Quantcast
Channel: ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live

ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ

$
0
0
ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ

ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ μήνυμα ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μήνυμα σωτηρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριός μας ἀρχικὰ χαρακτηρίστηκε ὡς ὁ Σωτήρας, ὁ ῾Οποῖος λύτρωσε τὸν λαό Του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς. Τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως ἑρμηνευόταν συνήθως ἀπὸ τὴν πρώτη χριστιανικὴ θεολογία μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς Λυτρώσεως.
Εσφαλμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ πρώτη ᾿Εκκλησία ἔπρεπε νὰ παλέψει, ἀποδοκιμάστηκαν καὶ ἀπορρίφθηκαν ἀκριβῶς ὅταν αὐτὲς ἔτειναν νὰ ὑποσκάψουν τὴν πραγματικότητα τῆς Λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Θεωρήθηκε γενικὰ ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς Σωτηρίας ἦταν ὅτι ἡ προσωπικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἀποκαταστάθηκε, καὶ ἄρα ὁ Λυτρωμένος ἔπρεπε νὰ ἀνήκει ὁ ῎Ιδιος καὶ στὶς δυὸ πλευρές, δηλαδὴ νὰ εἶναι συγχρόνως θεῖος καὶ ἀνθρώπινος, γιατὶ διαφορετικὰ ἡ σπασμένη κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲ θὰ εἶχε ἀποκατασταθεῖ. 

Αὐτὴ ἦταν ἡ κύρια γραμμὴ σκέψεως τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίου στὸν ἀγώνα του κατὰ τῶν ᾿Αρειανῶν, τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ στὴν πολεμική του κατὰ τοῦ ᾿Απολλιναρισμοῦ, καὶ ἄλλων συγγραφέων τοῦ Δʹ καὶ Εʹ αἰώνα.«Εκεῖνο σώζεται ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό», λέγει ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός. Η λυτρωτικὴ ἄποψη καὶ ἐπίδραση τῆς Σαρκώσεως τονίστηκαν μὲ ἔμφαση ἀπὸ τοὺς Πατέρες.


Οι χριστιανοί σήμερα...

$
0
0
Οι χριστιανοί σήμερα...

Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι χριστιανοί σήμερα» του Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου.

Όταν ο σύγχρονος χριστιανός μιλάει για τον Θεό, εννοεί, λίγο-πολύ, κάτι που βρίσκεται πέρα μακριά στον ουρανό, άγνωστο, ακατανόητο, φοβερό, απλησίαστο, που απλά το αποδέχεται, χρήσιμο για ώρα ανάγκης, μερικές φορές του αποδίδει μαγικές ιδιότητες και συχνά επαναλαμβάνει το ανορθόδοξο «πίστευε και μη ερεύνα».

Κατά τ΄ άλλα αυτή η πίστη στο Θεό δεν επιφέρει ουσιαστική αλλαγή στη ζωή του χριστιανού. Μπορεί να εκκλησιάζεται μερικές Κυριακές, να έχει στη βιβλιοθήκη του σύγχρονα πνευματικά βιβλία, παλιές εικόνες στο σαλόνι, κάποιο κομποσκοίνι στο χέρι, να δίνει και λίγη ελεημοσύνη. Όμως παραμένει ανυπόμονος στ΄ ότι οι άλλοι δεν είναι όπως τους θέλει, μίζερος για τα χρήματα, βυθισμένος στον ατομισμό, στην καλοπέραση, στο άγχος, στον ανταγωνισμό. Αυτό όμως δεν είναι ζωή εν Χριστώ. Μυρίζει θάνατο.

Σε τι διαφέρει ο χριστιανός σήμερα από τον υπόλοιπο κόσμο; Όταν δεν έχει μακροθυμία, πραότητα, χαρά, απλότητα και κυρίως ταπείνωση, σημαίνει ότι δεν έχει νοιώσει τίποτε από την εν Χριστώ ζωή. Ζωή που ανακαινίζει, μεταμορφώνει και ωραιοποιεί τον άνθρωπο και μέσα από τις καθημερινές δυσκολίες.

Η ζωή των χριστιανών μη διαφέροντας καταντά επιβίωση δίχως νόημα, ανόητη, αφού δεν μπορείς να ζεις μόνο για μια σύνταξη ή για ένα δεύτερο διαμέρισμα ή για ένα καινούριο αυτοκίνητο. Δεν καρτεράμε μια ουσιαστική αλλαγή, κινούμεθα δίχως ελπίδα. Έτσι, τρέχουμε συνέχεια, υφαίνοντας κατά κάποιο τρόπο το σάβανο μας. Η ζωή, λέμε και εμείς, είναι μαύρη, άχαρη, τα ίδια και τα ίδια, μουντή, θολή, ρουτίνα.



Ο χριστιανός πρώτα-πρώτα καλείται να σκύψει και να ακούσει τη φωνή του Ευαγγελίου, που τον καλεί σε μία συνεχή διακινδύνευση της αυτάρκειας που τον διακατέχει, που πονηρού λογισμού εκείνου, που τον κινεί να λέει: ε εμείς, δόξα τω Θεώ, δεν κάνουμε τα φοβερά και αισχρά, που βλέπουμε καθημερινά στην τηλεόραση.Η σκέψη αυτή είναι μάλλον δαιμονοκίνητη και ο εφησυχασμός που δίνει δεν είναι ασφαλώς καθόλου αγαθός. Δεν θα δώσουμε λόγο στο Θεό μόνο γιατί δεν πράξαμε το κακό, αλλά και γιατί δεν πράξαμε το καλό, δεν αγαπήσαμε τρυφερά την αρετή.

Οι χριστιανοί σήμερα έχουν διπλή ζωή, δεν είναι ακέραιοι, ενοειδείς, οι αυτοί πάντα. Ο διχασμός αυτός είναι μια μεγάλη ταλαιπωρία. Ο χριστιανός δεν μπορεί άλλος να είναι και άλλος να φαίνεται, άλλα να λέει και άλλα να ενεργεί. Αυτή η ηθοποιΐα, καλή ή κακή, δεν μπορεί να ανήκει σε κανέναν χριστιανό. Η αληθινή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, χαρακτηρίζει και τις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Δεν είναι άλλος ο κυριακάτικος χριστιανός και άλλος ο καθημερινός. Παρατηρείται, όπως και άλλοτε έχω πει, μια ευσεβής μασκοφορία. Μια ερμηνεία της μανιώδους σπουδής του ανθρώπου για την τέλεια εξωτερική του εμφάνιση, είναι τα φύλλα της συκής, για να καλύψει την εσωτερική του κενότητα και γυμνότητα. Στ΄ ακριβότερα και ωραιότερα ενδύματα δεν αντιστοιχεί το κάλλος και η τελειότητα του εσωτερικού κόσμου.



Ο χριστιανός παρασύρεται στις πολλές βιοτικές μέριμνες, τυρβάζει περί πολλά, αποσπάται στη μερικότητα, απολυτοποιεί το λίγο, το μικρό, αρέσκεται και προτιμά τους απαγορευμένους καρπούς, οι οποίοι του παρουσιάζονται ωραίοι, γλυκείς και ευχάριστοι, δεν θέλει να διαφέρει, δεν θέλει να αγωνίζεται, δεν θέλει να μειώνεται η ελευθερία του, λέει, να περιορίζεται. Έτσι, σίγουρα οδηγείται στη αξιοποίηση πραγμάτων δευτερευόντων, που τα θεωρεί πρώτα. Επανέρχεται ο δαίμονας της Εδέμ και προτείνει το γυαλιστερό που θαμπώνει και όχι το πολύτιμο, το εύκολα βλεπόμενο, το φθηνό, το διαφημιζόμενο, το των πολλών, το παραποιημένο, το μεταχειρισμένο, το αποδεκτό, το καταναλώσιμο.

Η απόκτηση αυτή δεν είναι κατάκτηση, δεν περιέχει γνησιότητα, αγωνιστικότητα, μόχθο υπομονής και αγάπης. Εδώ έγκειται η παραπληροφόρηση, ο αποπροσανατολισμός, η παραπλάνηση στην υιοθεσία δαιμονικού ήθους, ύποπτου, ύπουλου, δόλιου τρόπου προσεγγίσεως του κόσμου. Με τον τρόπο αυτό δίνονται σφαλερές προτεραιότητες, πλανερές, πλασματικές, αποσπασματικές αλήθειες, ωραιοποίηση της ακοσμίας, απομονωτισμός επικίνδυνος, ναρκισσισμός νοσηρός, μετάθεση του προβλήματος, πολυχρωματισμός του κελύφους. Υπερβάλλω;


Έχουμε μια μαγική αντίληψη περί Εκκλησίας εμείς οι χριστιανοί σήμερα. Λέμε: «Αν έρθεις στην Εκκλησία οι δουλειές σου θα πάνε καλά». Μα υπάρχουν χριστιανοί πιστοί που είναι άνεργοι, νέοι επιστήμονες αδιόριστοι, έμποροι πτωχεύσαντες. Λέμε: «Αν δεν έλθεις στην Εκκλησία θα καταστραφείς». Μα ο Χριστός δεν πίεσε ερχόμενος καμία συνείδηση. Δεν έχουμε το δικαίωμα να απειλούμε, να φοβερίζουμε τον κόσμο, παιανίζοντας μάλιστα ένα σκοπό που μιλά για ένα Θεό ανύπαρκτο, ένα Θεό δηλαδή τιμωρό, εκδικητή, τρομοκράτη, φθονερό, αντίδικο. 

Ένα Θεό που μοιράζει καλές θέσεις εργασίας, παχυλούς μισθούς, υψηλές συντάξεις, επιδόματα, ευζωΐα, μακροζωΐα και λοιπά. Μοιάζουμε με διαφημιστές νέων προϊόντων ομορφιάς η συνήγορους του αδικημένου Θεού. Δεν έχουμε νοιώσει ακόμη εμείς οι χριστιανοί του δύστροπου εικοστού αιώνος ότι η Εκκλησία είναι ο Χριστός που σώζει και δεν σώζεται από κανέναν μας. Ο Χριστός είπε· αν θέλουμε από την καρδιά μας την τελειότητα ας τον ακολουθήσουμε. Οι σημερινοί χριστιανοί γίνονται εισαγγελείς, βασιλικότεροι του βασιλέως, με ζήλο ανεπίγνωστο, με σπουδή αδιάκριτη, με νόθο ιεραποστολισμό.


Μα, αγαπητοί μου, όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας ήταν άρρωστοι, φτωχοί οι πιο πολλοί, συχνά κυνηγημένοι, ανήμποροι, καταφρονεμένοι, δεν τους έπιανε το μάτι σου. Ο Χριστός δοξάσθηκε στον Γολγοθά. Ο πόνος είναι συνοδοιπόρος μας στη ζωή. Το σύμβολο του χριστιανισμού είναι ο σταυρός. Δεν επιτρέπεται η παραπληροφόρηση. Στην Εκκλησία μέσα συνεχίζεται, ενυπάρχει ο πόνος, αλλά έχει νόημα, έχει διέξοδο, οδηγεί σε ανάσταση. Δεν έχουμε το δικαίωμα ως ορισμένοι υποψήφιοι πολιτικοί να ξεγελάμε το λαό, υποσχόμενοι επίγειους παραδείσους. 

Ο Χριστός είπε ότι θα έχουμε στον κόσμο αυτό θλίψη. Δεν μακαρίζει όσους χασομερούν στα γέλια. Επιθυμούμε και δημιουργούμε ένα νεοχριστιανισμό στα μέτρα μας, στις ανάγκες μας, άκοπο, άμοχθο, πρόχειρο, εύκολο, δίχως κανέναν κόστος, αντιασκητικό, τελικά αντιευαγγελικό. Σε αυτή την προοπτική η Θ. Λειτουργία στο ναό είναι μια απλή ακρόαση των λεγομένων, μία θέαση των τελουμένων, που θα μπορείς να την παρακολουθείς πιο ήσυχα και από την πολυθρόνα σου στο σπίτι από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο. Δεν είναι θυσία, συμμετοχή, εγρήγορση, επί τω αυτώ πάντων των αδελφών συγκοινωνούντων και θερμά δεομένων.


Εντός των χριστιανικών κοινοτήτων ο ανέστιος, ο ανέραστος, ο αφιλόξενος, ο απομονωμένος και ταλαίπωρος άνθρωπος ζητά να θερμανθεί από την αγάπη και την αλήθεια. Αν ερχόμενος συναντήσει τη δική μας απροθυμία, αφιλοξενία κι αδιαφορία, την κόπωση, την αναβολή, την αδιαθεσία και αναποφασιστικότητα, τότε θα είναι τραγικό και για εμάς και για εκείνον. Αν δεν έχουμε φως και χαρά, βίωμα και ζωή, τι να προσφέρουμε; Τ΄ άλλα τα βρήκε αλλού κι ίσως καλύτερα. Αν εμείς οι χριστιανοί δεν έχουμε τη χαρά της προσωπικής συναντήσεώς μας με τον Χριστό τότε τι νόημα έχει η αναγραφή της χριστιανικής μας ιδιότητας στην ταυτότητα κι ένας τυπικός εκκλησιασμός; 

Λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτηςπως αν δεν γνωρίσουμε τι μας έπλασε ο Θεός, δεν θα κατανοήσουμε τι μας έκανε η αμαρτία. Αν δεν γνωρίσουμε το φως της χάριτος, λέμε ότι είμαστε καλά και στο ημίφως. Στο φως αποκαλύπτεται η πραγματικότητά μας. Μέσα στο φως θ΄ αποκαλυφθεί η Αλήθεια της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν είναι αυτό που φανταζόμαστε, που νομίζουμε, που θα θέλαμε να είναι. 

Η Εκκλησία είναι μία μητρική αγκάλη, που όλους θέλει να σώσει, αν θελήσουν να σωθούν. Δεν είναι θεσμός, δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι παράταξη, δεν είναι σύστημα, δεν είναι μέρος. Η Εκκλησία δεν δικάζει, δεν τιμωρεί, δεν ψάχνει για οπαδούς, δεν μετασχηματίζεται, δεν διαιρεί, δεν κουράζεται, δεν ξεκουράζεται, δεν ανησυχεί να πείσει αποστομωτικά, να υποδουλώσει και να κατατροπώσει κανένα και ποτέ. Προσέξτε το παρακαλώ.


Οι χριστιανοί σήμερα πρέπει να γίνουμε οι άνθρωποι των καθαρών βιωμάτων, να μιλά πιο βροντερά η ζωή μας η ίδια από τα πολλά λόγια μας, να μη απαιτούμε με προπέτεια το θαύμα, να μη βιαζόμαστε στην προσευχή, ν΄ ακούμε και τον άλλο, όποιος κι αν είναι, να υπομένουμε την αντίδραση, την αντίσταση του άλλου, να συνεργασθούμε με το Θεό. Εμείς θα του δώσουμε τον εκούσιο κόπο μας, την άσκηση, κι Εκείνος τη χάρη Του και το έλεός του, αφού πάντοτε η σωτηρία του ανθρώπου είναι συνεργία Θείας Χάριτος κι ανθρώπινης ενέργειας. 

Ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ΄ εικόνα Θεού κι ο σκοπός της δημιουργίας του είναι η θέωση. Η αποστολή της Εκκλησίας είναι η σωτηρία του κόσμου, τα μυστήρια της Εκκλησίας αγιάζουν τον αγωνιζόμενο άνθρωπο, ο οποίος καθαριζόμενος φωτίζεται και θεώνεται. Αυτή είναι η ορθόδοξη θεολογία, η ανθρωπολογία, η εκκλησιολογία και η ασκητική της Εκκλησίας μας. Μη ψάχνουμε γι΄ άλλες ατραπούς, όταν μία είναι η οδός της σωτηρίας, της θεώσεως, της τελειότητος.

ΠΗΓΗ



Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: "Ομιλία Περί Πίστεως"

$
0
0
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Ομιλία Περί Πίστεως» 
(όπου παρατίθεται έκθεσις της ορθόδοξης ομολογίας) 

1.Πιστεύομε στο Θεό, και πιστεύομε τον Θεό· άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Πραγματικά πιστεύω τον Θεό σημαίνει ότι θεωρώ βέβαιες κι' αληθινές τις επαγγελίες που μας έδωσε· πιστεύω δε στον Θεό σημαίνει ότι φρονώ περί αυτού ορθώς. 

Πρέπει δε να τα έχομε και τα δύο, να είμαστε αληθινοί και στα δύο και να συμπεριφερόμαστε έτσι, ώστε και να πιστευόμαστε από εκείνους που βλέπουν σωστά και πιστοί να είμαστε ενώπιον του Θεού προς τον οποίο απευθύνεται η πίστις, και ως πιστοί ακριβώς να δικαιούμαστε από αυτόν «διότι»,λέγει, «ε πίστευσε ο Αβραάμ και τούτο υπολογίσθηκε για την δικαίωσή του». 

Πώς λοιπόν πιστεύσας δικαιώθηκε ο Αβραάμ; Έλαβε από τον Θεό υπόσχεση για το σπέρμα του, που ήταν ο Ισαάκ, ότι θα ευλογηθούν όλες οι φυλές του Ισραήλ. Έπειτα διατάσσεται από τον Θεό να θυσιάσει, παιδί ακόμη, τον Ισαάκ που ήταν ο μόνος διά του οποίου επρόκειτο να εκπληρωθεί η υπόσχεσις. Και χωρίς ν' αντείπη τίποτε ο πατέρας, έσπευσε να γίνει αυτόχειρ του παιδιού του, ενώ θεωρούσε αυτήν την δι' αυτού υπόσχεση βέβαιη και έγκυρη.

2.Βλέπετε ποια είναι η πίστις που δικαιώνει; Αλλά επαγγέλθηκε και σε μας ο Χριστός κληρονομιά ζωής αΐδιας και τρυφής και δόξης και βασιλείας, ενώ έπειτα παρήγγειλε να πτωχεύωμε, να νηστεύωμε, να ζούμε με ευτέλεια και θλίψη, να είμαστε έτοιμοι για θάνατο, να σταυρώνουμε τους εαυτούς μας μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες. Εάν λοιπόν σπεύδομε προς αυτά και πιστεύομε εκείνη την επαγγελία του Χριστού, πραγματικά επιστεύσαμε τον Θεό κατά το παράδειγμα του Αβραάμ, και τούτο θα υπολογισθεί για την δικαίωσί μας.

3.Και παρατηρήσατε την ακολουθία των προτάσεων. Το ότι δηλαδή εδέχθηκε να προσφέρει για σφαγή τον Ισαάκ δεν έγινε μόνο ισχυρά μαρτυρία και απόδειξις της πίστεως του Αβραάμ, αλλά υπήρξε και αίτιο του ότι ο Χριστός ε γεννήθηκε από το σπέρμα του, διά του οποίου ευλογήθηκαν όλες οι φυλές της γης κι εκπληρώθηκε η επαγγελία. Διότι κατά κάποιον τρόπο ο Θεός έγινε οφειλέτης σ' αυτόν που έδωσε για τον Θεό τον μονογενή και γνήσιο υιό του· οφειλέτης ν' αντιδώση γι' αυτόν και την προς αυτόν επαγγελία τον δικό του μονογενή και γνήσιο υιό. Έτσι και σε μας· η χάρη των εντολών του Θεού σωφροσύνη και δικαιοσύνη και ταπείνωσις, η υπομονή των κάθε είδους κακώσεων και μετάδοσις των αγαθών, καθώς και η κακοπάθεια του σώματος με νηστείες και αγρυπνίες και γενικώς το να σταυρώνουμε τους εαυτούς μας μαζί με τα παθήματα και τις επιθυμίες, όχι μόνο είναι απόδειξις ότι πιστεύομε αληθινά στις επαγγελίες του Χριστού, αλλά και καθιστά κατά κάποιον τρόπο τον Θεό οφειλέτη να αντιπροσφέρη σε μας την αΐδια και άφθαρτη ζωή και τρυφή, την δόξα και βασιλεία.


4.Γι' αυτό και ο ίδιος, απευθυνόμενος προς τους μαθητές του, έλεγε· μακάριοι είναι οι πτωχοί διότι δική σας είναι η βασιλεία των ουρανών· μακάριοι οι πενθούν τες, μακάριοι οι ελεήμονες, μακάριοι οι διωκόμενοι για την δικαιοσύνη»· και, αλλοίμονο στους πλούσιους, αλλοίμονο στους γελώντας, αλλοίμονο στους χορτασμένους, αλλοίμονό σας όταν όλοι οι άνθρωποι σας κολακεύουν. Αυτός λοιπόν που αποβλέπει όχι προς τα μακαριζόμενα από τον Κύριο, αλλά προς τα ταλανιζόμενα, ειπέ μου, πώς θα πιστευθή ότι εμπιστεύεται τον Θεό; «Δείξε μου», λέγει, «την πίστι σου από τα έργα σου», και «όποιος είναι σοφός, ας δείξη τα έργα του από την καλή συμπεριφορά».

5.Ότι λοιπόν πιστεύομε αληθινά τον Θεό, δηλαδή αναγνωρίζομε αληθινές και βέβαιες τις επαγγελίες ή απειλές του προς εμάς, και περιμένομε να εκδηλωθούν γρήγορα, δεικνύεται διά των αγαθών μας έργων και της τηρήσεως των θείων εντολών. Ότι δε ορθώς πιστεύομε στον Θεό, δηλαδή καλώς και ασφαλώς και ευσεβώς φρονούμε γι' αυτόν, από που προέρχεται η απόδειξις; από την συμφωνία προς τους θεοφόρους πατέρες μας. Ότι δε το να εμπιστευώμαστε αδιαψεύστως τον Θεό προκαλεί την αντίθεσι όχι μόνο από τα πάθη της σαρκός και από τις παγίδες του πονηρού, αλλά και από τους εμπαθείς ανθρώπους, που θέλγουν και παρασύρουν κάτω προς τις εμπαθείς ηδονές, έτσι και το να πιστεύωμε ορθώς στον μόνο αληθινό Θεό προκαλεί την αντίθεση όχι μόνο από την άγνοια και από τις υποβολές του Αντικειμένου, αλλά και από τους δυσσεβείς ανθρώπους που τον αρπάζουν και τον ρίπτουν μαζί τους κάτω προς την δική τους απώλεια. Είναι όμως στη διάθεση μας, για κάθε μια από τις περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια, όχι μόνο από τον ίδιο τον Θεό και την από αυτόν δοσμένη σ' εμάς γνωστική δύναμη, αλλά και από τους αγαθούς αγγέλους και από τους θεοσεβείς ανθρώπους που ζουν κατά το θέλημα του Θεού.

6.Γι' αυτό η πνευματική και κοινή μητέρα και τροφός μας, η Εκκλησία του Χριστού, σήμερα αφ' ενός μεν αντικηρύσσει ολοφανέστερα και δημοσιώτερα αυτούς που έλαμψαν κατά την ευσέβεια και αρετή και τις πανίερες συνόδους των και τα θεία δόγματα που διατυπώθηκαν σ' αυτές, αφ' ετέρου δε αποκηρύσσει επισημότερα τους οπαδούς της δυσσεβείας και τα πονηρά διδάγματα και φρονήματά τους· έτσι ώστε εμείς αυτούς μεν αποστρεφόμενοι, τους δε ορθοδόξους ακολουθώντας, να πιστεύομε σ' ένα Θεό, Πατέρα, Υιό και άγιο Πνεύμα, από τον οποίο και δια του οποίου και στον οποίο έγιναν τα πάντα, ο οποίος υπάρχει πριν από όλα και επάνω σε όλα και μέσα σε όλα και υπεράνω του παντός, μονάς σε τριάδα και τριάς σε μονάδα, ασυγχύτως ενουμένη και αμερίστως διαιρούμενη· μονάς η ίδια και τριάς παντοδύναμη.

7.Είναι Πατήρ άχρονος και άναρχος και αΐδιος, μόνος αιτία και ρίζα τής θεότητος που ενυπάρχει στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα· όχι μόνος δημιουργός, αλλά μόνος Πατήρ ενός Υιού και μόνος προβολεύς ενός αγίου Πνεύματος· πάντοτε ων και πάντοτε ων Πατήρ και πάντοτε ων μόνος Πατήρ και μόνος προβολεύς.


8. Του οποίου ένας είναι Υιός, συναΐδιος με αυτόν και χρονικώς συνάναρχος· όχι άναρχος δε, διότι έχει γεννήτορα και ρίζα, πηγή και αρχή τον Πατέρα, από τον οποίο μόνον προήλθε πριν από όλους τους αιώνες ασωμάτως, απαθώς, αρρεύστως, γεννητώς, αλλά δεν διαιρέθηκε· που είναι Θεός από Θεό, όχι άλλος κατά το ότι είναι Θεός και άλλος κατά το ότι είναι Υιός· πάντοτε ων και πάντοτε ων Υιός και πάντοτε ων ασυγχύτως προς τον Θεό· λόγος ζωντανός, φως αληθινό, ενυπόστατος σοφία, αιτία και αρχή όλων των δημιουργημάτων, αφού όλα αυτά έγιναν δι' αυτού· αυτός εκένωσε τον εαυτό του χάριν της συντελείας των αιώνων, όπως προείπαν οι προφήτες, παίρνοντας για μας την δική μας μορφή, και, αφού εκυοφορήθηκε από την αειπάρθενη Μαρία μ' ευδοκία του Πατρός και συνεργία του αγίου Πνεύματος, εγεννήθηκε κι' ενανθρώπησε αληθινά, έγινε όμοιος μ' εμάς καθ' όλα, πλην της αμαρτίας, ενώ έμεινε ό,τι ήταν, Θεός αληθινός σε μια υπόσταση και μετά την ενανθρώπηση, ενεργών όλα τα θεία ως Θεός και όλα τα ανθρώπινα πάθη· απαθής και αθάνατος ων και διαμένων ως Θεός, εκουσίως δε παθών για μας κατά την σάρκα ως άνθρωπος, σταυρωθείς και αποθανών, ταφείς και αναστάς κατά την τρίτη ημέρα και καταργήσας δια του θανάτου και της αναστάσεώς του αυτόν που έχει την κυριαρχία του θανάτου· και μετά την ανάστασι επιφανείς, αναληφθείς στον ουρανό και καθίσας από τα δεξιά του Πατρός αφού έκαμε ομότιμο και ομόθρονο ως ομότιμο το φύραμά μας, με το οποίο πρόκειται να έλθη πάλι ενδόξως να κρίνη ζώντας και νεκρούς, που θα επανέλθουν προς την ζωή εξ αιτίας της παρουσίας του, και ν' αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του. 

Αναγνωρίζοντας κι εμείς αισθητό και περιγραπτό τούτο το από εμάς πρόσλημμά του και φύραμα, εικονίζομε και προσκυνούμε ευσεβώς και αυτήν που τον εγέννησε παρθενικώς και τους ευαρεστήσαντας αυτόν τελείως. Τούτου τα σύμβολα των παθών, και μάλιστα τον σταυρό, τιμούμε και προσκυνούμε ως θεία τρόπαια κατά του κοινού πολεμίου. Την ανάμνησι τούτου τελώντας κατά την εντολή του καθημερινώς, ιερουργούμε τα θειότατα μυστήρια και μετέχομε σ' αυτά. Κατά την παραγγελία τούτου πριν από όλα βαπτιζόμαστε και βαπτίζομε σ' ένα όνομα σεπτό και προσκυνητό του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος.

9.Διότι από τον αΐδιο και άναρχο Πατέρα εκπορεύεται το άγιο Πνεύμα, που είναι συνάναρχο με τον Πατέρα και τον Υιό ως άχρονο, όχι δε άναρχο, αφού και αυτό ρίζα και αρχή και αιτία έχει τον Πατέρα, από τον οποίο προήλθε πριν από όλους τους αιώνες αρρεύστως, απαθώς, εκπορευτώς, και είναι επίσης αδιαίρετο του Πατρός και του Υιού, ως προερχόμενο από τον Πατέρα και αναπαυόμενο στον Υιό· που έχει ασύγχυτη την ένωσι και αμέριστη τη διαίρεση· που είναι και αυτό Θεός από Θεό, όχι άλλος μεν ως Θεός, άλλος δε Παράκλητος ως Πνεύμα άγιο αυθυπόστατο· που έχει την ύπαρξι από τον Πατέρα και αποστέλλεται δια του Υιού, για την έναρξι αιωνίας ζωής, γι' αρραβώνα των μελλοντικών και πάντοτε διατηρουμένων αγαθών που είναι κι' αυτό αίτιο όλων των δημιουργημάτων, διότι σ' αυτό έγιναν όλα, το ίδιο και απαράλλακτο με τον Πατέρα και τον Υιό, χωρίς την αγεννησία και τη γέννησι. Εστάλθηκε δε από τον Υιό προς τους μαθητάς του, δηλαδή εφανερώθηκε· διότι πως αλλοιώς θα εστελλόταν το παντού παρόν και μη χωριζόμενο από τον πέμποντα; Γι' αυτό όχι μόνο από τον Υιό, αλλά και από τον Πατέρα στέλλεται και από τον εαυτό του έρχεται· διότι η αποστολή, δηλαδή η φανέρωσις, είναι κοινό έργο Πατρός, Υιού και Πνεύματος.

10. Φανερώνεται δε όχι κατά την ουσία, διότι κανείς ποτέ δεν είδε ούτε απεκάλυψε την φύσι του Θεού, αλλά κατά τη χάρι και τη δύναμι και την ενέργεια, η οποία είναι κοινή Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Διότι ίδιο στο καθ' ένα από αυτά είναι η υπόστασίς του και τα υποστατικώς γύρω από αυτήν παρατηρούμενα- κοινά δε αυτών δεν είναι μόνο η αφανέρωτη και υπερώνυμη και αμέθεκτη ουσία, αλλά και η χάρις και η δύναμις, η ενέργεια και η λαμπρότης, η αφθαρσία και η βασιλεία, και όλα εκείνα, διά των οποίων κοινωνεί κι' ενώνεται κατά χάρη με τους αγίους αγγέλους και ανθρώπους ο Θεός, χωρίς να εκπίπτει από το ενιαίο και την απλότητα ούτε εξ αιτίας του μεριστού και διαφόρου των υποστάσεων ούτε εξ αιτίας του μεριστού και ποικίλου και θείων δυνάμεων και ενεργειών. Έτσι πιστεύομε σ' ένα Θεό, σε μια τρισυπόστατη και παντοδύναμη θεότητα και ανακηρύσσουμε αυτούς που με τέτοια πίστη ευαρέστησαν τον Θεό, ενώ αυτούς που δεν πιστεύουν με όμοιο τρόπο, αλλά ή εγκαινίασαν ιδιαίτερη αίρεση ή ακολούθησαν μέχρι τέλους τους αρχηγούς της, τους απορρίπτομε. Να γνωρίζετε δε τούτο, αδελφοί, ότι τα πονηρά πάθη και τα δυσσεβή δόγματα αλληλοεισάγονται, πραγματοποιούμενα λόγω της δικαίας εγκαταλείψεως από τον Θεό.


11. Ότι λοιπόν το μεγάλο πλήθος των αμαρτιών διαπράττονται δια της δυσσεβείας, μας το εδίδαξε ο μέγας Παύλος γράφοντας περί των Ελλήνων «επειδή δεν εφρόντισαν να επιγνώσουν τον Θεό», «άλλ' ενώ εγνώρισαν τον Θεό, δεν τον εδόξασαν ούτε τον εσεβάσθηκαν ως Θεό», «τους παρέδωσε ο Θεός σε νου αδόκιμο, ώστε να πράττουν τα ανεπίτρεπτα, γεμάτους κάθε αδικία, πορνεία, πλεονεξία, και τα παρόμοια». Ότι δε πάλι δια της αμαρτίας εισάγεται η δυσσέβεια, η απόδειξις παρέχεται από πολλούς που το έπαθαν αθλίως. Ο Σολομών εκείνος, αφού παρέδωσε τον εαυτό του στις σαρκικές επιθυμίες, ολίσθησε σε ειδωλολατρία. Ο Ιεροβοάμ, αφού ε νικήθηκε από άκρα φιλαρχία, ε θυσίασε στις χρυσές δαμάλεις. Ο προδότης Ιούδας αρρωστημένος από φιλαργυρία, περιέπεσε στη θεοκτονία.


12.Γι' αυτά λοιπόν, επειδή και η πίστις χωρίς έργα είναι νεκρά και ανενέργητη, και τα έργα χωρίς πίστη είναι μάταια και άχρηστα, η χάρις του Πνεύματος σήμερα στον σεπτό καιρό της νηστείας και της ενάρετης ασκήσεως συνδύασε την ανακήρυξη των ορθοτομούντων τον λόγο της ευσέβειας και την αποκήρυξη εκείνων που δεν ε διάλεξαν την ορθοδοξία, έτσι ώστε εμείς, σπεύδοντας και στα δυο συνδυασμένα, και την πίστι να επιδείξω με με τα έργα και των κόπων το κέρδος να αποκτήσομε διά της πίστεως.

13.Όχι δε μόνο εισάγονται δι' αλλήλων τα πονηρά πάθη και η δυσσέβεια, αλλά και ομοιάζουν μεταξύ τους. Και θα ειπώ λίγα προς την αγάπη σας για τους ετεροδόξους που αναφάνηκαν στην εποχή μας. Όπως ο Αδάμ, αφού έλαβε εξουσία από τον Θεό να τρώγη από κάθε δένδρο του παραδείσου, δεν αρκέσθηκε σ' όλα εκείνα, αλλά πειθόμενος στη συμβουλή του αρχεκάκου όφεως, έφαγε από το μόνο δένδρο που είχε προσταχθή να μη το εγγίσει, έτσι συμβαίνει και με εμάς· ενώ τα υπάρχοντα στο Θεό αγαθά και οι πραγματικά αγαθοπρεπείς δωρεές προτίθενταν από αυτόν για μέθεξι στους θέλοντας, συμφώνως προς τον ειπόντα «όλα όσα είναι ο Θεός θα είναι και ο θεωμένος διά της χάριτος, χωρίς την ταυτότητα κατά την ουσία», υπάρχουν μερικοί που διδάσκουν ότι εμείς μετέχομε και της ιδίας της υπερούσιου ουσίας και ισχυρίζονται ότι μπορούν να την ονομάζουν αυθεντικώς, και μιμούμενοι τον αρχέκακο όφι, παρερμηνεύουν και δια στρέφουν τα λόγια των αγίων, όπως εκείνος τα του Θεού. Αλλά εμείς, αφού ελάβαμε δύναμη από τον Κύριο να πατούμε επάνω σε όφεις και σκορπιούς και σε κάθε δύναμη του εχθρού, αφού συντρίψομε εύκολα κάθε μηχανή και παγίδα του, είτε κατά της ευσέβειας είτε κατά της ευσεβούς διαγωγής και φανούμε νικηταί εναντίον του σε όλα, θα επιτύχουμε τους ουράνιους και άφθαρτους στεφάνους της δικαιοσύνης, μέσα στον Χριστό, τον αδέκαστο κριτή και δοτήρα των ανταμοιβών.

14.Σ' αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.



ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

$
0
0
ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ 
Πρακτικά καί θεολογικά κεφάλαια

Πίστη ειναι νά πεθάνει κανείς γιά τό Χριστό καί γιά χάρη της εντολης Του, πιστεύοντας οτι ο θάνατος αυτός θά του γίνει πρόξενος ζωης· νά θεωρει τή φτώχεια σάν πλουτο, τήν ευτέλεια καί τήν ασημότητα σάν αληθινή δόξα καί κοινωνική λάμψη· καί νά πιστεύει οτι μέ τό νά μήν εχει τίποτε, κατέχει τά πάντα η μαλλον απέκτησε τόν ανεξερεύνητο πλουτο της επιγνώσεως του Χριστου, καί ολα τά ορατά νά τά βλέπει σάν λάσπη η καπνό.

Πίστη στό Χριστό ειναι οχι μόνο νά καταφρονήσομε ολα τά ευχάριστα του κόσμου, αλλά καί νά εχομε εγκαρτέρηση καί υπομονή σέ κάθε πειρασμό πού μας ερχεται καί μας προκαλει λύπες, θλίψεις καί συμφορές, ωσπου νά ευδοκήσει νά μας επισκεφθει ο Θεός, οπως λέει ο Ψαλμωδός: «Μέ κάθε υπομονή περίμενα τόν Κύριο, καί Αυτός μέ επισκέφθηκε».

Παπά -Χαράλαμπος ο Κύπριος: τον σκότωσαν γιατί αντιστάθηκε στον εξισλαμισμό του χωριού του...

$
0
0
Παπά -Χαράλαμπος ο Κύπριος: τον σκότωσαν γιατί αντιστάθηκε στον εξισλαμισμό του χωριού του... 

Ο νέος Ιερομάρτυρας Χαράλαμπος Μιχαηλίδης εκ Λουρουτζίνας Κύπρου (1862 – 24 Σεπτεμβρίου 1924) 

Οι δύσκολες συνθήκες ζωής τών χρόνων της Τουρκοκρατίας συνέτειναν ώστε πολλοί Έλληνες κάτοικοι της Κύπρου να προσχωρήσουν στο Ισλάμ για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Σε αρκετές περιπτώσεις η προσχώρηση αυτή ήταν εικονική και οι νεοφώτιστοι μουσουλμάνοι, ενώ δήλωναν δημόσια πίστη στον Μωάμεθ, στα κρυφά παρέμεναν Χριστιανοί. Δυστυχώς, με την πάροδο του χρόνου οι απόγονοι πολλών από τους εξισλαμισθέντες εκτουρκίσθηκαν και χάθηκαν οριστικά για τον Ελληνισμό.

Ωστόσο, αρκετοί Λινομβάμβακοι, όπως αποκαλούνταν στην Κύπρο οι Κρυπτοχριστιανοί, παρομοιαζόμενοι με ύφασμα που έχει δύο όψεις, μία από λινάρι και μία από βαμβάκι, εξακολούθησαν να βιώνουν τις τραγικές καταστάσεις που δημιουργούσε η διπλή θρησκευτική ιδιότητά τους, μέχρι τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας, οπότε επετράπη η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών δικαιωμάτων των κατοίκων και αρκετοί φανερώθηκαν ως Χριστιανοί. Αντιμέτωπη με την εξέλιξη αυτή, η τουρκική μειονότητα του νησιού αντέδρασε και επεδίωξε να αφομοιώσει τους Λινοβάμβακους με την ίδρυση σχολείων και την ανέγερση τζαμιών στα κρυπτοχριστιακά χωριά.

Συνέπεια της δράσης αυτής, ήταν να ασκηθεί κλίμα τρομοκρατίας ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα αρκετοί από αυτούς να επιλέξουν να παραμείνουν στην αποκρυφία και κατά την περίοδο των πρώτων χρόνων της Αγγλοκρατίας. Σε αυτό συνέτεινε επίσης ο φόβος που ένιωθαν από επικείμενη τιμωρία τους για εγκατάλειψη του Ισλάμ, σε περίπτωση επανόδου του νησιού στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του χωριού Λουρουτζίνα, όπου πολλοί κάτοικοι από τους λεγάμενους «Οθωμανούς» εξακολουθούσαν να βαπτίζονται και να συμμετέχουν στα μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Αρκετοί άλλοι, όμως, υιοθέτησαν τον τουρκικό –ισλαμικό τρόπο ζωής και την ιδεολογία του στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Τότε, ένας δερβίσης μετέβη στο χωριό, όπου κατάφερε να πείσει εβδομήντα περίπου νεαρούς Λινοβάμβακους να περιτμηθούν και να αποτελέσουν τον πρώτο πυρήνα για τον εκτουρκισμό του. Κάτι δηλαδή που δεν είχε γίνει στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες θρησκευτικής ελευθερίας, στα χρόνια της Αγγλοκρατίας.




Στο μεταξύ, οι κάτοικοι της Λουρουτζίνας εξακολούθησαν να βιώνουν τη διπλή υπόστασή τους καθόλη αυτήν την περίοδο. Τελικά, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 εγκαταστάθηκε στην κοινότητα ο φανατικός νεοφερμένος δάσκαλος Ρατζή εφένδης, ο οποίος προσπάθησε να εκτουρκίσει τους εναπομείναντες Λινοβάμβακους. Ο Ρατζή εφένδης, από τότε που ανέλαβε τη διεύθυνση του τουρκικού σχολείου, το οποίο στο μεταξύ είχε επαναλειτουργήσει ως σχολείο-τζαμί με δαπάνες ενός πλούσιου Τούρκου της Λευκωσίας, αφού ενέσπειρε στους μαθητές του την αποστροφή για τη χριστιανική πίστη και τα ιερά σύμβολά της, πρωτοστάτησε στη δημιουργία διενέξεων ανάμεσα στα παιδιά που φοιτούσαν στο σχολείο του και στα χριστιανόπαιδα.

Η όλη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί συνέτεινε ώστε σταδιακά οι Λινοβάμβακοι κάτοικοι του χωριού να διακόψουν τις πνευματικές σχέσεις τους με τον ιερέα της κοινότητας παπά Χαράλαμπο Μιχαηλίδη, και να σταματήσουν να βαπτίζουν τα παιδιά τους. Ο παπά Χαράλαμπος προσπάθησε να τους επαναφέρει στις παλιές τους συνήθειες, ενέργεια όμως που εξαγρίωσε τους φανατικούς, οι οποίοι, ένα βράδυ, τον λιθοβόλησαν και τον κτύπησαν. Φαίνεται, όμως ότι ο ίερεας συνέχισε την εκκλησιαστική του δράση και για τον λόγο αυτό αποφασίστηκε η δολοφονία του, ώστε οι φανατικοί να απαλλαγούν από κάθε εμπόδιο στην υλοποίηση του σχεδίου τους για πλήρη εκτουρκισμό της κοινότητας.

Ο παπά Χαράλαμπος Μιχαηλίδης γεννήθηκε το 1862 στη Λουρουτζίνα και νυμφεύτηκε σε νεαρή ηλικία τη θυγατέρα του προηγούμενου ιερέα του χωριού, με την οποία απέκτησε τρεις θυγατέρες. Η σύζυγός του, όμως, απεβίωσε πολύ νέα, αφήνοντας στο παπά Χαράλαμπο, ο οποίος στο μεταξύ είχε ιερωθεί, την ευθύνη της ανατροφής και της αποκατάστασης των παιδιών τους. Ο ταπεινός ιερέας αποδείχτηκε φιλόστοργος πατέρας και μέσα στις πολύ δύσκολες συνθήκες της εποχής κατάφερε να μεγαλώσει τα παιδιά του, που δημιούργησαν αργότερα τις δικές τους οικογένειες. Δυστυχώς μία από τις θυγατέρες του απεβίωσε σε νεαρή ηλικία, αφήνοντας τέσσερα μικρά παιδιά ορφανά, γεγονός που του προξένησε μεγάλη θλίψη.

Από διάφορες αναφορές σε πηγές της εποχής πληροφορούμαστε ότι ο παπά Χαράλαμπος ήταν άνθρωπος φιλόξενος, εργατικός και φιλεύσπλαχνος και μεριμνούσε για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των συγχωριανών του, ανεξαρτήτως καταγωγής και θρησκείας. Γιά τον σκοπό αυτό είχε προσφέρει έκταση ιδιόκτητης γης του στο Γεωργικό Τμήμα, ώστε να δημιουργηθεί πρότυπος αμπελώνας, από τον οποίο να καθοδηγούνται οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής στις γεωργικές τους άσχολίες. Στις αρχές της δεκατίας του 1920, οπότε τοποθετείται η έναρξη της συστηματικής δράσης του Ρατζή εφένδη, ο παπά Χαράλαμπος συνήθιζε να διανυκτερεύει στο χωράφι του, που βρισκόταν λίγο έξω από το χωριό. Στον χώρο αυτό έγινε η δολοφονία του με αξίνη, το βράδυ της 24ης Σεπτεμβρίου 1924, ενώ κοιμόταν.

Τη διαλεύκανση της δολοφονίας ανέλαβε ο αστυνόμος Τήλλυρος, ο οποίος απέκλεισε αμέσως το ενδεχόμενο της ληστείας και επικέντρωσε τις έρευνές του στη δράση των φανατικών και στο φυλετικό μίσος που είχαν καλλιεργήσει. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, συνελήφθησαν ως ένοχοι τα αδέλφια Μουσταφάς Μπαϊράμ Μπαττά και Γιουσούφ Μπαϊράμ Μπουρουντή, καθώς και ο Οσμάν Χασάν Καραολή, όλοι κάτοικοι Λουρουτζίνας. Στο δικαστήριο, όμως, ο τελευταίος παρουσιάστηκε ως μάρτυρας κατηγορίας, αφού η αστυνομία τον θεώρησε «συνένοχο μάρτυρα», ώστε να καταθέσει εναντίον των δύο πρώτων. Όπως ανέφερε, τη δολοφονία διέπραξαν οι δύο αδελφοί, ενώ ο ίδιος τους είχε συνοδεύσει στον τόπο του εγκλήματος και παρίστατο σε αυτήν, μετά από απειλές που είχαν διατυπώσει οι φονείς εναντίον του.

Από τα πρακτικά της δίκης και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής αντλούνται πολύτιμες πληροφορίες για τον ρόλο που διαδραμάτιζε ο παπά Χαράλαμπος στη μυστική πνευματική ζωή των Λινοβαμβάκων κατοίκων του χωριού. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ένας από τους συλληφθέντες, ο Μουσταφάς Μαϊράμ Μπαττά υπέδειξε τον «συνένοχο μάρτυρα», Οσμάν Καραολή, ως τον δολοφόνο, και ανέφερε ότι ο τελευταίος πρόβαλε ως λόγο εκτέλεσης του ιερέα το ενδιαφέρον του τελευταίου να συνεχίσουν οι Λινοβάμβακοι να βαπτίζουν τα παιδιά τους.

Είναι αξιοσημείωτο, ότι η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη στην ελληνική γλώσσα, αφού μόνο αυτή γνώριζαν τόσο οι «Οθωμανοί» κατηγορούμενοι, όσο και οι μάρτυρες κατηγορίας. Τελικά, το Κακουργοδικείο της Λευκωσίας βρήκε ένοχους τους Μουσταφά και Γιουσούφ και τους καταδίκασε σε θάνατο.




 

Ένα αποκαλυπτικό και θαυμαστό όραμα.

$
0
0
Ένα αποκαλυπτικό και θαυμαστό όραμα paterikiorthodoxia com
Ένα αποκαλυπτικό και θαυμαστό όραμα.

«Είπε κάποιος από τους αγίους Γέροντας. ότι μίαν φοράν όπου ήμουν εις το κελλίον μου, μου ήλθε λύπη, ακηδία και κακή καρδία. και επήγα προς κάποιον Γέροντα, όπου ήτον άγιος άνθρωπος, και τον εχαιρέτησα παρακαλώντας τον να μου ειπή κανένα λόγον ωφελείας, δια να στραφή η ταλαίπωρος ψυχή μου από την αμέλειαν και την ακηδίαν εκείνην όπου είχα, προς τα καλά και σωτήρια της αρετής και της αγιότητος έργα.

Ο δε Γέρων εκείνος ο άγιος και θαυμαστός, επειδή ήτον θεοφόρος και ωδηγείτο υπό της θείας χάριτος εις το να πράττη το θέλημα του Θεού εις την ζωήν του, μου εδιηγήθηκε πολλά γλυκύτατα και σωτήρια λόγια όπου ήσαν ικανά και άξια να στηρίζουν και να οικοδομούν κάθε ψυχήν και να την προτρέπουν με φιλοτιμίαν να πορεύεται την οδόν της μετανοίας. Εστερεώθη η καρδία μου και ευχαρίστησα τον Θεόν. Κατόπιν ηρώτησα τον Γέροντα να μου ειπή περί καθαράς και ειρηνικής και αγίας προσευχής. 
Και αποκριθείς ο άγιος Γέρων είπεν:

Μίαν φοράν εις τον καιρόν της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής έτυχε και εσηκώθηκα από τον ύπνον πριν από το μεσονύκτιον. Και πρώτον μεν επροσκύνησα έως εδάφους μετά φόβου και σεβασμού και αγάπης τον υπό πάντων των ευσεβών και ορθοδόξου Χριστιανών προσκυνούμενον Θεόν. Έπειτα υψώσας τας χείρας μου και τους οφθαλμούς μου εις τον ουρανόν προσηυχόμην επί πολλάς ώρας. Και όσον μου ήτο δυνατόν προσηυχόμην με πολλήν κατάνυξιν και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς. Και μοι εφαίνετο -καθώς είναι και η αλήθεια- ότι συνωμίλουν νοητώς και χωρίς λάλημα της φωνής μετά του αγαπητού και πολυποθουμένου μου Θεού.

Συνέβη λοιπόν τότε, εις τον καιρόν της προσευχής μου εκείνης -καθώς με εφάνη- ότι ηρπάγη ο νους μου, και ανέβη, και απέρασεν αυτόν τον φαινόμενον ουρανόν και ευρέθη μέσα εις κάποιαν πόλιν μεγάλην και πολυάνθρωπον. Το δε κάλλος της πόλεως εκείνης καθώς είναι, λογιάζω ότι δεν δύναται νους ανθρώπου να το ειπή και να το παραστήση καθώς πρέπει, πλην όσον δύναται ο νους μου και η γλώσσα μου να διηγηθώ: δια την ευμορφίαν και ευπρέπειαν όπου είχον τα τείχη της πόλεως εκείνης της ουρανίου. δια τον πολύτιμον και μεγαλοπρεπή στολισμόν όπου είχον αι θύρες της, δια την λαμπροτάτην και χρυσοειδή θεωρίαν όπου είχεν το έδαφός της, και δια όλην την άλλην θαυμαστήν σύνθεσιν και τεχνουργίαν, της οποίας τεχνίτην και δημιουργόν ελογίαζα τον Θεόν.

Ο δε πολύς και περισσός λαός και κόσμος, το πλήθος των ανθρώπων όπου ήσαν εκεί δεν είχαν μετρημόν ουδέ λογαριασμόν. Και ήσαν όλοι εστεφανωμένοι τας κεφαλάς, και εστολισμένοι με κάλλος, και με λαμπράς ενδυμασίας. Το δε είδος και η στολή ενός εκάστου δεν ήτον ομοία εις όλους, αλλ' ήτο πολλών λογιών.

Άλλων δηλαδή οι στέφανοι ήσαν ωσάν από γυαλί καθαρώτατον και λαμπροί ως κρύσταλλον. Άλλων ήσαν αργυροειδείς. άλλων χρυσοειδείς και εκ λίθων πολυτίμων. και άλλων μαργαροειδείς.

Και εις την ενδυμασίαν επίσης συνέβαινεν το όμοιον με τους στεφάνους. έβλεπον ενδυμασίας πολλών λογιών με διάφορα και πολύτροπα χρώματα. Εφορούσαν δηλ. οι μακάριοι κάτοικοι της πόλεως εκείνης της ουρανίου, στολάς και στεφάνους όχι μόνον από τες τιμημένες ύλες του χρυσίου και του αργυρίου και των πολυτίμων λίθων, αλλά και ωσάν από σιδήρου και χαλκού και μολύβδουεφαίνετο ότι είχον υφασμένες και πλεγμένες μερικοί τες στολές αυτών και τους στεφάνους, αναλόγως της πνευματικής αυτών καταστάσεως.

Ταύτα βλέποντας εγώ εθαύμαζον και με εφάνη καλόν να ερωτήσω κάποιους από εκείνους τους φορούντας τους στεφάνους να με ειπούν τι λογής αρετήν είχον κατορθώσει εις τον κόσμον με το πολυπαθές σώμα των, και ποία ήτο η θαυμαστή και θεάρεστος εργασία των και κατηξιώθησαν να έλθουν εις εκείνην την αξιοθαύμαστον και πολυαγαπημένην πόλιν, δια να έχουν τόσην τιμήν και δόξαν.

Αυτά συλλογιζόμενος επλησίασα εις έναν από εκείνους τους λαμπροφορεμένους όπου έβλεπα, του οποίου η στολή και ο στέφανος ήσαν ωσάν από τας χρυσοειδείς ακτίνας του ηλίου, και τον ηρώτησα. άρχοντά μου τιμημένε και υπέρλαμπρε, ειπέ μοι. εις την δόξαν σου αυτήν και την λαμπρότητα πώς εισήλθες; Ποίον ήτο το ύψος της κατά Θεόν αρετής σου εις την πρόσκαιρον ζωήν δια το οποίον τόσον υπέρλαμπρα εδώ ετιμήθης; Και αποκριθείς εκείνος μοι είπεν:

Εγώ, αδελφέ μου ήμουν πτωχός και ταλαίπωρος και ασθενής και αδύνατος και χωλός από μικράς ηλικίας. Και επειδή υπέμεινα μετά ευχαριστίας την σιδηράν κάμινον της πτωχείας και την πολυχρόνιον της ασθενείας ταλαιπωρίαν χωρίς γογγυσμού, δι' αυτό μου εδόθη παρά του φιλανθρώπου Θεού να έχω μετά θάνατον αυτήν την δόξαν και την λαμπρότητα, όπου βλέπεις.

