982) 335-377. P. MONAT, Lactance et la Bible. Unc propeudeutique latine a la lecture d< 11 Bible dans Γ Occident constanlinien, Paris, Eludes Augustiniennes 1982. A.L.. FISH1-.R. '..aciamius' ideas relating christian truth and Christian society: JHI 43 (1982) 355-377. P. MacGUCKlN, The non-Cyprianic scripture texts in Laetantius' Divine Institutiones: VC 36 (1982) 145-163. A. WLOSOK, Die Anfange christlicher Poesie lateinischer Sprache. Laktanzens Gedicht iiber den Vogel Phoenix: Information aus der Vergangenheit, hrsg. von P. Neukam, Miinchen 1982, σσ. 129-167. A. BENDER, Die naturliche Gotteser- kenntnis bei Lactanz und seinen apologetischen Vorgangern, Bern Lang 1983. M. PERRlN, Du destin a la providence...: Visages du destin dans les mythologie. Melanges J. Duchemin..., Paris Les Belles Lettres 1983, σσ. 135-151. Μ. SPANNEUT, Lactance aujourd' hui. A propos de quatre livres recents: MSR 40 (1983) 55-68. W. KIRSCH, Triebkrafte der historischen Entwicklung bei Laktanz: Klio 66(1984) 624-630. O. P. NICHOLSON, The source of the dates in Laetantius' Divine Institutes: JThS 36 (1985) 291-310. TOY ΙΔΙΟΥ, Hercules at the Milvian Bridge. Laetantius, Divine Institutes, 1, 21, 6-9: Latomus 43 (1984) 133-142.

23. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (313-328) πρώτη άντιμετώπιση του άρειανισμοΰ

ΓΕΝΙΚΑ

Ό 'Αλέξανδρος ύπήρξε σπουδαία έκκλησιαστική φυσιογνωμία, γιά τήν όποία δμως γνωρίζουμε λίγα. Στόν άλεξανδρινό θρόνο άνήλθε τό 313, όταν τό μελιτιανό σχίσμα εΐχε διασπάσει τήν ένότητα τής Εκκλησίας. Ό Άλέξ. άπό τό 318 μέχρι τό 328 έγινε τό έπίκεντρο τής Εκκλησίας καί τής θεολογίας, έπειδή στήν έπαρχία του έμφα- νίστηκε ό άρειανίσμός κι επειδή αύτός έπωμίστηκε τήν άντιμετώπι- σή του.
Ή διδασκαλία του 'Αρείου διατυπώθηκε περί τό 318 καί συνιστούσε τήν αποκορύφωση τής παλαιάς άντιλήψεως περί ύποταγής (κατω¬τερότητας) τοϋ Υίου στόν Πατέρα. Ό "Αρειος, έπηρεασμένος άπό κοσμολογικές, άριστοτελικές καί ιουδαϊκές άντιλήψεις, άρνήθηκε τήν άιδιότητα του Λόγου, διότι, κρίνοντας φιλοσοφικά, δέν κατα¬νοούσε δύο άγέννητα, δηλ. Πατέρα καί Υιό, ταυτόχρονα. Συνεργά¬τη ή πρώτο του όπαδό είχε φαίνεται ό Άρειος κάποιον Άχιλλά, πού δμως γρήγορα χάθηκε άπό τό προσκήνιο. Τήν κακοδοξότητα τού 'Αρείου ύπέδειξε πρώτος, καθώς φαίνεται, ό πρεσβύτερος Κόλλου- θος, γνωστός γιά τήν παιδεία του καί τήν γνώση τών Γραφών. Τήν στιγμή αύτή ό Άλέξ. εισέρχεται στήν ιστορία τής θεολογίας, μολο¬νότι δέν ύπήρξε μεγάλος θεολόγος. Στήν άρχή, πιεζόμενος άπό τήν ένταση καί τήν επέκταση τών συζητήσεων μεταξύ 'Αρείου καί Κολ- λούθου, κάλεσε πολλές φορές τούς άντιπάλους νά έξηγήσουν τίς θέ¬σεις τους ένώπιον καί άλλων κληρικών, σέ συνάξεις καί συνέδρια. 


ΟΙ άρχαΐοι ιστορικοί δέν συμφωνοΰν στήν περιγραφή καί τήν έρμηνεία τών πρώτων φάσεων τοϋ άρειανισμοΰ. Μέ τήν βοήθεια δμως τών δύο 'Επιστολών τοΰ Άλεξ. καί τής 'Επιστολής πρός τόν Εύσέβιο Νικομήδειας τοϋ 'Αρείου, ώς καί τής 'Εκθέσεως πίστεως τοϋ τελευ¬ταίου, μπορούμε ν' άποκρυπτογραφήσουμε τά στάδια τής θεολογικής πορείας τής Εκκλησίας πρός αντιμετώπιση τής βαθιάς κρίσεως, πού συγκλόνισε τήν Εκκλησία γιά έναν αιώνα, χωρίς όμως οί άπόηχοί της νά λείψουν ποτέ.


Πρώτη άντίδραση στόν άρειανισμό
Ό Άλέξ. δέν μπόρεσε νά πάρει άμέσως θέση στήν διαμάχη. Ή¬ταν μόνο βέβαιος ότι μέ όσα δίδασκε ό Άρειος προσέβαλλε τήν θε¬ότητα τοΰ Λόγου. Ό ιστορικός μάλιστα Σωκράτης άναφέρει ότι ό Άρειος έξανέστη, άκούοντας τόν Άλέξ. νά διδάσκει «έν Τριάδι μο¬νάδα» (Έκκλησ. Ιστορία Α' 5). Ή φράση έχει μεγάλη θεολογική σημασία, άλλά τήν έποχή έκείνη έπικρατοΰσε τό άλεξανδρινό θεο¬λογικό σχήμα, τοΰ όποιου θεμελιώδης άρχή ήταν ό Λόγος τοΰ Θεοϋ.


"Ολοι μιλούσαν γιά τόν Λόγο καί όχι γιά τόν Υιό ή τόν Χριστό. Καί ό Κόλλουθος, άλεξανδρινός έπίσης, πρόβαλλε τόν Λόγο ώς ό- μοούσιον καί «όμοιον κατ' ούσίαν» πρός τόν Πατέρα. Ό 'Ιερακάς πάλι, άπό τόν όποιο σώθηκαν μόνο ϊχνη έργων του, υποστήριξε ότι Πατέρας καί Λόγος άποτελοΰν μίαν άρχή πού φανερώνεται σέ δύο, όπως δύο φλόγες ένός λύχνου. Ό Άρειος όμως άπέφευγε νά μιλάει γιά τόν Λόγο. Τόν άπασχολοΰσε ή έννοια Υίός, γιά τόν όποιο φρο¬νούσε ότι γεννήθηκε-κτίστηκε, «θελήματι καί βουλή» Θεοΰ, άρα έν χρόνω. Μέ τήν ελπίδα ότι θά συμβιβαστεί μέ όσους έπέμεναν στήν άιδιότητα τοΰ Λόγου, πρόσθεσε γρήγορα ότι ό Υίός γεννήθηκε «πρό χρόνων καί πρό αιώνων». Ή φράση όμως δέν άλλάζει τήν βάση του Αρείου, εφόσον ό Υίός «έκτίσθη».


Ό Άρειος υπενθυμίζει στόν Άλέξ. ότι καί αύτός είχε δεχτεί χρο¬νική προτεραιότητα τοΰ Πατέρα έναντι τοϋ Υίοΰ. Αύτό πρέπει νά εί¬ναι άληθές, άλλά συγχρόνως ό Άλεξ. έπέμενε στήν άιδιότητα και τήν θεότητα τοΰ Λόγου (καί όχι τοΰ Υίοΰ), πράγμα πού σημαίνει δι¬σταγμό τής άλεξανδρινής θεολογίας νά ταυτίσει τόν Υιό μέ τόν Λό¬γο. Ή δυσχέρεια ύπήρχε καί άπό τις δύο πλευρές. Απόδειξη αύτοΰ συνιστούν άφενός τά κείμενα τοΰ Αρείου καί άφετέρου ή εγκύκλιος 'Επιστολή τοΰ Άλεξ. πρός τούς έπισκόπους. Στήν επιστολή, πού γρά¬φηκε μεταξύ 320 καί 322 (καί πού άκολούθησε τήν σύγκληση συνό¬δου 100 περίπου έπισκόπων πρός άντιμετώπιση του Αρείου, τόν όποιο μέ άλλους οπαδούς του καταδίκασε), έπικρατεΐ τό θεολογικό σχή¬μα Λόγος-Θεός> Τοΰτο δείχνει ότι ό Άλέξ. καί οί έπίσκοποι τής πε¬ριοχής άπάντησαν στόν άρειανισμό μέ τά δεδομένα τής άλεξανδρινής θεολογίας καί μέ τήν βοήθεια τοΰ Κολλούθου, στόν όποιο πρέπει ν' άποδώσουμε τούς όρους «όμοιος κατ' ούσίαν» καί «ομοούσιος» γιά τόν Λόγο. Τόν τελευταίο μάλιστα όρο δίστασε ό Άλέξ. νά δεχτεί, μολονότι στήν Αλεξάνδρεια ήταν γνωστός άπό τήν έποχή τοΰ Διο¬νυσίου, πού τόν είχε χρησιμοποιήσει (261) έμμεσα γιά τόν Υιό (καί όχι άπλώς γιά τόν Λόγο), άπαντώντας στόν Διονύσιο Ρώμης. Ή αι¬τία τοΰ δισταγμού οφείλεται άφενός στήν έλλειψη θεολογικής θεμε-λιώσεως τοΰ όρου καί άφετέρου στήν καταδίκη αύτοΰ άπό τήν σύνοδο τοΰ 268/9. Τό τελευταίο συνέβη, έπειδή ό Παΰλσς Σαμοσατέας χρη-σιμοποιούσε τό «ομοούσιος» εσφαλμένα. Πάντως ό Άλέξ. μέ τόν Κόλλουθο δέν άπαντοΰσαν ευθέως στόν "Αρειο, διότι, όταν ό Άρειος κήρυττε τόν Υιό κτισθέντα «πρό χρόνων», εκείνοι υποστήριζαν τήν θεότητα καί άιδιότητα τοΰ Λόγου. Αύτό άκριβώς προδίδει τήν άδυ- ναμία τους, άν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι καί ό Άλέξ. (μόλις άρχι¬σαν οί σχετικές συζητήσεις) κατανοούσε τόν Υιό μετά τόν Πατέρα.


Πρώτη θεμελιωμένη άπάντηση στόν "Αρειο


Παρά ταΰτα σέ νέα Επιστολή τοΰ Άλεξ. μέ μία θεολογική φρά¬ση, πού δέν είχε μέχρι τότε έμφανίστει, πραγματοποιείται σπουδαίο θεολογικό βήμα πρός τήν ορθή λύση τής κρίσεως. Ό Υίός, λέγεται έκεΐ, έχει «φυσικήν υίότητα», ήταν «φύσει Υίός». Μόνο μέ τόν όρο αύτό εξασφαλίζεται καί συνειδητοποιείται άπόλυτα ή θεότητα, ή ό¬μοουσιότητά καί ή άιδιότητα τοΰ Λόγου. Ή νέα Επιστολή τοΰ Ά¬λεξ., πρός τόν Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης αύτή, είναι θεολογικά πολύ διαφορετική άπό τήν προηγούμενη. Θεολογική της εκκίνηση δέν εί¬ναι ό θείος Λόγος, όπως τόν γνωρίζουμε στήν ώριγενιστική άλεξαν- δρινή παράδοση, άλλά ό Υίός τοΰ Θεοΰ, ό Χριστός. "Εχει ξεπεράσει τήν ώριγενιστική θεολογία στό θέμα τοΰτο, έχοντας καταστεί συνέ¬χεια τής παραδόσεως τοΰ Διονυσίου Αλεξανδρείας καί τοΰ αλεξαν¬δρινού θεολόγου Θεογνώστου (μεταξύ 264 καί 281), πού έγραψε τήν πολυσήμαντη φράση: ό Υίός «έκ τής τοΰ Πατρός ουσίας έφυ». Ή δομή της, τό υφος καί ή θεματολογία της υπενθυμίζουν έντυπωσια- κά τά έργα τοΰ Αθανασίου. Τό ύφος καί οί όροι της βρίσκονται στά πρώτα έργα τοΰ τελευταίου. Αύτό σημαίνει ότι, μετά τήν σύνταξη τής πρώτης του Επιστολής (γραμμένης μέ τήν βοήθεια προφανώς τοΰ Κολλούθου), τόν Αλέξανδρο άρχισε νά επηρεάζει ό νεαρός Α¬θανάσιος, στόν όποιο καί οφείλεται βασικά ή σύνταξη τής δεύτερης Επιστολής, κάτι πού μπορεί νά έγινε περί τό 322 ή καί τούς τελευ¬ταίους μήνες τοΰ 324, όταν δηλ. ό Αθανάσιος ήταν 27 ή 29 έτών.
ολογική κατεύθυνση, τήν όποία καθ' ολοκληρίαν βρίσκουμε σέ ά- θανασιανά έργα καί έν μέρει σέ άποσπάσματα τοϋ Εύσταθίου 'Αν¬τιοχείας (+ 331/7). Άπό τήν στιγμή αύτή ή Εκκλησία άπαντα στόν Άρειο ευθέως μέ τόν έπίσκοπο Άλέξ. διά τής θεολογίας τοΰ διακό¬νου Αθανασίου.


Ή Επιστολή έκκινά θεολογικά κυρίως άπό τόν Υιό Χριστό, τόν όποιο γνωρίζει ό άνθρωπος καί πού γι' αύτό γίνεται κριτήριο καί ά- σφαλές έρεισμα πρός θέα νέων όψεων τής ζωής τής άγίας Τριάδας. Ή τακτική είναι άθανασιανή. Αντίθετα ό Άρειος καί οί οπαδοί του δέν έκκινοΰν άπό ό,τι έχει ή 'Εκκλησία στήν Παράδοσή της, τόν Χρι¬στό δηλαδή, καί γι' αύτό χαρακτηρίζονται άπό τόν Αλέξανδρο/Α¬θανάσιο «εύρεταΐ δογμάτων», κάτι πού τούς τοποθετεί εκτός Εκ¬κλησίας. Μέλημα τοΰ συντάκτη τής Επιστολής είναι νά δείξει ότι ό Υίός δέν είναι χρονικά μετά τόν Πατέρα, ότι μεταξύ τών δύο θείων ύποστάσεων δέν ύπάρχει «διάστημα»: «έστι δέ Πατήρ άεί, παρόν¬τος τοΰ Υίοϋ». Ό Υίός ώς «άπαύγασμα» τοΰ Πατέρα ύπήρχε πάν¬τοτε, άφοΰ δέν μπορεί νά ύπάρχει φως καί δόξα χωρίς ταυτόχρονο άπάγαυσμα. Καί αύτό, καθόσον ή γέννηση τοΰ Υίοΰ γίνεται φυσικά, κατά φύση («φύσει»), ή υίότητα στήν θεότητα είναι «φυσική», δέν είναι «θέσει» καί «θελήσει», όπως ισχύει γιά τά δημιουργήματα. Τό «φύσει» διαφέρει ριζικά άπό τό «θέσει». Τό πρώτο είναι φυσικό ι¬δίωμα τής θείας φύσεως (θεότητας), τό δεύτερο δωρεά τής θεότητας πρός τόν άνθρωπο (κόσμο).


Απορρίπτει όσους λέγουν ότι «οΰτε φύσει υίός τις έστι τοΰ Θεοΰ» καί συνεχίζει- «μεταξύ Πατρός καί Υίοΰ ουδέν είναι διάστημα... τόν Πατέρα άεί είναι Πατέρα* έστι δέ Πατήρ άεί παρόντος τοΰ Υίοΰ, δΓ 6ν χρηματίζει Πατήρ... καί ή υίότης αύτοΰ, κατά φύσιν τυγχάνουσα τής πατρικής θεότητος, άλέκτφ ύπεροχή διαφέρει τών δΓ αύτοΰ θέ¬σει υιοθετηθέντων ( = τών άνθρώπων)... Τήν μέν ούν γνησίαν αύτοΰ καί ίδιότροπον καί φυσικήν κατ' έξαίρετον υίότητα ό Παϋλος ούτως άπεφήνατο...».


"Ετσι έχουμε τήν πρώτη σαφή καί άσφαλή διάκριση μεταξύ φύσει γεννήσεως, πού καταδεικνύει τήν άιδιότητα καί τήν ταυτότητα φύ¬σεως τοΰ Υίοΰ πρός τόν Πατέρα, καί θέσει ή θελήσει υιοθεσίας καί δημιουργίας, ή όποία γίνεται έν χρόνω. Τό πολυσήμαντο αύτό θεο¬λογικό βήμα, πού έγινε τό θεμέλιο τής όλης τριαδολογίας καί τοΰ ομοουσίου, εϊναι άθανασιανό επίτευγμα, όπως δείξαμε άλλοτε (Ό άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας σταθμός μέγας έν τή θεολογία τής 'Εκκλησίας, Αθήνα 1974, σσ. 13-17). Έδώ βέβαια ή θεολογική αύ¬τή διάκριση μόνο σημειώνεται, δέν άναλύεται, άσφαλώς γιατί τότε μόλις τήν συνέλαβε ό Αθανάσιος. Πάντως ή όλη θεολογία τής Επι¬στολής έπιβλήθηκε απόλυτα καί στήν σύνοδο τής Αντιόχειας (άρ- χές 325) καί στήν Α' Οίκουμ. Σύνοδο τής Νίκαιας ('Ιούνιος 325), στήν όποία μετέσχε ό Άλέξ. Αξιοσημείωτο είναι άκόμη ότι στό κείμενο τούτο γίνεται λόγος γιά τήν ιδιαίτερη ύπόσταση τοϋ Υιού, ή όποία χαρακτηρίζεται «ιδιότροπος», άσφαλώς γιά νά διακριθεί άπό τήν ύ¬πόσταση τού Πατέρα.