Τότε αφήκα αυτόν και ήλθον προς άλλον, του οποίου η μεν όψις ήτο ωσάν τον λαμπρόν αυγερινόν, η δε ενδυμασία και ο στέφανός του ήτον από μαργαρίτας και άλλους πολυτίμους λίθους εστολισμένα. Ηρώτησα λοιπόν και αυτόν ωσάν και τον πρώτον, και απεκρίθη και μου είπε:

Εγώ, αδελφέ, ήμουν καλόγερος εις την πρόσκαιρον ζωήν, και αφού άρχισα την μοναχικήν πολιτείαν έως τέλους καλά εκοπίασα με τους κόπους της ασκήσεως και με ανδρείαν και υπομονήν εκαρτέρησα τους πειρασμούς και τις θλίψεις της ασκητικής ζωής. Αλλ' εις το τέλος εδελεάσθηκα από τους εκ δεξιών λογισμούς και εχειροτονήθην επίσκοπος. Όμως πάλιν φοβηθείς τον Θεόν οικονόμησα και εκυβέρνησα καλά με ευσέβειαν και ευλάβειαν τα της αρχιερωσύνης, και δι' αυτό ωσάν εχωρίσθην από το σώμα μου ήλθον εδώ και έλαβον παρά του φιλανθρώπου Θεού την δόξαν αυτήν όπου βλέπεις εις τον τόπον αυτόν της χαράς και ευφροσύνης. Εάν όμως δεν είχον στέρξει το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, και εάν είχα αποστραφή την πρόσκαιρον εκείνην δόξαν του κόσμου, θα ήμουν τώρα και εγώ όλος φως, και όλος ενδεδυμένος τον ήλιον, καθώς εκείνος ο αδελφός με τον οποίον ομίλησες προτύτερα.

Τότε αφήνοντας και αυτόν τον σεβάσμιον Γέροντα επήγα προς κάποιον άλλον όπου εφόρει στέφανον αργυρούν, και το πρόσωπόν του ήτο λαμπρόν και χαριέστατον και η ενδυμασία του ήτο λευκή ωσάν το χιόνι καθώς δέχεται τας ακτίνας του ηλίου. Ηρώτησα και αυτόν να μου ειπή ποίαν αρετήν είχε κατορθώσει εις τον κόσμον. Και αποκριθείς μου είπεν:

Εγώ αδελφέ ήμουν άνθρωπος λαϊκός εις την ζωήν εκείνην, εξοικονομών τον άρτον μου και τα απαραίτητα προς το ζην με τον ιδρώτα του προσώπου μου, καθώς επρόσταξεν ο Θεός. Και ελθών εις ηλικίαν έλαβον γυναίκα νόμιμον κατά τας ευλογίας της Εκκλησίας, και απέκτησα τέκνα όσα έδωκεν ο Θεός, και εις όλην μου την ζωήν άλλην γυναίκα δεν εγνώρισα. Και με την χάριν του Χριστού πορευόμενος κανένα δεν επείραξα, κανένα δεν ηδίκησα, κανένα δεν επίκρανα, κανένα δεν εσυκοφάντησα. ελεημοσύνην έκαμνα όσον ημπορούσα. από την Εκκλησίαν και από τα άγια Μυστήρια δεν έλειπα και με φόβον Θεού και αγάπην των συνανθρώπων μου απέρασα την ζωήν μου. Δι' αυτό και όταν δια του θανάτου εχωρίσθηκα από το σώμα μου ήλθον, Θεού βουλήσει, εις τον τόπον αυτόν και εις την ανάπαυσιν αυτήν όπου με βλέπεις μετά των Δικαίων.

Τότε, αφήνοντας και αυτόν επήγα προς δύο άλλους όπου έστεκαν μαζί και είχον ο μεν ένας ωσάν από σίδηρον πλεγμένον τον στέφανόν του, ο δε άλλος ωσάν από χαλκόν, και η όψις των ήτον εις το κατά φύσιν, καθώς φαίνονται εις τον κόσμον αυτόν όλοι οι άνθρωποι. Τα δε ενδύματά των ήσαν εις την μέσην τάξιν. ούτε εντελώς λερωμένα, ούτε πάλιν, ακάθαρτα, αλλά ωσάν να ήτον πλυμμένα. Και όταν τους ερώτησα τι έκαμαν εις την ζωήν, απεκρίθησαν και με είπαν:

Ημείς, αδελφέ, ήμεθα κακότροποι άνθρωποι εις την ζωήν και κατά πολύ αμαρτωλοί. καμμίαν αμαρτίαν δεν αφήκαμεν όπου να μην την πράξωμεν. Και επειδή δεν αφήναμεν με το καλόν τες αμαρτίες μας, ήλθεν ο θάνατος με την προσταγήν του Θεού να μας κόψη ωσάν άκαρπα δένδρα και να μας παραπέμψη εις το πυρ το αιώνιον. Όμως, τότε την ώραν του θανάτου, εβάλαμεν εις τον νουν μας την πολλήν ευσπλαγχνίαν του Θεού και το αμέτρητον έλεος του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όπου λέγει δια του προφήτου: «Και μετά ταύτα πάντα επίστρεψον». 


Και πάλιν αλλού όπου λέγει: «Ου θελήσει θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν». Δια ταύτα και ημείς, επέσαμεν εις μετάνοιαν αληθινήν με ταπείνωσιν και συντετριμμένην καρδίαν και με το φάρμακον της εξομολογήσεως ευρήκαμεν την ιατρείαν της ψυχής μας. Εδώσαμεν δε λόγον εις τον Θεόν με όλην την δύναμιν της ψυχής μας να παύσωμεν τελείως τες αμαρτίες μας, όχι μόνον να μην τες ξαναπράξωμεν αλλά μήτε να τες ξαναεπιθυμήσωμεν.

Και με τοιαύτας σταθεράς υποσχέσεις εστερεώσαμεν την μετάνοιάν μας προς τον Πανάγαθον Θεόν, παρακαλούντες την Παναγίαν Θεοτόκον και πάντας τους Αγίους να βοηθήσουν εις την απόφασίν μας να μη στρέψωμεν εις τα οπίσω. Αλλά, πώς να σου διηγηθώμεν, αδελφέ, την άπειρον ευσπλαχνίαν του Ουρανίου Πατρός την οποίαν έδειξεν εις ημάς και ανά πάσαν στιγμήν δεικνύει εις όλους τους αμωρτωλούς, αναμένων την μετάνοιάν τους και δίδων εις τον καθένα χωριστά και εις όλους μαζί αφορμήν και τρόπους και ευκαιρίες επιστροφής και διορθώσεως! Καθώς δεν έχουν μετρημόν τα φύλλα των δένδρων και η άμμος της θαλάσσης, ομοίως δεν έχει μετρημόν και το έλεος του Θεού όπου απλώνει εις τον αμαρτωλόν παρακαλώντας τον με την χάριν του να συνέλθη και να μετανοήση έστω και την ενδεκάτην ώραν της ζωής του, έστω ολίγον προ του θανάτου του, καθώς ο ληστής επάνω εις τον Σταυρόν.

Αυτά τα παρηγορητικά λόγια μου είπον οι αδελφοί εκείνοι, οι οποίοι αν και υπήρξαν κατά πολύ αμαρτωλοί εις την ζωήν αυτών, όμως εις το τέλος φοβηθέντες την κόλασιν και ελπίσαντες εις το θείον έλεος έπλυναν την στολήν της ψυχής των με τα δάκρυα της μετανοίας και λυτρωθέντες της κολάσεως εισήλθον εις τον τόπον της αιωνίου αναπαύσεως.

Αυτά μου είπεν ο άγιος εκείνος Γέρων της ερήμου και έπειτα έσκυψε την κεφαλήν κάτω και εστέναξεν από καρδίας. Εγώ ακούοντας εκείνον τον στεναγμόν εσυλλογίστηκα με πολλήν ταπείνωσιν και είπα εις εαυτόν: Αλλοίμονον εις εμέ και εις τους κατ' εμέ αμαρτωλούς! Αν αυτός ο άγιος Γέρων αναστενάζει τόσον βαθέως, παρ' ότι ο Θεός τον ηξίωσε να ιδή και να θαυμάση τόσα θαυμαστά του άλλου κόσμου, πόσον πρέπει να αναστενάζω και να δακρύω και να μετανοώ καθ' ημέραν και ώραν εγώ δια τες αμαρτίες μου; Τότε τον ηρώτησα δια τελευταίαν φοράν να μου ειπή δι' εκείνον τον βαθύν στεναγμόν. Και ο τίμιος Γέρων καθώς εσήκωνεν την ολόλευκον κεφαλήν του με τους δακρυσμένους οφθαλμούς επρόσθεσεν έναν ακόμη στεναγμόν και με κατανυκτικήν φωνήν μου είπεν:

Δεν ημπορώ, αδελφέ, να λησμονήσω τα όσα είδα και άκουσα εις την άνω εκείνην Ιερουσαλήμ, από τα οποία δεν σου εδιηγήθηκα ουδέ ένα χιλιοστόν. Στενάζω και θρηνώ δια την αμέλειάν μου και δια την σκληροκαρδίαν και αμετανοησίαν των συνανθρώπων μου, όπου ο Πανάγαθος, μας έχει ετοιμάσει τα κάλλη του Παραδείσου και ημείς οι ταλαίπωροι και εσκοτισμένοι δεν θέλομεν να αφήσωμεν τες αμαρτίες μας και τες κακές επιθυμίες μας, τες πλεονεξίες και αδικίες και τους φθόνους και τες μνησικακίες μας να μετανοήσωμεν από καρδίας και να συμφιλιωθώμεν με τον Θεόν και τους συνανθρώπους μας δια να αξιωθώμεν και ημείς της χαράς εκείνης των σωζομένων».



Οι οκτώ πειρασμοί των μοναχών - λαϊκών χριστιανών

$
0
0
parintele-cleopa-ilie paterikiorthodoxia
Οι οκτώ πειρασμοί των μοναχών - λαϊκών χριστιανών 
(Ιερομόναχος, Κλεόπα Ηλίε)

Πατέρες και αδελφοί, ο μοναχός και ο αγωνιστής χριστιανόςείναι πνευματικοί μαχητές σε κάθε στιγμή της ζωής τους από την γέννηση μέχρι τον θάνατο τους. Είναι όμως ανάγκη να γνωρίζουμε την τέχνη αυτού του αοράτου πολέμου και από ποία μέρη έρχεται εναντίον μας ο νοητός εχθρός.

Ο άγιος Μελέτιος ο Ομολογητής μας λέγει ότι ο πειρασμός έρχεται από έξι σημεία εναντίον μας, ενώ ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει από οκτώ, δηλαδή από επάνω και από κάτω, από δεξιά και αριστερά, από εμπρός και πίσω και από μέσα και έξω.

Στην συνέχεια θα ομιλήσουμε εκτενέστεραγια τον πολυμερή αυτόν πόλεμο του διαβόλου με την βοήθεια του Πανάγαθου Θεού.

Ο από επάνω πειρασμός.

Είναι δύο ειδών:Το πρώτο συμβαίνει όταν αρχίζουμε να κάνουμε μία αδιάκριτη και απερίσκεπτη άσκηση που υπερβαίνει τις δυνάμεις μας, όπως επί παραδείγματι: υπερβολική νηστεία, συνεχή αγρυπνία, πολλές μετάνοιες, και άλλες υπερβολικές ασκήσεις. Αυτή η άσκηση έχει ως αποτέλεσμα να αδυνατίζει το σώμα μας και να αδυνατούμε να εργασθούμε τις αρετές του Χριστού. Συγχρόνως ταράζεται ο νους μας γιατί δεν αναπαύεται σ’ αυτού του είδους τις ασκήσεις. Το δεύτερο είδος πειρασμού συμβαίνει όταν ερευνούμε την Αγία Γραφή χωρίς να διαθέτουμε την ανάλογη πνευματική ηλικία και κατάσταση με αποτέλεσμα, εάν κάποιος δεν ευρεθεί να μας χαλιναγωγήσει, θα φθάσουμε στην τρέλα, την αίρεση και την βλασφημία του Θεού.

Η Αγία Γραφήείναι η απύθμενη θάλασσα της σοφίας του Θεού και απ’ αυτό το νερό εμείς πρέπει να βγάλουμε όσο είναι δυνατόν και απαραίτητο για να ανακουφιστούμε από την πνευματική μας δίψα. Απ’ αυτό το νερό ο άνθρωπος βγάζει με τον κουβά και απ’ αυτόν στην κανάτα και από εκεί παίρνει με ένα ποτήρι να δροσιστεί και δεν προσπαθεί με μία φορά να βγάλει το νερό της σοφίας του Θεού έξω, διότι δεν έχει τα κατάλληλα εργαλεία και υπάρχει βεβαίως ο φόβος να πνιγεί. Έτσι πνίγηκαν πολλοί ερευνητές των Γραφών λόγω της υπερηφάνειας των και έγιναν αρχηγοί αιρέσεων και οδήγησαν μαζί με τους εαυτούς των χιλιάδες ψυχές στον Άδη.

Ο από κάτω πειρασμός.

Από κάτω έρχεται ο πειρασμός και μας πειράζει με την ακηδία και οκνηρία για την επιτέλεση των έργων της αρετής και των εντολών του Θεού. Ένα παράδειγμα: Όταν κάποιος είναι δυνατός και υγιής στο σώμα και εκ προθέσεως αποφεύγει τις δουλειές ή τα διακονήματα της Μονής, τα οποία είναι ανάλογα των δυνάμεων του. Ή ένας λαϊκός, ο οποίος δεν θέλει να κοπιάσει για τα έργα των αρετών, την νηστεία, την αγρυπνία, την υπηρεσία και βοήθεια του πλησίον, την προσευχή κ.λ.π. Με την αδιαφορία ή οκνηρία μας αυτή στερούμε από την ψυχή μας τον μισθό των πνευματικών έργων, επειδή δεν κοπιάζουμε στην εφαρμογή των θείων εντολών. Καθένας από εμάς λοιπόν, έχουμε καθήκον να ανεβαίνουμε τις πνευματικές βαθμίδες των αρετών, γνωρίζοντας ότι η μέση και διακριτική οδός είναι η βασιλική, διότι τα άκρα είναι του διαβόλου.

Ο εκ δεξιών πειρασμός.

Αυτός ο πειρασμός πάλι είναι δύο ειδών: Το πρώτο είδος είναι, όταν εργασθούμε τα καλά έργα με κακό σκοπό, ενώ το δεύτερο είναι, εάν δεχθούμε την εμφάνιση των δαιμόνων με την μορφή αγγέλων και αγίων, ή με την μορφή του Χριστού, της Θεοτόκου και άλλων ουρανίων μορφών. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι «οι δαίμονες της κενοδοξίας και υπερηφάνειας εμφανίζονται στους αδυνάτους στον νου ως προφήται». Ενώ ο Απόστολος Παύλος μας δείχνει στην Β’ προς Κορινθίους (11, 14) ότι: «ό σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός».

Ο εξ αριστερών πειρασμός.

Από τα αριστερά μας πειράζει ο διάβολοςόταν γνωρίζουμε την αμαρτία, αλλά με την θέληση μας αποφασίζουμε να την εκτελέσουμε. 

Ένα παράδειγμα:Κάποιος γνωρίζει ότι είναι αμαρτία να κλέπτει, να πορνεύει, να μεθά, να βλασφημεί τα Θεία, να εκδικείται τον πλησίον του ή να κάνει οποιοδήποτε άλλο κακό έργο. Παρ’ όλα όμως αυτά αφήνει τον εαυτό του να νικηθεί από την αμαρτία με την θέληση του και εις γνώσιν του. Οπότε, όταν εμείς γνωρίζουμε την αμαρτία και όμως την επιτελούμε είτε με τον νου, τον λόγο, το αίσθημα ή την πράξη, τότε πειραζόμεθα εξ αριστερών.

Ο εκ των έμπροσθεν πειρασμός.

Μας πειράζει από εμπρός ο διάβολοςόταν μας παρουσιάζει σκέψεις και φαντασίες για έργα τα όποια δήθεν θα μας συμβούν στο μέλλον. Ένα παράδειγμα: Όταν θορυβούμεθα ότι θα έλθει εναντίον μας κάποιος κίνδυνος, κάποια παγίδα ή ασθένεια, ότι θα ξεσπάσει κάποιος πόλεμος, ότι θα δυσφημιστούμε από τους άλλους, θα γίνουμε πτωχοί, μας ταράζει κάποιος ότι δεν θα επιτύχουμε στις εξετάσεις ή σε κάποιο άλλο έργο.

Όλα αυτά μας τα φέρνει ο νοητός εχθρός στον νου μας με σκοπό να μας ταράξει και να μας κλονίσει με αυτά που νομίζουμε ότι θα έλθουν εναντίον μας.

Γι’ αυτούς τους λογισμούς ας προσέχουμε τα λόγια του Σωτήρος που λέγει: «Μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον, η γάρ αύριον μεριμνήσει τα έαυτής, αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής» δηλαδή μη μερημνάτε… φτάνει η στεναχώρια της ημέρας. (Ματθ. 6,34). Δεν δόθηκε σ’ εμάς από τον Θεό να γνωρίζουμε ούτε μία ώρα πέραν της παρούσης ώρας τι θα γίνει. Οπότε σε τέτοιου είδους πειρασμό να λέγουμε: «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου».

Ο εκ των όπισθεν πειρασμός.


Πειραζόμαστε εκτων όπισθεν όταν οι δαίμονες μας ενοχλούν στον νου μας με αυτά τα έργα που κάναμε στο παρελθόν, όταν είμασταν παιδιά ή νέοι και με τις αμαρτίες που κάναμε. Η μνήμη μας πολύ συχνά βοηθεί την φαντασία μας στα κακά που κάναμε, προπαντός όταν περάσαμε την ζωή μας χωρίς προσπάθεια για την φρούρηση και κάθαρση του νου με την νοερά προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλό».

Οι Πατέρες λέγουν ότι τόσο ανόητη είναι η φαντασία, ώστε εάν ένας άνθρωπος αντίκρισε στην νεότητα του μία ωραία γυναίκα με εμπάθεια και έλθει ο καιρός να πεθάνει αυτή και ίδει την νεκροκεφαλή της, εν τούτοις η φαντασία του, του υπενθυμίζει το ωραίο πρόσωπο της, όταν ζούσε. Γι’ αυτό ονόμασαν οι Πατέρες την φαντασία «γέφυρα του διαβόλου», επειδή καμιά αμαρτία δεν περνά από τον νου και την αίσθηση παρά μόνο από την γέφυρα της φαντασίας. Οπότε, Πατέρες και αδελφοί, για να νικήσουμε στον πόλεμο αυτό, έχουμε μεγάλη ανάγκη από την νοερά εγρήγορση και προσοχή, την μνήμη του θανάτου, των βασάνων της κολάσεως και της ακαταπαύστου νοερής προσευχής.

Ο εκ των έσω πειρασμός.

Πειραζόμαστε από μέσα μας με τον ερεθισμό των παθών, τα οποία εξέρχονται από την καρδιά μας, κατά τον λόγο του Σωτήρος, που λέγει: «εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. 15,19). Η Αγία Γραφή μας λέγει ότι «βαθεία είναι η καρδία παρά πάντα» (Ίερεμ. 17,9), επειδή απ’ αυτή πηγάζουν όλες οι κακίες στον άνθρωπο που δεν την φυλάγει με την προσευχή και την μετάνοια, αλλά και απ’ αυτή πηγάζουν πάλι, όλες οι αρετές σ’ αυτόν που την καθαρίζει με τα δάκρυα της μετανοίας και την συντριβή. Οπότε απαλλασσόμεθα από τα πάθη της καρδίας μας με την ακατάπαυστη προσευχή και τα δάκρυα της μετανοίας.

Ο εκ των έξω πειρασμός.

Προέρχεται από τα πάθη, τα οποία εισέρχονται στην ψυχή μας από τις πέντε αισθήσεις ή όπως ονομάζονται τα παράθυρα της ψυχής, για τις οποίες ο προφήτης Ιερεμίας λέγει: «ανέβη θάνατος διά των θυρίδων υμών» (9, 21). Αυτές οι πέντε αισθήσεις είναι τα πέντε ζεύγη βοών με τα οποία ζούμε στην κακία και εμπάθεια και δεν θέλουμε να πάμε στο Δείπνο που μας καλεί ο Μέγας Βασιλεύς (Λουκ. 14,19). Οπότε η απόκρουση απ’ αυτά τα πάθη γίνεται με την πολυχρόνια νήψη του νου, την ακατάπαυστη προσευχή, την συντριβή της καρδίας και με το να ζητάμε με πόνο και μετάνοια την βοήθεια του Κυρίου.

Εν κατακλείδι, παρακαλώ με ταπείνωση, Πατέρες και αδελφοί, να βοηθήσετε και εμένα τον αμαρτωλό και αδιάφορο για την σωτηρία μου, με την προσευχή σας, ώστε να αισθανθώ τουλάχιστο εντροπή για τα ανωτέρω λόγια πού σας είπα και έτσι να ξυπνήσω και εγώ από την αναισθησία μου και να καλώ το Όνομα του Κυρίου μας για βοήθεια μου. Αμήν.

από savvasm


Πότε δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Βίβλος &επιστήμη

$
0
0
Η ηλικία του ανθρώπινου γένους. Αδάμ & Παλαιοντολογία. Η χρονολογια της Βίβλου.

«Ως προς την ηλικία του ανθρωπίνου γένους, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ο υπολογισμός αυτής επαφίεται στην ελεύθερη έρευνα της επιστήμης και της θεολογίας. Και αυτό διότι στη Βίβλο δεν αναφέρεται ξεκάθαρα και σαφώς ένας ορισμένος αριθμόςγια αυτήν, αλλά εικάζεται αυτός από τους ερμηνευτές σύμφωνα με τις εγκατεσπαρμένες σε αυτήν χρονολογίες και τους γενεαλογικούς πίνακες. 

Δεδομένου όμως, ότι και κατά την μεταβίβαση μέσω της ζωντανής παράδοσης, αλλά και κατά την αντιγραφή των χειρογράφων επόμενο ήταν είτε κακώς να διαβαστούν είτε και να εκπέσουν κάποιες χρονολογίες ή ονόματα γεναρχών, φυσικό ήταν να προκύψουν διαφορές όχι μόνο στους υπολογισμούς των ερμηνευτών, αλλά και στους ίδιους τους αριθμούς που γράφονται στα διάφορα αντίγραφα.

Και ως προς μεν τους υπολογισμούς των ερμηνευτών, είναι αρκετό να πειστεί κάποιος για τοπόσο επισφαλείς είναι αυτοί, όταν λάβει υπ’ όψιν, ότι αριθμήθηκαν περισσότεροι από διακόσιους υπολογισμούς, που δεν συμφωνούν μεταξύ τους, αλλά από τους οποίους ο μεν μετριότερος ανεβάζει το από την δημιουργία μέχρι τη γέννηση του Χριστού διάστημα σε 3483, ο δε περισσότερο εξογκωμένος σε 6984 έτη. Διαφορά δηλαδή 35 ολόκληρων αιώνων. 

Όσον δε αφορά στις ενδείξεις από τα ίδια τα κείμενα και αντίγραφα, πόσο ασύμφωνες είναι και αυτές, αντιλαμβάνεται κάποιος, όταν πληροφορηθεί, ότι κατά μεν το Εβραϊκό πρωτότυπο και την Βουλγάτα το από Αδάμ μέχρι του Νώε χρονικό διάστημα ανέρχεται σε 1656 έτη, ενώ κατά το Σαμαρειτικό κείμενο φτάνει στα 1307 έτη, κατά δε τους Ο΄(=Εβδομήκοντα μεταφραστές) στα 2242-2262 έτη. Ομοίως και το από τον κατακλυσμό μέχρι τον Αβραάμ χρονικό διάστημα κατά μεν το Εβραϊκό συστέλλεται σε 290 έτη, ενώ κατά το Σαμαρειτικό ανεβαίνει στα 940 έτη και κατά τους Ο΄ αυξάνεται σε έτη 1170!

Έτσι μεταξύ των δύο επισήμων μεταφράσεων που χρησιμοποιούνται σε ολόκληρη την Εκκλησία, δηλαδή στην Βουλγάτα και σε αυτήν των Ο΄προκύπτει διαφορά η οποία σύμφωνα με τους Guibert και Chinchole κυμαίνεται μεταξύ 1200-1500 ετών (Les origines, σελ. 451).

Από την αντίθετη όμως πλευρά πρέπει να σημειωθεί, ότι και οι ογκώδεις αριθμοί, που ανεβαίνουν μέχρι 300.000 ετών από κάποιους, στους οποίους κάποιοι από τους νεώτερους υπολογίζουν την ηλικία του ανθρωπίνου γένους, δεν είναι απαλλαγμένοι αδικαιολόγητης υπερβολής, στην οποία παρασύρθηκαν από την πρόδηλη προσπάθεια να κατασκευάσουν την ιστορία της ανθρωπότητας με μορφή, από την οποία θα έχει εκβληθεί κάθε υπερφυσικό στοιχείο για να παραχωρηθεί η θέση του σε ασύστατες και ρομαντικές επινοήσεις της φαντασίας.

Πάντως το από τη Γραφή βεβαιούμενο, ότι ο άνθρωπος είναι ο νεώτερος της γης κάτοικοςπου εμφανίστηκε σε αυτήν, μετά την εμφάνιση ολόκληρου του φυτικού και του ζωικού βασιλείου, αποτελεί αλήθεια, που επιβεβαιώθηκε και από τις ίδιες τις φυσικές επιστήμες, και έγινε δεκτή και από αυτούς τους οπαδούς της άκρας φυσιοκρατίας και του μονισμού». (Π.Ν. Τρεμπέλα Δογματική τόμος Α σελ. 466-467με ελαφρώς παραλλαγμένη τη γλώσσα, πιο κοντά στην νεοελληνική, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Η ηλικία του ανθρώπινου γένους. Αδάμ & Παλαιοντολογια. 
Η χρονολογία της Βίβλου.

«Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, ότι η Βίβλος είναι κυρίως κώδικας θείων αληθειών. Δεν έχει συνεπώς χαρακτήρα επιστημονικού συγγράμματος, ούτε είναι καθ’ αυτό ιστορικό βιβλίο.Οι συγγράψαντες αυτό θεόπνευστοι άνδρες δεν κινούνταν ούτε από ιστορικό ενδιαφέρον, σαν αυτό που εκίνησε τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Τάκιτο κλπ. στη συγγραφή των ιστοριών τους, αλλά ούτε και από οποιοδήποτε επιστημονικό ενδιαφέρον, ώστε να αξιώνει κάποιος από τις σελίδες της Βίβλου πληροφορίες επιστημονικές, σαν αυτές που συναντιούνται στα συγγράμματα της Παλαιοντολογίας και Γεωλογίας και Προϊστορίας. 

Το ενδιαφέρον το κινήσαν τους συγγραφείς της Βίβλου ήταν αποκλειστικά και μόνο θρησκευτικό…

Για αυτό και δεν αναφέρεται σαφώς στη Βίβλο ένας ορισμένος αριθμός, ο οποίος και να προβάλλεται ότι εκπροσωπεί ξεκάθαρα την ηλικία του ανθρώπινου γένους. Απλώς και μόνο στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν εγκατεσπαρμένες κάποιες χρονολογίες και γενεαλογικοί πίνακες, και με άθροιση των χρονολογιών αυτών και με υπολογισμούς επί τη βάση των γενεαλογικών πινάκων συνήγαγον οι ερμηνευτές πάντοτε κατ’ εικασίανκάποια χρονολογία γενικότερη. Αλλά οι υπολογισμοί αυτοί, καθώς παρατηρεί ο Guibert, διαφέρουν μεταξύ τους ουσιωδώς και παρουσιάζονται ποικίλλοι, αφού είναι άλλοι σε άλλους.

Εικασίες ανθρώπινες δεν μπορούν να διεκδικήσουν υπέρ εαυτών το ανεπισφαλές και αλάθητο, το οποίο αποδίδουμε μόνο στη Βίβλο, όχι όμως και στις εξηγήσεις του κειμένου της, τις οποίες φιλοπονούν άνθρωποι υποκείμενοι σε πλάνη. Έτσι αριθμήθηκαν πάνω από διακόσιοι τέτοιοι υπολογισμοί, που δεν συμφωνούν μεταξύ τους… (Υποσημείωση: Ιδού τι ο Mangenot, στο άρθρο του  Chronologie Biblique, στο F. Vigouroux, Dictionaire de la Bible τόμ. 2Α σελ. 718-720 παρατηρεί σε σχέση και με τη θεοπνευστία της Βίβλου.  

«Βεβαίως οι ιεροί συγγραφείς έγραψαν υπό τη θεία έμπνευση χρονολογίες και έδωσαν δεδομένα χρονολογικά, τα οποία είχαν εμπνευστεί από το Θεό και συνεπώς δεδομένα ακριβή. Οι πληροφορίες όμως αυτές, οι οποίες αποτελούσαν μέρος της θείας αποκάλυψης, θα αποτελούσαν μία χρονολογία αποκεκαλυμμένη, εάν ήταν βέβαιο, ότι οι υπό την θεία έμπνευση συγγραφείς ήθελαν να καταστήσουν γνωστή την ηλικία του κόσμου και την σειρά την τακτική των χρόνων στο Ισραήλ και αν αποσκοπούσαν να δείξουν όλες τις αναγκαίες χρονολογίες.

Κάποιοι αναμφίβολα είχαν το σχέδιο να καθορίσουν χρονολογικά την εποχή των συμβάντων, τα οποία αφηγούνταν, δεν είχαν όμως όλοι την φροντίδα αυτή, και οι χρονογράφοι διαπιστώνουν στα συγγράμματά τους πολλά κενά ή απλές προσεγγίσεις χρονολογικές. Η Βίβλος λοιπόν εμπεριέχει χρονολογικά δεδομένα ατελή ή ανεπαρκή για να σχηματίσει κάποιος χρονολογία αποκεκαλυμμένη και βέβαιη. Και θα μπορούσε μεν κάποιος να τις συναρμόζει συστηματικά. Ο υπολογισμός όμως, ο οποίος θα συνάγεται από αυτόν, θα είναι προβληματικός και ίσως πλανημένος»…

«Εξάλλου οι αριθμοί της Βίβλου δεν έφθασαν σε μας στην αρχική τους ακεραιότητα και οι χρονολογίες παρουσιάζονται σε μας με τέτοιες παραλλαγές ώστε η κριτική είναι ανίσχυρη να αποκαταστήσει με βεβαιότητα το αρχικό κείμενο. Αυτή η πρόδηλη αλλοίωση των χρονολογιών αυξάνει ακόμη την αβεβαιότητα των χρονολογικών υπολογισμών. Το ιερό κείμενο δεν καθορίζει χρονολογικά την αρχή του ανθρώπου κατά τρόπο κατηγορηματικό και ακριβή. Πουθενά δεν λέει: ο Αδάμ δημιουργήθηκε σε αυτήν την χρονολογία.Η χρονολογία αυτή είναι το αποτέλεσμα του υπολογισμού όλων των χρονολογικών ενδείξεων, οι οποίες βρίσκονται στην Π.Δ.. Υπολογίζοντας λοιπόν τα ίδια δεδομένα και χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους οι διάφοροι χρονολόγοι κατέληξαν σε αριθμούς πολύ διαφορετκούς»….
 
Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε από τις παραπάνω παρατηρήσεις, είναι, ότι όχι μόνο καθίσταται αδύνατο κατά την παρατήρηση του Vigouroux  «στην παρούσα κατάσταση του κειμένου της Γένεσης να γνωρίσουμε τους αληθινούς αριθμούς που γράφτηκαν από τον Μωϋσή» (Les livres saints et la critique rationaliste,Paris 1891, τόμ 3 σελ. 470), αλλά και γενικότερα, ότι η Αγία Γραφή αφήνει τελείως αβέβαιη την χρονολογία της δημιουργίας του ανθρώπου. Στο συμπέρασμα αυτό είχαν οδηγηθεί οι ερμηνευτές της Βίβλου πολύ πριν ακόμη από τους υπολογισμούς των νεώτερων επιστημόνων τεθεί ζήτημα για την ηλικία του ανθρώπινου γένους. Ήδη αυτός ο Ιερώνυμος γράφοντας προς τον Βιτάλιο (Epist. 72 ad Vitalem, Migne L. 22,676) παρατηρεί ότι τέτοια ασυμφωνία υπάρχει μεταξύ των αριθμών της Βιβλικής χρονολογίας, ώστε αυτός που σε τέτοια ζητήματα αναμιγνύεται θα παρουσιαζόταν όχι σπουδαίος, αλλά ματαιόσχολος άνδρας.

Κατά δε τον 17ο αιώνα ο P. Peteauσημείωνε τα εξής: «Δεν υπάρχει κάποιο μέσο, για να γνωρίσουμε, σε ποια χρονολογία έλαβε χώρα η δημιουργία και θα χρειαζόταν κάποια ειδική αποκάλυψη του Θεού, για να μάθουμε αυτήν. Βρίσκονται λοιπόν στην πλάνη όσοι όχι μόνο τολμούν με ακρίβεια να ορίζουν αυτήν, αλλά και με αγερωχία φέρονται προς εκείνους, οι οποίοι νομίζουν, ότι μπορούν να προσθέσουν ή αφαιρέσουν από τους υπολογισμούς τους».
 
Όσον δε αφορά στις αξιώσεις και τους υπολογισμούς  των νεωτέρων, σωστά ο Vigoroux παρατηρεί σε αυτούς: «Στηρίξτε εσείς οι επιστήμονες πάνω σε στερεές αποδείξεις την αρχαιότητα του ανθρώπου και των αρχαίων λαών, και η Βίβλος τίποτα δεν θα σάς αντιλέξει. Οι γενεαλογίες της Γένεσης πιθανότατα δεν είναι πλήρεις.Δεν μπορούν λοιπόν να χρησιμεύσουν ως βάση βέβαιη στη χρονολογία. Η Γραφή δεν προτίθεται να μάς διδάξει με τρόπο άμεσο για την ακριβή χρονολογία του ουρανού και της γης, ούτε για αυτήν των πρώτων μας προγόνων»…

… Όπως διαπιστώνεται και από τη συμφωνία έγκυρων ερμηνευτών της Βίβλου, ιδιαίτερα από τους συγχρόνους, καμία χρονολογία για την ηλικία της ανθρωπότητας δεν προβάλλεται σε μας από αυτήν περιβεβλημένη το κύρος της θείας Αποκάλυψης. Η από αυτό προερχόμενη ελευθερία στις έρευνές μας είναι σπουδαιότατη. Διότι αφ’ ενός μεν η επιθυμία τού να βρεθεί η Βίβλος ότι σφάλλει δεν άφησε ανεπηρέαστο το πνεύμα εκείνων, οι οποίοι απέδιδαν στην ηλικία του ανθρώπου μία μυθώδη αρχαιότητα. Αφ’ ετέρου όμως η προκατάληψη τού να υποστηριχτεί μία παλαιά της Γραφής ερμηνεία ωθούσε αναμφίβολα τους Χριστιανούς επιστήμονες στο να δέχονται, παρά τα επιστημονικά δεδομένα, αριθμούς ηλικίας του ανθρωπίνου γένους πολύ μικρούς….

… Δεδομένου τέλος, ότι η αυθεντία και αλήθεια της Βίβλου δεν συνδέεται διόλου με το ζήτημα αυτό, δεν έχουμε κανένα λόγο να απορρίπτουμε εκ προτέρου αριθμούς, τους οποίους μία σοβαρή επιστημονική έρευνα θα μπορούσε βάσει όχι υποθέσεων και αορίστων εικασιών, αλλά πραγματικών τεκμηρίων να μας προτείνει για την αρχαιότητα του ανθρώπου. Εάν όμως η Παλαιοντολογία δεν μας προσαγάγει σοβαρές ενδείξεις, που πείθουν ότι ο άνθρωπος ανεφάνη επί της γης σε πολύ αρχαιότερους χρόνους, τίποτα πλέον δεν μάς αναγκάζει να παραδεχτούμε, ότι η ηλικία της ανθρωπότητας ανέρχεται στις μυριάδες των ετών, τις οποίες πολλοί των εξελικτικών κατ’ εικασίας ιδίας υπολογίζουν». (Π.Ν. Τρεμπέλα Απολογητικαί Μελέται τόμος Γ σελ. 259-279 αποσπάσματα, με ελαφρή παραλλαγή στη γλώσσα, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Η Μεμετριασμένη Εξελιξιαρχία & η Δημιουργία του ανθρώπου.

Ζητείται ήδη ποια θα μπορούσε να είναι η προς δημιουργία του ανθρώπου ειδική παρέμβαση του Θεού; Και ερωτάται: Εάν η άκρα εξελιξιαρχίαδεν μπορεί να εξηγήσει την επί γης εμφάνιση του ανθρώπου, άραγε η μεμετριασμένη ή πνευματοκρατικήτοιαύτη (evolutionisme modere ou spiritualiste) δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την περί δημιουργίας του ανθρώπου εκδοχή που επιβάλλεται από τα πράγματα και εκζητείται από την Αγία Γραφή;

Κάποιοι από τους ρωμαιοκαθολικούς συγγραφείς υιοθέτησαν εξηγήσεις που βασίζονται πάνω στις προϋποθέσεις της μεμετριασμένης εξελιξιαρχίας και όσον αφορά στη διαμόρφωση μόνο του ανθρωπίνου σώματος που απομακρύνου περισσότερο η λιγότερο την άμεση επέμβαση του δημιουργού.

Μεταξύ των πρώτων ο Γεώργιος Mivart, ευσεβής φιλόσοφος και βιολόγος στην Αγγλία, σε κάποιο μικρό τόμο τιτλοφορούμενο «η Γένεσις του είδους» που δημοσιεύτηκε το 1870υποστήριξε, ότι «δεν είναι καθόλου αναγκαίο να παραδεχτεί κάποιος στην παραγωγή του ανθρωπίνου σώματος κάποια ενέργεια διαφορετική στη φύση από εκείνην, η οποία συνετέλεσε την παραγωγή του σώματος των άλλων ζώων και του υλικού σύμπαντος ολοκλήρου» (στη σελίδα 282 στο Zahm, L’ evolution et le dogme τόμ. ΙΙ σελ. 228). 

Σύμφωνα με την από τον Mivart υποστηριχθείσα εκδοχή σε ζώο άλογο που βρισκόταν στην ύψιστη βαθμίδα της ζωικής εξέλιξης, και που προήλθε από μακραίωνη προοδευτική εξέλιξη με την ενέργεια των εξελικτικών δυνάμεων πάνω στις κατώτερες μορφές της ζωής, ενέπνευσε ο Θεός το πνεύμα της ζωής και προήλθε από αυτό ο άνθρωπος που έγινε εις ψυχήν ζώσαν. Συνεπώς κατά την υπόθεση αυτή ο Θεός δημιούργησε άμεσα μόνο την ψυχή του ανθρώπου, το σώμα του όμως, αν και έμμεσα και αυτό από το Θεό έχει την προέλευση, άμεσα όμως οφείλει την διαμόρφωση του στους υπό του Θεού τεθέντας νόμους, τους κατευθύνοντας την εξέλιξη (Στο Zahm στο ίδιο σελ. 232) .

Κατά της θεωρίας αυτής του Mivart εκδηλώθηκε ολόκληρος σχεδόν ο καθολικός τύπος, ο οποίος και στον παλαιό και στο νέο κόσμο επέκρινε δριμύτατα αυτήν, σε πλείστες δε περιπτώσεις ο Mivart χαρακτηρίστηκε απερίφραστα ως αιρετικός. Στην Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία η θεωρία αυτή αποκηρύχτηκε σφοδρότατα, εξεφράσθη δε επανειλημμένως η ευχή, όπως το βιβλίο του Mivart καταριθμηθεί στον πίνακα των απαγορευμένων βιβλίων. Τοσούτω δε μάλλον, όσο η εν Κολωνία επαρχιακή σύνοδος, που συνήλθε το 1860είχε αποκηρύξει την από εξέλιξη παραγωγή του σωματικού οργανισμού των πρωτοπλάστων, διακηρύξασα σαφώς και ρητώς, ότι «οι πρωτόπλαστοι δημιουργήθηκαν άμεσα από το Θεό» (Primi parentes a Deo immediate conditi sunt») (Tit. IV C. XIV,Στο de Sinety,Transformisme D’ Ales οπου παραπάνω τόμ. 4 στήλη 1844). Παραδόξως όμως όταν το βιβλίο απεστάλη στη Ρώμη, όχι μόνο δεν αποκηρύχτηκε, αλλά ούτε καν ζητήθηκε για αυτό κάποια εξήγηση, τελείως μάλιστα αντιθέτως ο Πάπας Πίος ο Θ΄ανεκήρυξε τον Mivart διδάκτορα της φιλοσοφίαςκαι ο τίτλος του διδάκτορος επιδόθηκε σε αυτόν επίσημα από τον καρδινάλιο του Westminster (Zahm όπου πριν σελ. 229-230).

Την θεωρία αυτή του Mivart διατύπωσε επί το μετριότερον και οκαρδινάλιος Gonzalez (Στο εν έτει 1892 δημοσιευθέν σύγραμμά του La Biblia y la scientia). Κατά την διατύπωση αυτή αντί να υποστηρίξει κάποιος, ότι το ανθρώπινο σώμα εξελίχθηκε πλήρως από τον πίθηκο, ενδείκνυται να βεβαιώνει, ότι υπήρξε αυτό εν μέρει μόνο προϊόν εξέλιξης αυτόματης, συμπληρώθηκε όμως έπειτα η πλήρης διαμόρφωσή του με ά μ ε σ η του Θεού επέμβαση. Η εξέλιξη προήγαγε τον κτηνώδη οργανισμό μέχρι κάποιου σημείου, αλλά δεν ήταν δυνατόν να καταστήσει αυτόν κατάλληλο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να εισδεχτεί την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό έγινε με τελειοποίηση, την οποία άμεση δημιουργική επέμβαση του Θεού προσέδωσε.

Με άλλα λόγια, ενώ ο Mivart παραδεχόταν, ότι το σώμα του Αδάμ πήρε μορφή έ μ μ ε σ α από το Θεό, που ενήργησε αποκλειστικά και μόνο με αιτίες δευτερεύουσες και τελείως φυσικές, σύμφωνα με τον Gonzalezη διαμόρφωση αυτή έγινε κατ’ αρχάς μεν ενεργήσαντος του Θεού ε μ μ έ σ ω ς με τη χρησιμοποίηση δευτερευόντων αιτίων, έπειτα όμως και με ά μ ε σ η επέμβαση κατά την τελική και οριστική διαμόρφωση του ανθρώπινου οργανισμού (στο Zahm όπου πριν σελ. 237-239).

Κατά τον ίδιο περίπου χρόνο στο καθολικό συνέδριο των Παρισίων το 1891 ο Hulst, διευθυντής του καθολικού Ινστιτούτου των Παρισίων διακήρυττε, ότι «η αυστηρή ορθοδοξία δεν επιβάλλει άλλα όρια στις υποθέσεις για την μετάμειψη παρά μόνο το δόγμα της άμεσης δημιουργίας της ανθρώπινης ψυχής από το Θεό. Πέραν τούτου, εάν υπάρχουν παραλογισμοί στις υποθέσεις αυτές, πρέπει να καταπολεμιούνται με επιστημονικά επιχειρήματα» ( Στο Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 391…).
Λίγο όμως πιο πριν η συμπεριφορά της Ρώμης υπήρξε τελείως διαφορετική απέναντι στον δομινικανό Leroy, ο οποίος σε σύγγραμμά του, με τον τίτλο «L’ evolution restreinte aux especes organiques» που δημοσιεύτηκε το 1887, με πολλή επιφύλαξη εξέφρασε τη γνώμη, ότι μπορεί να γίνει δεκτή ως υπόθεση, ότι το ανθρώπινο σώμα προήλθε από εξέλιξη. 

Είναι δηλαδή πιθανόν, ότι ο Θεός δημιουργώντας τον Αδάμ δεν χρησιμοποίησε άμεσα χώμα από τη γη, αλλά με μόνη την εμφύσηση λογικής ψυχής μεταμόρφωσε σε άνθρωπο κάποιο ζώο ανθρωπόμορφο, το οποίο διαμορφώθηκε με εξέλιξη που κατευθύνθηκε από τη θεια Πρόνοια σε σημείο, ώστε να πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο προς τον άνθρωπο. Παρά τις επιδοκιμασίες όμως, των οποίων παρ’ ορισμένων επιστημόνων έτυχε ο Leroy, δεν αποκηρύχτηκε μεν επισήμως το σύγγραμμά του, εκλήθη όμως αυτός να αποσύρει μεν αυτό από το εμπόριο, να αποκηρύξει δε δημόσια την σε αυτό διατυπωθείσα γνώμη του ταύτην (Guibert et Chinchole όπου πριν και…). Ομοίως και οι Zahm και Bonomelli, αποδεχθέντες την υπόθεση αυτή του Leroy, υποχρεώθηκαν να δώσουν επισήμως παρόμοιες εξηγήσεις (De Sinety στο ίδιο στηλη 1845).

Από την άλλη η Βιβλική επιτροπή του Βατικανούστην από 30 Ιουνίου 1909απόκρισή της, που επικυρώθηκε από τον Πάπα, απαγόρευσε να απομακρύνεται κάποιος από την γραμματική ερμηνεία του κειμένου της Γένεσης, καθ’ όσον αφορά στην ειδική δημιουργία του ανθρώπου και τον από τον άνδρα σχηματισμό της πρώτης γυναίκας (Στο ίδιο και Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 86).

Στην κατά το έτος 1950όμως εκδοθείσα εγκύκλιο Humani corporis από τον Πίο ΙΒ΄διακηρύττεται, ότι «το ζήτημα της αρχής του ανθρωπίνου σώματος είναι αντικείμενο ελεύθερης έρευνας για τις φυσικές επιστήμες και τη θεολογία», υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι «θα εξετάζονται επιμελώς οι λόγοι που προβάλλονται υπέρ και κατά της προέλευσης αυτού από ύλη ήδη ζωντανή».

Αυτά ως προς την στάση, την οποία έλαβε έναντι των σύμφωνα με την μεμετριασμένη εξελιξιαρχία διατυπωθεισών περί παραγωγής του πρώτου ανθρωπίνου οργανισμού γνωμών η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, η μόνη μεταξύ των εκκλησιών που αποφάνθηκε επίσημα εν προκειμένω.

Ρωμαιοκαθολικοί συγγραφείς μετέπειτα διατύπωσαν επί το συντηριτικότερον τις περί της καταγωγής του ανθρωπίνου σώματος εξελικτικές εκδοχές. Έτσι τονίστηκε ιδιαιτέρως, ότι η ψυχή, την οποία ο Θεός εμφύσησε στον Αδάμ μεταδίδοντας σε αυτόν συγχρόνως πνοή ζωής, δεν μπορεί κατ’ ουδένα λόγο να προέρχεται από εξέλιξη, αλλά οφείλεται σε άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Όσον δε αφορά στο σωματικό οργανισμό, η ιδέα, κατά την οποία πλάστηκε πρώτα ένα χοϊκό άγαλμα με όλα τα όργανα και αιμοφόρα αγγεία και μέρη, το οποίο έπειτα με την εμφύσηση σε αυτό ψυχής μεταβλήθηκε σε ζωντανό ανθρώπινο σώμα, δεν έχει σήμερα οπαδούς. 

Σύμφωνα με τον de Sinety μάλιστα ήδη αυτός ο Αυγουστίνοςεξ αφορμής της παχυλής κατά γράμμα ερμηνείας του κειμένου της Γένεσης, όπου οι συμβολικές εκφράσεις πλεονάζουν, παρήγγελε στους συγχρόνους του χριστιανούς να προσέχουν, για να μην υιοθετούν εκδοχές που προκαλούν το γέλωτα των απίστων (όπου πριν στήλη 1846).
Από την άλλη το να παραδεχτούμε, ότι το χώμα αυτό, για το οποίο μιλά η Γραφή, υπήρξε κάποιος οργανισμός από ζωντανή και όχι νεκρή ύλη, καταλήγει στο ίδιο. Διότι όχι μόνο για το σώμα του ανθρώπου, αλλά και για κάθε εν γένει ζωντανό οργανισμό θα μπορούσε εξίσου να λεχθεί, ότι προέρχεται από τη γη και στη γη θα επανέλθει. Κάθε ζωντανός οργανισμός είναι ύλη ζωντανή, χώμα κατεργασμένο, και συνεπώς, και αν ακόμη πούμε, ότι ο Θεός κατά τη δημιουργία του Αδάμ χρησιμοποίησε όχι χώμα αναίσθητο και χωρίς ζωή, αλλά ύλη ζωντανή, η διαφορά δεν είναι ουσιώδης.

Στην τοιαύτη όμως από τη ζωντανή ύλη διαμόρφωση του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού, για να είμαστε σε συμφωνία και με το γράμμα και με το πνεύμα της Γραφής, πρέπει να παραδεχτούμε άμεση την επιστασία της θείας Πρόνοιας, διότι μόνο με άμεση επέμβαση του Θεούθα μπορούσε κατά την τοιαύτη πορεία της εξέλιξης να προσλάβει τέλεια διαμόρφωση και να τελειοποιηθεί σε άνθρωπο αποκλειστικά και μόνο ένα ζευγάρι, από το οποίο προήλθαν ακολούθως όλοι οι άνθρωποι. Χωρίς την επέμβαση αυτή δεν εξηγείται, πώς με την εξέλιξη δεν προήλθαν περισσότερα ζεύγη και πώς από τα εξελιχθέντα μέχρι την ανθρώπινη βαθμίδα ανθρωποειδή κτήνη περισώθηκε μόνο ένα ζεύγος, ενώ τα υπόλοιπα πέθαναν. Είναι επίσης απαραίτητο κατά το χριστιανικό δόγμα να αποκλειστεί από την καταγωγή μας ο π ο λ υ γ ε ν ι σ μ ό ς, διότι χωρίς την από ένα πρωτόπλαστο ζεύγος κοινή όλων καταγωγή το περί προπατορικού αμαρτήματος δόγμα πλήττεται σε αυτήν τη βάση του (Δες de Sinety στο ίδιο στήλη 1845-1846).

Από την άλλη η άμεση του Θεού επέμβαση για δημιουργία του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού εκζητείται και από όσα η Βίβλος λέει για τη δημιουργία της γυναίκας. Κατά την αφήγηση της Βίβλου το σώμα της γυναίκας προήλθε από άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Θα δεχόμασταν λοιπόν για τη γυναίκα καταγωγή ευγενέστερη από την καταγωγή του άνδρα, ο οποίος σε αυτήν την πρώτη σελίδα της Γένεσης κηρύττεται κεφαλή και υπεροχότερος αυτής; Και θα υποστηρίζαμε, ότι ο μεν οργανισμός της γυναίκας προήλθε από τα χέρια του Δημιουργού, ενώ του άνδρα προήλθε από κάποιο άλογο κτήνος;

Η όλη άλλωστε αφήγηση της Γένεσης επιβάλλει να δεχτούμε, ότι ναι μεν ο πρώτος ανθρώπινος οργανισμός δεν έγινε από το μηδέν, αλλά από προϋπάρχουσα ύλη, πλην όμως τονίζεται από την αφήγηση αυτή σαφώς, ότι η προς διαμόρφωση του οργανισμού αυτού ενέργεια του Θεού δεν υπήρξε μία απλή φυσική συνδρομή της θείας Πρόνοιαςπου κατεύθυνε τις δευτερεύουσες αιτίες στην κανονική λειτουργία τους, αλλά έ κ τ α κ τ η θ ε ί α ε ν έ ρ γ ε ι απου υπερβαίνει τη φυσική δύναμη όλων των δευτερευουσών αιτιών (A. Farges, La vie et l’ evolution σελ. 328).