Μέ τήν άνακήρυξή του (Σεπτέμβριος 324) σέ μονοκράτορα ό Μ. Κωνσταντίνος ενδιαφέρθηκε, χάριν τής πολιτικής ενότητας στήν αυ-τοκρατορία, γιά τό πρόβλημα καί τίς διασπαστικές τάσεις πού δη-μιούργησε ό Άρειος. Διαμείφθηκε άλληλογραφία μεταξύ αύτο¬κράτορα καί Άλεξ., ό όποιος όχι μόνο επέμενε στήν θεολογική ση¬μασία τής άντιαρειανικής του στάσεως, άλλά καί έπεισε μέ τόν "Ο¬σιο Κορδούης τόν αύτοκράτορα νά συγκαλέσει γενική Σύνοδο γιά τήν λήψη σχετικών άποφάσεων γενικοΰ κύρους καί άποδοχής. Προη¬γήθηκε ή σύνοδος Αντιοχείας, στίς άρχές τοϋ 325, καί τόν Μάιο- Ίούνιο τοϋ ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε ή Α' Οικουμενική Σύνο¬δος στήν Νίκαια, όπου ό Άλέξ. έπαιξε ρόλο καθοριστικό, ένεκα τοϋ κύρους του, τής γνώσεως τοϋ καίριου θέματος τής Συνόδου (τοϋ ά¬ρειανισμοΰ δηλαδή) καί τής δυνατότητάς του νά δώσει σ' αύτό τήν γνωστή ορθή άθανασιανή λύση. Λίγο άργότερα όμως, ό Κωνσταντί¬νος, πού τό 325 είχε δεχτεί άπόλυτα τήν καταδίκη τοϋ Αρείου, επε¬νέβη μ' 'Επιστολή του (326/327), άπαιτώντας άπό τόν Άλέξ. νά άποκαταστήσει τόν "Αρειο, ύποστηρίζοντας παραδόξως ότι ή με¬ταξύ τών δύο διαφορά ήταν άσήμαντη διαφωνία σέ βιβλικό χωρίο. Ό γέροντας πλέον Άλέξ. δέν ύπέκυψε στήν βασιλική βούληση καί τό επόμενο έτος (17.4.328) κοιμήθηκε, άφοϋ ύπέδειξε ώς διάδοχο του τόν Αθανάσιο, τόν όποιο έξέλεξαν οί επίσκοποι Αιγύπτου, όπως γι¬νόταν πάντοτε.

ΕΡΓΑ

Ό Αλέξανδρος έγραψε Επιστολές καί ίσως μία 'Ομιλία. Ό Έπιφάνιος (Πανάριον 69, 4) γνώριζε συλλογή 70 'Επιστολών του, άπό τίς όποιες δια¬σώθηκαν μόνο τρεις καί σύντομα άποσπάσματα άλλων.
Πρός τόν κλήρον (Αλεξανδρείας) έγκύκλιος έπιστολή. Βραχύ κείμενο πού γνωστοποιεί τήν καταδίκη τοϋ Αρείου λίγο πρίν τό 320.
PG 18, 581. ΒΕΠ 37, 97.
Πρός πάντας τούς επισκόπους (Έπιστολή). Γράφηκε μετά τήν σύνοδο ππίυ Ά λ pFnvSnpinf ιτηή κγπτγϊ Λίκτιπρ. τήυ "Αηρ.ιη Πλ.ηηηίηηηρ.ΐ τήτ κττ- λογίας).
PG 18, 572-581. ΒΕΠ 37, 98-102.
Πρός Άλέξανδρον Θεσσαλονίκης (Έπιστολή). Γράφηκε τό 322 ή πρός τό τέλος τοϋ 324. Πολυσήμαντο θεολογικό κείμενο, πού φέρει έκτυπη τήν σφραγίδα τοϋ Μ. 'Αθανασίου.
PG 18, 548-572. ΒΕΠ 37, 108-117.
Τόμος {πρός όλους τούς έπισκόπους). Τήν ϊδια έποχή συνέταξε κείμενο άντιαρειανικό, τό όποιο περιλάμβανε καί τίς παραπάνω Επιστολές καί τό όποιο έστελνε στούς άπανταχοϋ έπισκόπους ζητώντας τήν υπογραφή τους. Σώθηκαν άποσπάσματα στήν συριακή.
G. ΟΡ1ΤΖ, Athanasius Werke, 111 I, Berlin-Leipzig 1934, σσ. 29-31. ΒΕΠ 37, 117-118.
Πρός τόν Ρώμης Σίλβεστρον (Έπιστολή). Άπόσπασμα.
Μ. RICHARD: Symbolae Osloenses 38 (1963) 82.
Άμφιβαλλόμενα: Περί ψνχής καί σώματος καί περί τοϋ πάθους τού Κυ¬ρίου. Όμιλία πού διασώθηκε σέ συριακή καί κοπτική μετάφραση (καί σέ ψευδοχρυσοστόμεια όμιλία). 'Αποδόθηκε στόν Άλέξ. καί τελευταία χαρα¬κτηρίζεται ώς συμπίλημα τοϋ Άλεξ. (ή άπλώς τών χρόνων του) άπό τό έρ¬γο Περί ψυχής καί σώματος τοϋ Μελίτωνα Σάρδεων καί άπό γεωργιανή όμιλία Περί σταυρού γιά τό πρώτο καί δεύτερο μέρος της άντίστοιχα (Es- broeck, Ψευτογκάς).
PG 18, 585-608. PG 43, 505-508. PG 52, 797-800. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑ, Αί περί Ιταυροϋ καί πάθους τού Κυρίου Όμιλίαι..., Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 166-201 (τό κείμενο).

Αποσπάσματα ομιλίας Κατά Άρειανών (συριακά) καί όμιλίας Εις τήν οικονομίαν (γεωργιανά).

Νόθα.Πανηγυρικός εις τόν Πέτρον Αλεξανδρείας (στήν κοπτική- βοχαΐρική) κα\άποσπάσματα επιστολής (έλληνικά) καί άδηλων έργων (α¬ραβικά) είναι νόθα.
ΚΟΛΛΟΥΘΟΣ. Ύπήρξε πρεσβύτερος τής άλεξανδρινής Εκκλησίας άπό τήν δεύτερη δεκαετία τοϋ Δ' αί. καί μάλιστα ήταν άπό τούς λίγους, μέ τόν "Αρειο, πού διακρίνονταν γιά τήν επίδοση τους στήν έρμηνεία τών Γρα¬φών καί ώς διδάσκαλοι γενικά. Ή διαφωνία του πρός τόν "Αρειο γιά τήν έρμηνεία κυρίως τοϋ χωρίου Παροιμ. 8, 22 («Κύριος έκτισέ με άρχήν όδών αύτοϋ είς έργα αύτοϋ») σήμαινε τήν καταγγελία τής κακοδοξίας τοϋ Ά- ρείου, πού δίδασκε τόν Υιό κτίσμα τοϋ Θεοϋ Πατέρα. Τό γεγονός συνέβη περί τό 318. "Εκτοτε, μέχρι καί τήν σύνταξη τής Επιστολής τοϋ 'Αλεξάν¬δρου πρός επισκόπους (320), ό Κόλλουθος σήκωσε τό βάρος τοϋ άντιαρεια- νικοϋ αγώνα. Συγχρόνως έναντιώθηκε στόν 'Αλέξανδρο, πού τηρούσε στήν άρχή στάση εφεκτική έναντι τοϋ 'Αρείου καί πού άρνήθηκε άρχικά νά δε¬χτεί τούς όρους πού ό Κόλλουθος πρότεινε γιά τόν Λόγο τοϋ Θεοϋ: ομοού¬σιος, άειγενής, άγεννητογενής, συναγέννητος. "Αρα ό Κόλλουθος, εκφρα¬στής απόλυτα τής αλεξανδρινής θεολογίας, ή όποία έκκινοϋσε άπό τόν Λόγο καί όχι άπό τόν Υίό τοϋ Θεοϋ, δέν επηρέασε μέχρι τέλους τόν 'Αλέξανδρο, πού έντούτοις είχε μεγάλη δυσχέρεια νά δώσει άπάντηση στόν "Αρειο. 'Α-ποτέλεσμα ήταν νά προσχωρήσει ό Κόλλουθος στό σχίσμα τοϋ Μελιτίου καί νά γίνει ίσως επίσκοπος Κυνοπόλεως. Στήν σύνοδο 'Αλεξανδρείας τόν 'Οκτώβριο τοϋ 324, μέ τήν μεσολάβηση τοϋ 'Οσίου Κορδούης, επανήλθε στήν Εκκλησία, στούς κόλπους τής οποίας πέθανε, μάλλον πρίν άπό τήν Α' Οίκουμ. Σύνοδο. "Εργα του δέν γνωρίζουμε.


ΙΕΡΑΚΑΣ. Πρόσωπο σκοτεινό, άλλά πλούσιο σέ δράση καί έλληνοαι- γυπτιακή μόρφωση, μέ τήν βοήθεια τής όποιας ύπομνημάτισε τήν Έξαή- μερον, έγραψε Ψαλμούς καί άλλα έργα, πού όλα χάθηκαν. Γεννήθηκε στήν Αίγυπτο τόν Γ' αί. κι έζησε ώς πρεσβύτερος μέχρι τίς πρώτες δεκαετίες τού Δ' αι. κοντά στήν Λεοντόπολη. Μελετούσε, δίδασκε καί καλλιγραφού¬σε (άντέγραφε) μέχρι τά 90 του χρόνια, όπότε καί πέθανε. Χρησιμοποιούσε τήν έλληνική καί τήν αιγυπτιακή, σύναξε γύρω του πολλούς άσκητές, στούς οποίους πρόβαλλε ακραίες έγκρατιτικές τάσεις, καταδίκαζε τόν γάμο α¬πόλυτα καί ήρνεΐτο τήν άνάσταση τών σωμάτων (πνευματική άνάσταση). Έν μέρει επηρεαζόταν άπό τά έργα τοϋ Ώριγένη καί ήταν άλληγοριστής, άλλά δεχόταν τόν Υίό μάλλον όρθόδοξα. "Ελαβε μέρος στήν πρώτη φάση τής άρειανικής έριδας καί υποστήριξε ότι ό Υίός μέ τόν Πατέρα είναι όπως δύο φλόγες τοϋ ίδιου λύχνου ή τής 'ίδιας λαμπάδας, όπως πληροφορεί ό Ά- ρειος ("Εκθεσις πίστεως Αρείου ... πρός Άλέξανδρον). 'Από τήν μοναδι¬κή αύτή άναφορά φαίνεται ότι ό Ίερακάς ξεπέρασε κάπως τήν αλεξανδρινή θεολογία, άλλά γρήγορα μερικές κακοδοξίες του τόν τοποθέτησαν εκτός Εκκλησίας. Μία άπό αυτές είναι ότι ταύτιζε τό άγιο Πνεύμα μέ τόν Μελχι- σεδέκ (Έπκρανίου, ΠανάριονβΊ. CJ. Gianotto, Melchisedek e Ιο Spirito Santo: Aug 20 [1980] 587-593).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΦΩΚΥΛ1ΛΟΥ, Ό ιερός 'Αλέξανδρος, άρχιεπ. 'Αλεξανδρείας: Πάνταινος 17 (1925) 252-3, 335-8, 357-60 καί 367-9. Ε. BOULARAND, L' heresic d'Arius et la "foi" de Nicee.... Paris 1972, σσ. 92-94, 165-168 καί άλλου. Μ. VAN ESBROECK, Nouveaux fragments dc Meliton des Sardes...: AB 90 (1972) 63-99. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑ, Αί περί Σταυρού καί πάθους τού Κυρίου Όμιλίαι..., Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 77-84. Μ. SIMONETT1, La crisi ariana net IV sccolo, Roma 1975, σσ. 55-60 καί άλλού. Τ. ORLAND1, La versione copta (saidica) dell' Encomio di Pierro Alessandrino: Rivista dcgli Studi Orientali 45 (1970) 151-175. ΒΛ.
ΦΕΙΔΑ, Τό Κολλουθιανόν σχίσμα καί αί άρχαί τοϋ άρειανισμοΰ, "Αθήνα 1973, σσ. 49 (':ς. Alessandro e Ario. Un esempio di conflitto tra fedec ideologia... a cura di EN7.0 BEL¬LINI, Milano 1974 (κείμΓ.να).

24. ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (326/30)

Ή σύνοδος 'Αντιοχείας, πού συνήλθε μεταξύ 326 καί 330 ήταν μία τών πολλών συνόδων, πού άρχισαν οί άρειανόφρονες νά συγκροτούν μέ τήν βοή¬θεια τοϋ Μ. Κωνσταντίνου, τόν όποιο κατόρθωσαν νά επηρεάσουν υπέρ τών άπόψεών τους καί κατά τοϋ 'Αλεξάνδρου 'Αλεξανδρείας, τοϋ 'Αθανασίου καί τοϋ Ευσταθίου 'Αντιοχείας, τόν όποιο πέτυχαν νά εκθρονίσουν (μάλ¬λον τό 326). Στήν σύνοδο έλαβαν μέρος επίσκοποι τής Συρίας, τής Φοινί¬κης, τής Παλαιστίνης, τής 'Αραβίας, τής Μεσοποταμίας, τής Κιλικίας καί τής Ίσαυρίας καί συνέταξαν κανόνες ευταξίας, πού άργότερα προσγρά- φηκαν στήν σύνοδο τοϋ 341 (τών Εγκαινίων) τής ίδιας πόλεως καί ώς δι¬κοί της έκδίδονται.


Κανόνες 25 καί Έπιστολή. Ή σύνοδος πληροφορεί γενικά τά τής συνε- λεύσεώς της μέ Έπιστολή της πρός τούς «συλλειτουργούς» επισκόπους, έπαναεπικυρώνει τήν άπόφαση τής Νίκαιας γιά κοινό εορτασμό τοϋ Πά¬σχα, πρός ικανοποίηση τοϋ Μ. Κωνσταντίνου, και άσχολεΐται μέ θέματα εκκλησιαστικής ευταξίας, κυρίως τών κληρικών καί δή τών επισκόπων. Μεταφράστηκαν στήν λατινική καί στίς άνατολικές γλώσσες (CPG IV 8536).
PITRA, I, 455-466. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Κανόνες, σσ. 164-173. JOANNOY, Fonti, I 2, σσ. 102-126. TURNER: ΕΟΜΙΑ, II, σσ. 218-320 (λατινικές μεταφράσεις). Η. CHADW1CK, The fall of Eustathius of Antioch: JThS 49 (1948) 27-35. H. HESS, The Canons of the Council of Sardica A.D. 343, Oxford 1958, σσ. 145-150.

25. JUVENCUS (330) ό πρώτος λατίνος χριστιανός ποιητής

Ό Gaius Vettius Aquilinus Juvencus ήταν ισπανός ιερέας μέ πλού¬σια κλασική λατινική παιδεία καί ταλέντο στιχουργικό, χωρίς νά είναι μεγάλος ποιητής. Στήν έποχή τής μονοκρατορίας τοϋ Μ. Κωνσταν¬τίνου, μάλλον περί τό 330, συνέταξε τό πρώτο έκτενές έπικό χριστια¬νικό ποίημα στήν λατινική, παραφράζοντας τά τέσσερα Εύαγγέλια, άλλά κυρίως τό Εύαγγέλιο τοϋ Ματθαίου, σέ 3219 έξάμετρα. Τό τε¬τραμερές έργο, πού έπέγραψε Evangeliorum libri IV, σκόπευε νά δώσει άρμονία τών 4 Εύαγγελίων καί προπαντός νά προσηλυτίσει μέ ποίηση τούς λατίνους διανοουμένους καί νά παρουσιάσει μέ άντάξιο έπικό έργο τόν θρίαμβο τοΰ χριστιανισμού στό πρόσωπο τοϋ Μ. Κωνσταντίνου. Πρότυπό του μετρικό έχει κυρίως τόν Βιργίλιο, άλλά καί τόν Λουκρήτιο. Οί μεταγενέστεροι άγάπησαν πολύ τό πρρτο αύτό έκτενές λατινικό ποίημα καί πολλοί τό μιμήθηκαν, καί ώς πρός τήν διάθεση καί ώς πρός τόν τρόπο χρήσεως τών έθνικών ποιητι¬κών μέτρων. Τό ποίημα γίνεται δεκτό άπό τό γελασιανό Decretum. Ό Juvencus έχει υπόψη του τό κείμενο τής Vetus latina, χρησιμοποιεί τήν κλασική λατινική γλώσσα, καταφεύγει ένίοτε σέ λέξεις έλληνικές κι αισθάνεται έλεύθερος νά δημιουργεί νέες λέξεις.


PL 19, 53-346. CSEL 24 (1891). Α. KNAPPITSCH, Evangeliorum libri quattuor, Craz ]910-1913. F. LAGANA, Giovenco, Catania 1947. M. A. NORTON, Prosopography of Juvencus: Folia 4 (1950) 36-42. H. HANSSON, Textkritisches zu Juvencus..., Leiden 1950. A. LONGPRE, Aspects de m£trique et deprosodie chez Juvencus: Phoenix 29 (1975) 128-138. D. KARTSCHOKE, Bibeldichtung, Studien zur Geschichte der Bibelparaphrase von Juvencus bis Otfrid von Weissenburg, Munchen 1975.1. OPELT, Die Szenerie bei Juvencus. Ein Kapitel historischer Geographie: VC 29 (1975) 191-207. R. PALLA, Aeterna in saecula in Giovenco, Praefatio 17: SCO 26 (1977) 277-282. J. M. POINSOTTE, Juvencus et Israel. La repri- santation des Juifs dans le premier poeme latin chritien, Paris Presses Univ. 1979. F. MURRU, Analisi semiologica e strutturale della Praefatio agli Evangeliorum libri di Giovenco: WS 14 (1980) 133-151. HEVIA RODRIGUEZ, Las f0rmulas de transici<Sn en Juvenco: SPhs 5 (1980) 255-271. J. FONTAINE, Naissance de la Poesie dans Γ Occident Chretien..., Paris 1981 , σσ. 67-80. A. SIMONETTI, Osservazioni su alcuni procedimenti compositivi della tecnica parafrastica di Giovenco: Orpheus 6 (1985) 304-324. S. CONSTANZA, Da Giovenco a Sedulio. I proemi degli Evangeliorum libri e del Carmen Paschale: CCC 6 (1985) 253-286.

26. AITHALLAH (ΑΕΙΘΑΛΑΣ) ΕΔΕΣΣΗΣ

Αρμενικό χειρόγραφο, τών μέσων μάλλον τοϋ Ε' αι., διασώζει έπιστολή «Πρός τούς χριστιανούς τής τών Περσών χώρας περί πί¬στεως», γραμμένη στήν συριακή άπό τόν έπίσκοπο Εδέσσης Με¬σοποταμίας Aithallah (324/5-345/6) έλληνικής ίσως καταγωγής. Πρόκειται γιά μικρής τουλάχιστον παιδείας άνδρα, πού έλαβε μέ¬ρος στήν Α' Οίκουμ. Σύνοδο (325) καί ύπέγραψε τίς άποφάσεις της. Επιστρέφοντας στήν "Εδεσσα έγραψε τήν παραπάνω Επιστολή, ή όποία περιλαμβάνει μετανικαϊκά θεολογικά στοιχεία, γεγονός πού δημιουργεί ύποψίες γιά τήν όλική γνησιότητά της, καί στοιχεία μέ άντιγνωστικό χαρακτήρα.
Η. PAITCHIKEAN, Aithalae episcopi Edesseni Epistola ad Christianos in Persarum regione de Fide, Venetiis 1942 (καί λατ. μετάφραση). Υ. THOROSIAN, Lettre pastorale et magistrale d' Aithalla: Bazmavep 69 (1911) 559-567. E. HONIGMANN: Β 14 (1939) 46 n. 73.

27. «ITINERARIUM» BORDEAUX - ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ (333)

τό Αρχαιότερο όδοιπορικά


'Ανώνυμος χριστιανός άπό τό Bordeaux (Γαλλίας) έπισκέφτηκε τά 'Ιε-ροσόλυμα, τό 333, καί κατέγραψε σύντομα τούς τόπους, δπου στάθμευε, στό έργο «Itinerarium a Burdigala Hierusalem usque et ab Heraciea per Aulonam et per urbem Rowam Mediolanum usque». Στό τέλος Μαίου τοϋ 333 ήταν στήν Κωνσταντινούπολη καί άπό έκεΐ έφθασε στά Ιεροσόλυμα, δπου έμεινε μέχρι τόν Δεκέμβριο τού ίδιου έτους. Τό έργο έχει άξία κυρίως γιά τίς τοπογραφικές πληροφορίες. Είναι τό άρχαιότερο τοϋ είδους τών «'Ο¬δοιπορικών» (Itinerarium ή Peregrinatio) καί ώς τέτοιο έκτιμήθηκε. Φαίνε¬ται δτι ό άνώνυμος συντάκτης χρησιμοποίησε παλαιότερο γεωγραφικό ύλικό, πού χρησίμευε καί στίς ρωμαϊκές λεγεώνες.


PL 8, 784-796. P. GEYER: CSEL 39 (1898) 3-33 (τό ϊδιο κείμενο καί είς CCL 75 [1961] 1-26). Ο. CUNTZ, Itineraria Romana, I, Leipzig 1929, σσ. 86-102.
Β. K0TTING, Peregrinatio religiosa. Wallfahrten in der Antike und das Pilgerwesen in der alten Kirchen, Munster-Regensburg 1950, σσ. 89-110, 343-354. A. LORENZONI, Da Tellagate a Beneventum dell' Itinerarium Burdigalense, Brescia 1962. R. GELSOMINO, L' Itinerarium Burdigalense e la Puglia: VetChr 3 (1966) 161-208. J. WILKINSON, Jerusalem pilgrims before the Crusades, Warminster Aris and Phillips 1977. C. MILANI, Strutture formulari nell' Itinerarium Burdigalense (a. 333): Aevum 57 (1983) 99-108.

28. ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ( + 331/7) ό πρώτος άντιοχειανός έρμηνευτής

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ


Ό Εύστάθιος ύπήρξε έπίσκοπος μεγάλου καί γενικού κύρους, φο¬ρέας τής Παραδόσεως, ευαίσθητος έναντι τής κακοδοξίας, θαυμά¬σιος χειριστής τοΰ νεοαττικοΰ λόγου καί όμολογητής. "Εδρασε κυρίως κατά τήν τρίτη δεκαετία τοϋ Δ' αι., όταν ή Εκκλησία, ένε¬κα τοϋ αρειανισμού καί τής έξόδου της άπό τίς κατακόμβες, ζοΰσε πολύ κρίσιμες ήμέρες. Ή εύρεία του παιδεία, ή θεολογική του κα¬τάρτιση, ή ορθοδοξία καί ή εύστροφη τακτική πού έφάρμοζε τοϋ έ¬δωσαν τό άναγκαΐο κϋρος, χάριν τοϋ όποίου προήδρευσε στήν Α' Οικουμενική Σύνοδο τής Εκκλησίας (Νίκαια 325).


Τήν θεολογική του δραστηριότητα άρχισε μέ τό έργο του Περίέγ- γαστριμύθου πρίν άπό τό 324. Σκοπό είχε νά έκφράσει τόν άντιωρι- γενισμό του καί νά πάρει θέση στό πρόβλημα γενικά περί ψυχής καί ειδικά τής ψυχής τοϋ Κυρίου, πρόβλημα πού άπασχόλησε Ιδιαίτερα τούς άλεξανδρινούς θεολόγους (έγραψαν σχετικά ό Πέτρος [ + 311] καί ό 'Αλέξανδρος [ + 328] Αλεξανδρείας). Ή έμφάνιση τοΰ άρεια¬νισμοΰ βρήκε τόν Εύστάθιο έτοιμο καί σταθερά όρθόδοξο, γι' αύτό καί δέν διακρίνουμε στήν σκέψη καί τήν δράση του διακύμανση. Ώα άντιοχειανός έκκινά άπό τό θεολογικό σχήμα Υίός-Χριστός-άνθρω- πος, άλλά παρεμβάλλει - μέ άλεξανδρινή άσφαλώς έπίδραση - τό θέμα τοϋ Λόγου έτσι, ώστε νά δίνει συχνά τό ιδιότυπο σχήμα Λόγος Χριστός - άνθρωπος καί «άνθρωπος θεοφόρος». Στό έρώτημα πε¬ρί τής σχέσεως Υίοΰ καί Θεοΰ Πατρός άπαντα μέ τήν όρθόδοξη θεο¬λογία τής Επιστολής τοΰ φίλου του 'Αλεξάνδρου 'Αλεξανδρείας πρός τόν 'Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης: ό ΥΙός έχει «φυσικήν τήν υίότητα» καί «έστι τήν φύσιν Θεός αύτάρκης» (PG 18, 677Α). Τήν θεολογία αύτή έπέβαλε στήν σύνοδο, πού έγινε στήν 'Αντιόχεια (άρχές τοΰ 325) μέ τήν προεδρία του. Έκεΐ προετοιμάστηκε ή Οικουμενική Σύνοδος (325).


Οί άρειανοί γενικά, τουλάχιστον μετά τό 325, δίδασκαν καί δ,τι πολύ άργότερα θά συστηματοποιούσε ό Άπολινάριος Λαοδικείας (+ 398), δηλαδή δτι ό θειος Λόγος έν Χριστώ άνέλαβε «άψυχον σώ¬μα» ή μή λογική ψυχή. 'Αποτελούσε τοΰτο συνέπεια τής διδασκα¬λίας τους καί συγχρόνως ένα τέχνασμα. Διότι έάν ό Χριστός στήν
θ σΤΙ Trie Avflnriiirivnr Inviicfir iiftwnr Ρ PI τΛυ ΛΛνη τή ΤΤΟAn τηΐί κ-m'
οί άδυναμίες του στήν γή τόν άποδεικνύουν τρεπτό κατά τήν φύση• άρα δέν έχει τήν άτρεπτη θεία φύση τοΰ Πατέρα καί είναι κτιστός (PG 18, 689Α).


Ό Εύστάθιος είναι ό πρώτος πού διέγνωσε τίς μεγάλες χριστολο- γικές προεκτάσεις τής διδασκαλίας τών άρειανών καί ό πρώτος πού άντέδρασε σ' αύτές. 'Εκκινώντας άπό τήν πολυσήμαντη λέξη «έναν- θρωπήσαντα» τοΰ Συμβόλου τής πίστεως, υποστήριξε μέ σαφήνεια δτι ό Λόγος «γέγονεν άνθρωπος», άνέλαβε όλόκληρο τόν άνθρωπο, σώμα καί ψυχή. Ή ψυχή «συνδιαιτάται τώ Λόγφ». Σέ όλο τό έργο του έμμεσα ή άμεσα διακρίνει τίς δύο φύσεις στόν Χριστό. Ή χρι- στολογική όρολογία του δμως, πού κάνει τά πρώτα της βήματα καί δέν είναι καθόλου άποκρυσταλλωμένη, ύπερτονίζει κάποτε τήν έξύ- ψωση (θέωση;) τής άνθρώπινης ψυχής ή (κυρίως) τήν αύτοτέλεια τών δύο φύσεων, ώστε ό Εύστάθιος νά έμφανίζεται πρόδρομος άλλοτε τοΰ μονοφυσιτισμοϋ καί άλλοτε (κυρίως) τοΰ νεστοριανισμοΰ ή καί διάδοχος τοΰ Σαμοσατέα Παύλου. Σέ πολλά σημεία έντούτοις προϋ¬ποθέτει συγχρόνως καί τήν αύτοτέλεια καί τήν ένότητα τών δύο φύ¬σεων. Χρησιμοποιεί τόν όρο Θεοτόκος καί μιλάει γιά τό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ έτσι, ώστε νά μήν άφήνει άμφιβολία γιά τήν ορθότητα τής πρώιμης χριστολογίας του, ή όποία μόνο μέ πολύ μεταγενέστε¬ρα κριτήρια θά μπορούσε νά θεωρηθεί ώς εξαγγελία τοΰ νεστορια¬νισμοΰ.


Τά διασωθέντα κείμενά του επιτρέπουν βασικές έκτιμήσεις τής έρ-μηνευτικής μεθόδου του. Χρησιμοποιώντας γιά ττ\ν Πεντάτευχο καί τά Ευαγγέλια τό κείμενο τοΰ Λουκιανού, έρμηνεύει ίστορικογραμ- ματικά χωρίς νά άποκλείει καί τήν άλληγορία. Ό έρμηνευτής τής Πά είναι άνάγ:ι:η νά άσκεϊ αύστηρή κριτική γιά πολλούς λόγους καί διότι ό κάθε βιβλικός συντάκτης διατυπώνει καί δικές του άπόψεις, οί όποιες πρέπει νά διακρίνονται άπ' ό,τι συνιστά κυρίως θεοπνευ- στία, άπό αύτά δηλ. πού γράφονται μέ έμπνευση τοΰ άγ. Πνεύματος.


Ό Εύστάθιος είναι ό άρχαιότερος γνωστός έρμηνευτής τής 'Αν¬τιόχειας καί ό ρόλος του στήν διαμόρφωση καί τήν έπικράτηση τής λεγόμενης άντιοχειανής μεθόδου είναι πολύ μεγάλος, δεδομένου δτι γιά τόν Λουκιανό γνωρίζουμε έλάχιστα.

ΒΙΟΣ

Έπί Διοκλητιανοϋ ή Λικινίου έγινε όμολογητής τής πίστεως καί μετάξι: 320 καί 324 χειροτονήθηκε έπίσκοπος Βέροιας (σήμερα Άλέπιο) τής Συ¬ρίας. Σχετίστηκε μέ τόν 'Αλέξανδρο 'Αλεξανδρείας καί παρακολούθησε μάλλον άπό τήν άρχή τόν άρειανισμό. Ήταν ήδη συγγραφέας καί πολύ γνω¬στός, δταν στό τέλος τοΰ 324 τοποθετήθηκε στόν θρόνο τής 'Αντιόχειας, δπου αμέσως οργάνωσε σύνοδο, πού κύρωσε τήν θεολογία καί τίς άποφά- σεις τής συνόδου τοϋ 320 στήν 'Αλεξάνδρεια κατά τοϋ 'Αρείου. Στήν Α' Οικουμενική Σύνοδο (325) προήδρευσε, όπως όρθά ύποστηρίζουν νεώτεροι έρευνητές, καί προσφώνησε τόν Μ. Κωνσταντίνο. Μετά τήν Σύνοδο εργά¬στηκε σύντονα γιά τήν έπιβολή τών άποφάσεών της, πράγμα πού εξόργισε τούς άρειανούς. "Ετσι άρχισε γρήγορα ό άγώνας πρός έξόντωσή του.


Περί τό 328/9 μάλλον οί άρειανοί πέτυχαν τήν καταδίκη του μέ τίς κατηγορίες-προφάσεις ότι ύπήρξε σαβελλιανός, τυραννικός πρός τούς κλη¬ρικούς καί μοιχός. 'Εξορίστηκε στήν Τραϊανούπολη τής Θράκης ή τούς Φι¬λίππους Μακεδονίας ή σέ κάποια ιλλυρική πόλη, όπου καί πέθανε πρίν άπό τό 337 (έρευνητές πρότειναν ώς χρόνο θανάτου του τά έτη 356-360, χωρίς νά είναι πολύ πειστικοί). Μέ τήν εξορία του άρχισε τό λεγόμενο άντιοχεια- νό σχίσμα, πού διήρκεσε μέχρι τό 414 (γιά τήν όμάδα τών αύστηρών όπα- δών του, τών εύσταθιανών, πού άρνήθηκαν νά δεχτούν όχι μόνο τούς ά- ρειανούς διαδόχους τοΰ Ευσταθίου, άλλά καί τόν Μελέτιο).
Ή Εκκλησία τιμά τήν μνήμη του στίς 21 Φεβρουαρίου.

ΕΡΓΑ

Ό Εύστάθιος ύπήρξε γόνιμος συγγραφέας, άλλά τά έργα του εκτός άπό ένα χάθηκαν όλα. Ή παλαιότερη καί σύγχρονη έρευνα τοϋ αποδίδει 95 ά¬ποσπάσματα, ή πατρότητα τών όποιων δέν είναι πάντοτε βέβαιη. Τά δια¬σωθέντα του κείμενα τόν άποδεικνύουν γλαφυρότατο συγγραφέα μέ άνα- πτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο, καταρτισμένο καί μεθοδικό ερμηνευτή μέ έντονη κριτική διάθεση. Παραθέτουμε τούς γνωστούς τίτλους τών έργων του, οί όποιοι, όσοι μάλιστα εΐναι συγγενείς μεταξύ τους, ίσως άποτελοϋν διαφορετική άναγραφή τοϋ ίδιου έργου. 'Επίσης δέν είναι βέβαιο άν τά σχό¬λια (άποσπάσματα) σέ βιβλικά κείμενα προϋποθέτουν όλα καί άνάλογες αυτοτελείς ομιλίες.


Κατά Ώριγένους εις τό τής έγγαστριμύθου θεώρημα διαγνωστικός. Γρά¬φηκε μεταξύ 320 καί 324, αποτελείται άπό 30 κεφάλαια καί είναι τό μόνο του έργο πού σώζεται όλόκληρο.


Όμιλία είς τόν Λάζαρον, τήν Μαρίαν καί τήν Μάρθαν. Έπειδή τό κείμε¬νο περιέχει μεταγενέστερη χριστολογική ορολογία, θεωρήθηκε νόθο. Ό Μ. van Esbroeck όμως έξέδωκε άρχαία γεωργιανή μετάφραση τής ομιλίας, άπό τήν όποία άπουσιάζειή προηγμένη χριστολογία. Αύτό δείχνει ότι νεώτερος συγγραφέας προσέθεσε γιά πολεμικούς σκοπούς νέα στοιχεία οττ\ν όμιλία, ή όποία στήν άρχική της μορφή μπορεί νά είναι έργο τοϋ Ευσταθίου.


'Αποσπάσματα:α) Περί ψυχής κατά φιλοσόφων, β) Εις τάς έπιγραφάς τής στηλογραφίας. γ) Περί ψυχής κατά Άρειανών. δ) Εις τό «Κύριος έκτι- σέ με αρχήν όδών αύτοϋ» (.Παροιμ. η' 22). ε) Εις τάς έπιγραφάς τών ανα¬βαθμών. στ) Εις τόν ψαλμόν 92. ζ) Λόγοι (;) κατά 'Αρειανών. η) Περί πίστεως κατά Άρειανών. θ) Έπιστολή πρός 'Αλέξανδρον 'Αλεξανδρείας (Περί τοϋ Μελχισεδέκ). ι) Περί τών πειρασμών, ια) Όμιλία δευτέρα ενώ¬πιον τής Εκκλησίας (συριακά), ιβ) Ενώπιον της 'Εκκλησίας, ιγ) Εις τό Ίωάν. α' 14. ιδ) Περί εβραϊσμού, ιε) Εις τόν Ιωσήφ, ιστ) Είς τήν Σαμαρεί- τιδα. ιζ) Εις τάς Παροιμίας, ιη) Εις τόν Έκκλησιαστήν. ιθ) Έκ τον Παν- εκκλησιαστού καί κ) άδηλων έργων - τίτλων άποσπάσματα.


PG 18, 676-697. Ε. KLOSTERMANN, Origenes, Eustathius und Gregor von Nyssa iiber die Hexevon Endor, Bonn 1912, σσ. 16-62. ΒΕΠ 18, 315-324. Μ. SPANNEUT, Recherches sur les ecrits d' Eustathe d' Antioche avec une edition nouvelle des fragments dogmatiques et exegetiques, Lille 1948. J. LEBON: CSCO 101 (19522) 66 καί 102 (19522) 47 (συριακό κείμενο καί μετάφραση). Ι. RUCKER, Florilegium Edessenum anonymum: SAM, 1933, σσ. 21-23. Β. ALTANER, Die Schrift Περί του Μελχισεδέκ des Eustathios...: ΒΖ 40 (1940) 34-37. Μ. RICHARD, Quelques nouveaux fragments de P&res anteniceens ei niceens: Symbolae Os/oenses 38 (1963) 76-83. L. ABRAMOWSKY-A. VAN ROEY: OLP 1 (1970) 14 έξ. καί 166 έξ. F. CAVALLERA, S. Eustathii ep. Antiocheni in Lazarum..., Paris 1905, σσ. 28-51. Μ. VAN ESBROECK, L' homelie d' Eustathe d' Antioche en georgicn (CPG 3394): OC 66 (1982) 189-214 (μέ τό γεωργιανό κείμενο καί γαλλική μετάφραση).


Νόθα. Χειρόγραφα καί άρχαΐοι συγγραφείς άποδίδουν εσφαλμένα στόν Ευστάθιο άποσπάσματα άπό διάφορα έργα καί μάλιστα άπό τά εξής: Λό¬γος κατηχητικός. Υπόμνημα εις τό Κατά Ίωάννην Εόαγγέλιον. Κατά Φω¬τεινού. Είς τήν Γένεσιν. Έρμηνεία είς τόν Ψαλμόν 15. Επίσης ώς κείμενα τοϋ Ευσταθίου εκδόθηκαν τά αυτοτελή έργα Υπόμνημα εις τήν Έξαήμε- ρον καί Προσφώνησις πρός τόν Μ. Κωνσταντϊνον. Στά συριακά σώζεται ανέκδοτη Λειτουργία τοϋ άγ. Ευσταθίου, πού έχει μεταφραστεί στήν λα¬τινική.