Σύμφωνα με αυτά και ο Fargesτονίζει ιδιαιτέρως, ότι η εξέλιξη από την οποία θα μπορούσε να προέλθει ο ανθρώπινος οργανισμός, πρέπει να χαρακτηριστεί όχι ως φυσική εξέλιξη, αλλά ως εξέλιξη υπερφυσική, που βρίσκεται πάνω από όλες τις δυνάμεις της φύσης και αποδίδεται σε μόνο το Θεό. Αυτού του είδους η εξέλιξη θα επεφύλασσε στο Θεό όχι μόνο την εμφύσηση της ανθρώπινης ψυχής στο ήδη διαμορφωμένο σε ανθρώπινο οργανισμό ανώτερο κτήνος, αλλά και αυτήν την ίδια τη διαμόρφωση και διάπλαση του οργανισμού αυτού, δεχόμενη αυτήν ως έργο θείο. (Π.Ν. Τρεμπέλα, Απολογητικαί Μελέται τόμος Γ σελ. 401-406, γλώσσα ελαφρώς παραλλαγμένη προς την νεοελληνική, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

ΠΗΓΗ



ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β - ΣΥΝΟΔΟΙ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (341) ΚΑΙ ΡΩΜΗΣ

$
0
0



                   34. ΣΥΝΟΔΟΙ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (341) ΚΑΙ ΡΩΜΗΣ (341)


Α. "Η συνοδική δραστηριότητα τών άρειανοφρόνων είχε πάντα διπλό σκο-πό: τήν καταδίκη τού 'Αθανασίου καί τών πιστών στό Σύμβολο τής Νίκαιας πρώτον καί τήν αποκατάσταση τοΰ 'Αρείου καί τών οπαδών του δεύτερον. 'Απέφευγαν δμως μέχρι τό 337, φοβούμενοι τόν Μ. Κωνσταντίνο, νά εργαστούν εύθέως γιά τήν ανατροπή τής Νίκαιας. Ή άνατροπή αύτή γινόταν άκόμη δυσκολότερη γιά τούς έξής λόγους: Οί ορθόδοξοι θεολόγοι καί δή ό 'Αθανάσιος είχαν εξαρθρώσει τήν απλοϊκή, άλλωστε, άρειανική θεολογία, ή όποία μέχρι τήν δεκαετία τού 360 δέν βρήκε ικανούς θεολόγους νά τήν άνανεώσουν δύο άπό τούς τρεις γιούς καί διαδόχους τοϋ Μ. Κωνσταντίνου, ό Κωνσταντίνος Β' ( + 340) καί ό Κώνστας Α' ( + 350) στήν Δύση, έδειχναν σεβασμό στήν Νίκαια κι εκτίμηση στόν 'Αθανάσιο, όπως άκρι- βώς συνέβαινε καί μέ τήν 'Εκκλησία τής Ρώμης ειδικά καί τής Δύσεως γενικά. Έάν κανείς προσθέσει σ' αύτά τήν έσωτερική άνάγκη καί τών ίδιων τών άρειανοφρόνων νά αύτοπροσδιοριστοΰν θεολογικά, μετά άπό τόσες έμ φανείς καί άφανεΐς μετανικαϊκές διεργασίες, κατανοεί πώς καί γιατί τό 341 άρχίζει νέα συνοδική έποχή, κύριο χαρακτηριστικό τής οποίας είναι ή σύν¬ταξη συμβόλων πίστεως. "Ολα όμως τά σύμβολα αύτά θά βρίσκονται σέ άναφορά πρός τό Σύμβολο τής Νίκαιας, άποφεύγοντας τελείως ή έρμηνεύ- οντας κατά βούληση τόν άποφασιστικό του όρο «όμοούσιον».

Ή σύνοδος 'Αντιοχείας πραγματοποιήθηκε στίς 6 'Ιανουαρίου τοΰ 341 (δχι τό καλοκαίρι τοϋ ίδιου έτους, δπως λέγεται συνήθως) μέ άφορμή τά εγκαίνια μεγάλης Βασιλικής, πού είχε θεμελιώσει ό Μ. Κωνσταντίνος. Εί¬χαν κληθεί επίσκοποι άπ' όλα τά μέρη τού άνατολικοϋ κράτους καί παρέ¬στησαν περί τούς 97 καί ό ϊδιος ό αύτοκράτορας Κωνστάντιος, πού τότε βρισκόταν στήν 'Αντιόχεια καί υποστήριζε μέ κάθε τρόπο τούς άρειανούς. Προήδρευσε μάλλον ό 'Αντιοχείας Πλακέντιος (334-341), άλλά ό Εύσέβιος Νικομήδειας καί οί περί αύτόν ήταν οί κατευθύνοντες. Οί τελευταίοι, λοι¬πόν, γιά τούς λόγους πού άναφέραμε προηγουμένως καί μέ τήν πίεση τών όλίγων ορθοδόξων στήν σύνοδο, όπως τοϋ Διανίου Καισαρείας τής Καπ¬παδοκίας, προχώρησαν στήν σύνταξη τεσσάρων διαδοχικών ομολογιών πί¬στεως, τίς όποιες ονομάζουμε γενικά σύμβολα. Ή διαδικασία αύτή είχε διάρκεια μηνών. Κύριο μέλημα τών συντακτών ήταν όχι μόνο νά πείσουν ότι δέν εΐναι άρειανοί, όπως τούς κατηγορούσαν, άλλά καί νά παρακάμ¬ψουν τό Σύμβολο τής Νίκαιας.
Ποία διαδικασία οδήγησε στά τέσσερα σύμβολα δέν γνωρίζουμε άκρι- βώς. 'Οποιαδήποτε όμως καί άν ήταν αύτή, μαρτυρεί τήν άμφιταλάντευ- ση, τήν άβεβαιότητα καί τήν άσυμφωνία τών συνοδικών. Φαίνεται ότι τό δεύτερο σύμβολο, πού άνοιγε τήν όδό πρός τόν όμοιουσιανισμό, είχε απο¬δοχή εύρύτερη στήν σύνοδο.
Πρώτο σύμβολο. (Ή σειρά τους, σύμφωνα μέ τόν 'Αθανάσιο, πού παρα¬θέτει καί τά τέσσερα σύμβολα). Πρόκειται μάλλον γιά μέρος τής 'Επιστο¬λής τής συνόδου πρός τόν Ρώμης 'Ιούλιο, τόν όποιο ήθελε νά πείσει ότι τά μέλη της δέν είναι οπαδοί τοΰ 'Αρείου. Τό κείμενο είναι σύντομο καί περιλαμβάνει έμμεση κατάφαση τής άιδιότητας τοϋ Υίοϋ, διότι τόν χαρα¬κτηρίζει «συνόντα τφ γεγεννηκότι αύτόν Πατρί», καί τής αιωνιότητας τής βασιλείας του (κατά τοϋ Μαρκέλλου 'Αγκύρας, πού έθετε τέλος στήν βα¬σιλεία τού Χριστοϋ).
Δεύτερο σύμβολο. Στήν 'Αντιόχεια ό Διάνιος Καισαρείας τής Καππαδο¬κίας έφθασε συνοδευόμενος άπό τόν ίκανό διαλεκτικό καί πρώην άκραΐο άρειανόφρονα Άστέριο τόν Σοφιστή (+ 341/2). Αύτός, λοιπόν, σέ άποσπά- σματά του έχει διατυπώσεις ανάλογες μέ μερικές τοϋ δευτέρου συμβόλου, γεγονός πού οδηγεί στήν άποψη ότι αύτός είναι άπό τούς κύριους συντά¬κτες τοϋ συμβόλου τούτου. Συγχρόνως παλαιά παράδοση συνδέει τό σύμ¬βολο τούτο μέ τόν μάρτυρα Λουκιανό, γιά τόν όποιο πάντως δέν γνωρίζουμε άρκετά. Τό παρόν σύμβολο προϋποθέτει ήμιαρειανισμό καί άντισαβελλια- νισμό μέ άντιμαρκελλιανισμό. Τά άποφασιστικά του στοιχεία είναι ότι ό- μολογεΐ τόν Υίό «άτρεπτόν τε καί άναλλοίωτον, τής θεότητος ούσίας τε καί βουλής... τοϋ Πατρός άπαράλλακτον εικόνα», ότι άναγνωρίζει διακε¬κριμένες τρεις ύποστάσεις («τή μέν ύποστάσει τρία, τή δέ συμφωνία έν») καί δτι άποκλείει τήν χρονικότητα στήν γέννηση τού Υίοΰ. Γιά πρώτη φο¬ρά στούς κόλπους τών άρειανοφρόνων γίνεται δεκτή ή σχέση ούσίας τοϋ Υίοϋ πρός τόν Πατέρα καί μπορούμε νά μιλήσουμε γιά πρώιμους όμοιου- σιανούς, οί όποιοι βέβαια προέρχονταν άπό άρειανικούς κύκλους, όπως π.χ. ό Γεώργιος Λαοδικείας.
Τρίτο σύμβολο. Πρόκειται γιά προσωπική ομολογία πίστεως, πού ύπέ- βαλε ό Τυάνων (Καππαδοκίας) Θεοφρόνιος πρός τήν σύνοδο, τά μέλη τής όποιας τήν προσυπέγραψαν. Διατηρείται ό άντιμαρκελλιανισμός καί απου¬σιάζουν οί κατά τοϋ άκραίου άρειανισμοΰ διατυπώσεις τού προηγούμενου συμβόλου.
Τέταρτο σύμβολο. Μάλλον όχι όλοι οί συνοδικοί, άλλά μερικοί πού έμει¬ναν μήνες μετά τήν έναρξη τής συνόδου (ώς είδος επιτροπής;) συνέταξαν νέο σύμβολο, τό όποιο άπέστειλαν στόν βασιλέα Κώνστα στά Τρέβιρα («εις τάς Γαλλίας») μέ τούς έπισκόπους Νάρκισσο, Μάρι, Θεόδωρο καί Μάρ¬κο. Είναι περίεργο δτι τώρα οί επίσκοποι άλλαξαν γνώμη. Κατασκεύασαν άλλο σύμβολο, πού δέν έχει τούς κρίσιμους θετικούς όρους τού δευτέρου καί μάλιστα έπιμένει στήν μία ύπόσταση Πατέρα καί Υίοϋ, ένώ συγχρό¬νως, γιά νά ικανοποιήσει τούς δυτικούς, καταδικάζει όσους έλεγαν ότι ό Υίός «...ήν ποτε ότε ούκ ήν».
Έπιστολή τής συνόδου τών Εγκαινίων πρός τόν 'Ιούλιο Ρώμης καί τούς δυτικούς χάθηκε, άλλά μνημονεύεται στήν άπάντηση - Έπιστολή τοϋ 'Ιουλίου.
Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περί τών έν Άριμίνφ καί Σελευκείρ συνόδων 22,3-25. ΒΕΠ 31, 307-310. Η. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, II 1, Berlin 1935-1941, σσ. 248-251. J. Ν. D. KELLY, Altchristliche Glaubensbekenntinisse. Geschichte und Theologie, Gottingen 1972\ σσ. 262-270. A. HAHN - G. L. HAHN, Bibliothek der Symbole..., Breslau 1897, σσ. 183-188. Ε. SCHWARTZ, Zur Geschichte des Athanasius: Nachrichten von kgl. Gesellschaft der Wissenschaften zu Gottingen, Phil. - histor. Klasse, 1911, σσ. 469-522. W. ELTESTER, Die Kirchen Antiochias im 4. Jahrhundert: ZNW 46 (1937) 254 έξ. W. SCHNEEMELCHER, Die Kirchweihsynode von Antiochien 341: Bonner Festgabe J. Straub..., Bonn 1977, σσ. 319-346.
Β. Τήν άνοιξη τοϋ 341 καί άφοϋ ή σύνοδος τών Εγκαινίων (341) στήν 'Αντιόχεια είχε στείλει Έπιστολή στόν 'Ιούλιο Ρώμης, συγκροτήθηκε στήν Ρώμη σύνοδος 50 περίπου έπισκόπων τής 'Ιταλίας καί όρθόδοξων άνατο- λικών, πού ήσαν έκεΐ εξόριστοι, μεταξύ τών όποιων βρίσκονταν ό 'Αθανά¬σιος, ό Μάρκελλος 'Αγκύρας καί άλλοι. Ό 'Ιούλιος, ώς εκπρόσωπος τής συνόδου, υπογράφει Έπιστολήν Διανίω καί Φλακίλλφ, Ναρκίσσφ, Εύσε- βίφ... καί τοις άπό Αντιοχείας γράψασιν ήμΐν... 'Εδώ μνημονεύονται καί άλλες έπιστολές τών ανατολικών πρός τόν 'Ιούλιο και τοϋ 'Ιουλίου πρός τούς άνατολικούς, οί όποιοι καί μέ τό τελευταίο τους γράμμα ζητούσαν άπό τούς δυτικούς ν' άναγνωρίσουν τήν καταδίκη τού 'Αθανασίου, τοϋ Μαρ¬κέλλου 'Αγκύρας καί όσων είχαν έκθρονιστεϊ άπό συνόδους άρειανοφρό¬νων. Ό 'Ιούλιος τόνιζε τόν σεβασμό στήν Σύνοδο τής Νίκαιας, στήν καταδίκη τοϋ 'Αρείου ώς αίρετικοϋ, στήν άθωότητα τών 'Αθανασίου καί Μαρκέλλου καί στήν άνάγκη συγκλήσεως γενικής καί νόμιμης συνόδου, πού θά έκρινε πρόσωπα καί πράγματα έκ νέου καί άντικειμενικά. Καί μο¬λονότι ύπέγραφε μόνος τήν 'Επιστολή, διευκρίνιζε, πρός άρση παρεξηγή¬σεων, ότι αύτά συνιστούν γνώμη όλων τών δυτικών («ει καί μόνος έπιστέλλω, άλλά πάντων γνώμην είναι ταύτην γινώσκετε»). Γι' αύτό καί παρατηρεί ότι oi άνατολικοί «έδει γραφήναι πάσιν ήμΐν, ϊνα ούτω παρά πάν¬των όρισθή τό δίκαιον... "Η άγνοεΐτε ( = οί άνατολικοί) δτι τοΰτο έθος ήν, πρότερον γράφεσθαι ήμΐν καί ούτως ένθεν όρίζεσθαι τά δίκαια»; Ή φράση «πρότερον γράφεσθαι ήμΐν» προϋποθέτει γενικά τούς δυτικούς, διότι, όταν ό 'Ιούλιος θέλει νά μιλήσει γιά τό πρόσωπο του, χρησιμοποιεί τόν ένικό ά- ριθμό ( = «μόνος άποστέλλω»). Οί δυτικοί έπρεπε νά γνωρίζουν «πρότερον», πρίν άποφασίσουν γιά θέματα γενικά οί άνατολικοί, ώστε «παρά πάντων» νά όρίζονται «τά δίκαια». Τό κείμενο άποτελεΐ έξαιρετικό δείγμα πιστότη¬τας στήν συνοδικότητα καί τονίζει τήν άνάγκη συνεννοήσεως μεταξύ 'Α¬νατολής καί Δύσεως.
Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, 'Απολογητικός Β' 21-35. ΒΕΠ 31, 65-77. Η. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, II 1, Berlin 1935-1941, σσ. 102-113.
35. ΑΣΤΕΡΙΟΣ Ο ΣΟΦΙΣΤΗΣ (341/2) πρώτος θεωρητικός τοϋ αρειανισμού
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Άστέριος γεννήθηκε στήν Καππαδοκία, μάλλον άπό έθνικούς ή καί 'Ιουδαίους γονείς, στό β' ήμισυ τοϋ Γ' αί. 'Απέκτησε πλούσια φιλοσοφική παιδεία, δίδαξε ρητορική καί άσκησε τό έπάγγελμα τοϋ συνηγόρου. Ό συροπαλαιστινός χώρος, στόν όποιο σπούδασε καί έδρασε, άσκησε βαθιά έπίδραση στήν πνευματική του πορεία. "Ε¬τσι τό ίουδαιοραββινικό κλίμα τοϋ προσέφερε πολλές έννοιες, μορ¬φές, παραστάσεις καί εικόνες, ένώ ό χριστιανισμός τόν κέρδισε στούς κόλπους του όριστικά. Τό έπάγγελμά του ό Άστ. άσκησε και μετά τήν μεταστροφή του, πού ίσως οφείλεται στόν μάρτυρα Λουκιανό (+ 312), τόν όποιο άκουσε στήν 'Αντιόχεια καί τοΰ όποιου τής διδα¬σκαλίας έγινε φορέας.
Στόν διωγμό τοϋ Μαξιμιανοϋ (303/4) συνελήφθη, άλλά θυσίασε στά είδωλα καί άφέθηκε έλεύθερος. Τό γεγονός αύτό τόν άπέκλεισε άπό τίς τάξεις τοϋ κλήρου, άλλά δέν τόν έμπόδισε νά άναμιχτεΐ στίς θε¬ολογικές συζητήσεις καί μάλιστα νά γίνει ό θεωρητικός τοΰ αρειανι¬σμού, τόν όποιο υπεράσπισε ώς περιοδεύων λαϊκός διδάσκαλος μεταξύ Καππαδοκίας καί 'Αλεξανδρείας καί δή στήν Συρία (μέ κέν¬τρο τήν Αντιόχεια) καί τήν Παλαιστίνη.
Ενωρίς οί άρειανόφρονες είδαν στόν Άστ. τόν πρώτο σχεδόν λό¬γιο, πού θά μπορούσε νά στηρίξει θεολογικά τίς άπόψεις τους. ΓΓ αύτό τοϋ ζήτησαν νά γράψει καί νά τούς βοηθήσει μέ έπιχειρήματα. Ό Άστ. άνταποκρίθηκε μέ τό συνοπτικό έργο του «Συνταγμάτιον», πού είναι καί τό πρώτο θεωρητικοθεολογικό έργο τοϋ άρειανισμοΰ, γραμμένο ίσως πρίν τό 325.
Θεμέλιο τής διδασκαλίας του είναι ότι ό Υίός «έκτίσθη» καί δέν έχει σχέση μέ τήν φύση τοΰ Θεοΰ Πατέρα. Διευρύνει όμως τήν άρεια- νική αύτή άποψη καί τής προσφέρει νέα επιχειρήματα. Προτείνει γιά τόν Πατέρα τόν άγραφο (μή βιβλικό) όρο «άγένητος» («άγένητον εί¬ναι τό μή ποιηθέν, άλλ' άεί όν»: Αθανασίου, Κατά Άρειανών Α', 30) καί γιά τόν Υίό τόν όρο «γενητός». "Ετσι απέφυγε κατά τόν Α¬θανάσιο (Α' 32) τούς όρους «έξ ούκ όντων» καί «ήν ποτε ότε ούκ ήν», οί όποιοι συνάντησαν έντονη άντίδραση. Ή έπιμονή τών ορθο¬δόξων στήν «άληθινή» υίότητα τοΰ Υίοΰ, δηλ. στήν φυσική σχέση του μέ τόν Πατέρα, τόν όδηγεΐ σέ νέα θεωρία. Ό Μονογενής, δηλ. τό πρώτο καί «μόνο» κτίσμα πού ό Πατέρας δημιούργησε «μόνος», ονομάστηκε Υιός, όχι έπειδή γεννήθηκε άπό τόν Πατέρα, άλλά ένε¬κα τών άνθρώπων, τούς όποιους ό Μονογενής δημιουργεί καί οί ό¬ποιοι μετά υίοποιοΰνται. "Οπως ακριβώς ονομάστηκε «Λόγος» ένεκα τών «λογικών» κτισμάτων του καί «σοφία» ένεκα τών «σοφιζομέ- νων» άνθρώπων:
«ού διά τήν έκ Πατρός γέννησιν καί διά τό ίδιον τής ούσίας υίός έστιν, άλλά διά τά λογικά λόγος καί διά τά σοφιζόμενα σοφία και διά τά δυναμούμενα δύναμις λέγεται, πάντως που καί διά τούς υϊοποιουμένους υίός έκλήθη» ('Αθανασίου, Κατά Άρεια¬νών Β' 38).
Οί θεολογικές λύσεις τοΰ Άστ. άσκοΰσαν μεγάλη γενικά έπίδρα- ση καί γι' αύτό άνάγκασαν τόν Αθανάσιο νά άσχοληθεΐ εύρύτατα μέ αύτές στό έργο του «Κατά Άρειανών» καί άλλοΰ, δπου μάλιστα
διασώθηκαν τά λίγα άποσπάσματα τοΰ «Συν^αγματίου».
Έν τούτοις ή θεολογική σκέψη τοϋ Άστ. γνώρισε βαθμιαία πρόο¬δο, ή όποία έπηρέασε καί τήν στάση του έναντι τοϋ άρειανισμοΰ. Γι' αύτό καί ό Φιλοστόργιος, άκραΐος άρειανός, τόν κατηγόρησε ότι άλ¬λαξε τήν διδασκαλία τοΰ Λουκιανού, κοινοΰ δασκάλου τών άρεια¬νοφρόνων (Έκκλησ. ιστ. Β' 15 καί Δ' 4). Μεταξύ 331 καί 335 συνέ¬ταξε Έπιστολήν, έρμηνευτικήν τής 'Επιστολής τοΰ Εύσεβίου Νικο¬μήδειας Πρός τόν Παυλΐνον Τύρου. Έκεΐ ό Άστ. επιχειρεί άμβλυν¬ση τής άρειανικής διδασκαλίας, μάλλον μέ τήν συναίνεση τοϋ Εύσεβίου, τόν όποΐο τό ήπιο κλίμα θά διευκόλυνε στίς κινήσεις του πρός έπιβολή τοϋ άρειανισμοΰ. "Ετσι ό Άστ. άνακατάσσεται θεο¬λογικά καί έκφράζεται μέ τρόπο πού δέν εύχαριστεΐ πλέον τούς ά- ρειανόφρονες, άν κρίνουμε καί άπό τό ότι ό Εύσέβιος Καισαρείας (πού διασώζει άποσπάσματα τής Επιστολής τοϋ Άστ. στό έργο του Κατά Μαρκέλλου, ό όποιος μέ τήν σειρά του άνήρεσε τήν έπιστολή τοϋ Άστ.) δέν φαίνεται νά παίρνει τό μέρος τοΰ Άστ., προφανώς γιατί τόν θεωρεί άναθεωρητή τοϋ άρειανισμοΰ. Καί δικαίως, διότι τώ¬ρα ό Άστ. θεωρεί άναγκαΐο τό «πιστεύειν» είς Πατέρα, Θεόν παν¬τοκράτορα, καί είς τόν Υίόν αύτοϋ τόν μονογενή Θεόν, τόν Κύριον ημών Ίησοϋν Χριστόν, καί εις τό Πνεΰμα τό «άγιον» (Μαρ¬κέλλου Αγκύρας, Άπόσπασμα 65). Καί μολονότι ό Υίός ύπήρξε «πρωτότοκος άπάσης κτίσεως» ( = άρα κτίσμα καί αύτός;), ό τέλειος Πατήρ έγέννησε «τέλειος τέλειον, βασιλεύς βασιλέα, κύριος κύριον, θεός θεόν, ούσίας τε καί βουλής καί δόξης δυνάμεως ά- παράλλακτον εικόνα» (Άπόσπ. 96).
Ό Φιλοστόργιος μάλιστα πληροφορεί ότι τό 341 ό άστατος Εύδό- ξιος Γερμανικείας (μετά Κωνσταντινουπόλεως) δανείστηκε άπό άλ¬λη, χαμένη αύτή, Έπιστολή τοϋ Άστ. τόν όρο «όμοιος κατ' ούσίαν» (Έκκλησ. ιστ. Δ' 4). Ό ΥΙός λοιπόν είναι άπαράλλακτος εικόνα τής ουσίας τοϋ Πατέρα, έχει ούσία όμοίαν μέ αύτόν. Οί φρά¬σεις αύτές άναδεικνύουν οπωσδήποτε τόν Άστ. πρώτο όμοιουσια- νό. Καί είχε σαφή συνείδηση, διότι στήν σύνοδο τών Εγκαινίων στήν Αντιόχεια (341), όπου συνόδευσε τόν Διάνιο Καισαρείας τής Καπ¬παδοκίας, έργάστηκε ώς θεολογικός σύμβουλος καί βοήθησε άπο- φασιστικά τούς πρώιμους όμοιουσιανούς νά έπιβάλουν τό ούδέτερο Σύμβολο τοϋ Λουκιανού (τό δεύτερο σύμβολο τής συνόδου αύτής).
Τό γεγονός μαρτυρεί όχι μόνο ότι τό σύμβολο τοΰτο έξέφραζε τόν Άστ., άλλά καί ότι πιθανότατα είναι «έκθεσις πίστεώς» του, έργο δικό του δηλ. Καί αύτό γιά δύο λόγους: Ή άπόδοση τοΰ Συμβόλου αύτοΰ στόν Λουκιανό είναι μεταγενέστερη καί άναπόδεικτη. Τό σύμ¬βολο περιέχει ιδέες καί φράσεις πού βρίσκονται στήν Έπιστολή τοϋ Άστ., τήν όποία μνημονεύσαμε. Δυνατόν όυ,ως νά έθεσε ώς βάση σχετικό κείμενο του Λουκιανού, τό όποιο νά έπεξεργάστηκε καί νά ύπέβαλε μέσω Διανίου στήν σύνοδο. Βέβαια, ό «όμοιουσιανισμός» τοΰ Άστ. δέν ήταν τόσο κοντά στήν όρθόδοξη τριαδολογΐα, όσο ή¬ταν άπό τήν έποχή τοΰ 362 καί μετά, όταν ό Αθανάσιος, ό Ίλάριος καί ό Βασίλειος έδειχναν τίς γέφυρες, άπό τίς όποιες οί όμοιουσια- νοί θά περνοΰσαν στήν Εκκλησία. Αύτό φαίνεται καί άπό τήν διά¬θεση τοΰ Άστ. νά κατανοεί τήν γέννηση τοϋ Υίοΰ «θελήσει» (άρα έν χρόνω) καί όχι «φύσει», όπως θεολογούσε ό Αθανάσιος, γιά νά θεμελιώσει τήν όμοουσιότητά τοΰ Υίοΰ πρός τόν Πατέρα.
Στήν τελευταία περίοδο τής ζωής του, άπό τό 335 μέχρι τό 341, άνήκουν οι πολλές έξηγητικοπρακτικές "Ομιλίες του σέ Ψαλμούς. Σ5 αύτές άποφεύγει συστηματικά νά θίξει τριαδολογικά προβλήμα¬τα. Ενδιαφέρεται γιά τό βαθύτερο νόημα τής ΠΑ, μέ σκοπό νά ά- παντήσει στούς 'Ιουδαίους, άλλά καταλήγει σέ πρόχειρη πρακτική έξήγηση, μέ τήν έπίδραση ένίοτε τής ραββινικής έξηγητικής. Μόνι¬μη έπίδιωξή του είναι καί ή βαθύτερη οριοθέτηση καί διάκριση χρι¬στιανισμού καί ιουδαϊσμοΰ, τόν όποιο γνώριζε καί χρησιμοποιούσε, άλλά καί πολεμούσε, ύποστηρίζοντας ότι άληθινός κληρονόμος τής Διαθήκης τών προφητών είναι ό χριστιανισμός. Ή έντονη αύτή προσπάθειά του έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι έδρασε κατά κύριο λόγο στό πλαίσιο τής συροπαλαιστινής κοινωνίας, όπου 'Ιουδαίοι, μέ κέν¬τρο τίς συναγωγές, άσκοϋσαν μεγάλη έπίδραση καί οί χριστιανοί αι¬σθάνονταν πολλά τά κοινά πνευματικά στοιχεία μέ αύτούς.
Τό 341 έχουμε τήν τελευταία είδηση γιά τόν Άστ., πού φαίνεται ότι πέθανε τό ϊδιο ή τό έπόμενο έτος.
ΕΡΓΑ
Ό Άστ. συνέταξε πολλά έργα, τά περισσότερα τών όποιων ήταν έξηγη- τικά καί δή ύπομνήματα στούς Ψαλμούς, πού χάθηκαν εκτός άπό λίγα ά¬ποσπάσματα. Μία σειρά 31 'Ομιλιών του, μερικές τών όποιων δέν τού άνήκουν, είναι καί αύτές οίκοδομητική έξήγηση τών Ψαλμών, πλήν τών τελευταίων, πού συνιστούν κηρύγματα στήν Μ. Πέμπτη καί τήν Μ. Παρα¬σκευή. 'Επτά άκόμη κηρύγματά του στίς λοιπές ημέρες τοϋ οκταημέρου τοϋ Πάσχα καταχωρήθηκαν στό σώμα τών έξηγητικών ομιλιών του, έπει-δή άρχίζουν μέ ψαλμικό χωρίο. Στήν πρώτη συγγραφική του περίοδο, μέ¬χρι τό 331, άσχολήθηκε κυρίως μέ τήν θεολογική υποστήριξη πρώτα καί τήν άναθεώρηση έπειτα τοϋ άρειανισμοΰ, γράφοντας τό «Συνταγμάτων» καί Έτζιστολές, άπό τίς όποιες σώζεται άποσπασματικά μόνο μία. Πιθα¬νότατα τοΰ άνήκει καί τό «Σύμβολο» τής συνόδου τών Εγκαινίων (341), πού άποδίδεται στόν Λουκιανό.
Στά έργα του ό Άστ. δικαίωσε τήν φήμη του ώς σοφιστή. Διακρίνεται γιά τήν σαφήνεια καί τό εκλεκτό του ϋφος, τήν γνώση τής Γραφής καί τής ραββινικής έξηγητικής. Συχνά ό λόγος του γίνεται ποιητικός καί μπορεί εύκολα νά διαρθρωθεί σέ στίχους μέ ήμιστίχια έρωτοαποκριτικά ή σέ στί¬χους μέ ήμιστίχια, στά όποια επικρατεί θέση καί αντίθεση καί σταθερός προπαροξυτονισμός (π.χ. 'Ομιλία 25 καί πρώτο μέρος τής 28ης: ΒΕΠ 38, σ. 51, 1-16• σ. 55* σ. 75, 15-25).
Συνταγμάτων. Σύντομη θεωρητική παρουσίαση καί ύπεράσπιση τοϋ ά¬ρειανισμοΰ. Γράφηκε ίσως πρίν τό 325. Σώζονται άποσπάσματα, πού άναι- ρεΐ ό Μ. 'Αθανάσιος.
G. BARDY, Recherches sur s. Lucien d* Antioche et son ecole, Paris 1936, σσ. 341-348.
Επιστολή «πρός έκαστον τών μή ορθώς γραφέντων». Γράφηκε μεταξύ 331 καί 335 πρός άμβλυνση τοϋ άρειανισμοΰ τής Επιστολής τοϋ Εύσεβίου Νικομήδειας πρός Παυλΐνον. Σώζονται άποσπάσματα στό «Κατά Μαρκέλ¬λου» έργο τοϋ Εύσεβίου.
G. BARDY, μν. έργ., σσ. 348-354. ΚαίάπόσπασμασέΈπιστολήΣεβήρου 'Αντιοχείας: Ε. W. BROOKS, The Sixth Book of the Select Letters of Severus of Antioch, 1 2, London 1902, σ. 321, καί II 2, σ. 286. ΒΕΠ 29,31 κ.ά.
Όμιλίαι 31 έξηγητικαι είς Ψαλμούς. Μέρος τών ομιλιών άποδίδονταν στόν Χρυσόστομο καί τόν Άστέριο Άμασείας. 'Αμφισβητείται ή γνησιότητα τών όμιλιών 1,14, 24, 26, 27 (τό β' μέρος) καί 28 (οί παράγρ. 8 καί 9). Γράφη¬κανμετάτό 335.
PG 40, 389-477• 55, 35-39, 539-547 καί 549-558. Μ. RICHARD, Asterii Sophistae commentariorum in Psalmos quae supersunt. Accedunt aliquot homiliae anonyme, Osloae 1956. E. SKARD, Index Asterianus (βάσειτήςεκδόσεωςτοϋ Richard), Osloae 1962. ΒΕΠ 37, 155-262 καί 38, 23-89.
Σύμβολον τοϋ έτους 341, γνωστό ώς έργο τοϋ Λουκιανού.
J. Ν. KELLY, Altchrisiliche Glaubensbekenntnisse. Geschichte und Theologie, Gottingen 1972, σσ. 265-267. PG 26, 721-722. PL 10, 502-503.
'Αποσπάσματα ύπομνημάτων-σχολίων είς Ψαλμούς. Άπό «Σειρές».
Μ. RICHARD, μν. έργ., σσ. 249-273. ΒΕΠ 38, 91-111. R. DEVREESSE, Les anciens commentateurs grecs des Psaumes, Vaticano 1970, σσ. 234-237.
Πιθανώς ύπομνημάτισε άκόμα τήν Πρός Ρωμαίους καί τά Ευαγγέλια, δ¬πως πληροφορεί ό Ιερώνυμος (De viris ill. 94). "Ιχνη δμως τέτοιων έργων δέν βρέθηκαν, εκτός άν κυκλοφόρησαν μέ άλλα ονόματα, όπως τοϋ Χρυ¬σοστόμου, όταν υποχώρησε όριστικά ό αρειανισμός.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μ. RICHARD, Les homelies d' Asterius sur les Psaumes 1V-VII: Rb 44 (1935) 548-558. TOY ΙΔΙΟΥ, Line ancienne collection d' homdlies grecques sur les Psaumes I-IV: SO 25 (1947) 54-73. TOY ΙΔΙΟΥ: SO 29 (1951) 24-33. G. BARDY, Recherches sur s. Lucien d' Antioche et son ecole, Paris 1936, σσ. 85 έξ. (γιάτόΣύμβολο). Ε. SCARD, Asterios von Amaseia und Asterios der Sophist: SO 20 (1940) 86-132 (γιάτίςόμιλίες). TOY ΙΔΙΟΥ, Bemerkungen zu den Asterios-Texten: SO 27 (1949) 54-69. TOY ΙΔΙΟΥ: SO 31 (1955) 138-140, 34 (1958) 58-64 καί 35 (1959) 128-129. J. C. DIDIER, Le pidobaptisme au IV' sifccle; MSR 6 (1949) 233-246. H. AUF DER MAUR, Die Osterhomilien des Asterios Sophistes als Quelle fur die Geschichte der Osterfeier, Trier 1967. J. DUPLACY, L' homelie II d' Asterius le Sophiste, homelie de Γ Octave Pascala?: Mu 86 (1973) 275-282. G. GELSI, Kirche, Synagoge und Taufe in den Psalmenhomilien des Asterios Sophistes (πολυγρ. διατριβή), Wien 1978. Β, ΨΕΥΤΟΓΚΑ, Αί περί σταυροϋ καί πάθους τοϋ Κυρίου όμιλίαι,.., Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 97-103 (περί τής όμιλίας 31).
36. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ ( + 342) οργανωτής τοϋ άρειανισμοΰ
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Εύσέβιος Νικομήδειας ύπήρξε άνδρας θεληματικός καί πολύ δραστήριος, τόσο στό προσκήνιο όσο καί στό παρασκήνιο. Άπό τούς πρώτους δέχτηκε τήν κακοδοξία τού Αρείου καί γι' αύτό καταδι¬κάστηκε. Στήν σύνοδο τής Νίκαιας (325) παρουσιάστηκε ώς υπόδι¬κος. Έκεΐ ύπαναχώρησε καί ύπέγραψε τό Σύμβολό της, γιά ν1 αποφύγει τό χειρότερο, άλλά αμέσως μετά τήν Σύνοδο άρχισε τήν φιλοαρειανική του δράση μέ άποτέλεσμα νά έξοριστεΐ. Συνέχισε ό¬μως τόσο έντονα κι έντεχνα τό έργο του, ώστε όχι μόνο νά έπανέλ- θει στήν έδρα του Νικομήδεια, άλλά καί αύτός νά όργανώσει έκκλησιαστικά τόν άρειανισμό καί νά τόν έπιβάλει στήν αύτοκρα- τορική αύλή καί στήν Ανατολή γενικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι τότε οί άρειανόφρονες ήταν γνωστοί ώς «οί περί τόν Εύσέβιον». Ό Εύσέβιος, γιά νά φθάσει στό άποτέλεσμα τούτο, έπρεπε νά πετύχει τήν ακύρωση τών αποφάσεων τής Νίκαιας καί τήν καταδίκη τών φορέων καί ισχυρών ύποστηρικτών τής θεολογίας της. "Ετσι, μέ τήν βοήθεια τοϋ Μ. Κωνσταντίνου ( + 337) (τόν όποιο μάλιστα βάπτισε στήν επιθανάτια κλίνη) καί τοΰ διαδόχου του Κωνσταντίου (επί τοϋ όποιου έγινε καί επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, 339-342), πέτυχε τήν σύγκληση πολλών άρειανικών συνόδων, στίς όποιες καταδικά¬στηκαν ό Μ. 'Αθανάσιος, ό Εύστάθιος 'Αντιοχείας κ.ά. καί άποκα- ταστάθηκαν ό "Αρειος καί οί όπαδοί του. Δέν κατόρθωσε όμως οΰτε τήν θεολογία τοΰ 'Αθανασίου νά άνατρέψει, οϋτε τίς μικρές νησίδες τής όρθοδοξίας νά έξαλείψει. Ό Εύσέβιος πέθανε περί τό 342, περι¬μένοντας τήν άπάντηση τής Ρώμης, ή όποία μέ ύπόδειξή του ήθελε νά συγκαλέσει μεγάλη σύνοδο, πού θά έκρινε τήν όλη έκκλησιαστι¬κή κατάσταση. Τότε όμως ζοϋσε στήν Ρώμη ώς έξόριστος ό 'Αθα¬νάσιος, πού έπεισε τόν Ρώμης Ιούλιο καί τούς δυτικούς γιά τήν ορθότητα τής δικής του τακτικής καί θεολογίας.
ΕΡΓΑ
Ό Εύσέβιος δέν ύπήρξε θεολόγος, άλλά έγραψε πολλές Επιστολές, γιά νά διαδώσει, νά ύποστηρίξει καί νά όργανώσει τόν άρειανισμό. Άπό αύ¬τές, πού δέν έχουν ιδιαίτερη θεολογική άξία, σώθηκαν μόνο:
Πρός "Αρειον. Γράφηκε πρίν άπό τό 324. Σώζεται μικρό άπόσπασμα, στό όποιο λέγεται γιά τόν Υίό: «τό πεποιημένον ούκ ή ν πρίν γενέσθαι• τό γενό- μενον δέ άρχήν έχει τού είναι». ΒΕΠ 37, 96. PG 26, 712Α. Η. G. Opitz, Athanasius Werke, III 1, Berlin-Leipzig 1934, σ. 3.
Πρός Παυλϊνον Τύρου. Επίσης προνικαϊκό κείμενο (320/2). Γράφηκε γιά νά πείσει τόν Παυλΐνο, ότι δέν ύπάρχουν «δύο άγέννητα» καί ότι ό Υίός είναι «κτιστός» καί διαφορετικής ούσίας άπό τόν Πατέρα. Βλ. ΒΕΠ 37, 104-106. PG 82, 913-916. Opitz, μν. έργ., σσ. 15-17.
Πρός τήν (δευτέράν) σύνοδον τής Νικαίας. Αίτηση, τήν όποία κάνει περί τό 326/7 μέ τόν συνεξόριστό του θέογνι Νικαίας πρός τόν Αλέξανδρο Α¬λεξανδρείας κυρίως, γιά νά άναθεωρηθεΐή καταδίκη του. Βλ. ΒΕΠ 37,140. Opitz, μν. έργ., σσ. 65-66.
Μνημονεύεται άκόμη Βιβλίον μετανοίας, πού ό Εύσέβιος ύπέβαλε άρχι¬κά στήν σύνοδο τής Νίκαιας ώς έκθεση πίστεως, ή όποία θεωρήθηκε όμό- φωνα κακόδοξη (Αμβροσίου, De fidei III 15' Θεοδωρήτου, Έκκλησ. ιστ. Α' 6) καί άπό τήν όποία παραιτήθηκε. Opitz, μν. έργ., σ. 42.
ΘΕΟΓΝΙΣ (ΘΕΟΓΝΙΟΣ) ΝΙΚΑΙΑΣ. Άπό τούς πρώτους όπαδούς τοϋ Αρείου καί μάλλον «συλλουκιανιστής», τόν όποΐο όμως κατη¬γόρησε ό Φιλοστόργιος (Έκκλησ. ιατ. II 15) δτι παραχάραξε τήν δι- δασκαλΐα τοϋ Λουκιανού, έπειδή φρονούσε δτι ό Θεός μπορούσε νά είναι Πατήρ καί πρίν γεννήσει τόν Υίό. Άρχικά υπέγραψε ύποκριτι- κά καί μετά καταπολέμησε τό Σύμβολο τής συνόδου τής Νίκαιας. Εξορίστηκε άμέσως μετά τήν σύνοδο, επανήλθε μέ τό «Βιβλίον με¬τανοίας» (326/7), πού συνυπέγραψε μέ τόν Εύσέβιο Νικομήδειας, καί πήρε μέρος στίς συνόδους τών έτών 330 καί 335. Πέθανε μάλλον πε¬ρί τό 343.
Ή σύνοδος τής Σαρδικής (343) τοΰ προσγράφει τρία άποσπάσματα στήν λατινική άπό δύο Επιστολές του (D. de Bruyne, Deux lettres inconues de Theognius, Γ eveque arien de Nicee: ZNW 27 [1928] 107-110. Βλ. καί G. Bardy, Recherches sur s. Lucien d' Antioche et son ecole, Paris 1936, σσ. 210-214. ΒΕΠ 37, 140).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
A. L1CHTENSTEIN, Eus. von Nikomedien. Versuch einer Darstellung seiner Personlichkeit und seines Lebens..., Halle 1903. K. MLILLER: ZNW 24 (1925) 290-292 (Γιά τήν γνησιότητα τής έπιστολής πρός τήν σύνοδο Νικαίας. 'Αντίθετη άποψη: RSR 1933, σσ. 430-450). Μ. SPANNEUT: DHGE XV (1963) 1466-1471. Β. ΦΕΙΔΑ, Ή Α' Οίκ. Σύ-νοδος..., 'Αθήνα 1974, σσ. 89-93. C. LUIBHEID, Thearianism of Eusebius of Nicomedia: Irish theol. Quarterly 43 (1976) 3-23 (θέτειερωτηματικάγιάτόνάρειανισμότουΕύσ.). Κ. SCHAFERDIEK, Zu Verfasserschaft und Situation der epistula ad Consiantiam de imagine Christi: ZKG 91 (1980) 177-186 ( = πιθανόςσυντάκτηςόΕύσέβιοςΝικομήδειαςκαίόχιόΕύσ. Καισαρείας). R.P.C. HANSON, The fate of Eustathius of Antioch: ZKG 95 (1984) 171-179.
37. ΣΥΝΟΔΟΙ ΣΑΡΔΙΚΗΣ καί ΦΙΛΙΠΠΟΥΠΟΛΕΩΣ (343)
Οί επίσκοποι Ανατολής καί Δύσεως επιθυμούσαν νά λυθεΐ τό θέμα τής κανονικότητας τοϋ Αθανασίου καί τών όμοφρόνων του, καταδικασμένων στήν Ανατολή, άθωωμένων στήν Δύση. Καί οί άδελφοί αύτοκράτορες Κών¬στας καί Κωνστάντιος έβλεπαν νά μεγαλώνει έπικίνδυνα τό χάσμα μεταξύ δυτικών καί άνατολικών. "Ετσι λοιπόν βρήκε άπήχηση στόν Κωνστάντιο ή πρωτοβουλία τοϋ Κο' νστα, συνεννοημένου άσφαλώς μέ τόν 'Ιούλιο Ρώ¬μης καί τόν Αθανάσιο, γιά συγκρότηση γενικής-οΐκουμενικής συνόδου στήν Σαρδική (ή Σερδική: Σόφια Βουλγαρίας), στά όρια τοϋ άνατολικοϋ καί δυ¬τικού ρωμαϊκού κράτους, άλλά εντός τοϋ δευτέρου. Οί έπίσκοποι συνάχτη¬καν τό φθινόπωρο τοϋ 343 καί ίσως τό 342 (Richard καί άλλοι). Πρίν όμως
αρχίσουν οί εργασίες, οί 76 περίπου άνατολικοί άπήτησαν άνένδοτα τόν άποκλεισμό τών καταδικασθέντων στήν Τύρο-Ίεροσόλυμα (335), δηλ. τών Αθανασίου, Μαρκέλλου Άγκυρας κ.ά. "Οταν οί δυτικοί (περί τούς 300;) άρνήθηκαν, οί άνατολικοί συγκρότησαν άντισύνοδο, ή όποία, άφοϋ μ' Έ¬πιστολή εξήγησε τήν θέση της, μεταφέρθηκε στήν Φιλιππούπολη, όπου συ¬νέχισε διαβουλεύσεις καί άναθεμάτισε τούς δυτικούς, όπως μετά καί οί δυτικοί τούς άνατολικούς.
Πρώτο μέλημα τών δυτικών έπισκόπων (μέ τήν προεδρία τοϋ Κορδούης Όσιου) ήταν ή δικαίωση τής έναντι τοϋ Αθανασίου τακτικής τής Ρώμης καί ή βάσει γραπτών εξηγήσεων άπαλλαγή τοϋ Μαρκέλλου άπό τίς εναν¬τίον του κατηγορίες καί δή άπό τήν κατηγορία ότι έθετε τέλος στήν βασι¬λεία τοϋ Χριστού. Παράλληλα κινήθηκε θέμα συντάξεως σνμβόλου πίστεως, κάτι πού, μέ τήν επέμβαση τοϋ Αθανασίου, θεωρήθηκε περιττό, έφόσον υπήρχε αύτό τής Νίκαιας. Κρίθηκε όμως άναγκαΐο νά γίνουν άναλύσεις λε¬πτομερείς, πέρα τοϋ Συμβόλου τής Νίκαιας. Αύτές περιλήφτηκαν στήν Έ¬πιστολή τής συνόδου «Τοϊς άπανταχοϋ έπισκόποις τής καθολικής Εκκλη¬σίας», προϋποθέτουν τήν Νίκαια καί ύπενθυμίζουν τήν ορολογία τής Β' Ε¬πιστολής τοϋ Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας. Σημαντικό είναι ότι στίς άνα- λύσεις αύτές γίνεται, πλήν άλλων, προσπάθεια έξηγήσεως τής νικαϊκής φράσεως «τούς... έξ έτέρας υποστάσεως ή ούσίας φάσκοντας είναι ( = τόν Υίόν)... άναθεματίζει ή Εκκλησία». Ή φράση δημιουργούσε μεγάλα προ¬βλήματα, διότι άπό τό 340 τουλάχιστον άρχισαν οί συζητήσεις περί τών υ¬ποστάσεων. Τώρα, ή σύνοδος τής Σαρδικής κάνει τό πρώτο, έστω άτελές, βήμα, έξηγώντας ότι, μέ τόν όρο υπόσταση έννοεΐται (καί στήν Νίκαια) ή ούσία: «μίαν είναι ύπόστασιν, ή ν αύτοί οί αιρετικοί ούσίαν προσαγορεύου- σι, τοϋ Πατρός καί τοϋ Υίοϋ καί τοϋ άγίου Πνεύματος» (GCS 44, 113). Α¬μέσως μετά θεμελιώνει καί τήν αυτοτελή ϋπαρξη τών τριών προσώπων.
Ή σύνοδος τής Σαρδικής άπέκτησε ιδιάζουσα σημασία στήν άνάπτυξη πρωτείου δικαιοδοσίας τοϋ έπισκόπου Ρώμης, ένεκα τών κανόνων 3-5, τούς οποίους εισηγήθηκαν στά μέλη τής συνόδου οί "Οσιος Κορδούης καί Γαυ- δέντιος.
Ή γνησιότητα τών κανόνων άμφισβητήθηκε καί ή έρμηνεία τους παρου¬σιάζει προβλήματα. Φαίνεται όμως ότι, καί άν άκόμη γνώρισαν κάποιες μεταγενέστερες έπεμβάσεις, είναι μάλλον γνήσιοι. Μάλιστα οί κανόνες ό¬λοι τής Σαρδικής πολύ ενωρίς στήν Ρώμη συνδέθηκαν έπίτηδες ή άπό λά¬θος μέ τούς κανόνες τής Νίκαιας καί κυκλοφορούσαν ώς νικαϊκοί, δηλαδή μέ αύξημένο κύρος. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τούς κανόνες 3-5, όταν ένας επί¬σκοπος καταδικαστεί άπό τοπική σύνοδο, δικαιούται, έφόσον έχει σοβα¬ρούς λόγους, νά προσφύγει στόν έπίσκοπο Ρώμης. Αύτός έξετάζει τήν υπόθεση καί άν κρίνει σκόπιμο άναπέμπει τήν ύπόθεση στήν τοπική σύνο¬δο, ή όποία κρίνει έκ νέου. Οί κανόνες αύτοί δέν θεσμοθετούν γιά τόν Ρώ¬μης τό έκκλητον, τό δικαίωμα δηλαδή νά δέχεται έφεση καί νά κρίνει αύτός σέ δεύτερο βαθμό. Τοϋ δίνουν όμως γιά πρώτη φορά τήν εύχέρεια ν' άπο- φασίζει αύτός, έάν μιά ύπόθεση θά έπανακριθεΐ ή όχι άπό τό φυσικό της δικαστήριο, δηλ. τήν τοπική σύνοδο. Τήν ευχέρεια πάντως αύτή, πού δέν- είναι σύμφωνη πρός τόν κανόνα 6 τής Α' Οίκουμ. Συνόδου, έρμήνευσαν
οί ρωμαϊκοί έκκλησιαστικοί κύκλοι ώς στηρικτική τοϋ ρωμαϊκού πρωτείου, μολονότι στήν πράξη τής ίδιας τής Δύσεως δέν έφαρμόστηκε, δπως δεί¬χνει καί ή περίπτωση τής συνόδου τοϋ 418 στήν Καρθαγένη, δπου οί συνο¬δικοί δέν αναγνώρισαν ανάλογες άξιώσεις τοϋ Ρώμης, άλλ' έπέμειναν οί κρίσεις νά όριστικοποιοϋνται στήν τοπική σύνοδο. Γενικότερα οί κανόνες αύτοί δέν προϋποθέτουν παλαιότερο έθος καί ήχοϋν άνάρμοστα στήν έπο¬χή, όπότε μάλιστα οί εκπρόσωποι τοϋ Ρώμης στίς συνόδους όχι μόνο δέν προεδρεύουν, άλλ' ούτε καί παίζουν ρόλο άποφάσιστικό. Οί κανόνες 3-5 κατανοούνται στό πλαίσιο τής έποχής, στήν όποία έπικρατοϋσε σύγχυση. Τότε οί όρθόδοξοι δυτικοί καί άνατολικοί ζητούσαν κάποιο έρεισμα γιά τήν έπανεξέταση άπό σύνοδο τοϋ θέματος τοϋ Μ. 'Αθανασίου. Δέν είναι τυ¬χαίο μάλιστα ότι έφαρμόστηκαν οί κανόνες αύτοί στήν 'Ανατολή πάλι σέ μιά έποχή συγχύσεως καί άνωμαλιών, δηλ. στήν έποχή τοΰ Φωτίου. Καί τότε όμως, όταν έπιτεύχτηκε κοινή σύνοδος (880) άνατολικών καί δυτικών, άποφασίστηκε δ,τι καί στήν Καρθαγένη, δηλ. οί όριστικές κρίσεις όλων τών θεμάτων τελείωναν στήν τοπική σύνοδο.
Κείμενα άνατολικών:
Έπιστολή άνατολικών καί σύμβολο. Δικαιολογούσαν πρός τίς Εκκλη¬σίες τήν άποχώρησή τους καί γιατί ό 'Αθανάσιος καί ό Μάρκελλος καλώς είχαν καταδικαστεί. Πρόσθεταν καί σύμβολο< πίστεως, τό όποιο μάλιστα ήταν ουσιαστικά έκεΐνο πού τό 341 έστειλαν άπό τήν 'Αντιόχεια στά Τρέ- βιρα, δηλ. τό τέταρτο σύμβολο 'Αντιοχείας, άρκετά ούδέτερο (χωρίς άνα- φορά τοϋ όρου ούσία καί μέ καταδίκη τής φράσεως «ήν ότε ούκ ήν» ό Υίός).
Α. FEDER: CSEL 65 (1916) 48-78. Α. HAHN-G.L. HAHN, Bibliothek der Symbole..., σσ. 190-191.
Κύκλος πασχάλιος. 'Ασχολήθηκαν καί μέ τόν έορτασμό τοϋ Πάσχα.
C. TURNER: ΕΟΜΙΑ, I, σσ. 641-643.
Κείμενα δυτικών:
Έπιστολαί τών συνοδικών τής Σαρδικής Τοις άπανταχοΰ έπισκόποις τής καθολικής Έκκλησίας καί Πρεσβυτέροις Έκκλησίας 'Αλεξανδρείας. Σώ¬θηκαν στήν έλληνική άπό τόν 'Αθανάσιο (Απολογητικός Β' 37-50: ΒΕΠ 31, 70-90) καί, ή πρώτη μόνο, άπό τόν Θεοδώρητο (Έκκλησ. ιστορία Β' 8, 1-52: GCS 44 [1911] 101-118).
Έπιστολαί τών συνοδικών τής Σαρδικής Ad universas Ecclesias (καί έλ¬ληνικά), Ad Julium papain, Ad Mareoticas ecclesias καί Ad Constantium imperatorem. Έπιστολή προσωπική τών Όσίου Κορδούης καί Πρωτογένη Σαρδικής Ad Julium papain. Σώθηκαν σέ λατινικές πηγές καί δή άπό τόν Ίλάριο Poitiers. Στήν λατινική περιέργως σώθηκαν καί δύο Επιστολές τοϋ 'Αθανασίου (άπό τήν σύνοδο αύτή) πρός τόν κλήρο 'Αλεξανδρείας καί πρός τήν 'Εκκλησία Μαρεώτιδας.
Α. FEDER: CSEL 65 (1916) 103-130, 181-184. C. TURNER: ΕΟΜΙΑ, 1, σσ. 644-662.
Κανόνες 21. Ή σύνοδος άσχολήθηκε μέ τήν σύνταξη καί κανόνων, πού άφοροϋσαν τούς έπισκόπους καί δή τήν άπόδοση δικαιοσύνης εις αύτούς καί τό άμετάθετό τους. Φαίνεται ότι έξ άρχής συντάχτηκαν καί στήν έλλη¬νική καί στήν λατινική. Τά δύο κείμενα έχουν διαφορές, πού δημιουργούν προβλήματα Απόλυτης γνησιότητας τους.
PITRA, ι, 468-483. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Κανόνες, σσ. 176-193. JOANNOU, 1 2, σσ. 159-189. C. TURNER: ΕΟΜΙΑ, I, σσ. 452-544. Καίμεταφράσειςστίςάνατολικέςγλώσσες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
W. SCHNEEMELCHER, Serdica 342...: Ecclesia semper reformanda. Ε. Wo/fzum 50. Geburtstag (έκδ. W. Schneemelcher - K. Steck), Bonn 1952, σσ. 83-104. V. DE CLERCQ, Ossius of Cordova..., Washington 1954, σσ. 314-405. Η. HESS, The canons of the Council of Sardica A. D. 343..., Oxford 1958. K. GIRARDET, Kaisergericht und Bischofsgericht..., Bonn 1975. M. RICHARD, Le comput pascal par octaeteris: Mu 87 (1974) 318 έξ. (δπου ό συντάκτης θεωρεί ώς βέβαιο £τος συγκλήσεως τής συνόδου τής Σαρδικής τό έτος 342). Α. CRABBE, Cologne and Serdica: JThS 30 (1979) 178-185. L. W. BARNARD, The Council of Serdica. Some problems re-assessed: AHC 12 (1980) 1-25. Μ. TETZ, Ante omnia de sancta fide et de integritate veritatis. Glaubensfragen auf der Synode von Serdica (342): ZNTW 76 (1985) 243-269.



38. ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (344)
Οί αύτοκράτορες Κώνστας τής Δύσεως καί Κωνστάντιος τής 'Ανατολής διαπίστωναν συνεχώς τίς άρνητικές συνέπειες τοϋ όριστικοϋ ρήγματος, τό όποιο δημιουργήθηκε μεταξύ τών δυτικών καί τών άνατολικών έπισκόπων μετά τήν σύνοδο τής Σαρδικής (343 ή 342). Φαίνεται μάλιστα πώς οί άρεια- νόφρονες άνατολικοί, άφοΰ είχε πεθάνει ό Εύσέβιος Νικομήδειας (341/2), αύτός δηλ. πού όργάνωνε τήν παράταξη τών άρειανοφρόνων, ήταν περισ¬σότερο διατεθειμένοι νά κάνουν παραχωρήσεις πρός τούς όρθόδοξους δυ¬τικούς, κάτι πού ένθάρρυνε καί ό Κωνστάντιος. Σέ τέτοιο κλίμα συνήλθε άγνωστος άριθμός άνατολικών έπισκόπων στήν 'Αντιόχεια καί συνέταξαν θεολογικό κείμενο, τήν λεγόμενη «Μακρόστιχον έκθεσιν», ή όποία περι¬λαμβάνει: α) τό κάπως ούδέτερο τέταρτο σύμβολο τής 'Αντιόχειας (341), β) τούς άναθεματισμούς τής Νίκαιας (325), τούς όποιους άναλύει καί άντι- κρούει, γ) άπόρριψη καί άντίκρουση τών άντιλήψεων τών Μαρκέλλου Άγ- κύρας καί Φωτεινού Σιρμίου καί δ) αντίκρουση πατροπασχιτικών καί σαβελλιανικών άντιλήψεων.
Πρόκειται, φαίνεται, γιά προσπάθεια συγκερασμού απόψεων καί προ¬παντός διάθεση τών άνατολικών ν" άπαλλαγοϋν άπό τήν εναντίον τους κα¬τηγορία τών δυτικών ότι παρέμεναν άρειανοί. "Ετσι, ένώ παραθέτουν τό παλαιότερο τους τέταρτο σύμβολο τής 'Αντιόχειας, στό όποιο δέν γίνεται λόγος γιά τήν ούσία, όμολογούν (§ 4) τόν Υίό φύσει Υίό τοϋ Πατέρα: «πρό τών αιώνων γεννηθέντα έκ τού Θεοϋ, Θεόν κατά φύσιν τέλειον είναι καί άληθή». Άκόμη ομολογούν πίστη «εις τήν παντέλειον Τριάδα τήν άγιωτά- την... Θεόν μέν τόν Πατέρα λέγοντες, Θεόν δέ καί τόν Υίόν, ού δύο τού¬τους Θεούς, άλλ' έν όμολογοϋμεν τής θεότητος άξίωμα καί μίαν άκριβή τής βασιλείας τήν συμφωνίαν, πανταρχοϋντος μέν καθόλου πάντων καί αύ¬τοϋ τοϋ Υίοϋ μόνου τοϋ Πατρός, τοϋ δέ Υίοϋ ύποτεταγμένου τώ Πατρί». Κι ένώ κάνουν τό πολυσήμαντο βήμα, δεχόμενοι τόν Υίό Θεό «κατά φύσιν τέλειον», άφήνουν νά φανεί ή ιδέα τής υποταγής, ότι παρ' όλα αύτά ό Υίός «ύποτέτακται τω Πατρί», είναι κάπως κατώτερος τοϋ Πατέρα. Ή τάση αύτή θά έμφανιστεΐ στά σύμβολα τών συνόδων στό Σίρμιο (άπό τό 351 καί μετά) καί δείχνει τήν δυσκολία τών πρώην άκραίων άρειανοφρόνων νά δε-χτούν τήν συναϊδιότητα τοϋ Πατέρα καί τοϋ Υίοϋ, όπως τήν πίστευαν οί όμοουσιανοί. Τήν «Μακρόστιχον έκθεσιν» παρουσίασε τετραμελής αντι¬προσωπεία σέ σύνοδο δυτικών στό Μιλάνο (345), άλλά δέν έφερε τήν προσ¬δοκώμενη συμφιλίωση, άφοΰ μάλιστα δέν περιείχε άθώωση τοϋ Μ. 'Αθα¬νασίου.
Τό κείμενο διέσωσε ό 'Αθανάσιος (Περί τώνέν Άριμίνφ... συνόδων 26) καί ό Σωκρά¬της (Έκκλησ. ιστορία Β' 9, 3-28). ΒΕΠ3\, 310-313. Α. HAHN-G. L. HAHN, Bibliothek der Symbole..., Breslau 1897, σσ. 192-196. Η. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, II 1, σσ. 251-254.
39. ΑΦΡΑΑΤ(ΗΣ) <+ λίγομετάτό 345) πρώτοςσύροςόρθόδοξοςσυγγραφέας
Ό Άφραάτης (στά συριακά: Άφραάτ) ύπήρξε ό πρώτος σύρος όρθόδοξος συγγραφέας καί ό πρώτος χριστιανός πού έγραψε στήν έπικράτεια τών σασσανιδών Περσών. Γεννήθηκε μάλλον μεταξύ 260 καί 275, στά σύνορα Συρίας καί 'Ιράκ, καί έζησε μεταξύ τών λίγων χριστιανών τής περσικής κοινωνίας, στήν όποία οί 'Ιουδαίοι άσκού- σαν αποφασιστική έπίδραση, πνευματική καί οίκονομική. "Εμεινε κι έδρασε στούς κόλπους τής κοινωνίας, καλλιέργησε τήν άσκηση, πρόβαλε τήν έγκράτεια καί τήν παρθενία, χωρίς ό ίδιος νά είναι έπι- κεφαλής μοναχών καί χωρίς νά γίνει έπίσκοπος, δπως ύποστηρίχτη- κε. ΓΗ παιδεία του βρισκόταν στά πλαίσια τής χριστιανικής κατη¬χήσεως τοϋ Γ' αί. Αύτό, γενικά γιά τόν περσοσυριακό χώρο καί ει¬δικά γιά τόν Άφραάτη, σήμαινε άγνοια τής ελληνικής παιδείας, ά¬γνοια τής θεολογικής διεργασίας, πού είχε συντελεστεί έξω άπό τόν έλληνοσυριακό χώρο, εύρεία γνώση του σημιτικού πνεύματος καί τής ραββινικής γραμματείας καί οικειότητα πρός τό ίουδαιοχριστιανι- κό πνεΰμα. Τήν κατάσταση αύτή άπηχοΰν τά έργα τοΰ Άφραάτη, πού άρχισε νά γράφει τό 337. Αισθάνεται μάλιστα ύπερήφανος καί τό δηλώνει (Έπίδειξις 22, 26) σαφώς δτι γράφει άποκλειστικά ώς «μα¬θητής» τών Γραφών καί ότι άφήνει κατά μέρος κάθε φιλοσοφική γνώ¬ση. Ή έρευνα όμως έδειξε ότι έκτός άπό τήν σημιτική άνθρωπολογία καί έσχατολογία τόν επηρέασαν περιθωριακά ό γνωστικισμός τοϋ Ούαλεντίνου (βλ. τήν ίδια Έπίδειξιν 22) καί οί κουμρανικές άντι- λήψεις.
Τήν Γραφή, τήν όποία γνωρίζει στήν μορφή τής συριακής πεσιτ(τ)ώ καί τοΰ Διατεσσάρων Ευαγγελίου τοϋ Τατιανοΰ, ερμηνεύει ίστορι- κογραμματικά καί μέ τήν ϊδια τήν Γραφή. Εμφανίζεται δμως καί στόν Άφραάτη τό ένδιαφέρον γιά τυπολογική έρμηνεία. Αξιολογεί γεγονότα τής 77Δ ώς raza (μυστήριο/τύπος/σύμβολο), πού στήν ΚΑ γίνονται seraza (άλήθεια). Τήν άλήθεια κατανοούν μόνο οί χριστια¬νοί, πού αποτελούν τήν συνέχεια τοΰ ιουδαϊκού λαοΰ, ώς δέκτη τών θείων έπαγγελιών. Ή έρμηνεία του, πού σπάνια γίνεται θεολογική, έγκλωβίζεται κυρίως στήν παλαιοδιαθηκική καί ίουδαιοχριστιανική παράδοση καί αποβλέπει σέ δύο σκοπούς. Πρώτον, στήν θεμελίω¬ση καί προβολή τής παρθενίας καί τής άσκήσεως, πού συνιστούν τό έσχατο ιδεώδες τής Έκκλησίας. Οί έγκρατιτικές τάσεις τόν έπη- ρεάζουν τόσο πολύ, ώστε συχνά δίνει τήν έντύπωση δτι στήν 'Εκ¬κλησία άνήκουν μόνο ή κατ' έξοχήν οί παρθενεύοντες άσκητές («υιοί /θυγατέρες τής Διαθήκης»), ιδέα τήν όποία πήρε ίσως άπό τήν κοι¬νότητα τοϋ Κουμράν. Στήν 7η Έπίδειξιν μάλιστα θέλει τούς βαπτι- ζόμενους όλους παρθένους. Αύτοί πάντως δέν συνιστούσαν μονα¬στικές κοινότητες, οΰτε ζούσαν έρημιτικό βίο. Ζοΰσαν στούς κόλ¬πους τής έκκλησιαστικής κοινότητας, δπου, φαίνεται, σχημάτιζαν είδος ομάδων τών εκλεκτών. Δεύτερον, άποβλεπει στήν προβολή τοΰ χριστιανισμού ώς άληθινοϋ άποδέκτη τών εκπληρωμένων πλέον έ¬παγγελιών, πού άρχικά δόθηκαν στόν 'Ισραήλ. Ό Άφραάτης είναι στήν άπλοϊκή του θεολογία όρθόδοξος (μολονότι άγνοοϋσε άκόμα καί τό θεολογικό γεγονός τής Συνόδου τής Νίκαιας), χωρίς αύτό νά σημαίνει δτι μέ τήν έπίδραση τοϋ ιουδαϊκού πνεύματος δέν άπέφυγε παρεκκλίσεις, δπως π.χ. δτι οί ψυχές μετά τόν θάνατο ναρκώνον¬ται μέχρι τήν δευτέρα παρουσία κ.ά. Παρά ταύτα μέ τό έργο του θε¬μελίωσε ούσιαστικά τήν συριακή χριστιανική γραμματεία καί δημιούργησε τις προϋποθέσεις γιά τήν έμφάνιση τοϋ έντυπωσιακοΰ έργου τοϋ Έφραίμ. Γι* αύτό καί δίκαια έμεινε στήν ιστορία ώς «ό σοφός Πέρσης».
Επιδείξεις. Ό Άφραάτης άναδείχτηκε, παρά τήν θεολογική του ρηχό- τητα, ταλαντούχος συγγραφέας, μέ διάθεση μάλιστα ποιητική. Συνέταξε 23 σύντομα καί γλαφυρά άσκητικοοικοδομητικά, παραινετικά, ύμνητικά καί άντιιουδαϊκά έργίδια ή λόγους πού ονόμαζε Τ ah w'j at a = Επιδείξεις ή Εκθέσεις. Τά 10 πρώτα έγραψε τό 337, τά έπόμενα 11 τό 344 (μέ άφορμή καί τόν ρόλο τών 'Ιουδαίων στόν διωγμό κατά τών χριστιανών τοϋ πέρση μονάρχη Σαπ(φ)ώρ τό 338 καί μετά) καί τό 23ο τό 345.
Τά δέκα πρώτα πραγματεύονται άντίστοιχα περί πίστεως, άγάπης, νη¬στείας, προσευχής, πολέμου, άσκητών («υίών τής διαθήκης»), μετανοίας, άναστάσεως, ταπεινοφροσύνης καί ποιμένων. 'Αποτελούν θαυμάσιο άσκη- τικο-πνευματικό βοήθημα μέ σκοπό τήν τελείωση καί εϊρήνη τοϋ πιστού μέ τήν πίστη, τήν εγκράτεια καί τήν παρθενία. Τά έργα του αύτά δημιούρ¬γησαν τό χαρακτηριστικό άσκητικό κλίμα τής συριακής Έκκλησίας, άλ¬λά δέν φθάνουν στό ϋψος τής νηπτικής θεολογίας καί δέν υποδεικνύουν στάδια άσκητικοΰ βίου. 'Απευθύνονται στούς «υίούς (καί θυγατέρας) τής διαθήκης». Τά λοιπά 13 έργίδια συνιστούν προσπάθεια άντιπαραθέσεως χρι-στιανισμού καί ιουδαϊσμού, κάτι πού τήν ίδια έποχή στόν έλληνοσυριακό χώρο έπιχείρησε καί ό Σοφιστής Άστέριος ( + 341/2).
ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΙΣΙΒΕΩΣ (+ 338). Πρώτος έπίσκοπος Νισίβεως, πού βοήθησε άποφασιστικά στήν δημιουργία τοΰ συροχριστιανικοΰ πνευ-ματικού κλίματος καί ένθάρρυνε στό συγγραφικό θεολογικό έργο τόν θεμελιωτή τής συριακής χριστιανικής γραμματείας Άφραάτη. Ή με¬γάλη φήμη τοϋ 'Ιακώβου, τοϋ όποιου δέν γνωρίζουμε κανένα κείμε¬νο, έγινε αιτία νά τοϋ άποδοθοϋν διάφορα έργα καί ή άρμενική μετάφραση τών Επιδείξεων τοϋ Άφραάτη (Κ. Krueger, Jacob von Nisibis in syrischer und armenischer Oberlieferung: Mu 81 [1968] 161¬179).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εκδόσεις:
J. PARISOT: PS I-II (1894 καί 1907 μέ λατινική μετάφραση). G. BERT, Aphraates des persischen Weisen Homilien, Leipzig 1888 (πλήρηςγερμανικήμετάφραση). Γιά τήν πλή¬ρη άρχαία άρμενική καί τίς έπιμέρους σύγχρονες μεταφράσεις τοϋ Άφραάτη βλ. ORT17 DE URB1NA, Patrologia Syriaca, Roma 1965, σ. 48.
Μελέτες:
P. SCHWEN, Α., seine Person und sein Verstandnis des Christentums, Berlin 1907 (καίεπανέκδοσητό 1973). L. HAFEL1, Stilmittel bei A..., Leipzig 1932. ORTIZ DE URBINA, Die Gottheit Christ bei Α., Roma 1933. M. MAUDE, Rhythmic patterns in the homilies of Α.: Anglican Theolog. Rev. 17 (1935) 225-233. TOY ΙΔΙΟΥ, La Controversia di A. coi Giudei: Stud. Missionalia 3 (1947) 85-106. E. BECK, Symbolum - Mysterium bei A. und Ephram: OC 42(1958) 19-40. A. VOOBUS, Methodologisches zum Studium der Anweisungen A: OC 46 (1962) 25-32 (βλ. καί CSCO 184, CSCO sub. 14). R. MURRAY, The Rock and the House on the Rock. A chapter in the ecclesiological symbolism of A. and Ephrem: OCP 30(1964) 315-362. A. VOGEL, Zur Lehre von der Erlosung in den Homilien Α., Hof 1966. J. NEUSNER, A. and Judaism: the Christian-Jewish argument in IV century Iran, Leiden 1971. P. KAWERAU, Das Christentum des Ostens, Stuttgart 1972, σσ. 37-42. R. MURRAY, Symbols of Church and Kingdom. A study in early Syriac tradition, London 1975. B. BONIFACINO, Significato dei termini santo, santitA, santificare nelle "Dimostrazione" di Afraale il "Sapiente Persiano": Studi Ric Oriente crist. I (1978) No 1, σσ. 67-78 καί No 2, σσ. 17-38. F. PERICOLI RIDOLFIN1, Note sull' antropologia e sull' escatologia del "Sapiente Persiano": στόίδιοπεριοδ. 1 (1978) No I, σσ. 5-17 καί No 2, σσ. 5-16. TOY ΙΔΙΟΥ, Problema trinitario e problema cristologico nelle "Dimostrazioni" del "Sapiente Persiano": στόίδιοπεριοδ. 2 (1979) No 2, σσ. 99-125. TOY ΙΔΙΟΥ, I Sacramenti negli scritti del "Sapiente Persiano": στόίδιοπεριοδ. 2 (1979) No 3, σσ. 157-171. G. NEDUN- GATT, The Authenticity of Aphraat's Synodal Letter: OCP 46 (1980) 62-88. L. BRADE, Oberlegungen zu Afrahats Aussagen iiber Engel: OCP 62 (1978) 98-102. J. M. SAUGET, Entretiens d' Aphraat en arabe sous le nom d' £phrem: Mu 92 (1979) 61-70. TJ1TZE BAARDA, The Gospel quotations of Aphrahat, the Persian Sage. Aphrahat's text of the fourth Gospel, (1-2 τόμοι), Amsterdam 1975. A. GUILLAUMONT, Un midrash d' Exode 4, 24-26 chez Aphraate et Ephrem de Nisibe: A Tribute to A. Voobus: Studies in early Christian literature and its environment... Ed. by R. H. Fischer, Chicago 1977, σσ. 89-96. J. OUELLETTE, Sens et port£e de 1' argument scripturaire chez Aphraate: A Tribute to A. Voobus ( = προηγούμενοέργο), σσ. 191-202.
40. ΠΑΧΩΜΙΟΣ ( + 346)
γενάρχης τής «κοινωνίας»-κοινοβίου
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ Εισαγωγή
Ό άπαίδευτος κόπτης Παχώμιος έγινε μεταξύ τοΰ 320 καί τού 330 ό γενάρχης τοΰ κοινοβιακού μοναχισμοΰ, όταν ή 'Εκκλησία πανη¬γύριζε τήν όριστική της έξοδο άπό τις κατακόμβες καί συγχρόνως κλονιζόταν άπό τήν αίρεση τοΰ 'Αρείου. Ή σημασία τής πρωτοβου¬λίας τοΰ Π. είναι τεράστια, έφόσον τό κοινόβιο έκτοτε άπορρόφησε τό μέγιστο μέρος τοϋ άναχωρητισμοΟ κι έφόσον ό μοναχισμός άπο¬τελεΐ νόμιμο καί ιερό εΐδος έκκλησιαστικοΟ βίου.
Άπό τά μέσα κυρίως τοϋ Γ' αί. έμφανίστηκε στό πλαίσιο ή στό περιθώριο τής χριστιανικής κοινωνίας ό μοναστικός βίος, πού στίς άρχές τοϋ Δ' αί. έγινε μέγα καί άμορφο ρεϋμα, κατακλύζοντας τίς αιγυπτιακές καί συριακές έρήμους. Ό άναχωρητισμόςή έρημητικός βίος ήταν έπιβλητική πραγματικότητα, πού συγκινούσε μέ τούς χα-ρισματικούς θεόπτες άββάδες ολόκληρη τήν 'Εκκλησία. Ό Παχώ- μιος κατόρθωσε νά μεταπλάσει μέρος τοϋ ισχυρού καί άμορφου τούτου ρεύματος σέ δομημένη μοναστική «κοινωνία», δηλ. σέ κοινόβιο.
Οί πηγές πού πληροφορούν τήν κοινοβιογονία καί τήν ζωή τοϋ Π. είναι κείμενα, πού γνώρισαν πολλαπλές έπεξεργασίες καί νοθείες. Πρόκειται γιά τούς «Βίους» τοϋ Π. καί τά έργα πού άποδίδονται στόν ίδιο καί τούς διαδόχους του Θεόδωρο καί Ώρσίσιο. Τά πρωτότυπά τους έχουν χαθεϊ, άλλά μέ φιλολογική έρευνα μπορούμε ώς ένα ση¬μείο νά διακρίνουμε τά αύθεντικά τους μέρη. Παλαιότερα ή γνώση τοϋ παχωμιανοϋ μοναχισμού στηριζόταν κυρίως στό κεφάλαιο 32 τής Λαυσαϊκής ιστορίας τοϋ Παλλαδίου, πού όμως έχει μικρή ιστορική άξία, όπως φάνηκε μετά άπό τήν δημοσίευση καί τών σχετικών κο¬πτικών πηγών.
Προϋποθέσεις τής «κοινωνίας»
Ή προσωπική περιπέτεια καί ιστορία τοϋ ΓΙ. άποτελεΐ τόν έρμη- νευτικό όρο τής δημιουργίας του. "Οντας φυλακισμένος, έντυπωσιά- στηκε άπό τήν άγάπη πού τοϋ έδειξαν οί χριστιανοί, στήν 'Εκκλησία τών όποιων κατηχήθηκε καί βαπτίστηκε. Αμέσως έπιδόθηκε στήν ύλική διακονία τών πλησίον του, μέχρις ότου έγίνε^ύποτακτικός τοϋ άναχωρητή Παλαίμωνα. Έκεΐ έμαθε κι έζησε τήνάσκηση, έκτίμη- σε τόν ρόλο τού πνευματικού πατέρα, τοΰ άββά, καί τής υπακοής σ' αύτόν, καί μέ θεία έπέμβαση έδωσε νέο περιεχόμενο στήν διακο¬νία, στήν όποία είχε τάξει τόν έαυτό του: όφειλε στό έξης νά έργα- στεΐ γιά τήν συμφιλίωση τών άνθρώπων μέ τόν Θεό. "Ετσι δημι¬ούργησε τό μέγα έργο του, τήν «κοινωνία» ή τό κοινόβιο, τό όποιο συγχρόνως άποτελεΐ καί τό σχήμα, μέ τό όποιο ύπηρέτησε τόν σκο¬πό του. Εφόδια είχε τήν άπόλυτη άφοσίωση στόν σκοπό του, τήν θεληματικότητα, τήν όργανωτικότητα, τήν πλούσια άσκητική πεί¬ρα, τήν εύρεία γνώση τής Γραφής στά κοπτι: ά καί τά χαρίσματα τού ποιμένα, τής καβοδηγήσεως τών άνθρώπων, τής ταπεινοφροσύ¬νης, τής άγάπης, τής μετάνοιας καί τής διακρίσεως πνευμάτων. "Οσο καλά γνώριζε τόν άναχωρητικό άσκητικό βίο τής Αίγύπτου, τόσο πολύ αγνοούσε τήν θεολογική προβληματική τής έποχής του• Ήταν όμως άρκετά κατατοπισμένος, ώστε νά μένει στήν Παράδοση τής Έκκλησίας και νά άποστρέφεται τόν ώριγενίσμό καί τόν αρειανι¬σμό, όπως έκαναν καί οί διάδοχοι του. Ή άσκητική του έμεινε σέ πρακτικό έπίπεδο καί μόνο πρός τό τέλος τής ζωής του είχε φαινό¬μενα έκτακτων θείων έμπειριών καί χαρισμάτων.
Τό πνεΰμα τής «κοινωνίας»
Ό Π., μετά τήν έπταετή άσκηση καί μαθητεία στόν άναχωρητή Παλαίμωνα, άποσύρθηκε στήν Ταβέννηση γιά εντονότερη άσκηση. Έκεΐ τοϋ άποκαλύφτηκε ότι πρέπει νά άφιερωθεΐ στήν συμφιλίωση τών άνθρώπων μέ τόν Θεό, δηλ. στό έργο τής σωτηρίας γενικά καί τής τελειώσεως ειδικά τών άνθρώπων. Υπάκουσε καί άρχισε νά ι¬δρύει μονή κοινοβιακή, τήν όποία οί πρώτες πηγές ονομάζουν «κοι¬νωνία» καί ή όποία θ' άποβεΐ νέα πολυσήμαντη πραγματικότητα στήν ζωή τής Έκκλησίας. Τό έργο τοϋτο ονομάζουμε όρθότερα παχωμιανό μοναχισμό, γιατί γνώρισε έσωτερική έξέλιξη άπό τά χρόνια τοϋ Π. μέχρι τό τέλος τοΰ Δ' αι., καί δύσκολα διακρίνουμε τά καθαυτό στοι¬χεία τοϋ Π. άπό αύτά πού τοΰ προσέγραψαν ή πρόσθεσαν οί άμεσοι διάδοχοι του.
Ό όρος «κοινωνία» είναι χαρακτηριστικός τοϋ πνεύματος τοΰ πα- χωμιανοΰ μοναχισμοΰ, πού στηρίζεται: α) Στόν κοινοβιακό βίο. Γιά πρώτη φορά στόν μοναχισμό τά πάντα είναι κοινά: τροφή, ένδυση, έργασία, προσευχή, λειτουργική ζωή. Πρότυπο τής κοίνοβιακότη- τας μνημονεύεται συμβατικά ή πρώτη ίεροσολυμιτική κοινότητα, β) Στήν άπολυτοποίηση τής σχέσεως γέροντα καί μοναχού (υποτακτι¬κού). Ή σχέση αύτή, πού ήταν ήδη γνωστή στόν άναχωρητισμό, γί¬νεται έξελικτικά κανόνας άπόλυτος. Ό γέροντας (ή άββάς ή ηγού¬μενος) τής «κοινωνίας» - κοινοβίου άποβαίνει ό μόνος έγγυητής καί διδάσκαλος μετά τόν Θεό γιά τήν όρθή άσκηση καί τήν σωτηρία τοΰ μοναχού* άποβαίνει «πατήρ», στόν όποιο οί κοινοβιάτες οφείλουν απόλυτη ύπακοή, διότι αύτός έχει έπωμιστεΐ άμεσα τήν εύθύνη τής σωτηρίας καί τελειώσεως τοΰ μοναχοΰ, αύτός έχει τό χάρισμα τής πνευματικής καθοδηγήσεως. γ) Στήν τήρηση τον Κανόνα. Ό τρό¬πος τοϋ κοινοβιακοΰ βίου καί ή άπόλυτη ύπακοή τών μοναχών στόν άββά έκφράζονται σέ σύντομα κείμενα πού ονομάστηκαν «Κανών Παχωμίου» καί έπρεπε νά τηροΰνται. 'Ιδιαίτερα, μετά τόν θάνατο τοϋ Π., 6Κανόνας ύψώθηκε σέ άπόλυτο, ιερό καί άπαραβίαστο κεί¬μενο, ώστε νά υπηρετεί τήν συνοχή τής «κοινωνίας» καί ν' άποθαρ- ρύνει τίς διασπαστικές τάσεις ή τούς νεωτερισμούς, πού πάντως δέν έλειψαν, δ) Στήν αμοιβαία διακονία καί άμοιβαία ευθύνη. Γιά πρώ¬τη φορά στόν μοναχισμό θεσπίζονται ή διακονία (ώς μίμηση Χριστού) τοϋ ένός μοναχοΰ πρός τόν άλλο καί μάλιστα ή εύθύνη τοϋ ένός γιά τήν σωτηρία τοϋ άλλου. Ή άμοιβαιότητα αύτή προσδιορίζει περισ¬σότερο άπό κάθε άλλο στοιχείο τήν «κοινωνία» τοϋ Π. ε) Στήν έκ- κληοιαστικότητα καί τήν κοινή κατήχηση. Τό κοινόβιο τοϋ Π. συνιστούσε είδος πλήρους έκκλησιαστικής κοινότητας, διότι ζοϋσε κατά τήν παράδοση τής Έκκλησίας, τελούσε τήν Λειτουργία Σάβ¬βατο καί Κυριακή (όπότε κοινωνούσαν δλοι οί μοναχοί), χρησιμο-ποιούσε τά λειτουργικά ήθη τών αιγυπτιακών κοινοτήτων καί - τό σπουδαιότερο- άσκοϋσε τό κατηχητικό έργο γιά έθνικούς καί γιά μοναχούς. Ό Π. δεχόταν στήν μονή του όχι μόνο χριστιανούς, πού ήθελαν μέ τήν άσκηση καί τήν ύπακοή νά τελειωθούν, άλλά καί έ¬θνικούς τής περιοχής, τούς όποιους κατηχούσε, γιά νά γίνουν πρώ¬τα χριστιανοί καί μετά νά ζήσουν -άν ήθελαν- κοινοβιακά. Μοναδική βάση τής κατηχήσεως καί τής διδασκαλίας του ήταν ή Γραφή. Ή διδασκαλία καί ή άσκητική μέθοδος του ήταν πρακτική, χωρίς θεωρητικές άπόψεις καί άναλύσεις θεοπτικών έμπειριών, ό¬πως τού Εύαγρίου. Έκκλησιολογικά τό κοινόβιο τοϋ Π. έμοιαζε ώς έναν βαθμό μέ ενορία, τής όποιας τούς ιερείς χειροτονούσε ό έπί¬σκοπος, μέ τόν όποιο συνήθως βρισκόταν σέ καλές σχέσεις κανονι¬κής κοινωνίας ή καί έξαρτήσεως. Ή έξάρτηση αύτή δέν είχε καί θεσμοποιηθεί, μέ άποτέλεσμα νά μή λείπουν οί προστριβές.
Δομή καί οργάνωση τής «κοινωνίας»
Ό Π. δέν οργάνωσε άπλώς όμάδα μοναχών, άλλά τήν άνύψωσε σέ «κοινωνία», μέ στοιχεία τοϋ άναχωρητικοϋ καί ήμιαναχωρητικού βίου, των αιγυπτιακών πολιτικοθρησκευτικών δομών, τής στρατιω¬τικής του έμπειρίας καί τής φωτισμένης ιδιοφυΐας του. Άρχικά ί¬δρυσε ένα κοινόβιο, στό όποιο ό ίδιος ήταν ό πατήρ ή άββάς (apa) ή ήγούμενος. Ή προσέλευση μεγάλου πλήθους μοναχών τόν ύποχρέ- ωσε νά ιδρύσει έντεκα συνολικά κοινόβια (9 άνδρικά, 2 γυναικεία), στά όποια έγκαθιστοϋσε τόν πρώτον (τόν πατέρα ή ηγούμενο), τόν δεύτερον (ή τόν οίκονόμον) καί τούς λοιπούς υπευθύνους τών δια- κονημάτων, τούς οικιακούς. Στά κοινόβια ανήκαν πολλά οικήμα¬τα, στό καθένα άπό τά όποια έμεναν μαζί όσοι άσχολοΰνταν μέ τό ίδιο διακόνημα, γιά τό όποιο υπεύθυνος ήταν ό οικιακός. Ό ίδιος ό Π., εγκατεστημένος τελικά στό Βαϋ, διατηρούσε ώς «πατήρ τής κοινωνίας» τήν τελική εύθύνη καί πατρότητα γιά όλα τά κοινόβια, χε ώς βοηθούς τόν γενικόν δεύτερον, τόν γενικόν οικονόμον (πού φρόντιζε κι επέβλεπε οικονομικά καί διοικητικά όλα τά κοινόβια) καί άλλους τιτλούχους μοναχούς μέ άνάλογες ευθύνες. Οί όροι πού χρησιμοποιούνται στίς πηγές γιά τό παχωμιανό κοινόβιο, έκτός άπό τόν όρο «κοινωνία», είναι μονή καί μοναστήριόν, γνωστοί καί στόν λοιπό τότε μοναχισμό, πού σήμαιναν τό είδος τοΰ κτηρίου, τόν ήσυ-χο τόπο τοΰ άναχωρητή, άλλά καί τό κτήριο ή τόν τόπο ομάδας ή- μιαναχωρητών.
ΒΙΟΣ
Ό Π. γεννήθηκε άπό εθνικούς στήν Θηβαΐδα τής "Ανω Αίγύπτου (στό Sne, δηλ. στήν άρχαία Λατόπουλη) περί τό 287. Τό 313/4 ή καί νωρίτερα υπηρέτησε άκούσια στόν ρωμαϊκό στρατό, Γιά λόγους άγνωστους φυλακί¬στηκε στήν Θήβα ή Θηβαΐδα. Κάτοικοι τής περιοχής άπάλυναν τις κακου¬χίες τού ίδιου καί τών συστρατιωτών του. Τό γεγονός τοϋ κίνησε τόν θαυμασμό. "Οταν πληροφορήθηκε δτι αύτοί πού τόν βοηθούσαν άνιδιοτε- λώς ήταν χριστιανοί, πήρε τήν διπλή άπόφαση: νά γίνει χριστιανός καί νά άφιερωθεΐ καί ό ίδιος στήν διακονία τών συνανθρώπων του. Μετά τήν άπο- φυλάκισή του βρέθηκε στό Seneset, τό άρχαΐο Χηνοβοσκίο, δπου πραγμά-τωσε τήν ύπόσχεσή του. Κατηχήθηκε, στήν κοπτική, βαπτίστηκε καί άφιερώθηκε γιά τρία χρόνια στήν διακονία έκείνων πού είχαν ύλικές άνάγ- κες. "Υστερα επισκέφτηκε γνωστό άναχωρητή τής γειτονικής έρήμου, τόν Παλαίμωνα, κοντά στόν όποιο άσκήτεψε έπτά χρόνια.
Μέ όραματική υπόδειξη άγγέλου άφησε τόν άββά του κι έγκαταστάθηκε σ' έγκαταλελειμμένο χωριό, τήν Ταβέννηση. Νόμισε όμως ότι έτσι άπομα- κρυνόταν άπό τήν άπόφασή του νά διακονήσει. Στήν έντονη αύτή προβλη¬ματική τοϋ άπάντησε ό Θεός, ύποδεικνύοντάς του νά μείνει έκεΐ καί νά συνάξει άνθρώπους γιά νά τούς συμφιλιώσει μέ τόν Θεό. Αύτό άποτέλεσε τήν αιτία, γιά νά αποφασίσει (μεταξύ 320 καί 325;) τήν ίδρυση τής πρώτης κοινοβιακής μονής, πρόπλασμα τής «κοινωνίας», πού συνιστούσε τό νέο είδος τής διακονίας του πρός τούς άνθρώπους μέ βάση τήν κοινοκτημοσύ¬νη, κατά τό πρότυπο τής πρώτης χριστιανικής κοινότητας τών Ιεροσολύ-μων (Πράξ. 4, 32).
Ό Π. επιδόθηκε μέ ζήλο στό έργο του, άλλά οί κόπτες χωρικοί πού προ¬σήλθαν, βλέποντας τόσο άπλοϊκό, ταπεινό καί διακονικό τόν προϊστάμε¬νο, δέν πειθάρχησαν. Διασκορπίστηκαν κι έτσι ή προσπάθεια συστάσεως τής πρώτης «κοινωνίας» άπέτυχε.
Ό Π. δέν άποθαρρύνθηκε. "Αρχισε πάλι τό έργο του, μέ πλουσιότερη τώρα πείρα. "Ετσι, σύναξε πάλι μοναχούς-μαθητές, τών όποίων κατηύθυ¬νε τήν όλη ζωή, πνευματική καί ύλική, μέ βάση «Κανόνα», τόν όποΐο δη¬μιούργησε σταδιακά γιά τόν σκοπό αύτό καί τόν όποΐο έπρεπε νά έφαρμό- ζουν όλα τά μέλη τού κοινοβίου. Σύντομα οί μοναχοί αύξήθηκαν καί ό ΓΙ.
αναγκάστηκε νά ιδρύσει, σέ μικρή άπόσταση συνήθως, άλλες δμοιες μο¬νές, στίς όποιες καθιστούσε καί έναν άββά ή άρχιμανδρίτη, διατηρώντας ό ίδιος τήν τελική γενική εύθύνη γιά όλες τίς μονές, πού όλες μαζί άποτε- λοΰσαν τήν «κοινωνία». Πρός τό τέλος, μάλλον, τής ζωής του άφησε τήν πρώτη μονή τής Ταβέννησης κι έγκαταστάθηκε στήν μονή τοϋ Βαϋ ή Παβοϋ (Faou) ιδρυμένη περί τό 328. Άπό έκεΐ καθοδηγούσε όλες τίς μονές μέ τήν βοήθεια καί τοϋ «οικονόμου», πού είχε τήν διαχείριση τών οικονομικών τής δλης «κοινωνίας». Περί τό 346 καταγγέλθηκε γιά όράματα πού έβλεπε καί θαύματα πού έκανε. Σύνοδος στήν Λατόπολη τόν άθώωσε, άλλά στίς 9 Μαΐου τοϋ 346 ή τοϋ 347 ύπέκυψε στήν πανώλη, πού άποδεκάτιζε τήν πε-ριοχή. Είχε ήδη ιδρύσει 9 άνδρικά καί 2 γυναικεία κοινόβια, όπου κατά τήν παράδοση μόναζαν περισσότερα άπό 5.000 πρόσωπα. Ή Εκκλησία τιμά τήν μνήμη του στίς 15 Μαΐου.
ΕΡΓΑ
Κατά τήν παράδοση ό Π. έγραψε Κανόνες, μέ τούς οποίους καθόριζε τόν τρόπο ζωής καί ασκήσεως τών κοινοβιακών μοναστηριών του, Κατηχήσεις, έπίσης γιά τούς μοναχούς - υποτακτικούς του, καί Επιστολές. "Ολα γρά¬φηκαν στήν κοπτική, άλλά γρήγορα - καί μάλιστα οί Κανόνες - μεταφρά¬στηκαν στήν έλληνική, διότι μέ τήν έναρξη (346) τής ήγουμενίας τοϋ Θεοδώρου, πού γνώριζε καί τήν έλληνική, αύξήθηκαν καί οί έλληνόφωνοι μοναχοί. Δυστυχώς όμως ή σημερινή μορφή τους προϋποθέτει, έξαιρουμέ- νων τών 'Επιστολών, έπανειλημμένες επεξεργασίες, πού έγιναν ήδη άπό τά χρόνια τών άμεσων διαδόχων τοϋ Π., δηλ. τοϋ Θεοδώρου καί τοϋ Ώρ- σισίου, ίχνη τών έργων τών όποιων βρίσκουμε στά παχωμιανά κείμενα καί αντίστροφα. Επίμονες έρευνες κατέληξαν στό συμπέρασμα ότι τουλάχι¬στον ό πυρήνας τών έργων αύτών όφείλεται στόν Π. καί ότι όπωσδήποτε έκφράζουν τό πνεύμα άλλά καί τήν εξέλιξη τοϋ παχωμιανοϋ γενικά κοινο¬βίου πρίν άπό τό τέλος τοϋ Δ' αι.
Κανών. Γράφηκε στήν κοπτική, προφανώς πρίν τό 340, διακρίνεται σέ τέσσερα τμήματα (Praecepta - Praecepta καί Instituta - Praecepta καί Judica- Praecepta καί Leges) καί σώθηκε άποσπασματικά. Τά κοπτικά άποσπάσμα¬τα διαφέρουν αισθητά άπό τά έλληνικά, τά όποια μαρτυρούν έντονότερη επεξεργασία καί μεταγενέστερη παράδοση. Μεταφράστηκε άκόμα στήν λα¬τινική, τήν αίθιοπική καί τήν άραβική.
Κοπτικά: L. ΤΗ. LEFORT: CSCO 150 copt. 29, σσ. 30-36• CSCO 160 copt. 24, σσ. 30-37 (μετάφρ. γαλλ.). Έλλην.: ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Mu 37 (1924) 9-21• PG 40, 948-952• ΒΕΠ 40, 114-121 (σέ δεύτερη στήλη έκδίδεται καί συντομότερη μορφή τοϋ κανόνα). Λατιν.: Α. BOON, Pachomiana latina, Louvain 1932, σσ. 13-74. Γιά άλλες μετάφρ. βλ. CPG 11 2352.
Κατηχήσεις. Τρία κείμενα στά κοπτικά. Κατηχήσεις πρός μνησίκακον μοναχόν. Τό έκτενέστερο παχωμιανό κείμενο, πού γνώρισε έπεξεργασίες άλλά διασώζει τόν άρχικό του πυρήνα. "Εχει ένσωματωθεΐ σ' αύτό καί μέ¬ρος κοπτικής όμιλίας τοϋ Μ. 'Αθανασίου. Κατήχησις είς τάς £ξ ήμέρας τον Πάσχα. Σύντομο κείμενο μέ παχωμιανό πυρήνα. Έκλογαί, δηλ. άποσπά¬σματα λόγων τοϋ Π.
L. ΤΗ. LEFORT: CSCO 159 copt. 24, σσ. 1-30 καί CSCO 190 copt. 25, σσ. 1-30 (γαλλ. μετάφρ.),
Έπιστολαί: Πρόκειται γιά 13 σύντομα οίκοδομητικοσυμβουλευτικά καί συνθηματικά κείμενα. Οί έρευνητές δέν άμφιβάλλουν γιά τήν γνησιότητά τους. Κρίνοντας δμως άπό τό έλληνικό κείμενο, διερωτάται κανείς άν ό Π. είχε τήν δυνατότητα νά συντάξει περίπλοκα κείμενα μέ χαρακτήρα ά- ποφθεγματικό καί κάποια τάση ποιητική. Μοναδικό φαινόμενο στήν χρι¬στιανική γραμματεία καί άλυτο πρόβλημα συνιστά ή συμβολική, συνθημα¬τική, αίνιγματική ή άπόκρυφη γλώσσα τών 'Επιστολών, οί όποιες ένεκα τούτων δέν κατανοούνται πλήρως. Τά συμβολικά στοιχεία ή γράμματα καί στήν έλληνική μετάφραση είναι άπό τό κοπτικό άλφάβητο. Εκτός άπό τήν μετάφραση τοϋ Ιερωνύμου καί τών λίγων κοπτικών άποσπασμάτων, έχουμε σήμερα μέ πρόσφατη άνακάλυψη όλόκληρο τό έλληνικό κείμενο τών Έ- πιστ. 1, 2, 3, 7, 10 καί 11α.
PL 23, 91-106. Α. BOON, Pachomiana latina, Louvain 1932, σσ. 77-101. Η. QUECKE, Die Briefe Pachoms, Regensburg - Fr. Pustet 1975 (έλλην. καί κοπτικό κείμενο, σσ. 99-110 καί 111-118 άντίστοιχα). Ό ΙΔΙΟΣ έξέδωσε καί κοπτική έπιστολή, πού γράφηκε στό περιβάλλον τοϋ Π. (Orientalia 44 [1975] 426-433).
'Αποφθέγματα: Είναι άποσπασμένα άπό τούς «Βίους» (βλ. πιό κάτω) τού Π. καί καταχωρισμένα στίς διάφορες συλλογές «Γεροντικών». Βλ. J. -C1. Guy, Recherches sur la tradition greque de Apophtegmata Patrum, Bruxelles 1962 (κατάτόνπίνακα) καί R. Draguet: Mu 35 (1965) 44-61.
Νόθα: Παραινέσεις πνενματικαί. Σύντομο προτρεπτικό κείμενο πού σώ¬ζεται στήν λατινική. Α. Boon, Pachomiana latina, Louvain 1932, σσ. 151 έξ. Ή Λαυσαϊκή ιστορία τοϋ Παλλαδίου (§32) καί τό Florilegium Patristicum (έκδ. Albers, Bonn 1923, σσ. 60-72) παραδίδουν «Κανόνα» τοϋ Π. Πρόκει¬ται γιά τό ίδιο κείμενο μέ μικρές παραλλαγές. Χρησιμοποιεί μάλιστα γράμ¬ματα τοϋ έλληνικοϋ άλφαβήτου, άντί τοϋ κοπτικού πού είδαμε στίς Επι¬στολές, γιά νά συμβολίσει τήν τάξη καί τήν ποιότητα τών μοναχικών τα¬γμάτων ή όμάδων μοναχών σέ κάθε κοινόβιο - κοινωνία. Μέ τό όνομα τοϋ Π. κυκλοφόρησαν καί άλλα κείμενα, δπως τά «Κεφάλαια έπιτιμίων μονα¬χών»: Τ. Th. Lefort: Mu 40 (1928) 60-64.
Βίοι. Τραχύ φιλολογικό πρόβλημα συνιστοϋν οί πολλοί «Βίοι» τοϋ Πα- χωμίου στήν κοπτική (σαχιδική καί βοχαϊρική), τήν έλληνική, τήν άραβι¬κή καί τήν λατινική γλώσσα. Δυστυχώς έχει χαθεί δ,τι θά όνομάζαμε άρχικό Βίο ή πρώτη συλλογή λόγων τοϋ Π. καί παραδόσεων γι' αύτόν. Άπό τό κείμενο τοΰτο, πού μάλλον όφείλεται σέ πρωτοβουλία τοϋ μαθητή του Θε¬οδώρου, προήλθαν οί δύο κοπτικοί Βίοι (S = σαχιδικός καί Βο = βοχαϊρικός) καί ό πρώτος έλληνικός (G 1), οί όποιοι άλληλοκαθαιρόμενοι, διασταυρού¬μενοι καί συμπληρούμενοι μέ στοιχεία τών λοιπών σχετικών κειμένων, α¬ποτελούν τήν βάση πρός αποκρυπτογράφηση τού βίου καί τοΰ κοινοβιακού έργου τοϋ Π. Στά κείμενα αύτά είναι πολύ σαφής ή εισβολή μεταγενέστε¬ρων καί έξωπαχωμιανών στοιχείων, πού νοθεύουν τήν εικόνα τοϋ γενάρχη τοϋ κοινοβιακού-μοναχισμού. Τελείως πρόσφατα (1982) έκδόθηκε άπό τ.όν Halkin καί άλλος έλληνικός Βίος, ίδιου όμως περιεχομένου μέ τούς προη¬γούμενους. Ό πρώτος έλληνικός Βίος (G 1) φαίνεται δτι διατηρεί αύθεντι- κότερα καί ίστορικότερα στοιχεία σέ σύγκριση μέ τούς κοπτικούς Βίους.
Ελληνικοί: F. HALKIN, Sancti Pachomii Vitae Graecae (Subsidia hagiogr. 19), Bruxelles 1932. TOY ΙΔΙΟΥ, Une vie inedite des Pachome, BHG 1401a: AB 97 (1979) 5-55 jfai 241-287 (ΑνέκδοτοςμέχριτότεΒίος). ΒΕΠ 40, 128-282 καί 41, 11-117. Βίος τοΰ άγ. Παχωμίου. Μετάφρασις Άρχιμ. Άγαθονίκου, "Εκδ, Μονής Κεχροβουνίου Τήνου. Κοπτικοί: L. ΤΗ. LEFORT, είς CSCO 89 καί 99/100• Mu 54 (1941) 111-138. Λατινικός: Η. VAN GRANENBURGH, La Vie latine des Pachfime, traduit du Grec par Denys le Petit, Bruxelles 1969, 'Αραβικός: Ε. AMELlNEAU, Monument pour servir a Γ histoire de 1' figypte chretienne au lVe siecle, Paris 1889, σσ. 337-711. A. VEILLEUX, Pachomian koinonia, I: The Life of St. Pachomius and his disciples: Cistercian Studies 1980. II: Pachomian chronicles and rules, transl. with introd. by J. VEILLEUX: Cistercian Studies 1981. Ill: Instructions, Letters and other writings of St. Pachomius and his disciples, translat. by J. VEILLEUX: Cistercian Studies, Kalamazzoo 1982. Le corpus athenien des Pachome, ed. par F. HALKIN, introd. par A. J. FESTUGIERE, Geneve 1982. Vita copta di s. Pacomio, pref. di J. GR1BOMONT trad., introd. e note di F. MOSCHATELLI, Padova 1981.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
R. DRAGUET, Le chapitre de HL sur les Tabennesiotes derive-t-il d' une source copte?: Mu 57 (1944) 53-145 καί58 (1945) 15-95. Κ. LEHMANN, Die Entstehung der Freiheitsstrafe in den Klostern des hi. Pachomius: Zeitschrift der Savigny - Stift fur Rechtsgeschichte, /Canon. Abt. 37 (1951) 1-94. D. -J. CH1TTY, Pachomian Sources reconsidered: JEH 5 (1954) 38-77. Pachomiana. Commemoration du XVIe Centenaire de St. Pacome 1' Egyptien (348-1948), Le Caire 1955. H. BACHT, Anionius und Pachomius. Von der Anachorese zum Conobi- tentum; B. Steidle, Antonius Magnus Eremita, Roma 1956, σσ. 66-107. TOY ΙΔΙΟΥ, Pakhome et ses disciples: Theologie de la vie monastique (Theologie 49), Paris 1961, σσ. 39-71. TOY ΙΔΙΟΥ, Zur Typologie des koptischen Monchtums. Pachomius und Evagrius: Christentum am Nit, Recklinghausen 1964, σσ. 142-157. P. TAMBURR1NO, Koinonia. Die Beziehung "Monasterium" - "Kirche" in friihen pachomianischen Monchtum: Erbe und Aufgabe 43 (1967) 5-21. A. VEILLEUX, La liturgie dans le cenobitisme pachomien au quatrieme siecle, Roma 1968 (£ργοβασικόστήννεώτερηέρευνα). ΤΟΥΙΔΙΟΥ , La theologie de Γ abbatiat cenobitique...: Supplement στό Vie spirituelle 86 (1968) 351-393. P. DESEILLE, L' esprit du monachisme pachomien, suivit de la traduction frangaise de Pachomiana Latina..., Bellefontaine 1968. Μ. M. VAN MOLLE, Essai de classement chronologique des premiers regies de vie commun connu en chritienti: Supplement στό Vie spirituelle 84 (1968) 108-127 καί 86 (1968) 394-424 (Κανόνεςκαίμεταγενέστερηπαχωμιανήγραμματεία) καί 88 (1969) 101-121 καί 93 (1970) 196-225. F. DEBONO, La basilique et le monastere des Pacome: BIAO 70 (1971) 191-220. D. J. CHITTY, Pachomian sources once more: SP 10(1970) 54-64 (έπι- βεβαίωσητήςάπόψεωςδτιόπρώτοςέλλην. Βίος τοϋ Παχωμΐου προηγείται σέ ιστορι¬κότητα άπό τίς κοπτικές πηγές, στήν πρωταρχική σημασία τών όποιων έπέμενε ό L. Lefort). Η. VAN CRANENBURGH, £tude comparative des recits anciens de la vocation de S. Pachome: RB 82 (1972) 280-308. A. DE VOGLlfi, Le pieces latines du dossier pachomien:. RHE 67 (1972) 26-67. TOY ΙΔΙΟΥ, S. Pachome et son oeuvre d' aprfcs plusieurs etudes recents: RHE 69 (1974) 425-453. TOY ΙΔΙΟΥ: AB 91 (1973) 379-390 καίείς RHSpir 49 (1973) 401-419 καίεις STMon 17 (1975) 7-12 (ήμετάνοιαστόνΚανόνατοϋΠαχωμΐου). Η. VAN CRANEN¬BURGH, Le noms de Dieu dans la priere de Pachfime et de ses frfcres: RHSpir 52 (1976) 193-211. J. VERGOTE, La valeur des Vies grecques et coptes de S. Pachome: OLP 8 (1977) 175-186. J. M. LOZANO, La comunita pacomiana: dalla comunione all' istituzione: Clarentianum 15 (1975) 237-267 καί 16 (1976) 5-32 (διδασκαλίαγιάάσκησηκαίπτωχείατοϋΠαχ.). Η. QUECKE, Ein Brief von einem Nachfolger Pachoms...: Orientalia 44 (1975) 426-433. T. ORLANDI, Nuovi testi copti pacomiani: Commendements du seigneur et liberation evangelique... £d. par J. Gribomont, Rome 1977, σσ. 241-243. Κ. SAMIR, Temoins arabes de la catechese de Pachome...: OCP 42 (1976) 494-508. TH. BAUME1STER, Die Mentalitat des friihen agyptischen Monchtums...: ZKG 88 (1977) 145-160. CH. W. HEDRICK, Gnostic proclivities in the Greek Life of Pachomius and the Sitz im Leben of the Nag Hammadi Library: NovTesf 22 (1980) 78-94. A. DE VOGUE, La Vita Pachomii Junioris... Ses rapports avec la Regie de Macaire, Benoit d' Aniane et Fructueux de Braga: Studi Medievali 20 (1979) 535-553. TOY ΙΔΙΟΥ, Les ecrits pachomiens: Collection cistercien, Belg. 43 (1981) I, 20-33 (βλ. καί StudMon 15 [1983] 7-10). A. VEILLEUX, Le renoncement aux biens materiels dans le cinobitisme pachomien, στήνΓδιασειρά 56-74. R. McL. WILSON, Twenty years after: Colloque international sur les textes de Nag Hammadi... 6d. par B. Bare, Quibec Pr. del' Univ. Laval et Louvain 1981, σσ. 59-67. J. E. GOEHRING, Pachomius' vision of Heresy: The Development of a Pachomian Tradition: Mu 95 (1982) 241-262. H. BACHT, Das Vermachtnis des Ursprungs. Studien zum friihen Monchtum 11: Pachomius- Der Mann und sein Werk, Wiirzburg: Echter 1983. M. DEMBINSKA, Diet. A comparison of food consumption between some eastern and western monasteries in the 4th-12th centuries: Β55 (1985) 431-462. A. VEILLEUX, Monachisme et Gnose, I: Le cenobitisme pachomien et la Bibliothfcque copte de Nag Hammadi: Collectanea Cisterciensia 46 (1984) 239-258. PH. ROUSSEAU, Pachomius. The making of a community in fourth - century Egypt, Berkley Univ. - California 1985. I. GOBRY, Les moines en Occident, I: De saint Antoincas. Basile..., Librairie A. Fayard 1985, σσ. 269-294.