PG 18, 673-678 (Προσφώνησις), 697-704 (λατινική μετάφραση τής Λειτουργίας) καί 708-793 ('Υπόμνημα είς Έξαήμ.). Μ. SPANNEUT, Recherches..., σσ. 15, 52, 125-130.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

F. ZOEPF1., Die trinitarischen und christologischen Anschauungen des Bischofs Eustathius von Antiochien: ThQ 114 (1923) 170-201. A. E. BURN, Eustathius of Antioch, London 1926. F. ZOEPFL, Der Kommentar des Ps. Eustathius zum Hexaemeron, Minister 1927. R. V. SELLERS, Eustathius... and his place in the early history of christian doctrine, Cambridge 1928. H. CHADWiCK, The Fall of Eustath.of Antioch: JThS 49 (1948) 27-35 καί Ν. S. 19 (1958) 292-304. I•.SCHEIDWEILER, Zu der Schrift des Euslhathius von Antiochien uber die Hexe von Endor: RhM 96 (1953) 319-329. TOY ΙΔΙΟΥ, Die Fragmente des Eustathius von Antiocheia: BZ 48 (1955) 73-85. TOY ΙΔΙΟΥ, Ein Glaubensbekenntis des Eustathius von Antiochien?: ZNM 44 (1952/3) 237-249. M. SPANNEUT, La position theologique d' Eustathe d' Antioche: JThS N.S. 5 (1954) 220-224. TOY ΙΔΙΟΥ, La Bible d' Eustathe... Contribution a Γ histoire de la "version lucianique": SP 4 (1961) 171-190 καί 7 (1966) 549-559. TOY ΙΔΙΟΥ: DHGE 16 (1967) 13-23. J. M. DEWART, Moral union in Christology: LThPh 32 (1976) 283-299. L. LORENZ, Die Eusthathios von Antiochien zugeschriebene Schrift gegen Photin: ZNW1 (1980) 109-128 (θεωρεί γνήσιο τό θεωρούμε¬νο" ώ ς νόθο εργο του Εύστ. κατά Φωτεινού). R.P. HANSON, The fat of Eustathius of Antioch: 7KG 105 (1984) 171-179.


Συνεχίζεται

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β - ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ (233-301/5) νεοπλατωνικός φιλόσοφος

$
0
0
Πορφύριος (233 μ.Χ. στην Τύρο - αρχές του 4ου αι. μ.Χ.) 

10. ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ (233-301/5) νεοπλατωνικός φιλόσοφος

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ό Πορφύριος ύπήρξε σπουδαίος νεοπλατωνικός φιλόσοφος και διακρίθηκε γιά τό κριτικό του πνεΰμα καί τήν εύρυμάθειά του. Δια­δραμάτισε άποφασιστικό ρόλο στήν έκδοση, τήν διάδοση καί τήν έρμηνεία τών έργων τοΰ Πλωτίνου (+ 270), τοΰ όποιου έγινε μαθη­τής καί συνεργάτης στήν Ρώμη, άνήγαγε τήν κάθαρση καί τήν σω­τηρία τής ψυχής σέ κεντρικό θέμα τής φιλοσοφίας καί άναθεώρησε μερικώς τό τριαδικό σύστημα (τών ύποστάσεων) τοϋ δασκάλου του. Εκδήλωσε κριτική διάθεση έναντι τών λαϊκοθρησκευτικών άντιλή- ψεων τής έποχής του, τών μυστηριακών «θεουργιών» καί τών δεισι­δαιμονιών, άλλά καί δέν τίς άπέρριψε τελείως. 

Νόμισε ότι αυτές χρησιμεύουν ώς ένδιάμεσα στάδια πρός άνοδο τής ψυχής καί προ­παντός πίστευε δτι μπορεί νά τις άποκαθάρει μέ αλληγορική ερμηνεία. Τά θρησκευτικοθεολογικά του ενδιαφέροντα είναι έμφανή,κατανοούνται άριστα στό γενικό θρησκευτικό φιλοσοφικό κλίμα τής έποχής καί συγγενεύουν μέ άντιλήψεις τοΰ χριστιανισμού, τόν όποιο γνώρισε στό πρόσωπο καί μάλιστα στό έργο του Ώριγένη (+ 253/4). Άγνωστο πότε άκριβώς πολέμησε τήν Εκκλησία μέ 15 «λόγους» «Κατά χριστιανών», οί όποιοι, έκτός άσήμαντων άποσπασμάτων, χάθηκαν. Φαίνεται δμως δτι άσκησε ρηχή κριτική καί άντίπαρέταξε τά λαϊκά άντιχριστιανικά έπιχειρήματα, πού τότε, άλλά καί πα­λαιότερα, κυκλοφορούσαν. 

Τήν κριτική του έπικεντρώνει στήν έκ τοΰ μηδενός δημιουργία τοΰ κόσμου καί τήν συντέλεια, στό μυστή­ριο τής ένανθρωπήσεως τού Υίοϋ τού Θεού καί στήν άνάσταση τών νεκρών. Παρά ταύτα ό κόσμος γιά τόν Πορφύριο έχει κάποια άρχή, πού όφείλεται στήν μορφή, τήν όποία λαμβάνει ή αΙώνια προϋπάρ­χουσα ύλη. Ή μορφοποίηση άποτελεΐ σημείο χρονικής ένάρξεως.

Χαρακτηριστικό τής άντιδράσεως, τήν όποία προκάλεσε ό Πορ­φύριος μέ τήν έναντίον τών χριστιανών πολεμική του, είναι δτι ό σχε­δόν σύγχρονός του Μεθόδιος Όλύμπου ( + 311/12;) έγραψε «Κατά Πορφνρίον» έργο, πού δυστυχώς χάθηκε. Άλλά καί πολλοί έκκλη- σιαστικοί συγγραφείς καί πατέρες, δπως π.χ. ό Εύσέβιος Καισαρείας, ό Γρηγόριος Νύσσης, ό Δίδυμος Τυφλός, ό 'Ιωάννης Χρυσόστομος καί άλλοι, γνωρίζουν τόν Πορφύριο'καί άναιροΰν άντιλήψεις του. Πα­ράλληλα, έμφανίστηκαν χριστιανοί συγγραφείς, πού δχι μόνο χρη­σιμοποίησαν μερικώς, δπως ήταν φυσικό, τήν γλώσσα-όρολογία τών νεοπλατωνικών καί τοϋ Πορφυρίου, άλλά καί έπηρεάστηκαν άμε- σότερα άπό αύτήν. Ό συντάκτης τών «Άρεοπαγιτικών συγγραφών» π. χ. χρησιμοποίησε άκόμα καί τίτλο έργου τοϋ Πορφυρίου, ό όποιος έγραψε «Περί θείων ονομάτων», πού δυστυχώς χάθηκε.

Ό Πορφύριος γενικά στήριξε τήν τριαδική θεώρησητοϋ δντος, πού είχε συστηματοποιήσει ό Πλωτίνος. Τό όν δηλαδή άποτελεΐ τό έν, πού είναι άπόλυτο καί άπαθές, ό νοϋς, πού μέ έκχυση προέρχεται άπό τό έν, καί ή ψυχή, πού μέ τόν ίδιο τρόπο προέρχεται άπό τόν νοΰ. Μέ τήν έπήρεια δμως τής άριστοτελικής λογικής συνέδεε ή ταύ­τιζε τήν τριάδα τοϋ όντος περισσότερο μέ τόν νοητό κόσμο καί τήν λογική ούσία. Ή ψυχή (τοΰ κόσμου) άκόμη έμπεριέχει «τούς λόγους» τών δντων, δηλαδή τίς γενικές μορφές όλων τών γνωστών όντων, καί συνιστά τήν πεμπτουσία τών άτομικών ψυχών (άνθρώπων καί ζώων), πρός τίς όποιες δέν συγχέεται. "Ολα τά όντα μεταξύ τους έ­χουν ποιοτική διαφορά. Εκείνο πού γεννά είναι άνώτερο άπό τό γεν­νώμενο. Σταθερό στοιχείο παραμένει ή αμφίδρομη κίνηση άπό τό έν πρός τις έπιμέρους ψυχές, οί όποιες έκφυλιστικά προέρχονται άπό τήν ψυχή, καί άπό τίς έπιμέρους ψυχές πρός τό έν, μέ τό όποιο αύ- τές έπιθυμοΰν νά ένωθούν. Ή κίνηση αύτή, πού γίνεται μεταξύ τών δύο άντίθετων άκρων, δηλαδή τού θείου ένός καί τοΰ μηδενός (ΰλης), προϋποθέτει έρωτα τοΰ ένός κι επιβάλλει τήν άσκηση, τίς νηστείες, τήν κάθαρση τής ψυχής καί τήν έκσταση. Αύτός πού μέ βούληση έλεύθερη καταπολεμεί τά πάθη του έπιτυγχάνει τήν γνώση τού Θε­οΰ, τόν όποιο τότε «έχει παρόντα».


ΒΙΟΣ


Ό Πορφύριος γεννήθηκε στήν Τύρο τής Φοινίκης τό 233 καί όνομαζό- ταν Μάλχος. Τό όνομα του έξελλήνισε ό δάσκαλός του στήν 'Αθήνα Κάσ- σιος Αογγΐνος. Άπό τό 263 μέχρι τό 268 μαθήτευσε στόν Πλωτίνο, στήν Ρώμη. Μία μελαγχολία τόν έφερε στά πρόθυρα τής αύτοκτονίας, τήν όποία άπέφυγε μέ τήν συμβουλή τοΰ Πλωτίνου νά άποσυρθεΐ στό Λιλύβαιο τής Σικελίας. Αρκετά μετά τόν θάνατο τοϋ Πλωτίνου (270), έπανήλθε στήν Ρώ­μη, συνέχισε ώς διάδοχος τό έργο τοϋ δασκάλου του, τόν όποιο ποικιλο­τρόπως ύπεράσπισε, παντρεύτηκε τήν Μαρκέλλα καί συνέταξε πλήθος μελετών. Τήν τελευταία του μελέτη, «Περί Πλωτίνου βίου», έγραψε τό 301. Πέθανε στό διάστημα μέχρι τό 305.


ΕΡΓΑ


Ό Πορφύριος μελέτησε, πλήν τής φιλοσοφίας, καί δλες τίς έπιστήμες τής έποχής του. Γι' αύτό καί τά έργα του έκτείνονται στόν χώρο όχι μόνο της φιλοσοφίας, άλλά καί τής φιλολογίας, τής ρητορικής, τής ψυχολογίας, τής ήθικής, τής άστρολογίας, τών μαθηματικών καί άλλου. Τά σημαντι­κότερα τών διασωθέντων έργων του είναι τά έξης:


Περί τοΰ έν Όδνσσεία τών Νυμφών άντρου.


Υπομνήματα εις έργα Πλάτωνος.


Εισαγωγή είς τάς 'Αριστοτέλους κατηγορίας (ή Περί τών πέντε φωνών: γένος, είδος, διαφορά, ΐδιον, συμβεβηκός).


Εις τάς 'Αριστοτέλους κατηγορίας κατά πεϋσιν καί άπόκρισιν.


Υπομνήματα είς άλλα έργα τοϋ 'Αριστοτέλους.


Περί Πλωτίνου βίου καί τής τάξεως τών βιβλίων αύτοϋ.


Πυθαγόρου βίος.


Άφορμαί πρός τά νοητά.


Περί τών τής ψνχής δυνάμεων


Περί άποχής έμψυχων.


Πρός Μαρκέλλαν.


Περί τής έκ λογίων φιλοσοφίας.


Περί άγ αλμάτων.


Περί θείων όνομάτων.


Τών Χαλδαίων τά λόγια.


'Ομηρικά ζητήματα.


Είς τά «Αρμονικά» Πτολεμαίου ύπόμνημα.


Τίς έκδόσεις τών έργων τούτων, τών αύτοτελών καί τών άποσπασμά- των βλ. ζχςΡΨΚ 53 (1953) 279-301, καί Α. Smith, F. Romano καί L. Brisson (στήν βιβλιογραφία).


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (έπιλεκτική)


J. BIDEZ, Vie de Porphyre, Paris 1913. Porphyre, huit exposes suivis de discussions..., Genfeve Fond. Hardt 1966. P. COURCELLE, Gregoire de Nysse, lecteur de Porphyre: REG 80 (1967) 402-406. P. HADOT, Porphyre et Victorinus, Paris fitudes Augustiniennes 1968. J. M. DEMAROLLE, La chretienite a la fin du 111* sifccle et Porphyre: GRBS 12 (1971) 49-57. A. PRIESSNIG, Die biographische Form des Plotinvita des Porphyrios und das Antoniosleben des Athanasios: BZ 64 (1971) 1-5. R. M. GRANT, The Stromateis of Origen: Epektasis. Melanges... h J. Danielou..., Paris 1972, σσ. 285-292. G. M. DE DURAND, L' homme raisonable mortel. Pour Γ histoire d' une definition: Phoenix 27 (1973) 328-344. W. DEN BOER, A pagan historian and his enemies. Porphyry, Against the Christians: CPh 69 (1974) 198-208. A. SMITH, Porphyry's place in the neoplatonic tradition. A study in post-plotinian neoplatonism, The Hague Nijhoff 1974. W. DEUSE, Der Dimiurg bei Porphyrios und Jamblich: Die Philosophie des Neuplatonismus, έκδ. C. Zintzen, Darmstadt 1977, σσ. 238-278. A. BENOIT, Le Contra Christianos de Porphyre: oil en est la coltecte de fragments: Paganisme, judaisme, christianisme. Melanges k M. Simon, Paris 1978, σσ. 261-275. F. ROMANO, Porfirio di Tiro. Filosofia e cultura nel III secolo D. C., Catania 1979. A. MEREDITH, Porphyry and Julian against the Christians: ANRW II, 23. 2 (1980) 1119-1149. L. BPISSON, M. O, GOULET - CAZE, R. GOULET καί D. O' BRlEN, Porphyre, La Vie de Plotin, I: Travaux preliminaires et index grec complei..., VI Paris Vrin 1982.


11. ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ (+ 312) εισηγητής τής άντιοχειανης έρμηνευτικής


ΓΕΝΙΚΑ


Ό πρεσβύτερος Λουκιανός καταγόταν άπό τά Σαμόσατα (ή τήν 'Αντιόχεια), είχε μεγάλη παιδεία, έκκλησιαστική καί θύραθεν, καί άσχολήθηκε στήν 'Αντιόχεια μέ τήν κριτική τοΰ βιβλικού κειμένου καί μέ τήν έρμηνεία γενικά τής Γραφής. 'Αναθεώρησε έν μέρει τό κείμενο τών Ο' καί τής ΚΑ, πού διαδόθηκε στήν 'Αντιόχεια καί τήν Κωνσταντινούπολη, όπου τό έφερε ό ιερός Χρυσόστομος. Ό Λ., έρ- γάστηκε μέ πολλήν ελευθερία καί συχνά διόρθωνε φιλολογικά τούς Ο' (π.χ. εϊπον άντί είπαν τών Ο' ή ό έλεος άντί τό έλεος). Παράλλη­λα κατά τρόπο γενικό άπέβη ό άρχικός εισηγητής στήν 'Αντιόχεια τής ίστορικογραμματολογικής έρμηνευτικής μεθόδου. Τό πολυσή­μαντο αύτό γεγονός υπογραμμίζει τά προσόντα καί τήν εύρεία έπιρ- ροή τού Λ. γιά τόν όποιο δυστυχώς διασώθηκαν πενιχρές ειδήσεις καί αύτές γριφώδεις καί δυσερμήνευτες. Τοΰτο όφείλεται στό δτι χά­θηκαν δσα λίγα έγραψε καί στό δτι τόν έπικαλέστηκαν ώς πρόγονο πνευματικό καί αύθεντία ό "Αρειος καί οι όπαδοί του. Στίς 7 'Ιανουα­ρίου τοΰ 312 μαρτύρησε στήν Νικομήδεια, ήμέρα πού ή δυτική Εκ­κλησία τιμά τήν μνήμη του. Ή άνατολική Εκκλησία τόν τιμά στίς 15 ^Οκτωβρίου.


Ή έμμεση πληροφορία τού 'Αρείου δτι ό ίδιος υπήρξε «συλλου- κιανιστής», οπαδός ή μαθητής δηλ. τοΰ Λ. (Έπιφανίου, Πανάριον 69,6), ή γνώμη τοΰ 'Αλεξάνδρου 'Αλεξανδρείας ότι ό Λ. ήταν διάδο­χος (= στόν θρόνο ή στήν κακοδοξία;) τοΰ Παύλου Σάμοσατέα (Θε- οδωρήτου, Έκκλησ. ΐστ. Α' 3) καί ή τιμή πού έπιφύλαξε ή Εκκλη­σία στόν Λ. (βλ. Εύσεβίου, Έκκλησ. ιστορία Θ' 6,3 καί προπαντός τό 'Εγκώμιο στόν Λ. τοΰ Χρυσοστόμου: PG 50, 519-526), δημιούρ­γησαν στούς έρευνητές δυσεπίλυτο πρόβλημα, πού συχνά λύθηκε μέ τήν ύπόθεση ότι πρόκειται γιά δύο πρόσωπα. Φαίνεται δμως δτι κά­τι τέτοιο πρέπει νά άποκλειστεΐ.


Ό Λ. δέν άνέπτυξε σαφή τριαδολογία καί χριστολογία. Επηρεά­στηκε βέβαια άπό τήν περί Λόγου θεολογία τοΰ Ώριγένη καί γενικά Τσως διέκρινε τόν Λόγο τοΰ Πατέρα άπό τόν δημιουργημένο Λόγο τοΰ Υίοΰ, άλλ' ούτε οί άντίπαλοί του οΰτε οί μαθητές του μπορού­σαν νά τοΰ προσγράψουν συγκεκριμένη διδασκαλία, ή όποία μάλι­στα νά συγγενεύει πρός τήν διδασκαλία τοΰ 'Αρείου ή πολύ περισ­σοτερο πρός τήν διδασκαλία τοΰ Παύλου Σαμοσατέα.


Φαίνεται δτι ό Λ. γιά διάφορες, μή θεολογικές, αιτίες δέν διέκοψε τίς σχέσεις του μέ τόν καταδικασμένο (268) Παΰλο Σαμοσατέα καί γι* αύτό έμεινε σέ άκοινωνησία μέ τούς κανονικούς έπισκόπους Αν­τιοχείας (Δόμνο, Τίμαιο, Κύριλλο) μέχρι τό 303. Τότε, στόν διωγμό τοΰ Διοκλητιανοΰ, συνελήφθη, κακοπάθησε καί τό 312 ύπέστη μαρ­τυρικό θάνατο, γεγονός πού έρριξε στήν λήθη άτυχεΐς έκφράσεις του καί τήν άτυχέστατη άκοινωνησία του μέ τούς κανονικούς έπισκό­πους 'Αντιοχείας. Τό ίδιο άκριβώς είχε συμβεί στόν Γ' αϊ. μέ τόν 'Ιππόλυτο. Τό μαρτύριό του άφάνισε τήν πικρία τής Εκκλησίας τής Ρώμης, στήν όποία είχε δημιουργήσει είδος κινήματος χωριστικοΰ.


Τό μόνο κριτήριο γιά τίς θεολογικές άπόψεις τοΰ Λουκιανοΰ είναι τό Σύμβολο ('Αθανασίου, Περί συνόδων 23), πού παρουσίασαν ώς δικό του έργο οί πρώιμοι όμοιουσιανοί στήν σύνοδο 'Αντιοχείας τό 341 καί μετά στήν σύνοδο Καρίας τό 367. Τό κείμενο τούτο, έστω σέ μιά προηγούμενη μορφή του, γιά τήν έποχή τοΰ Λ. είναι όρθόδο- ξο (= ό Λόγος εϊκόνα άπαράλλακτη τής ούσίας καί τής δυνάμεως τού Πατρός) καί μόνο γιά τήν μετά τό 325 έποχή είναι κακόδοξο ή ύποπτο, έπειδή δέν έχει τόν δρο όμοούσιος. "Αρα, έάν τό Σύμβολο έκφράζει δντως τόν Λ., οί άρειανόφρονες παραβίασαν τό πνεΰμα του καί ή άναφορά τους στό πρόσωπό του κατανοείται κυρίως άπό τήν άνάγκη νά βροΰν έρείσματα σέ αύθεντίες έρμηνευτικές καί σέ πρό­σωπα πού ή Εκκλησία τιμοΰσε. 'Ιδιαίτερα ό "Αρειος άναφέρθηκε στόν Λ., διότι τόν είχε στήν 'Αντιόχεια δάσκαλο, τοΰ δφειλε τήν ί­στορικογραμματική μέθοδο καί χρειαζόταν τήν θεολογική του άσά- φεια ή κάποιες άγνωστες σ' έμάς άτυχεΐς έκφράσεις του. Πρόσφατα ό Boularand άρνήθηκε τήν προέλευση τοΰ Συμβόλου τούτου άπό τόν Λ., όπότε ή θεολογική εικόνα τοΰ Λ., πού θεωρείται καί εισηγητής τής άντιοχειανής Σχολής, γίνεται άφόρητα σκοτεινή. Τό περίφημο τοΰτο Σύμβολο στήν σημερινή του μορφή είναι μεταγενέστερο καί πιθανότατα έργο τοΰ σοφιστή Άστερίου, πού ίσως νά χρησιμοποίη­σε κάποιο σχετικό κείμενο τοΰ Λουκιανού.


Οί έρευνητές άναζητοΰνΐχνη τής λουκιανικής άναθεωρήσεως τοΰ βιβλικοΰ κειμένου, πού φαίνεται κυριάρχησε στήν Κωνσταντινούπολη.


Επιστολή πρός "ΑντιοχέΙς τοΰ Λ. (τής όποιας τό ΠασχάλιονΧρο­νικών διασώζει τόν πρόλογο: PG 92, 689) χάθηκε.


Ερμηνευτικό άπόσπασμα στό Ίώβ 2, 9-10: D. Hagedorn, Der Hiobkommentar des Arianers Julian, Berlin 1973, σσ. 30, 21-33, 15.


'Απολογία του ένώπιον τοΰ κριτή (Ρουφίνου, Histor. Eccl. 9,6) ί­σως νά μήν είναι γνήσια. Ε. Schwartz, Eusebius Werke, II 2, Leipzig 1908, σσ. 813,13-815,17.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Δ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ, Λουκιανός 6 μάρτυς καί Λουκιανός ό άποσυνάγωγος: Πρακτικά 'Ακαδημίας 'Αθηνών7 (1932) 306-311. G. BARDY, Recherches sur S. Lucien, Paris 1936. G. MERCATI, Di alcune testimonianze antiche sulle cure bibliche di S. Luciano: Bi 24 (1943) 1-7. H. DORRIES, Zur Geschichte der Septuaginta...: ZNW 39 (1940) 57-110. H. DE RIEDMATTEN, Les Actes du proces de Paul de Samosate, Fribourg 1952, σσ. 1I0-II5. J. ZIEGLER, Hat Lukian den griechische Sirach rezensiert?: Bi 40 (1959) 210-229. Β. M. METZGER, Chapters in the History of N.T. Textual Criticisme, Leiden 1964, σσ. 1-41. Μ. SPANNEUT, La Bible d' Eustathe d' Antioche: SP 4 (1961) 171-190 (γιά τό κείμενο τοϋ Λ.) J. SCHWARTZ, Lucien de Samosate et certains 6crits juifs: RHPR 49 (1969) 135-140. ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Τό Κολλουθιανόν σχίσμα καί αί άρχαί τοϋ άρειανισμοΰ, 'Αθήνα 1973, σσ. 23-43. S. EYICE-J. NORET, S. Lucien, disciple de S. Lucien d' Antioche...: AB 91 (1973) 363-377. E. BOULARAND, L' hiresie d' Arius et la "Foi" de Nic£e, Paris 1972, σσ. 144-165. A. RAHLFS, Septuaginta, Γ, Geschichte des Septuaginta Textes, Stuttgard 1962, σσ. VI-XIV. G. HOWARD, Frank Cross and recensional criticism: Vefus Testamentum 21 (1971) 440-450. A. PIETERSMA, Proto-Lucian and the Greek Psalter: Vefus Testamentum 28 (1978) 66-72.


12. ΑΡΝΟΒΙΟΣ (De Sicca) άπολογητής


Ό Άρνόβιος έζησε κι έδρασε ώς ρητοροδιδάσκαλος στήν βορειο- αφρικανική πόλη Sicca κατά τό β' ήμισυ τοϋ Γ' αί. Στίς άρχές τοϋ Δ' αί. καί ίσως τό 304/310, έχοντας πλέον ήλικία περίπου 60 έτών, μεταστράφηκε στόν χριστιανισμό. Σύμφωνα όμως μέ τόν 'Ιερώνυ­μο (Chron. ad 2343), τόν όποιο δέν έχουμε σοβαρό λόγο νά μήν άκο- λουθήσουμε, ό έπίσκοπος τής πόλεως διατύπωσε άμφιβολίες γιά τήν ειλικρίνεια τοΰ Άρνοβίου, πού ώς τότε ήταν πολέμιος τής Εκ­κλησίας.


Ό Ά. λοιπόν συνέταξε έπταμερές έργο Adversus nationes (Κατά εθνών), γιά νά δείξει τήν είλικρίνειά του καί προπαντός γιά νά δι­καιολογήσει τήν πράξη τής μεταστροφής του. Μέ τήν θέρμη, τήν ά- πολυτότητα, τήν άφέλεια καί τήν λίγη γνώση τοΰ νεοφώτιστου, άπορρίπτει συλλήβδην τήν θρησκεία καί τήν σκέψη τοΰ άρχαίου κό­σμου, άπό τόν όποιο έντούτοις έπηρεάζεται άφάνταστα καί γιά τόν όποΐο δίνει πολύ χρήσιμες πληροφορίες.


Ό Ά. δέν πρόλαβε νά γνωρίσει άρκετά τήν Παράδοση τής Εκ­κλησίας καί τίποτα στό έργο του δέν θυμίζει τήν ζωή καί τό ήθος της. Λείπει άπό αύτό ή καλή γνώση τής Π καί ΚΑ, δπως καί ή θεο­λογική διάσταση, πού σχεδόν έξαντλεΐται στήν διαπίστωση τών δύο φύσεων τοΰ Χριστοΰ καί στήν άνάστασή του. Εκφράζει βέβαια έν- θουσιασμό γιά τόν χριστιανισμό, άλλά ή γνώση του γι' αύτόν είναι πολύ έπιφανειακή καί συχνά τελείως άνεπαρκής μέχρι κι έσφαλμέ- νη. "Ετσι π.χ. θεωρεί τόν Θεό Πατέρα κυρίως Θεό (Deus princeps) καί τόν Χριστό δευτέρας τάξεως θεό, στόν όποιο μάλιστα οί έθνικοί θεοί όφείλουν τήν ύπαρξη καί τήν δύναμή τους (Α' 28 καί Γ' 2)!


Ό Ά. έπαναφέρει τό κλίμα τών άπολογητών έκείνων τοΰ Β' αι., πού δέν έμφανίστηκαν ώς φορείς τής Παραδόσεως, όπως ό Άθηνα- γόρας, ό Θεόφιλος 'Αντιοχείας καί μάλιστα ό λατίνος Μινούκιος Φή- λικας τού Γ' αί. Τούς 51 έλληνες καί ρωμαίους συγγραφείς πού άναφέρει γνωρίζει (πλήν δύο περιπτώσεων) έμμεσα καί άπό άνθολό- για τής έποχής του. Γι' αύτό καί ή κριτική πού άσκεϊ έναντίον τους είναι συνήθως άφελής καί χωρίς έπιχειρήματα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Εκδόσεις: PL 5, 713-1288. Α. REIFFERSCHEID: CSEL 4. C. MARCHES1, Arnobii Adversus nationes libri VII, Torino 19531 (βλ. καί A. J. FESTUGlfcRE: VC 6 [1952] 208-254). J. VAN DER PUTTEN, Arnobii adv. nationes 3, 1-19, Leiden 1970 (καί είς VC [1971], 40-55). Η. LE BONNIEC, Contre les gentiles, livre I (καί μετάφραση μέ ύπόμνημα), Paris, Budd 1982.


Μελέτες: Ε. RAPISARDA, Arnobio, Katania 1946. P. KRAFT, Beitrage zur Wir- kungsgeschichte des alteren Arnobius, Wiesbaden 1966. L. BERKOWITZ, Index Arnobianus, Hildesheim 1967. J. DILLON, The concept of two intellects. A footnote to the history of Platonism: Phronesis 18 (1973) 176-185.1. OPELT, Schimpfworter bei Arnobius dem Alteren: WSt 9 (1975) 161-173. H. LE BONNIEC, Tradition de la culture classique. Arnobe, temoin et juge des cultes paiens: Bulletin de I'Assoc. G. Βυάέ, Paris 1974, σσ. 201-222. A. WARKOTSCH, Antike Philosophieim Urteil der Kirchenvater, Munchen 1973, σσ. 290-297. Ε. KADLETZ, Animal sacrifice in Greek and Roman Religion (διατριβή), Univ. of Washington 1976. C. MARCHESI, Questioni Arnobiane: C. Marchesi, Scritti minori di filologia e letteratura, Firenze 1978, σσ, 1247-1269 (βλ. καί σσ. 1271-1282). Ε. GAREAU, Le fondement de la vraie religion d* apres Arnobe: CEA 11 (1980) 13-23. S. FASCE, Paganesimo africano in Arnobio: Vichiana 9 (1980) 137-180. J. D. MADDEN, Jesus as Epicurus. Arnobius of Sicca's borrowings from Lucretius: CCC 2 (1981) 215-222. R. LAURENTI, II platonismo di Arnobio: StudFilos 4 (1981) 3-54. H. LE BONNIEC, fichos ovidiens dans Γ Adversus nationes d' Arnobe: Caesarodunum 17 bis (1982) 139-151. A. M. TUPET, Une anecdote 61eusinienne chez Ovid et chez Arnobe: Caesarodunum 17 bis (1982) 153-163. O. GIGON, Arnobio. Cristianesimo e mondo romano: Mondo ciassico e cristia- nesimo. Biblioteca internaz. di cultura, VII, Roma 1982, σσ. 87-100. Η. LE BONNIEC, L' exploitation apologetique par Arnobe du De natura deorum de Ciceron: Caesarodunum 19 bis (1984) 89-101. R. LAURENTI, Spunti di teologia amobiana: Orpheus 6 (1985) 270-303. O. P. NICHOLSON, The date of Arnobius' Adversus gentes: SP 15 (1984) 100-107.


13. ΣΥΝΟΔΟΙ ΑΓΚΥΡΑΣ (314), ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ (314/319)


Α. Ή πρώτη γνωστή άπό κείμενά της σύνοδος έπισκόπων τοΰ Δ' αί. συγ­κλήθηκε τό 314 στήν "Αγκυρα τής Γαλατίας (Μικρασίας), μεταξύ Πάσχα καί Πεντηκοστής, δπως ήταν ήδη συνήθεια. Στήν σύνοδο αύτή, δπου έλα­βαν μέρος 12 έως 18 έπίσκοποι άπό τήν Συρία καί τήν Μικρασία, άναφέ- ρονται άπό τόν Ζωναρά καί τόν Βαλσαμώνα ώς προεξάρχοντες οί Βιτάλιος 'Αντιοχείας, Άγρικόλαος Καισαρείας (Καππαδοκίας) καί Βάσίλειος Ά- μασείας.


Τής συνόδου άφορμή καίρια υπήρξε ή άναστάτωση, πού δημιούργησε στήν Εκκλησία τό γεγονός τών ποικιλοτρόπως πεπτωκότων κατά τούς διωγμούς, πού έφαρμόστηκαν μέ Ιδιαίτερη σφοδρότητα στήν 'Ανατολή άπό τόν Διοκλητιανό (284-305) καί τούς διαδόχους του Γαλέριο (305-311) καί Μαξιμϊνο (307-313), άλλά καί άπό τόν Λικίνιο (308-323).


Στήν διάρκεια τοΰ 303 έκδόθηκαν διαδοχικά τέσσερα διατάγματα κατά τών χριστιανών: τούς άπαγόρευαν τήν λατρεία, τούς δήμευαν τά ίερά σκεύη καί τις .ιερές Γραφές τους καί φυλάκιζαν δσους άνήκαν στόν κλήρο. Τό τέταρτο μάλιστα διάταγμα υποχρέωνε τούς ύπηκόους δλους νά θυσιάσουν στούς έθνικούς θεούς. Σέ δλες τίς περιπτώσεις ή θυσία στούς θεούς καί δή στόν αύτοκράτορα (μέ τήν όποία οί Ρωμαίοι νόμιζαν δτι έξασφάλιζαν τήν ένότητα καί τήν πειθαρχία τών φυλών τής ρωμαϊκής αύτοκρατορίας) ήταν άρκετή γιά νά άφεθοϋν οί χριστιανοί έλεύθεροι, δπως βέβαια καί οί μανι- χαΐοι καί οί όπαδοί χριστιανιζόντων θρησκειών.


Οί συνέπειες τής μή συμμορφώσεως πρός τά διατάγματα ποίκιλλαν άπό φυλακίσεις, έξανδραποδισμό, καταναγκαστικά έργα σέ όρυχεΐα, βασανι­στήρια φοβερά καί μαρτυρικό θάνατο. Μεγάλος άριθμός χριστιανών όιιο- λόγησαν, βασανίστηκαν καί μαρτύρησαν, άλλά καί μεγαλύτερος άρνήθη- καν τήν πίστη τους, θυσιάζοντας στούς θεούς, ή προσποιήθηκαν άπό φι­λαυτία καί δειλία δτι άρνοΰνται τήν πίστη τους.


"Οσοι λοιπόν προσποιήθηκαν άρνηση τής πίστεώς τους καί δσοι γενικά μετανόησαν, διότι τήν άρνήθηκαν - οί περισσότεροι δηλαδή πεπτωκότες - έπιζητοϋσαν τήν έπανένταξή τους στήν Εκκλησία. Αύτοί άκριβώς άποτέ- λεσαν τό πρόβλημα. Θά μποροϋσαν νά γίνουν καί πάλι κανονικά μέλη τής Εκκλησίας; "Οπως στόν Γ' αι., μέ άφορμή μάλιστα τόν διωγμό τοϋ Δε­κίου, έτσι καί τώρα έμφανίστηκαν οί ύπεραυστηροί χριστιανοί, πού άρνοΰν- ταν έπανένταξή τών πεπτωκότων στήν Εκκλησία άκόμη καί στήν έπιθα- νάτια κλίνη, καί οί συνετοί έπιεικεΐς, πού δέχονταν μέ δρους τούς πεπτω­κότες, έφόσον αύτοί είχαν μετανοήσει έμπρακτα. Τών τελευταίων τήν τα­κτική άποδέχτηκε ή σύνοδος 'Αγκύρας, ή όποία στούς 10 άπό τούς 25 κανόνες της περιγράφει τούς δρους, πού όφείλουν κατά περίπτωση νά τη­ρήσουν οί πεπτωκότες γιά τήν μετοχή στήν θεία Εύχαριστία. Στούς πρεσβυτέρους στόν ναό.-


καί τό κήρυγμα, μολονότι τούς έπιτρέπει νά συμπαρίστανται μέ τούς λοι­πούς


Παράλληλα ή σύνοδος συνέταξε κανόνες περί σαρκικών άμαρτημάτων, κερί φονέων καί χειροτονιών. Γιά πρώτη φορά μάλιστα όρίζεται δτι ό διά­κονος μπορεί νά νυμφευτεί καί μετά τήν χειροτονία του, άρκεί νά τό έχει δηλώσει πρίν άπό αύτήν στόν έπίσκοπό του (κανόνας 10).


Οί κανόνες μεταφράστηκαν στήν λατινική καί τίς λοιπές άνατολικές γλώσσες, πού δημιούργησαν χριστιανική γραμματεία.


Εκδόσεις: I. PITRA, Iuris ecclesiastici graecorum historia et monumenta, I, Roma 1864, 00. 441-450. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Κανόνες, σσ. 149-156. V. Ν. BENESEVl£, Syntagma XIV thutorutti sine scholiis secundum versionem Paleo-slavicam adiecto textu graeco, Petropoli 1906/7 (ή σειρά τών κανόνων έδώ έξαρταται άπό τούς «τίτλους»), JOANNOU, Fonti, I 2, σσ. 56-73 (μέ λατινικό κείμενο καί γαλλική μετάφραση). C. TURNER: ΕΟΜΙΑ, II, σσ. 3-11, 18-27, 36-43, 48-51 (λατινικές μεταφράσεις).


Β: Στήν άρμενική σώθηκαν 10 κανόνες, πού συνδέονται μέ σύνοδο στήν καππαδοκική Καισάρεια, τής έποχής άμέσως μετά τήν σύνοδο 'Αγκύρας (314). Οί κανόνες 1,3-5,7 καί 9 τής Καισάρειας είναι ίδιοι μέ τούς κανόνες 20-25 τής "Αγκυρας.


Εκδόσεις: J. LEBON, Sur un concil de C6sar6e: Mu 51 (1938) 101-110 (καί γαλλική μετάφραση). F. HAKOBIAN, Kanonagirk' Hayoii, I, Erevan 1964, σσ. 168-176.


Γ. Στήν Νεοκαισάρεια τοΰ Πόντου, τής όποιας πρώτος έπίσκοπος υπήρ­ξε ό Γρηγόριος Θαυματουργός ( + μεταξύ 270 καί 275), συνήλθε σύνοδος, άγνωστο πότε άκριβώς. Πάντως μετά τήν σύνοδο Αγκύρας (314) καί μέ­χρι τό 319. "Ελαβαν μέρος 17 έπίσκοποι τών διοικήσεων Γαλατίας (Μικρα- σίας), 'Αρμενίας, Συρίας καί Παλαιστίνης. Συνέταξαν 15 κανόνες, πού άφοροϋσαν στόν γάμο, τήν πολυγαμία, τήν πορνεία, τήν διγαμία, τούς πρε­σβυτέρους καί τούς χωρεπισκόπους. Όρίζεται δτι ό μέλλων νά χειροτονη­θεί πρέπει νά είναι ήλικίας 30 έτών. Σώθηκαν μεταφράσεις λατινικές καί σέ άνατολικές γλώσσες.


'Εκδόσεις: PITRA, 1,451-454. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Κανόνες, σσ. 149-156. JOANNOU, Fonti, I 2, σσ. 75-82. TURNER: ΕΟΜΙΑ, II, σσ. 12-15, 28-32, 44-47, 52-53 καί 116-144 (λατιν. μεταφράσεις).