Σελίδες 138 - 163

Συνεχίζεται  



ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β - ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΥΡΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (335)

$
0
0


30. ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΥΡΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (335)

Συγκροτήθηκαν καί οί δύο μέ πρωτοβουλία τών άρειανοφρόνων καί μέ διαταγή τού Μ. Κωνσταντίνου. Ή πρώτη γιά νά καταδικάσει μέ άναληθεΐς κατηγορίες τόν Αθανάσιο καί ή άλλη κυρίως γιά νά άποκαταστήσει σέ κοινωνία έκκλησιαστική τόν Άρειο καί τούς επίσης καταδικασθέντες οπαδούς του.

Ή σύνοδος τής Τύρου, στήν όποία πρωτοστάτησαν οί καταδικασμένοι άρειανόφρονες Εύσέβιος Νικομήδειας καί θεόγνιος Νικαίας καί στήν όποία ό έκπρόσωπος τού Κωνσταντίνου επέβαλε στούς ορθοδόξους τίς άπόψεις τών άρειανών, δέν συνέταξε κείμενο έπίσημο, διότι ούσιαστικά διακόπηκε γιά νά συνεχίσει στά 'Ιεροσόλυμα, όπου έγιναν καί τά έγκαίνια τοΰ μεγαλοπρεπούς ναού τής Άναστάσεως. Έκεΐ πληροφορήθηκαν οί επίσκοποι ότι ό Άρειος έπέδωσε έπιστολή (ομολογία), πού θεωρήθηκε ώς «ύγιής καί εκκλησιαστική» άπό τόν αύτοκράτορα. Τότε, λοιπόν, ή σύνοδος έστειλε 'Επιστολή πρός τήν Εκκλησία 'Αλεξανδρείας, Αίγύπτου, καί γενικά πρός τούς έπισκόπους τής «οικουμένης», γιά νά έπιβάλει καί νά πληροφορήσει τήν έπαναφορά τοΰ 'Αρείου στούς κόλπους τής Εκκλησίας (τό κείμενο είς 'Αθανασίου, Περί τών έν Άριμίνφ... 21, 2-7: Η. G. Opitz, Athanasius Werke, II 1, Berlin 1935-1941, σσ. 227-228).

Μέ άφορμή τήν σύνοδο τής Τύρου καί τό έργο της γράφηκαν οί έξής 'Επιστολές:


Τή συνόδφ τή κατά Τΰρον, Κωνσταντίνου (Θεοδωρήτου, 'Εκκλησ. Ιστορία Α'
29).

Τοις έπισκόποις τοις συνελθοΰσιν έν Τύρφ, Κωνσταντίνου (Σωκράτους, Έκκλησ. ιστορία Β' 28, 2-12).

Φλαβίφ Λιονυσίφ τφ κόμητι, έπίσκοποι Αίγύπτου (δύο έπιστολές).
Διονυσίφ τφ κόμητι, 'Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης.

Τοις περί Εύσέβιον, Διονύσιος ό κόμης.

Θεογνίφ, Μάρι καίΜακεδονίφ... τοις άπό Τύρου έλθοΰσιν έπισκόποις, πρεσβύτεροι καί διάκονοι 'Αλεξάνδρειας.

Τή άγίας συνόδφ (Τύρου) τών μακαρίων έπισκόπων, πρεσβύτεροι καί διάκονοι Μαρεώτιδος.

Πρόν τόν Φιλάγριον έπαρχον Αίγύπτου, πρεσβύτεροι καί διάκονοι Μα- ρεώτιδος. Τά παραπάνω έπιστολικά κείμενα καταχωρίζει ό 'Αθανάσιος στό έργο του 
Απολογητικός Β' 73-81. Η. G. Opitz, μν. έργ., σσ. 152-161.

31. ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (338)

"Οταν ό 'Αθανάσιος μετά τόν θάνατο τοΰ Μ. Κωνσταντίνου (337) έπέ- στρεψε στήν 'Αλεξάνδρεια, οί περί τόν Εύσέβιο Νικομηδείας έστειλαν (338) άντιπροσωπεία στήν Ρώμη, μέ σκοπό νά πείσει τόν έπίσκοπό της 'Ιούλιο νά δεχτεί τήν κατά τοϋ

'Αθανασίου άπόφαση τών συνόδων Τύρου καί 'Ιεροσολύμων (335). Στήν κίνηση αύτή άντέδρασε ό Άθανάσιος-μέ σύγκληση στήν 'Αλεξάνδρεια, τό 338, συνόδου 80 
περίπου έπισκόπων, οί όποιοι συνέταξαν έπιστολή «Τοϊς άπανταχοϋ τής καθολικής 'Εκκλησίας έπισκό- ποις». Στήν σύνταξη τοϋ μακροϋ αύτοϋ κειμένου πρωτοστάτησε άσφαλώς ό 'Αθανάσιος. Παραλήπτης ήταν βέβαια καί ό Ρώμης. Στηλιτευόταν στό κείμενο ή άπαράδεκτη διαδικασία τής Τύρου, άνατρέπονταν οί κατά τοΰ 'Αθανασίου κατηγορίες, προτεινόταν πρός λύση τοϋ όλου θέματος ή σύγκληση νέας άλλά κανονικής γενικής συνόδου καί δηλωνόταν δτι δέν είναι δυνατό οϋτε κάν νά όνομαστεΐ σύνοδος ή σύναξη στήν Τύρο, διότι έκεΐ τόν άπόλυτο λόγο είχαν κατά τυραννικό τρόπο κοσμικοί άρχοντες:

«Πώς δέ σύνοδον όνομάζειν τολμώσιν, ής κόμης προύκάθητο καί 
παρήν σπεκουλάτωρ καί κομενταρήσιος ήμάς ( = τούς έπισκόπους) είσήγεν άντί διακόνων τής έκκλησίας; Έκεΐνος (= ό κόμης) έφθέγ- γετο καί οί παρόντες έσιώπων, μάλλον δέ ύπήκουον τφ κόμητι καί τό κινούν τούς δοκοΰντας έπισκόπους ύπό τής έκείνου βουλής έν- εποδίζετο. Εκείνος έκέλευεν, ήμέΐς ύπό στρατιωτών ήγόμεθα· μάλλον δέ τών περί Εύσέβιον κελευόντων, έκεΐνος ταΐς τούτων έξυπη- ρετέίτο γνώμαις» ('Αθανασίου, Απολογητικός Β' 8, 3). Τό κείμενο περιλήφτηκε στόν 'Απολογητικό Β' 3-19 τοΰ 'Αθανασίου. Η. G. ΟΡΙΤΖ, AtHanasius Werke, II 1, Berlin 1935/41, σσ. 89-101. ΒΕΠ 31, 51-65.

32. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ( + 339 περίπου) χρονικογράφος άπολογητής

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Ό Εύσέβιος Καισαρείας τής Παλαιστίνης ύπήρξε μετά τόν Ώριγένη ό πολυγραφότερος χριστιανός μέχρι τό τέλος του Δ' αι. Διακρίθηκε γιά τήν πολυμέρεια τών γνώσεών του καί τήν ρηχότητα τής σκέψεώς του. Μέ τό τεράστιο χρονογραφικοσυλλεκτικό του έργο προσέφερε 6σο κανείς γιά τήν γνώση τής άρχαίας Έκκλησίας, ένώ μέ τίς θεολογικές καί πολιτειακές του άντιλήψεις ένίσχυσε τόν α- ρειανισμό καί θεμελίωσε τόν καισαροπαπισμό.

Ώς συγγραφέας είχε τό άτύχημα νά ζήσει τήν πρώτη καί μέγιστη καμπή τής ιστορίας τής Έκκλησίας: τό πέρασμα άπό τήν έποχή τών διωγμών στήν έποχή τής προστασίας τής Έκκλησίας" τό πέρασμα άπό τήν άπολογία τών χριστιανών συγγραφέων στήν θεολογία, πού άπαιτοϋσαν οί τριαδολογικές συζητήσεις. Ή κυριαρχία καί στίς δύο αύτές πραγματικότητες, τήν παλαιά καί τήν νέα, ήταν έξαιρετικά δύσκολη. Πολύ περισσότερο διότι ό Εύσέβιος διαμορφώθηκε πνευματικά πρίν άπό τό 313 (πρίν τήν πρώτη έπίσημη διακήρυξη τής άνεξι- θρησκείας) καί διότι του έλειπε ή μεγάλη πνευματική δύναμη πρός κατανόηση τής δλως νέας καταστάσεως πραγμάτων καί πνευμάτων, πού συνόδευσε τήν μονοκρατορία τοΰ Μ. Κωνσταντίνου.

Χρονογραφική άπολογητική

Άπό χαρακτήρα καί παιδεία άσχολήθηκε μέ τήν άπολογία καί τήν φιλολογική έρευνα. Ή άπολογητική διάθεση βρίσκεται πίσω άπό κάθε του έργο. Καί ό τρόπος πού πραγματώνει τά έργα του είναι ή συλλογή καί παράθεση ίουδαιοχριστιανικών καί έθνικών κειμένων άφ' ένός καί ή έπισήμανση καί άναγραφή τών παράλληλων βιβλικών χωρίων άφ' έτέρου. Τά ιστορικά καί έξηγητικά του έργα σκοπό έχουν: τά πρώτα, νά δείξουν πώς ή παγκόσμια ιστορία έχει ένότητα καί πώς όδηγεΐ στήν άληθινή θρησκεία, δηλ. στόν χριστιανισμό' τά δεύτερα, νά δείξουν ότι ό χριστιανισμός δέν είναι θρησκεία νέα, άλλά συνέχεια τής θρησκείας τοΰ 'Αβραάμ, καί δτι ή έρμηνεία τών βιβλικών καί μάλιστα τών καινοδιαθηκικών κειμένων γίνεται μέ άλλα παράλληλα βιβλικά κείμενα, άρα δέν υπάρχουν μεταξύ τους άσυμ- φωνίες, οΰτε άνεξήγητες έννοιες.

Ό χαρακτήρας τών Ιστορικών έργων του Εύσεβίου είναι τελικά χρονογραφικός καί άρχειακός, άφοϋ λείπει σ' αύτά ή θεωρία καί ή έννοια τής ιστορίας, ένώ τών έξηγητικών είναι κυρίως συλλεκτικός καί πολύ λίγο έρμηνευτικός. Φαίνεται δτι ό χριστιανός άπολογητής μας, πού ήταν καί φιλόλογος, γιά τήν σύνταξή τους έργάστηκε ά- κούραστα στίς βιβλιοθήκες καί τά άρχεΐα τής Καισάρειας καί τών Ιεροσολύμων καί συγκέντρωσε τεράστιο ύλικό άνεπανάληπτης άξιας μέ τρόπο πού τό ίδιο τό ύλικό νά συνιστά έπιχείρημα ή άποδει- κτικό μέσο" γι' αύτό παραθέτει τό ύλικό του αύτούσιο. Ή τακτική αύτή μειώνει τήν Ιστορικότητα τοΰ έργου. 'Αποβαίνει δμως καί πλεονέκτημα, διότι έτσι σώθηκε πολύ μεγάλος άριθμός αύτούσιων κει- μένων, άκόμα καί θύραθεν, πού άλλιώς θά έμεναν άγνωστα.

Ή σύγχρονη έρευνα έπισημαίνεΐ στό άπέραντο χρονογραφικοα- πολογητικό έργο τοϋ Εύσεβίου συχνές παλινωδίες, άντιφάσεις, άσυ- νέπειες καί ήθελημένες ή άθέλητες διαστροφές ιστορικών γεγονότων. Αύτά όφείλονται στήν άπολογητικοοικοδομητική διάθεση τοϋ συγγραφέα, στήν έλλειψη κριτικού νοϋ, στήν 
έλλειψη αύστηρής μεθόδου καί στήν έντονη προσωποληψία του. Εντούτοις ή κριτική αύτή δέν μπορεί νά στερήσει στόν Εύσέβιο τήν τιμή τοϋ θεμελιωτή τής έκ- κλησιαστικής Ιστορίας. Γιά τήν πληρέστερη κατανόηση τής δομής τοϋ χρονογραφικοϋ έργου του πρέπει νά σημειώσουμε άκόμα δτι, ιδιαίτερα γιά τήν Εκκλησιαστική ιστορία τον, έργάστηκε μέ πρότυπο τίς Διαδοχές τής έλληνιστικής έποχής ('Αλεξάνδρεια, Πέργαμος), οί όποιες περιλάμβαναν παρουσίαση τοϋ προσώπου καί τοϋ έργου τών φιλοσόφων. Τό ΐδιο κάνει πολύ συχνά καί ό Εύσέβιος γιά τούς έπιφανεΐς προπαντός έκκλησιαστικούς συγγραφείς, τών όποιων τά συγγράμματα συνδέει μέ τίς αίτιες πού τά προκάλεσαν. "Ετσι άθε- λά του ό Εύσέβιος έγινε καί ό θεμελιωτής τής Πατρολογίας, πολύ πρίν άπό τόν 'Ιερώνυμο, πού τό 393 έγραψε τό πρώτο πατρολογικό έργο De viris illustribus.

Ίστορικογραμματική έξήγηση ένός ώριγενιστή

Παράλληλα πρός τις χρονσγραφικές μελέτες ό Εύσέβιος άσχολή- θηκε μέ τά βιβλικά κείμενα. Άρχικά έργάστηκε στό άντιγραφικό έργαστήριο τοϋ Παμφίλου, άλλά έκτάθηκε γιά τήν ΚΑ σέ φιλολο- γικοαναθεωρητικό έργο, πού έγκειται κυρίως σέ συγκέντρωση σχετικών παραδόσεων, διαφορετικών γραφών κι έρμηνεία χωρίων μέ άλλα παράλληλα χωρία, χωρίς νά δίνει λύση σέ προβλήματα γνησιότητας βιβλίων, δπως τοϋ Ποιμένα τοΰ Έρμα. Πάντως σέ κάποιο μικρό βαθμό συνέβαλε στήν διαφύλαξη τοϋ βιβλικού κειμένου. Στά σωζόμενα έρμηνευτικά του έργα έφάρμοσε κυρίως ίστορικογραμματική μέθοδο. Διαπιστώνει ένίοτε συμβολικό χαρακτήρα σέ όνόματα καί πράγματα τής ΠΑ καί άκολουθεΐ σχεδόν άποκλειστικά τήν άντιοχειανή μέθοδο, άλλά δέν παύει νά είναι ό θερμότερος όπαδός τοϋ άλληγοριστή Ώριγένη. "Αλλωστε ή έρμηνευτική του έξαντλεΐται συχνά στήν έπισήμανση καί παράθεση παράλληλων χωρίων, ένώ χρησιμοποιεί καί άποκαλυπτικό ύλικό, δπως δείχνουν άποσπάσματα έρμηνείας χωρίων τοϋ Εύαγγελίου τοϋ Λουκά.

Ό Υίός «μέσος»: οΰτε κυρίως θεός οΰτε σύνηθες κτίσμα ,Ό Εύσέβιος άναμείχτηκε έντονα στήν συγκλονιστική κρίση τοϋ άρειανισμοΰ. Τό πνεΰμα του δμως ήταν προσκολλημένο στήν γενική άπολογητική πρός 'Ιουδαίους καί έθνικούς, στήν άρχειακή έρευνα καί στήν προβληματική πού δημιούργησαν κατά τόν Γ' αί. ό Σαβέλλιος καί ό Παΰλος Σαμοσατέας. Σέ συζητήσεις πού ήταν πέρα τοΰ θέματος τής άρχαιότητας τοΰ χριστιανισμού, τής ένότητας τοϋ Θεοΰ καί τής καταφάσεως τής Τριάδας, δέν μπορούσε νά συμβάλει* φαίνεται μάλιστα δτι καί τίς ύποτιμοϋσε. Γι' αύτό, δταν περί τό 330 διαπίστωσε δτι ό Μάρκελλος Αγκύρας προσέβαλε τήν Τριάδα, έσπευσε νά γράψει - καί μάλιστα πρώτος- έναντίον του, χα- ρακτηρίζοντάς τον σαβελλιανιστή. 'Αντίθετα, δταν ό "Αρειος άπό τό 318 περίπου μίλησε κακόδοξα γιά τήν σχέση τοΰ Υίοΰ πρός τόν Πατέρα, δέν 
μπόρεσε νά θεολογήσει στό θέμα, άλλά ύποστήριξε ά- μέσως τόν "Αρειο. Καί μολονότι διακήρυττε πιστότητα στήν Παράδοση τής Έκκλησίας καί ήταν πράγματι θαυμαστής τοΰ Ώριγένη καί τοϋ Διονυσίου Αλεξανδρείας, δέν άκολούθησε τόν πρώτο, πού εϊχε σαφώς διδάξει τήν αιωνιότητα (άιδιότητα) τοϋ Λόγου, ούτε τόν δεύτερο, πού έμμεσα είχε χαρακτηρίσει τόν Υίό όμοούσιο πρός τόν Πατέρα. Στήν άρχή χαρακτήριζε τόν Υίό «τέλειον κτίσμα» καί μετά «γέννημα», τό όποιο είναι θεός μόνο ώς «είκών τής πατρικής θε- ότητος» καί τό όποιο δέν είναι «άναρχον» καί «άίδιον». Άναγκα- σ μένος νά έξηγήσει τί τελικά είναι ό Υιός σέ σχέση πρός τόν Θεό Πατέρα καί πρός τά κτίσματα, μπόρεσε μόνο νά πει, άκολουθών- τας τήν πλατωνική μεταφυσική, δτι είναι μέσος Θεοϋ καί άνθρώπων, συνδετικός κρίκος του ύπερβατικοΰ καί τοϋ κοσμικού, δηλαδή οϋτε τό ένα, άφοϋ δέν έχει τήν ούσία τοϋ Θεοϋ, οΰτε τό άλλο, άφοϋ δέν είναι δπως τά λογικά κτίσματα ('Εκκλησιαστική θεολογία Α' 2* 12. Β' 6* 23. Κατά Μαρκέλλου Α'

1).Συνεπής πρός τήν όντολογία καί τήν θεολογία του αύτή, κατανοεί τόν Χριστό περισσότερο σάν διδάσκαλο, τελειωτή τοΰ έργου πού άρχισε μέ τόν Αβραάμ καί τόν Μω- υσή, άπό τούς όποιους δανείστηκαν τά όρθά στοιχεία οί «θεοφιλείς» "Ελληνες καί άλλοι σοφοί. "Ενεκα τούτου - συχνά μάλιστα στίς παλαιότερες έποχές- διασώζονται ψήγματα τής πρώτης άποκαλύψε- ως, παράλληλα πρός φιλοσοφήματα καί ειδωλολατρικές θρησκείες, πού άρνήθηκαν τά όρθά στοιχεία.

Ό Εύσέβιος, έφόσον σαφώς άρνήθηκε τήν άιδιότητα καί δχι μόνο τήν όμοουσιότητά τοΰ Υίοϋ, έμεινε θεολογικά αύστηρός όπαδός τοΰ 'Αρείου καί δέν ύπήρξε δντως μετριοπαθής, δπως υποστηρίζεται. Κατόρθωνε -δμως νά συσκοτίζει κάπως τήν άκραία θέση του, άλλοτε μέ άπεραντολογία, άλλοτε ύπογράφοντας όρθόδοξο Σύμβολο (τής Νίκαιας) καί άλλοτε υπονοώντας δτι δέν είναι άπαραίτητος δρος γιά τήν ένότητα τής Έκκλησίας ή όμοφωνία στό θέμα σχέσεως Πατέρα καί Υίοΰ, άρα ύποτιμώντας τήν θεολογική σημασία τής διαφοράς στό θέμα τοΰτο. Έργάστηκε παρασκηνιακά γιά τήν έξουθένωση τών πρωτεργατών τής Νίκαιας, δπως τοϋ 'Αντιοχείας Εύσταθίου καί τοΰ Μ. 'Αθανασίου, τούς όποιους κατηγοροΰσε κυρίως δχι γιά δογματικές παρεκτροπές.

Ή διαμόρφωση τοϋ καισαροπαπισμοϋ

Ό Εύσέβιος ύπήρξε ό πρώτος χριστιανός συγγραφέας, ό όποιος άποτίμησε τό μέγα γεγονός, δτι ό πανίσχυρος ρωμαίος αύτοκράτο- ρας άπό διώκτης γίνεται προστάτης τών χριστιανών. Ή εύφορία καί ό ένθουσιασμός γιά τό φαινόμενο αύτό τόν όδήγησαν σέ μία ύπεραι- σιόδοξη καί άφελή θεώρηση τής άποστολής τοϋ Μ. Κωνσταντίνου καί τής σημασίας τής μονοκρατορίας του, τήν όποία έβλεπε σχεδόν ώς πραγμάτωση τής βασιλείας τοΰ Θεοΰ στόν κόσμο. Ξεκινώντας άπό τήν γνώριμη στούς προγενέστερους άπολογητές 
αισιοδοξία καί άπό τό γεγονός δτι ό ρωμαίος μονοκράτορας είναι χριστιανός, πίστευε δτι μπορούσε νά γίνει άπόλυτα χριστιανική πολιτεία τό ιδιο τό ρωμαϊκό κράτος. Οί δύο άνδρες είχαν τήν πρώτη έπαφή τους στήν Σύνοδο τής Νίκαιας (325), δπου ό Εύσέβιος, μολονότι έμφανίστηκε υπόδικος, κέρδισε μέ τήν παιδεία καί τήν εύελιξία του τήν εύνοια τοϋ Κωνσταντίνου. Καί οί δύο έδιναν μικρή σημασία στίς θεολογικές διαφορές καί άπόλυτη σημασία γενικά στήν ένότητα καί ειδικά στήν ένότητα τής Έκκλησίας μέσα στήν ένότητα τοϋ κράτους. "Ας σημειωθεί έδω ή γνωστή άπό τόν Ποσειδώνιο άποψη, δτι μέ τήν θέληση τοϋ Θεοϋ ή Ρώμη άποτελεΐ κέντρο ένότητας τοϋ κόσμου. Ό Εύσέβιος θεμελίωσε θεολογικά τήν εύεξήγητη διάθεση τοϋ Κωνσταντίνου νά κυριαρχεί καί στήν Εκκλησία: παρουσίασε τόν αύτοκράτορα δργανο τής θείας πρόνοιας, άπεσταλμένο νά πραγματώσει τήν ένότητα τοϋ κόσμου, δέκτη προσωπικής άποκαλύψεως καί πρότυπο άνθρώπου στήν γή. Τήν βασιλεία του τήν θεώρησε εικόνα τής παντοκρατορίας τοϋ Θεοϋ* έπομένως ή έξουσία του καλύπτει καί τήν Εκκλησία, τήν όποία δφειλε καί δικαιούταν νά έποπτεύει, νά έπι- σκοπει, "Ολ' αύτά είχαν ένα πολύ πρακτικό κίνητρο καί ύπηρετοϋ- σαν δχι μόνο τόν Κωνσταντίνο άλλά καί τίς θεολογικές έπιδιώξεις τών άρειανοφρόνων. Άφοϋ δηλαδή ό αύτοκράτορας ήταν άρχηγός καί τής Έκκλησίας, ήταν καί ύπεράνω τών συνόδων της. Μπορούσε, λοιπόν, αύτός μόνος, νά καλέσει νέα μεγάλη σύνοδο, πού θ' ά- κύρωνε τίς άποφάσεις τής Νίκαιας καί θά έπικύρωνε σύμβολο άρειανικό. Ό Εύσέβιος δροϋσε τώρα ώς εκπρόσωπος τοΰ άρειανι- σμοΰ, τοϋ όποιου ή τακτική, τότε καί μετά, όδηγοΰσε στόν καισα- ροπαπισμό, πού άναμφίβολα διαμόρφωσε ό Εύσέβιος. Έάν παράλληλα δέν άντιδροϋσε ό Μ. Αθανάσιος καί μετά δέν άγωνίζον- ταν οί καππαδόκες Πατέρες, ή Εκκλησία θά είχε μετατραπεί, μέ τήν βοήθεια τοΰ Εύσεβίου καί τών άρειανοφρόνων, σέ υπηρετικό όργανο τοΰ χριστιανοΰ αύτοκράτορα καί σέ ήθικοϊδεολογικό θρήσκευμα.

Ή παρουσία τοϋ Εύσεβίου στούς κόλπους τής Έκκλησίας ύπήρξε θετική καί άρνητική. Προσέφερε άνεκτίμητες υπηρεσίες γιά τήν γνώση τής ιστορίας της καί τήν διαφύλαξη τής Γραφής της, άλλά τής δημιούργησε τεράστια προβλήματα μέ τήν κακοδοξία του καί τήν διαμόρφωση τοΰ καισαροπαπισμοΰ. Πάντως ή Εκκλησία λησμόνησε τίς άρνητικές του πλευρές, διατήρησε στήν μνήμη της μέ εύγνωμοσύνη τόν πληθωρικό χρονογράφο ώς πρώτον ιστορικό της, άλλά δέν τόν τίμησε ώς άγιο.

ΒΙΟΣ

Πηγές τοϋ βίου καί τής δράσεως τοΰ Εύσεβίου είναι κυρίως οί λίγες άνα- φορές τοϋ Μ. Αθανασίου, τοΰ Ιερωνύμου, τών ιστορικών Σωκράτη, Σω- ζομενοϋ καί Θεοδωρήτου καί μερικά σημεία έργων τοΰ ίδιου τοΰ Εύσεβίου. Γεννήθηκε, λοιπόν, μάλλον μεταξύ 250 καί 265 στήν περιοχή τής Παλαιστίνης άπό άσημους γονείς, 
άγνωστο άν χριστιανούς ή Εβραίους. Πολύ νέος στήν Καισάρεια μπήκε στόν κύκλο τοΰ πλούσιου κριτικού τής Βίβλου Παμφίλου, ό όποιος τόν βοήθησε ύλικά καί πνευματικά τόσο, ώστε ό Εύσέβιος νά αύτοονομαστεΐ «ό τοϋ Παμφίλου». Εκτός άπό τόν ώριγενιστή Πάμφιλο άκουσε καί τόν έρμηνευτή Δωρόθεο στήν Άντιό^ια.

'Απέκτησε πλατιά μόρφωση καί γρήγορα έγινε συνεργάτης τοϋ Παμφίλου στήν προ
σπάθεια νά συνεχίσει τό έργο τοϋ Ώριγένη πρός κάθαρση τών βιβλικών κειμένων.

Παράλληλα οί βιβλιοθήκες τής Καισάρειας καί τών 'Ιεροσολύμων κίνησαν τό ένδιαφέρον του γιά συλλογή χρονογραφικοϋ ιστορικού ύλικοϋ. Τίς έμπειρίες του πλούτισε ταξιδεύοντας, μετά τό 303, δηλ. μετά τήν έναρξη τοϋ μεγάλου διωγμού τοΰ Διοκλητιανοϋ καί τοϋ Γαλέριου, στήν Τύρο, τήν Θηβαΐδα καί τήν 'Αλεξάνδρεια.

Τό 307 φυλακίστηκε μέ τόν Πάμφιλο, άλλά, ένώ ό τελευταίος βασανίστηκε καί άποκεφαλίστηκε τό 309, ό Εύσέβιος αποφυλακίστηκε, έξαγορά- ζοντας τήν ζωή του μέ κάποιο άντάλλαγμα. Τό γεγονός δημιούργησε τήν υποψία στούς όρθοδόξους δτι θυσίασε στά είδωλα γιά νά σωθεί, ένώ οί ά- ρειανόφρονες φίλοι του δέν έδειξαν νά δίνουν σημασία στό γεγονός. Καί ό ίδιος δέν έδωσε κάποια έξήγηση. Στήν διάρκεια τής φυλακίσεως συνεργάστηκε μέ τόν Πάμφιλο γιά τήν σύνταξη τής χαμένης

'Απολογίας χάριν τοϋ Ώριγένη.

Χειροτονήθηκε στήν Καισάρεια πρεσβύτερος καί περί τό 315 έπίσκοπος τής 
πόλεως. "Οταν έκδηλώθηκε ή κακοδοξία τοΰ 'Αρείου, περί τό 318/320, ό Εύσέβιος βρέθηκε στό πλευρό του, ώς ώριγενιστής καί άπολογητής, πού δέν έδινε σημασία στό είδος αύτό τών συζητήσεων. Παρά τόν άρειανισμό του προσπάθησε νά γεφυρώσει τεχνητά τό χάσμα μεταξύ 'Αρείου καί Έκκλησίας, ύποστηρίζοντας πάντα τόν "Αρειο, τόν όποιο δέχτηκε στήν έπι- σκοπή του μετά τήν καταδίκη του στήν 'Αλεξάνδρεια (περί τό 322). Μέ γράμμα του πίεσε τόν 'Αλέξανδρο 'Αλεξανδρείας νά δεχτεί τόν "Αρειο, τόν όποιο φρόντισε νά άθωώσει σύνοδος στήν Καισάρεια (324;). Γιά τήν δράση του αύτή καί διότι άρνήθηκε νά ύπογράψει όρθόδοξο σύμβολο στήν σύνοδο Αντιοχείας (άρχές τοΰ 325), καταδικάστηκε σέ άκοινωνησία, άλλά τό θέμα του παραπέμφθηκε στήν μεγάλη σύνοδο τοΰ Μαΐου τοϋ ίδιου έτους, δηλαδή στήν Ά' Οικουμενική Σύνοδο τής Νίκαιας. Έκεΐ παρουσιάστηκε υπόδικος, άλλά γιά νά άποφύγει όριστική καταδίκη ύπέβαλε ώς προσωπική όμολογία πίστεως τό βαπτιστήριο σύμβολο τής Καισάρεια ς, στό όποιο δέν ύπήρχε ό δρος «όμοούσιος». Μέ κάποια έπέμβαση τοϋ Μ. Κωνσταντίνου ό Εύσέβιος άποκαταστάθηκε, παρακάθησε στήν Σύνοδο, χωρίς νά παίξει κάποιο ρόλο, καί ύπέγραψε τό Σύμβολό της μέ τόν δρο «όμοούσιος», χάριν τής θέσεώς του καί τής εύνοιας τοΰ αύτοκράτορα, ό όποιος άρχισε νά τόν έκτιμά, γιά τίς πολλές του γνώσεις καί τήν εύελιξία του. Τήν εϋνοια αύτή διατήρησε μέχρι τό τέλος τής ζωής τοϋ αύτοκράτορα, τόν όποιο καί πολυτρόπως έπηρέασε ύπέρ τοϋ 'Αρείου καί κατά τοϋ Μ. 'Αθανασίου.

'Αμέσως μετά τήν Σύνοδο τής Νίκαιας άγωνίστηκε κατά ιών στυλοβατών της. Βρίσκεται πίσω άπό τήν καταδίκη τοϋ Άσκληπά Γάζας, τοϋ Εύ- σταθίου 'Αντιοχείας (330) καί τοϋ Μ. 'Αθανασίου (Τύρος 335). Άπό τούς φίλους του προτάθηκε νά διαδεχτεί τόν Εύστάθιο, άλλά άρνήθηκε, διότι τό μεταθετό άπαγορεύτηκε άπό τήν Σύνοδο τής Νίκαιας, διότι δέν ήθελε νά βρεθεί στόν χώρο πού διασταυρώνονταν τά πυρά τών άντιπάλων καί διότι προτιμούσε νά δρα λίγο πολύ στά παρασκήνια. Νωρίτερα πέτυχε τήν συγκατάθεση τοϋ Κωνσταντίνου νά συγκληθεί σύνοδος (334), γιά νά δικάσει τόν 'Αθανάσιο. Ή σύνοδος τελικά έγινε στήν Τύρο τό 335. Έκεΐ διατυπώθηκε ή κατηγορία δτι ό Εύσέβιος κατά τόν διωγμό μέ κάποιο άντάλλαγμα 
μπόρεσε (χωρίς νά πάθει τό παραμικρό) νά έλευθερωθεΐ άπό τήν φυλακή. Ό 'Αθανάσιος καταδικάστηκε καί οί συνοδικοί, άφοϋ παρέστησαν στά έγκαί- νια τοϋ ναοϋ τής Άναστάσεως στά 'Ιεροσόλυμα, δπου ό Εύσέβιος έκφώ- νησε τόν πανηγυρικό, έστειλαν άντιπροσωπεία στήν Κωνσταντινούπολη (άπό τόν Εύσέβιο Νικομήδειας, τόν Εύσέβιο Καισαρείας καί τέσσερες άκόμα έπισκόπους), γιά νά ένημερώσει τόν αύτοκράτορα καί νά παραστεί στις λαμπρές έορτές γιά τήν τριακονταετή βασιλική έξουσία τοϋ Κωνσταντίνου. Τότε ό Εύσέβιος έκφώνησε τόν μακροσκελή του τριακονταετηρικόν έγκωμιαστικό λόγο.

Λίγο μετά τήν σύνοδο τής Τύρου πέτυχε τήν καταδίκη τοϋ Μαρκέλλου Άγκυρας ώς σαβελλιανιστή. Μετά τόν θάνατο τοϋ Μ. Κωνσταντίνου (Μάιος 337) ό Εύσέβιος έζησε δύο περίπου χρόνια. Πότε άκριβώς καί ποϋ πέθανε είναι άγνωστο.

ΕΡΓΑ

Ό Εύσέβιος μας άφησε γιγαντιαίο συγγραφικό έργο, πού τόν άναδεικνύ- ει τόν πολυμαθέστερο, μεταξύ έθνικών καί χριστιανών, άνθρωπο τής έποχής του, όρυχεΐο γνώσεων καί πληροφοριών. Τά έργα του, χρονογραφικο- απολογητικά, φιλολογικοεξηγητικά, πολεμικά, έγκωμιαστικό καί έπιστο- λές, ύπογραμμίζουν τίς άπέραντες Ιστορικές, φιλοσοφικές, βιβλικές, γεωγραφικές κ.ά. γνώσεις του. Ή βασική του μέθοδος είναι ή παράθεση κειμένων, χριστιανικών καί θύραθεν, χωρίς νά έπιμένει πολύ στήν συγκρότηση προσωπικής έπιχειρηματολογίας ή στήν άφομοίωση τοΰ πηγαίου ύλι- κοϋ σέ δικό του πλαίσιο σκέψεως. Πολλές φορές τό ίδιο ύλικό καί μέ διάφορη έκτίμηση τό παραθέτει σέ μεταγενέστερα έργα του. Ό λόγος του, Ιδιαίτερα στά έγκωμιαστικό έργα, είναι ρητορικός, άλλά χωρίς μέτρο ή εύαι- σθησία καί συχνά πολύ στρυφνός.

Ό μεγάλος άριθμός τών έργων του σώθηκε στό πρωτότυπο ή σέ λατινικές, συριακές, άρμενικές κ.ά. μεταφράσεις. Ό Ιερώνυμος (De virisill. 81), ό Φώτιος (Μνριόβιβλος 9), ό Ebed Jesu (γιά δσα μεταφράστηκαν στήν συριακή: Assemani, Biblioth. Orient. Ill 1, 18 έξ.) καί ό Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (Έκκλησ. Ιστορία Ζ' 37) δίνουν ό καθένας δικό του κατάλογο έργων, πού συμπληρώνεται άπό τίς άναφορές τοϋ ίδιου τοϋ Εύσεβίου καί άλλων σύγχρονών του συγγραφέων. Ή χρονολόγηση γιά μερικά άπό τά έργα του δέν είναι άσφαλής.

Χρονικοί κανόνες καί έπιτομή παντοδαπής ιστορίας Ελλήνων τε καί βαρ- βάρων. Γράφηκε τό 303, αλλά συμπληρώθηκε τό 311 καί τό 325. Παρέθετε είσαγωγικώς τά χρονολογικά συστήματα τών μεσογειακών κ.ά. λαών (Χαλ- δαίων, Άσσυρίων, Περσών, Αιγυπτίων, 'Εβραίων, 'Ελλήνων, Ρωμαίων) κι έδινε συγχρονιστικούς χρονολογικούς πίνακες τών σπουδαιότερων γεγο- νότων τών λαών αυτών, αρχίζοντας άπό τόν 'Αβραάμ. Χρησιμοποίησε δου- λικά παλαιότερο ύλικό (καί άποσπάσματα). 'Από τό πρωτότυπο κείμενο έχουμε μόνο άποσπάσματα σέ μεταγενέστερους Ιστορικούς, οί όποιοι όμως μέ συμπληρώσεις καί διορθώσεις τό νόθευσαν. Τό ίδιο Ισχύει καί γιά τήν σωζόμενη μετάφραση τοΰ Ιερωνύμου. Ή συριακή (καί λιγότερο ή άρ- μενική) μετάφραση βοηθάει στήν άποκατάσταση τοϋ άρχικοΰ κειμένου.

Πραγματικός σκοπός είναι νά δειχτεί ή άρχαιότητα τοϋ χριστιανισμού μέσω τοϋ ιουδαϊσμού έναντι τών άλλων λαών-θρησκειών. 
PC 19, 101-598. PL 27,223-508. R. HELM: GCS 47 (I9562 καί 19843). ΒΕΠ 20, 106-311 (έλλην. άποσπάσματα). Βλ. CPG 11 3494.

'Απολογία υπέρ Ώριγένους. Γράφηκε μεταξύ 308 καί 309 άπό τόν Πάμφιλο μέ τήν συνεργασία τοϋ Εύσεβίου, στήν φυλακή, καί περιλαμβάνει πέντε βιβλία. 'Αμέσως μετά τό μαρτύριο τοϋ Παμφίλου (309) ό Εύσέβιος συνέταξε μόνος καί έκτο βιβλίο. 
'Από τό έργο, πού ήταν μάλλον απάντηση στόν άντιωριγενίσμό τοϋ Μεθοδίου Ολύμπου καί άλλων, σώζεται μόνο τό πρώτο βιβλίο σέ λατινική μετάφραση τοϋ Ρουφίνου. Μεταφράστηκε καί στήν συριακή. PG 17, 541-616. CPG 11 3476.

ΓΗ του καθόλου στοιχειώδης εισαγωγή - Περί τοϋ Χριστού προφητικαί έκλογαί.Γράφηκε περί τό 310 καί είναι συρραφή άποσπασμάτων τής ΠΔ, στά όποια κυρίως αναγγέλλεται ή έλευση τοϋ Κυρίου. Τό έργο, γραμμένο μέ τόν πρώτο τίτλο σέ 10 βιβλία, σώθηκε μερικώς (τά βιβλία 6-9) ώς Περί τοϋ Χρίστου προφητικοί έκλογαί. Πιθανότατα ή Εκκλησιαστική προπαρασκευή καί ή Εκκλησιαστική άπόδειξις, πού μόνος ό Φώτιος μνημονεύει (Μυριόβιβλον II καί 12), νά ταυτίζονται μέ τό παρόν έργο. 
PG 22, 1021-1262 και 1272-1273. ΒΕΠ 28, 161-302 καί 159-160.

Κατά Ίεροκλέους (ό πλήρης τίτλος: «Πρός τά τοϋ Φιλοστράτου είς Ά- πολλώνιον διά τήν Ίεροκλει παραληφθεΐσαν αύτοΰ τε καί τοϋ Χριστού σύγ- κρισιν»). "Οπως άλλοτε ό Κέλσος έγραψε τόν Αληθή λόγον κατά τών χριστιανών, έτσι τώρα ό 
'Ιεροκλής, δικαστής τών χριστιανών άπό τό 303 στήν Βιθυνία, έγραψε τόν Φιλαλήθη, στόν όποΐο εκτός άλλων έκανε σύγκριση τοϋ Χριστού καί τοϋ 'Απολλώνιου Τυανέα. Κατά μίμηση τοϋ Ώριγένη ό Εύσέβιος άνασκεύασε τίς άπόψεις τοϋ Ιεροκλή. Ή μορφή τοϋ κειμένου είναι ώραία, άλλά ή φιλοσοφική του έπιχειρηματολογία άδ^νατη καί άσυ- νεπής. Φαίνεται νά είναι άπό τά πρώτα έργα τοΰ Εύσεβίου, άλλά κάποιες ένδείξεις οδηγούν στήν άποψη δτι τό έργο γράφηκε ή τουλάχιστο κύκλο- φόρησε κατά τό 311 ή λίγο μετά, δηλαδή δχι σέ περίοδο διωγμού. PG 22, 795-868. C. L. KAYSER, Flavii Philostrati opera... Eusebius adversus Hieroclcm, I, Hildesheim 1964', σα. 369-413. ΒΕΠ 28, 109-133. SCh 333 (1986).

Εκκλησιαστική ιστορία. Περιλαμβάνει 10 βιβλία. 

"Αρχισε νά γράφεται τό 312 καί γνώρισε τουλάχιστον τρεις άναθεωρήσεις καί συμπληρώσεις. Τά όκτώ πρώτα βιβλία γράφηκαν μέχρι τό 313, όπότε καί ή πρώτη αναθεώρηση, τήν όποία άκολούθησε άλλη τό 316 καί αύτήν άλλη τό 324. Στό 10ο βιβλίο καταχωρίζει «διατάξεις» καί «έπιστολές» τοϋ Μ. Κωνσταντίνου, πού είναι νόθες ή αμφίβολης γνησιότητας. Τό έργο αρχίζει μέ τήν ίδρυση τής Έκκλησίας (γενεαλογία Κυρίου) καί κλείνει στό έτος 324. Τό πρόβλημα τής συντάξεως τοϋ έργου είναι πολύπλοκο καί έξηγεϊ τίς ασυνέπειες καί τίς παλινωδίες τοϋ συντάκτη. 'Υποστηρίχτηκε άκόμα ότι τά όκτώ πρώτα βιβλία γράφηκαν πρίν τό 303, κάτι πού δέν είναι απίθανο. Σκοπός τοϋ έργου είναι νά δείξει τό δυναμικό καί θεΐο γίγνεσθαι τής Έκκλησίας, ή όποία φθάνει άπό τίς άντιξοότητες στόν θρίαμβο. Τό έργο οϋτε αύστηρά μεθοδικό είναι ούτε καθαρά ιστορικό. Ό Εύσέβιος χρησιμοποιεί καί παραθέτει άφθονο πηγαίο ύλικό καί φθάνει στόν σκοπό του μέ τήν παράθεση τών αποστολικών διαδοχών (άπαρίθμηση έπισκόπων μεγάλων έκκλησιαστικών κέντρων), τήν παρουσίαση τών εκκλησιαστικών συγγραφέων (μέ αναφορά τών έργων πού έγραψαν πρός οικοδομή τών πιστών καί πρός αντιμετώπιση τών αιρέσεων), τήν άναγραφή σπουδαίων γεγονότων συχνά μέ πολλή υποκειμενικότητα, τήν ιστόρηση τών διωγμών καί τήν θριαμβευτική παρουσίαση τής Έκκλησίας ώς νικήτριας τοϋ Σατανά διά τού Μ. Κωνσταντίνου, κατεξοχήν οργάνου τοϋ Θεοϋ. Γιά τό ύλικό καί τίς πληροφορίες του τό έργο είχε καί θά έχει τεράστια σημασία, όσα πολλά καί άν είναι τά μειο- νεκτήματά του. Σ' αύτό κυρίως όφείλει τήν φήμη του ό Εύσέβιος. PG 20, 45-906. Ε. SCHWARTZ, Eusebius Werke, II, Leipzig 1903-1909 (GCS 9). BEII 19, 198-384 κ:αί20, 11-105. G. BARDY-P. PERICHON: SCh bis 31, 41, 55, 73. G. DELTON, Storia ecclesiastica e i Martiri Palestina, Roma 1964. ΕΠΕ 28-30. V. DELGADO, Historia ecclesiastiea, Madrid 1973. H. KRAFT-Η. A. GAERTNER, Kirchengeschichte, Munchen 19672. F. MASPERO-M. CEVA, Eusebio dices, Storia ecclesiastica, Milano 1979. Μεταφράστηκε στήν λατινική (άπό τόν Ρουφΐνο, πού έκανε καί επεμβάσεις), τήν συριακή, τήν αρμενική καί τήν κοπτική (άποσπάσματα). CPG II 3495.

Περί τών έν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων.Γράφηκε μετά τόν θάνατο τοϋ Μαξιμίνου (313) καί περιλήφτηκε στήν Εκκλησιαστική ιστορία περί τό 316. Διηγείται μαρτύρια, τά όποια παρακολούθησε ή γιά τά όποια άκουσε. Τό κείμενο (ή σύντομη μορφή) ξαναγράφηκε περί τό 324 σέ εκτενή μορφή, πού σώθηκε άποσπασματικά καί σέ συριακή μετάφραση. 
PG 20, 1457-1520 (σύντομη μορφή) καί 1441-1456 (εκτενή, άποσπάσματα). Ε. SCHWARTZ, Eusebius Werke, II 2, Leipzig 1908, σσ. 907-950 καί 911-945. Η. DELEHAYE: ΑΒ 16 (1897) 113-139. ΒΕΠ 20, 313-341 (βλ. καί εκδόσεις Έκκλησ. ιστορίας). CPG II 3490 (γιά μεταφράσεις).

'Αρχαίων μαρτυρίων συναγωγή καί Μαρτύριον δέκα Αιγυπτίων.Γράφηκε μάλλον τήν ΐδια έποχή (313) καί συνιστά άπλή συναγωγή κειμένων γιά παλαιότερα μαρτύρια. Σώζονται μόνο άποσπάσματα. Σχετικά σώζονται άκόμη άποσπάσματα τοϋ 
«Μαρτυρίου» τών δέκα Αιγυπτίων χριστιανών. PG 20, 1519-1534. ΒΕΠ 20, 342-350. PG 20, 1533-1536 (τών !0 Αιγυπτίων).

Εύαγγελική προπαρασκευή. "Αρχισε νά γράφεται περί τό 313 καί άποτε- λεΐται άπό 15 βιβλία. Γιά νά δείξει ότι οί χριστιανοί δέν έχουν άλογη πίστη καί διδασκαλία καί ότι όρθά στράφηκαν άπό τήν έθνική στήν ιουδαϊκή σοφία, παραθέτει-συρράφει μεγάλον άριθμό άποσπασμάτων εθνικών συγγραφέων (πού τούς δείχνει ν' άντιφάσκουν καί νά μυθολογοΰν αφελώς), συγκρίνοντας τους πρός τούς παλαιοδιαθηκικούς συγγράφεις. Δείχνει τήν ά- νωτερότητα καί άρχαιότητα τών δευτέρων έναντι τών πρώτων καί ισχυρίζεται ότι οί πρώτοι δανείστηκαν άπό τούς δεύτερους, ιδέα γνωστή άπό τόν Ίουστΐνο καί τούς λοιπούς άπολογητές. Ή σημασία τοΰ έργου βρίσκεται μόνο στήν συλλογή καί κάποτε διάσωση τών άποσπασμάτων. Σώζεται καί σύνοψη τοϋ έργου, οφειλόμενη ίσως στόν ίδιο τόν Εύσέβιο. 
PG 21, 21-1408. Κ. MRAS, Eusebius Werke, VI11, Berlin 1954/6 καί 1982/3 (GCS 34). SCh 206 (1), 228 (11-111), 262 (1V-V 17), 266 (V 18-V1), 215 (VII), 292 (XI), 307 (XI1-XI1I), 338 (XIV-XV). ΒΕΠ 25-26.

Ευαγγελική άπόδειξις.Γράφηκε τήν ίδια έποχή καί άποτελεΐ συνέχεια τοϋ προηγούμενου. Άπό τά 20 βιβλία του σώθηκαν τά πρώτα 10 καί άποσπάσματα τοϋ 
15ου. Πρόκειται γιά συρραφή κειμένων τής ΠΑ καί τοϋ Ίωσή- που, μέ τά όποια θέλει νά δείξει ότι οί χριστιανοί καί όχι οί Ιουδαίοι κατανοούν καί διασώζουν τό αληθινό πνεύμα τής ΠΑ, αύτοί μόνο διακρίνουν τά ύπεριστορικά άπό τά πρόσκαιρα (μωσαϊκός νόμος) στοιχεία της καί αύτοί εϊναι οί πνευματικοί κληρονόμοι τών πατριαρχών. PG 22, 13-793. 1. Α. HE1KEL, Eusebius Werke, VI, Leipzig 1913 (GCS 23). ΒΕΠ 27 καί 28 (σσ. 13-108).
Περί διαφωνίας Ευαγγελίων. Γράφηκε περί τό 312/313 καί περιέχει δύο μέρη: α) «Είς τήν γενεαλογίαν τοϋ Σωτήρος» (πρός Στέφανον) καί β) «Είς τήν άνάστασιν τοϋ Σωτήρος» (πρός Μαρΐνον). Σώζονται μόνο άποσπάσματα καί έπιτομή του άπό τόν ίδιο τόν Εύσέβιο. PG 22, 880-936 καί 937-957 (ή έπιτομή) καί 957-1016 (τά άποσπάσματα). ΒΕΠ 23, 299-327, 328-337, 338-364. Μεταφράστηκε στήν συριακή (CPG II 3470).

Περί τών τοπικών ονομάτων (Όνομαστικόν).Γράφηκε περί τό 312/313. Είδος λεξικού όνομάτων τής Π Α ( = 0 ') σέ σειρά άλφαβητική καί κατά βιβλίο. Διατυπώθηκε καί ή άποψη δτι γράφηκε πολύ ένωρίς, περί τό 300. 
Ε. KLOSTERMANN, Eusebius Werke, Hi 1, Leipzig 1904 (GCS \ }).ΒΕΠ 24, 11-72. Μεταφράστηκε στήν λατινική (Ιερώνυμος) (Pi. 23, 903-976) καί τή συριακή (άποσπάσματα).