14. ΣΥΝΟΔΟΣ ARLES (ΑΡΕΛΑΤΗΣ) (314)


Σώζεται σπουδαίο γιά τήν Δύση κανονιστικό κείμενο τοΰ έτους 314, πού περιλαμβάνει 22 κανόνες έκκλησιαστικής εύταξίας. Αύτοί άποστέλλονται στόν Σΐλβεστρο Ρώμης μ' Επιστολή, τής όποίας ή γνησιότητα συζητείται, άλλά δέν είναι εύκολο ν' άπορριφθεΐ (πολύ βραδύτερα προστέθηκαν στούς 22 καί άλλοι 6 κανόνες άπό Επιστολή τοϋ Ρώμης Σιρικίου, τού έτους 418). Καί τά δύο κείμενα όφείλονται σέ σύνοδο τοϋ 314, πού συνήλθε στήν Aries τής Γαλλίας μέ πρόσκληση τοϋ αύτοκράτορα τής Δύσεώς Κωνσταντίνου, γιά νά έπανεξετάσει τό θέμα τών δονατιστών τής Β. 'Αφρικής (βλ. κεφάλ. Δονάτος). Τό γεγονός τής αύτοκρατορικής προσκλήσεως γιά σύνοδο έκ­κλησιαστική συμβαίνει γιά πρώτη φορά στήν ζωή τής Εκκλησίας. Ό αύ- τοκράτορας διευκολύνει τό ταξίδι τών συνοδικών καί άναλαμβάνει τά έξοδα τής συνόδου. Τό θέμα τοϋ δονατισμοΰ είχε κριθεί τό 313 άπό σύνοδο στήν Ρώμη, άλλά ή άπόφαση δέν έγινε δεκτή άπό τούς δονατιστές, οί όποιοι έ­πειδή δέν δικαιώθηκαν ζήτησαν καί τήν κρίση τών έπισκόπων τής Γαλα­τίας. Οί τελευταίοι, πού άντιπροσώπευαν περί τίς 44 έπισκοπές, άνταποκρίθηκαν καί χωρίς προγενέστερη συνεννόηση μέ τόν Ρώμης, πού δμως έστειλε άντιπροσώπους, άποφάσισαν, μέ πρόεδρο μάλλον τόν Μαρί­νο τής Aries δ,τι καί ή σύνοδος τής Ρώμης μέ μικρή άπόκλιση. Ό Καικι- λιανός, τόν όποιο κατηγορούσαν οί δονατιστές, έμενε ό κανονικός έπίσκοπος Καρθαγένης καί οί κατήγοροι καταδικάζονταν.


Σημαντικότερο είναι δτι οί συνοδικοί τής Aries συνέταξαν καί κανόνες, πού ρύθμιζαν προβλήματα σχετικά μέ τήν πρακτική τών δονατιστών, μέ τίς υποχρεώσεις τών κληρικών καί τόν ήθικό βίο τών χριστιανών. "Οσοι κληρικοί κατά τόν διωγμό (Διοκλητιανοΰ) άπό δειλία παρέδωσαν (tradito- res) δημοσίως ιερά βιβλία ή σκεύη τής Εκκλησίας καθαιρούνται, ένώ οί ίδιοι άν έλαβαν μέρος σέ χειροτονία, χωρίς άλλο κώλυμα, ή χειροτονία έ- κείνη είναι έγκυρη. Οί στρατιωτικοί μπορούν νά ύπηρετοΰν στόν ρωμαϊκό στρατό, άρκεϊ ν' απέχουν άπό ειδωλολατρικές τελετές (μυστήρια). Οί με- τανοοϋντες πεπτωκότες (lapsi) πρέπει νά προσκομίζουν συστατικά γράμ­ματα δχι άπό όμολογητές, άλλά άπό τήν έκκλησιαστική τους άρχή. Ό κανόνας τής συνόδου Καρθαγένης (257) έπί Κυπριανού, πού όρίζει άναβα- πτισμό τών προερχομένων άπό αίρεση, παραμερίζεται. Τώρα όρίζεται δτι, άν ό προερχόμενος άπό αίρεση βαπτίστηκε στό όνομα τής άγιας Τριάδας καί άν όμολογείτό σύμβολο (τής πίστεως), γίνεται στήν Εκκλησία δεκτός μόνο μ' έπίθεση τών χειρών πρός έπίκληση τοΰ άγ. Πνεύματος χάριν τοϋ ύποψηφίου (καν. 9). Σημειώνουμε, τέλος, δτι ό πρώτος κανόνας άφορα στόν κοινό έορτασμό τοϋ Πάσχα, πού θεωρείται έπιβεβλημένος.


Μολονότι ό Ρώμης πρέπει νά ήταν χολωμένος, διότι ή σύνοδος τής Aries επανεξέτασε δ,τι σύνοδος μέ τήν προεδρία του είχε ήδη κρίνει, οί γάλλοι έπίσκοποι άποστέλλουν μ4 Επιστολή τίς άποφάσεις τους στόν Σίλβεστρο Ρώμης, γιά νά τίς κοινοποιήσει σέ άλλους έπισκόπους, οί όποιοι όφείλουν 
νά τίς έφαρμόσουν.

Epistula ad Silvestrum (καί κανόνες): C. TURNER: ΕΟΜΙΑ, It σσ. 318 έξ. J. GAUDEMET: SCh 241 (1977) 40-66. Η. CROUZEL, A propos du concile d' Aries...: BLE 75 (1974) 25-40.


15. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕ! ΣΥΛΛΟΓΕΣ (άρχές Δ' αί.)


Α. Ai Αιαταγαί αί διά Κλημέντος καί Κανόνες έκκλησιαστικοί τών άγίων 
άποστόλων.

Ό κώδικας Vindobon. hist. gr. 7 (IB' αϊ.) παραδίδει, μόνος αύτός, αφε­λές ήθικοκανονιστικό άπόκρυφο έργο μέ τόν τίτλο Αί Διαταγαί αί διά Κλή- μεντος καί Κανόνες έκκλησιαστικοί τών άγίων άποστόλων. Τό πρώτο μέρος τοϋ τίτλου είναι προφανώς μεταγενέστερη προσθήκη. Στό έργίδιο έμφανί- ζονται οί άπόστολοι, συναθροισμένοι μ' έντολή τοϋ Κυρίου, νά αποφασί­ζουν μέ τήν σειρά ('Ιωάννης, Ματθαίος, Πέτρος, 'Ανδρέας, Φίλιππος, Σίμων, Ιάκωβος, Ναθαναήλ, Θωμάς, Κηφάς, Βαρθολομαίος καί 'Ιούδας 'Ιακώβου. Δέν ταυτίζεται ό Πέτρος μέ τόν Κηφά καί ό Ναθαναήλ μέ τόν Βαρθολομαίο) γιά τίς δύο όδούς, τό γνωστό δηλ. θέμα τής Διδαχής καί άλ­λων κειμένων, καί γιά τήν θέση τών έπισκόπων, πρεσβυτέρων, αναγνωστών, διακόνων, χηρών, λαϊκών καί γυναικών στήν Εκκλησία. Περιέργως, δια­τυπώνουν γνώμες ή Μάρθα καί ή Μαρία, έκφέρονται άνόητες λέξεις, καί δηλώνεται στήν άρχή δτι «έάν τις δοκή συμφέρον άντιλέγειν, άντιλεγέσθω αύτώ» (δποιος νομίζει χρήσιμο νά άντείπει σ' αύτόν πού μιλά, άς τοϋ άν- τείπει). Τά ήθικολογικά του στοιχεία είναι πολύ γενικά καί γνωστά, ένώ τά κανονιστικά έπιπόλαια καί χωρίς γνώση τής πραγματικότητας τής ζω­ής τής Εκκλησίας.


Τό έργο τοποθετείται στίς άρχές τοϋ Δ' αί. καί χρησιμοποιήθηκε -άν χρησιμοποιήθηκε- σέ περιθωριακές κοινότητες ή σέ ίουδαιοχριστιανικές όμάδες τοϋ συριακοϋ καί αιγυπτιακού χώρου. Διασώθηκε άκόμα σέ λατι­νική, συριακή, κοπτική (σαχιδική), άραβική καί αίθιοπική μετάφραση (CPG I 1739 καί 1732).


ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ, Διδαχή των 12 Άποστόλων, Κωνσταντινούπολη 1883, σσ. οβ' - πγ'. ΤΗ. SCHERMENN, Die allgemeine Kirchenordnung, I, Paderborn 1914, σσ. 12-34. ΒΕΠ 2, 197-201. Λατινική: Ε. TIDNER, Didascaliae... canonum ecclesiasticorum... versiones latinae (TU 75), σσ. 1-63. Συριακή: p.A. DE LAGARDE, Reliquiae Juris ecclesiasticae... graece, Leipzig 1856, σσ. 19-23. Κοπτική, άραβική καί αίθιοπική: G. HORNER, The Statutes of the Apostles or Canones ecclesiastici, London 1904. E. HENNECKE: ZNW 1921, σσ. 241-248 καί 254-256.


Β.Έπιτομή» τοϋ Η' βιβλίου τών «Διαταγών τών Αποστόλων»:


Διδασκαλία τών άγ. άποστόλων περί χαρισμάτων.


Διατάξεις τών άγ. άποστόλων Jtepi χειροτονιών διά Ιππολύτου.


Παύλου... διατάξεις περί κανόνων έκκλησιαστικών.


Πέτρου καί Παύλου... διατάξεις.


Περί ευταξίας διδασκαλία πάντων τών άγ. άποστόλων.


Άπό παρανόηση ή συλλογή τών παραπάνω κανονιστικών άποκρύφων έργιδίων χαρακτηρίστηκε σέ μερικά χειρόγραφα «Επιτομή τοϋ Η' βιβλίου τών Διαταγών τών Αποστόλων» (βλ. κεφ. 'Ιουλιανός ό Νεοαρειανός). Άλ­λά ένώ τά έργίδια έχουν τό περιεχόμενο τοΰ Η' βιβλίου, δέν άποτελοϋν έ- πιτομή του. Αντίθετα μάλιστα, τά έργίδια προηγοϋνται τής τελικής μορφής τών Διαταγών καί άσφαλώς άνήκουν στόν κύκλο τών κανονιστικών συλ­λογών, άπό τίς όποιες προήλθαν καί οί Διαταγές. Ή χρονολόγηση τών έρ­γιδίων είναι πολύ δύσκολη. Θεωρούμε δμως βέβαιο δτι τουλάχιστον σέ προηγούμενη μορφή τους θά είχαν σχηματιστεί άπό τίς άρχές τοϋ Δ' αί., ώς έπέκταση τών κανονιστικών συλλογών τοϋ Γ' αί., δηλ. τής «'Αποστο­λικής παραδόσεως» τοϋ 'Ιππολύτου καί τής «Διδασκαλίας τών Άποστό­λων» (βλ. Α' τόμο Πατρολογίας, σσ. 377-382).


ΒΕΠ 2, 181-196. F.X. FUNK, Didascalia et Constitutiones Apostolorum, II, Paderborn 1905 (καί Torino 1962), σσ. 72-96. Λοιπές έκδόσεις καί βιβλιογραφία βλ. § Διαταγαί ά­ποστόλων στό κεφάλαιο 'Ιουλιανός τοϋ παρόντος τόμου.


16. ΜΕΛΕΤΙΟΥ: Διαθήκη τεσσαράκοντα μαρτύρων


'Απλοϊκό, πρωτότυπο καί περίεργο κείμενο σέ μορφή έγκυκλίου γράμματος. Τό στέλνουν σαράντα όμολογητές χριστιανοί, πού πε­ριμένουν άποφασισμένοι νά ύποστούν τό μαρτύριο στήν Σεβάστεια :ής 'Αρμενίας, περί τό 320 έπί Λικινίου. Οί μάρτυρες αυτοί, πού δ- λοι θά τελειωθούν γυμνοί άπό ψύξη πάνω στήν παγωμένη λίμνη τής Σεβάστειας, γράφουν μέ τό χέρι τοϋ Μελετίου τίς έξής τελευταίες έπιθυμίες ή παραγγελίες τους: τά λείψανά τους νά συλλεχτούν καί νά παραδοθούν δλα μαζί στόν πρεσβύτερο Πρόιδο, νά μή μοιραστούν σέ διάφορα πρόσωπα, άλλά νά ταφούν δλα στό χωριό Σαρείμ κον­τά στά Ζήλα* οί χριστιανοί νά τηρούν μέ ζήλο τίς έντολές τοΰ Κυ­ρίου. Στό τέλος χαιρετίζουν γνωστά καί συγγενικά τους πρόσωπα. Διασώθηκε άκόμα καί Μαρτύριο τών Τεσσαράκοντα μαρτύρων, άλ­λά είναι πολύ μεταγενέστερο κατασκεύασμα. Τής Διαθήκης έχει άμ
φισβητηθεΐ άπό όρισμένους έρευνητές ή γνησιότητα.

G. Ν. BONWETSCH, Das Testament der vierzig Martyrer: Studien zur Geschichte der Theologie undKirche 1(1897)75-80. MUSURILLO, The Acts, σσ. XLIX, 354-360. KRLIGER- RUHBACH, σσ. 116-119. P.FR. DE CAVALIERI, Note agiografiche 7: Studi e Testi 49 (1928) 155-184. P. PEETERS: AB 41(1923)176 έξ. καί 56(1938)118-143. I. ΡΑΜΦΟΥ, Α­γιολογικά μελετήματα, 'Αθήνα 1948, σσ. 32-35.


17. ΑΝΩΝΥΜΑ


Α. «Αδαμάντιος»


Άντιγνωστικό διαλογικό κείμενο, τοΰ όποιου άγνοοϋμε τόν συγγραφέα καί τοϋ όποιου ό πλήρης τίτλος είναι: «Αδαμάντιος. Περί της είς Θεόν όρ- θής πίστεως». Άπό τόν Δ' ήδη αί. άποδόθηκε στόν Ώριγένη, έπειδή αύ­τός όνομάστηκε «Αδαμάντιος». Ό συντάκτης, πού είχε άναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο, έζησε μάλλον μεταξύ Συρίας καί Μικρασίας, δέν εί­χε σχέση μέ τήν θεολογική σκέψη τοϋ Ώριγένη, γνώριζε καλά άπό τούς Εκκλησιαστικούς συγγραφείς μόνο τόν άντιωριγενιστή Μεθόδιο 'Ολύμπου, άσκησε θεολογία έπιφανειακή, έπανέφερε κάπως τό κλίμα καί τήν νοοτρο­πία τών άρχαίων άπολογητών καί συνέθεσε χωρίς μεθοδικότητα τόν Διά- λογό του, πού ίσως νά άποτελεΐ διασκευή συζητήσεως ένώπιον άκροατηρίου. Έάν τό έργο (τελευταία §) άναφέρεται σέ διωγμούς συνεχιζόμενους, γρά­φηκε μετά τό 300 (έφόσον γνωρίζει τόν Μεθόδιο) καί πρίν τό 313 (πού έλη­ξαν οί διωγμοί). Έάν οί μνημονευόμενοι διωγμοί έχουν λήξει, τό έργο γράφηκε μετά τό 313 καί ίσως μέχρι τό 324.


Κύριο πρόσωπο τοϋ διαλόγου, τόν όποιο τυπικά διευθύνει ό έθνικός Εύ- τρόπιος, είναι ό Αδαμάντιος. Αύτός έκφράζει τόν συγγραφέα καί τήν όρ- θή πίστη. Διακρίνουμε στό κείμενο δύο μέρη. Στό πρώτο άνατρέπονται οί άπόψεις τών μαρκιωνιστών συζητητών Μεγεθίου καί Μάρκου, δτι άλλος ό Θεός Πατήρ τών χριστιανών καί άλλος ό δημιουργός Θεός τών 'Ιουδαίων, καθώς καί ή άποψη περί τρίτης άρχής, τοϋ Δαίμονα δηλ. τών έθνικών. Στό δεύτερο μέρος άνατρέπονται οί διδασκαλίες ούαλεντινιανών καί βαρδεσα- νιστών, δτι ό Θεός δέν είναι δημιουργός τοϋ σατανά, δτι ό Λόγος δέν έλα­βε σάρκα κατά τήν ένανθρώπηση καί δτι τά σώματα δέν θά άναστηθοϋν. Τελειώνει μέ όμολογία της όρθής πίστεως άπό τόν έθνικό Εύτρόπιο, πού ήδη ζήτησε νά γίνει δεκτός στήν Εκκλησία.


Ό Ρουφΐνος, περί τό 400, μετέφρασε τόν Διάλογο στήν λατινική, πού σέ πολλά σημεία διαφέρει άπό τό έλληνικό κείμενο, ή γιατί ό Ρουφΐνος δέν έμεινε, κατά τήν συνήθειά του, άπόλυτα πιστός στό πρωτότυπο ή γιατί τό σωζόμενο έλληνικό κείμενο γνώρισε διασκευές.


PC II, 1711-1884. ΒΕΠ 17, 54-133. W.Η. VAN DE SANDE BAKHUYZEN, Der Dialog des Adamantius: GCS 4 (1901). V. BUCHHEIT, Adamantii Origenis adversus haereticos, Munchen 1966 (λατινική μετάφραση τοΰ Ρουφίνου). ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Rufinus von Aquileia als Falscher des Adamantios Dialogs: BZ 51 (1958) 314-328. M. HOFFMANN, Der Dialog bei den christlichen Schriftstellern der ersten vier Jahrhunderte, Berlin 1966, σσ. 84-91 (TU 96). G. SANDERS, Un ecrit oublii, le Dialogue d' Adamantius: ACI 37 (1968) 644-651.


Β. Περί παρθενίας


Πρόσφατα έκδόθηκε στήν έλληνική Ομιλία περί παρθενίας, πού χειρό­γραφα έσφαλμένα τήν προσγράφουν στόν Μ. Βασίλειο. Ό Α. Voobus έπι- σήμανε συριακό κείμενο, τό όποιο θεωρεί ώς τό πρωτότυπο, άπό τό όποιο προήλθε ή έλληνική 'Ομιλία. Τά έπιχειρήματά του στηρίζονται κυρίως στήν μορφή παλαιοδιαθηκικών χωρίων τής έλληνικής 'Ομιλίας, τά όποια χωρία προϋποθέτουν-άποδίδουν συριακή μετάφραση τήςΠΔ, δηλαδή τήν Πεσιτ- τώ. Ό άγνωστος Σύρος, στόν όποιο όφείλεται πιθανότατα τό παρόν κείμε­νο, έκφράζει πρώιμη θεολογία, ίσως προνικαϊκή, καί μάλιστα έγκρατιτικές τάσεις. Άπολυτοποιεΐ τήν παρθενία καί άποκλείει τούς έγγαμους άπό τόν παράδεισο, άντίληψη πού καταδίκασε ή σύνοδος της Γάγγρας περί τό 340/2 (κανόνες 1, 10, 14-16).