Κανόνες δέκα τών ιερών Ευαγγελίων.Είναι συνοπτικοί πίνακες (είδος con- cordancia) τών παράλληλων ή διαφορετικών χωρίων τών τεσσάρων Ευαγγελίων, κάτι πού πρώτος επιχείρησε περί τό 200 ό Άλεξανδρέας Αμμώνιος, άλλά μέ βάση μόνο τό Εύαγγ. τοϋ Ματθαίου («Αρμονία τών Εύαγγελίων»). Οί βασικές στήλες τώρα είναι δέκα καί δίπλα τους τά παράλληλα χωρία. Τό έργο άρχισε ό Εύσέβιος, άφοϋ διήρεσε τά εύαγγελικά κείμενα σέ μικρά τμήματα, τά όποια καί αρίθμησε. 

Οί στήλες είναι: 1) Ματθαΐος-Μάρκος- Λουκάς-Τωάννης, 2) Ματθαΐος-Μάρκος-Λουκάς, 3) Ματθαΐος-Λουκάς- Ίωάννης, 4) Ματθαΐος-Ίωάννης, 5) Ματθαΐος-Λουκάς, 6) Ματθαΐος- Μάρκος, 7) Ματθαιος-Ίωάννης, 8) Λουκάς-Μάρκος, 9) Λουκάς-Ίωάννης, 10) τά ιδιάζοντα κάθε εύαγγελιστή. Τούς κανόνες συνοδεύει Επιστολή πρός Κυπριανόν. Ανάλογους Κανόνες συνέταξε ϊσως γιά τίς Πράξεις καί τίς Επιστολές τοϋ Παύλου. PG 22, 1276-1292. ΒΕΠ 24, 73-84. Δημοσιεύεται καί στήν ΕΙσαγωγή τών κριτικών εκδόσεων τής ΚΛ (π.χ. Ε.Nestle-K. Aland). Σώθηκε στήν κοπτική, τήν συριακή καί τήν αρμενική.

Υπόμνημα πρός ΓΗσάίαν. Γράφηκε μετά τό 316. Τό σωζόμενο κείμενο, στό όποιο γίνεται χρήση τής ίστορικογραμματικής καί τής άλληγορικής μεθόδου, έχει ώς πηγή τό άνάλογο έργο τοϋ Ώριγένη, άλλά δέν τοϋ λείπει καί πρωτοτυπία. Άποσπάσματα στόν κώδικα Laur. plut. Χ14 άνήκουν'ίσως στήν Έκκλ. ιστορία. 
PG 24, 89-526. ΒΕΠ 23, 12-254. J. Z1EGLER, Eusebius Werke, IX, Berlin 1975. Βλ. καί DES PLACES: Bi 58 (1977) 117-120.

Πρός Άλέξανδρον Αλεξανδρείας (έπιστολή). Περί τό 322 γιά τό ζήτημα του 
Αρείου. Σώζονται άποσπάσματα, στά όποια ό Υίός ονομάζεται «τέ- λειον κτίσμα». Η. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, 111 1, Berlin-Leipzig 1934, σ. 14. BEII 37,104.

Πρός Εύφρατίωνα (έπιστολή). Κατά τήν ίδια έποχή. Άποσπάσματα. 
Η. G. OPITZ, Athanasius Werke, 111 1, σσ. 4-6. ΒΕΠ 37, 96-97.

Περί τής θεοφανείας. Γράφηκε άπό τό 324 καί μετά, είναι έκλαϊκευμένη άπολογητική έκθεση γιά τό έργο τοϋ θείου Λόγου πρίν άπό τήν ένανθρώπη- σή του καί σέ μέγα μέρος άποτελεΐ επανάληψη τών έργων Ευαγγελική προπαρασκευή καί Ευαγγελική άπόδειξις. Σώζονται 17 άποσπάσματα τοϋ πρωτοτύπου καί όλόκληρο σέ πιστή συριακή μετάφραση. 
PG 24, 609-690. Η. GRESSMANN, Eusebius Werke, II 2, Leipzig 1904 (καί γερμανική μετάφραση τής συριακής μεταφράσεως) (GCS 11). ΒΕΠ 28, 135-157.

Πρός τούς τής παροικίας αύτοΰ (έπιστολή στούς Καισαρεις). Λίγο μετά τήν Σύνοδο τής Νίκαιας ('Ιούνιος 325). Δικαιολογεί τήν στάση του στήν Σύνοδο καί τήν άποδοχή τοϋ όρου «όμοούσιος». 
PG 20, 1536-1544. ΒΕΠ 37, 128-129. Η. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, II 1, σσ. 42-47. Μεταφράστηκε λατινικά.

'Ερμηνεία είς τούς Ψαλμούς. Συντάχτηκε μεταξύ 325 καί 326 καί είναι τό εκτενέστερο ερμηνευτικό του έργο. Σώζεται υπόμνημα στούς Ψαλμούς 37* 51-95, 3·

49· 118. Καί άπό σειρές σώζονται σχόλια στούς 95, 3-150, όπως καί πολλά άποσπάσματα. 
PG 30, 81-104 (Ψαλ. 37). PG 23, 441-1221 καί 55, 589-594 (Ψαλ. 51-95). R. DEVREESSE: Rb 33 (1924) 78-81 (Ψαλ. 49). Μ. HARL: SCh 189-190 (Ψαλ. 118). Βλ. καί PG 23, 72-44! (Ψαλ. 1-50), 441-1396 καί 24, 9-76 (Ψαλ. 95-150), Ι. Β. PITRA, Analecta sacra, III, Βενετία 1883, σσ. 365-520 (Ψαλ. 1-118) γιά τά άποσπάσματα. ΒΕΠ 21-22. CPG 11 3467.

Δύο μεταφράσεις στήν λατινική (του Ίλαρίου Poitiers καί του Εύσεβίου Vercelli) χάθηκαν.

Περί τής τοϋ Πάσχα εορτής.Τό έστειλε περί τό 334/5 στόν Μ. Κωνσταντίνο, άπό τόν όποιο πήρε γΓ αύτό επαινετική έπιστολή. Εξηγούσε τήν σημασία τής έορτής γιά τούς 'Εβραίους καί τούς χριστιανούς. Σώθηκε άπόσπασμα. 
PG 24, 693-706. ΒΕΠ 24, 85-91.

Κατά Μαρκέλλου Άγκυρας (βιβλία δύο).Γράφηκε μετά τήν συνοδική καταδίκη (335) τού Μαρκέλλου Αγκύρας. Σταχυολογεί χωρία τού Μαρκέλλου, γιά νά τόν δείξει μοχθηρό (στήν πολεμική εκείνου κατά τοϋ Αστεριού, τοϋ Εύσεβίου Νικομήδειας, τοϋ Ώριγένη κ.ά.) καί σαβελλιανίστή. 
PG 24, 707-826. ΒΕΠ 29, 11-60. Ε. KLOSTERMANN, Eusebius Werke, IV, Leipzig 1906, σσ. 1-58 (GCS) καί άναθεωρημένη ή ίδια έκδοση στήν ίδια σειρά άπό τόν G.C. HANSEN, Berlin 1972.

Εκκλησιαστική θεολογία
(βιβλία τρία). Γράφηκε λίγο μετά τό προηγούμενο, γιά νά δικαιολογήσει θεωρητικότερα τήν καταδίκη τοϋ Μαρκέλλου. Οί θέσεις του εδώ είναι σαφώς άρειανικές. 
PG 24, 825-1046. ΒΕΠ 29,61-167. Ε. KLOSTERMANN, Eusebius Werke, IV, σσ. 60-182.

Πρός Κωνσταντίαν (έπιστολή).Γράφηκε στά τελευταία χρόνια τής ζωής του πρός τήν άδελφή τοϋ Μ. Κωνσταντίνου Κωνσταντία, γιά νά τήν πείσει ότι ή εικόνα τοϋ Χριστού (καί κάθε εικόνα) πού ζητούσε είναι έκφραση ει- δωλολατρικοϋ πνεύματος. OThuemmel τήν τοποθετεί στό έτος 313. 'Αποσπάσματα. 
PG 20, 1545-1549. ΒΕΠ 29, 172-174. H.J, GEISCHER, Der byzantinische Bilderstreit, Gutersloh 1968, σσ.15-17.

Τριακονταετηρικός είς Κωνσταντϊνον τόν βασιλέα καί Βασιλικόν σύγγραμμα. Δύο διαφορετικά έργα πού ενώθηκαν μάλλον τυχαία στήν χειρόγραφη παράδοση. Τό πρώτο (κεφ. 1-10) έπαινεΐ ακατάσχετα τόν Μ. Κωνσταντίνο καί έχει τήν μορφή εγκωμιαστικού λόγου, πού εκφωνήθηκε μέ τήν εύκαι- ρία τών τριάντα χρόνων τής βασιλικής του εξουσίας, τό 335 ή τό 336. Στό δεύτερο (κεφ. 11-18) απευθύνεται πάλι στό ίδιο πρόσωπο καί άποτελεΐ εκλαϊκευμένη εισαγωγή στόν χριστιανισμό καί περίληψη μέρους τοϋ έργου του «Περί θεοψανείας». 
PG 20, 1316-1440. I. Λ. HEIKEL, Eusebius Werke, 1, Leipzig 1902, σσ. 195-259. ΒΕΠ 24, 233-281. ΕΠΕ 57,16-173.

Είς τόν βίον τού Κωνσταντίνου βασιλέως (βιβλία τέσσερα) καί Λόγος τω τών άγίων συλλόγω. Τό έργο δείχνει νά έχει γραφεί μετά τόν θάνατο τοϋ Μ. Κωνσταντίνου, πρός τό τέλος τοϋ 337. Χωρίς νά είναι βιογραφία, περιέχει όσα σημεία τής ζωής τοϋ Μ. Κωνσταντίνου μπορούσαν νά γίνουν άφορμή γιά ένα εγκωμιαστικό παραλήρημα, ένώ συγχρόνως δίνεται μεγάλη σειρά επίσημων καί μή εγγράφων (γνήσιων;) τοϋ αύτοκράτορα. Τά ιστορικά σφάλματα καί οί άνακολουθίες οδήγησαν πολλούς έρευνητές στήν άρνηση τής γνησιότητας τοϋ έργου. Θεωρούμε δμως πολύ πιθανό, ένα μέρος τοϋ έργου νά εκφωνήθηκε ή νά γράφηκε ώς έγκώμιο άπό τόν Εύσέβιο καί μάλιστα πρίν άπό τόν θάνατο τοϋ Κωνσταντίνου. Μετά τόν θάνατο τοϋ τελευταίου νεώτεροι εμπλούτισαν τό έργο κατά τό δοκούν κι έτσι έχουμε τήν σημερινή προβληματική του μορφή. Καί ό «Λόγος τω τών άγίων συλλόγω», όμι- λία δηλαδή πρός τούς έπισκόπους τοϋ Μ. Κωνσταντίνου, πού συνεκδίδεται μέ τόν 
«Βίο» καί είναι είδος απολογίας τοϋ χριστιανισμού στό πνεΰμα τών άπολογητών τοϋ Β' καί Γ' αι., είναι νομίζουμε κατά τόν πυρήνα του κειμέ- νο πού συνέταξε ό Εύσέβιος γιά λογαριασμό τοϋ Μ. Κωνσταντίνου καί πού κατόπιν εμπλουτίστηκε μέ νέα καί αύτό στοιχεία.

Βίος: PG 20, 909-1129· ΗΕΠ 24, 93-199· ΕΠΕ 57, 176-525" FR. WINKELMANN, Eusebius Werke, 1 1, Berlin 1975. Λόχος; PG 20, 1233-1316· Ι. Α. HEIKEL, Eusebius Werke, 1, Leipzig 1902, σσ. 154-192· ΒΕΠ 24, 
203-232- ΕΠΕ 57, 528-625.

Σχόλια στήν Π καί ΚΔ .Μακρά σειρά σχολίων σέ «Σειρές» προσγράφον- ται στόν Εύσέβιο, χωρίς όμως νά είναι πάντοτε βέβαιη καί ή γνησιότητα τους. Τέτοια σχόλια σώζονται στήν Όκτάτευχο, τόν Ίώβ, τόν Ιερεμία (καί τούς Θρήνους), τόν Δανιήλ, τόν Ιεζεκιήλ, τίς Παροιμίες, στό *Ασμα άσμά- των, στόν Ματθαίο, τόν Μάρκο, τόν Λουκά, τόν Ιωάννη, στίς Πράξεις, σέ Επιστολές τοϋ Παύλου καί στίς καθολικές Επιστολές. PG 24, 76-78 καί 525-606. CPG II 3469.

'Απολεσθέντα.Υπόμνημα εις τήν Α' Κορινθίους. "Ελεγχος καί άπολογία (κατά εθνικών). Περί τής τών παλαιών άνδρών πολυγαμίας τε καί πο- λυπαιδίας. Περί έκπληρώσεως τών προφητειών (επεξεργασία του, φαίνεται, άποτελεΐ τό τέταρτο βιβλίο τής «Θεοφανείας»). Δευτέρα Θεοφάνεια (σώζονται μερικά της άποσπάσματα 
πού εΐναι άπλές παραφράσεις εύαγγελΝ κών χωρίων. Βλ. έκδ. έργου «Θεοφάνεια»).

Βίος τοΰ Παμφίλου (μεταξύ 309 καί 311). Κατά Πορφυρίου. (Γράφηκε πρίν τό 329, σέ 
25 βιβλία, γιά νά άντι- κρούσει τό έργο τοϋ νεοπλατωνικού Πορφυρίου «Κατά χριστιανών» πού καί αύτό χάθηκε. Είναι πολύ περίεργο τό γεγονός ότι ό Εύσέβιος δέν τό μνημονεύει ρητά πουθενά, ένώ έξ άλλου χρησιμοποιεί χρονολογικά του στοιχεία καί καταλόγους βασιλέων). Περί τής άνομβρίας. Λόγος είκοσαετηρικός (στόν Μ. Κωνσταντίνο).

Άμφιβαλλόμενα καί Νόθα.Περί τής τοϋ βιβλίου τών προφητών όνομα- σίας. Μέ στοιχεία γιά τήν δράση τών προφητών: PG 22, 1261-1272. ΒΕΠ 28, 303-308.

Περί τοΰ άστέρος τών μάγων (τούς όποιους οδήγησε στήν φάτνη). Σώζεται στήν συριακή, αποδίδεται στόν Εύσέβιο, άλλά πολύ πιθανό νά γράφηκε απευθείας στήν συριακή: W. Wright, Eus. of Caesarea on the Star: Journal of Sacrcd Literature (4η 
σειρά) 9 (1866) 117-136 καί 10 (1867) 150-164.

Περί μέτρων καί σταθμών (άπόσπασμα). Τό έργο γράφηκε μετά τόν Ε' αί. άπό άγνωστο συγγραφέα, πού είχε ύπόψη του τό ομώνυμο έργο τοϋ Έ- πιφανίου Σαλαμίνας Κύπρου. CPG 11 3506.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γενικα-ίστορικοφιλολογικά:

Μ. WEIS, Die Stellung des Eusebius von Caesarea im arianischen Streit, Trier 1920. 1. ΦΩΚΥΛΙΔΟΥ, Εύσέβιος ό Παμφίλου...: ΕΦ 20 (1921) 66-90. R. LAQUEUR, Eus. als Historiker seiner Zeit, Berlin 1929. F.J.F. JACKSON, Eusebius Pamphili..., Cambridge 1933. Δ. Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ, Ό χαρακτήρ τοϋ έκκλησίαστίκοϋ ιστορικού Εύσεβίου: Τιμητικός Τόμος Σ. Λάμπρου, 'Αθήνα 1935, σσ. 515-522. Ε. SCHWARTZ, Griechischer Geschicht- schreiber, Leipzig 1957, σσ. 495-598. D. C. WALLACE-HADRILL, Eus. of Caesarea, London 1961. W. DER BOER, Some Remarks on the Beginnigns of Christian Historiography: SP 4 (1961) 348-362. B. GUSTAFSON, Eusebius Principles in handling his Sources as found in his Church History: SP 4 (1961) 429-441. J. SIRINELLI, Les vues historiques d' Eusebe de Gesaree..., Dakar 1961. GIUS. DEL TON, Contenuto, struttura e scopi della Storia Eccles. di Eusebio di C.: Divinitas 6 (1962) 320-339. F. WINKELMANN, Die Textbezeugung der "VitaConstantini" des Eus. v. Caes., Berlin 1962. H. PAULSEN, Bibliographie zur neueren Eusebiusliteratur: H. Kraft, Eusebius von Caisarea. Kirchengeschichte, Munchen 1967, σσ. 445-454. Μ. R. CATAUDELLA, La persecuzione di Licinio e I' autenticita della Vita Constantini: Athenaeum 48 (1970) 46-83, 229-250. ΦΙ Α. ΒΙΤΑΛΗ, Είδήσεις παρ' Εύσεβίω (βιβλ. Γ'), Λευκωσία 1972 (άνάτυπο). J. MORRIS, The Chronicle of Eus. Irish fragments: BICS 19 (1972) 80-93. G. C. STEAD, "Eusebius" and the Council of Nicea: JThS 24 (1973) 85-100. A. H. DRAGE, When was the De laudibus Constantini delivereti.': Historia 24 (1975) 345-356. R. M. GRANT, The case against Eusebius or, Did the father of church history write history?: SP 12(1975)413-421. H. VON CAMPENH AUSEN, Das Bekenmnis Eusebs v. Caesarea (Nicaea 325): ZNTW 67 (1976) 123-139. H. A. DRAKE, In praise of Constantinc. A historical study and new translation of Eusebius' Tricenial Orations, California 1976. J. P. REY-COQUA1S, Le calendrier amploye par Eus. de Ccs. dans les Martyrs de Palestine: AB 
96 (1978) 55-64. Les martyres de Lyon (177). Lyon, 20-23 sept. 1977 (Audin-Mondesert: Colloques de CNRS No 575), Paris 1978, σσ. 155-166. C.T.H.R. EHRHARDT, Eusebius and Celsus: JbAC 22 (1979) 40-49. A. A. MOSSHAMMER, The Chronicle of Eus. and Greek chronographic tradition, Lewisburg 1979. L. DATTRINO, La lettera di Eus. al clero ed al popolo della sua diocesi: Lateranum I (1979) 60-82. C. ANDRASEN, Sicgreiche Kirche im Aufstieg des Chrisientums. Untersuchungen zu Eus. von Cacs. und Dionysius von Alexan- drien: Aufstieg u. Niedergang der romischen Welt..., Berlin 1979, 11, σσ. 387-459. R.T. RIDLEY, Anonymity in the Vita Constantini: Β 50 (1980) 241-258. Κ. SCHAFERDIEK, Zu Verfasserschaft und Situation der epistula ad Constantiam de imagine Christi: ZKG 91 (1980) 177-186 (πιθανός συντάκτης ό Εύσέβιος Νικομήδειας). G. F. CHESNUT, The first christian histories, Eus., Socrates, Sozomen, Theodoret and Evagrius, Paris, Beauchesne 1977. Τ. B. BARNES, The editions of Eusebius Ecclesiastical history: GRBS 21 (1980) 191-201. P. CORS1, Gli Ebrei nella Historia Ecclesiastica di Euscbio di Caesarea: ΑΑΡ 2 9 (1980) 197-212. C. CURT1, 1 commentarii in P.salmos di Eusebio di Ces.: tradizione dirretta (Coislin 44) e tradizione catenaria: La critica testualegreco-iatina oggi. Metodi c probiemi..., a cura di E. Flo res, Napoli-Roma-Ateneo 1981, σσ. 373-382. R. M. GRANT, Eusebius as Church historian, Oxford Clarendon Press 1980. B. CROKE, The originality of Euscbius's Chronicle: AJPh 103 (1982) 195-200. G. L. HUXLEY, Problems in the Chronography of Eusebius: PR IA 81 (1982) 183C-196C. B. CROKE, The origins of the Christian world chronicle: History and historians in laic antiquity (έκδ. Β. Croke-A. Emmctt), Sydney 1983, σσ. 116-131. C. CURT1, Eusebio et Basilio su Ps. 61: Atti del Congresso Internationale su Basilio di Cesarea 1, Messina 1983, σα. 511-521. Τ. CHR1STENSEN, The so-called Appendix to Eusebius' Historia Ecclesiastica VIII: CM 34 (1983) 177-209. B. CROKE, Porphyry's anii-christian chronology: JThS 34 (1983) 168-185. E. DES PLACES, La Preparation evangelique d' Eusebe de Cesaree a-i-elle eu deux edition? Redactions longucs et redactions courtes: Orpheus 4 (1983) 108-112. G. L. HUXLEY, Textual topics in the Chronicle of Eusebius: BZll (1984) 257-260. V. SAXER, Les Actes des martyrs anciens chez Eusebe de Cesaree et dans les martyrologcs syriaque ct hieronymien: AB 1.02 (1984) 85-95. Ci. RUHBACH, Euseb von Caesarea:

Gestalten der Kirchengeschichie (έκδ. Μ. Greschat), I, Stuttgart 1984, σσ. 224-235. Sulla vita di Constantino, introd., trad, et note a cura di 1.. TARTAGL1A, Napoli d' Auria s.d. 1984. H. G. THUEMMEL, Eusebios' Brief an Kaiserin Konstantia: Klio 66 (1984) 210-222. H. A. DRAKE, Eusebius on the True Cross: JEH 36 (1985) 1-22. E. DES PLACES, La seconde sophistique au services de I' apologetique chretienne; le Contrc Hierocles d' Eusebe de Cesaree: CRAI (1985) 423-427.

Θεολογία:

Η. BERKHOK, Die Theologie des E.v.C., Amsterdam 1939. H. G. OPITZ, Euseb von Caesarea als Theologe: ZNW 34 (1935) 1-19. G. Fl.OROVSKY, Origen, Eusebius and the Iconoclastic Controversy: CH 19 (1950) 3-22. J. R. LAUR1N, Orientations maitresses des apologistes chretiens de 270 a 361, Rome 1954, σσ. 94-145 καί βιβλιογρ.

447-474 (σχεδόν πλήρης βιβλιογραφία γιά τά άπολογητικά τοι έργα). G. BARDY, La theologie d' Eus. dc C. d' 
apres 1' Hist. Eccles.: RHE 50 (1955) 15-20. A. WEBER, 'Αρχή. Ein Beitrag zur Christologie des Eus. von Cacs., Munchen 1965. G. WlESSNER, Βίος und Ethos. Studien zum examplarischen Geschichtsdenken bei Eus. v. Caes., Gottingen 1968. Α. ΧΕΛΙΩΤΟΥ, Ή θρησκειολογία τοϋ Εύσ., 'Αθήνα 1972 (άνάτυπο). Θ. ΖΗΣΗ, Ή έσχατολογία τοΰ Πλάτωνος κατά τόν Εύσέβιον Καισαρείας: Κληρονομιά. 4 (1972) 229-239. C. F. CHESTNUTT, Fate, fortune, free will and nature in Eus. of Caes.: CH 42 (1973) 165-182. F. R1CKEN, Zur Rezcption der platonischen Ontologie bei Eus. von Kaisareia...: ThPh 53 (1978) 321352. F. TRISOGLIO, Eusebio di Ces. e !' escalotogia: Aug 18 (1978) 173-182. C.T.H.R. EHRHARDT, Eusebius and Celsus: J AC 22 (1979) 40-49. M. KERTSCH, Traditionelle Rhetorik und Philosophic in Eus. Antirrhetikos gegen Hierokles: VC 34(1980) 145-171. G. FEDALTO, La difesa cristologica in Eus.: Bessarionc 1 (1979) 67-83. C. LUIBHE1I.D, Eusebius of Cesarea and the Arian crisis, Dublin 1978. R. M. GRANT, Civilization as a Preparation for Christianity in the Thought Eusebius: Essays pres. to G. H. Williams, Leiden 1979, oo. 62-70. S. GERO, The true image of Christ. Eusebius's letter to Constantinc reconsidered: JThS 32 (1981) 460-470. E. JUNOD, Origene, Eusebe et !a tradition sur le repartition des champs de mission des apotres...: Les actes apocryphcs des apotres. Christi- anismeet mondcpaien, par. F. Bovon, Geneve, Labor ei Fides 1981, σσ. 223-248. Μ. ΤΕΤ/. Christenvolk und Abrahamsverheissung. Zum kirchcngeschichtlichen Programm des Eusebius von Caesarea: Jenseitsvorstellungen in Antike und Christentum... fur S. Stuiber, Miinster- Aschendorff 1982, σσ. 30-46. VIΝ. TWOMEY, Apostolikos Thronos. The Primacy of Rome as reflected in the Church History of Eusebius and the historico-apologetic writings of St. Athanasius ihe Great, Miinster/ Aschendorl'f 1982.

Έξηγητικά:

D. S. WALI.ACE-HADRILL, Eusebius and the Gospel Text of Caesarea: HThR 49 (1956) 307-310. TOY ΙΔΙΟΥ, Eusebius of Caesarea, London 1960, σσ. 59-99. J. 1EROU, Nouveaux tcmoins des Canons d' Eusebe...: Cahiers Archeologiques 9 (1957) 117-140. A. VACCAR1, Le sezioni evangelische di Eusebio...: RSO 32 (1957) 
433-52. C. JANT , The Old Testament interpretation of Eus. of Caes., Valetta 1967. H. MONTGOMERY, Konstantin, Paulus und Lichtkreuu: SO 43 (1968) 84-109. M. J. RONDEAU, Une nouvelle preuve de Γ influence litteraire d' Eusebe de Ces. sur Athanase, Γ interpretation des Psaumes: RSR 56 (1968) 385-434. 1). BA1.THELEMY, Eusebe, la Septante et "les autres": La Bible et les Peres..., Strasbourg 1971, σσ. 51-65. J. M. VAN CONGH, Nouveaux fragments hexaplaires. Commentairc sur Isaied' Eus. deCcs.: Rb 78 (1971) 384-390 (βλ. καί 79 11972] 76). C. CURT1, Due articoli cusebiani (Comment, in Psalmos), Noto Jonica 1971. TOY ΙΔΙΟΥ, 11 codice Patmos... 215 ci Commem. in Psalmos di Eus. di Ces.: Studi Cataudella (Catania), II, 1972, σσ. 321-365. I). S. WALLACE-HADRU.L, EUS. of Caesarea's Commentary on Luke...: HThR 67 (1974) 55-63. J. E. BRUNS, The agreement of Moses and Jesus in the Demostratio evangelica of Eus.: VC 31 (1977) 117-125. D. STRINGER, The political Theology of Eus. Pamphili...: PBR I (1982) 137-151. ED. DES PLACES, Eus. de Cesaree commemataire, Paris 1982. C. CURTI, Osservazioni sul lesto dei Salmi citato da Eusebio de Ces. nei commentarii in Psalmos: Leteratura compavata... In onore E. Paratorc, Bologna Patron 1981, σσ. 853-864. W. THIELE, Beobachtungen zu den eusebianischen Sectionen und Kanones der Evangelien: ZNTW 72(1981) 100-111. M. J. RONDEAU, Les commentaires patristiques du Psautier..., 1, Roma 1982, σσ. 64-75. Μ. SIMONETTI, Esegesi e ideologia nel Commento a lsaia di Eusebio: RSLR 19 (1983) 3-44. G. DORIVAL, La recostitution du Commentaire sur les Psaumes d' Eusebe de Cesaree gracce aux chaines exegetiques greques, en parliculier la chaine de Nicetas: SP 15 (1983) 171-176. C. NORDENFALK, The Eusebian Canon-tables. Some textual problems: JThS 35 (1984) 96-104.

Πολιτική θεολογία;

A. PIGANIOL, L' etat acluel de la question constantinienne: Historia 1 (1950) 82-96. H. KRAFT, Kaiser Konstantins religiose Entwicklung, Tubingen 1955. A. EHRHARDT, Constantin des Grossen Religionspolitik und Gesetzgebung: Zeitschrift f. Cavigny-Stifiung f. Rechtgcschichte 72 (1955) 127-190. E. SCHEIDWEIL.ER, Nochmals die Vita Constantini: BZ 49 (1956) 1-32. H. DORRIES, Konstantin der Grosse, Stuttgart 1958. F. DVORN1K, Early Christian and Byzantine Political Philosophy. Origins and Background, II, Washington 1966. R. FARINA, I.' lmpero e Γ imperatore cristiano in Eus. La prima teologia politica del crisiianesimo, Ziirich 1966. A. H. DRAGE, Semper victor eris. Evidence for the policy and belief of Constantinc I..., Wisconcin Madison 1970. J. M. SANSTERRE, Eusebe de Ces. et la naissance de !a theorie "cesaropapisie": Β 42 (1972) 131-195,532-593. D. KOENIG- OCKENFELS, Christliche Deutung der Weltgeschichte bei Euseb v. Caes.: Saecu/um 27 (1976) 
348-365. G. RUHBACH, Die politische Theologie des Eus. v. Caes.: Die Kirche angesichts der Konsiantinischen Wende, Darmsiadt 1976, σσ. 236-258. Τ. D. BARNES, Constantino and Eusebius, Cambridge: Harvard Univ. Press 1981. D. STRINGER, The political Theology of Eus. Pamphili, Bishop of Caesarea: PBR 1 (1982) 137-151. D. DEDECKER-G. DUPUIS- MASAY, L.' "cpiscopat" de Γ empereur Constantin: β 50 (1980) 118-157. Κ. Μ. G1RARDET, Das christlichc Priesiertum Konsiantins... Ein Aspekt der Herrscheridec des Eu. von C.: Chiron 10 (1980) 569-592. G. VIGNA, The influence of epideictic rhetoric on Eus. of Caesarca's politica! theology (διατριβή), Univ. Evanston, 111, 1980. C. PIETRI, Consianiin cn 324. Propagande et theologie imperiale d" apres les documents de la Vita Constantini: Crisc et redressemeni dans les provinces europeennes de l'empire... (ed. Edm. Frezouls), Strasbourg 1983, σσ. 63-90.

33. ΣΥΝΟΔΟΣ ΓΑΓΓΡΑΣ (περίπου 340/2)

Μία συνοδική Έπιστολή καί 20 Κανόνες μ' έναν 'Επίλογο αποτελούν τά κείμενα-άποφάσεις της συνόδου τής Γάγγρας (Παφλαγονία). Ό χρόνος συγκλήσεως της συζητήθηκε πολύ. Φαίνεται όμως ότι δέν απέχουμε τής αλήθειας, δν τήν τοποθετήσουμε περί τό 340/342. Τήν Έπιστολή ύπογράφουν 14 έπίσκοποι, πού δηλώνουν δτι συνήλθαν «διά τινας έκκλησιαστικάς χρείας» καί πρός άντιμετώπιση προβλημάτων, πού δημιούργησε ή δράση τοΰ μετέπειτα επισκόπου (λίγο πρίν τό 357) Σεβαστείας Εύσταθίου, πού ενίσχυσε μάλλον ύποφώσκουσες τάσεις. Οι τάσεις αύτές ήταν γενικά έγκρα- τιτικές μέ άναγωγή τής παρθενίας καί τής έγκράτειας σέ αύτοσκοπό καί μέ καλλιέργεια αισθήματος ύπεροχής έναντι τών λοιπών χριστιανών καί δή τών εγγάμων. Άκόμα έκδηλωνόταν περιφρόνηση πρός τήν παραδοσιακή λειτουργική ζωή, τούς έπισκόπους, τούς κοινούς ναούς, τήν τιμή τών μαρτύρων καί τήν παραδοσιακή ήθική. Στοιχεία τών τάσεων τούτων, πού προϋποθέτουν οί κανόνες ή δηλώνονται στήν 'Επιστολή, άπαντοΰν καί σέ μεσσαλιανικούς κύκλους, όπως αύτοί διαμορφώθηκαν λίγο άργότερα μεταξύ Εύφράτη, 'Αρμενίας καί Μικρασιας.

'Επομένως ό Εύστάθιος, ιδρύοντας μοναστικές ομάδες στήν περιοχή άρχικά τής Μικρής 'Αρμενίας, έξέφραζε μερικές άπό τίς παραπάνω τάσεις άλλά μάλλον όχι όλες τίς τάσεις αύτές. Καί ή σύνοδος, μέ άφορμή έναν επώνυμο έκφραστή τους, τόν 
Εύστάθιο, άντιμετώπισε τό σύνολο τών παρεκκλίσεων, πού έμφάνισε στά πρώτα του βήματα ό άσκητικός-μοναστικός βίος στίς περιοχές 'Αρμενίας, Πόντου καί Μικρασίας.

Παρατηρούμε ότι τό Απλοϊκό κανονιστικό κείμενο (κανόνες) τής Γάγγρας προϋποθέτει θαυμαστή πνευματική ισορροπία μεταξύ ασκητικού καί κοινωνικού βίου, παρθενίας καί γάμου, μοναχισμού καί λειτουργικής ζωής. Ή λειτουργική ζωή καί ή παράδοση γενικά εΐναι άπαραίτητα, ένώ ή άσκηση καί ή παρθενία συνιστούν μόνο τό μέσο καί όχι αύτοσκοπό, κάτι πού όδηγεΐ στήν ύπεροψία όσους έγκρατεύονται.

Συγκεκριμένα ή σύνοδος άναθεματίζει:όσους περιφρονούν («βδελύσσον- ται») τόν γάμο, όσους νομίζουν ότι οί έγγαμοι δέν θά σωθούν, όσους δέν κοινωνούν άπό τήν Θ. Εύχαριστία πού τελεί έγγαμος πρεσβύτερος, όσους παρθενεύουν άπό περιφρόνηση πρός τόν γάμο καί όσους γιά τόν ίδιο λόγο εγκαταλείπουν συζύγους ή 
τέκνα ή γονείς, προφασιζόμενοι συγχρόνως άσκηση κι έγκράτεια (καν. 1,4,9,10,14,15,16). Καταδικάζει όσους καταδικάζουν τήν κρεοφαγία, όσους παρά τούς κανόνες νηστεύουν τήν Κυριακή καί όσους δέν τηρούν τίς κανονικές νηστείες τής Έκκλησίας (2,18,19). Εξαιρετικά έπικίνδυνη γιά τήν Εκκλησία ήταν ή άποστασιοποίηση μερικών καί δή άσκητών - μοναχών άπό τήν οργανωμένη Εκκλησία. Γι' αύτό ή σύνοδος άναθεματίζει όσους τελούν λειτουργικές συνάξεις έξω άπό τούς ναούς, άπό περιφρόνηση πρός τούς κανονικούς ναούς καί πρός τήν τιμή τών μαρτύρων (5,6,20), καί δσους ένεργοϋν στήν Εκκλησία χωρίς τήν γνώμη τοϋ επισκόπου (7,8,11). Ή τελευταία προβληματική άναστάτωσε τήν Εκκλησία στούς πρώτους μεταποστολικούς χρόνους καί τήν άντιμετώπισε θεολογικά πρώτος ό Θεοφόρος 'Ιγνάτιος (+ 107-117). Ή σύνοδος άναφέρεται άκόμη στήν ύπερτίμηση τής σημασίας τών ενδυμάτων τών μοναχών (12) καί στήν κακή συνήθεια τών γυναικών νά φοροΰν άνδρικά ένδύματα (13) ή νά ξυρίζουν τήν κόμη τους γιά λόγους δήθεν άσκήσεως (17). Τέλος ό κανόνας 3 άναθεματίζει τούς παράγοντες έκείνους τού μοναχισμού, πού συνιστούν σέ δούλους νά εγκαταλείπουν, χάριν τοΰ μοναχισμού, τούς κυρίους τους καί νά μήν έξασφαλίζουν τήν συναίνεσή τους γι' αύτό.

Οι κανόνες μεταφράστηκαν στήν λατινική καί σέ όλες τίς άνατολικές (χριστιανικές) γλώσσες (CPG IV 8553-8554). 
MANS1,11, 1095 έξ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Κανόνες, σσ. 210-214. JOANNOU, Fonti, I 2, σσ. 85-99 (καί ή συνοδική Έπιστολή). J. GRIBOMONT, Le monachisme au IV' siecle en Asie Mineure: de Gangres au messalianisme: SP 2 (1957) 400-415. J. DE CHURRUCA, L' anatheme du Concile de Gangres contre ceux qui sous pretexte de christianisme incitent les esclaves a quitter leurs maitres: Revue hist, de Droit francais et etranger 60 (1982) 261-278. Σελίδες 119 - 151

Συνεχίζεται


ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΑΡΕΤΣ ΑΝΑΤΟΛΙΟΥ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ (+1927)

$
0
0
ΜΙΑ ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 

ΤΟΥ ΣΤΑΡΕΤΣ ΑΝΑΤΟΛΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ (+1927)

«... Θά ἐξαπλωθοῦν παντοῦ αἱρέσεις καί θά πλανήσουν πολλούς ἀνθρώπους. Ο ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους θά ἐνεργεῖ μέ πονηρία μέ σκοπό νά ἑλκύση ἐντός τῆς αἱρέσεως ἐάν εἶναι δυνατόν ἀκόμη καί τοὐς ἐκλεκτούς. 

Δέν θά ἀρχίση ἀπ᾿ εὐθείας νά ἀπορρίπτη τά δόγματα της ῾Αγίας Τριάδος, τήν θεότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀρετή τῆς Θεοτόκου, ἀλλά θά ἀρχίση ἀνεπαισθήτως νά διαστρέφη τίς διδασκαλίες καί τούς θεσμούς τῆς ᾿Εκκλησίας καί τό πραγματικό νόημά τους, ὅπως μᾶς παρεδόθησαν ἀπό τούς Αγίους Πατέρες ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι.
Ολίγοι θά ἀντιληφθοῦν αὐτές τίς πανουργίες τοῦ ἐχθροῦ, ἐκεῖνοι μόνον οἱ πλέον πεπειραμένοι εἰς τήν πνευματικήν ζωήν.Οἱ αἱρετικοί θά πάρουν τήν ἐξουσίαν ἐπί τῆς ᾿Εκκλησίας καί θά τοποθετήσουν ἰδικούς των ὑπηρέτας παντοῦ, οἱ δέ πιστοί θά καταφρονῶνται.

Ο Κύριος εἶπεν: "᾿Από τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσσεσθε αὐτούς" καί ἔτσι ἀπό τούς καρπούς των, ὅπως ἐπίσης καί ἀπό τίς ἐνέργειες τῶν αἱρετικῶν ἀγωνίσου νά διακρίνης αὐτούς ἀπό τούς ἀληθινούς ποιμένας.

Αὐτοί εἶναι πνευματικοί ληστές,λεηλατοῦντες τό πνευματικόν ποίμνιον καί θά εἰσχωροῦν εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων (τήν ᾿Εκκλησίαν) ἀναβαίνοντες ἀλλαχόθεν (καί ὄχι ἀπό τήν πύλην), ὅπως ἀκριβῶς προεῖπεν ὁ Κύριος. Θά εἰσχωροῦν παρανόμως, μεταχειριζόμενοι βίαν καί καταπατοῦντες τούς θείους θεσμούς.

Ο Κύριος τούς ἀποκαλεῖ κλέπτας (᾿Ιω ι,1). Πράγματι, τό πρῶτο ἔργο πού θά κάνουν θά εἶναι ὁ διωγμός τῶν ἀληθινῶν ποιμένων, ἡ φυλάκισις καί ἡ ἐξορία τους, διότι χωρίς αὐτό θά εἶναι ἀδύνατον σ᾿ αὐτούς νά λεηλατήσουν τά πρόβατα.

Γι᾿ αὐτό παιδί μου, ὅταν ἴδης τήν παραβίασιν τῆς πατερικῆς παραδόσεως καί τῆς θείας Τάξεως εἰς τήν ᾿Εκκλησίαν, τῆς Τάξεως πού ἐγκαθιδρύθη ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, γνώριζε ὅτι οἱ αἱρετικοί ἔχουν ἤδη ἐμφανισθεῖ, ἄν καί πρός τό παρόν μπορεῖ νά ἀποκρύπτουν τήν ἀσέβειά τους. 

Ακόμη θά διαστρέφουν τήν ῾Αγίαν Πίστιν (᾿Ορθοδοξίαν) ἀνεπαισθήτωςμέ σκοπό νά ἐπιτύχουν, καλύτερα νά παραπλανήσουν καί δελεάσουν τούς ἀπείρους στά δίχτυά τους.

Ο διωγμός δέν θά στρέφεται μόνον ἐναντίον τῶν ποιμένων,ἀλλά ἐναντίον ὅλων τῶν ὑπηρετῶν τοῦ Θεοῦ, διότι ὅλοι ἐκεῖνοι πού θά κυβερνῶνται ἀπό τήν αἵρεσιν δέν θά ἀνέχωνται τήν εὐσέβειαν. Νά ἀναγνωρίζης αὐτούς τούς λύκους μέ ἔνδυμα προβάτων, ἀπό τίς ὑπερήφανες διαθέσεις τους καί τήν ἀγάπη τους διά τήν ἐξουσία. Θά εἶναι συκοφάντες, προδότες, ἐνσπείροντες πανταχοῦ ἔχθραν καί κακίαν. Οἱ ἀληθινοί ὐπηρέται τοῦ Θεοῦ εἶναι ταπεινοί, ἀγαποῦν τόν πλησίον καί εἶναι ὐπάκουοι εἰς τήν ᾿Εκκλησίαν.

Οἱ Μονάζοντες θά καταπιέζωνται μεγάλως ἀπό τούς αἱρετικούς καί ὁ μοναχικός βίος θά περιφρονεῖται.

Τά Μοναστήρια θά λιγοστεύσουν, ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν θά μειωθεῖ καί αὐτοί πού θά μείνουν θά ὑποφέρουν ποικίλους ἐκβιασμούς. Αὐτοί οἱ ἐχθροί τοῦ μοναχικοῦ βίου τέλος πάντων ἔχοντες ἐμφάνισιν μόνον εὐσεβείας, θά προσπαθοῦν νά ἑλκύουν τούς μοναχούς μέ τό μέρος των, ὑποσχόμενοι σ᾿ αὐτούς προστασία καί γήϊνα ἀγαθά, κακοποιοῦντες τούς ἀντιτιθεμένους σ᾿ αὐτούς μέ διώξεις. 

Αὐτές οἱ κακοποιήσεις θά προξενοῦν μεγάλη ἀπόγνωση στούς ὀλιγοψύχους, ἀλλά ἐσύ παιδί μου νά χαίρεσαι, διότι ἔχεις ζήσει μέχρι τοῦτον τόν καιρόν, ἐπειδή σύμφωνα μέ τόν λόγον τοῦ Κυρίου (Ματθ. Ι,31) οἱ πιστοί τότε, πού δέν ἔχουν δείξει ἄλλες ἀρετές, θά λάβουν στεφάνους μόνον καί μόνον ἐπειδή ἐστάθησαν στερεοί εἰς τήν πίστιν.

Νά φοβῆσαι τόν Κύριον παιδί μου.!

Νά φοβῆσαι μήπως ἀπωλέσης τόν στέφανον πού ἑτοιμάσθηκε γιά σένα. Νά φοβῆσαι μήν ἀποβληθῇς παρά τοῦ Κυρίου εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον καί τήν αἰώνιον κόλασιν. Στέκε ἀνδρείως εἰς την πίστιν καί ἐάν εἶναι ἀναγκαῖον νά ὑπομένης διωγμούς καί ἄλλες θλίψεις, διότι ὁ Κύριος θά εἶναι μαζί σου, καί οἱ ἅγιοι μάρτυρες καί ὁμολογητές θά βλέπουν μέ χαρά τούς ἀγῶνάς σου.

Ομως ἀλλοίμονον στούς μοναχούς σ᾿ αὐτές τίς ἡμέρες πού θά εἶναι δεμένοι μέ ὑπάρχοντα καί πλούτη, οἱ ὁποῖοι ἕνεκα τῆς ἀγάπης, τῆς "εἰρήνης" θά εἶναι ἕτοιμοι νά ὐποταχθοῦν εἰς τούς αἱρετικούς. Αὐτοί θά ἀποκοιμίζουν τήν συνείδησή τους μέ τό νά λένε "ἐμεῖς συντηροῦμε καί σώζουμε τό μοναστήρι, καί ὁ Κύριος θά μᾶς συγχωρήση". 

Οἱ ταλαίπωροι καί τυφλοί,δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι διά μέσου τῆς αἱρέσεως οἱ δαίμονες θά εἰσέρχωνται στό μοναστήρι, τό ὁποῖον δέν θά εἶναι πλέον τότε ἕνα ἅγιο μοναστήρι, ἀλλά γυμνοί τοῖχοι ἀπό ὅπου ἡ χάρις θά ἀποχωρεῖ.

Αληθινοί χριστιανοί θά εὑρίσκωνται ἕως τέλους τοῦ αἰῶνος τούτου, μόνον πού θά προτιμοῦν νά ζοῦν σέ ἀπομακρυσμένους καί ἐρημικούς τόπους.

Ο Θεός ὁπωσδήποτε εἶναι ἰσχυρότερος ἀπό τούς ἐχθρούς καί ποτέ δέν θά ἐγκαταλείψη τούς ὑπηρέτας του. Νά μή φοβῆσαι τίς θλίψεις, ἀλλά μᾶλλον νά φοβῆσαι τήν ὀλέθριον αἵρεσιν, διότι αὐτό εἶναι πού μᾶς γυμνώνει ἀπό τήν θεία χάρη καί μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Χριστό.
ellinorthodoxosxr.blogspot.com/


Ο προφήτης Ιεζεκιήλ και η προφητεία που προτυπώνει την Ανάσταση των νεκρών

$
0
0



Ο προφήτης Ιεζεκιήλ και η προφητεία που προτυπώνει την Ανάσταση των νεκρών

Στήν Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τιμοῦμε τούς Ἀποστόλους, τούς Μάρτυρας, τούς Πατέρας καί γενικά ὅλους ἐκείνους πού ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό καί ἀποτελοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι αὐτοί ἔχουν μέσα τους τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, πού τούς ἁγίασε, τούς μεταμόρφωσε καί ἐκεῖ ὀφείλονται ὅλοι οἱ ἡρωϊκοί τους ἀγῶνες καί οἱ θυσίες τους για τον Χριστό.

Ὅμως, στήν Ἐκκλησία τιμοῦμε καί τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Προφήτας, Κριτὰς καί Βασιλεῖς,πού καθοδηγοῦσαν τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Γιατί καί αὐτοί εἶχαν κοινωνία μέ τόν ἄσαρκο Λόγο, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. 

Ἡ διαφορά μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ δίκαιοι εἶχαν κοινωνία μέ τόν ἄσαρκο Λόγο, ἐνῶ στήν Καινή Διαθήκη ἔχουν κοινωνία με τον ενσαρκωμένο Λόγο.Ἕνας τέτοιος Προφήτης καί εὐλογημένος ἄνθρωπος, ἐκλεγμένος ἀπό τόν Θεό, πού εἶχε διαρκῆ κοινωνία μέ τόν Θεό, εἶναι ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ, τοῦ ὁποίου τήν μνήμη ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ Ἐκκλησία τόν τιμᾶ γιά τήν σχέση καί κοινωνία πού εἶχε μέ τόν Θεό, καί γιά τούς ἀγῶνες του γιά τόν ἰσραηλιτικό λαό.
Ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα σημαίνει «Θεός ἰσχυρός ἡ Θεός ἰσχύων», ἦταν υἱός τοῦ Βουζεί, ἀνῆκε σέ ἱερατική οἰκογένεια καί ἦταν ἀπόγονός τοῦ Σαδώκ. Αἰχμαλωτίσθηκε τό 597 π.Χ. ἀπό τόν Ναβουχοδονόσορα, κατά τήν δεύτερη ἔλευσή του στήν Ἱερουσαλήμ, μαζί μέ χιλιάδες ἐπίσημα πρόσωπα καί γι’ αὐτό ἔδρασε καί ἀπέθανε στήν Βαβυλώνα. Ἐκεῖ κλήθηκε στό προφητικό ἀξίωμα, τό ὁποῖο ἄσκησε γιά εἴκοσι δύο (22) χρόνια. Ὁ Ἰεζεκιήλ στήν Βαβυλώνα ἔζησε τίς τραγικές στιγμές τῆς καταστροφῆς τῆς Ἱερουσαλήμ.

Τό ἔργο του ἦταν δύσκολο, ἀλλά και μεγαλειῶδες.Ὁ Προφήτης ἔλεγε ὅτι τούς Ἰουδαίους βασάνιζαν δυο μεγάλα ψυχικά πάθη, τά ὁποῖα δέν τούς ἄφηναν νά μετανοήσουν. Τό ἕνα ἦταν ὁ ἐγωϊσμός, ἐπειδή πίστευαν ὅτι τιμωροῦνται ἀδίκως γιά τίς ἁμαρτίες τῶν προγόνων τους, καί τό δεύτερο ἦταν ἡ ἀπελπισία, μέ ἀποτέλεσμα νά κλίνουν πρός τήν εἰδωλολατρία. Ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ εἶχε πολλές ἀποκαλύψεις ἀπό τόν Θεό καί ἔκανε καί διάφορες συμβολικές πράξεις. Δυό μεγάλα ὁράματα πού εἶδε καί περιγράφει στό βιβλίο του εἶναι τό Χερουβικόν ἅρμα καί ὁ νέος Ναός.

Σέ μᾶς εἶναι γνωστή ἡ προφητεία τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ περί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν στά Ἱεροσόλυμα, πού προ τυπώνει την ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τήν ὁποία προφητεία διαβάζουμε στήν Ἐκκλησία τήν Μεγάλη Παρασκευή τό βράδυ, μετά τήν ἐπιστροφή στόν Ναό ἀπό τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου. Ἐκεῖ γράφεται ὅτι ὁ Θεός ἔφερε τόν Προφήτη σέ ἔκσταση καί τόν ὁδήγησε σέ μιὰ πεδιάδα πού ἦταν γεμάτη ἀπό ἀνθρώπινα ὀστᾶ καί τοῦ εἶπε νά ἀπευθύνη λόγο Κυρίου στά νεκρά ὀστᾶ. Καί καθώς ἐκήρυττε λόγο Κυρίου στά ὀστᾶ, ἔγινε σεισμός καί ἄρχισαν νά πλησιάζουν τό ἕνα μέ τό ἄλλο, νά ἀποκτοῦν νεῦρα καί σάρκες καί ἐπάνω σέ αὐτά πρόβαλε δέρμα. 

Στήν συνέχεια τοῦ εἶπε νά κηρύξη πρός τό πνεῦμα καί ἔτσι εἰσῆλθε μέσα στά νεκρά αὐτά ὀστᾶ πνεῦμα ζωογόνο καί τά ὀστᾶ ζωντάνευσαν καί στάθηκαν στά πόδια τους. Καί στήν συνέχεια ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά κηρύξη: «Αὐτά λέγει ὁ Κύριος. Νά, ἐγώ θά ἀνοίξω τούς τάφους καί θά σᾶς βγάλω ἀπό τά μνήματά σας καί θά σᾶς ὁδηγήσω στή χώρα τοῦ Ἰσραήλ.. καί θά σᾶς δώσω τό πνεῦμα μου καί θά πάρετε ζωή καί θά σᾶς τοποθετήσω στή χώρα σας καί θά πεισθῆτε ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος».


Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κήρυξαν μετάνοια γιά νά μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι και νά ἐπιστρέψουν στόν Θεό.Πολλές ἀπό τίς διδασκαλίες τους ἦταν μεσσιανικές, ἀφοῦ ἀναφέρονταν στήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, καί στήν προετοιμασία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαού γιά νά δεχθοῦν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό ὅλους τοὺς λαούς οἱ Ἰουδαῖοι προετοιμάσθηκαν καλύτερα, γι’ αὐτό καί ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καί αὐτό ὀφείλεται στούς Προφῆτες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ πού ἑορτάζουμε σήμερα. Γι’ αὐτό καί τούς χρωστοῦμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη. Αὐτά πού ἐκεῖνοι ἐκήρυξαν, ἐμεῖς τά ἀπολαμβάνουμε.

Λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό την σημερινή ἑορτή καί τό ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ, θα πρέπει να πιστεύουμε ἀκράδαντα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, πού θά γίνη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί νά προετοιμαζόμαστε γιά νά σταθοῦμε ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ.


Προφήτης Ἰεζεκιήλ
kotsarikos.com

Για το Πνεύμα της Λύπης (Aββάς Κασσιανός}

$
0
0
Τί κακό προξενεί η λύπη στην ψυχή μας.