D. AMAND-M.C. MOONS, Une curieuse homilie grecque inidite sur la virginity adress£e aux peres des famille: RB 63 (1953) 35-69 (καί εισαγωγή: σσ. 18-69, 211-238). A. V00BUS, Syrische Herkunft der Pseudo-Basilianischen Homelie ilber die Jungfraulichkeit: OC 40 (1956) 69-77.


Γ. Prophetiae ex omnibus libris collectae


Ή συλλογή αύτή άποσπασμάτων άπό προφητικά βιβλία έγινε στήν Β. 'Αφρική άπό άγνωστο ρωμαίο χριστιανό στίς πρώτες δεκαετίες του Δ' αί. Ή σπουδαιότητά της βρίσκεται στό δτι άποτελεΐ μάρτυρα λατινικής μετα­φράσεως τής ΠΑ καί άρα είναι πολύ χρήσιμη γιά τήν ίστορία τοΰ λατινι­κού παλαιοδιαθηκικοϋ κειμένου.


ΤΗ. ZAHN: Geschichtliche Studien Α. Hauck zum Geburtstage..., Leipzig 1916, σσ. 52-63, καί A. AMELI: MiscelL Casin. 1 (1897) 17-20. PLS 1, 177-180 καί 1738-1741. Βλ. Ν. FISCHER: TLZ 77 (1952) 288.


18. ΜΑΡΤΥΡΙΑ: Κόνωνος καί Fructuosus


Α. Κόνωνα


Στό τέλος τοϋ περασμένου αιώνα βρέθηκε τό σύντομο Μαρτύριο τοϋ Κό­νωνα, πού δημιουργεί πολλά προβλήματα σχετικά μέ τήν άξιοπιστία δσων διηγείται. Ό Κόνωνας, ναζαρηνός πού γέρος ζοϋσε στήν Μαγυδό τής Παμ­φυλίας, συνελήφθη καί μαρτύρησε μέ συνθήκες δυσεξήγητες, μάλλον έπί Ούαλεριανοϋ (257/8) ή έπί Δεκίου κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο. Ή ση­μερινή μορφή τοϋ κειμένου προέρχεται άπό τήν έποχή τής ειρήνης πού επέ­βαλε ό Μ. Κωνσταντίνος καί στηρίχτηκε μάλλον σέ παλαιότερες καί ΐσως παράλληλες διηγήσεις παρά σέ συγκεκριμένα πρακτικά τής δίκης τοϋ μάρτυρα.


Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΕΡΑΜΕΑ, 'Ανάλεκτα Ίεροσολυμιτικης Σταχυολογίας, Ε', Πετρούπολις 1898, σσ. 384-389. KRUGER-RUHBACH, σσ. 64-67. Η. MUSURILLO, The Acts, σσ. ΧΧΧΙΙ/ΙΙΙ, 186-193. ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ Άρχιμ., Μαρτύριον τοϋ άγ. Κόνωνος (τοϋ έκ Ναζαρέτ): ΝΣ 18 (1923) 54-57. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Τά μαρτύρια τών άρχ. χριστ., σσ. 294-303. Βλ. καί περίληψη μεταγενέστερη, πούέξέδωκε ό F. HALKIN: ΑΒ 103 (1985) 5-6.


Β. Fructuosus


Σύντομο λατινικό κείμενο, πού συντάχτηκε στά χρόνια τής ειρήνης τής Εκκλησίας (μετά τό 313), βάσει πρακτικών τοϋ μαρτυρίου τοϋ έπισκόπου Ταρραγώνας Fructuosus καί τών διακόνων του Αύγουρίου καί Εύλογίου. Τά γεγονότα έξελίχτηκαν τό 259. Ό Προυδέντιος χρησιμοποιεί τήν σημε­ρινή μορφή τοϋ Μαρτυρίου (Περιστέφανον 6) καί ό Αύγουστΐνος τήν άνα- φέρει (PL 38, 1248).


P. FR. DE CAVALIERI, Note agiografiche, 8: Studi e Testi 65 (1935) 127-199. KROGER-RUHBACH, σσ. 83-85. Η. MUSURILLO, The Acts, σσ. XXXII, 176-185. G. LAZZATTI, Gli sviluppi della letteratura sui martin..., Torino 1956, σσ. 87-89 καί 160-167. ED. A. NASCIMENTO, Vita sancti Fructuosi. Indices, concordancia, anilise linguistica, datos estatisticos, Lisboa 1977.


19. (RETICIUS): Laudes Domini (316/324) έναρξη λατινικής χριστιανικής ποιήσεως


Ή χριστιανική ποίηση τής Δύσεως έγκαινιάστηκε μεταξύ 316 καί 324 μέ τό έργο Laudes Domini, πού περιλααβάνει 148 έξάμετρα. Τό έγραψε άγνωστος λαϊκός χριστιανός, μέλος τής γαλατικής άριστο- κρατίας (στήν Autun τής Γαλλίας), γνωστός στήν ρωμαϊκή αύλή, κά­τοχος πλούσιας παιδείας καί μέ κλίση στήν ποίηση καί μάλιστα στόν Βιργίλιο, τόν όποιο μιμήθηκε. Τό έργο Laudes Domini, πού δέν έχει σχέση μέ τήν λειτουργική ποίηση, έκφράζει γενικά τό έπίπεδο τών χριστιανών άριστοκρατών τής έποχής, άποτελεΐ τρόπο δικαίωσεώς τους κι έχει έμμεσα διάθεση προτρεπτική. Ή έπίδρασή του ύπήρξε γενικά μικρή, δπως άλλωστε συνέβη καί μέ τίς παρόμοιες συνθέσεις Cento τής Proba (360 περίπου) καί τού ΑύσονίοιΗμετά τό + 393). 'Α­φιερώνεται στόν Μ. Κωνσταντίνο καί τούς γιούς του, γιά τούς όποιους συνθέτει ειδική προσευχή, έγκωμιάζει τόν Χριστό ώς δημιουργό καί σωτήρα, έπαναλαμβάνει μέ άπολογητική διάθεση τό γνωστό θέμα τής άρμονίας τοΰ κόσμου καί διηγείται μακάβριο έξωβιβλικό θαύ­μα -τό άρχαιότερο σέ στίχους- πού συνέβη στήν περιοχή. Γιά νά ύπογραμμίσει δηλ. τήν άνάσταση, περιγράφει πώς μία νεκρή χριστια­νή έτεινε άπό τόν τάφο τό χέρι της σέ χαιρετισμό ύποδοχής τοΰ άν­δρα της, δταν κι αύτός θαπτόταν άργότερα στόν ίδιο τάφο. Ό Γρηγόριος τής Tours συνδέει παρόμοια διήγηση μέ τόν έπίσκοπδ Reticius τής Autun (π. 313/314), τοΰ όποιου σώζονται μόνο ίχνη άπό τά έργα του Υπόμνημα εις τό *Ασμα άσμάτων καί Κατά Νοονατια- νοΰ (PL 44, 644 καί PL 178, 1864). Ειδικά ό ιερέας Juvencus, πού έ­γραψε τό πρώτο έκτενές χριστιανικό ποίημα στήν λατινική περί τό 330, έπηρεάστηκε σοβαρά άπό τήν τεχνική τών 148 έξαμέτρων τούτων.


PL 61, 1091-4. P. VAN DER WEIJDEN, Laudes Domini, Amsterdam 1967. G. BARDY, Les "Laudes Domini" pofcme autunoios du commencement du IVe si&cle: M6moires del' Acad.... de Dijon, Dijon 1934, σσ. 36-51. I. OPELT, Das Carmen "De laudibus Dei": Romanobarbarica 3(1978) 159-166. J. FONTAINE, Naissance de la poisie dans Γ Occident chritien, Paris 1981, σσ. 95-102. P. COURCELLE, Lectures patennes et chrttiennes del' Eneide, Paris 1981.


20. ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (τέλος 324 ή άρχές 325)


Πρός τό τέλος τοΰ 324 ή στίς άρχές τοΰ 325 συνήλθε στήν 'Αντιόχεια πο¬λυπληθής σύνοδος, στήν όποία παρέστησαν καί «άδελφοί λόγιοι», δηλαδή λαϊκοί θεολόγοι. Οί 59 έπίσκοποι - μέλη της προέρχονταν άπό τήν Συρία, τήν Παλαιστίνη, τήν 'Αραβία, τήν Κιλικία, τήν Καππαδοκία καί τήν Ισπα¬νία (ό Κορδούης "Οσιος, πού ήδη έργαζόταν μ' έντολή τοΰ Μ. Κωνσταντί¬νου γιά τήν καταλλαγή καί τήν ένότητα τών 'Εκκλησιών τής 'Ανατολής, πού είχαν διαιρεθεί ένεκα τής κακοδοξίας τοϋ 'Αρείου καί τής καταδίκης του άπό σύνοδο άλεξανδρινή τοΰ 320).


Οί συνοδικοί μέ πρόεδρο τόν μόλις έκλεγέντα στόν θρόνο τής 'Αντιό¬χειας Εύστάθιο άντιμετώπισαν τήν κακοδοξία τοϋ 'Αρείου καί άναθεμάτι- σαν τόν ϊδιο καί τούς όπαδούς του, άφοϋ έδειξαν βιβλικά καί θεολογικά τήν άληθή πίστη καί κατέδειξαν τήν κακοδοξότητα τής διδασκαλίας τοϋ 'Αρείου καί τών σχετικών πρός αύτήν διατυπωμένων άντιλήψεων. Στήν σύ¬νοδο παρέστησαν καί άρειανόφρονες, άπό τούς όποιους άντέδρασαν στήν όρθόδοξη πλειοψηφία οί Θεόδοτος Λαοδικείας, Εύσέβιος Καισαρείας (Πα¬λαιστίνης) καί Νάρκισσος Νερωνιάδας, οί όποιοι μολονότι καταδικάστη¬καν, παραπέμφθηκαν άπό πνεΰμα «φιλαδελφίας» γιά όριστική κρίση στήν σύνοδο, πού σχεδιαζόταν νά συγκληθεί στήν "Αγκυρα καί πού τελικά έγινε στήν Νίκαια (325, ή Α' Οικουμενική).

Ή σύνοδος, δπως φαίνεται, δέν έξέδωσε κανόνες, άλλά συνέταξε καί άπέστειλε σέ πολλούς έπισ κόπους Έπιστολήν έγ κύκλιο ν, τήν όποία προ¬φανώς συνέταξε ό μόνος σπουδαίος θεολόγος τής συνόδου, ό πρόεδρος της Εύστάθιος, πού δμως έλαβε ύπόψη του καί τήν δεύτερη Επιστολή τοϋ 'Α¬λεξάνδρου 'Αλεξανδρείας ( +328), γραμμένη τό 322 ή τό 324 μέ τήν άμεση θεολογική εύθύνη τοΰ Μ. 'Αθανασίου, δπως λίγο μετά θά έξηγήσουμε (βλ. κεφ. περί 'Αλεξάνδρου). Ή 'Επιστολή, τήν όποία έπικύρωσε ή σύνοδος, άποτελεΐ σπουδαιότατο θεολογικό κείμενο, προετοίμασε τήν Α' Οικουμε¬νική Σύνοδο, πού συνήλθε στήν Νίκαια μετά άπό λίγους μήνες, έξηγεΐ πώς καί γιατί ό Υίός είναι «φύσει» καί δχι «θέσει» γέννημα τοΰ Πατέρα, ξεπερ¬νάει τήν ώριγενιστική καί άρειανική άντίληψη δτι ό Υίός είναι «θελήσει» γέννημα, έπιμένει στό «άτρεπτον» τοϋ Υίοϋ καί πλήν άλλων όνομάζει τήν Μαρία Θεοτόκο. Γενικά, άκολουθεΐ τήν θεματική τής δεύτερης Επιστο¬λής τοΰ 'Αλεξάνδρου, άλλά έπισημαίνει καί κάποιες ήπιες έρμηνεΐες τοϋ άρειανισμοΰ, δπως δτι ό Υίός ήταν άτρεπτος, άλλ' αύτό ένεκα τής αύτε- ξούσιας θελήσεώς του καί δχι ένεκα τής «φύσει» γεννήσεώς του άπό τόν Πατέρα.

Ή γνησιότητα τής 'Επιστολής τής συνόδου 'Αντιοχείας συζητήθηκε πο¬λύ, άλλά σήμερα οί έρευνητές τήν θεωροϋν αύθεντική πλήν τοϋ Holland, πού διατηρεί άμφιβολίες. Διασώθηκε μόνο σέ συριακή μετάφραση, άπό τήν όποία τήν μετέφερε (retroversio) στήν έλληνική ό Ε. Schwartz.

Στήν συριακή έπίσης παραδίδονται 16 κανόνες, πού άποδίδονται στήν παροϋσα σύνοδο, ένώ πράγματι έχουν συγκροτηθεί πολύ άργότερα άπό Ε¬πιστολές τοϋ Μ. Βασιλείου, τό περιεχόμενο τών όποιων μερικώς έλαβε κϋ- ρος κανονικό.
Ε. SCHWARTZ, Zur Geschichte des Athanasius, VI, Gottingen 1905, σσ. 272-279. F. SCHULTHESS, Die syrischen Kanones der Synoden von Nicea bis Chalcedon (AAG N.F. X 2), Gottingen 1908, σσ. 160-163 (συριακό). Η. G. OPITZ, Athanasius Werke III, Ber¬lin - Leipzig 1934, σσ. 36-41 (έλληνικό κείμενο). ΒΕΠ 37, 122-125. Ε. SCHWARTZ, Zur Geschichte des Athanasius, VII, Gottingen 1908, σσ. 305-374. Ε. SEEBERG, Die Synode von Antiochien im Jahre 324-5, Berlin 1913. F. L. CROSS, The Council of Antioch in 325 AD:.CQU 128 (1939) 49-76. H. CHADWICK, Ossius of Cordova and the Presidency of the Council of Antioch, 325: JThS 9 (1958) 292-304. D. L. HOLLAND, Die Synode von Antiochien (324/25) und ihre Bedeutung fur Eusebius von Caesarea und das Konzil von Niz&i: ZKG 81 (1970) 163-181. F. VAN DE PAVERD, Die Quellen der kanonischen Briefe Basileios des Grossen: OCP 38 (1972) 5-63. ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Τό Κολλουθιανόν σχίσμα καί αί άρχαί τοϋ άρειανισμοΰ, 'Αθήνα 1974, σσ. 112-118. L. ABRAMOWSKI, Die Synode von Antiochien 324/25 und ihr Symbol: ZKG 86 (1975) 356-366.

21. ΣΥΝΟΔΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ (325) ή A' Οικουμενική


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Τό 325, ένα έτος μετά τήν έγκαθίδρυση τής μονοκρατορίας τοΰ Μ. Κωνσταντίνου, ή Εκκλησία έζησε τό πολυσήμαντο γεγονός τής Α' Οικουμενικής της Συνόδου. Οί διωγμοί ήταν άκόμα νωποί, οί έ- σωεκκλησιαστικές διενέξεις πολλές καί οί έπίσκοποι, μάλιστα τής 'Ανατολής, διηρημένοι σέ οπαδούς καί άντιπάλους τοΰ 'Αρείου. Τό τελευταίο, έφόσον άπέβη ό ισχυρότερος διαιρετικός παράγοντας καί αύτό πού άπειλοΰσε τήν άλήθεια καί άρα τήν σωτηρία, έγινε ή κύρια αιτία συγκλήσεως τών έπισκόπων όλης τής Εκκλησίας σέ σύνοδο. Αύτή σχεδιάστηκε γιά τήν "Αγκυρα (τής μικρασιατικής Γαλατίας), άλλά πραγματοποιήθηκε τελικά στήν προσιτή καί άπό τήν θάλασ¬σα μικρασιατική πόλη Νίκαια, όταν άποφασίστηκε (στήν άντιοχειανή σύνοδο τοΰ 324/5) νά κληθούν καί οί δυτικοί έπίσκοποι.


Είναι άλήθεια ότι ό Άρειος καί οί οπαδοί του είχαν ήδη τό 320 καί τό 324 καταδικαστεί άπό άλεξανδρινές συνόδους, καί στό τέλος τοΰ 324 ή άρχές τοΰ 325 άπό τήν άντιοχειανή σύνοδο. Άλλά πλέον ό άρειανισμός έπεκτεινόταν γρήγορα καί στίς λοιπές έπαρχίες, γι-νόταν λοιπόν θέμα όλης τής Εκκλησίας. Γι* αύτό καί όταν ό Κορ- δούης (Ισπανίας) "Οσιος, έμπιστος άποσταλμένος τοΰ Μ. Κωνστα-ντίνου, έπισκέφτηκε γιά τήν δλη κατάσταση τόν 'Αλεξανδρείας 'Α-λέξανδρο, ό τελευταίος τού συνέστησε νά προτείνει γενική σύνοδο στόν αύτοκράτορα, πού ένδιαφερόταν γιά τήν εΙρήνη τής Εκκλη-σίας, χάριν καί τής ένότητας τοΰ κράτους.

Οί έπίσκοποι, περιχαρείς γιά τό ένδιαφέρον τοΰ αύτοκράτορα, έ-σπευσαν τόν Μάιο τού 325 στήν Νίκαια, άνταποκρινόμενοι στό ποοσκλητιίπτο vnrtti.ti.rr ton Kfrtvarrrvrivon κ•πί έιτΎΛ«Μ?>™\ιΐρνηι πολλών διευκολύνσεων πού έκεΐνος τούς παρείχε. Οί εργασίες άρχι¬σαν στίς 20 Μαΐου μέ τήν τιμητική παρουσία στό μέσο τής συνάξε- ως τοϋ Μ. Κωνσταντίνου, τήν προεδρία τού Εύσταθίου Αντιοχείας καί τόν άποφασιστικό ρόλο τοϋ 'Αλεξάνδρου 'Αλεξανδρείας, τόν ό¬ποιο συνόδευε καί κατηύθυνε θεολογικά ό τριακονταετής διάκονος του 'Αθανάσιος. Άπό τήν Δύση παρέστησαν ελάχιστοι, μεταξύ τών οποίων ό άμεσα έπηρεάζων τόν Κωνσταντίνο Κορδούης "Οσιος καί δύο έκπρόσωποι τού Σιλβέστρου Ρώμης, οί πρεσβύτεροι Βίτων καί Βικέντιος. Οί δύο τελευταίοι, μή έχοντας ώς φαίνεται τίς άναγκαϊες θεολογικές προϋποθέσεις, μή γνωρίζοντας καλά τά πράγματα τής Ανατολής, όπου τό θέατρο τών άντιθέσεων, καί χωρίς κάποια ειδι¬κά προνόμια, δέν έπαιξαν κάποιο ρόλο στήν πορεία τής Συνόδου.

Ή Σύνοδος, μέ τριακόσια περίπου μέλη, άρχισε τό έργο τής συντάξεως τοΰ Συμβόλου καί τών Κανόνων, άφοϋ προηγουμένως άπο- λογήθηκαν (μέ ομολογία πίστεως, δπως ό Εύσέβιος Καισαρείας, ή μέ λιβέλλους, δπως ό Εύσέβιος Νικομήδειας κ. ά.) καί απαλλάχτη¬καν ή άποπέμφθηκαν αύτοί πού ήταν ήδη καταδικασμένοι γιά άρεια- νίσμό. "Οσοι, λοιπόν, επίσκοποι άπέρρίπταν τήν διδασκαλία τοΰ Αρείου, ή συντριπτική πλειοψηφία δηλαδή, έμειναν γιά νά ορίσουν θετικά τήν σχέση τοΰ Υίοΰ πρός τόν Πατέρα, νά δείξουν τόν θεμέλιο λίθο τοΰ τριαδολογικοΰ δόγματος, τό όποιο μέ τίς προσθήκες τής Β' Οικουμ. Συνόδου (381) θά άποτελεΐ τήν άπολύτως άναγκαία χάρτα πίστεως τής Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσα οί έπόμε- νες Οικουμενικές Σύνοδοι (Γ'-Ζ') γιά τό πρόσωπο τού Χριστοΰ θά άποφασίσουν, δέν θά προστεθούν στό Σύμβολο, άλλά θά ονομαστούν δογματικοί όροι, επίσης όμως άπαραίτητοι καί υποχρεωτικοί.

ΚΕΙΜΕΝΑ

Σύμβολο

Τό Σύμβολον τής Νίκαιας (325), όπως καί όλα τά προγενέστερα Σύμβολα πίστεως, εϊναι συλλογικό έργο τής Εκκλησίας, ή όποία μέ τούς επισκό¬πους της τό κατακυρώνει στά έκάστοτε στάδια τής αύξήσεώς του. Τά πολλά τοπικά Σύμβολα ήταν βασικά ένα. Αύτό κατά τήν πορεία του άπό τήν ΚΑ καί εξής γνώρισε αύξηση περιεχομένου κατά εποχές καί παρουσίασε δευ¬τερεύουσες παραλλαγές στίς τοπικές Εκκλησίες. Καί τό Σύμβολο, πού κα¬τόπιν συζητήσεων κατακυρώθηκε στήν Α' Οικουμενική Σύνοδο τοϋ 325, ήταν στό μεγάλο του μέρος τό ήδη ύπάρχον Σύμβολο, εξέφραζε επιγραμ¬ματικά τά όλως άπαραίτητα στοιχεία τής πίστεως καί (μέ άφορμή τήν πρό¬σφατη κακοδοξία τοϋ άρειανισμοΰ, άπό τόν όποΐο ήθελε νά προφυλάξει τούς πιστούς) συνιστούσε νέο στάδιο στήν ιστορική του πορεία. Τό νέο στάδιο, τό νέο στοιχείο έν σχέσει πρός τήν προηγούμενη όμολογία πίστεως, ήταν κυρίως ή προσθήκη τής φράσεως «έκ τής ούσίας τοϋ Πατρός» καί τής λέ¬ξεως «όμοούσιον», μέ τίς όποιες άπό τώρα καί στό έξής θά δηλωνόταν ή φυσική σχέση τοΰ Υίοϋ πρός τόν Πατέρα. Ή λέξη «όμοούσιος» είχε ήδη χρησιμοποιηθεί, άλλά τώρα κατακυρωνόταν ώς όρος θεολογικός πρός έκ¬φραση τής συνειδητοποιημένης άληθείας δτι ό συναΐδιος Υίός είναι φύσει καί άληθινός Θεός, δηλ. έχει τήν ίδια ούσία μέ τόν Πατέρα. Γιά πρώτη φο¬ρά'στήν ζωή τής 'Εκκλησίας τό νέο στάδιο περιεχομένου τοϋ Συμβόλου κατακυρώνεται άπό Οίκουμενική Σύνοδο. Τό γεγονός σχετίζεται μέ τόν νέο τρόπο ΰπάρξεως της 'Εκκλησίας, στόν όποιο έξωτερικά τήν όδήγησε ή πο¬λιτική τοΰ Μ. Κωνσταντίνου. 'Αναφορικά μέ τίς λέξεις «έξ έτέρας ύποστά- σεως ή ούσίας φάσκοντας είναι.... τόν Υίόν», πού περιλαμβάνεται στόν άφορισμό, μετά τό καθαυτό Σύμβολο, υπογραμμίζουμε δτι λίγο-πολύ θεω-ρήθηκαν οί δροι ύπόστασις καί ούσία ταυτόσημοι.

Παραθέτουμε έδώ πρώτα τό κείμενο τοΰ Συμβόλου, δπως τό συμπλήρω¬σαν οί θεοφόροι έπίσκοποι τής συνόδου τής Νίκαιας μέ τήν παρασκηνιακή θεολογική βοήθεια καί τοΰ 'Αθανασίου. 'Ακολουθούν έπειτα τρεις κάθετες στήλες μέ τρεις βασικές μορφές τοϋ ίδιου Συμβόλου, δπως αύτό έπικρα- τοϋσε στήν Καισάρεια τής Παλαιστίνης, στά 'Ιεροσόλυμα καί στήν 'Αν¬τιόχεια. Τά τρία αύτά κείμενα, πού μάλιστα έκπροσωποϋσαν τήν Παράδοση άπό τά μέσα περίπου τοΰ Γ' αί., είναι έντυπωσιακά συγγενή πρός τήν μορ¬φή, τήν όποία έλαβαν ώς βάση οί έπίσκοποι στήν Νίκαια. Φρονοϋμε μάλι¬στα δτι ή μορφή αύτή βρίσκεται στό ίδιο τό Σύμβολο τής Νίκαιας, έάν άφαιρεθούν οί νέες φράσεις («τουτέστιν έκ τής ούσίας τοΰ Πατρός», «ό-μοούσιον») καί κατανοηθεί ώς αντικατάσταση ή έπεξήγηση ή φράση «Θε- όν άληθινόν, έκ Θεοϋ άληθινοϋ, γεννηθέντα ού ποιηθέντα».

Τά στοιχεία τής τελευταίας φράσεως τά βρίσκουμε καί στά Σύμβολα Ιεροσολύμων καί 'Αντιοχείας, άλλά τά δύο αύτά κείμενα έχουν πιθανότατα έμπλουτιστεί μέ στοιχεία νικαϊκά, έφόσον σώθηκαν σέ πηγές μετανικαϊ- κές. Αύθεντική φαίνεται νά είναι μόνο ή μορφή τοϋ Συμβόλου τής Καισά- ρειας. Καί όμολογουμένως ή μορφή αύτή, άν άφαιρεθοϋν τά νέα στοιχεία, είναι πλησιέστερη στήν μορφή τοϋ νικαϊκοϋ Συμβόλου. Συγχρόνως παρα¬τηρούμε δτι άπό τό Σύμβολο τής Καισάρειας λείπει ό δρος «ένανθρωπή- σαντα», κάτι πού ϊσως οφείλεται στόν Εύσέβιο, πού ώς άρειανόφρων τόν άπέφευγε, δπως τόν άπέφυγε άργότερα ό Άπολινάριος Λαοδικείας γιά λόγους διαφορετικούς.

Νικαίας

Πιστεύομεν είς ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, πάντων όρατών τε καί ά οράτων ποιητήν.
Και είς £να Κύριον Ίησοϋν Χριστόν, τόν Υίόν τοϋ Θεοϋ, γεννηθέντα έκ τοϋ Πατρός μονογενή, τουτέστιν έκ της ούσίας τοΰ Πατρός, Θεόν έκ Θεοϋ, φως έκ φωτός, Θεόν άληθινόν έκ Θεοΰ άληθινοϋ, γεννηθέντα ού ποιηθέντα, όμοού¬σιον rφ Πατρί, δι' ού τά πάντα έγένετο, τά τε έν τφ ούρανφ καί τά έν τη γη* τόν δΓ ήμας τούς άνθρώπους καί διά τήν ήμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καί σαρκωθέντα, ένανθρωπήσαντα, παθόντα καί άναστάντα τή τρίτη ήμέρςι καί
άνελθόντα είς τούς ουρανούς, έρχόμενον κρΐναι ζώντας καί νεκρούς. Καί είς τό άγιον Πνεΰμα.
(Τούς δέ λέγοντας «ήν ποτε δτε ούκ ήν» καί «πρίν γεννηθήναι ούκ ήν» καί δτι έξ ούκ δντων έγένετο ή έξ έτέρας ύποστάσεως ή ουσίας φάσκοντας είναι ή κτίστόν ή τρεπτόν ή άλλοιωτόν τόν Υίόν τού Θεού, άναθεματίζει ή Καθολι¬κή Εκκλησία).
Καισαρείας' Ιεροσολύμων Αντιοχείας 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ


Πιστεύομεν είς ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, τόν τών άπάντων, όρα- τών τε καί άοράτων, ποιητήν.
Καί εις ένα Κύριον Ίησοϋν Χριστόν, τόν τοϋ ΘεοΟ Λόγον, Θεόν έκ Θε- οΟ, φώς έκ φωτός, ζωής έκ ζωής, Υίόν μονογενή, πρωτότοκον πάσης κτί¬σεως, πρό πάντων τών αίώνων έκ τοΰ Πατρός γε- γεννημένον, δι* ού καί έ-γένετο τά πάντα• τόν διά τήν ήμετέραν σωτηρίαν σαρκωθέντα καί έν άν- θρώποις πολιτευσάμενον καί παθόντα τή τρίτη ήμέ- p<jt καί άνελθόντα πρός τόν Πατέρα καί ήξοντα πάλιν έν δόξη κρΐναι ζώντας καί νεκρούς. Πιστεύομεν καί είς έν Πνεύμα άγιον1.
Πιστεύομεν είς ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, ποιητήν ούρανοΰ καί γής, όρατών τε πάντων καί ά-οράτων.
(Καί) είς ένα Κύριον Ίη¬σοϋν Χριστόν, τόν Υίόν τοϋ Θεοΰ τόν μονογενή, τόν έκ τοϋ Πατρός γεννη¬θέντα Θεόν άληθινόν πρό πάντων τών αίώνων, δι' ού τά πάντα έγένετο, <τόν κατελθόντα, τόν σαρκωθέντα καί> έναν- θρωπήσαντα, <τόν> σταυρωθέντα <καί τα- φέντα καί> άναστάντα έκ νεκρών τή τρίτη ήμέρςι καί άνελθόντα είς τούς ούρανούς καί καθίσαντα έκ δεξιών τοϋ Πατρός καί έρχόμενον έν δόξη κρΐναι ζώντας καί νεκρούς, ού τής βασιλείας ούκ έσται τέλος.
(Καθ εις έν άγιον Πνεΰμα,
Πιστεύομεν είς 6να καί μόνον άληθινόν Θεόν, Πατέρα παντο¬κράτορα, πάντων, όρατών τε καί άοράτων, ποιητήν.
Καί είς τόν Κύριον ήμών Ίη-σοϋν Χριστόν, τόν Υίόν αύτοϋ τόν μονογενή καί πρωτότοκον πάσης κτίσεως, τόν έξ αύτοΰ γεννηθέντα πρό πάντων τών αίώνων, ού ποιηθέντα, Θεόν ά¬ληθινόν έκ Θεοϋ άληθινοϋ, ό- μοούσιον τώ Πατρί, δι' ού καί οί αΙώνες κατηρτίσθησαν καί τά πάντα έγένετο. Τόν δι' ήμάς (κατ)έλθόντα καί γεννηθέντα έκ Μαρίας τής ά- γίας (τής άει)παρθένου καί σταυρωθέντα έπί Ποντίου Πι-λάτου καί ταφέντα καί άνα-στάντα τη τρίτη ήμέρςι κατά τάς Γραφάς καί άνελθόντα είς τούς ούρανούς καί πάλιν έρχό¬μενον κρΐναι ζώντας καί νε¬κρούς.... καί είς άμαρτιών άφεσιν. Καί (είς) νεκρών άνά-
τό παράκλητον, τό λαλή- στασιν καί είς ζωήν αιώνιον . σαν έν τοις προφήταις. Καί είς έν βάπτισμα, με¬τανοίας εις άφεσιν άμαρ- τιών.
Καί είς μίαν άγίαν καθο¬λική ν Έκκλησίαν. Καί είς σαρκός άνάστα- σιν.
Καί είς ζωήν αιώνιον3.


G.L. DOSSETI, II simbolo di Nicea e di Constantinopoli, Roma 1967 (κριτική έκδοση). J. ORTIZ DE URBINA, El simbolo Niceno, Madrid 1947. TOY ΙΔΙΟΥ, Nicee et Con¬stantinople, Paris 1963. J.N.D. KELLY, Altchristliche Glaubensbekenntnisse. Geschichte und Theologie, Gottingen 19723, σσ. 205-259. ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Ή Α' Οίκουμ. Σύνοδος, 'Α¬θήνα 1974. R. MOHR, Das KonzJl und das Glaubensbekenntnis von Nicaa: Evang. Theologie 37 (1977) 600-616. E. BOULARAND, L* article premier du symbole de Nicee. Commentaire litteral: BLE 70 (1969) 161-183. Β. M. WEISCHER, Die urspriingliche nicanische Form des ersten Glaubenssymbol im Ankyrotos des Epiphanios von Salamis: ThPh 53 (1978) 407-414. A. DE XALLEUX, La profession de Γ Esprit saint dans le symbole de Constantinople: RThL 10 (1979) 5-39. A. M. RITTER, Zum Homoousios von Nizaa und Konstantinopel...: Festschrift fiir C. Andresen - Kerygma und Logos (έκδ. A. M. Ritter), Gottingen Vandenhoeck und Ruprecht 1979, σσ. 404-423. GEDDES MacGREGOR, The Nicene creed, illumined by modern thought, Grand Rapids Erdmans 1980. CH. KANNENGIESSER, Nicee 325 dans Γ histoire du christianisme: Concilium 138 (1977) 39-47. R. J. H. MATTHEWS, A linguistic commentary on the Niceo-Constantinopolitan creed: Prudentia 14 (1982) 23-37. C. LUIBHfilD, The council of Nicaea, Galway Univ. Pr. 1982. M. SIMONETTl, Teologia alessandrina e teologia asiatica al Concilio di Nicea: Aug 13 (1973) 369-398. J. WOLINSK1, Nic6e et Γ homoousion hier et aujourd' hui: Revue de /' Inst. Catholique de Paris 16 (1985) 67-89.


Κανόνες
Ή Α' Οίκουμ. Σύνοδος διατύπωσε 20 κανόνες, σχετικούς μέ τίς προϋ¬ποθέσεις χειροτονίας καί τίς ύποχρεώσεις τών κληρικών, μέ τήν άποδοχή στήν Εκκλησία τών Καθαρών, μέ τούς ορούς έπανεντάξεως στήν Εκκλη¬σία τών έπί διωγμού τοϋ Λικινίου πεπτωκότων, μέ τήν άπαγόρευση τής γο- νυκλισίας κατά τίς Κυριακές καί τήν Πεντηκοστή, κ.ά. 'Ιδιαίτερης σημασίας είναι ό κανόνας 6, πού έπικυρώνει τήν δικαιοδοσία τών έπισκό- πων 'Αλεξανδρείας, Ρώμης καί 'Αντιοχείας στίς Εκκλησίες τής γεωγρα¬φικής περιοχής τους. Ή δικαιοδοσία αύτή άποτελοϋσε «άρχαΐα έθη» καί προβάλλεται κάπως ώς πρότυπο της ή δικαιοδοσία τής Ρώμης στίς Εκ¬κλησίες τής 'Ιταλίας. Άκόμη στήν Σύνοδο αποφασίστηκε ό κοινός έορτα- σμός τοϋ Πάσχα καί ή άποφυγή έορτασμοϋ του μέ τούς 'Ιουδαίους. Οί κανόνες δλοι έλαβαν κϋρος νόμου καί ήσαν υποχρεωτικοί.


PITRA, I, 427-437. BENESENli, Synagoga (κατά τόν πίνακα τών τίτλων). ΑΛΙΒΙ¬ΖΑΤΟΥ, Κανόνες, σσ. 33-41. JOANNOU, Fonti, I I, σσ. 23-41.
'Επιστολή τής Συνόδου «τή Άλεξανδρέων Έκκλησίφ καί τοις κατ' Αϊγυ- πτον... άδελφοϊςί..».


Ή Σύνοδος πληροφορεί τίς 'Εκκλησίες τής δικαιοδοσίας τοϋ επισκόπου 'Αλεξανδρείας τά άποφασισθέντα σχετικά μέ τόν Άρειο καί μέ τόν σχι¬σματικό έπίσκοπο Μελίτιο Λυκοπόλεως, τόν όποιο φιλανθρωπευόμενη ά¬φησε στήν έπισκοπή του, άλλά τοϋ απαγόρευσε νά προβαίνει σέ χειροτονίες.


Η. G. ORITZ, Athanasius Werke, III, Berlin - Leipzig 1934, σσ. 47-51. ΒΕΓ1 37, 129-131.


Έπιστολαί Μ. Κωνσταντίνου σχετικές μέ τήν Σύνοδο: α. Πρός σύγκλησιν τής έν Νικαίφ Συνόδου, β. Πρός τήν Έκκλησίαν Άλεξανδρέων.
γ. Πρός τάς Εκκλησίας (κοινοποιεί καί άναπτύσσει τήν απόφαση έορτα¬σμοϋ τοϋ Πάσχα σέ ήμέρα κοινή).
Η. G, ΟΡΙΤΖ, μν. εργ., σσ. 42, 52-57. ΒΕΠ 37, 125-126, 132-135.


Μεταφράσεις
Γρήγορα συγκροτήθηκαν συλλογές, πού περιείχαν λατινικές (Turner: ΕΟΜΙΑ, I, σσ. 103-280, 297-319), συριακές, αραβικές, αίθιοπική, αρμενι¬κή, γεωργιανή, κοπτική καί σλαβική μεταφράσεις τοϋ Συμβόλου καί τών Κανόνων. Παράλληλα οί συλλογές περιλάμβαναν εισαγωγικά πληροφορια¬κά στοιχεία καί συχνά μή γνήσια νικαϊκά κείμενα. Βλ. CPG IV 8520-8527. Ή λατινική μετάφραση έγινε πολύ ένωρίς, ίσως κατά τήν άρχιερατεία τοϋ Ρώμης Ιουλίου (337-352), καί μάλιστα ένώθηκε μέ τούς κανόνες τής συνό¬δου τής Σαρδικής. "Ετσι συγκροτήθηκε ή αρχαιότερη συλλογή κανόνων στήν λατινική, πού γενικά άποδιδόταν όλόκληρη στήν Σύνοδο τής Νίκαιας.




Viewing all 1937 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>