Ο πέμπτος αγώνας μας εστιάζεται στην αντίστα­ση που πρέπει να προβάλλουμε εναντίον του πάθους της λύπης. Γιατί, αν αφήσουμε τη λύπη να κυριεύει λίγο-λίγο την ψυχή μας, αυτή αμέσως, μόλις θα δίδεται κάποια αφορμή, θα μας αποσπά από τη Θεία Θεωρία και θα καταθλίβει το πνεύμα μας. Όταν η λύπη καταλάβει την ψυχή του ανθρώπου, δεν του επιτρέπει να προσεύχεται με την ίδια χαρά, ούτε να καταφεύγει στη μελέτη της Αγίας Γραφής, ώστε να βρει σ' αυτή φάρμακο και να θεραπευθεί.

Η λύπη μας εμποδίζει επίσης από το να είμα­στε ειρηνικοί και πράοι προς τους αδελφούς μας. Μας κάνει ανυπόμονους και σκληρούς, μας δυσκο­λεύει και δρα ανασταλτικά στην προσπάθειά μας για την εκτέλεση των πνευματικών καθηκόντων και υποχρεώσεών μας.

Αν αφήσει ο μοναχός την ψυχή του να παρα­δοθεί στη λύπη, αυτή τον κάνει σιγά-σιγά ανίκανο να αντιδρά πνευματικά και να αντιστέκεται στις επιθέσεις της. Γιατί αυτός θα έχει πλέον στερηθεί την ειρήνη της καρδιάς του και θα καταντήσει σαν τον τρελλό ή σαν τον μεθυσμένο. Και τελικά, αυτή θα τον συνθλίψει και θα τον ρίξει σε οδυνηρή απελπισία.

Πώς θα θεραπεύσουμε την αρρώστια της λύπης και της αθυμίας

Γι’ αυτό, αν θέλουμε να διεξάγουμε τον πνευ­ματικό αγώνα, όπως μας υποδεικνύει ο Απόστολος, δηλαδή «σύμφωνα με τους κανόνες της αθλήσε­ως» (Β' Τιμ. 2, 5), πρέπει να φροντίσουμε να θεραπεύσουμε αυτή την αρρώστια με την ίδια προσοχή και επιμέλεια που καταβάλλουμε για να νικήσουμε και τα άλλα πάθη. 


Πράγματι, «σαν το σκόρο που τρυπάει το ρούχο και το σαράκι που κατατρώει το ξύλο, έτσι και η λύπη βλάπτει την καρδιά του ανθρώπου» (Παροιμ. 25, 20α). Μ' αυτόν το λόγο το Αγιο Πνεύμα εκφράζει, ξεκάθαρα και με πολλή ακρίβεια, τη βιαιότητα αυτού του τόσο επικίνδυνου πάθους.

Με τί μπορούμε να συγκρίνουμε την ψυχή που είναι θύμα των επιθέσεων της λύπης



Ένα ρούχο που έχει φαγωθεί από το σκόρο, έχει χάσει την αξία του και δεν χρησιμεύει πια για να ντυθούμε με ευπρέπεια. Ένα ξύλο επίσης που έχει φαγωθεί από σαράκι, δεν είναι κατάλληλο για να διακοσμήσει ένα απλό έστω κτίριο, ούτε αξίζει πλέον για άλλη χρήση, παρά μόνο για να γίνει καυσόξυλο.
Έτσι είναι και η ψυχή που έχει καταφαγωθεί από το σαράκι της λύπης. Θα είναι πια τελείως άχρηστη για να γίνει αυτό το αρχιερατικό ένδυμα, το οποίο, όπως λέει ο Προφήτης, δέχεται το μύρο του Αγίου Πνεύματος που κατεβαίνει από τον ουρανό και χύνε­ται πρώτα στο πηγούνι του Ααρών και κατόπιν φθάνει μέχρι το κρόσσι του ενδύματός του: «Σαν το μύρο», λέει, «που χύθηκε στην κεφαλή του Ααρών και κατεβαίνει στον πώγωνά του και ακόμη πιο κάτω, μέχρι τα κρόσσια του αρχιερατικού του σάκκου» (Ψαλμ. 132, 2). 


Αυτή η ψυχή δεν θα μπορέσει να λάβει μέρος στην οικοδόμηση και το στολισμό αυτού του πνευματικού ναού, τα θεμέλια του οποίου έθεσε, σαν ένας σοφός αρχιτέκτονας, ο απόστολος Παύλος· «είσθε ναός του Θεού», λέει, «και το Αγιο Πνεύμα κατοικεί μέσα σας» (Α' Κορ. 3, 16).
Στο Ασμα Ασμάτων επίσης «η Νύμφη» περιγράφει ποια είναι τα ξύλα, με τα οποία έχει οικοδομηθεί αυτός ο ναός: «Τα δοκάρια του σπιτιού μας», λέει, «είναι από ξύλα κέδρου και τα κουφώματά του από κυπαρίσσι» (Ασμα Ασμ. 1, 16).


Επομένως, για το ναό του Θεού επιλέγουμε είδη ξύλων που να είναι ευωδιαστά και πολύ ανθεκτικά, αυτά να μη φθείρονται με το χρόνο, ούτε να κινδυνεύουν να φαγωθούν από το σαράκι.


Πού οφείλεται η λύπη και πώς εμφανίζεται στην ψυχή μας

 Η λύπη πολλές φορές προέρχεται από την οργή που αισθάνεται κανείς, εξαιτίας της απώλειας κάποιας απόλαυσης ή κάποιας ελπίδας απολαβής. Μερικές φορές όμως δεν υπάρχει κανένας εμφανής λόγος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει αυτή την πτώση.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ευθύνεται αποκλει­στικά η κακία του Εχθρού, η οποία ξαφνικά μας φορτώνει με ένα τέτοιο βάρος. Πολλές φορές μάλι­στα, φθάνουμε στο σημείο, ώστε δεν μπορούμε να συναναστραφούμε, με τη συνηθισμένη μας προσήνεια, ούτε τα αγαπημένα μας πρόσωπα ή τους φίλους και συνεργάτες μας. Τότε, όσο ευχάριστη και φυσι­ολογική κι αν είναι η συζήτηση μαζί τους, εμείς τη θεωρούμε φορτική και περιττή και ανταποκρινόμαστε σ’ αυτή με απρέπεια ή με αχαριστία. Κι αυτό, γιατί το βάρος της λύπης έχει κατακλύσει κάθε πτυχή της καρδιάς μας.

Η λύπη μας δεν οφείλεται στα σφάλματα των άλλων, αλλά στα δικά μας πάθη

Αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι τα πάθη μας δεν διεγείρονται πάντα ως αντίδραση στα σφάλματα των άλλων, αλλά πιο συχνά οφείλονται σε δικό μας φταίξιμο. Γιατί μέσα μας κρύβουμε την αιτία και τα σπέρματα των παθών, τα οποία, μόλις μας κτυπήσει η καταιγίδα των πειρασμών, αμέσως φυτρώνουν και βγάζουν τους καρπούς τους. Στη λύπη δεν φθάνουμε μετά από μια ξαφνική πτώση, αλλά η καταστροφή μας προκαλείται από σφάλματα που, από απροσεξία μας, έχουν χρονίσει μέσα μας.

Ποτέ λοιπόν δεν είναι κανείς αναγκασμένος να αμαρτήσει, όταν τον προκαλεί το σφάλμα του συ­νανθρώπου του, αν δεν έχει ο ίδιος μέσα στην καρδιά του τη ρίζα της αμαρτίας. Δεν θα πρέπει συνεπώς να πιστεύουμε ότι κάποιος πλανήθηκε ξαφνικά και έπεσε στο βάραθρο της αισχρής επιθυμίας, εξαιτίας της θέας ενός εξαισίου ετερόφυλου προσώπου. Θα πρέπει μάλλον να γνωρίζουμε ότι αυτή η θέα ήταν η ευκαιρία, για να βγει στην επιφάνεια μια αρρώστια που επωαζόταν για καιρό μυστικά μέσα του.

Δεν πρέπει να διακόπτουμε τη συναναστροφή με τους αδελφούς μας, νομίζοντας ότι έτσι θα γίνουμε τέλειοι, αλλά μάλλον πρέπει να καλλιεργούμε την αρετή της υπομονής

 
Γι’ αυτό ο Θεός, ο Δημιουργός των πάντων, γνωρίζοντας καλύτερα από τον καθένα πως να γιατρεύσει το πλάσμα Του και ότι οι αιτίες και οι ρίζες των παθών μας δεν βρίσκονται στους άλλους, αλλά μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας, δεν μας είπε να μη συναναστρεφόμαστε τους αδελφούς μας, ούτε μας έδωσε εντολή να αποφεύγουμε εκείνους που νομίζουμε ότι μας προκαλούν ή ότι εμείς γινόμαστε αιτία της πτώσης τους. Αλλά θέλει να αγωνιζόμαστε να υπερβαίνουμε κάθε δυσκολία.

Πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι η καθαρότητα της καρδιάς δεν αποκτάται τόσο με την απομάκρυνση από τους ανθρώπους, όσο με την αρετή της υπομονής. Όπως ακριβώς, όταν έχουμε υπομονή μπορούμε να παραμείνουμε ειρηνικοί, ακόμα και μ' αυτούς που μισούν την ειρήνη, έτσι και όταν μας λείπει η υπομονή, βρισκόμαστε σε συνεχή ασυμφωνία και διαμάχη, ακόμα και μ' αυτούς που είναι φθασμένοι στην αρετή και πολύ καλύτεροι από εμάς. Γιατί οι ευκαιρίες για ταραχές και οι αφορμές που μας ωθούν, για να απομακρυνθούμε από τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρεφόμαστε, δεν είναι ποτέ δυνατόν να λείψουν από τη ζωή μας. Έτσι, αλλάζο­ντας τόπο, δεν ξεφεύγουμε συγχρόνως και από τις αιτίες της λύπης, η οποία μας οδηγεί στο χωρισμό από τους αδελφούς μας.

Εάν βελτιώσουμε το χαρακτήρα μας, μπορούμε να συναναστρεφόμαστε με όλους, χωρίς δυσκολία

 Ας φροντίσουμε λοιπόν να εξαλείψουμε τα πάθη μας και να διορθώσουμε το λογισμό μας. Και αν το πετύχουμε αυτό, τότε θα ζήσουμε ευκολότερα, όχι μόνο με τους ανθρώπους, αλλά, όπως λέει η Αγία Γραφή, και με τα άγρια θηρία:«Θα έχεις ειρήνη»,λέει, «ακόμα και με τα άγρια θηρία» (Ιώβ 5, 2). Πράγματι, «ειρήνη πολλή κυριαρχεί στην ψυχή αυτών που σε αγαπούν. Κύριε, και δεν σκοντάφτουν σε πα­γίδα» (Ψαλμ. 118, 165).

Για ένα άλλο είδος λύπης που μας οδηγεί στην απελπισία για τη σωτηρία μας

Υπάρχει επίσης ένα άλλο, πιο αποτρόπαιο είδος λύπης. Αυτό δεν σπρώχνει τον ένοχο να αλλάξει τρόπο σκέψης και ζωής ή να διορθώσει τα λάθη του, αλλά τον σπρώχνει προς μια θανάσιμη απελπισία. Αυτή η απελπισία εμπόδισε τον Κάιν, μετά το φόνο του αδελφού του, να μετανοήσει (Γεν. 4, 9-16). Αυτή επίσης παρέσυρε τον Ιούδα, μετά την προδοσία, αντί να επανορθώσει το λάθος του με τη μετάνοια, να δώσει τέλος στη ζωή του (Ματθ. 27, 5).


Η λύπη μας ωφελεί σε μια μόνο περίπτωση

Δεν θα πρέπει να θεωρούμε τη λύπη επιτρεπτή και χρήσιμη, παρά μόνο σε μία περίπτωση: Όταν δηλαδή λυπούμαστε για τις αμαρτίες μας, επειδή αυτές αναστέλλουν την πρόοδό μας προς την πνευματική τελείωση και τη μέλλουσα μακαριότητα. Γι’ αυτήν ο Απόστολος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη έχει σαν αποτέλεσμα τη μετάνοια που καταλήγει στη σωτηρία, για την οποία κανείς δεν θα μεταμεληθεί. Ενώ η «κατά κόσμον» λύπη οδηγεί στο θάνατο» (Β' Κορ. 7, 10).

Πώς θα ξεχωρίσουμε την «κατά Θεόν» λύπη από τη λύπη που προκαλεί ο διάβολος και η οποία μας οδηγεί στο θάνατο; 

Η«κατά Θεόν"λύπη κάνει τον άνθρωπο υπάκουο, ευγενή, ταπεινό, πράο, γεμάτο γλυκύτητα και υπομονή. Γιατί αυτή η λύπη γεννιέται από την αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό και εκφράζεται αβίαστα -εξαιτίας του πόθου που τρέφει ο άνθρωπος για την πνευματική του ολοκλήρωση- με την όλη σωματική άσκηση και τη συντριβή του πνεύματος. Ο άνθρωπος που τρέφει αυτή τη λύπη είναι ιλαρός και ευπροσήγορος.

 Και επειδή ελπίζει στην πνευματική του τελείωση και στην απολαβή των μελλοντικών αγαθών, διατηρεί πάντοτε την ευγένειά του και τη μακροθυμία του, μετέχοντας έτσι σε όλους τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, όπως τους απαριθμεί ο Απόστολος που λέει: «Ο καρπός του Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η καλοσύνη, η αγαθότητα της καρδιάς, η πίστη, η πραότητα και η εγκράτεια» (Γαλ. 5. 22-23).

Αντίθετα, αυτός που έχει κυριευθεί από την άλλη, την «κατά κόσμον» λύπη είναι ευερέθιστος, ανυπόμονος, αμετάπειστος, γεμάτος μνησικακία, άκαρπο πένθος και οδυνηρή απελπισία. Η λύπη πα­ραλύει την ενεργητικότητα εκείνου τον οποίο καταλαμβάνει και τον εκτρέπει από τη σωτήρια οδύνη που γεννά η μετάνοια. Γιατί αυτή η λύπη κάνει τον άνθρωπο παράλογο. Αυτή καταστρέφει, όχι μόνο τους καρπούς της προσευχής, αλλά αποστερεί τον άνθρωπο από όλους τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, τους οποίους χαρίζει πλούσια η «κατά Θεόν» λύπη.

Πρέπει να διώχνουμε από μέσα μας, εκτός από την ωφέλιμη, κάθε άλλη επιζήμια λύπη. Η επιζήμια λύπη έχει τρεις αιτίες
 

Γι’ αυτό, αν εξαιρέσουμε αυτή τη λύπη, η οποία γεννιέται από τη σωτήρια μετάνοια και από την αναζήτηση της τελειότητας ή από την επιθυμία της απόκτησης των μελλοντικών αγαθών, κάθε άλλου είδους λύπη πρέπει να θεωρείται επιζήμια και να κα­ταπολεμείται. Γιατί αυτή είναι λύπη που προέρχεται από τις υποθέσεις της εφήμερης αυτής ζωής και γεννά το θάνατο. Συνεπώς, οφείλουμε να τη διώχνουμε από την καρδιά μας, και μάλιστα με τόση επιμέλεια και προσοχή, όση καταβάλλουμε προκειμένου να αντισταθούμε και να θανατώσουμε το πνεύμα της πορνείας, της φιλαργυρίας ή της οργής.


Πώς θα ξεριζώσουμε τη λύπη από την καρδιά μας 

Θα αξιωθούμε να απαλλαγούμε από αυτό το ολέθριο πάθος, με τη συνεχή πνευματική μελέτη, με το να ανυψώνουμε και να διατηρούμε το νου μας προσηλωμένο στην ελπίδα και στην προσδοκία των μελλοντικών αγαθών και στη θεωρία της μακαριότητας, η οποία μας περιμένει. Μ' αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε ασφαλώς να νικήσουμε όλα τα είδη της λύπης, είτε αυτή προέρχεται από θυμό, είτε από την απώλεια κάποιου κέρδους, είτε από κάποια ζημιά ή από μια προσβολή που δεχθήκαμε.

Θα πρέπει επίσης να υπερβαίνουμε την εμπαθή αυτή κατάσταση, όταν νιώθουμε πως μας φορτώνει με αναιτιολόγητα ενοχικά συναισθήματα ή όταν αυτή μας παρασύρει σε θανάσιμη απελπισία. Η ελπίδα των αιωνίων αγαθών θα μας κρατά διαρκώς μέσα στη χαρά και θα παραμένουμε σταθεροί στα βιώματά μας, χωρίς να απελπιζόμαστε από τις συμφορές που μας βρίσκουν, αλλά και χωρίς να επαναπαυόμαστε στην ευημερία. Θα πρέπει να θεωρούμε και την ευη­μερία και τις θλίψεις ως καταστάσεις μάταιες και προσωρινές, οι οποίες σύντομα θα παρέλθουν.

http://www.aganargyroi.gr/


Η Εκκλησιολογία του Ιωάννου Δαμασκηνού στο δογματικό του έργο «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»

$
0
0
Η Εκκλησιολογία του Ιωάννου Δαμασκηνού στο δογματικό του έργο «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»

Ιωάννης Ν. Λίλης
Διδάκτωρ Θεολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Διδάσκων Δογματική και Συμβολική Θεολογία
στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Ηρακλείου Κρήτης

Η Εκκλησιολογία των Βυζαντινών θεολόγων όπως παρουσιάζεται μέσα από τα κείμενα τους παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία. Δεν συστηματοποιείται διεξοδικά σε ιδιαίτερο κεφάλαιο αλλά συνυπάρχει οργανικά με τη διδασκαλία τους για την Αγία Τριάδα, τη Χριστολογία και τη δημιουργία του κόσμου. Εκκλησία είναι ολόκληρη η δημιουργία στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο άνθρωπος, ο οποίος για να υπάρχει, να ζει, να κινείται και να τελειώνεται πρέπει συνεχώς να μετέχει στην ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτήν την ενότητα και την κοινωνία του ανθρώπου με τη θεία πραγματικότητα πραγματοποιούν τα μυστήρια της Εκκλησίας.

Πιστεύω με τον τρόπο μου!

$
0
0

Πιστεύω με τον τρόπο μου!

Ὅλες οἱ στατιστικὲς καὶ οἱ ἔρευνες, ποὺ γίνονται κατὰ καιρούς, φίλοι, τὸ λένε καθαρὰ καὶ ξάστερα, πώς οἱ νέοι στὸ σύνολό τους (πάνω ἀπὸ 90%) πιστεύουν στὸν Θεό, ὅμως δὲν ἐκκλησιάζονται, δὲν προσεύχονται, δὲν ἀκολουθοῦν τὴν πνευματικὴ ζωή. Δηλαδὴ τοὺς λείπει σαφῶς ἡ πρακτική!

Οἱ δικαιολογίες εἶναι πολλές. Οἱ κληρικοί, δὲν κατανοοῦν αὐτὰ πού γίνονται και λέγονται στὴν Ἐκκλησία, δὲν μποροῦν νὰ σηκωθοῦν τὸ πρωί, τέτοια…


Δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὶς δικαιολογίες, γιατί δὲν τὶς θεωρούμε σοβαρές! Ὄχι γιατί ὅλα ὅσα λένε λίγο ἢ πολὺ δὲν ὑφίστανται. Ἀλλὰ νά, ὑπάρχουν καὶ οἱ καλοὶ κληρικοὶ (ὅπως καὶ οἱ καλοὶ γιατροὶ ἢ οἱ καλοὶ καθηγητὲς, ποὺ πάντα ψάχνουμε καὶ βρίσκουμε), γιὰ νὰ κατανοήσουμε πρέπει νὰ ἀσχοληθοῦμε κιόλας (ὅπως κάνουμε καὶ μὲ τόσα ἄλλα στὴ ζωὴ μας ὅπως τὰ μαθήματα τοῦ σχολείου μας, τοὺς ὑπολογιστές, ἀλλὰ καὶ τὰ βιντεοπαιχνίδια καὶ τόσα ἄλλα) καὶ δὲν εἶναι θέμα ὥρας (πῶς σηκωνόμαστε τὸ πρωὶ γιὰ τὸ σχολεῖο, πῶς πηγαίνουμε ὅλη τὴ νύχτα στὶς διασκεδάσεις καὶ ποτὲ σὲ μιὰ ἀγρυπνία, πού τελειώνει λίγο μετὰ τὰ μεσάνυχτα;).


Αὐτὸ ποὺ θέλουμε νὰ δοῦμε σὲ βάθος εἶναι ἡ αἰτία. Καὶ ἡ αἰτία βρίσκεται σαφῶς σʼ ἐκεῖνο ποὺ λέμε: «Πιστεύω μὲ τὸν τρόπο μου»!

Πού σημαίνει ὅτι ὁ καθένας μας, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτα νὰ ἀποφύγει τὴν ἔμφυτη πίστη στο Θεό (πολύ σωστά εἶπαν ὅτι ἄθεοι δὲν ὑπάρχουν, μονάχα εἰδωλολάτρες ὑπάρχουν), τότε ἐφευρίσκει μιὰ προσωπική θρησκεία. Μιὰ θρη-σκεία ποὺ δὲν τὸν ἐνοχλεῖ καθόλου, μιὰ θρησκεία ποὺ τοῦ κολακεύει ὅλα του τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες, μιὰ θρησκεία δική του, ποὺ τὸν βολεύει ἀπολύτως!

Πρόκειται γιὰ μιὰ κατάσταση πού θυμίζει τὸν...Ἄιχμαν, ἐκεῖνο τὸν ἐγκληματία πολέμου τῶν Ναζί, ὁ ὁποῖος ἔλεγε πώς…πίστευε στο Θεό! Ποιὸν Θεό ὅμως; Ἐκεῖνον «πού δὲν κατέκρινε τὴν ἁμαρτία και δὲν καταδίκαζε κανένα», ὅπως ἔλεγε! Ἔτσι τὰ εἶχε καλά μὲ τὴ φυσικὴ ροπὴ ποὺ ὡς ἄνθρωπος εἶχε νὰ πιστεύει στο Θεό, ἕνα «θεὸ» ὅμως ποὺ δὲν θὰ τοῦ δημιουργούσε  πρόβλημα στὰ τόσα καὶ συνάμα φοβερά ἐγκλήματά του!
Ὁπότε ἔτσι «βόλευε», ὅπως πίστευε, και τὴ συνείδησή του!

Ἔτσι, ὅμως, μιλάμε τελικά γιὰ ἕνα Θεό ἢ μιὰ πίστη ἢ μιὰ θρησκεία τοῦ… βολέματος! Τῶν συμφερόντων μας καθαρά! Ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ μετανοήσεις γιὰ τίποτα, οὔτε καὶ νʼ ἀγωνιστεῖς γιὰ κάτι, πού δὲν ἀπαιτεῖ νʼ ἀποκαταστήσεις τὶς ἀδικίες καὶ τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔκανες, πού δὲν ζητᾶ νʼ ἀπαρνηθεῖς τὰ πάθη καὶ τὶς ὅποιες ἁμαρτωλές σου συνήθειες, νʼ ἀπορρίψεις τὶς λανθασμένες σου ἀπόψεις καὶ θεωρήσεις, νὰ ὑπερβεῖς τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σου και νὰ τὸν ἀλλάξεις και νὰ τὸν κάνεις ὅπως τὸν θέλει ὁ Θεός, δηλαδή Ἅγιο.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ μᾶς θυμίζει δύο γεγονότα τοῦ Εὐαγγελίου.

1.Τὸ ἕνα εἶναι μὲ τὴ Σαμαρείτιδα,τὴν μετέπειτα Ἁγία Φωτεινή. Ἀφοῦ συνομίλησε μὲ τὸν Χριστό και πείστηκε ὅτι πράγματι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, δὲν τὴν κράτησε αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη καὶ τὴν πίστη της μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτότης, ἀλλὰ ἔτρεξε νὰ τὸ πεῖ καὶ στοὺς συμπατριῶτες της. Κι ἐκεῖνοι ἔτρεξαν ἀμέσως κοντά Του σύσσωμοι (ἆραγε δὲν εἶχαν δουλειές, προβλήματα, ὧρες κατάλληλες και μη;). Κι ὅταν μὲ τὴν ὅλη ἐπικοινωνία, πού εἶχαν μαζί Του, πείστηκαν πώς πράγματι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, τί ἔκαναν; Τὸν παρακάλεσαν νὰ μείνει μαζί τους.Κι Ἐκεῖνος δέχθηκε κι ἔμεινε μαζί τους δύο ἡμέρες (βλ. Ἰω. 4, 40).

2.Τὸ ἄλλο εἶναι μὲ τὸν δαιμονισμένο τῶν Γαδαρηνῶν.Ἐκεῖνο τὸν τραγικὸ ἄνθρωπο ποὺ ὑπέφερε ἀπʼ τὴ «λεγεώνα» τῶν δαιμόνων, ποὺ εἶχαν κατασκηνώσει στὴν ψυχή του! Ὅταν τὸν θεράπευσε ὁ Χριστός διώχνοντας τους ἀπʼ αὐτὸν καὶ στέλνοντάς τους στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων, τι ἔκαναν οἱ συμπατριώτες του; Παρακαλούσαν τὸν Χριστό «ἀπελθεῖν ἀπʼ αὐτῶν»! Νὰ φύγει ἀπʼ αὐτούς! Ἂν κι ἔβλεπαν κατάπληκτοι τό θαῦμα, ἂν και θὰ ἡσύχαζαν πλέον ἀπʼ τὸν ταλαίπωρο ἐκεῖνο δαιμονισμένο συμπατριώτη τους, ὡστόσο δὲν ἤθελαν νὰ μείνει μαζί τους ὁ Χριστός!

Ἆραγε γιὰ ποιὸ λόγο ἦταν ὁ Χριστὸς ἀνεπιθύμητο πρόσωπο γιʼ αὐτούς; Διότι ἔβλαψε καίρια τα συμ φέροντά τους! Ὁ Νόμος τότε ἀπαγόρευε νὰ τρώγουν οἱ ἄνθρωποι τὸ χοιρινό κρέας κι ἐκεῖνοι περιφρονώντας τὸν, εἶχαν ὁλόκληρα
κοπάδια ἀπό χοίρους! Κι ἐπειδὴ θὰ ἔκαναν κι ἄλλες τέτοιες παραβάσεις τοῦ Νόμου τοῦ Θεού, φοβήθηκαν ὅτι θὰ εἶχαν πολλὲς τέτοιες «ἀπώλειες»! Ὁπότε πού κατέληξαν; Ὄχι στο νὰ μετανοήσουν, νὰ ἀλλάξουν ζωή, νὰ ζητήσουν συγγνώμη ἀπʼ τὸν Θεὸ καὶ νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὸ Νόμο Του, ἀλλὰ στὸ νὰ φύγει ὁ Χριστός ἀπὸ κοντά τους!

Τὸ ἴδιο δὲν κάνουμε κι ἐμεῖς; Τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς Θεὸ – και οἱ Γαδαρηνοὶ δὲν τὸ ἀμφισβήτησαν ποτέ αὐτὸ ἀφοῦ εἶχαν μείνει κατάπληκτοι ἀπʼ ὅσα εἶδαν – ἀλλὰ δὲν Τὸν θέλουμε κοντά μας, γιὰ νὰ μὴ βλαφτούν τὰ… συμφέροντά μας!
Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτά; Μὰ ἡ φιληδονία μας, οἱ ἁμαρτωλές μας συνήθειες καὶ ἀγάπες, τὰ πάθη μας, τὸ ξεστράτισμά μας ἀπʼ τὸν Νόμο τοῦ Θεού!

Πόσο διαφορετικές εἶναι οἱ δύο αὐτὲς περιπτώσεις! Οἱ μὲν Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνει καὶ οἱ ἄλλοι νὰ φύγει! Ἀκριβῶς στο σημεῖο αὐτὸ βρίσκεται τὸ ὅλο πρόβλημα και τῆς δικής μας ἐποχῆς και τῶν σημερινών νέων και ὅποιων ἄλλων θέλετε.

Στο πόση διάθεση ἔχουμε νὰ (ξε)φύγουμε ἀπʼ τὸν ἀπρόσωπο Θεὸ (ποὺ δὲν ἔχει καὶ πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀπʼ «Τῷ ἀγνώστω Θεό» τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων) καὶ νὰ καταλήξουμε στον προσωπικό Θεὸ προσαρμόζοντας τὰ πάντα στη ζωή μας, σύμφωνα μὲ τὸ δικό Του θέλημα και τὸν νόμο Του κι ὄχι μὲ τὸ δικό μας!

Τί θὰ πεῖ εἶμαι Χριστιανός, ἀλλὰ δὲν πηγαίνω στην Ἐκκλησία; Εἶναι σὰν αὐτὸν πού λέει πὼς εἶναι πιανίστας, ἀλλὰ δὲν παίζει μὲ τὸ πιάνο! Ἢ εἶναι ἀθλητής, ἀλλὰ δὲν πηγαίνει ποτέ στο στίβο! Ἢ εἶναι ὀπαδὸςτῆς τάδε ὁμάδας, ἀλλὰ δὲν θέλει οὔτε νʼ ἀκούει, οὔτε νὰ βλέπει, οὔτε και νὰ διαβάζει κάτι γιʼ αὐτήν!
Δηλαδή ἀπουσιάζει ἀπολύτως ἡ πρακτική.

Ἀλλʼ αὐτὴ ἡ δήλωση δὲν δείχνει σαφῶς ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι πιανίστας, οὔτε ὁ ἄλλος ἀθλητής, οὔτε και ὁ τρίτος «φίλαθλος»; Ἔτσι κι αὐτὸς πού τὰ λέει αὐτὰ σαφώς δὲν εἶναι Χριστιανός!

Λοιπόν, δὲν μπορεί νὰ πιστεύει κανεὶς μὲ… τὸν τρόπο του! Καλύτερα νὰ λέει πὼς μὲ κανένα τρόπο δὲν θέλει νὰ πιστεύει! Εἶναι πιὸ καθαρό, κι ἂν θέλετε, πιὸ ἔντιμο αὐτό!

Μόνο πού στην περίπτωση τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπάρχει και κάτι ἄλλο…

Ὁ δαιμονισμένος ἄνθρωπος ποὺ ἔγινε καλά παρακαλοῦσε τὸνΧριστὸ νὰ δεχθεί νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεψε αὐτό, ἀλλὰ τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι του καὶ νὰ διηγεῖται ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Κι ἐκεῖνος ὄχι μόνο πῆγε στο σπίτι του, ἀλλὰ και γύριζε ὅλη τὴν πόλη κηρύσσοντας ὅσα θαυμάσια τοῦ ἔκανε ὁ Χριστός (Λουκ. η΄ 26-39).

Ἔτσι θὰ ὑπάρχουν πάντα κι ἐκεῖνοι, δίπλα μας κι ἀνάμεσά μας, ποὺ δὲν θὰ μᾶς ἀφήνουν νὰ ἡσυχάζουμε διηγούμενοι ὅσα θαυμάσια κάνει και στη δική τους τὴ ζωὴ ὁ Χριστός, αὐξάνοντας ἔτσι τὶς τύψεις σὲ ὅλους ἐμᾶς πού θέλουμε νὰ πιστεύουμε «μὲ τὸν τρόπο μας», δηλαδή κατὰ τὰ ἁμαρτωλὰ συμφέροντά μας, κι ὄχι ὅπως Ἐκεῖνος ἐπιθυμεῖ…

pentapostagma.gr



Ένας άγνωστος ομολογητής τον καιρό της εισβολής

$
0
0
paterikiorthodoxia.com Ένας άγνωστος ομολογητής τον καιρό της εισβολής
ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

Από το βιβλίο του Ρόνι Αλασόρ «Διαταγή: Εκτελέστε τους αιχμαλώτους».

Το βιβλίο του Ρόνι Αλασόρ έφερε στην επικαιρότητα ο καθηγητής Γιαλτσίν Κιουτσούκ μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή για το «φίλο» του Αττίλα Ολγκάτς, ο οποίος ομολόγησε κυνικά ότι σκότωσε 10 Ελληνοκύπριους κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής.

Ακολουθούν συγκλονιστικά αποσπάσματα από το βιβλίο που έχει ως τίτλο «Διαταγή: Εκτελέστε τους αιχμαλώτους». Σφαγές αμάχων, εκτελέσεις αιχμαλώτων και κάθε είδους αισχρότητες περιγράφουν σε μαρτυρίες τους βετεράνοι του τουρκικού στρατού. Μία απ’ αυτές αναφέρει:

«Ο “δικός” μου ήταν ένας ξανθός σγουρομάλλης νεαρός με γαλάζια μάτια. Αν και πριν από λίγο είδε τον άλλο συγχωριανό του να πεθαίνει, δεν ήταν καθόλου ταραγμένος. Τον πήρα και τον πήγα λίγα μέτρα πιο εκεί. 

Ήμουν σε αδιέξοδο και σε αμηχανία. Ο αξιωματικός περίμενε να μας δει να γινόμαστε εκτελεστές. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Όμως, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να τον σκοτώσω εν ψυχρώ. Έψαχνα μια δικαιολογία για να τον σκοτώσω. 

Τον κοίταξα στα μάτια και τον ρώτησα “Γίνεσαι μουσουλμάνος;”Εκείνος στεκόταν όρθιος με τα χέρια δεμένα και με κοίταζε στα μάτια. Έδειξε να κατάλαβε και σχεδόν χαμογελώντας, κούνησε δεξιά αριστερά το κεφάλι του και μου είπε μια λέξη άγνωστη σ’ εμένα: «όι, όι». Κατάλαβα την άρνησή του, η οποία και ήταν η αφορμή που ζητούσα για να σηκώσω το όπλο μου. Έτσι απλά για να μην πέσω στα μάτια του αξιωματικού και των συναδέλφων μου, άδειασα μια ολόκληρη γεμιστήρα πάνω του. 

Τώρα όμως με τύπτει η συνείδηση και βασανίζομαι γι΄ αυτό το έγκλημα. Τα μάτια αυτού του παιδιού και το χαμόγελό του δεν φεύγουν ποτέ από τη σκέψη μου. Τους άλλους δύο Ελληνοκύπριους τους σκότωσαν οι δύο λοχίες. Αφήνοντας τα πτώματα άταφα, γυρίσαμε στο χωριό. Όπως έλεγε ο λοχαγός μας, είχαμε γίνει πια «άνθρωποι του παραδείσου».

πηγή: www.diakonima.gr


Αγαπάτε τους εχθρούς υμών.......'Ιερομόναχου Γρηγορίου Αγιορείτου

$
0
0
Αγαπάτε τους εχθρούς υμών.......'
Ιερομόναχου Γρηγορίου Αγιορείτου

Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους κατσαρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισοϋσιν υμάς και προσεύχεσθε ύπέρ τών επηρεαζόντων... και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υίοί του Πατρός υμών του εν ουρανοίς..... (Ίησοΰς Χριστός)

Πρόλογος

Αφες ήμίν τα όφειλήματα ημών, ως και ήμείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών.

Συμβαίνει συχνά στη ζωή μας να βλέπουμε την αμαρτία με δύο εντελώς διαφορετικούς φακούς. Πριν την διαπράξουμε την βλέπουμε με τον φακό της αναισθησίας, έτσι ώστε νά θεωρούμε την αμαρτία κάτι το τελείως φυσιολογικό. Μετά την διάπραξη της όμως την ίδια αμαρτία την βλέπουμε με τον φακό της απελπισίας, ό οποίος την μεγεθύνει και μάς οδηγεί στην βεβαιότητα ότι δεν είναι δυνατόν νά λάβουμε συγχώρηση από τον Θεό. "Ετσι απελπιζόμαστε για την ίδια την σωτηρία μας.
Ό Χριστός όμως μάς αποκάλυψε έναν σίγουρο τρόπο με τον οποίο μπορούμε νά λάβουμε την συγχώρηση τών αμαρτιών μας, όσο μεγάλες κι αν εΐναι αυτές: Να συγχωρέσουμε την καρδιά μας και να αγαπήσουμε όσους με οποιονδήποτε τρόπο μάς αδίκησαν.

 Ή αγάπη εΐναι ή κορυφή των αρετών. Αυτή έφερε τον Θεό στή γη και αυτή τον ανέβασε πάνω στον Σταυρό. Ό ίδιος ό Χριστός μάς εΐπε: 'Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς καϊ προσεύχεσθε υπερ τών επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υίοί του Πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αύτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δίκαιου και άδικου...
 
Γίνεσθε οΰν οίκτίρμονες, καθώς καϊ ό Πατήρ υμών οίκτίρμων εστί.

Ή αγάπη μας λοιπόν εΐναι πραγματική, μόνον όταν μιμήται τήν αγάπη τοΰ Θεοΰ και προσφέρεται προς όλους, χωρίς διακρίσεις. Δεν εΐναι δυνατόν να λέμε ότι έχουμε αγάπη, και να μήν αγαπούμε όλους, δηλαδή και εκείνους που μάς αδίκησαν ή μάς επιβουλεύονται, τους εχθρούς μας. Έκει ακριβώς κρινόμαστε αν έχουμε αληθινή αγάπη.......


Αφες ήμΐν τα όφειλήματα ημών, ώς και ημείς άφίεμεν….

"Οταν οι 'Απόστολοι ζήτησαν άπό τον Χριστό να τους μάθη πώς να προσεύχωνται, Εκείνος τους δίδαξε την Κυριακή προσευχή (το Πάτερ ημών), με τήν οποία να ζητοΰν και το έξης: "Αφες ήμϊν τα όφειλήματα ημών, ώς και ήμεϊς άφίεμεν τοϊς οφειλέταις ημών. Δηλαδή, "συγχώρησε τις αμαρτίες μας με τον ίδιο τρόπο που συγχωρούμε κι εμείς όσους μάς έχουν βλάψει". 

Ό Χριστός, μετά τήν διδασκαλία του Πάτερ ημών, πρόσθεσε: "Έάν συγχωρήσετε στους ανθρώπους ό,τι κακό σάς έχουν κάνει, θά συγχώρηση και σάς ό ουράνιος Πατέρας σας. Έάν όμως δέν συγχωρήτε στους αδελφούς σας τά αμαρτήματα τους, τότε ούτε και ό ουράνιος Πατέρας σας θά συγχώρηση τά αμαρτήματα σας": Έάν άφήτε τοις άνθρώποις τά παραπτώματα αυτών, αφήσει καϊ ύμϊν ό Πατήρ υμών ό ουράνιος- έάν δε μή άφήτε τοις άνθρώποις τά παραπτώματα αυτών, ουδέ ό Πατήρ υμών αφήσει τά παραπτώματα υμών.

Ποιος άνθρωπος θά μπορούσε νά ίσχυρισθή πώς δεν έχει αμαρτήσει ενώπιον του Θεού; "Ολοι έχουμε αμαρτήματα, όφειλες στον ουράνιο Πατέρα μας. "Αν θέλουμε, λοιπόν, να μάς χαρισθοΰν οι όφειλές αυτές άπό τον Θεό, πρέπει εμείς πρώτοι να συγχωρήσουμε τους αδελφούς μας.

Ό Ιερός Χρυσόστομοςαπευθύνεται στον καθένα μας και λέγει:«Εσένα τον ίδιο έκανε κριτή της συγχωρήσεως τών αμαρτημάτων σου, αν συγχώρησης λίγα, θα σου συγχωρηθούν λίγα, αν συγχώρησης πολλά, θα σού συγχωρηθούν πολλά. "Αν συγχώρησης με τήν καρδιά σου και με ειλικρίνεια, έτσι θα σε συγχώρηση και ό Θεός. "Αν μετά τήν συγχώρηση κάνης και φίλο τον εχθρό σου, παρόμοια θα τοποθετηθή και ό Θεός απέναντι σου»



Θα μπορούσε βέβαια ό Θεός να συγχώρηση τις αμαρτίες μας και χωρίς να συγχωρήσουμε εμείς τους αδελφούς μας. Θέλει όμως να μάς σύνδεση μεταξύ μας με τον δεσμό της αγάπης. Ό Θεός εΐναι αγάπη και όποιος δεν έχει μέσα του αγάπη δεν μπορεί να μείνη κοντά στον Θεό οΰτε στην παροΰσα ζωή οΰτε στην μέλλουσα. Μόνος του καταδικάζει τον εαυτό του. 'Αντίθετα, όποιος εφαρμόζει τους λόγους τοΰ Κυρίου συγχωρεί εύκολα και φθάνει να άγαπήση όλους τους ανθρώπους με την ίδια αγάπη. Πραγματικά, «είναι μακάριος ό άνθρωπος ό οποίος μπορεί ν' άγαπήση εξίσου κάθε άνθρωπο»
.
Ό άγιος Μάξιμος μας προτρέπει: «"Ας αγαπήσουμε ό ένας τον άλλο και θα μάς αγαπά ό Θεός. "Ας δείξουμε μακροθυμία ό ένας προς τον άλλο και θα δείξη και ό Θεός μακροθυμία για τις αμαρτίες μας. "Ας μήν ανταποδώσουμε κακό για το κακό που μάς έκαναν, και δεν θα τιμωρηθούμε σύμφωνα με τις αμαρτίες μας. Διότι τήν συγχώρηση των παραπτωμάτων μας τήν βρίσκουμε στην συγχώρηση των αδελφών μας. Και το έλεος τοΰ Θεοΰ βρίσκεται κρυμμένο στην εύσπλαγχνία μας προς τον πλησίον... Νά, μάς χάρισε ό Κύριος τρόπο σωτηρίας, και μάς έδωσε εξουσία αιώνια νά γίνουμε τέκνα τοΰ Θεοΰ* στην θέληση μας λοιπόν βρίσκεται ή σωτηρία μας».

"Όποιος πλησιάζει τον ευεργέτη Θεό, πρέ πει να εΐναι και ό ίδιος ευεργέτης• όποιος πλησιάζει τον Φιλάνθρωπο, να είναι και ό ίδιος φιλάνθρωπος. "Όπως ό Θεός συγχωρεί και αγαπά, έτσι κι εμείς πρέπει να συγχωρούμε και να αγαπούμε τους αδελφούς μας. Ό άνθρωπος πού είναι σκληρός και δεν συγχωρεί τον αδελφό του αποκόπτει τον εαυτό του από την φιλανθρωπία του Θεού.

Ό μεγάλος διδάσκαλος του Γένους,άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός,δίνει ένα υποθετικό παράδειγμα: «"Ήλθαν δύο άνθρωποι να εξομολογηθούν, ό Πέτρος και ό Παύλος. Λέγει ό Πέτρος: "Έγώ, Πνευματικέ, από τον καιρό πού γεννήθηκα ώς τώρα, νηστεύω, προσεύχομαι, κάνω ελεημοσύνες και πολλά άλλα καλά, άλλα τον εχθρό μου δεν τον συγχωρώ". Έγώ, λέγει ό άγιος Κοσμάς, τον αποφάσισα γιά την κόλαση και άν τύχη και άποθάνη νά μην τον θάψουν, άλλα νά τον ρίξουν στην στράτα νά τον φάγουν ο! σκύλοι. "Ερχεται και ό Παύλος και μού λέγει: "Εγώ, Πνευματικέ, ποτέ άπό τον καιρό πού γεννήθηκα δεν έκαμα κανένα καλό, άλλα έχω καμωμένα τόσα φονικά, έπόρνευσα με τόσες γυναίκες, έκλεψα τόσα πράγματα, όλες τις αμαρτίες εγώ τις έκαμα, μα τον εχθρό μου τον συγχωρώ"». Και συνεχίζει ό άγιος Κοσμάς: «Νά τί έκαμα εις αυτόν: Τον αγκάλιασα και τον φίλησα, τοΰ έδωσα και άδεια σε τρεις ήμερες νά μεταλάβη. Ναι, αδελφοί μου, έτσι έκαμα. Διότι ό πρώτος, ό Πέτρος, με τήν έχθρα που εΐχε στην ψυχή του γιά τον εχθρό του, όλα τά καλά που είχε κάμει τά έγύρισε και τά έκαμε φαρμάκι του Διαβόλου. Και έτσι τον αποφάσισα γιά τήν κόλαση. Ή συγχώρεση πάλι πού έκαμε ό Παύλος του εχθρού του, είναι ωσάν μία φλόγα που έκαψε όλες τις αμαρτίες του. Και τον αποφάσισα γιά τον Παράδεισο νά χαίρεται πάντοτε».

'Από το παραστατικό παράδειγμα τοΰ αγίου Κοσμά καταλαβαίνουμε ότι είναι στην εξουσία μας να εισέλθουμε στην Βασιλεία του Θεοΰ. Αρκεί νά συγχωρούμε στους αδελφούς μας οποιοδήποτε κακό μάς έχουν κάνει.



"Όταν ό απόστολος Πέτρος ρώτησε τον Χριστό "Κύριε, πόσες φορές νά συγχωρήσω τον αδελφό μου, εάν έξακολουθή νά μοΰ κάνη κακό; Μέχρι επτά φορές;",ό Χριστός άπάντησε: "Δέν σου λέγω μόνο μέχρι επτά φορές, άλλα μέχρι εβδομήντα φορές το επτά".Ό απόστολος Πέτρος ήταν βέβαιος ότι άρκει να συγχωρήσουμε επτά φορές τον αδελφό μας, και ίσως περίμενε νά έπαινεθή γιά τις καλές διαθέσεις του. Ό Χριστός όμως τον διόρθωσε και τοΰ έδειξε ότι ή αγάπη πάντοτε συγχωρεί. Διότι με τήν απάντηση Του ό Χριστός «δέν ορίζει κάποιον αριθμό, άλλα εννοεί το άπειρο, το συνεχές, το παντοτινό»
.
Ή παραβολή των μυρίων ταλάντων -που εΐπε αμέσως μετά ό Χριστός- αποδεικνύει πολύ παραστατικά ότι πρέπει διαρκώς νά συγχωρούμε τους εχθρούς μας: "Ενας δούλος χρωστούσε στον Βασιλιά μύρια χρυσά τάλαντα, και κλήθηκε νά δώση λόγο. Στις παρακλήσεις τού δούλου, ό Βασιλιάς τον σπλαγχνίσθηκε και τού τά χάρισε όλα. Φεύγοντας ό δοΰλος εκείνος συνάντησε έναν σύνδουλό του πού τού ώφειλε το ευτελές ποσό τών εκατό δηναρίων. Και άντι νά τού φερθή όπως φέρθηκε στον ίδιο ό Βασιλιάς, εκείνος τον ώδήγησε στην φυλακή. "Οταν στή συνέχεια πληροφορήθηκε το γεγονός ό Βασιλιάς, τον κάλεσε και τού λέγει:

"Δεν έπρεπε και συ να έλεήσης τον σύνδουλό σου δπως κι εγώ σε ελέησα;".Και με θυμό τον παρέδωσε στους βασανιστές μέχρις δτου να καταβάλη το τεράστιο χρέος του. Τελειώνον¬τας την παραβολή ό Χριστός κατέληξε:Ούτω και ό Πατήρ μου ό επουράνιος ποιήσει, υμϊν, εάν μη άφήτε έκαστος τω άδελφώ αυτοϋ άπο των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυ¬τών18. Δηλαδή, με ανάλογο τρόπο θα φερθή και σε μάς ό Θεός, ό επουράνιος Πατέρας μας, αν δεν συγχωρήσουμε τον αδελφό μας με όλη τήν καρδιά μας.


"Αν συγκρίνουμε τήν οφειλή μας προς τον Θεό με εκείνα που μάς οφείλουν ο! αδελφοί μας, τα ποσά είναι δυσανάλογα. Και αυτό λόγω της μεγαλωσύνης τοΰ Θεοΰ και τών απείρων ευεργεσιών Του προς εμάς, και λόγω τών πολλών αμαρτημάτων που κάθε στιγμή με διαφόρους τρόπους διαπράττουμε. Και όμως ό Θεός μάς συγχωρεί το χρέος τών μυρίων τα¬λάντων, αν συγχωρήσουμε από καρδίας τα εκατό δηνάρια που μάς οφείλει ό αδελφός μας. Αυτός εΐναι ό εύκολος και απλός δρόμος για να εξοφλήσουμε τις αμαρτίες μας. Ρωτά ό θείος Χρυσόστομος: «Τί κόπος απαιτείται για να συγχώρησης αυτόν που σε λύπησε; Κόπος είναι το να μη συγχώρησης άλλα να διατηρής την έχθρα, ενώ το να απαλλαγής άπό τον θυμό,... για όποιον θέλει εΐναι πολύ εύκολο. Δεν χρειάζεται να πέρασης πέλαγος, οΰτε να κάνης μακρινό ταξίδι, οΰτε να διαβής κορυφές βουνών, να δαπανήσης χρήματα ή να ταλαιπωρήσης το σώμα σου. Φθάνει μόνο να θέλησης, και όλα τα αμαρτήματα σου έχουν διαγραφή»


'Ακόμη και για τις περιπτώσεις εκείνες που αδικούμαστε άπό ανθρώπους τους οποίους έχουμε ευεργετήσει, πρέπει να παρέχουμε τήν συγχώρηση άπό καρδίας. Ρωτά ό Ιερός Χρυσόστομος:«Μήπως σου έκανε κακό εκείνος πού ευεργέτησες; Μα ακριβώς γι' αυτό τον λόγο, για εκείνον μεν να θρηνής και να πονάς, για τον εαυτό σου όμως να χαίρεσαι, διότι έγινες όμοιος με τον Θεό, πού ανατέλλει τον ήλιο Του και για τους καλούς και για τους κακούς».

Πολλές φορές, όταν υπάρχει κάποια έχθρα ανάμεσα μας, για να αναπαύσουμε τήν συνείδηση μας αρκούμαστε σε μια τυπική αίτηση συγγνώμης από τον αδελφό που μάς αδίκησε. Ό Ιερός Χρυσόστομος λέγει σ' εκείνους που προσπάθησαν να συμφιλιωθούν με τον αδελφό τους άλλα εκείνος αρνήθηκε την συγγνώμη τους: «Μη λέγεις "παρεκάλεσα πολύ, Ικέτευσα, δεήθηκα άλλα δεν συμφιλιώθηκε". Μην άπομακρυνθής αν δεν συμφιλιωθής πρώτα μαζί του... "Οσο περισσότερο κόπο απαιτήσει ή συμφιλίωση... τόσο λαμπρότεροι θα εΐναι ο! στέφανοι της υπομονής σου». Ή προσπάθεια της συμφιλιώσεως βέβαια προϋποθέτει ότι ή καρδιά μας εΐναι καθαρή άπό μνησικακία. Ή ειλικρινής αγάπη προς τον αδελφό κάποια στιγμή θα μιλήση στην καρδιά του. Και επιπλέον δίνει πολλή παρρησία στην προσευχή μας.

Κάποιος μοναχός πήγε στον άββά Σιλουανό και τοΰ εΐπε: «Πάτερ, έχω έναν εχθρό που μου έκανε πολλά κακά και το χωράφι μου άρπαξε, όταν ήμουν στον κόσμο, και πολλές φορές επιδίωξε το κακό μου, και τώρα έβαλε μάγους νά με φαρμακώσουν. Σκέπτομαι λοιπόν νά τον παραδώσω στον άρχοντα». Ό Γέροντας τοΰ αποκρίθηκε: «Κάνε όπως σοΰ αρέσει, παιδί μου». Ό αδελφός συνέχισε: «Στ' αλήθεια, άββά, αν τιμωρηθή, πολύ θα ώφεληθή ή ψυχή του». «Κάνε όπως νομίζεις, παιδί μου», εΐπε πάλι ό Γέροντας. Είπε τότε ό αδελφός:«Σήκω, Γέροντα, να κάνουμε προσευχή, και θα πάω στον άρχοντα». Σηκώθηκαν λοιπόν, και καθώς προσεύχονταν και έφτασαν στό καϊ άφες ήμΐν τα όφειληματα ημών, ώς καϊ ημείς άφίεμεν τοϊς όφειλέταις ημών, ό Γέροντας είπε:«Και μή άφήσης ήμΐν τα όφειληματα ημών, ώς ουδέ ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών». «"Οχι έτσι, Πάτερ»,διέκοψε τον Γέροντα ό αδελφός. «Ναί, έτσι, παιδί μου.Πραγματικά, αν θέλης να πάς στον άρχοντα να σοΰ δώση το δίκιο σου, ό Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή για σένα».Μετά άπό αυτό έβαλε μετάνοια ό αδελφός και συγχώρησε τον εχθρό του.


http://ahdoni.blogspot.gr/

Ευλογημένα «γιατί»! «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός». ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ,

$
0
0
 Ευλογημένα «γιατί»!
Ερώτημα τόσο συχνό, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό στην εκφορά του, τόσο δύσκολο στην απάντησή του. Ερώτημα τόσο αληθινό, τόσο ανθρώπινο, τόσο απαιτητικό, πού όμως από τη φύση του δεν αντέχει στον λόγο, δεν εκφράζεται με το στόμα, δεν μπαίνει σε λέξεις, δεν δημοσιοποιείται σε ακροατήριο, πολύ δε περισσότερο, δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις από κάποιους που δήθεν γνωρίζουν προς κάποιους άλλους που σίγουρα πονούν. Ίσως είναι το κατ’ εξοχήν θέμα για το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνονται ομιλίες. 
Είναι πολύ βαθύ για να έλθει στην επιφάνεια της συνειδητοποίησης. Είναι πολύ επώδυνο για να χωρέσει στον ορίζοντα των αντοχών μας. Είναι πολύ προσωπικό για να εντοπισθεί στο στερέωμα του δημόσιου λόγου. Ίσως αυτό το ερώτημα να πονάει πιο πολύ και από την αιτία που το δημιουργεί. Γιατί όλοι ξέρουμε πως δεν έχει εύκολη απάντηση. Και όμως είναι τόσο επίμονο και αληθινό.

Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Ηχεί στα αυτιά μου αυτό το ερώτημα και αντηχεί βαθιά στην καρδιά μου. Είναι το ερώτημα κάθε γονιού που το παιδί του πάσχει ή κάθε ανθρώπου που έχει χτυπηθεί από ανίατη ασθένεια. Πώς είναι δυνατόν αυτό το ερώτημα να μεταμορφωθεί σε ομιλία, συμβουλή, γνώμη ή απάντηση;

Το ερώτημα αυτό συνεχώς διατυπώνεται και απαντάται μόνο με δάκρυα, όχι με λέξεις, με αισθήματα, όχι με σκέψεις, με σιωπή, όχι με απόψεις, με συμπόνια, όχι με απαντήσεις. Πώς να το κάνουμε; Συχνά τα μάτια μιλούν πιο εύγλωττα από το στόμα, ο αναστεναγμός πιο δυνατά από τη σκέψη και η πονεμένη απορία εκφράζει περισσότερο την αλήθεια από την όποια απάντηση.

Στρέφω το βλέμμα μου τριγύρω και αντικρίζω συνανθρώπους μας που πάσχουν, αδελφούς μας που λυγίζουν, που θα ήθελαν κάπως να εκφραστούν, αλλά είτε αδυνατούν είτε διστάζουν είτε και φοβούνται. Όλοι αυτοί, τελικά, δεν είναι… άλλοι, ξένοι, αδιάφοροι για μας, αλλά είναι το αγνότερο και αναγκαιότερο κομμάτι του εαυτού μας, μια που η συνάντηση μαζί τους μέσα μας, καταργεί το εγώ μας. Θα ήθελα λοιπόν για λίγο να δανείσω τα χείλη της δικής μου ψυχής, στην ανάγκη της δικής τους να εκφράσει τον βουβό της πόνο και να διατυπώσει την επίμονη απορία της.
Προ καιρού μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ το Νοσοκομείο Παίδων. 

Πήγα στο γραφείο της διευθύντριας του Ογκολογικού που έτυχε να γνωρίζω. Μου πρότεινε να επισκεφθούμε τους θαλάμους των παιδιών. Απέφυγα να συναινέσω. Έριξα μια ματιά στους τοίχους του πρωτότυπου γραφείου της, που ήταν γεμάτοι από πρόσωπα πονεμένα και ελπιδοφόρα, πληγωμένα και αγωνιστικά. Άλλα ακόμη βρίσκονται κοντά μας για να πολλαπλασιάζουν τη χαρά και άλλα μας έχουν φύγει για να προκαλούν την ανάγκη της συνάντησης μαζί τους στην αγκαλιά του Θεού.

Τα βιβλία σ’ αυτό το γραφείο ήταν πιο λίγα από τις φωτογραφίες. Οι πολλές επιστημονικές γνώσεις πιο φτωχές από το περίσσευμα της αληθινότητας της ζωής. Οι απορίες και το άγνωστο πιο ξέθωρα από τη λάμψη της παράξενης αγάπης αυτού του χώρου.

Βγήκαμε από το γραφείο της και νόμιζα ότι έβγαινα από την αλήθεια για να μπω στο ψέμα αυτής της ζωής, αλλά με μια ανομολόγητη ανακούφιση. Σκόνταψα όμως στη μεγαλύτερη αλήθεια. Στο σαλόνι, σε ένα τραπεζάκι, έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια τρία παιδάκια, δίχως μαλλιά, με πρόσωπα ωχρά, με ενδοφλέβιες χημειοθεραπευτικές παροχές στα χέρια. Δίπλα τους ισάριθμες νεαρές μητέρες και ένας παππούς. Τα μάτια των μεγάλων μονομιάς καρφώθηκαν επάνω μου. τα παιδάκια αμέριμνα συνέχισαν τη διασκέδασή τους. Εγώ αμήχανα δεν τολμούσα να δώσω το ψεύτικο χαμόγελο του… καλού παπά που ήλθε να κάνει την καλή του πράξη. Ποτέ το βλέμμα των γονέων και η αμεριμνία των παιδιών δεν με είχαν τόσο βαθιά τρυπήσει. 

Η εικόνα αυτή αυτόματα μεταμορφώθηκε σε ερώτημα που ηχεί στα αυτιά μου μέχρι αυτήν τη στιγμή. Τα μάτια αυτά διψούσαν για μια γουλιά απάντησης στην πιο λακωνική, αλλά πιο εσώτερη απορία που σχηματίζεται στην καρδιά κάθε φυσιολογικού ανθρώπου «Γιατί σε μένα, Θεέ μου»;

Τελικά, τα πονεμένα μάτια μπορούν να ξεδιψάσουν μόνο με το δάκρυ τους. Όχι με τον λόγο μου, σκέφτηκα. Τους αποχαιρέτησα και πήρα μαζί μου, μαζί με την ανάμνηση της έκφρασής τους, το ερώτημα.

Γιατί;
Γιατί ο πόνος; 
Γιατί η αδικία; Γιατί τα παιδάκια; Γιατί τόσο πρόωρα; Γιατί με αυτόν τον τρόπο; Γιατί την απερίγραπτη χαρά της αθώας παρουσίας τους, να τη διαδέχεται ο αβάσταχτος πόνος; Γιατί; Και αν είναι για το άγνωστο καλό μας, γιατί αυτό το καλό μας να είναι τόσο πικρό;

Γιατί σε μένα;
Τί κακό έκανα; Πού να ψάξω να βρω μέσα μου την άγνωστη σε μένα αιτία; Και αν φταίω εγώ, δεν μπορώ κάτι να κάνω για να ανατρέψω τα πράγματα; Και ποιός ο λόγος, εξ αιτίας μου, να υποφέρει αυτό το αθώο πλασματάκι; Αυτό μου φαίνεται πιο αδύνατο να το αντέξω. Κινδυνεύω να χάσω και τη λίγη και ασθενική πίστη μου. Τελικά, ποιό το όφελος αυτής της ιστορίας;
Γιατί σε μένα, Θεέ μου;

Δεν είμαι παιδί σου; Δεν είσαι Θεός αγάπης; Τί σχέση μπορεί να έχει η αγάπη Σου με το μαρτύριο μου; Πώς να με προσελκύουν τα μαστιγώματά Σου; Πώς συνδυάζεται η καλωσύνη Σου με την ανερμήνευτη λογική του πόνου, με τη θλίψη, με το ενδεχόμενο του σκανδαλισμού;

Νέο ζευγάρι! Μόλις έχουν γνωριστεί. Το όραμά τους να ζήσουν την αγάπη τους. Όσο πιο έντονα γίνεται! Όσο πιο πλούσια! Όσο πιο βαθιά! Αυτό είναι ζωή! Αυτό δεν έχει μόνο γλύκα και ομορφιά, έχει δύναμη. Δεν αντέχει μόνο του, δεν περιορίζεται από την αυτάρκειά του. Αυτό γεννά, πολλαπλασιάζεται, δίνει ζωή.

Μέσα στη ζάλη της αγάπης τους παντρεύονται. Περνάει τόσο όμορφα ο πρώτος καιρός! Κοιτιούνται στα μάτια και επιβεβαιώνουν την πεποίθησή τους ότι όλα θα πάνε καλά. Κανένα συννεφάκι δεν θα σκιάσει τη λιακάδα των ονείρων τους.

Τώρα περιμένουν ένα παιδί. Αυτό επικεντρώνει την καταξίωση της κοινής ζωής τους. Αυτό προσδιορίζει το όνειρό τους. Αυτό περιμαζεύει τις ελπίδες τους. Η κοπέλα είναι έγκυος. Το χαμόγελό τους ξεπερνά σε άνοιγμα την αγκαλιά τους. Είναι η πρώτη φορά που στην αγάπη τους μπαίνει κάποιος άλλος που, ενώ δεν φαίνεται, την πολλαπλασιάζει και την στερεώνει. Οι αλλοιώσεις του γυναικείου σώματος πιστοποιούν τα σημάδια μιας νέας ζωής που γεννιέται από αγάπη, αλλά και η ίδια γεννά αγάπη. Το μικρό, αόρατο έμβρυο, που το καταλαβαίνουν χωρίς να το βλέπουν, δίνει το ίδιο ζωή στους γονείς. Πράγματι ανακαλύπτουν ότι αγαπιούνται, όχι μόνο πιο πολύ αλλά και διαφορετικά. Η ποιότητα της σχέσης τους αναβαθμίζεται.
Η κοπέλα είναι ήδη μητέρα. Απλά, περιμένει να σφίξει στην αγκαλιά της το παιδάκι της. Η μέρα του τοκετού έρχεται. Τον φυσικό πόνο τον διαδέχεται η χαρά μιας καινούργιας ζωής, η ομορφιά μιας νέας παρουσίας στο σπίτι, η έκπληξη ενός ανεπανάληπτου προσώπου. Δυο γονείς μπορούν να δώσουν 1040 διαφορετικά παιδιά. Αυτό είναι ένα από αυτά. Μαζί του περνούν χαρές, ξενύχτια, αγωνίες, φροντίδα, αγκαλιές, φιλιά, παιχνίδια, όνειρα. Το παιδάκι μεγαλώνει. Αρχίζει να κουνιέται, να χαμογελάει, να μιλάει, να περπατάει, να κάνει τις πρώτες του ζημιές, ίσως να πηγαίνει στο σχολείο.

Ο σύνδεσμος αυξάνει. Οι φόβοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Ακούμε ότι κάποιο άλλο παιδί προσβάλλεται από σοβαρή ασθένεια. Το χαμόγελό μας κόβεται. Αλλά για λίγο. Βαθείς φόβοι, ενδόμυχοι, περιγράφουν την ατμόσφαιρα της ψυχής και προσδιορίζουν την ταυτότητα της διαθέσεώς μας. Όχι, αποκλείεται! Αυτό δεν θα συμβεί σε μας. Κάποιος λόγος υπάρχει και η αρρώστια χτύπησε το άλλο σπίτι. Η πιθανότητα να επισκεφθεί και το δικό μας είναι από μικρή έως σχεδόν ανύπαρκτη. Με τα ψήγματα της πίστης που έχουμε, σταυροκοπιόμαστε μυστικά. Αν υπάρχει Θεός, θα μας δει, θα μας προστατεύσει τώρα που προλάβαμε, έστω ψυχολογικά, να Τον επικαλεστούμε. Εξ άλλου ο Θεός είναι αγάπη. Αν δεν λυπηθεί εμάς, θα λυπηθεί το καημένο το παιδάκι μας. Είναι τόσο αθώο.

Το παιδί μας όμως εκεί που παίζει ζαλίζεται ή κάποιο πρωινό εμφανίζει υψηλό πυρετό που διαρκεί για μέρες και δεν πέφτει ή πονάει επίμονα και ανεξήγητα. Φοβούμαστε. Είμαστε όμως βέβαιοι πως οι εξετάσεις θα δείξουν ίωση, ή , στη χειρότερη περίπτωση, κάποια παιδική ασθένεια, που στο παρελθόν μεν ταλαιπωρούσε τον κόσμο, στις μέρες μας όμως η ιατρική την αντιμετωπίζει με επιτυχία.

Έχουν περάσει αρκετές μέρες. Την αιθρία της χαράς μας τη διακόπτουν οι αλλεπάλληλοι κεραυνοί των ιατρικών γνωματεύσεων. Η διάγνωση θυμίζει το νόστιμο θαλασσινό, που όμως η μία δαγκάνα του σφίγγει το μυαλό μας και η άλλη κατατρυπάει την καρδιά μας. Είναι καρκίνος (κάβουρας). Αυτό που με λαιμαργία συνήθως καταβροχθίζουμε, τώρα κατατρώει την ύπαρξή μας. Ούτε που θέλουμε να το σκεφτούμε ούτε που μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Πριν από λίγες μέρες σφιχταγκαλιαζόμασταν που ο Θεός μας χάρισε ένα δικό Του αγγελούδι. Σήμερα η αγκαλιά μας σαν λεκάνη μαζεύει τα δάκρυά μας, μήπως πρόωρα περιμαζέψει και το δικό μας τώρα αγγελούδι.

Την καταιγίδα των ιατρικών εξετάσεων τη διαδέχεται το σφυροκόπημα των αναπάντητων γιατί. Γιατί, Θεέ μου τόσος πόνος; Τί φταίει αυτό το αθώο πλασματάκι; Γιατί το δικό μου το παιδί που μου φαντάζει το καλύτερο και όχι ένα άγνωστο και απόμακρο; Γιατί να πονάει, να ταλαιπωρείται, να βασανίζεται, αμίλητα και αδιαμαρτύρητα, ανυποψίαστο να υπομένει; Γιατί να κινδυνεύει πρόωρα να εγκαταλείψει τα παιχνιδάκια του, τα όνειρά μας, την προοπτική του, τα αδελφάκια του, εμάς, τους γονείς του, αυτόν τον κόσμο; Γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά και καμιά λογική να μην μπορεί να μας συμπαρασταθεί, καμιά ερμηνεία να μας παρηγορήσει, κανένας λόγος να μας στηρίξει, κανένας θεός να μας αγγίξει;

Ξεφεύγουμε από αυτά και ζητούμε καταφύγιο στη λογική κάποιου θαύματος. Πού ξέρεις; Ο Χριστός ανέστησε την κόρη του Ιαείρου και τον γυιό της χήρας της Ναϊν. Θεράπευσε την κόρη της Χαναναίας και τον δούλο του εκατοντάρχου. Ο Θεός αγαπά ιδιαίτερα τα παιδάκια και στην αθωότητά τους διαρκώς μας προτρέπει να μαθητεύουμε. Η αγάπη Του είναι ανεξάντλητη. Τόσα θαύματα γίνονται μακρυά μας και έγιναν στο παρελθόν, γιατί να μην γίνει και ένα στις μέρες μας και στο παιδάκι μας; Τί Θεός είναι; Ένα θαύμα δεν μπορεί να κάνει;

Η προσπάθεια όμως να παρηγορηθούμε επιτείνει τη δοκιμασία μας. Τα θαύματα είναι θαύματα, γιατί δεν είναι και τόσο συχνά. Κι αν πάλι κάνει το θαύμα σε μας, αυτό δεν είναι αδικία; Γιατί μερικοί να ζουν την ευεργετική παρουσία Του και άλλοι να τη στερούνται; Γιατί κάποιοι να Τον δοξάζουν και οι πολλοί υπόλοιποι να ταπεινώνονται απίστευτα και να Τον εκλιπαρούν; Και αν πάλι μπορεί να κάνει το θαύμα, γιατί δεν θεραπεύει όλους ή πολύ περισσότερο δεν καταργεί τις ασθένειες, να ζήσουμε τα λίγα χρόνια μας ήσυχα και με χαρά; Μήπως τελικά ή υπάρχει Θεός για να βασανιζόμαστε ή δεν υπάρχει και βασανιζόμαστε;

Κάποιοι μας πλησιάζουν και μας λένε ότι μας αγαπάει ο Θεός και γι’ αυτό επιτρέπει τη δοκιμασία. Αυτούς που μας παρηγορούν και απαντούν στον πόνο μας με συμβουλές και λόγια, γιατί δεν τους αγαπάει και αγαπάει μόνον εμάς; Γιατί τα δικά τους τα παιδιά να παίζουν αμέριμνα και να γελούν και το δικό μας, χλωμό, να ζει μέσα στα φάρμακα και τις μπουκάλες; Γιατί τα παιδιά τους να διασκεδάζουν με αστεία και παιδικές αταξίες και το δικό μας να ξεγελιέται με τα ψεματάκια μας και τις χαζοελπίδες ότι δήθεν θα γίνει καλά και θα ξαναπάει στο σχολείο; Γιατί αυτοί να μπορούν να χτίσουν όραμα για τα παιδιά τους κι εμείς να τρέμουμε στη σκέψη του μέλλοντος και της προοπτικής τους;

Κι αν υποθέσουμε ότι ο Θεός αποφασίζει να μην αρρωσταίνουν τα παιδάκια, πώς αντέχεται και πώς συμβαδίζει με την αγάπη και θεότητά Του, να βασανίζονται οι μεγαλύτεροι;

Αλλά και η ζωή γιατί να είναι τόσο τραγική; Γιατί να φοβάσαι να αγαπήσεις; Να διστάζεις να δοθείς; Να το σκέφτεσαι να συνδεθείς; Όσο πιο δυνατή είναι η αγάπη, τόσο περισσότερο πονάει ο χωρισμός. Όσο πιο βαθιά είναι τα αισθήματα, τόσο πιο πολύ πληγώνει ο πόνος. Αλήθεια, γιατί;

Μοιάζει, ώρες – ώρες, αυτά τα «γιατί» να φταίνε που υποφέρουμε. Κάποιοι μας συμβουλεύουν να μην ρωτάμε: δεν επιτρέπονται τα «γιατί» στον Θεό. Ίσως αυτή η αμαρτία μας να είναι υπεύθυνη για την ταλαιπωρία του παιδιού μας.

Και όμως αυτά τα «γιατί», όταν διατυπώνονται ταπεινά και με ήσυχο πόνο, συνθέτουν όχι μόνο την εικόνα του πιο αληθινού εαυτού μας, αλλά και εκφράζουν την πιο αληθινή υπαρξιακή απορία αυτού του κόσμου.

Η «ευλογία» του πόνου. Ευλογημένα «γιατί»!

Τα καθαγίασε ο Ίδιος ο Χριστός στο σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;»Θεέ μου, γιατί μου το ‘κανες αυτό; Τί σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου, το οποίο έμεινε και αυτό αναπάντητο. Έμεινε αναπάντητο στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση.

Τέτοια πολλά «γιατί» βγήκαν και από το στόμα του πολύαθλου Ιώβ ή τη γραφίδα του τραυματισμένου Δαυϊδ, δυο ανθρώπων που οι τραγικοί θάνατοι των παιδιών τους σφράγισαν το πέρασμά τους από την ιστορία και που μας παρουσιάζονται συχνά ως μοναδικά πρότυπα πίστης, εγκαρτέρησης και υπομονής.

Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στον Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους που νοιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν. Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιάς απάντησης. Ποιός όμως μπορεί να δώσει μια απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιός μπορεί να μας την πει;

Λέγει ο Μέγας Βασίλειος προς πενθούντα πατέρα, ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο τόσο ευαίσθητο, ώστε μοιάζει με το μάτι που δεν ανέχεται ούτε το πούπουλο. Και η πιο τρυφερή κίνηση αυξάνει τον πόνο του πονεμένου. Και η πιο διακριτική αναλογία δεν αντέχεται. Ο λόγος που εκφέρεται ως λογικό επιχείρημα, ενοχλεί αβάσταχτα. Μόνο το δάκρυ, η κοινωνία της απορίας, η σιωπή, η εσωτερική προσευχή θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο, να φωτίσουν το σκοτάδι ή να γεννήσουν μια μικρή ελπίδα

Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία.

Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνον εμάς, αλλά γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειάς τους να μοιραστούν τα πιο ανεπιθύμητα γι’ αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ’ αγάπης σύνδεσμο με τους αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Η συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά. Εκεί διακριτικά κρύβεται και η απάντηση.

Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, η γλύκα και η ανακούφιση, της οποίας είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου.
Η απάντηση γεννιέται μέσα μας.

Δυο γονείς, μας λέγουν οι επιστήμονες, μπορούν να κάνουν άπειρα διαφορετικά παιδιά. Όσο διαφέρουν οι φυσιογνωμίες μας, άλλο τόσο και παραπάνω ποικίλουν οι εκφράσεις του εσωτερικού κόσμου μας. Το ίδιο και οι απαντήσεις στα μεγάλα αυτά ερωτήματα. Αν ένας τρίτος μας δώσει τη μία «σωστή» δήθεν απάντησή του, θα καταστρέψει την ποικιλότητα και την προσωπικότητα των δικών μας απαντήσεων, των ιερών απαντήσεων, που για τον καθένα μας επιφυλάσσει ο Θεός. Η υποτιθέμενη σοφία του όποιου σοφού θα συντρίψει την αλήθεια και την ελευθερία του Θεού μέσα μας.

Το μεγάλο λάθος είναι να περιμένουμε την απάντηση απ’ έξω μας, από τους άλλους. Ποιός σοφός; Ποιός φωτισμένος; Ποιός φιλόσοφος; Ποιός ασφαλισμένος στην ορθότητα των επιχειρημάτων του ιερέας, γνωρίζει την απάντηση των τόσο προσωπικών μας «γιατί»;

Η απάντηση μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσα μας. Ούτε στις ανάλογες δήθεν περιπτώσεις. Ούτε σε βαρύγδουπα βιβλία. Ούτε σε συνταγές παρηγοριάς και σοφίας. Η απάντηση δεν υπάρχει κάπου, δεν την ξέρει κάποιος. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας. Η δική μας απάντηση είναι το δώρο του Θεού.

Ο πόνος μας βγάζει από τα ανθρώπινα μέτρα.

Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχεια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γι’ αυτό και ο Χριστός για τον θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά, ο Ίδιος επέλεξε και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε, το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για ζωή και θάνατο – μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου. Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνον ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.

Στο διάβα της η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν» συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτόν τον κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό. Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασής της με ανθρώπινα υποκατάστατα, αδικεί εμάς τους ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων, μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στον διάλογο με τον πόνο, την αδικία και τον θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνον η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.

Η μοναδική ευκαιρία.

Τελικά, το μεν ερώτημα μπορούμε να το υποβάλλουμε, την δε απάντηση πρέπει να την περιμένουμε. Ή ο Θεός δεν υπάρχει ή παραχωρεί μια δοκιμασία για να μας δώσει μια μοναδική ευκαιρία. Αν δεν γινόταν η Σταύρωση, δεν θα υπήρχε η Ανάσταση. Ο Χριστός θα ήταν ένας καλός δάσκαλος, όχι ο Θεός. Ο Θεός δίνει την ευκαιρία. Σε μας μένει να τη δούμε και να την αξιοποιήσουμε. Η δε χαρά και το περιεχόμενο αυτής της ευκαιρίας είναι πολύ μεγαλύτερο από την ένταση και τον πόνο της δοκιμασίας.
Ο θάνατος, ο πόνος, η αδικία αποτελούν μυστήριο που η όποια απάντηση το διασαλεύει. Στις περιπτώσεις αυτές, η αλήθεια δεν εκφράζεται ως άποψη ή επιχείρημα, αλλά προσφέρεται ως ταπείνωση και κοινός πόνος. Η πορεία στο μεθόριο της ζωής και του θανάτου, του σκανδαλισμού και της δοξολογίας, του θαύματος και της αδικίας, παρουσιάζει στροφές και κρυμμένες γωνιές, όπου διασφαλίζεται η αλήθεια της ζωής. Αν ξεφύγει κανείς τον πειρασμό να λυγίσει, τότε αντικρίζει την αλήθεια με τέτοια όψη, που ποτέ του δεν είχε καν φαντασθεί. Ο πόνος, αν κάποιος καταφέρει να τον αγκαλιάσει, γεννά πρωτόγνωρες ευαισθησίες και ξεδιπλώνει πραγματικότητες που κανείς αλλιώς δεν βλέπει. Η πρόκληση δεν είναι να συμβούν γεγονότα και αποκαλύψεις: αυτά υπάρχουν. Η πρόκληση είναι να ανοίξει κανείς τα μάτια του για να μπορεί να τα αντικρίσει.

Είναι αναντίλεκτη αλήθεια δυστυχώς, συνήθως μόνο χάνοντας τα πολύ επιθυμητά, γνωρίζουμε και κερδίζουμε τα πολύ μεγάλα.

Σίγουρα ο πόνος και η αδικία δεν μπορούν να καταργήσουν την αγάπη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει. Και είναι αγάπη και ζωή. Η τέλεια αγάπη και το πλήρωμα της ζωής. Και το μεγαλύτερο θαύμα της ύπαρξής Του είναι η συνύπαρξή Του με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο.

Ίσως και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον καθένα μας να είναι η συνύπαρξη με τον δικό του προσωπικό πόνο, το ελπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα, με τα βαθύτερα αυτά «γιατί», η ταπεινή εσωτερική περιχώρηση στην προσδοκία του Θεού μέσα από τις «αδικίες», που νομίζουμε πώς Αυτός μας κάνει.
Προ καιρού, με πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα που το καντηλάκι της ζωής της φαίνεται να τρεμοσβήνει. Μέσα στον αβάσταχτο πόνο της διέκρινα την ελπίδα. Μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της αντίκρισα τη χαρά, τη δύναμη και τη σοφία.

-Θέλω να ζήσω, μου είπε. Αλλά δεν ήλθα για να μου το επιβεβαιώσετε. Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτόν τον κόσμο.

-Εγώ είμαι παπάς της ζωής και όχι του θανάτου, της απαντώ. Γι’ αυτό και θέλω να ζήσεις. Επίτρεψέ μου, όμως, να σε ρωτήσω κάτι: μέσα στη δοκιμασία σου, ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα, Θεέ μου;»

-Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, μου λέει. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι σε μένα, Θεέ μου; Και περιμένω, όχι τον θάνατο μου: προσδοκώ τον φωτισμό μου»!

ΠΗΓΗ


Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Πόντου ανακηρύχθηκε Άγιος - ΔΑΥΙΔ Ο ΜΕΓΑΣ Ο ΚΟΜΝΗΝΟΣ

$
0
0
Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Πόντου ανακηρύχθηκε Άγιος - ΔΑΥΙΔ Ο ΜΕΓΑΣ Ο ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας θεωρείται πλέον ο τελευταίος αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Δαυίδ Κομνηνός καθώς και τα παιδιά του, Βασίλειος, Γεώργιος και Μανουήλ μαζί με τον ανιψιό και διάδοχο του θρόνου του, Αλέξιο.

Την απόφαση της Αγιοκατατάξεως των νέων Αγίων της Εκκλησίας που πέθαναν μαρτυρικά στην Κωνσταντινούπολη το 1463, αποφάσισε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ύστερα από πρόταση του Μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλου.

Ο φάκελος κατατέθηκε από τον Μητροπολίτη στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία με τη σειρά της αφού έκρινε ότι συντρέχουν οι λόγοι, προώθησε τον φάκελο στο Φανάρι.

Σύμφωνα με την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο εξέδωσε σχετική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, η μνήμη των νέων Αγίων θα τιμάται κάθε χρόνο την 1Η Νοεμβρίου, ημέρα κατά την ιστορία μαρτύρησαν.

Διαβάστε τα ιστορικά γεγονότα και το τέλος των νέων πλέον Αγίων της Εκκλησίας μας, όπως το έδωσε στη δημοσιότητα η Μητρόπολη Δράμας:

ΔΑΒΙΔ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ 
ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ

15 Αὐγούστου 1461.Ὁ Μωάμεθ ὁ πορθητής μετά ἀπό σκληρή πολιορκία καταλαμβάνει τήν πρωτεύουσα τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν, τήν Τραπεζούντα. Ἡ ὕστατη ἰσχυρή ἔπαλξη τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν Ἀνατολή ἔπαψε νά φωτίζει. Ἡ αὐτοκρατορία ἐσβέσθη καί ἡ κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις.

Ὁ Ἑλληνισμός τοῦ Πόντου ἔζησε δύσκολες καί κρίσιμες στιγμές. Πολλές φορές αἰσθάνθηκε τήν ἀνάσα τοῦ θανάτου. Καί αὐτός ὅμως ὁ θάνατος στό προπύργιο αὐτό τοῦ ἑλληνισμοῦ, πού ὀνομάζεται Πόντος, δέν ἀντίκρυσε τίποτε ἄλλο παρά ψυχές ὄρθιες καί ἀκατάβλητη ἀπόφαση.

Ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας Δαβίδ, ὁ Μέγας Κομνηνός, ὅμηρος στά χέρια τοῦ πορθητή μαζί μέ τά τρία του παιδιά καί τόν ἀνεψιό του καί διάδοχο Ἀλέξιο τόν Ε΄ ἐκτοπίζεται στήν Ἀδριανούπολη. Ἡ σωτηρία τῆς Τραπεζούντας εἶναι ἀσφαλῶς ἀδύνατη.

Εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ἀγριότητα τῆς ἅλωσης ὑπῆρξε μικρότερη λόγω τῆς συνθηκολογήσεως. Συνήθεια ὑπάρχει γιά κάθε καταστροφή νά ρίχνονται οἱ εὐθύνες μόνο στούς ἡγήτορες.

Τά πραγματικά ὅμως αἴτια ἐνυπάρχουν σέ σύνθετες καταστάσεις καί ἡ νηφάλια διάγνωση παραθεωρεῖται. Αὐτός πού ἔχει τήν ἀτυχία νά κυβερνᾶ τίς τελευταῖες αὐτές ὧρες καί νά ὑφίσταται τούς κλονισμούς τῆς καταστροφῆς, αὐτός εἶναι καί ὁ ἐκ τοῦ προχείρου ὑπεύθυνος, ὁ ἄνανδρος, ὁ προδότης. Τέτοιο διπλό θῦμα ὑπῆρξε καί ὁ αὐτοκράτορας Δαβίδ.

Ἐδῶ πρέπει νά τονίσουμε ὅτι πάρα πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι πού θεωροῦσαν τήν ἀντίσταση μάταιη καί ἐπίεζαν γιά τή λύση τῆς συνθηκολογήσεως ἐλπίζοντας ὅτι θά ἐμετριάζετο τό κακό καί ἡ ὀργή τοῦ πορθητοῦ. Ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει τό τέλος τοῦ αὐτοκράτορα.

Τό ἀνώνυμο συναξάριο τοῦ γένους μέ λιτές γραμμές ἀναφέρεται στό μαρτυρικό του τέλος.

«Κατά τήν 26ην τοῦ μηνός Μαρτίου τῆς ΙΑ΄ Ἰνδικτιῶνος τοῦ 1463 ἔτους, ἡμέρα Σαββάτω, πικροτάτη, ὥρα γ΄ ἐκρατήθη ὁ Ἅγιος ἡμῶν Αὐθέντης καί Βασιλεύς Τραπεζοῦντος κύριος Δαβίδ ὁ Μέγας Κομνηνός ἐν Ἀνδριανουπόλει καθειρχθείς σύν ἁλύσεσι ἐν τῷ Πύργῳ ».1

«Ἐν δέ τῇ πρώτῃ Νοεμβρίου, ἡμέρα Κυριακή καί ὥρα τετάρτη τῆς νυκτός ἐτελειώθη τῷ ξίφει ὁ αὐτός σύν ἅμα τοῖς τρισίν αὐτοῦ υἱοῖς καί τῷ ἀνεψιῷ, τῷ 1463 ἰνδικτιῶνος ΙΒ΄ ἐν Κωνσταντινουπόλει».2

Οἱ παραπάνω συναξαριακές σημειώσεις βρίσκονται σέ μεμβράνινο χειρόγραφο εὐαγγελιστάριο τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου στή νῆσο Χάλκη. Τώρα τό χειρόγραφο μέ τίς ἐνθυμίσεις βρίσκεται στό σκευοφυλάκειο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Ὅταν ὁ Δαβίδ παρουσιάσθηκε στόν Μωάμεθ αὐτός τοῦ πρότεινε ἕνα ἀπό τά δυό, ἤ νά μείνει ζωντανός ἐφόσον ἀπαρνηθεῖ τήν πίστη του ἤ νά θανατωθοῦν αὐτός καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του. Ἀπό τήν τρομερή αὐτή πρόταση ὁ Δαβίδ διάλεξε τή δεύτερη λύση λέγοντας μέ παρρησία στόν Μωάμεθ ὅτι : «Κανένα μαρτύριο δέν πρόκειται νά μέ φέρει στό σημεῖο ν’ ἀπαρνηθῶ τήν πίστη τῶν πατέρων μου».3 Ἔτσι πέρασε ὁ Δαβίδ στήν αἰωνιότητα ἀνταλλάσσοντας τή βασιλική ἁλουργίδα μέ τό φωτοστέφανο τοῦ μάρτυρα.

Ὅλοι ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τό τραγικό τέλος τῆς Τραπεζουντιακῆς αὐτοκρατορίας κατατάσσουν τόν Δαβίδ στή χορεία τῶν μαρτύρων, ἐκφράζοντας τήν κοινή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.

Ὁ Σάββας Ἰωαννίδης στό ἔργο του «Ἱστορία καί στατιστική Τραπεζοῦντος» γράφει:«Καί ὁ Ἑλληνισμός, πρός τιμή του, ἔχει νά ἐπιδείξει δυό αὐτοκράτορες, ἕναν νά πεθαίνει μέ γενναιότητα πολεμώντας γιά τήν πατρίδα, τόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, καί ἕναν νά μαρτυρεῖ γιά τήν πίστη του. Δηλαδή τόν τελευταῖο αὐτοκράτορα τῆς Τραπεζούντας Δαβίδ, τόν Μεγάλο Κομνηνό.

Καί ἔτσι καθώς δυό εἶναι τά στοιχεῖα τῆς ἐθνικῆς ὕπαρξης τοῦ ὅλου Ἑλληνισμοῦ, δηλαδή ἡ πίστη στήν πατρίδα καί ἡ θρησκεία, ἡ Θεία πρόνοια συνεισφέρει σ’ αὐτόν μέ τόν Κωνσταντῖνο ὡς ἔφορο καί ἥρωα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί μέ τόν Δαβίδ ὡς ἔφορο καί ἥρωα τοῦ χριστιανισμοῦ».4

«Ἀλλά καί μάρτυρες τῆς πίστης ἔγιναν πολλοί σέ πολλά μέρη, ἀκόμα καί σήμερα ἀνάμεσα στά ἀπρόσιτα χριστιανικά χωριά καί ἔχουν ὑποστεῖ μαρτυρικές διώξεις. Καί πρῶτος ἀπ’ ὅλους εἶναι δίκαιο νά μνημονευθεῖ ὁ τελευταῖος ἀπό τούς Μεγάλους Κομνηνούς, ὁ Δαβίδ, μαζί μέ τά παιδιά καί τούς συγγενεῖς του, πού προτίμησε τό μαρτυρικό θάνατο ἀντί νά ζήσει καί νά ἀπολαύσει τιμές, ὅπως ἔκαναν ἄλλοι πού εἴδαμε, οἱ ὁποῖοι ἐπιθύμησαν τά πρόσκαιρα ἀντίγιά τά αἰώνια καί τήν ἐφήμερη ἐκτίμηση ἀντί γι’ αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους».5

Ὁ λόγιος ἀρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, ἡγούμενος τῆς ἱστορικῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βαζελῶνος στό περισπούδαστο ἔργο του «Ὁ Πόντος ἀνά τούς αἰῶνας», σχολιάζει ὡς ἑξῆς τό μαρτυρικό τέλος τοῦ αὐτοκράτορα:« .... καί μετά τινας μῆνας τίθεται ὠμῶς ἀντιμέτωπος τοῦ διλήμματος, ἤ νά ἐξομόση, ἤ νά σφαγῆ μετά τῶν τέκνων του. Προείλετο τό δεύτερον καί εἶδε σφαζομένους τούς υἱούς του καί τόν ἀνεψιόν του Ἀλέξιον καί μετ’ αὐτούς ἐσφάγη καί αὐτός ἐπί λόφου καλουμένου «Πέγιογλου» ὑπό τῶν Τούρκων, καί κειμένου ἀντίπεραν τοῦ λόφου ἐφ’ οὗ μαχόμενος ἔπεσε πρό δέκα ἐτῶν ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος. Καί οὕτω συνεπληρώθη τό μαρτύριον τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τῶν δυό αὐτοκρατόρων αὐτοῦ, τοῦ μέν πεσόντος ἐν μάχῃ ἀμύνης ὑπέρ ἐλευθερίας, τοῦ δέ σφαγέντος ἐν μαρτυρίᾳ ὑπέρ τῆς ἀληθείας».6

Ὁ ἐκλεκτός Πόντιος ἐπιστήμονας Ὀδυσσέας Λαμψίδης σχολιάζει:«Τραγικός ἥρως ὁ Δαβίδ, διά τοῦ θανάτου σφραγίζει τήν ἱστορίαν τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν. Ἡ μοῖρα δέν ἠθέλησε νά χορηγήση εἰς αὐτόν τόν θάνατον ἑνός πολεμιστοῦ, ἀλλά ὥρισεν εἰς αὐτόν τό τέλος ἑνός μάρτυρος «ξίφει τελειοῦται» ».7

Ἀπό τίς παραπάνω μαρτυρίες καί ἀπόψεις, ἀβίαστα συμπεραίνουμε ὅτι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ἕναν μάρτυρα στεφανωμένο καί δικαιωμένο ἀπό τόν δικαιοκρίτη Θεό, ἀδικημένο ὅμως ἀπό ὁλόκληρο τόν ἑλληνισμό, ἀφοῦ δέν προβάλλεται ἡ θυσία του καί δέν τιμᾶται τό μαρτύριό του.

Πολλοί εἶναι οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους δέν τιμήθηκε πρεπόντως ὁ μάρτυς Βασιλεύς. Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι καί κληρονόμοι τῆς Τραπεζουντιακῆς αὐτοκρατορίας νά ἀναδείξουμε τήν κοινή συνείδηση περί τοῦ μαρτυρίου του ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, νά ἀποδώσουμε πρός αὐτόν τά ὀφειλόμενα ὡς υἱοί φιλοπάτορες καί νά ἐπαληθεύσουμε τήν χρυσοστομικήν ρῆσιν πού λέγει: «ὥσπερ γάρ τόν ἥλιον ἀμήχανον σβεσθῆναι, οὕτω καί τήν μνήμην τῶν μαρτύρων».8

Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Εὐστρατιάδηςστό ἐπιστημονικό του ἔργο: «Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας» γράφει τά ἑξῆς γιά τό χρέος μας ἔναντι τῶν μαρτύρων πού βρίσκονται στήν ἀφάνεια χωρίς νά ἀποδίδονται σ’ αὐτούς οἱ νενομισμένες τιμές:

«Διά τοῦτο ἔχομεν καθῆκον ἱερόν νά ἀναστήσωμεν τούς νεκρούς ἐπί τῆς γῆς καί ζῶντας ἐν τοῖς οὐρανοῖς, νά ἀποδώσωμεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τήν δόξαν αὐτῆς καί τό κάλλος, τάς μορφάς καί τά ὀνόματα τῶν ἡρώων τῆς πίστεως, οἵτινες διά τοῦ αἵματος αὐτῶν, καί διά τοῦ βίου αὐτῶν ἐστερέωσαν τά θεμέλια αὐτῆς καί εἶναι μέρος τοῦ ἀκηράτου στεφάνου αὐτῆς, ἀδάμαντες ἐκπεσόντες ἐκ τοῦ πολυτίμου στέμματος, θησαυρός ἱερός τῆς ἡμετέρας πίστεως. Ἔχομεν ἱερόν καθῆκον νά ἀναζητήσωμεν καί εὕρωμεν τούς κρυπτομένους ἀπό τά νέφη ἀστέρας καί τοποθετήσωμεν εἰς τό ἡρῶον τῆς πίστεως.

Αἱ κατά ἀνατολάς Ἐκκλησίαι διά τάς περιπετείας αὐτῶν ἀπώλεσαν τόν ἴδιον αὐτῶν κώδικα καί τά δίπτυχα καί τάς περγαμηνάς αὐτῶν˙ διεσκορπίσθησαν εἰς τούς τέσσαρας ἀνέμους ὑπό τῆς λύσσης τῶν ἐχθρῶν καί ἠφανίσθησαν πολλά πολύτιμα τῆς κληρονομίας ἡμῶν μνημεῖα καί πειστήρια˙ ἐναπέμειναν ὅθεν γεραρά λείψανα καί ταῦτα ἀπόκεινται εἰς ἡμᾶς νά περισυλλέξωμεν μετ’ εὐλαβείας».9

Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς ἐκκλησίας τόν πρῶτο λόγο στήν ἀναγνώριση ἑνός ἁγίου ἔχει τό πλήρωμα τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας. Ἡ αὐθόρμητη ἀναγνώριση ἀπό τήν συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι καθοριστικός παράγων. Εἰδικά γιά τήν τιμή στούς μάρτυρας ὁ πολυγραφώτατος Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρατηρεῖ: «τῶν μαρτύρων τά λείψανα προσκυνοῦνται ὡς ἅγια καί χωρίς θαυμάτων καί εὐωδίας, μέ τό νά γίνεται φανερόν εἰς ὅλους διά τῆς ἐμπράκτου ἀποδείξεως τοῦ μαρτυρίου, ἡ εἰς Θεόν τελεία πίστις καί τελεία ἀγάπη αὐτῶν».10

Καί ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος παρατηρεῖ τά ἑξῆς:«.... ἤ πού ἠκούσθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ οἱ Θεῖοι Μάρτυρες νά καρτεροῦν τήν ἐπίγειον κρίσιν νά κυρώση τό μαρτύριόν τους, καί νά βεβαιώση ἐκείνους, ὅπου ἤδη ἐσφράγισαν τό τέλος τους μέ τήν ὁμολογίαν τῆς θείας πίστεως, καί τούς ὁποίους εὐθύς ἐν τῷ ἅμα ὁ ἀγωνοθέτης Χριστός ἄνωθεν ἐστεφάνωσεν;

Τί ἄλλο εἶναι ἡ ἑορτή, παρά μακαρισμός καί δόξα καί τιμή, καί νά προβάλλωμεν εἰς τόν Θεόν πρέσβυν καί μεσίτην τόν ἑορταζόμενον, διά νά λαμβάνωμεν δι’ αὐτοῦ παρά Θεοῦ τῶν ψυχικῶν μας παθῶν τήν ἴασιν; Εἶναι ἄλλο τίποτας ἡ ἑορτή παρά ταῦτα; Ἔπειτα.... δέν ἤκουσαν ποτέ τους, πώς εὐθύς ὁπού πέση εἰς τήν γῆν ἡ κεφαλή τοῦ Μάρτυρος, οἱ παρόντες Χριστιανοί ἀπό ψυχῆς καί καρδίας χαίροντες, καί τόν Θεόν δοξάζουσι καί τόν Μάρτυρα μακαρίζουσι».11

Ὁ Βασιλεύς Δαβίδ θυσίασε πρόθυμα τά πάντα, Πατρίδα, γένος, ὕπαρξη, οἰκογένεια, γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως Χριστοῦ.Εἶναι ἡ καλή ἀπαρχή τῶν Νεομαρτύρων τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γι’ αὐτό δέν πρέπει ἡ λήθη νά καλύψει μέ τό σιωπηλό της πέπλο τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τῆς Τραπεζοῦντος Δαβίδ γιά πολλούς σοβαρούς λόγους, πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἐθνική μας, τήν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία μας καί τό μέλλον μας στό ἱστορικό γίγνεσθαι.

Πρέπει νά τιμοῦμε τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του ἀποδεικνύοντας σέ ὅλους ἐκείνους, πού ἴσως συνέφερε νά παραδοθεῖ στήν ἀφάνεια τό πρόσωπο αὐτό καί τό μαρτυρικό του τέλος, ὅτι τά παιδιά τῶν ξεριζωμένων, ὅσο περνοῦν τά χρόνια, ὄχι μόνο δέν ξεχνοῦν˙ ἀλλά περισσότερο μέ ἱερό δέος ἐγκύπτουν στήν προγονική ἱστορία, τή σπουδάζουν καί ἀντλοῦν διδάγματα, ἀξίες καί δύναμη καί προχωροῦν καί διαπλέουν σ’ ὅλον τόν κόσμο μέ τήν «Ἀργώ» πού δέν σταμάτησε τό ταξίδι της.

Τά παιδιά τῶν ποντίων δέν ξεχνοῦν, διότι ἠχεῖ μέσα τούς ἡ φωνή τῶν Πατέρων τους, ὅπως τήν διασάλπισε ὁ ἀείμνηστος Λεωνίδας Ἰασωνίδης: «Ξηρανθήτω ἡμῖν ὁ λάρυγξ, ἐάν ἐπιλαθόμεθά σου ὦ πάτριος ποντία γῆ».

------------------------------------------------------------------------------------------
1 Μητροπολίτου Τραπεζοῦντος Χρυσάνθου, «Ἡ ἐκκλησία Τραπεζοῦντος», Ἀθῆναι 1933, σ. 521.
2 ὅ.π., σ. 522 (Σκευοφυλάκειο Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀριθμ. 8, φύλ. 294α).
3 WEISZ WELTGESCHICTE – GRAZ LEIPZIG 1892 VII 117.
4 Σάββα Ἰωαννίδη,«Ἱστορία καί στατιστική τῆς Τραπεζοῦντος», Θεσσαλονίκη 1988, σ. 95 (Α΄ ἔκδοσις Κωνσταντινούπολις 1870).
5 ὅ.π., σ. 124.
6 Ἀρχιμ. Παναρέτου Τοπαλίδου, «Ὁ Πόντος ἀνά τούς αἰῶνας», Δράμα 1929, σ. 63-64.
7 Ἀρχεῖον Πόντου, Ἀθῆναι 1961, τόμος 24, σ. 28.
8 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εἰς τόν Ἅγιον Ἱερομάρτυρα Φωκᾶ, MIGNE, P.G. 50,699.
9 Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, «Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας», Ἀθῆναι 1995, σ. ιε΄.
10 Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Νέον Μαρτυρολόγιον», Ἀθῆναι 1961, σ. 24.
11 Π.Β.Πάσχου, «Ἐν ἀσκήσει καί μαρτυρίῳ», Ἀθῆναι 1996, (Ἀθανασίου Παρίου περί νεομαρτύρων), σ. 81-82.
Πηγή: Δόγμα

Διωγμοί και προσβολές υπάρχουν και σήμερα. (Αγ. Ιωάννη της Κρονστάνδης)

$
0
0
Διωγμοί και προσβολές υπάρχουν και σήμερα. 
(Αγ. Ιωάννη της Κρονστάνδης) 

Σήμερα οι διωγμοί κι οι προσβολές αφορούν την αλήθεια, την πίστη του Χριστού; Διωγμοί και προσβολές υπάρχουν και σήμερα και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ως τη συντέλεια του κόσμου. Γιατί για πολλούς ανθρώπους η βασιλεία του Θεού δεν ήρθε ακόμα «εν δυνάμει» και για μερικούς δεν έχει έρθει καθόλου. Ακόμα και στις χριστιανικές κοινωνίες η αδικία και το ψέμα επικρατούν. Ο σατανάς δεν έχει δεσμευτεί ακόμα. Κινείται ελεύθερα στη γη και διαπερνάει τους αιθέρες. 

Τώρα φαίνεται πως πραγματικά μαίνεται και λυσσά εναντίον εκείνων που κρατούν την ορθή πίστη, γιατί γνωρίζει«Ότι ολίγον καιρόν έχει»(Αποκ. ιβ’ 12), Η διαφορά είναι ότι στις μέρες μας δεν πολεμάει τους πιστούς με διωγμούς και βασανιστήρια αλλά με απιστία, με ψεύτικη πρόοδο, με ελευθεριότητα ή για να το πούμε πιο απλά: με σκεπτικισμό, με αυθάδη άρνηση της πίστης, με διασυρμό, χλευασμούς, βλασφημία, συκοφαντία, περιφρόνηση κλπ. Οι σημερινοί ευλαβείς άνθρωποι αποκαλούνται υποκριτές, αμόρφωτοι, στενόμυαλοι. 

Η χριστιανική πίστη θεωρείται πίστη των απλοϊκών ανθρώπων. Η χριστιανική αγάπη λογαριάζεται αδυναμία, η ελεημοσύνη ανόητη σπατάλη. Η κοινή προσευχή θεωρείται υποκρισία. Η χαρά κι η ευφροσύνη στην προσευχή λογιάζονται ηλιθιότητα και παράνοια. Από την άλλη πλευρά όταν κάποιος είναι ακόλαστος και ικανοποιεί όλες τις αναρίθμητες σαρκικές επιθυμίες του θεωρείται φυσιολογικός, σύγχρονος και προοδευτικός. Τον χαρακτηρίζει η αποξένωση από την ατομική και την κοινή προσευχή, η εγκατάλειψη κάθε είδους ιεροτελεστίας κι η πορεία μιας ζωής που δεν ταιριάζει ούτε σε χριστιανούς μα ούτε σε ιουδαίους ή σε ειδωλολάτρες. Ζει σε μια μάλλον ζωώδη κατάσταση, απαλλαγμένη από κάθε υποχρέωση. Και όλα αυτά θεωρούνται κάποιο «στυλ» ζωής, τεκμήριο γνησιότητας του πραγματικά σύγχρονου ανθρώπου, του κοσμοπολίτη, που έχει όλο τον κόσμο πατρίδα, του ανήκουν τα πάντα, αλλά του λείπει η πίστη.
Θα συμφωνήσετε πως θα ήταν δυσάρεστο σ’ έναν πιστό να ζει ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους. Ευτυχής είναι εκείνος που ζει μακριά τους. Ο άνθρωπος όμως που ζει ανάμεσά τους κι υφίσταται διώξεις, χλευασμούς και καυστικά σχόλια ας μη μένει σιωπηλός. Πρέπει αντίθετα να είναι ικανός και έτοιμος να δίνει αμέσως απαντήσεις για να στηρίξει την πίστη και την ελπίδα του, ώστε η ατιμία να ντροπιαστεί.«Αποκρίνου άφρονι κατά την αφροσύνην αυτού, ίνα μη φαίνηται σοφός παρ’ εαυτώ» (Παρ. κστ’ 5).Πώς αλλιώς κυνηγούν την αλήθεια και την ευσέβεια η ανομία κι η ατιμία; Με το ν’ αγνοούν τους αγώνες και την αξία των ευλαβών ανθρώπων που αγαπούν την αλήθεια· με το να προσπαθούν να τους στερήσουν την πρέπουσα τιμή κι ανταπόδοση. Κι από την άλλη μεριά η κολακεία κι η επιβράβευση της αδικίας προσπορίζει πλούσια δόξα, τιμές και πλούτη αυτού του κόσμου.

Δεν είναι να θαυμάζει κανείς. Ό,τι επιδιώκεις, αυτό αποκτάς. Οι άνθρωποι που είναι πραγματικά ευλαβείς και δίκαιοι δεν επιδιώκουν τη δόξα των ανθρώπων, μ’ όλο που δεν την αποφεύγουν όταν αυτή τους πλησιάζει, αλλά τη δόξα του Θεού. Κι αυτό όμως για τη δόξα του Θεού και για ευφροσύνη εκείνων που φοβούνται το Θεό. Οι κοσμικοί άνθρωποι, που ο θησαυρός τους βρίσκεται εδώ στη γη, επιδιώκουν την κοσμική δόξα και την πετυχαίνουν. 


Οι χριστιανοί δίνουν πρόθυμα την περιουσία τους σ’ αυτούς που δεν έχουν κι έτσι δε γίνονται πλούσιοι. Οι κοσμικοί επιδιώκουν ασταμάτητα ν’ αυξάνουν τον πλούτο τους με δίκαιο ή με άδικο τρόπο. Έτσι πολλοί απ’ αυτούς γίνονται πλούσιοι.«Χαίρετε καί άγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς».Στο βαθμό που οι δίκαιοι άνθρωποι υπομένουν προσβολές, διώξεις και στερήσεις στον κόσμο, η ανταπόδοση τους θα είναι πολλή στους ουρανούς. Εδώ πολύ συχνά τα στερούνται όλα. Εκεί θα τα λάβουν όλα και μάλιστα εκ περισσού, πλούσια, όπως π.χ. άφθιτη δόξα, ανεξάντλητο θησαυρό, διαρκή ευφροσύνη και μια ατελεύτητη βασιλεία.

ΠΗΓΗ
Viewing all 1937 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>